Ancient Macedonia V : papers read at the fifth international symposium held in Thessaloniki, October, 10-15 1989. [2]


250 71 53MB

English Pages [574] Year 1993

Report DMCA / Copyright

DOWNLOAD PDF FILE

Recommend Papers

Ancient Macedonia V : papers read at the fifth international symposium held in Thessaloniki, October, 10-15 1989. [2]

  • 0 0 0
  • Like this paper and download? You can publish your own PDF file online for free in a few minutes! Sign Up
File loading please wait...
Citation preview

Το

Διοικητικό Συμβούλιο του Ἱἱδρύματος Μελετών» «Χεφσονήσου του Αίμου ευχαοιστεί θεοµά την Αρχαιολογική Εταιρεία 4θηνών για τή γενναία οικονομική της συμβολή στὴν τρίτοµη έκδοση των Πρακτικών του E' Ateθνούς Συµποσίυυ για την Αρχαία Μακεδονία.

The Governing Board of the Institute for Balkan Studies wishes to express its warmest appreciation to the Archaeological Society of Athens for its generous funding of the three-volume publication of the Proceedings of the Fifth International Symposium on Ancient Macedonia.

ANCIENT

MACEDONIA

γ VOLUME

APXAIA

MAKEAONIA

V 2

TOMOE

2

ANCIENT

MACEDONIA V

PAPERS READ AT THE FIFTH INTERNATIONAL SYMPOSIUM HELD IN THESSALONIKI, OCTOBER 10-15, 1989

VOLUME

MANOLIS in

240



INSTITUTE

2

ANDRONIKOS memoriam

FOR

BALKAN

THESSALONIKI,

STUDIES 1993



240

ΑΡΧΑΙΑ

ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ V

ANAKOINQEEIZ ΚΑΤΑ ΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 10-15 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1989

ΤΟΜΟΣ

Στη MANOAH

240



IAPYMA

MEAETQN

μνήμη

2

του

ANAPONIKOY

ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ,

1993

TOY

ΑΙΜΟΥ



240

© Copyright 1993 by the Institute for Balkan Studies, Thessaloniki. All rights reserved

NEPIEXOMENA-CONTENTS 49. Γ.

IT. AGB Bag, ΑΡΧΑΙΑ KAI ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΟΙΚΙΣΤΙΚΗ . Sylvie Le Bohec, REMARQUES SUR L'ÂGE DE LA MAJORITÉ CHEZ LES ROIS DE MACÉDOINE «Κατερίνη Λιάμκη, ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΤΩΝ OWIMON APXATΚΩΝ ΚΑΙ ΠΡΩίΜΩΝ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ KAI «ΘΡΑΚΟΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ» ΝΟΜΙΣΜΑΤΩΝ ΣΕ «ΘΗΣΑΥΡΟΥΣ . Μαρία

Αιλιμκάκη-

Ακαμµάτη,

ΘΕΣΜΟΦΟΡΙΑ

ΣΤΗ

Mitropoulou,

THE

ORIGIN

AND

Μισαηλίδου-Δεσποτίδου,

ΕΝΣΦΡΑΓΙΣΤΕΣ

Μπίμπη-Παπασπυροπούλου,

789 - 808 809 - 819

821-

830

831-

841

843 - 958 959.

964

965-

974

975-

997

KE-

ΡΑΜΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΑΚΤΟΡΟ ΤΗΣ ΠΕΛΛΑΣ . N. K. Μουτσόπουλος, H ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΜΥΓΔΟΝΙΚΗΣ ΑΠΟΛΛΩΝΙΑΣ KAI H ΠΑΡΑΛΙΜΝΙΑ (ἢ ΧΑΡΑΞΗ ΤΗΣ ΕΓΝΑΤΙΑΣ ΟΔΟΥ . M. Μπέσιος, ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΠΥΔΝΑΣ. ΤΟ ΨΗΦΙΣΜΑ TOY ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ ΔΕΚΑΔΡΥΟΥ . Αγλαῖα

779 - 788

SIGNIFICANCE

OF THE VERGINA SYMBOL . Georgi Mihailov, QUELQUES OBSERVATIONS SUR LE CRATERE DE DERVENI . Stella G. Miller, BOSCOREALE AND MACEDONIAN SHIELDS «Βάσω

777

ΜΑ-

ΚΕΔΟΝΙΑ .J. Makkay, COMPARISONS OF SOME CHALCOLITHIC AND EBA TYPES FROM ANATOLIA, THE AEGEAN AND THE SE BALKANS . Elaine Matthews, A LEXICON OF GREEK PERSONAL NAMES: THE APPROACH TO MACEDONIA AND THRACE . Elpida

763-

999 - 1110 1111 - 1121

Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ

ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΚΑΙΗ ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ Η. Musgrave, CREMATION IN ANCIENT ΜΑ62. Jonathan CEDONIA 63. Μάντω Οικονοµίδου, ENA ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΚΟΠΕΙΟ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΠΕΛΛΑ . Ἰωακεὶμ Αθ. Παπάγγελος, ΟΥΡΑΝΟΠΟΛΕΩΣ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΑ

1123 - 1129 1131 - 1142 1143 - 1154 1155 - 1187

160

Περιεχόμενα - Contents

65. Δ. A.

61.

Πακακωνσταντίνου

-Διαμαντούρου,

ΜΕΤΑΛΛΙΝΑ

ΑΝΠΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΛΛΑ Πακανθίμου-Α. Παπαστερίου, O ΠΡΟΊΤΣΤΟΡΙΚΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΣΤΟ MANAAAO: ΝΕΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΤΗΝ Προ].ΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ Δ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

Kai.

Παπαθανάση-Μουσιοπκούλου,

ΣΥΜΒΟΛΗ

. ©.

Perlman,

ATHENIAN

IMPERIALISM

AND

Maria

Prestianni

Glallombardo,

FILIPPO

1217 - 1223 1225 - 1238

1239 - 1248

THE

RISE OF MACEDON M. Πέτσας, ΤΕΛΙΚΗ ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΤΩΝ ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΜΕ:NON ΕΠΙΓΡΑΦΩΝ ΑΠΟ ΤΟ IEPO ΤΗΣ ΜΗΤΡῸΣ ΘΕΩΝ ΣΤΗ ΛΕΥΚΟΠΕΤΡΑ

. Anna

1207 - 1216

ΣΤΗ

ΜΕΛΕΤΗ ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΩΝ ΕΘΙΜΩΝ ΚΑΙ ΔΟΞΑΣΙΩΝ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ Μαρία II aged, ΣΤΟΙΧΕΙΑ IA ΤΗΝ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΩΝ ΒΑΣΙΛΙΚΩΝ M. Parovi é-Petikan, LES CRUCHES A BEC-VERSEUR (PROCHOD DU Vle-IVe SIÈCLE AVANT NOTRE ERE DANS L'INTÉRIEUR DES BALK ANS Shalom

1189 - 1206

1249 - 1260

1261 - 1271

Il

E L'OCCIDENTE . A. Ριζάκης-»][. Τουράτσογλου, H ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ TON ENI. TY MBIQN ΜΝΗΜΕΙΩΝ ΤΗΣ ΑΝΩ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ . W. Z. Rubinsohn, ΤΗΕ PHILOSOPHER AT COURT-INTELLECTUALS AND POLITICS IN THE TIME OF ALEXANDER THE GREAT

1273 - 1284 1285 - 1300

1301 - 1327

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ REPORTS

49 ΑΡΧΑΙΑ

KAI ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ

ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ

ΟΙΚΙΣΠΚΗ

Γ. Π. Λάββας

Πόσο θεµιτή είναι µια παρόμοια συσχέτιση της κατοικίας δύο χρονιxd απομακρυσμένων εποχών, ελπίζω να φανεί στο τέλος. Πριν όµως προχωρήσω στη διερεύνηση του θέματος, θάθελα να προτάξω µερικές εισαγωγικές σκέψεις. Αν Αρχιτεκτονική είναι η επιστημονική τέχνη µε την οποία εκφράζονται ιδέες και ικανοποιούνται ανάγκες µε την ανέγερση τρισδιάστατων δομών στο χώρο, η οικιστική, ὡς έννοια ευρύτερη, την περιέχει, γιατί apχίζει πριν από την αρχιτεκτονική πράξη και δεν σταματά μ᾽ αυτή. Περιέχει όλες τις παραμέτρους που αφορούν όχι µόνο στο κτίσμα, τον οίκο, αλ-

AG στην οίκηση γενικότερα, µια ἔννοια πλατύτερη, από την ποιότητα της οποίας καταξιώνεται ἡ απορρίπτεται και η κατασκεναστικἠή και λειτουργική αρτιότητα και το αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον του οικοδομικού rpolévτος. Από τις πολλές παραμέτρους τῆς οικιστικής και στις δύο κλίµακές της —TOV οικισμό και την κατοικία-- θα µας απασχολήσουν εδώ µόνον οι φυσιολογικές, που στο παρελθόν αποτέλεσαν αδιάκοπο προβληματισμό και διαμόρφωσαν ένα συνεχές, όπως θα φανεί, ολοκλήρωμα συλλογικής και συμβατικής γνώσης και µνήµης µιας παραδοσιακής κοινωνίας. Ἡ γνώση και η εμπειρία αυτή ανταποκρίνεται περισσότερο στο συστατικό της επιστήµης του παραπάνω ορισμού παρά της Τέχνης, που ὡς τυπολογία, µορφολογία και τεχνοτροπία είναι μεταβλητή παράμετρος της Αρχιτεκτονικῆς. Αν ανατρέξουμε στις αρχαίες ελληνικές πηγές τις σχετικές µε τον οικισµό και την κατοικία], είναι γνωστό ότι αυτές αναφέρονται όχι σε τυπολογικά, μορφολογικά ἡ αισθητικά χαρακτηριστικά, αλλά σε έννοιες και κατηγορίες φυσιολογικών παραμέτρων. Σε µία µόνον παράγραφο των «Πο-

1. Πρβλ.

της κλασικής

Γ. IL Λάββα,

κατοικίας»,

«O Ιπχόδαμος o Μιλήσιος

και οι φυσιολογικές

Πρακτικά του XII Διεθνούς Συνεδρίου

Ἱλασικής

παράµετροι

“Αρχαιολο-

γίας (1983), τόμ. A’, Αθήνα 1988, σ. 112-118, όπου δίνεται το πλαίσιο της αρχαίας οικιστι-

κής ἐμπειρίας αναφορικά µε τις φυσιολογικές παραμέτρους.

764

Γ. IT. AdBfag

λιτικὠν» του Μακεδόνα ΑριστοτέληΣ για τον οικισμό οι λέξεις υγίεια και υγιεινός αναφέρονται τέσσερις φορές, ενώ εκείνη της ασφάλειας μόνο δύο. Για την επί µέρους κατοικία κυριαρχούν επίσης οι έννοιες της υγίειας, της ευηµερίας, tov ηδέος και του χρησίμου. Η έννοια τῆς υγίειας ποὺ κρίνεται θεµελιακή για την οίκηση, προέρχεται βέβαια από την ιατρική και σχετίζεται και µε µια άλλη επιστήµη, που τότε φαίνεται να εισάγεται, TN µετεωρολογίαδ ἢ την αστρονομία, που εννοιολογικά ταυτίζονται tov Ε΄ π.Χ. αιώνα. Το βασικό περιεχόµενο της έννοιας της υγίειας είναι κατά τον Αλκµαίωνα και την Ιπποκρατική Σχολή n ισονοµίαξ, δηλ. «n ισορροπία των δυνάμεων υγρού και ξηρού, θερμού και Ψυχρού» και άλλων παρόμοιων αντιθέτων δυνάμεων. H επικράτηση της µιας από αυτές τις δυνάμεις, n µοναρχία, γεννά την αρρώστεια. To {510 εννοιολογικό περιεχόµενο για την υγίεια εννοεί και ο Αριστοτέλης, όταν την χρησιμοποιεί στις παρατηρήσεις του για την ορθή οργάνωση του οικισμού και της κατοικίας. To ίδιο υπάρχει στις γνωστές οδηγίες του Ιππθκράτη στον επισκέπτη γιατρό µιας ἀγνωστής του πόλης, «να μελετήσει το θέµα των εποχών του έτους, να δει τι είδους επιδράσεις έχει τη δύναμη ν᾿ ασκεί η καθεµιά τους...». Ἔπειτα «...οι άνεμοι, or θερμοί και οι yuypoî, οι κοινοί σ᾽ όλους τους τόπους, ύστερα όµως και εκείνοι που επιχωριάζουν σε κάθε συγκεκριµένο τόπο». Ακόpa «...τι επίδραση μπορούν ν᾿ ασκούν τα νερά που πίνουν οι άνθρωποι σ᾽ αυτόν τον τόπο...». Αλλά και το έδαφος, είναι άραγε γυμνό και στεγνό, ἡ μήπως είναι πυκνοφυτεµένο και υγρό και o τόπος βρίσκεται σε κοίλωμα, όπου η ζέστη δυσκολεύει την αναπνοή κ.λ.π. Τέλος «πώς εἶναι προσανατολισµένη (η πόλη) a) σε σχέση µε τους ανέµους, β) σε σχέση µε την avaτολή του ἠλιου...»ὀ, καταλήγοντας τελικά να θεωρεί το νότιο προσανατολισμό ὡς τον άριστο. Ὅλα αυτά τα ζητούμενα µιας ορθής οικιστικής οργάνωσης αποτελούν το πλαίσιο των φυσιολογικών παραμέτρων, που συζητούνται έντονα την περίοδο αυτή και ανάγονται τελικά σε τέσσερα θεµελιακά φυσικά στοιχεία: το έδαφος, τον ήλιο, τον αέρα και to νερό και τις μεταξύ τους σχέ2. Πολιτικά, 1330 a+b, Οικονομικός, I, IV, 13452, 25 κ.εξ. 3. Πρβλ. W. Capelle, «Μετεωρολογία», Philologus 71, 1912, σ. 428. 4. Πρβλ. A. Λυπουρλή, Γπποχρατική ιατρική, όρκος, περί ιερής νούσου,

ρων υδάτων τόπων,

Προγνωστικόν

(Εισαγωγή,

κείµενο-μετάφραση,

Περί αέ-

σημειώσεις),

Θεσ-

σαλονίκη 1975, 35 κ.εξ., όπου αναλύονται και σχολιάζονται οἱ έννοιες οἱ σχετικές µε την υγίεια που αφορούν βέβαια σ᾽ ἕνα ευρύ πλαίσιο παραγόντων και δυνάμεων και ανάμεσά τους και το φυσικό και κτισμένο περιβάλλον,

5. A. Λυπουρλή, op. cit., 195.

Αρχαία και παραδοσιακή Μακεδονική

οικιστική

765

σεις και διεργασίες, αν δηλ. δρουν ισόνοµα ἡ ὄχι. Οι προβληματισμοί avtoi του Ε΄ π.Χ. αιώνα στηριζόμενοι στα πορίσματα της Ιατρικής και της Μετεωρολογίας µέλλουν να έχουν βαθειές και διαρκείς επιδράσεις στην οικιστική πρακτική και είναι απόρροια µιας τεράστιας εμπειρίας από τις ιδρύσεις των αποικιών στους προηγούμενους αιώνες. Ἡ εμπειρία των 1aτρών γίνεται αντικείµενο μελέτης και εφαρμογής από τους «μετεωρολόγους» και τους οικιστές. Γνωστός «μετεωρολόγος» αυτής της περιόδου είναι ο Ιππόδαμος o Μιλήσιος", που ο 1906 και 2066 αιώνας τον ονόμασε πολεοδόµο

και αρχιτέκτονα

και τον έκανε και εφευρέτη

του γνωστού

ἤδη

στην

εποχή του καννάβου, του «Ι[πποδαμείου» συστήµατος, ενώ ο ἩΗσύχιος και ο Φώτιοςῖ τον χαρακτηρίζουν ως Μετεωρολόγο. Ο ίδιος προσκλήθηκε απὀ τους Αθηναίους ως εἰδικός για τις φυσιολογικές παραμέτρους και έγινε µέλος της ομάδας γεωμετρών και τεχνικών”, που σχεδίασε τον Πειραιά. O χρόνος δεν επαρκεί να επαναλάβουµε εδώ τη σχετική προβληματιKh, που έχουµε αναπτύξει σε άλλη θέση”. Σημειώνουμε µόνο ότι από τότε εγκαινιάζεται ένα νέο μοντέλλο οικιστικής οργάνωσης, που γενικεύεται και εντοπίζεται παντού σχεδόν και βέβαια και στον βορειοελλαδικό χώρο, όπως αποκαλύπτουν τα πλούσια αρχαιολογικά ευρήματα. Τα γενικά γνωρίσµατα αυτού του µοντέλλου φαίνονται από την οργάνωση ενός υστεροκλασικού σπιτιού στη Μαρώνεια της Θράκης, που οι συνάδελφοι E. ΠεντάCoc, Γ. Καραδέδος και o οµιλών ανασκάψαµε πριν μερικά χρόνια. O οικισµός βρίσκεται σε κεκλιµένο έδαφος που ανοίγει προς Ν., Ν.Δ. και Ν.Α. και προφυλάσσεται από τους βόρειους ανέµους µε τον ορεινό όγκο του Ισμάρου (Εικ. 1). Περίβολος µε δύο αυλές, κλιμάκωση των χώρων µε χωρο-

θέτηση του οίκου και του ανδρωνίτη στο ψηλότερο σηµείο του κεκλιµένου οικοπέδου, είναι βασικά οργανωτικά χαρακτηριστικά του. Δημιουργούνται ἐτσι καλές συνθήκες αερισμού και ηλιασμού µε πρόθεση τη µετεωρολογική «ισονομία» των ηλιακών ακτίνων χειμώνα-καλοκαίρι, όπως το λέει και ο Ξενοφών. Επιδιώκεται επίσης µε τη μελετημένη χρήση των οικοδο-

6. Γ. Λάββα, op. cit., 114 κ.εξ. 7. ἩΗσύχιος: «Ἱπποδάμου νέμησις, τον Πειραιά Ἱππόδαμος ... ο και µετεωρολόγος ...» και Φώτιος;

«...ν δε Ἱππόδαμος Ευρυκόοντος

Μιλήσιος

ἡ Θούριος

µετεωρολόγος...».

8. Πρβλ... 5. Boerma, Athenian Building Policy from 561/0 to 405/4 b.C., Groniningen: 1970, ©. 49, όπου αναφέρεται o Ἱππόδαμος ως µέλος της Πειραϊκής οµάδας τεχνικών, «Hippodamos joined the commission as a member...». 9. T. Λάββα, ορ. cit. 10. Γ. Λάββας - Γ. Καραδέδος,

«Βιτρουβιανές εφαρμογές

κλασική κατοικία της Μαρώνειας», στο Μνήμη A. Aaïaplôn, Συνεδρίου (1986), Θεσσαλονίκη, 1990, σ. 662 κ.εξ.

στο θέατρο και σε votepo-

Πρακτικά

“Αρχαιολογικού

766

Γ. Π. Adffac

μικών υλικών και των πολλαπλών στρωμάτων από κονιάματα και επενδύσεις Eva εσωτερικό σύστημα µε κατά το δυνατόν άριστες συνθήκες µικροκλίματος, ώστε να επιτυγχάνεται ο στόχος του ενοφώντος για τη σωστή κατοικία, να αισθάνεται δηλ. ο ἔνοικος «πάσας τας ὠρας...ἠδιστα»1λ, όλες τις εποχὲς ευχάριστα. Τι γίνεται άραγε η γενικευμένη αυτή οικιστική εμπειρία της αρχαιότητας στη συνέχεια; Ἐπιβιώνει, ξεχνιέται ή αναπαράγεται στην πράξη ανεξάρτητα από τον Αριστοτέλη, τον Ιπποκράτη, τον Ἱππόδαμο ἡ τον Ξενοφώντα;, Ἡ απάντηση δεν µπορεί να είναι κατηγορηµατικἠή, οι υπάρχουσες γραπτές πηγές όμως είναι ενδιαφέρουσες. Ανάλογο βέβαια θεωρητικό και συστηματικό προβληματισμό, που ν᾿ αφορά στις φυσιολογικές παραµέτρους δεν γνωρίζουμε από το Βυζάντιο. Έχουμε όµως μαρτυρίες και περιγραφές, που παρουσιάζουν µια αναντίρρητη ομοιότητα µε το αρχαίο μοντέλλο στη χρήση εννοιών και φυσιολογικών δεδοµένων. Είναι οι γνωστές «Εκφράσεις πόλεων, χωρών και λιμένωνμρῖ, που διατρέχουν όλη τη Βυζαντινή περίοδο, αρχίζοντας από τον Λιβάνιο (356 ἡ 360 μ.Χ.), µε την περιγραφή της Αντιόχειας, τις Laudes Constantinopolitanae™, τον I. Καμεvétn για τη Θεσσαλονίκη, tov Io. Φωκά (1185 μ.Χ.) για την Τρίπολη του Λιβάνουϊὃ, τον Θεόδωρο Β΄ τον Λάσκαρη για τη Nixata!*, το Νικηφ. Γρηγορά για την Ηράκλεια tov Πόντου!], τον Bnocapiwva! και Im. Evye-

11. Ξενοφώντος, Απομνημ., II, ΥΠ], 9-EX3, 10. 12. Πρβλ. H. Hunger, Βυξαντινή λογοτεχνία, τόμ. A’, μετάφρ. A. Γ. Μπενάκη, I. B. Αναστασίου, Γ. Χ. Μακρή, ἐκδ. Μορφ. Ἱδρύματος Εθν. Τραπέζης, Αθήνα, 1987, 0.263 κ.εξ. 13. Ibid. και E. Fenster, Lauues Constantinopolitanae, (Miscell. Byz. Monac. 9), Μόναχο,

1968.

14. I. Kapevi&m, Κατάληψις της Θεσσαλονίκης, ἐκδ. Βόννης, 491-496, Bonn. 15. I. Φωκά, «Ἐκφρασις εν συνόψει τῶν an’ Αντιοχείας µέχρι Ἱεροσολύμων κάστρων και χωρών Συρίας, Φοινίκης και των κατά Παλαιστίνην Αγίων Τόπων», Patrologia Graeca, CXXXIII, 1864, Paris, δ΄. Εδώ διαβάζουμε: «... Τούτου (του Λιβάνου) περί τους πρόποδας εστίν n Τρίπολις, ην ο δειμάμενος eri Χερσοννήσου επἠξατο. Και γαρ ex του Λιβάνου λεπτὀν ραχίον κατερχόμενον γλωσσοειδώς τη θαλάττη εμφύεται, κυρτούµενον περί το avaτολικώτερον µέρος, Ep’ ου το άκρον ο την πόλιν δειμάμενος (= ο οικιστής) τας βάσεις ταύτης επήξατο...). Σε πλαγιά, λοιπόν, λόφου καμπύλη (Ξ-κυρτούμενον) και ανατολική ιδρύεται η πόλη, σύμφωνα µε τις Ιπποκράτειες προδιαγραφές ὡς προς την τοποθεσία (όχι «κοίλην και πνιγηράν)). 16. Η. Hunger, op. cit., 266.

17. Ibid., 268. 18. Σπ. Λάμπρου, «Βησσαρίωνος, τόμ. ΙΓ’, τεύχ. B, 1916, a. 167.

Εγκώμµιον εις Τραπεζούντα»,

Νέος

Ἐλληνομνήμων,

Αρχαία και παραδοσιακή Maxedovini οικιστική

767

νικόϊ για την Τραπεζούντα, τον Iwavvn Ευγενικό επίσης για την Ίμβρο”, τον Ακροκόρινθο και τη Λακωνική κώμη ΠετρίναΣ κ.ά. Ἐίναι πολύ evδιαφέρουσες περιγραφές φυσιολογικών παραμέτρων, όπου οι βασικές και επαναλαμβανόµενες σχεδόν στερεότυπα και συμβατικά έννοιες είναι κι εδώ ἡ «ισορροπία των θερμοκρασιών, το «κυρτούμενον» έδαφος και όχι η «έγκοιλος και πνιγηρἡ γη», που απορρίπτει ο Ιπποκράτης, ακόµα πόλεις «...κείµεναι προς Ew ήλιον ευθύς ανίσχοντα καθαρώς ορώσαι». Αλλού πάAL «η των στοιχείων Evupetpia, ο δη κράτιστον ev ξυνοικίας (εστίν)». Ἐπίσης η «των ἀέρων κράσις», η «των αέρων ευκρασία» και ακόµα πόλις «των ἀέρων πνοαίς ευκράτοις εγκοσμουµένη». H γνωστή µας «ισονομία» του Ψυχρού και θερμού διατυπώνεται µε φράσεις, όπως «προς τε Ύαρ του θέρους ὥραν αποχρώντος κέκραται προς τε χειμώνος τω όλω κλίµατι...το όμοιον μετρίως έχει...». Απαραίτητη επίσης αναφορά για το «διειδές (διάpavo) και πότιμον ύδωρ, TO πολυχρηστότατον των στοιχείων και αναγκαιότατον... αλλά και ἧδιστον και υγιεινότατον». Έδαφος λοιπόν «κυρτούμενον» και ανατολικόν, «ξυμμετρία» στη δράση του ἥλιου και των ανέμων, «διειδές και ἥδιστον ύδωρ» είναι για τους Βυζαντινούς βασικά χαρακτηPIOTIKA ορθής οικιστικής οργάνωσης, που εγκὠμιάζονται στις αναφερθείσες «Εκφράσεις». Παράλληλα µε τις φιλολογικές αυτές μαρτυρίες της Βυζαντινῆς περιόδου, υπάρχει ακόµα µία κατηγορία κειμένων στην ίδια και τη Μεταβυζαντιvi) φάση, που στηρίζει ακόµα περισσότερο τη θέση για την ύπαρξη µιας διαχρονικής οντολογικά οικιστικής μήτρας, ποὺ παράγει ένα γενικό οργανωτικό χωρικό μοντέλλο. Πρόκειται για το μοντέλλο που περιέχεται στη Βυζαντινή νοµοθεσία και επηρεάζει χρονικά και γεωγραφικά όλες σχεδὀν τις περιοχές της ανατολικής Μεσογείου και της Βαλκανικής Χερσονήσου. Τα σημαντικότερα νοµικά κείµενα της κατηγορίας αυτής είναι τ᾽ ακόλουθα, 19. O. Λαμψίδη, «Ιωάννου Ευγενικού Έκφρασις Τραπεζούντος, Apyelor Πόντου, 20 (1955), σ. 25 κ.εξ., ὀπου η πόλη περιγράφεται ως εξής: «Τραπεζούς η πόλις ... ἡλιον ευθύς ανίσχοντα καθαρώς ορώσα... Τοις δε των στοιχείων Evppetpia, ο δη κράτιστον εν συνοικίαις, και των αέρων κράσεως ούτως αρίστης τετύὐχηκεν...», «δοκεί ελευθερίως και µεγαλοπρεπώς έχουσα των σχήματι, επιβαίνουσα μεν ταις ακταίς οµαλώς, αναβαίνουσα δε επί τους λόφους ευφυώς, επί πολύ μεν υψού της γης εξηρµένη, εις μέσον δε αέρα τω πλείστω μέρει θαυμασίως ανωκοδομημένῃ...». 20. BA. Anecdota Nova, ἐκδ. Jo. Franc. Boissonade, Hindelsheim 1962, σ. 329:

… φύσεως δ᾽ είληχε και αέρων κράσεως καλλίστης

«Ίμβρος

σφόδρα και ευφυούς ... θέσιν τε εντεύ-

θεν την αρίστην έχει και πνοάς ἀνέμων διά παντός του έτους τας επικαιρότητας και τοις σώμασι

λυσιτελεστάτας...».

21. Πρβλ.

Σπ. Λάμπρου,

1912-13, σ. 47-48 και

40-55.

ΓΠαλαιολόγεια και Πελοποννησιακά,

τόμ. A’,

εν

Αθήναις,

768

Γ. II. Λάββας

τα οποία φθάνουν επαναλαμβανόμενα λίγο ἡ πολύ μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα p.X.%, 1. Ἐπαρχικά από των του Ασκαλωνίτου Ιουλιανού του αρχιτέκτονος εκ των νόμων, ἤτοι εθών των εν Παλαιστίνη (συµπίληµα παλαιών και νέων νόμων, αρχές δέκατου αιώνα). 2. Ισλαμική νοµοθεσία (δέκατος αιώνας). 3. Ασσίζες Ἱεροσολύμων και άλλων περιοχών (ενδέκατος αιώνας). 4. Ασσίζες της Κύπρου (νομικά κείµενα) (δέκατος τρίτος αιώνας). 5. Βλαστάρη Ματθ., Σύνταγμα κατά στοιχείον (1335). 6. Αρμενοπούλου Κων., Πρόχειρον Νόμων ἡ Εξάβιβλος (1345). 7. Κριτοπούλου Κουνάλη, O Νομοκάνων (1498). 8. Μαλαξού Μαν., Νομοκάνων (1560-1563). 9. Ζυγομαλά Θεοδ., Ἐπιτομή της Ἐξαβίβλου (1575). 10. Ιακώβου Ἱερομ., Βακτηρία Αρχιερέων (1645). 11. Θεοκλήτου, Νομοκρίτης (1671). 12. Θεοκλήτου, Νομοκάνων (1767). 13. Θεοφίλου Καμπανίας, Νόμος εκκλησιαστικός και πολιτικός ἡ Nopiκόν (1788). Βασικής σηµασίας για την όλη διαµόρφωση του νομικού πλαισίου, που αφορά στα αρχιτεκτονικά και πολεοδομικά θέµατα στην περίοδο 10001830 μ.Χ., φαίνεται ότι είναι το πρὠτο στη σειρά κείµενο, εκείνο του lovλιανού του Ασκαλωνίτου (αρχές δέκατου αιώνα), που τροφοδοτεί όλα τα επόμενα, από τα οποία η Ἐξάβιβλος του Αρμενοπούλου πάλι είναι η σηµαντικότερη πηγή της Ὑστεροβυζαντινής και Μεταβυζαντινής Νομοθεσίας, όπως

είναι ευρύτερα γνωστό.

Το ενδιαφέρον στο κείµενο του Ιουλιανού του Ασκαλωνίτου, που χαρακτηρίζεται ως αρχιτέκτων, βρίσκεται στο προοίµιό του, όπου εµφανίζεται για πρώτη φορά στην περίοδο που συζητάµε «ένα φιλοσοφικό υπόβαθρο σύμφωνα µε το οποίο οργανώνεται η εσωτερική λογική του είδους του

χωρικού

µοντέλλου

που

προτείνει

αυτό

το

σύστημα

των

νόμων»Σ.

22. Πρβλ. Ph. Oreopoulos, Histoire de la pensée sur la ville et l'architecture en Grèce du XVe au XIXe siècle, Thèse de Doctorat, Panthéon - Sorbonne, Paris, 1990, Vol. II, o. 308 κ.εξ.

23. K. Πιτσάκη (επιμ.), K. Αρμενοπούλου, Πρόχειρον Νόμων και Λεοελληνικά κείμενα, Αθήνα, 1971, σ. 1642). 24. Φ. Ωραιοπούλου,

ανέκδοτη

(δακτυλογραφημένη), σ. 8.

περίληψη

βασικών

ή Εξάβιῤλος, Βυξαντινά

σημείων της παραπάνω

διατριβής

Aozaia

καὶ παραδοσιακή

Μακεδονική

υἱαιστική

769

Η λογική αυτή στηρίζεται στην παραδοχή ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε and τέσσερα θεµελιακά στοιχεία, που συγκροτούν το χωρικό μοντέλλο µέσα στο οποίο χτίζει ο άνθρωπος: «τεσσάρων όντων των στοιχείων, πυρός, αέρος, ύδατος, γης από δη τούτων αμφισβητήσεις τοις ανθρώποις εγγίνονται

όθεν

αναγκαίον

ἡγησάμεθα

τα κατά

µέρος

εκ τούτων

και ταχυµέ-

ριστον συμβαίνοντα ευ τάξαι, ευθέντες και τας αἰτίας και τας διαλύσεις ἡ βλάβας...»25. O αέρας, η φωτιά, το νερό και η γη (το έδαφος) είναι τα θεµελιακά στοιχεία αλλά και οι σχέσεις μεταξύ τους (αιτίαι, διαλύσεις, βλάβαι και αμφισβητήσεις) που πρέπει να ρυθμιστούν µέσα από µια καλά οργανώ-

μένη τάξη (ευ τάξαι), και «ue τις κατάλληλες διαστάσεις των στοιχείων του χώρου, δηλ. ένα χωρικό μοντέλλο (χωρική διάσταση του κοσμολογικού μοντέλλου)»3 Το φιλοσοφικό αυτό υπόβαθρο δεν είναι βέβαια νέο, αφού ταυτίζεται μ᾽ εκείνο της αρχαίας ελληνικής σκέψης” (Εμπεδοκλής, Πλάτων, Ιπποκράτης, Αριστοτέλης) που είδαµε, και ακόµα µε τη συνέχιση της σκέψης αυτής από τους Πατέρες της Εκκλησίας (Μ. Βασίλειο και Γρηγόpio Νύσσης)Ξ5. Ενδιαφέρουσα είναι n µεταφορά του στη βυζαντινή νοµοθεcia και η παραπέρα πρακτική διατύπωση νομικών διατάξεων µε άµεση avaφορά σε κάθε ένα από τα τέσσερα αυτά οντολογικά στοιχεία. Έτσι στο κεί-

µενο του «Επαρχικού» οι διατάξεις 13-22 αφορούν στο πυρ, οι διατάξεις 2344 στον αέρα (εξαερισμός και φωτισμός των ακινήτων), or διατάξεις 7579, 80, 82 και 85 στο ύδωρ και τέλος οι διατάξεις 83, 86, 88 και 47-51 στη γη. Σύμφωνα µε τον μελετητή” αυτών των νομικών κανόνων, «η εσωτερική λογική αυτού του χωρικού μοντέλου (αντιστοιχία κάθε νόµου σε ένα κοσµολο-

γικό στοιχείο, σε κάθε νόµο καθορισμός του βασικού χωρικού συνόλου που αποτελείται από επτά βασικέἑς ενότητες, δηλ. όπου κάθε ενότητα (σπίτι, εργαστήριο,

κ.ά.) αντιστοιχεί

σε άλλες

6, δηλ.

όσες

είναι

οι κατευθύνσεις

του χώρου — άνω, κάτω, δεξιά, αριστερά, µπρος, πίσω---, τέλος ο καθορισµός των διαστάσεων ανάµεσα σε κάθε ενότητα µε κάθε µια από τις υπό-

25.

Πρβλ.

A. Γκίνη,

«Το

επαρχικὸν

βιβλίον

και οἱ νόμοι

Ιουλιανού

του

Ασκαλω-

νίτου», E.F.B.Z., έτος vy’, Αθήναι, 1937, σ. 187, υποσημ. 7 και Ph. Oreopoulos, op. cit., a. 45 κ.εξ. 26. ®. Ωραιόπουλος, ανέκδοτη περίληψη, ορ. cit., σ. 9. 27. Γ. Λάββα, op. cit., 28. Ay. Βασιλείου, Εξαήµερον, P.G., 29, σ. 30. «εν αρχἡ εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην (...) είπη περί των στοιχείων, πυρός και ύδατος και αέρος, αλλά εσύ τη παρά σαυτού συνέσει νόει, πρώτον μεν εν πάντα εν πάσι μέμεικται, και εν γη ευρήσεις και ύδωρ και αέρα και πυρ (...)». Αγ. Γρηγορίου Νύσσης στο Hexaemeron explicatio apologia,

P.G., 44, σ. 72 και Ph. Oreopoulos, op. cit., a. 268. 29. ®. Ωραιόπουλου, ἀανέκδοτη περίληψη, ορ. cit., o. 9-10,

770

Γ. II. Adffag

λοιπες 6 µε βάση τα 12 βασικά στοιχεία που συνιστούν τα εξωτερικά της όρια — πόρτα, παράθυρο, στέγη, αυλή, θεμέλια κ.ά.), διαθέτει τα χαρακτηριστικά ενός μοντέλου «αφηρημένου», «σταθερού» και «καθολικού», ενώ τα διαφορετικά πολιτισμικά και γεωγραφικά στοιχεία μπορούν va λειτουργούν σαν ιδιαιτερότητες εφαρµογής αυτού του µοντέλου...». Πέρα, λοιπόν, από τη μορφολογική ποικιλία της αρχιτεκτονικής δημιουργίας, που οφείλεται στις πολιτισμικές και γεωγραφικές ιδιαιτερότητας, φαίνεται ότι έχουµε µια σταθερή οντολογική δοµή, που αναδύεται µέσα από το avστηρό πλαίσιο της βυζαντινής νομοθεσίας, που κάλυπτε τον τεράστιο γεωγραφικό χώρο της Βαλκανικῆς, της M. Ασίας, της Εγγύς Ανατολἠς και των νησιωτικών πυρήνων της Ανατολικής Μεσογείου. H νοµοθεσία αυτή έγινε επίσης γνωστή και επηρέασε ευρύτερους χώρους µε τη μετάφρασή της στη λατινική, γερμανική, αγγλική, βουλγάρικη, ρουµανικἠ και ρώσική γλώσσα. Eivar τέλος γεγονός ότι to χωρικό μµοντέλλο του αρχιτέκτονα Ιουλιανού Ασκαλωνίτου μεταφράζεται αµέσως (10ος αιώνας) και στα αραβικά». Κοντά στις νομικές διατάξεις και προδιαγραφές είναι ενδιαφέρον va παραθέσουµε κι ένα συγκεκριµένο παράδειγµα οργάνωσης της κατοικίας, χρονολογούμενο στην εποχή που οι διατάξεις αυτές βρίσκονται σε πλήρη εφαρμογή, δηλ. τον δωδέκατο μ.Χ. αιώνα. Πρόκειται για την περιγραφή ενός αστικού σπιτιού της Θεσσαλονίκης, που μεταβιβαζόμενο («έγγραφος ανταλλαγή» του 1117 μ.Χ.), περιγράφεται µε κάθε λεπτομέρεια στο συµβολαιογραφικό κείµενο. Πάλι, λοιπόν, νομικός λόγος και όχι αρχιτεκτονικός, αλλά τόσο σαφής, ώστε να γίνεται δυνατή η σχηµατική αναπαράσταση της κάτοψής του, που επιχειρήθηκε και δημοσιεύθηκε από τον μελετητή αυτού του κειμένου» (Εικ. 2). 30, ©. Ωραιόπουλου, ανέκδοτη περίληψη, op. cit., σ. 10. 31. N. Οικονομίδη, «Actes de Docheiariou», Archive d’Athos XII, Paris, 1984, o. 73 κ.εξ., εικ. 5. Παρατίθενται μερικά αποσπάσµατα από τη λεπτομερή περιγραφή του σπι-

τιού στην «ἔγγραφον ανταλλαγήν» του 1117 u.X.: «H μέντοι σκιαγραφία των ανωτέρω δηλωθέντων οἰκημάτων, ριόριστος

ἧτοι εργαστηρίων, και το σχῆμα αυτών

περιπεφραγµένη

γύροθεν

διά των

δηλοθησομµένων

ἐστιν οὕτως' αὐλή ιδιοπεοἰκημάτων,

ἔχουσα

εν μὲν

τῷ ἄρκτω (= βορρά) μέρει αυτής οἰκήματα avwyewxatayea (= διόρροφα), δίρρυτα (δικλιvi), πεπατωμένα, σανιδόστεγα, υποκέραµα δύο ολολιθόκτιστα, μετά και τοξάτων μονορρύτων ομοίων,

βασταζομένων

κάτωθεν

μεν διά μαρμαρίνων

κιόνων δύο και ξυλίνου ενός

καὶ ετέρων στύλων δύο ὑποκάτωθεν του τοξάτου διά το δέεσθαι µερικής περιποιήσεως, άνωθεν δε διά στύλων ξυλίνων, φάλσου ολιγοστού και ριγλίων διαφόρων και θυρών άνωθέν τε και κάτωθεν’ έχει το εν τούτων το προς δύσιν (= δυτικά) του ετέρου και ετέραν θύραν προς την εκεί δημοσίαν οδόν, την κατερχοµένην (= δηλώνεται η κλίση του εδάφους) απὸ του οίκου του Δοξαπατρί εξ ἄρκτου (and βορρά) προς μεσημβρίαν (= νότον) πλησιάζουσι ταύτα προς μεν το αρκτώον μέρος τοις δικαίοις του θείου ναού του Σωτήρος, évôa

«ἰρχαία

και παραδοσιακή

«Μακεδονική

οικιστική

771

Τ᾽ αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά του σπιτιού (κεκλιµένο έδαφος προς νότο, ακριβής προσανατολισμός τῶν χώρων κατοικίας επίσης προς νότο, «ισονομία» ηλιασμού-αερισμού µέσα από την κατάλληλα οργανωμένη avλή, θέα κ.λ.π.) συμπίπτουν µε µεγάλη ακρίβεια µε τις οργανωτικές προδιαγραφές και τις υλοποιήσεις της αρχαίας κατοικίας. Αλλά και n Μεταβυζαντινή περίοδος δεν υστερεί σε παρεμφερείς µαρτυρίες και εµπειρίες. Αν ο Μακεδόνας Αριστοτέλης είναι απὀ τους πρώτους που κατέγραψε ιατρο-μετεῶωρολογικά πορίσµατα, ο Ηπειρώτης Γεώργιος Γαζής, συγγραφέας ενός λήμματος στο «Λεξικό της Ἐπαναστάσεως των Ελλήνων», µε τίτλο «τοποθεσίαι κατάλληλοι διά χώραν ἢ μικράν πόλιν», που εκδόθηκε το 1847, και δημοσιεύθηκε πρόσφατα από τον Β. Xapion®, φαίνεται να κλείνει αυτόν τον µεγάλο χρονικά κύκλο επαναλαμβανόµενων, ταυτόσηµων σχεδόν, οικιστικών προδιαγραφών. Το κείµενο του Γ. Γαζή δεν φαίνεται να επηρεάζεται από λόγιες ή σύγχρονες γραπτές πηγές, αλλά µάλλον αντανακλά την υπάρχουσα προφορική παραδοσιακή σχετική γνώση και ἐμπειρία. Περιγράφοντας το χωριό Δελβινάκι εξαίρει τους οικιστές του, που «ἦταν τω ὀόντι σοφοί, διότι εδιάλεξαν αὐτήν την θέσιν, η οποία και νερά έχει αξιόλογα, και υγίειαν θαυμαστήν και αέρα εὐκρατον...». Avaζητώντας δε νέα κατάλληλη θέση για τον ίδιο οικισμό που έχασε τις υδάτινες πηγές του, επικεντρώνει την προσοχή του για τη νέα επιλογή θέσης, στην ποιότητα και ποσότητα τῶν νερών, στα «προσηλιακά χωράφια και ta όμβρια

ύδατα τῶν κεράμων

αυτών

καταρρέουσι,

κατ᾽ ανατολήν

δε τη δεσποτεία

της Hovis της ούτω λεγομένης της Bapôapéac. Έτερα οικήµατα, ήτοι εργαστήρια, συνηνωμένα και ταύτα, ανωγεωκατώγαια, καινουργιόκτιστα (= υποδήλωση οικοδομικών φάσεων), πεπατωµένα, σανιδόστεγα, κεραμομέτρια (0), υὑποκέραμα, λιθοπλινθὀκτιστα (= μεικτὸς τρόπος κατασκευής), µετά και τοξάτων μονορρύτων προς την αυλἠν αφορόντων και βασταζοµένων κάτωθεν και άνωθεν διά στύλων ξυλίνων διαφόρων, άνευ στηθαίων και ριγλίων, οµοιοστέγων και θυρών, εχόντων και προς την προγραφείσαν δημοσίαν οδόν ετέρας θύρας δύο, προς το δυτικόν µέρος της αυλής’ προς δε το μεσημβρινόν µέρος αυτών εστίν o πυλών και η εισοδοέξοδος δίθνρος, ἐξάγων εν τη προειρημένη οδώ ου πλησίον, προς μεσημβρίαν δηλαδή της αυλής, étepa εργαστήρια nvwuéva τρία, wv τα δύο povòκατα, λιθοπλινθόκτιστα, πεπατωμένα, υποκέραµα καὶ συνιστάμενα, TO δε εν όμοιον μονόπατον και τα λοιπά’ και αμφότερα µετά τοξάτων εν τε TH αυλή και εν τη ετέρα δημοσία οδώ, τῇ προς την Σθλαβομέσην... προς θάλασσαν αποβλέποντα, πεπατωµένα και ταύτα και συνιστάµενα µετά φάλσων ολιγοστών και ριγλίων' πλησιάζουσι δε και ταύτα εξ ανατολών τοις οικήµασιν της μονῆς της Βαρδαρέας. Ev δε τη τούτων αυλἠ υπάρχει και κάναλος (=

πηγάδι) και φούρνος καταλελυµένος. Τα τοιαύτα αμφότερα εἰσίν ενωκισµένα, έχοντας και σκάλας διαφόρους ξυλίνας». 32. «Παραδοσιακοί οικισµο(: τυχαίο ἡ σχεδιασμένο αποτέλεσµα;», περιοδ. ’4νθρωπος +

Xwoog, τεύχ. 3, 4, 5 (1978), σ. 75-77.

I. II. Adffa;

712

και τις λακκιαίς», τον «κατήφορον» (εννοεί επικλινές ἐδαφος), όπου µπορούν να γίνουν τα σπίτια, ενώ où κεντρικές λειτουργίες, όπως εκκλησίες, σχολεία, εργαστήρια, αρχεία κ.ά. είναι δυνατόν να τοποθετηθούν εις «ισάδιον» = σ᾽ επίπεδο δηλ. χώρο, το Μεσοχώρι. Από τη διαχρονική αυτή παράθεση των φυσιολογικών παραμέτρων της ελληνικής οικιστικής ἐμπειρίας φάνηκε, πιστεύω, η επαναληπτική οµοιόTINTA στη χρήση των εννοιών που περιέχονται στις γραπτές ἡ άγραφες προδιαγραφές για νέους ἢ για την αξιολόγηση υπαρχόντων οικισμών. ΄Αµεση, λοιπόν, επιβίωση της αρχαιότητας ἡ όχι; Πιθανή φαίνεται εδώ η ὑπαρξη ενός μηχανισμού παραδοσιακής γνώσης και µνήµης, που αφού κατακτήσει συνειδητοποιώντας και διατυπώνοντας ένα παρόμοιο οικιστικό μοντέλλο σε ορισμένη χρονική στιγµή--και στην περίπτωσή µας φαίνεται ότι είναι ο E' π.Χ. αιώνας-- τροφοδοτεί στη συνέχεια τη συλλογική αυτή γνώση και μνήμη, n οποία αναπαράγει το µοντέλλο γραπτά ἡ προφορικά µε παραλλαγές, διαφοροποιήῄσεις και παρεξηγήσεις ακόµα, οφειλόμενες στις δυνατότητες ἡ αδυναμίες της κάθε περιόδου. Η συλλογική, κατεστηµένη αυτή γνώση και εμπειρία φαίνεται να γίνεται «έξις», habitus, που λειτουργεί ως «μήτρα αντιλήψεων, εκτιμήσεων και πράξεων», όπως το διατυπώνει ο ανθρωπολόγος Pierre Bourdieu™ ἀναφερόμενος στη συλλογική αντίληψη και συνείδηση. Αν

έτσι έχουν

τα πράγματα,

είναι ασφαλώς

ευνόητο, πῶς

ίδιες ἢ πα-

ρόμοιες φυσιολογικές παράμετροι και προδιαγραφές, που αποτελούν το προαρχιτεκτονικὀ πλαίσιο, μπορούν να οδηγήσουν ανεξάρτητα από εθνικές, κοινωνικές ἡ άλλες ιδιαιτερότητες, σε παρόμοια οργανωτικά σχήματα, τυπολογικά διαγράμματα ἡ μορφολογικά στοιχεία. Τα στοιχεία αυτά dev είναι αντιγραφή ἡ γραμμική εξέλιξη, από την απλή στη σύνθετη κάτοψη και

μορφή, όπως το θέλουν ορισμένοι ερευνητές, αλλά «μίμησις» δημιουργική, σύμφωνα µε την Αριστοτελική έννοια». O αρχαίος περίβολος π.χ. και η μεταγενέστερη «μάντρα», που ορίζουν την αυλή, διατρέχει ως θεµελιακό οργανωτικό χαρακτηριστικό της κατοικίας όλες αυτές τις περιόδους σε µια απέραντη ποικιλία µορφής και τύπου. Περίβολος, από το περιβάλλω, σηµαίνει εγδύω και αγκαλιάζω και στην επιβίωσή του ὡς «μάντρα» περιέχει ένα νόημα «βαθύτερο από την

33. Πρβλ. Γρ. Σηφάκη, Zia

µια ποιητική

εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 1988. ©. 23. 34. Γρ. Σηφάκη, op. cit., ©. 13.

τοι ελληνικού δημοτικού toaz'ordior, Πανεπ.

Aozuia

καὶ παραδοσιακή

«Μακεδονική

οικιστική

773

έννοια της απλής ασφάλειας», όπως παρατηρήθηκε από τον Β. Xapion®. Είναι ένα στοιχείο «που συμβάλλει µε τη µορφή της ένδυσης, του αγκαλιάσµατος στη δημιουργία ενός ιδιαίτερου περιβάλλοντος», που δεν είναι άσχετο

µε

την

«υγίεια»,

την

«ευημερία»

και

την

ευχάριστη

διαβίωση.

H

«παστάς) ἢ η «προστάς» των αρχαίων πάλι, ανάλογα αν είναι πλατυμέτωπο ἡ στενοµέτωπο το σπίτι, το «χαγιάτι», ἢ TO προστέγασµα, πρόστεγο ἢ εξώστεγο των μεταγενέστερων µε τις άπειρες παραλλαγές, είναι επίσης το ημιυπαίθριο στοιχείο-κλειδί για την «ισόνοµη» σχέση και ρύθμιση της δράσης των ηλιακών ακτίνων χειµώνα-καλοκαίρι. Ακόμα κι όταν λείπει το στοιχείο αυτό, η φυσιολογική παράμετρος του ηλιασμού και του αερι-

σμού με τις ρυθµιστικές δικλείδες της «ισονοµίας» ἢ της «ξυμμετρίας», εξυπηρετείται µε τα «δρύφρακτα», τους «ηλιακούς», τα solaria και αργότερα τα «δοξάτα», που αφθονούν στη Μακεδονική παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Η συλλογική,

διαχρονική

και κατεστηµένη

αυτή

γνώση

και εμπειρία

εκφράζεται, όπως δείχνουν τα παραδείγματα, πανομοιότυπα στο αρχαίο σπίτι π.χ. της Μαρώνειας (Εικ. 3), της Πριήνης ἡ της Ολύνθου, αλλά και στο Βυζαντινό-Μεταβυζαντινὀ οικισμό της Γαλάτιστας στη Χαλκιδική (Εικ. 4). Οργάνωση και προσανατολισμός των σπιτιών είναι στις εποχές αυτές παρόμοια, υπακούοντας οντολογικά στο ἰδιο διαχρονικό οικιστικό μοντέλλο, ποὺ επιβιώνει στην πράξη παραλλασσόμενο και επαναλαμβανόµενο απὀ την Αρχαιότητα μέχρι τον 190 αιώνα.

35.

Πρβλ.

πειρωτική σ. 167.

Β. Χαρίση.

αρχιτεκτονική

«O

και

ρόλος

της µάντρας

πολεοδομία»,

και αυλόπορτας

//πειοώτικό

στην παραδοσιακή

1 μερολόγιο,

Ιωάννινα,

H-

1985,

774 Γ. II. Adffas

Εικ. 1. Μαρώνεια, Θράκης: a) Αξονομετρική αναπαράσταση της υστεροκλασικής κατοικίας µε βάση τ ανασκαφικά δεδομένα. , B) Κάτοψη (ce αποκατάσταση) της κατοικίας µε δύο αυλές. Οι κύριοι χώροι (οίκος, ανδρωνίτης) avo η προς NA. (Σχέδια I. Καραδέδος - Γ. Adfifac) »,

τοῦ

σέλα arm

(dopo

(6) épopes

y ριον

ο/κ/«)

I

muso rvdszen

h

,

N

QD

«a

Τσ...

ox

ossia)

,

au

vo

an ya Q0 4

O

y

Lv

(rn γαί δ᾽)

den

/diorepiopieros

È

À

>

9

8

Èἃ

ο. ἵ-ο ο

4

ο

Sopdepdeg

(δὲ dpoper)

pewrardypeov

Sunop 4

sepo wig elu

ofan fa &

019104990

Σωτήρος

a rufjewrxardysoy

pos

775

swsdrpdog

ναος

οικιστική

nopsuexlo

deioc

Μακεδονική

sordopdeg

N

και παραδοσιακή

ΡΕ 917419

Αρχαία

du po δέοι 0d04

καὶ

πρός

τιν

29λ alops' nr

4 0a 2a 6 Ga Ex. 2. To ακίνητο της Μονής 4οχειαρίου στη Θεσσαλονίκη (1117 u.X.). Σχηµατική ava.

παράσταση

της κάτοψής του (N. Οικονομίδης).

ILL

Sax

“ee ὦ

pe

=

i

È

Β le >

= i

| |

Veleni =

μέσα

απὸ

την

+

Οράκη-. !

ου άνωση

}στεροκλασική κατοικία =

rigido,

Ἣν

E

=

ημινπαίθοιων

ι

“ed

Με 5

᾿

| li

Fix. 3. Manovews, -

~

a

Τ

AL La

-

(τομή). Por

(|

καὶ εσωτερικών

roe nàtantion και τὴςf]

χώρων.

1--πνλή,

ndioroooracia; (| =

2=-naora:,

=

χειμώνα - καλοκαίοι!

3- ανδρωνίτης

ή οίκος.

oy ΡΡΧ Π

1DX ---

slope

Mn

et

winter

8

solstice

e

level

Street

Sun

at

summer

solstice

xiao

g2x0jy

Uxpioognüpr ne

The

(Map 2)

lix1101x10 ΄

Section 8 - 8

LiL

Εικ. 4. Γαλάτιστα, Χαλκιδικής. Χαρακτηριστική όψη του μεταβυξαντινού οικισµού. Αντίστοιχη λύση για τη θύθμιση της ὑράσης των ηλιακών ακτίνων μ᾽ εκείνη της αρχαίας Μαρώνειας. Σεβασμός του δικαιώματος της θέας (πηγή: 13. Thomson - Tsialis, “The build-up enviroment of a Greek village”, Κοπεγχάγη, 1987, a. 30).

50

REMARQUES SUR L’AGE DE LA MAJORITÉ CHEZ LES ROIS DE ΜΑΟΕΡΟΙΝΕ

Sylvie

Le

Bohec

La royauté macédonienne comporte encore bien des obscurités pour les modernes. Une des questions qui n'est pas encore élucidée concerne l’âge auquel les souverains sont déclarés majeurs. En effet, aucune source ne donne d’indication précise à ce sujet et peu d’historiens se sont intéressés à cet aspect de la monarchie macédonienne. En 1903, E. Breccia a consacré un appendice de son ouvrage sur le droit dynastique dans les monarchies hellénistiques à l’examen de cette question!. Après avoir rappelé qu’aucun document n’apporte d’information claire à ce sujet, l’auteur rassemble quelques textes concernant les Ptolémées, les Séleucides et les Antigonides, et il aboutit à l’hypothèse qui lui paraît la plus vraisemblable, à savoir que les rois des monarchies hellénistiques devaient être déclarés majeurs à 18 ans. E. Breccia souligne toutefois que cette suggestion ne peut être tenue pour une certitude. Ensuite la question n’a pas été à nouveau étudiée, du moins, à notre connaissance, elle

n’a été qu’évoquée. Ainsi N. G. L. Hammond? et M. B. Hatzopoulos® cont sidèrent incidemment que l’âge de la majorité pour les rois macédoniens devaii probablement être fixé à 18 ans. Ce difficile sujet ne semble donc pas pouvor être totalement élucidé. Toutefois, il mérite d’être à nouveau examiné car un certain nombre de remarques pourront ainsi être formulées et elles permettront sans doute de faire progresser notre connaissance de la monarchie macédonienne. Quiconque examine les textes concernant la jeunesse des rois de Macédoine est frappé par une contradiction. En effet, la jeunesse des souverains 1. E. Breccia, // diritto dinastico nelle monarchie dei successori d’ Alessandro Magno, Roma, 1903, p. 165-167. 2. N. G. L. Hammond dans N. G. L. Hammond et F. W. Walbank, A History of

Macedonia, ΠῚ, Oxford, 1988, p. 371 n. 2. 3. M. B. Hatzopoulos, “Succession and regency in classical Macedonia”, Macedonia TV, Thessalonique, 1986, p. 286, n. 35.

Ancient

780

Sylvie Le Bohec

est le plus souvent

décriée, et pourtant ces jeunes

qu'ils sont encore dans ponsabilités dans

l’adolescence—

le domaine

gens — certains

même

alors

se voient confier d'importantes res-

politique ou

militaire.

Il convient

donc,

dans

un premier temps, d'étudier ces documents et de tenter de comprendre cette apparente contradiction. Plusieurs passages d'auteurs anc.cns attestent la méfiance des Grecs et des Macédoniens à l’égard d'un souverain qui a dû exercer sa tâche alors qu'il était encore jeune. Deux exemples sont bien connus: celui d'Alexandre le Grand et celui de l’Antigonide Philippe V. Lorsqu'Alexandre le Grand accède au trône de Macédoine en 336 av. J. C., à la mort de son père Philippe II, il est âgé de 20 ans. Plusieurs textes insistent sur cette jeunesse qui lui attire lv mépris et l'empêche d'être pris au sérieux par beaucoup de ses contemporains. Diodore de Sicile écrit: Νέος γὰρ ὧν παντελῶς καὶ διὰ τὴν ἡλικίαν ὑπό τινων καταφρονούµενος.... “Tout jeune encore et méprisé par certains en raison de son àge...”; un peu plus loin, il rapporte qu’au bout de quelques mois, “les Athéniens se départirent du mépris dans lequel ils le tenaient antérieurement” (τῆς προὐπαρχούσης καταφρονήσεως)». Plutarque, quant a lui, rappelle les reproches de jeunesse proférés par Démosthéne et fait dire ceci au roi: elnov ὅτι Δημοσθένει παῖδα μὲν αὐτόν, ἕως ἦν ἐν Ἰλλυριοῖς καὶ Τριβαλλοῖς, ἀποκαλοῦντι, μειράκιον δὲ περὶ Θετταλίαν yevdpevov...*. “Démosthène, dit-il, me traitait d'enfant tant que j'étais chez les Illyriens et les Triballes, puis de petit jeune homme quand je suis entré en Thessalie”. On sait en outre par d’autres sources que l’orateur avait affublé Alexandre du sobriquet de Μαργίτης

par allusion au personnage ridicule de ce nom, héros d’un poème

attribué à Homère’. Si les textes qui émanent du grand ennemi de la Macédoine sont sujets à caution, le passage de Diodore paraît bien indiqué que le mépris et la méfiance ne venaient pas seulement des Athéniens, mais que beaucoup de Macédoniens éprouvaient les mêmes sentiments®. En outre Alexandre n'est pas le seul roi qui ait suscité de telles réactions; Philippe V qui accède au trône en 221 av. J. C., à l’âge de 17 ans est l’objet des mêmes réserves de la part de ses 4. Diodore XVII, 2.2. 5, Diodore XVII 4,5. 6. Plutarque, Vie d'Alexandre, 11.6. 7. Marsyas de Pella, Fr. Gr. Hisr. 135 fr. 3; Eschine, Contre Ctésiphon 160, 166; Plutarque, Vie de Démosthène 23: Libanius, I, p. 464. Sur ce personnage: H. Langerbeck, Margites, Η 5 Ph 63, 1958, p. 33-63: J. R. Hamilton, Plutarch, Alexander. A Commentary, Oxford, 1969, 8.

p. 29-30. Diodore,

XVII,

2,2.

L'äge de la majorité chez les rois de Macédoine

781

contemporains. Polybe rapporte que les Etoliens étaient pleins de mépris pour Philippe V (καταφρονήσαντες) caren 221,c'est un enfant (παῖς). Un peu plus loin, il écrit: ἐλπίσαντες γὰρ ὡς παιδίῳ νηπίῳ χρήσασθαι τῷ Φιλίππῳ διά τε τὴν ἡλικίαν...19 “ayant espéré traiter Philippe comme un bambin naïf à cause de son âge”. Les Lacédémoniens partagent eux aussi ce sentiment de mépris (εὐκαταφρόνητος) lorsque le roi envahit leur territoire en 218 av. J. C.!!. Si les Anciens éprouvent du dédain pour un roi jeune, c'est parce qu'ils considèrent que les hommes jeunes manquent d'expérience (äxeipiav)!?. En outre, la jeunesse rend influençable. Polybe rappelle que Léontios, le chef des peltastes “est persuadé qu'il va intimider le roi à cause de sa jeunesse et qu'il va vite l’amener à changer d'avis” (πεπεισμένος καταπλήξεσθαι διὰ τὴν ἡλικίαν καὶ ταχέως εἰς μετάνοιαν ἄξειν τὸν βασιλέα)3. Son âge ne lui permet pas de prendre de décision censée; Polybe écrit: "O δὲ βασιλεὺς ἐπὶ πᾶσιν, εἰ χρῆ τοῦ βασιλέως λέγειν τὰς τότε γνώμας" οὗ γὰρ εἰκὸς ἕπτακαιδεκαέτη παῖδα περὶ τηλικούτων δύνασθαι πραγμάτων διευκρινεῖν". “Le roi donna après tout le monde son avis, si l’on peut déjà parler d’un avis du roi; en effet, il est peu vraisemblable qu’un jeune homme de 17 ans pùt décider avec certitude d’affaires de cette importance”. On retrouve cette même idée un peu plus loin chez Polybe: Philippe V encore jeune ne peut avoir pris seul une décision importante, il a dû être secondé par ses Amis!5. Son âge empêche aussi le souverain d'être considéré comme un adversaire dangereux; c’est ainsi que raisonnent les Etoliens en 221, au sujet de Philippe V!9. Toutefois, lorsqu'un roi jeune accomplit de grands exploits, il suscite alors étonnement et crainte chez ses contemporains. Diodore mentionne les réactions suscitées par les premiers actes du fils de Philippe II alors que le royaume est en prise a de graves menaces: ᾿Αλέξανδρος νέος dv παντελῶς ἅπαντα τὰ κατὰ τὴν 9. Polybe 10. Polybe

IV 3,3. V 29,2.

11. Polybe

V

18,6.

12. Polybe V 29,2. On retrouve fréquemment ce sentiment: p. ex. Aratos de Sicyone méprise Cléoméne III “en raison de sa jeunesse et de son inexpérience” (Plutarque, Vie de Cléomène 3,8). D'une façon plus générale, on se reportera à P. Roussel, Etude sur le principe de l'ancienneté dans le monde hellénique du V® siècle à l'époque romaine, Paris, 1943, part., p. 11-34 qui montre que, dans baucoup de cités grecques, le droit d'exercer les diverses fonctions politiques est lié à l’âge de 30 ans et que, dans certains cas même, il faut avoir 50 voire

60 ans.

13. Polybe V 16,2. 14. Polybe IV 24,1. 15. Polybe 16. Polybe

V 12,5; IV 5,3.

voir

aussi

VIL

13,3.

782

Sylvie Le Bohec

ἀρχὴν δυσχερῆ παραδόξως καὶ συντόμως κατεστήσατο!ῖ. “Alexandre très jeune encore régla, contre toute attente et en peu de temps, les difficultés des affaires publiques”. Et un peu plus loin, il poursuit: Ἢ γὰρ ὀξύτης τοῦ veaviσκου καὶ ἡ διὰ τῶν πράξεων ἐνέργεια τοὺς ἁλλοτριοφρονοῦντας μεγάλως ἑξέπληττεν]1ὃ. “La rapidité du jeune homme et l’énergie qui apparaissait dans ses actes inspirèrent en effet une grande crainte à ceux qui lui étaient hostiles”. Il en est de même pour Philippe V qui s’est vigoureusement opposé aux Etoliens et aux Spartiates et a contrecarré leurs plans!?. Polybe précise que les Spartiates “sont frappés de stupeur” (ἐκπλαγεῖς) et “dans l’embarras du fait de ce coup imprévu” (διὰ τὸ παράδοξον ἠπόρουν). Cet étonnement s’accompagne alors d'une profonde admiration; Polybe écrit que Philippe V était l’objet d’une admiration au-dessus de son âge (te θαυμασμένος ὑπὲρ τὴν ἡλικίαν)21 car “il a mené ses entreprises avec une audace et une efficacité au-dessus de son âge” (τολμηρότερον καὶ πρακτικώτερον À κατὰ τὴν ἡλικίαν χρώμενος)3. Ce mépris dans lequel les Anciens tiennent la jeunesse n’a pas empéché les rois de confier des responsabilités à leurs jeunes héritiers. Ainsi quand Philippe II part en expédition contre Byzance en 340 av. J. C., il laisse son fils Alexandre alors àgé de 16 ans comme dépositaire du pouvoir et du sceau royal; Alexandre, pendant l’absence de son père, mène une brillante campagne contre les Maides qui s'étaient révoltés et fonde une nouvelle ville, Alexandro-

polis®. Deux ans plus tard, Alexandre prend part en personne, aux côtés de son père, à la bataille de Chéronée et on dit que ce jeune homme de 18 ans se jeta le premier sur le bataillon sacré de Thèbes’. Ces exploits suscitent l’admiration de Philippe II et des Macédoniens et le rendent dignes de la fonction royale?. Le deuxième exemple connu est celui de Démétrios II. Alors que son père Antigone Gonatas combat les Athéniens, le futur Démétrios II qui n’est encore qu’un enfant (puer admodum dit Justin) chasse Alexandre II du terri-

17. 18. 19. 20. 21. 22. 23. 24.

Diodore XVII 3,6. Diodore XVII 4,5. Pour l'Etolie, Polybe V 29,1-2; pour Sparte, Polybe V 18, 6, 11. Polybe V 18,11. Polybe IV 82,1. Polybe V 18,7. Plutarque, Vie d'Alexandre, 9,1. Plutarque, Vie d’ Alexandre 9,2.

25.

Plutarque,

Vie d'Alexandre

9,4.

L'âge de la majorité chez les rois de Macédoine

783

toire macédonien et même d’Epire lors de la bataille de Derdia®. Il est regrettable que cet épisode soit mal daté car le jeune âge de Démétrios ne peut être fixé avec certitude. Si l’on accepte la date la plus vraisemblable pour le combat, à savoir 262, comme le futur roi est né en 276, il serait âgé de 14 ans*’. Il n'est pas possible de faire ici état du fait que Démétrios Il a peut-être été associé à son père Antigone Gonatas-dès au moins l’âge de 20 ans-car un tel événement n’est pas assuré* et donc ne peut entrer en ligne de compte dans notre raisonnement. Le troisième exemple concerne Persée, le fils de Philippe V. Alors qu'il est âgé de 13 ans (puer admodum dit Tite-Live), son père lui confie un commandement de troupes avec mission d’occuper des défilés*®. Notons toutefois, dans ce dernier exemple, que Tite-Live précise que le roi se fait accompagner par quelques uns des ses Amis “susceptibles de guider son jeune âge” (qui aetatem eius regerent)}?®. On peut penser que selon toute vraisemblance, il en était souvent, voire toujours, ainsi. Il n’empêche que, dans tous les cas, le futur roi devait faire ses preuves dans des circonstances difficiles et que la responsabilité de l’opération lui incombait. Malgré son jeune âge, l’héritier avait la confiance de son père et de son entourage: il lui importait d'en être digne. Comment peut-on alors tenter d'expliquer la contradiction que nous venons de constater: un souverain jeune est méprisé, mais dès son adolescence, un futur roi peut se voir confier par son père des tâches importantes. Il est impensable d'envisager, selon les cas, une mentalité changeante chez les Anciens. Il paraît clair qu'ils doivent toujours éprouver de la méfiance pour la jeunesse qui est pour eux synonyme d'inexpérience. Toutefois, quand le futur roi est encore sous la coupe de son père, il n'est pas mauvais qu’il s’entraîne et s’aguerrisse à des tâches qui seront bientôt les siennes. Il s’agit alors 26. Justin XXV 12,11. F. W. Walbank dans N. G. L. Hammond et Ε. W. Walbank, 4 History of Macedonia III, Oxford 1988, p. 285 et n. 6 doute de la véracité de ce passage et de toute façon considère que le commandement du jeune Démétrios n’a pu être que nominal. Ses doutes nous paraissent excessifs puisqu'il y a d'autres exemples connus de jeunes princes qui se voient confier un Commandement ou d'autres responsabilités. 27. P. Cabanes, L’Epire de la mort de Pyrrhos à la conquête romaine, Paris, 1976, p. 86-87. 28. Voir en dernier lieu F. W. Walbank, A History of Macedonia III, p. 317-318 où on trouvera un état de la question et les références antérieures. 29. Tite-Live XXXI

28,5, 33,3, 34,6. M. Holleaux,

CRA/,

1931, p. 124 considérait que

Porsée était trop jeune et il pensait que Tite-Live l'avait confondu avec un général macédonien homonyme mentionné en XXVI 25, 4-5; il ne nous semble pas nécessaire de penser à une confusion. 30. Tite-Live ΧΧΧΙ 28,5.

784

Sylvie Le Bohec

seulement de quelques responsabilités. En cas d’échec, le souverain en titre est là pour tenter de rétablir au mieux la situation. Il importe maintenant d’examiner les différents termes utilisés par les auteurs anciens pour désigner les jeunes rois. L'adjectif véog est employé par Polybe*! et Diodore?* et s'applique à quelqu'un de jeune sans limite d'âge précise. Plus intéressants sont les termes de παῖς et de μειράκιον. La phrase de Plutarque déjà citée et concernant les propos de Démosthène à l'égard d'Alexandre mérite quelque attention: Alexandre est d’abord traité d'enfant (παῖς), puis de “petit jeune homme” (μειράκιον) et il souhaite montrer qu'il est un homme (ävñp}®. Toutefois, dans ce cas précis, la nuance entre παῖς et μειράκιον est difficile à saisir car Alexandre entre en Thessalie quelques mois

seulement après son expédition chez les Illyriens et il est alors âgé de 21 ans. Démosthène utilise des termes percutants pour montrer qu’à chaque exploit guerrier, le jeune garçon a vieilli, c'est-à-dire qu'il a acquis de l'expérience. On

retrouve

chez

Polybe

cette opposition

entre

παῖς

et ἀνὴρ à propos

Philippe V. Les Etoliens espéraient trouver en Philippe (νήπιον παιδίον), or ils ont en face d’eux

un “homme

un “bambin

de

naïf”

adulte” (τέλειον ἄν-

Spa). Peut-on déterminer jusqu’à quel âge, on est rat? Il n'est pas aisé de répondre à cette question car si les différentes classes d'âge sont relativement bien connues dans les cités grecques, il est beaucoup plus difficile de préciser les limites de chacune d’entre elles. Ici, dans les textes qui nous concernent, les auteurs ne sont guère plus précis. D’autre part, la différence entre παῖς et μειράκιον n'est pas rigoureuse. Polybe applique encore à Philippe V le terme de παῖς alors qu'il est âgé de 17 ans%. [] semble cependant que les écrivains cités n’appliquent plus ce vocable à un homme de 20 ans. Si Démosthéne le fait, c'est pour rabaisser Alexandre. L'étude faite par H. H. Schmitt à propos du jeune Antiochos Ill va dans le même partir de 19 ou 20 ans n'est jamais dit παῖς.

sens:

31. Polybe IV 26,4, V 34,2, 102,1: voir les autres exemples Mauersberger, Polybios-Lexikon 1 4 Berlin, 1975, 1649-1651.

32. Diodore XVII 2,2, 3,6. 33. Plutarque, Vie d'Alexandre, 34.

Polybe

le

roi qui

règne

de νέος rassemblés

à

par A

11,6.

V 29,2.

35. P. Roussel, Etude sur le principe de l'ancienneté..., p. 31: “la majorité civile est acquise avec tous les droits qu'elle confère à partir de 18 ou de 20 ans selon les cités”, Ch. Pélékidis, Histoire de l'éphébie attique, Paris, 1962, p. 57-70. 36. Polybe IV 2,5, 3,3, 76, 1, 2 4, |. 37. H. H. Schmitt, Untersuchungen Zeit, Wiesbaden, 1964, p. 7-9.

zur

Geschichte

Antiochos’

des Grossen

und seiner

L'âge de la majorité chez les rois de Macédoine

785

Peut-on maintenant tenter de déterminer l’âge de la majorité chez les rois de Macédoine? N. G. L. Hammond a rappelé trois cas intéressants qui pourraient faire penser que les rois de Macédoine accèdent à 18 ans à la majorité. Toutefois, il faut bien remarquer que, pour ces trois exemples, la chronologie est loin d'être fixée avec certitude. Ainsi Perdiccas III qui assassina Ptolémée en 365 était né au plus tard en 383, mais cette dernière date n’est pas assurée; on ne peut donc affirmer qu'il avait 18 ans en 365 et que c’est cet accès a la majorité qui le poussa à supprimer Ptolémée*?. En 309 ou 308, Polyperchon qui s’oppose à Cassandre espère placer Héraklès, fils de Barsiné sur le trône de Macédoine, mais finalement Cassandre propose un accord à Polyperchon qui accepte et il fait assassiner Barsiné et Héraklès*°. Justin dit qu’Héraklès était puer en 32341 et Diodore qu’il avait environ 17 ans en 310/309*?. Par conséquent, il est possible qu’Héraklès ait eu 18 ans en 309 ou 308, mais rien ne

nous dit que c’est en raison de son âge que Polyperchon l’a fait venir pour devenir roi. Enfin, le troisième exemple concerne Philippe V qui deviendrait majeur vers juillet 220 car c'est lui-même qui inspire alors la décision de la Ligue hellénique réunie à Corinthe*. Notons dès à présent que cette constatation ne constitue pas une preuve car les sources ne nous montrent jamais Philippe V prenant des décisions collégiates. Toutefois, son cas est particulièrement intéressant et mérite qu’on l’examine à nouveau. En effet, si l’on reprend cette question de l’âge de la majorité des souverains de Macédoine, il faut partir de deux points de repère sûrs donnés par les sources. Premièrement, lorsque Philippe V devient roi de Macédoine en 221 av. J. C. à la mort d’Antigone Dôsôn, il n’est pas majeur; en effet, ce dernier a soigneusement préparé sa succession (περὶ τοῦ μέλλοντος διέταξε “il prenait des mesures pour l’avenir”)“, et il a placé plusieurs hommes de confiance autour du jeune roi, chacun d’entre eux ayant un rôle bien précis à jouer: Apellès est chargé de la tutelle, Léontios du commandement des peltastes, Mégaléas du secrétariat 38. Ν. G. L. Hammond,

dans

N.

G. L. Hammond

et F. W.

Walbank,

Macedonia Ul, p. 371 et n. 2. 39. N. G. L. Hammond, dans N. G. L. Hammond et G. T. Griffith, donia Il, Oxford 1979, p. 185.

4 History of

A History of Mace-

40. N. G. L. Hammond, dans N. G. L. Hammond et F.W. Walbank, A History of Mace-

donia Ill, p. 165. 41. Justin XIII 2,7. 42. Diodore

XX

20,1.

43. N. G. L. Hammond, dans N. G.L. Hammond et F. W. Walbank, 4 History of Macedonia II, p. 371. 44. Polybe

IV

87,7,

voir

aussi

87,6. 50

786

Sylvie Le Bohec

aux armées, Taurion est préposé aux affaires du Péloponnèse et Alexandre est le chef des gardes du corps*. Or Polybe indique clairement que Philippe a 17 ans en 221%. Par conséquent, cet exemple permet d’affirmer qu’un roi de Macédoine est encore mineur à 17 ans. Le deuxième point de repère concerne Alexandre le Grand.

Quand ce dernier monte sur le trône en 336 à la

mort de son père, il est âgé de 20 ans et gouverne seul sans tuteur*?. Donc un roi de Macédoine, âgé de 20 ans est considéré comme majeur. Par conséquent, les sources permettent d'affirmer que l’âge de la majorité chez les souverains de Macédoine se situe entre 18 et 20 ans et que trois possibilités sont offertes, 18 ans, 19 ans ou 20 ans. Comme nous l’avons rappelé, la plupart des savants ont proposé 18 ans, mais sans apporter de preuve décisive. Or si l’on examine à nouveau les documents qui concernent Philippe V, il est possible, nous semble-t-il, de suggérer une autre hypothèse. Comme l'écrit F. W. Walbank, “pendant l’été 218, Philippe se débarrasse de son conseil de tutelle maintenant indésirable”*. Polybe qui s'inspire des Mémoires d’Aratos présente l'événement comme un complot monté par Apellès, Léontios et Mégaléas: ποιεῖται συνωμοσίαν πρὸς τοὺς περὶ Λεόντιον καὶ Μεγαλέαν". Il est certain qu'il y a eu une lutte d’influences entre les différents hommes laissés par Dôsôn dans l’entourage de Philippe et qu’ Apellès eut le souci de renforcer son pouvoir. Ce dernier ne peut supporter le déclin de son autorité: Ὃ δ᾽ ᾿Απελλῆς οὔτ᾽ ἐπικρατεῖν τοῦ Φιλίππου δυνάµενος οὔτε φέρειν τὴν ἐλάττωσιν παρορώμενοςῦ “Apellès ne pouvant ni dominer Philippe ni supporter l’humiliation de sa déconsidération...”. Aussi outrepasse-t-il ses droits à Chalcis: τὸν μὲν γὰρ βασιλέα νέον ἔτι καὶ τὸ πλεῖον ὑφ᾽ αὐτὸν ὄντα καὶ μηδενὸς

κύριον ἀπεδείκνυε, τὸν δὲ τῶν πραγμάτων

χειρισμὸν καὶ τὴν τῶν ὅλων ἐξουσίαν εἰς αὑτὸν ἐπανῆγεδὶ “il représentait le roi comme encore jcune, dépendant de lui la plupart du temps et sans autorité et il s’attribuait la direction des affaires et le pouvoir absolu”. En outre, Mégaléas et Léontios s'étaient engagés envers Apellès à contrecarrer les entre»

45. Polybe IV 87,8. Sur les différentes fonctions de ces hommes, on se reportera à S. Le

Bohec, Antigone Dôsôn, Presses universitaures de Nancy, à paraître en 1992. 46. Polybe IV 5,3,24,1. 47. Plutarque,

Vie d'Alexandre

11,6.

48. F. W. Walbank, CAH VII? 1 Cambridge 49.

Polybe V

2, 8. Sur le détail de la conspiration, voir R. M. Errington, “Philip V, Ara-

tus and the conspiracy of Apelles”, Historia XVI a grossi l'influence d’Aratos

sur le roi.

50. Polybe V 2,8. 51. Polybe

1984, p. 479.

V

26,4:

voir aussi

3,5-6.

1967, p. 19-36 qui considère que Polybe

L'âge

de la majorité

chez les rois de Macédoine

787

prises du roi®?. Or, pendant ce temps, Philippe V tient à manifester sa puissance et ne cesse d’accomplir de brillants exploits militaires en Etolie et en Laconie, à la surprise de beaucoup de ses contemporains®. Le roi qui vient de montrer que, malgré son jeune âge, il est capable d’assumer seul la lourdeur de sa tâche, en profite pour se débarrasser des hommes de Dôsôn qui sont devenus encombrants. Il ne conserve autour de lui que des Amis qui ont fait leurs preuves comme Taurion, Alexandre, Aratos et Démétrios de Pharos™. Dans un premier temps, Apellès fut mis à l’écart des affaires politiques: Ὃ δ᾽ ᾿Απελλῆς ἐπὶ μὲν τὰς συνουσίας καὶ τοιαῦτα τῶν τιμῶν rapedapβάνετο, τῶν δὲ διαβουλίων καὶ τῆς μεθ᾽ ἡμέραν συμπεριφορᾶς où μετεῖye “Apellès était admis aux réceptions et aux honneurs du même genre, mais il n’avait part ni aux conseils ni à la fréquentation quotidienne du roi”. Puis eut lieu l’exécution de Léontios suivie de celle d’Apellés; Mégaléas, quant à lui, préféra se suicider avant son procés®. Or le moment où ont eu lieu cette conspiration et sa repression mérite un certain intérêt; en effet ces événements se placent pendant l’été 218, date à laquelle le souverain est âgé de 20 ans. Assurément il peut s’agir d’une simple coïncidence. Mais il est possible aussi de proposer une explication qui prend en compte l’âge du basileus. Les hommes de Dôsôn ont peut-être voulu profiter des derniers mois de la minorité du roi pour l’affaiblir, et, de son côté, le souverain qui venait

d'atteindre sa majorité a peut-être voulu manifester sa volonté de gouverner seul et sans entraves. L'âge du roi serait alors la clef de toute cette affaire. Cette courte étude a permis de mettre en évidence plusieurs points. En premier lieu, on retrouve en Macédoine le préjugé des Anciens vis-à-vis de la jeunesse, thème constant de la mentalité grecque antique. Les rois jeunes commencent leur tâche dans des conditions particulièrement difficiles, mais s'ils se montrent capables d'exploits au-dessus de leur âge (ὑπὲρ τὴν ἡλικίαν), ils obtiennent la confiance et l’admiration de leurs contemporains: c'est ce qu'ont fait Alexandre

le Grand

et Philippe

V.

En

second

lieu, l’étude des termes

employés par les auteurs anciens pour désigner les rois jeunes permet de pznser que le mot παῖς s'applique à un jeune homme de moins de 20 ans. Enfin, il

52. Polybe V 14,10. 53.

Etolie:

Polybe

V 8,9, 14,8-12;

Laconie:

Polybe

V

18-24.

44, F. W. Walbank, A historical Commentary on Polybius I Oxford 19703, p. 551 insiste bien sur le fait que ce sont ses propres Amis et non ceux de Dôsôn. 55. Polybe V 26,15. 56. Polybe V 27,8,28,7-8.

188

Sylvie Le Bohec

est clair d’après les sources que l’âge de la majorité pour les souverains de Macédoine était fixé entre 18 et 20 ans. L'épisode appelé “la conspiration d’Apellès” par Polybe, lequel se place dans la vingtième année de Philippe V s’explique peut-être en partie par le fait que le roi qui vient d'être majeur officiellement en profite pour se débarrasser des membres gênants de son entourage que lui avait laissés son prédécesseur Antigone Dôsôn. Cette interprétation permet de suggérer l’hypothèse suivante: chez les rois de Macédoine, l’âge de la majorité serait 20 ans. Université d'Amiens

(France)

51

ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΤΩΝ ΟΨΙΜΩΝ ΑΡΧΑΤΚΩΝ ΚΑΙ ΠΡΩΙΜΩΝ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΚΑΙ «ΘΡΑΚΟΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ» ΝΟΜΙΣΜΑΤΩΝ ΣΕ «ΘΗΣΑΥΡΟΥΣ»”

Κατερίνη

Λιάμπη

Oi στοχαστὲς τῆς ἀρχαιότητας δὲν ἐμφάνισαν ποτὲ τὴν Οἰκονομία ὡς ξεχωριστὸ πεδίο ἔρευνας, παρόλο ποὺ ἀπὸ τὸ τέλος τῶν ἀρχαϊκῶν ἤδη χρόνων ἡ ἱκανοποίηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν τοῦ ἀνθρώπου ἔγινε καὶ ἐπιθυμητὸς στόχος τῶν δραστηριοτήτων του. ᾿Επειδὴ ὅμως ἡ ἐπιδίωξη πλούτου θεωροῦνταν ἀξιοκατάκριτη], ἦταν ἀδύνατο và διαμορφωθοῦν συστηματικὰ οἱ ἀρχὲς ποὺ νὰ ἀποβλέπουν στὴν ἑρμηνεία τῆς ἀπόκτησης πλούτου. Κατά τὸν ᾿Αριστοτέλη (βλ. onu. 1), τὸ νοικοκυριὸ «οἶκος» εἶχε ὡς σκοπὸ τὴν πλήρωση τῶν φυσικῶν ἀναγκῶν τοῦ ἀτόμου, στὶς ὁποῖες περιλαμβανόταν ἡ παραγωγὴ καὶ ἀποθήκευση τῶν χρήσιμων καὶ ἀπαραίτητων ἑμπορευμάτών καὶ ἡ ἀπόκτησή τους, µέσω τῆς ἀνταλλαγῆς, μὲ μοναδικὸ σκοπὸ τὴν κατανάλωση. ᾿Αντίθετα τὸ λιανικὸ ἐμπόριο, ποὺ εἶναι ἀνταλλαγὴ μὲ σκοπὸ τὴν ἀπόκτηση χρήματος, θεωροῦνταν ἀφύσικο ὅπως καὶ οἱ ἐγχρήματες ὁραστηριότητες, ποὺ συνδέονταν μὲ τὴν ἁἀπόκτηση πρόσθετου πλούτου: ἑρμηνευόταν ὡς διαστροφὴ τῆς καλῆς λειτουργίας. Età πλαίσια λοιπὸν τῆς ἠθικῆς καὶ ὄχι πραγματολογικῆς διάκρισης σὲ φυσικὸ καὶ ἀφύσικο πλοῦτο ἡ Οἰκονομία δὲν ἀποτελοῦσε παρὰ ἐφαρμοσμένη ἠθική. Ἡ θεωρητικἡ λοιπὸν πλευρὰ τοῦ θέµατος, ὅπως μονομερῶς καταγράφηκε ἀπὸ τὴν ἀρχαία γραπτὴ παράδοση, δὲν μπορεῖ và ἀποτελέσει σημεῖο προσανατολισμοῦ τῆς ἔρευνας καὶ νὰ βοηθήσει στὴν κατανόηση τῶν πο” λιτικο-οικονομικῶν προὐποθέσεων τῆς λειτουργίας ἑνὸς ἀρχαϊκοῦ νοµισµατοκοπείου. Μόνον τὰ πορίσματα τῆς µεθοδευµένης μελέτης, ποὺ ἀπορρέουν * Θερμὲς εὐχαριστίες γιά τὶς ἑνδιαφέρουσες µαζί τους συζητήσεις ἀπευθύνονται πρὸς τὸν καθηγητἡ ᾽Ακαδημαϊκὸ κ. M. Β. Σακελλαρίου, διευθυντὴ τοῦ K.E.P.A./E.LE., πρὸς τὸν καθηγητὴ

τοῦ K.E.P.A.,

x. M. B. Χατζόπουλο, προϊστάμενο

τοῦ Μακεδονικοῦ

Προγράµµατος

καὶ τὴν dp. A. Παπακωνσταντίἰνου-Διαμαντούρου.

1. Αριστ. Πολιτ. I, 1256β 28: 1251β 39: ἀνάλογες ἀντιλήψεις ἐκφράστηκαν καὶ ἀπὸ τὸν Ξενοφῶντα

VI, 4-8.

790

Κατερίνη

Λιάμπη

ἀπὸ τὴ σύγκλιση πολιτειακῶν, πολιτικῶν καὶ νομισματικῶν τεκμηρίων, κοντὰ στὰ ἀρχαιολογικὰ δεδοµένα, μποροῦν νὰ ἐπιτρέψουν τὴ διείσδυση στὴ γνώση τῶν οἰκονομικῶν φαινομένων, ποὺ ὅριζαν γιὰ μιὰ συγκεκριµένη ἐποχὴ τὸν βίο μιᾶς ἐπίσης συγκεκριμένης περιοχῆς, καθὼς καὶ τὴ σχέση της μὲ ἄλλους χώρους ἐπικοινωνίας καὶ συνεργασιῶν". Αντικείμενο τούτης τῆς μελέτης ἀποτελοῦν τὰ νομισματικἁ προϊόντα τῶν ἐπιχώριων, τῶν ἀποικιακῶν πόλεων τῆς Μακεδονίας καὶ τῶν λεγομένων «θρακομακεδονικῶν» φυλῶν (ὁ ὄρος συµβατικἀ μὲ γεωγραφικἡ ἀξία), ποὺ ἐκδόθηκαν ἀπὸ τοὺς ὄψιμους ἀρχαϊκοὺς καὶ κατὰ τοὺς πρώιμους κλασικοὺς χρόνους. Μὲ μικρότερες ἢ μεγαλύτερες ἀποκλίσεις τὰ ἀργυρὰ αὑτὰ νομίσματα δὲν ὑποτιμήθηκαν ὡς τὰ μέσα τοῦ 5ου αἱ. π.Χ. περίπου, ὁπότε ἄρχισε ἡ σταδιακὴ λήξη τῆς ἔκδοσής τους ---πλὴν μεμονωμένων περιπτώσεων-- ἀλλὰ ὄχι καὶ τῆς παρουσίας τους στοὺς «θησαυρούς», ὅπου ἀντιπροσωπεύονται σταθερὰ ὡς καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἱ. π.Χ. Πρόκειται γιὰ νομισματικὲς παραγωγὲς μὲ πολλαπλὸ ἐνδιαφέρον, γιατὶ μαρτυροῦν κατὰ τρόπο ἐντυπωσιακὸ τὴν οἰκονομικὴ ζωτικότητα τῆς Μακεδονίας, ποὺ ὀφειλόταν κυρίως στὴν ἐκμετάλλευση ἐξόρυξης καὶ ρευστοποίησης ἀργύρου ἀπὸ τὰ ὀρυχεῖα τοῦ Παγγαίου, τῶν σημ. Κιουστεντίλ, Κρατόβου ἢ ἄλλων περιοχῶν τῆς ἀνατολικῆς ὄχθης τῆς ᾿Αχρίδας καὶ τοῦ Στίπι». Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο ἐπικράτησαν νωρὶς στὸν μακεδονικὸ χῶρο συνθῆκες ποὺ χαρακτηρίζονται ἀπὸ ἔντονη νομισματικὴ δραστηριότητα καὶ ἀπὸ σταθερότητα τῆς ποιότητας τοῦ κράματος τοῦ ἀργύρου, ποὺ εἶχαν ὡς συνέπεια τὴν εὐρύτητα κυκλοφορίας τῶν νομισμάτων πρὸς τὶς ἀγορὲς τῆς ᾿Ανατολῆς. Παρόλο ποὺ αὐτὲς οἱ ἐκδόσεις ἀπασχόλησαν συχνὰ τὴν ἔρευνα", δὲν 2. Ἡ οἰκονομικὴ ἱστορία ἔγινε ἀντικείμενο μεθοδικῆς ἔρευνας καὶ ἀναλύσεων ἀπὸ τὴν εὑρωπαϊκὴ διανόηση κατ’ ἀρχὴν τὸν 180 καὶ κυρίως κατὰ τὸν 190 αἰώνα, μὲ ἑρμηνεῖες ποὺ ἀπέρρεαν ἀπὸ τὶς διέπουσες ροπὲς τῶν φιλοσοφικῶν-κοινωνικοπολιτικῶν θεωρητικῶν σχημάτων

τῆς

ἐποχῆς.

Μιὰ

διεξοδικὴ

καταγραφὴ

τῶν

πρώτων

αὐτῶν

ἔργων,

ἀλλά

καὶ

τῆς νεώτερης βιβλιογραφίας βλ. M. M. Austin - Ρ. Vidal-Naquet, Economic and Social History of Ancient Greece, London 19713, 3 x.é. 5. Todd Lowry, The Archaeology of Economic Ideas, Durham 1987, 226 κ.ὲ. 3. N. 69 «.é.

G.

L. Hammond - G. Τ.

Griffith,

A

History

of Macedonia

Il, Oxford

1979,

4. Συνθετικὲς μελέτες, στὶς ὁποῖες ἐξετάζονται μεμονωμένα ἢ συνολικἁἀ τὰ ἐν λόγω νομίσματα ---ἐκτὸς ἀπὸ τὶς σύντομες ἀναφορές τους στὰ συντάγματα

τῶν Νομισματικῶν

Μουσείων-- ὀφείλονται στούς: H. Gaebler, «Zur Münzkunde Makedoniens», Z/N XX, 1897, 289-299. J. N. Svoronos, «Numismatique de la Péonie et de la Macédoine avant les guerres médiques», JIAN 15, 1913, 193-200. Τοῦ ἴδιου, «L'Hellénisme primitif de la Macédoine prouvé par la Numismatique et l'or du Pangée», JIAN

19, 1919,

1-262. Η. Gaebler,

Maxedorixà

καὶ «θᾳακομακεδυνικά»

νομίσματα

σὲ

«θησαυροὺς»

τοι

ἀποτέλεσαν, ὡστόσο, στόχο ἀντικειμενικῆς μελέτης, βασισµένης στὶς σφραγίδες ἢ στὴ συμπεριφορά τους στὴν ἀγοράδ. Στὴ συνέχεια θὰ ἐπιχειρηθεῖ μιὰ προσέγγιση τοῦ προβλήματος, σ᾽ ὅ,τι ἀφορᾶ στὴν παρουσία αὐτῶν τῶν νομισμάτων στοὺς «θησαυρούς», δηλαδὴ στὴ γεωγραφική τους κατανομὴ καὶ στοὺς λόγους, γιὰ τοὺς ὁποίους μετακινήθηκαν ἀπὸ τὴ Μακεδονία κατ᾽ ἐξοχὴν πρὸς τὴν ἀνατολικὴ λεκάνη τῆς Μεσογείου, κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Sov al. π.Χ.5. Die Antiken Münzen Nord Griecheniands, III, 2, Berlin 1935 (κατὰ λήμματα παράθεση σὲ μορφὴ μονογραφιῶν). Ρ. R. Franke, «Geschichte, Politik und Münzprägung im frühen

Makedonien», JNG 3/4, 1952/53, 99-111. D. Raymond, «Macedonian Regal Coinage to 413 B.C.», NNM New York 1953. M. J. Price, Coins of the Macedonians, London 1974, 3 «.€. Y. Youroukova, «Coins of the Ancient Thracians», BAR Suppl. Series 4, London 1976, 4-7, 66-69. N. G. L. Hammond - G. T. Griffith, ξ.ά., 69-91, N. G. L. Hammond, «The Lettering and the Iconography of Macedonian Coinage», Ancient Greek Art and Iconography (ed. by W. G. Moon), Wisconsin 1983, 245-258. 5. Μελέτες γιὰ τὶς νομισματικὲς ἐκδόσεις μακεδονικῶν

πόλεων

ἐκπονήθηκαν

ἀπὸ

τούς: K. Regling, «Mende», ZNum 34, 1923, 7-35. H. Gaebler, «Die Münzen von Stagira», SB Berlin 1930, 19 κέ. J. Desneux, «Les Tétradrachmes d’Akanthos», RBN 95, 1949, 5-122. Τοῦ ἴδιου, «A propos de la Chronologie du monnayage d’Akanthos», RBN 98,

1952, 113-115. J. A. Alexander, The Coinage of Potidaea, Studies presented to D. M. Robinson on his seventieth birthday (ed. by G. Mylonas and Doris Raymond) II, Saint LouisMissouri - Washington τὰ νομίσματα

University

1953,

201-217,

τῶν «θρακομακεδονικῶν»

φυλῶν,

riv.

61.

Ἐπιμέρους

βλ. ‘I. N. Σβορῶνος,

δημοσιεύσεις «Εὐεργέτης.

γιά

"Ayve-

στος βασιλεὺς τῶν Δερρώνων τῆς Παιονίας», JIAN 15, 1913, 143-146. W. Schwabacher, «Zur Silberprägung der Derronen», SchMäBl 9. 1952, 1-4. P. R. Franke, “Zu einem Thrakomakedonischen Münztyp des 6. /5. Shs v. Chr.”, ScAMUuBI 33, 1959, 9-11. H. Cahn, “Scione, Akanthos, Stagira”, 9es Beiheft zur Antike Kunst. FS H.-J. Bloesch, Bern 1973, 7-13, Taf. 1-2. Cl. Sternberg, “Ein umgeschnittener Vorderseitenstempel einer Grossminze

der

Derronen”,

SchMuBi

137,

1985,

1-6.

6. Γενικά γιὰ τὴ συμπεριφορἀ αὑτῶν τῶν νομισμάτων στοὺς «θησαυρούς», βλ. C. M. Kraay, Greek

Coins and History.

Greek

London

Coins,

1976,

London

139-142.

Οἱ

1969, 43-63.

Τοῦ

δημοσιεύσεις

ἴδιου, Archaic

τῶν

and

«θησαυρῶν»

Classical

δίνονται

στὸ

Inventory of Greek Coin Hoards (ed. M. Thompson - O. Merkholm - C. M. Kraay), New York 1973 καὶ στὰ Coin Hoards. Ἐπιλεκτικά ἀναφέρονται οἱ πλήρεις δημοσιεύσεις τῶν μεγάλων «θησαυρῶν» μὲ καθοριστικἡ σημασία γιὰ τὶς χρονολογικὲς ἐκτιμήσεις καὶ τὴν κυκλοφορία

τῶν

νομισμάτων

βλ.

D.

Schlumberger,

L'argent

grec

dans

l'empire

aché-

menide, 1911, 12 x.è. H. Dressel-K. Regling, «Zwei ägyptische Funde altgriechischer Silbermünzen», Z/N 37, 1927, 138 x.é. C. F. A. Schaeffer, «Une trouvaille de monnaies grecques

archaiques

à

Ras

Kraay - P. R. 5. Moorey, 181-235.

M.

Shamra»,

«Two fifth

J. Price-N. Waggoner,

εἰς Mélanges

R. Dussaud

Century Hoards Archaic

Greek

I, 1939,

from the Near Silver

Coinage.

461

κι.

East», RN The

Asyut

C.

M.

1968, Hoard,

London 1975, passim. S. Hurter - E. Paszthory (unter Mitarbeit von H.-J. Bloesch), «Archaischer Silberfund aus dem Antilibanon», FS für Leo Mildenberg, Wetteren /Belgium 1984, 111-125, niv. 14-17. 5. Fried, «Decadrachm Hoard: An Introduction», The 9th Oxford Symposium

on Coinage and

Monetary

History.

Coinage and

Administration

in the Athe-

Μακεδονικὰ καὶ "Ogaxojuna Νο Τόπος εὕρεσης

IGCH

χρόνος

CH

ἹΚατάχωσης|

APG ria | ‘Afetiaa

Anm | Ὅρακυ-

| Maxe-

μακεόο-

| dovixa

BAR

ind

| Σταγιρα βεάπολιςβθισάλτες[

Τυκκώνη lAiviia | λέρρωνες or 1

νικά” Ras Shamra 1936

1478

525 - 520 510 - 500

+

+

+

+

Αἴγυπτος 1971/72 Αἴγισιτος 1879 Fayum 1913

CH 11,10 1634 1635

500 500 $00

+

Mit Rahineh 1860

1636

500

+

+

Demanhur 1900/01

1637

$00

+

+

Ishtib 1912 Welitkovo 1937

255 690

400 500

Τάρας 1911

1874

508 ἡ +

1479

500 - 490 500 - 490

+

+

+

τ

+

+

+

+

+

Όκυκ

1929

Sakha 1897

1639

500 - 490

Delta 1887

1618

500 ἡ

Benha el Asl 1929

1640

490 - 485

1898

1480

500 - 480

Μεσσήνη 1875

2065

489 - 479

Γέλας 1956

2066

485 ἡ 480

490 - 435 --

ἡ 485

Σελευκίς

+

+

+

+

+

+ +

+ +

+

+

+

+ + +

+

ἡ 480 CH IV.10

480

Damietia 1894

Β. Ἑλλάδα

1977

1642

480

Κώς 1891

1173

480

Ὄλινθος 1928

356

Νευρυκόπι 1939 Νευροκόπι 1946

692 693

Not. M. Ασία 1961

um

Αντιλίβανος 1976 a Ποντιολίβαδο 1972

CHVI45 VII.12 CHI)

Εγγύς Ανατολή Zagang 1901

+

| 480-479 510 - 475 500-475 |

+ +

480 ἡ 480 - 475 475 +

+

475

+

«ΗΝΗ.Ιό

475

+

1645

[470 ἡ μετά

το 470

Monte Bubbonia 1910 |

2071

| 475-470

Fayum

1646

490 - 485

+

+

+

+

+

+

+

+

+

+

ἡ 465 1957

ἡ 460 Not. M. Ασία

BAR

1987]

Asyut 1968/69

1644

479 έως 460

Δύι. Μ. Ασία 1963 Ἱερισαός 1934

1182 357

460 480 - 450

CHVII]

450

1185

450

Ἱερισσός [Ῥόδος 1880

Βόρ. Συρία 1974

+

475 - 460

+

+

+

+

+

+

+

+

+

+

CH 1.14 | Μέσα Sov αιώνα

‘logdavua 1967

1482

445

Μαύρη Θάλασσα 1970 | ΟΗ 1.15

425

Καλάνδρα 1913 Ὄλυνθος 1931

358 149

423 421

Massyaf 1961 Xaixwduxn

1962

1483

425 - 420

CH 1.18

ὑψιμο-

Κασσανδρα

1897

160

506 αι. 400

Βὐνλγαρια

1977/78

CH VII.2S

400

Balkh 1966

1820

390 . 380

Cabul 1933

1830

380

Malayer 1934

1790

175

Ναύκρατις 1905

1652

360

Tigris River 1816

1762

230

Oxus River 1887

1822

180 - 170

+

+

+

+

+ +

+ +

+

+

+

+

+

ΝΑΚΑΣΙ “ νοµιοµατοκοπεία στοὺς

"θησαυρούς "

'τοκοπεία Exuym

[Ὀρρέσκιοι]

Μένδη | Ἄκανθυς | Fepuudia | Ηδῶνες | Τύπος | Δίκαια | Ἰχναίοι

|ΤυντενοίᾳΛαιαίοι [| Ἀλέξανόρος | Αθήνα | Aouta

αἰγῶν

A

+ +

+ +

+ +

+

+ + +

+ +

+ +

+ + +

+ + +

+

+

+

+

+

+ +

+ +

+

+

+ + +

+

+

+

+

+

+

+

+ +

+

+

+

+

+ + +

+

+

+

+

+ +

+ +

+

+

+

+

+

+

+

+

+

+

+

+ +

+ +

+

+

+

+

+ +

+ +

+

+

+

+ +

+ +

+ + + +

+ +

+

+

+ +

+ + +

+ +

+ +

+ + +

+

+

+

+

+

+

+

+ +

+

+

+

+ + +

+ +

+

+

+ + +

+ + +

+ +

+ +

794

Kareoivy

Arai

Στὸν πίνακα | δίδεται μιὰ κατατοπιστικἡ εἰκόνα τῆς καταχώρησης µακεδονικῶν καὶ «θρακομακεδονικῶν» νομισμάτων σὲ πολυάριθµους ἀρχαϊκοὺς καὶ κλασικοὺς «θησαυροὺς» (πενήντα συνολικά), καθὼς καλύπτουν Eva µεγάλο χωροταξικὸ φάσμα ἀπὸ τὴ Μακεδονία, τὶς γειτνιάζουσες στὰ βόρειά της περιοχές, ὡς τὴ Δύση καὶ Μαύρη Θάλασσα καὶ νότια στὴν Αἴγυπτο, ᾿Εγγὺς καὶ ἑνδότερη ᾿Ανατολὴ (βλ. χάρτη). Ὡς χρονολογήσεις ἀπόκρυψης καταγράφηκαν ἐκεῖνες ποὺ προσδιορίζονται στὸ Inventory of Greek Coin Hoards καὶ ota Coin Hoards μὲ µεταλλαγές, ὅπου διείσδυσαν τὰ ἀποτελέσµατα τῆς σύγχρονης

ἔρευνας,

Τὰ περιεχόμενα τῶν «θησαυρῶν», ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς ἀντιπροσώπευσης σ᾽ αὐτοὺς µόνον μακεδονικῶν ἢ «θρακομακεδονικῶν» νομισμάτων, χωpis τὴ συµπαρουσία ἄλλων νομισμάτων πόλεων À βασιλέων, εἶναι σπάνια ἀμιγῆ: σὲ πέντε περιπτώσεις ἀπὸ τὴ Μακεδονία, δύο ἀπὸ τὴ Βουλγαρία, ἀνὰ µία ἀπὸ τὴ Γιουγκοσλαβία καὶ Συρία ἀντίστοιχα καὶ δύο ἀπὸ τὴν Αἴγυnto’. Ἡ διαπίστωση αὐτὴ δὲν ὁδηγεῖ σὲ συγκεκριµένα συμπεράσματα, καθὼς μάλιστα τὰ περιεχόμενα νομίσματα σ᾽ αὐτοὺς ἑντοπίζονται στοὺς χώρους τῆς καταγωγῆς τους. Τὸ ὁλιγάριθμο τῶν περιεχομένων ὑποδηλώνει ἰδιωτικά ἀποταμιευτικὰ ταμεῖα, ποὺ ἀπεκρύβησαν, λόγω ἐπικείμενων κινδύνων, βιαστικά.

Ἢ εἰκόνα, ἀντίθετα, ποὺ παρουσιάζει À συντριπτικἡ πλειο-

ψηφία τῶν «θησαυρῶν» εἶναι ἐπιβλητικὴ σ᾽ ὅ,τι ἀφορᾶ στὴν προσχώρηση σ᾽ αὐτοὺς καὶ ἄλλων νομισμάτων ἀπὸ ἐκδότριες πόλεις μὲ ἰσχυρὴ νοµισµατικἡ δραστηριότητα, ὅπως ἐκεῖνες τῆς Σικελίας, τῆς Κάτω Ἰταλίας, τῶν ᾿Αθηνῶν, τῶν μικρασιατικῶν, μὲ ὑποτονικὴ δὲ παρουσία καὶ ἄλλων ἑλληνικῶν καὶ κυπριακῶν νοµμισµατοκοπείων. Ἢ συμμετοχή τῶν μακεδονικῶν ἐκδόσεων στοὺς «θησαυροὺς» εἶναι σταθερή, τουλάχιστον γιὰ τὶς περισσότερες πόλεις καὶ κυρίως σὲ ὑπολογίσιµους ἀριθμούς. Ἔτσι συγκεντρώθηκαν πολυάριθµα νομίσματα τῆς Anτῆς, Νεαπόλεως, Τορώνης, Μένδης, ᾿Ακάνθου' ἣ μικρὴ συμμετοχὴ στὰ «ebρήματα» ὑπαγορεύει νὰ ὑποθέσουμε ὅτι τὰ νομίσματα τῆς Δίκαιας, τῆς Ποτίδαιας καὶ τῆς Σκιώνης προωθοῦνται ἐκτὸς Μακεδονίας ὁλιγάριθμα, ἔνδειEn γιὰ τὶς βραχύβιες κοπές τους καὶ τὴν ἀδυναμία συνέχισης χρηµατοδότη-

nian and Persian Empires, BAR 343, Oxford 1987, 1-10. J. Η. Kagan, «The Decadrachm Hoard: Chronology and Consequences», F.d., 21-28. 7. CH IV, 10. IGCH 357. CH VI, 6 (νομίσματα ᾿Ακάνθου). IGCH 356 (νομίσματα Lepμυλίας, Τορώνης). 358 (νομίσματα Μένδης). 693 (νομίσματα Λητῆς). 690 (νομίσματα Δερpavwv). 355 (νομίσματα Βισαλτῶν. Δερρώνων. Ὀρρεσκίων). 1480 (νομίσματα Ἡδώνων, Μένδης,

᾿᾽Ακάνθου).

Aivetug.

Βισαλτῶν).

1634

(νομίσματα

Τορώνης,

Αἴνπιας,

Βισαλτῶν).

1635

(νομίσματα

Χάρτης γεωγραφικῆς κατανομῆς τῶν «θησαυρῶν»

@Maaya

5 Ἐγγὺς D

Dans

Den V/m Ναὐκρατις “τς

ane

Mu Rabinsb οἱ Bepha el As! Fayum Φ Alyuztog

@

Asyu

ο

Προσδιορισμένες θέσεις εὕρεσης

a

᾽Απϕροσδιόριστες

θέσεις εὔρεσης

ο

.

Ιορδανία

Ανατολή

796

Κατερίνη Λιάμπη

σης τῆς ἔκδοσης νομίσματος μεγάλης ὀνομαστικῆς ἀξίας, ποὺ θὰ ἦταν ἵκαvò và ἰσχύσει κοντὰ στὰ ξένα ἀνταγωνιστικὰ νομίσματα. "AÉ10 παρατήρησης εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ μακεδονικἁ νομίσματα, σχεδὸν συνολικά, ξεχύνονται KUPLOAEKTIKG πρὸς τὶς µεγάλες ἀγορὲς τῆς Δύσης καὶ κατὰ κύριο λόγο τῆς ᾿᾽Ανατολῆς. Σὲ λιγότερο ὑψηλὴ συμμετοχὴ ἀπαντῶνται ὅσα éxπατρίστηκαν ἀπὸ τὶς «θρακομακεδονικὲς) φυλὲς καὶ ἀπέληξαν σὲ «εὑρήματα) μὲ βασικὸ ὄγκο τὶς πολύτιμες ἐκδόσεις τῶν Βισαλτῶν, Δερρώνων, "Opρεσκίων (ὀκτάδραχμα, δεκάδραχµα, δωδεκάδραχµα καὶ ἑλάχιστες µικρότερες ὑποδιαιρέσεις). Μετακίνηση τῶν νομισμάτων τῶν «θρακομακεδονικῶν φυλῶν --σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα, ποὺ παρουσιάζεται στὸν πίνακα ]--- δὲν πραγµατοποιήθηκε ποτὲ πρὸς τὴ Δύση, ὅπου ὅμως ἐμφανίστηκαν νομισματικὲς rapayoγὲς τῶν μακεδονικῶν πόλεων Λητῆς, Ποτίδαιας, τοῦ τύπου τῶν πηγάσων, τῆς Μένδης καὶ ᾿Ακάνθου. Πρὸς τὴν ᾿Ανατολὴ ὁ διασκορπισμὸς τῶν νοµισµάτων ἔγινε διὰ τῆς νησιωτικῆς ὁδοῦ μὲ ἑνδιάμεσους σταθμοὺς τὴ Ρόδο καὶ M. "Agia (βλ. χάρτη), γιὰ νὰ κυκλοφορήσουν καὶ νὰ ἀποκρυβοῦν τε-

λικὰ στὴν Ἐγγὺς ᾿Ανατολὴ καὶ Αἴγυπτο. Σὲ βορειότερους τῆς Μακεδονίας χώρους, ὅπως ἤδη ἀναφέρθηκε, τὰ «εὑρήματα» ἦταν περιορισμένα καὶ ἡ σύνθεσή τους βασισμένη στὸ ἐπιχώριο νόμισμα, μὲ ἐξαίρεση pia μοναδικὴ συμμετοχὴ τῆς Λητῆς, ἐνῶ «θρακομακεδονικἀ» νομίσματα δὲν παρουσιάστηκαν στὰ «εὑρήματα» ποὺ ἐντοπίστηκαν στὴ Μακεδονία. ‘O χρόνος ἁπόκρυψης τῶν «εὑρημάτων» προσδιορίζεται µέσα στὸν So al. π.Χ., ἂν καὶ ἰσχνότερες ἀριθμητικὰ καταχώσεις συνέβησαν ὡς τὰ µέσα περίπου τοῦ 4ου al. π.Χ. καὶ ἐντελῶς περιστασιακἁ ὡς τὸν 20 al. π.Χ. Παρόλο ποὺ ἀπὸ τὴν ἔρευνα ἐπιδιώχθηκαν χρονολογικὲς κατατάξεις τῶν τοπικῶν ἐκδόσεων μὲ βάση τὰ τεχνοτροπικὰ κριτήρια ἀλλὰ καὶ τὴ σύνθεση τῶν «θησαυρῶν» ἀπὸ τὰ µέσα τοῦ 6ου al. π.Χ. (βλ. onu. 4), δὲν θὰ ἔπιχειρηθοῦν ἐδῶ παρόμοιες προτάσεις À λύσεις. Εἶναι κάτι ποὺ παρουσιάζει ἀντικειμενικὴ δυσκολία γιὰ ἐκεῖνον ποὺ θὰ προσπαθήσει νὰ παρακολουθήσει καὶ ἰχνηλατήσει τὴν κλιμακούμενη δηµιουργία νοµισµατοκοπείων στὶς μακεδονικὲς πόλεις καὶ στὶς «θρακομακεδονικὲς» φυλές, χωρὶς προὐπάρyovta corpora καὶ χωρὶς ἀκόμη σαφῆ ἀντίληψη γιὰ τὰ ἀπροσδιόριστα. Μόνον ἐπικουρικά μπορεῖ và λειτουργήσουν ὁρισμένα στοιχεῖα, ποὺ προκύπτουν ἀπὸ τὸν πίνακα I. Κατ’ ἀρχὴν παρατηρεῖται più συγχρονισµένη, περίπου στὰ 500 π.Χ. καὶ στὴ συνέχεια σταδιακἡ εἴσοδος τῶν μακεδονικῶν πόλεων στοὺς «θησαυρούς», ποὺ ὑπαγορεύει προγενέστερη ἔκδοση τῶν νομισμάτων. ᾿Ασφαλῶς ὑψηλὴ ἀφετηριακὴ χρονολόγησή τους ἀπὸ τὰ péσα τοῦ 6ov ai. π.Χ., ὅπως τὴν Spice À ἔρευνα

παλαιότερα γιὰ τεχνοτροπι-

κοὺς λόγους, δὲν ἔχει πλέον ἐρείσματα, μὲ βάση τὰ δεδοµένα τῶν «εὑρημά-

Μακεδονικά καὶ «θρακομακεδονικὰ»

νομίσματα

σὲ «θησανροὺς»

797

των», παρὰ µόνον γιὰ ἕναν περιορισμένο ἀριθμὸ ἐκδόσεων. Ἡ ὕπαρξη ὅλοκαίνουργιων μητρῶν, ποὺ ἑντοπίστηκαν σὲ πολλοὺς «θησαυρούς», ὑποδηλώνει, ὃν ὄχι ὅτι ἀπεστάλησαν ἀπὸ τὰ νομισματοκοπεῖα τους ἄμεσα πρὶν τὴν ἀπόκρυψη, τουλάχιστον ὅτι δὲν εἶχαν κυκλοφορηθεῖ γιὰ πολὺ χρόνο στὴν ἀγοράξ. ᾿Επιλεκτικὰ ἀναφέρεται μ.ᾶ. ἡ πρώιµη χρονολόγηση ποὺ προτάθηκε ἀρχικά γιὰ τὸ σύνολο τῶν βισαλτικῶν νομισμάτων καὶ ἀντικρούστηκε κατόπιν ἀπὸ τὰ νέα δεδοµένα ποὺ προέκυψαν καὶ ἑπέβαλαν μιὰ δεύτερη, χρονικά, παραγωγὴ καὶ κυκλοφορία τους, σύγχρονη μὲ τὰ ὀκτάδραχua τοῦ ᾽Αλεξάνδρου Α΄ ἀπὸ τὸν «θησαυρὸ» Asyut (1644). Στοὺς «θησαυροὺς» ποὺ ἀπεκρύβησαν λίγο πρὶν καὶ κατὰ τὸ 500 π.Χ. παρεισφρύουν σχεδὸν στὸ σύνολό τους οἱ μακεδονικὲς πόλεις Anti, Στάγιρα, Νεάπολις, Τορώνη, Αἴνεια, Ποτίδαια, ὁ τύπος τῶν πηγάσων, Σκιώνη καὶ σὲ χρονικἡ ἀλληλουχία ἡ Μένδη καὶ ἼΑκανθος. ᾿Ακολουθοῦν μὲ μικρά χρονικὰ κενὰ πενταετιῶν ἡ Σερμυλία, μιὰ δεκαετία κατόπιν ὁ τύπος τῶν αἰγῶν καὶ τέλος ἡ Δίκαια. Γιά τὶς περισσότερες ἀπὸ τὶς πόλεις αὐτὲς ἡ συµµετοχή τους στοὺς «θησαυροὺς» ἱσορροπεῖ μὲ τὴν ἔναρξη τῶν ἐκδόσεών τους, ὅπως σχετικὰ τουλάχιστον ὁρίστηκαν ἀπὸ τὴν ἔρευνα. ᾽Απὸ τὰ δεδομένα τῶν «θησαυρῶν» ἐπικυρώνεται ἡ πρώιμη ἑνεργοποίηση τῶν νοµισµατοκοπείων στὶς περισσότερες πόλεις πρὶν τὸ 500 π.Χ. καὶ σὲ μερικὲς περιπτώσεις στὴν ἀρχὴ τοῦ πρώτου τετάρτου τοῦ Sov al. π.Χ. Γιὰ τὶς «θρακομακεδονικὲς» φυλές, ποὺ ἐξέδωσαν νόμισμα μὲ τὸ ὄνομά τους ἢ τὸ ὄνομα τοῦ βασιλιά τους, τὰ «εὑρήματα» προσφέρουν σαφεῖς πληροφορίες. Οἱ Βισάλτες δὲν χωρεῖ ἀμφιβολία ὅτι ἄρχισαν πρὶν τὸ 500 π.Χ. καὶ συνέχισαν νὰ προβαίνουν σὲ κοπὲς καινούργιων ἑκδόσεων κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ ᾿Αλεξάνδρου A, σύμφωνα μὲ τὶς μαρτυρίες τῶν «θησαυρῶν». "And νωρὶς ἐπίσης ἐνεργοποίησαν τὰ νομισματοκοπεῖα τους οἱ Δέρ-

8. Τὰ «θρακομακεδονικὰ» νομίσματα ποὺ περιῆλθαν στοὺς «θησαυροὺς» προέρχονται

στὴν πλειοψηφία τους ἀπὸ καινούργιες µῆτρες, πράγμα ποὺ δείχνει τὸν «immobilis» χα: ρακτήρα

τους στὴν ἀγορά,

σὲ ἀντίθεση

μὲ τὰ νομίσματα

τῶν μακεδονικῶν

πόλεων, ποὺ

ὅπως ἐμφανίζονται στὰ «εὑρήματα» πρέπει νὰ χρησιμοποιήθηκαν ἀρκετά, πρὶν τὴν ἀπόσυρσή τους ἀπὸ τὴν κυκλοφορία. Σχεδὸν ἀχρησιμοποίητα --ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς κυκλοφορίας τους στὴν ἀγορά---, βλ. C. Ε. A. Schaeffer, £.à., 461 x.é. 5. Hurter- E. Piszthory, &.a., 123. 9. Οἱ ἐρευνητὲς θεώρησαν ὅτι διεκόπη

ἡ νοµισµατοκοπίᾳα τῶν Βισαλτῶν ἐπειδὴ ὑπο-

τάχθηκαν στὸν Μακεδόνα βασιλιὰ ᾿Αλέξανδρο Α΄ (N. G. L. Hammond, Macedonia II, ἔ.ᾱ., 84, μὲ βιβλιογραφία), παρερμηνεύοντας τὴ μαρτυρία τοῦ Ἡροδότου, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο ὁ τελευταῖος ἀπομυζοῦσε ἀπὸ τὰ μεταλλεῖα τους ἕνα τάλαντο ἀργύρου τὴν ἡμέρα. Στὴν πραγματικότητα δὲν εἶχαν περιέλθει ἀκόμη στὴν κατοχή του (αὐτὸ συνέβη πιθανῶς μὲ τὶς πολεμικὲς ἐπιχειρήσεις τοῦ Κίμωνα στὴν περιοχή, Πλούτ. Κίμων 12, 3-4).

798

Κατερίνη Λιάμπη

ρωνες καὶ ᾿ΟὈρρέσκιοι (πρὶν τὸ 500 π.Χ.)' συγχρόνως ἢ ἀμέσως μετὰ τοὺς ἀκολούθησαν οἱ ᾿Ηδῶνες, ἐφ᾽ ὅσον νομίσματά τους καταχώθηκαν, μετὰ τὴν ἀπόσυρσή τους ἀπὸ τὴν κυκλοφορία, γιὰ πρώτη φορὰ κατὰ τὸ 480 π.Χ. Τὰ νομίσματα ποὺ ἐμπεριέχονται στοὺς «θησαυροὺς» κόπηκαν ὑπὸ τὴν κυριότητα τοῦ βασιλιά τους Méta, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα ἀναγράφεται στοὺς ὀπισθοτύπους καὶ ὁ ὁποῖος, κατὰ τὰ φαινόμενα, πρέπει νὰ ὑπῆρξε σύγχρονος τοῦ ᾿Αλεξάνδρου A". Ἢ ἀπόκρυψη «θησαυρῶν», ὅπως διακρίνεται στὸν πίνακα II, γινόταν συνεχῶς καὶ ἁδιάλειπτα, μὲ τὴ διαμεσολάβηση ὡστόσο κατά καιροὺς καὶ μεγάλων χρονικῶν χασμάτων. Τόσο γιὰ τὶς περιόδους ποὺ yapaxtnρίζονται ἀπὸ EEapon ὅσο καὶ ἀπὸ ὕφεση ἀποκρύψεων, À ἀναγωγὴ τους στὰ σύγχρονα ἱσιορικά γεγονότα εἶναι ἁδιαμφισβήτητη (βλ. πρκτ.). Σχετικἁ λοιπὸν μὲ τὸν χρόνο, ποὺ παρουσιάζεται τακτικότερη συμμετοχὴ νοµισµατοκοπείων στοὺς «θησαυρούς», θὰ μποροῦσε va προσέξει κανεὶς τρεῖς μεγαλύτερες ἑνότητες χρονικὲς (πίνακας II), στὶς ὁποῖες ἆναλογοῦν μὲ ἀρκετὴ σαφήνεια καὶ οἱ χῶροι ἀπόκρυψης: α) ἡ πρώτη φάση ποὺ ὁριοθετεῖται ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ όου αἰ. π.Χ. ὣς τὸ 475 π.Χ. καθορίζεται ἀπὸ συμμετοχὴ νομισμάτων μακεδονικῶν πόλεων στοὺς «θησαυρούς», μὲ βασικὸ ὄγκο, πλὴν τῶν ἀβεβαίων, ἑκείνων τῆς Λητῆς, Νεαπόλεως, Μένδης, ᾿Ακάνθου, ἀντιπροσωπευτικὰ τῶν ὑπολοίπων, καθὼς καὶ τῶν «θρακοµακεδονικῶν» φυλῶν. β) Στὴ δεκαπενταετία ποὺ ἀκολουθεῖ (475-460 π.Χ.) ἁραιώνουν οἱ ἀποκρύψεις, ἔνδειξη τῆς μεγάλης μεταπολεμικῆς κρίσης καὶ στοὺς ὑπάρχοντες δύο «θησαυροὺς» παραδίδονται µόνον περιστασιακἁ ὁρισμένα νομίσματα, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὶς πόλεις, ποὺ παρουσιάστηκαν δυναμικὰ προηγουµένως, ἀπόρροια τῆς λιγοστῆς κυκλοφορίας καὶ τῆς μειωμένης παραγωγῆς. y) Συστηµατικἡ ἐπανεμφάνιση τῶν νοµισµατοκοπείων στὸ σύνολό τους εἶναι ἐμφανὴς στὸν τρίτο κύκλο, ποὺ ἐκτείνεται ὡς τὰ µέσα περίπου τοῦ 4ου al. π.Χ. Ενδιαφέρον παρουσιάζει τὸ γεγονός, ὅτι στὸ ἑξῆς οἱ καταχώσεις γίνονται σὲ κλειστὰ διαστήματα ἀνάκαμψη σημειώνεται στὴ δεκαεtla 460-450 π.Χ., ὁπότε ἡ σχεδὸν συνολικἡ συμμετοχὴ τῶν νοµισµατοκοπείων σὲ ὀκτὼ «θησαυρούς», ἀλλὰ καὶ ἡ εἴσοδος νέων voytouatokoneiwv'!

10. Τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ νομίσματά του ἐμφανίζονται στοὺς «θησαυροὺς» ἀπὸ τὸ 480 καὶ

κυρίως στὴ δεκαετία 460-450, συγχρόνως μὲ τὴν εἴσοδο στοὺς «θησαυροὺς» τῶν νομισμάτων τοῦ ᾿Αλεξάνδρου A’ (βλ. M. J. Price - N. Waggoner, ξ.ἀ., 39, σημ. 43. J. Kagan, F.d., 23), ὑποδεικνύει ὅτι πρέπει νὰ βασίλευσαν σὲ παράλληλους χρόνους. 11. Ἢ εἴσοδος αὐτῶν τῶν νομισμάτων στοὺς «θησαυροὺς» ἔγινε τουλάχιστον δύο δεκαετίες peta τὴν ἔκδοσή τους βλ. M. J. Price - N. Waggoner, #.d., 29, 33, 17. 5, Fried,

ἕ-α., 9.

ὍΗΣΑΥΡΟΓ IGCH 1478 CH 1,10.1GCH 1634 1635, 1636.1637,355 690 IGCH

1874,1479,1639

IGCH 1638,1640

IGCH 1480,2065 2066,CH ΓΝ 10 1ΟΓΗ 1642,1173,356 IGCH 692,693,1177.CH VI 4,5. VII.12.1,11.VIII,16 IGCH 1645 IGCH 2071 IGCH 1646 BAR

1987

IGCH 164,118 IGCH 357.CH VI,9.1GCH 1185 CH

14

IGCH 1482

CH 1,19.IGCH 358,359,1483 CH 1,18.1GCH 360.CH VII25

IGCH 1820,1830,1790 IGCH 1452 IGCH

1762

IGCH 1822

360-250

250-1060770

180-170

800

Κατερίνη Λιώμπη

ἀποδεικνύουν τὴν εὑρεία ἁγοραστικὴ διάθεση πρὸς τὰ ἀντίστοιχα vopiσµατα, λόγω τῆς ὑψηλῆς ἀξίας τους, ὥστε νὰ τὰ ἀποσύρουν ἀπὸ τὴν ἀγορά. Κι ἐνῶ θὰ περίμενε κανείς, μετὰ τὴ φάση, ποὺ διαρκεῖ μιὰ περίπου 2δετία (450-425 π.Χ.) καὶ κατὰ τὴν ὁποία συνέβη µόνον μιὰ ἀπόκρυψη, τὴ γενικότερη ὑποχώρηση τῶν μακεδονικῶν ἢ «θρακομακεδονικῶν» νομισμάτων ἀπὸ τοὺς «θησαυρούς», ἀντίθετα κάτι τέτοιο διαψεύδεται ἀπὸ τὸ ἑπόμενο χρονικὸ διάστηµα (425-360 π.Χ.), στὴ διάρκεια τοῦ ὁποίου παρατηρεῖται νέα εἴσοδος αὐτοῦ τοῦ χρήματος στὰ «εὑρήματα», μὲ πυκνὲς μάλιστα συμμετοχὲς τῶν «θρακομακεδονικῶν», ἀλλὰ κυρίως τῶν μακεδονικῶν νομισμάτων. Στοὺς 30 καὶ 20 al. π.Χ. ἡ περιπτωσιακὴ ἐμφάνιση τῶν ἐν λόγω νομισμάτων σὲ «εὑρήματα» εἶναι ἀμελητέα. Στὴν πρώτη φάση οἱ περισσότερες ἀποκρύψεις «θησαυρῶν» ---συγκριτικὰ μὲ τὶς ἑπόμενες--- ἑστιάζονται στὴν Αἴγυπτο, στὴ δεύτερη φάση σκορπίζονται ἱσάριθμα σχεδὸν στὸν ἑλληνικὸ χῶρο, στὴ Δύση καὶ στὴν ᾿Ανατολή, ἐνῶ στὴν τρίτη φάση, μὲ τὴν ἐξαίρεση δύο μεγάλων «εὑρημάτων» ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, μετακινοῦνται πρὸς τὴν ᾿Εγγὺς ᾿Ανατολὴ καὶ τὴν ἁσιατικὴ ἐνδοχώρα. “Ὅπως καταδεικνύεται ἀπὸ τὴ σύντομη αὐτὴ ἐπισκόπηση, αἱσθητὴ

µείωση

καταχώσεων

συνέβη

κατὰ τὴν περίοδο

ποὺ ἱστορικὰ

ἕπεται

τῶν περσικῶν πολέμων. Προηγήθηκε σαφὴς ἀδυναμία μετατοπισμοῦ τοῦ χρήματος πρὸς tà κέντρα τῆς ᾿Ανατολῆς, ἀποτέλεσμα τῶν ἀλλεπάλληλων καὶ ὀδυνηρῶν συρράξεων, ποὺ ἀνέστειλαν τὶς ἐμπορικὲς συναλλαγὲς ἢ τὶς ἀγοραπωλησίες ἀγαθῶν. ᾿Αντίθετα, ὡς τὸ 475 π.Χ. περίπου, ἁδιάψευστη μαρτυρία τῆς ἄφθονης διοχέτευσης χρήματος στὰ κέντρα, ποὺ ἀναφέρθηκαν, ἀλλὰ καὶ στὴ Δύση ἀποτελεῖ ἡ παρουσία τους στοὺς «θησαυρούς». Τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ περισσότεροι ἀπ᾿ αὐτοὺς προέρχονται ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, ἀποδεικνύει καὶ τὸ ἐπικεντρωμένο ἐνδιαφέρον τῶν ἐκδοτριῶν ἀρχῶν πρὸς αὐτὴ τὴν περιοχὴ (βλ. πρκτ.). Ἡ σύντομη, χρονικά, ἀποχὴ τῶν νομισμάτων ἀπὸ τὰ «εὑρήματα» κατὰ τὴ δεύτερη ἑνότητα ὑπαναχωρεῖ μὲ τὴν ἀνά-

καµψη, ποὺ ἐπισημαίνεται στὴν τρίτη περίοδο μετὰ τὸ 460 π.Χ., ὁπότε καὶ πάλι τὸ χρῆμα τῶν μακεδονικῶν πόλεων καὶ τῶν «θρακομακεδονικῶν» quλῶν, μετὰ τὴν ὁμαλοποίηση τοῦ πολιτικοῦ βίου, διείσδυσε στὴν ἀγορὰ

τῆς ᾽Ανατολῆς, ὅμως δὲν κατευθύνθηκε πιὰ πρὸς τὴ Δύση. Ἢ Αἴγυπτος παύει νὰ ἀποτελεῖ τὸ ἐπίκεντρο τῶν καταχωµένων «θησαυρῶν», καθὼς οἱ περισσότεροι ἀποκαλύφθηκαν σὲ ποικίλους χώρους καὶ εἰδικὰ κατὰ τὴν περίοδο 390-360 π.Χ. ἑντοπίζονται κυρίως στὴν ἑνδοχώρα τῆς ᾿Ασίας (Mnδία, Βακτριανή, Παραπαμισός). Αὐτὸς ὁ γεωγραφικὸς καὶ χρονολογικὸς κύκλος ἐναρμονίζεται --πολὺ περισσότερο ἀπ᾽ ὅ,τι μὲ τὴν ἐμπορικὴ δράon— μὲ τὰ πολεμικὰ γεγονότα ποὺ διαδραματίζονται ἐκεῖ: Ἕλληνες, ποὺ ὑπηρετοῦσαν στὸν στρατὸ τῶν Περσῶν, ὡς μισθοφόροι. συμμετεῖχαν ἤδη

“Μακεδονικὰ

καὶ «θρακομακεδονικἀ»

νομίσματα

σὲ «θησαυροὺς»

801

ἀπὸ τὸ 401/400 π.Χ. στὸ ἑκστρατευτικὸ σῶμα τοῦ Κύρου καὶ στὶς πολεμικὲς ἐπιχειρήσεις ποὺ ἀνέλαβε ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του ᾿Αρταξέρξη. Ἦταν κι αὐτὸς ἕνας τρόπος μετακίνησης τοῦ μακεδονικοῦ καὶ «θρακομακεδονικοῦ» χρήματος, µέσω τῶν μισθοφόρων, πρὸς τὴν ἁπόμακρη περιοχὴ τῆς ἑνδότερης ᾿Ασίας. Στὸν πίνακα [IT διακρίνεται ἡ ἀριθμητικὴ συμμετοχὴ τῶν πόλεων στὰ «εὑρήματα», ἀλλὰ προπαντὸς ὁ ἀριθμητικὸς καταμερισμὸς τῶν νομισμάτων τους σ᾽ αὑτούς, τόσο

µέσα στὶς περιοχὲς τῆς παραγωγῆς

τους, ὅσο

καὶ σὲ

περιφέρειες γενικῶς τοῦ ἑξωτερικοῦ. Νομίσματα τῶν «θρακομακεδονικῶν» νοµισµατοκοπείων ---συμπεριλαμβανομένων καὶ τῶν ἀβεβαίων-- ἐμφανίζονται σποραδικἁ στοὺς «θησαυροὺς» καὶ μάλιστα μὲ ἰσχνοὺς ἀριθμοὺς νομισμάτων.

Ἰσχυρότερη

συμμετοχὴ

παρατηρεῖται

μὲ τὰ βισαλτικὰ

vopi-

σµατα, ἂν καὶ ὁ συνολικὸς ἀριθμός τους (76) σ᾽ αὐτὰ δὲν ἦταν οὔτε διάσπαρτος οὔτε πλούσιος, ἀφοῦ 68 κομμάτια συγκεντρώνονται ἀπὸ µία μοναδικὴ περίπτωση (BAR 1987). “Eto. τὰ δύο νομίσματα, ποὺ ἐντοπίστηκαν στὴν περιφέρειά τους, ἣ σὲ γειτονικἡ περιοχὴ καὶ ἕξι στὸ ἑξωτερικό, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ προαναφερθέντα, ἀποτελοῦσαν πολὺ πενιχρὴ ἐκπροσώπηση. Παρόμοιο φαινόμενο σημειώθηκε καὶ μὲ τὰ νομίσματα τῶν ᾿Ὀρρεσκίων (45), ποὺ προσχώρησαν ἄνισα κατανεμημένα σὲ ταμεῖα ἰδιωτῶν γιὰ va καταχωθοῦν στὴ συνέχεια, ἐφ᾽ ὅσον κι ἐδῶ 32 στατῆρες βρέθηκαν σ᾽ ἕνα povadixò εὕρημα (Asyut 1644). ᾽Αντίθετα, ἱσάριθμα κατανέμονται στοὺς «θησαυροὺς» τὰ voµίσµατα τῶν ἀβεβαίων νοµισµατοκοπείων, τῶν Δερρώνων, ᾿Ηδώνων, "Ixvaiων, Τυντενῶν καὶ Λαιαίων, ἂν καὶ οἱ τρεῖς τελευταῖοι ἐκπροσωποῦνται μὲ ἐλάχιστα κέρματα. Ὃ κύριος ὄγκος τῶν νομισμάτων ποὺ συγκεντρώθηκαν στοὺς «θησαυροὺς» προέρχεται ἀπὸ τὶς ἐκτὸς περιφέρειας τῶν νομισματοκοπείων περιοχές: στὰ ἐπιχώρια «εὑρήματα» δὲν συμμετεῖχαν νομίσματα τῶν

᾿Ηδώνων,

᾿Ιχναίων,

Τυντενῶν

καὶ

Λαιαίων.



συμπεριφορὰ τῶν νομισματικῶν προϊόντων τῶν μακεδονικῶν πόλεων στοὺς «θησαυροὺς» παρουσιάζει μεγάλο ἐνδιαφέρον, διότι ὄχι μόνον περιλαμβάνονται σ᾽ αὐτοὺς μὲ σταθεροὺς ἀριθμούς, ἀλλὰ ἀποδεικνύεται ὅτι στὶς ἀρχὲς τοῦ δου αἱ. π.Χ. στὴ Μακεδονία λειτουργοῦσαν πολλὰ νομισματοκοπεῖα: σχεδὸν κάθε μακεδονικὴ πόλη εἶχε ἐπιδοθεῖ στὴν κοπὴ νομίσματος. Τὰ νομίσματα περιῆλθαν στοὺς «θησαυρούς», μὲ μικροὺς μόλις ἀριθμούς, στοὺς ἴδιους τοὺς τόπους προέλευσής τους (ἐξαιροῦνται νομίσματα τῶν Σταγίρων καὶ τῶν τύπων πηγάσου καὶ αἰγῶν). Τὰ δυὸ πολυάριθμα σὲ περιεχόµενο «εὑρήματα» ἀπὸ τὴν Καλάνδρα (358), Ἱερισσὸ (357) μὲ 400 καὶ 150 νομίσματα Μένδης καὶ ᾿Ακάνθου ἀντίστοιχα δὲν εἶναι χαρακτηριστικά, καθὼς πρόκειται γιὰ ἀμιγεῖς «θησαυροὺς» καὶ δὲν γνωρίζουμε ἂν αὑτὸ τὸ χρῆμα προοριζόταν γιὰ ἐσωτερικὴ κατανάλωση ἢ ἀνῆκε σὲ κάποιον 51

802

Κατορίνη Asdunn IMINAKAZ

᾿Αριθμητικὴ

Νομισματοκοπεῖα

Ἄκανθος Μένδη Λητὴ

συμμετοχὴ

Σύνολο «θησαυρῶν»

If!

τῶν νομισμάτων

Νομίσματα στὴν περιφέρεια κοπῆς

στοὺς

«θησαυροὺς»

νομίσματα στὸ ἐξωτερικὸ

2Ζύνολο νομισμάτων

305 468 70

29 13 12

181 439 Ι;

124 29 69;

12 9 9 7 7 6 6 6 5 5

— 16 12 2 4 2 1 2 1 --

41 13 17 74 4ἱ 32 16 15 3 6

4ἱ 29 29 76 45 34 27 17 4 6

Στάγιρα

4

--

9

9

Σκιώνη Ἡδῶνες Σερμυλία

4 4 3

2 — 2

3 8 3

5 8 5

Τύπος

3



5

5

3 2 2 1

2 --—

2 5 2 1

4 5 2 1

᾽Αβέβαια

«@paxo-

μακεδονικἀ» Νεάπολις Τορώνη Βισάλτες Ὀρρέσκιοι ᾿Αβέβαια μακεδονικἀ Δέρρωνες Ποτίδαια Αἴνεια Τύπος πηγάσων

αἰγῶν

Δίκαια Ἰχναῖοι Ττυντενοὶ Λαιαῖοι

Μακεδονικὰ καὶ «θρακομακεδονικὰ» νομίσματα σὲ «θησαυροὺς»

803

ἔμπορο, ποὺ θὰ τὸ χρησιμοποιοῦσε ἐκτὸς πόλης: τὸ ἐνδιαφέρον ἀπὸ πλευρᾶς ἑκδότριας ἀρχῆς ἦταν στραμμένο ἀναμφισβήτητα ἐκεῖ ποὺ ὑπῆρχε καὶ ἡ Chino τους, στὶς ἀγορὲς τῆς ᾿Ανατολῆς. “And τὸν πίνακα II ἐπιτρέπεται μὲ ἀκρίβεια và διαπιστωθοῦν τὰ ἀριθμητικά μεγέθη τῶν νομισμάτων κάθε πόλης στοὺς «θησαυροὺς» καὶ κατὰ συνέπεια ἡ διαφοροποίηση τῶν πόλεων μεταξύ τους ὡς πρὸς τὴν οἰκονομικὴ εὑρωστία, ποὺ παρεῖχε τὴ δυνατότητα γιὰ πλούσιες À ὄχι ἐκδόσεις μὲ ἕντονους À πιὸ χαλαροὺς ρυθμοὺς

παραγωγῆς. Λίγο πρὶν τὰ µέσα τοῦ δου al. π.Χ. οἱ «θησαυροὶ» δέχθηκαν στὸ περιεχόµενό τους καὶ νομίσματα τοῦ Μακεδόνα βασιλιὰ ᾿Αλεξάνδρου Α΄, τὰ ὁποῖα ἐμφανίζονται καὶ στὴ συνέχεια, χωρὶς ὅμως τακτικότητα καὶ κυρίως ὄχι σὲ βάρος τῶν ἐκδόσεων πόλεων ἢ φυλῶν. Αὐτὸ ἀποδεικνύει εἴτε ὅτι τὰ τελευταῖα προὐπῆρχαν ἤδη στὴν ἀγορὰ ἐπὶ πολὺ καὶ ἀποσύρθηκαν γιὰ và ἀποκρυβοῦν --πρᾶγμα ὅμως ποὺ δὲν συνηγορεῖ στὶς πυκνὲς συμμετοχές τους στοὺς «θησαυρούς»---, ἢ ὅτι οἱ ἑκδότριες ἀρχὲς στὴ Μακεδονία ἦταν σὲ θέση và κινητοποιοῦνται σὲ ἑμπορικὴ κατεύθυνση χωρὶς πίεση καὶ ἔλεγχο. ᾿Ασφαλῶς ἡ κατίσχυση τῆς κεντρικῆς ἐξουσίας προκάλεσε τὴ βαθμιαία ὑπαγωγὴ τῶν μακεδονικῶν πόλεων στοὺς κόλπους της Kai ἀκόμη καὶ στὴν περίπτωση ποὺ δὲν τοὺς ἐπιβλήθηκε Epon τοῦ νομισματικοῦ δικαιώµατος ἡ ἱκανότητα χρηµατοδότησης μιᾶς νομισματικῆς παραγωγῆς περιορίστηκε. Αὐτὸ φαίνεται μὲ τὸν καλλίτερο τρόπο στοὺς «θησαυρούς», ὅπου ἀφ᾽ ἑνὸς κυκλοφοροῦσε παλαιότερο νόμισμά τους, ἀφ᾽ ἑτέρου σταµάτησαν πιὰ οἱ περισσότερες ἀπ᾿ αὐτὲς và ἀντιπροσωπεύονται. Οἱ Μακεδόνες ἔκοψαν αὑτὰ τὰ πολύτιμα ἀργυρὰ νομίσματα σὲ κερµα-

τικὴ µορφή, ἐνεπίγραφα À ἀνεπίγραφα]Σ, μὲ πρωτότυπες παραστάσεις ἀπὸ τὸ μυθολογικὸ καὶ θρησκευτικό τους ρεπερτόριο À τὸν ἀγροτικό τους βίο3, 12. ‘O N. G. L. Hammond, Macedonia II, E.à.,87 κ.δ., θεωρεῖ ὅτι τὰ νομίσματα σὲ τρεῖς διαδοχικὲς φάσεις ὡς ἐνεπίγραφα-ἀνεπίγραφα καὶ πάλι ὀνεπίγραφα ἀνάγονται σὲ τρεῖς περιόδους (540-514, 513-498, 498-480), ποὺ ἀνταποκρίνονται στὶς ἱστορικὲς συγκυρίες, σχετικὰ μὲ τοὺς µεσάζοντες, μὲ τοὺς ὁποίους ἔφθαναν στὴν ἀγορά, μιὰ ἄποψη ἀρκετὰ ἐκισφαλἠς, ἂν σκεφθεῖ κανεὶς ὅτι τὰ χρονικὰ πλαίσια ποὺ θέτει δὲν εἶναι ἐξασφαλισμένα ὡς χρόνοι παραγωγῆς τῶν νομισμάτων. 13. Ἧ D. Raymond, #.d., 58, ἑρμηνεύει τὴ θεματικὴ ὁμοιογένεια τῶν «θρακοµακεδονικῶν» νομισμάτων καὶ τῶν τυκολογικὰ ὁμοίων τους μακεδονικῶν ὡς τὸ ἀποτέλεσμα μιᾶς νομισματικῆς συνθήκης, ποὺ ἐπικράτησε μεταξύ τους καὶ ἡ ὁποία µετά τὴν περσικὴ πίεση στὴν περιοχὴ ἀπέκτησε στρατιώωτικὸ χαρακτήρα. Μὲ σωστὰ ἐπιχειρήματα τὴν ἀντικρούει ὁ Ρ. R. Franke (ΝΟ) Z.d., 105-106, ἁκοδέχεται ὅμως τὴ μεταξὺ τῶν φυλῶν ὕπαρξη ἑνὸς νομισματικοῦ συνασκισμοῦ. Κι αὐτὴ ἡ ἄποψη εἶναι εὐάλωτη' BA. N. G. L. Hammond, Macedonia II, ζ.ἀ., 81 κ.ὲ. (σύμφωνα μὲ τὸν Tovot. 7, 2, 6 καὶ Θουκ. 2, 99): N. G. L. Ham-

mond, εἰς ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ.

4000 χρόνια "Ἑλληνικῆς

"Ιστορίας καὶ Πολιτισμοῦ

(ἐπ. M. B.

804

Kateoim

“Διάμπη

ἁἀποδεικνύοντας ἀπόλυτη πνευματικὴ συμμετοχὴ πρὸς τὰ ρεύματα τῆς Μεγάλης Τέχνης, ἀλλὰ καὶ τῆς Μικροτεχνίας, ποὺ ἐπικρατοῦσαν στὴ νοτιότερη Ἑλλάδα. Ἡ συμφωνία αὐτὴ ἐκπορεύεται καὶ ἀπὸ τὶς παραστάσεις καὶ ἀπὸ τὴν τεχνοτροπικὴἡὴ ἁἀπόδοση στὰ νομίσματα τῶν «θρακομακεδονικῶν» φυλῶν, ἐπιβεβαιώνοντας ἔτσι ὅτι τὰ θέματά τους ἀντλοῦνται ἀπὸ τὴν ἴδια γόνιμη πηγή, τὴν ἑλληνικὴ μυθολογία. Ὅταν οἱ Μακεδόνες καὶ οἱ «θρακομακεδονικὲς» φυλὲς ἔθεσαν σὲ λειτουργία τὰ νομισματοκοπεῖα τους, ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ Gov καὶ ἀρχὲς τοῦ Sov ai. π.Χ., προὐπόθεση τῆς νομισματικῆς τους πολιτικῆς ἦταν ἡ ὕπαρξη ἆγοpac, ἡ ὁποία ἀποτελοῦσε τὸν πυρήνα τῆς νεοσύστατης πόλης]. Τὸ χρῆμα ὅμως τὸ ὁποῖο κυκλοφόρησαν οἱ πόλεις αὐτὲς ἢ οἱ φυλὲς δὲν ἀνακυκλώθηκε παρὰ περιπτωσιακἀ στὴν ἐσωτερικὴ ἀγορὰ γιὰ ἐκμετάλλευση. Οἱ «θρακομακεδονικὲς» φυλὲς ἐμφανίζονται σχεδὸν ἀποκλειστικά μὲ μεγάλης ὀνομαστικῆς ἀξίας νόμισμα καὶ μὲ ἀσήμαντες, ἀριθμητικά, μικρότερες ὑποδιαιρέσεις]ὃ, ἔτσι ἡ ἀξία τοῦ νομίσματος γίνεται κατανοητἡ ὡς ἐκείνης τοῦ ἐξαγώγιµου προϊόντος. Τὸ ἑδάφιο τοῦ ᾿Αριστοτέλη (Πολ. 1, 1257, 7-10), σχετικὰ μὲ τὴ γενεσιουργὸ αἰτία τοῦ χρήματος καὶ τὴν κλιμακούμενη χρήση του --πρωταρχικἁ γιὰ ἐξαγωγὴ καὶ πολὺ ἀργότερα ὡς μέσου διευκόλυνσης τῶν ἀνθρώπινων συναλλαγῶν- - συνηγορεῖ ἀπολύτως πρὸς τὴν εἰκόνα, ποὺ μᾶς προσφέρει ἡ ἴδια ἡ ποιότητα αὐτοῦ τοῦ χρήματος καὶ ἡ κατ᾽ ἀποκλειστικότητα παρουσία του, πλὴν ὁρισμένων περιπτώσεων στοὺς «θησαυροὺς» τῆς ᾿Ανατολῆς καὶ ἰδιαίτερα τῆς Αἰγύπτου. Οἱ μακεδονικὲς πόλεις, ὄντας οἱ ἴδιες σὲ νευραλγικἀ σημεῖα χτισμένες καὶ μὲ παραδοσιακὲς ἐμπορικές, πολιτικὲς καὶ πολιτιστικὲς δοσοληψίες μὲ τὴ νοτιότερη "Ελλάδα, ἀνταποκρίθηκαν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῶν νομισματικῶν τους ἐπιδόσεων σὲ νόμισμα προσαρuoouévo καὶ στὶς μικρότερες ὑποδιαιρέσεις. Αὐτὴ ἡ εὐέλικτη κίνηση ἑρ-

Σακελλαρίου), ᾿Αθήνα 1982, 69, ἐφ᾽ ὅσον γνωρίζουμε ἤδη τὸ παράλληλο τῶν θεσσαλικῶν πόλεων (κατὰ τὸν πρώιμο So al. π.Χ.), οἱ ὁποῖες εἶχαν δημιουργήσει ὁμοσπονδία νοµισµαtik? (BA. P. R. Franke, «Τὸ «Κοινὸν» τῶν Θεσσαλῶν», Nos Χρον 2, 1973, 5-13), ἀλλὰ εἶχαν ἁσπασθεῖ ὅλες τὸν κοινὸ τύπο γιὰ τοὺς ἐμπροσθοτύπους καὶ ὀπισθοτύπους τους μὲ τὴν

παρεμβολὴ

τῶν ἀρχικῶν τῶν πολιτῶν τους.

14, Ἑξαντλητικὴ ἔρευνα τοῦ θέματος μὲ τὴν παράθεση τῆς νεώτερης βιβλιογραφίας, βλ. M. B. Sakellariou, The Polis State. Definition and Origin, MEALTHMATA 4, Athens 1989 (passim). 15. "Extdc

δράχµων,

ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις

τὰ νομισματοκοπεῖα

κυρίως

ὀκταδρήχμων,

ἐπίσης

δεκαδράχµων

καὶ δωδεκα-

τῶν «θρακομακεδονικῶν» φυλῶν ἐξέδωσαν μικροὺς

ἀριθ-

μοὺς ὑποδιαιρέσεων. Γιὰ τοὺς σταθμητικοὺς κανόνες βλ. W. Gicsecke, «MakedonischThrakische Währungsfragen», HBN 3, 1949, 5-15. D. Raymond, ἔα. , "18 κει N. G. L.

Hammond - G. T. Griffith,

ἔ.α., 74 κ.ξ.

wo

Muaxedomza

καὶ

«θρακομακεδονικὰ» 9

νομίσματα

σὲ

«θησαυροὺς» n ρους

805

μηνεύει καὶ τὸ γεγονὸς τῆς κυκλοφορίας τῶν νομισμάτων τους µέσα στὴν ἴδια τους τὴ χώρα καὶ παράλληλα τὴν ἐξαγωγικὴ δύναμη τῶν ἰσχυρότερων ἐκδόσεών τους, στατήρων καὶ κυρίως τετραδράχµων. ‘O χαρακτήρας τῶν «θησαυρῶν», ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὶς ἀναλύσεις τους, εἶναι ἀποθησαυριστικός, γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ πολυάριθµες καὶ ποικίλων προελεύσεων συμμετοχὲς σ᾽ αὐτούς. Οἱ ἰδιοκτῆτες -- ἐκτὸς ἀπὸ ἁπλοὺς ἰδιῶτες ἢ μισθοφόρους, ποὺ περιστασιακἁ εἶχαν στὴν κατοχή τους ὁλιγάριθµα κέρµατα-- trav συνήθως πλούσιοι ἔμποροι, ποὺ ἀπέσυραν ἀπὸ τὴν κυκλοφορία νομίσματα ἢ ράβδους καὶ κάποτε κοσμήματα, ἴσως καὶ γιὰ περαιτέρω ἐκμετάλλευση!δ, Οἱ συχνὲς ἀποκρύψεις εἶναι τεκμήριο τῶν ταραγμένων περιόδων, καθὼς σηματοδοτοῦνται ἀπὸ συνεχεῖς συρράξεις. Ἡ πληθώρα τῶν «θρακομακεδονικῶν» καὶ κυρίως μακεδονικῶν vopiσµάτων σὲ «θησαυροὺς» στὴν ἀνατολικὴ λεκάνη τῆς Μεσογείου, ὡς ρυθμιστικῆς κινητήριας δύναμης γιὰ τὴν ἄσκηση τοῦ ἐμπορίου, χωρὶς va ἀντιτίθεται, πάντως ἀποδυναμώνει τὴν Grown ὅτι χρησιμοποιήθηκε ὡς péσον καταβολῆς δασμῶν στὴν περσικὴ ἐξουσία!δ. ᾿Αποδείχθηκε ἀπὸ τὴν ἔρευνα, ὅτι ὁ χαρακτήρας τῆς περσικῆς διοίκησης εἶχε κατὰ πολὺ ἁπλου-

16. C. M. Kraay, Greek Coins..., è.d., 44, ὑποστηρίζει ὅτι οἱ συλλέκτες δὲν συγκέντρωναν τὰ νομίσματα παρὰ ὡς pales μετάλλου, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ σωρεία πολλῶν κομματιῶν ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν ἴδια μήτρα. 17. Οἱ θεωρίες ποὺ ἀφοροῦν στὴν ἀρχικὴ χρήση τοῦ νομίσματος καὶ στὴν ἀναγκαιότητα ποὺ τὸ ἐπέβαλε, ἀρκετὰ διαφοροποιηµένες μεταξύ τους, συνοψίζονται σὲ δύο σημεῖα: a) Ἡ πρωταρχικἡ ἐμφάνιση τοῦ νομίσματος συνδέεται μὲ τὴ βούληση τῆς πολιτείας νὰ ἀσκεῖ ἔλεγχο στὴν ἀγορὰ ἢ γιὰ πληρωμὲς τελῶν, ἐκπόνηση δημοσίων ἔργων, καταβολὴ στρατιωτικῶν μισθώσεων, ἐμφανιζόμενη ἡ ἴδια ὡς ἐγγυήτρια. β) Τὸ νόμισμα ἐπιβλήθηκε ὡς ὄργανο ἀπαραίτητο γιὰ τὴ διακίνηση τοῦ ἐμπορίου. Εἶναι σίγουρο ὅτι κατὰ τὸ τέλος τοῦ 6ov al. π.Χ. οἱ εὑρεῖες ἐμπορικὲς συναλλαγὲς στὴν ᾿Ανατολικὴ ἐφικτές, χωρὶς τὴν ὕπαρξη

νομίσματος᾽

and the Origin of Coinage», JHS

Μεσόγειο δὲν θὰ ἦταν

βλ. σχετικὰ C. M. Kraay, «Hoards, Small Change

1964, 76 κι. M. Thompson, «Hoards and Overstrikes.

The Numismatic Evidence», Expedition 21,4, 1979, 40 κι.

A. M. Snodgrass, Archaic

Greece,

London-Melbourne-Toronto 1980, 134. Μιὰ γενικὴ θεωρητικὴ ἐπισκόπηση τοῦ θέματος βλ. στούς: Ch. Starr, The Economic and Social Growth of Early Greece 800-500 B.C., New York 1977?. B. Holle, Historical Contributions on the Origins and the Spread of Greek Coinage in the Archaic Age, 1978, 74 κ.ὲ. E. Will, La Grèce archaïque, cig Second International Conference of Economic History I: Trade and Politics in the Ancient World (ed. M. Finley), New York 1979, 41-96. J. Boardman, Kolonien und Handel der Griechen, München 1981, 151 x.é. 18. Ὑποστηρίχθηκε ἡ ἄποψη ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ χρῆμα ποὺ ἐξοφλοῦσε τοὺς ἔπιβεβλημένους

δασμοὺς

C. M. Kraay, εἰς

πρὸς τοὺς

Πέρσες'

The Cambridge

βλ. C.

Ancient

M.

Kraay,

History IV

Archaic..., ἔ-ά., 139. J. D. Ray and

(ed. J. Boardman,

mond, D. M. Lewis, M. Ostwald), Cambridge 19882, 252, 442.

N. Ο. L. Ham-

806

Κατερίνη Λιάμπη

στεύσει, γιὰ τὴν καλλίτερη λειτουργία του, τὶς διαδικασίες σχέσεων πρὸς τοὺς φόρου ὑποτελεῖς καὶ μὲ τὴν ἐλεύθερη διακίνηση τῶν ἀγαθῶν στοὺς κόλπους τῆς τεράστιας ἑκτασής της, ἀλλὰ καὶ διοικητικά1. Οἱ δασμοὶ άπευθύνονταν καὶ στὴν κεντρικἡ ἐξουσία, ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς ἑκάστοτε τοποτηρητὲς /σατράπες γιὰ τὴ χρηματοδότηση τοῦ ἀνεφοδιασμοῦ, ἐπισιτισμοῦ τῶν μισθοφόρων καὶ τὴν κάλυψη ὅλων τῶν ἄμεσων ἀναγκῶν τους. Στὴν περίπτωση ποὺ ἡ κεντρικὴ καὶ µόνο ἐξουσία ἀπορροφοῦσε τὸ πολύτιμο μέταλλο ὡς ράβδους, σφαιρίδια μετάλλου À νόμισμα, τότε δὲν ἐξηγεῖται ἡ ἀπόληξη τῶν μακεδονικῶν καὶ «θρακομακεδονικῶν» νομισμάτων συγκεντρωµένη στὴν περιφέρεια καὶ ὄχι στὸ κέντρο (Σοῦσα, Περσέπολη) καὶ µάλιστα --τουλάχιστον κατὰ τὴν πρώτη φάση-- μὲ ἀποκλειστικότητα πρὸς τὴν Αἴγυπτο. Άλλωστε, παρενθετικἀ ἐδῶ ἃς σημειωθεῖ, ὅτι τὸ μακεδονικὸ νόμισμα ταξίδεψε καὶ πρὸς τὴ Δύση 9. Τὸ νομισματοποιηµένο μέταλλο γιὰ τὴν πληρωμὴ τῶν δασμῶν δὲν παρεῖχε στοὺς ὑπεύθυνους δέκτες ἢ ἐλεγκτὲς ἰσχυρότερα ἐχέγγυα γνησιότητας, ἀπ᾽ ὅ,τι οἱ ράβδοι À τὰ σφαιρίδια πολύτιμου μετάλλου: τὰ νομίσματα, παρὰ τὶς σφραγίδες τους, ποὺ ἑξέφραζαν τὴν πιστοποιημένη ἀπὸ τὴν ἑκδότρια ἀρχὴ ἑγκυρότητα, ὑπόκεινταν

σὲ ἐξονυχιστικὸ ἔλεγχοᾶ. Ἡ συνέχιση, ἄλλωστε,

ὕπαρξης στοὺς «θησαυ-

ροὺς» τῆς ᾿Ανατολῆς νομισμάτων κομμένων πρὶν τὰ µέσα τοῦ δου ai. π.Χ. ἀπὸ καινούργιες μῆτρες, ὅπως ἀναφέρθηκε, δηλαδὴ πολὺ μετὰ τὰ Περσικά, ὑπαινίσσεται ὄχι σχέση φόρου ὑποτελείας, ἀλλὰ ἐκείνης τῶν ἐμπορικῶν καὶ ἄλλων συναλλαγῶν. Καθοριστικὸ στοιχεῖο γιὰ τὴν ἀπόκρουση τῆς ἑρµηνείας συσσώρευσης νομισμάτων γιὰ φορολογικοὺς λόγους ἀποτελεῖ ἡ σύνθεση τῶν «εὑρημάτων» ἀπὸ νομίσματα ὑψηλῆς ὀνομαστικῆς ἀξίας - δίπλα στὰ μακεδονικὰ καὶ «θρακομακεδονικἀ»-- ἄλλων περιοχῶν, ποὺ κατὰ τὸ τέλος τοῦ όου À ἀρχὲς τοῦ 5ου al. π.Χ. δὲν θίγονταν ἄμεσα ἀπὸ τοὺς Πέρσες.

19. Γιὰ τὴ διοίκηση τῆς περσικῆς αὐτοκρατορίας βλ. A. M. Andreades, 4 History of Greek Public Finance I, New York 19793. 89 κι. Ἐνδιαφέρουσες ἀπόψεις γιά τὸ θέμα ἐκφράζει σὲ πρόσφατη ἐργασία του ὁ P. Briant, «L'or perse et l’histoire Grecque», REA 41,

1989

(1-2), 321-335.

20. ᾿Ασφαλῶς ol λόγοι ποὺ ὁδήγησαν αὐτὸ τὸ χρῆμα ἐκτὸς τοῦ τόπου παραγωγῆς του δὲν εἶναι μόνον οἱ ἐμπορικοί: κολλὲς φορὲς μετακινήθηκε καὶ µέσω τῶν μισθοφόρων (BA. ἐδῶ σελ. 801). Πάντως ἡ ὕπαρξη μακεδονικῶν νομισμάτων σὲ «θησαυροὺς» τῆς Δύσης εἶναι ἑνδεικτικὴ γιὰ τὶς ἐμπορικὲς συναλλαγὲς μᾶλλον napa γιά τυχαῖο χρῆμα ποὺ ἀπέAnge ἐκεῖ ἀπὸ μισθοφόρους ἐπιστρέψαντες ὅπως ὑποστηρίζει ἡ M. Thompson, £.d., 40, 21. Aùrò ἀποδεικνύεται ἀπὸ πολλὰ νομίσματα ποὺ ἑντοπίστηκαν στοὺς «θησαυροὺς» κομμένα ἢ μὲ βαθειὲς ἐγχαράξεις ἀπὸ τοὺς ὐπεύθυνους ἑλεγκτές' βλ. Asyut 1644 dp. 5 x.È., 19, 23, 30 κλπ.

“Μακεδονικὰ καὶ «θρακομακεδονικὰ»

νομίσματα

σὲ «θησαυροὺς»

807

Τὸ χρῆμα καὶ μάλιστα ἀπὸ εὐγενὲς μέταλλο εἶναι ἑμπόρευμα καὶ ὡς τέτοιο τὸ ὑψηλῆς ὀνομαστικῆς καὶ νομισμµατικῆς ἀξίας μακεδονικὸ καὶ «θρακομακεδονικὸὀ» προτάθηκε γιὰ πώληση στὶς ἀγορὲς τῆς ᾿Ανατολῆς (καὶ λιγότερο τῆς Δύσης), ὅπου ἡ τιμὴ πώλησής του ὑπῆρξε ὑψηλῆ: τόση, ὥστε στὴν Ἑλλάδα ἦταν ἀνέφικτη ἡ ἀγορά του ἢ ἡ ἀνταλλαγή του μὲ ἰσόtipa προϊόντα σὲ µεγάλες µάζες. "Av λάβει κανεὶς μάλιστα ὑπ᾽ ὄψη, ὅτι ἡ ᾿Ανατολὴ δὲν εἶχε ἀναπτύξει δυναμικὴ νομισματικὴ πολιτικὴ καὶ ἡ Αἴγυπτος, στερούµενη μεταλλείων”, δὲν γνώρισε νόμισμα, θὰ γίνει ἀντιληπτὸ πόσο εὑπρόσδεκτο ἦταν ἐκεῖ τὸ ξένο εἰσερχόμενο ἰσχυρὸ νόμισμα. Τὸ ποῦ διοχετευόταν, μὲ τὴ σειρά του, αὐτὸ τὸ χρῆμα, ποὺ εἰσέρρεε προφανῶς σὲ µεγάλες ποσότητες (ἀφοῦ ἤδη τὰ ἀποσυρθέντα ἀπὸ τὴν κυκλοφορία καὶ καταχωμένα εἶναι πολλά), ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὅτι χρησιμοποιήθηκε γιὰ πληρωμὲς ἐξασφάλισης ἀγαθῶν καὶ µισθοδοσίες στρατιωτῶν, μᾶς ἐπιτρέπει và εἰκάcoupe ὁ περίφημος Νομισματικὸς Νόμος ἀπὸ τὴν ᾿Αθήνα (375/374 π.Χ.)5. Στὸν στίχο 8 γίνεται λόγος γιὰ τὸ ξένο χρῆμα ποὺ εἰσερχόταν στὴν ἆθηναϊκὴ ἀγορὰ μὲ σφραγίδες ἀθηναϊκές. Εἶναι λοιπὸν πολὺ πιθανό, ὅτι ἡ τύAn τῶν νομισμάτων αὐτῶν, ἢ ἑνὸς μέρους τους, ἦταν ἡ ἐκ νέου μετατροπή τους σὲ νομισματικἡ µονάδα, ἀνάλογα μὲ τὶς ἀνάγκες τῆς ἐξουσίας. “H διακίνηση τοῦ χρήματος γινόταν εἴτε μὲ Ἕλληνες µεσάζοντες τῶν ἐπιτόπου ἐμπορικῶν σταθμῶν, ποὺ εἶχαν ἀναλάβει τὸ μεταπρατικὸ ἑμπόριο, εἴτε ἀπὸ μετακινούµενους ἐμπόρους μὲ σκοπὸ καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις τὴν ἀγορὰ ἁπαραίτητων προϊόντων, ὅπως τὰ σιτηρά, τὸ λινάρι, ἀλλὰ καὶ τὰ πολυτελῆ ἀγαθὰ τῆς "AvatoAfic*. Ἡ µελέτη τῶν «θησαυρῶν» ὁδηγεῖ στὸ συμπέρασμα, ὅτι σὲ μιὰ ἑποχή, ποὺ ἡ ἀγορὰ τῆς Μεσογείου χρειαζόταν ἀργυρὸ νόμισμα, γιὰ νὰ ἀντεπεξέλθει στὶς ποικίλες ἀνάγκες της, ἡ Μακεδονία διαθέτοντας πλούσια μεταλλεῖα

22. Ἢ ὕπαρξη νομισμάτων πλείστων προελεύσεων στοὺς «θησαυρούς» μὲ διαφορετικοὺς μάλιστα σταθμητικοὺς κανόνες ἀποδεικνύει ὅτι ἡ χώρα, στὴν ὁποία ἐἑντοπίστηκαν, οἱ «θησαυροί», στεροῦνταν δικοῦ της νομίσματος καὶ ἐπέτρεπε νὰ ἰσχύσει κάθε εἰσαγόµενο Elte γιὰ κυκλοφορία

À µόνον γιὰ τὴ νομισματική

του ἀξία.

23. Στὸν «θησαυρὸ» τοῦ ᾿Αντιλιβάνου βρέθηκαν λυωµένα νομίσματα, πιθανῶς γιὰ νὰ ἐκαναχρησιμοποιηθοῦν ὡς νέα πέταλα à γιὰ ἄλλη χρήση' βλ. 5. Hurter - E. Pàszthory ἔ-ά., 122. Τὴ δημοσίευση

καὶ τὸν σχολιασμὸ

R. 5. Stroud, «An Athenian

τοῦ περίφηµου ἀθηναϊκοῦ νόµου

βλ. στοὺς

Law on Silver Coinage», Hesperia 43, 1974, 157-188. D. Bellin-

ger, «Währungsordnung im griechischen Altertum: Das Münzgesetz Athens», Die Bank 12, 1986, 644-650. 24. Γιὰ τοὺς ἐμπορικοὺς σταθμοὺς καὶ τὴ διακίνηση τοῦ ἐμπορίου. βλ. γενικά: C. Roebuck, εἰς The Cambridge Ancient History IV, ἕ-ά., 446 κ.ὲ.

808

Κατερίνη Λιάμπη

ἀργύρου μετέτρεψε τὸ παραγόμενο μέταλλο σὲ ἐξαγώγιμο ἀγαθὸ ὑπὸ μορφὴ νομίσματος, ποὺ μποροῦσε μὲ τὴν ἰσχύ του và προσελκύσει τὸ ἐνδιαφέρον τῶν ἁγοραστῶν. Ταυτόχρονα ἐπέτρεψε τὴν πλήρωση τῶν ἀπαιτήσεων τῆς ἐγχώριας οἰκονομίας μὲ τὴ διακίνηση καὶ εἴσοδο στὴ Μακεδονία προϊόντων ἀπαραίτητων γιὰ τὶς ἀνάγκες τῶν πολιτῶν της, ἐφ᾽ ὅσον δημιουργήθηκε ἕνα ἐμπορικὸ ἰσοζύγιο.

KEPAJELE.

Τὴν

τελειόφοιτο

νίδα Φωτεινὴ

Μπαλλᾶ

τῆς

Φιλοσοφικῆς

Σχολὴς

τοῦ

εὐχαριστῶ γιά τὴν ἐπιμέλεια

Πανεπιστηµίου

τῶν πινάκων

᾿Αθηνῶν

καὶ τοῦ χάρτη.

δεσποι-

52

ΘΕΣΜΟΦΟΡΙΑ

Μαρία

ΣΤΗ

ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

Λιλιμπάκη-

Ακαμάτη

Στην αρχαία Ελλάδα, µια χώρα κατεξοχήν γεωργική, η θεϊκή προστασία της γεωργίας επιζητούνταν µε ορισμένες τελετές στη διάρκεια της γιορτής των Θεσμοφορίων. Ta Θεσμοφόρια ἦταν µια από τις πιο σημαντικές γιορτές των Ἑλλήνων, ευρύτατα διαδομένη]. Γιορταζόταν το φθινόπωρο, λίYO πριν από τη σπορά, στην αρχή της νέας χρονιάς για τη γεωργία. Οι τελετὲς της γιορτής απέβλεπαν στην αναζωογόνηση της φύσης µετά τη θερινή αδράνεια και στην ευόδωση της συγκομιδῆς της νέας χρονιάς. Κύρια τιµώµενη θεά της γιορτής ἦταν η Δήμητρα, η προστάτιδα της καλλιέργειας των δημητριακών. Από τους αρχαίους συγγραφείς αντλούμε πλήθος πληροφοριών για την τοπογραφία των ιερών και το τελετουργικό, ενώ OL ανασκαφές, αν και έχουν αποκαλύψει ως σήµερα ένα σχετικά περιορισμένο αριθµό ιερών, προσφέpovv σηµαντικά στοιχεία για τη μακρόχρονη διάρκεια της λατρείας σε ορι-

σμένες περιοχές, αλλά και επιβεβαιώνουν και διευρύνουν τις πληροφορίες TOV γραπτών πηγών. 1. Για τη γιορτή των Θεσμοφορίων, M. Nilsson, Griechische Feste von religioser Beteutung (1906) 313: L. Deubner, Artische Feste (1932) 50° M. Nilsson, Geschichte der

griechischen Religion [5 (1967) 463° J. Harrisson,

Prolegomena

to the study of greek

gion (1960) 120° L. Farnell, The cults of greek states 111 (1907) 29’ E. Simon, Griechen (1969) 91. 2. Θεσμοφόρια

που

εἶναι

γνωστά

απὀ

ανασκαφές

4κροκόρινθος:

Stroud, Hesperia 34, 1965, 1° Hesperia 37, 1968, 299: N. Bookidis,

Hesperia

Hesperia 41, 1972, 283: Hesperia 43, 1974, 267° J. Rutter, Hesperia Bookidis and R. Stroud, Demerer and Persephone in Ancient Corinth

reli-

Die Gôütier der ΚΕ.

38, 1969,

5. 297:

48, 1979, 348 και N. (1987). Ερέτρια:

K. Κουρουνιώτη, 741

1900, 55: του ἰδιου. JIE

1910, 269 και A£ 1911, 15: Β. Πετράκου.

AA

145:

Thesmophorion

17,

1961/62

B Χρ.

I. R.

Metzger,

Das

von

Eretria

VII

(1985).

Αθήνα: K. Kourouniotes and H. Thompson, Hesperia 1, 1932, 90: H. Thompson, Hesperia 5, 1936, 156: O. Bronecr, Hesperia 11, 1942, 250: ΓΠΓειραιάς: IG DP, 1197 A. Milch-

hôfer, Die Karten von Attika, Heft I, 37: 5. Karouzou, da:

Α.Σ. Αρβανιτόπουλου,

Πολέμων

AM 82, 1967, 158.

Ίημητριά-

1, 1929, 32: Η. v. Gärtringen, Gnomon

6, 1930,

234’

Fr. Stählin, A.M 54, 1929, 201. //o6rora και άλλα ιερά της Δήμητρας στη Θεσσαλία: A. Δάφφα-Νικονάνου. Mrogudizi tod .[ήμήτους καικοροπλαστικά αναθήματα

810

Μαρία

Πιλιμπάκη- Axaudrn

Παρά τα εγχώρια στοιχεία των τοπικών λατρειών, η βασική τελετουργία τῶν Θεσμοφορίων φαίνεται ότι παντού ήταν η ίδια: η απομάκρυνση apχικά υπολειμμάτων μικρών χοιριδίων από τα «μέγαρα» της Δήμητρας, ὁποὺ αυτά είχαν έρθει σε επαφή µε τις γονιμοποιές δυνάμεις της φύσης, η εναπὀθεσἠ τους στη συνέχεια στο Bwyd µαζί µε σπόρους σιταριού και άλλες προσφορές, που είχαν σχέση µε τη γονιμότητα, και το σκόρπισµά τους, τέλος, στους αγρούς. Η τελετή αυτή µε παραλλαγές έχει επιβιώσει σε αρκετές περιοχές της σύγχρονης Ελλάδας, αποδεικνύοντας ότι η αντιμετώπιση τῶν δυνάμεων της φύσης από τον άνθρωπο της υπαίθρου, ακόµα και στην προηγμένη εποχή µας, δεν έχει ριζικά διαφοροποιηθεί. Οι γραπτές πηγές είναι ιδιαίτερα φειδωλές για τη γιορτή των Θεσμοφορίων στη Μακεδονία. Τα μόνα ανασκαφικά στοιχεία µέχρι πριν από λίγα χρόνια προέρχονταν από τη Θάσο, όπου ὁμως περισσότερο από τα ευρήματα στη θέση Εβραιόκαστρο βεβαιώνεται η ύπαρξη ιερού αφιερωμένου στη Affµητρα Θεσμοφόρο και λιγότερο από τα αρχιτεκτονικά λείψανα». O αναληµµατικός τοίχος της ταράτσας, πάνω στην οποία ήταν κτισμένο το ιερό, και µια στοά είναι τα μόνα αρχιτεκτονικά στοιχεία του ιερού που διασώζονται στο χώρο. Τα ευρήµατα της ανασκαφής ενός μικρού κτιρίου έξω από τα τείχη της Αμφίπολης συνηγορούν για την ταύὐτισή του µε ιερό της Δήμητρας

Θεσμοφόρου. (1973). Θάσος: 1. Pouilloux, BCH, 75, 1951, 90: Fr. Salviat, BCH 82, 1958, 248-250 και BCH 83, 1959, 382: CI. Rolley, BCH 89, 1965, 441 και ανακοίνωσή του στο συνέδριο στη μνήμη A. Λαζαρίδη, «Πόλις και χώρα στην αρχαία Μακεδονία και Θράκη» 1986,

tun.

Auginodn:

A. Λαζαρίδη, ΠΑΕ 1975, 63 και

Αρχαία Μακεδονία

IV (1986) 358

(ο συγγραφέας ερμηνεύει το κτίριο ὡς Θεσμοφόριο ἡ Νυμφαίο). 4ήλος: R. Vallois, BCH 53, 1929, 250° Fr. Salviat, BCH 87, 1963, 489 και BCH 82, 1958, 250 onu. 2° Ph. Brunneau- J. Ducat, Guide de Délos (1966) 103. Κνωσσός: JI. N. Coldstream, Knossos. The sanctuary of Demeter (1973). Πάρος: O. Rubensohn, AM 26, 1901, 201° L. Ross, Inselreisen 1 (1912) 41 (BA. και Ounpixò Ύμνο στη Δήμητρα, 490 και Ἡροδότου /στορίαι VI, 134). Πριήνη: Th. Wiegand - H. Schrader, Priene (1904) 147. Κνίδος - .4λικαρνασσός:

325 κιξ.

G. T. Newton,

Bitalemi:

Θεσμοφόρια

Halicarnassus,

Gnidus

and Brachidae

(1862)

375

και

P. Orlandini, Kokalos XII, 1966, 8° RIA, NSe 15, 1968, 38.

που είναι γνωστά and τις γραπτὲς πηγές: Méyapa:

TavoaviovI, 42,

όκαι 40, 6. Θήβαι: Παυσανίου, IX, 6, 5 και IX, 16,5. Πότνιαι Of Bat: Παυσαviov IX, 8, 1. Πελλήνη: Παυσανίου VII, 27,9 Μεγαλόπολη: Παυσανίου VIII, 36, 6. Αλιμος Αττικής: ITavoaviovI, 31, 1 και Πλουτάρχου Σόλων 8,4 Ἡσυχίου Aetxd στη À. Κωλιάς' RE VII, 2(1912)2266 και G. Kato, AA, 45, 1930, 100. Φλυούς Ἱττικής: Παυσανίου I, 31, 4. Φρεάοιοι Αττικής: E. Vanderpool, Hesperia 39, 1970, 47. 3. CI. Rolley, BCH

4. A. Λαζαρίδη,

89,

6.7.

1905, 441,

Θεσμοφόρια

στη

Μακεδονία

811

Το πιο οργανωμένο ωστόσο ιερό της Δήμητρας στη Μακεδονία αποκαλύφθηκε στο Δίοῦ. Εκεί µπορεί κανείς, µέσα από τα άφθονα αρχιτεκτονικά λείψανα, ανάµεσα στα οποία υπάρχουν και δυο μικροί ναοί, αλλά και τα πλούσια ευρήματα, να παρακολουθήσει γενικότερα τη λατρεία της θεάς από την αρχαϊκή εποχή ως το τέλος της αρχαιότητας. Το μικρό ιερό που ανασκάφτηκε στη ΒΑ περιοχή της αρχαίας Πέλλας, από τις πρώτες ακόµα μέρες της έρευνας σχετίσθηκε µε τη γιορτή των Θεσμµοφορίων, όταν άρχισαν να αποκαλύπτονται τα πρώτα αναθήµατα, απαραίτητα σε όλα τα ἱερά, όπου τελούνταν αυτή η γιορτή, τα πήλινα ειδώλια χοίρων, οι υδριοφόρες μορφές και οἱ µικρές πήλινες υδρίεςξ (Πίν. 1 a, B, 3). Αλλά και τα επιµέρους αρχιτεκτονικά στοιχεία που αποκαλύφθηκαν στη συνέχεια ήταν αυτά που απαιτούσε το τελετουργικό της γιορτής, όπως µας παραδίνεται από τις γραπτές πηγές. Έτσι είµαστε σε θέση ὡς Eva βαθµό να αναπλάσουμε µε σαφήνεια τη γιορτή των Θεσμοφορίων στη μακεδονική πρωτεύουσα.

H θέση του ιερού σε µια έντονα υπερυψωµένη περιοχή, στην άκρη της πόλης, επιβεβαιώνει τις μαρτυρίες των γραπτών πηγών και άλλων ανασκαφών για τη θέση των Θεσμοφορίων σε υψώματα, κοντά στα τείχη των πόλεων ἡ αµέσως έξω από αυτά. Μικρό και απλό ιερό, χωρίς μνημειακή διαµόρφωση, εξυπηρετούσε τις θρησκευτικές ανάγκες τῶν αγροτών και κτηνοτρόφων κατοίκων της περιοχής, διαθέτοντας τους απαραίτητους µόνο χώρους για τη λατρεία: έναν υπόγειο κυκλικό περίβολο, που όριζε τον ιερό χώρο, µε δύο κτιστά κεκλιμένα επίπεδα καθόδου, ἑνα βωμό µε επάλληλες στρώσεις λατύπης µε επάλειψη πηλού και λαξεύµματα διαφόρων σχημάτων µέσα στο παχύ στρώμα λατύπης του δαπέδου, τα «μέγαρα» της Δήμητρας, όπου βρέθηκαν κόκκαλα μικρών χοίρων και αιγοπροβάτων. Κόκκαλα ζώων βρέθηκαν και πάνω στο βωμό. Ναός, στοές, θεατρικοί χώροι και άλλα οἰκοδομήματα που υπάρχουν σε µνηµειακά διαμορφωμένα ιερά της Δήμητρας”, φαίνεται ότι έλειπαν από το ιερό της Πέλλας. Δοκιμαστικές τοµές που έγιναν εξωτερικά του περιβόλου αποδείχθηκαν αρνητικές. Ωστόσο η έρευνα αυτή ήταν περιορισµένη λόγω της ύπαρξης σύγχρονων κτισμάτων γύρω από το χώρο της ανα-

5. A. Παντερμαλή,

dior,



ιερή

που (1987) 3° E. Πινγιάτογλου, AEMA 6. M. Ακαµάτη,

πόλη

των

Μακεδόνων

στους

πρόποδες

του

Ολύµμ-

4, 1990, tun.

«44 35, 1980 Xp. 398: ΄Εργον

1981, 22° M. Σιγανίδου, ITAE

1981, 51:

M. Ακαµάτη, /ερά της Πέλλας, Πόλις και χώρα στην αρχαία Μακεδονία και Θράκη (1986) 195: της ίδιας, Πέλλα, πρωτεύουσα των αρχαίων Μακεδόνων, οὗ. ἐκθ. (1987) 23° της ἴδιας, Το Θεσμοφόριο της Πέλλας (1990) tun. 7. BA. σημ. 2.

812

Magia «Ἠλιμπάκη- Ἱκεαμάτη

σκαφής. Πιθανότερο πάντως φαίνεται ότι θα υπήρχαν βολο κάποια πρόχειρα στέγαστρα από φθαρτά υλικά ηµερών της γιορτής. Στο διάστηµα της μακρόχρονης χώρου, απὀ το τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ. ὡς

γύρω ἀπό τον περίγια τις ανάγκες των χρησιμοποίησης του το τέλος σχεδόν του

2ου αι. π.Χ.δ έγιναν οι αναγκαίες µόνον επεμβάσεις στην αρχική κατασκευή,

όπως ανανεώσεις των στρώσεων του βωμού. επιδιορθώσεις των επιχρισµάτων της εσωτερικής όψης του κυκλικού τοίχου του περιβόλου

και διευρύν-

σεις των κεκλιμένων επιπέδων καθόδου στο χώρο (Iiv. 2). H υπόγεια κυκλική µορφή του ιερού ενισχύει τις γνώμες που έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί για τη σχέση των υπόγειων και κυκλικών κτιρίων µε τις λατρείες χθόνιων θεοτήτων’. O κυκλικός περίβολος του ιερού που κατασκευάσθηκε την ἴδια περίοδο µε άλλα κυκλικά κτίρια στην Πέλλα!, φαίνεται ότι εντάσσεται σε ἕνα ευρύτερο πρόγραμμα ανέγερσης κυκλικών κτιρίων στη μακεδονική πρωτεύουσα την εποχή αυτή. Για τον ακριβή χρόνο της απόθεσης των χοιριδίων στα «μέγαρα» δε συμφωνούν or γραπτές πηγές, αλλά ούτε και οι ερευνητές!1. Στο ιερό της Πέλλας η έλλειψη ειδωλίων γυναικείων μορφών µε χοιρίδια, που είναι κοινά σε άλλα ιερά, είναι ίσως ενδεικτική του χρόνου της απόρριψης, σε κάποια άλλη δηλ. χρονική στιγµή και όχι στη διάρκεια της γιορτής. Ο χρὀνος ωστόσο της απόθεσης δεν έχει τόσο µεγάλη σημασία, 600 ο χρόνος της απομάκρυνσης και τοποθέτησής τους στο βωμό, για τον οποίο συμφωνούν όλοι οι μελετητές. Στο ιερό της Πέλλας τα λαξεύματα του δαπέδου γέμιζαν µε χώμα µετά την απόθεση των χοιριδίων και άδειαζαν τις μέρες της γιορτής, όταν οι «αντλήτριες» έπαιρναν τα απομεινάρια των μικρών χοίρων για να τα τοποθετήσουν στο βωμό. Ἡ πρόχειρη µορφή του βωμού συναντιέται και σε μνημειακά ιερά. Στο ιερό της Ακροκορίνθου στη θέση του βωμού βρέθηκε µόνο στρώμα στάχτης µε κόκκαλα μικρών χοίρων και άλλα αναθήµατα2Σ,

8. H κατασκευή του ιερού µπορεί να τοποθετηθεί µέσα στο τελευταίο τέταρτο του dou αι, π.Χ, Το ιερό χρησιµοποιείται ευρύτατα την εποχἠ αυτή, καθώς

και σ᾽ όλον

τον 30 ar.

π.Χ. Η ρωμαϊκή κατάκτηση της Πέλλας (168-167 π.Χ.) φαίνεται ότι συνετέλεσε στη σταδιακή

εγκατάλειψἠ

του. Οι παραπάνω

χρονολογικές

παρατηρήσεις στηρίζονται

µίσµατα και στην κεραμική της ανασκαφής. 9. C. Robert, «Thymélè. Recherches sur la signification et la destination

ments circulaires dans l'architecture religieuse de la Grèce», BEFAR

στα vo-

des monu-

147 (1939).

10. Κυκλικό είναι και to µεγάλο κτίριο της περιοχῆς του καναλιού της Πέλλας, M. Λιλιμπάκη-Ακαμάτη, AEMO I, 1987, 137. Μικρό κυκλικό κτίριο υπάρχει και στο τετράγωνο 3 tov τοµέα 1 της Πέλλας, Χ. Μακαρόνα. .1:1 17, 1961-62 Β. Χρ. 209.

11. L. Deubner, 6.2.- J. Harrisson, 6.7. 5. Eitrem. Svenbo/ue Osloenses XXUT 12.

R.

Stroud.

4.7,

12,

1944, 32.

Θεσμοφόρια

στη Μακεδονία

813

ενώ στο ιερό της Κνίδου ο βωμός ήταν µια κωνική μάζα από χώμα και στάχτες, που περιβάλλονταν µε κονίαμα! 3. Μετά την τέλεση της γιορτής στην Πέλλα, η επάνω επιφάνεια του βωμού καλύπτονταν µε χώμα και πέτρες, «σφραγίζονταν» δηλ. κατά κάποιο τρόπο ο βωμός µαζί µε τα αναθήματα. Δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν τη συμμετοχή στη γιορτή ορισμένων κοινωνικών τάξεων. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ὠστόσο µια καθολική συμμετοχή του πληθυσμού, κυρίως βέβαια του αγροτικού. Η θέση του ιερού κοντά στα τείχη της πόλης, πιθανότατα κοντά σε κάποια πύλη, διευκόλυνε την προσέλευση του αγροτικού πληθυσμού. Η μέτρια ποιότητα τῶν περισσότερων ἀναθημάτων δείχνει ότι η απὀκτησή τους, που δε θα ñταν δαπανηρή, ήταν προσιτή σε όλους. Τα περισσότερα αναθήµατα βρέθηκαν γύρω και πάνω στο βωμό. Ta ayγεία είναι κυρίως αβαφή χυτροειδή, λεκανίδες, μυροδοχεία’ οι µελαμβαφείς σκύφοι και τα πινάκια, οι πυξίδες τύπου δυτικῆς κλιτύος και οἱ σκύφοι µε ανάγλυφη διακόσμηση είναι περιορισμένα. Τα αγγεία αυτά σχετίζονται πιθανότατα µε την προσφορά κάποιων γεωργικών προϊόντων ἡ τροφών που ορίζονταν από το τελετουργικό της γιορτής. Οι προσφορές ορισμένων αναθηµάτων, που είναι συχνές στα Θεσμοφόpra, όπως οι κάλαθοι, τα λίκνα, οἱ δίσκοι προσφορών, τα ομοιώματα γυναικείων γεννητικών οργάνων λείπουν από το ιερό της Πέλλας. Εντυπωσιακά µεγάλη είναι η ποσότητα των πήλινων ειδωλίων, που διακρίνονται από ta εἰδώλια άλλων ανασκαφικών τομέων της Πέλλας για τους ιδιόµορφους τύπους και τα νέα τεχνικά στοιχεία. Κατασκευάστηκαν σε ένα εργαστήριο ανεξάρτητο των κεντρικών εργαστηρίων κοροπλαστικής της πόλης (της Αγοράς). Το εργαστήριο αυτό πρέπει να παρήγαγε µαζικά αναθήματα για το ιερό της Δήμητρας ή και άλλα αγροτικά ἱερά της περιοms O μεγάλος αριθµός των υδριοφόρων μορφών είναι ενδεικτικός µιας TEλετής εξαγνισμού των προσκυνητών, µε τη χρησιμοποίηση νερού που θα μεταφέρονταν µε vôpies στην περιοχή του tepov'*. Η τελετή αυτή βεβαιώνεται από τα αναθήµατα όλων των ιερών της Δήμητρας Θεσμοφόρου.

Μια άλλη τελετή στην οποία οἱ γυναίκες κτυπούσαν n µια την άλλη µε µια πλεξίδα καμωμένη µε φλοιούς δένδρων, TO µόροττον των γραπτών πηγών, βεβαιώνεται στο ιερό, αν η ερμηνεία των πήλινων εἰιδωλίων που κρατούν το αντικείµενο αυτό είναι σωστή!». 13. C. T. Newton, ό.π., 382, 405. 14. A. A. Νικονάνου, ό.π., 87, 88. 15. Ησύχιος: ἐκ φλοιοῦ πλέγματι. 6938: L. Deubuer, ό.π., 58 υπ. 6.



ἔτυπτεν

ταῖς

Δημητρίοις'

Πλουτάρχου

Ηθικά,

814

Μαρία Λιλιμπάκη-καμάτη

Τα ειδώλια των γυναικείων μορφών που έχουν καλυμμένο το κεφάλι µε το ιμάτιο, γονατίζουν και κρατούν θυµιατήρι ἡ άλλα που παριστάνουν νέες γυναίκες µε εκτεταμένα χέρια προς τα κάτω και στραμµένες προς τα έξω τις παλάμες ἢ άλλες μορφές που ετοιμάζονται να γονατίσουν µε εκτεταµένα χέρια και στραμμένο το κεφάλι προς τα πάνω είναι ενδεικτικά ίσως ορισμένων τελετουργιών. Οι τελετές αυτές θα τελούνταν στο φως της μέρας" σ᾽ αυτό συνηγορεί η απουσία των λυχναριών. Ὑπάρχουν βέβαια και τα απλά ειδώλια των αναθετριών, γυναικείες μορφές όμοιες µε αυτές που βρίσκουμε σε σπίτια και τάφους. H λατρεία στοιερό άλλων θεοτήτων µε αγροτικό χαρακτήρα μαρτυρείται απὸ µια σειρά ειδωλίων που παριστάνουν τις θεότητες αυτές. Οι ανδρικές γενειοφόρες μορφές έχουν τα βασικά χαρακτηριστικά του χθόνιου θεού, του Πλούτωνα, η λατρεία του οποίου µαζί µε τη Δήμητρα μαρτυρείται από γραπτές πηγές, επιγραφές, παραστάσεις αγγείων και από ανασκαφικά ευρήματα άλλων περιοχών!ξ. Η ιδιότητα της ΄Αρτεµης ὡς θεάς της ευφορίας της φύσης φαίνεται ὁτι ἦταν γνωστή και στην περιοχή της Πέλλας. Δε λείπει και n Αθηνά µε τα κέρατα βοδιού στην περικεφαλαία"), που ήταν η προστάτιδα των βοοειδών, που αφθονούσαν στην περιοχή Με τη λατρεία της θεάς πρέπει να σχετίζεται και το πλήθος των βουκράνων που βρέθηκαν στο ιερό. Η έντονη αρχαϊστική επιμέλεια ορισμένων µορφών, οι αυστηρά περιορισμένοι και επαναλαμβανόμενοι τύποι και κυρίως η ύπαρξη του πόλου διαφοροποιούν τις µορφές αυτές από τις υπόλοιπες του ιερού. Και καθώς ελάχιστα είναι τα ειδώλια που μπορούν να σχετισθούν µε βεβαιότητα µε την κύρια τιµώμενη θεά της γιορτής, τη Δήμητρα, οι αρχαϊῖστικές αυτές µορφές συγκεντρώνουν τις περισσότερες πιθανότητες. Σ αυτό συνηγορεί και η µεγάλη ποσότητα των ειδωλίων, που µε τη µορφή πλακιδίων φαίνεται ότι παράγονταν μαζικά. Δεν πρέπει βέβαια va παραβλεφθεί η άποψη, που έχει υποστηριχθεί επανειλημμένα, ότι αναθήµατα µε χαρακτηριστικά στοιχεία θεοτήτων, στις οποίες αφιερώνονται, δεν παριστάνουν απαραίτητα τις θεότητες, αλλά αναθέτριες. Με το ανάθηµα, που έχει κάποιο χαρακτηριστικό θεῖκὀ στοιχείο, η προσέγγιση της θεότητας είναι αµεσότερη.

16. Ἡσιόδου, Θεογονία στ. 969° Παυσανίου I, 31, 4 και IV, 7' Πλουτάρχου, Θεµιστοκλής 1° J. Harrisson, ό.π., 641-644: E. Vanderpool, Hesperia 39, 1970, 47: Fr. Stählin, AA 54, 1901, 208: A. ©. Αρβανιτόπουλου, ό.π.' CI. Rolley, ό.π.' Fr. Salviat, 6.7." R. Stroud, Hesperia 31, 1968, 321. 17. X. Μακαρόνα, 44 19, 1964 B2 Xp. 340° M. Σιγανίδου, Avyaia Μακεδονία V (1989) TUN,

Θεσµοφόρια

στη «Μακεδονία

815

Αν όµως θεωρήσουμε τις µορφές αυτές αναθέτριες παραδοσιακού τύπου, που επιβιώνει σε θέµατα µε θρησκευτικό περιεχόµενο, τότε έχουµε να αντιμετωπίσουμε to πρόβλημα της απουσίας στο ιερό αναθηµάτων που παριστάνουν τη Δήμητρα, την κύρια τιμώμενη θεά της γιορτής, ενώ αντίθετα υπάρχουν μορφές άλλων θεοτήτων που µόνον έμμεσα σχετίζονται µε τα Θεσµοφόρια, λόγω του αγροτικού χαρακτήρα τους. Ἔτσι, ακόµα µια φορά ἐρχόμαστε αντιμέτωποι µε το πρόβλημα της ερμηνείας των αναθηµάτων και επισηµαίνουµε πόσο συγκρατηµένος πρέπει να είναι ο ερευνητής στις ταυτίσεις του. ΄Όμοια αναθήµατα, καθώς βρίσκονται σε διαφορετικἑς θέσεις, µπορεί να είναι αφιερώμένα σε διαφορετικές θεότητες, εξυπηρετώντας τις ανάγκες των πιστών για θεϊκή προστασία σε διαφορετικές στιγμές της ζωής τους και σε διαφορετικές περιπτώσεις. Δε θα επεκταθὠ στην παρουσίαση και ερμηνεία άλλων αναθηµάτων του ιερού. Αυτό γίνεται λεπτοµερειακά στην τελική δημοσίευσή του]. Μπορούμε ὠστόσο να πούμε συνοπτικά OTL στο αγροτικό ιερό της Πέλλας, όπου τελούνταν η γιορτή των Θεσμοφορίων, οι κάτοικοι τιμούσαν τις αγροτικές θεότητες της περιοχής. Τα αναθήµατα, όπως και τα επιµέρους αρχιτεκτονικά στοιχεία του χώρου, αντικατοπτρίζουν τις θρησκευτικές αντιλήψεις των κατοίκων τῆς μακεδονικής πρωτεύουσας, αλλά πιστεύω και του ευρύτερου μακεδονικού χώρου, µια που η επιρροή της Πέλλας ὡς πρωτεύουσας είναι αναμφισβήτητη. Και ακόµα, οι θρησκευτικές αυτές αντιλήwets είναι ίδιες στη βάση τους µε αυτές των κατοίκων της υπόλοιπης EAλάδας.

18. M. Λιλιμπάκη-Ακαμάτη.

Το Θεσμοφόοιοτης

Πέλλας (1990) ton.

918 yy 7 me4 PI lianrinx pelea 4

Hiv.

la.

Θεσμοφόριο

[έλλας.

{1ήλινο ειδώλιο

χοίρου.

D100do103€) [αρ Djaogaxvzy

1B. Θεσμοφόριο

Πέλλας.

Πήλινες υδρέες.

418

Hiv,

lapripxy -uxpurthiyiy Dopp

be Ην. 2. Θεσμοφόριο IléMas. Araxpivorrar τμήματα του κυκλικού περιβόλον,ο βωμός,

τα «μέγαρα» και τα κεκλιμένα ἐπίπεδα καθόδου,

Οεπµοφόρια

Πίν. 3.

Θεσμοφόριο

στη «Μακεδονία

Πέλλας.

Πήλινο

ειδώλιο υδριοφόρον.

819

53

COMPARISONS ΟΕ SOME CHALCOLITHIC AND EBA TYPES FROM ANATOLIA, THE AEGEAN AND THE SE BALKANS

J.

Makkay

In this brief survey I shall not reflect upon one of the most often discussed issue, namely the connections between the Late Chalcolithic and Early Bronze Age pottery types of Western Anatolia (mostly Kum tepe and Troy) and the Balkans!. I shall concentrate on a few types and features, which have also been found in Macedonia, and which have until now either received little

attention, or whose close parallels have only become known recently in Eastern Anatolia. I shall also briefly review a few archaeological links between Asia Minor and South-East Europe which, although not yet documented in the archaeological record, can be plausibly traced through Macedonia. 1. The circular gold pendants with a central hole and a projection from the top. At present about 220 such pendants are known, mostly of gold (a total of 155-160 pieces), but there are also silver, copper,

lead, stone, bone,

bronze

and clay pendants too (including representations on clay vessels)®. Their distribution runs from the central areas of the Carpathian Basin to the eastern fringes of Anatolia. Naturally, these pendants can be divided into several types and subtypes over this extensive distribution territory, and there are

obviously also regional differences between them perhaps suggesting workshops and periods of use. One group can be distinguished in the Eastern

1. For a recent survey, see E. M. Melas, “The Dodecanese and W. Anatolia in prehistory: interrelationships, ethnicity and political geography”, AS 38, 1988, pp. 109-120. 2. J. Makkay, “Problems concerning Copper Age chronology in the Carpathian Basin”,

ActaArchHung

28, 1976, pp.

251-260;

J. Makkay, “Diffusionism,

antidiffusionism

and chronology: some general remarks”, ActaArchHung 37, 1985, pp. 3-12; J. Makkay, “The most ancient gold and silver in Central and South-East Europe: a reconsideration of practical and chronological issues”, Paper held on the Symposium Le premier or de [humanité

en Bulgarie,

5e millénaire,

Saint-Germain-en-Laye,

17-20. Jan.

1989, in Découverte

du Métal, ed. by J.-P. Mohen, Paris, 1991, pp. 119-129; J. Makkay, The Tiszaszôlôs treasure, Budapest, 1989, passim.

822

J. Makkay

Aegean and Anatolia (Poliochni, Sardis): pendants with a slender ring and a tiny tab on top. However, common — “international” — types occur in each of the six large regional groups’. Macedonia —Aravissos'— and Thessaly (Pevkakia and one unpublished gold pendant in the Volos Museum®) are especially interesting in this respect because the immediate parallels to the pendants

from

this area

are

found

not

among

the geographically

nearest

Eastern Aegean foims, but mostly in the Varna group of the West Pontic. But they also have counterparts in more distant areas, for example at | kiztepe in Northern Anatolia and in the Carpathian Basin®. The dating of the spatial variations (regional groups) and type horizons of these gold pendants continues to be a matter of debate, and there is still much controversy over the origins (and the uniformity) of pendant types’,

mostly because their absolute contemporaneity cannot be assumed. Most important in terms of chronology is the dichotomy between the high date put forward for the Varna cemetery® (the 4th or even the Sth Mill. B.C.) and the

considerably lower date advanced for the other—partly very similar—Anatolian— Eastern Aegean pendants. If we accept the high chronology suggested for Varna it is obvious that the Aegean-Anatolian subtypes, as well as the pendants from Îkiztepe and Trabzon® have nothing to do with the types from

Varna (markedly similar shapes notwithstanding!). Crucial in terms of chronology are the pendants found in the Euphrates region, Seleucia (on the right bank of the river): the two gold, one silver, one marble and nine shell pendants

recovered

from

EB

II (or III) burials

in the

Titris cemetery near

Lidar

3. These regional groups are as follows: I. or Pannonian - Eastern Alpian, IL. or Tisza Transylvanian, III. or Eastern Carpathian = Cucuteni, IV. or Pontic — Lower Danubian, i.e. Gumelnita, V. or Greek Mainland and VI. Aegean islands — Anatolian area. Cf.J. Makkay, “The most ancient gold and silver...” (op. cit., see n. 2). 4. J. Makkay, “Diffusionism...” (op. cit., see n. 2), Fig. 1, 1-6 and also J. Makkay, The

Tiszaszòlòs treasure, Budapest, 1989, Fig. 1,1-6. D. Grammenos recently dates the Aravissos gold finds to the end of the local late Neolithic, contemporary with the last phase of Sitagroi

ΗΙ: Ancient Macedonia, ed. by the Greek Ministry of Culture and the National Hellenic Committee - ICOM, Athens, 1988, pp. 120-121, Nos. 7-10. 5. D. Grammenos,

Neolithikés Ereynés sten Kentriké kai Anatoliké

Makedonia,

Thes-

saloniki, 1984, pp. 148-149 and his kind personal communication. 6. For details see J. Makkay, “The most ancient gold and silver...” (op. cir., see n. 2). 7. Among others P. Raczky, A Tisza-vidék kulturalis és kronoligiai kapcsolatai a BalΚάππα! és az Egeikummal a neolitikum, rézkor idiszakdban, Szolnok, 1988, pp. 41-43.

W.

8. See n. 2. 9. ©. Bilgi, “Metal objects from Ikiztepe-Turkey”, BAVA 6, 1984, Fig. 18, 265-266: Rudolph, A note on Chalcolithic— Early Bronze Age jewellery, Indiana University Art

Museum

Bulletin

1:2, 1978, pp. 6-21.

Comparisons of Chalcolithic and EBA

types

823

Hôyük1°. Typologically they compare well with pendants of the Eastern Aegean—Anatolian group (Poliochni). A Mesopotamian Early Dynastic cylinder seal was also brought to light in the Titris cemetery!!, which does not allow a date in the Sth or the 4th Millennium for the pendants. Unfortunately, the pendants from Samos — Kastro Tigani are unstratified finds and cannot thus be closely dated, except for a single piece, from Tigani ITI or IV13, 2. The most complete list of clay anchors registers at least 47 find spots from the Danube region to ΤΓΟΥ13. These clay anchors can be divided into several types, and they span a considerable period of time. However, their majority from the Aegean can be assigned to EBA II and III periods. Unfortunately, there is an even greater difference in date between the two clay anchors that —not including Troy— are at present the only pieces known from Anatolia. These came to light at Klazomenai—Liman tepe (South-West Anatolia) in 1980-19814. One is comparable to the so-called Mihalié type and can be tentatively dated to the Troy VI period, whilst the other is of the Saratse type and was found together with Troy I pottery types. Their occurrence at Liman tepe suggests that the discovery of further well dated specimens is to be expected in Western Asia Minor.

3. Certain Chalcolithic and Early Bronze Age statwettes from Anatolia often bear an astonishing resemblance to South-East European types. Among the numerous female figurines found at Îkiztepe there are a few which can be probably compared with some of the small clay statuettes from the Balkans". 10. Unpublished finds from the excavations of H. Hauptmann, Heidelberg. My sincere thanks for his kind informations. Cf. H. Hauptmann, “Lidar Hôyük”, TAD 26, 1983, pp. 93-110; H. Hauptmann, “Lidar Hôyük”, AS 33, 1983, pp. 254-256; J. Yakar, The Later

prehistory of Anatolia. The Late Chalcolithic and Early Bronze Age, Oxford, 1985, pp. 365-366. 11.

M.

Mellink, “Archaeology

in Asia

Minor”, AJA

86, 1982, p. 565.

12. R. C. 5. Felsch, “Das Kastro Tigani. Die spätneolithische und chalkolithische Siedlung”, Samos, vol. II. Bonn,

13. H.-G.

Buchholz-P.

1988, pp. 219-221, and p. 116, n. 516.

Wagner,

“Zu

frihbronzezeitlichen

Verbindungen

zwischen

dem Balkanraum und Hellas”, In Agdische Bronzezeit, ed. by H.-G. Buchholz, Darmstadt, 1987, pp. 121-136. 14. A. Erkanal, “Tonanker von Klazomenai/Liman Jahrbuch fir Kleinasiatische Forschung, vol. X, Festschrift pp. 183-197. 15. J. Yakar, “The Indo-Europeans and their impact ment”, JIES 9:1-2, 1981, p. 97, Figs. a-c, and PI. 1; U. B.

Tepe”, Anadolu Arastirmalari = für U.B. Alkm, Istanbul, 1986, on Anatolian cultural developAlkim-H. Alkim-O. Bilgi, Îkix-

tepe I. The first and second seasons’ excavations 1974-1975, Ankara, 1988, pp. 217-218, PI.

LVI, | and Fig. 204 on PI. XCIX.

824

J. Makkay

In ©. Bilgi’s opinion “these figurines are seemingly alien to Anatolia, but are found in the Balkans”!*; he quotes parallels from sites of the Gumelnita culture and from Gradeshnitza. I shall now concentrate on one specific type of these figurines, the type which wears, or possibly wore, a metal (copper, bronze or perhaps silver or gold) earring in its pierced ear. Korfmann has already noted that idols sporting earrings of metal (and probably also precious metal) were rather widespread in the Eastern Mediterranean!”. An EBA III burial at [kiztepe (grave Sk 200 in Mount ἢ yielded a standing female figurine, about 12 cm high, whose “ears shown roughly and exaggeratedly large, had two holes. Inside the holes were oxidised bronze pieces. ... These ... would indicate that she was wearing earrings at the time of use”!*. In the opinion of him “these figures with flat faces are seemingly different both from the other anthropomorphic representations of Îkiztepe and of Anatolia except for one group of figures which were found ... only in the western part of the country” (i.e. Turkey).

He is most probably referring to marble statuettes

of

the Aegean islands even though the lkiztepe figurines were made of local clay. As regards the Bulgarian parallels the clay masks from symbolic graves 2 and 3 of the Varna cemetery bore gold rings in their ears: five rings in the left and three rings in the right ear were found on the clay mask from grave 2 (with a diadem on the forehead, a disc on both eyes, a foil on the mouth and

seven small gold nails on the chin)!*. The clay mask from grave 3 too had five gold rings in the left ear and three gold rings in the right?°. This mask sported six gold nails on the chin. Short grooves on the chin of Western Anatolian clay figurines (as for example on the clay head of Manahoz, district Afyon?!) can be representations of such “chin-nails”. The Late Gumelnija (= ΚΟΚ VI) period also saw the manufacture of flat bone idols?? whose faces are pierced by two or more tiny holes on either 16. Îkiztepe I (op. cit., see n. 15), pp. 217-218. 17. M. Korfmann, “Eine weibliche Gottheit in der Frühbronzezeit Anatolians”, PZ 54, 1979, p. 196; M. Korfmann,

gresi, Ankara,

“Die “Grosse Gôttin” in Alaca

Hôyük”,

ΙΧ. Türk Tarih Kon-

1986, p. 155.

18. Ò. Bilgi, “An anthropomorphic representation from

lkiztepe in Turkey”, In Studi

di Paletnologia in onore di S.M. Puglisi, Roma, 1985, pp. 273-274. 19. Macht, Herrschaft und Gold. Das Grdberfeld von Varna (Bulgarien) und die Anfänge einer neuen europaischen Zivilisation, Ed. by 26 on

A. Fol-J. Lichardus,

Saarbrücken,

1988, Fig.

p. 56.

20. /bid., Fig. 28 on p. 57. See also note 33. 21.

M. Korfmann, “Eine weibliche Gottheit...” (op. cit., see n. 17), Fig. 5, 1-4 on p. 191,

and also p. 195, n. 25.

22. A. Raduntscheva,

Die prahistorische Kunst in Bulgarien, Sofia, 1975? pp. 82-83,

Comparisons of Chalcolithic and EBA

types

825

side, into which were placed copper (or more rarely perhaps also gold) rings. Most of these holes are broken®. One such figurine from the Karanovo VI period (from the Tell of Karanovo, district of Burgas™) wore a belt of copper wire around its waist. Yet another

bone idol from Lovets (district Stara Za-

gora) also had metal rings in its ears and its feet were covered with copper foil®. This is an expressly Anatolian - Levantine characteristic in the Bronze Age™ and one delicate respresentation of its type was found in tomb L of Alaca Hôyük?. Metal earrings were undoubtedly part of the everyday Jewellery of Anatolian Bronze Age women (even though grave 43 of the Varna cemetery which contained a male skeleton, also had gold rings beside the cars®). It would nonetheless appear that these figurines with earrings had some sort of distinctive religious function and portrayed a specific goddess. This is further suggested by the fact that one of the three bronze figures found in grave H of Alaca

Hôyük,

the larger female figurine had in its ear “a gold ear stud

shaped like a Maltese ογοςς”35. The group probably represents the divine child and two goddesses®?, In Hittite texts describing magical rituals (the ritual of the substitute king) the participants “construct in a separate place a hut and in it a wooden effigy with eyes of gold and earrings of gold. They dress it in royal robes. ... Then the king says: ‘This is the living supernatural

23. Ibid., Fig.

100 and

Macht,

Herrschaft und Gold (op. cit., see n.

19), Fig. 5, upper

right. 24. Ibid. 25. A. Raduntscheva, op. cit. (see note 22), Fifg. 101 on p. 85, and p. 115.

26. Cf. J. Makkay, “Archaeological examples of gold-masked statue and mace”, Orientalia Roma,

56:1,

1987, pp. 69-71;

J. Makkay,

“Hittite sources and

archaeological

finds:

a short review”. To be published with the papers of the 1986 Congress of the Turkish Historical Society. X. Tark Tarih Kongresi, Ul. Ankara, 1990, pp. 534-535. 27. Η. Z. Kosay, Les fouilles d'Alaca Hôyük ...en 1937-1939, Ankara,

1951, PI. CXCV,

L. 1. p.

28. Le premier or de l'humanité en Bulgarie, 5e millénaire, Ed. by Chr. Eluère, Paris 1989, 140: 40-50 years old male.

29. J. V. Canby,

“The child in Hittite iconography.

In Ancient

Anatolia, aspects of

change and cultural development”, Essays in honor of Machteld J. Mellink, ed. by J. V. Canby - E. Porada - B. 5. Ridgway - T. Stech, Madison, 1987, pp. 65-66, Figs. 5-3 and 5-4. 30. For parallels of early Anatolian divine triads cf. the anthropomorphic representa-

tions found in graves of the Baden culture in the north-eastern part of the Carpathian Basin: Center, Co. Borsod-Abaùj-Zemplén, “Hungary, and very recently Méhi, Eastern Slovakia, the excavations of I. Kovacs”, Unpublished finds. See the review of Ancient Anatolia, ...

Essays in honor of M. J. Mellink, by J. Makkay, in ActaArchHung, vol. 42, 1990, p. 355,

826

J. Makkay

substitute for me, and this effigy is the infernal substitute for me’”?1, This would suggest that the earring could have been part of a god’s or goddess’ cult paraphernalia®*. Other texts portray the Hittite king, in his festive robes, with a gold or silver earring®. It should at this point be recalled that the person buried in grave 43 of the Varna cemetery has been tentatively identified as a high-ranking male, perhaps the tribal leader of the community, on the basis of his extremely rich grave-goods. The above, as well as other features (precious metal terminalled sceptres*, spiral headed pins*, the lid with animal figurine of the late Vinta culture from Paraëin, Yugoslavia with its close parallel from Mochlos™, other bone idol types”, the marble vessels from Varna™) definitely prove that the Varna cemetery (the KGK VI period) cannot be assigned to the 5th or 4th Millennium, neither in Bulgaria, nor in Macedonia or Thrace, but should be dated

to a phase around the middle of the 3rd Millennium B.C. The complexity of this issue is also illustrated by other far-reaching connections. I have recently dealt with one of these, the ritual columns erected in sanctuaries®?. Let us now see another example! 4. Funerary sacrifices made during burial ceremony are amply documen31. O. R. Gurney, Some aspects of Hittite

religion, Oxford,

1977, p. 57;

H. M. Kim-

mel, “Ersatzrituale für den hethitischen Kôünig”, Studien zu den Bogazkdy-Texten, 3. Wiesbaden, 1967, p. 57, KBo XV 2 (= Bo 2730) Vs. 5°-7’. 32. C. W. Carter, Hittite cult inventories, Unpubi. Diss., Chicago, 1962, pp. 17-19. 33. S. Alp, Beitrdge zur Erforschung des hethitischen Tempels. Kultanlagen im Lichte der Keilschrifttexte, Ankara, 1983, pp. 55, 64, 88, 121, 125, 133, 161, 185, 193, 199, 231, 277, 283, etc. Cf. K. R. Maxwell-Hyslop:

“A note on the jewel

lery listed

in the inventory of

Manninni (CTH 504)”., AnSr 30, 1980, p. 85: “4 pairs of golden earrings, for men”. See notes 19-20: 5+3 (4 pairs) of rings!! 34. J. Makkay, The Tiszaszòlòs treasure, Budapest, 1989, p. 63; J. Makkay, “Angaben

zur Archäologie der Indogermanenfrage, INI. Axte und Beile als Machtsymbole und Gétterwaffen”, ActaArchHung 40, 1988, pp. 16-21; J. Makkay, “Archaeological examples of goldmasked statue and mace”, Orientalia Roma 56:1, 1987, pp. 71-72. 35. J. Makkay, “Diffusionism ...” (op. cif., see n. 2), p. 6, note 17, A-B-C. 36. The kind personal communication of J. Chapman, 1989. The clay lid with a figure of a lying dog

was

found

in a Late Vinta B context and is now kept in the Svetozarevo

Museum and to my knowledge is unpublished. The site is Paratin - Motel. 37. R. C. 5. Felsch, “Das Kastro Tigani” (ορ. cit., see note

12), Taf. 46,8, p. 220, No.

V 12, 38. H.-J. WeiBhaar,

“Varna

und

die ägäische

Bronzezeit”.

Arch

KorrBl

12,

1982, pp.

321-325. 39. J. Makkay, “Angaben zur Archäologie der Indogermanenfrage, II. Opferpfosten in Gebäuden und Opfergaben in oder neben Pfostenliichern”, ActaArchHung 40, 1988, pp. 3-16.

Comparisons

of Chalcolithic and EBA

types

827

ted to the north of the Black Sea, on the steppe belt extending from the Dnieper to the Volga—Ural—Caspian area, and further east in the Late Neolithic—Early Bronze Age Yamnaya (Pit grave) complex as well as among its precursors

and

descendants

(i.e. the Stredni

Stog

and

Catacomb

grave

periods)*°. These funerary sacrificial areas either lay near to or above the graves. Beneath the kurgan at Kalanchak (lower Dnieper area, Lower

Mik-

haylovka group) was found a circular offering place on which lay the fractured remains of an anthropomorphic stone stela with traces of ochre; potsherds;

and animal bones*!. Frequently the skull and forelegs of a sheep or, more rarely, of a horse, are encountered in a grave and indicate the presence of a ‘head and hooves’ cult. In some cases the forepart of the animal might have been erected directly over the burial*®. At Sezzhee, above the group of richest burials,

“the excavators

discovered

a ritual area which

included

the skulls

and legs of two horses, as well as two pots, a harpoon and shell beads, all sprinkled with red ochre”"#. The basic feature of these sacrificial pits and ritual places is that they were established in the course of the burial ceremony; at the same time, these sacrificial areas as constructions are apparently unassociated with the burial pits“. Recent investigations have shown that some of the EB [I-III sacrificial pits near built tombs of the Gedikli cemetery (Gedikli-Karahôyük in the Sakcagòzuù plain, Turkey) are very similar, down to the smallest detail, with

the sacrificial places and pits of funerary ritual of the steppe, but are, at the same time a totally isolated phenomenon in the Ancient Near East and Anatolia®. We might immediately invoke the influence of the Yamnaya = Kurgan culture were we not aware of the fact that similar sacrificial pits and

places have been reported from the territory between the Carpathians and the Dnieper, from the Cucuteni—Tripolye painted pottery culture (i.e. from 40. For details see J. Makkay, “Funerary sacrifices of the Yamnaya culture: their relationships with Anatolian EBA customs, rituals described in Hittite sources, and their Aegean parallels”, ActaArchHung 44, 1992, pp. 213-237.

41. J. P. Mallory, “In search of the Indo-Europeans”, Language, archaeology and myth, London, 1989, pp. 204-205; cf. A. Häusler, Die Grdber der ülteren Ockergrabkultur zwischen Dnepr und Karpaten, Berlin, 1976, pp. 85-86.

42. Mallory, op. cif., pp. 214-215. 43. Ibid., pp. 221-222; A. Hausler, “Kulturbeziehungen zwischen Ost- und Mitteleuropa

im Neolithikum?”, Jschr. mitteldi.

Vorgesch. 68, 1985, p. 25.

44. Mallory, op. cit., p. 228. 45. R. Duru, “Tarihéncesi caglarina ait dini bir tôren”, Anadolu

Aragtirmalari = Jahr-

buch far Kleinasiatische Forschung, vol. X, Festschrift für U.B. Alkim, Istanbul, 1986, pp. 169-182.

828

J. Makkay

a period before the west-ward expansion of the Sredni Stog and later, of the Yamnaya, complex). These can be dated slightly earlier than the Sredni Stog period“. The ritual process can also be clarified by Hittite texts (among others the magical sacrifice performed by a certain Hattija, woman of Kanzapida to the goddess WiSurijanza and other chthonic goddesses; a Hurrian text describing the Salaëu ritual; conciliatory rites for the Wheather God of Nerik, the ancient Hattian centre; the ritual performed at the Tawinija Gate of HattuSa; the ritual of Hebattaraki; sacrifices made during Hittite funerary rituals and to the Underworld deities; the Malli ritual; the ritual of Reloca-

tion of Black Goddess or the ritual for drawing paths for 4MAHMES and 4Gul$e3; etc.*7). The Malli ritual which can be linked to the Luwians, lasted for three, or even five days, and its purpose was the confinement of evil

spirits to the earth through black magic and spell. The text describes five clay figurines, three depicting males and two females, as well as various vessels, animal figurines (donkeys), three small cups, three

small lids, all of which were

deposited in a circle (probably into a pit). The ‘white woman’ plastered the pit and levelled its surface, and at the very end she sacrificed a sheep“. This brief survey has perhaps offered convincing proof that there is a strong link between the ritual ceremony reconstructed on the basis of the Gedikli pits, the funerary sacrifices of the Yamnaya culture, the sacrifices of the Cucuteni—Tripolye culture and the sacrifices into pits described by Hittite literary sources. Primarily because the Hittite literary sources are heterogeneous (Luwian, Hurrian, Hattian and Hittite) from a linguistic and ethnic point of view, we should speak not of a Kurgan invasion, but rather of a complex network of partly earlier interrelations around the Pontic. This is borne out by pottery fragments from Gelveri (north of Nigde, Turkey) whose only parallels can be quoted from the late Boian and earliest Cucuteni (= Protocucuteni) periods from the Northern Black Sea area‘®. Connections between the Yamnaya and Maikop complexes and the Tripolye—Cucuteni culture are also

46. $. Cucos, “Un complexe rituel Cucuténien découvert à Gheläiesti (dép. Neamt)”, Studii si Cercetàri de Istorie Veche 24:2, 1973, pp. 207-215: D. Boghian-G. Mihai, “Le complexe de culte et le vase à décor ornithomorphe peint découverts à Buznea (dép. d. lasi)”, In La civilisation de Cucuteni en contexte Européen, session scientifique lasi - Piatra Neamt 1984, ed. by M. Petrescu-Dîmbovija, Iasi 1987, pp. 313-324. 47. For the literary sources, see J. Makkay, Funerary sacrifices... (op. cit., see n. 40).

48. L. Jakob-Rost, “Das Ritual der Malli aus Arzawa gegen Behexung”, Texte der Hethiter, vol. 2, Heidelberg, 1972, pp. 33, 35, 53. 49.

Unpublished

finds. I mention them

here with the kind personal communication and

permission of der. M. Ozdogan, Istanbul University.

Comparisons of Chalcolithic and EBA

amply documented with imported vessels5°. cylinder seal has recently

been

found

in a

types

829

A Mesopotamian Early Dynastic relatively early Maikop

burial®},

which again supports a date in the 3rd Mill. for this network of interconnections. And since the route of these links in part led through South-East Europe, their chronological implications must be valid also for Thrace and Macedonia, and for the Varna cemetery, too! Finally, I would like to call attention to the fact that ritual pits dug beside Bronze Age burials in the course of the funeral ceremony (or during later, postmortem,

cult processes for the deceased) are not unknown

in the Myce-

naean Age: the ‘bothros’ in the Treasury of Atreus’s dromosf?, small ‘sacrificial pits’ in chamber tombs 502 and 520 (and probably also the big ‘charnel pit” in tomb 517) at Mycenae™, sacrificial shaft in some of the chamber tombs at Dendra®, two sacrificial pits in the chamber of the tholos at Dendra®, and a sacrificial pit with a 10 cm thick ashy layer in the tholos of Vaphio™, funerary sacrifices or last offerings to the dead during the ceremony on the grave after the interment

in Protogeometric

graves at Grotta

in Naxos”,

etc. This, in

50. A. Hausler, Kulturbeziehungen im Neolithikum... (op. cit., see note 43), pp. 41 and 57; imported Majkop-vessel in grave 12/2 at Usatovo; for Tripolye imports on steppe sites (among others at Dereivka) see J. P. Mallory, “In search of the Indo-Europeans”, op. cit (see note 41), pp. 201, 236; imported Tripolye vessel in a grave of the Majkop culture (Aul Uliap, Adigei, kurgan 4, grave 10): in Sokrovicha kurganov Adigei, exhibition catalogue, ed. by A. M. Leskov. Moscow,

1985, p. 20, Cat. No. 6, Fig. 1 on p. 51.

51. The cylinder seal was mentioned by R. M. Munchaev in his paper held in Budapest, Dec. 1986. Cf. A. A. Nechaev, in SovArh 1986, 244-248. 52. O.T.P.K.

Dickinson,

The origins of Mycenaean

civilisation, Gôteborg,

1977,

p. 28

and also BICS 21, 1974, pp. 142-152. 53. A. J. B. Wace, “Chamber tombs at Mycenae”, Archaeologica LXXXII, 1932, pp. 136-137. 54. A. W. Persson, The Royal tombs at Dendra near Midea, Lund, 1931, pp. 18, 23, 25, 69, 70, 91, 99; Id., New tombs at Dendra near Midea, Lund, 1942, pp. 63, 87, 159, 166-167. 55. O. Pelon, Tholoi, tumuli et cercles funéraires, Paris, 1976, pp. 179-180. 56. Ibid., p. 184. 57. V. K. Lambrinoudakis, “Veneration of ancestors in Geometric Naxos”, In Early Greek cult practice, ed. by R. Hägg, N. Marinatos and G. C. Nordquist, Stockholm,

1988,

pp. 235 and 238; for a detailed survey see G. E. Mylonas, Mycenae and the Mycenaean Age, Princeton, 1966, pp. 117-118 where he compares the unique feature of chamber tomb 2 at Dendra with the acts and rites performed by Odysseus at the edge of Hades to induce the “spirit” of Teiresias to leave the lower world temporarily and go to the place where the rites were held. On that occasion Odysseus dug a pit of a cubit’s length “this way and that and around it poured a libation to the dead; first with milk and honey, thereafter with sweet

830

J. Makkay

turn, suggests that the origins of this Mycenaean custom can most probably be traced to the same Circumpontic complex of much earlier in date. Only further research can prove this hypothesis. As H. Hoffner has pointed out, “there is not likely to be any opportunity for archaeological evidence to support this thesis [i.e. the use of small pits for deposition of, partly bloody, sacrifices for infernal deities or spirits of the deceased], since such simple holes in the ground (most of them doubtless located outside the walls of the settlements!) would leave no appreciable traces”, Now, the pits from Gedikli-Karahôyük fit easily in the pattern established

by

Hittite

(and

also

Hattian,

Hurri)

literary

sources

for

such

funerary cult practices. On the other hand, their almost exact correspondence with the ritual pits and places of the Yamnaya culture and their links with sacrificial pits in Mycenaean tholoi and chamber tombs demonstrate strong connections. Furthermore, this is a matter where a connection with the Homeric Nekyia, the pit sacrifice of Odysseus in the Underworld seems well established®?: the ritual pit was the place of funerary ritual and the cult of the deceased. In this case the literary and archacological evidence are seen to complement one another. Budapest

wine". Then he cut the throat of animals whose blood, poured “spirit” of Teiresias among others’. (Odyssey. 11, 25 ff.).

in the pit, was to attract the

58. H. A. Hoffner, Jr., “Second millennium antecedents to the Hebrew ‘OB”, Journal of Biblical Literature 86:4, 1967, p. 401; Cf. M. Vieyra”, “Les noms du “mundus” en Hittite et en Assyrien et la pythonisse d'Endor”, Revue Hittite et Asianique, vol. 19:69, 1961, pp.

47-55. 59. For the Oriental links and origin of the Homeric Nekyia see G. Steiner, “Die Unter-

weltsbeschwòrung des Odysseus im Lichte hethitischer Texte”, Ugarit-Forschungen 3, 1971, pp. 265-283; to the questions of sacrificial pits see J. Makkay, “Data to the religious beliefs

of the Baden culture”, ArchErt 90:1, 1963, pp. 3-16; J. Makkay, “Uber neolithische Opferformen™,

In Les religions de la préhistoire.

Valcamonica

Symposium

79,

Capo

di Ponte,

1975, pp. 161-173; J. Makkay, “Mahlstein und das rituale Mahlen in den prahistorischen Opferzeremonien”, ActaArchHung 30, 1978, pp. 13-36; J. Makkay, “Foundation sacrifices

in Neolithic houses of the Carpathian Basin”, In Valcamonica Symposium ceedings. Capo di Ponte - Milano, 1983, pp. 157-167.

III: 1979, Pro-

54

A LEXICON OF GREEK PERSONAL NAMES: THE APPROACH TO MACEDONIA AND THRACE

Elaine

Matthews

The theme of this conference has brought together scholars from many

fields with an interest in ancient Macedonia and Thrace, among them some who have already shown interest in the progress of the British Academy's Lexicon of Greek Personal Names. Volume 1 of the Lexicon, published in 1987, is the first of a projected series of six regional volumes!, designed to make

available the Greek

onomastic

material of the ancient world.

In geo-

graphical terms we range from Asia Minor to Western Europe, from North Africa to South Russia; chronologically, from the earliest historical times, through, broadly speaking, to the seventh century A.D. Our sources include literature,

papyri,

inscriptions,

coins,

graffiti, sherds,

indeed

any

object

on

which a name is inscribed. Even from this simple statement of the range of our work it must be clear that we have embarked on a task not only large (we expect in excess of half a million people to inhabit our pages), but also complex. I would like, therefore, to take advantage of this gathering to explore, with refercnce to Macedonia and Thrace, one of several questions concerning the presentation of Lexicon material which are exercising our minds at present, as we move out of the area of our first published volume into other regions; namely, whether we should modify the ‘regional’ system by which all the instances of each name are grouped on the printed page.I shall not be offering answers here, but I hope to set the framework within which suggestions must 1. A Lexicon of Greek Personal Names Volume 1. The Aegean Islands, Cyprus, Cyrenaica. Edited by P. M. Fraser and E. Matthews. Oxford University Press, 1987. Volume 2,

Attica, edited by Professor M. J. Osborne, La Trobe University, Melbourne, nearing completion. Volume

3, mainland Greece up to and including Thessaly, Illyria, Dalmatia, Sicily

and Magna Graecia, currently being edited in Oxford. Volume 4, Macedonia, Thrace and South Russia, the Balkans.

Volume

5, coastal Asia Minor.

Volume

6, unassignable indivi-

duals, including slaves. The regional divisions chosen inevitably produce some arbitrary consequences, but no division could be perfect. For a discussion of some of the issues involved, see Preface to Volume 1 p. viii.

832

Elaine Matthews

fit, and to consider some of the possibilities. It will be, perhaps. a sort of scholarly market research. Before coming to consider the issues in detail, I should outline some of the constraints within which we operate. The first constraint arises from the nature of the Lexicon itself. Though it is being published in six regional volumes, it was originally in conception, and will be ultimately in use, a single work, an onomastic dictionary. In a dictionary, the layout of the page and variations in the typography are carefully designed to aid readers in finding their way among condensed information. As a page of Volume 1 of the Lexicon

shows (fig. 1), the method by which instances of the same name are grouped according to the origin of the individual is that of a three-tier system, in which the highest unit, the ‘region’ (which in Volume | was usually an island) appears in capital letters, the second unit, the city, in capital letters indented by one

hyphen, and the third, the deme or, more exceptionally, the tribe or gentilicial unit, in lower-case letters indented by two hyphens. If we change our rules for regional groupings as we move from volume to volume, to such a degree that we have a different layout for each volume, or perhaps worse, retain the layout but give it different meanings in different volumes, then we do a disservice to our readers, who will rely on being able to move with ease between volumes. There is, moreover, an electronic version of this dilemma. Lexicon material, when it has been edited, is stored in a database?. The printed pages

are generated from the database by a computer program, which uses the structure of the database to produce the layout and typography seen on the page. The data itself, of course, remains in the database, available for searches

for combinations of information which are not readily available in the book. If we allow ourselves to use the database structures differently for cach volume’s data, we shall find ourselves in the position of not knowing how to interpret

answers

to questions

we

have

put,

since different

categories

will

have different meanings according to which volume the material belongs to. At the same time, it should be stressed that the database structure itself is not inflexible; it is tailor-made for us, and can be remodelled; the question, whether it should be remodelled, must be answered on academic grounds. The second constraint arises from the nature of our evidence, in parti-

cular the conflicting claims of very different sorts of evidence, all of which have to be weighed in devising one overall system of presentation. As far as the place of origin of the individuals is concerned, the variations can be con2. For a description of the establishment of the database, originally as IDMS

database and now an INGRES

network

relational database, see Preface to Volume 1 pp. xvii Π.

A Lexicon

siderable.

Some

of Greek

Personal Names

833

lived in Greek cities with traditional political organisation,

within which they sometimes identified themselves by deme and/or tribe. Others lived in areas with a tribal (in a different sense) organisation. In some areas, as in Illyria and Epirus, tribal ethnics are used in epigraphical documents

of political

and

legal

significance,

such

as boundary

agreements

or

manumission documents, which may reflect the hierarchical structure of political κοινάδ. In contrast, other tribal ethnics, occurring in isolation in literary

sources or in epigraphical documents, remain obscure to us, their significance something we can hardly begin to guess at. Even when they are well attested, their exact location may be a matter for dispute, in the ancient as well as the modern world; this problem is familiar to anyone who has pursued the Atintanes/Atintanoi around Epiros and Illyria, or the Potanaioi and Oinapsoi around Aetolia and West Lokris. Other individuals lived at locations to which we cannot assign an ancient name, or, conversely, declare rhemselves citizens of named cities which we cannot locate. Then there are the cities which changed their names as a result of political changes or refoundations, or new foundations on sites for which no previous name is known. What, for example, do we do with the fourth-century B.C. inhabitant of the site of Nikopolis? The list of variations in location could be greatly extended, and to them should be added the complication of chronology. Entries in the Lexicon may be separated from one another by more than a thousand years. One problem this brings is the need to decide what weight should be given to political changes which inevitably happened over this long period. In Volume 1, for example, we had to consider whether the absorption by Rhodes of its island neighbours into its own deme

structure

should affect the way

we presented

the onomastic evidence from those islands. Looking ahead to Volume 4, Thrace offers, in Amphipolis and Byzantion, two very good examples of cities which underwent political annexation, or attempted annexation, or a changing historical role over a long period. In the Rhodian case, we decided that whatever onomastic changes (or lack of them) the political changes brought

about would be best shown if the incorporated islands retained their separate identities throughout our work. Similarly, if onomastic changes were brought about by Athenian and Macedonian influence at Amphipolis, or at Byzantion by that city’s changing political role, which saw it first a Megarian colony, and

later by turns an ally of Athens,

the enemy

then subject of Macedon,

a free and powerful city under Rome, and finally capital of a new world, that 3. See particularly the κοινὰ of the Molossoi and Thesprotoi, e.g. P. Cabanes, L’Epire p. 546 no. 14, Μολοσσὸς Κυεστός; p. 578 no. 51, Μολοσσοὶ Ὄμφαλες Χιμώλιοι. 53

834

Elaine Matthews

will best be shown by keeping those cities always in the same place in our system, under Thrace, and allowing the chronological ordering of the entries to show up such developments. The wide chronological range of our evidence leaves us, nonetheless, with a major methodological difficulty, of which we are fully aware, that whatever definition of the boundaries of a region, or allocation of cities or

ἔθνη to a region, we accept, this definition must then provide the framework for presenting all the onomastic evidence from that region, even though that evidence may pre-date (or post-date) the regional definition which has been accepted. We seek, as it were, to ‘freeze’ a geographical area at one stage of its historical development, while freely allowing the ancient evidence to speak to us without such interference, for we accept and use any ethnic which we find in an ancient text, whatever its period and however obscure its meaning. I have stated that we use a wide variety of sources, but it remains true

that the bulk of our material comes from inscriptions. It is therefore in a sense encouraging for us to find the editors of modern epigraphical corpora preoccupied with the same question of the regional divisions and subdivisions of the areas in which they are working. It is one of their problems, and one reason for our increasing dependence on scholars in the field, that in some areas at least new evidence is coming to light, or being released for publication, at a rapid rate‘. Besides the problem of keeping up with this, there is the point that as the evidence becomes more varied, as for example find-spots proliferate, the significance to be attached to minute details of location may grow too5. The tendency of this feature of the epigraphical evidence is to push us towards introducing ever more detailed and refined place-names into our regional arrangement. Though the basic material for the Lexicon was collected by a number of different people, in a programme of research of the original sources which lasted from 1973 to around

1981, before publication it is, with certain excep-

tions, edited centrally in Oxford, to impose consistency of treatment, and to incorporate into the files material published (or republished, or re-interpreted) since the main research was done. Since this editorial stage involves recon4. Our recent incorporation of new material from the inscriptions from Apollonia, being prepared for publication by N. Ceka and P. Cabanes, added 260 names to the onomasticon of Apollonia, more than doubling the previous total. 5. I found the statement of these problems by Professor B. Helly in his paper on the state of the corpus of Thessaly particularly illuminating; see ‘Inscriptions de Thessalie; état du Corpus’, delivered to the First International Colloquium on Greek

1986.

Dialectology, Nancy,

A Lexicon of Greek Personal Names

835

sidering each document afresh, it gives us the opportunity to reassess the material in the light of what we have learnt in the course of our work. We have, then, some degree of flexibility, which enables us to respond to the conditions

we find in particular regions or types of evidence, and the expectations of scholars working in those areas, some of whom may be contributing to our work. At the same time, as part of our central editorial responsibility, we must sustain a consistent framework within which the material is presented. We are not, after all, writing the history of the Greek names of a single region, nor are we conducting a territorial survey of their occurrence, but compiling a lexicon, in which the over-riding concern must be to give the clearest picture of the onomastic evidence as a whole. In this, we may have different aims from

some of our contributors, and also from some of our users, who come to our pages with a very varied range of needs. If this paints a picture of the editorial team at the centre of a complex of taut strands, straining against opposing tensions to keep the whole in balance (and unable to satisfy everyone whatever we do), this is not far from the truth, and a very uncomfortable posture it

can be. It is a further difficulty of our position that in the shorthand style of a dictionary there is a limit to how much we can explain and justify the very many assessments and judgments which are part of our everyday work. Against this general background, let us now return to the question of the ‘regional’ organisation of our material. The existing system is, as described above, a three-tier one: first, region, next city and finally, where appropriate, deme or gentilicial unit. Where only a modern find-spot can be given, the place-name is entered under the regional heading, followed by the word ‘(mod.)’ to indicate its status. All place-names, ancient and modern, are listed

in simple alphabetical order. This arrangement was designed to fit the 66,489 entries of Volume 1, where we were dealing with essentially polis-based regions which, though they felt their due share of the imperialist waves which periodically swept over the Greek world, remained identifiable units with stable boundaries,

helped

in this, no doubt,

by the fact that most

of them

were

islands. They were also, with the possible exception of Cyrenaica, small® enough for a strict alphabetical listing of the cities not to inconvenience the

6. By ‘small’, I refer to the physical size of the region, which does not necessarily bear any relation to the size of the onomasticon its evidence produces. In Volume 1, Rhodes produced the largest onomasticon with 12,678 entries, Euboia 8,959, Delos 6,970, and Cyrenaica 5,836. In Volume 3, Boiotia stands as the largest region in onomastic terms, with more than

15,000 entries, with Thessaly second, on approximately

13,500 entries.

836

Elaine Matthews

reader, and inscriptions which could only be assigned to modern find-spots represented only a small part of the evidence. Given the wide range of our work, we have to expect that future volumes may require some modification of this system; and given also the need to maintain

a consistent system, it

seems sensible to try to foresee now what modifications may be needed. In Macedonia and Thrace we meet the variety in historical development and types of evidence which we expect to meet in the work as a whole. One marked feature of the Macedonian onomasticon is the predominant contribution of literary sources in the earlier period, down to and including the fourth century B.C. In contrast, the epigraphical evidence, which normally provides the bulk of our material, in Macedonia dces not generally start until the Hellenistic period or later; for the cities were in the main not Greek colonial foundations, but Macedonian (or earlier), and the epigraphic habit was not established early. When we find an ethnic in an inscription, we know that it

has some direct contemporary validity, telling us at least how those who set up the stone used it. When we are relying on literary sources, however, we are dependent

on the author (and his sources) as intermediary,

and on his

correct perception of the facts. In this earlier Macedonian history, the literary sources are describing a period of considerable political change, covering the expansion of the Macedonians from the γῆ Maxedovic’, the absorption by them of neighbouring tribes which created the kingdom of Macedonia, and the further expansion of that kingdom. In the pages of the Greek historians, whether they are chronicling Macedonian involvement in mainland wars, or giving us the courtiers and generals

of Philip and Alexander, we find the ethnics of cities, such as Pella, Pydna, Aigai, Alo10s,

Beroia,

Mieza,

Chalaistra, and also the ethnics of the tribal

areas (ἔθνη), such as Orestis, Tymphaia, Lynkestis, Paionia, Eordaia, which were absorbed by the Macedonians. In the earliest evidence, these latter ethnics may well be straightforwardly ‘tribal’; thus, Antiochus king of the Orestai®, Later, however, it is more common

to find the area ‘Orestis’, ‘Eordaia’ etc.

referred to. Individuals are also often described as ‘Macedonian’®, in addition to (and sometimes perhaps instead of) the more precise ethnic.

7. 8. 9. cludes

Hdt. vii 127. Th. ii 99. The relationship between the two is expressed succintly by Thucydides, who conhis description of Macedonian expansion to include neighbouring tribes by the words

τὸ δὲ ξύμπαν Μακεδονία καλεῖται (ii. 99). Cf. Arrian, Ind. 18. 6, after a listing of naval commanders with their ethnics, οὗτοι μὲν οἱ σύμπαντες Μακεδόνες.

A Lexicon

of Greek Personal Names

837

Clearly a ‘Macedonian’ of the fifth centiury B.C. may be rather different

from someone who simply lived within what was later called ‘Macedonia’, or someone described in a historical source, rightly or wrongly, simply as ‘Macedonian’; or from a ‘Macedonian’ slave liberated at Delphi, or a ‘Macedonian’ mercenary attested on military service. Similarly, the term ‘Orestis’ will cover a king of the Orestai of the fifth century, generals of Alexander described by this ethnic, and those attested very much later, who simply are known to have lived within the borders of Orestis. We have, then, an inherent

ambiguity in the use of our regional terms, both at the top with ‘Macedonia’, and with the subsidiary levels, and this puts in sharp focus the methodological problem posed by our need to offer evidence from different periods and circumstances within one system of presentation. In this earlier period, there is external epigraphical evidence relating to Macedonia, particularly from Delphi and Athens. Here, a few city and individual regional designations are found, but many are simply ‘Macedonian’. This may be represented by the ethnic Μακεδών, or by a formula such as παρά τῶν Φιλίππου, which, in the absence of other evidence, we cannot in-

terpret more precisely than by ‘Macedonian’. Sometimes the documents provide a two-tier ethnic, such as Εὐρωπαῖος Maxedav!®, perhaps illustrated most clearly by a proxenos of the third century B.C. described as Μακεδὼν Ἐλειμιώτης ἐκ Πυθείου11. There are hazards for us in these hierarchies, for they may reflect a changing political situation which we cannot accommodate!*; but when we find it operating on a large scele, for example in the procedure adopted for recording the Amphictyonic votes of the hieromnemones at Delphi!9, then it offers us an ancient precedent for subsuming cities under larger areas, should we find we need ‘o do so. When we come to consider the evidence from within Macedonia, mainly

from the hellenistic or imperial periods, we revert to the familiar dependence on epigraphical evidence. In this type of evidence the basis for assigning loca-

10. FD III (4) 405, 2. 11. SGDI 2765. See Hammond, A History of Macedonia | pp. 117-18; 2 p. 656 for the possible implications of this placing of Pythion in Elimeotis.

12. See two people from Arethusa, one Μακεδὼν (FD IU (1) p. 105 n. 1), the other [ἀπὸ Θρ]άικης (FD II (1) 396). Similarly, Μακεδὼν ἐξ ᾽Αμϕιπόλεως (FD III (4) 391; Launey, Recherches sur les armées hellénistiques 2 p. 1169 s.v. Κλεοχάρης). 13. See FD III (4) 277 (125 B.C.), where the Thessalian representatives voted by their ἔθνη, Ainianes, Dolopes etc., but the name of each individual was followed by that of his

city, the Ainianes being represented by a native of Hypata, Herakleia,

and

so on.

the Oitaioi by a native of

838

Elaine

Matthews

tion to an individual is usually not an ethnic in the text, though these occur, but the find-spot of the stone. In the cities this does not usually sent problems!, but in the inland areas away from the cities many of find-spots will have no ancient name assignable to them. Macedonia

may prethese is a

large area, and if we follow our existing practice, and use a straightforward

alphabetical listing of places beneath the general regional heading ‘Macedonia’, we shall, we suspect, produce a daunting list of Palaiokastro, Agia Paraskevh, and Ano Kome, which will leave the reader in a state of confusion. We should, therefore, consider sub-dividing the country into smaller regional units in a way which will make this evidence more manageable. In Macedonia, a precedent exists for imposing administrative order (for that, in a way, is what we are trying to do) in the arrangements made by Aemilius Paullus in 167 B.C., which organised the areas Lynkestis, Orestis, Elimeia, Eordaia with Tymphaia into meris IV, Emathia, Kyrrhestis, Bottiaia, Almopia and Pieria into meris III, Mygdonia into meris II and Sintike into meris I. It can be be objected that the Meris system lasted barely 20 years, and indeed we have no wish to employ as a regional heading a term which has no validity in geographical terms; but the areas which featured in the Roman division appear from an early date in our sources, and there was a geographical reality underlying and underpinning the political organisation. In Upper Macedonia, the regions Elimeia, Eordaia, (Southern) Lynkestis and Orestis are adopted by the editors of the inscriptions of that region as the basis for the organisation of their material’. In Thrace, the early Greek colonies on the coast offer a pattern of settlement, organisation and epigraphical documentation which suits the polisdeme structure of Volume |. There is the added bonus that in these Megarian and Ionian foundations, which in the archaic and classical periods stayed aloof from their native neighbours of the hinterland, we may hope to study onomastic continuity, not least through the gentilicial tribes and other units

which continued in use in some colonies?’. In the hinterland, however, we are 14. e.g. Βρυναῖος in an inscription from Eordaia (Rizakis-Touratsoglou, op. cit. n. 16, πο. 115), and Ἔρδάρριος from Elimiotis (Rizakis-Touratsoglou πο. 4), both ethnics otherwise

unknown.

15. An exception is Thessalonike, where the provenance of many inscriptions is uncertain. 16. Th. Rizakis and G. Touratsoglou, ᾿Επιγραφὲς "Ανω Μακεδονίας (Athens, 1985); see especially Introduction pp. 11-13 for the arrangement of the material. 17. See B. Isaac, The Greek Sertlements in Thrace until the Macedonian Conquest (Leiden,

1986), and, on the colonies of Propontic Thrace, L. D. Loukopoulou, Contribution à l'histoire de la Thrace Propontique durant la periode archaique. Meletemata 9, Athens 1989.

A Lexicon of Greek Personal Names

839

at the southern edge of a large continent, where, in the archaic and classical periods, tribes come to our notice for the threat they posed to Greek settlements, and their leaders for their role in Greek ‘politics’. The establishment of cities in Bulgarian Thrace came much later, under the Romans, when they

served as centres for the administration of these large territories. In this area we have the oppoitunity to solve the problem of how to organise the epigraphical material by following the practice of a published corpus. This approach cannot be regarded as a solution to all problems, partly because our system must also accommodate non-cpigraphical evidence, and partly because in some regions no corpus of the material has yet been published, and where there are such corpora their editors may not adopt identical approaches to the problems we have been discussing. Still, for Thrace in Bulgaria we have the pioneer and definitive work of Professor G. Mihailov!9. Here, the inscriptions are listed in geographically headed sections, giving first the evidence from cities, followed by the evidence from the ‘vicinia’ or ‘territorium’ of each city. In our scheme, we could match his ‘Mesambria’ and

‘vicinia” by ‘Mesambria ᾽απά ‘Mesambria (region)’, both at the same level under the regional heading Thrace. To cover the area exhaustively by this method under Professor Mihailov’s guidance, we shall have to work out how

to accommodate ‘oppidum antiquum anonymum inter vicos Gorno Gradesnica et Illindenci’” and ‘vicinia oppidi supra dicti'—but the principles are clear.

What are the implications in detail of these possible approaches? First, as we saw, plain ‘Macedonia’ and ‘Thrace’ must be retained as the regional heading for those who, whether on military service, or in dedications at Delphi, on tombstones at Athens, or in Victory lists at Games described them-

selves simply as ‘Macedonian’ Elimeia,

or ‘Thracian’. Secondly, if we use the areas

Orestis etc. as subdivisions

of the region

‘Macedonia’,

everything,

city or ἔθνος, which falls within their confines, at whatever period, will come under that heading. Thus, under Orestis there will be not only Antiochus the fifth-century king of the Orestai, and Perdikkas and Krateros from Orestis, who, along with many others, with city as well as ‘tribal’ ethnics, were ‘Macedonian’ commanders of Alexander!?, but also the Battunaioi, known (but not precisely located) from a decree of the second century A.D.?°. Finally, we must consider how this should be presented on the printed page. If Mace18. Inscriptiones Graecae in Bulgaria repertae, 4 vols. in 5, (Sofia

19. Arr., Ind. 18. 5. 20. Rizakis-Touratsoglou no. 186.

1951-66; I? 1970).

840

Elaine

Matthews

donia stands as the general regional heading, the subdivisions Elimeia, Orestis, Emathia etc. are placed at the second level, where previously a city stood; the city in turn is dislodged one level, to stand where previously there was a deme. If we want to preserve the integrity of the categories, two (at least) approaches present themselves. One, we could combine Macedonia and Emathia, so that we would have the region Macedonia, the region Macedonia-

Emathia, Macedonia-Elimeia etc. Or, we could invent a new category (and a new typography), ‘sub-region’ which, like the category deme, could be filled or not according to the evidence. Thus, Macedonia (region), Emathia (subregion),

Pella

(city),

and

Thrace

(region),

Ainos

(city),

all in appropriate

typography and layout, could be accommodated in the same system. If I have spoken more about the background of the Lexicon as a whole, and less about Macedonia and Thrace, this is partly the natural caution of one addressing an audience more knowledgeable about those regions than she, and partly deliberate policy, for there is no point in posing questions if at the same time it is made clear that the answers are already decided. In this partial and inconclusive treatment of the issues involved, there are many aspects which I have not mentioned. Not the least of these is the fact that modern political boundaries do not coincide with the ancient in this area. I should like, therefore, to end by stressing our debt to the work of Professor F. Papa-

zoglou for Roman Macedonia, of {Professor D. Pippidi, Mme E. Boilu and others, in Rumania, and of {Professor G. Mihailov for Bulgarian Thrace, be-

fore thanking the very many Greek friends and collaborators, among them the skilled epigraphical team at K.E.R.A., who in increasing numbers are offering help in our work. We have never imagined that we would be able to deal with the complexities of our work alone, and I am happy to report that Volume 4 of the Lexicon is a very good example, not only of our need for collaboration, but also of the generosity of scholars in providing it. The British Academy Lexicon of Greek Personal Names Oxford

A Lexicon of Greek Personal Names Τιμογόνη

441

Panis (09) 0-0 10.060ob. Rirupes* (17)c Rino: --caminon (8) αρότηι) το θη» (19)

αυ SEG vest 46530010 Tiere (Ho Τῳνγενην Li 240 aromAg In BR 407 ς arg ar Τί σαι 40, c. go po nc

il flow

Slam

phi.

4 τ΄

Tineapéres} (29) 27 nu

fond

118 ἃ, it

if

‘Avkpospa rar)

Dryuar: (31) cib bligir Εὔβονλοι) Ladermio:. (22) 27 mo cb. 18 ὁ,

νι

at

Τιμµασιαλς]

ETS

CRE LL 1,1

Kattabioi

τ Creuse (Ipc

140

160 me ANS

Mar

N

24019701

Runne AMID ‘The sesnuunton

(Per) (1) κ. uae

SEC vs

207 κ΄

ΤΥ um 42.

Tpébapes Cvente ma

JON p ane

111

4{4}}}}

Maminn-agminut. (2) ὃν ne ICS σὺ (sell) (fl Τιμοσύσρα), (3) ~ ib. 158 (eyll.) (Τιμσδάμων (gen LT Τιμόγαμος) Kos (4) < 200 n 4944 NS ag 6 (196) 4) p. 17800 IX ς, sa if. Jepodam)? = (6). (9) p Insno NXVIBV, 46: p.iggnu XNVIBVII,

64 ({- Γλαύνισπου). (6) = PH denchen)

404 0, 3 (

dapsripor) CD

193

81

δε PPC

Ταν.

RPA

ay,

ρ

Boudion

($)00 oo πε IG τη

(0) 2445,

(640

᾿Εναντιύνια n) Env: (6) ιν εν α΄ 146 A ΕΝ [ο Φρύνιχος). (Fn ὃν λ ἢ, 13010. Sapori)

—-Hisr.:

(8) ἐν us ou ch

249

B, 64 (εκ

Made.

19 δ. γαι({. Τιμόλωνε} | Ne (lO) εν cri ος id 244 A. 141 ts. Agassi dot) Ovnee

(UDP

εν τ

me

ὃν

444

BL

alg

{{

᾿Αρχέλαος, Αρένω»). (11) + ih | ν40 1: ἦρχε! de}

Phatlanos. (13) ἐν sione ih dues ο Tubes)

1

304 ({Τιμο

- Myr (06) sous me où 2436 À. Sleeves). (19) ος Ὁ 146 Micara)

16

dh

Zarez: (16) non κα ih 245 A. iho cf Αρχισπος). (UN woh 1 17741 Garnemenci FRETTIEOG VATIAIA (ht) (18) ιν κα 405 vie dy) Byte ξεύϑης dete DR) ἸΜδινεῖκ' LEO αεί Ἀ} δω 1218) ENS | 40

(20

00 mo

άριστοι) Τι νων (1119

AC vm

49 diga

ές vit)

pp

4 bal

τ Crenca: cono:

(fn

mac

PPT

29

τοί! Jpyosia]

-“IDALION?, (2)v ον ου LOS 336 (ovll ptf Κιλικόε) «ounion:(Biusr PPC T 19 ({. Αρίστων) Es anna enema:(4) hell. 2G κιὶ (9) 748 + nu Suppl p

AMC. Τιμ)? = (3) Fgo

(5) avion ar ib.

xu (4) 246 Β. go (ἢ

Τιμιδηι!))- (4)

Panos (6)

00 /Samathrae 13. gif Nagienti

Pros:

(D) 297

274

me

{12 goa

A, jo,

MG sta)

1660 A. 1 (1 Αριστόθε!

μας

Permis

Cvraus. ΑΜΑΤΗΝΗ ν΄ {1} hell

aan

Dan tm.

Νλούχορος) Τεν, (2) 0 mame JG a (gh oz, 70

sonni (fiv n neLES ZM ou Via. Tipasdya) Datos (2) 309 108 we FA τον nn, τὰ (e Πο» 3: (90 ay δὲ ab 10) χἰ 4} ont tn dif, 14) ey be tb τᾷ (4) 203 A, ο, 19) 265 δι ib 110. ο. ÉD χεὶ Β. 1740 ISefreArieh. (0) ahs ne Vial Se XN A (lits 1] λλύφερασς, À fra arparacì; (7) agh tn IP) ago. (1040 flyer apri]

Tad nm

IG et

auttf

POPE TIA

(Bane ob aay. sa if Ἱσωκλην). OM m6 th aah. his (ad ο ‘facmade à (nat | Sweety) Conn

(4b ὃν

200 we

Ponant), (Str dan

Gib

NEG

AIX €78

1 an Maver

τς {Του

TL 21,

viru

111.

πρ

101

ν Node)

Cents

(0) ha

17hmp JUN

amp

ON

or

244

me

aterm

gone

δέ

ἐν ta

gaa Boga

SAC

tea τας

ς

ho

ASI

4

got tg),

αμ ἐν Newt

ims

Ν LÉ

loss ETS

ο

κκ

έν

Cyr

HE

122811.

Τιμον ο)

sevrie ene: (23) amp. SC καὶ (a) 909 (8. ‘Apres. tops). (24) c. 18 ap ib κ Suppl. p 109 nw. 690, 22 (Tare: Tf. Τωµόβιος 11); (25)à ob. (Pa: 11... Τρ άδιοι [) Pero: (36)κκ san IC 1 p.tono 6, RESA Paros col. 1868 nos 34-5 (If. Τιμόθεος Il: mulpioe). (27) « IC 1 p.10 no. 6; RE ay Paros col. 1868 nos. 34 4 (Ile. Τιμάδιος Lf. Τιμόθεος TIT: sculpiari; (29) = {Cl 1 p 10 no 6, RE as Porca col 1868 nos. 34 4 ({Π] a Τιμόθεος Il: sculptor) Anoves (19) in ac AD 16 (1963) Mel. p. 17 ne 41 (i. Τικασρότη), (38) mon ac BCH 99 (1973) p. 102 B, αι, 16. (Spc aas ar BMC Cariap. 344 nov. 150 2. (32) μ" αὶ ἂς Land 665 d. τὰ (fF. Ἀρστόδαμοι), (13) ον ib 1. 21, (36) — ib. 1 οὐ (39) u ac 45844 NS 102 (1939 40) p. τὸν no as A III, 6 (and Solar οριό ). (36) «ec Nilasun get, Tavens 1 p 143 no 47. (37) hell. imp. SEG art 101) (+ Εὐφρόνωρ!, (38) m 1 nc πιά 794. 10 (9. voarior); 199) c. ΔῈ κε΄ FG x01 (1) 46, 487 Risoprs®:(48)7s. um Ag Im.R 308 Risopes: ναι ντος; (40) {. iu ας Suppl. Red. 54. 3 (8. ᾿Ράδισποι) tacysom? (4119. in de ΒΟ ἢ 9911973) p wA.7 {5

Tyne

)

mavinot (48) ς.

289 ne Τί κα ql. as de.

Ilebanarpos).

(46)