Ancient Macedonia, VI : papers read at the Sixth International Symposium held in Thessaloniki, October 15-19, 1996. Julia Vokotopoulou in memoriam [1] 9789607387318, 9607387317, 9607387295


232 64 58MB

English, Greek Pages [720] Year 1999

Report DMCA / Copyright

DOWNLOAD PDF FILE

Recommend Papers

Ancient Macedonia, VI : papers read at the Sixth International Symposium held in Thessaloniki, October 15-19, 1996. Julia Vokotopoulou in memoriam [1]
 9789607387318, 9607387317, 9607387295

  • 0 0 0
  • Like this paper and download? You can publish your own PDF file online for free in a few minutes! Sign Up
File loading please wait...
Citation preview

ANCIENT

MACEDONIA VI

VOLUME

APXAIA

MAKEAONIA VI

1

ΤΟΜΟΣ

1

ANCIENT

MACEDONIA VI

PAPERS AT

THE

HELD

SIXTH

IN

READ

INTERNATIONAL

THESSALONIKI,

VOLUME

JULIA

-

INSTITUTE

OCTOBER

15-19,

1

VOKOTOPOULOU in

272

SYMPOSIUM

memoriam

FOR

BALKAN

THESSALONIKI

STUDIES 1999

-

272

1996

APXAIA

MAKEAONIA VI

ANAKOINQZEIZ KATA TO ΕΚΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 15-19 OKTQBPIOY 1996

ΤΟΜΟΣ

1

Στη μνήμη της ΙΟΥΛΙΑΣ ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΥ

272 -IAPYMA

ΜΕΛΕΤΩΝ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ ΤΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1999

ΑΙΜΟΥ

- 272

ZT’ AIEONEZ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ MAKEAONIA ΟΡΓΑΝΟΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Πρόεδρος: A. Παντερμαλής Γωαμματέας: Β. Κόντης

Μέλη: A. Βαβρίτσας E. Βουτυράς I. Τουλουμάχος IAPYMA MEAETON ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ ΤΟΥ ΑΙΜΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Πρόεδρος: Α.-Α. Ταάχιάος Αντιπρόεδρος: I. Χααιώτης Μέλη: I. Αγγελίδης E. Βουτυράς I. Κολιόπονλος K. Κούφα E. Τσιγαρίδας

Λιευθυντής: B. Κόντης

ISBN:

960-7387-31-7

ISBN:

960-7387-29-5

©

VI INTERNATIONAL SYMPOSIUM ON ACIENT MACEDONIA ORGANISING COMMITTEE President: D. Pandermalis Seeretary: V. Kondis Members: A. Vavnisas E. Voutiras I. Touloumakos

INSTITUTE FOR BALKAN

STUDIES

GOVERNING BOARD President: A.-A. Tachiaos

Vice-president: I Chassiotis Members: I. Angelidis E. Voutiras I. Koliopaulos K. Kouta E. Tsigaridas Director: V. Kondis

Copyright 1999 by the Institute tor Balkan Studies, Thessaloniki. All nghts reserved

TYHNOFTPA®EIO:

AOAN. AATINTZH, ΕΟΝ. AMYNHZ OEZZAAONIKH

38, THA. 221.529, 222.965

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

- CONTENTS

ΤΟΜΟΣ

|

ΠΡΟΛΟΓΟΣ - FOREWORD . Πολυξένη

Αδάµ-Βελένη,

ΤΑ ΒΡΑΣΝΑ

ΕΠΙΓΡΑΦΙΚΕΣ

ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ

ΑΠΟ

Ν. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Winthrop Lindsay Adams, PHILIP II, THE LEAGUE OF CORINTH AND THE GOVERNANCE OF GREECE

I. M.

Ακαµάτης, ΑΓΟΡΑ ΠΕΛΛΑΣ: 15 ΧΡΟΝΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Βικτώρια

Αλλαμανή

/ Κατερίνα

Τζαναβάρη,ΤΑ

ΥΣΤΕΡΟΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΑ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΒΕΡΟΙΑΣ. ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ Emiliano

Arena,

DONIA

LA

TITOLATURA

ELLENISTICA:

REGALE

NELLA

MACE-

I BAZIAEIZ FILIPPO III E ALESSANDRO

IV NELLE FONTI LETTERARIE ED EPIGRAFICHE (323-317 a. C.)

Ιωάννης

Ασλάνης

TIA TH ΜΑΜΑ E.

Badian,

Ch.

/ Bernhard

ΜΕΣΟΕΛΛΑΔΙΚΗ

ΤΗΣ

Hansel,

ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ

ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

ΣΤΟΝ

ΑΓΙΟ 109-122

PHILIP ΙΙ AND THE LAST OF THE THESSALIANS THE

END

OF ANTIQUITY

IN EASTERN

MACE-

123-128

DONIA

Alberto G. Benvenuti, ΣΧΕΣΕΙΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΧΝΗ (ΛΗΜΝΟΥ) ΚΑΙ ΣΤΗ ΒΟΡΕΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

Μπιργάλιας,

ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΟ129-141

«BAZIAIKOI NAIAEZ» XTH MAKE143-152

AONIA KAI «ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΠΑΙΔΕΣ» ΣΤΗ ΣΠΑΡΤΗ .

Vera

Bitrakova Grozdanova, LA VIA ΕΟΝΑΤΙΑ ENTRE LYCHNIDOS ET PONS SERVILII (nouvelles preuves archéolo-

giques) 12.

153-165

Margherita

Bonanno

TIQNY MIQN Dilyana

Αραβαντινού,

ΚΑΙ ΜΥΘΩΝ

ΤΙΑ

ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗΤΟ-

ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

ΣΤΗ

BOIQ167-180

.

Boteva,

FOLLOWING

IN ALEXANDER'S

FOOTSTEPS: 181-188

THE CASE OF CARACALLA

. Jan

Bouzek, PISTIROS CONNECTIONS

Maria

Caccamo HORSEMEN

Elizabeth

AND

THE

SOUTH:

LAND

AND

RIVER 189-196

Caltabiano,

THE IDENTITY

OF THETWO 197-207

ON PHILIP Il" COINAGE

Carney,

THE CURIOUS DEATH OF THE ANTIPA-

TRID DYNASTY

James M.

B.

77-98

99-108

Bakirtzis,

Νικόλαος

45-75

T.

Chambers,

Hatzopoulos,

PERDICCAS, SITALCES, AND ATHENS LE MACEDONIEN

ET THEORIES NOUVELLES

NOUVELLES

209-216 217-224

DONNEES

225-239

VI

Αρετή

Χονδρογιάννη-Μετόκη, ΕΡΕΥΝΑ

ΣΤΗΝ

MONA Αναστασία

ΤΟΥ

AIO THN ΙΠΡΟΙΣΤΟΡΙΚΗΙ

ΜΕΣΟΥ

POY

Χρυσοστόμου,

Οἱ ΠΕΡΙΟΧΕΣ THY

KAI THE ΑΛΜΩΠΙΑΣ

Χρυσοστόμου,

ΤΙΣ ZAPKODATOYE

Περικλής

THN

ΕΠΟΧΗ

ΑΛΙΑΚ-

ΒΟΡΕΙΑΣ 259-280

ΣΙΛΗΡΟΥ

TABOZI IT

ME 281-306

ΤΗΣ ΠΕΛΛΑΣ

Χριστοδούλου,

Citikov

TOY

O MAKEAONIKOÏ

ΔΗΜΟΣΙΑ OIKOAOMHMATA

ΤΩΝ ΠΡΩΙΜΩΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Maria

TOY

241-258

ΒΟΤΤΙΑΙΑΣ

Παύλος

ΚΟΙΛΑΔΑ

a, LE SYSTEME

107-232

ΣΤΗ ΜΑΚ ΕΛΟΝΙΑ

DECORATIF

DANS

LA PEINTURE

333-344

MURALE EN THRACE 5.

N.

Consolo

Langher,

NELLA POLITICA

. Jacques

des

TESSAGLIA, CALCIDICA

E FOCIDE

45-356

DI FILIPPO II

Courtils,

THASOS,

SAMOTHRACE

ET L'ARCHI-

TECTURE MACEDONIENNE Kamen

Dimitrov,

EARLY

L.

357-374

MACEDONIAN

ROYAL

TRADITIONS

IN

HELLENISTIC THRACE C. 340 - C. 270 BC

Domaradzka

/ M.

Domaradzkli,

375-381

POPULATION STRU-

CTURE OF PISTIROS (Sth-4th c. B.C.) Pierre

Ducrey,

ALEXANDRE

383-392

LE GRAND

ET LA CONDUITE

DE

LA GUERRE

Florens

393-403

Felten,

Michael

A.

HEILIGTÜMER DER MAKEDONEN

Flower,

ALEXANDER:

THE

PANHELLENISM

OF

405-417 PHILIP

AND 419-429

A REASSESSMENT

Alexandre Fol, PAIDEIA KATA POLEIS - PAIDÉIA KATA ETHNE Remarques de méthode Αριάδνη Γκάρτζιου- Τάττη, ΘΑΝΑΤΟΣ KAI ΤΑΦΗ TOY ΟΡΦΕΑ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

William

Greenwalt,

ΚΑΙ TH OPAKH

439.451

ARGEAD NAME CHANGES

453-462

Erhard Grzybek, LE MEURTRE MACEDOINE ANTIQUE Charles D. Hamilton, EFFECTS N.

G.

L.

Hammond,

Waldemar Frank

L.

Heckel, Holt,

ET SON CHATIMENT DANS LA 461-449

MACEDONIAN

MIGRATION

AND

ITS 471-481

THE NATURE OF THE HELLENISTIC STATES

483-488

THE POLITICS OF ANTIPATROS:

489-498

ALEXANDER

THE

GREAT

AND

THE

324-319 B.C. SPOILS OF

499-506

WAR

Δέσποινα

lyvatiadou,

XNIAI ME ΓΥΑΛΙΝΟΥΣ Iwavvng

O.

EAAHNIZTIKO ENITPATEZIO NAI-

Κανονίδης,ΤΟ

Καραλή, ZMHMATA

H ΚΟΣΜΙΙΣΗ OZTPEÏNA,

507-532

ΠΕΣΣΟΥΣ

ΠΛΑΤΕΙΑΣ AIOIKHTHPIOY A.

411-437

ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ

KOIMHTHPIO

THE

523-530

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΝΙΙΣ

ΣΤΗ

NEOAIOIKIE

OZTEINA,

ΛΙΘΙΝΑ,

MAKEAONIA: METAAAINA

KO531-536

VII 42.

Γεωργία

Καραμήτρου-Μεντεσίδη

Κεφαλίδου,ΤΟΠΙΚΑ ΣΙΚΗΣ

ΚΕΡΑΜΙΚΗΣ

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ

ΑΠΟ

ΤΗΝ

/

Ευρυδίκη

ΑΡΧΑΙΚΗΣ

ΑΙΑΝΗ

ΚΑΙ

ΤΟ

KAI KAAΝΟΜΟ

ΚΟ-

ΖΑΝΗΣ 43.

Μαριάνα

Καραμπέρη,

ΠΝΗ 44.

Istvan

537-562

ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΗΝ ΤΕΡ-

Kertész,

563-578 NEW

ASPECTS

WEEN MACEDONIA 45.

ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΗ

Ν. ΣΕΡΡΩΝ

Εναγγελία

IN ΤΗΕ

CONNECTIONS

ΒΕΤ-

AND THE ANCIENT OLYMPIC GAMES

Κυριατζή,

579-584

H ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΩΣ

ΔΕΙΚΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΚΕΡΑΜΕΙΚΗΣ ΤΗΣ ΥΕΧ ΑΠΟ ΤΗΝ TOYΜΠΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 46.

Denis

Knoepfler, DECRETS

D'ÉRÊTRIE

POUR

DES

MACÉ599-612

DONIENS

47.

Μιχ.

E.

Κορδ ώσης, ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ

ΚΡΑΤΩΝ

ΤΗΣ

ΒΑΚΤΡΙΑΣ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ:

ΚΑΙ

ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ

ΤΗΣ

ΤΩΝ

ΙΝΔΙΑΣ

ΠΗΓΩΝ

ΜΕΤΑ

TOY

ΤΟΝ

Μ.

ΑΠΟΛΛΟΔΩΟ-

613-619

POY ΑΠΟ ΤΑ «ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ» ΤΟΥ ΣΤΡΑΒΩΝΑ

43.

Στέφη

49.

Αγγελική

50.

Σοφία

Κόρτη-Κόντη, MIMO! ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Κοτταρίδη,

ΒΑΣΙΛΙΚΕΣ

ΠΥΡΕΣ

ΣΤΗ

621-630

ΝΕΚΡΟ631-642

ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΑΙΓΩΝ

Κρεμύδη-Σισιλιάνου,

ΕΝΑΣ

ΝΕΟΣ

ΤΥΠΟΣ

ΤΕ643-654

ΤΡΑΔΡΑΧΜΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ A’ Sl.

Βούλα

Λαμπροπούλου,Ο

ΜΑΙΝΑΔΙΣΜΟΣ

ΣΤΗΝ

ΑΡΧΑΙΑ 655-663

ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

52. 53.

Στέλλα Λάββα, NEPIOAEYONTEX ΔΟΝΙΑ ΚΑΙ ΘΕΣΣΑΛΙΑ

Sylvie

Le

Bohec

Bouhet,

DANS LA MACEDOINE 54.

Μαρία

Δέσποινα

Μακροπούλου,

665-678

Ευτέρπη

ΤΟ ΙΕΡΟ ΤΗΣ

ΜΗΤΕΡΑΣ 691-704

2

AYO ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΝΑΟΙ

ΣΤΟ

ΑΝΑΚΑΛΥΔΥΤΙΚΟ

ΝΕ-

705-722

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Μαρκή,

ΣΤΙΑΝΙΚΩΝ

679-089

ΣΤΗΝ ΠΕΛΛΑ

ΠΑΛΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΙ

ΚΡΟΤΑΦΕΙΟΤΗΣ

MAKE-

DES ANTIGONIDES

ΚΑΙ ΤΗΣ A®POAITHE

ΦΘΕΝΤΕΣ

ΣΤΗ

INTRIGUES ET SOULEVEMENTS

ΤΟΜΟΣ

56.

ΧΑΡΑΚΤΕΣ

Αιλιμπάκη-Ακαμάτη,

ΤΩΝ ΘΕΩΝ

55.

ΜΙΑ

ΧΡΟΝΩΝ

ΑΓΝΩΣΤΗ

ΠΟΛΗ

ΤΩΝ

ΠΑΛΑΙΟΧΡΙ-

ΣΤΗΝ ΠΙΕΡΙΑ.ΤΑ ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΑ

AEAO-

723-733

ΜΕΝΑ

$7.

Νίκος

Μερούσης ΦΥΣΙΚΟ

ΕΡΕΥΝΑ ΤΩΝ

E.

/ Λιάνα

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

ΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

58.

585-597

ΚΑΙ ETSN

Microyannakis,

ΣΤΗΝ

Στεφανή,

ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ ΚΑΙ

ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΚΗ

ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ

ΑΠΟ ΤΗΝ

ΗΜΑΘΙΑ:

XY.

ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗ 735-751

1993-1996

CHREMONIDEAN

WAR AND DEMETRIUS II

753-761

Vill R.

D.

Miins,

ΤΗΕ

EFFECTS

ΟΕ

ALEXANDER'S

CAMPAIGNS

ON 763-709

FOOD PRICES

Β.

Μισαηλίδονυ-Δεσποτίδου, ΑΠΟ

ΤΑΦΙΚΑ

ΣΥΝΟΛΑ

TOY

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΑ

dou ΑΙ. Π.Χ.

ΑΠΟ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗ

N. DIAA771-785

ΔΕΛΦΕΙΑ Dragi

Mitrevski,

THE

CULTURE THROUGH

62.

Kate

Mortensen,

SPREADING

THE VARDAR HARMONY

OF

ΤΗΕ

MYCENAEAN 787-796

VALLEY

OR

HATRED?

THE

INTER-RE797-805

LATIONSHIP OF PHILIP'S WIVES

63.

Π.

Νίγδελης

/ K.

Σισµανίδης, AYO

ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΤΙΚΟΥ

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΟΣ

Ε΄

ΑΝΤΙΓΡΑΦΑ ΤΟΥ

ΕΝΟΣ

ΦΙΛΙΠΠΟΥ

ΤΟΥ 807-822

Αναστάσιος

Νικολαΐδης,

OI

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ 823-337

ΣΤΟΝ ΠΛΟΥΤΑΡΧΟ

65.

A.

Noguera

Borel,

DONIENNE:

Άννα

L'EVOLUTION

DE LA PHALANGE

MACE839-850

LE CAS DE LA SARISSE

Παναγιώτου-Τριανταφυλλοπούλον,ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ.

Maria

ΣΤΗ

ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

ΚΑΙ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΑ

ΜΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΗ

Papisca,

IMMAGINI

DELLA

ΙΜΙΤΑΤΙΟ

851-858

ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ALEXANDRI

IN

ETÀ SEVERIANA. 1 MEDAGLIONI DI TARSO Magia

Παππά,

Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ

ΤΟΥ

859-871

ΧΩΡΟΥ

ΣΤΟΥΣ

NEOAI873-886

ΘΙΚΟΥΣ ΟΙΚΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΑΣ ΠΙΕΡΙΑΣ

Aix.

Παπαευθυμίου-Παπανθίμου An-Maxagctegiov, ΤΟΥΜΠΑ

Γ.

A.

ΤΟΥ

OIKHMATA

ΑΡΧΟΝΤΙΚΟΥ

Πίκονλας,

/ Ayy. ΣΤΗΝ

Πιλά-

ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΚΗ 887-892

ΓΙΑΝΝΙΤΣΩΝ

ΤΕΡΜΟΝΙΣΜΟΙ

ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

ΣΥΜΒΟΛΗ

893-902

ΠΡΩΤΗ

Peter

Pilhofer, ΤΑΓΩΓΗ

Σεμέλη Anna

ΤΟΥ

ΑΡΧΑΙΑ

Maria ΛΙΠΠΟΥ

ΩΣ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗ

Πινγιάτογλου,

ΣΤΗΝ 73.

O ΛΟΥΚΑΣ

«ΑΝΗΡ

ΑΠΟΤΗ

ΜΑΚΕΔΩΝ».

H

ΚΑ903-909

ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

HAATPEIA THX ΘΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΑΣ 911-919

MAKEAONIA

Prestianni Giallombardo, A PHILIPPI: AI PRODROMI DEL

TEMENII ΦΙCULTO DEL 921-943

SOVRANO? 74.

Ιωάννης

K.

Προμπονάς,

NIAZ: Pu,-ke-gi-ri: ΕΝΑΣ

75.

Αθ.

Ριζάκης ΑΝΩ

76.

Claude

/

I.

Rolley,

77.

John

Rosser, SURVEY)

ΠΑΡΑΔΟΣΗ

LA LANTERNE

MAKEAO945-948

ΣΚΟΙΛΟΣ

Τουράτσογλου,

ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ.

LA TOREUTIQUE

ΓΛΩΣΣΙΚΑ ΑΡΧΑΙΑΣ

ΜΥΚΗΝΑΙΟΣ

AATPEIEZ

ΣΤΗΝ 949-965

KAI NEQTEPIZMOI DE PHILIPPE

Il ET LE RÔLE

DE 967-974

MACÉDONIENNE

ROMAN

GREVENA

(TIIE

GREVENA

PROJECT 975-986

IX

Alfonso

Santoriello

AGRARIO

DEL

/ Massimo

TERRITORIO

Vitti,

DELLA

IL PAESAGGIO

COLONIA

VICTRIX

987-1001

PHILIPPENSIUM

Θεόδωρος

X.

Σαρικάκης,

O ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ

KAI 1003-1010

Η ΧΙΟΣ

E.

80.

Σημµαντώνη- Μπονρνιά,

ΗΒ ΑΝΑΓΛΥΦΗ

KEPAMEIKH 1011-1029

ΣΤΑ ΠΑΡΑΛΙΑ ΤΟΥ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ

Ευδοκία

Σκαρλατίδου,

ΔΟΥ

ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ ΚΡΑΤΗΡΑΣ TOY

ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ

ΛΟΝΙΚΗΣ.

ΤΟ

ΕΜΠΟΡΙΟ

ΣΤΗ ΘΕΡΜΗ

KAI

AY-

(ΣΕΔΕΣ) ΘΕΣΣΑ-

Η ΠΑΡΑΓΩΓΗ

ΤΩΝ

ΑΓΓΕΙΩΝ

ΤΟΥ ΑΤΤΙΚΟΥ ΑΓΓΕΙΟΓΡΑΦΟΥ ΚΑΙ TOY ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

Μπάρμπαρα

82.

ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

- ΑΝΑΘΗΜΑΤΑ

ΟΠΛΩΝ

KAI

ΜΝΗΜΕΙΑ

ΝΙ1047-1056

ΚΗΣ

Κώστας

83.

1031-1045

Σμιτ-Δούνα, Ol ΔΩΡΕΕΣ ΤΩΝ ΒΑΣΙΛΕΩΝ ΤΗΣ

Σουέρεφ,

ΤΟ ΠΡΟΚΑΣΣΑΝΔΡΕΙΟ ΠΟΛΙΣΜΑ ΤΗΣ

ΤΟΥΜΠΑΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ENAEΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΝΑΣΚΑΦΩΝ

6.

84.

1057-1064

ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ

Στεφανίδου-Τιβερίου,

AION

ΚΑΙ ΑΛΟΣ:

ΔΥΟ

ΝΕΑ 1065 - 1074

ΚΤΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ ΚΑΣΣΑΝΔΡΟΥ 85.

Totko

Stoyanov,

NEW

LIGHT ON THE RELATIONS

NE THRACE AND MACEDONIA

BETWEEN

IN THE EARLY HELLENISTIC 1075-1089

TIMES

Ηλίας

86.

K.

Σβέρκος,

ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ ΤΟΥ

ΣΕ

ΕΚΡΩΜΑΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΤΗΣ

ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ

ΡΩΜΑΙΚΟΥ

ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ

ΣΤΡΑΤΙΩΤΩΝ

ΣΤΡΑΤΟΥ

1091-1100

A. .

Τασιά, ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΕΣ ΟΙΚΙΣΤΙΚΕΣ ΦΑΣΕΙΣ ΣΤΟ AIOIKHTHPIO Argyro B. Tataki, NEW ELEMENTS FOR THE SOCIETY OF BEROEA Margarita

Tatcheva,

COEXISTENCE KANIQUE A.

I.

LE

MODE

PAISIBLE

ET LES COLONIES

θαβώρης, ΛΕΞΙΛΟΓΙΟΥ

ENTRE

LE

BARBARICUM

DE

ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

KAI

BAL1127-1134

H ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ

AIAAEKTOY

ΤΩΝ

TOY

ΑΡΧΑΙΩΝ 1135-1150

ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ

91.

Nikolas

Theodosslev,

BURIALS

IN THE

CAMPAIGNS

Μιχάλης

LATE HELLENISTIC ARISTOCRATIC

LANDS OF TRIBALLOI:

SOME

EVIDENCE

ON 1151-1173

AGAINST THE PROVINCE OF MACEDONIA

Τιβέριος,

ΚΑΡΕΣ ΣΤΟ ΜΥΧΟ TOY ΘΕΡΜΑΙΚΟΥ 1175-1181

ΚΟΛΠΟΥ

91.

R.

A.

1115-1125

LA

HELLENIQUES

Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ

D'ETABLISSEMENT

1101-1113

Tomlinson, ΤΗΕ TOMB OF PIILIP AND THE TOMB ALEXANDER: CONTRASTS AND CONSEQUENCES

OF 1183-1187

Γεώργιος

Αθ.

Τουρλίδης,

ΟΟΡΑ.ἸΟΣ KALH ΜΑΧΗ TON 1189. 1195

ΦΙΛΙΠΠΩΝ

95.

Ελένη

Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου,λ[ο ΣΑΚΤΗ

Bruno

ΚΕΡΑΜΙΚΗ

Tripodi, KARANOS

ΤΗΣ

ΑΡΧΑΙΚΙΙΣ

IL BANCHETTO

DI

THN

EMEL1197. 1217

ΑΚΑΝΘΟΥ

NOZZE

DEL

MACEDONE

(ATITEN.,4, 128a-130d). CONSIDERAZIONI

PRELIMI1219.

NARI L.

Tritle,

LEOCRATES:

DONIAN

98.

MACE-

Τσιγαρίδα,

MAKEAONIKOY

ΤΑΦΟΥ

ΝΙΚΗΣ. ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΑ

IT.

ΣΤΟΙΧΓΙΑ

ΓΙΑ

TH 1235-

ΗΛΙΟΥ ΣΤΗΝ OYPANIAQN ΠΟΛΙΝ

Τσιμπίδου-Αυλωνίτη,

Γεώργιος

AND

1227.

Ελισσάβετ-Μπεττίνα Magia

BUSINESSMAN

AGENT?

ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ

99.

ATHENIAN

ΣΤΟΝ

ΙΙ ΖΩΦΟΡΟΣ ΤΟΥ NEOY ΑΓ.

ΑΘΑΝΑΣΙΟ

ΘΕΣΣΛΛΟ1247-

ΖΗΤΗΜΑΤΑ

Τσότσος,

ΓΕΦἳἷΡΙΑΤΗΣ

POMAIKHS

ΠΕΡΙΩ-

ΔΟΥ ΣΤΗ ΜΑΚΕΛΟΝΙΑ

Briggs Γ.

L.

Twyman,

Τζιφόπουλος,

COTTA’S WAR AGAINST PHILIP V

ΦΙΛΩΝΙΔΗΣ

ΗΜΕΡΟΔΡΟΜΟΣ ΝΕΙΑΣ ΤΩΝ

Rastko Αγνή

1261-

ΕΠΙΓΡΑΦΙΚΩΝ

Vasié,

ZQITOY

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ:

ΚΡΗΣ

ΧΕΡΣΟΝΑΣΙΟΣ

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ

ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ

1277EPMH.

ΜΑΡΤΥΡΙΩΝ

1285.

SINDOS AND TREBENISHTE

Βασιλικοπούλου,Ο

ΜΕΓΑΣ

1295.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ

ΤΩΝ

BY-

1303-

ΖΑΝΤΙΝΩΝ Γ.

Βελένης,

ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ

ΑΠΟ ΤΗΝ

ΑΡΧΑΙΑ

ΑΓΟΡΑ

THX

OEZIA1317-

ΛΟΝΙΚΗΣ

Εμμανουήλ

Βουτυράς,

HAATPEIA THX ΑΦΡΟΔΙΤΙΙΣ ΣΤΗΝ

ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΘΕΡΜΑΙΟΥ Nancy

C.

Wilkie,

SOME

1329.

ΚΟΛΠΟΥ ASPECTS

OF THE

PREHISTORIC OC1345-

CUPATION OF GREVENA James

I.

Wiseman,

K.

DEUS CAESAR

Ξυδόπονυλος,

AND OTHER

O OEZMOZ

1359.

GODS AT STOBI

THE ΠΑΤΡΩΝΕΙΑΣ

ΣΤΗ

MA1371.

KEAONIA

110.

Michael

Zahrnt,

SCHE

HIRT.

ALEXANDER

BEMERKUNGEN

DES RACHEKRIEGES Fausto

Zevi,

GROSSE

UND

PROPAGANDA

DER

ΙΥΚΙ.

WAIREND 1381- 1387

(334-330 v. Chr.)

ΑΛΕΞΑΝΛΡΩΣ

ΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΟΥ

DER ZUR

KAI

ΟΙ ΜΑΤΟΣ

POMIL

H ΣΗΜΑΣΙΑ

ENOZ

EL1359. 1397

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η εντυπωσιακή αὔξηση του ενδιαφέροντος για την αρχαιολογική και ιστορική έρευνα στη Μακεδονία, maga τις απόψεις ορισμένων ότι πρόκειται για εφήµερο Xat συγκυριακό φαινόμενο, παραμένει σταθερή για σχεδόν τρεις dexaeties. Σε µεγάλο βαθμό αυτό οφείλεται στα άγνωστα µνηµεία xat στο πλήθος από ευρήματα που αποκαλύπτουν οι ανασκαφές αλλά και στη φιλοτιµία των συναδέλφων να ανακοινώνουν γρήγορα και συστηματικά τα αποτελέσματα των ερευνών. Αποφασιστικό ρόλο στη δηµιουργία του νέου κλίματος που στηρίζει τους γρήγορους και αποτελεσματικούς ρυῤμούς έπαιξε η Ιουλία Βοκοτοπούλου, που όµως έφυγε νωρίς. Στη μνήμη της µε ομόφωνη απόφαση της Οργανωτικής Επιτροπής αφιερώνεται η δημοσίευση των Πρακτικών του όου Διεθνούς Συμποσίου για την Αρχαία Μακεδονία. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΠΑΝΤΕΡΜΑΛΗΣ

Καθηγητής Αρχαιολογίας

Το Διοικητικό Συμβούλιο

του Ιδρύματος

Μελετών

Χερσονήσου

του Αίμου

ευχαριστεί θεωµά τον κ. Φίλιππο Πετσάλνικο, τότε Υπουργό Μακεδονίας - Θράκης, για τη γενναία οικονομική του συμβολή στην ῥίτομη έκδοση των Πρακτικών του ZT

Διεθνούς Συμποσίου για την Αρχαία Μακεδονία.

FOREWORD Although some people regard it as a transient, circumstantial phenomenon, the striking increase in interest in archaeological and historical research in Macedonia has continued unabated for almost three decades. This is due in large part to the unknown monuments and the quantities of finds that the excavations

are uncovering,

but also

to the pride

our colleagues

take

in

announcing the results of their investigations quickly and systematically. A decisive part in creating the new climate that supports this speed and efficiency was played by Julia Vokotopoulou, who was taken from us far too soon. By unanimous decision of the Organising committee, this publication of the Proceedings of the 6th International Symposium on Ancient Macedonia is dedicated to her memory. DIMITRIOS PANDERMALIS

Protessor of Archaeology

The Goveming Board of the Institute for Balkan Studies wishes to express its warmest appreciation to Mr. Philippos Petsalnikos, then Minister of Macedonia - Thrace, for his

generous funding of the two-volume publication of the Proceedings of the Sixth International

Symposium on Ancient Maccdonia.

ΙΟΥΛΙΑ

ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΥ (1939-1995)

ANAKOINQZEIZ REPORTS

ΕΠΙΓΡΑΦΙΚΕΣ

MAPTYPIEZ

ΑΠΟ TA ΒΡΑΣΝΑ

Πολυξένη

Αδάμµμ-Βελένη

N. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Στη µνήµη της Ιουλίας.Βοκοτοπούλου Την άνοιξη του 1992 παραδόθηκε στο Μουσείο Θεσσαλονίκης µια επιγραφή από την άγνωστη μέχρι τότε, από αρχαιολογική άποψη, περιοχή των Βρασνών N. Θεσσαλονίκης!. Πρόκειται για πλάκα διαστάσεων 54,8x48,2 u., πάχους 19,4 p., από κακής ποιότητας υπόλευκο εὔθριπτο μάρμαρο µε χονὃρό κόχκο. H πλάκα διασώζει το πέρας της σε όλες τις πλευρές εκτός από την αριστερή της. Στην πάτω δεξιά γωνία έχει ένα λοξό σπάσιµο. Όλη η αριστερή πλευρά της πλάκας είναι σπασμένη κατακόρυφα, µε αποτέλεσµα va λείπει η αρχή της επιγραφής. H κύρια όψη της, που είναι χαλά λειασμένη. φέρει εγχάρακτη επιγραφή ένδεκα στίχωνΣ, σε στοιχηδόν γραφή µε ύψος γραμμάτων 2,5 εκ. παι διάστιχο 0,06 εκ. Οι στήλες όµως των γραμμάτων απέχουν μεταξύ τοὺς λιγότερο από τα διάστιχα, 0,012 p., µε αποτέλεσµα va μοιάζει ότι γράφτηκε κιονηδόν, χωρίς, ωστόσο, να είναι δυνατόν να διαβαστεί κατακόρυφα (Σχ. 1).

Στην ἐπιγραφή διαβάζονται τα γράμματα:

1. H επιγραφή επρόκειτο να ἁημωσαιεια]εί απὀ την αεύµνηστη Ιουλία Βυκοτοπούλου, Μετά TOV αναπάντεχο χαμό της και λόγω της σπουδαιότητας του εωρήµατος, αποφάσισα να την παρωνσιάσω σε αυτό TO Συνέδριο, αφιεικύνοντας την ανακοίνωση στη μνήμη της ως ελάχιστο αντίδωρο για τις γνώσεις και την ἐμπειρία που αφειδώς µου πρόσφερε όλα Ta χούνια δουλειάς κοντά της. Σχετικά µε τις συνθήκες εύρεσης της επιγραφής BA. IT. Αδάμ-Βελένη, «Αρχαίο ςροῖvio στα Πρασνά», To Αρχαιολογικό Epyo στη Μακεδονία και Θράκη, 6, 1992 [1995], 415, σημ.

1: PA. επίσης σχετικά µε την περιοχή, της ίδιας, «Ἑυπυγραφικά Muyôovias - Βισαλτίας», Aqui vopa στον N. G. L. Hammond, παραρτ. Μακεδονικών, αρ. 7, Θἐσσαλυνίκη 1997, 1-16, και της ἰδιας (σε uv. µε M. Μαγκαφά), ειδικότερα για To ελαιοτριβείο στο φρούριο, «αρχαίο FAGLOTOLfeito ata Βρασνά νυμού Οεσσαλονίκης», Δ΄ Τριήμερο Εργασίας tou Πολιτιστικού Τεχνολογικού Ιδρύματος ETBA µε θέμα «Ελιά καν Λάδι», Καλαμάτα 1993, 92-104. 2. Η αχεδίαση της επιγικιφής οφείλεται στον Χ. Σιωνίδη, η φωτογράφηση στοὺς φώτοχγράφους του Μονσείου Θἐοσαλονιίκης κ.κ. Κ. Τουτουντζίδη καν Γ. Παράση. Για διά (/ορες χωῆCULES σιζητήσεις AL για βιῤλιογραφιχές υποδείξτις πάνω στο θέµα είμαι υποχρεωμένη στους eax. καθηγητές Γ. Σουρή, M. Νίγδελη και À. Παναγιώτου. Όλους τους ευχαριστώ Oropa και απύ τη θέση avti.

2

Πολυξενη Adcdpe-BrAewn

1 JEPIÈTPO 2--- JU TOENHT 3 ]NKAI+A 4 J-TONE §--- JAEA--O 6--- ]MAI O 7---]OIZO 8---]-TOS ο... ]-ETYP 10-- JÏ-ZE 11--- JN Η µορφή πολλών γραμμάτων έχει κοινά στοιχτία µε αντίστοιχα του χαλπιδικού αλφαβήτου». Ορισμένα, όµως, γυωάμματα Va μπορούσαν να ανήκουν και στο αττικό αλφάβητο”. Στον TEWTO και στον ένατο στίχο TO P (ρω) έχει µια µικρή κεραία κάτω από το ηιικυκλικό τµήµα του. Το Υ (ὐψιλον), στο 20 και 90 στίχο, αποδίδεται µε δύο ευθύγραμμµες κεραίες. Το A (άλφα), στον 60 στίχο, ἀποδίδεται µε την οριζόντια χεραία λοξά. To = (Et) n Ζ (ζήτα), στον 70 στίχο, αποδίδεται µε δύο µεγάλες οριζόντιες γραμμές ενωμένες µε µία κάθετη. To I (ιώτα), στον lo, 60, 70 xat 80 στίχο, γωάφεται µε µία απλή xataχόρυφη γοαμμµή. Or κεραίες του K (χάπα), στον 3ο στίχο, είναι η pia πιο κοvin από την άλλη. To H (ήτα), στο τέλος του 201 στίχου, DEV αποδίδει το daOÙ πνεύμα, καθώς δεν ακολουθείται amd άλλο you. Το Σ (σίγμα) αποδίδεται µε τρεις γραµµές, χωρίς γωνίες, γραμμένο λοξά, µε µια µορφή ωστόσο που απαντά και σε άλλα αλφάβητα. Χαρακτηριστικό είναι TO γράμμα στον 6ο στίχο, πιθανόν ένα δίγαµµα, µε τρεις παράλληλες καταχκόρυφες γραμμές (η µία στα αριστερά µεγαλύτερη), που ενώνονται µε pia οριζόντια στο πάνω tua τους. Η µορφή αυτή του diyupupa dev είναι συνηθισμένη οὖτε στο yukπιδικό αλφάβητο.

H γενικά περιποιηµένη όψη της επιγραφής, η επιμελημένη χάραξη, το μέγεθος και TO σχήµα των γραμμάτων, καθὼς και ο τρόπος που είναι γραμµένη, fa μπορούσαν να µας οδηγήσουν σε µία πυώιμη χρονολόγησή της µέσα στον So at. π.Χ. To pw, το σίγμα το δίγαµµα, το έψιλον χαι TO κάπα, έχουν αρκετά Νοινά στοιχεία µε επιγραφές των χρόνων αυτών). Έτσι το tuχαίο αυτό EVONUG, φαίνεται µε µια πρώτη ἐξέταση να αποτελεί µία CTO τις

1 Α.Σ. Αυανιτόπυυλονυ, Γπιγοαφική, Aliya 4. 0.1,

106-107.

,

5. Αωῤανιτόπουλος, OT. 225, 241, eux. 197.

1937, 188-190.

Επιγραφικές uaprvoies από ra Βρασνά N. Θεσσαλονίκης

3

πιο πρώιμες επιγραφές σε λίθο στη Μακεδονίαό. Θα πρέπει ωστόσο να διατηρήσουµε χάποιες σοβαρές επιφυλάξεις για αυτή τη χρονολογική τοποθέTHON, που υπαγορεύονται από τον τόπο εύρεσης της επιγραφής και το είδος του κειµένου που αναγράφεται πάνω της. O βόρειος πύργος του φρουρίου στον οποίο ήταν μάλλον εντοιχισµένη dev µπορεί να χρονολογηθεί πρωιμότερα από τα µέσα του 32ου αι. π.Χ. Ταυτόχρονα, παρόλο που τα γράμματα της επιγραφής είναι ευµεγέθη και ευανάγνωστα, δύσκολα αναγνωρίζονται λέξεις. Ασφαλώς ως κύριος λόγος αυτής της δυσκολίας θα μπορούσε να είναι το γεγονός ότι λείπει όλη η αρχή της επιγραφής. Στο υπόλοιπο σωζόμενο τµήµα μπορούν να γίνουν δύο παρατηρήσεις: a) OTL, εκτός από ορισμένα γράµµατα που δε διακρίνονται στον 2ο, στον 4ο στον So, 80 και στοὺς τρεις τελευταίους στίχους, οι υπόλοιπες λέξεις δε φθάνουν όλες µέχρι το τέλος της πλάκας xa β) οι καταλήξεις των λέξεων στον 10, 50, 60 και στον 7ο στίχο σε ο (μακρό) δείχνουν πιθανότατα ότι έχουµε γενική πτώση, Κάτι το οποίο ενδεχομένως συμβαίνει και στον 2ο στίχο, όπου η λέξη τελειώνει σε H (ήτα), y) ο τρόπος αναγραφής και το μέγεθος της επιγραφής φανερώνουν επίσημο κείµενο από κάποιο δημόσιο πτήριο ίσως της περιοχής]. Σε καμιά όµως περίπτωση δεν είναι δυνατόν να διαβαστεί οποιαδήποτε λέξη n έστω συλλαβή που θα είχε κάποιο νόημα. Me τα δεδοµένα αυτά οδηγηθήκαµε στη σκέψη ότι βρισκόμαστε σε ένα ειδικό κείµενο µε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, σε ένα κείµενο όπου τα γράμματα δεν αποδίδουν φθόγγους πεζού n έµµετρου λόγου αλλά αποτελούν σηµειωτικά φθογγόσηµα μουσικής. Φαίνεται έτσι πολύ πιθανόν ότι βρισκόμαστε σε Eva μουσικό κείμενοδ, ένα από τα ελάχιστα πον έχουν διασωθεί στην αρχαιότητα και το πρώτο που έχει βρεθεί στη Μακεδονία. Η αρχική µας υπόθεση επιβεβαιώθηκε και από τον µουσικολόγο A. Θέμελη, ο οποίος θα το ὑημοσιεύσει ως μουσικό πλέον κχείμενο. 6. To καλοκαίρι tov

1996 βρέθηκαν παλαιότερες επιγραφές στην ανασκαφή των αρχαίων

Σταγείρων στην Ολυμπιάδα Χαλκιδικής, Ἡ yoaupévn βουστροφηδόν επιγραφή στο ανάγλυφυ νπέρθνρου της πύλης καθώς και αυτή που βρέθηκε εντοιχισµένη στον περίβολο είναι αρχαϊκών

χούνων (ευχαριστώ θεωµά to συνάδελφυ Κ. Σισµανίδη πυνυ eixe την καλυαύνη να µου τις δείξει καθώς Ἆαι για τη χρήσιµη συζήτηση που είχα pati τον). Πρώιμη επιγραφή σε λίθο είναι η µε αρ.

215 της Έκθεσης Ελληνικός Πολιτισμός, Μακεδονία to Βασίλειου του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Αθήνα

1993. Σε κεραμἰδια ή σε αγγεία έχουν βρεθεί και παλιότερες επιγραφές, βλ. ό.π. αρ. 2, 75

ap. 5 της ίδιας έκθεσης, 7. Για την εξάπλωση των Μακεδόνων προς τα ανατολικά στων 60 xat So αιώνα βλ. N. Hammond, History of Macedonia, vol. 1. 1972, 191-203 και A. Panayiotou, La langue des inScriptions grecques de Macedoine (Ive), 98-99. 8. D. Themelis, «Eine antike Musikischrift aus dem Heigtum des Herakles Pangrates», Die Musikforschung 47, 1994, Heft 4, 349-364. Tov καθηγητή A. Θέμελη ευχαριστώ θερμά και are τη θέση αυτή για τις συζητήσεις που είχα pati Tov πάνω atu θέµα,

4

Hodvievn AdapeBràevn

Λίγους µήνες LETHE την παράδοση της πλάκας καὶ την υπόδειξη Tot yoρου εύρεσης από tov καθηγητή

N. Μουτούπουλο,

ακολούθησε

ανασκαφική

έρευνα, µε την ελπίδα ότι ίσως βωεθεί και TO υπόλοιπο μισού της τμήμα. AUTO όμως, όπως άνηκε a6 την πορεία της ÉQEVVUS, ἦταν αδύνατον, Στη θέση εκείνη άρχισε

να αποκαλύπτεται

ένα «ρουριακὸ

σι /χρότηµα

του

Jov ar.

π.Χ., η χαταστρο(ή του οποίου τοποθιτήθηκε στο 168 π.Χ.. µε βάση τα voruσµατικά δεδοµένα στο στρώμα καταστροφής”. Στο GOOLE εντοπίστηκε Y ON

Hee TOU 4ου at. π.Χ., ενώ Ta βαθύτερα αρχαιολογικά στρώματα DE διερευνήθηκαν

axon.

Από

την ανασκαφή

(άνηκε

OTL η πλάκα

ήταν

εντοιχισμένη

στον βόρειο πύργο του φρουρίου από τον οποίο καταστράφηκε TO μισό τμήμα

κατά τη διαπλάτυνση του αγροτικού ὀρόμου που περνά δίπλα LTO τὸ «ροῦvuo! Το τµήµα της πλάκας αυτό, ἐπομένως, χοησιμοποιήθηκε σὲ δεύτερη χρήση ως οικοδομικό υλικό στο «ρουριακό συγκρότημα. Η αρχική τον θέση de Ou ήταν πολύ µακριά. Χωρίς va ἀποκλείοιηε την προίλευσή τον COTO παλαιότερο οικοδόµηιια κάτω από το ίδιο το «ωούφριο, μπορούμε να OXEG TOUPLE COS πιθανές και άλλες θέσεις της περιοχής, όπως για παράδειγµα τη θίση Apaγασιά!!, όπου xae πάλι φάνηκε ένας επιβλητικός πιρίβολος των οστεροχλασικών χωόνων, ἡ τη θέση Πόλη Ράχη, περίπου 2 χλμ. βορειότερα

τοῦ «ρου-

ρίου, όπου εντοπίζεται εχτεταµένος τειχισµμένος οικισμός των ιοτορικώὠν χούνων. Η ανασκαφική έρευνα πάντως στην πιριοχή. TOU άρχισε μόλις πριν τέσσερα χρόνια, LOWS µας επιφυλάσσει πολλές εκπλήξεις, καθώς πρόκειται για έναν σπουδαίο GTO στρατηγική άποψη

χώρο -- πέρασμα

από τη Muxt-

dovia στη Θράκη---, στον οποίο από τον 60 ήδη πωοχοιστιανικό αιώνα διαὀὑραματίστηκαν σημαντικά γεγονότα. Καθώς η ανασκαφική έρευνα του «ρονρίου είχε διάρκεια DUO σύντομων

ανασκαφικών περιόδων!Σ, περιοριστήκαµε στον εντοπισμό µόνο των ορίων του πτηρίου. Σε όλους τοὺς χώρους βρέθηκε παχύ στρώμα καταστροφής των κεραμιδιών της στέγης. Προκειμένου να προσδιορίσουμε TH χοήση ορισμένων 9. BA. για την πρώτη παρουσίαση της ανασκαφης OT. σημ. 1 σελ. 415-424 και IT. Addy Bratvy - M. Mayzayqa, «Αρχαίο ελαιοτοιβειο στα Boaoves, DU Επιστημώνίκὴ Erveavrnon via την Et και ro Add, Καλαμάτα, Λάος 1993 [1996], 92-104, 10. O ὀρόμος διανωίχτηκε ILTO τον προηγουμένο τδιοκτήτη τοῦ αὐροτεμαάγιοῦ τοῦ µας υπέδειξε CKO KOS TO σηµείο εὐρεσηςτης, It. Μετά την πυρκαγιά TOU αποτίφρωσε μεγάλη EATON στις πλάγιες τον Κιρουλλιου όρους GTOZAGAYY THAE στη θέση Αραγααιά των Ερασνών ένας pro διαστάσεων περιβολος @ οποίος dev ανασκάφτηκε. Πιθανότατα είναι κλασικών ελληνιοτικῶν χρονων, BA. σχετική ανακωίνωση της ὑπογράφουσας στο Συνέδριο προς Ty του N. Hammond, Πενταλόφος Rocuvns, Μάιος

1993, ό.π., σημ.

1.

12. Eve ανασκαφή to 1992 καὶ to 1994 TROZELLLYOT να OQLOUE TELL τὸ OLKOTEOO και να πωωταθεί n ἁπαλλὠτρίωσή TON. Ελ, oe aes εκθέσεις της υπογοάφουσας ato AA των αντιστοιχων ετών.

Επιγραφικές μαρτυρίες até τα Bouavä N. Θεσσαλονίκης

5

χώρων και να διαπιστώσουμε αν υπήρχαν παλαιότερες φάσεις, αφαιρέθηκε το στρώμα καταστροφής σε πέντε µόνο χώρους, τέσσερις προς την ανατολική και Eva προς τη βόρεια πλευρά. Κατά την αφαίρεση αυτή διαπιστώσαμε ότι αρκετά κεραμίδια έφεραν σφραγίσµατα. Αλλά χαι από µια παλαιότερη φάση, που εντοπίστηκε µε βεβαιότητα σε έναν χώρο, προέρχονται δύο ενσφράγιστα κεραμίδια. Συνολικά πρόκειται για είκοσι τρία ενσφράγιστα κεραμίδια, λαXWVLXOV τύπου. Δέχα εννέα ανήκουν

σε ηγεμόνες χεράµους και τέσσερα σε

κχαλυπτήρες. Ta σφραγίσµατα είναι διαφορετικού τύπου στις δύο κατηγορίες κεραμιδιών. Στις ηγεμόνες xeoduovg!? υπάρχουν ονόματα και σύμβολα, ενώ στους καλυπτήρες μονογραφήμµατα. Στις ηγεμόνες χεράμους τα σφραγίσµατα ομαδοποιούνται ως εξής: 1. Σε ορθογώνιο ενεπίγραφο σφράγισµα (σωζόµενων διαστάσεων 4,5x5,2 εκ.), που υπολογίζεται ότι έχει και το μεγαλύτερο μέγεθος από όλες, διαβάζοVIOL τα γράμματα σε δύο σειρές ......... AN\ ......... ΔΩΡΟΣ (Σχ. 2). Στο κάτω τµήµα διακρίνεται κηρύκειο προς τα δεξιά. Το σχήµα των γραμμάτων µε TO πεπλατυσμένο A (δέλτα), το πολύ ανοικτό Ω (wuéya) και το τετρασχελές Σ (σίγμα), µε ανισοµεγέθη σκέλη και αποστρογγυλεµένα Gxpa, το μικρότερο O (όμικρον) είναι πολύ χαρακτηριστικά. Βρίσκονται χοντά στο καλλιγραφιχό πνεύμα που διέπει τον πάπυρο του Δερβενίου, χωρίς όµως να έχουν την ίδια αρμονία στην ευθυγράµµιση των otiywv!4. Έτσι µια χρονολόγηση προς την τρίτη εικοσιπενταετία του 4ov αι. π.Χ. θα μπορούσε να θεωρηθεί πιθανή. 2. Σε ορθογώνιο σφράγισµα µε σωζόμενες διαστάσεις (7χά4 Ex.) διαβάCETL η επιγραφή σε τρεις σειρές: ΑΣΤΥΝΟΜΩΝ \ MATPOKAE[OYZ] \ MPOZEΝΟΥ

(Σχ. 3). Στο κάτω τµήµα του απεικονίζεται πηρύχειο προς τα αριστερά.

Τα μέγεθος των γραμμάτων ποικίλλει. Κυμαίνεται από 0,003-0,01 p. To τιτυρασκελές Σ(ίγμα) έχει ανοιχτές τις δύο εξωτερικές κεραίες του, ὀπως και στα σφωαγίσµατα των χεραμιδιών απὀ την Πέλλα!». To O (όμικρον) είναι πολύ μικρότερο από τα υπόλοιπα γράμματα, όπως συμβαίνει και στην επιγυαφή των Kakvôoimvlé. Στο E (έψιλον) είναι φανερή η προσπάθειά va 13. Σχετικά µε Tov 600 «αγελαία κέραµος» βλ. A. Παντεριιαλῆς, «LI κεράμωση τον ανακτόgov otn Βεργίνα», Αμητός, τιμητικός τόμος για tov καβηγητή M. Ανρόνικο, 1986, 579-604. 14. Σ. Τ. Καφωμένου, «O ὀρφικός πάπυρος της Θεσσαλονίκης», AA 19 (1964), Μέρος Α΄ Μελέται 17-25, πἰν. 12-15. Επίσης για τη μορφή του Ti, του Σίγµα, tov Tau και του Ύπιλον fà. A. Panayotou, La langue des incriptions grecques de Macédoine, (Ve s. a.C. - VII s.p.C.), Tome 1, Intr. 146, 1990 (adnji did. δτατρ.). Ι5. Βλ. Ν. Καλτσάς, [lives ῥιακουμημένες κεραμώσεις ceto τη Μακεδονία, 1988, 97-105, Β. Μισαηλίδου-Λεσποτίδου, «Ενσφράγιστες κεραμίδιες ἀπὸ to ανάκτορο της Πέλλας», Αρχαια Maxrdovia, E° Διεθνές Συνεδριο, Πρακτικά, topos 2, 975-997, 16. L Bozotototàov, «Il επιγραφή των Καλινδυίων», Αρχαία Μακεδονια, À Atelier Xv νεδριο, Πρακτικά. 1986, 87-95.

6

Πωλιξενη Αὐάμ-Ηελένη

είναι πιο κοντή n μεσαία κεραία. Το = (St) αποδίδεται µε τρεις παράλληλες γοαµµές, χωρίς όμως να ενώνονται µε µία κατακόρυφη. Το A (άλφα) έχει τίθλασμένη οριζόντια κεραία, όπως συμβαίνει δύο φορές στον πάπυρο TOU Λευβενίου. Το N (νι) αποδίδεται µε πολύ απομακρυσμένα ta κατακόρυφα σκέλη

του, τα οποία ὠστόσο, είναι ίσου μήκους. Με βάση avt τη µορφή των γραµµάτων, που μοιάζει να είναι λίγο πιο εξελιγμένη απὀ τα YO LATA της επιγραφής των Καλινδοίων, µια χρονολόγηση πφος το τέλος του 4ou αι. αίνε-

ται αρχετά πιθανή. Σχετικά µε τα δύο ονόματα που αναφέρονται στο σᾳυάγισµα, παρατηρούμε ότι ο τύπος του ονόματος Πατρολκλεύς Sev απαντά στη Μακεδονία, σε αντίθεση µε το όνοµα Πρόξενος mow είναι κοινό ελληνικό όνομα xa μαυτυρείται ιστορικά Yuu έναν σωµατοφύλαχκα του Μεγάλου Αλε-

Edvôgou!?. Οι δύο τύποι των σφμωαγισμιάτων που αναφέἑρίηκαν de βρέθηκαν στο πάνω ενιαίο στρώμα της καταστροφής του 168 π.Χ., αλλά σε Eva παλαιότερο στρώμα καύσης που ανασκάφτηκε στο χώρο του ελαιοτριβείο)! µε διαφορά βάθους 60 ex. περίπου. Στον ίδιο χώρο βρέθηκε και ένας πολύ καλά κτισμένος παχύς τοίχος µε πέτρες καλά πελεκηµένες και αρμοσμένες µε λάσπτ. O τοίχος αυτός είναι φανερό ότι σχετίζεται µε µία πρωιμότερη άση του φυουLIOU KUL ίσως να αποτελούσε τον ανατολικό εξωτερικό περίβολο ενός πιο µικρού πτηυίου µε οχυρωματικό και πάλι χαρακτήρα. 3. Η επόµενη ομάδα των ενσφράγιστων χεραµίδων αποτελείται από δὲκα τρεις µε όμοια σφραγίσµατα, στα οποία διακρίνονται δύο αρχέτυτα. Οι διαστάσεις των σφμραγισµάτων εἶναι 9,2x4,3 εκ. Σε όλες αναγράφεται η επι-

γραφή σε τρεις σειρές: ΑΣΤΥΝΟΜΩΝ \ ΘΟΥΡΙΠΠΟΥ \ AHMHTPIOY (2x. 412). Τα γράμματα είναι ανισοµεγέθη. Το µέσο ύψος τους είναι 0,08 p. To A (άλφα) έχει ελαφρά καμπυλωμένες τις πλάγιες κέραίες TOU, το idto και TO A (Δέλτα). To Π (πι) έχει πια ίσα τα σκέλη τον, ενώ το O (όµμικρον) εξακολουθεί να είναι μικρότερο. Χαρακτηριστική είναι η απόδοση τών σχέλών tou N (νι)

και του M (pu) µε καμπυλωμένα προς τα έξω σκέλη τους, ενώ τὸ Σ (atypia) έχει σχήµα ημισελήνου, εκτός από ένα σᾳράγισµα όπου είναι τετρασκελίές. Η µορφή των γραμμάτων οδηγεί µε βάση τις συγχρίσεις µε αντίστοιχα παραδείγματα απὀ την Πέλλα και τη Βεργίνα στην πρώτη εικοσιπενταιτία του 2ου αι. π.Χ.ΙὈ, Στα χρόνια αυτά που συμπίπτουν

µε τα ταραγμένα

χρόνια

επι-

χράτησης των επιγόνων φαίνεται να τοποθετείται µια αναδιοργάνωση του φρουριακού συγκροτήματος µε ταυτόχρονη επέκτασή του στις διαστάσεις που 17. Χρ. Σαατούγλου-Παλιαδέλη, Ta επιτάφια μνημεία ato τὴ Meyadn Τούμπα της Brovivag, 1984, 282. 18. Tra to ελαιοτριβετο BAL OT. ame. 9.

19. Παλιαδέλη, d..T., 224. Μισαηλίδου, 6..7., 978-979.

Επιγραφιχκές μαρτυρίες από τα Beaava N. Θεσσαλονίκης

7

είναι σήµερα ορατές. Από τα ονόματα των δύο αστυνόµων, το ένα παρουσιάζει ενδιαφέρον. Το όνοµα Δημήτριος είναι ένα κοινό ελληνικό όνοµα που χρησιµοποιείται συχνά στη Μακεδονία. Αντίθετα, το όνοµα Θούριππος είναι όνοµα αμαυτύ-

onto. Με πρώτο συνθετικό το επίθετο «θούρης»20, που δηλώνει το αυσενικό γένος στα ζώα, και XAT’ επέκταση το επίθετο «θουραίος», που σηµαίνει τον ορυμητικό, τον επιθετικό, τον βίαιο, και δεύτερο συνθετικό τη λέξη «ίππος», δηλώνει τον ὀυνατό άνδρα, τον καβαλάρη. Δίχως άλλο πρόκειται για ένα μακεδονικό όνοµα που θα επιχωρίαζε στην περιοχή. 4. Ze ένα axôun ορθογώνιο σφράγισµα που διασώθηκε αποσπασματικά διαβάζονται σε δύο σειρές τα γράμματα ---JNIAOY \---]IOYX (Σχ. 13). 5. Σε δύο ορθογώνια σφραγίσµατα διακρίνεται µόνο ένα κηρύκειο τοποθετημένο στον οριζόντιο άξονά του, ενώ ονόματα γραμμένα ίσως κάτω από αυτό, dev μπορούν να διαβαστούν (Σχ. 14-15). 6. Σε ένα ορθογώνιο σφράγισµα διακρίνονται µόνο λίγα γράμματα πάvio xa κάτω από ένα αντικείµενο που μοιάζει µε ρόπαλο AN..... NOV /Ρ (Σχ. 16). 7. Δύο σφραγίσµατα σε ηγεμόνες κεράµους είναι κυκλικά, µε διάµετρο 0,04 p. Το αποτύπωμα της σφυαγίδας de διασώθηκε. Σε ένα µόνο από tu σφραγίσµατα αυτού του τύπου φαίνονται κάποια χαμηλά EEGQUATA στην περίμετρο HAL δημιουργούν την εντύπωση ότι υπήρχε επιγραφή γραμμένη περιμετρικά (Σχ. 17-18). 8. Σε µία µόνο, τέλος, ηγεμόνα χέραμο υπήρχε ένα σφράγισµα µε µονογράφηµα. Πρόκειται για µια συνένωση του Α (άλφα) και του Β (βήτα), γνωστή συντομογραφία της λέξης «βασιλικός», που απαντά κυρίως στα κεράµίδια της πρωτεύουσας Πέλλας (Lx. 19). Στις σφραγίδες των καλυπτήριων κεράµμων απαντούν Où εξής περιπτώσεις: I. Σε τρεις καλυπτήριους χεράµους υπάρχουν δύο μικρά ορθογώνια σφραγίσµατα µε τα povoyuaupata Γ (γάμμα), K (κάππα), Π (πι), στα αριστερά χαι ένα απλό Βήτα γωαμμένο λοξά στη µία περίπτωση xat ένα A(Aqpu) στην άλλη, στο δεξιό τµήµα του σφραγίσµατος. Το άλφα έχει γωνιώδη οριζόντια κεραία (Σχ. 20-22). 2. Σε µία καλυπτήριο χέραµο υπάρχει σφμάγισµα µε pia διπλή σφραγίδα που έχει στα αριστερά

ένα µονογράφηµα

µε τα γράμματα

À (άλφα) xa

Β

(βήτα) και στα δεξιά ένα µεγάλο A (δέλτα), Τ (tav), Ρ (ρω), συντομογραφία ίσως του ονόματος Δημήτριος (Σχ. 23). 20. Lidell- Scott oto σχετικό λήμμα,

8

Πολυξένη Ada

Ηελένη

Οι ενσεράγιστοι χέραμοι ἀπό το FOOTOLO των Ερασνών παρουσιάζουν

πολλαπλό ενδιαφέρον. Η ὑπαρξή τους στην χεράμωση τοῦ κτηρίου φανερώνει καταρχήν το δημόσιο χαρακτήρα του. Kata δεύτερον. τὸ Lovoyoag mia «BA» δείχνει ότι η παραγωγή των κεραμιδιών και στην περιοχή αυτή γινόταν κάτω

από τον έλεγχο Tov βασιλικού εργαστηρίου n ότι λειτουργούσε εχεί ἑνα Teaράρτημά του για να καλύψει τις τοπικές ανάγκες. Ta άλλα μονογραφήματα σχετίζονται ίσως µε εργαστήριαξ!. Μια τρίτη και πολύ ενδιαφέρουσα πληροφορία προκύπτει από την ανάμειξη των αστυνόµμων στην παραγωγή των KEραμιδιών. Ot αστυνόµοι είναι γνωστό αξίωμα σε αρκετές περιοχές TOV FÀ Àa-

δικού χώρου, χυρίως από τη M. Ασία και τα νησιά. H δικιιοδοσία τους, όπως προκύπτει απὀ τον VOLO των αστυνόμων τον Περγάμοιςα, βρίσκεται στον έλεγχο διαφόρων οικοδομικών εργασιών στις πόλεις και αφορά κυρίως

τις δναστάσεις των δρόμων και τον τρόπο κατασκευής της τοιχοδοµίας των ὁημόσιων και ιδιωτικών κτηρίων. Ἡ δικαιοδοσία ελέγχου φαίνεται ότι ETEπτείνεται σε ορισμένες περιπτώσεις HAL σε προϊόντα ἐμπορίου. όπως εἶναι TO χρασί À το λάδι, αφού σφραγίσµατα µε ονόματα αστυνόμιων έχοιν βρεθεί και σε λαβές αμφορέωνΣ”, αρμοδιότητα που συνήθως ανήκε στους αγορανό-

μους25. O έλεγχος βέβαια της κατασκευής της χεράµωσης και To σφωέπισµα των χεραμιδιών, από TOUS αστυνόµους είναι µια αὐμοδιότητά τοὺς που μόνο ἀπό άλλη µία περίπτωση µας είναι γνωστή. To γεγονός όμως OTL οι auyxt-

πριµένοι ἀστυνόμοι του φρουρίου των Ηρασνών σγιτίζονταν όχι µόνο µε TOV έλεύχο στην κατασκευή της κεράμωσης αλλά και με ποικίλες εμπορικές ὃραστηριότητες γενικότερα, όπως φανερώνει και η ὑπαρξη του κηρυκείοι στα σφραγίσµατα. δίνει µια καινούργια διάσταση στο θεσμό AUTO. Στη Μακεδονία ο θεσμός των αστυνόµων de μαρτυρούνταν µέχοι TO εὖ-

21. Παντευμιαλής, 6.7. 591-595, Καλταάς, 0.7, 97-108, Μισαηλιδοι, 6.7. 982-984, 22. Π. Νίγδελης. Πολίτευμα xat κοινωνία των πυλέων των Κυχλαδων κατά την ελληνιστική και αυτοκρατυριχή εποχή, 1990, 172, 233, 239. BA. επισης για την Kvido, BullEpigr 1974, 549, για την Κάλλατι, BullEpigr 1970, 400, BullEpier 1969 478, Bulll-pizr 1970, 475, για τη Σινιωan, Bulle pier 1970, 50, για τη Χερσόνησο της Κοιμαίας, BulEprer 1952, ΤΠ, για την Πέργαμο, Bull pier 1958, 414, για τη Μαύρη Θάλασσα, BullEpier 1952, 11. 23. G. Klattenbach, Die Astynomeninschritt von Pergamon, 1954, 1-25, W. Dittenberger, Orientis Inscripiones Sclectae, 1970, 99-107. 24, Pridik Eugen, Die Astynomenam auf Amphoren und Ziceelstempein aus Sud rusyland, 1928, Silzungsberichten der Preussischen Akademie der Wissenschalten Phit-Ihst. Klass 1928, XXIV.

25. Για τους αγορανύµους βλ. R. Martin, L'Urbunisme dans la Grèce antique,

1974, 57-67.

Για αγορονόµους στη Μακιδονία βλ. M. Β. Hatzopoulos, Cultes et rites de passage en Macédoine, Athenes 1994, 108. Ενσςράπιστυ χεραμίδι οπου avay FQOVTAL αγοραάνοµοι ῥρίθηκε to 1996 στις παλιώτερες φάσεις TOV σκάφτηκαν κάτω CTO την αγορά QOL LAV χωύνων της Oradaovinns.

Επιγραφικές μαρτυρίες από τα Βρασνά N. Θεσσαλονίκης

9

onua των Boaovov. Πρόσφατα σε ένα δεκαεξασέλιδο τεύχος, που εκδόθηκε από την IH’ Εφορεία Αρχαιοτήτων Καβάλας µε την ευκαιρία των εγκαινίων του Μουσείου της Αμφιπόλεως2ό, απεικονίζεται σε ένα πίνακα ένα ενσφράγιστο χεραµίδι, όπου αναφέρονται ονόματα αστυνόµων. To σύνολο όµως του υλικού αυτού δεν είναι δημοσιευμένο, µε αποτέλεσµα να µην μπορούν va γίνουν συγκρίσεις, ούτε γενικότερες εκτιμήσεις για το θεσμό αυτό, που, προς το παρόν, έχει εντοπιστεί στο ανατολικό τµήµα του μακεδονικού βασιλείου. H παρουσία, τέλος, των αστυνόµων στην χεράµωση του φρουρίου προί)ποθέτει την ύπαρξη ενός µεγάλον αστικού κέντρου στην περιοχή, ισχυρού πατά τους κλασιχούς και ελληνιστικούς χρόνους. Πράγματι, ενάµισι χιλιόµεTOO περίπου βορειοδυτικά του φρουρίου εντοπίστηκαν σε πλαγιά λόφου, µε την προσωνυμία Μεγάλη Ράχη, επιφανειακά ίχνη οικισμού ιστορικών χρόνων µε ισχυρό περίβολο, που στα SuTLXG είναι ακόµη και σήµερα ορατός. Η µοναδικἠ µεγάλη πόλη που μαρτυρείται στην περιοχή ανάµεσα στην Αρέθουσα και την Άργιλο είναι ο Βρομίσκος. Ωστόσο για την πόλη αυτή δεν υπάρχει

καμία απολύτως πληροφορία µετά τον So αι. 1.X.27, ενώ από τους ερευνητές τοποθετείται σε διάφορες θέσεις2». Αν εξακολουθούσε να υπάρχει και στα επόμενα, λαμπρά για τους Μακεδόνες, χρόνια, και αν πράγματι ταυτίζεται ue τη θέση στη Μεγάλη Ράχη, µόνο η συστηματική ανασκαφική έρευνα µπορεί

να το αποδείξει. Qu. Σοφούλη 7 GR-54646 Θεμσαλυνίκη

26. X. Kowrowan-Xovoaviléxn, Αρχαιολογικό Μουσείο Aug itd eng, 3. 27. Θυυκυδίδης 4.103. |. 28. N. Mouradroukos, Ρεντίνα 1, 1996, 3-51, BA. και ΠΠ. Λὐὸάμ-Βελένη, «Τωπωγραφικά

γδονίας Βισαλτίας», Αφιέρωμα στων N. G. L Hammond, ὁ.π., σημ. |.

Mv-

Πολιξένη Abau-Bedévn

Ten

10

Σχ. I.

Σχέδιο µαρμάρινης ενεπίγραφης πλάκας (LTO TO

Po

Σχ. 2.

--

Ενσφράγιστοι χέραµοι TO

--

YEOVELO των Ηρασνών.

Σχ. 3.

TO φρούριο των Ηρασνων.

Επιγραφικές pagtuoles από ra Βρασνά N. Θεσσαλονίχης

Σχ. 4.

Σχ. 5.

Σχ. 6.

Ενσφοάγιστοι xépauot από το φοούριο των Βρασνών.

12

Πυλυξένη Αδάμ-Βελενη

Ενσφράγιστοι xépauot από To «φρούριο των Βρασνών.

Επιγοαφικές pagtugles and τα Βρασνά N. Θεσσαλονίκης

13

Σχ. 14.

Ly

Ενσφράγιστοι κέραμοι από το φρούριο των Βρασνών.

18.

14

Πυλυξένη Αδάµμ-Βελένη

——

I

|

τι

στις

.

a

4

..

’ 4 κκ :

Σχ. 23.

À

Des NS

Tee

-

+

VA

\





Cl

r Cam N

\

=£ / of

Ενσφράγιστοι κέραμοι ANG το φᾳροὺριο των Βρασνών.

PHILIP II, THE LEAGUE OF CORINTH AND THE GOVERNANCE OF GREECE

Winthrop

Lindsay

Adams

It has long been noted that Philip’s arrangements for the League of Corinth and the details for setting the League into operation, constitute one of the larger scholarly bibliographies on any topic in Fourth Century Greece!. There has been and continues to be considerable scholarly debate primarily over the timing and nature of the various elements of the settlement, essentially whether the Symmachia was part of the Common Peace (and occasionally vice versa?) or whether they were seperate instruments. Wilcken felt that the Common Peace was an integral part of the Alliance’. Others, such as Schwahn and Schehl‘, insist that there were two seperate treaties. Another line of scholarship concentrates on the preliminaries to the League, notably Carl Roebuck and most recently Shmuel Perlman’s excellent paper presented to an earlier version of this Symposium on the Greek diplomatic tradition behind it5. Finally, Guy Griffith added a new and long overdue dimension, the Macedonian side of the involvement, as part of his outstanding treatment of Philip in the monumental History of Macedonia‘. But all of this

1. For an excellent discussion of the historiography, see S. Perlman, “Greek Diplomatic Tradition and the Corinthian League of Philip of Macedon”, Historia 34 (1985) 154-156 (which is an enlarged version of a paper given at the IV International Symposium September, 1983).

on Ancient Macedonia

in

2. A. Heuss, “Antigonus Monophthalmos und die griechischen Staedte”, Hermes 73 (1938) 133-194. 3. U. Wilcken, “Philip II von Makedonien

und die Panhellenischen Idee", SPAW

18 (1928)

291-318. 4. W. Schwahn, “Heeresmatrikel und Landfriede Philipps von Makedonien”, Klio 21 (1930). Ε. Schehl, “Zum Korinthischen Bunde vom Jahre 338/7 v. Chr.”, JOAI27 (1932) 115-145; see also G. Dobesch, “Alexander der Grosse ind der korinthische Bunde”, Grazer Beitrage 3 (1975) 73-149

and A. Momigliano, “La KOINH EIRHNH dal 386 al 338 A.C.”, RFIC 12 (1934) 482-514. 5.5. Pertman, “Fourth Century Treaties and the League of Corinth of Philip of Macedon”, Archaia Makedonia IV (1986) 437-442. 6. N. G. L. Hammond and G. T. Griffith, A History of Macedonia, Vol. II (550-336 B.C.), (Oxford, 1979) 604-646 [wterwords abbreviated as HM2).

16

Winthrop Lindsay Adams

has tended to put out of focus what Philip intended with the League of Corinth

for the governance of Greece. Virtually all of the scholarship, past and present. has been centered on the diplomatic and military aspects, or the constitutional possibilities and administrative

forms, but all from

an essentially

legalistic standpoint.

Ernst

Badian long ago issued a warning (specifically in connection with the League's relations to the Asian

Greeks) about

how

pointless the argument

over legal

status involving this settlement could be, drawing “fine distinctions between de jure and

de facto situations”’.

Philip established the League

Behind all of it, there is no doubt

(to control Greece)

as to why

and his ultimate goal ot

using it in a war against Persia; nor about the fact that it was the power of Macedon, under the direction of a single mind (bc that Philip, Alexander, or

Alexander through Antipater), that made it operate. This paper will arguc that in establishing the League, rather than secing it in its seperate elements. it was thought of as a whole by Philip from the beginning, and that to have any chance in governing Greece it would have to be scen to have been reached cooperatively rather than dictated, and that this is perhaps the best demonstration of Philip's political genius. Had Philip merely wanted a panhellenic instrument. firmly under his control, or a diplomatic structure to enforce a Common Pcace, he had of course several examples from which to choose: all consummate failures. These, notably, were the attempts at Common Peaces of the 3505 and the 370's, and his own use of the Peace of Philocrates and the Delphic Amphictyony. Athens had shattered the former in 340, and despite Philip's control of the two former votes

of Phocis

and

all of the Thessalian

representation

(which

gave

him

control of the Amphictyonic Council), the hollow reed nature of that body was evident all over the plain cast of Chaeronca in August of 338. Still, at first Philip clung to the use of the Amphictyony, in making the boundary settlements which Roebuck thought were later essential foundations for the League of Corinth itself, but it should be noted that these actions were executed under the acgis of the Amphictyony?. He had made concessions to

7. E. Badian, “Alexander the Greater and the Greeks οἱ Asia”, Ancient Society and Institutions: Studies Presented to Victor Ehrenberg on His 75th Birthday (Oxtord, 1966) 39, 8. Not that Philip wasn’t capable of anything, indeed used a combination of wealth, power, enlightened self interest as a normal function ol diplomacy. See, most recently, Τ. Τ. Η. Rider, “The Diplomatic Skills of Philip UW", in Ventures πιο Greek History (ed. by IL Worthington), Oxtord, 1994, 228-257. 9. Acelian gives the most extensive coverage of these treaties ( Varia Historia, 6.1). See, also. Carl Roebuck, “The Settlements of Philip I with the Greck States in 338 BC", CPA 43 (1945) 73.

Philip II, The League of Corinth and the Governance of Greece

17

Phocis (granting them the right to reconstruct fortifications and towns, and eventually reducing their idemnity to the Amphictyony) and to Epicnemidian Locris (restoring Nemea to them from Boeotian territory), and this occured even before Chaeronea!'®. New financial arrangements for the Amphictyony (including a new standardized coinage) and increased influence on the Council for Philip (by adding more Thessalian representatives) were also made in 33811, After Chaeronea, Philip had to sort out the alliance which had opposed him. Thebes’ position within the Boeotian League was weakened by the restoration of Orchomenos, Plataeia and Thespiae as well as changing the representation on the Delphic board of naopoioi (to add Thespiae and Tanagra), while a garrison was placed in Thebes itself!?. The peace with Athens was worked out in fairly short order, including the incentive of ceding them Oropus from Theban territory, and Athens once again participated in Amphictyonic activities by the Autumn meeting at Anthela in 338!?. That meeting confirmed Philip’s actions up to this point. Other arrangements included securing friendly governments on Euboea in the East, in Ambracia to the West, and in Corinth and Megara to the South, thus insuring his contro! of Central Grecce!4. All of this, again, still in the context of the Amphictyony. In late Autumn, Philip moved on to the Peloponnesus and was by now thinking beyond the original settlements. No Peloponnesian states had opposed him in the Chacronca campaign, but they would be vital to any future plans either for governance in Greece or war with Persia. He tried diplomatically to settle the long standing disputes of his Peloponnesian supporters with Sparta,

but failed and had to resort to military

force (the outcome

of

which was never in doubt)!5. Of those supporters, Argos received Thyrcatis 10. For the restoration of Nemea (which could not be accomptished until after the Chacronea campaign), sce G. Glots, “Philippe et la surprise d'Elatee”, BCH 33 (1909) 530-541 and Roebuck, 75 and 78-79; for Phocis, see Roebuck, 77-78. 11. For a discussion Οἱ the reforms of the Amphictyonic structure (tamiai and naupoioi), see P. Cloche, “Les Naopes des Delphes et la politique hellenique de 356 a 327 a J.C.", BCH 40 (1919)

1191; Griftith, FFM2, 615 and Roebuck, 79-89. 12. Syll.? 249 A; see also, Roebuck 80-n.44; Gritfith, F/A12, 610 n 4. 13. Roebuck, 84. 14. Roebuck states that Chalcis and Ambracia, like Corinth and Thebes received Macedonian garrisons, but the evidence is actually from the time of Alexander and given Philip’s sparing use of BATTISONS as opposed to supporting pro-Macedonian factions, it seems more likely that this was mentioned in connection with Alexander because he put them there. See Strabo, 10.1.8; Pol. 38.3.3 and Arr., Anab. Alex. 2.2.4.

15. Philip moved into the Peloponnesos by invitation in late Autumn (Palyb. 9.33.81): see Gritlith, FIA12, 616.

15

Winthrop Lindsay Adams

and part of Cynuria, Megalopolis got Belbinatis, Messene was ceded Denthaliatis and part of the coast, and Tegca was to garner the lion's share with Skiritis and Caryae!®. It was following these actions, late in 338, that Philip sent out the invitations throughout Greece to attend a meeting at Corinth in the Spring of 33717. So, it must have been in the context of the Peloponnesian campaign that Philip decided ultimately to reject the use of the Delphic Amphictyony as an instrument (one he had been more than willing to use only a few wecks earlier),

and

instead

create

a new

one.

Any

number

of

reasons

can

be

adduced: its lack of effectiveness had clearly been demonstrated even with Philip’s control, and while Philip's position in regard to Thessaly was theoretically settled for the rest of his life, that was not certain in regards either to Macedonia or his dynasty; finally, it was clearly dominated by Philip, institutionally as well as by military force, and this may have been the essential problem. It was too mutable, on the one hand, and too obviously controlled on the other. The instrument for governance that was needed was one which could provide a measure of internal security for the polcis and erhne; made allowance for Greek sensibilities regarding sovereignty both in its inception and later operations (in otherwords, “freedom and autonomy”); delivered a means both to maintain the structure and scttle disputes without resort to arms (a point which the Persians had exploited adroitly in the past to turn the Greeks against themselves and away from Persian weakness); would protect the position of Philip and Macedon from similar exploitation; and furnish troops for both collective security and offensive action against Persia.

The details and timing of how these measures were accomplished form the structure of the scholarly debates which, though interesting, essentially all miss the point. Philip conceived of all of it as a whole piece, though specifics could and did purposely come later, and all of the factors were evident in the first meeting. The various elements were intended to work together from the start, obviously, and to be worked out jointly. To think of it as a Common Peace, with a Synedrion and officers attached, and sccondly a Symmachia; or the reverse, a Symmachy with a Synedrion and secondly a Common Peace, or alternately to conceive of it as two seperate sets of obligations coordinated for convenience by the Synedrion, conjures the image of Badian's admonition about overly defining it. Philip accomplished all his goals and met the 16. See Roebuck, 84 and Grithth, HMf2. 6171.5. 17. Plut. Phoc. 16.4; see also Grithth, /7Af2, 624-625,

Philip If, The League of Corinth and the Governance of Greece

19

necessary requirements over the course of 337, and intended to it in just that way. He did so in an evolving framework that deliberately preserved the idea that it was being negotiated by all parties among free and autonomous states, rather than as a dictated settlement. This was a necessary step to avoid offending sovereign sensibilities. But in ultimate conception, it was a structure to administer peacefully all Greece (except Sparta'8), and it had three different manifestations all equally important: a means to provide internal security within the polities; a mechanism to keep them at peace among themselves and with Macedonia; and the military muscle to enforce the foregoing and in use against Persia. Recently, N. G. L. Hammond

has asserted (correct-

ly to my mind) that of all the ancient sources, Justin’s is the most central in

dealing with the details of Philip’s settlement, though Hammond seperates Justin’s narrative by coordinating it with the differently timed phases identified in the scholarship'®. I would go further and state that, though Justin collapsed the process into one meeting, he (or rather Pompeius Trogus) at least grasped the essential unity of it. He got the point distorted by the nature of the later scholarship. Examples of Koine Eirene and various models of Symmachiai abound. The key element which offered something new to the existing governments was the internal governmental gaurantee, though oddly this has taken second place to the two other elements. It can, of course, justifiably be taken with the Common Peace as the internal portion of the formula, but it deserves its own emphasis. In the oath preserved in the decree from the Acropolis, signatories promised neither “to oppose the Basileia of Philip and his descendants nor the politeia being in effect in each [member state]” (Tod, 177, 10-14). This accomplished two things: it made clear Philip’s intention that the relationship with Macedonia was to be permanent and it established as equally important the maintenance of the status quo within each entity when it joined in the Peace. Since in terms of political science it is normally taken as axiomatic that the primary

duty of any government

is to preserve itself, this gave

the govern-

ments of the signatories a vested interest in preserving the Peace because it gauranteed their continued status within their own city or tribe and pledged the full faith of the League toward that end: an item missing from the previous attemps at Common Peace, though not from previous alliances. Collective security arrangements among the member states equally saw to the maintenance of the Common Peace by use of this same kind of vested 18. Arr., Anab. Alex.

1.16.7; Justin, 9.5.3; Griffith, ΗΜ2,

625.

19. N. G. L. Hammond, Philip of Macedon (Baltimore, Md., 1994), 156.

20

Winthrop Lindsay Adams

interest. Not only did they promise “not to bear arms to injure by land or sca those who keep the oath, nor attack in war by any means or strategem any city, fortress, or harbor which belongs to one who shares the peace”, but also that they themselves would do nothing against it AND “prevent anyone elsc from doing so as far as they were able”20, They would also aid those who were wronged under these terms and “fight whocver violates the common peace, as it seems best to the common synedrion and the hegemon [Philip]"?!. This last injunction can be interpreted in several ways at once: internally within each polity; externally among the signatorics: and as an added measure to any state OUTSIDE the Common Peace which interfered with it (i.e. Persia). It was a blanket injunction. This again reinforces the notion that the settlement must be seen as a wholc from the beginning, establishing peace, internal security and providing for common military action under Philip. however the later details were worked out. That the military aspect was present from the beginning of the enterprise is clear from the language of the oath itself quoted above. It provides for military action, on agreement within the Synedrion, and under a commanderin-chief. To quote J. A. O. Larsen, “If that isn't a symmachy, then what is?™=*. Other scholarship may be correct as to laler mectings working out of the details, specific obligations and requirements, but the intent is clear. Further. the normal interpretation of the means by which each entity was to be respresented on the Syncdrion in subsequent meetings is that it was proportional, based on military and naval capability?*. Again, no other interpretation than future military action could be deduced from this. Indeed, it is precisely this intent which forms the basis of Phocion’s objection to Demades®

motion

that

Athens join the Grecks in the Koine Eirene and Synedrion, which is frequently used to demonstrate that the Symmachia came later**. It isn't that the intent is not clear (Phocion sces it), but the specifics which aren't, and Phocion reminds the Athenians of that when the demands tor cavalry and triremes for the war are made (Plut. Phoc.

16.5).

One might argue that not spelling out the specifics at the start was part of Philip’s guile and genius, which may be true but not in the way implied in most of the scholarship. The idea of launching an attack on Persia was hardly 20. Tod. GHI177, lines 14-17. 21. Tod, 177, lines 19-22. 22. 1. A. Ο. Larsen, Representative Government in Greek and Roman History (Berkeley, Ca. 1955), 52. 23. Ibid. 24. For an extensive discussion, see Hammond and Grittith, 1810, 627-632.

Philip II, The League of Corinth and the Governance of Greece

21

secret. Isocrates certainly proclaimed it often enough. The Greek poleis and ethne were not duped into attacking Persia by Philip’s withholdiing the details of mobilization. What Philip is doing is paying heed to the Greeks sensibilities and building up to a consensus. Rather than dictate the requirements for the war, which he could have done, it was far better to do this through the Synedrion and preserve the idea of cooperative governance and a common effort against Persia. Even permitting Sparta NOT to join served a purpose: a symbol that Philip was not being coercive and preserved the image that the Synedrion was a voluntary association. Of course, Macedonian military muscle made that a fiction, and Antipater later would have to pay the price of that gesture at Megalopolis. But it is in the same line as Gibbon’s statement that Augustus decently preserved “the image of a free constitution”. It is in maintaining this sense of cooperation and the fact most of it involved nothing new in and of itself that is the real genius of the settlement. It is not

just, as Perlman

amply

demonstrates,

that

there

was

diplomatic

precedent for Philip’s actions. The League involved the best elements of the Delphic Amphictyony, the idea of the Koine Eirene, and of the previous Standing symmachies. Specifically, these were the internal autonomy and collective security arrangements of Sparta’s alliance system; the clear military leadership of Athens hegemonial arrangement in the Delian League (only now it was a basileia rather than a polis that led); the permanent representative council of the Delphic Amphictyony; and the Common Peace. What was new was that it employed all of them at once, and involved all of Greece (except Sparta) whether polis, tribe or koinon. What Philip was doing even in establishing the League was accustoming it to working things out within the context of the Synedrion and his hegemony. The creation of the League was in itsclf practice in governance and cooperation under the Hegemon. Such consciousness and institution building were old hat to Philip; he had been doing the same thing within Macedonia for the last twenty years. How successful Philip’s efforts were is evident in how the League operated under Alexander. The rebellion of Thebes and the war with Agis both took place in the hegemon’s absence, and even then most ot the League remained quiet. Besides, the war with Agis demonstrably was the result of Sparta not being in the League, which Alexander corrected in 331. More importantly, the structure of the League operated both with and without the Hegemon’s direct influence. Alcxander’s Letter to the Chians dealing with refugee traitors demonstrates the judicial structure of the League in operation. The refugces were outlawed from “all the cities who share in the Peace”;

but also it made

refugces

liable to arrest “according

to the decree

22

Winthrop Lindsay Adams

(dogma) of the Greeks” and that as many as were captured were to be brought back “and judged by the Synedrion of the Greeks"5, Equally, it was the Synedrion which decided the fate of Thebes and the rebels who joined Agis?®. Macedonian military strength lay behind it, but it was the Synedrion which administered Greece as intended, as all of these relate to a breach of the collective security portion of the settlement. Antipater’s remanding the fate Οἱ Sparta to Alexander, equally, is not an example of the failure of the League to

deal with the problem, for Sparta was not in the Syncdrion, so the action was entirely appropriate. Alexander took the measure of correcting Sparta's status. Even more telling, in terms of Philip’s intentions and the Leaguc's possibilities, is the dispute between Melos and Kimalos. It was brought to the Synedrion, which appointed Argos as arbiter?’. Though this is the only instance for which we have evidence, it cannot have been the only occasion. Now it is not my argument that Philip is being anything but practical in creating this kind of governance.

His purpose was to keep Greece as quict as

possible and without having in the main to resort to garrisons to do so. That may even have bcen his primary purpose, as garrisons would be costly, take men away from the planned campaigns against Persia, and be an all too clear symbol of Macedonian power and tyranny, resented by the Grecks. In the end. Antipater (manifestly no Philip), felt that he had to resort to them, and those garrisons formed the Greeks chief complaints about him to Alexander. So Philip’s concept for the governance, at one and the same time demonstrated his political genius in its structure, sound military and political judgement in permitting him to dispense with garrisons to control Greece and was a propaganda coup. This last is best justified by one of Philip’s remarks preserved in Plutarch's Moralia, in answering specifically why he did not want to use garrisons to control Greece, that “he would rather be called a good man for a long time, than Lord for a short one" (Mor. 177 D 4). University of Utah, Dept. of History Salt Lake City,

UT 84112, U.S.A.

25. SIG} 283, lines 11-15. See also, A. J. Heissere, "Alexander's Letter ti the Chians”, Historia 22 (197%) 192. 26. [ιοί 17.141: Justin. 1148. Arcadla, Agros and Flis in the Peloponnesos and the Actolian League had entered into alhanee with Thebes as well, but had not actually participated in the fighting (Diod. 17.8.5-6). Alexander had wanted a negotiited settlement (Dod. 17.9.2-4; Arr. Anab. Alex. 1.7.10-11; Plut., Afex. 11,7). For a discussion of the Alexander, Thebes and the role of the Synednon, see N. G. L. Hammond and F. N Walbank, A History of Afacedoma, VOL IH (336167 B.C.). 50-00. 27. Tod, 2.179.

ΑΓΟΡΑ

ΠΕΛΛΑΣ:

I.

Axapatns

M.

15 ΧΡΟΝΙΑ

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗΣ

ΕΡΕΥΝΑΣ

H αγορά, το εμπορικό και διοικητικό HÉVIQO της αρχαίας Πέλλας, βοίOXETAL στα βόρεια των οικιών µε τα ψηφιδωτά δάπεδα και καταλαμβάνει το κεντρικό τµήµα της αρχαίας πόλης (Σχ. 1)!. To συγκρότηµα εντοπίστηκε το 1980 µε την ευκαιρία της διαπλάτυνσης του δρόμου, που οδηγεί από την εθνική οδό Θεσσαλονίκης-Γιαννιτσών προς την κωμόπολη της Πέλλας. Στη θέση αυτή ήρθε στο φως τµήµα νεκροταφείου τον ὕστερου Sov και του dou αι. π.Χ., που στον ύστερο 40 αι. έδωσε τη θέση του στην επέκταση της πόλης2λ. Από το νεκροταφείο προέρχονται µερικά ση-

µαντικά ευρήματα της εποχής (Εικ. 1). Ανάμεσά τους συμπεριλαμβάνονται η υδρία του κύκλου του ζωγράφου του Προνόμου» (Εικ. 2-3), η επιτύμβια στήλη του Ξάνθουή (Εικ. 4) και ένας κατάδεσµος µε TO εκτενέστερο ως σήµερα διαL. Οι παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα πον καταγράφονται εδώ έχουν ήδη µερικά À oto σύνυλό Tove παρουσιαστεί σε προηγούμενες μελέτες: AEMO?, 1988 (1991) 75-90. AEMO 3, 1989

(1992) 75-90. ΑΕΜΘ 4, 1990 (1993) 143-154. AEMO

6, 1992 (1995) 111-125. ΑΕΜΘ

7, 1993

(1997) 183-194. I. M. Ακχαµάτης, Πήλινες μήτρες αγγείων amo την Πέλλα. ZuufloÂñ στη µελέτη της ελληνιστικής κεραμικής, Αθήνα 1993. Tov ίδιου, Εγνατία 1, 1989, 173-193, µε onu. 3 για πρυγενέατερες αναφορές. Tov ίδιου, Εγνατία 2, 1990, 423-434. Tov idwu, Εγνατία 4, 1993-1994 (1995) 231-247. Tov ἴδιου, «H αγυρά της Πέλλας: Τα πρώτα αρχαιυλογικά συμπεράσματα», Μνήμη A. Λαζαρίδη. Πόλις και yoga στην αρχαία Maxedovia χαι Θράκη, Πρακτικά upyaroλυγικοἡ Συνεδρίου, Καῤάαλα 9-11 Μαϊου 1986, Θεσσαλονίκη 1990, 175-183. 2. Σύντυμα για to νεκροταφείο ato AEMO4, 1990 (1993) 146-149 µε σημ. 15 και 16 σε προ-

πιούµενες αναφορές, 3. Η Yooia. ag. 80.514, εικονίζει αγώνα Αθηνάς χαι Ποσειδώνα, για την οποία βλ. Κ. W. Aratat, Classical Zeus. A study in Art and Literature, Oxford 1990, 156-159, 166, 171, 172 και 201 µε βιῤλιογραφία στη a. 156 σημ. 86. Επίσης F. Δεαπίνης, Παρθενώνεια, Αθήνα 1982, 65. M. Σιγανίδυν, AA 35, 1980 (1988) 398, πίν. 2268-5. W. Fuchs, «Zum Reconstruktion des Poseidon im Parthenon-Westgiebel», Borcas 6, 1983, 80. 1. Ακαμάτης, «Ξάνθος Λημητρίου και Αμαδίχας υιός», Auntoc. Τιμητικώς τόμος για των καθηνητή M. Avdodovixo, 1987, 13 σημ. 2. Hedda τρωTEUOUOU των αωχαίων Μακεδόνων, Τριάντα χρόνια ανασκαφης 1957-1987, xiv. 21. LIMC VII s.v. Poseidon, 474, ay. 241 µε εικύνα (E, Simon). AEMO 4, 1990 (1993) 147, εικ. 10. I. KasperButz, Die Gottin Athena in Klassischen Athen, 1990, 190 µε an. 173. O. Palagia, The Pediment ot

the Parthenon, Leiden - N.Y.- Koln 1993, 40, 44 xen eux. 11. 4. Η ατήλη tov Zuvhou ap. 80.454, 1, M. Ακαμάτης ὁ.π., 13-29 µε σημ. 1 σε AUOYEVÉOTEQES αναφομές. Axouh, SEG 32, 1982, 642. M. Σιγανίδυν, 0.7. 395, al. 226y, BullEpigr 1988, 839. A. B. Tataki, Ancient Beroca Prosopography and Society, Μελετήματα 8, Αθήνα 1988, 357 σημ. 210.

24

LM

Απιμιατης

λεκτικό AE LEVO COTO την αργαία Mazidovia* (27. 2). Από τις πρώτες ὀοχιμαστικές τομές της άνοιξης TOU 1980 στην Trotozi) TOV νεκροταφείου ἠρίθαν OTO «ως τμήματα εω/αστηοιακὺν χώρων χατασχενής και πώλησης κεραμικών προϊόντων (τικ. 5). Η συνέχιση της avaozt-

US απίδειξε OTL τα τμήματα αὐτά εντάσσονται σε ένα ευρύτατο στωικό G1"/κωόύτηια, TOV καταλαμβάνει TO χεντωικό τµήµα της αωγαίας πόλης. Έχει γώVOUG που αναπτύσσονται γύρω COTO µια κιντρικἡ πλατεία, ὁιαστάσεων 200,15

u. amd À προς A και 181,76 pe. από N 700$ B. To κτιριακό σύνολο acl µε τους χώρους των στοών πίσω του (τάνει τα 261,70 pi. από À προς A και 238 i. απὀ Β προς N. Η αγορά έτσι καταλαμβάνει µια ἑκταση ERC οικοδομικών τετραγώνων της αρχαίας πόλης και, όπως «αίνέται στην κάτοψη, εντάσαιται αρμονικά µέσα στον οικοδομικό χάνναβό της». O ομυὐογώνιος όγκος της αγοράς περιβάλλεται από οδυύς και λεως ὁvous. Μία λεωφόρος, που διασχίζει χατά πλάτος TO συ γκωότηµα και TO Zot ζει σε δύο τμήματα έχει πλάτος 15 pu Είναι n μιγαλύτιρη οδός TOV έχει atoχαλυφτεί μέχρι σήµερα στην πρωτεύουσα των Μακιδυνων, Νεοικὲς μάλιστα οδοί διέσγιζαν το οικοδομικό συ/κρότηµα. Ἐδιναν κατ αὐτόν TOV τροπο ποόύσβαση προς την εσωτερική πλατεία, βοηθώντας στη διακίνηση ανθρώπων xa

τρογοφόρων] (Εικ. 6). Οι στοές HOV περιβάλλουν την κεντρική πλατεία, ῥάθουὺς 6 YL, όπως και Της touts, «Observations on Greek Feminine Names Attested in Macedonia», Tyche 8, 1993, 189196. M. B. Hatzopoulos, Macedonian Institutions under the Kings. 1. A Historical and Epigraphic Study. Μελετήματα 22, AOnva 1996, 172 σημ. 3. 5, Μυλύήβδινως κατάδτσµος, do. 86.953, Εμμ. Boutros, «Eva SUREATLAOZ AUTUDEONOS ate την Πέλλα», Ελληνική Λιαλεκτολωγία 3, 1992-1993, 43-48. Tow wir, «Atovioogavtos vaμοι. Marital Lile and Magic in Fourth Century Pella», oto D. Jordan (επιμ). Studies in Sacred Inscriptions on Lead. Studies in Greck and Roman Religion, Leiden (temovetto. Manpovevetu παι ato AMO 4, 1990 (1993) 147 pe qintoyett uan λεπτωµέωεια στην eta. LL, TE. και 1. Dubois, «Une tablette de melediction de Pella: s'agit-il du premier texte macedomen?», REG TOS (1998) 190-197, Αναφέρεται και ota: Γ. Μπιωιπινιῤτης, FH γλώσσα της Aferze dove, AUnva 1992, 181182 (A. Παναγιώτου) και M. Β. Hatzopoulos, 6 7. 172 amp. 3. 6. Νότια της αγοράς έχουν OLALORY MODEL πέντε OIZODOLLAG TETOG OV μικροτερωον QU ὑτσέων. Έχουν αποκοπεί από TO νότιο Πέρος TOV OLZODOPLZION τετρ ώνωῶν της πλευράς ce τής. Έτσι τὸ μήκος TOUS µαζί µε την OOO TOU παρεμβιαλλίται και TO VOTLO µευος της «γοις εἰναι LOLO µε TO βόρειο τμήμα της, όπως TO σι κοόύτρια διαιρείται TO TH μεγάλη tog QQ0 TOU τη διασχίζει. Πιθανότατα αν καν και χοηστινά SOTO συγκρότημα της, HE την ES UT OE THOTT, dLOLANTIκων αναγκών, Ni και AEMO 2, 1988, 75-77 πι Eyvaria 1. 1950. 175 σημ. § και 178 one. 21, 7. Η χεωώφοφρος προς βορρά έχει πλάτος 10 pi. Μεταξύ της νότιας στοάς KUL των πέντε µιπωότέρων οικοδομικών τετρ ονων ὀνέρχέται οὐος πλάτους 0460 FL OÙ οδός ανατοινά και One τικά εχουν πλάτος περίπου 6 pu βλ. καὶ bE Ακαμάτης, «HI αγορα της eus Ta Torta αγτολογικά οὐ μπεράσματα», Afvizim A. Ααςαρίδη. Πόλις και Nova στην aozatie Maxrdovia xe Godan, Tornate αρχαιολοπγικοῦ Σηντδρίοῦ, Καβάλα 9-11 Matov 1986, Οἑύσαλονικη 1990, 176 σημ. 4.

Αγορά Πέλλας: 15 χρόνια αρχαιολογικής έρευνας

25

αλλού, έχουν στο πίσω µέρος σειρά από ορθογώνιους χώρους, τέσσερις και στις τέσσερις πλευρές. Οι δύο aNd αυτούς ανοίγουν µέσω των στοών προς την χεντρική πλατεία, ενώ οἱ άλλοι δύο συνεχόµενοι και αυτοί χώροι ανοίYOUV προς τις λεωφόρους και τις οδούς που περιβάλλουν To συγκρότηµαδ. H υψομετρική διαφορά μεταξύ της λεωφόρου στα βόρεια χαι της οδού στο νότο

φτάνει τα 8,96 μ.Ὀ. Τα υλικά δοµής του συγκροτήµατος είναι ευτελή και Χοινά για όλα τα πτίρια της Πέλλας. Πάνω σε ένα λιθολόγημα υψώνονται où πλινθόκτιστοι τοίχοι από επιχρισµένα τετράγωνα πλιθιά, πλευράς 0,50 µ. και πάχους 0,10 u. ἡ αλλού 0,07 p. περίπον!θ. Η ανωδοµή που ήταν Εύλινη, αναχκρατιόταν από δωρική κιονοστοιχία στα νότια της λεωφόρου, ενώ στο βόρειο µισό τη θέση των κιόνων είχαν πεσσοί!!. Το μεταξόνιο διάστηµα ήταν 3,64 μ.!2. Η βόVELA στοά ήταν διώροφη, πράγμα που συμπεραίνεται and σειρά κλιμάκων που οδηγούσαν στον πάνω όροφο. H κεράµωση ήταν λακωνικού τύπου µε πολλές ενσφράγιστες χεραµίδες, στις οποίες κυριαρχούν τα σφραγίσµατα ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ και ΠΕΛΛΗΣ. Συχνά αποτυπώνεται ένα όνομα µε την παρουσία του μονογράμματος ΒΑ στις γωνίες, Η αποτύπωση συντµήσεων και povoγοαμµάτων, αν και λιγότερο συχνή, είναι όµως αρκετά υψηλή σε παρου-

oia!i, 8. Άμεση επικοινωνία μεταξύ των Allo χώρων TOV ανοίγουν προς την εσωτερική GUAT και

των διπλών TOV αυλίζόνται στοὺς περιμετρικούς ὀρόμους και τη λεωφόρο dev έχει βεβαιωθεί, 9. To δάπεδυ της λεσκρύρου προς βορρά βρίσκεται ata 31,50 μ. ato την επιφάνεια της θά-

λαασας. Έχει μετρηθεί στην πῳοέκταση της ανατολικής ατυάς, πάνω ato χείλος του φείθρου που τη διέσχιζε περί to Κέντρο της µε µιχρή κλίση από ανατολάς προς ὀνσμάς. To υψφύμετρο της OOo στα νύτια τοποθετείται στα 22,54 p.

10. To λιθυλόγημα αποτελείται atò ασβεστολιθικοὺύς γωνιόλιθους χωρίς ιδιαίτερη Lo: ντίδα. Πολλοί είναι σε δεύτερη χρήση. Συνήθως µεγάλυι λήλὀπλινθοι εναλλάσσονται (CTO µικῳόTEQOUS σε σειρές ανάμεσά τους: βλ. AEMO

7, 1993, 186, ax. 2. Τα θεμέλια στη νότια χαι δυτική

πλευρά έχουν μεγαλύτερο βάθος, Où λίθοι τοὺς είναι σε πολλές περιπτώσεις αδροί XUL TO TAC TOS τοὺς µεγαλύτερο. Σε µεριχές περιπτώσεις χρησιμυποιούνται ὀρθύστατες άνισου μήκους NE ένα n) και δύο ὀόμους, 11. Από τοὺς ῥωρικούς σφονδύλους διαὐώβηκαν λίγα τμήματα στη νότια HAL ανατολική στοά. Οι γωνιόλιθοι tou στυλυβάτη στη μεγαλύτερη έκταση tyovv διαρπαγεί, Διατηυήθηκαν απυσπασµατικά στη βορειοανατολική και βορειοδυτική γωνία και µέρος TOV VOTLOU τµηµµατος της ανατολικής. OÙ γωνιόλιθυι και εὐώ εἶναι ανισυµεγέθεις. Μεριχες φυρές διαφοροποιείται AGL η πυνύτητι Tou ααβεστολιθικού υλικοῦ, Οἱ πεασοί dev tiyav διαμορφωμένες βάσεις, Totolrτούνται αµέσως πάνω oto στυλοβατη. Τα αποτυπώωµατά τους ὁιατηραύνται στην ανατολική πλευρά Tov βόρειου στυλυβάτη, Μέρυς ενός πεσσού σώζεται στη θέση τον και έχει ὑιαστασεις στη βάση tov 56.2κ35,5 ex. IL M. Απιμάτης, «Πρόσθετα ανασκαφικά στοιχεία για τη ypovoλώγηση της καταστροΎHs τής αγορας της Πέλλας», Εγνατία 1, 1989, 175 σημ. 9, eux. 3. 12. To μεταξόνιο έχει μετρηθεί στη βορεια στοά µε τη βοήθεια των χαράξεων τοποθέτησης των πεσσών’ βλ. Γγνατία 1, 1989, 175, ag. 2, Eux. 4-8. 11. Τα ageayionata σε κεράµους είναι γνωστά και ἀπὸ ἆλλα σηµεία της Πέλλας, ὅπως

26

IM.

Ακαματης

Σε ὀλες τις πτέρυγες TOW συγκροτήματος και στις γυρω TEQLOZES EVTOTL-

στηκαν πολλά στοιχεία από εμπορικές και BLOTEZVEKES ὁραστηοιότητές, EVO σε άλλες, όπως στη βόρεια πλεινρά και τη νοτιοδυτική γωνία επικεντοηκαν διοικητικές ὁραστηριότητις,

Η µορφή και η κατανομή των ὀραστηριοτητων

αποτέλεσε αντικείµενο της ἀρχαιολογικής

έρευνας.

O προσδιορισμός όμως

των χρήσεων όλων των χώρων σε ένα τόσο µεγάλο σι χοότηµα εἶναι ίσως EX των πραγμάτων αντικειμενικά αδύνατο να γινει γνωστό χωρίς µακρόχροντ]

προσπάθεια, που στηρίζεται στα αρχαιολογικά ευρήματα, n ερμηνιία των οποίων είναι καθοριστική. Είναι βέβαιο σήµερα ότι στὸ νότιο τµήµα της αντολικής πτέρυγας της αγαράς υπήρχαν τα καταστήματα-εωγαστήρια χεραμι-

χής!Ι4, Όπως

αποδεικνύεται από τα απορρίμματα κεραμικών ερναστηοίων

στα πηγάδια των ἰδιων χώρων η εξειδίκειση διατηρείται για αιώνες (Εικ. 7).

Βορειότερα βρίσκονταν τα εργαστήρια κοροπλαστικής (EUX. 8). Εργαστήρια κοροπλαστικής

υπήρχαν τόσο στη νότια στοά καθώς και σε τµήµα της OVTL-

κής!», Σε τμήμα της νότιας στοάς πῳέπει να ήταν εγκαταστηµένοι κριοπώλες, πράγμα που αποδεικνύεται (UTO αποθέσεις οστών. μερικά από τα οποία

ήταν πριονισµένα. Τµήµα της ιχ(ναγοράς βρισκόταν στη νότια otoda!@, Στην ίδια πτέρυγα τοποθετούνται και πολλά καταστήματα υγρών προτόντων. Αχέραιοι και αποσπασματικά σωζόµενοι οξυπύθμενοι αμάουείς της ομάδας Brindisi, λατινικοί, a6 την Κάτω Itakia, απὀ την Km, από την Kvido και από τη Ρόδο κυριαρχούν στο GTO

καταστροφής! .

τις OUXLES No Κάλτσάς, ΓΠ]ήλινες διακοσμητικές χεραμιώσεις ato τη Maatdovit, Αθήνα 1988, 31-37 και 97-105 µε σημ. για προγένεατερες αναφωρες, AGL τὸ Ανάκτορο Μισαηλιδου.ΛεέσποTidov, «Ενσφράγιστες χεραμµίδες απὀ To Ανάκτορο της IrXàaz», Aoyate Λακεδονία, Netto Actes Συμπόσιο, 2, 975-997 pr σημ. 2 στις παλιότερες ανασκαφιες ερευνες, 14. Τα καταστήµµατα χαρακτηρίζονται και εργαστήσιτα, Μερικές ῥιοτεχνικες έργασιες Ye νονταν

και εδω.

O εντοπιαμός

µητρων

και ανάγλιφων

εὐγείων

TOV

ῥγηκαν

ato

τις μήτρες

OE

αινόυασμύ µε την παρουσία καιρού πηλού σὲ μερικά ATO αὖτα, OTS και LV IMA OL απο χωήση OTO δάπεδυ άλλων, συ νηγοροῦν καὶ OTOV εργαστηριακχὸ τους THOOOLOPLO, Le µια τετοια ἑρμηνεία παραπέμπουν TU πολλά Ἀπολείμματα EQYCOTMOLAZINY καταλοίπων στα πθγαδια των χώρων, καθώς και 0 εντοπισμός κλιάνων de ἀμεση γειτνίαση µε to συ κρυτηµµα. Ένας χλιβαVOS βοισχοταν σε ἁμέση ETUI UE TOY τοίχο της αγουάς, TIR. el. Ακαμάτης, Moan À. Aacaοίδη. Πόλις και Χώρα στην αρχαία Muxeooved και Qouxn, 1990, 179 κε. και AEMO 2, 1988, 78 xe. AEMO 3, 1989, 75 σημ. 3.

18. Πολλά κατάλοιπα κοροπλαστικής βυέθηκαν ato YEELLOPLG Tor dgottotr των ynenv βοele TOU 1/2 καὶ GTO ETOP καταστροςἠς των VOTUNY χώρων της Treuoznz, καθως και στὸ ανατολικό µέρος της νότιας πτέρυγας, Eons μήτρες και ειδωλία OF µεναλες ποσότητες (LTO: χαλύμτηκιν κοντα OU δυτικἡ TAN, 16. Μερικά οστά yupunv απωοκιλλτηκαν OTH vota πτέρυγα. Επίσης σὲ ymuo της ATOM γας αυτής εἶχαν αποθηκευτεί ποσότητες οστρεων της κιτηγορίας των Solemdae, ALAMO 7, 1993, 18S-6 jee ση.

11.

17. OL αμ(ορεῖς τοῦ στρώματος AUTAOTOOQ NS TO τη Ρόδο KAU ETO την Ἁνιὸδυ ανάγονται την πιωίοδο καν VI Avo novo απο αὐτοὺς ποροῦν να τοποθτηθοῦν otnv Tretodo VIB, ενω

Αγυρά Πέλλας;

15 χυόνια αφχαιολυγικής έρευνας

27

Στο βόρειο τµήµα της δυτικής στοάς ήταν εγκαταστηµένα τα αρωμµατοπωλεία!δ, νοτιότερα είχαµε χαταστήµατα πώλησης εισαγόµενων κυρίως προϊόντων. Μεγάλες είναι οι ποσότητες των αγγείων Sigillata, τόσο ανατολικής όσο xat ὀντικής. Εδώ πωλούνταν κεραμικά προϊόντα. Ιδιαίτερα μεγάλος είναι ο αριθµός των λυχναριών που έχουν γίνει µε μήτρα!» (Eux. 9). Ένα xa-

τάστηµα πρόσφερε και κεραμίδες οροφής2θ, Τώρα μπορούμε να πούμε ότι σε τµήµα της δυτικής στοάς γίνονταν και αγοραπωλησίες σιτηρών. Ίσως και αλεύρων. Μεγάλες ποσότητες βρέθηκαν µέσα σε ξαναχρησιμοποιηµένους αμ-

φορείς2!. Τέτοιες ποσότητες σιτηρών πρώτη φορά βρίσκουμε στην Πέλλα2Σ. H ποικιλία του καλλιεργηµένου αυτού μαλακού σταριού ανήκει στο tricocum aestivum bulgarae? (Εικ. 10). Στο νότιο τµήµα της δυτικής στοάς γινόταν επεξεργασία µιας πατηγοviag μετάλλων. Ανάμεσα στα προϊόντα του στρώματος καταστροφής των χαταστηµάτων βρέθηκαν πολλά στενόµαχκρα αντικείμενα. Είναι ot σωληνωτοί

TO σύνολο TWV άλλων ενσφυάγιαστων αμφυρέων ανήκει σε προγενέστερες χρονικές περιόδους. Ανάμεσα στους απυοσπασματικούς οξυπύθµενυυς αμφυρείς αγγείων µε ενσφράγιστες λαβές περιλαμβάνονται αγγεία ατό την Άκανθω, τη Θάσο, την Κάτω [ταλία, την Κύρινθο, την Κω, την υμάδα Παρμενίσκου, tnv ομάδα Brindisi, την Ουρανούπολη, τη Σινώπη κ.α. Για την πυσοστιαία κατανομή των ενσφράγιστων λαβών απὀ την αγυρἀ, AOL όµως συνεχώς διαφορυ:

ποιείται σε χάθε ανασκαφική περίοδο µε την ανακάλυψη νεώτερων ευρημάτων, βλ. AEMO

3,

1989, 80-81 και I. M. Ακαµάτη, «Πρωτεύυυνσα Μακεδόνων Πέλλα. Εµπόριυ Κρασιού», Αμπελοὀινιχή ιστορία ato χώρο της Μακεδονίας χαι της Θράκης. E' Τοιήμερο εργασίας, Νάουσα, 1719 Σεπτεµβρίου |Ι991(υπὸ εκτύπωση). 18. Μακεδονικυί αμφορείς, αμφυρίσκοι και μυροδυχεία όλων των μεγεθών, µας οδηγωήν στο συμπέρασμα της τοπυθέτησης των καταστημάτων αρωματικών υλών στην περιωχή αυτή. To είδος των αγγείων κυριαρχούσε σε όλους τους χώρους της βυρειοδυτικής πλευράς, στους οπυίους διατηρήθηκε TO στρώμα καταστροφής Tors. 19. Πυλλά αχρησιμοποίητα λυχνάρια βρέθηκαν σε διπλανό χώρυ κατά τις παλιότερες ανασκαφές' AA 18 (1963) Χρυν. 203 µε υποσημ. 8, όπου αναφέρεται από τον ανασκαφέα X. Maxagova η ανεύρεση 148 λύχνων. 20. Μια υμάδα από λακωνικού τύπου «στρωτήρες» και καλυπτήρες βρέθηκαν σε χώρο της

δυτικής στυάς KATA την ανασκαφικἠ περίοδο tov 1996. Ἠταν στοιβαγµένες στη βορειοανατυλική πλευρά Tov χώρου. Καμία δεν έφερε σφυάγισμα. O σχετικά μεγάλος αριθµός TOUS xa n βέση TOUS στυ κατάστηµα µας οδηγούν OTO σιηιτέρασµα OTL προορίζονταν για εμπορική εκµέτάλλευση AGL όχι γιά µια επισκευή της στέγης. 21. Τα αιτηρά είχαν εναποθηκευτεί σε δεύτερη χρήση σε οξυπύ]µενοὺυς αμφορείς (TO την Κνίδο, τη Podo και τύπου Brindisi. H διατήρηση tov περιεχομένου των αποθηκευτικών αγγείων έγινε δυνατή λόγω φουγανισμού του περιεχομένου ATO φωτιά TOV κατέατρεψε TO τµήµα αὐτὸ της στοάς. H παρουσία εστίας πιστοποιείται µε µεγάλη πιθανότητα στων ido χώρο Tor putin. καν και OL αμφορείς µε τα TN. 22. Απύ OOO γνωρίζω, είναι η POT φυρά που πιστοποιείται η παρουσία σιτηρών στη μακεδονική πρωτεύουσα. 23. Για την ανα γνώφιαη της ποικιλίας και πληρυφυρίες σγετικά µε TO εὕρημα εἰγαριατώ θερμά tov καθηγητή Η. Γλευεροχωρινό,

28

Atdapyrpor

LM.

Axajutras

των αρχαίων, που δημιουργήθηκαν µε τη μθοδο της κυπέλλω-

σης µε συνεχείς ἐεμβαπτίσιις σιδεωένιων

ϱάῤὂων

µέσα

στον λιωμένο

Gu

ῥούχο μόλυβδο για να επιτευχθεί ο χωρισμός του μολύῤόδον από τον fipyvoo?* (Εικ. 11). Ta σωληνωτά αυτά αντικείμενα, OL λιθάρντροι, χοησιμοποιούνταν συχνά και ὡς εμπορεύσιµα είδη για την παρανωγή HOATPOOU µε απλή επαναθέρµανσή τους26, Με µια τέτοια πρακτικὴ μπορούν να συνδιθούν καὶ τα μολύβδινα ἀντικείμενα που βρέθηκαν µέσα σε μερικούς χώρους, σε αρχιετίς μάλιστα περιπτώσεις μαζί µετους λιθάργυρουῦς”. Ευρήματα σκωφρίας σιδήρου, μάζες μολύβόου, αλλά και κατάλοιπα χαλπού που βρέθηκαν σε άλλα τμήματα της αγοράς μαρτιορούν την επεξεργασία των προϊόντων αυτών.

Ιδιαίτερα ερμηνευτικά προβλήµατα έθεσε η βόρεια στοά. OL δοκιμαστικές τομές dev έδειξαν κάποιας µορφής εμπορικό χαρακτήρα. Αντίθετα μάλιστα. µια σειρά GTO υποθεμελιώσεις μνημείων. TOU έχουν δι{ρπαγεί και βρίσχκονται αμέσως έξω από το στυλοβάτη της, δίνουν έν διαφουετικό Uomo του τμήματος αυτού, περισσότερο επίσημο. Πολλά απόὀ ta μνημεία ήταν χάλχινα και είχαν στηθεί πάνω σε γκριζωπή πέτρα του λατομείου της Αραῤησσοὐ (Εικ. 12). Άλλα διατηρούν τους τόρµους στερέωσης των µαρμάρινων µνηtiv. Σχετικά είναι τα υπολείμματα μνημειακής πλαστικής από την Lata περιοχήΣδ, Και η διάταξη όμως των χώρων στη στοά αυτή διαφοροποιείται (LTO τις µέχρι σήµερα γνώσεις µας για τὸ WTOAOLTO συνκοότημα. Σε δύο χώρους αποκαλύφτηκε ἡημικυκλική χατασκενή λατοεντικο JUL χκτήρα.

Ανατολικότερα, στο κέντρυ της στοάς KUL κάτω απὀ το Πού της Aquoὁίτης και Κυβέλης έχει καθαριστεί ως TO στρώμα καταστροφής των κεραμίδων οροφής ιδιαίτερα µιγάλος χώρος µε πρόσβαση µέσω της στοάς του συγκροτήματος µε µεγάλη δωρική κιονοστοιχία ἐν παραστᾶοι. Fou

από Eva

βάθρο εντοπίστηκαν πολλά θραύσματα μµαρμάρινων αγαλμάτων διαφουετι24. Πβ. και spuma argentis, Plin, ΝΗΧΧΝΙ, 105, 108. 25. Κ. Kovoy&ty0s, To αρχαίο Aangio και ἡ ἑλληνικὴ τέχνη της πιιριγωνής του ALTO, Αὐήνα 1980, 311-326. TIR. και AEMO 7, 1993, 159 µε amp. 20 και Εγνατία 4, 1993-1994, 216 µε σημ. 11-15. 26. Για την ανάτηξη inv λιδαργύρων K. Kovogayos, GT. 330 κε, 27.2 αὐτὰ περιλαμβάνονται μολυβόινα Puen, μολήβδινες αγνοες Χα πικρά «αγγεία. 28. Τα ὀειγματα της πλαστικης είναι αρχετά αποσπασµατικα καὶ ανήκουν σὲ αγάλματα UOLAOU και υπερ UOLAON μενέθους AFMO 2, 1988, 79-80, ει. 9-10, Στα δειγματα της ZUAAOπλαυτικὴς ανήκουν TO FSU χέρι ενός αγάλματος: TRAE 1982, 60, πιν. 46%. ArchRep 1983-84, 4344, FIX. 76, TO δεξί ZE OU UTE VOLZOU ἀνδρικοῦ CGA LLETOS, καθώς και TOU μπροστινοῖ αριοτι GOT πυδιοῦ αλόγου. AEMO2, 1988, 79, Eux. 4-0.

Αγορά Πέλλας:

15 χρόνια αρχαιολογικής έρευνας

29

χών μεγεθών. Στη γύρω περιοχή βρέθηκαν θραύσματα διαφόρων επιγραφών. Και µεταξύ τους tabula ansata µε ta ονόματα έξι αρχόντων, ίσως πολιταρχών. Η ερμηνεία αυτή µπορεί να ενισχυθεί από πήλινα σφραγίσµατα σε éyYuaga ANG πάπυρο από τον ἰδιο χώρο µε την επιγραφή Πέλλης / Πολιταρχῶν και τα ανάγλυφα εμβλήματα: ρόπαλο και Gotyo?? (Εικ. 13). O ιδιαίτερος χαρακτήρας της βόρειας στοάς ενισχύεται και από αφιδωτή κατασκευή, εσωτερικής διαμέτρου περίπου 14,50 p. που είναι ενταγμένη µέσα στο οικοδόµηµα. Μπροστά and την κατασκευή αυτή, αλλά εκτός θέσεως, βρέθηκε µεγάλο μαυμµάρινο τροπαιόσχηµο εύρημα, που δεν µπουεί να έχει μετακινηθεί από μακρινή θέση, αλλά και υπερφυσικός µαρμάρινος αετός. Είναι δυνατό, και σε σχέση µε όσα αναφέρθηκαν, να υποθέσουμε ότι ο χώρος αυτός χρησίµευσε για συγκεντρώσεις σώματος αρχόντων της HONG0. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει οικοδόµηµα στη ΝΔ γωνία της αγοράς ενταγμένο στο συγκρότηµά της. Πρόκειται για ένα σύνολο χώρων διατετ(γμένων γύρω από ένα κεντρικό περιστύλιο. Αρκετοί σφόνδυλοι βρίσκονται ακόµη στην αρχική τους θέση, ενώ οι ανώτεροι έχουν καταπέσει γύρω ἀπό το στυλοβάτη (Εικ. 14). Ένα µέρος του κτιρίου καταστράφηκε από φωτιά, όπως μαρτυρούν περιορισμένα ίχνη απανθρακωμένων υλικών»!, Στο στρώμα κάταστροφής αποκαλύφτηκαν πολλές δεκάδες από πήλινα σφραγίσµατα για έγγραφα σε πάπυρο, που έπεσαν στο περιστύλιο και στη νότια στοά από τον πάνω όροφο (Εικ. 15). Στους ίδιους χώρους βρέθηκαν αρκετά κομμάτια ATI λογράφων. Ακόμη στο στρώμα καταστροφής εντοπίστηκε paca καθαρού πηλού, που πιθανώς χρησιμοποιήθηκε στην κατασκευή των σφραγισμάτων. Προς την κατεύθυνση αυτή βοηθούν οὐσιαστικά και δύο κομμάτια σημαντρίOOF γῆς στο σχήμα των σφραγισμάτων µε εμφανή τα ίχνη δακτυλικών αἀποτυπωµάτων. Όμως δεν σφραγίστηκαν OÙTE φέρουν αποτύπωμα Tov λίνου για το δέσιµό TOUS στο έγγραφο. Φαίνεται λοιπόν ότι κάηκαν πριν χρησιμοποιηθούν. Είναι προφανές ότι στη θέση αυτή έχουµε ένα οργανωμένο αρχείο της αρχαίας πόλης, αφού τα ευρήματα µας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι εδώ dev γινόταν µόνο αποθήκευση των εγγράφων, αλλά τόσο η καταγραφή όσο και η σφράγισή τους. Το συμπέρασμα auto επιβεβαιώνει και ένας σφραγιδόλιβος, που εικονίζει το κεφάλι νεανικής µορφής, ενός Έρωτα. Χρησιμοποιήθηκε για 29. Για to σφωάγισµα oto AEMO 2. 1988, 80, eux. 11. Εγνατία 2, 1990, 427. 30. AEMO 3, 1989, 77, eux. 1 κι Εγνατία 2, 1990, 427. 31. Η πρόοδος της ανασκφικής έρευνας ato αρχείο στα: AEMO 1. 1989, 78-50. ay. 2. εικ.

4-11. AEMOA,

1990, 143-144, eux. 2. AFMO 6, 1992, 115-118, oy. 3, eux. 5-8.

AE MO 7, 1993, 187.

188, σχ. 3-4, evn. 11-16. Εγνατία 2, 1990, 428-9, eux. S-8. Εγνατία 4, 1993-1994, 233-235, oy. 2-3, εικ. 1-6.

30

I. M.

Axaparns

τη σᾳωάγιση αρκετών εγγράφων της ομάδας, TOCA

που αποδεικνύεται από

την ὑπαρξη ανάµεσα στα σφραγίσµματα και μερικών ρύπων που φέρουν TH µορφή µε την κεφαλή του νέου του σφραγιδόλιθου22. Στα σφραγίσµατα απεικονίζονται: ζώα, ανδρικές και γυναικείες μορφές, σύμβολα αρχόντων. AQKETES φορές επαναλαμβάνεται η µορφή µιας αγελάdUS που βόσκει στον γνωστό τύπο των αυτόνομων κοπών της Πέλλας, Στα νομίσματα συνοδεύεται ANG την επιγραφή ΠΕΛ/ΛΗΣ. Εδώ σε σειρά σᾳραγισµμάτων αποκαθίσταται πάνω από το ζώο η επιγραφή ITEAAHE ΕΜΠΟΡΙΟΥ. TOV αποδεικνύει και τη ὀημόσια οργάνωση TOV ἐμπορικού χέντρου της Πελ-

hag33, Για τη χρονολόγηση των ευρημάτων της TEALANS (MONS της αγοράς zat

της ελληνιστικής κεραμικής στη Μακεδονία, στην ύστερη ελληνιστική περίοδο, αποφασιστικό ρόλο παίζει η χρονολόγηση του στρώματος καταστροφής”. Η µορφή του στρώματος καταστροφής σε πολλούς χώρους του συγκρὸτήµατος δείχνει µια εγκατάλειψη που dev έδωσε την ευκαιρία στοὺς ιδιοκτήτες των χώρων να διασώσουν πολύτιμα και ημιπολύτιµα προϊόντα, τα οποία σε πολλές περιπτώσεις βρέθηκαν στοιβαγµμένα πάνω στα δάπεδα, χωρίς να εντοπιστούν 0° αυτά υπολείμματα απανθρακωμένων Όλιχών που Ha δικαιολογούσαν µια καταστροφή από φωτιά. Έτσι υποστηρίζεται ότι η καταστροφή του συγκροτήµατος υπήρξε αποτέλεσµα µιας βίαιης φυσικής αιτίας, ενός σειLOU, που σώριασε μνημεία και σφράγισε τα προς διάθεση προϊόντα (Εικ. 16). Η καταστροφή αυτή µε τη βοήθεια ενσφράγιστων λαβών, ρωμαϊκών νο32. AEMO 6, 1992, 118. eux. 7, yea tov pito, και EUX. 8 για TO αποτύπωμα

του σφραγιδόλι-

θου.

33. ΑΕΜῥΜΘΟ2, 1988, 81, εικ. 13. 34. Ουσιαστικής σηµασίας για την EVEVVa της ἑλληνιστικῆς εποχής είναι και η ὁημιοηργία σταθερών χρυνολυγικών ερεισµάτων των μνημείων της, πράγμα Tou έχει επισημανθεί κατ επανάληψη απύ την έρευνα τα τελευταία χρύνια. Για τη Μακεδονία τὸ πρύῤλημα αὐτὸ εἶναι οξύ» TEVO, αφού η αρχαιολογική έρευνα εδώ βρίσκεται αχόμη ata πρώτα της ῥηµατα. Πουφανές λοιTOV γίνεται OTL κάθε πρυασπάθεια ακριβούς προσδιορισμού της καταστροφής τοι συγκροτήµατος της αγοράς ἀπωοκτά διαίτερη σημασία όχι HOVO για την LOTOQUE του LOLOU TOU συγκρυτήµατος, αλλά και για TOV εὐρύτέρυ μακεδονικό χώρο. Παρατηρήσεις για τα προβλήματα μελέτης της ελληνιστικής κεραμικής µε αναλυτική βιῤλιογοαφία ato Στ. Agorryou, «Η ελληνιστική κεράµική. Παρατηρήσεις στη peQodo ἐρέυνας και TO περιεχομενό της», Topos etc μνήμην M. Avagovixou, Θεασαλονίχκη 1996, 1-12. 35. Τα επιχειρήματα της καταστρο(ης της αγοράς ato βίαιη quo αιτια ota: Εννατια I, 1989, 173-193. TIP. και I M. Ακαμάτη, oto λήνήμη A. Λαζαριόη. Πόλις και Χιώμα στην agzaia Μακεδυνία και Θράκη, Πρακτικά αρχαιολογικού Tuvedetor, Καβάλα 9-11 Μαϊου 1986, Θεσσαλυνικη 1990, 181-182. AEMO2, 1988, 81-82. AEMO6, 1992, 115 pie ang. δ. ΠΠ. και S. Stiros και R. Ε. Jones (€40.), Archaeoseismology. Fitch Laboratory Occasional Paper 7, 1996, 143 (Stiros).

Αγυρά Πέλλας:

15 χρόνια αρχαιολυγικής έρευνας

31

µισµάτων, αρκετά απὀ τα οποία είναι επάργυρα, και θησαυρών από αθηvata τετράδραχμα τοποθετήθηκε περί το τέλος της πρώτης δεκαετίας του πρώτου αι. π.Χ. Η ανασκαφική έρευνα στην αγορά της Πέλλας επαυξάνει τον αριθµό των στοιχείων που παρέχουν µια σταθερή χρονολόγηση του στρώματος καταστροφής. Το σύνολο των στοιχείων που µέχρι σήµερα έχουν συσσωρευτεί επιβεβαιώνουν την τοποθέτηση του στρώματος καταστροφής και HAT’ επέκταση και του φυσικού γεγονότος που επέφερε την καταστροφή, στις αρχές του lou αι. π.Χ. Τα καλύτερα χρονολογημένα στοιχεία ανήκουν σε ρωμαϊκούς νοµι-

σματικούς τύπους2ό και ενσφράγιστους αμφορείς37, Τα παραπάνω στοιχεία τοποθετούν το στρώμα καταστροφής των χώρων στις αρχές του lov αι. π.Χ. και σηματοδοτούν το χρονικό προσδιορισμό της καταστροφής και της υπόλοιπης κεραμικής, πράγμα σηµαντικό για την περίοδο. Το συγκρότηµα της αγοράς της Πέλλας κατασκευάστηκε στοβ΄ μισό του 4ον αι. π.Χ., όπως φαίνεται από το γέμισμα κατασκευής του κτιρίου χαι διανύει µια µεγάλη περίοδο δραστηριοτήτων εξειδικευμένης παραγωγής και πώλησης πολλών προϊόντων µε αυστηρά γραφειοκρατικές διαδικασίες. Ta ευρήματα των τελενύταίων χρόνων δείχνουν ότι ο διοικητικός αλλά και θρησκευτικός ρόλος του SEV ήταν μικρότερος. Τμήμα ἱστυρίας - Αρχαιολογίας Α.Π.Θ. GR-540 06 Θεσσαλονίκη

36. Στις νυμιαματικές ενδείξεις συγκαταλέγονται δύο ρωμαϊκά δηνάρια. To πρώτο από αυτά ανήκει σε κοπή TOV Mn. AEMILIUS LEPIDUS του 109 π.Χ., ενώ to δεύτερο εἶναι τύπος τοι! L. THORIUS BALBUS tov 105 1.X. BA. AEMOG 9, 1995 (τυπώνεται). 37. Το σύνολο των τελευταίων χρονικά ενασφράγιστων λαβών απὀ τη Pode και την Kvido ανάγεται στην περίοδο Via (107-98). Από τα ευρήματα των τελευταίων χρύνων µόνο dio µπυgot να τοποθετηθούν στην Trgiudo VIA (97-88 π.Χ.). Από αυτούς µετά To 97 αλλά Tow atò To 88 τοποθετείται η κατασκευή τοῦ αμφορέα TOU φέρει TO όνομα του επώνυµου ΑΡΙΣΤΟΛΑΜΟΥ µε τα ονόματα ΑΝΛΡΩΝ ΑΠΟΩΛΛΟΛΩΡΟΥ-[ΛΙΟΙΓΝΗΤΑ στην ἀλλη. Για τους αμφορείς αὐτοὺς και τη

χουνυλόγησή τοὺς PA. αναλυτικά AEMO 9, 1995 (τυπώνεται).

-

1. M. Αχιμιάτη

4101 Lodo -D1DX AU p131 ΑΧ ΛΟΧ AOL 10460400131 1OKXIMOQOXIO DADAIZY MK 31Ο

SUX0103L 1O013HND1O0Û0XIA DHUN

| XI

33 FOEUIVE = =

15 goovia αρχαιολογική Ayoyd Πέλλας:

‘Morr AuLo orlooxp1g ϱΚ1Η19 x

UAQ DIÔAX AULD DAME1I00]] 10%


Ayoga Πέλλας: 15 χρόνια αρχαιολογικής έρευνα

‘10130 201 SU hod10n1nxX DNOOLO O1 OLD AOMYAILOÔLI UNO wor oval 4010 Uylo ἱκ1υΠΟΠ

οι! χι]

LM. Axzaparns

42

ay

h Hg « | +

ή miss

LI

fi

to Tr

ae

' 1

HR: it

E

n i

'

i

if

ς |

Ì

|

FEES

FR

|

Sees

--

i

i Pet

à

| η HUE

BO

ο ο

ΞΠττ

ο ο”

τι

POE]

Da

Σχ. 1. Totoyoaquaò GONE

"i ‘1 FLE

Lar, FILI

Î

|

a

µετά την ανασκαφική TEQLOOO τοῦ 1996.

43

Αγορά Πέλλας: 15 χρόνια αρχαιολογικής έρευνας

Setters

5 D

HIE TY

LE

QOS

3.6

wird

SEP

EBS Uae

As

ποσο on MITE

No

SY LAN A NOTI (yevat

patvla

RES οκ VANNI

Yi yy ay ui NM ALLN

big

NE

‘500040 Sil SuX01031 Sla 013H0100%34 01 OLD Sorin3@n10x SOAIQGAYOW ‘7 XZ

AA

Ny

AAA YA NE pray Sy LANTA

LAM

rh

NE

SW VAZILI NIN

VW

RTS È πι teat λγ ou py Lio Ben ,

ONI

aw iby VW YAWN A ANT V YY OS WN 2 LE W ity à Wedd Le LAN AN CESSA NOTTI WY Du EVE Reni OT Ni hans DUPRE Nea ANd UN Y VVWALY AL baiePd IN HA ηλ πι TL 6 FA) Nw AD ΚΙΟΚΙΥΑΣΥ

TA ΥΣΤΕΡΟΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΑ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΒΕΡΟΙΑΣ. ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ”

Βικτώρια

Αλλαμανή

/

Κατερίνα

Τζαναβάρη

Στην ανακοίνωσή µας πῳόχειται να αναπτύξουμε την καλλιτεχνική Quσιογνωµία δύο σημαντικών εργαστηρίων της Βέροιας, του κοροπλαστικού και του εργαστηρίου κατασκευής µαρμάρινων ταφικών αναγλύφων. Στην επιλογή αυτή, να παρουσιάσουμε δηλαδή µαζί δύο εργαστήρια, που διαφέρουν xuiVLA, όσον αφορά την υφή του υλικού και τη μέθοδο της επεξεργασίας Tou, µας οδήγησαν τρεις διαφορετικές παράμετροι. Ως πρώτη επισηµαίνουµε τον κοινό προορισμό της παραγωγής τους. dEδομένον ότι εξυπηρετούν αποκλειστικά τις ανάγκες του τυπικού της ταφής. H δεύτερη παράμετρος αφορά τη διαδοχική ανάπτυξη των δύο εργαστηρίων, µε πωώτο χρονολογικά το κοροπλαστικό και δεύτερο το εργαστήριο γλυπτικής, ενώ η τρίτη την αντίστοιχη αλληλουχία δύο διαφορετικών τύπων ταφικών μνημείων; αυτόν του λαξευτού θαλάμωτού τάφου, όπου ενταφιάζονται µέλη µιας εὔπορης, μεσαίας αστικής τάξης, και ενός απλούστερου τύπου ατομικού μνημείου, που επισημαίνεται συνήθως µε µια ανάγλυφη στήλη. TO κωροπλαστικό εργαστήριο H δραστηριότητα tov κοροπλαστικού εργαστηρίου της Βέροιας! ανιχνεύεται αποκλειστικά,

θα λέγαμε, µέσω των

ευρημάτων

των νεκροταφείων

της

* TO πρώτυ µέρυς αυτής της ανακοίνωσης οφείλέται στην Κ. Τζαναβαρη και αποτελείτο θέμα της διδακτορικής διατριβής της µε τίτλο, «[Γήλινα ειδώλια από τη Βέρυια, Taq aa ovvoλα ελληνιστικής επυχἠς». Θεσσαλονίκη 1996. Στο δεύτερο µέρος, TOV οφείλεται στη B. λλάμαVI. συνοψίζονται OÙ TOUTES εκτιήσεις της οχετικά µε TO τοπικ εργαστήριο κατασκευής THQ AV ανάγλικων μνημείων, TOW αποτελεί θεμα της διδικτορικής ὀνατριβης της, η οπυίά βρισκιTUL σε ἐξέλιξη. 1. Tn βεβαιότητα για την ὕπαρξη τοπικού κοροπλαστικοῦ εργαστηυίου στη Bogota rot. χειοθετούν η ομοιότητα τὸν TIO των EDG LV, Χάθιος και ἕνα συνολο παρατηρήσενον, TON αφορούν την τεχνική διαδικασια κατασχεῦης TOUS. BA. σχετικά, Σ, Avotyov - 1. Τουπόου

Γλληνιστικυί λαξευτοί τάφοι Βέροιας, Αθηνα

1980, 169-173 και K. Τυικαλου- Εζαναραρη, Π1η-

λινα ειδιύλια απύ τη Βέροια. Ἱαφικα otwola ελληνιστικής ετοχης, Θεσσαλονικη 1996, «δημ. Ovo. duaty., 53 κ.ε., 363 .E., ato εξης Κ. Τοακάλου- Τζαναβαρη, Unive ειδώλια Βεροιας.

46

Beatonna Αλλαμανή / Κατιρίνα

πόλης.

Voavapaon

Για TOV λόγο αὐτό, προκειµένου να προσδιορίσουμε την εποχή της

LOOVONS και της ακμής TOV, θα πρέπει να περιοριστούµε στις μαρτυρίες των ταικών

μνημείων.

Παράλληλα,

η προύλεένση

των πήλινων

ειδωλίωῶν. TOU

πιιρουσιάζουµε εδώ, από κλειστά και αδιατάρακτα στην πλειονότητά TOUS τα

LAE σύνολα, βοήθησε αποτελεσματικά στην προσπάθεια µιας καλά tezpin-

ωιωμένης χυονολόγησης.

H stevizon εικόνα που παρουσιάζουν τα ταφικά μνημεία της πόλης στα yoovia της βασιλείας του Φιλίππου Β΄ και του Αλεξάνδρου, εποχή dor TOποθετούνται χρονικά τα πλούσια νεκροταφεία άλλων μεγάλων µαχεδονικών

πύλεων, όπως των Αιγών», της Πέλλας], της Πύδνας», της Αίνειαςό, της Anτής; και της Αμηίποληςᾶ, αντανακλάται και στα πήλινα ειδώλια. Πρόκειται γιά μεμονωμένα παραδείγματα τύπων που παράγονται στα αττικά και βοιωτικά εργαστήρια À απομιμήσεις και αντιγοαφές εργαστηρίων του βόρειου ϱλ-

λαδικού χώρουῦ (Εικ. 1). Eva μικρό δείγμα, που χρονολογείται στις αργές του τελευταίου τέταρTOV του 3ου αιώνα, αποτελεί προς TO παρόν την πρωιμότέρη ένδειξη για την Evuven λειτουργίας ενός εργαστηρίου µε περιορισμένη εμβίλεια. Πυόκειται

για ένα μικρό αριθμητικά σύνολο πήλινων ειδωλίων, που εντάσσονται σε δύο τικονογραφικούς τύπους νεαρών κοριτσιών (Εικ. 2). Οι μορφές είναι κομψές, με λεπτές ἀναλογίες. Το γεγονός ότι παρουσιάζουν κοινά εργαστηριακά χαρακτηριστικά, µας επιτρέπει να τα θεωρήσοιτε δημιονογίες του ίδιου 2. Y/CTIAG LE τα νεκωοταφτία της TOANS απο τε κλασικά HUE και τα ῥυζαντινα χρόνια, βλ. Κ. Ἠσακαλου-Τκαναβαρη, ΓΠήλινα ειδώλια Brootaz, SAS, οπου και ON αγετική βιῤλιογραφία. 3. A. Κώτταριδό, «Βεργίνα 1900. Avanti oto νεκυοταφείο αι ATO βορειοδυτικό THT της αρχαίας πολης», AEMO 4.1990, 35 we. τῆς das, «Βεργίνα 1091. Ἑοπογοραφιχές ἔρευνες TV ευρύτερη περιοχή και CVA TOTO νεκροταφείο των Λιγών», AEMOS, 909121 κ.ε. και τής ιδίας, «Broyiva 1992», AEAIO 6, 1992, 72 κε. 4. M. Λιλιμπήκη-Ακαμάτη, «ATO Ta νεχρουταφεια της Πέλλας», AE AMO 3, 1989, 91 κε. της ίδιας, «ATO την τοπυ ράφια και ta νεκροταφεία της Ηἰλλάς», AEMO 6, 1992, 127 κ.ε. και τλευταία της ἰδιας, «Avatozizo νεκροταφείο Πέλλας. Ανασκαφή 1989», AA 44-46, 1989-1991,

A Μιὰ. 7 νε, 5. M. Mafutog - M. Παππά, Πύδνα, Θεσααλονίκη un. ΠΕ ήλινα ειδώλια Brootez, 309 6.1 Βωλυτυπούλοῦ, Οἱ reg 7, Ν. Μοντσοπολνλος, «Αν κτύνων, LA, 1988, 73 κε. εκ. 19

1995, 5 κ.ε. και Κ. Τσακάλυι- Γζαναρά-

σημ. 15. ocot τήµβοι τὴς Αίνειας, Αήνα 1900. 15 κ.ε. ητιωώντις τη θεση της αρχαίας Anti», ΓΗΣ, Tin Aggeteκαι K, Τσακάλου- Τζαναβαρη, «Eorvva oto VEAQOTUI(ELO της

αρχαίας Λητής», AFAO 3, 1989, 111. $. Σ, Zajutotzidon, «Nea ευρήματα ato τις νεκρυπόλεις της αρχαίας Αμιτυλης»,

AEMO

1, 1987, 307 κε. µε αναφουές ασε TOUTEQU ενρήµατα vin M. Νικολάου ἔΤατερα, «Ερευνα VFAQOTUU FLOU οτην TEDLO1] της αργατας Άμος πολης», AEMO 7, 1993, 477 4€. 9. D. Ilrtoaz, AA 20, 1965, BI Ἀρον., 435. Tew. 4950, BK. Toavejkion, AA 35. 1980, R2 Noov., 408-409, av, 240 και Aozatt Maxrdovia. Οδηγος της Exbronz στην Avotoadia, Λθηνα 1988, 349-353, αι, 308-312 (B. Αλλαμανή-Σουρή, K. Τοακάλουῦ- Τζανυάρη). |

Ta υστεροελληνιστικά εργαστήρια της Βέροιας

47

teyvity!9, Η εποχή της AXUNS εντοπίζεται χρονικά, σύμφωνα µε τα ανασκαφικά ὃεδομµένα, γύρω στα µέσα του 2ου αι. π.Χ. και peta!!, Eta χρόνια αυτά εργάζονται αρκετοί ανώνυμοι και επώνυμοι τεχνίτες, η καλλιτεχνική δηµιουοYL των οποίων σφραγίζει τον χαρακτήρα της κοροπλαστικής τέχνης στη

Ρέροια!2. H κάλλιτεχνική δραστηριότητα ενός σημαντικού εωγαστηυίου σηματοδο-

Tel TO τέλος της παραγωγής τών ελληνιστικών χρόνων. Το εργαστήριο AUTO μένει ακόµη πιστό στις τεχνιχές διαδικασίες παραγωγής που χαρακτηρίζουν την κοροπλαστική τέχνη της ελληνιστικής εποχής!» Τέλος, τα ειδώλια που χρονολογούνται στον lo και ιδιαίτερα στον 20 µεταγριστιανικό αιώνα και παρουσιάζουν τα τυπικά τεχνικά χαρακτηοιστικάἀ των ειδωλίων της ρωμαϊκής εποχής, είναι αριθμητικά περιορισμένα και dev στοιχειο(ετούν την ύπαρξη και τη λειτουργία ενός μεγάλου και οργανωμένου εργαστηρίου στην πόλη!” (Εικ. 3). Οι παρατηρήσεις που αναφέραμε πιο πάνω, σχετικά µε τη χρονική διάρ-

πεια της λειτουργίας του εργαστηρίου, µας οδηγούν στη διαπίστωση ότι η Βέροια dev αποτελούσε κέντρο µε μακρόχρονη παράδοση στην κοροπλαστική τέχνη. Έτσι, αν θελήσουµε να ανιχνεύσουμµε τις συνθήκες ίδρυσης του εργάστηρίου, θα πρέπει να σκεφτούμε μήπως το γεγονός αυτό συνδέεται µε την εγκατάσταση στην πόλη τεχνιτών απὀ την ευρύτερη περιοχή. Το φαινόμενο

auto έχει διαπιστωθεί άλλωστε στα κποροπλαστικά εργαστήρια των μεγάλων αστικών πέντρων της ηπειρωτικής Ελλάδας και ιδιαίτερα των μικρασιατικών ακτών, όπου μεταναστεύουν γύρω στο 200 π.Χ. οµάδες κοροπλάθων Gd τη Βοιωτία!». Στην περίπτωση του εργαστηρίου της Βέροιας, η συγκριτική µελέτη των εικονογραφικών τύπων των ειδωλίων έδειξε ότι η χρήση όχι µόνο ποινού θεματολογίον, αλλά ακόµη και κοινών αρχετύπων µε το κοροπλαστικό εργαστήριο της Πέλλας, [US επιτρέπει να εντοπίσουµε τα πρότυπα που

10. K. Τσακάλου-Τζαναβάρη, 11. Κ. Τσακάλου-Τζαναβάρη,

Πήλινα ειδώλια Βέροιας, 80-81, tiv. 8, 34. reve ειδώλια Βέροιας. 16 κ.ε, Thy. XXL.

12. Ό.π., 80 x. 13. H πίσω πλευρά των ειδωλίων εξαχυλοιυθεί να σχηματίζεται µε TO χέρι, ενω αντιθέτα στα QUAKE χρύνια αποδίδεται µε μήτρα. Βλ. 6. Granjouan, «Terracottas and Plastic Lamps οἱ the Roman Period», The Athenian Agora VI, Princeton, New Jersey, 1961, 3 κ.ε. 14. M. Καραμανώλη-Σιγανίδου, AA 18, 1963, B2 Χρον., 232-233, atv. 264a, fi, D. Πέτσας, AA 19, 1964, B3 Χρυν., 351-353. πὶν. 414, τάφοι I και V, tou low και 2ov ar EX. και E Tovocτσογλυν, AA 24, 1969, B2 Χρων., 315, iv. 3290, παιδική κεραμωοσκεπής ταφή 4, To 2ov at. μ.Χ, 15. Βλ. G. Kleiner, Tanagratiguren. Untersuchungen zur hellenistischen Kunst und Geschi-

chie, Berlin 1984, 43 κ.ε. 92 κ.ε.

46

Ηικτρια

Αλλαμανή/

Κατερινα

Toavapiagn

αναζητούμε στα εργαστήρια της μακεδονικής πρωτεύουσας]!ό, Το γεγονός ότι η αχµή του τοπικού εργαστηρίου εντοπίζεται στα ὀψιμα

ελληνιστικά χρόνια, µας υποχρεώνει να εξετάσουμε αναλυτικότερα THY χοῥοπλαστική παραγωγή της εποχής αυτής. Έτσι, όσον CPOE TOUS ELAOVOYOCφικούς τύπους που κυριαρχούν στην παραγωγή του τοπικού εργαστηρίου της εποχής αυτής, η µελέτη Tous έδειξε ότι αυτοί είναι δυνατό να κατανεμηθούν

σε δύο µεγάλες οµάδες. Στην πρώτη κατατάσσονται θέματά της κάθηµεωινἠς ζωής. όπως or γυναικείες μορφές (Εικ. 4), οι πλαγγόνες (Εικ. 5), οι ανδρικές και οι παιδικές μορφές. Στη δεύτερη ομάδα περιλαμβάνονται θέµατα που σχετίζονται µε τη λατρεία xa τη θρησκεία. όπως OÙ γυναικείες μορφές TOW

κρατούν αγγεία, OL χορεύτριες, OL κουροτρόφοι, εικονογραφικοί τύποι της Αφροδίτης, της Ίσιδας (Eux. 6). της Ψυχής, του Έρωτα (Εικ. 7) και to σύμπλεγιια του Άδωνη

xat της Αφυοδίτης

(Εικ. 8). Στην πρώτη ομάδα xuotto-

χούν οι όρθιες γυναικείες μορφές, ενώ στη δεύτερη θέµατα από τον κύκλο της Αφροδίτης και του Έρωτα. Αναλυτικότερα, στα ειδώλια ποὺ απεικονίζουν τη θεά Αφροδίτη ανιχνεύονται µε TOV πιο αντιπροσωπευτικό τρόπο OL καλλιτεχνικές επιρροές που dEχτηκε το τοπικό κοροπλαστικό εργαστήριο. Πιο συγκεκριµένα, στον τύπο της στηριζοµένης Αφυοδίτης (Εικ. 9), που αντιπροσωπεύεται µε επτά παραδείγµατα, είναι φανερή η επίδραση των σύγχρονων επαναλήψεων της μεγάλης γλυπτικής!, Η εξεζητημένη άλλωστε στάση της µορφής που στηρίζεται σε πεσσό αποτελεί EVA από τα πιο αγαπητά θέµατα της ελληνιστικής τέχνης, H

ιδεαλιστική απόδοση του σώματός της µε τις λεπτές επιµήχεις αναλογίες, τοὺς στενούς ώμους και τα μικρά στήθη προσεγγίζουν τα ειδώλια Π 3118 και II 2364 του Μουσείου της Βέροιας στο μαρμάρινο αγαλμάτιο E 541 της Ρόδουδ. Αντίστοιχα OL περίτεχνες κομιιώσεις των ειδωλίων αὐτοῦ του τύπου έχουν τα ακριβή παράλληλά τοὺς σε δημιουργίες της όψιµης κλασικής ACL ελληνιστικής εποχής, Ισάριθμα περίπου ειδώλια παραδίδουν τον τύπο της Αφοοῥίτης avaduoμιένηςι (Εικ. 10). Πρόκειται για έναν εικονογραφιχό τύπο TOV αντιπροσιπενται CTO πολυάριθμα αντίνράφα και επαναλήψεις της ελληνιστικής και

16. Κ. Τουκἀλου-Τζανιφάρη, Unive ειδώλια Ηέροιας, 81-82, 17. Τελευταία, €. E. Valopoulou-Richardson, «Large Sculpture and Minor Arts, A Brief Survey of the Relationship between Sculpture and Terracotta Figurines», ΑΚΙΟΠ des NUD Internationalen Kongresses tir Klassischen Archaologie, Berlin 1990, 396 νε. 18. G. Gualandi, «Sculture di Rodi», ASAtHene 54, 1976. pu), 212. 19. To μοτίβο avto, Tou απεικόνιζε τη θεά να oTpayyicee τα μαλλιά της βγαίνοντας από τη Divano, παωαδίδει Tov pvdo της γέννησης της ceto αυτή. Βλ, αναλυτικά, L/ZMO II Ziirich, München 1984, 54, oto À. Aphrodite (A. Delivorrias), ὅπου καν Q Ogee TERY μι ῤλιογωάφια,

Ta υστεροελληνιστικά εργαστήρια της Βέροιας

49

ρωμαϊκής εποχής, πρότυπο του οποίου θεωρείται ο περίφημος πίνακας του Απελλή, στο Ασκληπιείο της Κω. Σύμφωνα πάντοτε µε την τελευταία τυπολογική κατάταξη πον επιχείρησε ο A. Delivorrias, είναι φανερό ότι τα ειδώAta της Βέροιας, που χρονολογούνται γύρω στα µέσα του 2οῦ αιώνα, παραdidovv µια ελεύθερη επανάληψη του τύπου της ημίγυµνης αναδυοµένης, ὁπου γενικά ακολουθείται το μοτίβο στήριξης της µορφής, ενώ οι κινήσεις των χεριών επηρεάζουν γενικότερα τις χλίσεις του σώματος της µορφής. Οι συνθέσεις των δύο εικονογραφικών τύπων, που προαναφέραμε, OUVOδεύονται AITO μορφές μικρών Ερωτιδέων, καθώς και από µια σειρά μορφών και συμβόλων διονυσιακού χαρακτήρα, όπως η ερμαϊκή στήλη του Πρίαπου, το προσωπείο του Σιληνού ἡ η διονυσιακή µίτρα και το στεφάνι από φύλλα κισσού και κορύμβους. Παράλληλα, η θεά πρατά κάνιστρα µε νεκρικά εδέσµατα XUL φιάλες, ενώ κοντά στα σκέλη της είναι ακουμπισµένη συχνά µια κιθάρα. O τύπος της αποσανδαλίζουσας Αφροδίτης (Εικ. 11), ιδιαίτερα ὃημοφιλής στα ελληνιστικά χρόνιαξθ, αντιπροσωπεύεται από τέσσερα παραδείγµατα. Κεντρικό σηµείο της σύνθεσης αποτελεί η ενασχόληση της θεάς µε τα σανδάλια της. H ποµψή και ανάλαφρη στάση και οι συμμετριχκές αναλογίες της µορφής εντάσσουν τα ειδώλια της Βέροιας, που αναπαράγουν τον ELXOνογραφικό αυτό τύπο, στην παράδοση των εργαστηρίων της Μύρινας, της Πριήνης xat της Δήλου, της περιοχής δηλαδή όπου εντοπίζεται ο τόπος dn-

μιουργίάς του πρωτοτύπου, που ήταν πιθανόν χάλκινοξὶ, Το γεγονός ότι ta ειδώλια της Βέροιας σώζονται ακέραια, µας επιτρέπει να διαπιστώσουμε OTL παραδίδουν τον εικονογραφικό AUTO τύπο, όπως τον αποκαθιστά ο E. Kunzi,

στη σχετική µε το θέµα µελέτη του2Σ. Οι περίτεχνες κομμώσεις και οι σὺνὁυάσμοί των στεφανιών, που στολίζουν το πρόσωπο της θεάς, προσδίδουν ωστόσο µια μοναδικότητα στις συνθέσεις του τοπικού εργαστηρίου. Το ρεπερτόριο που αναπτύσσουν τα κοροπλαστικά εργαστήρια της ηπειρωτικής xa νησιωτικής Ἑλλάδας, της νότιας ἰταλίας, των μικρασιατικών αχτών, της Αιγύπτου και της Μαύρης Θάλασσας κατά τη διάρκεια των OWLpw

ελληνιστικών χρόνων παρουσιάζει, θα λέγαμε, µια σχετική ομοιογένεια,

η οποία αποδίδεται από την έρευνα στο ευρύτατα διαδεδομένο εμπόριο των ειδωλίων και των μητρών Tous. Είναι επομένως προφανές ότι τα μιχοό20. E. Kiinzl, «Venus vor dem Bade», BJb 170, 1970, 102 κ.ε. και LIMC, 6.77.,57 we, iv. 4546.

21. E. Künzl, 6.7. 115.

22. E. KUnzl, 0.7. 116-117 και 124 κ.ε. 23. 5. Mollard-Besques, Catalogue raisonné des figurines et relicfs en terre culle grecs. étrusques et romains, Myrina, IL, Paris 1963, XII και τῆς δις, «Quelques problèmes concernant

so

μικτιωωί Ἀλλαμανήη / Κατερινα

Toavepaon

TEOM εργαστήρια NE TOV τρόπο αυτό παραλάμβαναν ἑνα προκαθορισμένο ACL σι νχούνως ευρύτατα αποδεκτό θεματολόνιο. QOTOHDO, στη διαµόρφωση του ρεπερτορίου TOV ερναστηρίου της Βεροίας

συνετίλεσε χωρίς αμφιβολία ουσιαστικά τὸ γεγονός OTL ἕνα σηµαντικό µέυος της παραγωγής του προοριζόταν για ταφική χρήση. Ανάλογη είναι άλλωστε N επιλογή των εικονογραφικών τύπων TOU τοποθετούνταϊ ὡς κτερίσματα στους

θ)αμωτούς τάφους της Πέλλας. Ειδικότερα,

η εξέταση των εικονογραφικών

τύπων

των ὀρθιων YUVAL-

KELLY µορ(ών, µας επιτρέπει να διαπιστώσοιµε την επίδραση OVO χαλλιτεχνικών τάσέων. Συγκεκριμένα µια ομάδα ELMA mv? συγκεντρώνει χαρακτηοριστικά, όπως η μετωπική στάση και η απλή απόδοση της πτύχωσης

της εν-

δυµασίας (Εικ. 12), που µας οδηγούν στη σύνδεσή TOUS µε πρώιµές χάλλιτενικὲς δημιουργίες των βοιωτικύν zur αθηνὐκών εργαστηρίων.

Μια ὀεύτιρη

ομάδαξό που παραδίδει νεότερα χρονολογικά στοιχιία όσον αφορά την απὀὃοση της γυναικείας µορφής, όπως OL αντιθετικές κινήσεις, TA πλούσια OVοτήµατα των πτυχών και η διαφανής απόδοση των ενδυμάτων (Εικ.

13), µας

οδηνούν σε ανάλογες συνθέσεις των κοροπλαστικών εργαστηρίων τὴς Muοινας, στη διάρκεια του 2ου αι. π.Χ. Την EVTOVN ἐπιρροή του ίδιου ερύαστηLOU αναγνωρίζουμε επίσης σε ένα σύνολο πρωτότυπων συνθέσεων, ÉTOU κιὶ-

ριαρχεί η µορφή της Αφροδίτης. H θεά χαρακτηρίζεται εδώ από µια εντπωCLEAN ποικιλία κχομμώσεων, κοσμημάτων και συμβόλων. Τέλος, στο ρεπερτόQLO του

{ου αι. π.Χ. αντιπροσωπεύονται θέµατα που αποδεικνύουν την επί-

ducon της θρησκείας των ανατολικών περιοχών TOU μακεδονικού βασιλείου και της Αιγύπτου (Εικ. 6, 8).

Η προσεκτική παρατήρηση των πήλινων ELOMALOY, µας ἑδωσε τη OUVUTOτητα να διακρίνουμε οµμάδις που παρουσιάζουν όμοια τεχνικά YUQUATMOLOTIκά KUL κοινά μορ(ολογιχκά στοιχεία, γεγονός TO οποίο µας επέτρεψε να ανειγνωρίσουμε TO χέρι ενός σημαντικού αριθμού ανώνυμων τεχνιτών. avc ληλά, στην πίσω πλευρά OVO εικονογραφικών τύπων εντοπίστηκαν OL WTOYOU«ές τριών κοροπλάθων, OF οποίοι υπογράφουν [LE TA αρχικά των ονομάτων TOUS, TOV

σιηιπληρώνονται

αντίστοιχα

ως Αλί[ξανδρος],

Λι[ονύσιος]

και

les transterts de themes dans la coroplathie du monde méditerranéens, Hoccerüear tou NU AuOvorg Nividotor λανικής Αρχαιολογίας, τομ. B, Αθηνα 1988, 20 4.t., και S. Miller, Studia Trotca 1,

1991, 39 κε. 24, Σγιτικέ PE αὐτόν τὸν τύπο τοῦ Tag AOU μνημείο, BA. M. τοι (ελαμωτοί τί οἱ τῆς Πέλλας, Ἀθήνα 1994,27 κ.ε,

Av.yutazi- Ακχαμάτη, AGEFP-

25. TIGORELTEL ια τους εἰκονουγρφτλοὺῖς τύπους ὀρθωον YUVALZEUDY µορόων a, fi, ὃς ε-θ, v, 2 και q. BALK. Toazid.on-Tiavafaon, Γήλινα ειδώλια Héootus. 26, BA agetuna, Hiva ειδώλια Boots, εικονογοαφίκοι τύποι COUV qv 0, Χ, À. ο, ο, χα YP.

UVOLUAELEON pop-

Τα υστεροελληνιστικά εργαστήρια της Βέροιας

SI

Μη[νάς]. O μακρύς κατάλογος των επώνυμων και ανώνυμων κοροπλάθων που καταρτίστηκε δεν υπονοεί βέβαια ότι υπήρχε στη Βέροια αντίστοιχος αριθµός εργαστηρίων. Τέλος, ορισμένα επιπλέον στοιχεία µας επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι µερικά από τα κοροπλαστικά εργαστήρια της πόλης ήταν παυαγωγιχκές µονάδες οικογενειακού χαραμτήρα, που παραδίδονταν από τον πατέρα στον γιο. Θα παρουσιάσουμε εδώ την προσπάθεια απόδοσης µιας ομάδας ειδωλίων στον κοροπλάστη Αλέ[ξανδρο], τον κοροπλάστη της Αφροδίτης, όπως TOV ονοµάσαμµε, µια και τα ειδώλια που του αποδίδουµε απεικονίζουν τη θεά σε διάφορους εικονογραφικούς τύποικ27 (Εικ. 9-11). Αναγνωοίζουµε o’ αυτόν τον πιο ταλαντούχο δημιουργό του τοπικού εργαστηρίον, ο οποίος παρακάμ.πτει τη μονοτονία των μορφών µε περίτεχνες κομμώσεις χαι δημιουργεί µια σειρά πρωτότύπων συνθέσεων μοναδικών για την εποχήτους, Θα συνεχίσουμε τέλος µε τις δημιουργίες του «χοροπλάθου της Ψυχής», όπως τον ονοµάσαµε από την απόδοση σ’᾿ αυτόν ενός ειδωλίου που την απειxoviter?® (Εικ. 14). Η καλλιτεχνική παραγωγή του εντοπίζεται χρονικά γύρω στα µέσα του lov αι. π.Χ. Χρησιμοποιεί έναν ανοιχτόχρωμο κιτρινωπό πηλό, ne µαλακή υφή. Στο εργαστήριό του αποδίδουµε δημιουργίες µε πρωτότυπα θέµατα, η ἀπόδοση των οποίων απαιτούσε πολύπλοκες τεχνικές λύσεις (Εικ. 6-8, 14-15). Οι δυνατότητες του κοροπλάστη στον τοµέα AUTO εἶναι ωστόσο περιορισμένες, ενώ η διακοσμητική του διάθεση εξαντλείται, θα λέγαμε, στην επεξεργασία της πτύχωσης των ενδυμάτων. Συνοψίζοντας όσα αναφέραμε πιο πάνω, διαπιστώνουμε OTL η δημιουργική περίοδος του κοροπλαστικού εργαστηνίου εντοπίζεται σε ένα μικρό σχετικά διάστηµα, εκατόν πενήντα ετών, στα όρια του οποίου αυτό όχι µόνον ανταποκρίθηκε θετικά στις καλλιτεχνικές τάσεις των όψιμων ελληνιστικών χρόνων, αλλά προχώρησε στη σύλληψη εξαίρετων συνθέσεων, που απηχούν τον θρησκευτικό χαρακτήρα της τοπικής κοινωνίας. To εωγαστήριο κατασκευής τφικών ανάγλιγων στηλών Στη Βέροια των υστεροελληνιστικών YOOVEOV διαπιστώνεται η ὑπαρξη ενός εργαστηρίου γλυπτικής που κάλυπτε ένα ευρύ πεδίο ὁραστηριοτήτων χι 27. Βλ. Κ. Τσακάλου-]ζαναβάρη, ΓΓήλινα ειδώλια Βέροιας. 81-82. 28. Στυν «κορυπλάθο της Pryne» ατοθίδουµε επίσης πήλινυ ALT Eye Άδωνη χι Aygoδίτης (Εικ. 8). Βλ. K. Τζαναβάρη, «ITmàtvo σύμπλεγια «πώ τη Βέροια», Apacs. Τιμήτικος τόµως στων καθηγητή Μανώλη Ανορώνικω, Θεσσαλυνίκη 1987, 861 κ.ε., iv. 174, ππίκυς xe δύο

πήλινα ειδώλια zou απεικυνίζυυν τη θεά Towa (κ. 6). BA. Κ. Τζαναβάρη, «H λατρεία των αιγυπτίων θεών στη Βέροια», 674 κε., EUX. 2.

Αρχαία

Maxrdovia,

E° Auwtivéz Συμπόσιο,

Θεσσαλονίκη

1993,

52

Βικτώρια Αλλιαμανή / Κατερίνα Toavafiaon

ὃεν περιοριζόταν µόνο στην παραγωγή επιτάφιώων μνημείων. AUTO μαρτυρούν

τα ολόγλυφα έργα μικρών και μεγάλων διαστάσεων. καθώς και ορισμένα (toχιτεκτονικά γλυπτά που προέρχονται όλα από την αρχαία πόλη”. Εδω. ωστόσο. Na ασχοληθούμε ειδικά µε τον τοµέα των ταφικών αναγλύφων, επειδή ο μεγάλος αριθµός TOUS και η διαχρονική τους κατανομή βοηθούν στη µεLETH της εξελικτικής πορείας του εργαστηρίου κατά τη χρονική αυτή περίοδο. Οι συνθήκες εὐρεσής TOUS όµως, µακριά από τις αρχικές τους θέσεις και από τα συναφή τους ευρήματα, ὁυσχεραίνουν τη ὀυνατότητα µιας τεχμηριωώµένης χωονολόγησης, η οποία αναγκαστικά βασίζεται µόνο στη µελέτη του) στυλ και των επιγραφών, όπου αυτές υπάρχουν. Όπως είναι γνωστό, η Βέροια δεν αποτελεί πολιτιστικό κέντρο µε αξιόAOYH εργαστηριαχή παράδοση, στα κλασικά και στα πρώιμα ελληνιστικά χρόvia. Αντίθετα, στον ευρύτερο μακεδονικό χώρο υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για ντόπιους xa ξένους τεχνίτες που δούλεψαν ad το δεύτερο μισό του Sov αιώνα, τόσο στις Αιγές όσο και στην Πέλλα-θ, Στην Αιανή. εξάλλου, οι πρύ-

σφατες ανασκαφές αποκάλυψαν σηµαντικά έργα μεγάλης πλαστικής, ήδη «πό την όψιμη αρχαϊκή exoyy?!. Στη Βέροια και στη χώρα της οι ενδείξεις αυτές εντοπίζονται σε νεότερα χρόνια. Τα κλασικά χρόνια αντιπροσωπεύονται από ένα καλό απότµηµα αττικού πιθανότατα έργου, που εικονίζει κάτω τµήµα γυναικείας µορφής, ενώ OL οριακές OUVATOTNTEG ενός ντόπιου τεχνίτη να αναπαράγει ένα αττικό επίσης πρότυπο έχουν ως αποτέλεσµα την επαρχιακή δουλειά της στήλης µε αριθμό

29. Επιλεκτικά αναςέρουµε, τρία ακέφαλα γυναικεία αγαλμάτια ελληνιστικών χρόνων, AA 19, 1964, Χρυν. BI, 355, aviv. 420a, AA 24, 1969, Χρον. B2, 326, ag. I, tiv. 338y-6 και AA 27, 1972, Χρυν. B2, 515, riv. 448a, ένα Exataio xa ένα ανάγλυφο χορενυυσών περί ένα στέλεχος γυναικὠν, ΑΔ 20, 1965, Χρον. B3, 434, riv. 493a και 493, και IT. Χρωινσοστόμυι, Η Oragadixn

Ora Εν(ν)υδία ή Φεραία Θεά, Θεσααλυνίκη 1991, adr. dvd. διατρ., 307, αυ. 2 και 3, eux. 56 a, fi. Ακόμη TO πάνω τµήµα duo μικρών μαυμάρινων Εκαταίων των υστεροελληνιστικών χρόνων, Χρυσοστόμου, 6.77, 308-9, αρ. 4-5, εικ. 58a, Eva κουμό Ααφροζίτης, AA 23, 1968, Χρον. B2, 348, TU ζωυφόρου µε AQHATOOQOPLA απτύ TAQLKO υπέργειο μνημείο κάποιος επώνυµου AQVOYAVWS Βεωοιαίον, AA 36, 1981, Χρυν. B2, 326, πίν. 2197 και Κ. Tancke, «Wagenrennen. Ein Friesthema

der aristokratischen Reprisentationkunst spätkllassisch-Frühhellenistischer Zeit», JdI 105, 1990, 95127, wc 97, εικ. 3. 30. Σαατασύγλονυ-Παλιαδέλη, Ta επιτάφια μνημεία απὀ τη µεγάλη Τούμπα της Βεργίνας, Θεσσαλονίκη 1984, adn. dw. date. 86 x.E., PF. Ακαμάτης, «Ἐάνθος Δημητρίου και Αμάικας υιός», AMHTOZ, 13 κ.ε. Στην Πέλλα, την τρυτεύούσα των Μακεδόνων, πρεπει βέβαια να υπήρχε ένα ουγάνωμένο εργαστήριο γλυπτικής στον 40 αιώνα, ὅπως μαρτυρούν τα συνεχώς avéuvòμενα ευρήματα, M. Χρυσοστόμου, «O τύμβος A της Ραχώνάς», AMHTOS, 1016 κ.ε. και Tou Wav, «O Μακεδονικός τάφος ZT µε τις σαρκχοφάγους της Πέλλας», Αρχαία Μακεδονία VE (1996). 31. Γ. Kagapntgov-Mevtedion,

στ

\WHI08V

=

στο

“(POLIBN) 5ΟΙ09Η JUIIIUP UO *SOINSIG UOLIOdUR 34} JO UONISOd JY] | δι

OHINIY3d

|

as

TTTN

à VIJANVSAIN

ur |, δρ.

>)YINOTTOdY

pus |

A

=F J

À

v

194

Jan Bouzek

Fig. 2. Main routes from Pistiros to the south, across the Rhodope mountains. After M. Domaradzki. Emporion Pistiros, Trako-gr'cki trgovski otnosenija, Pazardzik 1994.

Pistiros and the south: land and river connections

Fig. 3.

Traces of wheeled carts in the Eastern Gate of Pistiros. After Pistiros I (1997).

195

196

Fig. 4.

Jan Bouzek

Examples of wine amphorae fragments and amphora stamps from Pistiros. After M. Domaradzki, Emporion Pistiros.

15 THE

IDENTITY

Maria

OF THE

Caccamo

TWO

HORSEMEN

ON

PHILIP

Il's COINAGE

Caltabiano

Within the masterly Corpus of the coins of Philip II, G. Le —without any hesitation— identifies with the king figure the mature man that, galloping on parade with fluttering cloak and the right hand appears on tetradrachms struck in the mints of Pella and Amphipolis.

Rider! horseraised, On the

contrary. he defines only jeune cavalier nu? the type on the most part of the

tetradrachms struck by Philip II after 348 palm galloping on parade a similar horse to riographic tradition Le Rider interprets the type: after the victory of Olinthus, while he

B.C.: the boy holds in his hand a the right. Following a long histoimage of the boy as an agonistic was undertaking also in Greece a

first rate political role, he should have substituted a too much “Macedonian”

type with a definetely Greek one. Our intention is to show that there aren't two moments conceptually and ideologically different in the king iconographic choises. The message that Philip If wants to diffuse in his coins seems to be unitary: the king wants to present to the Macedonian people his new basileia founded on an authority which came directly from Zeus, and whose firmness and continuity were granted by the existence of a heir. A hereditary monarchy, then, that pretends to take deep roots in the Macedonian past looking at the future with big and ambicious panhellenic projects. The first big novelty on Philip II’s coinage is the presence of the head Οἱ Zeus on the obverse of the tetradrachms, which never appeared on Macedonian coins?. The head of the god is connected with the mature horseman and with the young one too, underlining the deep idcological link that exists between the first and the second iconography adopted by Philip II. The horseman image seems to be more connected with the Macedonian coinage, following the well known iconography that we find on Alexander I's 1. G. Le Rider, Le monnayage d'argent et d'or de Philippe IL frapyx en Macedoine de 359 à

294, Paris 1977, 364-366. 2. Ibidem, 466. 3. Ibidem, 363-364.

198

Maria

Caccamo

Caltabiano

coins‘, which is also inspired by a type very common among the Archaic issues in the so-called Traco-Macedonian tribes. The identification of the horseman with Philip II was based, tor a long time, on the interpretation of his headgear as a causia diadematophoros®, considering it as the Macedonian national headgear and so the diadema as a royal attribute. A. Prestianni's? studies have demonstrated, in these last years, that the supposed causia was in reality a petasos with strings to fix it under the throat and behind the nape of the neck, and also showed how the adoption of the royal diadema shouldn't have been previous to the eastern experience of Alexander the Great. Neverthless, I think that the fundamental argument we must consider to continue to support the royalty of the horseman image (and on whom I recalled the attention in a work about the Hellenistic basileiæ) is the novelty 4. We find a rich analysis of the Macedonian horseman type in O. Picard, “Numismatique et iconographie:

le cavalier macedonien”,

in fconographie

classique et identités regionales,

BCH

suppl. XIV, Paris 1986, 67-76, but it's impossible to agree with his final view. For a complete treatise of Alexander Is coinage see D. Raymond, Macedonian Regal Coinage to 413 B.C., NNM 126, New York 1953 and also the more recent N. G. L. Hammond - G. T. Griffith, A History of Macedonia HI. 550-336 B.C., Oxtord 1979, 84-86, 104-110 and the comments of M. J. Price - N. Waggoner, Archaic Greek Coinage. The Asyut Hoard, London 1975, 38-39, 117, 119, 121. A convenient recent

survey may be found in A. M. Prestianni Giallombardo - B. Tripodi, “Iconografia monetale e ideologia regale macedone: i tipi del cavaliere nella monetazione di Alessandro I e di Filippo II", REA 98, 1996, 3-4, 1-46. 5. About the so-called Thracian-Macedonian coinage see E. 5. J. N. Svoronos, L'heliénisme primitif de la Macédoine, prouvé par la numismatique et l'or du Pangée, Paris - Athènes 1919; Hammond-Griftith, op.cit., 69-91; M. J. Price, Coins of the Macedonians, London 1974,2-18 passim;

N. G. L. Hammond, “The Lettering and the Iconography of ‘Macedonian’ Coinage”, in W. G. Moon

(ed.), Ancient Greek Art and Iconography,

Madison

1983, 245-258; C. Arnold

Biucchi, “I

tondatori mitici dell'unità tribale macedone sulle monete tribali", NAC 9, 1980, 25-36; M. J. Price, “The coinages of the northern Aegean", in I. Carradice (ed.), Coinage and Administration in the Athenian and Persian Empires. IX1h Oxford Symp. on Coinage and Monetary History. BAR Intern.

Ser. 343, Oxford 1987, 43-47; Υ. Youroukova, Coins of the Ancient Thracians, BAR suppl. Ser. 4, Oxford 1976; M. Taceva, “On the problems of the coinages of Alexander I, Sparadokos and the socalled Thracian-Macedonian tribes", Historia 41, 1992, 58-74. 6. See Le Rider. op.cit., 5 no. 1, 364. 7. A. M. Prestianni Giallombardo, “Il diadema di Vergina e l'iconografia di Filippo Il”, in Ancient Macedonia 1V, Acts [Vth Intern. Symposium on Ancient Macedonia (Inst. for Balkan Studies 204), Thessaloniki 1983 (1986), 497-509; Ead., “Kausia diadematophoros in Macedonia: te-

stimonianze misconosciute e nuove proposte”, Messana η. 5. 1, 1990, 107-126; Ead., “Per un lessico greco dell'abbigliamento. Copricapi come segni di potere: la kausia", in Atti I Semin. di studi sui Lessici tecnici greci e latini (edd. P. Radici Colace - M. Caccamo Caltabiano), ΑΑΡΕΙ 66, Messina 1991, 165-187; Ead., “Recenti testimonianze iconugratiche sulla Kausia € la datazione della II tom-

ba reale di Vergina”, DHA macedone:

17, 1, 1991, 257-304; Ead.. “Un copricapo dell'equipaggiamento militare

la Kausia”, NAC 22.

1993, 61-90; Ead.-B. Tripodi, art.cit. On the same argument

sce

also C. Saatsoglou-Paliadeli, “Aspects of ancient Macedonian Costume”, JHS 113, 1993, 122-142. 8. M.

Caccamo

Caltabiano,

"Spunti

di ritlessione

sulle premesse

e alcuni caratteri

della

The identity of the two horsemen on Philip II° coinage

199

of the change that Philip II made in the traditional Macedonian type: the horseman, in fact, has’nt the two lances and shows the right hand raised. It isn't

a simple

salutation

but

a charismatic

gesture

of king's

benevolence,

protection and maiestas, whose origins F. Cumont? found in the religious rites of Semites. It was adopted through the centuries for gods and men with a leading authority. As an example, the royalty of the Great Persian King is showed by the iconography on the issues of the Phoenician city of Sidon!°. Here the king appears on a charriot drawn by mules, wearing a headgear and royal dresses, the left hand is on his breast and the right raised. A royal gesture, so, that still nowadays shows the strictness of an almost unchanged ceremony, which crossed diachronically and horizontally the charismatic iconography of kings in all the times!!. The first appearence of the victorious boy on the coins of Philip 11 doesn’t follow 349 B.C. —as conventionally is assumed in considering only what happens in the tetradrachms—, but it is contemporaneous to the first issues with the mature horseman!2. The young horseman, in fact, appears on the first hemidrachms struck by Philip in Pella, presenting the right hand raised and a palm’s branch in the left. After some years we find this type on the drachmas!? with the head of Heracles and also on the coins issued by the mint of Amphipolis!4. In Pella’s mint the appearence of the young horseman on the Basilcia ellenistica alla luce del documento monetale”, in Monumenta Humanitatis. Studi in onore di G. Resta, Messina 1996, 213-280. 9. Ε. Cumont, Fouilles de Doura-Europos (1922-1923), IX, Paris 1926, 70-72. See also IL Demisch, Erhobene Hinde. Geschichte einer Gebarde in der bildenden Kunst, Stuttgart 1984, 131134: K. Gross, “Lob der Hand im klassischen und christilichen Altertum", Gymnasium 83, 1976,

423-440; [ά., Menschenhand und Gotteshand in Antike und Christentum, Stuttgart 1985, §, 26-28. A rich analysis of the iconography of the mature horseman on Philip II's coinage is in Prestianni Giallombardo-Tripodi, “Iconografia monetale...” cit. These scholars conclude that the mature horseman's type is an image Οἱ the royalty and not of the king.

10. See BMC, Phoenicia, 139 nn. 1-2: 140-141 nn. 4-8: 143 nn. 17-19; 144 nn. 20-28; 145-146 nn. 29-33;

147-148 nn. 46-52;

150-151

nn. 63-66;

152-154

nn. 69-83; see also Ρ. R. Franke

- M.

Hirmer, Die griechische Munze, München 1964, tav. 195 nn. 683-684; C. M. Kraay, Archaic and Classical Greek Coins, London 1976, 288-289. 11. About his origins and the use of this iconography in the Roman imperial age see ΕΙ. Ρ. L'Orange, Studies on the Iconography of cosinic Kingship in the ancient World, Oslo 1953, 139-170 and A. Alfoldi, “Insignien und Tracht der romischen Kaiser”, ATDAI(R) SO, 1935, 107-108; κ. Brilliant, Gesture and Rank in the Roman Art, New Haven 1963, 65-69 and passim: P. Bastien, Le buste a main levée dans le monnavage romain, in Studi per L. Breglia. BoliNuim suppl. to n. 4, 1987,

147-162 ; Id., Le buste moneétaire des empereurs romains, H, Bruxelles 1993, 559-572. 12. Le Rider, op.cit., 6 nn. 4-8 pl. |. 4-8. 13. Ibidem, 9 n. 34, 10-12 nn. 44-46: n, 47-49 (hemidrachms); 54-58 (drachmas midrachm) etc. 14. Ibidem, 75 nn. 22-24 (drachmas) n. 25 (hemidrachm), 84 n. 116: 86 n. 144 etc.

and

he-

200

Maria Caccamo Caltabiano

reverse of the tetradrachms, determines the disappearence of the mature horseman's image with the right hand raised!5. The star Helios’ symbol. which is common to the I Period tetradrachms of Pella!é and to the Second too!’, demonstrates that the starting period of the issues with the young horscman developed contemporaneously to the final one with the mature horseman. On the tetradrachms the iconography of the boy is lightly changed: now he holds the bridle in his left and the victory's palm in his right. In the denominations of the I Period the young horseman was connected to the head of Heracles or the head of Apollo!®, on the tetradrachms of the II Period it’s linked to the same Zeus’ type that we have found with the mature horseman who has his left hand raised. The association Zeus / mature horseman

and Apollo or Heracles / young

horseman on the I Period issues of Philip II, seems to be inspired by the bipolar conceit MATURE / YOUNG, whom the iconography of the gods on the obverses of the different specimens underlines with great evidence. Zeus and Apollo, besides stressing that the two horsemen belong to two different ages, propose the important relationship FATHER / SON, which is the expression not only of an identical divine nature exalted by the wreath of laurel with whom both are crowned, but also is the symbol of the continuity and perpetuity assured by the hereditary principle. Also in relation to Heracles! we find the same conceit of an origin from Zeus, who adopted him, having as a consequence of it the assimilation of his human nature to the divine nature of Zeus. And, moreover, a mythic past of “labours”, which were also “proofs” to reach the heroic and divine condition.

Not by chance Isocrates?9, who defines Heracles as “the originator of the Argive race” and “progenitor of this race”, proposed him to Philip as a model. 15. Le Rider, op.cit., 21. We consider unacceptable the change suggested by M. J. Price. “The coinage of Philip IT", NC s. VII, 139, 1979, 230-241 of Le Rider's relative chronology, change which is partially accepted by I. Touratsoglou, in D. Lazaride - K. Romiopoulou - I. Touratsoglou, O tymbos tes Nikesianes, Athenai 1992, 48-49. 16. Le Rider, op.cit., 15- 21 nn. 79-137b ppl. 4-6, 79-137b.

17. Ibidem, 21- 23 ppl. 6-7, 140-152. 18. About this argument we have to consider the importance attributed by Augustus to the Apollon's cultus (P. Zanker, Apollo e il potere delle immagini, ital. trasl. Torino 1989, 91-97; B. Kellum, Sculptural propaganda and propagande in Augustan Rome: the temple of Apollo on the Palatine, in The age of Augustus (ed. R. Winkes), Archacologia Transatlantica V, Providence Louvain La Neuve 1985, 169-176) and his aemulatio Alexandri (E. 5. Gruen, “Augustus and the Ideology of War and Peace”, in The age of Augustus, cit., 68-71). 19. On the Heracles death and apotheosis sce J. Boardman, in LIMC V, 1, Zürich - München 1990, s. v. “Heracles” 121-132. 20. Isokr., Philip. 105-110.

The identity of the two horsemen on Philip I" coinage

201

The dialectic, therefore, that develops around the conceits mature/young, father/son, man/demigod or hero, in which we could add the binomial past/ future in case we would emphasize also the two horsemen’s orientation, one to the left the other to the right2', one rooted in the past the other looking at the future, links conceptually and indissolubly the images of the two horsemen, as they appeared since the first issues of Philip II. If our proposal is correct the royal and political programm with which Philip II wanted to present himself to the Macedonian people, propagandizing it on the coins, couldn’t begin at least after the period of three years when he was epitropos of his young nephew Amyntas IV, but above all after the birth of his son Alexander and after the nomination of Philip as basileus??. The couple Zeus / young horseman, besides underlining the ideal identity and continuity with the royal message of the I Period, shows the conceit of a royal power that —how Isocrates theorized— came directly from Zeus2? and assured, because of the hereditary principle, that strenght and continuity of the monarchy

whose

spokesman

would be Aristotle himself24. It's possible that,

moreover, the prevalence of the type of the young horseman should be facilitated by the political events that saw the sixteen years’ old Alexander as the kingdom’s ruler, while his father was besicging Byzantium (340/339 B.C.)?5. Our interpretation seems to us to be confirmed by the heroon that Philip Il built after the victory of Chaeroncia. The Philippeion, as Pausanias says2°, was built significantly in the sanctuary of Zeus at Olympia, in the nord-west-

ern corner of the Altis. Near the temenos of the God rose a round building en21. See for example Le Rider, op.cit., pl. 94 nn. 1-2. 22. Tustin. VII 5, 9-10. This historical evidence has been wrongly rejected by J. R. Ellis, “Amyntas, Perdikka, Philip II and Alexander the Great, a study in conspiracy”, JH$ 91, 1971, 1524, tollowed by Le Rider, op.cit., 387 who, consequently, dates the beginning of Philip’s If coinage in 359 B.C.. About the problem of a direct succession from tather to son see M. B. Hatzopoulos, “Succession and regency in Classical Macedonia”, in Ancient Macedonia, Acts Vth Intern. Symposium on Ancient Macedonia, Thessaloniki 1989 (1993), 279-292. 23. In this sense it's very interesting to remember the contribution provided by K. Dimitrov, “Le monnayage et l'idéologie royale en Thrace préhellénistique (fin du Vle-première moitié du [Ve s. av. J.C.)", in Proceedings of the XIth International Numismatic Congress Brussels 1991, 1, Louvain La Neuve 1993, 151-163 to the knowledge ot the royal Thracian ideology. See also Ν. 5. Grenwalt, “The iconographical significance ot Amyntas [II's mounted hunter stater”, Ancient Macedonia. Acts Vth Inter. Symposium cit., 509-519, who interprets the rider as a symbol of political and religious legitimacy. 24. Arist., Polit., III 1256 b ss. 25. Plut., Alex., ΙΧ. 1. δ. Le Bohee, “Remarques sur l'âge de la majorité chez les rois de Macedoine”, in Ancient Macedonia. Acts Vth Intern. Symposium cit., 783-784 emphasizes that under the cure of a future king his father can put very important tasks.

26. Paus. 1, 20, 9-10.

202

Maria Caccamo Caltabiano

circled by eighteen columns, in the innermost

part of the cell rose up a semi-

circular basis and on it there was the chryselephantine statue of Alexander. Near the statue of the young prince there were the similar statues of his parents Philip and Olympias and also the statues of his grandparents Amyntas

and Eurydice??. The presence in the heroon, which was under the protection of Zeus, of three generations’ members of the royal Macedonian family, and above all the pre-eminent

role of Alexander

(however

it's historically justified by the

function that the young prince had in the victory of Chaeroneia?8 when he was the cavalry commander) seems to confirm more evidently how Philip II had founded his royal power on the principle of the dynastic continuity. In the same years when the type of the young horseman appears on the

silver tetradrachms, Philip II started to strike his golden staters??. The golden coinage of the Macedonian king had a remarkable psycological impact among the Greeks. At last, in fact, it entered in competition with the Persian coinagc, and, really took its place in Greece, as it is proved by the expression dareikoi philippeioi that we find on an Athenian inscription of 337/6 B.C.*°. Characterized by the same metal, gold, and by the same weight as the Persian coins, the golden aurei of Philip ΙΙ were perceived by the Greeks as the new dareikoi! and Philip Il as the only, possible antagonist to the Great Persian King. When Philip If died his golden and silver coins continued to be struck. The posthumous coins”, in fact, were minted not only under the reign of Alexander the Great, or under Philip II] Arrhidaeus, but also under the Diadochi. The recall to the authority of a dead king, through the coinage bearing his name and types, I think that —making the right distinctions— could find the only possible comparison in the coinage of the Persian kingdom”. King Da27. Sce B. Hintzen-Bohlen, “Die Familiengruppe - Ein Mittel zur Selbstdarstellung hellenistischer Herrscher”, JDAT 106, 1990, 131-134, with earlier bibliography. It is the only monument mentioned by the scholar (pp. 129-154) who joins together the statues of three generations οἱ the same family. On the dynastic meaning of the Philippeion there should’nt be any doubt. 28. Paus. foc.cit. underlines that the Philippeion's building was carried out after the fall οἱ Greece at Chaeroneia. 29. Le Rider. op.cit., 407-442. 30. IG 11? 1526 col. Il 22-23, The dare(ikoi) integration has been suggested by J. R. Melville Jones, “Daries at Delphi", RBNCXXV, 1979, 34. 31. CL. M. Caccamo Caltabiano - P. Radici Colace, Dalla premoneta alla monceta. Lessico monctale «reco tra semantica e ideologia, Pisa 1992, 109-112, 134-135. 32. See Le Rider. op.cit., 436-437, 442. 33. For a chronological arrangement of Persian coinage cf. L Carradice, “The ‘regal’ coinage of the Persian Empire”, in Coinage and Administration...cit., 73-95.

The identity of the two horsemen on Philip I” coinage

203

rius, as reformer of the reign, linked his name with these golden coins, 5ο after him all the golden issues were identified exclusively as dareikoi, apart from the identity of the king who had really issued them. Likewise also in Macedonia they understood that the charismatic role of Philip II, the “reformer of the monarchy”, could be conveyed by his coinage. It gave, in fact, that sense of immutability and continuity which was absolutely the same, apart from the royal figure that time after time took its own shape. To the same conceit of continuity and hereditariness of the power of the founder of the dynasty, I think that it is necessary to go back to explain the absence of the image of the mature horseman with the right hand raised on the following issues of the Macedonian kings. The posthumous coinage in the name of Alexander the Great?4, Philip II] Arrhidaeus, Alexander IV, Cassander, his sons Philip IV and Alexander V?5 are characterized by the type of the young horseman running with the palm or holding the bridle. On the coin-

age in the name of Cassander2*, Antigonus Gonatas*?, Philip VY# and Perseus}? prevailed the type of the naked boy with his right arm raised, while Demetrius Poliorcetes{® prefers the type of the horseman with the lance. Also in Syria Seleucus [*! and Seleucus II4 choose the horseman wearing 34. Le Rider, op.cit.. mint of Pella 45-55, mint of Amphipolis 98-120. We find a young galopping horseman also on the bronze coinage with an Apollo head on the obverse, cf. 5. W. Grose, Catalogue of the McClean Collection of Greek Coins, Il, Cambridge 1926, 63 n. 3532 pl. 131 n.27. 35. Ibidem, Pella: 56-69, Amphipolis 120-126. 36. Cassander minted in his name only bronze coinage, in a first moment with the legend Kassandrou, alter 306 B.C. with the basileus title, Merkholm, op.cit., 60 pl. V, 72: see also C. Erhardt, “The coins of Cassander”, JournNumFineArts 2, 2, 1973, 25-32. One series brings on the obverse the Heracles’ head and on the reverse the young horseman with his right arm raised on the horse's head, SNG Danish National Musem Copenhagen nn. 1142-1153; Grose, op. cit., Il, 66 nn. 3554-3566 tav. 132 nn. 14-17; SNG Coll. Evelpidis nn. 1411-1414; H. Gaebler, Die antiken Miinzen Nord-Griechenlands, WI, Berlin 1935, 176, pl. XXXII n. 7. The young horseman with his right hand raised characterizes also the bronze coins of the Cassander's sons: he is dressed by a chiton and a

fluttering chlamys, Gaebler, op. cit., 178-179 pl. XXXII nn. 17-20. 37. Antigonos Gonatas Merkholm, op.cit., 134-135 pl. XXIX n. 411. see also Grose, op.cit., II, 71-72 nn. 3608-3613 pl. 134 nn. 9-12; Gaebler, op.cit., 188 tav. XXXIV nn. 8-10. 38. Grose, op.cit., II, 76 nn. 3655-3656 tav. 136 nn. 8-9; Gaebler, op.cit., 191-192 tav. XXXIV

nn. 21, 25, 26; SNG Sammlung Dreer pl.24 n. 607;

Merkholm, op.cif., 136 tav. XXIX n. 441. See also

A. Mamroth, “BronzemUnzen des KGnigs Philippos V von Makcdonien”, Z/N 42, 1935, 219-251. 39. Gaebler, op.cit., 196 tav. XXXVI n. 1. There is a naked young horseman on the reverse ol

a bronze series with Heracles” head on the obverse. 40. E. T. Newell, The coinages of Demetrius Poliorcetes, London 1927, pil. VII 15, VIH 2-3, X 8-10, XVI 13, XVII 18-19; Gaebler, op.cit., 181 tav. XXXII nn. 24-25: Morkholm, op.cit., 80 who considers the horseman representation an image of the king. See also the bronze coinage Gacbler, op.cit., 182-183 tav. XXXIII nn. 9-10; SNG Copenhagen n. LISO. 41. E. T. Newell,

The coinaze ot the Eastern Seleucid mints from Seleucus | to Antiochus

HI,

New York 1938, 176-177 nn. 481-482 pl. XXXVI nn. 9-10; Merkholm, op.cit., 73, tav, VITI nn. 142.

204

Maria Caccamo Caltabiano

military dresses and holding the lance. Lysimachus4? adopts the type of the young horseman that holds the bridle in his hand, in Sicily Agathocles** and

Hieron II45 identified themselves with the galloping horseman with the lance in his hand. Because the image of the horseman with the right hand raised recalls to the first basileus, the founder of the new Macedonian royalty, in respect to whom all the other kings could recognize themselves as successors and heirs, only the image of the young horseman could survive, because from the first moment he expresses the conceit of succession and the principle of dynastic continuity.

In the Roman world, instead, the iconography of the horseman with his right hand raised shows bigger fortune. An aureus of Silla*®, 80 B.C., bears the image of the dictator on an equestrian statue with his right hand raised. A

denarius of L. Marcius Philippus*’, 56 B.C., bears on the Obv. the head of King Ancus Marcius (wearing the royal diadema of the Hellenistic kings) and on Rev. the equestrian statue of Q. Marcius rex over the arcades of the Aqua Marcia. The representation of the equestrian statue became more frequent with Octavianus#, while at the end of the I century A.D. the adventus of the 143. According to Newell p. 181 the horseman

shoud be Seleucus himself, while in Merkholm's

opinion is Alexander the Great. 42. E. T. Newell, The coinage of the Western Seleucid mints trom Seleucus I to Antiochus HI, New York 1941 (reprint 1977) tav. XXXVI nn. 1-3, 6: Merkholm, op.cit.. pl. XXII n. 342.

43. Merkholm, op.cit., 60 pl. V nn. 76-78. 44. Cf. R. Calciati, Corpus Nummorum Siculorum, II, Milano 1986, 246-247 nn.1 16-117. The Syracusan type is very similar to Demetrius Poliorcetes' one, who was Agathocles’ son-in-law. About the relations between Agathocles and the Hellenistic kingdoms see 5. N. Consolo Langher, “Oriente persiano-ellenistico e Sicilia. Trasmissione e circolazione di un messaggio ideologico attraverso i documenti numismatici”, REA ΧΟΠ, 1990, 29-44. 45. Calciati, op.cit., 359-365 n. 193; 374-383 n. 195. See M. Caccamo Caltabiano - B. Carroccio - E. Oteri, “Il sistema monetale di lerone Il : cronologia e problemi”, in La Sicilia tra l'Egitto

e Roma. La monetazione siracusana dell'età di lerone II. Atti Seminario Messina

1993 (ed. M.

Caccamo Caltabiano), suppl. n. 1 vol. LXIX, 1993 (1995) AAPel, 210-213. 46. M. Crawtord, Roman Republican Coinage, Cambridge 1974, 397 n. 381/1a-b (Appian. Bell. Civ. | (E. Gabba) par. 451 testiphies that Sylla's statue was in the forum facing the Rostra). The coin inscription L. SULLA FELI DIC expresses, as the image of Zeus does on the Philip's IE coinage, the concept of an authority which is legitimated by God. See J. Champeuux, Fortuna. Recherches sur le culte de la Fortune à Rome et dans le monde romain, des origines à la mort de César, Il : Les transtormations de Fortuna sous la République, Paris-Roma 1987, 216-236. 47. Crawford, op.cit., 448-449 n. 425. In this case is very important, in my opinion, for the connexion between the equestrian statue and the royal ideology, the name of Rex attributed to Q. Marcius.

48. Crawtord, op.cit., 499 n. 490/1, 512 n. 497/1, 526 n. 518/2. About the horseman on Octavianus’ coinage see P. Zanker, Augustus und die Macht der Bilder, München 1987, transl. Torino 1989, 42-43. About the role οἱ coins’ typology in the propaganda of a monarchic power see W. H.

The identity of the two horsemen on Philip I" coinage

205

emperor”? is represented in the same scheme of the galloping horseman inaugurated by Philip II. Released from the ideological ties that have conditioned the Hellenistic kings, in the Roman empire the horseman galloping on parade, with fluttering cloak and the right hand raised, could finally go back representing the charismatic royalty, with all its symbolic significance of a divine

epiphania, Before concluding I would like to make two last remarks, which | think could give some interesting prospects for the future researchs. The first one is about the young horseman with the palm, whose meaning I think is connected with the iconography and the ideology of the victorious Dioscuri. Not by chance, the conceit of descent and the dynastic continuity are linked both in the Greek and Roman culture to the Dioscuri’s images?!. Moreover I would see the natural development of the young horseman in the image

of the princeps iuventutis? in the Roman age, which was at the same time heir to the throne and cavalry commander, having also a strenght and a soteriologic charism that came to him directly from God. The second remark is about the origin of the peculiar features that we have found in the coinage of Philip II. The iconography of the king with the right hand raised, the golden staters similar to the dareikoi, the posthumous issues realized a long after Philip II’s death, are such as to prompt us to research the origins of all these innovations among the distinctive characters of the Great Persian King’s basileia. It’s, in fact, the only basileia that could represent a strong “model” to the Macedonian basileus, because of the wideness of the political and economical power, the superhuman charism and the vigour of the traditions. Numismatica greca e romana Facolta di Lettere e Filosofia Univ. degli Studi di Messina Via dei Verdi, 1-98100 Messina ITALIA

Gross, “Ways and Roundabout Ways in the Propaganda of an Unpopular Ideology”, in The Age of Augustus. Conference Providence 1952, Louvain La Neuve - Providence 1986, 29-50. 49. Exempli gratia, G. Koeppels, “Protectio und Adventus", DBJb 169, 1969, 130-194.

50. See 5. G. Mac Cormack, “Change and continuity in late antiquity: the ceremony

Οἱ

‘Adventus’ ", Historia XXI, 1972, 721-752: Eud., Art and Ceremony in the late Anuquity, Berkeley - Los Angeles - London 1981. St. For this symbolic meaning see E. La Rocca, "Memore di ‘Custore’: principi come Divscuri”, in Castores. L'immagine dei Dioscuri a Roma, Roma 1994, 73-90. 52. B. Poulsen, “Ideologia. mito e culto dei Castori a Roma: dall'età repubblicana al tardo

antico” , in Castores... cit., 94-98.

206

Maria Caccamo Caltabiano

Plate I. Philip Il nn. 1-2 tetradrachms, n. 4 golden stater; n. 3 tetradrachm of Sidon.

The identity of the two horsemen on Philip II° coinage

207

Plate II. Bronze coinage of Philip HI n. 1, Cassander n. 2. Antigonus Gonatas or Antigonus III Doson n. 3, Philip V n. 4. Seleucus II n. 5, Hieron II of Syracuse n. 6, Aurcus of A. Manlius with L. Sulla n. 7, Octavian’s denarius nn. 8-9.

16 THE

CURIOUS

Elizabeth

DEATH

OF THE

ANTIPATRID

DYNASTY

Carney

Although Cassander, the first non-Argead ruler of the Macedonians, governed with acumen, caution, and considerable success, his dynasty collapsed ignominiously within four years of his death'. To determine why Antipatrid rule failed so precipitately, we must first establish what happened in the last years of Cassander’s reign and in the brief reigns of his sons. Because

of the poor

quality of the sources,

however,

the following

recon-

struction of the events of those years can only be tentative. Cassander seems to have been less active than previously in the period between 301 and his death in May of 2972. Nonetheless, late in 298, only a few months before he died, Cassander launched an assault of the island of Corcyra. The result was a resounding defeat (Diod. 21.2.1-3)3. His death at the age of sixty’, was almost certainly a consequence of consumption (Euseb.1. 231; Syncellus 265A 504 Bonn), 9.7.2)5. His eldest son Philip succeeded him

rather than phthiriasis (Paus. to the throne but, within four

months, the barely eighteen-year-old® youth also succumbed to tuberculosis (Paus. 9.7.3; Just.

16.1.1; Euseb.1.231).

Events after the death of Philip IV are even less certain, but all of the sources spcak, cither directly or indirectly, of the co-rule of the two surviving

1. W.L. Adams, “The Dynamics ot Internal Macedonian Politics in the Time of Cassander”, AM 1977, 17-30 and “Antipater and Cassander: Generalship on Restricted Resources in the Fourth Century”. AncW 1984, 79-88; R. M. Errington, A History of Macedonia, Berkeley 1990, 132-47. Ε. W. Walbank, A History of Macedonia LE, Oxtord 1988, 199-209. See also E. Mikrogiannakes, Dunasteia Antipatridon, Athens 1972. 2. So M. Fortina, Cassandro re di Macedonia, Turin 1965, 117 contra Walbank, Macedonia, 200-206 and Errington, Macedonia,

147.

3. Walbank, Macedonia, 206-8. 4. H. Berve, Das Alexanderreich IL, Munich 5. T. Africa, “Worms

and the Death

1926, 201-2,

ol Kings:

A Cautionary

Note

on

CA 1982, 6; Walbank, Macedonia, 208. n. 4. 6. His parents married alter the tall ot Pydna, in late spring or summer thus he cannot have been more than eighteen in September or August of 397,

Disease

and

History”.

316 (Diod.

19.35.5);

210

Elizabeth Carney

sons of Cassander’. While a dual monarchy seems astonishingly ill-advised, it was not unprecedented. Alter the death of Alexander | (c. 454 BC), several of

his sons shared rule before Perdiccas II was able to defeat his brothers and establish sole rule’. This division seems to have been regional in nature and may have arisen because different regions supported different royal sons (Thuc.

2.99.2).

More

recently, in the chaos after the death of Alexander the

Great, two incompetents (the infant Alexander [V and the mentally deficient Philip Arrhidaeus) shared the throne, thanks to a compromise between ordinary Macedonian soldiers who championed the son of Philip and the elite who preferred Alexander’s son. Granted the negative nature of these past precedents and the peculiar vulnerability of a new dynasty, why did dual monarchy reassert itself at this critical moment? The sources do not offer any explanation, but scholars usually assert that Cassander’s widow Thessalonice instigated the dual rule of her remaining sons!0, perhaps because they assume that she was regent. She was not regent. No source refers to a regency by her or anyone else after her son's death!! and the only possible if uncertain precedent

for a regency by a

royal Macedonian woman was Olympias' position in 317!2, an example unlikely to find favor with the house of Cassander. Nor were the two situations parallel. Whereas Olympias’ grandson was still a young child in 317 and Olympias had played a prominent public role in Macedonian affairs since 336, both Thessalonice's surviving sons were nearly adults at the time of their brother’s death and Thessalonice had spent her life behind the scencs. apparently content to function as a dynastic token for various more powerful figures. 7. Justin (16.1.2) explicitly says that “post mortem mariti [Cassander] in divisione inter fratres regni”, and Eusebius (1.232) says that “Antipatrus autem, Alexandri socius factus”. Plutarch and

Pausanias imply a similar situation. Plutarch (Demetr. 36.1) says that after Philip's brief reign, the remaining two brothers formed factions against each other. Pausanias 9.7.1-2 describes a struggle between the two brothers. 8. R. M. Errington, “The Nature of the Macedonian State under the Monarchy”, Chiron 1978,

126, makes this comparison, although he later (Macedonia,

147) termed the dual kingship alter

Philip [V’s death “unique”.

9. J. W. Cole, “Perdiccas and Athens”, Phoenix 1974, 55-57; E. N. Borza, In the Shadow of Olympus:

the Emergence

of Macedon,

Princeton

1990,

134-5

argue that this shared rule was

probably the consequence of a decision of Alexander I’s contra N. G. L. Hammond, Macedonia IT, Oxford 1979, 115.

History of

10. Errington, Macedonia, 148: Walbank, Macedonia, 209. Il. The absence of evidence is noted by Errington, “Macedonian Monarchy”, 236 and Walbank, Macedonia, 210, n. 3. Errington, Macedonia, 148 nonetheless seems to assume that she was. 12. E. D. Carney, “Women and Basileia: Legitimacy and Female Political Action", CJ 1995,

371-374.

The curious death of the Antipatrid dynasty

211

As the daughter of Philip and half-sister of Alexander, the last Argead alive in Macedonia, and as the widow of Cassander, Thessalonice doubtless had great axioma, but it is unlikely that she had the power to instigate a dual monarchy herself and the sources do not say that she did. What they do say is that Antipater, probably the elder of her surviving sons!?, believed that his mother somehow favored or was better disposed to his brother Alexander and that this perception of Antipater’s drove him to murder his mother (Just. 16.1.3-4;

Paus.

9.7.3;

Diod. 21.7.1). Of what Thessalonice’s

favor consisted

we do not know. She may have wanted her younger son to be sole king or she may have wanted, for whatever reason, to maintain the dual kingship whereas Antipater wanted to take over sole rule. Justin says that no blame could be attached to her actions (Just. 16.1.4), a judgment which would better suit the latter alternative.

Two other, more plausible explanations for the dual monarchy exist. The Macedonian elite may have divided its support between the two brothers. The absence of a marked preference for one over the other would not be surprising since the two young men

were equally inexperienced and probably within a

year of each other in age!4. Another possibility is that the dual monarchy was actually the choice of either Cassander himself —if we presume that Cassander knew that his oldest son was dying— or of young Philip. Although it seems unlikely that any monarch, particularly a member of a new dynasty, might make such a choice, and especially unlikely for the canny Cassander, I shall, however, suggest circumstances which make it at least possible. Whatever the origin of this unhappy sharing of power, the matricide of Thessalonice precipitated its end. After his mother’s murder, Alexander asked for help. According to Plutarch (Pyrrh. 6.2-7.1; Demetr. 36.1-37.3), he summoned both Pyrrhus and Demetrius. Pyrrhus, arriving first, gave help in retum

for territory. AS a consequence,

young

Antipater sought

refuge with

Lysimachus, his father-in-law. According to the other extant sources (Paus. 9.7.3-4; Just.

16.1.5-19;

Euseb. 231;

Diod. 21.7.), Alexander

asked only

De-

metrius and Demetrius, despite an apparently successful reconciliation of the

13. Plutarch (Pyrrh. 6.2) says that Antipater was Cassander’s second son and (hus the older of

the two surviving brothers, but Porphyry (Ferh 260 F 3.5) said that Antipater was the younger of the pair. 14. If Philip was born in 216, then they could have been born in 215 and 214 and thus they would have been about seventeen and sixtcen in the year Philip died, 297. Granted that each was married by about 297 (see below), it seems unlikely that they were much younger than | have

suggested.

212

Elizabeth Carney

brothers by Lysimachus, managed to murder Alexander and force Alexander's remaining entourage and forces to recognize him as king. Lysimachus, busy with his own military problems, yielded to Demetrius and killed his own sonin-law (Just. 16.2.4; Euscb. 232). Although Demetrius himself did not long endure as ruler of Macedonia and the events I have described ushered in a period of instability in Macedonia, surviving Antipatrids failed to reassert dominance in Macedonia. A nephew of Cassander’s reigned only a few months because of his military incompetence (Diod. 22.4; Euseb. 1.235). In the 270’s Demetrius’ son Antigonus Gonatas successfully stabilized Macedonia under Antigonid rule. Now that we have examined the sketchy evidence, some reasons for the precipitate failure of Cassander’s efforts are obvious. As the first non-Argead to rule Macedonia,

he had a more

difficult task than

the other Successors.

Cassander also had terrible luck. Had he lived longer, as did many of his rivals, his sons would have been older and thus more capable of mature decision-making by the time they succeeded. That his eldest son died so quickly was another piece of very bad luck indeed. Age alone, however, does not explain the bad judgement and willful actions of Cassander’s younger sons. They were only a little younger than Alexander at the time of Philip II’s death, but both failed to demonstrate anything like his youthful resilience. Neither youth was able to claim any military victory and its resulting glamour, as both Demetrius and Pyrrhus could, yet the great Alexander had defeated an invading enemy at sixteen and led the victorious charge at Chaeroneia at eighteen. Each lacked political intelligence. Antipater's act of matricide turned out not to be good politics and was ineffective besides. Alexander made the foolish decision to invite Demetrius in and then compoundcd his error by buying into a circumstance which permitted his murder!5. Cassander's younger sons lacked that reassuring competency so characteristic of their father and both their grandfathers. They

acted like the sons of Polyperchon, not Cassander!6. Bad luck in the order of events and the character of Cassander’s sons

IS. Plutarch’s

account

of Alexander's

murder

claims

that

Alexander

was plotting to kill

Demetrius and that Demetrius murdered him in self-defense. The claim would be more plausible il Alexander had demonstrated more competence: he should have been plotting against him. The attempt to excuse the murder almost certainly goes back to Hieronymus (Errington, Macedonia.

150). 16. W. L. Adams, in the discussion alter this paper was given, rightly observed that Cassanders nephew, Antigonus Gonatas, was his uncle’s true successor in terms of both character and policy.

The curious death of the Antipatrid dynasty

213

does not alone explain Antipatrid failure. Support for the dynasty scemed to evaporate. We do not hear of any of Cassander’s officers playing a role in determining the succession and, more surprisingly, we hear nothing of his

brothers. Some were dead!?. Pleistarchus was in Asia and apparently uninterested in playing a role in Macedonian affairs again'®. The sources do not refer to military efforts of Antipater and Alexander, only to the requests of

both for outside military aid. Alexander had an apparently contingent

with him

when

he died, but otherwise

small military

their armies,

if they had

them, go unmentioned. All of this suggests that the stability of Cassander's reign depended virtually entirely on him, his own competency, and that allegiance to the new dynasty did not long outlive him. One possible reason for the apparently superficial nature of loyalty to the Antipatrid family is their role, real and imagined, in the demise of the Argcad dynasty. Olympias had accused Antipater and his sons of responsibility for the death of Alexander!?, This accusation was almost certainly incorrect but may

well

have

been

believed.

Antipater’s

problems

with

daughter Cleopatra, Cassander’s enmity with Olympias

Olympias

and

her

and his responsibility

for her death and those of Alexander’s sons may have tended to give these charges more credibility over time2°. Antipater, Cassander’s son, murdered his claim on the Argead past and, by doing so, revived memories of his father’s role in the deaths of other Argeads. Although political violence was commonplace

in Macedonian

history

and the era of the Successors produced much more violence and even atrocity than had previously been seen, publicly acknowledged parricide was unpre-

cedented?!. Our sources blame the demise of Cassander’s dynasty on his destruction of the Argcad house (Paus. 9.7.2-4; Just. 16.1.15-17, 2.5; Plut. Demetr. 37.2). 17, Nicanor and lolaus were certainly long dead; see Berve, Alenunderreich, 184 and 274. Alexarchus. the founder of Uranopolis, was, if still alive, probably not of much practical help and we hear no more of Perilaus and Philippus atter the early days of the reign of Cassander (Berve, Alexanderreich, 21, 317, 383). 18. Berve, Alexanderreich., Errington, Macedonia, 254. n. |, Walbank, Macedonia, 200, 205 points out that the tie between Pleistarchus and Cassander had quickly weakened and suggests that Cassander wanted his brother to have comparatively litte power. 19. See Berve, Alexanderreich, 184 lor references. 20. On these events, see E. D. Carney, “Olympias, Adea Eurydice and the End of the Argead Dynasty”, in Ventures into Greek History, Oxford 1994, 357-80. 21. Paus. 9.7.2-4 puts the crime in the context of divine punishment for Cassander's earlier crimes. Just. 16.1.3-4 stresses the horror of matricide. Plutarch Demetr. 37.2 attributes the acceptance of Demetrius by the troops who had been with Alexander to their hatred tor Antipater the matricide as well as their lack of other alternatives.

214

Elizabeth Carney

an interpretation which, though it almost certainly reflects Antigonid propaganda via Hieronymus, is likely to have had wide appeal. The Argeads got more likeable the longer they were gone. At the time of her death, Olympias was a controversial figure with numerous enemies as well as friends. Twenty years later she was more of an idealized icon, the mother of the great Alexander. Support for the return of the Romanov dynasty in the 1990's hints at the level of irrationality peoples can exercise in matters related to dynastic loyalty.

Tuberculosis or phthisis, as the Greeks called it, may have played a greater role in these events than has been recognized. As we have noted, Cassander and young Philip died of it, as did Antigonus Doson (Plut. Ag. and Cleom. 30.1-2) and, quite probably, Antiochus IV2?. While ancient medicine was unable to diagnose the early and nearly asymptomatic stages of pulmonary tuberculosis, Greek medical descriptions of advanced pulmonary tuberculosis are quite accurate23. The house of Antipater, with its close ties to Aristotle and Greek intellectual leaders, doubtless had access to the best medical advice available. I assume then, that Cassander and those around him knew that he had tuberculosis. A number of factors suggest that he was also aware that his eldest son had the disease. Philip’s symptoms were probably obvious before his father’s death, possibly well-before?4. We know that the two younger sons, despite the fact that both were much, much younger than royal grooms would usually have been25, contracted marriage alliances. Antipater married the daughter of Lysimachus (Just. 16.1.7; Euseb. 232) and Alexander the daughter of Ptolemy (Euseb. 232). The dates of these two marriages are unknown, but Macurdy plausibly suggested that Cassander himself arranged the marriages, pointing

out that both brides were daughters of his sisters?t. Thessalonice would have 22. Macc. 9.5, 8-9 claimed that Antiochus also died of phthiriasis, but Appian (Syr. 66) says

phthisis. W. W. Tarn, The Greeks in Bactria and India, Cambridge 1951, 215 and Africa, “Worms”, 7-9 accept consumption as the cause of death. 23. R. and J. Dubos, The White Plague. Tuberculosis, Man and Society, Boston 1952, 70-72; D. Morse, “Tuberculosis”, in Diseases in Antiquity, Springfield, Illinois 1967, 260. 24. What used to be called “galloping” consumption can kill in a few months, but it was rare. More typically the disease was contracted in early childhood, remained virtually invisible until puberty and then waxed and waned, only gradually becoming symptomatic, and finally lifethreatening. See Dubos and Dubos, Plague, 4. 25. W. 5. Greenwalt, “The Age of Marriageability at the Argead Court”, CW 1988. 93-94 concludes that most Argead males married in their early twenties; these two young men must have been at least four or five years younger.

26. G. H. Macurdy, Hellenistic Queens, Baltimore

1932, 55, followed by W. Heckel, “The

Granddaughters of lolaus”, Classicum 1989, 34. J. Seibert, Historische Beitrage zu den dynastischen

The curious death of the Antipatrid dynasty

215

had little incentive to introduce other royal women to court and neither she nor her sons are likely to have had the requisite prestige. On the other hand, we hear of no wife for Philip, Cassander’s heir. These marriage arrangements suggest that Cassander knew Philip would not long survive him and tried to plan accordingly. Cassander would not have been alone in his knowledge. By sorhe time soon after 300 BC, the Macedonian court probably knew that both Cassander and his eldest son were dying??. This could explain Cassander’s possibly lower level of activity in these years and might mean that support for the dynasty began to erode much earlier than previously realized. Factions may have begun to form around the two younger brothers, factions which forced the unhappy compromise of 297. Cassander's daring campaign against Corcyra, a few months before his own death may also relate to tuberculosis. Antigonus Doson, although terminal, in an attempt to grab some final glory, began a battle and died from a hemorrhage brought on by the strain of combat (Plut. Agis and Cleom. 30.12). Antiochus may have done much the same?8. Homeric values, generally important to the Macedonian elite and particularly so to Cassander (Athen. 14.620b), would always have argued for choosing short term glory, especially if death were imminent anyway. Greek medicine invented the term spes phthisica to describe the tendency of many of those suffering from the later stages of the disease to undertake a final grand enterprise, summoning up one last burst of energy2?. Tuberculosis may have continued to play a role in events after the death of Philip. The discase has a marked tendency to run in families, partly because its highly infectious nature means that intimates of victims are constantly exposed to the infection and partly because heredity is an important Verbindungen in hellenistischer Zcit, Wiesbaden 1967, 75-75, 96-97 seems unaware of Macurdy’s suggestion and assume both marriages happened after Cassander’s death. 27. Errington. Macedonia, 147, implies this when he notes that between Ipsus in 301 and Cassander's death in May 297, “the most important factor in Macedonia would have been the illness of the king”. Cassander apparently had the chronic form of the disease (men near sixty do not die of the rapid form of the disease). In all likelihood, he had long sutfered trom bronchitis symptoms and perhaps suffered grave bouts ot the disease. 28. Turn, Greeks, 215, noting that the discase works slowly and that Antiochus could have

known for some time that he was doomed, considers the possibility that he “nervous haste” which some historians have thought characterized the last year of his reign came trom the desire to accomplish yet more before the end. 29. Dubos and Dubos, Prague, 59, 16, who cite Aretacus and offer a possible physiological explanation. A psychological one, particularly tor those inculcated with Homeric values, is equally plausible.

216

Elizabeth Carney

factor in susceptibility to tuberculosis. Indeed, Greek medicine belicved that one inherited a phthisical nature*. When one recalls the remarkably carly marriages Cassander probably arranged for both his younger sons and the curious shared monarchy, one wonders if Cassander and the court in general feared that his two remaining sons, possibly exposed throughout their lives to the disease, might also suffer from the disease or would soon show signs that

they did?!.

|

Cassander’s hard work and real accomplishments went for nought for a number of reasons, most of them not under his control. On him fell the necd to eliminate the remaining Argcads. Although all the Successors benctitted from their elimination and virtually all of them demonstrated at least as much ruthlessness as Cassander, the blame, uncertainty, and fear associated with the end of the only royal dynasty his country had known fell largely on him

and his house*2. When chance and the ravages of disease further burdened his dynasty, the incompetence of his remaining sons did the rest. Their family had become synonymous with a series of dark events which forever separated Hellenistic Macedonia from its Argead past. History Dept. - Hardin Hall Clemson University Clemson, S.C. 29634-1507 USA.

30. Κ. Jackson, Doctors and Disease in the Roman Empire, Norman, Oklahoma 1988, 172 points out that ancient medical writers were aware that the disease was easily communicated and that the disease could be dormant for a time. F. L. Cohen and J. D. Durham, Tuberculosis: A

Sourcebook tor Nursing Practice, New York 1995, 11 note that the more prolonged and intense the exposure, as with families, the greater likelihood of contraction. B. R. Bloom, Tuberculosis, Washington D. C. 1994, 19 notes the tendency of the disease to be familial, giving the Brontes as an example. See also Dubos and Dubos, Plague, 33-42. 31. See n. 24. The general pattern of the disease involves contraction in infancy or early childhood. A few then die, but most are asymptomatic throughout the rest of their childhood. and then, after puberty, the discase grows latal in some (thus the association of the disease with young

adults), whereas in others it remains chronic and sometimes quiescent. Greek writers associated the disease with young adults (Hippoc. Ep. 1.1; Aph. 3.29). In the discussion after this paper. E. Badian rightly noted that not all those diagnosed with phthisis in antiquity would have been tuberculosis victims. For the purposes of my argument, however, this consideration is irrelevant, what mattered was the belief that these individuals sulfered or might sufter trom the disease. 32. Errington, in Macedonia, 131 implausibly discounts the psychological pull of the Argead house in Macedonia, but in “Macedonian Monarchy”, 125 rightly notes the unique difficulties in establishing a dynasty in Macedonia.

17

PERDICCAS,

SITALCES,

James

Chambers

T.

AND

ATHENS

The years 431-429 BC saw a remarkable intersection of Thracian, Macedonian, and Athenian affairs that commenced in 431 with the diplomatic agreements linking all three states and climaxed with the dramatic Thracian invasion of Macedonia and Chalcidice in the fall of 429. This paper offers a fresh look at this invasion and the three-sided diplomacy that preceded it by analyzing two aspects of this well-known but meagerly documented episode. First, the paper explores a troublesome specific detail —the unspecified promise of Perdiccas to Sitalces that was a factor in Sitalces’ decision to invade Macedonia. Modern scholars’ suggestions as to the nature of the promise are surveyed and a new conjecture is offered. Second, the paper provides a more positive assessment of the invasion, which Thucydides, the primary sour-

ce for this event, and most modern scholars have judgcd a complete failure. This will involve an attempt to transcend the Greek perspective of Thucydides’ account in order to view the expedition from a Thracian viewpoint.

Thucydides’ account of the events that led to the alliances of 431 is straightforward!. Once the war with the Peloponnesians was underway, the Athenians attempted to strengthen their position.in the northern Acgean. Faced with a hostile king Perdiccas of Macedonia and a rebellion of Chalcidician city-states, the Athenians sought an alliance with the greatest power in the region, Sitalces, King of the Odrysian Thracians. To accomplish this they summoned

to Athens

Sitalces’ Greek

associate and brother-in-law, Nympho-

dorus of Abdera, and made him proxenos for their dealings with the Odrysian kingdom. Nymphodorus arranged an alliance with Sitalces, who promised to send Thracian cavalry and peltasts to help the Athenians reassert control of Chalcidice.

A rare grant

of Athenian

citizenship

for Sitalces’

son, Sadocus,

sealed the deal. Perdiccas also became involved in these dealings, as Nymphodorus and Sitalces, at Perdiccas’ request, patched up hostilitics between

I. Thucydides 2.29.

218

James Τ. Chambers

the Macedonian king and the Athenians. Sitalces and Perdiccas also reached an understanding between themselves. For his part, Sitalces promised not to bring back Philip, Perdiccas’ brother, who with Athenian backing had unsuc-

cessfully challenged Perdiccas’ claim to sole rule of Macedonia and along with his son Amyntas had now taken refuge with Sitalces. In return for this assurance and for brokering Perdiccas’ rapprochement with Athens, Perdiccas made an unspecified promise to Sitalces. Is it possible to solve the problem of Perdiccas’ promise to Sitalces? One might simply attribute Thucydides’ lack of specificity to his own lack of information; this would not be the only time that his sources failed him?. That this was

the case

is doubtful,

however,

because Thucydides’

Thracian

con-

nections seem to have given him an excellent knowledge of Thracian and Macedonian affairs. Alternatively, one could suppose that Thucydides had the information but perversely withheld it. But is this likely? In a recent study Professor Badian finds it implausible that Thucydides, knowing the content of the promise, would have withheld it?. He also finds it hard to believe that Thucydides, knowing of the promise, would not have investigated and discovered the particulars. On these grounds, Professor Badian concludes that there was no promise. Thucydides, he argues, falsified the record in order to add another stroke to his already well drawn picture of Perdiccas as an untrustworthy liar. Professor Badian’s arguments, as always, are forceful and provide a reasonable solution to the problem of the promise. Nevertheless, it is possible to offer a conjecture that does not require total ignorance or willful distortion on the part of Thucydides. As Professor Badian and others have noted, Thucydides wrote from a Greek city-state perspective and did not escape the typical Greek prejudice toward “barbarians’*. Consequently, in recounting the episode of 429 and the agreements that preceded it in 431, he precisely delineated Sitalces’ promises to the Athenians and the terms of their reconciliation with Perdiccas. He also detailed Athenian plans for military operations with Macedonian and Thracian support. In all of this, his focus was the Athenians’ effort to bolster their position in the Thraceward region and reassert their control of the rebellious city-states of Chalcidice. All details necessary to clucidate this endeavor he reported with precision. On the other hand, the particulars of the agreement 2. See. c.g., M. Tacheva, “On the Problems of the Coinages of Alexander 1, Sparadokos and the So-called Thracian-Macedonian Tribes”, Historia 1992, S8-74 at 73. 3. E. Badian, From Plataea to Potidaea, Baltimore 1993, 179-185, questions many aspects of Thucydides’ account of the promise and invasion of 429. 4. Sec, e.g., P. Cartledge, The Greeks, Oxlord 1993, 52-55, and Badian, 244, n. 28.

Perdiccas, Sitalces, and Athens

219

between the two barbarian kings drew much less of his attention, since they were ancillary to his main story. Thucydides probably reported Sitalces’ promise to Perdiccas (that he would not bring back Philip) only because, as protector and champion of Philip, Sitalces had assumed exactly the role played earlier by the Athenians, when they had supported Philip against Perdiccas. As for Perdiccas’ promise to Sitalces, insufficient interest, not misrepresentation or ignorance, may well explain Thucydides’ vagueness. At any rate, most modern scholars accept that Perdiccas actually made a promise to Sitalces. While many of them have declined to speculate on its specific nature, others have been more bold and offered various conjectures based on the political and cultural context of the events. Over a century ago, for example, George Grote suggested that Perdiccas’ commitment was to give a sister in marriage

to Sitalcesé.

Sitalces

was

certainly

familiar

with

the

diplomatic use of marriages. His father, Teres, had improved relations with his northern neighbors, the Scythians, by offering a daughter to their king, Ariapeithes, and early in his reign Sitalces had appealed to this marriage connection in order to avoid war with Octamasades, Ariapeithes’ son’. Moreover, Sitalces himself was married to a Greek woman (Nymphodoros’ sister) from the important Greek city-state of Abdera, as Thucydides reports. Thucydides also reveals that in 429 Perdiccas’ gift of a sister as bride to Sitalces’ nephew, Seuthes, helped persuade Sitalces to bring an end to his invasion of Macedonia and Chalcidice®. In view of this one cannot rule out the possibility that Sitalces received a promise from Perdiccas of yet a third marriage. Nevertheless, given Thucydides’ very specific reporting of two political

marriages

involving

Sitalces,

his silence

makes

a third

marriage

arrangement unlikely.

Other conjectures include the following. In light of the scholiast’s reference to this passage, Professor Cole speculates that Sitalces had extracted a financial promise from Perdiccas®. Again, this is plausible, and Thucydides certainly comments in general on the gift-devouring habits of the Odrysian kings and notes their great revenue from tribute'®, Nonetheless, he says

5. Decliners include: Eugene N. Borza, In the Shadow of Olympus, Princeton 1990,145; N. G. L. Hammond, A History of Macedonia, Vol. 2, Oxford, 1972; Richard Hotiman, “Perdikkas and the

Outbreak of the Peloponnesian War", 6. G. Grote, Greece, New York

GR BS 1975, 372 1900, 217.

7. Herodotus 4.80. 8. Thucydides 2.29.1, 101.5. 9. J. W. Cole, “Perdiccas and Athens”, Phoenix 28 (1974) 217. 10. Thucydides 2.97.

220

James T. Chambers

nothing about monetary matters in his description of Sitalces’ alliances with the Athenians and Perdiccas in 431. Professor Papastavrou offers a different suggestion. Noting Perdiccas’ recent expulsion of his brother Philip from his inherited

domain

along

the Axios,

the latter’s refuge with Sitalces, and the

Athenians’ earlier support of Philip against Perdiccas, he has argued that the deal in 431 involved a promise by Perdiccas to restore Philip to his rightful realm in eastern Macedonia!!. Only such a promise, he believes, would have made the Athenians willing to accept an alliance with Perdiccas. One may wonder if this solution does not place too much faith in the Athenians’ consistency of behavior toward their allies. Other scholars have suggested that the promise involved territory. Professor Danov, for example, thinks that Perdiccas probably promised to give over to Odrysian hegemony

some Thra-

cian populated district west of the Strymon that had come under Macedonian sway!2, Against this it may be noted that Sitalces allowed some Thracian populations east of the Strymon to remain independent and seems to have acquiesced in the Athenian foundation of Amphipolis, an act that earlier local Thracians had fiercely resisted!?. While all of these solutions to the problem of Perdiccas’ promise are plausible, none can be proven, and each can be reasonably questioned. It is possible to add another answer to this list, one grounded not only in contextual generalities but also in a specific chronological detail mentioned by Thucydides in another passage. In describing the Peloponnesian offensive against Athenian allies in Acarnania during the summer of 429, Thucydides reveals

that

the Spartans

received

support

from

Perdiccas,

who

sent

1000

troops from Macedonia!4. Thucydides specifically says that this was unknown to the Athenians at the time and that the troops arrived too late to take part in the fighting. As a result, this Macedonian treachery was not immediately recognized. The Athenians eventually learned of Perdiccas’ betrayal, however, and Professor Borza has suggested that this revelation may have triggered Sitalces’ invasion at the beginning of winter!$. One may take this a step tarther and argue that by sending the troops to aid the Peloponnesians Perdiccas had violated his promise to Sitalces. In other words, his promise

11.1. Papastavrou, “The Foreign Policy of Perdiccas Il", Hellenika 1955, 256-265 at 261.

12. C. Danov, Altthrakien, Berlin 1976, 302, n. 76. Ct. also G. Mihailov, “La Thrace et la Macédoine jusqu’à l'invasion des Celtes”, Ancient Macedonia 1 (1970), 76-85 at 79. 13. Independent Thracians: Thucydides 2.96.2. Thracian acquiescence at Amphipolis: Borza, 137-140. 14. Thucydides 2 80.7.

15. Borza, 146-147.

Perdiccas, Sitalces, and Athens

221

was a negative one: he had pledged not to undertake any action against Sitalces’ new allies, the Athenians, in their war with the Peloponnesians. That this was Perdiccas' promise is likely for several reasons. The AthenianThracian alliance of 431, as well as the ensuing Macedonian-Athenian rapprochement, all took place just after the outbreak of war between the Athenians and the Peloponnesians. The entire Athenian diplomatic effort in the northern Acgean in 431 was designed to strengthen the Athenian position in the face of this war. Furthermore, Perdiccas' previous mercurial diplomatic relations with the Athenians —by 431 he had twice broken with them after periods of friendship— invited a special stipulation by Sitalces as a price for facilitating a third reconciliation between his new allies and the Macedonian king. This solution to the problem of the promise is as plausible as some of the others ventured, and it explains the timing of Sitalces’ invasion —more than two years after his promise to aid the Athenians militarily in Chalcidice. In the absence of more information, of course, proof is impossible. Thucydides’ account of the invasion of 429 is more detailed than his report of the alliances of 431 and includes a digression on the history, character, and extent of the Odrysian realm. Nevertheless, it, too, poses problems for the modern historian!9. According to Thucydides, Sitalces undertook the expedition in order to punish Perdiccas for not fulfilling his promise and to make good his own pledge to help the Athenians subdue the city-states of Chalcidice. Sitalces marshalled a huge force drawn from all regions under his sway. Swollen by volunteers from even the independent Thracian tribes who joined in hope of plunder, the force totalled 150,000 men, about a third of whom were mounted. At the beginning of Winter Sitalces himself led this army into Macedonia, accompanied by Amyntas (the son of Philip, now ostensibly dead), whom Sitalces intended to install as King of Macedonia, and the Athenian general Hagnon, founder of Amphipolis, who came as military adviser. Hagnon probably intended to assume leadership of the force of ships and men that the Athenians had promised to send in support of the Thracian army. Entering Lower Macedonia “from the top” as Professor Hammond puts it, Sitalces proceeded down the valley of the Axios, where several towns friendly to Amyntas willingly surrendered. Limiting its activities west of the Axios, the army did not penetrate into the heart of lower Macedonia to threaten Aegae and Pella but moved cast of the river to ravage the districts of Mygdonia, Crestonia, and Anthemnus. When the expected Athenian force failed to arrive,

Sitalces

16. Thucydides 2.95-96.

sent

part

of his army

into

Chalcidice,

which

they

222

James Τ. Chambers

ravaged for eight days. According to Thucydides, the Athenians did not send their promised force because they believed that Sitalces was not going 10 invade. By this time Perdiccas had opened negotiations with Seuthes, Sitalces’ nephew, in hope of shortening the invasion and had promised his sister as bride to Seuthes, who lobbied his uncle to withdraw. Eventually, pressed by shortages of supplies and the onset of winter and despairing of accomplishing the objects of his expedition, Sitalces withdrew his army and returned home after a stay of thirty days in total. Except for the bride promised by Perdiccas to Seuthes, Thucydides depicts Sitalces’ expedition as a complete failure. Few modern scholars have disagreed with Thucydides’ judgment. Indeed, many have been even harsher in their depiction of the expedition as a failure. Emphasizing Thucydides’ statements regarding Sitalces’ plans for Amyntas, some modern analysts, for example, accept that his main aim was to depose Perdiccas!?. Others assume that Sitalces intended to extend or reassert Odrysian hegemony in the region west of the Strymon and into Chalcidice'®. Since Sitalces clearly failed to achieve these ends, these scholars naturally see the expedition as a failure. Other modern analysts stress Sitalces’ objective of linking up with the Athenians to reestablish control of Chalcidice!?. This etfort was a fiasco, of course, since the Athenians failed to show up. If one reads Thucydides critically and views the expedition from a Thracian perspective, it is possible to reach a more positive assessment of Sitalces’ endeavor of 429. One may first ask if Sitalces really intended to depose Perdiccas and install Amyntas in his place. Thanks to Professor Hammond's expert geographical analysis, several confusing aspects of Thucydides’ report of the invasion

are now

clear, and it can be seen that the attack

on

Macedonia was largely limited to the valley of the Axios and regions eastward. Since this area corresponds to the presumed limited domain of Philip centered on the Axios, Professor Badian has argued convincingly that Sitalces had no intention of deposing Perdiccas. Rather, he only intended to return Amyntas to his rightful domain, which his father had held before him. In view of the promises exchanged in 431, this was a precisely appropriate response on Sitalces’ part. Once Perdiccas had failed to honor his pledge to Sitalces, then the latter did exactly what he had promised not to do —bring back a 17. 5. Casson, Macedonia, Thrace and Hlyria, Oxford 1926, 183; Hammond, History of Macedonia, Vol. 2, 127-128; Cole, 65.

18. A. Fol, Thrace and the Thracians, New

York

1977, 152: M. Tacheva, “Die politische

Dezentralizierung im Odrysenreich vom letzten Viertel des 5. Jh. bis zur Thronbesteigung Kotys’ |.

383 v. vu. Z.", Kito 1990, 379-395 at 380-382. 19. Badian, 180.

Perdiccas, Sitalces, and Athens

223

legitimate Macedonian rival to Perdiccas. Although Thucydides says nothing of Amyntas’ fate, it is possible that Sitalces actually succeeded in installing him in his rightful district2°. Thus, Sitalces seems to have taken his bargain with Perdiccas seriously and appears to have retaliated strictly according to its terms. If Sitalces also took his commitment to the Athenians seriously and wanted to aid them in reestablishing control of Chalcidice, then one must explain his failure to achieve this end. After the agreement of 431 the Athenians were expecting a contingent of Thracian horsemen and peltasts. They probably planned for these troops to fight under the command of an Athenian general and join forces with an Athenian army such as they promised to send out in 429. Instead, Sitalces came himself with his horde of 150,000 men. Thucydides’ explanation of the Athenians’ failure to do their part —that they did not expect Sitalces to come when he did— is suspect. They must have been aware of the gathering of such a large force, especially since Athenians such as Hagnon were present with Sitalces?'. As several scholars have noted, a more credible reason is that they were alarmed at the size of the Thracian host22. Indeed, independent Thracian tribes in the region were themselves frightened, as were Greeks far to the south. It is hard to believe that Sitalces would not have realized the mismatch between Athenian anticipation and his huge force. One is then led to ask why he brought an army so at odds with Athenian expectations? The answer, one may suggest, is that Sitalces had as part of his agenda a third objective, one grounded in the internal military and political realities of the Odrysian kingdom. Sitalces and his father Teres had established their hegemony over other Thracian groups by war. Furthermore, they attempted to rule a vast range of tribal groups for whom war was a way of life, as Thucy-

dides, Herodotus, and Aristotle all attest23. To be sure, Sitalces in some ways may already have been moving towards a less war-like stance and a more sophisticated view of his role as king?4. At least his diplomatic dealings with the Scythians and the Athenians suggest this. Nevertheless, the martial traditions 20. Hammond, History of Macedonia, Vol. 1, 153, 169, 200-201; Vol. 2, 128-129; Badian, 180IST.

21. Badian, 182, questions T's account, as does R. Hoddinott, The Thracians, London

1981,

22. Borza, 147; Badian, 184. 23. Hammond, History of Macedonia, Vol. 2. 142, 147, 166, citing Herododus 5.6; Thucydides 7.29.6; Aristotle Politics 1324b. See also Xenophon, Anabasis 7.3-4 tor a description of Thracians on campaign under King Seuthes in the early fourth century. 24. Fol, 152.

224

James T. Chambers

and energies of the various groups who accepted his hegemony could not be suppressed or ignored for too long. As a result, periodically Sitalces personally had to lead campaigns that maintained his prestige as war leader and allowed his subjects to indulge their inclinations to warfare and the collection of booty2’. This was the final objective of the expedition of 429. The sheer size of the force, swollen by enthusiastic volunteers, and its ravaging activities make this plain. If at the same time Sitalces could teach Perdiccas a lesson and fulfill his promise to the Athenians, then so much the better. The prime objective of the expedition,

Odrysian kingdom, not out of ments. Perhaps one should carried out the expedition as later campaign, where he died

however,

arose out of the internal needs of the

Athenian and Macedonian diplomatic entanglemarvel that Sitalces at a very advanced age well as he did. He was not so fortunate on a fighting the Triballi in 42420.

Texas Christian University / Department of History Fort Worth. TX 76129 USA.

25. J. Wiesner. Die Thraker, Stuttgart 1963, 121, stresses he “teudal' nature of Sitalces, rule and the necessity of the King maintaining a strong hand. 26. Thucydides 4.101.5.

18 LE MACEDONIEN NOUVELLES ET THEORIES NOUVELLES’ M.

B.

DONNEES

Hatzopoulos

Un décalage chronologique entre la découverte, voire la publication, de sources primaires et leur exploitation par les spécialistes de différentes disciplines a toujours existé et même, pourrait-on dire, est dans une certaine mesure inévitable. Cependant, l’ignorance des documents mis au jour dans les

dernières

décennies

dont

témoignent

certaines contributions

récentes sur

* La présente communication ne prétend nullement résoudre la question tant controversée de la “nationalité” des anciens Macédoniens. Un tel débat présuppose une réponse à la question préalable de la nature de la “nationalité” dans le monde grec, à supposer qu'une telle question soit bicn posée et qu'elle comporte effectivement une réponse. Quoi qu'il en soit, il est hors de doute que la langue n'est au mieux qu'un des éléments qui concourent au sentiment d'appartenance à un groupe. Hérodote (8.144.2) déjà en nommait plusieurs autres: le “sang”, la religion, les institutions {us et coutumes). On peut lire mon sentiment sur les deux derniers points dans mes deux monographies Cultes et rites de passage (MEAETHMATA 19; Athènes 1994) et Macedonian

Institutions, vol. 1-Il (MEAETHMATA 22; Athènes 1996). Βοπίαπιε = G. Bonfante, “Il macedone”, ΚΑΙ. 42 (1987) 83-85. Borza, Emergence = E. N. Borza, In the Shadow of Olympus: the Emergence of Macedon, Princeton, N.J. 19922.

Borza, “Macedonians” = E. N. Borza, “The Ancient Macedonians:

a Methodological

Model”,

Ancient Macedonia. An Australian Symposium. Papers of the Second International Congress of Macedonian Studies. The University of Melbourne. 8-13 July 1991 (Offprint Mediterranean Archaeology 7 [1994]; Sydney 1995). Brixhe-Panayotou, “Atticisation” = CI. Brixhe et Anna Panayotou, “L'atticisation de la Macedoine: l’une des sources de la koiné”, Verbum 11 (1988) 245-60. Brixhe-Panayotou, “Macédonien” = Cl. Brixhe et Anna Panayotou, “Le macédonien”, Langues indoeuropéennes, Paris 1994, 206-220. Crossland = R. A. Crossland, “The Language of the Macedonians", CAH 3, Cambridge 1982, 843-

47. Dubois = L. Dubois, “Une tablette de malédiction de Pella: s'agit-il du premier texte macedonien?", REG 108 (1995) 190-97. Hatzopoulos = M. B. Hatzopoulos, “Artémis Digaia-Blaganitis en Macédoine”, BCH 111 (1987)

397-412. Hofimann, Die Makedonen, ihre Sprache und Volkstum, Gottingen 1906. Kalléris = J. N. Kalléris, Les anciens Macédoniens, vol. I-II, Athènes 1954-1976. Masson = O. Masson, “Quelques noms macéduniens dans le traité 1G 12,71 = 13. 89", communication présentée au Ville Congres d'Epigraphie grecque et latine, tenu à Athènes en 1982, et

encore

inédite (les renvois sont

aux pages du manuscrit,

que l'auteur a eu Vextréme

obligeance de me permettre de consulter). Papazoglou = Fanoula Papazoglou, “Les stèles éphébiques de Stuberra”, Chiron 18 (1988) 233-70.

226

M. B. Hatzopoulos

l’ancien parler macédonien ne laissent pas d’étonner. On ne devrait citer que comme une curiosité la “note” de G. Bonfante. dont la documentation ne semble pas s'être renouvelée depuis 1935, présentéc à la séance du 9 mai 1987 à la vénérable Accademia Nazionale dei Lincci, si elle πο manifestait deux caractéristiques que l’on retrouve dans d’autres travaux récents d'une ampleur et d'une ambition plus grande: premièrement.

le poids décisif attribué à la prétendue présence d’occlusives sonores nonaspirées (£, d, b) à la place des sourdes aspirées du grec notées respectivement x, 0, Φ, et, en deuxième lieu, l'attribution au chauvinisme des savants grecs de la négation du caractère non-grec de la langue macédonienne!. Pour la suite de la discussion, il faudra retenir que l’érudit italien explique la présence de ces sonores non-aspirées dans des mots qui par ailleurs ont manifestement un aspect grec à une “substitution phonétique” qu'il définit de la manière suivante: “la sensazione che a una aspirata greca il macédone, per sentirsi macèdone, dovesse opporre una sonora non aspirata”. C’est ainsi qu'il explique des formes telles que καβαλά (sic) ou Begevixn?. Plus surprenant est le chapitre de R. A. Crossland sur “la langue des Macédoniens” dans la nouvelle édition du Ille volume de la prestigieuse Cambridge Ancient History paru en 19823. Sa bibliographie, à l'exception des contributions de N. G. L. Hammond (mais qui est le directeur de la collection) dans le deuxième volume de A History of Macedonia (Oxford 1979), s’arréte au début des annécs soixante-dix, puisqu'il ignore le deuxième tome de |. N. Kalléris, Les anciens Macédoniens, publié à Athènes en 19764. En fait, la documentation sur laquelle il édifie ses raisonnements et fonde ses conclusions remonte au début de notre siècle, car, depuis O. Hoffmann? (à l'exception de I. Russu®, que le savant britannique semble ignorer) aucun linguiste n'avait recueilli et utilisé la documentation épigraphique sans cesse renouvelée par les découvertes faites en Macédoine. Cela explique les affirmations péremptoires —et pour le moins étonnantes aujourd'hui— telles que “no inscription in Greek earlier than the late fourth century has been found in any part of Macedonia, as it was after the annexations of the fifth and fourth centuries”’”

1. 6. Bontante, “Il macedone", RAL 42 (1987) 83-85. 2. Bonfante 83. 3. Κ.Α. Crossland, “The Language of the Macedonians”, CAH HI, 1,Cambridge 19822,843-47.

4. CAH II, 1, Cambridge 19822, 1000-1007. 5. 6. EphDac 7.

O. Hotfmann, Die Makedonen, ihre Sprache und ihr Volkstum, Gottingen 1906. I. Russu, “Macedonica. Osservazioni sulla la lingua e l'etnografia degli antichi Macedoni”, 8 (1938) 105-232. Crossland 843.

Le macédonien nouvelles données et théories nouvelles

227

ou “there are no substantial inscriptions in Greck from Macedonia earlier than the third century”’. En réalité, déjà à la date de la parution de la contribution du savant britannique, on connaissait un nombre d'inscriptions funéraires de Dion”, Pella!® et Vergina!! remontant au moins à la première moitié du IVe siècle, on avait une donation de Cassandre de 31 lignes, datant de la fin du IVe siécle'2 et on avait de bonnes raisons de penser que l’on possédait une lettre

de Philippe II remontant au milieu du même siècle!?, Crossland, réduit ainsi à la documentation du début du XXe siècle, conclut à un non liquet, lequel, cependant, est moins neutre qu'il n’en a l'air, car il n’envisage de façon négative que l’hypothèse du caractère grec du macédonien. Encore une fois, le seul fait linguistique sur lequel il fonde sa conclusion est la prétendue nonparticipation du macédonien à la mutation consonantique du grec commun, qui a transformé les sonores aspirées de l’indo-européen en sourdes aspirées, car, écrit-il, “if the late prehistoric form of Macedonian had shared the change of voiced aspirates to voiceless it seems improbable that the resulting voiceless phonemes would subsequently have changed back to voiced phonemes generally in Macedonian by the fifth century’'‘. Et le savant britannique de conclure, sans avoir plus recours au discours hypothétique: “The change puts Macedonian closer to Illyrian and Thracian in phonology than to Greek ...”!S. Pour la suite de la discussion il est encore une fois intéressant de noter que Crossland, tout comme Bonfante, envisage les formes du type Βερενίκη comme

des emprunts au grec, mais pense que dans ce contexte la lettre béta

ne notait pas une simple occlusive sonore mais une sonore aspirée comme en sanskrit: “If “Φερενίκη, Φίλιππος, and *’Yreppepetaios were borrowed from a dialect of Greek, then the correspondences prove that the sound written with B (which might have been [011], the original IE consonant preserved in Sanskrit, rather than [b]) was the nearest equivalent in Macedonian to Greek φ [p®]"!®. L’ignorance, fût-ce d’un autre ordre, des données nouvelles, la disqualification implicite ou explicite des savants d'origine grecque et l’importance dé8. Crossland 844. 9. Cf. G. Bakalakis, Deltion 21 (1966), Chronika 349. 10. Cf. Maria Lilimbaki, “Inscriptions tuncraires de Pella”, AAA

10 (1977) 259-64.

11. Cf. M. Andronikos, “Deux stéles funéraires grecques de Vergina", BCH 79 (1955) 87-101. 12. L.Duchesne et Ch. Bayet, Mémoire sur une mission au Mont Athos, Paris 1876, 70-73, no 13. Fanoula Papazoglou, “Inscription hellénistique de Lyncestide”, ZA 20 (1970) 99-113. 14. Crossland 846. Sur le caractère specicux de cet argument, voir Hatzopoulos 4 10. 15. Crossland 846.

16. Crossland 846.

228

M. B. Hatzopoulos

cisive accordée au phénoméne phonétique de la substitution des sonores aux sourdes aspirées se retrouvent dans un travail récent d'un auteur très différent: E. N. Borza, In the Shadow of Olympus: the Emergence of Macedon (Princeton,

N.J.,

19922).

Une

nouvelle

et plus extréme

élaboration

de ses

théories linguistiques peut se lire dans sa communication “The Ancient Macedonians: a Methodological Model”, présentée au second Congrès International d'Etudes Macédoniennes, tenu à Melbourne du 8 au 13 juillet 1991 et dont les actes furent publiés comme un tiré à part du 7e volume de la revue Méditerranean Archaeology (Sydney 1995). En effet, cet érudit américain n’est pas un philologue mais un historien qui a plusieurs fois visité la Macédoine et qui se tient au courant des progrès de l'archéologie dans cette région. En outre, il est un écrivain élégant qui s’exprime dans un style simple et attrayant. Il avait toujours manifesté un intérêt pour les aspects politiques et diplomatiques de la “question macédonienne” à l’époque contemporaine!’, mais il semble que ces toutes dernières années la question des nationalités (“ethnicity”) balkaniques —antiques et modernes— se soit développée en une véritable passion. Cependant, cette même formation d’historien qui le porte sur l’étude des vestiges matériels du pays a, comme revers de médaille, une absence de formation philologique qui lui rend difficile l’assimilation et l'utilisation —si ce n'est de seconde main—!® des renseignements linguistiques que ceux-ci renferment et qu'il veut utiliser pour cerner la “nationalité” des anciens Macédoniens (sans d'ailleurs jamais se poser la question de la pertinence d'une telle problematique pour l'Antiquité classique). En même temps la simplicité de son expression le conduit souvent à la simplification de questions fort complexes. Ainsi, par exemple, l’auteur utilise le terme “standard Greek” tantôt —si l'on en juge par le contexte— pour désigner la koiné attique et tantôt pour opposer tous les dialectes grecs au parler macédonien!?, ou méprend les traces du substrat dialectal pour autant de manifestations de dialectes différents2°. 17. Cf., E. N. Borza, “The History and Archaeology of Macedonia: Retrospect and Prospeci", Macedonia and Greece in Late Classical and Early Hellenistic Times (‘Studies in the History of Art" 10; Washington 1982) 19-20.

18. En fait, il fait appel à l'autorité de Crossland (Borza, “Macedonians” 20). 19. Cf., pour le deuxième sens du terme, Borza, “Macedonians” 20: “standard Greek in several dialects was used for formal expression in speech and writing”; ou p. 21, n. 18: “the tablet was written in standard Greek" (en fait, il s’agit de la defixio dialectale de Pella, dont il est question plus loin). 20. Cf. Borza, “Macedonians” 20: “The collection of funerary monuments from Vergina published by Chrysoula Paliadeli shows some tendencies toward Doric Greek; some materials from near Veria show examples οἱ Aeolic Greek: and I tearned recently of some Sth-century evidence from near Pella that was written in Ionic. Thus we have from central Macedonia alone examples ot Altice plus two or three other Greek dialects from the Late Classical and Early Hellenistic eras”.

Le macédonien nouvelles données et théories nouvelles

229

Entin, à l'ignorance des méthodes utilisées par la philologie pour étudier les langues et les dialectes pauvrement attestés, s'ajoute un manque de familiarité avec d'autres régions grecques ou hellénisées, qui ne lui permet pas de voir les données macédoniennes en perspective. Il doute, par exemple, que la publication systématique des inscriptions de Macédoine puisse fournir des renseignements sur le parler local?!. C'est ignorer, pour ne citer qu'un seul exemple,

que notre connaissance

de la langue thrace repose

presque

entiè-

rement sur le riche matériel onomastique offert par les inscriptions grecques

de la région?2. Cela est d’autant plus surprenant que dans le paragraphe suivant l’auteur cite les inscriptions sur différentes pièces de vaisselle du trésor de Rogozen ou sur les monnaies des rois thraces pour arguer —ce que d’ailleurs personne ne conteste— que l'emploi de la langue grecque dans ces

documents ne suffit pas pour faire des Thraces une tribu grecque??. Mais, en utilisant cet exemple, il ne se rend pas compte que, tout comme l’anthroponymie et la toponymie du trésor de Rogozen ou du monnayage des rois thraces révélent précisément l’origine non-grecque des porteurs ou des donneurs de ces noms,

de même

l’onomastique grecque et en même

temps

typiquement

macédonienne de la vaisselle en argent ou des monnaics macédoniennes constitue un témoignage précieux sur l’origine de ses porteurs?4. Ignorant les tra-

vaux sur l’onomastique des régions hellénisées des Balkans ou de l'Asie Mineure, Borza récuse le témoignage de l’anthroponymie dans le cas des Macédoniens, croyant que l'héritage onomastique de tout un peuple aurait pu entièrement disparaître avant l'époque de Philippe II sans laisser de traces. Les notes additionnelles de la deuxième édition de l'ouvrage et la communication au congrès de Melbourne ne témoignent pas d’une meilleure compréhension des méthodes des disciplines épigraphique et philologique. Ainsi se demande-t-il ‘“as a question of method”, comme s'il était le premier à poser cette question et —qui plus est— à y répondre, “why would an arca three hundred miles north of Athens —not colonized by Athens— use an Attic dialect, unless it were imported? That is, the Attic dialect could hardly be native. 21. Borza, Emergence 93-94, 22. Cf. Cl. Brixhe, “Le Thrace”, Langues indo-européennes, Paris 1994, 189.

21. Borza, Emergence 94: ciusdem, “Macedonians” 20. 24. Cf. Brixhe-Panayotou, “Atticisation” 24-60 et pour la vaisselle en argent, M. Andronicos, Vergina, the Royal Tombs, Athènes 1984, 157-59, Borza, “Macedonians” 20, lait la suggestion surprenante que “many of the surviving Greek inscriptions, such as those on the silver vessels in Tomb Il at Vergina are in fact an attempt to put in Greek writing system the sounds of native speech”. Comme le seul mot qui y tigure est l'anthroponyme Machatas, dont lhellenisme est irréprochable (cf. O. Masson, “Pape-Benseleriana IV. Les avatars de Machatas”, ZPE 21 [1976] 1§7-58) il ne reste que les indications de poids comme “sounds of native speech” des Maccdoniens.

230

M. B. Hutzopoulos

and its use is likely part of the process of hellenization’?5. Il est déconcertant qu'un auteur qui débat des questions de linguistique confonde hellénisation οἱ atticisation et semble ignorer le phénomène de l'expansion de la koiné attique au IVe siècle dans tout le bassin égéen, alors même que des travaux montrant que cette expansion se faisait aussi bien aux dépens du macédonien que d'autres dialectes indubitablement grecs de la région avaient vu le jour au

moment

où il publiait ces lignes?9. L’incompréhension des méthodes de la

philologie se révèle pleinement dans son rejet des témoignages épigraphiques que nous avons déjà signalés. Du fait que dans la même région on a découvert des textes en koiné dont quelques uns trahissent l’existence d’un substrat dialectal présentant des traits qui le rapprochent du “dorien” (en fait, il s’agit plus simplement de traits non-ioniens-attiques) et d’autres des dialectes éoliens, l'érudit américain conclut que trois dialectes différents étaient parlés dans un rayon de quelques kilomètres??, sans soupgonner que les traits ‘“doriens” et “éoliens”’ pourraient témoigner des nuances d'un même substrat dialectal unissant les parlers de la Thessalie à ceux de la Grèce du Nord-Ouest. E. N. Borza s’en était tenu jusqu en 1995 a un agnosticisme —au moins apparent— semblable à celui de Crossland. Sa conclusion négative, mais importante, était que l'on ne peut légitimement prétendre que le macédonien était un parler grec. Ce n'est que tout récemment que l’auteur précisa, fût-ce avec les réserves d'usage, le fond de sa pensée: “the native dialect or dialects (le contexte ne laisse aucun doute que l’auteur entend par ‘dialect(s)’ un ou

deux parleurs non-grecs) were never written, and knowledge of them may be beyond recovery. Standard Greek for formal discourse and written communication became the norm by the 4th century. Α two-tiered system of speech was preserved through at least the 4th century: standard Greek in several dialects was used for formal expression in speech and writing, and the patois used idiomatically for traditional rituals and common parlance. By the middle of the Hellenistic period, the Greek language may have become standard”?8. Cette théorie, dans sa formulation un peu confuse (a noter l'usage protéiforme du terme “standard”), présente le trait singulier de ne pas être susceptible de réfutation. Comment, en effet, prouver l’inexistence de cette authentique langue macédonicnne et de ses dialectes, puisque ex hypothesi on ne peut pas la connaître”? 25. 26. l'exemple 27. 28.

Borza, Emergence 306; cf. ciusdem, “Macedonians” 21, n. 18. Cf. Brixhe-Panayotou, “Atticisation” 245-60; Anna Panayotou, “Des dialectes à la koine: de la Chalcidique”, Ποικίλα (MEAETHMATA 10 (Athènes 1990) 191-228). Borza, Emergence 93. cf. eiusdem, “Macedonians” 20. Borza, “Macedonians” 20.

Le macedonien nouvelles données et théories nouvelles

231

L'incompréhension des bases mêmes du débat explique peut-être la disqualification a priori de ses collègues d'origine grecque. Après un exposé superficiel et sélectif sur les minorités dans les Balkans contemporains, l'auteur affirme que “long before there was sufficient evidence to argue about the ethnic identity —as revealed by language— of the ancient Macedonians, there emerged a ‘Greek’ position claiming that the Macedonian language was Greek, and that thus the inhabitants were Greek. The question of the ancient Macedonian language became part of a larger modern political issue, although in fairness to many contemporary Greek scholars who believe that the ancient

language was a dialect of Greek, many believe so as the result of scientific endeavors and not out of strict adherence to national pride and ideology"?°. Cette

dernière

phrase, pourrait

laisser croire, à une

lecture rapide,

que

les

érudits grecs contemporains étaient exonérés de l'opprobre de la science en uniforme. En réalité il n'en est rien. Car, pour Borza, aujourd'hui, pas plus qu'hier, au mieux il n’y a pas “sufficient evidence to argue about the ethnic identity —as revealed by language— of the ancient Macedonians”; voire la conclusion qui s’impose au fur et à mesure que “the case builds in quality as it grows in quantity of evidence” est que, malgré les efforts de Philippe II et d'Alexandre le Grand, les Grecs et les Macédoniens sont restés deux peuples distincts et mutuellement hostiles?!, Par conséquent, les savants grecs, même s'ils ne sont pas intentionnellement malhonnétes, sont —pour les meilleurs d'entre eux— victimes d’un conditionnement intellectuel qui dte toute valeur à leurs travaux.

Dans une brève note, l’auteur ajoute: “Lest it seem, however.

that the ‘Greek’ position is held only by modem Grecks, sec Cawkwell. Philip

of Macedon, 22: ‘The Macedonians were Greeks'”"#2. En réalité, quiconque s'est intéressé un tant soit peu à la question suit que le débat sur les origines et le parler des Macédoniens n'est pas né des arrière-pensées nationalistes ou des visées expansionistes des Grecs modernes, mais du besoin de donner une réponse à un véritable problème scicntifique et qu'il fut initié par des savants non-grecs, à commencer par F. G. Sturz en 180833. Quant à Cawkwell, dont la mention isolée pourrait donner l'im-

29. Borza, Emergence 90-91. 10. Borza, Emergence; cf. 305. Dans sa communication au congrés de Melbourne, Borzi (“Macedonians" 20) a dépassé, comme nous venons de le voir, ce stade d'agnosticisme. 31. Borza, Emergence 96. 32. Borza, Emergence 91, π. 27. 33. F. G. Sturz, De dialecto macedonica et alexandrina liber. Leipzig 1808, suivi par K. O. Müller, Uber die Wohnsitze. die Abstarmmung und die altere Geschichte des makedonischen Volks, Berlin 1825.

232

M. B. Hatzopoulos

pression qu'il est —sinon le seul— du moins un des rares non-Grecs à soutcnir l'origine grecque des Macédoniens et de leur parler, n'est en fait qu’un cas dans une série de savants, de loin majoritaires parmi ceux qui se sont intéressés à la question, à conclure au caractère grec du parler et des origines des anciens Macédoniens. Cette liste comprend des historiens et des linguistes

de toutes les nationalités tels que A. Fick*4, E. Meyer, K. J. Beloch*®, O. Hoftmann?, P. Perdrizet**, G. Glotz>?, H. Berve*°, U. Wilcken*!, H. Βοπριson*?, A. Toynbee*}, pour ne citer que les plus connus#, qu'un savant s'interessant à cette question ne devrait pas ignorer. Si l’on considère les travaux récents, qui ont pu bénéficier de la connaissance des découvertes des dernières années, il ne s’agit plus de majorité mais de quasi-unanimité: Ch. Edson*5, N. G. L. Hammond'?, J. R. Ellis”, M. Errington4®, P. Goukowsky, Fanoula Papazoglou*®, CI. Brixhe5!, 5. DuSanié5?, O. Masson“, L. Du-

34. ciusdem, 35. 36. 37.

A. Fick, “Uber die Sprache der Makedonen", Orient und Occident 2 (1864) “Zum makedonischen Dialecte”, ZvS 22 (1874) 193-235. E. Meyer. Geschichte des Altertums I, 1, Berlin 19282, 273-74, K. J. Beloch, Griechische Geschichte 1V, 1, Berlin et Leipzig 1925, 1-9. O. Hotimann, Die Makedonen, ihre Sprache und ihr Volkstum, Gottingen 1906.

718-29.

38. P. Perdrizet, “Contribution à l'étude du macédonien”, BCH 35 (1911) 125-31. 39. G. Glotz, Histoire grecque U1, Paris 1936, 208-211. 40. H. Berve, Das Alexanderreich auf prosopographischer Grundlage. vol. I, Munich

1926,

328-32. 41. U. Wilcken, Alexander the Great, New York N. Borza lui-même).

1967, 22 (édition pretacée et annotée pur E.

42. H. Bengtson, Griechische Geschichte, Munich 19775, 304-308. 43, A. Toynbee, Some Problems of Greek History, Oxford 1969, 64-79. 44. Pour une liste plus complete, voir I. Kalleris 20-36; M. Sakellariou, “The Macedonia (Athènes 1983) 534.

Inhabitants”,

45. Ch. Edson, “Early Macedonia”, Ancient Macedonia 1 (Thessalonique 1970) 20. 46. A plusicurs reprises, mais voir en particulier N. G. L. Hammond, A History of Macedonia, vol. II, Oxtord 1979, 39-54 et eiusdem, “Literary Evidence for Macedonian Speech”, Historia 43

(1994) 131-42. 47.J.R. Ellis, “La Macédoine de Philippe ΙΙ”, Philippe de Macédoine, Paris 1982, 146. 48. M. Errington, Geschichte Makedoniens, Munich 1986, 19. 49. 5. Goukowsky, Essai sur les origines du mythe d'Alexandre, vol. I, Nancy 1978. 10. 50. ΟΙ. Fanoula Papazuglou, “Stéles anthropomorphes et amorphes de Pélagonie”, ZA 27 (1977) 147; ciusdem, “Macedonia under the Romans", Macedonia (Athens 1983) 204; eiusdem, “Les steles éphébiques de Stuberra”, Chiron 18 (1088) 250-SI. St. Brixhe-Panayotou, “Atticisation” et "Macedonien”, passim. §2. Cl. 5. Dusanie, “The χτίοις Μαγνησίας, Philip V and the Panhellenic Leukophryena”, Epigraphica 45 (1983) 36. 53. O. Masson, “Sur la notation occasionnelle du digamma grec par d'autres consonnes et la glose macédonienne abroûtes”, BSL 90 (1995) 235, n. 25; ci. Brixhe-Panayotou, “Macédonien”, 207, n. 12.

Le macedonien nouvelles données et theories nouvelles

bois5*, et tant d'autres. La seule exception

233

notable, à côté de Borza, est E.

Badian, un autre savant américain, spécialiste d'Alexandre le Grand réputé, mais peu intéressé à la patrie elle-même du grand conquérant. Il est vrai que l’on ne peut exclure a priori que des considérations extrascientifiques aient influencé les différents savants qui se sont prononcés sur les origines de l’ancien parler macédonienSé. Mais les Grecs ne sont pas sculs susceptibles d’un tel errement. D'autres nations balkaniques, voire des grandes puissances européennes ont été impliquées dans le conflit macédonicn. Même les savants américains, surtout lorsqu'ils sont originaires de pays

ou appartiennent à des groupes ethniques directement impliqués dans l’imbroglio macédonien$?, peuvent véhiculer les sympathies et les antipathies, les préjugés et le reste de l’héritage culturel absorbé par eux-mêmes ou leurs parents quand ils étaient encore en Europe. Si les travaux de Borza, tout récents qu'ils sont, présentent aujourd'hui, après la découverte des premiers textes macédoniens*®, un intérêt historiographique, il n'en est pas de même d’une série d'articles publiés par deux linguistes, CI. Brixhe et Anna Panayotou, un Français et une Grecque, le premier spécialiste réputé des parlers micrasiatiques et la seconde auteur —cntre autres— d’une thèse, malheureusement encore inédite, sur la langue des inscriptions grecques de MacédoineS?. L’exposé le plus circonstancié de leur point de vue peut être lu dans le chapitre consacré au macédonien de l'ouvrage

collectif

Langues

indo-européennes

édité sous

la direction

de

Françoise Bader à Paris en 1994. Pour eux point de doute: le parler macédonicn, c’est-à-dire le parler du groupe cthnique qui créa par une série de conquêtes successives le royaume de Macédoine, était un dialecte grec présentant des isoglosses avec les parlers du Nord-Ouest οἱ avec le thessalien, ce qui

n'est pas pour étonner, étant donné la position géographique de la Macédoine. Reste à expliquer ce phénomène qui a fait couler beaucoup d'encre et qui est 54. L. Dubois, “Une tablette de malédiction de Pella: s'agit-il du premier texte macedonien”, REG

108 (1995)

190-97.

55. E. Badian, “Greeks and Macedonians”, Macedonia and Greece in Late Classical and Farly Hellenistic Times (“Studies in the History of Art’ 10; Washington, D.C. 1982) 33-51. 56. CE. Kalléris 1 36-44. 57. Cf. Kaliéris 1 43, n. 1; Rena Molho, “Thessalonique apres 1912. Propagandes etrangeres οἱ communauté juive”, La France et fa Grèce dans la Grande Guerre, Thessalonique 1992, 47-60. 58. E. Voutyras, "Evag διαλεκτινόὸς κατάδεσµυς ἀπὸ τήν Tera", Ἑλληνικὴ dread ratozovia 3 (1992-1993) 41-48. ch Bull pier 1994, 413 οἱ S. Moschonisioti, A.-Ph. Christides, Th. Glaraki, "Κατάδεσμος ἀπὸ τήν Autllovoa”, Γλώσσα και Mostra: Eu Va ἀπὸ τὴν ἀρχαιώτητα Αθήνα 1997) 193-200. 50 Anna Panayotou, La langue des inscriptions de Macedoine (Ve s. a. C.-VIe s. p.C.). Phonetique, phonologie et morphologie, Nancy 1990.

234

M. B. Hatzopoulos

à l'origine des théories sur le caractère non-grec du macédonien (et des Macédoniens), je veux parler du fait qu’un groupe de mots présente le signe d’une “occlusive sonore là où le grec a celui d'une occlusive aspirée”9°. Une seule interprétation

semble

recevable

aux

deux

auteurs:

“la langue respon-

sable de cet apport s'est séparée du grec quand les deux idiomes avaient encore la série indo-européenne des sonores aspirées, *bh, *dh, *gh; celles-ci y ont par la suite perdu leur appendice ‘soufflé’ (d’où b, d, g), tandis qu’en grec elles perdaient leur voix’®!. Ainsi, à côté du dialecte grec des Macédoniens historiques, nous aurions les traces d’une autre langue indo-européennc (que les auteurs identifieraient volontiers avec le phrygien-brygien) qui se serait éteinte au cours du Ve siècle, après avoir eu un impact non négligeable dans le domaine religieux et dans l’anthroponymie des couches dirigeantes, indiquant de ce fait l'importance du rôle joué par le peuple porteur de cette langue dans la génèse de l'entité historique macédoniennet?. Pratiquement à la même époque où ces deux auteurs présentaient la première ébauche de leur théorie, moi-même, à l’occasion de la publication d’une inscription inédite d’Aigéai, la première capitale macédonienne, proposais une interprétation différente du phénoméne®’, qui en fait ne faisait que reprendre et étayer avec des données épigraphiques nouvelles une explication avancée jadis par G. Hatzidakis®: la présence du signe de la sonore à la place de celui de la sourde trahirait une tendance du dialecte macédonien (sans doute sous l'influence d'un substrat ou adstrat non-grec) au relâchement et au voisement

des consonnes

de toute catégorie, sporadiquement

notés et

jamais généralisés, parce qu'ils étaient contrariés par l'influence croissante de la koiné et peut-être aussi combattus par les sujets parlants eux-mêmes, soucieux d'éviter des confusions préjudiciables à la communication. Pour dissiper tout malentendu, je dois signaler que je ne vois aucune objection a priori à la présence d'une composante brygienne dans le dialecte grec de Macédoine et à ses compatriotes soucieux de la pureté ethnique de leurs

lointains

ancêtres

Anna

Panayotou

pourrait

rappeler

la composante

“préhcllénique” —en fait autant sinon plus manifeste que la prétendue composante brygienne dans la théorie des deux auteurs— dans l’anthroponymie, le vocabulaire et surtout la religion des Grecs du Sud. Comme on le verra par 60. Brixhe-Panayotou, "Macédonien" 61. Brixhe-Panayotou, “Macédonien” 62. Brixhe-Panayotou. “Macédonien” compte rendu de l'ouvrage de G. Neumann, 63. Hatzopoulos 406-412. 64. G. N. Hatzidakis, Zur Abstummune

216. 216. 217-19: ct. eorundem, “Atticisation” 256 et CI. Brixhe, Phryeisch und Griechisch, BSL 84 (1989) 255. der alten Makedonier, Athènes

1897, 35-37.

Le macédonien nouvelles données et théories nouvelles

235

la suite, mon objection est d’une tout autre nature.

CI. Brixhe et Anna Panayotou ont repoussé mon interprétation du phénomène avec l'argument suivant: “La plupart des formes retenues précédemment sont attestées ou risquent de remonter à une époque où le grec de Macédoine (dialecte, puis dialecte εἰ koiné attique) avaient conservé leur occlusion

aux aspirées et aux sonores: l'écart entre ® et B, quand on passe de Φερενίκη à Βερενίκα/Βερνίκα, reflète alors une distance entre ph et b et ne saurait s'interpréter comme

un voisement, /ph/ n'ayant pas de contrepartie voisée”#,

Je crois que l’objection des deux auteurs, d'une part, repose sur une pétition de principe et, d’autre part, ne tient pas compte de toutes les données que j'avais alors présentées et qui se sont enrichis depuis. D'abord, la conservation de l’occlusion de la série des aspirées et des sonores du grec commun dans le grec de Macédoine —même à haute époque— est plus que douteuse. En effet, J. Mendez Dosuna, Los dialectos dorios del noroeste (Salamanque 1985) a établi que les dialectes grecs du Nord-Ouest, auxquels les deux auteurs rattachent le grec de Macédoine, avaient connu dès l’époque de leur première attestation la perte de l’occlusion de leurs anciennes occlusives sourdes aspirées et probablement aussi des sonores, qui étaient devenues ou tendaient à devenir des spirantes. Pour les secondes en particulier, j'envisagerais volontiers un état analogue à celui du castillan actuel, dans lequel leur réalisation comme

occlusives ou spirantes dépend du contexte et n’a aucune

signification phonologique. Ainsi, béta, delta, gamma, prononcés / b/ou /b/, / d/ou /d/et /g/ ou /g/, pouvaient être les contreparties voisées aussi bien des anciennes sourdes aspirées devenues spirantes, notées par les lettres phi, théta, chi et prononcées #7, #7, /y/, que des sourdes simples /p/, /t/, /k/, notées respectivement par les lettres pi, tau, et kappa. Ensuite, il est inexact de qualifier de “matériel épigraphique tardif” les données que j'avais réunies et qui présentaient des échanges non seulement entre la série des “sourdes aspirécs” du grec et des sonores du macédonien, mais aussi —et parfois dans le même mot— entre la série des sourdes simples (voire de la sifflante) et celle des sonores correspondantes. Pour ne citer que quelques exemples, tous d'époque classique: Φάλακρος-Βάλαγροςόό, Puvalvos-Bupyivos®’, Πορτῖνος-Βορδϊνοςόδ, K udiag-Pudiac®, Διονύσιος-Διονύ65. Brixhe-Panayotou, “Macédonien” 217. 66. Ce nom macédunien est attesté depuis le [Ve s. av. J.-C. (cf. Η. Berve, Das Alexandereich auf Prosopographischer Grundiage, vol. 11, Munich 1926, 100-102, nos 199-203. La forme avec gamma apparaît déjà au tout début du Ille siècle (296 av. J.-C.) à Delos (IG X14, 54 A, L. 41). 67. IG 13, 89; cf. Masson 3.

68. IG 13, 89; cf. Masson 3.

236

M. B. Hatzopoulos

toc, Muitva-Nvdva7!, ταπεινός-δαπινός72. Pour quelle raison faudrait-il séparer des phénomènes strictement contemporains et parallèles et voir ici (pour les sourdes simples et la sifflante) des voisement

banals à l’intérieur du grec et là (pour les anciennes aspirées)

des avatars d’un hypothétique brygien qui ressemble à s'y méprendre à un grec à peine travesti? Qu'on en juge. Les vocabulaires grec et prétendument brygien

présentent

des ressemblances

grec, xandos en “brygien”?;

troublantes: “blond” se dit xanthos en

“chauve” phalakros en grec, balakros en “bry-

gien”?4 la “criniére” chaita (chaite) en grec, gaita en “brygien”?5; l’“étape” stathmos en grec, stadmos en “brygien’’®; “filer” k/otho en grec, klodo en “brygien"?7 l'“ami” philos en grec, bilos en “brygien”?; la “victoire” nika (nike) en grec, nika en “brygien””? et ainsi de suite. Mais ce “copiage” du grec

par le “brygien” ne s’arrête pas au vocabulaire. Il s'étend à la dérivation: si “ami” et “cher” se dit bilos, “très cher” se dit bilistos8® et “très chère” bilistæl; et aussi “à la composition: ainsi au grec (Hy)perpheretas correspondrait (avec

une

terminaison

adjectivale)

le “brygien”

Hyperberetaios8?,

au grec

69. M. Β. Hatzopoulos et Louisa Loukopoulou, Recherches sur les marches orientales des Téménides, fère partie ("ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ” 11; Athènes 1992) 110-115. 70. M. Β. Hatzopoulos, Actes de vente d'Amphipolis (*MEAETHMATA"

14; Athènes

1991)

33-43; cf. Hatzopoulos 408.

71. IG Il? 329: cf. 339 b: Πυτν[αῖ]ος. 72. 73. 74. 75. 76.

Dubois 195-96. CT. le mois Ξανδιχός, dont il sera question plus loin. Cf. l'anthroponyme Badaxpus-Badaypus, dont il a déjà été question. Cf. l’anthroponyme Γαιτέας͵ discuté dans Masson 1-2. Cf. Vanthroponyme Σταδµέας, discuté dans Masson 2.

77. Ct. le terme technique xAWOwvec, discuté dans passage ( ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ” 19; Athènes 1994) 74-85.

M.

Β. Hatzopoulos,

Cultes et rites de

78. Cf. Vanthroponyme Βίλος, discuté entre autres par O. Masson, “Sur le nom de Bilistiché, favorite de Ptolémée II”, Studia in honorem J. Kajanto, Helsinki

1985, 111 (= Onomastica graeca

selecta, Paris 1990, 469); par 250-51, et moi-même, “Βιλάρρα Tékkou?”, ZPE 68 (1987) 237-40; BullEpigr 1988, 827; 1989. 465; 1990, 479.

79. Cf. Βερενίκα, anthroponyme très populaire à partir de l'époque hellénistique, attestée dés le IVe siecle av. J.C. à Létè (M. Β. Hatzopoulos, Cultes et rites de passage en Macédoine ["MEAETHMATA”™ 19: Athènes 1994] 44-45) et sous la forme syncopée Βερνίκα à Aigéai (Chrysoula Saatsoglou-Paliadeli, Τά ἐπιτάφια μνημεῖα ἀπὸ τὴ µεγάλη τούμπα τῆς Βεργίνας [Thessalonique 1984] 213-14, no 38, et 272); O. Masson, “Quelques noms de femmes en Macédoine”, ZPE SS (1984) 133 (= Onomastica Graeca Selecta, Paris 1990, 417). 80. Papazoglou 280-51. Il est à noter qu'en Macédoine même les formes “brygiennes” Βίλα, Βίλιστος, Βιλίστα alternent avec les formes “grecques” Φίλα, Φίλιστυς et Φιλίστα (Φιλίστη). Cl. BullE:pier 1989, 438 et 448. 81. Ct. M. B. Hatzopoulos, 'Ἠιλάρρα Τέλλου, ZPE 68 (1987) 240, n. 15. 82. Malgré les objections embarrasstes de Kalléris (273: 432: n. 1; 571-72) personne ne conteste que ce nom de mois soit dérivé d'une épithete de Zeus composte de la préposition ὑπέρ et

Le macédonien nouvelles données et théories nouvelles

237

Laomacha le “brygien” Laomaga*}, au grec Phylomacha le brygien BoulomagaSt, au grec Pherenika le “brygien” Berenika85 et ainsi de suite. Même les ethniques du “brygien” ont l'aspect des décalques du grec: ainsi Bettalos serait la forme “brygienne” de l’ethnique Thessalos (Phettalos en béotien)89, N'est-ce pas un peu la manière dont Aristophane fabriquait du triballien#?? Il est vrai que les deux auteurs proposent une explication de ces ressemblances troublantes: ce seraient peut-être aussi des faux macédonismes fabriqués “par les Macédoniens eux-mêmes

(et les grammairiens?)”, à l’instar des “faux dia-

lectismes qui apparaissent dans le monde grec lors du déclin des ἀἰαίεςίες'58, Mais, à mon avis, cette hypothèse est réfutée par le fait même qu'il s’agit pour la plupart de témoignages épigraphiques et —qui plus est— de haute époque, qui ne peuvent rien devoir ni aux grammairiens ni aux faux dialectismes de sujets parlants en quête d’une identité. Je ne voudrais pas terminer sans ajouter qualques considérations sur le calendrier macédonien, qui d'après les deux auteurs porterait la “marque d'une indéniable influence culturelle” brygienne®?. Je suppose qu’ils veulent parler des noms des mois, car le calendrier lui-même est un typique calendrier grec lunaire-solaire”. Des douze mois macédoniens

(1. Dios, 2. Apellaios, 3. Audnaios, 4. Péri-

tios, 5. Dystros, 6. Xandikos, 7. Artémisios, 8. Daisios, 9. Panémos,

10. (Ho)-

loios, 11. Gorpiaios, 12. Hyperbérétaios), le premier, le deuxième, le quatriéme, le septième, le huitième, le neuvième et le dixième ont des étymologies grecques irréprochables et sont souvent attestés dans d'autres calendriers d'un nom d'agent formé sur le radical φερ- (ou de leurs correspondants dans une autre langue indoeuropéenne). 83. Cf. O. Masson, “Quelques noms de femmes en Macédoine”, ZPE 55 (1984) 134-36 (= Onomastica Graeca Selecta, Paris 1990, 418-20). 84. Cf. BullEpigr 1991, 385: Φυλαμάγα est une forme “bâtarde”, partiellement atticisée de l’anthroponyne “authentiquement” macédonien Βυυλυμάγα, correspondant à l'attique Φυλυμαχη,

85. Cf. note 73, ci-dessus. 86. Cf. l'anthroponyme Βέτταλος sur une inscription de Beroia (Victoria Allamani-Souri et È. Voutiras, “New Documents from the Sanctuary of Herakles K ynagidas at Beroia”, Ἐπιγραφές τῆς Μακεδονίας. Γ΄ Διεθνὲς Συμπόσιο γιὰ τὴ Μακεδονία, 8-12 Δεκεμβρίου 1993, Thessalonique 1996, 15, L. 29; cf. commentaire, où la forme n'est pas reconnue). 87. CI. Brixhe, “La langue de l'étranger non grec chez Aristophane"”, L'étranger dans le

monde grec I, Nancy

1988, 113-38 (écrit à une époque où l'auteur croyait encore que le macé-

donien n'était pas un dialecte grec mais une langue à part).

88. Brixhe-Panayotou, “Macédonien” 217; ct. 219. 89. Brixhe-Panayotou, “Macédonien” 219.

90. Cf. E. Grzybek, Du calendrier macédonien au calendrier prolemarque, Bale 1990, et en particulier p.

16. Voir maintenant

Catherine

Trimpy,

Untersuchungen

Monatsnamen und Monatsfolgen, Heidelberg 1997, 262-65.

zu den

altgricchischen

238

M. B. Hatzopoulos

grecs?!, On pourrait s'étonner que Brixhe et Panayotou attribuent une origine non grecque à Audnaios, Xandikos et Gorpiaios’?. L'étude des différentes variantes

du nom

du

premier

(Audonaios,

Audunaios,

Aidonaios

etc.)

ne

devrait laisser aucun doute que l’on devrait partir d’une forme *Awidonaios, constituée sur le nom de l’Hadés, “l’invisible” (a-wid-), qui a abouti, d'une part à Audonaios, Audunaios/Audnaios, avec maintien en position intervocalique et puis vocalisation après la chute de la voyelle /i/ de la semi-voyellc /w/, mais avec, outre l’amuissement de la voyelle /i/ la ferméture et puis la chute de la voyelle /0:/3, et d’autre part à Aidonaios, avec chute de la semivoyelle /w/ en position intervocalique*4. Xandikos a non seulement été senti comme un variante dialectale à l’intérieur du grec par les auteurs anciens, comme il est manifeste par la forme Xanthikos attestée aussi bien dans les

textes littéraires, que dans des inscriptions”, mais, comme j'espère l’avoir établi, s'intègre parfaitement dans un ensemble de rites et de cultes parfai-

tement grec”. Quant à Gorpiaios, Hoffmann avait déjà vu qu'il devrait être rattaché au nom du “fruit” (καρπός). Cette intuition se trouve aujourd'hui confirmée d'une part par le culte de Dionysos Karpios attestée épigraphiquement dans la Thessalie voisine’ et d'autre part par la variante Garpiaios”” présentant le voisement de la consonne initial, banal en macédonien, que nous avons examiné plus haut. Il faudrait ajouter deux mots sur deux autres mois macédoniens dont l’origine grecque a été parfois contestée. Hyperbérétaios est, comme on l’a relevé depuis longtemps, inséparable du culte de Zeus (Hy)perphérétas attesté dans la Thessalie voisine'™. Ainsi n’y a-t-il que le nom de Dystros, qui, malgré une hypothèse plausible!®!, n’a pas encore 91. Cf. Kalléris 554-72. Une inscription de Thessalonique récemment publiée (Bu//Epigr 1995, 422) a permis d'établir que le nom du mois Péritios était dérivé d'une épithète macédonienne d'Héraklès (Περίτας = “guardien”; cf. Φύλαχυς). 92. Brixhe-Panayotou, “Macédonien” 215. 93. Dubois 194-95. 94. Voir Kalléris 560-63; cf. M. B. Hatzopoulos, “Χώρα καί χῶμες τῆς Βερυίας”, Μνήμη A. Λαζαρίδη, Thessalonique 1990, 64, avec un autre exemple du même traitement.

95. ΟΙ. Kalléris 237-38 et 565-66. C'est notamment le cas des inscriptions de Palestine (voir Υ. Ε. Meimaris et al., Chronological Systems in Roman-Byzantine Palestine and Arabia: the Evidence of the Dated Greek Inscriptions ["MEAETHMATA” 17; Athènes 1992] 414). 96. M. B. Hatzopoulos, Cultes et rites de passage en Macédoine ("ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ” 19; Athènes 1994) 87-111. 97. Hoffmann 109-110; cf. Hatzopoulos 407. 98. Voir BullEpigr 1959, 224; 1964, 226 et 1965, 219, avec rélérences et commentaire. 99. Y. E. Meimaris et al., Chronological Systems in Roman-Byzantine Palestine and Arabia: the Evidence of the Dated Greek Inscriptions ("MEAETHMATA" 17; Athènes 1992) 412. 100. IG 1X, 2, 1057 et BullEpier 1965 219.

101. Hotfmann

106-107.

Le macédonien nouvelles données er théories nouvelles

239

trouvé une explication entièrement satisfaisante, ce qui n’a rien d'étonnant, étant donné qu'il n'est pas le seul nom de mois de calendrier grec dont l'étymologie n'est pas établie à la satisfaction de tout le monde!®2. A mon avis, les noms des mois macédoniens plus que la présence d’une composante grecque et d'une composante non grecque aux origines des Macédoniens trahissent la présence de deux composantes dialectales grecques, l'une manifestant

plus que l’autre des traits communs

avec les parlers thes-

saliens. C’est à cette dernière que j’attribuerais des formes telles que Gorpiaios, avec vocalisation en /or/ au lieu de /ar/ du /r/ du grec commun ou Aud(u)naios face à Atdonaios avec transformation du Av/en second élément de

diphtongue, amuissement de la voyelle /i/et fermeture de /o:/en /u/, qui peut aller jusqu’à l’amuissement de la voyelle. Ne se pourrait-il pas que l’on doive chercher dans la même direction le voisement des simples occlusives sourdes et des anciennes aspirées. Il y a une région de la Thessalie où l’on se trouve devant le même phénomène sans que l'on puisse l’attribuer aux Brygiens, distants à des centaines de kilomètres, ni aux Macédoniens eux-mêmes, puisqu'il se rencontre dans des noms qui soit ne sont pas attestés en Macédoi-

ne (Δρεβέλαος!02 « "Τρεφέλαος [cf. Τρεφέλεως], avec sonorisation de la sourde simple et de l'ancienne sourde aspirée, Βουλονόα !0-Φυλονόη etc.), soit y sont attestés sous une forme différente (Σταδµείας!θ» - Σταδµέας < Στα()µέας; Παντορδάνας!θό - Παντόρδανος < "Παντόρθανος εἰς.). Il s'agit de la Tripolis de Perrhébie!®?, une région fermée et autarcique, qui des siècles plus tard devint le berceau d'un autre groupe de pasteurs transhumants parlant un dialecte aussi original que celui des anciens Macédoniens!%, Quant à l’autre composante responsable des traits dialectaux proches des ceux des parlers du Nord-Ouest, on peut sans difficulté l’identifier avec les peuples d'origine

molosse de la Haute Macédoine!02. Kévroov Ελληνικής χαι Ρωμαϊκής Αρχαιότητος Εὐνικών Ἱόρυμα Egevvuv ΄εωφ. Βασιλέως Κωνσταντίνου 48, GR - 116 35 Αθήνα

102. Cf. Hoffmann 108-109. 103. IG IX, 2, 1296, B; AS. Arvanitopoulos, RevEp 1914, 232, no 288, face C; IG IX, 2, 1208 B; A. S. Arvanitopoulos, Ephemeris 1924, no 401; no 407. 104. A. 5. Arvanitopoulos, Ephemeris 1924, 105. A. 5. Arvanitopoulos, ephemeris 1924, 106. A. 5. Arvanitopoulos, Ephemeris 1924, 107. Je dois toutes ces references à la these la haute vallée du Titatarése (Thessalie), soutenue

160, no 403. 158, no 401. 153-54, no 397, encore inédite de G. Lucas, Les cités antiques de à Lyon en 1992,

108. Cf. N. G. L. Hammond, The Macedonian State, Oxtord 1989, 4. 109. Cf. N. G. L. Hammond, A History of Macedonia, vol. IT, Oxtord 1979, 39-43.

19 ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΥ ΡΟΥ

Αρετή

ΤΟΥ

ΑΛΙΑΚΜΟΝΑ

Χονδρογιάννη-Μετόκη

Η νεώτερη έρευνα στην κοιλάδα του µέσου gov του Αλιάκμονα και συγπεχριµένα κατά μήκος της τεχνητής λίμνης Πολυφύτον, χρονολογείται ano το 1985, µε την παράδοση στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κοζάνης ευρημάτων πωοερχόμενων από αρχαιολογικές θέσεις της περιοχής. H επιφανειακή έρευνα χαι οἱ σωστικές ανασκαφές που ακολούθησαν], έδειξαν ότι επρόκειτο για έναν αρκετά αυξημένο αριθµό θέσεων, των προϊστορικών κυρίως χρόνων, που καλύπτονταν περιοδικά από τα νερά της τεχνητής λίμνης Πολυφύτου και Ῥαταστρέφονταν. O προσδιορισμός του αριθμού των θέσεων, η χρονολόγησή Tous, ο f}ut}HOS καταστροφής TOUS και γενικά η προσέγγιση του χαρακτήρα του παραποτάμιου προϊστορικού πολιτισμού, που αναπτύχθηκε στην κοιλάδα, αποτέλεσαν στη συνέχεια και το αντικείµενο της συστηματικής αρχαιολογικής EVEVνας που ακολούθησε και η οποία χρονολογείται από το 1989 και εξήςΣ, Zuyχωόνως Eexivnoe στην περιοχή ένα σωστικό πρόγραμμα ευρείας έκτασης, αφού η περίµετρος της λίμνης ανέρχεται στα 60 χιλιόμετρα περίπου και OL θέσεις που έχουν εντοπιστεί αφορούν όχι µόνο TOUS προϊστορικούς αλλά και τους ιστορικούς χρόνους.

Στα πλαίσια αυτού του σωστικού προγράµµατος, πραγματοποιείται επι(ανειακή έρευνα, µε σκοπό τον εντοπισμό των θέσεων, στην περιοχή MOV XAλύπτεται περιοδικά ἀπό τα νερά της λίμνης, και ανασκαφική έρευνα στις (έσεις όπου κρίνεται απαραίτητο. Οι παραπάνω εργασίες όµως πραιατοποιούνται κάτω από LOLOPLOVYtS συνθήκες HAL pe αρκετά προβλήµατα, που απορρέουν κυρίως από το γεγονός ότι όλες αυτές οι θέσεις καλύπτονται κατά τα τωία τέταρτα του έτους περίποι! από τα νερά της τεχνητής λίμνης Πολυφύτου. Η στάθμη του νερού μειώνεται

1. PF. Καυαμήτρου-Μεντεσίδη, «Νομός Κοζάνης», AA 1987, Χρονικά, 426. 2. A. Χυνόυυγιάννη-Μετοκη, «ATO την ἔρευνα στην παραπυτάμια-παραλίμνια tov Αλιάκμυνα», AEMO 4 (1990) 105-119.

περιοχή

242

Αρετή Χονδρογιάννη-Μετώκη

μόνο κατά τους φθινοπωρινούς και κυρίως TOUS χειμερινούς µήνες, ὡς UTO-

τέλεσµα της ξηρασίας του καλοκαιριού, της κάλυψης των αναγκών άρδευσης των καλλιεργήσιμων εκτάσεων της γύρω περιοχής Ἆαι της ανάγκης παραγωγής ηλεκτρικού ρεύµατος. Συνεπώς ο χρόνος που προσφέρεται για έρευνα tiναι και πολύ σύντομος αλλά και ακατάλληλος. Κατά την περίοδο της χαμηλής στάθµης, η περιοχή που αδειάζει amd τα νερά ποικίλλει κάθε φορά. ανάλογα µε το ύψος των ετήσιων βροχοπτώσεων και, στην καλύτερη περίπτωση, κυμαίνεται μεταξύ 50 και 500 p. πλάτους. ανάλογα µε το υψόμετρο των θέσεων. Τα τρία τελευταία χρόνια όµως η στάθµη της λίμνης μειώνεται ελάχιστα, µε αποτέλεσµα να µη μπορούν να πραγματοποιηθούν εργασίες σε πολλές από τις εντοπισµένες θέσεις χαι μεταξύ τους και σ᾿ αυτές που είχαν ήδη επιχειρηθεί κάποιες δοκιμαστικές τοµές, θεωυρώντας τότε το υψόμετρό τους αρκετά ψηλό για µια συνεχιζόμενη avuσκαφή. Οι μετρήσεις που έγιναν µέχρι τώρα και η επιφανειακή έρευνα των τελευταίων ετών έδειξαν ότι η περιοχή που καλύπτεται από τη λίμνη αυξάνεται συνεχώς, µε αποτέλεσµα ολοένα και περισσότερες θέσεις να κινδυνεύουν µε διάλυση και κάποιες άλλες µε οριστικό κατακλυσμό από τα νερά. Μια τέτοι« εξέλιξη, παρόλο που αρχικά dev είχε εχτιµηθεί αρκετά, φαίνεται, µε τα στοιχεία που διαθέτουμε τώρα, απόλντα φυσιολογική και αναμενόμενη, AUXEL να λάρβει κανείς υπόψη του τον όγκο των αποθέσεων που διαλύονται ετησίως GIS τη λίμνη και τα φερτά υλικά του ποταμού. Όλα αυτά μεταφέρονται στον πυθμένα της λίμνης συντελώντας στην αύξηση του επιπέδου του και συνεπώς και στην ανεξέλεγκτη αύξηση της έκτασης της επιφάνειάς της, δεδομένου ότι αυτή εξαρτάται πάντα από το υψόμετρο των θέσεων τις οποίες πλημμυρίζει. Επιπλέον, η συνεχἠς διάβρωση των χώρων από τα νερά δεν εγγυάται τη διάσωση των ίδιων θέσεων και κατά την επόµενη χρονιά, ενώ τα ευρήματα που έρχονται ετησίως στο φως γίνονται συχνά στόχος HAL των αρχαιοχαπήλων. Ένα πιθανό τέλος O° αυτή την κατάσταση, στη συνεχή δηλαδή επέκταση των ορίων της λίμνης, φαίνεται dti θα δώσει To νέο υπό κατασκευή φράγμα της ΔΕΗ, στον Ιλαρίωνα, λίγα χιλιόμετρα δυτικότερα της υπάρχουσας λίµνης, που θα έχει ws αποτέλεσµα τη σταθεροποίηση της στάθµης της, σε άγνωστο όµως προς το παρόν υψόμετρο. Οι εργασίες που έχουν γίνει µέχρι σήµερα στην κοιλάδα του μέσου VOU του Αλιάκμονα είναι οι παρακάτω: a) Επιφανειακή και ανασκαφική

έρευνα στην περιοχή που καλύπτεται

περιοδικά από τη λίμνη. Έχει σχεδόν ολοκληρωθεί ο εντοπισμός των θέσεων, παρόλο MOV αυτό είναι αρκετά σχετικό, αφού η συνεχής διάβρωση των χώρων φέρει στην NON ελεγμένη επιφάνεια και άλλες, νέες θέσεις. Συγχρόνως έχουν

Πυοϊστορική έρευνα στην κυιλάδα του µέσου gov του Αλιάκμονα

241

πραµατοποιηθεί: Επιφανειακή έρευνα και ανασκαφικές τοµές στο Νεολιθικό οικισμό της θέσης Κρυόβορυσης Κρανιδίων (19923 και 19934), ανασκαφή veχροταφείου των προχωρημένων φάσεων της EX, στη θέση Τούρλα Γουλών (1993)5, ανασκαφή

και επιφανειακή έρευνα στον οικισμό της EX

στη θέση

Πολεμίστρα Αιανής (1994)6 και ανασκαφή κτίσματος της προχωρηµένης EX (MEX)? στη θέση Παλιόχανο Σπάρτον, τοµές στον οικισμό της YEX στη θέση Σκαμνιές Σερβίων, ανασκαφή Ελληνιστικής κατοικίας χαι τάφων ΕΣ στη Eon Μπράβας Βελβεντού (1996). β) Επιφανειακή έρευνα σε κάποια από τα παραλίμνια πλατώμµατα (κάποια ax’ αυτά μπορούν να θεωρηθούν παραποτάμια), σε πλάτος περίπου 500 pu. Ελέγχθηκε σχεδόν το ένα τέταρτο του υπό έρευνα χώρον. Στα πλαίσια αυτής της εργασίας (της έρευνας δηλαδή του χώρου που dev έχει καλύψει ακόµη η λίμνη, αλλά που, σύµφωνα µε το πρόγραμμα της ΔΕΗ, σηµαντικό τµήµα του Ha καλυφθεί μελλοντικά), επιχειρήθηκαν κάποιες ανασκαφικές τοµές, στρωματογραφικού χαρακτήρα, στον οικισμό της θέσης Βασιλάρα Pàχης Βελβεντού. Η ανασκαφή του συγκεκριμένου χώρου κρίθηκε απαραίτητη για σωστικούς χυρίως λόγους, που προκύπτουν a) από το γεγονός ότι η λίµνη έχει πλησιάσει πλέον επικίνδυνα τον οικισμό

(απέχει ax’ αυτόν 50 pu.

περ. κατά την περίοδο της υψηλής στάθµης της) και β) από το ότι ο οικισμός έγινε επανειλημμένα στόχος θησαυροθήρων. Η ανασκαφή παρουσιάζει επίσης και ιδιαίτερο επιστημονικό ενδιαφέρον, αφού αναμένεται να φέρει στο φως σηµαντικά στοιχεία και για το συγκεχριµένο οικισμό αλλά και γιά την αξιοποίηση του υπόλοιπου υλικού της λίµνης. y) Μια τρίτη εωγασία, τα στοιχεία της οποίας μπορούν να ληφθούν ouyπριτικά υπόψη, είναι η έρευνα του παραποτάµιου χώρου δυτικά της λίμνης. Αφορά µια περιοχή µήκους περίπου 10 χιλιομέτρων και έχει επίσης σωστικό χαρακτήρα, αφού η περιοχή θα υποστεί επεμβάσεις κατά την κατασκευή του Ὑδροηλεκτρικού Ἐργου του Ιλαρίωνα από τη ΔΕΗ.

3. A. Χυνδρυγιάννη-Μετόχη,

«Αλιάχμων

1992, Πουϊατορική

ανασκαφή

ata Κυωανίδια»,

AEM@ 6 (1992) 35-43. 4. Χ.Ζιώτα,

Α.Χυνδρυγιάννη. «Αλιάπμων

1993, Προϊστορική έρευνα»,ΑΕΜΘ

7 (1993) 33-

41.

5. Βλ. onu. 4. 6. A. Χυνδρουγιάννη-Μετόκη, «Αλιάχμων

1994, Έρευνα υικισμού Εποχής Χαλκού», AEMO

8 (1994) 27-36. 7. Βυέθηκαν δύο αγγεία κάτω απ᾿ To στρώμα καταστροφής, απὀ φωτιά, Του οικισμού, όμοια µε αγγεία Tov στρώματος 5 της MEX της Άωθγισσας. Βλ. E. Hansemann, Die Deutschen

Ausgrabungen auf der Argissa-Magula in Thessalien, IV, Die Mitilere Bronzezeit, Bonn II, Beilage 11: 14, 22.

1981, Teil

244

Αρετή Χονὑρογιάννη-Μετόκη

Ανασκαφή προϊστορικού οικισμού στη θέση Βασιλάρα Ράχη Βελβεντούὃ O οικισμός έχει µορφή ψηλής, τραπεζιόσχηµης τούμπας και έκταση 20 περίπου στρέµµατα, µε βάση το επιφανειακό υλικό του. Στη βάση του έχει υποστεί σηµαντική καταστροφή ANG τις ισοπεδώσεις των γύρω αγροτεµάχίων. µε αποτέλεσµα να χαθούν τελείως τα νεώτερα, κυρίως, στρώματα κατοίκησής του. Όμως, η πιο καταστροφική επέµβαση στον οικισμό έγινε από τυμβωρύχους, οι οποίοι, στην προσπάθεια αναζήτησης του βασιλικού τάφου. για την ύπαρξη του οποίου διόλου dev αμφίβαλλαν, δημιούργησαν στο εσωτερικό της τούµπας ένα ολόκληρο δίκτυο, µε σκάµµατα προς κάθε κατεύθυνση. Για τη µεταφορά των χωµάτων τοποθέτησαν εντός του σκάµµατος σιδερένιες ράγες. Το υλικό μεταφέρθηκε και πετάχτηκε σε άλλο χώρο, µακριά από την TOUTE, yu’ αυτό και η όλη υπόθεση άργησε αρκετά να γίνει αντιληπτή. H πρωτοφανής αυτή επέµβαση (που σύμφωνα µε μαρτυρίες των κατοίκων τοποθετείται γύρω στο 1970), καθώς χαι τα υπόλοιπα, μικρότερης έκτασης επιφανειακά σκάµµατα, είχαν WG αποτέλεσµα την καταστροφή μεγάλου τμήματος της τούµπας και τη διατάραξη της στρωµατογραφίας της, ενώ τα εσωτερικά κενά που υπάρχουν και τα οποία δεν μπορούν να εντοπιστούν. δυσχεραίνουν αρκετά και TO ανασκαφικό έργο. Από TO ανασκαφικό και επιφανειακό υλικό προκύπτει ότι η θέση χατοιπήθηκε κατά την Ύστερη xar Τελική Νεολιθική και κατά την Πρώιμη και Ὕστερη Εποχή Χαλκού. O Νεολιθικός οικισμός ιδρύθηκε πάνω σε επιχλινές πλάτωμα, που διαΙιοωφωνόταν στη N και ΝΔ πλαγιά ενός φυσικού λοφίσκον. Eva µεγάλο ρέμα τον οριοθετούσε στα A, πολύτιμο και για την υδροδότησή του αλλά και για την οικοδομική και τεχνολογική ὃραστηριότητα των κατοίκων, αφού µέσα ar’ αυτό κατέληγαν στην περιοχή πλήθος πετρώματα από Ta γύρω βουνά. Artτερο ρέμα υπήρχε λίγο πιο µακριά, στα ΝΔ του οικισμού, και ανάμεσά τους αρχετή καλλιεργήσιμη έκταση. Πηγές πηλού εντοπίζονται επίσης σε µικρή απόσταση από τον οικισμό, ενώ δασικές εκτάσεις καλύπτουν µέχρι HAL σήµεQu την περιοχή στα N και A του οικισμού. 8. Γ. Μπακαλάκης, «Από tov Νεολιθικόν πολιτισμό», “Tov Βασιλάρα η Ράχη», Maxedovixò Ημερολόγιο, N. Σφενδόνη, 1963, 53, Γ. Τωυράτσυγλονυ, «Βελβενδύς», AA 24 (1969) Χρωνινάἀ,

331, A. Χυνδυωγιάννη-Μετύχκη, «Παραποτάμιοι-παραλίμνιοι πρυϊστορικοί οικιαμοί στην κοιAdda Tov μέσον Vou του Αλιάχμυνα», Πρακτικά επιστημονικοῦ συνεδρίου: Βελβεντό, χθες, σήμεva, agio, Βελβεντό 5, 6, 7 Νοεμβυίου 1993, Θἐσσαλυνίκη 1994, 27-40, και σημ. 2. Ἡ ανασκαφἡ πυαγματωποιήθηκε αρχικά (1994, 1995) µε χρηματοδότηση Tov Δήμου Βελβεντού και της Νυμαυ-

χίας Κωζάνης -- τοις εχαριυτούµε θερμά--- και, τὸ 1996, tov ΤΑΠΑ.ΥΠΠΟ.

Ευγαριστώ επίσης

όλους ὀσους εωγάστηκαν pati µας στην ανασκα(ή. ιδιαίτερα τις συναδέλφους αρχαιολόγους X. ΖΣιώτα και E, Mayyovge taco.

Προϊστορική έρευνα στην κοιλάδα του μέσου ρου του Αλιάκμονα

245

Στον οικισμό ανοίχτηκαν πέντε τοµές (Σχ. 1), τέσσερις στη νότια πλαγιά της τούµπας (4x4 y.) και µία στο NA πλάτωμα του λόφου (2x2 μ.), στο χώρο TOU, επιφανειακά, δείχνει να έχει παραμείνει αδιατάραχτος από τις ποιχίλες επεμβάσεις που υπέστη η τούμπα, µε στόχο τη διερεύνηση της στρωματογραGLAS και των ορίων του οικισμού. Από αυτές σκάφτηκε µέχρι και το σταθερό έδαφος (σε βάθος 1,30 μ.) µόνο η τοµή στο ΝΔ πλάτωμα. Τα νεώτερα στρµατα των τοµών στην πλαγιά της τούµπας έδωσαν κεραμική αντίστοιχη µε τις φάσεις III, IV, V των Σιταγρών’. Η τοµή στο ΝΔ πλάτωμα έδωσε χεραµική της YN

(Σιταγροί II, Κλασικό Διμήνι) και της MEX

(ΠΕΧ

Leopiwv!?,

Άωγισσας!!). Με βάση τη στρωματογραφία της και τα ανασκαφικά δεδοµένα, φαίνεται ότι και στις δύο περιόδους που αντιπροσωπεύονται έχουµε πιθανόTATA χρήση του χώρου και δεν πρόκειται για αποτέλεσµα διάβρωσης. Το στοιχείο αυτό, εάν επιβεβαιωθεί και απὀ άλλες τοµές στον ίδιο χώρο. και dev εἶναι μεμονωμένο, αποτελεί µια σοβαρή ένδειξη για να μιλήσει κανείς για έναν οικισμό πιο εκτεταμένο κατά την πρωιμότερη φάση χατοίκησής του (Oyuin YN, σύµφωνα µε τα µέχρι τώρα στοιχεία), καθώς και σε κάποια φάση της ΠΕΧ. Ακόμη, ένδειξη για κατοίκηση του χώρου κατά την YEX (dev υπάρχει κανένα στοιχείο OÙTE πληροφορία για τάφους) αποτελούν τα λίγα όστρακα της περιόδου (αμαυρόχρωμη κεραμική)!Σ, που έχουν περισυλλεγεί µόνο από το N πλάτωμα της τούμπας, σήµερα ισοπεδωµένο. Από την επιφανειακή στο κορυφαίο πλάτωμα DEV περισυνελέγη ανάλογη κεραμική και πιθανόν να un κατοικείται στην περίοδο αυτή. Από τα οικοδομικά λείψανα που ήρθαν στο φως το σημαντικότερο είναι ένα τµήµα κατοικίας της MEX, από το οποίο διασώθηκε τµήµα του δαπέδου

από πηλό, η κυκλική εστία, µε περιχείλωµα HAL ο μικρός θολωτός (σύμφωνα ue όλες τις ενδείξεις) φούρνος (Eux. 1). Το δάπεδο αποκαλύφθηκε αµέσως σχεδόν κάτω AIL’ το επιφανειακό, YL’ αυτό και, λόγω της Ἀλίσης του εδάφους, dev έχει διασωθεί το νότιο τµήµα του. Διαπιστώθηκε η ύπαρξη πέντε πρωιμµό-

τερων φάσεων του ({διου δαπέδου, ενώ βρέθηκαν xar λείψανα δύο ακόµη πρωιμότερων φούρνων και τριών εστιών. Πάνω στο δάπεδο εντοπίστηκαν αυλακώσεις HAL πασσαλότρυπες, GMS HAL ολοκληρωμένη κάτοψη dev

9. C. Renfrew, M. Gimbutas, E. 5. Elster, Excavations at Sitagroi, A Prehistoric Village in Northeast Greece, Volume 1, M. A. 13, Los Angeles, Kalifornia 1986. 10. C. Ridley, K. A. Wardle, «Rescue Excavations at Servia 1971-73: A Preliminary Report»,

BSA 74 (1979) 185-230. 11. E. Hanschmann und VI. Milojtic, Die Deutschen Ausgrabungen auf der Argissa-Magula in Thessalien Il, Die Fruhe und Bezinnende Mutlere Bronzezeit, Bonn, 1976. 12. Γ. Καραμήτρου-Μεντεσίδη, Αιανή Κοζάνης. Αρχαιολουγικός Οδηγύς, Θτασαλονίκη

1989.

246

Αρετή Χυνὺρυγιάννη- Μετύκη

ήρθε στο φως. Τα δάπεδα των κατοικιών είναι φτιαγμένα GTO πατηµένο, κιτρινωπό πηλό, ενώ των εστιών και των φούρνων είναι από πηλό πάνω στον οποίο υπήρχε επιφάνεια απὀ όστρακα μεγάλων αγγείων επαλειμµένα µε

πηλό. Από τις υπόλοιπες τομές ενδιαφέρον προκαλούν ένα πρωιμότερο ὃδάπεδο κατοικίας, επίσης της ΠΕΧ,

που διακόπηκε and πάποιον υστερότερο

λάκκο µέσα στον οποίο βρέθηκε ένας λιθοσωρός. Μεταξύ των λίθων αναγνωορίστηκαν και αρκετές µυλόπετρες. Ενδιαφέροντα είναι επίσης τα λείψανα µιας πηλόκτιστης κατασκενής, από την οποία διασώθηκαν τρία επάλληλα δάπεδα απὀ πηλό, διαμέτρου 1,30 p. (εσωτερικά), µε έντονα ίχνη ισχυρής καύσης (Εικ. 2). Πρόκειται ίσως για το δάπεδο κάποιου κεραμικού χλιβάνου και εάν συμπεράνει κανείς από τα υπόλοιπα ευρήματα του χώρου (στάχτες xa εργαλεία, όπως οι στιλβωτήρες, αλλά χαι χάποια τµήµατα αγγείων που στο εσωτερικό TOUS σώζουν υπολείμματα κόκκινου χρώματος), θα πρέπει va βρισκόμαστε σε πάποιον εργαστηριαχό χώρο. Η κεραμική αυτής της τοµής είναι ανάλογη µε τη φάση IIT των Σιταγρών. Από τα υπόλοιπα ευρήματα της ανασκαφής αναφέρουμε: λίθινα εργαλεία, οστέινα εργαλεία, ειδώλια, αγνύθες, σφονδύλια, ελάχιστα κοσμήματα. Χαρακτηριστική κεραμική: Μαύρη στιλβωµένη, συχνά µε γραπτή διαχόσµηση σε υπόλευκο χρώμα, όστρακα από γραπτές φιάλες Κλασικού Διμηνίου, όστρακα από µελανοστεφείς φιάλες (μαύρο και καστανό ανοιχτό ΣΓΚ, MNT: YN, μαύρο xar Χόκκινο µε γραπτή διακόσμηση σε κόκκινο χοώμα - Σιταγροί Il), γραπτή κεραμική µε κόκκινο σε κιτρινωπό, OOTOAXG µε εγχάρακτη διακόσμηση, κεραμική (βαθιές φιάλες χυρίως) µελανοστεφής, τρίχρωμη (ΣΓΚ, MNT: ΤΝ) φιάλες ρηχές ή βαθιές µε χείλος διακοσμημένο µε αυλακώσεις (Σιταγροί III), onxés φιάλες µε εµπίεστη διακόσμηση µε τρίγωνα YEPLOPEVG µε άσπρο χρώμα (Σιταγροί Va), φιάλες ρηχές n βαθιές µε χείλος «Τ» και οριζόντια λαβή, µπωλ µε εισέχον χείλος (ΠΕΧ Αωγισσας, Σερβίων) χαι πανθαρόσχηµα αγγεία (ΠΕΧ Αρμενοχωρίου)!α. Επιφανειακή έρευνα (ΣΧ. 2)

Από την επιφανειακή έρευνα στην περιοχή της λίμνης Πολυφύτου έχει προχύψει ένας σημαντικός αριθµός θέσεων. Διευκρινίζεται ότι: a) Χρησιμοποιείται ο όρος θέση αντί του οικισμού, δεδομένου ότι δεν είναι δυνατόν va 13. Γ. Καραμήτρου-Μεντισίδη, «Προϊστορικοί οικισμοί Κίτρινης Λίμνης (Σαριγκιύλ) Κυζάνης», Αμητός, 1987, 391-416, X. Ζιώτα, A. Καλογήρου, M. Φωτιάδης, A. Χονδρογιάννη, «KiTOLVN Λίμνη, τέσσερα χούνια έρευνας», AEMO 4 (1990) 93-103. 14. W. A. Heurtley, Prehistoric Macedonia, Cambridge 1938.

Προϊστορική έρευνα στην κοιλάδα του µέσοι pou TOU Αλιάχμυνα

247

προσδιοριστεί µε ακρίβεια ο αριθµός των θέσεων (της EX κυρίως) που πιθανόν να δηλώνουν νεκροταφεία n κάποια άλλη χρήση του χώρου. β) Μεταξύ των βέβαιων οικισμών έχει υπολογιστεί και ένας μικρός αριθµός (5) θέσεων, παραλίµνιων και µη, που έδωσαν λίγο επιφανειακό υλικό (10-20 όστρακα), επειδή µε τα µέχρι τώρα στοιχεία από την επιφανειακή έρευνα στην περιοχή. εχτιμούµε ότι υπάρχει πάντα η πιθανότητα να δηλώνουν µη διαβρωμένους οικισμούς, καλυµμµένους από μεταγενέστερες επιχώσεις και όσον αφορά τις παραλίµνιες αμφισβητούμενες θέσεις, οικισμούς καλυμµένους από τα νερά, στην περίπτωση που στη γύρω περιοχή δεν έχει εντοπιστεί άλλη σύγχρονη θέση. y) Δεν λαμβάνονται υπόψη 10 θέσεις, επειδή έδωσαν ελάχιστη χεραµιχή (κάτω από 10 όστρακα), η οποία είναι πιθανό να είναι φερτή ad τα νερά H την άροση, από γειτονικές θέσεις. dè) Or οικισμοί που έχουν εντοπιστεί παῥουσιάζονται σε δύο ενότητες µε βασικό σηµείο αναφοράς τον ποταμό Αλιάκpova. H πρώτη αφορά τους οικισμούς χατά µήχος της νότιας όχθης του ποταμού και η δεύτερη AUTOS της βόρειας όχθης. e) Δεν έχει αποσαφηνιστεί ακόµη πόσοι και ποιοι AN’ αυτούς τοὺς οικισμούς ήταν κάποτε παραποτάjot, ἡ βρίσκονταν κάπως πιο µακριά, όµως, όσοι αναφέρονται, δεν απείχαν από το ποτάμι περισσότερο από δύο χιλιόμετρα, απόσταση η οποία δεν µποvei να μειωθεί ιδιαίτερα MATA την επιφανειακή έρευνα, αφού σε μερικές περιπτώσεις, όπου υπήρχε πεδινή έκταση, η λίμνη κάλυψε χώρο πλάτους 1-1,5 χιλιομέτρων. στ) Επισηµαίνουµε τις δυσκολίες στον εντοπισμό των θέσεων, που προκύπτουν από τη γεωγραφική διαµόρφωση του χώρον, ο οποίος µποvei να περιγραφεί ως µια σύνθεση από μικρές πεδινές εκτάσεις, πλατώματα που διαμορφώνονται στις άκρες ψηλότερων ή χαμηλότερων λόφων και avaρίθμητα ρέματα. Η φυσική διάβρωση των χώρων αυτών έχει ως αποτέλεσµα τον περιορισμό της έπτασης των φηλότερων πλατωμάτων, τη δημιουργία απόκρηµνων πλαγιών και την κάλυψη των χαμηλότερων θέσεων µε επιχιύσεις. Έχει διαπιστωθεί µια σηµαντική αλλαγή του τοπίου από την Προΐστοout Περίοδο µέχρι σήµερα (ίσως από το τέλος της MEX και µετά, σύμφωνα µε τη στρωματογραφία της θέσης Πολεμίστρα Αιανής), ενώ ο εντοπισμός των οικισμών, ακόµη και στην περίπτωση αυτών που έχουν µορφή ψηλής τούμπας, µπορεί να επιτευχθεί µόνο µε τη συστηματική έρευνα TOV χώρου και σε μερικές περιπτώσεις είναι αδύνατη, αφού πολλοί οικισμοί έχουν καλυφθεί από τεράστιους όγκους επιχώσεων, ενώ άλλοι, όσοι είχαν ιδρυθεί στις άκρες ψηλών και μικρών πλατωμάτων, σήµερα έχουν τελείως διαβρωθεί και το υλικό τους έχει διασκοωρπιστεί στις πλαγιές που τα αντικατέστησαν και στα χαμηλότερα πλατώματα. A. Στη νότια παραλίµνια περιοχή, COT’ την πλευρά δηλαδή των Σερβίων,

245

Αρετή Χονὸρογιάννη-Μετόκη

ἐγινὲ ἐπιφανειακή έρευνα µόνο στο χώρο που καλύπτεται περιοδικά από TH λίμνη, σε μήκος 30 χιλιομέτρων (1989,

(συμπεριλαμβανομένων

1990,

1993). Είναι γνωστές 22 θέσεις

και των οικισμών της Βασιλάρα

Ράχης, του ανα-

σκαμμµένου οικισμού των Σερβίων χαι του οικισμού Σέρβια V της ΠΝ)!5.

Στη Νεολιθική Περίοδο κατοικούνται

10 θέσεις και στην Εποχή Χαλκού

19.

Στην TIN ανήκουν 4 θέσεις. Από αυτές κατοικούνται και στη MN µόνο ot 2, ενώ στην περίοδο αυτή έχουμε και 2 αχόμη νέες, Κατά την Ύστερη και Τελική Νεολιθική κατοικούνται 8 θέσεις, ot οποίες κατά πάσα πιθανότητα dev είναι όλες σύγχρονες. Αναφέρονται συνολικά επειδή δύσκολα μπορούν να διαχωριστούν GO" αυτή τη φάση της έρευνας και µε TO υπάρχον VALXO, το οποίο

σε μερικές περιπτώσεις DEV είναι αρκετά χαρακτηριστικό. Οι 4 από αυτές είναι νέες θέσεις, οι άλλες 4 συνεχίζουν στις ήδη υπάρχουσες 4 θέσεις της MN. Στο τέλος της Νέολιθικής Περιόδου εγκαταλείπονται οι 6 ano τις 8 θέσεις. ενώ συνεχίζουν τη ζωή tous και κατά την MEX

οι 2 µόνο (οικισμός Σερβίων

και Βασιλάρα Ράχη). Εντοπίστηκε επίσης και ένας νέος οικισμός, που εγχάταλείπεται στο τέλος της περιόδου (Ξερόλακκας Αυλών)!ό. Ένας µόνο οικισµός µπορεί να τοποθετηθεί πιθανότατα στη MEX (Τούρλα Γουλών)!7 και κατοικείται µόνο 0° αυτή την περίοδο. Στην YEX έχουµε κατοίκηση σε 15 0ἱσεις, οι 10 από τις οποίες είναι νέοι οικισμοί, ενώ οι άλλοι 5 εντοπίζονται σε θέσεις που είχαν κατοικηθεί κατά την YN και ΤΝ (Βαυεμένοι Γουλών, Κρυόβρυση Κρανιδίων, Κολιτσάκι Σερβίων!δ, Μπράβας Βελβεντού) και κατά την MEX (Βασιλάρα Ράχη). Β. Στην απέναντι όχθη, ax’ Όην πλευρά της Αιανής και των υπόλοιπων κοινοτήτων

της περιοχής,

εντοπίστηκαν

συνολικά

42 θέσεις

(1993,

1994,

1995). Οι 24 θέσεις βρίσκονται στο χώρο που καλύπτεται από τη λίμνη και οι 18 θέσεις o' ένα τµήµα µόνο της ευρύτερης παραλίµνιας ζώνης (µήκους περίπου 15 χιλιομέτρων). | Από

αυτές, κατοικούνται

στη

Νεολιθική

Περίοδο

13 θέσεις

και στην

Εποχή Χαλκού 34. Αναλυτικά: Στην ΠΝ 3 θέσεις. Στη MN συνεχίζουν να xuτοικούνται οι δύο, η τρίτη εγκαταλείπεται και ιδρύεται µία νέα θέση. Στην Ύστερη και Τελική Νεολιθική εγκαταλείπονται και οι τρεις θέσεις της TIN και MN και ιδρύονται 9 νέοι οικισμοί. Κατά την ΠΕΧ όλες οι παραπάνω Neoλιθικές θέσεις δείχνουν να εγκαταλείπονται. Από τις 34 θέσεις της ΕΧ οι 8 15. 16. 17. 18.

Βλ. BA. BA. BA.

onu. σημ. σημ. σημ.

10. 2. 2. 2.

Πρωϊστοριχη έρευνα στην κοιλάδα του μέσου gou Tou Αλιάχμυνα

249

κατοικούνται µόνο κατά την ΠΕΧ και δείχνουν να εγκαταλείπονται στο TEλος της περιόδου. Τρεις θέσεις μπορούν να τοποθετηθούν πιθανότατα στη MEX, ot δύο από τις οποίες κατοικούνται µόνο o’ αυτή την περίοδο. Οι ιιπόλοιπες 23 θέσεις μπορούν να τοποθετηθούν στις πρωοχωφρημένες φάσεις της EX xa κάποιες an’ αυτές µε βεβαιότητα στην YEX.

Ακόμη. ÉXOUV εντοπιστεί 8 νεκροταφεία, των προϊστορικών αλλά και των ιστορικών χρόνων, όπως και αρκετές θέσεις των ιστορικών χρόνων. pv παρουσιάσουμε το υλικό, στο οποίο στηρίχθηκε η χρονολόγηση των παραπάνω θέσεων, θά πρέπει να γίνει η παρατήρηση OTL και από τις DUO πλευρές της λίμνης έχει περισυλλεγεί όμοια κεραμική, χι αυτό ισχύει για όλες τις χρονικές περιόδους της Προϊστορίας. TIN: Κεραμική εγχάρακτη και όστρακα αγγείων µε το χαρακτηριστικό χείλος Πρωτοσέσκλου. Οι κατηγορίες αυτές είναι οι xat’ εξοχήν διαγνωστιAES για την περίοδο αυτή, δεδομένου ότι δύσκολα χάνουν τα χαρακτηριστικά TOUS από τη διάβρωση που προκαλεί το νερό της λίμνης. Έχει εντοπιστεί επίσης κεραμική μονόχρωμη, στιλβωµένη και πρώιμη γραπτή!». MN: Κεραμική όμοια µε αυτή των Σερβίων και της Θεσσαλίας, η οποία συναντάται σε μεγάλα ποσοστά σε όλους TOUS οικισμούς της MN. YN και ΤΝ: Κεραμική μαύρη στιλβωµένη, λίγα όστρακα από µέλανοστεφή αγγεία, όστρακα αγγείων µε ψηλό κωνικό πόδι, γραπτή κεραμική Κλασικού Διμηνίου, όστρακα µε γραπτή διακόσμηση μαύρο σε κόκκινο. Η γωαπτή κεραμική συναντάται σε όλους TOUS οικισμούς σε πολύ μικρά πασο-

στά. Τα περισσότερα όστρακα πυωοφίλ, ενώ πολύ λίγα είναι τα MEX: Συναντώνται μικρά για την εποχή χείλη, εισέχοντα

ανήκουν σε µονόχρωμα αγγιία µε κχαμπύλα γωνιώδη. n μεγαλύτερα αγγεία µε τα χαρακτηριστικά ή σε σχήμα «Τ», σε χρώματα μαύρα, καστανά

ἡ κοκπινωπά σκούρα.

MEX: Τρεις οικισμοί έδωσαν µόνο κεραμική ανάλογη µε αυτή των αντίστοιχων θέσεων της Θεσσαλίας (MEX Άωγισσας)ζό, Αγγεία µε σιγμοειδή Tvogid, κανθαρόσχηµα n βαθιές φιάλες µε οριζόντιες λαβές, Λαβές οριζόντιες. τετράγωνης À ορθογώνιας διατοµής και κάθετες ταινιωτές. Το μεγαλύτέρο ποσοστό της κεραμικής έχει χρώματα καστανά, μαύρα À πορτοκαλόχρωμα. YEX: Είναι χαρακτηριστικά τα πανθαρόσχηµα αγγεία, µε αρκετά λεπτά τοιχώματα,

σε χρώματα, ως επί το πλείστον, πορτοκαλόχρωμα-κιτρινωπά.

Οι λαβές είναι αρκετά υπερυψωμένες και πεπιισμένες στο ανώτερο τιιήµια TOUS. Η κεραμική αυτή στους περισσότερους οικισμούς συναντάται µαζί µε 19. BA. mu. 4. 20. Βλ. σημ. 7.

250

Αρετή Χωνδρωνιάννη- Μετύκη

όστρακα μυκηναϊκών αγγείων και γραπτή αμαυρόχρωμη κεραμική, σε πολύ μικρά όµως ποσοστά. Εξαίρεση αποτελούν δύο θέσεις, n µία κοντά στη Γέφυρα Σερβίων (θέση Κολιτσάκι) και η δεύτερη στην περιοχή της Καισαρειάς (θέση Ay.

Κωνσταντίνος),

στην απέναντι

δηλαδή όχθη, που έδωσαν

µυκη-

ναϊκή κεραμική σε µεγάλο ποσοστό, και όσον αφορά τη θέση της Καισαρειάς, µόνο μυκηναϊκή.

Στην Εποχή tov Σιδήρου dev μπορεί να αποδοθεί καμία θέση µε βεβαιότητα χαι συγκρίνοντας µε την κεραμική των νεκροταφείων της περιοχής, Ίσως κάποιες από τις θέσεις ποὺ τοποθετήθηκαν στις προχωρημµένες φάσεις της Εποχής Χαλκού να ανήκουν στην περίοδο αυτή, όμως, µε τα υπάρχοντα στοιχεία, dev µπορεί να υποστηριχθεί κάτι τέτοιο. Με βάση τα παραπάνω

στοιχεία, αλλά και το σύνολο των ευρημάτων

απὀ την κοιλάδα του µέσου LOU του AÀtaxpova, μπορούν να επισημανθούν

τα εξής: I. H κεραμική που βρέθηµε στις θέσεις κατά µήκας και των δύο οχίών του ποταμού είναι όμοια και μπορούμε va prio vue για πολιτισμική οµοιογένεια στην παραποτάμια περιοχή της κοιλάδας. Σημειωτέον ότι γωαπτή κεραμική της MN έχει βρεθεί και στην περιοχή του φράγματος Ιλαρίωώνα, στα A της λίμνης.

Συνεπώς,

το ποτάμι,

ήδη από την ΠΝ, δεν αποτέλεσε

oùte

εμπόδιο αλλά OUTE και όριο μεταξύ δύο διαφορετικών πολιτισμών. Σύμφωνα µε πληροφορίες των κατοίκων της περιοχής και µε την προ]πόθεση ότι η κοίτη και η στάθµη του ποταμού δεν διέφερε πολύ κατά την Προϊστορική Περίοδο, εντοπίζονται, στο τµήµα του ποταμού που διαρρέει την χοιλάδα, κάποια σηµαντικά φυσικά περάσματα, που ήταν σε λειτουργία μέxo και το 1970, οπότε κατασκευάστηκαν οι γέφυρες Σερβίων και Puuviou, µε την κατασκευή Tov φράγματος Πολυφύτον. Το πρώτο βρίσκεται στην περιοχή

του Ρυμνίου, στο χώρο της σημερινής γέφυρας. Toia άλλα περάσματα, όχι όμως τόσο ρηχά όσο αυτό, εντοπίζονται στην περιοχή Καισαρειάς, Σπάρτου και Σερβίων (EXEL είχε κατασκευαστεί σιδερένια στρατιωτική γέφυρα, ενώ για χάποιο διάστηµα λειτούργησε ένα άλλο σύστημα μετακίνησης, το λεγόμενο «καρούλι»). Αχόµμη, τρία άλλα εντοπίζονται στην περιοχή του Βελβεντού. Ta περάσματα αυτά ένωναν τις περιοχές Σερβίων - Βελβεντού µε τα χωριά του βόρειου τμήματος της κοιλάδας xa την Κοζάνη. Σε τρία an’ αυτά (Puuviov, Σπάρτου, Σερβίων) κατέληγαν δρόμοι που συνεχίζονταν στην απέναντι ὀχθη xa οδηγούσαν ATG τα χωριά της περιοχής Κοζάνης στα Σέρβια χαι στη Θεσσαλία. Λειτουργούσαν όμως µε δυσκολία κατά τοὺς χειμερινούς µήνες, TOV το νερό του ποταμού ήταν πολύ περισσότερο. Αν οι ίδιοι δρόμοι λειτουργούσαν καν στην Προϊστορική Περίοδο και

Προϊστορική έρευνα στην κοιλάδα tou μέσου pou tou Αλιάκμονα

251

ιδιαίτερα κατά τις περιόδους που OL µεταχινήσεις γίνονταν µε τα πόδια, αποτελεί προς το παρόν ένα σηµαντικό ερώτημα. Στην περίπτωση όµως που λειτουργούσαν, διαπιστώνεται η ίδρυση οικισμών κοντά --πάνω στους ὃδρόlove αυτούς. Εάν συνέβαινε το αντίθετο, Χαι στην περίπτωση αυτή λειτουργούσαν µόνο τα πολύ ρηχά περάσματα, αυτό δηλαδή του Puuviou και κάποιο πέρασμα στην περιοχή του Βελβεντού, παρατηρείται µια απουσία φυσικών πεωασμµάτων, συνεπώς και δρόμων, στο κέντρο περίπου του παραποτάµιου χώρου της κοιλάδας, μεταξύ Καισαρειάς και Σερβίων, περιοχή στην οποία έχουν εντοπιστεί χαι όλοι σχεδόν οι οικισμοί της Πρώιμης και Μέσης Νεολιθικής. Το θέµα όµως χρειάζεται ακόµη αρχετή έρευνα. 2. Μια δεύτερη παρατήρηση αφορά τα υψόμετρα στα οποία συναντώνται οι οικισμοί των διάφορων χρονικών περιόδων. Για την ίδρυση των οικισμών της TIN και MN φαίνεται ότι επιλέγονται τα χαμηλά πλατώματα, που διαµορφώνονταν στις πλαγιές των φυσικών λόφων. Δεν φαίνεται όµως va ισχύει το ίδιο χαι για την YN και ΤΝ, περίοδοι κατά τις οποίες προτιμούνται θέσεις µε μεγαλύτερο υψόμετρο. Είναι χαρακτηριστικό ότι όλοι σχεδόν OL νέοι οιχισμοί της περιόδου εντοπίστηκαν πάνω σε ψηλούς φυσικούς λόφους. Κατά την EX παρατηνείται µια διαφοροποίηση μεταξύ Πρώιμης και Ύστερης φάσης. Ενώ δηλαδή κατά την MEX επιλέγονται για κατοίκηση θέσεις µε χαµηλότερο υψόμετρο, στην YEX διαφαίνεται και πάλι µια προτίµηση για ψηλότερες περιοχές και σ᾿ αυτή την περίοδο ξανακατοικούνται πολλές από τις HEσεις της Νεώτερης και Τελικής Νεολιθικής. 3. Μια τρίτη παρατήρηση αφορά την έκταση και τη µορφή τῶν οικισμών. Σύμφωνα µε τα µέχρι τώρα στοιχεία και µε κάθε επιφύλαξη σχετικά µε τις ακριβείς διαστάσεις των οικισμών (πολλοί από αυτούς έχουν διαβρωθεί τελείως, ενώ σε αλλους µεγάλο τµήµα τους είναι καλυμμένο από τα νερά της λίμνης και δεν µπορεί να υπολογιστεί), προκύπτουν τα παρακάτω: Κατά τη Νεολιθική Περίοδο οι οικισμοί έχουν τη µορφή της τούµπας (ύψους 4 11. περίπου - οικισμός θέσης Βασιλάρφα Ράχης) και η ἑκτασή τους δεν φαίνεται να Ἐεπερνά τα 30 στρέμματα, σύμφωνα µε την έχταση MOV καλύπτει το επιφανειακό TOUS υλικό (Βαρεμένοι Γουλών, Κολιτσάκι Σερβίων). Κατά την MEX οι οικισμοί είναι μεγαλύτεροι (αναφερόμαστε στοὺς νέους οικισμούς της πε-

ριόδου), η ἐκτασή τους πλησιάζει ta 40 στρέμματα και η µορφή τους είναι αυτή της χαμηλής τούμπας (ύψος στο κέντρο της τούµμπας 1,50 µ., σύµφωνα µε τη στρωματογραφία του οικισμού στη θέση [Πολεμίστρα Αιανής)"', Τα ίδια ισχύουν χατά πάσα πιθανότητα και για τοὺς οικισμούς που ανήκουν, ίσως, στη MEX (Τούρλα Γουλών, Παλιόχανο Σπάρτου). Για την YEX όμως η xa21. Βλ. onu. 6.

252

Αρετή Xovopoyuiwn-Metoxn

τάσταση φαίνεται va διαφοροποιείται αρκετά. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι σε µεοικές περιοχές παρατηρείται συγκέντρωση τριών ἡ τεσσάρων θέσεων της περιόδοῦυ (µε όµοια κεραμική), οἱ οποίες μοιάζουν πολύ μικρές για va δηλώνουν θέσεις οικισμών, µε Την έννοια των μικρών πυκνοκατοικηµένων κοινοτήτων. H ἑκτασή τους δεν Ἐεπερνά τα 5 στρέμματα.

Από την ανασκαφή στην περιοχή του φράγματος Ιλαρίωνα (θέση Katog Φρουρίου, 1995, 1996)22, προέρχονται κάποια στοιχεία αξιοσημείωτα. Εχεί έχει βεβαιωθεί η ύπαρξη τριών σύγχρονων, μικρών εγκαταστάσεων (δὲν γνωρίζουμε εάν πρόκειται για μεμονωμένα σπίτια À για σύνολα σπιτιών), έκτασης μισού περίπου στρέµµατος To καθένα και σε απόσταση μεταξύ τους

50 και 100 µ. Από αυτά έχει ἀνασκαφεί το ένα (διαλυμµένο από την άροση) καθώς και το νεκροταφείο της θέσης (σύµφωνα µε όλες τις ενδείξεις, TO οποίο διαταράχθηκε και ξαναχρησιμοποιήθηκε και κατά τη Ρωμαϊκή Περίοδο

YUL την κατασκευή εργαστηριακών χώρων), µε τάφους (κυκλικοί µε δρόµο οι OVO μεγάλοι) λαξευτούς στο φυσικό βράχο. Τα παραπάνω στοιχεία οδηγούν στη σχέψη ότι οι οικισμοί της περιόδου είναι αραιοκατοικηµένοι γεγονός που υποδηλώνει ίσως µια άλλου τύποι οργάνωση της κοινωνίας και της οικονοµίας των οικισμών. Έτσι µπορεί να εξηγηθεί μερικώς και ο αρκετά ἀυξημένος αριθµός των θέσεων των προχωῥημένων φάσεων της EX. Επισημαίνουµε ακόµη ότι δεν έχει εντοπιστεί µέχρι τώρα κανένας οικισμός της περιόδου αυτής που να συγκεντρώνει ---χαρακτηριστικά ενός κεντρικού και συνεπώς σημαντικού οικισμού, όσο µπορεί να συμπεράνει κανείς από επιφανειακά ευρήματα.

4. H τέταρτη παρατήρηση αφορά τη διάρκεια κατοίκησης των οικισμών. Εδώ φαίνεται να υπάρχει µια σαφής διαφοροποίηση μεταξύ των Νεολιθικών και αυτών της Εποχής Χαλκού.

Κατά την πρώτη περίοδο η κατοίκηση είναι

περισσότερο μακρόχρονη, τουλάχιστο στους μισούς οικισμούς, σε έναν µάλιστα διαπιστώνεται κατοίκηση σε όλη τη διάρκεια της Νεολιθικής

Περιόδου

(ὐέση Bagenévor Γουλών). Αντίθετα, κατά την EX παρατηρείται µια πιο έντονη κινητικότητα και πιο ολιγόχρονη κατοίκηση των θέσεων. Το γεγονός αυτό HQÛVETUL αρκετά σηµαντικό για την έρευνα, αφού η ανασκαφή των θέσεων αυτών αναμένεται να φέρει στο φως κλειστά HAL περιορισμένα, χρονικά, σύνολα υλικού, που θα συμβάλλουν ουσιαστικά στην αποσαφήνιση και στην περιγραφή των χαρακτηριστικών των διάφορων φάσεων της ΕΧ στην περιοχή. 22.

TIQOAELTQL

για

σωωτική

ανασκαφή

πο

πραγματοποιήθηκε,

µε

χρηματοδότηση

της

AEH-AAYE, ato χώρο Tor fa δεχτεί επεμβάσεις κατά την κατασκευή τοῦ Ὑδροηλεκτρικοῦ Ἐρyou Μέσον Αλιάκμονα (ἰλαρίωνα). Ευχαριστούμε θερμά To κλιµάχιο επίβλεψης και To διευθυvin του έργον x. Κ. Παπατωάννου για τη συνεργασία τους.

Προϊστορική έρευνα στην κοιλάδα του péaov gou του Αλιάκμονα

253

5. Μια άλλη παρατήρηση σχετίζεται µε TOUS λόγους EYXGTÉAELYNS των οικισμών. Για το θέµα αντό μπορούμε va παραθέσουµε ένα στοιχείο, που προκύπτει από τον οικισμό της θέσης Πολεμίστρας Αιανής. Εδώ διαπιστώνεται εγκατάλειψη του αρχικού οικισμού, της ΠΕΧ, xar μετακίνηση των xa-

τοίχων σε γειτονικά, ψηλότερα πλατώματα, µε πιθανότερη αιτία το πλημμύρισμα των ρεμάτων και ίσως και του ποταμού, όπως υποδηλώνει ο όγκος των φερτών υλικών που, προοδευτικά, κάλυψαν το χώρο και έθαψαν τη θέση κάτω GIO επιχώσεις 4 pL. 6. Θα πρέπει επίσης va επισημανθεί µια διαφορά που παρατηρείται µεταξύτων δύο πλευρών της λίμνης, αρκετά ενδιαφέρουσα στην περίπτωση που υποκρύπτει στοιχεία σχετικά µε θέµατα πληθυσμιακών μετακινήσεων και εχθρικών απειλών. Θεωρούμε σηµαντικό το γεγονός ότι στην πλευρά της περιοFNC Αιανής και των υπόλοιπων κοινοτήτων (βόρεια του ποταμού), παρόλο που ελέγχθηκε περισσότερη έκταση, δεν εντοπίστηκε µέχρι τώρα κανένας οικισµός που να κατοικείται σε όλη τη διάρκεια της Νεολιθικής Περιόδου n κατά τη διάρκεια της YN και ΤΝ και της MEX, όπως συμβαίνει στην απέναντι πλευρά, όπου τέσσερις οιχισμµοί δείχνουν να κατοικούνται για ένα αρκετά Ιιεγάλο χρονικό διάστηµα (οικισμοί Σερβίων, Βασιλάρα Ράχης, Κυυόβυυσης Κρανιδίων, Βαρεμένων Γουλών). Λαμβάνοντας υπόψη τα γεωγραφικά deὀομένα της περιοχής, διαπιστώνεται ότι το τµήµα της κοιλάδας που βρίσκεται κατά μήκος της νότιας όχθης του ποταμού είναι μικρότερο και πολύ περισσότερο προστατευμένο από εχθρικές επιδρομές, αφού τα νώτα του καλύπτονται από πανύψηλους ορεινούς όγκους (Πιέρια, Χάσια, Όλυμπος), µε μοναδικά περάσματα αυτό του Σαρανταπόρου XUL τον παραποτάµιο δρόµο προς τα ανατολικά, ενώ στα B xat BA ο Αλιάμµονας, σαφώς, συχνά λειτουργούσε προστατευτικά για την περιοχή αυτή. Το αντίθετο συμβαίνει µε to τµήµα της κοιλάδας στα βόρεια του ποταμού, όπου η προσπέλαση ήταν πολύ πιο εὔκολη και από κάθε κατεύθυνση, γεγονός που ίσως dev βοηθούσε diciTEVA στη μακρόχρονη διαβίωση στις ίδιες θέσεις και συνεπώς OUTE και στην ανάπτυξη σημαντικών οικισμών. Την απάντηση όµως στο θέµα αυτό θα ὁώGEL, ίσως, N μελλοντική έρευνα στην περιοχή, Τέλος, λαμβάνοντας υπόψη τον αριθµό των εντοπισµένων θέσεων στην περιοχή KATA μήκος της λίμνης, Mov ανέρχεται στις 52 (στον ευρύτερο χώρο 74), εύλογα θα συμπεραίναµε την ύπαρξη άλλων τόσων, τουλάχιστο, θέσεων οι οποίες έχουν καλυφθεί από τη λίμνη και dev Od εντοπιστούν ποτέ. Φυσικά ο συνολικός αριθµός των θέσεων της κοιλάδας αναμένεται αρχετά αὐξημένος. Όλες οι παριπάνω

παρατηρήσεις ὃεν μπορούν, προς το παρόν, να δια-

254

Αρετή Χονδρογιάννη-Μετώχη

τυπωθούν µε βεβαιότητα, δεδομένου ότι δεν έχει ολοκληρωθεί OÙTE η έρευνα της περιοχής αλλά ούτε και η µελέτη του υλικού. Αποτελούν µια πρώτη προσέγγιση του υλικού και µια πρώτη προσπάθεια κατανόησης, αξιολόγησης και ερμηνείας των στοιχείων που έχουµε, µέχρι τώρα, στη διάθεσή µας. Ωστόσο, παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις που ίσως προκύψουν από µελλοντικά ευρήματα, εχτιμούμε ότι SEV απέχουµε πολύ από την πραγματική ειχόνα του χώρου κατά την Προϊστορική Περίοδο (όσο αυτή μπορεί να προσεγγιστεί, µε την υπάρχουσα κατάσταση και την ασταµάτητη διάβρωση που προκαλεί η λίμνη), εικόνα που πιστεύουμε ότι θα έχουµε µόνο µετά το τέλος της έρευνας της περιοχής. IZ’ ΕΠΚΑ Δημοκρατίας ὃ GR - 501 00 ΚΟΖΑΝΗ

Προϊστυρική έρευνα στην κοιλάδα του µέπου gov tov Αλιάκμονα

255

Σχ. |. Τοπογραφικό διάγραμμα του προϊστορικού οικισμού στη θέση Βασιλάρα Ράχη Βελβεντού, όπου σημειώνονται οι ανασκαφικές topes.

Αρετή Χυνδρογιάννη-Μετόκη

256

"i È,

à

--

2

ο

gs

#

#

fie

LAT

al

i

cls

AD Ξ

9

res

=)

LD

ET

7)

A η

à

à

Pak

BS



ee ee AR Fo SALI ασ

LE

dea

ro

2

ua

-

n

L

-_

à

i} -

TS

~~ Ἐν

κα

2

~

È,

“I

=

pa

to

δα.

Ai%

ry

»=

; -

=.

.

1

x Lass vs,

rond ;

Pal

n À Ani J

Pf * -Se "= Qu pupi

Coralli Si,

acigogadviy,

REA aa f Vi

\

19 n

> LCL LI

>x

\

NAS ιο

è,





des 2

We NN NET

4

‘aomndayory Stary ΦΗΙΙΑΧΟΙ Sur SuX01031 Sua δἱμόρχ ‘7 XT

a

erie

TA

XE '

ey

>

nr

a

ssa

257 Προϊστορική έρευνα στην κοιλάδα του µέσου ρου του Αλιάκμονα

ΧΠΙΙ Sla ολο

priurli 10x D1103 ‘S01x1010x DADAh13Y ‘ao

X}34 SuXbd DÔDYIDDE Slko3y ΞΟΠυΙΚΙΟ SOXAOLIOÔLE LE HIT

= à

È

3

È

i κ

Ξ

È


ES

BE

μμ

eee

νο

ἵ---

=

8

λα

:

— CR

a

ee

Σχ. 9. Βέροια: Πύργος του τείχους και Μουσείο: Αναγλυφοι λίθοι Β xai A, µε παραστασεις ασπιδων µε άντυγα.

i

Δημόσια οικοδομήματα των πρώιμων ελληνιστικών χρόνων στη Μακεδυνία

0

0

329

2

near)

Σχ. 10. Βέροια: Μουσείο’ ανάγλυφος λίθος A.

—-r

AVL

-r

DOVA

TO λ |

Mame RR OL Eval ice

Σχ. 11. Βέροια: «Μνημείο για tov νικητή Πύρρο». σύµφωνα µε την πρόταση του M. M. Markle, MeditArch 7, 1994, 90, ox. 10.

«em

330

Πέριχλη

vai ime

X οιοτωδο λου

PRÉ KERI TE

FE

Ta

TT

ΣΧ. 12. Αναπιράοταση TH ST 0000YM di- τοῦ ελληνιστικού κτιρίου στη Βέροια, α΄ (AQU OVE) XLTOVOOTOLLIA TOU OVOY OU).

ή vste No” 23,

:

i μ.ο

nno

u TH

μμ 1: *

to.

‘ HET

meme

LS

,

N

ry

Δημόσια οικοδωµήµατα των πιχύιμων ελληνιστικών χυόνων στη Μακεδονία

Σχ. 13. Αναπαράσταση της πρὀσοψης TOV ελληνιστικού κτιρίου OTN Βέροια, Bp (πυκνότρη 1] ιωνική κιονοστοιχία του ορόφοι!).

331

332

Περικλής Χριστοδούλου

Σχ. 14. Πρόταση αναπαράστασης µε τις ανάγλυκες ασπίδες που ολοκληρώνονται σε δύο ὁόμους.

23

LE SYSTEME

Maria

DECORATIF

DANS LA PEINTURE

MURALE

EN THRACE

Citikova

En Thrace,

on a découvert

environ

60 tombeaux

monumentaux

édifiés

pendant une période relativement brève —de la fin du V° à la fin du HI* s.av.J.-C. Ils sont une source importante pour l'étude des rites, de l’archi-

tecture et de la décoration funéraires thraces. Les plupart, blocs de chambre

plans des tombeaux présentent une grande variété. Ils ont, pour la un dromos, une antichambre οἱ une chambre funéraire édifiés en picrre et peu souvent —cn briques cuites. Par la forme de la funéraire et du toit, ils se divisent en deux grandes catégories: à plan

rectangulaire ou carré de la chambre

funéraire ct à plan circulaire (à tholos).

Les pieces rectangulaires sont couvertes d'un toit à deux versants ou d'une voûte semi-cylindrique (en plein cintre). Les tombeaux à chambre funéraire circulaire, soit les tombeaux à coupole, sont couverts d'une voûte en encorbellement.

Les deux

types, représentés par un nombre

presque égal de

tombceaux, étaient pratiqués de la fin du VS s.av.J.-C. et à l'époque hellénistique en Thrace et étroitement liés! Appartenant à des souverains ou à des aristocrates thraces, les tombeaux étaient le cadre de cérémonies rituelles destinées à rendre hommage aux défunts. Comme dans les autres monarchies hellénistiques, les souverains thraces ont favorisé le développement d'un art d'apparat, traité pour la gloire ct le prestige des princes. Il se rellete le micux dans l'architecture ct la décoration funéraires?. Une grande partie des tombeaux thraces ont une décoration peinte qui s'en tient, dans une grande mesure, aux principes de la

peinture murale grecque οἱ contribue à éclaircir plusicurs questions relatives au développement de ta peinture antique dans la région de la Méditerranée orientale. Un des traits caractéristiques de la peinture murale grecque. c'est sa subordination IM.

à l'architecture

Cicikova, “Le tombe

οἱ. de cette

monumentali

Façon,

la stricte répartition

Gracie”, Catalogue de Pexposttion

de

Tract, Venezia

19S9, 49-58,

2. 3. Valeva, “Le style structural dans la décoration des tombeaux classique et hellenistique” (en buly. res. Ir), Arheotogia 4. 1985, 18-23.

thraces

de l'époque

A4

Maria

Cicikova

zones colorées, d'ornements οἱ de frises vient souligner la structure d'un mur. Par l'emploi

du stuc ou de l'enduit coloré, la peinture murale imite les prin-

cipaux éléments architecturaux d'un mur: plinthe, orthostates, zone supéricuτο, mur principal et couronnement. Ce système décoratif, connu sous le nom de Premier style pompéien ou de Style d'incrustation, a été désigné par la suite par le terme de Masonry Style. Les différentes étapes de son développement ont été révisées par V. J. Bruno qui a fait dater le début de sa phase plastique de la fin du VE s.av.J.-C.Y Ayant étudié l'architecture et Ie décor des tombeaux

macédoniens, 5. G. Miller a ajouté au terme de Masonry

Style

deux variantes —Rclief Architectural et Painted Architectural Style. Dans sa these de doctorat sur la peinture murale grecque, A. Andreou n'a appliqué le terme de Masonry Style qu'à la peinture murale qui imite un mur de quadres en pierre par fe stucage ou la peinture (ses types VI-VII). Pour la décoration. dont le mur principal est lisse. il emploie le terme de Style des zones (les types IM-1V)9. La Thrace ne reste pus à côté de la mode de décorer les murs des demeures οἱ des tombcaux, Quant au développement du système décoratif. on y peut

délimiter quelques étapes.

Les tombeaux

les plus anciens

en Thrace

sont d'un simple enduit blanc, comme c'est le cas du tombeau de Vetren (IV s.av.J.-C.).

D'autres (IV - début du ΠΕ s.av.J.-C.) ont des zones de différents

ornements —des triangles (le tumulus No 4 de Borovo, région de Rusc), des oves ct de petites croix (Rucc, région de Novi Pazar), des losanges rouges sur un enduit jaune clair (la tholos du tombeau de Jankovo, région de Sumen). des lignes rouges sur un mur blanc qui auraient tracé les carrés des orthostates (le

dromos du tombeau de Staro Novo sclo). A partir du milieu du IV s.av.J.-C., la gamme de couleurs commence à s'enrichir ct les differents éléments architectoniques se trouvent détachés par les couleurs (le tumulus No 6 de Borovo,

les tombeaux de Kalojanovo, region de Sliven, de Filipovo, pres de Plovdiv. οἱ de Ruen, région de Burgas). Dans le tombeau de Kalojanovo du milieu du IVE δαν.) ο le socle du dromos, haut de 0.75 m. est blanc, surmonté

d'une

file de perles. haute de 2.5 cm. Les contours des perles sont en bleu foncé et les triangles qu'ils forment —en rouge. Au-dessus delle suit une bande, haute

4 1. Bruno, “Antecedents of the Pompeian First Style”. AZA 1969, 308-317, 4 SG. Miller, NMellenistie Macedonian Architecture: Its Sivie and Painted Decoration, Diss. Bron Mawr, 1971, 119 qq: 8. G. Miller, The Tomb of Eisen and Kalitkles: A painted Macedonian Tomb, Maints 1993, 41-42, S.A. Andreou, Gricchische Wanddektorattonen, Monts 1988. 10-12, 6. M. Cicikova, “Tombeau

tumulure

(en bulg. res. dr, Bull Inst. Arch. Buts

thrace du village Kalojanovo, arr. de Sliven (IV sax

XX XT

1969, 45-90 οἱ la Tite citée p. 52-31.

ny”

Le système décoratif dans la peinture murale en Thrace

335

de 6.5 cm. de palmettes οἱ de volutes rouges. Dans la partie inféricure du mur de la chambre funéraire, il y a un socle rouge d'orthostates, haut de 55 cm. découpé au-dessus par une ligne horizontale inciséc. Les orthostates sont surmontés d'un mur blanc. Le décor mural du tombeau de Kalojanovo appartient au type II d’Andreou chez lequel les éléments d'un mur se détachent par des couleurs et il manque la plinthe. Au même type se rapporte aussi la décoration des tombcaux de Filipovo et de Ruen (fin du IV —début du III° s.av.J.-C.). Le décor mural à Filipovo est conservé particllement, mais on peut toutefois établir que le socle est noir, le mur —rouge, et la corniche ct la coupole— blanches. Le tombeau de Ruen a un socle rouge ct un mur blanc qui porte trois bandes de 2 cm de couleur noire, rouge οἱ jaune. Au-dessus des bandes, les coins de la chambre funéraire sont ornés de motifs végétaux —des rinccaux rouges enroulés en spirales aux petites fleurs vertes. On y trouve déjà utilisées quatre coulcurs— le blanc, le rouge, le jaune et le vert.

Dans les trois tombeaux, il manque les repose à même le plancher et ils ne sont pas colorés en rectangles. Ne sont pas découpés reconstruction proposée de la décoration du beau

d'Agios

Athanasios

en

Macédoine

plinthes. Le socle d'orthostates divisés par des refends incises ou non plus les orthostates dans la hiéron de Samothrace. Le tom-

οἱ

la tombe

No

5

d'Acgine

se

rattachent aussi au type II d'Andreou?, Au début du IH s.av.J.-C., le décor mural des tombeaux thraces marque son point culminant dans le tombeau à coupole de Kazanlak®. Dans ce tombeau est représenté le schéma le plus évolué de cinq zones qui comprend non seulement tous les éléments architecturaux d'un mur, mais enrichit la zone de mur lisse de frises figurées et d'ordres architecturaux peints. Le système décoratif du tombeau

de Kazanlak

appartient

au type

IV d'Andreou

auquel il rapporte aussi des tombeaux de Leucade (Charouli), Vergina (Philippe

tomb),

Agia

Paraskevi

et autres”.

Les

orthostates

sont

formés

par

des

refends ou bien sont en saillie, tandis que le mur principal est lisse. Ce schéma apparaît depuis fa fin du VE s.av.J.-C. à Olynthe et à Athenes et se maintient jusqu'au I°" s.av.J.-C., étant fe plus répandu dans la deuxième moitié du IV© s.av.J.-C. dans les tombeaux en Macedoine, à Alexandrie οἱ dans certains monuments architecturaux en Grèce οἱ en Thrace de la lin du [VE début — du II s.av.J.-C. Dans le dromos de Kazanlak (premier quart du IIS s.av.J.-C.), sur une plinthe blanche basse reposent les orthostates noirs. 7. Andreou, op.cil, p. 150. SUV, Mikov, Le tombeau de Nazanfak, Kazanluk Tomb (Recklinghausen) 1975. 9. Andrcou, op. cit. p. 199.

Sola,

1954, mix. NNV

XXVI:

EL Zhnkova,

The

436

Maria Citikova

légèrement saillants, divisés en rectangles par une ligne blanche. Au-dessus est disposée une Deckschicht cn saillie, surmontée d'un mur lisse en rouge pompéien.

Il se termine par deux frises —une

frise plus petite avec un orne-

ment végétal ct une plus grande— figurale, de scenes de combat. Le même schéma suit la décoration de la chambre funéraire (la tholos). Les orthostates y sont blancs, découpés en rectangles par des lignes incisées rouges, limitées

au-dessus οἱ au-dessous par des bandes noires saillantes. Le mur, haut de 1.06 πι. est de couleur rouge. Il est couronné d'éléments architecturaux points de l'ordre ionique. Sur les trois faces de l'architrave sont représentées douze rosaces

de

quatre

feuilles

alternant

avec

douze

bucrancs.

Les

rosaces

aux

contours blancs ont des feuilles bleucs ct rouges. La grande frise est limitée par deux kymations peints. Elle est couronnée d’une corniche ionique. composte d'un kymation et d'un ornement denticulé, entouré d'un motil en forme de cordon. La corniche se termine par une cyme décorée d'égoûts de têtes de lion sur un fond noir. Au-dessus de cette composition architecturale est disposte une frise plus petite, divisée en trois champs par des colonnes ioniques dans lesquels sont représentés trois chars en course. Le peintre a cxécuté strictement les éléments de l'ordre ionique. Mais l'extension disproportionnée

comme

de la grande

frise avec la composition

figurée la fait se détacher

une image autonome encadréc de motifs architectoniques. Toute la

composition épouse, Des

accentue sur le groupe central du roi thrace mort ct de son deux côtés s'avance une procession de servants portant des

otfrandes, des musiciens, un char aux quatre chevaux. La composition complexe denote une grande finesse d'exécution οἱ une polychromie parfaite. Le blanc, le noir οἱ le rouge sont employés surtout pour les différents éléments des murs. En bleu clair sont peints les objets cn métal οἱ certains des manteaux des guerriers dans le dromos. De couleur jaune sont les casques οἱ les boucliers. Des lignes en bleu [οπού et en violet font s'estomper les plis des vêtements. Le brun et le rouge foncé predominent dans les vêtements, les corps des gens et des chevaux. La forme est modclee souvent par les nuances claires et sombres

d'une même

couleur.

Le rouge foncé est employé

pour les

contours, renforcés souvent de traits ou de lignes plus claires et plus sombres

parallcles tombeau

aux de

contours.

Kazanlak

Faisant

et celle dans

comparaison le Grand

entre

la peinture

dans

le

tombeau

de Leucade,

Bruno

a

analyse à fond la méthode des peintres et a déterminé le style à Ka/anlak comme linéaire et celui à Leucade —comme coloristique!”. De la région de Kazanlak 10. VE

Bruno, Form and

proviennent encore quelques tombeaux

Color in Greek Painting, New York - London

1977, 24-25,

a decor

Le système décoratif dans la peinture murale en Thrace

337

mural polychrome. Les tombeaux près de Magliz et de Kran témoignent du développement de la peinture murale en Thrace dans la deuxième moitié du III - début du II° d.av.J.-C. Dans le tombeau de Magliz, des peintures ornent le dromos, la pièce 1 et la chambre funcraire''. Dans le dromos, les plinthes οἱ les orthostates en relicf sont cn rouge pompéien εἰ surmontés d’une zonc étroite en noir et d’un mur jaune et blanc dans la partie supérieure. Dans la piece I, les plinthes sont roses, les orthostates-blancs, et la bande supéricure au-dessus-noire. Le mur est enduit de rouge dans sa partie inférieure et de blunc —dans sa partie supérieure. On retrouve pour la première fois des éléments architecturaux —des pilastres, trois sur le mur est et trois sur le mur Ouest, qui représentent des colonnes en bois stuquées. La décoration de la

chambre funéraire est très originale. Les orthostates blancs sont entourés de plinthes roses en relief. le mur est lisse et en rouge pompéien. Au-dessus sont disposées unc bande de motifs végétaux et une frise de palmettes alternant avec des amphores agonistiques sur un fond blanc du mur. A part le noir οἱ Ie rouge, à Magliz se trouve largement employé le jaune. Pour la premiére fois apparaît aussi le gris argenté. Analogue est le schéma décoratif dans le tombeau

de Kran,

mais

les peintures

murales

y sont fort déteriorées.

Ricn

que dans le dromos on peut reconstruire le schéma —des plinthes et des orthostates blancs en relief, surmontés d'une zone à double profil en bleu-noir οἱ d'un mur en rouge pompcicn qui passe en blanc en haut. Le tombeau de SveStari offre un autre modèle décoratif!2. Suivant l'esprit et les règles de la mode hellénistique qui cherche à obtenir un effet esthétique par la combinaison de diflérents types de décor, la tombe se caractérise par une riche décoration architecturale οἱ sculpturale. Pour le moment, elle est le premier représentant en Thrace du Relief Architectural Style (selon 5. Miller) ou du type VIII (d'après le schéma d'Andreou)!. C’est un type de décoration plus évolué qui englobe aussi bien des motifs ornementaux peints, incisés ou stuqués que des éléments architecturaux récls, combinés parfois avec un décor sculpté. À ce type se rapportent le hiéron de Samothrace (deuxième moitié du ΙΝΕ s.av.J.-C.) οἱ les tombeaux | et III de Leucade. Les murs de la pièce principale de SvcStari sont recouverts de panneaux en calcaire blanc qui représente un vrai placage imitant le mur grec classique: plinthe, orthostates 11. G. Tzanova - L. Getov, “Le tombeau thrace de Maghz” (en bulg.res.fr.), Arheologia 2, 1973, 15-29; L. Getov, Le tombeau de Magliz, ten bulg.), Sotia 19SS. * 12. Al. Fol, M. Chichikova, T. Ivanov, T. Teoblov, The Thracian Tomb near the village οἱ Sveshtari, Sotia 1986; M. Cicikova, “The Svestari Tomb - Architecture and Decoration” (en bulg.rés.angl.), Terra antiqua Balcamea Acta ΠΠ. 1988, 125-143. 13. Andreou, p. 207.

338

Maria

Citikova

et corniche. au-dessus de laquelle se trouve une frisc. La décoration architcclonique à l'intericur du tombeau montre l'adoption de l'ordre dorique de quatre colonnes cngagées, une architrave, une frise de métopes et de triglyphes et un gcizon (corniche). La frise-zoforos, de dix caryatides en relief est insérée dans lc cadre délimité par les colonnes. Les figures sont symétriquement disposées par trois sur les murs sud-ouest et nord-ouest, tandis que le mur nord-oucst en porte quatre, séparécs par une colonne engagée en style corinthien. Elles sont vêtues de longs chitons, coiffécs de calathos, les bras pliés au coude s'élevant au-dessus des têtes. Les cheveux, les yeux et certains détails des vêtements sont colorés en ocre, en brun foncé, en bleu, en rouge ct en lilas.

Par le schéma et la composition de son décor intérieur, le tombeau de SveStari (milieu du III° s.av.J.-C.) est très proche du Grand tombeau de Leucade'*, Mais à Leucade, seules les colonnes de la façade sont taillées dans la pierre, les autres motifs —les pilastres et les figures à l'intérieur de la chambre, sont stuqués et pcints. Quelques exemples de l'architecture funcraire de Macédoine, d’Asie Mineure, d’Asie antérieure, de Cyrène et d’Alcxandrie (Mustafa pacha) démontrent l’utilisation des colonnes en pierre et des

pilastres non seulement sur la façade, mais aussi à l’intérieur!5. Dans le tombeau de SveStari, on rencontre pour la première fois des formes architccturales réclles dans la décoration intérieure de la chambre funéraire, en mélange de sculpture réelle. De ce point de vue, le décor du tombeau cst d'une importance cxceptionnelle pour l'analyse du style et du développement de la décoration funéraire à l’époque hellénistique. Le décor du tombeau de SveStari se trouve enrichi aussi d'une grande scène peinte dans la lunette du mur nord-oucst de la chambre funéraire. Audessus du lit funèbre et du naiskos se trouve une grande composition figurée —au centre, une déesse offre une couronne d’or au roi-cavalier qui se rapproche d'elle. Comme les fresques de la grande frise de Kazanlak, la décoration peinte de Sveñtari est forméc sculement de personnages. Le peintre thrace a une prédilection pour les [τίνος aux compositions figurées qui se distinguent par la symétrie et l'équilibre. Représentécs dans un plan sur le fond neutre du mur, clles diffèrent des peintures murales des tombcaux macédoniens qui sont en plusieurs plans et dont l'action se déroule au milieu de fa nature. Bien plus, dans la décoration intérieure des tombeaux macédoniens, les scenes figurées sont souvent reléguécs sur les tableaux séparés. Ils 14. bd, M

Térou, O Τάφος των λευκαδίων, AUnva

1966.

15. J. Charbonneaux, R. Martin, E. Villard, Grece hellenistique, Paris 1970.

Le système décoratif dans la peinture murale en Thrace

339

rappellent de véritables pinakès accrochés au mur. Il y a lieu de dire aussi quelques mots de la décoration des façades funéraires. Les façades en Macédoine se distinguent par unc grande diversité —depuis les plus simples ornements et éléments architccturaux jusqu’à l'application en entier des ordres architecturaux!9. Les tombeaux, eux-mêmes, imitent des édifices tridimensionnels récls qu'on interprète comme temples, portiques monumentaux, palais ou baldaquins funèbres. Au contraire, les façades des tombeaux thraces sont très simples, la plupart d'elles étant sans décor. Les premières tentatives de décoration de la façade soulignent l’entréc par des blocs monolithiques. Dans le tombeau de Strelta, ils sont décorés de différents motifs: perles, cyme ionique et lesbienne, rinccaux de lierre ct autres. La façade du tombeau de Sveñtari est d'une décoration plus riche. L'entrée est flanquée de deux pilastres-antes dont les chapiteaux sont ornés d’unc cyme ionique peinte. La décoration du linteau d’une frise sculptéc de bucranes et de rosaces unics par une guirlande est très proche des frises de l'Arsinoeion et du Ptolémaion de Samothrace, ainsi que de l’ancien temple de Déméter

à Pergame.

La

facade

a des

traits

communs

avec

les tombcaux

macédoniens, par exemple de Haliakmon Dam et Kinch, mais en même temps présente une nouvelle conception architecturale. La voûte n’est pas cachée par un mur vertical, mais soulignée par la ligne ondulée des deux arcs de l’antichambre et de la pièce latérale, ce qui confère un caractère monumental à la façade. Les

tombeaux

envisagés

csquissent

le tableau

du développement

de la

décoration funéraire en Thrace depuis la fin du V© jusqu'à la fin du III” s.av.J.-C. A commencer par l'enduit unicolore et les ornements simples, la décoration ne cesse de s’enrichir pour évoluer à la haute époque hellénistique cn un système décoratif parfait qui se réalise en Masonry Style et en Zone Style dans toutes leurs variantes. Les monuments thraces sont significatifs de la connaissance de la peinture monumentale des plus grands centres en Méditerranée orientale —la Grèce, l'Asic Mineure et surtout la Macédoine. Le système décoratif des tombeaux thraces suit les schémas principaux de la peinture hellénistique. La raison en est l’intégration de la Thrace au monde hellénistique qui lui permet de s'associer à la culture de la koiné artistique, ainsi que de participer au processus de sa formation. Les Etats thraces, stabilisés ou fondés dans le dernier quart du IV s.av.J.-C. οἱ au temps de 16.

5. G.

Miller,

"Macedonian

Tombs:

StHa 10, 1982, 192-171: M. Andronikos,

Their

Architecture

Vergina, Athens

1984,

and

Architectural

Decoration”,

340

Maria Citikova

Lysimaque, et leurs capitales deviennent des centres de contacts politiques. économiques et culturels étroits avec le monde hellénistique. Il n'est pas par hasard que près de Seuthopolis, dans la région de Kazanlak!?, et de la capitale de la dynastie de SveStari!® s'élèvent de grandes nécropoles tumulaires de tombcaux monumentaux à décoration riche. Or, sur le fond du développement général de l'architecture, de la sculpture et de la peinture hellénistiques, le système décoratif en Thrace présente des divergences et des particularités, conditionnées par les traditions de l’art et de l’idéologie locales. Cela donne lieu de supposer que dans le cadre de la koiné hellénistique, en Thrace comme en Macédoine existaient de grandes écoles architecturales et artistiques régionales. Had? i Dimiter 19

BG - 1000 Sotia Bulgaria

17. D. P. Dimitrov and M. Cicikova, The Thracian City of Seuthopolis, Oxtord 1978 (BAR SuppL Series) No 38. IS. M. Cicikova, “La ville fortifite thrace de Sborjanovo”, Settlement Life in Ancient Thrace, Π τά International Symposium “Cabyle”, Yambol 1994, 34-43.

341 Le système décoratif dans la peinture murale en Thrace



AT ae faσα = En uu hy, ade

‘uanoy ap ‘€ ‘OAOUPIOIRY ap ‘7 ‘Zianoy ap ‘| :xneaquio} 99 SUPP 911121 UONPIOIIG "| FI

CL Pur. NATA PRI € PURES Se a #7 ax

312

Maria Cicikova

Fig. 2. Tombeau de Kazanlak —le schéma de la decoration peinte dans le dromos et chambre tunerare.

Fig. 3. Tombeau de Svestari. Decoration dans la chambre funéraire (mur nord-ouest et nord-est).

μα

Le système décoratif dans la peinture murale en Thrace

343

344

Maria Cicikova

SE

LN

αν

ni

2

tn ne mu es

ee σσ

O

a

ie

=.

Le

Fig. 4. Tombeau de Svestari —mur nord-ouest.

: mn

24 TESSAGLIA, CALCIDICA F FOCIDE NELLA POLITICA (Dalla politica espansionistica al disceno panellenico)

5.

Ν.

Consolo

DI FILIPPO

II

Langher

La “svolta” dopo Metone Nella estate del 354 a.C. Filippo Il conquistava Metone!, l’ultima città finitima della Macedonia che fosse rimasta ancora ad Atene. La conquista chiudeva un ciclo storico che si era iniziato con Alessandro Filelleno?. Filippo aveva realizzato il vecchio ideale macedone di controllare tutte le città del gallo termaico?, recuperando [con una strategia fondata oltre che su interventi armati anche su operazioni diplomatiche]! i territori perduti dalla Macedonia 1. Sulla resa di Metone nell'estate del 354/3 a.C. (Diod. ΧνΝΙ 11.6) di recente N. ο. Ι.. Hammond - G. T. Grittith, A History of Macedonia 11, Ostord 1979, 54-67, 224, 264: M. Sordi, “La terza guerra sacra”, RFIC 38, 1958, 148-149; e da ultimo J. Buckler, “Philip Il and the Sacred War". Mnemosyne. Suppl. 109. Leiden 1989, 63, 176 ss. La città, che era importantissima per il dominio della costa assieme ad Anlipoli e per it controllo del relativo entroterra, avrebbe prestato secondo Diodoro (XV1,34 4), asilo ai nemici di Filippo che la rase al suolo cd espulse gli abitanti. 2. Le guerre persiane segnarono per li Macedonia un nuovo corso storico. Alessandro Filelleno, alleato della Persia ed intermediario dell'accordo tra Atene e Mardonio, aveva cercato di adeguare la Macedonia al mondo greco con processi di ellenizzazione che costituissero il mezzo per raggiungere

la potenza politica attraverso la riorganizzazione militare e linanziaria.

Non esiste-

va invece in Macedonia contrapposizione tra oligarchia e democrazia e nemmeno uno svolgimento del pensiero ellenico. Asserendo la discendenza della sua famiglia dai sovrani di Argo, Alessandro Cri stato ammesso ai giochi olimpici come elleno e non come tiloelleno. I suo programma era la realizzazione di una monarchia salda, libera dal controllo di Atene ὁ dei Traci, oltre che di Tessili, Peoni ed Hiri. Tale monarchia si tondava sul popolo, ma era legatissima alla nobiltä: L'assemblea del popolo in armi non sì contrapponeva mai alla volontà del re. La politica antiateniese οὐ antitracia, avviata da Alessandro, si manterrà sostanzialmente fino a Filippo. 3. Lo stato di Filippo arrivava lino a Pidna, a sud di Metone, sul golto termaico, e fino iu Brsalti di Tracia presso lo Strimone, dove erano le miniere d'argento di Krusa. da cui il re ricavava un talento al giorno. (Atene aveva approfittato delle contese intestine macedoni per londare Antipoli e controllare la foce dello Strimone, torse con il consenso di Filippo in totta con il tratello). Dopo ki morte di Giasone di Fere nel 370 aC. moriva Aminta. Suo figho riusci ad occupare Larissa, ma intervento di Tebe fece sì che Pelopida intervenisse. 4. La strategia di Filippo If, appena giunto al potere. mirò inizialmente, dopo la soppressione degli altri pretendenti e dopo la vittoria sugli Miri e la ritorma militare, ad una prudente politica di accordi sia con Atene che con i Calcidesi di Tracia. L'insorgere di complicazioni in Eubea e Tracia permise tuttavia a Filippo di occupare Antipoli nel 357 4.0, di cui poco prima aveva ritirato Te truppe macedoni. L'anno dopo egli occupava anche Pidna, gra possesso di Alessandro Filelleno.

346

SUN. Consolo Langher

negli ultimi anni: Anfipoli (perduta nel 388 a.C.) e Pidna (perduta nel 354 a.C.)*. Filippo aveva anche eliminato il prepotere degli Odrisi, occupato Crenide (356 a.C.) trasformata in Filippi, forse anche Abdera e Maronea®. La sua autorità come sovrano si era rinsaldata; il controllo delle miniere d'oro del Pangco (da poco conseguito) assicurava il mantenimento dell'esercito, di uomini e città, mentre le disponibilità degli Stati greci non reggcvano al suo confronto.

Metone segnò l’inizio di un nuovo ciclo, cioè di una egemonia di potenza, di un espansionismo di tipo impcrialistico. Elementi nuovi, quali la debolezza delle poleis greche dilaniate dalla guerra sociale’ e dalla terza guerra sacra", il desiderio di realizzare la superiorità su quegli Stati che finora avevano minacciato la Macedonia’, e soprattutto la opportunità, che gli si aprì, di intervenire in Tessaglia e Focide portarono ora Filippo, quasi per un processo naturale, al progetto di un predominio sulla Grecia, di fronte alla quale Hliria e Tracia non potevano essere che obiettivi secondari e per così dire di supporto (in ricchezza ed uomini) all'obiettivo primario della Grecia. Ma la svolta avvenne anche in un'altra direzione. Dell’alleanza con i Calcidesi di Tracia ci è pervenuto (rinvenuto nel 1934 presso Olinto) il testo del giuramento dei magistrati federali calcidesi e dei loro ambasciatori da una parte, e di Filippo dall'altra. (Cfr. S. Consolo Langher, “La strategia politica di Filippo H in Tracia e Calcidica. Dalle prime integrazioni territoriali alla annessione dello stato federale olintiaco (359-348 a.C.) in Atti in onore di G. Resta, Messina (in corso di stampa), 119 ss.). E'interessante sottolineare nel trattato

un accenno all'oracolo di Delfi consultato dai contraenti, quasi si volesse attribuire uno sfondo religioso all’azione diplomatica di Filippo e sottolineare il suo rispetto ed apprezzamento delle tradizioni elleniche e degli ideali dellici (Cir. Consolo Langher, art.cif., 126). S. Si pensi alla perdita dei territori macedoni sotto Aminta (393/2 a.C.}: ad Antipoli perduta

nel 358 a.C.; alla riaffermazione del dominio di Atene dopo il 378, che portò ad un trattato con Atene dopo il 375; alla perdita di Pidna del 364 a.C. 6. Per le vicende relative mente di Abdera e Maronea, 5. del Pangeo assicurava a Filippo 7. Sulle complicazioni per

alla lotta con gli Odrisi, alla occupazione di Crenide e successivaConsolo Langher, art.cit., 130-134. Il controllo delle miniere d'oro il mantenimento dell'esercito. Atene a causa della ribellione dell'Eubea € per i contrasti con i re

traci sul possesso delle città greche del Chersoneso Diod. XVI, 2,4-6: Dem. 23.

8. La guerra sacra, iniziatasi nel 356 con l'occupazione focese di Delli, si allargò progressivamente a tutti gli Stati greci. Determinata dall'insolferenza locese per it dominio beotico, essa mise subito Sparta e Atene (malcontenta per il fallimento della sua politica nel Peloponneso e in Tracia) dalla parte dei Focesi. Su tali vicende tra gli altri, A. Momigliano, Filippo il Macedone. Firenze 1934 (rist anast. Milano 1987), 46: M. Sordi, “La terza guerra sacra”, cit, 134-155; Buckler, “Philipp IL and the Sacred War", cit.. 9 ss.; Consolo Langher, Stati federali greci, parte seconda (I Focesi e la storia della Grecia centrale tra VI c JV secolo), Messina 1996, 179 ss. 9. Approlittando della debolezza della Macedonia, Timoteo aveva carpito, intorno al 305 aC.c., Pidna € Metone, Gli Ateniesi avevano anche occupato, in base alla alleanza con Perdicci HI. Torone e Potidea. In cambio la Macedonia si liberava dalla tutela tebana. Dopo Mantinca, tuttavia, Perdicca aveva aiutato Anlipoli contro Atene, fornendole un presidio.

Tessaglia, Calcidica e Focide nella politica di Filippo tt

La teriale, Le guerra a.C.)!",

M7

nuova politica di espansione non sarà solo una politica di potenza mada realizzare brutalmente solo al fine di conseguire domini più estesi. strategie di Filippo già dal suo primo intervento in Tessaglia, nella sacra!®, ed ancora più chiaramente dopo la pace di Filocrate (346 indicano come egli si sforzerà di agire “calandosi nell'interno stesso

delle politiche della Grecia”, propria persona.

quasi

volesse

rappresentarle

e superarle

nella

Con Filippo insomma si inizia il rinnovamento dello spirito maccdonico e comincia la vera storia spirituale della politica macedone che continua ben oltre dopo Filippo, giungendo fino alla conquista romana. In questo

mutamento

un ruolo determinante

ricoprirono

le vicende

in

Tessaglia e le loro implicazioni foccsi. Filippo in Tessaglia La lotta e la corrosione reciproca dei vari Stati avevano climinato qualsiasi ostacolo alla potenza della Macedonia. Consapevoli di ciò i maggiori Stati greci, per prudenza, avevano evitato di sollecitare al loro fianco Filippo nella guerra contro i Foccsi. Ma non poterono impedire che egli venisse chiamato in Tessaglia dagli Alevadi di Larissa, che invocarono l’aiuto di Filippo contro i tiranni di Fere!?. La sconfitta di Agila inferta ai Tessali da Filomelo!? aveva determinato una profonda crisi all'interno del loro Κοίποπ e riaperto i contrasti tra Fere e le altre città. L'intervento di Filippo a fianco degli Alevadi (354 a.C.) fece sì che i tiranni di Fere sollecitassero l'intervento del focese Onomarco!*, Egli inviò in 10. Il primo intervento di Filippo, determinato dall'invito che dalla ‘Tessaglia gli Alevadi di Larissa gli inviavano contro Fere, che, a sua volta, si alleo con lo stratega locese Onomarco, getto te basi per il controllo macedone della Tessaglia ¢ per 'altermazione vittoriosa, (dopo un primo insuccesso), su Onomarco, ucciso ai Campi di Croco. Sull'intervento in Tessaglia, Diod., 16,35,1; 36.4 ss. Si vedano J. Beloch, GG. Ill, 476; Momigliano. op.cit.. 104; Sordi, La leva tessala tino ad Alessandro Magno, Roma 1958, 240 ss.; Hammond, op.cit., 54-67; Buckler, 0p.cit., 58-69; 182 ss.; Consolo Langher, art.cit,,135. Ead., “Filippo ο la Tessaglia (Da Metone ai Campi di Croco)’, in Messazi 19, 1994, 43-63. 11. Lo slancio improvviso di Filippo sulle Termopili nel luglio del 346 impose ai Focest, ormai esausti, la resa. Nelle clausole della pace. imposta dall'assemblea Antizionica, Filippo fece riconoscere il suo diritto a partecipare alle vicende della Grecia attraverso la sua ammissione nel consiglio anlizionico. Questo riconoscimento avrebbe provocato ta line dell'equilibrio in Grecia, aprendo la strada a Filippo che aveva ormai in suo potere la Tessaglia e la Focide e aveva da poco incorporato la Calcidica. 12. Diod. 16.35.1, in cui si precisa che Filippo, dopo la caduta di Metone, si pose in marchi verso la Tessaglia. Polyaen. 4. 12.19, cir. Consolo Langher, “Filippo e la Tessaglia”, en, nt. 28. 13. Diod. 16,304. 14. Diod. 16,33; Diod. 19,53. Acsch. 2,132.

HS

SN

Consolo Langher

loro aiuto un esercito [7000 uomini al comando di Faillo] che Filippo scontisse

prima che esso potesse unirsi con le forze di Licofrone e Pitolao!$. Tuttavia. subito dopo [inizi del 353], Onomarco riusciva a battere Filippo nella stessa Tessaglia ec a provocarne la ritirata!lé. Ε ποιο come il trionfo fosse solo passeggero.

L'estate

successiva

[353/2

a.C.],

trascorso

con

tranquillità

l'inverno 354/3 in Macedonia e riorganizzato l'esercito, Filippo ritornava in Tessaglia!?, al fianco di Larissa, contro Fere ο i suoi allcati focesi. Era chiaro a questo punto che la guerra sacra si sarebbe

decisa in Tes-

saglia e che un'eventuale vittoria di Filippo avrebbe abbandonato la Focide alla sua merce. Dopo avere assediato cd espugnato il porto di Fere, Pagase, Filippo. sostenuto dagli alleati tessali, batteva nella famosa battaglia presso i campi di Croco!® Onomarco, che cadde assieme alla maggior parte dell'esercito focesc. Il peso della cavalleria tessala al comando di Filippo costituì un elemento decisivo del combattimento. Conseguenza immediata della battaglia fu la “liberazione” di Fere!® che consegnò praticamente la Tessaglia nelle mani di Filippo. Egli utilizzò la mancanza di coesione fra i Tessali come pretesto per allermare la sua forza nell'intera regione, assumendo la suprema magistratura pantessalica?®, che gli diede in pratica il diritto di usare le risorse tessale per i suoi scopi.

Come tago della Tessaglia erano tra le sue prerogative la mobilitazione generale dei Tessali, il comando dell'esercito federale, la concessione delle rendite

federali?!,

il controllo

sui Pericci

del Koinon

e Vesazione

dei loro

tributi??, 15. L'intervento di Filippo si articola in varie fasi fra il 399 e il 352 cell. M. Sordi, La lega tessata, 236). In Giustino i due interventi di Filippo contro Onomarco risultano fusi nell'unica spedizione del 352 a.C. 16. Diod. 16,383. Momiglumo, op.cit,, 104. Per la cronologia al 354/3, Buckler, ορ οι, 57: Sordi, La fega tessada 244: ma il luogo della battaglia rimane incerto. Descrizione interessante in Polyaen. 2.38.22, in cur Filippo rientra in patria con pesanti perdite (primavera/estate 352: Sordi, Diodori Liculi Bibliothecae fiber XVI, Firenze 1909, 68. 17. Le vicende che ora si succedono appartengono al luglio/agosto del 352. Seconda la Sordi. op.cit.. 69, la cronologia diodorea a partire dal cap. 36,3 sarebbe corretta. IR. Sulla hattaglia di Croco cir. Consolo Langher, Stati federali greci, Messina 1996, p. 193 n 3.7 FAD, “Filippo cla Tenaglia», in Messana 19, cit. note 24 ο 34. 19. Fere tu trattata con mitezza da Filippo (Diod. 16,38,31), divenne posseso macedone dopo il 345; viceversa Pagase ricevette nel 352 una guarnigione; cir. Sordi, La lega (να. op.cit.. 248; Bukler, 74. 20. Just. 8,2.1;3,1; Diod. 1500232 (in cui si usa il termine egemonia). 21. Diod. 7.4.1: Dem. 1,22. 22. Così in un frammento del L IX di Teopompo. Ctr. FGrHise., LAS FS2; Polvaen. 2,34; Sordi,

Tessaglia, Calcidica e Focide nella politica di Filippo If

E’significativo come, nell'instaurare se delle stesse istituzioni tessale, che gli nia ricalcando moduli delle strategie di insomma assumeva per sé, ereditandole,

349

il proprio dominio, Filippo si servisconsentirono di conseguire l'egemopotere della stessa Tessaglia. Filippo le stesse possibilità cgemoniche che

la storia tessalica aveva contenuto ed espresso.

Filippo e i Focesi Gli avvenimenti successivi in Focide offrirono a Filippo un'ulteriore occasione per entrare nel vivo delle politiche interne, e farsene, per così dire, massimo esponente e rappresentante. Dalla stessa Tessaglia, da lui riorganizzata, Filippo mosse subito verso lc Termopili (luglio-agosto 352 a.C.); meditava forse di invadere la Focide, dove le oligarchie erano a lui favorevoli e le masse popolari (che si erano finora appoggiate ai tiranni) apparivano disorganizzate.

Ma non attraversò il passo, fortemente presidiato dalle truppe atenicsi** rinviando a tempi più opportuni il progetto di espansione nella Grecia centrale che intanto andava maturando profondamente dentro di lui. Sembra illuminante per comprendere la strategia di Filippo la sua dccisione di assumere il ruolo di difensore del dio Apollo, quale è rivelata dal suo comportamento nello scontro del 352 con Onomarco. I suoi soldati ricevettero qui l’ordine di coronarsi con l’alloro, quasi ad indicare che essi costituivano l'esercito del dio nello scontro con gli spergiuri Focesi “ladri di templi”. Successivamente fu impiccato, dopo la battaglia, il corpo già privo di vita di Onomarco (Diod. 16,35,5), mentre i prigionieri furono gettati in marc perché perissero annegati come profanatori: punizione indicativa del nuovo ruolo di Filippo quale difensore di Apollo. La lega tessala, cit, 258. 23. Dopo il disorientimento seguito alla morte di Onomarco, Venergia di Faillo aveva rapidamente ricostituito l'esercito tocese. Frattanto l'allarme per il pericolo che Filippo si dirigesse sulle Termopili aveva invaso tutta la Grecia. Atene e Sparta inviarono ingenti aiuli ai Focesi a difesa dei passi che dalle Termopili immettevano nella Focide. Tutto ciò sconsigliò Filippo dal tentare la sorte in una battaglia su posizione sfavorevole. Neanche Tebe inviò aiuti a Filippo, timorosa del pericolo che anche per la Beozia poteva venire da un insediamento di Filippo nel centro della Grecia. E'da ritenere che Filippo si rendesse conto, da tutto ciò, di avere ancora una base troppo esigua per entrare in Grecia da arbitro. Ma solo apparentemente il suo spirito si allontanò dalla Grecia per volgersi alla Tracia e all'Illiria in cui fece tributario l'illirico Clito (352), e si avvicinò al re trace Chersosoblepte, mentre anche l'Epiro gli assicurava ta sua collaborazione. In realtà già Filippo nel 351 si rivolgeva di nuovo alla Grecia, come provano le scorrerie a Lemno ed a Imbro, ed i preparativi per mtervenire contro la Calcidica, il cul territorio le sue truppe attraversavano continuamente senza tarsi scrupolo.

350

5. Ν. Consolo Langher

In sostanza Filippo trasse dal suo intervento nella guerra sacra [esso costituisce gia una politica che si allontana dalla tradizione politica macedone] l'occasione per dare di sé l’immagine di un capo pio ed essenzialmente greco, premuroso

nel salvaguardare i comuni

interessi religiosi, immagine

assai atta

ad allontanare da lui la taccia di regnante barbaro, che lottava unicamente con Hliri e Traci. Frigendosi a vendicatore di Apollo, Filippo poteva ora attendersi l’amicizia e l'alleanza di Tebe e dei suoi alleati, cioè in particolare degli Stati del Peloponneso, di Argo, di Messene e della lega arcade. In realtà da questo momento Filippo sarà in un'eccellente posizione per volgere la disunione greca a proprio vantaggio in qualsiasi momento avesse ritenuto opportuno.

egli lo

Le considerevoli realizzazioni in Tessaglia indicano la campagna di Filippo del 352/1 come la più importante nella carriera militare di Filippo. La Tessaglia non avrebbe potuto gestire ormai una politica diversa da quella che avrebbe tenuto Filippo. L'organizzazione del potere in Tessaglia conferma come Filippo ricorresse a moduli diversi “a seconda delle diverse aree e regioni”, tentando di adeguarsi alle peculiari tradizioni locali e alle relative strategie di potere. La Calcidica nella politica di Filippo Con la battaglia vittoriosa contro Onomarco è già in atto —come accennavo— la spinta imperialistica che contraddistingue il secondo ciclo della politica di Filippo. Se finora, preso dai problemi connessi alla reintegrazione dei confini, cgli aveva usato verso i Calcidesi l’arma di un’abile diplomazia, viceversa la strategia

che

tiene

dietro

alle

vittoriose

operazioni

in Tessaglia

appare

trasformata in senso offensivo. La nuova spinta ha per effetto due risultati fondamentali: la incorporazione dello Stato calcidico nello Stato macedone?4, e il volgersi degli obbiettivi militari macedoni a sud delle Termopili, verso il cuore della Grecia.

24. Filippo intimò ad Olinto la consegna dei suoi Irate!lastri che vi avevano ottenuto diritto di asilo. Ma lo Stato calcidese non poteva rinunciare al suo diritto all'autonomia. Non tutte le città, tuttavia, erano d'accordo nella resistenza a Filippo per i vantaggi economici e l'interscambio commerciale che la Macedonia ottriva. Per questo quasi tutte le città aprirono le porte senza lare resistenza, eccetto Stagira ed Olinto che attendevano gli aiuti da Atene, giunti troppo tardi, dopo la loro caduta.

Tessaglia, Calcidica e Focide nella politica di Filippo II

3]

Le ragioni dell’aggressione alla Calcidica sono evidenti. Dopo

la sotto-

missione di Anfipoli, Pidna, Potidea e Metone?5, la fiorente e potente federazìone costituiva ormai l’unico ostacolo che ancora (nel 349) si frapponesse al dominio totale del territorio costiero?f. Si aggiunga che dagli inizi del IV secolo la federazione calcidese che, guidata da Olinto, aveva incluso anche altri ethne, aveva raggiunto prosperità e potenza militari tali da indurre nel

362, Atene e Filippo a contendersene l'allcanza??. Erano anche i tempi in cui la politica di Filippo verso Atene cra improntata più alle direttive che agli interventi armati: una strategia stimolata probabilmente dalle condizioni interne dello Stato macedone, ancora in via di consolidamento intorno a Filippo, che, come ho già detto, mirava allora alla reintegrazione degli antichi confini tradizionali. Sembra ovvio che, dopo la vittoria su Onomarco del 352/1, la necessità di allargare le fondamenta della propria potenza, per scendere in Grecia da arbitro, affrettasse in Filippo, oltre a varie decisioni in Tracia ed Illiria, rese definitivamente tributarie e più strettamente Icgate, il disegno di unificare alla Macedonia tutta l’area contigua occupata dallo Stato calcidico. E‘dunque una

decisione

che

si presenta

strettamente

collegata

con

l’inserimento

in

Tessaglia e con la partecipazione alle vicende della guerra sacra. Il pretesto di tradimento per l'asilo concesso ai suoi fratelli dissidenti, che Filippo voleva sopprimere come aspiranti al regno, diede origine ad una serie fulminea di operazioni macedoni che, dopo l’occupazione di Torone e Mechiberna, si chiusero con l'assedio, la sconfitta e la distruzione di Olinto (348 a.C.).

L'incorporazione della Calcidica nello Stato macedone, secondo una politica di annessione che trasformò i vinti in sudditi, conferma come questa conquista si ispirasse ad un imperialismo di tipo territoriale, mirante alla forma25. Vedi supra note 1; 4. 26. Per gli accordi tra Filippo e Olinto, e per la fioritura della Calcidica intorno al 202 vedi supra note 4 ss.

27. Nel 348, dopo un colpo di stato (basa to su accuse di sperpero che provocarono la temporanea sostituzione di Faleco con tre strateghi, al tine di riavvicinare la Focide ad Atene), presto rientrato con il ritorno del partito di Faleco al potere, la Focide ritrovò isolata per la scarsa sohdaricta di Atene, ove ormai molti ritenevano non si potesse ottenere la pace se non abbandonando a Filippo ed a Tebe la Focide. Dopo trattative con gli Ateniesi capeggiati da Demostene e da Eschine tu stipulata la pace detta di Frlocrate, assente la Focide. Filippo oltrepasso improvvisamente le Fermopili ed impose ai Focesi la resa. L'assemblea antizionica impose a tutti Te clausole della pace ispirate da Filippo, che adesso ottenne due voti nel consiglio anfizionico. I consiglio per regolare la posizione dei Focesi, aveva programmato Ta pice comune, la prima che scalurisse da una assemblea panellenica (Diod. 16,00,3--1); essa costitui il modello a cui si ispirerà Filippo.

192

SN. Consolo Langher

zione di un grande e potente Stato macedone, nell'ambito del quale le polcis del koinon calcidico come città autonome non potevano più esistere. Le trattative che sboccarono nella pace di Filocrate (346), con la connessa

repentina invasione della Focide?8 e l'inserimento di Filippo nel consiglio anfinzionico, indicano come Filippo andasse realizzando il disegno di giustificare secondo gli ideali tradizionali una egemonia in Grecia a sud delle

Termopili??. Si va maturando dunque nell’ambito del progetto imperialistico quella fase, cui già accennavo, che dal 346 giunge sino al 337, durante la quale si concretizzò

lo sforzo

di Filippo

di inserire

la supremazia

macedone

nella

storia della grecità, quasi a trovarvi una convincente giustificazione. La partecipazione alla guerra sacra in sostanza aveva segnato le premesse per il passaggio verso il nuovo orientamento. Le modalità dello scontro con il sacrilego Onomarco [impiccato già morto] e la stessa prudenza mostrata alle Termopili subito dopo, lasciano intravedere l’inizio del processo per il quale gradualmente Filippo giunse alla consapevolezza che il controllo sulla Grecia

non

poteva

realizzarsi

con una strategia di pura e semplice

aggres-

sione e di dominio materiale, ma che tale controllo richiedeva supporti e motivazioni tali da potere conciliare gli interessi macedoni con quelli greci. La salvaguardia dei comuni annegare

come

interessi religiosi contro i sacrileghi

profanatori, aveva allora giustificato, almeno

Focesi, fatti

sul piano

for-

male, l'intrervento nella II] guerra sacra. Il disegno panellenico Pertanto incorporata la Calcidica, fatta la pace di Filocrate, occupata la Focide, assicurati alla Macedonia i due voti già dei Focesi nel consiglio antizionico, la posizione del re risultò legittimata nel quadro dello strumento panciienico per eccellenza, il sincdrio antizionico. 28. Il distacco di Atene dalla Focide, che culmina nella pace di Filocrate, derivò dall'egoismo c dalla mancanza di chiarezza della politica ateniese. La rapidità del successo di Filippo in Focide. impedendo una vera € propria penetrazione di truppe macedoniche in Grecia, assegnò il trionfo più alla persona di Filippo che alla sua nazione, favorendo la persona di Filippo a sovrapporsi alla Macedonia come “dominatore imparziale di tutti” (Momigliano, p. 123). Contro Filocrate e contro Eschine ed i suoi partigiani, Demostene iniziò una campagna di processi con l'accusa di corruzione. Filocrate lu condannato a morte in contumacia; Demostene rivendicò il valore ideale della supremazia ateniese auspicando l'armonia con Tehe, 29. L'appartenenza all'anlizionia consenti a Filippo di allacciare molte amicizie in Grecia specie negli umbienti oligarchici. Viceversa il rapporto con Atene anche dal 346 al 342 fu sempre difticile. La flotta ateniese era superiore a quella di Filippo ¢ così il suo prestigio.

Tessaglia, Calcidica e Focide nella politica di Filippo II

353

La pace poneva ora Filippo di fronte al problema, senza dubbio vasto e complesso, del rapporto con Atene e con le principali città greche a sud delle Termopili.

°

Il mondo delle poleis, pur se ben rappresentato anche a nord delle Termopili, era la facies storica dominante nelle regioni greche a sud di quel

passo®. Era ovvio che Filippo non poteva usare gli stessi metodi, ne porsi le stesse prospettive di dominio che aveva perseguito in Macedonia e, in forme

diverse, perfino nella Tessaglia. “doveva” essere nuova.

Si apriva il campo

per una politica che

Filippo e Atene Una consapevolezza

nuova sembra in realtà ispirare ora i vari tentativi

di placare le ostilità ο le diffidenze di Atene*'. Con essa punti di frizione si verificavano ormai solo nelle aree lontane (Mar di Marmara e Bosforo) che il re sentiva pertinenti alla propria sfera di interesse, come avvenne nel 340 per

Perinto e Bisanzio”. Si delineava una vocazione reciproca all'intesa tra alcuni circoli ateniesi e Filippo, il cui atteggiamento panellenico, d’altra parte, oltre che in Atene, trovava storici ostacoli anche nel Peloponneso. E’noto come Filippo tentasse di legare a sé Atene e di impedirne l’alleanza con Tebe, voluta da Demostene nel 339; come si creassero sistemi di alleanza contrapposte e come

la quarta guerra sacra portasse

Filippo contro

Atene e la sua lega??.

30. Musti, Storia Greca, 618. 31. Invano dopo la pace del 346 Filippo tentò di riavvicinarsi ad Atene alla quale, nel 343, egli proponeva di moditicare il trattato del 346; nel 342 Filippo proponeva senza sucesso un accordo commerciale e la restituzione di Alo. Sembrò allora che il conflitto tra Atene e Filippo losse inevitabile, Quanto a Demostene, egli sostenne la necessità di prevenire Filippo che intanto in Tracia richiamava a sé le città greche, 32. Le città dell’Ellesponto come Bisanzio temevano di essere sostituite da Filippo nei loro rapporti col Mar Nero € per questo si allearono con Alene. Anche l'Eubca ritornò ad Atene per opera di Focione. Intorno al 340 la lega ateniese, cut aderirono anche Corinto e Corcira, era pronta e suscitava un entusiasmo antimacedone. 33. Nel 339 i Tebani occuparono Nicea, la piazzaforte che Filippo teneva a guardia delle Termopili. Poco dopo Filippo occupò inaspettatamente Elatea, nel centro della Focide e vi ristabili un governo federale con una politica antitebana, Alla fine del 339 due eserciti tentarono di tagliare il passo delle Termopili a Filippo, ma turono distrutti separatamente. Filippo allora invase la Beozia. Poco dopo nel 338 nella battaglia di Cheronca Filippo vinse Tebani e Ateniesi: Tebe dovette sottomettersi ed accettare un presidio; la lega beotica fu sciolta.

354

δ. Ν. Consolo Langher

La sconfitta di Cheronea indurrà Atene ad aderire alla lega pancllenica. (c.d. di Corinto), che ora Filippo, vincitore di Cheronea, organizzò quale supremo organismo associativo da lui presicduto come eghemon*. Atene fu così aggregata al disegno panellenico di Filippo*. Il congresso del 338 ribadì l'autonomia di tutti i Greci e creò un consiglio comune. Il comando generale era di Filippo. E’dunque dopo Cheronca che si evince più che mai lo sforzo senza sosta di Filippo di adeguare l'egemonia propria alla storia ideale della Grecia, onde trovare nei valori tradizionali ellenici una qualche giustificazione. Sc la giustificazione dell’intervento al fianco dei Tessali e degli Antizionii era stata raggiunta con la partecipazione agli ideali religiosi della guerra sacra e con l’ingresso nel Consiglio anfizionico, l'egemonia politica su

tutta la Grecia fu ora realizzata con la costituzione della Lega di Corinto. Nel 337 il sinedrio della lega* proclamava la pace comune, ribadiva il rispetto dei principi autonomistici e l'alleanza con la Macedonia, e formulava il programma della lotta alla Persia, già responsabile di aggressione ai templi della Grecia: un pretesto che conferma ulteriormente lo sforzo incessante di adeguare la supremazia macedone alla storia della Grecia e trovare nci suoi tradizionali valori una qualche giustificazione. E non a caso nel 337 dalla costituzione della lega rimase fuori, oltre a Sparta, solo la Macedonia, quasi ad indicare la supremazia “personale” di Filippo sul mondo greco. In conclusione: sc il primo ciclo dell'attività di Filippo obbedì alla neccssità di liberare la Macedonia dalla minaccia dei Traci (che minavano

l'interno

del pacsc) e dal pericolo di Atene, che tentava di tagliarlo fuori dal mare — onde si pongono le conquiste di Anfipoli, Pidna, Potidea, Crenide e Mctonc. ¢ si concludeva

il ciclo storico della reintegrazione

dei confini

iniziatosi

con

34. Filippo non volle continuare la guerra contro Atene che aveva apprestato la difesa, torse rispettoso del grande prestigio ateniese, o forse perché riteneva che nessuna egemonia potesse lormarsi in Grecia senza l'adesione di Atene. Pertanto dopo Cheronea Filippo dovette storzarsi di

dare un contenuto nuovo ed una gestione nuova alla politica in Grecia che aderisse maggiormente alla mentalità ellenica. La via di una unione greca sotto la guida di Filippo per combattere la Persia e conquistare l'Asia era stata già propugnata da Isocrate (col ripudiare gli ammonimenti curopei di Teopompo che aveva sostenuto le due sfere di influenza europea ed asiatica). 35. Atene con la pace di Sciunie aveva perduto solo il Chersoneso tracico compensato di Oropo. Tuttavia non si rassegnava ancora all'egemonia di Filippo così come Tebe e come Ambracia e Corinto. Al congresso di Corinto mancava una vera concordia intorno a Filippo.

36, Nel sinedrio, convocato nell'autunno del 337, fu fatta la proposta di una spedizione contro la Persia, lu deliberata l'autonomia di tutte le città, c fu proclamata la pace comune tra i Greci con il rispetto della proprietà ed il divieto di fare rivoluzioni. Filippo fu riconosciuto egemone e capo

dell'esercito tederale. Il sinedrio faceva anche un'alleanza otlensiva/ditensiva con lui quale re di Macedonia. Fu anche decretata una spedizione contro la Persia nel 336 con l'invio di 10.000 uomini in Asia.

Tessaglia, Calcidica e Focide nella politica di Filippo Uf

355

Alessandro il Filelleno— il secondo ciclo 5ερπὸ la spinta imperialistica che,

dopo la presa sulla Tessaglia, l’incorporazione della Calcidica*?, e la sottomissione della Focide, portò in un secondo momento Filippo ad elaborare quel disegno panellenico che sta alla base della koiné eirene anfizionica prima, c della lega di Corinto, poi. E’notevole, in tutto questo, come la politica egemonica perseguita da Filippo II seguisse moduli diversi di politica estera, a seconda “delle diverse aree e delle diverse regioni”. Se in area macedone e tracia egli perseguì una politica di espansione e di annessione territoriale, nelle restanti regioni del mondo greco egli realizzò forme di predominio differenti ricalcandone lc relative tradizioni. Perciò in Tessaglia Filippo assunse la carica di tago, investito di poteri non solo militari, ma anche finanziari; mentre viceversa a sud delle Termopili, dove si trovava il grande vivaio delle città greche (tra cui Sparta, Atenc, Tebe ed Argo), la politica di Filippo non poteva che essere di “egemonia”, di controllo dall’esterno, da realizzare o attraverso organismi panellenici ο attraverso forme associative improntate al principio della autonomia, quali egli perseguì prima attraverso il Consiglio anfizionico e poi attraverso il

Sinedrio della lega. La indirizzo

decisione

della guerra

nuovo,

extracuropeo,

in Persia

obbedì

alla potenza

alla esigenza

macedone,

che

di dare

un

soddisfacesse

l'ansia di nuove ricchezze per i Macedoni e per l'erario, e promuovesse collaborazione cffettiva, forse anche la fusione, dei Greci e dei Maccdoni.

la

Filippo in sostanza rappresenta un tentativo notevole di conciliare la supremazia “personale"38 del re di Macedonia con le aspirazioni dei Greci, e di diventare l’espressione della loro volontà. 37. Gia Momigliano ha insistito sullo spirito imperialistico (ὁ non aggressivo ο sopratfattore) quale ci si configura nella conquista della Calcidica e nell'occupazione della Tessaglia, che furono immesse nel sistema politico dello stato conquistatore, trasformando i vinti in sudditi. Vi si evince-

rebbe insomma la volontà, nuova per il mondo greco, non di sottomettere quanto piuttosto di annettere (“donde la forte immistione di clementi greco-maccdoni nuovi accanto agli indigeni lasciati nelle loro sedi"), un atteggiamento spirituale che sembra indicare Filippo, in un certo senso, consapevole della ricchezza di energie che la Grecia conteneva. 38. La rapidità del successo di Filippo impedirà che le truppe macedoni penetrassero vittoriose in Grecia: il trionfo del monarca macedone sembra configurarsi piuttosto come un trionfo “personale di Filippo” (quasi dominatore imparziale di tutti?) che non della sua nazione: potrebbe riconoscersi in ciò una tendenza di Filippo a sovrapporsi, per così dire, alla Macedonia, tanto più che in quella lase Demostene rivendicava, di Ironte al predominio macedone, il valore ideale della supremazia ateniese.

356

$. N. Consolo Langher

Purtroppo egli non poteva dare ai Greci la cosa a cui tenevano di piu: la liberta. Forse fu la consapevolezza di questo a portare suo figlio Alessandro al tentativo di porsi al di sopra dei Greci come dei barbari, elevandosi qualc monarca-dio alla maniera orientale al di sopra di tutti. Via S. Domenico Sanio 255/B 1-95 1 00 Messina Italia

25 THASOS,

Jacques

SAMOTHRACE

des

ET L'ARCHITECTURE

MACEDONIENNE

Courtils

Les études portant sur l’architecture de la Macédoine à la fin de l'époque classique et à l’époque hellénistique ont été stimulées par les découvertes spectaculaires des récentes années. Nous disposons désormais d'études sur l’architecture macédonienne, qui font apparaître clairement la naissance au IVe siècle d’une nouvelle école régionale, caractérisée par le choix des matériaux, par l’emploi particulier des ordres et des décors, enfin par l'apparition de types d’édifices particuliers, palais et tombes. Bien que situé en dehors du territoire traditionnel de la Macédoine antique, le sanctuaire des Grand Dieux de Samothrace a joué implicitement le rôle de sanctuaire national et surtout de sanctuaire royal des Macédonicns. Plusieurs des bâtiments de la fin du IVe siècle et du début du Ille portent en effet des dédicaces royales: l'exèdre d’Alexandre IV et Philippe Arrhidéc, l'édifice appelé Altar Court dédié par Arrhidéc, la grande rotonde d’Arsinoé, les propylées de Ptolémée II. La qualité des autres grandes constructions permet de leur supposer un patronage royal. Pourtant les édifices de Samothrace —pas même ceux qui furent offerts par des rois de Macédoinc— ne semblent présenter de ressemblance nette avec les constructions que l'on peut observer aux mêmes époques dans les capitales royales d’Aigai et de Pella. En l'absence de bons matériaux de construction à Samothrace même, plusieurs de ses monuments —et non des moindres— ont été construits en marbre de Thasos. Or, au cours de cette période d'intense construction à Samothrace, qui s'étend environ

du milieu du IVe s. aux environs de 280, la

cité de Thasos a elle-même connu une activilé constructrice exceptionnellcment intense. Mon

propos sera donc d’esquisser les rapports qui ont pu s'éta-

blir entre les commanditaires macédoniens de monuments, le sanctuaire de Samothrace où ils furent construits et l’île de Thasos qui fournit le marbre mais peut-être beaucoup plus encore... I. L'architecture macédonienne

naissante

L'architecture de la Macédoine ayant déjà fait l’objet d'études nombreu-

358

Jacques des Courtils

ses et de qualité', je me directement

mon

sujet.

bornerai

Elle émerge

à en rappeler les traits qui intéressent de l’obscurité à partir du

IVe siècle, à

l'époque où l’affermissement du royaume permet son développement et où l'institution royale exige un cadre digne de son prestige et de sa richesse. D'emblée, elle se caractérise par l'apparition de nouveaux types d'édifices liés à la struture politique et sociale de la Macédoine: palais? et tombes monumentales?. On remarque en revanche l'absence “dans les cités de Macédoine [...] des colonnes et des frontons signalant la présence d’un temple’. L'apparition de cette architecture régionale fut évidemment tributaire des matériaux disponibles. Or on constate qu'à l’exception d'ornements (seuils des palais, portes des tombes) et de quelques façades de tombes qui datent d'une période déjà avancée, les Macédoniens ne recourent pas au marbre, rare en Macédoine, mais au tuf plus tendre et plus facile à travailler. L'inconvénient esthétique du tuf, certes moins beau que le marbre, est facile à corriger: l'application de stuc, protecteur et décoratif à la fois, lui donne l’apparence du marbre.

L'utilisation du tuf stuqué (et peint), en partie imposée par la nature, a permis aux Macédoniens de développer une architecture décorative fondée sur une technique et une esthétique particulières. D’une part la stéréotomie s'est vu dépossédée de son importance: peu importent la disposition et la qualité de réalisation des joints entre les blocs, puisqu'ils seront dissimulés par le stuc, dans

lequel

on

peut

éventuellement,

au moyen

d’incisions

faire apparaître des faux joints illusionistes; d’autre réalité des blocs se conjugue avec une tendance déjà Ve siècle dans l'architecture grecque, menant à la architectoniques derrière le souci du décor. Depuis

ou de peinture.

part cet effacement de la présente depuis la fin du dépréciation des réalités qu'ictinos avait eu l’idée

Bibliographie Ginouvès 1993: R. Ginouveés et alii, La Macédoine de Philippe H à la conquête romaine, Paris 1993. Miller 1971: St. G. Miller, Hellenistic Macedonian Architecture, Bryn Mawr. Miller 1982: St. G. Miller. «Macedonians Tombs: their Architecture and Architectural Decoration», in B. Barr-Sharrar, E. N. Borza (ed.), Macedonia and Greece, Studies in the History

of Art, 10, 1982, p. 153-171. I. En particulier Miller 1971; Miller 1982; H. A. Thompson, «Architecture as a Medium of Public Relations among the Successors of Alexander», in B. Barr-Sharrar, E. N. Borza (éd.), Macedonia and Greece, Studies in the History of Art, 10. 1982, p. 173-189; A. Frazer, «Macedonia and Samothrace: Two Architectural Late Bloomers», ibid. p. 191-203; Ginouvès 1993. 2. Ct. bibliographie dans Ginouves 1993. 3. Syntheses commodes dans Miller 1982, Ginouvés 1993. 4. M. Hatzopoulos, dans Ginouves 1993, p. 106.

Thasos, Samothrace et l'architecture macédonienne

359

de prolonger, sans autre raison d'être que sa beauté, derrière la statuc de la

Parthénos la colonnade qui soutenait latéralement la couverture du temple, depuis que le même

architecte (ou l’anonyme qui sa cache sous son nom) avait

disposé dans la cella de Bassae une colonnade décorative démunie de tout rôle porteur, cette tendance s'était peu à peu répandue, notamment dans l’architecture péloponnésienne, inspiratrice principale de l’architecture macédonienne>. Cette seconde tendance rejoint la première en ce que l'architecte, relativement libéré des contraintes architectoniques, peut jouer à la fois avec la stéréotomie et avec les éléments structurels, colonnes et entablements, qui

sont désormais de simples motifs décoratifs adaptables à sa fantaisie: les colonnes, presque toujours engagées, ne portent plus l’entablement et ce dernier n'est plus qu’un ornement. Enfin, une dernière conséquence du recours généralisé au tuf me paraît avoir une grande importance pour mon enquête: c'est que les architectes et les artisans habitués à cette pierre n'étaient probablement pas préparés à travailler le marbre, dont la taille et la mise en œuvre rélèvent de ce que l’on appellerait une “technologie” différente. Il ne faut pas sous-estimer l'impact, dans

ce domaine, des habitudes d'ateliers. Recourant systématiquement à des matériaux de qualité inférieure à celle du marbre mais plus faciles à travailler, les Macédoniens ont développé dans leur architecture une grande liberté non seulement structurelle mais aussi stylistique qui a déjà été soulignée et étudiée par plusieurs savants. L'ordre dorique est présent en Macédoine dès les premières tombes monumentales et le palais de Vergina.

Dans les deux cas, il se caractérise par

l'originalité de ses proportions et de son décor’. Les éléments doriques ne sont plus qu'un décor plaqué sur une façade murale et les constructeurs jouent librement avec ces décors: l'exemple lc plus frappant est constitué par les façades présentant seulement deux pilastres doriques disposés aux extrémités. au-dessus desquels l'entablement déroule une frise qui peut comporter jusqu'à 6 et même 7 métopes entre les deux pilastres*! L'ordre ionique trahit lui aussi un éclectisme extraordinaire, qui perdurera dans l’époque hellénistique (St. Miller a relevé pas moins de 5 variantes

§. Sur cette évolution, G. Roux, L'architecture de l'Argolide aux [Ve et Ile siecles avant J.C., Paris 1961, p. 396-398, 6. L'exemple le plus clair est tourni par les marbrier des Cyclades dont la “signature” non seulement stylistique mais aussi technique se lit sans hesitation dans les trésors “ioniques” de Delphes. 7. Voir Miller 1971, p. 62 5. 8. Tombe d'Iaghios Athanasios et de Thessalonique, cl. Miller 1982, fig. 12-13 et 14,

360

Jacques des Courtils

de bases ioniques”). L'ordre corinthien quant à lui n’est pas représenté en Macédoine prement dite. Dans tout cela, les Macédoniens ont visiblement développé un style pre, à base d’éclectisme mais aussi d’une influence originelle évidente de chitecture péloponnésienne: il s'agit donc d'une architecture d'importation une fois acclimatée, si l’on peut dire, a évolué selon les tendances locales.

proprol’arqui.

L'originalité de l’architecture macédonienne se manifeste enfin dans la typologie des édifices: comme l'a souligné St. Miller, l'architecture macédonienne, même dans ses réalisations monumentales, voit le triomphe de l’architecture domestique, dans ses formes et dans ses matériaux!°. Le palais de Vergina comme les tombes royales ou princières appartiennent à une architecture de proportions modestes. Le palais de Vergina est certes grand (86 X 103 m en chiffres ronds) mais il est constitué d’une juxtaposition de salles autour d'une cour bordée d'un péristyle dont l’ordre a des proportions plus réduites que celles des façades de stoas de dimensions comparables. Rien ne manifeste l'apparition d’une forme architecturale nouvelle: il s'agit d’une amplification de l'architecture domestique grecque et l’on est loin de la tradition palatiale du Proche-Orient, connue des Grecs de l'époque classique grace au palais de toile qu'était la tente royale achéménide!!. On peut en dire autant des façades de tombes: aucune (surtout au IVe s.) n'a des dimensions importantes, les matériaux qu'on y utilisa sont ceux de l'architecture domestique (pierre, stuc, peinture), la liberté décorative qui s’y manifeste échappe aux canons des ordres monumentaux. 2. Les cdilices du sanctuaire de Samothrace

La confrontation entre les monuments de Macédoine et ceux de Samothrace est rendue légitime par l'appartenance de cette dernière à l'orbite macédonienne: à son propos, R. Οἰποινὸς a parlé de “patronage des rois de Macédoine”!?. On constate pourtant d'emblée que ses monuments diffèrent

9. Miller 1971, p. 15-20,

10. Miller 1971, p. 175. It. Les Athéniens avaient saisi et rapporté à Athènes la tente du Grand Roi apres la bataille de Platée. Cette tente, exposée à Athènes, a pu servir de modele à Euripide pour la description de la tente hékatompéde qu'il place à la tin d'/0n, v. 1128-1129 et surtout 1182-1192. Elle tut peutêtre le modéle de Vodéon de Pericles, 12. Ginouves 1993, p. 202.

Thasos, Samothrace et l'architecture macédonicnne

361

profondément de ceux de Macédoine. A l'exception de quelques édifices qui furent réalisés en calcaire (portique ouest), c'est à dire dans une pierre du même type que celle qui était utilisée cn Macédoine, l’essentiel des grands bâtiments du sanctuaire (et même des édifices plus modestes comme l'exèdre d'Alexandre IV et Philippe Arrhidéc) est en grand appareil de marbre. Une différence aussi frappante se constate dans le type même des édifices: alors que la Macédoine proprement dite nous a jusqu'ici rendu sculement les vestiges de petits temples, au point qu'on peut

douter qu'il y en ait jamais eu de grand, le sanctuaire de Samothrace comprend plusieurs grands édifices (a/tar court, hall of votive gifts, Téménos)

et

même quelques édifices tellement remarquables qu'ils occupent à des titres divers une place de choix dans l’histoire de l'architecture grecque: le propyléc de Ptolémée II pour sa façade corinthienne et l'audace de son implantation à cheval sur une rivière, le Hiéron pour la largeur de sa nef et son abside, la tholos d’Arsinoé pour ses dimensions inégalées. Le contraste qui opose les monuments samothraciens à ceux de Macédoine mérite examen: jc vais tenter d'en rendre compte au moins dans les grandes lignes. Le premier point à examincr est l'usage systématique d’un marbre généralement qualifié de thasien. En effet, toutes les publications de Samothrace, et le Guide des fouilles identifient le marbre de la plupart des grands édifices du sanctuaire comme

étant d'origine thasienne!? bien qu'aucune ana-

lyse pétrographique n'ait, à ma connaissance, vérifié ce point. Pour ma part, à l'exception

de l'altar court'4, je ne vois aucune

objection

à l'attribution

à

Thasos!5. Mais si l’on admet pour établie l’origine thasicnne du matériau, il en résulte une importante conséquence. En effet, les Samothraciens n’avaicnt probablement pas de véritable tradition constructrice, du moins dans l'architecture monumentale: l’île était peu peuplée et n’a rendu aucun édifice antique important en dchors de ceux du sanctuaire, où Ics constructions antéricures au IVe 5. sont rarcs!®.

L'architecture

monumentale

de marbre

appa-

13. Samothrace, Guide: Rotonde d'Arsinoe (p. 54), Téménos (p. 63), Hieron (p. 70). propylees de Piolémée I (p. 90). Dans les publications, l'origine thasienne du marbre du propylon du Temenos est seulement mentionnée dans l'index p. 410 ¢s.¥. building materials), et la situation est la même pour le Hieron (index, p. 266, δ.ν. building materials). 14. Son marbre est bleuté οἱ trés veiné, On peut done supposer une origine non thasienne (Proconesc?). 15. L'architecte de l'Ecole d'Athènes en charge du site de Thasos, Tony Kozelj, est du meme avis. 16. * Hall of votive gitts et Ironton sculpté en marbre.

302

Jacques des Courtils

raît donc soudainement et a certainement nécessité l'importation du marbre mais aussi de la main d'œuvre capable de le travailler!?. L'un et l’autre sc trouvaient évidemment à Thasos et il est peu vraisemblable que le marbre thasien ait été importé sans “ses” tailleurs. S'ensuit-il que les architectes aussi aient été thasiens? L'idée n’est guère vraisemblable, mais seule une comparaison attentive des édifices de Thasos et de Samothrace permettra de répondre de façon complète à cette question. 3. Les grands édifices de Thasos Le site de Thasos

présente

quatre édilices intéressant

notre enquéte:

l'édifice à paraskénia!* (deuxième moitié [Ve 5.) et la porte de Zeus!° (vers 340). la stoa nord-ouest de l’agora?? (début Ille 5.) et la salle hypostyle?! (fin IVe s. ou début IIle). La porte de Zeus occupe une place à part: il s’agit d’unc construction plaquée sur le côté intérieur du rempart de Thasos et superposant à un ordre dorique à pilastres un petit ordre ionique appliqué, le tout offrant avec les façades de tombes macédoniennes une grande ressemblance soulignée par R. Martin et qui fait de cet édifice une exception “macédonisante” dans l'architecture thasienne. L'édifice à paraskenia est construit dans un style dorique dépouillé, voire un peu sec, mais sur un plan particulier qui suggère une influence attique. Les deux autres édifices sont très proches par leur date (vers 300), leur technique et leur style (lui aussi très sobre), sinon par leur plan, mais ils ont aussi en commun des dimensions exceptionnelles et des audaces architecturales. La stoa nord-ouest mesure près de 100 πι de long et 12,23 πι de large à l'intérieur, sans colonnade

médiane

pour soutenir la charpente, d'où

l'idée qu'on y trouvait une charpente sur ferme. La salle hypostyle elle comportait en façade un prostôon hexastyle dorique en saillie marquéc. L'intérieur de ce prostôon était couvert d'un plafond à caissons de marbre 17. Je me trouve évidemment

en parlait accord avec le constat émis par Ph. Lehmann,

malheureusement dans une note qui n'a pas donné lieu, ni ad loc. ni dans d'autres publication, à un développement plus nourri: “that the marble-cutters at work in the Sanctuary during the decades when a succession of marble building was beeing erecied were. like the marble itself, imported, is probable”, Samothrace, 3, p. 169, n. 46. 18. R. Martin, L'agora, 1, Etudes thasiennes, VI, Paris 1959, p, 59-99.

19. R. Martin, “Sculpture οἱ peinture dans les façades monumentales au [Ve siècle av. J.-C", RA, 1968. p. 171-184, 20.R. Martin, L'agora I, Etudes thasicunes, VI, Paris 1959, p. 5-54. 21. Fouille en 1932 par M. Launey, BCH 57 (1933), p. 286-7. Je prepare la publication de ce

monument.

Thasos, Samothrace et l'architecture macédonienne

363

reposant sur des poutres de marbre d'une portée libre de plus de 6 πι. Ce prostôon donnait accès à une salle carrée de 31 πι de côté, occupée par une colonnade ionique inscrite dessinant un carré de 15 m de côté, rappelant le dispositif d’un atrium, mais au lieu que l’espace central soit à ciel ouvert, il était couvert par un système d’une audace incroyable: la colonnade bordant le carré central supportait un entablement avec fausse corniche au-dessus de laquelle s'élevait une seconde colonnade supportant la toiture et formant un lanterneau de 15 πι de côté: il s’agit d'un plan unique dans l'architecture grecque et d'une audace que la salle hypostyle de Délos, construite près d’un siècle plus tard, sera loin d'égaler. A considérer ces quatre monuments, il faut admettre que si, comme nous l'avons dit, la porte de Zeus présente des affinités avec l'architecture de la Macédoine, tel n’est pas le cas des trois autres: édifices doriques “purs”, construits en marbre massif, sans recours au décor appliqué ni au stucage, ils ne présentent aucune des caractéristiques de ce que R. Ginouvès a appelé le

“baroque macédonien"??, Cette remarque amène à douter de l'hypothèse que j'avançais ci-dessus: les édifices de Thasos étant si peu macédoniens (sauf un)

alors que ceux de Samothrace sont réputés macédoniens, on ne peut les réunir dans une même étude. Le fait que le marbre de Thasos ait été utilisé à Samothrace ne serait dû qu'à la qualité de ce matériau et à la commodité de son acheminement par mer, il faudrait donc exclure toute autre parenté architecturale entre le deux îles. Pour s'en assurer, il faut procéder à des comparaisons plus précises. 4. Thasos et Samothrace: le point de vue technique Nous nous en tiendrons dans un premier temps à la comparaison des matériaux et des techniques. Comme je le soulignais ci-dessus, l'importation de marbre thasien dans l'île de Samothrace, où il n'existait pas de tradition architecturale locale, suppose, au moins au début, que les Samothraciens aicnt aussi fait venir des marbricrs thasiens. Cette hypothèse doit être vériliable grâce aux observations techniques (liaisons, appareils) faites sur les blocs conservés, qui sont abondants. D'une façon générale, tous les édifices des deux sites sont construits en appareil isodome, mais avec des variantes: — les deux portiques de Thasos ont un appareil alternant une assise de 22. Ginouves 1993, p. 217.

364

Jacques des Courtils

carreaux et une assise de parpaings au-dessus d’un soubassement d’orthostates; on ignore l'appareil des murs de la salle hypostyle; — les édifices samothraciens sont autant de cas: l'a/tar court avait probablement des murs isodomes de carreaux; le hiéron alternait deux assises dc carreaux et une assise de parpaings; le propylée de Ptolémée était fait de parpaings isodomes; la rotonde d’Arsinoé de carreaux isodomes. Les comparaisons

d'appareil

ne mettent

en évidence

aucune

similitude

entre les deux sites. L'étude des procédés de liaison est rendue malaisée par la généralisation dans l'architecture grecque depuis l’époque classique des procédés les plus simples de goujonage et de liaison horizontale, facteur qui gêne à la fois l'identification d'ateliers régionaux et la datation des constructions. C’est ainsi que les édifices samothraciens présentent une variété de scellements qui ne fournit pas de données vraiment significatives: les agrafes en pi sont de taille plutôt réduite (environ 22 cm de long pour le scellement complet du hiéron ct 2,6 cm de large; le scellement du propylée de Ptolémée est en général plus court — 18 cm — et plus large — 2,5 à 3 cm). Dans l’ensemble, ces scellements ne diffèrent guère de ceux que l’on trouve à Thasos (en particulier, ceux du hiéron sont assez proches de ceux des orthostates de la porte de Zeus et de l'édifice à paraskenia). Les goujons thasiens sont aussi de types variés: on trouve dans les mêmes édifices l'association de goujons carrés perdus et de goujons rectangulaires sur les joints

(en

queue).

Ceux

des colonnes

sont

mieux

caractérisés:

goujon

unique, rond, centré à la stoa nord-ouest; paire de goujons rectangulaires diamétralement opposés à la salle hypostyle. A Samothrace, nous trouvons un autre système: l'altar court, le hiéron et le propylée de Ptolémée ont des goujons de colonne carrés centrés (de sorte qu'il y a parfois un trou de louve en interférence).

Dans la répartition de ces accessoires, ont peut aussi noter des différences: ainsi, pour ne prendre qu'un exemple, le hiéron et le propylée de Ptolémée multiplient goujons et scellements, alors qu’a la salle hypostyle de Thasos, l’utilisation en est plus parcimonicuse (mais nous disposons de peu dc blocs).

L'emploi de la louve paraît avoir été beaucoup plus systématique à Samothrace qu'à Thasos. On notcra enfin que certains édifices samothraciens (le hiéron en particulier) ont des trous de pince très larges et profonds, qu'on pourrait presque confondre avec des mortaises de goujons, détail qu'on relève aussi sur les rares blocs conservés de la salle hypostyle de Thasos.

Thasos, Samothrace et l'architecture macédonienne

365

La comparaison de procédés de liaison ne débouche donc sur aucune conclusion sûre: il y a aussi bien des parentés que des différences entre Thasos et Samothrace. Malgré

les lacunes —habituelles

en ce domaine—

de nos connaissances

en matière de charpenterie, il faut tout de même aussi mentionner les réalisations dont on peut reconstituer les grandes lignes. Trois édifices, parmi ceux que nous avons passés en revue, constituent des cas exceptionnels par la longueur des portées couvertes: le portique nord-ouest et la salle hypostyle de

Thasos, le hiéron de Samothrace??. A propos de la stoa de Thasos, R. Martin a montré qu’il était nécessaire de supposer de la part des charpentiers la connaissance du système de la ferme. La supposition doit évidemment être étendue au hiéron de Samothrace. Quant à la salle hypostyle de Thasos, elle présente le problème de la couverture d'un carré de 15 m de côté! Une charpente à ferme paraît exclue pour des raisons de statique, car cette toiture posée sur une colonnade péristyle n'aurait pas eu d’appui latéral. On est donc amené à restituer une toiture en “voûte galate” formée de carrés imbriqués de dimensions décroissantes?4 pour couvrir son lanterneau et cela permet de mettre en lumière l'existence d’un groupe d’édifices géographiquement proches qui démontrent tout à la fois des avances techniques et une grande maîtrise dans leur utilisation. Cette conclusion n'est pas vraiment surprenante dans une région où le bois est abondant et de qualité. Elle n'en est pas moins à porter au crédit des artisans locaux: la Macédoine, qui était également riche en forêts a peut-être bénéficié de cette avancée technique, si elle n'a pas été le berceau de son invention.

Pour résumer les observations que l’on peut faire sur les édifices des deux sites —qu'on les prenne isolément ou en groupe— on ne constate donc ni similitude absolue ni opposition marquée: les critères techniques ne permcettent pas d'affirmer que les mêmes ouvriers auraient travaillé sur les deux sites, c'est à dire qu’une même équipe ait participé à la réalisation d'un édifice de l’une pour se transporter ensuite dans l'autre et se remettre au travail. De cela, on pouvait se douter en raison de la concordance chronolagique générale des deux chantiers. En revanche, l'absence de différence marquée

laisse place à l'hypothese

selon

laquelle les deux

sites auraient

vu

23. Je n'évoque pas l'Arsinocion, faute d'avoir eu connaissance de la publication. 24, Ce type, rare mais bien attesté, a fait l'objet d'une étude récente: R. Ginouves, Guimier-Sorbets, “Voote *galate’ et charpente macedonienne”, RA, 1994, p. 311-321.

A.-M.

366

Jacques des Courtils

des équipes d'ouvriers travaillant simultanément mais ayant en majorité unc commune origine —ct formation— thasienne. J'ajoute cependant que cette hypothèse ne s'étend pas forcément à l'ensemble des édifices de la période, car les Thasiens travaillant à Samothrace ont aussi pu, le cas échéant. y former des ouvriers locaux, bien qu'une telle idée recèle une vue un peu moderniste des “transferts de technologie” dans l’antiquité... 5. Thasos et Samothrace: les types d'édilices Soulignons d’abord le fait qu'il est illusoire de réunir les grandes constructions du sanctuaire de Samothrace comme s'il s'agissait d’une groupe d'édifices construits par un atelier architectural homogène possédant unc tradition propre. La confrontation des édifices donne une impression différente ct permet, me semble-t-il, de distinguer trois catégories: — un édifice complètement “importé”: l'exèdre de Philippe Arrhidée et Alexandre IV (ou édifice 24), construite en marbre non thasien (je me range à

l'opinion de ceux qui le croient pentélique), dans une technique purement attique (anathyroses, scellements en T) ct avec un plan prostyle et des proportions extraordinairement proches de ce que l'on trouve dans le monument de Nicias;

— des édifices qui dénotent de très fortes influences extéricures: le Τόπιέπος, la rotonde d’Arsinoé et les propylées de Ptolémée Il; chacun d’eux refléte, par sa structure comme par son décor, l'intervention de personnalités architecturales fortes (on a évoqué avec plus ou moins de vraisemblance les noms de Scopas et de Pythéos) οἱ l’on a pu y discerner la marque de courants architecturaux bien repérés: Attique, Péloponnèse, Asie Mineure; — enfin je proposcrai de regrouper dans une troisième catégorie deux monuments dont les particularités architecturales n'ont pas permis le rattachement à une province architecturale: l’altar court et le hiéron. Ce dernicr, qui est l'un des moins caractérisés du point de vue archi(ectural, aurait connu un premicr état comprenant la salle d'initiation que nous connaissons et un porche hexastyle prostyle remplacé près de deux siècles plus tard, en pleine époque hellénistique par le porche dont les colonnes ont été redressées par les archéologucs américains. La date méme du premier état m'inspire des doutes. Du point de vue stratigraphique, elle est établie d'après un lot assez abondant de céramiques. mais

il s'agit de céramique

commune,

difficile par nature à situer

Thasos, Samothrace et l'architecture maccdonienne

367

précisément et que la publication se contente de placer “au IVe s.”, sans

plus?5... Seul le commentaire subséquent rapproche ces céramiques de celles qui ont été trouvées à l’afrar court, édifice daté par ailleurs de 340/ 330, d'où est déduite la date du hiéron. Bien que l'altar court soit daté de façon assez sûre, le rapprochement, fondé sur un matériel de date approximative, ne saurait être considéré comme étroitement contraignant. Les

arguments

architecturaux,

pour

leur

part,

n’emportent

pas

toujours ma conviction. La datation du premier état est fondée sur l'examen de deux groupes de données: le premier prostôon οἱ la décoration murale intéricure. L'existence même de ce premier prostôon ne saurait être considérée comme assuréc. Elle est inféréc de l'existence de fondations inutilisecs dans l'état actuel et de deux dalles de stylobate qui ne sont plus à leur place d’origine. L'auteur de la publication admet n'avoir pas d'emblée reconnu l'existence de ce premier état qui lui paraît au bout du compte bien établie. De l'élévation de ce premier état, rien ne subsiste, et la reconstitution qui en cst proposée (portique hexastyle prostyle, tétrastyle in antis), inspirée de son successeur, fait une part nécessairement tres large à l'hypothèse.

Les

résultats ainsi attcints sont

contradictoires:

le

rapport H entablement / H colonne aurait été de 4,3 οἱ le rapport H entablement / D inf. de 1/1.63. Le premier rapport situe le hiéron dans le voisinage du trésor de Cyréne et de l'altar court, le second l'apparente aux temples de Stratos οἱ à celui d'Athéna à Pergame??. Or les proportions même de la colonne (6.99) l’apparentent aussi tres étroitement à ce dernier édifice (6.96) qui a d'autre part exactement

le même

rapport

H

col/H entablement (4,3»??. Sur ces bases contradictoires, la publication ne cesse d'insister sur Ic caractère

novateur,

déjà hellénistique

de l'édifice ('avant-garde"!"}"*, ce

qui fait que l'on aboutit à un paradoxe: le premier état du prost6on, daté vers 325, serait cn avance sur son époque, alors que celui qui fut construit au Ile 5. pour lc remplacer a des proportions classicisantes! L'analyse des détails de la frisc murale (qui remonte au premier état) montre en cffet un rapport H architrave / H frise de 1/1,16 qui l'apparente aux temples de Stratos (1/1,15) et de Τόρές (1/1,14), mais on sait qu'il s'agit la d'un critère 25. 26. 27. 24.

moyennement

Sumothrace. Samothrace, Samothrace, Samothrace,

3.1. 3, p 3. p 3, p.

sûr.

Le

rapport

p. 145, 172. 212, 213. 90-91. 90-91 et p 212-215,

Η

tacnia

/ H

architrave

est

de

368

Jacques des Courtils

1/8.53, ce qui est un peu en-deçà du Léonidaion

(1/9,25), du porche de

Philon

(1/9,5), mais

(1/9,5) et de la salle hypostyle

de Thasos

inciterait

tout de même à descendre la date de I’entablement. Quant à la décoration murale intérieure, un superbe trompe-l’ail de stuc

pcint

représcntant

une

maçonnerie

isodome

à joints

ciselés

sur

orthostates et surmontée d’un ordre engagé à faux parapet, l’auteur de la publication constate tout d’abord que sa datation n'est pas assurée et pourrait appartenir au 2e état de l'édifice (Ile s.). De fait, “at first sight.

the painted stuccoed walls of the cella... are so strikingly analogous to delian houses in their decorative system as to imply that they were executed

in the second century B.C."?. Dès lors on a du mal à croire que cette décoration puisse récllement dater du [Ve s., car le scul argument positif donné dans ce sens est qu'elle présente une version simplifiée (donc plus ancienne...) des décors de la peinture pariétale délienne.

La fragilité des deux séries de données que je viens de mentionncr me

paraît

inciter à considérer avec beaucoup

de circonspection

la date

ancienne du “premier prostéon” et son existence même. Par voie de conséquence, on devra évidemment se demander si la date de l’ensemble du premier état du hiéron ne doit pas être revuc: aux arguments négatifs énoncés ci-avant, je dois en effet ajouter à présent une considération d’un autre ordre. En effet, bien que les auteurs des différentes publications des monuments de Samothrace aient passé en revue, à l’occasion de l'étude de chaque monument, toutes les possibilités de comparaisons architecturales existant, tant à Samothrace qu'à l'extérieur, un fait ne ressort pas de leurs analyses: c'est la ressemblance étonnante du travail des blocs du Hiéron et du propylon de Ptolémée II, dont j’ai eu l’occasion de m'aviser en examinant

les blocs in situ. Cette

ressemblance

porte en particulier

sur trois aspects: la stéréotomie (ct notamment l'utilisation systématique de blocs en crossette pour les angles), les parements à ciselure périmétrale

et les scellements.

Sous

ces

trois aspects,

les blocs

de ces

deux

édifices, qui different quelque peu par ailleurs, sc ressemblent tant qu'il serait difficile de les distinguer. J'inclinerais donc à proposer pour le hiéron de Samothrace une date au début du [He siècle. Il est tentant de rapprocher la salle hypostyle thasienne et le hiéron de Samothrace, car ces deux édifices présentent des particularités inhabituelles. 29. Samothrace, I, p. 208.

Thasos, Samothrace et l'architecture macédonienne

που

Ces deux bâtiments ont en effet de commun le recours à une forme dorique extérieure, que l'on qualifierait presque d'académique, mise au service d'édificcs dont la destination et le plan constituent des exceptions. Le prostéon hexastyle de ces deux édifices présente des points communs: entablement

bilingue*® (dorique à l'extérieur, ionique du côté intérieur) et plafond à caisson soutenu par des poutres en marbre d’une portée considérable (plus de 6 m.). Dans les deux édifices, cette particularité ne peut s'expliquer que par la forme des poutre, arquées en leur centre?! et constituc une prouesse architecturale inconnue ailleurs à pareille époque. Dans les deux cas, ce pronaos servait de vestibule à une salle de réunion pour laquelle les architectes ont de toute évidence tenté de fournir la capacité d'accucil maximale tout en dégagcant le plus possible la vue: colonnade péristyle à Thasos, suppression de tout support interne à Samothrace. Ce que les grandes salles hypostyles du Ve 5. n'avaient pas réussi à faire (salle hypostyle d’Argos, odéon de Périclès, télestérion d'Eleusis), restant prisonnières de contraintes techniques qui ont multiplié les piliers à l’intérieur, ce que l'architecte du Thersilion de Mégalopolis réussira à faire en traitant le problème avec astuce, mais pour un résultat encore insatisfaisant, cela à été réalisé à Thasos comme à Samothrace, grace à un affranchissement complet par rapport aux plans traditionnels des salles hypostyles, mais grâce aussi à la possibilité d'employer des bois suffisamment longs pour couvrir des portées inhabituellement grandes. L'originalité ne réside donc pas seulement dans la prouesse technique mais aussi dans le fait que cette dernière a donné lieu a l'invention de formes nouvelles. 6. Ordres et style

C'est rencontrons

peut-être

dans

le contraste

Je domaine le plus accentué

des

ordres

entre

οἱ

les deux

du

style

que

nous

sites, ce qui

laisse

cependant la place à des nuances, comme nous allons le voir. D'un point de vue général, les monuments

thasiens paraissent adonnés au

style dorique, alors qu'à Samothrace, la présence de grands édilices doriques (altar court οἱ hiéron) se conjugue avec l'irruption de l'ordre ionique οἱ même de l'ordre corinthien. Ce dernier, particulièrement bien représenté à Samothrace (en qualité οἱ en abondance: rotonde d'Arsinoé et surtout propylon de Ptolémée, avec sa colonnade corinthienne en façade) est, dans l'état actuel de

30. Ce trait se rencontre ensuite à la rotonde ἆ Αγιος et au propylon de l'toléméc. 31. Les éléments sont conserves à Samothrace, restitués à Thasos.

370

Jacques des Courtils

nos Connaissances, totalement inconnu à Thasos. Pour cette dernière il faut nuancer l'apparence “pan-dorique”:

l'intérieur

de la salle hypostyle est entièrement traité en style ionique et la porte de Zeus voit même cet ordre apparaître à I’extéricur. Mais l'apparition des nouveautés est à Samothrace à la fois si soudaine οἱ si éclatante qu'elle y prend un lustre particulier: les propylécs du Téménos et ceux de Ptolémée Il otfrent l'un et l'autre des ordres ioniques complets en facade. L'ordre dorique est mis en œuvre dans les édifices des deux sites de façon tout à fait analogue: c'est un dorique strict, académique, dont les proportions ct les détails décoratifs s'inscrivent parfaitement encore dans la tradition classique. Les métopes n'y sont jamais sculptées. On n’y trouve pas les enrichissements décoratifs (ovolo au-dessus de la frise) qui se rencontrent ailleurs (Argolide).

Les détails de la réalisation sont parfois identiques d'un édifice à

l'autre: ainsi trouve-t-on des capitulum triglyphi aussi bien à l'édifice à paraskenia, à la porte de Zeus ct à la stoa nord-oucst qu'à l’altar court, au hiéron et à la rotonde d'Arsinoé. Ces trois derniers édifices ont également une goutte (ou “nez”) au sommet des demi-glyphes extrêmes, mais ce détail ne se rencontre à Thasos que dans l'édifice à paraskenia (nous ne connaissons pas les triglyphes de la salle hypostyle). Il est difficile de comparer l'emploi des ordres ioniques dans les deux sites, étant donné la différence de traitement dont il y fait l’objet. Il reste que d'un point de vue general, le style ionique que l'on voit à Thasos est d'un dépouillement extrême, en contraste très fort avec le style exubérant ct parfaitement achevé des édifices samothraciens. Je relève cependant à Thasos la présence de denticules dans deux édifices (porte de Zeus et salle hypostyle). Elle n'aurait pas d'importance si ce type d'ornement était déjà présent a Thasos auparavant, mais tel n'est pas le cas. On assiste donc a Thasos a l'irruption du style ionique dans sa variante à denticules. Ce détail en prend une grande importance, car il invite à rapprocher les ordres ioniques des deux sites: à Samothrace, le Téménos et le propylee de Ptolémée II comportent l'un οἱ l’autre la combinaison frise + denticules. C’est un peu comme si la méme idéc avait fait son apparition en même temps dans les deux endroits. pour y διτςο finalement traitée dans des styles très différents... C'est probablement en cffet du point de vuc du style que le contraste entre les deux sites est le plus fort. L'opulence décorative de certains édifices samothraciens (notamment les propylées du Téménos οἱ ceux de Ptolémée 11) s'oppose radicalement au dépouillement complet. on dirait presque à la séche-

Thasos, Samothrace et l'archiecture macédonienne

37)

resse des constructions thasiennes. Les exemples les plus caractéristiques de cet état de chose sont les suivants: — Samothrace pratique systématiquement la décoration des marches dc krépis au moyen de feuillures simples ou doubles. A Thasos, seul l'édifice à paraskenia en comporte;

— les édifices samothraciens sont ornés de moulures nombreuscs: kymation ionique, astragale à perles et pirouettes, kymation lesbique. Au contraire, les constructions de Thasos ne présentent que des moulures lisses. De plus Thasos pratique exclusivement la Kyma reversa, je ne connais aucun exemple d'une autre moulure; — les blocs des murs des édifices samothraciens sont toujours décorés d'une ciselure périmétrale, agrément qui ne se trouve qu'à l’avant-cour de la porte de Zeus. Si les décors utilisés dans les deux sites paraissent donc bien différents, tant dans leur variété que dans leur style, il est tout de même un domaine particulier où l’on a pu constater depuis longtemps l'existence d’unc affinité particulière: il s’agit des simas de plusieurs édifices de l’un et l’autre site. Les analyses de A. Frazer notamment pour Samothrace*2, et la synthèse de G. Roux*? ont montré en effet les flagrantes ressemblances entre les simas de plusieurs édifices des deux sites (profils et surtout forme particulière des rinccaux), au point que G. Roux a pu parler de groupe thaso-samothracien. Quelques édifices péloponnésiens se distinguent du type courant de sima et s’apparentent à des constructions de Samotrace et de Thasos, offrant cn couronnement une ligne horizontale, que celle-ci soit seulement la limite supéricure

du registre

(édifice à paraskenia),

ou soit matéria-

lisée par un bandeau (Tégée, Philippeion, a/tar court", hiéron de Samothrace*, stoa nord-ouest). La salle hypostyle a une sima lisse, mais son profil est très proche de celui de la stoa nord-ouest qui est décorée d'enroulements a trois volutes, manifestant une mode nouvelle, propre à l’atclier thasien et à l'atclier samothracien. Si l’on ajoute que les simas de Thasos et de Samothrace, à la différence des exemplaires péloponnésicns, sont surmontées ἆ απιόfixes indépendantes 32. Samothrace.

(aussi bien structurcllement

que du point

10, p. 190 s. Voir aussi Samothrace , 3/2, p. δ6 5.

33. L'architecture de l'Arsolide, p. 328-331, 34. Samothrace, 4/2, pl. XX XI 35. Samothrace, 3, pl. XCIX.

de vue du

372

Jacques des Courtils

décor), on voit ainsi se constituer un groupe de simas assez bien délimité dans le temps (fin IV s. - début Πέ

5.) et l'espace (Samothrace-Thasos).

qui emprunte quelques traits aux créations de l'atelier argivo-épidaurien mais sans être à proprement parler son rejcton. La mise en évidence dc ce sous-groupe est importante, en raison de la rareté relative de ce type de chéncaux à pareille époque, circonscrit au Péloponnèse du nord-est à l'exclusion de l'Asie Mineure et des îles (ct naturellement de la Grèce de

l'oucst). Il paraît de ce fait difficile de nier que l'émergence du groupe thaso-samothracien résulte d’une influence péloponnésienne. On ajoutcra enfin que les ressemblances que l'on constate à l'intérieur de cc sous-groupe ne concernent pas seulement la typologie des rinceaux euxmêmes

mais

aussi

leur style, beaucoup

moins

exubérant

et sculptural

que

celui des rinceaux péloponnésiens. Thasos, Samothrace et l'architecture macédonienne: ébauche d'un bilan

Si l'on veut esquisser un bilan comparatif des deux premiers sites, il faut cn premier lieu tenir compte d’une donnée que j'ai évoquée au début de cette confrontation: la chronologie. En effet, en admettant que cette dernière soit bicn établie pour les monuments des deux sites, ce qui n’est malheureusement pas entièrement vrai, il faut faire intervenir l’évolution propre au développement des formes et des styles architecturaux. Il est, par exemple, évident qu'un édifice comme le propylon de Ptolémée II serait impensable à la fin du IV© s., dans la mesure où il tire plusieurs de ses caractéristiques principales de monuments d'Asie Mineure (le mausolée de Belevi en particulier) construits à l'extrême fin du siècle. Sous cet angle, on trouve une grande différence entre Thasos et Samothrace: la première est un atelier bien établi, disposant d'une tradition séculaire, autonome et ininterrompue, développant son activité propre au plan local, sans avoir besoin de contributions ni d'inspirations extérieures. Au contraire, Samothrace est un site neuf, ou du moins qui prend à partir du IV s. un essor soudain, explicable par des conditions historiques (la faveur dont les rois de Macédoine ont entouré le sanctuaire) ct que rien dans son activilé ‘

constructrice antérieure ne préparait ni ne permettait de prévoir. La soudaine floraison architecturale que l’on constate à Samothrace a des 36. Faite par G. Roux des 1961 (Roux, L'architecture de l'Argolide, p. 329).

Thasos, Samothrace et l'architecture macedonienne

373

traits généraux bien définis: c'est une architecture de marbre et de grands édifices, deux traits inconnus auparavant dans cette île et qui ont dû y être importés. Mais d’où? Pour un édifice comme la donation de Philippe Arrhidéc et d'Alexandre

IV, la réponse

est claire:

le marbre,

la technique,

la con-

ception et le style de ce petit édifice dorique proviennent tous d'Athènes!?. Mais pour les autres? Etant donné le patronage royal macédonien qui a présidé aux constructions principales du sanctuaire, il est évidemment tentant de chercher en Macédoine les origines de cette architecture nouvelle. Pour caractériser de manière globale l'architecture samothracienne par opposition à celle de Thasos, je remarquerai que dans le sanctuaire des Grands Dieux, en plus des caractéristiques déjà signalées, nous pouvons aussi discerner une forte influence de l’architecture macédonienne. Sans reprendre dans le détail les analyses abondantes et méticuleuses des auteurs des publications des édifices samothraciens, j’insisterai seulement ici sur le décor du parement des murs (ciselure périmétrale sur les assises régulières, mais aussi sur le décor stuqué qui habille l’intérieur du hiéron) et sur la présence, dans le hiéron et dans la rotonde d'Arsinoé (et pour celle-ci à l’intérieur comme à l'extérieur) d'ordres d'étage qui sont aussi des ordres d’applique, dont l’idéc ct la mise en œuvre provicnnent de l'architecture domestique et ont été systématiquement utilisés dans l'architecture monumentale (c'est à dire funéraire οἱ palatiale) de la Macédoine’,

Au total, nous constatons donc un dosage assez curicux de ressemblances ct de différences entre les monuments des deux sites: — ils 5ο rassemblent par le matériau (marbre), la technique de travail de cette pierre (outillage, liaisons), la charpenteric, l'audace architecturale οἱ l'invention, certains aspects du décor (friscs doriques, simas); — ils diffèrent par les plans, l'emploi des ordres, les décors. En définitive l'irruption de l’architecture monumentale de marbre à Samothrace me paraît en partic imputable à Thasos. Jusqu'au hiéron compris (qui présente d’étroiles analogies avec la salle hypostyle), mais à l'exception

du Téménos*”, je crois que l'on peut parler d'un goupe régional, dans lequel on placera aussi bien les ouvriers que les “concepteurs”.

Ensuite, les choses changent: Ics ouvriers restés sur place (ou formés sur 37. Cela montre aussi, réciproquement, la nécessité pour les premiers mecenes Macedontens du sanctuaire de tout apporter dans cette île déshéritée… 38. Voir Ofynthus, VIT et XII 39. Je n'ai pas voulu aborder le probleme particulier que pose cet éditice et la restitution qui en a été proposée, taute d'avoir procédé moi-méme à un examen détaillé de tous les vestiges sur le terrain. M est clair en tout cas que cet edifice est un cas singulier, et méme tres singulier.

374

Jacques des Courtils

place?) se constituent en atelier local, samothracien*®, mais l’architecte de la rotonde d’Arsinoé et celui du propylée de Ptolémée (et peut-être avant eux celui du Téménos) appartiennent désormais à la catégorie de ce que l’on pourrait appeler les “vedettes”, ou du moins les grands architectes internationaux plus ou moins itinérants, au courant des grandes tendances artistiques de leur

temps (et peut-être formés ailleurs que dans la région: en Macédoine, voire en Asic Mineure). Toutefois, la différence qui paraît alors entre les deux sites, l’un demeuré

fidèle à sa tradition locale (ou enfermé

dedans?), l’autre

ayant hérité de cette même tradition mais s'étant rapidement ouvert à des horizons nouveaux, ne doit pas masquer que subsiste entre eux deux unc certaine communauté constituée par le travail du marbre thasien et, jusqu'à un certain point, par sa mise en œuvre.

Pour conclure: — la Macédoine a créé sur son propre territoire, à partir du règne de Philippe II, une architecture caractéristique; — les édifices construits à la même époque dans le sanctuaire royal de Samothrace ne reçoivent pas seulement l'empreinte de l'architecture vernaculaire macédonienne. Ils sont aussi thasiens et éclectiques. Le patronage macédonien du sanctuaire de Samothrace a donc eu des effets d’ordre financier: la construction de grands édifices dédicacés par des rois. Mais leur réalisation a fait appel à des matériaux, des techniques, unc main d'œuvre importés. Vu sous cet angle, le sanctuaire de Samothrace appartient, pour une bonne part, à l'architecture thasienne. Université de Bordeaux If 17, rue du Commandant Arnould F-330 00 Bordeaux France

40. Je rappelle les similitudes trés étroites (parlois l'identité) qu'il y a entre tes blocs du hiéron, ccux du propylon de Prolemée et ceux de la ronde d'Arsinoé. Pour les blocs courants des murs, il est impossible de les distinguer sans recourir aux Mesures.

26

MACEDONIAN ROYAL TRADITIONS IN EARLY HELLENISTIC THRACE C. 340 - C. 270 BC Kamen

Dimitrov

During the last years of the rule of Philip II, the Macedonian royal tradition became the basic creative force in the newborn Hellenistic world. Under Alexander the Great it spread to the East through the Macedonian military campaign. After Alexander’s death, it was maintained by the diadochoi, who descended from the Macedonian military aristocracy, the social basis of the royal tradition. Developing their status from satrapal to royal, the diadochoi remained the principal keepers of the tradition after the abdition of the last Argeads. They modified some aspects of the tradition according to the particularities and the actual needs of the rule in the areas under their control. From 280 onwards the epigoni were those who continued the Macedonian royal tradition. Thrace is one of the first regions incorporated in the Macedonian Empire. The present draft operates mostly with well-known factology. Its aim is to outline the main fields of the penetration of the Macedonian Royal tradition and its importance in the historical development of the local communities in Thrace. In 340 Thrace was converted into a Macedonian strategia. From this year onward, the Macedonian royal tradition was the main administrator of the region. The governor of Thrace was under the jurisdiction of the viceroy Antipatros!. The Greck colonies accepted readily the administrative hegemony of the Macedonian kings. Some of them, especially the Pontic centers, acted as mediators between Philip II and the Thracian and Scythian communitics?. The Macedonian king manifested the phil-Hellenic tendencies in the Macedonian royal tradition, taking into consideration some aspects of the city freedom. Most of the cities, even the biggest enemy of Philip in the area —Byzantion,

retained their coinages?. The Macedonian royal currency obviously substituted 1. Η. Bengston, Die Strategie in der hellenistischen Zeit 1. München, 1937, p. 44. Contra: ct. G. Saita, “Lisimaco di Tracia”, KoKafos I (1955), 62-63. 2. Pomp. Troe IX, 2. 3. €. Lorber, Amphipolis. The Civic Comage in Suver and Gold, Los Angeles, 1990, 68-78.

370

Kamen Dimitrov

the older civic coinages in their pan-Balkan and pan-Mediterranean role, restricting their production to small silver and bronze of local importance. This tolerance Was an element of the entire monetary policy of Philip, together with the development of the Macedonian regal strikings*. After the death of Alexander the Great, Thrace went under the rule of Lysimachos. In 305 he adopted a royal title, just like the other diadochi. In the years before the foundation of Lysimachia in 309, the main center of Lysimachos was situated on the Pontic shore’. The fortress of Tirisis, today cape Kaliakra, is mentioned as one of Lysimachos’ treasurics®. During the satrapal period of Lysimachos, two rebellion uprisings of the Pontic cities were noted. Normally

they are cxplained with the cruel administration of Lysimachos’. Recently Burnstcin named this thesis “a modern scholarly myth"8. Silver autonomous coinage is attested in Histria in 315-305 BC®. The archaeological excavations revealed extensive trade between the West-Pontic cities and the Thracian hinterland under Lysimachos!®. Some hoards with gold Macedonian staters were found in the same area. We come to the conclusion that Lysimachos uscd the commercial expericnce of the Pontic colonies, possibly in 305 when supplying the besieged Rhodos with corn!'. Obviously the tendency to administrative harmony was more permanent, and in this respect Lysimachos kept closer to the traditions of Philip and Alexander not to exploit, but to organize and to simulate the rich experience of the Greck communitics. We may assume thal the uprisings against Lysimachos were provoqued by external factors. No uprisings of Greck citics are attested in the regal period of Lysimachos’ rule (305-281). Obviously they respected the international jurisdiction, which approved the hegemony of the new dynasties of the diadochi. the continuers of the Macedonian royal tradition. A prominent demonstration of the Maccdonian royal tradition in Thrace is the foundation of new citics, the urbanization and the colonization of old Thracian settlements. New by founded 4. O. Picard, “Thasos οἱ la Macedoine au IVe et Ille siècle”, CRAZ (1985), 764 sqq. 5. P. Detlev, “Le royaume thrace de Lysimachos: Quelques problemes du territoires”, XIV Symposium de thracologic, Baile Herculane, septembre 1992. Same text: Balkanski drevnosti, 2, (1992), 52 (in Bulgarian). On Lysimachos see H. 5. Lund, Lysimachus. A study in early Hellenistic kingship, London / New York 1992. 6. Strabo VII, 6,1. 7. Chr. M. Danov, Alterakien (1976) 346, 347. 8.5. M. Burnstein, “Lysimachos the Gazophylax:a modern scholarly myth?", Nickle Numismatic Paper (1984), 57-08.

9.K. Dimitrov, The Treasury of Lysimachos,

CD ROM Solia, 1996/1997, Part Il: Mints.

10, See the paper of Dr T. Styanov in this volume. fam me common with his Manuseript. It. K. Dimitrov, ορ ο, Part [ιν History.

indebted to Mr Stoyanov for making

Macedonian Royal Traditions in Early Hellenistic Thrace c. 340 - c. 270 BC

377

centers are monuments of the Macedonian royal tradition, representing the Maccdonian rulers as city founders like the Hellenic heroes. Philipoppolis and Lysimachia bear the names of their founders. The tradition of the Macedonian kings to appear as founders of new citics was reflected in the Thracian dynasty of Seuthes III. His capital was founded after a dynastic decree and received the name of Seuthopolis. It was a city of the so-called “royal type” with military and administrative functions!2. The Macedonian royal tradition was of paramount significance as organizer for the non-Greck communities in Thrace. The supreme domination was based on the right of succession or on the “spear-won land”. As the winner of the Odrysian royal dynasty, Philip Il expropriated its function. The secondary rulers —the dynasts— became his vassals. Philip introduced new dynasts of Macedonian origin in some areas of strategic importance. On the lower Ηςbros appeared Philetas (Philemon),

Korragos (?) and Adaios, probably

repre-

sentatives of the same dynasty!?, The Macedonian royal dynasty approached the Thracian communities also through dynastic marriages. Philip himself married the daughter of the Getic dynast Kotclas. Lysimachos marricd a Thracian princess!4. Some attempts of the dynasts to throw away the Macedonian hegemony are known as well, Seuthes III fought against the administration of Alexander the Great and against Lysimachos as satrap!5. There is no information about similar attempts after 305. It scems that the royal supremacy of Lysimachos was recognized by the local dynast. No onc of them, with the excption ot Spartokos, put a royal title on his coinage. The death of Lysimachos did not bring any changes. The powerful dynast Skostokos ruled over the middic and the lower courses of the Hebros with the city of Acnos for some period in the seventies of the 3rd cent. He did not adopt a royal title!9, Obviously, he respected the royal hegemony of Scleukos I and of Antigonos Gonatas. The first of them acquired the royal power over Thrace as the victor of Lysi12. D. P. Dimitrov and oth., Seathopolis, 1, Sotia, 1984; K. Dimitrov, VI. Pencev, Seuthopolis, 2. Solia, 1984. 13. K. Dimitrov, “Adaios: izvori, identilicacia, chronologia E datirane” (in Bulgarian), Terra Antiqua Balcanica Hf (1985), 94-104, ct. J. Jurukova, Monetni sakrovista ot balgarskite zemi 1. Monetite na trakiiskite plemena 1 Vladereli (in Bulgarian), Sofia, 1992, 142-152, who dates Adaios to 270/260-245/240 B.C. 14. Athen. XTIES57; Paus. 1 10.4. 15. Curt. Ruf. ΙΧ, 24445: Diod. 18.14.2-4.19,73.1-10. 16. K. Dimitrov, “The ‘Tracian royal dynasty in Cabyle in the Early hellenistic epoch” (in Bulgarian, English summary). fstoriceski pregled, 3. (1987), 49-57; cl. D. Draganov, The coinage of Cabyle (in Bulgarian, English summary), Solia, 1993, 11-24, who dates Spartokos to €. 281-277 BC.

378

Kamen

Dimitrov

machos!?, The second, being king of Macedonia, was king of Thrace as well, after the unification of both lands in 288 under Lysimachos. In IGCH 1731 Seuthes III, his heirs and Spartokos are not named “kings”. However, they settled the interdynastic problems without the participation of Lysimachos. This is an indication of actual, but not officially recognized independence ot the Thracian dynasts. The adoption of a royal litle by Spartokos, engraved on his coins, is an exception to the general rule. It could occur only in 293-292 while Lysimachos was held captive by the Getic ruler Dromichaites. This is the only period when the succession of the royal power descending trom Philip I] was interrupted. Spartokos had the city of Cabyle as his capital. The city was colonized and fortified by Philip II. The royal title of Spartokos guaranteed his rule over mixed population of Hellenistic type. The title derives from the Macedonian royal tradition in its Hellenistic variant. The club of Herakles, the divine progenitor of the Macedonian dynasty, is engraved under the royal portrait'®. After the death of Alexander, Thrace was influenced by some demonstrations of the Macedonian royal traditions coming from Hellenistic rulers, chiefly based outside the area. The proclamation for freedom of the Greek citics in the traditions of the Temenid's propaganda, the diplomacy and the financial support of Antigonos brought about the revolts of the Pontic colonics against Lysimachos. The neighbouring Thracians and Scythians joined them and the South-Thracian dynast Seuthes III as well!”. Obviously, this was one of the culminating points in the international activities of Antigonos to the North following the plan program to restore the unified Empire of Alexander the Great. Surely Antigonos used the influence of Miletos as founder of most of the Pontic colonies, and their good relations with the neighboring communities as well. One second similar case is attested in Thrace in the 70-s of the 3rd century BC. The Greek citics in the Propontis regions of Thrace and Asia Minor formed the Northern League with pro-Antigonid and anti-Selcucid

orientation, The main Thracian figure in the League is supposed to be the dynast Skostokos, whose territory was the strategic rear of the League. Its members coined /ysimachi. Those of Skostokos were struck at Aenos. Dic-cutters from Lysimachia and Macedonia were involved in that dynastic pro17. F. Walbank, “Antigenos Gonatas Afihailov, Sotia 1995, 501. IS. Supra, nate 6, 19, Diod.

in Thrace (281-277 B.C.)", Studia in honorem

Georgi

19.73.1-10.

20. R. Mathisen, “The activities of Antigonos Gonatas 280-277 B.C. Heraklcia, Concerning Herakleia’, The ancient world, I (1978), 71-74, note 22.

and

Memnon

ol

Macedonian Royal Traditions in Early Hellenistic Thrace c. 340 - c. 270 BC

379

duction, which was the most abundant in the area. In the huge hoard of Philippopolis (IGCH

869) the issues of Skostokos occur with military “Alexanders”

of Antigonos Gonatas?!. The Macedonian royal tradition of the Antigonids was again the central force in this mixed union. Antigonos II appeared as the supreme ruler of Thrace and leader of an alliance of Hellenic cities??, The Macedonian royal tradition in Thrace could be noted in the military

history. The strategos Sitalkes in the army of Alexander? reflects the building of an international Empire. The economy of Thrace and the coinages were also affected by the Macedonian royal tradition. First we have to notice the tax of 1/10 on the production of the strategy?4, According to Ellis, after 340 Thrace opened its gates to

the Macedonian trade?5. The Macedonians obviously expropriated the commercial links of Thasos with the Thracian hinterland. Emporii like Pistiros with participation of Thasians, Maronians and Apolonians2® surely went under Macedonian control. The royal tradition is clearly involved, because the main tool in that process was the coin policy of Philip and Alexander. According to Picard, the silver tetradrachms of Thasos disappeared c. 335 BC as useless

after the invasion of Philip tetradrachms2’. Their distribution in Thrace duplicates the spread and the commercial importance of the Sth century issues of

Thasos?8, The massive penctration of Macedonian regal issues in Thrace is reflected in more than 200 hoards and thousands of isolated specimens. An important

21. Κ. Dimitrov, The treasury of Lysimachos, Part Il: Mints (Aenos). 22. Ct. Ε. Walbank, op.cit., 509: “Lysimachia continued to mint coins of Lysimachus and never went over to coins of Antiochus I, which suggests that the arca of coastal Thrace east ot Nestus remained a sort of no man’s land between the Antigonid and the Scleucid kingdoms”. It seems that Lysimachia continued the striking of “lysimachi” even under Antiochos IJ, simoultaneously with silver with the name and the portrait of that ruler, cf. K. Dimitrov, The Treasury of Lysimachos, Part Il: Mints (Lysimacheia). Thus the posthumous “lysimachi", normaly considered as “antiseleucid demonstration” of the Propontic cities, cf. Η. Seyrig, “Parion au Ille siècle avant notre ere”, Centennial publication of the American Numismatic Society, 1958, 603-625, in fact could not be absolutely relevant to their political belonging or orientation. 23. Arrian Anab. 1.284. 24. Diod. XVI. 71, 1-2. 25. J. Ellis, Philip I and the Macedonian imperialism, London 1976, 71. 26. V. Velkov, EL. Domaradska, “Kotys I (383/2-359) et l'emporion de Pistiros en Thrace”, BCH (18 (1994), 2-15; Chr. Veligianni, “Abdera, Maroneia, Ainos und der Odrysenstaat", TERM PIA, tomos Α΄ (1995), 136-172, 27.0. Picard, op.cit. 28. K. Dimitrov, “The development of Thrace in the Early Hellenistic Age (340-270 BC) according to hoards of coins of Philip IE and Alexander the Great types" (in Bulgarian, English summary), Istoriceski pregled, 2 (1990), 20-38, Idem, The Treasury of Lysimachos, Part E Tistory.

380

Kamen

Dimitrov

feature of the monetary policy in strategia Thracia was the imposition of the Macedonian bronze coins as a mean of considerable administrative payments. The coins covered rapidly the private transactions and the every-day turnover. The massiv import of Macedonian royal bronzes ceased after 310 BC. A regular penetration of “alexander” silver issues began in the same period. One may explain the change with a new policy of Lysimachos, who obviously started effecting his large payments in silver, provided by the Amphipolis mint. Another reason was the development of the Western pontic trade with Asia Minor after the unification of both areas in 301

The disappearence of the Diadochi c. striking of Macedonian regal issues. The Pontic cities appeared immediately after pressed their recovered independence. The

BC.

280 BC did not bring to an end the first Alexander-type issues of the the death of Lysimachos and exPropontic citics with Skostokos in

Acnos preferred to strike /ysimachi. The lack of bronze currency for the local

market

after

Mesambria,

310

BC

was

compencated

Apollonia, and-from

with

large

civic

strikings

of

c. 280 BC onwards-of Odessos2?. The Thra-

cian communities imitated most frequently Philip II tetradrachms, the first examples being attested c. 315 BC. Some of the imitative mints were localized to earlier dynastic centers”. One may suppose that Maccdonian royal types had not only economic, but also propaganda meaning for their issuer. The Greck cities might accept them as the symbol of the pan-Hellenic idea defended by the Macedonian kings. The local dynasts might stress some links (let's remember once again the marriage of Philip II and the daughter of Kotelas) with the Macedonian royally. The Macedonian royal symbolism is attested in some coin types of local dynasts. They used the head of Alexander the Great, the head and the attributes of Zeus, the club of Herakles and an 8-pointcd star. The links with the Macedonian royality were a very strong argument in support of the dynastic authority and both in the territory under control and among the neighbours*!. | At the end, a few words on the cults related to the Macedonian royal dynasty and found in Thrace have to be said. New by-founded and colonized cities in Thrace were natural centers of the

cult of the founder.

In Lysimachia the founder was worshipped in a /ysima-

29. Supra, note 28. 30. G. Le Rider, Le monnayage d'argent et d'or de Philippe H, Paris, 1977, 396-400; supra, Hate 28, 31. K. Dimitrov, “Dynastic coinages in Thrace in the early hellenistic age (340-270 BC): Images, Tradibons, Ideology”, Bulgarian Historical Review, 2 (1989), 67-74.

Macedonian Royal Traditions in Early Hellenistic Thrace c. 340 - c. 270 BC

381

cheion*?. The spread of the cult of Heracles, the progenitor of the Macedonian royalty in Thrace, coincides with the transformation of the region into Macedonian Strategia. However, it was a matter of different political speculations. Philip II wanted to erect a statue of Herakles in the territory of the Scythian ruler Atheas as sign of claim on their heritage. Atheas agreed the statue to be erected, but insisted to do it himself. He considered himself to be a descendant of Herakles, i.e., equal in origin to Philip II, and advanced this idea in order to defend his right to political independence. The cult of Herakles was not a civic cult in Kabyle (IGCH 1731), but it surely represents an essential element in the propaganda constructions of Spartokos. The official cult in Seuthopolis is that of the Great gods the temple being integrated in the royal Palace of Seuthes III. One other Thracian dynast of Macedonian origin —Adaios— erected on Samothrace an altar dedicated consecrated to the same deities?3, The spread of the cult among the local dynasts was certainly influenced by the preferences of Philip Il and Alexander the Great to the same cult. The cult of the local ruler in Thrace also followed the model of the Macedonian royal tradition. A Thracian ruler from the first half of the 3rd century is depicted in the tomb of Sveshtari. He is on horseback, receiving a wreath from a goddess. A bull horn is represented on his head, as a sign of divine power. This iconographical and ideological practice is common for Demetrios Poliorketes and Seleukos I. Obviously the cult of that dynast follows the ideological model of the cults of the diadochoi, derived from the

Macedonian royal tradition. Summing up. The Macedonian royal traditions were the principal factors for the historical development of Early Hellenistic Thrace, well documented by the related practices in the area. Once introduced after 340 BC, they were accepted and modified both by the Greek and the non-Greek communities in the area in order to mect their actual needs. Generally speaking, Thrace was no exeption in the rest of the Hellenistic world, some local specifitics being

also attested in that land", Ivan Assen 37 BG - 1124 Sofia Bulgaria

32. App. Syr. 339-341, 33. Pomp. Trog EX. 2. 34. K. Dimitrov, “The image of a Thracian ruler in the Svestari tomb" (in Bulgarian, English summary),

Terra Antiqua

Balkanica Acta II, (1988).

35. Supra, notes 12-13,

27

POPULATION STRUCTURE (Sth4th c. B.C.)

L.

Domaradzka

/

M.

OF

PISTIROS

Domaradzki

Positioned between the coast of the Aegean Sea and the curve of the Carpathian Mountains, Thrace has always been an important source of raw materials for archaic and classical Greece. Settlements and centres of production which have not bcen well studied have left to the following generations a number of blank spaccs, among them, the necessity to compile a list of the materials imported from Thrace and of the ethnic structure of the buyers and merchants who criss-crossed the Thracian lands in the 6th, Sth and 4th centurics B.C. The ancient centre of Pistiros by the village of Vetren situated in the valley along the upper reaches of the Maritsa (ancient Hebros) has been studied since 1988. It has reveal an unsuspected ethnic variety among the people serving the network for providing raw materials in Thrace. The name of Pistiros has come down to us in an inscription discovered in 19901, It was founded in the middle of the 5th century B.C. but the latest finds show that even in earlier days the place had been a site of human activity-ancient pottery similar to that of Sindos and other materials dating back to the 6th c. B.C. have been found. Pistiros has a fortress wall, which, judging by the materials and the technique of ils construction, is similar to the fortifications of Thasos thus standing apart from the surrounding Thracian settlements of the time. The street which is covered with stone slabs, the architecture, the buildings with stone foundations must have strongly impressed the visitor and still bear testimony to the wealth of its citizens. Over the last nine years the eastern gate and the space adjoining it have been excavated. The centre of Pistiros, Situated on a terraced river bed 3-4 meters lower than the line of the fortifications, is yet to be uncovered (Fig.

LV.

Velkov, L. Domaradzka,

BCH 118, 1994,c. 1-15.

«Kotys

1). More than 700 coins, a huge ammount

I (383/2-359) et l'emporion

de Pistiros en Thrace»,

384

L. Domaradzka / M. Domaradzki

imported from Grecce line pottery, amphorae, wcights and trade seals unequivocally suggest that trade was the major occupation of the inhabitants of

Pistiros?. A case

in point

present

the materials

situated by the eastern gate (Fig.

discovered

in Building

No.

1.

1). There is an indicative lack of household

objects. The open character of the rooms and the position of the building at the beginning of the street leading through the monumental eastern gate suggest

that it was used for the needs of commerce’. One of the surprising finds in Pistiros are the quarters of pits with traces of ritualistic activity. In all of those excavated by now copper and iron slag as well as moulds were found, which confirm the idea that Pistiros was founded as a centre for processing the copper and iron ores in western Thrace’. Though excavations are still in their carly phase, epigraphic data allows us to reconstruct the ethnic structure of the inhabitants and visitors of Pistiros. Conclusive evidence about visitors from the Greek poleis can be found in the inscription mentioned’. It gives the name of the place as Πίστιρος (Il. 14, 22-24, 33) and that of its inhabitants as Πιστιρηνοί (1. 16). The inscription also regulates the preservation of the life and property of the inhabitants of Thasos

Ouotot (I. 33), Apollonia ᾽Απολλωνιῆται (i. 32) and Maroneia Μαρωνῖται (I. 27-28) «who are in Pistiros (ὅσοι ἐμ Πιστίρωι εἰσίν)» (I. 33).

According to the linguists the name Pistiros is Thracian, and, prior to the discovery of the inscription, has been known through references by ancient authors®, Herodotos mentions a town of Πίστυρος (perhaps close to the mouth of the Nestos river). The grammarian Aelius Herodianus (2nd c. AD) mentions Pistiros as a Thracian emporium. His evidence is later repeated by Stephanus of Byzantium who distinguishes between Pistiros, the emporium in Thrace, from the polis with a similar name Βίστιρος/Πίστιρος. On the basis of linguistic correspondences in transformed forms the toponyms Πίστιρος, Βίστι2.J.lurukova, M. Domaradski, «Nov centär na trakijskata kultura - s. Vetren, Pazardzisko» (rés. Nouvel centre de la culture thrace - Vetren, la région de PazardZik) (Notes préliminaires), Numizmatika XXIV, 1. 1990, p. 1-24; M. Domaradzki, «Pistiros - centre commercial et politique dans la vallée de Maritza (Thrace)», Archeologia (Warszawa) XLIV, 1993, p. 35-55; M. Domaradski, Trako-gracki targovski ornosenija (= Emporion Pistiros vol. 1), Septemvri 1995. 3. G. Lazov, «Pithoi tram the excavation ot the emporion Pistiros», (in) Proceedings of the symposium «Thasos. Matières premières et technologie de la préhistoire à nos jours» (in print). 4. Studies by M. Domaradzki, Z. Archibald and D. Bogdanova. For preliminary information see M. Domaradzki, «An interim report on archacological investigastions at Vetren-Pistiros, 19881994», (in) Pistiros, vol. E, Prague 1996 (in print). §. See note |. 6. D. Detschew, Die thrakischen Sprachreste” . Wien 1976. c. 370; T. Lazova, «Pistiros in the ancient lexicography», (in) Pistiros, val 1, Prague 1996 (in print).

Population structure of Pistiros (Sth-4th c. B.C.)

385

006, Πίστυρος, Πύστιρος and Κύστιρος have been referred by scholars of the Thracian

language

to an early toponymic

layer.

Data

about

a polis by the

name of Πίστυρος/Βίστιρος and an emporium called Πίστιρος can be interpreted in two ways. Either settlers from the Thracian polis (a colony of Thasos) got to the upper reaches of the Maritsa river in Thrace to create an emporium

of the same name, or, that there existed two Thracian settlements

which had similar names. The inscription defines in several ways the population regulates

ἐμπορῖται

whose status it

(Il. 5, 8, 11, 13, 18, 25), Πιστιρηνοί (I. 16), Μαρωνῖται

(1. 28-29), Απολλωνιῆται (I. 32) Θασῖοι (I. 33) door Ep Πιστίρωι εἰσίν (I. 33), συγγενεῖς (I. 7), οἰκητόρες (I. 38); Θρᾶικες (Il. 8-9), ἐπαυλισταί (I. 12). The mentioning of ἐμπορῖται along with ἑμπόρια (I. 23-24, 35) and ἐμπόρια Behava TIpaoe[.w]v (1. 24-25) suggests the possibility that perhaps apart from the emporium Pistiros, familiar to ancient authors, there existed other emporia as well. In 1.8 this group has been clearly defined as separate from the Thracian ethnos with whom live παρὰ τοῖς Θραιξίν (I. 8-9). The term ἐπαυλισταί (1. 12), which appears in the inscription for the first time, is the one which presents a problem and can be interpreted as referring to some part of the Thracian population (may be one with specific military functions?) who should not be sent to the emporitai. The population of Pistiros has been called Πιστιρηνοί as opposed to the ethnicon Πιστιρίτης mentioned by Stephanus of Byzantium. It is the former whose problems form the gist of the document. People from Maroneia, Apollonia and Thasos have been mentioned as living in Pistiros. Whether Apollonia is the one by the Aegean Sea or Apollonia Pontica, which was an important flourishing centre at that time, we cannot say with certainty. Three inscriptions have come down to us from Pistiros. Two of them were originally discovered in the 19th century but have been lost’. On them were inscribed Greek names —the personal names Διονύσιος and Διοτρέφης, and that of the ethnicon ᾽Απολλωνιάτης. The way the dead person was called is also Greek ---Λιονύσιος Διοτρέφεος. The third inscription was found during the excavations in 1990 and also bears a Greek personal name -υ-Μητροφῶν. Since only fragments have come down to us, just the final letter of the dead person’s name Z has remained from line one. From the patronymic on line two Μητρο[φ]ῶντος the letter ® has been proposed by us as a possible

7.6. Mihailov, Inscriptiones Graecae in Bulgaria repertae, vol. 11, 1, Serdicae

103, Nr 1067-1068.

1961, c. 102-

356

L. Domaradzka / M. Domaradzki

addition®. By relating the data from these three inscriptions to the information from the Vetren inscription we infer that representatives of Greek poleis «had not just benn to Pistiros» but had also died and had been buried there, receiving the final rites and a tomb stone. The graffiti, over 140 in number, discovered during the excavations, present us with a much more varied information about the population of Pistiros and its visitors?. The most numerous among them are those interpreted as owners’ names, or as dedicators’ names to a deity (over 60%). Most of the graffiti are abbreviations, initials, two, three or four letters of a name,

ΑΞΙ- ΑΠ-, ΑΠΛΟ-, ATI-PY-, AI-, AIKH-, EOP-, IE-, K-, ΚΑ-, ME-, ΜΗ-, ΜΝΕ-, ΜΟ-, Ν-, NYM-, ΠΡΙ-Κ-, ΠΡΙΛ-, ZA-. ZEY (Fig. 2: 2-3, 6-13). The better part of them can be interpreted as possibly Greek names!°. There are a few graffiti where the names have been wholly preserved: Zroxn, Levins MII, Εβρυζεμλι(ς), Εὐκτῆ or Εὐκλῆ, Δήλ(ιος) Φιλιππίδης (Fig. 2: 1, 4-5). There the predominance is of Thracian names, which had been known before the discovery of the graffiti from other ancient sources, such as inscriptions on stone, coins, etc., but which appear in Pistiros already in graffiti!!. It is interesting to make a comparison with the graffiti discovered during the excavations of Seuthopolis which are about 121 in number. Among them there is one

Greek

name

which

has been

wholly

preserved

(Αριξένος)

and one

which has been interpreted as a dedication to Heracles (Ἡρακλεῖ). Most of the names have been interpreted as Greek and only in two cases scholars have suggested that the abbreviations (ΣΕΥ- and TAP-) stand for Thracian names"?.

The

analysis

of the archaeological

8. L. Domaradzka,

material

«Inscriptions découvertes dans le Haut

is difficult and relies on

de Maritza (ancient

Hébros)»,

Archeologia (Warszawa) XLIV, 1993, p. 56, Nr 5. About the name Μητρυφῶν see W. Pape, G. Benseler, Worterbuch der griechischen Eigennamen, Braunschweig 1911, p. 920; E. SchônertGeiss, Die Miinzpragung

von Maroneia (= Griechisches Münzwerk.

Schrilten zur Geschichte und

Kultur der Antike, 26), Berlin 1976, p. 26. 9 L. Domaradzka, «Grattiti from Pistiros», (in) Pistiros, vol. I, Prague 1996 (in print). 10. About the possible Greek names see W. Pape, G. Bensler, Worterbuch...; F. Bechtel, Die histarischen Personennamen der Griechischen bis zur Kaiserzeit, Halle 1917; F. M. Fraser, E. Matthews, A Lexicon of Greek Personal Names I, Oxford 1987. 11. For the Thracian names sec D. Detschew, op. cir.. p. 434-437; Y. Youroukova, Coins of the Ancient Thracians (= B.A.R. Sup. Ser. 4), Oxtord 1976; J. Iurukova, Monctite na trakijskite plemena i viadeteli (= Monetni sakrovista ot balgarskite zemi, vol. 1), Sotija 1992; N. Firatli, Les stéles lunéraires de Byzance greco-romaine avec l'index commenté pur L. Robert, Paris 1964, p.

73-74, Nr 79, p. 184, 12. M. Citikova, «Antitna keramika» (sum. Ancient

1984, p. 81-83.

pottery), (in) Sevtopolis, vol. I, Sotija

Population structure of Pistiros (Sth-4th ο. B.C.)

387

hypothesis because of a number of reasons. Two of them are of crucial importance. The studied area comprises only 2-3% of the territory of the emporium. So far, the eastern gate, the building adjoining it, the street leading into the centre of the emporium, a part of a religious site to the south of the gate, two pits (with possibly religious function) to the northwest of the gate and some

small areas at the west end of the emporium have been studied!?. Of the three phases which describe the development of life in the emporium the one best studied is the third (3rd-2nd century B.C.). The second one, from the second quarter of the 4th and the beginning of the 3rd century, is relatively well studied, while the first one, dated between the middle of the Sth century and the beginning of the 4th century, will be an object of future study. At this stage we have uncovered complexes revealing different aspects of the once living culture, i.e. the eastern gate, the street leading to the centre and building No. 1 (which had a commercial function) and which displays traces of a fire from the beginning of the 3rd century B.C., as well as objects dropped on entering the emporium such as coins. The pits discovered in the western part and their contexts will be analysed in the future but most probably they do not have an economic function. The second very important reason which impedes the interpretation of data lies in the state of knowledge about Thracian settlements, inciuding the ones down the Maritsa and Tundja rivers. We can compare our results with those of the finds of imported ceramics discovered nearby Simeonovgrad and Plotinopolis (modern Aya Petra near by Didymoteichon) which date back to the 4th century B.C. and the odd finds in the settlement under modern Assenovgrad which are from the same period!4. The finds from the site of the settlement which existed before Philippopolis (the 5th-4th centuries B.C.) have not been published. Though founded about the year 320 B.C., Seuthopolis provides our major frame of reference, since the contexts of Kabyle which date back to the 5th-4th centuries have not been published either!$. Because of these reasons we shall consider some aspects of the political status as well as problems concerning the ethnic interpretation of the material 13. M. Domaradzki, An interim... 14. D. Aladzov, N. Dimov, Simeonoverad of drevnostta do 1885 godina, Simeonovegrad

1993,

p. 26-41; E. Skarlatidou, «Plotinopolis: problemes de la ville preromaine», Pulpudeva 6, Sotija 1993, p. 194-205; K. Zuglev, J. Kaludova, «Kam istorijata na antitnoto seliste pri Asenovgrad» (rés. Sur l'histoire du site antique près d’Assenoverad), Arheologija IV, 1, 1962, p. 35-43: K. Zuglev, «Proizhodat na Stanimaka i negovijat oblik prez antitnosita i srednovekovieto» (rés. L'origine de Stanimaka et son aspect ethnique pendant l'Antiquité et Moyen Age). Izvestija na Etnogralski institut i muzej 9, 1966, p. 51-74. 15. Sevtopolis, vol 1, Solija 1984.

388

L. Domaradzka / M. Domaradzki

discovered in Pistiros: — of the over 700 coins discovered so far, 130 were minted by the Thracian kings Amadokos I, Kotys I, Amadokos II and Teres II. This makes us suppose that these kings were rulers of Pistiros. There seems to be a relationship which is characteristic of Thrace and is based on the interpretation of the material from Seuthopolis. The coins minted under Seutes III took over the markets at home and ousted the coins of the Macedonian rulers!9, As Thrace came under Macedonian rule, in Pistiros Macedonian coins supplanted those of the Thracian kings, while Seuthes III went on using his own coin (300 coins of Philip II, Alexander III and Lysimachos have been found). In other words, up to the conquest of Thrace by the Macedonians Pistiros was under Thracian rule and afterwards passed into Macedonian hands. — in the section lying to the south of the bastion, close to the supposed place for religious rituals, two whole oinochoe and a fragment of a third one, decorated with stamps of Dionysian cult scenes have been discovered. They represent a «silen abducting a maenad» and a «satyr mask»!?. Compared with the deity which guarantees the permanence of the contract in the Vetren inscription (Dionysos, 1.3) as well as the presence of silver and bronze imitations

of Thasos

staters

showing

the

same

scene

(the

abduction

of a

maenad by a silen) which have been found in and around Pistiros, pose the question of the relationship of its citizens with the oracle of Dionysos!#. We know that the latter was in the same part of Thrace. According to us it was in the north-west part of the Rhodope. The discovery in Pistiros of a ritual class of Thracian pottery, characteristic of the north-west Rhodope is yet another proof of the close links between its population and the Bessi, the family who served the Oracle of Dionysos!?. The last fact to which we would like to draw attention concerns the Attic pottery discovered in Pistiros. It dates back to the middie and the second half of the 5th century, the better part of it being from the 4th century B.C., the time of the greatest flowering of Pistiros. The ratio between the painted vessels and those black glazed is 1:4 or 1:5. It is extremely difficult to 16. K. Dimitrov, «Monetna cirkulacija v Sevtopolis (II polovina na IV-I tetvart na HI v. p.n.e.)» (Coin circulation in Seuthopolis (second half of the 4th century - first quarter of the 3rd century B.C.), Sevtopolis, vol. 11, Sotija 1984 -Antitni i srednovekovni moneti, p. 42. 17. M. Domaradski, Trako...., p. 67-68.

18. Y. Youroukova,

M. Domaradzki, «Emporium

Arheologia-Nov Balearski universitet, vol. V-K,

Pistiros», Godisnik

na

Departament

1996, 215-220.

19. M. Domaradski, «Trakijskata kultura prez kasnozeljaznata epoha v Rodopite i gornite poreïija na Marica,

Mesta i Struma», (in) Trakijskata kultura

Marica, Mesta i Struma, Smolian 1990, p. 39-40.

v Rodopite

i gornite poretija na

Population structure of Pistiros (5th-4th c. B.C.)

389

establish the exact ratio since most of the objects are fragmented. Craters have a specific profile, their edges being decorated with painted egg-shaped strips and laurel leaf friezes, which is a good distinctive feature; the shards discovered so far are close to 4020 (Fig. 3: 1-9). The variety and wealth of ancient pottery discovered in Pistiros is similar to that of other ancient centres along the Aegean and Black Sea coasts (cf. Olynthos, Apollonia, etc.). It can be concluded that there lived a number of ethnic and professional groups in the Thracian state as indicated by the variety of the terms uscd in the Vetren inscription. Pistiros of the Vetren inscription was a permanent settlement. Archaeological finds and epigraphic data suggest that inhabitants from Greek poleis along with the Thracians have both lived in Pistiros for a long time and have died there. The inhabitants of Pistiros kept close links with the Oracle of Dionysos and were subjects to the Thracian ruler. The material culture that comes to light in Pistiros is comparable to that of the poleis which were Greek colonies while its stone architecture, reminding that of Thasos, is a clear proof of the wealth and affluence of its citizens who, in the Sth-4th centuries B.C., strove after the model of material and cultural life in the Greek centres. Borovo bl. 224. IL. ap. 25

BG - 1680 Solia Bulgaria

20. Z. Archibald, «Imported Athenian Figured pottery from Adjiyska Vodenitsa near Vetren, Bulgaria 1988-1991», (in) Pistiros, vol. 1, Prague 1996 (in print).

L. Domaradzka / M. Domaradzki

390

7

(6661-8861) 5ΗΟΜΕΛΕΟΧΑ [BOIO[OPPHIY 341 JO 1ΠΟΛΕΊ ν΄ ‘SOANSIA JO wnuodwg UL ‘| ‘Fd

-

----- Qi)

Population structure of Pistiros (Sth-4th c. B.C.)

Fig. 2. The Emporium of Pistiros. Graffiti.

391

392

L. Domaradzka / M. Domaradzki

Fig. 3. The Emporium of Pistiros. Attic Pottery-Craters.

28 ALEXANDRE

Pierre

LE GRAND

ET LA

CONDUITE

DE LA

GUERRE!

Ducrey

Alexandre le Grand, le plus grand conquérant de tous les temps, fut aussi un homme d'Etat. Mais, avant même de songer à la forme que pourrait prendre son Empire, il dut s’assurer les moyens de sa conquête. Et ceux-ci ne pouvaient

être

que

militaires.

Nous

nous

arrêterons

aujourd’hui

sur deux

aspects de la campagne d'Alexandre, peu ou partiellement étudiés. Nous ne ferons d'ailleurs qu’indiquer une voie de recherche, amorcée par d’autres, notamment anglo-saxons, sans pouvoir ici l’explorer entièrement. Introduction: nouvelles approches de l'histoire des batailles C'est à John Kecgan que l’on doit une impulsion décisive pour une nouvelle orientation de l’étude des combats et de la mentalité des combattants. Son ouvrage-clé?, pourtant consacré à des événements relativement récents (Azincourt, Waterloo, La Somme), a inspiré plusieurs historiens de la guerre dans l’Antiquité, notamment américains. Le plus brillant disciple de Kecgan, du moins dans le domaine de l’Antiquité, le Californien Victor Davis Hanson, a marqué son entrée dans la recherche sur la guerre dans le monde grec par sa thèse de doctorat, publiée en anglais, bien qu'en Italie. Proche par sa naissance d'une entreprise de production agricole, V. D. Hanson a proposé une réflexion sur un thème apparemment trivial, celui des conditions pratiques de la dévastation d'un territoire et de ses cultures par un envahisscur. On retrouve la même approche pragmatique dans le second volume de V. D. Hanson, consacré, lui, au cœur de la bataille*. L'auteur y décrit le combat d'infanterie “comme si on y était”: une approche réaliste conduit à mettre en 1. Version originale française remaniée du chapitre du Caralogue de l'Exposition Alessandro Magno. Storia e mito, Rome 199$, p. 105-111. 2.1. Keegan, The Face of Battle, Londres 1976. 3. V. D. Hanson, Warfare and Agriculture in Classical Greece, Pise 1981, 4. V. D. Hanson, The Western Way of War: Inlantry battle in Classical Greece, New York 1989; traduction française: Le modele occidental de la guerre: la bataille d'intanterie dans la Grèce classique, Paris 1900.

394

Pierre Ducrey

évidence

de nombreuses

questions

que des analyses

moins

précises ou plus

théoriques ont longtemps escamotées. Certes, l'ouvrage comporte des faiblesses, mises en évidence notamment par un autre spécialiste américain de la guerre, Everett L. Wheeler dans un compte-rendu et d’autres auteurs?. Il n’en reste pas moins que V. D. Hanson, s'inspirant de D. Keegan, a contribué à jeter un éclairage nouveau sur les champs de bataille et les combattants de la Grèce classique. Par la suite, V. D. Hanson a dirigé la réalisation d’un excellent volume collectifé, conçu dans le même esprit. Dans la présente analyse, nous aimerions nous arrêter sur deux aspects particuliers: le premier porte sur les aspects pratiques, matériels de la campagne et des combats. Le second s'intéresse au rôle du commandant en chef. Nous

commencerons

par nous

arrêter aux aspect

pratiques, matériels de la

campagne. Prologue: Philippe otage à Thèbes Nous sommes en 371 avant J.-C. Les Thébains viennent de remporter à Leuctres une victoire stupéfiante sur l’armée spartiate, élite des armées de la Grèce classique. Trois ans plus tard, en 368 av. J.-C., le stratége thébain Pélopidas intervient en Macédoine et y rétablit le roi légitime, Alexandre II, tout en exigeant la remise comme otages de trente jeunes hommes de la noblesse macédonienne. Au nombre de ces derniers figure un adolescent de 14 ans, Philippe, frère du roi, le futur Philippe II et père d’ Alexandre le Grand. Philippe séjournera à Thèbes durant trois ans, jusqu’en 365. Il prendra le pouvoir dans son pays en 359’. Le fait que le royaume de Macédoine ait été contraint de livrer des otages à Thèbes en dit long sur le rapport de forces entre les deux puissances dans les années immédiatement postérieures à la bataille de Leuctres. Thèbes était alors dirigée notamment par deux grands hommes, Pélopidas et Epaminondas. Excellents chefs militaires, ils surent créer une armée redoutable, dominée par le célèbre “bataillon sacré”, régiment d'élite, artisan de la victoi290

5, E. L. Wheeler, dans Journal of Interdisplinary History, 21 (1990), p. 122-125. Voir aussi le compte-rendu de la traduction française par P. Ducrey, Gnomon, 66 (1994), p. 457-458 et les remarques de H. van Wees, Greece and Rome, 41 (1994), n. 100. p. 155, avec nombreux renvois bibliographiques.

6. V. D. Hanson, éd., Hoplites: The Classical Greek Battle Experience, Londres - New York 1991. Deux autres volumes collectits consacrés à la guerre en Grèce ancienne sont parus récemment: J. Rich, G. Shipley, éd., War and Society in the Greek World, Londres - New York 1993 et A. B. Lloyd, éd., Battle in Antiquity, Londres - New York 1996. 7. Voir A. Aymard, “Philippe de Macédoine otage à Thèbes”, Etudes d'histoire ancienne, Paris 1967, p. 418-435,

Alexandre le Grand et la conduite de la guerre

395

re contre les Spartiates®. Nul doute que le jeune prince macédonien eut l’occasion d'assister aux manœuvres de l'infanterie thébaine et de s’intéresser à son armement, à sa tactique et aux méthodes utilisées pour son drill. Il fut sans doute frappé par la disposition en profondeur de la phalange thébaine: alors que la phalange Spartiate s’étageait sur huit rangs de profondeur et sur une largeur de 300 mètres, celle des Thébains atteignait 50 rangs en profondeur sur un front beaucoup plus étroit, estimé à 70 πι. L'impact et l’effet de rupture sur la ligne adverse s’en trouvaient renforcés. Le Macédonien s'inspira de cette conception, notamment dans l’usage que lui-même et Alexandre à sa suite firent de la cavalerie. A peine au pouvoir, Philippe “donna à ses troupes une meilleure organisation, perfectionna les armements et occupa les soldats à des exercices continuels pour les habituer à la guerre. Le premier, il constitua la phalange macédonienne” (Diodore, XVI, 3, 2-3; Polyain, 3, 9, 32).

La phalange macédonienne, arme absolue? Philippe, Alexandre le Grand et ses successeurs, plus tard Pyrrhos roi d’Epire surent faire triompher leurs armes en Occident comme en Orient: jusqu'aux succès de la légion manipulaire des Romains, on peut considérer l’armée macédonienne comme la plus efficace de son temps. Et ce temps couvre près de deux siècles, la période de 359 à 197. L'année 197 marque l’un des tournants de l’histoire des guerres antiques: c’est à cette date que les légions du proconsul Titus Quinctius Flamininus remportèrent dans les collines de Cynoscéphales, en Thessalie, une victoire décisive sur la phalange du roi de Macédoine Philippe V. Polybe

déjà s'était livré à une comparaison

des forces et des faiblesses

des armées grecques, macédoniennes et romaines. Ecoutons-le parler de la phalange macédonienne: “Tant que la phalange se maintient dans la formation qui lui est propre, avec toute sa puissance de choc, il n’est aucune troupe qui puisse lui résister de front et ne pas reculer sous sa pression” (Polybe, XVIII, 29). L'historien expliquait ainsi l'ordre de bataille macédonien: armés de piques (sarisses) longues d'environ 5,50 m, les hommes marchent en rangs. 8. Sur la bataille de Leuctres, voir en dernier Victor D. Hanson, “Epameinondas, the Battle ot Leuctra (371 B.C.) and the “Revolution” in Greek Battle Tactics", Classical Antiquity, 7 (1988), p. 190-207 (l'auteur conteste que la tactique adoptée par les Thébains ait été “révolutionniire”’). Pour une vue plus traditionnelle, voir G. L. Cawkwell, “Epaminondas and Thebes”, Classical Quarterly, 65 (1972), p. 254-278; voir en particulier p. 254-263 pour les aspects militaires.

396

Pierre Ducrey

“Les sarisses des deuxième, troisième et quatrième rang et même celles du cinquième rang dépassent les hommes du front, lorsque la phalange se trouve massée dans l'ordre qui lui est propre” (Polybe, ibid.). Mais Polybe mettait en évidence aussi les faiblesses de ce “carré” invincible en apparence: son manque de souplesse et de maniabilité, sa vulnérabilité en terrain accidenté, enfin son incapacité d'opérer des changements de front rapides. Ces défauts n’apparaîtront que face à des armées organisées de manière différente. A l’époque de Philippe et d'Alexandre, la phalange macédonienne, parfaitement drillée et exercée par des années de conflits avec les voisins balkaniques et grecs du royaume, est un instrument redoutable et pra-

tiquement imbattable. Cavalerie, troupes légères, éléphants L'armée de Philippe, dont héritera Alexandre, comporte d'autres forces encore, dont la principale est la capacité de faire intervenir d’autres armes que la seule infanterie lourde. A côté de la phalange, l'armée macédonienne s'appuie sur des escadrons de cavaliers armés de casques, de cuirasse et d’une sarisse qui, pour être moins longue que la sarisse d'infanterie, n’en demeure pas moins une arme beaucoup plus redoutable que les javelots utilisés par les cavaliers des cités grecques. Un grand prestige est attaché aux cavaliers, qui portent le titre de compagnons (hétairoi) et sont recrutés au sein de la noblesse macédonienne. Sur le plan tactique, la cavalerie est utilisée comme moyen d'attaque latéral ou d’encerclement. La formation adoptée est celle du coin et l’attaque concentrée sur un point précis, afin d'obtenir un effet de rupture ou de profiter d'un flottement dans la ligne adversaire pour foncer dans la brèche. La cavalerie lourde, principalement macédonienne, est généralement placée à droite de la ligne de bataille. A gauche, on trouve la cavalerie légère, en majorité alliée. Qu'il suffise de rappeler ici que l'intervention de la cavalerie macédonienne joua un rôle décisif dans la défaite des hoplites grecs à Chéronée, en 338: alors que la phalange grecque s'était avancée pour suivre le combat en retraite de la formation macédonienne, elle rompit sa formation. C'était l’occasion qu’attendait la cavalerie adverse, qui se précipita dans la brèche ainsi créée. Le nom du commandant de la cavalerie macédonienne à Chéronée? Alexandre, fils de Philippe. Il avait 18 ans. Enfin l'armée macédonicnne fera un large usage des combattants venus des régions limitrophes du royaume, à l’ouest, au nord ct à l'est, de l'Illyrie à la Thrace, où sc recrutaient traditionnellement des troupes légèrement

Alexandre le Grand et la conduite de la guerre

397

armées et mobiles, archers, frondeurs et peltastes (ceux-ci tirent leur nom de la pelté ou bouclier léger, de bois ou d’osier, en forme de croissant lunaire; ils portent en plus un javelot ou un arc et une épée à la lame recourbée ou machaira). A mesure qu’Alexandre s’avancera vers l'Orient, il enrichira encore la diversité des corps de troupes de son armée, augmentant par la même occasion la diversité de ses capacités d'intervention. Il ira jusqu'à enrôler des éléphants, à l’image de ses adversaires indiens. La logistique ou “train” de l’armée Pour chaque combattant de l’armée américaine débarqué sur le Continent européen en 1944, on comptait treize non combattants. Chaque hoplite spartiate était accompagné en campagne par un valet d'armes. La discipline imposée par Philippe II de Macédoine et Alexandre à leurs troupes leur interdit un tel “luxe”: Philippe limita le nombre d'ordonnances pour l'infanterie à un homme pour dix et pour la cavalerie à un valet d’armes par cavalier. Les combattants de l’armée macédonienne mériteraient de porter le surnom populaire donné aux légionnaires de Marius: les “mules”. Ils devaient en effet porter eux-mêmes la plupart des impedimenta indispensables à la marche et au combat d’une armée: armement, matériel de guerre, ustensiles (les indispensables moulins à grain), provisions. Le nombre des chariots fut également réduit au strict nécessaire. Donald W. Engels a tenté d'évaluer les besoins de l’armée d’ Alexandre’. Si l'on estime les besoins quotidiens à 1,5 kg de céréales et un litre d’eau par homme et à 5 kg de céréales et 20 litres d'eau par cheval, sachant que l’armée d'Alexandre, au moment de sa traversée en Asie Mineure, comptait environ 48.000 fantassins, auxquels s’ajoutent 16.000 hommes du train (valets d'armes, médecins, chroniqueurs, ingénieurs, courtisans, navigateurs, quelques femmes) et peut-être 6.000 cavaliers et autant de chevaux, on aboutit à des chiffres impressionnants: quelque 130 tonnes de céréales et au moins 200.000 litres d'eau par jour. Α ces éléments connus, il convient d’ajouter un certain nombre de chariots, de bêtes de somme et de trait, ce qui augmente encore les besoins de l’ensemble de l’armée. Comme pour toute armée antique, l'état-major comptait sur les possibilités de ravitaillement qu'offraient les pays traversés. Si cette attente pouvait se vérifier dans certaines régions, il n’en allait pas forcément de même partout: que l'on songe à la traversée du désert du Sinaï ou de régions 9. Donald W. Engels, Alexander the Great and the Logistics of the Macedonian Army, keley - Los Angeles, Univ. of California Press, 1978.

Ber-

198

Pierre Ducrey

montagneuses, parfois semi-désertiques, en Iran et en Asie centrale. L'exploit militaire se doublait donc d'une performance physique et d’endurance pour les hommes comme pour les bétes. Les difficultés potentielles de l’expédition ont été justement évaluées par le chef des mercenaires grecs au service des Perses, Memnon de Rhodes, qui préconisa une politique de la terre brûlée dès le débarquement d’ Alexandre en Asie Mineure plutôt qu’un affrontement direct. On sait que les chefs perses ne suivirent pas ce conseil avisé. Il en résulta pour eux une première défaite, sur le Granique, en 334. Rappelons enfin au chapitre de la logistique les besoins considérables en équipements lourds et en machines de guerre qu'impliquait la prise de forteresses ou de villes. Le siège de Tyr est entré dans l'histoire comme un exemple d'opération terrestre et navale hautement technique. L'armée ne pouvait évidemment emmener avec elle tout l’appareillage nécessaire; la plupart des engins devaient donc être construits sur place. Il n'en reste pas moins que dans les chariots du train se trouvaient un certain nombre d'outils indispensables aux techniciens et ingénieurs. En dépit de la volonté de garder la plus grande mobilité possible à son armée, Alexandre ne put empêcher qu’au gré des campagnes et des succès, ses hommes se chargent de butin et même de prisonniers, femmes, hommes ou animaux. Comme plus tard les armées hellénistiques, l’armée d'Alexandre se transforma donc petit à petit en un véritable foyer pour les soldats. Le commandant en chef de l’expédition dut intervenir à plus d'une reprise pour alléger le train. Les finances de guerre d'Alexandre Alexandre dut surmonter une autre difficulté pratique, au moins en début d'expédition, celle que dressait devant lui l'état précaire de ses finances'®. C'est sans doute la raison qui explique le licenciement rapide de sa flotte, en dépit de la menace que cette mesure faisait peser sur ses arrières égéens. Contrairement aux Dix-Mille, la troupe de mercenaires grecs rendus célèbres par le récit de Xénophon, dont le but était de s'enrichir, Alexandre n'avait pas lancé son expédition de conquête afin de récolter du butin. Au début, son trésor de guerre ne dépassait pas 70 talents, soit 420.000 drachmes. Cette somme n'aurait permis d'assurer une solde d’une drachme par jour à 70.000 hommes que durant six jours. Mais dès la bataille du Granique, 10. Voir notamment A. Andreadés, “Les finances de guerre d'Alexandre le Grand”, Annales d'histoire économique et sociale, 1, 1929, p. 321-334.

Alexandre le Grand et la conduite de fa guerre

399

la situation s'améliora, non seulement en raison du butin trouvé dans le camp perse, mais surtout grâce au tribut prélevé auprès des cités grecques d'Asie Mineure. Le satrape Mithrinès ne tarda pas à livrer le trésor de Sardes. Au fur et à mesure des succès, les biens commencèrent à s'accumuler. L'Empire perse, fondé sur un système hautement centralisé, disposait d'un système fiscal efficace, qui faisait parvenir à la capitale, Persépolis, et aux autres cités mésopotamiennes des quantités considérables de richesses. Dès la bataille de Gaugamèles, la question financière ne constitua plus un obstacle pour les opérations d'Alexandre. Le pillage de Tyr, de Babylone, de Suse, de Persépolis, d'Ecbatane et d'autres cités procura des masses de butin prodigieuses. A Persépolis, Alexandre saisit le trésor royal, aux richesses extraordinaires. Et pourtant les coûts de l'expédition furent considérables et ne pouvaient aller qu'en augmentant. C’est ainsi que le roi fit venir de Macédoine en Inde des panoplies pour 25.000 fantassins et cent talents de produits pharmaceutiques. Par ailleurs, ses dépenses somptuaires augmentaient, dans la mesure où, en dépit des objections de ses compagnons, il adoptait le style de vie d’un monarque oriental. Mais le poids de la solde et des primes à distribuer aux troupes constituait sans doute le poste de dépenses le plus important. Lors des noces des Macédoniens à Suse, il fit distribuer une coupe d'or à chacun des 9000 convives et il acquitta toutes leurs dettes. La “mentalité” et la vie des combattants macédoniens en campagne Dans une étude récente!!, Alan B. Lloyd, se réclamant de John Keegan, s'arrête à trois aspects particuliers de l’histoire de l’armée macédonienne de Philippe Il et d'Alexandre: la naissance même de l'armée, en second lieu ce que l’auteur appelle le Battlefield Stress, enfin, je cite toujours les sous-titres de A. B. Lloyd, Who wins and why? Force est de dire qu’en dépit des efforts de A. B. Lloyd, on est encore loin des résultats proposés par V. D. Hanson dans son livre The Western Way of War: il y aurait lieu de pousser encore beaucoup plus avant l'étude des mentalités et de la vie des combattants macédoniens en campagne. Les diverses

reconstitutions

graphiques

parues

au

cours

des

vingt

dernières

11. “Philip Il and Alexander the Great: the Moulding of Macedon’s Army”. dans A. B. Lloyd. éd., Battle in Antiquity, Londres - New York 1996, p. 169-198. Sur Alexandre et son armée, voir les ouvrages de N. G. L. Hammond, en particulier: Alexander the Great, King, Commander and Statesman, Londres 1981, 358 p. Voir aussi Paul Faure, La vie quotidienne des armées d'Alexandre, Paris

1982.

400

Pierre Ducrey

années!? ouvrent la voie dans ce sens. Encore ne posséde-t-on ainsi que des instantanés de la bataille, comme celui qu'offre la mosaïque d'Alexandre conservée à Naples. Certes,

on

ne

saura

jamais

Comment

se

sont

déroulées

les grandes

batailles, même les plus célèbres. Les informations dont nous disposons pour relater les batailles de l’Antiquité sont toutes lacunaires, et cela non seule-

ment en raison du fait que les témoins directs ne pouvaient guère se faire une idée d'ensemble du déroulement des événements, mais aussi à cause de la transmission très difficile, souvent par l'intermédiaire de plusieurs sources, d'une information incertaine dès l’origine. Il suffit de se souvenir du célèbre récit de Fabrice dans la Chartreuse de Parme, ou de l'erreur d'appréciation non moins illustre de Napoléon à Waterloo. Une autre source de confusion provient de la faible fiabilité des chiffres proposés par nos sources, même les plus dignes de confiance: le nombre des combattants en présence et l’importance des pertes restent souvent sujets à caution. On ne peut donner qu’un aperçu de la manière dont on peut imaginer les trois batailles décisives pour le succès de l'entreprise d'Alexandre: la bataille du Granique,

en Asie

Mineure

(334), la bataille d'Issos, en Syrie

(333), enfin la bataille d’Arbèles, en Mésopotamie

(331). Chacune

du Nord peut être

considérée comme également importante, en ce sens qu'une défaite d’Alexandre aurait entraîné l'échec de son expédition et la fin de son aventure. On

dispose de nombreuses tentatives de reconstitutions de ces batailles. Nous ne nous y arréterons pas ici. Notre propos est seulement

de signaler ceci: il est

certain qu’on ne connaîtra jamais le déroulement des mouvements de troupes, ni dans le détail, ni même dans ses grandes lignes. En revanche, on est en mesure d'approcher de beaucoup plus près certains aspects de la bataille, soit d'ordre purement pratique, soit d'ordre psychologique. Que pensaient les Macédoniens et les Grecs de l’armée au moment du combat? Que se passait-il dans les instants qui précédaient l'affrontement? Comment vivait-on une journée entière de bataille? Sur ces points, quel que soit l'intérêt de l’approche proposée par A. B. Lloyd, la voie ouverte par V. D. Hanson mériterait d’être suivie pour la guerre d'Alexandre.

12. P. Connolly,

Greece and Rome

at War,

Londres.

Macdonald

Educational

1981; John

Warry, Warfare in the Classical World, Londres 1980; Warfare in the Ancient World, J. Hacket, éd., Londres 1989; représentations de la phalange macédonienne dans: Philippe de Macédoine, M. B. Hatzopoulos et L. D. Loukopoulou, éd., Athénes 1980, fig. 47, p. 69; Macedonia, 4000 Years of Greek History and Civilization, M. B. Sakellariou, éd., Athènes 1983, tig. 103, p. 163; Catalogue de l'exposition Alessandro Magno, Rome 1995, p. 109.

Alexandre le Grand et la conduite de la guerre

401

Le rôle du chef

Les auteurs anciens ont fait d'Alexandre le Grand un chef mythique. Mais à Chéronée, il n'était que le jeune chef de la cavalerie de Philippe IL. Plus tard, au Granique, à Issos ou à Gaugamèle et dans toutes les autres batailles que son armée eut à disputer, Alexandre joua un rôle important à la tête de ses troupes. C’est cette analyse qui a été amorcée d’une manière plus générale par Everett L. Wheeler dans un article récent!?. Wheeler attire l’attention sur le double rôle que revêt Alexandre, celui de chef de guerre combattant à la tête de ses troupes (et non pas à l’arrière comme

un stratège), tout

en étant aussi un general-manager et en outre un monarque

en train de se

constituer un Empire. Wheeler pose la question du général hoplite dans la ligne de bataille οἱ montre le rôle essentiel, notamment pour le moral des troupes, que peut jouer le chef par sa seule présence. Ce rôle est encore plus important dans le cas d’un personnage aussi charismatique qu'Alexandre. Sur ce point, on souhaiterait cependant en savoir plus, notamment sur l'interaction d'Alexandre et de ses troupes. Un autre aspect, peu étudié jusqu'ici, est le rôle de l’état major dans l’organisation de l’armée, de sa logistique et surtout dans le combat. La réflexion dans ces deux directions permet de l'opposer à celle que l’on doit conduire

sur Alexandre,

chef de guerre-gestionnaire,

dirigeant et orga-

nisateur. Avec le développement des divers corps de troupe (infanterie lourde, troupes légères, cavalerie, éléphants), l’organisation du train, mais aussi la stratégie, la tactique dans la bataille, on ne peut imaginer Alexandre combattant au premier rang et laissant le reste du déroulement de la bataille au hasard. C'est ici que doit intervenir le rôle de l'état-major et des compagnons, quel que soit le rôle joué par le commandant suprême. Alexandre et les vaincus!4

Après la mort de Philippe, Alexandre se lança dans plusieurs campagnes contre les tribus du Nord et de l'Est. La nouvelle de sa mort se répandit alors en Grèce, entraînant le soulèvement de Thèbes. Α marches forcées, Alexandre parcourut la péninsule hellénique et campa sous les murs de Thèbes. La ville fut prise, détruite et ses habitants, au nombre de 30.000 selon la 13. Everett L. Wheeler, “The General as Hoplite’, dans Hoplites. The Classical Greek Battle Experience, V. D. Hanson, éd., Londres - New York 1991, p. 121-170. Pour Alexandre, p. 125. 145146. Voir aussi Waldemar Heckel, The Marshals of Alexander's Empire, London - New York 1992,

14. Voir P. Ducrey, Le traitement des prisonniers de guerre dans la Grèce antique, Paris 1968, p. 159-170.

402

Pierre Ducrey

tradition, réduits en esclavage. Arrien fait état de l'émotion profonde qui se répandit en Grèce à la nouvelle que l’une des cités les plus anciennes, les plus prestigieuses aussi, avait été anéantic. La réduction de la révolte par le roi fut impitoyable, à la mesure de la menace qui pesa sur l'autorité macédonienne en Grèce: le soulèvement des Thébains pouvait être suivi de celui des Athéniens, puis des Spartiates. Le sort des Thébains devait servir d'exemple au reste de la Grèce. L'épisode du soulèvement de Thèbes et de son écrasement illustre l’un des aspects de la politique d'Alexandre vis-à-vis de ses vaincus: une dureté confinant à la férocité. La conquête de l'Empire n’est pas dépourvue d'exemples de traitement brutaux infligé aux soldats ennemis capturés: les mercenaires grecs qui ne furent pas tués lors de la bataille du Granique (nos sources font état de 2000 hommes seulement sur un total de 20.000) furent envoyés enchainés en Macédoine et condamnées aux travaux forcés. 2000 hommes furent crucifiés devant Tyr. Tous les défenseurs de Gaza furent mis à mort. La campagne dans les montagnes et dans les plaines d’Asie centrale fut souvent d’une dureté extrême: les défenseurs de plusieurs places fortes de Sogdiane furent exécutés. Α défaut de pouvoir rallier des peuples conquis, le roi fit parfois exécuter les hommes en âge de porter des armes et réduire les femmes et les enfants en esclavage. Le sort qu’Alexandre réserva aux villes grecques d'Asie Mineure libérées du joug perse préfigure sa politique ultérieure: il leur redonna leur autonomie et leur indépendance, dans le cadre toutefois de sa domination et sous certaines conditions, qui pouvaient varier de cas en cas. Certaines cités,

comme par exemple Aspendos, furent contraintes de payer un important tribut, voire de livrer des otages. D'autres, comme Halicarnasse, furent détruites. Les Lydiens et leur capitale, Sardes, changèrent de maître, passant de la souveraineté perse à la souveraineté macédonienne. Mais la tradition a fait aussi d'Alexandre un vainqueur généreux et magnanime. Cette tradition prend naissance à Issos: le sort qu’il réserva à la femme de Darius, à sa mère, à deux de ses filles et à son jeune fils après la fuite du roi est relaté avec complaisance et forces anecdotes par ses biographes. Quant à sa politique vis-à-vis des peuples conquis, elle est illustrée par ses unions avec diverses princesses descendantes de dynasties locales. C'est ainsi qu'il épousa l’une des filles de Darius, deux autres jeunes femmes nobles, enfin Roxane, la fille d’un noble bactrien. L'attitude d'Alexandre vis-à-vis de ses vaincus est donc dictée essentiellement

par ses vues politiques. Alors qu'il honore les dignitaires perses prison-

Alexandre le Grand et la conduite de la guerre

403

niers et se montre clément à leur égard, il prend à l'égard des mercenaires grecs, considérés comme traîtres et transfuges, des mesures de grande dureté au début de la campagne. Cette attitude évoluera par la suite: il enrôlera à plusieurs reprises des troupes de mercenaires grecs primitivement

au service

du roi des Perses. Les deux politiques: cruauté, répression, violence ou au contraire magnanimité seront adoptées tour à tour, en fonction des bénéfices politiques escomptés. On peut donc dire qu’Alexandre se laisse guider avant tout par des considérations d'opportunité ou d’idéologie. Les considérations idéologiques s’accentuent dès le moment où le roi revétira les titres, les fonctions et la dignité du grand roi et où il s'agira pour lui d’apparaitre comme le successeur légitime, mieux le vainqueur du monarque déchu. De conquérant, son attitude deviendra celle d’un souverain soucieux de la cohérence de son Empire. Le traitement de ses sujets insoumis s’adaptera dès lors aux circonstances. Conclusion

Peut-on se risquer à émettre un jugement sur la conduite de la guerre par Alexandre le Grand? Qu'il ait été un grand chef de guerre ne fait aucun doute. On possède sur ce plan un moyen simple de mesurer ses succès: le récit de son expédition de conquête et le décompte de ses victoires. Alexandre parvint à soumettre aussi bien les peuplades qui menaçaient le royaume de Macédoine au nord que les cités grecques et l’immense Empire perse, puis les vastes régions de l'Asie centrale jusqu’à l’Indus. Il fut non seulement un chef de guerre fougueux et infatigable, mais il fut couronné par l’alliée indispensable des grands capitaines: la chance. Qu'il ait commis des erreurs dans certaines décisions tactiques, ou même sur le plan stratégique (on pense au licenciement précoce de la flotte, au début de la campagne d’Asie Mineure) ne fait aucun doute. Mais ces erreurs furent de portée limitée. En outre, ce que l’on sait des projets ultérieurs d’Alexandre: conquête de l’Arabie, puis du monde méditerranéen (Carthage, Rome, l'Occident) montre bien que le roi n’entendait pas s'arrêter là et que sa vision portait sur la plus grande partie du monde connu, qu'il entendait bien soumettre à ses armes. La maladie, agravée par les excès et la fatigue d'une campagne unique dans l'histoire de l'humanité, l'en empéchérent. Institut d'Archéologie ct d'Histoire Ancienne Faculté des lettres Université de Lausanne CH - 1015 Lausanne Suisse

29 HEILIGTÜMER

Florens

DER

MAKEDONEN

Felten

Als Alexander der Grosse wohl im Jahr 324/3 den Ephesiern das Angebot machte, gegen Anbringung einer Stifterinschrift die Kosten für den Neubau des Artemisions zu Ubernehmen!, ging es ihm zweifellos nicht darum, die Fertigstellung eines Bauwerks, das aufgrund des angeblichen Synchronismus von herostratischer Brandstiftung und Geburtsdatum Alexanders in besonderer Weise mit seiner Person verbunden war?, zu ermôglichen oder zu beschleunigen. Vielmehr ging es offenkundig darum, im Hauptkult der Stadt und einer der berühmtesten Kultstätten der gesamten griechischen Welt in bedeutsamer Rolle zu figurieren —was ja schliesslich, trotz Uberlieferter Ablehnung des Angebots bis zu einem gewissen Grad auch gelang: wenn ihn auch keine Inschrift als Stifter auswies, so wurde die Bedeutung des Makedonenkénigs für das Heiligtum durch sein Bildnis von der Hand des Apelles im Tempel? und eine Statue seines Vaters Philipp ebenda‘ deutlich deklariert. Trotzdem darf bezweifelt werden, dass diese Dokumentation seiner Anteilnahme durch Vaterstatue und Apellesporträt den Intentionen des KGnigs entsprach. Zweifellos bedeutete die Präsentation seiner Person und seiner Herkunft innerhalb des Tempels mehr als eine beliebige Ehrenstatue im Temenos des Heiligtumsÿ, aber sie besagt eben doch nicht das, was Alexander offenbar am Herzen lag: mit der Übernahme des Tempelbauprojektes wiire er nicht nur als freigiebiger Gonner eines Heiligtums aufgetreten, wie es noch 1. Timaios, FGrHist 566 F 150b = Str. 14,1,22 p. 640, 1. Zeit und Lit. zum Angebot s. Schenkungen hellenistischer Herrscher an griechische Stiidte und Heiligtümer, hrsg.v. K. Bringmann u. H.v. Steuben (1995) I, Kat. Nr. 264, 307f.

2. Hegesias, FGrHist 142 F3; Timaios 4.0. (Anm. 1); Cic. dir. 1,47. 3. Plin. NH. 35, 92 u.a.; Overbeck, Schriftquellen 1875-1878. 4. Arr. An. 1,17,11; RE Suppl. XII 1666 s.v. Nachtrige: Ephesos B (Alzinger). 5. Ein Vergeich mit der Gold-Ellenbein-Statuengruppe im Philippeion von Olympia liegt nahe: auf die neuartige Verquickung von Weihegeschenk und Kultbau ist oft genug hingewiesen worden, s.z.B. St. G. Miller, AM 88, 1973, 189ff., zuletzt ΚΙ. Hitzl, Boreas 18, 1995, 11f.. Dass in der Tat in Ephesos mit Alexanderkult zu rechnen ist, hat Chr. Habicht, Gottmenschentum und griechische

Stadte (19702) 181 betont.

406

Florens Felten

viele hellenistische Herrscher nach ihm mit Grossbauprojekten in verschiedenen Heiligtiimern taten®, sondern er wire gewissermassen in die Reihe der Kultgriinder aufgestiegen. Dass aber offenbar diese Absicht im Hintergrund seines Handelns stand, erweist die Tatsache, dass ein solcher Akt sich mehrfach im Handeln Alexanders nachweisen lässt. Am greifbarsten belegt ist dies fiir den Fall von Priene, wo die Einwohnerschaft weniger skrupulôs als in Ephesos war, man die Mittel Alexanders gerne in Empfang nahm und ihm den Wunsch nach einer Stifterinschrift am Athenatempel erfiillte: βασιλεὺς ᾽Αλέξανδρος ἀνέθηκε τὸν ναὸν ᾿Αθηναίπι Πολιάδι; ist auf der Ante des Pronaos vermerkt. Aber es sind noch weitere Tempelbauten durch Alexander belegt. So berichten Diodor 18,4,5 und Strabon 13,1,26 von der Stiftung eines Athenatempels in Ilion8; Arrian An. 1,17,5f. von jener eines Zeustempels auf der Akropolis oder im Bereich des lydischen Künigspalastes von Sardes?, und in den Hypomnemata Alexanders ist die Rede von Tempelbauten in sechs weiteren Heiligtiimern: in Delos, Delphi, Dodona, Dion, Amphipolis und Kyrrhos!°. Hinzu kommt die von Alexander geplante Anlage von Alexandria, in der nach

Arrian

III,1,1ff.

von

Anfang

an eine

Reihe

von

Heiligtümern

festgelegt war!!. Gleichgültig, ob wir alle diese literarisch Uberlieferten Tempelbaupläne Alexanders für bare Münze nehmen —und immerhin ist dies die Zeit, in der etwa die lange unterbrochenen Tempelbauunternehmungen in Delphi und Delos erneut in Angriff genommen werden—, oder ob wir sie für nachträgliche Konstruktionen zu Propagandazwecken halten!2, auf jeden Fall wird deutlich, dass eine solche Handlungsweise von Alexander erwartet werden 6. Es genügt, hier an Delphi mit der Halle des Attalos, an Delos mit den Hallen des Antigonos Gonatas und des Philipp V. und an Samothrake zu erinnem. Lit. 5. Bringmann-Steuben 4.0. (Anm. 1) Kat. Nr. 91; 128; 136; 233: 236; 237; vielleicht auch 428-432. Generell zum Phänomen mit Lit. H. Schaaf, Untersuchungen zu Gebiudestiftungen in hellenist. Zeit (1992), passim und E. Winter, “Staatliche Baupolitik u. Baufürsorge", Asia Minor Studien 20 (1996), 11ff. 7. D. McCabe - B. Ehrmann - R. Elliott, Priene Inscriptions (1987) 80 Nr. 145; Lit. ges. bei Bringmann-Steuben a.0. Kat. Nr. 268. 8. Vel. Diod. 18,4,5; Bringmann-Steuben 4.0. Kat. Nr. 247-248. Auf die Diskussion um die Strabonpassage und die Frage, ob hier lion oder Alexandria Troas gemeint sei, vgl. BringmannSteuben 4.Ο. Kat. Nr. 245 u. B. Schmidt-Dounas, /stMitt 41, 1991, 363/f., braucht hier nicht eingegangen zu werden. 9. Bringmann-Steuben 2.0. Kat. Nr.258. 10. Diod. 18,4,3-5: Bringmann-Steuben 4.0. Kat. Nr.335. 11. Vgl. auch Diod. 17,52. 12. 5. Lautfer, Alexander d. Gr. (1978) 194 Anm. 39. Für Delphi jedenfalls lasst sich eine

Geldspende Alexanders auch sonst wahrscheinlich machen, s. Bringmann-Steuben 4.0. Kat. Nr. 333 mit Lit.

Heiligtiimer der Makedonen

407

konnte!3, Und was Alexander vorgegeben hatte, setzten seine Nachfolger und Herren der Reichsteile fort. Sind auch für Kassander, der sich ja offenbar weniger an Alexander als an dessen Vater Philipp orientierte, keine Tempelbauten zu erweisen —weder der Apollontempel im büotischen Akraiphia noch der Zeustempel im akarnanischen Stratos, die gelegentlich mit seiner Munifizenz verbunden

wurden,

sind ausreichend

als Bauprojekte

des Reichsver-

wesers zu sichern'4, so gilt gleiches nicht für Lysimachos. Er sorgte nicht nur fiir die Fertigstellung der Alexanderstiftung des Athenatempels von Ilion (Alexandria Troas?)!$, und wohl auch jener des Athenatempels von Pergamon’®, sondern errichtete offenbar auch im eigenen Namen ein Asklepiosheiligtum in der Troas!?. Für Demetrios Poliorketes scheint es gewissermassen ein städteplanerisches Programm gegeben zu haben, nach dem seine Neugriindungen mit einem Tempel an hervorgehobener, zentraler Stelle auszustatten waren —diesen Eindruck vermitteln zumindest die Markttempel im magnesischen Demetrias und im verlegten und neuerrichteten Sikyon, das ebenfalls den Namen seines Neugründers erhielt'!®. Was die Ptolemäer angeht, so musste es natürlich in erster Linie darum gehen, die neue Hauptstadt Alexandria auszubauen. Dies geschah vor allem während der Regierungszeit der ersten drei ΚΟπίρε —Soter, Philadelphos und Euergetes—, und vor allem die Schilderung Strabons gibt zu erkennen, dass dabei die Errichtung von Heiligtümern eine grosse Rolle spielte. Hier seien nur die wichtigsten genannt: das Serapeion und das Poseidion, zahlreiche andere sind belegt; archäologisch wirklich greifbar ist nur eines: ein monumentaler Tempel, wohl im eigenen Temenos, im Kénigsviertel, für den sich bisher keine sichere Identifizierung hat finden lassen!?. Aber die Anlage von Heiligtümern —und 13. Anders B. Hintzen-Bohlen, Herrscherrepräsentation im Hellenismus (1992), 30. Einen klaren Beleg dafür konnte die Abhandiung des lason von Nysa Περί τῶν ‘AAcEavigou ἱερῶν. s. Athen.16, 620D (FGrH 632); s. RE IX, 780f. s.v. lason 11 (F. Jacoby), wenn sich sichern liesse, dass damit nicht Alexanderheiligtumer, sondern von Alexander gestittete Heiligriimer gemeint sind. 14. A. Stewart, Faces of Power (1993) 278. Zur Diskussion u. Lit. zu den Tempeln s. Bringmann-Steuben 4.0. Kat. Nr. 395 und 401. 15. Strab. 13,1,26; Bringmann-Steuben 4.0. Kat. Nr. 245 und 248, s. Αηπι 8

16. s. dazu H.-J. Schalles, Untersuchungen zur Kulturpolitik der pergamenischen Herrscher (1985) 4ff.; zuletzt W, Radt, Pergamon (1988) 179. 17. Strab. 13,1,44; Bringmann-Steuben 2.0. Kat. Nr. 369, deren Skepsis hier wohl zu weit geht. 18. Demetrias: P_Marzoltt in: V. Milojcic - D. Theocharis, Demetrias 1 (1976) 41Η. Zu Sikyon 5. Lit. bei Bringmann-Steuben 4.0. Kat. Nr. 72 und 393, wa die Skepsis wiederum übertrieben scheint. 19. Strab. 17, 791ff; vgl. Diod. 17,52; Tac. hist. 4.83.1. 5. dazu P. M. Frazer, Prolemaic

408

Florens Felten

hier ist nur die Rede von griechisch geprägten Kultstätten, solche in iigyptischer Tradition, wie sie unter den Ptolemäern etwa in Philae, Edfu, Kom Ombo, Esna und Dendera entstanden, bleiben ausser Betracht—20 beschrinkte sich nicht auf die Hauptstadt. Im mittclagyptischen Hermopolis magna

entstand

offenbar

unter

Ptolemaios

III.

eine

grosse,

mit

dem

alexandrinischen Bau vergleichbare Heiligtumsanlage2', und ihm oder eher seinem Vorginger ist die von Memnon bezeugte Errichtung eines Herakles-

tempels in Herakleia Pontike zu verdanken22. Darüberhinaus ist tatkräftige ptolemäische Anteilnahme am Wiederaufbau des Apollontempels von Didyma zwar nicht eindeutig zu beweisen, aber doch immerhin aufgrund der Architekturformen mehr als nur denkbar23, Vermutete ptolemäische Heiligtumsweihungen schliesslich in Delos, Thera und Kos lassen sich auf keine Weise sichern?* und von jenen in Samothrake soll später die Rede sein. Nicht anders verhielten sich die Seleukiden. Ebenso wie im Fall der Ptolemäer

ist vorauszusetzen,

dass die Hauptanstrengungen

der Ausstattung

der neuen Hauptstadt Antiocheia mit Hciligtimern galt —sicher ist vor allem die Anlage des prächtigen Apollonheiligtums von Daphne mit dem kolossalen Tempelkultbild des Bryaxis in den Beginn der Seleukidenherrschaft zu

setzen25, Aber darüberhinaus ist bereits für Seleukos I. Nikator zumindest geplantes Eingreifen in das Bauprojekt des Apollontempels von Didyma bezeugt2®, dessen Finanzierung schliesslich durch die Einkünfte der ausdriicklich für diesen Zweck von Antiochos I. Soter gestifteten Markthalle wenigstens vorUbergehend sichergestellt wurde??. Wohl ebenfalls Seleukos 1. verdankte Olbe-Diocaesarea die Errichtung eines Zeustempels, wenn wir zu recht vermuten, dass ein inschriftlich bezeugtes Wirken im dortigen Heiligtum das Hauptmonument, eben den Tempel, mitimpliziert?8; und mit guten Griinden wird der Beginn der Arbeiten am gewaltigen Artemistempel von Alexandria 1 (1977) 3If. Poseidion?: W. Hoeptner, “Zwei Ptolemäcrbauten", AM

1. Beih. (1971)

78lt. und W. Hoepiner - E. L. Schwandner, Haus und Stadt im klassischen Griechenland (1994) 243.

20. Κ. Lange - M. Hirmer, Agypten (1967) 1711f. 21. W. Hoeptner 4.0. (Anm. 19) δι. 22. FGrHist 434 F 17, vel. W. Hoeptner, Heraklcia - Pontike - Eregli (1966) 25. Lit. bei Bring-

mann-Steuben 4.0. Kat. Nr. 243 23. 24. 25. 26. Seleukos 27. 28. Akurgal,

W. Hoeptner, AM 99, 1984, 3541f., dort 362ff auch generell zur Baupolitik Ptolemaios IL. Bringmann-Steuben 4.0. Kat. Nr. 413, 414,419, 422. Lib. or. 60, 6.9-11; G. Downey, Ancient Antioch (1963) 4211. Bringmann-Steuben 4.0. Kat. Nr. 281 [12]: bei der Einberutung der Gesandten durch E handelt es sich ausdriicklich περί τῆς οἰκοδομίας τοῦ vuu τοῦ ἐν Διδύμοις, Bringmann-Steuben 4.0. Kat. Nr. 281 [E1]. Zur Diskussion s. Bringmann-Steuben 4.0. Kat. Nr. 304 und 460; zum Tempel von Olbe E. Griechische und romische Kunst in der Tiirkei (1987) 441 Abb.188.

Heiligtümer der Makedonen

Sardes

mit

Stratonike,

der Frau

des

Seleukos

und

409

des

Antiochos

I. Soter,

verbunden??. Gerade für diese Dynastie ist Bauherrschaft bei Tempelbauten besonders intensiv

lassten

bezeugt:

bleibt

Umwandlung

auch

das

Aussmass

des Jahvetempels

unklar?9, so vermittelt

doch

der Bau

der von

in Jerusalem

Antiochos

IV.

veran-

in ein Zeusheiligtum

des Olympieions

in Athen

durch

Antiochos IV. Epiphanes einen lebhaften Eindruck vom Format, das solche Weihungen annehmen konnten?!. Der von Livius 41,20,8 genannte Tempel des lupiter Capitolinus, den Antiocheia ebenfalls der Munifizenz des Antiochos Epiphanes verdankte, muss zumindest in seiner Prachtentfaltung dem Kolossalprojekt in Athen gleichgekommen sein, und es schien daher immer in besonderem Mass einleuchtend, den Neubau des gewaltigen Zeustempels in Lebadeia ebenfalls mit seinem Namen zu verbinden, obwohl gerade in jingster Zeit die Stimmen gegen eine solche Autorschaft immer lauter

werden®?, Schliesslich kann abschliessend in diesem Zusammenhang auch das Wirken der Attaliden genannt werden, die nicht nur wieder ihre Residenz mit einer Reihe von Heiligttimern ausstatteten, sondern seit Philetairos auch

ausserhalb der Stadt als Kultgriinder auftreten?3. Als gesichert zu nennen sind etwa das Meterheiligtum von erwähnte

Kybeletempel

in

Mamurt Pessinus?4,

Kaleh und der bei Strabon nur schwer

zu

bezweifeln

12, 5, 3 ist der

Tempel der Apollonis in Kyzikos als Weihung des Eumenes Il. und Attalos 111.35, und aufgrund der Architekturverwandtschaft mit einem weiteren dorischen Monumentaltempel in Pergamon lassen sich gute Argumente für den Asklepiostempel A in Kos als attalische Weihung ins Feld führené. Bezeugt ist eine Gebäudestiftung des Philetairos im Heiligtum des Apollon Chresterios in Aigai, bei der es sich aber doch wohl eher nicht, wie gelegentlich angenommen, um einen Tempel handelt, doch die Heiligtumsanlage auf

29. Bringmann-Steuben 4.0. Kat. Nr. 259 und 443. 30. Makkabiierbuch 2, 6, 2-7; H. Kyrieleis, 127. BWPr (1980) 11Η. 31. Polyb. 21.1.10f. Bringmann-Steuben 2.0. Kat. Nr. 24. 32. Zur Diskussion s. Bringmann-Steuben 4.0. Kat. Nr. 396; zuletzt austührlich L. A. Turner, The History Monuments and Topography of Ancient Lebadeia in Boeotia, Greece (1995) 3811F. 33. 5. zuletzt zusammentassend W. Radt, Pergamon (1988) 179ff. und Η. J. Schalles, Unter-

suchungen zur Kulturpolitik der pergumenischen Herrscher (1985) 22ῇ. 34. Bringmann-Steuben 4.0. Kat. Nr. 256; P. Lambrechts, TurkArkDerg 20/1, 1973, 1101. 35. Bringmann-Steuben 4.0, Kat. Nr. 355, 36. E. L. Schwandner in: Hermogenes und die hochhellenistische Architektur, Koll. Berlin 1988 (1990) 8Sff.: ders. in: B. Andreae, “Phyromachosprobleme”, RM It. Ergh. (1990) 41Η. Bringmann-Steuben 4.0. Kat. Nr. 424.

410

Florens Felten

der NW-Terrasse von Aigai mit ihrem dorischen Peripteraltempel und der Halleneinfassung weist so augenfällige Ahnlichkeit zu pergamenischer Architektur auf, dass an attalischer Bauherrschaft kaum zu zweifeln ist??. Die Zuschreibung des Dionysostempels in Teos an die Attaliden muss unsicher bleiben, auch wenn sie einiges für sich hat#8. In noch verstàrktem Mass gilt dasselbe für die Annahme attalischer Bauherrschaft bei der Erneuerung des Metroons auf der Athener Agora und dem Ausbau der Zeusterrasse auf dem Oros in Aigina*. Nur auf den ersten Blick wirken all diese Heiligtumsweihungen der neuen makedonischen Landesherren wie die Fortfiihrung einer schon viel friiher greifbaren Herrscherattitude. So scheint es für die Tyrannen des 6.Jhs. fast so etwas wie ein Verhaltensmuster gewesen zu sein, ihre Herrschaft durch die Errichtung eines moglichst prächtigen Tempels in ihrer Residenz oder im Hauptheiligtum ihres Herrschaftsgebietes zu dokumentieren. Dementsprechend bedeuten die Bauprojekte des samischen Heratempels durch Polykrates oder des Tempels fiir Zeus Olympios in Athen durch Peisistratos für Aristoteles typische Tyrannenaktionen*®; und wir dürfen getrost den naxischen Apollontempel in dieselbe Kategorie einreihen —er ist in seiner mit allen kykladischen Bautraditionen brechenden Monumentalitàt nur als mit den anderen Tyrannentempeln konkurrierendes Projekt des Lygdamis verständlich{!. Aber er teilte denn auch deren Schicksal: die Tatsache, das alle drei Tempel nach dem Tod ihres Erbauers unfertig liegen blieben, zeigt besonders eindringlich wie unlôsbar auf der einen Seite offenbar diese Projekte mit der Person des jeweiligen Initiators verbunden waren, und wie ungewohnt, ja verdächtig andererseits für die Zeitgenossen eine solche Herrscherinitiative war. In der Tat finden solche Stiftungen in der Folgezeit auch keine Parallelen. Noch die oben erwähnte Reaktion der Ephesier zeigt, dass selbst im ausgehenden 4. Jh. eine solche Aktion hôüchste Reserve provozierte. Offenkundig war es bis dahin eben nicht normales Vorgehen, dass das vornehmste Bauwerk eines Heiligtums —eben der Tempel— der Initiative eines Einzelnen entsprang. Alexander setzte hier neue Massstäbe. Und noch in einem weiteren Punkt setzte er fiir Griechenland neue

37. H.-J. Schalles 2.0. (Anm. 33) 3Sf; Bringmann-Steuben a.O. Kat. Nr. 251. R. Bohn, “Altertimer von Aegae”, Jd/ 2. Ergh. (1889) 35ff. E. V. Hansen, The Attalids 262ff.; L. Robert,

Études Anat. (1970) 8211. 38. 39. 40. 41.

Bringmann-Steuben 4.0. Kat. Nr. 262 und 445. Bringmann-Steuben 4.0. Kat.Nr. 378 und 381. Pol. V, 11,4. G. Gruben, Die Tempel der Griechen ( 19762) 14411.

Heiligtitmer der Makedonen

Massstäbe. Namen

Zwar waren

der Tyrannen

die genannten

Tempelbauten

411

so unldsbar mit den

verbunden, dass noch Aristoteles sie in einem Atemzug

nennt, doch ist nichts dariiber bekannt, dass solche Urheberschaft am Bau inschriftlich dokumentiert gewesen ware. Dasselbe gilt sicherlich für die Stiftung der marmornen Tempelfront des archaischen Apollontempels in Delphi durch die Alkmaioniden —Herodot, der diese Stiftung austiihrlich liberliefert, sagt kein Wort liber eine entsprechende Inschrift“2. Die

einzigen

in diesem

Zusammenhang

zu nennenden

vergleichbaren

Beispiele fUhren in die Gstliche nichtgriechische Welt: die vom lydischen Konig Kroisos gestifteten Säulen des archaischen Artemisions von Ephesos waren durch Inschriften am Objekt ausdriicklich als seine Gaben dokumentiert#. Für die empfindlichen Ephesier war das wohl dadurch erträglich, dass es sich eben nicht um die Stiftung des gesamten Tempels, sondern um die einzelnen, besonders reich geschmückter Architekturelemente handelte, die gewissermassen als einzelne Weihgeschenke verstanden werden konnten. Aber ausserhalb des griechischen Bereichs waren solche Rücksichtnahmen auf vorhandene Empfindlichkeiten nicht notwendig. Im karischen Zeusheiligtum von Labraunda nennt praktisch jeder Bau inschriftlich seinen Erbauer —auch der Haupttempel, auf dessen Architrav Idrieus, Sohn des Hekatomnos, seine Stiftung unmissverstàndlich deklariert*4. Solche Vorbilder sind es offenbar, an die Alexander und seine Nachfolger

anknlpfen, und damit stellen sie die Weichen fur eine Praxis, die Rom begierig aufnimmt —kaum ein Machthaber der rômischen Republik oder der Kaiserzeit verzichtet darauf, sich als Tempelerbauer zu deklarieren— und die schliesslich das Abendland geprägt hat. Lässt sich also in diesen Punkten —der Stiftung von Kultbauten durch Individuen und der offenkundigen Deklaration der Stiftung durch Inschriften— eine zwar nicht ganz vorgängerlose, in ihrer Konsequenz aber doch durchaus neuartige und folgenträchtige Verhaltensweise Alexanders und seiner Nachfolger konstatieren, so stellt sich die Frage, welche Beweggründe zu solchen eben doch radikal neuartigen Initiativen fiihren konnten. Natiirlich liegt es nahe, davon auszugehen, dass es den makedonischen Herrschern am Herzen lag, in den fremden, neuen Reichen aus der Heimat vertraute

Gottheiten

“anzusiedeln’,

so wie

das A.Vavritsas

für die Athena

42. Hdt. 5,63,3. vel. 5. Hornblower, Mausolus (1982) 283. 43. Hdt. 1.92; A. Bammer - U. Muss, "Das Artemision von Ephesos", Sh. Antike 46; St. Karwiese, Gross ist die Artemis von Ephesos (1995), 35.

Welt (1996)

44. Labraunda I, 3 (1982) 34; s. Hornblower 4.0. (Anm. 42) 281ff.; vel. Bringmann-Steuben 4.0. zu Kat. Nr. 268.

412

Florens Felten

Kyrrhestis, deren syrisches Heiligtum Strabon bezeugt, wahrscheinlich gemacht hat4 und wie es etwa wohl auch für den Zeus Bottiaios gilt, der in Antiocheia am Orontes durch Miinzen belegt ist*® und für Zeus Seleukios, der mehrfach in Inschriften aus Lydien genannt wird‘’. Aber als Begründung reicht das sicherlich nicht aus —solche Beispiele sind einerseits nicht zahireich genug und andererseits lässt sich anhand der oben angefuhrten Beispiele deutlich erkennen, dass die Bautätigkeit der makedonischen Herrscher oft genug bereits bestehende, mit lokaler Tradition behaftete Heiligtumer betraf. Zu einer anderen Erklärung führt die genauere Betrachtung der oben genannten, mit ausreichender Sicherheit auf die Munifizenz makedonischer kôniglicher Bauherrn beziehbaren Kultbauten. So wird bei einer Ubersicht der einschlägigen Denkmäler rasch deutlich, dass es sich bei den geforderten Bauunternehmen —soweit ihre Gestalt erkennbar ist— in weit Uberwiegender Zahl um Ringhallentempel handelt. Und dies gilt bemerkenswerterweise nicht nur für unabhängig von Alexander und seinen Nachfolgern begonnene Projekte, bei denen lediglich Baufortschritt oder —fertigstellung durch kônigliche Zuwendungen finanziert wurde— so, wie es eben für das ephesische Artemision versucht und für den Athenatempel in Priene, den Apollontempel in Didyma und wohl auch für den Apollontempel in Delphi und vielleicht auch in Delos durchgeführt wurde. Es gilt vielmehr in gleicher Weise fur von Grund auf neu errichtete Bauten: den Athenatempel von Ilion, den Athenatempel von Pergamon, die Markttempel von Demetrias und Sikyon, die Tempel von Alexandria und wohl auch Hermopolis magna‘8, den Zeustempel von Olbe-Diocaesarea, den Artemistempel von Sardes, das Olympieion in Athen, den Kybeletempel in Pessinus, den Apollonistempel in Kyzikos*?, den Asklepiostempel (A) in Kos, den Tempel auf der NW-Terrasse in Aigai. Die Reihe liesse sich sicher verlängern, wiissten wir mehr von den Heiligtumern der Ptolemäer, der Seleukiden —denn sowohl das alexandrinische Serapeion und Poseidion, wie den Apollontempel von Daphne und den lupiter Capitolinustempel in Antiochia mlssen wir uns, entsprechend der Bewunderung, die sie hervorriefen, wohl am ehesten als

45. Strabon 16, 751; A. Vavritsas, ArchAfak. 2 (1977) 10f. 46.5. RE Suppl IX 1176 s.v. Zeus (Schwabl). 47. 5. dazu L. Robert, Hellenica VI (1948) 241. 48. Zu Hermopolis magna s. A. J. B. Wace, A. H. 5. Megaw, Τ. C. Skeat, “Hermopolis magna”, Ashmunein (1959) 7. 49. Wenn auch die Anzahl der Siiulen kaum testzulegen ist —s. Lit. Ubersicht bei BringmannSteuben 4.0. Kat. Nr. 335—, ist es doch deutlich, dass cs sich um einen Peripteraltempel gehandelt haben muss.

Heiligtümer der Makedonen

413

Peripteraltempel vorstellen—, oder liessen sich Bauten wie die Zeustempel von Stratos und Lebadeia oder der Dionysostempel von Teos mit sichereren Argumenten makedonischen Bauherrn zuweisen. Aber auch ohne dies ist das Bild eindeutig: die klar vorherrschende Bauform in solchen Fallen ist die des Ringhallentempels, andere Bauformen mogen gelegentlich auftreten°°, bleiben aber kläglich in der Minderzahi. Es wirkt geradezu wie eine Illustration des Sachverhalts, wenn wir sehen, dass im thesprotischen Kassope, dessen Griindung wohl makedonischem Eingreifen zu verdanken war, sich extraurbaner Ringhallentempel fur Aphrodite und intraurbanes makedonisches Kammergrab —das sich wohl am ehesten als Grab des Gründerheros verstehen lisst— gewissermassen einander ergiinzend gegenübertreten“!. Dieser Sachverhalt ist in doppelter Hinsicht hôchst bemerkenswert. Denn zum einen ist es oft konstatierte Tatsache, dass mit Ausgang der klassischen Zeit der Ringhallentempel sowohl im griechischen Kernland wie in den westgriechischen

Kolonien

seine

Rolle

als vornehmster

Kultbautypus

aus-

gespielt hat: in der Regel stellt seit dem Ende des 4. Jhs. das Konzept des Peripteraltempels —sehen wir von Hermogenes und seiner Schule ab— keine wirkliche Bauaufgabe mehr dar‘. Zum zweiten aber ist gerade Makedonien ein Land, in dem offenbar der Bautypus des Peripteraltempels sich nie durchgesetzt hat. Gewiss, unbekannt war der Bautypus dort sicherlich nicht: spätarchaische monumentale ionische

Tempel sind belegt für Thermi/Thessaloniki und Neapolis/Kavala*?, die, auch wenn sie sich nicht mit volliger Sicherheit als Peripteraltempel festlegen lassen, doch ernsthaft in diesem Zusammenhang diskutiert werden müssen. Ahnliches gilt für den neuaufgedeckten grossen archaischen dorischen Zeustempel von Stageira, für den die bisherigen Berichte noch nicht ausreichen. um Klarheit über die Bauform zu gewinnen*, und den archaischen dorischen 50. Beispielsweise das Meterheiligtum von Mamurt Kaleh; andere, zu nennende Kultbauten —etwa das Metroon in Athen, die Zeusterrasse vermutete Ptolemäerweihungen in Delos, Thera und Kos— sind zu Stiftungstutigkeit makedonischer Herrscher verbunden worden, als dass

in diesem Zusammenhang auf dem Oros von Agina, wenig begründet mit der sie hier eine Rolle spielen

kôünnten, 5. Bringmann-Steuben a.O. Kat. Nr. 378, 381, 413, 414, 419, 422. Ganz und gar unklar bleiben Faktizitiit und môgliche Gestalt der Uberlieferten Alexanderstiftungen in Dodona, Dion, Amphipolis und Kyrrhos 5.ο. Anm. 10, ebenso wie dic Gestalt des Asklepieions des Lysimachos in der Troas s.o. Anm. 17. 51. S. W. Hoepfner - L. Schwandner, Haus und Stadt im klass. Griechenland (1994) 7811, 0111.

52. H. Lauter, Die Architektur d. Hellenismus (1986) 189ff., vgl. E.-L. Schwandner in Phyromachos - Probleme, RM, 31. Ergh. (1990) 41. 53. G. Bakalakis, AntK Ποίῃ. 1, 1963, 30ff und ArchMak 3 (1983) dI und Afphem 1936. SII. 54. H Καθημερινή, 18.8.96, 5. 19; immerhin lassen die dort erwähnien Fragmente von

414

Florens Felten

(Athena?) Tempel von Torone, der durch eine Reihe von Baugliedern zwcifelsfrei nachgewiesen ist°. Vollig unbekannt bleibt weiterhin ein “Hekatompedos” der Demeter, der durch eine Inschrift des 6. Jhs. aus Galepsos gesichert ist*®, Sicherlich aber um einen klassischen dorischen Peripteraltempel muss es sich bei dem Bau handeln, dem die Reliefmetope aus Tragilos/ Aidonochori in Kavala angehort, die nach der Vermutung von Ch. KukuliChrysanthaki ursprünglich aus Amphipolis stammen kôünnte‘?. Und in aller Deutlichkeit gibt sich der Tempel des Zeus-Ammon aus der 2. Hälfte des 4. Jhs. in Aphytis/Kallithea als dorischer Ringhallentempel zu erkennen?®. Das Verbindende aber bei all den genannten Bauten ist, dass sie sich in Städten befinden, die auf direktem oder indirektem Weg vom südlichen Gricchenland aus —Kykladen, Euboia, Athen— gegrilndet wurden und bis in dic 2. Hiilfte des 4. Shs. hinein ihre Unabhängigkeit vom makedonischen Reich bewahrt haben —sie k6nnen demnach nicht als “makedonische” Bauten gelten. Im makedonischen Kernland dagegen ist es bis heute nicht gelungen, einen Peripteraltempel aufzudecken. Bei aller Übereinstimmung der Kulte und Kultgebräuche zwischen Makedonien und dem librigen Griechenland, die seit W. Bacge5” auf der Hand liegt und vor allem in den letzten Jahren durch zahlreiche

Untersuchungen

immer

weiter bestätigt wurde, muss es auffallen.

dass in diesem Punkt —der Form des Kultbaus— ein gravierender Unterschied vorliegt. Betrachten wir die am besten untersuchten Heiligtiimer von Vergina, Pella und Dion, so fallt bei allen Unterschieden im Detail auf, dass es sich in allen

Fallen

um

aus

offenen

Arealen,

gedeckten

Raumen

und

kleineren

Kultbauten zusammengesetzte Baukomplexe handelt. Das gilt —ohne niher auf die in den mcisten Fallen noch in Ausgrabung befindlichen und nicht vollstiindig veroffentlichten Bereiche eingehen zu wollen und zu k6nnen— in glcicher Weise für die Heiligtümer der Kybele und der Eukleia in Vergina™,

Giebelskulpturen eher an einen Peripteros denken. 55. A. Cambitoglou - J. K. Papadopoulos, “Excavations at Torone.

1990”. Meditarch 7, 1994,

1471,

56. Makedonen - die Griechen des Nordens, Kat. Ausst. Hannover 1994, 190 Nr. 215. $7. D. J. Lazaridis, Neapolis, Christoupolis. Kavala (1969) ΤΙ. 54; Ch. Kukuli-Chrysanthaki, ArchMak. 3 (1983), 1431f.: s. dazu auch O. Broneer, Isthmia I (1971) und K. Junker, Der dltere Tempel im Heraion am Sele (1993) 153. 58. E. Juri. in Neve Forschungen in eriechischen Heiliztiimern (1976), 154. 59. De Macedonum sacris (1913). 60. St. Drougou, AEMO 4, 1990, Stl. und 6, 1992, 4Stf.: Chr. Saatsoglou-Paliadeli, AEMO 3, 1989, 25Η. und 6, 1992, SIIT.

Heiligtümer der Makedonen

415

wie für jene der Aphrodite und Kybele®!, der Demeter®2 und des Darron(?)"? in Pella, oder jene des Asklepiost4 und der Demeter® in Dion. Gepriigt werden sie alle durch fehlende Monumentalitàt und durch mehr oder weniger lockere Verbindung einzelner, eher kleingehaltener Bauelemente. Natlirlich ist dieser Unterschied in der architektonischen Ausgestaltung makedonischer und südgriechischer Heiligtiimer bereits gelegentlich wahrgenommen worden, er wurde aber eben durch die Tatsache verschleiert, dass es auch in SGriechenland seit dem Ausgang der Klassik nur noch selten zur Errichtung monumentaler Kultbauten kam. Fur Makedonien aber ist dieses Phiinomen ganz offenbar keine reine Zeiterscheinung, da die genannten Heiligttimer zum Teil durchaus über das Ende der Klassik hinaufreichen. Gewiss ist es gefährlich, ex silentio —aus dem Nichtvorhandensein von Funden— weitreichende Schlüsse zu ziehen, dennoch scheint die Sachlage ziemlich eindeutig: nach der verstärkten Forschungstätigkeit der letzten Jahrzehnte in Makedonien fehlt es nicht an Belegen für vorhellenistische und hellenistische Heiligtümer im Land, was hier aber nach wie vor fehlt, sind Hinweise auf grossformatige Peripteraltempel, die weder in der Literatur in Erscheinung treten —bei der Zerstorung des Zeusheiligtums von Dion durch Skopas ist zwar von Hallen, die das Temenos umgrenzen, von Weihgeschenken und Kénigsstatuen die Rede, nicht aber von einem Tempel, der der Zerstorung zum Opfer gefallen ware, obwohl doch Skopas “gegen die Gotter Krieg

führte”6/7—, noch im archäologischen

Befund greifbar sind98. Der einzige

denkbare Kandidat für das Auftreten eines solchen Tempels scheint Pella zu sein, das ja durch seinen Griinder Archelaos durch oft konstatierte —und oft beliichelte®?— Orientierung an S-Griechenland geprägt wurde. So wie sich dieser Zeuxis, Timotheos und Euripides an seinen Hof holte, mag er auch einen “siidgriechischen” Ringhallentempel für Athena Alkidemos” errichtet haben lassen —die von M. Siganidou genannten drei Sdulentrommeln mit 61. M. Lilibaki-Akumati, “lera tis Pellas”, Mnimi D. Lazaridi (1990) 195tF. 62. Dies. 4.0. (Anm. 61) 19911. M. Akamati, AD 1980 Chron. 398 und AD

1981 Chron. 120:

M. Siganidou, Ergon 1981,22 und ΠΑΕ 1981,51. 63. M. Lilibaki-Akamati, AE MO 1,1987, 137ff. und 5, 1991, 831f. 64. D. Pandermalis, ArchMak. 2 (1988) 336f. 65. D. Pandermalis, ArchMak. 2 (1977) 335; 5. Pingiatoglou, AEMO 4, 1990. 205Η. und 5. 1991, 145th. 66. Vel. R. A. Tomlinson, ArchMak. 3 (1983) 285ff. 67. Polyb. IV, 62. 68. Die von N. Haddad voreelegten dorischen Kapitelle aus Kyrrhos/Aravissos, ArchMak. 2 (1977) ΤΗ. sind für den Beleg eines Peripteraltempels sicher nicht ausreichend, wohl auch zu klein. 69. Acl. VH 14.17. 70. Livius 42.512.

416

Florens Felten

Durchmesser von 1,60 πι, die 700 πι nordôstlich der Akropolis gefunden wurden?!, sind ernstzunehmende Kandidaten daflir. Doch auch wenn dies der Fall sein sollte, heisst es sich doch zu hlten, einen solchen von einem Verehrer südgriechischer Kultur errichteten Bau von vornherein als “makedonisch” zu bezeichnen, eher erscheint er nach allem dort als “Fremdling”. Ja, nach unserem heutigen Wissenstand scheint es vielmehr so, als hatte man sich in Makedonien ganz bewuBt —zumindest was die klassische und die hellenistische Zeit angeht— jeder Tendenz entzogen, die Gotterkulte durch monumentale Peripteraltempel und grossformatige, zeitgemäss systematisierte Heiligtumsanlagen architektonisch zu formulieren. Gerade diesen Eindruck vermittelt auch das Heiligtum der Grossen Gotter von Samothrake, das, in unmittelbarer Nihe zum makedonischen Stammland gelegen, wie kein anderes Heiligtum durch die Munifizenz makedonischstammiger Herrscher gefordert und ausgebaut wurde”, so dass es wohl getrost als die “architektonische Spielwiese” der makedonischen Herrscher des Mutterlandes und aus Ubersee bezeichnet werden darf. In erster Linie bemerkenswert an diesem Heiligtum ist, dass sich hier, wenn auch fallweise in weit gesteigerter Dimensionierung, Bauformen finden, die in Makedonien auch sonst ihre Parallelen

finden’3, dass aber offenbar keine Gesamtplanung vorliegt, die bei allem Glanz der Einzelbauten

auch ein zeitgemiisses Architekturensemble

leistet hùtte; vor allem aber, dass trotz im Detail immer

gewiihr-

wieder spUrbarer

Ubernahmen süd- und ostgriechischer Vorbilder’4 das Thema eines Peripteraltempels liberhaupt nicht zur Diskussion steht. Welches slidgriechische Heiligtum vergleichbaren Formats, das seit der zweiten Hälfte des 4. Jhs. eine ühnliche Bltite erlebte, hiitte darauf verzichtet? Es scheint auf der Hand zu liegen: hier, in unmittelbarer Reichweite des makedonischen Kernlandes, orientiert man sich an anderen, offenbar eigener Tradition verpflichteten Richtlinien. Vor diesem Hintergrund gewinnt die Bautätigkeit der makedonischstiimmigen Herrscher ausserhalb der Heimat mit ihrer deutlichen Konzentration auf das Konzept des Ringhallentempels neue und verstärkte Bedeu71. M. Siganidou, ArchMak. 4 (1986) 556. 72. $. A. Frazer, “Macedonia and Samothrace: two architectural late bloomers in Macedonia

and Greece in late classical and carly hellenistic times", Stud. in the history of Art, Vol. 10 (1982), ed. B. Barr-Sharrar and E. N. Borza, 191ff. 73.Vor allem die ungedeckten Bezirke und krcisrunden Strukturen, aber auch die Fassadenarchitektur, die Stuck-Innendekorationen. Finden in makedonischen Bauten gute Parallelen. Vgl. Frazer 1.0. 1921f, bes.198. 74. Vel. Frazer 2.0. 195H1, passims und grundlegend St. Grobel-Miller, Hellenistic Macedonian Architecture (1971), passim, bes. 2251.

Heiligtümer der Makedonen

417

tung. Wenn es einerseits nicht eigener Bautradition entspringt, andererscits aber auch dem sonst gültigen Zeitgeist widerspricht, Gütterverehrung durch die Errichtung von Peripteraltempeln zu manifestieren, so muss das hartnickige Festhalten der Makedonenherrscher in ihren neuen Gebieten an diesem Konzept eine bewusst transportierte Bedeutung haben. Und diese scheint auf der Hand zu liegen: es ist altbekannte Tatsache, in welch starkem Mass der Bercich des Gotterkultes, —vor allem auch im Element der Annäherung des Herrschers an die Sphire des Gottlichen— seit Alexander als politisches Mittel und vor allem als Instrument der Lenkung und Einigung national sehr heterogener Reiche eingesetzt wird. Wenn nun in diesem Medium die Herrscher immer wieder auf das vornehmste Modell der gricchischen Kultpraxis —den Ringhallentempel— zurückgreifen, so deklarieren sie sich selbst damit und gleichzeitig die Grundiage ihrer Herrschatt: sic sind Griechen und die griechischen Gotter sind die Garanten ihrer Macht. Wie wcit auch immer in den fernen Reichen Schritte der Assimilation und der Vermischung mit einheimischen Elementen gehen mogen, diese Grundlage wird offenbar nicht angetastet - die Idee des Griechentums bleibt verbindlich. Was den Ringhallentempel angcht, so wird dieser nun unter den Hiinden der makedonischen Herrscher zum Inbegriff griechischer Bauform —auch wenn er diese Rolle in seinem Geburtsland mittlerweile offenbar aufgegeben hatte.

Wie es scheint, ist es in erster Linie ihnen und ihrem Wirken zu verdanken, dass die Idce des Ringhallentempels überlebt und ihre Entwicklung fortführen kann, so dass sie unter den Hiinden des Hermogenes nochmals cine letzte Spätblüte erlebt und schlicsslich als das Ideal griechischer Architektur in die rômische Architektur und damit in die Architekturvorstellung des Abendlandes Einzug halten kann. Institut für Klassische Archäolosie Universität Salzburg Residenzplatz 1

A - 5020 Salzburg Austria

30 THE PANHELLENISM A REASSESSMENT

Michael

A.

OF PHILIP AND

ALEXANDER:

Flower

When first Philip and then Alexander announced their intention of invading Asia, they both employed the same two pretexts. These pretexts were to free the Greeks in Asia from Persian rule!, and to punish the Persians for their invasion of Greece in 480-79 B.C.?. But only the latter, the war of revenge, was officially sanctioned by the League of Corinth. That these were pretexts, and not their true motives, was asserted by Polybius, who wrote that Philip’s real motive was conquest for its own sake. Most modern scholars would agree. But why did Philip and Alexander employ these particular pretexts when others were available? In his letter to Darius in 332 B.C., as reported by Arrian, Alexander subtly weaves together Greek and Macedonian grievances (2.4.5-6)4: “Your ancestors invaded Macedonia and the rest of Greece and did us great harm, though we had done no prior injury; 1 have been appointed hegemon of the Greeks, and invaded Asia in the desire to take vengeance

on Persia for your aggressions”; but then he goes on to mention

Persian aid to Perinthus in 340 B.C., a force despatched into Thrace by Artaxerxes Ochus, Darius’ alleged complicity in the assassination of Philip, and even the moneys sent to various Greek cities in order to stir up insurrection

against Macedon.

In other words, Alexander did not need to mention Greck

I. Diod. 16.91.2 and 17.24.1; Theopompus FGrH 115, F 253. See R. Seager, “The Freedom of the Grecks of Asia: From Alexander to Antiochus”, CQ 31, 1981, 106-112, but he does not know

this fragment of Theopompus (discussed below). 2. Arrian 2.14; Diod. 16.89; Justin 11.5.6; Polybius 3.6. On the theme of revenge see, H. Bellen, “Der Rachegendanke in der griechisch-persischen Auseinandersetzung", Chiron 4, 1974, 43-67, and H. J. Gehrke, “Die Griechen und die Rache: ein Versuch in histurischer Psychologie”, Saeculum 38, 1987, 121-49. 3. E.g. P. A. Brunt, Arrian: History of Alexander and Indica, Loeb Classical Library, Cambridge (Mass.) 1976. li-lviii; and M. Austin, “Alexander and the Macedonian Invasion of Asia”, in J. Rich and G. Shipley (eds.), War and Society in the Greek World, London 1993, 197-223. 4.1 am assuming that Arrian's version of this letter is more accurate than that in Curtius 4.1.10-14. A. B. Boworth, A Historical Commentary on Arrian's History of Alexander I, Oxtord 1980, 232-3, suggests that it accurately represents contemporary propagandi.

420

Michael A. Flower

complaints against Persia, since there were plenty of Macedonian ones.

Some modern scholars have claimed that Philip and Alexander needed panhellenist idcology because the Athenians were representing their resistance to Macedon

as a re-cnactment

of their role in the Persian

Wars’.

But

that cannot be the whole story; for Thebes, which had medized in 480-479, was also claiming to be fighting against Macedon for “the freedom ol Greece", On another level, it might be argued that Philip and Alexander were

misled by Greck

intellectuals, such as Isocrates, Speusippus,

Callisthe-

nes, and even Aristotle. That is, they were led into believing that panhellenism was a much more pervasive political ideology in the Greek city-states than it actually was and that by espousing panhellenist principles they could win the good will of the southern Greeks and forestall any incipient revolts. It is my contention, however, that panhellenism as advocated by Gorgias and Isocrates was not merely an obsession of the intellectual elite. As I intend to demonstrate elsewhere, it was a widespread and broadly “popular” ideology, and had been so for a considerable length of time’. During the fourth century BC Isocrates was the foremost advocate of the political program which we moderns have termed “panhellenism”. This was the belief that the various Greck cities could solve their endemic political, social, and economic

problems by uniting in common cause and conquering all or part of the Persian empire. The territories thus acquired would provide fertile land for the homeless and destitute Greeks of the mainland and for those driven to seek employment as mercenary soldiers. The conquered peoples, on the other hand. would provide the requisite labour force for the new Greek possessors of the land. It was an idea at once appealing to Greek patriotic sentiment, and yet, given the fierce parochialism of the Greek city-states, nearly impossible to effect. In his Panegyricus, Isocrates argued that Athens and Sparta together should share the hegemony; he later hoped that a single leader, such as Philip of Macedon, could first reconcile and then lcad the united Greeks in the great

5, E.g. Austin, “Alexander and the Macedonian invasion”, 201. Athenian propaganda is analyzed by C. Habicht, “Falsche Urkunden zur Geschichte Athens im Zeitalter der Perserkricgen”, Hermes 89, 1961, 1-35. 6. Diod. 17.9.5; Plut. Afex. 12.3. 7. Contra P. A. Brunt, “The Aims of Alexander", Greece and Rome 12, 1965, 206: “The Panhellenic crusade was a fiction for everyone but modern scholars who suppose that Isocrates" wrilings were widely admired lor anything but their languid eloquence”. On Panhellenism in general see, G. Dobesch, Der Panhellenische Gedanke im 4. Jh. ν. Chr. und der “Philippos" des Isokrates, Vienna 1968; $8. Perlman, “Panhellenism, the Polis and Imperialism’, Historia 25, 1976, 1-30; and M_B. Sakellariou, “Panhellenism: From Concept to Policy”, in M. Hatzopovlos and LT oukopoulos (eds.), Philip of Macedon, Athens 1980, 128-45.

The Panhellenism of Philip and Alexander:

A Reassessment

421

crusades. In

any

case,

our

sources

indicate

that

both

Philip

and

Alcxander

genuinely thought that by espousing Panhellenist ideology they could win widespread popularity in the Greek city-states. Diodorus (16.89) says that Philip “spread the word that he wanted to make war on the Persians in behalf of the Greeks and to punish them for the profanation of the temples, and this won for him the loyal support of the Greeks"?. And Polybius (3.6.13) claims that Philip won the avowed good-will of the Greeks by employing the pretext that he was cager to avenge their unlawful treatment by the Persians. Alexander apparently followed the lead of his father, and thus his decision to burn Persepolis in an effort to win popular support at the time of Agis’ war. And perhaps the Nike on the reverse of his gold staters, who holds a ship's standard and a wreath of victory, refers to the Persian debacle at Salamis!°. Now, as I have said, it is generally assumed that the truc motive of Philip and Alexander was conquest for its own sake and the extension of Macedonian power; but we cannot

know

their true feelings and intentions, any more than

we can know those of any contemporary politician or leader. Nevertheless, contrary to Polybius, it is not impossible that they had some personal commitment to “the war of liberation and revenge”. For individuals sometimes act out of a combination of motives which are not necessarily mutually consistent nor even wholly rational. Now whatever the specific influence of Greek intellectuals, and of mainland Greek

popular opinion in general, Alexander's

own

intentions and

suppositions must have been strongly confirmed by the following incident. Delius of Ephesus, a pupil of Plato, was sent by the Asian Greeks to ask

8. Sec. in particular, Paneg. 17, and Phil, 9. An uniortunate trend in modern scholarship on Isocrates is to deny the sincerity of his statements (e.g. M. M. Markle HI, “Support οἱ Athenian Intellectuals for Philip: a study of Isocrates’ Philippus and Speusippus’ Letter to Philip", JHS 94, 1976, 80-99 and G. Kennedy, The Art of Persuasion in Greece, Princeton 1963, 198-203). This topic will be dealt with in my forthcoming commentary on the Philippus. 9. He also claims that the delegates at Corinth were genuinely enthusiastic about the expedition: “He spoke about the war against the Persians and, having held out great hopes, he won the delegates over to war”. We may be skeptical. since Philip surely would have stage-managed this crucial meeting. Diodorus is probably following Diyllus here (see N. G. L. Hammond, “The Sources of Diodorus Sicutus XVI (i). The Macedonian, Greek, and Persian Narrative’, COL, 1937, 79-91); but as I have argued elsewhere (Theopompus οἱ Chios, Oxtord 1994, 42-62), sourcecriticism of this type is highly subjective. 10. See A. Stewart, Faces of Power: Alexander's Image and Hellenistic Politics, Berkeley 1993, 159-60 and M. J. Price, The Coinage in the Name of Alexander the Great and Philip Arrhidacus. 2 vols., Zurich and London 1991, 29-30.

422

Michael A. Flower

Alexander to invade Asia (Plut. Mor. 1126d)!!. Surcly, Alexander did not necd this request, but it must have verified his decision to employ the liberation of the Asian Greeks as a useful pretext. For the Grecks who lived under the jurisdiction of the Persian empire wanted to be liberated. Against

this background,

let me

briefly

examine

some

of Alexandcr’s

actions which relate to a panhellenist program. But first a possible objection. If Callisthenes of Olynthus wrote up the expedition as a panhellenic crusade and if he depicted Alexander as a second Achilles, can we trust what our sources tell us of Alexander’s actions? There can be little doubt that Alexander wanted both himself and his expedition to be depicted in those terms!?. Morcover, to Alexander's Greck contemporaries, his emulation of Achilles would have appeared inseparable from his panhellenist claims to be avenging Greece, since in the popular imagination the Trojan War had long since become a mythic analogue for the Persian Wars!*. Or as Herodotus (1.5) would have it, the Trojan War was the ultimate source of the enmity between the Greeks and the Persians which culminated in the invasions of Darius and Xerxes. Alexander cleverly and consciously exploited the assimilation of the Trojan

War

with

the Persian

Wars

right

from

the start

of his expedition.

When he reached the Hellespont he sacrificed at the tomb of Prostesilaus at Flacus!4; and, like Protesilaus, he was the first to leap ashore with spear in hand!5. As soon as he crossed he proceeded to Troy where he sacrificed in the

11. P. A. Brunt, Studies in Greek History and Thought, Oxtord, 291, doubts the authenticity ot this report, but without sutticient reason. The Greeks of Asia may have worried that the young Alexander would cither cancel or delay the expedition. Antipaler and Parmenio are said by Diodorus (17.16.2) to have advised Alexander to wait until he had produced an heir. 12. According to Plutarch, Alex. 5.5 (and I see no reason to doubt the historicity of this) Alexander's tutor called himself Phocnix and Alexander Achilles; this conceit almost cost him his lift when he actually tried to play the part of Phoenix during a military operation against some Arabs at the time of the siege of Tyre (Plut. 24.6-8). Alexander’s emulation of Achilles is discussed by Stewart, Faces, 78-86, and W. Ameling, “Alexander und Achilleus. Eine Bestandsautnahme”, in Zu Alexander dem Grossen. Festschritt G. Wirth, W. Will and J. Heinrichs (eds.), Amsterdam 1988, 657-92.

13. See E. Hall, Inventing the Barbarian, Oxford 1989, 68-9 and D. Castriota, Myth, Ethos, and Actuality: Official Art in Fitth-Century B.C. Athens, Madison 1992, 1-16. For the conflation al Trojans and Persians in Athenian tragedy, see E. Hall, “Asia unmaned: Images οἱ victory in classical

Athens”. in J. Rich and G. Shipley (eds.), War and Society in the Greek World, London 1993, 114. 14. Arrian 1.11.5. 18, Justin 11.56.10; Diodorus 17.17.2. For Alexander's actions at the Hellespont. sce Η. U. Instinsky, Alexander der Grosse am Hellespont, Gadesberg 1949, with with the review by F. W. Wallbank, JHS 70, 1950, 79-81.

The Panhellenism of Philip and Alexander: A Reassessment

423

temple of Athena and crowned the tomb of Achilles!9, Alexander, like his father, was a descent of Heracles, who according to Isocrates (Phil. 112), had captured Troy in fewer days than it took Agamemnon years. But unlike his father, he was also a descendant of Andromache and of Neoptolemus on his mother’s side, and thus of Priam. What significance did this have for him? While at Troy he propitiated the shade of Priam; in the words of Arrian (1.11.8), “he is said to have sacrificed to Priam on the altar of Zeus Herceius,

beseeching Priam not to vent his anger on the family of Neoptolemus to which he belonged”. And according to Strabo (13.1.26-27), Alexander granted Troy special privileges and promised to rebuild the temple of Athena. But this should not be taken to indicate, as Brian Bosworth has claimed, that “for Alexander the Trojans were not barbarians but Hellenes on Asian soil”, and that “the descendants of Achilles and Priam would now fight together against the common

enemy",

Alexander’s emulation of Achilles overshadowed and

transcended his Trojan ancestry!#. By sacrificing to Priam he was doing nothing more than appeasing him for the sacrilege of Neoptolemus, who had slaughtered him at the very altar where Alexander madc his sacrifice. After the battle of the Granicus, Alexander sent 300 Persian panoplics to Athens as a dedication to Athena (Arr. 1.16.7; Plut. Alex. 16.8). The inscription attached to the dedication was pointed: “Alexander the son of Philip and the Greeks except the Lacedaemonians from the barbarians who dwell in Asia”. Arrian and Plutarch differ as to whether this inscription was only on the dedications sent to Athens or was meant for a broader Greek audience. In any case, the wording was not simply intended to emphasize Sparta's refusal to join the league of Corinth. It was surely also meant to recall Sparta’s former betrayal of the Grecks in Asia to Persia!”. 16. Arrian 2.12.1, Plut. Alex. 1$.4-5: Justin 11.59.12. 17. A. B. Bosworth, Conquest and Empire: The Reign of Alexander the Great, Cambridge 1988, 281. An equally fantastic interpretation is given by P. Georges, Barbarian Asia and the Greek Experience, Baltimore 1994, 64-5: “At Troy, therefore, Alexander advertised the coming end of the millennial conflict between Asia and Greece in his own person, in a reconciliation and assimilation between Hellas and Troy..." 18. E. Badian, “Alexander the Great between two thrones and Heaven: variations on an old theme”. in A. Small (ed.), Subject and Ruler: The Cult οἱ the Ruling Power in Classical Antiquity (Journal of Roman Archaeology supplement no. 17), Ann Arbor 1996, 17, considers the whole incident a tiction and suggests that it was introduced by Aristobulus, but he does not know the Strabo Passage. 19. This culminated in the intamous King’s Peace of 387/6, according to which Sparta sold oul the Asian Greeks in exchange tor the King's support in maintaining Spartan hegemony over mainland Greece, That agreement had earned Sparta considerable ill-will in the Greek world cet. Diod. 18.9.5) and the wording of Alexander's dedication was intended to remind Athenians and

424

Michael A. Flower

The battle of Gaugamela, as described by Plutarch, was nothing short ot a panhellenist set piece, with Alexander rousing his Greck contingents to action. Following the battle Alexander took steps “seeking”, as Plutarch says, “to win the favour of the Grecks’2°. He wrote that the tyrannies had been abolished (meaning those in Asia) and that the Greeks were autonomous. He sent word (o the Platacans that he would rebuild Plataea because their ancestors had furnished territory to the Greeks for the struggle in behalf of their freedom. He also sent a portion of the spoils to the people of Croton because the athictc Phayllus had fitted out a ship at his own expense with which he fought at Salamis

in 480 (Plut. Alex.

34)21,

In this way

Alexander,

always

mindful

of

the significant gesture, linked his victory at Gaugamela with the Greek victo-

ries at both Plataea and Salamis22. As Alcxander proceeded eastwards, more gestures followed. After the capture of Susa in 331 he promised to sent back to Athens statues of Harmodius and Aristogeiton which Xerxes had removed (Arr. 3.16.7). And finally, we have the burning of Persepolis. Alexander had wintered there, but at the end of his sojourn, the palace was destroyed. The official explanation for this act of terrorism is provided by Arrian (3.18.12): that Alexander wished to punish the Persians for their invasion of Greece, the destruction of Athens, the burning of the temples, and for all their other crimes against the Greeks. Whether this truly was a premeditated act or whether an intoxicated Alexander was spontancously induced to torch the palace by a precocious

Athenian whore, was and is controversial?}. On the level, however, of popular sentiment, it is irrelevant which version is true, The prostitute Thais, according to the vulgate sources, incited Alexander and his companions by pointing out how fitting it would be for the other Greeks of Sparta’s tratficking with the Mede. 20. For the translation, see JR. Hamilton, Plutarch Alexander: a Commentary, Oxford 1969, 91, who comments: “Alexander ostentatiously marked his position as HMevemon of the Corinthian League, and, by connecting his victory with the ancient victories of Salamis and Plataca, emphasized the Pan-Hellenie character of the war". 21. Herodotus (8.47) implies. probably wrongly, that the Crotonians had sent him out ollicialiy. See Hamilton, Commentary, 92. 22. Herodotus (9.64) says of Plataca that “Pausanias won the most splendid victory ot all those which we know". The Athenians, on the other hand, considered Salamis to have been the decisive battle of the Persian Wars (οἱ. Thue. 1.73-4).. 23. It is most probable that Alexander deliberately burned Persepolis because he had not yet

heard the outcome of the war

of Agis. This is convincingly argued by E. Badian, “Agis III: Re-

visions and Reflections”. in EL Worthington (ος.). Ventures into Greek History, Oxtord 1994, 258-92. Badian points out (p. 284) that the Thais story may report the way in which the destruction, Planned in advanced, was actually carried out.

The Panhellenism of Philip and Alexander: A Reassessment

425

burning of Athens to be avenged by a Greek woman. Curtius even has her declare that Alexander would then win most favour among all the Grecks?*, Thus even if Arrian’s version is merely an after the fact justification, it was a justification which at least some Greeks took seriously and sympathized with. The Palatine Anthology preserves a dedication made by the Thespians which

runs thus (6.344): “The men of spacious Thespiae once sent these hoplites, avengers of their ancestors, into barbarian Asia; they who destroyed Persepolis with Alexander and dedicated a cunningly made tripod to loudthundering Zeus”. Did Alexander's panhellenism end with the burning of Persepolis? Had it outlived its usefulness as political propaganda? Because Alexander soon disbanded his allied contingents at Ecbatana in 330 (Arr. 3.19.5-6), it is generally asserted that the panhellenic part of the expedition was over?5. But this was not true for several reasons and it should be emphasized that no ancient source marks this as a turning point. This is yet another invention of

modern scholars. First of all, Arrian says that “not a few” of the Greek troops stayed on as mercenaries; and this may have been Alexander’s way of transferring the cost of their maintenance from their home cities to himself in the wake

of his seizure of the Persian

royal treasuries. Secondly,

if panhel-

lenism was mere sham and pretext, then why did Alexander trouble himself to honour the memory of Phaylus of Croton, which surely was not the most obvious way of recalling the battle of Salamis (unless, of course, he had already begun to generate the propaganda for a future war in Italy}26, Thirdly, for what it is worth (and perhaps not much), Onesicritus thought that panhellcnism still mattered for Alexander as late as 326; for when he was crossing the river

Hydaspes

xander, according to believe what sort of tion in your eyes’?’. Was that theme also

in a storm

just before

his battle

with

Porus,

Alc-

Onesicritus, cried out “Oh Athenians, could you possibly dangers I am undergoing in order to win a good reputaFourth, what about the liberation of the Greeks of Asia? dropped when it was no longer useful or convenient?

24. Plut. Alex. 38; Diod. 17.72; Curtius §.7.3, “Thais. herselt also drunk, declared that he would win most favour among all the Greeks, il he should order the palace Οἱ the Persians to be sel on tire: that this was expected by those whose cilies the barbarians had destroyed”. 25, Brunt, “Aims”, 203 is typical: “The Panhellenic war was then over, and Alexander sent the Greek contingents home (A. iti.19.5)". Note also J. R. Hamilton, Alexander the Great, Pittsburg 1973, 90; and Bosworth, Conquest and Empire, 96-7. Arrian, however, only says that Alexander sent the Thessalian cavatry and the other allies back to the sea; he gives no explanation. 26. Hamilton, Commentary, 92, suggests Alexander was connecting his victory with Salamis and Plataea. but Alexander may have had more than one purpose in mind. 27. Plut, Alex. 60.3.

426

Michael A. Flower

In 325/4 B.C. the historian Theopompus of Chios xander in which he laments that although Harpalus has hundred talents on memorials for his deceased mistress, ed the grave of those who dicd in Cilicia “in behalf of freedom of the Grecks”?#. This does not demonstrate

wrote a letter to Alcspent more than two no one has yet adornyour kingship and the that Theopompus was

himself a panhellenist?%; rather, it indicates that a Greck on the island of Chios, who was trying to ingratiate himself, thought that “the freedom of the Greeks” was still an important slogan to Alexander. Not long afterwards, in 324 Alexander dispatched Cratcrus to take charge of Macedonia, Thracc. Thessaly, and “the freedom of the Greeks’, Slogans, however contradicted in practice, were still important in theory. And finally, we have Diodorus’ description of the plans for the pyre of Hephaestion, which was no doubt designed by Alexander himsclf. He died in the autumn of 324, after the marriages at Susa and the banquet of reconciliation at Opis. Diodorus (17.115.4) says of the

pyre, which must have looked like a ziggurat, that the fourth level carried a centauromachy rendered in gold and that the sixth level was covered with Macedonian and Persian arms, “signifying the bravery of the one people and the defeats of the other”. The centauromachy was surcly meant to evoke the

Greck-barbarian antithesis of fifth-century Athenian public monuments?!. I am not suggesting that revenge on Persia in bchalf of Greece and the

liberation of the Asian Grecks were Alexander’s primary motives for invading Asia. I am mercly suggesting that panhellenism and political self-interest were neither incompatible nor mutually exclusive. Nor did Alexander act in a way that was incompatible with Isoratean panhellenism, but that I must argue elsewhere.

Now if panhellenism was as broadly popular as I have asserted, and it Alexander never wholly abandoned it, why did it fail to be an effective idcology? Or did it fail? On one level Alexander's panhellenic acts and words secm to have fallen on deaf ears. Despite the fact that he claimed to be

fighting “in behalf of Grecce”??, nearly twice as many Greek infantry fought as Persian mercenaries at Granicus than were in his own army}. The leading

28. Εοτί{ 115, F 253. 29. See Flower, Theapompus, 89. 30. Arrian 7.12.4. On this passage sce W. Heckel's article in these proceedings, 31. See Castriota, Afvah, 33-43, 152.05. 32. Diod, 1.16.6; 1.29.5, 33. There were about 20.000 Greek mercenaries on the Persian side (Arrian 1.14.34); at chat time Alexander’s army contuned 7.000 Greek allied troops and 5,000 Greek mercenaries (Diod. 17.17).

The Panhellenism of Philip and Alexander: A Reassessment

427

states of mainland Greece, Athens, Thebes, and Sparta, not only sent ambassadors to Darius before the battle of Issus and accepted Persian money*: but they openly rebelled when they felt ready. Alexander himself was well aware at the start of his expedition that if he suffered a major defeat it would prompt a revolt in Greece. On another level, the opposition to the Macedonian hegemony was much less than it could have been. The revolt of Thebes in 335 and of Athens in 323 both occurred after the death of the Macedonian king, a moment in which, according to precedent, dynastic pandemonium should have ensued. Nor is there any reason to think that Athens was actively preparing for rebellion before news came of Alexander’s death>*. The only revolt which took place during Alexander’s expedition was that led by Sparta in 331 under Agis III. But Athens did not join Sparta, and Greece on the whole was quiet and submissive

during

Alexander's

reign.

It is perhaps

more

probable

that

the

Greek cities had been completely cowed into military submission than that they were won over by panhellenist propaganda. And thus it is likely that Alexander succeeded where Agesilaus had failed, not because he had a better claim to be a descendant of Heracles or because he had first managed 10 reconcile the Greek cities, but because he had a bigger and better army. But propaganda does make a difference and is important in the waging of

wars and in the creation of empires. From Alexander’s point of view panhellenism may have seemed very effective indeed. The forces of Agis had been thoroughly crushed and the Athenian response to the Exiles Decree of 324 was not rebellion but diplomacy. Perhaps Alexander, under the influence of these successes, would have recmployed panhellcnic propaganda had he

lived to carry out his program of conquests in the Western Mediterranean??, It suited Alexander to pose as an Achacmenid when exercising direct control over lands once ruled by Persia, but what advantage would Persian royal dress and court protocol gain him in the West? Although

his exact

plan

of conquest

can

not

be recovered,

Alexander

34. See Arrian 2.15 and Curtius 3.13.15 tor the ambassadors. The expectation to receive Persian money is mentioned by Dem. 10.31-4 and Diod. 17.62,1-3, Demosthenes received Persian gold in 336: Acsch. 3.239; Dinarchus 1.10; Diod. 17.4.7-9; Plut. Dern, 20.5. 35, CE. Arrian 1.18.8: 2.17, 36. This is convincingly demonstrated by Worthington, “The Harpalus allair and the Greck response to the Macedonian Hezemony”™, in EL Worthington (ed.), Ventures into Greek History (Oxford, 1994), 307-330. 37. Contra U. Wilcken, Alexander the Great, trans. G. C. Richards. London 1932, 226, who asserts: “Certainly nothing now was further fram Alexander's thoughts than a Panhellenic policy like that of his early years...".

428

Michael A. Flower

certainly intended to campaign in the West**, and in dealing with the Greck citics of Sicily and South Italy a panhellenist stance would again be useful. That partly explains his honouring of Croton for the services of Phayllus at Salamis and his eagerness to read the Syracusan historian Philistus, whose history was sent inland to him by Harpalus, the only prose work amidst a shipment of tragedies and dithyrambic poems?”. In the name of Greck liberty he could have waged war against the Carthaginians in Sicily, against the Bruttians and Lucanians in Italy, and even against the Etruscans*®. In Sicily, Alexander would have been following the example of Dionysius | of Syracuse, whose pretext for declaring war on Carthage was the liberation of the Greek cities under Carthaginian control*!. In Italy he would have been completing the work of his uncle Alexander, king of Epirus. who had perished in the defense of Tarentum against the Lucanians and Bruttians‘2. Just as the Tarentines had previously called in Archidamus of Sparta and Alexander of Epirus, and would later summon another Spartan and another Epirote, Acrotatus and Pyrrhus respectively, so surely they would have invited Alexander to champion their cause. Indeed, three Apulian vases, painted around 330, show Hellas being crowned by Nike over a depiction of Darius in a chariot fleeing Alexander on horseback. This demonstrates that in the West Alexander’s victory at Gaugamela was not being perceived as a strictly Mace-

donian affair, but as the triumph of Greece over Asia‘. And in Etruria too Alexander could have posed as the champion of Greck

38. A full recent discussion of his future plans is in A. B. Bosworth, From Arrian to Alexander, Oxtord 1988, 185-211.

39. An interest in the career of Dionysius perhaps lies behind Alexander's request that Harpalus porary of Alex. 8)”, 40. 7.15.4-6),

send him the books of the historian Philistus (Plut. A/ex. 8.3); Philistus was a contemDionysius and depicted him favourably. See T. 5. Brown, “Alexander's book order (Plut. Historia 16, 1967, 366-7. Delegations from all of these peoples were sent to Alexander at Babylon in 323 (Arrian perhaps because they realized that Alexander was planning to attack them, See

Bosworth, Conquest and Empire, 166. 41. See Diod, 14.465. 42. For his campaigns in Italy, see Justin 12.2.1-$: Livy 8.3.6-7; Strabo 6.1.5: and R. Werner, “Alexander der Molosser in Italien”, in Zu Alexander dem Grossen. Festschritt G. Wirth, W. Will and. J. Heinrichs (cds.), Amsterdam 1988, 335-90. According to Justin (12.3.1), when Alexander heard ot his death, he prescribed for his army a three-day period of mourning. Justin lurther claims (12.1.8 and 12.3.1) that Alexander only feigned sorrow, but was secretly pleased by the death ot a rival. That is hardly likely. IU is possible that the two Alexanders may have been acting in concert (as asserted by Lane Fox, Alexander the Great, London 1973, 90), but this cannot be proved. 43, Sce Stewart, Faces, 150-7, with figures 25-8, for discussion and bibliography. Note also the discussion in these proceedings by F. Zevi, “Alessandro e Roma: signiticato d'un tema iconogralico”.

The Panhellenism of Philip and Alexander:

interests, since

Etruscan

A Reassessment

piracy was interfering with Athenian

429

commerce“.

The Sicilian and Italian Greeks had substantial resources at their disposal and Alexander would have needed their cooperation, no matter the size of the army which he brought with him. If he had actually read his Philistus, he would have known that the Italian Greeks had thwarted Dionysius I by allying themselves with the Carthaginians4*. And he surely knew that Alexander of Epirus had fallen out with the Tarentines by threatening their sovereignty and autonomy*®, Alexander would have had to tread warily. Panhellenism, far from having reached its climax in the burning of Persepolis, potentially had a long life ahead of it as Alexander’s interests shifted from the Persian East to the Greek

West.

Franklin and Marshall College Lancaster, PA

17604-3003

U.S.A.

44. Athenian complaints led to their establishment of a colony on the Adriatic coast in 324 (Tod. GH 200). Alexander apparently was aware Οἱ the problems caused by Etruscan and Roman Piracy; see Strabo 232, 45. Diod. 15.15. 46. Strabo 6.3.4,

31

PAIDEIA KATA POLEIS - PAIDEIA KATA ETHNE Remarques de méthode

Alexandre

Fol

1. Depuis plus de vingt ans je fais de mon

micux pour me rapprocher a

l'Orphisme thrace (Fol 1986, 1993, 1994, 1995). Ce terme que je propose comme hypothése de travail indique deux choses précisement: la foi mystériale en l’immortalité psycho-somatique et sa doctrine aristocratique de

purification (l’“ékstasis') et, d'autre part, l’obséssion, par le dieu-méme, des participants initiés aux rites du type bacchique (l’“enthousiasmôs"”). Ces deux chemins à trois marches —“comprendre-connaître-savoir” (l'Énergie Divine)— sont abondamment attestés dans les pays des Thraces par les sources écrites grecques et latines, par l'épigraphie locale, par les données

archéologiques

connues,

mais

surtout

récentes

et, en

fin, par

les

vestiges païens dans le folklore de deux côtés du Bas Danube et de quelques enclaves de la Grèce du Nord. Cependant, l'adjectif “thrace” n'est pas une dénomination ethnique dans son sens contemporain. Certains des phénomènes spirituels dont il désigne disposent d’équivalences parfaites en Théssalie et en Béotie, en Phocide, dans la région dite “Thraco-Macédonienne” en Pangée, mais aussi autour et à l'Ouest de la montagne, en Asie Mineure (Troade et Bithynie) et dans toute la

zone de contacts “Thraco-Phrygienne” le long des littorals du Bosphore et de l'Hellcspont (la “chôra de Constantinople” future), dans quelques îles égéennes et avant tout en Samothrace, Thassos et Lemnos, sans mentionner, bien sûr, les “modes thraces” (phrygiennes) à Athènes, où même les cultes de Bendis et de Sabazios ont été introduits. 2. L'Orphisme thrace donc, n'est que le terme d’une double dichotomie. Le substantif détermine une foi et un ritualisme à deux niveaux —doctrinal et populaire. Tous

les deux sont complétement

non-littéraires pendant

le

temps de leur fonctionnement socioculturel à partir de la deuxième moitié du Ile mill.av.J.-Chr. jusqu'au I[le-IVe 5. L'orphisme oral construit son monde a part de l'orphisme écrit οἱ spéculatif, bien que beaucoup de ses éléments ont

432

Alexandre Fol

été insérés ct rédigés déjà par Onomacrite dans la orphique grecque, par Pythagore —dans la structure de bres et des sons et par Platon οἱ les Néo-platonicicns— la philosophie mythologisante “non-olympiques”. L'“ethnikén”, à son tour, apparaît pour situer le niveau

populaire

politiquement

dans l'environnement

plus ancienne poésie son Cosmos des nomdans les théogonies οἱ niveau doctrinal et le

des vastes espaces

territoriaux, mais

centralisés (royaumes, états dynastiques ou tyranniques, empi-

res). Ceux sont les cspaces des gens, qui vivent “kata éthné”, en différence des gens, qui s'organisent “kata polcis”, d’après la distinction fameusc d'Aristote. En plus, cette opposition historico-sociologique se trouve en diachronic interne,

parce

que

les écrivains-obsérvatcurs

grecs

et latins considèrent

la

paidéia “kata éthné” plutôt comme une mythe-légende vivante. Les Hyperboréens et les Eumolpides, par exemple, restent une réalité beaucoup plus contemporaine et “orphique” pour ainsi dire, que la dynastie des rois-prétres odryses au Ve-IVe s.av.J.-Chr. qui confessent la doctrine. L'“ethnikén” donc. soit soumis à la stratigraphic chronologique des témoignages concernants les pays mentionnés ci-dessus. La double dichotomie du terme exprime. par conséquent, le binôme de deux types de sociétés et surtout de deux types de “paidéiai”, qui peuvent agir en tant qu’attitudes dans un même Espace, mais —très souvent— en Temps différents. 3. Examiner la paidéia littéraire et la paidéia non-littéraire c’est un effort d'éviter la notion non-définissable de “culture”. Cet effort me semble très raisonnable pour l'époque préromaine, lorse qu'on est encore suftisamment éloigné de l'invention de la notion même de “culture” par Cicéron. Pour les temps avant Cicéron le calme de la recherche se trouve chez Isocrate, qui juge comme Athénien celui qui émet la paidéia hellénique indépendement de son licu d'origine. Ὀ) αργός

Isocrate

dans le même

texte (/socr.

Panegyr.

50

Mathieu-Bré-

mandc), c'est la “didnoia” qui forme la paidéia (l'instruction et l'éducation). La dianoia” est la capacité de “distingucr” les choses (“krisis”} et de les nom-

mer (“éthos’’), c.-à-d. de les envisager sclon certains “nômoi”. La paidéia orale se définit par de némoi, qui viennent de la tradition des “drémena” sans avoir besoin de reproduction d'idées et de préscriptions à l'aide de signes convenus. La contradiction qu'on explore souvent vis-a-vis du “lcgôémena” comme signification essentielle de la “culture écrite”, d’après l'anthropologie structuraliste historique, n'est pas exact, car le “logos” existe

aussi oralement.

Il serait convenable

de le présumer en forme

de prière,

Patdeéia Kata poleis -Paidéia kata éthne

433

vocu-promesse ou parabole. Dans le dernier cas la leçon morale ou d'étiologie traite les choses désirées ou accomplies par les hommes et par les dicux. La parabole se formalise par celui qui veut “instruire” (roi, roi-prétre, prêtre. devin, aède, rhapsode, pote, législateur) comme une narration épique, chantée, mélo-déclamée ou suggérée par formules/régles sacrées, qui s’associent à des visions initiatiques et mystériales. D'autre côté, c’est le moment de la naissance du mythe, c.-à-d. de la transition vers la paidéia littéraire (écrite). Ses “‘nômoi” peuvent être compris dans la “réaction en chaîne” de la dianoia, qui poursuit la séquence “valeurs morales —mode de penser— mode d'agir” que nous connaissons de la haute littérature grecque. Écrits ou non au moment de sa formalisation, les règles/lois de ce type de paidéia ont eu toujours ses racines dans le “drémenon-legémenon” traditionel, mais rédigé d'après les exigeances “kata poleis”, qui animent l'idéologie de la Cité. Un “logos” écrit est construit selon le principe de la causalité, quoi qu'elle soit l'origine de la “cause”. 4. Prenons l'exemple décisif du binôme en question —la tétrade. La tétrade est le noyau de l’orphisme thrace. D'après Her. 5.7.1 Feix, les Thraces vénèrent “Arès, Dionysos et Artémis”, tandis que leurs rois, à part “t6n allén polictéôn” estiment Hermès plus que les autres dicux, prêtent serment uniquement en son nom et croient qu'ils descendent de lui. La même tétrade inspire les mystères de Samothrace. Là, à côté de Hermès sous le nom local de Kad- / Kasmilos, les autres anonymes Theôi Mcgäloi (ou “Kabires” dont l’étymologie de “kbr” sémitique veut dire “grand”) seront appelés à l’époque hellénistique “Axiokérsos, Axiéros, Axiokérsa”. Ici le serment prêté par l’epéptes cst explicitement caractérisé comme “orphique”. Les noms thraco-phrygicns de la Grande Déesse-Mére commencent d'être hellénisés dans les sources écrites et épigraphiques à partir du Vie s.av.J.Chr. En Thrace européenne continentale un de ces noms (une de ses hypostases) est traduit par Hérodote en Grec ancien par la désignation de la “Ῥόϊπία ther6n” / “chasseuse”, c.-à-d. d'Artémis. En Samothrace cette “traductiondésignation” grecque avait été ignoréc —ainsi

que les autres comme

Cybele,

Bendis, Kotytto, Hipta, Ma/Matar, Meter theén, Méter oréôn— et remplacéc, après la période de l'anonymat, par un théonyme dont le sens archaïque s'approche à l’idée d’“cau noire, souterraine, grotte, scin” οἱ pourrait être expliqué comme “Maîtresse de la grotte”. Cette signification d'Axiokcrsa” s'associe

pleinement

avec l'image

chtonique

d'"Axiéros”

(= Dionysos),

son

Fils. qui en Samothrace est le dicu du “feu de la Terre” en contre-balance de sa propre identification solaire, du “feu du Ciel”, c.-a-d. de Sabazios.

44

Alexandre Fol

Ce Fils dual de la Grande Déesse-Mère est formellement connu des descriptions des rites dans les lieux sacrés et temples thraces et de la manière des prêtres d'y prédire. Ces récits étaient prouvés par les recherches sur les constructions mégalithiques en Thrace et, récemment, par les découvertes de sanctuaires dans la “Vallée des rois” en Bulgarie du Sud, au cœur du territoire du royaume des Odryses. La

tétrade

commence

à fonctionner

en

quatres

degrés

(phases),

qui

précèdent la naissance du Fils. La Grande Déesse-Mère est visualisée tout d'abord en repos cosmique, puis en état de conception chaste en elle-même, de grossesse et d'accouchement. Le Fils apparaît au Se degré (phase), recoît sa force divine au 6e et entre en hiérogamie au 7e degré. Or, la conception en soi et le marriage sacré seraient possibles en présence du “principe ithyphallique”, vu en Hermes dans la foi mystériale, mais souvent zoomorphisé en taureau. Le fils du Fils est né de la hiérogamie. C'est le roi, qui occupe la position doctrinale d’“enfant, serviteur”, d'après une inscription très connue du roi odryse Kotys le Ier (383-359 av.J.-Chr.), où il se déclare “Appôlonos pats”. Cette position a été récemment garantie par deux autres inscriptions engravécs sur deux coupes d’argent du Ile-ler s.av.J.-Chr. Un roi de la même dynastie

Kôtés/Kôtes

(forme

parallèle

micro-asianique

de

Kôtus)

s'est

proclamé (fils, pats) “Helfou” et “metros oréas” (Trule-Hamma 1994, C-D). Il vient au monde

au 8e degré (phase), accomplit

ses fonctions

du roi-

prêtre et obtient le droit de devenir immortel (de devenir “anthropo-dàim6n) au 10e degré, où il est bénit d’entrer en hiérogamie avec la Grande DéesscMère pour assurer le mouvement éternel du monde terrestre. Chez Hérodote ce fils du Fils est “traduit-désigné” comme “Arès”, pour que sa qualification d'un roi “barbare” puisse être accentuéc. En Samothrace le théonyme conservé chez le scholiaste hellénistique, qui est “Axio-kersos”, remonte complétement au celui de la Grande Décsse-Mere, dans lequel l'élément “-kersos” appartient également aux noms composés des rois odryscs. Les 4-7-10 degrés (phases) du mouvement cosmique et social peuvent être vus dans les plans et dans les détails constructifs des tombeaux, des sancluaires et des complexes sacraux de la même dynastie odryse et quelque part dans les autres royaumes thraces, mais aussi à travers lc language figuratif de la toreutique.

On peut ici rappeler, dans le cadre de la tradition que Pythagore construit son monde à la base de la triade, la diade et la monade, mais dans la formule Cosmos em decade, qui est Je nombre parfait et finale

orphico-pythagoréenne, tétrade. Elle contient la 4+3+2+1 transforme le de toute sa structure.

Paidéia katä poleis -Paidéia kata éthne

435

5. Les “drémena” orphiques des Thraces se présentent en sa forme “kata éthné”, c.-à-d. orale. Elle est mise en mouvement et fonctionnement par un “mode de penser” purement “mythologique”. Ce terme n'est pas très exact vis-à-vis de la manière de penser “kata poleis” c.-à-d. de la méthode “causeeffet”, mais peut être expliqué à l’aide des déterminatifs “mono-scénique” οἱ “syn-optique” (d’après Sparkes 1991). La vision de chaque scène du spectacle rituel est achevée en soi, mais inspire l'association d’autres “hors du théâtre” et surtout de la théophorie et de la théophanie mystériale. Ce “mode de penser” correspond à d'autres types de Temps, qui ne sont pas linéaires, mais animent les ''ἀγόπιεπα” doctrinaux (aristocratiques) et populaires.

Dans le premier cas, le “mono-scénisme” et le “syn-optisme” emmènent l’initié (l’adepte) dans le Temps agonal, qui est avant tout “oscillant” (d’impulses), puis “en spirale” (de la perfection en soi psychique et somatique) et “héroïque”, dans lequel espèrent se retrouver les immortels futurs, les “orphiques

purs”. C’est le statut doctrinal du roi-prêtre, mais les personifications littéraires et sémi-littéraires les plus émouvantes en sont d'Orpheus lui-même, de Zalmoxis —le Maître-prophète des Gétes— et de Rhésos, auquel la Grande Déesse-Mère délivre le droit de devenir, après sa mort sous Troie, anthropodâimôn et devin de Dionysos en Pangée. Ces trois personifications viennent directement des “drômena” orphiques pour vérifier la foi dans les médiateurs intelectuels (les '"ἀάϊπιοπες) entre les croyants et les dieux.

Le “legémenon” sacré, c'est le serment en Hermès stérial en

Samothracc).

Pour

saisir son contenu,

il faut

(= le serment attendre

my-

lc déchit-

frement des inscriptions sacrales thraces. Pour l'instant, il serait admissible de l’appeler le 'Ἱόρος ithyphallique des hiérogamies”, d’après le contexte d'Hérodote. Sur une phalére du harnais d'un cheval royal, découverte dans le trésor de Letnitsa en Bulgarie du Nord (première moitié di IVe s.av.J.-Chr.), est ouvertement présentée la deuxième hiérogamie, celle du fils du Fils. D'autre côté, les mystères en l'honneur de la Grande Déesse-Mére —les Bendideia et les Kotyttia, d’après expression de Strabon, ainsi que celle en l'honneur de Cybele ct de Hipta —et les fêtes mystériales du Fils sous les noms de Zagreus et de Sabazios ne sont que de “drémena” par excellence “ouvertes”. Repanducs de la Phrygie à Athènes et de Samothrace-Pangée jusqu'au Hacmus et Istros, ces mystères ont un seul “logos”. Elles sont annoncées uniquement dans le Hymnes Orphiques en rédaction tardive stoiconéoplatonicicnne du Ile-[Ve s. Aucune

des Grandes

Déesses orphiques, y compris

Artémis, ni leurs Fils

ne possèdent pas de propres “mythologics”, sauf Zagreus, parce qu'il était

430

Alexandre Fol

hcllénisé sous l'image de Dionysos le “nouveau-né” (le “deuxième Dionysos”). Cette oralité de la paidéia “kata éthné” garantit le phénomène extraordinaire de sa continuité sous la forme de l'“Antiquité vivante” dans les vestiges ritucls du folklore.

6. On peut conclure donc, que l'interaction des paidéiai “kata péleis” et “kata éthné” est devenue un fait historique grâce au génie grec de synthèse οἱ de syncrétisme.

Dans Ie monde “kata éthné" les “drémena” et leur “logos” sacré fonctionnent en Temps cyclique et mythologique, Ils sont cathartiques et purificatifs au niveau de l’“enthousiasmés” et représentent un exercice doctrinal au niveau de la [οἱ “ccstatique”. L'interaction de ce monde avec l’autre —de la paidcia “kata polcis'— est effectué en différents “staseis” dans le cadre de la Cité-

État. Tout d'abord, c'est la pratique purement profane en l'honneur du “dieu du rite’, d'aprés l’analyse brillante de J. Rudhardt

(Rudhardt

1992). Le “dieu du

mythe” apparaît dans la narration populuire, dans les récits-fables-paraboles qu'on voit en “mono-scènes” depuis Hésiode et sur les vases-peintes (d’après Buxton 1994). Le “stasis” épique du mythe renvoit directement à la haute dramaturgie et, finalement, à la mythographie et à la philosophie mythologisante.

Or, un “stasis” très important des “dròmena” non-littéraires situés “kata pôleis” se présente sous la forme des institutions. Les “dromena” institualisés refletent un passé purement “kata éthné” dans toute la Grèce, mais le rendent clairement

visible en Crète, Sparte et surtout en Macédoine à travers les rites

de passages (Hatzopoulos 1994), De ce moment-là on voit comment l'héritage des “dromena-legomena” se transforme en idéologie de la Cité-Etat. Bibliographie Buxton R.1994. Imaginery Greece. The contexts of mythology, Cambridge University Press, Cambridge. Fol AL 1986. The Thracian Orphism, Sofia University Press, Sofia (en Bulgare avec un résumé en Russe et en Anglais). +... 1993. Der thrakische Dionysos. Erstes Buch: Zagreus. Universirätsverlag. Sofia. ο τς 1994. The Thracian Dionysos, Book Two: Sabazios, Sofia University Press, Sofia (en --".

Bulgare avec un résumé en Anglais). 1995, The Orphic Hymns, Publishing House “Borina”, Sofia (en Bulgare avec un resume cn Anglais).

Hatzopoulos M. Β. 1994. Cultes et Rites de passage en Macédoine, Centre de Recherches de l'Antiquité grecque et romaine, Athenes (= Melctemata

19).

Paidéia kati puleis -Paidéia kata éthne

437

Rudhardt J. 1992. Notions fondamentales de la pensée religieuse et actes constitutifs du culte dans la Grèce classique, Picard. Paris (= Antiquité / Synthèses 1). Sparkes Brian A. 1991. Greek Art, The Classical Association, Oxford University Press,

Oxford (= New Surveys in the Classics No 22). True M. - Hamma K. (eds). 1994. A Passion for Antiquities. Ancient Art from the Collection of Barbara and Laurence Fleischman. Malibu. Institute of Thracology 13, Moskovska str. BG - 1000 Sotia Bulgaria

32

ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑΦΗ TOY ΟΡΦΕΑ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΘΡΑΚΗ

Αθιάδνη

Γκάρτζιον-Τάττη

Πωοσεγγίζοντας κανείς µε περισσότερη προσοχή το γενικό περίγραμμα της μυθολογικής µορφής του Ουφέα!, διαπιστώνει ότι οι πτυχές του βίου του που σχετίζονται µε το γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας και της Θράκης2 αναφέρονται κυρίως στο θάνατο και την ταφή του. Αυτή η ιδιαίτερη θεματική αποτέλεσε και το έναυσμα για τη µελέτη που ακολουθεί, η οποία συγκεφαλαιώνει τις σχετικές αφηγήσεις των αρχαίων μυθογράφων και ιστορικών’, έχοντας ως χύρια επιδίωξη την ανίχνευση των μυθολογικών και θρησκειολογιχώντους προεκτάσεων. Αὐχίζοντας λοιπόν την ανάλυσή µας από τις αφηγήσεις εχείνες που αναφέρονται στην ταφή του Ουφέα στη μακεδονική yn’, παρατηρούμε OTL, 1. Για µια γενική θεώρηση tou ορφικού ζητήματος παραπέµπουμε TOV αναγνώστη στις πωυσα(ατες μελέτες των: W. Burkert (αγγλ. pet. J. Ruflan), Greek Religion. Archaic and Classical,

Οξφόρδη

1985, 200 κ.ε. (ἐλλην. pet. N. IT. Μπεζεντάκος, A. Αβαγιανοῦύ, Agyaia ελληνική fign-

σκεία. Αρχαϊκή και χλασπική επωχή, Αί]ήνα

1993, 589 κ.ε.) Fr. Graf, «Orpheus: A Poet Among

Men», στο J. Bremmer (£xd.), Interpretations of Greek Mythology, Λονδίνυ 1987, 80-106: Ph. Borgcaud (εκὺ.), Orphisme et Orphée. En l'honneurde Jean Rudhardt, Γενεύη 1991: W. K. Freicrt, «Orpheus: A Fugue on the Polis», oto D. C. Pozzi, J. M. Wickersham (exd.), Myth and the Polis,

Χιούστον

1991, 32-63: A. Masaracchia (E48.), Orfeo e l'Orfismo (Atti del seminario Nationale,

Roma-Peruzia

1985-1991), Ρώμη

1901: R, Parker, «Early Orphism», ato A. Powell (εκὺ.), The

Greck World, Λονδίνο - Nea Yopxn 1995, 483-510: A. Γκάριζιου- Τάττη,

Γεια

KaGauiroov/ Evoroon Kegadidor

Εικ. 18. Kocavn,

Γικ.

19 Kocevi.

ru

oi IX.

τάφως NIN,

43 ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΗ

Μαριάνα

EPEYNA

ΣΤΗΝ

TEPIINH

N. ΣΕΡΡΩΝ

Καραμπέρη

H Βισαλτία, χώρα του θρακικού φύλου των Εισαλτών, καταλάμβανε στην «ωγαιότητα την περιοχή ὀυτικά TOV κατώτερου VOU TOU Στουιόνε, πιωά την αδυναμία σύνκλισης των πληυροφουιών ως προς TH όρια χαι την ἑκτασή

της, λόγω της «σάφειας των ιστορικών πηγών]. Έχοντας «ὐσικά όρια N. το Στρυμονικό κύώλπο. NA. τη Βόλβη, A. τα όρη Κερδύλλιον και Brotiozo, A. τὸ Στρυμόνα και την Κερκινίτιδα και B. το Λύσωρο, dev «αποτέλεσε ποτέ τεριογή HE ευδιάκριτα σύνορα, αλλά o πληθυσμός της στην ιστορική του πουείε εξίπλώθηκε εκατέρωθεν του Στρυμόνα. Με γενάρχη το Βισάλτη, γιο του Ἠλιοι! uae της Ung, ot Bottes είναι οι fortissimi viri του Τίτου Λίβιου”, που ὁ TOMES TOUS 0 Ρήσος, γιος του Στριηιόνα, σκοτώθηκε στον τρωικό πόλιμο. Ot οικισμοί της Βισαλτίας παρακολουθούνται ιστορικά (πό TOV 60 αι. π.Χ. ὡς τα ρωμαϊκά χρόνια και αργικά αποτελούσαν ογυρωμένα φυλετικά χέντρα γεωργικοῦ χαρακτήρα, Λόγω των προβλημάτων που δημιο οὔὐσαν οι πλημµμ ὑοις και τα ἑλη στη στενή πεδινή ἑκταση της ὁυτιχκής όχθης τοι Στωυμιόνα, οἱ ἑνκαταστάσεις αὐτίς αναπτύσσονταν σε «ισικά ογυοούς λό(ους, κατά μήκος της ἡημιορτινής ζώνης tov βουνών Βερτίσκου και KeoovaALOW. Από τις ἑνδεκα πόλεις. TO EVEL χωυίον ACL τοις τέσσερις ρωμα Ὀκούς στιθ)]μούς TOU «να ÉLOUV OL THES, ταυτίζονται µε HOG CAEL οἱ πόλεις AVI hog zat To os και To χωυίον Κερδύλλιον. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον TOON. σιάσει «ωστόσο µια ἄλλη, αταύτιστη

ακόμη πόλη

της αωγαίας

Βισαλτίας,

n

Broynt. Tou εμφανίσιται στους «οφρολουικούς κατι ὀ ους της αθηνα κής IN. Hammond, A history of Macedonia, I, 192-194 -Ε Papazogiou, Makedomki Gradovi Rimsko Doha, Skopje 1957, 263-272. Tye dug. «Les villes de Macédoine a l'époque romaine», BCH Suppl X VE AOnve Tagen L988 Α. Xunacongs. forouay Provo ia της Av. Mazidoviez Κατι την uote, Ου λονλη 1976, 90 2.6. - Ch. Edson, «Early Macedomas, Aoziet Nu xedovec 1 1970, 12-11. 207 Livi NEV, 30,3 Pars prima Bisaltas habet, fortissimos Viros». 1 Χ. RorzorZ.i-Nororvidazn, «Avadgcy izes ἔρευνες ot Apyttut Ἑ ρε Ελλ, lezen Mer ardovit TE IMN A, Oroodgzovizn 1983193. - Z. Νπυνιις Conv pu J, Perrault, Ανα n Augna Aggie, ALMOT, 199341597) κε, 4 A. Καντ ης, «FI puce DOVE TOUS COTO της επιφανείς της PLEZOU τον z00Viv του

se

Ahanave

συμμαχίας

απὀ TO 452/1

ιζμπέωη

ως to 424 π.Χ.. yeyovag

που

υποδηλώνει

TOGO

αθηναϊκή διείσδυση στη θρακική ενδοχώρα, Mati µε την Toto. Tor tonµώνετ(α στις αργές του 1ου UL. π.Χ. λόγω των γαλατικών επιορομών. LTOτελούσαν HOT OTC μέσα του Sow di, ανεξάρτητες πόλεις-κωάτη της Βισαλτίας. II Βέρνη ἁπαντά ὡς «πόλις»ὸ μίχοι τα αυτοκρατορικά χρόνια και η LÔLALTE ON] μνεία της οφείλιται στο συσχετισμό µε τα ανασκαφιχκά δεδομένα.

Ἠδη από to β΄ τέταρτο του 600 GL. π.Χ. στη διαμόρφωση του πολιτιστιAOÛ γαραχκτήορα της Βισαλτίας συμβάλλουν επείσαχτα στοιχεία από τις ελλ.ηVLAËG πόλεις των παραλίων της Μακεδονίας και από THN. Ελλάδα. ΕισιιEVN) κεραμειχή αττική. ιωνική και κορινθιακή υποκαθιστά την τοπική τε(ωόZOO κεραμειχή. Παράλληλα où Βισάλτες κόβουν τα πρώτα αρύρά τους νομίσματα γύρω στο 500 π.Χ. και συνιχίζουν την κοπή νομισμάτων και μετά τη μεκεδονική κατάκτηση από τον Αλέξανδρο Α΄, στὸ πλαίσιο τὴς ανε-

πτικής πολιτικής των Μακεδόνων ῥασιλέων. Επί Φιλίππου Β΄ οι βισαλτικές πόλεις. άµεσα εξαρτηµένες από την κεντρική εξουσία, εμφανίζουν «ΕὐμμιATO χαρακτήρα, λόγω της εγκατάστασης µετοίκων. Από TO Θουκυδίδη yveορίζουμε ότι εταίροι του Αλεξάνδρου ήταν εγκατεστημένοι στην Αμοίπολη”. Στα οωυμαϊκά χρόνια OL βισαλτικοί οικισμοί κρατούν την εσωτερική δοµή

τους και η ευημερία διαρκεί ως τα µέσα του 1ου au μ.Χ., Tou η γοτθική λαίλαπα πλήττει χαι τη Βισαλτία. Στην ευρύτερη περιοχή του χωριού Τερπνή της επαρχίας

Βισαλτίας

N.

Σεροών είχε εντοπιστεί το 1905 και ανασκιιφεί απὀ την E. Γιούρη ovini vos Μακεδονικός Τάφος του τέλους του 4ου au (328 π.Χ. κ.ε). Τύμβος 3 pr. κά AUTTE τον τετράγωνο θάλαμο, που έφερε τρεις θήχες από επιχρισµένες «αῇιστολιθικές πλάκες. O καμαροσκεπής ὀρόμος είχε καταστραφεί και η καμάρα, λόγω αφαίρεσης των θολιτών. είχε καταπέσει στο εσωτερικό του Τάφου. To μνημείο ανήκε σε δύο αδέλφια της μακεδονικής άρχουσας τάξης, TOUS LTTvati ZU Λιοσκουοίδη Απολλοδώρου. Από τὸν Αοοιανό αντλούμε την πληvoqovirt ότι ο Απολλόδωυος ἦταν εταίρος TOV Αλεξάνδρου, εγκατεστημένος στην Αμιίπολη. To

1979 κηρύχθηκε

ως αωγαιολογικός χώρος n γειτνιάζουσα θέση «Ile-

AL Kovoravtivous, Muaedoviad 4, 1998-60, 247 - 7) Kaqravian. AGE Της τει corias της T2, Σερυες 1972, 98 κ.ε. 5, Moat. 11 12,28.

6. FA

TU EU νο τον ο

7. Oovzvd.

δ. AA dour, 20717 Collection Εἰωλλη ae

IV.

106. Fra τη ROZ

21, 1006, B2 Aug UT CES of Coins and οτικτὸ AVA4ÂO

ἱστοαρία της τολέως Xepodv

Tor Avamonr, Hood. V 172. OLA

Χουνικά, 365. 328 we. Si ose Medals, Danish Ε/Α) FEES ROY

κατάκτηση, Ου,

I, 99,6.

Σε Toate ZOHO ου λλέκθηκε vojone Ada Sav. Numimonun Graccorum v. HI (Thrace-Macedontii), Rov al National Museum, New Jersey, 1982 αρ. 1040 Α/κες αλ ἡ HETUEL ρυπαλο AGL Τοξο,

Avuoxag og) foevva στην Τερπνή N. δερρύν

λιόκαστρο»ὀ, τρωαπιζοειδής λόφος ἑκτασης

S04

17,5 στωμ. κατανεμημένης

σε pit-

πωωϊδιοκτησίις, όπου είχε εντοπιστεί αρχαίος οικισμός και εκτεταμένο VEχοωοταφείο από τους ύστερους αργαϊκούς ὡς TOUS ρωμαϊκούς χρόνους, To 1981 βιομήχανος της περιοχής προχώρησε σε ισοπέδωση της ιδιοκτησίας TOU, επιέροντας σημαντική καταστροφή σε καίριο τµήµα της αρχαίας α«χωόποAng. Περισυλλέχθηκαν τότε μαρμάρινα θραύσματα αναγλύφων, ἀρχιτεχτονικών µελών και ενεπίγραφη πλίνθος µε αναφορά ανάθεσης αγαλμάτων στο Λία και στην Hoa (239 μ.Χ.). To

1985, µετά από ÉXTAXTN χρηματοδότηση Tov

τότε YBE, δοκιμαστική TORT) έφερε στο φως τµήµα οργανωμένου ρωματκού οικισμού και υποκείµενο πλέγμα αργολιθικών τοίχων ελληνιστικών γωόvovi, To 1990 ολοκληρώθηκε η διαδικασία ανταλλαγής των αὐροτεμεσίων AL το 1993 άωχισε συστηματική ανασκαφική έρευνα, µε τοµές σε EXTON άλιχτη ἀπό την ισοπέδωση (Σχ. 11. Ὑποχείμενη στρώματος καταστροφής αποκαλύ(θηχκε η κύρια ρωμαϊκή (MOT TOV οικισμού µε χώρους κατοίκησης οριζόµενους από τοιχοποιίες Ὁ-

vous +1,50 µ., λιθόστρωτες αυλές, καθώς και συγκρότημα διπλού Anvor!? (Εικ. 1, Σχ. 2). O ληνεώνιις συνίστατο από δύο δεξαμενές επιχρισµένες εσιωτερικά µε υδραυλικό κονίαµα, σύμφωνα µε τις οδηγίες των «Γεωπονικών»!: «Δεῖ τὸν ληνιῶνα ὅλον κατηλεῖφίαι λειοτάτοις κονιάµασι, ἵνα μηδὲν ἐμιπίπτον μιάνῃ τὸν olvov». To γλεύκος, μετά τη σύνθλιψη των σταφυλών από τους ληνοβάτες, συγχεντρωνόταν σε πίθους-υπολήνια «μετὰ τὴν τελιίαν πάτησιν τῶν σταφυλῶν, Ev τοῖς πίθοις τὸ γλεῦκος ἐμβλητέον», Βαθύτερα

ἠρθαν στο «ώς, κάτω ἀπό δεὐτέρο στρώμα

καταστωοφής

µε

ίχνη φωτιάς και κατάλοιπα κεράµωσης, χώροι οριζόµενοι από πλατείς αωγο-

λιθικούς τοίχους, που µεοικοί είχαν χρησιμεύσει ως υποθεμελιώσεις της OWμαϊκής φάσης. Στα χινητά ευρήματα των βαθύτερων στρωμάτων συγκατιιλέγονταν πληθώρα νομισμάτων από τις αρχές του dou ως Tov lo αι. π.Χ. (Αμύντα, Φιλίππου, Αλεξάνδρου και Ἐπιγόνων))3, ερυθρόµορη κεραμµειχή. 9. PEK 93/1 B/31-1-80 - YA A1/D18/68159/4/12/79, 10, AA 40. 1985, Χρυνικά 271, VI. Στην ἐρεύνα ouvedoupay ουσιαστικά OÙ PL Ξυλαπιταίδης, συντηρητής αργαιοτήτων της IH EIKA, otev οποίο og FiAE Tan και η OV φωτογυάφηση, IT. Ρίζος, γι vi cerca M. Σευρών, συνεργάτης ἠδη απο τὸ 1983 στις ανά τη Βισαλτια ἐρευνες και ἀριύτος γνωμπηῆς της περιοχής, και O μηγανικὺς Tovziong Φελλίνι, 12. Σ. Πελεκανίδη, «Avaggag ἡ Φιλίππων», ILE 1958, 89 - Ανὸρ. Bupboitoa, «Avaozay ή Μεσημβοίας Ovuzne», ITAE 1908, SE. 13. f'éwrovixa, ead, H Beck, Λειψία 1985, ZT 1,3 και ET 12. 14. Αμύντα HI SNG 6.7. 513-515 Φιλίππου II 539 και 013-615 Αλεξάνδρου II 1026-1028, 1029-1034 Κασοάνόρουῦ 1138-1141 και 1160-1162) Αντιγόνου Fovata 1214-1221 Φίλιπποι V και Πεωσέα 1244-1246, 1271-1274, 1908 Αμηιτυλεως (187/41 π.Χ.) 63-08, 72-73, δ0: Avyovorov Αιιφιπυλεως 89-92 και OragudAovians 396.

Son

Meanava

EAC EBay τος»,

ceria,

ὀστυακα

ὁστοια, TN COZY

τοῦ OU

ὀστραχα

μιναρικών

GTS,

Naoautroy

µε διακόσμηση σκύφων.

οψειλόμενα

ἐμπαιστή και «Λιτινής

οὔνύθες,

πηνία,

πιθανώς στις "ατιχκές

UL, εντοπίστηχκεν και σε μέγιστο os

οστά

KAt-

ζώων

zat

ἐπιδρομές

των

2.50 µ.. στη vevron

των τοίχων της ἑλληνιστικής άσης. Στη συνέχεια δινερήθηκαν τομές σὲ πεοίοπτη θέση BA. ὀπου κατά την ισοπέδωση του 1981 είχαν παρασνοθεί μαρμάρινα θραύσματα. Σε μέσο pet-

θος 0,50 pi. cctoxadty Onze υπόστυλη επιμήκης αφιδωτή αίθοῦύσα µε Too νιτολισμό BA-NA, πλαισιωµένη A. και A. από στοές (27. 3). Το κτήριο (μέ. TA. 21.60 - PNA. χεντρ. χώωου 23 μ.). που τυπολογικά ἦταν µια QOL ῥισιλική, είχε υποστεί εκτεταμένη καταστροφή ἀπό την ισοπέδωση (Ελ. 2et|). Το μαρμαροθετημένο δάπεδο TOW κιντρικοἡ χώρου έφερε διάχωυα µε νεωμετοικές συνθέσεις «πό σχιστολιθικά και μαρμάρινα πλακίδια µε ένθετες υωνίες. Σε µια δεύτερη κατασκευαστική ON οφειλόταν η προσθήνη ATEN YOOV και πωοδόμου µε opus sectile καὶ segmentatum

στο ὁάπεὸο. ενώ ἑσγατες

επεμβάσεις αποτελούσαν ο εντοιγισµός των βάσεων των κιόνων, η κατισκενή πλίνθινων δαπέδων κατά τόπους, Ιτό TA οποία συνελέγησαν χατάλυιπα ZE οάμωσης και άφθονα σπαράγµατα τοιχογραφιών και τὸ κλείσιμο των TAC

γίων Ονραίων ανοιγμάτων. Ot βασικές τοιχοποιίες συνίσταντο από opus MIXtUM-COYOALODOLT

τε

συνεκτικό χονίαµα, ενδιάμεσες πλινθοσειρές και επίχωισµα ααβεστοκονιάµιTOS, η dE αφίδα dev έφερε αντηυίδες. Από την ευρύτερη περιοχή OVYXEVTOMOnxav

ἀφθονα

θραύσματα

0,55-2,30 μ.) δύο

αρράβδωτων

μονολιθικών

μεγεθών που παραπέμπουν

κιόνων

(GDS.

ύψος

σε δίτονες πιονοστοιγχίες

(0.

0.30 και 0,35) και θραύσματα τριταινιωτού επιστυλίου, καθώς και κορινθισὁ κιονόχκφρανο (TO το πρόπυλο, µε τοεις σειρές φύλλων ἀχανθας, σχηµατὸποιημµένες κριαρωχεφαλές και αετό (Εικ. 3a-B). Παράλληλα συνελένησαν (κέρατα ομοιότυπα (ωνικά κιονόκρανα OVO μενεθών και πολλά θραύσματα πιονοκωοάνων µε ιωνικό κυμάτιο, φλογόσχημα Πμιανθέµια στον EXIVO και λονγοειδή φύλλα συνκρατούµεένα από «ὗλλο-ζωστήοα στα πωοσχιάλαια. θοκὑσματα ορθομµαυμάρωσης, ὑαλοστασίων φωτ ογών 4.4. Όλα τα σκι ντρωθέντα αρχιτεκτονικά μέλη παραπέμπουν OTO οωμ(ὐκό εχλεχτικισμό. Ovσιαστικό στοιχείο για τη χωονολόνηση των «άσεων TOU μνημείου αποτελιί ALOVUS του TOOTUAON µε τόυµο YUE χινκλίδ (LEU, 4). που φέρει AVOQDE YOU η TEU[LAT) επινοαφή, LS. Où vos

μὲ παράθεση

τλληνικών

και

ελλέποῦν τον 20 AL μ.Χ. λογω της des

Ορακιυκών

ονομάτων

(Zen

του tater, Pollux, Onomasticon

VI 36 cervi où λαθος OF ÉSNOTNUE VOL τον στηµονών κατὰ τὴν OO ὑφαντικήν» - G. κ Davidson, Corinth XIE The minor objects, Princeton 1982, 146-148. 175.217 - Davidson-Thompson, «Small obicct trom the Pays le, Mesperiz, Suppl NIL 1943, 68-73.

Avaonagq tan forvva στην Τερπνή N. Σευοιύν

outog, Μαντώ.

Matrom,

atv,

567

Άρτεμις, Αυωτεέμίσχη, Τόυκος. Ταρουσίνας,

NOUNFOLS). TO μνημείο ταυτίσίται µε TO πτήοιο που αναφέρεται σε EVETL/OUN TUE TLX στήλη (Eux. 5). εντοπισμένη τὸ 1979 ard το A. Σιισάρη σε οικία της Τερπνής, προερχόμενη από χωράφι στους πρόποδες της «γαίας UA00T0Ans. Η στήλη (μέν. mp. 2,10 pu) σώζεται σε τρία θραύσματα και µετά COTO αντίστοιχες καταστροφές της βασιλικής χρησιμοποιήθηκε ως κατώφλι και στη

συνέχεια ως καλυπτήοια πλάκα τάφου, Η επιγοαφή αναφέοει CH πύλις ... urta Tovatag ... ος τῆς πληορονόμου,, / Κόιντος Φίλιππος 6 ἀνὴρ αὐτῆς xauτέλιπιν ἑαῦτοῦ TUTO γενέσθαι βασιλικὴν ἐποίησαν σὺν τῇ έδρα κι τοῖς προσαοῦσι OTAOLS TOLOL διά ἐπιμε)λητοῦ Ποπλίου Αἱλίου Κλαρανοῦ ᾽ΑλεξάνNOV, τάξης

Χαρακτηριστική είνα η ανι(ορά ονομάτων της ελληνικής άρχουσας µε To δικαίωµα

του

Ρωμαίου

πολίτη

και τη διατήωηση

της εθνικής

συνείδησης, Συ κωότημα θευµὸν µε δύο χώρους υποκαύστων εντοπίστηκε BA. του πτηοίου, EVO) δίκτυο πήλινων «ών ἐπικοινωνούσε µε μεγάλο XEVTOLZO OVO στην ανατολική πτέρυγα της βιισιλικής. B. και A. ἠρθαν στο ως (νολιθικοί τοίχοι σὲ πυκνή διάταξη, ἆμεσα υποχείµενοι THE βασιλικής, H avovaica n αστική (άλλως πολιτική, κοσμική) βασιλική αποτελούσε On-

HOOLO ATTOLO, αναπόσπαστο τµήµα TOV ρωμαϊκού forum, TWO? εξισπηοέτηση EJUTOQUAOV ει χοινωνικών επαφών!7. To σχήμα ποοέκυψε μορφολονικά από την ανάνκη ὑπιρξης EVOU/MOOV στεκισμένου χώρου και ουσμιστικά TOUXELτι για TOV τύπο της ελληνιστικής στοάς που παρέλαβαν οι Ρωμαίοι yon «πό τὸν 20 αι. π.Χ. ως basilica (porticus) --«ιπό τις ποωιμιότερες βασιλικές

η fi.

Acmilia ave έρεται από τον Λίωνα Κάσσιο ὡς Παύλειος otod!*. Στις επαργίές της αὐτοκραάτουίας n βασιλικἡ αποτελιί βασικό κτίσµα της απουαίας (ωγιτεχτονικής, σὲ πόλεις [LE συ προτημένη αστική ζώνη. Στο ἐπιιρχικό πι-

οιῤάλλον OL περισσότερες βασιλικές COVE ÆTOOVTAL τον Lo/20 αι. FLX. ενώ επί Κωνσταντίνου σημειώνεται οικοδομική VAUT µε ανακατασκευές AUL αναστηλώσεις. Κατά τον [ιτουύριο, TOU MOTO κια τὸν ἐμπουικό χαρακτήρα TOU ATL σµατος ως ZOVOV δυάσης των negotiatores, n αγοραία βασιλική, TOU συχνά

16. Au. M. Zragev ΛΙ - A. Σαµορης, Ακεδονικα κ. 080. 1-7, 17. Vitruvius, De architectura, Ας 1913 Ντ κε. - Ro Schultze, Πανκ 1928 - G Leroux. Les origines de l'éditice hyvpostvle, Magu 1913, 280 - Ν. Muller, «The Roman Basilica», ASA ΧΙΙ. 1937, 250 κε. - Αν. OoAcwoos, I Ἑρλόυτετος Tabatoyotottevizi) foto Της μου ψειικής

λεκάνης,

tT

1, AGyvan

1982, 60-79

- DS.

Robertson,

Cambridge 71959, 267 - R. Stillwell, Corinth L, 1932, 139 a8. 18. Dionts Historiae Romanac, LIV, 24, 3.

Greck

and

Roman

Architecture,

508

Maotava

KaounTéon

πωυσιρτάταα και σε DÉQRES, θέατρα ἡ ναούς EC χώρος OVYZOWTLOPLOUV χαι GATE-

Ὑασμένης διάβασης, αναπτύσσεται σε τρεις ATÉQUYES µε δίτονες ALOVOOTOLγίες, εξίδρες και εξώστις, Στον τλληνικό τύπο τονίζεται ο επιμήκης ἀξονις με πωοθάλαμο (chalcidicum) και κόγχη OTH αντίστοιχα πέρατα, για διάσπαση της µονοτονίας. Συχνά ο τύπος απαντά ως basilica thermarum, ona. ως «εὐμε έθης κοινὸς οἴκος» θερμών. µε πολυλειτουργικό χαρακτήραὸ. H αρχική κατασκευαστική φάση της συγκεκριμένης βασιλικής εντάσσεται ζωονιχά στην εποχή των Σεβήρων- Αντωνίνων (τέλος 2ου-αρχές 3ου αι. Nopti outa M. Αυρηλίου - Καρακάλλα - Γορδιανού - Γαλλιηνού). Το κτήριο. κτιστραμμένο προφανώς από τις γοτθικές επιδρομές των µέσων TOU Jou αι. αναστηλώνεται και επεκτείνεται στις αργές του dou at. (νομίσματα Κωνσταντίνου ήδη ως Kaicava - Κωνστάντιου II - Κωνστάντιου Γάλλου - Ουάλεντα - Βαλέντινιανού IT), για va υποστεί µέσα στον (Oto αιώνα δεύτερη ἐκτετιμένη καταστροφή και να εγκαταλειάθεί ως τις αρχές του όου αι., του ση-

µειώνονται υποτυπώδεις επεμβάσεις. Χαρακτηριστικό είναι TO γεγονός ότι µετά την καταστροφή της β΄ HONG χαράσσεται σε κίονα του προπύλου υπό TO πρόστυπο

πορτραίτο

η επιτύµβια επιγραφή, όπου το αναφερόμενο

πρό-

OTYLO των 300 δηναρίων ---Τ-- παραπέμπει στην περίοὸο μεταξύ της ATOZUτάστασης του δηναρίου µε τη νομισματική μεταρρύθμιση του ALoxAntia van AUL πριν από τη ραγδαία υποτίµησή του μέχρι το τέλος του dou at. p.X.°0. Κατά την ἀποξήλωση των θάμνων της ανατολικής κλιτύος του λόφου

προς αποκάλυψη του τείχους, µετά τον εντοπισμό πυργοειδούς KHATAOKE UNS. συνἐλένησαν θραύσματα αρχιτεκτονικών μελών, αναγλύφων ιππέα και µιγάλων

χυηστικών

αγγείων, παρασυρμµένα

GTO την ισοπέδωση

του

1981. To

τείχος (Owe. Hp. 1,80 - πλ. 1,70) ακολουθούσε τη φυσική διαµόρφωση τοι; λόov (Εικ, 6), δομημένο µε αργούς λίθους, συνεκτικό κονίαµα και πλίνθονς αποραδικάξΣ!, ενώ O τοιχοβάτης συνίστατο από μεγάλους αργούς λίθους xt

πωρολιθικούς ὁόμους, Εκτεταμένο στρώμα καύσης και ελληνιστικοί τάφοι εντοπίστηκαν στη βάση του τείχους. Στα τυχαία ευρήματα της ανατολικής χλιτύος συγκαταλέγονταν ακέραιη µαωμάρινη κεφαλή, επηρεασμένη amò την εικονογραφία του Tyatavar-* CEUX. 7) και ενεπίγραφο σήκωμια. Το ιδἐαλιστικό σχήμα του ἀγένειου άνδωρι:

19, Fikret Yeetil, Baths and bathing in classical antiquity, New York, 400. 20. Μεταξύ 295/301 αλιιατώδης vene Tuunv (enormitas pretiorum). Διάταγμα Διολλ]TLuvov TO 101 μ.Χ. «de maximis pretiis», για έλεγχο της νομισματικής ὑποτίμησής και απυκαταATO, του ὀηναρίου, 21. Stephen Johnson, Late Roman

Fortifications, Aovdivo

1983, 31 xe.

22. Cornelius C. Vermeule, Greck and Roman Sculpture in America, University οἱ Calitornia Press, L981, 9.

Avaonag og έρευνα στην Tegayy N. Σερρών

500

HE κοντή χόμη διευθετηµένη σε δρετανόσχηµες συστοιχίες βοστρύγων ανήκει στον 20 αι. μ.Χ. Το ενεπίγραφο σήκωμµα έφερε κυχλικές οπές µε αὐξοισα

διάμετρο και αντίστοιχες οπές εκροής. ενώ στην αποσπασματικά σωζόμενη επινραφή αναφερόταν δύο φορές n λέξη «ἀἁδάμας» και το όνομα TO «ωγοντα-(ηορανόμου. O «ἀδάμας» (indomita vis, αναγχίτης). είναι O «χρυσοῦ ὄκος» κατά τον Πλάτωνα και ο «auri nodus» κατά τον Πλίνιο, δηλ. τα πολι-

TU

πήνµατα yovoor?s, Πυωόκειται για τη «στοιχειώδη γῆν» του Γαλληνούῦ,

TOU «μήτε πύρωσιν ἐπιδέχεται μήτε διακόπτεται ἀλλά τὸ THY µόνον ἐπιφαίτι τῆς EXTOG ἐπιφκινείας», σύμφωνα µε απόσπασμα του Στράτωνα. Σε όλη την ευρύτερη περιοχή του οικισμού εντοπίστηκαν λιθῤοσωροί για συγκέντρωση.

πλύσιμο και τήξη προσμίξεων και τριβεία axé βασάλτη, προς συλλογή «πό τον παραρρέοντα ποταμό πρωοσχωματικού χρυσού, TOV θα αποτελούσε βασική

πλουτοπαραγωγική πηγή της πόλης. ZTU κινητά ἀνασκαφικά ευρήματα συγκαταλέγονταν αρχαϊκή κεραμεική (µμελανόμορφα όστρακα ---ιωνική κύλικα--- κορινθιακός αρύβαλλος και FECtλειπτρα)””, ἐρυθρόμορφα όστρακα και κυρίως ελληνιστική χεραμεική (LACE βαφή αὐγεία - όστρακα µεγαριχών σκύφων µε φυτικό και εικονιστικό διάχοσµο, µεταξύ των οποίων και δύο όστρακα «ομηρικών» σχύφων µε σκηνές από την «Ἱλίου Πέρσιν» και πιθανώς από τις «Βάκχες» του Ευριπίδη — κεμαμεική «Δυτικής Κλιτύος»--- λευκή λάγυνος «στρογγύλη» και «μακροςάQUYE», ενσφράγιστες λαβές αμφορέωνΣὸ, αγνύθες και άφθονα οστά ζώων, που σχετίζονται στο σύνολό TOUS µε τις πρωιμότερες φάσεις κατοίκησης. Με τη ζωή της πόλης στη διάρκεια της ῥωμαιοκρατίας συνδέονται άφθονα χωηστικά σκεύη. λύχνοι τύπων Ιου/ζου αι. μ.Χ., εισαγµένη ερυθροβαφής κευίιµεική µε σφραγίσµατα και terra sigillata?” και τεφυόγχρωμη μακεδονική 23. Mat. Tit. S9B «γωυσοῦ δὲ Glos, διά πυκνότητα σκχληρότατον OV καὶ μελανθέν. abi ἐκλήθη» - Πλιν. Doo. for. 37, 15 «Maximum in rebus humanis pretium habet adamas ita apellabatur auri nodus in metallis repertus» - R. Halleux. Le problème des métaux dans la science antique, Wa-

cui 1974, 89, 93, 124, 134. 24, Ενδενκτικά για «ιωνική» περαμεικη AA 22, 1967, 425, aro Broyn - AA 25, 1970, 370, από Θόσυ - AA 29, 1974, 678, tà Axuvilo. ET. Avotyou, Γλληνιστική χεριµικὴ ato ΤΗ Maxi dovia, Θεύσαλονίκη 1991, 21-25 - S. Drougou - J. Touratsoglou, Ant, K. 34, 1991, 13 ae. - T. Ακαμτης, Πήλινες μήτυες αγγείων απώ την Πέλλα. Συμβολή στη µελέτη τὴς ἑλληνιοτικὴς XFOUUANS, 1985 - IT. Φάκλαρης, «ΠΤήλινες μήτρες, oy garters και ανάγλυφα αγγεία ato τη Βεργίνα», AA 38, 1983, 213 κε. - K. Ρωώμιοποῦλον, «Ayyela τον 40v αι. π.Χ. EX των ανασχκιιφιῶν της Αιιιτολεως», AE

1964, 9ἱ κ.ε,

25. G. Leroux, Lagynos, Recherches sur la céramique et l'art ornamental hellenistiques, Παvio, 1913 - A. Bon, «Les timbres amphoriques de Thasos», Études Thasiennes IV, Παρίαι 1957, 504, ap. 2215 (4° tit. 4 αι. π.Χ.). 26. O. Broncer, Corinth IV, 2. Terracotta Lamps, Cambridge 1930 - J. Walter Graham, £amps from Olynthus VU, 1931 - VOR. Anderson, Pottery of the late hellenistic and carly roman periods οἱ Stobi, Michigan 1979 - TLS. Robinson, The Athenian Agora V, Pottery of the roman period, 1984 -

570)

Μριάνα

Καοαμπειη

AFQURELAT (LS. grisa n nigra χατά τον D. Πέτα) --χὐρίως πινάχια µε ZOOL

evo περιχεἰίλωµαζ”, Η ανασχκιή”” διακόπηκι Tov Σεπτίµβοιο Tov 1993, ενώ στο σκάµµα της ῥασιλικής εντοπίστηκιν NA, μαρμάρινο μονολιθικό κατώφλι KATE OUEN

ACL

τοιγοποιία φευδοϊισοδομημµένη, BL TAG YEU ποονενέστερων τοίγων χαι πιωίYOU ACYLEVOV ACL A, μέτωπα τισσάρων αντηυίδών κάτω από επίχωση | pu, AVOTUZENS η οικονομική δυσπωοασία DEV έχει επιτρέψει EXTOTE τη συνέχιση της

συστηματικής ανασκαφής. παρά τη μέγιστη σημασία της έρευνας και τις ενδείξεις ὑπαωρξης ψειτνιαζόντων µε τη βασιλική ὑημοσίων κτηρίων. Είναι πιὑανότατο ο οικισμός αυτός να ταυτίζεται µε την αρχαία Beoyn, TOV η ζωή της πιιρακολουθείται στα χωονικά πλαίσια που επιβεβαιώθηχκαν ανασκαφικά ACL TO PLOTLAG επίπεδο TOV πλούσιοι γεωργομεταλλευτικού αὐτοῦ οικισμού ALπαιολονεί TH ὑιατήρηση της δομής της πόλης ὡς τα ρωμαϊκά χυόνια. Ίσως o Πόπλιος

Αίλιος, 0 επιμελητής της ανθηµατικής

στήλης, να είναι o πέωνει-

µηνός HOVOLLAZOS µε «κολλήγιον» στη Ρώμη, TOV μνημονεύεται επινοαφικά ως επίτιμος πολίτης της Θεσσαλονίκης, της Βέργης και της Odoow”. Προς TO παρόν και μέγχοι TH συνέχιση της έρευνας σε µια περιοχή TO AUT’ ουσίαν είναι terra incognita, στερείται οργανωμένων και τουριστινε αξιοποιήσιμων αρχαιολογικών χώρων και πλήττεται σᾳόδρα απὀ την αργαι-

ORTA FC, μπορούμε να μιλάμε µόνον για τη διαχρονικότητα της ελληνικής συνείδησης. την ικανότητα επιβίωσης, εκσυ/χρονισμού και αισθητικού εξ(ιν-

ὐρωπισμοῦ

των μνημει(ούν πατασκενών. κατά τη OTOH TOW Ooatiou

« H

Ελλάς ἁλοῦαα efke τὸν ἀνήμερον νικητήν»ο. Aozatedkezo Movotto M. Avovovizor 6 GR - S462) Orunaiovixr]

IL Dragendortt - C. Watzinger, Arretinische Reficikeramik, sorum Arretinorum,

Rovvn

1949 - AL Ον

- H. Comtort, Corpus Va-

1968.

27.5. W. Haves, Late Roman Pottery, Aovàtvo 1972, 405-407 και AA 21, 1966, Xgoviza 338, 28. AO της οημεισίας της η VOA n γιεωιεκτηρίοτήκε ὡς σοτηµµάτικὴ TO To ΚΑΣ TEEN KAZ an, 8/21.2.95 - YILO/APN AD 99/9504 10 Ν/21. 105), 29. A. Kavatouvins, Mazxrdovet) Πωυυυτονυφια, Θα κλονικη 1985, 8 αρ. 17-IGR TL αρ. 215, 30 Ioratius, Epist IL 156 «Graccia capta ferum victorem cepit».

Avec

LA

Εικ. 1. Γενική roy

ON PVO τη

Tiotvia N Lion

του τοµέα I pe to ρωμαϊκό

Anvemva.

Μαριάνα KaQajetégn