284 14 50MB
English, Greek Pages [705] Year 1999
ANCIENT
MACEDONIA VI
VOLUME
APXAIA
MAKEAONIA VI
2
TOMOZ
2
ANCIENT
MACEDONIA VI
PAPERS READ AT THE SIXTH INTERNATIONAL SYMPOSIUM HELD IN THESSALONIKI, OCTOBER 15-19, 1996
VOLUME
JULIA
VOKOTOPOULOU in
272
-
INSTITUTE
2
memoriam
FOR
BALKAN
THESSALONIKI
STUDIES 1999
-
272
APXAIA
MAKEAONIA VI
ANAKOINQZEIZ KATA TO ΕΚΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 15-19 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1996
ΤΟΜΟΣ
2
Στη µνήµη της ΙΟΥΛΙΑΣ ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΥ
272-IAPYMA
MEAET2N
ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
1999
ΤΟΥ
ΑΙΜΟΥ
- 272
ZT ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΟΡΓΑΝΟΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Πρόεδρος: A. Navteguadns Γραμματέας: Β. Κόντης Μέλη: A. Βαβοίτσας E. Βοντυράς I. Τουλουμάχος ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΛΕΤΟΩΝ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ ΤΟΥ ΑΙΜΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Πρόεδρος: Α.-Α. Ταχιάος Αντιπρόεδρος: |. Χασιώτης Μέλη: I. Αγγελίδης Ε. Βουτυράς I. Κολιόπουλος Κ. Κούφα
Ε. Τσιγαρίδας Διευθυντής: Β. Κόντης
VI INTERNATIONAL SYMPOSIUM ON ACIENT MACEDONIA ORGANISING COMMITTEE President: D. Pandermalis
Secretary: V. Kondis Members: A. Vavritsas E. Voutiras 1. Touloumakos
INSTITUTE FOR BALKAN
STUDIES
GOVERNING BOARD President: A.-A. Tachiaos Vice-president: I. Chassiotis Members: I. Angelidis E. Voutiras
|. Koliopoulos K. Koufa E. Tsigaridas Director: V. Kondis
ISBN: 960-7387-31-7 ISBN: 960-7387-30-9
©
Copyright 1999 by the Institute for Balkan Studies, Thessaloniki. All rights reserved
ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ.
AOAN. AATINTZH. EON. ΑΜΥΝΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
38, THA, 221.529, 222 965
TIAPOPAMA Οι σελίδες 1066-1072 έχουν εσφαλµένες επικεφαλίδες’ αντί Μιχάλης Τιβέριος (αριστερά) Κάρες στο μυχό του Θερμαϊκού κόλπου (δεξιά)
γράφε ©. Στεφανίδου-Τιβερίου (αριστερά) Δίον και Άλος: Δύο νέα κτίσματα της εποχής του Κασσάνδρου (δεξιά).
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
- CONTENTS
TOMOZ
1
ΠΡΟΛΟΓΟΣ - FOREWORD .
Πολυξένη
Αδάµ-Βελ
ΤΑ ΒΡΑΣΝΑ
évn, ΕΠΙΓΡΑΦΙΚΕΣ
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
ΑΠΟ
Ν. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Winthrop Lindsay Adams, PHILIP ΙΙ THE LEAGUE OF CORINTH AND THE GOVERNANCE OF GREECE I.
M.
Ακαµάτης, ΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
Βικτώρια
ΑΓΟΡΑ
ΠΕΛΛΑΣ:
Αλλαμανή
/ Κατερίνα
ΥΣΤΕΡΟΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΑ ΤΕΧΝΙΚΟ
Emiliano
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙ-
Τζαναβάρη,τΤΑ ΤΗΣ
ΒΕΡΟΙΑΣ.
KAAAI-
45-75
ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
Arena,
DONIA
15 ΧΡΟΝΙΑ
LA
TITOLATURA
ELLENISTICA:
REGALE
I ΒΑΣΙΛΕΙΣ
NELLA
MACE-
FILIPPO III Ε ALESSANDRO
IV NELLE FONTI LETTERARIE ED EPIGRAFICHE (323-317 a. C.)
[ωάννης
Ασλάνης
ΓΙΑ TH ΜΑΜΑ E.
ΜΕΣΟΕΛΛΑΔΙΚΗ
ΤΗΣ
Hänsel, ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
ΣΤΟΝ
APIO 109-122
PHILIP ΙΙ AND THE LAST OF THE THESSALIANS
Bakirtzis,
THE
END
OF ANTIQUITY
IN EASTERN
MACE-
123-128
DONIA Alberto 6. Benvenuti, ΣΧΕΣΕΙΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΧΝΗ (ΛΗΜΝΟΥ) ΚΑΙ ΣΤΗ ΒΟΡΕΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
Νικόλαος
Μπιργάλιας,
ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΟ129-14]
«ΒΑΣΙΛΙΚΟΙΠΑΙΔΕΣ»ΣΤΗ ΜΑΚΕ143-152
ΔΟΝΙΑ ΚΑΙ «ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ NAIAEL» ΣΤΗ ΣΠΑΡΤΗ
Vera
12.
Bitrakova Grozdanova, LA VIA EGNATIA ENTRE LYCHNIDOS ET PONS SERVILII (nouvelles preuves archéolo-
giques) Margherita
153-165
Bonanno
NQNYMIQN TIA 13.
Dilyana
14.
Jan
KAI
Αραβαντινού,
ΜΥΘΩΝ
ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΙΗ TO-
ΑΠΟ TH ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
ΣΤΗ
BOIQ167-180
Boteva,
FOLLOWING
IN ALEXANDER'S
FOOTSTEPS:
THE CASE OF CARACALLA Bouzek,
PISTIROS
181-188
AND
THE
SOUTH:
LAND
AND
RIVER
CONNECTIONS 15. 16.
Maria
189-196
Caccamo Caltabiano, THEIDENTITY HORSEMEN ON PHILIP Il’ COINAGE
Elizabeth
Carney,
THE
CURIOUS
DEATH
OF
OF TIIE
THE TWO 197-207 ANTIPA-
TRID DYNASTY 17.
James
18.
M.
B.
77-98
ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ 99-108
Badlan,
Ch.
/ Bernhard
T.
Chambers,
Hatzopoulos,
209-2 16 PERDICCAS, SITALCES, AND ATHENS LE MACEDONIEN
ET THEORIES NOUVELLES
NOUVELLES
217-224
DONNEES
225-239
VI
Αρετή
ΧονδρογιάννηΕΡΕΥΝΑ
ΣΤΗΝ
Μετόκη,
ΚΟΙΛΑΔΑ
ΤΟΥ
ΛΠΟΤΙΙΝ ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΚΗ! ΜΕΣΟΥ
POY
TOY
AAIAK241-258
ΜΟΝΑ Αναστασία
Χρυσοστόμου,
Οἱ ΠΕΡΙΟΧΕΣ
THE
BOTTIAIAZ ΚΑΙΤΙΙΣ ΑΛΜΟΙΠΙΑΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΙ
Παύλος
Χρυσοστόμου,
ΤΙΣ ΣΑΡΚΟΦΑΓΟΥΣ
«Περικλής
OMAKEAONIKOZ
¢ ἱξίκον MURALE
S.
N.
a, LE SYSTEME
Jacques
281-306
ΔΗΜΟΣΙΑ OIKOAOMHMATA ΧΡΟΝΩΝ
ΣΤΗ
DECORATIF
DANS
LA PEINTURE
des
Courtils,
TECTURE
TESSAGLIA, CALCIDICA
E FOCIDE
445-356
DI FILIPPO ΙΙ
THASOS, SAMOTHRACE
ET L'ARCHI357-374
MACEDONIENNE
Kamen Dimitrov, MACEDONIAN ROYAL TRADITIONS EARLY HELLENISTIC THRACE C. 40 - C. 270 BC L.
307-332
MAKEAONIA
333.144
Langher,
POLITICA
Domaradzka
/
M.
Domaradzki,
POPULATION
IN 375-381
STRU383-392
CTURE OF PISTIROS (Sth-4th c. B.C.)
Pierre
Ducrey,
ALEXANDRE
LE GRAND
ET LA CONDUITE
DE 393-403 405-417
LA GUERRE
Florens
Felten,
Michael
A.
HEILIGTÜMER DER MAKEDONEN
Flower,
ALEXANDER: Alexandre
THE
PANHELLENISM
KATA
ΣΤΗ MAKFAONIA
Greenwalt,
Erhard
Grzybek,
MACEDOINE Charles
D.
PHILIP
AND 419-429
POLEIS - PAIDEIA KATA
Remarques de méthode Αριάδνη Γκάρτζιου-Τάττη, William
OF
A REASSESSMENT
Fol, PAIDEIA
ΟΡΦΕΑ
431-437
ΘΑΝΑΤΟΣ
KAI ΤΑΦΗ TOY
ΚΑΙΤΙΙ OPAKH
ARGEAD NAME
LE MEURTRE
439-451
CHANGES
453-462
FT SON CHÄTIMENT
ANTIQUE
Hamilton,
ETHNE
DANS
LA 463-469
| MACEDONIAN
MIGRATION
AND
ITS 471-481
EFFECTS N.
G.
L.
Hammond,
Waldemar Frank
L.
Heckel, Holt,
THE NATURE OF THE HELLENISTIC STATES
483-488
THE POLITICS OF ANTIPATROS:
489-498
ALEXANDER
THE
GREAT
AND
THE
324-319 B.C. SPOILS
OF 499-506
WAR
Δέσποινα
Ἱγνατιάδου,
XNIAI ME ΓΥΑΛΙΝΟΥΣ Ιωάννης
Ο.
Kavovië
EAATINIZXTIKO ENFFPATEZIO LAL
Καραλή, YMIMATA
yg, TO
HKOXMITZH OSTPEINA,
507-522
ΠΓΣΣΟΥΣ
ΠΛΑΤΕΙΛΣ AIOIKITTHPIOY A.
259-280
ME
EN THRACE
Consolo NELLA
ΤΑΦΟΣΣΤ΄
ΤΗΣ ΠΕΛΛΑΣ
Χριστοδούλου,
ΤΩΝ ΠΡ(ΟΙΜ(ΟΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΩΝ Maria
ΒΟΡΕΙΑΣ
ΤΟΥ ΣΙΛΗΡΟΥ
BYZANTINO
KOIMHTHPIO
THY
523-530
OLS ZL AAONERHZ
ΣΤΗ
ΝΓΟΛΙΟΙΚΗ
OSTEINA,
AIOINA.
MAKEAONIA: METAAAINA
KO531-536
vi 42.
Γεωργία
Καρφραμήτρου-Μεντεσίδη
Κεφαλἰδον,ΤΟΠΙΚΑ
ΣΙΚΗΣ
ΚΕΡΑΜΙΚΗΣ
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ
/
Ευρυδίκη
ΑΡΧΑΙΚΗΣ
ΑΙΑΝΗ
KAI KAA-
KAI ΤΟ ΝΟΜΟ
KO537-562
ΖΑΝΗΣ 43.
44. 45.
Μαριάνα Istvan
Καραμπέρη,
ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΗ
ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΗΝ ΤΕΡ-
ΠΝΗ Ν. ΣΕΡΡΩΝ
563-578
Kertész, NEW ASPECTS IN THE CONNECTIONS BETWEEN MACEDONIA AND THE ANCIENT OLY MPIC GAMES
579-584
Ευαγγελία
Κνυοιατζή,
H MEAETH ΤΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΩΣ
ΔΕΙΚΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΚΕΡΑΜΕΙΚΗΣ ΤΗΣ YEX ΑΠΟ ΤΗΝ TOYΜΠΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 46.
Denis
Knoepfler, DECRETS
D'ÉRÉTRIE
POUR
DES
MACE599-612
DONIENS 47.
Μιχ.
Σ.
Κορδώσης,
ΚΡΑΤΩΝ
ΤΗΣ
ΓΙΑ
ΤΗΝ
ΒΑΚΤΡΙΑΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΚΑΙ
ΤΗΣ
ΤΩΝ
ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ
ΙΝΔΙΑΣ
ΜΕΤΑ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ: ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ ΤΩΝ ΠΗΓΩΝ TOY POY ΑΠΟ TA «ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ» ΤΟΥ ΣΤΡΑΒΩΝΑ 48.
Στέφη
49.
ΑΥΥελιχή
ΤΟΝ
Μ.
ΑΠΟΛΛΟΔΟΩ613-619
Κόρτη-Κόντη, ΜΙΜΟΙ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Κοτταρίδη,
ΒΑΣΙΛΙΚΕΣ
ΠΥΡΕΣ
ΣΤΗ
621-630
NEKPO-
ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΑΙΓΩΝ 50.
Σοφία
52.
631-642
Κρεμύδη-Σισιλιάνον, ΤΡΑΔΡΑΧΜΟΥ
51.
Βούλα
ΤΟΥ
Λάββα,
ΕΝΑΣ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Λλαμπροπούλου,Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Στέλλα
ΝΕΟΣ
ΤΥΠΟΣ
TE643-654
A’
ΜΑΙΝΑΔΙΣΜΟΣ
ΣΤΗΝ
ΑΡΧΑΙΑ 655-663
ΠΕΡΙΟΔΕΥΟΝΤΕΣ
ΧΑΡΑΚΤΕΣ
ΣΤΗ
MAKE-
665-678
ΔΟΝΙΑ ΚΑΙ ΘΕΣΣΑΛΙΑ
53.
Sylvie
Le DANS
54.
Magia
Bohec
Bouhet,
LA MACÉDOINE
INTRIGUES ET SOULÈVEMENTS
Μακροπούλου,
ΦΘΕΝΤΕΣ
Ευτέρπη
ΜΗΤΕΡΑΣ 691-704
THI
ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΝΑΟΙ
ΣΤΟ
ΑΝΑΚΛΛΥΔΥΤΙΚΟ
NE-
705-722
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Μαρχκή,
ΣΤΙΑΝΙΚΩΝ
2
ΔΥΟ
ΠΑΛΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΙ
KPOTAPEIO
56.
ΤΟ ΙΕΡΟ ΤΗΣ
ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ ΣΤΗΝ ΠΕΛΛΑ
ΤΟΜΟΣ Δέσποινα
679-689
DES ANTIGONIDES
Λιλιμπάκη-Ακαμάτη,
ΤΩΝ ΘΕΩΝ
53.
MIA
XPONQN
ΑΓΝΩΣΤΗ
NOAH
TON
ΠΑΛΑΙΟΧΡΙ-
ZTHN ΠΙΕΡΙΑ. TA ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΑ
AEAO-
723-734
ΜΕΝΑ
57.
Νίκος
Μερούσης ΦΥΣΙΚΟ
/ Λιάνα
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
MITEPAZMATA ΕΡΕΥΝΑ ΤΩΝ
58.
585-597
ΚΑΙ ΕΤΩΝ
Ε. Microyannakis,
ΣΤΗΝ
Στεφανή,
KATOIKHIH ΚΑΙ
ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΚΗ
ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
AITO THN
ΗΜΑΘΙΑ:
ΣΥ-
ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗ
1993-1996
CHREMONIDEAN WAR AND DEMETRIUS II
745-751 753-761
VIN 59. 60.
R.
B.
D.
Milns, THE FOOD PRICES
EFFECTS
ΟΕ
ALEXANDER'S CAMPAIGNS
763-769
Μισαηλίδου-Δεσποτίδου, ΑΠΟ
ΤΑΦΙΚΑ
ON
ΣΥΝΟΛΑ
TOY
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΑ
4ov Al. Π.Χ. ΑΠΟ
ΣΤΟΙΧΕΙΛ TH
N. ΦΙΛΑ711-785
ΔΕΛΦΕΙΑ 61.
Dragi
Mitrevski,
ΤΗΕ
CULTURE THROUGH
62.
Kate
63.
Π.
SPREADING
THE VARDAR
Mortensen, HARMONY OR LATIONSHIP OF PHILIP'S WIVES
Νίγδελης
/ Κ.
OF
THE
THE
INTER-RE797-805
AIATPAMMATOZ
E
787-796
HATRED?
Σισµανίδης, AYO
ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΤΙΚΟΥ
MYCENAEAN
VALLEY
ANTIFPA®A ΤΟΥ
ENOL
ΦΙΛΙΠΠΟΥ
ΤΟΥ 807-822
Αναστάσιος
Νικολαΐδης,
Ol
APXAIOI
MAKEAONEY 823-837
ZTON MAOYTAPXO
65.
A.
Noguera
Borel,
DONIENNE:
Άννα
L’EVOLUTION
DE LA PHALANGE
LE CAS DE LA SARISSE
839.850
Παναγιώτου-Τοιανταφυλλοπούλου, KAI ΕΚΠΛΙΛΕΥΣΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ.
Maria
ΣΤΗ MAKEAONIA
ETA SEVERIANA. Παππά,
DELLA
H
OPTANDIN
ΗΠΡΟΣΕΙΓΙΣΗ
IMITATIO
I MEDAGLIONI
TAUITA
KAI ΣΤΑ EAAHNIETIKA
MIA KOINQNIOTAGYYOAOTIKH
Papisca, IMMAGINI
Magia
MACE-
ALEXANDRI
851-858
IN
DI TARSO
ΤΟΥ
859-871
ΧΩΡΟΥ
ΣΤΟΥΣ
NEOAI-
ΘΙΚΟΥΣ ΟΙΚΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΑΣ ΠΙΕΡΙΑΣ
Aıx.
Παπαευθυμίου-Παπανθίμµου λη-Παπαστερίου, TOYMNA
T.
A.
TOY
ΑΡΧΟΝΤΙΚΟΥ
Πίκουλας, ΠΡΩΤΗ
Peter
OIKNMATA
Ο
ΛΟΥΚΑΣ
Anna
Maria ΛΙΠΠΟΥ
ΣΥΜΡΟΛΗ
«ΑΝΗΡ
MAKEAQN».
H
ΚΑ-
AIO TH MAKEAONIA
HAATPEIA
903-909
THY OEAZ AHMHTPAY 911-919
MAKEAONIA
Prestianni A
887-892
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
QE
Πινγιάτογλου, APXAIA
Πιλά-
ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΚΙΙ
893-902
Pilhofer,
ZTHN
/ Ayy. ΣΤΗΝ
ΓΙΑΝΝΙΤΣΩΝ
ΤΕΡΜΟΝΙΣΜΟΙ
ΤΑΓΩΓΗ TOY ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗ Zeuein
873.880
PHILIPPI:
Giallombardo, AI
PRODROMI
DEL
TEMENH CULTO
®IDEL 921-943
SOVRANO?
Ιωάννης
K.
Tleopnovas,
NIAZ: Pu,-ke-gi-ri: ΕΝΑΣ
Αθ.
Ριζάκης AND
Claude
/
I.
Rolley,
John
Rosser,
SURVEY)
ΜΥΚΗΝΑΙΟΣ
ΠΑΡΑΛΟΣΗ
LA LANTERNE
MAKEAO945-948
ΣΚΟΙΛΟΣ
Τουράτσογλου,
MAKEAONIA.
LA TOREUTIQUE
ΓΛΙΟΣΣΙΚΑ APXAIAZ
AATPEIRS
ΣΤΗΝ 949.965
ΚΑΙ ΝΓΩΓΕΡΙΣΜΟΙ DE PHILIPPE
IH ET LE RÔLE
DE 967-974
MACEDONIENNE
ROMAN
GREVENA
(THE
GREVENA
PROJECT
975-986
IX 78.
Alfonso
Santoriello
AGRARIO
DEL
/ Massimo
TERRITORIO
Vitti,
DELLA
IL PAESAGGIO
COLONIA
VICTRIX 987-1001
PHILIPPENSIUM
79. 80.
Θεόδωρος Η ΧΙΟΣ
Ε.
Χ.
Σαρικάκης,
1003-1010
Σηµαντώνη- Μπουρνιά, Η ΑΝΑΓΛΥΦΗ ΣΤΑ ΠΑΡΑΛΙΑ ΤΟΥ
81.
82.
Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ KAI
ΒΟΡΕΙΟΥ
ΚΕΡΑΜΕΙΚΗ 1011-1029
ΑΙΓΑΙΟΥ
Evéoxia Σµκαρλατίδου, ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ ΚΡΑΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΑΥΔΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΣΤΗ ΘΕΡΜΗ (ΣΕΔΕΣ) ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΑΓΓΕΙΩΝ ΤΟΥ ΑΤΤΙΚΟΥ ΑΓΓΕΙΟΓΡΑΦΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Μπάρμπαρα
Σµιτ-Δο ύνα,ΟΙ ΔΩΡΕΕΣ ΤΩΝ ΒΑΣΙΛΕΩΝ ΤΗΣ
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
- ΑΝΑΘΗΜΑΤΑ
ΟΠΛΩΝ
ΚΑΙ
ΜΝΗΜΕΙΑ
NI1047-1056
ΚΗΣ
83.
Κώστας Σονυέρεφ, ΤΟ ΠΡΟΚΑΣΣΑΝΔΡΕΙΟ ΠΟΛΙΣΜΑ ΤΗΣ ΤΟΥΜΠΑΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ META ΑΠΟ ENAEΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΝΑΣΚΑΦΩΝ ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ
6.
Στεφανίδου-Τιβερίου,
AION
ΚΑΙ ΑΛΟΣ:
AYO
Totko
Stoyanov, NE THRACE
1065-1074
NEW LIGHT ON THE RELATIONS BETWEEN
AND
MACEDONIA
IN THE
EARLY
HELLENISTIC
TIMES 86.
Ηλίας
1075-1089
K.
Σβέρκος,
ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ ΤΟΥ
87.
Α.
ΣΕ
ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ
PQMAIKOY
Τασιά,
ΕΚΡΩΜΑΙΣΜΟΣ KAI ΑΝΑΦΟΡΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ
ΣΤΡΑΤΙΩΤΩΝ 1091-1100
ΣΤΡΑΤΟΥ
ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΕΣ ΟΙΚΙΣΤΙΚΕΣ ΦΑΣΕΙΣ ΣΤΟΔΙΟΙΚΗΤΗ-
PIO
88.
Argyro
1101-1113 B.
Tataki,
NEW
ELEMENTS
FOR
THE
SOCIETY
OF
1115-1125
BEROEA
89.
Margarita
Tatcheva,
COEXISTENCE
LE MODE
PAISIBLE
D'ETABLISSEMENT
ENTRE
LE
BARBARICUM
DE LA BAL-
KANIQUE ET LES COLONIES HELLENIQUES 90.
A.
I.
θαβώρης, ΛΕΞΙΛΟΓΙΟΥ
Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ
1127-1134
KAI H ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ
ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ
ΤΩΝ
TOY
APXAIQN
1135-1150
ΜΑΚ EAONQN 91.
Nikolas
Theodossiev,
BURIALS
IN THE
CAMPAIGNS
Μιχάλης
LATE
LANDS
HELLENISTIC
OF TRIBALLOI:
ARISTOCRATIC
SOME
EVIDENCE
ON 1151-1173
AGAINST THE PROVINCE OF MACEDONIA
Τιβέριος,
ΚΑΡΕΣ ΣΤΟ ΜΥΧΟ TOY OEPMAIKOY 1175-1181
ΚΟΛΠΟΥ
93.
R.
A.
1057-1064
ΝΕΑ
KTIZMATA ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ KAZZANAPOY 85.
1031-1045
Tomlinson, ALEXANDER:
THE
TOMB
CONTRASTS
OF
PHILIP
AND
AND CONSEQUENCES
THE
TOMB
OF 1183-1187
Γεώργιος
Αθ.
Τουρλίδης,
ΟΩΡΑΤΙΟΣ ΚΑΙ Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ
Φ(ΛΙΠΠΩΝ
Ελένη
1189-1195
Τρακοσοπούλου-.
Σαλακίδουν,ΑίΙΟ THN EIEI-
ZAKTH KEPAMIKH ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΚΗΣ ΑΚΑΝΘΟΥ Bruno Tripodi, il. ΒΑΝΕΙΙΕΤΤΟ DI NOZZE DEL KARANOS
1197-1217
MACEDONE
(ATHEN. 4, 128a-130d). CONSIDERAZIONI
PRELIMI-
1219-1226
NARI L.
Tritle,
LEOCRATES:
DONIAN
98.
MACE.
Τσιγαρίδα,
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ
ΤΑΦΟΥ
ΝΙΚΙΗΣ. ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΑ
Π.
ΣΤΟΙΧΕΙΑ
ΓΙΑ
TH 1235-1236
ΗΛΙΟΥ ZTHN OYPANIAQN TIOAIN
Τσιμπίἰδον-Ανλωνίτη,
Γεώργιος
AND
1227-1233
Ελισσάβετ-Μπεττίνα Μαρία
BUSINESSMAN
AGENT?
ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ
99.
ATHENIAN
ΣΤΟΝ
H ΖΩ2ΦΩΡΟΣ TOY ΝΕΟΥ ΑΓ.
ΑΘΑΝΑΣΙΟ
ΘΕΣΣΑΛΟ.-
ZIITHMATA
Τσότσος,
ΓΕΦΥἷΥΡΙΛΤΙΙΣ ΡΩΜΑΙΚΙΗΣ IIEPIO1261-1275
ΔΟΥ ΣΤΗ ΜΑΚΕΛΟΝΙΑ Briggs
Γ.
Twyman,
COTTA'S
WAR
AGAINST PHILIP V
Τζιφόπουλος, ΦΙΛΩΝΙΔΙΙΣ ΖΩΓΓΟΥ ΚΡΙΙΣ ΧΓΡΣΟΝΑΣΙΟΣ ΗΜΕΡΟΔΡΟΜΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ. ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ EPMIIΝΕΙΑΣ ΤΩΝ ΕΠΙΓΡΑΦΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΜΑΡΤΥΡΙΩΝ
Rastko
. Αγνή
111.
L.
Vasié,
SINDOS AND TREBENISHTE
Βασιλικοπούλου,0Ο
1247-1259
1277-1284
1285-1294 1295-1302
ΜΕΓΑΣ ΑΛΙΞΑΝΛΡΟΣ TON BY-
ΖΑΝΤΙΝΩΝ Γ. Βελένης, ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ AMO TIIN APXAIA ATOPA ΤΗΣ ΘΕΣΣΑ: ΛΟΝΙΚΙΙΣ Εμμανουήλ Βουτυράς, HAATPEIA THY ABPOAITIIE ETIIN ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ OEPMAIOY KOANOY Nancy C. Wilkie, SOME ASPECTS OF THE PREHISTORIC OCCUPATION OF GREVENA James Wiseman, DEUS CAESAR AND OTITER GODS AT STOBI I. K. Ξυδόπουλος, O OEXMOS THE NATPQNEIAY ΣΤΗ MAKEAONIA Michael Zahrnt, ALEXANDER DER GROSSE UND DER LYKISCHE HURT. BEMERKUNGEN ZUR PROPAGANDA WÄHREND DES RACHEKRIEGES (334-330 v, Chr.) Fausto Zevi, ΑΛΕΞΑΝΛΡΟΣ ΚΑΙ ΡΩΜΙΙ. H ΣΗΜΑΣΙΑ ΕΝΟΣ ElΚΟΝΟΙΡΑΦΙΚΟΥ ΘΙΜΑΤΟΣ
1303-1315 1317-1327 1329-1343 1345-1357 1359-1370 1371-1379
1381-1387 14389-1397
$5 AYO ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΝΑΚΑΛΥΦΘΕΝΤΕΣ ΠΑΛΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΙ ΣΤΟ ΔΥΤΙΚΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Δέσποινα
ΝΑΟΙ
Μακροπούλου
Σε σωστικές ανασκαφές που διενήργησε η In Εφορεία Βυζαντινών Aoχαιοτήτων στην αρχαία νεκρόπολη έξω and τα δυτικά τείχη της Θεσσαλονίχης κατά το χρονικό διάστηµα 1993-1995, αποκαλύφθηκαν δύο άγνωστοι µέχοι τότε χριστιανικοί ναοί. Τα συμπεράσματα των ανασκαφικών ερευνών εκτίθενται παρακάτω. 1. Ο ναός στην οδό Μαργαροπούλου 20. Σε οικόπεδο προς ανοικοδόµηση στην Ξηροκρήνη, πίσω από το Σιδηροδρομικό Σταθμό, ερευνήθηκαν 152 τάφοι στην πλειονότητά τους 3ου xat dou μ.Χ. αιώνα, µε ποικίλα και ενδιαφέροντα κινητά ευρήματα. Στον 5ο αιώνα αρκετοί τάφοι είχαν κιόλας EYXQταλειφθεί ή συληθεί και παρέμεναν ασκεπείς À σε μισοερειπωµένη κατάOTAON. Τότε επιχώθηκαν τεχνητά µε φερτό χώμα xar σχηματίσθηκε έτσι ένα µεγάλο πλάτωμα. Στην επίχωση αυτή θεμελιώθηκε ένας χριστιανικός ναός (Εικ. 1) από τον οποίο βρέθηκε µέσα στα όρια TOV παραπάνω οικοπέδου µόνον η αφίδα µε μικρό τµήµα του I. Βήματος και το ανατολικό άκρο του βόρειου κλίτους! (Εικ. 2). Όσοι τάφοι συνέπιπταν µε τη χάραξη των εξωτερικών τοίχων του ναού ανοίχθηκαν πριν από τη θεµελίωσή του και γεµίσθηκαν µε πέτρες για στατικούς λόγους, χωρίς όµως να διαταραχθούν οι ταφές τους, Οι τάφοι πάλι που βρίσκονταν µέσα από το περίγραμμα του ναού παρέµειναν αδιατάραχτοι, θαμμένοι κάτω από την τεχνητή επίχωση και κάτω από τα ὑάπεδα του ναού, Ανασκάπτοντας όσους τάφους από αυτούς ήταν προσιτοί στην έρευνα ὃεν απωκομίσαµε κανένα στοιχείο που να ενέχει κάποιαν ιδιαί|. Ερείπια τοῦ κεντρικοὐ και βύρειου AATOVS ενδέχεται var διατηρούνται κάτω από TOV αὐλειυ χωρο της GOONS προς Ta δυτικά οικοδομής Μαργαροπούλου 22, στο οικότεὸο της οποίες είχε γίνει to 1992 ανασκαφικὴ Fartva από την ΙΣΤ Εφορεία Ποοϊστυριχών zu Κλιςσικών Αωγαιυτήτων. Είχαν αποκαλνθεί δέκα τάφοι της ὑστίρης αργαιὐτητας, TO TUE OS TOV οι κοπεδον TON αντιστοιχούσε στον πίσω κ ὐλειὸ χώρος GTO πείκινόν. διατηρείται ο VERO, DEV ερεννήθηκε. TO νότιο Χλίτος εἶναι οριότικα χαμένο από τότε που στη θέση τος είχαν Br» λιωθεί οπίτια, Η eeu θεμελίωσή TOUS Elze γίνει αιτία να καταστραφούν και πολλυί τάφος.
7%
ΛΕΙΠΟΥΝ Meaxpotoror
τέρη βαρύτητα και σηµαίνουσα αξία.
Η ημικυκλική aida του ναού έχει πάχος 1,40 pu. και άνοιγμα 6.80 qu. και καταλήγει σε DUO ισχυρούς ὤμους, Ο ναός στην KaTOYN TOV μοιάζει να είναι µια τρίκλιτη βασιλική χωρίς παραβήµατα. To δάπιδο του 1. Βήματος πίι στοιχεία σχετικά µε το εγκαίνιο, την τράπεζα κ.λ.π. dev διασώθηκαν.
Στην εσωτερική πλευρά της κόγχης κατασκευάσθηκε στη «άση ίδρυσης του ναού Eva ημικυκλικό σύνθρονο και κάτω απὀ αυτό ένας απόγειος διάὄρομος (κύκλιο) πλάτους 1,65 µ., TO δάπιδο TOV οποίον υπολογίζεται ότι PoLσχόταν 1,00 p. περίπου βαθύτερα axé το δάπεδο του 1. Βήματος. Στον υπύYELO διάὸρομο η εσωτερική επιφάνεια της αψίδας ήταν επιχρισµένη HE πα-
THO ααβεστοκονίαµα, που διατηρείται στο ΒΛ άκρο, και το δάπεδο ἦταν στρωμένο µε χοντρό ψηφιδωτό, από το οποίο σώθηκαν
μικρά σπαράγµατα.
O τρόπος πρφοσπέλασης στον υπόγειο διάδρομο dev είναι γνωστός. Κτιστή χλίμακα dev βρέθηκε γιατί το βόρειο άκρο του διαδρόμου είναι χτισμένο και κολο[πυμένο από την επόμενη οικοδομική φάση. Κατά τη δεύτερη οικοδομική φάση το βόρειο κλίτος έγινε κατά τι ευρύτερο. Ο υπόγειος διάδρομος καταργήθηκε χαι επιχώ(θηκε µε οικοδομικά υλικά προερχόμενα ἁπό το ναό. Ανάµεσα σε πέτρες, πλίνθους και κεραμίδια αδτιασμένα κατά είδος µε τις χειράμαξες µέσα στο διάδρομο, βωίθηχαν σπαράγιιατα από χοντρά ψηφιδωτά δαπέδου» και από ἐγχυωμες τοιχούραφίες µε γραμμικά θέµατα, μαρμάρινα θραύσματα απὀ τοιχοβάτες και κοσµήτες µε χυμµάτια, θραύσματα ans διάτρητα θωράκια. θωαύσμα από ανάven μαωμάρινη πλάκα τράπιζας mov εικονίσει πάλη Goo, ὀστρακα amd
2. Στη Θ(σαλυνίκη παλαιογριστιανικοί ναοί µε WATOYELO κύκλο κουστη
εχουν [prüft ἆλ-
λες δύο φορες; a) ναὺς στην Odo Ins LeatepPotow (τρίκλιτη βασιλική tov τελος Sores Sou cova) [Λ. Μαπρυπυύλο, «O παλαιωχυιαστιανικός ναός έξω TU τι ανατολικά τείχη της Oeaσαλονικῆὴς», Μακεδονικά 211951) 27-46] και B) αδημοσίεντος υιός εντος των ανατολικιον τειov τον Επταπυργίος (την πληροφορία οφείλω στη ον νάδελφο ἀναὐκαφέα κ. K. Eirideptudon, την οτε εχριστιό). H-U.npogopta YU ὑπιωξη TO YE LOU XTAALOU χα στην Αγια Σόφια A [C. S. Snively, The sunken apse: A feature of early byzantine churches in Macedonia, Syracuse University 1982: βλ. αγετ. Pipdkvongioia oto AZ A. 86 (1982), 286) οφείλεται σε βιαστική χι μάλλον AcevUoplev7) ερμηνεία των DTOBLELOLÉVEON ανα Kd LADY OTOUZE Lory, GON N power tou, Bra. τος OFV ÉZEE ἀνασκαφικά TAOS dE Var [ET. Πε λεκανιδης, AA. 17 (1961/1962), Χρυνικα, 256, OZ. 3, iv. 31 ba ke D. Agoooyuevy, A.A. 18 (1963), Χρονικά, 238 κει. 0. 11]. 3. Or yng ides είναι Buntoputa λένχων AG ἐγχωουμων µαρμάρινωον πλακών ου γκεντριυLEVEL πό τὸ πἀλιύτιίρο νεκροταφείο καθως καν ἀποτμήματα ογιοτολιθικὸν TAN, όλα οτε: οεώμενα GE χοντρή στκύση VOQCUALZOT χονιάµατος. 4. Ανάλυγες τρπεῦες βλ. otc ἀρθρα των Λημ. 1. άλλα, «Trpuzur µαρμαρινων TOUTE COI μετ avayAvqon παρ As», ALE. 1930, 90-96, C. Metzger, «Rebords de tables ornés de relicts du Musée du Louvres, CA. XX VE (1977), 47-62, N. Firatli, La sculpture byzantine tizuree au miusee
archéologique d'Istanbul, Paris 1990, 93 κ.ε.
Δύυ παλαιοχριστιανικοί ναοί στυ OUTLXG νεκρυταφείο της Θεσσαλονίκης
107
μεγάλα αποθηκευτικά αγγεία. Τα ευρήματα αυτά προύποθέτουν μεγάλης έκτασης οικοδομικές εργασίες. Η προσθήκη τοίχου στα άκρα του υπογείου διαδρόμου πριν απὀ την επίχωσή του πιθανόν σηµαίνει την κατάργηση και του xuxAiov στη δεύτερη χρήση.
Η ίδρυση και η μετασκευή του ναού εντάσσονται χρονολογικά ανάµεσα στον 50 και στο α΄ µισό του 60V αιώνα, δηλαδή στο χρονικό διάστηµα που ορίζεται ANG την εγκατάλειψη του αρχαιότερου νεκροταφείου και από την επικράτηση της Θείας Λειτουργίας µε «μικρή HAL µεγάλη είσοδο» µε την οποία σχετίζεται n ὁημιουργία παραβηµάτων». Ανασκαφικά στοιχεία που Aa οδηγούσαν σε στενότερη χωονολόγηση δεν βρέθηκαν, εκτός από δύο νοµίσµατα, ένα Ιόνούμμιο Ιουστινιανού και µια χάλκινη µικρή υποδιαίρεση του SOU αιώνα στην επίχωση του νεκροταφείου. Σε παλιούς χάρτες, όπως αυτός του 1888-8916, διακρίνεται στην περιοχή ένα ποτάμι που δεν υπάρχει σήµερα, HAL η διαδρομή του µέσα στα χαωαγμένα ήδη τότε οικοδομικά τετράγωνα. Τοποθετώντας το ναό πάνω στους χάρτες παρατηρούμε ότι βρισκόταν 200 y. περίπου ανατολικά του ποταμιού7. Νοτιότερα and το vad, περί τα 250-300 μ. διερχόταν ο δρόμος που οδηγούσε διά µέσου της Χρυσής Πύλης έξω από την πόλη. Η απόσταση του ναού από τα τείχη της πόλης είναι περίπου 700 µ., δηλαδή λίγο παραπάνω από 3,5 στάδια. Από τις µέχρι σήµερα ανασκαφικές έρευνες στη δυτική νεκρόποληὃ προχύπτει ότι A) στην περιοχή του ναού, πάντοτε προς βορράν του Σιδηροδροµικού Σταθμού και άρα και της αρχαίας οδικής αρτηρίας, ot τάφοι ήταν πολAoi και συγκεντρωμένοι κατά περιοχές σε οµάδες, β) δυτικά του ναού οι τάMot αραίωναν (βρέθηκαν µόνον συγκεντρώσεις τάφων στις οδούς Χρυσολωρά, Αγάθωνος χαι Καλλιθέας, Αλκιβιάδου). Η αραίωση αυτή προφανώς οφειλόταν στην ύπαρξη τον ποταμού και την απόσταση από την πόλη και Υ)
OL τάφοι από την απέναντι πλευρά, στα νότια δηλαδή του αρχαίου δρόμου που οδηγούσε στην πόλη, ήταν λιγοστοί. Επιπλέον, and τα δημοσιευόµενα στοιχεία φαίνεται ότι ο κύριος όγχος τὼν τάφων ανήκε χρονολογικά σε πῳωοήYOUMEVOUG του ναού αιώνες. 5. Γ. Σωτηρίου, «At παλαιοχριστιανιχκαί βασιλικαί της Ελλάδος», Α.Ε. 1929, 221. 6. Ο. Τραγανού-Λελιπιάννη - Γ, Τάἀμιωλάκης, «Από την αυχική µελέτη εγκατάστασης tov ὀικτύον ύδρευσης στη Θεσσαλονίκη στα τέλη Tov 190U αιώνα. Σχόλια σε δύο σχέδια», Θεσσαλο-
νίκη | (1985), 611, πίν. 1. Σε άλλον χάρτη tou 1914 (H. Πετρύπυυλυς, Παλιά Σαλονίκη, Αθήνα 1980, 229) το ίδιο ποτάμι και η σχέση Tov µε την πόλη εικονίζονται καθαρά. 7, Πωλλοί τάφοι ήταν θεμελιωμένοι µέσα σε ποταµίαιο αμμοχκάλικο και αυτό ίσως απωτελεί ένδειξη OTL η ατόσταση κατά την αρχαιώτητα ἦταν αρκετά μικρύτερη. 8. Βλ. σχετικά στα Χρονικά tov A.A, απὀ το 1963 και µετά.
708
Arıtowa Marpvototiot
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι για την ίδρυση TOW VUOU είχε επιλεγεί
µια θέση
στο δυτικό
άκρο
του νεκροταφείου
HE εγκαταλειμμένους
Non
τάφους, που οριζόταν ἀπό δύο φυσικά όρια, TO TOTÄNL και το δημόσιο δρόµο.
Όσοι πλησίαζαν την πόλη, μόλις περνούσαν TO ποτάμι, συναντούσαν στα αριστερά τοὺς το οικοδομικό συγκρότηµα TOV ναοί. Κανένα ανασχκαφικό στοιχείο dev βοηθά στην ταύτιση του μνημείου µε ναό κάποιου θεσσαλονιχκέως μάρτυρος À µε µοναστηριακό ναό γνωστό από
τις πηγές. Πιθανόν να χρησιμοποιήθηκε ως χοιµητηριακός ναός, αλλά όχι µόνον, επειδή η ακραία θέση του στο νεκροταφείο και η εύρεση αρχαιότέρων
κατά κανόνα τάφων στην περιοχή δεν ενθαρωύνοῦν την εικασία αυτή”. Σε µια προσπάθεια να διερευνήσουµε εάν ο προσανατολισμός του ναού μπορούσε να βοηθήσει στην ταύτισή τον!ο, καταλήξαµε σε αρνητικό συμπέρασμα, επειδή ο
ναός αποκλίνει κατά 125° and το μαγνητικό βουυά, είναι δηλαδή προσανατολισµένος κατά τη χειμερινή ανατολή, όπως και πολλοί ναοί της Orooukoνίκης! !. 2. Ο ναός στη συμβολή των odary Λαγκαδά xat Αγίου Δημητρίου (Σχ. 1)!2, Ο ναός είναι σχεδόν τετράγωνος µε διαστάσεις χωυίς την αψίδα 13,40x 16,00 u. H αφίδα έχει βάθος 4,50 11. και άνοιγιια 5,50 u. H τοιχοὸδομία είναι αργολιθοδομή µε ασβεστοκονίαµα που περιέχει μικρή ποσότητα κεϱ Où 77d tous 152 Taq ous ανήκαν στων περιβάλλοντα χωρο τοῦ ναού, οπως προκύπτει από νομίσματα TOV 6ου AUDVA που πτριείχαν 1) απὀ τα [μορφολογία TOUS γαακτηριοτικα TON TOUS χαρακτηρίζουν ως ὀψιμους (τάφοι στενοί και βαθεις µε κτυστεές KALLE). 10. Αναηερόμαστε στον πιθανό OVOZETLORO τον προσανατολιὔύμοῦ των ναιον µε την αναTOAT τοῦ ALOU την ημέρα του εορταυμοῦ TOL TOPE YOU σ αὐτοὺς ayion (A. Ουλανδος, Η 5 υλόστεγως Πηλαιυχριστιανική Πασιλική της Μεσυγειαχῆς Acxavag, Topos A . Αθήναι 1992, 87 Ar). LL Eye διατυπωθεί η ἀποψη οτι ot νιοί της Ordaddoveans είναι TQOTUVUTOALOPEVOL παῥάλληλα στον ἀξονα της Eyvatiag οδού µε αποκλιση 153 (Χο. Huarayeopyiov, «O autpovont-
KOS προσανατυλισμός ναών, σον
γών HAL τζαµιών της Οεὐσαλόνικῆς παράλληλα προς Tov
cava της Εγνατίας οδού», Ορύαλυνικη IL 1990, 10 κ.ε]. Στη age tear µε Tov προσανατολισμό των θ(οσαλονιπιώτιχων εκλλησιύν μελετη τον A. Μπαντελλα - Tl. Zafifiuion - 1. Λούκα, «O
πωοσανατολιαμός των εκκλησιων της Οισσαλονίκης», Αληρυνομία
15, τένχος Ες
1983, 319-
336, GAOQDELAVUETELL OTL OF TFOLOMGTEQOL από τους παλαιους χοιστιανιχοὺς νους της Oro. νίκης έχουν παρόμοιο ἡ ταυτοςήµο προσανατολισμό RE TO ναυ της 0900 Μιργακοπο ολο 12. O ναός EVTOTIOTNAE τυχαια µεσα OTO OUUY LLG YA την ἐγκατασταση του εγω οῦ Gud. κυὺ αερίου.
Ελαβες
Dec ὅτη Fon
tou 1, Πήματος
πωυξενήθηκαν
των
TOLZO τῆς χόγχης
κατα
την προσπαθεια
Ἁτισμα ελέγχυν διανομής TON υσικοῦ
αεριοῦ.
Οπως
νι εκατιαὔταφάνηκε
EX τον
υοτέρων, περιορισμένες βλάβες στο μνημείο ειχαν πωοζένησει OTO TOLEDO AU EAU EZ ια την εγκατάσταση και ARE δικτύων οινης toy CARLES, OF ανα ACY LAOS γοβος ῥρισπεται μεσα στο ὁημοτικὸ πάρκο. Στη θέση αυτή UTE τον Toto υπήρχαν παρ AES µε ανταλλάκτίκα UV TOR νήτων,
Avo παλαιυχριστιανικυί ναοί ato ὁυτικό νεκροταφείο της Θεσσαλυνίκης
709
QAUGAEVQOU, εναλλασσόµενη µε ζώνες τριών σειρών πλίνθων. Στις εξωτεριKEG γωνίες χρησιμοποιήθηκε αµιγής πλινθοδοµή, όπως φαίνεται στη ΒΑ γωvia που διατηρείται σε µεγάλο ύψος. Το πάχος των εξωτερικών τοίχων είναι 0,70 u. και του τοίχου της αφίδας 0,95 u. Εσωτερικά τοίχοι πάχους 0,60 p. εγγράφονται στο τετράγωνο περίγραμμα δίνοντας στην κάτοψη σταυρική µουφή: τετράγωνα παστοφόρια δημιουργούνται στα δύο ανατολικά άκρα και δύο τετράγωνα επίσης πλάγια διαμερίσματα στα δυτικά τους. Όλο το µήκος της during πλευράς καταλαμβάνει ένας τριµερής νάρθηκας, στον οποίο η διαίρεση των μερών γίνεται µε τοίχους. Οι θύρες είχαν πλινθοδοµηµένους λαμπάδες. Ένας κίονας από λευκό μάρμαρο πεσµένος µπροστά στο δυτικό εξωτερικό τοίχο του ναού πιθανόν ανήκε σε υπόστυλο πρόπυλο στην είσοδο του ναού!2. Η στέγη, όπως προκύπτει από την κάτοψη, µπορεί να αναπαυασταθεί σύµφωνα µε εκείνη των βασιλικών µε εγκάρσιο Χλίτος της κατηγορίας An B3 και Β4 του Ορλάνδου!4 ή αχόµη και δίρουτη στον κεντρικό χώρο και µονόρονυτη στις πλάγιες πλευρές, λύση βέβαια κατά την οποία δεν θα διαγωαφόταν εξωτερικά η µουφή του σταυρού. Μισό περίπου αιώνα µετά την ίδρυση του ναού έγιναν ορισμένες αλλαyes: 1) η θύρα επικοινωνίας του νοτίου παστοφορίου µε To I. Βήμα φράχθηκε HE λασπόκτιστο τοίχο και ανοίχθηµε άλλη στο νότιο εξωτερικό τοίχο. Έτσι καταργήθηκε οριστικά η επικοινωνία του ΝΑ γωνιαίου διαμερίσματος µε το εσωτερικό του ναού. Ώμως, η επικοινωνία του I. Βήματος µε την Πρόθεση διατηρήθηκε. 2) Το δάπεδο tov I. Βήματος αντικαταστάθηκε µε άλλο από πλινθόπλαχκες. Η νέα στάθµη του δαπέδου διαμορφώθηκε κατά 0,10 u. περίπου χαμηλότερα από την αρχική. Έτσι ενώ ο προ της αφίδας χώρος είχε στη φάση κατασκευής του ναού το δάπεδό του ισόπατο µε το δάπεδο της αψίδας, µετά τη μετασκευή στο χώρο της αψίδας ανερχόταν πλέον κανείς µε µία βαθµίδα. Από το αρχαιότερο δάπεδο δεν βρέθηκαν ίχνη κατά χώφραν, παρά µόvov ένα σπάραγµα από ψηφιδωτό δάπεδο µε αχανόνιστες µεγάλες µαρμαῥοψηφίδες από χρωματιστά μάρμαρα στερεωµένες σε παχύ υπόστρωμα HOUῥασανίου, που βρέθηκε ανεστραμμένο µπροστά στη θύρα της Πρόθεσης και αποτελεί ενδεικτικό στοιχείο της αρχικής κάλυψης του δαπέδου µε ψηφιδωτό. 3) Κτίστηκαν µε πέτρες και λάσπη δύο επιμήκη εδώλια κατά μήκος του βό-
QELOV και νότιου τοίχου του κεντρικού χώρου, για τα οποία υπάυχει ένδειξη ότι ίσως εκτείνονταν ως τον SUTLKO τοίχο. Ίχνη από παρόμοιο λασπόκτιστο κάθισμα (;) διατηρήθηκαν χαι µέσα στο νάρθηκα, κατά μήκος του δυτικού τοίχου του ναού. Kata την έρευνα στο σηµείο έδρασης του βορείου εδωλίοι) 13. Έχει ύψος 1,96 µ., διάμετρο στη βάση της 0,29 pu και επάνω διάµετρυ 0,25 pe. 14. Ουλάνδος, Bandit, Α΄. OT. 173, εικ. 130, 131, 140.
710
Ara toi
Maxvororvotr
επιβεβαιώθηκε η θέση της στάθµης TOV αρχαιότερους δαπέδου φηλότερα ZUTA O,10 μ. ano τα ίχνη που διατηρήθηκαν στο ῥόρειο τοίχο τον χεντρικοῦ χώροι. 4) Κτίσίηκε στην αψίδα ημικυκλικό σύνθρονο TOV αφήνει γύρω του κύχλιο
πλάτους
1,15 µ. στο κέντρο και 0,60-0,65 fu. στα άκρα. To σύνθρονο κτίσθηκε
κατά το περίγραμμά του µε πέτρες και λάσπη. Στο εσωτερικό TOU γεµίστηκε
HE λιγοστό χώμα Kat πάρα πολλά ὁὀστρικα arrtiov. Από αυτά συλλέξαμε 2.000 περίπου τεμάχια προερχόμενα
κατά ποσοστό
98%
(Td αποθηκευτικά
ey ye, To κύκλιο ήταν στρωμένο µε πλινθόπλακες που στα σηµεία επαφής TOUS µε τον τοίχο της κόγχης καλύπτονταν «πό κοιλόχκυρτο πυμάτιο από ασβεστοκονίαµα. H επί τούτου ÉQEVVE κάτω από TO σύνθρονο arordAuyt TO κονίαμα του αρχικού δαπέδου. H απόφαση για την προσθήκη συνθρόνου ato ναό θα πωέπει να EXEL σχέση µε τη συγκέντρωση πολυάριθμοι
κλήρου,
Tla-
ρόλο ότι DEV διαπιστώθηκε ανασκαφικά O λόγος της αποξήλωσης Tov αρχικού δαπίδου, είναι πιθανό η µείωση της στάίµης στη ὀεύτερη πευίοδο να OTAZEVE στο να επιτευχθεί διαφορετικός συσχετισμός VYOVS ανάμεσα στοὺς καθήιιενους στα κτιστά εδώλια και στους καθήµενους στο OOo vo.
Τα δάπεδα των πλάγιων χώρων Kat του νάρθηκα ήταν καλυμμένα HE πλινθόπλακες ακανονίστων μεγεθών από τις οποίες μερικές διασώθηκαν κατά χώραν. OL περισσότερες είχαν διαρπαγεί ήδη πριν από την κατάρυευση
της στέγης. Σε ορισμένες διακρίνονται ανάγλυφα σήματα: CH, CA αστέρι, σταυρός (Σχ. 2). Από τη µέχυι σήµερα έρευνα DEV έχουμε στοιχεία για διαφορετικά δάπεδα στη φάση της ίδρυσης του ναού. OÙ τοίχοι έφεραν γωαπτό ÖLd-
κοσμο είχαν vw σε Onxav
µε κόκκινες ταινίες και μίμηση ορομαρμάρωσης. Ta χρώματα που χρησιμοποιηθεί ήταν το κόκκινο, TO σκούρο YUACECLO και TO πράσινο πάλευκό βάθος. Πολλά μικρά σπαράγµατα του γραπτού διακόσµοι: βρέσε όλους τοὺς χώρους. Ta πολλά επίσης θραύσματα TO μαρμάρινες
πλάκες δείχνουν ότι ο ναός πιθανόν κοσμούνταν και HE ὀρθομαρμάρωση. Από τα υαλοστάσια των παραθύρων πωοέρχονται θραύσματα από ναλοπί-
νακες, μερικά από τα οποία πλαισιώνονται «πό γύψο. Από την κπάτοψη είναι προφανές ότι ο ναός DEV ανταποκοίνεται µορφολογικά. ιδιαίτερα σε ὁ.τι αφορά TO χεντυικό τμήμα TOU, στην TUTLAN για τους
πιλαιοχριστιανικούς ναούς διαίρεση. Η βαρειά αφίδα καταλαμβάνει πολύ χώρο
σε σχέση
HE το μικρό
μέγεθος
TOW ναού
και αναζητά
κανείς
µε την
15. To Ιπυλοιπυ 2% αποτελούν ὀυτραχκα από μαγειρικά γεια, STEOZQLOTLUVLAO VOTDUAO, OCHO απο TOK TOOZ NO UNEUENLArIUm, θα άσματα λοχνων, οὕτικικα από πιάτα μὲ κοκκινο FALZOLO RG, Dot AAO YVGALOU απο TUOREVA φιάλης, (TOQUE τοιχογραφίας µε χυκπινο ZOO, TOU ίσως πρυζρχοταν από την εοωτερική επιάνίτα της AOYZNS AU απωσυηκε, για vu Autos OÙ Εὔλινες G) δοκοί της AGO TE TOU AVAALOU, πήλινος λυγνας των αρχών τοῦ Sov αἰώνα,
Δύο παλαιοχριστιανικοί ναοί στο OUTEXO VERQOTAGELO της Θεσσαλονίκης
711
πρώτη µατιά άλλες αναλογίες χαι άλλο συσχετισμό διαστάσεων και μεγεθών. Είναι φανερό ότι υπάρχει πρόβλημα διάκρισης του I. Βήματος από τον κεντρικό χώρο. Επειδή οι πλίνθοι του δαπέδου είχαν κλαπεί στο µεγαλύτερο µέρος τους µετά την εγκατάλειψη του ναού, dev βρέθηκαν στοιχεία για το εγκαίνιο, την Τράπεζα και το φράγμα του πρεσβυτερίου!ό, Πιθανόν οι πέτρες που διατηρήθηκαν σε θέση που αντιστοιχεί προς το δυτικό όριο των παστοφοviv να ανήκαν σε µια λιθόκτιστη κρηπίδα, βάση στήριξης ενός φράγµατος, εάν όμως είναι ÉTOL, τότε η κεντρική αίθουσα η προοριζόμενη για τους Actκούς, ο κυρίως ναός δηλαδή, σμικρύνεται θεαματικά. Ο εισερχόµενος στο ναό από τα δυτικά έµπαινε στην ουσία σε έναν μονόχωρο ναό µε μικρές θύLES εκατέρωθεν, που Ha φωτιζόταν µόνον από τα παράθυρα στη βάση της στέγης. Οι συμπαγείς συνεχείς τοίχοι εμπόδιζαν το θείο λόγο να φθάσει ot’ αὖὐτιά όσων βρίσκονταν στα πλαϊνά διαμερίσματα, Mov δίνουν περισσότερο την εντύπωση βοηθητικών δωματίων. Η διαίρεση του νάρθηκα σε τρία µέρη
µε συνεχείς τοίχους είναι στοιχείο νέο στον ελληνικό χώρο!7, H επέκταση των πτιστών καθισμάτων, TOV µε άλλες συνθήκες θα ονοµάζαμε συµμψέλλια, έως τον τοίχο του νάρθηκα είναι περίεργη και καινοφανής. Ο ναός, που στερείται άλλου παράλληλου στη διεθνή βιβλιογραφία, μοιάζει περισσότερο στην κάTOWN TOV µε παλαιοχριστιανική οικία!δ, είναι δηλαδή ένας οίχος µε λατρευτική χρήση που χρειάζεται θεολογική ερμηνεία. Η πρωιµμότητα στη µορφή Evχεται σε αντίθεση µε την όψιµη χρονολόγησή του: Χάλκινο νόμισμα του 408423 μ.Χ. του Θεοδοσίου Β΄ τοποθετεί την (ÖEVON του ναού στο α΄ μισό του Sov αιώνα». Τα λιγοστά κινητά ευρήματα της ανασκαφής είναι ὀστρακα από παλαιοχριστιανικά αποθηκευτικά και μεταφορικά αγγεία, καντήλες, χάλκινα νοµί16. To πρόβλημα της ὑπαρξης TOY φράγµατος παραμένει Χαι για την αρχική χρήση. Τυχόν σκέφη ὅτι To |. Βήμα πατελάμβανε µόνον TO χώρο της αφίδιες είναι δύσκολο να γίνει αποδεκτή, (φωῦ κάτι τέτοιο πουθενά DEV έχει ὁιαπιστωθεί (Σωτηρίου, «Βαυσιλικαί της Ελλάδος», O.T., 215). 17. Στις βασιλικές της Ελλάδας σπάνια ο νάρθηκας έχει τριμερή διαίρεση και ὅταν AUTO συμβαινει, ὁ χωρισμός γινεται µε αφιδώµατα. Με τοίχους γίνεταν am Συρία, TOW ομως τα ακραία αυτά διαμερίσματα ααυτελούν TO tooyeto πύργων (Σωτηρίου, «Βασιλικαί της Erkddose, OT.
217, Ουλανὸυος,
Ηασλικη,
AT
OT,
118 Kr).
18. Ὁπως επί παριδείγµατι την πρωτοχριστιανική εκκλησία τὴς Δυῦρας µε τα ATLOTH εὐώλια δίπλα στους τοίχους της κεντρικής alovoas λατρείας (A. Πάλλας, «ΑογιιολογικάΛειτουργικά», EE HZ. 20 (1950), 268 κε). 19. Αυιθ, zatırrpuugng BN 2281/5358. J. PoC. Kent, The Roman Imperial Coinage. Vol. X (The divided Empire and the tall of the western parts A.D. 395-491), London 1994, 271, 272,R. ALG. Carson, Principal Coins ot the Romans, Vol HE The Dominate A.D. 294-498, London 1981, αρι. 1608. To voptopta Bornze µέσα στο αρχαίο πωνίαµια κατά TOV καθαρισμό των αυμῶών τοῦ AVATOλικοῦ τοίχου TOU πεντοικοῦ χώρο TOR συνδέει µεταξύ τοὺς τα δύο AQU της αψίδες.
712
Λεὐποιν Monpvornov
σµατα. κυρίως Minimi του Sov αιώνα και νούμμια τον α
μισού τοι 6OU aL-
(OVE, µία μαρμάρινη πλάκα TOUTE LOU από την Πρόθεση. eva λίθινο youd, δύο λύχνοι α΄
μισού τοῦ Son cuve,
δύο αναρτώμµενα αταύτιστα µέχοι σή-
ἱιερα ανάγλυφα κυκλικά αντικείμενα TO UT ποοοριζόμενα για λατρευτικοὺς σκοπούς, όπως φαίνεται «τό τον ενχάρακτο σταυρό TOU τι Ölttκοσμεί, η σιδερένια χλειδαριά της θύρας της Πρόθεσης, τµήµα από στωεπτό κιονίσκο, θραύσμα πολύλοβης πλάκας”1. Στυ L Biya ῥυίθηκαν διάσπαστα 257 χάλκινα νομίσματα μικρής αξίας ---στην πλειονότητά τους του β΄ μισού του 400 αιώνα και του SOU dudova— πα ένας «Οησιαρός» από 179 χάλκινα νομίσματα β΄ μισού 4ον και α΄ μισού Sou aunve?, Ο «θησαυρός» ήταν agχικά τοποετηµένος σε ένα σῳιχτό TOVYyi, που είχε απυκριυβεί κάτω από τις πλίνθους του δαπέδου στο βόρειο πέρας της χορδής της αψίδας. H απύκωύψη έγινε κατά την αντικατάσταση της πλιικὀστρωσης του δαπέδου του |. Βήματος. Πρόκειται για TO τέταρτο γνωστό νομισματικό ερημιά µέσα OF χοι-
OTLUVLKO λατρευτικό χώρο και το τρίτο στη Θεσσαλονίκη” ., To 73% των vontσµάτων του «(ησανρού» και αρκετά νομίσματα από τα 257 είναι κομμένα. Η ανεπάρκεια χρήματος εξαιτίας των γυτθικών επιδρομών µίσα OTOV So αιώνα (η ἑλλειψη µέτάλλον, η απόκρυψη νομισμάτων και η απώλεια είχαν ὡς OVVEπεια την έλλειψη κερμάτων για τις καθημερινές συναλλαγές) οδήγησε στον πατιωερματισμό των ήδη κυκλοφορούντων νομισμάτων. Ἠταν αναμενόμενο
λοιπόν στων SO αιώνα να κικλοφορον ταντόχουνα πολλοί νοµισµατικοί TH TOL, σύγχρονοι και παλαιότεροι. KUL έτοι µπορεί ve δικαιολογηθεί TO µεγάλο χρονικό
εὗρος των εὐρτθέντων
µέσα στο
L Βήμα
νομισμάτων”,
Είναι πι-
ὑανό τα νομµίσιιατα να προέρχονται ETS την TOOTH χρήση Tow νιοῦ, Hey ρεση 20 ἁλλων χάλκινων νομισμάτων, μεταξύ των οποίων και δύο KOHHE-
νων ανάμεσα στα υλικά πλήοωσης του συνθρόνον κατατιείνει στην επιρεβαίMAT αυτής της υπόθεσης και ωθεί τὸ γοόνο κατασκενής του συνθρόνοιι και 20. Πλ. πιερόµοιο εις V. Hott, Lampes romaines tardives et lampes chrétiennes en terre cute, Paris 8986, 128, αν), 164. 21. E. Χαλκιά, «Todeteces Magttiov. FH σημασία tov ogeu ας Ἡ tn tov ary ελληνική PtpAvovouqias, AX.AE. 14 (1987-1988), 101-106.
22. AOU) areteryettg as BN 228 1/50-228. 23. BA. σχετικά εις A. Muxgotor.or, «Teg zer tenter, νομοί zu νομισματικοί ΌηMIGH OTH TUACLOZOUITIOVIAL HONTE της Θεσσαλονίκης», IT ETiormorio Septedo: αλάτι νική ΘεσιλόνικηTug es κι Zoeymorte. I Movy Baatadwy 6-8 κτίριο 199d (τυπνεται). 24. Παλιποχοιατικος θησ μου των αρχών TOV 600 εινα μὲ κομμένα νυμµομετε Pe(ην έως σήµτοε τις ἀνασκαφες της Αμιζικανικης Αυγικολυγικὴς Σχολής στην αὐηνική Αποζυι και την Koh LE. Georgantelis, The sinall module coins of Anastasius patterns of cirea-
facon in the Balkans (wad exdven), OO
KL N υγετικἡ PtpAroyooeg cay.
25, Agu. xutayocuy ns BN 2281/454-473,
Δύο παλαιοχριστιανικοί ναυί στο δυτικό νεκροταφείο της Θεσααλονίκης
713
των KTLOTWV εδωλίων και της ανακατασκευής του δαπέδου του I. Βήματος προς το τέλος του 5ου αιώνα. Μερικά άλλα νομίσματα της ανασκαφής δείχνουν ότι ο ναός επιζεί και τον 6ο αιώνα. Στο νότιο παστοφόριο βρέθηκαν πολλά σπαράγµατα από ψηφιδωτό δάπεδο, που είχαν μεταφερθεί εκεί από αλλού μαζί µε άλλα άχρηστα οικοδοµικά υλικά και είχαν στοιβαχτεί TO ένα επάνω στο άλλο. Στο δάπεδο εικονίζονταν δύο αρσενικά ελάφια να πίνουν νερό από ένα αναβουτήριο µέσα σε τοπίο µε άνθη χαι πουλιά (Σχ. 3). Ἡ παράσταση πλαισιωνόταν από αλυσίδα
συνεχόμενων κύκλων. To θέµα της παράστασης συνηθιζόταν στα παλαιοχριστιανικά χρόνια σε δάπεδα βαπτιστηρίων και ναών. Στην Παλαιά Διαθήκη το νερό αναφέρεται σαν σύμβολο ζωής. Με το βάπτισμα επέρχεται ο καθαρHOS της ψυχής και του σώματος από TO προπατορικό αμάρτημα. Στον 410 Ψαλμό η φυχή του ευσεβούς χριστιανού παρομοιάζεται µε TO διψασμένο για νερό ελάφι: «Ὃν τρόπον ἐπιποθεῖ N ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων,
οὕτως ἐπιποθεῖ H ψυχή µου πρός σε, ὁ Θεός»26, Το ψηφιδωτό µπορεί να χρονολογηθεί απὀ το τελευταίο τέταρτο του SOU αιώνα έως και το πρώτο μισό του 6ου αιώνα. Είναι λοιπόν ένα δημιούργημα σύγχρονο µε τη χρήση του ναού. H µεταφορά των οικοδομικών υλικών και των ψηφιδωτών στο νότιο παστοφόριο έγινε µετά τον 120 αιώνα. Ανάµεσα σε πέτρες και θραύσματα πλίνθων και κεραμµιδιών βυρέθηκαν ένα μικρό μαυμάρινο κιονόκρανο, ένα μαυμάρινο πλακίδιο µε ανάγλυφη πρόστυπη φυτική διακόσμηση και λοξότµητες πλευρές, ένθετο αρχικά σε µια μεγαλύτερη σύνθεση, Eva λίθινο youdi, κρούστες από opus sectile, σπαράγµατα από έγχρωμα επιχρίσµατα, θραύσµατα έγχρωμων μαυμάρινων πλακών και πλακιδίων, όστρακα, θραύσμα από αγαλματίδιο À επιτύμβια πλάκα µε το κεφάλι µιας πεπλοφόρου µορφής, νομίσματα, καρφιά, θραύσματα υαλοπινάκων και, τέλος, τρία θραύσματα ισάριθµων γυάλινων βυζαντινών βραχιολιών, που καθόρισαν χρονικά τη µεταφορά των παραπάνω υλικών στα µεσοβυξαντινά χρόνια TH λίγο αργότερα. Ο ναός ήταν επομένως ορατός στους κατοίκους την εποχή αυτή, η επιλογή dE του συγκεκριμένου χώρου δείχνει ότι πολύ κοντά στη νότια-νοτιοανατολική πλευρά του ναού πρέπει να υπήρχε ένα άλλο Χτίσµα που ανήκε στο ίδιο µε TO ναό συγκρότηµα (βαπτιστήριο:), του οποίου τα ερείπια καθαρίσθηκαν προκειµένου ο χώρος
να Εαναχρησιμοποιηθεί.
Πράγματι
γύρω απὀ το ναό έχουν
26. Για to συμβολισμό τοῦ θέματος των ἐλαφιών Yo (CTO χάνθαρο, περιοραντήριο, DÉVpo της ζωής και pacı με φίδια κιν την ἑρμηνεία των συμβόλων, ὅπως CUT ὀίνεται από εθνικοὺς και χριστιανούς GUY YUU CLG και πατέρες της εκκλησίας PA. την πληρίότατη µελέτη tov Η.C. Puech, «fe cert et le serpent. Note sur le symbolisme de la mosaique découverte au bapltistere de l’Henchir Messaouda», CA. IV (1949), 17-00.
714
Aratouwd
MixpoToWlon
εντοπισίεί και άλλα αρχαία οικοδομικά ÀEQPAVE, που πρόκειται να EQEUVNθούν.
Ο ναός εἶχε TON εγκαταλειφθεί και τὸ περιεχόμενό τον είχε αποµαχρυνHein κλαπεί πριν η στέγη TOU καταρρεύσει (CTO πυρκαγιά. To χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την εγκατάλειψη ὡς την κατάρρευση DEV διαπιστ-
Onxe ἀνασκαφικά. Αωγότερα άυχισε η συστηματική αφαἱρέση των λίθων όσων τοίχων του ELYAV μείνει όρθιοι. Σήµερα η ανασκαφή του ναού έχει oÀoxAnom-
θεί, αλλά εκκρεμεί η ολοκλήρωση της έρευνας κάτω και γύρω από αὐτόν:). Κατά την ανασκιιφή dev βρέθηκε κανένα πινητό EVENE TOU να SLEIXOλύνει την ταύτιση του ναού µε γνωστά από πηγές μνημεία. Ωστόσο, και λόγω της µορφής του, νομίζω ότι dEV Ga ήταν τολμηρό να επιχειρήσουμε την ταύ-
τισή TOV µε τον αναφερόμενο στο κείµενο του 1201 Οαύματος του Αγίου Ληµητρίου ναό των Αγίων Χιόνης, Αγάπης και Ειρήνης, Στο κείµενο εξιστυρείται ένα πολεμικό επεισόδιο, µια σλαβική επίθεση κατά της Θεσσαλονίκης το 604. Εδώ αναφέρεται για πρώτη φορά ο ναός των μαρτύρων Αγίων Χιόvig. Αγάπης και Ειρήνης, τριών αδελφών απὀ τη Θἐσσαλονίκη
που HApTU-
ρησαν γιά την πίστη TOUS κατά το διωγμό του Μαξιμιανού την άνοιξη του 30429 και η μνήμη τους εορτάζεται τη l6n Anpıkiov. To κείµενο συνδέει µεταξύ τους δύο μνημεία της εποχής τοῦ, TO ναό της Αγίας Ματρώνας και TO ναό των Αγίων Χιόνης, Αγάπης χαι Ειρήνης. Θα αναφέρουμε εδώ πολύ OUντοµα Ta εξής χωρία; «tal τὰ τιίχη ἀνήεσαν» καν «καθορῶσι cig τὸ πιδίον τοῦ σιβασμίου ναοῦ τῆς χριστοφόρου µάρτυοος
Ματρώνης πληθὺν ῥαρῥαρι-
ANY» και πιο κάτω «οἱ πλεῖστοι κατιλθόντες καὶ τὰς πύλας ἀνοίξαντιες FS τὴν συμπλοχκὴν πρὸς ἐκιίνους ἐποιήσαντο, NON λοιπόν φὐάσαντας τῇ μανία τῆς θηριωδίας αὐτῶν καὶ μέχρι τοῦ σιῤασμίου τεμένους τῶν τριῶν ἁγίων μαρτύρων Χιόνης, Ειρήνης χαὶ ᾽Αὐγάπης, περ ὡς tote βραγυτάτω διαστήματι τοῦ τῆς πόλεως τείχους ἀφέστηκεν», 27, Κιιτά την ανασκακικἡ forvva κάτω to το E Βήμα Peery
orte τάφος 200-300 at.
coved μ.Χ. προσανατολισμένοι ROTOR τον Cove B-N. δτον ευρύτερο περιῤάλλοντα χωρο OL µονοι GUYZLOVOL TOU ναοῦ τάφοι TOU έχουν ῥοεθεί ως αἡμέρα εἶναι OL γνιοτοί YUL τον YOUTTO τους διάχουμο τάφος tow TTIKTIA (St. Pelckanidis. «Byzantine Researches in Northern Greece», Archacology TE (1949), 16-49), πιριπο SO gt. BA Tov ναοῦ, Kal FAHLVOL TOU Hol ανα TOU PoEO ey απέναντι (CTO τους προη ο υμένοὺς [A Motporoton, AE 4% (1990), Xoovuut, 335, THE ιδίας, «Δυτικό νεκροτιφείο Οεσσαλονινης 1991: Αογονυλυγικὲς ÉQCUVES στήν 000 AGYAU-
du», A.E.M.O.5 (1991), 257-270]. 28. P. Lemerle, Les plus anciens recueils des Miracles de Saint-Demetrius et la penetration des Slaves dans les Balkans [Le texte), Paris 1979, 126, 13 κε.
29. H. Musurillo, The Acts of the Christian Martyrs, Oxtord 1972, νι, 280-293, Auzwuvögtτης Γεωργιος X. Kovoootonon, O Yuvovougos Γερασιμας µοναχος Λικραγιαννανίτης ακολουθίες Tor σε (στους της Θεσσαλονικης. Ornuakovian 1995, 122.
κια οἱ
Avo παλαιυχριστιανικοί ναυί στο δυτικό νεκροταφείο της Θεσσαλονίκης
715
Ο οµιλών επίσκοπος Ιωάννης υπήρξε αυτόπτης µάρτυς της εχθρικής επίθεσης των Σλάβων και της συµπλοκής, παρακολονθώντας τα τεκταινόµενα από τα τείχη. Το γεγονός αυτό αυξάνει την αξιοπιστία των λόγων του. Οι βάρβαροι, όπως λέει, ἀπό το πολεμικό τους μένος είχαν διανύσει την απόσταση από το ναό της Αγίας Ματρώνας ὡς το τέµενος των τριών μαρτύῥων σε τόσο χρόνο, όσον χρειάσθηκαν οι Θεσσαλονικείς υπερασπιστές να κατέβουν and τα τείχη xaL να σπεύσουν έξω από τις πύλες. Δεν αναφέρει εάν οι βάρβαροι ήταν πεζοί ή έφιπποι. Οπωσδήποτε όµως αφήνει να εννοηθεί ότι διήνυσαν µεγάλη απόσταση σε λίγο χρόνο. Χαρακτηρίζει τον ναό της Χιόνης, Αγάπης και Ειρήνης µε τη λέξη «τέμενος»ᾖθ. Για να γνωρίζουν μάλιστα τη θέση του οι θεσσαλονικείς στο α΄ µισό του 7ου αιώνα, που εκχφωνείται ο λόγος, σηµαίνει ότι ο ναός υφίστατο την εποχή εκείνη ερειπωµένος, όπως GAλωστε δείχνει ο χρόνος του ρήματος «αφέστηκεν» και όχι «αφίσταται». Οι περισσότερες προτάσεις ταύτισης του τεμένους των τριών αγίων από το τέλος του 10ου αιώνα και µέχρι σήµερα, συμφωνούν στο ότι ο ναός βρισκόταν έξω and τα δυτικά τείχη, επειδή επικρατεί η άποψη ότι οι από το Boppä ουμώμενοι Σλάβοι πλησίαζαν κάθε φορά τη Θεσσαλονίκη από τα δυτικά. Άλλοι πάλι συγγραφείς τοποθετούν το ναό στα ανατολικά της πό-
Aews?!. Πρώτος ο Μιχαήλ Χατζπιωάννουὸ2 µε βάση την παραπάνω πηγή 30. Τη λέξη «τέμενος» γρησιμυπυιεί και για τοὺς ναούς του Αγίου Δημητρίου και της Θεοτόκον στο λιμάνι της Θεσσαλωνίκης, 31. Στα ανατολικά της πύλεως τοποθετεί to vad o Janin, αν και έχει υπόφη TOV To 120 θαύμα του Αγίου Δημητρίου, τον Tafrali ναι τὸ συναξάριο των αγίων [R. Janin, Les églises et les
monasteres des grands centres byzantins (Bithynie, Hellespont, Latros, Trébizonde, Athenes, Thessalonique), Paris 1975, 414]. Τη λέξη «τέµενος» μεταφράζει: une simple église (ύ.π., 414 σημ. 5) και OTO αντίστοιχο κεφάλαιω για την Αγία Ματρώνα Sev χάνει χαµία απολύτως νπόοθεση για τη θέση του ναού, εκτός από µία γενική τυπυθέτηση «en dehors de la ville et assez près des remparis» (Janin, ό.π.. 396). Στα ανατολικά επίσης τοπυθετεί to vad και oJ. M. Spieser (Thessalonique et ses monuments du [Ve au Vie siècle, Paris 1984, 29) συμπεραίνοντας μάλιστα και το μέγεθός tou: «Le sanctuaire des Saintes-Chione, Irene et Agape, cité dans la même passage, serait alors un petit martyrium de la nécropole orientale». O Ν. Μουτσόπυυλος επιβεβαιώνει tov Spieser και ταυτίζει to ναό της Αγίας Ματρώνας µε ta αρχαία eyriaia στο λόφο Καρά Τεπέ, avatoλικά της πύλεως (N. Κ. Μωυταόπουλος, «Η θέση της άγνωστης µυνής της Αγίας Ματριοώνας στη Θεσσαλονίκη», Νέα Εστία, τεύχος 1403, Αφιέρωμα στη Θεσυσαλονίκη, Αθήναι 1985, σελ. 134141). Οι ταυτίσεις αυτές συνδιναζόμενες µε TO Χείμενὺ TOU 1200 Θαύματος οδηγούν αυτόματα στη μετακίνηση TOV ναοῦ των τριών μαρτύρων έξω AUTO τα βύρεια N AVATOALAG τείχη της πύλεως. Ο N. Μουτσόπονλος αναφέρει ειδικότερα: «Το μοναστήρι των τριών Αδελφών Αγίων βωισκόταν πυλὺ χυντά στα τείχη. Οπωσδήποτε πιο ROVTA από τὸ άλλου της Αγίας Mutowvus» (ό.π., 135) και πιο κάτω; «Έστω ὅτι η µυνή των Τυιών Αδελῳιὺν Ἁγίων βριακόταν ato σημείο AUTO (εννοεί TOOL TO µέρος της Ληταίας Πύλης) µια υπόβεση που, μέχρις του πρυταθεί κάποια καλύτερη ἡ βωεθεί κάποιο θετικότερο τεκμήριο, την αποδεχόµαστε αναγκαστικά, αλλά µε μεγάλες επιφυλάξεις» (OT... 130), Εάν γίνουν δεκτές OL παικιπάνω υποθέσεις, τότε ὁ ναός των τριών μαρτύρων ποέπει να μετακινηθεί στην πεδιάδα ανατολικά των τειχών ἡ στα βόρεια-βόρειοα-
716
Arotuva Maxpvororor
επιχείρησε την ταύτιση του ναού των αγίων Χιόνης, AYATNS και Ειρήνης he τα αρχαία λείψανα που είχε δει στην περιοχἠ TOV τεχέ των Μιβλιβήδων δευβίσηδων. ο οποίος βρισκόταν στη θέση όπου σήµερα βρίσκεται ο vads της Παναγίας Φανερωμένης, σηµείο Tow απέχει περί τα 180 μμ. απὀ TO vad TOU
παρουσιάζουμε εὐώ. Είναι πάντως βέβιιο ότι ο Χατνηιωάννου dev είδε τα ερείπια
του ναού
μουσουλμανικούς
µας, NOV
την εποχή
εκείνη
(1880)
τάφους. Οι μεταγενέστεροι OO
ῥοίσχονταν
ELS αντι
Χατζπιωάννου και η τοποθέτηση του ναού των τριών ty
TQ
κάτω
(TO
ράφουν
τον
στη θέση τοι!
τεχέ εμφανίζεται έκτοτε ως πραγµατικό γεγονός». Le παλιές φωώτούραφίις και ζωγραφιχές απεικονίσεις του τεχέ των Μεβλεβήδων δερβίσηδων παρατηρούμε αρχιτεκτονικά µέλη σε δεύτερη χρήση. Είναι τέσσερις μαριιάρινοι χίο-
νες, ὑπολογιζομένου ύφους 2,70-2,80 µ.. ἀπό τους OTOLOVS ο γωνιαχκός φέρει κορινθιαχκό χιονόχκρανο. Στον όροφο διακρίνεται άλλος ἑνας Rlovas, µε «ρχαίο, αλλά πλέον δυσδιάκριτο TOV προηγουμένου κιονόκρανο, Ta δύο αυτά κιονόκρανα, του 6ου αιώνα, βρίσκονται σήµερα στο προαύλιο του ναού της Παναγίας Φανερωμένης. Τρεις xioves χαμηλότέροι από τους παραπάνω,
που φυλάσσονται σήµερα στην «ρχαιολογιχή συλλογή της Ροτόντας, BorOnκαν το
1975 στο οικόπεδο του 50ου Δημοτικού Σχολείου στη συμβολή των
οΧύν Παναγίας Φανερωμένης και Τριών Μαρτύρωνη, Είναι λοιπόν βέβαιο ότι όλα τα παραπάνω αρχαία αὖτά αρχιτεκτονικά µέλη εἰχαν αφαιρεθεί από νατολικά εκτος της αχροπόλεως, Ἁλλωστε DEV θα ηταν ὀννατον να παραμείνει OV TURAL, αφ OL Σλάβοι θα έπρεπε έτσι να πάνυνυν TO γύρω της TOES εκτός των τειχών για να TUOOUY απο TOV ένα ναό στυ άλλων, απόσταση πολύ µεγάλη γιά να διανιθεί στο μικρό χρονικὸ ὑιάστηµα TOU αναφέυει η πηγή. 32. M. Χατζή-Ιωάννου, Ασατυνραφία Θεασαλονίκης rot τοπυγραφική περιγωιιφή της Θεσσαλονίκης, Θεασαλονίκη 1880, 102. 103 κ.ε. 33. Ο Tatrali, παρά to ὅτι έχει αναγνιώσει τον Χετζπιωάννου, dev λαμβάνει υπόψη Tov την ταύτιση TOU εκείνος επιχειρεί και χρησιμοποιεί ως μόνη πηγή TO 120 Οαύμα, Αποιαλει τους δύο VUOUS μοναστήρια, ερμηνεύοντας ETOL TH λέξη «τέμενος» των πο γων και αναφερει απλα οτι αγνούµμε τη θέση tous (Ο. Talrali, Topographie de Thessalonique, Paris 1913. 241. Στον Teun τικὁ Odyyo tov Ελευθιρονδάκη (Γλλάς-Οδηνός Ταξιδιωτικός, TA, 1926, 6%. IM περιγραφή ome τήν αναφέρει oN, Μουταόπουλος, Orooalovian 1900-1917, Θεὐσλονικη 1980, 29) yottpeta: «O Μεβλιβηχανές Θεσσαλονίκης εἶναι A παλαια μεγάλη γυναικεία Μονή τῶν Αγίων Εἰωήνης, Αγάπης xat Χιονίας, παρά To τεῖχως, Suey τῆς Ληταιας πύλης, παρ A καὶ ἡ τῆς "Ayıcız Ματρώνης μικρά ἐκκληία καὶ πεικτερω τὸ μωναστηον τοῦ Αγιου Νικολάου, Avtn GUE TAL ὁιασκεικεσµένη εἰς τέµενος καὶ διαμονητήσιον τῶν Μεῤλεβηδιην Λεοζσών», O AT. Baκπαλόπωουλος, [«[ατορικές έρειινες έξω απὀ τα τείχη της Θεασαλόνικης», Maatoovend 17 (1977) 35], σι ωνεί µε τον Χατζηιωάννου στην τοποθέτηση τον ναών της Ανιας Ματουνας και Αγίων Ειρύνης, Χιόνης και Aydaans ES από ty Antec van. 34, Απὸ τα αργία της Εφορείας [ημερολόνιο Tor ἀνασκαφέως domooyon Otoy. Ha: ζαμρα (0, 10-11) καὶ (ώτογοαφιτς] προκύπτει OTL OL τοεις ALOVES βρέθηκαν μετακινημένοι νπλα GE µια τουρκική ZEN OT POQEL TREUE του οικοπέδου του οχολετοῦ, Tou ῥοισκοταν εξω από τον περίβολο TOU TEZE.
Alto παλαιωχριστιανικωί VUOE ATO δυτικό νεκροτιφείο της Θεσσαλονίκης
717
HOVTLVÉ κτίριο μεγάλων διαστάσεων. του τέλους του Sov ή tou 600 αιώνα, που DEV έχει ακόµη εντοπισθεί.
Για το μαρτυρικό τέλος και τον τόπο του μαρτυρίου των τριών γυναικών στο Συναξάριο αναφέρεται: «Καὶ ταύτης τῆς ἀποφάσεως ἐξελθούσης παρὰ τοῦ ἠγεμόνος, λαβόμενοι οἱ στρατιῶται ἀπήγαγον αὐτὴν (την Ειρήνη) ἐπί τιvos ὑψηλοῦ τόπου, Eva καὶ αἱ πρότερον αὐτῆς ἀδελφαί (η Αγάπη και η Χιόνη) μεμαρτυρήκασιν. πυρὰν γὰρ ἄψαντες μεγάλην, ἐκέλευσαν αὐτὴν ag’
ἑαυτῆς ἀνελθεῖν»)». Εάν ο αναφερόμενος στο κείµενο «υψηλός τόπος» αποτελεί πραγματικό στοιχείο, που η παράδοση διέσωσε µε ακρίβεια ως την Neva που ο συναξαριστής το κατέγραψε, και δεν αποτελεί απλά εμφατιχή λεπτομέρεια µε στόχο να τονισθεί η xaxia του ειδωλολάτρη ηγεμόνα, που κατακαίει τις χριστιανές σε περίοπτο τόπο για παραδειγµατισµό των άλλων χυιστιανών, τότε ίσως η επιλεγείσά για την ίδρυση του ναού θέση βρίσκεται πολύ χοντά στον τόπο του μαρτυρίου. Είναι κατ’ αρχήν σηµείο σχεδόν επίπεδο και ομαλό, προσιτό σε όλους τους κατοίκους της πόλης διά µέσου της πεντρικής οδικής αρτηρίας που διερχόταν από τη Ληταία Πύλη, στοιχείο που πρέπει να έπαιξε τον κυρίαρχο ρόλο στην επιλογή της θέσης (Σχ. 4). H οδός, όπως σήµερα η οδός Αγίου Δημητρίου, «έτρεχε» στις υπώρειες του υψώματος
που αναπτύσσεται προς τα βόρεια-βορειοανατολικά ING’, που είναι το µόνο ύψωμα σε επαφή µε τα τείχη της πόλης και συνάμα κοντινό στα σηµεία εξόὅου από αυτήν, και ενδεχομένως θα μπορούσε να είναι ο αναφερόμενος CUYMAGS τόπος» των αγιολογικών κειμένων. Συνοψίζοντας καταλήγουμε ότι ο ναός ιδρύθηκε στο πρώτο µισό του Sov αιώνα στα αριστερά της οδού που από τη Ληταία Πύλη οδηγούσε έξω από την πόλη, σε απόσταση μόλις 120 LL. ANG τον οχυρωματικό περίβολο (Σχ. 4). Χτίστηκε από τη νότια πλευρά του δρόμου, όπου το έδαφος ήταν ομαλό, ώστε να είναι EVXOAG προσιτός. Ιδρύθηκε πάνω στο εχεί εθνικό νεκροταφείο. To 604, όταν έγινε η επίθεση που περιγράφεται στο {2ο Θαύμα, επί επισκόπου Ευσεβίου, ο ναός και το συγκρότημά του βρίσκονταν σε χρήση»). Μάλλον xuταστράφηκε
το 618
μαζί
µε TOUS άλλους
εκτός των
τειχών ναούς],
Λίνα
χυόνια αργότερα ο επίσκοπος Ἰωάννης τον αναφέρει στην ομιλία Tow”, Ta 35. Musurillo, o.7., 292. 36. BA. to OVpOTOPEKG 04,810 πριν από την πυρκαγιά του 1917, N. Kidoyripov, «Tu avetaτικά στοιγτία τοῦ AOUAOU TOTLOU της OrOOUAOVLANS! DUVÉZEUS καὶ GOVVEZELES», Θἐέσσαλόνιχη | (1985), 556, iv. 5. 37. P. Lemerle, Les plus anciens recucily des Miracles de Saint-Demetrius et la penetration des Slaves dans les Balkans H (Commentare), Paris 1981. 72 κ.ε. 18. Lemerte, 0..7., |. 189, 7 κι tow ιδιο, OT. 11.9 x. 39, ο hodvens I. or αναφερεται ως OVYYpagruz της πούτης Συλλογής Θαυμάτων του
718
Arazawva Mitiooroviot
ερείπιά του είναι ορατά τουλάχιστον ὡς τα μεσοβιζαντινά χρόνια,
Πάνω
τους στήθηκαν κατά την Τουρκοκρατία και ὡς την απι AE VOR LEON μοι σοιλ-
μανικοί τάφοι. Eyogria Πυζαντινών Αρχαιοτήτων Θεσσαλονικης
Αγίου Δημητοίοι διετέλεσε επίσκοπος Θεσσαλονίκης oto α΄ μισό του Jou dove [Lemerle, OT. If, 32 κε.. Anna Philippidis-Braat, «L'enkômion de Saint Demetrius par Jean de Thessalonique», Travaux et Mémoires 8 (1981), 398 κ.ε.].
Avo παλαιοχριστιανικοί ναοί στο δυτικό νεκροταφείο της Θεσσαλονίκης
Εικ. 2. Nads στην οδό Μαργαροπούλωυ 20. Άποψη «πό ψηλα.
719
720
AEOTOUVE Mazpotorior
πασά
ϝ -----
sit Tas:
ny:
u...
-
"|
9
2
i) L---.
2
Σχ. 1. Ναός στη συμβολή των odwy Acexadd και Aytor (οχεδιαση: Sovia Havrıdon.
2.2...
So
Aminroton. Kurown
Avo παλαιοχοιστιανικοί ναοί στο ὀυτικό νεκροταφείο της Θεσσαλονίκης
721
Σχ. 2. Ναός στη συμβολή των οδών Λαγκαδά xat Αγίου Δημητρίου. Πλινθόστρωτο δάπεδο µε σήματα επί των πλίνθων (σχεδίαση: Σόνια Παυλίδου).
ΣΠΑΥΛΙΔΟΥ
Σχ. 3. Ναός στη συμβολή των οδών Aayxada και Αγίου Δημήτριου. Σχεδιαστικη avaπαράσταση ψηφιδωτου δαπέδου (σχεδίαση: Σόνια Παυλίδου).
Δέσπυινα Μακροπωυλοι)
In Ay Anootokwy
x
à
G
ar
κ. 4 ä
9A
$m
Napnol
IBavup
] Pr
5 Ὁ
Xu
Σ ΠΑΥΛΙΔΟΥ
Σχ. 4. Ναός στη ouußoAn των οδών Aayxada zat Αγιου Amato,
ὁιαγραμμµα περι/κὶιλλοντος χωρωῦ (σχεδίαση: Zovia
Toro
HavAdov).
ouç (40
56 ΜΙΑ ΑΓΝΩΣΤΗ ΠΟΛΗ TON MAAAIOXPIZTIANIKQN ΣΤΗΝ ΠΙΕΡΙΑ. ΤΑ ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ
Ευτέρπη
ΧΡΟΝΩΝ
Μαρκή
Στη θέση Λουλονδιές της Πιερίας, ανάµεσα στις Αλυκές Κίτρους και τον Κορινό, όπου οι L. Heuzey και N. Hammond! τοποθετούν το πεδίο µάχης της Πύδνας, οἱ ανασκαφές των τελευταίων χρόνων δείχνουν πως εχεί avaπτύχθηκε ένας οικισμός, αταύτιστος ακόµη, που κατοικήθηκε από τους µυκηναϊκούὺς χρόνους µέχρι τον 7ο αιώνα μ.Χ.2Σ. Σύμφωνα
µε την τοπική παρά-
ὅοση, η θέση οφείλει το όνομά της σε Eva Κίτρινο λουλούδι µε εξαίσιο άρωμα, που φύτρωσε απὀ το αίμα των Μακεδόνων που έπεσαν εκεί το 168 π.Χ., την παρουσία του οποίον, ζωντανή ακόµη στους κατοίκους της περιοχής, εξαφάνισε τα τελευταία χρόνια η βαθιά άρωωση. ME τον παραπάνω οικισμό πρέπει να συνδέεται ο αποκαλούμενος από τον Heuzey? μακεδονικός τάφος της Πύδνας, ενώ τα πρόσφατα ανασκαφικά του ευρήματα συνθέτοῦύν µιαν αποσπασµατική αλλά ενθαρουντική για τη σηµασία tov εικόνα. Πρόκειται για έναν ατείχιστο οικισμό αγροτικού χαρακτήρα που βρίσκεται περίπου 4 χιλιόµετρα νότια από τις Αλυκές κοντά σε µιαν εύφορη πεδιάδα. Εδώ οι εργασίες κατασκευής της νέας σιδηροδρομικής γραμμής Κατερίνης-Θεσσαλονίκης έφεραν στο φως από το 1992 µέχρι σήµερα, λάκκους HUL τάφους των κλασικών, ελληνιστικών και αυτοκρατορικών χρόνων, νεκροτάelo µε µεγάλο αριθµό κεραμοσκέπαστων τάφων 30V έως και 60V αιώνα μ.Χ., μνημειικούς καμαρωτούς τάφους παλαιοχριστιανικών χρόνων και ένα τετραπύργιο επισκοπικό συγκρότημα” εκτάσεως 10 στρεμμάτων που περιλάµβανε βασιλική, επισκοπικό μέγαρο και βιοτεχνικές εγκαταστάσεις. Ο παριπάνω οιπχισµός δεν ταυτίζεται µε καμία γνωστή πόλη της αρχαίας Πιερίας. η τοπογραφία της οποίας, µε εξαίρεση τις πόλεις Ηράκλειον, Aiov, Λείβηθρα, I. N. Hammond,
Ίύτορια της Μακεδονίας, Λθήνα
1995, t. A, 143-159.
2. Ε. Mayan, «Avaozugn στα Λυνλόνδια Kityouge, AFMO 7, 1993, 221. 3. L. Heuzey - H. Daumet, Mission archeologique de Macedonia, Paris 1876. 241-42. 4. E. Μαρνή, «Ανασκαφή orn θέση Aovkovoiu Κίτρους», Mpaxtıxa Zrveöpion, II Πιευία στα ϱζαντινά και VEOTEQU zoovid, NA εκδοση, AEMO 7 1993, 0.7, 223-231, AEMO 8, 1994, wate ἐκδοση και ΑΝΘ 1996 Ute ἐκδωση,
724
Ευτέρτη Mauxr
Πουδαία, Πύδνα και Μεθώνη που έχουν εντοπισθεί, παρουσιάζει ακόμη πολλά κενά. To αρχικό πόλισµα TOV δημιουργήθηκε στις Λουλονδιές ἦταν ατοίγιστο χει χωρίς ιδιαίτερη οργάνωση, µε κύριο χαρακτηριστικό την µετά από VOL REG καταστρυφές μετατόπιση του οικισμού και του νεκροταφείου και YU AUTO πφρέπει να καταταγεί στα πολίχνια. Ωστόσο τον 30 αιώνα μ.Χ. φαίνίται va αναβαθμµίδεται, όπως προκύπτει από τα ανασκαφικά στοιχεία, γιατί γίνεται mutatio À Mansio της οδού Λίου-Πύόνας. Σύμφωνα µε τον Πευτιγκεριανό att νακαῦ που αντιγράφει το οδοιπορικό των Αντωώνίνων, οἱ σταθμοί της οδού Θεσσαλονίκης-Λίουῦ, Tov dev ακολοιούσε τη σηµερινή χάραξη προς την ακτή αλλά τοὺς πρόποδες των βουνών, ήταν ot πόλεις Πέλλα, Βέροια, Άχερδυς, Άρωλος,
Πύόνα,
Μπάντα,
Άναμον,
Άτειρα.
Me δεδομένη τη θέση της Π ὐὰ-
vag, η τοποθεσία Λουλουδιές που ερεινούμε, πρέπει να ταυτίζεται με TO στιOd Άναμον, που ωστόσο dev αποκλείεται να έφερε άλλο ὀνομα στην αγιιότητα. Με την αναβάθμιση του οικισμού σε mansio συνδέεται ίσως η ανέγτρση ενός μεγάλου κτιρίου, πιθανότατα λουτρού, OL αγωγοί του οποίου ἀνασκάφηACV HATH από τα θεμέλια του επισχοπικού μεγάρου, ενώ ALYO αργότερα, στις αρχές του 400 GLOVE, χρονολογείται µία οικία µε κεντρική αυλή και πιριστύALO, τα ψηφιδωτά δάπιδα της οποίας εντοπίἰσοθηκαν επίσης χάτω από TO ETLσκυπικό μέγαρο. Από το παραπάνω Χτίριο ανιγνεύθηκε τµήµα μις µενάλης αὐλής και τρία συνεχόμενα δωμάτια ανατολικά της (ΣΧ. 1, A) ποὺ διασώζουν yn Wort
ὑάπεδα µε γεωμετρικά θέµατα κι έχουν πλαίσια απὀ μεναλύτερες Yq (does. To δάπεδο της αυλής εικονίζει συμπλεκόμενους κύκλους TOV σχηματίζουν τετοάφυλλα, µίσα σε πλαίσιο συνεχόμενων κατά κορυφἠν ττρανώνων. To PoVELÖTFEOO δωμάτιο έχει ὡς κύριο θέµα τρίγωνα και εφαπτόµενους κύκλους µέσα σε πλαίσιο εφαπτόμενων κύκλων, που αναλύονται σε τεταρτοκύχλια. Νότιά Tov σχηματίζεται άλλος χώρος, TO δάπεδο TOV οπυίοῦ έχει ως KE VTOUXÉ θέμα συμπλεκόμενους κύκλους όπου εγγράφονται δύο ἡημίφυλλα TOU σχηµατίζουν τετράφυλλα και πέλτες, UO σε πλαίσιο PAO oto τετογώνων, To τρίτο (νοτιότερο) δωμάτιο του κτιρίου έχει ὡς χεντοικό θέμα εφαπτόµενα TEτωάνωνα στο εσωτερικό των οποίων υπάρχουν χόμβοι TOW Σολομώντα N σταυροί, που πλαισιώνονται από αλυσσοειδή πλογμό και πλαίσιο «πό αντί-
νωτες πέλτες. Τα ανασκαφικά στοιχεία και η τεχνοτροπία των YG MMTV γουνολυγούν την κατασκευή του κτιρίου στις αργές τοῦ FO AL, περίοδο στην
οποία τοπυθιτούνται και κάποια ενδια(έροντα γλυπτά, όπως ἵνα φενδεπί5. K. Miller, Itineraria Romana, Stuttgart
1916, 574,
Mia ἀγνωστη πόλη των παλαιοχριστιανικών χρόνων στην Πιερία
725
χρανο παραστάδας µε άκανθα µαζί µε τρία ιωνικά χιονόκρανα που βρέθηκαν στο χώρο. Τµήµα φηφιδωτού δαπέδου από το ίδιο κτίριο εντοπίσθηκε κάτω από το τρικλίνιο του επισκοπικού µεγάρον και εικονίζει συμπλεκόμενα οκτάγωνα. Το παραπάνω κτίριο επεκτάθηκε προς ÖVOHAG ή επισκευάσθηκε το δεύτερο μισό του 4ου αι., όπως συμπεραίνει κανείς από τα ψηφιδωτά δάπεδα δύο χώρων δυτικά του τρικλινίου του επισκοπείου, που βρέθηκαν 0,40 LL. ψηλότερα από το δάπεδο των αντίστοιχων ανατολικών δωματίων. Εικονίζουν συμπλεκόμενες σβάστικες, οι κεραίες των οποίων επιµηκύνονται, µέσα σε πλαίσιο αστραγάλου και ὀόμβους που διαμοορφώνοῦυν συνεχόμενο κόσµηµα από σταυρούς µέσα σε πλαίσιο από βαθμιδωτά τρίγωνα. To κτίριο αυτό πρέπει να είχε καταρρεύσει, όταν τον JO αιώνα, και πιο συγκεκριµένα TO 479, ιδρύθηκε στα ερείπιά TOV το επισκοπικό συγκρότημα. Η ίδρυση του επισκοπικού συγκροτήματος συνδέεται κατά τη γνώµη µου µε την απόφαση του αυτοκράτορα Ζήνωνα να επιτρέψει την εγκατάσταση των Γότθωνό στην Πύδνα χαι σε άλλες πέντε μακεδονικές πόλεις, µε αντάλλαγμα την απομάκρυνση των τελευταίων από τη Θεσσαλονίκη, την οποία πολιόρκησαν το 479. Φαίνεται πως ο επίσκοπος και οἱ κάτοικοι της Πύδνας δε θέλησαν va συµβιώσουν µε Tous Γότθους, xat για To λόγο αυτό επιδίωξαν τη µεταφορά τοὺς στη θέση αυτή, αφού ζήτησαν και πήραν πιθανώς αὐτοκρατο-
ρική χορηγία. Η εγκατάσταση του επισκόπου αναβάθμισε τον οικισμό δίνοντάς TOV αστικό χαρακτήρα και στόχος του άρθρου είναι η στήριξη της άποwns αυτής. Μολονότι ο Euvéxônuos? του [εροχλή, που γράφτηκε MLV την ἑκdoon της IX νοβέλλάς του Ιουστινιανού τον Αποίλιοτου 535, αναφέρει µόνον µία πόλη της Πιερίας, το Δίον, το επισκοπικό συγκρότηµα στις Λουλονδιές διαψεύδει όσους στηρίζονται αποκλειστικά στο Συνέχδηµο, γιατί αποδεικνύει µια καλά
οργανωμένη
ἀστική
εγκατάσταση
στη θέση
αυτή
τον So και 60
αιώνα.
Το συγκρότημα µας θυμίζει το ανάλογο οχυρωμένο επισκοπικό συγκρότηµµα της Πρώτης Ιουστινιανήςὃ (Toapıtoiv Γκραντ), αλλά έχει μικρότερη έκταση. Ο περίβολάς του διαστάσεων 80x90 µ., έχει µορφή τετραπυργίου (2%. 1), κατάγεται ATO φρούρια των ρωμαϊκών χρόνων και LOQUANKE σε ένα τµήµα του προὐπάρχοντος οικισμού που KOLONKE πρόσφορο γιατί παρείχτ οικοδοµικό υλικό για την ανέγερσή του. Την ίδια εποχή κτίζεται οχύρωση EXTÜσεως 1-4 εχταρίων, για να περιλάβει ίσως ένα VEO οικισμό, OTOV εγκαταστά6. Τ. Talel, De Thessalonica cjusque agro. Dissertatio gcographica,
Berlin
1810 (1972)
184-
85. 7. E. Honigman, Le synekdemos d'Hieroklès et l'opuscule géographique de Georges de Chypre, Bruxelles 1934, 14. 8. B. Bavant et M. Spieser. Caricin Grad, I (Rome 1989), 312.
726
Evreoan Magar
Onxav παλιοί και νέοι κάτοικοι. τη θέση του οποίου
εντόπισε N γεωυσική
έρευνα του Πανεπιστηµίου του Νόττινχαμὸ, SOL ανατολικά του σι κροτήματος. Ο δρόμος που οδηγούσε στο συ /χρότημα FizE κατεύθυνση από N-B, έβαινε παράλληλα προς το δυτικό του περίβολο και ανιγνειή)ληκε σε τρία σηEl. Συνίσταται από χώμα πατητό στρωμένο le λεπτά θραύσματα αγγείων και κεραμίδων και οδηγούσε στη ὁυτική κεντρική TAN του που ήταν διπλή, είχε Εύλινη θύρα στον τύπο του καταρράγτη (ΣΧ. |. Β. Εικ. 1) και διατηοεί στο λίθινο κατώφλι ίχνη από τις ρόδες των αμαξιών που τη διέσχιζαν. H πύλη διαµόρφωνε τετράγωνο πύργο. µέσα από τον οποίο περνούσε ο δρόμος που οδηγούσε στο επισκοπικό μέγαρο και τη βασιλική. ἀπό τον οποίο εντοπίσθηκαν Sto στρώσεις. Ο δρόμος αντός, που διασχίζεται από aywya UTOFEτενσης, κατέληγε προφανώς σε μιαν άλλη πύλη ανατολικά, η οποία DEV ἔχει ακόμη εντοπισθεί.
Το σημαντικότερο ητίριο του συγκροτήματος είναι η ῥασιλιχή (LZ. 1. Γ). OL εύλογες διαστάσεις της οποίας 35,50x19 pu και η ποιότητα των ELONY/NÉVOV γλυπτών της ενισχύουν την ύπαρξη Exel κοντά µιας αστικής εγκατάστασης. Η βασιλική καταλαμβάνει το νοτιοανατολικό τµήµα TOV συγκροτήματος, χωονολογείται από τα γλυπτά της στο δεύτερο τέταρτο TOV 60V αι. και αντικατέστησε πιθανότατα µιαν άλλη αρχαιότερη βασιλική. σύνχρονη µε TO ETLσκοπιχό μέγαρο. Το διοικητικό κέντρο είναι το επισκοπικό μέγαρο (Σχ. 1, A και Ny. 2)που καταλαμβάνει το βορειοανατολικό τµήµα TOV συ /κροτήµατος, διαμορφώνει μνημειώδη πεντάβηλη είσοὸο και οργανώνεται Γύρω COTO µια µεγάλη «ἱθουσα υποδοχής και δεξιώσεων, τον τρίκλινο!θ, που καταλήγει προς βοροάν σε Aida. To δάπεδο του τρικλίνου καλύπτεται από πολύτιμες μαρμάρινες πλάκες, κάποιες από τις οποίες αντικαταστάθηκαν oF B φάση µε πλίνθοις που φέρουν τα συμπιλήματα
Επιφανίου και Αντωνίου.
Η αὐίδα tou, vyw-
µένη κατά 0,20 μ. καλύπτεται µε ψηφιδωτό. που εικονίζει συνεχόμενες φολίδές και διάχωρο µε κάνθαρο πλαισιωμένο απὀ OVO αντικρυστά ελάφια. απ όπου φύεται κληματίδα.
Γύρω από την αίθονσα αυτή ορνανώνονται
OL VTO-
λοιποι χώροι του επισκοπείοὺν. τα σκρίνια, TOV έφεραν ψηφιδωτά δάπεδα µε γεωμετρικά θέµατα. TO επισχοπικό μέγαρο χρονολογείται (CTO τα α«νασκαφικά στοιχεία και τα ψηφιδωτά TOV δάπεδα στο τελευταίο τέταρτο του Sov
αιώνα. 9. Marki
E., Poulter
Α., «Louloudies, the results of the
Hellenie/British collaboration.
a new
early Byzantine tortitied site and the discoveries», AE MO 9. 1995, υπο Fadoon. 10. 1. Lavin, «The house of the lord, Aspects of the role of Palace Triclinia in the Architecture
ol the Late Antiquity and the carly Middle Ages», The Art Bulletin, XLIV, 1962, 8-9,
Mia ἀγνωστη πόλη των παλαιωχριστιανικών χρόνων στην Πιερία
727
Η παρουσία βιοτεχνικών εγκαταστάσεων που δημιουργήθηκαν τον 60 αι. στο δυτικό τµήµα του συγκροτήµατος, όπου ανασκάφηκαν τρεις δεξαµενέςAnvoi, δύο πιθώνες (Σχ. 1, 2) και ελαιοπιεστήριο στο βορειοδυτικό του τµήµα (Σχ. 1, Η), δηλώνει την εξέλιξή του την εποχή του [ουστινιανού από εκκλησιαστικό και σε παραγωγικό, διαχειριστικό κι εμπορικό κέντρο της περιοχής. Βρισκόμαστε στην εποχή που δημιουργείται ο θεσμός του χωροεπισκόπου!!, οι αρμοδιότητες του οποίου δεν έχουν ακόµη διευκρινισθεί, αλλά συνδέονται οπωσδήποτε και µε Κάποιες διοικητικές και πολιτικές εξουσίες. Το συγκρόTHUG στο οποίο ανιχνεύθηκαν πολλές µεταποιήσεις κι επεκτάσεις λόγω των αναγκών, καταστράφηµε λίγο µετά τα µέσα του 60V αιώνα από σεισμό, οι επιπτώσεις του οποίου διαπιστώθηκαν και στις βασιλικές του Aiov!2, Μετά το σεισµό η βασιλική περιορίσθηκε στο κεντρικό κλίτος και TO επισκοπικό μέγαρο εγκαταλείφθηκε, ὁπως φαίνεται από τη μετατροπή ενός χώρου του σε ταφικό περίβολο του αναγνώστη Ευφροσύνου (ΣΧ. 1, Ε), όπου xa-
τασκευάσθηκε ο τάφος του και στήθηκαν προς τιμήν του δύο µεγάλες µαρμάQLVES επιτύµβιες επιγραφές (Σχ. 3), στα ελληνικά και λατινικά. H ελληνική είναι κατασκευασμένη από υπόλενκο χονδρόχκοκκο μάρμαρο, έχει αριθµό ειρετηρίου MBIT 4521, καταγραφής BE 202 a,ß,y, (a-y 3086/1a,8,y) διαστάσεις 1,04x0,76x0,025 µ., ύψος γραμμάτων 0,03-0,04 u., διάστιχα 0,04 p. και διαστάσεις κειµένου 0,42x0,67 u. Συγκολλήθηκε από τρία τεμάχια, δε σώζει µιπρό τµήµα στο νότιο άκρο χαι φέρει αποκρούσεις στις γωνίες. Κάτω δεξιά καταλήγει σε εγχάρακτο κισσόφυλλο. Ἐνθάδε σῆμα λέλαχεν Εὐφρόσυνος ὁ ἀοίδιμος ἀναγνώσ(της) σταθμὸς στοργῆς τῆς ἐν φίλοις
ἀκράδαντος. H αντίστοιχη λατινική είναι από λευκό χονδρόκοκκο WAQUAQO, έχει αριθµό ευρετηρίου MBII 884-886, καταγραφής BE 203 (a-y 3086), διαστάσεις 1,08x0,75x0,03 µ., διαστάσεις κειµένου 0,87x0,64 p., ύψος γραμμάτων 0.04 u. και διάστιχο 0,04 pu. Λείπει μικρό τεμάχιο άνω αριστερά και φέρει ἀποκρούσεις στο κάτω τµήµα. Στο μέσον άνω εγχάρακτος σταυρός.
11. D. Feissel, «L'évêque, titres et fonctions d'après les inscriptions grecques jusqu'au Vile siècle», ACIAC ΧΙ (1986) 801-826. 12. A. Μέντζος, «Hl κοιμητηριακή Puma tov Δίου», AEMO4 (1990) 235.
Evrrorty Mugpxn
+ Eulrosynus simplex verusque
fidelis amicus scribturae lector sanctae
reverentia
pollens hic requiem nanctus cunctorum laude nitescit
haecque tibi sincera Johannes munera solvit.
O Evy goorvog O απλός και ειλικρινής ο πιστός φίλος O αναγνώστης της αγίας γραφής O πολύ εωσεβής εδώ αναπα ὕετιιι
µε TOV ἐπαινο όλων λαμπρύνεται KUL αυτά σε σένα CHEQUE O {ωάννης Ta δώρα αποδίδει.
Μέσα GMO τις επιγωαφές αυτές διακρίνονται OVO πωοσωπικότητές, O αναγνώστης Ευφωόσννος και ο ὁωρητής του τάφου tov Ἰωάννης, που πι νότατα ήταν επίσκοπος, αφού διέθετε µεγάλη παιδεία, ἐπέλεξε να KUTUOREUGOEL τον τάφο του αγαπητού του αναγνώστη στο χώρο TOV καταστραμµένου
επισκοπείου, μπορούσε να εχφράζεται άψογα και στις δύο γλώσσες TOU χράTOUS, αλλά προτίµησε να ὁπλώσει το όνομά του και τη συμβολή του στην Xuτασκευή του τάφου µόνο στη λατινική.
Δύο άλλες προσωπικότητες, τα ονόματα των οποίων ανιχνεύονται στα συμπιλήματα των πλίνθων του τρικλίνου είναι ο Επιφάνιος και ο Αντώνιος. Δεδομένου ότι πλίνθοι µε το συμπίληµα Επιφάνιος βρέθηκαν και στην Παναγία Κουντουριώτισσα, νομίζω ότι το όνοµα AUTO πρέπει να συνδεθεί µε έναν παραγγελιοδότη επίσκοπο της πρωτοβυζαντινής Πιερίας. H σχέση tov επισχοπείου µε την οικονομική ζωή του τόπον αποδεικνύεται από το μέγεθος του οινοποιείου που ανασκάφηκε, TO οποίο περιλάμβανε ἑναν χώρο πιεστηρίου µε τέσσερις ορθογώνιοὺυς ληνούς!»-δεξαμενές. δύο ορθογώγια Χτιστά υπολήνια!4, δύο πιθώνές και έναν χώρο πώλησης και διάθεσης των προϊόντων. Ανάλογη είναι και η σημασία tou ελαιοτριβείου που περιλάμβανε
ovo
πιεστήωιαἰ» (ελαιοσπαστήρα, τραπητή) (Εικ. 2) και µεγάλη δεξαμενή για το 13. Avo συγκροτήματα ληνών βρέθηκαν αι στὸ επισκωπείο των Φιλίππων, X. Μπακιωτζἡ. «To επισκοπείον των Φιλύτπων», Πρακτικά B Τοπικού Συμποσίου, H Καβάλα και η περιοχή της, Καβάλα 1986, (1987) 1S1-154. 14. Ορθυγώνια υπολήνια avacxäçquaav στη Βεριὰ Χαλκιδικής, ©. Hucapas - Aut. Toa-
νανά, «Ανασκαφικές ÉQEVVEZ στη Βιριά N. Συλλάτων», AEMOS
(1991) 289-295,
15. 5. Hadjisavvas, Olive of processing in Cyprus, Nicosia 1992 και κ. Frankl, J. Patruh, V.
Μία άγνωστη πώλη
ἴων παλαιοχριστιανικών χρόνων στην Πιερία
729
πλύσιμο του EAGLOXGQOTOV, ενώ το μέγεθος των συναλλαγών και το διακινούµενο χρήμα αποδεικνύεται απὀ την ανεύρεση στο χώρο του συγκροτήματος 100 νοµισµατικών θησαυρών και 10.000 νομισμάτων. Τέλος η ύπαρξη αστικής τάξης αποδεικνύεται από την ανασκαφή ένδεκα μνημµειαχών καμαρωτών τάφων, τρεις από τους οποίους έσωζαν αξιόλογο γοαπτό διάκοσμο και ο ένας (Σχ. 1, ©) επιγραφή από ψαλμό του Aavid!® (Σχ. 4): Αὔτη ñ κατάπαυσίς µου εἰς αἰῶνα αἰῶνος ὧδε κατοικήσω ὅτι αὐτὴν ἐρετισάμην. Με βάση όσα διατυπώθηκαν παραπάνω, στοιχειοθετείται νομίζω η άνθιση τον So και 60 στις Λουλουδιές µιας εξίσου σημαντικής µε το Δίον πόλης της Πιερίας, οι αιτίες εγκατάλειψης της οποίας µέσα στον 70 ή τον Bo αι. μένει να διερευνηθούν.
Tsafir, «The oil press at Horvath Beit Loya», Christian Archeology in the Holy Land, New discoveries, Essays in honour of Virgilio Corbo, 287-300. Επίσης TI. Adau-Bekëvn - M. Mayxaga, «Ag-
χαίο ελαιοτριβείο ata Bouava νομού Θεσσαλονίκης»,
Ελιά και λάδι.
A’ Tornpepo εργασίας.
Καλαμάτα. 7-9 Μαΐου 1993, 92-104, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ETBA. 16. E. Marki, «Deux tombeaux monumentaux prolobyzantins recemment Grèce du Nord», Cahiers Archéologiques 45, ed. Picard 1997, 19-24:
découverts
en
730
Ευτέρπη Μαρκή
Σχ. 1. Κάτοψη του επισκοπικούῦ συγκροτήµατος στις Λουλουδιές, Αποτώμωση-σχεδίαση Τζ. Μπούλος, αρχιτέκτων, Αλκ. Ευθυμιάδης, σχεδιαστής.
731 Μία άγνωστη πόλη των παλαιοχοιστιανικὠν χρόνων στην Πιερία
Stuuomio3Xo “Sigmirhganz 'ΧΥΥ ‘am113911X0n ‘Soynoupy 3 kon193Xo-ominiory “101 AMO3LDO ΛΩ2 10% AOÛDAIN ΠΟΚΗΓΟΧΟΊ1:3 101 Who1DY :NOÛLIY 21ΟΊΟΥΠΟΥ ‘Zz ‘XZ
Pa
À.
732
Ευτέωπτη Mugpxn
(~~
/—
| ερ
EUFROSVNUS
|
SIMPLEX UERUSQ UE FIDE
USAMIC
US
SCRIBTURAE LECTOR SANCTAEREUERENTIA POLLENS CTA®MOC
CTOPrHc
THCENDIAOIC A
-
SPAAAN TO Gi
ΣΧ. 4. Η Teorey
a
CUNC
ORKUM
A Une
NITESCitC
ΙΟΡΑΝ νο
hAE€CQuelr
Α
Tor ὁυτικοῦ TOLZOU TOU µε A2 OU XAHAONTON TUG OU µε Των κιλό
ror Aaud, KzrdtoT. Miroccacan.
Μία άγνωστη πόλη των παλαιοχοιστιανικών χρόνων στην Πιερία
Εικ. I. H διπική πύλη του επισκοπικού συγκροτήματος στις Λουλουδιές. Διακρίνεται TO κατώφλι µε τις ροδιές των αμαξιών και η εγκοπή για την τοποθέτηση ξύλινης θύρας στον τύπο του καταρράχτη.
Εικ. 2. Οι πέτρες TOU τρατητή
(εμπρός) χι η λεκάνη του ελαιοπιεστηρίου.
733
$7
ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΣΤΗΝ ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΚΗ ΗΜΑΘΙΑ: ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΤΩΝ ΕΤΩΝ 1993-1996° Νίκος
Μερούσης
/
Λιάνα
Στεφανή
H απουσία της προϊστορικής έρευνας κατά τις προηγούμενες δεκαετίες στη Δυτική Μακεδονία, έχει non διαπιστωθεί axé πολλούς ερευνητές. Ωστόσο
τα τελευταία χρόνια τόσο η ὅραστηριότητα της ΙΖ΄ ΕΠΚΑ όσο xa του Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης, αλλά και μεμονωμένων ερευνητών, έχει αρχίσει να βγάζει την περιοχή από την αφάνεια HAL σταδιακά να αποκαλύπτει κάποιες πτυχές της ανθρώπινης παρουσίας κατά την προϊστορική περίοδο!. H Ημαθία λόγω της γεωγραφικής της θέσης προσφέρεται για τη µελέτη των εξελίξεων στη μακεδονική προϊστορία. Συγκεκριµένα ο Αλιάκμονας, που τη διασχίζει, προσφέρει οδό επικοινωνίας µε την ενδοχώρα της περιοχής της Κοζάνης αλλά χαι µε την Κεντρική Μακεδονία µέσω της πεδιάδας της Θεσσἀαλονίκης. Τα περάσματα των Πιερίων αποτελούν τις φυσικές οδούς σύνδὸεσης µε την Πιερία και τη Θεσσαλία, ενώ προς τα βόρεια και βορειοδυτικά υπάρχει φυσική συνέχεια µε την υπόλοιπη λεκάνη των Γιανιτσών. Στην παρούσα µελέτη παρουσιάζονται τα πορίσματα της επιφανειακής έρευνας που διεξήχθη κατά το χυονικό διάστηµα 1993-1996 στο νομό Ημαθίας. Συχνά EXEL τονιστεί η σπουδαιότητα των επιφανειακών ερευνών σε πε* Θέλουμε να ενχαριστήσουµε YUE TLE πληρυφυρίες TOU µας έδωσαν τοὺς συναδέλφους Ad.
A. Γραμμένο xat Παν. Χρυσοστύμου, Ιδιαίτερες επγαφριοτίες επίσης οφείλουμε στο φιλύλυγυ Auὑηγητή Κ. Γκλαβένο, ποὺ µας οδήγησε στις VO προϊστορικές θέσεις oto Στενήµαχο Naovaac.
1. Fra µια συνοπτική παρουσίαση των ερευνών της τελευταίας δεχαπενταετίας βλ. S. Andreou, M. Fotiadis and K. Kotsakis, «Review of Aegean
Age ol Northern Greece», AJA
Prehistory V: The Neolithic and Bronze
100 (1996) 562-576. Pia τις ὁραστηριότητες της 1Ζ΄
ENKA επι-
γοαμματικά αναφέρουμε τις τοπυγραφικές έρευνες Tov Π. Χρυσοστόμου καθώς και τις ανασκαφιχές (οιχισιός Γιανιτοών B και Αξός) και επιφανειακές έρευνες του Παν. Χρυσυστύόμου στο νομό Πέλλας, Στο vous Κοζάνης η ανασκαφική δραστηριότητα και Ol επιφανειακές έρευνες AT. Καραμήτρου, A. Kovöpoyiavvn, Χρ. Ζιώτα, M. Φωτιάδης, A. Καλογήρου) βρίσκονται σε εξέλιEn (Αιανή. Αλιάλμυνας, Κίτρινη Λίμνη). Στο νομό Ημαθίας to 1994 Zrzivnor η αναὐκφη στο Αγγελυχώρι, η οποία arveziteten AUDE καν η επιφανειακή έρευνα, της οποίας παρουσιάζουμε μερικά συιπεράσματα. Ov αγορά τη ὁράση τον Πανεπιστηµίοι, σημειώνουμε την ανασκας ἡ του Μανδάλου (1981-1988) από τις αν. καθηγήτριες της Πωοϊστορικής Αρχαιολογίας K. Mae πανθίμου και À. dan (µιχοι To 1984 αν μμετείχεο av. καθηγητής K. Κωτύάκης), την avaoxttqh tou Λυχοντικοῦ (1992), Tow ῥικσκέται σε εξέλιξη. καθώς και την ανασκαφή ato Λισπηλιό Καστοριάς από τον καθηγητή T. X. Χουυμοιζιάδη, Σημειώνοῦμε τέλος τις EQEUVES των A. Κυκκινίδου και K. Τρανταλίδου,
pr
eg
TDN
D
TE
TE TOT TET ern
νε
2
σ
me
TS
LU
co
rye
στην
NAT
ELA
op
tH
Ove
Ex
OA
I
gen
Eth
ya
ECTS
TE
NON
ο.
TD
ietntez
aan
τοτε
Acer cut οτε HA
ae
Leow,
DIV την Tete
Ag
NT
NC
TI
TON A
vue aren Tee
ETON ET
ο
Ate
astra
TES MTV
Thaw eget
EE OES
OE
CH
νε
νετ
At
aan
Be TE
CP
Tu
STATE
et AU Ge
EX Qeveutan ve Δεν TAN Εντατική, Alto omuven οτι bet UE SES ENTE TUNG LB της EME geha UES τοὺς RATE
OA
της πει γης OTL «έχε πιο ν
APS
BAT
TUE
TS
BEEZ
TI
LOE
Tee,
ASTON
λε
{1 Η στη νη Av arzt MOLOEIN τον Tete yoy, Hotei aver ent DEO TOL Ta ZONE TON τεχνητο ZETEZESUETEIUO Tor CORCAO gr
OD ver
UT
TON
TON GO Tr
EAT
TERAZT
RN
(ETO
τη
Bene
PAU
Tete
PARA
της, εν
της Teas ANS
LE ANNE
OT AE
ze
boat
Tow Vonor zu ins ee CUTIE
ος Te
vot
ON UO
NT)
EC
τὸ AVETORLZO OUUO ELVEL N vontn
Γιάνιτσον, O yewoz autos επιλέχύηκε
της
A
TO CTOTEZLEL TO Vottodt A0
THEE
ολ σι TO TFAVO
“LO TOME εξης 2Ο
BET
UVETHL
To vou Tlzzez. ATLAS Coto ATOTZEUN χτισμένη ατις ROULE
Bauen Nee
VOTRE
EVEL TO feelO THE
πιο) Fae TTA
Η Tae AT
EN και ETO TEU TO TH δυνατοτητες εντ ENS tov ot
OIG
LAT
ενωτητα.
Tet
δεμένα
της
ETL
COVE LEZ NE
tore.
VUS ETOATONN TUE PEON OM ZOLONS. Επιπλέον ο PTE EOEUVL όνος HOT caries be AVEC ος
TATE)
TE UT)
UE EOE να,
a
τῶν Ο Zen
Jr.
ENTE
| TEN
Tue
AU
CZOU
ας
TOUL,
Ολο ο η
αι
OZ. LAT
TEs
).η OM
με
απο
τη TOL
TOUR
OZ QUT εἶναι TOU ZOO
CAELES LODEL
LYC
SUT
ONIN
TU
LEE UE
ENTITY RUN
την
ET
ate
arew pent ae gous oa J Cherry. «Frogs Rourd ον αλα ον REO the Pord Peempechves on Current οσο πορτα, Sorves in the Mectierfenean Arcae. DR Keller and DW King eds. Ar“serinrrcal
A
htm
por
Nurser
ce 7.
K Pr
rt
we
ef
nay
LED
Aves,
Fest Preiss 277.170
'
Se
PASS
Breage
vr
Werzbrzte. ron
A
wenn
A
LUS
Area, en
Tor you
BAR
Tene
PALIN
les
ΓΙ ες 1) Nie ολο
|
wer
ae
als
IS
Lt
S760
Ν
NTA CONS
νὰ
pres
tOZ Τα Ετος
Rotsakis The
Lanzades
DEZ
TS
y re :
: Ἁπιζησώμιη
Nr της
See Tan Kuren.
Basın Intense
SUrV EN
1119808 FI K Ke LUEARTE Pe. TAN EEL. _ Nee, weet PUNT . HAN] Aroteder fra, Fan Lou, 17s.
OORT κ εξ D |
Death Age Crete The Pause 131-174. 2.1905 fı Hr
158, Olsen
Kevtocan
λα απο ανα EUR A
Report
OS. Αλεκα ην Pat lerrs and
ze"
A reel
The 1956 Seront, Pere η πο ING IAS Bae PONT - λε DD λενε NET
VTE
“et
Afedrterrancan
an the
. mn Kent
Case
© of
. πετ ρε Hage.
Karly
ATEN Kapa Tel Notes “Intense SUMeXN. Trad tıonal tron Nee Kuivausare. Journal ot
Κατοίκηση και φυσικό περιράλλον στην προϊστορική Ηιιαθία
737
Τα στοιχεία που διαθέτουμε για τις Χλιματολογικές και γενικότερα OLKOλογικές συνθήκες στη Δυτική Μακεδονία κατά τη διάρχεια της προϊστορίας είναι προς το παρόν περιορισμένα». Οι παλυνολογιχές έρευνες πιστοποιούν µια χλιµατολογική ἀλλαγή µετά την έναρξη της ολόκαινης περιόδου. Το κλίna γίνεται σταδιακά θερµότερο και υγρότερο, αντικαθιστώντας το ψυχρό και Εηρό της μεσοπαγετώνειας περιόδου. H κλιματολογική αλλαγή θα πρέπει να διευκόλυνε και τη δημιουργία των πρώτων μόνιμων γεωργοκτηνοτροφικών οικισμών. Πάντως η ανθρώπινη επέµβαση στη φύση κατά τη διάρκεια της νεολιθικής περιόδου Sev έχει αχόµα διαγνωστεί στα παλυνολογικά διαγορά|uatat. Οι αλλαγές συνεχίστηκαν στις επόμενες χιλιετίες και το κλίμα απέπτησε τα σηµερινά περίπου χαρακτηριστικά του στα µέσα της ING χιλιετίας. Στα δάση NOV κάλυπταν τις πεδινές περιοχές κυριαρχούσαν οι οξιές, οι βελανιδιές, οι φτελιές, οι φουντουκιές και τα χὠνοφόφα δέντρα, φαίνεται όμως ότι παρουσιάστηκε πιθανώς γύρω στην In µε 2η χιλιετία µια μετατόπιση των κωνοφόρων και γενικότερα των δασωδών εκτάσεων προς τους πρόποδες των βουνών, αλλαγή που έχει υποτεθεί ότι οφείλεται και σε ανθρωπογενείς παῥάγοντες». Σε αυτή τη φάση εμφανίζονται η καρυδιά, το πλατάνι και η κάστανιά, είδη που ο Bottema έχει υποστηρίξει ότι εισήχθηκαν and τα Βαλκάγιαό, Στη συγκεκριμένη περιοχή που εξετάζουµε τμήματα των πεδινών περιοχών και κυρίως αυτά που ήταν σε άµεση γειτνίαση µε τη θάλασσα και τις εχβολές των ποταμών φαίνεται ότι καλύπτονταν από καλαμιές και VOLE βλάστηση, κάτι που έχει υποστηριχθεί και για την περιοχή του Καστανά΄. Οι
3. [μι µια αὐντόμη παρουσίαση των κλιματυλογικών συνθηκών στη Αυτική Μακεδονία Pa. A. Κωκχινιδου, H Πρωϊστορία στο None Πέλλας. Κατοίκηση και φυσικό περιῤάλλον στη Νεωλι-
Ace και την Επωχή tov Xa zou, Ἐδεσαα 1990, 14-16, Ὁ. Wrroyioë-Smith, «Ο Χώρως και to Φνao Περιβάλλον της Maxedoviac», I. Ααλάνης, H Πρυϊστορία της Μιωεδονίας 1. Η Νεολιμική επυχή, Αθήνα 1902, 27-28 (για Oho τὸ μισεδυνικό χώρο), Andreou - Fotiadis - Kotsakis, 6.7. (ane. 1) 562. 4.5. Bottema, «Palynological Investigations in Greece with Special Reference to Pollen as an Indicator of Human Activity» Palacohistoria 24 (1982) 279-84. 5. Bottema, 6.7. (ame 4) 261-66, Van Zeist W. and Bottema S.. «Vegetational History of the Eastern Mediterranean and the Near East during the last 20,000 Years», in J. L. Bintlill and W. van Zeist cds., Palacoclimates, Palavoenvironments and Human Communities in the Eastern Mediterranean Region in Later Prehistory, BAR IS, 133 (1) Ocquçôn 1982, 277-321, Andreou - Fotiadis Kolsakis, 0.7. (σημ. D) 562, 564. 6.8. Bottema, «On the History of the Walnut Guglans regia L in South-Eastern Europe». Acta Botanica Neerlandica 29 (1980) 343-349, Bottema, 0.7. (on. 4) 274-77. 7. H. D. Schulz. in B. Huensel, «Ergebnisse der Grabungen bei Kastanas in Zentralmakedonien 1975-1978», JRGZ 26 (1979) 223-229, H. D. Schulz. «Die geologische Entwicklung der Bucht von Kastanas im Holozacne, in B. Thiensel, Kastanas: Ausgrabungen in einem Sicdiuneshucgel der Bronze- und Eisenzen makedonicns, 1975-1979: Die Grabung und der Baubetund, Prachistorische Archacologie in Stdosteuropa 7, Brpokwvo 1989, 375 445.
738
Nixos Mepovons / Atava Στεφανἠ
συχνές πλημμύρες θα πρέπει να CETOTEAOTIOCEY TOV κανόνα στις πιδινές πιριοZES, OL οποίες κατά τη διάρκεια της άνοιξης και TOW καλοκαιριού µε την αποµάκρυνση των νερών θα χρησιμοποιούνταν WS βοσκότοποι. Στις AOY CHES περιοχές μπορούμε να φανταστούμε ότι κυριαρχούσαν τα δάση, µέρος των οποίων ο προϊστορικός άνθρωπος αποψίλωσε για να αποκτήσει καλλιερνησιµες εκτάσεις χαι βοσκοτόπους. H ερευνώµενη περιοχή είναι σήµερα GTO ανατολικό της τμήμα µια εὖΦφορη πεδινή ἑκταση, την οποία µέχρι την περίοδο τον Μεσοπολέμου κατελάμβανε η συνολικής έκτασης 90 τ. χλμ. λίμνη των Γιανιτσών. O σχηιιατισμός της πεδιάδας αποτέλεσε αντικείµενο πολλών μελετών και συζητήσεωνὸ και σύμφωνα µε την άποψη που επικράτησε η σταδιακή απόθεση προσχωσαιγενούς υλικού από τα ποῖτάµια οδήγησε στη δημιουργία ελών και στη HETAτροπή της λεγόμενης θάλασσας του Λουδία σε λίμνη. διαδικασία η οποία πιστεύεται ότι ολοχληρώθηκε στα ὑστερορωμαϊκά χρόνια (SOS αν. 1.X.)?. Από τότε ὡς τη σύγχρονη εποχή η λίμνη πλέον OVVEZLOE να δέχεται την προσχωσιγενή ὁράση των ποταμών
μέχρι τη δεκαετία του
1930, οπότε αποξηράνθηκε.
Σε OTL αφορά την προϊστορική εποχή έχει υποστηριχθεί ότι η (άλασσα κάλνATE το μεγαλύτερο µέρος της σηµερινής πεδιάδας. Η γεωλογική ιστορία της περιοχής, της οποίας η µελέτη DEV έχει ἀαχόμα ολοκληρωθεί, είναι ιδιαίτερα σηµαντική καθώς, όπως θα δούµε, µια σειρά οικισμών ιδρύεται στην περιοχἠ πλάι ἡ κοντά στην τότε θάλασσα tou Λουδία. Ο ανασκαφέας της Νέας Νικομήδειας πίστευε ότι ο οικισμός ήταν παράλιος και ότι από TOV So αι. π.Χ. η
άνοδος της θαλάσσιας στάθµης και η απόθεση TROGZMOLYEVONS υλικού στις εκβολές των ποταμών δημιούργησαν Ta έλη και τη λίμνη, Νιότιρες ἐρευνις όμως έδειξαν ότι η Νέα Νικομήδεια δεν είχε άμεση πρόσβαση στη θάλασσα)! αλλά ίσως συνδεόταν ἁπλώς µε αυτήν µέσω ενός «υσικού καναλιού2, Hae ῥάλληλα υποστηρίχθηκε OTL οι διακυμάνσεις της θαλάσσιας στάθμης dE Oa TOETEL να διαδραμάτισαν τόσο πολύ σηµαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της AlLANG όσο
η προσχωσιγενής
δράση
των ποταμών!ὸ.
Le xe
περίπτωση
dev
8.3.1. Bintlift, «The Plain of Western Macedonia and the Neolithic Site of Nea Nikomedcia», PPS 42 (1976) 241, Koxxkividou, 0.7. (on. 3) 19 ee, Wuzoytor-Ssmith, 67. (om. 3) 25-26. 9. Επ, 0.7. 10. κ. J. Rodden, «Excavations at the Early Neolithic Site at Nea Nikomedena,. Greck Macedonia (1961 season)», PPS 28 (1962) 288. R. J. Rodden, «Recent Discoveries trom Prehistorie Macedonia (an interim report)», Balkan Studies S (1964) 112, R. J. Rodden, «An Early Neolithic Village in Greece», Scientific American 212, 4 (1965) 83. LE. Bintlitl, O7. Compe. 8). 12. N. Shackleton, «Stable Isotope Study ot the Palacoenvironment ol the Neolithic Site of Nea Nikomedeia, Greece», Nature 227 (1970) 943-45. 13. ΕΙ,
OT
(om. 8).
Karoixnon και grmxo περι
άλλον στην προϊστορική Ημαθία
739
μπορούμε παρά να φανταστούμε ότι OL οικισμοί που βρίσκονται στην avatoλική περιφέρεια της περιοχής που μελετάμε ήταν av όχι παράκτιοι σίγουρα αρκετά κοντά στην ακτή, ενώ SEV πρέπει να αποκλειστούν και οι περιπτώσεις θέσεων ιδρυµένων σε νησίδες µέσα σε ποτάµια ή όρµους, χάτι ανάλογο που έχει υποστηριχθεί για τον οικισμό στον Kaotava!*. Το δυτικό τµήµα της ερευνώµενης περιοχής χαρακτηρίζεται απὀ λοφοσειρές που ξεκινούν έξω από τη Βέροια και συνεχίζονται wg τα βόρεια σύνορα του νομού, γίνονται δὲ ιδιαίτερά πυκνές στην περιοχή της Νάουσας. Σήµερα ένα µέρος από αυτούς τους λόφους έχει αποδοθεί στην καλλιέργεια, ενώ ένα άλλο καλύπτεται από θαμνώδη βλάστηση, δάση κωνοφώρων, που φυτεύθηκαν τις τελευταίες δεκαεties ἡ δάση από πλατάνια, βελανιδιές χαι καστανιές. Σχετικά µε το υδρογραφικό δίκτυο τόσο οι προσχώσεις όσο και η συνεχής επέκταση της ζώνης των εχβολών έχουν επιφέρει σημαντικές αλλαγές. Η σημαντικότερη όµως αλλαγή συντελέστηκε από τα έργα αποξήρανσης της λίµνης, καθώς άλλαξε ο ροὺς κάποιων ποταμών, όπως ο Λουδίας και κυριάρχησε πλέον η τεχνητή αποστραγγιστική τάφρος 66, στην οποία διοχετεύτηκεο
όγκος των ὑδάτων. Ωστόσο μπορούμε να αναφέρουμε ότι η περιοχή σήµερα διατρέχεται εκτός από τον Αλιάκμονα και το Λουδία χαι από άλλα ποτάμια που είτε πηγάζουν από τα βουνά tov N. Πέλλας, όπως ο Μογλενίτσας καιο Εδεσσαίος, είτε από το Βέρμιο, όπως η Apanitoa, συμβάλλουν στον Αλιάκnova για να εκβάλλουν µαζί στο Θεωμαϊίκό. Χαρακτηριστική είναι επίσης η παρουσία πολλών ρεμάτων και χειμάρρων κυρίως στις λοφώδεις περιοχές. Στην ερευνώµενη περιοχή εντοπίστηκαν 16 συνολικά θέσεις, στην πλειονότητά τους άγνωστες βιβλιογραφικά, που καλύπτουν την περίοδο από την Αωχαιότερη Νεολιθική µέχρι την Ύστερη Εποχή tov Χαλκού (πίν. I, χάρτης). Επειδή, όπως αναφέραμε πιο πάνω, η επιφανειακή έρευνα δεν ήταν εντατική αλλά και το γεγονός ότι το ὁντικό τµήµα της περιοχής είναι λοφώδες και άφα ο εντοπισμός θέσεων είναι ὁυσκολότερος, είµαστε βέβαιοι ότι στο µέλλον ο χάρτης θα πλουτιστεί και απὀ άλλες προϊστορικές εγκαταστάσεις. Εξάλλου η εντατική καλλιέργεια του ανατολικού, πεδινού τμήματος οδήγησε στην ισοπέδωση θέσεων µε αποτέλεσµα την οριστική εξαφάνισή τοὺς και σε άλλες TIEριπτώσεις οι μηχανικές μέθοδοι καλλιέργειας και κυρίως η βαθιά άροση προκάλεσαν εκτεταμένες καταστροφές. Ένας άλλος παράγοντας αλλοίωσης των δεδομένων στην πεδινή περιοχή αποδίδεται στο γεγονός ότι πι(ανώς κάποιες θέσεις έχουν καλυφθεί από τις προσχωσιγενείς αποθέσεις των ποταμών!». 14. OT. (σημ. 7). 15. Χαρακτηριστικά ανα ÉQOURE τὸ γεγονός OTL στην περιοχή Άνω Ζερβοχωρίουῦ ol κάτοιKOL µας ανέφεραν OTL κατά τις γεωτρήσεις βρίσκουν κεραμµεική και ὀύτρεα σε βάθος TOW Erπερνά τα 20 μ. απὀ την επιφάνεια Tou εδάφους. Fra παρυµοιὸ φαινόμενο στην περιοχή της Κί-
740
Νίκος Mepovons / Atava
Στ
avy
Αποτέλεσμα όλων αυτών των παραγόντων είναι η παραμόρ(ώση της εικόνας που έχουμε για την ακριβή µορφή και την ἑκταση των εγκαταστάσεων. Χαῥαχτηυιστικό παράδειγµα είναι η τούμπα Αγγελοχωρίου, ὁπου το 1/3 της έχει ισοπεδωθεί και έχει ἀποδοθεί στην καλλιέργεια. Le άλλα παραδείγματα, όπως ο Ay. Γεώργιος και η Παλιά Λυκογιάννη, οι γήλοφοι που Brßeupeva υπήρχαν µέχρι τα µέσα της δεκαετίας του ᾿60 έχουν πια εξαφανιστεί, ενώ O Τρίλοφος έχει σήµερα οικοδομηθεί κατά ένα µεγάλο τµήµα Tov. Περνώντας στην παρουσίαση των οικιστικών μορφών είναι αναγκαίο να επισηµάνουμε ότι η επιλογή του χώρου προς εγκατάσταση «αίνέται ότι ἦταν
εξαρτημένη από µια σειρά παραγόντων, όπως το κατάλληλο έδαφος για καλλιέργεια, η ύπαρξη βοσκοτόπων σε κοντινή απόσταση, η εγγύτητα σε πη ἐς νερού και σε δρόμους επικοινωνίας, χωρίς βέβαια va σηµαίνει GUTS ότι οἱ εγκαταστάσεις πληρούσαν όλους τοὺς παραπάνω épousé. Η σημερινή εικόνα έχει ως εξής: οι περισσότεροι οικισμοί (10) ανήκουν στον τύπο της τούµπας. του γηλόφου δηλαδή, του οποίου η µορφή είναι ἀποτέλεσμα ανθρωπογενών αλλά και φυσικών À γἐωλογικών παραγόντων. To θέμα του σχηματισμού των γηλόφων έχει ήδη συζητηθεί από διάφορους ερευνητές!7 και συνοπτικά µόνο μπορούμε να αναφέρουμε ότι η δημιουργία TOUS οφείλεται στη σταδιακή και επαναλαμβανόμενη συσσώρευση οικοδομικών υλικών των διαφόρων οικιστικών φάσεων ενός οικισμού. Δεν πρέπει όμως να παραβλεφθεί η ὁράση quatχών παραγόντων, όπως η διάβρωση και οι προσχώσεις, ειδικά σε µια περιὸAN όπως αυτή που εξετάζουμε µε σημαντικές γεωμορφολογικές µεταβολές, Μπορούμε λοιπόν να διακρίνουμε γηλόφοις HE χαμηλό ύψος, ομαλές πλαγιές, σχετικά µεγάλη έκταση και εκτεταμένη κορυφή (1Ἰολυπλάτανος, Γιάνισσα, N. Νικομήδεια, Σαραντόβουσες) και µια άλλη ομάδα μὲ πιο μεέγάλο ύψος, απότοµες πλαγιές HAL κωνικό N) ωοειδές σχήμα (Αὐγελοχώρι, Επισχκοmy, Χατζηνώτα).
Η παρατήρηση
των Ανὂρέου-Κωτσάκη
για την Κεντρική
Μακεδονία)», ότι γενικά OL ψηλές τούµπες αντιπροσωπεύονν ὀψιμες φάσεις
tous Λίμνης BA. Andreou-Fotiadis-Kotsakis, 6.7. (σημ. 1) 574. 16. Πρόσφατα έχει υποστηριχθεί η TOY OTL OÙ πωοοτορικοί —TOVAGZLOTOV πριν (LTO την Ύστερη εποχή tov Χαλκουῦ--- DEV έδιναν πρωτεύουσα σηµασια στο έδαφος κατά τη ὁιαδικαait επιλογής µιας περιωχής για εγκατάσταση αλλά οὔὐσιώδης και καὐυριοτική ηταν η Agscßeon Me πηγές νερού; βλ. σχετικά Τ. Η. van Andel. E. Zangger and A. Demitrack, «Land Use and Soil Erosion in Prehistoric and Historical Greece», Journal of Field Archaeoloey 7 (1990) 379-396, J. P. Demaile - C. Perlés. «The Greck Neolithic: A New Review», Journal of World Prelustory 7/4 (1993) 368. 17. K. Kotsakis, «The Use οἱ Habitational Space in Neolithic Sesklo», Oro. AFXATEVTE χούνια αρχαιολογικής forvvas, 1975-1990. Ατοτελέσματα χαι Προυπτίκες. Πωακτικα Aufvorg 2uvedatou, Av, 17.22 Ατοιλίου 1990, Αθήνα 1994, 127 εξ. Kozxividon, GT. σημ. D 43 RES, 18. Ανδρέου Κωτσάχκης, OT. (σημ. 2) 84.
Κατοίκηση και φικικό τεριῤάλλων στην προϊστορική Ημαθία
74
και κυρίως την Ύστερη εποχήτου Χαλκού, ενώ αντίθετα OL θέσεις που κατοικούνται στη Νεολιθική χαρακτηρίζονται and χαμηλό ύψος, επιβεβαιώνεται and τις παρατηρήσεις µας στην Ἡμαθία. Έτσι χαρακτηριστικά παραδείγµατα αποτελούν OL τούμπες της Εποχής του Χαλκού µε ύψος που είναι ἀπό 5 µ. και πάνω at έκταση που Ἑεκινά από τα 7 στρ. και φτάνει τις αρκετές δεκάδες. Αντίθετα, οι θέσεις όπου βεβαιωµένα αντιπροσωπεύονται πρώιμες φάσεις (Αυχαιότερη Νεολιθική και φθάνουν µέχρι τη Νεότερη Νεολιθική) είναι χαμηλές HAL σχετικά εκτεταμένες. Σε αυτή τη δεύτερη ομάδα το ύψος dev ξεπερνά τα 5 LL, ενώ η έκταση φτάνει σε µια τουλάχιστον περίπτωση (Γιάννισα) τα Ι00 στρ.
Προχωρώντας στην παρουσίαση άλλων οικιστικών μορφών παρατηρούμε µια αξιοσημείωτη ποικιλία. Απαντούν θέσεις σε φυσικά υψώματα (Τρίλοφος, Στενήµαχος I και II), επίπεδη θέση (Άνω Ζερβοχώρι) και µια εγκατάσταση σε σπήλαιο (Ροδοχώρι). Στην περίπτωση της επίπεδης θέσης παρατηρήθηκε ότι το επιφανειακό υλικό συλλέγεται από µεγάλη έκταση, η οποία μάλιστα εντάσσεται σε µια ευρύτερη περιοχή µε ίχνη κατοίκησης των ιστορικών χρόνων. AUTO το φαινόμενο µπορεί να ερμηνευτεί είτε WC αποτέλεσµα της οριζόντιας µεταχίνησης της εγκατάστασης À απλά ως αποτέλεσµα της ευκολότερης διασποράς TOV αρχαιολογικού υλικού εξαιτίας της καλλιέργειας. To θέµα του ύψους και της έκτασης είναι δυσκολότερο να εξεταστεί στις θέσεις που βοίσχονται σε φυσικά υψώματα ή λοφώδεις περιοχές. Το ύψος δεν είναι εύκολα µετρήσιµο λόγω του ότι δημιουργείται σύγχυση µε τον όγκο του φυσικού εξάρµατος, Όσον αφορά την έκταση παρατηρείται µια αρκετά µεγάλη διασπορά του αρχαιολογικού υλικού, η οποία δεν αποκλείεται να οφείλεται στο: γεγονός ότι τα νερά της βροχής και γενικά η διάβρωση το παρασύρουν απὀ την κορυφή προς τις πλαγιές και TOUS πρόποδες των υψωμάτων. H ποικιλία στις μορφές εγκατάστασης, Mov συναντήσαµε στην Ημαθία, απαντά και στην υπόλοιπη πεδιάδα των Γιανιτσών. Και εδώ κυριαρχούν OL τούμπες (Σκύδρα, Ριζάρι, Μάνδαλο, baxoc!%), ωστόσο παρουσιάζονται ()έσεις σε φυσικά ὑψώματα' χαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελεί O οικισμός στο Αρχοντικό Πέλλας καθώς και άλλες εγκαταστάσεις (Μάνδαλο Il, Ραχώ-
19. Για τη Σκύδρα βλ. D. H. French, Index of Prehistoric Sites in Central Macedonia and Catalogue of Sherd Material in the University of Thessaloniki, Αθήνα 1967 (πυλυγυαφημένο), 32° για to Ριζάρι BA. French, 6.7.. 32: για to Mavöuko βλ. Aux. Παπαευθυμίου-Παπανθίμον και A.
Πιλάλη-Παπαστερίοὺῦ, «O πρυϊστορικύς οικισμὸς tou Μανδάλου Δυτικής Μακεδονίας ota το: λιτιστικά πλαίσια της Ύστερης Νεολιθικής», Πρακτικά του Στ΄ Διεθνούς Συμποσίου Aya χής Προϊστορίες, Αθήνα (UTO εκτύπωση), όπου βιῤλισογοαφία για την ανασκαφή: για τη Ραχώνα βλ. French, ὁ.π., 36° για το Duo βλ. French, 6.7., 29.
742
Νύκος Μεμούσης / Aviva
Ztrq avi
να, Außuditou?®). Παράλληλα απαντούν επίπεδες θέσεις ({Πλαιάοι, Αωσέvi?!) καθώς και εγκατάσταση σε σπήλαιο (Φλαμουριάζ:). Σε γενικές γομμές παρατηρείται
ότι και σε αυτό το τµήµα
της πεδιάδας,
TOU
σήµερα
ανήκει
διοικητικά στο νομό Πέλλας, οι οικισμοί των πρωιµότέερων φάσεων µε τη µορφή τούμπας και ιδιαίτερα οι νεολιθικοί είναι οµαλοί και σχετικά ERTETEHEVOL, ενώ αυτοί της εποχής του Χαλκοί διαθέτουν ύψος και συνήθως από Toles πλαγιές. Ας περάσουμε τώρα σε Eva άλλο ζήτημα: AUTO τιν χρονικών περιόδων που καλύπτει η εγκατοίκηση στοὺς οικισμούς. Καταρχήν. όπως ανα ερθηκε πιο πάνω, αντιπροσωπεύονται σχεδόν όλες οι περίοδοι CATS την Αργαιότερη Νεολιθική µέχρι την Ύστερη εποχή του Χαλκού. Το εντυπωσιακό όμως yeyo-
νός είναι ότι µέχρι στιγμής έχουν εντοπιστεί 6 θέσεις, όπου µε βεβαιότητα έχει αναγνωριστεί η Αρχαιότερη Νεολιθική (iv. D. To στοιχείο αυτό avaτρέπει την εικόνα που είχαµε Ye’ αυτή την περίοδο και αποδεικνύει ὅτι η Νέα
Νικομήδεια δεν είναι μοναδικό φαινόμενο γιά την περιοχή. Αντίθετα, αίνεται ότι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου η κατοίκηση ήταν ιδιαίτερα πυHV. Μεγαλύτερη συγκέντρωση παρατηρείται στην εὐρύτερη περιοχή της Νέας Νικομήδειας, δηλαδή στην περιοχή κοντά στην παράκτια γραµµή. Où θέσεις της Αρχαιότερης Νεολιθικής έχουν τη µορφή γηλόφων ἀωχετά εκτεταμένων µε ομαλές πλαγιές, ωστόσο υπάρχουν οικισμοί της Αωχαιότερης Νεολιθικής σε φυσικό ύψωμα (Τρίλοφος) και σε χαμηλό λοφώδες έξαρµα (Στενήμιαχος). Αν λάβουμε υπόψη µας την επικρατούσα άποψη, µε βάση την οποία η ακτίνα ζωτικής και καλλιεργήσιμης έκτασης γύρω από EVA προϊστορικό οιχισµό KUμαίνεται μεταξύ | και 5 χλμ., ενώ µέχρι την ακτίνα των 10 χλμ. μπορούν να αναπτυχθούν άλλες ὁραστηριότητες που σχετίζονται µε TOV προσπορισµό τυοPAS, διαπιστώνουμε ότι οι οικισμοί Αρχαιότερης Νεολιθικής συνθέτουν ένα πυχνό δίκτυο οικισμών, αφού η απόστασή τους κυμαίνεται από I χλμ. έως 10 το πολύ χλμ. Δεν αποκλείεται λοιπόν η μελλοντική κυρίως ανασκαφική ἑρευνα να αποκαλύψει τις σχέσεις που διείπαν αυτό το δίκτυο, όπως την ύπαρξη ενός πυρηνικού οικισμού ή οµάδων οικισμών, πουν βρίσκονταν σε ἀλληλοεἙάρτηση. Σε κάθε περίπτωση μπορούμε να φανταστούμε τοὺς αὐγροτοκτηνοτρόφους της Αρχαιότερης Νεολιθικής να καλλιεργούν και να βόσχκοιν τα La τοὺς σε γειτονικές αν όχι κοινές εκτάσεις. Το στοιχείο της πυκνότητας των OLκισμών κατά την Αρχαιότερη Νεολιθική στην περιοχή TOV ερεννήσαµε αίνε20. Για to Μάνδαλο HBA. Κυκκινίδου, 6.7. (σημ. 1) 40, yu ty Payeova French, 6.7. (onu. 19) 3@ για τη Außaditoa French, 6.7. (σημ. 9) 36. 21. Koxxuvidov, ὁπ. (σημ. 3) 40, 34. 22. Κυκκινίδοι, 0.T. (σημ. 3) 36-37, D. Kokkinidou - K. Trantalidou, «Neolithic and Bronze Age Settiément in Western Macedonia», BSA 86 (1991) 100.
Karotxnan και φυσικό περιῤάλλοων στην προϊστορική Hyadicı
743
ται να συμφωνεί σε γενικές γραμμές µε τα δεδοµένα από την υπόλοιπη λεκάνη Γιανιτσών, όπου έχουν εντοπιστεί προς το παρόν τρεις οικισμοί (Ριζάρι,
Γιανιτσά Β και ΑξόςΣ3). Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η χεραμεική από όλους TOUS οικισμούς της πεδιάδας παρουσιάζει ομοιογένεια τόσο ὡς πυος την τεχνική όσο και WG προς το σχηματολόγιο2”. Αν θεωρήσουμε µε βάση την κεραμεική
ότι οι δύο ανασχκαμµένοι οικισμοί (Νέα Νικομήδεια
και
Γιανιτσά Β) είναι περίπου σύγχρονοι, θα πρέπει σε σχέση µε τη Θεσσαλία va τοποθετηθούν στη δεύτερη και τρίτη φάση της αρχαιότερης νεολιθικής (Πρωτοσέσκλο-Προσέσκλο)2Σ, ενώ σε σχέση µε τον οικισμό των Σερβίων φαίνεται OTL είναι σχετικά πρωιμότεροιὀό, Πρέπει βέβαια να σημειώσουμε την απουσία
προς το παρόν οικιστικών φάσεων OL οποίες ανήκουν στις αρχικές φάσεις της περιόδου. Στους οικισμούς µε φάσεις της Αρχαιότερης Νεολιθικής έχει διαπιστωθεί ότι ακολουθούν φάσεις Νεότερης Νεολιθικής και σε µια τουλάχιστον περίπτωση φάση της Πρώιμης εποχής του Χαλκού (πίν. I, ID. H Μέση Νεολιθική περίοδος αποτελεί προς το παρόν µια φάση που dev αντιπροσωπεύεται στην επιφανειαχή χεραμµεική. Αυτό το γεγονός µπορεί να ερμηνευθεί είτε WG τυχαίο συμβάν mov οφείλεται στην έλλειψη της έρευνας είτε ως δεδομένο πουν αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα. Ίσως κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου συνέβησαν γεωλογικές µεταβολές στην περιοχἠ. 23. Για tov κατεστραμμένο οικισμό ato Ριζάρι Έδεσσας βλ. Κυκχινίδου. 6,7. (σημ. 1) 36. 54, A. Koxxivioou, «H Ἐδεσσα κατά τη Νεολιθική και την Εποχή tou Χαλκού», Πρακτικά A Πανελλήνιου Συμποσίου «H Έδεσσα και η περιοχή της», επιμ. Γ. Κιουτούτσκας, Έδεσσα 1995, 62, 67, αρ. 11. O ὀικιαμός ota Γιανιτσά ανασκάπτεταν ato to 1989 ad τον αρχαιολόγο Παν. Χρυσοστόμου: BA. Παν. Χρυσοστύμου, «Ο νεολιθικός οικισμός των Γιιννιτσών Β», AEMO 3 (1989) 119-134, Παν. Χρυσοστόμου, «Ο νευλιθικός οικισμός Γιαννιτσών B: Νέα ανασκαφικά ὃεδυµένα (1992-93)», AEMO 7 (1993) 135-141, Παν. Χρυσοστόμου, «Νεολιθικές έρευνες στην πύλη AUL την επαρχία των Γιαννιτσών», ΑΕΜΘ 5 (1991) 111-125, TI. Χρυσυστόμου και Παν. XovGOGTOHLOV, «Νεολιθικές ἐρευνες στα Γιαννιτσά και στην περιοχή τοὺς», ΑΓΜΘ 4 (1990) 169-177.
Ο Παν. Χρυσοστόμου ανασκάστει απὀ to 1996 και τὸν οικισμό atov AEG. Σε αυτό TO σημείο αξίζει να αναφέρουμε ὅτι εἶναι TLV και η TOULTE του Λοχοντικοῦ να έχει φάση της AQYULOTEENS Νεολιθικής, QUE ἐχοιμιε συλλέξει επιφανειακά ὀστρακα TOU Ott πρέπει να ανήκοιιν OF αυτή την περίοδο, 24, Για την κεωιμεική ἀπό τον οιλιυμύ των Γιανιτσών B PA. αχετιχκά Χωναοστύόμονυ-Χουσωστόμου 1990, GT. (ame. 23). Xovovatépor 1991, G27. (σημ. 23). Fra την χεραμεική To to Ριζάρι PR. Κοκκινίδυυ, dcr. Cone. D 54, Kozzavidon, 6.7. (σημ. 23) 62, P. Yiouni, «The Early Neoli-
thic Pottery», K. A. Wardle ed., Nea Nikomedcia. The Excavation of an Early Neolithic Village in Northern Greece 1961-1964. The Excavation and the Ceramic Assemblage, BSA Suppl. No. 25, Ozyopan 1996, 67. Για την even euro τη Νέα Νικομήὂεια PA. Yiouni, 6.:7., 55-193, για τις υπόλοιπες θέσεις ato νομό ἑἰμαθίας βλ. N. Mrgotans και A. Errgavn, «Ποοϊστορικυί Οικισμοί tou νομού Πμαθίας», Λπεὐυνικά κο (1995) 343, 347, 151. 152. 355. 25. Αολάνης. 0.7. (σημ. 1) S7. 26. C. Ridley and K. Wardle, «Rescue Excavations at Servia: A Preliminary Report», BSA 74 (1979) 194.
744
Nixoz Mevovrns / Aviva Steqavy
που είχαν WS αποτέλεσµα OL οικισμοί να κατικλυστούν από αλλονβιακές αποθέσεις και έτσι η ὀυνατότητα εντοπισμοῦ τους σήµερα εἶναι µικρή. H ἆπουσία WOTSGO υλικού της Μέσης Νεολιθικής και AAO την υπόλοιπη THOU των Γιανιτσών2] καθώς και η διακοπή της εγκατοίκησης TOU πιστοποιήθηκε
ανασκαφικά στη Νέα Νικομήδεια, ίσως υποδεικνύουν OTL η περιοχή TOC LATE DEV κατοικήθηκε σε αυτή τη φάση τουλάχιστον στο πεδινό της τµήµα. Στη Νεότερη Νεολιθική παρατηρείται σηµαντική avEnon του αριθμού των οικισμών:
13 θέσεις ανήκουν
βεβαιωµένα
σε αυτή τη άση
(πίν.
D. Εκτός
από τους 6 οικισμούς της Αρχαιότερης Νεολιθικής που επανακατοικούνται στη Νεότερη Νεολιθική, 7 νέοι οικισμοί ιδρύονται στην περιοχή. Οι θέσεις Zuῥακτηρίζονται από µεγάλη ÉXTUON που Ξεκινά από τα 5 στρ. (Άνω ΖιρβογώQu) και Ἐεπερνά τα 100 στρ. (Γιάννισα). ὡς προς τοὺς οικιστικοὺς τύπους OL
εγκαταστάσεις παρουσιάζουν τη μέγιστη ὀυνατή ποικιλία: κυριαρχεί ο τύπος της Tomas (7), υπάρχουν 3 θέσεις σε φυσικά mynopiate (Τοίλοφος, revue χος l και 11), 2 επίπεδες (Ανω και Κάτω 7ερβοχώρι) και μια εγκατάσταση Ur σπήλαιο, που βρίσκεται σε ορεινή περιοχή (Ῥοδοχώρι) (iv. D. Η αὐξηση του αριθμού των οικισμών στη Νεότερη Νεολιθική μπορεί va FENNEL ως αποωτίλέσμα της αύξησης TOW πληθυσμού και ὡς απόρροια της ολοένα πιο µιθοδειLEVIS εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων. Πάντως τὸ γεγονός ότι χάποιις θέσεις ιδρύονται σε περιοχές περιφερειακά της πεδιάδας ἡ σὲ ημιορτινές-ορειVES τοποθεσίες υποδεικνύει τη μετακίνηση του πλη(υσμοί σὲ οριακά παρ γικές περιοχές”, µια επιλογή που εξαρτά ««κόμα περισσότερο τη γεωργική παραγωγή των προϊστορικών κοινοτήτων από τις κλιματολογικές αυνθήκες, αυξάνει την ἀνθρώπινη εργασία και πιθανώς Od EL στη δημιουρστία οργανωµιένων ανταλλαγών ανάμεσα σε οικισμούς της πεδιάδας και OF οικιαμούς TOU είναι εγκατεστημένοι σε μεγαλύτερο
υψόμετρο.
H αὐξηση tov αριθμού
των οικισμών στη Νεότερη Νεολιθική επιβεβαιώνεται και από τα δεδομένα στην αιτόλοιπη λεκάνη των Γιαννιτσών. Εδώ έχουν ἐντοπιστεί τουλάχιστον 21
27. Λιακουμημένο ὀτροκὸ πιθανώς της Μέσης Νεολιθικής ἔχει ἐπιφανειακα περα λεγεί στην τούτα tov Αργοντικοῦ. Ho ανασκαἡ που διεξήγαγε 6 Παν. Xovaostopon στον οικισιυ των Freevviroenmv B απέδωσε περαμεική της Meonz Νεολιθικῆς, ρστουυς n φάση dev ἔχτι ακομα διευκρινιστεί GTEMNATOYE LAU. Σε σχετικά χοντινη CETOOTAON απο TH ο Ὕχρυνη TEAL Ce fiptσγιται O οιλισµος της AGOOLUS, που τοποθετείται στο μεταίχμιο της Ααοτερης παν Means Νεολιθικής: βλ. Σ. Kontos, «Avaozugt, Vro Ozone pont OTH) βιομηχανική TOUT ALOOLULÆEôtocuzs,
AEMO6
(1992)
195-202.
28. Ανάλογη διαπιὔτωση yu τη JU TOO, TOR TATUOL ριογές κατὰ τη Ντότερη Νεώολιθκη ace Tami Εποχή Tor Naa Zou Halstead: BA. σχετικα P. Halstead, «The North-South Divide: Regional Mstoric Greece», ος Mathers and $. Stoddart, eds., Development and Bronze Age, Shellield 1994, 209 2.08.
GE GOLA παω λές πεot Ουαλία παρατηρεί 0 Paths to Complexity in PreDechne in the Mediterranean
Κατοίκηση και φὑσικό TreıßidAov στην προϊστορική Ημαθία
7145
οικισμοί αυτής της περιόδουΣ” και παρατηρείται η ίδια ποικιλία στις μορφές εγκατάστασης Nov συναντήσαμε και στην Ημαθία»θ. Η πληθυσμιακή έκρηξη κατά τη διάρκεια της Νεότερης Νεολιθικής, που παρατηρείται στην πεδιάδα των Γιαννιτσών, είναι ανάλογη και στις άλλες γεωγραφικές ενότητες της Μακεδονίας και παρά την αποσπασματική εικόνα που διαθέτουμε για τις περισσότερες περιοχές πρέπει μάλλον να θεωρηθεί wg πραγματικότητα»! Περνώντας στην Πρώιμη εποχή του Χαλκού παρατηρούμε µια εντυπωσιακή πτώση στον αριθµό των οικισμών. Έτσι σε 3 βεβαιωμένα θέσεις (Νέα Νικομήδεια II, Άνω Ζερβοχώρι, Επισκοπή και πιθανώς Τούμπα Χατζηνώτα, Στενήµαχος) αναγνωρίστηκε κεραμεική αυτής της φάσης. Από αυτές οι δύο έχουν πρωιµότερες φάσεις, ενώ η τρίτη (Επισκοπή) πιθανώς ιδρύεται σε αυτή την περίοδο. Αντίθετα, στην υπόλοιπη λεκάνη των Γιανιτσών, η πυκνότητα των οικισμών είναι µεγάλη και σε αυτή την περίοδο ανήκουν 17 συνολικά θέ-
σεις32. Τα συνολικά δεδοµένα από τη Δυτική Μακεδονία συμφωνούν µε τα στοιχεία and την περιοχή των Γιανιτσών, δηλαδή σε σύνολο 100 θέσεων οι 65 έχουν βεβαιωμένα φάση, Nov τοποθετείται στην Πρώιμη εποχή tov Χαλκού». Τα δεδοµένα από την Κεντρική Μακεδονία είναι παρόμοια! σε σύνολο 220 οικισμών οι 69 ανήκουν σε αυτή την περίοδο (ποσοστό 31,3%): το ίδιο ισχύει ναι στην Ανατολική Μακεδονία, όπου σε σύνολο 72 οικισμών οι 32 ανήκουν
στην Πρώιμη εποχή του Χαλκού» (ποσοστό 44,4%). Είναι πολύ πιθανό στο μέλλον να αυξηθεί στην Ημαθία ο αριθµός των οικισμών αυτής της περιόδου είτε µε τον εντοπισμό νέων θέσεων είτε µέσα από την καλύτερη αξιολόγηση του επιφανειακού υλικού. Η γενική εικόνα που διαμορφώνεται υποδεικνύει µια συνέχεια στην κατοίκηση των οικισμών και όχι τη διάσπαση του πληθι.-
σμού κατά τη νέα περίοδο». Φαίνεται λοιπόν πιθανό να δεχτούμε ότι η εικό29. Π. Χωυσποσπτόμου - Παν, Χρυσυστόμον, 6.7. (σημ. 23) 171, 173, επίσης Kokkinidou-Trantalidou, 0.7. (σημ. 22) 105, Κωκκινίδου, 6.7. (σημ. 23) 54-55, 30. Koxacviooy, 6.7. (onu. 23) 54-55. 31. A. Β. Γραμμένος, «H Μακεδονία κατά την επυχή του Χαλκού. Μια κοινώνικυυικυνοurn) θεώρηση µε τα ὀεδωμενα κυρίως της επιανειχκης έρευνας», Πρακτικά Συνεδρίοῦ «To Atγαίο και η Ευρώπη κατά τη 21] χιλιετία π.Χ.». Διενές αρχαιολογικό ουνεδριο. ATO πλαισιω rot Teoyedytarog του Συ ῥομλίοµ της Evguans, H ἐπυχή του Χαλκοῦ: η πριύτη χρυσή εποχή της Evene, Αθήνα 9-11 lovviou 1995 (υπό ἐκδουη). 32. Kokkinidou - Trantalidou, 6.7. (σημ. 22) 108.
33. Ta οτυιχεία αντλούνται απὀ τον κατάλογο των Kokkinidou - Trantalidou (1990). ὁ.τ., στον OTOLO πρέπει να προστεθούν πια αρκετές νέες θέσεις TOU έχουν εντοπιστεί ἡ AVUOAU rt τα
τελευταίά χρονια. M. Ta ατυιχεία για την Κεντρική και Ανατολική Maxıdovit αντλήθηκαν ἀπὸ την ado σίευτη εργασία τοῦ A, Γραμμένο, 67 (om. 11). Hop. A. B. Γυμμίνος, M. Μπέσιος, Σ. Kao1002, Από τους προϊυτορικούς οιχιομοὺς της Κεντρικής Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 1997, 87 HES. 35. Για την Krevtnan και Ανατολική Μακεδονία βλ, Γναμμένος, 7 (σημ. 31).
746
Nixos Mroovons / Auta
va ou
Σεφ avi
έχουμε για την Ημαθία είναι προς TO πιρὀν ἑλλιπής και AUTO οφεί-
λεται στην αδυναμία
της έρευνας.
Ωστόσο,
av λάβουμε
υπόψη
µας και τα
δεδοµένα από την Ύστερη εποχή του Χαλκού, TOV παρουσιάζουμε πιο κάτω. διαφαίνεται η ὑπαρξη και µιας άλλης πιθανής αιτίας της πληθυσμιακής σιυρρίχνωσης κατά την εποχήτου Χαλκού, η οποία Oa αναλυθεί παρακάτω. Στοιχεία για τη Μέση εποχήτου Χαλκού στο επιανειακό υλικό που συλλέξαμε dev υπάρχουν. To μοναδικό μινύειο όστρακο ποὺ συνέλεξε ο French’ στην TOUTE της Επισκοπής, παρόμοιο µε ara mov είχε βρεί ο Heurtley στη Χαλκιδική, αποτελεί µια εντελώς αμνδρή ένδειξη για την παρουσία AUTRES της φάσης στη θέση. Εξάλλου µέχοι πριν από 2-3 χωόνια ἦταν σχεδόν βέβαιο ότι η χρονική περίοδος. που στη νότια Ελλάδα ονομάστηκε Μέση εποχή του Χαλκού, αποτελούσε ουσιαστικά µια φάση στην εξέλιξη της μεικεδονικής προϊστορίας, η οποία, µε εξαίρεση TH Χαλκιδική, φαινόταν ότι ἦταν ενοποιnuevn µε την Ύστερη εποχή του Χαλκού». Ωστόσο η πανιπιστηµιαχή qvetσκαφή στο Αρχοντικό αποκάλυψε µια οικιστική (GON, TOV OL ραδιοχρονολογήσεις την τοποετούν µε ασφάλεια στις αρχές της 2ης χιλιετίας, δηλαδή σύμφωνα µε TA χρονολογικά δεδοµένα της νότιας Ελλάδας στη Μέση εποχή του Χαλκούᾖδ, Κύριο χαράχκτηριστικό της άσης είναι τα λίθινα οικήματα, ενώ στον τοµέα της κεραάμεικής πρωτοίμανίζονται δειλά κάποια σχήματα που γίνονται χαρακτηριστικά στην επόμενη περίαδο καθώς και η εγχάρακτη
κεραμµειχή. ποὺ φαίνεται ότι αποτελεί τον χαρακτηριστικότέρο τύπο διακοσµηENG κεωαμεικής σε αυτή τη Gaon”, Agot λοιπόν η ON εντοπίστηκε στρω-
36. French, 6.7. (one. 19) $8 (VE 4) ootouxo αρ. 1. 37. Kokkinidou - Trantalidou, 6.7. Can. 22) 98, σημ. χκωοτηφ fice τος οικισμού Καστρί, Αθήνα 1992, 481. 18. Οι επιχώσεις
αυτής
της φάσης
εντοπίστηκαν
18, X. KowauvAn-Xovaevüen,
ὅτην
κορν TD της TORpUTUS
Fa ve-
καὶ ανασκιι-
(καν avoids to 1993 και 1904” βλ. τις Oe TIAES ανικοινιώσεις τιν ανασκαφέων (RK. Παπινοίpou και Ay. Lacan) στα AEMO 6 (1992) 151-156 και 7 (1999) 147-151. «OX προϊστορικοί OUALaot dto Μάνδαλο και ato Αογοντικὸ DEA UE», AEMO 10 (1996) 146-155, ay. 1-2 Αγιτέκτωνιπά παταλοιπα της Μέπης επυχής τον Χαλκού έχουν ἐπίσης FYTOTLATEL στην πανεπιστηµική ανασκαφή της Τούμπας Θεὐασαλονίκης: εὐχαριὐτούµε tov αν. καθηγητή ZT. Avydofor ια την πληροφορίς βλ. επίσης =. Avdoton, K. Κιωτσακης κι T. Χουρμοζιαδης, «Ανασκαφή στην Tov.
pau Θεσσαλονίκης 1989», Eyverrier 2 (1990) 394, Andreou-Fotiadis-Kotsakis, 0.7. (σημ. D $82. Qos.
αυ Στο σχηµατολόγιο, κυριαρχούν τα κἀνκτροειδή αὐγεία παν οἱ αμφορείς JUAQOU μενγέΗ εγάωκτη περαμεικὴ τον Αρχυντικοῦ έχει στενές OFLOLOTITES [LE AYAROYN πέρίμικη από
θέσεις Tow rie εντάξει πλαιότερα o Heurtley oT Μέση Eos
tou Keen
βλ. σχετικά N. Μι-
povoys - Αρ. Μπυῤολή - A. Στεφανή, «Κἐραμνη (le ἐγχαρακτη SLLAGOTON από TO Ααχοντικό Πέλλας - Ανασκαφή 1994», Maxrdoviad 30 (1996) 189-228 κάν L. Stefani and N. Meroussis, «lnceised and Matt-painted Pottery from Western Macedonia: Technique, Shapes and Decoration», κ. Laltineur - P. Betancourt eds.. TENN. Craftsmen, Craftswomen and Crattsnanship in the Acgean Bronze Age. Proceedings at the 6th International conterence. Philadelphia, Temple University, 18-21 April 1996, Licge 1997, 353-358.
Κατοίκηση xat φυσικό περιβάλλυν στην πρυϊστορική Ημαθία
747
µατογραφικά στο Αρχοντικό, είναι πιθανό και άλλες θέσεις, τουλάχιστον στην πεδιάδα των Γιανιτσών, όπως για παράδειγµα η τούμπα της Επισχοπής, να έχουν τέτοιες επιχώσεις. Η Ύστερη εποχή του Χαλκού αντιπροσωπεύεται σε 3 θέσεις (Αγγελοχώρι, Επισκοπή και Χατζηνώτα). Από αυτές οι δύο πρώτες έχουν τη µορφή ωοειδών γηλόφων µε αρκετά µεγάλο ύψος, ανάµεσα στα 5 και 10 p. και peéτρια έκταση, ανάµεσα στα 7 και 14 στρ., ενώ η τρίτη (Χατζηνώτα) είναι ένας ογκώδης γήλοφος µε ύψος που θα πρέπει να φθάνει ta 20 p. και έκταση γύρω στα 50 στρ. Οι πλαγιές των γηλόφων και στις 3 περιπτώσεις είναι απότοµες. To θέµα της διαμόρφωσης των γηλόφων της Ύστερης εποχής του Χαλκού έχει συζητηθεί και έχει θεωρηθεί ότι η µορφή τους (µεγάλο ύψος, απότομες πλαγιές) οφείλεται στην παρουσία αναλημµάτων ή οχυρώσεων, που έχουν κατασκεναστεί χυρίως από πλίνθουςθ, Αυτή η άποψη επιβεβαιώνεται από την ανασκαφή του Αγγελοχωρίου. Εδώ οι στρωματογραφικές τομές στη À και A πλαγιά της τούμπας αποκαλύπτουν µια ογκώδη κατασκευή δομημένη κυρίως από πηλό και δευτερευόντως από πέτρες, άµµο HAL άχρηστο οικοδομικό υλικό4!,. Είναι πάντως χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο περιορισμένος αριθµός θέσεων, που χαρακτηρίζει την Ημαθία, συμβαδίζει µε τα δεδοµένα από την υπόλοιπη πεδιάδα”. Γενικά παρατηρούμε ότι η Ύστερη εποχή του Χαλκού στη Δυτική Μακεδονία αντιπροσωπεύεται περιορισμένα, ὅπλαδή σε σύνολο 100 οικισμών µόνο 22 ανήκουν σε αυτή τη φάση (ποσοστό 22%). Τα δεδοµένα από την Κεντρική Μακεδονία είναι διαφορετικά: σε σύνολο 220 οικισμών η Ύστερη εποχή του Χαλκού αντιπροσωπεύεται σε 137 οικισμούς (ποσοστό 62,27%), ενώ στην Ανατολική σε σύνολο 72 οικισμών οι 31 ανήχουν
σε αυτή τη φάση
(ποσοστό
43%)*3.
H διαπιστωµένη
µείωση
του
αριθμού των οικισμών στη Δυτική Μακεδονία, που επιβεβαιώνεται και στην περιοχή της Ημαθίας, έχει υποστηριχθεί ότι μπορεί να οφείλεται και σε περιβαλλοντικά altıa*. Πιο συγκεκριµένα, στην πεδιάδα των Γιανιτσών η προ-
40. K. A. Wardle, «Excavations at Assiros Toumba 1975-1980», BSA 75 (1980) 236, Ανδρέου και Κωτσάκης, 0.7. (σημ. 2) 64, 67. 41. A. Στεφανή, «Οικισμός της Ὕστερης επυχής τον Χαλκού ato Αγγελοχώρι Ημαθίας, Πρώτη ανασκαφική έρευνα», ΑΕΜΘ 8 (1994) 125-129, «Η ανασκαφή στων οικισμό της ΥΕΧ ato
Αγγελοχώρι Ημαθίας (1996-1997)», ΑΕΜΘ
11 (1997) und εκτύπωση,
42. Kokkinidou - Trantalidou, 6.7. (onu. 22)102-103, Koxxividov, 6.7. (σημ. 23) 58. 43. Για τη Autun Maxedovia χρησιμοπυιήσαμε Tov κατάλογο που παραθέτουν ot Kokkini-
dou - Trantalidou, 6.7. (onu. 22) 103 κ.εξ., uv και σε αὐτόν AQETEL να προστεβοῦύν πυλλές άλλες θέσεις, που εντοπίστηκαν τα τελευταία χρύνια. Για τα δεδομένα απὀ την Κεντρική και Avaτυλική Μακεδονία αντλήσαμε στοιχεία απὀ την αδημοσίευτη µελέτη τον À. Γραμμένον, ὁ.π., (σημ. 31), επίσης Andreou - Fotiadis - Kotsakis, 0.77. (σημ. 1) 578. 44. Koxxividov, 0.7. (σημ. 23) 58.
748
Νίκος Mevovons / Λιάνα Sregavey
OZWOLYEINS δραστηριότητα των ποταμών μπορεί να άρχισε FON από AUTH την
περίοδο Kur να δυσχέρανε την άσκηση INS γεωργίας και της κτηνοτροφίας, γεγονός που Ou είχε ως αποτέλεσµα τη μετακίνηση των πληθυσιιών σε ἀλλις περιοχές. Μάλιστα η εκπληκτική ἀύξηση tou αριθμού των θέσεων στην Keντρική Μακεδονία έχει συνδεθεί µε το πραπάνω φαινόμενο. H σταδιακή µείωση στον αριθµό των οικισμών NOV απαντά στην Ημαθία από τη Νεότερη Νεολιθική ὡς την Ύστερη εποχή του Χαλκού και η παρουσία εγκατάστασεων µε πολύ έκταση στην τελευταία περίοδο είναι ένα στοιχείο. που μπορεί να συνδέεται µε αλλαγές τόσο στο επίπιὸο της EVOOKOLVOTLANS όσο και της διακοινοτικής οργάνωσης! Ta τελευταία χρόνια γίνεται paatστα λόγος για την ύπαρξη ιεραρχημένων κοινωνικών δομών στη Μακεδονία της Ύστερης εποχής του Χαλκούάό, Στην περιοχή που ερευνήσιµε υπάρχοιιν,
όπως πιστεύουμε, δύο ενδείξεις, που υποδεικνύουν την παραπάνω διατυπιθείσα υπόθεση. Αυτές στηρίζονται στα µέχρι τώρα ανασκαφικά πορίσματα. που προέκυψαν WIS την ανασκαφή στην τούµμπα του Αγγίλοχωρίου, To πῳωιύτο έχει ήδη αναφερθεί και έχει να κάνει µε την παρουσία ανδήρου στον OLAL-
σµό, του οποίου η λειτουργία dev είναι σαφές ακόµα αν είναι χυροοργανωText À οχυρωματικήΜ]. H κατασκευή πάντως έργων τέτοιας κλίμακας δεν μπορεί παρά να συνδυαστεί µε την παρουσία µιας εξέχουσας ομάδας ἀνθρώπων, η οποία ήταν σε θέση να κινητοποιήσει τις απαιτούμενες ανθρώπινες δυνάµεις για την κατασκευή ενός τέτοιου έργου. Το δεύτερο στοιχείο OYETILEται µε την αποθήκευση. Στο Αγγελοχώρι παρατηρήθηκε, όπως και σε άλλους οικισμούς της ίδιας περιόδου (Άσσηρος/), ότι υπάρχει µεγάλη πρόνοια για την αποθήκευση αγαθών, καθώς στο σύνολο της κεραµεικής Eva πολύ µεγάλο ποσοστό καταλαμβάνουν τα αποθηκευτικά αγγεία, ορισμένα από τα οποία μάλιστα έχουν πολύ µεγάλες διαστάσεις. Αν μάλιστα σκεφτούμε ότι οι τρεις θέσεις της περιόδοι; βρίσκονται σε σχετικά κοντινή απόσταση. dev Ou ήταν 45. Το 110 περίτου φαινόμενο ταρατηνείται και στη Οἐσσαλία HOVO TOU εδω οημειώνεται µια μικρή «ὕξηση tov ὀικισμιὺν στην Ὑστερη εποχή του Χαλκοςῦ. P Halstead, Strategies tor Survival: An Ecological Approach to Social and Economic Change in the Early Farming Communities of Thessaly, N. Greece, Cambridge 1984, 6. 4. 2, 5, 6, tut. 6.7, iv. 65. 46. Ανρέου-Κωταάκης, 0.7. (un. 2) 85-6, Andreou - Fotiadis - Kotsakis, 0.7. (σημ. 1) 57576,579, A. Γραμμένος, 0.7. (σημ. 31). 47. Παρόμοια ογκώδης κατασκευή υπάρχει ὅτην Agongo: βλ. Wardle, 0.7. (σημ. 40), K. Wardle, «Excavations at Assiros Toumba 1987. A Preliminary Report», RSA 83 (1988) 384. Γπισης AUQOHOLA AUTAOXEUN έχει ανασκαφεί ὅτην Τούμπα Oraackoveancg BA. Ανδρέου - Κωτσάκης Χουμονζιάδης, GT. (σημ. 38) 394-95. 48. κ. A. Wardle, «Excavations at Assiros Toumba 1986. A Preliminary Report», BSA 82 (1987) 326-329, εικ, 8a-ß, Κ. Wardle, «Excavations at Assiros Toumba. A Preliminary Report 1983», BSA 84 (1989) 462, G. Jones et al.. «Crop Storage at Assiros», Scientitic American 254 (1986) 96-103, G. Jones, «Agricultural Practice in Greck Prehistory», BSA 82 (1987) 116 κεξ.
Κατωίκηση και φυσικό περιβάλλον στην πωωϊστοριχή Ημαθία
749
παρακινδυνευµένο εάν υποθέταµε ότι στην περιοχή που εξετάζουμε, και πιο ειδικά στην περιοχή της Νάουύσας-Λευκαδίων κατά την Ύστερη εποχή tou Χαλκού υπήρχε ένα δίκτυο οικισμών, οι οποίοι συνδέονταν µε κάποιας µορ(NS ιεραρχική οργάνωση. H γενική εικόνα που τελικά διαμορφώνεται δείχνει ότι στη γεωγραφική ενότητα, που ερευνήσαµε, εμφανίζεται και αναπτύσσεται η ανθρώπινη κατοίxnon ήδη από την 7η χιλιετία. Η ποικιλία του φυσικού περιβάλλοντος, η άφθονη παρουσία του νερού και η ευνοϊκή για επικοινωνία µε άλλες περιοχές γεωγραφική θέση οδηγούν σε ανάπτυξη xat αύξηση της ανθρώπινης δράσης από την 7η χιλιετία ως την In χιλιετία. Η πυκνότητα τὼν οικισμών στην ΑΝ και στη NN αποκαλύπτουν ένα δίκτυο οικισμών µε βέβαιες αλλά ασαφούς περιεχοµένου σχέσεις. Η διάκριση κάποιων θέσεων µε σαφώς HEYAAUTEEN έκταση από τις υπόλοιπες δεν είναι εὔκολο για την ώρα να ερμηνευθεί «ως ιεράρχηση των οικισμών µέσα σε αυτό το δίκτυο.
Η κατοίκηση στην πε-
ῥιοχή συνεχίζεται αδιάκοπα, αν και παρατηρείται µείωση, στις φάσεις της εποχής του Χαλκού. Η συγκέντρωση μάλιστα μεγάλων σε έκταση θέσεων στο βόρειο τµήµα της περιοχής κατά τη διάρκεια της Ύστερης εποχής του Χαλκού είναι αξιοπρόσεκτη, αν μάλιστα συνυπολογίσουµε το δεδομένο ότι η περιοχή έχει θεωρηθεί ως χέντρο παραγωγής της πιο χαρακτηριστικής ÔLUXO-
σµηµένης κεραµεικής της εποχής, της αμαυρόχρωμης!». Κλείνοντας θα αναφερθούμε στις προοπτικές αυτής της έρευνας. Πρώτιστος στόχος είναι να προωθηθεί η προστασία όσων θέσεων σώζονται ακόµα µε την ακριβή τοπογράφησή τους και µε την κήρυξή τους WG αρχαιολογικών χώρων. Παράλληλα χύριος στόχος µας είναι η ολοκλήρωση της επιφανειακής έρευνας, έτσι ώστε να υπάρξει µια όσο το δυνατό πληρέστερη χαρτογράnon της ανθρώπινης κατοίκησης τόσο στα προϊστορικά όσο και στα ιστορικά χρόνια. Ας επισηµάνουμε σε αυτό το σηµείο ότι οι περισσότερες θέσεις είναι ενταγµένες σε αρχαιολογικούς χώρους που έχουν σαφείς ενδείξεις κατοίκησης στα ιστορικά, κυρίως ελληνιστικά και ρωμαῖϊκά, αλλά ακόµα και στα AQχαὐχκά, χρόνια. Βέβαια είναι σαφές ότι τα συμπεράσματα µόνο µε την ανασχαφική έρευνα μπορούν να τεκχμηριωθούν, yu’ αυτό το λόγο είναι αναγκαίο να υπάρξει η δυνατότητα για συστηματικές ανασκαφές στο μέλλον»,
49. Για µια πρώτη παρουσίαση της αμα ιρόγοόµης χεραµεικής απύ την ανασκαφή oto Ayγελοχώφρι PA. Στενή, 6.7. Camp. 41), Megovons και Στεφανή, 0.7. (σημ. 24) 342-43, 358, Stefani and Meroussis, 6.7. (an. 39). 50. Από to καλωκαίρι Tov 1997 ξεκίνησε η ανασκαφή ate νεολιθικ ovate Tokurkatéävor Ημαθίας, PA. À. Στεανή - N. Μερούσης, «H ανασκφή oto νεολιθικό οικισμό Πολυπλατάνου Ημαθίας»,
AEMO
Ul (1997) (πό
εκτύπωση).
750
Nixos Mroovons / Atava Itrgavn
ΠΙΝΑΚΑΣΙ Κατάλογος θέσεων και περίοδοι κατοίκησης 1. Άνω Ζερβοχώρι (επἰτεδη don) 2. Κάτω Ζερβυχώρι (επίπεδη Ode.)
ΝΝ NN
3, Σπήλαιυ Ρυδυχωσρίου
ΝΝ
4 Στενήµαχος I (φυσικό ὑψωμα) 5. Στενήµαχος II (Quake
HEX
ΑΝ
wy nce)
ΝΝ NN
6. Τούμπα Αγγελυχιρίου
YEX
7. Τυύμπα Ay. Γεωργίου 8. Τούμπα
AN
Γιάννισας
NN ΝΝ
9 Τούμπα Επισκυπής
MEX
10. Τούμπα Νέας Νικομήδειας
ΑΝ
11. Τούμπα Νέας Νικομήδειας II
ΑΝ
12. Τούμπα Παλιάς Λιπυγιάννης
YEX
ΝΝ
Nex
ΝΝ
13. Τυύµπα Πολυπλαιάνωι;
ΝΝ
14. Τούμπα Σαραντύβουσες 15. Τούμπα
MEX:
ΝΝ
ΑΝ
ΝΝ
ΑΝ
ΝΝ
Χατζηνώτα
EX;
16. Ἑρίλοπος (φυσικό ὑφωμα)
YEX
NINAKAL H
Αριθμός οικισμών σε κάθε φάση ΑΝ NN ΠΕΧ MEX YEX
6 13 4 1; 3
Νέοι οικισμοί σε κάθε φάση ΑΝ NN MEX MEX YEX
6 8 2 |
Οικιστική συνέχεια ΑΝ NN
6 13
NN ΠΕΧ
6 2
ΠΕΧ
4
MEX
1;
MEX
|;
YEX
|
751
Κατυίκηση xat φυσικό περιβάλλον στην προϊστορική Ημαθία
φ heey
κο.
mar ko?
UNIJALYE
VE
ZVIdaiu N
LÉ =
+ +
000'006
VAVNIVA
‘T
SOWON
/e:/ Tov1993], 38-9. 21. Bubenik (6.7. onu. 10), 60-4. 22. S.-T. Teodorsson, The Phonemic System of the Attic Dialect, 400-340 B.C. (Studia Graeca et Latina Gothoburgensia X X X11), Goteborg-Lund 1974, 305° tov ıö., The Phonology of Attic in the Hellenistic Period, (Studia Gracca et Latina Gothoburgensia XL) Göteborg-Uppsala 1978, 112. 23. Π.χ. πεσβήαν (τιμητική επιγραἡ tow τέλους A /αρχών Γ΄ αι. π.Χ. απὀ to Apyos, L.
858
Awe
Havayusrov-Touvrag υλλυπούλου)
λάχιστον. OL γραφές αυτές σε διαφορετικά σηµεία του EAATVLOTLXON κόσμοι. σε επίσημα αλλά και σε ιδιωτικά κείµενα, µας κάνει να πιστεύουμε ότι TTV αποτέλεσμα συγκεκριμένης διδασκαλίας στὸ σχολείο. Η διαφαινοιμένη αυτή ευαισθησία απέναντι
στη γλωσσική
εξέλιξη, προφανώς
παράλληλη
σε όλες
αυτές τις περιοχές, και στην εξαρτωµένη ορθογραφική αλλαγή, δίνει άλλη µια ενδιαφέρουσα, νομίζω, διάσταση στον ενεργώς ενοποιητικό γλωσσικό ρόho που έπαιξε το σχολείο, διαδίδοντας στο μαθητή, άρα και στο ευρύτερο κοιvO, την παρατήρηση και την ανησυχία του γραμματικού. Τέτοιες όμως παῥεμβάσεις της πολιτείας dev ήσαν δυνατές παρά στο πλαίσιο ενός καλά 00γανωμένου συντηρητικούξ4 συνόλου και οπωσδήποτε προὐπέθετε µια πολιτειακή δοµή, όπως αυτή τοῦ ελληνιστικού κόσμοι! αρχετά συγκεντρωτική. Πανεπιστήµιο Κύτρου
Moretti, fscrizioni storiche ellenistiche 1, Firenze 1967, ap. 40, στ. 12, 21-22). 30 περίποων παραdriypatıa azo την Αθήνα, τύπου βερατήας. {ερήαις, Αἰνήουῦ κλπ.. Ta OTOL χρονολογούνται απύ tov BO αι. π.Χ., Teadorsson 1978 (6.27. σημ. 22). 27. Τα παραδείγματα απὀ τη Maxedovia
είναι σχιτικἀ πρώιμα, ήδη του AT αι. π.Χ, π.χ. συντελήα[τ]. Avyat, αναθηματικἡ επιγραφή TÉdoug Δ΄ - αρχών Γ΄ αι. π.Χ. (M. Ανδιμόνικυν HAL συνεργατών, «Ανασκαφή Begyivace, ΠΑΕ 145, 1990 [1993], 172-173, πὶν. 117u). ῥασιλήας, οροθέσια «76 Tov Χυλυμιωντα (SEG 40, 1990 [1993], 542 και επίσης I. Βυχυτοπούλουῦ, «H επιωιφή tov Χολυμώντα», Επιγραφές της Maxeῥονίας. Γ΄ Διεῦνές Σι πύσιο για rn Μακεδονία, Otooukovian 8-12 Λεκεμβοίου 1993 [1996], 208-227. Τα εσωτερικά δεδομένα της επιγραφής --Ὑραφής και γλιωσος--- συμφωνούν, νομίζω. µε τη ZEOVOAOYHAT της εχδύτριας, στις αρχές του Γ αι. π.Χ) Οὐσδῆα, σε αναθηµατική επι-
γυαφή από την Πτυλεμαϊδα, τος Bo} A
ae π.Χ. Cl. Brixhe - À. Panayotou, «Une inscription
tres courtisce: SEG 24, 548 (Pella, ZPE 91, 1902, 129-135, Baoha, σε επιτύμβια στηλή GTO τη Bepora, A αι. π.Χ. (Brixhe- Panayotou 6.7), Ἀλπ. 24 Bd. Teodorsson 1978 (0.7. om 22), 111-12 για τις πωλιτικές συνθήκες TOV ὀικαιυλόγηOGY και ὀιτήρησαν CV TOY TOV συντηοητισμό,
67 IMMAGINI DELLA IMITATIO I MEDAGLIONI DI TARSO
Maria
ALEXANDRI
IN ETÀ SEVERIANA.
Papisca
All’interno di un più vasto programma di ricerca che riguarda l'analisi della imitatio Alexandri in eta severiana mi sono accostata, tra l’altro, allo studio dei tre cosiddetti medaglioni di Tarso. Vanno sotto questo nome tre pezzi aurei monetiformi che facevano parte di un tesoretto, ritrovato nei pressi di Tarso nel 1863, interamente costituito da oggetti d’oro, tra cui un medaglione recante l'effigie di Alessandro Severo!. La presenza di due aurei dell’etä di Gordiano II] (238-244) colloca nel 244 il terminus post quem per l'interramento del tesoretto. La forma delle lettere della legenda segnata sul rovescio rimanda all’ Asia Minore e alla prima meta del III sec.: à, infatti, confrontabile con quella di alcune serie monetali bronzee emesse tra la fine del Il sec. d.C. e la prima meta del III secolo in Pisidia, Frigia, Lidia, Caria, lonia e Bitinia?. La zecca emittente € ritenuta, comunemente,
la stessa Tarso, benché, a tal pro-
* La presente indagine fa parte di una pid ampia ricerca diretta dalla prof.‘‘@ A. Maria Prestianni Giallombardo ο tinanziata dal C.N_R. 1. Le notizie riguardanti il ritrovamento e la composizione del tesoretto sono tratte da A. De Longpérier, “Le Tresor de Tarse”, RN 13 (1868) 309-336. Lo studioso, editor princeps del tesoreo, fiteneva probabile che si trattasse di un lesoretto di tesaurizzazione, vista la quantita di oggetti aurei. Esso comprendeva, infatti, oltre ai tre grandi medaglioni, oggctto della presente comunicazione. e al medaglione di Alessandro Severo citato nel testo, 23 Monete auree. € un gruppo di gioielli: quattro anelli, due tintinnabula e un amuleto. 2. Indicativa, in tal senso. la gratia della = e del Σ. La = risulta formata da due tratti orizzontali uniti, da destra a sinistra, da un segmento obliquo, intersecato a Meta da un trattino quasi orizzontale: le estremita sono ornate da grandi apici. IC € lunato, cosi come l'E, che presenta il (ratto mediano piu lungo degli altri due. La = in particolare trova contronti con analoghe tipologie epigrafiche di Asia Minore, ct. M. Guarducci, Epigratia greca, IL, Roma 1967, 110-118, part. 114, col. 3, lin. 8. Per quanto riguarda le legende monetali € possibile operare contronti con alcune serie bronzee emesse tra la line del I sec. d.C. e la prima meta del II in Bitinia. Tonia, Caria, Lidia, Frigia e Pisidia ct. SNG von Aulock, 2 Helt (Pontus, Paphlagonien, Bythinien) Berlin 1957, Taf. 10, nr. 328: 6 Hett (lonien) 1960, Tat. 64, nr. 2068, 8 Hett (Karien) 1962, Tat. 86, nr. 2698: 9 Heft (Lydien) 1963, Taf. 96, nr. 3004, 9 Hett (Phrygien) 1964, Taf. 130, nr. 3960, 12 Huit (Pisidien, Lykuonien, Isaurien) 1964, Tal. 176, nr. 5328.
860
Maria Papisca
posito, non sia stata condotta, a mia conoscenza, alcuna specifica ricerca.
Da quando Longperier nel 1868 curd l’editio princeps del tesoretto, proponendo che luogo del ritrovamento e zccca emittente dei medaglioni coincidessero, poche
voci si sono
levate per sostenere tesi contrarie’.
Molto
più
dibattuto, allo scopo di sottolineare il legame fra l’imperatore Alessandro Scvero € i soggetti rappresentati sui medaglioni, € stato il problema della determinazione di una cronologia assoluta; cosi come accurata € stata l’analisi ico-
nografica e iconologica dei soggetti rappresentati sui medaglioni. Mia intenzione ἑ proporre l'ipotesi che le scelte iconografiche del diritto
e del rovescio dei tre medaglioni possano essere ricondotte anche a Caracalla piuttosto che esclusivamente ad Alessandro Severo. Quanto
poi
alla definizione
comunemente
usata
per
questi
tre
pezzi
aurei, il termine di “medaglioni” fu usato per la prima volta dal Longpéricr. Gli studiosi successivi scguirono tale terminologia perché, pur non essendo del tutto pertinente
alla natura
di tali oggctti,
ha il pregio
di evidenziarne
il
carattere eccezionale. Essi, infatti, non sono moncte poiché dimensioni, peso, tipologia, legenda, stile li rendono inadatti alla circolazione corrente; né pos-
sono essere contorniati, i cui primi esemplari risalgono alla seconda meta del IV secolo*. D'altra parte i tre pezzi di Tarso non possono essere considerati dei veri e propri medaglioni, dal momento che non sono multipli di aurei, né sono del tutto affini legende e tipologic. Cid che induce a mantenere la definizione di medaglione è l’accuratezza dello stile che li accomuna ai medaglioni
romani propriamente detti°. 3. J. M. C. Toynbee, “Greek imperial medallions", JRS 34 (1944) 65-73. ad esempio, ha pensato al lavoro di un incisore, esperto medaglista, della Zecca di Roma. Invece, C. Vermeule, "Alexander the Great, the Emperor Severus Alexander and the Aboukir Medallions”, SNR 61 (1982) 61-71, propone che i nostri medaglioni possano essere opera della zecca di Perinto o di Caesarea di Cappadocia. Altri studiosi, e sono j piu, hanno dedicato la loro attenzione a questi pezzi senza sollermarsi sul problema della zecca emittente, cf. R. Mowat, “Le Médaillons grecs du Tresor di Tarse et les Monnaies de Bronze de la Communauté macedonienne”, RN 4 (1903) 1-30: D. Edde, “Pourquoi les médaillons de Tarse οἱ d’Abukir ont été martelés sur leurs bords”, Rass. Nun. 3 (1906) 76-80, C. Bernardi, “1 Nikcteria”, RIN 72 (1970) 79-90. 4. Oltre alla distanza cronologica, le dilferenze strutturali ο cioc il materiale, la realizzazione. che nei contorniati € mediocre, il peso, la presenza. sui contorniati. di monogrammi augurali, sono tali da permetterci di escludere che i medaglioni di Tarso appartengano alla medesima categoria monetilorme. E tuttavia, i medaglioni presentano attinità, soprattutto di natura tipologica. con i cuntorniati: su questi ultimi veniva, intatti, raltigurata l'ettigie di Alessandro Magno, cui, in eta tardo antica, fu attribuita funzione apotropaica. Sui contorniati fondamentale ὁ la monogratia di A. Alfoldi, Die Kontorniaten. Ein verkanntes Propagandamittel der stadrrümischen heidnischen Aristokratie in ihrem Kampte gegen das christliche Kaisertum, Budapest 1943, ef, anche L. Michelini Tacei, Imedaglioni romani ο ı contorniati del Medazliere Vaticano, Roma 196$. 5. La struttura dei medaglioni romani ὁ simile a quella dei pezzi in esame: dischi metallici di
Immagini della «iinitatio Alexandri» in et severiana
861
F 1671, F 1672: tipo dell’Herakles imberbe e dell’Alessandro diademato Poiché né il D/ né il R/ di questi due medaglioni presentano problemi interpretativi, ci limiteremo a descriverne l'iconografia e a citarne il signifi-
cato iconologico. Ci soffermeremo, invece, su F 1673, perché presenta una raffigurazione piü complessa e significativa.
Su due medaglioni sono raffigurati, sul diritto, rispettivamente, Herakles imberbe®, identificato anche come
Alessandro (F 1671
- fig.1); e Alessandro
diademato (F 1672 - fig. 2)’. Il rovescio € uguale per entrambi: un cavaliere forma più ο meno esattamente circolare, con flan largo e sottile, ma sui medaglioni romani non c'é traccia del martelage, a cui ha dedicato un lavoro specifico Eddé, art. cit. 1906, che caratterizza i bordi dei nostri medaglioni. Inoltre, e diversamente dai pezzi di Tarso, i medaglioni d'oro sono multipli esatti degli aurei contemporunei, e possono, percid, essere inseriti nel sistema monctario romano, Sul medaglione romano cf. W. Frœhner, Les médaillons de l'empire romain depuis le règne d'Auguste jusq’ä Priscus Attale, Parigi 1878; F. Kenner, “Der römische Medaillon”, NZ, Vienna 1887, 1-173 (tr.it. “Il medaglione romano”, RIN 2 (1889) 83-102, 243-286); F. Gnecchi, { medaglioni romani, Milano 1912: Ο. Regling s.v. “Medaillon”in RE, XV, 1931, cc. 18-25: J. M. C. Toynbee, Roman Medallions, New York 1940 (19862). C. Clay, “Roman imperial Medallions: the date and purpose of their issue”, Actes Ville Congr. Intern. Num., New York - Washington 1976, 253-268. 6. Gli studiosi che hanno esaminato it medaglione si sono limitati a descriverne il D/ in termini essenziali, osservando che vi € rappresentato il busto di Herakles (cosi Longpérier, art.cit. 1868, 310, e Bernardi, art.cit.. 81) ο di Alessandro Magno (in tal senso cf. Mowat, art.cit. 1903, 2, ¢ Toynbee, art.cit. 1944, 69). Sull’iconografia di Herakles imberbe con il capo coperto da leonte ct. LIMC IV, 1, 734, ar. 11-12; 2, 445, tavv. 11-12: ibid. IV, 1, 814, nr. 1444; 2, 540, tav. 1444; IV, I, 819, nr. 1508, 2, 545, tav. 1508; ibid. IV, 1, 820, nr. 1528; 2, 547, tav. 1528; ibid. IV, 1739, arr. 114115; 2, 452, tavv. 114-115; ibid. IV, 1, 761, nr. 650; 2, 488, tav. 650; ibid. IV, I. 739 nr. 133; 2, 454, tav. 133; ibid. IV, 1, 739, nrr. 136, 137; 2, 454, tavv. 136-137. Dall'analisi iconografica ὁ emerso che, al di Ja di qualche tratto in comune, i tipi statuari non presentano analogie significative con l'Herakles etligiato su F 1671/D; il raffronto con le monete, in linea generale, non € molto signiticativo data anche la modesta superficie del tondello monetale. Le gemme che presentano l’iconografia di Hlerakles imberbe sono, invece, ben accostabili al medaglione in esame sia per la tipologia, sia per la resa stilistica elegante e molto ben curata: ef. LIMC IV, 1, 739, nr. 100; 2, 451, tav. 100; ibid. IV, 1, 739, nr. 101: 2, 451. tav. 101: ibid. IV, 1, 739, 102: 2, 452, tav. 102; IV, 1, 73, nr. 105; 2, 452. tav. 102: ibid. IV, 1, 739, nr. 110; 2, 452, tav. 110. ibid. IV, 1, 739, nrr. 106, 108: 2, 452, tavv. 106. 108. 7. Anche per questo medaglione la deserizione proposta dagli studiosi ὁ piuttosto essen ziale. Sia Longperier, art.cit. 1868, 311s., sia Toynbee, art.cit, 1944, 69, sia Bernardi, art.cit., 81, si limitano ad osservare che αἱ D/ di questo pezzo € rappresentata la testa diademata, volta a destra, di Alessandro Magno, identificando in essa il sovrano macedone, benche il tipo non sia accompaznato da alcuna legenda. Anche Mowat, piü accurato degli altri nella descrizione, identifica il soggetto con Alessandro Magno, art.cit. 1903, 3. Per Viconogralia di Alessandro Magno ct. la segucnte bibliografia, che non pretende di essere esaustiva: J. J. Bernoulli, Die erhaltenen Darstellungen Alexander des Großen, München 190$: M. Bieber, Alexander the Great in Greek and Roman Art, Chicago 1964: G. M. A. Richter, The Portraits of the Greeks. Η1. London 1965. 255s.. pls. 1717-1740; E. Schwarzenberg, “The portraiture of Alexander”, in Alexandre le Grand. Imasc et réalité. Entretiens sur l'antiquité class. 22, Vandæuvres-Gencve 1976, 223-278. Η. W. Hartle, “The Search for Alexander’s portraits’, in Philip II, Alexander the Great and the Macedonian
862
Maria Papisca
con corazza su cavallo rampante, concordemente interpretato come Alcssandro Magno, colto nell’atto di scagliare una lancia contro un leone’. Tale iconogralia, insieme alla legenda al nominativo ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ) rimandano a un contesto storico favorevole al recupero dell’immagine di Alcssandro Magno e del patrimonio simbolico che gravitava intorno al re maccdone e alle sue straordinarie imprese in Oriente, di cui il leone € certamente simbolo.
L'analisi degli schemi conio possedesse notevole minori e fosse provvisto di Il tipo e la legenda del considerati
appartenenti
iconografici induce a ritenere che l’incisorc del dimestichezza con la glittica e le cosiddette arti una buona conoscenza dell ‘iconografia greca. rovescio di F 1671 e di F 1672 sono generalmente allo stesso
conio!®:
circostanza
quest'ultima
insieme alle affinita nello stile e nella legenda che accomunano medaglioni, temporanci.
autorizza
a ritenere
che
i pezzi
siano
tutti e tre i
cronologicamente
Quanto al valore dello schema iconografico presente su entrambi sci,
che. con-
i rove-
a mio parere οἱ troviamo di fronte a una sintesi del tipo cacciatore-gucr-
riero (qui Alessandro
Magno
cacciatore ο guerriero insieme) che lotta contro
un animale simbolicamente omologo al nemico: il leone animale regale per eccellenza, simbolo di un nemico orientale degno di un re, 0 6550 stesso regale. F 1673/R: tipo della Nike auriga Il terzo medaglione presenta al D/ un busto barbato che, per la sua importanza, analizzeremo in seguito. Al R/ ἑ una quadriga di cavalli guidata da una Nike rivolta a destra (fig. 3): chiaro é il significato simbolico che allude a una
vittoria impcriale
non
neccssariamente
rcalizzala, ma certamente
Heritage, W. L. Adams, E. N. Borza edd., Washington 1982, 153-176. Per una bibliografia ragionata su Alessandro Magno ef. il recente J. Carlsen, B. Due, ©. 5. Due. Β. Poulsen, Alexander the
Great, Reality and Myth, Roma 1993. 8. Sull’iconogralia della caccia cl. i recenti lavori e l'accuralo apparato bibliogralico, in essi contenuto, di P. Briant, “Chasses royales maccdoniennes et chasses royales perses: le theme de la chasse au lion sur la Chasse de Vergina”, DHA 17, 3 (1991) 211-255; B. Tripodi, “Il tregio della Caccia della I tomba reale di Vergina e le cacce funerarie d'Oriente”, fhid., 131-195. 9. Essa € disposta, come nota Mowat, art.cit. 1903, 2), su due που a squadra, una a sinistra, Maltra in basso, che inyuadrano strettamente il tipo, Sulla tipologia delle lettere che costituiscono la legenda cl. supra n. 2. 10. Cosi D. Edde, "Ce que contenait le trésor d’Aboukir”, RIN IT (1905) 33-36: Toynbee, art.cit. 1944, 69; Bernardi, art.cit.. δι ma gia Longpericr, are cit. 1868, 311: ο Mowal, art.cit.
1903, 3.
Immaeini della «imitatio Alexandri» in eta severiana
863
auspicata!!. La legenda ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ὁ stata intesa come esplicativa della raffigurazione, per cui sembra probabile che si debba sottintendere NIKH!2. F 1673/D: tipo del “Condotticro” Se sul R/ di F 1673 & chiaramente raffigurata una Nike, non si pud dire che sia altrettanto univoca l'identificazione diritto di F 1673 (fig. 4).
del personaggio
raffigurato sul
I} tipo del diritto rappresenta un busto maschile, barbato, con corazza 6 diidéma. Anche qui, come sui precedenti diritti, € assente la legenda. La testa € resa di profilo e il torso di tre quarti secondo una consuetudine rappresentativa ampiamente documentata soprattutto in eta severiana!?. La corazza presenta, sulla spallina sinistra, in alto, una figura femminile identificata come Nike; in basso un fulmine a sei raggi. Analoga iconogratia € presuppo-
nibile sulla spallina destra. Il pettorale € decorato al centro da una scena che rappresenta il ratto di Ganimede ad opera dell'aquila di Zeus. Si tratta di una scena aperta a due significati simbolici: religioso l’uno, militare l'altro.
Nel primo caso Ganimcde sarebbe simbolo dell’immortalizzazione dell’ anima; nel secondo caso si potrebbe ritenere adombrato, nella scena del ratto, il trionfo del popolo romano (l’aquila) sul nemico (Ganimede)'4. 11. I tipo iconogratico della Nike che conduce una quadriga di cavalli, tenendo in mano una corona o un ramo di palma, venne utilizzato su molte specie di documenti, soprattutto monetali, cosi comunemente che sarebbe inutile ricercare, tra le molte ratligurazioni simili, la fonte diretta della nostra rappresentazione. In eta imperiale, tuttavia, il tipo in esame € ben altestato da quattro emissioni di Antonino Pio, 2 in oro e 2 in bronzo (cf. H. Cohen, Description historique des monnaies trappées sous l'Empire romain, Paris 1880-1892 (rist. anast., Graz 1955) II, 374, nrr. 1077-1080): da tre emissioni bronzee di Marco Aurelio, datate al 173-174 (cf. Cohen, op.cit., II, 98, nrr. 993-995) ο da alıre due di Commodo realizzate all’ inizio del suo regno (cl. Cohen, op.cit., III, 258. nr. 226; 333. nr. 800). Gli imperatori severiani utilizzarono la tipologia del rovescio del medaglione F1673 raramente nella Zecca di Roma (ct. Cohen, op.cit., IV, 75, nr. 716: 208, nr. 620). Riguardo fe zecche d'Asia Minore, la tipologia della Nike, auriga di una quadriga, € attestata a partire dal regno di Scttimio
Severo
ο, dopo
di lui, solo da Severo
Alessandro,
Valeriano
He
Salonino
(οἱ, O.
von
Vacano, Typenkatolog der antiken Münzen Kleinasiens, Berlin 1986, s.v. quadriga, 409-413, € part. 411-413).
Delle
sette emission:
attestate, 4 di Settimio
Severo
€ 1 ciascuno
per i sovrani
sopra-
menzionati. ben § sono state realizzate in Cilicia, € 2 di esse nella sola zecca di Tarso. 12. CT. Longperier, art cit. 1868, 313. Mowat preterisce sottintendere AQAON ο NIKITTHPION, art.cit. 1903, 23. 13. Cf. P. Bastien, Le buste monetaire des empereurs romains, Wetteren 1992. Ma cl. anche C. Vermeule, “Cuirassed statues 1978", Berytus 26 (1978) 85-123: Id., Hellenistic and roman cuirassed statues, Boston 1980. 14. Sulliconogratia del ratto di Ganimede cf. DS, s.v. Jupiter, P. Friedlander s.v. Ganyinedes in RE VII (1910) ec. 737-749: R. Münsterberg, “Bronzenreliets vom Limes”, Wien. Jahresh. 6 (1903)
864
Maria Papisca
1 lineamenti del volto del cano una chiara intenzione secondo cui il personaggio qui attribuzione si € giunti, oltre decorazione
condottiero, decisamente individualizzati, indiritrattistica!®. L’opinione più diffusa ὁ quella raffigurato sia Filippo II di Macedonia!®. A tale che per la presenza di alcuni elementi della
della corazza (quali il ratto di Ganimede,
le Nikai e il fulmine a
sei raggi), soprattutto per la presenza del diadema. Identificazione decisamente problematica, perd, se consideriamo sia l'aspetto iconografico, sia quello ideologico implicati da una tale identificazione. Infatti non si possono
operare confronti
iconografici
validi con questo
ritratto, perché di Filippo II ci sono pervenuti soltanto ritratti attribuiti ο tarde copie di eta romana:
il ritratto sicuramente
identificabile con
Filippo attra-
verso l’iscrizione ΦΙΛ(ΙΠΠΟΣ) del mosaico di Baalbeck, databile al III sec. d.C., non € assimilabile al nostro in quanto presenta un‘iconografia giovanile del sovrano, privo di barba!”, 69-78: H. Lucas, “Die Ganymedestatue von Ephesos", Wien. Jahresh. 9 (1906) 269-277, LIMC, s.v.Ganimede, IV, 154-169 ο relative illustrazioni; H. Sichtermann, Ganymed, Mythos und Gestalt
in der antiken Kunst, Berlin 1953; M. Bieber, The sculpture of the Hellenistic age. New York 1955, 62 s.; K. M. Phillips jr., “Subject and technique in Hellenistic-Roman mosaics. A Ganymede mosaic trom Sicily”, À Bull 42 (1960) 243-262; Ph. Bruneau, “Ganymede et l'aigle: image, caricatures οἱ parodies animales du rapt", BCH 86 (1962) 1, 193-210; L. Foucher, “L’enlevement de Ganymede figuré sur le mosatques", AntAfr 14 (1979) 155-168, Η. Kempter, Ganymed. Studien zur Typologie,
Ikonographie, [konologic, Diss. Würzburg, 1980. 15. Va esclusa l’ipotesi di E. Babclon, AJN, 44, 1910, 119-121 ο Id., Traitd des monnaies grecques et romaines, Paris 1907-1932 (rist. anast., Bologna 1965) IV, 529-532, secondo cui si tratterebbe dell'immagine di Zeus. Recentemente, Oikonomides ha proposto di riconoscere, nel ritratto in esame, Pirro re dell’Epiro (319-272 a.C.): cf. A. N. Oikonomides, “Nike contirms Pyrrhos", Coin World International, 1982, 33-38; Id., "The portrait of Pyrrhos king of Epirus in Hellenistic and Roman art", AncW 8 (1983) 67-72. Ma non risulta facile spicgare, perché la tigura di Pirro, nemico di Roma, associata sul rovescio alla Nike del re Alessandro, sia stata usata nel II secolo d.C. in una provincia orientale dell 'impero romano. 16. L'ipotesi, gia avanzata da Longperier, art. cit. 1868. 321. fu seguita dalla maggior parte degli studiosi tra cui H. Dressel, Fünf Goldmedaillons aus dem Funde von Aboukir, Berlin 1906, 54; Ch. Ujtalvi. Le type physique d'Alexandre le Grand, Paris 1902, 145, M. Bieber, op.cit. 196$, 20: G. M. A. Richter, op.cit. 1964, 253. lig. 1705: Bernardi, art.cit., 81. Qualche riserva sollevarono Mowat, art.cit. 1903, 22, e Toynbee, art.cit. 1944, 69. 17. Sull'iconogralia di Filippo [Pel P. Arndt, “Alkibiades”, Strena Helhieiana, Lipsia 1900, 1018, ligg. 1-2: B. Ashmole, “Demeter of Cnidus”, JIS 71, 13-28. 16 en. 21: V. Poulsen, Les Portraits Grecs, Copenhagen 1953, 30 ss.; H. von Heintze, "Zum Alkibiades”, MDAHR) 68 (1961) 182-186; V. von Gracve, "Zum Herrscherbild Philipps I. und Philipps 111.”, AA (1973) 246 ss.; K. Fittschen. Katalog der antiken Skulpturen in Schloss Erbach, Berlin 1977, 21 ss.; A. M. Prestianni Giallombardo, “Lucio Mummio, Zeus ο Filippo MH”, ASNP 12 (1982) 513-532: Ead.. "I diaderna di Vergina ο l'iconogralia di Filippo UW", Ancient Macedonia IV, Thessaloniki 1986, 497-509; A. N. Oikonomides, "The portrait ot King Phihp IE af Macedonia”, AncW 20 (1989) 5-16; L. Todisco, Scultura greca del IV secolo, Milano 1993, 106 ss. I diade ma deve essere considerato un’aggiunta operata negli ultimi secoli prima dell’era volgare: sull'uso del diädema a partire da Alessandro
Immagini della «imitatio Alexandri» in eta severiana
865
Il nostro medaglione viene classificato tra i cosiddetti ritratti realistici del sovrano macedone, cioé quelli recanti il diädema, derivati da originali greci certo postumi, i cui modelli risalgono ad eta ellenistica in quanto posseggono caratteristiche elaborate da Lisippo per i ritratti di Alessandro, come, ad esempio, la posizione della testa ruotata e inclinata.
A livello ideologico è altresi difficile collocare la presenza di Filippo II nell’impero romano durante la prima meta del III sec. d.C. La figura di questo sovrano, a parte l’età dei Diadochi, fu sempre relegata in secondo piano e non godette di vita autonoma.
Inoltre l’importanza di Filippo, quale
padre di Alessandro, declind in seguito al credito che acquisirono, nel tempo, le leggende sul concepimento divino del grande Macedone. Tali leggende oscurarono l’importanza di Filippo, che venne cosi considerato solo il padre putativo del re, colui che allevo il frutto degli amori di sua moglie Olimpiade e di Zeus unitosi a lei sotto forma di δράκων!δ, La fortuna di questo racconto fu tale che nel Romanzo
d'Alessandro —opera complessa, la cui elaborazione
appare compiuta fra il III-IV sec. d.C., ma le cui origini sono rintracciabili nel III sec. a.C.!9— il grande condottiero € dichiarato esplicitamente figlio del demone serpente Nectanebo, cosicché la figura di Filippo perse anche l'ultimo residuo di autoritä che possedeva. Per questi motivi ritengo improbabile che un personaggio, che nel {1 sec. d.C. appariva come “di contorno”, sia
stato
effigiato
su
un
documento
certamente
veicolo
di
propaganda
imperiale. La presenza di moduli propri dell’arte romana imperiale, come la resa prospettica differenziata del viso (di profilo) e del busto (di tre quarti); lo stile coloristico; la rappresentazione di un busto omato di corazza, rispondente a moduli frequenti in eta severiana, hanno spinto più opportunamente alcuni studiosi a cercare riscontri iconografici nella ritrattistica imperiale romana. In
particolare, gia dall'inizio di questo secolo??, sono state rilevate significative
Magno cl. A. M. Prestianni Giallombardo, art.cit. 1986. 504 s. ο nn. 20-22: A. M. Prestianni Giallombardo, B. Tripodi, "Le tombe regali di Vergina: quale Filippo?", ASNP 10 (1980) 989-1001. 18. Plut., Alex. 2, 6; 26, 1 ss. 19. Non € mia intenzionc atfrontare il problema della composizione del Romanzo di Alcssandro. In questa sede mi preme piuttosto sottolineare, come, dalle tonti di eta severiana, la ligura dı Filippo sia associata a quella del tiglio, al quale tuttavia risulta subordinata; οἱ. ad es., Dio. Cass. 778. Sul Romanzo di Alessandro cf. B. Tripodi, "I Romanzo di Alessandro (Ps. Callisth. B 1,26) e la tradizione storiogralica sull’accessione al trono di Alessandro Magno” in Hestiasis. Studi di Tarda Antichita otferti a Ss. Calderone, 5, Messina 1988 (1995) 139-158, a cui rimando per una bibhogralia ragionata sull’argomento. 20. Mowat, art.cit. 1903, 22: Edde, art.cit, 1906, 79: Th. Schreiber, “Studien über das Bildnis Alexanders des Grossen”, Abh. Phil. Hist. KL Kon. Sach.Ges. Wiss. 78 (1903) 190 ss.
866
Maria Papisca
analogie tra il nostro ritratto e i ritratti dell'imperatore Caracalla. In effetti, l’espressione imperiosa dello sguardo, torvo e corrucciato. la fronte increspata da rughe profonde, la resa dei capelli e della barba richiamano molto da vicino i ritratti maturi di Caracalla (fig. 5). Tra l'altro la diversa resa prospettica della testa, di profilo, rispetto al busto di tre quarti quasi a simulare una rapida torsione del capo, venne utilizzata da Caracalla in misura maggiore rispetto ai suoi predecessori?!. Né va dimenticato che sui medaglioni di Aboukir, provenienti pare dallo stesso ambito provinciale, anch'essi anepigrafi al diritto e dotati sul rovescio di legenda greca, con forma delle lettere affine a quella dei medaglioni di Tarso, troviamo quello che ¢ riconosciuto come compositivo
mi
un ritratto di Caracalla?
inducono
a ritenere
(fig. 6). Pertanto stile e schema
verosimile
che
sul nostro
medaglionc
possa essere effigiato Caracalla. Rimane da chiarire se sul piano ideologico il tipo del rovescio, la Nike su quadriga, ma soprattutto la Icgenda ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, possano esscre associati a un ritratto dell'imperatore Caracalla sul diritto. In merito, l’analisi delle fonti storiografiche e archeologiche ci consente di formularc alcune significative considerazioni. Le fonti letterarie, particolarmente quelle contemporance a Caracalla. riportano, dettagliatamente, tutti gli aspetti della imitatio Alexandri dell’ imperatore, che toccö non solo le abitudini e l’abbigliamento del sovrano, ma che giunse a far dichiarare a Caracalla, di esscre un nuovo
Alessandro,
anzi
la reincarnazione di Alessandro??. 21. I caratteri salient: dell'iconogratia di Caracalla sono stati ben delincati da tutti gli specialisti del settore. Basterä qui ricordare: J. 1. Bernoulli, Römische IKonographie. Die Bildnisse der Römischen Kaisers, Stuttgart - Berlin - Lepzig 1894, II, 3, part, 47-65; B. M. Fellctti Maj. Museo Nazionale Romano. I ritratti, Roma 1953, 67-77, C. Saletti, Ritratti severiani, Roma 1967, 51-64; H. B. Wiggers in H. B. Wiggers, M. Wegner, Caracalla, Geta, Plautilla, Macrinus bis Balbinus, Berlin 1971, 9-92 e relative illustrazioni: K. Fittschen, P. Zanker, Katalog der römischen Porträts in den Capitolinischen Museen und den anderen kommunalen Sammlungen der Stadt Rom, 1-11, Mainz 1985, part. I, 98-112, ner. 86-94 e tavv.corr. [tipo maturo con barba ὁ capelli resi a fitti boccoli sopravvive sulle emissioni monetali romane ὁ provinciali (cf. A. Robertson, Roman Imperial Coms in the Hunter coin Cabinet University of Glasgow, London - Glasgow - New York - Oxtord 19062, IV. pl. 57, nr. 55, pl. 17, nr. 55: SNG, Danish National Museum, IV, Copenhagen 1982, pl. 18, nr. 559) ο in alcune opere provenienti dall'Asia Minore, tra le quali escmplare il ritratto marmorco rinvenuto a Pergamo (cl. Wigeers, Wegner, op.cit,, Tal. 12; C. Vermeule, Roman Imperial Art in Greece Asia Minor, Cambridge - Massachussetts 1968, 298 ss., pls. 159-164).
22. Sui pezzi di Aboukir ct. FE Dressel. op.cit. 1906: G. Dattari, "I medaglioni d’oro cosiddetti di
Aboukir’,
RIN
I-VI
(1904-1009).
D.
Edde,
arr.cit,
1905,
33-36;
Id., art.cit.
1906,
76-80;
J.
Svoronos, "Ta νοµιοματόσηµα του Αβουμιηι JEAN 10 (1907) 369-371 Cr. it. in RIN 1909, 515S18). Di recente ef. ο, Vermeule, art.cit. 1982, 61-71. 23. Dio. Cass. 77,7, 2: Herod. 4. 8, 1-2: HA, Carac., 2,1; Ep. de Caes. 21, 4. Circa l'inter-
Immagini della «imitatio Alexandri» in eta severiana
867
Allo stesso modo, la evidence archeologica e numismatica testimonia che Caracalla amd farsi ritrarre, a imitazione di Alessandro, nell’attimo in cui ruotava la testa di scatto. E del tutto plausibile, percid, che Caracalla compaia su un
medaglione
che
lo associava,
tramite
l’idea della
vittoria,
ad Ales-
sandro. La maggiore difficoltà per l’attribuzione di questo ritratto diademato a Caracalla é stata finora la presenza del diddéma sul capo di un imperatore romano prima del IV sec. d.C., prima cioé di Costantino, per il quale é esplicitamente attestato l’uso. Tale aporia diventa più apparente che reale se consideriamo che mentre un imperatore romano
a Roma,
prima del IV secolo, era impensabile per
cingere il diädema,
nelle province
orientali esso era
rimasto il simbolo regale necessario ai sudditi per riconoscere l’autoritä del sovrano. Tanto più che é ben documentata, proprio in queste province orien-
tali, l’immagine
di Caracalla
diademato?{;
e considerata
la venerazione
dell’imperatore per il sovrano macedone, é naturale che in Oriente egli abbia
cinto, e che percid gli sia stato attribuito sui ritratti, tale segno di potere autocratico, che poteva anche servire a sottolineare ancor più il legame tra l’im-
peratore romano ed il sovrano macedone. Se sul diritto del nostro
medaglione
possiamo,
dunque,
riconoscere
il
ritratto di Caracalla quale “Alexander redivivus”, la quadriga vittoriosa sul rovescio potrebbe esprimere il concetto di un Caracalla /nvictus? in quanto reincarnazione di Alessandro, l’avixntog per eccellenza, prima di lanciare
l'offensiva contro i Parti: nemico orientale che potrebbe essere simboleggiato nel leone raffigurato sul rovescio del nostro medaglione. pretazione del citato passo di Cassio Dione reincarnazione di Alessandro Magno cf. A. gie des Altertums, A&A, 4, 1954, 100; G. Image et réalité. Entretiens sur l'antiquité Staschweski, "Römische Zeitgeschichte bei “Caracalla,
Augustus
und Alexander?
Zu
da cui si evince la volonta di Caracalla di proporsi come Heuss, Alexander der Grosse und die politische IdeoloWirth, “Alexander und Rom”, in Alexandre le Grand. class. 22, Vandœuvres - Genéve 1976, 201: R. BerineCassius Dio”, (Diss.) Bochum 1981, 83: H. Castritius. Cassius
Dio
77,7,2",
in Zu Alexander der Große,
Fest-
schritt G. Wirth, II, Amsterdam 1988, 879-884. 24. Il documento cronologicamente pid vicino al nostro medaglione € una statua colossale di Severo Alessandro. proveniente dalla collezione Farnese e conservata a Napoli, dove l'ultimo dei Severi ὁ ornato da un diädema ct. Wiggers, Wegner, op.cit., Tafn. 50a-b e 56a. E utile sottolineare che nella monetazione di Tarso, su selte serie bronzec, la testa di Caracalla € cinta da un ornamento, detinito a volte semplice "cerchio” (ct. SNG von Aulock Kilikien, 11 Helt, Berlin 1966, Tat. 205, arn. 6010, 6017-19) altre diadé ma (cl. SNG, Fitzwilliam Museum, Leake collection, Licia, Cappadocia, Londra 1967, pl. 111, nrs. 5331-5332). Sull'uso del diidé ma da parte degli imperatori romani cf. A. Allöldi, Die monarchische Repräsentation im römischen Katserreiche, Darmstadt 1970. part. 263-268. 25. L’epiteto Invictus, associato a Magnus, € presente nella titolatura dell’imperatore Caracalla, CF. CIL VI, 1067, CIL X1, 2048; AE 1972, 156.
868
Maria Papisca
Alla luce di queste considerazioni, anche della decorazione del pettorale è possibile dare una lettura più puntuale. Nel caso in cui si accetti l’interpretazione simbolico-religiosa del mito, si
vedra in Ganimede il simbolo dell’immortalitä alla quale € destinato, o che ha gia ottenuto, l'imperatore che indossa la corazza. Se, percid, in questa raffigurazione é da vedere un ritratto del divus Caracalla, questo medaglione sarebbe stato realizzato in occasione della sua consecratio?®. In tal caso i medaglioni andrebbero collocati nell’eta di Elagabalo o al più tardi di Alessandro Severo, ma cid, a mio giudizio, contrasta con le caratteristiche stilistiche che
connotano diritto e rovescio dei tre medaglioni. Se si accetta l’interpretazione simbolico-militare, secondo la quale nell’ aquila € adombrato il condottiero romano che si avventa sul nemico, si potrebbe considerare Ganimede come la personificazione dell’impero dei Parti, destinato ad essere sconfitto dall'imperatore Caracalla per l’appunto Alexander redivivus. In quest’ultimo caso i medaglioni potrebbero essere stati coniati Caracalla vivente e la loro realizzazione sarebbe legata alla campagna partica. I medaglioni di Tarso rivelerebbero, cosi, un ben preciso significato apotropaico e bene augurale per l’esito felice della campagna partica e costituirebbero, soprattutto, un assenso di Tarso e probabilmente delle province orientali in genere, alla politica dell’imperatore e al progetto imperiale che prevedeva la costituzione di un nuovo tipo di dominio ecumenico, nel quale realizzare la fusione tra le due civilta d’Oriente e d'Occidente. Il κοσμοκράτωρ di tale impero non poteva che essere un uomo che, come Caracalla, si proponeva di realizzare nella sua persona la sintesi tra Oriente e Occidente, tra Roma e Alessandro ἀνίκπτος, come si evince, diversamente 26. Il titolo di Magnus entra a far parte della titolatura ufficiale di Caracalla certamente a partire dal 213 (CIL V, 28; AE 1972, 156) e pud essere collegato con l'emanuzione della Canstitutio Antoniniana (212 d.C.). Mentre Caracalla era in vita il suo uso fu frequente (CIL VI, 1067, 31338a,
36899 = ILS 452; III, 8705; X, 5826: XI, 2648; ΧΙΙ, 9061, 9072). Successivamente, durante l’impero di Elagabalo e quello di Alessandro Severo, il titolo di Magnus entrera nella denominazione ufficiale che distingue Caracalla divus da tutti gli altri Antonini. Sull’uso del titolo Magnus nell'ambito dell'affermazione, da parte di Caracalla, di una coerente ideologia cosmocratica cf. A. Mastino, “Antonino Magno, la cittadinanza e l’impero universale”, in La nozione di “romano” tra cittadinanza e universalitä. Da Roma alla Terza Roma, Studi II, Napoli 1984, 559-563; Id., “Orbis, ΚΟΣΜΟΣ, OIKOY MENH, aspetti spaziali dell’idea di impero universale da Augusto a Teodosio”, in Popoli e Spazio Romano tra Diritto e Profezia, Da Roma alla IN Roma, Studi IH, Napoli 1986, 63162 e part. 91-95. Sul valore da attribuire all'epiteto Magnus cf. anche P. P. Spranger, “Der Grosse: Untersuchungen des historischen Beinamens in der Antike”, Saeculum 9 (1958) 22-58; Ε. Plister, "Alexander der Grosse. Die Geschichte seines Ruhms im Lichte seiner Beinamen”, Historia 13 (1964) 48-57.
Immagini della «imitatio Alexandri» in eta severiana
809
che per Alessandro Severo, dalla storiografia coeva e dell’evidence archeologica.
In definitiva, i medaglioni di Tarso verrebbero a costituire un‘ulteriore testimonianza della identificazione Caracalla - Alessandro, intesa come
zo di propaganda e, insieme, prodotto di un accorto programma politico. Universita di Messina
mcz-
870
Maria Papisca
Fig. I. Parigi. Medaglione d’AU del tesoretto di Tarso. F 1671 D/ Herakles imberbe. F 1671 R/ Alessandro Magno con armatura, su cavallo al galoppo verso ds., nell’atto di scagliare una lancia contro un leone. (C. Bernardi, RIN 72, 1970, ταν. I. 1).
Fig. 2. Parigi. Medaglione d’AU del tesoretto di Tarso. F 1672 D/ Testa di Alessandro diademato. F 1672 R/ Stessa figurazione di F 1671 Κ/ probabilmente stesso conio. (C. Bernardi, RIN 72, 1970, tav. I, 3).
Fig. 3. Parigi. Medaglione d’AU del tesoretto di Tarso. F1673 R/ Quadriza di cavalli guidata da una Nike rivolta a ds. (C. Bernardi, RIN 72, 1970, (αν. I, 2).
Fig. 4. Parigi, Medaglione d’AU del tesoretto di Tarso. F 1673 D/ “Condottiero” barbato e diademato. (C. Bernardi, RIN 72, 1970, tav. I, 2).
Immagini della «imitatio Alexandri» in etii severiana
871
Fig. 5. Napoli. Museo Nazionale 6033. Ritratto maturo di Caracalla (Fittschen, Zanker, II, Mainz 1986, Beil. 73d).
Fig. 6. Baltimora. Medazlione d'AU del tesoretto di Aboukir. D/ Busto dell imperatore Caracalla. R/ Alessandro colpisce con la lancia un cinghiale che lo attacca. (C. Vermeule,
SNR 61, 1982, PI. 5. 2).
68 H ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΑΣ ΠΙΕΡΙΑΣ
Μαρία
ΣΤΟΥΣ
ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΥΣ
ΟΙΚΙΣΜΟΥΣ
Παππά
Ilpıv and µερικά χρόνια στην περιοχή της Πιερίας δεν είχε ακόµη εντοπισθεί κανένας οικισμός της νεολιθικής περιόδου, όπως φαίνεται στο χάρτη της Μακεδονίας που δημοσιεύτηκε το 19821. Αντίθετα, κατά την ίδια περίοδο στην υπόλοιπη Μακεδονία ο αριθµός των εντοπισµένων νεολιθικών θέσεων είναι αναλογικά ὑυψηλός2, ενώ και η περιοχή της Θεσσαλίας εμφανίζεται ως ιδιαίτερα πυκνοκατοικημένη». Η έλλειψη νεολιθικών θέσεων and την Πιερία, όπως αποδείχθηκε µε το πέρασμα του χρόνου και την πιο συστηματική διεLEVON του χώρου, οφειλόταν χυρίως στις δυσκολίες εντοπισμούτους. Το ίδιο το τοπίο της περιοχής, µε τις χαμηλές λοφώδεις σειρές που καλύπτουν την έκταση ανάµεσα στα Πιέρια και τον Όλυμπο προς τα νότια και δυτικά, xat τη θάλασσα στα ανατολικά, αποτελεί έναν από τους παράγοντες δυσκολίας στον εντοπισμό θέσεων. Στα βόρεια παράλια δημιουργούνται µε γωήγορους ρυθμούς αλουβιακές προσχώσεις από τα τέσσερα ποτάμια της ζώνης του Θερμαϊκού µε κυρίαρχο τον Αλιάκμονα, ενώ στα νότια, στην περιοχή της Κατερίνης, ανάλογοι σχηματισμοί προέρχονται από τις επιχώσεις του Ολύμπου. Μέσα 0’ αυτό το τοπίο είναι αρκετά δύσκολος ο εντοπισμός των τεχνητών σχηματισμών που προκάλεσαν OL οιχισµοί του παρελθόντος, είτε γιατί κρύβονται ανάµεσα στοὺς λόφους, είτε γιατί καλύπτονται από τις VEÖτέρες αποθέσεις.
I. BA. to χάρτη ato Maxrdovia, 4000 χρώνια ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού 0. 32-33, 1982. 2. Βλ. ενδεικτικά και των πιο ενημερωμένο χάρτη ato Andreou 5., Fotiadis M. and K. Kotsakis, «Review of Aegean Prehistory V: The Neolithic and Bronze Age of Northern Greece», Α./.Α. 100, 0. 563, 1996. Σημειώνεται ato χώρο της Πιερίας µόνο ὁ πρόσφατα εντοπισµένος οικισμός του Μακρύγιαλου, Στο χάρτη σημειώνονται µόνο OL οικισμοί TOU έχουν ερευνηθεί µε χάποια ανασκαφή. Ἀθήνα
3. BA. ενδεικτικά to χάρτη ato Demoule J.-P. Gallis K. and 1. Manolakakis, «Transition entre les cultures Néolithiques. de Sesklo et de Dimini: Les Catégories Céramiques»,
Correspondance Hellenique (12,0. 4, 1988.
Bulletin de
S74
Μαρία
Hart
H εμφάνιση νεολιθικών θέσεων oto χάρτη της βόρειας Πιερίας κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαπέντε χρόνων οφείλεται στην εντατική προσπάθεια καν συνεχή παρουσία στην περιοχή του αρχαιολόγου της ΙΣΤ΄ ΕΠΚΑ Μάνθου Μπέσιου. Έτσι, πέντε πρόσφατα εντοπισµένες θέσεις προστέθηκαν ήδη στον κατάλογο των θέσεων της Μακεδονίας και αποκαθιστούν εν μέρει
το αρχαιολογικό τοπίοὰ (Σχ. 1). Πρόκειται για τους οικισμούς στα Παλιάμπελα Κολινδρού, στη θέση Προφήτης Ηλίας Σφενδάμης, στη Σεβαστή, στη ὑέση Αγίασμα Μακριυγιάλου και τέλος στον Κάτω Αηγιάννη. µια νέα θέση
που εντοπίσθηκε πρόσφατα σε µία απὀ τις χωματερές TOU έχουν ανοιχτεί βό-
vera της Κατερίνης». TO κοινό χαρακτηοιστικό όλων αὐτών των θέσεων, που αποτελεί ίσως και µία αιτία για τον «παθνυστερημένο» εντοπισμό τοῖς, είναι η ίδια η HORφολογία Tous. Όλοι οι οικισμοί ανήκουν στον τύπο του επίπεδου εχτεταμένου οικισμού που χαρακτηρίζει πλέον την εποχή αυτή της Μακεδονίαςό, To τελει;Taio επιῤέβαιώνεται όλο και συχνότερα, αφού διαρκώς εντοπίζονται νέες (eσεις αυτού του τύπου, είτε στη σηµερινή στάθµη του εδάφους, όπως οι θέσεις
στην Άσσηρο] και τη Στα υρούποληξ, είτε θαμμένες κάτω AUTO µεταγενέστερις επιχώσεις. όπως η θέση στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης”. Ο εντοπισμός τοὺς είναι αποτέλεσµα είτε εντατικής ἐπιφανειακής έρευνας, είτε Της OVOTNµατικής παρακολούθησης των οικοδομικών ὁραστηριοτήτων από πλευράς αρχαιολογικής υπηρεσίας. Μετά τη διατύπωση TOV πῳωώτων εωμηνευτικών μοντέλων για τη µορφή των οικισμών αυτών, µε βάση παράλληλα ad Tov ευρύτερο χώρο της βαλ4. Minonz κατάλογος των θέσεών ὀημοσιενεται ato Γριμμένος A, και Μπίαιος Μ., ATo τους που στορικυοῖς οικισμούς τὴς Κεντρικής Mae do vis, VA EXD. 5. H θέση στον Κατω Αηιάννη πρ ιάζεται εδω για πρώτη φορά. Εντοπίσθηκε to χιλ υλιίοι του 1996 από To συνάδελφο Μάνθυ Μπισιο, Βρίσκεται πολύ χοντά σε µια ἄλλη χωµατερή OTOV είχε εντοπισθεί και OEL από την K. Δεαποίνη o μακεδονικός τάφυς A της Κα: τερίνης, BA. αγετικά ato K. Δεὐτοίνη, «Ο) τάφος της Κατερίνης», Aozutokoyiza Avadenra FE Αὐηνωών, XIE, 1980, 2. 6. BA. ato Andreou, Fotiadis και Kotsakis, 6,7. (von. 2). a. 577-978, ton zen η αχετικὴ βι-
βλιο ας le. 7. BA. Andreou 5. καὶ Kotsakis K., «Prehistoric Rural Communities in Perspective: The Langadas Survey Project», ato P. N. Doukelis et L. G. Mendoni (εχὸ.), Structures rurales et societes antiques. Actes du collogue de Cortu, 14-16 Mai 1992, Centre de Recherches d Histoire Ancienne. Vol. 126, Annales Litteraires de { Universite de Bensancon, a. 19-20, Bensancon 1994. δ. H θέση εντοπίστηκε To 1964 και ONPOOLEVETEL γιά πωωτὴ φορά ato Ρωμιοποῦλονυ K., «Κλειστά ταφικά οὐνολα ποτεροκλασικον χρυνων OT Οεσσαλονίκη», Φίλε Ean εις Peapytoy ΓΕ. Milovav. tT. a. 194-218, Alva 1989. Ta τελευταία Zoo te διενεογείται ἀπό τη ET ΕΠ ΝΚΑ ανασκιφικἡ ἐρευνα, TU απυτέλέυματα της οποίες DEV ἔχουν δημοσιευτεί μέχοι TOOL. 9. Ἱωππά M. «Neo. dur) εγκἀτά ταση ota yogo της AuOvadz Lzlrons Θεσσαλονίκης», AEMO7, 1993,6. 303-310, Οσο ονιλη 1997.
H ovyavwon τοῦ χιύρωῦ στους νεολιθικούς οικισμούς της Βόρειας Πιερίας
875
κανικής αλλά και της Θεσσαλίας!θ, ο εντοπισμός χαι η σωστική ανασκαφή ενός ἀπό τους μεγαλύτερους εκτεταµένους νεολιθικούς οικισμούς στο Maπωύγιαλο Πιερίας πρόσφερε τη μοναδική ευκαιρία να αποκαλυφθεί η πλήρης πάτοψή Tov και η διαδρομή του στο χρόνο. Μέσα πια από τη νέα οπτικήπου µας προσφέρει ο Μακρύγιαλος, μπορούμε να επανεξετάσουµε και τους άλous επίπεδους οικισμούς και ειδικά αυτούς που έχουν ερευνηθεί στο παρελθόν µε ανασκαφές μικρής κλίµακας]!. Οι θέσεις Ο αριθµός από τούµπες που έχουν εντοπισθεί στο χώρο της Βόρειας Πιερίας είναι μικρός σε σχέση µε αὐτόν από την υπόλοιπη Μακεδονία. Όλες οι θέσεις που Na αναφέρουμε παρακάτω μπορούν να χαρακτηρισθούν επίπεδες, έχουν πολύ χαμηλές επιχώσεις, µεγάλη έπταση και µεγάλη επιφανειακή ὁιασπορά ευρημάτων. Ανασκαφική έρευνα έχει γίνει µόνο στο Μακρύγιαλο και τη Σεβαστή και τα παρακάτω σχόλια βασίζονται κυρίως σε παρατηρήσεις της επιφάνειας των οικισμών και τυχαία περισυλλογή υλικού. Σεβαστή: Ο οικισμός βρίσκεται δίπλα αχριβώς στο σύγχρονο χωριό, σε φυσικό βραχώδη λόφο που δεσπόζει στη γύρω περιοχή. Κατά καιρούς έχουν περισυλλεγεί από τη θέση αυτή ευρήματα της νεολιθικής και της ΠΕΧ. Το 1986 έγινε μικρής έκτασης ανασκαφή από τη LET" ΕΠΚΑ και αποκάλυψε to πολύ μικρό ύψος των επιχώσεων, μόλις 20-30 εκ.!2. Σημαντική ήταν η παρουσία λίθινων απολεπισµένων εργαλείων, ενώ η κεραμική δηλώνει ότι ο Otκισµός κατοικήθηκε KATA τις προδιµηνιακές και διµηνιαχές φάσεις. Σήµεριι η χεραμική που περισυλλέγεται επιφανειακά είναι αδρή. Η έκταση του οικισμού είχε υπολογισθεί περί τα 30 στρέμματα, επιφανειακές όµως παρατηρήσεις στις πλαγιές του λόφου δείχνουν ότι, δεδομένης και της διάβρωσης, Va πρέπει να περνάει τα 100 στωέμματα.
10. BA. Andreou 5. κι Kotsakis K., 6.7. (υπυς. 7), a. 17-25 και habitational space in neolithic Sesclo, La Thessalie, Quinze annces 1975-1990», Bilans ef perspectives. Actes du colloque international, A:125-130, Athens 1994. 11. Αναλυτικές ανασκαφικές εκθέσεις ÉLOUV δημοσιευτεί απὀ Παππά νίκη
Μ., «Νευλιθικός
Οιπιυμός
1997, των ἰδιων, «Νεολιθικός
Μακρύγιαλοι Οιχιαμος
1993»,
AEMO
Μακριυπιάλου,
ato Kotsakis K., «The use ol de recherche archeologiques, Lyon, 17-22 Avril 1990, vol. TO 1999 κ.ε. Μπέσιος
M. και
7, 1993, a. 215-222, Gxooudo-
1994», AEMO
8. 1994, vo
EXD. KUL
επίσης, «Νευλιθικύς Οικισμός Muzotyiukou, 1995», AEMO 9, 1995. Ho εκτενής TOUÔNOOLE VOT των idtwv ato «O Νεωλιθικος Otztonos ato Μακρήγιαλο Πιερίας», Αοχαιολογικά Avadtzra EE Αθηνών,
XXUEXX VU
(1990-1995) Alva
1998, a. 13-30.
12. K. Lovtyeg, «Avaonuy 7 ato λόφο της κοινότητας Σεβαστής», Ot Αρχαιολόγοι μιλούν για την Πιερία, 0. 96-106, 1990.
$76
Μαρια
Harz
Σφενδάµη: Και Ed ο οικισμός βρίσκεται GE φυσικό ύψωμα που δεσπόζει στην περιοχή, στη θέση Προφήτης Ηλίας. Σύμφωνα µε την επιφανειακή Arυαμική, η θέση κατοικείται απὀ την τελευταία φάση της νεότερης νεολιθικής
(φάση κλασικού Λιμηνίου) έως την πρώιμη αρχαϊκή περίοδο (Εικ. 1). Λόγω ακριβώς αυτών των αλλεπάλληλων εγκαταστάσεων επί της κορυφής και της μεγάλης διάρκειας κατοίκησης, είναι δύσκολος ο ὑπολογισμός της έκτασης του νεολιθικού οικισμού και του αντίστοιχου πάχους των επιχώσεων. Πάντως πρόκειται για εγκατάσταση περιορισμένης έκτασης, AV τη συγκρίνουμε µε τις υπόλοιπες, Παλιάμπελα Κολινδρού; Στις βορειότερες παρυφές των Πιερίων, στο χωριό Παλιάμπελα, βρίσκεται ένας από τους εκτενέστερους KUL πλουσιότεVOUS, σύµφωνα µε τα επιφανειακά ευρήματα, οικισμός της προϊστορικής Πιερίας (Εικ. 2). Το τοπίο εδώ είναι χαμηλό λοφώδες και παρουσιάζει ἀρκετὲς ομοιότητες µε το τοπίο όπου αναπτύχθηκε ο οικισμός του Μακρυγιάλου. Οι διατηρούµενες αρχαιολογικές επιχώσεις φαίνεται να έχουν αξιόλογο πάχος και το ποσοστό επιφανειακών εὐρημάτων είναι ιδιαίτερα υψηλό. H έκταση του οικισμού Ἐεπερνάει τα 120 στρέμματα και µέρος του σημερινού χωριού έχει πτισθεί πάνω στις αρχαίες επιχώσεις. Σε αντίθεση µε τους υπόλοιπους οικισμούς, το γεωλογικό στρώμα
εδώ χαρακτηρίζεται από την πα-
ῥουσία μεγάλου αριθμού από βότσαλα και πέτρες διαφόρων ειδών που αξιοποιούνται από τους προϊστορικούς κατοίκους. Είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή η αφθονία και ποικιλία των λειασµένων εργαλείων που συλλέγουν και παραδίOOVV στην υπηρεσία µας OL κάτοικοι του χωριού. Η κεραμική και η ειδωλΟπλαστική δηλώνει µεγάλη διάρκεια κατοίχησης ήδη ano τη MN και έως τις διµηνιακές φάσεις της νεότερης νεολιθικής (Εικ. 3). Το σηµαντικό πάχος των επιχώσεων που δε συναντάται στους υπόλοιπους οικισμούς είναι αποτέλεσµα της μεγάλης διάρκειας κατοίκησης. Μακρύγιαλος: Ο μεγαλύτερος and όλους τους έως τώρα εντοπισµένους επἰπεδους οικισμούς της Πιερίας βρίσκεται στη θέση Αγίασμα Μακρυγιάλου και υπολογίζουμε ότι έχει έκταση περί τα 500 στρέμματα. Ο υπολογισμός της έκτασης έγινε µετά την ολοκλήρωση της ἀνασκαφής, που κάλυψε ποσοστό µεγαλύτερο του 12%. Είναι αμφίβολο το κατά πόσο ο υπολογισμός αυτός Oa iayve, av βασιζόταν µόνο σε επιφανειακά στοιχεία. H αραιοκατοίκηση του {MOOV σε συνδικισμό µε TA υψηλά ποσοστά διάβρωσης µπορεί να παραπλανήσει και τον πιο συστηματικό ερευνητή επιφανείας. Πρέπει βέβαια να ὑπολογίσουµε ότι οὐσιαστικά πρόκειται για δύο διαδογικούς οικισμούς που βοίσκονται ο ένας δίπλα στον άλλο και ÉTOL εν μέρει ερμηνεύεται η τεράστια έκταση κατοίκησης, TOU είναι μεγαλύτερη απὀ κάθε γνωστό παράλληλο.
Και
οι δύο οικισμοί χρονολογούνται στη νεότερη νεολιθική περίοδο και καλύπτουν
H οργάνωση του χώρου στους νεολιθικοὺς οικισμούς της Βόρειας Πιερίας
877
προδιµηνιακές HAL ÊLUNVLAKÉS φάσεις. Ο πρώτος οικισμός περιβάλλεται ἀπό διπλό σύστημα τάφρου. Στο εσωτερικό του περιβόλου βρέθηκαν κυκλικά ηµιυπόγεια κτίσματα σε οµάδες, αραιά διατεταγµένες. Ο δεύτερος οικισμός παῥουσιάζει διαφορετική διάταξη οικοδομημάτων, πολύ πιο πυκνή. Τα σπίτια είναι πάλι κυκλικές ημιυπόγειες καλύβες και µόνο σε µια υποφάση παρουσιάζονται αφιδωτά μέγαρα. Το στρώμα της αρχαιολογικής επίχωσης δεν καλύπτει όλη την έκταση τον οικισμού, αλλά διασώζεται στις τεχνητές βαθύνσεις του εδάφους, που δημιουργήθηκαν από τους προϊστορικούς κατοίκους ως αποτέλεσµα της οικοδομικής και χωροοργανωτικής τους ὁραστηριότη-
τας!», Κάτω Αηγιάννης: Ο εντοπισμός µιας νέας νεολιθικής θέσεις κοντά στην Κατερίνη, στην κτηματική περιοχή του Κάτω Αγίου Ιωάννη, ήρθε va επιβεβαιώσει την υποψία µας ότι πολλά κατάλοιπα κατοίκησης έχουν θαφτεί στην παραλιακή ζώνη της Πιερίας χάτω από μεταγενέστερες επιχώσεις. Η διάνοιξη χωµατερής έφερε στην επιφάνεια το νεολιθικό οικισμό, οκτώ περίπου µέτρα χάτω από τη σηµερινή επιφάνεια του εδάφους (Εικ. 4). Πρόκειται και oO’ αυτή την περίπτωση για pia εκτεταμένη θέση µε χαμηλό πάχος επιχώσεων. Είναι εμφανείς, στο επίπεδο που έφτασε η εκσκαφή, περιοχές µε λάχκους YEµάτους γκριζωπό χώμα και ευρήματα που αποτελούν τα κατάλοιπα της προϊστορικής κατοίκησης. Η διάταξη των λάκκων είναι αραιή και θυμίζει αυτήν της πρώτης φάσης tov οικισμού του Μακρυγιάλου. Έχουν αποκαλυφθεί περίπου 20 στρέμματα, είναι όµως βέβαιο ότι ο οιχισµός συνεχίζεται κάτω από τα γύρω χωράφια. Τα σχήματα και η διακόσμηση των αγγείων, που μἀζεύτηκαν επιφανειακά, παραπέμπουν σε παράλληλα της θεσσαλικής αρχαιότερης νεολιθικής (Εικ. 5)'4, ενώ είναι εντυπωσιακή η παρουσία άφθονων απολεπισµάτων και εργαλείων χαλαζία, Η υπόθεσή µας ότι πρόκειται για λάκκους που σχετίζονται µε κατοίκηση ενισχύεται από την ύπαρξη σηµα-
ντικής ποσότητας από μυλόπετρες και τριβεία. Παρατηρήσεις 1. Η επιλογή της θέσης των επτεταµένων οικισμών µέσα στο τοπίο της Πιερίας δεν παρουσιάζει στοιχεία οµμοιοµορφίας WS προς το υψόμετρο. TH γέωλογιχή σύσταση του εδάφους ή την απόσταση ano τη θάλασσα.
Ιδρύονται
είτε σε χαμηλίς λοφώδεις πλαγιές, είτε σε τελείως επίπεδες εκτάσεις. Πάντα
13. Για τη σγετική ῥιῤλιογραφία PA. υπυσ. ΤΙ. 14. J. Milojcic - ν. Zumbusch und V. Molojcic, «Die Deutschen Ausgrabungen auf der OtzakiMagula in Thessalien, 1, Das Frühe Neolithikum», teil IT. U. 4, BAM 10/11, Bonn 1971.
875
Μαρία
Παππά
περιστοιχίζονται UNO ρέματα, ενώ οι αποστάσεις από πηγές τροφοδοσίας. όπως τα δάση και η θάλασσα. είναι σχετικά κοντινές. 2. Από τις πέντε θέσεις NOV αναφέραµε έως τώρα. η Σφενδάμη διαφοωοποιείται σηµαντικά από τους υπόλοιπους οιχισμούς ως προς το μέγεθος και τη διάρκεια κατοίκησης. Οι άλλοι τέσσερις οικισμοί αποτελούν αντιπροσωπευτικά δείγματα των επἰπεδων-εκτεταμένων οικισμών, όπως µας είναι γνωστά από την ελληνική και βαλκανική βιβλιογραφίᾳ. Στους ανασκαμµένους οικισμούς, ὁηλαδή TO Μακρύγιάλο και τη ZrßaOTH, TO πάχος επιχώσεων είναι μικρό και µε τη διάβρωση σχεδόν εξαφανίεTUL, διατηρούμενο µόνο µέσα στους λάκκους, To ίδιο γεγονός διαπιστώθηκε στον Κάτω Αηγιάννη, αφού η αποχωµάτωση για τη δηµιουργία χωμµατερής «ξύρισε» κυριολεκτικά την επιφάνεια του οικισμού XML επέτρεψε τη χάρτογυωάφηση των λάκκων. Ο οικισμός στα Παλιάμπελα παρουσιάζεται διαφοροποιηµένος, αφού dev έχει μεν αποκαλυφθεί το πάχος των ἐπιχώσεων, φαίνεTUL όµως ότι αυτό είναι μεγαλύτερο από ό,τι στους προηγούμενους οικισμούς, λόγω της αφθονίας και της πυκνότητας των επιφανειακών ευρηµάτων, καθώς και της μεγάλης διάρκειας κατοίκησης. H έπταση αντίστοιχα των επίπέδων οικισμών είναι συνάρτηση και του βαθμού της οριζόντιας μετακίνησης των διαδοχικών φάσεων. Στον οικισμό του Μακρυγιάλου, όπου έχουµε τη μεγαλύτερη έως τώρα εκτίμηση ἑπτασης (500 στρ.). dE σηµαίνει ότι πράγματι έχουµε το µεγαλύτερο σε πληθυσμό N διάρκεια οικισμό αυτού του τύπου, αφού έχει διαπιστωθεί ότι η µεγάλη έκταση προκύπτει ATG την οριζόντια μετακίνηση των δύο διαδοχικών φάσεων στο χώρο. Σε επίπεδοις-εχτεταμένους οικισμούς που έχουν ερευνηθεί avaσκαφικἀ στη Μακεδονία, όπως τα Βασιλικά, τη Θέρμη και τα Γιαννιτσά B, η
έκταση εκτιμάται σε μεγέθη σαφώς μικρότερα από αυτό του Μακρυγιάλοι (από 80 έως 100 στρ.), ὡστόσο είναι µεγάλο το πάχος της αρχαιολογικής επίχωσης. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις έχει διαπιστωθεί ῃ ὑπαρξηὴ πατακόρυφης διαδοχής των φάσεων, κάτι που µόνο στον οικισμό των Παλιαμπέλων Oa μπορούσε ίσως va βρει αντιστοιχία. Ειδικά στην περίπτωση TV Βασιλικών η επίχωση φτάνει σε πάχος τα 6 µέτρα, καλύπτοντας όμως ένα εὖρος χρονικό που ξεκινάει κατά τον ανασκαφέα από τη MN έως και τις τελευταίες φάσεις της νεότερης νεολιθικής!», Στον οικισμό της Θέρμης, όπου η κατοίκηση διήρκεσε πολύ συντομότερο χρονικό διάστηµα από αυτό των Baσιλικών, έχουµε πάχος επιχώσεων που Ἐεπερνάει κατά µέσο όρο τα 2.00 11.16, 15. A. Γραμμένος, Νεολιθικές Eveuves στην’ Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία, σ. 30-31, Αθήνα
199],
16. M. Παππά,
«Στυιχιτία yıa την υργάνωση
τοῦ χώρου
στην κοιλάδα
των
Αμχαία Μακεδυνία, So Διεθνές Συμπόσιο, τ. 2,0. 1230 και oy. 3, Θεσσαλωνίκη 1993.
Βασιλικών»,
Η υργάνωση του χώρου στους νεολιθικοῖῦῖς οικισμούς της Βύρειας Πιερίας
579
ενώ ἀνάλογες είναι XAL OL παρατηρήσεις ἀπό TOV οιχισµό τὼν Γιαννιτσών B, όπου η διαδοχή των στρωμάτωὼν ξεκινάει από την αρχαιότερη νεολιθική και
φτάνει έως τη νεότερη νεολιθική!7. 3. Μόνο σε δύο από τις θέσεις της Βόρειας Πιερίας, τη Σφενδάµη και τη Σεβαστή, η κατοίκηση συνεχίζεται και µετά τη νεολιθική περίοδο. ενώ σε γενι-
AEG γραμμές κατά την εποχή του χαλκού ιδρύονται νέες θέσεις. Φαίνεται έτσι ότι σε κάθε εποχή η επιλογή των θέσεων κατοίκησης υπαγορεύεται από δια-
φορετικές κοινωνικοοικονοµιχές συνθήκες και προσαρμόζεται ανάλογα. Πάντως πρέπει να σημειώσουμε ότι τέσσερις από τις θέσεις, η Σεβαστή, τα Tlaλιάµπελα, ο Μακρύγιαλος και η Σφενδάµη συνυπάρχοὺν --σύμφωνα µε τα δεδοµένα της κεραμµικής--- για ένα µεγάλο διάστηµα της νεότερης νεολιί)ικής. Απέχουμε όµως ακόµη πολύ από τη διατύπωση προτάσεων για τη διάταξη των οικισμών στο νεολιθικό πιερικό τοπίο. 4. H λεπτομερής καταγραφή της οργάνωσης του ενδοκοινοτικού χώραι!
πατά την ανασκαφή του νεολιθικού οικισμού στο Μακρύγιαλο είναι ενδειπτική για την οργάνωση των οικισμών που εμφανίζουν τα ίδια μορφολογικά στοιχεία. Στο Μακρύγιαλο για πρώτη φορά καταγυάφηκαν εκτεταμένες TIE-
ριοχές αραιοκατοίχησης, που επιβεβαίωσαν εν LEVEL τα μοντέλα που είχαν προταθεί για τους επἰπεδους-εκχτεταμένους οικισμούς!δ, Απρόσμενη ήταν η παρουσία των κυμλικών ημιυπόγειων οιχκηµάτων, που αποδείχτηκε ότι αποτελούσαν την χύρια επιλογή των κατοίκων και στις δύο φάσεις κατοίκησης, γεγονός που από τα έως τώρα διαθέσιµα δεδοµένα συμβαίνει για πρώτη OHG στη νεότερη νεολιθική του ελλαδικού χώρου, Συνήθως το κυκλικό ημιι)πόγειο σπίτι συναντάται σε οικισμούς των πρώιμων περιόδων της νεολιθι».ng!?. Kata τις ανασκαφές άλλων εκτεταμένων οικισμών, όπως τα Buatλικά και η Θέρμη στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης, έχουµε ενδείξεις για ύπαρξη ορθογώνιων κατόψεων, παρόλη την περιορισμένη έκταση των ανασκαφών2θ, Είναι εξάλλου γεγονός ότι στη διεθνή βιβλιογραφία η κυκλική µορφή έχει συνδεθεί µε τη συζήτηση των πρὠιμων μορφών κοινωνικής οργάVMAS και βαθμού πολυπλοκότητας και µε στάδια ημιμόνιμης εγκατάστα-
17. Παν. Xovavatopov, «O νεωλιθικύς οικισμός tov Γιαννιτούν By, AEMO
3, 1989, a.
122-124, Θεάσαιλυνίκη 1992. (8. Σ. Avoofou και K. Κωτυάκης, «Λιαστάσεις tov χώρου την Κεντοική Maxedovia: Απυτώμωση της EVOUAOLVOTLANS και διακοινοτικής χωρυοργανώσης», ANTS, a. 56-88, Οεσσαλυνίκη 1986. 19. Βλ. για τη οχετική βιῤλιογωαφία ato Μπέσιος και Παππά. «Ο Ντολιθικόὸς Οικισμός στο Μακρίπιαλο Πιερίας», Αρχαιολογικά Avddexta εξ Αὐηνών. υπύ ἐκὺ. 20. Βλ. A. Γραμμένος, 0.7. (uated. 14), a. 36 και M. Παππά, 6.7. (tod, 19), σ. 1228 αι 1236-1238.
880
Μαρία
Παππά
ong?!. Η παρουσία λάχκων κατοίκησης στη νέα θέση που έχει εντοπισθεί στον Κάτω Αηγιάννη µας δίνει τώρα ένα πυωιμότερο παράλληλο σε γειτονική µε το Μακρύγιαλο περιοχή. Ίσως λοιπόν η χρήση του κυκλικού σπιτιού στη νεό-
τερη νεολιθική, εχτός από άλλες ερμηνείες, νε αποτελεί στο χώρο της Πιεvias τη διατήρηση µιας παράδοσης mov dev έχει ξεχαστεί. Πάντως η παρουσία του κυκλικού οικοδομήματος δε δημιουργεί προβλήHUTA στην οργάνωση του χώρου ενός εκτεταμµένου-επίπεδου οικισμού, όπου η
ευρύτητα χώρου είναι δεδομένη, σε αντίθεση µε την ορθογωνική Sounon22 που ἐπιβάλλει η στενότητα του χώρου σε έναν οικισμό περιορισμένης έκτασης, όπως οι τούμπες. Οι οµάδες σπιτιών, όπως έχουν καταγραφεί στη φάση | του Μακρυγιάλον, επιτρέπουν την άνετη διάταξη των κατοικιών και των βοηθητικών πρωοσκτισμάτων και αφήνουν µεγάλο περιθώριο για την ανάπτυξη άλλων ὃραστηριοτήτων στον προκαθορισμένο από την τάφρο ενδοκοινοτικό χώρο. Αυτές οι ὁραστηριότητες έχει υποστηριχθεί ότι σχετίζονται χιρίως µε την καλλιέργεια της γης και την εκτροφή των ζώωνζὸ. 5. Φαίνεται τέλος ότι ο χώρος της Πιερίας έχει µια μακρόχρονη παράSOON στοὺς απλωμένους και αραιοκατοικημένους οικισμούς. Σε όλα σχεδόν τα σηµερινά χωριά των Πιερίων, ἀλλά xat της παραλιακής ζώνης, τα σπίτια είναι πτισµένα σε αραιά διαστήματα, ενώ μεσολαβούν χωράφια και άδειοι χώροι, Τα χωριά απλώνονται πάνω στους λόφους, συμπεριλαμβάνουν τα ῥέματα, ακολουθούν τους ὀρόμους HAL ενσωματώνουν το τοπίο µέσα στον κοινοτικό χώρο. Δίπλα στα σπίτια καλλιεργούνται σιτηρά, καλαμπόκι και διάφορα κηπεντικά, ενώ αποθηκεύονται τα χαπνά και το άχυρο σε AVOLKTOUC χώρους, Η όχι τόσο συχνή παρουσία εγκαταστάσεων σχετικών µε την εκτροφή ζώων ίσως συνδέεται µε το γενικότερο μαρασμό της κτηνοτροφίας. Έχει ενδιαφέρον να παραβάλουµε την έκταση των σημερινών χωριών µε την έπταση των νεολιθικών χωριών, ειδικά στις περιπτώσεις των θέσεων, στη Σεβαστή. στα Παλιάμπελα και στο Μακούγιαλο, ὀπου σύγχρονος και προῖ-
ton
21. Για διαπραγμάτευση tou (έματος των πυκλικών και ὀρθογιώνιων σπιτιών και AUOYɵε βαθμό κοινωνικἠς πυλυπλοκότητας βλ. στα Τ. Watkins, «The origins of house and
home»,
World Archacology, Vol. 21. No 3, Archacological Innovation, 336-347 και B. A. Saidel,
«Round House or Square? Architectural Form and Socio-Economic Organization in the PPNB», Journal of Mediterranean Archaeology, 6/1 (1993) 45-108. 22. ME TOV (wo αυτό εννυείται η χρήση κτισμάτων κατασκειασµένων απύ EVDÜYPAHHOVS τοίχους και OYE TO «ορθογωνιπό σύστηµα πολεοδομικής διάταξης». OTS περιγράφεται ato N. Κόώνσυλα, «H Πωλεοδομική Που ἡ τών Προιατορικών οικισμών Tor Αιγαιακοί χώρου», ΤιμΗτικός τόµος «λάνήμη Kadnyarov [εωωνυμου ΠΠ ντου», a. 5. Αθήνα 1984. Ακόμη. για τη µεγαλύτεOF οικονομία ZOQOV που πρυσφέρουῦν Ta κτίσματα µε εὐθύγραµμοις τοιχοὺς, καθως και τη μεγαλύτερη ευελιξία. PA. στο Saidel, 6.7. (tas, 21), 0. 76-77. 23. BA. Andreou and Kotsakis, O7. (100. 7), 0. 20,
Η ogyavwon tov χώρου στοὺς νεολιθικούς οικισμούς της Βόρειας Πιερίας
881
στορικός οικισμός γειτονεύουν (Σχ. 2, 3, 4). Σε όλες τις περιπτώσεις η ÉXTUON είναι περίπου ion. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι στο Μακρύγιαλο, όπου έχουµε μεγαλύτερη έκταση του νεολιθικού οικισμού, αντίστοιχα µεγάλη είναι και η έκταση του σημερινού χωριού. Αυτός ο τρόπος οργάνωσης δε χαρακτηρίζει βέβαια µόνο τα χωριά της Πιερίας, όπως lows χαι οι επίπεδοι-εκτεταμένοι οικισμοί να µην αποτελούν χαρακτηοιστικό µόνο της νεολιθικής Μακεδονίας. Οι ίδιοι περιορισμοί που ἐμπόδιζαν έως τώρα τον εντοπισμό των θέσεων στην Πιερία µπορεί να ισχύουν και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας και va επέλθουν μελλοντικά σηµαντικές αλλαγές στα έως τώρα δεδοµένα για τη διάταξη των νεολιθικών οικισμών. ΙΣΤ ΕΠΚΑ Αρχαιυλυγικό Μουσείο Θεσσαλονίκης
882
ς
Μαρία Παππά
Εικ. I. Επιφανειακή κεραμική απὀ τη θέση Προφήτης Ηλίας Σφενόάµης.
Εικ. 3. Επι(ανειακή κεραμική ato τὸ νεολιθικό οικισμὸ στα Παλιάμπελα.
H ogydvwon tov χώρου στους νεολιθικούς οικισμούς της Βόρειας uvias
a
:
¥
2
nt
35.
a
en.
7
Εικ. 4. Ο νευλιθικός οικισμός στη χωματερή Κάτω Αηγιάννη.
Εικ. 5. Τµήµα ανοικτού αγγείου acto tov ὀιχισμό στον Κάτω Αηγιάννη.
883
Μαρία
Παππά
Aoonpoc
A
A Γιανιτσά
upounoAn
€]
CA
AGESEA NONIKH N
Aiedvne Exôeon
Nıkoundeia
MABaoıkıka OEPMAIKOL KOANOZ
ΣφενδάμπΑ
‘ Μακρύγιαλος
Σεβοστη
'
KATEPINH®
Θέρμη
K
Ay. lwavvne
'
Σχ. I. Χάρτης. Σηµειώνονται οι θέσεις που αναφέρονται στο κείµενυ.
886
Μαρία Παπττά
ΠΑΛΙΑΜΠΕΛΑ ουγχρονος Οικισµος νεολιθικος οικιοµος
_
250,
IN D
ΜΑΚΡΥΓΙΑΛΩΣ
/
CL oma mene
4 4
CNET
mungen‘
ΣΧ. 4. Έκταση otrzoovor xat νεωλιθικοιῦ ocaonot στο Maxotyiado.
69 OIKHMATA ΣΤΗΝ ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΚΗ TOY ΑΡΧΟΝΤΙΚΟΥ ΓΙΑΝΝΙΤΣΟΝ
Aix. Ayy.
ΤΟΥΜΠΑ
Παπαευθυμίου-Παπανθίµμου Πιλάλη-Παπαστερίου
Στην ανατολική πλαγιά της τούμπας του Αρχοντικού
Γιαννιτσών ἁ«πο-
AUAUPONKE µε τις ανασκαφές των ετών 1993-1996 µια οικιστική φάση που χαρακτηρίζεται από πασσαλόπηκτα οικήµατα!. Με βάση την κεραμειχή xat 8 ραδιοχρονολογήσεις που µας έδωσε το εργαστήριο αρχαιοµετρίας του ΕΚΕΦΕ Δημόκριτος η φάση αυτή χρονολογείται ανάµεσα στο 2300-1900 π.Χ., δηλαδή στο τέλος της ΠΕΧ και στην αρχή της MEX, σύμφωνα µε τα χρονολογικά δεδοµένα της Ν. Ελλάδας. Από τα οικήµατα αυτά ανασκάφηκε µέχρι τώρα τµήµα του εσωτερικού τοὺς που φαίνεται ότι ορίζεται µε σειρές από πασσαλόπηκτους τοίχους. Πιῥανότατα πρόκειται για επιμήκη σπίτια, το ένα πλάι στο άλλο µε προσανα-
τολισµό από A. προς A. Η οικοδομική τεχνική τους προϊστορικούς οικισμούς της Μακεδονίας. Εύλινα δοκάρια και πιθανότατα ανάμεσά τους και καλαμιών, ενώ όλος O σκελετός επιχρίονταν πηλό.
Ορύγματα
θεμελίωσης
ήταν απλή και συνήθης για Οι τοίχοι είχαν σκελετό από υπήρχαν πλέγματα κλαδιών εσωτερικά και εξωτερικά µε
για την τοποθέτηση
των πασσάλων
ἡ χρήση
πλιθιών δε διαπιστώνεται, OTS σε άλλες θέσειςΣ. Μεγάλα δοκάρια στο εσωτερικό TOUS, που µέριχκές φορές στερεώνονταν µε άλλα πλευρικά, λοξά τοποθετημένα φαίνεται ότι συγκρατούσαν τη στέγη, ενώ άλλα σε ακανόνιστη διάταξη δεν αποκλείεται να εξυπηρετούσαν πρακτικές ανάγκες À να όριζαν µερικούς ειδικούς χώρους À κατασχευές. Ta δάπεδά τους ήταν από σκληρό πηλόχωμα που σε ορισμένα σηµεία μπορέσαμε να το παρακολουθήσουμε σε κάποια έκταση. Στην αδιατάραχτη επίχωση των ὑαπέδων και πάνω 0’ αυτά ῥυέθηκαν αποθηκευτικά ἡ µαγειρικά σκεύη, αγγεία καλής ποιότητας KUL
προσεγµένης κατασκευής ---με χαρακτηριστικό σχήμα αυτό του αμφορίσχκοι) µε υπερυψωμένες λαβές---, αντιχείμένα καθημερινής χωήσης, σφονδύλια, FOL Ave Παπαειθυμίου-Παπανθιµου, Ayy. Πιλάλη-Παπαστερίουῦ, AEMO 1993, 1994, 1905. 2. Γ. Ασλάνης, H πυοιστορία ing Moaxtôovias 1. Η Νεολιθική Εποχή, Αθήνα 1992, 75.
SRN
Ark. Hararvümiontleravinon
/ Ase. Πιλάλη[Πα τα τρίο)
γαλείά κ.λ.π. KU απανθρακωμένοι σπόροι. Το mo ενδιαφέρον όμως ENON
ήταν οι πηλοκατασκευές που πατούσαν
στι δάπεδα των σπιτιών. Σε τρεις τουλάχιστον περιπτώσεις βρέθηκαν OVYAt -
ντρωμένες πολλές µαζί, η µία δίπλα στην άλλη, και προανώς εξυπηρετοῦσαν διάφορες οικοτεχνικές και τροφοπαρασκειναστικές ανάγκες των χατοίχων του οικισμού. Το γεγονός της καλής TOUS διατήρησης µας επιτρέπει να ανασυνθέσοιυμε αρκετά στοιχεία τῆς µορφής και της χρήσης τους. Ἠδη το 1993 σκάβοντας το βορειότερο πασσαλόπηκτο οίκημα ἐντοπίσαμε στο δἀάπεδό του µια ἑλλειφοειδή κατασκευή µε τοιχώματα στην περιφίέωεια και άνοιγμα στη µία πλευρά της. Πλάι της διατηρούνταν αποσπασματικά άλλες δύο παρόμοιες, καθώς και µια τετράγωνη στην οποία βρέθηκε στερειυEvo ένα πιθάρι. Ανάμεσά τους βρέθηκαν
12 σχιδύν ακέραια αγγεία πάνω σε
µια πηλόκτιστη πλατφόρμα, TO σγήµα της οποίας dE διασωζόταν (Γκ.
D).
Το ερώτημα που αμιέσως προέκυψε ἦταν: ποια η µορφή και η χρήση ave τών των κατασκευών, Ἠταν ανοιχτές εστίες για τη θέωμανση Hl το φωτισμό.
ιπνοί ή κλίβανοι για την τοροοπαρασκειή, σύμφωνα
µε την κατάταξη τοι
Ττσούντα», Στο σηµείο até Oa πρίπει ν᾿ αναφέρουμε ότι ίχνη φωτιάς de Bor-
θηχαν στο ὀάπιδό TOUS, H σγίση τους ὁμως HE τοοφοπαρασκευαστικές ὃριστηριότητες επιβεβαιώνεται COTO τη µεγάλη ποσότητα απινθρκωμένων σπόLEV που βρέθηχαν στην περιοχή αυτή.
Era µέρος των ερωτημάτων αὐτῶν δια(ωτίστηκε σταδιακά µε τη ve χεια της ανασκιής.
Πράγματι. στο νοτιότερο οίκημα της ἰδιας άσης
Por-
Onze µια παρόμοια µε την προηνούμενη ελλειφοειδής πηλοκατασκενή. Otttστάσεων 76x44 εκ. To σημαντικό στοιχιίο TOU µας δίνει εἶναι OTE διατηοεί τα τοιχώματά της σε αρκετό VWYOS, ὥστε είναι φανιρή η θολωτή της στέ «ση. τη
POEL πλευρά της διαμορφώνιται ἀνοινμα 22 εκ. και μπωοστά TOU OZNNATLGran µικοή πλατφόρμα (20x47 εκ.). To δἀάπιδυ της κατασκευής κα UTTETUL με επίχρισμα TOV συνεχίζεται και στα εσωτερικά τοιχώματα. EVD κομμάτια φψημένου πηλού CTA τη στέγη ῥυέθηχαν πισµίνα στο εσωτερικό της. ΛΙΝ
υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για μιχυό φουρνάχι, TOV όπως FDELEE η απωκατάστασή του (ΣΥ. D). θά είχε μάλλον χαμηλό ύψος. ενώ δὲν αποχκλείεται να µην υπήρχε ἀνοιύμα στην ὀροφή του. Στα ὀυτικά τον «ποκαλὐφθηγε τετράγωγηή πλαταόρµα (74x74 εκ.) και στα ανατολικά µια ἄλλη κατασκευή QUE κυκλικό πιριχείλωµα διαμέτρου 25 εκ. και βάθους {5 εκ. H πλατφόυμµα πιὑκκνότατα γωησιμοποιήθηκε για την τοποθέτηση Cervelo, ὁπως εκείνη τοι βο-
οειότερου οιχήματος TOU αναφέραμε, TP YU ἀλλους πρακτικούς σκοπούς. H AVAMAN πάλι κατασκενἡ πιθανόν να ήταν σιρός για αποθήκευση µικοής σχε3. Χούντας,
Ae πω τορικαι
axuoToirz Atıımvior και Eroxkon, Αθηνα
1908, 105-6.
Οικήµατα στην Agototogiay τούμπτα του Αρχοντικοῦ Γιαννιτσιύν
889
τικά ποσότητας καρπών ἠ θέση υποδοχής μεγάλων αποθηκευτικών αγγείων’. Σε άλλες περιπτώσεις βρέθηκαν και απλοί λάχκχοι ανοιγµένοι στο δάπεδο µε μεγαλύτερη αποθηκευτική δυνατότητα (Εικ. 2). Πιο σύνθετη αλλά πιο αποκαλυπτική είναι η εγκατάσταση σ᾿ ένα ÖLπλανό χώρο 1006 τα βόρεια. Εδώ βρέθηκαν 3 ελλειψοειδείς κατασκευές, µία κυκλική και τμήματα δύο άλλων. H µεγαλύτερη από τις ελλειψοειδείς, διασιτάσεων 78x54 EX., έχει άνοιγμα στα δυτικά. Αν και δεν σώζονται τα τοιχώµατά της σε ύψος, θα πρέπει να είχε θολωτή στέγαση, όπως HAL αυτή που περιγράψαµε προηγουμένως. Δίπλα της εντοπίστηκε µια άλλη παρόμοια που διατηρεί µόνο µέρος από τα πλευρικά τοιχώματα και Mag’ όλη την αποσπασµατική της διατήρηση µας δίνει Eva άλλο πολύ διαφωτιστικό στοιχείο για τη χρήση της. Μέσα 0’ αυτή βρέθηκε στη θέση του ένα αγγείο που δείχνει ότι είχε τοποθετηθεί στο μικρό αυτό φουρνάκι προφανώς για µαγείρεµα. Το αγγείο
dev έχει ακόµα αφαιρεθεί, έτσι Sev γνωρίζουμε το περιεχόμενό του. Πρέπει όμως νά υπογοαμμίσουμε ότι εδώ, σε αντίθεση µε τις άλλες κατασκευές, TU ίχνη της φωτιάς είναι έντονα. Q¢ σιρός ή ως θέση υποδοχής αγγείου µποοεί να είχε χρησιμοποιηθεί και η κατασκευή µε το κυκλικό περιχείλωµα (Εικ. 3). Αξιολογώντας τα παραπάνω δεδοµένα, μπορούμε να σταθούμε σε τρία σηµεία: στους διάφορους τύπους των κατασκευών, στην ευρύτατη κατανομή τους στο χώρο και στην πυκνή διάταξή τους.
Η πυκνή αυτή διάταξη είναι
ασυνήθιστη στα οικήματα της Μακεδονίας. Π.χ. στη λεγόμενη «Καμένη ΟιAlu» των Σιταγρών µέσα στον αφιδωτό χώρο που ονομάστηκε μαγειρείο βοέOnxav µόνο 2 εστίες και 2 IWOL. Όμως η µορφή TOUS SE μοιάζει µε αυτή του Αὐχοντικού.
H συγκέντρωση πάλι διαφορετικών τύπων υποδηλώνει προφανώς µια ELδική χρήση για κάθε κατασκευή”. Είναι ακόµα ὁύσχολο να προσδιορίσουμε TH]
χρήση όλων αυτών των κατασχκεικὺν και τη μιταξύ TOUS λειτουργική σχέση. (2016000 µε Ta δεδοµένα του Αργοντικοῦ μπορούμε να δεχθούμε ότι OL EAAELψοειδείς ήταν μικρά GOVOVAXLE που δίπλα τους υπήρχε πλατφόρμα, για την τοποθέτηση σκεικύν AUL κυκλικοί σιροί για την αποθήκευση καρπών. O τύπος
του μικρού φούρνου αναγνωρίζεται σε διάφορες θέσεις της Μακεδονίας κατά τη NAO και την ΠΕΧ7, όμως µόνο το παράδειγµα του Αρχοντικού δίνει για πρώτη φορά Eexa0ava στοιχεία για τη θολωτή του στέγαση. Για τη χρήση του πιστεύεται γενικά OTL το ζέσταμα γινόταν µε κάωβουνα που είχαν πῳροετοιµά4. Γ. Χουρμυιζιάδης, To νεολιθικὸ Agujve, Bokos 1979, 140. 5. C. Rentrew, Excavations at Sitagroi A Prehistoric Village in Northeast Greece, Vol. I, 190 πε. iv. XXX, XXXL. 6. BA. άλλη ἀποφη. Xovrquovidcuaans, OT. 133, 134. 7.R. Treuil, Le Neolithique et le Bronze Ancien Egéen, Paris 1983, 332.
890
Aux. Hastarıdyuov-Tlatavikpov
/Ayy. Πιλάλη-Παπαστερίου
OTEL σε ἀνοιχτές εστίες και μεταφέρονταν µε ειδικά σκεύη. Το ψήσιμο του quγητού ή TOV ψωμιού γινόταν στο (άλαμο, όπως στη σύγχρονη εποχή. QaTAGO εκτός απὀ τα φουρνάχια βρέθηκαν και ἀνοιχτές εστίες µε απλό περιχείλωµα στην περιφέρειά τους που εξυπηρετούσαν προφανώς τη θέρμανση και το «ωτισµό. Το επόμενο ερώτημα που Ha μπορούσε να τεθεί είναι αν αυτές OL χατισκευές εξυπηρετούσαν τις ανάγκες ενός µόνο νοικοκυριού À πολλών µε την έννοια της εωγαστηριακής ὁραστηριότητας, δηλαδή της επεξεργασίας Mayaγωγικών À τροφοσυλλεκτικών προϊόντων και παρασκευής της τροφής. Η απάντηση αυτή da ήταν δυνατή µόνο µε την οριζόντια επέκταση της ανασκαφής, ώστε να προσδιοριστούν τα όρια και το μέγεθος των οικηµάτων καθώς και η κατανομή των κατασκευών µέσα στο χώρο. Έτσι η συγκέντρωση KUTU-
σκευών στο εσωτερικό κάθε οικήµατος θα υποδήλωνε την τροφοπαρασκευ(στική του αυτάρκεια σε επίπεδο νοικοκυριού. Η παρουσία τους πάλι σε µερικά µόνο νοικοκυριά θα σήμαινε ενδεχόμενα µια τροφοπαρασκευαστική παραγωγή που Ha Εεπερνούσε τα όρια ενός νοικοκυριού και θα επεκτεινόταν 0° ένα ενδοκοινοτικό επίπεδο ή και διακοινοτικό µε την έννοια πιθανόν και των
ανταλλαγών. Τα πρώτα στοιχεία για µια τέτοιου είδους εργαστηριαχκή ὁραστηριότητα μας δίνουν οι πρώτες αναλύσεις του παλαιοβοτανολογικού υλικού από το βόρειο σπίτι. Z’ αυτό βρέθηκαν υποπροϊόντα ANS τον καθαρισμό του µονόκοκκου/δίκοκκου σιταριού που μαρτυρούν την επεξεργασία των σπόρων για την κατανάλωσή του από τον άνθρωπο. Τα υποπροϊόντα Aa μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ή ὡς ζωοτροφές ή WG καύσιμο υλικό στις εστίες. Επίσης βρέθηκαν κοτυληδόνες βελανιδιών καθαρισµένες. Τα βελανίδια είναι τροφή ιδιαίτερα πλούσια σε άμυλο και έλαια και φαίνεται πολύ πιθανόν ότι χρησιμοποιούνταν ὡς διατροφή από TOUS κατοίκους του Αωρχοντικού. Ωστόσο για va είναι κατάλληλα για τροφή έπρεπε ή να τα μουσκεύουν T να τα βράσουν N va τα καβουρδίσουν. Κατόπιν οι κοτυληδόνες θα ήταν κατάλληλες να αλεστούν ή να καταναλωθούν παβουρδισµένες. Αυτές είναι OL πρώτες εκτιμήσεις γιά τα νέα ευρήματα απὀ τον προΐστοοιχό οικισμό του Αρχοντικού. H εικόνα που µας δίνουν είναι ακόµα ελλιπής και εν µέρει ὁυσανάγνωστη. Ωστόσο πιστεύουμε ότι η αρχαιολογική σκαπάνη άγγιξε µια ουσιαστική πτυχή της ζωής των ανθρώπων που έζησαν πριν από 4000 χρόνια στο χώρο της Μακεδονίας. Αυτή φωτίζει έστω χαι αμυδρά Eva κομμάτι της προσωπικής TOUS ζωής, τον καθημερινό µόχθο µέσα στο OT, τις καθημερινές τους ὐοντίδες για τη διαβίωση.
Οικήµατα στην προϊστορική τούμπα του Agyovrixoë Γιαννιτσών
ες.
x
=
u
2
Εικ. I. Ανασκαφή Αοχοντικού. To βορειότερο πασσαλόπηκτο οίκηµα µε διάφορες κατασκευές στο δάπεδό του.
ανασκαφής.
Εικ. 3. Ανασκαφή Αρχοντικού. Πήλινοι ιπνοί. Στον ένα διακρίνεται To αγγείο στη θέση του.
891
#92
Aix. Παπαειυμιου-Παπανβιµου
ZKAMMA ΠΡΟΤΑΣΗ
- Avy. Πιλαλη-Παπαύτεριου
A ELTIA NA TENIA ΑΝΑΓΙΑΡΑΙ ΤΑΣΗΣ.
|
KATOWH
TOMH
77
2”
We
HEEL
110
4-4
110
YY ig VEY Ly
bis «2.74
TOMH
b-b
MPOONTIKO ΣΧ. I. Avaozugn Αρχοντικουῦ, Αποκατάσταση [UXQOU UTVOU.
110
70
ΤΕΡΜΟΝΙΣΜΟΙ ΣΥΜΒΟΛΗ
Γ.
Α.
ΜΑΚΕΛΟΝΙΑΣ
ΠΡΩΤΗ”
Πίκουλας
Η παρούσα ανακοίνωση αποτελεί την πρώτη συμβολή στο πολυσύνθετο θέµα των τερμονισμών της Μακεδονίας: θα μπορούσα μάλιστα να την Kuyttπτηυίσω WS προανάκφουσμα εκτενέστερου και μακροπρόθεσμου έργου. H
ανικοίνωση συντίθεται ἀπό Tola µέρη: 1. Την Εισαγωγή. Tov περιλαμβάνει την προβληματική του θέματος, τις παραμέτρους πραγματώσεως της OUvaφοὺς έρευνας HAL τους στόχους. TOV καλείται να υπηρετήσει η µελέτη JE την
ολοκλήρωσή της, Il. Tov Κατάλογο των ετιγραφών, µε σγεδόν πλήρη βιβλιοYOUGLE κει τις αναγκαίες πληυοφορίες γιά χάθε κείµενο και ΠΠ. τις Aucteστώσεις, ό,τι δηλαδή προέκυψε (LTO την προκαταρκτική έρευνα. I. Με tov όρο Τερμονισιιός! εννοείται η λεπτομερής αναγραφή των TEO-
Hovey, GoW ἡ ὀροθεσίων µιας ὀροθεσίας; μεταξύ δύο À και περισσοτέρων οιχισμών µε κοινά όρι’ µε άλλα λόγια. ο τερμονισμός είναι ο επανακαθορισμός της μεθορίου όμορφων οιχισμών µε τη διαμεσολάβηση κατά κανόνα τρίτων, µιας από κοινού δηλαδή αποδεκτής επιδιαιτησίας. Ἡ αρχαία γραμι]α-
τεία μνημονεύει τις πράξεις τερμονισμού, ὡς ιστορικά γεγονότα. και όχι τα ομοθέσιαΆ, Την αναλυτική περιγραφή ορίων σώζουν ενεπίγραφοι λίθοι, «πό τα κλασικά χρόνια έως KCL το 20 μ.Χ. αιώνα, και αφορούν στο σύνολο σχεOOV TOV ελληνικού χώρου. Ο όρος επομένως τερμονισμός ονομάσει και TU επιγραφικά χείµενα αυτού του είδους, * Oqetaw θερμές εγαριὐτίες στους A. Aovaotovaoy, A. Ματθαίου, ©. Zupizazn και M Χατυπουλο, OF OTOLOL κθµως VEY YRC την TOOT TODD) συμβολή» καὶ TUQEUZUN TORU τιμες υποδείξεις: επίσης tov FL Loven yut την πληωοφορία tow (σημ, 26), Τα λάθη της yee tng βαρύνον
εμένα [παρδοση
(ενακοινοσειως Οκτωῤριος
90].
1. BA. 1910. sv. Toph. επιπλέον τις eteypaqts A. Ορλάνδος, Ἡ Αοκαδικη Αλίφειρα, AUNvut 1967/8, ao. 4, σα. 164/85. FdD) III 4, 155. 29-39. IG IX 17.1. 1Α. 8-11. IG IX 112.415. IG IX 2.1029, 109%. IG XIV 382. A. Παντευμαλης, Aozına Μακεδονία 1019731977], 40. Mops. RE VAI (1934) 779-781 s.v. Terminatio [E. Fabricius).
2. BA. LST sv. 3. Bi. αγετικά L. Piccirilli, Gli arbitrati inrerstatali greci, 1, Pisa 1973 βλ. επισης FLA. Πιvovkag, «Τερμωνισμοί Hezotovvinons, Hopos 10-12 (1992-98) 313-325, 6Ton και [coou Lee.
#94
FA. Πίκουλις
H ἑωμηνεία οποιονδήποτε τερμονισμού HQOÛTODETEL, εκτός από τη δεδοµένη «επιγραφική παιδεία» του μελετητή, επιπλέον την άριστη γνώση των τόπων. στους οποίους αναφέρεται η επιγραφή, και προφανώς την καλή των) τύχη να έχει πλήρες κατά το δυνατόν κείµενο: τι είδους συμπληρώσεις λ.}. μπορούν να γίνουν σε έναν ελλιπή τερµονισµό, όπου απαριθμούνται Tokvποίχιλες οροθεσίες, όπως μικροτοπωνύμια, κρήνες, ιερά, οδοί, εδαφικές ιδιο-
μορφίες, άπαξ μαρτυρούμενα; Δεν είναι επομένως τυχαίο ότι συχνά ένας τερµονισµός. ακόµη και σχεδόν πλήρης, παραμένει ανερμήνευτος σε πολλά σηµεία και η χάραξη στο χάωτη της καθοριζοιιένης µεθορίου σχεδόν πάντοτε DEV συναντά την αδιαμφισβήτητη παραδοχή’ υπάρχουν μάλιστα τερμονισμµοί, των οποίων τα περιγραφόμενα όρια OÙTE κατά προσέγγιση είναι δυνατόν να τοποθετηθούν στο χώρο και στο χάρτη. Στην αντιμετώπιση επομένως των τερμονισμών προέχει η ενδελεχής γνιῦ-
ση του τόπου, αποτέλεσµα συχνών και επισταµένων αυτοφιών' µάλιστα απαιτείται έρευνα που Ba διασφαλίζει οπωσδήποτε την καταγραφή της «πῷοφουικής παραδόσεως». Ο επιτυχής τοπογραφικός σχολιασμός και η συνακόλουθη ερμηνεία ενός τερμονισμού αδιαμφισβητήτως εξαρτώνται και από την
«ποιότητα»
του κειµένου
που
διαθέτουμε.
Είναι
δηλαδή
αναγκαίο
o
μελετητής να έχει ιδίαν άποψη για τον ενεπίγραφο λίθο και τα συμπαροµαρτούντα προβλήματα. Με άλλα λόγια, θεωρώ επιβεβλημένα 1. τον εντοπισμό των λίθων, 2. την αυτοψία και 3. το νέο απόγραφο. Όσων επιγραφών EV εντοπισθούν οι λίθοι, κατ ανάγκην Au δοθεί το πιστότερο αντίγραφο από τις παλαιότερες εκδόσεις. Η γνώση λοιπόν του τόπου και ο επανέλεύγχος των επιγραφών, OL δύο πρωταρχικές παράμετροι της ἐρευνάς µου, εξασφαλίζονται κατά τον καλύτερο ὄννατόν τρόπο απὀ τη γεωγραφική οριοθέτησή της σε
χώρο σαφή και EVKOAG προσδιοριζόµενο, χώρο NOV από μόνος του αποτελεί µία αδιαμφισβήτητη γεωγραφική. αλλά και πολιτισμική, ενότητα, αυτόν της Μακεδονίας. Μελετώντας τα τελευταία χρόνια τις ανάλογες ἐπιγραφές της Πελοποννήσου Kal έχοντας καταλήξει στα πρώτα συμπεράσματα” επιχείρησα να εφαρμόσω TO ίδιο πρόγραμμα έρευνας και στο χώρο της Μακεδονίας, ώστε να αποχκτήσω «ισοδύναμο» παράλληλο για συγκρίσεις, σισχετισμούς και το AVOLATEVO για µία κοινή αντιμετώπιση των συναφών προβλημάτων στις δύο πευιοχές. Στην παρούσα ανακοίνωση παρέχω τα αποτελέσματα απὀ την ἐρευνά
4.0). Γ. A. Πίκυυλας, Oôixo ὑίκτυο κας cateva, Hopas, 1995, ac. 9-13. 5. BA. Ηύρος 10-12 (1992-98) 313-328.
Η
Μεγάλη
Βιῤλιοθηήκὴ, Αθήνα
Τερμονιαμοί Μακεδονίας
895
μου κυρίως στη βιβλιοθήκη και ό,τι προέκυψε από τις κατά τόπους αυτοφίες και αναζητήσεις μου’ οι τελευταίες πραγματώθηκαν σχεδόν στο σύνολό τους στην Πιερία κοιλάδα, στη Θασιαχή Περαία και εν µέρει στη χώρα των Φιλίππωνό. Απομένουν αρκετές αυτοψίες και βεβαίως ο επανέλεγχος των επιγρα(ών, όσων γνωρίζουμε τον τόπο φυλάξεως' ο εντοπισμός των αγνοουμένων, αποτελεί pla άλλη, επίσης σηµαντική, όσο και «πάσχουσα» πτυχή της έρευνας.
Η ολοκλήρωση της μελέτης πιστεύω ότι θα συμβάλει καταρχήν στην επίλυση πολλαπλών προβλημάτων [στορικής Τοπογυαφίας της Μακεδονίας. ιδίως σε θέµατα οικιστικού και οδικού δικτύοι’ επιπλέον Aa παράσχει µία σαφέστερη εικόνα για την όλη διαδικασία της οροθεσίας ---δεν έχει σημασία το είδος, εάν δηλαδή πρόκειται για καθορισμό ή επανεπιβεβαίωση ορίων ή ό,τι άλλο συναφές---, ιδίως κατά τη ρωμαιοκφρατία, εποχή Mov έχουµε και τά περισσότερα κείµενα. Π. Από το χώρο της Μακεδονίας τα κείµενα που ασφαλώς εντάσσονται στην κατηγορία των τερμονισμών είναι δεκατέσσερα (14)7: υπάρχουν ακόµη
τρία που τα χαρακτηρίζω ὡς πιθανά χαι τα περιλαµμβάνω ως ανεξάρτητη ομάδα µε αυτόνομο σχολιασμό. Παραθέτω τον κατάλογο των τεωμονισμών της Μακεδονίας µε κριτήριο κατατάξεως τη χρονολογία της πράξεως: I, Πόλεις-έθνη Χαλκιδικής
µέσα dou - αρχές 3ου π.Χ.ὃ MO 6128
I. Βοκοτοπούλου,
Μνήμη A. Λαζαρίδη (1990), 109-144 [cd. pr. ] [= BE 1990. 473]
M. Hatzopoulos - L. Loukopoulou, Μελετήματα 11 (1992) 123-145 miv. LXXXI-IV [reed.) (= SEG 40 (1990) 542. BE 1993, 365. BE 1994, 419] M. Hatzopoulos, Μελετήματα 22 (1996) 1 397/9, 400.1, 402, 422. II αρ. 4, 23-25 iv. V
I. Βοκοτοπούλου. Επιγρ.
Μακεδονίας
2. Φίλιπποι
(1996), 208-2279 330 π.Χ.
Mo A3T: 5 θραύσματα: 4 απωλεσθέντα Cl. Vatin, Πρακτικά Ho Συν. Επιγρ.. τόμ. A’ (1984) 259-270 fed. pr.] [= SEG 34 (1984) 664] 6. Bh. Hogos 8-9 (1990-91322 και Hoooz 10-12 (1992-98) 633. Οφείλω για µία φορά czayın να σημειώσω την AYANT συνεργὔία pow µε την ΠΕ ΕΗΚΑ και την προϊσταµίένη της, Έφορο
Λωώγ/των κ. Χάιδω Κονκούλη- Χουσινίκικη. 7, To eva (= αρ. 3) ὁμως, μόνον ένα dev είναι, αφού περιλαμβάνει ολόκληρη υμάδα 15 ete. γραφών, που ὑιασωζοῦν την οροθνοία Γόννων ναι Ηρακλείου στα τέλη Jou π.Χ. αιώνα. Επειδή λοιπόν αι οι TS ἐπιγυφές αναφΓρονται χατά πάσα πιθανότητα στον COLO διακανονισμό, τις πατέταξα OF ένα ATUL 8. Συνειδητα dev λαμβάνω θέση, μέχρι να croyons To λίθο, 9.1. Bozotomovaon, JE επιγραφή του Χολυμώντα», στον τόμο Επτινραφές της Muredo-
vias, Γ΄ Λιενὲς Συμπόσιο via τή Maxedovia, OroAvixn δ- 12/12/1901. AMO Oro/vizn 1996.
896
L. M. N. E. E.
T. A. Hixorus
Missitzis. Απο 12 (1985) 3-14 [rced.] [= SEG 34 (1984) 664] Hatzopoulos, BE 1987, 714 [πλήρης σχολιασμός] Hammond, CQ 38 (1988) 382-391 [= BE 1989. 428, 471] Badian. ZPE 79 (1989) 64-69 [= BE 1990, 495] Borza, AHB 3 (1989) 60-67 [= BE 1991. 417]
1. Βοκοτοπούλου, Μνήμη A. Λαζαρίδη (1990), 118 [μνεία] M. Hatzopoulos - L. Loukopoulou, Μελετήματα 11 (1992) 138, πίν.
LX XXIX
[μνεία]
N. Hammond, ZPE 82 (1990) 167-175 [= BE 1991, 376, 417] E. Badian, ZPE 95 (1993) 131-139 [= BE 1993, 356]
N. Hammond, ZPE 100 (1994) 385-387 (= BE 1994, 436] E. Badian. ZPE 100 (1994) 388-390 [= BE 1994, 378, 436]
D. Musti, (1994)! 371 [μνεία] M. Hatzopoulos, Μελετήματα 22 (1996) 154, 65.5, 71, 398, 422. IL αρ. 6, 25-28 iv. VII [επανέκδοση]
M. Hatzopoulos, ZPE 116 (1997) 41-52!! 3. Γόννοι - Ηράκλειον [ομάδα
τέλη 300 π.Χ.
15 συναφών επιγραφών5]
I. 93=165 [+ 94, 95, 96, 97] (πρβλ. 103, 104, 105 & 99, MBOA. 823, 899 100, 101, 102. 106, 107] A. Αυβῤανιτόπουλος, AE 1913, αρ. 165A-B, 25-38, 232 [ed. pr.] [= BE 1914, 453] A. Wilhelm, AAWW 1930, 89-90 ©. Αυβανιτοπούλου. Πολέμων 2 (1939-40) αρ. 108, 45-46 B. Helly, Gonnoi (1973), 1 35. 37, 85, 87, 92/3. II αρ. 93, 100-105
[reed.] [= BE
1973,
244] B. Helly, La Thessalie, Actes Table-Ronde... 1975, 179.48
F. Papazoglou, VM (1988), 113, 440.1 [μνεία] G. Daverio Rocchi, (1988), ay. 4.1, 102, 104/5 W. K. Pritchett,
SAGT VII (1991), 122 [μνεία]
G. Daverio Rocchi, (1994)!?, 109.53 [μνεία] M. Hatzopoulos,
Μελετήματα 22 (1996) 1 89. 373.8, 382.12, 399-400. 422, 424
Πρβλ. BE 1939, 438. BE 1950, 129. BE 1956, 54. Il. 98=173 A. Außavuöstoviog, AF 1913, ay. 173, 43-46. 102 1’ ©. Αωὐῤανιτοπούλου,
MBoA. 867, 1222
Πολέμων 2 (1939-40) ap. 114, 48
10. D. Musti, «Conlini naturali. artiticiali, geometrici...». E. Olshausen - H. Sonnabend (eds). Grenze und Grenzland, 4. Stuttgarter Kolloquium zur Historischen Geographie des Altertums 1990. Geographica Historica 7, Amsterdam 1994, 375-302, 11. M. Hatzopoulos, «Alexandre en Perse: La revanche et l'empire». 12. Παραθέτω τις επιγραφές µε την αρίθμηση της εκδόσεως Tow B. Helly. H αντιστοιχία αριθμών τιν εκδόσεων A, Aupavitotordov και B. Helly εἶναι; 16$A=93B, LOSB=93A, 166=94, 166A=95, 167=99, 108=96, 169=102, 1702100, 171=103, 172=97, 173=98, 174=101, 1745=104 και S1=107, 82=106,
84=105,
13. ο. Daverio Rocchi, «Politische, wirtschaftliche, militärische Funktion der grenzen im alten Griechenland», E. Olshausen - H. Sonnabend (eds.), 0.7., 95-110.
Τερμονισμοί Μακεδυνίας
897
B. Helly, Gonnoi (1973), 1 87, 93. 11 αρ. 98, 107-110 [reed.] (= BE 1973, 244]
M. Hatzopoulos, Μελετήματα 22 (1996) 1 241/72. 400/1
4. Θάσος - Colonia Philippensium
69-79 w.x.!4 ΜθΘάσ. 757
C. Dunant - J. Pouilloux, Et. Thas. V (1958), ay. 186, 82-87 fed. pr.] [= BE 1959, 333]
D. Hereward, Archaeology 16 (1963) 133 [λανθασμένη παραπομπή] ©. Σαρικάχης, Aux. Max. IV 1983 [1986], 551 F. Papazoglou, BCH 106 (1982) 94 X. Κουκούλη-Χωυσανθάκη, Μνήμη A. Λαζαρίδη (1990), 506
5. Δίον - Ολοσσών
101 μ.Χ. Αγνοούµενη(:)
L. Heuzey, MOA 1860, 57-58, 477 αρ. 20 [ed. pr.] CIL IIL 591 & p. 989 H. Dessau, ISL 5954 & M. Δήμιτσας αρ. 197 F. Stählin, AM 52 (1927) ay. 6, 90-91 F. Papazoglou, ZAnt 29 (1979) 240. 59 ay. 1
M. Sasel Kos, Additamenta (1979), ap. 174, 77/8 F. Papazoglou, VM (1988), 89, 114.68 ©. Σαρικάκης, Αρχ. Max. IV 1983 [1986]. 552
6. Δολίχη - Ελιμιώται
101 μ.χ. Αγνοούμενη!(:)
A. Wace - M. Thompson, BSA 17 (1910-11) 193-204 (ed. pr.] [= AnnEpier 1913 αρ. 2] A. Αυβανιτόπουλος, ΠΑΕ 1912, 245. AE 1913, 154.15. ΠΑΕ 1914, 197/9. RevEpier 2 (1914) 221/2. AE 1923, 161/2 ay. 3868 [reed.] A. Rosenberg, Hermes51 (1916) 499-509
N. Hammond, HM I (1972), 117/8 L. Piccirilli, AIG (1973), ay. 40, 166/7 B. Helly, La Thessalie, Actes Table-Ronde... 1975, 179 F. Papazoglou, ZAnt 29 (1979) 240. 59 ay. 2
Μ. Sasel Kos, Additamenta (1979), ay. 173, 76/7 ©. Zapıranns, Avy. Max. IV 1983 [1986], 551 F. Papazoglou, VM (1988), 89
K. Liampi, JNG 40 (1990) 13 [= BE 1993, 327] M. Hatzopoulos - L. Loukopoulou, Μελετήματα 11 (1992) 136.3 [μνεία] G. Lucas (1997), 101/8, 178-180, 211/619 M. Hatzopoulos, Λ4ελετήματα 22 (1996) 1 399 [μνεία] 14. Γιά tov επίτροπο tov artoxpätopu PA. RE VII AT (1955) 823 s.v. Venuleius ay. 10 [R.
Hanslik]. 15. BA. M. Sasel Kos, Addiramenta (1979), up. 173: «Ubi nune exstet, ignoratur» xc G. Lucas (1997), 101: «Pierre non relrouvee», παρότι ο A. Αρβανιτοπουλος σημειώνει, ITAL 1914. 197, ότι TH µετέφεωε στο Μουσείο Ελασσόνος, οπυς χατεγοάφη στ αριόμ. 74. 16. G. Lucas, Les cités antiques de la haute vallee du Titarèse (Fhessalie), CMO 27, Épigr. 4, Lyon 1997.
898
Γ. A. Πίκουλας
7 Opuxes - Oaatot
TOU μ.Χ. MK
AI381
D. Hereward, Archaeology 16 (1963) 133 [μνεία] D. Hereward, Palaeologia 14.2 (1968) 148-149 (ed. pr.] [= AnnEpizr 1968. 469] A. Σαµσάρης, ITAM (1976), 82 [μνεία] F. Papazoglou, ZAnt 29 (1979) 240. 59 ag. 3
M. Sasel Κος. Additamenta (1979), ay. 212. 91 F. Papazoglou, BCH 106 (1982) 92, 945 F. Papazoglou, VM (1988), 409 L. Loukopoulou, ByzF 14 (1989) 581 (588. lot] X. KouxotAn-XouaavOéun, Μνήμη A. Λαζαρίδη
(1990), 503-506
εικ. 3-6 [reed.)
[= AnnEpier 1992, 1533] A. Avramea, TIR K 35,1 (1993), 44, 55
8. Avynnotis: [..Jatot - Agpf..Jatou?
114 μ.Χ. ΜΦλ. KAM®
P. Mackay,
Hesperia
110
34 (1965) 248-251, xiv. 58 (ed. pr. } [= AnnEpier 1965, 206. BE
1966, 239. SEG 24 (1969) 486] ®. Πέτσας, Maxedovixa 7 (1967) 355 αρ. 259 aed.
18
M. Guarducci, Epigratia 11 (1969), 439-440
L. Petersen, Actes 17 Con. Et. Batk., 11 1969, 155-162 ®. Πέτσας, Maxedovixd 15 (1975) 312 ay. 195 [μνεία] ©. Zupinärng, Άρχωντες Β΄ (1977), 69-71
A. Aichinger, A Ves 30 (1979) 623/4 ay. 19 F. Papazoglou, ZAnt 29 (1979) 240. 59 ay. 4
W. Eck, Chiron 12 (1982) 355.299 ©. Σαριπάκης, Avy. Max. IV 1983 [1986], 551 Ριζάκης-Τουράτσογλου, EAM (1985), 181 [reed.]
9. Colonia Philippensium - Claudianus Artemidorus
αρχές 2ov μ.Χ.
Καταστραφείσα δις) Σ. Γ. Αστεριάδης. eqn. «Κωνσταντινούπολις» 12-9-1890 [cd. pr.]!? Π. N. Παπαγεωργίοι, ByzZ 3 (1894) αρ. 17, 301 [recd.] M. Δήμιτσας 671, αρ. 825 P. Perdrizet, BCH 21 (1897) 549122
CIL I Suppl. 142064 H. Dessau, ISL 5981 P. Collart, Phitippes (1937), 284/5 A. Κανατσούλης, ΜΠΟ (1955). αρ. 706
Γ. Καφταντζής, A’
1967, αρ. 488, 291/2
A. Zanaaons, ITAM (1976). 81.7. 175 [μνεία] F. Papazoglou, ZAnt 29 (1979) 240. 59 ag. 5 17. Ανυλυ 0 Tov Towa τον Picczn-Torparsoykov. 18. BA. Δήμιτσας 671, ag. 825: «πατεὐτρη TO TON χρονο». 19, Non vidi.
Tronoviouot Muxtdovias
899
F. Papazoglou, BCH 106 (1982) 91.4 & 6. 97, 100/1, 106.80 [μνείες] F. Papazoglou. VM (1988), 381.29, 384, 410 A. Avramea, TIR K 35,1 (1993), 40
10. Πελαγονία: Geneatae - [:]xini
περί το 120 μ.Χ. Αγνουύμενη (:)
G. Kazarow, BCH 47 (1923) 275-278 [ed. pr.] [= AnnEpier 1924, 57]
E. Groag, RE VA (1934) s.v. Terentius ay. 48, 660.40-46 A. Κανατσούλης, Milo (1955), αρ. 1351 F. Papazoglou, ZAnt 29 (1979) 240. 59 ay. 6 ©. Σαρικάκης, Αρχ. Max.
IV 1983 [1986], 552
F. Papazoglou, VM (1988), 29020
11. Populus Philippensis - her[cdes]
117-138 μ.Χ. M® (:)
CIL IH Suppl. 14406d [ο pr.]
P. Collart, Philippes (1937), 285.1 F. Papazoglou, ZAnt 29 (1979) 240. 59 ay. 7
12. Colonia Philippensium
2ος μ.Χ. In situ
A. Salaë,
BCH 47 (1923) 55 αρ. 10 [ed. pr.]
P. Collart, Philippes (1937), 284/5 PI. xxxv.1
D. Hereward, Palaeologia 14.2 (1968) 145 F. F. F. A.
Papazoglou, ZAnt 29 (1979) 240. 59 ay. 8 Papazoglou, BCH 106 (1982) 99 Papazogiou, VM (1988), 410.190 Avramea, TIR K 35,1 (1993), 48
13. Κρηστωνία: Βραγύλιοι - Τῴήριοι - Κισσύνιοι
ιιέσα 2ου μ.Χ. MKu.
13
E. Μαστροκώστας, Αρχ. Max. Π 1973 (adn. avaxoiv.] ©. Σαρικάκης, Άρχοντες Β΄ (1977), 96
A. Aichinger, À Ves 30 (1979) 629 αρ. 24 Πωβλ. A. Κανατσούλης, Mf1o (1955), αρ. 764 F. Papazoglou, ZAnt 29 (1979) 240. 59 αρ. 9 [= SEG 30 (1980) 573] W. Eck, ZPE 42 (1981) VI 240/1 [= SEG 30 (1980) 573]
©. Σαρικάκης, Αρχ. Μακ. IV 1983 [1986]. 551 [= BE 1988, 841] M. Hatzopoulos - L. Loukopoulou, MeArtnueara 7 (1989) 58-59 πίν. XIV-XV [= SEG 39 (1989) 577. AnnFpigr 1992, 1521]
[ed. pr.]
Y. Grandjean, RA 1991, 379 [= BE 1993, 367] M. Hatzopoulos - L. Loukopoulou, Μελετήματα 11 (1992) 136 [peveta] M. Hatzopoulos. Μ4ελετήματιι 22 (1996) 1 65/6. 399, 402, 422
20. Για ty λεγεώνα © Minervia βλ. A. Keramidciev, MacActaArch 4 (1978)
115/7, 126.
900
Γ. A. Πίκυιλας
14. Konotwvia: Εραγύλιοι - Τιῤήριοι - Κισσύνιοι M. Hatzopoulos - L. Loukopoulou, 577]
μέσα 2ου μ.Χ. Αδηιιοσίευτη. ΜΚιλ. 411°!
λΜάελετήματα 7 (1989) 58 [uveia] [= SEG 39 (1989)
M. Hatzopoulos, Μελετήματα 22 (1996) 1 65/6
01. Φίλιπποι
«Μακεδονικών χρόνων» AYVOOTEVY (0)
2. Μευτζίδης, Φίλιπποι (1897), 119 ay. 4 [ed. pr.]
P. Collart, Philippes (1937). 180.2 [-181] L. Robert, RPh 13 (1939) 146 [= OMS II 1299] M. Hatzopoulos, Μελετήματα 22 (1996) 154, 398, 402.4. Il ay. 7, 28
02. Φίλιπποι
221-179 π.χ. Ayvootyevn (:)
X. Μακαρόνας, ΑΕ 1934-35, 119.7 [-121: oxéd.] [ed. pr.] P. Collart, Philippes (1937), 179-180.1 iv. XX VIL.1 M. Hatzopoulos, Μελετήματα 22 (1996) 1422. Hay. 18,42 aiv. XXII
03. Atov
Ίος π.Χ. ΜΛ
J. Cormack, Μνήμη B. Λαούρόα (1975), 106 αρ. I iv. 5 [ed. pr.) D. Pandermalis, AMS honor C. Edson (1981), 293 [τους.] [= SEG 31 (1981) 629]
Π
1. Amo Tig δεκατέσσερις επιγραφές του καταλόγου η πλειονότης —ot
δέκα [αρ. 5-14 J—
ανήχει στο 20 μεταχριστιανικό αιώνα, γεγονός TOU δεν Ei-
γαι τυχαίο, αφού σχετίζεται PE TLS προσπάθειες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ια τη διοικητική (αν-)συγκρότηση των επαρχιών της. Μία ακόµη επιγραφή [αρ. 4] των χρόνων του Βεσπασιανού συμπληρώνει αυτές της οωμιι κής ETO-
χής. Τα υπόλοιπα τρία κείµενα χρονολογούνται τα UT" αρ. 1, 2 στον 40 π.Χ. QL, ενώ η ομάδα των Γόννων [αρ. 3] στα τέλη του Fou π.Χ. αι.
Στην πραγματικότητα από τις 14 επιγραφές µόνον οι προχριστιανικές αρ. 1-3] δικαιολογούν πυριολεκτικώς το χαρακτηρισμό TEOHOVIONÖS, αφού απαριθμούν και ορίζουν TEQHOVaS. Ta υπόλοιπα
11 κείµενα της ρωμαιοκοί-
τίας είναι επανεπιριβαιώσεις παλαιοτέρων οροθεσιών και πυωτίστως κατιιγράφουν την πράξη και Sev απαριθμούν τους τέρµονις' ἐξαίρεση αποτελεί η αρ. 6 [Δολίγη-Ελιμιώτες], η οποία όχι µόνον επικυρώνει συνοριακό διακανονισµό των αργών τοι 4ου π.Χ. αι, αλλά κατανράφει και την οροθετιχή γραμμή. ίσως μεταφράζοντας λατινιστί τον αρχικό τιρμονισµμό επί Αμύντα
Γ 22, Οι δύο τερµονισμοί του 4ου [αρ. 1, 2] έχουν προσφάτως δημοσιευθεί 21. BA. M. Hatzopoulos, Μελετήματα 22 1 (1996) 65: «In a practically identical boundary stone... only the Bragyliod are mentioned». 22. BA. A. Avpavetomov2os;, HAF 1914, 197.1 [= 198).
Teguovignot Μακεδυνίας
901
και HON υπάρχουν επανεκδόσεις και ἀρχετά άρθρα, που HÉXOVTUL γιά την ορθότητα αναγνώσεων, συμπληρώσεων, χρονολογήσεως και ό,τι άλλο" επίσης η αποσπασµματικότης του αρ. 3 δημιουργεί ὁυσεπίλυτα προβλήµατα εωµηveiug”?. Δεν έχρινα λοιπόν αναγκαίο να αναφερθώ στην παρούσα ανακοίVON σε αυτές τις τρεις περιπτώσεις τεωμονισμού.
2. Για τις τρεις πιθανές πράξεις οροθεσίας (ay. 01-03] επιγραμματικώς σηµειώνω OTL ελάχιστες είναι OL υπέρ αυτών ενδείξεις. Της Οἱ αμφισβητείται
η ύπαρξη, διότι θεωρείται κατασκεύασμα Tov πρώτου exddtow*: στη 02 fvὄειξη αποτελεί το τοπωνύμιο του Fou στίχου, ενώ στη 03 από το Λίον, avtıστοίχκως η μνεία κρίσεως δικαστών. 3. Όπως προανέφερα, οἱ επιγραφές της ϱωμαιοκρατίας σχετίζονται µε τις προσπάθειες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας για τη διοικητική ανασυγκωόTHON των επαρχιών της. Ἠδη μάλιστα σε προγενέστερο Συνέδριο. to IV (1983), ο καθηγητής ©. Σαρικάκης επεσήμανε την άρρηκτη σχέση µεταξύ αυτών των τερμµονισμών και της τιμήσεως (Census), ὁηλαδή της απογραφής
του πληθυσμού της συγκλητικής επαρχίας της Μακεδονίας, ώστε να καταστεί δικαιότερη η κατανομή των φόρωνᾖ., Η συλλογή όλων των συναφών επιγως(ών, όσων τουλάχιστον εγώ γνωρίζω. επιβεβαιώνει κατά τον καλύτερο τρόπο τα πορίσµατά TOV2, Οι περιπτώσεις οροθεσίας που σχετίζονται µε την «ποστολή To 118 μ.Χ. tov D. Terentius Gentianus, πρωώτου (:) απογραφέως της επαρχίας ΜακεδονίαςΣ1, εἶναι τουλάχιστον 5 [αρ. 9, 10, 11. 12, 878} και θά Ιπορούσ(ν να γίνουν 7 µε την προσθήκη των υπ αρ. 13, 1429) Αντιθέτως Stv
23. Nee σημειώσω µάλιοτα ote από τις 15 επιοαφες οἱ 7 dev εντοπίσθησν απο to B. Helly ato Movatio tov Bodow. 24. BA. M. Hatzopoulos, Mederigeceta 22 (1996) 144, 308.
25. Βλ. ©. Zupiziziz, «Zivoptazat DU oo Meceooviov»,
Aodzede
Maxedovice
lV
AAU TIINOLZ ELL την Qenplaclany: ETUQZUUV
1983, Θεσσαλονίκη
1986, 549-592.
26. VSt ἑναντι ἑντένα τοῦ THQOVTOS κατα 0vor ο Ο. EUQUATLANS DEV νημώόνετε τις υπ. ay. 1.9. 11, 12 ναι TOY evens Την 14. πο δεν ἦταν δυνατόν va την ννουίσεν, O συναδ λος T. Σουµής, κατα τη διαρλεε TOR ZUTOHON, Είχε την κιλα η νι µε ενημµεριοσει οτι σε επι νο N από την Εωρθατα, Tov θα ὀημώσιενσει συντόμως, επιβεβαιώνεται µε TO σε EOTEDO τουπο η OZ TTOROVIMOO πι THOR TENT στο (MO OVILTE QUOC καταλήνει κια TE E. 5. Gaggero, «The censitores Provinciae Thraciae», Pulpudeva 3 (1978) 34-41, ειδικά a, 37, 27. BA. CIL IN 1462 = H. Dessau, ZSL 1046. RE ΠΙΟ (5899) s.v. Census. ειδικά 1920 (W. Kubitschek]. BA. για τον D. Terentius Gentianus RE VA (1934) 660 s.v. Terentius up. 48 [E. Groag]. A. Kavatoovdys, Mo. ao. 1351. 28. Συν toiorriceo καὶ την co ἅ tow DIS μΧ. od πο ματώθηκε AC ποιν την Dre του D. Terentius Gentianus to DIS μΧ. nToori ὀηλαδη να Ormonde ως «ποοεργασία» της TO οτωλής Tom. 29. Νομίζω οτι μπορούν ve ZUOVOLOYNÜOVPV ATO ποώτὸ τεταρτο TOU 200 μ.Χ. ενα. Εν οἱ 13 και 14 ανήκχωιν οτην ιδια πο υροθεσίας, TOTE TOO AVES TOETEL να τις OUVUTOLOYIOOURE, έχοντας 6 περιπτώσεις,
902
T. A. Πίκουλας
έχουµε οροθεσίες σχετιζόμενες µε TH δεύτερη μαρτυρημµένη
τίµησιν ING επαρ-
χίας Μακεδονίας στα τέλη του 2ου - αρχές του Fou μ.Χ. αι.0. Οι υπ΄ αρ. 5, 6, 7, όλες του 101 μ.Χ., ίσως παρέχουν την ένδειξη για την προετοιμασία µιας προγενέστερης τιµήσεως, επί Τραϊανού, η οποία εἶναι άγνωστον, εάν πραγµατώθηκε À όχι, αφού dev διεσώθη ανάλογη επιγραφική μαρτυρία’ είναι πάντως ελκυστικό να την υποθέσουμε, έχοντας υπόψη µας τις τρεις επιγρίpict! 4. H ακμάζουσα αποικία των Φιλίππων, pensium, είναι αυτονόητο ότι Ha είχε διαμάχες στην προσπάθεια να εδραιώσει τη χώρα της’2. 9, 11, 12] αναφέρονται στα όρια της χώρας των
Colonia lulia Augusta Philipµε τοὺς όμοροὺς οικισμούς, Πράγματι 4 επιγραφές [αο. 4. Φιλίππων και σε συνδυασμό
µε TOUS επισηµανθέντες παλαιότερα in situ όρους” συμβάλλουν στον axpıßEστερο καθορισμό της οροθετικής γραμμής της αποικίας’ εάν μάλιστα συνυπολογίσουµε και τις υπ᾿ αρ. 7 και 2, αποκτούµε ακόµη περισσότερες ενδείξεις. 5. Σε έναν πρώτο παραλληλισμό µε τοὺς τεωμονισμούς της Πελοποννήσου πρέπει να σημειώσω ότι στην τελευταία επικρατούν οι προρρωμαϊκοί, ενώ αυτοί της ρωμαιοκρατίας εἶναι λιγοστοί δεν υπάρχουν λ.χ. καθόλου τοι 20V μ.Χ. GL. xaı η νεώτερη πράξη χρονολογείται μόλις το 25 μ.Χ.3. Ἡ ολοκλήρωση της έρευνας, σε Μακεδονία και Πελοπόννησο, είναι αυτή που θα κρίνει τις παραπάνω διαπιστώσεις χαι ίσως μπορέσει, το κυριότερο. να απαντήσει στα όσα ερωτήματα προκύπτουν κατά την πραγμάτωσή της. KEPA/EIE
30. Βλ. CIL VII
10500 = H. Dessau, ISL 1409. RE 1112 (1899) s.v. Census, ειδικά 1920 [W.
Kubitschek]. 31. Η πραγμάτωση ava πενταετία της τιιήσεως (fA. G. H. Stevenson, Roman Provincial Administration, Oxford 1939] αποτελεί µία επιπλέων ÉVOELEN για την υποτιθέμενη, αφού to ὁιάστηµα 101-118 μ.Χ. παρέχει την ανάλογη δυνατότητα. 32. Βλ. F. Papazoglou. «Le territoire de la colonie de Philippes». BCH 106 (1982) 89-106. X.
KowotAn-Xouoavüann, «Ta "μέταλλα της θᾳσιακής Περαίας», Myiyoy A. Aukupıon, Oroouλονίκη 1990, ειδικά ασ. 503-507. 33. BA. D. Hereward, Palacologia
14.2 (1968)
145. H «ατελής» δημοσίευση
τῆς Hereward
συνέβαλε στο να µην αξιοποιηθούν ιστοριχώς OL συγπεχριµένοι QUOL μόλις TO θερος του "96 0 «οὐηγός» pou, Εὐύμιος ©. Κεοχκέσιάδης, εντόπισε τουλάχιστον ate Ποδυχώρι τα wre την HeTeward ανιφέρυμενα τοπωνύμια, ενώ o Γραμμ. της Κοιν. Σιδηρωχωρίου Ἰωάννης Toraßos non ανέλαβε συναή CON. οποτε EVEATLOTID ὅτι KL επανεντοπίαουµε KL τους ὀρους. Διευκοινίζω ότι για πωοφανίς λόγους DEV συμπεριέλβα στων κατάλογο των επιγραφών τὸν OQO (5) που επεonpave η Hereward, ὁ.π.. 147 αρ. 21 κωντά στην Παλιά Καβάλα [von «Kissclees» = ΚιοσιέΕλιάς κατα τη A. Λουκυπούλο, ByzF 14 (1989) S90.13: TOBA. TIR K 35.1 (1993), 421.
34. BA. Πόρος 10-12 (1992-98) 111-305.
71 O ΛΟΥΚΑΣ ΩΣ «ΑΝΗΡ MAKEAQN». Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗ ΑΠΟ
Peter
ΤΗ
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Pilhofer
ON. G. L. Hammond, ο totogixds της Μακεδονίας, στον πρόλογο του πρώτου τόµου στο μνημειώδες έργο Tov για την Ιστορία της Μακεδονίας έχει διαμαρτυρηθεί για την έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ των ερευνητών. Αυτός υποστήριξε ότι η συνεργασία KUL η συνεννόηση των αρχαιολόγων στην Αλβαvia, στη Γιουγκοσλαβία και στην Ελλάδα δεν ήταν λιγότερο προβληματική am’ 600 θα ήταν αν έκαναν ανασκαφές σε διαφορετικούς πλανήτες!. Αν αυτό ήδη ισχύει για την επικοινωνία των αρχαιολόγων μεταξύ τους, τότε ισχύει ÔLκαιολογηµένα για την επικοινωνία µε συναφείς επιστήµονες της αρχαιολογίας. ος τέτοια πρέπει να θεωρηθεί στην περίπτωση της Colonia lulia Augusta Philippensis και η καινοδιαθηκική επιστήµη. H Καινή Διαθήκη οπωσδήποτε προσφέρει µε την επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς Φιλιππησίους και τη διήγηση του Λουκά στις Πράξεις, κεφάλαιο 16, δύο πηγές για την ιστορία των Φιλίππων, που dev πρέπει να υποτιμηθούν. Εδώ στους Φιλίππους ίδρυσε ο Παύλος την πρώτη χριστιανική κοινότητα της ΕυρώπηςΞ2, µια πραγματικότητα πάφα πολύ σηµαντική κυρίως για TOUS αρχαιολόγους, όπως µπουεί να δει κανείς στα εντυπωσιακά ευρήματα των γαλλικών (Paul LemerIc?) και κυρίως των ελληνικών ανασκαφών (Στυλιανός Πελεκανίδης”, Γε-
L N. G. L. Hammond, A history of Macedonia. Volume T: Historical geography and prehistory, Oxford 1972, ανατύπωση New York 1981, σελ. viii: «The body of evidence has increased hugely. It is almost entirely uncoordinated. Prendi at Malik in Albania, Grbic at Porodin in southern Yuposlavia, and Andronikos at Vergina in Southern Macedonia might have been excavating on separate plancts». 2. Noß%.. πάνω σε cure τη δική pow διατριβή (Habilitationsschrift): Philippi, Bund 1: Die erste christliche Gemeinde Europas, WUNT 87, Tübingen 1995, σελ. 229-231. 3. Paul l.emerle, Philippes et la Macédoine orientale à l'époque chrétienne et byzantine. Re-
cherches d'histoire et d'archéologie, [τόμος 1) Keqeve [τόμος 2) Album, BEFAR
158, Paris 194$.
Πωβλ, επίσης τις puxges rovyaotes tor Lemerle, τις οποίες έχω επισυνάψει στη σελ. 277 κ.ε. της πιιραπάνω αναφερόµενης ὁτατριβής μον, 4. Τις οχετικές εργασίες tow Στυλιανο Πελεκανίδη έχω παραθέσει OTUs σελ. 281, 202 κ.ε. της διατριβής prov.
904
Peter Pithoter
ώργιος Βελένης µαζί µε Γεώργιο Γούναρη” κ.ἀ.). Έτσι οι Γάλλοι αρχαιολόγοι, οι ὁποίοι γράφουν για τους Φιλίππους, dev μπορούν παρά να αναφερθούν ιδιαιτέρως στη διήγηση Tov Aouxé στις Πωάεις 16 (ο Lemerle το κάνει αυτό µε ιδιαίτερα εξαντλητικό τρόποϐ). Αλήθεια όμως, σε τι βαθµό επικοινωνίας βρίσπονται οι αρχαιολόγοι µε TOUS καινοδιαOnxokéyoug;
O Paul Collart θεωρεί, πως o Λουκάς ήταν ένας συνοδός του Παύλου, ο οποίος συνάντησε τη δική του ομάδα στην Αλεξάνδρεια Τρωάδα, και έτσι βίωσε pact µε την ομάδα του Παύλου τα γεγονότα στους Φιλίππους. Μετά την αναχώρηση του Παύλου έμεινε ο Λουκάς πίσω στους Φιλίππους, µε αποτέλεσµα να παραμείνει εκεί περισσότερα χρόνια. Μόλις στην τρίτη ιεραποστολική περιοδεία ξεκινά πάλι ο Λουκάς από τοὺς Φιλίππους µαζί µε τον Παύλο. για να τον συνοδέψει στην περαιτέρω πορεία του µέχρι τη Ρώμη”. Οι θεολόγοι, στους οποίους στηρίζεται ο Collart για να κάνει τη δική του εχτίunon, είναι ο E. Renan, ο W. M. Ramsay και o M. Goguel®. Για ένα πρόβληµα κριτικής του πειµένου χρησιμοποιεί μάλιστα ακόµη και τον Blass και το συλλογικό έργο The Beginnings of Christianity’. Έτσι ο Collart ayvoei εντελώς όλη τη νεώτερη έρευνα των Πράξεων. H θέση, που υποστηρίζεται από αυτόν, αναφορικά µε την ταυτότητα του αὐτόπτη μάρτυρα Λουκά µε το συντάκτη του βιβλίου των Πράξεων, θα παραμείver ήδη από το 180 αιώνα ως ερωτηματικό!θ, Στο δεύτερο τόμο του συλλογικού έργου The Bcginnings of Christianity, nov o Collart χρησιμοποιεί. Oa έπρεπε να είχε Poe µια πληρέστερη θεμελίωση για τη «μοντέρνα» αντίληψη, σύμφωνα µε την οποίά ο συντάκτης της ιστορίας των Πράξεων δεν ήταν ούτε 5. Οι πωωσωφινές διηγήσεις των Γούναρη και Βελένη βοίσκονται επίσης στη σελ. 289. Mia συγκεφαλαίωση για τα αργανυλυγικά αποτελέσματα OTH πλαίσια της περιφέρειας της Colonia lula Augusta Philippensis παρουσιάζει η εισαγωγή της διατριβής on (σελ. 1-35). 6. Hoa. (µπόσηµ. 3) €, aed. 15-41. Βλ. επίσης Paul Collart, Philippes. ville de Macedoine, depuis ses origines jusqu'à la tin de l'époque romaine, Paris 1937, σελ. 456-464.
7. Collant, 0.7., σελ. 457, 461, 464, 8. O Collart αναφέρεται κατ’ αὐχάς στις OYETLAFS εργασίες TOW Goguel (σελ. 457, wrod.
I) και κατόπιν στον Prväav. again
εμφανίζονται εδώ (μεμονωμένα χωρίς αποδείξεις) TA
ονόματα Ramsay και Wendt. ϱ O Collart συ ζήτα μεταξή ἀλλων TO πρὐβλημα
Πράξεις 16,11 (πάνω σε αὐτὸ TERA. τη To 10. Πωλ.
την επισκόπηση
tou A.C.
κριτικής τος κειµένου, TOU
υπάρχει στο
pow, σγλ. 159-165).
MeGitlert, «The
Historical Crilicism of Acts in Ger-
many», ato: The Beginnings of Christianity, Part 1: The Acts of the Apostles, ezdo0'v ato F.J. Foakes Jackson και Kirsopp Lake, vol IT: Prolcgomena IE Criticism, London (922, ar). 363-395.
O Λουκάς ws «avi Μακεδών»
905
συνοδός στα ταξίδια του Παύλου, και συνεπώς ούτε αυτόπτης μάρτυρας για τα γεγονότα στους Φιλίππους!!, Επίσης και ο Paul Lemerle eppéver στο ότι τουλάχιστον αυτός, που έγραψε τις διηγήσεις σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο (Πράξεις 16,9 κ.ε., 20,5 κ.ε., 21,1 κ.ε.) ήταν ένας συνοδός στα ταξίδια του Παύλου ---και συνεπώς ένας αυτόπτης μάρτυρας. Παρόλα αυτά, ο Lemerle αμφισβητεί ότι ο ovyxeχωιµένος αυτόπτης μάρτυρας είχε EX των προτέρων εἰδικές γνώσεις αναφορικά µε TOUS Φιλίππους, Ακόμη σε HAL περίπτωση, κατά τον Lemerle, dev χατάγεται AUTOS από τους Φιλίππους. Γιατί αν ίσχυε αυτό, έτσι επιχειρηµάτολογεί ο Lemerle, τότε Ha ήταν 0° αυτόν ήδη γνωστή EX των προτέρων η τοποθεσία της εκεί ευρισκόµενης «προσευχής» (η περιγραφή ὁμως στο κεφάλαιο 16,13 μαρτυρεί την αβεβαιότητα για τη συγκεχριµένη τοποθεσία).
Επιπλέον.
σε µια τέτοια περίπτωση, θα φιλοξενούσε ο Λουκάς στο δικό του σπίτι TOUS άλλους ιεραποστόλους χαι έτσι αυτοί δε Ha ήταν υποχρεωμένοι να δεχθούν
τη φιλοξενία της Λυδίας (Πράξεις 16,15)!2. Και οι δύο Γάλλοι αρχαιολόγοι δεν αξιοποιούν τα ερευνητικά συµπεράσιιατα των συναδέλφων Tous της Καινής Διαθήκης. Και αντίστροφα, οι καινοδιαθηκολόγοι δε λαμβάνουν τις περισσότερες φορές καθόλον LIT’ όψη τις απόψεις των αρχαιολόγων TI και UV το κάνουν αυτό, το κάνουν εντελώς επιφανειακά. Για µια επικοινωνία ἡ ομοφωνία δεν µπορεί να γίνει φυσικά xaγένας λόγος. O Collart και ο Lemerle dev είναι dung μόνοι tous. Le μερικά ελληνικά διδακτικά βιβλία ἁπαντά µέχρι σήµερα µία εντελώς ανακριβής εικόνα. Ο avΕΙ. δη στων πρόλογο Tou δευτέρου τόμου του έργου The Beginnings of Christianity CO). waroonn. 10) παρατηρούν or εκδύτές: «Mr. Emmet has stated the case tor the identity ot the author
of Acts with the Luke who was the companion of Paul, and Professor Windisch has given the arguments in favour of the opposite view» (ard. VD. Στην εισήγησή tow (The Case Against the Tradition, σελ. 298-348) o Windisch adver ducgoοισμό μεταξύ του συντάκτη των Πράξεων των Αποστόλων και τοῦ Λονκά, TOU συνοδού στα ταEiäta του Παύλου, Eqqeever όμως στην Ton, ὅτι to πρώτυ πληθυντικό πρόσωπο, TOU ELLY ανίζεται ξαφνικά ato Π]ράξεις 16,10 εξηγείται καλύτερα ὡς εξής: «il we assume that the author ol Acts on this occasion took over Luke's diary and copied a passage out of it; and perhaps lor literary reasons or, possibly, through mere carelessness, failed to mention the name of the travelling compianion who appeared here for the tirst time» (σελ. 120). Exopéveng, σύ] uve pe τον Windisch, τὸ Tuto TAylırtiad TROGWTO µας AMEL TOUACZLστον σε έναν GYTOTTH μάρτυρα Λουκά, Πούγματι ο διαχωρισµος αντός βοίσκεται πολὺ μακρυά aro Tv ion tov Colkart. 12. Fofik. Lemerle (υπυσηµ, 3), 07. or. 29 κε. do UN(E QETEL «Je note en passant que l'hypothèse, formulée par plusieurs commentateurs, d'après laquelle Luc, ou le personnage qui dit «nous», serait Originaire de Philippes me parait contredite par le récit: sans doute il n'aurait pas ignoré l'emplacement de la proscuque: il aurait eu à Philippes quelque endroit où héberger ses compagnons, οὐ loger lui-même, et n'aurait pas été contraint d'accepter l'hospitalité de Lydia».
906
Peter Pilhofer
ντάκτης του διπλού έργου NOV αποδίδεται στον Λουκά είναι. σύµφωνα µε αυτά, ο γιατρός και ο συνοδός στά ταξίδια του Παύλου: «Ότι το τρίτο Evayγέλιο το έγραψε ο Λουκάς κανείς ποτέ δεν το ἀμφισβήτησε σοβαρά. … Μόνο τα τελευταία αυτά χρόνια, ποὺ UNG την ανήσυχη πνοή tou ορθολογισμού σχεOv κάθε βιβλίου της Αγίας Γραφής αμφισβητήθηκε η πατρότητα, τέθηκε υπό αμφισβήτηση και του Λουκά η σχέση µε το τρίτο Ευαγγέλιο», αναφέρεται σε ένα έργο, που γράφτηκε γύρω στα 198513,
Il Σε περίπτωση που dev τεθεί WS MYotMVEGN αυτή η παραδοχή, σύµφωνα HE την οποία ο συγγραφέας του συνολικού έργου (τον οποίο εγώ χάριν απλότητος εξακολουθώ να τον ονοµάζω Λουκά) ἡ τουλάχιστον ο συνθέτης των διηγήσεων στο πρώτο πληθυντικό πρόσωπο πρέπει να ήταν ένας συνοδός στα ταξίδια του Παύλον, και συνεπώς τουλάχιστον αυτόπτης μάρτυρας μερικών γεγονότων, τότε αυτόματα ανοίγει ο δρόμος για µια ανάλυση, που είναι απελευθερωμένη από τέτοιες συμβατικές υποθέσεις. Όποιος ερευνά τις Πράξεις των Αποστόλων από άποψη τοπογραφική και ιστορική αναγνωρίζει, ότι τα δεδοµένα των Πράξεων αναφορικά µε την Παλαιστίνη και τη Μικρά Ασία είναι γενικώς ακαθόριστα και ασαφή σε αντίθεση µε το χώρο του Αιγαίου, για τον οποίο οι πληροφορίες είναι περισσότερο ονυσιώδεις χαι ακριβείς. Με µεγαλύτερη σαφήνεια και ακρίβεια δίνονται OL πληροφορίες σχετικά µε τη Μακεδονία. Πολύ διαφορετικά and την πρώτη ιεραποστολική περιοδεία γνωρίζει εδώ ο συντάκτης (των Πράξεων) µε κάθε ακρίβεια γιά την πορεία της περιοδείας από την Τρωάδα διαμέσου της Σαμοθράκης και της Νεάπολης προς Φιλίππους και περαιτέρω προς Θεσσαλονίκη. Είναι επίσης σε θέση να µας φανερώσει δύο ενδιάµεσους σταθμούς πάνω στην Εγνατία οδό ανάµεσα στοὺς Φιλίππους και τη Θεσσαλονίκη ---την Αμφίπολη χαι την Απολλωνία (Πράξεις 17,1)}— παρόλο που και αυτή η πληοοφορία είναι ανάξια λόγου µέσα στη διἠγησή tov. Αυτό µε οδηγεί στη δικἠ
μου πρώτη θέση: Κανένα άλλο µέρος δεν γνωρίζει τόσο καλά ο συντάκτης των Πράξεων όσο τη Μακεδονία. Αν συγκρίνει Kuveig μεταξύ TOUS τις τρεις μακεδονικές διηγήσεις, που αναφέρονται ξεχωριστά στους Φιλίππους, τη Θεσσαλονίκη και τη Βέροια, προξενεί αμέσως µεγάλη εντύπωση η ασυνήθιστη έκταση της διήγησης για
13. Γεωργίου A. Χατζηαντωνίον, H Καινή Acadian, Γενική εισανωνή, BO ἐκδυπη, Αθήνα (χωρις ἔτως), VER. 89. Επίσης dev αληθένει, ὅτι «η μαρτυρία... των πατέριυν.... είναι σήµευα σχεδόν νικά απυδεκτή», σίφωνα µε την οποία ο Λουκές κατάγεται απὀ την Αντιόχεια.
O Λουκάς ως «ἀνὴρ Μακεδών»
907
τους Φιλίππους. Ἡδη το πέρασμα του arootékov από την Τρωάδα προς Tous Φιλίππους τονίζεται ιδιαίτερα και παρουσιάζεται µε ξεχωριστό τρόπο (Πρά-
εις 16,6-10)!4. Τα ιστορικά δεδοµένα για την πόλη των Φιλίππων στο στίχο 12 napovσιάζονται µε µια µοναδιχή για όλη τη διήγηση των Πράξεων ακρίβεια. Για καμιά άλλη πόλη δεν διαπιστώνεται, ότι πρόκειται για µια ρωμαϊκή αποικία!». Επί πλέον η θέση της πόλης ουίζεται ακόµη περισσότερο µε την άνευ προηγουμένου ακριβολογία για tous Φιλίππους «τις ἐστὶν πρώτης µερίδος τῆς Μακεδονίας πόλις»!ό6, Στον πρώτο τόμο της έρευνάς µου για τους Φιλίππους προσπάθησα va δείξω, ότι ο ίδιος ο Λουκάς είναι άριστα πληροφορηµένος για τα τοπογυαφικά δεδοµένα της πόλης των Φιλίππων!]. H ρήση «ἐξήλθομεν ἔξω τῆς πύAns παρά ποταμόν» (στ. 13) αναφέρεται στην τρίτη πύλη της πόλης, που ανακαλύφθηκε!δ τελευταία από Γάλλους αρχαιολόγους και η οποία βρίσκεται πιο χοντά απὀ τις άλλες στο ρεύμα του ποταμού. Εδώ πρέπει να αναζητήσει κανείς την ιουδαϊκή «προσευχή».
Στο βιβλίο µου προσπάθησα µε ιδιαίτερη επιμέλεια va αποδείξω, ότι η τιμητική επιγραφή για τον πορφυροβάφη Αντίοχο από τα Θυάτειρα, που δημοσιεύθηκε από το γιατρό Μερτζίδη, είναι πυάγματι γνήσια και συνιστά όντως ένα ενδιαφέρον παράλληλο προς τη Λυδία, N οποία συστήνεται ως «πορφνυρόπωλις πόλεως Θνατείρων» (Πράξεις 16,14). Επιπλέον η σκηνή µε το θεό ύψιστο μαρτυρεί, σύµφωνα µε τη διχἠ µου εχδοχἠ, τις τοπικές και
ιστορικές γνώσεις του συντάκτηζῦ. Τελικά ο Λουκάς είναι επίσης άριστα πληροφορημένος για τους αξιωματούχους στους Φιλίππους. Αυτός αναφέρει τους στρατηγούς (= duumviri), όπως και τους ραβδούχους (= lictores)*!. Σε αντίθεση µε τις γενικές περιγραφές για τους αξιωματούχους στην Αντιόχεια της Πισιδίας (Ποάξεις 13,50 κ.ε.) και το Ικόνιο (Πράξεις 14,4
14. Πωλ. τη δική pou εργασία για τοὺς Φιλίππους, GT. σελ. 153-159. 15. Παρά to γεγονός ote αποικίες συναντώνται πολύ συχνότερα. Ποβλ. σχετικἁ Tov δικό μου κατάλογυ, σελ. 159 κ.ε, 16. Σχετικά πλ. Pilhoter, ὁ.τ.. σελ. 159-165. 17. Ποβλ. tn δική pou παράγραφο 3 «lH τρίτη πύλη της πόλης». Στη θέση της «προσενχής»
στοὺς Φιλίππους (Πράξεις 16,13). 6.27, σελ. 165-174. 18. Σχετικά TOBA. (1938), σελ. 20-41: rhe), 19. Πρβλ. Pilhoter, 20. Σχετικά TPA.
την εισήγηση του Jacques Roger, «L'enceinte basse de Philippes», BCH 62 σελ. 39 κ.ε. 0..7., σελ. 174-182. τη δική pou παράγραφο 5 «Die Diener des θεός ὕψιστος» κ.ε. σελ. 182-
188. 21. Nepa. Pilhofer, 6.7. σελ. 193-195,
908
Peter Pilhoter
κ.ε.). OL οποίοι χαρακτηρίζονται απλώς και µόνο ως «APWTOL τῆς πόλεως» και «ἄρχοντες» αντίστοιχα, προξενούν πάλι ιδιαίτερη εντύπωση οι ακριβείς KUL συγκεκριμένοι χαρακτηρισμοί στους Φιλίππους. Γενικά µπορεί κάποιος να διαπιστώσει ότι τόσο TA αρχαιολογικά ευρήHATA 600 XAL τα στοιχεία του Λουκά αλληλοφωτίζονται σε ένα µεγάλο βαOu.
Έτσι διατυπώνεται η δική μου δεύτερη θέση we εξής: Οι τοπογραφικίς, οι ιστορικές και κυρίως οι εξειδικευμένες διοικητικές και τεχνικές γνώσεις στο απόσπασμα για τους Φιλίππους δεν έχουν κανένα παράλληλο σε όλη τη διήγηση των Πράξεων2Σ,
Il Από τις προαναφερθείσες παρατηρήσεις οδηγούμαι στην άποψη, STL O Λουκάς, που είναι συντάκτης του ομώνυμου Ευαγγελίου και των Πράξεων των Αποστόλων, είναι ένας «ἀνὴρ Μακεδών». Σχετικά µε τη διατύπωση στην περίφηµη σκηνή από τις Πράξεις 16,9, όπου εμφανίζεται στην Τρωάδα µμπρο-
στά στον Απόστολο Παύλο ένας «ἀνὴρ Μακεδών» και τον παρακαλεί; «διαBas eis Μακεδονίαν βοήθησον ἡμῖν», έχω να πω τα εξής: Προσωπικά δεν συμμερίζομαι την εκδοχή του W. M. Ramsay, σύµφωνα µε την οποία ο ίδιος ο Λουκάς ήταν αυτός ο «ἀνὴρ Μακεδών», ο οποίος εμφανίσθηκε στον Παύλο
σε ένα ὀραμα2». Ο συντάκτης του διπλού έργου του Λουχά Sev πρέπει να ήταν κάποιος συνοδός του Παύλου (που βίωσε όλα τα γεγονότα μαζί TOV), χαι τούτο διότι ο τρόπος µε τον οποίο γράφει για τη Μακεδονία υποδηλώνει ότι πρέπει να είναι ἑνας Μακεδών, ένας τοπικός πατριώτης, ο οποίος γι᾿ αυτό ακριβώς το λόγο εξαίρει µε ένα ιδιαίτερο τρόπο τη μετάβαση του Αποστόλου Παύλου and τη Μικρά Ασία προς τη Μακεδονία. Πιθανώς κατάγεται αυτός από την κοινότητα των Φιλίππων, την οποία έχει ιδρύσει ο Παύλος ως πρώτη της Maxedovias, και η οποία είναι οπωσδήποτε
η πρώτη
χριστιανική κοινότητα της
Ευρώπης. Σε µια επιγραφή της Colonia lulia Augusta Philippensis τονίζονται ôtπαίως ο Μακεδών βασιλεύς Φίλιππος ως ιδουτής της πόλης και ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αὐγουστος, ως ιδρυτής της αποικίας. Οι Φίλιπποι είναι ένα
22. Noa. Pilhofer, 6..7., αελ. 197, 23. W.M. Ramsay. St. Paul the Traveller and the Roman Citizen, London 61902, σελ. 200 κ.ε. Γιά την κριτική αυτής της LOLAVTONS VTOBFONS TBA. τη Olan por εργασία. OT. σελ. 156, utoσημείωση 9.
Ο Λουκάς ως «vip Maxedave
909
«κτίσμα Φιλίπποιο καὶ Αὐγούστου βασιλῆος»2ή, Δίπλα σε αντοὺς πρέπει VU τοποθετήσουµε ὡς τρίτο τον Απόστολο Παύλο, τον ιδρυτή της XOLVOTHTUS των Φιλίππων, ο οποίος µε το κύρος του έχει σφμωαγίσει την περαιτέρω εξέλιξη της πόλης, όπως µπορεί ακόµη και σήµερα να διαβάσει ο επισκέπτης στι πολυάριθµα χριστιανικά κτίσματα. Για να μιλήσουμε καλύτερα µε τα λόγια της αναφερόµενης επιγραφής, οι χριστιανικοί Φίλιπποι είναι Eva «χτίσμα
ἀποστόλου Παύλου»25. Σε λιγότερο αξιωματική θέση ax’ αυτούς τοὺς τρεις άνδρες, σε (έση όμως πολύ σηµαντιχἡ για την πόλη και TH δική της χριστιανική κοινότητα βρίσκεται ο Λουκάς, ο συντάκτης του a’ αυτόν ονοµασθέντος «Λουκάνειου» ἐργου, ο οποίος στο τέλος του πρώτου αιώνα έτυχε μεγάλης αποδοχής στη χοιστιανικἠ κοινότητα των Φιλίππων, και LE TO 160 κεφάλαιο των δικών του Πράξεων κατέστησε τη φήμη των Φιλίππων αιώνια. Τελειώνοντας θά ήθελα να σας ευχαριστήσω για την προσοχή σας και την υπομονή σεις και να ζητήσω ταυτόχρονα τη συµπάθειά σας για την aveπάρχεια των ελληνικών OU, Universität Greifswald
24. Στο δικύ pou κατάλογο των επιγραφών των Φιλίππων (Peter Pilhoter, Philippi. Band IE: Katalog des Inschritten von Philippi, Tübingen 1999), to No 2960/0412. Mpa. και Paul Lemerle, «Inscriptions latines et grecques de Philippes», BCTES9 (1935), σελ. 126-164: εδὼ aed. 148-151, No
42. 25, Πωλ. erions την πετυχημένη διατύπωση tov Στυλιανού Πελεκανίδη: «cn πόλη αὐτὴ JUNGLE vOE ὡς ὁ πυλώνας τοῦ Λόγου τοῦ Εἰκογελίον μὲ τὸ χήρυα τοῦ ἀπυστόλου Παύλου στήν Γὐρώπη καὶ γενικότιρα oth Λύση» (Στυλιανός Πελεκανίδης, «Οἱ Φίλιπποι και τα χριστιανικά μνημεία τους», στο; Λ{ακεζονία-Οεσσαλυνίκη. Αφιέρωμα τευυαρακονταετηρίδος (Εταιρείας Μικεδονικών Erordev]. Θισααλονίκη 1950, σελ. 101-125: εδώ σελ. 102). 26. Η ἑλληνικὴ petty Go της διάλιξής µου οφεἰίλέται στὸ φίλο µου Σταμάτη ΑπυυτυLoman, tov οποίο On ἠθελα, και από αὐτή τη θέση, εγκάρδια να εχαριστήσω για τη δικἡ του προσπάθεια.
72 H ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΗΣ ΘΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΑΣ Σεμέλη
ΣΤΗΝ
ΑΡΧΑΙΑ
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Πινγιάτογλου
Από την ενασχόλησή µου µε την ανασκαφή του ιερού της Δήμητρας στο Aiov! γεννήθηκε το ενδιαφέρον για τις αρχές, το είδος, τη διάδοση και τη διάρκεια της λατρείας της θεάς γενικότερα. Θα σας εκθέσω στη συνέχεια, τα στοιχεία που είναι γνωστά ως σήµερα για τη λατρεία της στον βορειοελληνικό χώρο. Ἡ έρευνα έχει ως αφετηρία της κυρίως το τµήµα της αρχαίας Maxeδονίας που ανήκει σήµερα στην Ελλάδα, επεκτείνεται όμως HAL στις γειτονι-
KEG της περιοχές2. Οι πληροφορίες των γραπτών πηγών για τον χώρο που θα µας απασχολήσει είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Μόνο για τη Θάσο υπάρχει στον Παυσανία πληροφορία σχετική µε τον τρόπο εισαγωγής της λατρείας στο νησί». Είναι χαρακτηριστικό OTL στις αρχές του αιώνα µας τα στοιχεία που μπόρεσε να συγκεντρώσει O Baege στο βιβλίο του De Makedonum Sacris για τη λατρεία της Δήμητρας ήταν, µε δύο εξαιρέσεις µόνο, νοµίσµατα, τα οποία θεωρήθηκαν μαρτυρίες της λατρείας της, αφού απεικόνιζαν την κεφαλή της θεάς ή Ιιόνο το σύμβολό της, το στάχυ, ἡ θέµατα γνωστά ad τον μύθο της, όπως η αρπαγή της Koons. Από αυτά, η σύνδεση µε τη Δήμητρα είναι περισσότερο ασφαλής όσον αφορά τις απεικονίσεις των νομισμάτων των Βοττιαίων της Χαλκιδικής, της Πέλλας χαι της Θεσσαλονίκης. ενώ είναι μάλλον αμφίβολη για τις υπόλοιπες πόλεις που απαριθµεί ο Baege. Σήµερα στις γνώσεις µας έχει προστεθεί ένα αξιόλογο επιγραφικό υλικό που εμπλουτίζεται ολοένα µε νεότερα ευρήματα. Εξάλλου, τα αρχαιολογικά στοιχεία στο σύνολό τους, µε την έντονη ανασκαφικἠ ὁραστηριότητα των τελευταίων χρόνων στη Maxedovia, πολλαπλασιάζονται και αποτελούν σήµερα τη σημαντικότερη πηγή µας. Με βεβαιότητα, η οποία πηγάζει από επιγωαφικά, εκτός των άλλων, EUρήματα, μαρτυρείται
λατρεία της Δήμητρας
στο Δίον, τη Λητή, επίσης στη
1. Βλ. Σ. Πινγιάτογλου, «To ιερό της Λήμητρας ato Λίον. Ανασκαφή 1990», AEMO 4 (1990) 205-215: της ίδιας, «To ιερό της Δήμητρας ato Δίων. Ανασκαφή 1991», AEMO 5 (1991) 145-156: της ίδιας, «To tego της Λήμητρας ato Δίον. Avaaxuifn 1992», AEMO 6 (1992) 223-233. 2. Για τη βωρτια Mazrdovia PA. κυρίως S. Dull, Die Gotterkulte Nordmakedoniens in römischer Zeit, Μόναχο 1977, 76 κ.ε. 3, Παυσ. 10, 28, 3. 4. W. Baege. De Makedonuin sacris. Dissertationes philologicae Hallenses (1913) 106-109.
912
Sun
avarosiot
Θάσο και TH Meonppota. Συ/κἐκριµένα, στο Δίον η ταύτιση του ιερού επιβεῥαιώνεται χάρη σε εγχάραχκτη αναθηματική επιγραφή σε ερυθρόμορφο 0x1 0 του 4ου αι. π.Χ. Από την επιγραφή σώζεται TO όνοµα της θεότητας «AAMA-
TP1»°. Μαωμάρινη τράπεζα ATG το ιερό της Λητής αφιερώνεται σύμφωνα pte την αναθηματική επιγραφή στη Δήμητρας,
Στη Θάσο τµήµα επιγραφής ava-
φέρει το όνοµα της Δήμητρας Ελευσινίας Πατοώας7, ενώ σε μαρμάρινο όρο είναι χαραγμένο το όναμα της Koonc®. Στη Meanupyia σε μαρμάρινο βάθρο
δι(ῴάζουμµε «ΑΡΧΗΝΑΣΣΑ KEDAAOY AHMHTPI»?. Αν και λείπουν οι επιγραφιχές μαρτυρίες, χάρη στη μορφή του τεμένους και τα είδη των αναθηµάτων είναι αναμφίβολο ότι η Δήμητρα ήταν ο αποδέ-
πτης της λατρείας στον κυκλικό περίβολο της Πέλλας!θ, Λατρεία Δήμητοας υποδεικνύει εξάλλου και η απεικόνιση της κεφαλής της θεάς στον εμπροσίόTUTO ελληνιστικών νομισμάτων της πόλης!!, Από το κείµενο µιας πράξης απελευθέρωσης που βρέθηκε στη Βέροια!” προκύπτει ότι στην πόλη λατρευόταν η θεά µαζί µε την Κόρη. Σύµφωνα µε την επιγραφή, η Αλεξάνὺφρα, ιέρεια της Δήμητρας και Κόρης, δηλώνει την επιθυμία
της να απελευθερώσει
τη δούλη
της Νίκη
μετά
τον θάνατό
της.
Εξάλλου, λατρεία Δήμητρας συνάγεται KUL για την περιοχή του Ανθεμούντα απὀ αναθηµατική επιγωαφή που είχε βρεθεί σε δεύτερη ZENON στην εκκλησία της Παναγίας στη Γαλάτιστα!», Η επιγραφή «Στραττώ Αριδαίου / Δήμητοι KAT’ επιταγἠήν» σε αποσπασιµατικά σωζόμενο ανάγλυφο από το Καλαμωτό αποτελεί απόδειξη λατρείας της θεάς στην περιοχή των αρχαίων Καλινδοίων!". Ο μικρός ορθογώνιος ναός που αποκαλύφθηκε σε µικρή απόσταση έξω 5. Πινγιάτογλυυ 1990 (βλ. σημ. 1) 205 eux. 1. 6. Γ. Μπακαλάχκης, Ελληνικά τυατέζυφόρα, Θιὐσαλονίκη 1948, 36. M. B. Hatzopoulas, «Cultes et rites de passage en Macedoine», Μελετήματα 19 (1994) 44, αρ. 515.
7. Fr. Salviat, «Déméter Éleusinié Patroié», BCH Suppl. V (1979) 407-410. C. Rolley, «Le sanctuaire d'Évraiokastro mise à jour du dossier», Μνήμη A. Λαζαρίδη (1990) 405-407. 8. ΟΙ. Rolley, «Dieux patrdoi ct Thesmophorion de Thasos», BCH 89 (1965) 450 κε. ay. 10, eux. Il. 9. A.K. Βαβοίτσας, «Λνιιασκαφή Μεσημβυίας Θράκης», ΠΑΕ 1973, 79 xe., aiv. 978. 10. M. Λιλιμπακη-Αχαμάτη, «lead της EAÂUSe, ΛΙνήμη A. Λαζαριδη 1986 (1990) 119 κε. της ίδιας, «Orapoqgooie στη Μακεδονία», Αρχαία Μακεδονία V (1993) 811-815. 11. Η. Gaebler, Die antıken Miinzen Nord-Griechenlands, HE Makedonia und Paionia, Begodivo 1935, 94, αρ. 3. πιν. XIX 5. 12. A. B. Tataki, «Ancient Beroca: Prosopography and Society», Μελετήματα 8 (1988) 96. αρ. 96, 13. BA. M. B. Ilatzopoulos, «Macedonian Institutions under the Kings IH. Epigraphic Appendix», ΛΙελετήματα 22 (1996) S8, αρ. 68, πιν. LX, 0700 και η παλιότερη βιῤλιογκιφία, 14. K. Σισμανίδης - A. Κεραμάρης, «Αναὐσκαφή oto Καλαμωτὸ Orooukovunmse, AEMO 6 (1992) 399. εικ. 2.
Η λατρεία της θεάς Δήμητρας στην αρχαία Maxedovia
913
από το βορειοανατολικό τµήµα του κλασικού τείχους της Αμϕίπολης!», χάρη στα ευρήματά του ---χαρακτηριστικά ειδώλια και αγγεία, µικρές υδρίες και πέρνοι-- συνδέεται µε τη λατρεία της Δήμητρας. Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει κάι το περιεχόµενο των δύο από τις τρεις εσχάρες που έφερε στο φως η ανασκαφή της ΒΔ γωνίας του βόρειου περιβόλου των Αβδήρων. Συγκεκριµένα στη µια εσχάρα βυέθηκαν, σύµφωνα µε την ανασκαφέα
Κουκούλη-Χρυσανθάκη,
ειδώλια, ενώ ο αποθέτης
µιας άλ-
Ang περιείχε χιλιάδες μικροσκοπικών νδριών!ό,. Τα ευρήματα αυτά σε ouvèuασμό µε τη θέση των εσχαρών Kat τον τύπο τους ως βωμών, αποτελούν σοβαῥές ενδείξεις άσκησης λατρείας Δήμητρας, όταν μάλιστα στη γραπτή παράSOON αναφέρεται τριήµερος εορτασμός Θεσμοφορίων στην πόλη του Δημοκρί-
του!” Μαυμάρινο άγαλμα καθιστής στη μυστική πίστη Δήμητρας, των ρωμαίκών χρόνων!δ, and την οδό Φιλίππου αποτελεί μαρτυρία της παρουσίας της θεάς στην καρδιά της Θεσσαλονίκης!», Τη λατρεία της ίσως θα μπορούσε να τη συσχετίσει κανείς µε τη λατρεία του Καβείρου που κατείχε µια εξέχουσα
θέση στην πόλη, µια και η Δήμητρα ὡς Καβειραία ή Καβειρίαζῦ είναι γνωστή και GIO αλλού. Τέλος, στον κατάλογο των μνημείων θα πρέπει να προσθέσουμε και ένα ανάγλυφο στο Εθνικό Μουσείο της Αθήνας, για το οποίο ὡς τόπος προέλευons του σημειώνεται η Μακεδονίαξ!: εικονίζει τη Δήμητρα δίπλα στον βωμό της να σπένδει µε το δεξί, ενώ µε το αριστερό κρατεί ψηλή δάδα. Στο βάθος του αναγλύφου έχει χαραχτεί επιγραφή αφιερωματική στη Δήμητρα Καρποφορο. 15. A. Λαζαρίδης, «Ανάασκαφαί και έρευναι Αμφιπόλεως», ΠΑΕ 1975 (1977) 64 κ.ε. tov idtov, «OL ανασκαφές στην Αιιφίπυλη», Αρχαια Μακεδονία IV (1986) 358: tov ἴδιου, Πρακτικά του XII Διεθνούς Συνεδρίου Κλασικής Αρχαιολογίας, Τόμυς B (1988) 126° του ίδιου, Αμϕίπο-
λις, Αθήνα 1993, 28-31, eux. 11-12. 16. X. Κουκούλη-Χρυσανθάκη, «Ανασκαφές στα αρχαία Άβδηρα», AEMO I (1987) 410413, εικ. 6,1, 10-12: της ἰόνας, «Ἀβόησα», Epyov 1988,104. Η. W. Catling, «Abdera», AR 1985-89,
84-85. 17. Διυγένης Λαέρτιος 9, 43. Αθήναιος 2, 46. 18. Μουσ. Θεσσαλονίκης, αρ. Evo. 896, Hy. 0,62 u. Αδημοσίευτο. Αναφέρεται στους οδηγούς: Θεσσαλονίκη, AAG τα πρωϊστορικὰὶ µέχρι τα χριστιανικά χρόνια, Αθήνα 1986, 144. I. Boxoto-
πούλου, Οδηγός Αρχαιολογικού ΝΙουσείου Θεσσαλονίκης, Αθήνα 1995, 71. 19. Θα πρέπει να θυμίσουμε ὅτι νομίσματα Οεσσαλυνίχης των µέσων του lou αι. π.Χ. κοσμυύνται µε την πεφιιλή της θεάς, ατεφανωμµένη µε στάχυα, στην μπροστινή TOUS OWN, ενώ στων οπισθότυπό TOUS εικονίζεται ο τελετουργικὸς άροτος: PA. Gaebler, 6.7. (om. LD) 122, αρ. 26 και 27, tiv. XXII 15-16. T. Τουράτόυγλον, «Ο Πομπήιος στη Θεσσαλονίκη: H νομισματική µαρτυLit», Αμητός, Θεσσαλωνίκη 1987, 885-90, 20. Mopar. Nava. 9, 25,5.
21. Ag. eve. Movo. 1438. LEMCTV (1988) 850, αρ. 29 (Beschi).
914
Σεµέλη
hvyıaroykov
Θα προσπαθήσουμε τώρα βάσει των στοιχείων που µας δίνουν Ta ευρήHATA, να δώσουμε απάντηση στα ερωτήματα που θέσαµε στην αρχή. Ποια ήταν τα είδη των αναθηµάτων, τα τελετουργικά δρώμενα, το τυπικό της λατρείας; Με αφετηρία τα σίγουρα ταυτισµένα ιερά παρατηρούμε ότι τα αναθήpata είναι χνυρίως: μαρμάρινα αγαλµάτια Δήμητρας, Κόρης, ιερειών της θεάς ή αναθετριών, πήλινα ειδώλια γυναικείων μορφών σε καθορισµένους επαναλαμβανόμενους τύπους, όπως οι νδριαφόροι γυναίκες, οι καθιστές και όρθιες γυναικείες μορφές αι OL προτομές’ επίσης ειδώλια ζώων, κυρίως χοίgov, αγγεία, κυρίως µικρές υδρίες και κέρνοι, λύχνοι, δηλαδή αναθήματα παρόμοια µε εκείνα TOV συναντώνται στα ιερά Δήμητρας σε όλο τον αρχαίο ελληνικό κόσµο. Τα είδη αυτά επαναλαμβάνονται και στα ιερά από τα οποία SEV σώζονται επιγραφές και αποτελούν στοιχεία για την ταὐτισή τους, Ot νδρίες HAL οι υδριαφόροι μαρτυρούν την τελετουργική µεταφορά νε-
ρού στο ιερό, πιθανότατα για να χρησιµοποιηθεί σε εξαγνιστικά δρώμενα-2. Οι λύχνοι μπορούν να σχετίζονται είτε µε μυστιχές ιεροπφραξίες είτε µε vu-
χτερινές τελετουργίες23. Ο χοίρος είναι το κατ’ εξοχήν ζώο θυσίας προς TH Δήμητρα. Μοναδικά µέχρι στιγμής είναι τα ειδώλια από το ιερό της Θάσουξ που εικονίζουν χοίρους µε την κοιλιά ανοιγµένη ώστε να φαίνονται τα σπλάxva' πρέπει να σχετίζονται µε τον σφαγιασµό των θυσιαζόµενων χοίρων κατά την τέλεση των εορτών, κυρίως των Θεσμοφορίων. Για μερικά από τα ιερά μαρτυρείται επιγραφικά η υπηρεσία γυναικών ως ιερειών. Από το Λίον είναι γνωστές οι ιέρειες Μεστρία Νέμεσις, Μενεxpirn και Βερενίκη, ενώ στη Λητή, στην τράπεζα που αναφέρθηκε παραπάνω, Lab µε την ιέρεια Βερενίχη μνημονεύονται τρεις ακόµη γυναίκες, η Στρατώ, η Medic και η Λυσιδίκα. Τα ονόματα χαι τα πατρωνυμικά TOUS συνοδεύονται από τη µετοχή ἀρχινεύσασαι ποὺ πρέπει να αποδίδει κάποια θητεία γυναι-
κών στο νερό της θεάς2». Ως προς εκτός βέβαια πράγματι σε τητες. Έτσι,
το ερώτημα αν διαπιστώνονται συλλατρείες µε άλλες θεότητες, από την αυτονόητη παρουσία της Κόρης, η απάντηση είναι ότι ορισμένα νερά η Δήμητρα συνυπάρχει µε άλλες συγγενικές θεόστο Δίον επιγραφές μαρτυρούν λατρεία Ειλείθνιας και Bav-
22. BA. 5. Cole, The Uses of Water in Greek Sanctuaries, Early Greek Cult Practice (1988) 164, όπυν και η παλιότερη σχετική βιβλιογραφία. 23. Για τις αρχαίες πηγές TON μαρτηρυύν νυχτερινές τελετουργίες προς τιμήν της Δήμηtoag βλ. Ο. Deubner, Attische Feste, Βερολίνο 1932, 85, σηιι. 4, 53, σημ. 5, 62, σημ. 3. 24. Rolley, 6.7. (σημ. 8) 470 x.€., eux. 30-31. 25. Βλ. σχετικά Hatzopoulos, 0.7. (onu. 6) 45-53.
H λατρεία της Geas Δήμητρας στην αρχαία Μακεδονία
915
Rovc2®, επιγραφές χαι γλυπτά αναθήµατα λατρεία Αφροδίτης και Κουροτρόφου2]. Στο ιερό της Πέλλας βρέθηκαν ειδώλια του Πλούτωνα, της Άοτεuns και της Αθηνάς ws προστάτιδας των βοοειδώνξδ. Στη Μεσημβρία σε αναθημµατικά µετάλλινα πλακίδια, όπως γράφει ο ανασκαφέας Βαβρίτσας, EXTOS απὀ τη Δήμητρα και την Κόρη παριστάνονται η Κυβέλη και η Μεγάλη Μητέρα2», κάτι NOV είναι αναμενόμενο για αποικία της Σαμοθράκης. ἰδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η συνύπαρξη της Δήμητρας και της Κόρης µε TOUS πατρώους θεούς στη Goo. Ας εξετάσουμε τώρα µε ποιες ιδιότητες παρουσιάζεται η Δήμητρα στα ιερά του χώρου µας. Εμφανίζεται ως θεά των Θεσμοφορίων, αυτή δηλαδή που προστατεύει τη γονιμότητα της γης και των γυναικών στην Πέλλα και τη Θάσο, ὡς θεά των Μυστηρίων στη Μεσημβρία. H επωνυμία Ελενσινία στην επιγραφή της Θάσου τη συσχετίζει και µε τη θεά της Ελευσίνας, ενώ σύνδεση µε τον ορφιχό ύμνο μαρτυρεί για το Δίον η παρουσία της Βαυβούς. Στη Θάσο η θεά χαρακτηρίζεται und τα αναθήματα ως Θεσμοφόρος αλλά επιγραφικά και ως Ελευσινία. Το παράδειγµα της Θάσου όπου n θεά λατρευόταν Kal υπό τις δύο ιδιότητες δείχνει ότι είναι σφάλμα να γίνεται προσπάθεια διάκρισης των νερών στα οποία λατρεύεται η Δήμητρα ως θεά της γονιμότητας από Tu ιερά στα οποία λατρεύεται ως θεά των Μυστηρίων. H άποψη αυτή ενισχύεται από το παράδειγµα xa άλλων ιερών, µε πρώτο της Ελευσίνας, το κατ᾽ εξοχήν ιερό των Μυστηρίων, όπου όμως τελούνταν όχι µόνο τα Θεσμοφόρια αλAG nat τα Akwa?!, µια ακόµη γιορτή προς τιµήν της Δήμητρας που αποσκοπούσε στην ευόδωση της συγκομιδής. Επίσης το Θεσμοφόριο της Αθήνας θα πρέπει να το αναζητήσουμε στην περιοχή του Ελευσινίου, lows μάλιστα ταυ-
τιζόταν µε αυτό, όπως υποστηρίζει ο Broneer??. Qc θεά των Μυστηρίων dutσφαλίζει τη ζωή των θνητών µετά τον θάνατο, yL’ αυτόν τον λόγο συνδέεται µε θεότητες TOU κάτω κόσμου, όπως ο Πλούτων nn Αφυοδίτη-Περσεφόνη. Σύμφωνα µε τον Mavoavia η Κλεόβοια, µια παρθένος, έφερε πριώτη στη Θάσο τα «όργια της Δήμητρος" ano την Πάρο. Η αναφορά της Κλιόβοιας pati µε τον Τέλλι, του οποίου τρίτος ἀπόγονος ήταν ο ποιητής Avyiλοχος συνδέει την εισγωγή της λατρείας µε την ίδρυση της αποικίας. µια 26. tov Δίου 27. 28. 29. 30. 31, 32. 33,
Tee την avadmnarıın επιγραφή στη Βαϊώ βλ. A. Παντερμαλής, «Λατρείες Πιερίας», Αρχαία Maxroovia II (1977) 335-336. Πινγιάτογλοιι 1992 (BA. ane. 1) 227. Λιλιιπάκη-Ακαμάτη 1993 (BA. on. 10) 814. Βιοίτσας, O7. (un. 9) 77-78. Rolley, 627. ton. 8) 441-483. Deubner, 6.7. (one 23) οἱ κ.ε. ©. Broneer, «The Thesmophorion in Athens», Hesperta 11 (1942) 202 κι. Hava. 10, 28, 3.
και νερά
916
δεμέλη Hiyiaroylou
και σύμφωνα µε την παράδοση ο πατέρας TOV Αρχιλόχου ήταν ο οικιστής της Θάσου. Η περίπτωση της Θάσου µας αποκαλύπτει µια άλλη διάσταση της θεάς: τα ιερά της τεμένη είναι από τα πρώτα που καθαγιάζονται κατά την ίδρυση ενός οικισμού, γιατί είναι η θεότητα που µε την προστασία της παραγωγής θα εξασφαλίσει την επιβίωση του πληθυσμού. Αυτή είναι µια από τις παραμέτρους, στις οποίες οφείλεται η ἰδρυση ιερών Δήμητρας στις αποικίες. Κατά παρόμοιο τρόπο πιστεύουμε ότι θα πρέπει να ιδρύθηκαν από τα ελληνικά φύλα τα ιερά της Δήμητρας HAL στον βορειοελληνικό χώρο. Στοιερό της Θάσου βρέθηκαν αρκετοί µαρμάρινοι βωμοί” αφιερωμένοι, όπως αποκαλύπτουν OL επιγραφές TOUS, στους πατρώους θεούς ορισμένων γενών, τον Δία Αλάστορα, Πατρώο, Κτήσιο, την Αθηνά Μυκεσία, την Αθηνά Πατρώα, την Άρτεμη Ορθωσία και τις Νύμφες. Η εγκατάσταση των Popov των πατρώων θεών στο ιερό της θεάς οφείλεται στην πολιτική της διάσταση. Σύμφωνα µε τον ομηρικό üuvo τα όργιά της η θεά τα αποκαλύπτει στοις βασιλείς Τριπτόλεμο, Διοκλή, Εύμολπο και Keded. Στη Θήβα, το ιερό της σύμφωνα µε τον Παυσανία είχε ιδρυθεί µέσα στο βασιλικό ανάκτορο του Κάδμου και των απογόνων tou. Στο ιερό της στην Ανθήλη είχε την έδρα της η δελφική αμφικτιονία27 και στο Αίγιο λατρευόταν ως Δήμητρα Παναχαιά"δ. Στο Ελευσίνιο, εξάλλου, της Αθήνας συνεδρίαζε σε ουισμένες περιπτώσεις η βουλή», Διδάσκοντας η Δήμητωα στους ανθρώπους την καλλιέργεια της YNG, τους πρόσφερε τις προὐποθέσεις για µια οργανωμένη σύμφωνα µε ορισμένους κανόνες ζωή. Η παρουσία της εξασφάλιζε την ομαλή ζωή τοι) οικισμοί, Yu’ αὐτόν τον λόγο οι άρχοντες ενός τόπου επιζητούσαν τη σὺνὀρομή και εὐνοιά της. Η κατοχή των ιερών αντικειμένων της θεάς απέτρεπε επαπειλούµενους πινδύνους, όπως στην περίπτωση του προγόνου των Δεινομενιδών Τηλίνη που έσωσε τη Γέλα and επικείµενη στάση χάρη o’ aura.
Σχετικά µε τη θέση των ιερών της Δήμητρας, στο Δίον αναπτύσσεται στον απλόχωρο κάµπο έξω από το νότιο σχέλος του τείχους της πόλης αλλά κοντά 0’ αυτό. Για το ιερό της Πέλλας σημειώνεται από την ανασκαφέα ότι βρίσκεται «σε µια έντονα υπερυψωμένη περιοχή, στην άκρη της πόλης»»!. Δεν έχει διευκρινιστεί av βρίσκεται µέσα ή έξω από τὸν περίβολο. µια και η 34. Rolley, 67. (σημ. 8) 441-468. 35. 36. 37. 38. 39. 40. 41.
Οµηρικός Ύμνος εις Anınrocav 474-477. Παυσ.ο 16,5. Hood, 7, 200. Mavo. 7, 24. 2-3. Λνδυκίδης, Περί Μιοτηρίων LU. Noß%. IGILIEP 794, 848, 1072. Fous. 7, 153. Λιλιμπάκη- Ακαμάτη., OT. (on. 28) 811.
Η λατρεία της θες Δήμητρας στην αρχαία Maxedovia
917
πορεία του στην περιοχή αυτή δεν είναι ακόµη γνωστή. H επιγραφή της Béporas Εαναχρησιμοποιήθηκε στο δάπεδο της εκκλησίας της Παναγίας Δεξιάς που βρίσκεται στις δυτικές παρυφές της αρχαίας πόλης4Σ. Στη Θάσο xataλαμβάνει το άνδηρο µιας απόκρηµνης πλαγιάς στο Εβραιόκαστρο εκτός των τειχών’ὖ, To ιερό της Μεσημβωίας4" ιδρύθηκε εσωτερικά του ανατολικού σκέAas του τείχους και σε επαφή 1’ αυτό. Το ιερό των Αβδήρων βοίσκεται σε µια ελώδη πεδινή έκταση εξωτερικά και σχεδόν σε επαφή µε τον περίβολοί". Τα ιερά που αποτελούν αντικείµενο αυτής της μελέτης ακολουθούν εν μέρει αυτό που θεωρείται στην έρευνα κανόνας για τις θέσεις λατρείας της θεάς16, ότι δηλαδή ιδρύονται συνήθως σε πλαγιές βουνών (Θάσος, Πέλλα). Ot περιπτώσεις του Δίου και των Αβδήρων αποτελούν εξαιρέσεις του κανόνα. Ὑπάρχει πρόνοια να βρίσκονται κοντά στους αγρούς που προστατεύει η θεά, αλλά και στην πόλη ώστε να είναι εὔκολη, κυρίως για τις γυναίκες, N πωόσβαση ao’ αυτά. Κάπως απομακρυσμένα, στην περιφέρεια του ἁστέως, χοντά στα τείχη, µέσα ή, συνηθέστερα, έξω από αυτά. H απομόνωση Mov απαιτούν τα μυστικά δρώμενα DEV εἶναι ο μόνος λόγος για τον οποίο κτίζονται τα ιερά της θεάς κοντά στα τείχη. Η άµεση, πολλές φορές, γειτνίαση Ne τον περίβολο ενός οικισμού πρέπει να σχετίζεται µε τη συμβολή της θεάς στη δημιουργία µιας νέας οικιστικής µονάδας. Επειδή η Δήμητρα είναι n εγγιήτρια της ζωής του οικισμού µε τον πλούτο που θα επιφέρει σ᾿ αυτόν, αναλαμβάνει μερικές φορές και την προστασία των τειχών TOV. Αυτή η σκέψη ενισχύεται από δύο επιγραφιχκές μαρτυρίες που δεν προέρχονται βέβαια από τον χώρο µας, είναι ὁμως ενδεικτικές, ὀπως πιστεύω, του ρόλου αυτού της θεάς: a) Σύμφωνα µε τη µια επιγραφή, της ΟλΡίας, ο Ποσίδεος Διονυσίου τὸ τεῖχος Δήμπτρι καὶ Κόρῃ καὶ Πλούτωνι καὶ τῷ Δήμῳ ἀνέθηκεν']. Το γεγονός ότι TO TEIXOG ανατίθεται ταυτόχρονα και στον Δήμο νομίζω ότι δηλώνει Kuὑκιρά ότι πρόκειται για τον περίβολο της πόλης. B) Επίσης σε περίοπτη θέση δίπλα στην ανατολική πύλη Tou τείχους του Ραμνούντα
τοποθετήθηκε
γλυφο και χαράχτηκε CTS κάτω αναθηµατική επιγραφή στη Δήμητρα Κόρη από tov Γυξίθεο που χειροτονήθηκε δύο φορές στρατηγός{δ,
ava-
και
42. BA. ©. Παπαζώτως, H Πέροια και οἱ ναυί της (los - og ac), Αθήνα 1994, 72. 15. 2. 43. Roliey, 6.7. (σημ. N). 44. Baplyttaag, OT. (σημ. 9) 77, ea. 5. 45. Kovrovkn-Xovaavbezn, OT. Cane 16) 410 2€. 46. Bd. Y. Bequignon, «Demeter, Deesse acropolitaine», RA S1-S2 (1958) 151. 47. O. Leipunskaja. Archeologija 3 (1990) 117-122. SEG 40 (1990) 198, ao. 633. J. Vinogradov - S. Kryzickij, Olbia. Eine altgriechische Stadt im nordwestlichen Schwarzmecrraum, Leiden 1995,
114, 48. B. Χ. Πετράνος, «Αναὐκαφή Ραμνούὐντος», ΠΛΗ
1989 (1992) 22.
918
Σεμµέλη Πινγιάτυγλοι!
Ποιες ήταν οι αρχές και η διάρκεια της λατρείας; Ta πρωιμότερα σωζόJLEVE αρχιτεκτονικά κατάλοιπα είναι του ιερού του Δίου: δύο υστεροαρχαἰχοί ναοί στον τύπο του μεγάρου, Επίσης πήλινα ειδώλια και λύχνοι που παραδίOOUV υστεροαρχαϊκούς και κλασικούς τύπους1». Χάρη στα στοιχεία αυτά χρονολογείται το ιερό στα τέλη του 600 - αρχές SoU αι. π.Χ. Αν ιδρύθηκε μαζί µε τον οικισμό, πράγμα που θεωρούμε πιθανό, µετά τα όσα εκθέσαµε παραπάνω, κερδίζουμε για τη ζωή του πολίσµατος περισσότερο από μισό αιώνα ζωής, αφού η παλιότερη μνεία του Δίου γίνεται από τον Θουκυδίδηϊο, Τα αρχαιότερα ευρήματα του ανδήρου όπου βρίσκεται το ιερό της Δήμητρας στη Θάσο κατά τον Muller, που έχει ασχοληθεί µε τη µελέτη της χορο-
πλαστικής, είναι θραύσματα ειδωλίων του όου αι, π.Χ]. Où πρωιμότεροι από τοὺς βωμούς των πατρώων θεών χρονολογούνται ἀπό τον Rolley στο α΄ μισό AGL τα µέσα του Sov αι. π.Χ 52. Για το ιερό της Αμφίπολης σημειώνει ο ανασκαφέας του Λαζαρίδης ότι βρίσκεται σε «επίπεδο χαμηλότερο από την χπρηπίδα του τείχους και φαίνεται
να είναι αρχαιότερο από αυτό», δηλαδή το ιερό χρονολογείται πριν απὀ την ίδρυση της Αμφίπολης ἀπό tous Αὐηναίους το 437 π.Χ.53. Τα ειδώλια και τα αγγεία επίσης του ιερού παραδίδουν τύπους των κλασικών χρόνων. Το ιερό της Λητής σύμφωνα µε τα ευρήματά του, επιγραφές και γλυπτά που φυλάσσονται στο Μουσείο Θεσσαλονίκης»”, καθώς και τα αγγεία και ELδώλια έτσι όπως περιγράφονται À απεικονίζονται σε δύο φύλλα του Ιουλίου του 1936 της εφημερίδας της Θεσσαλονίκης «Du», που αποτελούν και τη μόνη δημοσίευση της ανασκαφής, πρέπει να αχμέζει τον 40 αιώνα και τους ελληνιστικούς χρόνους, Τα ευρήματα των Αβδήρων καλύπτουν το χρονικό διάστηµα and τα τέλη του 60V ως τα τέλη του dou xu τις αρχές του 1ου αι. I.X.56, ενώ της Μεσηµ-
Boiag’? και της Πέλλαςῖδ ανάγονται στον do ἀιώνα και τους ελληνιστικούς χρόνους,
49. Πινγιάτογλου 50. Our.
1990 (pA. on.
1) 207 ae. της ίδιας, 199
(BAL σημ. 1) 146, 147.
4, 78, 6.
51. A. Muller, «Ελληνιστική κοροπλαστική της Oagov. Τα ειδώλια τον τερού του Εβραιώκαστρουῦ», Μνήμη A. Λαζαρίδη (1990) 437. 52. Rolley, 0.7. (σημ. 8) 441 κε. up. 1. 2,447, αρ. 6, 449, ag. 9, 452, αρ. 12. 53, Λαζαρίδης, μι ίτολις (BA. σημ. 15) 28. 10. Επίσης του don, IAE 1975 (1977) 64, 54. Ag. Eve. Μουσείου Θεσσαλονίκης 1006, 1069, 1070, 1081, 1083, 1129, 1753. 55. Ons 9.7.1936 και 18.7.1936. BA. ogetizu Hatzopoulos, 6.21, (σημ. 6) 123-127. 56. Kovxotin-Xovocuvikran 1987 (BA. σημ. 16) 410. 57. Bapottaas, 6.7. (on. 9) KO. S8. BA. Διλιιπάκη-Αχάματη, OT. ton. 10).
Η λατρεία της θείίς Δήμητρας στην αρχαία Μακεδονία
919
Ta μεμονωμένα ενεπίγραφα µνηµεία της Βέροιας, των Καλινδοίων και του Εθνικού Μουσείου χρονολογούνται στους ρωμαϊκούς 06 vous?. Συνοψίζοντας, ot ενδείξεις της λατρείας αρχίζουν από τους VOTEVOUPχαϊκούς χρόνους (Δίον, Θάσος) και µέσω των κλασικών (Δίον, Πέλλα, Θάσος, Λητή, Αμφίπολη, Άβδηρα) και των ελληνιστικών (Δίον, Πέλλα, Λητή, Θάσος, Άβδηρα) συνεχίζονται ws και τους ρωμαϊπούς (Δίον, Θεσσαλονίκη, Βέροια, Καλίνδοια). Για το Δίον ειδικά, όπως προκύπτει από τις τελευταίες οικοδομικές φάσεις TOV ιερού χαι νομίσματα και λύχνους του 2ου και 4ου αν. μ.Χ., η λατρεία επιζεί WG το τέλος της όψιµης αρχαιότητας. Τελειώνοντας μπορούμε να διατυπώσουµε τα παρακάτω συμπεράσματα: I. Αναμφίβολα οι γεωργικοί πληθυσμοί των πεδιάδων της Μακεδονίας λάτρευαν avéxabev τη θεά που προστάτενε τις καλλιέργειές τους µε ιεροπραSieg και τελετουργίες που ανάγονταν στο απώτατο παρελθόν. Ως προς το πρακτικό µέρος της λατρευτικής διαδικασίας, όπως τα είδη των αναθηµάτων ή τη µορφή των τελετουργικών σκευών, πρέπει να δέχθηκαν επιρροές από TOUS υπόλοιπους Ἐλληνες, µέσω των ἐμπορικών σχέσεων που ανέπτυξαν µε αυτούς και των συνακόλουθων πολιτιστικών ζυμώσεων, έργο που υποβοηθήθηκε και από την εγκατάσταση αποίκων στην παραλιακή ζώνη του βόρειου Αιγαίου. 2. Πρέπει να υπογραμµίσουµε το γεγονός ότι τα πρωιμότερα στοιχεία της παρουσίας της θεάς χρονολογούνται στα τέλη του 60V και τις αρχές του Sov αι. π.Χ., συμπίπτουν δηλαδή µε την εποχή αχµής του ιερού της Ελευσί-
νας, της ενίσχυσης της λατρείας της θεάς και στην Αθήνα και της προσπάθειας για περαιτέρω πανελλήνια προώθησή ths. 3. H γενική εικόνα που αποκοµίζουµε για τη θεά και τη λατρεία της δεν διαφέρει από εκείνη του υπόλοιπου ελληνικού κόσμου. Η Δήμητρα παρουσιάζεται τόσο ως θεά προστάτιδα της γονιμότητας της γῆς και των ανθρώπων και εγγυήτρια της ασφάλειας
της πόλης HAL των κατοίκων της, 600 και ως
θεά των Μυστηυίων, υποσχόμενη ευδαιμονία στον άλλο αλλά και σε αυτόν τον κόσμο. Αριστοτέλειο Πανεπιυτήμιω Οεπυλονίκης
59. BA. παραπάνω σημ. 12, 14,21. 60. Βλ. σγιτικά I. A. Shapiro, Art and Cult under the Tyrants in Athens, Mainz
1989, 67-83.
73
TEMENH ΦΙΛΙΠΠΟΥ A PHILIPPI: Al PRODROMI DEL CULTO DEL SOVRANO”
Anna
Maria
Prestianni
Giallombardo
“Quelles sont les différentes stratégies déployées pour ‘faire
du divin’ dans le champ du sacrifice et de ses pratiques? L'on peut partir de la catégorie de lieu. Essentielle dans toute les procédures de territorialisation, pour faire du territoire en mettant en œuvre des puissances tantôt simples toponymes, tantôt individualisées en grands noms propres. Les lieux sont vivants, il parlent, ils émettent des signes. La topographie permet alors de lever la carte d’une partie du panthéon”. M. Detienne, “Qu'est-ce qu'un dieu?", RHR
205, 1988, 344.
I. Un percorso storiografico Appena segnalate o sparse qui e là nelle note di articoli e di opere, in genere di carattere storico-religioso, spesso a sostegno di tesi contrapposte, le testimonianze sul culto di Filippo II di Macedonia furono per la prima volta raccolte nel 1934 da A. Momigliano, che cosi scriveva: “E’ curioso che il culto di Filippo di Macedonia non € mai stato studiato”!. Lo studioso forniva cosi una prima valutazione critica di tutte le testimonianze al tempo disponibili, letterarie soprattutto, ponendo il problema —questa mi sembra la vera novita— sotto l’aspetto politico piuttosto che religioso.
Null’altro, a mia conoscenza, sul culto di Filippo scrisse Momigliano nella sua pur vastissima produzione scientifica. Nondimeno al problema non cessö mai di pensare, come si ricava facilmente dalle parole iniziali della Prefazione alla ristampa del Filippo?, e come testimonia l’Avvertenza premessa * Il tema qui trattato à parte di una ricerca finanziata con fondi CNR. 1. A. Momigtiano, Filippo il Macedone, Firenze 1934 (rist. anast. Milano 1987), 177-178. n. 1, ove é anche segnalata la scarsa bibliogralia precedente, alla quale vanno aggiunti i pressoché contemporanei saggi di A. D. Nock, "ZYNNAOZ ΘΕΟΣ”, HSCPh 41, 1930, 1-62, part. 56-58: Id., “Notes in Ruler-Cult”, JUS 48, 1928, 21-43, part. 41-42 = Essays on Religion and the Ancient World, (ed. by Z. Stewart), I, Oxford (972, rispettivamente, 246-47; 156-157. 2. A. Momigliano, op.cit., p. XVE “in questo piccolo libro € nato un gruppo di problemi che mi hanno impegnato per tutta la vita”. Primo tra tutti, emerge il problema della liberta di cui
922
Anna Maria Prestianni Giallombardo
all’ Appendice bibliografica, in cui viene scgnalato che, nella scelta “arbitraria” dei titoli, “particolare attenzione € stata riservata alla bibliografia concernente le ultime importanti scoperte di Vergina e gli aspetti del culto di Filippo” (ibid., p. 211). Autocrazia come limitazione alla liberta individuale e collettiva, culto e divinizzazione come strumenti supremi di tale autocrazia furono problemi strettamente connessi e sempre presenti alla mente di Momi-
gliano. E anche se non ἱπάαρὸ mai fasi e gradi di quel lungo ο complesso processo che condurrä al culto del sovrano d’etä ellenistica, egli lo aveva tuttavia colto ed aveva additato la via da percorrere. Lamentava Momigliano nei difficili anni '30, sul problema del culto di Filippo, un vacuum storiografico che in verità si ὁ protratto a lungo, nonostante quaiche episodica e significativa, comunque mai specifica, riflessione sul problema}. Poi, a partire dalla fine degli anni ‘70, il dossier delle fonti sul culto di Filippo Il ἑ sembrato arricchirsi rapidamente di ulteriori testimonianze, emerse grazie al moltiplicarsi delle indagini archeologiche in Macedonia, che hanno portato alla luce, accanto all'importante complesso funerario ricoperto dal Grande Tumulo a Vergina —dove Andronikos ritenne di aver individuato le tracce di un hérdon destinato al defunto ivi sepolto che celi identificava con Filippo II— anche alcune significative epigrafi*. Con l’accrescersi dei rinvenimenti archeologici ed epigrafici si é di pari passo accresciuta anche l’indagine storiografica sul culto di Filippo, grazie ad
l'autocrazia € esattamente la negazione. Cf., in proposito, H. Bracke, "Il problema
nella vita e nel pensiero di Arnaldo Momigliano”,
della liberta
AncSoc 23, 1992, 297-323.
3. A parte cenni in G. De Sanctis, RFIC 18, 1940, 9-10, n. 2, e in P. Treves, Athenaeum
14,
1936, 192-207; Id., CS 34, 1936, 65-68, vanno ricordati: L. Cerfaux, J. Tondriau. Le cuire des souverains, Tournai
1957, 106-109, con ‘importante recensione di E. Will, RPh 34, 1960, 76-80: Ε.
Taeger, Charisma. Studien zur Geschichte des antiken Herrscherkultes 1, Stuttgart 1957, 174. n. 18: C. Habicht, Gottmenschentum und griechische Städte, München 19702, 11-16; H. 5. Versnel, “Philipp IH and Kynosarges”, Mnemosyne 26, 1973, 273-279. 4. Sull’individuazione dell" héréon, cf. M. Andronikos, Vergina, Athènes 1984, 65 seg: 225 spe. Ho espresso le mie riserve sulla cronologia e sull'attribuzione a Filippo Il della seconda tomba reale di Vergina in, A. M. Prestianni Giallombardo, B. Tripodi, “le tombe regali di Vergina: quale Fihippa?”, ASNP 10, 1980, 989-1001: Ead., “Rillessioni storiogratiche sulla cronologia del Grande Tu-
mulo e delle tombe regali di Vergina”, Πρακτικά tou XH Λιεηνούς Zrvedoiov Κλασικής ApyatoAoyias, Αθήνα, Sept. 1983, t. Α΄, Athens 1985, 237-242. Tra le cpigrati, particolarmente importanti risulterebbero alcune ritrovate a Thasos, Maronca, Amphipolis, Chalkidike (per lattribuzione a Filippo II. cl. M. B. Hatzopoulos, L. D. Loukopoulau, Morrylos cité de la Crestonie, MEAETHMATA 7, Atene 1989, 47 en. 5 (Thasos); 48. n. | (Maronca), M. B. Hatzopoulos, "BullEp”, REG 1991, nr. 337 (Maronea): Id.. Macedonian Institutions under the Kings: a Historical and Epigraphic Study, LH, MEAETHMATA 22, Athens 1996, If, 91-92, orr. 75 (Amphipolis) e 78 (Chalkidike). Ma la presenza in esse del titolo basieus, legato al nome Philippos, lascia assai dubbiosi sulla loro pertinenza a Filippo If Per il problema, ef. infra, n. 17.
Τεμένη Φιλίππου a Philippi
923
una serie di saggi susseguitisi a ritmo incalzante a partire dagli inizi degli anni "80. Tale storiografia si dispone lungo un ampio ventaglio di soluzioni differenti che vanno dal totale diniego di un culto per Filippo sia da vivo che da morto, ad altre posizioni variamente possibiliste, in relazione alle numerose attestazioni disponibili, spesso solo parzialmente esaminate e, comunque, differentemente interpretateÿ. Non esiste perd, ancora, uno studio complessivo nel quale siano raccolte ed analizzate tutte le testimonianze note sinora, relative ai diversi gradi di manifestazioni cultuali di cui Filippo II fu oggetto, ed in cui queste siano valutate in relazione al più generale problema della sovraumanità del capo politico e dunque al valore che esse hanno nella definizione dei caratteri della basileia ellenistica. Giä nel 1975, comunque, ancor prima che gli scavi del Grande Tumulo a Vergina generassero
la messe
di studi cui ho appena
dalla lettura stimolante delle pagine del Filippo abbiamo preso le mosse, nonché da alcuni suggestivi di Nock e dalle acute riflessioni profuse da Habicht nel avevo dedicato al problema uno specifico saggio®. Le
accennato,
di Momigliano, da cui spunti offerti dai lavori suo Gottmenschentum, mie giovanili riflessioni,
5. Cf. E. E. Fredricksmeyer, “Divine Honors for Philip II”, TAPhA the
Background
of the Ruler
Cult”,
Ancient
Macedonian
sollecitata
Studies
109, 1979, 39-61; Id.. “On
in Honor
of C.
F. Edson,
Thessaloniki 1981, 145-156; Id., “On the Final Aims of Philip II”, Philip II, Alexander the Great and the Macedonian
Heritage (W. L. Adams,
E. N. Borza edd.), Washington
“The Deitication of Alexander the Great”, in Ancient Walbank, “Monarchies and monarchic ideas”, in CAH
Macedonian
VII, Cambridge
1982, 85-98; E. Badian,
Studies, cit. 67-71: F. W. 1984, 62-100, part. Wen.
93: Id., "Könige als Götter. Überlegungen zur Herrscherkult von Alexander bis Augustus", Chiron 17, 1987, 365-382; L. Schumacher, “Zum Herrschaltsverständnis Philipps II. von Makedonien“, Historia 39, 1990, 426-443, part. 430 e passim; E. Baynham, “The Question of Macedonian Divine Honours
for Philip II”, in Ancient
Macedonia:
an Australian
Symposium,
Melbourne
1991
=
MedArch 7, 1994, 35-43; J. Bert Lott, “Philip Il. Alexander, and the two Tyrannies at Eresos of IG ΧΙ. 2. 526", Phoenix 50, 1996, 26-40. Uno spazio limitato, in genere, ὁ riservato al problema del culto di Filippo H negli studi monografici, ormai numerosi, dedicati al sovrano macedone, dove peraltro il problema € alfrontato con atteggiamento alquanto riduttivo, oltre che con una notevole selezione delle testimonianze pertinenti: si veda, ad es., J. R. Ellis, Philip H and Macedonian Imperialism, London 1976, 255, n. 107; 306-307, nn. 57-58; [ά.. in CAH VI, Cambridge 1994, 789790; G. T. Gritlith in N. G. L. Hammond, G. T. Gritfith, A History of Macedonia Il. 550-336 B.C., Oxford 1979, 682-83; 691-95: A. B. Bosworth, Conquest and Empire: The reign of Alexander the Great, Cambridge 1988, 281; Id., in CAH VP, cit. 872-873; N. G. L. Hammond, Philip of Macedon, London 1994, 182-185. 6. A. M. Prestianni Giallombardo, "ΦΙΛΙΠΗΙΚΑ I: sul ‘culto’ di Filippo 11 di Macedonia”, SicGymn 18, 1975, 1-57. A questo saggio, poco ο altatto ποιο agli studiosi del problema, ancorché segnalato nei consucti repertori di aggiornamento bibliogratico (APA 48, 1977 (1979), nr. 10057: E. Will, “Bulletin Bibliographique. Histoire grecque”, RE 532, 1979, 448: ara anche in MENTOR. Bibliographie critique inlormatisce de la religion grecque antique (dirr. A. Motte, V. PirenneDelforge, P. Wathelet), Kernos suppl. 2, Liege 1992, nr. 1503, seguirono altri due lavori: Ead.. “Lucio Mummio, Zeus ο Filippo I, ASNP 12, 1982, 513-532; Ead., "Divdoro, Filippo I e Cesare”,
924
Anna
Maria Prestianni Giallombardo
ancorché condotte soprattutto su fonti letterarie —con tutte le limitazioni interpretative che tali fonti per loro natura comportano— fruivano delle nuove
possibilitä ermeneutiche che l'affinamento delle metodologie di indagine storiografica consentiva (ad escmpio, nella valutazione dell’alfidabilitä di un Duride quale leggiamo in Diodoro) e si avvalevano anche di tutti i dati cpigralici ed archeologici al tempo disponibili. In quelle riflessioni avevo individuato in relazione al culto di Filippo II una possibile gradualita di percorso che partiva dal conferimento di semplici onori civici (proxenia ¢ promantheia a Delfi, politeia ad Atene, statue e coro-
ne in diverse città dell’Ellade), timai quali quelli enumerate da Aristotele, che le poleis greche erano gia aduse a prestare ai loro benefattori (euergetai c söteres)’, per passare a forme più articolate e complesse di onori cultuali (Filippo synnaos di Artemis ad Efeso; attestazione di bömoi dedicati allo Zeus Philippios ad Ereso), sino a giungcre alla proposta da parte del monarca macedone di una “Selbstvergötterung”, della divinizzazione della propria persona vivente (pompé di Aigai, con l’inclusione di una statua che rappresentava Filippo II synthronos tra i dodici dei). Un rilievo significativo, ancorché problematico, aveva in quel saggio la serie di testimonianze relative ad un possibile culto di Filippo II a Philippi, che era stato gia suggcrito da Ch. Picard® sulla base dei seguenti elementi: a) i resti, nella zona sud dell’acropoli della citta, di un piccolo edificio costituito da pronaos, cella e contenentc un bothros, dunque presumibilmente un hérôon: b) la presenza in esso di alcune frammentarie iscrizioni, tra le quali una “Iettera”
di Alessandro? ed alcuni atti di vendita di cariche religiose (hiero-
kérykeia). Uno di tali atti avrebbe potuto essere datato attraverso l’eponimato
in Mito Storia Tradizionc.
Diodoro Siculo e la storiogralia classica, (a cura di G. Galvagno ce C.
Mole Ventura), Catania 1984 (1991), 33-52. 7. Cl. Arist. Reth., 1, 5, 136la: Ὀτιμὴ Oars μὲν καὶ μάλιστα οἱ εὐεργετηκότες Μέρη δὲ.τιµῆς Buoiau, μνῆμαι ἐν µέτρυις εἰχόνες, τουφαί δηµοσιαν.. ο) (ed. Κ. Kassel,
O° ἐστί μέν σημεῖον εὑεργετικῆς δόξης, τιμῶνται δὲ οὗ LUV ἀλλὰ τιµᾶται καὶ ὁ δυνάµενος EÜEDYETELY... καὶ ἄνευ µέτρων, γέρα, τιµένη, πρυεδρίαι, τάφοι, Berolini et Novi Eboraci 1976, 26). Sull'urticolazione
degli onori conleriti dalle città ai loro benelattori, cf. Ph. Gauthier, Les cités grecques et leur bienfaitcurs, BCH
Suppl. XH, Paris 1985, 39 spe.
8. In RA I, 1938, 334-335. 9. Il testo mutilo della lettera, recentemente ricomposto con nove frammenti che. nel 1936, J. Coupry (CRAT 1936, 165-6) aveva trovalo reimpiegati nelle mura della basilicaA di Philippi, € stato pubblicato da Cl. Vatin, “Lettre adressée à la cité de Phihppe par les ambassadeurs auprès d’Alexandre”, Γ]ωακτικά του IT Aiéthons Levedoiov της Ελληνικής και AUTO Επιγραφικής. Αθήνιι 1982, € A’. Athens 1984, 259-270, €, con successive correzioni, da L. Missitzis, “A Royal
Decrec of Alexander Ihe Great on the Lands of Philippi", AncW
12, 1985, 3-14. Da ultimo, M. Β.
Hatzopoulos. op.cit. I, 1996, nr. 6, con ampia bibliogratia precedente.
Τεμένη Φιλίππου a Philippi
925
di un sacerdote nel quale Picard suggeriva, sia pur interrogativamente, di individuare un sacerdote eponimo di Filippo II, fondatore eroizzato della città. Riguardo a questa documentazione, nel succitato saggio del 1975 avevo ritenuto opportuno usare prudenza perché gli elementi disponibili mi erano sembrati pochi e non chiari per poter presumere a Philippi timai per Filippo anche vivente. Ma il recente rinvenimento nel sito di una mutila iscrizione in cui é sicura menzione di τεμένη Φιλίππον!ο, di un Filippo che —come vedremo— non puà che essere identificato con il monarca macedone, mi pare consenta di riproporre il problema del culto di questo sovrano su basi nuove e pit consistenti.
Era mio intendimento iniziale, come i due segmenti del titolo della presente comunicazione chiaramente indicano, partire proprio dall’esame di quest'ultima
acquisizione
epigrafica
per ripercorrere,
storiograficamente
e
storicamente, i diversi gradini dell’iter cultuale di Filippo II. L’iscrizione di Philippi, infatti, oltre ad essere una fonte primaria ed offrire un’attestazione inequivocabile di τεμένη Φιλίππου, sembra suggerire elementi di valutazione in relazione al rapporto Philippi-Filippo che potrebbero condurre addirittura alle fasi iniziali del percorso del culto del sovrano macedone, e consentire, dunque, anche la possibilita di nuove prospettive interpretative sul problema del culto nel suo complesso. Il progetto iniziale, tuttavia, ἑ risultato ambizioso ed ho dovuto ridimensionarlo man mano che, procedendo nell'analisi della jour breve e frammentaria iscrizione, mi rendevo conto dei numerosi e com-
plessi problemi che la sua lettura ed interpretazione (im)pongono. Analizzerd pertanto solo quest'ultimo documento epigrafico, limitandomi ad un esame della struttura ο dei due termini chiave (τέµενος ed ἐπώνιογ), la cui compresenza —benché non sia stato ancora rilevato— rende questo documento un unicum'! e comporta qualche difficoltà interpretativa che apre nel contempo la porta ad una serie di interrogativi ai quali non ὁ semplice dare risposta. Tenterd comunque di offrire qualche personale considerazione, nella speranza di contribuire ad una valutazione e migliore comprensione del frammentario 10. L'editio princeps dell’epigrafe si deve a P. Ducrey, “Des dieux et des sanctuaires à Philippes de Macédoine”. Comptes et inventaires dans la cité grecque. Actes Coll. Neuchâtel en l'honneur de J. Treheux (éd. D. Knoeptler), Neuchätel-Genève 1988, 207-213 = “Ooi και ceva
στοὺς Φιλίππους της Μακεδονίας”, Μνήμη A. Autagidn. Mod
και χώρα στην αρχαία Μακε-
Sovia και Θράχη. Πρακτικά Αωχαιολυγικο Συνεδρίου, Kavala, Maggio
1986, Tessaloniki
1990,
551-557. Cf. anche SEG 38 (1988), nr. 658 ο, da ultimo, M. B. Hatzopoulos, op.cit. I, 1996, nr. 83. 11. Il dato emerge nettissimo dall'indagine condotta su quanto ὁ sinora disponibile nella banca dati CD-ROM Pill Greek Documentary Texts, presso la Scuola Normale Superiore di Pisa. Ringrazio le Dott.sse Mariclla Gulletta ed Antonella Russo per la lore pronta ¢ cortese collaborazione.
926
Anna
Maria Prestianni Giallombardo
testo, rimandando ad altra sede una rimeditazione complessiva dell’intera documentazione che sta alla base del problema del culto di Filippo II. 2. L’epierafe di Philippi e le suc interpretazioni
L’iscrizione oggetto della nostra indagine (Fig. 1), incisa su un blocco di marmo locale, € stata scoperta casualmente il 18 marzo del 1980 nella basilica A di Philippi!?, la piü antica delle basiliche cristiane, innalzata nel Foro romano sovrappostosi
all’antica agora. Si tratta di un'area al contempo sacra
e centrale, dove i monumenti cristiani hanno preso il posto di precedenti costruzioni, non solo invadendone gli spazi e tagliandone le strutture, ma reimpiegando sovente precedente materiale lapideo anche epigrafico!?. Quest'ultimo dato depone a favore di una continuita d’uso dell’area e lascia supporre che il materiale epigrafico —e dunque anche la nostra iscrizione— dovesse trovarsi in situ, piuttosto che provenire da lontano. Ii riuso dell’epigrafe come montante di una delle finestre della basilica spiega lo stato di mutilazione della pietra —in alto, in basso e a destra— e fors’anche l’usura nella parte centrale, sicché il testo dell’iscrizione à mutilo ε frammentario;
margine
integro appare solo nella parte sinistra, dove
in rapporto
alle prime
lettere incise.
esiste un certo
Le dodici linee di scrittura
superstiti, disposte su due colonne (A e B), presentano lettere incise stoiché-
don —ad esclusione di tre casi nella terza linca— datate alla seconda meta del IV sec. a.C.!4. 12. Conservata nel Museo di Philippi (inv. nr. A 1420), l'iscrizione presenta le seguenti dimensioni: em. 50x54x22. Le lettere hanno un‘altezza che oscilla tra 1 ο 1,5 cm.. cf. Ducrey,
art.cit., 1988, 210. Devo la foto dell'iscrizione alla cortesia del Prof. Ducrey, che qui ringrazio vivamente, 13. Ct. P. Lemerle, Philippe et la Macédoine orientale à l'époque chrerienne et byzantine, Paris 1946, 284 sgg. Proprio nel corso degli scavi della basilica A sono stali trovati i più antichi ed interessanti frammenti di iscrizioni in lingua greca (cl. supra, n. 9). 1 loro massiccio reimpiego nelle strutture degli edilici di eta cristiana spiega perché relativamente poche, circa 43, siano le iscrizioni greche superstiti di Philippi, datahili tra IV e 1 sec. a. C. ΟΙ. P. Ducrey, “Le recueil des inscriptions grecques οἱ latines de Philippes de Macédoine: état des questions”, Πρακτικά tov H’ Διεθνούς Συνεδρίου, cit..t. Bo, Athens 1987, 155-157. 14. CT. Ducrey, art.cit., 1988, 210. Il testo qui riprodotto ὁ quello edito da Ducrey, ibid., 207. I Dottri P. Negri Scala ¢ G. Guidi del Dipartimento INN-ART (Unita di Salvaguardia del Patrimonio Artistico) dell’ ENEA (Roma), che ringrazio per la generosa collaborazione, su mia richiesta, hanno sottoposto ta foto inviatami dat Prot. Ducrey ad una claborazione digitale dell’immagine, nel tentativo di migliorare la legeibilitä del texto. La particolare esposizione e luminosita della riproduzione fotogralica, tuttavia, non ha consentilo risultati signilicativi che, forse. potrebbero essere ottenuti con nuove riprese fotogratiche a luce radente ὁ trattamento digitale dell’immagine, © procedendo a piu sotisticate analisi non distruttive della pictra, con Micrascopio.
Τεμένη Φιλίππου a Philippi
4
Φιλίππου E..®LTE.....OA.Y τῆς πελεθρια[ί]ας ὁραχμάς -χιλίας διακοσίας πεντήκοντα καὶ ἐπώνιον ÔQOUXUUG — — — — εἴχοσι ὀβολὸν TETOUTNHOPLOV καὶ ἄλλου τεμένους Φιλίππου χιλίας δέκα ἐπώνιον [δραχμὰς]
8
εἴκοσι ὀβολὸν τεταρτηµόριον
"Αρεως πεντήκοντα [δραχμάς] ἐπώνιον ὃραχμὴν — — — — — — Ἡρώων πεντήκοντα [δραχμάς] 12 [in]wviov Spuxunv -----
927
-T--HA ---ΑΥΡΟ - ἐπώίνιον — ss -----O---APAZH - -
ἐπών[ιον — Ποσειδ[ῶνος ἐπών[ιον ---ZTE---ἐπώνι[ον — —
In base alla lettura delle linee superstiti, dove emergono quali termini chiave τέμενος ed ἐπώνιον, il documento € stato considerato un “registre de ventes de terrains sacrés (temené)”!5. Per ciascun temenos il testo epigrafico segnalerebbe l'indicazione della superficie (peletriaia: A 2) ed il prezzo di vendita, conteggiabile anche attraverso l’imposta (epönion: A 4 e passim), l’uno ο l’altra espressi nell’unita di base del computo (dracma: A 2 e passim) e nei relativi frazionali (obolon ο tetartémorion: A 5 e 8)!®. L'iscrizione contiene anche l’indicazione dei nomi di diverse divinità —mai sinora attestate nell’epigrafia greca di Philippi— cui i terreni appartenevano (ο erano consacrati): Ares (A 9), gli Eroi (A
11), forse Poseidon
(integrabile a B 9), ed
inoltre un Filippo (A 6), identificato, a buon diritto, data la mancanza del titolo di basileus accanto al nome, tout court con Filippo II"’.
15. La definizione, presupponibile nell'interpretazione di Ducrey, art.cit., 1988, 212, é di Hatzopoulos, “BullEp", REG 1989, nr. 473; Id., op.cit. I], 1996, 98, nr. 83: “List of sales from Philippoi”. Anche in SEG 38 (1988), nr. 658: “Fragmentary list of sales of plots reserved for gods”. 16. Superfici dei terreni e prezzi di vendita risultano assai contenuti, se controntati con quelli delle transazioni private documentate dalle iscrizioni di Amphipolis. Cf. M. B. Hatzopoulos, Acies de vente d'Amphipolis, MEAETHMATA 14, Athènes 1991.
17. Benche si tenda a sostenere che il titolo di basileus abbia fatto parte della titolatura regale gia nell'eta di Filippo Il (cosi M. B. Hatzopoulos, in Philip II. Alexander the Great and the
Macedonian
Heritage (W. L. Adams, E. N. Borza edd.), Washington
1982, 21-42 ed ancora in
Chiron 25, 1995, 163-185: N. G. L. Hammond, CQ 1988, 382) ritengo invece, in base a persondli indagini (A. M. Prestianni Giallombardo, QUCC 1985, 19-27), condividendo tesi da tempo formulate (A. Aymard, Études d'histoire ancienne, Paris 1967, 102 seg.: R. M. Errington, JES 94, 1974, 20-37) € recentemente ribadite (E. Badian. ZPE 1989, 65: A. B. Bosworth, CQ 1993, 420), che it titolo di basileus abbia accompagnato il nome del sovrano nella titolatura ufliciale macedone solo a partire
da Alessandro e dopo il 331 a.l. Per un aggiornamento della bibliografia sul controverso problema, cl,
SEG 43, 1993 [1990]. nr. 447.
928
Anna Maria Prestianni Giallombardo
L’importanza dell’iscrizione sul piano storico, anche al di là del suo specifico e mutilo contenuto, ai fini di una riproposizione del problema del culto di Filippo € apparsa evidente agli studiosi di storia clienistica, cosicché di essa si € subito fatta menzione, ed € stata presa in considerazione e persino
utilizzata, ancor prima di essere pubblicata'#. Come
opportunamente sottolinea P. Ducrey, “l'allusion à ‘une autre pro-
priété (τέμενος) de Philippe’, ainsi qu'une scconde mention du nom ‘Philippe» au eénitif constitue incontestablement l'apport le plus remarquable de ce texte”!?, ma diversamente da quanto il titolo del suo articolo (Des dicux et des sanctuaires à Philippes de Macédoine) lascerebbe supporre. l’autore conclude in forma interrogativa: “le roi avait été honoré d'un culte, soit de son vivant, soit après sa mort? Il ne le semble pas” (ibid., p. 211). Una risposta prudentemente negativa, a giustificazione della quale lo studioso adduce i risultati delle più recenti indagini condotte da M. Sève e P. Weber nella zona ovest della basilica A, che € quella di provenienza dell’cpigrafe. Infatti i duc studiosi ritengono, diversamente da quanto avevano sostenuto Ch. Picard e J. Coupry, i primi scavatori2°, che i resti di fondazione di quel piccolo edificio, invadendo parte del quale é stata costruita la cisterna collcgata con la basilica A, debbano appartenere per le peculiarita di realizzazione ad una costruzione d’epoca imperiale piutlosto che ad un “hér6on macédonien” d’etä ellenistica?!. Ritenendo cosi che venga meno l’argomento principe sul quale si basava la possibilita di un culto di Filippo, Ducrey offre una definizione di temenos che a tutta prima pud apparire svalutativa, suggerendo che il termine sia da intendere non come “enccinte sacrée”, quanto piuttosto come “domaine sacré”,
“bicns fonciers”, quali peraltro, spesso anche di notevole estensione, e situati in genere exo tés poleds, sono epigralicamente documentati come appartenenti ad alcuni tra i più importanti
dei e santuari della Grecia (Delo, Delfi, Atene,
Cos, Arkesine)??. Contro questa che ¢ apparsa, forse, una “desacralizzante” definizione di femenos si € pronunziato, seppur cursoriamente,
M. B. Hatzopoulos, il quale
18. F.W. Walbank, art.cit., 1984, 90 en. 93; Id.. art.cit., 1987, 373: A. M. Prestianni Giallombardo, “Diodoro, Filippo Ile Cesare”, cit. an. 6, 42-43, n. 35, (il testo lu letto net 1984), dovendo entrambi la notizia alla sollecita cortesia di M. B. Hatzopoulos. 19. Art.cit.,
1988, 209.
20. In BCH 59, 1935, 290; ibid., 60. 1936. 479. CF. anche P. Lemerle. op.cit., 294 ¢ 297. 21. M. Seve, P. Weber, "Le cate nord du torum de Philippes”, BCH 110, 1986, 531-581. part. 533 e 540-541. Dopo aver segnalato che nell'area del piccolo Monumento reimpicgato come cisterna “le plan originel est difficile a percevoir" (p. $36), gli autori ricostruiscono due livelli che attribuiscono rispettivamente, uno ad eta romano-imperiale, l'altro ad epoca bizantina. 22. Documentazione ο bibliogralta in Ducrey, art.cıt., 1988. 212.n. Il.
Τεµένη Φιλίππου a Philippi
929
propende in favore “du sens habituel du terme téménos à cette époque: “portion de territoire consacré à une divinité” (qu'il s'agisse d’un dieu proprement dit ou, plus probablement, d'un heros)”??. Puntualizzazione quest'ultima che,
unitamente ad alcune indicazioni altrove fornite24, non lasciano dubbi sull'opinione dello studioso. Riproponendo un’ipotesi peraltro gia espressa da Wal-
bank25, Hatzopoulos ritiene i temené
Philippou segno di un culto tributato
dagli abitanti di Philippi al re macedone in quanto eroe eponimo della citta; dunque un culto post mortem, quale € quello, appunto, che si suole tributare agli eroi fondatori, databile pertanto a partire dal 336 a. C.?6. Non si avrebbe difficolta, forse, a sottoscrivere questa seconda interpretazione se l’iscrizione di Philippi contencsse la menzione di un solo temenos, da interpretare come quello destinato a luogo di sepoltura e/o memoria del fondatore, tradizionalmente, seppur non necessariamente, collocato nell’
agora??, Possibilità questa tutt’altro che remota per Filippo a Philippi, pur se non fosse supportata da evidence archeologica, che interventi successivi potrebbero anche avere distrutto. Ma di temené Philippou la nostra mutila epigrafe ne contempla a/meno
due. Quale spicgazione € possibile dare di questa
duplicita? Ma più in gencrale, quale significato risulta proprio del termine temenos nella seconda meta del IV secolo a. C.? Le due diverse accezioni proposte, quella fondiaria e quella sacrale, si escludono l’un l’altra ο convivono nel tempo, intersecandosi variamente? E come é possibile muoversi tra un’interpretazione ‘laica’ ed una religiosa del termine temenos? Ed infine: € possibile conciliare con epônion la tradizionale sacralita e presupposta inalic23. In “BullEp” cit., 1989, 435, nr. 473. Anche in SEG 38 (1988), nr. 658 si opta per la seconda accezione di temenos.
24. Cf. M. B. Hatzopoulos, L. D. Loukopoulou, op.cit., 1989, 46-47, richiama, unitamente al cosidetto herdon scoperto nei pressi della seconda tomba regale di Vergina attribuita da Andronikos a Filippo IL, la testimonianza di Diodoro (19, 22, 1) in cui € menzione di una fhysia megaloprepäs otterta nel 317 a. C. da Peucesta τοῖς θεοῖς καὶ ᾽Αλεξάνδρῳ καὶ Φιλίππῳ, entrambi gia detunti. 25. Secondo F. W. Walbank, art.cit.. 1987, 373, la menzione di “zwei heilige Bezirke für Philipp. was die Vermutungen von Ch. Picard und P. Roussel bestätigt, daB Philipp in jener Stadt als Gründer verchrt wurde, freilich wiederum posthum”. 26. Diversamente, perd, ed in altro contesto, nel quale si Mira a sottolineare una supposta influenza platonica nell'operato politico di Filippo UH, lo stesso Hatzopoutos (op.cit. 1, 1996, 150).
suggcrisce che “the femené
at Philippoi could be directly connected to the ἐξαίρετα
τεμένη
prescribed by Plato (Leg. 738 d)”. Tuttavia, poiché ὁ evidente che tali femené costituiscono “a prerequisite for the distribution of land to the citizens of the city of the Laws” (ibid), sarebbe necessario presupporre che il loro ritaglio sia avvenuto a ridosso della rifondazione di Philippi e della distribuzione di terra ai nuovi abilanti, dunque, piuttosto nel 356 a. C. Sul problema cf. intra, 20-21. 27. Luogo tradizionale di sepoltura del tondatore di una polis era l'agora, ma essa poteva trovar posto anche sull'acropoli, insieme con la divinita poliade. CT. A. Brelich, Gh eroi greet: un problema storico releroso, Roma 1958, 130-132.
930
Anna Maria Prestianni Giallombardo
nabilità del femenos?
3. Analisi della struttura dell’epigrafe e dei termini chiave Prima di tentare una qualunque risposta a tali quesiti e, dunque, entrare nel merito del contenuto dell’iscrizione e delle interpretazioni gia fornite, mi sembra utile offrire qualche riflessione sulla struttura compositiva del testo epigrafico, ovviamente per quel che € possibile percepire da quanto si € conservato. Le linee 8-9 e 10-11 presentano dei tratti di separazione?® che lascerebbero presupporre quasi una “scansione visiva” nell’indicazione dei femené appartenenti alle differenti divinita: una sorta di separazione tra cid che compete a Filippo da cid che appartiene ad Ares, agli Eroi, etc. Un simile tratto di separazione manca, Ο quanto meno non € percepibile in nessuna linea della seconda colonna, nemmeno
al di sopra del nome
integrato Poseid(önos).
In
ogni caso, dalla quasi perfetta corrispondenza del termine epônion sulle linee contrapposte delle due colonne (A 4, 7, 10, 12; B 4, 8, 10, 12) parrebbe lecito supporre una piu lunga lista di temené e dunque, presumibilmente, di nomi di divinita. In quel che resta dell’iscrizione non è leggibile né integrabile alcuna forma verbale, anche se sembra potersi sotlindere esti. Due, come si é gia detto, i termini chiave: τέµενος ed Emmviov, che gli interrrogativi sopra formulati impongono, seppur rapidamente, di analizzare. Il primo, in ordine di apparizione ed in base al numero delle occorrenze (otto volte), ἑ ἐπώνιον,
leggibile nella sua interezza o comunque
intcgrabile, la cui presenza sembra scandire, con
facilmente
ritmo ordinatore, il conte-
nuto tanto della colonna sinistra quanto di quella destra. Derivato da ἐπὶ wvn, il termine indica “un‘imposta per vendita o compra per contratto”, la cui aliquota variava in relazione alla quantita e natura delle merci??. Associato, in gencre, alla coppia verbale oppositiva ὠνεῖσθαι/πωλεῖν, o ad altro termine connesso al concetto di acquisto (πρίαµαι), epönion è ben attestato in iscrizioni relative a transazioni private di beni immobili (ge. Κδροί, ampeloi, oiko-
28. Lo indica il primo editore ed ho potuto constalarlo di persona, attraverso un’autopsia della
pietra messa a Mia disposizione dalla Dott. Ch. Koukouli-Chrysanıhaki, Eloro delle Antichitä di Kavala, che qui vivamente ringrazio. 29. Il termine ὁ documentato, nelle fonti letterarie (cf. Is. fr. 43, ap. Harpokr.; Poll. 7, 15) come in quelle epigraliche (cf. n. successiva), sia nella Jorma singolare che plurale (ta ἐπώνια). Sull'aliquota dell’ eponion, in generale, A. M. Andreades, Storia delle tinanze greche, Padova 1961, (trad. it. dell'ed. Atene 1928), 169-170; inoltre, Hatzopoulos, op.cit., 1991, 59-61.
Tepévy Φιλίππου a Philippi
931
peda, oikiai), a vendite all'incanto di proprieta e beni privati confiscati dallo stato*, e persino a vendita di cariche religiose (hiereteia)?!. Per quanto riguarda τέµενος, potrebbe apparire, a tutta prima, persino inopportuno definirlo termine chiave, dal momento che esso compare nel testo frammentario solo una volta, ad A 6: ἄλλου teuévous Φιλίππου. Ma proprio perché accompagnato dall’aggettivo allos e seguito dal genitivo di appartenenza (Philippou), di temenos appartenente a Filippo ne va presupposto almeno un secondo, la menzione del quale doveva ricorrere probabilmente nella linea precedente la linea I. Deve, inoltre, temenos considerarsi sottinteso ai genitivi Areös, Heröön e all’integrato Poseidönos, ma forse anche ad una più lunga lista di nomi di divinita, quale la distribuzione del testo epigrafico su due colonne e la reiterazione in esso del termine epönion lascerebbe presupporre. Sull’etimologia e sul significato del termine temenos i pareri non sono proprio del tutto concordi. Se una sua derivazione dal sumerico temen = “‘barrilet de fondation” potesse essere accertata??, ci troveremmo dinanzi ad un termine che appartiene tout court al linguaggio religioso. Ma l’ipotesi di un’origine non indoeuropea di temenos é stata considerata storicamente, oltre
che semanticamente insostenibile??, dal momento che il termine (fe-me-no) € 30. Numerose le attestazioni del termine in epigrafi attiche dell’ultimo quarto del V sec. a.C., relative alla vendita dei beni confiscati agli Ermocopidi e protanatori dei misteri Eleusini (cf. W. K. Pritchett, “The Attic Stelue I", Hesperia 22, 1953, 225-299, part. 226-30; Id., “The Attic Stelae II", Hesperia 25, 1956, 178-317; Id., “Sales taxes in Ancient Athens”, Archaeology 7, 1954, 112113), nonché delle proprieta dei Trenta Tiranni (cf. M. B. Walbank, “The Confiscation and Sale by the Poletai in 402/1 B.C. of the Property of the Thyrty Tyrants”, Hesperia 51, 1982, 74-98, part. 85, 97). Per le transazioni private, cf. SEG 37, 1987, 917; 919 (Erytrae, fine V- inizi IV sec. a.C.). 31. Particolarmente signilicativa per l'alto numero di cariche sacerdotali poste in vendita, con pagamento del relativo epönion, é la grande, ma frammentaria iscrizione di Erytrae (HI sec. a.C.). Ct. H. Engelmann, R. Merkelbach, Inschriften von Erytrai, 11, Bonn 1973, nr. 201. Su questa ed altre iscrizioni di analogo contenuto, relative a diversi centri d’Asia Minore, cf. P. Debord, Aspects sociaux et économiques de la vie religieuse dans l'Anatolie gréco-romaine, Leiden 1982, 63 sgg. e. partic., nn. 109-110 e 120. Sei inedite iscrizioni da Philippi, relative a vendite di funzioni religiose (hierokërykeia), segnala P. Ducrey, art.cit., 1987, 156. tre delle quali menzionate anche da M. B. Hatzopoulos, “Décret pour un bienfaiteur de lu cité de Philippes”, BCH 117, 1993, 315-325, part. 320. Non € noto, tuttavia, se esse contengano menzione di epönion. 32. Avanzata da Ch. Autran, Homere et les origines sacerdotales de l'épopée grecque I. Paris 1924, 122-147, l'ipotesi € stata riproposta e sostenuta con ulteriori argomentazioni da J. Manessy-Guitton, “Temenos”, IF 71, 1966, 14-38, ο dalla medesima ripresa in BSI. 67, 1972, 00-01. Per una possibile connessione con il sumero si pronunzia anche H. Van Effenterre, “Téménos”, REG
80, 1967, 17-26. 33. Cosi P. Chantraine. s.v. ttuve, Dictionnaire étymologique de la langue grecque, IV I, Paris 1977, 1104. Ma gia H. Frisk. Griechisches etymologisches Wörterbuch, Heidelberg 1969, s.v. τέµενος; inoltre, K. Latte, s.v. τέμενος RE V A, 1934, 438-437, M. Casevitz, “Temples et sanctua-
932
Anna Maria Prestianni Giallombardo
attestato nel miceneo
delle tavolette “catastali” pilie (PY
Er 312; 880), dove
designa “un type de propriété purement laïc” riservata alle più alte gerarchie istituzionali del regno. Con analoga accezione femenos ricorre ancora in diversi luoghi omerici (dodici in totale di cui nove nell’/liade), dove designa un “appezzamento di terreno privilegiato” —del quale, in genere, si sottolineano le notevoli dimensioni e la fertilita— accordato dal popolo a personaggi umani (sovrani 0 eroi), come contropartita di servigi resi alla comunitä”. All’origine, dunque, temenos € un termine proprio del regime fondiario, non specificatamente religioso. Del resto, solo in quattro occasioni, e in luoghi omerici riconosciuti come recenziori, il termine ὁ menzionato in relazione con divinità3, Poiché ricorre sovente in Omero il sintagma tépevoc τάµον ο τέµενος ταµέσθαι»”, il termine viene considerato dal punto di vista etimologico un deverbativo da téuvw. Benché si tratti, con ogni evidenza, solo di un’etimologia popolare, la junctura tépevoc TÉUVELV esprime perfettamente la natura di questi temene:
una porzione di terreno separato, ritagliato prima da un tutto
appartenente alla comunita (epixynos aroura)*8, sia che si tratti di un privilegio (γέρας), accordato dal popolo al re o ad alcuni guerrieri, sia che si tratti di un terreno consacrato alla divinita. E se, con l’affievolimento dell’istituzione monarchica l’accezione sacrale di temenos sembra divenire predominante, la prima, quella fondiaria, non va mai del tutto perduta e permane nel tempo più o meno latente, come € possibile ricavare tra l’altro, dalla presenza della iunctura ἱερὸν T£nevog / τέµενος ἱερόν, rara dapprima, ma sempre
più frequente a partire dal III sec. a. 0.20. ries: ce qu’apprend l'étude lexicologique", in Temples et sanctuaires (ed. G. Roux), Lyon
1984, 85-
87. 34. M. Gérard-Rousseau, Les mentions religieuses dans les tabletres myceniennes, Roma 1968, 208; cf. anche P. Carlier, La royauté en Grèce avant Alexandre, Strasbourg 1984, 54 spe. 35. 4. VI, 194-195 (Bellerofonte); IX, 578-580 (Meleagro): XII, 313-314 (Sarpedone € Glauco); XX, 184-185 (Enea); 391 (Iphition); Od. VI, 293 (Alcinoo); XVII. 299 (Odisseo). Opportunamente Carlier (op.cit., 63) rileva come la continuità terminologica tra fe-me-no 6 temenos non
significa necessariamente continuita istituzionale tra mondo miceneo e mondo omerico. Infatti, a dilferenza del remenos il fe-me-no non ὁ assegnato al suo beneliciario paro da-mo, cioé dal damos.
36. Il. 11, 696 (Demetra): VIII, 48 (Zeus): XXIII, 148 (Spercheio); Od. VIII, 363 (Afrodite). Negli ultimi tre luoghi a ternenos ὁ associato
bömos
che giova a sottolineare
la sacralità del
terreno/recinto che contiene l’altare sacriticale. 37. H. VI, 194: IX, 578-580; XVIII, 550; XX, 184. Ancora in Thuc., 3, 70, τέµενος à accostato a τέμνειν. 38. Il. X11, 422. Secondo A. Biscardi (Diritto greco antico, Varese 1982, 181-182) questa speciale assegnazione viene considerata nella dottrina giuridica il “primo titolo d’acquisto di un diritto di propricta sulla terra, dal momento che i femené erano sottratti dall’aroura comune”. 39. Dei numerosi casi (ca. 30) che Findagine sulla summenzionata banca dati (ct. supra n. 11)
Teuevn Φιλίππου a Philippi
L’assegnazione di uno ο più temene*" ὁ sempre, e segno di time. Come emerge anche dalle testimonianze stotele®!, essa €, in genere, propria degli dei, ma se concerne pochi ed assai meritevoli individui, cosicche il all’atto della fondazione
(o rifondazione)
933
resta nel tempo, un di Platone e di Aririguarda gli uomini, ritaglio dei temené,
di una cittä, costituisce un prere-
quisito per la partizione isomoirica della terra e la successiva assegnazione per sorteggio ai cittadini. Ducrey opportunamente ricorda che i temenë, in quanto “beni fondiari”, potevano essere fonte di proventi per i santuari. Dalla documentazione
disponibile, tuttavia, sembra emergere che le rendite che ne derivavano (temenikai
prosodoi), destinate alle spese per le diverse pratiche inerenti il
culto, erano frutto non di vendita, ma di affitto dei terreni*?. Un’ampia indagine che ho potuto condurre, oltre che sugli indici delle più ovvie e consuete raccolte epigrafiche (1G, Υ/Β, SEG, BullEp), sulla summenzionata banca dati computerizzata, ha consentito di rilevare come, in genere, é l’area semantica
di µισθόω a dominare in connessione con temenos, non la coppia verbale oppositiva ὠνεῖσθαι πωλεῖν ---οπε si individua come preferenziale in connessione con epönion— né altre voci verbali contenenti il significato di compravendita
(ad es., πρίαµαι).
Nei
rari, oltre che recenziori,
casi in cui tali ο
consimili voci verbali sono presenti in connessione con temenos, esse risultano costantemente precedute dalle particelle negative pndé, μηθενί etc., a sottolineare l’assoluto divieto di vendita‘. sia nell’accezione
di “terreno
Caratteristica essenziale del temenos,
consacrato”, sia in quella di “bene
fondiario”
riservato a dei, ma anche a uomini particolari, infatti, parebbe essere stata, ha consentito di rilevare, citiamo come esemplificativi alcuni tra i meno recenti, relativi a Delo, databili a partire dagli inizi del III sec. a. C.: /G XL, 158, 1. 7; 159,1. 55; 161.1. 6; 199,1. 3; 204.1. 6: 224,1. 12. 287,1. 25. 40. Temené, solo esempio di plurale nei poemi omerici, sono quelli che cura Telemaco in Od.,
11, 185; remené sono i terreni riservati a Battos, re di Cirene (Hdt. 4, 161). 41. Cf. Plato, Leg. 738d; Arist. Rheth., 1361 a, 35: τεμένη, µέρυς τιμῆς... (cf. supra, n. 7): inoltre, Hesych., s.v. τέµενος: πᾶς 6 µεμµερισµένος TOmos τινὶ εἰς Tuuñv, ἢ ἱερόν ἢ βωμός, N ἀπο-
νεμηθὲν Ged n βασιλεῖ, 42. Cf. Plato, Leg. 759e. Esplicito su questo punto anche un passo del grammatico Didimos, citato da Harpokr., s.v. Απὸ µισθωμάτων: Δίδυμός φησι ὁ γραμματικός ἀντὶ τοῦ Ex τῶν TEμενικῶν πρωσόδων. ᾿Εκάστῳ γὰρ Ged πλέθρα γῆς ἀπένεμων, ἐξ ὧν μισθουµένων αἱ εἰς τὰς θυσίας
ἐγένυντυ δαπάναι... 43. Esempliticativi sono Syil.*, 1106 B, ΙΙ. 43-46 (Cos, 300 a.C.) : IG 112, 1035 (Atene, Id. C.).1. 8: SB, vol. 16, 12519, (11 sec. p.?), |. 2. In un interessante articolo dedicato a “L'alienabilita delle terre nell'antica Grecia", in Uso ed abuso della Storia, (trad. it.), Torino 1981, 233, M. Finley sostiene che “se le terre fossero state de jure e de facto inalienabili, le varie clausole restrittive non sarebbero state necessarie”. In realtä, come lo stesso Finley riconosce, “tali norme formali avevano lo scopo di bloccare eventuali cambiamenti, 6 non quello di favorirli” (ibid., 239).
934
Anna
Maria Prestianni Giallombardo
quanto meno de iure, la sua non alienabiliti. Certo, sono ben attestati e numerosi i casi in cui la terra di un femenos (0 di più femené) risulta essere stata ogectto di appropriazione indebita da parte
di privati o ancora, essere stata 'conliscata’ dal potere statale. Ma contro le prime non infrequenti possibilita, troviamo dispiegate in genere, da parte dell'autoritä preposta all'amministrazione dei beni fondiari appartenenti ad una divinita, una nutrita serie di rigorose interdizioni che mirano a rendere infrequenti tali abusi, procedendo anche a periodiche verifiche dei confini dei possessi sacri. Nel caso di sottrazione gia avvenuta, poi, vengono posti in alto procedimenti giudiziari tendenti al recupero delle porzioni di terreno sottratto —notevole talvolta— con relativo ristabilimento della complessiva superficie ο dei confini, oltre che con l’organizzazione di un migliore sfruttamento della terra. Sono ben noti i casi di Eraclea di Lucania o di Larisa in Tessaglia, ed ancora di Delfi e di Atene —che si dispiegano tra la fine del IV secolo a. C. 6 gli inizi del I secolo d. C.— casi tutti nei quali la terra recuperata e riorganizzata viene, rigorosamente, data in alfitto®. In relazione poi all'intervento statale sui terreni sacri, più di un’indagine
ha dimostrato che in epoca ellenistica i sovrani rispettarono, in genere, la 44. Cosi 5. Dorigny, s.v. “Temenos”, DAGR IX, 1919, 83: “domaine inaliénable”; B. Berquist, The Archaic Greek Temenos, Lund 1967, 5: “sacred area permanently assigned”. Anche D. Asheri, Distribuzioni di terre nell'antica Grecia, Torino 1966, 45, alferma: “La proprietä degli dei non poteva in nessun modo venire alicnata, ne per assegnazione, ne per vendita; essa poteva solo essere concessa in locazione contro pagamento di un canone, per un limitato periodo di tempo”. Asheri cita in nota P. Guiraud, La proprietä fondiaria in Grecia sino alla conquista romana, Biblioteca di Storia economica (dir. V. Pareto) Il, Milano 1907, dove tuttavia leggiamo: "I dominii degli dei.
come
quelli della Stato, erano quasi sempre dati in locazione” (p. 268). Quel “quasi”, da me
segnalato in corsivo, potrebbe trovare la sua giustilicazione in qualche pagina precedente, dove Guiraud cosi argomenta: “se gli dei avessero sempre acquistato, senza mai alienare, la loro fortuna immobiliare avrebbe linito per prendere un'estensione pregiudizievole per la stessa societa. Siccome essi non davano le loro terre a nessuno, cosi non avevano che un mezzo per diminuirne lestensione, ed era la vendita, astrazion fatta dalle circostanze eccezionali, in cui potevano essere spogliati, sia datlo Stato, sia per la guerra. Bisogna notare perd ch'essi non vendevano guari immobili se non nel Momento stesso in cui se ti appropriavano” (ibid.. 267). Il presunto caso di vendita richiamato in nota, un’iscrizione di Alicarnasso del V sec. a.C., (Dittenberger, ΙΙ. 46, erroneamente 6 in guirand), documenta in realta non Valienazione di femené, ma di terreni
appartenenti a debitori insolvibili. dalla vendita dei quali i santuari di Apollo ed Atena dovranno recuperare il denaro dato in prestito. Ma continua Guiraud: “Quanto a quelli ch’essi avevano detinitivamente incorporati nei loro dominii, essi non amavano in generale di staccarneli ...un testo pare che indichi che nell’ Attica i terreni sacri erano sempre inalienabili” (ibid., 267). 45. Eraclea: 1G XIV 645 (IV-Ill sec. a.C.): Larisa: Fr. Salviat, Cl. Vatin, Inscriptions de Grèce
centrale, Paris 1971, 9-34 (ULI
sec. α.Ο.): Idd.. BCH
98, 1974, 247-62; Delti: Syll.‘. 826: A.
Plassart, Fouilles de Delphes, UL, 4, Paris 1970, 276-285 (ILI-H sec. a.C.); Atene: ΙΟ IE, 1035 (eta augustea): G. R. Culley, "The Restoration of Sanctuaries in Attica: 1G 11”, 1035”, Hesperia 44,
1975, 207-223: Id., Hesperia 46, 1977, 282-298.
Τεµενη Φιλίππου à Philippi
935
proprietä degli dei, contribuendo anzi a reintcgrarla e persino ad accrescer-
Ja*®, E d'altro canto, le frequenti “restituzioni” di terreni ai santuari da parte di sovrani ellenistici e successivamente dello stato romano, documentate anche da numerose iscrizioni, indicano chiaramente come nemmeno una ‘“confisca” di lunga durata secolarizzava i beni fondiari degli dei; al pid operava un trasferimento di proventi dalla cassa dei templi a quella reale ο imperiale4’. Forse ulteriori indagini ed approfondimenti sull'iscrizione di Philippi (ο su altre analoghe, che ὁ sempre possibile vengano alla luce) ci condurranno a modificare le definizioni sinora date di temenos, specie in relazione alla sua inalienabilita. Ma le attestazione sinora raccolte per un confronto —qualcuna pur
utilizzata
a supportare
il contenuto
di questa
epigrafe?®—
sembrano
andare in senso del tutto opposto. Erano infatti démosia, dunque “pubblici” — non appartenenti a singole divinità o individui, come nel caso della nostra iscrizione— i femené che, secondo l'indicazione dello Pseudo-Aristotele, i Bizantini posero in vendita per migliorare le finanze dello stato*?. Ed ancora nell’85 a.C. ad Efeso, si faceva una netta distinzione tra δημοσίαι ὠναί, pertinenti coloro che erano impcgnati su terra pubblica e ἱεραὶ µισθώσεις,
proprie di coloro che avevano in affitto terra sacra®. La contraddizione in termini che emerge dunque dalla contemporanca presenza nell’iscrizione di Philippi di temenos ed epönion, mi pare evidenzi che ci troviamo dinanzi ad un unicum, come tutti gli unica difficile da 46. Ampia documentazione, specie per l’Asia Minore, in P. Debord, Aspects sociaux et économiques de la vie religieuse dans l'Anatolie greco-romaine, Leiden 1982, 149; L. Bollo, / re
ellenistici e i centri religiosi dell’Asia Minore, Firenze 1985, 122 e passim. 47. Esempliticativo puo esscre il caso di M. Acilio che, nel 191-190 a.C., restituisce ad Apollo Pizio i temené, le cui rendite a lungo crano state appannaggio degli Etoli, caso documentato da
δν, 609-610, 1. 44-45: τὰ [τεμέ]νη τοῦ ᾽Απόλίλ]ωνος τοῦ Πυθίου av] εἶχον Αἰτωλ[ο]ί κτήσεις. Cf. J.-P. Michaud, BCH Suppl. IV, 1977, 125-136. Per i rarissimi e tutt'altro che chiari casi di vendita di terreni sacri, che si cominciano a registrare, comunque, à partire dall'età Tardo-elleNistica, cf. P. Debord, op.cit.. 159-160. 48. Cf. P. Ducrey, art.cit., 1988, 212. 49, Secondo Pscud.-Arist. Oecon., 11, 2, 3, pressati dalle difficoltà finanziarie, i Bizantini vendettero (GmtOovtyu) τὰ τεμένη τά δημοσια, per un periodo di tempo determinato le propricta fruttilere, quelle intruttitere invece, delinitivamente. Della iunctura te τεμένη τὰ δημόσια fornisce
una duplice ditferente interpretazione B. A. van Groningen (Aristote. Le second livre de L'Econo:mique, Leiden 1933, 55) τεμένη: domaines d'ordre laïque, de la Onpoene; les propriétés des temples ne sont pas susceptibles d'être mises en vente”. In una successiva € più recente edizione (B. A. van
Groningen, A. Wartelle, Aristote, Economique, Paris 1968, 12) la medesima iunctura € resa come “enclos sacrés du domaine public”. Inoltre, οἱ. D. Hegvi, "Tepevn où καὶ τεμένη δημόσια”, Oikumene 1, 1976, 77-87. 50. Sy, 742, 11,1. 35; con l'analisi ed il commento di P. Debord, op.cit., 199: L. Botto, op.cit.. 161. Sulla neessita di distinguere il regime delle terre sacre da quello der bent publrei, ef. δ. Isager. J. E. Skydsgaurd, Ancient Greek Agriculture. An Introduction, London - New York 1992, IST see.
936
Anna
Maria Prestianni Giallombardo
interpretare sul piano storico. Affiorano una serie di interrogativi, tutti di non agevole soluzione, sui quali comunque conviene rillettere. Quale autoritä di Philippi era legittimata a vendere i temené appartenenti
a Filippo e agli altri
dei? Per quel che ἑ noto, solo l’autoritä preposta alla loro amministrazione, che equivale a dire: la cittä. A che titolo i ἰοπιοπᾶ potevano essere venduti, dal momento che non risultano demosia, come dire ‘pubblici’, ma ancora di stretta pertinenza di entità fortemente individualizzate (Ares, gli Eroi, Poseidon, Filippo), come indica il genitivo di appartencnza a cui sono collcgati ο sottintesi? Perché i temené vengono venduti? Poiché non é possibile presupporre nessuna situazione di confisca analoga a quella che colpisce ad Atenc i beni dei Trenta Tiranni o dei profanatori dei misteri eleusini, dobbiamo presumere che si sia trattato di terra improduttiva dalla cui vendita ricavare proventi? Quale crisi politica ed economica costringe le autorità cittadine a vendere cosi numerose, anche se quantitativamente modeste, porzioni di terreno? E da dare a chi? Si tratta di rivolgimenti sociali che comportano una redistribuzione/asscgnazione
—sia
pure attraverso una vendita che riversera
la relativa imposta nelle casse dello stato— del territorio tra preesistenti cittadini o di assegnazioni a nuovi arrivati? E quando tutto cid pud essere accaduto? Pare improbabile ancor vivo Filippo o anche sotto alcuno dei successori nel regno che rientrano nei limiti cronologici asscgnati alla forma delle lettere dell’epigrafe (seconda meta del IV sec. a. C.).
4. Filippo e Philippi. Ridenominazione come appropriazione La difficoltä di individuare I’occasione ed il momento cronologico che ha dato luogo ai provvedimenti contenuti nella nostra iscrizione, nonché all'incisione della medesima, non ci impedisce tuttavia di tentare di individuare, invece,
l’occasione
asscgnati i femené porta qualche più Philippi al sovrano E’ noto che di
ed il momento
cronologico
in cui possono
essere stati
gia ricordati come appartenenti a Filippo II. E cid comattenta riflessione sul particolare rapporto che legava macedone. Philippi il re era lo ktistés, anche se, secondo una con-
sistente tradizione storiografica, gia i Tasii nel 360/59 a. C., su consiglio di
Callistrato di Afidna, avevano collocato proprio in quel sito l'ultimo dei loro insediamenti nell'apciros dirimpetto la loro isola: le cosidette Krenides (τὰς ὀνομαζομένας Konvidac)’!. Un tal diminuitivo plurale che, secondo la 1. ΟΙ. Diod. 16, 3, 7: 8, 6; Strabo 7, 331, fr. 42. ΟΙ. L. Heuzey, Mission archéologique de Maccdome. Paris 1876, 1-67; Ph. Collart, Philippes. ville de Macédoine, depuis ses origines jusqu'à la tin de l'époque romaine, Paris 1937, 133-60, 177, 369-370. Inoltre Fr. Salviat, “La lettre XI de
Teuevn Φιλίππου a Philippi
937
puntuale indicazione di Appiano (4, 105), costituiva specifico riferimento alla fitta rete di vene d’acqua che vivificavano il territorio ai piedi della collina, avrebbe contemporaneamente designato, secondo Heuzcy, più che una vera e popria polis, un insieme di “chantiers miniers” disseminati nel territorio, dato che il sito era stato colonizzato dai Tasii in funzione, soprattutto, dello sfruttamento delle vene aurifere°?. Proposito immediatamente realizzato attraverso la coniazione di monete, la cui legenda ΘΑΣΙΩΝ ΗΠΕΙΡΟ ben sottolineava la
completa dipendenza del territorio continentale dall’isola°?. Dopo meno di quattro anni (356 a. C.) —troppo pochi probabilmente, perché la nuova fondazione tasia avesse potuto ricevere un sufficiente assestamento ed i suoi abitanti fosscro in grado di fronteggiare il pericolo di un'invasione tracia— € a Filippo II che si ricorre per aiuto (βοηθήσας), men-
tre questi va conducendo una difficile, ma gia favorevole campagna militare contro i Traci°*. Quando la boëthéia é efficace genera sôtéria. Ma con il suo Platon. Léodamas de Thasos, Kallistratos d'Athènes et la fondation de Krenides”, Etudes classiques, HI. Annales de la Faculté de Lettres et Sciences humaines d'Aix, 43, 1967, 41-56: D. Hereward, “The Boundaries of Thasos and Philippi”, Palaclogia, 16, 1968, 148-149; D. Lazarides, Thasos and its Peraia, Ancient Greek Cities 5, 1971, 5 seg. 52. Cosi L. Heuzey, op.cit., 64, la cui interpretazione € stata accolta da Ph. Collart, op.cit., 135-36 e da J. Pouilloux, Recherches sur l'histoire et les cultes de Thasos, I, Etudes Thasiennes 111, Paris 1954, 219, n. 5. La memoria di una pluralita di komai nel territorio di Philippi sembra perpetuarsi nell'epiclesi Komaios attribuita ad Apollo in un’iscrizione votiva della seconda meta del
IV sec. a.C., cl. D. Lazarides, ArchDelt
17, 1961-62, Chronika 239. Del resto, anche la colonia
romana, dal carattere essenzialmente rurale, presentava la popolazione dispersa in villaggi, cf. Ε. Papazoglou, Les villes de Macédoine à l'époque romaine, BCH Suppl. XVI, Paris 1988, 407.
53. Si tratta di rare emissioni in AU e in AE, che recano al D/ la testa di Eracle imberbe, al R/ tripode con ramo di alloro, Alla documentazione raccolta da A. R. Bellinger, “Philippi in Mace-
donia”, ANSMN 1956, tutte Rider Paris
11, 1964, 29-52, pls. VI-XI, va aggiunta quella fornita da G. Le Rider, BCH 80,
1-19; Id., Guide de Thasos, Paris- Athenes 1968, 188, pl. [1, 29-30. Mentre secondo Bellinger le monete con legenda ΘΑΣΙΩΝ HITEIPO sarebbero state coniate nella Zecca di Krenides, Le (Le monnayage d'argent et d'or de Philippe I frappe en Macédoine de 359 à 294 av. J.-C., 1977, 339, en. 4 ) assegna le prime tre emissioni in bronzo alla zecca di Thasos. Diver-
samente, O. Picard, “Les Thasiens du continent et la fondation de Philippes”, Tranquillitas. Mélanges en l'honneur de Tran tam Tinh, Quebec 1994, 459-473, ritiene l'etnico ΘΑΣΙΩΝ ΗΠΕΙΡΟ indicativo non della fondazione di una nuova colonia da parte di Thasos in espansione nella sua peraia, quanto piuttosto di una “scission à l'intérieur d'une cité (1.6, Thasos) déchirée™ (ibid., 467). 54. Cf. Diod. 16. 3, 7: 8, 6; Artemid. ap. St. Byz.. s.v.: Φίλιπποι’ .„Bondnnas ὁ Φίλιππυς... Risulta controverso tra gli studiosi se si sia trattato della campagna condotta da Filippo I nei primi mesi del 356 a. C.. contro Kersoblepte (cosi Collart, op.cit., 182-54; G. T. Griffith in N. G. L. Hammond, G. T. Grittith, A History of Macedonia Π. 550-336 Β.6.. Oxtord 1979, 248-54), ο piuttosto della campagna dell estate del 356 a.C., condotta contro la coalizione concertata da Atene, Lyppcios di Peonia, Grabos di Nliria ο Ketriporis di Tracia (ct. Diod. 16. 22, 3), all’inizio della quale campagna, tuttavia, il territorio di Krenides risulta gia controllato da Filippo I, secondo quanto documenta IG 11°, 127, ΙΙ. 45-46: καὶ Κωηνίδας owvel3jefonoen μετὰ Ke tout ofo}tes... La seconda, meno probabile datazione, gia sostenuta da A. Momigliano, op.cif., 48 en. 2, €
93
Anna Maria Prestianni Giallombardo
intervento Filippo, mentre salva la comunità già esistente, in realtà si impossessa con la forza del sito (βασιλέως κρατήσαντος αὐτῆς)», trasformandolo. Di quella katoikia mikra
quale, secondo
Strabone
(7, 331, fr. 41) era Kre-
nides, Filippo amplia il territorio, quindi ne aumenta la popolazione con un rincalzo coloniale (ἐπλήρωσεν οἰκητόρων: Diod. 16, 3, 7; enavEnoug οἴκητόρων πλήθει; Diod. 16, 8, 6) ed ancora, intuendo il valore strategico del sito (ὡς εὐφυὲς ἐπὶ Θράκης χωρίον: App. BC, 4, 105), la racchiude entro un’ampia cinta muraria (ὠχύρωσε: ibid.). Infine, alla nuova polis organizzata territorialmente quanto costituzionalmente, Filippo muta il nome (μετωνόμα-
oe) da Krenides in Philippi*é. Opportunamente Griffith osservava che “the very name Philippi contained
something special”’’. Ma questo “qualcosa di speciale” non é legato solo al fatto che ci troviamo dinanzi al primo toponimo dinastico in assoluto*®. Speriproposta da O. Picard, art.cit., 1994, 467.
55. Elor. ap. Harpokr. s.v. Δάτως, Jacoby, FGrHist 70, F 37. 56. Diversamente dal nome di Krenides menzionato solo nelle tonti letterarie ed epigraliche
(IG 11, 127, ΙΙ. 45-46, cit. supra a n. 54), il nome di Philippi € documentato anche dalla legenda Φιλίππων
delle coniazioni
in oro, argento e bronzo (cf. Bellinger, art.cit, 1964, 30 seg.. pls. VI-
VID. Φίλιπποι funzionava dunque insieme da toponimo e da etnico “interno”, laddove invece, sarebbe stato Φιλιππεύς-Φιλιππεῖς, dunque Φιλιππέων al genitivo plurale, l'etnico usato extra
fines civitatis (cf. P. Perdrizet, BCH 21, 1897, 109). La combinazione del dato monetale e di quello epigralico € stato da alcuni considerato, a partire dallo stesso Perdrizet, poi da Collart (op.cit., 178), sino ad Hatzopoulos (op.cit., 1, 1996, 161 sgg.; 186; 205), il segno di una totale indipendenza ed autonomia della città dal regno macedone: opinione diflicile da condividere. Non ritenendo questa la sede opportuna per discutere il problema indubbiamente complesso, in relazione al valore dell’einico, ci limitiamo ad osservare con Griltith (op.cit., 360) che dalla constatazione che gli abitanti di Philippi erano denominati Philippeis piuttosto che Makedones apo Philippon, “we are not intitled to inter that Philip must be a tree city still”. In relazione al significato, certamente più pregnante, da attribuire alla monetazione, ci sembra opportuno richiamare alcune sagge conside-
razioni di Le Rider (up.cit. 1977, 438-439). Lo studioso, facendo propria la distinzione gia operata da Bellinger sulle monete
con
legenda
ΦΙΛΙΠΠΩΝ
in due gruppi
ditferenti
(“premier
style”,
costituita da due emissioni di stateri d’oro e sei d’argento e “second style”, costituita da quattro emissioni di stateri d’oro e duc d'argento), suggerisce la possibilita di una discontinuita, e dunque di
una diversa distribuzione nel tempo e durata, della monetazione di Philippi. ponendosi il “second style”, probabilmente, ai primi anni del regno di Alessandro. Alla luce di tali considerazioni, mi pare si evidenzi la necessita di un nuovo ed approfondito esame della monetazione di Philippi, che
andrebbe ristudiata inquadrandola nella complessa problematica della monetazione macedone che ha i tipi dell’erä di Filippo IT. ma che si pone cronologicamente nell’erà di Alessandro, 57. Griffith, op.cit., 360; Ct. anche F. Papazoglou, op.cit., 1988, 406, n. 153. 58. Cosi gid V. Tscherikower, Die hellenistischen Städtegründungen von Alexander dem Grossen bis auf die Römerzeit (Philologus Suppl. 19, 1, Leipzig 1927, Isgg; inoltre, E. Marinoni, Polis e Klistes. Osservazioni sulle citta ο { loro londatori nelle monarchie ellenistiche, con particolare riguardo ad Alessandria, Atti CERDAC, VUE 1976-77, 155-180, part. 171; W. Leschorn, “Gründer der Stadt”. Studien zu einem politisch-relrgiösen Phänomen der griechischen Geschichte, Stuttgart 1984, 202-203. Discutibili consideriamo, con D. Asheri (Athenaeum 65, 1987, 574) ed E.
Τεμένη Duirrot a Philippi
939
ciale risulta anche la costruzione del toponimo: non un aggettivale femminile che sottintende polis (come Alexandreia, Lysimacheia, Kassandreia, Antigoneia, etc.), né costruito con il genitivo nominale di appartenenza seguito da polis (Alexandroupolis), come pure userà gia lo stesso Filippo II con Philippoupolis; né ancora, riproponendo tal quale il nome, femminile di solito, del personaggio che si vuole onorare (Thessalonike, Olympias, Phila, Berenike, Arsinoe), ma con un plurale nominale maschile del quale l’unica spiegazione che sappiamo darci é la riproposizione, come una sorta di calco, del plurale Krenides°?. Strettamente legato al nome del sovrano macedone, quel plurale Philippi, mentre alludeva al perpetuarsi di una dipendenza, segnalava il “passaggio di proprietä” —dai Tasii al re macedone— di un territorio ricco di molteplici risorse economiche, oltre che strategicamente importante in relazione sia all’interno che al mare. La metonomasia segnalava pertanto che il territorio aveva cambiato padrone: apparteneva, con i suoi nuovi abitanti, al
re macedone, il quale si accingeva a sfruttarlo adeguatamente e non solo sotto il profilo strategico, ma, innanzitutto forse, sotto quello economico®®. Centro di gravità del distretto del Pangco, egualmente ricco di oro come d’argento, secondo quanto documentano le fonti antiche e confermano le recenti indagini archeologiche e mineralogichef!, il territorio di Philippi avrebbe fornito ed immediatamente, a nostro avviso, al re macedone il metallo prezioso, intanto E. Fredricksmeyer (CJ 85, 1990, 306-307), le eccezioni raccolte da I. Malkin, “What's in a Name? The Eponymous Founders of Greek Colonies”, Athenaeum 63, 1985, 114-130. Sull'opera di colonizzazione di Filippo IE come precorritrice di quelle ellenistica, da ultimo, G. M. Cohen, The hellenistic Settlements in Europe, the Islands, and Asia Minor, Berkeley - Los Angeles - Oxford 1995, 16 seg., con precedente bibliogratia. 59. Secondo Heuzey, op.cit. I, 66, la forma del plurale data al nome di Philippi “semble prouver que la ville nouvelle....se composait encore de plusiers groupes d'habitations distincts. detcndus par des ouvrages détachés, plutôt que réunis par une enceinte commune et continue”. Successive indagini archeologiche, tuttavia, hanno dimostrato che il tracciato della cinta muraria nella zona nord ed est dell'acropoli risale all'età di Filippo H. Cl. H. Ducoux, P. Lemerle, “L'acropole et l'enceinte haute de Philippe”, BCH 62, 1938, 4-19, D. Lazarides, s.v. “Philippi”, The Princeton Encyclopedia of Classical Sites, (edd. R. Stillwell, W. L. MacDonald, M. H. McAllister),
Princeton 19797, 704-705. 60. Diversamente, ©. Picard tart.cit., 471-472), sulla base dei risultati del precedente lavoro di Le Rider (op.cit., 1977, 435 sez.) che poneva al 345 ο 342-40 a. C. l'inizio delle emissioni auree di Filippo II, —inizio ora anticipalo di circa un decennio (cf. G. Le Rider, Monnayage et linances de Philippe I. Un état de la question. MEAETHMATA 23, Athènes 1996, 58: 68)— evidenzia solo l'importanza strategica det sito di Philippi, ponendo in secondo ordine l’importanza cconumica delle sue risorse minerarie, pur ampiamente sottolineata dalle lonti antiche (cf. n. 61). 61. Ci. dt. 7. 112; Arist. mir. aud.. 42: Strabo 7, 331, Ir. 34; App. BC, 4, 106. Sulle ricchezza mineraria del situ, gia S. Casson, Macedonia Thrace and IHlyria, Groningen 1968, 60. Si ef., inoltre, l’articolata indagine di Ch. Koukouli-Chrysanthaki, "Ta μέταλλα της Οασιακής πεωαίας” in Μνήμη A. Aacagton, cil. supra a η. 10, 493-514.
940
Anna Maria Prestianni Giallombardo
per la sua varia ed articolata monetazione argentea, e successivamente per
quella aurea®. Non
ci € noto come,
all’assegnazione
nella nuova ed ampliata polis, si sia proceduto
della terra, se attraverso una generale rilottizzazione agra-
Tia su base di piena eguaglianza a favore di tutti, antichi e nuovi cittadini, oppure con una semplice distribuzione della parte indivisa dell’antico territorio 0, ancora, con l’assegnazione del territorio annesso solo αἱ nuovi cittadini®?. E ci sfugge anche il ruolo che l'ecista, Filippo, poté avere nell organizzazione e razionalizzazione dello spazio della nuova cittä®. Mi pare tuttavia che il momento della metonomasia possa essere considerato il più opportuno —anche se certamente non l’unico— nel quale collocare il ritaglio dei temené Philippou, quando la presenza di un rincalzo coloniario, imponendo comunque un’operazione di parziale o totale “territorializzazione” per l'assegnazione di lotti di terreno ai nuovi cittadini, consenti di ritagliare (τέμνειν), nell’ampliato territorio, i femené da dedicare ad alcuni dei ed al “fondatore” della nuova
polis®. 62. E‘mio convincimento che la data d'inizio delle emissioni in argento di Filippo Il sia strettamente legata all’assunzione del potere regale (cf. A. M. Prestianni Giallombardo, B. Tripodi, “Iconogratia monetale ed ideologia regale macedone: i tipi del cavaliere nella monetazione di Alessandro Le Filippo If", REA 98, 1996, 311-355, part. 329. n. 99). E questa avvenne non nel 360-
359 a.C., subito dopo la morte di Perdicca III, quanto piuttosto nel 356, come ho cercato di dimostrare nel mio “Aspetti giuridici
€ problemi cronologici della reggenza di Filippo [1 di Mace-
donia”, Helikon 13-14, 1973-74, 191-209. Dopo un triennio di reggenza, la vittoria sulla coalizione avversaria (cf. supra, n. 54) valse a Filippo Il il diritto all'assunzione del potere regale, mentre la conquista del territorio di Krenides lo rese padrone delle miniere, mettendo a sua disposizione un'ingente quantita di metallo prezioso i cui proventi eccezionali ben ricorda la storiogralia antica (Diod. 16, 8, 6). Sulla cronologia del 356 a. C. come data iniziale delle coniazioni d’argento di Filippo, nell’ultimo ventennio da più parti sollecitata, seppur con motivazioni dilferenti, si ὁ ultimamente allineato anche G. Le Rider, op.cit. 1996, 46; 79. 63. Sulle varie modalita di distribuzione della terra, in generale, cf. D. Asheri, op.cit., 1966;
Id., “Supplementi coloniari e condizione giuridica della terra nel mondo greco”, RSA 1, 1971, 77-91. 64. Sul ruolo dell’ecista nelle operazioni di territorializzazione, per | ειὰ arcaica, cf. |. Malkin, “La place des dicux dans la cité des hommes.
Le découpage
des aires sacrées dans les
colonies grecques”, RHR 104, 1987, 331-352: Id., “Territorial Domination and the Greek Sanctuary”, Boreas 24, 1996, 75-81. Sicf., inoltre, G. R. Morrow, Plato's cretan City. A historical Interpretation of the Laws, Princeton 1960, 103 sgg.: M. Pierart, Platon et la cité grecque, Bruxelles 1974, cap. XIII. 65. Appropriata ci sembra la formula che Platone (Leg. 738 c-d: τεμένη... ἔτεμενισαν) impiega per i terreni che un ecista deve riservare alle diverse categorie del divino (dei, demoni, eroi). La medesima tormula ritroviamo in un iscrizione di Samotracia, dove ὁ menzione della restituzione alla citta da parte del re Lisimaco di terra che i re Filippo Ill ς Alessandro IV étepévulloav tajig Θευῖς καὶ ἀνέθεσαν καὶ / [...]ια τοῦ τεμένους (οἱ. JR. Me Credie, Hesperia, 1968. 200-234, 11.7-9). Sull'ampio signilicato e le diverse accezioni di femnein nella stera del sacro, ed in particolare nella delimitazione/ consacrazione di un territorio, cl. J. Rudhardt. Notions tondamentales de la pensée
Teuevn Φιλίππου a Philippi
941
5. Considerazioni finali
Avviandoci alla conclusione del nostro intervento, sentiamo la necessità di ribadire il carattere interlocutorio, per nulla affatto conclusivo delle nostre riflessioni, dal momento che, è ben evidente, la nostra epigrafe, costituendo un unicum, necessita di ulteriori approfondimenti e confronti. Nell’attesa che successive indagini, mie personali ed altrui, possano fornire una qualche risposta alla lunga serie di interrogativi di cui € disseminato questo intervento, ritengo possibile, intanto, fissare qualche significativo punto di partenza. 1. I temené, due almeno, che la città aveva attribuito a Filippo II, ed all’interno dei quali non € cenno di eventuali costruzioni sacre, erano porzioni di terreno che, come i restanti temené dedicati agli altri dei ed agli Eroi, dovevano presumibilmente trovarsi exö tés poleös. Pertanto nessuno dei temené ricordati in relazione a Filippo andrebbe posto in connessione con il
culto postumo del fondatore, che pure sara stato decretato per il sovrano, ma al quale sarebbe stata destinata altra area, probabilmente nell’ agora. 2. Dobbiamo ritenere che tali femené, da intendersi nell’accezione di “appezzamenti privilegiati e ritagliati prima da una porzione di territorio comune ed ancora indiviso”, costituissero un privilegio materiale ed onorifico di cui il re disponeva in piena proprieta, beni fondiari da cui era possibile ricavare rendite, che sarebbero stati attribuiti al sovrano ancora vivente, nel momento della “rifondazione” della citta ridenominata Philippi, dunque nel 356 o non molto dopo. 3. La nostra iscrizione, invece, presupponendo, data la menzione dell’epönion, la vendita di tali femené non pu riferirsi a quella data. Non pare possibile infatti ritenere che, vivo Filippo, altri abbia potuto vendere terreni che gli appartenevano, né che cid sia potuto accadere sotto alcuno dei successori che rientrano nei limiti cronologici della seconda meta del IV sec. a.C. Se queste considerazioni possono ritenersi valide, si deve allora supporre che i temené Philippou siano stati dedicati non nel 336 a Filippo defunto ed onorato come eroe fondatore, per il quale sarebbe stato sufficiente un solo femenos —e, a tal proposito, non ci sentiamo di escludere che potesse esserc nell’agora quell’ “hérôon macédonien” che Picard aveva ipotizzato, e che la successiva riorganizzazione di eta cristiana avrebbe (parzialmente ο totalmente) cancellato— ma a Filippo vivo, ktistes della nuova ed ampliata realtä
economico-politica, quale cra divenuta, dopo l’intervento del re maccdone, la religieuse et actes constituitit du culte dans la Grèce classique, Geneve
1958, 224 spp.
042
Anna
Maria Prestianni Grallombardo
città di Philippi. L’atto di asscgnazionc di temene —che possono pur iscriversi nel quadro di una riproposizione di consuctudini arcaiche, conferendo una patina “omcrica” al rapporto tra il sovrano ο la terra. che non disdice affatto ad una monarchia quale quella macedonc
in cui il re appariva ancora come un primus
trai suoi hetairoi/pares— cra anche qualcosa d'altro ce qualcosa di più. Esso lascia trasparire un nuovo € siretlamente personale rapporto di proprieta del monarca con la terra “salvata” —ma in realta conquistata— la medesima che con la doriktétos chora instaurcranno i basileis ellenistici a partire da Alessandro Magno®, | temene ritagliati dagli abitanti di Philippi per lo ktistes della loro polis, in quanto terreni privilcgiati, sono la testimonianza di un progressivo distacco che si va producendo tra il sovrano maccdone ed il popolo dei sudditi, specie nelle polcis di nuova conquista. Un progressivo distacco che porterä, gia sotto Filippo II, la monarchia macedone a sperimentare forme autocratiche che pongono una sempre maggiore distanza tra sudditi ο sovrano,
i cui gesti “salvifici” meritano
timai, come
sottolincava e
codilicava Aristotele. E nel quadro della storia delle timai confcrite a Filippo, se coglie nel vero la cronologia del 356 a. C., Passegnazione dei temene nella polis di Philippi potrebbe anche costituire il primo dei casi. Verranno
poi per il re macedonc
altre timai, onori civici ο cultuali che
indurranno ο condurranno il sovrano a quell'ultimo significativo, ma diverso cd “eversivo”, gesto di inscrimento della propria persona tra i dodici dei dell'Olimpo che Filippo propone a Maccdoni e Greei alla vigilia della sua partenza per la spedizione in Asia Minore (336 a. C.). Propone, ma non ricsce ad imporre —ché lo fermera la mano omicida di Pausania— proprio come non riuscirä ad imporlo Cesare, che similmente cadrà sotto i colpi di pugnale dei Cesaricidi®’. E non riesce. perché per entrambi i tempi non sono maturi. Alessandro dopo
Filippo, Augusto dopo Cesare, porteranno a compi-
mento l'itincrario graduale che fu la sacralizzazione della persona vivente del sovrano. Di quell’itincrario, i femené Philippou che questa mutila iscrizione
inequivocabilmente documenta, potrebbero costituire l'avvio. Cniversita di Messina
66. Che il principio della Sooiatatos χωρας ritenuto peculiare dei diritto internazionale ellentstico, fosse gid stalo posto in alto da Fihppo TE opportunamente ha sostenuto A. Mehl, "AOPTKIHTOZ NPA. Kritische Bemerkungen zum ‘Specrerwerh" in Politik und Völkerrecht der hellenistische Epoche”, Anc$Soc, 11-12, 1980-1981, 173-212, part. 179, 183-186. 67. Ct. Α. M. Prestianni Giallombardo, "Diodoro. Filippo Tbe Cesare”. cit. an. 6. 33-32.
Τεµένη Φιλίππου a Philippi
5 5S =
a à
ο
5 ες
~
S
N +
—
~
ες GQ =
S
= ~~
©w A 3
=
= !
à
I
=
L
à, ~
Sh
de
74
ΓΛΟΣΣΙΚΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ: ΕΝΑΣ ΜΥΚΗΝΑΙΟΣ ΣΚΟΙΔΟΣ
Ἰωάννης
K.
Puz-ke-qi-ri:
Προμπονάς
H λέξη oxoidos παραδίδεται ὡς μακεδονική 1) από τον λεξικογράφο του Sov μ.Χ. αιώνα Ησύχιο: σκοῖδος' ἀρχή τις παρὰ Μακεδόσι τεταγµένη ἐπὶ τῶν δικαστηρίωγ. ἡ λέξις κεῖται Ev ταῖς ἐπιστολαῖς Αλεξάνδρου xar 2) από τον βυζαντινό λόγιο Φώτιο: σκοῖδος. ταμίας τις καὶ διοικητής. Μακεδονικὸν
τὸ ὄνομα. Διόπερ Μένανδρος Ex Κιθαριστῇ «σκοῖδον» Διόνυσον λέγει. H ίδια λέξη, χωρίς όµως να χαρακτηρίζεται μακεδονική, μνημονεύεται από τον Πολυδεύκη X16: Κρατῖνος ἐν Πανόπταις τὸν σκευοφύλακα ἔρικε σκειωρὀν καλεῖν. Τοῦτον δὲ καὶ σκοῖδον tives ὠνόμαζον, τὸν ἐπὶ τῶν σχεικῶν ἐν ταῖς βαρβαρικαῖς ἀποσκευαῖς. ἕτεροι δὲ οἴονται οὕτως καλεῖσθαι τὸν ἐπὶ τῶν σιτίων (2ος αι. μ.Χ.).
Είναι φανερό ότι η λέξη σκοῖδος αλλιώς ερμηνεύεται από τον Ησύχιο χαι αλλιώς από τον Πολυδεύκη και τον Φώτιο. Η ίδια λέξη, αλλά χωρίς το αρχικό σ, απαντά στην Ἐπιτομὴ Περὶ xatloλικῆς προσωδίας που παραδίδεται υπό το όνοµα του Αρκαδίου (Ηρωδιανός ἐκδ. Lentz I 142,6): σεσηµείωται τὸ κοῖδος παρὰ Μακεδόσιν, ὁ οἰκονόμος (4ος αι. μ.Χ.). Πρόσφατα η λέξη µαρτυρήθηκε και επιγραφικώς (405-305 at. π.Χ.) pe τον τύπο σκοῖδος (βλ. Hatzopoulos 1996, σ. 86). Από τα συμφραζόμενα της επιγραφής συνάγεται ότι πρόκειται για όνοµα δηλωτικό αξιώματος. Τέλος, σε ναξιαχή επιγραφή του 1/2 αι. μ.Χ. απαντά σε πτώση δοτική το παράγωγο σκοιδία (IG ΧΙ 5 αρ. 92,1: βλ. Scherer-Zvuewvidns 1983, IT σ. 103) µε τη σημασία «οικονόμος», «ροντίστρια».
Οι επιγωαφιχκές μαρτυρίες ---η µία άµεση: σκοῖδος και η άλλη έμμεση: σκοιδία--- δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για το ποιος από TOUS SLO τύπους της λέξης είναι ο (ιωχικός. Αωὐχικός είναι ο τύπος σκοϊδὸς και από αὐτόν προέκυψε O τύπος κοϊδος. To αντίθετο, που υποστηρίζει O Kalléris (1954, σ. 264 σημ. 4), dev είναι σωστό.
Ο τύπος χοϊῖδος θεωρείται εσφαλμένος από τοὺς Hoffmann (1906, σ. 20)
946
faavns Κ.
Hooutovaz
και LSJ (s.v. 0201005). Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι η προσθήκη και η αφαίρεση του σστην αρχή λέξης είναι φαινόμενο που μαρτυρείται και στην Αρχαία και στη Neu Ελληνική (βλ. Furnée 1972, σ. 390: Παντελίδης 1927, σ. 401 κεξ.' Ανδριώτης 19883, σ. 312 s.v. σπροθετικό). Δεν είναι. επομένως, βέβαιο ότι ο τύπος κοῖδος οφείλεται σε σφάλμα αντιγραφής. Ενδέχεται va είχε αντίκρισμα στην προφορά. Βέβαιο πάντως είναι ότι µε βάση τις υπάρχουσες μαρτυρίες ο ἀρχαιότεέρος τύπος της λέξης ήταν σκοῖδος. Κατά συνὲπεια, η ετυμολογική έρευνα ἀπό τον τύπο σχοϊῖδος πρέπει να αρχίσει.
Où ετυμολογίες που έχουν προταθεί για τη γνήσια αυτή μακεδονική λέξη είναι πολλές. Τις βρίσκει κανείς συγκεντρωμένες στον Kalléris (1954, σ. 263264). Από αυτές ορθή, κατά τη γνώµη µου, είναι αυτή που προτάθηκε and τον Hoffmann (1906, σ. 83-85). Την παραθέτω µε συντομία. Η λέξη προύποθέτει ένα αρχικό σύνθετο σκειο-Γιδός (AP. Ta συνώνυμα σκευοφύλαξ και σκευωρός). Από τον τύπο αυτό µε σίγηση του V (TP. TA ἐπιγραφικώς µαρτυρούμενα σκεοθήκα, σκεοφύλαχα κλπ.) προέκυψε ο τύπος σχεο-Ειδός aN’ ὁπου µε ὑφαίρεση (mp. νεοσσός »νοσσός, Θεοκλῆς > Θοκλῆς κλπ.) ο τύπος σχυFwoos. Από το σκο-Ειδός µε σίγηση του F (ap. στη Μακεδονική Λᾶγος < AGFαὖος «λαξ-αγός «αρχηγός του στρατού») προέκυψε TO σκοϊδος. Η ετυμολογία του Hoffmann είναι τόσο από πλευράς φωνητικής χαι µορφολογικής όσο HAL από πλευράς σηµασιολογικής άψογη και δικαιολογημένα έγινε SEXTH από άλλους ερευνητές, όπως τον Herwerden, τον Blumenthal, tov Pisani, τον Berve (βλ. Kalléris 1954, σ. 263 σημ. 4). Είναι αποφρίας άξιο πώς DEV υιοθετήθηκε από τον Kalléris. Ο τελευταίος παράγει TO GXOLOVE UNO το κοῖδος και το κοῖὸος ANG το ρήμα κωέω (κοΓέω) «παραTHOM», Εύχολα διαπιστώνει κανείς ότι η ετυμολογία αυτή φωνητικά και μουφολογικά είναι «βάσιμη. Επανέωχομαι όµως στην έξοχη ετυμολογία του Hoffmann. η οποία, κατά τη γνώµη µου, ενισχύεται απὀ τά μυκηνακά δεδοµένα. Περί αυτών τώρα ο λόγος. Σε µια ομάδα πυλιακών πινακίδων στις οποίες καταγράφονται ποικίλα
σχεύη, όπως gqE-Fa-na «είδος αγγείου», Li-ri-PO-1C: τρίτοδες, ος-ίο: πέθοι = πίθοι, di-pa: ὀίπας = δέπας, pi-je-ra: φιέλαι - φιάλαι, pu-ra-u-to-ro: πυραύστρω (ovon. δυϊκού) = πύραστρα, qa-ra-to-ro: στάλαθρον = σκάλευθρον, apo-re-we: ἀμφορήΓεςΞξ ἀμφορεῖς, 10-pe-za: τόρπεζαι = τράπεζαι, to-no: Hövvos = θρόνος, la-ra-nu-we: θράνυες «σκαμνιά», «υποπόδια» KAT. (PY Tu 711, 641, 709, Τη 996, Ta 642, 713, 715, 707, 708, 714, 721, 722, 716) έχει γωαφεί wg επικεφαλίδα η ακόλουθη φράση: (PY Ta 711.1) o-wi-de pu,-ke-qiri O-(C wa-na-ka te-ke au-ke-wa da-mo-ko-ro: Ὦ Fide Φύγεβρις, ὅτε Γάναξ Onze AvyéFav ὁαμοκόορονΞξ «Qs εξής (ή: τα εξής) είδε ο (αξιωματούχος)
Nocouxt αρχαίας Μακεδυνίας
Φύγεβρις,
όταν ο ανώτατος
άρχων
τοποθέτησε tov Αυγεία HOOEdLO
047
της
Κοινότητας (κατά λέξη: POOVILOTH του δήμου)».
To νόηµα της φράσης είνα σαφές. Ο Φύγεβρις, αξιωματούχος των avaπτόρων, κατέγραψε τα ποικίλα αντικείµενα που Fide = cide µε την ευκαιρία της «εγκατάστασης» ενός νέου προσώπου, του Αυγεία στο αξίωμα του ὅαμοχόρου. Προφανώς ο Φύγεβρις ήταν ένα είδος σκευοφύλακος των ανακτόρων της Πύλου. Ό,τι εδήλωνε η λέξη σκοῖδος στη διάλεκτο των Μακεδόνων. Εάν τώρα στο μυκηναϊκό κείµενο αντικαταστήσουμε το O-wi-de: Q Fide
µε τη νοηµατικά ισοδύναμη φμάση: τάδε σκεύεα εἶδε «αυτά τα σκεύη είδε», έχουμε μπροστά µας τις λέξεις aNd τις οποίες απαρτίστηκε η μακεδονική λέξη σκοῖδος. Έχουμε μπροστά µας τις λέξεις που το 1906 ο Hoffmann υπέθεσε ότι κείνται ws βάση στο μακεδονικό αξίωμα σκοῖΐδος. Τις λέξεις σκεῦος και Fide = εἰδε. Ο Φύγεβρις, λοιπόν, των ανακτόρων της Πύλου έπαιζε τον ρόλο που είχε ο σκοῖδος στη μακεδονική αυλή, γνωστή για τον συντηρητικό της χαρακτήρα. Το σηµαντικό είναι ότι η γλώσσα των αρχαίων Μακεδόνων µας διέσωσε, φυσικά, σε εξελιγμένη µορφή, µια ακόµη αρχαϊκή ελληνική λέξη, της οποίας ένα τµήµα τονλάχιστο ανιχνεύσαµε στη Μυκηναϊκή Ελληνική. Οι άλλοι Έλληνες έλεγαν σκευωρός (µε την αρχική σημασία της λέξης), σκευοφύλαξ. Οι Μακεδόνες αρχαιοπρεπέστερα “σκευοξιδός αρχικά χαι σχοῖὃος στη συνέχεια, διατηρώντας στο σύνθετο αυτό ένα ρήμα που µε την ίδια
σημασία σε συγγενή συμφραζόμενα μαρτυρείται στα Μυκηναϊκά αλλά και στον Όμηρο, όπως είχε παρατηρήσει ο σοφός Hoffmann παραθέτοντας το ακόλουθο χωρίο από την Οδύσσεια:
«ώκας μέν τοι πρῶτον ἀριθμήσει καὶ ἔπεισιν (Πρωτεύς)! αὑτάρ ἐπὴν πάσας πεμπάσσεται NÖE ἴδηται, λέξεται Ev LÉOONOL νομεὺς WG πώεσι μήλων. (Πρώτα-πρώτα λοιπόν Ou πάει και OG μετρήσει τις φώκιες' χι όταν τις DEL HAL τις μετρήσει όλες, θα πλαγιάσει στη µέση, σαν βοσκός σε κοπάὸι πρόβατα.) [μετάφο. Γ. Ζἐυγώλη]. Το β΄ συνθετικό της μακεδονικής λέξης “σκευοΓιδός / σκοῖδος έχει τη σημασία του μυκηναϊκού wi-de: Είδεχαι του ομηρικού ἴόηται. Φυσικά, dev είναι η πρώτη φορά που η γλώσσα των αρχαίων Μακεδόνων μας διασώζει στοιχεία που μαρτυρούνται τώρα στα μυκηνατκά κείµενα. OÖ Aloc μὴν του μακεδονικού ημερολογίου, άγνωστος στο Ιώνικό-Αττικό ημερολόγιο, μαρτυρείται τώρα στα Μυκηναϊκά µε τον αρχαϊκότερο TUTO diwi-jo: ΔίΓιος (βλ. Προμπονάς 1994, σ. 253-254).
948
Ιωάννης K. Πυμπυνάς ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
Ανριώτης 19833: N. ΠΠ. Ανῥριώτη, Ετυμολογικό Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. Τρίτη έκδοση µε διορθώσεις χαι προσθήκες. Θεσσαλονίκη 1983. Furnée 1972: E.-J. Fumée, Die wichtigsten konsonantischen Erscheinungen des Vorziechischen. Paris 1972. Hatzopoulos 1996: M. B. Hatzopoulos, Macedonian Institutions under the kines. 11. Epigraphic Appendix. Athens 1996. Hoffmann 1906: O. Hoffmann, Die Makedonen, ihre Sprache und ihr Volkstum. Gottingen 1906/1974. Kalleris 1954: J. Kalléris, Les anciens Macédoniens. Étude linguistique et historique, v. | (1954/1988 µε προσθήκες και διορθώσεις στις σσ. 326-328). Παντελίδης 1927: Χρ. T. Παντελίδου, «Προσθήκη και αφαίρεσις σ προ συμφώνου εν τη Αρχαία, Μέση και Νέα Ελληνική», B-NJ 6 (1927-1928), 420 εξ. Προμπονάς
1994: 1. Κ. Πυομπονάς, «Το αρχαίο μακεδονικό µηνολόγιο και η σημασία
TOV για την εθνικότητα των Μακεδόνων», Πρακτικά του ΣΤ᾽ Πανελληνίου Συνεδρίου «Ο Όλυμπος στους αιώνες». Ελασσόνα 1994, 00. 249-254, Scherer - Συμεωνίδης 1983: A. Debrunner - A. Scherer, ἱστορία της Ελληνικής γλώσσας, Β΄ τόμος, Θεσσαλονίκη 1983 (µετάφυ. X. TI. Eupewviön). Αργοναυτών 50 Μαροῦσι 15125
75 ΛΑΤΡΕΙΕΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ Αθ.
Ριζάκης
ΑΝΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. NEQTEPIZMOI /
1.
Τουράτσογλου
Εισαγωγή
Η µελέτη της θρησκείας στην Αρχαία Μακεδονία! παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το λόγο ότι η περιοχή, εξαιτίας της ιδιάξουσας γεωγραφικής της θέσης και των έντονων αναγλύφων στο χάρτη των φυλετικών διαστρώσεων, αποτέλεσε πρόσφορο πεδίο αντιπαραθέσεων, συγκρητισµών, συγχωνεύσεων HAL ζυμώσεων πλείστων όσων θρησκευτικών ρευμάτων και δοξασιών καθόλη τη διάρκεια της ιστορίας της. Αὐκετά πρόσφατα HAL στο πλαίσιο της διερεύνησης της ιδιάζουσας αυτής περίπτωσης, διατυπώθηκε η atopy? ότι η θρησκεία στην Αρχαία Μακεδονία
υπήυξε το αποτέλεσµα της αλλεπίδρασης δύο χυρίως θρησκευτικών αντιλήΨεων περί του υπερτάτου όντος: a) εκείνης του ελληνικού Πανθέου, xat
β) των μυστηριακών δοξασιών και των οργιαστικών τελετουργιών του παλαιού πληθυσμιακού δυναμικού, που είχε παράµεριστεί από TOUS επήλιδες Μακεδόνες και αφομοιώθηκε από εκείνους. 1. W. Bacge, De Macedonum Sacris. Halle 1913. 5. Dull, «De Macedonum Sucris. Gedanken zu einer Neubearbeitung der Gotterkulte in Makedonien», Ancient Macedonia 1, 1970, 316-323. S.
Dull, «Gôtter auf makedonischen Grabstelen», Essays in Memory of B. Laourdas, Thessaloniki 1975, 115-135. 5. Düll, Gotterkutte Nordmakedoniens in römischer Zeit, München 1977. S. Diill, «Die Romanisierung Nordmakedoniens im Spiegel der Götterkulte», Ancient Macedonia IN, 1983, 77-87. R. Witt, «The Egyptian Cults in Ancient Macedonia», Ancient Macedonia 1, 1970, 324-333.
R. Witt, «The Kabciroi in Ancient Macedonia», Ancient Macedonia Il, 1977, 67-80. A. Παντερµαλής,
«Aatgeies
και Ἱερά tov Alou
Πιερίας»,
Ancient
Macedonia
11,
1977, 331-342.
M.-H.
Blanchaud, «Les cultes orientaux en Macédoine grecque dans Vantiquité», Ancient Macedonia IV, 1986, 83-86. A. Zupoaong, Πρευνες στην totogia, την TOToygaqia κά τις λατρείες των Quotutχών επαρχιὼν Μακεδονίας και Θράκης, Θισυαλονίκχη 1984. κ. Τζαναβάρη, «Λατρεία των at. γυπτίων θεών στη Begout, Ancient Macedonia V3, 1993, 1671-1679. E. Βυυτυράς, «H λατρεία tov Ασκληπιού στην Αωγαία Μακίδόνια», Ancient Macedonia V1, 1993, 251-265. Π. Χρυσοστύμου, «Δυτικυμακεουνικά ἐχαριατήρια στο Δία Yinoto»s, AEMOS, 1991 [1994], 97-110. K. Ππαθανάση- Μοιοπυ λος, «Lop porn urn μελέτη λατρευτιχων εθίμων και δοξασιών των αμ:
χαίων Μακεδόνων», Ancient Macedonia V,2, 1993, 1217-1223. 2. Φ. Παπύήςυγλοῦ, στο Maxedovia, 4000 χρόνια ἑλληνικῆς ιστορίας και πολιτισμοί. AOÛ: να 1982, 204 κ.ε. (λατρείες κι έθιμα).
950
AU. Picaans / 1 Tovpatooor
Στις αντιλήψεις GUTES περί θείον και τρόπων θεραπείας TOU Od πρέπει
να προστεθούν λατρείες επείσακτες, τόσον «πό γειτονικές, 600 και UNO UTOμεμακρυσμένες περιοχές, χωρίς, ὡστόσο, το αποτέλεσµα των ζυμώσεων, των αντιπαραθέσεων και των συγκρητισμών να έχει υπάρξει το αυτό σ᾿ όλες τις επί μέρους περιοχές και O όλα τα χοινωνικά στρώματα, OUTE όμως και καὑόλες τις χρονικές περιόδους. Επιπλέον, Ta κατά τόπους καταπεπτωκότα στοιχεία της παράδοσης και οι έξωθεν επιδράσεις διαμόρφωσαν µέσα στον ίδιο αυτό χώρο νησίδες θρησκευτικών δοξασιών µε ιδιοµορφίες και JE ειδικά χαρακτηριστικά, η διερεύνηση των οποίων απαιτεί συνδυασμένες προσεγγίσεις για την κατανόηση KUL την αξιολόγησή Tous. Στην Άνω Μακεδονία, ειδικότερα (Εικ. 1), περιοχή µε ελάχιστα αστικά Χέντρα και έντονο τον γεωωγοκτηνοτροφικό πῳωοσανατολισμό της οικονοµίας, χώρο που διατήρησε TA φυλετικά HUL τα πολιτισμικά του χαρακτηοιστικά έως και TH ἧστερα αυτοκρατορικά χρόνια. αλλά και που, παρά τον συντηρητισµμό της χοινωνικοπολιτικής δομής του, αποτέλεσε πρόσφορο έδαφος για τη διείσQUOT νεότροπων αντιλήψεων, και όχι µόνο στο θρησκευτικό χώρο, ανιχνείονται επί πλέον μοναδικές για τη βορειοελλαδική ζώνη ιδιαιτερότητες στο Attτρευτικό τοµέα µε αντιφατικά ορισμένες φορές στοιχεία. Στοιχεία που αφενός προδίδουν εμμονή σε µια κατεξοχήν τοπική παράδοση και αφετέρου φανερώ-
νουν αποδοχή νεωτερισμών µε τάσεις μάλιστα πρωταγωνιστικές. Παρά τη σπανιότητα αναθηµατικών μνημείων zat λατρευτυκύν αγαλιιάτων αναφορικά µε τις πρώιμες ἐποχές, ο υπολογίσιμος αριθµός των ενεπίγοαφων και µη στηλών CUTS την ύστερη ελληνιστική περίοδο Kal τους ρωμαὶκούς χρόνους επιτρέπει µιαν οπωσδήποτε ικανοποιητική θεώρηση του θρησχευτικού φαινομένου όπως αυτό υλοποιείται στο πλαίσιο των διακυµάνσεων του ιστορικού γίγνεσθαι. Μιά πρωταρχική κατά παρατακτική φορά κατάταξη του υλικού απὀ το ὀυτικό τµήµα της Αὐχαίας Μακεδονίας επιβεβαιώνει καταρχάς τα όσα ισχύουν HAL για τις υπόλοιπες περιοχές του μακεδονικού χώρου: την παρουaia, δηλαδή, θεοτήτων από το πάνθεο του Ολύμπου µε πανελλήνια διάδοση. συνοδευόµενων Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, GTO προσωνύμια ποὺ επιχωριάζουν στη Μακεδονία και µόνο, έναν αριθµό επείσακτων θεοτήτων απὀ την Ανατολή και την ALYUTTO και µια ομάδα εγχωυίων από την προμακεδοvorn περίοδο. H ενδελεχής, ἐντούτοις, και σφαιρική πυοσέγγιση των μαρτυριών φανεῥώνει μιαν ενδιαφέρουσα διαπλοκή και αποκαλΆπτει µια περισσότερο πολυ-
ὁιάστατη εικόνα στα λατρευτικά ὀρώμενα TOV βρίσκεται πλησιέστερα στην πῳαηματικότητα καθώς αυτή. όπως HALO" GALES ἐχφάνσεις της ὁραστηριότη-
Λατουείες στην Ava Μικεδονία
951
τας TV κατοίκων της περιοχής, αντικατοπτρίζει την πολυπλοκότητα Tov πολιτισμικού προσώπου της Άνω Μακεδονίας. Στη διαµόρφωση tou ιδιόµορφου αυτού θρησκευτικού τοπίου στην EAiera, την Εορδαία, την Τυμφαία, την Ορεστίδα, τη Δερρίοπο, την Πελαγονία
και τη Λυγκηστίδα και στη διαγραφή της ειδοποιού διαφοράς στο λατρευτικό σκηνικό, αποφασιστικό ρόλο διαδραμάτισαν, επιπρόσθετα των όσων αναφέρOnxayv, η άµεση γειτνίαση της περιοχής
µε την εκχρωμαϊσμένη
λατινόφωνη
Μοισία χαι η κατά το πλάτος της διελαύνουσα Εγνατία οδός, βασικός οδικός άξων της αυτοκρατορίας, διαμετακομιστής λαών HAL διάδρομος πυχλοφορίας δοξασιών και ιδεών, Στον περιορισμένο χρόνο µιας ανακοίνωσης µόνον ενδεικτικά παραδεί-
γιίατα των περιπτώσεων που αναφέρθηκαν μπορούν να αναλυθούν. 1. Πλούτων
Η λατρεία του Άδη, ως θεού του Κάτω κόσμου», είναι γνωστή στον κόσµο της κλασικής Ελλάδας και μαρτυρείται από την Ἠλιδα, την Τριφυλία, την Ευμιονίδα, την Ελευσίνα, την Αττική, τη βοιωτική Κορώνειαβ, τη θεσσαλική Λάρισα και τη γειτονική της Φαλάννα». Τέλος από την Ἠπειροῦ. Αγάλµατα του Άδη, λατρευτικά κατεξοχήν, παραδίδονται από το ιερόν της Δήμητρας
Μυσίας στο Άργος, το τέµενος των Leva
στον Άρειο Πάγο
Αθηνών, την Κορώνεια της Βοιωτίας και την ποντική Σινώπη”, χωρίς ωστό00 να παρατίθενται επακριβώς στις πηγές οι σχετικοί τύποι. Σε ορισμένες περιοχές η λατρεία του χθόνιου αυτού θεού επιβιώνει ως και KUTA τη διάρχεια της αυτοκρατορικής εποχής, οπότε ο θεός είχε ήδη λάβει την κατ’ εκρηµισμόν ονοιιασία Πλούτωνᾶ και ετιμάτο ως κύριος του Κάτω χόσµου (Άδης) n της αφθονίας (Πλούτων). άλλοτε ὡς σύννάος µε τη Δήμητρα και την Κόρη
(Λάρισαῦ, Ελευσίς!θ), άλλοτε πάλι μόνος. σε συγκοιτισµό πολλές φορές πυος 3. RE Suppl. II (1918) 867-878 s.v. Hades (Prehn). 4. Ν. Παπαχατζής, Havoaviov Ελλάδος Περιήγησις UL Meoomviera-Hitaxa, Αθηνα 1979, 2248 και 406 υπυα, 1. Για την Errvoive PA. παρακάτω Όπου. 9, Για την Αττική βλ. Ε. Wanderpool, Hesperia 39 (1970) 47. 5 1G [X.2, αρ. 1229 (Φλαννα). A. McDevitt, Inscriptions from Thessaly. An analytical handlist and bibliography, Mildeshoaim-New York 1970, ao, 364 (Aupioc), 6. Γενικα για τη ὐιάδωση της λάτρεις BA. RE XXII (1951) 1009-1026, s.v. Pluton CE. wüst).
TLIMCIV.I
(1988) 371.
8. REXXLI (1951) 990-1027 s.v. Pluton CE. Wiist. 9. A. Αμ κινιτόπουλος, AE 1910, 377-378 uw. 24 = MacDevitt, 07. 364 (AFOTOUNS).
10. /G 11" 1933=Syt* 1022 µε. Hop. P. Faure, «Ploutonia», BCH 82 (1958) 80 κ.ε.
952
AU. Picaane / L Toveitooylov
τον Δία και τον Σέραπι.
H ἀρχαϊκότητα της λατρείας του Άδη στη Μακεδονία συνάγεται μόνον εμμέσως από την παρουσία στο μακεδονικό ημερολόγιο TOU µηνός AldvaionΑὐδυναίου- Αὐδωναίου ---αντίστοιχου µε τον αττικό µήνα Ποσειδείύνα (Λεπέμβριος-Ιανουάριος)---, HUTA τη διάρκεια του οποίου τελούνταν προφανώς, οι γιουτές των αὐδωναίωνὶὶ προς τιμήν του θεού Xu των νεκρών2. Βεβαιωμένη η λατρεία του Πλούτωνος στη Μακεδονία είναι µόνο από την αναθηµατική ανάγλυφη
στήλη της Αιανής
Κοζάνης στην Ελίμεια!Σ, του
τέλους του 2ov αι. μ.Χ., όπου ο θεός παρίσταται ιµατιοφόρος κατενώπιον µε τον Κέρβερο στα πόδια του (Εικ. 2). Από το κείµενο μάλιστα της επιγραφής (ἰδών αὐτόν τε τὸν θεὸν καὶ τὸν ναόν... κατ ὄναρ) (Εικ. 3) συνάγεται ότι στο
χώρο υπήρχε ναός µε λατρευτικό άγαλμα (πιθανότατα στον αγαλµατικό τύπο του απεικονιζόµενου στο ανάγλυφο) και προφανώς και ἐγχοιμιηπτήριον. H υπόθεση δε φαίνεται απίθανη, αφού είναι γνωστό, ότι στους ρωμαϊκούς χρόνους πολλά Πλουτώνια είχαν μεταβληθεί σε ενός είδους ιατρο-0εραπευτικά μαντεία υποκαθιστώντας κατά κάποιο τρόπο τα Ασκληπιεία!”. Οπωσδήποτε, η συνάφεια/επικάλυψη που έχει παρατηρηθεί και σε ἆλλοὺς πολιτισμικούς τοµείς ήδη από τους ελληνιστικούς χρόνους, αφενός ανάµεσα στη Θεσσαλία και την Ελίμεια (για παράδειγ]ία στην επιτύμβια γλυπτιANS) και αφετίρου ανάμεσα στην Ηπειρο, τη θεσσαλική Περραιβία, την ΕλίΗΙ. Πλάτων, Νόμοι 828c.
12.3. Kalléris. Les anciens Macédoniens. Etude linguistique et historique
WA, Athènes 1976,
560-63. H γνώση του pilou tov Adn ate Tous Μιικεδύνες x κυρίου tov Κάτω Koay αποδειἈνύεται απὀ τις ζωγυαφικές συνθέσεις στον τάφο της Περσεφόνης (M. Ανόρόνικος, Broyivu. Où βασιλικοί τάφοι, Αθήνα 1984, 88-95, εικ. 49-54) και στον τάφο της Ευριδίχης στη Broyiva (Μ. Ανδυοόνικος, «Ἡ ζωγριφική στην αρχαία Muxedovinm, AE 126 (1987) 375-379, iv. 1-4). 13. EAM (A. Ριζάκης, I. Τουράτόσγλον, Γπιραφαί Άνω Μικεδυνίας, Αθήνα 1985) 150, Συαχετιομός µε Tov Πλούτωνα-Λεσπυύτη της Λιανής ενος AVONVULOUN θεού µε την ἁπλή ὀνυμασια OFOTOTHS σε αναθηµατικο ανάγλυφο απύ την Απρινή Κοζάνης (Γορθαία- EAM 89) φαίνεται τελικά να ενοταθεί, παρόλον ὅτι ὃεν υποστηρίζεται απὀ TOV αγαλιατικό τύπο TOD απεικυνιζοµίνον oa? auto θεού ---πιθανότατα Δία [IE Χρυσοστόμου, H θεσσαλική θεά Eviv)odia à φεραία flea, Αθήνα 1999, 235 waod. 911]. IPA. την περίπτωση της επιγραφής até τη Λάρισα A. AQ-
βανιτόπουλος, AE 1910, 377-378 αρ. 24. στην ὁποίιε o Deas αναφέρεται επίσης µόνο µε το επί(eto δεσπότης. Κατά tov L Robert. RPh 33.11 (1959) 222 Όπως. 5, η πωοσωνυμµία ῥεστότης απυτελεί σύνηθες επίθετο πολλών θεών. µύλονοτι προυιδιάζει ιδιαίτερα στων Λία, Τα πήλινα Elda Aut Πλούτωνος a6 To Θιαμοφόριο στην Πέλλα (M. Λιλιμπάκη-Ακαμάτη, To Θεσμοφόριο της ff, Αθήνα 1996, 60-62 pe βιῤλιογραφία) πιθανότατα αποτελούν ενδείξεις για τη λατυτία TOU θεού και στην πρωτεύουσα TOU μακεδονικού βασιλείον ήδη απο τον do at π.Χ. 14. L. Meuzey, «La ville ἆ Αἰαπό en Macedoine»RA 18 (1968) 24: RE XXL (1051) 1027 s.v.
Plutonion (J. Schmidt). 15. A. Piceeans - I. Towpatsoydron, «EE τοπολογία τον επετυµβίων μνημείων της Ανω Maκεδονίας», Ancient Macedonia V2 (1993) 1285 κε, TSX M. Hatzopoulos, «Thessalie et Macédoinc: altinites οἱ convergences», La Thessalie. Quinze années de recherches archeologiques 1975.
Λατρείες στην Άνω Μακεδονία
953
µεια και την Εορδαία (yıa παράδειγµα στό ονοµατολόγιο, κλπ.Ιθ), επιβεβαιώνεται και στην περίπτωση της όχι ευρέως διαδεδοµένης λατρείας TOU Πλούτωνος µε την ύπαρξη Πλουτωνίων εκείθεν και εντεύθεν του Ολύμποι,, τα οποία εντούτοις σε καμία περίπτωση δεν απέκτησαν φήμη ανάλογη µε εκείνη του Νεκυομαντείου της Θεσπρωτίας παρά τον Αχέροντα!τ, evtaypivov
οπωσδήποτε στην αυτή πολιτισμική ενότητα. 2. Ηρακλής Κυναγίδας - Evvodia Ἡ λατρεία του Ηρακλή, του προγονικού θεού των Μακεδόνων, µε την προσωνυμία Κυναγίδας, υπήυξε ιδιαίτερα διαδεδομένη στη Βοττιαία και Την Άνω Μακεδονία, ενώ δε μαρτυρείται από τη Χαλκιδική και την Μακεδονία εχείθεν του Αξιού. Αστική προφανώς λατρεία, παρά τη θηρευτικἠ ιδιότητα που εκφράζει TO συνοδευτικό επίθετο του θεού, απαντά ήδη από τον 30 αι. π.Χ. καί μάλιστα
στην πρωτεύουσα του βασιλείου, την Πέλλα και τη Βέροια, ax’ όπου προέῳρχονται και τα περισσότερα επιγοαφικά παραδείγματα!δ. Σχετικά νωρίς (log αι. π.Χ. - log αι. μ.Χ.), πάντως µετά τη ϱωματχκή κατάκτηση, εµφανίζεται, αν DEV µεταλαμπαδεύεται, στην Εορδαία και την Ελίμεια καθώς και στη Λυγκηστίδα και τη Δερυίοπο, όπου, όπως εξάλλου και στη Βέροια, επιζεί ἑως Kat τον 30 αι. p.X.!9. 1990. Bilans et Perspectives, Actes du colloque international, Lyon, 249.254.
16. EAM
17-22 avril 1990, Lyon
1994,
32 (Ελίμειπ) και EAM 87. 88 (Γυρδαία) µε βιβλιογραφία. BA. επίσης N. ο. L.
Hammond, «Euwéotat», Φηνός. Τεμητικὸς τόμος για tov καθηνητή 2. Δάκαρη, lodvıvvu 1994, 59-62. IPA N. G. L. Hammond, Epirus, the Geography, the Ancient Remains, the History and the Topography of Epinis and the Adjacent Areas. 1967, 460-469. P. Cabanes, «Histoire comparée de la Macédoine, de l'Épire et de l'Illyrie méridionale (1Ve-He s. a.C.)». Ancient Macedonia V1, 1993, 293-311. N. G. L. Hammond, «The Early History of Macedonia. Studies in Honor of Al. N. Oikonomides», The Ancient World XXVIICL), 1996, 67-71. 2. Δάκαμης, «Ἠπειρως-Μακεδυνία, To mov της Equus», Αφιέρωμα στον Ν. G. L. Hammond, Θτυσπαλονίκη 1997, 105-124 17. Γενικά για ta Nexvopavteia, BA. RE ΧΝΙ.2 or. 2218 κ.ε, (Hoptner). Ειδικύτέρα yur to Nexvopavtrio tou Aytpovtos, PR. Xa. Τζυυβάρα- Σούλη, ΕΠ λατρεία Των γυναικείων θετή των εις την apzanav τειρον. Ἰοκίνιννα 1979, 99 κε. Σ. Λάκαρης, To Νεκυυμαντείο τοῦ Αχεουντα. Οδηγοί TAHA, Alva 1993, 18. B. Αλλαμανή-Σονμή, «Πρακλής Κυναγίδας και κυνηγοί. Νέα ετιγραφικά στοιχία «πό τη Βέροια», Ancient Macedonia V. 1, 1992, 77-107. V. Allamani-Souri, E. Voutyras, «New documents trom the Sanctuary ot Herakles Kynagidas at Beroia», ETiyoages της Maxtoovias, L'Aurthés Σ μποτ για ty Maxedoved, ΟΓοσαλονίκη, 8-12 Λεκιυμρίου 1998, Οσσάλονικη 1996, 13-39. Bd. και EKM (A. Γουναροπυύλον, M. Χατζυπτοιυλυς, Γπιγραφίς Κάτω Μακεδονίας, Τεύχος A: πι ραγές Ηεροίας, Αθηνι 1998), OTopudıza. 19. Μυναδικη απενκονιση τοῦ αὐαλματικο TÜTON του THU —TOV πιθανότατα να To τελεί και AUTOEUTLAO— προσ fect η ανά bn στήλη από τὸ Put Εορδαίας CEAAS 97) CEUX.
954
AQ. Ριζακης / 1 Torparooylon
Θεός πάτρων κατά [LAV άποψη των πιρίηµµων κιυνηγίων της άρχουσας μακεδονικής τάξης KUL των μελών TOU βασιλικού oixou?0 και κατ επέκταση.
κατά μίαν άλλη άποψη, των κυνηγών-εφήβων5εἰ, dev είναι γνωστό κατά TOσον συγκέντρωνε όλες AVTES τις ιδιότητες ή εκπροσωπούσε µόνο µία από UVtes. Βέβαιο είναι ότι από µια περίρὸο και εξής (log αι. π.Χ.), εμφανίζεται,
σχεδόν AUT’ αποκλειστικότητα, ὡς θεός προστάτης των απελευθερώσεωνζ2. Με αυτή του την υπόσταση
o Ηρακλής
Κυναγίδας
εντάσσεται
σε μίαν
ομάδα θεοτήτων, εγγυητών απελευθερωτικών πράξεων. Μόνος αυτός, αρσενικού γένους, όπως HAL ο Ἡρων σε επιγραφή της Ελάτης (EAM 59) (Εικ.
5)21 απέναντι σε µια πλειάδα θεοτήτων θηλυκού γένουςΣ4. Και ναι μεν OQLσµένες από αυτές τις θεότητες, όπως η ΠασικράταξΛλΛήµητρα
ἡ ἐν KoAoßaion
του Suvodol της Avyxnotidos και η Evvodia της Εξοχής στην Εορδαία (η τελευταία αυτή γνωστή και από πρώιμα
μνημεία στην Πέλλα και τη Βέροια)
είναι προφανώς θεἐσσαλιχκής προέλευσης, η σχέση TOUS μάλιστα µε τις απελευθερώσεις δούλων GUNS χωονολόγησης (306 αι. μ.Χ.), η πλειονότητα των υπολοίπων —n
Μα της Εδέσσης, η Μήτηυ Θεών αυτόχθων της Λευκόπετρας,
4). H παράσταση ταυτίζεται µε to λέγοµενο τύπυ Κουπεγχάγης/Δοίσδης (BA. LIMOIV.L στ. 762763) δημιουργία της δεκαετίας του 360 π.Χ. και πρὠὐρομὸ τοῦ πρωτοτύπου του Ηρακλή Farnese
(BA. LIMC, 0.7. 763 κε.). 20. P. Briant, «Les chasses d'Alexandre», Ancient Macedonia V.1, 1993, 267-277. 21. M. Hatzopoulos, «Cultes et rites de passage en Macédoine», 1994, 87-1 IL. µε την προγενέστερη Pißkiorpagia. 22. Einv περίπτωση
MFAETHMATA
TOV ο θεός της TEE VUE GEHTLANS EIYpAay YZ απὀ TH
19, Αθηνα
Be gota, τον öno-
σοίενσε ο AYdDOVIXOS (ρχαιαι ETiypageni Ηεροίας [1050] 8-23) ταυτιστεί pe τόν Ηρακλή Kuvaγίδα, τότε η σνδεση του θεού µε τις ἀπελευθερώσεις είναι ασφαλώς παλαιότερη. H χοονολόγηση της επιγωαής To 235 π.Χ.. από τὸν AUTO της εκδύτη, αμφισβητήθηκε cote τον M. Errignton. Ancient Macedonia Il, 1977, 115-122 (280/9 π.Χ.) απο tov EL Μικρυγιαννάκη, Ancient Macedonia IV, 1986, 393-399 (προ του 239 72 Χ.) και tov E. Grzybek, Ancient Macedonia V.1, 1993, §21-27 (291/90 π.Χ.). Τελευταία βλ, EAM, ag. 45 (239-229 IX). 23. Για τη λατρεία tov Howva/Heom καὶ τὸ τερό tow στο Tayyato BA. X. Kouxovan-
Χωυσανθάκη - A. Μαλαμίδου, «To τερυ tou Nowa Avaaveity στο Παγγαίο», AEMO (1992), 553-567.
3, 1989
24. M. Hatzopoulos. BCH 111 (1987) 402-403. TI. Xovovuatopon, «TI λατοεία της Συρίας frac (Atupzatıidos) ὅτη AUTAY Μακεδονίας AEMO 1. 1989 [1992]. 103-117. Emm. Voutiras, «Bemerkungen zu zwei makedonischen Freilassungsurkunden», Tyche 1, 1986, 227-234. A. Bufigitous, «ETiyoay yee Αὐαησσώώ Moda», Ancient Macedonia 1, 1977, 7 ar. (Αθηνά Κυορεστις). Ph. Petsas, «MITITHP ΘΕΩΝ AYTOXNOQN, Unpublished manumission inscriptions from Macedonia», Ancient Macedonia VU, 1983, 229-246. N. Procva. «La deesse Capadocienne Ma et son culte en Macédoine d'après une plaque en bronze de Pretor, au musée de Resen», ZA 33, 1983, 165-168. Φ.
Πέτοας, «Tecan κατάταξη των ZOOvOAOY TLE VON ET/OUHV ALTO TO (po της Μητούς Θεών or AFVZOAETOU», Ancient Macedonia V2, 1993, 1261-1271. M. Χατζόπουλος, «H λατρεία της Orig Μας oryv Eôtoous, Πρακτικά Πανελλήνιου Ettormovizov δὑμπωσίοι «HH Edrooa κι 4 ΓΠευιοχή της. lorogia και Noktreopiöc», Loca 4. I aac 6 Arxeuporne 1992, Έδεσσα 1995, 125-
122.
Λατρείες στην Avw Μακεδονία
955
η AQTELS µε διάφορα επίθετα, x.4.— διαθέτουν, όπως evotoya έχει παρα-
τηρηθεί25, χώρους λατυείας στις υπώρειες του Βερμίου καν των Πιερίων. Σε περιοχές, δηλαδή, όπου η αρχαία παράδοση και η µελέτη της ανθρωπωνιμίας τοποθετούν το προμακεδονικό φρυγικό υπόστρωμα. Άσχετα πάντως από το γεγονός ότι η έρευνα dev έχει ακόµη καταλήξει κατά πόσον ένας αριθµός από τις τελευταίες αυτές αποτελούν LETUYEVÉOTEῥες προσθήκες στο μακεδονικό πάνθεο ANG τον µικρασιατικό χώρο ή OVVLστούν λατρευτικές επιβιώσεις του αυτόχθονος φωυγικού υποστρώματοςζ2ό, βέβαιο είναι ότι η έξαρση των απελευθερώσεων µε ανάθεση που παρατηρείται σε συνάφεια µε τις θεότητες αυτές τον 20 και 30 αι. μ.Χ. βρίσκει το παράλληλό της στην Άνω Μακεδονία για θεότητες που η υπόστασή τοὺς παραδοσιαχά δεν συνδεόταν µε τις απελευθερώσεις δούλων και των οποίων οι χώροι λατρείας βρίσκονται έξω από τη ζώνη του Βερμίου (ο λόγος για την Εννοδία, την Πασικράτα, τον Ηρακλή Κυναγίδα). Το κατά πόσον η έξαρση των απελευθερώσεων στην Αρχαία Μακεδονία του 3ου αι. μ.Χ., και ιδιαίτερα στο δυτικό της τµήµα, βρίσκεται σε σχέση ευθέως ανάλογη προς την πολιτική των Σευήρων σταδιακής εξοµάλυνσης των ποινωνικών διαφορών στους κόλπους της αυτοκρατορίας µε αποκορύφωμα την ÉXÔOON της constitulio antoniniana χαι τη χορήγηση της ῥωμαϊκής πολι-
tetas σε όλους τους υπηχόους της Ρώμης27, καθώς και το κατά απελευθερώσεις αυτές ήταν κατά κανόνα συνδεδεμένες µε θεότητες τολικού/φρυγικού πανθέου, κατεξοχήν θηλυκού γένους, στις οποίες λογία προστέθηκαν και ορισιιένες άλλες ανδρικού, αποτελεί για υπόβεση εργασίας.
πόσον οι του avaKAT’ ανατην ώρα
3. Αλεξανδρολατρεία H απονομή θεἰκών τιμών στον Αλέξανδρο, στη γενέθλια γη της Maxrdovias, υπήωξε όψιµη, αφού στο φυλετικό βασίλειο των Αντιπατριδών25 κει των Αντιγονιδών, αντίθετα απ’ ότι στις δοωίκτητες πολυεθνικές ηνεμονίες
25, Ε. Papazoglou, «Structures ethniques et sociales dans les régions centrales des Balkans à la lumière des études onomastiques», Actes du Vie Congrès d’epieraphie grecque et latine. Constaza 9-15 Septembre 19771979 168. Top. M. Hatzopoulos, BCH 111 (1987) 402. 26. NBA M. Χατζύπυλος, «tl λατρεία της Oras Μας ony Έδεσσα», Πρακτικά A’ Havre ληνίου Επιστημονικού Lyctootou «Η Έδεσσα και η Πενιοχή της, ἱοτυρία και Πολιτιαμός». Τδέσσα 4, 5 και 6 Arxrupoion 1992, Έδεσσα 1995, vated, 22.
27. K. Μπουυιζέλης, OFIA AQPFA. Μελέτες πάνω στην πολιτική της ὀυναστείας των δὲβήριων Ken Την constitutio antoniniana, Αθήνα 1989, 13. 68. 82-83. 85. 124. 28. Γιά τους Αντιπατρίδες BA, μμ. Μικρογιαννάκης, Δυναστεία Αντιτατριδὠν, 1972.
Λήναι
956
των
AQ Pıccans
Επιγόνων
της Ανατολής,
{1 Tovpatooydon
υπήυξε
µια συνειδητή απροθυμία
θεοποίησης
του μεγάλου Μακεδόνα. Εμφανίζεται στο πρώτο μισό του 3ου at. μ.Χ. και εντάσσεται στο γενικότερο HALLE της προβολής του νεαρού στρατηλάτη ως πωοτύπου της ρωμαϊκής ηγετικής τάξης20, Qc γνωστόν, η imitatio Alcxandri, κοινός τόπος αναφοράς πολιτικής ιδεολογίας και στρατιωτικής τακτικής από την εποχή της Δημοκρατίας ἑως καί το τέλος TOV ρωμαϊκού imperium, ἐχφράστηκε μεταξύ άλλων και µέσω της νομισματικής εικονογραφίας, της μνημµειακής γλυπτικής και της φιλόλογίας γνωρίζοντας ιδιαίτερη έξαρση, πρώτα στα χρόνια της ὀυναστείας των Σιβήρων Kal, στο κατόπιν, κατά την ὕστερη αρχαιότηταο,
H αλεξανδρολατρεία στην Αρχαία Μακεδονία εντοπίζεται µόνο στις βορειοδυτιχκές περιοχές της Επαρχίας και συγκεχριµένα στη Λυγκηστίδα. όπου την πιστοποιούν δύο ενεπίγραφα
µνημιία:
εχείνο ἀπό το Σκοπό
Φλωρίνης
(Εικ. 6) (EAM 148) χαι Eva dAdo απὀ τις Κάτω Κλεινές του ίδιου νομού (Εικ. 7) (EAM 157). Παρόλον ότι µια τρίτη, ακόσµητη TH φορά αυτή στήλη. We λατινική επιγραφή (Εικ. 8), από To χωριό Vlahcani, απέναντι από το Sopol, ανήκει προφανώς στη χώρα της αποικίας των Scupi?!, η σχέση της µε τις δύο προηγούμενες καθώς και µε άλλα ανάγλυφα μνημεία απὀ τη AUYANστίδα, την Πελαγονία και την Παιονία είναι εμφανής. Τόσον η αναθηµατική
στήλη απὀ το Σχοπό Φλωρίνης όσο και η επιτύμβια από τις Κάτω Κλεινές του ίδιου νομού, φέρουν πολυπρόσωπες παραστάσεις µε απεικονίσεις θεοτήτων, μεταξύ των οποίων η µορφή του θεοποιημένου Αλεξάνδρου, Στη στήλη μάλιστα του Σκοπού ο Αλέξανδρος παριστάνεται ισότιμα µε τον σπένδοντα Δία και την σκηπτωοφόρο Hoa.
Η ταυτότητα Tov mot του Φιλίππου σιηιπε-
ραίνεται και (ETO τον αγαλματικό τύπο που στην περίπτωση TOU αναγλύφου
29. J. Gage, «Alexandre le Grand en Macédoine dans la lere moitié du Ile siecle ap. J.-C.», Historia XX X1V,1 (1975) 1-16. 30. A. Heuss, «Alexander der Grosse und die politische Ideologie des Altertums», Antike und Abendland 4, 1954, 65-104. J. Straub, «Heidnische Geschichtsapologetik in der christlichen Spütantike»s, Antiquitas 4, 1963, 87 3.8, 95 4€. 100 κ.ε. 125 κε. 168 κ.ε. 183 κ.ε. D. Michel, «Alcxander als Vorbild für Pompeius, Caesar und M. Antonius», Collection Latomus 94, 1967. O. Weippert, Alexander-Imitatio und römische Politik in republikanischer Zeit. Würzburg 1972 . A. Heuss,
«Alexander der Grosse und das Problem der historischen Urteilsbildung», HZ 225, 1977, 29-64. G. Marrone, «Imitatio Alexandri in eta augustca», Atene ο Roma ΧΧΝ(1-2). 1980, 35-41. A. B. Bosworth, Conquest and Empire. The Reign of Alexander the Great 1988, 278 κ.ε. (The Divinity of Alexander). A. und E. Altöldi, Die Kontormat-Medutlons. Berlin - New York 1900, 80-85, 31. HB. DragojevicJositovska, IMS IV, 54-55 no 10. εντάσσει to Vlahcani oth ot» της αποικίας tov Scupt. ενω η δ, Dull, Götterkulte Nordmakedoniens in römischer Zeit, München 1977, 138 στη Murcdovic.
32. Ανιπιτυγώς. ZU χωρίς στοιχεία, στο σχολιο της FAM οίζοντίά ως Φίλιππος κει Ολυμπιάς.
148 ob Oto μορφές χαάραάκτη-
Autgeies orny Άνω Μακεδονία
957
από το Σκοπό ταυτίζεται µε TOV λεγόμενο τύπο Μαγνησίιις και από τά OVvοδευτικά επιγραφικά κείµενα (Σκοπός: ἐς Oeov Αλέξανδρον' Κάτω Κλεινές: ΑἉλεξάνδοῳ θεοειὸδῦ. Ενδιαφέρον, ωστόσο. παρουσιάζει το γεγονός ότι η λατρεία του Αλεξάνὅὃρου συσχετίζεται µε εκείνη του Δράκοντος AGL της Δράκαινας, των φιδιών. που κατά τον Λουκιανό αποτελούσαν βασικά στοιχεία των τελετουργιών και των γητευµάτων του περιώνυµου όσο και παμπόνηρου φευδοπροφήτου ΑλεἙΕάνὺδρου tov Αβκυνοτειχίτου. Και στο µεν Σκοπό, όπως και στα ανάγλυφα από την Ηράκλεια Avyxn-
στική (Εικ. 9)34, το Orohovec 35 την Caska και το Pletvar**tov Prilep στην Tlekayovia?”, το πόλισμα των Κεωαμιών (Πελαγονία)”δ και το Martolce tou Veles στην Παιονία”Ά, τα δύο ερπετά, ανάγλυφα στο αέτωμα, διαφορετικού μεταξύ τους φύλου, περιβάλλουν το αβγό της λουκιάνειας διήγησης (Λοι)χιανός. Αλέξανδρος N Ψευδόμαντις, 13 κ.ε.), στο Sopot αναφέρονται µε τα ονόματά τοὺς δίπλα σε εκείνα του Δία, της Ἠρας και του Αλεξάνδρου, 100τιµα και ισοδύναμα. H ανάλυση των παραπάνω μνημείων δείχνει ότι η λατρεία του ΑλεξάνSOV είναι συνδεδεμένη µε εχείνη του Δία και της Ἠρας καθώς και δύο ερπετόµορφων δαιμόνων, του Δράκοντος και της Δράκαινας. Οι δαιμονικές auτές θεότητες, που Na μπορούσαν να ταυτιστούν µε χθόνιες δυνάμεις του τοπικού θρακομακεδονικού φυσιοκρατικού πανθέον. στοιχεία λαϊκών δοξασιών µε μαγικές ιδιότητες, διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην τοπική μυθολογία και ειδικότερα στο σχετικό µε τη γέννηση του Αλεξάνδρου μύθο (Λουκιανός,
Αλέξανδρος ἢ Ψευδόμαντις, 7), MOTE να απεικονίζονται σε εποχές ιστορισιμού και στις πίσω όψεις των χαάλκών νομισμάτων του Κοινού των Maxrdovow"? (Εικ. 10-11) και σε πείνες των σύγγρονών TOUS YOVIOV νομισματόμουφών μεταλλίων (Εικ. 12) απὀ το Aboukir της Αιγύπτου! —tov «νιχητη33. A. Stewart, Faces of Power. Alexander's Image and Hellenistic Politics, 1993, eva. 133. 34. 5 Dill, Görrerkulte Nordinakedoniens in römischer Zeit, München 1977, ag. 93, εν. 28. 35. Dull, ὁ.π.. ag. 260 Fiz. 29. 36. M. Sagel-Kos, Tyche 6 (1991) 183-192 ειδικότερα ο. 186; SEG ΧΙΙ. 1991, 577: Τιβέριος) Κλαύδιος Ροῦφως Οὐστρινός ex πρκατωυίοῦ Apttzovtte τῷ ὧδε τειµωμένωῳ δῶρον [Παράσταση (εως WPOUPLEVOU TV από CDFFEIO, στο εσωτερικό τοῦ οποίον αβγό]. 37. Dill. ὁ.π.. ag. 257 cus. 30. 38. Düll, 0.:7., ag. 258. 39. Düll, 0.T., up, 259, 40. H. Gaebler, Die antiken Münzen Nord-Griechenlands 11.2. Berlin 1935, 13 ag. 35, πίν. V. co. 4 [χυύνοι Σιῤήοου Aktzevögov] κι ο. 15, ug. 46, iv. V, αρ. 5 [zoovor Fopdtavon Fy Au a. 16, αρ. 53, iv. V, αρ. 13 [zuovor Γορδιανου TT. 41. Torrvraia Pr. A. Salvio, «Intorno ai metaglioni talismanici di Tarso e di Aboukir», RIN 96 [1994/1995],
97 ai.
C. 2 jue ῥιῤλιανραφία,
ommv
οποία
να προυτεθεί
καὶ
To ἀρθρο
Tou
{.
OSS
AO. Ριζακης /1 TovourtooyAon
ρίων», δηλαδή, βραβείων στοὺς οικουμενικούς αγώνες των Ὀλυπιπίων στη Βέροια τον 3ov αι. μ.Χ. Τον καταλυτικό χαρακτήρα
Ἁλιξανδρείων
των δοξασιών αυτών στα κατώτερα κοινω-
νικά στρύµατα ---σε εκείνα μάλιστα των αγροτικών περιοχών, (UT! ὁπου πρὸέρχονται τα δυτικομαχκεδονικά µνηµεία--- μαρτυρεί ακριβώς η από μέρους του Αλεξάνδρου του Αβωώνοτειχίτου τελική, 600 και αποφασιστική, επιλογή στην άλλοτε πρωτεύουσα του μακεδονικού βασιλείου Πέλλα του αντικειμένοιμέσου γήτευσης για τη διάδοση της λατρείας του Γλύκώνος3”2, του νέου ΑλεΕάνδρου, και την εκμετάλλευση του λαϊκού αισήµατος (Λουκιανός,
Ἁλέξαν-
ὀφος À Ψευδόμαντις, 6-7). Κατά
πόσον
ο ἑντοπισμός
αναθηµατικών
μνημείων
στο θἐοποιημένο
Αλέξανδρο αποκλειστικά και µόνο σε περιοχές της Λυγκηστίδος Da αποκάλυπτε και τον ακριβή τόπο στρατολόγησης ἀπό τον Καρακάλλα to 215 μ.Χ. των νεαρών εκείνων Μακεδόνων που εκλήθησαν να υπηρετήσουν στην ειδική φάλαγγα, δημιούργημα του μεγαλομανούς αυτοί αυτοκράτορα και θαυμαστή
άμετοου του γιου TOV DALTTOVF, εξακολουθεί να παραμένει µια ελκηστική υπόθεση, αφού οι πηνές DEV προσφέρουν τα απαραίτητα εκείνα αποδεικτικά στοιχεία.
Οπωσδήποτε. τα αγάλματα των μελών της βασιλικής οικογενείας του Αλεξάνδρου, οι ενεπίγραφες βάσεις µόνον των οποίων εντοπίστηκαν στο εσωτερικό του κτηρίου της Βιβλιοθήκης της Θεσσαλονίκης”, εξυπηρετούσαν άλλους σκοπούς, μουσειαχκού κατεξοχήν χαρακτήρα πῳοσιδιάζοντα προς TO
συγκεκριμένο χώρο. TO γεγονός. πάντως, ότι η ανέγερσή TOUS συντελέστηκε στα χρόνια των Σευήρων, σύγχρονα πιθανότατα µε τη µετάπλαση αγάλματος
της Αθηνάς τύπου Medici σε Ιουλία Aopvats, εκθέματος στο ίδιο οικοδόTovrpatooydon, «ACO νέα ETLYQUG LAGE μαρτυρίας τεωί του Κοινού τὸν Μακεδόνων TULTOV HITEZDOLOTLAYLAOV αιώνα», Ancient Macedonia 1 (1970) 289-290. Mapa. και Altéldi, Die Kontorniat-Medailions, Berlin - New York 1990, 109-111. 42. RE sv. Glykon. Der Kleine Pauly. s.v. Glykon (Drexler). BA. τελευταία και Miron, «Alexander von Abonuteichos. Zur Geschichte des Orakels des Neos Asklepios
κατά των A. und E. A.V. H. Glykon»,
Hellas und der griechiche Osten. Studien zur Geschichte und Numismatik der griechischen (Festschrilt P. R. Franke), Saarbrücken 1996, 193-188.
Welt
43. BA. J. Gage, «Alexandre le Grand en Macédoine dans la lere moitié du Ile siècle ap. J.C.», Historia XXXIV. (1975) 13. H D. Hoteva, «Following in Alexander's Footsteps: The Case of Caracalla», Ancient Macedonia VU (1997) was εκτύπωση), πιστεύει OTL OO Καρακάλλας, καὶ ONOV προς Ανατολας, emma GONE, ως (2.05 Αλέξανδρος, to HyAcoy, ty Πέλλα, ty ΟεοσαλονίAN ACL THY ARG UTOAN, 44.10 X 2, | ag. "278. Pia ty BylkvoOnan PR. Ε. Καμπούρη, «Λημυσιοὸ Χτίσμα των «υμαῖZW UUTOAQUTOQULAOV γούνων OTO χώρο TOW ο κωοτήµατος της Αρχαίας Αγοράς Οεσσαλονίnz», H Οεσοπλονίκη 1, 1985, 87-107, 35. 1. Λεάπίνης, «To urtiyougo της Αθηνάς Medici tow Μουσείου Θεσσαλονίκης», Ancient Macedonia 11 (1977) 98-102,
Λατρείες στην Άνω Μιακεὑωνία
959
µηµα, μαρτυρεί RAL αντανακλά το Χλίμα αλεξανδρομανίας που η επίσημη προπαγάνδα μετέφερε στην ίδια την καρδιά της Μακεδονίας. Κατά τρόπο, WOTGOO, εντελώς διαφορετικό από εκείνον TON υιολέτησε N λαϊκή θυµοσοφία στη Λιηκηστίδα όταν ανέβαζε, µε τη θεοποίησή του, τον Att-
τακτητή της Ασίας στον Όλυμπο.
A8. Ριζάκης / 1. TovgatooyAov =
OF
erw — ,
una,
”
Put ME
,
mn à ng
esse s L'YINOOSOVN
PHTIVEpIND — VENOIONS Le
“sie =
2
TR /
SDAOQIKDN Sha 01X0013 μκιυπωὸ py ‘I "XII
NYWON
Λατρείες στην Avw Maxrôovia
961
Εικ. 2. AvaOnuatinn στήλη από την Αιανή Κωξζάνης µε παράσταση
Πλούτωνος.
WA
;
N N |
|
NO! ιν, IN f 4
3 Εικ. 3. Αναβηματική στήλη caro την Αιανή Κοζάνης µε παράσταση Πλούτωνος (λεπτυμέρεια).
Α0. Ριζακης / 1. TovpgarooyAor
Εικ. 4.
AvayAvgn στήλη
ato To Ρυάκι Fopdatias HE παράσταση
Ηρακλιους Kıvas
da.
Εικ. 5. Απελευθερωτική επιγραφή απὀ την Ελάτη Ελίμειας.
Λατρείες στην Άνω Μακεδονία
Εικ. 6. Επιτύμβια στήλη από τον Σκοπύ Φλωρίνης.
Εικ. 7. Επιτύμβια στήλη από τις Κάτω Κλεινές Φλωρίνης.
963
964
AB. Ριζάκης / 1. Τουράτσυγλου
IOVI - ET : IVNO N
+ et DRACCO
sic
N - ΕΤ. DRACCE
sic
NAE
- ET «+ ALE
XANDRO
-
EPI
TYNCHANVS : ¢ SVRI- OCTAVlani C
.
V
.
POSVIT
Εικ. 8. Αναθηµατική στήλη από το Viahcani.
Εικ. 9. Avaydugy ὑτήλη απτό την Hoaxes Λυγκηστικη.
Si
EN
ατρείες στην Avw Μακεδονία
Εικ. 10-11. Χαλκές εκδόσεις του Κοινού των Μακεδόνων.
965
76 LA LANTERNE DE PHILIPPE II ET LE RÔLE DE LA TOREUTIQUE Claude
MACÉDONIENNE
Rolley
La lanterne! de la tombe de Philippe II a perdu une des deux appliques qui ornaient les attaches des deux anses mobiles. Celle qui subsiste (Fig. 1) est une belle tête, que M. Andronikos a appelée “tête de Pan”. Elle a en effet deux grosses cornes de bouc, qui ne sont horizontales que pour des raisons décoratives. D’autres? y ont vu une tête de Satyre ou de Siléne; deux feuilles et des baies de lierre, et tout le visage vont dans ce sens: Pan a plus ou moins la tête d’un bouc, ou quelquefois il est entièrement humanisé, et reconnaissable aux seules cornes, comme sur un des flacons d'argent de la tombe de Philippe. C’est bien un Satyre qu’on attend sur un récipient de bronze: la plupart de ces objets sont liés au banquet, donc au vin, et la tête de Satyre en léger relief est un motif fréquent dans la vaisselle, de métal ou de céramique, au début de l'époque hellénistique}; les exemples céramiques sont souvent la reprise d’objets de métal. Les tombes de Vergina et de Derveni, et en général la vaisselle macédonienne, en montrent plusieurs exemples, ornant les attaches des anses ou au fond de calices, ceux-ci le plus souvent en argent. Ce sont les cornes de Pan qui sont inattendues. Car le décor des vases n’est pas pas indifférent dans la Macédoine de la seconde moitié du IVe siècle. Dans la tombe de Philippe, les deux flacons d'argent à bouchons montrent l’un deux têtes de jeune Pan, l'autre’ deux têtes d’Heracles. Héraclès est l'ancêtre de la famille des Argéades; c'est pour cela qu’une petite applique d’or représentant sa massue décorait l’intéricur du bouclier de Philippe. On trouve ensuite plusieurs fois Héraclés sur la torcutique macédonienne. Sur le cratère de Derveni. dont le décor est entièrement dionysiaque, on a sur les anses, du côté principal, Dionysos Tauros, sur lequel
nous reviendrons, et Héracles. I. Traduction du mot λυγνούκος employé par M. Andronikos, BEPTINA, of factAtxoi τάφοι, p. 162, avec fig. 130 et 131. Elle m'a été suggérée par l'édition française du catalogue du Musée archéologique de Thessalonique de I. Vokotopoulou. 2. Par exemple M. Ptrominer, Jd? 98, 1983, p. 255-256, qui n'a pas vu les cornes. 3. Quelques exemples: Plrommer, op.cie. liz, 12-21. 4, Seul reproduit: M. Andronikos. op.cit., lig. 117-120.
908
Claude Rolley
Nous avons d'assez nombreux
indices de la place tres particulière que les
rois de Macédoine ont donnée à Pan. D'un côté, ils se sont plusieurs fois assimilés à lui. La célèbre statuctte de bronze d'Herculanum qui représente trés probablement Démétrios Poliorcéte dans l'attitude du Poseidon de Lysippe porte les deux cornes d'un jeune bouc, ct non celles d'un taureau comme on l'écrit encore quelquefois, par unc contusion contre laquelle A.
Rumpf a protesté en des termes qui auraient dû τόρ]οτ la question: “Même ceux des archéologues qui ne connaissent les bêtes à cornes que sur les cartes de restaurant, qui n’ont jamais regardé avec compréhension un bocuf vivant...”, même
ceux-là devraient distinguer les cornes bovines, lisses et nais-
sant sur les tempes,
et les cornes
caprines, strices et naissant
au centre du
front. G. Richter reproduit côte à cöte® sans commentaire cette statuctte et la célébre tête de marbre de la Villa des Pisons qui est un portrait de Démétrios cn Dionysos Tauros; on peut ajouter deux autres excmples de DémétriosDionysos, avec deux têtes, une de marbre, l’autre de bronze, toutes deux au Louvre’. On connaît la petite statue d'Alexandre de Pella. Mais selon Pline l'Ancien, HN XXXV, 106, Protogencs novissime pinxit Alexandrum et Pana, ou ac Pana: les manuscrits et les éditions modernes divergent. S'il faut lire ac, faut-il comprendre le mot comme un simple synonyme de et, ce qui voudrait
dire dans Ies deux cas qu’un tableau figurait Ie roi et le dieu, ou traduire “Alexandre en Pan”, ce sens étant également attesté pour ac-atque? Quelle que soit l'interprétation, Alexandre est associé à Pan. Protogénès a survécu à
Alexandre, et il se peut que novissime signifie qu'il s’agit d’une des dernières ocuvres
du pcintre, après
la mort
du conquérant.
Mais ses licns avec lui de
son vivant donnent une grande valeur à cette indication: malgré sa datc tardive, peut-être le début du Ile siècle. la statue de Pella reproduit une association, Ou une assimilation, qui remonte au plus tard à la fin du IVe siècle. Déjà Archélaos Ier avait commandé à Zcuxis un tableau représentant Pan.
Ce n'est pas en qualité de dieu des bergers d’Arcadie que Pan se retrouve ainsi chez les rois de Macédoine. Plusieurs historiens® ont bien noté
5. A. Rumpt, AM 78, 1963, p. 191. Voir en général H. P. Laubscher, “Hellenistische Herrscher und Pan”, AM 100, 1985. p. 333-353. 6. G. Richter, The Portraits of the Grecks, London 196$, 0 3. lig. 1742-1743. 7.3. Frei, dans Lysippe er son influence (fellas et Roma V), cd. J. Chamay et J.-L. Maier. Geneve 1987, p. 82-85 et pl. 12-13, qui ne comprend pas les cornes de houc de la statuette d’Herculanum.
8. Surtout M. Launey, Recherches sur les armees hellenistiques, Paris 1949, p. 934 sq. Ses remarques sont reprises par Ph. Borgeaud, Recherches sur le dieu Pan, Geneve 1979, p. 169-170.
La lanterne de Philippe 1 et le rôle de la toreutique macedonienne
que c'est son rôle à Marathon, qui lui a donné un aspect militaire, cause ici. C'est à ce titre que, nous dit la Vie d’Aratos, Antigone commandé au poète un “hymne en l'honneur du Pan d'Arcadic”. sur des monnaics d’Antigone Gonatas, déjà peut-être sur quelques du
IVe
siècle.
L'institution
des
Pancia
à Délos,
vers
246
969
qui est en Gonatas a Pan figure monnaics
probablement,
marque une étape de plus dans l'adoption du dieu dans le panthéon des rois de Macédoine. On comprend donc ce qui a conduit le bronzier, auteur de la lanterne, à crécr cet être mixte, Satyre et Pan à la fois, la où on aurait attendu un Satyrc “pur”, si on peut dire. Mais on est plus étonné de voir que cette création sc retrouve plusieurs fois, beaucoup plus tard, dans la même fonction précise d'ornement d’anses de vases de métal, bronze ou argent. Nous voyons en effect la même tête sur un certain nombre de récipients des villes du Vésuve (Fig. 2) à côté des deux types qui dominent,
Ics Satyres, jeunes ou vicux, et les ma-
sques de théâtre”. Le type se retrouve ensuite dans les provinces occidentales de l’Empire romain. J'en reproduis (Fig. 3) un exemple
de Chälon-sur-Saöne,
qui est un des grands centres de toreutique du Haut Empire, où on rencontre plusieurs fois ce Satyre aux corncs de bouc ou ce Pan décoré avec le lierre dionysiaque!®; citons aussi un vase d'argent d’Augst!!. Quelques autres vases
montrent la tête de Pan, avec toutes ses caractéristiques; le plus beau est une ocnochoé d'argent de Pompei, où les deux cornes constituent la totalité de l'ansc!2: quand il y a mélange, il est bien conscient.
Il s'agit problème est entre 336 et vases portant qui veut dire
bien, apparemment, de la reprise du motif macédonien. Le que, dans l'état actuel de nos connaissances, nous n'avons rien le ler siècle de notre ère (avant 79 bien entendu), puisque les cette téte dans les villes du Vésuve sont de types courants, cc que leur fabrication ne peut pas être fortement antéricure à Icur
ensevelissement
par le volcan.
Une séric tout à fait différente de vases de bronze nous donne pourtant 9. Voir, pour les vases de Pompei conservés sur place. 8. Tassinari, Uf vassellame bronzco di Pompet, Rome 1993, pL CVIH, 2, CX, 3 ct 5: les descriptions parlent simplement de "têtes de Pan”, Ce travail laisse de côté les vases conserves a Naples. dont lait partie le bassin inv. 118.780, qui porte quatre têtes tres Voisines (photos: Dossiers de l'archéologie 28, mai-juin 1978, p. 104-105), dont celle de la tig. 2. 10. Fr. Baratte, L. Bonnamour, J.-P. Guillaumet, 8. Tassinari, Vases antiques de metal au musée de Chälon-sur-Saöne, Dijon 1954. nos 117, 119, 122; le double caractere des τον mest pas reconnu non plus. LL. Par exemple M. Martin, Romermuseam und Romerhaus Augst (Augster Muscumshette 41, AUgst, 1981, p. 78-79. 12. E. Künzl, JahrbKömGerm Zentraimuseums Mainz 22, 1975, p. 62-80, pl. 16-26.
970
Claude Rolley
quelques lumières —mais pas de réponse claire!— sur les modalités possibles de cette survivance et de cette transmission. Il s'agit des grands cratères de bronze, pour lesquels les données ont été renouvelécs par la découverte d'un excmplaire intact dans une tombe de Piérie datée du milieu du IVe siècle (Fig. 4)!3 alors que ce type particulier de cratère en calice, avec une base carrée sous un haut support circulaire complexe, n'était connu, en bronze, que dans les villes du Vésuve, Herculanum davantage que Pompéi, même si les présentations anciennes placent plusieurs fois un vase sur un support qui n'est
pas le sien, vase et support étant toujours faits séparément (Fig. 5). C’est une des formes étudiées par Pernice, dont le livre, malgré sa date, garde toute sa valeur!4. Il notait qu'on a des parallèles en Apulie, mais en céramique: le vase qu'il reproduit est décoré dans le style de Gnathia, c'est-à-dire qu'il est du début du Ille siècle. Cette forme, en céramique, est évidemment l'imitation de modèles métalliques. Pernice suggérait donc que la fabrication de ces cratères, d’abord localisée en Apulie où les imitations céramiques font supposer des modèles de bronze, s’est transportée en Campanie quand cette région est devenue le centre de production le plus important de vaisselle de bronze. II faisait les mêmes observations, et la même hypothèse, pour une série de cratères à volutes!$. Un cratère en calice sur pied haut de Tarente de la même forme, récemment
publié (Fig. 6)!6, vient d'une tombe du dernier quart du IVe siècle:
il est plus récent que le cratère de Piérie. Le probleme est celui des rapports entre les ateliers de Macédoine et ceux de Tarente. On doit admettre quelques cas où, parmi les artistes que Philippe a fait venir pour constituer ce qu'on a plusieurs fois appelé un “art de cour”, il y a des Grecs d'Occident, au moins de Tarente. Le grand cratère à volutes de Derveni a été fait en Macédoine, comme le montre le caractère éclectique de son décor. Mais son auteur connaissait les tres grands cratères à volutes céramiques apuliens à figures rouges, ceux ou, comme
à Derveni,
les volutes sont cachées par des
masques, et qui portent une guirlande au même endroit. Il me paraît en effet 13. M. Βέτσιος, AEMO 1, p.217. fiz. 3: 1. Boxotutotlov, Αυγυρᾶ και χάλκινα έργα τέχνης στην αρχαιότητα, Athènes 1997, pl. 157. 14. E. Pernice, Geliisse und Geräte aus Bronze (Die hellenistische Kunst in Pompeji IV), Berlin-Leipzig 1925, p. 37-42. 15. Pernice, op.cit., p. 8-9. CL Rolley, Acta 12th Int. Congress on Ancient Bronzes, Nijmegen 1992-1995, p. 69-72. Le petit cratére de Derveni (tombe A) fait partie de cette série, mais il n’a pas de support, comme en ont ceux de Vaste et d’Herculanum (et un exemplaire sans provenance dans la collection Ortiz). 16. { Greci in Occidente. Arte e artigianato in Magna Grecia, cat. expo. Taranto 1996, no
376, fiz. p. 432.
La lanterne de Philippe Π et le rôle de la toreutique macédonienne
971
très probable que le cratère de Derveni est postérieur aux plus anciens des cratères apuliens de ce groupe, qui doivent être du milieu du siècle. Mais on a mis en évidence pour d'autres catégories d'objets de luxe, l’argenterie ou des bijoux, la reprise par les ateliers tarentins de types et de formes originaires de Macédoine!?: Tarente est, avec Alexandrie, l’un des endroits où, après le ralentissement de l'activité de la Macédoine, les artisans ont trouvé du travail. Dans l’état actuel de nos connaissances, c'est l’hypothèse qu’on peut retenir pour les cratères en calice sur support haut. Ensuite, le schéma de Pernice reste entièrement valable, le seul problème étant celui de la date du passage de cette production en Campanie. Il s’agit ici simplement de l'hypothèse la plus vraisemblable. Théoriquement, l’histoire de nos appliques en têtes de Satyres-Pans peut être la même que celle des cratères. Mais une publication récente incite à la prudence. Le navire de Mahdia transportait, on le savait, un cratère à volutes du
type que nous avons rapidement évoqué; le détail des anses est un peu différent des exemplaires antérieurs, y compris ceux de Derveni et d’Hercu-
lanum. L'étude nouvelle de tous les fragments'® a montré qu'il emportait aussi un cratère en calice sur support (Fig. 7), du type précis dont on suit l'histoire de la Macédoine à l’Apulie, de l’Apulie à la Campanie. Or ces vases de luxe font partie des bronzes que le navire avait chargés à Athènes pour une clientèle d'Italie. Par conséquent, à côté des productions d'Italie du Sud, certainement les plus importantes à la date, 80-70 avant J.-C., qui est celle du naufrage de Mahdia, on faisait encore en Grèce, probablement à Athènes puisque à ce moment il faut résolument éliminer Délos, des vases de ce type pour la clientèle italienne. La Macédoine a joué un rôle capital autour du troisième quart du IVe siècle; ensuite, c'est Tarente qui a été, pour la vaisselle de métal, le centre le plus productif; mais la trouvaille de Mahdia montre que ces fabrications ont continué en Grèce propre jusqu'à la fin de la période hellénistique; il est très improbable que la Macédoine entre encore en ligne de compte à ce moment”. Paris
17. Voir en particulier les divers travaux de M. Ptrommer, qu'on accepte ou non le détail des conclusions. 18. Das Wrack. Der antike Schittstund von Mahdia, G. Hellenkemper Salies éd., Bonn-Köln 1994, p. 672 (R. Petrovsky). 19. La rédaction definitive de cette note a béneticié de remarques de Christiane Boube; je dois la fig. 2 à Suzanne Tassinari.
972
Claude Rolles
Fig. 1. Tombe de Philippe IL, detail de la lanterne, D'après Andronikos.
La lanterne de Philippe Il et le rôle de la toreutique macédonienne
973
Fig. 2. Campanie, attache d'anse d'un bassin de bronze. Naples, Musée Archéologique National, inv. 118.780. Photo CNRS, Centre Camille Jullian, Foliot.
Fig. 3. Chälon-sur-Saöne, anse d'une amphore de bronze. Chalon-surSaône, Musée V, Denon, inv. CA 399. Photo CI. Rolley.
974
Claude Rolley
Fig. 4. Sébasté (Piérie), cratère de bron-
ze. d'une tombe. Thessalonique, Musée Archéologique. D'après Betsios.
Fig.
6.
Taranto,
cratère
en
calice sur
pied haut (céramique). d'une tombe. Taranto, Musée Archéologique National, inv. 107804. D'après “Arte e artigianato in Magna Grecia”, cat. expo. Taranto
1996.
Fig. 5. Herculanum (le vase) et Pompei (le support), cratére en calice de bronze. Naples, Musée Archéologique National, inv. 73098 et 116002. D'après “Il bronzo dei Romani”, L. Pirzio Biroli Stefanelli éd.
Fig. 7. Mahdia, reconstitution d'un cratère fragmentaire. Tunis, Musée du Bardo. D'après “Das Wrack“.
77
ROMAN
John
GREVENA
(THE GREVENA
PROJECT
SURVEY)
Rosser
The Grevena Project is an interdisciplinary survey of the nomos of Grevena that was initiated at the request of the Greek Archeological Service, and is supported by the Ephoreia at Larissa, also by the llth Ephoreia of Byzantine Antiquities at Veroia. The project is directed by Professor Nancy Wilkie of Carleton College, U.S.A.'. The central purpose of the project has been to help the Ephoreia identify and protect the cultural resource base of the region. Our permit has allowed us to collect surface sherds, and to conduct magnetometer and resistivity surveying. Since 1987, nearly 400 archeological sites have been investigated, and 318 catalogued, most of them previously unknown. The confirmed Roman
(including Late Roman)
sites are
100 in num-
ber, the largest number of sites for any historic period in Grevena (Figs. 1, 2). Certain limitations were inherent in the survey from the outset. These included the need to identify as many sites as we could within our limited time and resources, the large size of the survey area, and the region’s diversity of topography and difficult terrain. These limitations influenced our choice of extensive rather than intensive survey procedures?. Other limitations included the lack of any pottery sequence for the region, limited access to maps and aerial photos, and the unavailability of GPS technology?. Nevertheless, the results of our work are impressive. 1. The author acknowledges the support provided him by the IE’ Ephoreia of Prehistoric and Classical Archaeology in Larissa, by the IA’ Ephorcia of Byzantine Antiquities at Veroia, and by the American School of Classical Studies in Athens. Fellow statf-members Nancy Wilkie, Stan Aschenbrenner, and Mary Savina provided invaluable help as well. The financial support of Boston
College is also acknowledged. 2. This enabled us to focus on the larger sites within the region, in order to recover sufficient quantities of pottery that reveal the full range of shapes and fabrics for each period. 3. Though GPS was not available when we conducted the survey from 1988-1993, in 1996 a number of sites were revisited and GPS was used to record their locations more precisely. The only
maps available to us were the 1:50,000 geologic (IGME) maps, which have 40 m. contours and poor representation of cultural features, placenames, and roads. The availability of aerial photographs might have revealed the existence of architectural remains that were not easily recognizable on the ground.
976
John Rosser
When
we began, a number
of Roman
sites and stray finds were already
known. Previously reported finds include Roman funcrary steles from Agalei*,
from Elatos*, from Felli®, Oropedio’. and trom Syndendron?. A large. rectangular marble sarcophagus, showing Bellerephon on Pegasus combatting the Chimacra, was found in Kendra”, probably dating from the first half of the
third century A.D.'!®. Roman-period graves were reported from Elatos!!. Kipoureio!?, and from Spilco!?. Sculpture had been found at Amydalics near
Ag. Marina", at Diporo!°, Kalamitsi!®, and at Kendro!?, as well as at Serve 4.0, Pan - V. Του σου λος Eriypages Muxrdovias, τόμ. A, Αθηνα 1985, 58, au. 54, atv. 21. Much destroyed: showing a child and woman covered with a himation, with a rose in the
center of the pediment. It was found sometime prior to 1977 in the yard of the church of Ag. Dimitrios. At present, it is located within the narthex of the church.
5, Ν. Παππαδάχι, "ER της Avın Maxrdovias", Alva
1913, 4497, up. 46. This consists of an
engraved plaque of a man and a woman, With a child on the side of cach. The heads of the man and the woman are missing. The style scems to indicate that it is a Roman stele τος]. 6. Γ. Tovottouyiov, AA 1969, Χρονικά. 333-34. atv. 342%. On the bill called Tsiakina, just outside the village, was found a marble, temple-shaped receptacle for ashes, with a lemale €’) figure
on top. dated to the second century A.D. 7. Paszn - Tovoatooy.zou, Επι ος ἐς. op.cit.. ag. αἱ: originally published in AA, Noovexe, 1970, 389-90, tiv. 327d. The stele has a rose at the lop, with a funerary inseriplion across the lop and along the base. A man in a chiton, and a woman in a himation are figured. It is dated to the first halt of the third century A.D. 8. Ριζάκη - Tovpitooykon, Ettougés, op.cit., ap. 27. N is an engraved marble plaque, about 20 cm. high, depicting the lower part ol an eagle on a base which contains the inscription. From Syndendron (Palcokastro) comes another grave stele, broken in three pieces, depicting (rom tell to riehl) a young slave boy, a youth on horseback, two children wearing himations and a woman wearing a chiton under a himation, dated to the second hall ot the second century A.D. This stele was first published by A. Kevatotot.zeu, Ανα zur ἑρευνι ev Άνω Mazeäovice, [IAE 1936, 67, and tiv. I; see also Pıcdazy - Tovotiduyion, Etevoag ἐς, op.cit.. ag. 53, and atv. 19. 9. Kozani Museum Cat. No. SO. Picusan Το του λος ETerorg ἐς, op.cil, up. 60, Tv. 21. It is without a lid. On another side are two hunting scenes of a wild boar dlett) and a deer (right), along with tour inscriptions. 16. CE G. Koch - H. Sichtermann, Römische Sarkophage 1982, 348, Sce also Perez, Αθηνα 1913, op.cit.. 447, 12. See AA 1971, Nooveae, 410. 13. Keported by A. Bapgitad, “Avacntovtuz την αρχαία EAE’, Πατ A Detection lurogius, Adovoug utc, { λωσηυλονίας Autizoumedovidol) Δώρου QeacdAOvunn
1977,21. 143. N.
Hoarau,
αθηνα
1913, op.cit. 446, ap. 44
RL REY
: À ma Shen ον supe
Alfonso Santoriello / Massimo Vitti 1000
(0861
NOPI/LBUIES Bp) 5ΙΙΟΡΟΝ 2 Ι6α
5) PIZBUTT, [jap OS10919d jap Zuolznnsosiy ‘€ δι
ev
©)=
- on
Cate
io
πόυ
S029
sortedg
2039
1001
Il territorio della “Colonia Victrix Philippensium”
© KRENIDES ruert
À
_ ss μα
=
Ν
_
\
\
—
POLÈNLO\
. -
σσ —
_
pro
re à
ot
—
AMIGDALEONAS
_
_
\
\L2 VASILAKI
p
U;
[U
BONFICA i
_
_
1]
[U
U
‘
1
1931/1940 _
j
LEN,
Od
ων
\ é
Fig. 4. Pianta ricostruttiva della centuriazione di una parte del territorio di Filippi (A. Santoriello. M. Vitti, P. Vitti).
79 Ο ΜΕΓΑΣ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Θεόδωρος
Χ.
ΚΑΙ
Η ΧΙΟΣ
Lagexaxns
Όταν την άνοιξη του 334 π.Χ. αναχωρούσε ο Αλέξανδρος για την εκστρατεία της Ανατολής, την εξουσία στη Χίο κατείχε η ολιγαρχία, η οποία ήταν εχθρικά διατεθειµένη προς τη Μακεδονία, όπως ήσαν και τα άλλα ολιγαρχικά καθεστώτα που είχε επιβάλει η Περσία. Για το λόγο αυτό ο βασιλεύς αμέσως µετά τη µάχη Tov Γρανικού απέστειλε τον στρατηγό του Αλκίμαχο στην Αιολίδα και Ιωνία να καταλύσει τις φιλοπερσικές ολιγαρχίες και να τις αντικαταστήσει µε δημοκρατίες. Επειδή ο Αροιανός! dev αναφέρει τις πόλεις όπου έδρασε, αγνοούμε, αν μεταξύ αυτών ήταν και η Χίος. Σε σύγχρονη όµως χιαχή επιγραφήξ απαντά το όνοµα Αλκίµαχος, αγνοούμε όµως αν πρόκειται yu’ αυτόν ή για κάποιο οµώνυμµό του Χιώτη. Δυστυχώς τα γεγονότα της Χίου κατά την κρίσιμη αυτή περίοδο είναι ελλιπώς γνωστά, yu’ αυτό και µας διαφεύγουν πολλές λεπτοµέρειες της σύγχρονης ιστορίας της. Εκείνο πάντως που διαπιστώνουμε είναι ότι οι πολιτικοί αγώνες διεξήγοντο µε µεγάλο πάθος στη Χίο και ότι υποχρεώθηκε ως εκ τούτου η νήσος να αλλάξει επανειλημμένως στρατόπεδο. Τις αλλαγές αυτές ο A. Heisserer? υπολογίζει συνολικά σε πέντε, γι’ αυτό και χαρακτηρίζει τη Χίο ως ασταθές στοιχείο στον παρατεινόµενο αγώνα Μακεδονίας και Περσίας για τον έλεγχο του ΑιγαίουἩ, όπως όµως προκύπτει από τις πηγές ήσαν πράγματι δύο ή το πολύ τρεις». Δεν ευσταθεί όµως και η αντίθετη άποψη του A. Bosworth, κατά 1.1, 18, 1-2. 2. Στην επιγοαφἡ αυτή αναφερόμεθα κατωτέρω. 3. A. Heisserer, Alexander the Great and the Greeks, Oklahoma 1980, aa. 92-93, ο οποίος υποστηρίζει ότι πολιτικές αλλαγές auvéfinoav κατά τα έτη: 1) 336 π.Χ., υπύτε η Kilos ελευθεριώ-
Onxe and tov Παρμενίωνι, 2) 335 π.Χ.. οπότε ot ὀλιγαρχικοί παρέδωσαν τη Χίο στων Mepvova, 3) 134 πΧ., ὑπύτε O Αλκίμαχυς την απελευθέραμτε για δεύτερη φορά, 4) 333 π.Χ., οπύτε © MEµνων ανέκτησε τη νήσο Κατωπιν νέας προδοσίας των ολιγαρχικών και 5) 332 π.Χ., GUTE © Hyeλόχος την απελευθέρωΣ]ε, οριστικά πλέον, απὀ TOV περοικύ ζυγό. 4. Αυτόῦθι, a. 108. 5. 1%. Η. Hauben, «Macedonian Sca-Power», Anc. Soc. 7, 1976, σα, 84-86 και A. Bosworth, A Historical Commentary on Arrian’s History of Alexander, Oxtord 1980, τόμ. A’, 00. 178 και 268,
1004
Orodmpor X. Σαρικκης
TOV οποίο DEV συνέβησαν πολιτικές αλλαγές στη Χίο, αλλά παρέμεινε συνεLOG υπό ολιγαρχικό καθεστώς απὀ TO 340 π.Χ., οπότε προσχώρησε στο Φίλιππο. μέχρι την άνοιξη του 332 π.Χ.. οπότε απελευθερώθηκε TO τον Ηγέλοχού. Ot «ιλολογικές πηγές που περιγράφουν τα γεγονότα της Χίου είναι ο Αρριανός, ο Διόδωρος και ο Κούρτιος Ρούφος, οι οποίοι αναφέρουν WS πρώτο επεισόδιο την κατάληψή της απὀ τον Μέµμνονα (άνοιξη 333 π.Χ.) ύστερα από προδοσία των ολιγαρχικών”. Τούτο σημαίνει ότι η Χίος είχε προσχωρήσει προηγουμένως στους Μακεδόνες, GAA’ αγνοούμε αν τούτο συνέβη κατά την εισβολή του Παρμενίώωνος στη M. Ασία (336 π.Χ.) ἡ κατά TH δράση του Αλκιμάχου στην Ιωνία (334 π.Χ.). Κατά tov Αωριανόδ ο Φαρνάβαζος, ο διάδοχος του MÉHVOVOS, εισήγα/ε
περσική φρουρά στη Χίο, την οποία µετά τη μάχη της Ισσού (Νοέμβριος 333 π.Χ.) ενίσχισε µε 1.500 μισθοφόρους, γεγονός Mov δείχνει τη σηιιασία που απέδιδε στην κατοχή της νήσοι”. Κατά τον Κούρτιο!θ ο Φαρνάβαζος παρέὅωσε την εξουσία στον Απολλωνίδη και Αθηναγόρα xat συνέλαβε τους αρχηyous του δημοκρατικού κόμματος, επειδή ήθελαν να παραδώσουν την πόλη τους στους Μακεδόνες. Στο μεταξύ, ο ναύαρχος Ηγέλοχος δρούσε στο Αιγαίο. Αφού κατέλαβε αμαχητί την Τένεδο, κατέπλευσε στη Χίο, της οποίας ο λαός τον προσκάλεσε να τον απελευθερώσει απὀ τον περσικό ζυγό. Ο Ηγέλοχος κατέλαβε χωρίς αντίσταση την πόλη και συνέλαβε τον Φαρνάβαζο και τοὺς ολιγαρχικούς NYEτες Απολλωνίδη, Φησίνο και Μεγαρέα, τους οποίους λίγο αργότερα παρέdwoe στον Αλέξανδρο (χειμώνας του 332/1 π.Χ.). Στις πληροφορίες αυτές του Αρριανού!!, ο Κούωτιος προσθέτει μεριχές λεπτομέρειες, των οποίων όμως αδυνατούμε να ελέγξουμε την ακρίβεια. Kat’ avtov!2 οι Ηγέλοχος και Αμφοτερός κατέπλευσαν µε 160 πλοία τους στη Χίο και προέβησαν σε πολιορκία της πόλης.
Kata την πολιορκία εκδη-
λώθηκαν διαφωνίες µεταξύ του Απολλωνίδη και των αρχηγών των µισθοςόων. ἀπό τις οποίες επωφελούμµενοι οι Μακεδόνες εισέδυσαν από κάποια OL OTOOL υποστηρίζουν ὅτι ον GALES χειρήµματα tou Heisserer. 6. Bosworth, έα..σ. 178.
MOUV οπωσδήποτε
λιγότερες και
ανασκευ
ζουν
TA επι-
7. Agouevos 1, 1, 1, AtStopog X VIE. 29, 2-31, 3, Kovgtiov, Atoatagpata τοι Bifiiovu Bo (DX. ἐκδ. Loeb, top. Α΄, σ. 98). 8.01, 13. 4-5, πρι. Κούρτιο
9. Επειδή τη ZOO
IT. 1.37.
TOLOVOE ως COMTOLO ACTA τις μετακινήσεις TON στο Atyuto.
10. IV,5, 15. Ul. 111,2. 3-7. 12. Κούρτιος IV, ο, 14-21.
Ο Μέγας Αλέξανδρος και η Χίυς
100$
πύλη της πόλης και βοηθούμενοι ano το λαό της Χίου εξουδετέρωσαν την MEQOLKH φρουρά και συνέλαβαν τον Φαρνάβαζο µε τοὺς εγκαθέτους του Απολλωνίδη και Αθηναγόρα. Συνέλαβαν επίσης 3.000 Έλληνες μισθοφόρους και κυρίευσαν 42 τριήρεις και 50 πειρατικά πλοία !», Όπως, λοιπόν, διαπιστώνουμε, οἱ φιλολογιχές πηγές περιορίζονται στα γεγονότα των ετών 333 π.Χ. και 332 π.Χ. και είναι επομένως ανεπαρκείς, ευτυχώς όµως συνεπικουρούνται από επιγραφικές. Τύχη αγαθή συνέβαλε να βρεθούν στη Χίο σημαντικές επιγραφές, που µας διασώζουν δύο επιστολές του Αλεξάνδρου προς τους Xious'*. Από αυτές σπουδαιότερη είναι η πρώτη λόγω των πολυτίµων πληροφοριών MOV µας παρέχει για τις σχέσεις του ΑλεΕάνδρου όχι µόνο µε τη Χίο, αλλά xaı µε τα άλλα αιγαιοπελαγίτικα νησιά|». Σώζεται σχεδόν ακεραία και γράφηκε λίγο πριν από την απελευθέρωση της νήσου!6, αλλ’ ανακοινώθηκε στον λαό της αµέσως µετά and αυτή. Επειδή δε χρονολογείται µε τον επώνυμο άρχοντα της Χίου, τον πρύτανιν, ws και επειδή γίνεται χρήση του τρίτου προσώπου!], συμπεραίνουμε ότι στο αρχικό κείµενο έγιναν OL αναγκαίες µεταβολές κατά την αναγραφή του στο λίθο. Η επιστολή είναι διάγραμμα!δ του βασιλέως προς τους Χίους, τους οποίους υπό την ιδιότητα του ηγεµόνος διατάσσει: 1) να δεχθούν tous ὃημοκρατικούς εξορίστους και να καθιερώσουν WG πολίτευµά τους τη δημοκρατία, να εχλέξουν δε νοµογράφους, ot οποίοι θα διορθώσουν τοὺς νόμους για την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος (στ. 3-7), 2) να παραδώσουν είκοσι τριήρεις τοὺς και να τις συντηρούν µε δικά τους έξοδα (στ. 8-10), 3) va µη yivoνται δεκτοί στις πόλεις της Συµµαχίας όσοι προδότες προλάβουν να εγκατα13. Κατά tov Καούρτιο (έα.) οἱ Μακεδύνες OTQUTO και τοὺς κωπηλάτες στο στόλο τους.
στρατηγοί
ενέταξαν
τοὺς µισθυφόρους
στο
14. Τις επιστολές αυτές o F. 7υλώτας (Αθηνά 20, 1908, aa. 125 και 159) διέκρινε σε πρώτη και ÖFVTEDA, ÉXTOTE de καθιερώθηκε η διάἈριαη. Τη σχετική µε αυτές βιβλιογραφία, βλ. στα Ant pata À, 31 (Α᾽ επιστολή) και A, 186 (Β΄ επιστυλή) της Χιακής µας Πρυσωπυγραφίας, 15. H editio princeps της επιγραφής έγινε ato tov T. Zodkwta, Αθηνά 5, 1893, σα. 7-33, έκτοτε HE η πικύτη επιστολή, λόγω της μεγάλης σημασίας της, περιελήφῦη σε πυλλές επιγραφικές ουλλυγές (νΙΙ 283, Tod, GHA, ΠΠ. 192 κ.α). 16. Τούτο προκύπτει ἀπὸ tous ot. I) και 14 της επιγραφής, όπου τα γεγονότα ἐμφανίζωντι ως ἐνδεχόμεένα, Αντίζετα ο ν. Ehrenberg (Alexander the Great and the Greeks, Oxtord 1938, 0.23, on. 1, apa. ag. 25-29) ὑποστηοσίςει OTL To περιεχοµενό της έγινε γνωστό 010 Aus της Χίου TOY
απὀ
την ATFREVÜLEWEN
της προς
εκφοβισμό
των ολιγαρχικών
και ἐνθάρουνση
των
ÖNO-
κρατικών.
17. Παρόλα aura, ὅτους στ. 10 και 17 χρηυµώποιειται τὸ πρώτο προσωπο (ἡμῶν ἡμῖν). Μία επιπλέων ÉVOFLEN της μετ ραφης της επιστολής είναι ZENIT) των δικλέκτικών TETUNW GO και εοπους απώδωσῃ των αττικών δι Do Yo ae και εἰ, βλ. τους στ. 3, 8, 9 κ.α. 18. Kata tov [Πλοτάρχο (ΑΙ άοχέλλως 24,7) «τα ὑιαγραμματα των αργόντων Ὦλληνες διατάνµατα TOMO COVE OVO. Για τα Otteypayppata, BAL C. Welles, AJA 42, 1938, 00. 245-260 (yıa Xio a. 258, σημ. 2).
1006
Orodtupos X. Σαρικάκης
λείφουν τη Χίο, ενώ όσοι συλληφθούν!» στη νήσο va δικασθούν από το Zuveὅριο της Συμμαχίας (στ. 10-15), 4) αν προκύψουν διαφωνίες μεταξύ των εξορίστων και εκείνων MOU έµειναν στην πόλη, να επιλύονται ἀπό τον Αλέξανὃρο (στ. 15-17) και 5) µέχρι την οριστική συνδιαλλαγή των Χίων va παραμείVEL στην πόλη τους μακεδονική φρουρά, της οποίας τη συντήρηση να αναλάBow ot ίδιοι où Χιώτες (στ. 17-19). Το επιτακτικό ύφος του ὁιαγράμματος µας δίνει την εντύπωση ότιο Αλέξανδρος απευθύνεται όχι προς πόλη που προσχώρησε οικειοθελώς σε αιἰtov29, αλλά προς πόλη που υπέταξε διά των όπλων, εξηγείται όµως τούτο από την ιδιότητά του ὡς ηγεµόνος, καθώς και από τη δικαιολογημένη οργή του εναντίον των προδοτών. Ιδιαίτερη σηµασία έχουν οι στ. 10-15, and τοὺς οποίους πληροφορούῦµεθα ότι η Χίος ανήκε ήδη στη Συμμαχία2! επειδή το δόγμα το των Ελλήνων αφορούσε µόνο σε µέλη της Κορινθιακής Συµµαχίας, στο {ίδιο δε συμµπέραona µας οδηγεί και το γεγονός ότι οι προδότες θα εκρίνοντο από το Συνέδριο των Ελλήνων. Παρόλα αυτά, τους Χίους προδότες τιμώρησε ο ίδιος ο Αλέ-
Eavôgoc?2, την αντίφαση δε αυτή οι ερευνητές προσπάθησαν να εξηγήσουν κατά διαφορετικό τρόπο». Αφετέρου η υποχρέωση των Χίων να παραδώσουν είκοσι τριήρεις τους στον Αλέξανδρο επεβάλλετο από τους όρους της Συµµαχίας, σύμφωνα µε τους οποίους υποχρεώνοντο τα µέλη της να εφοδιάσουν µε πλοία τον NYE-
pova*. Ο αριθµός βέβαια των είκοσι πλοίων ήταν μεγάλος και το οικονοµικό βάρος δυσβάσταχτο, εξηγείται όμως από τη ναυτική ισχύ και την ΟἱΧονομική ευρωστία της Xiov?. 19. Στυ ot. 14 αναφέρεται εγκαταλειφθώσε. to οποίο oT, Ζυλώτας εξέλαβε ὡς «γραφής αμάρτημα» και διώρθωσε (βλ. Αθηνά
1908, σα. 147/8) σε εγκατπληφθύσιν (tov εγκαταλαμβάνω)
στηριζὀμενὸς στον Αρριανό HI, 2. 4: «Φαρνάβαζον εγκαταληφέγέντα». abd. Heisserer, έ.α.. 0. 94 µε τη onu. 36, © υπυίος δέχεται µεν τη διόρθωση τυυ Ζωλώτα. αποδίδει όμως τη γοαφή Oft σε σάλμµα του λιθυξόον, ἀλλά στην απόδωση του αττικού η µε το τωνικύ ει.
20. Αὐριανός II, 2, 3. 21. Ὡς πρως το χρόνο πρυαχωφρήσεώς της στη Evapayia, άλλοι δέχονται to 336 π.Χ.
(Heisserer, έ.α.. σα. 84-85) και άλλυι to 334 π.Χ, (Ehrenberg, έ-α., on. 27 και 29), πῃλ. και Bosworth, £.a., σ. 178. 22. Αρυιανύς II, 2, 7. Τους εξώρισε στη oo
Ελεφαντίνη του Νείλου ευφισκοµένη στα σύν-
vou Θηβαϊδος και Δωθεκασχοίνου, 21. Για τις προταθείσες λύσεις, βλ. Ehrenberg, £.a., σα. 27-29. Heisserer, £.a., σα. 94-05: πρβλ. Bosworth, έα.. σ. 268, Tov τις συνοψίζέι σε τρεις, από τις οποίες πιθανότερη µας φαίνεται η τωίτη. Σύµφωνα µε αυτή, οἱ Χίοι προδότες απεὀοτάλησαν HEY oto Συνέδριο για να δικασθούν, αυτό ὁμως TOUS παρέπεμψε στων Αλέξανὺὸρυ, ὁπως έπραξε AL στην περίπτωση της Σπάρτης (Λιόδωφος X VIL, 73, 5). 24. Kovotioc III, 1, 20-21: «ex foedere naves sociis imperatae» A. Ehrenberg, £.a., a. 26. 25. Για την οικονομική ανάπτυξη της Χίου atnv αρχαιύτητα, PA. to σχετικό ἀρθρυ µας
Ο Μέγας Αλέξανδρος και η Χίος
1007
Τέλος η παρονσία µαχεδονικής φρουράς στη Χίο επεβάλλετο and την ανάγκη συνδιαλλαγής των αντιπάλων, επειδή υπήρχε φόβος µε την επάνοδο των εξορίστων να προκληθούν ταραχές, τις οποίες µόνο η ύπαρξη ισχυρής μακεδονικής φρουράς μπορούσε να αποτρέψει. H παρουσία, dpa, της paxeδονικής φρουράς2ό δεν περιώριζε την autovouia της Χίου, εφόσον μάλιστα
λίγο αργότερα αποσύρθηκεξ’. Η δευτέρα επιστολή του Αλεξάνδρου είναι ένα από τα προβλημµατικότερα επιγραφικά κείµενα της εποχής, επειδή η συνένωση και συμπλήρωση των τεσσάρων θρανυσµάτων της παρουσιάζει ανυπέρβλητες δυσκολίες. Το όνοµα του Αλεξάνδρου δεν αναφέρεται στην επιγραφή, TO περιεχόμενό της όµως δεν επιτρέπει την παραμικρή αμφιβολία ότι πρόκειται γι’ αυτόνζδ, ως και ότι η επιστολή απεστάλη µετά την εκδίωξη της περσικής φρουράς και επομένως ότι
είναι μεταγενέστερη της πρώτης2». Επειδή οι ερευνητές συμπληρώνουν κατά διαφορετικό τρόπο την επιγραφή»ο, είναι δύσκολο να κατανοηθεί το περιεχόμενό της, το οποίο θα επιχειρήσουμε να αποδώσουµε λαμβάνοντας υπόψη το κείµενο του W. Forrest. Αναφέρονται, λοιπόν, σε AUTH τα εξής: όσοι προδότες δεν καταβάλουν το προβλεπόμενο πρόστιμο, να TOUS φυλάγουν OL άρχοντες αλυσοδεµένους και να τους θέσουν υπό εγγύηση. Αν κάποιος αποδράσει, το πρόστιµο να καταβάλλεται από τους εγγυητές (στ. 3-8). Από tous λοιπούς Χιώτες κανένας να µη προσαχθεί σε δίκη µε την κατηγορία του ῥαρβαρισμού (στ. 8-10)". στυ περιοδικό «Παρνασσός», 32, 1990, σα. 140-151. Από τα 160 πλοία, µε τα οποία εφωδίασαν οι Έλληνες τον ηγεμόνα (Αὐοιανός I, 11, 6), µυνάχα οι Αθηναίοι του είχαν παραχωρήσει πλοία τοὺς, πον ἦταν και η μεγαλύτερη συμμαχική συμβολή στων κατά θάλασσα αγώνα.
20
26. Μακεδοωνικές φρουρές τοπυθετήθηκαν για λύγους ασφαλείας Kal στις συμμαχικές πόλεις της κυρίως Ελλάδος (πβλ. Ehrenberg, έ.α.. σ. 25), ως και σε μερικές µικρασιατικές πόλεις
(όπως τη Μίλητο και την Αλικαρνασσό), αν και o Αλέξανδρος τις είχε ανακηρύξει αυτόνομες και αφυρουλύγητες (Διόδωρος XVII, 24, i, AA. OGI, αρ. I για την Πριήνη).
27. Κατύπιν αιτήσεως των Χίων, OL οποίοι διαμαρτυρήθηκαν στον Αλέξανδρο για τις υπερβασίες της µαχκεδυνιχής φρουράς, Κούρτιος IV, 8, 12, TBA. Ehrenberg, έ.α., a. 25, 0 ὁποίως αμφιβάλλει για την ακρίβεια της πλημωοφορίας tov Κούρτιου. Επειδή όµως κατά την πολιορκία της Τύρον oO περσικός στόλος διαλύθηκε (ABA. AQguave II, 20, 1-3), ot δε Χίοι εξόριστοι είχαν οπωσδήποτε επιστρέψει, η παρουσία της μακεδονικής φρουράς στη Xlo ήταν πλέον περιττή. 28. MPA. Heisserer, é.a., 0. 96, o οποίος εξηγεὶ, γιατί δεν πρέπει να αμφιβάλλουμε YL’ αυτό. 29. Πβλ. Th. Lenschau, Klio 33, 1940, a. 213. Heisserer, έα..σ. 110 pe τη σημ. 11. 30. Πβλ. Ζυλώτα, Αβηνά 1908, a. 163. Lenschau, &.a., aa, 211-212. A. Wilhelm, Griech. Köenigsbriele, Aalen 1968, 0. 216. W. Forrest, Klio 51, 1969, aa. 202-203. Heisserer, έα., 0. 101. ot οπυίοιν μελέτησαν xat σχυλίασαν την επιγραφή. Ακυλυυθούμε to κείµενο του Forrest, επειδή Acytβάνει υπόψη tov xat τα τέσσερα θραύσματα, Eva OL προηγούμενοι μονάχα τα τρία. Παρόλα
αυτά, στους στίχους 3-8 αχυλουθυύμµε TO κείµενο του F. Walbank (Phoenix 16, 1962, σα. 178-180), ο ὁπυίος σε FLOLKO LOGO του εξετάζει την «εγγύηση» στην επιστυλή αυτή του Αλεξάνδρυν. 31. HA. «βαρβαρισμύς» χρησιμοποιείται εδώ ως συνώνυμη µε τον OVO «μπδιυμός», O οποίος συνηθίζετο κατά τον Ε΄ π.Χ. αι. (BA. Ηρόδοτου IV, 165 και Θουκυδίδη I, 95), ενώ auvn-
100$
Orduwos
X. L'AQIXUANS
Οι υπόλοιποι 20 στίχοι αναφέρονται σε ἑνα από TOUS εξορίστους, για TOV οποίο ζητεί ο Αλέξανδρος να τύχει ειδικής µεταχειρίσεως, καθόσον: 1) ὃεν χατέφυγε µε τη θέλησή Tov στοις βαρβάρους, 2) είναι προσωπικός φίλος Tov και 3) πυοσέφερε µεγάλες υπηυεσίες στο ὀήμο επί ολιγαρχίας. Για όλους auτούς τους λόγους ζητεί ο βασιλεύς να του επιστρέψει η πόλη όσα αφαίρεσε «πό τον πατέρα του χαι να τιμήσει τον ίδιο. επειδή είναι ένας πραγματικός
πατριώτης. Όλοι όσοι μελέτησαν την επιγραφή ασχολήθηκαν µε την ταύτιση του EITLφανούς Χίου, γιά τον οποίο επιδεικνύει τέτοιο ενδιαφέρον ο βασιλεύς. Οι M. Adler? και T. Ζολώτας, που πρώτοι τη μελέτησαν, προτείνουν να σιμιπληρωθεί στο στ. 11 το όνοµα του ιστορικού Θεοπόμπου, ἐπειδή κατά τον Φώto, o Αλέξανδρος τον επανέφερε ad την εξορία αποστέλλοντας επιστολές του προς τους Χίους, τα υπάρχοντα όµως στο στίχο κενά, που εἶναι 5-7, δεν επιτρέπουν τη συμπλήρωση του ονόματός του». Άλλοι ερευνητές) αναζήτησαν τη λύση στο στ. 10, όπου ἀναφέρεται κάποιος Αλκίµαχος, τον οποίο εκλαµβάνουν ως τον Χίο φίλο του Αλεξάνδρου. Η υπόθεσή τοὺς εἶναι ελκυστική, επειδή το όνοµα συνηθίζετο στη Xio, αλλ Αλκίµάχος ονοµάζετο και ο στρατηγός MoV απέστειλε ο Αλέξανδρος στην Iwvia, µε τον οποίο τον ταυτίζουν άλλοι ιστορικοί1”, αν και είναι άγνωστο κατά πόσον ο στρατηγός έδρασε στη Χίοῦδ. Πάντως οποιαδήποτε απὀ τις απόψεις αυτές και av EVOTADEL?, η dEuτέρα επιστολή είναι ένα αξιόλογο επιγωαφικό κείµενο, επειδή παρουσιάζει Tov Αλέξανδρο να επιδεικνύει προσωπικό ενδιαφέρον για την τύχη ενός σιYHEXQULÉVOU προσώπου, πράγμα που επιγθραφιχκώς τουλάχιστο εδώ µόνο Og σήμαινε To να μιλάς µια ξένη γλώσσα À να κάνεις γοίιµατικά λάθη στη μητρική oor γλὠσσα: apa. LSJ ot À «ῥαρβαρισμός». H νέα σημασία της οφείλεται κατά tov Ehrenberg (£.te., a. 30, σημ. 1) σε μακεδονική ίσως συνήθεια. 32. De Alexandri Magni epistolarum commercio, Leipzig 1891 (diss.), 00. 7-8. 33. To οχετικὸ χωριο BA. εις FGrl list, αρ. 115, T 2. Αφετέρου επιστολές προς tov Αλέξαν-
OVO απηύθυνε και 0 OFOTOLTOS, τις λεγόμενες «Χικικές», ατού, F 253-254. 34. BA. σχετικώς Heisserer, έα.. a. 106, πλ. Forrest, έα. a. 205. 35. Όπως οι Wilhelm, ε.α.. 00. 9-12. Forrest, &.0.,00. 204-205 και Bosworth, εα., 134.
36. BA. ta λήμματα A, 187-193 της Χιακης Πωουυπογραφίας pas. 37. Όπως
vr /υλώτις (Αθηνά
L908, 00. 160-161), H. Berve (Das Alexunderreich, I, 1926,
αρ. 47), Ehrenberg (£.a., σα. 27, 29-30), Lenschau (f., 0.
2101) και Heisserer (£.a., 0. 106).
38. Απο tov Αρριανό (1, 18, 1-2) az quetcoupe πράγματι την εντύπωση ότι ο Αλχκίμαχυς περιώφρισε τη δράση του στις µικρασιατικές αμτές, Αλλωστε ναύαρχος τοτε TOU µακεδυνικου OTOAOU ήταν ο Νικάνωρ (αυτού 1. 18.4 και 19, 3), ο οποίος επίσης DEV grpetar να έδρασε στη Χίο. 39. Την απάντηση ote Ft ζήτημα θα έδινε η ιδια η ἐπιγοαφή, EY Ooo βέβαια γνωρίCape av στο at, 10 lye yougen Ααλκίμαχοίς| ἡ Αλκιμαχοίν]. οπύτε θα συμπληύναμε ανάλυγα και τὸν OT, EL, πρ. Wilhelm, έα., 00. 9-10, Forrest, &.a., 0. 204 zur Vleisserer ε-α., a. 106.
O Μέγας Αλέξανδρος και η Χίος
nuvatngeitur#®,
Yrovetowte
de ότι θα ήταν
επιφανής
1009
πολίτης
της Χίου.
εφόσον τον τίµησε µε την προσωπική του φιλία ο βασιλεύς", Στη Χίο όμως ο Αλέξανδρος dev είχε µόνο φίλους, αλλά και εχθρούς, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και ο σοφιστής Θεόκριτος. Το περίεργο μάλιστα είναι ότι ο Θεόχριτος, αν και ήταν δημοκρατικός, ανήκε στο αντιµάχεδονικό πόμµα και είχε ὡς πολιτικό του αντίπαλο τον ιστορικό Θεόπομπο. O οποίος, αν και αριστοκρατικός, υποστήριζε τη Μακεδονία. Και tov µεν Otéποµπου η στάση εξηγείται απὀ τη μακρά παραμονή του στην αυλή του ΦιλίππουήΣ, του Θεοχρίτου όµως η εχθρότητα παραμένει ανεξήγητη. Ο Θεόκριτος συνέθεσε σκωπτικά επιγράμματα, σε ένα ANG τα οποία έσκωψε και τον Αλέξανδρο, όταν κάποτε ζήτησε από τους Χιώτες να του αποστείλουν πορωφύρα. Τότε ο Θεόχριτος παρατήρησε κατά την ανάγνωση της βασιλικής επιστολής: «Τώρα κατάλαβα τι εννοούσε ο Όμηρος, όταν αποκι(λούσε πορφύρεον τον θάνατο»’4. Ο Αλέξανδρος αν και ὠργίσθηκε από το σκώµµα, φάνηκε ανεχκτικός και SEV τον τιμώρησε, Δεν συνέβη όµως αργότερα
το ἰδιο xat µε τον Αντίγονο τον Μονόφθαάλμο, ο οποίος διέταξε να τον EXTEλέσουν, όταν κάποτε τον ἐσκωψεῖ. Από όσα προαναφέραμε, προκύπτει OTL: 1) υπήρχε στη Χίο ισχυρό Φφιλομακεδονικό κόμμα, του οποίου φορείς ήσαν οι δημοκρατικοί, ενώ OL αριστοκρατικοί υποστήριζαν την Περσία, 2) οι πολιτικοί αγώνες διεξήγοντο µε µεγάλο πάθος στη Χίο, εξαιτίας του οποίου δύο ή τρεις φορές άλλαξε στρατόπεὸο και 3) ο Αλέξανδρος απέστειλε δύο τουλάχιστο επιστολές του προς τους
40. Heisserer, έα.. a. LIT. Είναι επίσης φανερό ote η δευτέρα επιστολή είναι λιγότερο επιτακτική της πρώτης αι δείχνει την αλλαγή συμπεριφοράς TOU Αλεξάνδρου προς τις µικρασια-
τικές πύλεις, ABA. L. Prandi, Acvuin 57, 1953, a0. 24-32. 41. Ο Wilhelm (£.a., σ. 15) υποθέτει ότι η γνωριμία του ἦταν Laws παλαιά και πρωήρχετο TO την παραμονή tou ath συμπλημύνει ὡς εξής τους OT, 18-19: [... καὶ πωότ]ευον παρά έαι ο. 111, ο οποίος υποστηρίζει ότι ο Αλέξανδρος επεδίωκε
Αλεξάνδρου µε tov εν μακεδονική αυλή. Kat’ pos? ὃν Πατρίῤων, ABA. να συνάπτει γνωριμίες
λόγω Xiov ακολουθία Heisserer, και φιλίες
HE τοὺς ηγετικοὺς κύκλους των ελληνικών πολέων, απυβλέποντας προφανώς στην υπυστηριξἡ τοὺς, 42. FGrflist, αρ. 115. F 25. 43. Avo Αντικλής Oroxotton ATV Tocypati ντος τον σοφιστή, θα rEnyovaape την εχθροTHT τον Οἑολυίτοῦ κατα τοῦ Αλεξάνδρου, ο οπυιος διέταξε να τον εκτελέσουν, επειδή μετείχε OTH συνιμοσία των ῥασιλικών παιδων (TAX). Αλλά για την ταὐτισή του υὕπαρχουῦν dopa. Fs οι ιῤολίες, TAA. To λήμμα A, 276 της Κιανης Πουυωπογραφίας. 44. Αθήναιος ΧΙ, 1,55, ao. 5391-540a. O ατίχος πωοέωγχεται απὀ to E, 83 της {λιάδος. HA. «TOR VOFOS» σημαίνει FAG τον FOO, Oey TONY Όρεος ένατος εἶναι ο «Qos θανάτως». 45. Τις ὀγετιχες µαρτνριες, PA. ato λήμμα ©, 62 της Χιικήὴς Πουσωπυγραφίας, Τοῦτο πιBuvorara ο νέρη κατά τα τη 318-315 LX, οπότε η Χίος AUTELZETO «πο TOV Αντίγονο.
1010
Θεόδωρος X. Σαρικάκης
Xiovg!, την πρώτη πριν και τη δευτέρα µετά την απελευθέρωσή της. Όλα αυτά δείχνουν xat το ενδιαφέρον του βασιλέως για τα συµβαίνοντα στη Χίο, µε επιφανείς πολίτες της οποίας συνήψε προσωπική φιλίαΆ”, και τη φιλομαχεδονικἠ στάση που τήρησε ο λαός της Χίου κατά την κρίσιμη αυτή για τις τύχες του Ελληνισμού περίοδο.
46. Αν of πληρυφορίες TOV Φωτίου και του Αθηναίου (BA. τις σημ. 13 και 44 ανωτέρω) εἷναι ακριβείς, o Αλέξανδρος Ha απηύθυνε και ἀλλες ετιστυλές του προς τους Χίους, 47. Evvootwe tov Θεόπυμπυ και TOV ανιιφερόµενο στη δευτέρα επιστυλή ως φίλυ του Αλε-
Eavdyou.
80 Η ΑΝΑΓΛΥΦΗ ΣΤΑ ΠΑΡΑΛΙΑ
Ε.
KEPAMEIKH ΤΟΥ ΒΟΡΕΙΟΥ
ΑΙΓΑΙΟΥ
Σημµαντώνη-Μπουρνιά
Από τις αρχές TOV αιώνα µας, όταν είχε αρχίσει να αφυπνίξεται TO ενδιαφέρον για τις αρχαιότητες της µαχεδονικής και θρακικής παραλίας και των γειτονικών νησιών, στα πλαίσια περισσότερο ταξιδιωτικών παρά αρχαιολογικών ἀποστολών, άρχισαν να έρχονται στο φως τα πρώτα δείγματα ανάγλυφης κεραμεικής από την περιοχή!. Με την πάροδο tou χρόνου και την ανάληψη συστηµατικών ερευνών από την ελληνική αρχαιολογική υπηρεσία
και Τις ξένες αρχαιολογικές αποστολές, το υλικό αυτό αυξήθηκε, χωρίς ποτέ να του δοθεί ιδιαίτερη σημασία. Η κατάσταση dev έχει αλλάξει µέχρι σήµερα HAL ws ένα βαθµό το πράγμα είναι δικαιολογηµένο. Agxet va αναλογισθεί κανείς τον πλούτο XUL την ποιότητα των άλλων αρχαιολογικών εὐρηµάτων, ἀλλά και τον καταιγιστικό ρυθμό αποκάλυψής τους που επιβάλλει προτεραιότητες στη συστηματική παρουσίασή Tous.
Παρά το ότι η ανάγλυφη κεραμµεική από τα παράλια του ΒΑ Αιγαίου, ιδιαίτερα ano τη Θάσο που φαίνεται ότι είχε το προβάδισμα, δεν έχει ακόµη δημοσιευθεί, Na ήταν ίσως δυνατό. µε βάση τις λίγες πληροφορίες που είδαν το φως κυρίως σε εκθέσεις ανασκαφών και από τη γνώση TOV υλικού της νοτιότερης νησιωτικής και ηπειρωτικής Ελλάδας, va γίνουν κάποιες χρήσιμες παρατηρήσεις. A. Σχήματα. Με εξαίρεση το σχεὸόν ακέραιο σωζόμενο τριποὺικό σκείος, που δημοσίευσε η Ε. Haspels? και ἀπόκειται σήµερα μαζύ µε σπαράγµατα άλλων όμοιων σκευών στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών και To λαιμό πίθον µε ανάγλυφη διακόσμηση από το οικόπεδο Γιαννοπούλου», δὲν 1. My. G. Kavarow, «Zur Archäologic Thrakiens (cine Reisebericht), AA
1918. 3-63, PA.
ειδικύτεικι oa, 10,27, 14. 2. E. Haspels, «Trepieds archatques de Thasos», BOF 70 (1936) 233-237, uv. X-XIl. 3. BCH 96 (1972), Chron. 955, eux. 54-56. O μεγάλος ακέραιος ταφικός πίθος (CTO τὸν Αδὐάµμαντα (Κάναβι) Mipov, θίγει toms puav toca Tow σχήματος tou Kunazot (γείου, AA 25 (1970) Χρων., 423, aiv. 46la. AA 27 (1972) Χρων., 605-606.
Move.
Μήλου
ap. BS42.
1012
E. Zynavronwn
Mrovovid
έχουµε δημοσιευμένες πληροφορίες για το σχήμα άλλων ἀνάγλικρων αγγείων από τη Θάσο.
Σε τριποδικό σκεύος, αλλά όχι ακριβώς όμοιο µε εκείνα TOV
Εὐνικού Αρχαιολογικού Mougeiov, ανήκε Eva µεγάλο κομμάτι ανάγλνφης κιραμεικής από το Λιμένα της Θάσου". Λίγα όστρακα χονδρών ἀγγείων μὲ ἐγχάρακτη διακόσμηση ορθογωνίων «μετοπών» µε διαγωνίους και «τριγλύών» UNO κατακόρυφες παράλληλες γραµµές που πλαισιώνουν εμπίεστους κυχκλίσκους, πρέπει να προέρχονται ATO ἀωτους πίθους. Το σχήμα τοὺς είναι αρκετά καλά γνωστό GTO την αντίστοιχα διακοσμημένη αττική και νησιωτική
κεραμεική;». Την πλειονότητα της γνωστής (από δημοσιεύσεις και εκθέσεις ανασκαφών) ανάγλυφης κεραμµεικής της θραχκικής παραλίας αποτελούν όστρακα από το περιχείλώωµα χονδρών αγγείων HE ανάγλυφη διακόσμηση HUVELONEVN AAO την αρχιτεκτονική, για τα οποία μπορούμε να συμπεράνουμµε ότι προέρχονται απὀ λεκάνες και UNO στηρίγματα περιρραντηρίων À λουτηρίων. Οι κυριότεροι τόποι εὑρεσής TOUS είναι n Στρύμηύ xa τα Afônva? και βέβαια η Θάσοςδ. Σε κάποιες λίγες περιπτώσεις χονὸρά όστρακα µε παρόμοια διακόσµηση προέρχονται GG πήλινες σαρκοφάγους). Ot λεκάνες χαι τα ὑποστατά των πήλινων λουτηρίων από τις παραλιαKEG πόλεις της Ανατολικής Μακεδονίας χαι Θράκης (Εικ. 1) έχουν χρονολογηθεί από τους ἀνασκαφείς στον Jo και 40 αι. π.Χ. και exeiva από τη Θάσο στο πωώτο μισό του 4ου αι. π.Χ. Επαναλαμβάνουν ὡς προς το σχήµα τους τύπους
TOV γνωρίζουμε
4. HCH 94 (1970). lozzo, Hesperia 56 (1987) 278. iv. 72,5. Weinberg, 5. L. Kahil, Etudes
ἀπό
την αντίστοιχη χιακή Aaoayaryy!® και διακο-
Chron. 818, 815. tia. 6. Top. τοιποδικά rein από την Kogwivio, M. 410-411, iv. 82, αρ. 124 και ιδίως S. Hersom, Hesperia 21 (1952), 275Hesperia 23 (1954), 118, iv. 26). Thasiennes VI, Paris 1960, 70. ay. 116-8, xiv. 29. Για την Αττική; E.
Bogeess, The development of the Attic pithos (adn. oud. διατριβή, Bryn Mawr College), 1972. Γι ty νησιωτική Ελλάδα: E, Σηµαντώνη- Μπουμρνιά, «ΠΤίθοι µε εγχάρακτη διακώμήση από την Κια των ιστυρίκων χούνων», Πρακτικά Διεθνούς Diyctodou Kéa-Ki}vos: Ἱστορία και ΑρχαιοAovia, KEPA Μελετήματα 27, Αὐήνα 1998, 503-505. 6.1. Μπιικαλάκης, Aveaxagy Στωύης, Θεσσαλονίκη 1967, 117-120, εικ. 45-7. 7. Γ. Μπακαλάκης, Tpoavaoaag ines έρεῦνες στη Opaxn, Θεσσαλονίκη 1958, 75-77, eux. 17. A. Λαζαρίζης, AA 20 (1965), Xpov. 457, tux, 5528. X. Kovxatdn-XQuoavilhaxy, ato Képvos. Τιμητικὠς τόµωος D Maaaadexn, Orcoukovon 1972, 78, σημ. 44. Χ. Κυυκυύλη- Χρυσανθάκη, TALE 1989 (1992), 230, iv. 161B-8. E. Σκαυλατίδου, «Λοκιμαστικὴ ανασκαφή στα Άβόηοα», To apχιιολογικώ royo στη Maxedovie και Ovany2. L988 (Οεσσαλονίκη 1991), 463, eva. 7. &. F. Blonde, «Un remblai thasien du IV s. av. J.Ch.: La céramique», BCH 109 (1985), 344. αρ. 377, 378, 380, 383. 9.G. Kazarow, 0.7. (σημ. 1). 9-10, eux. 7. H. Koukouli-Chrysanıhaki, «Sarcophages d'Abdère», BEI
(1970), 346-349, ειν. 22-24.
10. E. Simantoni-Bournia, La céramique à reliels au Musée de Chios, Αθήναι 1992, 38-39. Ποὐσφατα augovenandnzav τα πήλινα ανά γληφα περιρραντηρια απύ TO Ἱερύ της Κοωλώνεας
Η ανάγλυφη κεραμεική ata παράλια tov Βόρειου Λιγαίου
1013
σμούνται, όπως HAL τα χιακά, µε γλώσσες, «té και λόγχη», κοίλες γλώσσες xar ανθέµια, αλυσσίδα λωτών και ανθεµίων, που έχουν τυπωθεί άλλοτε µε επίπεδη, άλλοτε µε κυλινδρική σφραγίδα. Η προβληματική για τον καθορισμό του τύπου στον οποίο ανήκουν τα πιο πάνω λουτήρια ή περιρραντήρια, και µια προσπάθεια ανασύνθεσης της ιστορίας του σχήματος και της διάδοσής του αναπτύχθηκαν διεξοδικά αλλού!!, Επιγραμµατικά θα μπορούσαν να επαναληφθούν εδώ τα εξής: Μέχοι τώρα η έρευνα είχε διακρίνει δύο τύπους περιρραντηρίων ἡ λουτηρίων, έναν που προσιδίαζε στην Κόρινθο, µε λεπτό περιχείλωµα που κρέμμµεται προς τα κάτω και έναν δεύτερο, µε συμπαγές περιχείλωµα, που είχε θεωρηθεί dnμιουργία των αγγειοπλαστών της Κάτω ἱταλίας, των αρχών του 5ου αι. π.Χ. Είναι φανερό από το σχήµα και από την ανάγλυφη διακόσμηση, ότι τα πήλινα λουτήρια του δεύτερου τύπου ακολουθούν μαρμάρινα πρότυπα, ειδικότερα τις μαρμάρινες λεκάνες περιρραντηρίων που βρέθηκαν σε ικανούς αριθ-
μούς στην Ακρόπολη!Σ, στη Σάμο!2 και στην Αίγινα!Ά. Η µελέτη μεγάλου αριθμού από κομμάτια πήλινων λεκανών χαι των στηριγµάτων τους µε πλούσια ανάγλυφη διακόσμηση, που βρέθηκαν στη Χίο παν στην πλειονότητά τοὺς χρονολογήθηκαν στο πρώτο μισό του 5ου αι. π.Χ.!Ι», οδήγησε στο συμπέρασμα ότι σε αντίθεση µε ό,τι πιστευόταν ως τώρα για κατω-ιταλιωτική καταγωγή του δεύτερου τύπου πέριρραντηρίων, πρὀκειται μάλλον για καθαρά ιωνικό προϊόν, που πιθανότατα Ἑεχινά να παράγεται κατά το τέλος του όου αι. π.Χ., ίσως στη Χίο, ως φτηνή µίµηση ανάλογων μυνικών αγγείων από μάρμαρο. Από τις ιωνικές περιοχές πιθανότατα µέσω Κυκλάδων και Αττικής, φθάνει ο νέος αυτός τύπος πήλινου περιρραντηρίου ἡ λουτηρίου στη Μεγάλη Ελλάδα. Η σταθερή τάση της τέχνης της Κάτω Itaλίας και της Σιχελίας να αναφέρεται σε πρότυπα από την ανατολική Ελλάδα ενισχύει κατά μοναδικό τρόπο την πιο πάνω πρόταση. B. Εικονιστικά θέματα. Περιουισμένες είναι οι πληροφορίες µας για τη
διακόσμηση της ανάγλυφης κεραμεικής GTS τη Σαμοθράκη και από την ATÉστην Αίγινα, M. Kerschner, Alt-Agina 11.4, Mainz 1996, 59-132. 11. E. Simantoni-Bournia, 6.7. (σημ. 10), 36-41, 97-99, 105-106. 12. A. Raubitschek, Dedications from the Athenian Acropolis, Cambridge, Mass. 1949, 371372, ag. 374-5, 377, 379. 13. G. Hiesel. Sumische Steingeräte (NS. State. Hamburg 1967). 79-89, atv. 14-17, 6488. στις σ. 142-144, 14. T. Schäfer, «Acgina, Aphaia-Tempel, XV. Becken und Ständer aus Marmor und Kalkstein», AA 1992, 7-37. 15. Τη χρονολόγηση, E. Simantoni-Bournia, 6.7. (ont. 10), 40. gaiverea να etifeßermvouv τι στρωματογραφημένα μαρμάρινα παω) ANG απὀ την Ayata, T. Schäfer, 6.7. (ony.14), 32-36.
1014
E. Enpuvrovn-MTovpvia
ναντι θρακική ακτή. Λίγα ώστρακα χονδρών Aayyeiov (πίθων;) που ἠρθαν σε (ως στο lego των Μεγάλων Θεών της Σαμοθράκης, έφεραν ανάγλυφη διακόGUNN
τυπωμένη
µε κυλινὸρικές
σφραγίδες
που είχαν εισαχθεί προφανώς
από τη Θάσο (PA. εκτενή συζήτηση στη συνέχεια)!6δ. Eva µεγάλο κομμάτι ανάγλυφου αγγείου, πιθανότατα πίθου, βρέθηκε µαζί LE ἀφθονη προϊστορική και ιστορικών χρόνων κεραμεική στο σπήλαιο TOV «Κύχλωπα»,
στην κοινό-
τητα Μάκρης του Νομού Έβρου!7, Φέρει δύο επίέετες ταινίες πηλού µε εμπίεστη διακόσμηση χυλινδρικής σφραγίδας, που τύπωσε κόσμημα σειράς διπλών αντιθετικών
ημικυκλίων
µε ρόμβους
στα εναπομείναντα
κενά. Τις ταινίες
διακόπουν εµπίεστοι οµμόχεντροι κύχλοι. Ta ημικύχλια µε τους ρόμβους Eva γνωστά απὀ τη διακόσμηση των ροδιαχών ανάγλυφων πίθων της τρίτης οιιάdus της Ιαλυσσού (606 αι. π.Χ.)Ιδ, χωρίς όµως τους οµμόκεντρους κύκλους. Λεν έχω DEL το κομμάτι, ἀλλά είναι πολύ πιθανό η κυλινδρική σφραγίδα on το τύπωσε να ήταν ροδι(ική εισ(ιγωγή.
Μια εντελώς ιδιαίτερη ομάδα αποτιλούν οι δύο θασιακοί πήλινοι τρίποdeg στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών που έκανε γνωστούς η E. Haspels («Les trepieds archaïques de Thasos»,
BCH
70,
1946, 233-237, πίν. Χ-ΧΙΙ).
H πρόοδος της έρευνας επιτρέπει κάποιες σιμπληρώσεις και EQUA avaleEnNON των συμπερασμάτων στα οποία είχε καταλήξει η συγγραφεύς προ πιντηκονταετίας. H Haspels θεώρησε τους δύο τρίποδες θασιακά προϊόντα τόσο για TO βάρος των αγγείων TOV έκανε, KATA την ἀποψή της, δυσχερή TH µεταφορά TOUS «πό αλλού, 600 και για την τεχνοτροπική σχέση των εικονιζοµένων πεφαλών (της σίγγας και του τρίτωνα) µε τα κεφάλια του «μηλιαπού»/παριακού αμφορέα του Ηρακλή στο Εὐνικό Μουσείο xat του ανάλογου αμφορέα της Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Αἰήνα. Η Θάσος, ax παυιακή αποικία, θεωρήθηκε ευνόητο ότι Oa ακολουθούσε τους καλλιτεχνικούς ὑρόμους της µητρόπολής της. H συγγραφεύς έχει δίχιο για την εντοπιότητα των τριπόδων, για διαφορετικούς όµως λόγους. Παρά την εμφανή σχέση µε την Πάρο, ιδιαίτερα κατά τον To αι. π.Χ., η θᾳσιακή αγγειογραφία axokotOne OF πολλά TO δικό της δρόμο, περισσότερο προσανατολισμένο προς TO βορειο-ιώωνικό καλλιτεχνικό κλίμα. Σημαντικές φαίνονται και οι αττικές επιρροές κατά τον 60 αι. π.Χ. Ta θέµατα που εικονίζονται στους otto ανά-
16. K. Lehmann, Hesperia 21 (1982) 33-34, iv. Xe. Tow ton, Samothrace 4.1, The Hall of the Votive Gilts, New-York 1962, 119, αρ. 4. µε εικόνα. 17. 11. Πάντος, «HH torte κει TO OTNALOY παρίε TO ακοωτήσιον Zepprtov», AAA 7 (1974) NI, ελ. 81. 18. D. Feytmans, «Les pithoi à reliets de Vile de Rhodes», BCH 74 (1950). 60, tux. 12.4. J. Schäfer, Frübgricchische Relictpithoi aus Kreta, Rhodos, Tenos und Boiotien, Kallmünz 1957, 61 πίν. WEL. 13.
H ανάνλυη κεραμεική στα παράλια του Βώρειου Αιγαίου
1015
γλυφους θασιακούς τρίποδες DE συμφωνούν µε όσα ξέρουμε για τη «μηλιάκἠ»/παριακή εικονογραφία. Ούτε ο ιππόκαμπος ούτε ο τρίτωνας είναι θέµατα της κυκλαδικής αγγειογραφίας, ενώ συναντιούνται συχνά στη βορειοιωνική!ὃ, H σφίγγα είναι τόσο συχνή στα «μηλιαχκά» όσο είναι στα θασιακά χαι στά χιακά αγγεία. Από τεχνοτροπική μάλιστα άποψη ο τρόπος απόδοσης των φτερών και της κόμης της ανάγλυφης σφίγγας παραπέμπει άµεσα σ᾿ εκείνη που βρίσκεται κάτω από τη λαβή του κρατήρα από το IeQd της Παρθένου, στη Νεάπολη (Καβάλα), σήµερα στο τοπικό μουσείο, ή σε όστρακο λεπάνης ano το ίδιο ιερόζθ, Το συγκεκριµένο γραπτό αγγείο και η ομάδα στην οποία ανήκει χαρακτηρίσθηκαν πατά καιρούς έργα θασιακού εργαστηρίου, χιακού εργαστηρίου εγκατεστηµένου στη Θάσο ή τέλος χιακού εργαστηρίου
εγκατεστηµένου στη θασιακή Tlepuia?!. TOUTES στην κυκλαδική αγγειογραφία και ειδικότερα στα «μηλιακά» Eiναι σπάνιοιζΣ ενώ αντίθετα είναι χαρακτηριστικοί για το πιο πάνω εργαστήριο22. Το πλησιέστερο μάλιστα τεχνοτροπικό παράλληλο του υβριδικού όντος του τρίποδα Β είναι νομίζω ο θαυμάσιος γούπας σε πινάχιο από τη Θάσο, του εργαστηρίου που προαναφέρθηκεξ", Γίνεται φανερό ότι τα άµεσα εικονογωαφικά, εν πολλοίς HAL τεχνοτροπικά παράλληλα των μορφών TOY ανάγλυφων θασιακών τριπόδων SEV είναι η παριακή αγγειογραφία του ύστερου 7ου αι. π.Χ., αλλά η θαᾳσιακή και γενικότερα η βορειο-ιωνική YUANTH περαμµεική του πρώτου μισού, ιδιαίτερα του πρώτου τέταρτου του όου αι. π.Χ., εποχή στην οποία Ha ήταν ίσως σωστότερο να τοποθετήσουµε
την κατασκευή των
19. Αμϕορέας Northampton-Niapzov, A. Μαραγκοὺ, Αρχαία Ελληνική τέχνη πό τη συλλυγή Σ. Νιάρχου, Αθήναι 1995, 114, αρ. 17. Σαρκυφάγοι Κλαάζυμενών, R. M. Cook, Clazomenian
Sarcophagi, Mainz 1981, 111, onu. 12 (πουν η σχετική βιβλιυγοαφία) G7, niv. 48.2. Τρίτωνες dev απυνσιάζουν απὀ τη θασιακή κεραμική παραγωγή Tov 6ou αι. π.Χ., όπως έδειξε η A. Coulie ὅτην παρουσίαση Της μελέτης της για τη θασιακή µελανύόμορφη αγγειογραφία, την 10.12.1996 στη Γαλλική Αμχαιυλυγικἡ Σχολή. H µελέτη θα δημοσιευθεί στη σειρά των Études Thasiennes. NypA. ακόµη to (ασιακό πινάκιυ, Β. Holtzmann (επιμ). Οὐηγός Θάσου, Αθήναι 1974, 175, ELA.
133. 20. A. A. Lemos, Archaic Pottery of Chios. The Decorated Styles, Oxford 1991, 217, iv. 222.2. Τη: ίδιας, «Un atelier archaïque chiote en Macédoine orientale», στο F. Blonde, J. Y. Per-
reault (eds.), Les atelier de potiers dans le monde grec aux époques géométrique, archaïque et classique, BCH Supp. XXI,
1992, 162, eux. 7.
21. A. A. Lemos, Archaic Pottery of Chios... κλπ., 208 ae, Tyg ἴδιας, «Un atelier archaïque chiote ....», O.7., 197-173, oto OAD η σχετική συζήτηση και κατάλογος. H A. Coulié, 0.7. (σημ. 19), θεωρεί OTe πρόκειται για DUGG εργαστήριο OTO οποίο εργάσθηκαν OVO διαφορετικοί (Lyγειογράφς OL, 22. D. Zuy ειρυπούλου, Προβλήματα της µηλικῆς αγγειοΥραφίας, Αθήναι 1985, 58-59. 24. A.A. Lemos, Archaic Pottery of Chios...., 213, ει κ. 05. 24. A. A. Lemos, Archaic Pottery of Chios..., 218, πιν. 228.1. F. Salviat, ata Les Ceramiques
de la Grece de l'Est et leur Dittusion en Occident, (CNRS No 569), Paris 1978, aww. 47.5.
1016
ΠΕ. Envrovg-MTovovid
TOLTOd O29. Ἁλλωστε
αχόμη AL UV μείνουμε στον χύχλο της «μηλιακής»/παρικής
πιιωι(γωγής. από TOV οποίο είναι GVOLXO νε είναι επηρεασμένα τα OVO ανά-
γλυ(α σκεύη, τότε τα αμεσότερα παράλληλα προς το κεφάλι της σφίγγας εἰνι οι γυναιχείεές προτομές των μηλιακὼν αγγείων (D. Ζαφειροπούλοι:, /100βλήματα μηλιακής αγγειογραφίας, 1985. σελ. 107, αρ. 130-134), tou ζωγωάOU των πανθήρων, TOU τοποθετείται [LEO στο πυώτο τέταρτο TOV 6ου αι. π.Χ. Η χειροποίητη διακόσμηση των θασιακών τριτόδων του πρώτου τέταρτο! του 600 αι. π.Χ. dE βρίσκει συνέχιστές. Hön από το τέλος του 7ου αι. και τη
στωοή προς τον 60 αι. π.Χ. είχε αρχίσει va ατονεί η χειροποίητη και HE µήTO διακόσμηση των χονδρών αγγείων, ιδιαίτερα των πίθων. Tou είχε δώσει λαμποά δείγματα κατά τους δύο προηγούμενους αιώνες στην Κρήτη, στις Κυκλάδες και στη Βοιωτία. Αντικαθίσταται βαθμιαία απὀ την ταχύτερη στη χωήση ---και άρα περισσότερο συμφέρουσα οικονομικώς--- κυλινδρική σ(ργίδα (οουλέττα).
Διακόσμηση. HAL μάλιστα εικονιστική. µε την τεχνική της κυλινὸρικής Ogoeyidag είναι γνωστή στον ελληνικό χώρο από την αρχή της εποχής του Χαλκού και συνεχίζει σε όλη τη διάρκεια των προϊστορικών χρόνων2ο, Κάποια θαυμάσια παραδείγματα
από την Κύπρο. της ὑστέρης χαλκοκρατρίας
(Ὑστεροκυπριακή II Γ-Η1 A), αποτελούν µάωτνύοες της τελευταίας αναλάμπής του είδους πριν τη σχεδόν OAOZANOMTLAT εξα(άνισή του κατά τους πωῦτους αιώνες της ιστορικής περιόδου,
Από
τη στροφή
προς TOV To αι. π.Χ.
ἐεπανεμφανίζονται πάνω στα ανάγλυφα αγγεία, ιδιαίτερα στους ροδιανούς και στοὺς κωητικούς πίθους, συνιχἠ κοσμήματα αλλά και ειχονιστικά θέµατα ZUTAOZEVUONEYE
µε την τεχνική της πυλινδρικής Ogpeeridag?®,
Ἡ συχνότητά
25. Tovro avayyomotcsı καὶ ο EF. Salviat, ato Guide de Thasos, Paris 1968, 160, «Le style de ces representations est tres apparenté à celui des peintures céramiques thasiennes orientalisantes», χωρις ος να αλλ ει τη χωονουλογία των TQUTOOUIV TP νε ασχολειται µε ELZOVOYOUY LAOUZ TU. Tove. BA. ια Ελλ. (le tot adn της δεύτερης ἔκδυσης, Ἀθήνα 1989, 176 (Επιμέλεια B. Holtzmann). 26. M Heath-Wiencke, Hesperia 739 (1970), 94-110, πίν. 19-30 Ν. Voigtlinder, Tirvns IX, Mainz 1980, 104, αρ. 8, 12, 13, aiv. 54, 56. I. W. Catling - V. Karageorghis, ASA SS (1960), 122125. vw. 30 a-b. 27. 5, Hadjisavvas, «Alassa Archacological Project 1991-1993», RDAC 1994 και AJA 99 (1995) 274, cla. ΤΝ. ro την Adcoad-Hadvotaprova, Ootoctad πίθο µε διακόσμηση TO την ίδια ay acegida elvan βρεθεί παλαιότερα και στον Haven Mavön.uon. Επίσης D. Frankel, «Australian and New Zealand Field work», Med. Arch. 8 (1995), 137, eux. 10, ato τη θεση Avakıovraz-Iernorzrnard. ον BA. agetiad J. Schaler, ont. Cou. 18), 9-66 xa 92-3. EE co της OFWAS των ροδιακιὺν TOY TO πει να χατίβει OTO τέλος Tor Bor an. TX. BALE. Σημιεντωνη-Μπονονιά, A veaxag re Nazom. Où averärgor aot, Αθήναι 1990, 51-52. Από τα Ta OTe Od εικονιστικά θέματα
Η ανάγλυφη κεραμεική στα παράλια του Bôgeitou Αιγαίου
1017
τους αυξάνει µε την πρόοδο του χρόνον. Ορισμένες WAALOTG περιοχές, όπως η ευρύτερη περιοχή της Κορίνθου, dE φαίνεται να γνώρισαν διαφορετικό τρόπο διακόσμησης της ανάγλυφης κεωαμεικής τους2. Η στροφή προς τον 60 αι. π.Χ. σηματοδοτεί τη σχεδόν πλήρη επικράτηση της χρήσης κυλινδρικής σφραγίδας στην εικονιστική διακόσμηση των ανά-
γλύυφων ayyeiwv?®, Κάποιες περιοχές που είχαν βαθειά ριζωμένη την παράHOON της χειροποίητης ή µε μήτρα εικονιστικής διακόσμησης των χονὸρών αγγείων τους, είτε δεν αποδέχθηκαν την τεχνική αυτή, όπως η Νάξος (από την οποία dev έχουµε για την ώρα σχετικά δείγματα), είτε τη δέχθηκαν µε Övσκολία, όπως η Τήνος (από όπου έχουµε λίγα όστρακα µε διακόσμηση ρουλέττας). Είναι πολύ πιθανό στη γενικότερη κατά τον 60 αι. π.Χ. διάδοση της χρήσης κυλινδρικής σφραγίδας για την απόδοση εικονιστικὠν θεμάτων στα ανάγλυφα αγγεία της ευρύτερης περιοχής του Αιγαίου να βοήθησε η αύξηση της αττικής καλλιτεχνικής επιρροής, αφού στην Αττική dev ευδοχίµησε άλλος
τρόπος”. Έτσι, ιδιαίτερα σε όσες από τις Κυκλάδες δεν είχαν αξιόλογη παράδοση στην παραγωγή ανάγλυφων αγγείων, αλλά χαι σε νησιά του ΒΑ Αιγαίου,
φτιαγμένα µε ρυυλέττα εἶναι η παράσταση αρμµατοδροµίας πάνω σε όστρακα ανάγλυων πίθων até tov Πρινιά Κρήτης, tov β τέταρτου tov Του αι. 1.X., PA. J. Schiifer, ὁ.π., 12, ομάδα
11. 3. 29. 5. Weinberg, Hesperia 23 (1954), 116 κε. ΟΙ. Forsch. V (1964), 163, atv. 62-63. M. 10/20. Hesperia 56 (1987), 410-411. πίν. 82.
30. Ὑπάρχοιν ωὠστόσο κάποιες εξαιωέσεις, όπυν συνεχίζεται µέαα στον 60 αι. π.Χ. η χωήση μιήτρας και επεξεργασίας µε ελεύθερο χέρι, ιδιαίτερα στην Κρήτη (). Schäfer, GT. υμάὺα V. 52 κε. ΑΔ 21 (1966) Χρον.. 406, πίν. 434 8. W. Hornbostel, oto Dädalische Kunst auf Kreta im 7.
Jh.v.Chr., Katäkoyug éxbrans στο Αμβούργο, Hamburg 1970, ay. C 38, C 39. A. W. Johnston, BICS 31 (1984), 39-44, iv. 2-3. P. Gerke, AA 98 (1983), 487, eux. 16a), αλλά και στη Χίο (Πλ. E. Simantoni-Bournia, 6.7. (onu. 10), ag. κατ. 2, 4, tiv. 2-3). 31. Βλ. E. Boggess, ύ.π.. anu. 5, ειδικά για εικωνιστικά θέµατα 174-180. Εικυνυγραφία «ττικών κυλινδρικών σᾳωαγίδων; 1. AGO επικαλυπτόµενα ἁρματα µε NVIOXO TOO τα δεξιά «κυλουθούνται GAO πεζὀν οπλίτη, στροφή προς Kal πρώτο τέταρτο όων αι. π.Χ. HM. Μπουοῦσκαφη, Μουσείον Ακροπόλευς, περιγρασπικός κατάλογος, Αθήναι 1974, 82-3, αρ. 68, εικ. 154, tu
θεωρεί παλαιότερυ:; β΄ μισό Jou αι. π.Χ. 2. Κωμαστές προς τα αριστερά, δεύτερυ τέταρτο 60V αι. π.Χ. (M. Μπρυύσκαρη, ό.π.. 82-3, αρ. 68. ex. 154). Ὀστραχο διακοσμημένο µε THY Lota σφραγίδα απὀ τη Βοιωτία ato Μουσείο Κανελλυοπούλυν, αρ. eve. 849 (K. Kilinski II, AJA 82 (1978), 189, eux. 21). 3. Συνωρίς µε qviexo xat ὁπλίτη που ετοιμάζεται να ανέβει (avagmonan πολεµιATH), προς τα αριστερά, VOTEROS 607 αι. π.Χ. (M. Μπρούσκαρη, 0..7., 82-3, ay. 68, Eux. 154-155). 4. Πήγασυς πρως τα δεξιά µε κυνήγι λαγού AUTO απὀ την κοιλιά τον αντιμετωπίζει Χίμαιρα πορυς τα αριστερά, στροφή TLS AOL πρώτο τέταρτο SOU αι. π.Χ. (A. Helsen, Thorikos VII (1970/71), 155-171, eux. 82-83). 5. Ιππεῖς (Jahreshelte des österreichischen arch. Instituts in Wien, 53, Beiblatt 1981-2, 15. etx. 7). OE. Pottiers. BCH ΧΙΙ (1888), 495, αρ. 2, αναφέρει ὀστράκυ VU γλυφου πίθου, «16 την TEVLOZT μεταξύ Παρθενώνος και Kipwveiov τείχους, µε παράσταση γυμνού τοξότη τον οπυίο αχολοινε dupa, Βλ, και E. Boggess, 89, σημ. 26. Χαμένυ.
1018
E. Σημαντώνη-Μποιυρνιά
όπως η Θάσος, η Χίος)2, η Zunodpaxn?, η χρήση κυλινδρικής σφυαγίδας στη διακόσμηση χονδρών σκευών, πίθων, λεκανών, τριποδικών στηριγµάτων γίνεται O κανόνας από το β΄ τέταρτο TOU όου αι. π.Χ., µε εξαιρετικά κάποιες φορές αποτελέσµατα. Σε αντίθεση µε τις λεκάνες KUL τα υὑποστατά των θασιακών και θραχικών λουτηρίων, τά όστρακα απὀ πίθους και τρίποδες (N πύραυνα;) που έχουν παῥουσιαστεί στη βιβλιογραφία, φέρουν σχεδόν ἀποκλειστιχκά εικονιστική διακόσµηση. H ποιχιλία των σφραγίδων και dua η εικονογραφία τους είναι πλούova. Παρουσιάζονται: 1. Χορός γυναικών και σατύρων», 2. Aguatodyoytia
µε τρίποδες ως έπαθλα25, 3. Αυματοδροµία χωρίς τρἰποδες»ό, 4. Ιπποδρομία µε σκυλιά κάτω and την χοιλιά των GAdywv>’, 5. Αναχώρηση Αμφιαράοι»δ, 6. Αγώνας για τον Τρίποδα». Το δύο τελευταίο δεν είναι γνωστό στην εικονογραφία της ανάγλυφης κεραµεικής άλλων περιοχών. H Θάσος είναι ο χώρος από τον οποίο γνωρίζουμε τη µεγαλύτερη ποιχιλία εικονιστικών θεμάτων τυπωμένων µε ρουλέττα µετά την ευρύτερη περιοχή της Κορίνθουθ, Η αριθμητική υπεροχή της τελευταίας είναι αυτονόητη eEut32. E. Simantoni-Bournia, 6.27. (om. 10). 33. K. Lehmann, Hesperia 21 (1952), 33-34, ματοδρομµία µε τρίτυδες. K. Lehmann, Sarnothrace 119, αρ. 4, πιθανότατα ato τη θασιακἠ σφραγίδα 34. BCH 96 (1972), Chron., 955, eux. 54-55.
atv. Be, απ τη θασιακή aypayidu µε την ay4.1. The Hall of Votive Gilts, New-York 1962, της αναχιόρησης Tov Αμφιαράου. B. Holtzmann (επιμ.), Οδηγός Θάσου, Αθήνα
1974, 176, eux, 134. 35. BCH 94 (1970), Chron., 818, 815, eux. 6. 36. λαμάτα 37. 38.
E. Σημαντώνη-Μπουρνιά, ato Γ΄ Διεθνές Συνέδριο Πελοπωοννησιακών Zroweuv, Ku1985 (Αθήναι 1987-88), 178, iv. KT’ 2. Ch. Picard, Mon. Piot 38 (1941), 68, εικ. 8. BCH 85 (1961) Chron,, 936 και BCH 97 (1971), Chron. 778, εικ. 1. Guide de Thasus, Paris
1968, 160. LIMCI, Zurich 1981-, s.v. Amphiaraos, 704, ap. 76 (με EUX). 39. BCH 85 (1961) Chron., 936. F. Salviat, Guide de Thasos, Paris 1968, 160. 1981-,s.v. Apollon, 306, ay. 1020 (ue εικ.). 40. Εικυνυγοραφία κορινθιακών κυλινδριχών σφωαγίδων:
LIMC IL, Zurich
1. Κυνήγι λεύντων amd πεζούς
και εφίππους, µέσα Τον ar. π.Χ. (Ch. Waldstein, The Argive Heraeum, 1905, 182, atv. 63.4 a-d. 2. Ηρακλής και Κένταυροι. µέσα 7ου ae π.Χ. ($. Weinberg. Hesperia 23 (1954) 116. atv. 26a, b. c).
3. Zgiyyu, λιοντάρι, ανέμιο, πάνθηρας πυυς τα δεξιά, 30 τέταρτο Του αι. π.Χ. (5. Weinberg. Hesperia 23 (1954) 117, xiv. 26d). 4. Γρύπας, λιοντάρι, πάνθηήρας προς Ta αριατερά, VOTEROS Jog αι. π.Χ. (Ol. Forsch. V (1964) 163, iv. 62.19). 5. Σφίγγα πρυς τα αριατερά. δύο εραλδικά λιοντάρια, ὕστερος 7ος αι. π.Χ. (5. Weinberg, Hesperia 23 (1954) 122, atv. 26e). 6. Ταύρος προς τα δεξιά. OVO αντωπές οκλάζονσες οφίγγες, ποώιµος 605 at. π.Χ. (Archaeol. Rep. 1988-89 (Sp. lacovides), 29, eux. 28). 7. Δορυφόρος άνδρας, πεπλοφόρος γυναίκα προς TU αριστερά, πύδια YUναικείων HOP προς τα αριστεά και ἀλυγο. Ανιώρηση ALG LOGY, AQUULOS 605 αι. π.Χ. (Γ. Λυνιάς, Οδηγός Αρχαιυλογικοή Μυυσειου Κερκυρας, Αθήναι 1970, 52). 8. Νίκη τωέχονσα προς τα δεξιά, τέθριππο ἁρμι µε Πνίοχο προς TH δεξιά, LETHE τους VOQOLO πουλί, δεύτερο τέταρτο GOV at. π.Χ. (M. 10770, Hesperia 56 (1987) 410-11, ay. 124, πὶν. 82). Su. Ὑπύλοιπα τε ρίππου προς τα δεξιά (ίσως η δια σφραγίδα μὲ το 8; (M. 10220, Hesperia 56 (1987) 410-11,
Η ανάγλυφη κευαμεική στα παράλια του Bogetou Atyaiou
1019
τίας της μακρόχρονης, ήδη από τον 70 αι. π.Χ., παράδοσής της στο είδος αντό της διακόσμησης. Σε καμιά όµως περίπτωση δε συγκρίνεται η ποικιλία των σφραγίδων που εντοπίσθηκαν στη Θάσο µε εκείνες που γνωρίζουμε από πάθε µια από τις Κυκλάδες χωριστά, παρά τη λαμπρή επίδοση των νησιών του κεντρικού Αιγαίου στην ανάγλυφη διακόσμηση της κεραµεικής4!, Εντιπωσιακή άλλωστε είναι η ποιότητα του σκαλίσµατος των θασιαχών σφραγί-
ÔUWV, απὀ τις οποίες διαθέτουμε περισσότερα αποτυπώματα. Σε αρκετές πὲῥιπτώσεις όµως TO αποτύπωὠµα παρουσιάζεται ιδιότυπα επίπεδο, σαν να µην ao. 123, viv. 82). 9. Περαέας, Ερμής, Γοργόνες προς τα αριστερά, δεύτερο τέταυτο 6ου αι. π.Χ. (S. Hersom, Hesperia 21 (1952) 275-78, eux. 1, iv. 72). 10. Ερωτικά ζεύγη, τρίτο τέταρτου évu αι. π.Χ. (ΟΙ. Forsch. V (1964) 163, πίν. 63.20). 11. Χυρύς Zatüçuv και Μαινάδων, τρίτο τέταρτο όου αι. π.Χ. (Ol. Forsch. V (1964) 163, πίν. 63). 12. Κρίση Πάριδος, 60ç αι. π.Χ. (Ε. d’Andria ato Magna Grecia, Epiro e Maccdonia, convegno 24. di studi sulla Magna Grecia, Taranto 1984, 366. £t%. 27).
41. Μήλος: 1. Λιοντάρι πρυς τα ὀεξιά, πεσµένος HÉVIAUQOG που ιχετεύει προς τα δεξιά, (4° μισό 6ov at. π.Χ. (W. Lamb, BSA 26 (1923-25) 72, tiv. ΧΙ A). 2. Ηρακλής τυξγύων εναντίον χενταύρων προς TA αριστερά, τελευταίο τέταρτυ 60V αι. π.Χ. (1. F. Cherry, AAA
12 (1979) 241 -
245, etx. 1). 3. Συνωρίδες προς τα δεξιά, τελευταίο τέταρτο 60U αι. π.Χ. (D. Zagriworotkou, AA 27 (1972) Χρον. 605, πίν. S59e-0T). 4. Κένταυροι και Λαπίθες, δεύτερο τέταρτυ Sov αι. π.Χ. (B. Schiftler, Die Typologie des Kentauren in der antiken Kunst, Frankiurt 1976, 281 KY 512 a-c). Σίφνος: 5. Lega ato nurdvovs προς τα δεξιά, άφθονα παραπληρωματικά κοσμήματα, πρώτο μισό 60V αν. π.Χ. (J. Κ. Brock, BSA 44 (1949) 56-7, ay. 14, tiv. 20.2). 6. Πάνοπλυς ιππίας µε upyela ασπίδα καλπάζει προς ta δεξιά στρέφοντας πίσω, λαγός κάτω amd TO άλυγω,
τελευταίυ τέταρτο όου αι. π.Χ. (J. K. Brock, BSA 44 (1949) 57-8, αρ. 15, iv. 20.1). Πάρος: Ano την ίδια σφραγίδα µε To 6 της Zigvou, πάνοπλοι ιππείς µε αωγεία και βοιωτική ασπίδα εναλλαξ καλπάζουν προς τα δεξιά. Οι φέροντες αργεία ασπίδα στρέφουν πίσω. Κυνήγι λαγού απύ σκύλο κάτω απτύ τα ἀλογα, αρ. M. Πάρου 1686. 7. Σφίγγα aos τα αμιατερά, λιοντόάυι
πρυς τα δεξιά, πουλί προς τα δεξιά, αρ. M. Πάρου 2012, β᾽ μισὺ όον αι. π.Χ. (Γ. Μπακαλάκης. στο Αμητός. Τιμητικός τόμος για τον M. Ανρύνικο, Θεσσαλονίκη 1987, 539, ann. 19, atv. 106.4). 8. Ιππίας (Βελλεροφώντης:) προς τα δεξιά, λαγός κάτω απύ TO άλογο, Χίμαιρα προς τα δεξιά, τέλος Gov au. π.Χ., αρ. M. Πάρου 1522 (T. Μπακαλάκης, ό.π., 532, ane. 14). Αμοζιώς: Από την ίδια σραγίδα µε To 6 της Σίῴνον, τελευταίο τέταρτυ 6ου αι. π.Χ. (A. Μαραγκοῦ, HAE 1989 (1992), 282, iv. 2021). 9. Σείγγα και Χίμαιρα προς τα δεξιά, ανθέμιο. β΄ μισό Gou αἱ. π.Χ. (BCH 118 (1994) Chron., 792, eux. 107). Κύθνος; 10. Κάπρος αντιμετωπίζει λιοντάρι µε VYAHHEVO TOOL, µέσα 6vU an. π.Χ. (A. Mazarakis-Ainian, στα Πρακτικά Λιεβνούς Συμποσίου: KeuΚύθνος: Ἱστορία και Αρχαιυλονία, KEPA Μελετήματα 27, Αθήνα 1998, 375, eux. 620). L1. Σειρά γουπών προς τα δεξιά, Bo μισό Gov an. π.Χ. (A. Mazarakis-Ainian, OT. EUX. 62ε). 12. Σήίνγες και adoya AoW καλπάζουν προς ta δεξιά, β᾽ μισό όου ur. π.Χ. (A. Mazarakis-Ainian, OT. ELA. 62a01-C). 13. Λιοντάρι Taos τα δεξιά, Topos Gog αι. π.Χ. (A. Mazarakis-Ainian, 6.7. Εκ. 2Υ). 14. ἱπιάμενος Γλήγσος προς τα δεξιά αντιμετωπίζει Χίμαιρα, κυνήγι λαγού κάτω από τὸ ἆλοyo, (oypayida Θορικού/λεγραινών’ βλ. π.π. on. 31), στουφή πρὸς και πυώτοω τέταρτο Sov at. π.Χ. (A. Mazarakis-Ainian, 6..7., cot. 623). Keen: 15. [ππείς ©) προς τα δεξιά. μέσα Gov αι. TX. J. Ε. Cherry, J. L. Davies, E. Mantzourani, Landscape Archacology as Long Term History. Northern Keos in the Cycladic Islands, Los Angeles - Cal., 1991, 258, eux. 5.8. 16. Ποτνία Onpmv προς ta αριστερά. µέσα bou cm. TX. J. F. Cherry, J. L. Davies, E. Mantzourani, 6.7., 257, 258, ein. 5 δ και 11.12. 17. Λιονυσιακός θίασος (ALGVTOOL και Σάτο) TOUS τα δεξιά. PB µιού Gow au TX. (eragiati TH dp. A. Mevoovy-Aovaedan για την πληυοφορία).
1020
E. Σηµαντώνη-
Μπουρνιά
είχε καθαριστεί η σφωα/ίδά ἀπό το νωπό πηλό που είχε χωλλήσει µέσα της κατά την προηγούµενη χρησιμοποίησή της À σαν να εἶἰχαν φθαρεί οι λεπτοµέρειες AMO τη συνεχή χρήση. Αλλά και κάποιες ζημιές από κακό χειρισμό του (LYYELONAGOTH 600 ο πηλός ήταν ακόµη νωπός δε λείπουν’2, Τις πιασµένες «επί καρπώ» γυναίκες που χορεύουν προς τα δεξιά συναντούµε σε λίγο παλαιότερο ὀστρακο ανάγλυφου αγγείου ad τη Χίο. του δεύTEVOU τέταρτου του όου αι. π.Χ.33, axé το οποίο λείπουν ot ιθυφαλλικοί ΣάTUQOL, η προς τα αριστερά στραμμένη προεξάρχουσα του χορού και ο πλού-
σιος διάκοσμος παραπληρωματικών κοσμημάτων που χαρακτηρίζει το Ouσιακό ανάγλυφο mio, Στο χιακό παράδειγµα οι μισές UNO τις χορεύτριες είναι ντυµένες µε τον απτύχωτο χιτώνα (N πέπλο;) των θασίων συναδέλφων τοὺς, µε τις οποίες EXOUV όμοια στάση HAL πολλά χοινά στην απόδοση του προσώπου. Ot Σάτυροι χαρακτηρίζονται από τα ζωόμορφα αυτιά, τα προεξέχοντα μήλα του προσώπου και τα πόδια που καταλήγουν σε οπλές χαι είναι χαρακτηριστικά της Ανατολικής Ελλάδαςή». Οι πρωιμότερες παραστάσεις Σατύρων µε οπλές στην αγγειογωαφία χρονολογούνται στο 540 π.Χ. ο τύTOS όμως των χορευτριών/Μαινάδων DEV επιτρέπει ὁραστική απομάκρυνση από τα µέσα του αιώνα, µια δεκαετία πριν τα οποία θα έπρεπε να χρονολογήσουµε την κατασκευή της κυλινδυικής σφραγίδας TOU τύπωσε TA όστρά-
πα. 42. Π.χ. ato ὁατρακυ µε τις Μειναδες, αρ. αρνητ. φωτυθήχης της Γαλλικής Αυχαιολ. Σχυλής 41296/ 1971. 43. E. Simantoni-Bournia,
παράλληλα
tov θέματος
0.7., (anu.
10), 46-48, ap. κατ.
στην αγγειογραφία
I, iv.
και στην ανάγλυφη
1, dou
και συζήτηση γιά
χεραμεική.
Ας πρυστεθεί
αδημοσίευτο στήριγμα περιρραντηρίου από τις Κλαζομενές, µε ανάγλυφη παράσταση γυναικών που HUQEVOUV πιασµένες «επί καρπώ», M. Kerschner, ὁ.Τ. (anu. 10), 78 και σημ, 126. Γυναίκες TOU χορεύουν µε όμοιο τρόπο OE λείπουν απὀ τη θαιαχή μελανύμορφη αγγειυγραφία, PA. A. Coulié, 67. σημ. 19. 44. Για γυναικείες μορφές που OVUNETEZOUV στον Διυνυσιακό θίασυ PA. A. Heinrichs, «Myth Visualized: Dionysos and his Circle in 6th cent. Attic Vase-Painting», Papers on the Amasis Painter and his World. Colloqium sponsored by the Paul Getty Centre, Calilornia 1987, 99 x.
45. Πωῤλ. tous Σατύρους στον αμφορέα Northampton/Nidapzov, 6.27. (on. 19), εἰκ. σελ. ETS, 117, ιδιαίτερα στη διαμόρωση tor Σειληνού ato to Ηράκλειον 46.R. M. Cook, 0.7. (σημ. 1984, 178 και σημ. 203, aiv. 102.
των παρειων. Audaxtırn είναι η σύγκριση µε TO νεύτερο KEG TAL Θάσου, F. Salviat, Guide de Thasos, Paris 1968, eux. 6ἱ0. 19), 112-113, amp. 21.3. M. Hemelriik, Caereran Hydrige, Mainz B. Schiltler, 6.7. (onu. 40), 104 και σημ. 364. Πόδια oatigey που
καταλήγουν σε OTAES PA. ατα θασιαχά νομίσματα τοῦ 6ov ut. π.Χ., Guide de Thasos, Paris 1968, 156. ziv. I, ae. 1-5. Santangelo, Mon. Piot 44 (1950) 31-32, αλλά και ato πήλινο ολόγλυφυο σύμπλεγμα À. Moustaka, «Grossplastik aus Ton in Olympia», Ol.Forsch. XX11 (1993), 46-55 (D 9), TLV. 44-48, 47, tou TEAR UT ALOU TETÄOTOV TOU GOV AL. SUN. 47. Où οπλές στα ανθρώπινα πόδια των Lata dev είναι αναγκαστικἡ ÉVOELEN χαμηλής Zwovoroytaz. Hopi. Bo Holtzmann, «Une nouvelle sima archaïque», Thasiaca, BCH Suppl. V (1979) 9, οπως O κένταυρος µε οπλές στα εμπρος avloortiva TAF AN χρονολυγείται στο 580-550
Η avayvAvgn κεριφιεική στα παράλια του Βόρειου Acraiov
1021
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η σχηνή της ανιχώρησης του Αμϕιαράου (Εικ. 2). To θέμα φαίνεται ότι ήταν ιδιαίτερα δηµιοφιλές, αφού όχι µόνο µες σώθηκε
σε περισσότερα
αποτυπώµατα”»,
αλλά η σχετική σφραγίδα των μέ-
σων/στροφής προς το τρίτο τέταρτο του 60V αι. π.Χ. έµεινε στην κυκλοφορία
για μακρό χρονικό διάστηµα, όπως δείχνει η χρήση της πάνω σε «γγείο Wow φέρει και δεύτερη ανάγλυφη ζώνη µε την «αρπαγή του τρίποδκ!». «πό τα τέλη
του αιώνα”ῦ. Στον κατάλογο του LIMC s.v. Amphiaraos, 704, ag. 76, Eva απὀ Ta πλη-
οέστερα αποτυπώματα της συγπεχριµένης θασιακής σφραγίδας ταξινοµήθηκε στις αναχωρήσεις πολεμιστών µε αβέβαιη την ταύτιση προς την παράσταση αναχώρησης Αμφιαράου. Προσεκτικότερη όμως εξέταση του μνημείου βεβαιώνει ότι όχι µόνο πρόκειται για το συγκεκριµένο επεισόδιο του μύθου, αλλά και για παράσταση στην οποία εικονίζονται σχεδόν όλα τα πρόσωπα που αναφέρονται στην περιγραφή του Παυσανία γιά τη λάρνακα του Κυψέλουδύ. H παράσταση χαμένου σήµερα κιονωτού κορινθιακού χρατήρα (Βερολίνο F 16555') του 2ου τέταρτου του bou αι. π.Χ., βρίσκεται επίσης πολύ κοντά στα θασιαχά ανάγλυφα ὀστραάκα, AV και O7 αυτόν η κίνηση έχει κατεύθυνση προς τα δεξιά. Από τον κρατήρα μαθαίνουμε τα ονόματα όλων των προσώπων που εικονίζει η θασιακή κυλινδρική σφραγίδα. Στο τέθριππο του Αμφιαράου περιμένει ο πνίοχός του Βάτων
µε τα nviu και τη μάστιγα στο χέρι, ενώ ο
πάνοπλος ήρωας ετοιμάζεται να ανεβεί. Γυρίζει το κεφάλι προς την οικογέγειά του και ενώ µε TO δεξί στηρίζεται στο δόρυ του απλώνει το αριστερό KUL πιάνει το χέρι του νηπίου Αμφιλόχου, που κρατεί στα χέρια της η τροφός του Αινίππη. Κάτω and το νήπιο χαι µε το χέρι προς τον πατέρα του στέχεται ο νέος Alxpaiwv. Πίσω από την τροφό στέκεται η Εριφύλη, προβάλλοντας επιδεικτικά TOV OQILO (και όχι στεφάνι, όπως σε σκηνές αναχώρησης πολεµιστού) και ακολουθείται CT JR γυναικεία µορφή κακοτυπωµένη, πιθανώς TH
[ία από τις χόρες της. Lome εικονιζόταν και η δεύτερη στη χαμένη συνέχεια της παωάστασης. Ένα υδρόβιο πουλί κάτω απὀ το δεξί πὀὸι του Αμφιαράου, παραπέμπει στα ζώα που εικόνιζε ο κορινθιακός κρατήρας στην ίδια θέση. Τα αποτυπώματα της (ασιακής σφραγίδες χαρακτηρίζονται από αρκετά
ανατολικά ελληνικά στοιχτία: η κίνηση έχει κατεύθυνση MOOS τι αριστεράς”,
π.Χ.. Tage την πούταση Schitfler, 6.7. ια χουναλόγηση περί τὸ 530 π.Χ. 48. Ay. αυνητικοῦ φωτουήκης της Γαλλ. Αργαιολ. Σγυκής 30170/10S4, 4110/1071
Inv. 70/
#13.
49. 50. SL 52.
Av. αρνητικοῦ gertolrang της Fax. Avyaiok. Σχολής 30169 bis/196L. Favouvius, rca, VO VIFS, LIMC 1. Zurich 1981-, 695, ag. 15. LIMC1. Zurich 1981-, 694, αμ. 7. BAL αγετικά IT. Payne, Necrocorinthia, LIMC HT, Zurich 1981-, 706.
1931, 139.
1022
Γ. Syeavrenvy-Maovevid
ο οχτάκτινος τροχός του άρματος είναι O γνωστός στις αρχαϊκές ιωνικές παραστάσειςα», Ενδιαφέρουσα είναι η στάση του ήρωα, ὁ οποίος ανεβαίνει NOVχα στο άρµα στηριζόμενος στο δόρυ του και Sev ανασίρει οργίλος το Εί(ος. απειλώντας τη σζυγο που τον στέλνει σε βέβαιο θάνατο. Στο σηµείο αυτό διαφέρει UNO την περιγραφή του Παυσανία και απὀ τον πορινθιακό κρατήρα και πλησιάζει τις γνωστές σκηνές αναχώρησης πολεμιστή”’. Όμως ο όρος. HE μεγαλύτερη την κεντρική ψήφο, που κρατεί επιδεικτικά η Ευὐιφύλη, καθώς KUL ο τρόπος NOV ο πολεμιστής αγγίζει το χέρι του νηπίου, θυμίζοντας στο ὑεατή την υποθήκη για εκδίκηση που άφησε στοὺς γιους του, μαρτυρούν για την ταυτότητά του.
Για τη χρονολόγηση της σφραγίδας στα μέσα/στροφή προς TO τρίτο τέταρτο του HOV αι. π.Χ., εκτός UNO τα αδρά χαρακτηριστικά των προσώπων, ιδιαίτερα το στρογγυλό µάτι και την έντονη μύτη, που πλησιάζουν πολύ εκείνα των θασιακών ανάγλυφων Μαινάδων και τών χορευτριών στο χιακό ανάγλυφο ὁστρακοῦ”, βοηθεί ο τύπος των αλόγων. Ο λεπτός και επιμηκυσιέVOG κορμός µε τον ανόργανο τρόπο απόδοσης, τά ψηλά και λεπτά πόδια και η μακρυά φλογόσχημη χαίτη TOV καλύπτει το λαιμό, παραπέμπὸυν σε τύπους αλόγων του ὕστερου 7ου αι. π.Χ. ή του πρώιμου 60V, όπως τα άλογα των JIEγάλων «ΠΙπλιαχών» πιθαμφορέωνῖό. Παραπλήαιος είναι ο χειρισμός της Zuiτης των αλόγων της αρματοδωομίας στις πήλινες ανάγλιφες σίµες της DEU-
TEONS ομάδας της Λάρισας του Έωμου and to 550-530 n.X.5”. Νεότερος είναι ο τύπος των ἀλόγων στην αρματοδρομία µε TOUS τρίποDEC, Οι αναλογίες TOV σώματος είναι σωστότερες, ο λαιμός και το στέρνο µικύδη. η χαίτη όρθια και πυκνή»).
Παραπέμπουν
στο δεξί άλογο της LTTO-
ὁδρομίας τοῦ αμφορέα του Μονάχου (Staatliche Antikesammlung und Glypto-
53. Hop. τα τυπωμένα µε κυλινδρική σφωαγίδα ἀρματα στους ροδτακοὺς ανγλύφους TOONS της ομάδις της [αλυσσοῦ J. Schäfer, 0.7. (σημ. 28). 53, ἡ την avazenpnen νέου σε AULQFτανη υδρία Hemelrijk, 6.7. (σημ. 46). 19, 149, αρ. 8, iv. 46-47. 54 Popa. ιδιαίτιρα TO ῥορειο-ιώνικόὸ χάλκινο F22000070 ἑλασμα από την Ολυμπία A. Yalouri, «A Hero's departure», AJA 75 (1971), 269-275, ALY. 184, CTO τη OT ROY προς TO DEVTFOO τέταρτο TON bow LX. Την ἐτρουσλικὴ EROOZN της αναγώρησης τοῦ Apgiaedan BI. στην LE Krauskopt, Der thebanische Sasenkreis und andere griechische Sagen in der etruskischen Kunst, 1974,
16.
55, H tag os AWETIN έχει κοινό καν TO FLOU της στο ολυψίας µε TZ Χίες χυρεύτοιες. 56. [ια tov ONYAEROUNEVO «αργα ϊζονταν τύπο της χιέτης στην αττική αλλα και την αντολική ελληνική μελανομµορςφη εοὐειούραφία βλ. M. Moore, Horses on black-Higured greck vases of the archaic period. ca. 620-480 B.C. (M, trou, New York University, 1971), 258-9, 57. À. Akerstrom, Die architektonischen Terrakotten Kleinasiens. Lund 1966, 51-54. aiv. 19. 58. Ag. toyntizon getolhians της Par. Αὐγαιολ. Σγολής 3017271961. Inv. 487611, Inv. SIYET, Inv. 6611. 59. BA. oyrtıada M. Moore, 0.7. (ane 56), 271 και 275.
Η avaydvgy χεραμρική στα παράλια tou Boprtou Αιγαίου
1023
thek Inv. 8763) ἡ στο πωώὠτο αριστερά GAOYO της χύλικας µε TOUS στάβλους του
Ποσειδώνα.
του ζωγράφου
του Αμάσιοςοθ,
Ιδιαίτερα Ta κεφάλια
των
ζώων έχουν πολύ φυσιοκρατικότερη διαμόρφωση σε σύγκριση µε το OYNNATOποιηµένο ρύγχος των αλόγων του τεθρίππου του Αμφιαράου. Θυμίζοιν πολύ τα άλογα. τον τύπο του άρματος, ἀλλά και τη διπλή μάστιγα του πνιόχου στην πήλινη ανάγλυφη σίµη των Κλαζομενώνό!, από τις αρχές του τελει]ταίου τετάρτου τοῦ 60V αι. π.Χ. Δεν απέχουν πολύ από τα θαυμάσια κεφάλια της επόμενης ομάδας οστράκων, στα οποία οι συνωρίδες τρέχουν χωρίς TOUS τρίποδὸες ανάμεσά τους. Η Χίνηση των αρμάτων είναι χαι στις δύο σφραγίδες µε αρματοδρομµία προς τα αριστεράόΣ,. Οι συνωρίδες της πῳω(ύτης και παλαιότερης σφραγίδας έχουν δίφρους µε οκτάκτινους τροχούς, χρακτηριστικούς των αρμάτων της ανατολικής Ελλάδας, ενώ στους δίφροιις της νεότερης οι τροχοί έχουν γίνει τετράκτινοι. ὁπως στα άρµατα της κυρίως Ελλάδαςθ», Χαρακτηριστική των πρωιμότερων χρόνων της πρώτης σᾳριγίdag είναι άλλωστε η «διηγηµματική» απόδοση των τριών φάσεων του αγώνα.
Η πρώτη συνωρίδα εικονίζεται λίγο πρίν αρχίσει η αρματοδροµία: τα άλογα σηκώνουν ανυπόµονα το εμπρός πόδι. ο NVLOXOS µε τη μάστιγα στο χέρι ETOLμιάζεται να ανέβη στον δίφρο. Το επόμενο άρμα βοίσχεται ήδη σε καλπασμό. Την ταχύτητά του τονίζει ο σκύλος NOV τρέχει κάτω and τα άλογα, αλλά πυρίως η στάση του ηνιόχου και ο χιτωνίσκος του, που φουσκώνει στην πλάτη από τον αέρα. Την κατάληξη tov αγώνα συμβολίζει ο τεράστιος τρίπτοδιις Tov αποτελεί και το έπαθλο, θυμίζοντας τον Mavoavia, Ηλιακά V,17.11
Κεῖνται δὲ καὶ τρίπωδες, ἄθλα bn τοῖς νικῶσι. Στην περιγοφή της λάρνακας του Κυψέλον, µετά την αναχώρηση του Αμϕιαράου, ο Γαυσανίας παρουσιάζει τα ἄθλα ἐπὶ Πελία και μνημονε vet MOWTA την αρματοδρομία µε συνωρίδεςό», Τα ἆθλα ἐπὶ Πελία, µε αν ραµEVE
τα ονόματα των αθλητών, απέδιδε η πίσω όψη του χαμένου κορινθια-
KOV πωατήωα NOV αναφέραμε πιο πάνω (Βερολίνο F 1655), παρουσιάζωντας 60. D.v. Bothmer, The Amasis Painter and his World, California - New
York - London
1985,
62, au. κατ. 4, 66, ag. Aut. 60.
61. A. Akerstrém, «Ein Tonreliel aus Klasomenae», Χαριστήριον εις A. Ovdavooy, IV, Αθήναι 1968, 366-368, πιν. 104, 1epi to $25 π.Χ, 62. Tu την κατ νση τιν ρμµάτων στην aväykvgn κεραμική PA. Ε. InpavtornΜπυουρνιά, Aveoxaqges ΝΗΣΟ. Ot avavArqor πίέοι, Αθήναι 1990, 72. 63. E. Σηιιαντιήνη-Αποζώμι 6.7. 138. σημ. 247. 64. Divorce για την τοτορία και τη οἡμασία τον θέματος τοι κυνηγιού TOM λαο από σκύλους ἡ σκύλων TOW τρύγοῦν χάτω από ἀὐμάτι BA. À. Äkerström, Architektonische TerraKortaplatien in Stockholm, Lund 1951, 33-61. Ειδικά για την ceveey ug Te κεμεική BAL E. Inte ντώνη-Μπουμνια, 0.7. (σημ, 37, 176-181. Για την τορευτική BA. A. Moustaka, AM 109 (1994), 19-22. 65. Hiuxu, V, 17, 9-11.
1024
E. Znneavraovn-Marovovia
δύο υπερμεγέθεις τρίποδες στο αριστερό όριο της ELXO VASE. Αν και η αωμα-
τοδρομµία είναι θέμα πολύ κοινό και σχεδόν τυποποιηµένο τόσο για τη δυτική όσο και γιά την ανατολική Ελλάδασ”, Ou ήταν δελεαστικό να θεωρήσουμε την παωάσταση των θασιακών ανάγλυφων οστράκων όχι WG έναν οποιονδήποτε αγώνα, À ακόµη και ws ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλω, αλλά ως απεικόνιση του αγώνιί yut τον Πελία. Βρίσκονται μάλιστα πιο κοντά στην περιγραφή του Περιηγητή, αφού εικονίζουν συνωρίδες χαι όχι τέθριππα όπως ο κορινθιαχκός χρ(-
TOUS. H στενή σχέση των ovo θασιακών κυλινδρικών σφωαγίδων (αναχώρήση του Αμϕιαράου και αρματοδρομία µε τρίποδες) µε Eva τόσο διάσημο έργο της κορινθιαχκἠς μικροτεχνίας όπως είναι η λάρνακα του Κυψέλου, φαίνεται να παρέχει ένα επί πλέον στήριγιια στην άποψη για γενικότερη εξάρτηση των κυλινδρικών σφωαγίδων ανάγλυφης κἐραμµεικής ἀπό την τέχνη της Κορίνθου. Οι σχέσεις αυτές συζητήθηκαν εκτενώς aoû. Στη δεύτερη ομάδα οστράκων HE παράσταση αρματοδρομίας ÉXOURE TO αποτύπιυµα νεότερης σφραγίδας TOV αποδίδει ένα «στιγμιότυπο»όὈ, Όλα τα άλογα TEEXOVV, οι TVLOZOL TOUS «ελαύνουν» τα άρματα και έχουν φουσχκωμένους από Tov αέρα χιτωνίσκους. Η µόνη διαφορά μεταξύ των συνωφρίδων εντοπίζεται στη φάση του καλπασμού των ζώων, που διαπιστώνεται «πό τη στάση των πίσω ποδιών τους. Απροσδόχητη µέσα στη γενικότερη εντύπωση ταχύτητας είναι μόνον η πάπια (0) που ήρεμη βόσκει κάτω από τα ανασηκωμένα πόδια των αλόγων του πρώτου άρματος. Κάτω ἀπό το δεύτερο σκυλιά που τρέχουν. Ta κεφάλια των αλόγων της νεότερης σφραγίδας είναι εντυτω-
σιακά. Η στάση του ηνιόχου και Ta κεφάλια των αλόγων είναι πολύ κοντά στις πήλινες ζωφόρουὺς των οµάδων ΗΙ-ΙΝ της Λάρισας του Epnov”, από τὸ τελευταίο τέταρτο του 6ου aL. π.Χ. Η διαφορά τους από τα κεφάλια των ζώων
της προηγούμενης
σφραγίδας
είναι εκείνη που χωρίζει την απύδοση
των κεφαλιών των αλόγων του ζωγράφου του Αντιμένη N των πρώιμων ÉQ-
γων της µελανόμοωφης αττικής ομάδας του Λεάγρουτ! από τις ερυθρόµουGES χύλικες του Ευφφρονίου της προτελευταίας δεκαετίας Tov 601 αι. π.Χ.;”. 66. N. Παπαχατζής, Πανσανίου «ἰλλάδος Περιήγησις», Μεσσηνιακά- Ηλειακά. Αθήναι 1979, 292, Eux. 294, 67. Για to Pogeto-tavize χώρο BR. T7. τις παραστάσεις στις σαρκοφἀγους των Κλαζομενων, R. M. Cook, 6.7. (one. 199, 115, auuzog iron Gl, G2, G10, GIS. 68. E. Znpuvuovn-Maovovu, 6.27. Con. 36). 175-189. 69. Ag. αρνηήτικοῦ φωτυθήκης της Fark. Apzinor. Σχολής 30170/1961, 30174/1961, 30175/ 1961, 30177.
70. À. Akerstrom, 6.7. (σημ. 57), 54-64 πιν. 23.25, 33-34, απο τὸ 510.500 π.Χ. 71.114. J. Burrow, Der Antimenesinaler. Mainz 1989, iv. 62. J. Boardman, Athenian Black Figure Vases, London 1974, 109-111, eta. 201 9 206. 72. Euphronios, peintre a Athenes au Vle ν. aJ.Ch., Κατάλογος Εχθίσεως ato Aovpoo 18.9/
H ανάγλυφη κεριέική στα παράλια tot Βόρειου Αιγαίου
102$
H χρονολόγηση της σφραγίδας που τύπωσε την αρματοδρομία HE TOUS τρίποδες στη στροφή προς το τελευταίο τέταρτο του όου αι. π.Χ. και εκείνης µε µόνη την παράσταση των συνωφρίδων προς TO τέλος του ίδιου τετάρτου φειίνεταν λογική. Κορώνίδα των εικονιστικώὠν σκηνών που τυπώθηκαν σε ανάγλυφα «yVELO µε την τεχνική της κυλινδυικής σφραγίδας αποτελεί η «αρπαγή του τρίToda» (Εικ. 3),που γνωρίζουμε σε περισσότερα αντίτυπα από τη Θάσο”. Στο κέντρο ο Ηρακλής µε θώρακα έχει τον τρίποδα επ᾽ ώμου και βαδίζει προς τα δεξιά, τραβώντας πίσω του έναν τράγο”1. Τον ακολουθεί ο ΑπόλλωVAG µε ιμάτιο εμπρός από το στήθος, οι ελεύθερες άχρες του οποίου κρέμονται πίσω από τοὺς ώμους του. Με το ἁπλωμένο αριστερό του χέρι κρατεί το πόδι του τρίποδα. Τους πρωταγωνιστές πλαισιώνουν και ενθαρρύνουν [LE χαρακτηριστικές χειρονομίες η Αὐηνά µε περικεφαλαία και δόρυ και η Άυ-
τεµη. Στο καλύτερα διατηρημένο αποτύπωμα”” εικονίζονται ακόµη: γενειοφόρος Χαι µε διάδηµα θεός προς τα αριστερά, που στέκεται πίσω από την Άωτεμη κρατώντας διαγώνια σκήπτρο ή τρίαινα, από το οποίο σώζεται µόνο TO κάτω μισό. Αναγνωρίζεται ανάλογα ως Ζευς ή Ποσειδών. Φτερωτή γυναιπεία θεότητα προς τα δεξιά στέκεται πίσω από την Αθηνά. Θα μπορούσε να
χαρακτηρισθεί wg Ἶρις n και ὡς Έρις. H πρώτη εμφανίζεται συχνά σε συγκεντρώσεις θεών. Η δεύτερη είναι μάλλον σπάνια, ιδιαίτερα στην αρχαϊκή ELκονογραφία. Η παρουσία της όµως σε διαμάχη είναι απόλυτα δικαιολογηµένη και dev είναι αμάρτυρη σε µελανόμορφες παραστάσεις του αγώνα για τον τρίποδα”ό, Η διάταξη των μορφών στο medio µε τη ρυθμική εναλλαγή εκείνων που στρέφονται προς το κέντρο της παράστασης και εκείνων που στρέφονται προς τα έξω, ο τονισμός του Ηρακλή ως κεντρικού χαρακτήρα του μυθικού επεισοδίου µε την εξασφάλιση κάποιου ελεύθερου χώρου γύρω του, κυρίως όµως ο χειρισμός της πτυχολογίας των ενδυμάτων, το βαρύ, στρογγυλό πηγούνι, τα
πρόσωπα µε τα αρμονικά χαρακτηριστικά, μαρτυρούν όχι µόνο για την EEULρετική ικανότητα του χαράκτη αλλά και για τους όψιµους χρόνους της KUTLσκευής της σφραγίδας.
H σχέση µε έργα αγγειογραφίας του τέλους της επο-
31.12.1990, (Paris - Milan 1990), 174, αρ. 36 πύλικα Βρετανικυύ Μουσείου, 183, αρ. 41 atau Μωνάχον µε την παράσταση vearpod τππέα στο Londo AGL την ETLYQUE «Λέαγρος καλός», 73. Au. αρνητικού φιωτωθήκὴς της Fada. Λογαιυλ. Σχυλής 30169bis/1961 και πληρέστίρυ 41299 Inv. 269211. 74, BA. τις σχιτικές THOOTUMELES ερμηνείας στο LIMOT, Zurich I981-, δν. Apollon, ag. 1020 και χε. ULF. 75. LIMC, 0.77, αρ. 1020 pie φωτογραφίει. 74. Για τις πιιωαατάσεις τὴς Eowdoz γενικά BA. IT. A. Shapiro, Personifications in Greek Art, Zürich 1993, 41-61, ut THY Tupoveniee της στων εὔίονα γε TOV TOUTUÔd OT. 54 και ont. 82.
1026
E. Zanavrovn-Mrovevia
χής των «σκπανέων» είναι προφανής”, Πρωταγωνιστές και απλοί θεατίς της αρπαγής του τρίποδα ÉYOUV τις πλατειές, άνετες χινήσεις των µορ(ών στα αγγεία του Ευὐθυμίδη”5 και των συγχρόνων του, ενώ οι πτυχές χιτώνων
και ιµματίων Sev απέχουν καθόλου από εκείνες των ερυθρόμορφων αγγείων του τέλους Tov 6ου au. Ιδιαίτερα για το κεφάλι της Αἰηνάς Ba έπρεπε κανείς να σημειώσει TH µεγάλη συγγένεια µε ακόµη νεότερα έργα, όπως
π.χ. HE TO
νπεφάλι της θεάς στον αμφορέα του ζωγράφου του Βερολίνου που εικονίζει στην άλλη όψη την αρπαγή του τρίποδα”). Δε γνωρίζω κάποιο ακριβές παράλληλο του επεισοδίου όπως παρουσιάCetar στα θασιακά ανάγλυφα όστρακα, αλλά de θα ήταν καθόλου περίεργο 0 χαράκτης της σφραγίδας να έχει αντιγράψει κάποια µεγάλη σύγχρονή του ὁημιουργία σε δύο ἡ σε τρεις διαστάσεις. Οπωσδήποτε η ποιότητα του έργου
παραμένει, για την ώρα, αξεπέραστη στην ανάγλυφη κεραµεική του 60V αι. π.Χ. Εδώ η κάπως «μηχανιστική» διακόσμηση των χονδρών αγγείων της TTEριόδου αίρεται σε επίπεδα υψηλής δημιουργίας. Αποτυπώματα κυλινδρικών σφραγίδων µε επιδέξια λάξευση pas έχουν σωθεί αρκετά ἀπό τον 60 αι. π.Χ.δ0 και σε κάποια un’ αυτά, όπως στα αδπιιοσίευτα λίγο παλαιότεριι ὀστρικα µε παράσταση Διονυσιακού θιάσου armé την Κέαδὶ, διαπιστώνεται πρωτοτυπία και ζωντάνια ανάλογη της θᾳασιακήἠς αρπαγής του τρίποδα. Η ευγένεια όμως των προσώπων
Χάι των στάσεων στο θασιακό ὁστωακα είναι
αξεπέραστη. Από τη σύντομη ανασκόπηση των λίγων ἐπρημάτων που EZOVV γίνει κατά
καιρούς γνωστά στη βιβλιογραφία, Oa μπορούσε κανείς να διατυπώσει κάποιες παρατηρήσεις, η ισχύς των οποίων µόνο µετά τη δημοσίευση του συνό-
Lov του διαθέσιμου υλικού θα οριστικοποιηθεί. AvayAven διακόσμηση της χονδρής κεραμµειχής (πίθοι, τρίποδες, πήραύνα) ἐμφανίζεται στον βουειοἀανατολικό ελλαδικό χώρο µε TH στροφή προς τον 6ο αν. π.Χ., χειροποίητη (π.χ. οι τρίποδες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου), ιδίως όμως έντυπη, µε TH χρήση κυλινδυικής σφραγίδας και σὺνciter µέχρι το τέλος του αιώνα. Πολλά απὀ Ta διακοσμητικά θέματα είναι εικονιστικά. κάποια μάλιστα δεν απαντούν αλλού. Είναι όμως φανερό ότι η 77. Πωβλ. J. Boardman, Athenian Red figure Vases. 32.2 tor Σμίκρον, εἰκ. 40.1 toi bivtion.
The Archaic Period, London
78. Wey. J. Boardman, 67, ri. 33.2, 34.1-2, 35. BA. axon
1975, εικ.
M. Wegner, Eythymides
Euphronios, Münster 1979. 79, J. Boardman, 6.T., ει. σελ. 133. eta. 1402. 80. BR. 2.7. τις χορινθιαχκές aquxtyidrs π.π. σημ. 40, tous ae. σφραγίδες TT. on. 4), τους αρ. 5,6, 8, 14. SL, 11.7. ann. 31, αρ. 17.
und
1,8, 9, ἡ τις χυλλαδικές
H ανσλυφή κεραμεική στα παράλια tou βόρειου Αιγαίου
1027
εποχή της πρωτοπορίας των κεραµέων TOV κατασκεύασαν τα αριστουργήµατα της ανάγλυφης κεραμµεικής του 7ου αι. π.Χ. EXEL περάσει ανεπιστρεπτίἰ. Πρόκειται πλέον για δευτερεύουσας σημασίας τέχνη, περιορισμένη στην κόσµηση μεγάλων χρηστικών αγγείων, µε μεθόδους που επιτρέπουν ταχύτητα στην παραγωγή περιορίζοντας παράλληλα τη δημιουργική φαντασία tov κεραμέα. Το προβάδισμα έχει τώρα η αγγειογραφία. Απλή παρατήρηση της εικονιστικής διακόσμησης των χονδρών αγγείων του 6ου αι. π.Χ. σε όλο τον ελληνικό χώρο, κάνει αµέσως αντιληπτή την AlBAUVON των τεχνοτροπικών διαφορών μεταξύ των τοπικών εργαστηρίων ανάγλυφης κεραμεικής. Τούτο γίνεται ιδιαίτερα αισθητό στην περίπτωση της Θάσου (κατ’᾽ επέκταση και της Σαμοθράκης), που διακρίνεται για «πολυσυλλεπτικότητα» επιρροών. Πρώτα η κορινθιακή και στη συνέχεια η αττική EITLÖDUση εµβολιάζουν to τοπικό καλλιτεχνικό ιδίωμα, χωρίς βέβαια ποτέ να µεταβάλλουν τον έντονο πῳοσανατολισµό του προς το βορειο-ιωνικό πολιτιστικό xAipa. Τους δύο exdpevous αιώνες, 50 και 40, η ανάγλυφη εµπίεστη διακόσµηση (µε επίπεδη ή κυλινδρική σφραγίδα) περιορίζεται σε µια ειδική κατηγορία χονὺρών αγγείων, τα πήλινα περιρραντήρια À λουτήρια (κάποτε και λάρναKEG), TU οποία µε το σχήµα και τη δανεισµένη από την αρχιτεκτονική διακόσµησή TOUS εντάσσονται αβίαστα στον ανατολικό ελληνικό τύπο του σκεύους. Προς το παρόν και µε τοὺς περιορισμούς που θέτει η εποπτεία µόνο του δηµοσιευµένου υλικού, η εικονιστική διακόσμηση στην ανάγλυφη κεραμεική της Βόρειας Ελλάδας εντοπίζεται αποκλειστικά στα νησιά της περιοχής. Το γεγονός θα πρέπει ίσως να ερμηνευθεί µε βάση τη μακραίώνη παράδοση του ευρύτερου νησιωτικού χώρου και ιδιαίτερα των Κυκλάδων, στο είδος αυτό της διακόσμησης των μεγάλων, χονδρών αγγείων. Τοµέας Αρχαιουλυγίας και Ἱστορίας της Τέχνης, Πανεπιστήμιο Αθηνών
1028
E. Ennavrovn-Maovovid
αι Be
TIM
AN
Pri g
Eux. 1. Τομές χειλέων λεκανών (1-2) και υποστατοῦ (5) από λουτήρια ή περιρραντήρια χαι Aagvaxwy (3-4) των παραλίων της Θράκης, στο Μουσείο Καβάλας (Γ. Μπακαλάκης. «Πῤοανασκαφιχές έρευνες στη Θράκη». Θεσσαλονίκη 1958, 76, etx. 17).
Εικ. 2.
Avaywonon Augtapaov. Όστρακοὸ ανάγλικρου αγγείου από τη Θάσο (αρ. αρνητ. (ωτοβηήκης EFA 41306, J. J. Mattre).
Η ανάγλικρη χεραµεική στα παράλια του Βόρειου Αιγαίου
Εικ. 3. Αγώνας για tov Τρίποδα. Ootpaxo avayAvgou «γείου από τη Οσο (αρ. αρνητ. ᾳωτοθήκης EFA 41299, G. Reveillac).
1029
81 ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ ΚΡΑΤΗΡΑΣ TOY ΛΥΔΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΣΤΗ ΘΕΡΜΗ (ΣΕΔΕΣ) ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟ KAI Η ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΑΓΓΕΙΩΝ ΤΟΥ ΑΤΤΙΚΟΥ ΑΓΓΕΙΟΓΡΑΦΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Ευδοκία
Σχαρλατίδου
Agopun για την παρουσίαση αυτή έδωσε η ἀνεύρεέση και η δημοσίειση από την υπογράφουσα ενός µελανόμορφου κιονωτού κρατήρα που είναι έργο του Λυδού, ενός από τους σημαντικότερους αγγειογράφους του αττικού Jit-
λανόμορφου ρυθμού!, Ο κρατήρας προέρχεται από το νεκροταφείο TOV (LYLLσκάπτεται τα τελευταία χρόνια στη σηµερινή Θέρμη (πρώην Σέδες) στα ανατολικά της Θεσσαλονίκης, το οποίο σχετίζεται µε έναν από TOUS «περί TOV Θερμαίον χόλπον» οικισμούς µορφής τράπεζας των ιστορικών χωόνων”. H µελέτη Tov κρατήρα αυτού έδειξε ότι το αττικό αυτό αγγείο είναι Eva (πό τα πρωιµότερα έργα του Ardot, χρονολογούμµενο περί το 560 π.Χ. Σας TO παρουσιάζω πολύ σύντομα: Το ύψος του είναι 0,38 u. Έχει τὸ τυπικό σχήµα των εττικών χιονωτών κωατήρωντου α΄ μισού του 6ου αι. π.Χ. µε τα χαρακτηριστικά TETOGTTAEVOU και οριζόντια πλακίδια επάνω από τις λαβές (Εικ. 1). Στη διακοσμητική ζώνη του σώματος απεικονίζεται στην κύρια όψη Eva μυθολογικό θέµα, η θήρα του Καλυδωνίου κάπρου. Στο κέντρο της παράστασης TO ἁγριο ζώο δέχεται την
επίθεση τριών σκυλιών και δύο ομάδων κυνηγών, αφού έχει προλάβει να κιιταφέρει θανατηφόρα κτυπήματα σε έναν άλλο χυνη/ὁ που κείτεται νεκοός στο ENUGOS χάτω από Tov κάπρο. Ο μύθος αναγνωρίζεται αμέσως εξαιτίας της παρουσίας µιας γυναίκας κυνηγού στὸ δεξιό άκρο της σκηνής που Orv είναι άλλη απὀ την Αταλάντη. Où επί κεφαλής των δύο ομάδων ανδυικές μορφές θα πρέπει να ταυτίζονται
µε TOUS πρωταγωνιστές
του πυνη
ιού
ἡ-
gor, Tov Μελέαγρο, Tov Πηλέα ἡ ακόμη τον Μελανίωνα, µε βάση τις «νίλογες παραστάσεις αττικών. μελανόμορφων αγγείων της ίδιας εποχής. ὁποι
1. BA E. Σκιαλατίδουῦ, «Ἔνις νέος χιονωτός κρατήρας τος Adon από τη Μα κιδονίκο», AAA ΧΧΠΗΙ-ΧΝ VII (1990-1995), 175 κει 2. Για την ava
zn ἑρευνα στο apte
νεκροταφείο στη Θέρμη (5 1ες) βλ. 0.7, σημ.
|.
1032
Erdozia Ixuwiaridon
τα ονόματα των ZUVMYIHV ὁηλώνονται µε επι οαφές, Έτσι, και ο νεκρός AI VOS
κάτω (ETO TOV χάπωο µε βεβαιότητα OZEOOV μπορεί να ταυτιστεί [LE TOV
Armalo. Στη ὑεύτερη όψη TOV κωατήρα
υπάρχουν OVO αντωποί κάπροι και ανά-
μεσά TOUS ἕνα υὐρόβιο πτηνό Kar Eva φυτικό θέµα Ayo πιο πάνω CEUX, 2). Μεταξύ των παραστάσεων των Oto Gye, χάτω από τις λαβές, εικονίζεται απὀ ένας αετός µε ανοιχτά στευρά. Τέλος, στα OVO ορθονώνια, ουιζόντια πλακίδια επάνω απὀ τις λαβές υπάρχουν πωοτομές γενειοφόρων ανδυιADV μουφών, H ταύτιση TOU αγηειονράφου TOV κοατήσα της Θέμης [LE TOV AVOO είναι [ELLY και αδιμφισβήτητη εξαιτίας TOU χαρακτηοιστικοῦ στυλ (μνημειακότη-
τα και στιῤαρότητα των μορφών, σαφές, σταθερό και δυνατό περίγραμμα). του χαρακτηοιστικοή τρόπου σχεδίασης των μορ(ών (όπως των ματιών, των
αὐτιών χαι των ανατομιχών λεπτομερειών), αλλά και του επί μέρους θεµToAoylov (Ta ανδρικά χεφάλια στα οριζόντια πλακίδια και τα μεγάλα πουλιά NE τα ανοικτά φτερά κάτω από τις λιφβές). Όλα αποτελούν τυπικά στοιγεία του Λυδού, αλλά και της σχολής του. O Λυδόςὰ εργάστηκε επί κεφαλής ενός µινάλου κεραμεικού εργαστηωίου στην Αττική στα χρόνια λίγο TLV τα 560 π.Χ. feng Ta 535 περίποιΒ. Δημιοίςγησε γύρω του ένα κύκλο καλλιτεχνών, αλλά και μαθητές στους οποίους τιν ιδιαίτερα έντονη η επιρροή του ῥασχάλου τους απλή επανάλειψη ἡ τη OOVALAT μίμηση τοῦ έργου του σύνολο της παραγωγής του εργαστηρίου τοῦ AVOot, συνεγχιστών τον διακρίνεται GTO µία ομοιογένεια που
TOV έφθανε συχνά στην Λυδού, Έτσι, όμως, To των μαθητών και των την κάνει να Εεχωρίσει
ανάμεσα στα άλλα κεραμµεικά εργαστήρια TOV μελανόμορφου ρυθμού». Παρά την ομοιογένεια αυτή, ο Beazicy® riye ξεχωρίσει απὀ το προσωπικό έργο TOV
AvOon οµάδες αγγείων που ανάλονα µε το βαθμό εξάρτησής τους ἀπό το FOYO TOV ὁασκάλου, απέδωσε είτε σε καλλιτέχνες του ίδιου Tov ερναστηρίοι, tite Où άμεσους µαθητές, όπως τὸν ζωνράφο του Λούβοου F6 και τον ζωγυάφο τον Εατικανού 309, είτε σε κύκλο μαθητών του. όπως ο ζωγράφος της Κιμήλας; n o Ready Painter. Την επίδραση tov εργαστηοίου του Avdot διέκοινε σε ομάδες «manner of Lydos» (κατά Tov τοόπο Tov Adon) ή «Re-
3. AUOT 4. O7.
μελετη yur tov Ando iA. M. Τις,
O ATOS και To cove ron, Αθηνα
1976.
84-86.
5. Bh. αγετικἁ 0.7. 91. 6 ABV, 107 κε. Para, Id ar. παι Add (1982), 12 κ.ε. Bh. επίσης M. Tepito, 6.7. 7, to Soyadıqo αὐτὸ ο M Tıßrows (OT. 47 2.8. zu 91) απεδιωισ ia ομαδα AA Za τον TeQuv te, την OTOLEEETOOVOZETLOF TO TO TOOOONTEZG EUYO TOV AOL,
eT}
Evag νέος κρατήρας του Aboot από TO νεκροταφείο στη O&O]
1033
lated to Lydos» (σχετική µε το Λιδό), αλλά και σε ἀλλεςᾶ. Η καλλιτεχνικἡή παραγωγή αυτού του σημαντικού εργαστηρίου διοχετειτηχε µέσα από τους εμπορικούς δρόμους της εποχής σε πολλά σηµεία του αρχαίου κόσμου. Ένας από αυτούς τους εμπορικούς ὁρόμους οδηγούσε και στη Μακεδονία, όπον NON στα πρώιμα αρχαϊκά χρόνια τα αττικά χεραμεικά εργαστήρια στέλνουν τα προϊόντα τους». Στο χώρο της Μακεδονίας είχαν επισημανθεί παλιότερα μερικά µελάνόµορφα αγγεία ή θραύσματα αγγείων NOV είτε σχετίστηκαν µε το εργαστήριο του Avdsov, είτε αποδόθηκαν σε µαθητές του ή στον κύκλο του, είτε ακόµη σχετίστηκαν µε τοπικά εργαστήρια που εργάζονταν χάτω από την έντονη ἐπιρωοή του. Η ενίσχυση της ανασκαφικής δραστηριότητας στη Μακεδονία τα τελευταία χρόνια έφερε στο φως xat νέα ευρήματα, δημοσιευμένα ή αδημοσίευτα ακόµη, Ta οποία Ha Cus παρουσιάσω µαζί µε τα παλιότερα, χάρη στην ευγενική παραχώρηση του σχετικού υλικού εκ µέρους συναδέλφων των Εφοφειών Αρχαιοτήτων της Μακεδονίας, κυρίως όµως της Εφορείας Θεσσα-
λονίκης!ο, Στον ίδιο το Λυδό ο Beazley είχε αποδώσει ένα όστρακο κιονωτού κρατήρα απὀ την Όλυνθο!! xa αυτό ήταν µέχρι πρόσφατα το µόνο δείγμα έργου του ίδιου του αγγειογράφου στη Μακεδονία. Από τις πρόσφατες, όµως, ανιισκαφές στην Τούμπα Θεσσαλονίκης, όπου βρίσκεται ένα ad τα προκασσάνὄρεια πολίσµατα στο μυχό του Θερμαϊκού κόλπου, προέρχεται Eva ορθογώνιο πλακίδιο ενός µελανόμορφου, κιονωτού κρατήρα µε TO κεφάλι µιας ανδρικής γενειοφόρου µορφής! Η γραµµή σχεδίασης των λεπτομερειών είναι τυπικά «λυδική». Αν το πλακίδιο αυτό δεν προέρχεται από έναν πρώιμο κρατήσα του) ίδιου του Λυδοῦ, τότε είναι έργο ενός πολύ στενού συνεργάτη του που τον µιµείται πιστά, είναι δηλ. αυτό που ο Beazicy αποκάλεσε «near Lydos». Έτσι, ο κρατήρες «πό τη Θέωμη είναι το πρώτο µέχρι σήµερα ολοκληρωμένο και µε 8. Βλ. παραπάνω σημ. 6 και ὁ.π., 01.
9. Για TO εμπόριο των πρώιμων αττικών αγγείων στο βόρειο Αιγαίο, BA. M. Τιβέριος, Πρυβλήματα της αττικής μελανόμορφ ns κεριικής, Θεασαλυνίκη 1988, 151 κ.ε. 10. Ιδιαίτερες evyaguaties οφείλω στους συναδέλφους M. Μπέσιο για την παωχώωήηση αδημοσίευτοῦ υλικού από ανασκαφές που διενήονΊκτε ο ίδιος στην Πιερία και K. Σιαµανίδη γι την παραχώρηση TOV DUATUAG YOU OU τὴς δημοσίενσης TOV χιονυτών μελανόμορφων κωατήνκον της Ay. Παιισκευής, Ὑπύγχορεη εμαι επίσης για την παροχή φωτογραφικού υλικού καὶ DU κο” λύνσεων σε πρακτικά θέματι στοὺς αν ναδέλφονυς X. Κουκούλη- Χρυσανθάκη, Β. Αλλαµανη. E. Τρακοσοπούλου, K. Συυέρεφ, K. Χατζηνικολάοα, A. Απτσελή, Κ. din και Τ. Παπανικολάυυ. LL Olynthus V, av. $5, 66, ABV, 108,10 και M. Τιβέριας, O Abode... σημ. 86. iv. 708. 12. To πλακίδιο TQOFOZETL ETO την ανασκαφή TOU 1990 ato οικόπεδο της Odor Καλαβοςτων 19 της Τυύμπας (PA. σχετικά, K. Zovtorg, «Tovuta Θισπσαλυνίκης: ανασκαφές στην οδό Καλαβρύτων», AEMO 4 (1990), 299-313, eta. 13) και φέρει αριθµό ευρετηρίου MO 18725 tov Αυὐχαιολογοοῦ Μουσείου Oruoukoviang.
1034
Eiwoxta Lxugdaridor
βεβαιότητα αποδιὸόµενο στο AVOO έργο από τη Μακεδονία. Πολύ καλής ποιότητας δείγματα χιονωτών κρατήρων TOV συνδέονται στενά µε το εργαστήριο του Λυδού, Ju μπορούσαν δηλ. να ενταχθούν στην ομάδα «near Lydos», προέρχονται ἀπό την Πιερία. Δύο όστρακα από τη θέση «Λουλούδια» του Κίτρους!ὁ, στα οποία διακρίνονται αντίστοιχα τρεις ανὸριKEG μορφές και µέρος από το χἐφάλι γενειοφόρου άνδρα (το δεύτερο UNO TO
πλαχίδιο της λαβής) μπορούν να συγκριθούν µε έργα της ώριμης φάσης τοι! Auot (Eur. 3). Πολύ κοντά στο Avdd επίσης είναι η παράσταση ενός τμήματος UNO TO
GW ενός κιονωτού κρατήρα απὀ την Πύδνα! (Εικ. 4). Διακοσμείται µόνο NE Cou: αντωποί πάνθηνες ποὺ πλαισιώνουν Eva υδρόβιο πτηνό στη µία Gyn, υπολείμματα απὀ την παράσταση ενός αιγάγοου στην άλλη και υδρόβια πτηνά κάτω UNO τις λαβές. Αλλά και Eva ἀπό τα ὁύο όστρακα κιονωτού κρατήvu από τη θέση «Λουλούδια» του Κίτρους Πιερίας!» διακρίνεται γιά την xuAn) ποιότητα του σχεδίου µιας οκλάζουσας σφίγγας η οποία εικονίζεται 0° avτό (Εικ. 5). Πρέπει να σχετίζεται χαι αυτό στενά µε TO εργαστήριο του Λυδου. Στο ίδιο εργαστήριο ανήκει και το πλακίδιο ενός αττικού κιονωτού πρα-
τήρα µε παράσταση κεφαλής γενειοφόρου άνδρα που προέρχεται από την τράπεζα στο Καραμπουρνάκι!ό, όπου ο οικισμός που συγκεντρώνει τις πεὑισσότερες πιθανότητες ταὐύτισής του µε την αρχαία Θέρμη!7.
Τα άγρια ζώα είναι θέµα πολύ προσφιλές στο εργαστήριο του Λιδού. Eiναι, όµως, ακόµη πιο συνηθισμένο θέµα στα αγγεία που δεν σχετίζονται άµεσα µε το εργαστήριο του Λυδού. Ta περισσότερα από τα αγγεία µε ζώα ανήκουν στον κύκλο του Λυδού ή αχόµη στην ομάδα «manner of |γάο»»ἰδ και είναι αγγεία μαζικής παραγωγής, στα οποία οι αγγειογράφοι. εκτός απὀ τα θέµατα, προσπαθούν να μιμηθούν και το στυλ του Λυδού. Τα ζώα κοσμούν τις δευτερεύουσες όψεις ή συχνά και τις δύο όψεις των πρατήρων κυρίως µε Eva KAT" εξοχήν ομοιογενές στυλ, εξαιτίας του οποίου dev είναι δυνατόν να
13. Προέρχόνται «πό τὸ λάκκο A325 και φέρουν αρυῤμοὺς ευρετηρίου Tuis23a ur Πυ 1328 αντίστοιχα του Μουσείου Θεσσαλονίκης, 14. Πωοέσγεται από To λάκκο ALD του teyputepaziow 527 του Murzevyıakov Πιερίας και φέρει EQUIPO ευρετηρίου vix27 ton Μουσείου Θεσσαλονίκης, 15. Φερουν αριθμούς ευρετηρίου M1829 και 101833 του Μονσείου Θεσσαλονίκης, 16. To ὀστραχυ ανηκει την Αργαιυλογινή Συλλογή του Μουσείου Expayeiov toit Αριστυ-
τελείονυ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και έχει MOLL
333 (BA. σχετικά, M. Τιβέριος, «Ὀστριικα
uno τὸ Κιωαμπυν νά πι», AEMO | (1987), 252. ana. 29, eux. 14). 17. BA. οχετικά Κ. Ρωμαίος, ΛΙακεδονικά (1940), Lae, του tou, Επιτµβθιον X. Taovvra (1941), 358 κε. Ν. G. L. Hammond, A History of Macedonia { (1979). 152 κει σημ. 3 και M. Τιβευιος, «Alvin A. Λιζαμίδη», Θεσσαλονικη 1990, 71 κε (κυρίως 77-80). IS ABV,
114 κ.ε.
Evas νέως κρατήρας tov AUdOV από To νεκροταφείο στη Θερμή
1035
Εεχωρίσουν διαφορετικά χέρια στην απεικόνιση ζώων, ακόµη και όταν avaγνωρίζονται τα διαφορετικά χέρια στις ανθρώπινες μορφές των idtwv uyγείων. Ένας κρατήρας αυτής της ομάδας προέρχεται από τάφο του βορείου νεχροταφείου της Πύδνας!». Σε κάθε µία όψη εικονίζεται ένας αίγαγρος που βόσκει (Εικ. 6, 7) και κάτω από κάθε λαβή and ένα υδρόβιο πτηνό (Εικ. 8). Την αµελή σχεδίαση των παραστάσεων συμπληρώνουν O° αυτό τον κρατήρα η απλοποίηση του σχήµατός του, καθώς ο κεραµέας παρέλειψε τα οριξόντια πλαχίδια πάνω ano τις λαβές. Στην ίδια ομάδα ανήκουν τα όστρακα ενός κρατήρα του Αρχαιολογικού Μουσείου Βεροίας από την περιοχή του νομού Ημαθίας στη Δυτική Maxedovia, µε ανάλογη διακόσμηση πτηνών, σειρήνων και ενός αιγάγοουξθ, καθώς AGL Eva όστρακο από τη θέση «Λουλούδια» του ΚίτρουςΣ!, στο οποίο διακρί-
νεται το πίσω πόδι ενός αιγάγρου (Εικ. 9). O Beazley κατέταξε στην ομάδα «maner of Lydos» δύο πλακίδια από κιονωτούς κρατήρες µε παράσταση
σφίγγας, το Eva από το ιερό της Παρθένου στη ΝεάποληζΣ, το άλλο and τη 9400. Εκτός από τα προηγούμενα ÔELYUATO αττικών κιονωτών πρατήρων που σχετίζονται µε το εργαστήριο N) τον κύκλο του Λιυδού, προέρχονται από το
χώρο της Μακεδονίας και αρκετοί κρατήρες που αποδόθηκαν στον στενό µαθητή του Avdod, τον ζωγράφο του Λούβρου F6. Ο κρατήρας αρ. 235 του Αρχαιολογικού Μουσείου Πολυγύρου απὀ την περιοχή των Βραστών στην ενδοχώρα της ΧαλκιδικήςΣ4, είναι ένα πρώιμο έργο TOV, µε παράσταση της χρίσης του Πάρη στην κύρια όψη, δύο αντωπές σφίγγες στην άλλη όψη και έναν αετό µε ανοιχτά φτερά κάτω από κάθε λαβή, σύµφωνα µε το πρότυπο του Λιδού, και από µία σφίγγα στα πλακίδια τῶν λαβών. Όψιμο έργο του ἰδιου ζωγράφου είναι ένας χιονωτός πρατήρας UNO TO
γνωστό νεκροταφείο της Σίνδου ota δυτικά της Θεσσαλονίκης2», µε παράσταση αναχώρησης πολεμιστή στην α΄ όψη και αντωπούς πάνθηρες που πλαι19. Πρόκειται για tov τάφο T425 ato αγροτεµαχιο 480 του Μακρυγιάλουῦ, Φέρει αριθμό ευρετηρίου [11826 tow Μουσείου Θεασαλονίκης, 20. Βλ. AA 35 (1980), Χρυνικά Bo 2.411. iv. 24Sa. 21. Προέρχεται ate την top T0291 tov 1995 και φέρει αριθμό ευρετηρίου TIVIKI4 tou Μουσείου Θεσσαλονίκης. 22. Para, 47. 23. Et. Thas. ΥΠ. iv. XX X VIE. 104 και Para. 47. 24. M. Τιβέριος, fouofiiniare.….. VS AE. eu. 1-19. 25. Φέρει αριθμό ευρετηρίου MOS327 tow Movoetov Orauadkovians. Βλ. σχετικά I. Bozvtoroûkov, Aux. Λεσποίνη, B. Μισαηλίδον, M. Τιβέριος, Zivôus, Oragadovian 1985, 230-231.
1036
Evooxta Laapdariooe
σιώνουν KUKVO στην άλλη.
|
Θραύσματα άλλων πιονωτών κρατήρων, TOV αποδόθηκαν µε βεβαιότητα n πιθανότητα στον ζωγράφο του Λούβρου Ε6, προέρχονται και ἀπό άλλες (έσεις της Μακεδονίας, όπως ένα πλακίδια λαβής µε ανδρική γενειοφόρο κεφαλή ane τη Θάσοζό, η βάση και τµήµα TOV σώματος ενός άλλου κρατήρα µε παράσταση αετού µε ανοιχτά φτερά και άλλα ζώα απὀ το νεκροταφείο της αρχαίας ΑκάνθουΣ7, καθώς και άλλα αδηµμοσίευτα θραύσματα απὀ την Τυάγιλο και την Οισύµη στην Ανατολική Maxedovia?®, Με έναν από τους µαθητές Tou Avdod, πιθανόν τον ζωγράφο της Καμή-
AUG, συσχετίστηκε ένα μικρό OOTQUXO µε δύο πολεμιστές από TH Lavy της
Παλλήνης στη Χαλκιδικήδ). Το ὀστρακο προέρχεται από χύλικα τύπου ΣιάVV και είναι το μοναδικό μικρού μεγέθους αγγείο στο βορειοελλαδικό χώρο που σχετίζεται µε TO εργαστήριο του Λυδού. To 1970 n D. Ζαφειροπούλου δημοσίευσε στο BCH μεταξύ άλλων ayγείων του Μουσείου Θεσσαλονίκης και τέσσερις µελανόμορφους κιονωτούς κρατήρες”Ὀ, Από τους δύο κρατήρες που προέρχονται από την περιοχή των Βραστών στην ενδοχώρα της Χαλκιδικής, ο ένας που βρίσκεται στην ιδιωτική συλλογή Βασιλείου»! έχει παράστασή τεθρίππου στη µία όψη, που θυμίζει πολύ όµοια παράσταση σε αμφορέα της πρώιµης φάσης του Λυδού στο Λούβρο22, αντωπά λιοντάρια στην άλλη και κεφάλι γενειοφόρου άνδρα στο κάθε οριζόντιο πλακίδιο της λαβής. Ο άλλος κρατήρας (αρ. ευρετ. Αρχαιολογικού Μουσείου
Θεσσαλονίκης
10756), φέρει σκηνή αναχώρησης
µία όψη, τρεις HOLMES μεταξύ σφιγγών στην άλλη Außes?. Θυμίζει έντονα τον κρατήρα αριθμ. 235 από την ίδια περιοχή που αποδόθηκε στο ζωγράφο Où δύο άλλοι κρατήρες προέρχονται από τον στο Καραμπουρνάκι,
πολεμιστών στη
και σφίγγες χάτω από τις του Μουσείου Πολυγύρου του Λούβρου F6*. οικισμό ιστορικών χρόνων
στο μυχό του Θερμαϊκού κόλπου.
Ο ένας (αρ. ευρετ.
26. Et. Thas. VIL niv. XX XVI, 103, επίσης Para. 52 και M. Trois, ό,π., 164 ane. 760. 27. Φέρει agit ευρετηρίου 1,160.77 tov Movoeion Θεσσαλονικὴς, Pia to αγγείο αυτό, xaing και απεικύνισή tov βλ. Ε, Τρακυσυπούλου, «ATO την ἐπείσακτη ALLAN κεραμική της Απάνθυυ, στον τόμο αυτό. 28. BA. M. Τιβέριος, ὁ.π., 95. 29. M. Τιβευιος, Εννατία |, 40 κ.ε. ein. 3. Για τὸ Coq gaya auto και τη OYEON τοῦ µε TO EQγαστήριο του Avdou βλ. M. Τιβέριος, O Atos... 91, on. 502, 509, 510, 30. Ph. Zaphirapoulou, BCH 94 (1970), 361 x.E., αρ. 3-6, εκ. 6-27. 31. Mooxrcrac pie to αρ. {της ορλλοής, βλ. OT. 373, αρ. 3, eux. 6-11. 32. ABV 110, 30 και M. Τιῤεριος, 6.7. 21, EUX. 3 zen da. 33. BA. Ph. Zaphiropoulou, O.-T., 373 κ.ε. ao. 4, ein. 12-17 καν M. Ἠϊβέριος, Προβλήματα... 151, anu. 670. BA. επίσης CVA, Θεασαλανικη 1 (1998), πιν ‚29, 34. M Τιῤέοιος, 0.7, IS κ.ε.
Evus véos κικιτήριις tou Avdot ato τω νεκρωταφείο στη Orgun
1037
Movariou Θεσσαλονίκης 2971) διακοσµείται µε δύο εραλδιχούς κύκνους που περιβάλλουν ένα φυτικό κόσμημα στην α΄ όψη. έναν αίγαγρο στη fi όρη και υδρόβια πτηνά στα πλακίδια των λαβών, Τον καλλιτέχνη του ayyeiov en! TOU αναγνώρισε η Ζαφειροπούλου και σε δύο όµοιους αττικούς κρατήυες, έναν στην αρχαία Αγορά της Αί)ήναςδό και άλλους δύο στο Λούβωο)7 και υποστήριξε ότι HONE και εργάστηκε και στη Μακεδονία. Ο άλλος χωατήρας από το Καραμπουρνάκι (αρ. ενοετ. Μουσείου Θεσσαλονίκης 2972) είναι µι-
χρότερος, χωρίς πλακίδια επάνω από τις λαβές, µε έναν alyayeo που βόσκει σε κάθε όψη. Τους τέσσερις αυτούς κρατήρες η D. Ζαφειροπούλου θεώρησε αττικίζοντα έργα τοπικών εργαστηρίων που έγιναν απὀ µαθητές του Λυδού και ἀπό κ(ιλλιτέχνες του κύκλου του, OL οποίοι εργάστηκαν σε εργαστήρια του βορειοελλαδικού
χώρου,
ενδεχομένως
στη Χαλκιδική». Την άποψη
αυτή στήριξε
στο είδος του πηλού των κρατήρων, που δεν μοιάζει µε τον πορτοκαλέριυθρο αττικό, αλλά είναι ροδόχρωμος ἡ καστανορόδινος ἡ ακόµη καστανέρυθρος.
Ev τούτοις, η διαπίστωση ότι OL τρεις πρώτοι σχετίζονται στενά µε το εργστήριο του Λυδού δύσχολα μπορεί να TOUS αποσυσχετίσει AMO την τέχνη της Αττικής, όπως άλλωστε φανερώνει η αρκετά καλή ποιότητα των παραστίσεών τους. Αντίθετα, εμφανής είναι ο επαρχιαχός χαρακτήρας του τέταρτου
κρατήρα µε τους αιγάγρους, όπου κυριαρχούν η απλοποίηση στο σχήµα, η επανάληψη του ίδιου θέματος στις δύο όψεις και η τυποποιημένη σχεδίαση
ποὺ χαρακτηυίζουν τον παρόμοιο κρατήρωα απὀ TO νεκροταφείο της [Muvavac (PA. παραπάνω, σ. 1035 χκ.ε., Εικ. 5-6). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα αρκετά µεγάλο σύνολο 23 µελανόμορφων κιονωτών κπρατήρων απὀ το νεκροταφείο της Ay. Παρασκευής στην κοιλάδα του Ανθεμούντα στα ανατολικά της Θεσσαλονίκης. που φώτισε κάπως περισσότερο TO θέμα της διάκρισης αττικών και αττικιζόντων κπωιιτήρων TOV σχετίζονται µε TO ἑωγαστήνιο και TOV κύκλο του Avdolr®, To νεκρο35. AA 19 01964), Mfrrreu, 87, σημ. [και Ph. Zaphiropoulou, 6.7. αρ. 5, 377 κει. εἰ. 18-23. Ελ. ettone CWA, OT. πὶν. 20. 36. H. A. Thompson, Hesperia 25 (1956). 57, iv. loa, Ph. Zaphiropoulou, 6.7. 392 κ.ε. Gav. οἱως 198). εἰκ. U-39 και The Athenian Agora NAIL aw. 43, αρ. 46. 37, Ph. Zaphiropoulou, 6.7. bua. 40-41 xa 42-43.
38. O.T., au. 6, 380 we, ει. 24-27, «Ονασαλόνίκη. ATO τα προϊστορικά µέχρι TA ZOLOTLνικά χρονια» (οδηγός Exdeanz), Αθηνα 1986,85, but. Gl, καθως και «11 Moaxedovia από τα ft. anvatad χωυνια ως tov Meva Αλεξανδρο», ΚάΤλογος Ἠκθνσης oto Ayuztunkoyıza Movorto Θεσαλονίκης και στη Μπολιώνιας Musco Civico, Αθήνα 1988, 6770. iv. 64. BA. ἐπίοης M Te βέριως, «Πανός», AE (1993), 557-548, Fun. À. 39. Ph. Zaphiropoulou, ο. τ., 398. 40. Για to veapotag eco auto BA. K. Σιυανίδης, «To αρχ νκὐ vezpotag ilo της Αγίας Tae υσκενῆς Θα λονίκησ», AMITTOL, Ἠιμηήτικος Topos jeu τον καθρητή Mavoan Avydpovize,
1038
Evooxia Exuwarioor
ταφείο AUTO σχετίζεται µε ἑνα «πιρί TOV Θεωμαίον κόλπον» προκασσάνδρειο πόλισμα, πιθανόν τον αρχαίο Ανθεμούντα). Ξεχωρίζουν do αττικοί κρατήρες που αποδόθηκαν στο ζωγράφο Tov Λούβρου Fé: ένας κρατήρας pe τον Ηρακλή και τον Κένταυρο Νέσσο στη µία ayn? και ένας άλλος µε κωμαστέςἈ». Ένας τρίτος αττικός κρατήρας µε Διονυσιακό θίασο συσχετίστηκε µε TO εργαστήριο του Audotr4, Τρεις άλλοι κρατήρες µε αντωπούς πάνθηρες στην χύρια όψη και αίγαγρο στην άλλη 0εωρήθηκαν αττικοί και αποδόθηκαν στο εωγαστήριο À στον κύκλο του Ado,
Ot υπόλοιποι 17 χρατήρες!ίό συσχετίστηκαν µε την παραγωγή ενός τοπικού εργαστηρίου που βρίσκεται στην παράδοση του εργαστηρίου του Audot. Από αντούς µόνο οι πέντε έχουν πλαχίδιά πάνω από τις λαβές που κοσμούνται µε υδυόβια πτηνά. Στους υπόλοιπους τά πλακίδια έχουν παραληφθεί και σε όλους σχεδόν υπάρχουν αίγαγροι µε ή χωρίς υδρόβια πτηνά στις δύο όψεις. όπως στους κρατήρες της Πύόνας, του Μουσείου της Βέροιας και τον έναν
από το Καραμπουρνάκι (PA. παραπάνω σ. 1034, 1035, 1036-37). Σε ένα χυατήρα της ομάδας αυτής της Ay. Παρασκευής εικονίζονται αντωπά φίνια στη µία όψη και χταπόδι στην dAAn?”. Η διάκριση ανάµεσα στους αττικούς και στοὺς τοπικής προέλευσης THVES της Ay. Παρασκευής µε παραστάσεις άγριων ζώων dev έγινε µε TO χρώμα TOV πηλού, το οποίο και στις δύο οµάδες κρατήρων χυµαίνεται υοδόχρωμο και καστανορόδινο έως καστανοκίτρινο, αλλά µε κριτήριο το και την ποιότητα της γραπτής διακόσμησης. Οι επαρχιακού χαρακτήρα
μόνο dEÀκραβάση από στυλ χρα-
τήρες, οι οποίοι ας σημειωθεί ότι είναι μικρότερου μεγέθους από τους άλλους
(το ύφος τους κυμαίνεται ano 0,18 έως 0.21 μ. περίπου) και συχνά χωρίς πλακίδια, µε την αμελή καν επαναλαμβανόμενη διακόσμηση των αιγάγρων, φαίνεται ότι είναι προϊόντα μαζικής παραγωγής. (Πρέπει, ὡστόσο, να avaGÉQOURLE εὐώ ότι µερικά ανάλογα παραδείγματα κρατήρων έχουν βρεθεί και Bo, Οεσσαλονίκη
1987, 787 κ.ε.
41. BE. σχετικά Ν. G. L. Hammond, A Historyof Macedonia [ (1972), 180, χάρτης 17. 42. Βλ. CVA, 0.7. πὶν. 27, αρ. evget. Movoriov Θεσσαλονίκης 9290. 43. Ὁ.π., πίν. 28, ay. evget. Μουσείου Θεσσαλονίχης 14901. 44. Ὁ π., πίν. 30, αρ. evget. Movoriou Θεσσαλονίκης 13433. 45. Ο.π.. Atv. 22 xıu 214. ap. ευρετ. Mouortov Θεσσαλονίκης 9374 και 14287 avTiotorza (ερ αστήριο Avdot) και TLV. 24, αρ. εὗρετ. 14306 (κὐχλυς Aoû). 46. Bd. du, atv. |, (ap. εὗρετ. Μυνσείου Θεσσαλονίκης 9277), iv. 2 (αρ. evoet. 9327), iv. 3 (ag. evort. 14891), av. 4 (αρ. ενωετ. 16250), πίν. 5 (αρ. ευρετ. 9407), ALY. 6 (ap. ευρετ. 14888), TW. & (αρ. ενωετ. 14892), tiv. 9 (ο. EVOET. 14893), Tiv. 10 (ag. evaet. 14895), πίν. LI (αρ. EVQET. 14897), aiv. 12 (ag. evoet. 14890), Tiv. 13 (ap. evoer. 9531), tiv. 15 (ap. Viper. 9495), tiv. 16 (αρ. eVpet. 13291), tiv. 17 (ap. EVort. 14889), iv. IS (αρ. enget. 1489) iv, 19 (αρ. ευρετ. 9383) και aiv. 25 (ap. Evort. 14894), 47. O.T., iv. 25 (ag. evprt. 14894).
Ένας νέυς κρατήρας tov AOÛ
ad
TO νεκροταφείο στη Θέρμη
1039
στη Eıxekia)*®,. Δεν αποκλείεται, λοιπόν, το εργαστήριο αυτό να ῥρισκόταν στην περιοχή του Θερμαϊκού κόλπου, υπόθεση που ήδη διατύπωσε ο M. Τιβέριος, συσχετίζοντας το εργαστήριο αυτό µε την εγκατάσταση στην «περί τον Θερμαίον χόλπον» Ραίκηλο κεραµέων από το εργαστήριο του Λυδού που ήρθαν µαζί µε τον Πεισίστρατο 0° αυτήν γύρω στα 550 π.Χ”. Άλλωστε, η χρονολόγηση των κρατήρων
αυτών
από τα µέσα του 600 π.Χ. και µέσα στο Y’
τέταρτο του
ίδιου αιώνα, συμφωνεί χρονικά µε το γεγονός αυτό. Αν παράλληλα λειτοιργούσαν και άλλα εργαστήρια παραγωγής αγγείων αυτής της κατηγορίας στην ίδια περιοχή ἡ αλλού στη Μακεδονία, στη Χαλκιδική π.χ., όπως είχε προτείνει η Φ. Ζαφειροπούλονυ, άποψη που υποστήριξε και η I. ΒοχοτοπούLov, αυτό είναι ένα θέµα ανοικτό στη μελλοντική έρευνα. Αωχιιυλογικό Μοικιείο Θεὐσαλονίκης
48. BA. CVA Agrigento 1, 7, atv. 1-2 επίσης M. Τιβέριος, ὁ.π., 558, σημ. 19. 40
M. Τιβίφιος, ὁ.π.
50. J. Vokotopoulou, Magna Graccia, Taranto 1984. 156.
1040
1 δυχιι SaAdvAUTOOv ΕΠΙΜΕΊΤΡΟ
Γίχε NON κατατεθεί TO κείµενο της ανακοίνωσης προς δημοσίευση στι Πρακτικά του ZT’ Συνεὸρίου για την Αρχαία Μακεδονία, όταν έλαβα γνώση του άρθρου του J.G. Szilägyi «Aus dem Umkreis des Lydos» που ὀημοσιεvInne στον τόμο ΧΧΧΙ
(1995) του περιοδικού Eirene - Studia Graeca et Latina
(In honorem Jan Bouzek}'. Στο άρθρο αυτό παρουσιάζεται ἑνας κιονωτός Ιελανόμορφος κρατήρας του Μουσείου Εικαστικών Τεχνών της Βουδαπέστης (a. 44-53, Εικ. 1-5). H πυοέλευσή του είναι άγνωστη. Το ayyeio είναι xutuσκεικσμένο ἀπό πορτοκαλόχρωμο πηλό και το ύψος του είναι 0.258 LL. Διακοσμείται στην κύρια OWN µε παράσταση δύο αντωπών υδροβίων πτηνώὠν πον
πλαισιώνουν µία κουκουβάγια, ενώ στην πίσω όψη Evas αίγαγρος βόσχει προς T' αριστερά. Ὑδρόβια πτηνά διακοσμούν TO χώρο χάτω ἀπό τις λαβές του κρατήρα και τα πλακίδια των λαβών. Στηριζόµενος στο σχήµα και χυρίως στο θέμα και το στυλ της διαχόσµησης. ο Szilagyi εύλογα σχετίζει το αγγείο αυτό µε τον κύκλο του εργαστηρίου
του Avdot. Έχοντας άλλωστε υπόψη του τοὺς παρόμοιους HON δημοσιευμένους κιονωτούς κρατήρες µε παραστάσεις ζώων από το βορειοελλαδικό χώρο (τους δύο UO
το Καραμπουρνάκι,
τον αποσπασµατικό
του Μουσείου
της
Βέροιας και μερικούς µόνο από το σύνολο των κρατήρων της Ay. Παυασχευής)»2, πιστεύει OTL, όπως και εκείνοι, ο χρατήσις της Βουδαπέστης πρέπει να είναι προϊόν τοπικού εργαστηρίου στο βόρειο ελληνικό χώρο. Θεωρεί
µάλιστα”» ότι υπάρχουν δαπέστης KUL τον έναν Ζαφειροπούλου για την Θα πρέπει ὡστόσο
πολλές ομοιότητες ανάµεσα στον κρατήρα της Bovαπό το Καραμπουρνάκι", (συμφωνώντας jie τη D. επαρχιακή προέλευση του τελευταίου). να επισηµάνουμε ορισμένες παρατηρήσεις ὡς προς
τον κρατήρα της Βουδαπέστης:
a) Ο πηλός του είναι πορτοκαλόχρωμος και έχει για τὸ λόγο αυτό λίγες πιθανότητες να προέρχεται ἀπό το βόρειο ελληνικό χώρο. (i) Το ύψος (περίπου 0.26 μ.) του κρατήρα είναι αυκετά μεγαλύτερο ἀπό TO ύψος της ομάδας των 17 κρατήρων της Ay Παρασκευής, των οποίων το ὑψός δέν υπερβαίνει τα 0,21 JL και των οποίων είναι εμφανής ο επαρχιαχκός
SL. Την υπωδειξη tov dedvou ogee oT ολη καθηγήτρια κ. A. Μουστάκα, η οποία To ενTOSTLIE αναμεσα στα TEQUEZOHEVE TOW VEOLTOZTNÖEVTOS απο τη [upon tow Γεομανικοῦ Ag7ανολογικοῦ ἱνοτιτούτο της Αθήνας τοµµοῦ TOW TEGLOOLAON καὶ EUZE την ZOO να μον TOO nO vee φώτυάντιγοράφώ τους aploonv. Env εγαριστω θρµόταάτα και are τη ὕεση αυτή. 52. ]. ο. Szilagyi, «Aus dem Umkreis des Lydos»,
Ε ΠΟΙΟ ΧΧΧ
§3. O7. 48. 54. Ba. Ph. Zaphiropoulou, 67. 377, ap. 5, eux. 18-23.
(1995), 45-46 και one. 5-7.
Ένας νέως XOUTNOUZ TOU ADO! ETO TO VEXOOTUG FLO στη OÉQUN
1041
χαρακτήνας, YU AUTO σισγετίστηκαν HE κάποιο τοπικό ερναστήυιο (HA. πιραπάνω σ. 1038).
Οι παρατηρήσεις αυτές σε συνδυασμό µε την άποψη που διατηπώσαµε πιιωαπάνω (σ. 1037) ότι ο κρατήρας BCH 94 (1970), 377, ay. 5, em. 18-25 (πό το Kupupstovpvart, που αποὀόθηχε σε επαρχιακό εργαστήριο από τη ®. /αφειροπούλου, θα πρέπει να είναι έργο αττικό σχετιζόµενο πιο άµεσα µε τον κύκλο του Λιυδού, µας κάνουν να πιστεύουμε ότι ο κρατήρας της Βουὸκπέστης DEV πρέπει να προέρχεται από το τοπικό εργαστήριο TOV βορειοέλλαδικού χώρου. Όπως άλλωστε παρατηρήθηκε στην οµάδά των τοπικής πυοέλευσης κρατήρων της Ay. Παρασκενής, στο εργαστήριο αυτό φαίνεται να επικρατούν OL κιονωτοί κρατήρες χωρίς πλακίδια επάνω από τις λαβές (PA. παραπάνω σ. 1038) σαν ἀποτέλεσµμα της ANAOVOTEVONG του σχήματος του) XVUTHOG, παράλληλα µε την προχειρότητα στη διακόσμηση, η οποία περιορἰζεται σε έναν αίγαγρο σε κάθε όψη του. Αν ο χρατήρας της Βουδαπέστης είναι προϊόν ενός άλλου επαρχιαχκού εργαστηρίου και όχι αττικού. όπως ίσως KL μερικοί κιονωτοί χρατήρες µε N χωρίς πλακίδια από τη Σικελία (BA. παραπάνω σ. 1038-39 και onu. 48, παθώς και J. G. Szilägyi, ό.π., 46, onu. 8), αυτό είναι ένα θέµα που ὁύσκολα µπορεί να απαντηθεί 0’ αυτό το στάδιο της έρευνας. Μάρτιως
1997
1042
Ευδοκία Σκαρλατίόου
Εικ. 1. Ο μελανόμορφος κιονωτός κρατήρας του Λυδού από τη Θέρμη (Σέδες) Θεσσαλονίκης (κύρια όψη).
Εικ. 2. H δεύτερη όψη tov μελανόμορφου κιονωτού κρατήρα του Λυδού από τη Θέρμη (Σέὸες).
Ένας νέος κρατήρας του
Avéot από To νεκρωταφείω στη Θέρμη
Εικ. 3. Όστραχα κρατήρα απὀ τη θέση «λουλούδια» του Κίτρους Πιερίας.
Εικ. 4. Τµήµα μελανόμορφωου κιονωτοῦ κρατήρα acto την [rôva.
1043
1044
Evdoxia Σχαρλατίόου
Εικ. 5. Όστρακα κρατήρων µε παραστάσεις ζακων απὀ τη θέση «Λουλούδια» του
Κίτρους Πιερίας.
Εικ. 6. Μελανυμορφος κιονωτώς κωατήρας (LTO TO Poprto νεκροταφείο της Πὐόνας µε παράσταση atvayeou στην καθε ὀψη.
Ένας νέος χρατήρας του
Avdot απὀ το νεκροταφείο στη Θέρμη
1045
Εικ. 7. Μελανύμοοφος κιονωτὸς κρατήρας από το βόρειο νεκροταφείο της Πύόνας µε παράσταση αιγάγρου στην κάθε όψη.
Εικ. 8. Η πλάγια όψη του κιονωτού κρατήρα από το βόρειο νεκροταφείο της Πὑύόνας µε παράσταση υδρόβιου πτηνού κάτω απὀ τη λαβή.
Εικ. 9. Όστρακοω κιονωτοῦ κρατήρα µε παράσταση αιγαγρου από τη θέση «Λουλουδια» του Κίτρους Πιερίας.
82
OI AQPEEZ TON ΒΑΣΙΛΕΩΝ ΤΗΣ MAKEAONIAZ. ΑΝΑΘΗΜΑΤΑ OTIAQN ΚΑΙ ΜΝΗΜΕΙΑ NIKHZ*
Μπάρμπαρα
Σμιτ-Δούνα
Οι δωρεές των βασιλέων της ελληνιστικής εποχής στις πόλεις και στα ιερά της μητροπολιτικής Ελλάδις και της Μικράς Ασίας έχουν συγκεντρώσει
ειδικά τα τελευταία χρόνια µεγάλο ενδιαφέρον όπως αποδεικνύει σειρά πρόσφατων μελετών!. 'Hön από την άνοιξη του 1984 στο πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης σε µια κοινή προσπάθεια αρχαιολόγων και ιστορικών διεξάγεται Eva µεγάλο σχετικό ερευνητικό πρόγραμμα που οφείλεται στην πρωτοβουλία του καθ. Hans von Steuben. Στο πρόγραμμα αυτό συνεργάζονται οι ιστορικοί K. Bringmann και W. Ameling xaı η ομιλούσα. Στον πρώτο τόμο της ἐρευνάς µας, που έχει ήδη εκδοθεί το 19952, έχουν συγκεντρωθεί και σχολιαστεί όλες οι γνωστές σχετικές αναφοθές των αρχαίων συγγραφέων, OÙ σχετικές επιγραφές και επίσης υποθετικές συσχετίσεις που απαντούν στην αρχαιολογική έρευνα. Ο δεύτερος τόμος Na αφιερωθεί στην ιστορική και «ρ-
χαιολογική αξιολόγηση των παραπάνω τεκμηρίων και βρίσκεται ήδη στο στάÔLO της προετοιμασίας για την εκτύπωση. Στα επιμέρους αποτελέσματα αυτής της μελέτης βασίζεται η σηµερινή μου ανακοίνωση που έχει WS θέμα τις δωρεές των βασιλέων της Μακεὸονίας. Εξετάζοντας τα σχετικά μνημεία παρατηρείται ότι οι Μακεδόνες βασιλείς προτιμούσιεν ιδιαίτερα ορισμένα ELOY δωρεών. Φισικά δεν μπορώ ve
* Για την Goer να μελετήσιω χα νε (ώτογρς oem τη βαση στην Αμπολήὴ ευχαριστώ Orgua την κ. X. Kovzotin-Xovouvücen: 1. H.-J. Schalles. Untersuchungen zur Kalturpotitik der pergamenischen Herrscher im dritten Jahrhundert vor Christus, Istkorsch 36, Tübingen 109845: B. Ihintzen-Bohlen, Herrscherrepräsentation im Hellenismus. Köln-Weimar-Wien 1992 H. Schaat, Untersuchuneen zu Grebäudestiltungen in heflenistischer Zeit, Köln-Weimar-Wien 1992: 11.-). Schalles, «Die hellenistische Umgestaltung der Athener Agora im 2. Jh. v. Chr. -Ausdruck von Rationalität oder Entpolitisierung», Hephitistos 4, 1982, 97-116 €. Habicht, «Athens and the Attalids in the Second Century B.C.», Hesperia 59, 1990, 561-577 60. «Athen und die Seleukiden», Chiron 19, 1989, 7-26. 2. W. Ameling - K. Bringmann - B. Schmidt-Dounas, Schenkungen hellenistischer Herrscher an griechische Städte und Heiligtümer I. Zeugnisse und Kommentare, Berlin 1995 ote εξής Schenkungen.
1048
MaaopTapa
αναφερθώ
Σµιτ-λούνα
στα πλαίσια αυτής της σύντομης ανακοίνωσης
σε όλες τις KUTN-
γορίες των μνημείων. Έτσι περιορίζοµαι στα ιδιαίτερα αγαπητά στους Ma-
πεδόνες βασιλείς αναθήματα όπλων και στα μνημεία νίκης. Το να αφιερώσει κανείς τα όπλα των ηττημένων εχθρών στη θεότητα Eiναι ένα παλαιό έθιμο. όπως επιβιβαιώνουν πλούσια ευρήματα από πολλά ελληνικά ιερά». Κατά τον 50 αι. π.Χ. όµως η συνήθεια εγκαταλείπεται ---ᾱλλαγή που αποδίδεται στις διαφορετικές θρησκευτικές αντιλήψεις της Χλασικής εποχής". Où βασιλείς της ελληνιστικής εποχής υιοθετούν αυτό το παλαιό έθιμο και μάλιστα κυρίως οι βασιλείς της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Την αρχή έκανε ήδη o Αλέξανδρος, ο οποίος αφιέρωσε το 334 π.Χ. σύµφωνα µε τον Αρριανό (Avaß. 1,16,7) 300 περσικές πανοπλίες, σύμφωνα µε τον Πλούταρχο (Αλέξ. 16,17 κ.εξ.) 300 περσικές ασπίδες στη θεά Αθηνά στην Ακρόπολη των Αθηνών». Ἡ ανάθεση αυτή χωρίς αμφιβολία συνδέεται µε τα xaτορθώμµατα της Αθήνας πατά τη διάρκεια των κλασικών πολέμων εναντίον των Περσών ως επανόρθωση για τις καταστροφές της περσικής εισβολήςϐ. Μερικοί ερευνητές υπέθεσαν ότι µε τα όπλα αυτά μπορούν να συσχετισθοίτν ίχνη στερέωσης για ασπίδες που παρατηρούνται στο επιστύλιο του Παρθεvova?. Για την άποψη όµως αυτή υπάρχουν αντιρρήσεις, επειδή διαπιστώνονται διαφορές στον τρόπο στερέωσης των ασπίδων που εξηγούνται καλύTega εάν υποθέσουμε, ότι τα όπλα αυτά τοποθετήθηκαν εκεί σε διαφορετικές χρονικές στιγμέςδ. Στον Κρότωνα της Ιταλίας ο Αλέξανδρος έστειλε µέρος των λαφύρων της εκστρατείας του, σύμφωνα µε τον Πλούταρχο (Αλέξ. 34,3) προς τιμήν του αθλητή της πόλης Φάυλλου ο οποίος συμμετείχε ὡς μοναδικός Έλληνας της
3. Για αναθήματα ὑπλων από λάφυρα βλ. γενικά W. Η. D. Rouse, Greek Votive Olferings, Cambridge 1902, 98-110: W. K. Pritchett, The Greek State at War III. Religion, Berkeley-Los An-
gcles-London 1979, 277-295. 4. Η. Koenigs-Philipp, in: A. Mallwitz - H. V. Herrmann (εκδ.), Die Funde aus Olympia. Ergebnisse hundertjähriger Ausgrabunestätigkcit, Athen 1980, 89: H. Philipp, «Olympia, die Peloponnes und die Westgricchen», /d/ 109, 1994, 85. 5. Schenkungen αρ. “at. 2. 6. W. Will, Athen und Alexander. Untersuchungen zur Geschichte der Stadt von 338 bis 322 y. Chr., München 1983, 56-57. 7. A. Michaelis, Der Parthenon, Leipzig 1871, 42 µε vroom. 145° Rouse, 0.7. 108° W. Judeich, Topographie von Athen, München ?1931, 87-88, 254: Will. 6.7. 57 υποσηµ. 58° U. Muss 6, Schubert, Die Akropolis von Athen. Antikes Heiligtum und modernes Reiseziel, Köln 1990, 2231: K. Bringmann - H. v. Steuben, oto: O. Stoll (e40.), Computer und Archäologie, St. Katharinen (1994)
162.
8. G. Ph. Stevens, The Setting of the Periclean Parthenon. 3. Suppl. Hesperia, Amsterdam 1940, 64-66 A. Κ. Ομλάνδος, {αρχιτεκτονική tou [αρθενιόνος Β΄, Αθήνα 1977, 214.
Où δωφεές των βασιλέων της Μακεδονίας
1049
Ιταλίας µε ένα πλοίο στη µάχη της Σαλαμίνας". Και στο ιερό της Αθηνάς Λινδίας στη Ρόδο αφιέρωσε 0 Αλέξανδρος όπλα. Από τη σχετική αναφορά στοὺς καταλόγους του ιερού δεν επιβεβαιώνεται όµως, εάν τα όπλα αυτά ήταν λάφυρα πολέμον!ὃ. Παρόμοιες αφιερώσεις µας είναι γνωστές και από τον Φίλιππο Ε᾽,ο οποίος έστειλε δέκα πέλτες, δέκα σάρισες και δέκα περικεφαλαίες στην Αθηνά Λινδία στη Ρόδο από τη vixn του στις µάχες του µε Tous Δαρδάνους!!. Γνωρίζουμε επίσης ότι αφιέρωσε λάφυρα από τους Οδρύσες σε ένα νερό της Ενοδίας Εκάτης!2, Δεν αναφέρεται όµως σε ποιο. Εκτός από τα όπλα των εχθρών αφιερώνονταν μερικές φορές και τα προσωπικά όπλα των βασιλέων. Ένα πολύ γνωστό παράδειγµα αφορά πάλι τον Αλέξανδρο. Ο Appıavög (Ανάβ. 1,11,7 κ.εξ.) παι ο Διόδωρος ο Σικελιώτης (17,18,1) αναφέρουν, ότι ο βασιλέας, όταν έφτασε στο Ίλιον, πραγµατοποίησε µια θυσία προς τιµήν της Αθηνάς Ιλιάδας, ανέθεσε την πανοπλία του στο σηκό του ναού της θεάς και πήρε ως αντάλλαγμα ένα από τα όπλα που βρίσκονταν από παλαιά εχεί και που σώζονταν --όπως έλεγαν--- από τον Τρωϊκό πόλεμο!2. Με αυτόν τον τρόπο έδωσε έµφαση στη σχέση της EXOTUUτείας του µε τον TQWLKO πόλεμο, την πρώτη πανελλήνια εκστρατεία των Ελλήνων εναντίον της Ασίας, που αποτελούσε κατά τον Ηρόδοτο (1,3 κ.εξ.) την αφουμή των περσικών πολέμων του 5ου αι., για τους οποίους ο Αλέξανδρος ήθελε να πάρει εχδίκηση!’. Μπορούμε εξάλλου να πῳωοσθέσουµε δύο περιπτώσεις που -- δυστυχώς για µας--- είναι αμφίβολες. Ο Παυσανίας (8,28,1) αναφέρει ότι cide το δόρυ και το θώρακα του Αλεξάνδρου στη Γόρτυνα της Agxadias, µια αφιέρωση του βασιλέα στον Ασκληπιό!», ενώ µας πληροφορεί ένα επίγραµµα που σώζεται στην Anthologia Palatina (6,97 Αντίφιλος) ότιο ίδιος βασιλέας αφιέρωσε το δόρυ του σε ένα άγνωστο σε εµάς ιερό της Αωτέ-
µιδας!6, Το να αφιερώσει κανείς τα δικά του όπλα ή τη δική του πανοπλία στη θεότητα
δεν απαντά
ιδιαίτερα
συχνά
στην προελληνιστική
εποχή.
Αν και
υπάρχουν πολλά ευρήματα όπλων, που έφεραν στο φως οι αρχαιολογικές ανασκαφές, έχουµε ωστόσο δνσκολίες να εντοπίσουµε ανάµεσα σε αυτά ανά-
9. Schenkungen, αρ. κατ. 305. 10. Schenkungen, ag. κατ. 194. Il. Schenkungen, ay. κατ. 201.
12. Schenkungen, ay. xat. 309. 13. 14. 15. 16.
Schenkungen, ap. BA. εκτός τούτου Schenkungen, αρ. Schenkungen, αρ.
κατ. και ar. κατ,
246. Will, d7., 55. *328. *367.
1050
Λάπαμρμπιρα Nur-Aotva
Loves περιπτώσεις ανάθεσης προσωπικών ὁπλων. Ta όπλα TOU «φιερώθηναν
από μεμονωμένα άτοµα εἶναι λίγα και η διατύπωση των αναθηματικών TOUS επι οαφών DEV JULES επιτρέπει πάντα να συμπιράνουμµε εάν επρόκειτο για λάφυρα πολέμου ή για όπλα του δωρητή!”, Ὑπάρχουν όµως αναφορές των «ωργχαίων συγγραφέων που επιβεβαιώνουν OTL ήδη στην κλασική εποχή ορισιιένα άτοµα αφιέρωσαν τά προσωπικά τους όπλα στα ελληνικά ιερά. Θέλω νι αναφέρω µόνον Eva παράδειγµα. Από τον Παυσανία (16.47) γνωρίζουμε,
ότι ο Αριστομένης από τη Μεσσήνη «αφιέρωσε στις αρχές του SOU αι. π.Χ. την ασπίδα του στο ιερό του Τροφωνίου στη Λεβάδεια. Αν και ο Pritchett!’ πιOTEVEL, OTL ÉLOURE να κάνουμε QE ένα παλαιό έθιμο, πρέπει ὡστόσο να σημειωθεί ότι οι σχετικές
μαρτυρίες
είναι εξαιρετικά
Alyeg!?. Σε ό,τι αφορά
τους βασιλείς περιορίζονται τα Ev λόγω αναθήματα στον Αλέξανδροξο και στη συνέχεια στον Πύρυοῖ!, τον ΠέρωναῦΣ και τον Μιθριδάτη ZT 23 που 0εωρούνται ότι μιμούνται
µε τα αναθήµατά
τους τον Μακεδόνα
βασιλέα. Οι
βασιλείς αυτοί µε πρώτον και κύριον τον Αλέξανδρο επεδίωκαν την προβολή τους ἀφιερώνοντας τον προσωπικό τους πολεμικό εξοπλισμό, δηλαδή avaθήματα που δεν ta συνήθιζαν συχνά άλλες κοινωνικές οµάδες. Τα όπλα αυτά, επειδή ήταν χρηστικά αντικείμενα των βασιλέων, ἐπιιρναν κάτι από
την αίγλη των ιδιοπτητώὠν TOUS και κρίνονταν από TOUS επισκέπτες των ιερών χατά κάποιον τρόπο αντιπρόσωποί τους. Στην κατηγορία των αναθηµάτων προσωπικών ὁπλων πῳέπει να OULTEριληφθεί και µια ιδιαίτερη περίπτωση. Σύμφωνα µε τον Αθήναιο (5,209 E), o
οποίος παραπέμπει στο συγγραφέα της ελληνιστικής εποχής Μοσχίωνα. ο βασιλέας Αντίγονος Γονατάς αφιέρωσε στον Απόλλωνα την τριήρη, HE την οποία είχε νικήσει στη Λεύκολλα της Κω τους στρατηγούς του Πτολεμαίου B’. Πρόκειται για τη μοναδική γνωστή σε εμάς περίπτωση ανάθεσης πλοίου από βασιλέα της ελληνιστικής εποχής. O Tarn*4 υπέίεσε µε πειστικά επιχειρήματα
ότι το ιερό στο οποίο
ανατέθηκε
αυτή
η ὀωφρεά ήταν TO ιερό του
17. Eva TOA γνωστο ωστόσο GWS Gu (BOAO TOO LYLE εἶναι η περικεφαλαία µε την επική tow Μιλτιάδη tov ῥωείηκε στην Ολυμπία’ BAL ΗΝ. Terrmann, Olympia. Heiligtum und Wetrkamplstätre, München 1972, 242, πποπημ. 420: Koenigs-Philipp, ὁ τ.. 96, ag. 57 A. Mallwitz, Olympia und seine Bauten, München 1972, 32: E. Kunze, Oly mpiabericht, 5, 1956, ΤΙ: Pritcheit, 0.7.27. IS. Pritchett, 6.7.. 249. 19. Poa avrés BA. B. Schmidt-Dounas, Schenkungen hellenistischer Herrscher an griechische Städte und Heiligtümer If 2. Archaologische Auswertung (υπο εκτύπωση).
20. Schenkungen, (ty, κατ. 246. 21. 22. 23. 24,
Schenkungen, ag. Schenkungen. αρ. Schenkungen, tip. W. W. Tarn, «The
aut. 197. aut. 214. Aut. 48 zut 09. dedicated Ship ot Antigonus Gunatas», JHS 30, 1910, 212-215.
Ot δωρεές των BamAfav της Μακεδονίας
1051
Απόλλωνα της Δήλου. Ὑπάρχουν ενδείξεις ότι To πλοίο βρισκόταν ίσως στον ανατολικό τοµέα του ιερού, στο λεγόμενο Μνημείο των Tatywv?>, to οποίο µιάλιστα του πωοσέφερε ένα εντυπωσιακό αρχιτεκτονικό πλαίσιο. Παρόμοια αναθήματα παλιότερων εποχών SEV µας είναι γνωστά. Έχουν ῥωεθεί λείψανα από αφιερώσεις πλοίων της προελληνιστικής εποχής. Δεν γνωρίζουμε
όµως
τίποτε σχετικά µε τον ἀναθέτη τους. Ta πλοία αυτά DEV
ήταν τοποθετημένα µέσα σε οικοδομήματα, αλλά στην ὑπαιθρο. Ένα παράδειγµα της αρχαϊκής εποχής είνει γνωστό απὀ το ιερό της ‘Heas στη Tapo7. Στη Σμιοθράκη βρέθηκε βέβαια ένα κτίριο της ελληνιστικής εποχής που στέγαζε Eva πλοίο-ανάθημα, WOTÖOO και 0° αυτή την περίπτωση δεν έχουμε κά-
µία πληυοφορία σχετικά µε τον αναθέτηζ”, Αν και αναθήματα πλοίων υπήρχαν καθ) όλη την ελληνική αρχαιότητα. είναι όμως σπάνια και σε όλες τις περιπτώσεις που διαθέτουμε σχετικές πληῥοφορίες παρατηρείται, ότι επρόκειτο για τα πλοία των ηττημένων εχθρών
του avadern®. Σύµφωνα µε τον Pritchett?? και την Hintzen-Bohlen™, μόνο στη μιυολονία υπάρχει κάποια περίπτωση που μπορεί να συγκριθεί µε TO ανάθημµα του Αντιγόνου Γονατά, ο οποίος αφιέρωσε το δικό του πλοίο. Γνιυορίζουμε ότι ο Ιάσων µετά την επιστροφή του ἀπό την αωγοναυτική EXOTOCTELE αφιέρωσε TO πλοίο του, την Αργώ, στον Ισθμό». Κατά την ἀποψή µου πρό-
κειται για ένα εύλογο παράλληλο, γιατί πράγματι υπάρχουν αναλογίες — ίσως όχι τυχαίες--- ανάμεσα στην ιστορία του Αντιγόνου και το μύθο του Ιά-
covd. H rutoida του Ιάσονα ήταν η θεσσαλική πόλη Ιωλκός. Το 294 π.Χ. 0 Δημήτριος Πολιορκητής, ο πατέριις του Αντιγόνου Γονατά, dover σι AUTTV την περιοχή την καινούργια
του πυωτεύουσα,
τη Λημητριάδι2.
Ο πατέρες
25. Schenkungen, ag, zut. 133 [A]. βλ. εξάλλου C. Tarditi, «Architettura come propaganda. Esame dell'attivitä edilizia degli Antigonidi in Grecia ὁ nuove proposte di attribu/ionte, ACVUMAN 3, 1990, $6-57° Hintzen-Bohlen, 67. 91: JR. MeCredie - G. Roux - St. M. Shaw - J, Kurtich, Samothrace 7. The Rotunda of Arsinoe, Princeton 1992, 142-143, 217 D. Wannagal, Sule und Kon-
text, München
1995, 111-112.
26. W. Gauer, Weihgeschenke aus den Perserkricgen, 2. Beih. IstMitt, Tübingen 1968, 73-73 H. Kyrieleis, Führer durch das Heraion von Samos, Athen 1981, 88-90, te. 7, eux. 69° G. Kuhn, «Untersuchungen zur Funktion der Säutenhäalle in archaischer und klassischer Zeit», Jdf 100, 1955,
300, 301: ©. Höckmann, Antike Seetahrt, München
1985, 30, 158° Hintzen-Bohlen, 0.7.98.
27. Schenkungen, au. zut. *7432 [A]. 28. BA. Heodetus 8. 121: owas 2,84,4. 29. Pritchett, 6.7., 232. 30. Hintzen-Bohlen, ο.τ., 97-98. 31. Απυολλικκηῤρώς 1,9,27 Λιζῤόώώος 4,53. 2 Fevdo-Atov Kovasotonos 37, 15. 32. F. Stählin. Das hetlenische Thessalien, Stuttgart 1924, 68-69 F. Stählın - E. Meyer - A. Heidner, Pagasai und Demetrias, Berlin-Lcipzig 1934, 178-179 A. Furtwängler - U. Kron, «Das Siegel der Stadt Demetrias», AM 93, 1978, 192, gu ὑποσημ. 17.
1052
Μπτάωμπαρα
Σμιτ-Δούνα
του Ιάσονα, ο Αίσων, βασιλέας της Ιωλκούῦ, έχασε την εξουσία από τον ετε-
ῥοθαλή του αδελφό Media’. Ο Αντίγονος Γονατάς ήταν αρχικά ---όπως και Oo Ιάσων--- ένας βασιλέας χωρίς βασίλειο. Όπως ο Ιάσων έφερε απὀ την Κολχίδα στην [ωλκό το χρυσόμαλλο δέρας καθώς και την ψυχή του Poison, o οποίος είχε πεθάνει στην Eevnteid, έτσι μετέφερε και ο Αντίγονος στην πιιTyida TU οστά TOU πατέρα του, του Δημητρίου Πολιορκητή, ο οποίος έχασε τη
ζωή του στη µαχρινή Συρία. Τη μνημειώδη πομπή των πλοίων και TLE σχετιxfs εκδηλώσεις περιγράφει ο Πλούταρχος (Amt. 53), από τον οποίο µαθαίνουμε, ότι το δοχείο µε τα οστά, µετά από µια εντυπωσιακή τελετή στην Κόρινθο, μεταφέρθηκε στη Δημητριάδα, όπου έγινε και η ταφή.
Τελειώνοντας da ήθελα να ρίξουμε και µια σύντομη µατιά στά μνημεία νίκης απὀ λάφυρα πολέμου. Σε αυτή την ομάδα μνημείων ανήκουν τυπικά HUL οι αφιερώσεις πραγματικών όπλων ηττημένων
εχθρών, τις οποίες ava-
φέραμε ήδη. Συμπεριλαμβάνουν όμως και όλα εκείνα τα μνημεία που ήταν στηµένα σε βάσεις και που αφιερώθηκαν στα ελληνικά ιερά µε αφορμή κάποια νίκη. Δυστυχώς διατηρούνται συνήθως µόνο λίγα θραύσματα των βάθρων χωρίς να γνωρίζουμε λεπτομέρειες σχετικά µε TH µορφή αυτών των μνημείων. Δεν γνωρίζουμε ὁπλαδή εάν οι βάσεις έφεραν πραγματικά όπλα π.χ. µε τη µορφή ενός τρόπαιου ή εάν επρόκειτο για γλυπτά έργα που δόξασαν τη συγκεκριμένη νίκη. Στις περισσότερες περιπτώσεις ακόµη SEV έχουµε στοιχεία ούτε για την ακριβή τους θέση στα ιερά. Αξίζει να σημειωθεί, ότι ---εκτός από δύο αμφίβολες περιπτώσεις} και µια εξαίρεση--- όλα τα μνημεία αυτά αφιερώθηκαν ἀπό τους βασιλείς της Μακεδονίας. Την εξαίρεση αποτελεί ένα μνημείο του Αττάλου A’ μπροστά στη νότια στοά της Δήλου για τις νίκες του εναντίον των Γαλατών], το οποίο είναι συγχρόνως —UV και JE µικρή χρονική διαφορά--- το πρωιμότερο σγετικό παράδειγµα (228 π.Χ.). Από το μνημείο αυτό σώζονται η θεμελίωση και ἑνας ορθοστάτης µε την αναθηµατική επιγραφή (Εικ. 1-2). Εωχόμαστε τώρα στα μνημεία των Μακεδόνων βασιλέων. Αυτά ANOTEλούνται απὀ ένα ανάθηµα του Αντιγόνου Γ΄ Δώσωνα
στη Δήλο για τη νίκη
του στη μάχη στη Σελλασία (222/21 π.Χ.)26 και από δύο αναθήματα του Φιλίππου Ε΄ πάλι στη Λήλο για μάχες στην Enod*? (Eux. 3) και στη θάλασσαὃ 33. LIMCV, 34. 35. 36. 37.
Γι tov Ιάσυνα Zürich-München Schenkungen, ap. Schenkungen, ap. Schenkungen, up. Schenkungen, ag.
BA. Roscher. AfL II 1. Hildesheim 1990, 629-638 s. v, lason (J. Neils), κατ. 261, 309. zur. 174. κατ. TS. κατ. 137.
1965, 63-88 s. v. lason (Seeliger)
Οι δωρεές των βασιλέων της Maxedovias
1053
(217/16 π.Χ.). Επίσης urogei va αναφερθεί ένα µνημµιίο απὀ την AUGITOAN. ένα ανάθηµα του βασιλέα Περσέα στην Αρτέμιδα Ταυροπόλο για την εκστρ(-
Teia του στη Θράκη”, (λίγο µετά το 179 π.Χ.) (Εικ. 4-5). Φαίνεται ότι ειδικά οι Μακεδόνες βασιλείς επιθυμούσαν να επιδεικνύουν τις στρατιωτικές τους ικανότητες και επιτυχίες, ενώ OL άλλες δυναστείες απέφευγαν παρόμοιες επιδείξεις στα ελληνικά ιερά. Είναι ενδεικτικό ότι το μοναδικό µη μακεδονικό μνημείο, αυτό του Αττάλου Α΄ για τη νίκη του εναντίον των Γαλατών στη Δήλο, όπως άλλωστε και μερικά από τα µαχεδονικά μνημεία, δοξάζει µια νίκη εναντίον βαρβάρων και όχι εναντίον Ελλήνων. Στην πρωτεύουσά τους, στο Πέργαμον, οι Ατταλίδες δεν δίσταζαν πάντως να αφιερώνουν μνημεία νίκης, όπως προκύπτει από το µεγάλο αριθµό σχετικών ευρηµάτων/6, Exei δεν έδειχναν την ίδια ευαισθησία όπως στα πανελλήνια ἡ και στα τοπικής σημασίας ελληνικά ιερά. επειδή βρίσκονταν στον πυρήνα του βασιλείου τους. Τομέας Αρχαιολογίας κια ἱστορίας της Τέχνης Α.Π.Θ.
38. Schenkungen, ao. καπ. TA. 39. Schenkungen, ay, zart. 110. 40. BA. M Fränkel. AvP VITE
Die Inschriften von Pergamon, Berlin
1590.
Maugyctaga Σµιτ-Λοῦνα
1054
“f-H 'OYUV αρ ‚vw AOYDLY 401 aorzılar 402
Lo
YO
| XII
ZI AIL CHE UITUIQILL ‘GE YOSIOJIS] “«SNISLIYD JOA Μορυπιµη UONUP Ul! JOYNSLIOH UIYISIUIWEAIIT JOP ΧΙ -yodimyjny 102 uadunyonssaiuyy» ‘SAYS
Où διορεές των βασιλέων της Μακεδονίας
1055
Εικ. 2. Opdootarıg του μνημείου του Αττάλου A’ στη Δήλο. J, Marcade, Recueil des signatures de sculpteurs grecs II. Paris 1957, 141 etx.
FRA . RIAEVENS \REAON A EN BASINENZSAHMN an SOTONKATAFHNAT,
er
ὀ
RE mm μπα Sa am an am m mm am mn ας an ı
3
10
18
20
Εικ. 3. Ανάθηµα tov Φιλίππου Ε΄ στη Δήλο. Κ. Vallois. Delos VII I. Les portiques au
Sud du Hiéron. Le Portique de Philippe. Paris 1923, 156, etx. 230.
1056
Μπάρμπαρα Σµιτ.Δούνα
i]
au
‘
F 2
[ x
4
a
À ἄν a
ΒΑ ΣΙΛΕΩΣΦΙΛΙΠΠΟΥΤ: | ANOTANEISOPAKHNE TPATEION| À
ο APTEMIAITAY POTOANI: :
Wi. ο
;
;
a
ο |
ear
ος τσ AP IL Art
φαει
ANETTE?
as
+
ee DATE UY, \= Zn τι; “4 à 1) ναςσ KAMMALCN MES TE: hi i POYMHTICA SUE \
z
we
|
ΕΙΝ. 4. Ανάθηµα του Περσέα στην Αμφίπολη. Ancient Macedonian Studies in Honour of Ch. F. Edson, Thessaloniki, 1981, 230, ex. |.
Εικ. 5. Ανάθηµα του Περσέα στην Αμφίπολη. Φωτογραφία της συγγρασέα.
83 TO ΠΡΟΚΑΣΣΑΝΔΡΕΙΟ ΠΟΛΙΣΜΑ ΤΗΣ ΤΟΥΜΠΑΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΕΝΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ANAZKA®QN ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ Κώστας
Σονέρεφ «...J’allais un jour me promener hors de la porte de la Calamarie» (Voyage du Sieur Paul Lucas,
Rouen, Machuel, 52, t.1) Η ανακοίνωσή µου στο Στ΄ Διεθνές Συμπόσιο για την Αυχαία Maxtdovia θα περιοριστεί σε ορισμένες εκτιμήσεις --όπως λέει και ο τίτλος--- οι οποίες στηρίζονται σε δεδοµένα από τις ανασκαφές στην τράπιζα της Τούµπας Θεσσαλονίκης. Τις ανασκαφές στην τράπεζα διεξάγει από το 1985 η ΙΣΤ΄ Εφορεία Προϊστορικών χαι Κλασικών Αυχαιοτήτων!. Ο αρχαιολογικός χώρος της Τούμπας της Θεσσαλονίκης, γνωστός από το 18952 εκτείνεται σε ένα υψίπεδο στα ανατολικά της πόλης (Εικ. 1). Περι1. H Τυύµπα Θεσσαλωνίχης ήταν παλιότερα γνωστή ως Τούμπα Καλαμαριάς, Αγίου Ηλία, Εμπειρίκου, wc Μεγάλη Τούμπα και απλά Τούμπα και ακύμη µέχρι σήµερα «Λλοφίσκυς». Πληρυφυρίες για τις ανασκαφές της ΙΣΤ᾽ Ε.Π.Κ.Α. otov αρχαίο οικισμό στην Τούμπα Oraauλονίκης (τράπεζα) βλ. Κ. Σισµανίδης - Κ. Zovégeg, AAEAT 40 (1985) Χρονικά, 233-235. ©. Zufßβοπούλον, AAeAr41 (1986) Χρυνικά, 134-135. Σ. Μοωσχυνησιώτη, ΑΔΕλτ 42 (1987) Χρονικά, 156. K. Συυέρεφ, ΛΕΜΘ | (1987) 235-245: tov ίδιου, AAFAT 43 (1988) Χρονικά, 154-357: tou io, AEMO 2 (1988) 243-255: tov idtou, AAFAT 44 (1939) Xgovixd, 321: tov ίδιου, AEMO 3 (1989) 215-225: tow ίδιον, ΑΛελτ 45 (1990) Xvovixé, 307-311: του idvov, AEMO 4 (1990) 299-313: tou ίδιου, ΑΔελτ 46 (1991) Χρυνικά, 277-279 του ίδιου, AEMO § (1991) 191-207: tov ίδιων, AAFAT 47 (1992) Χρονικά (τυπώνεται): tov ίδιου, AEMO 6 (1992) 273-293: tou ίδιου, AAFAT 48 (1991) Χρονικά (τυπώνεται): tov ίδιον, AEMO 7 (1993) 237-302: tov lölov, AAFAT 49 (1994) Χρυνιμα (Ttutwverar) tov dou, AEMO 8 (1994) (τυπώνεται): tov ἴδιου, ΑΔελτ 50 (1995) Xoovina (τυπώνεται): tov idtou, AEMO 9 (1995) (τυπώνεται): tou idtov, AAEAT SI (1996) Χρυνικα (τυπώνεται): του ίδιον, AEMO 10 (1996) (Tuitwvetea). Για την ανασκαφή atoy ποοὐτορικό οικισμό στην Τούμπα Οευλονίκης (τούμπ-λοφίακώς) βλ. avaroivwon των Σ, Ανρέον - K.
Κωτσάκη µε τίτλυ «Ο πῳοϊατορικος οικισμός στην Τούμπα Θεσσαλονίκης: προβλήματα κι πωυωπτιγές», ata [Πρακτικά tov Er Διεθνούς Συμποσίου aa την Αρχαία Μακεδυνία, Oo λυνίκη 1996 (τοπιώνετ) Tow IMXA otto Zur βιῤλιογρατα. 2. Tu παλαινύτερα στοιχεία ἀχετικά gie την Τούμπα Οεὐσαλονίκης πρυέρχόνται απο A. Körte, AM 24 (1899) 41. A. Traceer, Zethnol 33 (1901) 54° tov τόνο, Zeihnol 33 (1902) 65-66, 69,
1058
Κώστας Lorry
λαμβάνει τον κωνικό λο(ίσχο (tell), μὲ στρώματα Εποχής Χαλκοιί, Εποχής Σιδήρου και τοτορικῶν Ἰρόνων, και τον τραπιζοειδή σχεδόν επίπεδο χώρο γύρω από TO λοφίσχο. µε στωώματα του οικισμού από την Πρώιμη
Εποχή Σι-
LOU χυρίως μέχρι τα τέλη του dou (u. π.Χ. Γπίσης, 0 ano τα όρια του αργαίου οικισμού έχουν εντοπιστεί υπολείμματα σποραδικών εγκαταστάσεων διαφόρων εποχών και ἑκτεταμένο νεκροταφείο TOW χρονολογείται από τον
100 ως και τον do (u. π.Χ. Qs πόλισμα εννοούμε τον συγκροτημένο TOAEOὑομικά οικισμό στην Τούμπα από τον 60 ὡς τα τέλη τὸν 4ου - αρχές του 300 αι. π.Χ. Πόλισμα είναι O όρος TOV χρησιμοποίησε ο Στράβων για να δηλώσει τις μικυοαστικές οντότητες στο μυχό TOV Θερμαϊκού κόλπου, που είχαν OUNῥάλλει στην ίδρυση Ing πόλης της Θεσσαλονίκης (VIL. 21 και 24). Ο οικισμός των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων” ἐκτεινόταν σε µια επι(άνεια που ξεπερνάει Ta 95.000 τ.µ. και ATOME ιδιαίτερα ενδιφέρουσιί νια την ευρύτερη περιοχή της πεντρικής Μιικεδονίας σύνθετη στρωματο"οί-
(ία απὀ τον Elo ὡς τον 30 αι. π.Χ. Λεν αποκαλύφτηκαν
υπολείμιιατα TEL
χών και ἐπυμένως η προστασία του πολίσματος εξαρτιόταν από τη µορφολυ-
νία του εδάφους, H θέση ήταν Ὀπερυφωμένη και οριζόταν από τη ῥόρεια πλευρά από µενάλη οεματιά, ὁπου TO νερό κυλούσε (CTO ανατολικά προς OUτικά. Οι
πυώτις
φάσεις
του οικισμού
που
αναπτύχθηκε
στην
τράπεζα
δεν
ÉJOUV TO πάχος των αντίστοιχων που γνωρίζουμε TO TO λοφίσχο και χωονολονούνται στην Ύστερη Εποχή Χαλκοή. Παλιότερα στοιχεία προϊστορικών γούνων συναντώνται σποραδικά. Tet οικιστικά κατάλοιπα από τον 100 ὡς τον 70 AL π.Χ. εἶναι πι κνότερα χει χαρακτηυίζονται από υλικά δοµής, ES πλίνθους και μιχρίς αργίς πέτοις (EUX. 2). Στις φάσεις αυτές αφθονούν ZHOOU µε προορισμό την απο(ήπέευση. (ύλαξη και συντήρηση
ειδών διατροφής, όπως σιροί σκαμµένοι
στο
«ρήιλώδες παρθένο έδαφος, λιθόχτιστες χατασκευές σε σχήμα κυψέλης, τπιθεώνες και πηγάδια.
Μαζί µε τη συνήθη τοπική κεραμική ξεχωρίζει η aya.
75, tig. Τ.Α. J.B. Wace - M.S. Thompson, Liverp. Annals 2 (1909) 161° tow tou, BSA (1913/14) (23-132. Ι.. Rey, BCH 40 (19169 n. 2: tow ίδιοι, BCT ALAS (1917/19) 91-109: Tow dito, Observations sur les premiers habitats de la Maccdome (1921). FE. A. Gardner - S. Casson, BSA 23 (1918/19) 26, 30-31.
Heurtley.
(1990)
F. B. Welsch,
BSA
23
1918/19) 50. 2. Πελεκίδης,
BONS
(1921) 541. WA,
Prehistoric Macedonia (1939) 28, 94, 207, 219, 225, 238. K. Ρωμαίος,
1-7. X00. Mazayovaz, Mazröovixa
Maxzrooviae
1 (1990) 475-476 tov wou, Maxzroovisd 2 (1941-
1952) 604. 3. Tree ty yonon zut ty onic τὸν ὀρου Toltentae BA. ο, Testa, «ll lessico greco dell insediamento umano in Sicha», στο Modes de Contacts er Processus de Transtormation dans les Socieés Ancicnnes, Actes du colloque de Cortone (23-30.5.1981), Pise-Rome 1983, 1005-1015, τδιναίτιρα απο TOOS κε.
|
To Fvoxaacavovro TOG
της Τούμπας Θεσοαλονίκης
1089
ρόχυωμη (matt-paintcd), η λεγόμενη «ασημίζουσα», και κατηγορίες γεωμετρικιν και υπογεωμετρικών χρόνων. Από τον 100 αιώνα η επείσακτη κεραμική
«πό την Εύβοια, και αργότερα από την lwvia και από την Κόρινθο φανερώVEL τις επαφές των κέντρων του Αιγαίου µε τοὺς οικισμούς του Θερμαϊκού
πόλπου. Στον 60 αι. π.Χ. ο οικισμός έχει ήδη πολεοδομικό ιστό (Εικ. 3-4). Στις ανιισκαφές εντοπίστηκαν ηὐελημένες ισοπεδώσεις και γεµίσµατα για τη δημιουργία νέων επιπέδων για τη θεμελίωση, Από εκείνη τη στιγµή νομίζω ότι Ιιπορούμε να ονομάζουμε τον οικισμό πόλισµα΄. Ο ιστός του διαιρείται σε συνοικίες συντεταγμένες πάνω σε λιθόστρωτους οδικούς άξονες κατάλληλους γα µην επιτρέπουν να πλημμυρίζουν TA σπίτια. Μικρές µεταβολές διαπιστώθηκαν στους προσανατολισμούς των σπιτιών κατά TOV SO αιώνα, σύμφωνα µε µια ελεύθερα προσαυμοσμένη «ιπποδάµεια» ανάπτυξη του πολίσµατος (Εικ. 3-4). Στη φάση αυτή παρατηρείται προσπάθεια διεύρυνσης του οικισμού στα ανατολικά και στα βουειοδυτικά». Κατά τα αρχαϊκά και κλασικά χρόνια Ta σπίτια έχουν λιθόχτιστα θεμέλια Kur ακολουθούν µια ορθογώνια συνήθως κάτοψη. Συχνά, όταν τα σπίτια ανανεώνονται χρησιμοποιούνται κατ’ ἐπανάληψη τα ίδια υλικά δοµής. ΠέTpıvor περίβολοι και πλάκες ορίζουν εξωτερικά τα σπίτια προκειµένου να εμποδίζουν την εἰσοδο του νερού. Σε κάποιες περιπτώσεις, την απομάκρυνση TOV νερών από τα σπίτια επιτύγχαναν µε αυλάκια και απορροφητικό υλικό: χαλίκια, άμμο και ὀστρεα. Τα δάπεδα των σπιτιών ήταν συνήθως µε πατηHEVO αργιλόχωμα και ενίοτε µε πλάκες, ιδιαίτερα στις εισόδους και τις εσ(υτερικές αυλές, H ανωδοµή πάνω από τη λιθόχκτιστη κρηπίδα ήταν µε ωμίς πλίνθους και φαίνεται ότι υπήρχαν πατάρια και ξυλοδεσιές, ενώ η στέγη. πιὑανότατα δίρριχτη, είχε επικάλυψη µε κεραμίδια. Πολλά δωμάτια avayvaρίστηκαν, όπως ανδρώνες, µαγειρεία, αποθήκες, εργαστήρια µε μηλόπετοις KUL αργαλειούς, H κεραμική από τις διάφορες οικοδομικές φάσεις του πολίOMATOS τεκµμηριώνει διασυνδέσεις µε κέντρα γειτονικά αλλά και μακρινά. 4. Η πωωβληματικἡ γε τη MAO won και τη δομή ενος «πολίσµαάτος» στην Toueta OreQUAOVLANS αντιμετωπίστηκε HAT" αργήν στην ανιπωίνώση tov Κ. Σουέρεῳ, «Γπισημάνοεις lotoglans Τοπυγυαφίας ἵνα την περιοχή Τοῦιπα Οεὐσαλονίκής», ατα Πρακτικά Συμποὐίοῦ προς τιµή του N. G. L. Hammond. IHevralogos Κοζάνης 13-15.5.1993, 407-421, 6700 ade ῥιῤλιογοαφία YLC τα ROUT HOLE και TOU idtad, @ACTOFUTIACE στοιχεία από TO πρυκασσάνδρειο πολισµα ormv Tomita Orooudkovinnge, AAA XXIEXXVIDL 1990-1995, εις μνήμην I Boxorotordor, 3146. 5, Απώπειυες επέκτασης τοῦ αὐχαίοῦ οιλιομοῦ ανατολινὰ και βορειοδυτικά ZUTU TOY So αι. π.Χ. ὑιαπιστωηκαν OTL ανασκι (ες του οικοπέδου τὴς οδός Καλαβούτων 20 παν της οδού ἱβίσκυι 3. Βλ. yur τὸ Tuto υικύπεὸυ στω AAFAT 49 (1994) Χρονικά και AEMO X (1994), ενώ για TO δευτερο OTO AAFAÂT ST (1906) Χρονικα, όλα στο στάδιο της εκτύπωσης,
1060
Kiorag Zotéorq
όπως η Κόρινθος και η Αττική.
Η τελευταία φάση του πολίσµατος χρονολογείται στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. και χαρακτηρίζεται ANG κατάρρευση και εγκατάλειψη που ίσως οφειλόταν σε σεισμό (επίσης Εικ. 1-4). Η εγκατάλειψη του πολίσµατος συμπίπτει µε τη ὑράση του Κασσάνδὃρου, 0 οποίος ws γνωστόν πῳοώθησε τον συνοικισμό ιδρύοντας τη Θεσσαλονίκη, µε τη συμβολή εικοσιέξι πολισµάτων του Θερμακού, όπως αναφέρει ο Στράβων (VIL21 και 24). H Ιουλία Βοκοτοπούλου δεν αποκλείει η αρχαία Θέρμη να ήταν το πόλισµα στην Τοὐμπαό. Σε κάθε περίπτωση βρισκόμαστε στο μυχό του Κόλπου και πιθανότατα στη Geguaia χώQG, σε σηµείο όπου οι ιστορικές τύχες της Θέρμης ήταν ταυτόχρονα και του οικισμού στην Τούμπα.
Το νεκροταφείο TOV πολίσµατος, γνωστό κατά ένα μικρό τµήµα του από το 1920, εκτείνεται δυτικά και νότια του οικισμού]. Από το 1994 οι avaoxuφές έφεραν στο φως ταφές από το 100 ως τον 30 αι. π.Χ.δ. Ο συνήθης τύπος είναι ο επιµήκης λάκκος, σκαµµένος στο φυσικό αργιλώδες έδαφος, µε πλάες για επικάλυψη (Εικ. 5-6). Σε λίγες περιπτώσεις η ταφή είχε γίνει σε κιβωτιόσχηµο τάφο À πέτρινη σαρκοφάγο. Η τοποθέτηση των νεκρών γινόταν σε ύπτια θέση και οι καύσεις βρέθηκαν σε περιορισμένο αριθµό. Τα κτερίσματα αποτελούσαν Eva, δύο ή τρία αγγεία, ελάσματα χρυσού ῥομβόσχημα (ETLOTOµια), εγχειρίδια και μαχαίρια από σίδηρο ἠ χάλκινα και χρυσά κοσμήματα. 6. Για την άπυψη της I. Βυκυτυπυύλον σχετικά µε την αρχαία Θέρμη βλ. ato Διαφ. Zvyγοαφέων, Θεσσαλονίκη, a0 τα Προϊστορικά µέχρι ta Χριστιανικά χρόνια (Odnyas Έκβεσης), Λθήνα 1986, 11, 15-17 και στο Διαφ. Συγγραφέων, Ελληνικός Πολιτισμός, Μακεδυνία, To Ba-
aidew του M. Αλεξάνδρου (Οδηγός Ἐκθεσης), Alva 1993, 76. Σχετικά µε TO «πού έκειτυ η παλαιά Θέρμη» TOR. ato Διαφ. Συγγραφέων, Θεσσαλονίκη Φιλίππου Βασίλισσαν, Μελέτες για Την αρχαία
Θεοσαλονίκη, Θεσσαλονίκη
1985 (Th. Talel, M. Δήμιτσας, M. Χατζηιωάννον,
K. Ρω-
patos, T. Μπακαλάκης, M. Vickers, A. Βακαλόπουλος, C. Edson). Nop. επίσης Σ. Πελεκίδης, BCH 45 (1921) Chronique, 541° του idtov, JHS 41 (1921) 274. F. Papazoglou, Les sites macedonienes a l'époque romaine (1957) 148-153: της ίδιας, Les villes de Macédoine à l'époque romaine, Suppl. BCH XVI, 1988, 189-190. N. G. L. Hammond, A History of Macedonia, Oxford University Press 1972, 150-152. M. Τιβέφιυς, AEMO | (1987) 247-260 tow idtov, «Από Ta απυµεινάρια ενός πρυελληνικυύ ιερού περί τὸν Θερμαϊκύν χόλπυν», στο Μνήμη A. Λαζαρίδη, Πύλις και Χώoa στην Αυχαία Μακεδονία και Θράκη, Θεσσαλονίκη 1990, 71-81. A. Πατακωνσταντίνον-Διαμαντυύρου, «Χώρα Θεσσαλονίκης. Μια προσπάθεια οριοθέτησης», στὸ Μνήμη A. Λαζαρίδη,
6... 99-107. D. Müller, Topographischer Bildkommentar ju den Historien Herodots, Griechenland, Tubingen 1987, 221-227. Ντ. Χοιστιανόπυνλως, H Αρχαία Θέρμη και η Sevan της Θεσσαλονίκης (1000-315 π.Χ.), Θεσσαλυνίχη 1991. K. Συυέρεῳ, «Επιπημάνσεις ...», OT.
7. Πρώτες ειδήσεις για to αρχαίο νεκρυταφτίο παρείχεο Σ. Πελεκίδης, BCH 45 (1921) 541. Μια παροιμίαση των κτερισμάτων της παλιάς ανασκαφής πραγματοποίησε η I. ΒυχυτυπυύῦAou, στο Λιάς, Σι γραφέων, Θεάσαλονίκη … 6.:7., 16-17, 88-96. 8. Για τις νεότερες πληροφορίες σχετικά µε TO αρχαίο νεκροταφείο της Τυύμπας Θεσσαλονίκης βλ. στα υπό εκτύπωση AAFAT 49 (1994) Χρονικά, 50 (1995), 51 (1996) και ato AEMOB (1994), 9 (1005).
10 (1996).
To πρυοκασαάνδρειο πόλισµα της Τούμπας Θεσσαλονίκης
1061
Οι πλουσιότερες ταφές ήταν στα νοτιοανατολικά, πλησιέστερα στον OLXLONO. Οι ανασκαφές στο πόλισµα και το νεκροταφείο της Τούμπας ΘεσσαλονίANS συνεχίζονται xat οι πληροφορίες που γνωρίζουμε σε συνδυασμό µε τα αποτελέσµατα της έρευνας σε άλλες γειτονικές θέσεις, στο Καραμπουρνάκι’, στη σηµερινή Θέρμη!ὸ, στην Πολίχνη!!, στην Αγχίαλο!Σ, θα φωτίσουν µια άγνωστη σε µεγάλο βαθµό περίοδο των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων στην Κεντρική Μακεδονία και ειδικότερα στη Μυγδονία. Αὐχιιιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης
9. Πρύσφατα ανασκαφικά στοιχεία ατόὀ To Καραμπουρνάκι γνωρίζουμε AO τις ανακοι; νώσεις των M. Τιβερίον, Ε. Μανακίδου, A. Τσιαφάκη, E. Τρακοσυπυύλου-Σαλαχκίδον και Ε. Πουλάκη-Παντερμαλή στα υπό έκδυση AEMOB (1994) και 9 (1995). 10. Για τις ανασκαφές στη σύγχορυνη Θέρμη (Σέδες) μαθαίνουμε απὀ τη Σ. Μυσχωνησιώτη,
AEMO 2 (1988) 283-296 και ata Αΐελτ Χρυνικά από 1988 και εξής. ΕΙ. Σχετικά µε τις ανασκαφές στην Πολίχνη (τράπεζα Λεμπέτ) βλ. Κ. Τζαναβάρη Λιούτας, AEMO
- A.
7 (1993) 265-278.
12. Πρόσφατα αρχαιολογικά δεδοµένα από τη N. Αγχίαλο (Zivôo) παρέχει ὁ M. Τιβέριος: ΑΓΜΘ 4 (1990) 315-332, AEMO 5 (1991) 235-246, AEMO 6 (1992) 357-368, AEMO 7 (1993) 241-250, AEMOS
(1994), AEMO 9 (1995) και
AE MO
10 (1996) υπό ἐκδωση.
Κώστας Σουέρεᾳ
=.
D,
LE")
. ‘yan
η.
1062
Pr
a
7 4
Wie
TES
het
de
Le
v
oxos, η τράπεζα που τον περφἀἄλλει, η περιοχή του αρχαίου νεκροταφείου, που συµπεοιελάµβανε το χώρο του γηπέδου, χαι η γραµµή tov παλαιού ρέματος.
φίας διακρίνονται στο Bahlog τα ίχνη της Επυχής Χαλκού. Άνω δεξιά τα αρχιτεκτονιxd κατάλοιπα είναι του Sov και βαθύτερα του 7ου αιώνα π.Χ. Τα κτιστά πηγάδια χαι τα λοιπά υπύσκαφαιποθήκες χρησιμοποιήθηκαν πιθανόν µέχρι τον 70 at. π.Χ.
To προκασσάνδρειο πόλισμα της Τούμπας Θεσσαλονίκης
1063
Εικ. 3. Οικόπεδο οδού Καλαβρύτων 19. H ανασκαφή από Β. Διακρίνονται ot ΟΙΧΟδΟµιχκές φάσεις κτίσματος του όου xat Sov αιώνα π.Χ. Η εσχάρα της εστίας διακρίνεται στο κέντρο της φωτογραφίας αριστερά.
Εικ. 4. Οικόπεδα οδού Ορτανσίας 4 και 6. Η ανασκαφή από A. Οικοδομικές φάσεις αρχαϊκών και κλασικών χρόνων.
1064
Κωκπας Zoveprg
oe
A
™
¥
d
'
m
2:
ποτ
"ll
=
3
y
:
=
-
4
τα
+
x
a
«
Εικ. 5. Οικόπεόο οδό Evayoga 24. Τάφος 16: η επικάλυψη.
πα,
29
Eux. 6. Οικωπεὸο οδοιἳ Evayoou 24. Τάφος 16: το εσωτερικό του λάκκου.
84 AION ΚΑΙ ΑΛΟΣ: ΔΥΟ ΝΕΑ ΚΤΙΣΜΑΤΑ
Θ.
ΤΗΣ
ΕΠΟΧΗΣ
ΤΟΥ
ΚΑΣΣΑΝΔΡΟΥ
Στεφανίδου-Τιβερίου
Οι αναλογίες που παρουσιάζουν οι Ovo πόλεις Δίον και Άλος ως προς την πεδινή θέση και το τετράγωνον σχῆμα τους έχουν ήδη επισημανθεί!. To θέµα αξίζει όµως ιδιαίτερης προσοχής, αφού πρόκειται για πόλεις σύγχροVES, των οποίων OL ομοιότητες από χωροταξική και πολεοδομική άποψη Layτυρούν µια κοινή αντίληψη. Το πιερικό Δίον βρίσκεται στις βορειοανατολικές παρυφές του Ολύμπου, στη στενή πεδιάδα που εκτείνεται ανάµεσα
στον ορεινό όγκο του και στην
ακτή του Θερμαϊκού κόλπου (Εικ. 1). Το ἑδάφος, στην έκταση που περιορυίζεται απὀ τα τείχηΣ, παρουσιάζει µια µικρή κατωφέρεια από τα δυτικά προς τα ανατολικά, που υπολογίζεται σε 18 Lu. περίπου. Η απόσταση της πόλης από τη θάλασσα, που είναι σήµερα 6 χλμ. περίπου, ήταν στην αρχαιότητα μόλις ενάμισι χιλιόμετρο και ο ποταμός Βαφύφας, που ρέει στην ανατολική της πλευρά HAL σχημάτιζε στην αρχαιότητα ένα εκτεταμένο έλος, αποτελούσε ŒU-
σική προστασία της. Αντίθετα οι υπόλοιπες πλευρές της ήταν εικάλώτες, αφού το ομαλό έδαφος και η απόσταση των 3 χλμ. περίπου από το βουνό στερούσαν την πόλη από τη δυνατότητα προστασίας
που παρείχε κατά κανόνα
η
ύπαρξη ακρόπολης. Παρά ταύτα, η στρατηγική σημασία της θέσης της είναι πυοφανής: το Δίον βρίσχεται στην είσοδο της Μακεδονίας από τη Θεσσαλία. ήλεγχε λοιπόν την οδό, ποὺ ἀπό τη Λάρισα µέσω της κοιλάδας των Τεμπών οδηγούσε κατά μήκος της αχτής στην πιερική πεδιάδα µε κατεύθυνση προς την Πύδνα χαι την Πέλλα. Εξάλλου από To Λίον ελέγχονταν και τά ορεινά 1.0. Μπακαλάκης, AA 19, 1964, Xoovizt BR, 344 κε. ©. Στέςανίδου- Τεθερίου, AEMO 2, 1988 (1991) 156. H. R. Reinders, New Halos. A Hellenistic Town in Thessalia, Greece. Utrecht 1988, 57, 50, 198 κ.ε, Σγετικί μὲ TO TELL OVOV σχῆμα και τη OZLON των OVO πύλέων γινεται λό-
γος αναλητικά στη μονογραφία της υπογραφουσας, Ανασκαφη Δίου 1: HE οχυρή
(1998) 218
κ.ε. 2. Για τη Don tov Atow και την οχυρωσή TOU BA. (έως την εκδοση της τελικής δημοσαίευοης) ©. Yrrqavidou-Tiprotoy, Αωχαια Maxrdovice IV (1986) 567 wee n ίδια, AEMO 1, 1987 (1988), 189 xe. η ἰδια. AEMO 2, 1988 (1991), 183 2€. η ἰδια, AMO 4, 1990 (1993), 195 κε.
1066
Min:
Tıßrotos
περάσματα TOV οδη/ούσαν από τη Θεσσαλία στην Πιερία. Για tov λόνο arts
τόσο O Φίλιππος Ε΄ όσο zat ο Περσέας χρησιμοποίησαν την πόλη ως ῥάση για τις επιχειρήσεις τοις το 197 π.Χ. και 169 π.Χ. αντίστοιχα. Οι παλιότερες αρχαιολογικές AA ιστορικές μαρτυρίες για την πόλη ανάYOVTAL στων 50 αι. π.Χ., η μνημειακή όμως µορφή της χωονολονείται σήµευα
στο τέλος του 4ου αι. π.Χ.". Την περίοδο αυτή η τόλη χαράγτηκε EX νέου κι απέκτησε κανονικό ουθογώνιο σύστηµα ὀρόμων αλλά και κανονικό ορθογώνιο περίγραμμα µε διαστάσεις 683x642 5: η ἑκτασή της ήταν 43 περίπου ἑκτάφια (Εικ. 3, αριστερά). Συχυόνως οχυρώθηκε µε ένα ισχυρό τείχος, που ήταν ἐνισχυμένο µε TETOMYOVOUS πύργους τοποθετηµένους σε KUVOVLAES KCL πυκνές αποστάσεις. Où πύλες, όὁπως φαίνεται δύο σε χάθε πλευρά. βρίσκονταν σε αντιστοιχία µε τις κύριες οδικές αρτηρίες. Η οικοδόμηση του τείχους dev θά μπορούσε va χρονολογηθεί πριν από το 305-298 π.Χ., αφού τα μόνα νομίσματα που βρέθηκαν στο επίπεὸο Tov θεμελίου της είναι νομίσματα TOV
βισιλέως Κασσάνδρου. Επιπλέον καμιά ανασκαφική ένδειξη DEV υπάρχει που να συνη/ορεί για µια τμηµατική ἡ µακρόχωονης διάρκειας κατασκευή της οχύρωσης’ έτσι είναι πολύ πιθανόν ότι ανάγεται στην περίοδο αυτή. ZiryZOOVY µε τον περίβολο είναι και η χάραξη TOV πολεοδομικού ιστού, έχουμε ὁηλαδή να κάνουμε µε ένα ενιαίο σχεδιασμό. Σε ποιο βαθµό τα δημόσια κτίola του Δίου και τα ιερά που βρίσκονται έξω από τα τείχη εντάσσονται στο ίδιο πρόνραµμµα, είναι Eva ζήτημα που θά διευχρινίσει πι(ανόν η μελλοντική
έρευνα. Μπορούμε επομένως να μιλήσουμε για µια εκ βάθρων αναδιαμόρφωση της πόλης, NOV SEV μπορεί να γίνει κατανοητή παρά στο πλαίσιο µιας επανίδρυσής της. Η τοποθέτηση της επανίδρυσης αυτής στην περίοδο του Κασσάνὃρου είναι σύμφωνη τόσο µε τα «νασκαφικά δεδοµένα που αναφέρθηκαν πιο
πάνω όσο και µε τα ιστορικά δεδοµένα. Οι διάδοχοι, όπως χαι ο Αλέξαν8905, ἱδρυσαν À επανίδρυσαν πόλεις ακολουθώντας το παράδειγμά tout. O πῳώτος σημειωτέον (TO τους διαδόχους που ίδρυσε ή επανίδρυσε πόλεις στον ελληνικό χώρο για λόγους πολιτικοίς και στρατιωτικούς ήταν ο Κάσσαν3. Αίιος 19, 3.5 κι 44,2, 12. 4. Στιανίδο- Τιβερίοῦ, Aura Μακεδονία, ο. τ.. 875° 1 dua, AEM®2, 6.7. 153. 5. Για ty agedicon της ελληνιατιχής πύλης PA. Errgavidon-Tißreton, AEMO 2. 6.7. (onu. 2). 191 κε, 6. Γιά την ἱδρυση πόλέων από Tov Αλέξανδρο και τοὺς ὀιαδόχους βλ. V. Tscherikower, Die hellenistischen Städteeründungen von Alexander dem Großen bis aut die Römerzeit, Philologus Suppl. 19.1, Leipzig 1927. Νιότερη βλ οαφία ue to θέμα: W. Leschhorn. Gründer der Stadt. Studien zu cinem politisch-relhgtösen Phiinomen der griechischen Geschichte, Palingenesia 20, Stuttgart 1984, 202 κ.ε, ο. M. Cohen, The Hellenistic Settemments in Europe, the Islands, und Asia Minor, Berkeley 1995. P. M. Fraser, Cities of Alexander the Great, Oxtord 1996.
Κάρες στο μυχό του Geguaixot κύλπου
1067
δρος, ενώ όλες OÙ κτίσεις του Αλεξάνδρου βρίσκονταν στην Ασία’. H Kaoσάνδρεια μάλιστα, που ιδρύθηκε το 315 π.Χ. στον ισθμό της Παλλήνης, στη ὑέση της Ποτείδαιας, και πήρε το όνοµα του οικιστή της», είναι το πρώτο
μαρτυρηµένο µτίσµα από διάδοχο του Αλεξάνδρου γενικά’. Στον ίδιο τον Κάσσανδρο οφείλεται επιπλέον η ίδρυση της Θεσσαλονίκης στον μυχό του Θερμαϊκού κόλπου!ο, ενώ η Ουρανόπολις χτίστηκε στη χερσόνησο του Άθω
από τον αδελφό του Αλέξαρχο!!. Στη νότια Ελλάδα εξάλλον ο Κάσσανδρος επανίδρυσε τις Θήβες, που είχε καταστρέψει ο Αλέξανδρος το 335 π.Χ.ἰΣ, και συνοίκισετους Ακαρνάνες στον Στράτο και σε δύο μικρότερες πόλεις, τη Σαυ-
7. Βλ. M. Errington, Geschichte Makedoniens, München
1986, 123. Cohen, 6.:7., 20, 32. Για
την ίδρυση πόλεων από Tov Κάσσανδφο, καθώς και για τις NOALTIXES επιδιώξεις τον που συνδέονταν µε αυτές, βλ. επίσης Εμμ. Μιρυγιαννάχη, Αρχαία Μακεδονία II (1977), 228 κ.ε.. Βλ. και ©. Müller, Antigonos Monophthalmos und das «Jahr der Könige», Bonn 1973, 64 κ.ε W. L. Adams, Αρχαία Μακεδονία III (1983), 24, 28. Μερικές σκέψεις για την οικυδυµική πολιτική του Κασσάνδρου κάνει πρόσφατα o |. Touratsoglou, ato W. Hoepfner - G. Brands (επιμ.), Basileia.
Die Paläste der hellenistischen Könige, Internationales Symposion in Berlin vom 16.12.1992 bis 20.12.1992, 1996, 176 κ.ε. Για τις πύλεις τὸν Κασσάνδρου βλ. και Leschhorn, 6.7. 252 κ.ε. Cohen, ό.π., 20, 32, κυρίως 05 κ.ε., 101 κ.ε., 119 κ.ε. To πλαίσιο και οι στόχυι ôQuanc των πόλεων avτών είναι ένα ζήτημα που βρίσκεται έξω από τοὺς στόχους της σύντομης αυτής ανακυίνωσης. 8. BA. apöngata Leschhorn. 6.7. 252 κ.ε. µε σημ. 5. Cohen, ὁ.π.. 95 κ.ε. Tourutsoglou, 6.7. 178 ann. 9. Βλ. επίσης M. B. Hatzopoulos, Αρχαία Μακεδονία V 1 (1993) 575 x.E.. oto και η παλιότερη βιβλιογραφία. Ο idtuc, Macedonian Institutions under the Kings I, Μελετήματα 22 (1996) 199 κ.ε. Για τη χρονολογία ίδρυσης της Καασάνδόφειας, Tov αχυλυύβησε την πυλιορκία
της Πύόνας και tov θάνατο της Ολυμπιάδας to 315 π.Χ. (B. Gullach - L. Schober ato Studien zur alten Geschichte. S. Lauffer zum
70. Geburtstag 1, Roma
1986, 377), βλ. R. M. Errington, Her-
mes 105, 1977, 495. Πρύσφατα για την Κασσάνδρεια µε αφυρµή τις ὁημόσιον χαρακτήρα επιγοαφές ATG αυτήν, οι παλιότερες AAO τις οποίες χρονολογούνται την εποχή της ἱδρυσής
της,
βλ. 1. Βυκοτυπυύλου ato Μνήμη Μανόλη Ανὑρόνικου, Παράρτημα Μακεδονικών, αρ. 6 (1997) 30 κ.ε. 9. Leschhorn, 6.7. (σημ. 6). 252 κ.ε. Cohen, 6.7. (σημ. 6), 20. 10. Για την evan της πύλης και για TO TROPANUG Kat τις διαφορετικές απόψεις σχετικἀ µε τη χρυνυλουγία της βλ. Μικρυγιαννάχη, ό.π. (σημ. 7), 228 κ.ε. Leschhorn, ό.π. (anu. 6). 252 µε σημ. 4. E. Carney, Historia 37, 1988, 389 κ.ε. µε σημ. 10. I. Touratsoglou, Die Münzstätte von Thessaloniki in der römischen Kaiserzeit (1988) 64 onu: 131. Cohen, ό.π. (anu. 6), 101 κ.ε. Touratsoglou, 0.7. (onu. 7), 178 σημ. 8. Για την ἱδρυση της Θεσσαλονίκης και τα TUALOHATA Mov την ατοωτέλεσαν βλ. M. A. Τιβέριο, «Or ιστορικοί χορόνυι στην περιοχή της Θεσσαλονίκης AL απὀ την ἱδρι-
an της», στο I. Κ. Χασιώτης (επιμ.), Θεσοαλωνίκη. ἱστυρία και πολιτιηµώς A’ (1997) 78 κ.ε. Αν η Θεασαλουνίκη και n Κάσσάνδρεια εἶναι πόλεις µε διαφυρετικό χαρακτήρα, αν δηλαδή η πρώτη ήταν μακεδυνικἡ και η δεύτερη ανεξάρτητη ελληνική πόλη, Elvat Eva ζήτημα για To ὁποίο DEV
υπάρχει οὁμοφωνία” για τις διαφορετικές απόψεις βλ. Hatzopoulos, Αρχαία Hatzopoulos, Μελετήματα, ό.π. και Βοκοτοπούλου, OT. 47 Il. Tscherikower, 0.7. (σημ. 6), 3. Errington, 6.7. (σημ. 105 κ.ε. Hatzopoulos, Μελετήματα, 0.7. (on. 8), 201 pe on. 12. Μικρογιαννάκης, 0.7. (onu. 7). 231 κ.ε. Errington, 119 κ.ε.
Μακεδονία, .π.,
κ.ε. 7), 123 ne onu. 7. Cohen, 0.7. (σημ. 6). 4-6. 6.7. (ana. 7), 127. Cohen, 6.7. (onu. 6)
1068
Μιχάλης
Tifituios
pia και TO Aypivıov!?. To ενδιαφέρον Tov Κασσάνὸρουῦ για το ιερό των Ma-
κεδόνων στο Δίον πρέπει νει θεωρηθεί δεδομένο, η παρουσία του O7 αυτό AO τυρείται εξάλλου ἀπό το HON γνωστό ενεπίγραφο βάθρο που έφερε ανάθηµια του βασιλιά στον Δία Ολύμπιο!". Στην επανίδρυση της ιερής πόλης Hu πρίπει να αποδοθεί πολιτική σηµασία, και η απόφαση θα μπορούσε ίσως va συνδεθεί µε τον τίτλο του βασιλιά που απέκτησε ϱ Κάσσανδρος, πιθανόν συγχρόνως µε TOUS άλλους διαδόχους το 305 π.Χ.Ι»,. Αν µε την ίδρυση µιας πόλης που έφερε το όνοµα Θεσσαλονίκη δημιουργούνταν ένας συνδετικός πρίχος µε τη δυναστεία των Τημενιδών και αν µε την ίδρυση της Κασσάν-
δρειας ο Κάσσανδρος εμφανιζόταν ως ιδρυτής µιας νέας Suvaotetac!®, τότε µε την επανίδρυση του Δίου οι δυναστικές αξιώσεις του Κασσάνὸρου ἁποκτούσαν, θα μπορούσαμε να πούμε, νομιμότητα.
Πιστεύω όμως ότι εκτός απὀ τοὺς πολιτικούς και στρατιωτικοί λόγοι συνέβαλαν στην εκδήλωση ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για το Δίον EX µέρους του Κασσάνδρου. Πράγματι η περίοδος από το 307 και εξής και κυρίως até το 304 π.Χ. έως και το 302 π.Χ.Ι7 είναι κρίσιμη για τον Κάσσανδρο, αφού η εξουσία του απειλήθηκε σοβαρά ἀπό τον Δημήτριο Πολιορκητή, που αξίωσε μάλιστα την πλήρη υποταγή του. OL επιτυχίες του Δημητρίου στη νότια EAAdda, η επανίδρυση της χορινθιαχής συμμαχίας το 302 π.Χ. και η προέλασή του, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, στη Θεσσαλία, είναι γεγονότα που έθεσαν σε κίνδυνο τον θρόνο του Κασσάνδρου. Στο πλαίσιο των προσπαθειών του να εξασφαλίσει από τα νότια την εἰσοδο προς τη Μακεδονία, η αναδιοργάνωση και οχύρωση του Δίου Hu πρέπει να αποτέλεσαν λοιπόν µια από τις προτεραιότητες του βασιλιά. Στον ίδιο τον Κάσσανὸρο πρέπει να οφείλεται, όπως θα προσπαθήσω va ὑείξω στη συνέχεια. και η επανίόδρυση της Άλου, που το 346 π.Χ. είχε καταστῳωαφεί απὀ τον στρατηγό
του Φιλίππου
Β΄
Παρμενίονα
Ι74)15. Πριν ἀπό το ζήτημα αυτό θα ήθελα va GTA
(Δημοσθένης
19,
όμως στις ομοιότητες
13. Μικρογιαννάχης, 6.7. (ane. 7), 235. Cohen, 0.7. (σημ. 6), 20. 14. A. Παντερμαλής, Πρακτικά tou H Λιεθνους Yevedotou Ελληνικής και λατινικής Επιγοιφικής, Αθήνα, 3-9 Οκτωβρίου 1982 (1984) 271 κ.ε. Errington, do. (σημ. 7), 123. Ν. G. L. Hammond - F. W. Walbank, A History of Macedonia Hf (Oxtord 1988) 174. M. B. Hatzopoutos, Macedonian Institutions under the Kings IH. Μελετήματα 22 (1096) αρ. 23, iv. XX VIA. 15. Hammond - Walbank, 6.7., 172 κ.ε. Για to πρὐβῤλημα καὶ τις απόψεις γύρω απὀ Tov JWOVO της απόκτησης Tov To (1. xa Carney, 6.7. Came. 10), 390 µε any. 13. 16. Touralsoglou, 0.7. (one
7), 178,
17. Pua ta yeyovota BA. Hammond-Walbank, 6.:7., 175 κ.ε, 18. Pua την Παλιά Ado και για τα γεγονοτα TOU συνδέοντας Reinders, 0.7. (one Li, 159 κε.
µε την χάταστρυή
της BA.
Κάνες στω 20070 του OEQUETXOË KOATOU
1069
τῆς πόλης αυτής JE TO Atov. H Άλος της Αχαϊας Φθιώτιδας ελέψχει Tov πιιυαλιακό ὑρόμο που συνδέει τη Λαμία µε τη Λάρισα (Εικ. 2): πιο συγκεκῳιμένα, βρίσχεται στη στενή πεδινή λωρίδα που συνδέει την πεδιάδα του Αλμι:ορού, το Κρόχιον πεδίον (Στράβων 9, 5, 8), µε την πεδιάδα της Σούρπης. και παταλαμβάνει τον χώρο ἀνάμεσα σε έναν από TOUS λόφους του όρους Όθρυς ACL στο αποξηραµένο σήµερα έλος που ἐφτάνε έως την ακτήτου Παγασιτικού κόλπου!ὃ,
H κάτω
πόλη, που
εκτείνεται στο πεδινό
έδαφος,
είναι τετρά-
πλευρη, ὁπως και το Δίον, µε διαστάσεις 595x685 µ. περίπου, και συνολική έκταση 48 εκτάριαξὺ: ane τη δυτική όμως πλευρά της Ἐεκινούν δύο τείχη που ανεβαίνουν τον λόφο και συναντούνται σε ύψος 185 LL. περικλείοντας στην κορυφή µια µικρή τριγωνική ακρόποληξ!. Το έλος στα ανατολικά και ο τειχισιένος λόφος στά δυτικά προστατεύουν λοιπόν την πόλη, η φυσική προστOia της οποίας ενισχύεται στα βόρεια ANG την κοιλάδα του ποταμού Augpvσου, που δημιουργεί κατά µήχος του βόρειου τείχους µια φυσική οχυρωμα-
τική τάφρο2Σ, Ἡ στρατηγική χαι γεωγραφική θέση της Άλου παρουσιάζει λοιπόν σηµαντικές αναλογίες µε αυτή του Δίου, αν και η θεσσαλική πόλη πλεονεχτεί σε ό,τι αφορά στα στοιχεία της φυσικής προστασίας και κυρίως στην ύπαρξη ακρόπολης. Η πεδινή θέση της κάτω πόλης επέτρεψε και στην περίπτωση αυτή τη σχεδίαση µιας σχεὸόν ορθογώνιας πόλης, οι δύο όµως πλευρές THC. η βόρεια και η νότια, Sev είναι απολύτως παράλληλες, αλλά ανοίγουν EAU-
φρά προς ανατολάς22 (Εικ. 3, δεξιά). Παρά τη µικρή αυτή απόκλιση uno To ορθογώνιο σχήμα, είναι γεγονός ότι η Άλος ἀποτελεί τὸ μοναδικό παράλληλο πόλης στον ελλαδικό χώρο που µπορεί να συγχριθεί µε το Δίον WG πρὸς TO χανονικό σχήμα, παρόλο που SEV πρόκειται για τις μοναδικές πεδινές πόλεις που γνωρίζουμε. Έχουμε δηλαδή δύο παραδείγµατα που αντιπροσωπεύουν TO τετράγωνον σχῆμα πόλης, στο οποίο αναφέρεται ο Στράβων 12,565 µε
αφορμή τη Νίκαια της Βιθυνίας21. H χάραξη της πόλης βασίστηκε Aa στην περίπτωση της Άλου στο ορ0ογώνιο σύστημα
των δρόμων.
Φαίνέται όµως ότι το σύστηµα αυτό εφαριμό-
OTNAE εδώ µε τρόπο ὀινιφορετικό «πό ό,τι στο Δίον, πιθανότατα εξαιτίας της
19. 20. 21. 22.
BA. Reinders, Reinders, 6.7. Reinders, 6.7. Reinders, 07.
0.1. (σημ. (one. D. (ame. 1), (σημ, 1).
23. Reinders, 0.7. (σημ.
1) 22 4.6, 37 we, ISO at. 147 4.€.. 190. S6 κ.ε. SO µε ειν. 20, ISO κε.
1), 57.
24. Etequvidou-Tifrotont, AEMO2, 6.7. Cane. 2), 155 κ.ε, Reinders, 6.7. (on. Eux. LUN.
25. Reinders, 0,7. (σημ.
D, 147 κ.ε,
1), 198 zur...
1070
Μιχάλης
Τιβέριος
διαφορετικής διαμόρφωσης του εδάφους στη δυτική KUL βόρεια πλευρά. Στο Δίον υπάρχουν δύο χύριοι ὀρόμοι µε κατεύθυνση από βορρά προς νότον χι πιθανότατα άλλοι δύο µε κατεύθυνση από δυσμάς προς ανατολάς (Εικ. 3, αριστερά). Η αφετηρία και η απόληξη των δρόμων αυτών βρίσκονται ---σέ τέσσερις τουλάχιστον περιπτώσεις--- σε αντιστοιχία µετις πύλες του τείχους. Στην AAO, σύμφωνα µε τα συμπεράσματα απὀ την πρόσφατη έρευνα των O}-
λανδών μελετητών, υπήρχε ένας µόνον κύριος δρόμος µε κατεύθννση απὀ ὀυσμάς προς ανατολάς, που διέτρεχε κατά μήκος την πόλη χωρίζοντάς την
σε δύο ίσα µέρη, δεν κατέληγε όµως σε πύλη, µε αποτέλεσµα να απομονώνεται η ακρόπολη από την κάτω πόλη, Αντίθετα οι τέσσερις κάθετοι δρόμοι που διέτρεχαν την πόλη ἀπό βορρά προς νότον οδηγούσαν, όπως και οι αντίστοι-
χοι του Δίου, σε εισόδοις της οχύρωσης (Εικ. 3, δεξιά). Ιδιαίτερα στενές είναι οι αναλογίες που διαπιστώνονται στα χαρακτηυι-
στικά του οχυρωματικού περιβόλου των δύο πόλεων, όπως στην κανονική KUL πυχνή διάταξη των πύργων, στο μήκος των μεταπυργίων, στο πάχος και την κατασκευή του τείχους, στις διαστάσεις των πύργων, στη µορφή µιας πύλης
χλπ.26. Γενικά και επιμέρους χαρακτηριστικά των δύο πόλεων παρουσιάζουν λοιπόν στενές αναλογίες, που ὃεν πρέπει να είναι τυχαίες OÙTE και μπορούν να αποδοθούν µόνο στο γεγονός ότι ανήκουν στην (δια χρονική περίοδο. Παλιότερα ο F. Stählin και πρόσφατα ο Η. R. Reinders συνέδεσαν την ίδρυση της Νέας Άλου µε τις επιχειρήσεις του Δημητρίου Πολιουκητή το 302
π.Χ. στη Θεσσαλία και µε την υποτιθέμενη συμμαχία των πόλεων της Αχαΐας ΦθιώτιδαςΣ;. Όπως πληροφορούμαστε από τον Διόδωρο, 20,110, | κ.ε., TO καλοκαίρι του 302 π.Χ. ο Δημήτριος συγκέντρωσε τις δυνάμεις του στη Χαλκίδα και από εκεί έπλευσε στο λιμάνι της Λάρισας Κωεµαστής' η είσοδός του στη Θεσσαλία διά ξηράς ήταν αδύνατη, αφού ο Κάσσανδρος µε τους συμμάχους του Θεσσαλούς είχε καταλάβει τα περάσματα und την Keντρική Ελλάδα προς τη Θεσσαλία (Θερμοπύλες). Στη συνέχεια ο Δημήτριος πωοχώρησε στον Αντρώνα και τον Πτελεό (Εικ. 2) και εμπόδισε τον Κάσσαν-
OVO να συνοιχίσει στη Φθιώτιδα Θήβα τις άγνωστες σε µας πόλεις Δίον xat
26. Για τα χαρακτηριστικά αὐτά στην ὀχύρωμτη της Άλον βλ. Reinders, 6.7. (σημ. 1), 65 κ.ε. Σύγκριση µε τα αντιστοιχα γαρικτηυιστικά της οχύρωσης Tov Λίου γίνεται στην υπό ἐκδυση dnnooi von της τελευταίας, PA. παραπάνω σημ. |. 27. Ε. Stählin. Das beilenische Thessalien (1924) 178 µε ant. Reinders, 0.7. (σημ. D). 166 x... 150 κ.ε. Hop. L. Karlsson, Fortification Towers and Masonry Techniches in the Hegemony of Syracuse, 405-211 B.C. (1992) 64. Δυστυχως TO σχετικό µε την επανἰδρυσή της χωρίο του Στράβωνα 9, 5, 8 παρουσιάζει lacuna, Reinders, 6..7., 170.
Κάρες στο po
του Oroniatxob κόλπου
1071
Ορχομενό2ᾶ. Έτσι ο Κάσσανδρος ενίσχυσε τις φρουρές στις Φερές KUL TH Θήβα και στρατοπέδευσε απέναντι από τον Δημήτριο µε όλες τις δυνάμεις TOV. Όπως προκύπτει από τις παραπάνω πινήσεις, OL δύο στρατοί στρατοπέδει)σαν στο Kyoxtov πεδίον, ὁηπλαδή στη σηµερινή πεδιάδα του Αλμυρού, ETOµένως πολύ κοντά στη θέση της Άλουξὸ, Σύγκρουση δεν επακολούθησε, και TO µόνο συμβάν που αναφέρεται είναι η εκδίωξη της φρουράς του Κασσάνδρου amd τις Φερές. Είναι αξιοσημείωτο ότι n Άλος δεν αναφέρεται απὀ τον Διόδωρο, όπως Ha περιμέναμε εάν υπήρχε ήδη ἡ εάν η ἰδρυσή της συνδέεται HE τα γεγονότα αυτά. Αυτό είναι ένα δεδομένο που προβληματίζει και τον Reinders, ο οποίος για να το δικαιολογήσει κάνει TN σκέψη ότι TO κτίσιµό της dev Oa είχε αρχίσει ακόµη». Θα πρέπει, νομίζω, να λάβουμε υπόψη µας ότι η παραμονή του Δημητρίου στη θέση αυτή dev διήρκεσε παρά τους θερινούς µήνες του 302 π.Χ., δεδομένου ότι το φθινόπωρο αναγκάστηκε, λόγω των γεγονότων στην Ασία —o σύμμαχος του Κασσάνδρου Λυσίμαχος µε τους άλλους διαδόχους απειλούσε σοβαρά τον Αντίγονο---, να αποπλεύσει για την Έφεσο
(Διόδωρος 20,111,1-3). Έτσι η υπόθεση του Reinders ότι η Άλος xti-
στηκε το 302 π.Χ. ñ αµέσως µετά και ότι ο Δημήτριος σχετίζεται άµεσα N) έμEO µε την ίδρυση αυτή dev είναι, νομίζω, πειστική. Φαίνεται λοιπόν εξαιρετικά δύσκολο η σχεδίαση και ανοικοδόμηση της Άλου να συνδεθούν µε τον Δημήτριο, όταν μάλιστα η παραμονή του στην περιοχή ήταν σύντομης διάρκειας και όταν βρισκόταν σε αναμονή των εξελίἙεων στην Ασία. Η πρωτυβονλία αυτή µπορεί αντίθετα να αποδοθεί στον Κάσσανδρο και να τοποθετηθεί στο πλαίσιο των γεγονότων που ακολού(η-
σαν». Με την αποχώρηση του Δημητρίου ο Κάσσανδρος ανακατέλαβε τις πόλεις της Θεσσαλίας (Διόδωρος 20,1 12.1). Η στρατηγική σηµασία του στεVOU περάσματος που συνδέει τις πεδιάδες του Αλμυρού και της Σούρπης αποτελεί, νομίζω, σοβαρό λόγο για να δικαιολογήσει την απόφαση επανίὃρυσης της Akov2- στη χάραξη και οχύρωση της πόλης αυτής, εκμεταλλεύτηκε, 28. Ο Stählin, 0.7. (onu. 27). 185 υποθέτει Ott θα πρέπει να αναζητηθούν ατη βόρεια κλιτή του fouvoi Όρθυς. Επειδή OÙ πυλεις αυτες DEV είναι γνωστές από αλλού, έχει προταθεί η διόρθωση των ονομάτων τοὺς σε Νηλίαν και Ὀρμένιον, (A. Diod. Sic., Loeb Class. Library X. 436 on. |. 29 Reinders, 0.7. (σημ. D), LOR κ.ε. 30. Reinders, ὁ.π. (onu. 1), 169. 31. Παρά τις αντιρρήσεις tou Reinders, 67. (onu. 1), 170. Στον Κάσσανδρο αποδόθηκε ato GUVOAG της ἡ εν μέρει και η οικοδόμηση της μικρής, υχυρωμένης πύλης Γορίτοας στη (ogra πλευρά τον Παγασιτικού, δ. C. Bakhuizen (coord.), A Greek City of the Fourth Century B.C., Roma 1992, 314.
32. O Reinders, 6.7. (oma. D), 169 κ.ε.. υποστηρίξει ότι OF πόλεις της Αχαϊας, Tov είναι πευιφερειακή περιοχή. Sev περιλαμβάνονται 0° avTeg TOU ανακατέλαβε o Κάσσανδορυς Kl ότι O τελευταίος DEV είχε λόγους να ιδρύσει µια πόλη στην περιοχή αυτή. ey OÙ είχε "δη υπό τον ἐλεγχό
1072
Miyadns
Tıptpios
όπως φαίνεται, και την εμπειρία που ELZE αποκτήσει
GTO TO Λίον. µια πόλη
µε ανάλογα χαρακτηριστικά, ὁπως είδαμε. Με τα σημερινά δεδοµένα quiVETAL ὅτι η Άλος dev είχε µεγάλη διάρχεια ζωής, DEV Εεπέρασε δηλαδή το πρώτο μισό του Jou au. I.X., πράγμα που συνηγορεί επίσης για την άποψη NOV
υποστηρίζουµε.
Η ίδρυση της Δημητριάδις
λίγο µετά το 294 π.Χ. (πό
τον Δημήτριο. της μεγάλης πόλης που συνοικίστηκε από οχτώ μικρότερα TO-
λίχνια και που προοριζόταν να γίνει η νέα μακεδονική πρωτεύουσαδη, μείωσε προφανώς τη σημασία της Άλου. Η παρακμή της πιθανόν να οφείλεται και σε σκόπιµες ενέργειες του Δημητρίου, ο οποίος dev Ou ενδιαφέρθηκε βέβαια για την επιβίωση µιας πόλης που είχε ιδρύσει, όπως υποστηρίξαµε, ο Κάσσανδρος. Εξάλλου λίγο αργότερα και η ίδια η Άλος, µαζί µε τέσσερις ακόµη μικρές πόλεις, προστέθηκε στον συνοικισμό της Δημητριάδας, όπως προκύπτει ANG τη μαρτυρία της επιγραφής IG IX 2, 11005. Αωιστυτέλειο Πανεπιστήμιο Θεὔσαλονικης
τοῦ μεγαλα τμήματα της ΟΥ µσαλίας, ZETA µε την Ἀνριαρχία TOW Καοσανδρου στη Oroouduu PA. Errineton, 6.7. (σημ. 7), 126. 33. Reinders, 6.7. Cone 1), 170. 34. A. Furtwingler - U. Kron, AM 93, 1978, 152 pr on 17. L.eschhorn. 0.7. (one. 6), 262 κ.ε. Bakhuisen, 6.7. Cane. 31). Cohen, 6,7. (σημ. 6), LIL ae. P. Marzollf ato «Οεσσαλία. Δεκαπέντε AQUVUL (ραιυλογικής FORUVaS, 1975-1990. Αποτμώἁμώα και TQOOTTIKES®, Πρακτικά Διεθνούς Levedotov Avay, 17-22 Απωιλιου 1990, Η (1994) 60. 35. Bk. Leschhorn. 6.7. (onu. 6), 263 σημ. {. Cohen, 67. (σημ. 6), ΤΙ. Avtiotorzn µε την LITOQUE της Akon given Xu η LOTOQU της Toottoaz, Tow GVVOLALOTNKE πιθανών για την Ldvvon
της Anııntanddaz, αλλα η töten Fogetou etecnoe ἕως To 250 πι. Bakhuizen, 6.7. (σημ. 31).
Δίον xaı Άλος: Δύο νέα xtlopata της εποχής του Κασσάνδρου
w
1073
; %
BEPMAIKOZ KOATNOL
10
φίλα -
?
A
We se
* Phere
a4
\
n
=e
oi Αν.
κ. ey
Eretria
Thebs: ——
a
\
a
cy =
SAG
eo
gS„
vi
|
f
ae
Veter
να
77
a" it ne
*
2, ο
Gr
rs
πώ
Goritsa™,
Demetrias
>
|
— υπ
κ
\ ιν
€ )
NN
Lo
un. à | ! LE 1
De
*
tl
—
.
Fyrasos
Pagasitic Almıran
Cp
ἕκς
(N |
οN
Cr
i
Ἡ A
be =
ae --μα
ο
3
ονμα,
Εικ. 2. Χάρτης του Παγασιτικού κύλπου (Reinders, εικ. 105).
1074
©. Zregçavidov-Tyieciov
AION
ο
on
Bi
ΑΛΟΣ
6
/
T
3
i : All
pese
mess
meer
mars
uw
.
4
i
4 Δι
umum
: : 1 ‘
« 4
4
;
|
[1
---.
νου... mm
ον.
u 0m Ni
u u
H
un un}
+ 100
0
+
+
100
200
Εικ. 3. Σχηµατική xatown των πόλεων Δίου xat Alov.
—t sooM
85
NEW LIGHT ON THE RELATIONS BETWEEN NE THRACE AND MACEDONIA IN THE EARLY HELLENISTIC TIMES Totko
Stoyanov
The interaction between Northeastern Thrace and Macedonia probably has been conducted for the first time by the economic relations of the Greek colonies on the Northwest coast of Black Sea with some of the most developed centers in Halkidice and Thasos. It is known that considerable units of Getic cavalry have taken part in the march against Macedonia and Halkidice in 4291, The relations between Macedonians and Thracians in political, economic and cultural aspect should be discussed as genuine after Philip II. His marches in 342/341 and 339 resulted with getting under control South-eastern Thrace, thus changing the status of the existing key settlements and centers there, founding macedonian colonics, strongholds and overland routes. Exactly in these last years of Philip’s kingship has been laid the foundation of intensive political, economic and cultural relations between Macedonia and Northeastern Thrace. As Northeast Thrace I define the territory bordering on Hacmus, the rivers Yantra and Olt, Carpathians, Prut and Dniester and the Black Sea. This large region has been populated by the Getic tribal community during the Classical and the Hellenistic times?. There is no precision in the literature, on which of Philip’s marches, the Getic king Kotelas got in touch with him and as a warranty for the signed treaty, gave his daughter Meda to the Macedonian ruler*. The marriage of the Macedonian king with the Getic princess had the same aim and result as those with the princesses of the dynastic courts of —Epirus, Thessaly and Illyris®. I believe that it happened exactly on the first march because of the impression for very fast and open run of the Philip's army in 339 from Propontis to North 1. Thuk. IE 98,4: Diod. XT. SO, 1-3: Jord. Get., 66. 2. E. Badian, “Philip and Thrace”, Pulpudeva 4, 1983, 51-71; ZI. Gocheva, “The cities of Thrace and the Colonization of Philip II, Studies on Settlement Life in Thrace”, Terra Antiqua Baleanica
(TAB), V.
1990, 42-48.
3. A. Fol, T. Spiridonov, Historical Geography of Ancient Thrace, Solia 1984 (in Bulg.). p. 2930, maps 20-21, 26, 34-40.
4. Athen., XIII, 587d. 5.G. Kazarov. King Philip Mortensen on the Philip's wives.
oof Macedon, Sofia 1922, (in Bulg.) 215. CE Here the paper of κ.
1076
Tothe Stoyanov
Dobrudja and then through the modern North Bulgaria Southwest towards Macedonia. Kotelas may reasonably let his ally (or sovereign) and son in law
secure through his territory®. The alliance and vassalage to some degree of the Getic ruler, who had control over the lands among Yantra, Haemus and the Danube, explain also the aim of the march of Alexander —getting under control (at least by treaties like that with Kotclas) the region to the West of the river Yantra, controlled by the Triballi. The Getae are mentioned barely when the macedonian army has come to the left bank of the Danube and attacks the Getic center, identified in the literature as that near Zimnicca’. Alexander concludes a treaty with the Triballi and Celtic messengers, but there is no information
in the sources about the Getae. This confirms the hy-
pothesis for the agreement on the Getic lands, at least to the South of the Danube. The discovery of the treasure near Borovo and some monumental tombs in the triangle Byala - Brestovitza - Borovo, the concentration of coin hoards in the region’, draws the attention to that region as probable residence of K otelas.
The discovery of the famous tomb near Sveshtary in 1982 question for the Thracian dynastic court, which it should belong’.
raised the
In 1986 began the archacological excavations of large thracian settlement in the middle of the great tumular necropolis in the Sboryanovo reservation,
Northwest to the town of Isperih, NE Bulgaria!®. During the 10 archacologi6.G.
Κα
ον,
King Philip Η οἱ Macedon, 212-215 dates the treaty and the marriage in 41
B.C.
7. κ. Yurdanov. “The March 8. D. Ivanov, “Le tresor de Bucarest 1976, Bucuresti 1980, I, Religious Practice”, TAB V, 1990, monuments
of Alexander the Great into Thrace”, BIIR 1992, 11-32. Borovo”, Actes du He Congrès International de Thracologie, 391-404: Z1. Zdravkova, D. Ivanov, “Contribution to Thracian 101-111: C. Dremsizova-Nelchinova, D. Ivanov, Archaeological
in the Rousse district, (in Bulg.), Sofia
1983; D. Ivanov, “Thracian tomb near the village
of Borovo, Rousse district” (Bulg.), Annual of the Museums of North Bulgaria, X, 1984, 17-20: D, Stanchev, "Mound Tombs in the Rousse Region” tin Bulg), First International Symposium “Burial Tumuli in the South East of Europe”, Kazanlak 1993, Solia 1994, 173-178; K. Dimitrov, “Gold and Silver Coin Hoards of "Philip Hand “Alexander the Great” types from Early Hellenistic Thrace”, Sotia, CD-ROM, 1996-7. My gratitude to the author for the possibility to use the book in advance. 9. A. Fol, M. Chichikova, Τ. Ivanov, T. Teotilov, The Thracian Tomb near the village of Sveshrart, Sofia 1986: Ct. also the paper ol Mrs. M. Chichikova presented here. 10. In the period 1986-1988 Mrs. M. Chichikova was in charge ol the team excavating the city. Since 1990 the author is the director together with Mrs. Z. Mihaylova ot the Isperih museum as a Vice-director. For preliminary reports on the excavations GH 1988 see M. Chichikova, P. Delev. A. Bochkova, “Investigations of the Thracian Fortitied Settlement near Sveshtart in the 1986-1088 period”, Proceedings of the Conference in Isperih, Shorvanoveo - Studies and Prospects, 8 December 1988, Helis, II, Solia 1992, 73-88: Z. Mihailova, “Metal Finds trom the Thracian Fortitied Settlement near the water-supply station in Sborvanovo”, Helis IT. 89-92. On the results till 1992 T. Stoyanov, “The Thracian urban center in Sboryanove - an attempt at characterization”, Helis HE 2
NE Thrace and Macedonia in the Early
Hellenistic times
1077
cal scasons has been collected evidence, which give possibility to frame the basic characteristics of the thracian city, built to be the new capital of the Getae. On a
plateau, surrounded
three sides by the river Krapinetz
(Fig.
1.1).
has been masoned powerful fortification defending territory of over 10 hectares (Fig. 2). The only access from the mainland is a narrow, rocky ridge wide about 40 m. The main curtain has width of 3,60 m and length about 1200 m. It is built with faces of big rough-hewn blocks of local limestone and insides of different in size stones and fasten with well-pegged clay. To enhance the hardness of the clay bond in the external part of the walls it has been burnt to brick state. As far as | know such type of bonding has not been used elsewhere in Thrace. The masonry, the announced width, and the ruins make possible the reconstruction of the curtain with height at least 7-7,2 m and with the parapet up to 8 m. The existence of a clay bond signifies, that the curtains have had a cover above to prevent it from washing away. Concerning the severe winters there, the curtain top construction should have given possibility to the defenders of the fortress to protect themselves from the cold and the humidity. The considerable width of the wall has provided a possibility of free passing or even to cluster more soldiers anywhere. That reveals why probably only at the highly significant posts, have been erected towers. By the time being there is one, detected to the East of the South Gate (Fig. 2.8), and it is supposed the existence of other tower or bastion at about 80 m to the East. The research of
the curtain track in details, moreover the kcy spots, will make more exact that part of the fortifying system. There are distinct monumental gateways to the North and South (Fig. 2.1
and 2). An important gate has existed at the ridge to SW (Fig. 2.3). A smaller entrance in the Northwest wall has had a vital significance for the city (Fig. 2.4). A rock-cut road (180-200 m long) lead to the karst spring in the lowland.
not far away from the sanctuary, which came into live in the Early [ron Age and has flourished in the Hellenistic Age (Fig. 1.2). Nearby the spring has been put up a stone made reservoir (Fig. 1.3). The drillings around it and to the North of the peribolos of the sanctuary indicate the existence of a suburb, outside the fortified part of the town!!. Another one could have existed on the small hill to the North (fig. 1.4). One more external suburb might have existed on the very suitable for inhabiting slope to the North of the fortress,
(Papers of the conterence “Thracian Culture in Northeastern Bulgaria. Then Years Research Sboryanovo”, Isprih 1992, in print). 11. A. Balkanska, “Thracian Sanctuary near Demir Baba Teke”, Helis II, 1992, 50-72.
in
1078
Totko Stoyanov
especially between the two roads, which have lead to the entrances (Fig. 2.2 and 6). This hypothesis is nourished by the information of K. Shkorpill. that between the fortresses on Kamen Rid (Fig. 1.5), Kale Dimitrovo (Fig. 1.6) and that on the small hill to the North (Fig. 1.4), there was “an old town.
situated in the valley among them and on the peninsulae”!?. That means it is possible the fortified city together with the outskirts to occupies a territory ot about 20 hectares or even more. The cvidences of the excavations on the site “Kamen Rid”, the drill to the West of Ginina tumulus (Fig. 1. 7), the field surveys and the aero-investigation testify for the existence of a sanctuary (?) on Kamen
Rid and more
settlements,
manors
or manufacturing
suburbs
in the
vicinity of the Getic center (Fig. I - the hatched spots)".
Both the South and the North gates have been monumental constructions, revealing scveral
stages
in their usage, interfering with
the development
of
the settlement and its fortifications. In 1996 was discovered an inner wall. spreading over about 5 hectares. It has width of 4 m and runs parallel to the Fast and part of the South and North curtains at a distance of 10-11 m and crossing the city through its Western part (see the plan on Fig. 2). During this second building stage to the East curtain have been adhered two crossing walls (diateichismata) with proper gales (Fig. 2.5, 6). The added and defended
section has been settled, considering the ruins of buildings discovered at the South diateichisma'*. Together with the site, defended by the diateichismata the inner city (citadel) occupies about 7.2 hectares. I do not know, by the time being,
close
parallels
for such
a planning
and
fortification
over
the
Early
Hellenistic Thrace and the adjacent areas. The building of an inner circuit in the fortress, the reconstruction
at the
South and the North gates and the building of the diateichismata are to be dated to the end of [Vth - the beginning of IlIrd century B.C. The stratigraphic observations give relatively accurate and certain evidence for dating the two stages, correspondinely in the evolution of the fortification and the city as a wholc!$. The amphora stamps are of principal importance for the dating. 12. K. Shkorpil, “Some of the roads of the East of Bulgaria” (Russ.), Aboba - Pliska. Bulletin of the Russian Archacological Institute at Constantinople, X. 1908, 485-486, Tabl. CVIEL 3 - ΙΙ. 13. Y. Stctanov. “Historical-Archacological Reservation Sboryanovo. History of the Studies and Essential Characteristics”, Helis I, 1992, 23-33, P. Petrova, “Remote investigations of ancient and mediaeval settlements in the area of the Isperih municipality’, Helis I, 40-49; D. Vulcheva, "New data on the archacological map of the Isperih municipality’, Melis ΠΠ, 80-53, T. Stoyanov, D. Vulcheva. “The Early Middle Ages in the region of Sboryanovo”, Helis IL 2 map, plan 3. fies. I. t2, 111, 1-6 (under press). 14. T. Stoyanoy, ορ ο, Des. 1-6. 15. T. Stoyanoy, op.cit, lig. 11.
NE Thrace and Macedonia in the Early Hellenistic times
1079
The combination of their chronology with that of the found coins, the imported
pottery and some metal finds concludes that the foundation of the city is to be dated in the end of the 40’s or the beginning of the 30's of the [Vth c. B.C.!6. By the time being, the evidence of all trenches indicates, that it is related to deliberate foundation of a city with cardinal economic, political and military functions!?7. The end of the thracian city in Sboryanovo may be dated in the middle of the Illth century B.C. It is determined by the visible, also in the necropolis, devastating earthquake, which destroyed the city about 250 B.C."®. The observations over all the parts of the city show that after this date the city has not been restored. Some finds discovered in the surface layer indicate limited residence on the plateau in the end of IInd-Ist century B.C. There are no traces of solid dwellings or restoring the curtains therefore a genuine cultural layer is out of discussion.
The fortified area has been densely occupied as a whole by dwelling, economic and of other function buildings. During the second building stage the grid had been probably related to the Eastern curtain. The local tradition has been followed in the matter of architecture. The buildings have been built with a solid wood-made framework, plastered both sides with a thick layer of wellmixed clay, burnt to brick state. That has provided decent heat and damp insulation. During the second building period most of the buildings have stone base. The dwellings and the buildings that are better documented are supposed usually to be double-chamber, with an entrance to South-Southeast. At the exit to the springs, likely to the Central trench there is evidence for set of rooms, as well as in the previous case it seems they are connected with a courtyard or court with pavement of small rubble. Probably in the city have existed monumental
buildings,
imitating
the
Hellenistic
pattern
tendencics.
There should not be any doubt about it considering the stay here of architects and masons, built up the tombs of the royal family and aristocracy. This is 16. M. Chichikova, P. Delev, A. Bozhkova, op.cit.. 78-79, figs. 14-19: the amphora stamps discovered GH 1988: A. Balkanska, “Amphora stamps settioment in the Sboryanovo locality near the town of Isperih” (Bulg., res. fia), 1985. 4, 24-31. A. Bozhkova, “New amphora stamps of Sinope trom
T. Stoyanov. op.cit. On trom a thracian tordtied Fr), Archacolosia (Sothe Sboryanove reser-
vation, Isperih county” (Bulg., res. Fr.), Archucologia, (Sotia), 1990, 2, 37-41; A. Bozhkova, “Thasos amphora seals [rom the site near the water supplying station in the Sboryanovo reservation”, (Bulg.), TAB IV, 1990, 93-96. On the coins - K. Dimitrov, “Hellenistic coins tram Sboryanovo preliminary observations on the single finds”, Γον II. 2 (under press). 17. There is no evidence, up to date, about even a small setuement ot earlier Lime, tor example of Vth - first halt ot the [Vth ec. BOC... so the bypothesis of new-built town is logical, 18. D. Gergova, I. Iicv, V. Rizzo. "Evidence of seismic event on Thracian tombs dated to the Hellenistic period (Sveshtari, Northeastern Bulgaria)", Anali di Geotisica, vol. XXXVHL N. 5-6,
919-925.
1080
Totko Stoyanov
indirectly proved by the mentioned above buildings with stone base, accurately hewn stone blocks and roof tiles, discovered in different places. Having in mind the presented above data about the city, one could reconstruct the number of the citizens approximately 1500-2000 (based on families with 2-3 children, including also a garrison of at least 300 soldiers)!?. Estimating the suburbs outside of the stronghold, the Getic city at Sboryanovo could have a population of more than 3000. Such an unusual for Thrace demographic picture is appropriate, only if it is a look over the capital of a considerable state. 1 think the combination of the evidence on the settlement pattern, cemeteries, coin hoards and single finds from Southeast of Romania and Northeast of Bulgaria allow to outline the probable kernel of the Getic state
territory in IVth-IIrd c. B.C.2° (Fig. 3). The southern border was, I suppose, running along the Popovo, Razgrad, Samuil and Stana-plateau heights, naturally dividing North-castern Bulgaria from West to the East. To the southSoutheast are the three main passages through the Eastern Haemus that certainly had been ever under Macedonian control from Philip II to Lysimachus. The city at Sboryanovo is clearly in the middle of the lands to the South of the Danube. Its place is famous not only by the crossing of the main roads going,
19. By comparison with the Greek colonies along the North and West Black seu shore the Getic city had a territory and population close to the most considerable amongst them. Ct. D. Nikolov, “Caracteristique économique et demographique des colonies grecques du littoral de la Mer Noire”, Thracia Pontica, II, Sofia 1982, 97-107 lit. 20. On Northeast Bulgaria: Cf. literature in note 8; D. Ivanov, “The Thrracians in the Rousse district during the First Millennium B.C. (Bulg. Engl. res.), Papers of the Ist national Symposium “Northeastern Bulgaria - Past and Present" (hereatter NE Bulgaria), Sotia 1985, 57-63: S. Stoyanov, “The cultural-historical heritage of the Thracians in Razgrad district. Studies and problems" (Bulg. res. Engl.). NE Bulgaria, 159-167; R. Guerguieva, I. Bachvarov, “New evidence on the
settlement fife in the Silistra district" (Bulg. res. Germ.), NE Bulgaria, 65-76; K. Dimitrov, “The state of the Thracian ‘Sveshtary’s’ Dynasty and its contacts during the Early Hellenistic times” (Bulz.), Istoricheski Pregled, 1987, 12, 17-29; M. Domaradzki. “Thracian culture in Northeastern Thrace during the Late Iron Age. Settlement and Ethnic Features” (Bulg. res. Engl.), Helis I, 1992,
97-108, A. Bozhkova, “Trade Contacts of the Getic Tribes in the second half of the Ist Millennium B.C.” (Bulg. res. Engl.), Helis 1, 1992, 109-119: R. Radev, “Some Observations on the Necropolises in the Northeastern Bulgaria - Sth- 1st c. B.C.” (Bulg. res. Engl.), Helis I, 120-134; etc. On Roumania: V. Mihailescu-Birliba, “Découverts monétaires et liasons entre les Thracecs Sud-danubiens et le monde géto-dace”, Thracia III. 1974, 261-272; M. Turcu, Geto-dacii din cimpia Munteniei,
Bucuresti
1979; N. Conovici, “Les relations entre les Gètes des deux rives du Bas-Danube à la
lumière des données archéalogiques et numismatiques ([Ve-Ile siècles av. an.è)”, Actes du lie Congrès International de Thracologie (Bucarest 1976), vol. 11, Bucuresti 1980, 43-54: A. Alexandrescu, “La nécrepole gete de Zimniccea”, Dacia, 1980, XXIV, 19-126; E. Moscalu, “Mormintul getic de la Peretu" (jud. Teleorman), Thraco-Dacica, 1986, VII, 59-70: V. Sirbu, “Considerations concernant importation des amphores grecques sur le territoire de la Roumanie (les Vle-ler siecles av. n.é.)", Thracia Pontica Il, 1985, 243-271; ete. °
NE Thrace and Macedonia in the Early Hellenistic times
108 |
one from the South —the Hebros mouth, and the other from Odessos?! and hereafter to the Carpathians, reach of all kinds of metals and salt, but also by the richest in the whole region karst springs. The city has been prosperous producing center. The rich collection of tools, articles, and waste (more than 300 artifacts) testifies to metalworking workshops producing tools, armour of iron and bronze furthermore jewellery and toreutique goods of bronze, silver and gold. Workshops existed at least at three points of the city —in the Central part, at the South gate and in a building complex discovered at the exit to the springs. The evidence of imitative
minting is of no less significance??. The quantity and the variety of the imports, and especially the number of the discovered by now amphora stamps —2 16, testifies to impressive consumption and distributive capacity of the Getic city. 148 (68,52%) of the stamps are Thasian, 43 (19,90%) belong to Sinope, and the rest are shared among Akantos (27), Kos (3), Heraklea (432), Hersonesus (2) and other unidentified yet centers. They have to be summed up with the unstamped amphorae of Chios, Peparethos, the so called Solocha I, Korinth, Rhodes, Cnidus, Colophon and other unrecognised centers (cf. Fig. 4) —more than 12 as a whole??. The regular and considerable volume of delivered goods, transported in amphorae is proved by the fact, that in the Thasian stamps, all of late type, we have 40 eponyms out of 91 clear samples —from first group (345-335) to the first half of the IlIrd century, after the classification of M. Debidour?4, 23 of
21. All the material from the city, especially coins points Odessos us the main commercial agent, then come Histria and Calatis. Cf. T. Stoyanov, op.cit., with map 2; K. Dimitrov, “Hellenistic coins from Sboryanovo...”; A. Balkanska, op.cit., 26-27; B. Mitrea, “Geto - dacii si monedele vestpontice din secolele II-I f. n. &”. Thraco-Dacica VI. 1-2, 1985, 50-58, fig. 1.
22. T. Stoyanov, Z. Mihaylova, “Metal working in the Getic City in “Sboryanovo” locality near Isperih NE Bulgaria.(Preliminary report)", Ephemeris Napocensis, V1, 1996, 55-77. 23. The leading economic position of the Getic center at Sboryanovo could be shown also on the base of the data obtained in the study of V. Sirbu, op.cit. Amongst about 200 find spots 142 have amphora material from only one center, 27 from two, 15 from three, 9 from four, 2 from five and finally 2 from six centers. 24. M. Debidour, “En classant les timbres Thasiens, Recherches sur les amphores grecques”,
BCH, suppl. XII, 1986, 311-334. By periods the stamps could be presented as follows: Groups/Period
Number
1 45-335
No/Years
Coefficient
1/10
0.1
No/Eponyms
I 2
11 335-325
2
2/10
02
111 325-310
34
34/15
2.26
15
IV 310-300
24
24/10
2,4
10
Ist/2 of HIrdc. B.C.
30
30/50
0.6
12
|
1082
Totko Stoyanov
the eponyms are presented from 2-3 to 7 times. There is well-documented import of black-glazed ware?*, other pottery types and luxury goods (perfume ampulae, terracottas, strigilae, etc.). It is obvious that the most developed deStination in the commercial and cultural relations, is the one to the SouthwestThasos and the NW part of Aegean Sea, controlled by Macedonia, Attica and Korinth. After the discovery of workshops in Macedonia (for example in Pella)26 it may be expected part of the West slope wares to be imported from there. The ratio of the amphorae imports is in considerable contrast to the
picture at the West Pontic Greek cities?’ and leads to the supposition that political reasons are to be seen for the prevalence of Thasos and goods from Southwest
in the hinterland.
In my
opinion
the treaty between
Kotelas
and
Philip Il and similar of the their successors should have regulated the trade
relations of the Gettic kingdom with the South?#. I think even the moderate representation of the Getic city in Sboryanovo
confirms the idea of identifying it as the capital of the powerful Getic dynasty of the Early Hellenistic times. It has to be pointed out that by now there is no evidence for any other Getic site in the whole tribal territory, which to compete with this one in the economical capacity, fortification, as well as the presence of large necropolis with similar monumental tombs as the attested at Sboryanovo (already 4 tombs)??. The only Getic city (polis) that is mentioned in the written sources during that time
captured
is Helis —the
Lysimachus.
residence
While
of Dromichaetes,
still waiting
where
for an epigraphic
he brought
the
proof for this
25. M. Chichikova, P. Delev, A. Bozhkova. op.cit., 78, lig. 14: Τ. Stoyanov, op.cit., tig. 12b. The most attested shapes are the kantharoi, then lamps, fish plates and saucers. 26. In 1994 I had the opportunity to be acquainted with the production of the Pella's workshop, due to Prof. I. Akamatis, whom I am very grateful. 27. Cf. I. Brashinsky, The Methods of study of the Ancient Trade (on the base of the North
Pontic area), Leningrad
1984 (Russ.); Cf. Y. Garlan, "De l’usage par les historiens du materiel
amphorique grec (A la mémoire de I'l. Brashinsky)", DHA 11, 1985, 239-255, M. Lazarov, “Les timbres amphoriques grecs et les problèmes commerciaux en Thrace Pontique”, BCH suppl. XIH, 1986, 401-405.
28. In 1995 in the Central trench (Fig. 2.7) has been discovered a bronze coin of Rhodes. which is to be dated up to 333/304 B.C. (by the recognition of K. Dimitrov). Its stratigraphic position coincides with the date. The coin is well preserved and hardly could have gone so far to the North by chance, just at the time of the siege of Rhodes whom Lysimachus has gifted great amount of grain. CE H. Lund, LYSIMACHUS. A Study in early Hellenistic kingship. London-NY, 1993, 68, 166-167.
29. Review of the data on the most important settlements T. Stoyanov, op.cit. On the new tombs D. Gergova, The rite ot immortalization and the tumuli in Sveshrari, Solia 1996 (Bulg., Eng. res.).
NE Thrace and Macedonia in the Early Hellenistic times
1083
hypothesis, attention should be paid to already found evidences. In the latest monographic study on Lysimachus by H. Lund, the author concluded that after discovering the tombs and the sanctuary at Sboryanovo, if there existed a settlement, it should be Helis?®. The city is unearthed and we know now that it emerged in the political history of the region as a comet and disappeared because of earthquake destruction. H. Lund and other authors date recently the unfortunate for Lysimachus war with the Getic king between 294 and 2903!. I will remind, the construction date of the inner curtain, diateichismata and the other modifications of the fortification is in the very end of the [Vth the beginning of the IIIrd century. The double curtain western of the South gate might be built up as a platform for artillery fire toward the only suitable hill for siege machines, Southern of the city. The usage of oxybeles and balistes (lithobolos), spread right at that time in the poliorketics, is suggested by found iron arrow heads (Fig. 5), as well as limestone and flintstone balls (Fig. 6)32. The Thasian stamps show that in the period 325-300 we have 25 cponyms??, so the city had the benefit of persistent, annual import from Thasos and probably the related area. The first decade of the next century shows decline of the regular import, then comes a period of five consecutive eponyms /Chairéas, Aischrôn I, Biôn I, Hérophon I and Apollodoros)*4. By the last of them the volume of the import increased up to the previous heights*. But afterwards the Thasian import collapsed, years before 250 B.C. In my opinion these facts indicate first the disturbance of the trade with the Southwest during the wars with Lysimachus. The treaty between Dromichactes and Lysimachus
again
uplifted the commercial
relations
to similar volume
bet-
ween the year 285 and 281, when the Macedon ruled the whole Northacgcan region. His death and the following wars for his heritage resulted to the loss of presence of Thasos and other importers from the region on the Getic
30. H. Lund, op.cit., 46-47. 31. H. Lund, op.cit., 44-47, P. Delev, "On the chronology and the geographical localization ol the Getic wars of the Lysimachus” (Bulg.). Προ (Veliko Tarnovo), 1994, 4, 17-28 lit. 32. Y. Garlan, Recherches de poliorcetique grecque, Paris 1974, 201-269; J. Warry, Histoire des guerres de l'Antquité, Paris-Bruxelles 1981, 78-79. The arrow heads and the balls (8 up to day) have been found in the SE part of the city in the layers corresponding to the second period of the settlement.
33. Cf. note 24. 4. M. Debidour, op.cit., 332-333. 45. He is attested up to day by 7 stamps with different emblems.
1084
Totko Stoyanov
market, in favour of other export centers. On the first place this is evident tor Sinope represented at Sboryanovo by stamps of Ilird and IVth of its
chronological groups”. Solia University Bulgaria
36. CT. A. Balkanska, op.cit.; A. Bozhkova, “New amphora stamps of Sinope...”. The newly discovered stamps of Sinope in the period 1990-1996 confirm the observations ol the colleagues. It is interesting that in the Getic Jortitied seulement at Satu Nou, not tar trom Sboryanovo and probably being in the territory of the Getic kingdom in the time of Dromichaetes there are 188 amphora stamps of Sinope, 58 of Heraclea, 79 of Rhodes, 2 οἱ Cos, 1 of Chersonessos and only one of Thasos (dated about 265-250 B.C.) - Ct. N. Conovici, M. Irimia, “Timbres amphoriques et autres inscriptions céramiques à Satu Nou (comm. D'Oltina, dép. de Constanza)", Dacia, XX XV, 1991, 139176.
NE Thrace and Macedonia in the Early Hellenistic times
Fig. I. Map of the central part of Sboryanovo reservation.
1085
1086
Totko $tovanov
Fig. 2. Plan of the fortified part of the Getic capital at Sboryanovo.
1087 NE Thrace and Macedonia in the Early Hellenistic times
LEEL
9090) οἱ JO ΚΙΟΙΗΙΟΙ DIseq JY} YIM 908141 LIDISBOYLION JO dey ‘¢ ‘Fly
«91/2 INUO ISO 241 JO SUIOD JO LONNqLUSIP ay} PUB «Ρ8ΟΙ SUTBUL JO AUIOS ‘saw
LA
DHSIUSIIOH ÂUBA οι/ JO WOPFUIY œ ni >
a ®
Totko Stoyanov
1088
»
:
,
uf
ο
+
Sr ο”
ὦ
ος
FE
%
|
8
ay
VD
4 uy,
sop
μης
σας die
α
à
\
|
\
li
πω
sogsr|
|
AGIT 3d VIN
«ο
u
coh
as “a: RETRO
Gul
ουσ.
fi
| ISA IND
IK,
RS
8Η)
ar TH
H
purs,
—~
οὐ
\
IOUNOIONA
y
=
κας
Er
PT
te.
ri
\ Ars,
‘OAOUBAIOGS 10} $121U90 odun urew 94} JO dey 'p TI
nn
cS)
DA
\
n Ce | 5
(ga 4
JE ©
hy cf
i a
2? 4
u
NE Thrace and Macedonia in the Early Hellenistic times
Fig. 5. Iron arrow heads from the Getic city at Sboryanovo.
Fig. 6. Flintstone balls from the city at Sboryanovo.
1089
86 ΕΚΡΩΜΑΙΣΜΟΣ KAI ANA®OPA ΤΗΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ ΣΕ ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ MAKEAONQN ΣΤΡΑΤΙΩΤΩΝ TOY ΡΩΜΑΙΚΟΥ ZTPATOY*
Ηλίας
Κ.
Σβέρχος
Επιγραφές στρατιωτών À αξιωματικών του ρωμαϊκού στρατού που XUτάγονται and τη Μακεδονία έχουν βρεθεί τόσο στην ίδια την επαρχία, 600 και σε άλλες περιοχές της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Οι επιγραφές αυτές είναι κυρίως αναθηµατικές ή επιτύµβιες, ενώ ένας μεγάλος αριθµός στρατιωτών από διάφορες πόλεις της Μακεδονίας, όπως η Ηυάκλεια Λυγκηστίς, η Θεσσαλονίκη, οι Στόβοι χαι άλλες, µας είναι γνωστός από τα στρατιωτικά διπλώματα της αυτοκρατορικής εποχής. Το κύριο πρόβλημα που αποτελεί αντικείµενο της παρούσης μελέτης Eiναι αν και κατά πόσον η εκφορά του ονόματος επιτρέπει βάσιμα συµπεράσµατα για τον εθνικό αυτοπροσδιορισµό À ακριβέστερα, αν η χρήση ρωμαίXWV ονομάτων αποτελεί ένδειξη εκρωμαϊσμού (όπως συχνά, αλλά, κατά τη γνώµη µου, όχι µε απόλυτη ακρίβεια χρησιµοποιείται ο όρος στη διεθνή ÉQEUva)!. Ἱκανοποιητιχή απάντηση στο πρόβλημα αυτό είναι δύσκολο va doi "Ευχαριστώ θερμά tov καθ, κ. ζω. Τουλονυμάκο, ὁ οποίος διάβασε το χειρόγραφο και ÉAUVE σηµαντιχες παρατηρήσεις και διορίµησεις. 1. Για τη σημασία tov ovou εχπυµαισµος βλ. G. Altoldy, Bevölkerung und Gesellschaft der römischen Provinz Dalmatien, Bovôartorn 1965. 171 x.e.,. C. Bradlord Welles, «Romanization of the Greek East», BSAP 2 (1965) 43-46 και 75-76, V. Besevliev, Untersuchungen Über die Personennamen bei den Thrakern, Ἁμοτερνίαμ 1970, 130 κ.ε. και πωύσφατα À. Rizakis, «Anthropony-
mie et sociéte. Les noms dans les provinces hellenophones de l'empire», στο Roman Onomastics in the Greck East. Social and Political Aspects. (Proceedings of the International Colloquium on Roman Onomastics. Athens 7-9 September 1993), Μιλέτήµατα 21 (Alııvu 1996) 28-29 xa wt, 78 OTOV η σχετική βιῤλιογοαφία. H ὑπαρςη οιυμα κών πολιτιστικών στοιχείων µε αναφορά dtd οποία χρησιμοποιείται ὁ όρος εκρωματομός, ὅπως π.χ. στη θρησκεία, (BA. σχετ. 5. Düll, «Die Romanisierung Nordmakedoniens im Spiegel der Götterkulte», Αχαΐα Μακεδονία 3 (1977) 1983 77-88] υπωαδήπωτε ONACOVEL οωμαὐκὴ επιδραση [για τις QUEL BES επιδράσεις ατην τέχνη βλ. M. Alexandrescu-Vianu, «Les steles lunéraires de ta Macedoine romaine», Dacia 19 (1975) 188-189 χαι D. Pandermalis, «Zum römischen Porträt in Makedonien», Klio 65 (1983) 161-167], και Tore να χαρακτηριζέταιν ως τέτοια, ATO την CAAT, μεριά ὁμως O όρος EXQWPATOLOS δηλώνει την πλήρη αποδοχή τοῦ πολιτισμού και γενινά τοῦ τρόπου ζωής των Ρωμαίων. κατι TOV σε σχετικα ALVES περιπτωσεις ο υνέβίινε OTO ανατολικό τμημα της αυτοκρατορίας. FU αὐτὸ η γενικὴ Zonen TOU ὁρου είναι παραπλινητική.
1092
Ηλίας Κ. Zfeoxos
κυρίως
για το λόγο ότι για TA αναφερόμενα
στις επιγραφές πρόσωπα
λεί-
πουν, όπως είναι ευνόητο, άλλα στοιχεία και οι ίδιες οι επιγραφές, ἀναθηµατικές ή επιτύµβιες, µε αβέβαιη συχνά χρονολόγηση, δίνουν µια πολύ πενι-
XON πληροφόρηση. Στη µέχρι τούδε --οπωσδήποτε πλούσια--- βιβλιογραφία για την αρχαία Μακεδονία γίνεται συχνά λόγος για τη στρατιωτική σηιιασία της επαρχίαςὰ, ενώ η ενασχόληση µε TOUS προερχόμενους από τη Μακεδονία στρατιωτικούς είναι πολύ περιορισμένη, μολονότι ο αριθµός των επιγραφών, οι οποίες ἕεπερνούν τις εκατό, θα δικαιολογούσε ένα τέτοιο πόνηµα. H µόνη, εξ όσων γνωρίζω, σχετική µελέτη του ©. Σαρικάκη, παρά την αναμφισβήτητη χρησιµότητά της, έχει καθαρά προσωπογωαφικό χαρακτήρα’. Εκτός από τα διακόσια πενήντα τέσσερα πρόσωπα που αναφέρονται στη µελέτη αυτή, η παρούσα ευγασία παρουσιάζει άλλα είκοσι οκχτώά, Κύριος σκοπός της είναι ωστόσο η ιστορική αξιοποίηση των προσωπογραφικών στοιχείων µε αφετηρία το πρόβληµα που τέθηκε στην αρχή. Ένα πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση είναι νοµίζω η συγκριτική
µελέτη των επιγραφών µε χριτήρια τον τρόπο εχφοράς του ονόματος XUL TH γλώσσα που χρησιµοποιείται (ελληνική-λατινική), κριτήρια τα οποία συνδὸέονται βέβαια άµεσα µε τη γεωγραφική προέλευση των επιγραφών, βάση της οποίας οι επιγραφές που διαθέτουμε μπορούν να διακριθούν σε δύο µεγάλες κατηγουίες; I. Αυτές που προέρχονται από την ίδια τη Μακεδονία, και 2. Αυτές που προέρχονται απὀ άλλες περιοχές του ρωμαϊκού κόσμου. Οι επιγραφές στρατιωτών που έχουν βρεθεί εκτός Μακεδονίας, όπως στην Apaßia’, τη Aaxia®, τη Δαλματία”, τη Νουμιδίαξδ και κυρίως στην Itu2. Βλ. R. K. Sherk, «Roman imperial troops in Macedonia and Achaea», AJPh 78 (1957) 5260, M. Sasel Kos, «The military role of Macedonia from civil wars to the establishment of Moesian
limes», Limes, Akten des ΧΙ internationalen Limeskogress (ἐκδ. J. Fitz), Βουκουρέστι 1977, 277296 και Ε. Papazoglou, «Quelques aspects de l'histoire de la province Macédoine», ANRW IT, 7 (1979) 338-351 (στη συνέχεια « Aspects»). 3. BA. Th. Chr. Sarikakis, «Des soldats macédoniens dans l'armée romaine», Αρχαία Maxedovia 2 (1973) [1977] 431-63 (στη συνέχεια «soldats»). BA. επίσης τις παρατηρήσεις της Papazoglou, «Aspects», 347, υπ. 201. Να σημειωθεί ott to vt" αριθμόν 134 πρύσωπο Tov καταλόγου ton Zupixan είναι To Avo we To υπ’ αριθμόν 143. BA. 1G X,2 1 1036, καθώς επίσης ύτι ο L. Flavius TOU αναφέρεται στον αριθµό 111 ovopatetar L. Flavius Valens, ὁηλαδή είναι ίδιος µε tov υπ αριθμόν 121 αναφερόµενο:βλ, CIL HI 14999, 4. Βλ. tov κατάλογο atu τέλος της παρούσης εργασίας, στὸν οποίο αναφέρονται είχοσι OXTO) επιπλέον στρατιώτες, εκ των οποίων OF τρεις (Nos 11, 13, 15) ὀηλώνουν ότι κατάγονται όχι απὀ τη Μακεδυνία, αλλά απὀ άλλες περιογές της αυτοκρατορίας.
5 CIL ΠΠ 141494, Ann. epier. 33 (1949) 147. 6. CIL 111 8047, 14492. 7, CIL 111 2031, 2717, 14933, 14999. Pra tous Μακεδύνες στρατιώτες TOW Ἠπηρέτησαν σε
Εκρωυμαϊσμός και xara:wyñ Μακεδόνων στρατιωτὠν ρωμαϊκου στρατού
1093
Lia’, είναι στο σύνολό τοὺς λατινικές, ενώ ένας χιλίαρχος της εποχής TOV Καρακάλλα, ο Αντίγονος Φιλίππου, είναι γνωστός από γοαμματειακή πηγή. δηλαδή το σύγχρονό Tov ιστορικό Δίωνα Κάσσιο!θ, Και µια απλή ανάγνωση των επιγραφών αυτών αρκεί για να αντιληφθεί κανείς τις διαφοροποιήσεις στον τρόπο µε TOV οποίο αυτοπροσδιορίζονται ἡ προβάλλονται από τους συγγενείς τοὺς τα πρόσωπα αυτά.
Με κριτήριο το σύστηµα ονοµατοθεσίας διακρίνει κανείς τέσσερις οµάδες!!. Στην πρώτη οι στρατιώτες παρουσιάζονται
µε πλήρη ρωμαϊκά
στοι-
χεία, praenomen, gentilicium, filiation, tribus, cognomen. Z' αυτά προστίθεται, πράγµα που προξενεί ενδιαφέρον, η δήλωση της καταγωγής, origo. Στην
ομάδα αυτή ανήκει και η πλειοψηφία των στρατιωτών!2. QC ενδεικτικό παῥάδειγμα να αναφέρουμε εδώ tov Γάιο Ιούλιο Πούδεντα, γιο του Γαἴου, Θεσσαλονιχέα από τη φυλή Κορνηλία, γνωστό από επιγραφή της Ρώμης (6. λεγεώνες Tov οτάθµειαν ἡ δρούσαν στη Δαλματία βλ. Ο. Cuntz, «Legioniire des Antonius und Augustus aus dem Orient», JOA125 (1929) 75-76 και Papazoglou, «Aspects», 342, wa. 115.
8. CIL VIII 1026, 2904 (= Dessau ILS 2315). 9. BA. ενδεικτικά CIL VI 2520, 2646, 2679, 2886. Να σημειωθεί ots επιγραφές Μακεδόνων στρατιωτών βρέθηκαν HAL στα πιο απομακρυσμένα
μανία, βλ. CIL ΧΙΙ
7574, 8552 και τη Μεγάλη
σηµεία της αὐτοκρατυρίας, όπως στη Γευ-
Βρεταννία, βλ. CIL VIE
183 και Sarikakis,
«Solduts», 342.
10. Βλ. Δίων Κάαπσοιυς, Ρωμ. Ιστορία 78,8 και IG XIV 888 (= IGRR 1407). It. Για το σύστηµα ὑνωματυθεσίας στη ϱωμαιχή etoyxy βλ. 6. Allöldy, «Notes sur la relation entre le droit de cité et la nomenclature dans | επιρίτε romaine», Latomus 25 (1966) 37-57, G. Daux, «Passage du nom grec, nom romaine», BCH 97! (1973) 242-245 και BCH 99! (1975) 162169, id., «L'Onomastique romaine d'expression grecque», L'onomastique Latine (Παρίσι 1977) 405-417. Για to σύστημα ὀνυματυθεσίας στη Μακεδονία βλ. F. Papazoglou, «Notes sur la formula onomastique dans le Macédoine romaine», ZAnt 5 (1955) 330-72. Ειδικύτεφα, για τον τροπο µε τον οποίο αναγράφονται OL στρατιώτες και OÙ βετεράνυι βλ. G. Forni, «L'anagralia del soldato e del veterano», Actes du Vile congrès international d'épigraphie grecque et latine. Constantza, 915 Septembre 1977 (1979) 205-228 (στη σιινέχεια «Anagratia») και L. Loukopoulou, «Sur la structure éthnique et sociale des Serres à l'époque imperiale», ato Ποικίλα Μιλετήματα 10 (Αθήνα 1990) 145-187 (στη συνέχεια «Structure»). Για tov τρόπο avaypagyıis ATA στρατιωτικά διπλώματα PA. SL Dusanic, «Military diplomata for the auxiliary soldiers from the hellenophone provinces: the problem of the recipients’ Roman name formulae», ato Roman Onomastics (OT.cev.
υπ. 1), 31-42. 12. 2’ αυτή την ομάδα παρατηρούνται
ὠστύσο διαφοροποιήσεις, οἱ οποίες αφορούν;
a)
στην εναλλαγή των (έσεων quañc-cognomen: PA. π.χ. CIL ΙΧ 4684 (= Dessau ILS 2460): C. Iulius C. f. Longinus domo Voltinia Philippis σχετ. Forni, «Anagralia», 213, A) στην απουσία tov cogno-
men, ιδιαίτερα στην THAN
αυτοκρατορική εποχή’ βλ. π.χ. ΟΠ. IX 6155: L. Allius L. f. Scap.
Stober(a). σχετ. |. Kajanto, The Latin Cognomina, Comm. Hum. Litt. 36 2 (Ελσίνκι 1965) 19 και id., «On the chronology of the cagnomen in the Republican period», L'Onomastique Latine (Muçior 1997) 63-70, και y) στη EVAN TOV πατρωνυμικοῦ, TO οποίο εἶτε είναι TO ἰδιό HF TO pracnomen τω!
στρατιώτη, βλ. π.χ. CH. UE 3830: P. Acltius) P. f. Mecia Pela(gonia), είτε προέρχεται απὀ To gentilicium: BA. CIL XIV 78 V, 19: L. Sextilius Sextili f. Pudens Stobis: βλ. σχετ. Forni, «Anagratia», 207-209 και L. Loukopoulou, «Structure», 186-187, un. 14.
1094
Η1λιας Κ. δρέρκως
Julius C. f. Cor(nelia) Pudens Thessalonicaj'.
Στη dEUTEON ομάδα οι στρατιώτες παρουσιάζονται [LE TO πλήρες VOPLUTAO τους όνοµα (praenomen, gentilicium, filiation, tribus, cognomen), ενώ ανιιέBETA (σε πτώση γενική) το πλήρες ελληνικό όνοµα του πατέρα!" και εὐώ αναφέρεται η καταγωγή. Έτσι ὁηλώνεται π.χ. ο στρατιώτης της έβδομης πραιτωφριανής κοόρτεως Τιβέριος Κερβώνιος Μάξιμος, ws ρωμαίος πολίτης εγγεγραμμένος στη φυλή Quirina, αλλά παν µε TO ἑλληνικό του πατρώνυµο (γιος του Ανδρονίκου), όπως και µε την περιοχή της καταγωγής του (Eouδαίος), γνωστός από επιτύμβια επιγραφή της Ρώμης (Ti. Cervonius Andronici fil. Qui(rina) Maximus Ηοογάσα |». Στην τρίτη ομάδα οι στρατιώτες παρουσιάζονται [LE TO ρωμαϊκό σύστημα
ονοµατοθεσίας, φέρουν όµως οι ίδιοι ελληνικό!ό, κάποιες µάλιστα FOVES ιστορικό μακεδονικό όνοµα ως cognomen!?, ñ φέρουν ὡς cognomen το εθνικό
Μακεδών; εδώ ανήκει O γνωστός από επιγραφή της Ρώμης Π(όπλιος) Ερωέγιος Μακεδών γιος tou Ποπλίου, Στοβαίος από τη φυλή Αιμιλία [P. Herennius P. f. Aem(ilia) Macedo Stobis]'®, Στην τέταρτη opdda, η οποία προξενεί και τη μεγαλύτερη
εντύπωση, ο
στρατιώτης παρουσιάζεται µε το ρωμαϊκό σύστημα ονοµατοθεσίας, EXEL όμως, όπως και στην προηγούµενη ομάδα ελληνικό cognomen, αλλά αντί της αναφοράς της πόλης από την οποία κατάγεται, µια σαφἠ δήλωση της εθνικής του καταγωγής!Ὀ. Έτσι δηλώνεται π.χ. ο σημαιοφόρος (signifer) της δεύτερης Τραϊανής λεγεώνος, Αυρήλιος Αλέξανδρος, που µας είναι γνωστός από επιγραφή του Fou μ.Χ. αιώνα and τη Νικόπολη της Αλεξάνδρειας, ο 13. CIL V1 2646 (= 1G X IE, I 1036). BA. επίσης CIL IN 7441: C. Valerius C. 1. Fab. Longinus Her(aclea) 4ut CIL [1 3530, pa. αν. (vr. 12). 14. Στην περίπτωση GUTH αποκλείεται η πιθανότητα TO ὄνομα τοῦ πατέρα να εἶναι πλαὁματικό, ὅπως ίσως AYAPALVEL στις προηγούμενες περιπτωσεις. Βλ. σχετ. Forni, «Anagratia», 207-8 και Loukopoulou, «Structure», 186-187. IS. CIL X 8219. BA. επίσης CIL VI 2767 (= Dessau ILS 2032): C. lul. Zoili filius Fabia Montanus domo Heraclea Sentica και ΟΠ. VI 2645 (= Dessau ILS 2645): C. lulius Dizalae f. Fab. Gemellus domo Heraclea Sentica. Na σημειωθεί οτι o στρατιώτης AUTOS είναι πιθανύτατα θρᾳALANS παταω γῆς, OTS OFLZVEL TO θρκικ ὀνυμα τον πατέρα του, Aucakaz BA. σχει. M. B. Hatzopoulos - L. Loukopoulou, «Recherches sur les marches orientales des Temenides AnthemonteKalindoia IH», Afrlermmeata 11 Αθήνα (1996) 243-244. 16. BA. CIL VI 32526 M. a 21: M. Reginius M. f Her. Eutyches Lychn. καν CIL 11 14507 a 2: _Aujrtelius) Sosigenes Thestsalonica) και a 43: T. Aur(elius) Neto)ptolemus Her(acleu). 17. Βλ. CHL IN 3528 (= 1G X 11, 1 1022): P. Aclius Claudia) Lusimacus Thessalonica.
18. BA. CHL VI 32738. Tia to municipium Stobensium βλ. F. Papazoglou, «Oppidum Stobi civium Romanorum et municipium Stobensium», Chiron 16 (1986) 213-237 και id.. «Les Villes de Macedoine a l'époque romaine», BCH Suppl. XVI 1988) 313-323 (ath ovvézeuc «Les Villes»). 19. Για τις QU QQOTOUIOELS σον αφορά OTT AMEN Tov τόπου της καταγωγής βλ. Forni, « Anagralia», 216-221.
Exvaoatonos και xatayuyy Maxrdovay OTOUTUOTON
μια
κοῦ ATOUTOU
1095
οποίος. αντί του ονόματος της ϱωμαϊκής φυλής, προτιμά va δηλώσει ότι είναι WS πφος το έθνος Μακεδών [Aur(elius) Alexandrus signifer leg(ionis) Il Traianae Fort(is) Ger(manicae) natione Macedonf.
Ένας άλλος Μακεδών
µε
TO όνομα ZMaylog µας είναι γνωστός από επιγραφή του 199 μ.Χ. που βοέOnze στη Ρώμη [T. Mutilius Zosimus Maced. f\.
Οι διαφοροποιήσεις κατά
τη γνώµη
αυτές στον τρόπο ονομεατοδεσίας
µου, τις διαβαθμίσεις
του
επρωμαϊσμού
των
αντανακλούν. Μακιδόνων
στρατιωτών. Ο ρωμαίος δηλαδή στρατιώτης TOV ὁηλώνει το ἑλληνικό όνομα TOU πατέρα TOV, N φέρει ο ίδιος ἑλληνικό cognomen, à τονίζει την εθνική του κιταγωγή, COGUAWS θέλει να πουοβάλλει, µε κάποια μεγαλύτερη N µμιχωότέρη ELAN, την εθνική τον συνείόηση, σε αντίθεση fl’ αὐτοὺς OL οποίοι «νά νται µε το πλήρες ρωμαϊκό σύστημα ονοµατοθεσίας.
ἑωο-
Όσον αφορά βέβιια στους στρατιώτες που εἶναι γνωστοί από επινορ ἐς που προέρχονται από την ίδια τη Μικεδονία, μπορεί va διακρίνει κανείς µε ton τη γλώσσα που χρησιμοποιείται τρεις οµάδες:
Il. Αυτούς που αναφέρονται σε λατινικές επιγραφές και χωησιμοποιοῦν TO ρωμαϊκό σήστηµα ονοματοθεσίας και ρωμαϊκά ονόματα”Σ: στο μειαλύτερο ποσοστό τοὺς προέρχονται (LTO TH ρωμαϊκή αποικία των PTT ES και
20. Dd. CH. TE 6592 (= Dessau ILS 2345) aca Papazoglou, «Aspects», 347. 21. Ba. Dessau 11.5 2163. Evourg Er oo TUGO POULET και Ἠ περίπτωση TOM βετεράνου Patou Ιουλίου, yoou Tov AOYZEINOV, απο τη gran Vollinia των Φιλίππων. © οποίος εγκαταὐτάθηκε TO TOV αὐτυκράτορι Brostunavo oto Reale Zur αν FOet τοσο Την πόλη απὀ την οποία KATID/Eται. OM κα To εθνιχο της περιοχής PA. ΟΠ. IX 4684 (= Dessau ILS 2460): €. Julius C. 1. Longinus domo Voltinia Philippis Macedonia, ui και N TEQUITINON TOV στρατιώτη της τοιτῆς TOUTE QLEVYS AVOQTEUS, γνωστοῦ απο ETO επινραφη tou ῥρέθικε στο Bevefévte, οπου cavateta οτι γεννήθηκε oT Μακεδονία και ovyzezoutiva on Augviod BAL CHL IX 1602: Acli Ac-
ternalis mil. coh. IH pr. Victor. nat. stat. Proving. Macedoniae Lychnidum. Qotooo, où Teouatenσεις CEUTES είναι OUOKOZO να FOJLNVEUTOUY, 22. BA. evo. CTE IN 630: C. Julius Bassus CT. Macecial Pelago και N, Vulic, Spomenik 77 (1934) n. 3: C. Vetilius ο 1. Fahtia) Sedatus Herdaclea). Για tn διάδοση της λατινικῆς τη Be. zuyiay PA. A. Rizakis, «Le grec face au latin, Le paysage linguistique dans la peninsule balkanique sous l'empire», Comm. Hum. Litt, 104 (1995) 337-391 (om συνεχεια «Paysage linguistique») και λυρίως ISO-3S Loge za µε TO VOAG τοῦ ατοατοῦ OTH διαδυση GUTH, 23. Put τοὺς στρατιώτες των Ριλίππωών PA. P. Collart, Philippes, ville de Macédoine. depuis ses origines jusqu'à la fin de l'époque romaine, Maou 1937, 293 κ.ε. Pic ty colonia Augusta lulia Philippensis βλ, Papazoglou, «Les Villes», 405-413. Puce ty διάδοση της λατινικής otous PIRLTTove και GTV αποικία Tou Ato BA. Rızakis, «Paysage linguistique», 384-386. Γενικά για τις οιμιαϊνές tours στη Μακεδονια PA. Ε. Papazoglou, «La population des colonies romaines en
Macédoine», ZAn 40 (1990) 111-124. Να onprwwdrı οτι ον αποικίες DEV αποτελούσαν τη HOVADUO] πηγή στρατολόγησης: ESULQFTULE μεγαλος ELVUL π.χ. ο αριθμός των OTPUTOTIIV TOU TOOἑρχυνταν από τη Λιγκηστικἡ Hocaeue Pi. Ε. Papazoglou, «Heraclee des Lyncestes à la lumière des textes litleraires ct épigraphiques», fferaclée { (Bitoka 1961) 16-19.
1096
Πλιας κ
Spronos
είναι εἶτε οωμαίοιί ἀποιχοι, εἶτε Sever?
στην πιωιογή. 2. AUTONS που «φέροντα
πουν τὐκατασταθη καν N απιβίωσαν
σε ελληνικες επι ο
φές. πι
1. Αυτούς STOV αναφέρονται OF δἱίυλωσασες: OÙ αὐτὴ την κατηνουσία Cov AOUV τα ALYOTEOC TIGL ματ (εξ OGM VOLLE μόνον Tol)?
Οπωσδήποτι
τὸ μενα λύτερο ενδιαφέρον παρουσιάσει η DE ὕτερη ομάδα,
επιιδή αφορά κυρίως σε Ἑλληνις, και µιλιστα Merrdoviz. Mr χοιτήοιο τον TOOTO μὲ TOV οποίο ποοσδιορίζοντει CYTOL δισοίνει καντίςτοεις ZUT/OOIET: I. Αυτούς TOM έχουν πλήυες DOHATAG ὀνομα, ὅπως TZ. ο νωστὸς από CTLYOC TOU DEUTÉLOU μισο TOU 201 EX. QU ἀπὸ την πεοιοχή της PE Aceo-
VICES ῥετιράνος πυαιτωριανός COVETORVOS EX ποτ) dog Ρούφος-ο,
Tuféotos) Κλα-
2. Αυτούς OF οποίοι «έρουν ελληνικό COZNOMEN,
όπως
επιγωαηή
τὴς πυώτης
ἵταλικης
Alıoz Λιονύσιος” No ποιµίπιλος Atos
AYTivo-
από
της εποχής
Aryeavos Πούρλιος)
TOU Αδοιανού
στοάτιώτης
π.γ. O “νωστός
24. H πλοία Ξένων oTodtia tiny στη Mere DOVE ματ ώστε TOOO Ot ETC EZ των Dict fA. G. Sunini, «Una nuova inserizione legionaria à Fihppie. Fpieraphica 28 (1966) [19671 147-148 (= Aan, Cpigr. 1968, 466): 1. Calucntius Cot. Pol. Bassus domo Epored (iad, oda “ae un πυλών της Meztdovias, otis αγ. της Hocrines Avsanetidoz βλ. Ro Mowat, «Inseriphion romaine decouverte par Louis Couve a Monastir», BOHM 24 119001 247-292 (= Ann. cpier. 1001, 120 Bull ορ (REG 19) 1902, 83: Aurchus Saza (Sava) centenarius... sum natus in Provineia Dacia, zu N. Vulic, SpomemA 71 (19341) mn. 15: Crescens ο... πα. Norieus PA. oyvet. καὶ ©. Salomies, «Contacts between Italy, Macedonia and Asia Minor during the principates, ata Roman OnoMasties (οταν, LT I) 117.07. 29.
25. a. B. Saria, «Neue Funde von Stobi», Jahreshelte 28 (1944) 139 (= Ann. episr. 128). Papazoglou, inseription bilingue G. Pilaum, «Cohors 454 (= Anm. epier. AEZLOU
AO
1934.
«Aspectse. 348-349, µε την πο νούμενη βιογραφία, T, Janakiew shi, «Une du village Gorno Srpei>, ZANE 16 1196641 [= SEG 24 (1969) 492 PR. yet. zut ED I Flavia Bessorum ct cohors Ulpia Tramina Cugnerorum», Chiron 4 (1974) 451. 1974, SSD Οπιωσόηποτε DU our TiZy ενας η πω ση Tay ῥετο άνω Aotvxiov
ενος ZVOOTON απο elevate
τος
[10 HEN. απο τους Froßarz, ο οποίος yoaq
στη
ATIVAN ARNO, OLVEL οµος TO ονομά TOD καν TO ETOZ στην Ave A. Ν. Vulic, δρυ οκ 71 COV n. FOL. Για τη δισ τε SA. Tooaqata, J. Touloumakos, «Bilingue [Griechisch-L.äteinische]
Weihinschrilten
der romischen
Zeit».
Trzinore
1 C1999) 78-129 κει
id, «Ovoqeara
Eat
ow zur Peony GE δι λρσες ναθημιετικὲς επι οφ EZ», OTO Roman Onomasties OT VIT. 1) 43-54. 26. Ba. Xuoog te, M. Sasel-Ros, «Draco and the survival ol the serpent cult in central Balkans», Teche ο (1991) 186 [= SEGAL C1991) S77 Br. επίσης την TROUT TOO tou nposzatow Hoar. 100) ALOU Muozedrwvov, voter cota επι ραφή της DeAceovlag: M. Rich «New inscriptions Irom Pelagoma and Derriopos», ZPE 101 419941 115. n. 5 [via τοὺς evocati iR. M. Durry, Les cohortes pretoriennes, Heroin 1968, 117-126 για την ελληνικη ἀποδοση το ὀρο A. TE J. Mason, «Greek terms tor latin institunons», American Studies in Papyrology [Τορόντο 1974), 55 auıldlına ACL την περίπτωση TOP Tora τινος Tuproiov) Κλάδου Dootion, MOUTON απο επινριφη της Γελαδονίς: ALN. Vulic, Spomentk TE (1941) 335. 27, Ba. Ν. Vulic, Spomenik TI (199 Din. 642 και Papazoglou, «Aspects», 346 UT. 195.
Exvoyiatonos xat xaravovr Maxedavay OTDUTLWTOV ρωμαὐιοῦ FTOUTOU
1097
VOS, γνωστός απὀ επιγωιφή της επογής TOW Σεπτιµίου Σενήρου από την πευιοχή της Πελαγονίας-ὃ. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι τα περισσότερο ενδιά«έροντα παραδείγματα της κατηγορίας αυτής είναι όσα αφορούν σε στρετιώτες της εποχής TOV Καφακάλλα. οι οποίοι φέρουν συνή(ως ονόμάτα ιστορικά μακεδονικά, πράγμα που οφείλεται στην αναβίωση του εθνικού αὐτοσι!ναισθήµατος των Μακεδόνων και συνδέεται µε τη φιλομακεδονική πολιτική
TOV αὐτοκράτοραξὸ, Ενδεικτικά να αναφέρουμε το παράδειγµα του EXATOντάρχου Avonriov Παωμενίωνα, γνωστού από επιγραφή της περιοχής της Λιγκηστίδος”ο, καθώς και του βετεράνου (πάλαι στρατιώτη) Αυὐρηλίου Αλε-
Savavov, νου Tow AvonAtov Φιλίπποι: από την ίδια περιοχή», KCL 3. Αυτούς οι οποίοι φέρουν ελληνικά κοινά ονόματα και χρησιμοποιούν
TO ελληνικό σύστημα ονοµατοθεσίας (όνοµα + πατοωνυμικό). OMS TZ. ο ιππίέις Παράμονος Μινάνδρου, γνωστός από επιγραφή του 2ov/3ov NETEχωιστιανικοῦ αιώνα COTO την περιοχή της Εουρδαίας1ὲ, ή κάποιος Λύχος γιος TOU Αοιστολάου, γνωστός «πό επι οφὴ TOW 125/126 μ.Χ. απὀ την Troy
της Ελιμείκς”., Η εντύπωση TOV ἀποχκομίσει κανείς COTO τα παραδείυματα CTE είνα ότι OL Μακεδόνες στωατιώτες ἡ αξιωματικοί του ρωμαϊκού στωατού, όταν βοίσχκονται στο εξωτερικό και ιδιαίτερα στην Ιταλία. απ’ όπου προέρχονται τα περισσότερα παραδείγματα. αυτυπροσδιορίζονται για ευνόητους λόγους κατά κανόνα ὡς ρωμαίοι και φυσικά στη λατινική γλώσσα, ενώ ὅταν ἐγκαθίστί-
νται στην πατοίδα TOUS γρησιμοποιούν αποκλειστικά σγιδόν την ελληνική ψλώσσα και εἶτε δηλώνονται HE TO ωμά κό σύστηµα ονοιματοθισίας, εἶτι
28. BA. F. Papazoglou, «Inscriptions de Pelagunie». ACTH 98 (1974) 285-286 (= Ann. epıer. 1973, 490). Για την ελληνική cctodedy τοῦ ooo ff. Mason, oT... 79. Eyorug para veu και η περιπτωση ACCTOLOD dEROLOUNVA (= decurio), γνωστοί από ἐπιγοαφή TOU δευτέρου μισο Ton 201
μ.Χ. αι. ete TO Λαγκαδά, © ὁπυιος
geet τὸ copnomen Motard PA. SEG 38 (1988) 643 (= Ann.
cpigr. 1901, 1422): A. Avvio Mazeoove δι κορν cidne BO Faddcaic... 29. Για ty quomezrooven πολιτικὴ τος Καρακάλλα ῥλ. Δίων Κάσσιος, Pam. lorowie 38, 7, Lac 38, 8. BD. ection, Sarikakis. «Soldats», 438. Για την Imitatio Alexandri tow avtozuatood F2. Κ. Maoppucedns. Oria Aword. MPÂAFTES tava στην τυλιτική της OUVUOTEUS tov Lepyony xen
την Constitutio Aatomniana,
Αθηνα
FOS9, 42.51.
30. BAN. Vulic, Spomenk 71 (1931) n. 449. 31, BA. Anm. epier. 1968, 465. Tue to πάλαι oteatuargs PR. L Robert, «Contribution à un lexique cpigraphiques, Heltenica 2 (1936) 126-132 και Mason. o.t.av., 73-74, 32. BA. FAN 127. 33.33. EAM 49. BD. επίσης τὴν πεοίπτωση TOW OTR TOOTH Nexavogon, YVHOTON TO ἔπιYOUTH της AUYANOTIQUS, ο οποίος αναφέρεται μόνον HE TO TLOMETLAO tor OVOIUE BA, CIG Tt 2002. To Oto τάχει καὶ για TO OTBETLHTN AVTIOVELYO, YVOITO απο επιγο ή TON δευτέρου TUL GOV TOV 200 HETAZOLOTLEVLAOT AL. από τὴν πευιοχκή της ΕΓουδαίας, ο TOOLS ATO επιτύβιο TOU ανήγειρε η μητέ ετων Κοισπείνα even ERE TOL μόνον PE TO ρωμακὸ τοῦ coznomen BA. EAM 125.
1098
Ηλίας Κ. euros
AUTO
προξενεί και TO μεψαλύτερο ενδιαφέρον--- προτιμούν το ελληνικόἩ.
Ο εχρωμαϊσμός που δηλώνεται στην Ιταλία είναι επομένως GE AOAUTES πιωιπτώσεις φαινυμενικός: OL στρατιώτες δηλαδή DEV ξεχνούν και ὁηλώνουν όλοι μάλιστα την κατα νωγή TOUS ἀπό πόλεις της Μακεδονίας, ενίοτε dE δίνουν στι πιιδιά TOUS ελληνικά ιστορικά ονόματα που προσιδιάζοῖν στην ιστορία της Μακεδονίας: ο βετεράνος Ουάλης χαι η σύζυγός του Αυρηλία Κασσία π.χ. δίνουν στο γιο τοὺς TO όνοµα του ιδρυτή της Θισσαλονίκης. Puσιλιά Κασσάνδρου,
σύµέώνα
µε επιγραφή του πρώτου μισού TOU JOU µετα-
γωιστιανικού CUVE (GTO την περιοχή του Πριλέπουο. Το ψενικό
συμπέρασιια
που
προκύπτει
AAO
τα προαναφερθέντα
λίγα
ALTE παραδείγματα είναι ότι η χωήση τον όρου εκρωμαϊσμός πρέπει να YiVE-
TOLL µε αρκετή επι AUS
OÙTE O αὐτοποοσδιοφρισμός [LE TO ρωμαϊκό σύστημα
οὀνοματοθεσίας, OÙTE Y χωήση της λατινικής αποτελούν απολύτως πειστικά γαρακτηυιστικά του. Οἱ περιπτώσεις βετεράνων, ὅπως CUTE του σημαιοφόσου
της δεύτερης Τυαϊανής λινιώνος Αυῤηίου Αλεξάνδρου, στον οποίο AVUYEQθήκαμε ποοή ουμένως, HALO οποίας χρησιμοποιεί TH λατινική γλώσσα, είνιιι ὁμως και µε έμφαση δηλώνει ὡς προς TO έθνος Μακεδών (natione Macedon), χωησιμοποιώντας μάλιστα την ελληνική µουφή (Macedon = Μακεδών) και όχι
τη λατινική (Macedo), ή εχείνων που αὐτοποοσδιορίζονται µε τα ελληνικά τους ονόματα στο εξωτερικό, N µε TOV ελληνικό τρόπο ονοματοῦέσίας στις ιδιαίτευες πατρίδες τους, είναι, VOR, µια ἀσιαλ.ής ÉVOELEN YU ENV επιφτAuen αυτή.
34. Οἱ περιπτώσεις αὖτες παρουσιάζουν διαίτερο ενδιαφέρον COTO την ALTOYM ὅτι, ὅπιος TOOATETTCL και από To 2670 tow Αιλίοῦ ΑΛοιστείδη, «Εις Posunv» § 75 (βλ. R. Klein, Die Romsrede des Aclius Aristides, Darmstadt 1983, 46 και 98-09), η οτοατιωτική θητεία συνδεόταν µε τὴν LETOVOU της ουμα κής πολιτείες (civitas romana) BA. ozet. Ρ. Garnsey - R. Saller, A Pooucixn Αυτοκρατορία. Οικονομία, NRowovia και Hodttionos (tg. B. Αναστασιάδη), Ηράκλειο 1998, 172 zut E. T. Salmon. The roman army and the disintegration of the roman empire. Transact. of the Royal Soc. ol Canada (An στρ) 52° (1958) 56-57, OYE TLAC µε TO BOAO της QUAN πολιτείας ως µέσο TQOTE.AVATS ATO ωμά κό OTQUTO. Να σημειωθεί επιος OTL εξαιρετικό ενδιαφερον παρουῦσεις ACL η πεωιπτωση ενός αποοτραάτουῦ, πιανυτατα Ορικικής καταγωγής, γνωστο απο επι ἡ της Οινούσσας Leppemv, ο οποίος χρησιμοποιεί [LATO οὐστηήια ονομα τοθεσί(ες Compurtπὠ- ελληνικο), ὀίνοντας τοσο τὸ πωαηματικύ ὀνομα τοῦ πατέρα TOV, O60 και ένα πλασματικὀ απο Toolkon μαλλον να εμφανιστεί τοσο ως τολίτης της αντοκρατορίας, GOO και ως πολίτης της ιδιαίτερης κοινοτητας COTO την οποία κατάγεται: βλ. azet. Loukopoulou, «Structure», 185187 (= Ann. epigr, 1991, 427). €. Sertorius C. ft. sive Cetrizis Besidelti. Για την αντικατά τάση toy νήσο OVOPLETOS TON ἰδιών Των στρατιωτών ATO ἕνα ὀνυμα popatikod iron BA. W. M. Ramsay, The social basis of Roman power in Asia Minor, Ayotrovtuan 1967, 9,
35. Bh. S. Dill, Die Gorterkulte Nordmakedoniens in römischer Zeit, Movayo n. 78, οπως η Taomrovnevn Pupacoyoag ta κια P. Roesch, Gromen 52 (1980) 687.
1977, 311-312,
Εκουμαϊσμώς και καταγωγή Μακεδόνων ατρατιωτιὼν ρωμαϊκού στρκιτού
1099
Προσωπογραφία των Μακεδόνων στρατιωτών
ad
δω
C(aius) Aeficius Maximus
L(ucii) f(ilius) Aem(ilia) Stobis mil(es) leg(ionis)
VII C(laudiae) p(iae) f(idelis): 105-205 μ.Χ. αι. (Στόβοι), Ann. Epier. 1983, 883. Π(ούβλιος) Αἴλιος Διονύσιος, στρατιώτης λεγιῶνος α΄ Ἱταλικῆς: 2ος αι. μ.Χ. (Pestani-Tlelayovia), Spomenik 71 (1931) 642. Π(ούβλιος) Αἴλιος Μαρκελεῖνος, Πβοκᾶτος: 2ος μ.Χ. αι. (NikodinΠελαγονία), M. Ricl, ZPE 101 (1994) 155, n. 5. . Τίτος) Αἴλιος Πρεῖσκος πρειµιπιλάριος: 105-205 μ.Χ. αι. (Στόβοι), Bull. épigr. 1974, 337 = Ann. épier. 1983, 882. . C(aius) Aufidius Sura Qui(rina): α΄ µισό lov μ.Χ. αι. (Carnuntum), E. Vorbeck, Militärinschriften aus Carnuntum, Βιέννη
1980, 86, n. 227.
. [.] Αὐρήλιος Αλέξανδρος, vidg Αὐρηλίου Φιλίππου, πάλαι στρατιώτης ἱππεύς ἁποστρατευσάμενος:
306 μ.Χ. αι. (Mojno-Avyxnotis), Ann. Epier.
1968, 465.
.Αὐρήλιος ᾿Αντίγονος, πρειµοπειλάριος: Ίος μ.Χ. αι. (Πρίλεπο), Ann. épigr. 1973, 490. »Αὐρ(ήλιος) Atogxovpièns, παλεστρατιώτης: 306 μ.Χ. αι. (Λυγκηστίς), Spomenik 71 (1931) n. 53. . Abp(NALOS) Παρμενίων, ἑκατοντάρχης: 306 μ.Χ. αι. (Πρίλεπο), Spomenik 71 (1931)n. 449. . Adp(ñALOS) [Γ]άιος Πρόκλ(ος), ὁπτίων λεγιῶ[νος] α΄ Ἰταλικῆίς χαί] λεγ(ιῶνος) y’ Αὐγόστηί[ς]|: περ. 200 μ.Χ. (Blagoevgrad), SEG 31 (1981) 626. . L(ucius) Caluentius C(ai) f(ilius) Pol(lia) Bassus domo
Epored(ia), optio le-
g(ionis) XI: εποχή KAavdiov (Φίλιπποι), Ann. épigr. 1968, 466. . L. Camu...domo Is..., princeps leg(ionis): couatxoi χρόνοι (Βεγορίτιδα), EAM 141. . Cattus Bellovaci f(ilius) domo Segusiano, eques alae Maccd(onicac): exoyn Αυγούστου (Θεσσαλονίκη), Ann. épigr. 1982, 856. . M(Gpxoc) ᾿Ερέννιος Ροῦφος, παλαι(στρατιώτης) λεγ(ιῶνος) α΄ Ἱταλικῆς: 120/1 μ.Χ. (Sandanski), Ann. épigr. 1972, 565. . Q.
Julius Q.
f. Anien(sis)
doo
Foro
luli miles
eg(ionis)
XI:
εποχἠ
Κλαυδίου (Φίλιπποι), (Ε. Papazoglou, ANR W 7, 2 (1979) 343, (υπ. 178).
. Ἱούλιος Τήρης, ἑκατόνταρχος σπείρης a’
Φλαουίας
Βεσσῶν: Ίος μ.Χ.
αι. (Gorno Srpri-Auyxnotic), Ann. épier. 1974, 587.
17. [TJawog Ἰούλιος... οὐετρανός λεγιῶνος n° Σεβαστής: 148/9 μ.Χ. (Aveo Κώμη-Ελιμεία), EAM 11. 18. Λύκος τοῦ Αριστολάου, στρ(ατιώτης): 125/6 μ.Χ. (Παλαἀαιόκαστρο-1έλι-
1100
Ηλίας K. Zptpxos
peta), EAM 48. 19. Q(uintus) Petrofnius] Firmus | [...] coh(ortis) V Praet[...]: ἀπυοσὸ. (EY. Φι-
Ainnwv), Ann. épier. 1991, 1429. 20. C. Priscus, primipilaris: απροσὸ. (Στόβοι), Ann. épiger. 1973, 487. 21. C(aius) Sertorius
C(ai) {(ilius) sive Cetrizis
Besidelti
f(ilius): ampoods.
(Ot-
νούσσα Σερρών), Ann. épigr. 1991, 427.
22. Γ(άιος) Σεουῆρος Π[ρ]όκλος, πάλαι στρατιώτης; goevgrad), SEG 31 (1981) 626. 23. A. Τειφάνιος
Πούδης, ἑκατόνταρχος:
περ. 200 μ.Χ. (Blav-
126/7 μ.Χ. (Στύβερρα), Vuckovic-
Todorovic, Styberra, Βελιγράδι 1964, 19. 24. C. Titius C. f. Maecia Pelagonia, miles leg(ionis) XIII
Πας): 71-92 μ.Χ. (Mayence), Ann. épigr. 1965, 254. 25. Ulpius Ulpi f. Herculanus Stobis: εποχή Αδριανού (1984) 266, 29. 26. L. Valerius L. f. Aem(ilia) Maximus
G(eminae)
(Drobeta),
M(ar-
ZPE 56
Stobis, miles coh(ortis) VII pr(acto-
riac): απροσὸ. (Ρώμη), CIL X 6096. 27. Οὐαλέριος TMovdons, στρατιώτης: avtoxy. εποχή (Θεσσαλονίκη), Ann. épigr. 1991, 1416 [= SEG 40 (1990) 557]. 28. OwEviosg Φ([ρ]όντων, παλαιστρατιώτης: ος μ.Χ. αι. (περιοχή Λυγκηστίdoc), Spomenik 71 (1931) n. 66. Σπυυζαστήριορ Κλασικής Φιλολογίας και Αρχαίας Ιστορίας ALTO.
87
ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΕΣ
Α.
ΟΙΚΙΣΤΙΚΕΣ ΦΑΣΕΙΣ
ΣΤΟ
AIOIKHTHPIO
Τασιά
"Πλατεία Διοικητηρίου, απλώς Διοικητήριο. Όπως Exe επικρατήσει. Qc αναφορά. Qs υπόδειξη, θα λέγαμε πλέον. Για τη χρήση µιας περιοχής που µαρτυρά συχνά τον χαρακτήρα της πρώτης εγκατάστασης. Όσον αφορά τουλάχιστον σε χώρους µε βασική λειτουργία στη ζωή µιας πόλης που προδιαγράφει φιλόδοξα τα επερχόμενα. Στο οικοδομικό τετράγωνο Ολύμπου - Βενιζέλου - Ay. Δημητρίου και Κυπρίων Αγωνιστών) η ανασκαφική έρευνα που πραγματοποιείται από τον Απρίλιο του "942 έχει αποκαλύψει ένα κομμάτι TOU αρχαίου ιστού της πόλης, χαρακτηριστικό για την πυκνή του κατοίκηση στο χώρο και στο χρόνο (Εικ.
1).
Σηµείο αναφοράς και εκκίνησης για µια σύντομη περιήγηση στον αρχαιολογικό χώρο αποτελεί ο αρχαίος ὀρόμος στον άξονα της 0800 Κυπρίων Αγωνιστών. Με 6 µ. πλάτος στα ρωμαϊκά χρόνια, φαίνεται ότι υπήρξε ένας «πό τους βασικούς δρόμους στο κάθετο οδικό δίκτυο της πόλης. Το οικοδομικό τετράγωνο που εκτείνεται στα ανατολικά του (Σχ. 1 και 2) χαταλαμβάνεται κατά το πλάτος του —40 µ.--- απὀ ένα δημόσιο κτήριο, TO οποίο σινεχίζεται τέσσερα τουλάχιστον µέτρα ακόµη κάτω από το σύγχρονο * Στην ανισκαή AGL την επεξεργασία TOV υλικού συνεργάζονται OÙ αρχαιολόγοι Ζωή Λύλα, Άρης Μπισλάς και Ανρέας Στάγκας. Στην τοπογράφηύη MAL αποτύπωση του ZOVOD OL αργχιτέντυνες Βασιλική Κυριάκου, Όμηρος Πελτέχης και η τοπυγράφωος της Εφορείας Ελένη Παπαδημητρίου, H σχολαστική συντήρηση ὁλων των ευρημάτων κάν OÙ λεπτές επεμβάσεις OTE-
ρέωσης στων ανασκαφικο ZWPO οφείλονται στην FEAL
TORT δουλειά της συντηρήτριας Μαριας
Μανρυμμήάτη. Fons εὐχαριὐοτώ ολους θερμά καν ἵνα την ἆμεση αντιπόκριση OT συχνά προ) 7 µατα ενος ιδιαίτερο χώρου, D οποίος οφείλει την ὑπαρξηή τον στην [ουλία Βωκοτοπούλοι, I. Ειναι η προέαταση της οδού {, Δραγούμη, µετά τη διασταὑριωαή της µε την Ολύμπου.
2. Στην απωλάλφηῃ TOV τρίτου HUYAAOU αργαιολογικοῦ χώρου της Οεασαλονίκης ἐπιχρατησαν ψηλοί τόνοι, λόνώ της προθεέσης αλλά καν της εμμυνής TOR Anton για την κάτασκειή τετικιώροφο απόγειο Parking. IE optag covey troçuon tou Κεντρικού Αργαιολοικοῦ Συμβουλίου, TOU την σταμάτησε στην αρχή της υλοποίησής της τον yeyuova του 1993, υπήυξε παθοριοτικη για τη διάσιύη τοῦ αρχατολοεκοῦ χώρο και VOLK LU την περαιτέρω ανάδειξη TOV LOTOQLAOÛ κέντρου της πύλης. Απο Tov Απρίλιο Tov 08 τὸ FOYO χοηματοδυτείταν GTO τον Οωγανισμόὸ Πολιτιατικής Πωωτεύουσας της Γυροπηῆς «Θισσαλονίκη 1997» µε ANETO στόχο τη MUNOpg em χαι ατὀδωσή του στο χοινό, TO οποίο θά ἔχει τη δυνατότητα να επιακέπτεται τον χωρο TURUZOλυνθώντας παράλληλα και τη διενέργεια της αρχαιολογικής έρευνας.
1102
AL
Τασια
οδόστρωμα της Βενιζέλου. O καθὶ ύψος ἀξονάς tov από Ολύμπου προς την 006 Ay. Λημητρίου είναι µέχρι στιγμής SO µ. Στη φυσική κλίση του εὐάφους --γὐύρω στα 6 µ.--- η προσαρμογή του κτηρίου γίνέται µε επάλληλα άνδηυα. Ισχυρό ανάληµµα για τη διαµόρφωση του πρώτου ανδήρου, αποτελεί Eva ημιυπόγειο καμαροσκεπές οικοδόμημα ἐνσωματωμένα στον τοίχο της νότιας πλευράς του. H ανωδομή του πτηρίου αποτελείται από ωμόπλινθους (Εικ. 2) και σώζεται σε εκτεταμένα τμήματα του χώρου µέχρι και το ύψος των 0.80 u. H ἱδρυσή του ανάγεται στον lo αι. π.Χ. H καταστροφή του φαίνεται βίαιη και συντελείται µέσα στο α΄ μισό του 200 μ.Χ. αιώνα. Σε 150 περίπου χρόνια υπολογίζεται η διάρκεια ζωής του ---λογική για Eva κτήριο µε δημόσιο χαραATHOG, που δέχεται επισκευές και επιµέρους αλλαγές χρήσης. Όσον αφορά
στην ερμηνεία του, διατυπώθηκε η υπόθεση ότι πρόκειται
για το κτήριο της Ρωμαϊκής Διοίκησης της Θεσσαλονίκης. Με ένδειξη τις διαστάσεις TOU, περιστύλιο στην ανατολική πλευρά µε αναλογία 2:1, αλλά και τη διαχρονικότητα στη χρήση της περιοχής: Διοικητήριο σήµερα, TO τούρxıxo Koväxı στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, στα Βυζαντινά χρόνια τα ανά-
xtopa. Είναι πιθανό οι βυζαντινοί να συνέχισαν µια προὐπάρχουσα χρήση της περιοχής από τη Ρωμαιοκρατία. Αὐχιτεκτονική δομή του κτηρίου: Στην ανατολική πλευρά υπάρχει περίστυλος υπαίθριος χώρος} µε άριστα διατηρημένο δάπεδο από εξαγωνικίς οπτές πλίνθους, Αποπναλύφθηκε κατά ένα µεγάλο τµήµα του, 600 τουλάχιστον χρειάζεται για να έχουµε τις αχριβείς του διαστάσεις: 24x12 pw. Η µορφή και η αναλογία υπαγορεύουν πιθανότατα τη χρήση του: επίσημος χώ-
LOG συναθροίσεων αναφορικά µε διοικητικές και δικαστικές λειτουργίες της πόλης. To οικοδομικό συγκρότημά οργανώνεται γύρω απὀ το περιστύλιο µε εξαίρεση τις δυτικές του αίθουσες, TOV επικοινωνούν µόνο µε τον ὀρόμο και
έχουν αποθηκευτική χρήση. Ανασκαφική εικόνα: Πυκνό στρώμα καταστροφής από τά λυωυµένα πλι-
tha της ανωδοµής, EVAG και χεραμίδες από τη σκεπή, όστρακα αγγείων και κονιάµατα από τις επιχρίσεις των τοίχων κάλυπτε ολόκληρο TO KTTQLO, µε έντονα κατά τόπους τα ίχνη της φωτιάς. Στην ανατολικἠ πλευρά που Eva µεγάλο τµήµα της έµεινε έκτοτε ἀδόμητο, η εικόνα του σωφριασμµένου κτηρίου αποτελεί για τα δεδοµένα της Θεσσαλονίκης Eva σπάνιο δείγμα καταστροφής, µε εμφανή στην κυριολεξία τα σημάδια της, Ο καθηγητής του Α.Π.Θ. x. 3. AG την κάτοψη (ΣΧ. D έχουν αφαιρεθεί Ob υἨπερκείµενες οικυδομιχές φάσεις TOU EQEUνώνται απο την θη Εφορεία, για να γίνει σαές τὸ περίγραμμα τον κτηρίου,
Ελληνιστικές οικιώτικές φάσεις στο Διοικητήριο
1103
Παπαζάχος που επισκέφθηκε τον χώρο, θεωρεί πολύ πιθανή την κατάρρευση του κτηρίου από σεισμό. Το πάχος του στρώματος καταστροφής που φθάνει και το 1 JL, το ύψος του λιθολογήµατος (0.80 μ.) και το πλάτος του που Ἑεπερνά το 0.55 pu. αποτελούν ένδειξη για ύπαρξη δεύτερου ορόφον, η οποία ενισχύεται και από κιVITA ευρήματα στον στεγασμένο διάδρομο ενός υπόγειου αγωγού του πτηρίον. Από την εν µέρει απομάκρυνση του στρώματος καταστροφής πλήθος κχινητών ευρημάτων χρονολογούμενα από τον 10 αι. π.Χ. µέχρι HAL τα µέσα του 2ου μ.Χ. αι. καθώς και σπαράγµατα τοιχογραφιών στη νότια στοά του περιστυλίου πιστοποιούν τη μνημµειακότητα ενός οικοδομικού συγκροτήµατος που σηματοδοτεί µια περίοδο ακμής για την πόλη, σε µια εποχή που τα στοιχεία για την πολεοδομική της εξέλιξη είναι λιγοστά". Οι ελληνιστικές οικιστικές φάσεις H φάση της ελληνιστικής πόλης διαφάνηκε το 1993 στην περιοχή του upχαίου δρόμου, όπου βρέθηκαν δύο λασπόχτιστοι τοίχοι κάτω από πλέγμα µετἀγενέστερων και διάσπαρτη κεραμική του 30V και 2ου αι. π.Χ. Δύο πωρολιθικοί γωνιόλιθοι που βρέθηκαν κατά χώραν στις γωνίες του πρώτου από τα νότια χώρου του κτηρίου διαπιστώθηκε ότι αποτελούν το αρχικό όριο του δρόμου προς τα ανατολικά: ο δρόμος δηλαδή έφτανε µέχρι TO πτήριο των ρωμαϊκών χρόνων και είχε πλάτος 6 11.5 (Εικ. 3). Εφόσον η θεµελίωση των γωνιόλιθων δεν έχει ακόµη διαπιστωθεί και έχοντας πάντοτε υπόψη τη διαφαινόμενη ελληνιστική φάση στην πλευρά αυτή του δρόµον, εἰναι λογικό να θεωρήσουμε πιθανή τη χάραξήἠ του στην ελληνιστική περίοδο. Σε µια ανασκαφική έρευνα µε χαρακτηριστική την πυκνή κατοίκηση αλλά
και την πολύ καλή διατήρηση ενός αρχιτεκτονικού συνόλου των πρώιμων ρωμαϊκών χρόνων, η ανίχνευση των φάσεων της ελληνιστικής πόλης αφορά σε ένα σύνθετο πρόβλημα ανασκαφικἠς πρακτικής, που καθιστούν ιδιαίτερα ὑυσεπίλυτο OL ὑπερχείµενες οικοδομικές φάσεις. Έτσι η έρευνα σε βάθος είναι προς το παρόν περιορισμένη σε δύο δοκιµαστικές τοµές, µία στο XEVTVO περίπου TOV ανασκαπτόµενου χώρου (2%. 1, Ly) και µία δεύτερη στη νότια πλευρά του (Σχ. 1, α/κ). Οι TOMES ανασκάφτηκαν µέχρι βάθους 7 περίπου µέτρων από τα σύγχρονα οδοστρώματα που πε4. Για ta αποτελέσµατα των προηγούμενων ανασκαφικών περιόδων βλ. À. Τασιά, «H ανασκαφή της ΙΣΤ΄ Eyopriac στην Πλατεία Διοικητηρίου», AEMO 7, 1993, 329-337. Επίσης
AEMO8,
1994 και AEMO 9, 1995 (υπό εκτύπωση).
5.Τέλη Ίου-αρχίς dou ae. μ.Χ. to πλάτος TON ὀρόμου περιορίστηκε στα 4.5 1.
1104
A.
Teen
οιῤάλλουν την Πλατεία, χωρίς σε AG από τις OVO να ολοκληρωθεί η ανασκαφή, λόγω τεχνικών προβλημάτων. Στην κεντρική τομή (Σχ. I, by), στην υποθεμελίωση του δαπτέδοι βρέθηκε κεραμική του {ου αι. π.Χ. και αμέσως βαθύτερα ελληνιστική κεραμική του 2ov και 3ου π.Χ. αιώνα: ὀψιμα δείγματα της κατηγορίας «Δυτικής Κλιτύος», μάσκες κωμωδίας, τροχήλατα λυχνάρια και θραύσματα ομηρικών σκύφων µε σκηνές ἀπό τον Τρωϊκό κύκλο (Εικ. 10).
H κεραμική αυτή ἀντιστοιχεί σε ανάλογη οικοδομική φάση --δύο λασπὀπτιστους τοίχους θεμελίωσης ύψους 1.30 IL, οι οποίοι αποτελούν την UNOδομή της υπερκείµενης ρωμαϊκής. TO ότι πρόκειται για OVO διαφορετικές OLκοδοµικές φάσεις, EXTÖG ἀπό την απουσία συνδετικού υλικού στην τοιχοποιία των θεμελίων, δηλώνεται και από την ανωδομή του κτηρίου των ρωμακῶν χρόνων,
που εξέχει ἐμφανώς
ἀπό το λασπόχτιστο
θεμέλιο (Εικ. 4). Διαπι-
στώνεται ὁηλαδή, 0° αυτό το συγκεκριµένο τουλάχιστον τµήµα, ταύτιση τοι υστεροελληνιστικού οικοδομικού άξονα µε τον ορθογώνιο κάνναβο των ϱωμαϊκών χρόνων. Στο πέρας της θεμελίωσης αυτής της προγενέστερης φάσης
βρέθηκε και νόμισμα ανώνυμης κοπής Θεσσαλονίκης, των αρχών Tov 200 αιώνα π.Χ. H θέση της λασπόχτισης τοιχοποιίας στην υποδομή της µεταγενέστερης
ρωμαϊκής οδηγεί σε µια χωονολόγησή της στα Gia ελληνιστικά χρόνια: αλλά αυτό προκύπτει µε βεβαιότητα και από τα ευρήματα. Κάτω από την υστεροελληνιστική φάση που προαναφέραμε διαφαίνονται υπολείμματα µιας προγενέστερης (λασπόχτιστα τοιχία KUL πωρολιθικοί γωνιόλιθοι), µε σαφή απόκλιση από τις υπερχείµενες οικιστικές φάσεις, Στο idto βάθος βρίσκεται κεραμική από το τέλος του dov-agxés 3ου αι. π.Χ. (Εικ. 7 nat 8).
Με τη δεύτερη σε βάθος Top}, στη νότια πλευρά του ανασκαφικού χώρου (2x. 1, a/x), διαπιστώθηκε ξανά η προγενέστερη θεμελίωση στην οποία egaπτεται N ELIA
τοιχοποιία.
Επάλληλη διαδοχή φάσεων και σὲ αυτό το τµήµα του χώρου και ευρήHATH TOV διαφοροποιούνται σαφώς από τη στάθµη του δαπέδου και καθώς προχωράμε σε βάθος: ανάγλυφοι «μεγαρικοί» σκύφοι διαφόρων εργαστηρίων και θραύσματα «ομηριχών» σχύ(ων. όστρακα µε λευκό επίχρισμα, τα αποχιιλούμενα «Πευναμηνά»,
ενσράγιστες
λαβές Οασιαχών και Ροδιαχών
un-
φορέων και νομίσματα Φιλίππου Ε ο, 6. A. Τασια, 7. Λυλα, À. Μπάχλας, À. Σίάγλυς, «Κεραμική ἑλληνιστικών χούνωών GTO την ανασκαφή της []λατείας Λιοικητηρίοῦ», AAA (τοµος αφιέρωμενὸς στην 1. Βοκυτοπούλονυ, υπυ εκτύπακτη].
Ελληνιστιχές οικιυτικές φάσεις στυ Διοικητήριο
110$
Από τη µέχοι στιγμής έρευνα στις δύο τοµές, φαίνεται ότι υπάρχει ÉVAS EXTETAHEVOG υστεροελληνιστικός πυρήνας, υποδομή του κτηρίου των πρώιμων ρωμαϊκών χρόνων À τουλάχιστον ενός μεγάλου τμήματός του. Το ύφος της θεμελίωσης μαρτυρά µια ισχυρή εγκατάσταση και η εξαιρετική κεραμική από τα τέλη του 3ου µέχρι καν τον 20 π.Χ. αι. την επαφή της και τη διακίνηση µε διάφορα κέντρα, μεταξύ των οποίων και µακεδονικά. Τα πρωιμµότερα δείγματα κεραμικής που συμπίπτουν χρονολογικά µε την ίδρυση της πόλης και ίσως µερικά την προλαβαίνουν, σε σχέση πάντα µε τη διαφαινόμενη τελευταία φάση στην κεντρική τοµή υπαινίσσονται την ύπαρξη ενός αχόµη οικιστικού πυρήνα, µε αδιευκρίνιστη προς το παρόν κατάληξη στο βάθος της ανασκαφής. Σε πρόσφατη
έρευνα, αποκαλύπτεται
υπόγειος αποχετευτικός
αγωγός
του κτηρίου των ρωμαϊκών χρόνων, όπου διοχετεύονταν τα νερά του αιθρίου (Σχ. 1, 10). Η επαναφορά στο ϱωμαϊχών χρόνων κτήριο γίνεται για να τονιστεί η ύπαρξη διαδρόμου, τον οποίο διερχόταν ο αγωγός και για να διευκρινιστεί ότι οποιοδήποτε υποκείµενο του διαδρόμου κτίσμα --πόσο μάλλον του υπόγειου αγωγού--- εκτός από παλαιότερο αυτών στα οποία αναφερθήκαµε διαπιστώνοντας OTL οι GEOVES τους συμπίπτουν, επόμενο είναι να µην παρονυσιάζει καθόλου απόκλιση από τον ορθογώνιο κάνναβο της υστεροελληνιστικής και της ρωμαϊκής πόλης. Διαπιστώνεται λοιπόν ότι ο αγωγός «πατάει» πάνω σε τοίχο µε φευδοῖσόδοµη τοιχοποιία (Σχ. 3 και Σχ. 2, T51). Το ύψος του τοίχου Ἑεπερνά το IN. και το µήκος του φτάνει µέχρι στιγμής τα 7 u. Το πλάτος του είναι 0.80 LL. (Εικ. 5). Η διαφοροποίηση από τις ὑπερκείµενες ρωμαίϊκές τοιχοποιίες είναι σαφής τόσο µε το μέγεθος όσο και µε το δομικό υλικό. Είναι προφανές ότι πρὀκειται για ανωδοµή μεγάλου κτηρίου, το οποίο αποκαλύπτεται µε τµήµα της πεσµένης οροφής του. Το βάθος από Ta σύγχρονα οδοστρώματα έχει ξεπεράσει τα 7.5 LL. Από την πολύ περιορισμένη έρευνα στο στρώμα καταστροφής του τελευταίου αυτού κτηρίου, EXTÖG από κεραμική του τέλους 4ου-αρχών 3ου αι. π.Χ., βρέθηκαν νομίσματα Πύρρου χαι Αντιγόνου Γονατά και λαχωνιχός καλυπτήρας µε σφράγισµα ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ (Εικ. 6). Où πρώτες ενδείξεις της ελληνιστικής πόλης, βυθισµένης ακόµη στον υδροφόρο ορίζοντα, υπαινίσσονται την αρχική χρήση της περιοχής, η οποία δηλώνεται από τη σηµερινή: Το Διοικητήριο της πόλης. Η £xtaon της Θεσσαλονίκης
την εποχή της ἰδρυσής της από τον
Κάσ-
σανδραο, σύμφωνα µε τις πηγές, αποτελεί αντικείµενο επισταµένης ἐρέυνες και παραμένει πρόβλημα ανοιχτό, λόγω των πενιγρών αρχαιολογικών ὃεδομένων.
1106
A.
Taout
Στον χάρτη (Σχ. 4) σημειώνονται οι θέσεις πέντε οικοπέδων που Sylo-
σιεύτηκαν από τη συνάδελφο κ. Πολυξένη Αδάµμ-Βελένη το 19897. Σύμφωνα πάντα µε την ανασκαφέαᾳ, στα δύο ὁυτικότερα βρέθηκαν οικιστικές φάσεις των υστεροελληνιστικών χρόνων, ενώ στα τρία οικόπεδα ανατολικά του Διοιχητηρίου και πρωιμότερες φάσεις, που περιορίζουν από τα δυτικά τον ελληνιστικό πυρήνα της πόλης στο βόρειο-ανατολικό της τμήμα. Τα νέα δεδοµένα στο Διοικητήριο επιτρέποὺυν µε ασφάλεια τη μετατόπιση του αρχικού πυρήνα δυτικότερα και τη διατύπωση της υπόθεσης ότι τέτοιου
µεγέθοιις εγκαταστάσεις θα πρέπει να βρίσκονταν εντός των τειχών της πόAng. Ενισχύεται έτσι η δεύτερη εκδοχή που προτείνει και αναλύει ο καθηγητής
x. Γιώργος Βελένης στο βιβλίο του Τα τείχη της Θεσσαλονίκηςὸ, σχετικά µε τη θέση του δυτικού ελληνιστικού περιβόλου στην οδό Σαχτούρη, όπου η µεταγενέστερη οχύρωση της πόλης. Θα προσθέταµε ότι η ανέγερση ενός ---σύμφωνα µε τις ενδείξεις--- μεγάλου ὁημόσιου κτηρίου στα τέλη του dou αι. π.Χ. προὐποθέτει µια εχτεταµένη πόλη, στο πλαίσιο της φιλόδοξης πολιτικής του ιδρυτή της.
Επιστρέφοντας και καταλήγοντας στο Διοικητήριο: Η διαπίστωση ότι οικίστηκε εξαρχής, µε σηµαίνουσες an’ ό,τι φαίνεται εγκαταστάσεις, προϊδεάζει τη μετέπειτα χωροθέτηση του διοικητικού πέντρου της ωωμαϊχής πόλης, δίπλα πάντα στο θρησκευτικὀ. H επιλογή της συγκεκριμένης θέσης για τη χωροθέτησή του, επόµενο είναι να αποτελεί το Χλειδί για την ερμηνεία των υποκείµενων φάσεων, που δηλώνουν πιθανόν την ταυτόσημη λειτουργία της περιοχής and την ίδρυση της πόλης. ΙΣΤ ᾽ Εφυρεία
7.Π. Αδάμ-Βελένη, «Στοιχεία της ελληνιστικής Θεσσαλονίκης», AEMO 3, 1989, 227. 8. Γ. Βελένης, Τα τείχη τὴς Θγσααλονίκης ar τον Κάσαανὺρο ws tov Hoaxdeto. Kvxkoφορεί σε φωτοτυπημένη EXOT) και πρόκειται να τυπωθεί GTO To ΤΑΠΑ.
Ελληνιστιχκές οικιστικές φάσεις στο Διοικητήριο
πα
τα”
td
‘à
oe
>
on
4
Εικ. 2. Κύρια οικοδομική φάση,
'
—
Zu
+
1107
Ar,
ANUS
κ
δν
ον
log αι. π.Χ.: ανωδοµή απόὀ ωμόπλινθοιις.
1108
A. Tana
Εικ. 4. Τµήµα της ρωμαϊκής οικοδυµής πάνω στα θεμέλια της ὑστερης ελληνιστικής (ασης.
Ελληνιστικές οιχιστικές φάσεις στὸ Διοικητήριο
Εικ. 6. Λαχωνικός καλυπτήρας µε σᾳράγισµα ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ.
1109
A. Tama
1110
XE
06 ΛΟΙ MX ΙΧΡΗ dor aor ya v1 Où μΚΙΠΡΟΣΧΝ OI 6 ο) XII
:
x
à
-
LT
Las
u
+
κ]
ΜΥ
Ελληνιστικές οικιστικές φάσεις στο Διοικητήριο
AMLOIAMAD
ht
Le te tet aS τν #
AMI dun x fv
οδος
OAuyunou
Σχ. I. Κάτοψη της ανασκαφή =
A. Τασιά
TT
1112
Σχ. 2. Προοπτικό σχέδιο του avaoxagixon χώρου.
Ελληνιστιχές οικιστικές φάσεις στο Διοικητήριο
En |
, fea Hm
i.
a
= 7
Li ln
RCE)
Σχ. 4. Απόσπασμα χάρτη της ευρύτερης περιοχής του Διοικητηρίου.
1113
3)
NEW
ELEMENTS
Argyro
B.
FOR THE
SOCIETY
OF
BEROEA
Tataki
Less than eight years have passed since the publication of my book on the Prosopography and society of Beroea!. During this time I have scen with great interest the publication of many articles that have significantly enlarged
our knowledge of this very important Macedonian city. Many new elements, mainly derived from new inscriptional evidence, form now a more complete picture of this city. The publication of these new epigraphic texts we owe primarily to V. Allamani-Souri who edited the inscription connected with the Asklepeion, which she dated to 240-25 B.C.? and the one containing the kynegoi and the priests of Herakles Kynagidas, dated 121-111/10 B.C.? The same scholar in collaboration with E. Voutiras presented also the letter of Philip V to the Bottcatai, dated to the 7th year of his reign’. New texts from The following special abbreviations are used:
Allamani 1984 = V. Allamani-Souri, “AmodAone, Ασκληπιώ, Yyeia: Ἐπιγραφική μαρτυρία γιά τό ᾿Ασχκληπιεῖο τῆς Beporac", Deltion 39 (1984) (1990) 1205-231.
Allamani 1993 = V. Allamani-Sourl, "Ἡρακλῆς Kuvayidas καὶ κυνηγοί. Νέα ἐπιγραικά ὅτυιγεῖα ano τήν Βέροια”. Ancient Macedonia V,1 (Thessalonike 1993) 77-107. Allamani, Voutiras = V. Allamani-Souri, E. Voutiras, "New Documents from the sanctuary οἱ Herakles Kynagidas at Beroia”, 3rd International Symposium on Macedonia. laseriptions of Macedonia, Thessalonike December 1993 (Thessalonike 1996) 13-40. Bechtel, Personennamen = F. Bechtel, Die historischen Personennamen des Griechischen bis zur Kaiserzeit, Halle 1917. Hatzopoulos, Cultes = M. B. Tlatzopoulos, Cultes et rites de passage en Macédoine. Meletemata 19, Athens 1994. Hatzopoulos, Institutions = M. B. Hatzopoulos, Macedonian Institutions under the Kings, Meletemata 22, Athens 1996, LITE Petsas 1992 = Ph. M. Petsas, "T. Κλαυδια Πρύκλα Μητυί Or@v, Αναθηματικὸς Bulag zul πρυβληματικές ErryonGes ἀπὸ τὴν Λενκόπετυα Beovias”, Αφιέρωμα εἷς τὸν Kavatavtive Bapotaxov, 319-27 tres. 1-5. Tataki, Beroca = Areyro B. Tataki, Ancient Beroca: Prosopography and Society, Meletemata 8, Athens 1988, 1. Tataki, Beroca. 2. Allamani 1984, sce also SEG 40 (1990) 530; BullEpier 1991, 389 (M. B. Ilatzopoulos): Hatzopoulos, lastitutions 1E 95-98 no 82. 3. Allamani 199% re-edited and discussed by Hlatzopoulos, Cultes 105-107 pls. XXVI-XXIX. 4. Allamani, Voutiras 18-22: the editors date this inscription to the 7th year of Antigonos
1116
Argyro B. Tataki
Beroca and Leukopetra, which is part Ph. Petsas and M. B. Hatzopoulos‘. Gauthier, we owe a monograph on the monograph of M. B. Hatzopoulos, on
of the chora of Beroca, were edited by To the latter. in collaboration with Ph. gymnasiarchal law of the city®. Another cults and initiation rites in Macedonia.
also includes new inscriptions from Beroea’.
The main points on which the work on ancicnt Beroea was focused, the compilation
of the
Prosopography
and
the
analytical
examination
of the
onomasticon of the city, are those which have been mainly enriched by these new epigraphical publications. The number of new Beroeans now known form a supplement of scveral hundreds of new persons to the Prosopography of the city, which is already quite extensive’. More important than the size of this addition is certainly the fact that the majority of these new testimonia concern
persons belonging to the distinguished social catcgory from which the highest offices
were
manned
not
only
of the city but
also of the state. The
close
connections of the Antigonids with Beroea were pointed out first by Ch. Edson who interpreted the gradual increase of the number of eponymous Beroeuns until the time of Perseus, when all the king’s men were Berocans, as an indication for the origin of the dynasty from this city°. The indications from this new epigraphic evidence support, as I believe, even more the value of Edson’s opinion. Πάνταυχος [---Jpou, who is known from his dedication to Apollo, Asklepios and Hygeia can be completed quite safely to Πάνταυχος Βαλάχρου which makes him the grandfather of one of the First Friends of Perseus and one of the protagonists of the events of 172-168 B.C.!0 The son of the latter Βάλάχρος, who was also known to us, had been given as a very important hostage during the treaty with the king of the Illyrians Genthios. The general
Doson in 224/23 B.C. I follow the dating proposed by Hatzopoulos, Institutions 31 no 10. 5. Petsas 1992 and Ph. M. Petsas, “TeaAcan κατάταξη τῶν χρονολυγημένων ἐπιγραφῶν ἀπὺ
TO Lead τῆς Μητρὸς Θεῶν oth Λευκόπετρα”, Ancient Macedonia V,2 (Thessalonike 1993) 12611271. M. B. Hatzopoutos, “Les inscriptions du sanctuaire de la Mère des Dieux Autochtone à Leukopetra: consecration d’esclave par une dame de Kyrros”, ZAnt 47 (1997) 1-12. 6. Ph. Gauthier, M. B. Hatzopoulos, La loi gyimnasiarchique de Beroia, Meletemata 16. Athens 1993. 7. Hatzopoulos, Cultes 58-72. 8. Tataki, Bervea: 1397 persons and II more in Addenda, pp. S 14-16. 9. Ch. F. Edson, “The Antigonids. Herakles and Beroca”, HSCP 45 (1934) 233-35, See also A. B. Tataki, “The Medusa of Beroca: a Historical Interpretation”, [lorzıka, Meleremata 10, Athens
1990, 247, 257-58. 10. Allamani 1984 207 line 23, 228: Bulllöpier 1991, 389 (M. B. Hatzopoulos). For his grandson see Tataki, Beroca 245-46 no 1011.
New Elements tor the Society of Beroca
1117
of Demetrios Poliorketes Πάνταυχος was probably their ancestor!!. This follow up of a family through many generations is rare and very interesting and fortunately not unique. As has already been observed!?, Πολεμαῖος "Apπόλου, the first of the persons mentioned in the letter of Philip V, is certainly the father of "Aprtukog Πολεμαίου, a person well documented by epigraphic and literary sources, hieromnemon of Perseus in Delphi and his envoy at Rome!?. One of his not very distant ancestors must have been the homonymous epistates of the city and the recipient of the letters of Demetrios II, relevant to subjects of financial nature of the sanctuary of Herakles Kynagidas'4, Polemaios was the name of the brother of Antigonos Monophthalmos, the son of whom Πολεμαῖος Πολεμαίου (as he is attested in an inscription from Iasos) became the right hand of his uncle Antigonos for the years 314-10
B.C.
This follow up of the careers in posts of primary importance which
were given in the same families from generation to generation is certainly not exhausted,
on
the basis of the new
evidence,
in these two
examples.
This
observation however which had already been one of the basic guide-lines for the examination
of the society
of Beroea,
on
the basis of the then
known
testimonia and based also on the examination of the names!®, finds now a further confirmation. The disappearance of some names with dialectic or archaic character had been interpreted as an indication that these names belonged to aristocratic families who preserved the taste for them because they were a further indication for their distinguished past. The disappearance of this class after the Roman occupation resulted in a noticeable reduction of the names of this category!’. At the same time the frequent use of names with panhellenic distribution in the same social environment allows the tracing of family relations betwcen bearers of names of this category and the observation that in ‘Ixxéotoeatos Καλλίπου, mentioned in the letter of Philip V, we can recognize the father of Κάλλιπος ΄Ἱπποστράτου, who is known as one of the persons who proposed the gymnasiarchical law of the city, seems very Il. On Badaxgos Mavratzou known trom Polyb. XXIX 4, 6 see Tataki, Beroea 74 and 132 no 320. On Hüvravyos: Plut.. Demetr. 41 and Plut., Pyrrh. 7, H. Berve, RE XVII (1949) 694 no 2. 12. Allamani, Voutiras 24. 13. J. Sundwall, RE VII (1912) 2401 no 3; P. Schoch, RE Suppl. IV (1924) 711; Tataki, Beroca 116-17 no 230. 14. Tataki, Beroca 116 no 228, 422, 424, 430; on the inscription see: SIG 459; SEG 12 (1955) 311: Hatzopoulos, {nstiturions 1128-30 no 8. 15. IK 28,1, lasos 1 2 lines 2, 6, 10, 11. See also Th. Lenschau, RE XXE (1951) 1252-53
{Polemaios) and H. Volkmann, RE XXIII (1959) 1595-96 no LE and probably no 9 (Ptolemaios). 16. Tataki, Beroca 333-38, 413-14, $21, 423-24, 415. 17. Tataki, Beroca 379, 435.
111s
Arssro B
Tataki
convincing"®. This observation adds one more before the Roman occupation!” An ancestor of entourage, most probably his father, is attested the Berocan Midon whose name appears in the
argument for dating this law one more person in Perscus’s in the same inscription. He is literary sources with t or n. In
the inscription it is spelled with ει and is followed by the patronymic
Mrt{---]
which could be completed Μείδωνος-Ὀ. The new cpigraphic material has greatly increased our knowledge of the names of Bcroca and especially of those of the third century B.C. The number ot the names collected and commented for this century in the relevant work were 7031, Now the new evidence alone forms a list of 92 names for the same period of time. From those only 35 names were already known in Beroca. but most of half of them were attested in inscriptions of much later date, as c.g. the name Λυνγκεύς, borne by an cphebe of the third century A.D., Kicanδιος) Λυνγκεύς, the names Εὐβίοτος and Ορέστης attested until now in sources of the second and third centuries A.D. ctc.2? The rest of the names, a
total of 57, are new for Beroea and some of them make also their first appearance in Macedonia (sce Table I). They belong to the well known for the region and for this period categorics of Greek names, that is they are names of panhellenic distribution, as e.g. the names "Apiotapyog,
Δεινίας,
Εὔδικος
cic.23, names attested rarely elsewhere and with definitely local characteristics, as “Aopevvoc, Βότριχος, Εἰκαδίων, ᾿Ερμοίτας, Zranökenoc”. The name
Τεύτιος,
attested
in Egypt
as a name
borne
by a Macedonian?5,
has
been explained by O. Masson as Illyrian?®. However both the route and the formation
as well
as the existence
of related names
as are the Τεύταμος.
IX. Allamani, Voutiras 24-25. 19. The editors retain their doubts: Allamani, Voutiras 25 and nn. 75, 79. For the arguments tor dating this law belore the Roman conquest see Ph. Gauthier, M.B. Hatzopoulos, ibid., supra n. 6, 35-41. See also Tataki, Beroea
[82-83 no 634, 424-27, 432.
20. Allamani, Voutiras 25-26, Tataki, Beroca 229-31 no 901, The spelling with ει must be the correct ane since in this torm the name is attested more often as e.g. its attestations in Attica show, 21. Tataki, Beroca 339-50 and Table 11,2. 22. Auvyxets: Tataki, Beroca 197 no 720, Evpiorag: ibid. 155 no 473, 383 n. 351: Ὀριστης: ibid. 94 no 84, 240 no 978, 266 no 1140, 271-72 no 1172, Cf. Allamani, Voutiras 22 and n. 52. 23. Allamani, Voutiras: “Aviataozog 15 line 33; Λεινίας 15 line 30, Evdatang 14 line 26. Ct. Allamani, Voutiras 22 and n. 53. 24. "Auyuvvoc: Allamani, Voutiras 14 line 15, 23 nn. 58-57: Botorzos: ibid. 14 line 16; Etxaδίων; μιά. 15 line 31, 23 n. 60; Conoiraz: Allamani [984 207 I line 16. 227-28; Σταπύλεµος: Allamani, Voutiras 148 line 29, 23-24 n. 66. 25. PEnteux 32 r. tv. 2. M Launey, Recherches sur les armées hellenistiques, Paris VST, 315, 1185. 26. ©. Masson, “Quelques anthroponymes myceniens”, Acta Afycenuea 1972, 289-90 = id.. OGS 1131-32. Allamant, Voutiras Id line 19,22, 24 and n. 67: Illyrian.
New Elements for the Society of Beroea
1119
Trutapions, Tevtapias?’, support their classification among the rare Greck names. There are also namcs with more evident local characteristics as are the ᾽Αγάνωρ, Ἰόλλας, Μαχάτας and Βέτταλος2δ. The last is attested for the first time in this formation, that is with the conversion of the letter ® to B. Finally some names are very rare as are the KAtoipayos and Moipayoc?? or
unique as the Νίκαιχμος and Φοινικίλος»ο, The rest pation, from addition to unknown to
of the epigraphic material that is dated after the Roman occu121 B.C. to the 3rd century A.D. forms an onomasticon which in the already known ones includes thirty-five names previously Beroea. They are thirty-two Greek, two Roman and one Thracian
name; there are also four new Roman
nomina (see Table II).
Before I proceed to the presentation of these names I would like to focus on a name that was already part of the onomasticon of the city, the name Καλλιμέδων. Καλλιμέδων Καλλικράτους was a rich Athenian politician, member of the pro-Macedonian party who spent some time in Beroca at the time he was exiled from Athens, probably after 322 B.C., that is after the Lamian war when he was forced to leave his city?!. The information that he was very well received in Beroca where he was given gifts and took as a wife a beautiful woman is preserved by PsAeschines. The name Καλλιμέδων, thal is in general not especially frequent while it is unknown in Macedonia, is born
by a politarch of Beroea of 121 B.C.?? I believe that this name, even if its bearer was not a descendant of the Athenian politician, certainly indicates a relationship of close friendship or of profit of the politarch’s family with him. One more Beroean of later date who also was a politarch has the patronymic
of the Athenian politician [---] Kudkızodtoug??, This evidence is much later (it 27. As found in Pape, Benseler. Τεὐταμος was the commander of the silver shields in Alexander’s Asian campain: F. Stähelin, REV A (1934) 1152-53 no 3; M. Launey, ibid, supra n. 25, 297-98,
1184.
28. ᾽Αγάνωο: Allamani, Voutiras 14 line 15; a very rare name attested in Boeotia: Kr VII 1752 line 8. Ἱολλας; Allamani 1984 207 I line 13, 227. Mayatas: Allamani, Voutiras 14 line 27. Betrekoz: ibid. 16 line 29, 23; the name is known from Thebes: /G VII 664 and 2430 line 8 as Perteros; ch Bechtel, Personennamen 544. 29. Κλισιμαχος; Allamani, Voutiras 14 line 22, 23; Moiuayzas: ibid. 15 line 35, 23. 30. Νίκαιγμος: Allamani, Voutiras 14 line 16, 23. Although we know names of similar formation Ihe name remains unique. PorvodAod: 14 line 14, 24. 31. HW. Swoboda. REX (1919 1647-48 no 1: J. K. Davies, Athenian Propertied Families 600300 1.0. Oxtord 1971. 278-80; Tataki, Beroca 186 no 659. 32. Allamani 1993 78 line 6, 91. 33. 1. Touratsoglou, "ATO τὴν πολιτεία καὶ τήν κοινωνία τὴς Gozaias Beootag: "Ervyoce (aes σηιειώσεις Ancient Macedonia UW (Thessalonike 1977) 488 line 5; SEG 27 (1977) 263 bine 5: Tataki, Beroca 186 no 658.
1120
Arsyro B. Tataki
comes from the base of the statue erected by the Berocans for the emperor Claudius)
and has to do with
a much
more
common
name
in general,
thus
perhaps having less value than the previous one. Another name already known from Beroea, Πατερῖνος, which is in gencral very rare, leads to another aristocratic family of the city. Πατερῖνος "Avtıyövov is known by his luxurious funerary monument,
the most beautiful
relief stele that has been found until now in Beroca**. The luxury of the monument is completed by the epigram in which emphasis is given to the glorious past of the dead man and reference is made to his appointment twice as a {agos, a term probably used here poctis gratiae for a distinguished city office. One of the kynegoi of Herakles of 114 B.C., Λυσίμαχος Tlatepivov?, was most probably his son. From the Greck names of this period that were new for Beroea we point out the presence of some unique ones as Ἐνθαδίων or very rare ones as the name
Kütwv,
the problematic Züvatog”, and some names with definite local
characteristics as e.g. Πευκόλαος, Ματερώ and Bikos??. From the foreign names I note the Roman nomina that are added to the already large number of names of this category attested in the city and its chora*®. They are the names ᾽Αραβιανός, Βετούριος, Πομπήιος and Σέρειος. Αραβιανὸς Μάρκος. who donated his slave to Dionysos in A.D. 26433, bears an unknown
name Οἱ
this category that secms to be unique as its absence from the collection of Solin and Salomies indicates#. Closest to it is the nomen "Aypßeravög attested in Herakleia Lynkestis which is also unique*!. Βετούριος Κάλλιστος, priest of the Mother of the Gods in Leukopetra, has a nomen already known from Thessalonike and Philippi*?. Σέρειος Ῥοῦφος, who sold one of his slaves before A.D. 247, has a nomen attested once more in Thessalonike*?. Finally the name Πομπήιος, rarely found in Macedonia, is borne by the well known 34.1. Touratsoglou, “ITateotvos Αντιγόνου, Λρως. ᾿Ὑστεροελληνιατικὴ στήλη ato thy Bepote’, Krpvos: Τιμητικήὴ προσφορά στὸν Kadnyarn Γεώργιο Μπακαλάκη (Thessalonike 1972) 153-59 pls 44-45; Tataki, Beroca 249-50 no 1043, 156 n. 197. 35. Allamani
1984 79 line 32, 96-97.
36. Allamani 1993 78 lines 19 and 23, 90, 94, 95. 37. [ευκόλαως; M. Siganidou, Deltion 34 (1979) Chronika 309 pl. 132b = SEG 38 (1988) 596, Muteaw and Βίλος: SEG 39 (1989) 575. 38. Tataki, Beroea 391-94 table I, 437-47. 39, Hatzopoulos, Cultes 68 lines 2-3, 40. H. Solin, O. Salamies, Repertorium nominum gentilium et cognominum Latinorum. Hildesheim, Zurich, New York 1958. 41. P(atoc) Λοῤειανός Κλήμης, Prog) Αυβειανός Lexotvoos: Demitsas no 234 lines 6, 1.
42. Petsas 1992 327 no 7 line 7. 1G X 2.1 (Thessalonike), CIE. 111633 HL 2 line 2 (Philippi). 43. Hatzopoulos, Cultes 65 line 9, 66. 1G X 2,1 69 line 39 CThessalonike).
New Elements for the Society of Beroca
1121
Roman general Sextus Pompeius**. I will refer also briefly to some more persons of the Roman period not for their names but for other interesting characteristics of them. Μάρχιος
᾿Ηρακλείδης has the title of hierophantes and also that of Macedoniarch. This attestation comes from a group of four inscriptions incised on a column that is walled in the Old Metropolis of Beroea*>, They are registrations of donations or manumissions of slaves to Dionysos; the name of the god is accompanied by the epithets: "Aypıos, "Epixpuntos, Ψευδάνωρ. The interpretation of these epithets of Dionysos, attested exclusively in Macedonia, and the relationship of this god to the initiation rites have been analysed by M. B. Hatzopoulos*®. The evidence on Μάρκιος "Hpuxkeidng throws new light on the meaning of the term hierophantes which is proven to be connected with the cult of Dionysos??. One of the donors of slaves in the same sanctuary, Κάσσιος Σαλλούστιος “AAxaloc, was already known as an ephebarch in A.D. 25172, in the latest of the testimonia related to the Gymnasium from those found in Beroea®®. A priest in the same sanctuary of Dionysos, mentioned in two inscriptions dated to A.D. 248, Ἰουλιανὸς Δημήτριος, was also already known as a priest of the Mother of the Gods in Leukopetra. The new attestations for this priest are especially illuminating as they prove the possibility of development in the career of a priest from a small agricultural sanctuary to a more important urban one*?. Another priest of the 2nd century A.D., Λ(εύxı05) Βρούττιος Ποπλικιανός, was already known as 614 βίου priest of Isis
Locheia; he is attested in another inscription as διὰ βίου ieowpévos™. This time he is the priest of ‘Agpoôitn Εὐσχήμων which is the first evidence we have for this goddess with this epithet$!. The evidence for new epithets of gods are especially important and they have, as is well known, increased generally for Macedonia in the last years”2. 44. Allamani
1993 78 lines 2-3, 84-85: discussion and bibliography.
45. Hatzopoulos, Cultes 68 line 12, 69-70. 46. 47. 48. 49. 50. 51.
Hatzopoulos, Cultes 24, 65-75, 79-80, 87, 91-92, 113, 118-19. Hatzopoulos, Cultes 69-70. Hatzopoulos, Cultes 70 line 2, 71: SEG 30 (1980) 556; Tataki. Beroea 190 no 680, Tataki, Beroea 172-73 no 587; Hatzopoulos, Cultes 65 lines 12-13, 67 lines 9-10. Tataki, Beroea 136 no 336. A. Β. Tataki, “Aqouditn Εὐσχήμων ἀπό τὴν Βέροια”, Αρχαιυγνωσί 7 (1991-92)
135-
140, SEG 42 (1992) 574. Cf. K. Tzanavari, “H λατρεία τῶν Αἰγυπτίων θτῶν στὴν Βεροια”, Ancient Macedonia V,3 (Thessalonike 1993) 1677-78. 52. In addition to the epithets of Dionysos discussed already (supra n. 45) note e.g. Ληρωδίτη Ἐπιτευξιδία in Thessalonike: E. Voutiras, “Beruts- und Kultvercin: ein ΔΟΥ MOC in Thessalunike”, ZPE 90 (1992) 87-96. Απολλων Ἑκάτόμβιος, known already outside Macedonia, is attested in Eordaea: G. Karametrou-Menteside, “Avo ἐνεπίγοαφες στῆλες UNO τὸν νομό Κοζάνης”, ArchEph
1122
Areyro B. Tataki
To conclude,
I would like to refer to one more very interesting category
of testimonia from Beroea, the new ethnics. Ιουλία Ἐνθαδίωνος, Κυρραία, daughter of Διονύσιος Ἐνθαδίωνος, Κυρραῖος are known from an inscription from Leukopetra of A.D. 23153. One more Κυρραίά was already known from an inscription of the same period, while citizens of Kyrrhos known from Athens are called Kuppnotng and Κυρρῆστις, elsewhere Kvguéotat, and there is also ᾽Αθηνᾶ Kuppeotig”?. Very interesting is the evidence for the ethnics of a city of Paconia. They come from two inscriptions by which a high priest and
agonothetes, whose name is followed by the ethnic Αἰστρεάτης, and his wife, the priestess ᾿Αουιδία ᾽Αμμία Αἰστρεᾶτις, are honoured by Αἰστρεατῶν πόλις». This is the first inscriptional evidence for added to others already known, also unique, attestations from "Ooßatoc, an Ιώριος, a Φυλακαῖος, and the Edropriavoi*t. special position as the seat of the Macedonian kojnon, and
their city, the the city, and is Beroca for an Because of its because of the
games that were taking place regularly in the city, one can hope for more new testimonia of this category in the future from Beroea. TABLE I
ο ιν
3rd cent. B.C. names attested tor the first ime in the onomasticon of Beroea
᾽Αγα]θάνωρ: Allamani 1984 206 I line 4, 226-27. ᾽Αγάνω»: Allamani, Voutiras 14 line 15.
"AylnoiJotpatos‘’: Allamani, Voutiras 14 line 17-18: [---Jotpärog, ᾽Αλκίμαχους: Allamani, Voutiras 15 line 37.
᾽Ανδρυκλείοης: Allamani 1984 207 Il lines 48-49, 225.
1986, 151-52 pl. 410. $3. MB. Hatzopoulos, ibid. supran. 5. 54. Koïvra Πορίου, Κυρραία; A. Panayotou, Ρ. Chrysostomou, “Inscriptions de la Botti¢e et de l’Almopie en Macédoine”, BCH 117 (1993), 384-86 no 14 lig. 21; BullEpier 1992, 301 (M. B. Hatzopoulos): SEG 42 (1992) 552. 1G 112 9140, 9141. Steph. Byz. s.v. Kvyous. A. Vavritsas,
"Ἐπιγραφή ἐξ Αικιῤησσοῦ Tékknc”, Ancient Macedonia Il (Thessalonike 1977) 7-11. 55. V. Allamani-Souri, "Τιμητικές Ertyougeis ano τὴν ἀρχαία royo στη Μακεδυνία
no
και Opaxn V (Thessalonike
Βέροια”. To apyatodoyine
1994) 39-48.
56. Oapatoz: Tataki, Beroea 107 no 175: SEG 40 (1990) 534, Tomtos: Tataki, Beroea 284-85 1239: M. B. Hatzopoulos, L. D. Loukopoulou, Morrylos cité de la Crestonie. Meletemata 7,
Athens (989, 96-97. Φυλακαῖος: Tataki, Beroea 107, 249 no 1040, 431. Εὐπυριανοί: ibid. 99 no 114.112 no 213, 133-34 no 325. 259-61 no L114, 281 no 1223, 454. Ethnics and toponyms mentioned in inscriptions ol Beroea and its chora are discussed in M. B. Hatzopoulos, “Xapa καί κῶμες τῆς
Beoouis”, Λνήμη À Λαζαριδη (Thessalonike 1990) 57-68 and also in l'ataki, Beroca 44-45, 51, 82 no 9, 97 no 102, 101 no 133, 127 no 290, 128 nos 292, 293, 296, 155 no 474, 163 nos 525, 527, 192 no 096, 294-95 no 1314, 474, 477, 479-80.
57. The new readings of these names were kindly communicated to me by M. B. Hatzopoulos.
a
New Elements tor the Society of Beroea
. "Avictapxog: Allamani, Voutiras 15 line 33. . Aguotoyévns: Allamani, Voutiras 14 line 16.
x
. Αριστοκλῆς: Allamani, Voutiras 15 line 33. 9. ᾽Αριστόλαος: Allamani, Voutiras 14 line 13. 10. “Agiotog>?: Allamani, Voutiras 14 line 24, 23: "Axıotoc. 11. “Appevvos: Allamani, Voutiras 14 line 15, 23. 12. Βέττωλυς: Allamani, Voutiras 15 line 29, 23. 13. Botytxos: Allamani, Voutiras 14 line 16. 14. Δεινίας: Allamani, Voutiras 15 line 30.
15. Δευκυλίδας: Allamani, Voutiras 14 line 23, 23. 16. Δήμαρχος: Allamani, Voutiras 15 line 32.
17. 18. 19. 20. 21. 22. 23. 24. 25.
δημόφιλος: Allamani, Voutiras 14 line 13. Διαγόρας: Allamani, Voutiras 15 line 32. Λίφιλος: Allamani, Voutiras 15 line 34; SEG 38 (1988) 586. Εἰκαδίων: Allamani, Voutiras 15 line 31, 23. Enivixog: Allamani, Voutiras 14 line 27. Ἐπιτέλης: Allamani, Voutiras 14 line 25. “Egpoitas: Allamani 1984 207 I line 16, 227-28. Ἔυωμων: Allamani, Voutiras 14 line 17. Εὔδιχος: Allamani, Voutiras 14 line 26.
26. EisönlniJöng””: Allamani, Voutiras 14 lines 15-16: Ein[?JAnc. 27. 28. 29. 30.
Εὐθύνους: Allamani, Voutiras 14 lines 13-14. Eixpowv: Allamani, Voutiras 14 line 13. Ζιυπυρίων: Allamani, Voutiras 15 lines 33-34. ‘“Hynoavigos: Allamani, Voutiras 15 lines 30-31.
31. Ηλιόδωρος: Allamani, Voutiras 14 line 14. 32. 33. 34. 35.
Ouypau{---]: Allamani 1984 206 I line 4, 227. OvaovxAñs: Allamani 1984 207 II lines 40-41, 225. Θράσων: Allamani 1984 207 II line 40, 225. Ἰόλλας: Allamani 1984 207 I line 13, 227.
36. Κλισίµαχος: Allamani, Voutiras 14 line 22, 23.
37. Λαμέδων: Allamani, Voutiras 15 line 36. 38. Λυσίπολις: Allamani, Voutiras 14 line 22. 39. Μαχάτας: Allamani, Voutiras 14 line 27.
40. Μελέαγρος: Allamani, Voutiras 14 line 27. 41. Μικίων; Allamani, Voutiras 15 line 35. 42. Νίπαιχµως: Allamani, Voutiras 14 line 16, 23. 43. Nexias: Allamani, Voutiras 14 line 28. 44. Νικόδημος: Allamani, Voutiras 14 line 20.
45. Ξένων: Allamani 1984 207 I line 14, 227. 46. Παυσανίας: Allamani, Voutiras 14 lines 11 and 28.
47. Ποίµαχος: Allamani, Voutiras 15 line 35. 23. 48. MoAvyventos: Allamani
1984 206 I line 34.225.
49. Σταπόλεµως: Allamani, Voutiras 15 line 29, 23-24. 50. Zwyevnc: Allamani, Voutiras 14-15 lines 20 and 32. 51. Σωσιµένης: Allamani, Voutiras Id line 12.
1123
1124
ΑΓΕΥΤΟ B. Tataki
52. Συσαθένης; Allamani, Voutiras 14 line 22. 53. Τεύτιος: Allamani, Voutiras 14 line 19, 22, 24.
54. Τιμυκλῆς: Allamani, Voutiras 14 line 10. 55. Τιμυκράτης: Allamani, Voutiras 15 line 30. 56. Φυινικίλος: Allamani, Voutiras 14 line 14, 24.
57. AIKKYPOZ°’: Allamani, Voutiras 14 line 21: Aixanpos.
TABLE
Uf
Names of 121 B.C. to the 3rd cent. A.D. attested for the first time in Beroea
--
. AdvaAoc: Allamani 1993 78 line 10, 92.
NN σα >
NN N Ak ϱ)
ND
NN
—
Vu nn ee 2 Ὁ -- OBEN Α ET -Ιι ο SO
ο
οι
ο
ὃὸ
ο
. Aytiaoc: Allamani
ὢ
Greek names:
1993 78 line 13, 80, 93.
. Αθηναῖς; Allamani, Voutiras 15 I a line 3. . Avixavtus: Hatzopoulos, Cultes 106; Allamani 1993 78 line 23: [--PA---]. . Avtinaxos: Hatzopoulos, Cultes 106; Allamani 1993 78 line 14: “Av(?)[--]Ha(?)[.].
. Baxxiöng: Allamani 1993 79 line 36, 97. . Βάκχιος; Allamani 1993 78 line 16, 93-94. . Bikos: SEG 39 (1989) 575; BullEpier 1990, 458 (M.B. Hatzopoulos). . Botaxos: Allamani 1993 79 line 42, 98. «Γλύκει[ος2]:. SEG 39 (1989) 575. . Ἐνθαδίων: Hatzopoulos, BCH (forthcoming). . Ἐπίκλησις: Allamani, Voutiras 15 I a line 2. . Ἐπίνικος: Allamani 1993 78 line 29, 95-96. . Ἑπτάχρυσος: SEG 38 (1988) 595. . EtxAñç: Hatzopoulos, Cultes 106; Allamani 1993 79 line 42: [---xA&ouflg]. . Eigpävta: Allamani, Voutiras 15 1 a line |. .Εὐφροσύνη: Allamani, Voutiras 15 [a line 2. . Zävatos: Allamani
1993 78 line 23, 90, 95.
. Zwic: Allamani, Voutiras 15 I a line |. .Ἱέραξ: SEG 38 (1988) 585; BullEpigr 1990, 458 (M.B. Hatzopoulos).
. Ἱταλία: Allamani, Voutiras 15 Ib line |.
. Kanoavöpo: Hatzopoulos, Cultes 70 lines 5-6. «Κλέανδρ[ος]: Allamani 1993 78 line 5, 91. . Kürwv: Allamani
1993 78 line 19, 90, 94.
. Acovtopévns: Allamani 1993 78 lines 4-5, 90-91. . Avmavn:
SEG 38 (1988) 592.
. Mategw: SEG 39 (1989) 575. .Μελάνθιος: Hatzopoulos, Cultes 68 line 9.
28. [Μ]ε[ν]εχράτης: Hatzopoulos, Cultes 106; Allamani 1993 79 line 38: [.E...OITOY]?
ww N=
m Le
. Favaxokaoc: SEG 38 (1988) 596. 30. Σωσιµένης: Allamani 1993 78 line 7. 91-92.
.Y¥Pyiatag: Allamani 1993 78 line 25, 95. «Χαρμυσύνη:
SEG 38 (1988) 592.
New Elements for the Society of Beroea
1125
Thracian names 1. Biths: Allamani, Voutiras 15 1 a line 2. Roman names 1. Βενούσατα: SEG 38 (1988) 595.
2. Στρῆνος: Ch. Avezou, Ch. Picard, BCH 37 (1913) 101-102 no 12 fig. 158. Nomina |. Αραβιανός: Hatzopoulos, Cultes 68 tines 2-3.
2. Βετούριος: Petsas 1992 327 no 7 line 7. 3. Πομπήιος: Allamani 1993 78 lines 2-3. 4. Σέρειος: Hatzopoulos, Cultes 65 line 9, 66. Centre for Greek and Roman Antiquity National Hellenic Research Foundation January 1997
58. The information on the origin of this inscription from Beroea and not from Thessalonike, as is Stated in the publication cited in Table Il, appeared in the daily newspaper Αλήθεια, July 19, 1905 no 15; thanks are due to D. Papakonstantinou-Diamantourou for communicating this to me.
89 LE MODE D'ÉTABLISSEMENT DE LA COEXISTENCE ENTRE LE BARBARICUM BALKANIQUE ET LES COLONIES HELLENIQUES
Margarita
PAISIBLE
Tatcheva
A l'heure actuelle, on a plus que jamais besoin d'exemples historiques οἱ de preuves démontrant l'existence de l'équilibre, de rapports raisonnables entre des peuples et des ethnies de l'aire géographique des Balkans, diflérents dans leurs origine ainsi que du point de vue économique, politique, religicux connu
et culturel. Je suis loin d'affirmer les rapports de coexistence
que ce serait
le seul endroit
paisible bien avant la découverte
ayant
de cetic
réalité —et l'emploi de cette terminologie— à l'époque contemporaine; si j'y mets l’accent, c’est plutôt à cause des abus, de plus en plus fréquents, avec des termes comme Balkans, “paix balkanique”, voire la “balkanisation des conflits” qui est en train de devenir un épouventail. J'ai donc choisi de réunir οἱ systématiser, pour la première fois, les donnés sur les façons d'établir des rapports de bon voisinage entre, d’une part, les cités helléniques et de l'autre —les populations non-helleniques formant l'ambiance immédiate des cités au ler millénaire av. J.-C. N'oublions pas que la lutte pour de nouveaux territoires des colonies (apoikiai) allait de paire avec la mise en place de contacts économiques mutuellement prolitables. Grace à ces relations, mais aussi à d’autres, les conflits politiques et militaires sont applatis et il y a 2500 ans d'ici, des conditions favorables à la vie des colonies grecques sont créées. rendant possible la coexistence entre ce que j'ai appelé les poleis grecques à l'étranger, enclaves ethniques hclléniques dans des territoires non-hellcniques, et les peuples “barbares” qui les entourent. Par quels moyens on y est parvenu et comment on a géré la situation, une fois la cohabitation —voici le sujet auquel Ic rapport est consacré.
Vers la fin du Heme de la Grèce mycénicnne des Balkans,
acquise
millénaire av. J.-C. le chatoiement d'or ct d'argent ainsi que de la Thrace orphique, dans la péninsule
fut terni par la rouille d'une nouvelle civilisation du fer, sortie
sur la scene apres la guerre de Troie. A peine étcinte la fumée
des foyers
1128
Margarita
Tatcheva
détruits par les envahisseurs, la vie reprit son cours (comme
cela s'est produit
de tous temps). Les nouveaux installés se mirent à défricher les terres pour sc nourrir, à construire des villes autour de leurs forteresses pour y vivre, ct des temples —pour prier la grâce divine. Les grands perdants de cet élan vers le
bien-être économique furent les rois et les aristocraties balkaniques. L’organisation hellénique de la cité réduisit leur puissance à son point de départ —le commandement militaire, donnant en disposition des oikistes les vaisscaux nécessaires pour fonder de nouvelles cités. Ainsi les apoikiai ou colonies helleniques
étendues
entre,
d'un
côté,
Massalia
et, de l'autre,
Batoumi
ct
Cyrénaïque, donnèrent à la Méditerranée et au Pont Euxin l'aspect —pour le dire dans le langage image, d'un étang entouré de grenouilles. Il πο faut pas chercher le sens péjoratif de cette phrase datant de l'apogée des nouvelles poleis (cités). Le bien-fondé de cette comparaison est prouvée sur l'exemple de tous les territoires le long des côtes qui devinrent l'objet de la colonisation grecque, et c'est particulièrement clair dans le cas de la Péninsule balkanique.
Dans la région en question, la conquête de nouvelles terres et la fondation d'apoikiai commença de la péninsule de Chalcidique et la Mer Egéenne au Vile s. av. J.-Chr. pour s'étendre, au cours des deux siècles suivants, vers les côtes de l’Adriatique. de la Propontide et du Pont Euxin!. Dans la plupart des cas. les relations entre les nouvelles fondations οἱ les populations des cnvirons furent loin d'être au beau fixe. Sans doute, au début régnèrent l'hostilité et la loi de la guerre, ος qui est naturel vu la nouvelle situation où
la population indigène devrait céder aux nouveau-venus les baies propices au commerce maritime et leurs comptoirs tout récemment nés sur la côte. Rares furent les rois thraces qui enfouirent leurs trésors dans l'attente d'un temps meilleur; d’autres, plus nombreux,
réparèrent
leurs forts et forteresses et, en
tête de leurs sujets-soldats, se mirent à guerroyer contre les nouvelles struclures installécs dans les bandes côtières et les rarcs ports de leurs territoires. Il durent perdre tout dans d’Cpuisantes gucrres offensives, pour ne laisser aucune trace historique de leur existence. D'autres encore gagnérent en négociant avec les oikistes. En échange du droit (et du privilège) d'assurer leur défense militaire, ils leur permirent de fonder des cités sur leurs propres terres: pour ne pas dévaster les champs et 1. La problématique des rapports économiques et culturels entre les apoikiai helleniques et les anciennes populations balkaniques - thrace, illyrienne et seythe, se voit consacrer une énorme litterature scientifique. Dans lhistoriographie bulgare, elle est présentée essentiellement par les recherches de Chr. M. Danov, poursuivies au cours des 50 dernicres années - cf. Chr. M. Danolt. Pontos Eu\cinos, RE. Suppl. Bd. IX, 1962, Sp. 865-1920; Idem, Altthrakien, Walter de Gruyter, Berlin - New York 1976, 175-202 avec la bibliographie, 378 sag.
Le barbaricum balkanique et les colonies helleniques
1129
la récolte, ceux-là leur payèrent en argent et c’est le plus souvent le métal utilisé dans les émissions monétaires royales. Ainsi certains souverains s’assurèrent, par-delà la possibilité d'être rémunérés pour leur activité guerrière
de routine, le rôle de fournisseurs de produits locaux pour les vaisscaux grecs qui partaient vers les métropolies. Pour leur part, les rois stockèrent l’or et l'argent dans leurs trésors, le transformant soit en monnaie pour payer des mercenaires, soit en objets précieux, services de luxe ou harnachement pour leurs chevaux. Des rapports de ce genre sont témoignés jusqu'à une époque tardive; ainsi un monument épigraphique du IVe s. av. J.-C. évoquant un contrat entre, d’une part, la colonie insulaire Issa et —de l’autre, le prince illyrien Pyllos et son fils Dazos qui permettaient la fondation d’une nouvelle apoikia— Korcyre Melaina, sur leur territoire. Basé sur les arguments économiques et politiques, le jugement moderne sur les deux modes de gérer la cohabitation est sans alternative; pourtant, il est loin d’être le seul valable et le plus important. A la recherche de modèle de comportement
politique et socio-économique contemporain, nous aboutis-
sons de plus en plus souvent à l'idée d'une interférence culturelle initiée de part et d’autre, comme celle qui se produisit entre les oikistes et les barbares de leur voisinage immédiat. Un bel exemple dans ce sens est fourni par Hérodote (6, 35-38) relatant de la façon dont Athènes s'installa dans le Chersonnèse de Thrace à l'époque de Pisistrate. Suivant un oracle de Delphes, les rois des Dolonques thraces, alors menant la guerre contre les Apsinthiens, invitèrent Miltiade des Philaïdes (davantage connu sous le nom
Miltiade l'An-
cien) à devenir leur tyran. Il accepta et non seulement triompha des ennemis, mais renforça la défense de la péninsule par une muraille. Fondateur de plusieurs établissements
dont
certains entièrement
indépendants
d'Athènes,
il
reçut les honneurs de toute la population non sculement en sa qualité d’ o/kiste, mais aussi par des compétitions équestres et des agôns sportifs où il n'était pas difficile de découvrir des coutumes thraces?. Aidée ainsi par “la grâce divine”, Athènes s’implanta aux Détroits afin de contrôler l'importation de la marchandise indispensable à sa propre survie: le blé de la Thrace et de Scythie. Développées nomique
ct
au cours
politique
des siècles, ces relations
eurent
pour
résultat
une
mutuelles
interactivité
d'ordre
éco-
culturelle
ct
2. SyHHoge?, 141; cf. W. Leschhorn. Gründer der Stadt. Studien zu einem politisch-religiosen Phänomen der griechischen Geschichte, Stuttgart 3. W. Leschhorn, op.cit.. 82, no, 5-0,
1984, 185.
1130
Margarita
religieuse bilatérale.
En
Tatcheva
fait. clle demeure
un objet
traditionnel
des recher-
ches historiographiques dans le domaine de l'antiquité classique, objet appréhendée
essentiellement
à travers
les traces
matérielles,
(c. à d. Ics monu-
ments archéologiques), laissées par les apoikiai helleniques et leur ambiance barbare. On s’est pourtant peu questionné sur la façon d'agir qui aboutit à ces
résultats, sur les mécanismes assurant la mise en place de ce modus vivendi. C'est ce plan négligé qui est l'objectif de la présente communication qui résume une étude des voics vers ce rapprochement voulu, sur le plan culturel et religieux, tclles comme elles sont retenues par la mémoire hellénique historisée. Bien évidemment, [ον renseignements appartiennent à un seul côté, au seul acteur possédant une littérature —les Grecs; aucun des peuples tenant
lieu d'interlocuteurs—
thes, ne posséda une écriture. Au sujet de l'installation
Gaulois,
des
Germains,
Hellènes
Illyriens, Thraces
sur les côtes
et Scy-
de la Péninsule
balkanique et leurs fondations, les renseignements historiques sont complétés
par des données légendaires. En dépit de l’éclairage faible qu'on a sur la période initiale de ce processus, les témoignages épars laissent entrevoir une tendence croissante à la bonne ententc, au rapprochement raisonnable avec la population avoisinnante non-grecque qu'on use d'appeler, dès l'époque d’Hérodote, barbaroi —“ccux qui parlent une langue incompréhensible”.
Très souvent, le fait historique que représente la fondation d'une apoikia est côtoyé, dans la tradition littéraire, par la légende à ce même sujet. Chaque événement dans la vie de la colonie, sortant du cours ordinaire, présente l’occasion de rendre honneurs aux divinités protectrices, au fondateur légendaire ainsi
qu'aux
bienfaiteurs —souvcrains
locaux,
aux
cités
voisines
ou,
cnfin, à des citoyens notables. Ainsi l'histoire fut plusieurs fois emmendée et, pour ainsi dire, remise
à neuf au moyen
de compléments
purement
légen-
duires. La littérature grecque garde, il est vrai, le souvenir du triste destin des colonistes partis à la conquête de la côte thrace. Outre les poèmes d’Archiloque et les épigrammes de Simonide? qui recèlent des témoignages dans ce sens, il y a le péan que Pindare consacre aux Abdérites. Tout en rendant hommage aux ancctres-fondateurs d’Abdère, tout en évoquant leur courage dans les batailles pour se maintenir dans la riche terre de la Thrace, le poète lance un appel qui marque un véritable tournant des mentalités de son époque: oublier les hostilités et la haine contre
consacré à Apollon
les ennemis
morts.
Le péan
est
Dérainos —le dieu des ennemis thraces à qui les Abdé-
4. Archil. Epod. tre. 79, 1-6: Sunonid. Epier.. tre. 89, 135, 136.
Le barbaricum balkanique et les colonies helléniques
1131
rites consacrérent un temple dans la ville’. C'est également la divinité des Sapéens que la peuplade thrace voisine vénéra comme dieu depuis plusieurs générations. Mettant l'effigie d’Apollon au lieu du griffon traditionnel sur ses émissions monétaires, la colonie d’Abdere résolut dans le meilleur sens ses rapports, souvent orageux, avec les basileis des Thraces voisins. L'heureuse expérience des Abdérites fut mise à profit par les habitants d’Ainos qui choisirent Hermès comme divinité-protectrice. Ce n’est pourtant pas en raison du culte spécial, rendu à ce dieu par les rois thraces d'après Hérodote (5, 7), mais plutôt à cause d’un Hermès Pérphéraios, vénéré par les Thraces voisins. C'est son image archaïque, —un xoanon qu'ils affichèrent sur certaines émissions de la monnaie d’Ainos au lieu de l’effigie traditionnelle
grecque du dieu’. Ce rapprochement spirituel par l'interférence entre les cultes grecs et ceux des divinités locales, de fonctions analogues, apparaît également dans les monuments d’Odessos. La cité non seulement fait de la grande divinité des Gètes, Darzalas, son Theos Megas (Dieu Suprême), mais son effigie, dans l'apparence de Cronos, figure sur sa monnaie —un Cronos à cheval, comme le veut la vision proprement thrace des dieux. Les Grecs d’Odessos consacrèrent des inscriptions votives à d’autres divinités équestres, indubitablement thraces, Manimadzos et Karabasmos, allant jusqu’à organiser des confréries religieuses autour de leurs cultes®. Voici la façon dont les colonies —ces enclaves helléniques, tissérent leur réseau de bonnes relations avec les barbares; le choix, pour leurs patrons et protecteurs, des dieux grecs qui ressemblaient le plus aux divinités de leurs voisins, permit de s’effectuer une sorte de communauté spirituelle. Les Thraces, pour leur part, adoptérent le nom du dieu grec, tout en le complétant par les noms de leurs propres dieux, p. ex. Apollon
Dérainos, Hermes
Perpheraios.
5. Pindar., Pan. 2, 1-37.
6. G. Michailov, /GB Ill, 1794, 1683; cl. M. Tatscheva, “Ober die Gotter- epitheta in den griechischen Inschriften aus Masia Interior und Thracia”, Actes du Vile Congrès Intern. d'épigraphie grecque et latine, Constantza 1977, Paris 1979, 476. Sur le monnayage cf. J. Ε. M. May, The
Coinage of Abdera (540-345 BC), London
1966, 149 sq., nn. 399, 400, 463 etc.; cf. M. Tatscheva,
“Die Münzprägung von Abdera und Ainos im Verhältnis zum thrakischen Hinterland”, Actes du XIe Congrès International de Numismatique, Bruxelles 1991, Louvain-la-Neuve, 147 sqq. 7. J. F. M. May, Ainos. Its History and Coinage, London 1950, 181 sqq., tab. I, 20: M.
Tatscheva, ibidem. 8. Cf. G. Michailov, IGH 1?, 42 (p. 92-94, Theos Megas); 77-78 (Heros Manimazos): 78 bis, 78 ter, 79 bis, 284-290 (Heros-Apollo Karabasmos): ct. aussi M. Tatscheva, “Die thrakischen Könige
und die westpontischen Apoikien”, Relations thraco-illyro-helleniques, Bucarest 1994, 263-265.
1132
Margarita
Tatcheva
Une autre façon d'établir une communauté spirituelle entre les apoikiai et
leur environnement furent lcs hommages rendus aux fondateurs (les Ktistai) des cités. Il existe plusicurs légendes transmettant les noms de ces ktistai — rois des Thraces ou des Illyriens. qui participerent récllement à la fondation d'une apoikia ou bien furent tenus de l'être. Parmi eux, on retrouve les ktistai-éponymes de Maronée? et d’Abdere!® —les plus grandes villes de la côte égéenne; Thynos!! et Melsas— les fondateurs de Thyniade et de Messembrie sur la côte pontique; Epidamnos et la ville portuaire de Dyrrhachion sur la côte adriatique. Ce qu'il faut retenir de cette série, c'est le fait que, apparemment, la mémoire historique des Grecs fait beaucoup plus souvent hommage aux ktistai légendaires, aux noms étrangers. que les fondateurs réels du point de vue historique —des Mégariens, Corinthiens, Milésiens et autres. Le cas de Messembria est éloquent dans ce sens; une fondation de Mégare (Strab. 7,6,1), la ville prit le nom du fondateur légendaire Melsas. comme nous l’apprend une inscription funéraire. Bien plus tard, Etienne de Byzance affirme que la ville fut construite par les Thraces, et explique son nom d’origine thrace!2. Tout à fait similaire s'avère la tradition littéraire concernant la fondation les deux colonies en territoire illyrien!?. Thucydide (1,24, 2 sqq.) attribue la fondation d’Epidamne —dans le territoire des Taulantiens illyriens, aux Corcyréens, menés par l’oikiste un certain Philios, d'une noble famille de Corinthe. La veille de la Guerre de Péloponnèse, la ville déchirée par des luttes intestines et cclles contre les Barbares des environs, perdit sa puissance. Plus
tard, après que le démos d’Epidamne eut chassé les aristocrates, ces dernicrs s’enfuirent chez les Barbares et opérèrent ensemble contre les démocrates. La fin peu glorieuse d’Epidamne qui n’apprécia pas le vrai rôle de son ambiance illyrienne dut nourrir la légende transmise par Appien (B.C., 2.29, cf. Paus. 4,10,8) sclon laquelle le roi barbare Epidamnos fonda la ville et lui donna son nom. Dyrrhachos, petit-fils de ce dernier par l’union de sa fille avec Poscidon, construisit le port et donna à la ville son propre nom. Lorsque Dyrrhachos fut attaqué par ses frères, Héraclès accourut à son secours, et depuis ce temps, les citoyens de Dyrrhachion vénèrent tous les deux comme
9. Maron, le roi legendaire des Thraces, est Atistes d'après Diod. Sic., 1.20.2. 10. Timesios de Clasomenes, le londateur d’Abdere. tut chassé par les Thraces. Plus tard Abdère fut repeuplée par les habitants de Teos qui vénérérent ce premier comme un heros (Her. |, 168), tout en rendant hommages, à côté, à Abdéros et à Apollon. 11. Steph. Byz.. s.v.. cl. l.eschhorn, op.cit.. 381. n. 167. 12.G. Michailov, 4GB LE, 345; Steph, Byz.. sv. = FrGrH (Jacoby) 2A, 46. 13. CT. J. Wilkes, The Hlyrians, Cambridec. Mass. 1992, 72, 91 sq.
Le barbaricum batkanique et les colonies helleniques
1133
oikistes", L'histoire d’Amphipolis fournit un exemple particulier et évocateur de la tendance qu'on examine ici. Après plusieurs tentatives de colonisation de cet endroi, réduites à l'échec par les attaques des thraces Edoniens, la cité fut fondée par le stratège athénien Hagnon en 437-36!$. La tradition écrite transmet, pourtant, l’oracle donné aux Athéniens à ce sujet: pour parvenir à s'y maintenir, l'oikiste doit récupérer et ramener dans sa terre natale les restes de Rhésos, roi des Edoniens, tué sous Troie (Polyaen., 6, 53). Une autre légende, racontée par Euripide, montre déjà le tombeau du même roi thrace en Amphipolis, sur une colline face au sanctuaire de Kleio, sa mère (Schol. Eur. Rhes., 346). Bien évidemment, les motivations d'actualité politique πο sont pas étrangères à ces légendes, mais elles sont destinées à améliorer les rclations avec la population thrace voisine, si hostile au départ. Et si plus tard les Amphipolites changèrent, dans l'honneur rendu à l’oikiste, l'Athénien Hagnon pour le Lacédémonien Brasidas, le mnemeion construit pour vénérer le roi tégendaire Rhésos demeura toujours, gage de la paix avec les Edoniens. Au fond, la recherche de faits et d'événements qui peuvent assurer (ou donner le sentiment de) la cohésion spirituelle, dans l'objectif de communiquer avec les étrangers, est une démarche fréquemment employée dans l’antiquite, et non seulement sur le plan religieux et culturel. L’alliance matrimoniale en est une autre, véritable panacée des conflits de tous temps; Hérodote (4,78) rapporte le mariage, près d’Histria, d’un roi scythe avec une femme de la ville, alors que Thucydide (2,29,1) raconte du mariage de Sitalces, puissant roi thrace, avec une citoycnne noble d’Abdere. Passant un contrat avec Athcnes, au tout début de la guerre de Peloponnése, le même roi obtient la citoyenneté athénicnne pour son fils et successeur. Faut-il rappeler, enfin, l’excmple des descendants de Romulus qui enleverent ct épousèrent Ics Sabiniennes, 14. Apollonia est la seconde cité sur la côte balkanique, dans la partie occupée par les Hlyriens. Tout pres de VE pire. elle est tondée par des colonistes venant de Corinthe et de Coreyre et selon la légende, son nom mitial tut Gylakeia (en souvenir du Ktistes corinthien Gylax), prenant par la suite celui d’Apollon. Les deux colomes eurent des contacts tres limites avec la population illyrienne des environs, alors que les Hellenes ne purent jamais pousser leur avancée sutlisamment loin a Vintericur du pays (ct. J. Wilkes, ορ. οι, 110-113). Quant aux îles voisines de l'Adriatique, on
peut indiquer la tondation d’Issa Gi Vis) et de Pharos (a Ilvar). 15. A cause de l'emplacement favorable du site, à l'embouchure du fleuve Strymon, ce qui permit à Athenes d'avoir l'accès facile au bois de construction cb aux mélaux précieux —les richesses principales de cette région ler. §, 124-126: 9, 78; ιο, 1, 100.3: 4, 102, 2: 4, 108,1.
ele.).
114
Margarita
Tatcheva
réglant ainsi leur premier conflit avec les voisins. Quatre siccles plus tard, Alexandre de Macédoine procéda à la même solution, mariant, à Babylonc, par millicrs de ses soldats à des nobles femmes indigènes. On ne peut pas —et ne doit pas— résumer, en l’espace de quelques lignes, ce que l'histoire cnscigne à travers ces exemples. Ce qu'il faudrait plutôt faire, c'est sortir sa sagesse des manuels scolaires ainsi que la célébre phrase des grammiaires latines: historia magistra vite est. Universite de Solia
90 Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ KAI Η ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ TOY ΛΕΞΙΛΟΓΙΟΥ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ ΤΩΝ APXAIQN MAKEAONQN A.
I. θαβώρης Στη μνήμη Β. A. Φόρη
Είναι γνωστό ότι TO αρχαίο μακεδονικό λεξιλόγιο έχει το εξής κύριο χαραχτηριστικό: παρουσιάζεται µόνο ως μεμονωμένες λέξεις. Τις λέξεις αυτές άρχισαν να τις καταγράφουν Λεξικογοράφοι και Γραμµατικοί από την εποχή του M. Αλεξάνδρου και των διαδόχων του. Τη ὃραστηριότητά τους αυτή την συνέχισαν έπειτα και άλλοι στους αιώνες ποὺ UXOλούθησαν, αντιγράφοντας συνήθως οι νεώτεροι τους παλαιοτέρους. Συνηθισµένος χαρακτηρισμός για κάθε μακεδονική λέξη που καταγράφουν είναι: Μακεδόνες, ὑπὸ Μακεδόνων, ñ δὲ λέξις Μακεδόνων, tava Μακεδόσι, κατά Μακεδόνας, Μακεδονικόν ἡ δεινῶς uaxedovixöv, Μακέταις ἐπιχώριον κλπ. Ο κατάλογος πάντως των προσηγορικών είναι περιορισμένος. Τις μακεδονικές αυτές λέξεις μπορούμε να τις διαιρέσουµε στις αχόλου-
θες κατηγορίες]: 1. Έχουμε πρώτα τις λέξεις που είναι αναμφισβήτητα ελληνικές. Αυτές τις κατέγραψαν οι Λεξικογράφοι ὡς μακεδονικές, πιστεύοντας ή διαπιστώνοντας ότι τις διατήρησαν µόνο οι Μακεδόνες ως αρχαία κληρονομιά ή OTL, ενώ ήταν κοινές χαι σε άλλες αρχαίες ελληνικές διαλέκτους, στη μακεδονική διάλεκτο
πήραν
διαφορετική
ontacia2.
Στην κατηγορία αυτή ανήκουν pu-
σικά, εκτός από τα προσηγορικά, και πολλά κύρια ονόματα Μακεδόνων, ονόματα μηνών» και τοπωνυμίων. Από τις λέξεις της κατηγορίας αυτής (τις αναμφισβήτητα ελληνικές) πρέπει να προέρχονται A) ANG τη γραπτή παράδοση όσες αποδίδονται απὀ τους συγγραφείς
µε TOV κοινό
τύπο
της Αττικής
διαλέκτου
N) ING κοινής,
1.00. Hotfmann στη RE 14 (1928) στ. 691 διαιρεί TO μακεδονικό λεξιλόγιυ σε τρεις κατηγορίες επίσης, µε τη διαφορά όμως ὅτι τις λέξεις που παρουσιάζουν ιδιωµατικά γνωοίσµατα, TOU OFV EZOUV οἱ άλλες διάλεκτοι. τις χαρακτηοίζει βέβαια ελληνικές, αλλά οτι τα γνωρίσματα είναι αντίθετα µε TOUS φωνητικοὺς νόμους Της αρχαίας Ελληνικής, 2. Χατζιδάκης 1896, 20-21, -1911, 92-93, «Αὐριώτης, 1952, 17.
3. Hottmann, 1906, 102, RE 14 (1928) 690.
1136
όπως;
ALT. Θεμης
dyna,
ἀγκαλίς.
ἀργυράσπιὸες,
ἀορτή, Bnuartileiv,
ἐπιδειπνίς, ἑτιῖ-
LOL, καρπαία, κοράσιον. κοριναῖος, Watton, παρεμβολή, πεζαίτεροι, ῥύμῃ. σρισα. χλαμῦςὶ κλπ. Μήνες: Αρτεμίσιος, Δαίσιος, Altos. Κύρια ονόματα: Αλέξανδρος,
Στρατονίκη, νιον,
Αριστομάχη,
Εὐβούλη,
Θεσσαλονίκη,
Κλεονίκη,
Φίλιππος, Φίλων, Xovooyovy κλπ. Τοπωνύμια:
Αταλάντη,
Ακιεσιμεναί,
᾽Αλιάχμων,
Αργος
Ὀρεστικόν,
Λαοδίκη.
Αἰγαί, ΑἰγίΒόρβορος,
Botvoqnov à Βουνάµεια. Εἰδομένη, Ἐνιπεύς, Εὐρωπός, Ἐχέδωρος,. ΄ΗωάΧλεια, Λευκός. Πέτρα. Φυλακαί κλπ. και B) από την προφορική παράδοση, UVTES TOU παρουσιάζουν διάφορα διαλεχκτικά γνωρίσματα. Από αυτά άλλα εμφανίζονται σχεδόν µόνο στη Μακεδονική διάλεκτο και άλλα είναι κοινά και µε άλλες αρχαίες ελληνικές διαλέκτους και κυρίως µε την αιολική των Θεσσαλών; και τη Βορειοδυτική Δωρική, που σηµαίνει ότι οι Μακεδόνες τα
διατήρησαν (95 αρχαία κληρονομιά, όπως είναι π.χ. η διατήρηση του μακρού IE (= ινδοευρωπα
κου) à.
Κύριο χαρακτηριστικό των λέξεων αυτών πάντως είναι ότι Ta διαλεκτικά γνωρίσματα SEV εμποδίζουν την ετυμολογική TOUS διαφάνεια. Διακρίνεται εύκολα ὅτι πρόκειται για ελληνικές λέξεις, όπως: ἄγχαρμον (ἀνά-χάρμη). adn (αἰἱθήρ), ddvata (αἱθραία-αἰθρία),
ἀκρουνοί (ünpwv), ἀρκόνὸ (ἀργόν).
ὁώραξ (θώραξ), ζέρεθρον (βέρεθρον-βάραθρον), καταπάλτης (καταπέλτης), νικάτωρ (νική-τωρ). Μήνις: Ξανδικός (Ξανθ-ικός), Ὑπερβερεταῖος (ὑπερφιρέτης-ύπερ-φέρω).
Κύρια ονόματα:
ονόματα
σε -ᾱς (αρσενικά, αρχικά
-ᾱ-. ως
αρχαία κληρονομιά σύμφωνα µε τον Απολλώνιο τον Δύσκολο: 6 Θυέστα, af. τα ὁμηρικά: νεφεληγερέτα, ἱππότα κλπ.). Έτσι έχουµε: Αλχέτας, Αμύντας. Κυναγίδας, Mayas - Μάχας, Φιλώτας κλπ. Επίσης θηλυκά σε à: αντί των Ιωνικών-Αττικών σε -η' Αντιγόνα, Ηερ(ε)νίκα, Γλαύκα, ᾿Ελλανίκα, Εὐουδίκα
(σε ἐπιγραφή της Βεργίνας), Aavixa, Φιλίππα aA”, ἀλλά µε διάφορα ὃδιαλεκτικά γνωρίσματα, όπως: Βάλακρος (φαλακρός), Βίλιππος, Παρμενίων (παραµένω). Πτολεμαῖος (πτόλεμος-πόλεμος). Σέλευκος (δια-διε-ζε-Σε + λειυAS)" κλπ. Τοπωνύμια: Βέροια (φέρω). Boprioros (Γόρμος-ὅρμος. ὁωμίσκος). Πέλλα HAT.
4. Kalleris, 1954, 275. 5. Πανισιωτου. 1986, 420. 6. Holtman, RE 14 (1928) at. 696, Οιώρης, 1983,90, Σακελλαρίου, 1992, 129-130. 7. Θιβώρης, 1993, 1475, σημ, 7. 8. Για την παρουσία καντι y ah. pafiaqda-wepidy (κεφαλή), zoupovs (= yangovs, Hot). yapeva, Holy. «καβένος (νευελλ, Wunnara, ator καὶ vepeva, yapavos, Thaworis 1984, 516), µεαν. κάτα, ye νευςλλ, yata zur. 2. ναι Λουιιανοῦ, Δική φωνηέντων4. ϱ, Παναγιώτοι 1986, 420. 10. Holtmann, RE 14 (1928) στ. 682 και 689.
Λεξιλύγιοω ελληνικής διαλέκτου αρχαίων Μακεδόνων
1137
2. H δεύτερη κατηγορία είναι και η πιο ενδιαφέρουσα για τους Γλωσσολόγους. Πρόκειται για µια µικρή ομάδα λέξεων OL οποίες προέρχονται από την προφορική παράδοση και παρουσιάζοῦυν ετυμολογικά προβλήματα. Είναι αυτές οι οποίες ή μπορεί να είναι ελληνικές, αλλά επισκοτίστηκε η ετυµολογική τοὺς διαφάνεια ή πιθανόν να είναι και Ἑενικής αρχής. Ειδικά λοιπόν αυτές, ήδη από τον περασμένο κιόλας αιώνα, υπέβαλαν σε εξονυχιστική εξέταση ξένοι κυρίως ιστορικοί και γλωσσολόγοι XL, ορισμέVOL GIL’ αυτούς, µη μπορώντας να τις εξηγήσουν µε τοὺς φωνητικούς νόμους της Ελληνικής, αντί να τις θεωρήσουν τουλάχιστο Eevixd δάνεια σε µια ελληνικότατη διάλεκτο, πράγμα φυσικό σε κάθε γλώσσα που έρχεται σε EITLXOLνωνία µε άλλες, τις θεώρησαν λέξεις µιας ξεχωριστής τάχα αρχαίας Maxeδονικής γλώσσας. Έφτασαν μάλιστα στο σηµείο να θεωρήσουν (WG τέτοιες και εκείνες οι οποίες, φανερά, όπως είδαμε, ελληνικές, παρουσιάζουν ορισμένα φωνητικά γνωρίσματα. διαφορετικά από εκείνα των άλλων αρχαίων ελληνικών διαλέκτων (ἁδή-αἴθήρ, δανών-θανών κλπ.). Πράγματι, μερικές λέξεις, μολονότι έχουν ελληνικές καταλήξεις, δεν μοιάζουν ελληνικές, επειδή, κατά τη γρήγορη προφορική καθημερινή ομιλία, HE την επίδράση τοπικών φωνητικών νόμων, επισκοτίστηχε η ετυμολογική τους διαφάνεια, όπως π.χ. ἄβαγνα, dddat, ἄδισκον, ἅλιζα, βατάρα, Pédu, βίρροξ, γάρκαν, yoda, yotav, does, ἑστερικάς, ἰξέλα, κοῖος, λακεδάµα, ροῦ-
το, σιγύννη, σκοῖδος κ.ά. |. Τις λέξεις αυτές ο T. Χατζιδάχκης πριν ἀπό ένα ακριβώς αιώνα τις ονό[LAGE «ἀλλόκοτες», γράφοντας Ta εξής: «...Εἶναι ἀληθὲς ὅτι πολλαὶ τῶν µακεδονικῶν λεγομένων λέξεων φαίνονται ἀλλόκοτοι καὶ µένουσιν ἀνερμήνευτοι’ ἀλλά un δὲν φαίνονται ἡμῖν ἀλλόκοτοι κατὰ πρῶτον καὶ τοιαῦται Αἰολικαὶ καὶ Δωρικαὶ λέξεις καὶ un ἄλλαι οὐκ ὀλίγαι τούτων τε τῶν διαλέ-
πτων καὶ τῆς καθόλου Ἑλληνικῆς δὲν παραμένουσιν µέχρι σήμερον ἀνετυμολόγπτοι, τοι ἄνευ ἀντιστοίχων Ev ἄλλαις γλώσσαις; “AAAG τίς τούτου ἔνεκα
ἠρνήθη τὸν Ἑλληνισμὸν τῶν διαλέκτων τούτων:..»ίΣ, Φυσικά αυτά τα λόγια επιβεβαιώνονται σήµερα, τόσο από τα ETUYLOAOγικά Λεξικά της αρχαίας Ελληνικής!3, 600 και από το Ετυμολογικό Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής του N. Ανδριώτη!4, στα οποία πολλές εἶναι οι λέεις µε τη σημείωση: αγνώστου ετύµου. Όλες τις μακεδονικές λέξεις τις απέσπασαν οι Λεξικογοάφοι KUL οι ΕΙ. Κατάλογο μακεδωνιχιών λέξεων ἔχει ο Hotlmann, 1906, 274, ap. και RE 14 (1928) at. 691 κεξξ. Για τις Μαάκεδονικές «γλώσσες» στων Hovzto, BA. Degani, 1984, 3-28. 12. Κατζιδάκης, 1806, 10, 13. Chantraine,
14. Ανδυιωτηής,
1968-1980, Frisk,
1983.
1960-1972.
1138
AI.
Οι(κύρης
Γραμματικοί από µια ελληνική διάλεκτο που ήταν η γλὠσσα της καθημερινής
ζωής. Όλες παρουσιάζουν ελληνική Γραμματική, ακόµα και εκείνες οι ἐλάχιστες άγνωστης αρχής. Και όπως είναι γνωστό, η Γραμματική «διά πάντα Γλωσσολόγον είναι το βασικόν κριτήριον» για τον καθορισμό της ταυτότητας µιας γλώσσας!». Προκειμένου λοιπόν και για τις μακεδονικές αυτές λέξεις σε ποια άλλη, Εένη, γλώσσα μπορούμε να τις αποδώσουµε, όταν έχουν καταλήξεις, όπως: -αία (ἀδρ-αία, ἀκρ-αία, καρπ-αία, 'Ixv-aia), -αἷος (᾿Αδδαῖος, Απελλαϊος.
Γορπιαῖος, κοριν-αἴος), -αινα (σφύρ-αινα), -is (ἀγκαλίς, δράµις), -ισσα (Μαχεδόγ-ισσα, σάρ-ισσα), -οψ (αἰγί-ποψ), -τᾶς (Ἀλκέτας, Φιλώτας) -ωρ (Νικάvob), -ων (Δάρρων, Χάρων,
Παρμενίων) κ.ά. Ἡ
όταν έχουν πτώσεις
και
αριθμούς, όπως: ἄγημα, ἰζέλα, κάραβος (ονομαστική ενικού), ματτύης (YEVL-
κή), ἄδισκον, ἀρκόν, γάρκαν (αιτιατική), ἀβρούτες, κίκερροι (OVOP. πληθ.). ἁραντίσιν (δοτ. πληθ.), γυάλας, γυρίτας, γώπας, ἑρκίτας, ἑστερικάς (αιτιατ. πλ.) κ.ά. TIR. και τα ρήματα: -εἴ (ῥαδελεγεῖ, Υ᾿ πρόσ. ενικού), -ειν (βηματίζειν) (απαρέμφατο), davwv (μετοχή) xAr.!©; Ας έλθουµε όµως στις ελάχιστες λέξεις των οποίων η ετυμολογία τους είναι προς το παρόν άγνωστη. Για τις λέξεις αυτές είχα γράψει κάποτε τα εξής: «...κανένας dev µπορεί να αποκλείσει και την περίπτωση μερικές από τις μακεδονικές λέξεις» οι οποίες ὡς τώρα «νοµίζονταν EEVIXTIG αρχής, να φαίνονται Ἐενικές λόγω φωνητικών HAT. μεταβολών που τυχόν έχουν υποστεί µε το πέρασμα του χρόνου» και ότι «δεν είναι απίθανο να αποδειχθούν κά-
ποτε ἑλληνικής αρχής»! Προηγουμένως σε µια άλλη εργασία µου βασικά φωνητικά γνωρίσματα τῶν λεγομένων ιδιωμάτων μαρτυρούνται ήδη απὀ τον 30 αι. yates ελληνικές διαλέκτους και ιδιαίτερα στην
είχα διαπιστώσει, ότι τα δυό σήµερα βορείων νεοελληνικών π.Χ. κυρίως στις βόρειες avΑιολική!δ,
Πρόκειται για τη γνωστή τροπή των ατόνων € (όπως και αν ορθογρα-
φαύνται σήµερα: µε ε-έψιλον N µε αι-άλφα γιώτα) σε i και των ατόνων ο (όπως και αν ορθογραφούνται: µε ο-όμικρον N µε @-OUÉYA) σε OV και την αποβολή (με εξαιρέσεις) των ατόνων I (όπως και αν ορθογοραφούνται: µε tγιώτα, DATA, υ-ύψιλον, ει-έψιλον γιώτα, οι-όμικρον γιώτα) και av!9, Μετά τη διαπίστωση αυτή άρχισα να πιστεύω ότι έπρεπε και στην αρχαία 15. Ανόμιώτης, 1952 11,47, σημ. 1. 16. Θαῤώνης, 1983, 38. 17. Θαβώρης, 1983, 42, Poghirc, 1960, 137: ...un bonne partie des mots d'origine encore incerlaine ont pet-etre aussie de provenance grecque. 18. Θαβώρης, 1980. 19. Oafhmons. 1994, 206: 1994 11,291.
Λεξιλόνιο envois διαλέκτου αρχαίυν Μακεδόνων
1139
Μακεδονική διάλεκτο, της οποίας φυσικός συνεχιστής είναι Ta σημερινά βόὀεια νεοελληνικά ιδιώματα της Μακεδονίας, να ἦταν απὀ τότε σε χωήση τα δυό αυτά βασικά γνωρίσματα. Ύστερα ar’ αυτό αποφάσισα να επανεξετάσω απὀ TO μακεδονικό λεξιλόγιο τις άγνωστης αρχής λέξεις µε την ελπίδα πως ίσως ανακαλύψω σ᾿ «ὐTES τυχόν επίδραση των OVO φωνητικών γνωρισμάτων που είδαµε, και των οποίων η αρχή όπως είπαμε ανάγεται τουλάχιστο στον 30 αι. π.Χ. Από το άλλο µέρος σηµαντικό είναι ότι οι Γλωσσογράφοι και Λεξικογρά(οι συνήθως dev δίνουν καμιά πληροφορία για το πότε περίπου χρησιμοποιοὖσαν οι Μακεδόνες τις ιδιωματικές λέξεις που καταγράφουν. Μια υποτιTMOG χρονολόγηση µπορεί να (εωφρηθεί όταν νεώτεροι σιυγγοαφείς των µετά Χριστόν αιώνων αναφέρουν ότι πήραν την τάδε ιδιωμµατική μακεδονική λέξη
από το έργο ενός πιλαιοτέρου των, όπως π.χ. όταν ο Ησύχιος τον So αι. περίπου μ.Χ. αναφέρει ότι την τάδε μακεδονική λέξη την πήρε απὀ τον Apevict, έναν Μακεδόνα Λεξικογράφο που έζησε στην Αλεξάνδρεια τον 30 αι. π.Χ. Όπως ελπίζω να δείξω εδώ. OÙ ιδιωµατιχκές λέξεις, ποὺ µας παραδόθηκαν ως μµακεδονιχές, είναι λέξεις που χρησιμοποιούσαν οι Μακεδόνες στους μεταγενέστερους χρόνους, κιρίως κατά την εποχή του M. Αλεξάνδρου Ku των διαδόχων του, όταν βρίσκονταν στην αχµή της δυνάμεώς τών. Είναι γνωστό άλλωστε ότι και ο ίδιος ο Μέγας Αλέξανδρος μιλούσε την πατρογονική αυτή διάλεκτο, TO «μακεδονίζειν» και «μακεδονιστί»20, Τότε ακριβώς, όταν οι Μακεδόνες απέκτησαν δύναμη και έγιναν διάσηnot, άρχισαν και οἱ Λεξικογράφοι, όπως ο Αμερίας, να καταγράφουν τις ιὀμυματικές μακεδονικές λέξεις, τις λέξεις δηλαδή µιας διαλέκτου που μετέφεραν και χρησιμοποιούσαν οι Μακεδόνες Tov Αλεξάνδυου και των διαδό-
χων TOV στα πέρατα της τότε οικουµένης. Και τις κατεγραφαν, όπως εἰπιμε. είτε επειδή ήταν άγνωστες oO αυτούς και νόμιζαν ὅτι τις είχαν µόνο OL Mure-
doves, είτε επειδή πήραν στους Μακεδόνες ξεχωριστή σημασία ἀπό κείνη που είχαν στις άλλες ἑλληνικές διαλέκτους, είτε τέλος επειδή εντυπωσίαζαν JE την ιδιωµατικήτους µορφή που πήραν εξ αιτίας φωνητικών μεταβολών στη διάλεκτο αυτή. Επομένως και ot χατοπινοί Λεξικογράφοι και Γωαμματικυοί Χαι άλλοι συγγραφείς των µετά Χωιστόν αιώνων εννοούσαν ὡς μακεδονικές, είτε λέξεις που χωησιμοποιούσαν OL Μακεδόνες όταν μιλούσαν τη διάλεκτο σε
παλαιότερη εποχή ---και “UTES τις αντέγωαφαν από παλαιότερους OVYVOLφείς---- είτε και αυτές TOU επέζησαν, όταν και η Μακεδονική. όπως και OÙ ἆλλες αργαίες ελληνικές διάλεκτοι. συγχωνεύτηκε, τουλάχιστον ὡς γραπτή. στη λεγόμενη μεταγενέστερη À Αλεξανδρινή Κοινή. Αυτή όπως είναι γνωστό ἦταν 20. Oupmons,
1992 11.
1140
AI.
Oupaons
εξέλιξη χυρίως της Αττικής διαλέκτου, κατά τους χρόνους της επικρατήσεως των Μακεδόνωνζ!, yu’ αυτό και ονομάστηκε έπειτα και Maxedovixip?,
Την άποψη αυτή, ότι τις ιδιωμµατικές λέξεις της Μακεδονικής διαλέκτου τις κατέγραψαν οι Λεξικογράφοι και οι Γραμματικοί ἀπό την εποχή του M. Αλεξάνδρου και εξής, τη διετύπωσε, 600 Ἑέρω, ἀρχικά ο Ο. Abel, ήδη το 1847, όπως µας πληροφορεί ο Γ. Χαάτζιδάκης, ο οποίος και τη ὀέχτηκε γράφοντας τα εξής: «... Πρόσθες, λέγει ο Χατζιδάκης, ὅτι αἱ λέξεις αὗται παρςὑύθησαν ἡμῖν. xa" à καὶ ο Abel (σελ. 148) παρατηριῖ, ὑπὸ μεταγενεστέρων γλωσσογράφων, ὅτι καὶ συνελέχθησαν μετὰ τὴν ἐπίδοσιν καὶ ἐξάπλωσιν ἀνὰ τὴν "Aciav καὶ Αἴγυπτον τῶν Μακεδόνων, ἤτοι οὐχὶ πρὸ τῶν ᾽Αλεξανδρεωτικῶν χρόνων … ὅτι οἱ λεξικογράφοι οὗτοι δὲν ἠδύναντο va εἶναι δεινοὶ περὶ τὴν κριτικὴν διάγνωσιν τῆς καταγωγῆς τῶν καταγραφοµένων λέξεων, καὶ ὅτι zart’ ἀνάγκην θὰ ἕπραττον ὅ,τι καὶ οἱ νῦν γλωσσάρια συντάσσοντες τῶν
διαφόρων χωρῶν τῆς Ἑλλάδος, ἤτοι θά συνέλεγον καὶ κατέγραφον ovyi ὅσα ἐφαίνοντο αὐτοῖς κοινά καὶ ὁμαλά. GAA’ ὅσα ἀσυνήθη καὶ ἕκτροπα καὶ δὴ Ιιάλιστα τὰ Séva [παράξενα] καὶ ἔκφυλα...»23. Η άποψη αυτή του Abel και του Χατζιδάκη αποδεικνύεται νομίζω τώρα ότι είναι ορθή. Ἐανακοιτάζοντας τις άγνωστης αρχής μακεδονικές λέξεις, μαζί pe τις άλλες ιδιωµατικές, διαπίστωσα πρώτα ότι ορισμένα φωνητικά γνωρίσματά TOUS, ανεξήγητα WS τώρα µε TOUS φωνητικούς νόμους της αρχαίας EAAnvκής, Ιπορούσαν πλέον να ὁικαιολογηθούν µε TOUS φωνητικούς νόμους της Ελληνιστικής Καινής.
Πρόκειται για τις γνωστές χοσμογονικές αλλαγές της ελληνικής γλώσσας ιδιαίτερα στη Φωνητική, από τις οποίες OVLONEVES έχουν ήδη την αρχή TOUS τουλάχιστον στον 50 αι. π.Χ.24. Οι φωνητικές αυτές αλλαγές είναι xuρίως: 1. ηισοχρονία των φωνηέντων 2. ο μονοφθογγισµός των διφθόγγων 3. οιωτακισµός και 4, η προφορά των µέσων συμφώνων
FF, y, ὃ και των ὁασέων
P, X, ϐ ως εξα-
κολουθητικών (διαρκών), όπως και σήµερα2.
21. Blass - Debrunner, 1961, 1. 22. Seneca, De consolatione ad Helviam ΥΠ. 1, -Sturz, 1808. 8, -Θαβώρης,
23. Χατζιῤάκης, 1806, 17. TIR. και Θιώρης
1992 (1990), 196.
1993, 1483.
24. BA. πρὀχειρα: Χαττιδάκης, 1915, 61, M. Τοιανταφυλλίδης 1938, 10 (Βιβλιογοαφία, 21). Στ. Kaoptvoz 1985, 47 πιξς. (Buiioyuayia, 18 = δι. Kapsomenos, 1958, 9). Thaworis, 1977-1978, 78, σημ. 5.
25. O Kuyrogievos (1985, 48) ονομάζει την προφορά TOUS αυτή: πνευματώδη,
MB. και κα-
Λεξιλόγιο ἑλληνικής ὁιαλεκτου αρχαίων Μακεδόνων
1141
Στα φωνητικά αυτά γνωρίσματα της προφορικής Κοινής να προσθέσουµε τα OVO γνωρίσματα των βορείων νεοελληνικών ιδιωμάτων τα οποία, όπως είδαμε, διαπίστωσα ότι εμφανίζονται ήδη από την εποχή αυτή στις βόρειες αρχαίες ελληνικές διαλέπτους, στην περιοχή κυρίως της Αιολικής και
Βορειοδυτικής διυρικής26, Από τα δύο αυτά γνωρίσματα φυσικά η αποβολή των ατόνων à (ι. N,V, EL, OL) και (u) OV είναι εκείνη η οποία αλλοιώνει τη µορφή των λέξεων και επισκοτίζει την ετυμολογία τους. Είναι evxodo να καταλάβει κανείς ότι τον ιδιωματικό λόγο, που είναι η γρήγορη προφορική καθημερινή ομιλία, ακριβώς επειδή ἀλλοιώνει τη µορφή των λέξεων, αποφεύγουμε να τον γράφουμε. Προτιμούμε τον γραπτό λόγο ο οποίος αγαπά να αποτυπώνει την OAOκληρωμένη µορφή των λέξεων. Ο γραπτός αυτός λόγος, επειδἠ στην Αθήνα καλλιεργήθηκε ano ἁξιους τεχνίτες, επηρέασε τον καθημερινό προφορικό λόγο των νοτιοτέρων κυρίως Γλλήνων, µε τους οποίους έρχονταν σε επικοινωνία οι Αθηναίοι την εποχή της ακμής της πόλεως (ποίηση, θέατρο, επίσκοποι αποικιών, αμφικτιονίες). Αυτό άργησε φαίνεται να συμβεί στους βορειότερους Έλληνες: Αιτωλούς. Ακαρνάνες, Μακεδόνες (που ήταν, κατά τον Τίτο Λίβιο, τον 30 π.Χ. αι.: cjusdem linguae homines), Θεσσαλούς, Ηπειρώτες. Γι’ αυτό και ο ΘουκυδίOns έγραψε για TOUS Αιτωλούς ότι ήταν: ἀγνωστότατοι γλῶσσαν (3, 94). Ἠταν φυσικό λοιπόν και où Μακεδόνες, μόλις εμφανίστηκαν ὀνυνατοί στο πῳοσκήνιο της Ἱστορίας, να χρησιμοποιήσουν ως γραπτή επίσημη γλώσσα την Αττική διάλεκτο, την οποία γνώρισαν κατά την επικοινωνία τους µε τους Αθηναίους. Και είναι ευτύχηµα που or Λεξικογράφοι µας διέσωσαν. ἐστω και τόσο
λίγες ιδιωµατικές λέξεις, από τις οποίες, όπως είπαµε, ενδιαφέρον παρουσιάζουν όσες θεωρούνται άγνωστης αρχής. Μέρος της ἐρευνάς µου αυτής παρουσίασα ως μονογραφίες µε ανα κοινώσεις σε επιστημονικά Συνέδρια, ως τώρα όµως δημοσιεύτηκε µόνο η περί-
πτωση των λέξεων: βλουρεῖτις, Eva επίθετο της θεάς AQTEUNS και ὄρῆες: στρουθοί. Στο ἰδιο δηµοσίειιά κάνω επίσης μνεία µε µεγάλη συντομία την
περίπτωση της λέξεως: γάρκαντ. Σε Ovo άλλα FXAUTAEUTLAG δημοσιεύματα ανέφερα επίσης µε συντομία την ετυμολογία της λέξεως: µαττύη”δ. Και των δύο λέξεων; τωτέριυ, any. 35 και 36. 26. Θαῤώοης, 1950. TIP. και ανωτέρω on. 27. Oufwons.
1992
28. Gupmorns,
1994, 215 zu
18 και 19.
(1990), 205-206.
1994 I, 305, σημ. 55.
γάρκαν και HAT-
1142
AT
TU ψίνεται
Ou
ans
ἐκτενέστέρη AVELTTVEN σε ειδικές HOVOYOUGLES TO
τις οποίες
N
μιά δημοσιεύτηκε πρόσφατα”Ὀ. Όσο ο χυόνος TO επιτρέπει θά σας παρωµσιάσω σήµερα µε συντομία τις πιριπτώσεις των λέξεων. των οποίων έγινε WON η ανακοίνωση, για να GAVEL,
«πό τη µια OTL πωὀχειται για ελληνικίς λέξεις, όσες ἐμοιαζαν Ἐενικές, και «πό την άλλη OTL, µε TO να παρουσιάζουν φωνῆτικά και μορφολογικά γνωρίσµιατα της εποχής της Αλεξανδρινής Κοινής. πρόκειται για λέξεις OÙ οποίες χωωνολογικά
ανήκουν στην εποχή HATH την οποία και καταγράφτηκαν από
τους Λεξικογράφους,
έστω και αν πιιράλληλα ορισμένες διατήρησαν και
αρχαϊκά À αρχαία γνωρίσματα, ως πατορογονική κληρονομιά.
I. ἀδή, ἀδραία,. ἀὐή οὐρανός. Μακεδόνες (Hm).
ἀδραία αἰθρία. Ma-
χιδόνες (Ησύχ.).
Στις DUO αυτές λέξεις είναι φανερό, και έχει ανισνωρισθεί από όλους, ότι υπόκεινται OL αρχαίες ελληνικές: αἰθήρ και αἰθρία. Ίσως πρέπει va διος-
ὑώσουμε εδώ ότι στον τύπο ddpata αντιστοιχεί τύπος αΐῤρ-αία, Η δυσκολία όμως να αναγνωρισθεί ότι πρόκειται για λέξεις ιδιωμµατικές
µιας ἑλληνικής διαλέκτοι ήταν η εξής. Δεν μπορεί είπαν, να δικαιολογηθεί με τους φωνητικούς νόμους της αρχαίας Ελληνικής η τροπή της δι(θόγνου ca σε a.
Και αυτό αντί να θεωρηθεί έστω ότι πρόκειται για επίδραση JUS
γειτονικής γλώσσας στην ἑλληνιχκή διάλεκτο των Μακεδόνων, προτιμήθηκε από TOUS ξένους ιστορικούς και γλωσσολόγους να διατυπωθούν εντελώς απίOceveg θεωρίες, όπως εχείνη OTL πρόχειται για ἀργαιότατες λέξεις µιας Εεχωριστής τάχα μακεδονικής γλὠσσας!. φυσικά χωρίς αποδεικτικά στοιχεία N πτιστικά επιχειρήματα”. Η
ιξήγηση
που
έδωσα
είναι
απλή
και
είναι
η εξής:
Δεν
πρόκειται.
ἑγραφα, γιά τροπή σε ατης αρχαίας δι(θόγγου αι, όταν προφέρονταν di. αλλά YUL νεώτερη τροπή, όταν η αι μονοφθογγίσθηκε την εποχή της Κοινής και προφέρονταν €? (αρχικά € μωρό).
Η τροπή του ισόχρονου πλέον οσεα
είναι φαινόμενο και της Μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, Χτυπητό παράδειύμια
εἶναι
η μεσαιωνική
ἀθάλη
= αἰθάλη
που
είναι και
λέξη
της νέες
29. Oupemons, 1997. 30. I τουπὴ της M Uoryon αι or er ατην πεοίπτωη; αἰστός-αετός και αἰσί-αεί, TOU µαρτιQELTEL WOW από τον δ αι. TX. Door διαφορετικὸ φαινόμενο, επειδη εμφανίζεται TOW απο CEVOUZTO φωνήεν και οχι TOL από ο φώνο (Blass-Debrunner, 1961,21. Διαφορετικό φάινόμενο επίσης Ürwerdnze καν η εσελιςση: Aldas-"Aldnz-"Adnz (Dieterich, 1898, 75), επειδή τὸ a της ὃιYOOYYOU TOVUCFTAL 31. Tzitzilis, 1991, 109. 32.
BA.
2.4.
Mayser-Schmoll,
1970,
1, §
14,
potting) καπ. TR. καὶ Που, apr, κάρτες = -αια.
D
ἐγῶν
(= αἰγῶν),
αὐθεραιίτως
(= αὐθαι-
Λεξιλόνιο ελληνικής ὁδιαλέχτυυ αρχαίων Μακεδύνων
1143
EAAnvirng". Να θυμίσω και to λήμμα του Ησυχίου: ἀδαλός' ἄσβολος, ὁπου: ἁδαλός είναι η αρχαία ελληνική λέξη: αἰθαλός3”. Η τροπή του 7 of 6 «Μακεδόνων del», όπως χαι του φ σε B (Non από την εποχή του Ηροδότου: VII, 73) και του χσε y οφείλεται, όπως είπαμε. στην πρώϊμη προφορά του ως εξακολουθητικώνᾖό, Απόδειξη: η γωαφή του ὁ µε & (ξίκαια-δίκαια) ήδη από τον 40 π.Χ. αι. και του F pe B (βωρσέα - Foo-
θεία, Botxia = Fouxia)”. Καμιά δυσκολία επίσης δεν παρουσιάξει η αποσιώπηση του τελικού -ρ στη λέξη GON, αντί "ἀδήρ (Ξαἰθήρ). Αποδόθηκε αρχικά στη μακεδονική ως Ἑεχωριστή γλώσσα, έπειτα όµως διαπιστώθηκε ότι υπάρχει και στην αρχαία Ελληνική,δ. Na προσθέσω εδώ και το παράδειγµα: Λασαίοις αντί Λαρισαίοις που υπάρχει σε επιγραφή του 214 π.Χ., καθώς και το λήμμα του Havzion: Λάσαν' την Λάρισαν)ὸ. Πβ. και: μάρτυρ-ς-μάρτυ-ς (μάρτυρ-ος). 2. ἀκραία. axpata: παῖς θήλεια, ὑπὸ Μακεδόνων έχει το Μέγα Etunokoγικόν, ἀκρέα: als θήλεια, Μακεδόνες, έχει ο Ησύχιος (όπου φυσικά: € = (it). Ως τώρα όλοι όσοι νόμιζαν ότι dxpaia είναι το θηλυκό του επιθέτου ἀκραῖος προσπάθησαν να ερμηνεύσουν τη σηµασιολογική µεταβολή: static ϱήλεια, αλλά συνάντησαν δυσκολίες. Μόνο ο O. Hoffmann σκέφτηκε να ouvôé-
σει τη λέξη µε το ουσιαστικό χκόρα = κόρη. Ὑπέθεσε αρχική λέξη "ᾱ-κόρα και ύστερα ἄ-κρα. µε μεταπτωτική µεταβολή κὀρᾶ-κ ρᾶ ὀπως μεσο-δομή-ιιεσόδµη. SEV μπόρεσε όµως να εξηγήσει το αρχικό 4-10,
33. Κωιαράς, 1969 κι Ανδυιώτης, 1983: στη λέξη: adn. 34. BA. τη λέξη oto Λεξικό της αρχαίας Ελληνικής LS
35. BA. Διονύσιο Teguyy. V, 458: Kalleris 1976, 359, ann. 5: ....Ἱραπέντος τοῦ fric
Μακι-
dove ἔθει... (ίσως από λάθος, αντί: tou gq εις β)). 36. Δεν εἶναι Bt Bato αν TOGAELTAL για απστηρό φωνητικό νόμο της μακεδονικής διαλέχτοι.,
επειδή παράλληλα παρυυσιάζονται σε ἀλλες λέξεις της διαλέκτου και φ, X D αντί Ji. y, à αντίστυιχα, ὅπως Βίλιππος και Φίλιππυς, Mayas παι Mazas, zeßAn αλλά Βουκεφάλας κ.ά. (rfi. Παναγιώτου. 1986, 415, amp. 38). boot πωώ κείται για επίδραση της αλεξανδρινής Κοινής τη yout γλὠυσσα. Put την ὕπαρξη ANS και λόγιας γλώσσας στους Μακεδόνες Ph. Kalleris
1976, 372-373. “Hoy o σχολικοτής της Odvertetag κ 190 TEOLOQUEL τὸ φαινόμενο «HT
ἄμχας
Arseny.» Να σημειώσουμε ακόμα ότι ὁμοια τροπή έχουμε και σε αλλες αρχαίες, δυρικές, OU λέκτους: O Εσίτειος ἔχει (ερνώμεβα: κληριωσώμε ία, Acocoves (= ερν ὐμέθα-φερνή. Krahe 1949,
35), Boovmen stone, Adzwvez
(= ώνημι). der θαλασσα, Ηπειρώτες (aß. θάασα = θάλασαα
οτα σημερινά τσακώνικὰ Hlatzidakis. 1892, 190, Τριάντα υλλίδης 1938, 306. DIR. επίσης Boaoidas αντί; Φρασί-δαμος (Kalleris 1976, 437) (bouotaouwas, Kretschiner, 1923, 6.81).
και
37. Krahe, 1949, 33, Buck. 1955, 47, Babiniotis. 1992, 38. 38. Hoffmann,
1928, at. 692, Schwyzer,
1959, 70, Georgiev,
nale ¢ un Ienomeno archaic...» 39, Oufimeng, 1980, 325: H atoottTHan εδώ µέσα στη λέξη. 40. Holtmann, 1906, 63 καν 1928, στ. 694-695,
1966, 193 «L’assenza della r fi-
1144
AI.
Oußwons
Κατά τη δική pov γνώµη πρόκειται για ἑνα επίθετο *arovvala το οποίο σχηματίστηκε
στην αρχαία εποχή από το επίθετο
ἄκουρος (A- στερητικό +
χωῦρος). µε αποβολή κατά την αλεξανδρινή εποχή του άτονου ov (= u) στη διάλέχτο των Μακεδόνων. Η λέξη σχηματίστηκε κατ' αναλογίαν προς TO επίσης µαχεδονικό επίθετο xopevatoc! (= νόθος) (από το ουσιαστικό κορίνει, mf. κύριο όνομά Κόρινα). Το επίθετο ἄκουρος σηµαίνει: αυτός που δεν έχει
κοῦρον. αρσενικό παιδί, για να τον κληρονομήσει. Επομένως ἀκουραία ήταν το θηλυκό παιδί (παῖς θήλεια) ἀκούρων γονέων. 3. Βλουρεῖτις. Σε µια επιγραφή Mov βρέθηκε κοντά στη Σκύδρα τον πεῥασμένο αιώνα και είναι του 3ου αι. H.X., η θεά Άρτεμις αποκαλείται;
Γα-
ζωρεῖτις και Βλουρεῖτις. Τι λέξη όµως είναι το Βλουρεῖτις, Προτάθηκαν ως τώρα ορισμένες ετυμολογίες, ότι τάχα η λέξη είναι (ρακο-φρυγική ή αρμενο-φρυγική, αλλά παραμένουν απλές εικασίες. Ο lw. Καλλέρης42 πλησίασε την αλήθεια ὡς πρός το β΄ συνθετικό: µήπως, λέγει, πρόκειται για επίθετο οὐρεῖτις ως ένας διαλεκτικός τύπος του
γνωστού επιθέτου της θεάς: οὗρεία. Όπως θα δούµε δεν είχεν άδικο, αλλά dev μπόρεσε να εξηγήσει το αρχικό BA-. Ίσως, είπε, να πρόκειται για γραφή ΧΒΑ-ΟΥΡΕΙΤΙΣ, οπότε το αρχικό BA- να είναι σύντμηση του ονόματος BAΣΙΛΙΣΣΑ (Βασίλισσα ovpeitic!).
Όμως n λέξη δεν είναι άλλη ἀπό το επίθετο: φιλωρείτης!». To αρσενικό AUTO επίθετο μαρτυρείται µόνο µια φορά στην Παλατινή Ανθολογία (VI, 96: Ερύκιος) και αναφέρεται στον θεό Πάνα των αρχαίων. Η σηµασία του είναι προφανής: αυτός που αγαπά τα όρη (6 φιλῶν τά Son) που ταιριάζει και για την Άρτεμη, αφού ονομάζονταν και οὐρεία À ὄρειος (Λουκιανού, Θεῶν διάλογοι, 16, 1, mB. 19,2: ...φεύγουσαν dei διὰ τῶν ὁρῶν...). Ο τύπος Βλουρεῖτις είναι τύπος της μακεδονικής διαλέκτου, Προήλθε κανονικά από το φιλωρείτης- θηλ: 7 φιλωρεῖτις, µε την προφορά του Φως B, την αποβολή tov άτονου t, που,
όπως
είπαµε,
είναι το χαρακτηριστικό
γνώρισμα
των
σημερινών
βορείων ιδιωμάτων, όπως της Μακεδονίας (rfi. φ᾿λώ = φιλώ, φ᾿’λιά = φιλιά κλπ.), και τέλος τροπή του άτονου & (= 0) σε OU, όπως επίσης συμβαίνει και onnepa στα βόρεια ιδιώματα (nf. φιλοκαλῶ-φιλουκαλῶ-φλουκαλῶ-φρουκαλῶ: και ύστερα στη νεοελλ. Κοινή: φροκαλῶ. φφοκάλι- στα βόρεια ιδιώματα: φουκάλ ).
41. Hottmann,
1906, 64.
42. Kalleris, 1954, 133-134. 43. Oupwonc, 1992, 206, 1993, 1485.
Λεξιλόγιο ελληνικής διαλέκτου αρχαίων Μακεδόνων
1145
4. γάρκαν. γάρκαν ῥάβῇδον, Μακεδόνες έχει ο Ησύχιος. Είναι περίεργο που οι Γλωσσολόγοι στο παρελθόν ὁνσκολεύονταν να ὃεχτούν ότι; γάρκαν είναι η αρχαία ελληνική λέξη: χάραξ- αιτιατική: χάραxa-V4, όπου το τελικό -ν είναι αναλογικό και μαρτυρείται σε πολλές λέξεις κατά την αλεξανδρινή εποχή. Στα έγκυρα ετυμολογικά λεξικά της αρχαίας ελληνικής ούτε καν την αναφέρουν, ενώ συνδέουν τη λέξη µε το λήμμα: γάῤ-
da: ῥάβδος και: γέῤῥα: τὰ ἀπὸ καλάµων N παπύρων ἐργαστήριατου Ησυχίου χλπ., όπου γάῤῥα και γέῤῥον είναι δυό άγνωστης αρχής λέξεις. Σε σχετική ανακοίνωσή Hov* παρουσιάζω πολλά λήμματα του Ησυχίου στα οποία η λέξη χάραξ αναφέρεται ὡς συνώνυμη των λέξεων: κάλυτρον, κάμαξ, πάσσαλος, σκάμβυξ, σκόλοψ, σταυρός και αυτές ὡς συνώνυµες HEταξύ τους µε τις λέξεις: βακτηρία και ῥάβδος. Εκτός από αυτά όµως, παρουσιάζω και δυό ακόµα λήμματα, τα οποία dEV αφήνουν καμιά αμφιβολία ότι γάρκαν = χάρακα-ν. Είναι τα λήμματα: χαρτος' χαρᾶς ἄξιος, ἢ βακτηρίαν και: χαρκός' βακτηρίας, όπου: χαρτος και χαρκος = χάφακος. Είναι ολοφάνερο ότι στο πρώτο λήμμα λανθάνουν δυό λήμματα, όπως συχνά συμβαίνει στον Ησύχιο: χαρτός' χαρᾶς ἄξιος και χάρχος' βακτηρίας. Όσο για τη συγκοπή του a, αυτή τη συναντούμε στη µακεδονική λέξη επίσης: χεβλή (κεφαλή) και δικαιολογείται µε τον λεγόμενο νόμο tov P. Kretschmer (Glotta 1, 1909, 36). Παράλληλα επιβεβαιώνεται και η προφορά του χχαι ὡς γαπὀ τους Μακεδόνες. 5. dpnes. Στον Ησύχιο και πάλι έχουµε: does: στρουθοί, Μακεδόνες. Μερικοί αποκαθιστούν: ὀρῆγες στηριγµένοι στα αδέσποτα λήμματα του ίδιου Λεξικογράφου: δηγῆρες' στρουθοί, δίγηρες' στρουθοί και δίρηγες' στρουθοί. Και ο Σουίδας επίσης έχει: διγῆρες' οἱ στρουθοί καθώς και ο Ψευδο-Κύριλλος: δήγηρες' στρουθοί και done στρουθός (στο LSJ: δρίδ).
Ο Iw. Καλλέρης47 διερωτάται αν ο ενικός είναι done ἡ δῆριξ (και: δίϱ/ξ), δέχεται όµως ότι η λέξη είναι ονοµατοποιηµένη, όπως και ο A. Fick, αλλά και σημειώνει την πιθανότητα να σχηματίστηκε η λέξη από το αρχ. ουσ. δήρη (sic, Yo. ὁῆρις) µάχη καυγάς, πβ. και ρήμα: δηριῶ, Nov σηµαίνει: µάχοµαι, καυγαδίζω”». 44. Ο Hotfmann, 1906, 68 onu. 58 σημειώνει απλώς: «fern zu halten ist jedenfalls yagas», χωρίς να εξηγεί γιατί, 45. BA. τις λέξεις στα Λεξικά
της αρχαίας
Ελληνικής:
Chantraine,
1968-1980 και Frisk,
1960-1972. 40. Ανακοίνωση ato: 2nd International Conference on Greek Linguistics at the University οἱ Salzburg on 22nd-241h September 1995, που dev ὁημυσιεύτηκε UXGLLA.
47. Kalleris, 1954, 159. 48. Kalleris, 1954, 160, σημ. 1.
1146
AT.
Oufiopn:
OO. Hoffmann? αναφέρει τον Αθήναιο ο οποίος γράφει; Ἠλεῖοι δὲ καλοῦσι τοὺς στρουθούς δειρήτας ὡς Νίκανδόρος φησιν ὁ Κολοφώνιος ἐν τρίτῳ γλωσσῶν, διορθώνει όµως το δειρήτας σε δίρηγας και επομένως XUL TO JUKE -
ὀονικό ὁρῆες σε ὀρῆγες. Έχουμε να κάμουμε λέγει µε ελληνική ρίζα. είναι δύσκολο όµως να βρεθεί ικανοποιητική ετυμολογία. Αποβολή μεσοφωντεντικού y (δρῆγες-δρῃες) δέχονται οι V. Pisani*® και VI. Georgiev>', οι οποίοι σηΙειώνουν και τον ενικό: ὁρήξ, χωρίς όµως να προχωρούν
σε κάποια ETYLO-
λογία της λέξεως. Κατά τη γνώµη pou’? η αρχική λέξη είναι δείρηξ (LE ει, AMG το ουσ. δειρά: IP. δέρη, περι-δέραιον κλπ.) όπως και το δειρήτης των Ηλείωνὸὸ. TIR. και τα αρχαία ονόματα πουλιών σε -E: ἴρηξ, κόκκυξ. ὄρνιξ, ὅρτυξ. TEAS, τέττιξ (πβ. και πτέρυΞ) κλπ. Ο πληθυντικός στους Μακεδόνες αρχικά πρέπει να ήταν δείρηγες, όπως ίσως και στους άλλους Έλληνες, έπειτα όµως έγινε δειρῆγες (βλ. τα αδέσποτα του Ησυχίου; πβ. πτέρυγες-φτερούγες). an’ όπου µε αποβολή και πάλι του άτονου ει (= i), η οποία διαπιστώθηκε ήδη και στο επίθετο της Άντεμης:
Βλουρεῖτις, προήλθε ο τύπος ὁρῆγες και ὕστερα µε αποβολή και TOU µεσοφωνπεντικού y, δρῄες. 6. ἑστερικάς. Ο Στέφανος ο Βυζάντιος αναφέρει ένα επίθετο των Μακεδόνων ἐστερ-ικός ως εξής»: Βορμίσκος»», χωρίον Μακεδονίας, Ev ᾧ κυνοσπάραβτος γέγονεν Εὐριπίδης: οὕς κύνας τῇ πατρῴφα φωνῇ ἐἑστερικάς καλοῦσιν oi Μακεδόνες, ὁ δὲ ποιητής τραπεζῆας' ἐκ δὲ τῶν δηγµάτων ἀρρωστήσαντα αὐτόν ἀποθανεῖν. Kur για τη μακεδονική αυτή λέξη: ἑστερικός, η οποία από την κατάληξη
και μόνο βοά ότι πρόκειται για ελληνική λέξη (για ένα επίθετο σε -ικός) διατυπώθηκαν και πάλι διάφορες γνώμες, πάντοτε µε την προὑπόθεση ότι πρόπειται για πάποια πανάρχαια λέξη των Μακεδόνων, που σχηματίστηκε από ρίζα συγγενική µε όμοιες άλλων αδελφών IE γλωσσών, αλλά ὡς απλές εικασίεςδό. 49. 50. 51. 52. §3. 54. 55. THON σημ. 14). 56.
Hottmann, 1906, 47-48. Pisani, 1937, 21. Georgiev, 1966, 193. Oafagns 1992 (1990), 205-, 1993, 1484. BA. to Λεξικύ LSJ, otn λέξη: δειρήτης, aß. Frisk, στη λέξη: ‘fon (= Nütavdçue Ir. 123). Stephani Byzantii, 1849, στη λέξη: Bonnie. Βορμίυκος: αρχαίο τοπωνύμιο της Μακεδονίας = Εορμίσκος (ὀρμος). μεταγενέστερη τος F µε B και διατήσησή tou (AA. καν Kretschmer 1896, 287, σημ. |, ap. και ανωτέρω BA. π.χ. Pisani, 1937, 26, σημ. 2, Georgiev, 1954, 170-171.
Λεξιλόγιω ελληνικής ÖtttAExtov αρχαίων Μαχεδύνιων
1147
Σε σχετική ἀνακοίνωσή µου ανέπτιξα και υποστήριξα τη διαπίστωσή µου
ότι η λέξη: ἑστερικάς Sev είναι άλλη από την αιτιατική πληθυντικού του επιθέτου σιταρικός, θηλυκό σιταρική, που σχηματίστηκε από το υποκοριστικό
αρχικά σιτάριον του αρχαίου ελληνικού ουσιαστικού σῖτος και την κατάληξη ικός. TIR. λάκων-ικαί κύνες = τα σημερινά λαγωνικά!. Το ουσιαστικό σῖτος σήμαινε στους αρχαίους Έλληνες, εκτός ἀπό το γνωστό δηµητριακό και τον καρπό του, και άρτος, TLOP 7. Επομένως κύνες σιταρικαί πρέπει να ονομάζονταν τα σκυλιά εκείνα τα οποία, είτε τριγυρνούσαν στα τραπέζια όπου έτρωγαν οι άνθρωποι και προσπαθούσαν va χουτάσουν ἀπό τον σἴτον, την τροφή, τις ψίχες που έπεφταν από αυτά, είτε έτρεφαν OL άνθρωποι (οικόσιτα), κυρίως OL άρχοντες, οι πλούσιοι στα σπίτια TOUS (τα ἐσίτιζον), όπως πιθανώς ο Αρχέλαος ο βασιλιάς των Μακεδόνων ή κάποιος άλλος αξιωματούχος της εποχής εχείνης. BA. π.χ. Αθήναιο 1,2c: ...€i¢ οἰχίαν ὅταν τις εἰσίη φίλου... ἡ κύων ἔσηνε καὶ προὸMAN”... Όπως σημειώνει O Στέφανος ο Βυζάντιος, ο Όμηρος (ο ποιητής) ονύate τα σκυλιά αυτά τραπεζῆας και η σκηνή να τριγυρίζουν στα τραπέζια περιγράφεται και από TOUS EVAYYEALOTÉSNE και είναι πολύ συνηθισμένη χαι σήμερα.
Στην καθημερινή προφορική ομιλία των Μακεδόνων, στη διάλεκτό TOUS, η λέξη σιταρικαί έγινε κανονικά πρώτα σταρικαί, µε τη γνωστή πλέον όπως είδαμε αποβολή του άτονου i, η οποία υπάρχει σήµερα και στη λέξη σιτάριστάρι. Η λέξη στάρι έγινε πανελλήνια είτε από επίδραση των βορείων ιδιωΙάτων,
είτε και ANG την σποραδικἠή αποβολή
ατόνων
φωνηέντων
κατά
TH
γρήγορη προφορική ομιλία και σε άλλα ιδιώματα νότια À και στην νευέλληνιχή Κοινή (πβ. και τη χωήση της προστακτικής: κάτσε αντί κάθισε)... Με το προθετικό ε-που ασφαλώς προέρχεται από τελικό -€ μιας πῳοηγούµενης λέξεως κατά την σύνταξη -ε ἡ -αι, η λέξη έγινε "ἑσταρικαί και VATEPA µε προχωρητική αφομοίωση: ἑστερικαί. H μονογραφία αυτή δηιιοσιεύτηχε πρόσφαταθο, 7. ματτύῃ. ματτύῃ είναι µια λέξη της µεταγενέστέρης Ελληνικής, η οποία χαρακτηρίζεται κυρίως ως λέξη των Μακεδόνων, earring: ἡ μὲν Gavi Μακεδονική yoager ο Ησύχιος. Σε ειδική μονο υραφία TOU δημοσιεύτηκε HON, εξηγὠ ότι η λέξη δὲν έχει 57. Βλ. τη λέξη στο Λεξικό LSS 58. BA. KA, Ματθαίος, 15, 26-28. 59. Gafnens, 1980, 424 xa 60. Guns, 1998. 61. BA. averted, any. 29.
1985, 18.
1148
A.1. Oufhopns
καμιά σχέση µε το ρήμα της αρχαίας ελληνικής µάττω, ὁπως δέχονταν ήδη στην μεταγενέστερη αρχαιότητα ο Αθήναιος ...ἡμεῖς δὲ φαμὲν ἀπὸ τοῦ µάττειν, ἀφοῦ καὶ ἡ μᾶζα αὐτὴ ὠνομάσθη... 14, 663 b) και το δέχονται και σἡμέva OL γλωσσολόγοι στα ετυμολογικά λεξικά της αρχαίας Ελληνικήςό2. Το ρήna σηµαίνει: πλάθω, ζυμώνω, µαλάσσω, xat η σηµασιολογική εξέλιξη σε πιράγώγο µε τη σηµασία: Eva νόστιμο φαγητό (πολυτελές ἔδεσμα, Αθην. 663 f) dev είναι δυνατό να δικαιολογηθεί αφού η μᾶζα ήταν ευτελές φιιγητό τακτή τροφή (Αθήν. 3,124, mh. και Λουκιανού, Tipwv 56), όπως δεν δικαιολογείται και το παράγωγο Ἁμακτύς-ματτύῃ. Στην εργασία µου υποστηρίζω ότι MOOKELTAL για τη μεταγενέστερη λέξη αἱματία, η οποία µε αποβολή του αρχικού ai- που στην αλεξανδρινή εποχἠ, όπως είδαμε προφέρονταν πλέον ὡς 6, έγινε ἱματία στους Μακεδόνες και συνεχίζεται και σήµερα να λέγεται σε πολλά µέρη της Ελλάδας, σε νεοελληνικά ιδιώματα, ματιά (όχι: µατχιά), ἀματιά, ὁματιά, ήδη µεσν., KA, Για την αποβολή του αρχικού ai- ὡς ε- DEV υπάρχει καμιά δυσκολία. πβ. τα σηµιερινά µατώνω. µατωμένος. Τη λέξη µατία των Μακεδόνων οι αττικοί auyγραφείς την νόμισαν τύπο δωρικό:
ATI, γιαυτό και την εξαττίκισαν και την
έκαναν; ματτύη (ἀπό τοῦ µάττειν/).
Νομίζω ότι ύστερα από αυτά ο μικρός κατάλογος των αμφίβολων (wc προς την καταγωγή, À άγνωστων ὡς τώρα ετυμολογικά, λέξεων της ελληνικής διαλέκτου των αρχαίων Μακεδόνων μειώνεται συνεχώς και Aa μειωθεί ακόμα περισσότερο όταν αργότερα ανακοινώσω και άλλες όμοιες περιπτώσεις τις οποίες έχω διαπιστώσει στην έρευνά µου. Προς το παρόν χαι OL περιπτώσεις που ανέφερα είναι νομίζω αρκετές για να αποδειχθεί και πάλι ο ελληνικός χαρακτήρας της αρχαίας HUXEËOVLng διἀλέπτου, αλλά και να διαπιστωθεί παράλληλα και η ορθότητα της απόψεως του O. Abel και του Γ..Χατζιδάκη ότι η καταγραφή των μεμονωμέ-
νων λέξεων της μακεδονικής διαλέκτου, ιδιαίτερα όσων παρουσιάζουν ιδιωµατικά γλωσσικά γνωρίσματα, έγινε την εποχή του M. Αλεξάνδρου και των διαδόχων TOU, την εποχή ὁπλαδή της Αλεξανδρινής Κοινής.
62. Βλ. ta ετυμολογικά Λεξινά Chantraine, 1968-1980, Frisk, 1960-1972. 63. Ιστορικόν Λεξικόν της Νέας [λληνικής.. topos A’, εν Αθήναις αἰμειτιά, Andriotis 1974, στη À. αἱματία.
1933, στη λέξη
ArSıloyto ελληνικής διαλέκτου αρχαίων Μακεδώνων
1149
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Abel, Ο. 1847: Makedonien vor Künie Philipp, Leipzig. Ανριώτης, N. Π. 1952: ΄Η yAwoou καὶ ή ἑλληνικότητα tov ἀρχαίων Muxrdovuy, Θεσσαλονίκη. — 1952, I: «Τά ἑλληνιπά στοιχεῖα τῆς βουλγαρικῆς γλώσσης», Αρχείον τοι! Θμακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού, τόμ. 17, Αθήναι, 33-100. Andriotis, N. Ρ. 1974: Lexikon der Archaismen in neugriechischen Dialekten, Wien. —
1976: = Αντιχάρισµα: Αντιχάρισµα στον Καθηγητή N. IT. Ανριώτη,
Oroouko-
νίκη, 260-263. 1983: Ἐτυμολογικό Λεξικό τῆς Κοινῆς Νεοελληνικῆς, Θεασαλονίκη , In 20. (in 1051. 2η 1967). Babiniotis, G. 1992: The question of mediae in ancient Macedonian Greek reconsidered, Historical Philology: Greek, Latin and Romance, Amsterdam, 29-40.
—
Blass, Fr. - Debrunner A. 1961: Grammatik des neutestamentlichen Griechisch, Göttingen.
Buck, C. D. 1955: The Greek Dialects, Chicago. Chantraine, P. 1968-1980: Dictionnaire étymologique de la langue grecque, Histoire des mots, 1-IV, Pans. Hatzidakis, G. N. 1892: Einleitung in die neugriechische Grammatik, Leipzig. Χατζιδάκης, T. N. 1896: Περί τοῦ ἑλληνισμοῦ tev ἀρχαίων Μακεδόνων, Αθήνα 8 (Α/λήναι).
Χατζιδάκης, T.N. 1915: Σύντοµος ιστορία της ελληνικής γλὠσσης, Αθήναι. Degani, Enzo 1984: «Macedonia Glosses in Hesychius Lexicon», Ελληνικά 35, 3-28. Dieterich, K. 1898: Unresuchungen zur Geschichte der griechischen Sprache, von der hellenistichen Zeit bis zum 10 Jahrhundert N. Chr., Leipzig (Hildesheim 1970). Frisk. H. 1960-1972: Griechisches Etymoloeisches Wörterbuch, Heidelberg. Bd. 1-3.
Georgiev, VI. 1966: Introduzionc alla storia delle linque indoeuropee, Roma [Sofia 1981]. Hoffmann, O. 1906: Die Makedonen, ihre Sprache und ihr Volkstum, Gottingen.
—
1928: Real Enkyklopidic, Makedonia (VI. Volkstum und Sprache der Makedonen). = ΚΕ. στήλ. 691-697. Kalleris, /. Ν. A’ 1953, Β΄ 1976: Les anciens Macedoniens, Athen (ανατύπωση 1988).
Kapsomenos, St. G. 1958: «Die griechische Sprache zwischen Koine und Neugricchisch», Berichte zum XI Byzantinisten Kongress, 1, I. München.
Καψωμένος, Στ. T. 1985: Από την ιστορία της Ελληνικής γλώσσας, Θεσσαλονίκη. Krahe, Η., 1949: Historische Grammatik des Griechischen, (Laut- und Formenlchre). Würzbure. Kretschmer, P. Fink 1896: Einleitung in die Geschichte der griechischen Sprache, I“ Auflage. 2° 1970, Göttingen.
Kretschmer, P. Sprache, 1923 = A. Gercke - E. Norden, Einleitung in die Altertumswissenschaft, | Bd. 6 Heft. 3° Auflage, Leipzig-Berlin. 1-121. Κριαράς, Ε. 1969: Λεξικὸ της µεσιιωνικής δημώδους ααλονίκη.
Γραμματείας, Toy. A’, Oro-
LSJ. = Liddel-Scott-Joncs-MKenzy, Greck-English Lexicon, Oxford 19687. Mayser E. - Schmoll A. 1970: Grammatik der griechischen Papyri aus der Prolemäcr/cit, Berlin.
MNaveraotov, A. 1986: «Γλωσσικές παρατηρήσεις σε JUZEDOYVLZEG επι ραφές», AD
1150
AI
Oupouns
Μακεδυνία IV, Θεσσαλονίνη (IMXA). 413-429. Pisani, V. 1937: «La posizione linguistica del’ Macedone», Revue Internationale des Etudes Balkaniques 15. 8-32.
Poghire, C. 1960: «Considerations sur le Lexique del’ancien Macédonien», Revue de Linguistique V (Akademie Roumaine), 135-145. RE = Real Encyklopädie. Σακελλαρίου,
Μ. Β. 1992: «H εθνικότητα των Μακεδόνων»,
H γλώσσα
της Μακεδυ-
viag, επιμέλεια κλπ. T. Μπαμπινιώτης, ἐκὸ. Ολκός, Αὐήνα, 112-141. Schwyzer, E. 1959: Griechische Grammatik, München. Sturz, Fr. 1808: De dialecto Macedonica et Alexandrina, Lipsiac.
Thaworis, A. I. 1977-1978: «Προυνικός (προύνικος, NYOUVELXOG) aus πωρνικός Mehr als überzeugend», Ελληνικά 30. Θεσσαλονίκη. Θαβώρης, À. L 1980: «To προύν(ελικως TOU Ἠρώνδα και η παλαιότητα των γνωστών γνωρισμάτων των βορείων νεοελληνικών ιδιωμάτων», Δωδώνη 9, 401-439. Indy.
—
viva. 1983: Ιστορία της ελληνικής γλώσσας, ἰωάννινα.
Thaworis, A. |. 1984: «Einige weitere Beispiele von griechischen Archaïsmen der modemen Bulgarischen Sprache», Balkan Studies 25, 511-521. Oapwuns, A. 1. 1985: «Θεσσαλονίκη-Σαλονίχη, Η ιστορία tov ονόματος Της πύλεως».
Η Θεσσαλονίκη 1, Θεπσαλονίκη. Θαβώνης. A. I. 1992 (1990): «Η ελληνική διάλεκτος των αρχαίων Μακεδόνων και τά σημερινά νεοελληνικά ιδιώματα της Μακεδονίας (και της άλλης βύρειας EAλάδας)», Η γλώσσα της Μακεδονίας, επιμέλεια: T. Μπαμπινιώτης, Erd. Ολκός, Αὐήνα, 195-206. Oapmonc, A. 1. 1992 11: «Μακεδονίζειν» καν «Μιακιεδονιστί», Αφιέρωμα εις τὸν Κ. Bafotoxov, τόμ. Ε΄, 23-28, Θεσσαλονίκη. Θιωβώρης
A. 1. 1993: «Σιμβολή την
ελληνική διάλεχτο των αρχαίων
Μακεδόνων»,
Αὐχαία Μακεδονία V, 1473-1485. (IMXA), Θεσσαλονίκη. Θαβώρης, A. 1. 1994: «Ο γλωσσικός πλούτος του ιδιώματος Βελβεντού ως αρχαία κληρονομιά», Πρακτικά Επιστημονικού Συνεὸρίου- Βελβεντό. Αύριο (5-7 Οκτωβρίου 1993), 206-219, Θεσσαλονίκη.
Χῆες-Σήμερια-
—
1994, ΠΠ: «Ta γλωσσικά ιδιώματα του νομού Κοζάνης και οι Χνριότερες ιδιουὀνθμίες τους», Μακεδονικά KO’ , 295-306, Θεσσαλονίκη, Θαβώρης, A. 1. 1997: «Η λέξη µαττύα, -n της ελληνικής διαλέκτου των αρχαίων Maπεὀόνων», BIAEPHMOY ΑΓΑΠΗΣΙΣ, Τιμητικός τόµος για τον καθηγητή Αγαπητό T. Τσοπανάκη, Ρόδος, σα. 185-200. Oupmyns, A. I. 1998: «Από το λεξιλόγιο της ελληνικής διαλέκτου των αρχαίων Muxtὑόνων», Νεοελληνική Audextodoyla, τόμ. 206, Αθήνα, σα. 113-124.
Τωιανταφυλλίδης, M. 1938: Νεοελληνική Γωιμματική, ἱστορική Εισαγωγή, Αθήναι Άπαντα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, τόμ. 3, Θεσσαλονίκη 1981. Tzirzilis. Chr. 1991: «Ableitungen der idg. *aidh- «brennen» und *dau- «dss.» im Griechischen», Επιστημονική Exetnoida της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θροσαλονίκης, τόμ. Α΄. 363-374, Θεσσαλονίκη. Πανεπιυτήμιο
Ιωαννίνων
91 LATE HELLENISTIC ARISTOCRATIC BURIALS IN THE OF TRIBALLOI: SOME EVIDENCE ON CAMPAIGNS AGAINST THE PROVINCE OF MACEDONIA
Nikolas
LANDS
Theodossiev
During the first half of 20th century, numerous tumular and flat graves of the Late Hellenistic period were accidentally found in the Northwestern Bulgaria. The usual burial rite had been cremation, while various weapons were the most typical grave finds. Bulgarian archaeologists of that time roughly dated the burials in the 3rd - Ist centurics BC and very often wrongly determined them like Celtic!. In the last decades, the number of similar accidental finds and sporadic excavations grew up?, while the very important archacological discoveries near the village of Turnava, Vratsa district, assisted for more clear picture on chronology, ethnical identification and mortuary practices of the local tribes to be outlined’. 1. V. Mikov, “Antiquities in the Vratsa District” (in Bulgarian), Chitalishino
delo 2/7-8
(1927), §-7; V. Mikov, "The Tumuli in Bulgaria” (in Bulgarian), Bulgarska istoricheska bibliotheKka 2/4 (1929), 1-43; V. Mikov, “Celtic Finds in Our Lands” (in Bulgarian), Bulearska istoricheska bibliotheka S/t 1932-1933), 186; V. Mikov, Prehistoric Settlements and Finds in Bulgaria (in Bul-
garian), Sofia 1933, passim; R. Popov, “Burial Tumuli” (in Bulgarian), Bulgarski tourist 18/6 (1923), 82-84: R. Popov, “Prehistori¢ Department” (in Bulgarian). Vodach za Narodniva muzey v Sofia, Sotia 1923, 50-115; R. Popov, “Prehistoric Investigations in the Vratsa Plain” (in Bulgarian), BIA Bale 2 (1923-1924), 99-136: R. Popov, Culture and Life of the Prehistoric Man in Bulgaria. 2nd Part. The Age of the Metal (in Bulgarian), Sofia 1930, passim: I. Velkov, “Investigations in the Vratsa Region” (in Bulgarian), Obsht godishnik na Bulgaria 2 (1923-1925), 460-465. 2. V. Mikov, “Materials from the Iron Age” (in Bulgarian), BEA Bulz 21 (1957), 294-302: A. Milchev, "Archacological Investigations in the Area of Altimir, Oryahovo Region” (in Bulgarian), Godishnik na Sotiysktya universuet - philosophsko-istoricheski takultet S1/1 (1957). 219-251; B. Nikolov, “Thracian Finds in the Vratsa Region” (in Bulgarian), BIA Bulg 28 (1965), 163-202: Η. Nikolov, “Thracian Burial Finds in the Vratsa Region” (in Bulgarian), Arheoloziva 14/3 (1972), §368; B. Nikolov, “Thracian Burials near the Village of Solronievo, Vratsa District” (in Bulgarian), Arheologiya 23/3 (1981), 30-41: B. Nikolov, “Thracian Finds trom the Northwestern Bulgaria” (in Bulgarian), Arbeologiya 32/4 (1990), 14-26. B. Nikolov, “Settlements and Finds of the Bronze and Iron Ages in the Region of Oryahovo” (in Bulgarian), /zvestiya na muzcite v Severozapadna Bulgaria 21 (1993), 11-25, 1. Velkov, “Finds trom the Ancient and Medieval Settlement near Buk vovtsi, Orvahovo Region” (in Bulgarian), BIABule 21 (1987), 311-314. 3.N. Theodossiev, N. Torboy, “Thracian Tumuli ot the Late Hellenistic Period near Turnava,
1152
Nikolas Theodossiev
Recently, a full review and analysis of all the archacological monuments (between made’,
from
the Sth
to the
the rivers of Oiskos, The
most
usual
Ist centuries
Margos,
Triballian
BC
in Northwestern
Istros and the mount
tumular
burials
finds and
of the
Thrace
Haemus)
Late
was
Hellenistic
period - second half of the 2nd - Ist centuries BC, in the lands betwcen the rivers of Oiskos (present-day Iskur) and Timachus (present-day Timok) are the low tumuli from I to 3 m in height and about 20 m in diameter, with one funeral pyre 2-7 m in diameter on the level of the ancient terrain (Fig. 1). Until now 23 mounds of this type are known, plus other 6 similar tumuli which have more common date - 3rd - Ist centurics BC. The tumular embankments had been piled a single time over the graves. In several cases sacrificed horses had been burnt together with the dead dynasts - mound No. | in Bresta locality near Altimir, tumulus No. 2 near Komarevo. mounds
Nos.
| and 4 in
Greznitsa locality near Turnava, while cremated bones of a bull were found in the funeral pyre of tumulus No. 1 near Tsarevets. In two cases - again mounds
Nos. | and 4 near Turnava, the burnt remains had been heaped in the centre of the pyre after the cremation. Simultancously, about 50 cm above the pyre of tumulus No. I near Turnava, a fragmentary clay jug was discovered, which had been used for libation. The burial offerings burnt in the pyres include: weapons - long iron swords of La Téne type (Fig. 2), machairai (Fig. 3), spearheads, arrowheads, shield’s omphaloi, a chain armour, and a bronze helmet; bronze, iron and silver adornments - torcs, fibulac (Fig. 6), a pectoral,
bracelets, chain-belts, buckles; iron reins (Fig. 7) and horse trappings - bronze appliqués, phalara, iron buckles; a local imitation of Italian bronze simpulum or patera (Fig. 8), and local clay vases.
There is only one accidentally excavated tumulus near Gorna Kremena. which contains a funeral urn with ashes, possibly of the Late Hellenistic period. The dead man most probably had been cremated outside the tumular embankment. The burial offerings include machaira and whetstone. The mounds with single inhumation burial also are very rare in the lands of Triballoi during the second half of the 2nd - Ist centuries BC. The only one tumulus explored by archaeologist is No. 12 near Leskovets, which was small in size. The burial finds include: machaira, knife, two spearheads, shield’s omphalos, two spurs, fibula, bracelet, bodkin, clay dish and jug. Two other Byala Slatina Region” (in Bulgarian). /zvestiya na Muzeite v Severozapadna Bulgaria 23 (1995), 11-58. 4. A tull catalogue and analysis of all the Thracian, Autariatic and Skordiskian burials in Northwestern Thrace in: N. Theodossiev, Northwestern Thrace during the Late Iron Age (in Bulgarian), Dissertation at Solia University, Sotia 1998.
Late Hellenistic Aristokratic Burials in Triballoi
1153
small mounds - one of them destroyed in the past near Kalimanitsa, and the other one
accidentally excavated
near Vratsa, also contain
burial
offerings
typical of that period: weapons, jewellery, and local clay vases, which could be dated more commonly to the 3rd-Ist centuries BC. Very interesting is tumulus No. 3, 4 m in height and 32 m in diameter. excavated in Greznitsa locality near Turnava, which contained two synchronous burial pyres of the Late Hellenistic period (Fig. 9). The mound had been piled a single time (Fig. 10). Pyre No. I is in the centre of the tumular embankment, over an earthern platform and under the small central tumulus, primary heaped (cf. Fig. 10). Burial construction had included a funeral wooden bed with 6 legs, their tracks being preserved. After the burning, all the remains had been piled up in the centre of the pyre. Cremated bones of sacrificed horse and sheep were found together with the human ones. The burial offerings include: long sword, machaira, shield’s omphalos, spearhead (Fig. 5), several fragmentary fibulae, rein, buckle of horse trappings, and clay vase. A clay dish, used for libation, had been rested 60 cm over the pyre. During the heaping of the tumulus, funeral pyre No. 2 (Fig. 11) had been constructed on the southeastern slope of the embankment
(Fig. 9), about
1 m
above the surrounding terrain. Burial remains had been piled in the southeastern part of the pyre. Single bones of cremated bull, sheep and horse were found among the human ashes. The burial finds include: a fragment of long sword, machaira (Fig. 4), shield’s omphalos, spearhead (Fig. 5), arrow-
head, spur, and rein. Fragmentary clay dish and jug, used for libation, were discovered 60 cm above the pyre. Special attention deserves tumulus No. 11 near Leskovets. Two grave constructions of heaped stones dated to the 8th - 6th centuries BC, containing 3
human burials and a sacrificed horse, were discovered in the tumular embankment. A third identical construction with I human burial plus another single inhumation in a pit, dated to the Sth-4th centuries BC, were excavated also. In the second half of the 2nd - Ist centuries BC the last grave with inhumation had been dug in the tumulus. The burial offerings: iron chain armour, silver vases cut to pieces, bronze appliqués, fragmentary torc, had been rested in a little ritual fire-place. A bronze fibula was discovered near the skeleton. Tumulus No. 11 obviously had functioned more than 600 years like a family tomb and heroon of the local dynasts. The second type of funcrals - flat pit-graves usually containing clay urns with ashes and offerings arranged around them, are also very widespread in the lands of Triballoi. Until now, 16 graves of the Late Hellenistic period are known, while there are other 16 similar burials which have a broader date -
1154
Nikolas Theodossiev
3rd - Ist centuries BC. The grave pits have depth about 50 - 60 cm. The burial finds include: long swords, machairae, spearheads, shield's omphaloi, spurs, reins, fibulae, bracelets, chain-belts, and local clay vases. Some graves are without any offerings, which obviously shows a lower social status. In several cases the flat pit-graves are dug into the ground around the burial tumuli: in the regions of Altimir, Borovan, Dobrusha, Galatin, and Vratsa. During the Late Iron Age the social structure of Triballian tribes was clearly divided in two components - aristocracy and dependent peasants’. Unfortunately, the scarce written evidence on Northwestern Thrace of the Late Hellenistic period do not contain any name of local king or aristocrat. Never-
theless, the structure of society is well illustrated in the burials. The tumular graves with cremation or inhumation obviously belonged to the tribal aristocrats and chieftains. Simultaneously, the cavalry warriors from the troops of the local dynasts were buried in the flat pit-graves. The lower social status of the dead warriors, who also could belong to the tribal aristocracy, is visible not in some different funeral offerings, but in the absence of tumuli over the graves. So, the burial mounds in that part of Thrace were attributed only to the higher circles of aristocracy®. On the other hand, the flat graves with cremation but without any offerings undoubtedly belonged to the low social groups. About 70 coin hoards found in the lands of Triballoi” and consisting of Roman republican denarii, drachmae of Dyrrhachion and Apollonia Adriatica, tetradrachmae of the First Macedonian District, quaestor Aesilas, Thasos, and Maroneia, clearly testify to the wealth of the tribal dynasts, and their economic and trade contacts during the Late Hellenistic period. Two other treasures
5. Ibidem, chapter 2,2; cf. also F. Papazoglu. The Central Balkan Tribes in Pre-Roman Times, Amsterdam 1978, 442-449, 474; N. Theodossiev, “Triballoi: Some Problems of Their Historical Development” (in Bulgarian), Istoricheski pregled 48/2 (1992), 70-84; on the social structure of the Thracian tribes see: A. Fol, Demographic and Social Structure of Ancient Thrace. Ist Millenium BC (in Bulgarian), Sotia 1970, passim; M. Tacheva, History of Bulgarian Lands during the Antiquity. 2nd Part (in Bulgarian), Sofia 1987, 94-108, 115-129. 6. Cf. the same situation in the rest parts of Thrace: N. Theodossiev, “Hieron Oros” (in Bulgarian), Kultura 2/6 (1990), 58-76; G. Kitov, “The Thracian Mounds", Bulletin of the Ancient Orient Museum, Tokyo 15 (1994), 121-147. 7.1. Belitov, “Historical Geography of the Northwestern Bulgarian Lands from the Mid 4th to the End of the Ist Centuries BC atter the Data ot the Coin Hoards” (in Bulgarian), Izvestiya na muzcite ¥ Severozapadna Bulgaria 17 (1991), 9-20 with list of the hoards; N. Conovici, “Aspects of Circulation of the Drachmae of Dyrrhachion and Apollonia in the Balkan Peninsula and Dacia” (in Romanian), Bulctinul Societatii numismatice romane 77-79 (1983-1985), 69-88; a lull list of the coin
hoards, most ot which unfortunately are not studied in: N. Theudossiev, Northwestern (supra n. 4), Catalogue ol the Monuments.
Thrace
Late Hellenistic Aristokratic Burials in Triballoi
1155
of the 2nd-Ist centuries BC, accidentally discovered, also show the richness of Triballian chieftains. The Galiche find® consisted of 24 silver appliqués, 14 of them being saved after discovering. The Great Goddess and a local king horseman with several torcs on his neck (Fig. 12) are represented on two appliques. The Yakimovo treasure? includes 4 silver mastoi with 2 appliques welded on their bottoms, a silver kantharos, 2 silver bracelets, a bronze drinking vessel, fragmentary situla and wine-strainer, and a bronze finger ring. Another image of Triballian king horseman armed with a long sword is represented on a mastos (Fig. 13), while the Goddess Mother appears on applique. The other applique shows a bearded man (barbarian?) with torc (Fig. 14), and it is one of the few Hellenistic imports of the 2nd-Ist centuries
BC
found in that part of Thrace. In spite of the trade contacts, the local Triballian culture of the second half of the 2nd - Ist centuries BC was quite distant from the Late Hellenistic world and it was very close connected with the Celtic regions around the Middle and Low Danube, which reflected the political situation in these parts of the Balkans after the great Celtic invasion of 280-277 BC!®. The Celtic cultural influence on Triballoi could be best seen in the shapes of the jewellery (fibulae, torcs, chain-belts, buckles) and weapons (long swords, shield’s omphaloi), which obviously have typical designs of La Téne D period and enter in the large group of the northern Thracian culture, bearing La Téne characteristics!!. Undoubtedly, the Triballian jewellers and armourers ac8. B. Filov, I. Velkov, “Recently Discovered Antiquities” (in Bulgarian), /zvestiya na Bulgarskoto urheologichesko druzhestvo 7 (1919-1920), 146-154; B. Nikolov, “The Find irom Galiche” (in Bulgarian), Muzei { pametnitsi na kulturata 28/4 (1988), 29-32; Gold of the Thracian Horsemen. Treasures from Bulgaria, Montreal 1987, 260-264. 9. A. Milchev, “Recently Discovered Silver Thracian Treasure near the Village of Yakimovo, Mihailovgrad District” (in Bulgarian), Arheologiya 15/1 (1973), 1-14: 1. Marazov, The Yakimovo Treasure (in Bulgarian), Sotia 1979, Gold of the Thracian (supra n. 8), 268-271.
10. N. Theodossiev, Northwestern Thrace (supra n. 4), chapter 3.2: N. Theodossiev, “Tribialloi” (supra n. 5); N. Theodossiev, N. Torbov, “Uhracian Tumuli” (supra n. 3); M. Domaradski, The Celts in the Balkan Peninsula (in Bulgarian), Solia 1984, passim: M. Szab6, “Thraco-Cellica", Orpheus 1 (1991), 126-134; ct. similar Celtic influence on the culture of Dakoi: V. Zirra, “Aspects of Relations between Dacians and Celts in Transylvania (4th-2nd centuries BC)", Relations between the Autochthonous Population and the Migratory Populations on the Territory of Romania, Bucuresti 1975, 25-34. It. Ibidem:; V. Zirra, “Le probleme des celtes du Bas-Danube”, Thraco-Dacica. Recucil d'études à l'occasion du He Congrès international de thracologie, Bucuresti 1976, 175-182: V. Zirra, "Beiträge zur Kenntnis des keltischen
Latène in Rumänien”,
Dacia ns.
15 (1971),
171-238: 9.
Todorovich, The Celts in Southeastern Europe (in Serbian), Beograd 1968, passim, M. TachevaHitova, "Au sujet d'épées celtiques trouveds en Bulgarie”, Studia in honorem Veselini Beshevliev, Sofia 1978, 325-337, M. Domaradski, “Les épées en Thrace de la deuxième moitié du ler mill. av.
1156
Nikolas Theodossicv
cepted these forms because of the strong contacts with the Celtic tribes. The ethnonymic situation in Northwestern Thrace during the end of the 2nd - Ist centuries
BC
is complicated
(Fig.
15). Special
attention
deserves
localization of the Celtic tribe of Skordiskoi, who settled the regions around the river of Margos (present-day Morava) in 278 BC!2, although the recently excavated necropolis in Pechine locality near Kostolats testify to the presence of Celts still in the last decade of the 4th century BC!?. After Strabo, Megaloi Skordiskoi inhabited the area between the rivers of Noaros (probably presentday Sava or Drava plus Moura) and Margos, while Mikroi Skordiskoi were localized western of Margos
close to Triballoi and Moesi!*. So, in the river
valley of Margos Skordiskoi mixed with the Illyrian and Thracian tribes found there, which led to syncretic cultural processes!$, The ethnical mixing in the contact zones is clearly attested by Strabo who descibed mingled SkordiskoThraco-Illyrian and Thraco-Celto-Scythian tribes!®. Obviously because of this ethno-cultural syncretism, some other ancient authors also identified Skordi-
skoi with the Thracians, when depicting their cruelty!’. Severel new tribal names appeared in Northwestern Thrace, after some geographical descriptions of the Ist-2nd centuries AC, due to the more knowledges of the Romans on the regions included in the Empire about 15 AD'®. n.e”, Revue Aquitania, Suppl. 1 (1986), 227-231; B. Jovanovich, “Celtic Settlements of the Balkans", Scordisci and the Native Population in the Middle Danube Region, Belgrade 1992, 19-32; cf. the culture of Skordiskoi during the Hellenistic period: M. Gustin, “Die Kelten in Jugoslawien. Übersicht über das archäologische Fundgut”, JRGZM 31 (1984), 305-363. 12. F. Papazoglu, The Central Balkan (supra n. 5), 354-389: M. Garashanin, “Die alten Völker im nördlichen Teil des mittleren Balkans im historischer und archäologischer Sicht”, The 7th International Congress of Thracology. The Thracian World at the Crossroads of Civilizations, Bucharest 1996, 13-42.
13. B. Jovanovich, “Les sépultures de la nécropole celtique de Pecine près de Kostolac (Serbie du nord)”, Etudes celtiques 21 (1984), 63-93; B. Jovanovich, “The Necropolis at Pechine and the Old Iron Age in the Danube Valley” (in Serbian), Srarinar n.s. 36 (1985), 13-18. 14. Strabo VII 5, 12; cf. VIT 5, 2 on localization of Noaros. 15. N. Theodossiev, Northwestern Thrace (supra n. 4), chapter 3.2: N. Theodossiev, N. Torbov, “Thracian Tumuli” (supra n. 3), M. Garashanin, “On the Confrontation of the Written and Archaeological Evidence about the Celts in Our Lands” (in Serbian), Materijali 3. Simpozijum praistorijske i srednjevekovne sekcije Arheoloshkog drushtava Jugoslavije - Novi Sad 1965, Beograd 1966, 17-26: M. Garashanin, “On the Problems of the Late La Téne in the Low Danube Valley” (in Serbian), Matitsa srpska. Zbornik za drushtvene nauke 18 (1957), 78-102.
16. Strabo VII 3, 2 et 11; VINS, 1-2. 17. Julius Florus, Epitom. de T. Liv. 1 39; Rufius Festus IX; Orosius, Hist. adv. pag. V 23, 17-19: lordanes, Rom. 219. 18. N. Theodossiev, Northwestern Thrace (supra n. 4), chapter 3.1; cl. F. Papazoglu, The Central Balkan (supra n. 5), 64-67; A. Fol, T. Spiridonov, Historical Geography of the Thracian
Tribes until the 3rd Century BC (in Bulgarian), Sofia 1983, 20-21; I. Belitov, “Triballoi in the
Late Hellenistic Aristokratic Burials in Triballoi
1157
The new ethnonyms however, most probably entered in the Roman field of vision still in the Ist century BC during the Roman military campaigns to the north, and consequently they may reflect the ethnonymic situation of that period. It seems that the tribe of Celegeri have to be located on the first place from west to the east, mentioned by Plinius like a tribe in Moesia, between
Dardani and Triballoi!?. So, it is possible to conclude that Celegeri inhabited the regions southeastern of Mikroi Skordiskoi and southern of Picenses and Timachi, close to the frontier of Dardania. The tribal name belongs to the
Thracian onomastics?, in spite of some attempts to define Celegeri like Skordiskian tribe without enough arguments?!. To the east of Mikroi Skordiskoi, the tribe of Picenses inhabited the river
valley of Pingus
(present-day
Pek)??, being located in Moesia
Superior
between Moesi near the river of Kiabros (present-day Tsibritsa) and Tricornensioi from the side of Dalmatia, after description by Claudius Ptolemaeus??. Later, Ammianus Marcellinus supplemented that Picenses were called in this way because of the region (i.e. the river valley) of their inhabitation24. The ethnonym is determined like Thracian?5 and the tribe is considered to be Triballian*®. The tribe of Timachi followed to the east of Picenses, clearly located in the river valley of Timachus. Plinius mentioned this tribe in Mocsia, between
Triballoi and Moesi2’. The ethnonym undoubtedly is Thracian?®, being attested also like Timacenses during the end of the 4th - first half of the 5th centuries AC2?. Special attention here deserve the cremation flat graves of the Ist century BC excavated near Vajuga and Mala Vrbitsa in Dzherdap?", Ancient Literary Tradition” (in Bulgarian), Izvestiya na muzeite v Severozapadna Bulgaria 16 (1990), 165-188. 19. C. Plinius Secundus, Nat. hist. III 26, 149. 20. D. Detschew, Die thrakischen Sprachreste, Wien 19762, 238. 21. B. Gerov, “Investigations on the Western Thracian Lands during the Roman
Period. 2nd
Part" (in Bulgarian), Godishnik na Sofiyskiya universitet - fakultet po Zapadni philologii 61/1 (1967), 3-101; F. Papazoglu, The Central Balkan (supra n. 5), 376-378 with arguments against identification of Celegeri like Skordiskian tribe. 22. F. Papazoglu, The Central Balkan (supra n. 5). 431. 23. Claudius Ptolemaeus, Geogr. 1119, 2.
24. Ammianus Marcellinus XVII 13, 19. 25. D. Detschew, Die thrakischen (supra n. 20), 368-369. 26. M. Garashanin, “Die alten Völker” (supra n. 12). 27. C. Plinius Secundus, Nat. hist. 111 26, 149. 28. D. Detschew, Die thrakischen (supra n. 20), 50S. 29. Notitia Dignitatum IX 40. 30. Cf. P. Popovich, “The Late Iron Age in Dzherdap” (in Serbian), Starinar n.s. 40-41 (19891990), 165-176: P. Popovich, “Celtic Cemeteries in the Iron Gates Area”, Scordisci and the Native
11538
Nikotas Theodossiev
which are defined like Skordiskian without any clear historical data, but only because of the burial rite and the several Celtic clay vases rested together with the Thracian ones. However, there are not any historical evidence on Celtic tribes in this region during the Late Hellenistic period, and obviously the area was inhabited by Thracians (Timachi?) who had a local culture with numerous La Tène elements, being very similar to Skordiskian*'. So, the flat graves in Dzherdap most probably have to be identified like Thracian (Timachian)?. Following Strabo again, to the west of Mikroi Skordiskoi the lands of Triballoi and Moesi were localized along the river of Istros (present-day
Danube)*3. Some other ancient authors also mentioned Triballian tribes to the west of Oiskos during the Late Hellenistic and Roman periods**. Dio Cassius described Triballoi in Mocsia and close to it in 30-28 BC, and later in the end of the 2nd - beginning of the 3rd centuries AC. When listed the tribes in the same province, Plinius refered to Triballoi between Celegeri and Timachi*® and indicated Triballoi close to Dardani as well, while Paeonia and Pelagonia
protected
Macedonia
from
the Triballian tribes?’. Solinus also localized
Triballoi to the north of Paeonia and Pelagonia®®. In the 2nd century AC Claudius Ptolemacus described Ulpia Oescus close to the mouth of Oiskos like a Triballian town, and specified that the western parts of Moesia Inferior were inhabited by Triballoi??. Special attention deserves also a grave monument
dated to the reign of Claudius (41-54 AD) where C. Baebius Atticus is
mentioned like praefectus of the civitates Moesia and Treballia*®, which is a clear evidence on the ethnonymic situation in the Early Imperial period. So, Population in the Middle Danube Region, Belgrade
1992, 58: P. Popovich, “The Scordisci from the
Fall οἱ Macedonia to the Roman Conquest", Scordisci and the Native Population in the Middic Danube Region, Belgrade 1992, 35-51; P. Popovich, “The Territories of Scordisci”, Starinar n.s. 4344 (1992-1993),
13-21, B. Jovanovich, “The Eastern Group" (in Serbian), Praistorija jugoslavenskih
zemalja. 9. Zeljezno doba, Sarajevo 1987, 815-854, B. Jovanovich, Ρ. Popovich, “The Scordisci”, The
Celts.
Milano
Deerdapske sveske 3 31. 32. 33. 34. (supra n. 35. 36.
1991,
337-347,
B. Stalio, “Le
site préhistorique
Ajmana
à Mala
Vrbica”,
(1986), 27-50.
M. Garashanin, "On the Problems” (supra n. 15). Ν. Theodossiev, Northwestern Thrace (supra n. 4), chapter 2,1. Strabo VIES, 12. Detailed analysis of all the Literary evidence in: N. Theodossiev, Northwestern 4), chapter 3,1, F. Papazoglu. The Central Balkan (supra n. 5), 64-67. Dio Cassius LI 23, 3-4 et 27, 2-3. C. Plinius Secundus, Nat. hist. 11 26, 149.
37. Ibidem, IV 1,3 et 10, 33-44. 38. C. lulius Solinus, Coff. rer. memor. IX 2. 39. Claudius Prolemacus, Geogr. FI 10, 4-5. 40. CIL Ν. 1838: Ε, Papazoglu, The Central Balkan (supra n. 5), 66.
Thrace
Late Hellenistic Aristokratic Burials in Triballoi
1159
during the Late Hellenistic and the Roman periods Triballoi obviously inhabited extensive areas between the rivers of Oiskos and Timachus, and south of Istros to the mount of Haemus (present-day Stara Planina Range). When analyzing the ethnonymic situation in Northwestern Thrace during the Late
Hellenistic
period,
the problem
with
Mocsi
(often
conflated
with
Anatolian Mysoi) has to be examined. Many scholars consider that a tribe with similar name really inhabited the areas around the Lower Danube*!, despite the contradictory historical evidence. The complicated situation already has been studied in dctails??. It is clear that after obscure geographical concepts of Homerus, the tribe of Mocsi could not be localized in the northern parts of the Balkans during the end of the 2nd - beginning of the Ist millenia BC. The ethnonym appeared there as late as the beginning of the Ist century BC. Simultancously, the authors of the Late Hellenistic and the Impcrial periods did not distinguish clearly between Moesi and Triballoi, Getai or Dakoi. So, this tribal name was accepted in the ancient historiography for more glory of the Roman
victories over the local Thracian tribes, because the
Anatolian Mysoi had the fame of strong warriors and noteworthy enemies. In fact, during the Ist century BC the tribes in the Central Balkans did not bear similar name and the Strabo’s thesis on Moesian migration from Lower Danube to Anatolia‘? was an artificial construction. Hence, Triballian, Getic and Dakian tribes were called Moesi only by some ancient authors and by the Romans. During the Ist century AC this historiographic speculation entered in the Roman administrative division, and as a result extensive areas inhabited by different tribes were called Moesia. In fact, similar concepts were shared by some ancicnt historians as well. Even Strabo mentioned the strong doubts that the local tribes in the Central Northern Balkans really bear the name of Moesi, and specified that 50 000 Getai deported south of Istros by Aclius Catus in 4 AD were called in this way*#. Dio Cassius also specified that Dakoi who lived south of Istros were called Mocsi by all the other people and
foreigners, but not by the natives*>. Following the geographical descriptions of Claudius Ptolemacus, sevcral other tribes could be localized castern of Triballoi, possibly still in the Ist
41. 42, Against 43, 44. 45.
Ε. Papavoglu, The Central Balkan (supra η, 5), 431-437 with op. cit. M. Tacheva, “Another Standpoint about the Ancient Discussion on the European Mocs: Strabo VIN 3, 2” (in Bulgarian), Thracia Antiqua 9 (1982), 31-49. Strabo VIE 3, 2 et 10. Ihidem, VIE 3, 10: ct. M. Tacheva, History of Bulgarian (supra n. 5), 72, 80, 150, 153. Dio Cassius LI 22, 6-8.
11d
Nikolas Theodossicv
century BC". Firstly, the strategia Usdikesike (in present-day Central Northern Bulgaria) is mentioned between Sardike to the west and Selletike to the east?’. Simultaneously, an inscription from Nicopolis ad Istrum contains the ethnonym Usdicenses*®, So, the tribe could be disposed between the rivers of latrus (present-day Yantra) and Utus (present-day Vit), close to Hacmus””.
Another evidence of Claudius Ptolemacus allow the tribes of Oitensioi and Dimensioi
to be localised along Istros, in the low river valley of Utus and to
the west, in the region of the settlements Dimum and Dimensis™. The tribe of Dakoi, strongly related to Getai, inhabited extensive regions to the north of Istros, across from Triballoi, in the late 2nd - Ist centuries BC! In the last decades of the Ist century BC the tribe of Serdoi appeared south of Triballoi beyond Haemus, in the present-day Sofia plain’. To the southwest of Triballoi, the tribe of Dardani lived in the arcas northern of
Macedonia, during all the Hellenistic periodSi. Alter the defeat
of Perseus at Pydna
in
168
BC,
Macedonia,
divided
in
four autonomous districts, passed over 20 years of nominal independence and partial freedom. Then, after the crushing of Andriskos’ rebellion in 146 BC. Macedonian
lands were organized into a province incorporated in the Roman
state°?. During the next period, from 141 BC to the last decades of the Ist century BC, numerous plundering expeditions against Macedonia were launched mainly by the Celtic tribe of Skordiskoi. very often together with some Thracian tribes*>. The protection of the new established province from
46. CH. A. Fol. T. Spiridonov, Historical Geography (supra η. 18), 20-21. 47. Claudius Ptolemacus, Geogr. III 11, 6. 48. D. Detschew, Die thrakischen (supra π. 20), 348. 49, M. Tacheva, History of Bulgarian (supra n. 5), 152; M. Oppermann, Karpatenbogen und Agdis, Leipzig - Jena - Bertin 1984, 70.
Thraker zwischen
50. Claudius Ptolemacus, Geogr. 111 10, 4: cl. D. Detschew, Die thrakischen (supra η. 20), 136, 340, M. Tacheva, History of Bulgarian (supra n. 5). 182, 161. 51. D. Detschew, Die thrakischen (supra n. 20). 111-113; A. Fol. T. Spiridonov, Historical Geography (supra n. 18), 29, 121: K. Yordanov, “Dobrudzha during the Ist Millenium BC. Get” tin Bulgarian), Istoriya na Dobrudzha, Ist Vol. Sofia 1984, 72-123, M. Tacheva, History of Bulgarian (supran, 5), 80-81, 149, 159. 52. D. Detschew, Die thrakischen (supra n. 20), 430-432; B. Gerov, “Investigations on the Western” (supran. 2; M. Tacheva, History of Bulgarian (supra n. 9), 46-47. 53. F. Papazoelu. The Central Balkan (supra n. 3). 187-209. 54. On this period of Macedonian history recently see: F. Papazoglu, “Macedonia under the Romans, Political and Administrative Developments”, Macedonia. 4000 Years of Greek History and Civilization, Athens 1993, 192-199 with op. cil. 55. On Skordiskian campaigns against Macedonia see: F. Papazoglu. The Central Balkan Qupra η. 5), 284-345: V. Zirra, "Le probleme des οσον” (supra π. 11): B. Jovanovich, Ρ. Popovich, "The Scordisci” (supra n. 30).
Late Hellenistic Aristokratic Burials in Triballoi
1161
these campaigns was carricd out by the Roman legions under the leadership of the governors. The Roman retributive marches against the Celts and the Thracians during the last decades of the 2nd - Ist centuries BC undoubtedly aimed at more security along the northern frontier of Macedonia and al gradual including of the disturbed northern Balkan regions in the Republican state,
Unfortunately,
there is only one clear historical information
on partici-
pation of Triballoi in similar plundering route. After Eutropius. a late Roman historian of the 4th century AC, in 109-108 BC the proconsul Marcus Minucius Rufus defeated the tribes of Skordiskoi and Triballoi*é. Some other epigraphical and historical sources supplement that the Thracian tribes of Bessoi, Dakoi and some other, simply designated like Thracians, also rushed against Macedonia, together with Skordiskoi*’. All these tribes were vanquished by the proconsul, most probably in two or more campaigns in the course of two years.
Following
Eutropius,
one of battles between
Minucius
Rufus
and the
tribes of Skordiskoi and Triballoi possibly happened somewhere in the low river valley of Axios or Strymon, close to the northern frontier of the Roman province. However, other ancient historians described a great victory of Minucius Rufus in the river valley of Hebros (present-day Maritsa) during the
winter, when the Romans had lost many cavalrymen while crossing the frozen river®’, The analysis of the written evidence shows that the Roman march in the river valley of Hebros was launched against Bessoi and other Thracian
tribes, but most probably without Skordiskoi*?. Then, Minucius Rufus became triumphator in 106 BC. because of the great victories®’, Two coin hoards from present-day Northwestern Bulgaria —the first one discovered in Cherkovishteto locality near Dolno Ozirovo, with latest Roman denarii of 108/107 BC®!, and the second hoard found near Lipnitsa, hidden in 103-98 BC ac$6. Eutropius IV 27. 57. lulius Frontinus, Strates. 114, 3 about Dakoi; SIG (1915-1924, 710, and S. V. Kougeas,
Νίκη Ῥυμαίων στατηγοῦ tutoprvon ὑπὸ Maxcdovirns πόλεως" Ἑλληνικά ο (1932), 5 11. about Bessoi and the other Thracians: cl. F. Papazoglu, The Central Balkan (supra n. 5), 579-581. 58. lulius Florus, Eprom. de T. Liv. 139, Rutius Festus IX: Ammianus Marcellinus XX VII 4, 10; lordanes, Rom. 219. 59. F. Papazoglu, The Central Balkan (supra n. 5), 301-303. 60. On these historical events see: Tbidem, 56, 299-304: G. Katsarov, "The Celts in Old Thrace and Macedonia” tin Bulgarian), Spisanie na Hulgarskata akademia na naukite 18. Klon istoriko-philologichen i philosophsko-obshtestven 10 (1919), 41-80; B. Gerov, “Investigations on the Western" (supra n. 21); M. Garashanin, “Die alten Völker” (supra n. 12). 61. T. Gerassimov, “Coin Hoards" (in Bulgarian), BlABule 17 (1950), 316-326: E. Paunov, The Coins of the Roman Republic in Bulgarian Lands (3rd-tst Centurics BO): The Regions of Vratsa and Montana in Northwestern Bulgaria tin Bulgarian), MA Thesis at Sofia University, Sotia 1997.
1162
Nikolas Theodossiev
cording to the latest drachmai of Apollonia Adriatica and Dyrrhachion®?, testify that a period of conflicts in the lands of Triballoi followed, immediatcly after their defeat in Macedonia. In the second half of the 2nd century BC and tater, Skordiskoi obviously invaded in Macedonian lands through the river valleys of Margos and Axios®°, while Triballoi and the other Thracians rushed to the south via Oiskos and Strymon®. After a period of quietness, following the victories of Minucius Rufus, {rom about 90 BC onwards Skordiskoi started again plundering routes against Macedonia®. In 84 BC Skordiskian tribes together with Dardani and Maidoi looted and burnt down the sanctuary of Apollo at Delphi. Although Triballoi were not specifically mentioned side by side with Skordiskoi, Dardani and the Thracians, who participated in the expeditions against Macedonia and Greece, the Roman military campaigns in Northwestern Thrace clearly show that the region was a threat to the Republican state, and obviously these lands gradually entered in the sphere of the Roman policy of conquest. Simultaneously, the absence of Triballoi in the most of historical sources for the Ist century BC probably proceeded from the unclear view of the ancient authors on the real ethnonymic situation in the Central Balkans and from the historical speculation with the tribe of Moesi, wrongly localized in Northwestern Thrace. During 75-73 BC, in the course of Dardanian war, the Macedonian governor Gaius Scribonius Curio launched a route in the northwestern Thracian lands. After the historical evidence®, the proconsul vanquished Dardani and first of the Roman commanders reached to Istros and to Dacia on the other bank of the river, defeating Moesi and devastating their territory. In this case, the tribal name Moesi obviously replaced Triballoi, clearly localized to the northwest of Dardania, who were the only one tribe on the way of Gaius Scribonius towards Istros and Dacia. Similar conclusion could be 62. T. Gerassimov, “Coin Hoards Discovered in Bulgaria during 1962 and 1963” (in Bulgarian), BIABulg 27 (1964), 237-244; N. Conovici, “Aspects of Circulation” (supra η. 7), 5. Mashov, I. Prokopov, “Coin Circulation in Northwestern Thrace during the 2nd- Ist Centuries BC” (in Bulgarian), Drevna Trakiya 3 (1997), in print. 63. F. Papazoglu, The Central Balkan (supra n. 5), 299 ft. 6. Cf the ways of Triballian trade contacts to the south: N. Theodossiev, Northwestern Thrace (supra n. 4), chapter 3.2.
65. On these historical events see: F. Papazoglu, The Central Balkan (supra n. 5), 304-322. G. Katsarov, “The Celts” (supra n. 60); B. Gerov, “Investigations on the Western” (supra n. 21). 66. Eutropius VI 2: Rutius Festus VII S: lordanes, Rom. 216; Julius Florus. Epitom. de T. Liv. 1 39: cl. also F. Papazoglu, The Central Balkan (supra η. 5), 180-183, 409-4 10.
Late Hellenistic Aristokratic Burials in Triballoi
1163
supported by the ethnikon Moesiaci used by Rufius Festus, which does not bear some ethnical meaning but obviously designates the inhabitants of
Moesia®’. After the end of his successful campaigns, probably in 72 BC Gaius Scribonius became triumphator. Four coin hoards found in present-day Northwestern Bulgaria: from Masourkovoto locality near Galatin with latest Re-
publican denarii of 80 BC®, from Drumishtata locality near Beli Breg, with latest denarii of 79 BC®°?, from Bagachina locality near Staliyska Mahala, with latest denarii of 73 BC’, and from Zhitnitsata locality near Koynare, containing latest denarii of 67 BC7!, were hidden during the march of Gaius Scribonius or several years later (Koynare hoard), and testify to the defeat of the Triballian tribes and the following period of conflicts. There are not any clear evidence on some Roman military campaigns in Northwestern Thrace, for a period of about 50 years after these events. Simultaneously, during the 50s or 40s BC the Getic king Byrebistas crossed Istros and looted Thrace down to Macedonia and Illyria, plundering also the lands of the Celts mixed with Thracians and Illyrians’?. Strabo’s description indirectly shows that Byrebistas vanquished Triballoi and Skordiskoi, but without conquering them for a longer period’. Five coin hoards from presentday Northwestern Bulgaria: from Rabishkoto ezero locality near Rabisha, containing latest denarii of 54/51 BC?4, the second one found near Dolni Vadin,
with
latest denarii
of 48/46
containing latest denarii of 47/46
BC,
the third one
near Gorni
Vadin,
BC’®, from Stara Mogila locality near
67. F. Papazoglu, The Central Balkan (supra n. 5), 409. 68.5. Mashov, I. Prokopov, “Coin Circulation” (supra n. 62). 69. T. Gerassimov, “Coin Hoards discovered in Bulgaria in 1965" (in (1966), 211-214; E. Paunov, The Coins (supra n. 61). 70. T. Gerassimov, “Coin Hoards of 1956 and 1957” (in Bulgarian), 363; Y. Youroukova, Y. Athanassova, "Two Hoards of Roman Republican District Historical Musem - Vidin” (in Bulgarian), Izvestiya na muzeite v
Bulgarian), BJABule 29 BIA Bulg 22 (1959), 356Coins in the Fund of the Severozapadna Bulgaria
3 (1979), 245-260. 71. 5. Mashov, I. Prokopov, “Coin Circulation” (supra n. 62), T. Gerassimov, “Coin Hoards
Discovered in Bulgaria in 1964" (in Bulgarian),
BIA Bulg 28 (1965), 247-250; E. Paunov, The Coins
(supra n. 61).
72. Strabo VII 3,11. 73. B. Gerov, “Investigations on the Western” (supra n. 21) considered conquered Triballoi; strong arguments against this hypothesis in: K. Yordanov, n.S1). 74. Y. Youroukova, “Coin Hoards Discovered in Bulgaria in 1982" (in logiya 27/2 (1985), 58-64: §. Mashov, 1. Prokopov, “Coin Circulation” (supra n.
that Byrebistas had “Dobrudzha” (supra Bulgarian), Arheo62).
75, Τ. Gerassimov, “Coin Hoards” (supra n. 70). E. Paunov, The Coins (supra n. 61). 76. T. Gerassimov, “Coin Hoards” (supra n. 61); E. Paunov, The Coins (supra n. 61).
1164
Nikolas Theodossiev
Vratsa with latest denarii of 42/40 BC’, and the last one near Boukovets. containing latest denarii of 41 BC’8, may testify to the Getic military campaign in Triballian lands and to the following period of insecurity.
The end of Triballian political independence came in 20s BC, when the Roman
state made serious efforts to fortify its northern
Balkan frontiers and
to take possession of the Thracian tribes. In 29-28 BC the Macedonian proconsul Marcus Licinius Crassus launched two well organized campaigns to the north, described in details by Dio Cassius’’, who uscd the personal report of the Roman commander to the Senate and some other geographical descriptions of the 2nd - beginning of the 3rd centurics AC®®. In 30/29 BC the tribe of Bastarnai crossed Istros and rushed in Moesia, defeating the ncighbouring Triballoi and Dardani. Then, in 29 BC Bastarnai passed the mount Haemus and devastated the lands of Dentheletai in the middle Strymon valley. In order to protect Macedonia, Marcus Licinius vanquished Bastarnai and marched away to the north. The proconsul laid bare the territories of Moesi (i.e. Triballoi) and seized a strong fortress in their land. After these events, the Roman commander routed Bastarnai in the river valley of Kedros (i.e. Kiabros) and personally
started Moesia,
to persecute
and
killed their king Deldo. Then,
to massacre
the surviving
Marcus
Bastarnai
Licinius
in all the
not only in Triballian but in the Getic areas also. He concluded an
alliance with a part of the Getai and subdued more of the Moesi (i.e. Triballoi and some of the Getai). After that, the Roman troops withdrew to the south, because of the cold winter. In 28 BC Bastarnai rushed again in the territory of Dentheletai, but Marcus Licinius finally conquered them, and suppressed Maidoi, Serdoi and other Thracian tribes south of Haemus. Then, the proconsul passed Hacmus and helped to the Getic king Roles in a tribal war. The second Roman military campaign ended with a final suppression of Moesi (1.6. Triballoi
and part of the Getai),
who
meanwhile
had rebeled.
During
these
turbulent cvents and a little later, numerous coin hoards were hidden in the lands of Triballoi: the first one near Altimir, with latest denarii of 42/31 BC®!, in Grobishtata locality near Kalimanitsa, containing latest denarii of 77, 5. Mashov, L Prokopov, “Coin Circulation” (supra η. 62). 78. T. Gerassimov, “Coin Iloards of 1934, 1935 and 1936" (in Bulgarian), B/ABulg 11 (1937). 315-324; E. Paunov, The Coins (supra η. 61). 79. Dio Cassius {1 23,2 - 27, 2. 80. On the campaigns of M. Licinius Crassus, see: F. Papazoglu, The Central Balkan (supra n. 5). 56-57. 414-428 with op.cit. and all the historical sources: analysis of the evidence also in: B. Gerov, “Investigations on the Western” (supra n 21); 1. Belitov, “Triballoi in the Ancient” (supra n. 18).
81. T. Gerassimoy, “Coin Hoards” (supra n. 70): E. Paunov, The Coins (supra n. 61).
Late
Hellenistic Aristokratic Burials in Triballoi
1165
42/31 42/31
BC®?, in Gradishteto locality near Yakimovo, with latest denarii of BC®?, in Zolata locality near Gradeshnitsa, containing latest denarii of
32/31
BC,
in Tsera locality again near Gradeshnitsa, with latest denarii of
30/27 BCS, in Penkov Geran locality near Medkovets, containing latest denarii of 30/27 BC, one of which probably being in circulation several years later®®, in the vicinity of Moravitsa with latest denarii of 32/31 BC®’, in the vicinity of Ohoden containing latest denarii of 32/31 Β655, and the last one
near Rasovo, with latest denarii of 32/31 BC%?. Although, the historical sources used in the text above are very scanty, they allow to suppose
a serious Tribalian
military pressure
against
the pro-
vince of Maccdonia in the last decades of the 2nd - Ist centuries BC. Similar conclusion could be supported by the archacological data as well. The numerous graves in the lands of Triballoi, always with many weapons, may testify to the military way of life of the local tribal aristocrats, who participated both in the plundering campaigns to the south and in the defence of the tribal territory against the Roman legions coming from Macedonia. On the other hand, more than 50 coin hoards including Roman republican denarii, and tetradrachmai minted by First Macedonian District, Thasos and questor Acsilas, are discovered in the present-day Northwestem Bulgaria”. Morcover, four Italian bronze vases: two jugs and two simpula, of the Ist century BC are found in four flat graves in the lands of Timachi?', while another 82. T. Gerassimov, “Coin Hoards of the Recent Years” (in Bulgarian), B/ABule 15 (1946), 235-244: E. Paunov, The Coins (supra n. 61). 83. T. Gerassimov, “Coin Hoards of 1951, 1952, 1953 and 1954" (in Bulgarian), BA Bule 20 (1955), 602-611, E. Paunov, The Coins (supra n. 61). 84. N. Conovici, "Aspects of Circulation” (supra η. 7), 8. Mashov, 1. Prokopov, “Coin Circulation” (supra η. 62): E. Paunov, The Coins (supra n. 61). 85. Y. Youroukova, “Coin Hoards Discovered in Bulgaria during 1977 and 1978" (in Bulgarian), Arheologiya 21/4 (1979). 59-65; E. Paunov, The Coins (supra n. 61). 86. N. Conovici, "Aspects of Circulation” (supra n. 7); G. Alexandrov, I. Belitov, "A Hoard ot Roman Republican Coins trom the Village of Medkovets, Mihailovgrad District” (in Bulgarian), Arheologiva 33/4 (1991), 35-37. 87. N. Conovici, “Aspects of Circulation” (supra n. 7): $. Mashov, L Prokopov. "Coin Circulation” (supra η. 62). 88. T. Gerassimoy, “Coin Hoards” (supra η. 82): $8. Dimitrova-Chudtlova, “A Hoard of Roman Republican Denarii from the Village of Ohoden, Vratsa District” Cin Bulgarian), Arheologiva 142 (1972). 23-32. #9. N. Mushmoy, “Coin Hoards of 1921-1922" (in Bulgarian), BLA Bule 1 (1921-1922), 239241: FE. Paunov, The Comms (supra η. 61). 90.1. Behtov, “Historical Geography” (supra n. 7% N. Conovici. “Aspects of Circulation” (supran. 7): a dull list ot the coin hoards in Northwestern Thrace in: N. Theodossiev, Northwestern Thrace (supra n. 4), Catalogue of the Monuments. 91. P. Popovich, “Italische Bronzegetasse im Skordiskergebiet”, Germania 70/1 (1992), 61-74,
1166
Nikolas Theodossiev
fragment of the handle of Italian simpulum or patera of the Ist century BC (Fig. 16) is accidentally discovered in Triballian territory - in the vicinity of the present-day Gabare”?. Part of these hoards and finds undoubtedly could be interpreted like bootics and ransoms, but they may testify also to the Roman economic and trade penetration from Macedonia to the north, which had preceded the military occupation of Northwestern Thrace during the last
quarter of the Ist century BC”, Triballoi were not already mentioned like Roman enemies after the two successful campaigns
of Marcus
Licinius Crassus in 29-28
BC, which clearly
shows the end of their military power and their state of dependence, supervised by the Roman garrisons. The coin hoard found near Lazarovo, with latest denarii of 18 BC, clearly testifies however, that the Roman military pressure against the local Thracians had prolonged one decade after 28 BC. The real governing of the Triballian lands started in 15-11 BC, when praefectura and two civitates were organized, and Roman legions were placed”. Simultaneously, in 16 BC Skordiskoi and Dentheletai devastated Macedonia, but in 15 BC were finally defeated by the Romans”. The lands of Triballoi were completely annexed in the Roman Empire about 15 AC, when the province of Moesia was organized. Dept. of Archaeology / Solia St. Kliment Ohridsky University Sotia - Bulgaria
where the Italian vessels wrongly are interpreted like Skordiskian possessions. 92. N. Theodossiev, N. Torbov, “Thracian Tumuli” (supra n. 3). 93. B. Gerov, “The Romanism between Istros and Haemus. Ist Part. From Augustus to Hadrianus” (in Bulgarian), Godishnik na Sotiyskiya universitet - istoriko-philologicheski fakultet 45/4 (1948-1949), 3-91: N. Theodossiev, Northwestern Thrace (supra n. 4), chapter 3,1-2. 94. T. Gerassimov, “Coin Hoards” (supra n. 62). E. Paunov, The Coins (supra η. 61). 95. M. Tacheva, History of Bulgarian (supra n. 5), 148-161 with op.cit.: B. Gerov, “The Romanism” (supra n. 84); B. Gerov, “Investigations on the Western” (supra n. 21): F. Papazoglu, The Central Balkan (supra n. 5), 428-430. 96. G. Katsarov, “The Celts” (supra n. 60): B. Gerov, “Investigations on the Western” (supra η. 21): cf. discussion in: Ε. Papazoglu, The Central Balkan (supra n. 5), 340-345, B. Jovanovich, Ρ. Popovich, "The Scordisci” (supra n. 30).
Late Hellenistic Aristokratic Burials in Triballoi
1167
Fig. 1. Funeral pyre in tumulus No. 4
Fig. 2. Long sword of La Téne type from the
near Tumava.
grave in tumulus No. I near Turnava.
Nikolas Theodossiev
1168
"BARUIN
JB9U E ‘ON SNINUINI ul Z ‘ON SAP13 3) 101! Ads JO SPJIQ PASIQUI YUM ,.BJIBYIEN.. “pb δι
Late Hellenistic Aristokratic Burials in Triballoi
1169
Fig. 5. Spearheads from the graves Nos.
Fig. 6. Bronze “fibula” from the grave in
2 and ! in tumulus No. 3 near Turnava.
tumulus No. I near Turmava.
1170
Nikolas Theodossiev
Fig. 7. Rein from the grave in tumulus No. I near Turnava.
N
VS
9
$
Fig. 8. Handle of bronze vessel, a local imitation of Italian “simpulum” the grave in tumulus No. 4 near Turnava.
Fig. 9. Plan of tumulus No. 3 near Turnava.
or “patera”, from
Fig. 11. Funeral pyre No. 2 in tumulus No. 3 near Tumava.
Fig. 10. Stratigraphy of tumulus No. 3 near Turnava.
Im
Late Hellenistic Aristokratic Burials in Triballoi
1171
1172
Nikolas Theodossiev
fl
Àη
ή
/
ee μα. u
-
[2
3 }
Fig. 12. Representation of Triballian king horseman on a silver “appliqué” from Galiche
treasure.
Fig. 13. Silver “mastos” trom Yakimovo treasure with an image of Triballian dynast, weaponed with long sword.
Late Hellenistic Aristokratic Burials in Triballoi
Fig. 14. Silver “appliqué” trom Yakimovo treasure, which shows a bearded man (barbarian?) bearing torcs. made in some Hellenistic workshop.
1173
Fig. 16. Fragment from a handle of Italian bronze "simpulum” or “patera” from the vicinity of Gabare.
Fig. 15. Localization of the tribes in the Central Northern Balkans during the Late Hellenistic and Early Imperial periods.
92 ΚΑΡΕΣ
ΣΤΟ
Μιχάλης
ΜΥΧΟ
TOY
ΘΕΡΜΑΙΚΟΥ
ΚΟΛΠΟΥ
Τιβέριος
Κατά τις ανασκαφιχές Egevves του Πανεπιστηµίου µας το 1995 και 1996 στον αρχαίο οικισμό που βρίσκεται στο Καραμπουρνάκι, εχεί που κατά Την ἀποψή µας είχαμε τον κύριο πυρήνα της αρχαίας Θέρμης], HAVE στο φως ένα ενδιαφέρον όσο και σχετικά ασυνήθιστο για τον ελληνικό χώρο εὕρημα. Πάνω στα όστρακα ενός «ιωνίζοντος» πλειστού αγγείου, πιθανότατα αμφορέα, διακχρίναµε τα χαραχτά γράμματα από καρικές επιγραφές (Εικ. 1). Εδώ dev θα ασχοληθούμε µε τις επιγραφές αυτές καθ) αυτές. Τη µελέτη τους την έχει ἀναλάβει ο συνάδελφος Τάσος Χρηστίδης που είναι πολύ πιο ειδικός από µας σε τέτοια θέµατα. Σημειώνουμε µόνον ότι η παρουσία, ανάμεσα στα γράμματά τους, αριθμητικών σηµείων, σε συνδυασμό µε τον «ακατάστατο» τρόπο µε TOV οποίο έχουν χαραχτεί οι επιγραφές αντές πάνω στο αγγείο, µας κάνει να υποψιαζόµαστε ότι το περιεχόμενό τοὺς είναι πιθανότατα εµπορικής φύσης. RG IPOS τη χρονολόγησή τους υπάρχουν ορισμένες δυσκολίες, Το αγγείο βρέθηκε σε διαταραγµένο στρώμα. Αυτό, σε συνδυασμό µε την αποσπασµατικότητά του και την έλλειψη οποιασδήποτε διακόσμησης, δυσκολεύει την ακριβή του χρονολόγηση. Οπωσδήποτε όµως τα συνευρήµατα και κυρίως η µορφή των γωαμμάτων όπως και TO ίδιο το αγγείο, µας κάνουν να χρονολογούµε τις επιγραφές στον 60 ήτο αργότερο στον 50 αι. π.Χ.
Ot επιγραφές αυτές απὀ το Καραμπουρνάκι δεν είναι οι μόνες γνωστές παριχκές απὀ την περιοχή του Θερμαϊκού χόλπου και γενικότερα του βορειοελλαδικού χώρου. Πρόσφατα οι Τ. Χρηστίδης και Aux. Τζαναβάρη δηµοσίεισάν µια άλλη καρική επιγραφή που βρέθηκε στην Πολίχνη της Θεσσαλονίκης
και ήταν χαραγμένη στη βάση ενός αττικού μελαμβαφούς σκύφου του τρίτου τέταρτου του Sov αι. π.Χ.Σ, ενώ ο Τ. Χρηστίδης
είχε την καλοσύνη
να µου
1. BA. Μ. Τιβέωιος, «ATO τα απομεινάρια ενός προελληνιστικο τεροῦ Ὀπερί τον Orputiov κύλπων”», στο Πόλις χει pu στὴν αρχαία Μ{αχεδυνία και Ovaan, Μνήμη A. Λαζαρίδη. Oraπαλονίκη 1990, κυρίως 77-80. Του ίδιου, «ὉὈστραχκα (πό to Καραμπουρνάκι», AEMO 1, 1987, 247-254. H aaoyy αυτή γίνεται πλέον ὀέκτή από όλο και περισσότερους μελετητές, BA. π.χ. M. B. Hatzopoulos, Macedonian Institutions under the Kings, Λελετήμάτα 22, Athens 1996. 107 on. 4,173 σημ. 3. 2. K. Tzanavari - An.-Ph. Christidis, «A Carian Grallito from the Lebet Table», Thessaloniki, Kadmos 34, 1995, 13-16, atv. 1.
1176
Μιχάλης
Τιβέριος
υποδείξει και µια τρίτη καρική επιγραφή. Είναι χαραγμένη πάνω σ᾿ Eva µελαμβαφές, πιθανότατα GWTO, φιαλίδιο και μάλιστα πριν από το ψήσιμό του. Βρέθηκε από τον Κ. Σισµανίδη στην Ολυμπιάδα της Χαλκιδικής, στα αρχαία
Στάγειρα, και χρονολογείται στον do αι. π.Χ. Όλα τα παραπάνω µας δίνουν αφορμή να προσπαθήσουμε να δικαιολογήσουµε την παρουσία αυτή των Kaῥών στις αχτές του βορειοελλαδικού χώρον, µια παρουσία για την οποία ως σήµερα δεν γνωρίζαμε τίποτε». Οπωσδήποτε δεν φαίνεται να σχετίζεται ούτε µε τη γνωστή από τους αρχαίους συγγραφείς έντονη ὁραστηριότητα των Κα-
pov στο Αιγαίο κατά τη δεύτερη χιλιετία π.Χ. ούτε χαι µε µια θαλασσοκραtia TOUS στον ίδιο γεωγραφικό χώρο κατά το 721 π.Χ. που αναφέρουν OpL-
σµένοι συγγωαφείς της όψιµης αρχαιότητας". Αντίθετα δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα να συνδέεται µε τη γνωστή, κατά το 480 π.Χ., επστρα-
Tela του Ξέρξη, που πέρασε από τα µέρη αυτά κατευθυνόμενος προς τη Νότιο Ελλάδα, και στου οποίον το στράτευμα συμμετείχαν βεβαιωμένα και Κάρες». Ωστόσο η εμφάνιση των Καρών στις ακτές της Μακεδονίας πιστεύουμε ότι θα πυέπει να δικαιολογηθεί µε άλλες σκέψεις. Έχει ήδη ἐπισημανθεί and την έρευνα ότι ο χώρος της Μακεδονίας κατά τους αρχαϊκούς χρόνους και µέχρι τουλάχιστον και TOV 50 αι. π.Χ. καλλιτεχνικά βρισκόταν κάτω από την έντονη επιρροή της Ανατολικής Ελλάδας και ιδιαίτερα της Iwviag®. Πιθανότατα αυτή η επιρροή έφτασε στο πιο ψηλό της 3. Για παρονσία Καρών στη Θράχη, βλ. ΚΕ X 2, 4. Karia, 1943 (Blrchner) και Der Kleine
Pauly 3, λ. Karer, Karia, 119 (A. Kammenhuber). N. Theodossiev, «Two early Alphabetic Inscriptions from Bulgaria», Kadmos 34, 1995, 163. Nod. Στέφ. But., A. Καρύς κήπυι, και FHG III b (Supplement) 314-315, αριθ. 35 (F 99-101) και 5. Torbatov, Thracia Pontica VI.1 (1994), 325 κ.ε. 4. Βλ. π.χ. G. Bockisch, «Die Karer und ihre Dynasten», K/fo 51, 1969, 120. RE X 2, À. Karia, 1945 (Bürchner).
5. Βλ. π.χ. Hgddotacg VII 93 και 97 και VIII 19 xa 22. 6. Βλ. π.χ. M. Ανδρόνικος, «Deux steles de Vergina»y, BCH 79, 1955, 99 ue. Tow tow, «Σχέψεις για τα τελευταία ευρήματα της Βεωγίνας», Ovaxıxn Επετηρίδα 7, 1987-1990, 29 και κυρίως 33. X. Σαατσόγλου-Παλιαδέλη, Ta επιτάφια Μνημεία até τη Μεγάλη Τούμπα της Broγίνας, Θεσσαλονίκη 1984, κυρίως 81-89. Γ. Ακαµάτης, «Ξάνθος Δημητρίου και Αμαδίκας υιός», Αμητός, Τιμητικός τύµως για tov καθηγητή Μανύλη Ανζρόνικυ, A, Θεσσαλονίκη 1987, 21 κ.ε.
χαι σημ. 44 µια βιβλιυωγοαφία. 6. Στεφανίδου-Τιβερίου, «Επιτύμβια στήλη από to Δίον Πιερίας», AA 30, 1975, 41-43. Aux. Δεσποίΐνη, «Η στήλη απὀ to Ωραιόκαστρυ Θεσσαλονίκης», Archaische und Klassische Plastik Il, Mainz am Rhein 1986, κυρίως 49-50 (εκδ. H. Kyrieleis). Της ίδιας, «Πεσσός µε ανάγλυφη παράσταση στο Μουσείο Grnaaiovixnce, Αμητός, Tyintexds τύµος
για tov καθηγητή Μανόλη Ανῥρόνικυ, A, Θεσσαλονίκη 1987, κυρίως 299. Την επίδραση της Ανατολικής Ελλάδας στην τέχνη των αρχαϊκών χρόνων της Μακεδονίας, επιβεβαίωσαν evtuπωπσιακά και TA ευρήματα των τελευταίων ανασκαφών στη Maxedovia και μάλιστα ὀχι µόνον τών παραλίων αλλά και TOV εσωτερικού της, όπως τ.χ. στις Αιγές (πηµερινή Βεωγίνα) και στην Αιανή. Βλ. π.χ. A. Κοτταρίδου, «Βεργίνα 1989. Ανασκχαφή στο vexyotageio στα BA της αυ-
χαίας πόλης», AEMO 3, 1989, xvgiws 2 x.E., 6-7. T. Καραμήτρου-Μεντεαίδη, Αιανή Κυξάνης, Αοχαιολογικός Οδηγός, Θεσσαλονίκη 1989, xugiws 53 κε., 68.
Κάρες ato μυχό του Θερμαϊκού κόλπου
1177
σηµείο κατά την υστεροαρχαϊκή εποχή, όταν η Ιωνία και Eva µεγάλο µέρος της Μακεδονίας αποτελούσαν επαρχίες της Περσικής Αυτοκρατορίας. Αυτό φαίνεται ανάµεσα στα άλλα και AIO τους σημαντικούς σε μέγεθος και ποιότητα ιωνικούς ναούς που κτίστηκαν την εποχή αυτή στην περιοχή της Θεσσαλονίκης” χαι της αρχαίας Νεάπολης, στη σηµερινή Καβάλαδ. Αυτό το έχουµε διαπιστώσει και από τις ανασκαφές µας στο Καραμπουρνάκι, όπου έχει βρεBei αξιόλογη ιωνική κεραμική πολυτελείας και χρονολογείται από τα ύστερα γεωμετρικά χρόνια ως χαι TOV 60 αι. π.Χ. Στο ἰδιο χρονικό διάστηµα χρονολογούνται και σημαντικές ποσότητες εμπορικών αμφορέων της Ανατολικής Ελλάδας pe TOUS οποίους, ως γνωστόν, γινόταν η µεταφορά κρασιού και λαδιού, ανάµεσα στους οποίους κυριαρχούν OL LWVIXOL χαι µάλιστα οι χιώτικοι”. Αυτό ακριβώς το έντονο παρόν των Ιώνων στο μυχό του Θερμαϊκού κόλπου HAL γενικότερα στο βορειοελλαδικό χώρο, σε συνδυασμό µε ορισμένες γωαπτές αρχαίες μαρτυρίες, µας επιτρέπουν να χάνουμε Κάποιες σκέψεις ικανές, κατά την ἀποψή µας, να δικαιολογήσουν πειστικά À τουλάχιστον ικανοποιητικά την παρουσία των Καρών στο γεωγραφικό αυτό χώρο. Οι Κάρες, ένας λαός για τον οποίο ορισμένα πράγματα παραμένουν ακόμη αδιευκρίνιστα, είναι γνωστό ότι ήἦλθαν σε άµεση επαφή µε τους Ίωνες από τα πρώτα κιόλας χρόνια που οι τελευταίοι εγκαταστάθηκαν στα NA παῥάλια της M. Ασίας, στις αρχές του 10ου αι. π.Χ. Τρεις ιωνικές πόλεις, η Πριήνη, η Μυούς καν η «επιφανής» Μίλητος, είχαν χτιστεί µέσα στην ίδια την Καρία, ενώ σύμφωνα µε τον Ηρόδοτο, που, ὡς γνωστόν, καταγόταν από τα µέρη αυτά και επομένως ήξερε καλά την ιστορία τους, οι πρώτοι Ίωνες άποικοι, και μάλιστα αυτοί που προέρχονταν από την Αθήνα, πήραν για γυναίκες τοὺς νέες από την Καρία, αφού σκότωσαν τοὺς γονείς τους!θ. Έτσι yunyopa ανάµεσα στους δύο αυτούς λαούς αναπτύχθηκαν στενές σχέσεις, μαζί επιδόθηκαν σε κοινές επιχειρήσεις και ανέλαβαν κοινές δραστηριότητες, κάτι μάλλον φυσιολογικό, αφού συχνά κοινή ήταν και η µοίρα τους. Έτσι
7. G. Bakalakis, «Therme-Thessaloniki», AnfK, Beiheft 1, 1963, 30-34. T. Μπακαλάκης, «le-
οὐ Awwviioov xat φαλλικά δρώμενα στη Θεασαλυνίκη», Αρχαία Μακεδονία, Toiro Διεθνές Συµπόσιο, Θεσσαλονίκη
1983, κυρίως 33-35. M. Mertens-Horn,
Die Löwenkopf-Wasserspeier des
griechischen Westens im 6. und 5. Jh v. Chr., Mainz am Rhein 1988, 57 x.e. LK-WS 28, niv. 12 e-f. A. Ohnesorg, Inselionische Marmordücher, Berlin-N. York 1993, 97-99, niv. 26 και 64. A. B. Γραμμένυς - T. Κνιθάκης, Κατάλογος των αρχιτεκτονικών μελών του Μουσείωυ Θεσσαλονίκης, Θεσσαλυνίκη 1994, 21-33, age. 1- 29, tiv. 1-4 (23-29).
8.0. Μπακαλάκης, «Νεάπυλις, Χριστούπυλις, Καβάλα», AE 1936, 7-37. 9. Για xepautxn Ανατολικής Ἑλλάδας and παλιές αρχαιολογικές έρευνες στο Καραμπου)vane, BA. M. Τιβέριος, «Ootpaxa απὀ to Καραμπουρνάκι», AEMO 1, 1987, 250 x.£.. 257, eux. 710, 258, eux. 11-12, 16, 259, eux. 17, 260, eux. 19.
10. Ηρόδοτος 1 146.
1178
Μιχάλης
Τιβέριος
στον 70 αι. π.Χ. Ίωνες κει Κάρές μισθοφόροι ἀπό κοινού, βοηθούν τον Ψαμμήτιχο Α΄ (663-609 π.Χ.) να ανέβει στο θρόνο της Αιγύπτου!!, Μάλιστα, µετά την επιτυχή έκβαση του εγχειρήματος, ο Φαραώ εγκαθιστά τους µι-
σθοφόρους αυτούς Ἰωνες και Κάρες σε περιοχές που η pia βρισκόταν απέναντι στην άλλη, έχοντας ανάμεσά τους τον Νείλο, τις οποίες και ονόμασε Στρατόπεδα!2. Ενεργό µέρος στα πωάγματα της Αιγύπτου οι Ίωνες και ΚάLES μισθοφόροι, γύρω στους 30.000, παίζουν χαι κατά τη διάρκεια της βάσιλείας
των
Φαραώ
Απρίη
(588-568
π.Χ.)Ι3
και
Άμαση
(568-526
π.Χ.).
ο
οποίος και τους εγκαθιστά στη Μέμφιδα!". Αλλά xaı ο τελευταίος Φαραώ της Σαιτικής Δυναστείας (της 26ης), ο Ψαμμήτιχος Γ΄ (526-525 π.Χ.). µε τους μισθοφόρους αυτούς προσπάθησε να αποτρέψει την υποδούλωση της χώρας TOV στους Πέρσες, χωρίς βέβαια και να το επιτύχει!. Οι στενές σχέσεις των Ιώνων µε τους Κάρες συνεχίστηκαν και κατά τη διάρκεια της Ιωνικής Επανάστασης, στα τέλη του όου και στις αρχές του 5ου αι. π.Χ., όταν και OL VO τους ανήχαν στην ίδια περσική Σατραπεία!ό. Τους βρίσκουμε και
πάλι μαζί να μάχονται για την αποτίναξη του περσικού Evyov!7. Μάλιστα, σύμφωνα µε την αρχαία γυαμματεία, κατά τη διάρκεια της επανάστασης av-
τής, οι Κάρες είχαν αναπτύξει ιδιαίτερες σχέσεις µε τοὺς Μιλησίους!δ. Και ασφαλώς 0’ αυτές τις στενές σχέσεις που συνέδεαν τους Κάρες µε τους Ἰωνες βασίστηκε και ο Θεμιστοκλής και προσπάθησε, λίγο ποιν από τη ναυµαχία της Σαλαμίνας, όταν ο περσικός στόλος βρισκόταν έξω από το Αωτεµίσιο της Εύβοιας, να πείσει Tous Ίωνες να παρασύρουν τους Κάρες σε αποστασία από τον περσικό
στόλο!». Σημειώνουμε
ότι κατά την εκστρατεία αυτή του
Ξέρξη, ta τωνικά πλοία ήταν και πάλι δίπλα στα καρικά, κάτω από τις διαtuyés tov Αριαβίγνη, tou γιου του Δαρείουζῦ, Où στενές σχέσεις των Καρών UE τους Ίωνες συνεχίστηκαν χαι κατά τους κλασικούς χρόνους. Κατά την εποχή αυτή η Καρία γίνεται µέλος της A’ Αθηναϊκής Συµµαχίας, mov στα LE. 12. 13. 14. 15. 16. 17. 18.
ΠΗρόδυτος II Hoadotus IT Πρύδυτος Η Ηρόδοτος II Ηρόδοτος Hyddotos III Hyddotog V Hoosotos V
152. 154. 163 154. LT. 90. 103, 120.
19. Hyodotos ΝΗΙ
Πωλύαινος VIT 3. και 169.
117-121. FHG III b (Supplement), 212 -213, αριθ. 16.
19 και κυρίως 22. Ὑπενθυμίζω ότι υπήρχε και παράδοση που ήθελε τη
μητέρα TOV Θεμιστοκλή να ήταν sro την Καρία. Βλ. Πλουτάρχου, Θέμιστοκλῆς I. Επίσης, όταν ο Θεμιστοκλής πατέφ γε αργότερα στων Hevon βασιλέα, ὁ τελευταίος TOV παραχώρησε ανάμεσα σὲ άλλες πόλεις και τη Μηούντα, mov βρίσκεται στην Καρία, Βλ. Oovavdtions I 138 και Mou. ταρχος. Θεμιυτοκλής XXIX. 20. Πωὐδότος VIT 97.
Κάρες στυ μυχό του Θερμαϊκού κόλπου
1179
πρώτα χρόνια της είχε για έδρα της TO πανιώνιο ιερό του Απόλλωνα στη ΔήLo, πληρώνοντας στους Αθηναίους τον λεγόμενο «καρικόν φόρον»Σ!. Τόσο ο Θουκυδίδης όσο και άλλοι συγγραφείς γνωρίζουν ότι στην Καρία το ελληνικό στοιχείο είχε έντονη παρουσία. Οι Κάρες μιμούνταν τον ελληνικό τρόπο ζωής και µάθαιναν την ελληνική γλώσσα. Έτσι συχνά γίνεται λόγος στα αρχαία κείµενα γιά δίγλωσσους Κάρες, ενώ είναι γνωστό ότι και η καρική γλώσσα
είχε πολλές ελληνικές λέξεις2Σ, Το πόσο οι Κάνες είχαν επηρεαστεί από τους Ἑλληνες και µάλιστα από τους Ίωνες συγκατοίκους τους, φαίνεται πολύ XuAa και στα έργα της τέχνης TOUS και κυρίως στην κεραμική πολυτελείας που παρήγαγαν KATA τους γεωμετρικούς και κυρίως αρχαϊκούς χρόνους. Τόσο τα σχήματα TV αγγείων τους όσο και η διακόσµησή τοὺς σαφώς βρίσκονται κάτω απὀ την άµεση επίδραση της κεραμικής της Ανατολικής Ελλάδας, ιδιαίτερα, για τα αρχαϊκά χρόνια, της ΜιλήτουΣ». Μελετώντας κανείς τα καρικά αυτά αγγεία, dev κάνει λάθος αν τα προσλάβει ὡς επαρχιακά ιωνικά έργα.
21. BA. B. D. Meritt - Η. Τ. Wade-Gery - M. F. McGregor, The Athenian Tribute Lists |. Cambridge Mass. 1939, 496. Σε oyiapeévec μάλιστα χρονικές περιόδους HATA τη διάρκεια της Συμμαχίας αυτής, η Ιωνία και η Καρία αποτέλεσαν και πάλι µια διυικητική επαρχία πληωῦ-
γυντας pati tov «ιυνικόν φόρον», Βλ. σχετικά Meritt - Wade-Gery - McGregor, 6.7, 494. Σημειώνουμε ὅτι ορισμένες παρικές πόλεις ἡ ορισμένοι Κάρες «Δνυνάστες» πλήρωναν και µεμονιωμένα τον φόρο τοὺς στη Συμμαχία. Βλ. π.χ. Meritt - Wade-Gerry - McGregor, 6.77., 495 («Κάρες ων Τύμνης άρχει» και «Καλήόνιοις), 551-552 («Ευαγγελής»), 553 («Τάραματος» και «Toul vic»). Για τη συμμετοχή των Καρών στην Α΄ Αθηναϊκή Συμμαχία, βλ. και Bockisch, 0.7. (σημ. 4) κυρίως 128-129.
22. Στράβων, IA Η 28. Θυυπκυδίδης, VIII 85.2. Awd. ΧΙ 60. Βλ. xa Bockisch, 6.7. (σημ. 4) 120 και σημ. 5. Εντελώς πωόσφατα, σε γευμανυτουρχικές ανασκαφές στην Καύνο, βρέθηκε ὁίγλὠσση επιγραφή, γωαμμµένη στην χαρική και ελληνική γλώσσα. Χωρίς άλλο, θα συμβάλλει στην προώθηση των γνώσεών µας για την καρική γλώσσα. BA. Chr. Marek - P. Frei, Kadmos 36, 1997, 1-89. H παραπάνω δημυσίευση έγινε πριν έλθει στο φως ένα άλλο τµήµα της ίδιας επιγραφής. 23. Για τη γεωμετρική εποχή, BA. C. Ozgünel, Carian Geometric Pottery, Ankara 1979. Για
την αργαϊκἡ επυχἠ, βλ. Funde aus der Antike, Sammlung Paul Dierichs, Kassel, Kassel 1981, 28-75, αριθ. 1-35 (εκδ. P. Gercke). K. Yfantidis, Antike Getdsse, Staatliche Kunstsammlungen Kassel, Melsungen 1990, 178-184, αριθ. 120-126. A. Pasinli, «An east Greek oinochoe and some east Greek Vase fragments from the orientalizing period, in the Istanbul archacological Museums», Anatolia 18, 1974, 63 x.€., 774€. av. 1-V. H.-U. Cain, «Eine neuartige, kleinasiatische “Fikellura”-
Vase», JoBern Hist Mus. 53/54, 1973-74, xpi
46 κ.ε. K. Stähler, «Griechische Vasen des Archiio-
logischen Museums der Universität Münster. Erwerburgen 1972-1976», Boreas 1, 1978, 180 w.r., und. 7, iv. 25. E. Hemelrijk, «A Group of provincial East-Greck Vases from South Western Asia
Minor», BA Besch 62, 1987, 33 κ.ε. G. P. Schaus, «Two Fikellura Vase Painters», BSA 81, 1986, 290 x.e. Του ίδιον ote San Antonio Museum ol Art, Greek Vases, San Antonio, Texas 1995, 58-60, αριθ. 18-20 (εκδ. H. A. Shapiro - C. A. Picon - G. D. Scott, HD. R. M. Cook, «Antecedents of Fikellura», Anatofit 21, 1978/1980, 71 κ.ε. (Χαριστήριον στον Ε. Akurgal). D. Lenz, «Karische Keramik im Martin von Wagner-Muscum, Würzburg», ÖJh 66, 1997, 29 κ.ε.
(180
Μιχάλης Tißeotos
Μετά απὀ όλα αυτά (εωρούμε ὡς UPXETA πιθανόν τους Κάρες στο μυχό του Θερμαϊκού κόλπου να TOUS οδήγησαν Ίωνες συντοπίτες TOUS που, όπως ήδη εἰπαμε, ano τα τέλη του 8ου αι. π.Χ. και καθόλη τη διάρκεια της αρχακής εποχής, είχαν µια έντονη παρουσία στα µέρη αυτά. Ίωνες και Κάρες
πολλές φορές διέσχισαν µαζί το Αιγαίο μετέχοντας σε κοινές ὁραστηριότητεςΣ’. Είναι πολύ γνωστές οι επιδόσεις των Ιώνων στο θαλάσσιο εμπόριο. ενώ και OL ίδιοι OL Κάρες, εκτός από ονοµαστοί στρατιώτες2», περίφηµοι ήταν και στα έργα της θάλασσας, όπου, συχνά και ὡς πειρατές, είχαν µια μακρόχρονη παράδοσηζό. Κάναμε ήδη λόγο στην αρχή της ανακοίνωσής µας για εποχές που οι Κάνες είχαν µια έντονη παρουσία στο Αιγαίο, ενώ υπάρχουν και γραπτές μαρτυρίες που τοὺς σχετίζουν και µε τους Φοίνικες2], τους άλλους δεινούς θαλασσοπόρους της Μεσογείου. Αφιστωζέλειο Πανεπιστήμιο ΘΥὐσαλονίκης
24. Πήβαια η συγκατυίχηση στα ίδια µέρη GUOLXO είναι να δημιούργησε και πρυῤλήματα και τριβες ανάμεσα στοῖις Ίωνες και τους Κάρες. BA. π.χ. Στούβων TA, 1128. 25. Ηούδοτος F171. Zrocquov TA, 1127. BR. και Bockisch, 6.7. (σημ. 4), 120 και σημ. L. 26. Hyodotog I 171,11 152. Gourdon 1, 4 ace 8. 27. Oovawions
1.8. Depa. RE X 2, 1943, À. Karia (Bürchner).
Κάρες στο μυχό του Θερμαϊκού κόλπου
Εικ. I. Καρική επιγραφή από To Καραμπουρνάκι.
1181
93 THE TOMB OF PHILIP AND THE TOMB CONTRASTS AND CONSEQUENCES
R.
A.
OF ALEXANDER:
Tomlinson
The excavation by Manolis Andronikos of the tomb of Philip, and the excavation both before and since of many other Macedonian tombs —a veritable crop, I described them in AR for 1995— enables us to put them in a reasonably clear sequence. If Philip's was not the first it must nevertheless have boosted the popularity and consequent development, for those who were in a position to allord them, of these solidly built vaulted tombs. It is usually difficult, beyond the defined group of royal tombs at Vergina, even to guess at the identity of the occupants, but from the number of tombs now known, and their diffusion over the wider area of Macedonia, it is clear that they were not confined to members of the royal families, whether of the Argeads or the Successors. It is also clear that, even though the tomb of Philip was itself buried and may be presumed to have been out of sight (especially after the great tumulus was heaped over it), there was nevertheless a continuing tradition for the tomb type, that people from generation to generation knew what the tomb of Philip looked like, and wanted, as far as possible, their own tombs Lo be of the same type. There can equally be no doubt that if Alexander the Great had been taken back to Macedon for burial then he would have been buried in a similar tomb. Stella Miller-Collet, at one of our previous symposia!, demonstrated that from
Diodorus’ description of the grandiose hearse which started to bring Alcxander's body back from Babylon to Aigcai? it appears to have been in the form of a Macedonian tomb on wheels. The eventual burial of Alexander by Ptolemy I was evidently rather different. It is very noticeable that even in Alexandria no tombs of Maccdonian type have been found, despite the investigation of considerable arcas of cemetery. particularly in the carly Hellenistic cemeterics of Shatby and I. Ancient
Macedonia
IV.
2. Diodorus XVIN 26-27.
1184
R.A.
Tomlinson
Hadra?: that the graves, which included those of Maccdonians, generally. are of much simpler, ordinary type, while the more elaborate rock-cut tombs (one or two at Hadra, more at the later cemetery of Mustapha Pasha‘) while em-
ploying the forms of Greek architecture are manifestly not of Macedonian origin (the connection is probably with Cyrene, but that is another matter). There is. then, an immediate contrast between the consequent influence of the burial of Philip and that of Alexander. Can we, in any way, talk of the consequences of Alexander's burial? The crucial question is the nature of Alexander’s burial place. The problems here are well known. The ancient sources
locate
Alexander’s
tomb
clearly
enough,
in general
terms:
it was
within the city of Alexandria itself, where he was worshipped and had a cult and a priest whose
name
was used, along with that of the reigning king, to
identify the calendar year. The exact location of the tomb within Alexandria is more difficult, but Strabo* makes it perfectly clear that it was in the precinct called the Sema, which was part of the Basileia, the palace area, where Alexander was originally buried by Ptolemy I Soter, who, Diodorus® tells us, prepared an enclosure (τέμενος) worthy of the Glory of Alexander in size and construction. The only account which scriously conflicts with this is that of Zenobios’ who says that Ptolemy IV Philopator, in consequence of his guilt after driving his mother Berenike to suicide, built ev µέσῃ τῇ πόλει μνῆμα Ô νῦν Σῆμα καλεῖται where he buried his mother along with all his ancestors and Alexander the Macedonian.
My
feeling is that this story has been
taken
too literally, implying that Alexander’s tomb was moved by Philopator. Fraser accepts Zenobios’ statement at its face value and considers that the Sema to which Strabo refers was the same as that attributed to Philopator by Zenobios, despite the fact that Strabo
(who
attributes it to Soter. Diodorus the detail in his description of that his account goes back to Zenobios’ explanation is not xandria but with Philopator's good reason to suppose that burial place, if he did as much
knew
and visited Alexandria)
also postdates the time of Philopator, but given Alexander's hearse there is a strong probability a source contemporary with Soter: in any case really concerned with the architecture of Alenightmares. | would suggest that there is no Philopator did much more than embellish the as that.
3. E. Breecia, La Necropoli di Sciatbi (Cairo
1912). R Pagenstecher, Nekropolis
1919).
4. 5. 6. 7.
specifically
A. Adriani, Annuaire du Musée Gréco-Romaine. Strabo 794. Diodorus XVII 29.4, Zenobios iii 0.
1933-35.
(Leipzig
The tomb of Philip and the tomb of Alexander
1185
The use of the term τέμενος makes clear that the actual place of burial was situated within a precinct. We know that the corpse itself was originally put in a gold sarcophagus, until that was removed by Ptolemy X, and that it was accessible: the emperor Augustus saw it (and allegedly broke off the nose) and it was later seen by other Roman emperors. It could have been in a Macedonian type tomb, but beyond calling it in general a mausoleum with an accessible funerary chamber we cannot say more.
The location of the Sema is unknown. Attempts to find the tomb by interpreting Zenobios’ Ev µέσῃ τῇ πόλει literally as the middle of the city by excavating in the mosque of Nebi Daniel (where an Arab legend also placcs the tomb) have proved entirely negative. My own preference is somewhere in the vicinity of the find-spot of an enormous
Corinthian capital®, found in the
1890's in the grounds of the Menasce school and re-erected —on a column too small for it— in what is now called Said Square, to commemorate the battle of Omdurman. It is now generally called the Khartoum Column. The capital is made from two pieces of basalt which were found together, a fact which to me demonstrates that they had not moved far from thcir original location. The capital is 1.38m high, and the bottom diameter —the top diameter of the original column— is 1.083m. The column on which it is placed has a top diameter of only 0.984m, one tenth less than that of the original, implying that it was also that much taller, so as the present column is 10.54m high, the original was c. 11.60m. The form of the capital has been discussed most fully by Hoepfner”, in an article on a similar capital at Nikopolis. It is of a distinctive Alexandrian type (so the Nikopolis example is likely to have been deliberately brought from Alexandria by Augustus in celebration of his victory over Cleopatra). The datc is uncertain, but Hoeptner is confident it is early Hellenistic, belonging to the earliest Ptolemaic pcriod. It is not architectural. There are no signs that it supported an architrave, and any building employing it would have had to be of very
large
dimensions.
It clearly
carried
a statue
—Hocpiner
suggests
either Alexander or Soter. As such it is comparable with the two large Ionic columns erected in front of the Echo stoa at Olympia, which carried statues of Philadelphos and Arsinoc!®. The use of colossal or very large columns to carry commemorative statues marks a development from the lower columns and pillars of classical commemoratives. Within sanctuaries they echo the tall 8. A. Adriani. Repertorio d'arte del Egitro Greco Romano, CI-11 78 (Palermo 1963-6). 9. Ein fruhes korinthisches Kapitell in Nikopolis bei Aktion, in Alessandria ο fl Mondo ellenistico-romano. Studi in honore di Achille Adriani, 175 (Rome 1983). 10. W. Hoeptner, Zwei Plolematier Bauten (Ath Mitt Bethelt D.
1186
R. A. Tomlinson
obelisks of Egyptian precincts, and which were later incorporated into the Kaisareion at Alexandria which Cleopatra built as a funerary commemoration of her murdered lover. I would suggest, then, statues on columns in the context of the Sema itself, and a strong probability that the Khartoum column came from the Sema, which therefore must have been in the vicinity of its tind-spot. Can we go further? In his book about the Alexandria library!! —a book which is more popularist than scholarly—- Luciano Canfora postulates, on the basis of a rather muddled account by Diodorus, a link between the form of the Sema at Alexandria and the funerary temple of Rameses II. This is improbable, and it is doubtful if Philopator —let alone Soter— would have given Alexander, or even their own dynasty, a burial place in Alexandria which was in the form of an Egyptian funerary monument. On the other hand there is one fascinating feature of the Rameseum, as described by Diodorus!? (after Hekataios) which might, if it were known, have found favour in a place like Alexandria and have been copied in the Sema of Alexander. On the top of the building (which Diodorus calls the tomb of Osymandias, not the Rameseum) there was a golden circle running round the entire monument, 365 cubits long and | cubit thick. On this were engraved, one on each cubit, the days of the solar year, beside each of which were noted both the risings and settings of the stars as they naturally occur, as well as the seasonal changes. This seems not to have survived to the Hellenistic period, since it was removed by Cambyses at the Persian conquest of Egypt. (Was it, perhaps, returned by Alexander’). But the possibility of similar astronomical and related features existing in Egypt is obviously a strong one.
For this, though, we have first to look elsewhere and turn to Rome, to the Mausoleum of Augustus and its context, where we have the actual tomb, a monumental but accessible structure in an extended precinct in conjunction with the Altar of August Peace and a gigantic sundial, the Horologion Augusti with an obelisk which served as its gnomon®. The sundial records not only the time but also seasonal changes. Some of its bronze marking and lettering. though re-set, apparently in the time of Domitian, seems to have been set up, originally, in the time of Augustus. It uses Latin to indicate the months, but Greck for the scasons and signs of the Zodiac. Though it is more than likely that such a system. even if set up in Rome, was installed by a Greek scientist,
It. L. Cantora, La Biblioteca Scomparsa (Palermo 12. Diodorus 149.5, 13. E. Buchner, Rom Mitt 87 (1980) 355t.
1986).
The tomb of Philip and the tomb of Alexander
1187
at Rome we might expect all the lettering to have been in Latin. The suspicion must be that some of it was taken from Alexandria, or that there is where the original from which it was copied had been created. At the least it is likely that, in planning his own burial place Augustus wanted a setting comparable with the Sema at Alexandria, and that this is where the original of the sundial was to be found. We have wandered a long way from Macedonia, and it is time to return. The comparison and contrast between the burials of the two great Macedonian kings is marked. Philip was buried in a traditional cemetery, long used and presumably containing, if we could only find them, the remains of his ancestors. The form of his grave was a development from a traditional type, but, though in itself better constructed and decorated, was buried out of sight and covered —at first— with what appears to have been the traditional low mound. Other Macedonians —not themselves royal— were buried in similar tombs. Alexander was buried in an elaborate and monumental complex, within the city, as befits a founder hero receiving divine cult. This burial complex was integrated into the city plan, and specifically the Royal or Palace quarter. There are no discernible links with Macedonian actual burial was in a Macedonian
tradition, unless the
vaulted chamber, but even
if so, it had no
influence on other burials in Hellenistic Alexandria. The origins of such burial may be sought rather in the Halikarnassos of Mausolos, but there may also have been Egyptian influence: certainly the the dead king received superhuman treatment.
The influence of Alexander’s burial is rather on other royal tombs and above all Imperial Rome and, it seems to me, most directly on the mausoleum and funerary compex of Augustus. With this we can indeed return to Macedon, here to Thessalonike and the Palace-linked monumental burial of Galerius. Compare the Rotonda with the tomb of Philip, and the contrast is
made. Birmineham, UK
94
O ΟΡΑΤΙΟΣ
ΚΑΙ Η ΜΑΧΗ
Γεώργιος
Αθ.
ΤΟΝ ŒIAITITION
Τουρλίδης
Ο κορυφαίος των Λατίνων λυρικχών ποιητών της κλασσικής χρυσής περιόδου των Λατινικών Γραμμάτων της εποχής του αντοχράτορος Οκταβια-
vod Αυγούστου [C. lulius Caesar Octavianus Imperator, 63 n.X.-14 μ.Χ.], Κόιντος Οράτιος Φλάκκος (Q. Horatius Flaccus, 65-8 π.Χ.] τρεις φοράς εις το έργον του [Hor. Carm. II, 7,9-12, Carm. III 4 26-27, Epist. II 2,49] ποιείται µνείαν της μακεδονικής πόλεως των Φιλίππων, εξ αφορµής της περιφήμου ομωνύμου µάχης, η οποία διεξήχθη την 23nv Οκτωβοίου του έτους 42 π.Χ. µεταξύ των στρατευμάτων του Οκταβιανού και του Μάρκου Αντωνίου [M. Antonius, 82/81-30 π.Χ.] το μεν και των στρατευμάτων του Fatov Κασσίου Λογγίνου [C. Cassius Longinus, 85-42 π.Χ.] και του Μάρχου [Ιουνίου Βρούτου [M. Junius Brutus, 85-42 π.Χ.]το δε: Επέπρωτο η ελληνικωτάτη Maπεδονία, ως προς την γην και την γλώσσαν, το βασίλειον του Μεγάλου ΑλεΕάνδρου, να καταστή θέατρον πολεμικής αντιπαραθέσεως μεταξύ των ιδεολογικών πολιτικοστρατιωτικών επιγόνων του Γαἴου Ιουλίου Καίσαρος [C. Julius Caesar, 100-44 π.Χ.] και του Γναίου Μάγνου Tlounntov [G. Magnus Pompeius, 106-46 π.Χ.]. H κατωτέρω παράθεσις, µετάφρασις HAL ανάλυσις των ως GVW µνημµονευθέντων χωρίων τον Ορατίου θα παράσχη εις nuds την δυνατότητα πλήLOUG κατανοήσεως των εις αυτά αναπτυσσοµένων επόψεων του ποιητού OYEτικώς µε την µάχην των Φιλίππων και των εξ αυτής επιδράσεων επί την διαµόρφωσιν του χαρακτήρος του.
Hor. Carm.
II 7,9-12:
«Tecum Philippos et celerem fugam Sensi relicta non bene parmula, Cum fracta virtus et minaces Turpe solum tetigere mento», ήτοι, xaQ’ NUETÉQUV µετάφρασιν, WG και διά τα λοιπά χωρία του Ομρατίου:
1190
«Με
Γπύργιος
AO. Τουρλίδης
σὲ ησθάνθην (έμαθον) τους Φιλίππους και την γοργήν φυγήν, ουχί κα-
AWS (-άρα ATU)
εγκαταλειφθείσης της ασπίδος, OTE η συντετριμμένη (LY-
Ovela και ae απειλαί ἡγγισαν (ÉWANOUV) διά του γενείου το αισχρόν (αιμόπηκτον. πωοδοθέν) έδαφος». Εις την ως άνω ωδήν IT 7 ο Opdtiog εκφράζει την µεγίστην χαράν τοι"
διά την σωτηρίαν EX τοῦ πολέμον και διά την άφιξιν εις την Ρώμην tov προσωπικού του φίλου Πομπηΐου Βάρου [Pompeius Varus], περί του οποίοι ποιείται µνείαν και αλλαχού, ως Hor. Carm. I 18,1 «Nullam, Vare, sacra vite prius severis arborem / Circa mite solum Tiburis ct moenia Catili;», ήτοι
«Κανέν δένδρον, Bage, να µη φυτεύσης, πρότερον της ιεράς αμπέλου, πέριξ του ευφόρου εδάφους των Τιβύρων και των τειχών του Κατίλλου». Πρβλ. σχετικώς τον στίχον του ποιητού Αλκαίου, κατά τον Αθήναιον, X,8, «Μπὸέν
άλλο φιυτεύσης πρότερον δένδρεον αμπέλω», Σημειωτέον ότι οι τρεις VLOL τοι! Κατίλλου, ήτοι ο Κόμας. o Κάτιλλος και ο Τίβουρνος. παραδίδεται ότι ήσαν οι πτίτορες της ως άνω πόλεως. Εδώ μνημονεύεται ο εις εξ αυτών, ήτοι ο Κάτιλλος. Παρατηρητέον εξ άλλου ότι εις την υδήν II 7.5 ο Οράτιος προσφωνεί τον Βάρον wc εξής: «Pompei, meorum prime sodalium», ήτοι «{]οΙιπήιε, πρώτε EX των φίλων μου». Ως είναι γνωστόν, συμφώνως προς την περιγραφήν της φυγής, ο Οράτιος, ο φέρων τον βαθµόν του Χιλιάρχου [Tribunus militum] κατά την µάχην των Φιλίππων, διά να διολισθήση ταχύτερον εν µέσω των καταδιωκόντων αὐτόν αντιπάλων του, απέβαλε την ασπίδα του, γενόμενος ρίψασπις, ως ακριβώς προ αυτού διέπραξεν ο λυρικός ποιητής της ελληνικής αρχαιότητος Αωχίλοχος
ο Πάριος
(π. 650 π.Χ.) κατά την γνωστήν
µάχην εναντίον των
Σαϊων. Π0βλ. Αὐχίλοχος εν: ALG (Dichl), III (19643) 4-5: Archil eleg. Fr. 6 (6), 1-4. (απ. 6,1). «Ασπίδι pev Zutov αγάλλεται, ην παρά θάµνω...». Πάντως είναι γεγονός ότι µετά TO πέρας της μάχης πολλοί στρατιώται EX των ηττηθέντων συμμάχων Βρούτου και Κασσίου προσήλθον ικετευτικώς εις τας τάξεις του στρατεύματος του Οκταβιανού και του Αντωνίου χαι εζήτουν επιείχειαν. Ο Πομπήιος Βάρος µετά την πανωλεθρίαν εκείνην προσέτρεξε και ενετάχθη EX νέου εις τα υπολείμματα του στρατού του αυτοχειριασθέντος Ηρούτου.
Hor.
Carm.
III 4 26-27:
«Non
me Philippis versa acies retro,
Devota non extinxit arbor», ήτοι «μέ Sev εξη(άνισεν N εις τους Φιλίππους TOUS TA οπίσω αναστραφείσα
Ο Οµτιος
και η hag
των Φιλίππων
1191
(στρατιωτική) παράταξις...». Εις την ὡς άνω mônv III 4 ο Οράτιος αναφέρεται εις τας Μούσας, dnLev ότι ο ίδιος ευρίσκεται υπό την προστατευτικήν των παρουσίαν. Αι MoVσαι, τονίζει ο ποιητής Sev µας ανακουφίζουν και µας τέρπουν µόνον, αλλά αποτελούν συγχρόνως και οιονεί συμβούλους ευχαρίστων και ηρέμων OXEWEY, (US εν προκειμένω διά τον Οπταβιανόν Αὐγουστον. Ούὗτος υπήυξε λάTONS των Μουσών και κατέστη ειρηνοποιός εις το ωωμαϊκόν κράτος, αού κατέβαλε διά της σωφροσύνης και της ὀυνάμεώς του μέγα αριθμόν στρατιωτικών στάσεων ανά την Αυτοκρατορίαν. ὡς ακριβώς ο Ζευς κατά την Tıyu-
ντομεχίαν και την Τιτανομαχίαν. Εις το ὡς άνω μεταφρασθέν χωρίον, καθώς και εις τους στίχους 25 και 28 ο Οράτιος αποδίδει γενικώς την σωτηρίαν του α) εις τους Φιλίππους, β) κατά την πτώσιν HEQUUVOU και Y) εις την περίπτωσιν τρικυµίας και ναυαγίου. εις υπερφυσικάς δυνάμεις. αιρόµενος υπεράνω της κοινολεχτουµένης πεζολογίας της ανθρωπίνης φιλοσοφίας. κατατείνων προς το θείον, ws αι Motσαι και οι αρχέγονοι συλλήβδην πατρώοι θεοί, την λατρείαν των οποίων, έναντι των εισαχθέντων εις την Ρώμην Ἑένων θεοτήτων, HET! επιτάσεως ενίσχυσεν O αυτοκράτωρ Ωκταβιανός Αύγουστος.
Hor. Epist.
2,49: «Vnde simul primum me dimisere Philippi»,
ήτοι «Από όπου ομού (συγχρόνως, τάχιστα) πρώτον ELE WTEITE YUV οι Φίλιπποι».
Ο λυρικός ποιητής της Βενουσίας εις τον wes άνω στίχον, ὡς και εις TOUS δύο προηγουµένους, αναφέρεται εις την δίνην του εμφυλίου πολέμου των Ρωμαίῶν, εις τον οποίον εωρίφθη, άπειρος ὧν, ταχθείς δεχαοκταετής υπό τας σημαίας [signa] των δημοκρατικών Πομπηϊανών Βρούτου και Kuoσίου. Ως γνωστόν η αναταραχή των πολιτικών πραγμάτων, η οποία επεχράτησεν εις την Ρωμαϊκήν Αυτοχρατορίαν κατά το πρώτον ήμισυ του πρώτου αιώνος κατέπανσέεν ολίγον µετά την δολοφονίαν του Γαΐου Ιουλίου Καΐσι005 (15.23.44 π.Χ.) και ιδιαιτέρως µετά την αποκατάστασιν της Μοναρχίας [42 π.Χ.| µετά την µάχην εις τους Φιλίππους. Η περίοδος 59-43 π.Χ. χαριικτηρίζεται από την ὑπαρξιν και ὃράσιν δύο τριανὸδφριών [Triumviratus] (Triumviri
rei publicae constituendae]:
η πρώτη
Ιιπηίου-Κράσσου [Μάρκος Λικίνιος Κυάσσος, π.Χ.] και η δευτίωα 43 π.Χ.
50 π.Χ. του Kaioupogs-Ilo-
M. Licinius Crassus,
tov Οκταβιανού-Αντωνίου-Λεπίδου
114-53 [Μάνιος
1192
Γεώργιος AU. Τουρλίοις
Αιμίλιος Λέπιδος, M. Aemilius Lepidus, 78-13/12 x.X.]. O ύψιστος
επικός ποιητής
του χρυσού αιώνος
της Λατινικής
Λογοτε-
χνίας Πόπλιος Βεργίλιος Μάρων [Ρ. Vergilius Maro, 70-19 π.Χ.] εις το foγον του Bucolica (Βουκολικά) διακατέχεται ἀπό σφοδράν συγκίνησιν διά τον ὁοκιμαζόμενον λαόν της Ρώμης και διά την πολιτικήν αναταραχήν, η οποία επεχράτει εις την Ιταλίαν, την γην των καρπών και των ηρώων, κατά το έτος 41 π.Χ. και ιδία διά την δήµευσιν των περιουσιών των αποµάχων [veterani].
Η ws άνω επιστολή Il 2, axé την οποίαν ηρύσθημµεν τον προηγουμένως Ιιεταφρασθέντα 430v στίχον, απευθύνεται από τον Ομάτιὸον προς τον Ι[ούλιον Φλώρον [Julius Florus], ο οποίος ήτο ακόλουθος του Τιβερίου KAavdiov Νέρωνος [Ti. Claudius Nero, 41 n.X.-37 μ.Χ.] εις την Ασίαν και περί τοι) οποίου ποιείται µνείαν ο Οράτιος εις τα ακόλοιθα χωρία του έργου του Hor. Epist. 13,1 και 2,1. Μετά την ανάλισιν των ὡς άνω χωρίων του Ορατίου, εις τα οποία ο ποιητής αναφέρεται εις την µάχην των Φιλίππων, σαφώς µετά πολλής πιχοίας και τινος ταπεινωτικής διά τον εαυτόν του επισηµάνσεως. αναφερόμιεθα διά βωαχέων εις αυτό τούτο TO γεγονός της επισυμβάσης µάχης των Φιλίππων, συσχετίζοντες οὕτω την πολιτιχήν βούλησιν της Ρώμης µε την ποιητιχήν έμπνευσιν του Ορατίου,
Οι Ρωμαίοι στρατη]οί Κάσσιος και Βρούτος, κληρονόμοι της πολιτικής ιδεολογίας και της στρατιωτικής πρακτικής του Πομπηήίου, πολιτικού KCL στρατιωτικού αντιπάλου του Καίσαρος, παρά την μεταξύ των συγγένειαν [ο Καίσαρ έδωσεν εις τον Πομπήιον ως σύζυγον την θυγατέρα του [ουλίαν], NTτηθέντος παρ)’ αυτού (sc. TOU Καίσαρος) κατά την µάχην των Φαρσάλων, 48
π.Χ., εβάδισαν, φθίνοντος του έτους 42 π.Χ. εναντίον του Οκταβιανού χαι του Αντωνίου, οδηγούντες δεκαεννέα λεγεώνας (76.000) στρατού μετ’ ισχυρού
στόλου, έναντι είκοσι λεγεώνων (80.000) στρατού, των αντιπάλων των. Πολιτικόν σύνθημά των ήτο η Goo «Libertas» (Ελευθερία). οἱ ίδιοι δε απεχάAOUV TOUS εαυτούς των «Liberatores» (Ελευθερωταί). Τούτο μαρτυρεί και σχετικόν νόμισμα (δηνάριον) το οποίον εχόπη N εις την Έφιεσον ή εις την Σμύρ-
vnv, χατά το 43-42 π.Χ. Εις την ἐμπροσθίαν όψιν του νομίσματος εικονίζεται κεφαλή Ελευθερίας µετά διαδήµατος. Αναγράφεται η λέξις LEIBERTAS (sic). 24400 επίσης και το όνοµα του l'atou Κασσίου Λογγίνου ως Αυτοκράτορος
(C. CASSIVS ΙΜΡ.) εις DE την οπισθίαν αναγράφεται το όνοµα του Ποπλίου Κουνηλίου Λεντούλου Σπινθήρος (P. Cornelius Lentulus Spinter) LENTVLVS SPINT. Οὗτος οιού µετά του Kacoiou και tou Βρούτου προητειµάζετο στρα-
τιωτικὠς εναντίον της B’ Τωιανδρίας, ήτοι του Οκταβιανού, του Αντωνίου και TOV AETIOON.
à
O Οράτιος και η μάχη tov Φιλίππων
1193
Παρά την Εγνατίαν οδόν και πλησίον της πόλεως των Φιλίππων συνήφθησαν δύο µεγάλαι µάχαι [ή δύο φάσεις της αυτής χυρίας μάχης] µε κορύφωσιν της δευτέρας φάσεως της µάχης την 23.10.42 π.Χ. Kat’ αυτήν ov Ποµππιανοί συνετρίβησαν, αποβιωσάντων dt’ αυτοχειριασμού και των δύο αρχηγών αυτών Κασσίου και Βρούτου. H ovyxgovats των αντιπάλων εξειλίχθη ως ακολούθως. Κατά την πρώτην φάσιν της µάχης ο Βρούτος επετέίη εναντίον του Οκταβιανού, ο οποίος, ηττηθείς, ετράπη εις φυγήν και απεκρύβη εις παρακείµενον έλος. Κατά την δευτέραν και αµέσως ακολουθήσασαν φάσιν του πολεμικού αγώνος ο Αντώνιος επετέθη εναντίον του Κασσίου τον οποίον και ενίκησεν. Ο Κάσσιος κατέφυγεν εις τα παρακείμενα του OTQUTOπέδου του χαρακώματα, όπου και ηυτοκτόνησε. Την αυτήν τύχην είχε και ο
έτερος των συμμάχων Βρούτος. Ο Λέπιδος DEV µετέσχε της µάχης, διότι του είχεν ανατεθή η διακυβέρνησις της Ιταλίας. Ο πόλεμος αυτός, έστω και εμφύλιος, θα ηδύνατο να θεωρηθή από τους συμμετασχόντας ότι ανήκεν εις TOUS καλουμένους δικαίους πολέμους [Justa bella], είναι δε γεγονός αδιαμφισβήτητον ότι οι θάνατοι του Κασσίου το 42 π.Χ. Kat των αδελφών
Βρούτων,
του Μάρκου
το 42 π.Χ. και του Δεχίμου
Ιουνίου [D. Junius Brutus, 84-43 n.X.] εις Γαλατίαν, κατά το προηγούμενον έτος, υπήρξαν απότοκοι κληρονομημένων πατρικών εχθροτήτων (paternac inimicitae), ο δε Οκταβιανός, αντλών ερείσματα EX της ευσεβείας (pictas), την οποίαν είχεν ἀπό τον θετόν του πατέρα, τον αυτοκράτορα Γάϊον Ιούλιον Καίσαρα, εξώντωσε τους δολοφόνους TOU, κατά την ὡς άνω μνηιιονευθείσαν µάχην των Φιλίππων. Επιστεγάζοντες την παρούσαν ανακοίνωσιν, τονίζοµεν ότι σχοπός αυτής SEV ήτο, έστω και η διά βραχέων αναφηλάφισις του γεγονότος της µάχης των Φιλίππων, ἀλλά η κατάδειξις, καθ’ ηµάς, δύο αξιών: a) της θείας δικαιοσύγης [divina justitia] και B) της αιδήµονος
μνημοσύνης
[pudibilis memoria].
Την πρώτην αξίαν εκφράζει το Κράτος, η πολιτική και στρατιωτική του δεοντολογία, την άλλην την επιβάλλει η Παιδεία, η φιλολογική και λογοτεχνική
ιδεολογία. H πολιτεία, η έννοιιος τάξις εκφράζονται διά της κατά καιρούς επικρατούσης συμβατικής νομοθεσίας. Η λογοτεχνία καταξιώνεται µε την αυτονοµίαν του πνεύματος και την ελευθερίαν του λόγου. Εν προκειμένω κατά την µάχην των Φιλίππων και από τας δύο πλευράς των αντιπάλων πυοεβλήθη η επίχλησις του δικαίου (πρβλ. τον θεσμόν των Ειρηνοδικών εις τους Ρωμαίους) και επήλθεν η σύγκρουσις αιματηρά, ανδροκτόνος και HLLLOφόνος. Ο µετασχών Οράτιος Sev Anonovei την µάχην. Την επικαλείται εις το έργον του, την διαμνημονεύει, εντρεπόμενος διά το γεγονός και τας ETOQC-
σεις του. Μνημονεύει την μάχην των Φιλίππων, όχι διότι κατ’ αυτήν ηνὸρα-
1194
Γεορύιος AU. Τουρλίδης
Υάθησεν. αλλά διότι, EX περιστάσεις, ἐμήδισε και η πραξις αυτή δεν «ποτελεί καταδίκην του NOMTOV, αλλ’ εγνωσμµένην ἀδυναμίαν αντιστάσεως έναντι της βίας, TOV φόνου και του παραλογισμοῦύ. Αισχύνεται µε την ανάµμνησιν του
YEYOVOTOT εν τούτοις επιθυμεί να ενθυμήται την εμφύλιον αυτήν αιµατοχι)olay διά να την αποτρέψη εις το µέλλον, ὡς ακριβώς απέδειξε µε το έργον TOU. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Γ. N. Γιατροµανωλάκη,
Κοῖντου Ορατίου Φλάκκου βιῤλίο κοινώς αποκαλούμενο
Ποιητική Τέχνη. Εισαγωγή-μετάφραση-σχύλια, Αθήνα
1980, 23.
K. X. Γρόλλιου, «Οράτιος ο ελληνικώτατος ποιητής, (Λιερεύνηση µιας τεγνωτρυπίας)». Αθήνα 1969, 9. (= Ανατύπωση ἀπό To περιοδικό Νέα Εστία. τεύχ. 1017. 1018, (15 Νοεμ. και 1 Λεχ. 1969) [Νέα Ευτία, 1017, 15.11.1969)]. A. Β. Λασκαλάκη, «Ο Δημωσθένης και τα περί βαρβαρισμοί των Μακεδόνων», των, 3, 1951,
188-211
Πλά-
(Passim).
A. TI. Λιαισάκου, Q. Horati Flacci Carmina. Lib. I-IV-K. Opgatiou Φλάκκοι! Qdat: Εισαγωγή-Κείμενον-Μετάφρασις-Μέτρα (103) Οδών, Αθήνα 1966, 130, 152. F. G. Doering, Q. Horatii Flacci Opera Recensuit et illustravit ... Accedunt Indices Locupletissimi. Editio nova, auctior et emendatior. Oxonii, MDCCCXX
XVII, 40-a-b. SOh-
8 la-b.-133b-134a-522b-523a. G. Ferrero, Nouvelle Histoire Romaine, Paris 1936, 155-156. P. Grimal, La civilisation hellénistique et la montée de Rome, Paris 1971, 22b. N. G. L. Hammond - ®. K. Βώρου. To Praia που dyuoreynoe η Μακεδονία. 1995, 138.
Ava
Κ. Ν. Ηλιοπούλου, «O Ελληνιαμός και o Ρωμαϊσμός ως ζώσαι ὀννάμεις AGL η EINGOOd αυτών εις την ανθρωπότητε», Αθήναις 1970, 35).
EAITA,
13, 1968-1969, 203 (= Ανάτυπυον.
Ev
Tov αὐτοῦ, «H ρωμαὐιή συνείδησις του Τίτου Λιβίου», ΕΕΦΣΠΑ, 24, 1, 1973-1974, 20. ©. ©. Ιωαννίδοι, Κοῖντου Ορατίου Φλάκκου, Είκοσιν Εκλεκταί Οδαί (µετά γλωσσιXV και πραγματικιὀν παρατηρήσεων). Αθήναι 1938, 13-15. K. Κουρτίου [Ῥούφου]. Η ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνόρου του Μακεδύνος, Ν. Υόρκη
1912.
D. E. Koutroubas, Die Darstellung der Gegner in Caesars «Bellum Gallicum», Heidelberg 1972, 27. Il. Κωναταντινίδου,
Q. Horatii Flacci Carmina Selecta cum adnotationibus et gracca
interpretatione, -- Koivtov Ovatiou Φλάκκου. Sa... μετὰ σημειώσεων και EAANγικής µεταφράσεως, Ev Αἰλήναις 18842, 89-90 [τεύχος πρώτον]. V. Marek, Roman Republican Coins (in the Collection Οἱ the Charles University), Praha 1985, 92 (αρ. 164). Ε. Μικουγιαννάκη. «H to Wortoinon του Αυγούστου από Tov Paxtto», Αριάδνη. 2, 1984, 65.
A. A. Μπάλτα,
Ovation
Qdéc. Ειῤλία Treu II, Αθήνα 1987, 109-112.
L 2. Hectastavoou, Paytatxn ἱστορία, Αἰήναι
1967, 156-158.
O Ovatiug κάι η µάχη των Φιλίππιων
1195
J. Perret, Horace, Paris 1967, 37. H. Petersmann, «Zur Entstechung der hellenistischen Koine», Philologus, 139. 1, 1995, 7-8. A. Piganiol, Histoire de Rome, Paris 1946, 198. 6. Πίχουλα, «H προσωπικότητα του Μεγάλου Αλεξάνδρου στον Κόιντο Kotigtio Ρούφο», Παρνασσός, 36, 1994, 244. Ι. Κ. Προμπονά, Η συγγένεια µακεδονιχής xat μυκηναϊκῆς διαλέκτου και η πρωτωελληνική καταγωγή των Μακεδόνων, Αὐήναι 1973, 11. Τ. C. Sarikakis, «Des soldats Macédoniens dans l’armée romaine», Ancient Macedonia Il.
Papers read at the Second International Symposium held in Thessaloniki 19-24 Aueust 1973, Thessaloniki 1977, 432 (= Offprint). Σ. Κ. Σιωµόπουλου, Πόλεμος Kaioava και Πομπηῖου στην Ἠπειρο χαι στην λλυρία (49-48 π.Χ.), Θεσσαλονίκη 1981, 8.
Χ. I. Στράγγα, Κοῖντου Ορατίου Φλάκκου, Ωδαί, Επωδοί, Εκατονταέτηρος $201) (Κείµενον Μετάφρασις-Σχόλια-Παράρτημα Μετρικής Ωδών), Αθήναι 19782, 148, 166-167, 185-186. ©. A. Τασοπούλον, Quinti Horatii Flacci Carmina (Ωδαί) κατ’ Exdomv και εωμηνείαν υπό..., Αθήναι
1938, 7-11.
Γ. Αθ. Τουρλίδου, H επεκτατική πολιτική της Ρώμης χαι ο Οράτιος [Έρευναι επί των πολιτικών θέσεων xat ιδεών του Ρωμαίου λυρικού], Εν Αθήναις
1976, 14, 18-19,
53. Του αυτού, Θείον και λατρεία εις τον Οράτιον. (Συμβολή εις την µελέτην χαι diaaadφησιν του προβλήματος της πρωῖμου και µεταγενεστέρας Ορατείου Θεολογίας), Αθήναι 1986, 10. . A. Ν. Τοφόλη, Eutropius historicus και ot Έλληνες Μεταφρασταί tov Breviarium ab Urbe condita. Μελέτη puodoyixr xat ιστορική, Αθήναι 1941, 72-73. [Οίκοθεν νοείται ότι όλαι αι εσχολιασµέναι εκδόσεις tov Ovation, ιδικαί µας και EÉVAL, σχολιάζουν πανοµοιοτρόπως τοὺς ως άνω μνημονευθέντας στίχους, ώστε πιστεύοµεν, ότι θα απετέλει µακρηγορίαν η αναφορά των εις αυτάς]. Πανεπιστήµιων Αθηνων
95 ΑΠΟ
THN
Ελένη
ΕΠΕΙΣΑΚΤΗ
ΚΕΡΑΜΙΚΗ
ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΚΗΣ
AKANOOY’
Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου
H αρχαία Axuvdog, η σπουδαιότερη πόλη της ανατολικής Χαλκιδικής πι EVA απὀ τα σηµαντικά λιμάνια tov B. Αιγαίου, εκτείνεται σε µία ελκυστική θέση δίπλα στο λαιμό της τρίτης χερσονήσου, της Ακτής!, πολύ κοντά
στη σηµερινή Περισσό. Ο ορυκτός χαι δασικός της πλούτος υπήρξαν οι δύο καίριοι παράγοντες µε καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξή της. To χρονολογικό στίγµια της ἰδρυσής της προσδιορίζεται από τον Euoéfiio στα µέσά του Του αι. π.Χ. και είναι ANG τα πρωιµότερα που µας παραδίδονται σχετικά µε τον ἀποικισµό της Χαλκιδικής2. Οι Άνδριοι
μαρτυρούνται
ὡς αποικιστές στο έργο του Θουκυδίδη
(IV
84.1), ενώ ο Πλούταρχος κοντά 0’ αυτούς προσθέτει και tous Χαλκιδείς. Η αρχαϊκή πόλη-κράτος αναπτύχθηκε στη θέση προϊστορικού οικισμού, που τά πρώτα οικοδομικά του λείψανα πρόσφατα άρχισαν να αποκαλύπτονται, επαληθεύοντας τη μοναδική αναφορικά µε TO θέµα πληροφορία του Πλουτάρχου (Αίτια Ελληνικά 30). Η έναρξη της έρευνας της Ακάνθου τοποθετείται στο τέλος του 1994, χρονιά ἑνταξή της στα Περιφερειακά Επιχειρησιακά προγράμματα της Κε* Στη διάρκεια της μελέτης TOW υλικοῦ υτήρξαν πολύτιμες και εποικαδυµητικές συζητήσεις. OL οποίες κατέληγαν
GE καίρια αιηιπεράσματα
χάρη στο ουσιαστικό
ενδιαφέρον
του καίη-
yuryn της Κλασικης Αργαιυολογίας tou ΑΠΟ, M. Τιβέριου, tov οποίο και θερμά ευχαριστώ. To μέγεθος, η ποιότητα χα κατά συνέπεια ο πρυῤληματιόμός, TOW θέτει TO τεράστιο AUTO χεραμικό υλικό, DEV έγινε κχατορθωτὸ να δµαστεί σιγκεντρωτικά απὀ µία διεξοδική µελέτη TOW. Τα εωρήµατα της πρώτης δεκαξτίες (ke δημοσιοὐν (CTO την K. Ρωμιοπούλουῦ και τους συ νευγάτες της, ενώ N VAOANODON της οὐντήρησης των υπολοίπων θα ὀώσει την ευκαιρία για µια πλήρη δημωσίειση, l. Qovavatons, IV 109. Awodoyos, ΧΙΙ 6δ. Mops. M. Zahrat. «Olynth und die Chalkidier», Vestigia 14 (1971) 151. 2. Evatpiov Xeov. Ε πιιρά Migne Patrologia Gracca. 19, 458. MoßA. D. Bradecn, «The Chalkidians in Thrace», AL Ph. 73 (1952) 378, µε TROTHON για νεότερη, κατι µία εικοσαετία, ZOOVOAoynon. Γπίσης PA. M. Tifitoioc, «Όστραχι απὀ τη Lavy της Πιλλήνης. Παρατηρήστις στο εμπόριο των ελληνικν ŒPYEUOV και στον αποικισμό της Χαλκιζικῆς», Eyvaria { (= EEOed, 23 Ty. lot. - Αγ.) 57-8. on. 162 Jota εξής Ἠβέοιος, Byverte ῇ]. 3. E. Τρακοσυπούλου- Σάλάκιδουῦ, «AO τις αναάκαφές της AVUTOALANS Χαλκιοικήςσ», AEMO 7 (1997) 416 [oto εξἠς AE MOI]. Της ίδιας, «Αρχαία Ακανθος; 1986-1996», AEMO 104 (1996) 298 και «Αγ Ἀλανθυος, TITUYÉS της ιατορίας µε βάση τα αργαιολογικά ENDETE», Ανόριακά Χωονικε 29 CUT),
1198
Elévn Τοικοσοποὐλου-Σαλακίδου
ντωικής Μακεδονίας, Eva) N ανασκαφή TOW εκτεταμένου νεκροταφείου των εποίκων, που καλύπτει την παράλια ζώνη του σύγχρονου οικισμού της Ἱεριςσού, EXEL συμπληρώσει ήδη την πρώτη εικοσαετία”. H μακρόχρονη αυτή έρευνα, της οποίας το µέχρι σήµερα προϊόν υπολογίζεται σε 9.000 τάφους περίπου, φέρνει κάθε χρόνο στο φως ένα πλήθος ευρημάτων και στοιχείων, που προστίθενται στη γνώση µας εμπλουτίζοντάς την τόσο για τα ταφικά ήθη και
έθιμα όσο και για την καθημερινή ζωή καθώς χαι Ta πολιτισμικά κατάλοιπα των αρχαίων κατοίκων της. Η πλειονότητα
των ευρημάτων
ανήκει στον τοµέα της κεραμικής,
της
οποίας ένας σημαντικός αριθµός προέρχεται από διάφορα παραγωγικά HEντρα του αρχαίου ελληνικού κόσμον. Εδώ εμφανίζονται µερικά χαρακτηριστικά ευρήματα της αρχαϊκής αγγειογραφίας και σκιαγραφούνται σε γενικές γοαμµές προϊόντα εργαστηρίων της Ανατολικής Ελλάδας, των Κυπλάδων, της Κορίνθου και της Αθήνας, καθώς και του βοιωτικού και λακωνικού κεῥαμικού. Τα αρχαιότερα δείγματα της επείσακτης κεραμικής UNO τη νεκρόπολη της Ακάνθου αντιπροσωπεύονται από θραύσματα αγγείων της Ανατολικής Ελλάδας και πιθανώς και των Κυκλάδων. Συνήθως αποκαλύπτονται τυχαία στις αναμοχλευµένις επιχώσεις των τάφων ή αποτελούν µέρος της κάλυψης διαφόρων ταφικών αγγείων κυρίως. Αισθητή είναι πάντως η απουσία τους
από κλειστά σύνολα πτερισμάτων. Μερικά χρονολογούνται ενδεχομένως στο β΄ τέταρτο του 7ου αι. π.Χ. και ανάγουν την αρχική χρήση του χώρου στα πρωιμότερα χρόνια της εγκατάστασης των αποίκων T) ίσως και στην προςποικιαχή περίοδο". Στο δεύτερο µισό του 70V αιώνα στην Axavdo υποτονική εμφανίζεται η παρουσία των λεγομένων «XVALXWV µε πουλιά», µιας ομάδας υπογεωμετρικών αγγείων γνωστής την εποχή αυτή από πολλές θέσεις της ανατολικής αλλά χαι της δυτικής Μεσογείουό. Ο τύπος του αγγείου απαντά και στον 4. AA 26 (1971) B2 Xyov., 394 (E. Γιούρη). Χρονικά των ανασκαφών. που etavadayktvoνται από to 1973 ayedov xabe youve, περιλαµβανονται ota αντίστοιχα AA. Βλ. επίσης και τρυπγυύµενη σημείωση. 5 Eva ενδιαφέρον τµήµα, 1.50.1, κρατηρύσχημου αγγείου, κυχλαδικήἠς μάλλον πρυέλευσης, είγε εκτεθεί στην περιοδική έκθεση των αρχα κών και TOCWLLWV κλασικών χρόνων του Μουσείου Orooukovians το 1989. To datgaxo αυτό auvavipter 1" ένα μεγαλύτερο θραύσμα, 1.5 |.344, νεύτεQU εὔρημα της ανασκαφής Tov ὀιτλανοῦ οικοπέδου. Ο σιππχετισµύς τους οφείλεται στην ὀξυδερ-
XH παφατηρητικύτητα Tov M. Τιβέριου, Σήµέρά και τα Sve φιλοξενούνται στο Μουσείο Πυλυγύρου.
6. Βλ. ax. N. Goldstream, Greek Geometric Pottery, 1968, 0. 298 κ.ε. και Κ. M. Cook - P. Dupont, East Greek Pottery, 1998, a. 26 κ.ε. Για ανάλυγες Χύλιλες βλ. π.χ. J. Boardman, Excavations in Chios (1952-1955), Greek Emporio (ABSA Suppl. VD), 132-4, αρ. 454, xiv. 42-3 [ato εξἠς Emporio]. J. Boardman - J. Hayes, Excavations at Tocra 1963-1965, The Archaic Deposits I (1966),
Από την επείµακτη XFOULUXI) της αρχαϊκής Axiviou
1199
υπόλοιπο βοφρειοελλαδικό χώρο, όπως στην OAvvdo? και τη γειτονική Lave,
ἀλλά και στην περιοχή TOV Θερμαϊκού», τη Θάσο! και τα APdonoa!! µέχοι τον Εύξεινο Πόντοί2. Όπως είναι γνωστό η ομάδα αυτή σήµερα προσγοάφεται γενικά στην πάαγωγή των εργαστηρίων της Ανατολικής Ελλάδας, σε αντίθεση µε την παλιότερη απόδοσή της στη Ρόδο, όπου η παρουσία της είναι ιδιαίτερα έντονη!».
Ένα από τα χαρακτηριστικά ευρήματα της Ακάνθον, το ακέραιο αγγείο 1.160.170 (eux. 1), μοναδικό δυστυχώς κτέρισµα του τάφου 4457, εντάσσεται στην τρίτη ομάδα, σύμφωνα µε την κατάταξη του Goldstream, µε χωονολογικό πλαίσιο το τρίτο τέταρτο του 7ου au.li. Ανάλογη είναι και η εμφάνιση της κεραμικής µε το διακοσμητικό στυλ των αιγάγρων. Πρόκειται για μικρό σχετικά σύνολο οστράκων που προέρχονται συνήθως από κλειστά αγγεία, όπως οινοχόες ή αμφορείς, και βρίσκονται συμπτωματικά στις επιχώσεις του νεκροταφείου!Σ. Η αποσπασματική TOUS διατήρηση κάνει ακόµη πιο δύσκολη τη διάκριση σε οµάδες και την από-
4] κ.ε. και 55. ay. 729, xiv. 38 και The Archaic Deposits II (1973), 20-23, αρ. 2015-2030, πίν. 1213 [στο εξής Tocra]. H. Walter, Frühe Samische Gefiisse, Samos V, 1968, 60, 118-9, ay. 476-80, iv. 85. Για τη διάδυση tou τύπου βλ. ενδεικτικά xaTaAVyo ὁμάδων του Goldstream, ὁ.π.. καθως
και P. Courbin, La céramique de la Grèce del'Est à Ras el Bassit, Les Céramiques de la Grèce del'Est et leur ditfusion en Occident, Centre J. Bérard, Naples 1976 (1978), 41, iv. XVI, εικ. 6, — όπου KGL άλλες OYET. ανακοινώσεις στων ἰδιο τόµο--- [στο εξἠς CGEO]. E. Gjerstad, Greek Geo-
metric and Archaic Pottery found in Cyprus,
1977, πἰν. X. Venit, Greek painted Pottery from
Naukratis in Egyptian Museums, ARCE 7 (1988) | κ.ε., iv.
1-3. Ph. Zaphiropoulou, Une nécropole
a Paros, Nécropoles et sociétés antiques, Cahiers du Centre J. Bérard, XVIII, Naples 1994, 145, eux. 36 (ato εξής CCIB). 7. D. Robinson, Vases found in 1934 and πὶν. 12 [ato εξής Olynthus].
1938, Excavations at Olynthus XIII, 53 ay.
1-1A,
8. K. Rhomiopoulou, «Pottery evidence trom the north Acgean», CGEO 65, eux. 6. I. Boxotoποῦλον, «Αρχαϊκύ ιερό στη Lavy Χαλκιδικής», Αρχαία
Maxedovia V 1 (1993)
195, ay. 25, eux.
34-5, 9. M. Τιβέριος, «Ootoaxu até to Καραμπουρνάκι», AEMO | (1987) 250-1, Eux. 7-8, και 253, σημ. 36, OTOU Toviceten και η επίδραση της κεραμικής αυτής στην τοπική παραγωγή.
10. L. Ghali-Kahil, «La Céramique Grecque», Etudes Thasiennes VII (1960) 17-8, πίν. 1. 1-7. Il. E. Searlatidou, «The archaic cemetery of Abdera», Thracia Pontica III (1986) 102 «cL 482, eux. 13. A. Koavuwtn, «Τύμβος απὀ tn BA νεκρόπύλη των Αβώήρων», AEMO 1 (1987) 433, eta. 3. Ch. Koukouli-Chrysanthaki, «The cemeteries of Abdera», CC/B 45, εικ. 14.
12. P. Alexandrescu et al., «La Céramique d'époque archaique et classique», Histria IV (1978) 57 κ.ε. αρ. 200-208, iv. 21 [oto εξής Histria IV]. 13. Tocra 11. 20. R. Jones et al., Greek and Cypriot Pottery, 1986, σ. 667 κ.ε. Τλέριος, AEMO L, 0.7. Cook - Dupont, 0.71.
14. Η συγκεκριμένη κύλικα της AAGVOON µε TO χαμηλό και «βαρύτερο» σώµα εἶναι μάλλον μεταγενέστερη. 15. Ανάλογη κεραμική σε περιορισμένου πάντοτε αριθμό απυκαλύπτεται της αρχαίας πύλης.
και στην έρευνα
1200
Ελενη
Ἐρακοσοποὑλου-δαλακίόδου
SOON τους σε συγκεκριµένα καλλιτεχνικά πέντοα παραγωγής, που εντοπίζονται σε πόλεις των µιχρασιατικών ακτών ή των γειτονικών νησιών!ό. Εξάλλου µέρικά από τα σωζόμενα κομμάτια σχετίζονται πιθανώς µε την αντίστοιχη κατηγορία των «ψφευδοχιακών» της Θάσου]. Η εξάπλωση της κεραμικής του ανατολίζοντος ουμού, που παλιότερα είχε επίσης θεωρηθεί ῥροδιακή, dev φαίνεται να υστερεί ιδιαίτερα στη Χαλκιδική, αλλά το συγγενικό ανασκαφικό υλικό δέν έχει μελετηθεί, Ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της κεραμικής αυτής από την Axavilo, το
1.51.12 (eux. 2), προέρχεται πιθανώς ad µία οινοχόη της ύστερης περιόδου του στυλ αιγάγρων και πιθανώς της τρίτης οµάδας, σύμφωνα µε την κατάταξη της Καρδαρά, --καλοαρθρωμένα σκέλη ζώων, περιγραμµένο κατώτερο µέρος κοιλιάς, επίθετο ιώδες χρώμα. στικτοί ρόδακες--- που εντάσσεται YOOνολογικά στην τελευταίά δεκαπενταετία του 7ου αι. Ιδ. Στον κόσμο της Ανατολικής Ελλάδας του 6ov αι. π.Χ. και πιθανώς στη Ρόδο µας παραπέμπει κι ένα πινάκιο, 1.74.304 (εικ. 3), µε απλό ταινιωτό διάκοσμο στην κοίλη επιφάνεια, υποτυπώδη µαίάνδρο στη στεφάνη και διαTEEN οπή στο χέντρο της βάσης, κατάλοιπο ταφικών εθίμων. Η χρονολογική του ένταξη στο δεύτερα τέταρτο TOV αιώνα υποστηρίζεται από ένα κορινθιακό σφαιρικό αρύβαλλο της ύστερης περιόδου 1, συνεύρηµα του τάφου 7787. Το πινάκιο δεν φαίνεται να απαντά πολύ συχνά σε άλλες περιοχές εκτός από TO
νησιωτικό χώρο και παράλιες θέσεις, όπως π.χ. την Τόκρα (αρχ. Tevxerpa)!? και TH Μαύρη θάλασσ(ωθ, Στη βόρεια Ελλάδα όστρακα ομοειδών αγγείων έχουν βρεθεί στην ανασκαφή του ιερού της Παρθένου στην Καβάλα (αρχ. Ntἀπολις)21. Σε παρεμφερή καλλιτεχνικά κέντρα αποδίδεται µια επίσης ενδιαφέρουσα κατηγορία αγγείων, αποκλειστικά μυροδοχείων από φαγεντιανή, TO σκληρό 16. Cook - Dupont, 6:37. 32 κ.ε. 17. F. Salviat, «la céramique de style chiote à Thasos». CGEO 87 x.£. A. Lemou, «Un atelier archaïque chiote en Macédoine orientale», BCH Suppl. XXIII (1992) 157 κε. of. Τιβέριος,
AEMO
1, 0.7., 251, σημ. 26. A. Coulié, «To θασιαχκό εργαστήριο HEAAVÖLLPIWYV αγγείων’ γιατί
θασιακό:», AEMO 101 (1996) 825 κ.ε. Vevooziaxe απαντούν και στη θααιακήἡ περαία, βλ. E. Γιούυη- X. Κωυκούλη, «Ανασκαφή ατην αρχαία Ovo», AEMO 1 (1987) 371. 18. X. Kagdaga, Poux Αγνειογικιφία, 1963, 5. 74 we. I πρως την απόδοση Tov σώμµᾶTOS της GLyayoun TOBA. π.χ. την ανάλογη τον ζώου ato ὀστρακο απύ to Ηραίυ της Σάµον; Ε. Walter-Karydi, «Frühe Samische Gelässe», Samos VE 1 (1973) 124 αρ. 266, tiv. | καίκὺς και To TH Lavy Παλλήνης: Boxotoroviou, 0... 197, αρ. 31, εικ. 40.
19. Tocra 1, 43 ne. tiv. 34-6. Tocra II, 16 4e. tv. 9-11. TpßA. Emporio, 163 κ.ε., aiv. 61, αρ. 795, 805.
20. of. π.χ. Histria IV, 49, αρ. 122, iv. 12. 21. ΕΤ. Μπαχαλάκη. AE, EUX. À.
«Ex tou ιεωοῦ της Παρθένου
ev Νεαπόλει (Καῤάλα)»,
AE
1938,
116
Από την επείσακτη κεραμιχή της αρχαϊκής Axavilou
1201
αυτό κεθαμικό υλικό µε TH γαλαζοπράσινη υάλωση. Κύριος τόπος TAapuywγής τους, όπως και των περισσότερων γυάλινων αγγείων, θεωρείται η Navκρατη και ακολουθεί ανάμεσα σε άλλους η Ρόδος22. Ο σφαιωρικός αρύβαλλος, 1.51.4, αποτελεί ένα τυπικό δείγμα της ομάδας αυτής (εικ. 4). Το µεγαλύτερο µέρος της επιφάνειας του σώματός του καλύπτεται από ανάγλυφο ρομβόσχημο κόσμημα, η περιφέρεια της στεφάνης του χείλους και ο λαιμός τονίζονται µε μαύρο χρώμα, ενώ εφτά οµοιόχρωμες κουκκίδες περιτρέχοὺυν την περιφέρεια του ώμου. Σύμφωνα µε τα υπόλοιπα κτερίσματα του τάφου 3374, και κυρίως Eva κορινθιακό σκύφο της ύστερης περιόδου II, ο αρύβαλλος χρονολογείται µετά το 540 π.Χ. Ανάλογα αγγεία στο βορειοελλαδικό χώρο είναι γνωστά από την ανασκαφή της Σίνδου και της
ευρύτερης περιοχής της Θεσσαλονίκης22 καθώς και του Στρυμόνα». Η ακριβής πυοέλευση αντών των οµάδων κεραμικής δεν είναι εύκολο va προσδιοριστεί, Στην κατεύθυνση αυτή θα συμβάλλει η περαιτέρω χημική και πετρολογική ανάλυση του πηλού διαφόρων περιοχών της Ανατολικής Ελλά-
ὃας25. Μέχρι στιγµής η Χίος, η Σάµος ή η Ρόδος και κυρίως η Μίλητος διεκδικούν κατά περίπτωση την πατρότητά τους. Σχέση της Ακάνθου µε τον μητροπολιτικό της χώρο γύρω στα µέσα του Του αι. δηλώνουν τα λιγοστά εισαγµένα προϊόντα των κυκλαδικών εργαστηρίων της εποχής. Αντιπροσωπεύουν δύο κατηγορίες κεραμικής, οι οποίες παῥαπέμπουν σε αντίστοιχα καλλιτεχνικά κέντρα. Στην πρώτη εντάσσονται λίγα δείγματα αδρής ανάγλυφης κεραμικής, όπως είναι οι μεγάλοι πίθοι, που προέρχονται ενδεχομένως από την Τήνο N τη Νάξο. Φέρουν στην κοιλιά ανάγλυφη οριζόντια ταινία µε απλό ñ σύνθετο πλοχμό ή ρόδαχες, ενώ η επιφάνεια του διαφράγµατος των χαρακτηριστικών λαβών είναι διάτρητη µε ανοίγματα τριγωνικού σχήματος οργανωμένα σε διάφορα μοτίβα και διακοσμητικές ζώνες2ό (eux. 5). Δυστυχώς η δύσκολη και 22. V. Webb, Archaic Greek Faience, 1978, a. 7, 108 κ.ε. Πυβλ. Tocra I, 165, πίν. 105, αρ. 878. Cook-Dupont, 67. 140.
23. 1. Βυκυτυπούλου - Αικ. Δεσποίνη της Έκβεσης tov Μουσείου Θεἐσσαλονίκης, Tiverios, «Archaische Keramik aus Sindos», 1985-86]. M. Τιβέριος, «Zivöoc-Aiyusttoc», περιοχή της Geaacadovinns βρέθηκε σχετικά
- B. Μισαηλίδου - M. Τιβέριος, Zivôoc. Κατάλογος 1985, a. 108 αρ. 160 (Τιβέριος) [στο εξής Zivöog]. M. Μακεδονικά 25 (1985-86), 83 κ.ε. [oto εξής Tiverios Αρχαία Μακεδονία V 3 (1993) 1487. Στην ευρύτερη πρόσφατα άλλος ένας αρύβαλλος ATS φαγεντιανἠ
σε σχήμα σκαντζύχυιρου, M. Toyutioov-AvAwvith, «Ταφικύς τύμβος στον Ay. Αθανάσιο Θευοαλονίκης: νέα ανασκαρικά στοιχεία», AEMO 6 (1992) 373, eux. 6. 24. X. Κουχούλη-Χωικιανθάκη -Σ. Σαμαρτζίδον κ.ά. «Αρχαιολογικές και ΓεωμορφολογιRES ἐρεῦνες ato Λέλτα To Στρυμόνα», AE MO 106 (1996) 642, ein. 12. 25. Jones ct al., 6.7. 0. 614-606. 26. Γενικά BA. 17.4. E. Enpavrovn-Maovovit, Ανασκαφές Νάξου. Οι ανάγλιφοι πίροι, 1990, 46 κ.ε,
1202
Edévn Τοικοποπούλου-Σαλαπχιόου
επίπονη συντήρηση των λιγοστών αυτών ευρημάτων δεν έχει ολοκληρωθεί. Το δεύτερο. μικρό επίσης, σύνολο αποτελούν κρατηρόσχηµοι σχύφοιΣ; µε λιτή, γραμμική σύνθεση, που προσδίδει µία ιδιαιτερότητα στο χαρακτήυα του εργαστηρίου της Πάρου και ίσως και της Νάξου-δ. Πρόκειται για ένα τυπικό σχήµα αγγείου µε διάκοσμο προσκολλημένο στη γεωμετρική παράδοση, όπου οµόκεντροι κύκλοι προβάλλονται ὡς κεντρικό κόσμημα στις δύο «μετόπες» κάθε πλευράς {(εικ. 6). Μερικοί από τους σχύφονυς της Ακάνθου φαίνεται να είναι εισαγµένοι από κύριο παραγωγικό κέντρο των Κυκλάδων, άλλοι προέρχονται ίσως από µία δευτερεύουσα πιθανώς µονάδα, όπως είναι η αντίστοιXN της Θάσουζῦ. Τα τελευταία μάλιστα χρόνια η ανασκαφική έρευνα ενός κεραμικού κλιβάνου στις Μαριές της Θάσου, στη θέση Φαρί, συνέβαλε σηµαντικά στη µελέτη αυτών των προϊόντων κεραμικής, που παράλληλα µε τη µητρόπολη Πάρο παράγονταν σε µεγάλο αριθµό και εδώ στο δεύτερο µισό του
όου αι.0, Στη νεκρόπολη της Ακάνθου οι χρατηρόσχηµοι αυτοί σκύφοι έχουν αποκαλυφθεί µαζί µε αττικές µελανόμορφες μικρογραφικές κύλικες του γ΄ τετάυτου του όου αι. π.Χ. ἡ µε σφαιρικό κορινθιακό αρύβαλλο της ύστερης πεῥιόδου II διακοσμημένο µε το γνωστό τετράφυλλο»!. Από τις γειτονικές στην
Άκανθο περιοχές ανάλογα δείγµατα έχουν βρεθεί στην ΌλυνθοῦΣ, και τη Lavy της Παλλήνης Χαλκιδικής», στην Τούμπα της Θεσσαλονίκης3, στον αρχαίο Φάγρητα΄», Νεάπολη»ό και Οισύμη”7. 27. AA 26 (1971) B2 Xoov. 394, aiv. 192 Λ (Γιούρη). 28. M. Bikakis, Archaic and Classical Imported Pottery in the Museums of Paros and Naxos,
1985, 283 x.E., Eux. 6, πίν. 59, όπου συγκεντρωμένη και η παλιότερη βιβλιογραφία. Επίσης βλ. M. Tıßepiog, «Από τη νησιωτική χεραμιχή παραγωγἡ των αρχαϊκών χωόνων στο βορειυελλαδικὀ χώρο», AEMO 3 (1989) 615 κ.ε., eux. 1. Πολ. Τιβέριος, Εγνατία |, 36, σημ. 24 και Jones et. al., ο, τ., 655-6. 29. Ghali-Kahil, 6.7. 55 κ.ε. tiv. XX ag. 9-21 και πίν. XXI αρ. 21-28. 30. K. Περιστέρη - F. Blondé - J. Y. Perreault - M. Brunet, «Θάσος 1985. Πρώτη avacxaφική έρευνα σ᾿ ένα εργαστήρι αγγειυπλαστικής στη θέση Φαρί Σκάλας Μαριών», AAA XVIII (1985) 29-38, eux. 8, 10. F. Blonde - J. Y. Perreault et C. Peristeri, «Un atelier de potier archaïque a Phari (Thasos)», BCH Suppl. XXI, 1992, 11, κυρίως 24 κ.ε. eux. 11-14. Πωβλ. Τιβέριος, AEMO 3. 0.7. (σημ. 28). 31. AA, 6.27. (onu. 27), niv. 392 a. Τρακυσοπούλου-Σαλακίδον. AEMO 7, 414-5. 32. Olynthus V, 44-5. αρ. P 79-80, xiv. 40. 33. Boxotomovhoy, 6.7. 195, ag. 246, εικ. 327.
34. Σ. Ανὐρέυυ - K. Κωτσάκης - T. Xovguorvtiadne, Εγνατία 2 (1990) 386, 399, ει. 5. Πωλ. Τιβέριος (σημ. 28).
35. M. Νικυλαῖδου-Πατέρα, «Ανασναφικά δεδυµένα από τις αρχαίες πύλεις Τράγιλυ και Φάγοωητα», AEMO 4 (1990) 518, eux. 17. Της ίδιας, «Φάγρης: H αρχαία πόλη κάι To νεκροτα«είω», AEMO 101 (1996) 838, eux. 7. 36. Μπακαλάκης, ό.π., 108-9, etx. 2. 37. E. Γιούρη - X. Κουκυύλη, «Ανασκαφή στην αρχαία Οισύµη», AEMO | (1987) 372, εικ.
Από την επείσακτη κεραμική της αρχαϊκής Axdavdor
1203
Γύρω στα µέσα του 6ov at. στην Άκανθο σημειώνεται και N διακριτική παρουσία µιας ιδιαίτερης ομάδας μικρών βοιωτικών αγγείων, χυρίως KOTVλίσκων, µε απλό µελανόμουφο διάκοσμο (εικ. 7). H κατηγορία αυτή απαντά σπάνια στα διάφορα κέντρα των εμπορικών δρόμων της Μαύρης θάλασεις και του βορείου Αιγαίου και μεταξύ αυτών χαι στη Zivdo, ἀπό τα ανασκάφικά δεδοµένα της οποίας προκύπτει μάλιστα το χέρδος µιας ασφαλούς χρονολόγησης στην εικοσαετία 560-40*8. Το σύνολο διακρίνεται ano την έλλειψη χάραξης και την υιοθέτηση θεμάτων, που απεικονίζουν είτε μεμονωμένα πτηνά À αντωπά ζεύγη µε ανθρώπινη µορφή ανάμεσά τοὺς χαι μυθολογικό μερικές φορές υπόβαθρο. Στον ύστερο 60 αι. ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η χυριολεπτικά λιτή ἐμφάνιση του λακωνικού κεραμεικού, του οποίου τα προϊόντα κυκλοφορούν σε
περιορισμένο αριθµό στο βορειοελλαδικό χώρο, όπως δείχνουν τα ευρήματα πυρίως της Θάσου, της αρχαίας Νεάπολης xar της Σάνης στην Παλλήνη της
Χαλκιδικής»). Στο νεκροταφείο της Ακάνθου και 0’ ένα πλήθος εγχυτρισµών έχει ὡς σήµερα αποκαλυφθεί ένα µόνο βέβαιο δείγμα αμφορέα Aaxwvixys προέλει.σης, στοιχείο που ενισχύει τα µέχρι τώρα δεδοµένα, μολονότι είναι γνωστή η ιστορηµένη στενή πολιτιχο-στρατιωτική σχέση Ακανθίων και Λακεδαιμονίων (Θουκ. IV 84, 124. Sev. Ελλην. V.II.11). Πρόκειται για έναν οξυπύθμενο αμφορέα, 1.165.115, σε σχήμα συγγενικό σε γενικές γωαμμές µε το σχήµα τών αμφορέων SOS (eux. 8). Χαρακτηυιστική κάτω από το χείλος είναι η ανάγλυφη νεύρωση, που καταλήγει στη ρίζα των λαβών, και η σφαιρικότητα του σώματός TOV, όπου το μαύρο χρώμα εἰναι περασμένο µε την τεχνική της βούρτσας. Παρόμοιοι αμφορείς έχουν βωε-
θεί στην Κρήτη, Αίγινα, Τόχρα Εισαγωγές κορινθιαχών τους Απανθίους κυρίως προς ρυθμό απὀ τις αρχές του 6ου.
και Σικελία11. κεραμικών ειδών φαίνεται να γίνονται από το τέλος του 700 αι. π.Χ. και µε αυξανόμενο Ανάμεσα στις δημιουργίες της πρώιμης ποριν-
29. X. Κοωνκούλη - Aut. Παπανικυλάον, ΑΕΜΘ 4 (1990) 492, eux. 20. off. της ίδιας, «Ανασχιιφικές ÉQEUVES στην αρχαία Τωάγιλο», Αρχαία Μακεδονία Η (1983) 139. 38. J.-J, Maitre, Collection P. Canellopoulos, «Vases Beotiens», BCH 99 (1975) 428 κ... TPA.
up. 7, eux. 7. Zivöos, 224, ag. 359 (Τιβέριος). Επίσης Tiverios 1985-86, 78 κ.ε. tiv. 2b. 39. Τιβέριος, Εγνατία dd 4.6. EUX. 4, µε σχετική βιβλιογραφία. 40. Βρέθηκε στην ανασκαφή Tov out. 165, που πραγµατοπυιήθηκε το 1988 TO τοὺς ουν dékçouc A. Λιούτα και Ε. Ταιγαρίδα, 41. of. π.χ. tov ανάλογο αμυρέα tov Ηρετανικού Μουσείου, M. Bound, Una nave mercantile di eta arcaica all Isola del Giglio, Commercio Etrusco Arcaico (Atti dell’Incontro di 1983) 1985, 265. A. Jonston, Amasis and the Vase Trade, Papers on the Amasis painter and his world (colloquium in P. Getty Museum) 1987, 130, eux. 2.
1204
Ελένη Touxoooromov-Lauxtoon
θιακής TEQLOOOY σηµαντική θέση στα EVONHUTE του νεκροταφείου έχουν τα απιόσχηµα «λάβαστρα. Ο γραμμιχκός τους διάκοσμος ποικίλλει ἀπό To Eva αὐγείο στο άλλο, ενώ σε πολλές περιπτώσεις εναλλάσσεται µε το ζωικό. ὁποι αρκετές φορές κυριαρχούν ζεύγη ζώων N πτηνών που πλαισιώνουν άλλα. Από τα χαρακτηριστικά και καλοδιατηρημένα δείγματα της περιόδου ŒUthet? (605-580 π.Χ.) αναφέρονται εδώ τρία ευρήματα, τα αλάβαστρα 1.74.5758-59, πτερίσµατα του παιδικού τάφου 7721 (εικ. 9). Τα δύο πρώτα ayytta εντάσσονται στην οµέδα A, ενώ το τρίτο, 1.74.59, µε τη γωαμμική σύνθεση στη € Il του Payne. Ο διάκοσμος του 1.74.57, µε TU αντωπά λιοντάρια και TOV κύκνο ανάμεσά TOUS, μπορεί να σταθεί πλάι στη σύνθεση του λεγόμενου
/ωγράφου του Παλέρμου 489 ήτου Ζωγράφου του Δελφινιούίά. To αλάβαστρο. 1.74.58, µε απεικόνιση πετεινών και KUXVOV, μπορεί να συγκριθεί µε ένα παρόμοιο αγγείο του Μουσείου Καβάλας, A 1824, από την αρχαία Οισύμη, διακοσμημένο µε παραλλαγή του ίδιου θέματος{», που πιθανώς προέρχεται από τεχνοτροπικά συγγενικό, αν όχι το ίδιο, εργαστήριο ---κοντά πιHavas στο Ζωγράφο του Πετεινο ύ]ό,
Από τη µέση κορινθιακή περίοδο συνήθως αποκαλύπτονται ὀστραχα OVO «πό μεγαλύτερα Χλειστά σχήματα αγγείων, EVO συχνότερα εμφανίζονται τριφυλλόστοµες οινοχόες, πυξίδες, αμφορίσχοι και ένας μεγάλος αριOS από κοτύλες και αριῤάλλους ---π.χ. κοτύλες µε ζώνες ζώων ή σφαιριRoi αρύβαλλοι µε πολεμιστές!7. Σχήµατα και διάκοσμος παρουσιάζουν ενὁιαφέρουσα ποικιλία υποδηλώνοντας ως ένα βαθμό την προέλευσή τους «πό δια(όροιυς προμηθευτές και εργαστήρια.
Στην ύστερη κορινθιακή φάση 1 (γύρω στα 560-540 π.Χ.) κυριαρχούν τει εξάλειπτρα και OL κοτύλες, ενώ τα επόμενα χρόνια, της ὕστερης περιόδου II (low στα 540 και εξής) χαρακτηρίζονται από τη βιοτεχνική, μαζική πλέον πιιωαγωγή µε αποτέλεσµα την αφθονία μικρών τυποποιηµένων αγγείων, όπως χοτυλίσκων και σαιρικών αρυβάλλων, και την παράλληλη τυποποίηση 49. Στην υψηλή χρονολόγηση της χορινθιακής χεραμικῆς από τὸν H. Payne, Necrocorinthia (1931) fate εξής NC) αντιπαραθέτει ve αὐχαιολογικα στοιχεία και ανάλογη Tgetaay o M. Tiverios 1985-86, 79 κε. Tov trou, «Amyx. Corinthian vase-painting», Gaomon 63 (1991) 630 κ.ε. 43. Hofik. NC a) 281, αρ. 210, abv. 17.7) 282, αρ. 267, iv. 17.11 y) 284. αρ. 377, Eux. 121
bis zac A. Sullwell - J. Benson, «The Potters’ Quarter, The Pottery», Corinth XV DEL (1984) 286 ag. 1555. πὶν. 63. 44. Πολ. π.χ. NC 275 κε. (Dy). D. Amyx, Corinthian Vase Painting of the Archaic Period, |, 1988, 58, tv. 19, I και ο), tiv. 19,2. 45. Agzaiu Maxroovia. Κατάλογος Exdeans Αυστραλίας, 1988, 249, αρ. 188. Maxeoovid, To paotarco tov M. Αλεξανόρου Karddoyos ExQeans Movipedd, 1993, 190, ag. 214. 46. [lofa. Amyx, 0.7. NA, πίν. 34, 2. 47. H Maxedoved ate ra invarxa χρόνι ως tov Μένα αλέτανὸρο. Katadovor ERUr-
σης ΛΙπυλώνια, 1988, 133, αρ. 154-5.
Από την επείσακτη Χἐριμικη τῆς αρχικής AXUVHOU
1205
διακοσμητικών HOTIBDV, π.χ. του τετράφυλλου ρόδακα. Η αγορά της Απκάνθου κατακλύζεται στο τρίτο τέταρτο του 6ου aL, π.Χ. από τις κεραμικές δημιουργίες Αθηναίων αγγειοπλαστών και αγγειογράφων, οι οποίες και σηματοδοτούν την εποχή τόσο µε την αριθμητική τους υπεροχή,
600 Χαι µε τη χρονική τους έκταση, µια και η παραγωγή τους συνεχίζεται
αμείωτη ως τον 40 αι. π.Χ.". Από τα αρχαιότερα και πιο αγαπητά στους Ακανθίους αττικά αγγεία της περιόδου είναι OL μικρογραφικές ταινιωτές χύλιχκες!”. Στο Μουσείο Πολυγήvou εκτίθενται λίγα αντιπροσωπευτικά δείγµατα αυτού του τύπου, όπως εἶναι τα κτερίσματα της ταφής Aa, ευρήματα του 1970, που ανάγονται χρονολογικά στο τρίτο τέταρτο του 60V αι. Η χύλικα Μ.Π. 312 µε απεικόνιση παράστασης ιππέων, ποὺ πλαισιώνο-
νται ATS ιµατιοφόρες ανδρικές HOLES”, στυλιστικά µπορεί να συσχετιστεί LE TO Ζωγράφο «των Δρυμέων»»!, Τέτοια αγγεία δεν σπανίζουν στη βόρεια Ελλάδα καν πέρα and την Άκανθο απαντούν στην ανατολική Μακεδονία ---
περιοχή Στρυµόνα---ὖ2 τη Θάσο») και τη Zivöo”. Η χύλικα Μ.Π. 314 παρουσιάζει µία μάλλον χιουμοριστική σκηνή flug κυνηγηµένης µαινάδας από σατύρους και ημιόνους»». Το αγγείο µπορεί να αποδοθεί στον κύκλο του ζωγράφου του Λούβρου E 705, τον γνωστό wc Ζωγοθάφο των Αγκώνων (Elbows Out)°®. Από µία σίήχρονη περίπου ταφή (πυρά 4, 1970) της δεκαετίας 530-520
π.Χ. προέρχεται µία ομάδα κτερισµάτων, στην οποία διακρίνουμε µία ακόμη
48. Hopi. Τιβέοιος, Evvaria 1, 54. Tiverios, 1985-86, 81. Του tou, «Από Ta απομεινάρια ενός TOOEAANVLOTIXON Lego “Tlegi Tov Orgputov XORTOV"», Μνήμη A. Λαζαρίδη (1990) 76-7 [oto εξής Μνήμη Λαζαρίδη]. 49. PN. Ure, «Μελανόμυρφοι πύλικες F4 Ρειτσώνας της Bountiuce, AE 1915, 118. J. Beazley, «Little-Master Cups», 115 52 (1932) 187 κ.ε. J. Boardman, Athenian Black Figure Vases, 1974, S9 4.6.
50. AA 26 (1971) B2 Χφυν., 394, iv. 392 y. 51. H. Brijder, «Attic Black Figure Cups in Amsterdam and Exchange with Heidelberg», BABesch SO (1975) 157 κε. 52. Ph. Zaphiropoulou, «Vases peints du Musée de Sulonique», BCH XCIV (1970) 362 ut. αρ. 1, εικ. 1-2. 53.11. Koukouli-Chryssanthaki, «Recherches autour du rempart méridional de Thasos», BCH Suppl. V (1979) 97 κε., etx. 20-23. 54. Zivôus, 62, ay. 87 (Τιβέριος).
55. AA, ὁ.π., πίν. 392 à. 56. Για tov uysroyotqo: J. Beazley, ABV 248-52, 691. Para 69, 89. 112, 518. Addenda 32. D. von Bother, «Elbows Out», RA (1969) 1, 3 xe. Pic to θέµα TOU αχιτίζεται µε TOAMTIQOOUTES διονυσιακές σκηνές PA. J. Green. «Ajax or Nymph», Antk 9 (1966) 7 4€, πιν. 34. Puc owyyrviκές πιριατάσεις πωβλ. 77. CVA Schloss Fasancrie (Adolphseck) 1, tiv. 18, 1-3 καν CVA München D, iv. 19, 6-7, πίν. 20, 1-5, πιν. 27, 7-8.
1206
ταινιωτή
Γλένη Tocrouoronmon-Zaduxidon
κύλικεα,
M.I1.328,
µε ἀνθινο
διάκοσµοῦ;
καθώς
και Eva μελανό-
ιορφο σκύφο εωμογένειου τὐποιύδ, M.T1.327, όπου η γνωστή παράσταση Tov τιθρίππου µε ηνίοχο και οπλίτη πλαισιώνεται από WEVOOENLYOUGÉS (ELK. 10). Συγγενικός σχύ(ος µε διαφορετιχκὴ όμως παράσταση έχει βρεθεί στη Livao™, Στο τρίτο τέταρτο TOV bou αιώνα αξίει να επισημανθεί η χύλικα 1.51.79 του τύπου Cassel®!, ένα από TU κτερίσματα της ταφἠς 3390, κατάγραφη από φυτικά και γριµικά μοτίβα σε επάλληλες ζώνες (εικ. 11). Το αγγείο amoteλεί γνωστό τύπο και από άλλες θέσεις του μακεδονικού χώρου, όπως την (1Wχαία ΝεάποληόΣ, πιθανώς τη Θέρμη στο μυχό του Θερμα ἰκού (Κάραμπουρνάκι Θεσσαλονίκης)6 και τις Αιγέςύἡ αλλά και τη Μαύρη θάλασσας". Στο ἴδιο περίπου χρονολογικό πλαίσιο, και συγκεκριµένα γύρω στα 540, ανάγεται και το σύνολο
της κεραμικής
του τάφου 2756, που περιλαμβάνει
µία κύλικα τύπου Σιάννων, µία λήκυθο τύπου Ὑπο-Δπιάνειρας και έναν σφαιρικό κορινθιακό αρύβαλλο µε τετράφυλλο ρόδαχκα της ὕστερης περιόδου I (eux, 12).
H κύλικα 1.29.15 προέρχεται από µία δευτερεύουσα, μέτριας ποιότητας ομάδα πυλίκων τύπου Σιάννων. της οποίας η παραγωγή σημειώνεται γύρω στα µέσα του όου αι. και κοσμείται µε ταινία πουλιώνόό,
απόδοση
συσχετίζεται
H ζωγραφική
µε την τεχνοτροπία του Ζωγράφου
της
του Γυπαετού
57. Η κύλικα βυέθηκε κατακεωµατιὐμένη καὶ παμμένη µε απυτέλέυμα 0° ένα μεγάλο τµήµα TOW κατώτερου μέρους TUL σώματός της SANEOC. CULT DOLE VO νά µη HaKovrn παθυλοι Opuiopara και ανάλογα διακυσμητικά στοιχεία, Ο τύπος της πι(κνως παραπέμπει ὕτων τύπο C2 tov Ure, ὁ.π.. 119-20, Tow παράγεται από τα ισα του 60V GL. µέχοι και TOV So µε κάπονις παιλλεσές, DEV ατοκλείεται Guns να εντάσσεται και στην ομάδα Droop. To σχετικά οπάνιο NOTIPO της ζώνης των λιφών τον αὐγείου της Ακάνθυν βρίσκει ένα σιηγενιχό μοτίβυ στο διάZOTHO κύλιχίις απὀ τη Θάσο: Koukouli-Chryssanthaki. 6.7. 86, ειν. 14, αλλά πλησιέστερο πακὰλAnko απιιντά σε µια άλλη Aura τύπον Droop του Γθνικυύ Αρχαιυλογικοῦ Movosiow CVA Athènes, Musée National 3, tiv. 45, 3-4. Παρόμοια κεραμική engaviceren στη Θισσαλονίκη: Τιµέριος, Λνήμη Ααζαρίδη, 76, eut. LL, καὶ Sovdo, 142, αρ. 229, 186, ay. 300. 58. Para 87-8. Πωβλ. ARV, 166, 1-3. CVA, Greece, Athens, National Museum 4, 24. 59. Για to θέµα βλ. π.χ. T. Webster, Porter and Patron in Classical Athens, 1972, 191x.r.. Για ένα παράλληλο BA. Ν΄. Hornbostel et al., Kunst der Antike. Schätze aus Norddeutschem Privatbesitz. 1977, 274, ag. 242. 60. Zivöos, 246, ay. 402 (Τιβέριος). 61. J. Beazley - H. Payne, «Attic black-ligured Iragments from Naucratiso, JHS 49 (1929) 271 zur SHS §2 (1932) 191 κε. 62. Maux dan, 6.7. 147-9, εικ. 22-21. 63. Τιβέριος, AE MOT, 252, onu. 35, tun. 15. 4. Maxedovian. Ext. Μοντρεάλ, 6.7, 154. ay. 127. 65. Histria IV. 76 ay. 421-26, atv. 46, 66. Ure, 0.7.. 115. CVA Grèce, Athènes, Musée National 3, 34. H. Brijder, Siana Cups Ul (TUT.)
AAG την ETFÉOUATN κεριμικὴ τὴς αρχαϊκής Ακάνίου
1207
(Griffin-bird Painter)®”. Γενικότερα οι χύλικες τύπου Σιάννων εμφανίζονται στη Βόρεια Ελλάδα, από τη Σάνη, αρχαία Νεάπολη και Θάσο μέχρι χαι την ἱστρίαθδ, Avéhoyu µε της Ακάνθου ευρήματα προέρχονται AMO τις ανασχά(es στην Toxya", ενώ ένα συγγενικό αγγείο, που αποδίδεται μάλιστα στον
ίδιο αγγειογοράφο, βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο”, H λήκυθος τύπου Ὑπο-δΔπιάνειρας,
1.29.14, ανήκει στην κατηγορία των
λεγομένων µε μαύρο λαιμό (black neck class), την οποία xaı χαρακτηρίζει TO ατη[ιέλητο σχέδιο2!. Είναι ευδιάκριτο το κοινό αυτό γνώρισμα στην παράσταση των τριών ἀνδριπχών μορφών της ληκύθου της Axav0ov, όπου αποτυπώVETUL σκηνή της καθημερινής ζωής ---πιθανώς ἀθλητής ανάµεσα σε θεατές.
Τέλος ενδιαφέρον είναι το θραύσμα µιας σχεδόν ηµισφαιρικής κύλικας του 525 π.Χ. περίπου,
1.160.36 (εικ.
13), το σχήμα της οποίας παραπέμπει
στον τύπο των οφθαλμωτών κυλίκων, ενώ η απεικόνιση πλαγιαστών ανθεµίων δίπλα στις λαβές την κατατάσσει στην ομάδα FP του Beazley και ο 0εµατικός της κύκλος στον τύπο των Χυλίκων µε σχηνές ερώωτοτροπιών
(Courting Cups)”. Στο πλήθος των μυροδοχείων μοναδικό δείγµα ληκύθου του tékous του
600 αι π.Χ µε παράσταση απεικονισµένη µε την τεχνική Six’? αποτελεί η λήκυθος 1.27.1. (etx. 14) του τάφου 4285. Το σχήµα της την εντάσσει στις ληκύVous DL και συγκεκριµένα στον τύπο τοῦ μικρού λιονταριού ( LL), που σχετίζεται µε τους Z. tov Διόσφου xu της Σαπφούς]. Το θέµα της αντλείται από 67.
ABV 71-75, 682. Para 28-9. Addenda 7. Στων dw αγγειυγράφο αποδίδεται και περκι-
µική της Θάσου. BA. π.χ. K. Πεοιστέρη, «Eva αρχαϊκό σπίτι στη Θάσο», Μνήμη Λαζαριδη, 1990, 397-8, εικ. 8 και στον ίδιο τόμο; Maitre, Les importations de céramique attique à Thasos pendant la premiere moitié du Vie siècle av. J.-C. 0.415, eux, 28-9, dou και προηγυύμενη Bißtoyonig in. 68. Για fufaiuypuquaËc ceveaqqoyts PA. Tifiéquoc, Εγνατία I. 40-2, ung. 63. 69. Tocra I, 99 αρ. 1042-1095, iv. 75.
70. CVA Grèce, Athènes, Musée National 3, tiv. 27, 4 - 6. 71. &. Haspels, Attic Blick-heure {οκ νο],
1936 [στο εξης ABLE], 27 κ.ε. D. Kurtz, Athenian
White Lekythoi, 1975 [oto εξής À WE], 116, 138, 153 σημ. 6, iv. 67,1. 72. Para, 80 κ.ε. Tov ion, «Some Attic Vases in the Cyprus Museum», ProcBritAc 33, 1947, 34.4. Boardman, 6..7., 107. IE. Shupiro, «Courtship Scenes in Attic Vase- Painting», AJA 85 (1981) 133 2.6. Pea peta παρόμοια adieu BA. π.χ. EL Froning, Griechische und Itatische Vasen. Museum Folkwang Essen, 1982, GT. 149 κε. αρ. 60. 73. MH τεχνική SIX, ol over µε την οπυία 0 διάκοσμος CCTOOLOE TL HE ETLDETO χοσμία στην HON μελανυγάνωτη FAUL ἀνεια τοῦ ἁαπιίοῦς OG CLAEL TO ὀνομά της OTOV Ολλανού AQZULOÈ OT, D υπυίος πρωτος την επεσήμανε καὶ τη μελέτησε: J Six, «Les vases polychromes sur fond noir», Gazette Archéologique 13 (1988) 193-210. Επισης ABL, 106 κει. AWL, 116-120. 1. Mertens, Attic White-Ground, 1977. 6. 197 κι M. Moore - M. Pease Philippides, «Attic Black -tigured Pottery», Agora XXI (1986) 244, ao. 1175. Στην τεχνικἡ SIX διακρίνονται, ὅπως είναι YMOOTO, OO κατπιορίες ανάλογα HE TH ZEN ἡ όχι ZUWUE TE. 74. AWL, 50. Hop. 7.7. Agora XXI, 242 κε. αρ. 1160-80, πίν. 86, TOU «σοδιδυνται ato, Z. mys Σπ οὓς Zul tow Avoagow Zroting πολ. Taro της ΑγοζΙς ag, 1175 CP 24548),
1208
Ελένη Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου
τη μυθολογική σφαίρα και συγκεκριµένα παριστάνονται οι Πελιάδες τη στι-
YUN της ενασχόλησής TOUS µε τα μαγικά δρώμενα, που διδάχτηκαν από τη Μήδεια µε πρόσχημα την ανανέωση του Πελία αλλά τελικό στόχο τη SOAOGOvia tou. Ανάµεσα στις μορφές εμφανίζονται σύμβολα ψευδοεπιγραφής, που η χρήση TOUS σε συνὸνασμµό µε τα υπόλοιπα στοιχεία µας οδηγεί στο ζωγράφο του Διόσφου7ό, Γύρω στα 510 π.Χ. ανάγεται και η αξιοσημείωτη εμφάνιση ενός µέλανόµορφου αμφορέα µε λαιμό, 1.160.1A, που αποδίδεται στην Οµάδα του Λεάγρου77 (εικ. 15). Η παράσταση της «μουσικής» Δηλιακής τριάδας στην κύρια όψη καθώς και των ίδιων θεοτήτων σε σκηνή σπονδής είναι ιδιαίτερα αγαπητό θέµα των αγγειογράφων της Οµάδας του Λεάγρου την περίοδο αυτή. Ο μεγάλος αριθµός των αγγείων µε το θεµατολόγιο αυτό υποδηλώνει, όπως επισημαίνει ο M. Τιβέριος, την επήρεια που δέχτηκαν οι καλλιτέχνες
της εποχής ANG τις πολιτικές σκοπιµότητες”8δ, Στην πίσω πλευρά αποτυπώνεται πολεμική σκηνή, ποὺ ενισχύει ενδεχομένως την προηγούµενη άποψη. Σημαντική θέση εξάλλου κατέχουν χαι όστρακα κλειστών, μεγάλων αγγείων, όπως το 1.160.77 (eux. 16), που παρόλη την αποσπασµατικότητά τους,
οι καλλιτεχνικές τους απεικονίσεις επιτρέπουν την ταύτιση µε αγγειογράφους, ὁπως του εργαστηρίου του Λυδού, mov πιθανότατα ζούν και εργάζονται η οποία έχει avaloyo σχήμα µε το αγγείο της Ακάνθονυ παι ενδεχομένως προἑρχεῖαι ίδιο αγγειογράφυ.
75. Για to θέµα ato BP’ µισό του όον (1994) À. Peliades, 270 76. Ποβλ. π.χ. TH
ATA τον
των Πελιάδων που εμφανίζεται αποκλειστικά στην αττική αγγειογραφία αι. π.Χ. βλ. M. Vojatzi, Frühe Argonautenbilder, 1982, 94 κ.ε. LIMC VII (E. Simon ). µουφή tou πυλεµιστή στη λἠχυθο K 1808 tov ἰδιου αγγειογοάφου της συλ-
λογής Kiscletf: E. Simon, Die Sammiung Kiseleff im Martin von Wagner Museum der Universität
Wurzburg, II, 1989, 72, ag. 131, πίν. 54. Για τους Ζ. του Διόσφον και της Σαπφούς βλ. ABL 95 %.€., 100, 106-7. AWL πυρίως 149. ABV 346, 482, 507, 508-11, 668. 702-3, 716. Para 246, 248-50, 255, 318. Addenda 60-61. 77. ABV 354 κ.ε. Para 161 κ.ε. Addenda 46-49. O auçogtac της Ακάνθου παροναιάζει avyγένεια, τόσο ως IPOS TO AXHUG και τον παραπληρωματικό TOV διάχυσµο, όσο και ως προς την οργάνωση TOV χώρον της παράστασης και ty διάταξη twv μὐρφών αλλά και επιµέρους σχεδιαστικά και στυλιστικά στοιχεία, π.χ. µε Tov αμφορέα Inv. Nr. ΚΕ 40 tov Μουσείου Folkwang Essen, που απυδίδεται στην υμάδα Λεάγρυυ: Froning, ό.π., 134, αρ. 56. Τη δυπιολία απόδυσης των έργων αυτών σε συγκεκριμένους αγγειογράφους της ομάδας εξαιτίας των κοινών τεχνυτροπικών χαρακτηριστικών επισημαίνει ὁ Τιβέριος, «Ενεδρεύοντες», ΑΕ (1980) 67-8. Για έναν vedτερυ χρονολογικά αμφορέα της ίδιας ομάδας από την Abvto της Χαλκιδικής βλ. Β. Μισαηλίὅοσν-Δεσπυτίδου, «Νέα ευρήματα ATO τη νεκρύπολη της αρχαίας Αφύτιος», AA 34 (1979) Μελ.
75-6. 78. M. Τιβερίου, «Αττική ερυθρόµορφη λήκυθος απὀ την αρχαία Άργιλο», Αρχαία Μακεῥονία IV (1983) 602 xe. Για to θέµα βλ. και LIMC II, 1984, À. Apollon, 261 (W. Lambrinudakis). G. Jurriaans-Helle, Apollo and the Deer on Attic Black-figure Vases, Enthousiasmos. Essays on Greek and Related Pottery, 1986, 111 κ.ε.
Από την επείσακτη κεραμική της αρχαϊκής Ακάνθου
1200
την περίοδο αυτή στο μακεδονικό χώρο”. Πολυάριθµη και πολυποίκιλλη η εισαγµένη κεραμική της αρχαϊκής περιόδου δεν είναι εύκολο να διενθετηθεί στο χρονικό πλαίσιο της συνοπτικής αυτής παρουσίασης, που ούτως À άλλως είναι ενδεικτική. Ελπίζω πως παρά τον επιµερισµό καταγράφει ωστόσο µε σαφήνεια την πολιτισμική και όχι µόνον ιστορία µιας από τις σημαντικότερες πόλεις του βορειοελλαδικού χώρου, της Ακάνθου. Θεσσαλυνίκη, Εφορεία Κλασικών Αρχαιοτήτων
79. Τιβέριος, Εγνατία t, 41-2. Του idtov, «Εισαγμένη κεραμική απὀ τη ὁιπλή τράπεζα της Αγχιάλου κοντά στη σηµερινή Σίνδο», Παρνασσός AE’
(1993) 557-8. Βλ. σχετικά και ανακοί-
vom της συναδέλφου E. Σκαρλατίδου στον παρύντα τόμο.
1210
Ελένη Τρακοσυπούλου-Σαλακίδου
Εικ. I. ζωνική χύλικα µε πουλιά 1.160.170.
Εικ. 2. Όστρακο αγγείου tov στυλ αιγάγρων 1.51.12.
Από την επείσακτη χεραμιχή της αρχαϊκής Ακάνθου
Εικ. 3. Πινάχιο µε γραπτό dudxoopo I. 74.304.
Εικ. 4. Agüflaloc από φαγεντιανή 1.51.4.
1211
1212
Ελένη Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου
Εικ. 5. Λαβή κυκλαδικού πίθου I. 120.97,
Eu U Εικ. 6. Σχύφος µε ιπυγεωμεῖτριχό ὁιάκοσμο MIT 31.
Από την επείσακτη χεραμµική της αρχαϊκής Αχάνθου
Εικ. 7. Βοιωτική xotvAioxn IL. 160.58.
Εικ. 8. Λακωνικός αμφορέας 1.165.115.
1213
1214
Ελένη Touxooorzotov-Zalaxidov
Εικ. 9.
Kogithaxa aAaßactpa I. 74.57-59.
Εικ. 10. Arrixa µελανόμωρφα αγγεία MIT 327, 328.
Από την επείσακτη κεραμική της αρχαϊκής AxdvOov
1215
Εικ. 11. Αττική μελανόμορφη κύλιχα τύπου Cassel 1.51.79.
Εικ. 12. Αττικά µελανόμορφα αγγεία 1.29. [4,5 και χορινθιακός αρύβαλλος 1.29. 13.
1216
Ελένη Τρακοσοπυύλου-Σαλακίδου
Εικ. 13. Θραύσμα αττιχής µελανόμούφης χύλικας I. 160.36.
Εικ. 14, Attixn Anzug
1.27.1.
Από την επείσακτη κεραμική της αρχαϊκής Αχάνθου
Εικ. 16. Όστρακο αττικού μελανόμορφου κρατήρα I. 160.77.
1217
96 IL BANCHETTO DI NOZZE DEL MACEDONE KARANOS (ΑΤΗΕΝ., 4, 128a-130d). CONSIDERAZIONI PRELIMINARI] Bruno
Tripodi
0, Le pagine iniziali del IV libro dei Deipnosophistai di Ateneo, in cui € riportata la diepnetike epistole del macedone Hippolochos, relativa αἱ banchetto di nozze di un altro macedone,
Karanos, sono a tutti voi ben note. Ma
nonostante che, cursoriamente, di questo testo sia stata segnalata l’importanza
per la storia economica e sociale della Macedonia e del mondo ellenistico in generale!, ad esso non é stata dedicata una specifica attenzione?. La mia prima intenzione di proporre in questo Symposium uno studio complessivo di tali pagine si é rivelata decisamente ottimistica, giacchè era stata formulata in corso di ricerca, quando non ero ancora del tutto consapevole della quantita e qualita delle informazioni e dei problemi presentati dal testo di Atenco/Hippolochos. Ora, benché il lavoro da me finora condotto sia in uno stato di soddisfacente avanzamento, varie ragioni di opportunità —tra cui il rispetto del tempo a disposizione— mi suggeriscono tuttavia di limitare la mia comunicazione alla considerazione di alcuni aspetti di carattere generale nonché preliminari per un esame complessivo dell’epistola. |. Affidabilitä. Innanzitutto il problema cruciale della affidabilità di questo testo. Sono perfettamente consapevole del pericolo che si corre allorché si Icgge una “evidence” letteraria come “mirror of reality”, se non si considerano anche gli scopi dell’autore e le convenzioni letterarie cui sottosta
il testo stessoi, 1. Cf, ad es., M. Kostovzev, Storia economica € sociale del mondo cilenistico (rit), 1, Firenze 1966, 153 e 258-259; J. K. Davies, “Cultural, social and economic features of the Hellenistic World", in CAH? VILE The Hellenistic World, Cambridge 1984, 257-320. 2. Fu eccezione A. Dalby, “The wedding feast of Caranus the Macedonian by Hippolochus”, Petits Propos Culinaires 29, 1988, 37-45. Di questo articolo ho avuto notizia —grazie alla lettura di
H. Sancisi Weerdenburg. “Caranus’ distribution of tableware”, DATA, teb. 1993, Note πο. 13— solo quando il testo della mia comunicazione era pronto per la stampa. Dello stesso Dalby cl. ara anche Siren Feasts, A History of Food and Gastronomy in Greece, London - New York 1996, in
partic., per il banchetto di Karanos. dal
3. Questo avvertimento € opportunamente dato da Davies, cit, 261, 1 quale mette in guardia pericolo di interpretare la socictà “through the particular category of document under
1220
Bruno Tripodi
Nel nostro caso, inoltre, il genere della epistolografia richiama subito il sospetto di falsificazione. Ritengo tuttavia improbabile che la lettera di Hippolochos possa essere frutto di invenzione da parte dello stesso Linceo*. A parte il fatto che, se pure cosi fosse, si tratterebbe di un testo comunque importante per la sua referenzialita ad una realta che era contemporanea all’autore stesso, va infatti tenuto presente che la pratica dei falsi epistolari comincia a partire dal I sec. a. C., contestualmente alla teorizzazione della epistolografia come genere letterario°.
C’é invece nella nostra epistola un tessuto testuale fatto di citazioni, di convenzioni compositive, di moduli mutuati dall’epica, dalla tragedia e dalla commedia, che ne rivelano in pieno il carattere di composizione dalle finalita letterarie, prima e più che documentarie. A questa sua natura si deve riferire, tra l’altro, il ricorso all’iperbole dall’evidente connotazione comica che attraversa tutto il racconto del banchetto, senza perd trasferirne i contenuti
essenziali sul piano della irrealta®. 2. Contesto. La epistole di Hippolochos viene preannunciata alla fine del III libro dei Deipnosophistai, nel dialogo fra Ateneo e il suo interlocutore Timocrate’. All'inizio del IV libro, Ateneo offre le coordinate cronologiche di Hippolochos, quasi certamente perché egli era sconosciuto al suo interlocutore. A tale scopo, precisa che si tratta di un contemporaneo di Linceo e di Duride, discepoli di Teofrasto. Siamo dunque nei decenni a cavallo tra il IV e il III sec. a.C.®. Con Linceo, Hippolochos intrattiene uno scambio di epistole discussion” (ibid., 260). 4. Cosi pensuva J. Martin, Symposion:
die Geschichte einer literarischen Form, Paderborn
1931, 158-160. 5. Cf. P. Gugusi, “Epistolografi”, in Dizionario degli scrittori greci e latini (dir. F. Della Corte), Milano 1987, 821-853, partic. 823: in generale: I. Sykutris, s.v. “Epistolographia”, in R.E.. Suppl. V, 1931, coll. 185-220.
6. Tale connotazione è particolarmente evidente nel numero di oggetti preziosi che gli invitati avrebbero ricevuto in dono (cf. infra, n. 18). 7. Sono almeno due i livelli narrativi implicati: Ateneo che racconta a Timocrate di Hippolochos che racconta a Linceo. Per la rivalutazione del significato e del valore letterario dell’ opera del Naucratita in alcuni recenti lavori, cf. L. Bruit, P. Schmitt Pantel, “Citer, classer, penser: à propos des repas des Grecs et des repas des autres dans le livre IV des Deipnosophistes d’Athénée”, AION(A) 8, 1986, 203-221; A. Lukinovich, “The play of reflections between literary form
and the sympotic theme in the Deipnosophistae of Athenaeus”, in O. Murray (ed.), Sympotika. A Symposium on the Symposion, Oxford
1990, 263-271; M. I. Gulletta, “II lessico dei vasi in Ateneo:
macro e micro struttura del libro XI dei Deipnosophista?’, GIF 43, 1991, 299-310; P. Radici Colace, “Opere/contenitore det mondo antico e tardo-antico: temi e strutture della lettératura di raccolta”,
GIF 49, 1997, 3-19. 8. Per la cronologia di Lynkeus, cf. Kürte, s.v. "Lynkeus”, nr. 6, in R.E., 13, 1927, coll. 24722473. Hippolochos ὁ per noi solo un nome conservatoci unicamente da Ateneo, ed in riferimento
I! banchetto di nozze del macedone Karanos
che hanno
per oggetto
la descrizione dei banchetti
1221
più sontuosi —perciö
memorabili— cui i due si sono rispettivamente trovati a prender parte.
La lettera di Hippolochos sul banchetto di Karanos é dunque il risultato di questo scambio. Ateneo precisa che egli !a riporta perché é raro poterla leggere. Segue l’esposizione del contenuto dell’epistola, che risulta riassunta, e con brevi inserti testuali, nella sua parte iniziale (fra 128c e 129a), ma che
viene poi riportata integralmente nella sua rimanente e più consistente parte (129a-130b). Disponendo dunque di un testo pressoché completo, possiamo analizzarne il contenuto senza essere condizionati da consistenti vuoti di informazione sul
banchetto in se stesso’. 3. Contenuto. Vediamo adesso, in sintesi, cosa succede in questo gamos, a cui prendono parte venti persone. Dopo l'ingresso degli invitati, a cui vengono offerte stleggides d’oro ε una sorta di “aperitivo” di vino, abbiamo una prima fase che consiste nella presentazione di un piatto di portata, in bronzo (di manifattura corinzia), contenente pane e uccellagione (anatre, colombi, oche), seguito da un secondo piatto dargento con altro pane e ancora uccellagione (oche), lepri, capretti, ancora pani, piccioni, tortore, pernici, volatili. Seguono le abluzioni, corone di fiori, ancora stleggides d’oro, la distribuzione a ciascun convitato di una doppia /ekythos in oro e argento, piena di profumi. Inizia la bevuta e il primo spettacolo, offerto da suonatrici di flauto, cantanti, suonatrici di sambuca rodie. La seconda
fase consiste in un piatto (il terzo), in argento dorato, con-
tenente un porcellino arrosto ripieno di tordi, vulve di scrofa, beccafichi, tuorli di uova, ostriche, conchiglie. Preceduto da una bevuta, giunge un quarto piatto accompagnato
da cucchiai
in oro, contenente
un capretto bollito, e accom-
pagnato da cestini e panieri in avorio. Segue un'altra profumazione (sempre da una doppia Jekythos in oro e argento, 6 un secondo spettacolo, offerto, questa volta, da mimi, danzatori itifallici, buffoni, saltimbanchi donne che prosempre a questa πρὸς Λυγκέα ἐπιστολή (3,126d-e; 127e: 9, 402a; 14, 614d). Invano, perciö, cercheremmo altrove sue tracce, come, ad es., in R. Hercher, Epistolographi Graeci, Paris 1873 (repr. Amsterdam 1965); tautologici rimandi ad Ateneo sono in W. Pape, G. Benseler, Wörterbuch der
griechischen Eigennamen, Braunschweig 1911 (repr. Graz 1959), s.v. Ἱππόλοχος, nr. 7, p. 565, e in Karte, s.v. Lynkeus, cit. 9. I vuoti comunque riguardano sicuramente Karanos (nonché uno degli invitati, Proteas), del quale Hippolochos avra dato, nella parte iniziale della lettera (da Ateneo riassunta), i riferimenti familiari e di ascendenza, come si conveniva per il “protagonista” della lettera nonche nobile di alto lignaggio.
LES] γω ty
Bruno Tripodi
pongono
acrobazic tra le spade ο fuoco dalla bocca.
I tutto mentre ha corso
un‘allra bevuta da ekpomata d’oro, a base di vini di Taso, Mende, Lesbo. La terza fase prevede un piatto (il quinto) di cristallo abbinato ad un contenitore in argento, con ogni variclä di pesce arrostito € accompagnato da
pane
di Cappadocia.
Scguono
le abluzioni
ce profumazioni
—da
un‘altra
doppia /ekythos in oro e argento, nonché altre stleggides d'oro— la bevuta da
skyphoi di vino tasio, ¢ un terzo spettacolo consistente in un coro di 100 uomini, © danzatrici vestite da Nereidi e da Ninfe. La quarta cd ultima fase vede l'ingresso di un piatto (il sesto) con bordo
dorato e spicdi d’argento, contentente un cinghiale. Segue una breve bevuta da ekpomata, quasi un digestivo, un quarto ed ultimo spettacolo offerto dal bulfone Mandrogenes e dalla moglie ottuagenaria. Al cambio delle mense, in canestri d’avorio, viene offerto il dessert, consistente in pasticcini e focacce cretcsi, samie, attiche.
4. Motivi. Non è certo agevole distinguere nel racconto di Hippolochos la rcaltä dall’invenzione Ictteraria. Va tuttavia tenuto presente che, dal punto di vista compositivo,
l’iperbole costituisce anche una modalitä di rappresenta-
zione per una realta che € gia in sé “eccezionale”. Ora, al di là della effcitiva quantita e qualita del cibo offerto ai convitati e del numero dei doni preziosi da essi ricevuti, la realta del banchetto di Karanos risulta sicuramente “iperbolica” almeno sotto tre aspetti. 4.1. Spettacolarizzazione.
Come
ci si pud
rendere
conto,
questo
che,
forse con termine riduttivo. definiamo banchetto!® é, in realta, un evento complesso ed elaborato, la cui articolazione rivela un’accorta organizzazione c, possiamo dire, una sorta di regia teatrale, tutta orchestrata sul tema domi-
nante dell’eccesso. Infatti, il numero e la presentazione delle varie portate in composizioni di alta e ricercata gastronomia, la durata del banchetto, il cambio di fondale
10. Ateneo parla una volta di Maxtdovexev anutonov (3, 127d) ο un’altra di γάμος (4, 1250). termini che. proprio per la distanza che separa lo scrittore dall'evento, non sono signilicalivi αἱ Hind di una precisa, complessiva delinizione dell'evento stesso. Hippolochos ha δεῖπνων (130b) (cf. anche συνδειπνοῦντες (1291), per indicare i convitati) ο πύτος (130a), Lermini che stanno a designare i due momenti del “mangiare” ¢ del “bere” che, come abbiamo visto, si ripetono pero per ben quattro volte. Mentre piu specitico sembra essere un terzo termine impiegato da Hippolochos. evenzia (130b), che definisce l’evento nel suo insieme € nella sua dimensione di piacere € benessere;
sul lessico della commensalita, ct. M. Casevitz, “Repas, testins et banquets: un peu d'histoire des mots grecs”, CEA 24, 1990, 201-221 (non vidi. P. Schmitt Pantel, La cite au banquet. Histoire des repas publics dans les cités grecques (Coll. de l'École trang. de Rome,
157), Roma
1992.5-6 e 261 ss.
fl banchetto di nozze del macedone Karanos
1223
della scena al calare della sera, con le tende levate e l’accensione delle torce, i differenti momenti di intrattenimento che accompagnano le bevute e che vedono una grande varicta di affollate esibizioni, tutto ha la funzione di suscitare il senso dell’inatteso ο dello stupore
negli ospiti!!, i quali si ritro-
vano ad essere contemporaneamente spettatori ed attori dello spettacolo per essi allestito; e lo spazio nel quale si tiene il banchetto diventa platca c palcoscenico nello stesso tempo. 4.2. Reiterazione. Guardando più da vicino questa “grande machine à étonner”!2, notiamo che il banchetto € articolato su una struttura di base costituita: a) dai due momenti complementari e conscguenziali de! mangiare prima e del bere dopo, b) dalle abluzioni/profumazioni che scgnano il passaggio dall‘uno all’altro momento,
c) dall'intrattenimento di vario tipo (soprattutto
musicale) che accompagna il bere'?. Ora, il fatto che questo modulo vi ricorra replicato per ben quattro volte,
anche se non sempre in maniera lineare!?, costituisce un’altra rilevante peculiarità di questo banchetto. Il ripetersi della sequenza mangiare-bere-intrattenimento € come se scan-
disse altrettanti singoli banchetti. E come se il gamos di Karanos fosse il contenitore di più banchetti (almeno quattro, come abbiamo visto). Si tratta, in realta, di un unico evento di commensalità!$ che, tradotto in cifre, da i seguenti numeri: nelle quattro fasi vengono presentati complessivamente cinque piatti di carni e uno di pesce, si fanno cinque bevute, si tengono quattro spet-
tacoli diversi, i banchcttanti si profumano e cingono corone per tre voltc!®. 4.3. Spreco.
Tutto
il cibo, offerto agli invitati
in grandi
quantita,
non
11. Nel gioco letterario dei rimandi, la stessa funzione del suscitare meraviglia la svolge la serittura di Hippolochos/Ateneo nei confronti del lettore. 12. Cf. F. Dupont, Le plaisir et la foi, Paris 1977, 65. 13. Sulla commensalita, le sue articolazioni e i differenti significati, esiste ormai un’ampia bibliogratia, per la quale si vedano: Murray (ed.), Sympotika, op.cit.. 321-344, Schmitt Pantel, op.cit., 495-518: sul consumo alimentare nei suoi dillerenti aspetti, cf. Homo Edens. Regimi, miti e pratiche dell'alimentazione nella civiltza del Mediterraneo, a cura di O. Longo e P. Scarpi, Verona
1989: J. Wilkins, D. Harvey, M. Dobson (Eds.), Food in Antiquity, Exeter 1995, 14. Cid puo esser dovuto al fatto che etlettivamente le cose si siano svolle in questi termini, oppure al libero racconto di Hippolochos che, come abbiamo detto, ha inteso prima di tutto fare leticratura ὁ non certo lornire una relazione burocritticamente precisa. 15. Hippolochos infatti ὁ esplicito nel dirci che, dopo la presentazione det ultimo piatto, viene dato il tipico segnale di tromba che decretava la tine del banchetto in Macedonia, dopo il quale sono introdotte le "mensc del dupopasto” (Etidugstun τπεζαι) (13006). 16. Le carni comprendono otto diversi tipi di volatili ὁ quattro di mammiteri. I pescih non sono altrimenti speciticati, trattandosi di un misto di molte qualita, cui vanno aggiunti i molluschi.
1224
Bruno Tripodi
viene da essi consumato,
bensi solo assaggiato ο subito passato ai servi pre-
senti in sala!?. Ben diversa sorte tocca ai vini, tutti di eccelsa qualita, bevuti in abbondanza e puri, ο con l'aggiunta di appena qualche goccia d’acqua. Ma l'interesse di Hippolochos per il cibo e i vini si accompagna ad un altro e più forte interesse verso i rispettivi contenitori. Questo perché tutti i contenitori
portati
alle
mense
cristallo, spyrides e artophora
degli
ospiti
—pinakes
in bronzo,
argento,
in avorio e in argento, ekpomata
di varia
foggia in oro e in argento, /ekythoi in oro e in argento— tutti questi contenitori (a cui vanno aggiunte le tre stleggides d’oro che ogni ospite riceve in
altrettanti momenti del banchetto), a dire di Hippolochos, vengono da Kara-
nos offerti in dono ai suoi convitati'®. 5. Valutazioni sommarie e provvisorie. Spettacolarizzazione,
reiterazio-
ne, spreco, sono questi —se si vuole in ordine crescente di importanza— gli aspetti che, a mio avviso, costituiscono motivo di particolare interesse per un'indagine approfondita di questo testo, a cominciare ovviamente dalla considerazione dell’impatto che, nella esposizione di questi aspetti, hanno avuto i moduli propriamente letterari. Sono proprio questi gli aspetti che gia per Hippolochos, e poi per Ateneo, conferivano al gamos di Karanos carattere di eccezionalità. Una festa che, va ricordato, Hippolochos racconta a Lynkeus come contropartita per i banchetti, tutti di re (Demetrio Poliorcete, Antigono, Tolemeo), che questi gli descrive. Karanos non é un re!?, ma la sua festa & degna di essere assimilata a quella di un sovrano. E proprio nelle feste che le nuove regalita ellenistiche organizzano ed olfrono ai loro sudditi, credo si possa rinvenire il più vicino modello di riferimento per il gamos di Karanos. Si tratta di un modello i cui rcfcrenti strutturali possono rintracciarsi —ma con prudenza— nelle pratiche di commensalita di Macedonia, Grecia e Oriente Achemenide, e la cui sintesi si deve, come per altri aspetti, alla volonta e all’opera di Alessandro
Magno?0, 17. In cid: va alimentari e forme 25-30, partic. 29). abbiente quale, ad
vista la tipica modalitä del “consumo del cibo da sazi” (οἱ. G. Nenci, “Pratiche di delinizione e distinzione sociale nella Grecia antica”, in Homo Edens, op.cit., ma anche l’eco di una forma di redistribuzione alimentare dall’abbiente al non es., attesta Senotonte per la Tracia (An., 7.3,21-23).
18. Si trattercbbe complessivamente di: KO ckpomata di vario tipo, 60 stieggides d'oro, 120 pinakes. 60 dilekythoi, 80 canestri vari, 20 contenitori, 20 sibynas, 20 cucchiai, per un totale di 460 pezzi (sich. 19. Cosi invece lo delinisce Schmitt Pantel, op.cit., 457 e 464. 20. La connessione tra il gamos di Karanos ο la figura di Alessandro € da Hippolochas, anche
Hl banchetto di nozze del macedone Karanos
Questo
banchetto,
tra l’altro, non
avrebbe
potuto
1225
tenersi
—nella
sua
realta cosi come nel suo aspetto di metafora iperbolica di una societa raccontataci da Hippolochos— se Alessandro non avesse messo le mani sui tesori persiani e se una parte di queste ricchezze non fosse stata convogliata anche verso la Macedonia2!. Ricchezze tali che, a tre generazioni di distanza — ricordiamo che il nonno di uno degli invitati, Proteas, era stato commilitone di Alessandro (129a)— fornivano ancora ai loro possessori materia di consumo
vistoso. Cosi come fornivano le risorse per l'edificazione, l'arredo e la decorazione di quelle imponenti abitazioni le cui sale da banchetto erano decorate -—come a Pella— anche da mosaici d’autore??. E inoltre assicuravano le disponiblità per realizzare quelle magnifiche tombe ellenistiche che l’archeologia macedone continua a rivelarci, i cui corredi in metalli preziosi —quando conservati— e le cui strutture architettoniche e decorazioni pittoriche costituiscono, nello stesso tempo, testimonianza e conferma dello stesso livello di
ricchezza esibito dalla festa di Karanos??. Ora, se ὁ vero che la festa ha nell'eccesso e nello spreco una delle sue
più intime e connaturate ragioni, € anche vero che spesso questo spreco € solo in apparenza tale, assumendo
invece una ben precisa funzione
redistributiva
di beni. Proprio cid che Hippolochos evidenzia —anche se ancora una volta in termini iperbolici— a conclusione della lettera. Riferendosi alle sporte degli invitati piene dei tanti contenitori preziosi ricevuti in dono nel corso del
se indirettamente, richiamata a 129a, con la menzione dell’ascendenza di Proteas. Sui banchetti di Alessandro, cf. E. N. Borza, “The symposium at Alexander’s Court”, in Ancient Macedonia Ill, Thessaloniki 1983, 45-55; cf. anche R. A. Tomlinson, “Ancient Macedonian Symposia”, in Ancient
Macedonia I, Thessaloniki 1970, 308-315. Sui banchetti (pubblici) in Grecia: Schmitt Pantel, op.cit.: alla corte Achemenide:
P. Briant, Histoire de l'Empire perse. De Cyrus ä Alexandre, Paris 1996,
297-309 e 947. 21. Cf. Rostovzev, op.cit., locc. citt.; di recente, F. De Callatay, “Les trésor achéménides ct les monnayages d‘ Alexandre: espéces immobilisées et espèces circulantes?”, in L'or perse et l'hi-
stoire grecque, Actes de la Table Ronde CNRS, Bordeaux, 20-22 Mars 1989 (ed. R. Descat) = REA 91, 1989, 259-274. 22. Cf. R. Ginouvés (a cura di), / Macedoni. Da Filippo II alla conquista romana (tr il), Milano 1993, 117 ss.; sulle ricchezze del regno macedone dopo Alessandro, cf. da ultimo, 1. Touratsoglou, “Die Baupolitik Kassanders”, in Basileia. Die Paläste der hellenistischen Könige. Intern. Symp. Berlin 1992 (Hrsg. von W. Höpfner, G. Brands), Mainz 1996, 176-181.
23. Cf. 5. Miller, The Tomb of Lyson and Kallikles: A Painted Macedonian Tomb, Mainz. am Rhein 1993. Tra i corredi, particolarmente significativi sono quelli delle tombe di Derveni (325-300 a.C.), per la cui descrizione e raltigurazione si pud vedere ora: I. Vokotopoulou, Guida del Museo Archeologico di Salonicco (tr.it.). Atene 1996, 200-225. La pittura funeraria macedone ci ha offerto di recente la prima testimonianza di una scena di banchetto, nel fregio della tomba di Hazhius Athanasios (inizi del 111 sec. a C.), su cui cf., negli Atti di questo Symposium, M. TsimbidouAvloniti, “Ταφικός τύμβος Ay. ASuvaatou Θεσσαλονίκης”,
1226
Bruno Tripodi
banchetto, egli afferma: “noi, comunque, ci siamo portati via una fortuna. invece di porzioni di cibo, ed ora stiamo cercando di comprare chi case, chi
terre, chi schiavi"24, Ma lo spreco ostentatorio e solidale di Karanos nei confronti dei suoi invitati non deve farci immaginare tutta la Macedonia dei decenni a cavallo tra i secoli IV ο III a.C. come una sorta di Paese di Cuccagna.
Al contrario,
sappiamo che gli eccessi di ricchezza parassitaria di poche famiglie?* avevano come contropartita una grave crisi economica diffusa fra gli strati inferiori della popolazione e alimentata da vari fattori: le interminabili guerre “civili” fra 321/20 e 277/76, il connesso prelievo di forza lavoro sotto forma di reclutamento, i flussi migratori, negli stessi decenni, dalla Macedonia verso i territori dei Seleucidi e dei Tolemei?®. Crisi che le lotte sociali e le cosiddette rivoluzioni utopistiche, cosi caratteristiche dell'età ellenistica?’, mettevano a nudo in tutta la loro reale drammaticita. Universita di Messina
24. Ct. 130d: ἡμεῖς 8° ἐκ τοῦ Καράνου deinvon πλοῦτοων AVTi µερίδιων εὐωκχηθέντες νῦν ζητοῦμεν οἱ μὲν οἰχίας, οἱ δὲ ἀγροὺς, οἱ δὲ ἀνδράποὸ᾽ ὠνήσασθαι. In precedenza (1200), Hippolochos non aveva mancato di notare: εἰσφέρεται πλοῦτος ἀντὶ δείπνου (“ci fu portata una fortuna piuttosto che cibo"). L'eccesso esibito rappresenta e, nello stesso tempo, afferma la
gerarchia € i valori sociali della classe di appartenenza di colui ο coloro che la festa danno; d’altra parte, la funzione distributiva si connota come forma di solidarietä di classe che rulforza il legame sociale fra pari (cf. V. Valeri, s.v. “Festa”, in Enciclopedia Einaudi, 6, Torino 1979, 87-99; M. Bianchini, s.v. “Spreco”, in Enciclopedia Einaudi, 13, Torino 1981, 396-417). cf. anche supra, n. 17. 25. Cf. F. W. Walbank, "Macedonia and Greece", in CAH? VILI, cit. 221 ss. (partic. 225): “A few, it is true, come back rich, but they were a minority...”; Id., 1} mondo ellenistico (tr.it.). Bologna 1981, 175 e 178.
26. ΟΙ. D. Musti, L'economia in Grecia, Roma-Bari 1981, 146, 149 e 150; Walbank, in CAH°. cit. loc. cit. A. B. Bosworth, “Alexander the Great and the decline of Macedon”, JHS 106, 1986, 1-12. Una diversa, del tutto positiva immagine dell'economia macedone, in questo stesso periodo, propone Ν. G. L. Hammond, in N. G. L. Hammond, F. W. Walbank, A History of Macedonia, I. 346-167 BC. Oxtord
1988, 93 € 187.
27. Si veda Alexarchos a Öuranopohs, come pure la rivolta sociale di Apollodoros di Kassandreia (su cui cf. A. Fuks. “Social revolution in Greece in the Hellenistic Age”, PdP 21, 1966,
437-480: Id., “Patterns and types of social-economic revolution in Greece from the fourth to the second century B.C.”, AncSac. 5, 1974, 91-81),
97 LEOCRATES:
L.
ATHENIAN
BUSINESSMAN
AND MACEDONIAN
AGENT?
Tritle
The Macedonian victory at Chaeronea brought a wave of panic and fright to Athens that the city had not seen since the days of the Peloponnesian War. Philip, whom Demosthenes had caricatured as the “Enslaver of Greece”, would surely now bring in his heavy weapons and, as at Byzantium a few years before (340/39 BC), put Athens under siege. As many fled the city for refuge elsewhere, others such as Hypereides suggested arming the slaves to help in the defense. In the Areopagus Council a debate took place over entrusting the city’s defenses to Charidemus or Phocion; it might be argued —as I would— that saner minds prevailed and Phocion received the command. The anticipated assault, however, never came as Philip soon demonstrated that the Athenians were dearer to him than his former Theban allies who paid the price for abandoning him. Athens’ honored dead were returned with ceremony by Alexander and Antipater and the Athenians drew a collective sigh of
relief!. Some eight years later (330 BC), Leocrates, an Athenian businessman, returned to the city to resume the life he had left behind when he fled with those other Athenians dreading the expected attack of their city?. Leocrates 1. On
Chaeroneu,
Diod.
16.86, Plut. Alex. 9.2, Dem.
19, Polyaen.
Strat. 4.2.2, 4.2.7; the
Macedonian threat on Athens and the Athenian panic, Plut. Phoc. 16.4, Hyper. FF 27-39, Lyc. Leoc. 16; Alexander’s escort of the Athenian dead, Plut. Dem. 21.2, Just. 9.4, Polyb. 5.10.4, Diod. 16.87.3, Harp. s.v. Alkimachos (= Anax. FGrH 72 F16; see also Jacoby, FGrH 2C:
109). Generally,
L. A. Tritle, Phocion the Good, London 1988, 137, J. R. Ellis, Philip II and Macedonian Imperialism, London
1976,
197-99, and W.
Will, Athen
und Alexander.
Untersuchungen
zur Geschichte der
Stadt von 338 bis 322 v. Chr., Munich 1983, 8. 2. Lyc. Leoc. 17-18 refers to Leocrates’ flight. Some recent studies of Lycurgus’ prosecution of Leocrates are E. M. Burke, “Contra Leocratem and De Corona: Political Collaboration?”, Phoenix 1977, 330-40 and N. Sawada, “Athenian Politics in the Age of Alexander the Great: A Reconsideration of the Trial of Ctesiphon”, Chiron 1996, 57-84, at 74-80. It is of some historiographical interest perhaps to note that the case of Leocrates does not find a place in the new edition of the Cambridge Ancient History, Vol. 6: The Fourth Century B.C., ed. by D. M. Lewis, J. Boardman, S. Hornblower, and M. Ostwald, Cambridge 1994, while W. W. Tarn, “Greece: 335 to 321 B.C.”, in Cambridge Ancient History, Vol. 6: Macedon, 401-301 B.C., Cambridge 1927, 446 had discussed the case.
1228
L. Tritle
had departed Athens immediately upon the report of the Macedonian victory, and accompanied by his mistress, proceeded to Rhodes then some time later, Megara. Upon his return Leocrates soon realized that the past was indeed not past, hardly dead: Lycurgus, one of the major figures in the democracy at the time, prosecuted him for his treasonous flight by an eisangelia, a type of suit usually reserved for traitors and those others who were guilty of betraying the community. This prosecution and the resulting acquittal (the result of a tie vote in the jury, Aeschin. 3.252) are well known
facts which may be accepted
without extensive comment?. The question that emerges from these events is why Lycurgus would seek to prosecute this long absent businessman who would seem, on the face of it, not worth the bother. After all, Chaeronea was in the past: many citizens had evidently fled the city, why should Lycurgus now dredge up all this and open old wounds? It would appear that there is more than meets the eye here, and what I would like to call attention to are some overlooked pieces of evidence that might shed additional light on this case. What I would like to suggest is that Lycurgus’ attack on Leocrates exceeds the need to assert a position of extreme patriotism —the analysis most frequently offered by those scholars who have analyzed this prosecution. The apparent stimulus for Lycurgus’ action is to attack one whom he believes, perhaps with justification, was more than a simple businessman, indeed a friend if not agent of Macedon. In his speech, Lycurgus goes to great lengths to represent his action as one emanating from patriotic concerns to enhance the sense of community and not from enmity or personal animosity. This rationale, which some scholars have accepted at face value, should be subjected to a little more scrutiny‘. Many Athenians, to judge from the reports in the ancient evidence, fled Athens after hearing of the defeat at Chaeronea. For Lycurgus to prosecute Leocrates after eight years’ absence seems unusual. It seems a stretch to connect Lycurgus’ prosecution simply to the aftermath of Chaeronea, though the celebrated battle of Demosthenes and Aeschines “On the Crown” that occurred shortly afterwards demonstrates that the Athenians could have long memories?. Demosthenes and Aeschines, however, were old enemies, which
3. For a convenient collection of the evidence see M. H. Hansen, Eisangelia. The Sovereignty
of the People's Court in Athens in the Fourth Century B.C. and the Impeachment of Generals and Politicians, Odense 1975, 108. 4. This is the usual view as expressed (e.g.) by Burke, 1977, 330, Will, 1983, 102-03, Sawada, 1996, 79, and R. Sinclair, Democracy and Participation in Athens, Cambridge 1988, 72. 5. Sawada, 1996, 59, 71, in her discussion of Athenian politics, emphasizes personalities. She May overstate her case only slightly.
Leocrates: Athenian Businessman and Macedonian Agent?
1229
it appears Lycurgus and Leocrates were not. This should alert us that other factors may have led Lycurgus to bring this suit, which he prosecuted vigorously. In this light it is important to keep in mind the admonitions of K. J. Dover regarding Attic oratory, particularly his observation that “it would be unplausible to say that all plain statements in the orators are false: but it would be safer assumption than its contrary. The historian ought to discover the facts from the orators indirectly’. Lycurgus’ assertion that his prosecution is animated only by a concern for the commonweal, probably true as far as it
goes, should not deter us from further investigation, especially when it is remembered that he brought the suit by an eisangelia, a type of suit reserved for officers of the state rather than common citizens. Some of his contemporaries, Hypereides in particular, believed that Lycurgus’ employment of an eisangelia to prosecute private citizens such as as Leocrates was inappropriate
and protested’. This too should suggest to us that the reasons for the prosecution again lay elsewhere than in Lycurgus’ stated explanation and those of his modern
interpreters.
Clearly Lycurgus intended to prove that Leocrates’ flight was no different than the treachery of a general, such as Lysicles at Chaeronea, or a counselor such as Autolycus, the member of the Areopagus Council, who sent his family out of Athens upon news of the defeat. Both of these men Lycurgus prosecuted with eisangelai and condemned’. Fordyce Mitchel, for example, argued that the prosecutions of all three men should be lumped together as evidence of Lycurgus’ patriotism and efforts to improve community discipline and civic virtue’. This opinion is largely correct, but does not take full advantage of all the available evidence. Lysicles was one of the unsuccessful generals who commanded (more correctly shared in the command) a losing army and made the mistake of returning to the city to explain why 1000 fellow citizens were dead, another 2000 in enemy hands, while he was very much alive and present. The list of Athenian generals condemned for their failures while holding a command makes for a rather long one and | think that the reason, if not the justification, for his prosecution may be found in his survival
as well as the Athenian defeat. On the face of it, the link between his prosecution and that of Leocrates is not altogether clear. The case of Autolycus, 6. K. J. Dover, Greek and the Greeks, Oxtord 1987, 281. 7. See Hyper. 3.1-8. and the discussion in $. Humphrey. “Lycurgus of Butadae: An Athenian Aristocrat”, in The Craft of the Ancient Historian: Essays in Honor of Chester G. Starr, ed. by J. W. Eadie and J. Ober, Lanham, MD, 1985, 218-19. 8. See Hansen, 1975. 103-04, for the evidence. 9. Ε. W. Mitchel, Lykourgan Athens: 338-322, Cincinnati 1970, 39.
1230
L. Tritle
the faint-hearted councilor, may be similarly described. He had sent his family out of Athens after the enactment of laws prohibiting flight from the city. What he did was treasonous in that it violated both the letter and spirit of the law. Moreover, as a legislator himself, he was hardly setting a good example for his fellow citizens and so too was in a vulnerable situation, one that someone like Lycurgus was sure to exploit. That said, however, it is also clear that the grounds for placing Leocrates in the same company with Lysicles and Autolycus are not altogether clear. A review of the evidence, both that which has gone unnoticed and that which may be recovered from Lycurgus’ oration, suggests that in Lycurgus’ mind, Leocrates may actually have posed a greater threat to the community than either Lysicles or Autolycus. In his speech, Lycurgus refers to a relation of Leocrates’ named Amyntas!0, This most Macedonian sounding name suggests that Leocrates and/or his family possessed Macedonian connections that, while only hinted at, imply that Lycurgus’ action may have been motivated by more than the civic virtue he suggests in his speech. This connection is in fact made tangible in Lycurgus’ report of Leocrates’ business activities with Cleopatra, Alexander the Great's
sister, while her husband, Alexander of Epirus was absent in Italy!!. This latter reference may give some substance to a relationship preserved in Theophrastus’
Characters,
specifically
to an Athenian
businessman
who
enjoys
close ties to Antipater, the Macedonian regent!?. Theophrastus’ reference is unfortunately timeless as well, it would appear, deliberately vague. While Theophrastus’ work bears an Aristotelian influence, as seen in its ethical and moral content, there is also the comedic element of New Comedy that reflects social commentary and satire!?. This suggests that though Theophrastus’ reference to an Athenian businessman communicating with Antipater is difficult to fix chronologically, it does reflect an authentic relationship. Theophrastus clearly refers to an Athenian businessman with Macedonian connections; these could have been provided Leocrates by his relation Amyntas or by Cleopatra. As Lycurgus’ prosecution suggests, Leocrates was a prominent individual, one
who attracted notice. While certainty is impossible, Leocrates may be the anonymous merchant recorded by Theophrastus. These details, not previously applied to the investigation of this pro10. 11. 12. 13. Oxtord
Lye. Leoc 22-24. Lye. Leoc. 26. Theophr. Char. 23.4. See e.g., M. C. Howatson, ed.. The Oxtord Companion to Classical Literature, new ed., 1989, 565, and J. J. Keaney, Oxtord Classical Dictionary. Oxtord 1972. s.v. “Theophrastus”,
1058-59.
Leocrates: Athenian Businessman and Macedonian Agent?
1231
secution, supplement those provided by Lycurgus elsewhere. It is from him that we learn that Leocrates owned a bronze foundry and had a number of slaves in his employment. We also know that subsequent to his flight, his relation Amyntas liquidated his holdings in Attica, paid off his creditors, and forwarded the remaining sum to him in Megara where he had settled!?. There he was engaged in the grain trade and was evidently planning for a long if not permanent residency. It has been variously claimed that Leocrates was only of moderate means, or at best a wealthy blacksmith, but these estimations can not be right!5. Rather than merely a simple artisan, Leocrates was instead an adept businessman. Paul Millett refers to the sale of his bronze-smithy and the slave labor as a “substantial income-earning asset” and it is likely that the income generated from this provided Leocrates with the capital to engage in the commodities’ trade while living in Megara'®. This demonstrates clearly that he was an affluent businessman, and as his association with Cleopatra shows, well connected. This agrees with the picture that emerges in Theophrastus’ sketch of the Athenian merchant who enjoys an apparently cordial relationship with Antipater. This is evidenced by the exchange of correspondence in which Antipater repeatedly requests the Athenian’s presence in Macedonia. Granted, Theophrastus does refer to the Athenian dealing in the timber trade which Leocrates, as attested in Lycurgus, did not. But as Leocrates was more than a humble craftsman, it may be that either he became active in timber trading later in his career, or for reasons we can not know, Lycurgus omitted reference to this particular activity. We are left to infer much from little, but it is clear that Leocrates was more likely to have been a well-to-do busincssman than not, who engaged in several areas of trade and commerce. In light of his prominence then, it does not seem implausible that when Theophrastus (who had Macedonian connections himself!?) went to compose his sketch of “the Boaster,” he selected a well known individual with Macedonian ties to serve as his caricature. Leocrates fits the bill quite nicely. But was Leocrates a Macedonian agent? Lycurgus does not come right out
14, Lye. Leoc. 23, 57-58.
15. K. J. Maidment, in his introduction to Lycurgus in the Minor Attic Orators, vol. 2. Cambridge, Mass., 1950, 9, claims that Leocrates was a man of moderate means only, while Burke,
1977, 330 and Sawada, 1996, 78, suggest that he was a wealthy blacksmith. 16. P. Millett, Lending and Borrowing in Ancient Athens, Cambridge 1992, 138-39. 17. For example, Theophrastus enjoyed a cordial relationship with Cassander, even dedicating his book On Kingship to the Macedonian monarch. See N. G. L. Hammond and F. W. Walbank. A History of Macedonia, Vol. Ill: 336-167 B.C., Oxford 1988, 209.
1232
L. Tritle
and make
this assertion, but he does state that Leocrates, upon
his arrival in
Rhodes, spread word that Athens had fallen to the Macedonians'®. This could be a case of rumor-mongering and gossip brought on by war-time hysteria. But such a report would certainly dampen any enthusiasm or thoughts of further resistance to Macedonia. Leocrates’ relation Amyntas suggests some possibilities.
First,
Leocrates’
initial
flight
could
have
resulted
from
pro-
Macedonian sympathies, which may have some substance in his kinship with Amyntas.
This
is an
uncommon
Athenian
name
(only
five
are
listed
in
Kirchner’s PA, covering the fourth to first centuries BC) but one that frequently appears in Macedonia!?. Hidden behind such a name may be Macedonian connections which can only be conjectured. But they may also explain why upon his landing in Rhodes, Leocrates began spreading word that Athens had been destroyed by Philip, that hope of further resistance to the Macedonians was futile, that the only hope lay in submission. Such is the essence of what Lycurgus himself ascribes to Leocrates in Rhodes, actions which may be considered those of an agent provocateur and therefore treasonous. Most discussions of Leocrates’ prosecution leave unexplained his return to
Athens in 330 BC20. The circumstances of his return as well as those of his prosecution, may be found in the preceding discussion —that he was a Macedonian sympathizer or worse— and in the recent elimination of the Spartan king Agis III and his threat to the Macedonian hegemony in Greece?!. Antipater’s suppression of Agis reasserted the Macedonian grip over Athens too, which had stood by passive during Agis’ unsuccessful campaign. As Athens seemed unwilling to act against Macedonia and its interests, it may have seemed to Leocrates that the moment had arrived for his return, as the democracy seemed anything but brave and patriotic. So Leocrates returned, confident that his flight, absence, and Macedonian associations would be overlooked. Lycurgus, however, was neither reluctant nor afraid to prosecute
Leocrates for treason. It is these associations that explain too why Lycurgus prosecuted by an cisangclia, an action usually reserved for political/state 18. Lye. Leoc 18. 19. J. Kirchner, Prosopoeraphia Attica. 2 20. Burke, 1977, 336-40, sees the trials political moment, while Sawada, 1996, 79, is Lycurgus' sense of patriotism and personal property).
vols., Berlin 1901-03, 1: 56-7. of Leocrates and Aeschines as expressions of the critical of such an assessment, emphasizing instead motives such as greed (i.e., in seizing Leocrates’
21. On Agis war, see Hammond-Walbank,
1988, 78 and n. 3 tor discussion and bibliography.
The suppression of Agis Ill surely would have enhanced the presence if not dominance of those in Athens (as well as the rest of Greece) who favored a conciliatory policy, if not one of outright couperation with Macedonia. Surely Leocrates can be placed in this category.
Leocrates: Athenian Businessman and Macedonian Agent?
1233
cases: in Lycurgus’ mind Leocrates was no simple private citizen who had Ποά in terror. Rather he was a rich man —quite likely the result of his Macedonian connections, and worse— a friend if not agent of the Macedonians, one who since Chaeronea had reported the demise of Athens and otherwise acted —in ways we can no longer know clearly— to subvert his own community, the Greeks generally, while supporting Macedonia and its hegemony. Loyola Marymount University Los Angeles, California, U.S.A.
98 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ TH ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΟΥΡΑΝΙΔΩΝ ITOAIN*
Ελισσάβετ-Μπεττίνα
ΗΛΙΟΥ
Τσιγαρίδα
To 1990 n ΙΣΤ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων υπό τη διεύθυνση της Ιουλίας Βοκοτοπούλου Eexivnce ανασκαφική έρευνα στην περιοχή των Νέων Ρόδων Χαλκιδικής, όπου σύμφωνα µε τις γραπτές πηγές βρίσκονταν δύο αρχαίες πόλεις, η Σάνη, αποικία των Ανδρίων που ιδρύθηκε τον 70 αιώνα π.Χ.Ι, και n Ουρανούπολη, η πόλη που ίδρυσε το 315 π.Χ.ο αδελφός του βασιλιά της Μακεδονίας Κασσάνδρου, Αλέξαρχος2, καθώς και η διώρυγα του Ξέρξη, το μοναδικό µνηµείο της σύντομης περσικής Mavovσίας στην ευρωπαϊκή ήπειρο.. Η έρευνα επικεντρώθηκε σε µια περιοχή ΝΔ του σύγχρονου οικισμού των Νέων Ρόδων, όπου αποκαλύφθηκε ιερό µε διάρκεια ζωής ano την όψιµη avχαϊκή ὡς και την ελληνιστική περίοδο, ένα ιερό δηλαδή που συνδέεται και µε τις δύο αρχαίες πόλεις της περιοχής που αναφέρθηκαν παραπάνω. Σύμφωνα µε τα αρχαιολογικά δεδοµένα, ενώ το ιερό πρέπει να ιδρύθηκε αρχικά από TOUS κατοίκους της Σάνης εκτός των τειχών της πόλης, αργότερα ενσωματώθηκε µέσα στα τείχη της Ουρανούπολης. Μέχρι στιγμής στο ιερό έχουν αποκαλυφθεί δύο κτίρια και τµήµα ενός τρίτου, του οποίου η ανασκἀφή Sev έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Το πρώτο πτίριο που ανασκάφηκε είναι ένας μικρός οίκος εν παραστάσι HE προσανατολισμό A-A και είσαδο στα ανατολικά (Εικ. 1). Είναι επιµεληµέ-
* Η εργασία αυτή είναι καρπός πολύχρονης συνεργασίας µε την Ιουλία Βοκοτοπυύλου aut αφιερώνεται στη μνήμη της. 1. Προδοτ. for. VIL 2 και Oovxnd. IV, 10.9, V, 18,6 και Στράβ. VIL 331. 2.1. Παπά γγιλος, «Οὐρανυπυλεως Τοπυγραφινκά», Αρχαία Μακεδονία, So Λιενές Σιηιπό-
ao, Θεσσαλονίκη
10-15 Οκτωβρίον
1989 (Θεσσαλυνίκη
1993) 1155-1187 και ΚΕ. BA. À. Urano-
polis. 3. Ηρωδυτ. for. VIF, 22, 4, 37, 122, Β. 5. Isserlin, «The Canal of Xerxes: Facts and Problems», BSA 36, 1991, σελ. 83-91, πὶν. 4 και B.S, Isserlin, R. E. Jones, $. Papamarinopoulos, J. Uren, «The Canal ot Xerxes on the Mount Athos Peninsula: Preliminary Investigations in 1991-2», BSA S89, 1994, σελ. 277-84, iv. 43-4,
1236
Ελισσαβετ-λΜπεττίνα
Τοιγαρίὸα
VIG κατασκευής, υψώνεται πάνω σε πόδιο και EXEL τοίχους που κοσμούνται µε κυψελωτό χόσµηµα. Η κεράµμωσή του είναι κορινθιακή, όπως κορινθιακού εργαστηρίου πρέπει να ήταν και τα πήλινα ἀκρωτήριά tov, οι Nixes. To xtiQLO χρονολογείται στην όψιµῃ αρχαϊκή εποχή και συνδέεται µε την αρχαιότερη πόλη της περιοχής, τη Σάνη. Έξω und το ναῖσκο, και κατά µήκος των δύο μακρών πλευρών του βρέθηκαν υπολείμματα από τέλεση λατρείας, πυρές µε χαμένα οστά και αγγεία, λάκκοι µε ὀόστρεα, µικρή εσχάρα µε ὠμά πλιθιά και ίχνη πυράς. Η κεραμική (Εικ. 2) περιλαμβάνει κυρίως θραύσματα µικρών αγγείων, άωτα σκυφίδια, προχοῖδια, λίγα όστρακα µελαμβαφών ayγείων, κυρίως κανθάρων, καθώς και ένα μικρό αριθµό πήλινων άβαφων ἀγγείων σε σχήµα OXTAESPOV µε µικρή πωοχοή και ταινιόσχηµη µικρή λαβή (Εικ. 3). Ο τύπος αυτός του αγγείου είναι μοναδικός και πιθανότατα κατασχευαζόταν τοπικά, ενώ το σχήµα TOV και ο τόπος εὐρεσής του υποδηλώνουν αποκλειστικά τελετουργική χρήση (πιθανότατα για χοές). Η κεραμική χρονολογεί την τέλεση λατρείας ÉEW από το αρχαϊκό Ἀτίριο στον όψιµο do ή τον πρώιμο 3ο αιώνα π.Χ., συνδέοντάς το XAT’ αυτόν τον τρόπο µε τη δεύτερη πόλη της περιοχής, την Ουρανούπολη. Η έλλειψη επιγραφών À χαρακχτηριστικών αντικειµένων δεν επιτρέπουν ακόµη την ταύτιση της θεότητας À τῶν θεοτήτων που λατρεύονταν στο κτίριο.
To δεύτερο κτίριο εντοπίστηκε λίγα µέτρα NA του προηγούμενου (Εικ. 4). Είναι ναόσχηµο (εξ. διαστ. 10.20x17.80 μ.) µε προσανατολισμό Α-Δ και εἰίσοὃο στα ανατολικά. Αποτελείται AG σηκό χαι πρόναο στον οποίο πιθανότατα υπήρχε πρόσταση µε δύο πίονες στις πλάγιες πλευρές και πέντε N έξι στην ανατολική. Ναοί µε πρόσταση εμφανίζονται στην κλασική εποχή’, και OVVEχίζονται χαι στα ελληνιστικά χρόνια». Στον πῳωόναο, εκατέρωθεν της εισόδου προς TO ONXKO, εντοπίστηκαν τρεις λίθινες βάσεις που πιθανότατα χρησίμευαν ὡς βάσεις αγαλμάτων. Η είσοδος προς το σηκό ήταν μνημειακή και σώζεται σήµερα το µεγάλο δίλιθο κατώφλι µε συνεχή αυλάκωση χαι ενισχυμένες εξωτερικές γωνίες, του οποίου η µορφή και η έλλειψη κυµατίου στη βάση το χωονολογούν στις αρχές του 3ου ἀιώνα π.Χ. Ο σχεδόν τετράγωνος σηκός του κτιρίου έχει τα εξής χαρακτηριστικά: τοεις εισόδους, µια στον ανατολικό τοίχο, µια στο ὁντικό και µια τρίτη στο νότιο, θρανίο, κατά μήκος του ανατολικού τοίχου, υπολείμματα από τράπεζα για αναίµακτες προσφορές και Eva λιθοσωρό µε ίχνη καύσης και όστρεα.
4. Λιιτρευτικά κτίρια µε πράσταση εμφανίζυνται από Tov So αι. π.Χ., Ερεχθειυ, τελεστήριο Ελευσίνας, W. B. Dinsmoor, The Architecture in Ancient Greece (New York 1975) 188, 195. 5. Πωὐσταση και αργότερα, BA. ναό Ἀρτεμης-Κιβέλης στις Σάρδεις, 0.7. on. 4, σελ. 228.
Στοιχεία για τη λατρεία του Ηλίου στην «Ουὐρανιδών Πόλιν»
1237
Η είσοδος της νότιας πλευράς είναι εφοδιασµένη µε μαρμάρινο κατώφλι HULL οδηγούσε προς το τρίτο κτίριο, του οποίου η ανασκαφή είναι σε εξέλιξη, χαθώς και στα προσκτίσματα που υπήρχαν μεταξύ των δύο. Στη ὀυτική είσοδο, ποὺ πρέπει να οδηγούσε σε δρόμο NOV συνέδεε TO πτίῥιο µε τον αρχαϊκό οίκο NOV αναφέρθηκε παραπάνω, υπάρχουν τρεις αναβαθμοί, 23 εκ. ύψους o καθένας, επειδή το επίπεδο έξω από το κτίριο βρισκόταν σε ψηλότερη στάθµη. Οι αναβαθμµοί είναι από διαφορετικά υλικά σε β΄ χωήση, ενώ πλαισιώνονται αριστερά και δεξιά (βόρεια και νότια) µε κχαταoxeves. H βόρεια κατασκευή είναι πεσσίσκος, του οποίου δεν γνωρίζουμε την αρχική χρήση. Επάνω του βρέθηκαν μαρμάρινα θραύσματα, που ίσως προέρχονται από έδρανα. Ἡ νότια κατασκευή αποτελείται und δύο μαυμάρινοιις λιθόπλινθους σεβ΄ χρήση, που ἰσως αρχικά αποτελούσε βάση αγάλματος. Κατά μήκος του ανατολικού τοίχου του σηκού, xat από τις δύο πλευρές της µνημµειακής κύριας εισόδου, υπάρχει θρανίο πλάτους 0.60 u. Είναι τραπεζιόσχηµο µε λοξές τις προς την είσοδο πλευρές και έτσι είχε διπλή χρήση. επέτρεπε στα θυρόφυλλα να ανοίγουν περισσότερο από 90 μοίρες (κατά τη συνήθεια
της ἑλληνιστικής
εποχής),
και επάνω
του πιθανότατα
υπήρχαν
αγάλματα, αναθήματα ἡ άλλα λατρευτικά σκεύη. Στο σηκό εντοπίστηκε στρώμα καταστροφής µε ιδιαίτερη πυκνότητα στο ὁυτικό τµήµα του, ενώ στο βορειοανατολικό του τµήµα αποκαλύφθηκε λιθοσωρός απὀ μεγάλους λιθόπλινθους στα βόρεια και ανατολικά και μικρότερες αργές πέτρες αναμιγµένες µε ὀόστρεα και ίχνη καύσης στο εσωτερικό (Εικ. 5).
H προέλευση του λιθοσωφρού είναι προβληματική. Αν υποθέσουμε ότι οι µεγάλοι λιθόπλινθοι του λι)οσωρού προέρχονται από TOUS τοίχους του σηκού, TOV έπεσαν βίαια µε φορά προς τα δυτικά, ίσως από σεισμό, ενώ η κεράμωση µετατοπίστηκχε προς τα δυτικά, τότε τα ίχνη καήῴσης µε τα ὀστρεα, που dev συν-
δέονται µε τους τοίχους, δεν μπορούν να εξηγηθούν µέσα στο onxd. Τα στοιχεία αυτά µας οδήγησαν προς µια δεύτερη υπόθεση, ότι στο σηχό υπήρχε µια κατασκευή που διαλύθηκε και σχετιζόταν µε τέλεση λατρείας, της οποίας τα ίχνη σώθηκαν (πυρά, ὀστρες). Τέλος, στο δυτικό τµήµα Tou σηχκού, εκεί όπου σταματά ο λιθοσωρός βρέOnxav δύο παράλληλοι στενόµάακροι λιθόπλινθοι, μήκους περίπου 0.63 µ.. σε β΄ χυήση. που μοιάζουν να αποτελούσαν τμήμα κατασκευής, ίσως τράπεζας για αναίµακτη προσφορά. Από τα χινητά ευρήματα του σηκού ενδιαφέρον παρομµσιάζει ένας κυλιν-
ὁρικός βωμός µε άσπρο επίθετο γοώµα και διακόσμηση κυµματίοῦ κάτω από το περιχείλωµα που χοονολογείται στον Jo αιώνα π.Χ. (Εικ. 6). Τα υπό6. G. Davidson. Cormth XI.
The Minor Objects (Princeton
1952), iv. 66, αρ. 801, Hesperia
1238
Ελισσάρετ-Μτεττίνα
Toryapidu
λοιπα ευρήματα ήταν ελάχιστα, πυρίως θραύσματα μικρών άωτων σκύφων, οχταεδρικά ayyeia και νομίσματα Ουρανούπολης. Μεγάλος αριθµός οκταεὁρικών αγγείων βρέθηκαν και στον πρόναο, καθώς και στα προσκτίσματα νότια του πτιρίου. Σύµφωνα µε τις αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες, αλλά και µε τα ευρήματα, το µτίριο κτίστηκε και χωησιμοποιήθηκε στα τέλη του dou N αρχές του 3ου ἆι(OVE π.Χ., εποχή που συμπίπτει µε την ίδρυση και τη σύντομη διάρκεια ζωής της Ουρανούπολης’. Ο πυρώιµος αυτός ελληνιστικός ναός της Ουρανούπολης παρουσιάζει κάποιες ιδιαιτερότητες, όπως TU στοιχεία λατρείας στο εσωτερικό που σπάνια συναντώνται, καθώς και τις τρεις εισόδους του σηχού. Συνήθως στον ελληνικό ναό υπάρχει µία είσοδος ἀπό τον πρόναο στο σηκό. Ναοί µε ὁύο εισόδους στο σηκό, που υπαγορεύονται κυρίως από λόγους φωτισμού, SEV είναι άγνωστοι στην αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική από τον 5ο αιώνα ως και τα ελληνιστικά χρόνια (ναός του Απόλλωνα στη Φιγάλεια 450-25 π.Χ., ναός της Αλέας Αθηνάς στην Τεγέα 350 π.Χ., βασιλική της Πομπηίαςὃ κ.ά.). Από τον κανόνα αὐτόν παρεκκλίνουν ελάχιστα λατρευτικά Ἠτίρια, |ιέσα στα οποία τελούνται μυστικές τελετές στις οποίες συμμετέχουν OL HUNLÉVOL, όπως στα τελεστήρια της Ελευσίνας» και του Θορικού!ῦ, στο ιερό της Σαμοθράκης του 3ου αι. π.Χ.Ι! και στο Καβείρειο στη Θήβα!2. Στα παραπάνω παραδείγματα τροποποιείται η κάτοψη για va εξυπηυετηθούν Au-
τρευτικές ανάγκες: συνήθως εμφανίζονται τρεις είσοδοι στο σηκὀ, κάποιες dE φορές αλλάζει ακόµη και n τυπική διάταξη, ἡ προστίθενται άλλα στοιχεία, π.χ. η αφίδα στο ιερό της Σαμοθράκης κ.λ.π. Παρεχκκλίσεις ἀπό τη συνηθισμένη κάτοψη μπορούν ακόµη να ὑπαγορει.TOUV και από άλλες λατρευτικές ἀνάγκες, όπως λατρεία πολλών θεοτήτων στον ίδιο χώρο, ιερά σηµεία που πρέπει να συμπεριληφθούν στο λατρευτικό Ἠτίριο κ.ά. Τέτοια είναι η περίπτωση Tov Γρεχθείου, του ναού που ήταν αφιερωμιένος στον Ποσειδώνα και την Αθηνά, και όπου λατρεύονταν ακόµη 0
Ἠκαιστος, ο Ερεχθέας και ο Βούτος!». 11, 1942, σελ. 124-5, ein. 13. Delos X VHE (1938) 377-9, πίν. 108. 7. J. Melville Jones, A Dictionary of Ancient Coins (London 1986) 18. M. Price, Coins of the Macedonians (London 1974) 18. ©. Moerkholm, Early Hellenistic Coinage (Cambridge 1991) 60. B. Head, Catalogue of Greek Coins (Bologna 1963) 32. 8. Ν΄. Π. Dinsmoor, The Architecture of Ancient Greece (New York 1975) 155, 219. 9. Όιπ.. one 8, σελ. και K. Κάντα, EAevaiva (Αθήνα 1979),
10. J. Travlos, Bildlexikon zur Topographie des antiken Attika (Tubingen 1988) 430 ze. 11. Samothrace HE The Hicron 2 (1962).
12. W. Heyder, A. Mallwitz, Die Bauten im Kabirenheiligtum bei Theben (Berlin 1978). (3. W. B. Dinsmoor, The Architecture of Ancient Greece (New
York
1975)
187-190 κι
M.
Zroueia για τη λατρεία τοῦ Ηλιου στην «Ovugaviowy Πόλιν»
1230
Συνεπώς οι τρεις είσοδοι TOV AUTOFUTLXON κτιρίου της Ουρανούπολης υπ ορεύονται από λατρευτικές ανάγκες, τέλεση μυστικών τελετών. À λαtoria σύνναων θεών. Στον πρόναο, δίπλα στις βάσεις, βρέθηκαν το 1993 δύο μαρμάρινα xE(UAL μικρότερα του φυσικού: ένα γυναικείο µε λεπτά χαρακτηριστικά χαι πεπονοειδή κόμµμωση (Εικ. 7) και ένα ανδρικό (διαστ. vp. 0.195, πλ. O.11 και
βάθος 0.118 μ.) που γέρνει ελαφρά προς τα δεξιά, έχει κοντή κόμη που αήνει το μέτωπο ελεύθερο, και οφθαλμούς στραμένουὺς προς τα πάνω (Εικ. 8). Ta φυσιογνωµικά χαρακτηριστικά μοιάζουν µε αυτά του M. Αλεξάνδρου. H ύπαρξη όμως 13 οπών dran. 0.015 µ., µιας κεντρικής και έξι σε κάθε πλευOd, µας οδήγησαν να αναγνωρίσουμε το βραχύχομο Ἠλιο, όπως εμφανίζεται στην τέχνη της εποχής, στο κεφαλάκι E337 του Μουσείου της Podov'4, στη µετόπη TOV ναού στο Ίλιον!», ἀλλά και σε άλλα μνημεία των ελληνιστικών χυόνων. Στον Ἠλιο της Ουρανούπολης ενδιαφέρον προκαλεί το ασυνήθιστο πυραμιδόσχηµο επίθηµα της κόμης. Η κορυφή του είναι σπασμένη, Eva dev καλύπτει όλο το πίσω µέρος της κεφαλής, όπως θα έκανε ένας σκούφος, χει έτσι επιτρέπει να φανεί τµήµα της κόμης. Παρόμοιο πυραμιδόσχηµο επίθηµα στην κόμη, διακοσμημένο µε αστέρι στην κορυφή, εμφανίζεται HAL στον οπισθότυπο του νομίσματος της Ovpuνούπολης, όπου εικονίζεται µορφή καθισμένη σε σφαίρα διακοσμημένη µε αστρικό σύμβολο (όπως αποδίδεται συχνά η ουράνια σφαίρα στην τέχνη), φορά χιτώνα ζωσμένο κάτω από το στήθος, και κρατά στο δεξί της χέρι σκήπτρο µε σφαίρα στην κορυφή (Eux. 9). H µορφή έχει ερμηνευτεί ἀπό τους νοµισµατολόγους ως γυναιχεία και έχει ταυτιστεί µε την Αφροδίτη Ουρανία. τη θεά που στην Ελλάδα συχνά ταυτίζουν µε την ανατολική γυναικεία θεύτητα του ουρανού!ό, Η Αφροδίτη, κόρη του ουρανού κατά τη μυθολογία, ouνοδεύεται στο νόμισμα της Ουρανούπολης από ουράνια σύμβολα: σκήπτρο µε σφαίρα TOU ερμηνεύεται ὡς ηλιακό σύμβολο!7”, καθώς και το πυραμιδόσγηµο ETON
µε TO αστέρι στην κόμη που ἑρμηνεύεται επίσης ὡς ουράνιο
Μποούηκαωη, Ta Myieia της Ακροτώλειως CAVE 1975) 96 κ.ε. 14. H. Zroforocen, «Ἠλιος και Arias, AA 10. 1975, σελ. 1-20. 15. Στη µετόπη πό To vad ato Ἔλιον tow πρώιμου Jou ar. B. Smith, Hellenistic Sculpture (Thames and Hadson 1991), eva. 201. 11. Maryon, «The Colossus of Rhodes», JHS 76, 1956, ork. 6886. Γπιοης LIMC IV, 1988, σελ. 592 κε. GA. À. Helios. 16. ©. 1. Brendel. Symbolism of the Sphere (Leiden 1977) 50 κ.ε. P. ΕΙ. Lederer. «Symbole der Aphrodite Urania», ΖΑΝ 41, 1931, σελ. 47-54, πιν. 5, zu). Melville Jones, A Dictionary of Ancient Greek Coins (London 1986) 18. 17. Maximus Tyr. VILL 8: Παίονες orpovary μὲν tov, ἄγαλμα δὲ Πλίου Παιονικύν diRo Boazic ὑπέρ μακρωῦ Etor
1240
Γλισσάβετ-Μπεττίνα
Tenyapida
σύμβολο. εφόσον παραπέμπει στον ιδίου σχήματος HETEWPITN που υπήρχε στο ναό της θεάς στην Κὐύπρο!δ, To ουράνιο αυτό σύμβολο εμφανίζεται και ως σύμβολο νομισµατοκοπείουῦ σε µια σειρά ἀσημένιων τετραδράχµων του ΑλιἙάνδυου και οδήγησε ορισμένους νοµισματολόγουὺς va τα αποδόσουν στο voµισματοκοπείο της Ουρανούπολης!». Η εύρεση της χεφαλής του Ηλίου µε το πυραμιδόσχηµο επίθηµα µας οδηγεί σε µια νέα ερμηνεία της µουφής των νομισμάτων ως HAlov. Ο Ἠλιος εμφανίζεται στην τέχνη µε μακρύ χιτώνα ζωσμένο κάτω από το στήθος2ο, ενώ είναι αυτονόητη η σύνδεσή του µε τον ουρανό, ώστε να δικαιολογεί τα ουράvia σύμβολα που τον συνοδεύουν στα νομίσματα της ΟυρανούποληςΣ!, Την
ερμηνεία αυτή ενισχύει και η απόδοση της µορφής στα νομίσματα: η έλλειψη χαρακτηριστικών ανατομικών στοιχείων του γυναικείου σώματος, όπως TO στήθος, η ανδροπρεπής στάση που απέχει πολύ ANG την κομψότητα και τη θηλυκή στάση της Αφροδίτης, όπως τουλάχιστον αποδίδεται στα νομίσματα της ίδιας εποχής, π.χ. στο στατήρα της Ναγίδου, 420-333, της Αφοοδισιάδας
379-4, καθώς και της Παφλαγονίας 300-28522. Ἠλιος που πρατά την ουράνια σφαίρα απεικονίζεται σε τοιχογραφία από την Casa dell’Argenteria στην Πομπηία22, ενώ η σύνδεσή του µε αυτήν επιβεβαιώνεται και από άλλα μνημεία της τέχνης, ιδιαίτερα στην Κάτω Itakia?4. H ερμηνεία της µορφής ως Ηλίου ενισχύεται και από τον εμπροσθότυπο του νοµίσµατος, όπου εικονίζεται αστρικό σώµα που ερμηνεύεται ὡς αστέρι ή ήλιος (Εικ. 10). Ακόμη, OL λιγοστές γραπτές πηγές που αναφέρονται στην Ουρανούπολη, την πόλη στη χερσόνησο του Άθω που χτίστηκε από τον Αλέξαρχο, τον εκκε-
ντρικό αδελφό του Κασσάνδρου, γωραμματικό στο επάγγελµα ---έγραψε και θρησκευτικοφιλοσοφική πραγματεία που δεν owhyxe>— µας πληροφορούν ότι ο ιδρυτής ταύτιζε τον εαυτό του µε τον ‘HALO, τους δε κατοίκους της πόλης
18. Rocher, ML, σελ. 395.
19. BA. M. Price, Coins of the Macedonians (London 1974) 18 xaı O. Moerkholm, Early Hellenistic Coinage (Cambridge
1991).
20. Βλ. onu. 13 B. Smith. 21. Για την απόδοση tou Ηλίον στην τέχνη, BA. Schauenburg, Helios. Archäologische-mytho-
logische Studien uber den antiken Sonnengott (Berlin 1955). 22. LIMC, βλ. Αφρυδίτη. 23. O. J. Brendel, Symbolism of the Sphere (Leiden 1977), iv. 17. 24. Εδώ πρέπει να σημειωθεί xat η πρόταση αναπαράστασης του αγάλματος καθιστού Δημητρίου-Ηλίον επάνω σε σφαίρα ato πρυσκήνιο TOV Διονυσιακού θεάτρου, βλ. D. Michel, La-
tomus, 1967, σελ. 81 κ.ε. 25. Πλουτ. Ja. και On. 37 (366E).
Στοιχεία για Τη λατρεία του Ηλίου στην «Ουρανιδών Πόλιν»
1241
του ονόμαζε σύμφωνα µε τις γλωσσικές καινοτομίες του, όχι µόνον Ουρανίδες, όπως αναφέρονται και στα νομίσματα, αλλά και Ηλιοκρείς2ό (σύνθετη λέξη από το Ἠλιος και το κρέας, σώµα). Η πληροφορία αυτή υποδηλώνει το σηµαντικό QOAO του Ηλίου στη νεόκτιστη πόλιν των Ουρανιδίών, ενώ καμιά γραπτή πηγή Sev συνδέει την πόλη ή τον ιδρυτή της µε την Ουράνια ΑΦφροδίτη, όπως θα περίμενε κανείς να συμβαίνει µε τη θεότητα-σύμβολο του νομίσματος.
O Ἠλιος27 λατρευόταν από παλιά στην Ἑλλάδα, αν και δεν εντάχθηκε στο δωδεκάθεο, εφόσον οι Έλληνες της κλασικής περιόδου πίστευαν ότι µόνον οι βάρβαροι λατρεύουν τα ουράνια σώματα, χαι κατά συνέπεια υπολειπόταν των Ολυμπίων θεών. H λατρεία του ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στην Ανατολή (Schamasch στη Βαβυλώνα, Ra στην Αἰγυπτο), ενώ στην Ελλάδα
ταυτίστηκε µε το θεό Απόλλωναζᾶ, και µε το θεό Agr’? ιδιαίτερα στη Maxeδονία και Θράκη. Στον do αιώνα π.Χ. και µετά, µε την ανάπτυξη της επιστηµονικής χαι της φιλοσοφικής σκέψης τονίστηκε η κοσμολογική σημασία του Ηλίου, αναγνωρίστηκε ως κοσµοκράτορας και ταυτίστηκε µε τον Λία, αλλά και µε εξωελληνικούς θεούς (Μίθρας)»9, Ιδιαίτερα µετά την εκστρατεία του Αλεξάνδρου στην Ανατολή, τη θεοποίηση και ταύτισή του µε τον Ἠλιο (Αλέξανδρος-Ηλιος), η λατρεία του Ηλίου νιοθετήθηκε ad πολλούς μονάρχες των ελληνιστικών βασιλείων (βλ. Δημήτοιος-Ηλιος)31, και εξαπλώθηκε εξαιτίας των νέων χοινωνικο-πολιτιστικών συνθηκών, ενώ αργότερα εξαπλώθηκε η λατρεία των χθόνιων ιδιοτήτων του Ηλίου, wg Ἠλιος-Σωτήρ και ἩἨλιος-
Σάραπις22. Σύμφωνα µε τις πηγές, στην Ελλάδα ο Ἠλιος λατρευόταν επίσηµα στη Ρόδο, όπου διοργανώνονταν και γιορτές προς τιµή του, τα Αλίεια. Αγάλµατα του θεού υπήρχαν και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, στην Ακροκόρινθο, τη Μάνη, την αγορά της Μεγαλόπολης και τη Zixvova?, ενώ βωμοί υπήρχαν στην Εωμιόνη, την Τεγέα και την αγορά της Τροιζήνας». 26. AB. HI, 98d-f. Πλ. n.h. IV, 10,17. Στρ. VII fre. 35. KA. Αλεξ. protr. IV, 54,3 και RE. BX. A. Uranopolis.
27. W. Burkert, Greek Religion (Oxford 1985) 17 και 120. 28. LIMC IV, 1988, σελ. 592 κ.ε. Πλιν. n.h. 37,181, Aout. Ja. και On. 367d-e. 29. P. Gardner, «Ares us a sungod and solar symbols on the coins of Macedon and Thrace»,
Num. Chron., 1880. 30. Ελληνική Μυθολυγία, τόμ. Il (Αθήνα 1986) 226 κ.ε. 31. Πλουτ. Δημήτριος, J. Η. Bunge, Historia 24, 1975, 164-8. 32. J. Hani, «Sarapis dieu Solaire», REG, 83, 1970,53 x.e. 33. Navoav. 8.31.7, 2.18.3. 34. Παυσαν. 2.31.5.
1242
Eliooaper-Maertiva
Toca
Δεν γνωρίζουμε av 0 θεός λατρευόταν ως Ἠλιος ἡ Απόλλων- Ηλιος στην Ουρανούπολη, αν και η πρώτη εκδοχή φαίνεται αρκετά πιθανή σε µια εποχή
πουν έπεται της εκστρατείας του Αλεξάνδρου και της διείσὀυσής των ανατολιAMV θρησκευτικών δοξασιών στην Ελλάδα, σε µιαν εποχή που ήδη σε «ιλοσωφικά FOYE έχουν EXPOCOTEL απόψεις για τη λατρεία των αστεριών (Πλά-
των”5), απόψεις που dev θά ήταν άγνωστες στον ιδρυτή της πόλης των Ουὐρανιδών. Ακόμη, DEV είναι γνωστή η ταυτότητα της θεότητας N των θεοτήτων που
λατρεύονταν αρχικά στο ιερό, όταν GUTS ιδρύθηκε CTO τη Σάνη στην oyun αρχαϊκή ἐποχή. Ο Αλέξανδρος πιθανότατα βρήκε εκεί ένα ιερό του Απόλλωνα, ἡ της δηλιακής τριάδας, N ακόµη πάποιας άλλης θεότητας, το έπιδιόρθωσε και έχτισε ναό όπου λατρευόταν ο Ἠλιος, ενώ η λατρεία συνεγίστηκε KUL στο παλιότερο πτίριο. Στο νέο ναό ο Ἠλιος dev λατρευόταν μόνος,
αφού υπάρχουν τρεις βάσεις αγαλμάτων στον πρόναο. Οι τρεις βάσεις θα µας οδηγούσαν στην προκλητική υπόθεση ότι προορίζονταν για τα αγάλματα του Απόλλωνα-Ηλίου, της Αρτέμιδας και της Λητούς, N αχόμη για τα αγάλµατα του Ηλίου, της Σελήνης και της Ηούς. Την υπόθεση αυτή ὁυσκολεύει το
γυναικείο κεφάλι που βρέθηκε δίπλα στο χεφάλι του Ηλίου και του οποίου η ἐωμηνεία είναι προβληματική. Πρόκειται γιά Eva νέο κορίτσι που θυμίζει τις AQXTOUS στο ιερό της θεάς Αρτέμιδας στη Βραυρώνα. Η νεαρή ηλικία dev ἐπιτρέπει να αναγνωρίσουμε την Αρτέμιδα, Σελήνη. Hw ή Λητώ. Αχόµμη µέσα στο ONKO υπήρχαν βωμοί N χαι αγάλματα θεοτήτων που συνδέονταν απὀ παλιά µε την περιοχή (όπως στην περίπτωση του ναού του Απόλλωνα στους Δελφούς, όπου στο σηκό υπήρχαν βωμός του Ποσειδώνα, αγάλματα Μοιρών και Δία Μοιρασγέτη΄ό), n συνδέονταν µε τη λατρεία του Ηλίου. Η λατρεία περισσοτέρων θεοτήτων Bu μπορούσε να δικαιολογήσει και την ύπαρξη τριών εισόδων στο σηκό, εφόσον HEV υπάρχουν στοιχεία για μυστικές τελετές TOV Απόλλωνα ήτου Ηλίου. Τέλος pe tn λατυείαᾳ του Ηλίου μπορούν να συνδεθούν και τα οκταεδρικά αγγεία που βρέθηκαν µέσα στο λατρευτικό κτίριο και στο γύρω χώρο. και των οποίων η µορφή παραπέμπει στα αστέρια. Αναφέρθηκε και προηγοιμιένως ότι τα αγγεία αυτά είναι μοναδικά. πωέπει να ήταν ντόπια προϊόντα της Ovρανούπολης HOV κατασκευάστηκαν ειδικά για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκις της νέας αυτής λατρείας, κατά παρα γελία πιθανότατα του εκκεντρικού ιδρυτή της πόλης.
35. W. Burkert, Greek Religion (Oxtord 1985) 325 ae. 36. X. Καρυύζος, Arlgoi (AUmvu 1974) 124.
Στοιχεία για Τη λατρεία του Ηλίου στην «Ουρανιδών Πόλιν»
Εικ. 3. Πήλινο οκταεδρικό αγγείο.
1243
1244
Eltaaafier-Mrrerriva Τσιγαρίδα
Eux. 5. Athoampds µε ιχνη χαϊσης NEO ATO σηκό TOU ἑλληνιστικού ναού.
1245
u
Εικ. 6. Πήλινος βωμός µε Gomeo επίχρισμα και γκιπτή ὁιαχόσμηση.
Εικ. 7. Γυναικείο κεφάλι.
N
AA
7
ES
Στοιχεία για τη λατρεία του Ηλίου στην «Οιχκινιδών Πόλιν»
1246
EAumaßer-Miterrivea Τοιγαρίὃα
Fix. 9. Οπισθύτυπος χάλκινου vouionctτος
OVOGVOUTOANS επανω
µε
σεουρανια
µουφή
καθιστή
σφι.
Fix. 10. Εμπροσθότυπος
χάλκινου
OUUTOS OVLAVOUTOANE.
vout-
99 H ZQMOPOZ TOY ΝΕΟΥ MAKEAONIKOY ΣΤΟΝ ΑΓ. ΑΘΑΝΑΣΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ
Μαρία
Τσιμµπίδου-Αυλωνίτη
Το καλοκαίρι tou µεγάλο
ΤΑΦΟΥ
ταφικό
TOPO
1994, µετά από πολύμηνη ανασκαφική έρευνα στον ανατολικά
TOU οικισμού
του Ay. Αὐανασίου.
γίναμε
μάρτυρες µιας συγκλονιστικής αποκάλυψης; ένας μικρός μακεδονικός τά(OS, κατάχοσµος από τοιχογραφίες, αναδύθηκε απὀ τη μακεδονική YN TANIμιυρίζοντας µε χοώμα και ζωή TO σιωπηλό µέχοι τότε ὀρύυγμα της ανασκι(giys'. Η δωρική, χατά Ta άλλα, πρόσοψη του μνημείου, πέρα από τα ανθεμωτά ακρωτήρια HAL το ζωγωαφιστό αίτωμα, µας επεφύλασσε µία αναπάντεχη ἐκπληξη. Σε pla στενή ζωφύρο επάνω από το θυραίο άνοιγμα, WTOXAλύφθηκε µία σκηνή συμποσίου. τόσο οιχεία AO τις πάμπολλες φιλολογικές μαρτυρίες και τις ανάλογες παραστάσειςΣ, για πρώτη όµως φορά τόσο ζωντανά μπροστά µας. Είναι γεγονός ότι η απεικόνιση των συμποσίων αποτέλεσε για αιώνες ένα από τα πιο δημοφιλή θέµατα της εικονογραφίας, είτε αυτή αφορά ασοιοριακά και χεττιτικά VEYA EL είτε κορινθιακή ἡ αττική αγγειογραφία. ETOOMσκιχκίς τοιχογραφίες À κατωιταλιωτικές παραστάσεις., OÙ δε χύριες µορα ἐς 1. Hoozeiten γα τον τρίτο μαχέδυνιχό τάφο που αποκαλήπτεται ὅτην περιοχή TOW AY. Altvanion, 20 χλμ. δυτικά της Orood.ovizng. Αναλυτική παρουσίαση της ανασκαφής DA. M. τοπίο. Αολονίτη, «Ay. Αθανάσιος 1994. To χωονικὸ µιας αποκάλιημης», AEMO 8, 1994, 231-240 κι «Ou τι Zod Tupor της πέριωγής Ay. Αὐἀάνισίου Οεσσιλονίκης (1992-1907): ερενγα και πουουπτικές», AEMO 104, 1996, 427-442, ὑπον και N παλιότερη USA LOU LE va την περιοχή.
2, Η Ri pALovocey er για τα συμπόσια καὶ την εικονογραφία τους, αλλά πι a τις διαφ OFS παραμέτρους τους, εἶναι πραὔµατινα τεράστια, BA. yerıza Ta TOAZTIAA OVO πο των GZETLZENV ουνεδυίών, OÖ, Murray (F40.), Spmpotica, A Symposium on the Symposion, Oq ova 1900 zac O. Murray - M. Tekusan (6202), In ving veritas, OZquodn 1998, πως και TOV AUTAAOYO της ‘ExOrons Kunst der Schate. Kultur des Trinkens, Movazo 1990. Haid. azonn 3. Stater (1 28.), Dining in a Classical Context, Ανν Adoption 1991 ace P. Schmitt Pantel, La cité au banquet. Histoire des repas publiques dans ley cites grecques, Poy 1992. Για ty quwakoyuzy πλευρά τοῦ θέματος, UE επι) ἐψμένα αποοπαυματα της αργαιοςλληνικης Ἱομματειας, PR. M. Κοπιδακης., Ovov εταίγω, O υίνος στην Tomen, Αθήνα 1998. 3. BA. αγετικἀ B. Fehr, Ortentalische und griechische Gelage, Bovyy 1971 και Χυοίως TH
1248
Μαρια
Tounitidov-Arovirn
TOV θέματος, ο ανακεκλιμένος άνδρας. η καθιστή γυναίκα HAL ο νεαρός οι-
νοχόος, µε μικρές παραλλαγές À εμπλουτισμένες µε παραπληρωματικά [LOTIPU, κοσμούν δεχάδις αναθηµατικών και επιτύµβιων αναγλύφων µε την παωάσταση των λεγόμενων «νεκροδείπνων»Ἵ. Ωστόσο, δεν αποτελεί συνηθισμένη επιλογή YUE τὸ διάκοσμο των TULA ινημείων στην κυρίως Ελλάδα. ενώ αντίθετα εμφανίζεται σε θαλαμωτούς τάφους στην Ετρουρία (του Sou και ιδιαίτερα του dou GL. TX), όπως και σε αρκετούς από TOUS λαξευτούς τάφους της Λυχίας, από τα µέσα του 4ου (uwre Kar μετά. Ειδικά στην περίπτωση της Λυκίας, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παοουσιάζει η απεικόνιση των συ μποσιικών σκηνών σε ανάγλυφες ζωφόρους στην πρόσοψη
των τάφων, συχνά επάνω από το OVOdLo ἀνοιηιαδ. Άλλωστε
TO μοτίβο ειδικά του πολυμελούς συμποσίου, µε TOV έντονε «η
ηματικό
γ-
οιωτήρα, ανήκει από παλιά στο τικονούραφικό θεµατολόνιο των µικοιισιατικών γλυπτών ζωφόρων7. Η ζωφόφρος του τάφον tou Ay. Αθινασίου, Mpovg μόλις 0,35 JL, μπορεί να χωριστεί σε τρία ευδιάκριτα τμήματα. Στο μεσαίο (Εικ. 1-3). όπου καωώὦνεται αμέσως TO βλέμμα του θεατή. οὐηνούμενο και από τις KEVTOOPLOAES AL-
νήσεις των μορφών TOV TO πλαισιώνουν, απεικονίζονται EEL συμποσιαστές -ἀνδρές όλοι--. αναγερμίένοι «νά δύο σε τρεις απλές κλίνες, σχεδόν τελείως καλυμμένες µε πυλύχοωμα υφάσματα: AU περιστρώµατα ποιχίλα, ῥιαποιτὴ ταῖς τέχναις. ὑπῆν..., αναφέρει O Αθήναιος για τις HALVES στο πεωίquo
συμπόσιο TOV Πτολιυμαίου IT στην Αλεξάνδρεια, σύμφωνα
µε την πίρι-
γραφή του Καλλίξένου του Ρόδιοι”, Παρόλο που δείχνουν παραταατικἁ TOδιξωδική ACL TOAUTUN πω µατεια TOV J.-M, Dentzer, Le motif du banquet couche dans te Proche-Orient et le monde grec du Vile au IVe s.. BEFAR 246, Poop 1982, HE GAN την παλιότερη ῥιβιογραφία. Kidizorteoee LA Την ATOUT UNTUAN OZETLZT θέµατο ράφια PA. R. Hurschmann, Svinposienszenen auf unteritalischen Vasen. Ευ μπο ού 1988. 4. Hof. RON. Thonges-Stringaris, «Das griechische Totenmahl», AA SO, 1965, 1-99. §. 1. σετ St Steingräber, «Die etruskisch-hellenistische Grabmalerei», AntW 19883, 17-34, zur tow tower, «Grabmalerei in Unteritalien (Campanien, Lukamen, Apulien)», Anew 1989.4, 3-23. Zrzwouitn PEPE θέση οτην ELAOVO YU ZATEZELN OPILTOAAN TALAOTAON STO εὐιητευικό Tor λεγομένου «Pay ov tov Bovtaztm» στην Toor woovie tPaestumd, BA. M. Napoli. La Tomba del Tultatore, Macası 1970. 6. Mor. ενδεικτικά TOUS τάφους ota AU και Νόρα της Awatag, JM. Dentzer, 6.7. 304 AE. πιν. 38-42. 7. Br. ac Tune To Mvntito των Δηοηίόον στην Zav0o, J.-M. Dentzer, 6.7, 238 AE Te. §2-53, Aulınz zn to «love» στην Tova ϱἳ πιο μπάσο), W. Oberleitner, Das Heroon von Trysi cin iv kisches Furstengrab des 4. Jahrhunderts v. Chr. Maw? 1994, 51, tua. 105-106. 1 12113. 8. Αθηνα, AectTvodoyg trad, Vo 26. Dye tuad BR. αι Fr. Studmeska, Das Syinposion Ptolemaios HI, Arıyuca (Old, 118 κα Pace tee καλυμμετιε Toy vi και τα Tooozei kat, BA. G. M. A. Richter, The Furniture of the Greeks, Eiruscans and Romans, N. Yopan 1915, 117-118.
Η ζωφόύρος του νέου paxedovixot τάφου στον Ay. Alkıyamo Θεσσαλονίκης
1249
ποὐετηµένες, μόνο η πρώτη κλίνη αριστερά αποδίδεται 0’ όλο της το μήκος, ἐπικαλύπτοντας το άχρο της δεύτερης κι εχείνη αντίστοιχα πολύ μεγαλύτερο µέρος της τρίτης, σε µία ίσως προσπάθεια
να δηλωθεί
η γνωστή
γωνιακή
διευθέτηση των επίπλων σε µία αίθουσα συμποσίων”, Ταυτόχρονα δημιο ργείται η αίσθηση του βάθους, παρά το γεγονός ότι OL μορφές αποδίδονται όλες στην ίδια κλίμακαο, Η οριζόντια ανάπτιξη των ανιικεκλιμένων ανδρών διακόπτεται από την
επιβλητική φιγούρα της χιθαρίστριας, που κάθεται στο άχρο της μεσαίας χλίνης (Εικ.
1). Θυμίζει έντονα τις γυναικείες μορφές των αναγλὑφων µε Tao
σταση «νεκροδείπνου», όπου εικονίζονται κυρίως σε πλάγια ὀψη!). H ζωγωαφική όµως έκφραση Tov µοτίβου, ελεύθερη από τα δεσμά του υλιχοῦ, ETL-
τρέπει εδώ την απόδοση της µορ(ἡς κατά 3/4, που µε TH στροφή προς To θεατή δημιουργεί τον ἀπαραίτητο πλάγιο άξονα. Οι συµποωσιαστές, µε στεφάνια στοὺς κροτάφους, ακουμπούν HON νωχέ-
λικά στα πολυτελή προσκεφάλαια. Οι μορφές προβάλλουν σχεδόν avdykv(ες. καθώς TO σχουρόγρωμο φόντο της ζωφόρου αναδεικνύει τη χρωματική πιινὸαισία. ἱμάτια καλύπτουν TO κάτω µέρος του σώματος HAL οι περισσότε-
VOL φέρουν ακόµη λεπτούς χειριδωτούς χιτωνίσκους, ενώ δύο μόνο CETOOWOνται µε TO συνηθισμένο για σκηνή συμποσίου τρόπο, HE γυμνό το επάνω μέLOS TOV σώμµατος!ᾷ. Το παιχνίδι των κινήσεων και των βλεμμάτων μεταξύ των ανδρών είναι φανερά συγκρατηµένο!», ενώ πιο έντονες χειρονομίες, ZUL-
οετισμοῦ και πρόσκλησης, απευθύνονται προς τις εκτός συμποσίου ομάδες. Επί πλέον. δύο απότις MO χαρακτηριστικές μορφές της παράστασιες εμφανίζονταιί μάλλον βυθισμένες στον κόσμο TOUS. Πούὐκειτει για TOV δεύτερο (από ϱ, BA. αγετικά Fr. Studnic/ka, 07. 133 κε. R. A. Tomlinson, «Ancient Macedonia Sia», Apa Maxedovue 1, 1970, 308-315 και tou town, «furniture in the Macedonian «οχι Maxedovie V3, 199%, 1395-1499, Peveaoteg BA, M. Vickers. Greek Symposit, 7. Zu.) ace ). Boardman, «Symposion Furnitures, oto O. Murray, Syinpotica, GT. (on. 2),
Ewixzotrge yıa τις weives G. M. A. Richter, 67. $2 x... χα K. A. Σισµανιδης,
SympoTombs», Λονδίνο 122-141.
Kies
ze
KALVOLLORLS Χιπ κε ες Των HOXEOOVEAOV Των, Αθήνα 1997, pur την Tartotron (AL np tee LO. Tree τις κατακτήσεις τον Lot mv, ATOS απο tov 4ο TX. GE Det TOOT TE ANS. CV NON LATE, BAL ενδενκτκ). White, Perspective in ancrent Drawing and Parting, Nov: duo 19560, ο M. A. Richter, Perspective in Greek and Roman Art, Auvöivo /N. Yous 1970, av pling 39-48 και SK-61, Ht. J. M. Dentzer, 0.7. 316 2€. 12. AFS OUT ο ἠτηση UE την FLOU TOD HOTIBOT των νακεκλενιον HO Ov OTOYV FAAUOUAG 00, LORS καν ανάλυση Ty επι μέρους OTOUZE LV, B24, J. ME Dentzer, ο το. passin. 13. Pope. τα ogrtese Aryl 0T0 O Murray, Syinpotica, ὁ π.. 2002 και R. Hurschmann, 0.7.
IN. B.. axon
tual,
Howe
toy
br. Lissarrague,
1990, οπου
The Aesthetics of the Greck
VA VOW TORR τι τδιίτεοιε
14 BA. oyıtızda G. Neumann, 1968, 23 κε. 48 K€.
Banquet.
Images of
Wine and Ki-
ODO TOTEACE OTOLZELIE των συμπώσών.
Gesten und Gebarden
ın der griechischen
Kunst,
Br aonive
1250
Μαρία
Tot Tißov-Ardevirn
αριστερά) συμποσιιστή µε TO OUTS στο ανιωμένο δεξί χέρι. RUOLOS όμως για τον τέταρτο, µε TOV σχύφοὸ στο αριστερό. που µε τη σχεδόν μετωπική (UTOdOON και το απόμακρο βλέμμα δείχνει αμέτοχος στα σιμβαίνοντα γύρω Tor.
Αντίθετα ο διπλανός τοι, µε µία άνετη κίνηση, έχει ακουμπήσει TO χέρι TOU στο ζυγό της χιίάρας, παραδοµένος στο άκουσμα της μουσικής που nON πλημμυρίζει το χώρο. Τον HZO της χιθάρας συνοδεύουν OL νότες του διπλού αυλού που πάλλεται στα χέρια της νεαρής αυλητορίδας, της οποίας η ψηλόλιγνη φιγούρα δίπλα στην πρώτη κλίνη αποτελεί µία από τις πιο οιχείες μορ«ές των συμποσιακών παραστάσεων. και βασικό άλλωστε συντελεστή Yuzuγωγίας στα πραγματικά
συμπόσια!" (Εικ. 2). Στην αττική αγγειογραφία, τον
απλό μπορεί να παίζουν άνδρες ἡ γυναίκες μουσικοί, στον 40 όµως αιώνα AU ιδιαίτερα στα κατωιταλιωτικά αγγεία, επικρατεί ολοκληρωτικά η µουφή της απλητρίδας, ενώ απὀ τα έγχορδα όργανα εμφανίζονται κυρίως n λύρα, η
ῥάωβιτος Hy ἀρπα]ο. Αντίθετα. για τη χρήση της κιθάρας στα συμπόσια λίYES είναι OL μαρτηρίες και ακόμη λιγότερες οι απεικονίσεις. πάντα στα χέρια
ανδυρών κχιθαρωδιών!7, Αποκαλυπτικό είναι το χωρίο από το Συμπόσιο του Ξενοφώντα (11, 1). όπου µετά το κυρίως δείπνο εμφανίζεται σε πλήρη σύνθεση O όμιλος των καλλιτεχνών: ...ἔρχεται αὐτοῖς ἐπί κῶμον Συρακόσιός τις ἄν-
ύρωπος. ἔχων τε αὐλητρίδα ἀγαθὴν καὶ ὀρχηστρίδα τῶν τὰ θαύματα δυνάµένων ποιεῖν, καὶ παϊῖδα πάνυ γε ὡραῖον καὶ πάνυ καλῶς κιθαρίζοντα καὶ ὀρχούμενον. H απεικόνιση ωστόσο γυναίκας κιθαρωδού σε σκηνή συμποσίου είναι, UT όσο τουλάχιστον γνωρίζω, μοναδική. Ενδιαφέρουσα είναι και η ίδια η µουφή της κιθάρας, µε παράλληλους ῥωαχίονες µε ελάχιστη καμπυλότητα και ορθογώνιο ηχείο (Eux. 1). Πρόκειται
για τη λεγόμινη «ιταλιωτική» κιθάρα, µια και ἁπαντά σχεδόν αποκλειστικά στην εκεί ανγειογραφία, ιδιαίτερα σε σκηνές προετοιμασίας γάµου ή στα YE-
oud θεών, σε μυθολογικές σχηνές!δ, Εμφανίζεται γύρω στο 360 π.Χ., ἀλλά οι περισσότιρες απεικονίσεις της. OF ἀπουλικά και καμπανικά αγγεία, ανάνονται στο β΄ μισό τοι don αι. π.Χ.0, 15. Tıa την παρομσία τοῦ rot στα σηιπόσινα PA. P. Jacobstahl, «Συ μποσιακά», ΑΕΙ. d. Kel. Ges. d. Wiss.. Phil.-Flst. Kl. 19/1. Γπέττιν εν 1914, 59 κε. Επισης Η. Huchzermeyer, Aulos und Kithara in der griechischen Musik bis zum Ausgang der Klassik (1939) και B. Fehr, 6.T., passim. Tia tov απλό yrveaoteacd fn. K. Schlesinger, The Greek Autos, Λονδίνο 1939 και D. Pa-
queite, £ instrument dans fa ceramique de la Grèce antique. Hapior 1984, 24-37. 16. BA. J. Boardman, Athenian Black Figure
Vases, Aovowo
1974, 210, R. Hurschmann, 6.7.
48 κε.
17. Για την κιθάρα και την εέλιςή της BA. M. Maas - J. Meintosh Snyder, Siringed Instru-
ments of Ancient Greece, Λονδίνο 1989, STE. 18. M. Maas - J. Mcintosh Snyder, 6.7. 175-177 κε.. εικ. 7. 19. Tor. ενδεικτικά zen D. Paquette, 67, 101, 102, ag. C22, C23.
H ζωφόρος Tou νέου μιχεδονικοι τάφου στων Ay. ΑίΧχινάσιο Θεσσαλονίκης
1251
Μπυοστά σε χάθε κλίνη προβάλλεται το επίσης βασικό για Tu συμπόσια έπιπλο, το τραπέζι. Παρόλο που σε πιο πρώιμες παραστάσεις κυριαρχεί TO σχήμα του ουθογώνιου τρίποδον, εδώ απεικονίζεται ένα µόνο ορθογώνιο KUL δύο στρογγυλά τραπέζια (Εικ. 1-3), ένας τύπος που εμφανίζεται γύρω στα µέσα του 4ου αιώνα και επικρατεί πλήρως στα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνιαξθ, Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η παρόμοια συνύπαρξη των δύο αυτών τύπων σε συµποσιαχκή σκηνή, σε καμπανικό κρατήρα του Υ᾽ TETAQTOV
του 4ου at, π.Χ.ΣΙ. Και ta τρία τραπέζια είναι φορτωμένα µε διάφορα είδη τροφίμων, κοινά τόσο σε απεικονίσεις συµποσίων του 4ου αιώνα, GOO και στις παραστάσεις «νεκροδείπνων»2ὲ; αυγά, φρούτα ---ρόδια και σταφύλια---, και ημισφαιρικά N) πυραμιδόσχηµα αντικείµενα, Gov µπορεί κανείς να αναγνωρίσει τους YEUστικούς πλακοῦντες και τις ιδιόµορφες πυραμίδες, πλασμένες µε μέλι κει
στάρι βυασμένο2». Όλα αυτά αποτελούν τα τραγήµατα των αρχαίων, τα EITLδόρπιαξ, απαραίτητα συνοδευτικά της οινοποσίας. Καὶ μετά δεῖπνον κόκHOG, ..., ἐρέβινθος, ..., κύαµος, χόνδρος, τυρός, MEAL, σησαμίδες, πυραμίδες, μῆλον, κάρυον..., περιέγραφε ο Ἐφιππος ο Ολύνθιος (Αθήναιος XIV, 50), ενώ κατά τον Αντιφάνη, ἐδίδοτο δὲ καὶ ᾠὼὸν Ev τῇ δευτέρᾳ τραπέζῃ, ...κοινῇ μετὰ τῶν µελιπήκτων (Αθήναιος XIV, 49). Την παράσταση Tov συμποσίου ολοκληρώνει ο γυμνός στεφανωµένος έφηβος, ο οινοχοών παῖς, µία µορφή βοηθητική αλλά σχεδόν πάντοτε παῥούσα, ήδη ἀπό τις αρχές της δημιουργίας του µοτίβου. H γυµνότητά του etναι σύλληψη καθαρά ελληνική, σε αντίθεση τόσο µε τα μικρασιατικά 600 και τα ετρουσκικά παραδείγματα, όπου συνήθως εμφανίζεται ντυµένος2». Η χαῥακτηριστική µορφή σε στάση ετοιμότητας, µε την οινοχόη στο δεξί και TH φιάλη στο αριστερό (Εικ. 2), φαίνεται να εικονογραφεί τις σελίδες του Αήναιου: Ἐπεὶ δὲ δειπνήσειαν, ἐσιώπων πάντες. Ὁ δὲ παῖς ἐφειστήκει, κεχράμένον ἔχων τὸ ποτόν, καὶ τῷ αἰτοῦντι προσέφερε... 20. Γενικά για τοὺς τύποὺς των τραπεζών, G. M. A. Richter, 6.7. (om. 8), 63-72. 21. G. M. A. Richter, ὁ.τ., 71. ει. 368. Πρόχειται γιά tov γνωστό πωωνόσχηήµο αρατήμα απὀ την Κύμη στο Μουσείο της Νάπολης, αρ. 85873. 22. Ανεξάντλητη πηγή TAnvogugumv για όλα τα εἰδη τών τουφίμων και τις ιδιαίτερες πουτιµήσεις των διαφόρων λαών στα ουὐμπώσια αποτελεί βέβαια o Αθήναιος, Γεννκά ἵνα την ποιλιλία των ἐδεσμάτων στα σμπύόσια βλ. M. Vickers, 0.7., 3 κ.ε. P. Schmitt-Pantel, 6.7., 340 xe., και R. Hurschmann, 67. 16, µε BipAuryougia, Tapa. και R. N. Thönges-Stringaris, 6.7. 19 παι 62 κ.ε., και 1. M. Dentzer, 6..7., κ Ώριυς 335 He, S14 κ.ε. 23. Για τις «Trgeggtidrs» AUL την ταὐτισή τους βλ. GL R. Davidson - D. Burr Thompson, «Small Objects from the Pnyx: I», Hesperia, Suppl. VI (1943) 109-111.
24. Όντως yap ÉTIOUOTIONUS τις O Toceynariaos ἐστι, καὶ δεῖπνον ἕτερον παρατιθεται TOUTE. AUT τον Αριστοτέλη, oto Περι µεθης (Αθήναιος XIV, 48). 25. κ. Ν. Thönges-Stringaris, O7. 9 κιε.. J.-M. Dentzer, 6.7, 258.
1252
Μαρία
To κεντρικό αυτό τµήµα
Τσιμπίδου-Αυλωνίτη
οριοθετείται ξεκάθαρα
µε την παρουσία
ovo
στοιχείων, πρωτοφανέρωτων GE παρόμοιες παραστάσεις, αν και μάλλον απαραίτητων στην όλη διαδικασία των συμποσίων. Αριστερά του οινοχόου, κυριαρχεί µε τον όγκο Kur το χρώμα του ένα βαρύ, συμπαγές έπιπλο, µε τρία ῥάφια όπου ακουμπούν µεσόμφαλες φιάλες, επίχρυσες ίσως, ένας κάνθαρος παι άλλα αγγεία. Μία υδρία αποδοµένη µε γαλαζωπές πινελιές, καδράρεται στο σκούρο κεραμιδί φόντο, ενώ όλη η σύνθεση προβάλλει µπροστά σε ένα πολύφυλλο δένδρο. Πρόκειται για την πρωιμότερη απεικόνιση του επίπλου, που ταντίζεται µε τον όρο «χυλικεῖον», εν χρήσει στην Αττική ήδη από τα χοόvia του Αλκιβιάδη xat του Αριστοφάνη, όπως τουλάχιστον παραδίδεται σε ένα χωρίο του Αθήναιου (XI, 3): “Agtov δὲ εἶναι νομίζω ζητῆσαι ὑμᾶς too τοῦ καταλόγου τῶν ποτηρίων, ὦν πλῆρές ἐστι τὸ κυλικεῖον Todi: --εἴρηται γὰρ οὕτως ἡ τῶν ποτηρίων σκευοθήκη, παρὰ Αριστοφάνει μὲν ἐν Γεωργοῖς. O όρος αυτός επανέρχεται αρκετές φορές στον Αθήναιο και μάλιστα γίνεται πεῥισσότερο συγκεκριμένος, όπως ...τό τε κυλικεῖον, ἐν ᾧ τίθεται τόπῳ τὰ ποτήρια xàv ἀργυρᾶ τυγχάνῃ ὄντα (XI, 60) ἡ κυλικεῖον μεστὀν χρυσωµάτων/(Νν. 33), ενώ ειδικότερα στην περιγραφή της πομπής του Πτολεμαίου II, γίνεται λόγος και για δύο κυλικεῖα ἀργυρᾶ δωδεκαπήχη, ὕψος πηχῶν EE (V, 29). Φαίνεται ότι η κατοχή µιας παρόμοιας σκευοθήκης αντανακλούσε κάποια σχετική οικονομική ευρωστία τον οικοδεσπότη και ότι αποτελούσε µια μάλλον περιττή πολυτέλεια, τουλάχιστον µέχρι τα ελληνιστικά χρόνια, οπότε και πληθαίνουν οι ανάλογες παραστάσεις2ό6. Μέχρι τότε το ῥόλο του βοηθητικού αυτού επίπλου έπαιζαν απλά τραπέζια, κάποτε εφοδιασμένα µε Eva επιπλέον ράφι, όπως εμφανίζονται σε ανατολικο-ιωνικά ανάγλυφα και ετρουσκικές τοιχογραφίες. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι αυτή και µόνο η παρουσία των βοηθητικών τραπεζιών ---επίσης χαρακτηριζόµενα ως «κυλικεῖα»--- στα ετρονυσκικά µνηµεία, έχει ερμηνευτεί ακριβώς ως σύμβολο αριστοκρατικής πολιυτέλειας και αφθονίας, δανεισµένο από την ιωνική κοινωνία του όου αι.
π.Χ.21, Στο άλλο άκρο της χεντρικής παράστασης σώζεται το επάνω µέρος ενός σκεύους, όπου εὖκολα αναγνωρίζει κανείς ένα μαρμάρινο λουτήριον, σε µία µορφή οικεία τόσο από τα σωζόμενα παραδείγματα, όσο και aNd την αγγειογραφία (Εικ. 3). Όχι πάντως σε παραστάσεις συµποσίων, αν χαι οι µαρτυρίες είναι κατηγορηµατικές για την αναγκαιότητα του τελετονυργικού πλυσίµατος των χεριών κατά την προσέλευση των συνδαιτηµόνωνζδ. 26. Ποβλ. G. M. A. Richter, ό.π., 81-84. 27. Βλ. L. B. van der Meer, «K ylikeia in Etruscan Tomb Paintings», Ancient Greek and Related Pottery, Άμστερνταμ 1984, 298-304. 28. Βλ. κ. Ginouvès, Balaneutike. Recherches sur le bain dans l'untiquité grecque. BEFAR
H ζωφόρυς ς ζ του νέου / μακεδονικού τάφου στον Ay. Αθανάσιο Θεσσαλονίκης ‘
1253
Στο κεντρικό λοιπόν τµήµα της ζωφόρου απεικονίζεται µία κλασική, θα λέγαμε, σχηνἠ συμποσίου. Μία παράσταση που εμπεριέχει όλα τα σχετικά ELπονογραφικά στοιχεία, όπως είχαν διαμορφωθεί ήδη από τα αρχαϊκά χρόνια και µας παραδόθηκαν and τις πηγές, εμπλουτισμένη όµως µε ορισμένες λεπτοµέρειες που τονίζουν τον αφηγηματικό της χαρακτήρα. Ακόμη και ο χώLOG όπου εκτυλίσσεται η σκηνή υποδηλώνεται έµµεσα µε την παρουσία του δένδρου; πρόκειται για έναν υπαίθριο χώρο, ίσως µια εσωτερική αυλή ή το περιστύλιο µιας οικίας2», όπου éxouv τοποθετηθεί τα απαραίτητα για την πεῥίσταση έπιπλα, εὔκολα άλλωστε µεταφερόµενα. Χαρακτηριστικό είναι ότι ακόµη και η θέση του κυλικείου σε παρόμοιο χώρο παραδίδεται και πάλι από τον Αθήναιο, στην περιγραφή των γάμων µιας πανέµορφης ασιάτιδας: Kai
παρελθών (6 Ζαριάδρης) εἰς τὴν αὐλήν, καὶ ἰδών τὴν Ὁδάτιν ἐστηκυίαν πρὀ τοῦ κυλικείου καὶ δακρύουσα, χιρνώσαν τε βραδέως τὴν φιάλην, εἶπεν... (XIII, 35). Στη βασική αυτή συµποσιακή σκηνή έρχονται να προστεθούν δύο ακόµη οµάδες: από τα αριστερά πλησιάζει µία μάλλον θορυβώδης παρέα τριών έφιππων ανδρών και των πεζών συνοδών τους (Εικ. 4, 5). Τέσσερις avauuéVOL πυρσοί, χιαστί υψωμένοι, σχίζουν τον σκοτεινό ουρανό αποτελώντας ταυτόχρονα και τους άξονες γύρω από TOUS οποίους οργανώνονται OL μορφές. Το γεγονός ότι οι άνδρες φθάνουν µέσα στη νύχτα, φορώντας ήδη στεφάνια, υποδηλώνει ίσως ότι έρχονται από κάποιο άλλο συμπόσιο, μεταφέροντας μάλιστα και σκεύη γεμάτα χρασί, συνεισφορά στην οινοποσία. Χαρακχτηριστικό είναι το σχήµα του μεταλλικού προφανώς κάδου (Εικ. 5),που χρατά ο πρώτος and δεξιά πεζός και η ομοιότητά του µε τον χάλκινο απὀ TOV τάφο
Α΄ του Δερβενίουόθ, Ας σημειωθεί ότι παρόμοιες οµάδες εὔύθυμων συµποσιαστών, ποὺ μετακινούνται πεζοί από το ένα σπίτι στο άλλο, απεικονίζονται ήδη στα αττικά αγγεία του 5ου αι. π.Χ.Σ!, ενώ και η προσέλευση των πιο εύπορων, έφιππων, δεν ήταν ασυνήθιστη, όπως υπονοούν OL τελευταίες γραμµµές ANG το Συμπόσιο του Ξενοφώντα (IX, 7): ...οί δέ, ἀἁναβάντες ἐπὶ τοὺς ἵππους ἀπήλαυνον πρὸς τὰς ἑαυτῶν γυναίκας... Σωκράτης δὲ καὶ τῶν ad200, Pan
1962, 79 κ.ε.
29. Ανάλυγη απύδυση tov χώρου ιδιαίτερα στις κατωιταλιωτικές παραστάσεις συµπυσίων, βλ. J.-M. Dentzer, ὁ.π., 133 κ.ε. Ποβλ. και tov κρατήρα ano τήν Κύμη, ό.π., σημ. 21. Γενιπότερα για απεικονίσεις δένδρων βλ. M. Carroll-Spillecke, Landscape Depictions in Greek Relief Sculpture. Development and Conventionalization, Φρανκφούρτη
1985, 41-54.
30. Βλ. τον κατάλυγο της Έκθεσης «Ελληνικός πολιτιαµός. Maxedovia, To βασίλειο του Μεγάλου Αλεξάνδρου», Αθήνα 1993, 226, αρ. 263 (A49). Διαπραγμάτευση tov τύπου βλ. TI. Γ. Θέμελης - Γ. Π. Τουράτσυγλον, Οι τάφοι του Δερβενίου, Αθήνα 1997, 33-34, 78, atv. 3, 18, 35-37, 78. 31. Πρβλ. J. Boardman, 0.7. (σημ. 9), 126 κ.ε.
1254
Μιρια
Terptidor-Ardavırn
λων OÙ ὑπομείναντες. ..τἐριπατήσοντες ἀπῆλύων. Στο δεξί άκρο της ζωφόρου η ατμόσφαιρα είναι πιο ἠρεμη, παρόλο που OL οχτώ άνδρες απεικονίζονται µε στρατιωτική αυτή τη φορά ενδυμασία και. ορισμένοι UT’ αυτούς, πάνοπλοι (Εικ. 6). Ot κινήσεις τους όµως είναι πιο
χαλαρές και µια αίσθηση αναμονής πλανιέται ανάμεσά τους. Ακόμη AGE OL κάθετοι ἀξονές των ὁρθιων μορφών Kat των υὑψωμένων ὁοράτων ἁπαλύνονται απὀ τις καμπύλες επιφάνειες των τριών κατάχοσµμων ασπίδων. Και. ενώ OL προηγούμενες σχηνές θα μπορούσαν πραγματικά να διαδραματίζονται σε µια οποιαδήποτε πόλη του ελληνικού κόσμου, TO τµήµα αυτό της πι-
ράστασης µετατυέπεται σελαλούν σύμβολο του συγκεκριμένου πλέον χώροι:: Ot μορφές που απεικονίζονται EdW είναι ολοφάνερα Μακεδόνες στρατιωτικοί. Νέοι άνδρες, που παράλληλα µε τον γνωστό οπλισμό των ελληνικών στρατευμάτων”ξ --“θώρακες, ξίφη και δόρατα και εντυπωσιακά κράνη µε λοφία Aut λευκά GTEVA—, φέρουν την παραδοσιακή μακεδονική στολή: Karola στο χεφάλι, χλαμύδες πορπωμµένες στο δεξί ώμο και DEQUATLVES χρηπίδες στα rod, Παρά τις κατά καιρούς αμφισβητήσεις για την πυοέλευση των τριών αυτών στοιχείων της μακεδονικής ενδυμασίας, τόσο OL ἀρχαιολογικές ενδεί-
32. ATO US πάμπολλες δημοσιεύσεις, γενικές και ειδικές, σχετικά µε τον οπλισμό των Apχαΐων Ἑλλήνων, επιλέγουμε cde τη faa µελέτη tou M. Launey, Recherches sur les armecs hellénistiques, BEFAR 169, Παοίσι 1987 (B ἑκὸ.). κυρίως 287 κ.ε., καθώς και Ta: A. M. Snodgrass. Arms and Armour of the Greeks, Λονδίνο 1967 καν P. Ducrey, Guerre et guerriers dans la Grèce antique, Παρίοι 1985, µε (ικανοποιητική βιβλιογραφία, EtdtaoteQu για TOV οπλισμό του μιεκεδυνικοῦ στρατού, BA. H. Lumpkin. «The Weapons and Armour of the Macedonian Phalanx»,
The Journal of the Arms and Armour Society viii, 1975, 195 κ.ε. zau ta άρθρα tov M. M. Markle, 11. «The Macedonian Sarissa, Spear, and Related Armor», AJA 81, 1977, 323 κ.ε., «Use of the Sarissa by Philip and Alexander of Macedon», AJA 82, 1978, 483 κ.ε. και «Macedonian Arms and Tactics under Alexander the Great», Studies in the History of Art 10, Ovaoıyyatov 1982, 87 κι BA. œxopn Γ. Τουράτουὐγλοῦ, «To ξίφος της Béoouas: Συμβολή στην μακεδυνική ὁπλοπυιία των ÜCTEOOV κλασικών χωώνων», Αρχαία Μακεδονία IV, 1986, 611 κ.ε. και St. G. Miller, The Tomb
of Lyson and Kallikles: À Pamted Macedonian Tomb, Maw? 1993, S1 κ.ε, 33. Ανήκουν ato λεγόμενο «gotrziron tito, βλ. J. Vokotopoulou, «Phrygische Helme», AA 93, 1982, 497-520. BA. επίσης P. Dintsis, HeHenistische Helme, Ρώμη 1986, 23-56, πυρίως 30 4€. Tiv. 13 (πυυτείνει τὸν 600 «τόπου τάς») zur G. Waurick,
Rastko
Vasic
104 O ΜΕΓΑΣ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Οἱ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ
Αγνή
TON
ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ
ΕΠΙΓΟΝΟΙ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Βασιλικοπούλουν
Παρότι το Βυζάντιο αυτοαποκαλείται µέχρι τέλους N Ρωμαίων ἀρχή, τὸ Ρωμαίων κράτος, τὰ Ρωμαίων πράγματα κ.τ.ό., διεκδικώντας επίµονα τη συνέχεια της Romanitas από Δυτικούς και Ανατολικούς, ἠρωας-πρότυπο του Βυζαντινού κόσμου δεν είναι ένας Ρωμαίος αυτοκράτορας αλλ’ ὁ βασιλεὺς τῶν Μακεδόνων Ἀλέξανδρος!, που δημιούργησε τις προὐποθέσεις για την πολιτιστική σύνθεση Ελληνισμού και Ανατολής. Κανένα άλλο ιστορικό πρόσώπο δεν προβάλλεται µε τόσο θαυμασμό και συμπάθεια στα γραπτά µνηneia των βυζαντινών χρόνων, λόγια και δημώδη. Σχεδόν όλα τα βυζαντινά λογοτεχνικά είδη έχουν τις ρίζες τους στους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες, στην εποχή της όψιµης αρχαιότητας. όταν στα πλαίσια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ελληνιστικά και ανατολικά στοιχεία αλληλοεπηρεάζονται μετασχημµατίζοντας παλιές λογοτεχνικές µου(PEG ἡ δημιουργώντας νέες, που εκφράζουν το VEO οικουµενικό πνεύμα. Η σχετική µετον Αλέξανδρο ιστοριογραφία είχε αρχίσει πριν από το θάνατό του2. Μεταγενέστεροι ιστορικοί εξιστορώντας τη ζωή του μεγάλου βασιλιά των Μακεδόνων ερμηνεύουν πράξεις, σχέδια, γεγονότα, προβάλλοντας τη δική τους πραγματικότητα. Τα κείµενα του Διόδωρου, του Πλούταρχου, του Αροιανού, είναι πηγές για TOUS βυζαντινούς συγγραφείς. Θέματα από τη
ζωή και τα κατορθώματα του M. ρητορικές σχολές Ελλήνων και όπως To Περὶ τῆς Αλεξάνδρου αντικείμενο μελέτης και μίμησης Ο M. Αλέξανδρος όµως dev Πολύ νωρίς στοιχεία μυθικά απὀ
Αλεξάνδρου ήταν από τα πιο αγαπητά στις Ρωμαίων. Λόγοι ή ρητορικές πραγματείες, Τύχης καὶ Αρετῆς του Πλούταρχου. είναι για τους Βυζαντινούς, είναι µόνο µία ξεχωριστή ιστορική µορφή. τις παραδόσεις των Ελλήνων και τῶν uvu-
τολικών λαών (όπως λ.χ. το έπος του Γιλγαμµές) ενσωματώνονται στο θρύλο
του μεταβάλλοντάς TOV σε πρόσωπο υπερφυσικό. Πρόγονοί του είναι μυθικοί t. I1.-G. Beck. H Πυξαντινή Χιλιετία, Αθήνα 1990, 205. 2. IH. Gleixner, Das Alexanderbild der Byzantiner, Movuzo για Tov Αλέξανδρο, Έλληνες και Ρωμαίοι,
1961, ὁπον και σοι
Erptiptev
1304
Αγνή Ηασιλικυποῦύλοι!
ήρωες, o Περσέας, ο Ηρακλής, οι Αιαχίδες2. Προέρχεται από vegoyapia*: ei-
ναι γιος του Δία, του ΆἉμμωνα-Δία, ποὺ είναι χαρακτηριστικό προϊόν θρησκευτικού συγκρητισμού και λατρεύεται µέχρι το τέλος της αρχαιότητας, αλλά και του τελευταίου βασιλιά της Αιγύπτου Νεκτεναβώ, που είχε καταφύγει στην αυλή του Φιλίππου. Παίρνει µορφή ζώου" γίνεται κριός, τράγος, πάρὅαλις, λεοπάρδαλις. Συναντά στην πορεία του πραγματικά και φανταστικά πρόσωπα! τηβασίλισσα των Αιθιόπων Κανδάκη, τηβασίλισσα των Ασσυρίων
Σεµίραμι, τις Αμαζόνες, τις Σειρήνες. Αποζδίδονται 0’ αυτόν επιστολές στη μητέρα του Ολυμπιάδα και στο δάσκαλό του Αριστοτέλη. Γέννημα του otxovμενικού ελληνισμού το µυθιστόρηµα του W. Καλλισθένη συµπίλησε tov Γ΄ µεταχριστιανικό αιώνα το σχετικό µε τον Αλέξανδρο ιστορικο-μυθικό υλικό rar είναι ανεξάντλητη πηγή για την ελληνική και για πολλές άλλες λογοτεχνίες 0’ Ανατολή και Δύση. Η μυθιστορηματική αφήγηση των κατορθωµάτων τον Αλεξάνδρου ήταν προσφιλές θέµα για τους λογοτέχνες σε όλη την ιστορική πορεία του Βυζαντιvob κράτους. Ποικίλλει όχι µόνο το θεματικό υλικό, αλλά και η µορφή των έργων, έµµετρη À πεζή, εξεζητηµένη ñ δημώδης. H Διήγησις τοῦ Αλεξάνδροι! του Ε΄ αιώνα γνώρισε πολυάριθμες διασκευές. Το ΙΔ΄ αιώνα άγνωστος ποιητής συνέθεσε έργο µε τον τίτλο Αλέξανδρος ὁ βασιλεύς σε ανοµοιοκατάληπτους δεκαπεντασυλλάβους και σε γλώσσα λόγια, ανάµεικτη µε στοιχεία της γλώσσας της εποχής. Έργο µε το ίδιο θέµα σε πεζό λόγοό χυονολογείται μεταξύ 1430-1453. Ο Αλέξανδρος εμφανίζεται και στη δημοτική ποίηση, σε παραλλαγή λ.χ. του τραγουδιού του Αρμούρη”. Μόνο µε τον Αλέξανδρο συγκρίνεται ο Εμίρης του Ακοιτικού έπους. Ο μεσαιωνικός ήρωας Διγενής Ακρίτης έχει πολλά ποινά µε το βασιλιά των Μακεδόνωνδ. H πολεμοχαωής Μαξιμώ είναι απόγονος των Αμαζόνων, που είχε φέρει ο Αλέξανδρος and τη χώρα των Boaχµμάνων). Ot λόγιοι συγγραφείς πλησιάζουν περισσότερο TO ιστοριχό πρόσωποτου Αλεξάνδρου. Ηγέτης µε αναμφισβήτητες στρατηγικές ικανότητες, στρατηλά3. Πλούταρχος, Αλέξ. 2, 1-3: Αλέξανδρος... τῷ γένει πρὸς πατρὀς μὲν ἦν Ηρακλείδης ... πρὸς δὲ μητρὸς Αἰακίδης ἀπὸ Νευπτολέμου. Γ. Σύγκελλος 498 (CB). 4. Πλούταρχος, Ἠθικά, 331A: ταῦτα ... οἱ πυιηταὶ κυλαχεύυντες αὑτοῦ τὴν τύχην προσεἴπυν. 5. H.-G. Beck, Ιστορία της Βικαντινής Δημώδους λογοτεχνίας, Αήνα 6. Αυτόθι, 215-216, όπον και σχετιχή βιβλιογραφία. 7. Αυτόθι, 118.
1988, 214-215.
8. Z 3898-3901. Πβ. G 3228-3231 (E. Trapp) - U. Moennig, «Digenis = Alexander;» (R. Beaton - D. Ricks, Digenis Akrites, London
9. Z 3260-3262. NB. G 2719-2720.
1993), 103-115.
Ο Μέγας Αλέξανόρυς
των Βικαντινών
1305
της, πολιτικός χαι φιλόσοφος, είναι πρότυπο βασιλιά, μέτρο σύγκρισης για όλους τους βυζαντινούς αυτοκράτορες. O Ευσέβιος Καισαρείας συγκρίνει τον πρώτο χριστιανό βασιλιά, M. Κωνσταντίνο, µε τον Αλέξανδρο!ο. O Kwvστάντιος κρίνεται από το Θεμίστιο φιλοσοφώτερος... N Αλέξανδρος Ô Φιλύτπου, Για τον Ιουλιανό ο M. Αλέξανδρος ήταν πρότυπο αυτοκράτορα και πολεμιστή' στο έργο του Συμµπόσιον N Κρόνια, όπον εμφανίζονται όλοι οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες από τον Ιούλιο Καίσαρα µέχρι xat το M. Κωνσταντίνο, ο Σειληνός λέει’ ὅρα µήποτε οὗτοι ἑνὸς ὧσιν oùx ἀντάξιοι τουτουὶ τοῦ Γραικοῦ!2, Κατά το Φιλοστόργιο ο λόγιος αυτοχράτορας φιλοδοξούσε νέον γενέσθαι ΑΑἈλέξανδρον, τὸν ἐκ Μακεδονίας, ως πρότυπο όµως φιλοσόφου βασιλέως είχε το Μάρκο Αυρήλιο! Ο Αναστάσιος ο Α΄ διακοίνεται για το βασιλικὸν φρόνημα, όπως ο Αλέξανδρος, κατά το ρήτορα Προκόπιο απὀ τη Γάta!*, Ο Βασίλειοςο Α΄ δαμάζει ατίθασσο άλογο, όπως ο M. Αλέξανδρος το Βουκεφάλα, κατά τον ιστορικό Γενέσιο!». Γεννάδας xai περίκλυτος χαρακτηορίζεται ο Αλέξανδρος από τον Κωνσταντίνο τον Πορφυρογέννητο!ό, O Μιχαήλ Ψελλός γωάφει, ότι ο Ρωμανός ο Γ΄ σχεδίαζε πολεμικά έργα αντάξια, όσων είχαν κατορθωθεί παρὰ ΑἉλεξάνδρῳ τῷ τοῦ Φιλίππου!Τ. Ο Νικηφόρος Βασιλάκης γωάφει στον Ιωάννη Κομνηνό, ἑχίετόξευκας ἆθλον, ὃν οὕπω τις … µετά γε τὸν Μακεδόνα ἐκεῖνον!δ. Τη γενναιότητα του Μανουήλ Κομνηνού συγκρίνει ο Κίνναµος προς τὴν τόλμαν τοῦ Αλεξάνδρουϊ». Ο Θεσσαλονίκης Ευστάθιος προβάλλει στον ίδιο αυτοκράτορα το πρότυπο τοῦ Αλεξάνδρου τοῦ καλοῦ βασιλέως. Ὢ Αλεξάνδρου µεγαλοφρονέστερε καὶ ὁραστηριότερε, γωάφει ο T. Τορνίκης πρὸς tov xüp ᾽Ανδρόνικον τὸν Κομνηνόν, πριν ακόµα γίνει αυτοκράτορας2!. Ο N. Χωνιάτης συγκρίνει το Υάµο του Ισαακίου Β΄ Αγγέλου και της κόρης του Ούγγρου βασιλιά Βελά µε το γάµο του M. ΑλεEdvôqou?2. Διεκτραγωδώντας την άλωση του 1204 ο µόνος Έλληνας ιστοριπός της προσπαθεί να παρηγοφρήσει τους συμπατριώτες του θυµίζοντάς τους
10. Ευσέβιος, Eic τὸν Hkov Κωνσταντίνου βασιλέως, |. 7 (Winkelmann). 11. Θεμίστυς, Eic Κωντάντιων τὸν αὑτυκράτυρα, 260. 12. Ιουλιανός, Συμπόσιων ἢ Κρόνια (Καίσαρες) 316c: 46, 16 (Lacombrade). 13. 14. 15. 16. 17.
Φιλυοστύργιος VII, 15: 100, 34 (Bidez-Winkelmann). Πρυκύπιος Γαζαΐος, Ἐγκώμιον εἰς τὸν Αναστάσιων, 13, 19 (Chauvot). Γενέσιως A’ 26, 44-45. Κωνατ. Πυυφυρυγέννπτυς, Περί Θεμάτων 13, 6-7: 77. ΠΛ. 4, 16-17: 69 (Pertusi). M. Ψελλός, Χρωνυγναφία Γ΄ 8, 20-21: 80 (Impellizzeri).
Ι8. Ν. Βασιλάκης, Λόγος 3, 6 53, 27-28 (Teubner). 19. Kivvauuc 51,16-52, 4 (CB). 20. V. Regel, Fontes rerum byzantinarum, Subsidia Byzantina V, Λειψία 1982, 1 56, 3-4. 21. T. Togvixnç 111, 2-3 (Darrouzeés). 22.N.
Χωνιάτης,
Λόγος
Ε΄,
Ἐπιθαλάμιος, 41 (CFHB).
1306
Αγνή Bacixorovior
ότι οὐδ᾽ Αλεξάνδρῳ. quai, τὰ ἐπὶ πᾶσιν arpoonona”. Βασιλεὺς καὶ φιλόσοgos, όπως ο Αλέξανδρος, χαρακτηρίζεται απὀ τον ίδιο ιστορικό και ο Θεόδιυvog Δούκας ΛάσκαριςΣ, ὅτε of Λατῖνοι κατεῖχον τὴν Κ/πολιν κυίνεται µά-
λιστα ἀξιώτερος θαυμάζεσθαι και αποχαλείται Περσοκτόνος2.. ᾿Αντικρυς Ἀλέξανόδρος, γωάφει ο Σχολάριος για τον τελευταίᾳ αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ΄ τον Παλαιολόγούό. Προς τον Αλέξανδρο συγκρίνονται και Ἑένοι ηγεμόνες ή ευγενείς. Ο κάντος Αλδουίνος ... ἑαυτόν ἑξωμοίου τῷ Αλεξάνδρῳ τῷ πάνυ τῷ Μακεδόνι.
γωάφει ο N. Χωνιάτης2], Ακόμα και ο Μωάμεθ ο Β΄ παραβάλλεται προς τον Αλέξανδρο από τοὺς ιστορικούς της Αλώσεως2δ του 1453. Ο Γεώργιος Τραπεζούντιος γράφει στον Πορθητή, ότι θα εξιστορήσει τα κατορθώματά του, iv’ ἀείποτε φέρηταί σοι τὸ ὄνομα μᾶλλον ἢ Αλεξάνδρου τοῦ Maxeddvoc?™ όταν ο σουλτάνος ολοκληρώσει το έργο του, φανεῖται μικρὸς πρὸς τὸ GOV παρα-
ῥαλλόμενος μέγεθος Αλέξανδρος ὁ Μακεδών. O M. Αλέξανδρος dev είναι µόνο πρότυπο ηγεμόνα’ διψάει για xataπτήσεις αλλά και για γνώσεις’ ταξιδιώτης και θαλασσοπόρος κυνηγάει καινούργιες εμπειρίες’ έχει πολλά χαρακτηριστικά του Αχιλλέα, του Οδνσσέα αλλά και των θείων ἀνδρῶν της όψιµης αρχαιότητας. Είναι φιλόσοφος»!" dev είναι µόνο μαθητής του Αριστοτέλη, που νόμους τῷ βασιλεῖ ὑπέβθετο. κα); οὓς ἐκεῖνος ἐδέησε Civ, όπως γράφει ο Ψελλός»2, αλλά συνδέεται και µε το Θαλή, το Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Απολλώνιο τον Τυανέα, τον Evy τον Τρισμέγιστο, τον Πορφύριο, τους επτά σοφούς, Γνώρισε τους [νδούς Bouχμάνες, συζήτησε µαζί τους φιλοσοφικά θέµατα xai ἡγάσθη τῆς τῶν ἀνδρῶν ἐχείνων ἀκροτάτης φιλοσοφίας, γράφει ο Γεώργ. Movaxoc??. Ο M. Αλέξανὄρος διαφέρει and το Μάρκο Αυρήλιο, γράφει ο Θεόδωρος Λάσκαρις, όσο η φιλοσοφία από τη ρητορική και ο Αριστοτέλης ἀπό τον Eouoyévn#. Διηγή23. Ν. Χωνιάτης, Χρονική Λιήγησις, 611, 22-23 (6 ΕΠΗ).
24. Ν. Χωνιάτης, λόγος JA, Ete τὸν Λάυκαριν. 129 εξ. 25, N. Χωνιάτης,
Λόγως
IS,
171-172.
26. Γ. Σγυλάριος, To üymkorare...t. VU, 2, 6 (Petit-Siderides-Jugie). 27. Ν. Χωνιάτης, Χρον. Διήγησις, 359, 24-26. 28. Κοιτύβουλος 14. 7-9 IV 4, 3 (CFHB). F. Σφρατζής 169 (CB). 29. L. Τραπεζούντιος, Πρὸς τόν ἀμιρᾶν, (A. Pertusi, La Caduta di Constantinopoli, Μιλάνο 1976), 72, 15-18. 30. Auroth, 78, 93-94.
3t. Πλούταρχος,
10. 328 B: ὀφθηήσεται γὰρ οἷς εἶπεν. οἷς Etpaseyv, οἷς etawWevar φιλύ-
oogoz. HR. 330 E-331 E.
32. M. Wrdhkog, “Ore Teontmaro 32 (Teubner). 33. Preoy. Μοναχός,
τὴν τοῦ πρωτοασηκωήῆτις ἀξίαν, Orat. Min. 8, 28-68: 29.
35 (de Boor). Πλούταρχος,
34. ο. Richter, Th. Ducas Lascaris, Apoteavtae
Αλεξ. 04-658. 1989,
128,
191.
O Μέγας Αλέξανδρος
των Brtavrivav
1307
σεις, OTOWDEYHATA, επιστολές, που συνδέονται LE Tov Αλέξανδρο, γράφονται στην ελληνική ή σε άλλες γλώσσες. Οι συμβουλές του Αριστοτέλη στον ΑλέἙανδρο, tov είχαν γραφτεί συριακά, μεταφράζονται τον Η΄ αιώνα αραβικά χαι το ΙΓ΄ λατινικά. O M. Αλέξανδρος δεν νικά µόνον ὅπλοις, αλλά και ἀρετῇ. Είναι η ενσάρκωση του ηθικού νόµου, νόµος ἔμψυχος, ὅπως παραδίδουν οι ἀρχαίοι ιστορικοί’ ἐπαινεῖ δὲ αὐτὸν ἐπὶ πάσαις σχεδόν τι ταῖς ἀρεταῖς eig Ta μάλιστα ὁ συγγραφεύς, γωάφει ο Φώτιος σχολιάζοντας τον Appıavo”. Επιθυμεί va επιβάλει οµόνοια και ειρήνη στον κὀσμο2ό, Δεν είναι µόνον ἔνδοξος και ἀήττητος, αλλά και μεγαλόφρων, φιλάνθρωπος, φιλεύσπλαγχνος, φέρεται μεγαλόψυχα στον ηττηµένο Δαρείο, που τιµά και νεκρό. Χαρακτηρίζεται ἐπιεικής, ἥμερος, ἐλεήμων, προσηνής, φιλαλήθης, ἀφιλοχρήματος. Τον διακρίνει ἤ σύνεσις,
N δικαιοσύνη,
À χρηστότης,
ἡ σωφροσύνη,
ἡ ἐγκράτεια)).
Δεν επέτρεπε να τον παρασύρουν οι συκοφάντες’ χαὶ Ἀλέξανδρος μὲν ἔλεγεν ὅτι θατέρῳ τῶν ὥτων ἀπέφραττεν, ὁπότε δέ τις καθ’ ἑτέρου τὴν γλῶτταν ἐξώπλιζε, γράφει ο Θεόδωρος Nixaiac**. Κείμενα, που αποβλέπουν στη διαπαιδαγώγηση των νέων, όπως του M. Βασιλείου Πρὸς τοὺς νέους, ὅπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων, προβάλλουν πράξεις του Αλεξάνδρου για HULK φρονηµατισµό, όπως λ.χ. τη στάση του απέναντι στις κόρες του Λάρείου”Ά. Το ίδιο επεισόδιο ἀπό τον Πλούταρχο προβάλλει και ο Νικηφόρος Μλεμμίδης στο ρητορικό έργο του Ὁποῖον δεῖ εἶναι τὸν βασιλέα. Στο Βυζάντιο είχε όµως κληυοδοτηθεί από την όψιµη αρχαιότητα κι η altera pars. Περιπατητικοί, κυνικοί xat στωϊκοί φιλόσοφοι είχαν αποδώσει στον Αλέξανδρο ελαττώματα, όπως N ὕβρις και ὁ τύφος, που προσπαθεί va ανασκευάσει ο Πλούταρχος. Οι ἀπόψεις αυτές Sev απαντούν συχνά στα κείμενα των βυζαντινών συγγραφέων. Στο έργο του Ιουλιανού Συμπόσιων N Κρόνια, ενώ υπογραμμίζεται ότι ot Ρωμαίοι µόνον αὐτὸν ἐπ πάντων ὅσοι Eé-
VOL γεγόνασι ἡγεμόνες ὀνομάζουσι καὶ νοµίζουσι péyav, ὁ Αλέξανδρος χῥακτηοίζεται φίλοινος και ὀξύθυμος, ὁπως και ο Toriavoct!, Ενώ, κατά τὸ
35. Protiog, 469. 91° Η 20 lenry). Πλούταρχος, HO. 327 EF-342 F-343 ΛΑ. 36. Πλούταρχος, 10.330 D: ἑναν δῆμον ἀνθρώπους ἅπαντας atog var θουλόμενος. 130 Es οὐχ Favre tovy nv καὶ πολυτελειαν. ἀλλὰ πᾶσιν ἄνήρωμποις ὁμώνωιαν καὶ εἰρήνην. Νικη46003 Ovoavés, Hal κοιτῇ, J. Darrouzès, Epistoliers Byzantins du Xe siècle, Paris 1960, V 35. 37. Tlaovtagzos, Π0, 338 D: 343 A
38. Θεύδωφρος Nizuias, EIZ tov adroxedarooa, J. Darrouzës. d7., VIEA4T. M. Ψιλλος, Moos Tews πάπηλων μεγάλα υχων ant qidooog obvta dre ve, Orat. Min. 13, 59-60: 50. 39. M. Buaikriog, Mods τοὺς νέους, VIL 40-44: 51 (Boulenger). T. Movayos, 35, 360. 40. Ν. Π)εμµιδης, PG 142,616 E. 41. [υυλιανός, Viyctdatoy.... 3164 46, 17.
1308
Αγνή Βαζιλικοπουλου
ίδιο κείµενο, έχει σκοπό πάντα νικᾶν, ἧττων θυμοῦ τὸ πλεῖστον nv". Ο Koσµάς Ιεροσολύμων γράφει: 6 οὖν Αλέξανδρος ἐπιτηδειότητα πολλἠν ἐκ φσεως κεκτηµένος καὶ φρόνησιν πάσης σχεδὀν τῆς οἰκουμένης ἐκράτησεν ... ἀλλ᾽ ὅμως οἰνόφλυξ οὗτος τοῦ Civ κιικῶς ἁπηλλάγη τῇ µέθῃ διαφθαρείς]». Στις καταχρήσεις αποδίδει τον πρόωρο θάνατο του Αλεξάνδρου και ο ΕυὐσέBios Καισαρείας. που τον χαρακτηρίζει λιγότερο ευτυχισμένο από το M. Κωνσταντίνο, εφόσον ο θάνατος τον πρόλαβε ἄτέχνον, ἄρριζον, ἀνέστιον. ἐπ᾽ ἀλλοδαπῆς καὶ πολεμµίαςῖ". Ο πατριάρχης Φιλόθεος ο Κόκπχινος στο λόγο του Eis τὸν ἅγιον Δημήτριον χαρακτηρίζει το Φίλιππο και τον Αλέξανδρο τῆς εἰδωλικῆς ἁταξίας πλήρεις καὶ µέθης'5. Ta περισσότερα όμως κείµενα των βυζαντινών πεζογράφων και ποιητών, όταν Sev εκφράζονται εγκωµιαστικά. παραθέτουν ανεκδοτολογικά στοιχεία από τη ζωή, τα έργα και τα λόγια του M. Αλεξάνδρου, Ο Λιβάνιος γοάφει ρητορικό έργο, χρείαν, µε θέµα την απάντηση του Αλεξάνδρου, ότι θησαυροί του είναι οἱ φίλοι του. Το ίδιο επαναλαμβάνει ο πρωτονοτάριος Τραπεζούντος, Στέφανος Σγουρόπουλος, σε στίχους που απευθύνει προς τον βασιλέα χυρόν Αλέξιον τον Κομνηνόν: Ζήλωσον τὸν Μακεδόνα τὸν Αλέξανδρον ἐχεῖνον'
ἀντὶ θησαυρῶν γὰρ οὗτος ἔδειξε τοὺς ὑπηκόοιις10. Ο Νικηφόρος Βασιλάκης γράφει ρητορικό έργο. Πθοποιίαν, µε θέµα το Θηβαίο avanty Ισμηνία, που ο Αλέξανδρος ανάγκασε va παίζει, ενώ γκυεµίζονταν τα τείχη της πατρίδας του, Ο Τζέτζης, αφού γράφει tous λόγους που πῳοχκάλεσαν την ενέργεια αυτή του Μακεδόνα βασιλιά, προσθέτει ότι ο ΑλέἙανδυος ανοικοδόμησε την πόλη χάρις στον αἰ)λητή Κλειτόμαχο, όπως και τα Στάγειρα χάρις στον Αριστοτέλη”). Τα λόγια, που είπε ο Αλέξανδρος θαυμάζοντας τις κτήσεις του στην Ευρώπη και την Ασία, τὰ τῇδε καὶ τὰ τῇδε πάντα EU, σχεδόν έλεγε και ὁ ρήγας τῆς Αλαμανίας, Ερθίκος ο Δ΄, κατά
42. Avrofl, 330 b 63, 31. Πλούταρχυς,
Αλεξ.4.
43. Koopas lrgoa., PG 38,434. 44. Evoéfitos, Bios Kovor.. 1, 7. 45. Φιλοθευς, Aytod. Fova, 1. 5-19 14, 16 (A. Toayınz. Θεσσαλονίκη 1985). 46. A. Πάπαδοπουλος-Κεραμεύς, Avadexta Περωσολυμιτικής Σταχικλονίας, I, Βουξίλλιες 1963, 432, arty. 87-90, 47. Tt tang, Ἱστορίαι, VO, 438. TB. VIT 436 και X 404-405 (Leone). N. Γοηγοράς, 810, 19:
XVI SA (CB). 48. Φίλων ο Εονδαίος, Περί Neon...
63.
Ο Μέγας Αλέξανόρυς των ΒιΚαντινιὸν
1309
το N. Xwviatn*?. Ο Ψελλός όµως εξαίρει την ταπείνωση του μοναχού Iwάννη, που δεν τα eine’. Πολλά άλλα επεισόδια από τη ζωή του Αλεξάνδρου, όπως η συνάντησή TOV µε το φιλόσοφο Διογένη"! και το βασιλιά Mayo, n σπουδή τον να οπλιστεί, όταν ο Τιμόθεος ο αυλητής σάλπισε πολεμιστήριο
µέλος»2, και n λύπη του για τις νίκες του πατέρα του, από φόβο ότι dev (ct έμενε τίποτε να κατορθώσει ο ίδιος», απαντούν σε πολλούς βυζαντινούς συγγραφείς.
Είναι όµως ο M. Αλέξανδρος για τους Βυζαντινούς µόνο ρητορικός τόπος, ιδεατός βασιλιάς, μέτρο σύγκρισης για τοὺς ηγεμόνες, παράδειγµα πρὸς µίµησιν À και πρὸς ἀποφυγὴν για τα πθικοδιδακτικά κείµενα. Ἡ ένα ιστορικο-μυθικό πρόσωπο, που η γεμάτη θαυμαστά γεγονότα ζωή του εμπνέει
ὑημοφιλείς διηγήσεις για εξωτικές χώρες µε θαυμάσιες λεπτομέρειες για τους λαούς και τα ζώα, που κατοικούσαν O° αυτές»ὸ; Όχι µόνο. Στη βυζαντινή κοινωνία, κοινωνία μεσαιωνική, η ιδέα της Romanitas ήταν μάλλον περιορισμένη.
Προέχει η θρησκευτική ταυτότητα, διαιρώντες
τον κόσµο σε πιστούς και απίστους, ορθοδόξους και αιρετικούς, Η Κωνσταντινούπολη εἶναι η Νέα Ρώμη αλλά και η Νέα [ερουσαλήμ και οι υπήκοοι tou
Βυζαντινού κράτους ο νέος περιούσιος λαός. Τα ιερά κείµενα του Ιουδαϊκού κόσμου, κανονικά À ψευδεπίγραφα, που μεταφράστηκαν À γράφτηκαν an’ ευθείας στα ελληνικά, είναι κύριες πηγές των βυζαντινών λογοτεχνικών ειδών, που απευθύνονται στο πλατύ κοινό. Τά ιουδαύκά κείµενα αναγνωρί-
ζουν στον Αλέξανδρο ένα ρόλο στο ευρύτερο σχέδιο του Θεού για τον κόσμο; ϱ Μακεδόνας κοσμοκράτοφρας είναι σύμβολο τῶν ἑσχάτων ἡμερῶν. H βυζαντινή παγκόσμια ιστορία, γνωστή ws χρονογραφία, διαμορφώθηχκε στην πρωτοβυζαντινή περίοδο χαι λίγο πριν, ὁηλαδή and το Β΄ ws τον Ε΄ αιώνα. Σημαντική πηγή της τα βιβλία της TI. Διαθήκης, Το προςητικό κείμενο TOV Δανιήλ συγκαταλέγει τη βασιλεία του M. Αλεξάνδρου εἰς τὰς (ιεγίστας καὶ καθολικωτάτας βασιλείας, ai τοῦ πλεῖστον τῆς οἰκωυμένης ἑκράnow ἀλλήλας διαδεξάμεναιδό. Οι βασιλείες αυτές είναν; 40. Ν. Χωνιάτης, Χρον. Λιήν., 48. $3. $0. M. μελλός, Orat. Min. 11, 427-430. 51. Πλούταρχος, 110. 328 0-11 E. Ο autos, Αλέξ. 14, 2-3. N. Γωηγοσάς, 701, 4: 807, 24808, 3: XVI3C. 52. Πλούταρχος, Ἠθι, 332 E. M. Baataetog, Πρός τοὺς νέους, VEL, 32-41 53. Μαλάλις, 194,
14-15 (CB). Zovagac,
[ 346,
1-7 (CB).
53, Zouoa T 620: 557 (Adler). Άννα Κώμνηνη, Αλεσιας, Toooût 4 (Ecib). N. Χωνιάτης, Χρον. Aujy., 468,28. O αὐτὸς, Adyos JA, 130, 12-13, 54. Πλούταρχυς, Λλές., 5. Ν. l'omovus. 401,8: IX,2C. 595. C. Mango, Βικαντιο, η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, Αθήνα 1988, 217. Sb. Oruöwentos Κύρον, Ὑποόμνημα eis τὰς Ὀσασεις τοῦ Hoog Δανιήλ. PG 81.1296 D-1297D.
1310
Avi
Βαυιλικυπουλου
Ασσυρίων- [αθυλωνίων, Περσῶν- Μήδων. Ἑλλήνων- Μακεδόνων, Ρωμαίων,
χρυσῆ βασιλεία, ἀργυρᾶ βασιλεία. χιλκῆ βασιλεία, σιδηρᾶ βασιλεία.
O Οιός επεμβαίνει στην ιστορία; ὡς dia τοῦ Θεοῦ πᾶσα βασιλεία σιν-
ἱσταταιὸ). To Περσικό βασίλειο διαλύεται and τον Αλέξανδρο, ποὺ ξεκίνησε την πορεία του προς την Ανατολή, αφού πρώτα προσκύνησε στο ναό του αλη-
θινού Θεού στην ἱερουσαλήμ. ὡς παρ᾽ αὐτοῦ τὴν οἰκουμένην ὁμολογῶν T000ειληφέναι, κατά το Γεώργιο Σύγχελλοδδ. Τα κατορθώματα αρχίζουν από την Κωνσταντινούπολη, eis Βυζούπολιν τῆς Εὐρώπηςδο, το μελλοντικό κέντρο της οικουµένης. Σύμφωνα µε τα σχέδια της θείας Πρόνοιας ο Αλέξανδυος φθάνει µέχρι την [νδία, όπου ζουν οι ενάρετοι Βραχμάνες, χτίζει 12 πόλεις µε TO όνομά του και 32 χρόνων πεθαίνει στη Βαβυλώνα, κατά το Πασχάλιο Χρονικό. Κατά τον λίγο προγενέστερο χωονογράφο Μαλάλα ο Αλέξανδρος πεθαίνει 36 χρόνων, αφού βασίλευσε 17 χρόνια και υπέταξε 22 λαούς. Τα σχετικά μ’ αυτόν γεγονότα απομακρύνονται όλο και περισσότερο, από όσα αφηγούνται οἱ ιστορικοί. Ο Αλέξανδρος ως σύγχρονος, βυζαντινός, ηγεµόνιις απελευθερώνει χώρες που ανήκουν στους Pwpatouc, στους Έλληνες κιιι στους Αιγυπτίους: ἐλευθερώσας ὁ αὐτὸς Αλέξανδρος... πᾶσαν τὴν γῆν τῶν Ρωμαίων καὶ Ἑλλήνων καὶ Atyvatiov ... ἀποδοὺς Ρωμιαίοις πάντα ἃ ἁπτιύλισαν. H Ρωξάνη είναι κόρη του Λαρείου και όχι τοι Οξυάρτη και η χήρα
Κανδάκη ῥασιλεύει τῶν ἑνδοτέρων Boom. Στ έργα των χρονογράφων η µορφή tov Αλεξάνδρου δὲν είναι όπως τών άλλων ανθρώπων: έχει ἔναν ὀφραλμὸν γλαυκόὀν καὶ Evav µέλανιόὶ. Aev είναι ανθρωπόμουφος: είναι τρά}ος, κέρας ava µέσον τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ fav) ἡ πάρδαλιςοἳ, ενώ o Δαρείος είναι xt, Ο Αντίοχος ο Επιφανής, TOV βεβήλωσε το ναό των Ιουδαίων, καλείται ῥδέλυγια τῆς Ἑρηιμώσεως, όπως και στο κείµενο των Μακκαβαίωνοῦ. Οι Μακιδόνες βασίλευσαν ἕως of ἐδόθη Ρωμαίοις ἡ βασιλεία, σύ]ιφωνα 57. Troy.
Μοναχός, 433, 20-21.
SN. Γ. Zeard Aus, 496, 6-7. 59
Μαλαλας,
195, Πασχάλιο Χρονικό, 395 (CB).
60. Haogtlto Χρονικό, 321-322. Γ. Movayos 34. A Arzavdeoz ἔτη δώδεκα καί Te dave, 61. Μαλάλας, 193-194.
Μακκαβαίων
62. O αὐτός, 195, 1-2. Teeteng, Ἱστου. XP 90-92. 63. Prooy. Movazos, 408. 7-8. Zovapas, ES BR 232 Re.
61. Zowuuds, Η1 6 D: 1226. 65. l'rovy. Moveyoc, 408, 6-7.
66, O αυτός, 403, 5-6. Α΄ Maxey. 1,54.
1, 7: χα ἐβασίλεισεν
O Miyvaz Αλέξανόρος
touv Bicavrıvov
1311
pe τα σχέδια του Orov"7, H µορφή όµως του Αλεξάνδρου, τοῦ Μακεδόνων καὶ Περσῶν καὶ πάσης σχεδὸν τῆς οἰκουμένης βασιλεύσαντοςἳ, παραμένει μοναδική. H τελευτή Αλεξάνδρου τοῦ Φιλίππου λαμβάνεται ως ορόσημο «πό χρονογράφους, όπως À ἅλωσις τῆς Τροίας, ἡ κτίσις τῆς Ρώμης, ἡ βασιλεία τοῦ A ὑὐγούστοιβ". Ο Αλέξανδρος ὁ Μακεδών είναι ὁ πρῶτος βασιλεὺς τῶν Ἑλλήνων, όχι OVO για τους χρονογράφους αλλά και για πολλούς άλλους συγγραφείς, όπως ο lw. ο Χρυσόστομος”, ο Θεοδώρητος Κύρου7!, ο Νικηφόρος Βλιμμίong”. Ἕλληνες γάρ καὶ Μακεδόνες οἱ αὐτοί, γράφει ο Γεώργιος Σύγκελλος”, Σε άλλη σελίδα του έργου του γράφει και την πηγή: “EAAnvas γὰρ καὶ Μακεδόνας κατὰ τὴν τῶν Μακκαβαίων yoagny τοὺς αὐτοὺς μεμαθήκαμεν"]. Πωαγματικά στο Α΄ βιβλίο των Μακκαβαίων διαβάζουμε: dor βασιλεὺς Ἑλλήνων, δηλαδὴ Μακεδόνων. Tov τῶν Ελλήνων βασιλέα ΑἉλέξανόρων τὸν Μακεδόνα πυοβάλλει και ο Γεώργιος Μοναγός”.. Ο Βιξζαντινός είναι, όπως είπαµε, πάνω cut’ όλα Οωὐθόδοξος. Από την ποώτη οικουμενική σύνοδο (325) η αυτοκρατορική ουθωδοξία διατυπώνεται
ελληνικά. Ot διάφοροι αιρετικοί, TOV καταδικάζονται κατά καιρούς απὀ τις οικουιενικές συνόδους, καταλήγουν να επφράζονται σε άλλες γλώσσες’ οι
μονο υσίτες À. y. καταλήνουν να μιλούν συριακά. Ελληνοφωώνία και OpDodosia ταυτίζονται’ Λατῖνοι είναι για τους Βυζαντινούς ov ετερόδοξοι Δυτικοί zur οι Ειζαντινοί ενωτιχοί αποκαλούνται Λατινόφρωνες. To ὁιώόγλωσσον συνδέει τους Βιζαντινούς µε την ποσμοκωατορία
τοι!
Αλιξάνδρου. Βασιλεία τρίτη, ἥτις ἐστὶν ὁ χαλκός, À κυριεύσει πάσης τῆς γῆς, γράφει TO προφητικό κείμενο του Λανιήλ7ό, και ο Ιω. ο Χωυσόστομος σχολιάζει ζαλκῷ τοίνυν παρελήθη διὰ τὸ εὔηχων τῆς ὁμιλίας καὶ τῆς γλὠώττης.
Ἕλληνις yao οἱ σὺν ΑἉλιξάνδρω καὶ αὐτὸς ὁ Αλέξανδρος ὑπάρχοντες εὔγλωττοι τὴν ὀμιλίαν χαλκῷ. παριῤλήθησαν). Ο γαλκός, αν και λιγότερο πολύτιμος, είναι περισσότερο ενηχος από TO YOVGO και τὸν ἀργιροδ,
67. Μαλάλαας, 211. ον. Γ. Συ έλος, 388 69. Μιῤαλας, 195. Haozalto Ἀρονικώ, 403: 1174-180. T. Zirkus, 70. Io. Xorobatopos,
PG S6, 235,
~
TI. où. Kroov, "Yronvmeeres τὰς Quaorrs, PG 81. 1496-1497. 72. Nue. Βλίµµιδης, Ὁ τοῖων δεῖ river τὸν ῥησιλέα, PG 132, 616 E. TAL. Deyzedans, 496, 15. 74.0. Eirar? 302, 527, 19-16. 78. Pray, Movityos, J08, 7-8. 76. Auvujp. ο. 39. 77, Ιω. Xovoootopos, PG SO, 797. TR. τσ, 797, gorvdds yao Auto? μεν ἐστι οὗ μὴν εὔηχος,
387.
Κατά
1312
Αγνή Βασιλικυπούλοιι
το Ζωναρά όµως τῷ χαλκῷ δὲ ταύτην ἀπείκασαν ὡς δυνατωτέραν:.. H fuσιλεία tov Αλεξάνδρου είναι ξεχωριστή: ov γάρ ὥσπερ at ἄλλαι βασιλεῖαι καὶ αὕτη, γράφει ο Γεώργιος Movayoc®®,
Ο Αλέξανδρος, χαρισματικός ηγεμόνας, σύμφωνα µε τα σχέδια της θείας Πρόνοιας έγινε κοσμοκράτορας και διέδωσε την ελληνική γλώσσα, τη γλώσσα της Καινής Διαθήκης και του κηρύγματος, στους πρώτους τουλάχι-
στον μεταχριστιανικούς αιώνες, τη γλώσσα της Ορθοδοξίας στη Χριστιανική Ρωμαϊκή ἀντοκρατορία, τη µόνη γλώσσα του Βυζαντινού πράτους από τον Ζ΄ αιώνα. Οι Βυζαντινοί ονομάζονται Ἕλληνες ano Ανατολικούς και AUTLKo, όπως και τα κράτη των Διαδόχων και των Επιγόνων του Μακεδόνα βασιλιά. Στην αυτοβιογραφία του Aguéviou Ανανία του Σιρακηνού διαβάζουμε, ότι ο Ανανίας ταξίδεψε στη χώρα των Ἑλλήνωνδί, Ο ιστορικός Tlpoκόπιος γράφει ότι οἱ Γότίων ἄρχοντες αποκαλούσαν τα στρατεύματα του Ιουστινιανού Γραικούςῦλ, Με το όνοµα αυτό ονομάζουν an’ αρχής µέχοι TÉλους τους Βυζαντινούς οι Δυτικοί ηγεμόνες και η Γραμματεία tov πάπα”, Ο M. Αλέξανδρος θεωρείται πρόγονος των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, O Βασίλειοςο A’ Φιλίππου καὶ Αλεξάνδρου τῶν ἀρίστων ἠγεμόνων ἑξείXETO, γράφει ο ιστορικός Ιωσήφ Γενέσιοςδ’. Ίσως όµως αυτό οφείλεται χαι στον τόπο καταγωγής του ιδρυτή της δυναστείας των Μακεδόνων, αφού γεννήθηκε στη Θράκη. που τότε ανήκε στο θέμα της Μακεδονίας. Προφητικά κείµενα πφοέλεγαν, ὡς EIN πεπρωμµένον καταστραφῆναι τὸ Τούρκων γένος ὑπὸ τοιαύτης ὀμνάμέως, ὁποίαν 6 Μακεδὼν ΑἉλέξανδρος ἔχων κατεστρέψατο Πέρσας, κατά tov lw. Σκυλίτζηδ». Αλλά και ξένοι ηγεμόνες. βορείων και ανατολικών λαών, θεωρούσεν τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες διαδόχους του Αλεξάνδρου. Οἱ ῥβασιλεῖς Ρωμαίων, γράφει ο lw. Καντακουζηνός, δώροις xai φιλοφροσύναις ἑθεράπευον τοὺς σατράπας τῶν Σκυλῶνδό, Ακολουθώντας μάλιστα το παράδειγµα εκείνου ευνοούσαν τη σύναψη μειχτών γάµων, πράγμα που άρεσε ιδιαίτερα στους EÉVOUG ηγεμόνες: περιμάχητον γὰρ αὐτοῖς τὸ τοιοῦτο Sta TO τὸν fiaotλέα Ρωμαίων Αλεξάνδρου τοῦ Μακεδόνος καὶ Περσῶν βασιλέως διάδοχον πο ωναράς, HL, 2 B: 1212. FR. 111, 7 B 1227. 80. T. Movayus, 43. 81. Revue des Etudes Armeniennes, N. 2. I (1964) 189-193. To (ovo και οἱ Σλάβοι, βλ. D. Obolensky. H Bicavtıyn) Koivorolireia, Θεασαλυνίκη 1991, 461.
82. Προκόπιος, Ὑπέρ τῶν πολέμων, V 18,40: VIH 9, 12: VII 23, 25. 83. 103-113) 84. 85. 86.
A. Βασιλικυπούλου, «ll πάτριως Gavi» 109-110, onu. 58, 60, 61. Γενέσιος, Δ΄ 24, 61-65. lon. ZxvAitons. 479. 11-13 (CREB), Καντακουζηνός, I 188. 12: 1 39.
(Η Επικοινωνία στο Βυζάντιο, Αθήνα
1993,
Ο Μέγας Αλέξανδρος
των Βυζαντινών
1313
eivaë7, Ο Σουλτάνος της Αιγύπτου, Συρίας και Ιουδαίας, προσφωνεί σε ἐπιστολές του τους αυτοκράτορες Iw. Βατάτζη, Ανδρόνικο Παλαιολόγο και Ιωάννη Καντακουζηνό, σπάθη τῶν Μακεδόνων, βασιλέα τῶν ᾿Ελλήνωνο». Το Βυζάντιο προέκυψε από το συγκρητισµό του Ελληνισμού και των ανατολικών λαών, που σφράγισε η ϱωμαϊκή κυριαρχία. Ο ρόλος της Ρωμαίκής αυτοκρατορίας στα εσχατολογικά κείµενα, που ήρθαν να επιβεβαιώσουν την ειδωλολατρική πίστη στη Roma aeterna, αλλά και η αίγλη του ονόματος Ρωμαῖος δεν άφησαν τους Βυζαντινούς ν᾿ αλλάξουν όνοµα. Η Χριστιανική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν γι’ αυτούς η ολοκληρωμένη µουφή κράτους,
TO
ἔσχατον βασίλειον’ πᾶσα γὰρ ἀρχή καὶ ἐξουσία τοῦ κόσμου τούτου καταργηθήσεται ἄνευ ταύτης, γωάφει η Αποκάλυψη του W. Μεθοδίου Πατάρωνδῦ. Οι προφήτες και οἱ ηγέτες του Ισραήλ, ο M. Αλέξανδρος, οι Ρωμαίοι Καΐσαρες, ἐμφανίστηκαν για να υπηρετήσοῦν, ό,τι TO παρελθόν είχε προαναγγείλει ή υπαινιχθεί. Ο μακρύς δρόμος της θείας αποκάλυψης δικαιώνεται: περιμµένουν το τέλος, Από την αρχαιότητα κληρονομούν τη συνείδηση υπεροχής της Ελληνικής πολιτιστικής παράδοσης, χάρις στην οποία Ἕλλην σηµαίνει πολιτισµένος, μὴ βάρβαρος, 0’ Ανατολή και Δύση. Τὸ ἔθνος τῶν Ρωμαίων, κατά το Συνεχιστή του Θεοφάνη, θαυμάζεται και τιμάται am’ όλους για τὴν παιδείαν τῶν Ελλήνων”. Χριστιανοί χαι Ρωμαίοι où λόγιοι Βυζαντινοί, κληρονόμοι της νοσταλγίας για ένα μυθοποιηµένο παρελθόν, παρέμειναν
πάντα
θαυμαστές του αττικού γλωσσικού ιδιώματος και ύφους συνεχίζοντας την auταπάτη της β΄ σοφιστικής, ότι η γνώση χαι η χρήση της γλώσσας των UTTLκών κειμένων τους ανυφψώνει στο επίπεδο των προγόνων, που Δυτικοί χαι
Ανατολικοί θεωρούσαν πολιτιστικά ανώτερους. Η κοινή διάλεκτος καθιέρωσε τη γλωσσική ομοιομορφία στον ελληνόφωνο χώρο, η παιδεία όµως επέβαλε τη διµορφία, Το Βυζαντινό κράτος συνεχίζει την αυτοκρατορία του Αυγούστου και TOU Κωνσταντίνου, ἀλλά συνδέεται xa µε την κοσμοκχρατορία του Αλεξάνδροι.. Τα στρατιωτικά Τακτικά προβάλλουν an’ αρχής µέχρι τέλους τοὺς ἐγείραντας τοῖς πολέμοις μεγάλα τρόπαια Ἑλληνες και Ρωμαίους)! Οι λόγιοι αναφέρονται σε έργα παρά τοῖς Σεβαστοῖς γενόµενα καὶ TOO ἐκείνων πιιρὰ
87. Kavtugovcnvoc,.
I 188,
10-14: 139.
88. Καντακουζηνός, 4, 18° 94: ἔπειπε καὶ πρὸς βασιλέα γράμματα, οὔτινς ἔχοντα ἓν λέξει; … τῆς σπάθης τῶν Μακεδόνων... Tod βασιλέως τῶν Ἑλλήνιν, 89. A. Lolos, Die dritte und vierte Redaction des Ps. Methodios, Meisenheim Am Glan
X2: 10.2. 14-15: V 24: 35,32: IX 8: 36, 8-9. 90. Luv. Oroy avn, IV 26 À:
185-186 (CB).
91. Ανώνυμος, Περί otoutivaxis, 288 ος; 16, 15 (Dennis).
1978,
1414
Αγνή Baadixortovlott
ΑἉλιξάνόρου τῷ τοῦ Φιλύτποιβὲ. Αποκαλιπτικά κείµενα, όπως του W. Μεῦοδίοῦ, που μεταφράστηκε ἀπό TU συριάκά στα ελληνικά και τα λατινικά και επηρέασε πολύ την εσχατολογικἠ σχέψη του Μεσαίωνα,
ενώνουν τους Ρω-
μαίΐους και τους Έλληνες ορίζοντας κοινή καταγωγή, διαφορετική απὀ την καταγωγή που γράφουν οι συγγραφείς των ρωμαϊκών χρόνων. Εφόσον το κείμενο γράφτηκε στην Ανατολή, Έλληνες και Ρωμαίοι εμφανίζονται ως
απόγονοι των Αιθιόπων/5! Ta αποκαλυπτικά εσχατολογικά κείµενα τοποθετούν το τέλος της Ιστοvias στην Ζ΄ χιλιετία ἀπὸ κτίσεως κόσµοιβ”. Τότε την οικουμένη da κατιπλύσουν ῥάρβαρα ἔθνη, που είχε νικήσει ο M. Αλέξανδρος: ἐν δὲ τοῖς Eoxdτοις καιροῖς, κατὰ τὴν προφητείαν τοῦ Ἱεζεκιήλ, ἐξελεύσεται Toy καὶ MaγώγΥ..., οὓς συνέκλεισεν Αλέξανδρος 6 ᾖισιλεὺς Ev τοῖς µέρεσι τοῦ Bopptt ... εἴκοσι δύο ῥασιλεῖς καθεστήκασιν ἐμφρούριοι ἔνδον τῶν πυλῶν, Ov ΑἉλέξανόρος ἔπηξενο. Η αντίσταση των Βυζαντινών δεν θα είναι αποτελεσματική: η αυτοκρατορία Hu καταστραφεί; ἐν στόµατι µαχαίρας ὑπὸ τοῦ σπέρματος τοῦ ‘Joana ... πάντες οἱ δυνάσται τῶν ᾿Ελλήνων τουτέστι τῶν Ρωμαίωνθὸ. Προς το M. Αλέξανδρο και το M. Κωνσταντίνο συγηρίνονται και οι NYEιιόνες της αυτοκρατορίας των M. Κομνηνών. Ο Αλέξιος ο Β΄ Τραπεζούντος (1297-1330) περὶ τὸ κράτος καὶ τὴν βασίλειον ἀρχὴν Αλέξανδρος δεύτερος ἐχρημάτισε. περί THY εὐσέβειαν καὶ τὴν ὀρθόδοξον πίστιν Κωνσταντῖνος νέος EYEVETOP. Τους δύο μεγάλους της ιστορίας συνδέει προς τον αυτοκράτορα
του Βυζαντίου το κείµενο Περὶ τῶν ὀφφικιαλίων τοῦ παλατίου ΚΠόλεως tow W. Κωδινού;: ἐπεί 6° ὁ μέγας Κωνσταντῖνος καὶ ἦν καὶ ἐλέγετο βασιλεὺς Ρωµαίων, βασιλεῖς τῶν Ρωμαίων καλοῦνται καὶ µέχρι τοῦ νῦν καὶ οἱ ἐχείνου διάδοχοι βασιλεῖς.., Ta ev Ema ἕθνη διδόασιν μεγάλην τιμήν τῷ βασιλεῖ ὡς ὁιαδόχῳ τοῦ πατρικοῦ ὁσπιτίου τοῦ Αλεξάνδρου, ta 6" ad ἑσπέρια ὡς τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου διαδόχῳ)δ. Είναι αμφίβολο, αν ta ἑσπέρια ἔθνη avaγνώρισαν ποτέ τον αυτοκράτορα του Βιζαντίου ως Ρωμαῖον αὐὑτοκράτορα, διάδοχο του M. Κωνσταντίνου, Ta ema όμως ἕθνη τον αναγνωρίζουν διάὸο7ο τοῦ Κωνσταντίνου xar του Αλεξάνδρου. Ο σουλτάνος Νάσαυ της Αιγύπτου, Tou avroamoxakeitar ὁ Αλέξανδρος τοῦ καιροῦ τούὐτοιθ., προσφωνεί 92, Μ. 07. 4. 04. YP) 95.W. 96,1%. 97. A. 98. W (Verpeaux). 99. W.
Wear. Xoovoro. SG: 163. Μεύοδιος, 3 1X a 4: 29, 1-6. TIR. 7: 36, 2-3. Mebootos, XI, 1-3: 41. Mrbiootos, 3 VII 10: 31. 40-50. Μεθύδιος, X1 3: 42, 1-2, Hatodozovios-Kroupevs, Avadexta Περ. Σταχυολ.. 1.427. 30-32. Κωδινός, Περί τῶν ögyıztaktınv τοῦ παλατίου Kiddems, IV: 206, 28-207, Regel, Analecta Byzantino-Russica, Metpovaorn
1891,57,
12-13.
8
O Μέγας Αλέξανδρος
των Βυζαντινών
1315
τον Ανδρόνικο τον Γ΄ (1328-1341) σπάθην τῆς βασιλείας τῶν Μακεδόνων, ἀνδρειότητα τῆς βασιλείας τῶν Ἑλλήνων ... xAnpovönov τῆς βασιλείας τιν Ρωμαίων]!οο, Διάδοχοι δύο λαών που κυριάρχησαν στον κόσμο της εποχής τοὺς OL υπήκοοι του Βυζαντινού κράτους πρέπει να είναι ακατανίκητοι, τονίζει ο Μανονήλ Β΄ Παλαιολόγος στο λόγο tou προς τους Θεσσαλονικείς: Μνημονευτέον ὑμῖν ἐστιν, ὅτι Ρωμαῖοι ἐσμέν, ὅτι ἡ Φιλίππου καὶ ἡ Αλεξάνδρου ὑμῖν ὑπάρχει πατρἰς καὶ ὡς τούτοιν τοῖν γενοῖν τοῖς διαδόχοις ὥσπερ τις MANOS ἔλαχεν κατιὼν ἐπὶ μακροῦ διαρκής, τὸ ἐφ᾽ οὓς ἂν τῶν πολεμίων παῥατάξωνται τούτων τοῖς ὅπλοις xpateivi0l. Απογόνους Ελλήνων και Ρωµαίων αποκαλεί τους υπερασπιστές της Βασιλεύουσας και ο τελευταίος au-
τοκράτοφας, Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος!σ2,
100. Arröflı, 58, 9-13. 101. N. Σάθας MB VIT 366, 25. 102. T. Lquavtcys. II. 6: 275.
105 ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ
Γ.
ΑΠΟ ΤΗΝ
ΑΡΧΑΙΑ
ΑΓΟΡΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ”
Βελένης
Οι τελευταίες ανασκαφές στην Αρχαία Ayopd της Θεσσαλονίκης, που άρχισαν µε πρωτοβουλία της αείµνηστης I. Βοκοτοπούλου το 1989, βοήθησαν στη διαλεύκανση ορισμένων ζητημάτων, σχετικών µε την ιστορία και την τύχη του όλου συγκροτήματος. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο χεντρικός χώρος της ανατολικής πτέρυγας, όπου διαπιστώθηκαν τρεις τουλάχιστον οικοδομικές φάσεις. Αρχικά υπήρχε µία µεγάλη ορθογώνια αίθουσα, χωρητικότητας διακοσίων περίπου ατόμων, η οποία ταυτίστηκε µε βουλευτήριο. H αίθουσα εκείvn κατεδαφίστηκε για να πάρει τη θέση της ένα μικρό ωδείο, τετρακοσίων ατόμων, το τελικό δάπεδο του οποίου ολοκληρώθηκε γύρω στο 270 μ.Χ. Σε ένα τελευταίο οικοδομικό πρόγραµµα, που άρχισε µετά τα µέσα tov 4ον αιώνα, μάλλον στα χρόνια του Ιουλιανού, αποφασίστηκε η επέκταση της σκηνής
και η αύξηση του χοίλου, προκειµένου να δημιουργηθεί ένας μεγάλος χώρος θεαµάτων για δυόμισι χιλιάδες άτοµα! Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι η όψιµη αυτή φάση δεν ολοκληρώθηκε. Στο βόρειο πέρας αποκαλύφθηκε η χοίτη του τελευταίου διαζώµατος, ο εξωτερικός τοίχος του οποίου δεν πρόφθασε να θεµελιωθεί. Το όλο συγκρότηµα της αγοράς έπαψε να λειτουργεί we διοικητικό κέντρο µετά τα τέλη του 4ου αιώνα. Σε όλη την παλαιοχριστιανική εποχή αποτελούσε πλούσιο χώρο λιθολογήµατος, ενώ παράλληλα λειτουργούσε ως περιοχή εξόρυξης και επεξεργασίας πηλού. Οι μαρμάρινες πλάκες της πλατείας αφαιρέθηκαν σχεδόν στο σύνολό τους. Ορισμένες and αυτές χρησιμοποιήθηκαν για τη συμπλήρωση του ήδη κατεστραμµένου δαπέδου της ορχήστρας, η οποία αποτέλεσε στη συνέχεια τον πυθµένα µιας ανοικτής δεξαμενής. Από το αρχικό δάπεδο της ορχήστρας διατηρήθηκε µόνον το νότιο τµήμα, το οποίο επιφύλασσε µια µεγάλη έκπληξη (Εικ. 1). Καθώς οι λεπτές µαρµάρινες πλάκες βρίσκονταν σε κατάσταση αποσάθρωσης, αποφασίστηκε η 5 H παρυύσα δημοσίευση των επιγραφών έχει πρυκχαταρκτικύ χαρακτήρα. Ευχαριστώ τους συναδέλφους TI. Niyôekn και Γ. Lover για τις γόνιµες συζητήσεις πον είχα μαζί τους πάνω στο θέµα αυτό. 1. Γ. Βελένης, TI. Αδάµ-Βελένη, Αρχαία Αγυρά Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1997 (όπου και η πρόσφατη βιβλιογοαφία).
1318
Γ. Βελένης
αφαίρεσή τοὺς µε στόχο τη συντήρηση XUL την επανατοποθέτησή τους. H αποκόλληση έγινε µε τη μέθοδο του ψηφιδωτού, προκειµένου να διασωθοίν τα μαρμάρινα θρύψαλα, τα οποία είχαν ήδη αρχίσει να σκορπίζουν2. Ανασηχώνοντας την πρώτη πλάκα φάνηκε πως η κάτω επιφάνεια ήταν κατάγραφη. Στη συνέχεια των εργασιών διαπιστώθηκε ότι Sev ήταν η μόνη. Από τα είκοσι
δύο τεμάχια πλακών που αποκολλήθηκαν, τα EEL ήταν ενεπίγραφα. Η μεγαλύτερη μαρμάρινη πλάκα αποτελεί φορέα µιας ολόκληρης επιγωαφής, τέσσερις συνανήκουν κατά ζεύγη και η έκτη αποτελεί το μισό αριστερό τµήµα µιας ακόµη επιγραφής. Η µεγαλύτερη έχει µήχος 2,40 µ., ύψος 0,90 pu. και πάχος 0,02 pn. Ίδιες περίπου διαστάσεις είχαν αι οι υπόλοιπες
επιγραφές. Από τα κείμενά τοὺς, που αναπτύσσονται σε 11-14 στίχους, φάVIME αµέσως ότι επρόκειτο για προσκλήσεις σε οικουμενικούς αγώνες που διεξάγονταν σε μεγάλους χώρους θεαµάτων. Το συγκεκριµένο εκείνο κτίριο, στο οποίο έγιναν οι αναφερόμενες εκδηλώσεις στη Θεσσαλονίκη, αποκαλύ-
φτηκε πριν λίγα χρόνια κοντά στο ανάκτορο του Γαλερίου και ταυτίστηκε µε το γνωστό από τις πηγές ως θέατρο-στάδιο».
Σύμφωνα µε τις γραπτές μαρτυρίες, οι τεράστιες αυτές πλάκες TONOHEτούνταν στις αρχαίες αγορές ως επίσηµες ανακοινώσειςΆ. Στην περίπτωση της αγοράς της Θεσσαλονίκης, ws καταλληλότερη θέση θεωρούμε τον πάνω αναβαθµό της κρηπίδας. Λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη και τη βεβαιωμένη παρουσία θωραχκίων ανάµεσα στοὺς κίονες, μπορούμε να αναπαραστήσουµε τον τρόπο εναπόθεσης των επιγραφών και να υπολογίσουμε το ύψος από το οποίο οι ἐπισκέπτες διάβαζαν το περιεχόµενο". Τα κείµενα των επιγραφών καταλαμβάνουν το πάνω µέρος της πλάχας και εκτείνονται σε GAO το μήκος ή περιορίζονται στο κεντρικό µόνον τµήµα, αφήνοντας ικανό χώρο στην περιφέρεια γιά διακόσμηση. Σε µία από τις επιγραφές σώζονται ίχνη πλούσιου γραπτού διακόσµου σε κόκκινες αποχρώσεις. Η παρουσία της γραπτής λέξης ληνοβάτις, στο πάνω µέρος της διακχοσµημέ-
2. To έργω της απυκόλλησης και της ανασύνθεσης των πλακών ανέλαβε o συντηρητής της Eqogetas Αρχαιοτήτων Θεὐσαλονίκης Τάσυς Μυδίτσης, τον omuto ευχαριστώ θερμά. 3. T. Βελένης, TI. Αδάμ-Βελένη, «Ρωμαϊκό θέατρυ στη Θεσσαλονίκη». AEMO 3 (1989) 241256. T. Βελένης, IT. Αδάμ-Βελένη, «To θέατρο-στάδιο στη Θεσσαλυνίκη», Αρχαιολογία, τεύχος 46, Μάρτιος 1993, 69-75. 4. L. Robert, Les Gladiateurs dans l'Orient grec, Παρίσι 1940, 261. I. Τουράτσυγλου, «Δύο γίαι επιγραφικαί μαρτυρίαι περί TOV χυινού των Μακεδόνων κατά Tov τρίτον µεταχριστιανι“UV αιώνα», Αρχαία Μακεδονια 1 (26-29/8/1968), Θεπσαλονίκη 1970, 280, σημ. 1. Επιγραφή µε παρύµοιο περιεχόµενο βωεθηχε επίσης κοντά στην Αγυρά της Φιλιππυύπυλης [βλ. V. Gerasimova, M. Martinova, «Novi danni za gladiatorski borbi va v Filipopol», /zvestija na muzeite ot j2na Bälgarija 19 (1993) 57-64). 5. 1. Βελένης, TI. Aödyı-Brievn, 6.7. (1997) 12-13, εικ. 12. ΙΣΤ
Επιγραφές απύ την Αρχαία Αγορά της Θεπσαλονίκης
1319
νης επιφάνειας, επιτρέπει να εκφωάσουµε την άποψη πως στην αριστερή πλευρά της επιγραφής θα υπήυχε παράσταση καθημερινού βίου, µε θέµα τη διαδικασία του πατήµατος των σταφυλιών. Ενδεχομένως στα δεξιά να υπήρχε η συμπληρωματική παράσταση του τρύγου. Μια τέτοια θεματική ενότητα ταίριαζε πολύ καλά µε την ηµεροµηνία τέλεσης των αγώνων που ανιαφέQOVTAL στην επιγραφή, δηλαδή των Πυθίων, τα οποία τελούνταν στη Θεσσα-
λονίχη λίγο µετά τα µέσα Σεπτεμβρίου, την εποχή του τρύγου και του πατήµατος των σταφυλιών, Στο κάτω δεξί τµήµα Tov διακοσμηµένου βάθους διαβάζουμε τη λέξη τίγρις nat στα αριστερά διακρίνεται µία ανδρική µορφή µε χιτωνίσκο σε βίαια στάση. Πρόκειται για παράσταση χυνηγεσίων και [ιονομαχιών που κοσμούσε το κάτω µέρος της επιγραφής. A. Ἡ αρχαιότερη επιγραφή (252 μ.Χ.) σώζεται σε καλύτερη σχετικά κατάσταση από τις υπόλοιπες και µεταγράφεται ως εξής (Σχ. 1, Εικ. 2):
“Ayal τύχῃ Υπέρ ὑγείας καὶ σωτηρίας καὶ νίκης καὶ αἰωνίου διαμο[νῆς τ]ῶν κυρίων ἥμῶν μµεγίστωγ καὶ θειοτάτων | vacat ὁημαρχικῆς ἑξουσί[ας τὸ δεύτερ]ον πατέρων πατρίδος ἀνθυπ[ά]των καὶ ὑπὲρ τοῦ!| σύμπαντος θείου οἴκου αὐτῶν
καὶ τῶν διασηµοτά[των ἑπάρχων] τοῦ ἱεροῦ πραιτωρίου καὶ [ερᾶς [συ] νκλήτου xai ἱερῶν | στρατευμάτων καὶ δήµρυ τοῦ [Ῥ]ωμαίων SB l'O ἀρχιερεὺς τ]ῶν σεβαστῶν καὶ ἀγωνονοβθέτης τοῦ κοινοῦ τῶν Μακεδόνων ἀγῶνος ἱεροῦ οἰκουμεν[ικ]οῦ εἰσελαστι[κοῦ ἰσακτ]ίου ᾽Αλεξανδρείου vacat Κλ(αύδιος) ΄Ρούφρίιος) Μένων ὁ ἀξ[ιολογώτατος) | μακεδονιάρχης xai Βαιβία Μάγνα ἡ ἀξ(ιολογωτάτη) ἡ γυν[ὴ αὐτοῦ Π] ἀρχιέρεια συντελέσουσιν ἓν τῇ λαμπρᾷ μητροἰπόλει Βεροίᾳ καί "β΄ + νεωκόρωυ κυνηγεσίων καὶ μ[ονομαχ]ιῶν ἡμέρας * y: εἰσάγοντες Cvya τὸν ἀρι(λιὸν lin’ περὶ ψυχῆς ἁτῶν [ἀγωνιούµ]ενα καὶ ζῶα ἑνχώρια [παντοῖ]ον τὸ γένος ἑκάστου εἴδους tn’. “AgEovtat δὲ τῶν φιλοἰτειμιῶν τῇ TAO) :ζ΄ 'καλ(ανὸῶν) Ἱουλίω[ν] : Οὐιβίῳ Τρεβωνιανῷ
Γάλλῳ [Σεβαστ]ῷ Καίσαρι : Maiw) : Οὐιχίῳ)
Ἀφεινεί»ῳ Δελδουμνιανῷ
Οὐολουσιανῷ, ἑλληνικῇ δὲ ἔτους * yo + σεβαστοῦ «τοῦ» καὶ ' θΟτ : 110 Πανή]μου :xn.. [Εὐτυχεῖτε]
To κείµενο της επιγραφής αναφέρεται στους οικουμενικούς αγώνες TOU Κοινού των Μακεδόνων, ta γνωστά Αλεξάνδυειαό, που είχαν πωογραμματι-
στεί να yivouv στη Βέροια µετά τα µέσα Ιουνίου του έτους 252 μ.Χ., ενδεχο-
6. 1. Tougedtooyzou, 6.7. 287-289, ato και η οχιτική βιβλιογραφία,
1320
µένως
Γ. Βελένης
σε σύμπτωση
µε το θερινό ηλιοστάσιο.
Αγωνοθέτης
είχε οριστεί
ο
Κλαίδιος Ρούφριος Μένων και, συµπράττουσα, η γυναίκα του Βαιβία Mayva. Δίνονται επίσης πληροφορίες για τον αριθµό των µονοµάχων και των θηρίων που θα λάβαιναν µέρος στα κυνηγέσια. Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι η συγκεκριμένη αυτή επιγραφή είχε στηθεί στην αγορά της Θεσσαλονίκης, προκειμένου οι επισκέπτες της να πληωοφορηθούν για αγώνες που επρόκειτο να γίνουν στη Βέροια, την πρωτεύovoa του Κοινού των Μακεδόνων, Αυτό σηµαίνει πως αντίγραφα επιγραφών je το {ίδιο xeipevo τοποθετούνταν και σε άλλες πόλεις του Κοινού, κάτι που φαίνεται εντελώς φυσικό, πλην όμως δεν προκύπτει από αλλού παρά µόνο
UNG το συγκεκριµένο AUTO κείµενο”. Το µεγάλο κενό στον τρίτο στίχο δεν είναι rasura. Σχετίζεται µε την ἑλλειψη αυτοκρατορικής εξουσίας που υπήρξε µετά το θάνατο του Δεχίου έως την αναγνώριση του Τρεβωνιανού
and τη Σύγκλητο. Φαίνεται πως η από-
φαση για τους αγώνες είχε παρθεί επί Aexiov, χαράχτηχε το κείµενο της απόφασης πάνω στην πλάκα και αργότερα, µετά την αναγνώριση του Τρεβωνιανού από τη Σύγκλητο, διορθώθηκε ο 1005 στίχος σύµφωνα µε τα νέα δεδομέναδ. B. Η δεύτερη κατά χρονολογική σειρά επιγραφή (259 μ.Χ.) µεταγοράφεται ως εξής (Σχ. 2)’: ΛΗΝΟΒΑΤΙΣ
Αγαθῇ [τύχῃ]
'Ὑπέρ ὑγείας καὶ σωτηρίας καὶ νείκης καὶ αἰωνίου δ[ιαμονῆς τῶν µεγίστων καὶ θειοτάτων κυρίων ἡμῶν] ἀπττήτων | αὐτοκρατόρω[ν] rasura εὐσεβοῦς εὐτυχοῦς σεβαστοῦ rasura σεβασ]τοῦ.Ο | rasura εὐσεβοῦς εὐτυχοῦς σεβαστοῦ καὶ [{ rasura τοῦ ἐπιφα]γε[στ]άτου καίσαρος καὶ | rasura τῆς σεβαatic DS καὶ τοῦ σύμ[παντος θείου οἴκου αὐτῶν καὶ ἱερᾶς συνκλήτου καὶ ἱερῶν στρ]ατειμιάτων καὶ δήµου P τοῦ Ῥωμαίων καὶ τῶν ἑξοχοτάτων ἐπάρχων τοῦ ἱεροῦ Πραιτωρίου B Κλαύδιος Ῥούφριος Μένων ------ ] καὶ µαχεδονιάρχης | καὶ ἀρχιερεὺς τῶν σεβαστῶν καὶ ἀγωνοθέτης ἀγῶνος ἱε[ρο]ῦ 7. H περίπτωση να είχε μεταφερθεί n επιγραφή αυτή απὀ τη Βέρυια στη Θεσσαλυνίκη dev φαίνεται πιθανή. 8. Το χενό στων τρίτυ στίχο ενῥεχυομένως να συμπληρώθηκε µε γραπτό χείµενυ σε κόκκινο
χρώμα το OTOLO όμως θά πρέπει να eiye απαλειφ(εί την επυχή που oO Τρεβωνιανός υπέστη damnatio memorial (βλ. D. Kienast, Römische Kaisertabelle, Darmstadt 1990, 208-209). Γεγονός πά-
ντως εἶναι OTL OL NEQOENVLES TOU αχετίζονται µε τη ῥιάρκεια της αυτοκρατορίας τον Τρεβωνιανού dev έχουν απυσα(ηνιστεί. Η επιγραφἡ αυτή ρίχνει κάποιο ως στυ συγκεχριµένυ θέµα. 9. Η χρονολογία της επιγραφής αποκαθίσταται µε βάση τοὺς υπάτοὺς που μνημονεύονται στων ενδέκατυ στίχυ [PA. A. Degrassi, I fasti consolari dell’Impero Romano, Ρώμη 1952, 70 (1012)|.
Επιγραφές απὀ την Αρχαία Αγορά της Θεσσαλονίκης
1321
oix[oupevixod εἰσελαστικοῦ ἰσολυμπίου τῶν µεγάλ]ων Καισαρίων! Πυθίων καὶ Βαιβία Μάγνα ἡ ἀξιολογωτάτη ἀρχιέρει[α ἐπιτελέσουσιν Ev τῇ λαμπροτάτῃ Θεσσαλον]ικαίων μητροπόλει | καὶ κολωνείᾳ καὶ dig νεωκόρῳ χυνηγεσίων καὶ μονο[μαχιῶν ἡμέρα(ς À -αν) - - - ἄρξονται δὲ τῶν φιλοτιμιῶν τῇ πρὸ -- καλανδῶν] | Ὀκτωβρίων Αἰμιλιανῷ καὶ Βάσσῳ ὑπάτρο[ις, ἑλλη]νι[κῇ δὲ
ἔτους : Qo : σεβαστοῦ τοῦ καὶ: Gu : Ὑπερβερταίου - -]. 110 [Εὐτυχεῖτε] ~
ΤΙΓΡΙΣ
Ἡ επιγραφή φέρει σαφή υπολείμματα διακόσμησης γύρω από το κείµενο, µε τη λέξη ληνοβάτις, πάνω αριστερά, και τη λέξη τίγρις, κάτω δεξιά. Τα ονόματα των προσώπων που ÉXOUV ὑποστεί damnatio memoriae ανήκουν στην αυτοκρατορική οικογένεια τον Γαλλιηνού!ο, Ο αναφερόμενος αγώνας των Πνθίων είναι οικουµενικός. Αγωνοθέτης είναι και πάλι to ίδιο ζευγάρι, o Κλαύδιος Ρούφριος Μένων και η γυναίκα του Βαιβία Μάγνα. Φέρουν τους ίδιους τίτλους που συνόδευαν τα ονόματά τους και στην προηγούµενη επι-
γραφή. Γ. Η τρίτη χρονολογηµένη επιγραφή (260 μ.Χ.) είναι πληρέστερη and τις προηγούμενες, πλην όµως εξαιρετικά δυσανάγνωστη εξαιτίας του μικρού µεγέθους των γραμμάτων στοὺς ενδιάµεσους στίχους, οἱ οποίοι ξαναχαράχτηκαν µετά and απόξεση για να χωρέσει ένα εκτενές και πολύ πληρέστερο χείµενο από το αρχικό (Ly. 3). Έτσι, έχουµε συνενώσεις πολλών γραμμάτων στη σειρά και διαφορετικά μεγέθη. Εκείνο όµως που δυσκολεύει ακόµη περισσότερο στην ανάγνωση είναι η κακή κατάσταση διατήρησης. H προσπάθεια να μετρηθούν τα κομμάτια της επιγραφής ήταν αποκαρδιωτική, καθώς απαρτίζεται από θρύψαλα που ξεπερνούν τις δύο χιλιάδες. Ωστόσο, το κόκκινο χρώμα που διασώζουν ορισμένα γωάμματα βοηθά στην ανάγνωση του κειµένου, το οποίο έχει ως εξής: Ἀγαθῃῇ τύχῃ
Ὑπέὲρ ὑγείας καὶ σωτηρίας καὶ νείκης καὶ αἰωνίου διαμονῆς τῶν μεγίστω[ν] καὶ θειοτάτων] κυρίων ἡμῶν ἁπττήτων αὑ]ιτοκρατόρων rasura εὐσεβοῦς εὖτυχοῦς σεβαστοῦ καὶ rasura [εὐσεβοῦς] | εὐτυχοῦς σεβαστοῦ καὶ] rasura τοῦ ἐπιφανεστάτου καῇσα]ρος vacat | καὶ τοῦ σύμπαντος θείου οἴκου αὐτῶν καὶ ἱερᾶς συνκλήτου καὶ ἱερῶν στρατευμάτων καὶ δήμου Ρωμαίων καὶ τῶν ἐξοχοτάτων ἐπά[ρχων τοῦ ἱεροῦ πραιτωρίου] P Τι/Κέριος) Κλ(αύδιος) Ῥούφριος Μένων ὁ κίάτιστος) Γερόφαντης τοῦ ἁγιωτάτου θεοῦ Καβείρου καὶ
10. D. Kienast, 6.7. 215-227.
1322
T. Βελένης
dtd βίου ἀγωνοθέτης [τοῦ κοινοῦ τῶν Μακεδόνων] | καὶ µακεδονιάρχης καὶ β΄ ἀρχιερεὺς τῶν σεβαστῶν καὶ αἰωνοιοτάτης λαμπρᾶς Θεσσαλονεικαίων unτροπόλεως καὶ κολωνείας καὶ β΄ [νε]ωκόρου ἁγίωνοθέτης ἀγῶνος ἱερ]οῦ οἰκουμενικοῦ εἰσελαστικοῦ τῶν μεγάλων Καισαρείων Ἐπινεικίων Καβειρίων Πυθίων. Καὶ Βαιβία Μάγνα ñ yuvn αὑτοῦ ή ἀξ(ιολογωτάτη) μ[ακεδονιάρχι]σσα καὶ B" ἀρχιέρεια ἐπιτελέσουσιν [φιλοτιμί]αν ἐν τῇ λαμιπροτάτῃ Θεσσαλονικ[έ]ων μµητροπόλει καὶ xoAwveia καὶ β΄ νεωκόρῳ ἐκ θείας δωρεᾶς [- - -] μνήμην σεβαστῶ«ν» κιυνηγεσίων τε χ[αὶ μονομαχιῶν] ἡμέραν µίαν, εἰσάγο[ντε]ς καὶ Ewa ἄπ[αντα] tov ἀριθμὸν EE | λεοπάρδου x(ai) ikai>vnc. Καὶ λάσ[σ]ανα. Καὶ ἀποσφάζοντες τῶν ἐνχωρίων ζώων ἑκάστου εἴδους τέσσαρα. Ὁμοίως).Ο vacat εἰσάγοντες [δε καὶ ζε]ύγη δύρ [μονο]μάχων περὶ 10 ψυχῆς ἀγωνιούμενα. ΑΑρξονται δὲ τὰς φιλοτειµίας Σεκουλαρίῳ τῷ β΄ καὶ Δονάτῳ τῷ β΄ 'ὑπάτποις) vacat τῇ πρὸ if’ καλανδῶν Ὀκτωβρίων, ληνικῇ δὲ ἔτους 'α0:σ' σεβαστοῦ τοῦ καὶ Cul: Ὑπερβερτα[ί]ου x’.
| EA-
Εὐτυχεῖ]τε Τα ονόματα των προσώπων που έχουν υποστεί damnatio memoriae, όπως και στην προηγούµενη επιγραφή, ανήκουν στην οικογένεια του Γαλλιηvou. Γίνεται αναφορά στους οικουμενικούς αγώνες των Καβειρίων-Πυθίων
που έγιναν στη Θεσσαλονίκη τον Σεπτέμβριο του 260 μ.Χ. Επισημαίνεται ότι OL οικουµενικοί αγώνες αυτής της χρονιάς ονομάζονται Καβείρια Πύθια, ενώ της προηγούμενης µόνον Πύθια. Αγωνοθέτης παι πάλι ο Κλαύδιος ΡούΦριος Μένων, του οποίου παραδίδεται xat το πρώτο όνοµα Τιβέριος, µε συµπράττουσα και πάλι τη γυναίκα του Βαιβία Μάγνα, η οποία φέρει δύο
τίτλους, της αρχιέρειας HAL της μακεδονιάρχισσας. Où πλήρεις τίτλοι του σιζύγου, σύμφωνα µε τη σειρά που αναφέρονται στην επιγραφή, έχουν ως εξής: 1) κράτιστος ιεροφάντης του αγιωτάτου θεού Καβείροι., 2) διά βίου αγωνοθέτης του Κοινού των Μακεδόνων, 3) µακεδονιάρχης, 4) δεύτερον αρχιερεύς των σεβαστών, 5) αγωνοθέτης αγώνος ιερού οικουμενικού εισελαστικού των μεγάλων Καισαρείων Επινεικίων και Καβειρίων Πυθίων. Πλην των πρώτων στίχων, που έφεραν τα ονόματα της αυτοκρατορικής οικογένειας HAL των δύο τελευταίων µε την ηµεροµηνία, οἱ ενδιάµεσοι έξι πυκνογραμμένοι στίχοι περιείχαν, αρχικά, EVA συντομότερο κείµενο µε λιγότεροὺς προφανώς τίτλους, Φαίνεται, λοιπόν, πως στην αρχική χάραξη δεν υπήυχε πληρότητα τίτλων και ο αγωνοθέτης ζήτησε τις απαραίτητες συµπληῥώσεις. Μπορούμε επομένως να υποστηρίξουµε πως και σε άλλες δηµοσιενΙιένες επιγραφές Où τίτλοι δίνονται κατ᾽ οικονομία.
Ο Τιβέριος Κλαύδιος Ρούφριος Μένων και η γυναίκα του Βαιβία Maγνα ανήκαν σε µία από τις πλουσιότερες οικογένειες εκείνης της εποχής στη
Επιγραφές até την Αρχαία Αγορά της Θεσσαλονίκης
1323
Μακεδονία, αφού αποδεδειγμένα XONUATOÔÉTNONV έναν οικουµενικό αγώνα στη Βέροια, δύο οικουμενικούς στη Θεσσαλονίκη σε δύο συνεχείς χρονιές και ενδεχομένως αρκετούς ακόµη µέσα στις δεκαετίες του 250 και του 260. A. Μία ακόµη κολοβή επιγωαφή (Σχ. 4), που βρέθηκε μαζί µε τις παρα-
πάνω τρεις στο ωδείο της Θεσσαλονίκης, δε σώζει τα ονόματα των χορηγών, παρουσιάζει όµως το ίδιο τυπικό των προσκλήσεων σε αγώνες οι οποίοι θά πρέπει να χρηµατοδοτήθηκαν από το (διο ζευγάρι. Στις ανασκαφές γύρω από το ωδείο έχουν βρεθεί επίσης µιχρά τεμάχια μαρμάρων µε γράμματα και από άλλες παρόμοιες επιγραφές. Το σωζόμενο κείµενο µπορεί να µεταγραφεί µε τις AVTOVÖNTES συμπληρώσεις ως εξής:
ΓΑγαθῃ τύχῃ] Ὑπὲρ ὑγείας καὶ σωτῄρίας καὶ - - xai θειρῄήάτων - - [---
Τα στοιχεία που προκύπτουν από τις τρεις πληρέστερες επιγραφές πλουτίζουν σηµαντικά την ιστορία της Θεσσαλονίκης και γενικότερα της Μακεδοvias. Τα πρώτα πορίσματα συνοψίζονται ως εξής: a) η χρήση των pagudatVV επιγραφών στο δάπεδο του ὠδείου δίνει ένα terminus post quem για την επαναλειτουργία του χώρου γύρὼ στο 270, δηλαδή λίγο µετά το θάνατο του Γαλλιηνού, β) η αποκλειστική χρήση πλακών µε επιγραφές που σχετίζονται άµεσα µε την οικογένεια των Κλανδίων επιτρέπει το συσχετισμό του Μένωνα
και της γυναίκας του µε µία γεναία φάση οικοδοµιχών εργασιών στο ωδείο, y) µε την ταύτιση της Βαιβίας Μάγνας ως συζύγου του Μένωνα, εμπλουτίζεται το στέµµα των Κλαυδίων, της μεγαλύτερης WG τώρα γνωστής οικογένειας στη Θεσσαλονίκη! !, ὃ) γίνεται γνωστό ολόκληρο το όνοµα και ο πλήρης τίτλος του ιεροφάντη που έφερε ο Κλαύδιος Μένων («κράτιστος ιεροφάντης του αγιωτάτου θεού Καβείρου») Hau προκύπτει, αναμφίβολα, ότι ο τίτλος αυτός έχει σχέση µε τη λατρεία του προστάτη θεού της Θεσσαλονίκης, ε) οι τίτλοι μαχεδονιάρχης-μακεδονιάρχισσα, αρχιερεύς-αρχιέρεια, δεύτερον αρχιεῥεύς-δεύτερον αρχιέρεια, ÉTOL όπως φέρονται κατά ακολουθία στην τρίτη επιγραφή και χατά αντιστοιχία στον άνδρα xat τη γυναίκα δεν µπορεί να είναι απλή σύμπτωση. Θα πρέπει να δεχτούμε ότι οι τίτλοι των γυναικών στο It. Για την οικωγένεια των Κλανδίων και τη σχετική βιβλιογραφία βλ. P. Nigdetis, «Geminii und Glaudii: Die Geschichte zweier führenden Familicn von Thessaloniki», Μελετήματα 21 (1996) 129-141.
1324
Γ. Βελένης
Κοινό των Μακεδόνων είναι τιµητικοί και αντανακλούν αξιώματα ανδρών. Ειδικά στην περίπτωση των τίτλων αρχιερεύς-αρχιέρεια φαίνεται πως στην αυτοκρατορολατρεία ο άνδρας επωµίζεται µε το λειτούργημα του αρχιερέα των σεβαστών n του σεβαστού, ὁπλαδή των ανδρών, ενώ η αρχιέρεια µε εκείνο των σεβαστών À της σεβαστής, ὁπλαδή των γυναικών, µε την ιδιότητα
της συζύγου και ενδεχομένως της μητέρας À της κόρης του αρχιερέα. Προχύπτει, ακόμη, ότι στη Θεσσαλονίκη, µετά την εποχή του Aexiov, τελούνταν δύο τουλάχιστον οικουµενικοί αγώνες, τα Πύθια και τα Καβείρια Πύθια. Έτσι, οἱ επιγραφές αυτές, πέρα απὀ όλα τα παραπάνω, βοηθούν και στην κατανόηση των παραστάσεων που απαντούν σε ορισμένα νομίσματα της Θεσσαλονίκης, όπου οι αγώνες αναφέρονται άλλοτε ως Πύθια και άλλοτε ως Καβείρια Πύθια!2. Πἱανετιστήμιο Θεσσαλονίκης
12. Σ. Πελεκίδη. «Arts την πυλιτεία και την κοινωνία της αρχαίας Θεσσαλυνίκης», 2 (1934), παφάρτηιία, 41-46.
ΕΕΦΣ
Επιγραφές and την Αρχαία Αγορά της Θεσσαλονίκης
1325
Εικ. 1. Ωδείο Αρχαίας Αγοράς Θεσσαλονίκης. To νότιο τµήµα του δαπέδου της ορχήστρας µε τις πλάκες των επιγραφών σε δεύτερη χρήση.
Εικ. 2. Αρχαία Αγορά Θεσσαλονίκης. To αριστερό τµήµα της καλύτερα σωξόµενης
επιγραφής (A).
Γ. Βελένης
1326
IC IN
CHIEN DVI Νις
ων
AI
PRINT ΔΝ NIV
.
7N NMIHLIM
a
CN AY “= LOND
Lk
.
un
IN WO
| : La)"
?
INES NURI YU
OV LUXOTANOLIVANDIN OA NCL
|
AOL NO AV
‘
ER
7
\
| ”
ir u
|
ares
OINOIYIVAIHALN VIG MIN VHI Y NVIHLO VII JA!
LYHA laid VANG IVANOMSH — AT ON INNOLAOL 9130 UO LA YONI0 30 LNVLI DA0Z HV. XIV 2 =
“ALA ThE VAYNIVWVIAIVE [ΥΑΥΧΙΥΙΝΟΝΑΥΦΙ MIT HA IC «ΘΠΟΝΟΙΥΝΌΟΝΟΥ2ΣΥΗ NOD S
OWVON AOBUOIVAG: ΠΟΙΑ ΧΗΙΗ ΟΙ LIUXNIVO 7IVAVNS OL IBIL-Hl:. WICHNOINI NAY Di... cIN IVY YıvaaEl3voll ~
(
VAIH AVINMI NIWAVI LMA GARUA
WAOLYY ο] ΝΕΣ2ΥΗΙ. WAAL IVESIAGKALAIIAONSIAI
ENS TUOVIW
SON DIV OONTIVIWNOLIVEINTLAIIIXONTYH
eNIWTONTNIHN DONNAIT MENU Η4ΦΙΧΙΥΗΝΙΌ ΙΘΥΟΙΣΝΗΗΝ NIET EW NO: OA LI
S-NUADITVE VION VIVIW YNOld I § ADC
56 UdbvedAnry ‘Suxiaoyp0039 pdody DIDXAy -σ ‘XZ
DES
7
D
" V Udpodiry 2ΗΚΊΛΟΥΟΟΡΑΘ Pooky D10X0V | ‘Xz Η
RARES ER πμ ώμο] OVIONOIVITLNO ZS .. RDYADONTIALEL NW YNOLYIAZIIINOT TSI -I- ION ANT.
OdLHWYU WWE ININDAOIIVIL U) YOKE VONONIWED.GIYH — QD INVESVYA0" NOIQNI0X919H1380 NOJVIWANGDVEDING
-
NER id; ANG
NOQ3 Iv LIANT QMO LIVELIQG IO AOLAILIAIWHNG! TL LONWIOVIÉ LYLN TA I LL y if
I NOLLO er O1
1327 Exyvagéc απὀ την Αρχαία Αγουά της Θεσσαλονίκης
WE
κ,
yng
- pubodAusz
JA)
ΘΙΧΊΑΟΥΟΟΟΑΘ D0O1V DIDXOY 'p XZ
al
XX DAS TL
"ιά MER RARE
D
AT ΤΑΔΙΘ1Α/92)21 92 BYNES
PROD yan
ken nn
Χ[ΙΗ | vy?
Hr nun 133 VE
Σ.1 μώηοληιᾳ SuxmoYoooag pdody DIDXOY ‘€ XZ
ιο98ΙΥὰ
WO
FT
er uw. vum SINDiRUS DIEM VICTIM OBEY SVE RL ve lo du wring ὰ αραιά νι 2ΙΧΥΣΙΝλΥ.. ΦΣΥΜΦΑΗΝΙΗΦΗΥΗΗΙ ΕΦ Οασμοτνασυρι ασ HOIST 81 ON VI Ν IUT 4 INIIKETINO VIN ΤΝ RYE ORT EN ON Ron "RT FO VOL EDIVO DEAN yon HL JO CNETIYAONCUISE FY ANd (98Υ) AC30A0LVLO, SYAOLIHNY HIT DION FINS NON oC MVS QLD: ZU INDY 1007 IN LLIN VS EE SCM RNIN TL FAQ TEIN LIVE LE IN LAW AO oul 040130 CLNWIN OXLL"S MAHANN TY 304 VYAUIVIDIN WDILISAOL NOyoLIOWL ENAO 173) 2A0XA LAID 1083229 “LILIAN SL 0NYITA INT Pi NIWA OVOP 143 ANT! NC ιόλλ
THXAL
106 H ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΘΕΡΜΑΙΟΥ Εμμανουήλ
ΚΟΛΠΟΥ”
Βουτυράς
Οι αρχαίες μαρτυρίες ---ειδικότερα οι γραπτές και οι επιγραφικές--- σχετικά µε τη λατρεία της Αφροδίτης στη Θεσσαλονίκη αλλά χαι στην ευρύτερη περιοχή του Θερμαίου κόλπου είναι σχετικά λίγες και όψιµες. Το γεγονός αυτό µπορεί να ξενίσει, av αναλογισθεί κανείς πόσο σημαντικός ήταν ο ϱόλος της Αφροδίτης στη θρησκευτική ζωή των αρχαίων, όχι µόνον ως θεάς του έρωτα, αλλά και µε πολλές άλλες ιδιότητες. Ενδιαφέρον από την άποψη αυτή είναι ότι από τις τέσσερις συνολικά επιγραφές της Θεσσαλονίκης που αναφέρουν την Αφροδίτη και τη λατρεία της οι τρεις σχετίζονται µε διαφορετικές ιδιότητες της θεάς: (1) Στο βάθρο ενός ακέφαλου αγάλματος Αφροδίτης µε χιτώνα και ιµάτιο που βρέθηκε στον χώρο του Σαραπιείου είναι χαραγμένη σε δεύτερη χωήση η επιγραφή (182/83 u.X.)!: ᾽Αφροδίτῃ Ὁμονοίᾳ / 6 ἱερεὺς Ποντιανός. / ἔτους δισ΄ σεβαστοῦ. Αυτή η Αφροδίτη Ὁμόνοια της αυτοκρατορικής εποχής είναι µια σύνθετη θεότητα που συνδέει την Αφροδίτη ως θεά της αγοράς ---ιδιότητα που είναι γνωστή ήδη από την κλασική εποχή, κυρίως από αναθήματα
αξιωμα-
τούχων2--- και την προσωποποιηµένη Οµόνοια, της οποίας η λατρεία γνώ* H ανακοίνωση αυτή dev Ou είχε συνταχθεί χωρίς τις συμβυνλές και την ενθάρρυνση του ῥασκάλου pou T. Δεσπίνη. Θευμές επχαριστίες Elu και στον συνάδελφυ και φίλο M. Τιβέριυ για τις χυήσιµες πληροφορίες που μον έδωσε, OL φωτυγραφίες Tou δημοσιεύονται είναι tou M. Στεηιινίὺη, L. 1G Χ 2, L, αρ. 61. G. Daux, BCH 97 (1973) 586 αρ. 61. LIMC V (1990) 477 αρ. 1 ato À. Homonoia (H. A. Shapiro). G. Thériault, Le culte ἆ Ἡοπιοποία dans les cités grecques, Lyon Québec 1996, 39. T. Λεωπίνης - ©. Xtrquviou-Tificpiov - En. Βουτυράς, Κατάλογος γλυπτών Tou Αρχαιολογικού Movociou Θεασαλονίκης, Oranukovün 1997, 115-16 ag. 88. 2. BA. F. Croissant - F. Salviat, «Aphrodite gardiennes des magistrats: gynéconomes de Thasos et polémarques de Thebes», BCH 90 (1996) 406-71. V. Pirenne-Delforge, L'Aphrodite grecque. Kernos Suppl. 4 (1994) 403-10. Theriault, 0.7. Γίναι πιθανόν orten Αφουὑίτη λατρευόταν ως Fd της αγοιις και στη Orovukovian: To όνομα της Oras μπορεί να συμπληρωθεί στων πρώτυ στίχο µιας avalnnatıznz ἐπιγωαφής της TOANS στην ὁποία μνημονεύοσνται ἀγορνόμοι: 1ο X 2, |, ty. 2% M. B. Hatzopoulos, Macedonian Institutions under the Kings II. Epigraphic Appendix. Μελετηjure 22 (1996) 89-90 αρ. 71.
1330
Εμμανουήλ Bourveds
QLOE ιδιαίτερη διάδοση στην ελληνιστική και τη ρωμαϊκή εποχή». (2) Από ένα επιτύµβιο του τέλους του πρώτου αιώνα π.Χ. για έναν vauτικό and την
ΑΑμαστριν της Παφλαγονίας
πληροφορούμαστε
την ὕπαρξη
ενός ιδιωτικού συλλόγου εμπόρων, πουν λάτρευε την άγνωστη από αλλού Aφροδίτην Ἐπιτευξιδίαν!. Το επίθετο, ποὺ δηλώνει την επιτυχία, και το επάγγελµα του νεκρού, µας επιτρέπουν να συμπεράνουμµε OTL η θεά προστάτευε τους ναυτικούς και τους εμπόρους στα θαλάσσια ταξίδια τους, είχε δηλαδή κοινά στοιχεία µε την ᾽Αφροδίτην Πελαγίαν και την Αφροδίτην Εὔπλοιαν». (3) Σε ένα επιτύµβιο μνημείο του 2ου ἡ του 3ου αιώνα μ.Χ., όπου η νε-
κρή εικονίζεται στον εικονογραφικό τύπο της λεγόμενης Αφοοδίτης Fréjus, γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στον έρωτα που εμπνέει η θεάό: To επίγὀαµµα στο κάτω µέρος της στήλης αναφέρει ότι η Παφίη Αφροδίτη έκανε την πολλάκις νυμφευρεῖσαν Κλεονίκη αξιέραστη και περιπόθητη. Ο τύπος της Αφροδίτης Fréjus επανέρχεται σε αρκετά επιτύμβια μνημεία της αυτοκρατορικής εποχής από τη Θεσσαλονίκη και την περιοχή της]. Ο λόγος για την προτίμηση του συγκεκριμένου αγαλματικού τύπου παραμένει άγνωστος. Το επίγωαµµα που αναφέραμε φαίνεται να ενισχύει, ωστόσο, τη γνώµη του E. La Rocca, ο οποίος ερμήνευσε την Αφροδίτη Fréjus ως Αφροδίτην Nuugiav. (4) Το όνοµα της Αφροδίτης εμφανίζεται ακόµη σε µια αποσπασματικά σωζόμενη επιγραφή, της οποίας το περιεχόµενο παραμένει αινιγματικό». Τα αρχαιολογικά στοιχεία επιτρέπουν να συμπληρώσουμµε ως ένα σηµείο (κυρίως για τη ρωμαϊκή περίοδο) την αποσπασματική εικόνα που δίνουν οι επιγραφές και δείχνουν ότι η λατρεία της θεάς τον έρωτα ήταν ιδιαίτερα δηµοφιλής. Το σημαντικότερο σχετικό εύρημα είναι ένα πολύ καλό αντίγραφο 3. A. Moulakis, Homonola.
Eintracht und Entwicklung eines Politischen BewuBtseins, Mö-
ναχυ 1973. D. M. Pippidi, Scythica Minora, Βουκουρέστι 1975, 182-92. P. Herrmann, «Die Selbstdarstellung der hellenistischen Stadt in den Inschriften: Ideal und Wirklichkeit», Πρακτικά του Η΄ Διεθνυύς Συνεδρίου Ελληνικής xat Λατινικής Επιγραφικής, Αθήνα 3-9 Οκτωβρίου 1982, A’. Αθήνα 1984, (17-19. Thériault, 6.7. (σημ. 1). Για τις αρχαιυλυγικές χαι τις νοµισµατιχές µαοτυoiec PA. LIMC V (1990) 476-79 ato À. Homonoia (H. A. Shapiro). 4. E. Voutiras, «Berufs- und Kultverein: Ein δοῦμυς in Thessalonike», ZPE 90 (1992) 87-96. 5. Για την ιδιότητα αυτή της Agyoditng βλ. E. Miranda, «Osservazioni sul culto di Euploia», Miscellanea Greca e Romana 14 (1989) 123-44- πρβ. G. Pugliese Carratelli, «Sul culto di Alrodite Euploia in Napoli», PP 47 (1992) 58-61. 6. X. Maxagovac, Μακεδονικά 2 (1941-52) 598, αρ. 11, πίν. VIIR. L. Robert, Hellenica Il
(1946) 133. W. Peek, GVI 1059. 1G X 2, 1, ag. 299. 5. Dull, στον τόμο: Essays in Memory of Basil Laourdas, Θεσσαλονίκη 1975, 121. H. Wrede, Consecratio in formam deorum, Mainz 1981, 320, av.
325. P. Karanustassis, AM 101 (1987) 288 AI 34. 7. Karanastassis, ὁ.π., 288-89 AI 34-Al 18. 8. Ε. La Rocca, ASArene 50-51 (1972-73) 441-50. Για τή λατρεία της Αφουῥίτης στην Τυυιζήνα βλ. πρόσφατα Pirenne-Delforge, 6.7. (onu. 2) 183-84.
9. 1G X 2, 1, ay. 965/966.
Νυμφίας
H λατρεία της Αφροζίτης στην περιοχή του Orpuaiov κόλπου
της Agpoditng Fréjus (ή Λούβρου της Θεσσαλονίκης!ο, Η ανεύρεση δυτικό τείχος, όπου εκτός από TO να µε όλες τις ενδείξεις, xa άλλα
1331
- Νεάπολης) απὀ τον χώρο του Σαραπιείου του αγάλματος σε µια περιοχή κοντά στο LEQO των Αιγυπτίων θεών υπήνχαν, σύμφωιερά!ἰ, κάνει πολύ πιθανή την υπόθεση STL
η λατρεία της Αφροδίτης είχε τη θέση της ανάµεσα στις σημαντικές λατρείες
της πόλης, τουλάχιστον στα αυτοκρατορικά χρόνια. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από τη συχνή χρησιμοποίηση του εικονογραφικού τύπου της Αφυοδίτης Fréjus σε επιτύμβια ανάγλυφα της εποχής αυτής, την οποία επισηµάναμε
ήδη. Από τα στοιχεία που αναφέραµε προκύπτει εύλογα το ερώτημα, UV η λατρεία της Αφυοδίτης είχε βαθιές ρίζες στη Θεσσαλονίκη και στην ευρύτερη πέριοχή του Θερμαίου κόλπου. Θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε µε βάση τις λιγοστές διαθέσιμες μαρτυρίες. Ο μόνος τόπος όπου η Αφροδίτη λατρευόταν, όπως φαίνεται, HON ἀπό την αρχαϊκή εποχή είναι η πόλη
Αίνεια που
βρισκόταν στη νότια πλευρά του ακρωτηρίου Μεγάλο Έμβολο (Καραμπουvou), στην είσοδο tou κόλπου!2, Η Αίνεια θευρούνταν στην κλασική εποχή ελ-
ληνική πόλη, όπως πληροφορούμαστε απὀ τον Ψευδο-Σκύλλακαὸ, και To ὀνομά της συνδεόταν HOT από τότε µε τον μυθικό ήρωα Αινεία͵ ο οποίας σύμ(HOVE µε µια τοπική παράδοση την είχε ιδρύσει µετά την άλωση της Τροίας!". Ο σχετικός μύθος ήταν παλαιός και είχε ιδιαίτερη σηµασία για TOUS Αινειτες, όπως δείχνει Eva νόμισμα της πόλης που χρονολογείται στις αρχές του Sou αι. π.Χ.ἶὅ; Ο εμπροσθότυπος εικονίζει τον Αινεία ποὺ εγκαταλείπει την
10. M. Ανδρόνικος, AEg nt 1985, 1-32. M. Brinke, Kopienkritische und typologische Untersuchungen zur statuarischen Überlielerung der Aphrodite Typus Louvre-Neapel, Anfotozo 1991, 157-58 G 21. Δεαπίνης - Zreyuvidov-Tißrgiov - Βουτυράς, 0.7. (ane. 1) 102-104 αρ. 75 (T. Arαπίνης). 11. Γιά την περιυχή των (εικὺν στη ὀυτική πλευρά της Θεασαλωνίκης κατά την ελληνιστική και τη MOL tay, ἐπυχή BA. M. Vickers, «Hellenistic Thessaloniki», 119 92 (1972) 164-65° M. Vitti. To πωλεωὐομικώ σχέδιο τῆς upyaiac Oraoulovinns και η εξέλιξή tou (Od. διατρ.. Θεὐύσαλυνίκη 1990) 42, 78-79, 12. Για τη θέση της Aiveuts βλ. Ch. Edson, CPh 42 (1947) 88-91- M. Zahrnt, Olynth und die Chatkidier, Movuyo 1971, 142-44: F. Papazoglou, Les villes de Macédoine à l'époque romaine, BCH Suppl. XVI (1988) 418° 1. Βοκυτυπούλου, Ο ταφικός τύμβος της Αίνειας, Αὐήνα 1990, 112-14.
13. Wewdo-Lavara’, Περίπλοις 66: Aiveca EAAnviz. 14. Zahrnt, 6.7., 144. Enciclopedia Virgiliana 1 (1984) 72-73 ato À. Aincia (N. Parise) pue βιβλιυπγοαφία, Όλες ol σχετικές αρχαίες μαρτυρίες ÉXOUV σιγκεντριω]{ ato τον P. Wathelet. Dictionnaire des troyens de { Πας I, Λιέγη 1988, 192-93. BA. επίσης A. Ballabriga, «Survie ct descendance d’Enee. Le mythe grec archatques, Kernos 9 (1996) 21-36. 15. LIMO LOIR D oto A. Aineias, 92 ap. 4 (F. Canciani): LIMCVI (1992) ato À. Kreousa IE, 128 ay. 47 (G. Berger-Doer). Για την πιιωάσταση στων HUTVOHÜGTITTO και για TH Zoo vod NON Tov νομίσματος PA. M. Price - N. Waggoner, Archaic Greek Coinage. The Assyut Hoard, Λονδινυ
1332
Εμμανουήλ Bovrvotts
Τυοία κουβαλώντας στοὺς ώμους TOV πατέρα του Αγχίση, ενώ προπορεύεται ua γυναικεία µορφή που κρατά ἀπό το χέρι ένα παιδί και θα πρέπει να τυτισθεί ως η Ευρυδίκη ή η Κρέουσα!ό. Η εικονογραφία του Αινεία που σηκώ-
VEL στους @LOVSG τον πατέρα του Αγχίση µας είναι γνωστή κυρίως από αττιKEG αγγειογοαφίες της υστεροαρχαϊκής εποχής!7, δεν προὐποθέτει όμως απαραίτητα την εκδοχή του μύθου, σύμφωνα λειψε µε πλοίο την κατεστραμμένη Τροία
µε την οποία ο ήρωας EYXUTÉ-
για να αναζητήσει
νέα πατρίδα:
Σύμφωνα µε την |λιάδα (Υ 306-308) και τον οµηυικό ύμνο στην Αφροδίτη (196-199) o Αινείας διασώθηκε µαζί µε την οικογένειά τοῦ, αλλά παρέμεινε στην Τρωάδα και έγινε βασιλιάς και γενάρχης των μετέπειτα ηγεμόνων τοι! [λίουἱδ. H παράδοση που έφερνε τον Αινεία στις ακτές της Κρουσίδας και τον έκανε ιδρυτή της Αίνειας ήταν πιθανότατα ένας επιχώριος μύθος που αιτιολογούσε την ονομασία χαι την αρχαιότητα της πόλης!ὀ. Από τον Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα μαθαίνουμε ότι ο πρώτος συγγραφέας που την ανέφε-
Le ήταν ο Ελλάνιχκος στα Τρωϊχά 10020. Διεξοδικότερα φαίνεται ότι αφηγοίνταν τον ίδιο μύθο ο Ηγήσιππος ο Μηκυβερναίος, συγγραφέας µιας τοπικής ιστορίας µε τίτλο Παλληνιακά, ο οποίος έζησε πιθανότατα στο δεύτερο μισό του 4ου ή το αργότερο στις αρχές του 30V αι. π.Χ.2!. Αυτές είναι οι παλαιότερες γραπτές μαρτυρίες που γνωρίζοιηιε2Σ, Αργότερα η παράδοση αυτή δια1975, 43-44. 16. Σήμφωνι µε THY αρχαιότερη επική παράδώση η Yıvalza του Αινεία λεγόταν Erpvälzn. Kofovou ονυμαζετ ing yrvatad tov Αιντία στην ελληνιστικἡ ετυχή (Παυσανίας, X 26. 1 apf. LIMC VI, ό.π., 127-28: Enciclopedia Virgiliana 1, 6.7, 73). Δεν είναι ὑμως βέβαιο ότι η εχδοχή αυτή ήταν άγνωστη παλαιότερα.
17. K. Schauenburg, «Aeneas und Rom», Gymnasium 67 (1960) 176-91. LIMC 1, 6.7. (onu. 15) 386-88 αρ. 59-91. 18. Έτσι eguqvevovtav ta dito χωρία Aon στην avyatürnra: Στρβων, Peavy. XII 1, 53 (608 C) πρβ. H. Erbse, RAM 1 0 (1967) 22-24. 19. J. Perret. Les origines de la légende troyenne de Rome (281-31), Magior 1942, 16-18, Av οκυλα μπορεί ὁμως να γίνει EXT η ἀποόψη Tow Perret ὅτι η απεικόνιση τοῦ Αινεία ato νόμισμα των Αινειατών ενδέχεται να εἶναι άσχετη µε την παράδοση ὅτι ἦταν ο ιδρυτής της πόλης τοις; βλ. πιο πάνω, ση. 14. 20. Ελλάνικος, FGrHist 4 F 31 (= Λιυνύσιος Αλικαρναασεύς, Ρωμ. Αυχαιυλ. 145). 21. Ηγήπιππος, FGrHist WB 391. Έγει υποστηριχθεί ott η σχετική διήγηση tou Κόνιωνος, FGrliist 26 F 1 XLVI (= Φιώτιος, Πι/λιωήκη 186 (140b]), ανάγεται στον Ηγήσιππυο. Βλ. U. Hoeter. Konon. Text und Quellenuntersuchung. Greilswald 1890, 59-61- πρβ. την έκδυση Bude tur R. Henry, Phorius, Hibliothéque Il, Napior 1962, 35 σημ. I και τα σχόλια του Ε. Jacoby, FGrHist HIB, Kommentar, 191 (F 5). El σχέση φαίνεται va εἶναι έμμεση μάλλον παρά άµεση: to θέµα
χοειάζεται περαιτέριυ ὀιερεύνηση, 22. To συμπίρααμα ote η ίδρυση της Αίνειας απὀ tov Λινεία αναφερόταν Won στη Mixon Bude (PA. πούσφατα Ballabriga, 6.7. fone 14] 26-27) στηρίζεται oe puy αμφίῥόολης avt ATLAS πληροφορία των σχολίων tou TCETCH στην Αλεξανδρα tov Avaogoovos, 1232 (Epicorum Graecorum Fragmenta, ed. M. Davies, Göttingen 1988, 60, dubia 1) καὶ εἶναι επυµένως εξαίρετι-
Η λατρεία της Agpodirng στην περιοχή tov Θεωμαίου κόλπου!
1333
δόθηκε ευρύτατα και ήταν γνωστή HAL στους Λατίνους συγγραφείς. Ανάμεσα
σε αυτούς που την αποδέχονται συγκαταλέγεται ο Βιργίλιος, Αινειάδα, III 16-18. Αν και οι σχετικές πληροφορίες είναι αποσπασµατικές, φαίνεται βέβαιο
ότι η λατρεία του Αινεία ως ήρωα Χτίστη στην Αίνεια συνδεόταν µε τη Adτρεία της μητέρας του της Αφροδίτης. Κατά τον μύθο η ίδια η θεά ήταν exeivn που οδήγησε τον Αινεία στην τοποθεσία όπου ιδρύθηκε η πόληξ, Ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, Ρωμ. Αρχαιολ. 149, 4, µας πληροφορεί ότι εκτός από
την Αίνεια ο Αινείας (ὄρυσε και ναό της Αφροδίτης επάνω σε ένα ακρωτήριο, το οποίο σύμφωνα
µε τη θέση της πόλης δεν µπορεί να είναι άλλο απὀ το
Μεγάλο Ἐμβολο (Καραμπουρνού)ξᾷ: µείναντες δὲ [Αἰνείας καὶ Τρῶες] τὴν χειμερινήν ὥραν αὐτόίι νεὼν Αφροδίτης ἱδρύσαντο ἐπί τῶν ἀκρωτηρίων Evög καὶ πόλιν Αἴνειαν ἔκτισαν. H θέση του ναού επάνω στο ακρωτήριο που ελέγχει την είσοδο στον μυχό του Θερμαίου κόλπου οδηγεί στη σχέψη ότι η θεά προστάτευε τη ναυσιπλοῖα, ήταν δηλαδή µια Αφροδίτη
Εὔπλοια. Αυτό
ὃεν πρέπει να µας Ἑενίζει; µεριχά από τα γνωστότερα ιερά της Αφροδίτης βρίσκονταν κοντά στη (άλασσα και αρκετά από αυτά σύμφωνα µε την παράSoon τα είχε ιδρύσει O Αινείας κατά την περιπλάνησή του µετά την άλωση της
Toolas?. Είναι αλήθεια ότι οι σχετικές μαρτυρίες είναι όψιµες και παραδίὅονται σε συσχετισμό µε τον μύθο της ίδρυσης της Ρώμης από τον Αινεία, που προβλήθηκε για πολιτικούς κυρίως λόγους µετά την εμφάνιση των Ρωµαίων στην ελληνική πολιτική σκηνή στο τέλος του 3ου και στις αρχές του 2ου αι. .X.20, Φαίνεται όμως ότι µέσα σε AUTOS το ιστορικό πλαίσιο η Αίνεια κά επιοφαλές, Χιοοῖς ερείσµεατι εἶναι επίσης η εωμηνεία tov Ballabriga, 0.7. (σημ. 14) 31, ov (να µε την οποία ot οτίχοι 196-99 του ομηριχού ύμνου στην Aypoditn υπυνυυύν πως 0 ALνείας DEV TOOK CTU να ῥασιλεύσει στην Τρωάδα, αλλά στην καινούργια πύλη τον Ba τδρύσει; παρομσιάσει OS ανιελογίες µε την ερμηνεία των GTV τὴς ἠλιάδας Υ 306-308 Tov επιχειρεί ο Διονυσίος 6 Λλιναρνασσέας, Ρωμ. Αρχαιολ. 153, 4, στην προσπάθειά TOW να δείξει την αρχαιότητα τῆς παράδοσης αχετικἁ µε την έλευση Tov Αινεία ato Λάτιο. Pia tov pure tow AVE ὅτων ἐπικὸ κύκλο BA. N. Horstall, «Some Problems in the Acneas Legend», CQ n.s. 29 (1979) 372-90, 23. Zupçuova µε τη dumm Tou Koveovos, FGrHist 26 FI XLVE évraithe μυκησαμµένης τῆς ουνηπυμένης αὐτῷ Bods ἐξ TON (τοῦτο yao “Aqoodtty ἐπέσκηψε) λι/κένει κικίτως τὸ γῆς OO ντων τῶν ἐπιχιωριων καὶ τήν Boöv Over τῇ Άφρυδίτῃ καί κτίζει πόλιν, κτλ. 24. Πω, Papazoglou, 6,7. (σημ. 12) 418. 25. A. Schulten, Klio 23 (1930) 324-26 ποῇ. Zevi (PA. ETOREVT σημ.) 154. Σχετικά µε τα vege της Aqoudtras Αινέιαδος PA. πιο ACTU, 26. To μεγάλο αὐτὸ θέµα DEV εἶναι ὀννατόν να µας (CTO ZOAQOEL εδώ: εκτεταμένη fifi to vouée παρέχει ο ο, Ampolo, PP 47 (1992) 323-24 σημ. 3. Βλ. ιδιαίτερο; Perret, 6.7. (on. 19) 450 4€. Ε. Romer. Rom und Troia, Baden-Baden 1951, 44-47. G.K. Galinsky, Aeneas, Sicily and Rome. 1969, 0100108170 T. J. Cornell, «Aeneas and the Twins», PCPAS nes. 21 (1978) 1-12: F. Zevi, «Note sulla leggenda di Enea in Italia, στον topo: Gi Etruschi e Koma. Atti dell ’incontro di studio
1334
Eryuvom
GIEATNOT Ξεκωριστή σηµιισία, KMS
Borripas
η τοπική παράδοση σχετικά JE TOV ἐεπω-
VULO HEC ATLOTH της και ιδρυτή του LEQOU της Αφροδίτης αναγόταν στην «ρΓαϊκή εποχή και μαρτυρούντιν γριπτά ήδη από τὸν Ελλάνικο. Η λατρεία Tow Αινεία συνέχισε να υφίσταται στην Αίνειά και στην ελληνιστική εποχή, παρά τις διοικητικές ανακατατάξεις: H πόλη ενσωματώθηκε στη χώρα της Θεσσαλονίκης µε τον συνοικισμό του ΚασσάνδρουΣ7, φαίνεται όμως ότι ανέκτησε «ωγύτιρα την αυτονομία TN, Από ένα χωρίο Tov Λιβίου
(XL 4. 9), που στο σηµείο αὐτό αντλεί uno τον Πολύβιο, μαθαίνουμε ότι στι χωόνια του Φιλίππυυ Ε΄ τελούνταν στην Αίνεια µία φορά το χρόνο λαμπρή Μιορτή προς τιμήν του ήρωα πτίστη της πόλης, στην οποία έρχονταν να σι]ιμετάσχουν και άνθρωποι από τη Θεσσαλονίκη: proficiscuntur ab Thessalonica Aeneam ad statum sacrificium quod Aencae conditori cum magna cacrimonia quotannis faciunt. Eivau λογικό va υποέσουμµε ότι εκτός ἀπό τον Αινεία τιμές ACL λατρεία δεχόταν KALE η μητέρα του η Αφροδίτη, τον ναό της οποίας είχε
ιδρύσει O ίδιος σύμφωνα
µε την παράδοση.
Γνωρίζουμε εξ άλλου ότι στη
Οισσαλονίκη η λατρεία του Αινεία επέζησε ως την αυτοκρατορική εποχή από
τη μνεία της συνηθείας τοῦ ἤρωος Αἰνειατῶν σε Eva επιτύµβιο ανάγλυφο από TO δυτικό νεκροταφείο της πόλης Mov χρονολογείται το 125/6 μ.Χ.20. ὠστύσο, στην περιοχή της Αίνειας dev έχει βρεθεί ὡς τώρα κανένα ίχνος «πό τον ναό που μνημονεύει ο Λιονύσιος ο Αλικαρνασσεύς απαριθιιώντεις τα ιερά της Agpooitng των οποίων η ίδρυση αποδιδόταν στον Αινεία. Αυτή
είναι η μόνη μαρτυρία που έχουµε για την ὑπαρξή Tow μπορεί όµως να Orwρη0εί αξιόπιστη. εφ) όσον τα υπόλοιπα ιερά της Αςροδίτης Tov αναφέρονται στο ίδιο χωρίο είναι υπαρκτά. Ot κάτοικοι των περιοχών όπου υπήρχαν πι-
ρόμοια ιερά είχαν συμφέρον να προβάλοιν τη λατρεία της Aypoditng και vu τη συσγχιτίσουν µε TOV Αινεία για να κερδίσουν την εὖνοια των Ρωμαίων.
in onore di Massimo «How
Pallottino. Roma
to Reconcile Greeks and Trojans»,
{1-13 Ottobre
1979. Ρώμη
1981,
145-58°
A.
Momigliano,
Afededelingen der Konikliyke Nederlandse Akademie
van
Werenschapen. Ald. Letterkunde nr. 45. 9 (1982) 231-54 (= Settima contributo alla storia dee studi classici ¢ del mondo antico [1984] 437-62): J. Poucet, Les origines de Rome, Βωυζέλλες 1985, IK4-S8, 287. Ενδιαφέρουσα εἶναι TVOGY ATH συζήτηση Tov θίµατος απὀ tov P. M. Martin, «Eneée chez Denys d’Halicarnasse. Problèmes de généalogie», MEFRA 101 (1989) 113-39. 27. Στράβων. Peavy. wt, ZI Διονύσιος Akızupvaoaevs, Pos. Αυχαιολ. 149, 4. Πω). Paρα ορίου, ο τ. (on. 12) 200. 28. II Λίνεια Ep ανίζεταν ως αὐτόνοµη πύλη καν µετά TOV συνοικιαµό της Θεσσαλονίκης, PA. Zahrnt. 6.7. Cone 12) 144, Papazoglou, 67. (σημ. 2) 418 σημ. 17 κιν πρόσφατα M. B. Hatzopoules, Macedonian Institutions under the Kings LA Historical and Epigraphical Study, Μελετηture 22 (1996) 120 σημ. 3, ὑπο και n OZEAN ByAtoyeug ia. 29. D. Pandermalis, Kio 65 (1983) 163-64 eux. Lata. Bull. cpigr. 1987, 690 (M. HatzopouIOS), GTON επισημαίνεται σωστά η ONCE TON ἔχει TO HYMELO OS HUPTIELG για τη AuTpria του Ave στη Οσο ονκη.
Ε λατρεία της Agpoditig στην περιοχή Tou Θερμαίου κόλπου
1335
ιδιαίτερα µετά την επικράτηση Tov lovAiov Καίσαρα και αργότερα του θετού του γιου Οκταβιανού, που ανήγαν την καταγωγή του γένους τους, των lovλίων, στον Ίουλο, γιο του Auveia”, Αυτού του είδους η μυθολογική προπαγάνδα χωησιμοποιήθηκε ευρύτατα στα πρώιμα αυτοκρατορικά χρόνια: Xayaπτηριστική είναι η περίπτωση του |λίου, του οποίου οι Κάτοικοι, θεωκύντας
ότι ήταν απόγονοι των Τρώων, προέβαλλαν επίσηµα τη συγγένειά TOUS µε την οικογένεια των Ιουλίων»!, Ο ίδιος ο Διονύσιος, Ρωμ. Αρχαιολ. I 50, 4, αναφέρει τρία ιερά της Αφροδίτης Αἰνειάδος στη Λευκάδα, το AXTLO και την Außoaxia, των οποίων ιδρυτής θεωρούνταν ο Αινείας. Η επίκληση αυτή της Αφυοδίτης μαρτυρείται µόνο από τον Διονύσιο και είναι πιθανότατα εφεύρημα των χρόνων του Αυγούστου2ξ: η δημιουργία της δείχνει όµως πόσο µεγάAn προπαγανδιστική αξία είχε αποκτήσει η λατρεία της θεάς στην Ελλάδα
την εποχή αυτή. Ένα ενδιαφέρον παράλληλο προσφέρει η επίκληση Αφροδίτη Ἁγχισειάς, µε την οποία οι κάτοικοι της Τρωάδας τίµησαν τη Aißıkka, yuναίκα του ανεψιού του Αυγούστου Δρούσουᾖ": το επίθετο αναφέρεται προφαVG στην ερωτική σχέση της θεάς µε τον Αγχίση, καρπός της οποίας υπήρξε ο Αινείας.
Είναι evAoyo να υποθέσουμε ότι η λατρεία της Αφροδίτης μεταφυτεύθηκε από την Αίνεια στη Θεσσαλονίκη (όπως συνέβη µε εκείνην του Αινεία), αν όχι
HON από την εποχή του συνοικισμού, πάντως στα ῥωμαϊκά χρόνια’ έτσι µποvet να δικαιολογηθεί η ιδιαίτερη σηµασία που διαπιστώσαμε ὅτι έχει στην
πόλη και την πἐριφέρειά της κατά την αυτοκρατορική περίοδο. Το κέντρο της Oa πρέπει να το εντοπίσουµε στη δυτική πλευρά της πόλης, στην περιοχή των
ιερών, κοντά στο Σαρατιείο, ard ὀπου προέρχονται τα δύο αγάλματα που αναφέραμε στην αρχή. H σκέψη αυτή µας επιτρέπει να προτείνουμε τον duσχιτισιό ενός σημαντικού ευρήµατος µε τη λατρεία της Αφροδίτης. Σε [HUM 30. A. Wlosok, Die Göttin Venus in Vergils Acneis, Heidelberg 1967, 62-63. 5. Weinstock, Divus Julius, OZq agony 1971, 15-18. Έτσι εξηγείται γιατί η ταράδοση για την κατα ωγή των Ρωμαίων απὀ των Αινεία γνωρίζει τόσο μεγάλη διάδοση από TA χρονια αυτά και έπειτα. TU. Weinstock, 0.77., 254: «It is therefore possible to suggest that in spite of all the earlier tradition, literary and religious, the Trojan legend would not have become popular and prominent without the intervention of Cesar. 31. PP. Frisch, Die Inschriften von Hion, Inschritten griechischer Städte aus Kleinasien 3 (1975) uw. 82,87. Hoomnfoo τοῦ vévous τῶν Se Hace αποκαλείται η AygOdLTN OT µία επιγοάφή της Aypodimdädus' PA. L. Robert, Aart 35 (1966) 416-17 om. 1. Γενικα ue tn «συγγένεια» ελληνι: “ON TON JE Ρωμαίους cartoapatoors BA. L. Robert, Heflenica | (1930) 56-59: 11 (1950) 145-46° Bull. epier. 1961, 657, 32. BA. Galinsky, 0.T. (on. 26) 65-70. To tou της Ay oodutns στη Artzudd, TO οποίο ανέgro ac ο Βρυων (Zt pos, Σχύλια στην Aveo 11 279) εἶχε ιδρυθεί, olpıy wva pe puuv ἄλλη εκδοχή, TO τὸν Pave tov Λεοβιο: ποβ. J. Poucet, MEFRA 101 (1989) 78. 33. Frisch, 6..7., αρ. SN.
1336
Fyqgervornd Bourvods
απόσταση βορείως του Σαραπιείου, στη διασταύρωση των οδών Λιοικητηυίοι!
χαι Κρυστάλλη, βρέθηκαν το 1920 αρχιτεκτονικά µέλη που προέρχονται από έναν µεγάλο υστεροαρχαϊκό ιωνικό ναό, κατασκευασµένον από θασίτικο μάρμαρο (Εικ. 1-4), ενώ άλλα µέλη του ίδιου ναού υπήρχαν διάσπαρτα στην
πόλη”. Ούτε ANG την πρώτη ανασκαφή, αλλά OÙTE καν από μεταγενέστερες έρευνες στον ίδιο χώρο προέκυψε κάποιο στοιχείο που να επιτρέπει να ταυτίσουµε τη θεότητα στην οποία ήταν αφιερωμένος ο ναός. OT. Μπακαλάκης, που ασχολήθηκε µε το θέµα, προσπάθησε va τον συσχετίσει µε τον Διόνυσο,
έναν θεό του οποίου η λατρεία είχε βαθιές ρίζες στην περιοχή χαι ήταν µια από τις σημαντικότερες της Θεσσαλονίκης από την ἱδρυσή της ως την όψιμη αρχαιότητα”». Ωστόσο, n ταύτιση του υστεροαρχαϊκού ναού ὡς κέντρου της λατρείας του Διονύσου
στηρίχΌηκε από την αρχή σε επισφαλή επιχειρήματα χαι Sev
επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία που έχουν στο μεταξύ προκύψει, Extdc and τα λείψανα του υστεροαρχαϊκού ναού, τα ευρήματα από το κέντρο της Θεσ-
σαλονίκης που χρονολογούνται πὺιν από το τέλος του 4ου αι. π.Χ., SnAady πριν ἀπό τον συνοικισμό της πόλης, είναι λιγοστά και χωρίς ιδιαίτερη σηµαoia*®, Δύσκολα µπουεί επομένως να γίνει δεκτή η υπόθεση του Μπακαλάκη
ότι ο ναός σχετίζεται µε την αρχαία Θέρμη»7, την οποία τοποθετεί, µαζί µε άλλους μελετητές)ὃ, στη θέση της μετέπειτα Θεσσαλονίκης, όπως είχε προτείver ήδη o Tafel??, H θεωρία αυτή προσκρούει και σε άλλες σοβαρές αντιρρή-
34. G. Bakalakis, «Therme - Thessalonike», AntK 1. Beih. (1963) 30-34. Nt. Χριατιανότωιhog, Η αρχαία Θέρμη και η idgvon της Θεσσαλυνίχης, Oraaadoving 1991, 38-44, όπου απεικυνίζονταν και τρία σχέδια tou Γ. Μπακαλάκη επιμελανωμένα απὀ tov A. Κούντυυσα (em. 4. 5,
6). Ta σωζόμενα µέλη tov ναού απαφιθμούνται στον κατάλογο των A. Β. Γραμμένου
«ϱ,
Κνιάκη, Κατάλυγος αρχιτεκτυνικιύν μελών tov Μουσείου Θεασαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1994, 21-33, αρ. 1-29. ‘ 35. Γ. Μπακαλάκης, «lego Διονύσου xat φαλλικά ὀρώμενα στη Θεσσαλονίκη», Αυχαία Μακεδονία Ul (1983) 31-43.
36. M. Τιβέριος, «ATO τα απομεινάρια ενός πρυελληνιστικού ιερού περί τὸν Θερμαῖων κώλποων», στων τύµο; Μνήμη A. Λαζαρίδη, Θεασαλυνίκη 1990, 74-75 και σημ. 15, 77-78 και σημ. 37. ATO τα υπύλοιτα εωρήµατα αρχάϊκὠν και κλασικών χρόνων απὀ την ευρύτερη περιοχή της
Θιασαλονίκης Tov απαριθμεί ὁ Χριστιανόπουλος, ὁ.π., 44-46, κανένα Sev πωοέρχεται µε βεβαιότηῖτα απὀ την πύλη. 37. Βλ. τις μελέτες του αναφέρονται στις anu. 34 και 35. 38. Βλ. M. Vickers, «Therme and Thessatonike», στον τόμο: Ancient Macedonian Studies in Honor of Charles F. Edson, Θεσσαλονίκη 1981, 327-33- Vitti, ό.π. (onu. 11) 42, 78. 39. Th. L. Fr. Tatel, De Thessalonica ejusque agro dissertatio geographica, Βερολίνυ 1839, v χ.ε., 12, 14 4€. TOR. Papazoglou, 6.7. (onu. 12) 190 και σημ. 24. Την τοποθέτηση της Θέρμης om Θευσαλυνίκη τη ὀέχθηχε µε επιφυλάξεις xat ο Edson, 6.7. (onu. 12) 100-104: of. L. Robert, RPA 1974, 220-21. BA. επίσης Vitti, 6.7. (σημ. 11) 42, 78.
H λατρεία της Αφροδίτης στην περιοχή του Bepgtaiov κόλπου
σεις, NOV δεν είναι δυνατόν να τις εξετάσουμε Ed.
{337
Το πιθανότερο είναι,
πατά τη γνώµη pov, ότι η αρχαία Θέρμη βρισκόταν στο Καραμπουρνάκι, όπως φαίνεται να το διαισθάνθηκε ήδη ο Κ. A. Ρωμαίος41, το πρότεινε ο Ν.
6. M. ότι ται
L. Hammond* και το υποστήριξε πρόσφατα µε πειστικά επιχειρήματα ο Τιβέριος/». O Μπακαλάκης, για να παρακάμψει τη δυσκολία, θεώρησε O μεγάλος αυτός υστεροαρχαίκός νωνικός ναός ήταν δυνατόν να υψώνεµόνος του σε έναν αραιοκατοικηµένο χώρο που έγινε αργότερα τµήµα της
πόλης του Κασσάνδρου, όμοιος µε τις µεγάλες προσκυνηµατικές εκκλησίες
(Wallfahrtskirchen) της δυτικής Χριστιανοσύνης. Ας έλθουµε όμως στο βασικό επιχείρηµα του Μπακαλάχη: Σύμφωνα µε µια ενδιαφέρουσα μαρτυρία του αρχιεπισκόπου της πόλης Λέοντος του Maθηματικού, που περιέχεται σε µια ομιλία του του έτους 842 μ.Χ.4», υπήρχε στην αρχαία Θεσσαλονίκη περιοχή µε την ονομασία «Φαλλός», Evda τὴν τῶν φαλλῶν οἱ Ἕλληνες nyov ἀσχήμονα τελετήν. Πρόκειται προφανώς για φαλλαγωγίαν προς τιµήν τον Διονύσον. Η συνοικία διατήρησε το όνομά της χαι στα βυζαντινά χρόνια, παραλλαγμένο όµως επί το σεµνότερον: συνοικία του Ομφαλού, Από την ίδια πηγή μαθαίνουμε ότι η περιοχή του «Φαλλού» συνόρευε µε την εβραϊκή συνοικία. Κατά tov T. Θεοχαρίδη αυτή n tadaia 'Εβραϊς βρισκόταν «στη δυτική πλευβά της αρχαίας αγοράς ή της σημερινής πλατείας Δικαστηρίων»4ό, Με βάση την άποψη αυτή ο Μπακαλάκης τοποθε-
TEL το ιερό του Διονύσου δυτικά της ρωμαϊκής αγοράς και βόρεια της ONHEοινής Εγνατίας, δηλαδή περίπου στο σηµείο όπου ανακαλύφθηκαν τα µέλη
40. Βλ. τη διεξοδική συζήτηση της Papazoglou, ό.π., 190-96, απὀ την ὁπυία φαίνεται ote ύλον ot αρχαίοι συγγραφείς διακρίνουν τη Θέρμη and τη Θεσσαλονίκη: πρῄῇ. Vitti, 6.7. (anu. 11) 37-39. To θέµα της τοποθεσίας της Θέρμης to εξετάζει λεπτυµερώς Kar O Χριστιανόπουλος, 7. (an. 34) 23-54, u ὁποίυς συνοψίζει Ta επιχειρήματα του Μπακαλάκη (34-37), 41. Ο K. A. Ρωμαίος, «Mov éxecto η παλαιά Θέρμη;:», Μακεδονικά 1 (1940) 1-7, υποστήνιξε OTL η Θέρμη υικούνταν κωμηδύν και ότι ένας CATO τοὺς οικισμούς AOV την απυτελυύσαν βρισκο-
ταν στυ Καραμπονυρνάπι. Δεν απέδωσα επομένως σωστά την άποψη tov Ρωμαίον ὅταν έγραψα OTL τοποθέτησε την αρχαία Θέρμη ato Καραμπυυρνάχι σε πρόσφατη εργασία pov: Ε. Voutiras, Kernos 9 (1996) 243 σημ. 3. 42. Ν. G. L. Hammond, A History of Macedonia I. Historical Geography and Prehistory, O&-
φύρδη 1972, 150-51. 43. M. Τιβέριος, «Ontpaxa ard to Καραμπουρνάκι», AEMO | (1987) 247-60: o ίδιος, 6.7. (σημ. 36) 71-81. 44. Μπακαλάκης, 0.7. (anu. 35) 32. H Tagopoiwon οφείλεται στον Erwin Bielefeld. 45. To χείµενυ δημοσιεύθηκε απύ tov V. Laurent, Melanges Tisserand IH, Studi e Testi 232 (1964) 281 κ.ε. O Μπακαλάκης, 0.7. (onu. 35) 34-38, παραθέτει και σχολιάζει τα χωρία ποι αναφέρονται στο σηµείο της πόλης όπων γινόταν η τελετή tov φαλλούῦ. 46. Γ. 1. Θευχαρίδης, «Ayvwata τυπυγραφικά της Θεσσαλυνίκης», Μακεδονικά 5 (196163) 10-14.
1338
FyypeavovnaA Bovrveds
τοῦ νωνικού vaoin?, Σήµερα ξέρουμε όµως ότι η υποθετική αυτή ταύτιση του
ιερού του Διονύσου dev ευσταθεί. Η μεσαιωνική συνοικία του Ομφαλού εξακολούθησε να υπάρχει και στα χρόνια της οθωμανικής χνυριαρχίας, όπως φαίΐνεται από τουρκικά έγγραφα που μελέτησε ο Β. Δημητριάδης, ο οποίος
έδειξε πειστικά(δ ότι αυτή δεν βρισκόταν δυτικά της Παναγίας των Χαλκέων, όπως πίστευε ο Μπακαλάκηςό, αλλά βορειότερα, δυτικά του Διοικητηρίοι.. και ότι η «λεωφόρος» που την όριζε προς VOTOV αντιστοιχούσε όχι στη σηµερινή Εγνατία, αλλά στην οδό Αγίου Δημητρίου. Σε εκείνη την περιοχή πρέπει να αναζητήσουμε το ιερό του Διονύσου, που δεν µπορεί συνεπώς να σχετίζεται µε τον υστεροαρχαϊκό ιωνικό ναό, τα λείψανα του οποίου βρέθηκαν νοτιότερα. Στην προσπάθεια ταύτισης του ναού βοηθά ένα σηµαντικό στοιχείο που
επισήμανε ο Μπακαλάκης: τα µέλη του ναού φέρουν αρχιτεκτονικά γράµµατα, τα περισσότερα από τα οποία ανάγονται στην πρώιμη αυτοκρατορική εποχή. Αυτό σηµαίνει ότι ο ναός διαλύθηκε και ανακατασκενάσθηκχε
εκ βά-
θρων στα χρόνια αυτάδο. Ένας Eévos αρχαιολόγος που συζήτησε το θέµα µε τον Mnaxakaxn?!
παρατήρησε ότι τα αρχιτεκτονικά γράμματα οδηγούν στη
σκέψη πως ο ναός δεν βρισκόταν αρχικά στη Θεσσαλονίκη, αλλά µεταφέρOnxe εκεί ἀπό αλλού, είναι ὃηλαδή Eva ακόµη παράδειγµα «περιπλανώμενου ναού» (itinerant temple), για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο που καθιέρωσεο
Homer Thompson*. To γεγονός ότι κανένα εύρημα από την περιοχή όπου ήρθαν στο φως τα µέλη του ιωνικού ναού δεν είναι παλιότερο από τη QWUH
εποχή ενισχύει την υπόθεση αυτή. Πρέπει άλλωστε να επισηµάνουµε
47. Μπακαλήκης, 0.7. (σημ. 35) 40-43. 48. Β. Δημητριάδης, H τοπυγραφία της Θγήσαλονίκης κατά την ἐπυχή της ΤουρκοχράTiaz, 1430-1912, Θεσσαλονίκη 1984, 30-31. Ο Δημητριάδης, 0.7. 44 σημ, SO, γνωρίζει την ἀποφῃ tou Μπακαλάκη, αλλά DEV αποδέχεται τοὺς τοπυγικιφικούς TOV σισχετιοαμούς, OL οποίοι ερχοντα σε αντιύεση µε τι στοιχεία των τουρκικών αρχείων. 49. ο Μπακαλάκης, 0.7. (onu. 39) 39 σημ. 98. γνώθιζε auto τον Β. Δημητριάδη ότι η ouVOLALE του OG GAO αναφέρεται σε τουρκικά ἐγγναφα. DEV είχε ὁμως ολοκληρωμένη εικυνα του θέματος HAL γιά Tov λογο αυτόν θέώρονσε OTL OL αναφορές αὖτες συμβιῤάζονται µε την TOY
του,
50. Μπικαλάκης, 0.7. (σημ. 35) 34. Μια δεύτερη, μικούτερης ἑχτασης επισκευή µαρτηρείται κατά τον Μπάκαλακη από OVO μενα ὑτέρα και πρυχειρύτερα χαραγμένα σηµείε στην πίσω όψη OVO κιονοκράνων TOV ναού (EUX. 4).
51. O Μπιακαλάκης DEV αναφέρει TO ὀνομά τον επειδή ενωχλήθηκε, ὅπως φαίνεται, (CTO τον τρόπο TOU (A. 14): «Ξένος οναδιλφος FLOLÉF σε πυωφορική αυζήτηση την ιδέα µε αρκετή plc λιστα
ειρωνία, σα VEWTEQOS
TOV
είναι, χτλ.».
Στον
T. Λεσοπινη, TOU
ήταν
τότε επιμελητής
στην
φορτία Πωοϊστορικών και Κλασικών Αογαιυτήτων Θεσυαλονίχης, οφείλω την πληωυφορίά ότι ο «ξένος ο νήδελ(ος» ἦταν ο Felix Eckstein. 52. Η. A. Thompson, «ltinerant Temples of Altica», AJA 62 (1966) 200 (περίληψη avazoiVOIS).
H λατρεία της Αφρώίτης στην περιοχή του Θερμαίον κόλπου
1339
ότι μεταφορές ναών είναι γνωστές κυρίως ANO την Αττική και τοποθετούνται χρονολογικά στην ίδια περίοδο στην οποία ανήκουν τα αρχιτεκτονικά γράµµατα του ναού της Θεσσαλονίκης, ὁηλαδή στα πρώιμα αυτοκρατορικά χρό-
vues, Ον λόγοι για τις μεταφορές ναών απὀ διάφορα µέρη της Αττικής στην Αγορά της Αθήνας ήταν κυρίως πολιτικοί και σχετίζονταν ενδεχομένως µε την προσπάθεια να τιμηθούν ο Αύγουστος και η οικογένειά To", Το ίδιο θα ήταν ὀννατόν να ισχύει και για τον ιωνικό ναό που μεταφέρθηκε την εποχἠ
αυτή στο κέντρο της Θεσσαλονίκης και στήθηκε στην περιοχή των ιερών, δυτικά της ρωμαϊκής αγοράς. Ξέρουμε από µια χαμένη σήµερα επιγραφή ότι υπήωχε στην πόλη ναός τοῦ Καίσαρος ---αφιερωμένος σύμφωνα µε όλες τις ενδείξεις στον Ιούλιο Kaioaya— που είχε ιδρυθεί στα χρόνια του Avyotstows, Η ὑπαρξη λατρείας του Ιουλίου Καίσαρα στη Θεσσαλονίκη HAYTUρείται και από νοµίσματαδό. Δεν γνωρίζουμε από πού προήλθε η πρωτοβοι)-
dia για τη δημιουργία της, μπορούμε όµως να το υποθέσουμε: H Θεσσαλονίκη. που πριν απὀ τη Hayy των Φιλίππων είχε ταχθεί µε την πλευρά του Οκταβιανού και του Αντωνίου, ανταμείφθηκε µε την απονομή του προνομίου) της «ελεύθερης πολιτείας»»7. Στα χρόνια που ακολούθησαν πρφοσδέθηκε, όπως άλλωστε και οι περισσότερες πόλεις της ελληνικής Ανατολής, στο out του Αντωνίου και για τον λόγο αυτόν Oa πρέπει να βρέθηκε σε δύσκολη θέση µετά την ήττα του τελευταίου στο Άκτιο. Ενδεικτικό είναι ότι η γωονολόνηση 53. Για tons «πεωπλανιόμένους ναούς» της Αττικής BA. H. A. Thompson - R. Ε. WycheΓΙΟΥ, The Athenian Agora XIV: The Agora οἱ Athens, Princeton 1972, 160-68, ὑπου χοϊμμοπυιείταν ο OQOS «μετ UTEVPLEVOL νεο» (transplanted temples): top. A. Petronotis, «*Wandernde” Tempel Le, στον topo: Zrin. Tonos εις μνήμην N. Kovrodéovrog, Αθήνα 1980, 328-30. Meta. OU ναών οτα γαόνια του Λυγούστου εἶναι πολή πιθανή και on Νικόπολη της Hitrigorr PA. W. Hoeptner - EL. Schwandner, Haus und Stadt im Klassischen Griechenland, Βερολίνω- Μόναχο 21994, 144 και σημ. 324. 54. BA. ayetiad ο W. Bowersock, «Augustus and the East: The Problem of the Succession», στον topo: Ε. Millar - E. Segal (EAU), Cesar Augustus. Seven Aspects, Aovaivo 1954, 169-88, LT. 170-758. Alcock, Graccia capta. The Landscapes of Roman Greece, Cambridge 1993, 191οὐ: M. Torelli, Ostraka 4 (1995) 9-31. Κάπως δια ὀρετιχὴ εἶναι η ἄποφη της S. Walker στων τόμο; Μ.Ο, Hott -δ. 1. Κοιτο (επιμ. The Romanization of Athens. Proceedings of an International Conference held at Lincoln, Nebraska (April 1996), Οξφόρδη 1997, 69-72. 55. L. Duchesne - Ch. Bayet, Mémoire sur une mission au Mont Athos, Παρίσι 1976, 11-12, av. 1. Ch, Edson, HESCPST (1930) 126-29, 132-33. IG X 2, I, up. 31. To συμπέωασμα ὅτι πωοκειτιει yur vao του lovkiov Κιάσασα οφεἰλετία στων A. D. Nock: PA. Edson, 6.7., 132. O L Touratsoglou. Die Miinestatte von Thessaloniki in der römischen Kaiserzeit (32/11 v. Chr. bis 268 n. Chr. AMUGS ΧΙΙ (1985) 10 σημ, 31, παρατηρεί COMTE οτι η ανεύρεση της ἐπιγωαής στα τωέπια της Καασνδρεωτικής πύλης, στην ανατολική TAEVOÉ της πύλης, DEV COTOTEACL κριτήριο ια τη Orem TOT νο AOL OF el πιίκιναν ὅτι SRLOZOTAY ETO δυτικό µέρος, OTNV περιοχή των Lead (BA. πιο πανω, an. 11). Πάντως τα Toop mate της επιγραφής dev έχουν όλα Aled (κανοπυνητικά. Sé. Weinstock, ο τ. (σημ, 30) 304, πιν. 30, 1-2. 57. BA. Touratsoglou, 6.7. 6-7 και ont. 10, OTOU OVEYTOUVTUL OF παλαιότερες CLTOWELS,
1340
Εμμανουήλ Bovrupas
HE «έτη Αντωνίου» που είχε εισαχθεί λίγα χρόνια πριν εγκαταλείφθηκε, όπως μαρτυρούν τρεις επιγραφές, σε δύο AIO τις οποίες το όνοµα του Αντωνίου έχει απαλειφθείὀὸ, Ένας εὔσχημος τρόπος για να κερδίσουν οι Θεσσαλονικείς την εύνοια του νικητή Οκταβιανού ήταν να τιμήσουν τον θεοποιηµένο θετό
πατέρα του, τον Divus Julius”. Μέσα σε αυτά τα συμφραζόμενα η λατρεία της Αφροδίτης αποκτά ιδιαίTEEN σημασία, καθώς είναι προφανές ότι ο θεοποιηµένος Ιούλιος Kaioag εὖχολα μπορούσε να συλλατρεύεται µε τη µιθική πρόγονό του: Ο ίδιος είχε ιδρύσει τον ναό της Αφροδίτης Γενετείρας (Venus Genetrix) oto Forum Iulium που κατασκεύασε στη Ρώμηθθ, Ξέρουμε ακόµη ότι Οκταβιανός (ο µετέπειτα Αύγουστος) µετά τη ὑολοφονία του θετού πατέρα του τοποέτησε το
άγαλμά του στον ναό αυτόνό!, Φαίνεται επομένως πολύ πιθανή η υπόθεση ότι και στη Θεσσαλονίκη ο Ιούλιος Καίσαρ λατρευόταν pati µε την Αφυοοδίτη. Ὑπήρχε άλλωστε yu’ αυτό και ένας επί πλέον λόγος: Όπως είδαμε, οι Θεσσαλονικείς είχαν το προνόμιο να διαθέτουν σε µικρή απόσταση από την πόλη
τους, στην Αίνεια, έναν αρχαίο ναό της Αφροδίτης, τον οποίον σύμφωνα µε την τοπική αλλά και ευρύτερα αποδεκτή παράδοση είχε ιδρύσει ο μυθικός γενάρχης των Ρωμαίων και ιδιαίτερα του γένους των [ουλίων, ο Αινείας. Τι
πιο τιμητικό από το να μεταφέρουν στην πόλη τους τον επιβλητικόν αυτόν ναό και να τοποθετήσουν µέσα, ὡς σύνναον θεὀν της Αφροδίτης, τον [ούλιο Καίσαρα --ἦ (το πιθανότερο) για να τον επανιδρύσουν δίπλα σε έναν ναό όπου λατρευόταν ο Ιούλιος Καίσαρ; Με τον τρόπο αυτόν υπογράμµµιζαν Tavτόχρονα TOUS συγγενικούς δεσμούς που TOUS συνέδεαν µε την κοσµοκράτειρα Ρώμη και ειδικότερα µε τον ηγεμόνα της, από τον οποίον εξαρτιόταν η διατήρηση των προνομίων της πόλης τουςό2, Κατά τη γνώµη µου ο υστεροαρχαϊκός ιωνικός ναός της Θεσσαλονίκης ὃεν είναι άλλος από τον ναό της Αφροδίτης στην Αίνεια. Αν είναι ÉTOL, πυόπειται για μνημείο µε ιδιαίτερη ιστορική σημασία, καθώς n αρχική του θέση 58. IG X 2, 1, ay. 83,
109,
124 (στην τελευταία to όνομα
tou Αντωνίου
dev έχει απά-
λειφθει). 59. Σχετικά µε τη θεοπυίήση tov Ιουλίου Καίσαρα και trv πρυώθησή της ατύ τον θετό το) ylo Οκταβιανό σε αντίθεση µε τον Μάρχκυ Αντώνιο, 0 ὁπυίος εμφανιζόταν επιφυλακτικότερυς
για να µην έλθει σε σύγκρουση µε τη Σύγκλητο, BA. A. ΑΙΟῑάἰ, «La divinisation de César dans la politique d'Antoine et d'Octavien entre 44 et 40 av. J.-C.», RN 1S (1973) 99-128 και τις παρατηυήσεις tov ίδιου, Gnomon 47 (1975) 115-709: app. Η. Gesche, Caesar, Darmstadt 1976, 169-72. 60. Για τις σχετικές μαρτυρίες και τη σημασία της πράξης αυτής βλ. R. Schilling, La reli-
gion romaine de Vénus, [Παρίσι 21982, 307-24. 61. Δίων Κάσσιως XLV 7, 1. Hop. Weinstock, 6.7. (σημ. 30) 371, 393. 62.0). Rives, «Venus Genetrix Outside Rome», Phoenix 48 (1994) 294-306, παρατηρεί ὅτι η εξάπλωση της λατρείας της Venus Genetrix στις επαρχίες TOV ρωμαϊκού κράτους οφείλεται όχι σε πρίµκίσεις Ρωμαίων αξιωματούχων, αλλα σε TRWTUPOVALES των τοπικών κοινωνιών.
H λατρεία της Αφροδίτης στην περιοχή του Θευμαίου κόλπου
141
και η τοπική παράδοση που τον συνέδεε µε τον Αινεία χαι τις περιπλανήσεις του στη θάλασσα µετά την αναχώρησή του από την Τροία φαίνεται να έπαιξε σηµαντικό ῥόλο στη μυθολογική επιχειρηµατολογία µε την οποία où λόγιοι από τα χρόνια του δεύτερου Μακεδονικού πολέμου ὡς την εποχή τον Αυγούστου προσπάθησαν (ανάλογα µε τις πολιτικές σκοπιμότητες) να υποστηρίEowv 1 va αποροίψουν την ύπαρξη πατρογονικών σχέσεων ανάµεσα στους
Έλληνες και τους Ρωμαίουςό». Τµήµα Ιστορίας - Αὐχαιολογίας Α.Π.Θ.
63. Για το θέµα auto BA, (εκτὺς από τη βιβλιογοαφία TOU αναφέρεται OTH σημ. 26): E. Weber, «Die trojanische Abstammung der Römer als politisches Argument», WSr n. Ε. 6 (1972) 213-15 (ανατύπωση [LE σὐιπλήριυμα στον Tone: E. Ohlshausen - H. Biller, Antike Diplomatie, Darmstadt 1979, 243-95) E. Gabba, «Sulla valorizzazione politica della leggenda delle origini troiane di Roma tra He II sec. a. C.», στον τόμο; M. Sordi (επιμ). I canali della propaganda nel mondo antico, Μιλάνο 1976, 834-101: J. G. Farrow. «Aeneas and Rome. Pseudepigrapha and Politics», C/ 87 (199192) 339-59, A. Coppola, Archatologhia ὁ propaganda, Ρώμη 199$, 13-49.
Εμμανουήλ Bovrigic
TE
1342
Εικ. I. Κάτω τµήµα ιωνικού xiova µε βάση από tov υστεροαρχαϊκό ναό της Θεσσαλωνίκης. Θεσσαλονίκη, Αὐχαιολυγικό Μουσείο.
Te
Barnavi ο
vo‘
Εικ. 2. Κατώφλι του υστεροαρχαϊκού ναού της Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη. Αυοχαιολογικό Μωυσείο.
H λατρεία της Αφροδίτης στην περιοχή του Θερµαίοι xoLror
1343
Εικ. 3. Ιωνικό κιονύκρανο από τον voregoupyraïxé ναό της Θεσσαλονίκης, rvoobia όψη. Θεσσαλονίκη, Αρχαιολογικό Μουσείο.
2
+ a
VIA = irà : αι
RER
|
Mie > LES ee 2 ‘ ος.
Se
«3
+
ο + η x | a os
ad Le
ve
“
Εικ. 4. Ιωνικό κιονόκρανο απὠ TOV υστεροαρχαϊκό ναό της Θεσσαλονίκης, ὠπίσθια
όψη. Θεσσαλονίκη, Αρχαιολογικό Mouveio,
107
SOME ASPECTS OF THE PREHISTORIC
Nancy
C.
OCCUPATION
OF GREVENA
Wilkie
During four seasons (1987-1990) of surface survey, members of the Grevena Project investigated nearly 400 archaeological sites ranging in date from Early Neolithic to the opening years of WWII'. Of these, 318 produced sufficient remains (i.e., architecture, pottery, or other artifacts) to meet
the
criteria we have established for inclusion in our site catalog. All of the territory within the modern boundaries of the nomos of Grevena
(ca. 2500
square
kilometers)
was
included
in our
survey
area.
This
allowed us to examine a wide variety of geographical and topographical areas, from the peaks of the Pindos in the west, to the valley and terraces of the Haliakmon in the central part of the nomos, and the peaks of the Vourinos in the east. One result of this broad geographical and chronological scope is that we are now able to recognize changes in settlement patterns from EN to modem times in Grevena?. Two prehistoric periods for which site distribution patterns suggest very dissimilar uses of the landscape are the Early Neolithic and what we take to be a period of time within the Late Bronze Age.
1. The Grevena Project, directed by N. Wilkie, was conducted under the auspices of the American School of Classical Studies at Athens in cooperation with the Greek Ministry of Culture. We would like to thank K. Gallis and G. Toufexis of the IE‘ Ephoreia of Prehistoric and Classical
Archaeology for their enthusiastic support of our work. Funds for the project were provided by grants from the National Geographic Society, the Institute for Aegean Prehistory, Carleton Coilege. the Keck Geology Consortium, the Keck Foundation, the Archaeometry Lab at the University of Minnesota Duluth, Victoria University of Wellington, Boston College, and many private donors.
We especially acknowledge the support of the many officials and residents of Grevena, whose help has been indispensable. The illustrations were produced by 5. Mooney and B. Klawiter. Finally, M. Savina’s work on the evolution of the landscape in Grevena has been an invaluable contribution to the project. 2. For a briel report on the first three seasons of field work, see N. Wilkic. Ancient Macedonia V, 1993, Vol. 3, 1747-55,
1346
Nancy C. Wilkie
Early Neolithic
We have identified a total of 17 sites with secure evidence for occupation during the Early Neolithic period (Fig. 1)?. Most are situated on the broad, relatively flat terraces of the Haliakmon
and its tributarics. i.e. some
of the
Icast eroded and lowest areas of the nomos (ca. 440-700 m above sca level). Virtually all of the sites are less than a km from a perennial stream, and a icw are even located in river bottoms. We recognize that other EN sites must exist in Grevena, and in fact a few have been identified since the completion of our survey‘. There may be
additional EN sites in the Karpero and/or Dheskati/Dasohori basins, but our cxpcrience
suggests that most
prehistoric sites in these areas are so deeply
buricd as to remain undetected by surface survey. More problematic is the possibility that there were EN sites in the more sloping, erodible parts of the landscape. Although it could be argued that erosion has caused all evidence for EN sites in these upland areas to disappear, the fact that we have found artifacts of other prehistoric periods widely, if thinly distributed over the slopes there makes it unlikely that we would have missed entirely whatever evidence remains for EN occupation.
Early Neolithic settlers may have been drawn to the broad, relatively flat river terraces in Grevena where they would have found good possibilities for agriculture, limited grazing, hunting, and fishing. In addition, their major trails may have followed river courses. Yet, unlike EN settlers in the middle
Haliakmon valley“, they seem to have preferred to scttle on the higher terraces rather than on those directly adjacent to the river. The only EN site in Grevena that is located directly on the river is that at the confluence of the Xcropotamos and the Haliakmon.
Evidence for this site
consists of a buried soil containing a small number of EN sherds and a few chert flakes. This stratum, which extends from ca. 20-40 cm. below the surface of the tcrrace tread, has been exposed by erosion. The nature of the deposit, along with the location of the site ca. 100 m from a ford of the Haliakmon, suggests that it may have been seasonally rather than permanently occupied. Furthermore, there is a much larger EN site ca. 3.5 km away, on the opposite
side of the river, which would have had better agricultural potential due to its 3.N.C. Wilkie and M. E. Savina, “The Earliest Farmers in Macedonia’, Antiquity 1997, 201207.
4.G. Toufexis, pers. comm. 5. E.g.. the EN site of Servia V which was situated on the lowest river terrace. C. Ridley and K. A. Wardle, “Rescue Excavations at Servia 1971-1973: A Preliminary Report". BSA 1979, 191.
Some Aspects of the Prehistoric Occupation of Grevena
1347
location on one of the higher, broader terraces of the Haliakmon.
When they arrived in Grevena, Early Neolithic settlers would have encountered a landscape dominated by forest®, particularly oak woodland which appears to have expanded at the Pleistocene/Holocene transition’. Therefore, some amount of tree clearance probably would have been nccded before land could be put into cultivation. House construction would have been another impetus for tree clearance. Recent trial excavations at the EN site of
Kremmastos, near the village of Knidhi in Grevena, have revealed that wooden beams and planks were incorporated into the houses there’. Ground stone axes, regularly found on EN sites in Grevena, provide additional evidence for woodcutting and woodworking in EN times’. Yet, the long-term effect on the landscape of tree clearance and other agricultural activities during Early Neolithic times probably was minimal!®.
Most EN sites in Grevena are represented by relatively small surface scatters that cover less than a hectare. Where we have been able to examine them, the deposits are quite shallow (less than a meter thick), and there are
no magoulas or tells such as are common elsewhere in Macedonia and Thessaly. This is despite the fact that nearly all of the EN sites in Grevena have very dense sherd scatters, much like the situation at Servia V, where it was noted that the amount of pottery recovered was “greater in proportion to the earth dug than that from any period at the main site”!!,
6. P. Halstead, “Like Rising Damp? An Ecological Approach to the Spread of Farming in South East and Central Europe”, in A. Milles, D. Williams, and N. Gardner, eds., The Beginnings of Agriculture, Oxtord 1989, p. 28. 7. CE K. J. Willis, “The late Quaternary vegetational history of northwest Greece. 1. Lake Gramousti", New Phytologist 1992, 101-117, for evidence trom a lowland site in Epirus. 8. G. Toulexis, “Excavation at the Neolithic Settlement of Kremastos, Nomos Grevena”, Archeologiko Ereo Sti Makedonia ke Thraki 1995, forthcoming. Cf. 5. Kotsos, “Excavation ot a Neolithic Settlement in the Industrial Zone of Drossia of Edessa", Archeologiko Ergo Sti Makedonia ke Thraki 1992, 195-202, tor similar EN construction techniques. 9. A. D. Keramopuulos, “Makedonika Enghoriou Kataskevis Lithina Ergalia”, AE 1937, 367373, describes and illustrates a number of stone axes said to have been collected near the villages Οἱ Syndendron and Aghios Georgios, but most appear to belong to the Bronze Age. ιο. K. J. Willis and K. D. Bennett, “The Neolithic Transition - fact or fiction? Palacoccological evidence from the Balkans”, The Holocene 1994, 326-30, argue convincingly that pollen studies conducted throughout the Balkans indicate that extensive tree clearance did not occur before about 6000 b.p. Furthermore, there is no evidence for colluvial and/or alluvial events in Grevena near the time of the Neolithic occupation (M. Savina, pers. comm.). 11. Ridley and Wardle, op.cit., n. 5, 191. Ct K. D. Vitelli, “Were Pots First Made for Foods? Doubts from Franchthi”, World Archaeology 1989, 21, and Franchthi Neolithic Pottery. Volume 1. Classitication and Ceramic Phases I and 2, Bloomington 1993, 210, tor comments on the relative paucity of EN pottery at Franchthi cave.
1348
Nancy C. Wilkie
Although deposits on most EN sites in Grevena are quite thin and lie very near the surface, the archacological materials they contain generally are well preserved, as is evidenced by the large size of the pottery fragments and their frequently
unweathered
surfaces.
One
reason
for this good
state of preser-
vation may be that many EN sites were put into cultivation only recently, at least in modern times. This, in turn, may be because the vertisols on the river terraces in Grevena generally are more difficult to work than soils at higher elevations. In EN times, however, hand sowing in the cracks that naturally develop in vertisols!? may have provided adequate yields for these rather small settlements. All of the EN pottery from our surface collections is typical of that found in the later stages of the Early Neolithic in West Thessaly and Western Macedonia!?. It is impossible, however, to date this material more precisely, as the recent trial excavations at Kremmastos demonstrate. For even there only a single phase of occupation was represented in the deposits which belong to the latter part of the EN period (i.e., ENII-III)'4. At nearly all EN sites in Grevena there is a combination of plain, painted, and incised or impressed wares (Pls. 1-2). Some sites lack painted wares, but painted pottery, even where it is found, is rare, so its absence from
any one site may not be significant. Painted decoration is limited to solid triangles, usually pendent from the rim of the vessel, and rectilinear patterns in red on a dull, often powdery, buff-colored slip. In many cases the edges of the decorative elements are blurred, which may have resulted from burnishing as our experiments have shown!5. In most cases, the painted decorations seem to have been applied to locally made vessels. Incised and impressed sherds, on the other hand, occur in a wide variety of fabrics, some of which are quite rare and may well be imports. They differ trom the plain and painted wares in that their exterior surfaces are seldom burnished or even smoothed. In addition, even though most incised and impressed sherds are quite thick, their cores usually are more completely oxidized than either the plain or painted ware sherds. Decorative elements, which 12. 5. Limbrey, “Edaphic opportunism? A discussion of soil factors in relation to the beginnings
of plant husbandry in south-west Asia”, World Archacology 1990, p. 46. 13. For example, Prodromos (G. Hourmouziades, “Two new Early Neolithic sites in W. Thessaly", AAA 1971, 164-175); Magoulitsa (M. G. Papadopoulou, “Magoulitsa, neolithikos sinikismos para tin Karditsan”, Thessalika 1958, 39-49): and Servia V (Ridley and Wardle, op.cif. n. 5). 14. Toutexis,op.cit. n. 8. 15. J. Morrell, “Soils from the Leipsokouki Catchment as a Local Source for Archaeological Pottery found at Syndendron, Grevena, Nomos, Greece”, unpublished Senior Thesis, Carleton
College 1991.
Some Aspects of the Prehistoric Occupation of Grevena
1349
generally cover the entire exterior surface of the sherd, include triangular impressions made with the tip of a stick, random shallow grooves, deep grooves, fingernail impressions, and “pinched up bits of clay”, i.e., EN “barbotine”.
There are striking similarities between the incised and impressed sherds from EN sites in Grevena and those in the Korce basin, a high plateau area of SE Albania, just beyond the headwaters of the Haliakmon. Yet, although incised and impressed wares are especially characteristic of EN sites in Albania, the presence of polychrome wares, lacking in Grevena, indicates that
the Korce basin had other Balkan connections as well!®, We have no data to indicate whether the EN incised and impressed sherds from Grevena were locally made or imported. However, we have conducted a study of the mineral and chemical composition of 24 plain ware sherds from 3 EN sites in Grevena in order to determine their source!7. Each site has been shown to produce sherds with distinct geochemical signatures. Furthermore, none of the sherds contained inclusions exotic to the geologic makeup of Grevena, so it appears that pottery production was a very local enterprise during EN times. Today there are only a few local sources of clay within the nomos of Grevena
and none
is close to a known
EN
site. We
assume, therefore, that
ancient potters used local soils and alluvial sediments to make their pottery. Experiments with soil samples from the Leipsokouki catchment, below the village of Syndendron, have demonstrated that it is possible to produce materials that can be worked into small bricks and coils through sieving and levigating!®. However, only bricks made from levigated soils contained enough clay to be burnished. Shapes represented among the EN plain and painted pottery include globular and hemispherical bowls, some with small out-turned lips, and jars with short necks. Bases are not numerous. In some cases, the bottoms of bowls were simply flattened. In others, low pedestal bases or feet were added. Plastic. decoration includes a few examples of applied pellets, but more commonly lugs or vertically pierced bosses were attached to the body of the vessel. There are few recognizable shapes among the incised and impressed sherds, but most seem to be open bowls. 16. F. Prendi, “Le Néolithique ancien en Albanie”, Germania (Berlin) 1990, p. 417. 17. S. Laxson, “The Petrographic and Geochemical Categorization of Neolithic Pottery Sherds from Three Archaeological Sites in the Nomos of Grevena, Greece”, unpublished Senior Thesis, Carleton College, 1993. 18. Morrell, op.cit. n. 15.
1350
fancy C. Wilkie
The material culture of the EN sites in Grevena is very similar to that of sites in West Thessaly, and it is from there that the EN settlers in Grevena may have come. The cause of the migration is unclear, but it may have been linked to a minor climatic change that occurred in the eastern Mediterranean about
7500 b.p. One
result of this climate change
may
have
been
to make
parts of Grevena more amenable to farming than they had been previously. Summer precipitation would have decreased and winter precipitation increased beyond present day levels, while summer temperatures would have been ca. 2-3 degrees C warmer than today!°. The Early Neolithic settlement of Grevena did not last long, however. since by the end of the period all of the sites had been abandoned and there is only one site with definite evidence for MN occupation. It is perhaps signiticant that the EN farmers chose to exploit only one of the many habitats available to them in Grevena —the terraces of the Haliakmon and its tributaries. Perhaps their failure to diversify into a wider variety of habitats contributed to the end of the EN occupation of Grevena. Not until the Late Bronze Age did the density of sites in Grevena once again approach that of the EN period?®. Latc Bronze Age
There are 19 sites (and possibly a few more) that arc characterized by a type of crude, handmade pottery that probably belongs to some phase of the Late Bronze Age?!. At all but two sites, this is the only type of pottery that occurs. The exceptions are a few sherds of the well known matt-painted varicty that in western Macedonia, at least, scems to belong to the end of the Late Bronze Age and Early Iron Age’. The fabric of these Late Bronze Age sherds is very soft and powdery. which has caused most sherds to lose their original surfaces. The color of the fabric (exterior, interior and core) is normally reddish yellow, although a few 19.3. E. Kutzbach, et al., “Simulated climatic changes: results of the COHMAP climate-model experiment’, in H. E. Wright, Jr. et al., cd., Global Climates Since the Last Glacial Maximum, Minneapolis 1993, Fig. S. 20. This is in contrast to the situation elsewhere in western Macedonia where there appears to have been a “Late Neolithic expansion”. See, for example, 8. Andreou, M. Fotiadis, and K. Kotsakis, “Review of Acgean Prehistory V: The Ncolithic and Bronze Age of Northern Greece", AJA 1996, 575.
21. See Andreou, Fotiades, and Kotsakis, op.cit. n. 20, 565, tor a brief discussion of the dilliculties involved in dating Bronze Age sites in western Macedonia,
22. [bid., 567.
Some Aspects of the Prehistoric Occupation of Grevena
1351
sherds arc less completely oxidized. A distinctive shape is the cup with a form of “cared” handle that rises from the rim (Fig. 2, TPE: 40). There are also various forms of “wishbone” handles (Fig. 2, DN: 9) and some handles that were attached to the walls of vessels with plugs (Fig. 2, DN: 13, DLVP: 3).
Decoration is limited to one or more small knobs, or “nipples”, on the shoulders of smaller vessels and bands of finger-impressed decoration on sherds from larger vessels, presumably
jars.
Similarities between this group of pottery from Grevena and the pottcry
from Evangelides’ excavations at Dodona?? include the presence of wishbone handles and a lack of both matt painted and Mycenaean wares. Wardle has suggcsted a date in the earlier part of the Late Bronze Age for this matcrial?4, and we assume that the group of sites under discussion here are of a similar period. The absence of Mycenacan sherds from these sites in Grevena is not significant since the few Mycenacan sherds we collected are clearly from graves. Matt painted sherds are relatively common, however, so their absence
from
these “wishbone
handle”
sites may
be a useful
chronological
indicator. Independent dating of these sites is also difficult because they do not have in situ deposits. Moreover, the radiocarbon samples that we have been able to obtain did not result in dates that were useful for this problem. At one site, the Carbon 14 date belongs to the Hellenistic period and scems to date the onset of the erosion that produced the colluvial fill rather than the initial date of deposition of the archacological matcrials. At the other, there is a date of 2840 +/-70 (Wk
2943) b.p. (1000 B.C. calibrated) on charcoal from the layer
in the colluvial fill where the pottcry is concentrated, but this deposit also contains malt-painted sherds so it may be somewhat later than the sites under discussion here. These sites range in clevation from 600-1200 m above sea level (Fig. 3). and nearly all are steeply sloping as is the landscape in which they are situated. Heavy erosion in the form of gullying, sheetwash, and shallow landsliding has caused most of the archaeological material to be collected in colluvial fills or small pockets of soil in the bedrock. The density of the pottery and other artifacts, both in these fills and on the surface of the sites, is quite light. Modern
villagers
in the
vicinity
of these
sites are engaged
in various
23. D. Evangelides, Epirotika Chronika 1935, 192-212. 24. K. A. Wardle. "Cultural Groups ot the Late Bronze and Early Iron Age in North West Greece”, Godisnyak, Centar za balkanoloska ıspitivama, Saruevo 1977, 176.
1352
Nancy C. Wilkie
forms of agro-pastoralism, from crop cultivation and year-round village herding at elevations below 900 m, to long-distance, summer transhumance above that?5. At elevations of ca. 900-1200 m, where nearly a third of the Late Bronze Age sites are located, agriculture is possible but difficult because
of steep slopes and a short growing season. This area is attractive to herders. however, since the use of higher summer pastures can extend the milking season by a month or more into mid-July?®. Although facilitics associated with herding are ephemeral and unlikely to be well preserved
in the archaeological
record, Chang
and Tortellotte
notc
that summer pastoral sites share a number of characteristics by which they might be recognized?’. One is a preference for SE, E, or NE exposures in order to catch the carly morning sun for the first milking of the day, a characteristic that all but two of our Late Bronze Age sites share. Furthermore, all
but one of these sites is near a large spring or perennial stream, another necessity for herding. The wide range of elevations at which these sites are situated, and especially the occupation of sites above 900-1000 m, suggests that some form
of transhumance may have been practiced by the Late Bronze Age inhabitants of Grevena. Lower elevation sites would have been ideal during the winter, since the large oak forests there would have provided ample winter fodder. On the other hand, even the highest elevation sites are in areas where, until recently,
small-scale
agriculture
was
practiced
so the movement
to higher
elevations for the summer months could have involved entire households and not just herders and their flocks. It is not necessary, however, to view these movements as long-distance transhumance of large flocks, such as we sec today among the Vlachs and Sarakatsani. Ethnoarchaeological work in the Sarakini gorge in the upland area of Rhodope, Thrace? may provide a model for this period of occupation in Grevena. Until recently communities in this part of Thrace were selfsufficient, with small-scale agriculture and household flocks of up to 50 animals. Flocks were kept near the villages in the winter and moved to higher pastures in the warmer months. According to Efstratiou, thick forests and poor 25. C. Chang and P. Tourtellotte, “Ethnoarchaeological Survey of Pastoral Transhumance Sites in the Grevena Region, Greece”, JFA 1993, 249. 26. C. Chang, “Pastoral Transhumance in the Southern Balkans as a Social Ideology: Ethnoarcheological Research in Northern Greece”, American Anthropologist 1993, 694. 27. Chang and Tourtellotte, op.cit. η. 25, 258-60. 28. Ν. Efstratiou, “The Archacology of the Greek Uplands: The Early Iron Age Site of Tsouka in the Rhodope Mountains”, BSA 1993, 135-171.
Some Aspects of the Prehistoric Occupation of Grevena
1353
soils would have made the area unattractive to Neolithic farmers, but by the end of the Late Bronze Age communities may have been involved in the seasonal movements of animals, although not in pastoral transhumance as an organized activity. Although our survey of the nomos of Grevena has helped to further our understanding of the history of this largely unknown area, further work, including intensive, systematic survey of selected areas and excavation of sites
with in situ deposits is necessary before the interpretations presented here can be considered to be more than provisional. Carleton College Northtield, MN 55057
USA
1354
Nancy C. Wilkie
PL 1. Early Neolithic painted and plain ware rims.
CT
τω
«:
PI. 2. Early Neolithic incised and impressed sherds.
Some Aspects of the Prehistoric Occupation of Grevena
1355
ο DO ο =
“UOLINGLISIP 315 ΟΙΠΠΟΣΝ ἆμεα ‘I ο
W000
Nancy C. Wilkie
1356
TPE:40
DN:13
Fig. 2. Late Bronze Age handles.
Some Aspects of the Prehistoric Occupation of Grevena
1357
‘UOLINGLISIp AUS aFy 2ZUOIG 3187 ‘€ δη]
108 DEUS
CAESAR
James
AND
OTHER
GODS AT STOBI
Wiseman
Stobi has long been noted for a number of remarkable, even unique, features that set it apart from other urban centers of the Roman East. It was, for instance, the only oppidum civium Romanorum known in the Greek provinces. At an early imperial date it was elevated to the status of municipium —a
rank it shared in the Greek
East (so far as we know) only with
Coela in the Thracian Chersonesus. And Stobi alone among the municipia outside Italy is known to have possessed the ius Italicum, which carried with it privileges that included exemption for certain taxes'. I want to direct your attention in this paper, however, to an epigraphical distinction that it shares with no other city of the Roman Empire: the repeated use in inscriptions of the Latin word deus to refer to the emperor. Scholars have often pointed out, with varying degrees of emphasis, the rarity of the use of deus to refer to the emperor, especially in inscriptions, and some have rationalized away even those instances, contending that the dedicants meant something other than to designate the emperor as “god”. After all, they have argued, there are well known historical accounts of the refusal of such a title by different emperors, as well as accounts of the hostility aroused by Caligula, Nero, and Domitian, who encouraged divine honors for themselves while alive. What is more, the customary imperial title of divinity in Latin, divus, was awarded by the Senate to deserving emperors only after their deaths: during their lifetimes there were other, more indirect ways to indicate their divine nature: the emperor was a son of a deified emperor, divi filius, or he received cult with the goddess Roma, or was associated in cult with other deities, and so on. But until the time of Aurelian in the later third century, we are told, he was seldom, or never, deus?. It is particularly 1. For sources and recent scholarship on the status of Stobi in the early Roman Empire, see James Wiseman, “Foreword”, in Virginia R. Anderson-Stojanovié, Stobi !: The Hellenistic and Roman Pottery, Princeton 1992, p. xxi, and Wiseman, “Municipal Tribes and Citizenship in Roman
Macedonia”, Ancient Macedonia V, Vot. 3, Thessaloniki 1993, 1762-1763. 2. Examples of the scholarly positions cited in this paragraph are discussed later in this paper.
1360
James
Wiseman
striking, therefore, that three inscriptions have been found at Stobi in which the empcror is called deus. What is more, all three were excavated within 75 meters of each other, and they range in date over some two centuries.
The text and translations of the inscriptions follow; measurements arc in centimeters.
I. Archaeological Museum of Skopje, Inventory No. 528° (Fig. |) Medium-grained, micaccous, rose-colored marble plaque from the Sanctuary of Nemesis in the scene building of the theater. Measurements: H. 85, W. 45-46, Th. ca. 18. The inscribed face has a height of 74 cm and a width of 34 cm with a framing cyma recta 3 cm wide. The height of the letters decreases from 4.5-4.7 cm in line | to 4 cm in line 2 and gradually by lines to a minimum of 3 cm. There are small seriphs throughout. There is a ligature (AU) in the third word; a small ivy leaf terminates line 2. Deo Caes(ari) Aug(usto)
p(atri) p(atriae) et Munic(ipio)
5
Stob(ensium) Ultricem Augustam Sex(tus) Cornclius
Audolco ct C. Fulcinius
Epictetus 10
et L. Mettius Epictetus Augustal{c}s f(ecerunt) “For the God Caesar Augustus,
Father of the Country, and the Municipium of the People of Stobi. Ultrix 5
Augusta. Sex(tus) Cornelius
Audoleo and C. Fulcinius 3. The principal discussions of the inscription Srpske Adademije Nauka 1, 1937, 20, 52-54 (No. Inschritten des Theaters von Stom”, JOAL 32, 1940, F. Papazoglu. "L'inscription de Nemésion et fa date 1958, 244: & Papazoglu, "Dedicaces Deo Caesari de
are B. Saria, “Pogzori§te u Stobima”, Godis njak 1), figs. 20, 94, AF 1939, 113; B. Saria, "Die 8-11 (No. D}, abb. 2: BullEpiz 54, 1941, no. 86; du theatre de Stabi”, ZA 1. 1991, 279-293; AE Stobi”, ZPE 82, 1990, 213-221.
Deus Caesar and Other Gods at Stobi
1361
Epictetus
10
and L. Mettius Epictetus, Augustales, made (the dedication)”.
2. Stobi Inventory No. I-71-10° (Fig. 2) Dolomitic white marble Ionic column base. Top part of the upper torus broken away. Bottom surface inscribed, part of right side broken away. H. 24.5. L. 37. W. 37. The inscription is part of a dedication that had been re-cut to create an Ionic column base, found in situ on the mosaic floor on the south side of the piscina in the baptistery of the Episcopal Basilica; the inscription is on the underside of the base. H. of letters 5-9. Deo Cfaesari] Augu[sto sacrum?] Iovis Liberaftoris - - -] Secundi I(ibertus) Bafssus sumptu?]
suo fec(it) et ded [icavit]. “For the God Caesar Augustus, [Name]
Bassus, a freedman of Secundus, made and dedicated this [sacrum] of Juppiter Liberator at his own expense”.
3. Stobi Inventory No. I-77-5 (Fig. 3) The inscription had been reused in the wall at the southwest corner of the apsidal room in the southwestern part of the architectural complex north of the Episcopal Basilica. Medium-grained grayish white marble, complete exccpt for small chips. H. 1.465 m., W. 0.88 m., Th. 0.455 m. Cutting for a clamp on 4. Ed. pr. J. Wiseman and Dj. Mano-Zissi, “Excavations at Stobi, 1971”, AJA 76, 1972, note 68, without sacrum in line 2 or sumptu in line 5, and noting in line 5 traces of other letters, including at the right DED tor dedicavit. AE 1980, 846: Deo Claesari Neroni] | Augu(sto templum or aram or sienum or iussu] I Jovis Liberaftoris ...] | Secundi Kibertus) Bafssus aug(ustalis)? sumptu}dd I suo Ιου) et ded(icavit), l(oco) d(ato) d(ecreto) d(ecurionum). F. Papazoglu, "Dedicaces Deo Caesuri de Stobi”, ZPE 82, 1990, 213-221, dates it to the reign of Augustus, without reference to AE. 5. Ed. pr. J. Wiseman, “Stobi in Yugoslavian Macedonia: Archaeological Excavations and Research, 1977-78", JFA 5, 1978, 427-428. Discussions in F. Papazoglu, “Oppidum Stohi civium RoManorum ct municipium Stobensium", Chiron 16. 1986, 228, note 70, and “Dédicaces Deo Caesari de Stobi”, ZPE 82, 1990, 213-221.
1362
James Wiseman
the top near the left rear corner and right corner was cut back to receive another
architectural
element.
H. of letters 0.12
m
(line
1), 0.045/0.06
m.
(lines 2-6). Small ivy leaf at ends of lines 3-6 and three others in line 4. Deo Caes(ari) et Municipio Stobensium Sacrum Isidis T. Fl(avius) Longin(u)s Augustalis.
“For the God Caesar and the Municipium of the People of Stobi,
T. Flavius Longinus, Augustalis,
(dedicated) this sacrum of Isis”.
Inscription 1 was excavated in 1928 by Balduin Saria, who found it built into the vertical face of a large sandstone platform that projected from the back wall of the Sanctuary of Nemesis, the central room of the scene building of the theater. An aedicula once rose above the platform, and had housed the statue of Ultrix Augusta (Nemesis) which the inscription commemorates, and of which Saria found marble fragments. The inscription was long ago removed to the Archaeological Museum in Skopje, and the room wall into which it had been set was no longer extant when Elizabeth Gebhard resumed excavations in the room in the 1970s for the joint American-Yugoslav Stobi Excavation Project. Gebhard excavated alongside the concrete foundation for the platform, and recovered contextual material of the early 4th century in the construction deposit, showing that the room as Saria found it belonged to a late phase in the history of the theater, which had been completed in the mid-2nd century. Both Gebhard and Saria before her, however, noted that several of the architectural and sculptural pieces found in the room had been reused from a period earlier than the 4th century, and, as we shall see, this reuse also must hold for the inscription. The archaeological context, in any case, indicates a date for the inscription between the middle of the 2nd century and carly 4th century.
The inscription itself records the dedication of a statue of Nemesis, here called
Ultrix
Augusta,
by
three
Augustales
in honor
of the
god
Caesar
Deus Caesar and Other Gods at Stobi
1363
Augustus and the municipium of Stobi. The inclusion of the name of the city in the honorific dedication, the municipium Stob(ensium), is paralleled in numerous inscriptions and probably shows, as Paul Veyne noted in connection with other examples, merely that the monument was public®. The Greek goddess Nemesis was sometimes called Ultrix in Latin and an
appropriate epithet added, as, for example, “Ultrix Rhamnusia” for the Nemesis of Rhamnous in Ovid Tristia 5.8.9’. The use of Ultrix for Nemesis, however, is rare outside of Macedonia®. There is, in any case, no doubt about the identification here since two other inscriptions in Greek recording dedications to Nemesis were also found in the room’. The location of her sanctuary within the theater is altogether appropriate. In imperial times Nemesis was worshipped as a goddess who looked after participants in spectacles of all kinds, but especially as a protectress of gladiators, and her sanctuary was often within a theater or amphitheater, or in the vicinity, as (for example) at Thasos, Philippi, Heraclea Lyncestis, and Salona, in addition to Stobi!®. The importance of Nemesis at Stobi is seen not only in the remains from the Nemeseum in the theater!!, but also in the presence of the goddess as Nemesis-Nike on coins minted at Stobi!?. Two ceramic medallions have also been
found
at Stobi
which
6. P. Veyne, “Les honneurs latines”. Latomus 21, 1962, 49-98.
bear
posthumes
images
of
Nemesis!?.
It is probably
de Flavia Domatilla et les dedicaces grecques
no
et
7. See the discussion in Saria, “Die Inschriften des Theaters von Stobi”, JOAJ 32, 1940, 8-9. In note 2 on p. 8, Saria cites a bilingual inscription from Rome, CIL VI, 532: Μενάλη Νέμεσις In ῥβασιλεύουσα τοῦ xocu(ovu)l Magna Ultrix regina urbis | ex visu il Hermes Aug(usti) lib(ertus) vilicus | eiusdern loci aram et | crateram cum basi bicapite td. d. 8. S. Düll, Die Götterkulte Nordmakedoniens in römischer Zeit. Münchener archäologische Studien 7, Wilhelm Fink Verlag: München 1977, 123. 9. The inscriptions are republished in Wiseman, Stobi 3: Inscriptions from the Theater (lorıhcoming) Catalog Nos. 580 and 581. 10. The early bibliography on the cult of Nemesis as related to the theater and amphitheater was collected by H. Volkmann, “Studien zum Nemesis Kult", Archiv. für Religions-wissenschitt 26, Berlin 1928, 312-321, and 1934, 57-76. The bibliography has been recently brought up to date by J.C. Golvin. L'’Amphitheätre Romain. Paris 1988, 337-340, esp. note 173, and M. B. Hornum, Nemesis, the Roman State, and the Games, EPROER 117, Leiden, New York. Köln 1993. See also 5, Dill, Die Götterkulte Nordmakedoniens in römischer Zeit. Münchener archäologische Studien 7, München 1977, 121-124. L. Robert, "Deux Poetes Grecs à l'Époque Impériale”. in ΣΤΗΛΗ. Topo εις ΜΙνήµην Νικολάου Κοντολέοντος, Athens 1980, 4, emphasizes her broader role for participants ol all types of spectacles. 11. That material will be published in detail by E. R. Gebhard in Chap. 4 of Stobi 2: The Theater. (25. Düll, Die Görterkulte Nordmakedoniens in römischer Zeit. Münchener archäologische Studien 7, München 1977, 387, no. 220, for an example from the reign of Marcus Aurelius. 13. V. Anderson-Stojanovié, Stobi 1, catalog entries 546-547.
1364
James Wiseman
coincidence that on another medallion from Stobi a gladiatorial combat depicted!#,
is
The adjectival use of Augusta with Ultrix, as with a large number of other
deitics, would originally have been intended, as Duncan Fishwick has argued!5, “to personalize the deity, to appropriate its powers for the emperor and his family”. Fishwick points out that persons using the epithet were in effect calling on the deity “to bless the emperor”. Since that intention probably was not realized by most people, Fishwick concluded, the epithet came eventually to mean merely “Royal” or “Imperial”. He later expanded his argument to explain the formula “Di Augusti', which occurs in several inscriptions, primarily from North Africa, as referring to unspecified “Augustan Gods”!6. His efforts to extend the concept still further to include Augusto Deo in an inscription from Thinusset in Africa!’ is far less appealing. He argued!® that the inscription “...would simply be a further instance of a dedication to an Augustan god, one among hundreds of other inscriptions of the same general type. In no way would it illustrate what previous commentators have taken it to show
—the
outright
worship
of Augustus
as a god
in his own
lifetime.
Whether the bare terminology Augusto deo could ever be so understood seems most unlikely”. He even concludes the discussion with the statement that the formula
Augusto
Deo
“...is so far without
parallel
in the western
Roman Empire”, although in other publications he comments that the formula is (only) “rare” in the Roman West!9, and specifically acknowledges that deus was applicd not only to Augustus in his lifetime2°, but also to members of other imperial families —Caracalla, for example?!. The confusion evident in the different interpretations of Augusto Deo offered by Fishwick in different publications is compounded by his citing the Stobi inscription from the Nemeseum (our Inscription No. 1) both in support of his argument regarding
the Thinusset inscription?? and also as an instance of the Latin expression being influenced by the Greek formula, in which θεός is used to refer to the 14. Ibid., no. 548. 15. In The Imperial Cult in the Latin West, EPROER 108 (Leiden), abbreviated in this article ICLW. The immediate reference is ICLW Π.Ι, 1991, 446-454; the quote is from p. 448. 16. D Fishwick, “Di Caesarum”, Antiquités africaines 25, 1989, 111-114.
17. ILS, 949. 18. D. Fishwick, “Augustus Deus and Deus Augustus”, in Hommages à Maarten J. Vermasern
I. EPROER 68, pt. 1, 1978, 375-380. The quote is on p. 379. 19. ICLW1.1, 1991, 453. 20. On coins of Tarraco; see ICLW
21. Ibid., 342. 22. ICLW1.1-2, 1987, 342.
11-2, 1987, 151.
Deus Caesar and Other Gods at Stobi
1365
living emperor, as well as a dead and deified emperor”). The identification as an unspecified Augustan God could not, in any case, be reasonably applied to the Deo Caesari Augusto of our inscriptions 1 and 2, or to Deo Cacsari of inscription 3. We should continue also to understand Augusto Deo in the Thinusset inscription as a reference to the “God Augustus”. The dedicators of Inscription | were Augustales, officials of the imperial cult whose office was usually reserved for wealthy frecdmen. Cornelii are named
frequently among
Stobi24, and are known Fulcinii may
the seat inscriptions in the cavea of the theater at
in other inscriptions from the region of Stobi. The
also occur in a monogram
in the cavea (No.
166), or possibly
among other abbreviations (Nos. 85, 566). Recent study has shown that all the
seat inscriptions in the theater date to the late second or early third century after Christ. Saria suggested that the emperor being honored in the inscription was Commodus (176-192 A. C.), on the grounds that the letter forms belonged to the end of the 2nd century; that Stobi was called a municipium in the inscription, but was designated a colonia in the 3rd century; and that for this period Commodus was the most likely because of his assimilation to the god Hercules, his attempts to require recognition of himself as a god, and his well known fondness for gladiatorial combat25. He also argued that the expression Deo Caesari Augusto in reference to a living emperor, although otherwise unknown betore the reign of Aurelian (so he thought), was probably just a translation
into
Latin
of the
Greek
designation
Θεῶ
Καίσαρι
Σεβαστῶ.
common in the Greek world and which was applied even to living emperors; Saria emphasized in this connection Stobi's location on the Greek-Latin language fronticr. The idea of a translation of the term was further supported by the identification of the goddess as Ultrix, a Latin version of the Greek Nemesis, as already noted. Fanula Papazoglu?2®, however, showed that Stobi never became a colonia, but had received the ius Italicum while a municipium. She introduced new confusion by arguing that the inscription dated to the late 3rd century because “in Latin inscriptions deus is found applied to a living emperor only from (and 23, ICLWIL1, L991, 453, note 47. 24. Inscriptions 6, 24, 38, 40, 42, 101, 104, 105, Wiseman, Stobi 3: Inscriptions from the Theater referred to in this article by the catalog numbers that 25. B. Saria, “Die Inschritten des Theaters von 26. F. Papazoglu, “L'inscription de Némésion 279-293,
107, 108, 238, 239, 282, 333, 335, 503, 504 in J. (forthcoming). Theater seat inscriptions are are used in Stobi 2. Stobi", JOAZ 32, 1940, 8-11. et la date du theatre de Stobi”, ZA 1, 1951,
1366
James
Wiseman
alter the reign of) Aurclian”?”. The only exception known to her at that time was a single inscription from North Africa in which Septimius Severus is
deus?8, She in reference when deus inscription letter forms
also stated, incorrectly, that (εός was used in Greck inscriptions to empcrors only in place of divus, not deus, until the 4th century. was also applied to living empcrors. She then concluded that the should not be earlier than the late 3rd century and argued that the of the inscription were appropriate for her proposed later date.
In a recent
article??, however,
Papazoglu
abandoned
the late date she
proposed in 1951, and now dates the inscription to the reign of Commodus (as Saria had originally proposed), or perhaps to Septimius Severus, or Caracalla. In the same article she took note of the fact that θεός was, after all, a frequent designation of living emperors in the Greek world, and that the letter forms of the inscription would now support a date of the late 2nd or early 3rd century. The arguments against a date in the late 3rd century for Inscription |, and for one in the late 2nd or carly 3rd century, are stronger than Papazoglu presents. An important consideration for the chronology is that it is extremcly unlikely that by the reign of Aurclian there were any wealthy freedmen left to fill the ranks of the Augustales”. The latest inscriptions with dates in the texts
that refer to individual Augustales or seviri Augustales date to 245 A. D.*!. A single Latin inscription referring to seviri?
dates to 270 A. C., but the term
there, in Duthoy’s view, may not be synonymous with seviri Augustalcs. Dated epigraphical instances even of the designation freedman, imperial or otherwise, are rare after the mid-3rd century.
Imperial frecdmen, indeed. are
rare in dated inscriptions after Caracalla’. 27. Ibid., 288: the quote above is a translation of the Serbian text. 28. She cited R. Cagnat, Cours d'epizraphie latine, Paris 1893, 3rd edn.. scription is CIL VIEL, 21614. 29. "Dedicaces Deo Caesari de Stobi”, ZPE 82,
168. No. 2: the in-
1990, 213-221.
30. A point emphasized by a number of scholars; see. ¢g.. R. Duthoy, “Les *Augustales”, ANR WIE, 16.2, 1978, 1305, and H. Devijver and F. Van Wonderghem, “Un ‘curator arcae sevirum' ad Alba Fucens”, Ancient Society 15-17, 1984-1986, 164. 31. On the date see Duthoy, "Les *Augustales”, ANR W IL, 16.2, 1978. esp. 1260, note 44. The inscriptions, cited by Duthoy, are, respectively, AZ 1935, 27, trom Paestum, and AF 1910. 217 (where it was dated to 255 A. C.), from Nemausus. 32. CHL ΧΙ, 4589 trom Carsulae. 33. The latest instances cited in P.R. C. Weaver, Familia Cacsaris. A Social Study of the Emperor's Freedmen and Slaves, Cambridge 1972, 306, occur in 235-249 A.C. A. Ferrua, “Iscrisioni della Catacomba di Commadılla”, Rendiconti S9, 1986-1987 (publ. 1988). 182, No. 3. publishes an inscription trom galleria Q of the Catacomb ol Commodilla that, if he is correct in his date, would provide à substantial exception, The inscription reads DMDM 1 Aureltus I Sccundus Aug I Lib tecit cole: }suae eortunate { bene merenti. But the chronological evidence offered by Ferrua is not persuasive. he comments only that the inscription was “scritta con brutte lettere del secolo IV”,
Deus Caesar and Other Gods at Stubi
1367
The designation Hed¢ also is even more widely attested in reference to a living emperor than Papazoglu indicates, and the common usage has been noted by a number of scholars, including Fishwick*4 and, in greater detail, S. R. F. Price. The attestations occur throughout the first three centuries of our
era, and are important corollaries for the use of deus at Stobi. I note here an inscription from Rome that has been largely overlooked in discussions of imperial divinity. I refer to a new, improved reading by R. E. A. Palmer of CIL V1, 1080, a dedication set up in Rome betore 17 August,
206 A.D. by the Corporation of Fishers and Divers*®. The title, which begins Deo Imp(eratori) Caes(ari), constitutes yet another variation on divine nomenclature applied to members of the imperial family, and here specifically identifies Caracalla. The time of the Severi, we should note, is also marked by a significant change in cult practice in the western part of the Empire. At Lugdunum, beginning in the reign of Septimius Severus, the altar of the imperial cult becomes the Altar of the Cacsar(s) and there is no mention of Roma, so that it
is clear, as Fishwick observes, that “the emperor or emperors are paid cult alone”? We sec then that there are not only epigraphical precedents for the usc of deus in
Severan
imperial
nomenclature,
pointing to a Severan date for Inscription calla. The
argument
is strengthened
during their lifetime. On shown
not
but
also
accumulating
evidence
I, especially to the reign of Cara-
by evidence of their treatment
as gods
the other hand, a late 3rd century date has been
to be improbable on other grounds, especially because Augustales are
known
so late cither in literature or in inscriptions.
Prosopographic
considerations are of little chronological help, but, as we have scen, at least two of the nomina, Cornelius and Fulcinius, occur among the inscriptions in
the Stobi theater, all of which date to the late 2nd and carly third centuries. Finally, although
letter forms
are often misleading chronological
indicators.
the inscription has, at lcast, letter forms that are attested for the late 2nd and carly 3rd century.
34. ICHWILT, 1991, 453. 35. “Gods and Emperors: The Greek Language of the Roman Imperial Cult’, JS 104, 1984, 79-85; the numerous examples he fists on pp. 81-82 are not an exhaustive llist. 36. “Severan Ruler-Cult and the Moon in the City ol Kome*”, ANRW TL, 16.2, 1978, 10971113.
37. See Fishwick, (CLE W ILE,
1991. 317-350: quote on p. 335. Fishwick's discussion also
includes a summary, with relerences, ol the numerous tamıly of the Severs were assimilated.
deities to which Members
ol the moperial
1368
James
Wiseman
| now turn briefly to two other inscriptions from Stobi. In Inscription 2 a
frecdman, Bassus, consecrates a dedication to Juppiter Liberator and in Inscription 3 T. Flavius Longinus, an Augustalis, dedicates a monument to Isis. The sanctuaries of Juppiter Liberator and of Isis, unfortunately, have not been located. In fact, the Sanctuary of Nemesis in the scene building of the theater is the only pagan sanctuary that has so far been found in Stobi. Inscriptions 2 and 3 were found re-used in buildings constructed or rebuilt in the Sth and 6th centuries. The archacological context, therefore, is of no help for dating the inscriptions, so that we are left only with the internal evidence of the text as guide. I originally proposed an Augustan date for Inscription 2, which was based primarily on the early imperial associations with Juppiter Liberator and, with minimal confidence, the letter forms. The editor of AE on the same grounds dated the inscription to the reign of Nero, whose name he even restored in the text?®,. Papazoglu, who accepts my proposed date, offers an interesting restoration
in-line
1, Deo
Cfaesari
Divi f.] | Augusto,
which
she justifies by
expanding on Saria’s comment about Stobi being “an der griechish-lateinischen Sprachgrenze”. She comments: “La formule... s’explique aisément si l’on tient compte du fait que Stobi était une ville péonienne hellénisée avant de devenir ville romaine, qu'elle était située tout près de la frontière des deux langues de l'Empire et se trouvait dans l'orbite de l'influence grecque”"#. I fully agree with this linguistic characterization of Stobi, but find the Latin expression she restores difficult to accept in the terms presented, that is, as a kind of translation into Latin of the Greek θεὸς θεοῦ vids. But in that case, why restore divi at all, thereby creating a unique Latin formula instead of merely a rare one? One wonders, too, if Greek-speaking dedicators of major monuments at Stobi were so ignorant of imperial nomenclature in Latin; even in Stobi the normal epigraphic forms also occur. Perhaps a different concept
altogether was involved, as Price has maintained, indicated (among other ways) by the lack of a specific Greek term for divus*®. The text of Inscription 2 is perhaps best left as proposed in this article, and Augustus remains a more likely identification than Nero, who suffered damnatio memoriae. Inscription 3 has a somewhat different imperial formula: the emperor is Deo Caes(ari), without the addition of Aug(usto). The significance of the omission, however, is impossible to determine, in view of the infrequency of
38. The restered text ot AE is given above in note 4. 39. "Dedicaces Deo Caesari de Stobi”, ZPE 82, 1990, 215. 40. See his discussion in the provocative article cited above (note 35), 81-85.
Deus Caesar and Other Gods at Stobi
1369
either designation. The dedicators in both inscriptions (Nos. freedmen,
at least one of whom
(T. Flavius
Longinus)
was
1 and 2) were an Augustalis;
probably they both were. The imperial nomen of the dedicant in Inscription 3 suggests a Flavian date, and Papazoglu has proposed to date the inscription on that basis to the reign of Domitian, who is known to have wanted to be referred to as deus?!. The imperial name of a freedman, however, provides only a terminus ante quem, as Peter Herz emphasized in a recent discussion of the Flavii, especially regarding three brothers who carried the name Titus Flavius in 230 A.D.42. The point is, a slave freed by a T. Flavius in the second or even in the early third century would also become T. Flavius. Letter forms here are of little help in dating; the morphology is not greatly different from that of Inscription 1, whereas the elegant letters of Inscription 2 have a distinctively different appearance. T. Φλάου(ιος) also occurs (not surprisingly)
among the theater seat inscriptions (485). Inscription 3 may date as early as Domitian, but it could be as much as a century (or somewhat more) later.
In closing, I want to return to the frequent observation that some Roman Emperors specifically rejected the title deus. It is, of course, an accurate observation, although it is not altogether irrelevant that other emperors just as clearly found the title appealing. But a more important consideration, | think, is: How did the people of the Empire conceive of the emperor’s relation to the pantheon? What concepts of divinity did the dedicants have in mind? Given the numerous epigraphic instances of θεός for the living emperor, there can be little doubt, it seems to me, that to the dedicants in the East —at least in the East— to the people who carried out the rituals, and who kept the cult, the emperor was a god. I mean a god in their way of thinking, which is not necessarily, or even likely, our way of thinking. And it is the way of thinking that I believe is most important in understanding what lies behind the use of | deus for the emperor in inscriptions at Stobi over such a long period of time. That is, it is not just a Latin translation of a Greek term, but an expression in Latin that reflects at least the Eastern concept of imperial divinity. Department of Archaeology Boston University
41. “Dédicaces Deo Caesari de Stobi”, ZPE 82, 1990, 218. 42. “Altbürger und Neubürger. Bemerkungen zu einer Inschrift aus dem römischen Heddernheim”, Archiologisches Korrespondenzblatt 19 (1989) 159-167.
1370
James
Wiseman
He ο
LS
Bl:
Fr
Ar LEE
;
4
|
|
|
À
ba
Fig. 1. Inscription 1. Inscribed plaque from the Nemeseum.
Fig. 3. Inscription 3.
109
Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΩΝΕΙΑΣ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
l. K.
Ξυδόπουλος
H µελέτη των πολυάριθμων επιγραφικών
μαρτυριών, που απαντούν
τόσο στη μητροπολιτική Ελλάδα όσο και στην ελληνική Ανατολή, οδηγεί στην
παρατήρηση OTL σε αρκετές από αυτές τιµώνται Ρωμαίοι αξιωματούχοι ως «πάτρωνες»,
«εὐεργέτες»,
«κτίστες» και «σωτῆρες».
H αναφορά της τιµητι-
κής απόδοσης των τριών τελευταίων τίτλων δεν προκαλεί, όπως είναι άλλωOTE φυσικό, κάποια αισθήµατα ÉXTANENS, µια και απηχούν ένα ελληνικό κατά παράδοση έθος. Ο όρος «πάτρων», γνωστός WS προς το πραγµατολογικό του περιεχόµενο στους Έλληνες, παρόλο που δεν υπήρχε 0” αυτούς αντίστοιχος, παρέπεµπε σ’ έναν αὐθεντικά ρωμα κό θεσμό και υποδήλωνε τόσο το νοµικό καθεστώς που διείπε τον απελεύθερο τις περισσότερες φορές σε σχέση µε τον πρώην χύριό TOV, όσο και τη σχέση που μεταξύ TOUS διαµορφωγόταν µετά την απελευθέρωση!. Ἡ απουσία σχετικών πληροφοριών στις φι-
λολογικές πηγές (τόσο στον Πλούταρχο 600 και στον Διόδωρο) ενισχύουν την άποψη ότι οι Έλληνες δεν είχαν αναπτύξει, κατά συνέπεια δεν ήταν και εξοι-
χειωμένοι µε τέτοιου είδους σχέσεις2. 1. Γενικά για tov θεσιιό της πατρωνείας, PA. M. Gelzer, Die Nobilität der römischen Republik, Leipzig 1912: L. Harmand, Le patronat sur les collectivites publiques, Paris 1957: G. Chi-
ransky, «Rome and Cotys: Two problems», Athenaeum 60 (1982), 461-481: J. Touloumakos, «Zum römischen Gemeindepatronat «Patrons of the Greck Cities in εργεσίας βλ. P. Veyne, Le pain 2. Tour. Φάβ. Masui.
im the et 13.
griechischen Osten», Hermes 112 (1984), 304-324: J. Nicots, Early Principate», ΖΡΕ 80 (1990), 81 κεξ. Για τον θεσμό της eule circque, Paris 1976. 6 κεξ.:' Awd. 40.5: “Ore xata τὴν Ῥώμην Κατιλίνας τις κατά-
χρεως καὶ Λέντλος ὁ ἐπικαλωήμενος Σούρας ἀθρουίσαντες ὄχλον ἁπόστασιν ἐμελέτησαν κατὰ τῆς συγκλήτου TODE τινι τρύπω. µελλούπης τινός ἑυρτῆς εἶναι, καθ’ ἣν VOS ἦν τοὺς πατρωνεικ)µένους ὑπὸ τῶν Ev ὑπεικιχαῖς ὄντων Σένια πέµπειν, καὶ διά ταύτην τὴν αἰτίαν δι΄ όλης τῆς νυκτὺς ἀνεώχθαι Tac οἰκίας συνέβαινε. Αντίστύιχη εἶναι Kat η εικόνα του µας δίνει ὁ Διονύσιος Αλικαρνασσέας, ὁ ὁποίως κάνει καὶ ρητές αναφορές στην καταγωγή του θεσμού ano tov Pinμύλο (Ῥωμ. Αρχ. ΙΙ. 9.2-3: παρακαταύηκας δὲ ἔδωκε (sc. Ῥωμύλυς) τοῖς πατριχίοις τοὺς Ontoτικοὺς ἐπιτρεήκις ἑκάστῳ τῶν Ex τοῦ πλήθους. ὃν αὐτὸς ἐβούλετυ, νέµειν προστάτην, ἔθως ἑλ-
ληνικὀν καὶ ἀρχαῖων,. © Θετταλυί τε µέχρι πυολλοῦ χρώµεγοι διετέλεσαν καὶ Αθηναϊῖοι xar” ἀρχάς, ἐπί τὰ κρείττω λαών. ἐκεῖνωι μὲν yao ὑπερωπτικῶς ἐχρῶντου τοῖς πελάταις ἔργα τε ἐπιτάττωντες οὗ πρυσήκοντα ἐλειθέροις. Kal ὁπύτε μὴ πράξειὰν τι τῶν κελευυµένιων, Tyas
ἐντείνοντες χι τἆλλα OOTED ἀργιρωνητοις παωχρώµενοι.
ἐχάλουν δὲ ᾽Αθηναξωι μὲν Oras
1372
1 Κ. Ξυδόπουλος
To γεγονός ότι χρησιμοποιούν τον ίδιο Gyo για να τιμήσουν Ρωμαίους αξιωματούχους προφανώς υπαινίσσεται τη συνειδητοποίησή TOUS για τη δια«οροποίηση
που ενέχει η σχέση εξάρτησής τους στο πλαίσιο της
«εὔεργε-
Glace’, Θεωρούμε ότι OL υπηρεσίες ή η προστασία που τους παρείχαν OL τιµώnevor Ρωμαίοι αξιωματούχοι ήταν στενά συνδεδεμένες µε την εξωτερική πολιτική της Ρώμης, τις σκληρές συνέπειες της οποίας δοκίμασαν οι Έλληνες µετά το τέλος του Γ΄ Μακεδονικού πολέμου, Συνεπώς, η εισαγωγή του θεσμού στην ελληνική Ανατολή πρέπει να έγινε λίγο πριν από την έναρξη ή κατά τη διάρκεια αυτού του πολέμου, χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι δεν Act υπήρχαν μεμονωμένα παραδείγματα ελληνικών πόλεων που θα απένειµαν τον τίτλο σε Ρωμαίους αξιωματούχους. Η πρωτοβουλία της Συγκλήτου va εισάγει τον θεσμό υπαγορεύτηκε από λόγους εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής». Συχνότερη χρήση του όρου απαντά µόνον µετά την εδραίωση της ϱῶµμαϊκής κυριαρχίας στην Ελλάδα και συγκεκριµένα µετά την ήττα του ανταπαιτητή του μακεδονικού θρόνου, Ανδρίσκουό. Το ερώτημα mov τίθεται είναι;
ποια ήταν η σχέση των Ρωμαίων πατρώνων (εξυπακούεται βέβαια ότι πρόπειται για αξιωματούχους' άλλωστε αβίαστα καταλήγει κανείς στο συμπέραOWA αυτό) µε τις ελληνικές πόλεις, ποιο µε άλλα λόγια ήταν το έρεισµα της αμοιβαίας απόδοσης και αντίστοιχα αποδοχής του τίτλου. Στον ἑλληνιχκό κόσµο οι περισσότερες περιπτώσεις απονοµής του τίτλου εντάσσονται χρονικά στην ύστερη ρεπουμπλικανική περίοδο ή στους χρόνοις του Αυγούστου],
Η µελέτη των σχετικών επιγρωαφικών πηγών καταδεικνύει
ότι ο θεσμός Sev είχε εχτεταµένη εφαρμογή στην ελληνική Ανατολή. Και εδώ, συχνότερα απαντά η χρήση των όρων εὑεργέτης, κτίστης, σωτήρ απ᾿ ότι του όρου πάτρωνΏ. Το idto ισχύει και στη Μακεδονία: οι Ρωμαίοι αξιωματούχοι σπάνια αναφέρονται ὡς πάτρωνες σε σύγχρονες επιγραφές των πόλεων της Maxeδονίας. Ενδεικτικά αναφερόμαστε τοὺς πιλάτας ἐπί τῆς λατρείας,
σε τιμητικές και αναθηµατικές:
στην ΑΙι-
Θετταλοί dé πενέστας ὀνειδίζοντες αὐτοῖς ethic ἐν τῇ κλήσει
τὴν τύχην. ὁ δὲ Ῥωμύλος ἐπικλήσει τε εὐπρεπεῖ τὸ πράγιια ἐκόσμησε πατρωνείαν ὀνομάσας τὴν τῶν πένητων καὶ ταπεινῶὼν πρωστασίαν, καὶ τὰ ἔργα yonaTa πρωσέβηκεν ἑκατέροις, καί φιλανCowan? καὶ πωλιτικάς κατασκειαξόµενος αὐτῶν τὰς συξυγίας. TIoßA. και Πλουτ. Ῥωμ. 13.7, GTOV ACL OL σχετικές αναφυρές στην ετιμιολογία TOU ελληνικυῦ OQOU «πάτρων». 3. J. Touloumakos, Gemeindepatronat, 314. 4. J. Touloumakos, 0.7.. 307-310. §. J. Touloumakos, 67. 314 και 315, σημ. 39. TMlepa. και E. Badian, Foreign Clientelae, 264-70 R.C., Oxlord 1958 [1972], 58 πεξ.' M. Gelzer. Die Nobilität. 1912, 86 χεξ.' E. Gruen, The Hellenistic World and the Coming of Rome, Berkeley 1984, 1, 158 ar. 6. J. Nicols, «Patrons of the Greek Cities in the Early Principate», ZPE 80 (1990), 81. 7.G. Chiransky, Athenacum 60 (1982), 477. 8. J. Nicols, 6.7. 81.
Ο θεσμός της Tarpwveias στη Maxedovia
1373
φίπολη τιµάται ως εὐεργέτης απὀ τον δήμο της πόλης το 167 π.Χ. (Eva χρόνο δηλ. µετά ἀπό την ήττα του Περσέα στην Πύδνα) o Γναίος Δομίτιος Anvo-
βαύβος, γιος του Tvalov?. Πρόκειται για τον απεσταλμένο του M. Axıkiov, ο οποίος αργότερα τερμάτισε τον πόλεμο µε τον Αριστόνικο και οργάνωσε την
επαρχία της Ασίας. Στα 148 π.Χ., τιμάται and την πόλη της Θεσσαλονίκης ο Κόϊντος Καικίλιος Μέτελλος ὡς σωτῆρας καὶ εὐεργέτης!ὃ, ενώ παράλληλα σε ιδιωτικό ανάθηµα ανδριάντος στην Ολυμπία ο Μέτελλος τιµάται για την εύνοια που επέδειξε προς τον αναθέτη Δάμωνα, γιο του Νικάνοφα, στην πό-
An της Θεσσαλονίκης, τοὺς λοιποὺς Μακεδόνας καὶ τοὺς ἄλλους “EAAnvac'!'. Τέλος, η πόλη του Ευρωπού τιµά τον M. Μινούκιο Ρούφο ως EVEQYÉTN τον 20 αι. π.Χ. µε το αιτιολογικό: νικήσαντα τὸν πρὸς Γαλάτας Σκορδίστας καὶ Βέσσους καὶ τοὺς λοιποὺς Θρᾷχας πόλεμον!2. Μετά από την εγκαθίδρυση του νέου πολιτεύματος απὀ τον Αύγουστο. ο
πολιτικός ρόλος της ρωμαϊκής αριστοκρατίας εξασθενίζει σταδιακά και η διοίκηση TWV επαρχιών περιέρχεται άµεσα ἡ έμμεσα κατά περίπτωση στον αυτοκράτορα. Αυτονόητη είναι η σπανιότητα των περιπτώσεων απονομής του τίτλου σε µέλη της ρωμαϊκής αριστοκρατίας έκτοτε. Μεταβολές του status
απονομής εμφανίζονται ήδη από τα µέσα του lov αιώνα π.Χ.: στα τελευταία χρόνια της ῥεπουμπλικανικής περιόδου καθώς και κατά τη διάρκεια των ENφυλίων συγκρούσεων. S2G πάτρωνες μαρτυρούνται οι σημαντικότεροι αντα-
γωνιστές και οι αξιωματούχοι των συγκρούσεων αυτών, γεγονός το οποίο δεν µπορεί να θεωρηθεί τυχαίο».
Επιβεβαίωση για τα όσα προαναφέρθηκαν προσφέρει ένα χαράκτηυιστικό παράδειγµα and τη Μακεδονία, Μεταξύ των ευρημάτων που avaxuλύφθηκαν στον παλιό λιμένα της Θάσου και δημοσιεύτηκαν πρόσφατα από τους J.-Y. Empereur και A. Simossi, περιλαμβάνεται και µία ενεπίγοαφη βάση ανδριάντα, που είχε στηθεί προς τιμήν του Σέξτου Πομπήϊτου, γιου του
9. SEG 24 (1974), S80: ['O] dos
Αμϕιπυλειτῶ]ν]!
Πναϊο]ν Δομίήτιον
Γναίο
up| (eioly
Alf vopagpoyv τόν εὐερλνέτην. 10. IG Χ. 2, 134: Kötvrov Καικέλιον Koivrov Μέτελλον] | στρατηγὀν ἀνθύπατων ΡιωHato) | τὸν αὐτῆς ood τῆικι καὶ εὑεργέτην] in Hoi]. It. 1. Olympia, 325. 12. 2. B. Kuwuytas, «Nixn Ρωμαίου στρατηγυῦ τιµωμένη ὑπό naxkdovunig πόλεως», “EAA vexct 5 (1932), 5: (Magxov Μινύκιων] Koïvrow vidv { Ροῦκον στρατηγὀν ἀνθιίπατ]ον Poteau vixnoavra Toy) πρὸς Padatag Σκυρθή[στας] καὶ Βέσσους καὶ τοὺς λυιποὺς Opdxag Aodciov | [τόν αὐτ]ῶν εὐεργέτην ἀρετῆς ἔνεκεν καὶ εὐνοίας | Εὐριωπαίων ἡ πωλις. 13. Πλ. π.χ. ta παραδείγματα για τον Καίσαρα απὀ τη Σάμο και τις Θεσπιές (BR. ὀχετ. A. E. Raubitschek, «Epigraphical notes on Julius Caesar», JRS 44 (1954), 67 και 71 ayTiorarze) aulhos και To τη Χίο (GRR IV, 928-929) αλλά zat τον Mono από την πόλη της Μυτιλήνης (SEG 3, 693).
1374
LK. Ξυὐόπουλος
Koétvtoul4,
Ο τιιώµενος
αναφέρεται
WG
«διά προγόνων
πάτρων
τῆς πό-
λεως». Όπως προκύπτει από την παραπάνω διατύπωση, ανάλογες τιµές θα είχαν αποδοθεί και σε κάποιον πρόγονό TOV, µέλος της οικογενείας TOV Γναίου Πομπήιου, εξαιτίας προφανώς της προστασίας που παρείχε στην πόAn των Θασίων. Οι εκδότες της επιγραφής στην απόπειρά TOUS για την ταὐTION TOV τιµωμένου οδηγήθηκαν στην υπόθεση ότι η αναφερόμενη προσωπικό-
τητα είναι ο εγγονός του κυβερνήτη της Μακεδονίας και εξαδέλφου του Γναίου Πομπήιου, Σέξτου, που είχε σκοτωθεί το 118-7 π.Χ., πολεμώντας εναντίον των Σκουδίσκων!». Εάν η ταύτιση είναι σωστή, τότε η επιγραφή θα
πρέπιι να χρονολογπῦεί στην μπήιου και οπωσδήποτε πριν φανώς µε τις επιχειρήσεις του δάτη και ειδικότερα µε τον Γ΄
περίοδο της παντοδυναµίας του Γναίου Tloαπό τη μάχη στα Φάρσαλα!ό, Συνδέεται προτελευταίου εναντίον των δυνάμεων του ΜιθριΜιθριδατικό πόλεμο το 66 π.Χ. και την απο-
κατάσταση της τάξης στην Ανατολή. Πιθανότατα στο πλαίσιο αυτό δέχθηκε
και την παροχή υπηρεσιών του εξαδέλφου TOV προς τους Θασίους, παραδοσιακούς συμιμάχοὺς των Ρωμαίων, OL οποίοι είχαν ἀντισταθεί στις παρενοχλητικές επιχειρήσεις του Μιθριδάτη!”. Ως πάτρων τιµάται στην Αμφίπολη, τη Σαμοθράκη και τη Βέροια OL.
Calpurnius Piso, ανθύπατος της επαρχίας κατά το διάστηµα 57-55 π.Χ. Στην Αμφίπολη την απόφαση παίρνει ο δήµος!δ, στη Σαμοθράκη η βουλή xa ο dnnog!?, ενώ στη Βέροια οι Βεροιαῖοι καὶ οἱ ἐνκεκτημένοι ΄᾿Ρωμαῖοι τιμούν τὸν ἑα(υ)τῶν πάτρων(ὀὸ. Για τη δράση tov Πείσωνα στη Μακεδονία είµαστε υποχρεωμένοι να στηριχθούµε στις αναφορές του Κικέρωνα, οι λόγοι του 14.).-Y. Empereur - A. Simossi, «Inscriptions du port de Thasos», BCH
IS (1994), 412, ay. 3.
15. B. Αλλαμανή-Σουρή. «Πραχκλής Kuvayidac χαι κυνηγοί. Νέα επιγραφικά στοιχεία ατό
τη Εέροιά», Apyaia Μακεδονία V,Tt.
A’, Θεσσαλυνίπκη 1993, 84.
16. 5.-Y. Empereur - A. Simossi, 6.7. 414.
17. O.x. και J. Pouilloux, Recherches sur l'histoire et les cultes de Thasos H, EtThas V (1957), σ. 45; Mofik. την επιστολή tov Γναίου Koprnkiou Δυλαβέλλα, ανθυπάτον της Maxrooviag, TOUS TOV δήμο των Θασίων, όπου γίνεται μνεία της αποστολής πρέσβεων TOV νησιού προς
Tov (Oto. Στην επιστολή où πρέσβεις χαρακτηρίζονται wc ἄνδρες κα[λοί καὶ ἁγαθοί καὶ φίλοι πιιρὰ δήμου κα]λωῦ τε καὶ ἁγα(λοῦ καὶ φίλου συμμάχου τε ἡμειτέρου (στ. 3-4). 18. M. E. Caskey, «News Letter from Greece (1979 & 1980)», AJA 85 (1981), 456. 19. Η ἐπιγωαφή χουνολογείται στα 56-55 π.Χ. BA. σχετ. H. Bloch, «L. Calpurnius Piso Cacsoninus in Samothrace and Herculaneum», AJA 44 (1940), 487: P. M. Fraser, Samothrace II, I: The Inscriptions on Stones, New York 1960. 57, ag. 18: [ή fui καὶ 6 ὁῆμως Λεύκιον KaAnopvior] I
Λεύκιον ufiov
Hetajwva I tov αὐτυχράτορ[α καὶ πάτρωνα τῆς πόλεις.
20. M. Λήμιταας, Ἡ Μακεδονία ἐν λίθοις φθενγυµένωις καὶ µνημµείοις σωζωµένυις, Αθήναι 1896, ag. 98: J. M. Κ. Cormack. AJA 48 (1944), 76-77: J.-L. Robert, BullEpig. 1944, 121: F. Papazoglou, «Les Villes de Macédoine à l'époque romaine», BCH Suppl. XVI, Paris 1988, 142, σημ. 9° A. Tataki, Ancient Beroea. Prosopography and Society, Athens 1988, 188, όπου και λεπτυµερής βιβλιογραφία.
Ο Meads της πατρωνείας στη Μακεδωνία
1375
οποίου αποτελούν µία µεροληπτική και ανακριβή πολλές φορές πηγή, δεδομένου ότι ο ρήτορας είχε προσωπικούς λόγους να είναι δυσαρεστημένος µε τον Πείσωναξ!. Mia απλή υπενθύμιση του αποσπάσµατος, του λόγου του Κιπέρωνος In Pisonem, ὀπου αναφέρεται ότι ο τελευταίος, ως ανθύπατος. έβλαψε τα συμφέροντα των δημοσιώνων HAL των εταιρειών (societates), χρησιμοποιώντας αντί yu’ αυτούς τους δημόσιους δούλους της επαρχίας, YEYO-
Vdc που προκάλεσε το µίσος των εγκατεστηµένων στη Μακεδονία Ρωμαίων, μας πείθειζ2. Ωστόσο, αν δεχθούμε την αξιοπιστία του αποσπάσματος, είναι ὁυσερμήνεντη η απόδοση τιµών προς τον Πείσωνα από TOUS «ἐνκεκτημένους» Ρωμαίους της Βεροίας. Σπάνια μαρτυρείται σε επιγραφές Μακεδονικών πόλεων ο όρος «πάτρων» κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων μεταχριστιανιχκών αιώνων. ΆλAwote, κατά την ίδια περίοδο η χρήση του όρου εμφανίζεται περιορισμένη
στην ελληνική Ανατολή σε σχέση µε αυτή της Δύσης2. Τα σύγχρονα παραδείγµατα από τη Μακεδονία προέρχονται από τους Φιλίππους και το Άργος της Παιονίας. Στους Φιλίππους, κάποιος C. Oppius Montanus αναφέρεται σε λατινική επιγραφή του lov ή του 20V αιώνα ως patronus «οἰ(οπίας) και {fflam(en) divi Aug(usti)2*. Με δεδομένο την κατοχή του αξιώματος του LE-
ρέως της αυτοκρατορικής λατρείας, υποθέτουμε βάσιµα ότι ο Oppius Montanus ανήκε στην κατηγορία των στενά συνδεδεμένων µε τον αυτοκράτουα αξιωματούχωνζ». Στο Άργος της Παιονίας, σε ενεπίγραφη βάση ανδριάντος, τιμάται ένας Ρωμαίος
ανθύπατος
ws «κτίστης καὶ πάτρων»26,
Δυστυχώς
SEV έχουµε το
όνομά TOU ακέραιο. Μετά το αρχικό του ονόματος λάμδα ακολουθεί χάσιια τεσσάρων περίπον γραμμάτων, εξαιτίας της φθοράς της επιγραφής. Στον επόμενο στίχο έχουµε την κατάληξη -ον Ἱούνιον. Αρχικά είχε υποστηριχθεί ότι επρόκειτο για τον ανθύπατο της Μακεδονίας Ei αυτοχράτορος Αδριανού
21. ©. Σαρικάκῆς.
Ρωμαίοι
άρχοντες της επαρχίας Μακεδονίας A|, Θευσαλυνίκη
1971,
VW, 22. Kixéowy, In Pisonem, 40. 96 και 41. 98. Βλ. χαι ©. Σαρικάκης, 0.7, Α΄, 120, σημ. 2. 23. Hapa. J. Nicols, «Patrons of the Greck Cities in the Early Principate», ZPE 80 (1990), 83, OTOV ACL OL σχετικοί συγχρητικοί πίνακες. 24. CIL 3, 7340: C. Oppius | Montanus | patronus col(oniae)\ [Nlam(en) divi Aug(usti). BA. A. Κιινατοούλη, Μακεδονική Πρυουωπυγραφία, Oradadoviny 1955, 111, ag. LOLS: P. Collart, «Inscriptions de Philippes», BCH 57 (1933), 341, anu. 5. 25. Όπως υποατηρίζει για άλλες περιπτώσεις απονυµής TOV τίτλου σε Ρωμαίους αξιωμαtotyou o J. Touloumakos, Gereindepatronat, 322, σημ. 57. 26. Βλ. αχετ. B. Josifovska, ZAnt. 3 (1953), 222 = SEG 16, 400: A[....Jlov Ἱυύνιον | ἀνου-
zarovin Robert,
τῶν
Αρνιοταίων
Bull pig. 1955, 150.
πόλις! τὸν κτίστην! καὶ πάτρωνα | ὑπατεύοντα.
Βλ. και J.-L.
1376
I.K. Ξιδόπουλος
(117-138)27, άποψη η οποία αργότερα αναθεωρήθηκεζᾶ, H εκδότρια της επιγραφής χωονολογεί την επιγραφή στα τέλη του 20V αιώνα μ.Χ. και συγκεχοιµένα στο έτος 192/3, θέση που είναι και η επικρατέστερη στην Evevva??. Πρέπει να επισημανθεί ότι η ίδια προσωπικότητα έχει αναγνωρισθεί και στο γνωστό ψήφισμα των Βαττυναίων2ο. Αξίζει να αναφερθεί στο σηµείο αυτό και µία επιγραφή του 3ου αιώνα,
στην οποία τιµάται ένας άλλος ανθύπατος της Μακεδονίας, ο Μ. Ούλπιος Awıos Κυϊντιανός, από τη ρωμαϊκή αποικία tov Βουθρωτού της Ηπείρου ως «πάτρων καὶ εὐεργέτης αὐτῆς». Πρόκειται για τη μοναδική περίπτωση όπου αναφέρεται ρητά ο λόγος για τον οποίο τιμάται: επειδή εκτέλεσε χρέη λογιστή (curator rei publicae) µε δικαιοσύνη»ἰ. Οι λογισταί αποστέλλονταν ήδη από τον 20 αιώνα μ.Χ. από τους αυτοχράτορες στις επαρχιακές πόλεις προχειµένου να ελέγξουν τη διαχείριση των οικονομικών’ὲ, Όπως µας πληvopogel το ίδιο το κείµενο της επιγραφής, η βουλή της πόλης, η οποία vruγόταν τότε προφανώς στη δικαιοδοσία του ανθυπάτου της Μακεδονίας, αποφάσισε να του απονείμει τοὺς παραπάνω τίτλους «δικαιοσύνης ἕνεκα καὶ χρηστότητος», αρετές χάρη στις οποίες απέσπασε την ευγνωμοσύνη της αποι-
xiag"?. Με βάση το εν λόγω κείµενο έχει διατυπωθεί η άποψη ότι και Ot ανθύπατοι-διοικητές των επαρχιών είχαν τη δυνατότητα να ασκήσουν τα συγκεκρωιμένα καθήκοντα2”. Ot πάτρωνες των κοινοτήτων της Μακεδονίας dev ήταν ὠστόσο αποχλειστικά υψηλόβαθμοι Ρωμαίοι αυτοκρατορικοί διοικητικοί À στρατιωτικοί αξιωματούχοι. Kat’ αποµίµηση του ρωμαϊκού παραδείγματος, από τα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ., μαρτυρούνται επιγραφικά και Ἐλληνες, οι οποίοι τιµώντάι ὡς πάτρωνες της ιδιαίτερής τους πατρίδας. Αυτοί ανήκαν στα υψηλό-
27. M. Δήμιτσας, “H Μακεδωνία ev λίθοις φθεγγυμένοις, Α΄, 239. 28. BA. A. Καναταυύλη, Μακεδονική Προσωπυγραφία. Συμπλήρωμα, Θεσσαλονίκη 1967, 14, αρ. 1631: F. Papazoglou, Villes, 311, one. 16° ©. Σαρικάκης, Ρωμαίοι άρχοντες της επαρχίες
Μακεδονίας Β ᾽, Θεσσαλυνίκη 1977, 95, σημ. 5 F. Papazoglou, ZAnr. 29 (1979), 246-248 (SEG 30, 555) K. Buraselis, «Bemerkungen Οισσαλονίκη 1993, 287, ou. 23.
zum
Dekret
der Battynäer»,
Αρχαία
Μακεδονία
V.Tt. A’,
29. B. Jusitovska, ZAnt. 3 (1953), 224. 30. PIR? 1, 809: K. Buraselis, 6.7., 287, any. 23. 31. AE 1949, αρ. 265: [ή Βυυ0ρ]ωτίων ! [κ]ολωνεία! [Mäpxov Οὔλπιυν Αννιον]![κ]ιἵντιανὸν ἀνθύπαπον] | Maxedoviac λογιστὴν | ἑαυτῆς ῥικικυσύνης | ἕνεχα καὶ χρηστότητως |
τὸν ἑυτῆς πάτρωνα | καὶ εὐεργέτην { ψ(ηφισµατι) βουλής). Πυβλ. J.-L. Robert, BullEpie. 1948, 98: A. Κανατσούλης, Maxrooviay 32. Για τοις λογιστές βλ. A. 49-50. 33. ©. Σαθικακης, Ρωμαίοι 34. ©. Σαριχάκης, 6.7. 119,
Πρωσωπυ»ραφία. Συμπλήρωμα, 26, αρ. 1718. Κάνατουύλης, «H Μακεδονικὴ πόλις», Μακεδονικά 6 (1964), άρχοντες, ane. 3.
BO, 120.
Ο βεσμός της πατρωνείας στη Μακεδυνία
1377
τερά κοινωνικά στρώματα και ήταν γόνοι πλουσίων οικογενειώνὀ», προὐπόθεση απαραίτητη, δεδομένου ότι το τιμητικό AUTO αξίωμα συνοδευόταν από υπερβολικές οικονομικές επιβαρύνσεις. Σε µία διαµμελισµένη μακεδονική τιμητική επιγραφή tov 3ov αιώνα μ.Χ., η οποία αποκαλύφθηκε στους Στόβους στα 1977, αναγράφονται τα αξιώματα
και οι τίτλοι του Il. Σέντιου Σεπτίµιου ΝικολάουΖό: «ἐκ προγόνων ἀρχιερέας καὶ ποντίφεχας καὶ γυμνασίαρχος Καὶ πάτρωνας τῆς Στοβαίων πόλεως». Την επιγραφή αφιερώνει ο παππούς του, Σεπτίμιος Σιλβανός Νικόλαος, ο οποίος φέρει τον τίτλο «πρῶτος τῆς ἐπαρχίας»ὸ]. Αναμφίβολα έχουµε να κάνουµε µε µία σηµαντική προσωπικότητα, γόνο µιας εξέχουσας οικογενείας των Στόβων. Στα µέσα του τρίτου αιώνα χρονολογείται και ένας ενεπίγραφος βωμός από τη Θεσσαλονίκη. Στην επιγραφή αναφέρεται ότι µετά απὀ απόφαση της βουλής και του δήμου της πόλεως κάποιος Αυρήλιος Κωνστάντις, πφοστατευόµενος προφανώς του τιµώμενου, στήνει βωμό προς τιμήν του Μινικίου Διονυσίου, πάτρωνος καὶ εὐεργέτου του». Ο Μινίκιος είχε διατελέσει Maxeδονιάρχης, δηλ. πρόεδρος του Κοινού των Μακεδόνων xat την πληροφορία αυτή αντλούμε από την ίδια την επιγραφή. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο ΑυρήAtos Κωνστάντις ίδρυσε και δεύτερο βωμό, Χαι πάλι µε απόφαση της βουλής και του δήµου της Θεσσαλονίκης, προς τιµήν και της συζύγου του Μινικίου Διονυσίου, Αυρηλιανής Πρείσκας, την οποία χαρακτηρίζει ως εὐεργέτιν"». Με στήσιμο βωμού επίσης, κατόπιν της σύμφωνης και πάλι γνώμης της βουλής χαι του δήµον της πόλης, τιµά ο απελεύθερος Γεμείνιος Ζώσιμος την 35. J. Wiseman, «A distinguished Macedonian Family of the Roman
Imperial Period», AJA 88
(1984), 573. 36. J. Wiseman, ό.π., 570. 37. Όπως επισήµανε o A. Κανατσούλης, «Οἱ Μακεδυνιάρχαι τοῦ Κοινοῦ τῶν Μακεδόνων καὶ N χοινωνικὴ θέσις αὐτῶν εἰς τὰς μακεδυνικάς πόλεις», Μακεδονικά 13 (1973), 30-31, o Σιλ-
βανύς Νικόλαωας διετέλεσε Χαι Μαχεδονιάρχης. Ἡ σχετική μαρτυρία (IG X. 2, 172) σώζεται σε everiypugn βάση βωμού ἡ ανδριάντα ate τη Θεσσαλυνίχη, χρονολογημένη από tov C. Edson στον 30 αι. μ.Χ. Ο J. Wiseman, ό.π.. 575-576, αποδέχεται την Anoym των Κανατσυύλη, 0.27. και P. Veyne, «Augustale de l'an 1 - Premier Pontarque», BCH 90 (1966), 146-417, ott o τίτλυς του «πρώτου τῆς ἐπαρχίας» αποδιδόταν σε EEEXOVGES φικνπογνωµίες (συχνά σε Maxedovidyzxes) είτε σε ανιγνώριση διακεκριμένων υπηρεσιών και ήταν ένας καθαρά τιμητικός τίτλος, 18. 1G X. 2, 190: ἀγαθῇ τύχῃ. | κατά τὸ δόξαν τῇ κρατίστῃ βουλῇ καὶ τῷ! ἱερωτάτῳ dun | Μινίκιον Διονύσιον | τὸν ἀξιολογώτατων | Μακεδυνιάρχην | Αὐρηλιανός Κωνστάντις! τὸν
πάτικυνα καί εὐερίγέτην | εὐτυχῶς. 39. IG X. 2, 191: ἁγαθῇ τύχῃ. | xara τὸ ῥόξαντα τῇ κραἰτίστῃ βουλῇ καὶ τῷ | ἱερωτάτιω ῥήμῳ | Αὐρηλιανὴν Πρείσκαν! τὴν ἀξιυλογωτάτην | γυναῖκα Μινικίου | Διονυπίον τοῦ ἀδ/ |
Μακεόυνιάμχου, Αὐρηϊλιανὺὸς Κωνστάντις | τὴν εὑεργέτιν | ἑπτχώς. Βλ. και A. Κανατυούλης, «Τὸ Kowov τῶν Μακεδόνων», Toyougid, 102, αρ. 930.
Μακεδονικά 3 (1956), 87-88, on. 4-5 και Μακεδονική
Ποοσω-
1378
IK. Ξυὐώπουλως
«πατρώνεισσά» του Atria Γεµεινία Ολυμπιάδα, κόρη του Τίτου Αιλίου Γεμεινίου Μακεδόνος, ο οποίος είχε διατελέσει και άρχων του Αττικού ΠανελAnviov"®, σε επιγραφή του 3ου αιώνα μ.Χ..]. Η µελέτη των επιγραφών της Ανατολής, ειδικά εκείνων της ρεπουμπλικανικής περιόδου, επιτρέπει την εξαγωγή των εξής συμπερασμάτων: A) ότι OL ελληνικές πόλεις αναγόρευαν Ρωμαίους αξιωματούχους ως πάτρωνές τους για τις ευεργεσίες που είχαν δεχθεί από αυτούς ή για λόγους κολαχείας και β) ότι οι πάτρωνες διορίζονταν από τη Σύγκλητο. Το τελευταίο συμπέρασμα το διατυπώνουµε µε χάποιες επιφυλάξεις, γιατί Sev υποστηρίζεται επαρκώς από τα διαθέσιµα επιγραφικά ευρήµαταβξ, Συνοψίζοντας ειδικά για τη Μακεδονία ισχύει: a) N απουσία της αναφοράς του κληρονομικού χαρακτήρα, που αποτελεί
βασικό γνώρισμα του ρωμαϊκού θεσμού, χαρακτηρίζει τις αναφερόμενες στο θεσμό της πατρωνείας μακεδονικές τιμητικές επιγραφές µε µόνη εξαίρεση την περίπτωση του Σέξτου Πομπήϊου στη Θάσο, όπου ο τιμώμενος αναφέἑρε-
ται ως πάτρων dia προγόνων!". β) Η χρονολόγηση των επιγραφικών μαρτυριών MOV έχουµε στη διάθεσή μας υποβάλλει τη σκέψη ότι η απονοµή αυτού του ρωμαϊκού τίτλου συνδεό-
ταν πολύ συχνά µε την αντιμετώπιση κινδύνων À µε την αναγνώριση EX μέρους της κοινότητας της προσφοράς των τιµωμένων. OL λόγοι, για τους οποίους ένας Ρωμαίος αξιωματούχος τιµάται ως πάτρων, δεν γνωστοποιού40. Για την ποοσωπικύτητα Tay Τίτου Αιλίοι Γεμεινίου Μακεδόνος BA. πρύσφατα P. Nigdelis, «Geminii und Claudii: Die Geschichte zweier lührender Familien von Thessaloniki in der späteren Kaiserzeit», στον tomo A. A. Ριζάκης, (exd.), Roman Onomastics in the Greck East. Social and Political Aspects, Μελετήματα 21, Αθήνα 1996, 131-132. Για τη χρήση tov συγκεκριμένων ονόματος Aal τη σημασία AOL απηχυύσε αυτή στην ιστορική συνείδηση tov επιφανυύς αυτού
πωλίτη βλ. LK. Ξυδόπουλος, Κοινωνικές και πολιτιστικές σχέσεις των Μαχεδύνων και των Νοτίων Ελλήνων, Συμβολή στην έρευνα της γραμμµατειαχής και επιγραφιχής παραδόσεως για την ἀρχαία Μακεδονία, Aw. διατριβή, Θεσσαλυνίκη 1998, 192-193, anu. 59. 41. Ι6 X.2, 187: xara τὰ ὀύξαμτα τῇ χρατίστῃ βουλῇ | xai τῷ ἱερωτάτω dna Αἱλίαν Γε-
µεινήαν Ὀλυμπιάδα | τὴν ἀξιωλυγωτάτην | θυγατέρα T. AU. Γεϊμεινίυυ Maxedolvos τοῦ “EAλιδάρχου Γεμεῖνιος Ζώσιμος | 6 καὶ Βυρέας | τὴν πατρώνει σαν. 42. Π. M. Νίγδελης. «Ρωμαίοι πάτρωνες και "ἀναγκαιότατοι καιρού” (παρατηρήσεις ατην ἐπιγραγή SEG 32. 825 της Πάρου)», “EAAnvixd 40 (1989), 35. Για παράδειγµα, οἱ κάτοικοι της Σάμου ζήτησαν απὀ τη Σύγκλητο va τους βοηθήσει σχετικά µε τις υποθέσεις TOV ναού της Αυτέμιὸυς Ταυρυπόλου, Στη οχετική επιγραφή απὀ τη Σάμο (GRR IV, 968) τιμάται για τις evεργεσίές TOV προς το ιερό © Gn. Dometius Ahenobarbus, πρέσβης to 129 στην Καρία και ὑπατως τὸ 122 π.Χ. Ὁπως αναφἐρέται ato χείµενο της επιγραφής, ὁ πατέρας τον τιµώμενου, Γναίος, εἶγε ορισθεί πάτρων του δήμου των Σαμίων απὀ τη ρωμαϊκὴ Σύγκλητυ. Βλ. και J. Touloumakos. Gemeindepatronat, 310, onu. 21-25. 43. BA. τωπ.. σημ. Id.
Ο θεσμός της πατρωνείας στη Maxedovia
1379
νται στην πλειονότητα των περιπτώσεων (εξαίρεση αποτελεί N UTOvOUR του τίτλου στον M. Ούλπιο Άννιο Κυϊντιανό). Ωστόσο είναι γνωστό ότι οἱ φιλορωμαϊκές παρατάξεις των πόλεων επεδίωκαν να εξασφαλίσουν την ευνοϊκή διάθεση των Ρωμαίων, µε αποτέλεσµα τη λειτουργία του θεσμού της EVELYEσίας. Από την άλλη πλευρά, και οι Ρωμαίοι δεν έµεναν αδιάφοροι στην ανάπτυξη τέτοιον είδους σχέσεων, οἱ οποίες µεσοπρόθεσµα Ha επέφεραν θετικά αποτελέσµατα, και µάλιστα αναφορικά µε την αύξηση της πολιτικής τους ὀύναμης. y) Κατά την ύστερη αυτοκρατορική περίοδο ο τίτλος απονέμεται και σε µέλη οικογενειών της ελληνικής αριστοκρατίας καθώς OL πόλεις έπαυσαν να αναζητούν τοὺς προστάτες τοὺς αποκλειστικά και µόνον στους Ρωμαίους.
110
ALEXANDER DER GROSSE UND DER LYKISCHE BEMERKUNGEN ZUR PROPAGANDA WAHREND DES RACHEKRIEGES (334-330 v. Chr.)
Michael
HIRT.
Zahrnt
Bei der Uberwindung der sogenannten Persischen Tore im Spätherbst 331 handelt es sich um eine vermeintlich nebensächliche und in der Forschung weniger beachtete Episode des Alexanderzuges!. Uber dieses Ereignis besitzen wir insgesamt fünf Berichte, von denen derjenige Arrians nach allgemeiner und auch von mir geteilter Auffassung auf Ptolemaios zurtickgeht, während Diodor, Curtius Rufus, Plutarch und Polyain der sogenannten Alexander-Vulgata verpflichtet sind. Ich beginne mit Arrians Darstellung (3,18):
Nach
Unterwerfung
der
Uxier
schickte
Alexander
Parmenion
mit
einem Teil des Heeres auf der Fahrstraße nach Persepolis, zog mit den übrigen Truppen durchs Gebirge und gelangte zu den sogenannten Persischen Toren, die vom Satrapen Ariobarzanes mit angeblich über 40.000 Mann gehalten wurden. Als sich diese Stellung als uneinnehmbar erwies, boten Kriegsgefangene dem Makedonenkönig an, ihn in den Rücken der Feinde zu führen. Tatsächlich gelang die Erstürmung der Stellung ohne größere Schwierigkeiten, wobei Ptolemaios, Arrians Gewährsmann für die Episode, nicht unwesentlichen Anteil am Erfolg hatte. In den anderen Berichten hingegen ist dieser nicht einmal genannt. Diodor (17,68) kennt keine nach Persepolis führende Fahrstraße. Bei ihm saß Alexander vor dem Paß fest, und eine Befragung der Einheimischen erbrachte nichts außer der Möglichkeit, diesen weiträumig zu umgehen, dabei aber die eigenen Gefallenen unbestattet. zurückzulassen und damit die Niederlage einzugestehen. So ließ der König die Kriegsgefangenen vorführen. Unter diesen befand sich ein Lykier, der einst in persische Gefangenschaft geraten und seit Jahren in diesen Bergen als Hirte
tätig war; dieser führte Alexander
|. Da
ich eine
ausführliche
Untersuchung
in den Rücken
der den
Rachekrieg
der Perser.
begleitenden
Curtius
Propaganda
vorbereite, habe ich den Vortragstext nur unwesentlich verändert und auf eine Auseinandersetzung mit der Forschungsliteratur weitgehend verzichtet.
1382
Rufus’
Michael
Bericht
Entsendung
(5,3,16-4,34)
Zahrnt
ist sehr viel ausführlicher; er beginnt
Parmenions, stimmt
dann
aber weitgchend
mit der
mit demjenigen
Dio-
dors überein. Als sich der Paß nicht erstürmen licB, befragte Alexander zuerst die Einheimischen, die ihm aber nur einen Umweg durch Medien? nennen konnten, und dann dic Kricgsgefangenen, unter denen sich ein des Persischen wie des Griechischen Mächtiger befand, der sich als außerordentlich ortskundig und bei nähcrem Bcfragen als Lykicr erwies, der einst in persische Gefangenschaft geraten war. Das erinnerte Alexander an einen ihm erteilten Orakelspruch, ein Lykier werde ihn in die Persis führen; so geschah es denn auch, und der Lykier wurde später reich entlohnt (Alex.
37,1f.)
ist
leider
durch
eine
Lücke
(5.7,12). Plutarchs
entstellt,
doch
Bericht
erfahren
wir
immerhin noch, daß die ohnehin schwer zugängliche Persis von den Edelsten der Perser verteidigt wurde, daß sich aber der Abkomme eines Lykiers als Führer zur Verfügung stellte und daß Alcxander noch als Knaben von der Pythia geweissagt
worden
war, cin
Lykier werde
ihn einst
nach
Perscpolis
führen. Der folgende Bericht über Alcxanders Aufenthalt daselbst läßt mit der Einnahme der Stadt und dem Brand von Xerxes’ Palast den Rachezug abeeschlossen und Alexanders Aufgabe als Bundesfeldherr erfüllt sein. Polyain (4,3,27), dessen Wicdergabe der Episode auf dieselbe Vorlage wie dic zulctzt besprochenen Berichte zurlickgcht und keine zusätzlichen Informationen bietct, spricht ebenfalls ausführlich von der Prophezeiung. Gemeinsam ist allen Berichten, daß die von den Persern gehaltene Stellung im dirckten Angriff nicht genommen werden konnte, nur hätte das bei Arrian nicht unbedingt das Erreichen von Persepolis verhindert. Mit Hilfe von Kriegsgclangenen konnte indes dic gegnerische Stellung umgangen werden. Natürlich werden die Perser nicht nur den von Alexander angcprifienen Pal} besetzt, sondern auch versucht haben, Parmenions Durchmarsch auf der Fahrstraße zu verhindern, aber hierüber schwicg Ptolemaios. Kriegsgelangene betragte Alexander auch bei Diodor und Curtius. Hier kam der entscheidende
Hinwcis von einem zweimal
in Gefangenschaft geratenen
Lykicr.
nachdem selbst die Ortskundigen nur von der Mößlichkeit cines großen Umwegs gesprochen hatten. Curtius Rufus verbindet damit den Orakelspruch, der natürlich auch in Diodors Vorlage zu vermuten ist. Bei Plutarch fehlt dic Befragung der Einheimischen und ist einzig vom lykischen Führer und vom 2. Die besseren Handschritten bieten medium, und Medien vel. JT Atkinson, A Commentary on Q. Curtis Rutus’ Historiac Amsterdam 1994, 89, und die dort vorgeschlagenen Lesungen. entscheidend. daB Alexander nach der gemeinsamen Vorlage von Getallenen hätte zurücklassen müssen.
wäre in der Tat zu weit entfernt: Alexandri Magni, Books 5 to 7.2, In unserem Zusammenhang ist Diodor und Curtius Rulus scine
Alexander der Große und der lykische Hirt
1383
Spruch der Pythia die Rede. Im iibrigen wird nicht nur das Geschehen an den Persischen Toren, sondern auch der Marsch von Susa bis hierhin bei Arrian und in der Vulgata-Tradition unterschiedlich geschildert. Letztere berichtet von schweren Kiimpfen gegen den Perser Madates, Arrian hingegen von der sehr viel leichteren Uberrumpelung der Uxier; offensichtlich hat hier schon Ptolemaios
die
Schwierigkeiten,
in die
Alexander
geraten
war,
teilweise
unterdrückt?. Die nicht-arrianische Tradition sieht nicht nur Alexanders Lage dramatischer, sondern bezeichnet den für das Gelingen des Durchmarsches entscheidenden Mann als Lykier und verbindet dessen Beitrag zum Erfolg mit einer
einst
dem
Makedonenkönig
gegebenen
Prophezeiung,
die
Plutarch
zudem in dessen Kindheit datiert. Daß diese eine nachträgliche Erfindung darstellt, ist allgemein anerkannt. Alexander wird hier als zalg bezeichnet, und als solchen redet ihn die Pythia auch in einer ebenfalls suspekten, in dieser Form nur bei Plutarch überlieferten Episode an, als der Makedonenkönig außerhalb der normalen Öffnungszeiten das Orakel befragen wollte (Alex. 14,6f.; vgl. aber Diod. 17,93,4, wo auf das Ereignis angespielt wird). In der Tat kann Alexander spätestens im Sommer 335 ein letztes Mal in Delphi gewesen sein, aber daß er dereinst an den Toren zur Persis stehen würde, wäre zu diesem Zeitpunkt niemandem in den Sinn gekommen, und ausgerechnet einen Lykier für das Gelingen verantwortlich zu machen, wäre damals vollkommen undenkbar gewesen. Unsere weiteren Überlegungen haben sich also auf diesen Lykier zu konzentrieren, auf dessen
Nationalität
vier unserer Autoren
insistieren und
die drei von ihnen mit einer Prophezeiung in Verbindung bringen. Vorher aber sollten
wir einen
kurzen
Blick
in die Forschungsliteratur
werfen
und
wenigstens zwei neuere Behandlungen der Episode betrachten. Über “Alexander at the Persian Gates” hat 1980 Waldemar Heckel nachgedacht und den Bericht
Arrians
trotz
aller Übertreibungen
zugunsten
Alexanders
als
den
militärisch besten bezeichnet, während die nicht-arrianische Überlieferung dic Geschichte mit “certain unreliable elements” angereichert habe*. Nach diesem Traditionszweig war die Schlacht an den Persischen Toren integraler Bestandteil einer Abfolge von Ereignissen, die im Brand der Paläste von Persepolis gipfelten. Im Vordergrund habe das Rachemotiv gestanden, das besonders gut bei Curtius Rufus faßbar sci; ferner weise die Episode Ähnlichkeiten mit dem 3. Vel. zu diesen Episoden und ihrer Wiedergabe bei den verschiedenen Autoren A.B. Bosworth, A Historical Commentary on Arrian's History of Alexander. Vol. I. Commentary on
Books LH, Oxford 1980, 321-329. 4. Athenacum 58, 1980, 168-174; Zitat: 169.
1384
Michael Zahrnt
Geschehen an den Thermopylen auf, und der lykische Hirte sei das Gegenstück zum herodoteischen Ephialtes, der cinst die Sache der Griechen verraten
hatte.
Insgesamt
führt
Heckel
die Darstellung
mitsamt
der Betonung
des Rachemotivs und den Herodotreminiszenzen auf Kleitarch zuriick, der als Sohn cines Verfassers von Persika auch mit dem Werk
Herodots vertraut war
und vermutlich auf die panhcllenische Propaganda zurückgriff, die er im Werk des Kallisthenes fand. Mit diesem kurzen Hinweis auf Alexanders Hofhistoriographen läßt er es allerdings bewenden und fragt nicht weiter danach, warum verfiel.
Kleitarch ausgerechnet auf einen lykischen
Hirten als Führer
Ober literarische Abhängigkeiten hat sich 1993 N. G. L. Hammond in scinen
“Sources
for
Alexander
the
Great”
Gedanken
Ansicht nach ist der bei Arrian erhaltene maios
vorzuziehen
und geht
derjenige
bei
auch
seiner
Bericht des Augenzeugen
Ptole-
Diodor,
gemacht’; Curtius
und
wohl
auch
Plutarch auf Kleitarch zurück. Die in meinen Augen entscheidende Frage hat aber auch er nicht gestellt: Woher hatte Kleitarch den Iykischen Hirten und die mit seiner Person verbundene Prophezeiung? Und selbst wenn Klcitarch den Hirten als Gegenstück zum Verräter Ephialtes erfunden hat, warum mußte es ausgerechnet ein Lykier sein, der sich in den Bergen Zentralpersiens auskannte? Die Antwort auf diese
mißverstandenen
Episode,
Fragen
die
ergibt
in den
sich
Winter
aus
334/3
einer
bisher
gehört
und
ebenfalls
nur bei
Plutarch (Alex. 17,4f.) überliefert ist: Im Gebiet des lykischen Xanthos sei eine Quelle von selbst angeschwollen und aus der Tiefe eine eherne Tafel mit alten Schriftzeichen zum Vorschein gekommen, welche besagien, die Herrschaft der Perser werde, von den Griechen niedergeworfen, ein Ende nehmen.
Hierdurch ermutigt, sci Alexander cilends daran gegangen, das Küstengebict bis Phönikien und Kilikien zu säubern. Diese Episode wurde kaum beachtet, bis Christien Le Roy ihr 1980 einen Aufsatz widmete®. Er lokalisiert die genannte
Quelle
in cinem
bei Xanthos
teilweise
ausgegrabenen
Heiligtum
und nimmt einen Besuch Alexanders daselbst an. Bei dieser Gelegenheit sei es zu der genannten Prophezeiung gekommen und der Vorgang als historisch anzuschen. Daß Alexander sogar Umwege in Kauf nahm, um berlihmte Heiligtümer aufzusuchen, ist bekannt. Allerdings hat Le Roy diese Episode in eine Scrie sich steigernder Vorzeichen und Prophezciungen eingefügt, die
§. Sources tor Alexander the Great. An Analysis of Plutarch's Life and Arrian's Anabasis Alexandrou, Cambridge 1993, 70. 6. “Alexandre à Xanthos”, in: Actes du Colloque sur la Lycie antique. Paris 1980, 51-62.
Alexander der GroBe und der lykische Hirt
Alexander in den ersten Jahren seiner Herrschaft zuteil geworden
1385
seien. Am
Anfang stehe das Eingeständnis der Pythia, bald nach Alexanders Thronbesteigung, der junge Mann sei unwiderstehlich; dann seien in Lykien das Versprechen gefolgt, er werde das Perserreich zerstören, in Gordion die Lösung des Knotens und damit die Gewinnung des Anspruchs auf die Weltherrschaft und in der Oase Siwa die Feststellung seiner göttlichen Abkunft und die Bestätigung seines Rechts auf die Weltherrschaft”. Selbst wenn wir den Ausspruch der Pythia für echt halten und das nur bei Plutarch mit der Lösung des Knotens verbundene Versprechen der Weltherrschaft akzeptieren, kann Le Roys Einordnungsversuch nicht überzeugen. Die von ihm angenommene Orakelserie kann sich ein Literat ausdenken; wie aber eine derartige Absprache zwischen verschiedenen Orakelstätten, die Alexander dann ja auch noch besuchen mußte, hätte erfolgen können, hat er offensichtlich überhaupt
nicht berücksichtigt. Und noch eines ist ihm entgangen: Auf der ehernen Tafel soll von der Niederwerfung der Perserherrschaft durch die Griechen die Rede gewesen sein; vor Ort hätte man natürlich Alexanders Makedonen den Sieg prophezeit. Ebenso hätte jeder Alexanderhistoriker der ersten Generation in diesem Zusammenhang von den Makedonen gesprochen —mit der einzigen Ausnahme des Hofhistoriographen und Chefpropagandisten Kallisthenes, auf den daher die Geschichte mit der ehernen Tafel zurückzuführen ist. Auch
das Motiv
läßt sich leicht ermitteln, wenn
wir nach Propagierung
und rechtlicher Begründung des Perserkrieges fragen und klar zwischen beidem unterscheiden®. Aus unseren Quellen geht deutlich hervor, daB sowohl Philipp II. als auch Alexander als entscheidenden Grund für den von ihnen geplanten bzw. dann geflihrten Zug gegen die Perser die Rache für das während des Xerxeszuges erlittene Unrecht nannten. Allerdings konnten sie mit dieser Parole lediglich den Griechen den Kriegsbeschluß schmackhaft machen, nicht aber diesen rechtfertigen. Hierfür war eine Berufung auf derart weit zurückliegende Zeiten auch gar nicht einmal notwendig, da die Bestimmungen des gerade ins Leben gerufenen Korinthischen Bundes durchaus eine rechtliche Basis für eine Kriegserklärung an Persien boten: Es handelte sich bei diesem Bund um einen der vielen im 4. Jh. abgeschlossenen allgemeinen 7. Le Roy macht es sich dadurch sehr einfach, daß er in diesem Zusammenhang einzig Plut., Alex. 14,7 (Pythia); 18,2 (Gordion): 27,6f. (Siwa) nennt und dem Leser verschweigt, daß nach den anderen Berichten mit der Lösung des Gordischen Knotens durchaus andere Prophezeiungen verbunden waren und daß nur die Vulgata-Version in Siwa die Weltherrschaft versprechen laßt. 8. Vgl. hierzu die grundlegenden Austührungen von M. Jehne, Koine Eirene. Untersuchungen zu den Belriedungs- und Stabilisierungsbemühungen in der griechischen Poliswelt des 4. Jahrhunderts v. Chr. (Hermes Einzelschriften, H. 63), Stuttgart 1994, 139-165.
1386
Michael Zahrnt
Landfrieden in Hellas, die stets die Freiheit und Autonomie aller, auch der am Vertragsabschluß nicht unmittelbar beteiligten Griechen bestimmten, wobei man diejenigen Kleinasiens in den ersten Jahrzehnten vertraglich ausgeschlossen und später stillschweigend ausgeklammert hatte. Jetzt konnte man jede Rücksichtnahme auf den Großkönig fallen lassen und die Befreiung der Griechenstädte Kleinasiens, die ein Isokrates so oft als nationale Pflicht bezeichnet hatte, in Angriff nehmen. Indem man nun die kleinasiatische Frage
zur Sprache brachte, erklärte man den Großkönig, der den Hellenen jenseits der Ägäis die Autonomie verweigerte, zum Friedensstörer. Damit konnte die Bundesexekution gegen ihn beschlossen und unter der Führung des jeweiligen Makedonenkönigs in die Wege geleitet werden. Daß der Hegemon mit diesem Zug ganz andere Absichten verband und sich von ihm eine Erweiterung der eigenen Macht versprach, war natürlich ein offenes Geheimnis, auf das bei der Propaganda, die das Unternehmen begleitete, Rücksicht genommen werden mußte. Damit sind wir wieder bei Kallisthenes’ Aufgabe. Spätestens während des Winterfeldzugs an der Südwestküste Kleinasiens hatte Alexander den Auftrag des Synedrions erfüllt und das Gebiet der zu befreienden Griechenstädte verlassen. Um vor aller Welt die Fortsetzung des Zuges zu rechtfertigen, hat nun Kallisthenes die Geschichte von der ehernen Tafel in die Welt gesetzt. Die Mitglieder des Korinthischen Bundes brachten für den Alexanderzug sowieso keine Begeisterung auf und hatten teilweise dadurch ruhig gehalten werden müssen, daß Alexander auf den angeblich in ihrem Auftrag durchgeführten Befreiungskrieg Bundeskontingente gleichsam als Geiseln mitnahm. Als die Griechen des Mutterlandes diese jetzt gen Osten verschwinden sahen, mußte der weitere Vormarsch Alexanders überzeugend begründet werden, und dafür bediente sich der Chefpropagandist einer göttlichen Prophezeiung, derzufolge die Griechen der Perserherrschaft ein Ende bereiten sollten, wobei der Bundesfeldherr Alexander nur in deren Auftrag handelte. Ob in Xanthos überhaupt etwas prophezeit wurde, ist demgegenüber unwichtig und sei dahingestellt. Daß wir diese Episode nur durch den Bericht Plutarchs, der direkt oder indirekt auf Kallisthenes zurückzuführen
ist,
kennen,
ist
Ereignisse ist bekanntlich Alexanders
von
leicht
zu
erklären:
Curtius’
Darstellung
verloren gegangen, und Diodor hat den
Halikarnassos
bis Kilikien
in einem
dieser
Marsch
Satz zusammengefaßt
und einzig die Einnahme eines festen Platzes in Pamphylien
etwas ausführ-
licher geschildert; damit muß offen bleiben, ob auch Kleitarch die Geschichte
von der chernen Tafel aus Kallisthenes’ Werk übernommen hat. Bei Arrians Vorlagen Ptolemaios und Aristobulos hatte Alexander es nicht nötig, den
Alexander der Große und der lykische Hirt
1387
Weitermarsch an der Südküste Kleinasiens und dann ins Landesinnere den Griechen gegenüber zu rechtfertigen. Diese Notwendigkeit bestand nur in der Anfangsphase des Zuges, und so erfolgte denn die entscheidende Prophezeiung in Lykien, gleich nach Verlassen des Gebietes der Griechenstädte.
Alexander hatte den Weitermarsch gegen den Großkönig durch eine Prophezeiung rechtfertigen lassen und in seiner Propaganda mehrfach das Rachemotiv bemüht. Sinnfälliger Ausdruck des Vollzugs der Rache war natürlich der Brand der Paläste von Persepolis, aber dieser war erst möglich geworden, nachdem Alexander die Persischen Tore erstürmt hatte. Dies war ihm nur mit Hilfe eines ortskundigen Hirten gelungen, der aus Lykien stammte und damit die Bedingung einer weiteren, einst dem Makedonenkönig gegebenen Prophezeiung erfüllte. Daß diese eine nachträgliche Erfindung darstellt, wurde schon gesagt, und es bleibt nur noch zu fragen, wann sie von wem in welcher Absicht in die Welt gesetzt wurde. Die übereinstimmende Nennung des Lykiers in der nicht-arrianischen Tradition beweist, daß schon Kleitarch dessen Wichtigkeit kannte. Allerdings hatte Kleitarch am Zug nicht teilgenommen und war daher auf Informationen angewiesen. Von Griechen konnte er sie in diesem Fall kaum erhalten, da Alexander die Thessaler, die Bundestruppen und die Söldner unter Parmenion auf der Fahrstraße nach Persepolis geschickt hatte. Wie sich die Makedonen an die Erstürmung des Passes erinnerten, zeigt der auf Ptolemaios zurückgehende Bericht bei Arrian. Da Kleitarch dieser Tradition nicht gefolgt ist, dürfte er zum Werk des Kallisthenes gegriffen haben, das sicher bis zum Einmarsch Alexanders in der Persis gereicht hat. Mit diesem hatten sich zwei Prophezeiungen erfüllt, eine, die Alexander im Iykischen Xanthos erhalten hatte, und eine, die einem
Lykier die entscheidende Rolle bei deren Erfüllung gab. Beide nehmen damit aufeinander Bezug, beide stellen eindeutige Erfindungen dar, und beide sind auf einen
Autor
zurückzuführen,
der in einer
Zeit schrieb,
da Alexanders
Weitermarsch den Staaten des Korinthischen Bundes gegenüber gerechtfertigt, ja als nach göttlichem Willen geschehend und unter göttlichem Schutz stehend geschildert werden mußte. Einem Kallisthenes, der Alexander beim Zug in die Oase Siwa mit Heroen in Wettstreit treten und als Halbgott der Wüste zurückkehren läßt, bereitete das keine Schwierigkeiten.
aus
111 ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΕΝΟΣ
Fausto
ΡΩΜΗ. ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΟΥ
ΘΕΜΑΤΟΣ
Zevi
O Αλέξανδρος και η Δύση, ο Αλέξανδρος και η Ρώμη: ιστορίες που Sev συνέβησαν ποτέ, αλλά άσκησαν τη γοητεία τοὺς στην ιστορική σχέψη, αρχαία και σύγχρονη. Αντίθετα, συγκεκριμένες και πραγματικές υπήρξαν οι συνέπειες, στο πολιτικό, όπως και στο ιδεολογικό και εικονογραφικό επίπεδο, και
των επιχειρήσεων που πραγματοποίησε ο Αλέξανδρος χαι αυτών που κανείς υπέθετε πως Ba συνέβαιναν. Ο αναπάντεχος θάνατος του Αλεξάνδρου διέχοψε τη ροή των γεγονότων. Μόνο εχ των υστέρων οι Ρωμαίοι μπορούσαν να
περιγελούν τον κίνδυνο και να ὁηλώνουν πως από µια πιθανή αναμέτρηση η Ρώμη σίγουρα θα έβγαινε νικήτρια, γιατί μπορούσε να αντιμετωπίσει όχι µόνο έναν Αλέξανδρο, αλλά δέκα και εκατό. Διαφορετική ωστόσο ήταν η άποψη των Ελλήνων και ο Πλούταρχος στο
έργο του Περί τῶν Ρωμαίων Τύχης' αναφέρεται ακριβώς στην εύνοια της τύχης έναντι της Ρώμης. Τυχεροί συνεπώς υπήρξαν οι Ρωμαίοι. Στην αντίθετη περίπτωση ο ῥόλος τους θα αποδεικνυόταν πολύ διαφορετικός. Ο Πλούταρχος χαρακτηριστικά συσχετίζει τη σχεδιαζόμενη επιχείρηση του Αλεξάνὅρου στη Δύση µε το τέλος του Μολοσσού στη Λουκανία. Πράγματι, καθώς ο Μακεδόνας άρχιζε την κατάκτηση της Ασίας, αποβιβαζόταν στην Ιταλία ο συνώνυµος θείος του, ο Αλέξανδρος Μολοσσός, βασιλεύς της Ηπείρου, ο οποίος εχλήθη σε βοήθεια του Τάραντα και του ελληνισμού της Δύσης. Exei-
να τα χρόνια η κεραµεική παραγωγή του Τάραντα άγγιζε ποιοτικά ύψη µε TO ζωγράφο του Δαρείου και τον κύκλο του. Ακριβώς, ο ζωγράφος του Δαρείου στο µε ζήλο φτιαγμένο κεραμεικό σύνολο αγγείων ---γνωστό µε την ονομασία Perservasen— απεικονίζει έναν Έλληνα ιππέα να καταδιώκει µε TO δόρυ µια |. ἐγὼ de τῆς Τύχης εὐμένειαν τίθεµαι καὶ τὴν Αλεξάνδρου τελευτήν. ἀνδρός εὐτυχήμισι µεγάλοις καὶ καταρθωώµασι λαμπρυῖς ὑπὸ θάρσους ἁμάχου καὶ φρονήµατος ὥσπερ ἄστρου φερωμένου [καί] ὁιάττοντος ἐπί OVORGS ἐς ἀνατολῶν καὶ (άλλυντως ἤδη τὰς τῶν ὅπλιυν alıyaz εἰς τὴν Ἱταλίαν: ὡς πρύφασις μὲν ἦν αὐτῶ τῆς ὀτρατείας ὁ Μωλυττὸς Αλέξανδρος ὑπὸ Βρεττίων χαὶ Λεικανῶν περὶ Havöporiav κατακεκυµµενυς, ὁ ὁ ἄγων αὐτὸν ὡς ἀληθῶς ἐπὶ πάντας ἀνθρώπους OVENS ἔρως καί ἡγεμονίας ζῆλον ἔσχε...
1390
Fausto Zevi
ιουφή ντυμένη πλούσια κατά TOV ανατολίτικο τρόπο. η οποία ξεφεύγει πάνω στο τέθριππο aya της. Εδώ και ἑναν αιώνα έχει επισημανθεί η ομοιότητα HE τὸ περίφημο μωσαϊκό του Αλεξάνὸρου στην Πομπηία: είναι παρόμοια η
επίθεση του ιππέα, η αιφνίδια στροφή του άωµατος και η απελπισμένη χειροvonia του μονάρχη, στον οποίο θα πρέπει κανείς να αναγνωρίσει το βασιλιά
της Περσίας Δαρείο Γ΄ Κοδοµαννό, που κατατροπώνεται από το Μακεδόνα στρατηλάτη ---απεικονίσεις εμπνευσμένες από εκείνη τη μεγαλειώδη αναμέτρηση που ερέθιζε τη φαντασία
όλων.
Είναι ενδιαφέρουσα
η χρονολογία:
πράγματι. η χρονολόγηση των αγγείων «Perservasen» είναι σίγουρη, δηλαδή σύμφωνα µε τον Trendall γύρω στο 330 π.Χ. Σ’ αυτά βλέπουμε εντυπωσιακά σύγχρονη την αντανάκλαση που είχαν στη Δύση οι νίκες του Αλεξάνδρου στην Ανατολή. Παρά τις αβεβαιότητες, εν µέρει εικονογραφικές ---η σηµαντικότερη είναι ο γενειοφόρος Αλέξανδρος ως Έλληνας στρατηγός-- αναγνωviter κανείς ότι προέρχεται aNd ένα επίσημο έργο ζωγραφικής. Μα πώς να ερμηνεύσουμµε τα αγγείά αυτά στην Ιταλία, µια γη που ποτέ
ὃεν µπήχε στη σκακιέρα του Αλεξάνδρου; H πιο πειστική εξήγηση παραμένει η ιδέα της συσχέτισής τοὺς µε την επιχείρηση του Μολοσσού. Προορισμός των
αγγείων ήταν η ηρωική απεικόνιση τοπικών πολεμιστών που έπεσαν στη µάχη στο πλευρό του βασιλιά της Ηπείρου και yu’ αυτό έγιναν συμμµέτοχοι όχι µόνο της δικής του δόξας, αλλά και εκείνης του περισσότερο τυχερού ανηφιού.
Δύο στοιχεία προβάλλουν αµέσως: το πρώτο είναι ότι τα αγγεία πρέπει να χρονολογηθούν στα χρόνια της παραμονής του Μολοσσού στην Ιταλία, ὁῥηλαδή µεταξύ του 333-331 π.Χ., και το δεύτερο ότι ο Ηπειρώτης βασιλιάς παρουσίαζε την επιχείρησή Tov ως ενιαία µε εκείνη του ανηψιού του στα πλαίσια µιας οικουμενικής επικράτησης του ελληνισμού. TIpaypatı, τόσο στον περίφημο κρατήρα από την Canosa, που ονοµάζεται «Αγγείο των Περσών», όπου απεικονίζεται µια συγκέντρωση του συµβουλίου του Δαρείου του Μεγάλου τις παραμονές της περσικής απόβασης στο Μαραθώνα, όσο xa σε εκείνα τα αγγεία µε τη vixn του Αλεξάνδρου, eupaviζεται στην ανώτερη ζώνη µια συνέλευση θεοτήτων που συμμετείχαν στη σύγKLOVON μεταξύ Ασίας και Ελλάδας. Στο πρώτο αγγείο η Ελλάδα, συνοδευόµενη axé τη θεά Αθηνά, απευθύνει παράκληση στο Λία να την προστατεύσει
από την αλαζονεία και το δόλο της Ασίας. Στα άλλα αγγεία, αντιθέτως, η Ελλάδα
είναι στεφανωµένη ano τη Νίκη, ενώπιον της ταπεινωµένης Ασίας.
Σννεπώς ολόκληρη η περσική περιπέτεια από τη νίκη στο Μαραθώνα ως εχείνη του Αλεξάνδρου, θεωρούνται σαν Eva µόνο επεισόδιο πέρα AITO τόπο και χρόνο. Και, όπως είπε ο Metzger, βρισκόμαστε σε ένα πανελλήνιο πλαί-
σιο, το οποίο δεν προσδιορίζει οὔτε τη µια, οὔτε την άλλη εποχή.
Αλέξανόρος και Pan
1391
Μπορούμε va συµπεράνουµε ότι τουλάχιστον σε EXELVO TO µέρος της Itaλίας που ενεπλάκη στην επιχείρηση του Μολοσσού, οι ειδήσεις οι σχετικές µε τις θαυμαστές νίκες του Αλεξάνδρου ήταν πολύ γνωστές και διαδεδομένες χαι αµέσως χωνεύθηκαν µέσα στην χοινή γλώσσα των εικόνων. Ακόμη και η Ρώμη συνήψε φιλικές σχέσεις µε το Μολοσσό, χωρίς όµως συγκεκριµένα αποτελέσµατα, λόγω κυρίως της συντοµίας της ηπειρωτικής επιχείρησης. Για να συγκεντρώσουµε πιθανούς απόηχους της επιχείρησης εκεί όπου έλειπε Eva σύστημα απεικόνισης, όπως στη Ρώμη, πρέπει να ανατρέξουµε στις λιγοστές πληροφορίες των πηγών. Την πιο παλιά και αξιόπιστη πηγή αποτελεί ο Κλείταρχος, ένας από τους πρώτους ιστορικούς του Μεγάλου Αλεξάνδρον, ο οποίος όµως αναφέρει µόνο µια πρεσβεία των Ρωμαίων στο Μακεδόνα βασιλέα (legation tantum ad Αἰεχαπάπιπι missam). Αλλά ακόµη πιο σηµαντικό, επειδή πρόκειται για µια τυχαία αναφορά, χωρίς την υποψία ῥητορικών συγκρίσεων μεταξύ Αλεξάνδρου και Ρωμαίων, είναι ένα κείµενο του γεωγράφου Στράβωνα (V, 3, 5). Αναφέρεται στη µικρή παραλιακή πόλη του Avtiov, η οποία παρότι βρισκόταν υπό τον έλεγχο της Ρώμης, είχε ένα δυνατό ναυτικό TOV επιδιδόταν στην πειρατεία. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο πρώτα ο Αλέξανδρος και κατόπιν ο Δημήτριος ο Πολιορκητής έκαναν παράπονα στοὺς Ρωμαίους. Η πληροφορία είναι αξιόπιστη και πραγματικά υπήρχε κάποιο ζήτημα από ρωμαϊκής πλευράς που έπρεπε να διορθωθεί. Οι ρωμαϊκές πηγές δεν κάνουν αναφορά στις διαμαρτυρίες του Αλεξάνὃρου, ωστόσο προβάλλουν το πρόβλημα της πειρατείας του Αντίου, για το οποίο τελικά οι Ρωμαίοι έλαβαν δραστικά µέτρα ώστε να επιλυθεί. Επιτέθηκαν στην πόλη και της πήραν τα πολεμικά της πλοία, της απαγόρευσαν τη ναυσιπλοῖα
(interdictum mari Antiati populo est). Η κατάληψη του Αντίου
τοποθετείται στο 338 π.Χ. Στα χρόνια που µας ενδιαφέρουν παρατηρούμε µια διαφορά τεσσάρων χρόνων ανάμεσα στη ρωμαϊκή και την ελληνική XOOνολογία χαι κατά συνέπεια το ρωμαϊκό έτος 338 αντιστοιχεί στο ελληνικό έτος 334, όταν ο Αλέξανδρος περνούσε στην Ασία. Επομένως δεν αποκλείεται ο συσχετισμός της κατάληψης του Αντίου µε τη μακεδονική επέμβαση. Μετά τη νίκη επί του Αντίου οι Ρωμαίοι ανήγειραν ένα περίφημο µνηµείο. Στην ανανέωση του εκκλησιαστηρίου της πόλης, ὁηλαδή του Comitium
αυτής της περιόδου, πρόσθεσαν στο τµήµα του οικοδοµήµατος που προοριζόταν για το ῥητορικό βήµα τα έμβολα των κατασχεθέντων πλοίων του Αντίου ---επρόκειτο ακριβώς για το βήμα των εμβόλων (rostra). Παίρνοντας µια καHaga ελληνική τυπολογία θριαμβικού μνημείου, η Ρώμη του απέδιδε µια ιδιαίτερη σημασία: απελευθερώνοντας τη θάλασσα απὀ την πειρατεία παροι;σιαζόταν στα µάτια του ελληνικού κόσμου ὡς προστάτορια της ελεύθερης vavσιπλοῖας, της ασφάλειας τῶν θαλασσών, η οποία, όπως θα υπογραμμµίσει
1392
Fausto Zevi
λίγα χρόνια αργότερα ο Δημήτριος ο Πολιορκητής στο προαναφερθέν κείµενο του Στράβωνα, εξασφαλιζόταν από tous Διόσχουρους, τους δίδυμους adedφούς που τόσο λάτρευαν οι Ρωμαίοι στην Αγορά τους. Εύκολα µπορεί να αντιληφθεί κανείς την εντύπωση MOV προκάλεσε TO θριαµβικό αυτό μνημείο xat την επίδραση που είχε πάνω στην εικόνα της πόAng: τοποθετημένο στο χέντρο µιας Αγοράς ακόµη γυµνής από μνημεία, σε σηµείο που να µπορεί να το βλέπει κανείς αμέσως μόλις έµπαινε στην πλαTela, στο τέλος της κατηφοριάς της levis οδού. Το τρόπαιο στο πιο πολιτικό, αντιπροσωπευτικό οικοδόµηµα, επιβεβαίώνε την ποιότητα πον θα anoxaλούσα «ηθική» της εξωτερικής ὁράσης του ρωμαϊκού λαού. Φυσικά, γεγονότα σαν το προηγούμενο, µόνο µέσα από µια τέτοια οπτική ειδοµένα μπορούν να αποτελέσουν μαρτυρία µιας δυτικής πολιτικής του Αλεξάνδρου. Περισσότερο θα μπορούσαμε να τα θεωρήσουμε ως επεμβάσεις ex Officio, ὁηλαδή που πραγματοποιήθηκαν υπό την ιδιότητα του στρατηγούσυνδέσμου της Ομοσπονδίας της Κορίνθου και εκπροσώπου ολόκληρου του ελληνισμού. Αλλά n επιχείρηση του Μολοσσού δύσκολα Ha είχε πραγματοποιηθεί χωρίς τη συναίνεση του ανηψιού του, ο οποίος όταν πήρε την είδηση του θανάτου του θείου του, τον έκλαψε µε όλο του το στράτευμα για τρεις ηµέρες. Και ήταν γενική η πεποίθηση ότι όπως συνέβη στην Ανατολή, έτσι Ba
πλήρωναν σύντομα το σφάλμα τοὺς οι ιστορικοί εχθροί των Ελλήνων της Δύσης, πρώτοι ar’ όλους οι Καρχηδόνιοι. Μέσα 0° αυτό το πνεύμα εντάσσεται ένα σηµαντικό επεισόδιο: µετά τη νίκη στα Γαυγάµηλα ο Αλέξανδρος έστειλε µέρος της λείας στην πόλη του Κρότωνα στην Κάτω Itadia, γιατί ο κροτῶνιάτης αθλητής Φάιλλος είχε συμμετάσχει στη μάχη της Σαλαμίνας. H χειρονοµία πρόβαλε την πανελλήνια και υπερ-ιστορική σηµασία της επιχείρησης στην Ασία. Ένας πόλεμος εναντίον της Καρχηδόνας Ba ενέπλεχε αναπόφευπτα τα ιταλικά νησιά και την ίδια τη Ρώμη.
Επομένως, μολονότι η Ρώμη αυτή την περίοδο εμφανίζεται προσηλωµένη αλλού, η ανησυχία για µια πιθανή επέµβαση του Αλεξάνδρου στη Δύση γίνεται αισθητή. Οι Ρωμαίοι κινούνται µε εξαιρετική προσοχή και αποφεύγουν ενέργειες που θά μπορούσαν να οδηγήσουν σε µια σύγκρονση. Katt που
ως τώρα έγινε λίγο πωοφανές είναι το γεγονός ότι διαπιστώνεται µια ανησνxia καινούργια για τη Ρώμη: της ασφάλειας των τυρρηνικών ακτών της Ita-
λίας. Όχι µόνο εγκαθιστά αποικία αµέσως στο Άντιο το 338 π.Χ., αλλά λίγο αργότερα. το 329 π.Χ., σε ένα νευραλγικό σηµείο της παραλιακής ζώνης του Λατίου δημιουργεί την αποικία της Τερρακίνας. Πιθανότατα στην ίδια περίοδο ἀνάγεται το κάστρο της Όστιας, τῆς καλά οχυρωμµένης πολίχνης που προστάτευε την κοίτη του Τίβερη. Απόμιη πιο σημαντικό γεγονός
είναι η στάση που σε εκείνα τα χρόνια
AAfSavöpos και Ρώμη
1393
XOATHOE στη διαμάχη της µε τη Νεάπολη. Οι pwpaixts πηγές διεχώριζαν πάντα τη Νεάπολη, τη νέα πόλη από την παλιά, Παλαιόπολη, που καταλήφθηκε
από τους Σαμµνίτες. H Ρώμη θριαµβεύει σε βάρος µόνο αυτών των τελευταίων. Ο λόγος πρέπει να ήταν ότι η Ρώμη δεν ήθελε να νικήσει µια ελληνική πόλη. Το σύμφωνο neapolitanum, ολόκληρη η αρχαία παράδοση το θεωρούσε
ως ένα παράδειγµα δίκαιης συνθήκης, ὅηπλαδή ως ένα foedus aequum. Κατά τον τρόπο AUTO γεννιόταν µια πιστή συμμαχία που ανέθετε σε µια ελληνική πόλη την προστασία των θαλασσών για λογαριασμό της Ρώμης. Η συμφωνία ne τη Νεάπολη Χλείστηκε το 326 π.Χ. (323 π.Χ. της ελληνικής χρονολογίας) xat ίσως αυτή η είδηση να έφτασε στον Αλέξανδρο rev το θάνατό του. Μα NOT] OL σχέσεις μεταξύ Ρώμης και ελληνικού κόσμου είχαν πραγματοποιήσει ένα αποφασιστικό βήμα εμπρός. Σε στρατιωτικό επίπεδο η σημασία των YEYOνότων αυτών είναι ξεκάθαρη: η Ρώμη σε λίγα χρόνια, απὀ το 338 ὡς το 326 π.Χ. µε αποικίες και συμμαχίες οργάνωσε µια άμυνα των παραλιακών ζωνών and την Caere στην Ετρουρία µέχρι τον χόλπο της Κύμης, που ποτέ δεν υπήρχε πριν και αποθάρρυνε οποιοδήποτε εχθρό, Έλληνες, Καρχηδόνιους κ.λ.π. Πολύ σύντομα η Ρώμη θα αρχίσει τον εξοπλισμό ενός δικού της πολεμικού στόλου. Επιστρέφοντας στο θέµα µας, θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν η εποποιία του Αλεξάνδρου, όπως αντανακλάται στην απουλική περαµεική, δεν είχε κάποιους απόπχους και στην εικονογραφία της τυροηνικής Ιταλίας. Θα ήθελα να σταθώ για λίγο στην περίφηµη σειρά απεικονίσεων των ταφιχών τιµών που ο Αχιλλέας απέδωσε στον Πάτροκλο µε τη θανάτωση αιχμαλώτων Τρώων, η οποία σειρά προέρχεται τόσο and την Ετρουρία 600 και από το
Λάτιο. Οι επαναλήψεις της σκηνής που έχουµε στη διάθεσή µας µάς δίνουν ένα έξοχο παράδειγµα κυκλοφορίας προτύπων: µετά από πρόσφατες µελέτες στον κατάλογο αυτό συμπεριλαμβάνεται ένας φαλισκικός στάµνος στο Βερολίνο. Ou περίφηµες τοιχογραφίες του τάφου Francois στο Vulci, όπως και εκείνες στη μαρμάρινη σαρκοφάγο, γνωστή WG «του ιερέως» στην Tarquinia: η σαρκοφάγος του Torre San Severo κοντά στο Orvieto, µια τεφροδόχος κπάλπη από την Volterra και δύο χάλκινες κίστες από την Palestrina, η µεγαλειώδης κίστη, γνωστή ὡς Ναπολέων, στο Λούβωο, και η xiotn Κεν! στο Βρεταννικό Μουσείο. Στο ετρουσκοϊταλικό θεµατολόγιο απεικονίσεων της εποχής ο κατάλογος
των ανωτέρω αποτελεί μοναδική περίπτωση, OXL µόνο όσον αφορά τον αριOud, αλλά και την ποικιλία τυπολογιών, και την υψηλή ποιότητα των έργων: Ιπορούμε
συνεπώς
να συµπεράνουµε
ότι δεν επρόκειτο για ένα θέµα που
επαναλαμβανόταν από συνήθεια ακόµη, αλλά αντίθετα για µια επιλογή συν-
1394
Fausto Zevi
δεδεµένη µε εχλεπτνυσµένους εντολοδότες και µε συνεργεία επιπέδου. Με εξαίρεση την κάπως ύστερη κάλπη της Volterra, η προέλευσή τους απλώνεται γεωγραφικά απὀ το Praeneste στο Λάτιο, στη Φαλισκική χώρα, στην περιοχή tov Τίβερη (Orvieto), στην Tarquinia xat το Vulci της Etpovρίας,͵ σε µια περιοχή δηλαδή εκτεταμένη, αλλά πολιτιστικά συμπαγή στο χώvo της τυρρηνικής ἱταλίας. Πρέπει να τονισθεί η ουσιαστική χρονολογική συνέχεια της σειράς, µε εξαίρεση το φαλισκικό στάµνο, που προηγείται µιας ἡ δύο δεκαετιών (350 π.Χ.) περίπου των υπολοίπων έργων. H χρονολόγησή τους τοποθετείται πεpinov στο 330 π.Χ., οπωσδήποτε στο δεύτερο µισό του 4ου αιώνα π.Χ. Συχνά η θανάτωση των αιχμαλώτων Τρώων συνδυάζεται µε µια Αμαζονομαχία. Στη σαρκοφάγο tov Torre San Severo, µε τη θυσία της Πολυξένης. To πιο λαμπρό µνηµείο αποτελεί ο τάφος Francois στο Vulci, όπου ως γνωστόν στους τοίχους του δωματίου του λεγόμενου tablinum έχουµε δύο αντιτιθέµενες σχηνές: στα αριστερά το φόνο των αιχμαλώτων Τρώων Kal απέναντι τη θανάτωση tov Γναίου Ταρκηνίου Ρωμαίου και των συμμάχων του. Από καιρό οι μελέτες υπογραμµίζουν τη µεγάλη σηµασία που έχει αυτή η σύνδεση μεταξύ φονευθέντων Ρωμαίων και Τρώων. Είναι σηµαντικό ότι το θέμα των αιχμαλώτων Τρώων, που σίγονρα προέρχεται από µια µεγάλη ελληνική ζωγραφική παράσταση, έχει µια μακρά εικονογραφική παράδοση που θα διαρκέσει µέχρι την ώριμη ελληνιστική περίοδο, µε πολύ πιο έντονη δημοτικότητα στο πέρασμα από το τελευταίο τέταρτο του 4ου π.Χ. αιώνα στον 30 π.Χ. αιώνα (γύρω στο 330-320 π.Χ.), γεγονός που αποτελεί αφορμή στοχασμού. Για να κατανοήσουμε
την έννοια και την επικαιρότητα
του θέµατος
χυειάζεται να θυμηθούμε ότι τότε Eva θέµα όπως ο φόνος των αιχμαλώτων Τρώων θύμιζε άµεσα µια επιχείρηση που ο Αλέξανδρος είχε σκεφθεί και ζήσει µέσα σε µια συνεχή αναφορά στο μυθικό του πρόγονο, τον Αχιλλέα. Η φυσιογνωµία και η «αναστολή» των μαλλιών, η «υγρότης» τών ματιών, κάθε λεπτομέρεια θύμιζε τον ομηρικό ήρωα. Ούτε στον ύπνο του ο Αλέξανδρος δεν αποχωριζόταν τον ---σχολιασμένο για χάρη του από τον Αριστοτέλη--- Όμηῥο. Κατά την ἀφιξή του στην Τρωάδα, πρώτη του επίσκεψη υπήρξε το Ίλιον, όπου ετέλεσε αγώνες χαι θυσίες προς τιμήν του Αχιλλέα και του Πατρόκλον, υπό την εποπτεία του ιδίου και του φίλου του, Ηφαιστίωνα, σαν ένα νέο ζευγάρι φίλων των οµηρικών ηρώων. Και όπως ειπώθηκε επιτυχημένα «Eaνάρχισε η Ιλιάδα». Το μυθικό παρελθόν ταυτιζόταν µε Eva μυθικό παρόν. Η χωονολογία της πτώσης της Τροίας Ha τοποθετηθεί συµβατιμά στο 1334 π.Χ., έτσι MOTE να ÉXOUV περάσει ακριβώς χίλια χρόνια από τότε µέχρι το πέρασμα του Αλεξάνδρου στην Ασία. Μετά τη μάχη στην 1006, ο νέος Αχιλλέας θα
Αλέξανδρος και Ρώμη
1395
θυσιάσει στη Θέτιδα, στις Νηωπίδες και στον Ποσειδώνα. Μέσα and αυτή την οπτική, η σηµασία του φόνου των αιχμαλώτων Τρώων δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη. Πράγματι, το θέµα euqaviζεται στον Τάραντα, σε έναν από τοὺς πιο λαμπρούς πρατήρες του ζωγράφου του Δαρείου, που προέρχεται από τον ίδιο τάφο της Canosa, δηλαδή τον τάφο του «αγγείου των Περσών». Ὑπάρχουν παραλλαγές όπως: η πυρά τον Maτρόκλου Ἆαι οι Τρώες να φέρουν «φορύγιο Miko» και ενδυμασία ανατολίτικη, ακριβώς όπως οι Πέρσες και οι Αμαζόνες, µε τοὺς οποίους εξομοιώνονται.
Ὡστόσο και το θέµα είναι το ίδιο, και κυρίως η χρονολογία. Ο κρατήρας χρονολογείται, όπως χαι τα άλλα αγγεία του ζωγράφου του Δαρείου, γύρω στο 330 π.Χ. Η τύχη του θέματος φαίνεται να περιορίζεται στην Italia. Τώρα που το LIMC ἔθεσε στη διάθεσή µας πρακτικούς καταλόγους μνημείων, ακόµη περισσότερο εντυπωσιάζει η απόλντη απουσία του θέµατος από τον ελληνικό χώρο, εχτός από κάποιους δακτυλιόλιθους αμφίβολης χρονολόγησης. Αλλά και τα αγγεία «Perservasen» που ανήγγειλαν τους θριάµβους του Αλεξάνδρου ανάγονται στον ίδιο δημιουργό, τον ζωγράφο του Δαρείου. Εποµένως, γύρω στο 330 π.Χ. τα εργαστήρια του Τάραντα όχι µόνο επαναλαμβάνουν περισσότερες φορές τη vixn του Αλεξάνδρου επἰ του Μεγάλου Βασιλέως της Περσίας, αλλά συμπεριλαμβάνουν στο θεµατολόγιό τους xaL για τους ίδιους εντολοδότες το θέµα του φόνου των αιχμαλώτων Τρώων. Δεν είναι δυνατό να µην αποτέλεσαν οι δύο σκηνές στιγμές της ίδιας πραγματικότητας, δηλαδή της κατάκτησης της Ασίας, η οποία σε όλη την προπαγάνδιι του Αλεξάνδρου επανατοποθετούσε ως επίκαιρο τον πόλεμο της Τροίας και τη νίκη των Ελλήνων: η Ελλάδα στεφανωµένη από τη Νίκη χαι η Ασία ηττηµένη και ταπεινωµένη.
H ένταση των παρουσιών και το μνημειώδες των EX-
φράσεων στην Ετρουρία δεν μπορούν να θεωρηθούν τυχαία. Δεν γνωρίζουμε αν στην Απουλία εμφανίστηκαν έτσι άµεσες οι σχέσεις µεταξύ των Τρώων της Ανατολής, ὁηλαδή των Περσών, και των Τρώων της Δύσης, δηλαδή των Ρωμαίων, αλλά σίγουρα η ερμηνεία αυτή dev ξέφυγε από τους εντολοδότες Ετρούσκους, που την εξέφραζαν µετά µε ὁραματικές απεικονίσεις στις τοιχογραφίες του Vulci. Σε αυτές, αφαιρώντας τα συγκεκριµένα χρονικά χαρακτηριστικά, διαγράφεται προφητικά θα λέγαμε µια νίκη εκτός χρόνου και TO μοιραίο πεπρωμένο των Ρωμαίων, που ακολουθεί εκείνο της Ασίας. Συνεπώς καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ο φόνος των αιχμαλώτων Τρώων,
δηλαδή των Ρωμαίων, αποτελεί στη Δύση την αντανάκλαση
αυτού
που στην Ασία είχε ήδη συµβεί και το οποίο όλοι ανέμεναν ότι θα συνέβαινε και στη Δύση όταν ο Αλέξανδρος θα έστρεφε Exel TO στράτευµά τον. Στην ποσότητα χαι την ποιότητα των μαρτυριών προστίθεται και η υπερβολικά σύν-
1396
Fausto Zevi
Tom ζωή του θέματος: µετά το θάνατο του Αλεξάνδρου, όταν πλέον έγινε φανερή η αποσύνθεση της αυτοκρατορίας χαι έλειψε πλέον κάθε κίνδυνος για τη Λύση. η θανάτωση των αιχμαλώτων Τρώων έχασε κάθε επικαιρότητα και αποτέλεσε ένα από τα θέµατα του ρεπερτορίου. Για τη Ρώμη διαλύθηκε ένας εφιάλτης: η Τύχη των Ρωμαίων έκανε το
θαύμα της. Μέχρι τότε ήταν αβέβαιο στα μάτια των Ελλήνων αν η Poy ἦταν «πόλις ελληνίς» ή «πόλις τυρρηνίς». Το τέλος της πανελλήνιας εποποιίας του Αλεξάνδρου έσπρωξε τη Ρώμη στην οριστική της επιλογή: OTE Ελληνίς, ote Τυρρηνίς' η Ρώμη είναι πόλις Τρωική, η νέα πατρίδα των Atνειάδων. Αν πράγματι ο Τρωικός μύθος σε Δύση και Ρώμη είναι πρωιμότεLOS από τον do αιώνα, σίγουρα πρόκειται για ένα ακόµη φίλτρο-διάφραγμα που χρησιμοποίησαν οι Ἑλληνες για να εντάξουν τους Ρωμαίους σε µια μυθο-εθνογραφική ταξινόμηση, aupionun χαι πιθανολογική, όπως και ικανή να περιορίσει την τρωική τους καταγωγή στην κατηγορία του αιώνιου εχθρού. Ἡ αντιθέτως να αιτιολογήσει σχέσεις «φιλίας» και «συγγενείας». Ωστόσο από αυτό το σηµείο είναι που υιοθετείται η αινειακή παράδοση από τη Ρώμη
WS συνειδητή διάσταση της ρωμαϊκής ταυτότητας και, συνεπώς, της πολιτιστικής διαφοροποίησής της σε σχέση µε τον ελληνικό κόσμο. Από το Λαβίνιο, πόλη ιδρυµένη από τον Αινεία, η Ρώμη παίρνει τα ιερά: τὸν τάφο του Pater Indiges, του Πατέρα Εντόπιου δηλαδή, τον μεταμορφώνει σε ένα τάφο του Αινεία, Πρώον του κοινού θεϊκού προγόνου, του οποίου η
αρχιτεκτονική µορφή θυμίζει τους σύγχρονους μακεδονικούς τάφους. H Ρώμη στηρίζει την τρωική της καταγωγή στον πανελληνισμό του Akt-
Ἑάνδρου. Καθόλου τυχαία ο Πύρρος, που Ha θελήσει να συνεχίσει µε τους ίδιους όρους και στο ίδιο πλαίσιο ηρωιχκής και «ιλιακής» προπαγάνδας την ανολοκλήρωτη δυτική επιχείρηση από Μολοσσούς και Μακεδόνες, είναι ο μόνος μεταξύ των Διαδόχων που κόβει νομίσματα µε TH µορφή του Αχιλλέα και της Θέτιδας. Ο Πλούταρχος αφηγείται ότι το 280 π.Χ., ύστερα από την ήττα των Ρωµαίων από τον Πύρρο στην Ηράκλεια, ο Άππιος Κλαύδιος, ο περίφημος tuφλός ρήτορας, δύο φορές θα εναντιωθεί µε κάθε τρόπο στις κατά τα άλλα συιφέρουσες προτάσεις ειρήνης του νικητή, Και στην περίφημη ομιλία «Περί του βασιλέως Πύρρου» (De rege Pyrrho) υπενθύμµιζε ότι µισό αιώνα πριν οι γονείς οι δικοί του και άλλων παρόντων βονλευτών αναρωτιόνταν τι θα συνέβαινε av ο Μέγας Αλέξανδρος είχε πατήσει το πόδι του στο ιταλικό έδαφος. H πατριωτική απάντηση (ο Μέγας Αλέξανδρος θα είχε εγκαταλείψει έτσι ή αλλιώς τη χερσόνησο, νεκρός ἡ ζωντανός) είναι σύμφωνη µε το στόχο της ομιλίας, δηλαδή να πείσει τη βουλή να συνεχίσει τον πόλεμο μέχρις ότου να εγκαταλείψει ο Πύρρος την Ιταλία. Αλλά η ομιλία πυέπει να ήταν αυθεντική.
Αλέξανὺρος χαι Pin
1397
O Κικέρωνας θυμίζει ότι nokia του Αππίου διαβαζόταν ακόµη στην εποχή του ---έτσι και ο Πλούταρχος Ha πρέπει να τη γνώριζε. Διαφαίνεται τελικά εχείνη η πολιτική έννοια της Terra Italia, της Ιταλίας, όπου εμπεριέχεται η συνειδητοποίηση του νέου ρόλου της Ρώμης στη χερσόνησο. Μολονότι η πόλη
έζησε µόνον εμμέσως τις επιχειρήσεις του Αλεξάνδρου, αυτές είχαν σηµαντικό αντίκτυπο πάνω της, όχι µόνο στο στρατιωτικό επίπεδο HAL στη συνολική στρατηγική οπτική, αλλά και όσον αφορά τη δημιουργία µιας νέας ιὸεο-
λογίας, η οποία εχρησιµοποιείτο ὡς στήριγμα των κατακτήσεων της Ρώμης.