254 81 30MB
English Pages [443] Year 1993
Το
Διοικητικό
Συμβούλιο
του
Ιδρύματος
Μελετών
Διερσονήσου
του
Αίµου ευχαριστεί θερµά την Αρχαιολογική Ἑταιρεία Αθηνών για τη γενναία οικονομική της συμβολή στην τρίτοµη έκδυση των Πρυακτικών tov E’ Aıeθνούς Συμποσίου για την Αρχαία Μακεδονία. The Governing Board of the Institute for Balkan Studies wishes to express its warmest appreciation to the Archaeological Society of Athens for its generous funding of the three-volume publication of the Proceedings of the Fifth International Synposiun on Ancient Macedonia.
ANCIENT
MACEDONIA
γ VOLUME
APXAIA
MAKEAONIA
Vv 3
ΤΟΜΟΣ
3
ANCIENT
MACEDONIA γ
PAPERS READ. AT THE FIFTH INTERNATIONAL SYMPOSIUM HELD IN THESSALONIKI, OCTOBER 10-15, 1989
VOLUME
MANOLIS in
240
—
INSTITUTE
3
ANDRONIKOS memoriam
FOR
BALKAN
THESSALONIKI,
STUDIES 1993
—
240
APXAIA
MAKEAONIA γ
ANAKOINQZEIZ KATA TO ΠΕΜΠΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 10-15 OKTQBPIOY 1989
ΤΟΜΟΣ
Στὴ MANOAH
240
—
IAPYMA
MEAETQN
μνήμη
3
του
ANAPONIKOY"
ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ,
1993
TOY
AIMOY
—
240
©
Copyright 1993 by the Institute for Balkan Studies, Thessaloniki. All rights reserved.
NEPIEXOMENA-CONTENTS 75. Χρυσούλα Σαατσόγλου-Παλιαδέλη, ΣΚΕΨΕΙΣ ME ΑΦΟΡΜΗ ENA EYPHMA ΑΠΟ TA ΠΑΛΑΤΙΤΣΙΑ K. Π. Σαράντης, O ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. 76. Θεόδαωρος H ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΓΑΥΓΑΜΗΛΩΝ 71. Theodoros Sarikakis, CICERO AS ΑΝ HISTORICAL SOURCE FOR MACEDONIA 78. Κώστας Σουέρεφ, MYKHNATKA ΣΤΟΙΧΕΙ͂Α ITA TIAPAAIA ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ 79. Θεοῦ. Στεφανίδου-Τιβερίου, ΟΙ ΜΟΥΣΕΣ ΑΠΟ TO ΩΔΕΙΟ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ: ΛΕΙΤΟΥΡΠΙΚΟΣ ΔΙΑΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΤΙΡΙΟΥ 80. A. Sza bé, A BATTLE OF ALEXANDER THE GREAT AND ΤΗΕ ‘LOCAL TIME’ IN THE ANCIENT SCIENCE OF THE GREEK Margarita Tateva, DIE POLITISCHEN BEZIEHUNGEN ZWISCHEN THRAKIEN UND MAKEDONIEN IM 5. JHD. v.u.Z. UND DER FELDZUG DES SITALKES IM JAHR 429 v.u.Z. 82. Argyro B. Tataki, FROM THE PROSOPOGRAPHY OF ANCIENT MACEDONIA: THE METRONYMICS 83. Αντώνιος I. Θαβώρης, ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ MAKEAONON - ΑΙΓΥΠΤΟΣ 84. Μιχ. Τιβέριος, ΣΙΝΔΟΣ 85. R. A. Tomlinson, FURNITURE IN ΤΗΕ MACEDONIAN TOMBS 86. Γ. Τουφεξής, ΠΛΑΣΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΖΩΩΝ ΤΗΣ NEOΛΙΘΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ KAI ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ: MIA ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΠΑΡΑΒΟΛΗ 87. Im. Τουλουμάκος, ΕΞΩΠΟΛΙΠΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ.ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΚΑΙ ΝΟΤΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΗ ΕΠΟΧΗ Ελένη Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου, ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΩΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ: ΝΕΑ ΕΠΙΓΡΑΦΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ 89. Κατερίνα Τρανταλίδου, ΠΡΟΊΤΣΤΟΡΙΚΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΣΤΙΣ ΛΕΚΑΝΕΣ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΜΥΝΤΑΙΟΥ (ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ)
1339 - 1371 1373 - 1393 1395 - 1400 1401 - 1417
1419 - 1431 1433 - 1438
1439 - 1451 1453 - 1471 1473 - 1485
1487 - 1493 1495 - 1499
1501 - 1515
1517 - 1538
1539 - 1591
1593 - 1622
Περιεχύμενα
1336
- Contents
90. Bruno
Tripodi, TIPOLOGIA E IDEOLOGIA DI PERDICCA, PRIMO “FONDATORE” DELLA REGALITÀ MACEDONE
91.
ΕἘλισάβετ-Μπεττίνα
ΠΑΝΩ
92, Μαρία
ΣΤΑ
ΜΕΤΑΛΛΙΝΑ
Τσιγαρίδα,
ΣΤΕΦΑΝΙΑ
Τσιμπίδου-Αυλωνίτη,
ΤΗΣ O
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ
1631 - 1643
ΤΑ-
ΦΟΣ ΣΤΟ ΦΟΙΝΙΚΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ — ΠΡΩΤΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ 93. Briggs L. Twyman, ROMAN FRONTIER STRATEGY AND THE DESTRUCTION OF THE ANTIGONID MONARCHY . Ἴρις Τζαχίλη, ΠΕΛΕΚΕΙΣ KAI ΜΕΤΑΛΛΟΤΕΧΝΙΑ ΣΤΟΝ BOPEIOEAAAAIKO ΧΩΡΟ H ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΩΝ ΑΙΓΥΠΤΙΩΝ «Κατερίνα Τζαναβάρη, ΘΕΩΝ ΣΤΗ ΒΕΡΟΙΑ 96. Rastko Vasic, MACEDONIA AND THE CENTRAL BALKANS: CONTACTS IN THE ARCHAIC AND CLASSICAL PERIOD 97. Massimo Vitti, ΥΛΙΚΑ KAI ΤΡΟΠΟΙ ΔΟΜΗΣΗΣ ΣΤΗ MAKEAONIA KATA ΤΟΥΣ PQMATKOYE AYTOKPATOPIKOYZ ΧΡΟΝΟΥΣ 98. Frank W. Walbank, Η ΤΩΝ ΟΛΩΝ ΕΛΠΙΣ AND ΤΗΕ ΑΝΤΙGONIDS Έλενα Ἠπαϊίει- Καρύδη, H ΖΩΦΟΡΟΣ TOY KYNHIIOY ΣΤΗ ΒΕΡΓΙΝΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΚΗΝΕΣ ΤΗΣ ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ESQUILIN C. Wilkie, THE GREVENA PROJECT 100. Nancy ‚James Wiseman, MUNICIPAL TRIBES AND CITIZENSHIP
IN ROMAN MACEDONIA Zahrat, MAKEDONIEN 102. Michael PERSERKRIEGE
1623 - 1630
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
1645 - 1648 1649 - 1656 1657 - 1669 1671 - 1682
1683 - 1691
1693 - 1719 1721 - 1730
1731 - 1745 1747 - 1755 1757 - 1763
1M
ZEITALTER
DER 1765 - 1772
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ REPORTS
75 ΣΚΕΨΕΙΣ
ME
Χρυσούλα
A®OPMH
ENA
EYPHMA
ΑΠΟ
TA
ΠΑΛΑΤΙΤΣΙΑ"
Σαατσόγλου-Παλιαδέλη
To ενεπίγραφο μαρμάρινο µνηµείο που παρουσιάζεται εδώ βρέθηκε το 1983 σε δεύτερη χρήση’ αποτελούσε τη βάση ενός and τους κίονες της παλαιοχριστιανικής βασιλικῆς που ανέσκαψε n κ. Κάτια Λοβέρδου-Τσιγαρίδα κοντά στα Παλατίτσια!. H ἀσφαλής ανάγνωση του ονόματος και του πατρωνύμµου της Ευρυδίκης, κόρης του Σίρρα, σε µιαν and τις πλευρές του, προσδίδει στο εύρημα µια ξεχὠριστή σημασία, όπως άλλωστε και η προέλευσή του από τον ευρύτερο αρχαιολογικό χώρο της Βεργίνας, περιοχή που ταυτίζεται µε την παραδοσιακή πρωτεύουσα του μακεδονικού βασιλείου». Παρά την αποσπασματική του κατάσταση και τις μεταγενέστερες επεμβάσεις, το μνημείο διασώζει τεχνικά στοιχεία που στηρίζουν τη διατύπωση βάσιµων επιχειρημάτων για την ερμηνεία του και θεµιτών συλλογισμών για την σποκατάσταση της αρχικής του µορφής. Προς την ίδια κα-
ΝῊ εργασία αὐτή οφείλει πολλά στις εποικοδοµητικές παρατηρήσεις του καθ. Μαν. Ανδρόνικου, του αρχιτέκτονα-αρχαιολόγου Γιώργου Βελένη και τῶν αρχιτεκτόνων Γιάννη Κιαγιά και Αργύρη Μπούμπα. Στη φιλική προσφορά του αρχιτέκτονα Νάιφ Χαντάντ οφείλω τα σχέδια που συνοδεύουν το κείµενο, για τα οποία του είµαι βαθιά υποχρεωµένη.
Για
συμπληρωματικές
αποτυπώσεις
ευχαριστώ
θερμά
το Γιώργο
Μιλτσακά-
«n. — Tovs συναδέλφους Μπκάρµπαρα Σμιτ-Δούνα και Αριστοτέλη Μέντζο ευχαριστώ για υποδείξεις τους. Για τη συμβολή του στο πρόβλημα θερμά ευχαριστώ τον καθ. Any. Παν-
τερμαλή. 1. To 'Eoyov 1983 (1984) 30. G. Touchais, BCH 108, 1984, 797. - REG 101, 1987, BullEpigr. 424 ar. 654 (M. Hatzopoulos). Mav. Ανδρόνικος, «Βεργίνα. Αρχαιολογία και Ἱστορία», Φίλια ’ ἔπη εις I. E. Μυλωνάν (1986) 35-36 ony. 46. O ἰδιος, AF 1987, 381 ann. 61. Ἐπιθυμώ κι από τη θέση αὐτὴ να ευχαριστήσω την ανασκαφέα της παλαιοχριστιανικῆς βασιλικής, όχι μόνον γιατί παραχώρησε το δικαίωμα τῆς δημοσίευσης, αλλά κυρίως γιατί θέλησε να μοιραστεί μαζί μας τη χαρά τῆς για το εύρημα, αµέσως μετά την αποκάλυψή του. Για τη μεταβίβαση του δικαιώματος δημοσίευσης ευχαριστώ και πάλι τον καOnynth Μανόλη Ανδρόνικο. 2. Για την ταύτιση του αρχαιολογικού χώρου της Bepyivas µε τις Αιγές, βλ. Ανδρόνικος, (ό.π., Φίλια ’Επη), 19 x.e., κυρίως 20-24.
1340
Χρυσούλα
Σαατσό;λοιυ- Παλιαδέλη
τεύθυνση λειτουργούν και όσα προκύπτουν από TH μορφή και το χαρακτήρα της επιγραφής του. Ta δεδοµένα αυτά καθιστούν επιβεβλημένη την προσπάθεια για την πληρέστερη δυνατή κατανόηση του μνημείου από τα Παλατίτσια. Επειδή, ωστόσο, πρόκειται για Eva εύρημα αποσπασµματικό, ξαναχρησιμοποιηµένο και κυρίως ξεκομμένο από το αρχικό του περιβάλλον, η ερμηνεία του υπόκεῖται, όπως και κάθε άλλη, στη διάψευση ἡ την επαλήθευση, που θα προκύψουν κυρίως από μελλοντικά ευρήματα ή διαφορετικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις» (βλ. Exipetpo).
I. Ἡ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
ΜΟΡΦΗ
ΤΟΥ
ΜΝΗΜΕΙΟΥ
1. Περιγραφή Το μνημείο είναι Eva παραλληλεπίπεδο ολικού ύψους 45,7 εκ., που αποτελείται από έναν ορθογώνιο κορμό (ορθοστάτη) διαστάσεων 73 x 52,5 εκ., µε μέγιστο σωζόμενο ύψος 28 εκ. Ένα κυµάτιο ύψους 8,7 εκ., στη βάση του ορθοστάτη εξέχει από τα μέτωπα των κατακόρυφων πλευρών κατά 3,6 εκ., προσδίδοντας έτσι στην κάτω πλευρά του μνημείου διαστάσεις 81 Χ5ο,7 εκ." (eu. 1-2). H επάνω πλευρά (εικ. 3) είναι διαμορφωμένη σε ιωνική βάση, ύψους 9 εκ., που αποτελείται απὀ δύο σχεδόν ισοὐψείς τροχίλους και µιαν ενδιάµεση ρηχή, κοίλη σκοτία. Οι τρεις κατακόρυφες, ανισοπλατείς πλευρές του μνημείου (eu. 1-2) είναι λείες και διατηρούνται σε καλή κατάσταση. Ἡ πίσω πλευρά {εικ. 3) αποτελείται απὀ ένα ορθογώνιο τµήµα, πλάτους
3. Πολύτιμη που αφορούν
στην
για την υπογράφουσα ερμηνεία
Büssing (που άκουσαν
αποδείχτηκε
του μνημείου
την ανακοίνωση
από
η θετικἠ
αποδοχἠ
τους J. J. Coulton,
σε δύο αρχαιολογικά
των προτάσεων
V. v. Graeve
σεμινάρια,
και H.
στο Bochum
και την Οξφόρδη, το Mato και [Ιούνιο του 1990, αντίστοιχα). Εποικοδοµητικἠ, παρά τη ριζική της αντίθεση. υπήρξε και η κριτική της κ. Θ. Στεφανίδου-Τιβερίου, που απέρριψε κατηγορηματικά την ερμηνεία tov μνημείου ano τα Παλατίτσια ὡς αγαλματικού βάθρου. (BA. Επίμετρο).
4. H προστατευτικἡ κάλυψη του στυλοβάτη και του δαπέδου του κεντρικού κλίτους της βασιλικής από την ανασκαφέα και η άµεση επαφή της βάσης του μνημείου µε το δάπεδο των παλαιοχριστιανικὠν χρόνων δεν επέτρεψε την πλήρη αποκἀλυψἠ του. Έτσι, παρὀλο που βεβαιώσαμε την ύπαρξη του κυµατίου σε όλες τις πλευρές του μνημείου, δεν γνωρίζουμε την ακριβἠ κατάσταση διατήρησης σε όλα τα σηµεία. σχέδιο 1 η περἰμετρός του αποδίδεται µε στικτὴ γραμμή.
Για το λόγο αυτό, στο
Sxépers µε ἀφορμή
ένα εύρημα από ra Παλατίτσια
1341
50 εκ., δουλεμένο με βελόνι και δύο λείες πλευρικές επιφάνειες που το πλαισιώνουν, με πλάτος 11,5 εκ. και κυμάτιο στη Paon?. Στην απόληξη µιας and τις στενές πλευρές διατηρούνται υπολείμματα επιγραφής (εικ. 4) που επιτρέπουν ὠστόσο µε απόλυτη ασφάλεια την ανάγνώση
EYPYAIKAZIP{[PJA
Στη διαµετρική πλευρά της ενεπίγραφης επιφάνειας σώζεται ακόµη µέρος από τον ορθογώνιο αγκώνα για την ανάρτηση του μνημείου στην αρχική του θέση (εικ. 1).
2. Τεχνικά δεδοµένα Το ενεπίγραφο μαρμάρινο µνηµείο βρίσκεται σήµερα in situ, στη βορεινή κιονοστοιχία της τρίκλιτης βασιλικής. O προσανατολισμός του avtaποκρίνεται στις ανάγκες της δεύτερης χρήσης του: έτσι, η ενεπίγραφη επιφάνεια είναι στραμμένη προς τα δυτικά (προς την πλευρά δηλαδή του avtiστοιχου µετακιονίου), ενώ η προσκείµενή της πλατιά και λεία πλευρά εἶναι ορατή από τη μεριά του κεντρικού κλίτους, στα νότια (εικ. 1 και 5). H μεταγενέστερη επέµβαση επέφερε µια πολύ σηµαντική αλλοίώση στην αρχική µορφή του μνημείου: µε τη μετασκευή της επάνω πλευράς σε ιωνική βάση, αγνοούμε σήµερα το αρχικό του ύψος και τη µορφή της απόληξής tov’. Ωστόσο, οἱ σωζόμενες τεχνικές λεπτομέρειες επιτρέπουν va ανιχνεύσουµε την ιστορία του. Στη δεύτερη χρήση του μνημείου ανήκουν: a) H ιωνική βάση που καταλαμβάνει την επάνω πλευρά tov {εικ. 2)". Για να διαμορφωθεί το κυλινδρικό της τµήµα και η οριζόντια επιφάνεια που
5. Βλ. παραπάνω σηµ. 4. 6. Για τον όρο βλ. A. Ορλάνδος. Τα Υλικά 4ομής των Αρχαίων Ελλήνων It (1958) 163 xe. onu. 5-6. Η διατήρηση του τεκτονικού αυτού στοιχείου δεν αποτελεί ένδειξη ηµιτελούς εργασίας. Για ανάλογους αγκώνες σε παρεμφερή μνημεία βλ. Η. Siegentopf, Das hellenistische Reiterdenkmal (1968) 96 (ap. κατ. II, 31), 99 (ap. κατ. II, 47) κ.α. Βλ. επίσης J. Marcadé, Recueils des signatures de sculpteurs grecs 11 (1967) 730. 7. Για την αρχική μορφή τῆς απόληξης του μνημείου BA. Ἐπίμετρο. 8. Κάτω διάμετρος 50 εκ. Το προφίλ της βάσης παραπέμπει σε παλαιοχριστιανικά μνημεία, όπως µε πληροφορεί ο συνάδελφος Ap. Μέντζος. Η ακριβέστερη χρονολόγηση της µετασκευής του μνημείου
θα προκύψει
όταν δοθεί
η δυνατότητα
στην K. Τσιγαρίδα
να ολοκληρώσει την ανασκαφή της βασιλικής και να δημοσιεύσει τα δεδομένα.
1342
Ἀρυσούλα Σαατσό;λου-αλιαδέλη
την περιβάλλει ὡς «πλίνθος» απολαξεύτηκε µε αδρές βελονιές τμήμα and τις κατακόρυφες πλευρές του ορθοστάτη. B) O κυλινδρικός τόρμος και η αύλακα µολυβδοχόησης στην κυκλική επιφάνεια της Ιωνικής βάσης (eK. 6). Στην αρχικἠ χρήση tov μνημείου ανάγονται: a) Ot τρεις λείες κατακόρυφες πλευρές του. β) Το σύστημα των κυµατίων που περιτρέχει το κατώτατο τµήµα του ορθοστάτη (σχ. 1). y) Ἡ πίσω κατακόρυφη πλευρά. Ο χαρακτός «οδηγός» που ενώνει τα δύο πλευρικά κυµάτια, στη βάση του αδροδουλεµένου τμήματος βεβαιώνει ότι η πλευρά αυτή ανάγεται στην αρχικἠ χρήση του μνημείου και ἦταν προφανώς η λιγότερο ορατή (cy. 2) (Βλ. Eriuetpo).
I. Η ΕΠΙΓΡΑΦΗ
1. Μορφή Στη φάση της µετασκευής του μνημείου καταστράφηκε το μεγαλύτεpo µέρος της επιγραφής, που ήταν αρχικά χαραγμένη σε µιαν από τις στενές του πλευρές. Ωστόσο, χάρη στα δηλωτικά υπολείμματα τῶν γραμμάτων (εικ. 4) στο χείλος της ενεπίγραφης επιφάνειας, μπορούμε µε ακρίβεια να διαβάσουμε το όνοµα και το πατρώνυµο της Ευρυδίκης, κόρης του Σίρραϑ (σχ. 3). Είναι φανερό ότι το μνημείο από τα Παλατίτσια διασώζει τη δεύτερη επιγραφική μνεία της μητέρας του Φιλίππου Β΄, µε προέλευση και πάλι την ευρύτερη περιοχή του αρχαιολογικού χώρου της Βεργίνας!ὸ. Χάρη στις συγκλίνουσες κεραίες του A (και του A) μπορούμε µε ασφάλεια να αποκαταστήσουµε
9. RE
το αρχικό
11, 1907, c. 1326 κε. ap.
ύψος
των συγκεκριμένων
14. (Kaerst) - Der
Kleine
Pauly
2,
γραμμάτων
1967, c. 452,
sv.
Eurydike. I, V. Russu, «Macedonica», Ephemeris Dacoromana 8, 1938, 186, s.v. Ευρυδίκη αρ. Χρυσούλα Σαατσόγλου-Παλιαδέλη, «Εὐρνδίκα Σίρρα Ευκλείᾳ», μητός, Τιμητικός τόμος για τον καθηγητή
Μανόλη
Ανδρόνικο (1987) 733 σημ.
κος (6.2., σημ. 2, Φίλια 'Ern) 35 κε. ann. 48. 10, Το 'Eoyov 1982, 19 κε., ew. 26. ΠΑΕ 1982, 52 xe. Οι βασιλικοί τάφοι και οι ἄλλες αρχαιότητες (1984) 49 κε. (ό.π., σημ. 9) 733 κε., όπου και τα σχετικά µε την εύρεση
3, 737, any. 20-21. Ανδρόνι-
Μαν. Ανδρόνικος, Βεργίνα. και Σαατσὀγλου-Παλιαδέλη
και τη σημασία του ευρήµατος
για τον αρχαιολογικό χώρο της Βεργίνας, γενικότερα, και την πιθανή ταύτιση της συγκεκριµένης αρχαιολογικής θέσης µε την αγορά της αρχαίας πόλης, ειδικότερα.
Σκέψεις µε ἀφορμή ἕνα εύρημα ano τα /]αλατίτσια
1343
(2,3 εκ.) και να υπολογίσουμε κατά προσέγγιση το μέσο ύψος των υπόλοιπων χαρακτήρων". Η μορφολογική ομοιότητα των γραμμάτων µε εκείνα της αναθηµατικής επιγραφής από το Ἱερό της Εύκλειας στη Βεργίνα, µε αναθέτη το ίδιο ιστορικό πρόσωπο, επιτρέπει να χρονολογήσουμε το μνημείο από τα Παλατίτσια στα ίδια περίπου χρόνια, µέσα δηλαδή στο τρίτο τέταρτο του 4ου π.Χ.
αιώνα"3. H επιγραφή είναι στοιχημένη στον άξονα σχεδόν τῆς ενεπίγραφης επιφάνειας: απέχει 9 εκ. από τον αριστερό για το θεατή κρόταφο και ολοκληρώνεται στην ἴδια περίπου απόσταση από τον δεξιό. O νοητός υπογραμμός της βρίσκεται 26,5 εκ. ψηλότερα από την απόληξη των κυµατίων της βάσης του μνημείου (ox. 3).
2. Περιεχόμενο Τα επιγραφικά δεδοµένα που προκύπτουν από την αποσπασματική διατήρηση του μνημείου είναι τα ακόλουθα: a) Η επιγραφή είναι στοιχηµένη στο διαθέσιμο πλάτος της επιγραφικής επιφάνειας, είναι δηλαδή μορφολογικά ολοκληρωμένη. B) Το κείµενο περιορίζεται στην αναφορά, σε ονομαστική, του ονόµατος και του πατρωνύμου του αναφερόµενου προσώπου, είναι δηλαδή αυτοτελές, ὡς προς τα συστατικά του στοιχεία. Επειδή αγνοούμε το αρχικό ύψος του μνημείου, είναι εξίσου θεμιτό να υποθέσουμε ότι το σωζόμενο επιγραφικό κείµενο αποτελούσε: a) Τον καταληκτήριο στίχο µιας εκτενέστερης επιγραφής (που καταστράφηκε από τη μεταγενέστερη επέμβαση). B) Το μοναδικό επιγραφικό στοιχείο στην αρχική χρήση του μνημείου. Παρά τη φαινομενικά αντιθετική τους σχέση, καμιά από τις δύο αυτές
11. H φθορά της ενεπίγραφης επιφάνειας στην κατάληξη της επιγραφἠς έχει αφανίσει τα δύο τελευταία γράμματα του πατρωνυμικού. Διατηρείται, ωστόσο, ίχνος amò τη δεξιά λοξή κεραία του τελικού Α. 12. Για τη χρονολόγηση του αναθήµατος στην Εύκλεια βλ. Μαν. Ανδρόνικος, Βεργίνα. Οι βασιλικοί τάφοι και οι άλλες αρχαιότητες (1984) 50 και Σαατσόγλου-Παλιαδέλη (ό.π., σημ. 9), 736 κε. onu. 19-20. Και στις δύο επιγραφές οι κεραίες των γραμμάτων έχουν ελαφρά πλατύτερες απολήξεις. Για τη χρήση του στοιχείου αυτού στις επιγραφές του 4ου π.Χ. αιώνα από τη Βεργίνα βλ. Χρυσούλα Σαατσόγλου-Παλιαδέλη, Τα επιτάφια µνηµεία
από τη Μεγάλη Τούμπα της Βεργίνας (1984) 255 σημ. 703-706 και Σαατσὀγλου-Παλιαδέλη (ό.π., onu. 9), 736.
1344
Χρυσούλα
ἁαατσό;λου- Παλιαδέλη
δυνατότητες δεν αναιρεί την άλλη, Αντίθετα, ο συνδυασμός τους συναντάται σε μνημεία, όπου το ὀνομα και το πατρώνυµο του αναφερόµενου προσάπου είναι χαραγμένο στη βάση του εικονιστικού του ἀγάλματος, αυτόνομο ἡ ὡς καταληκτήριος στίχος ενός εκτενέστερου κειµένου. Χαρακτηριστικό δείγµα ενός τέτοιου συνδυασμού είναι το ανάθηµα του Δαόχου στους Δελφούς, όπου συνυπάρχουν παράλληλα ἡ συνδυάζονται και or δύο αυτοί επιγραφικοί τύποι. Στο σχεδόν σύγχρονο αυτό pe το εύρημα των Παλατιτσίων σύνταγμα εικονιστικώὠν αγαλμάτων της θεσσαλικἠς οικογένειας ο υπομνηµατισµός κάθε µορφής cite περιορίζεται στην αναγραφή tov ονόματος
και του πατρωνύμου
της, είτε επισφραγίζει
ένα επίγραµµα
που προ-
nyeital®., Ελάχιστα πιθανή είναι n epunveia της επιγραφἠς από ta Παλατίτσια ὡς αναθηµατικής
σε κάποια
θεότητα.
Σε µια τέτοια περίπτωση,
το ὄνομα
του αποδέκτη της ανάθεσης, σε δοτική, θα ακολουθούσε εκείνο του αναθέτη, όπως συμβαίνει συνήθως. Το γεγονός, μάλιστα, ότι από την ίδια περιοχἠ προέρχεται Eva σχεδόν σύγχρονο ανάθηµα, του ίδιου ιστορικού προσώπου, µε κείµενο που επανσλαμβάνει το σύνηθες τυπικό των αναθηµατικὠν επιγραφών, σχεδόν αποκλείει την πιθανότητα ότι στο ενεπίγραφο μνημείο των Παλατιτσίων το όνοµα της υποτιθέµενης θεότητας θα προτασσόταν, αυτή τη φορά". (Γιατην επιβεβαίωση της πρότασης βλ. Επίμετρο).
HI. ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ
ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ
KAI
ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ,
Από μορφολογική άποψη, το μνημείο από τσ Παλατίτσια συγκεντρώνει όλα σχεδόν τα χαρακτηριστικά στοιχεία του μετώπου piag παραστάδας (oy. 1): τρεις ελεύθερες, λείες πλευρές και επιφάνεια WONG που πλαισιώνεται από δύο λείες πλευρικές ταινίες]δ, 13. Για τις επιγραφές του αναθήµατος του Δαόχου PA. J. Pouilloux, FdD 11,4 134 κε., αρ. 460, ὁπου και η προγενέστερη βιβλιογραφία. 14. Για την τυπολογία Greca IH (1974) 8 κε.
των
αναθηµατικών
επιγραφών
βλ.
M.
Guarducci,
(1976)
Epigrafia
15. Σαατσόγλου-Παλιαδέλη (ό.π., onu. 9), 735, niv. 144. 3, ox. 1). Για Eva ανάλογο παράδειγμα στην εξέδρα του Αττάλου στο Πέργαμο βλ. H. Stiller, Das Trajaneum (1895)
60. Πρβ. Mav. Ανδρόνικος (6.π., σηµ. 2), 36: «n απουσία τρίτης λέξης ---ονόματος θεότηtag σε δοτικἠ ἡ του ρήματος ανέθηκε--- δεν αποκλείει την υπόθεση ότι µπορεί και αυτή (η επιγραφή από τα Παλατίτσια) να είναι αναθηµατικἠ, επιτρέπει όμως τη σκέψη OTL µποpei να εικονίζει πορτραίτο της ίδιας της Ευρυδίκης», 16. Βλ., για παράδειγµα, την κάτοψη επικράνου and την «Αυλή του βωμού» στη Σᾳµοθράκη, K. Lehmann-D. Spittle, Sumothrace 4.2 (1964) riv. X1Vc. Για µιαν ανάλογη συλ-
Ἀχέψεις pe ἀφοομή Era εύρημα από ra Παλατίτσια
1345
Η ύπαρξη tov περιμετρικού αυτού κυματίου στη βάση επιβάλλει την τοποθέτηση του μνημείου χαμηλά, στο ύψος των ορθοστατών ενός τοίχου. I. Οι γενικές αυτές διαπιστώσεις θα μπορούσαν καταρχήν να οδηγήσουν στην ερμηνεία του ως αρχιιεκτονικού μέλους. Ωστόσο, το γεγονός ότι η ενεπίγραφη πλευρά, δηλαδή η αρχικά κύρια όψη του, βρίσκεται δίπλα και όχι απέναντι στην επιφάνεια Mons, αποκλείει την τοποθέτησή του στο μέτωπο του μακρού τοίχου ενός κτιρίου (σχ. 4a). Η ιδιότυπη σχέση των δύο λειτουργικών πλευρών του ενεπίγραφου μνημείου από ta Παλατίτσια αποκλείει, επομένως, την τοποθέτησή του σε µια θέση ανάλογη µε εκείνη της αναθηµατικής επιγραφής του Αλεξάνδρου, στο ναό της Αθηνάς Πολιάδος στην Πριήνη!". 2. Το ενεπίγραφο µνηµείο από τα Παλατίτσια θα μπορούσε να ανήκει στο πέρας ενός από τα σκέλη µιας κτιστής κατασκευής, σε µορφή περιβόλου µε επικαµπτόµενα σκέλη, όπως για παράδειγµα στο σχέδιο 4β18, H τοποθέτησή του σε µια τέτοια θέση θα δικαιολογούσε την ιδιότυπη σχέση των δύο λειτουργικών του πλευρών και ενδεχομένως την επιλογή µιας από τις στενές του πλευρές ὡς επιγραφικής επιφάνειας]». Σε µια τέτοια περίατωση da περίμενε ωστόσο κανείς ότι το κυµάτιο που κοσµεί πδριµετρικά τη βάση του μνημείου θα κοσμούσε και το τµήµα της κατασκευής που θα επέκτεῖνε την ενεπίγραφη τουλάχιστο πλευρά, αφού θα ανήκε κι αυτό στην κύpia όψη της κατασκευής. Εντούτοις, η δηλωτική διαµόρφωση του διακοσµητικού στοιχείου στις πλευρικές ταινίες της επιφάνειας Gang (εικ. 2) απο-
λογιστική στην ερμηνεία επικράνου από την Επίδαυρο βλ. G. Roux, L'architecture de l'Argolide aux IVe et Ille siècles avant J.-C. (1961) 314 κε., κυρίως 315 εικ. 100. 17. Για τη θέση tov ενεπίγραφου λίθου στο vad BA. Hiller von Gaertringen, Inschriften von Priene (1906) 129: «Vorderseite des obersten Blockes des südlichen Ante der Athenatempels». Για την επιγραφή βλ. A. Heisserer, Alexander the Great and the Greeks. The Epigraphical Evidence (1980) 143 κε., xiv. 14 και J. Coleman Carter, The Sculpture of the Sanctuary of Athena Polias at Priene (1983) 26 xe. 18. Π.χ. σε μια θέση ανάλογη µε την αριστερή παραστάδα της «Αυλής του βωμού» στη Σαμοθράκη: Lehmann-Spittle (ό.π., onu. 16), riv. XL, ἡ σε µια θέση ανάλογη µε το αριστερό σκέλος του οἰκήματος Π στην Επίδαυρο, Roux (ό.π., σημ. 16), 277 κε., cu. 79, riv. 80, 2-3. 19. Ἡ τοποθέτηση του μνημείου από ta Παλατίτσια σε µια θέση ανάλογη µε εκείνη της βάσης na το άγαλμα του Αριστάρχου στη γνωστή εξέδρα, Roux (ό.π., ann. 16) 302 κε., euc. 93, 94 και κυρίως 96, πρέπει εξαρχής να αποκλειστεί λόγω της διαφορετικής σχέσης των δύο λειτουργικών επιφανειών του μνημείου από τα Παλατίτσια, που θα τοποθετούσε την επιγραφή σε µια πλαϊνή και όχι στην πρόσθια όψη της αγαλµατικής
βάσης. 85
1346
Χρυσούλα
κλείει ένα τέτοιο ενδεχόμενο
Φαατσό;λοι- Παλιαδέλη
(ox. 5).
Ακόμη
όμως
κάτι τέτοιο ἦταν δυνατό, θα έπρεπε να απαντήσουµε
κι αν υποθέταµε στα ακόλουθα
du
ερωτή-
ματα: a) Ποιο χαρακτήρα και ποια μορφή είχε ένας τέτοιος περίβολος; β) Ποιο λόγο εξυπηρετούσε η τοποθέτηση της επιγραφής χαμηλά, στο ύψος του ορθοστάτη; y) Ποιο χαρακτήρα είχε η συγκεκριμένη επιγραφή, ακόµη και ὡς καταληκτήριος
3. Ἐπειδή
στίχος
ενός
εκτενέστερου
ο τύπος του αυτοτελούς
κειµένου:
επιγραφικού
--όπως είδαµε παραπάνω - σε επιγραφές
κειµένου
παραπέμπει
που υπομνηματίζουν εικονιστικά
αγάλματα, είναι αναγκαίο va ερευνήσουµε αν τα στοιχεία που αποκλείουν τη χρήση
του ως αρχιτεκτονικού μέλους συνηγορούν για την ερμηνεία του
ως τμήματος ενός αγαλματικού βάθρου. Οι δυνατότητες αναπαράστασης του μνημείου µε βάση την παραπάνω υπόθεση εργασίας είναι οι ακόλουθες: a) Τοποθετημένο στο άκρο µιας «σύνθετης βάσης» (Zusammengesetztcἡ Orthostatenbasis)?!, το μαρμάρινο μνημείο θα μπορούσε να αποκατασταBei στη µορφή ενός ορθογώνιου βάθρου µε ελαφρά τονισµένα τα ακραία στοιχεία του και κύρια όψη που θα συνέπιπτε µε την ενεπίγραφη πλευρά. Ωστόσο, η άγνωστη ὡς τώρα µορφή µιας αγαλµατικής βάσης µε ελαφρά πλατύτερες τις ακραίες απολήξεις της σε σχήµα άτονου διπλού Τ (βλ. για παράδειγµα τη σχηµατική αναπαράσταση ενός τέτοιου βάθρου στο σχέδιο 6) και η διαµόρφωση του κυµατίου στις πλευρικές ταινίες της επιφάνειας ώσης (που συνεπάγεται, όπως εἶδαμε, την απουσία ενός ανάλογου διακοσµητικού στοιχείου στην κύρια όψη µιας τέτοιας κατασκευής) δυσχεραίνουν την αποδοχή της συγκεκριμένης αναπαράστασης. B) Αν θεωρήσουμε ότι το ενεπίγραφο μνημείο από τα Παλατίτσια ανήκει στο πέρας ενός πειόσχηµου βάθρου (Risalitenbasis)??, ἡ αποτελούσε το 20. Σε µια τέτοια περίπτωση το κυµάτιο θα ἦταν «κομμένο» µε τέτοιο τρόπο, ώστε η επαφή µε το γειτονικό λίθο να επιτρέπει την επἐκτασἡ του και στο επόµενο στοιχείο της κατασκευής. . 21. M. Jacob-Felsch, Die Entwicklung griechischer Statuenbasen und die Aufstellung der Statuen (1969) 62 κε., κυρίως 65 κε, _ 22. Jacob-Felsch (ό.π.), 183 (ap. κατ. II, 89 καὶ H, 90). H Jacob-Felsch (ό.π., 80 κε. σημ. 255 και 95 κε. onu. 298) χαρακτηρίζει τα μνημεία αὐτά Orthostaten mit seitlichen Risaliten καὶ ta κατατάσσει στην κατηγορία των Sonderformen der Orthostatenbasen. Στην (dia κατηγορία εντάσσει και τις ορθογώνιες εξέδρες µε ἑδρανο που εκτείνεται ανάμεσα στα πλευρικά σκέλη και καταλαμβάνει την πρόσοψη του κεντρικού (Jacob-Felsch, ὀ.π., 95 σημ. 298). Το γεγονός ότι τα περισσότερα από τα uvnueia αυτά χρονολογούνται στα
ελληνιστικά
χρόνια
(Jacob-Felsch,
ό.π.,
80 και 95), δεν αποκλείει
την
ύπαρξη
και
Δ κέψεις με ἀφορμή ένα εύρημα and ra Παλατίτσια
1347
μέτωπο ενός ἀπό τα σκέλη µιας ορθογώνιας εξέδρας (TI-förmige Exedra)®, οι τεχνικές του ιδιοµορφίες βρίσκουν τη λογική τους εξήγηση”. Η ένταξη του μνημείου στο άκρο µιας πειόσχηµης αγαλµατικής βάσης συνεπάγεται ότι; a) Το σωζόμενο μνημείο θα κατείχε οπωσδήποτε το δεξί για το θεατή σκέλος της κατασκευής, όπως επιβάλλει η θέση της επιγραφής. B) Ένα πανομοιότυπο μαρμάρινο μέτωπο θα ολοκλήρωνε το αντίστοιχο (αριστερό για το θεατή) σκέλος του πειόσχηµου βάθρου. Αποτέλεσμα της συλλογιστικής αυτής είναι η σχηµατική αναπαράσταση του σχεδίου 7: σε µια τέτοια πιθανότητα, τα τμήματα των πλευρικών σκελών που θα κατέληγαν στα μαρμάρινα μέτωπα δεν θα ήταν ιδιαίτερα ορατά. Μπορούσαν επομένως να είναι ακόσµητα στη βάση τους (οπότε ερμηνεύεται η χαρακτηριστική διαμόρφωση του κυµατίου στην επιφάνεια wong). Αντίθετα, το κεντρικό σκέλος του II, στην ουσία δηλαδή η κύρια όψη της αγαλµατικής βάσης, πιθανόν να έφερε Eva ανάλογο κυµάτιο ἡ να ήταν κι αυτό εντελώς ακόσµητο”3, Στην περίπτωση μάλιστα που καλυπτόταν από το έδρανο (to τυπικό χαρακτηριστικό της εξέδρας), το κυµάτιο στην πρόσοψη δεν ήταν καθόλου αναγκαίο". Μια τέτοια κατασκευή θα πρέπει να ολοκληρωνόταν σε ύψος µε µιαν επίστεψη που θα κοσμούνταν στο μέτωπο µε ένα κυµάτιο ανάλογο µε εκείνο της βάσης και θα έφερε τις βαθύνσεις για τις πλίνθους των αγαλμάτων”. προγενέστερων παραδειγμάτων. BA. Η. Lauter, Die Archliektur des Hellenismus (1986) 207 xe., κυρίως 209. 23. Τον όρο αὐτό χρησιμοποιεί η S. v. Thüngen στην αδηµοσίευτη διατριβή της Die selbstständige griechische Exedra, Bochum (1986) 6, για να χαρακτηρίσει τον τύπο της ορθογώνιας εξέδρας: «dessen Mauer an die Ecken zwar antenartig, also I[I-förmig vorspringt». 24. BA. για παράδειγμα την ορθογώνια εξέδρα ap. 169 στη Δήλο (7. Marcadé, Signatures II (1967) 6 πίν. 36, 1 και Délos V, Le Portique d’Antigone (1912) 50 κε., εικ. 70 (F. Courby). Για μια παρόμοια συλλογιστικὴ στην αναπαράσταση του «ανατολικού μνημείου» (Ost-Denkmal) στο Τραϊάνειο της Περγάμου βλ. Η. Stiller, Das Trajaneum (1895) 63 πίν. 26 και
30.
25. BA. για παράδειγμα Marcadé (ό.π., ann. 10). 26. H v. Thùngen (ό.π., any. 27), 5, δίνει τον ακόλουθο ορισμό για την εξέδρα: «Als selbstständige Exedra definiert man ein gewöhnlich offenes monumentales Bauwerk, ‚dessen meisst halbkreis- oder IT-förmige
Steinmauer zugleich
als Statuenbathron
und als
Rucklage einer in Innern umlaufenden Sitzbank fungiert». 27. Στην περίπτωση
του ἀναθήματος
του Δαόχου,
n απουσία
του κυματίου στην eni-
στεψη του βάθρου είναι συνεπής µε την απουσία ενός ἀανάλογου διακοσμητικού στοιχείου και στη βάση του μνημείου. H Jacob-Felsch (ό.π., onp. 21), 64 any. 196, εντάσσει το αγαλµατικό βάθρο τῶν Δελφών στην ομάδα των sonderförmige Basen, έναν τύπο μνημείου
1348
NovoovAa
Σαατσόγλυυ- Π]αλιαδέλι
Πέρα από τα γενικά αυτά χαρακτηριστικά, η ολοκληρωμένη αποκατάσταση της αρχικής µορφής του μνημείου δεν µπορεί να ξεπεράσει τα όρια της σχηµατικής αναπαράστασης, αφού δεν είναι δυνατό —ue βάση τις διαστάσεις ενός από τα συστατικά του στοιχεία-- να υπολονίσουµε µε ακρίfera (τουλάχιστο στη φάση αυτή) το συνολικό μέγεθος της πειόσχηµης αγαλµατικής βάσης. Or αρχικές της διαστάσεις είναι συνάρτηση του µεγέθους, του υλικού και του αριθμού των ἀγαλμάτων που ἦταν προορισµένη για να δεχτεί. Είναι ὡστόσο αυτονόητο ότι ένα τέτοιο μνημείο δεν είχε λόγο να έχει µια τέτοια µορφή αν προοριζόταν για λιγότερο από τρία τουλάχιστον αγάλματα.
IV. H ΙΣΤΟΡΙΚΗ
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΓΡΑΦΗΣ- ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟΥ
H αποδοχή της αναπαράστασης που προτείνεται εδώ, αποτέλεσµα της σχέσης των δύο λειτουργικών πλευρών του μνημείου, συνεπάγεται ένα αναπόφευκτο συμπέρασμα: η επιγραφή και, κατά συνέπεια, το εικονιστικό άγαλμα που υποµνηµαάτιζε, πρέπει να ήταν στραµµένα προς το εσωτερικό της πειόσχηµης εξέδρας. H απουσία ανάλογων παραδειγμάτων στο σύνολο των ομοειδών µνημείων που αναπαράγουν τον αρχιτεκτονικό αυτό τύπο θα μπορούσε να αποδυναμώσει τη συλλογιστική που στηρίζει την προτεινόμενη αναπαράσταση. Πρέπει, για το λόγο αυτό να ελέγξουμε αν η απόκλιση αυτή από τα καθιερωμένα είναι δυνατό να επιβλήθηκε από τη σύνθεση του συντάγματος, το χαρακτήρα του και ἐνδεχόμενα το χώρο που ήταν στηµένο ἡ προοριζόταν για να στηθεί”.
«nur seiten hergestellt». Στο Πμικυκλικό βάθρο του Φιλιππείου, αντίθετα, η πλούσια ανάyAven διακόσμηση τῶν κυµατίων της βάσης επαναλαμβάνεται και στο προφίλ, της eniστεψης, το ολικό ύψος της οποίας (45,1 εκ. µαζί µε το συμφυές επίθηµα που φέρει τις βαθύνσεις για τις πλίνθους) είναι περίπου ίσο µε τα στοιχεία στη βάση τῶν ορθοστατών (46,3 εκ.) = βλ. OlForsch. I (1944) xiv. 17 (H. Schleif - W. Zschietzschmann). 28. Ανάλογη είναι η σχέση τῶν δύο λειτουργικών επιφανειών στη βάση του αγάλματος του Θεοφίλου, που ανέθεσε ο ΄Ατταλος ο Β΄ στην Αθηναϊκή Αγορά. BA. Hesp. 19, 1950, 336 n. 55 και R. E. Wycherley, Athenian Agora Ill (1957) 47. O B. D. Merritt, Hesp. 23, 1954, 252 xe., ap. 33 riv. 53, περιγράφει to αποσπασµατικὀ ἀαγαλματικό βάθρο: «on the front and left sides are receding mouldings; the right side has no mouldings but was treated as a joint surface, as if to be placed next to a wall or another monument». Για την υπόδειξη σημ. 64.
ευχαριστώ
τη
συνάδελφο
κ.
Μπάρμπαρα
Eput-Aobva.
Βλ.
και παρακάτω
Lxepers µε ἀφορμή Eva evonua από τα {]αλατίτσια
1349
Θα ήταν ίσως αδιέξοδη οποιαδήποτε απόπειρα για την προώθηση της παραπάνω υπόθεσης, χωρίς τη μαρτυρία της επιγραφής που σώζεται στη στενή πλευρά του μνημείου που εξετάζουμε. Καθώς όµως η μνεία της Evρυδίκης φέρνει σχεδόν συνειρµικά στο νου το σύνταγμα των χρυσελεφάντινων αγαλμάτων της οικογένειας του Φιλίππου, που στήθηκε στην Ολυuria®, µετά τη θριαμβευτική νίκη στη Χαιρώνειαδ, η υπόθεσἠ µας αποκτά διαστάσεις που σχεδόν επιβάλλουν τη διερεύνησή της.
1. H σύνθεση του λεωχάρειου συντάγματος
στην Ολυμπία
Για την οργάνωση των πέντε χρυσελεφάντινων ἀγαλμάτων στο Φιλιππείο δεν έχουµε κανένα ασφαλές στοιχείο, πέρα από την ασαφή περιγραφή tov
TMavoavia®!:
«κεῖνται
δὲ αὐτόθι
Φίλιππός
τε
καὶ ᾿Αλέξανδυος,
σὺν δὲ
αὐτοῖς ᾽αμύντας ὁ Φιλίππου πατήρ. ἔργα δέ ἐστι καὶ ταῦτα Λεωχάρους, ἑλέ-
parto: καὶ χουσοῦ, καθᾷ
καὶ τῆς ᾿Ολυμπιάδος
καὶ Εὐρυδίκης εἰσὶν al εἷ-
χόνες».
Τα ανασκαφικά δεδοµένα και κυρίως η αποσπασµατικἠ διατήρηση του ημικυκλικού βάθρου»: δεν παρέχουν ασφαλή κριτήρια για την αναπαράσταση της λεωχάρειας σύνθεσης. Έχουν, ὠστόσο, διατυπωθεί or δύο ακόλούθες υποθέσεις: a) Τα
29. xa και « ἔστι πείον.
γυναικεία
ἀγάλματα
του
συντάγματος
κατείχαν
τα
άκρα
του
N. Πακαχατζής, /ΠΙαυσανίου Ελλάδος Περιήγησις, Βιβλία 4, 5 και 6 (ΜεσσηνιαΗλιακά) 1979, 303 κε., cu. 303-304. Παυσ. V. 20.9-10 (Παπαχατζής, ό.π., 492): de εντός της ’Αλτεως το (τε) μητρώον και οίκηµα περιφερές ονοµαζόµενον φιλιπεπί κορυφή δε εστί του φιλιππείου μήκων χαλκή σύνδεσμος ταις δοκοίς. Τούτο το
οίχκηµα εστ. μὲν κατά την ἔξοδον την κατά το πρυτανείον εν αριστερά, πεποίηται δε οπτής πλίνθου, κίονες de περί αυτό εστήκασι Φιλίππω de ἐποιήθη µετά το εν Χαιρωνεία την Ελλάδα ολισθείν». Για µια σφαιρικἠ αντιμετώπιση του μνημείου βλ. F. Seiler, Die griechische Tholos (1986) 89-103, όπου και η παλαιότερη σχετική βιβλιογραφία. 30, Για την έναρξη των εργασιών στο Φιλιππείο στη διετία 338-336 π.Χ. BA. Seiler, ό.π., 89 ann. 370. Για µια διαφορετική άποψη σε ό,τι αφορά στον αναθέτη και, κατά συνέ-
πεια, στον χρόνο 106 κε., σημ.
της παραγγελίας,
11 και
βλ. Μπ. Σμιτ.Δούνα, Εγνατία I, ΕΕΦΣΠ6Θ 23 (1989)
14.
31. Παπαχατζής, 0.7., 283 κε., 286 onu. 1, 488 = Παυσ. V. 17, 4. 32. Για την κατάσταση διατήρησης της ηµικυκλικής βάσης και την προσπάθεια για την αποκατάσταση του αρχικού ύψους της PA. Seiler (ό.π.) 98 σημ. 408-409. Για µια πλήρη κάτοψη του μνημείου, pe τις διαστάσεις των επιµέρους σωζόµενων στοιχείων βλ. OlForsch. 1 (1944) riv. 17 (Schleif-Zschietzschmann). Βλ. επίσης Jacob-Felsch, ό.τ., 66 κε., 186 (αρ. κατ. II, 102).
1350
Χρυσούλα
Σαατσό;λοι- Παλιαδέλη
ημικυκλικού βάθρου», ar’ όπου μεταφέρθηκαν -- άγνωστο πότε και γιατί--στο Hpaio, ὀπου ta cide ο Παυσανίας». B) O Αλέξανδρος κατείχε τον άξονα της σύνθεσης, πλαισιωµένος από τα ζεύγη των γονιών (Φίλιππο-Ολυμπιάδα) και των παππούδων του (ΑμύνταEvpvöixn)”. Μια τέτοια κεντρική θέση του Αλεξάνδρου στη σύνθεση δικαιολογείται από το γεγονός ότι το Epyo πρέπει να ολοκληρώθηκε µετά το θάνατο του Φιλίππουϑο, ενώ ενισχύεται και από το κείµενο του Πανσαvia: δεν είναι ίσως χωρίς σημασία ότι ο Αλέξανδρος αναφέρεται ανάµεσα στα ονόματα
του πατέρα
και του παππού
tou”.
Με βάση τις παραπάνω υποθέσεις και µε δεδομένη την ασάφεια της γραπτής μαρτυρίας, σε ο,τι αφορά στο σηµείο εκκίνησης της περιγραφής του συντάγματος, ἦταν εξίσου πιθανή, µέχρι τώρα, η τοποθέτηση του Aμύντα και της συζύγου του τόσο στο δεξί, όσο και στο αριστερό για το θεατή τµήµα του ημµικυκλίου, αντίστοιχαδ". To ενεπίγραφο μνημείο από τα Παλατίτσια νοµίζουµε ὀτι παρέχει τη δυνατότητα να αποκαταστήσουµε τη σύνθεση του λεωχάρειου συντάγµατος, σε ο,τι αφορά στη θέση και τη σχέση των αγαλµατικών μορφών µεταEb τους.
2. H πρόταση H δυσερμήνευτῃ στροφή του αγάλµατος της Ευρυδίκης προς to εσωτεpucò της πειόσχηµης -- όπως προτείνουµε-- εξέδρας από τα Παλατίτσια, αποκτά ιδιαίτερο νόημα, όταν σχετιστεί µε την ηµικυκλικἠ σύνθεση στο
*3. Zschietzschmann, ό.π., 51 κε. Την άποψη για τη θέση των γυναικείων αγαλμάτων στις ακρες της λεωχάρειας σύνθεσης δέχεται ο Η. Borbein, Jd/ 88, 1973, 66 ann. 105 και o Seiler, ό.π., 98 ony. 411 (µε επιφύλαξη). 34. F. Adler, Olympia Ἡ (1892) 128 xe., κυρίως 129: «waren die ursprüngliche dazu gehörigen weiblichen Mitglieder der makedonischen Königsfamilie, Eurydike und Olympias in der späteren Zeit aus unbekannten Grunden-vielleicht durch Nero's Kunstraub veranlasst, un entstandene Lücken auszufullen-nach dem Heraion verpflantz worden». Παυσ. V. 17, 4: «Μετεκομίσθη δὲ αὐτόσι καὶ ἐκ τοῦ καλουμένου φιλιππείου, χρυσοῦ καὶ ταῦτα καὶ ἐλέφαντος, Εὐρυδίκη τε ἡ Φιλίππου {μήτηρ καὶ ᾿Ολυμπιάς). 35, Zschietzschmann, ό.π., 51 κε. Την άποψη για την κεντρική θέση του Αλεξάνδρου στο λεωχάρειο σύνταγμα δέχονται και or Borbein (ό.π., σημ. 33), 66 ann. 105 και Seiler (ό.π., σημ. 36), 98 σημ. 411. BA. και παρακάτω ann. 43. 36. O Adler (ό,π., ann. 39), 133, πιστεύει ότι το μνημείο αργότερο
µέχρι to 334 π.Χ.
37. Zschietzschmann, 38. Zschietzschmann,
Βλ. παραπάνω
d.2., 52. ό.π., 52. A.
σημ.
Mallwitz,
πρέπει
να ολοκληρώθηκε
30.
Olympia
und seine Bauten
(1972)
128.
το
Σκέψεις µε ἀφορμή ένα evonua από τα Παλατίτσια
1351
Φιλιππείο. Av θεωρήσουμε ότι n πειόσχημη κατασκευή μεταγράφει σε opθογώνια μορφή το ἡημικυκλικό σχήμα της πρωτότυπης σύνθεσης (με ἕναν τρόπο που ενισχύεται από τη συγγενική μορφολογικῆ σχέση και την εναλλακτική χρήση των δύο αυτών αρχιτεκτονικών τύπων στα ελληνιστικά χρόvıa)*®, τότε η στροφή του ἀγάλματος της Ευρυδίκης προς το εσωτερικό του πειόσχηµου βάθρου βρίσκει τη λογική της εξήγηση: ο καλύτερος τρόπος για να μεταγραφεί η ημµικυκλικἠ σύνθεση σε ορθογώνιο σχήμα, χωρίς va ανατραπεί η ιεράρχηση tov μορφών του συντάγματος, ἦταν η στροφή των ακραίων ἀγαλμάτων προς το εσωτερικό της κατασκευής. Αντίθετα, η peτωπική τους τοποθέτηση στα προτεταµένα σκέλη του πειόσχηµου βάθρου θα πρόβαλλε τις γυναικείες µορφές περισσότερο από τις ανδρικές (και σημαντικότερες) του συντάγματος. Με την τοποθέτηση του µαρμµάρινου μνημείου and τα Παλατίτσια στη δεξιά για το θεατή απόληξη µιας ορθογώνιας εξέδρας και µε προὐπόθεση την αξονική θέση του Αλεξάνδρου στο λεωχάρειο σύνταγμα, το κείµενο του Παυσανία αποκτά µια σαφήνεια που επαληθεύει την αρχαιολογική λογική: η σειρά µε την οποία αναφέρονται στο κείµενο του περιηγητή οι ανδρικές μορφές του Φιλιππείου ανταποκρίνεται σε μιὰν αντίστοιχη οπτική τους καταγραφή από τα αριστερά προς τα δεξιά. Με την Ευρυδίκη στο δεξί άκρο της σύνθεσης και την Ολυμπιάδα anéναντί της, ο Φίλιππος κι ο Αμύντας πρέπει να πλαισίωναν τον Αλέξανδρο, στηµένοι ανάµεσα σ᾽ αυτόν και τις συζύγους τους.
3. Η τεκμηρίωση H πρόταση για τη συσχέτιση του αποσπασματικού μνημείου ἀπό ta Παλατίτσια µε το κατεστραμμένο επίσης σύνταγμα στην Ολυμπία στηρίχτηκε στις τεχνικές του ιδιοµορφίες που ερμηνεύονται καλύτερα av το αναπαραστήσουµε στον τύπο tov ορθογώνιου βάθρου ἢ της ορθογώνιας εξέδρας. H αποδοχή της αναπαράστασης αυτής συνεπάγεται αναγκαστικά την τοποθέτηση του ενεπίγραφου μνημείου στο δεξί για το θεατή σκέλος της πειόσχηµης κατασκευής και τη συνακόλουθη στροφή του ἀγάλματος που υπομνηµάτιζε προς το εσωτερικό της. Από την άλλη μεριά, ο χαρακτήρας της επιγραφής, η θέση τὴς πάνω στο μνημείο, αλλά κυρίως η ιστορική μαρτυρία που παρέχει, παραπέμπουν, σχεδόν συνειρµικά, στην ημικυκλική σύνθεση του Φιλιππείου. 39. Jacob-Felsch, 88. Lauter (ό.π., onu. 26), 209.
1352
Χρυσούλα
Σαατσόγλου-
Παλιαδέλη
Η χρονολόγηση και των δύο μνημείων στο τρίτο τέταρτο του 4ου π.Χ. αιώναΏ ενισχύει τη συσχέτισἠ τοὺς, ενώ οἱ διαστάσεις τους συνηγορούν θετικά προς την ἴδια κατεύθυνση: Παρόλο που αγνοούμε το υλικό και το μέγεθος του αγάλµατος που θα έφερε η ενεπίγραφη βάση από τα Παλατίτσια, είναι σαφές ότι για να ολοκληρωθεί η χρήση του ὡς βάθρου για ένα άγαλµα, το μαρμάρινο μνημείο από τα Παλατίτσια θα πρέπει να έφερε µιαν επίστεψη (συμφυή ἡ όχι) µε ύψος τουλάχιστον ίσο µε το ύψος των κυµατίων στη βάση (8,7 εκ.) και διαστάσεις ίσες µε εκείνες της σωζόµενης κάτω πλευράς (81 x 59,5). (BA. Eni-
μετρο). H σύγκριση των μεγεθών αυτών µε τις αντίστοιχες διαστάσεις δύο σχεδόν σύγχρονων αγαλμµατικών βάσεων είναι ενισχυτική για τη χρήση του μνημείου από τα Παλατίτσια ὡς βάσης για ένα ἄγαλμα φυσικού µεγέθους: a) Η σωζόμενη βάθυνση για την πλίνθο του ακραίου δεξιού χρυσελεφάντινου ἀγάλματος στο Φιλιππείο (θέση την οποία κατείχε µε βάση την υπόθεσή µας η µορφή της Ευρυδίκης) έχει βάθος 7,9 εκ. και μέγιστο πλά-
τος περίπου 55 ex.*!, β) Στο σύνταγμα του Δαόχου, στους Δελφούς, οι αντίστοιχες διαστάσεις των βαθύνσεων για τα μαρμάρινα αγάλµατα κυμαίνονται από 3 έως 10,5 εκ. (βάθος)3 και 54,5-66,8 εκ. (μέγιστο πλάτος). Με δεδομένο το γεγονός ότι σε αρκετές περιπτώσεις η βάθυνση για την πλίνθο ενός αγάλµατος µπορεί να επεκτείνεται και στον γειτονικό Al004, είναι σαφές ότι οι διαστάσεις του μαρμάρινου μνημείου όχι µόνον δεν αναιρούν την ερμηνεία του ὡς βάθρου για ένα άγαλµα, αλλά κάνουν πολύ πιθανή την υπόθεση ότι το άγαλµα της Ευρυδίκης μπορούσε va έχει --χῶpis αυτό να σηµαίνει ότι αναγκαστικά είχε--- τις διαστάσεις του πρωτοτύπου
στην Ολυμπία«ξ (βλ. Επίμετρο). 40. Για τη χρονολόγηση του Φιλιππείου βλ. επίσης 5. G. Miller, «The Philippeion and Macedonian Hellenistic Architecture», AM 88, 1973, 189 κε., κυρίως 191 σημ. 11 και Seiler, ό.π., 89 onu. 370. Για την προσπάθεια ταύτισης ρωμαϊκών αντιγράφων µε ta πρωτότυπα ἀγάλματα του Φιλίππου και Αλεξάνδρου στην Ολυμπία βλ. Υ. ν. Graeve, «Zum Herrscherbild Philipps II und Philipps III von Macedonien», AA 1973, 244 κε. 41. OlForsch. I (1944) xiv. 17. 42. E. Will, BCH 62, 1932, 289 κε., κυρίως 299 ann. 1. 43. Will, ό.π., riv. 30. 44. Will, ό.π., riv. 30. Στο Φιλιππείο οι βαθύνσεις γιὰ τις πλίνθους των αγαλμάτων δεν εἶναι συμμετρικά τοποθετημένες πάνω στην επιφάνεια των λίθων (βλ. παρακάτω onu. 46).
45, Για μιαν ανάλογη σύγκριση των βαθύνσεων του λεωχάρειου συντάγματος με εκείveg του αναθήµατος του Δαόχου στη συζήτηση για τις διαστάσεις των χρυσελεφάντινων αγαλμάτων του Φιλιππείου βλ. ν. Graeve (ό.τ., onu. 40), 251 σημ. 86.
Σκέψεις µε αφορμή ἕνα εύρηµα από τα Παλατίτσια
1351
4. H τελική διατύπωση Με την πρὀτασή µας εκτιμούμε ότι ερμηνεύεται η ιδιόμορφη σχέση των δύο λειτουργικών πλευρών του μνημείου από ta Παλατίτσια, µε έναν τρόπο που επιβάλλει την αναπαράστασή του στον τύπο της ορθογώνιας εξέὅρας και συνεπάγεται τη στροφή του ὑπερκείμενου ἀγάλματος προς το εσωτερικό της. Η συσχέτιση του μνημείου από τα Παλατίτσια µε το λεωχάρειο σύνταγµα στην Ολυμπία (συσχέτιση που στηρίζεται στην ιστορική μαρτυρία της επιγραφής του) δεν συνεπάγεται αναγκαστικά την αποδοχή της πλήρους εξάρτησης του πρώτου από το δεύτερο. Σε ο,τι μάλιστα αφορά στην εξαιρετική χρήση του ελέφαντα και του χρυσςώ για τη σύνθεση
στο Φιλιππείοῦὰ
οποιαδήποτε συσχέτιση µπορεί εξαρχής να αποκλειστεί. Με βάση την αξιοποίηση των μέχρι στιγμής δεδοµένων, η συσχέτιση των
δύο μνημείων
εντοπίζεται
(και πρέπει
εκ των
πραγμάτων
να περιορι-
στεί) στην επανάληψη της πρωτότυπης σύνθεσης4ῖ, ως προς τη θέση και τη σχέση των αγαλµατικών μορφών μεταξύ τους και ἐνδεχόμενα ως προς τις διαστάσεις τους. H αποδοχή της πρότασης που διατυπώνεται εδώ συνεπάγεται την ὑπαρξη στις Αιγές ενός συντάγµατος που στήθηκε σχεδόν σύγχρονα και επαναλάµβανε, σε γενικές τουλάχιστο γραμμές, την πρωτότυπη χρυσελεφάντινη σύνθεση. Η πιθανότητα µιας τἐτοιας διπλής ανάθεσης (όχι αναγκαστικά έργο του ἰδιου καλλιτέχνη), βρίσκει to συγγενέστερό της παράλ-
46. Για την εκιλογἠ του χρυσού και του ελέφαντα ὡς υλικών για τα εἰκονιστικά UYülpata στο Φιλιππείο και το πιθανό νόημα αυτής της επιλογἠς για την ερμηνεία του κτιρίου που ta στέγαζε ὡς Ηρώου ἡ θησαυρού βλ. Borbein (ό.π., any. 33), 67 any. 106-108 και 111. O F. Adler (ό.π., σημ. 34) θεωρεί το Φιλιππείο θησαυρό. O Borbein (ό.π., any. 33), 128 κε., αντίθετα, μοιάζει να υποστηρίζει τον χαρακτήρα του Hpwov. Για το χαρακτήρα του μνημείου µε βάση την επιλογή της συγκεκριμένης θέσης του µέσα στην ΄Αλτη, δίπλα στο Πελόπειο και to Πρυτανείο έχει διατυπωθεί από τον Schleif (O/Forsch. I, 1944, 21) n unoθεση ότι το Φιλικπείο ήταν ανάθηµα στην Ἑστία. H St. G. Miller (ό.π., σημ. 40), 191 κε., κυρίως 192, κιστεύει ότι «Philip, perhaps for political reasons, wished 10 emphasize by the proximity of his selfglorifying monument to the tomb of Pelops his kinship through Herakles to the local hero Pelops». O Seiler (ό.π., on. 37), 100 xe., τονίζει το πολιτικοθρησκευτικὀ νόημα του κτιρίου και των ἀγαλμάτων που στέγαζε. 47. Παρόλο που θεωρητικά δεν µπορεί να αποκλειστεί, είναι μάλλον απίθανο να UROθέσουµε ότι η ορθογώνια εξέδρα των Παλατιτσίων είχε κατασκευαστεί για τρία µόνον εικονιστικά αγάλματα, όταν μάλιστα, µε βάση τα τεχνικά δεδοµένα συμπεραίνουμε ότι τα δύο ακραία κρέπει να ἦταν στραμμένα προς το εσωτερικό του μνημείου. 48. Για σύγχρονες αναθέσεις-επαναλήψεις αγάλματος ἡ συνόλου αγαλμάτων βλ. Fr.
1354
Noraotda
Saarooykov-
Π αλιαδέλη
ληλο στο ανάθηµα του Δαόχου στους Δελφούς και την εύρεση ενός σύγχρονου ενεπίγραφου βάθρου στη Φάρσαλο, γενέτειρα της θεσσαλικής οικογένειας, µε επιγραφή παρόμοια µε του δελφικού αναθήµατος και την ὑπογραφή του Λυσίππου. ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Οι λόγοι που πιθανόν επέβαλαν τη μεταγραφή της πρωτότυπης ηµικυκλικἠς σύνθεσης σε ορθογώνιο βάθρο δεν µπορεί να είναι ανεξάρτητοι από το χώρο που επρὀκειτο να δεχτεί το σύνταγμα των Αιγών. H απουσία διάβρωσης στο ενεπίγραφο μνημείο από ta Παλατίτσια υποδηλώνει ενδεχόμενα ότι το σύνταγμα στο οποίο ανήκε πρέπει να ἦταν στεγασμένο κι όχι ελεύθερο σε κάποιον ανοιχτό χώρο. Ἕνα κτίριο που θα μπορούσε να δεχτεί µια τέτοια σύνθεση είναι το λεγόμενο Ηρώο, στη νότια παρυφή της Μεγάλης Τούμπας στη Bepyiva™. O προσανατολισμός τουδ, κυρίως όμως η άµεση γειτνίασή του µε τους βασιλικούς τάφους, δεν αφήνουν καµιάν αμφιβολία για τη χρήση που υποδηλώνει η ονοµασία του. Είναι λογικό να υποθέσουμε ότι µια τέτοια χρήση θα ολοκληρωνόταν µε την ύπαρξη στο εσωτερικό του ενός συνόλου αγαλμάτων που θα δεχόταν την ταφικἠ Aatpeia®?. Brommer,
«Vorhellenistische Kopien
und
Wiederholungen
von
Statuen»,
Studies presen-
ted to D. M. Robinson 1 (1951) 624 xe. 49.
E. Preuner,
Ein delphisches
Weihgeschenk
(1900), που προτείνει
τὴν προγενέστε-
pn κατασκευή του συντάγματος της Φαρσάλου. Για το πρόβλημα της χρονικής σχέσης των δύο αγαλµατικών βάθρων στη Φάρσαλο και τους Δελφοὺς βλ. T. Dohrn, «Die Mar-
mor-Standbilder des Daochos-Weihgeschenks in Delphi», AntP! 8 (1968) 33 κε., όπου και η σχετικὴ
βιβλιογραφία,
ρατηρήσεις (1989)
Για το σύνταγμα tov Δαόχου
σχετικά µε την ανάθεση
107 onu.
15, ὀπου
και η νεώτερη
βλ. επίσης Μπ. Σμιτ-Δούνα, «Tla-
βασιλικών ανδριάντων», Εγνατία I, ΕΕΦΣΠΘ
23
βιβλιογραφία για το μνημείο.
50. Μαν. Ανδρόνικος, Βεργίνα. Οι βασιλικοί τάφοι και οι άλλες αρχαιοτητες (1984), 62 κε., κυρίως 65. $1. Παρό την καταστροφή του μνημείου, εἶναι πιθανἠ (από τη µορφή των θεμελίων) η τοποθέτηση της εισόδου στα δυτικά. Για τον προσανατολισμό ανάλογων κτιρίων προς
την κατεύθυνση αυτή
βλ. F. Adler, Olympia 11 (1892) 133, όπου συζητώντας τις πιθανές
θέσεις της (άγνωστης ὡς σήμερα) εισόδου στο Φιλιππείο, αποκλεἰει τη χρήση του κτιρίου ὡς Ἡρώου µε βάση το ότι «ein Heroon hätte unfraglich seinen Eingang im Westen erhalten mussen, dazu von nur 4 m erschwert».
gebrach aber ein Platz, indem die westliche Altismauer in einer Entfernung von den Stufen vorbeizieht und einen würdigen Zugang in hohem Masse
52. Ανδρόνικος (ό.π., anu. 50), 65. O ίδιος (ό.π., ann. 2: Φίλια "Ean, 31 σημ. 38) υποθέτει Ott «το θεοπρεπές είδωλο» του Φιλίππου που εμφανίστηκε μεγυ)λοπρεπή τελετὴ των γάμων της κόρης του στις Αιγές (Λιοδ. -
«τρισκαιδέκατον» στη XVI. 92.5) «τοποθετή-
ΞΧέγεις
µε ἀφορμή
ἕνα εύρημα
από
τα Παλατίτσια
1355
Οι διαστάσεις του επιτρέπουν την τοποθέτηση µιας ορθογώνιας εξέὅρας, µε διαστάσεις που πλησιάζουν εκείνες στις οποίες στηρίχτηκε η avaπαράσταση tov μνημείου από τα Παλατίτσια που εικονίζεται στο σχέδιο 753, Ωστόσο, µια τέτοια πρόταση µόνον ὡς υπόθεση εργασίας µπορεί va διατυπωθεί and τη 6έση αυτή. H τελική δημοσίευση του Hpwov της Βεργίνας θα παράσχει ἐνδεχόμενα πληρέστερα στοιχεία προς την κατεύθυνση αυτήδ’.
θηκε ὕστερα από την ταφή του στο λαμπρό ηρώο που υψώθηκε δίπλα απὸ τον τάφο του» 53. Οι εξωτερικές διαστάσεις του Hpwov της Βεργίνας είναι 9,60x 8 µ. (Ανδρόνικος, ό.π., any. 50, 65). Το εσωτερικό πλάτος του δεν µπορεί να ἦταν μικρότερο από 5,5-6 pu. Στην
περίπτωση
που
το
ενεπίγραφο
πέντε εικονιστικών αγαλμάτων,
μνημείο
των
Παλατιτσίων
Ol διαστάσεις του πειόσχηµου,
ανήκει
σ᾽ ένα
σύνολο
όπως υποθέτουμε,
βάθρου
δεν µπορεί να ξεπερνούσε σε πλάτος τα 4,5 μ. Αυτό προκύπτει αν επαναλάβουµε τη μεγίστη διάστασή του (81 εκ.) πέντε φορές. Στη λογικὴ αὐτῇ στηρίζονται και οἱ διαστάσεις τῶν σχηµατικών
αναπαραστάσεων
που εικονίζονται στα σχέδια 6 και 7.
54. Για τὴν παραχώρηση του δικαιώματος της μελέτης των αρχιτεκτονικών λειψάνων του Ἡρώου της Reprivas ευχαριστώ θερμά τον διευθυντή της ανασκαφἠς Μανόλη Ανὁρόνικο.
ENIMETPO
"Eva νέο ανάθηµα της Ευρυδίκης στην Evxisıa Το καλοκαίρι tov 1990 στη διάρκεια της ανασκαφής στο Ἱερό της Evκλειας στη Βεργίνα, µαζί µε Eva εντυπωσιακό σύνολο µαρµάρινων γλυπτών, βρέθηκε µια ακέραιη μαρμάρινη ενεπίγραφη αγαλµατική βάση (eu. 7 και 8). Η σημασία της είναι πολλαπλή και τα προβλήματα που εγείρει το ἀγαλpa που έφερε αρχικά θα συνεξεταστούν στην τελική δημοσίευση tov συνόλουδ Ωστόσο η μορφολογική της ομοιότητα µε το αποσπασµατικό µνηµείο από ta Παλατίτσια επιβάλλει την παρουσίασή της, από τη θέση αυτή, επειδή επιβεβαιώνει τις προτάσεις που διατυπώθηκαν στο κύριο µέρος της μελέτης. Η νέα βάση από το Ἱερό της Εύὐκλειας έχει ολικό ύψος 48,1 εκ. και anoτελείται από έναν ορθογώνιο ορθοστάτη διαστ. 68 x60,5£x. και bw. 33,2 εκ. που πλαισιώνεται πάνω και κάτω µε συμφυή κυµάτια bw. 6,4 και 8,5 εκ. αντίστοιχα. Στην ἐπάνω πλευρά διατηρείται ακέραιος ο μεγάλος τόρµος για την υποδοχή της πλίνθου του µαρµάρινου αγάλματος και το μεγαλύτεpo µέρος από τη µολυβδοχόηση που κάλυπτε όχι µόνον τις παρειές αλλά και τον πυθμένα του τόρμουδο, Ot τρεις κατακόρυφες πλευρές είναι λείες, ενώ n τέταρτη έχει πανομοιόturn διαµόρφωση µε την αντίστοιχη πλευρά της βάσης από τα Παλατίτσια: δύο πλευρικές ταινίες, πλάτ. 12 εκ., µε κυµάτια στη βάση, πλαισιώνουν Eva αδροδουλεµένο τµήµα πλάτ. 44 εκ., που εξέχει 4 εκ. and τα μέτωπα τῶν πλευρικών ταινιών. Στην κύρια όψη του μνημείου διατηρείται ακέραιη η επιγραφή EYPYAIKAZIPPAEYKAEIAI
Πρόκειται για την τρίτη επιγραφική μαρτυρία της μητέρας tov Φιλίπ55. To ‘Evyow 1990. ITAF 1990 (τυπώνεται) Χρυσούλα Σαατσόγλου - Παλιαδέλη, «Βεργίνα 1990. Ανασκαφή στο Iepò της Εὐκλειας», Το :Ίφχαιολογικό ‘Lovo στη Maxedovia και Θράκη 5, 1990 (τυπώνεται). 56. Διαστάσει: μολυβδοχοημένου τόρμου; 53 “16 εκ. Βάθος 5-6.5 εκ. (χωρίς τη poλυβόοχόησῃ 60 - 46 εκ.).
Δἰκέφεις pe agoop
που, και των δύο
ένα eroypa
απύ τα Iudaritowa
1357
µε προέλευση και πάλι τον ευρύτερο αρχαιολογικό χώρο της Βεργίνας το δεύτερο ἀνάθημα της Ευρυδίκης στο Ιερό της Εύὐκλειαςξ. O τύπος γραμμάτων επιτρέπει τη χρονολόγησή τῆς στα ίδια χρόνια µε τις άλλες επιγραφές, µέσα στο τρίτο τέταρτο του 4ου π.Χ. αιώναδὸ.
Οµοιότητες Τα
δύο µνηµεία είναι μορφολογικά πανομοιότυπα. H άριστη διατήpnon της αγαλµατικής βάσης από το Ἱερό επιτρέπει επομένως να avaraραστήσοὺυμε µε απόλυτη ασφάλεια το κατεστραμμένο μνημείο από τα Παλατίτσια (σχ. 8): |. Στην αρχική του µορφή το μνημείο θα ολοκληρωνόταν µε ένα κυµάτιο στην απὀληξή του και έναν τόρµο στην επάνω πλευρά, όπως προτείναµε στο πρώτο µέρος της μελέτης. 2. Οι βελονιές στην επιφάνεια της µεταγενέστερης ιωνικής βάσης ανήχουν οπωσδήποτε στον πυθμένα του αρχικού τόρµου. Μπορούμε εποµένως να ακοκαταστήσουµε µε κλήρη σχεδόν ασφάλεια το αρχικό του ύψος, που δεν πρέπει να ξεπερνούσε τα 52 ex.™. 3. Με την αποκατάσταση του αρχικού του ύψους είναι πλέον βέβαιο ὅτι η µισοκατεστραμμµένη επιγραφή αποτελούσε το μοναδικό επιγραφικό στοιχείο στην αρχική του χρήση, περιοριζόταν δηλαδή στην αναφορά (σε ονομαστική) του ονόματος και (σε γενική) του πατρωνύμου της Ευρυδίκης. Επιβεβαιώνεται επομένως η ερµηνεία που διατυπώσαµε στο πρώτο µέρος της εργασίας, ότι η επιγραφή δεν είναι αναθηµατικἠ, αλλά υποµνηµάτιζε το εικονιστικόὀ άγαλμα του αναφερόµενου προσώπου. 4. Είναι, επομένως, αναμφισβήτητο, παρά τις αντίθετες εκτιμήσεις», ότι το μνημείο από ta Παλατίτσια δεν ήταν αρχιτεκτονικό µέλος αλλά βάση για το εικονιστικό άγαλµα της Ευρυδίκης, όπως επίσης προτείναµε στο κύριο µέρος της εργασίας.
“ιαφοοές I. Η μορφολογική ομοιότητα των δύο βάσεων δεν συνεπάγεται αναγκα-
57. BX. παρακάνω, ann. 9. 58. BA. παραπάνω, σημ. 12. 59. BA. παραπάνω, σελ. 5 κε., κυρίως 7, σημ. 27. 60. Στην προφορικὴ ανακοίνωση είχαµε υποθέσει ότι οι βελονιές στην επιφάνεια της ιωνικής βάσης θα πρέπει να σχετίζονται µε τη δεύτερη χρήση του μνημείου. 61. BA. παραπάνω, ony. 3.
1358
Χρυσούλα
Σαατσόγλοι'-
Παλιαδέλη
στικά την ἐνταξή τους στο ίδιο ayaApatiKd σύνολο. Οι µικρές μάλιστα διαφορές στο σχήμα, THY τοµή και τις διαστάσεις τους συνηγορούν στην υπόθεση ότι αποτελούν δύο ξεχωριστά μνημεία. 2. Στην ίδια υπόθεση οδηγεί και ο χαρακτήρας τους: όπως προκύπτει απὀ τις επιγραφές τους, η βάση από τα Παλατίτσια έφερε το εικονιστικό άγαλµα της Ευρυδίκης, ενώ n βάση από το Ιερό ἦταν αφιέρωμά της στη Hea®?. Αν ἦταν κάποτε στηµένα στον ίδιο χώρο ἡ σε διαφορετικά σηµεία του αρχαίου οικισμού, µόνον ενδεχόμενα μελλοντικά ευρήµατα μπορούν να το αποδείξουν. 3. Σημαντική παραμένει η διαφορά των δύο μνημείων, ὡς προς τη θέση της επιγραφής: στη βάση από το lepé η ενεπίγραφη επιφάνεια είναι παράλληλη µε την πίσω πλευράδ στη βάση των Παλατιτσίων, αντίθετα, n επιγραφή βρίσκεται, όπως είδαμε, σε µιαν από τις πλάγιες όψεις του µνηµείου, πρόσκειται δηλαδή στη λιγότερο ορατή πλευρά του. Η διαφορά αυτή ανάµεσα σε δύο σχεδόν σύγχρονα και πανομοιότυπα από μορφολογική και λειτουργική άποψη µνηµεία (από τα οποία το éva επαναλαμβάνει tov κανόνα, ενώ το άλλο αποτελεί εξαίρεσή του)" δεν είναι τυχαία, αλλά πρέπει να οφείλεται σε κάποια ειδική σχέση του μνημείου από τα ΠΙαλατίτσια µε τον περιβάλλοντα χώρο του. Τα µέχρι στιγµής δεδοµένα δεν ανατρέπουν την ἐνταξή του σε µια πειόσχηµη σύνθεση. Το νέο εύρημα μοιάζει αντίθετα να την ενισχύει. Πανεπιστήµιο
Θεσσαλονίκης
62. BA. παραπάνω, σελ. 4 κε., σημ.
13-15. Για ta προβλήματα που προκύπτουν από τη
σχέση του ἀγάλματος µε το ένθετο κεφάλι βλ. Σαατσόγλου-Παλιαδέλη (ό.π., σημ. 55). 63. BA. G. Roux, L'architecture de l'Argolide aux [Ve et Ile siecles avant J.C. (1961) 302 xe., εικ. 93, 94 και κυρίως 96. 64. Βλ. παραπάνω, onu. 28. Στη συνάδελφο κ. Μπάρμπαρα Epit-Aouva οφείλω πολύ σηµαντική λεπτομέρεια που δεν αναφέρεται στη δημοσίευση του μνημείου
µια της
Αγοράς: η επιφάνεια Gong, που κατά tov Merritt, «has no mouldings», παρουσιάζει µια διαµόρφωση ανάλογη µε ta πλευρικά κυµάτια της βάσης από τα Παλατίτσια, Eva κυµάτιο, δηλαδή, ολικού μήκους 13,5 εκ.
SOME
REFLECTIONS
Chryssoula
ON
A MONUMENT
FROM
PALATITSIA
Saatsoglou-Paliadeli
The fragmentary monument presented here was revealed during the excavation of an Early Christian Basilica, near Palatitsia, a village only two kilometeis to the east of Vergina. It was reused there as a base for one of the columns of the north collonade of the chuich. Its upper part was cut away, in order to fit to the second use; yet, a partly preserved inscription mentioning Eurydice, daughter of Sirras, indicates the importance of the monument. Its interpretation, however, presents difficulties, due to the fragmentary state of its preservation, mainly the loss of its origina] height. 1. Morphologically, the Palatitsia base preserves features similar to those of an anta base. Yet, it is difficult to interpret it as an architectural piece, due to the peculiar relation of its two functional faces and the special treatment of its mouldings on the rear face. The inscription, indicating the main view of the original, is placed on a lateral face, next and not opposite to the one prepared to contact some kind of wall-like structure. Consequently, it cannot belong to the long wall of a building, as it happens with Alexander’s dedicatory inscription on Athena’s Temple at Priene. It can neither belong to the end of a peribolos wall; in such a case the mouldings on the rear side would be treated differently, in order to continue the relevant features, expected to exist on the main view of the structure. 2. The Palatitsia inscription consists of two elements: the name and the patronymic of Eurydice, incised symmetrically on the inscribed face. Since the original height of the monument is unknown, one may assume that it was either the only epigraphical text of the original, or the last line
1360
Novaotha
Saaradydov-Haduadesy
of a longer inscription. In neither case, however can it be part of a dedicatory text, since the name of the god, in dative, would follow that of the dedicator, as it usually happens. The provenance from Vergina of a typical dedication, also connected with Eurydice, is a strong argument against such a possibility. We suggest, therefore that the fragmentary inscription from Palatitsia was referring to a statue of Eurydice, which it originally suppoited. Relevant inscriptions of the Daochos group at Delphi ate the closest examples for such an interpretation. The inscription of the Palatitsia base indicates the original front view of the statue once standing on it. Since the inscribed face is not placed opposite to the rear face, as one should expect, it may be suggested that the fragmentary monument belonged to a Il-shaped statuary bathron or rectangular exedra. 3. The functional faces of the statuary base and the reference of Eurydice reflect, almost spontaneously, a possible connection of the Palatitsia monument with the Philippeion group at Olympia. It has already been suggested that Alexander occupied the axial part of the leocharian composition, while the female figures stood on the ends of the semi-circular bathıon. It seems now, that the evidence supplied by the fiagmentary base may help to reconstruct the Philippeion group in a way which corresponds to Pausanias’ description. According to our suggestion, the inscribed base, supporting once the statue of Eurydice, should be placed to the right of an exedra, with the inscription and the statue facing to the centre of the structure; another figure should be similarly placed to the left end. If there is any deeper connection with the Philippeion group one should expect Olympias to occupy that part of the monument, Consequently, Amyntas and Philip would be standing close to their wives, respectively, thus flanking Alexander, on the axis of the group. Even if such a reconstruction is based on fragmentary literary and material evidence, it is still important that a statue of Eurydice, belonging toa statuary group was once erected at Aegeae. Its here suggested provenance from the Heroon, revealed under the Great Tumulus, close to the Royal Tombs, is a pure conjecture, awaiting for further material evidence. Addendum
An almost intact statuary base, preserving a dedication of Eurydice, daughter of Sirras, to Eukleia again, was unexpectedly found, a year after
Δ χέφεις µε ἀφορμὴ ένα εὐρημα από τα Παλατίτσια
1361
the Symposium, in thr Sanctuary οἵ Eukleia at Vergina. Morphologically identical to the fragmentaıy monument from Palatitsia, it throws light to the problems arosen by the incomplete state of preservation of the latter. The new monument, presented shortly in the appendix added to the article after its completion, confirms our interpretation of the Palatitsia monument as a statuary base. The approximate knowledge of its original height assures that iis fragmentary inscription was the only epigraphical text of the original; definitely, not a dedicatory ınscription but an explanatory reference to the statue it supported. Minor
differences
in dimensions,
as well as in the character
of their
inscriptions imply that, although both served as statuary bases, they were not necessarily parts of the same composition. Furthermore, the position of the new inscription opposite and not next to the rear face of the base, as it happens with the Palatitsia base, implies a different conception, probably due to differing destinations or provenances. University of Thessaloniki
SL
1362
Χρυσούλα Σαατσόγλου- Παλιαδέλη
ΝΡ
FEN er
“τα
Ex. 1. Το μνημείο από τα Παλατίτσια στη θέση της δεύτερης χρήσης του από τα νοτιοανατολικά.
Eıx. 2. Οἱ δύο λειτουογικές πλευρές του μνημείου από τα βορειοδυτικά.
Δχέψεις µε ἀφορμὴ eva εύρημα
από ta ἰ!αλατίτσια
1363
1364
£
Xovootia
Σαατσόγλου- Παλιαδέλη
ur
ΡΞ Εικ.
δ. H
even γραφὴ
ΤᾺΝ
x
ΤΟΝ
στενὴ πλευρά και n προσκείµενη λεία όψη από τα νοτιοδυτικά.
Εικ. 6. H επιφάνεια της ιωνικής βάσης µε τον κυκλικό τόυμο και την αύλακα μολυβόοχόησης.
Ixeyeis
µε ἀφορμή
ένα εύρημα
από ra /αλατίτσια
Fux. 7. H ενεπίγραφη όψη της νέας αγαλματικής βάσης and το leod της Εύκλειας Βεργίνα.
1365
στὴ
Fix. 8. I πίσω πλειρά της νέας αγαλματικής βάσης από το Περό της Εύκλειας om Beoyira.,
1663
Noroorda
x -
αατσό;λου- ΓΓαλιαδέλη
L6S h
ορ
G
ορ
x
κ
ser "Ομ
get
e
on
EL
sn
nn
mn
nnd
μαν 402 Uhospy ‘1 χο
18
e
xi
Σκέψεις µε ἀφορμή
Σχ.
3.
H
ένα evonua and τα Παλατίτσια
ενεπίγραφη
πλευρά
του
μνημείου,
1367
1368
Χρυσούλα
Σαατσόγλου- Π]αλιαδέλη
EIA
[
Ne
Σχ. da. Ενδεχόµενη τοποθέτηση του μνημείου στο μέτωπο του paxgot τοίχου ενός κτιρίου, Σχ. 4β. Ενδεχόµενη τοποθέτηση του µνηµείου στο enıxauntduero σκέλος µιας κτιστής κατασκευής.
IN
Σχ. ὃ. Σχηματική αναπαράσταση του τρόπου επαφής του μνημείου µε µια κτιστή κατασκευή.
1369 Παλατί ἐτσια
με ἀφορμή ἔνα evonua ano τα
, a >
Ly χέψει cu
*Slopg
Slxianiyodp
συμ
λορῦο Soni ρθρα; 1339 040 10131 arl tot Loltazgor0s lasriokagary ‘9 Χτ
Σαατσόγλου- Παλιαδέλη Xovoovàa
1370
"Snögsss sUxianifyvAn Spracodogdo Suini Soyaxo 3330 020 aorstiliari aor livliagoror lusrloarsıoöjf ‘5 “XT
021 0uD
.
‘pajddsg
Δ
ο
eet
ses
φι
Lao ami
Sprsyuag
prilduz 034 01 liopg 9η ampırınyoyy
UM
rrschv
bey
it
Sur
φδϑ] aorta
aoı
LoDıonönıma]
ο
χτ
ec.
1371 Madar τσια τα ano ένα εὐρημα με ἀφορμή Zxeyeis
76
O ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΓΑΥΓΑΜΗΛΩΝ
(21η Ortaßoiov 331 π.Χ.)
Θεόδωρος
K.
Il.
Σαράντης
O Theodor Birt κάπου λέγει ότι: «η Πολεμική Τέχνη είναι εκείνη, που προστατεύει τις άλλες Τέχνες και πρέπει κανείς να την tipe...» O δικός µας Παπαρρηγόπουλος πάλι για τη μάχη των Γαυγαµήλων λέγει ότι; «Οὐδέποτε ἴσως στρατηγὸς ἐνίκησε διὰ τέχνης καὶ ἐπιστήμης τοσαύτης, olav ἀνέδειξεν ὁ ᾿Αλέξανδρος εἰς ταύτην τὴν ἐν Γαυγαμήλοις μάχην...»3. Ἔχει απόλυτο δίκαιο ο μεγάλος µας ιστορικός. Γιατί μονάχα το να σκεφθεί ο καθένας, το ανθρώπινο εκείνο φράγμα του ενός εκατομμυρίου ανθρώπων, που είχε απέναντί tov για να αντιμετωπίσει ο Μέγας Αλέξανὄρος µε τους 47.000 ΄Ελληνές του, καταλαμβάνεται από ίλιγγο και δεν µποpei να συλλάβει το φοβερό τόλμημα του ἡρωά µας, όπως δεν µπορεί να συνειδητοποιήἠήσει και το απίστευτο γεγονός της υπέρλαµπρης νίκης του. Δεύτερο παρόμοιο γεγονός δεν υπάρχει στην πολεμική ιστορία όλων των εθνών του κόσμου. Αναφερόµαστε στη μάχη των Γαυγαμήλων, την πιο µεγάλη και την πιο αποδοτική σε αποτελέσµατα για τον Μέγα Αλέξανδρο, γιατί είναι ανάγκη να αναλυθούν ορισμένα σηµεία της εξέλιξής της, που τόσες αμφισβητήσεις και τόσες πολυφωνίες δημιούργησαν σε όλους σχεδόν τους ιστορικούς ερευνητές, που θέλησαν va εγκύψουν µε ἐνδιαφέρον στην εξιστόρησή της. Βρισκόμαστε όµως στην ανάγκη va διαφωνήσουµε µε πολλούς, αν µη και µε όλους σχεδόν, γιατί κατά τη γνώμη µας, που μπορούμε να την θέσουhe στη βάσανο της κριτικής του οποιουδήποτε διαλόγου, κανένας από όλους I. Theodor Birt,
O Μέγας Αλέξανδρος
και ο Παγκόσμιος Ελληνισμός,
μετάφραση
and τα γερμανικά N. K. Παπαρρόδον, Αθήναι, 1950, 48. 2 Κ. Παπαρρηγόπουλος, ναι, 1932, Β΄ a’, 9.
Joroola
του
Ελληνικού
Ἓθνους,
Ελευθερουδάκης,
Αθή-
Θεόδωρος
1374
K. I. Σαράντης
αυτούς τους σοφούς, που φθάνουν τις εκατοντάδες και που Ot περισσότεροι είναι γίγαντες-κολοσσοί στην επιστήµη τους, και µε Νόμπελ µερικοί από αυτούς, δεν μπόρεσαν να ξεχωρίσουν ta λεπτά και δυσδιάκριτα από tov καθέναν στοιχεία του πολεμικού σχεδίου και της απίθανης δυνατότητας αυτού του στρατηλάτη, αυτού του παλληκαριού. που να µπορεί και να dievθύνει τη μάχη ως αρχηγός και ταυτόχρονα να μάχεται ατοµικά επικεφαλής των εταίρων του. Κι αυτό οφείλεται στο ότι αγνοήθηκε απὀ όλους η Πολεμική Τέχνη και δεν θέλησαν να ζητήσουν βοήθεια απὀ κάποιον που την κατείχε. Έτσι δυστυχώς περιγράφονται όλες οι μάχες και στην {/στοοία του Ελληνικού "E0vovs, της «Εκδοτικής Αθηνών», όπως και στου μεγάλου Ντρόύζεν, του οποίου μετάφραση µε πολύ θόρυβο παρουσιάσθηκε τελευταία και στην Αθήνα και στην αίθουσα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών στη Θεσσαλονίκη. Και συμβαίνει ώστε, να έχουµε χιλιάδες και πολύµορφες εξιστορήσεις της πολυποίκιλης ὁραστηριότητας, αλλά και του παρουσιαστικού του peγάλου Μακεδόνα, ακόµα και για τα ρούχα που φορούσε, το άλογό του, τον Βουκεφάλα, για τους στοχασμούς του και πολλά άλλα, δεν διαθέτουµε duστυχώς, κατά TH γνώµη µας πάντοτε, µια ακριβή περιγραφή των µαχών του και των νικών του, που στάθηκαν και το κριτήριο της μεγαλουργίας και της
μεγαλοφυῖας του. Εξαιτίας όλων αυτών, έχουµε την πεποίθηση ότι κάνουµε µια µεγάλη προσφορά στην ιστορία της πιο μεγάλης ανθρώπινης φυσιογνωμίας των αιώνων, µε TO να παρουσιάσουμε, µέσα στον στενό αὐτό χώρο της ανακο(νωσης, τη μάχη των Γαυγαµήλων, όπως την είδαµε και την φαντασθήκαµε εμείς εκεί επί τόπου, ταλαιπωρούμενοι επί µια βδομάδα στο πεδίο της µάANG, κάτω από τον φλογερό ήλιο της απέραντης πεδιάδας των Γαυγαμήλων, του σημερινού χωριού Keramleys. O Δαρείος μετακίνησε τη µεγάλη στρατιά του από τη Βαβυλώνα, ὅπου την είχε συγκροτήσει επιστρατεύοντας τους υπηκόους του από όλες τις επαρχίες
της αυτοκρατορίας
του, αυτές
που
του απόµειναν
µετά
τη
μάχη
της Ισσού, και την έφερε στην περιοχή της σημερινής Μοσούλης, επάνω στη µεγάλη λεωφόρο των εθνών, που συνδέει την κεντρική Ασία µε τη Μεσόγειο Θάλασσα, µε σκοπό να συντρίψει τον «θρασύ» Μακεδόνα πάνω στον
Τίγρητα
ποταμό.
O Αλέξανδρως όμως εὐκαίρως διέγνωσε το σχέδιο του Δαρείου και έπρεπε να βρει τρόπο και ν᾽ αποφύγει το υδάτινο αὐτό κώλυμα του μεγάλου ποταμού, για να αντιμετωπίσει το Δαρείο σε ανοιχτό πεδίο. Γι᾿ αυτό, από
O
Μέγας «Ἀλέξανδρος.
IT μάχῃ
των
[αν αμήλων
1375
το onpepivò Χαλέπι στράφηκε προς Βορράν και αφού έκαµε Eva μεγάλο ημικύκλιο, πέρασε τον Τίγρητα πολύ βορειότερα, µακριά από εκεί όπου τον περίµενε ο Δαρείος, για να βρεθεί έτσι στην ἴδια όχθη µε τον αντίπαλό του. Μετά από αυτή την αποτυχία του, ο Δαρείος διάλεξε την πεδιάδα των Γαυγαμήλων για να αποκρούσει τον Αλέξανδρο και να ποδοπατήσει τη στρατιά του µε το πλήθος των ανδρών του, µε τα δρεπανηφόρα ἁρµατά του
Kat ‘tous ελέφαντές του. Τα στοιχεία για τὴν παράταξη της Περσικής στρατιάς στα Γαυγάµηda, που µας δίδουν οἱ αρχαίοι ιστορικο(, είναι ολίγα και δεν επαρκούν για µια εμπεριστατωµένη στρατιωτική ανάλυση. Και αυτά ακόµα που αναφέρει ο Αρριανός, που είναι τα πληρέστερα απὀ όλους, δεν µας δίδουν σἀφή εικόνα της παράταξης, γιατί παρουσιάζουν σοβαρότατες παραλείψεις. Πάντως, μελετώντας µε προσοχή και σε όλο το βάθος τα στοιχείά που συνθέτουν αυτή τη στρατιά του Δαρείου και τους παράγοντες που ξέρουμε από άλλες πηγές για την πολεμική μηχανή των Περσών, μπορούμε αδίσταKta να πούμε ότι ο Περσικός στρατός στα Γαυγάμηλα παρατάχθηκε σε
τρεις γραμμές. Στην κύρια γραμμή μάχης, στα εμπρός τμήματα για τη λήψη της επαφής και στην τρίτη, οπίσω, γραμμή των ἐφεδρειών. Στο άκρο αριστερό της γραμμῆς μάχης παρατάχθηκαν οι Βάκτριοι και οἱ Σόγδιοι Ιππείς και στη συνέχεια οι Ades και οἱ Αραχωτοί µε τους ορεινούς [νδούς. Στο πλευρό τους οι Πέρσες ιππείς και πεζοί ανακατεμμένοι. Μετά απὀ αυτοὺς παρατάχθηκαν οἱ Σούσιοι και µετά από αυτούς οι Καδούσιοι. Ολόκληρη αυτή η δύναμη έφθανε ὡς το κέντρο της όλης παρά-
ταξης. Στο άκρο δεξιό παρατάχθηκαν αυτοί που προέρχονταν από την Κοίλη Συρία και τη Μεσοποταμία, καθώς και οι Μήδοι. Κοντά τους ἦσαν οι Παρθυαίοι, οι Σάκες, or Τάπουροι και οι Ὑρκάνιοι. Κατόπιν οι Αλβανοί και οι Σακεσίνες. Ὅλοι αυτοί αποτελούσαν τη δεξιά πτέρυγα, ως το κέντρο της παράταξης. Στο κέντρο, ὁπου iotato ο Δαρείος, επάνω στο ολόχρυσο appa του. παρατάχθηκαν οι τάξεις των ευγενών Περσών, που αποκαλούνταν «συγγενείς» του βασιληά, καθώς και οἱ «μηλοφόρου σωματοφύλακές του. Malo pe αυτούς ἦσαν οι Ανάσπαστοι Κάρες και οι Μάρδοι τοξότες. Δεξιά και αριστερά and τα τμήματα που περιστοίχιζαν τον βασιληά παρατάχθηκαν οι Έλληνες μισθοφόροι, οι μόνοι που θα μπορούσαν ίσως να αντιµετωπίσουν τη Μακεδονική φάλαγγα. Μπροστά από την κύρια γραμμή μάχης, στο αριστερό, απέναντι από
1376
Θεόδωρος
KR. II. δαράντης
το δεξιό των Μακεδόνων, όπου συνήθως ἐμπαῖνε και o Αλέξανδρος, οι Πέρσες τοποθέτησαν χίλιους εκλεκτούς Βακτρίους και Σκύθες ιππείς, θωρακισµένους µε φολιδωτούς θώρακες. Εκεί παρατάχθηκαν και τα 100 από τα 200 δρεπανηφόρα άρµατα, που διέθετε ο Δαρείος. Μπροστά από to κέντρο, για την προστασία του βασιληά, παρατάχθηκαν οι Ινδοί µε 15 ελέφαντες και 50 δρεπανηφόρα ἅρματα, όπως και μπροστά από τη δεξιά πτέρυγα παρατάχθηκε το ιππικό των Appeviov και των Καππαδοκών µε τα υπόλοιπα 50 δρεπανηφόρα ἁρµατα. Αρχηγός της δεξιάς πτέρυγας ωρίσθηκε o Μαζαίος, ο σατράπης της Βαβυλωνίας, και της αριστεράς ο εξάδελφος του Δαρείου Βήσσος, σατράπης της Βακτριανής και της Σογδιανής. Τέλος, στην τρίτη γραμμή, για την ενίσχυση του κέντρου, που και στο Γρανικό και στην lacd αποδείχθηκε τόσο ευπαθές, παρατάχθηκαν σε paκριές σειρές οι Οὐξιοι, οι Βαβυλώνιοι, οι Σιτακινοί και όλοι όσοι κατάγονταν απὀ τις ακτές του Περσικού Κόλπου. Επειδή στη μάχη των Γαυγαμήλων εκδηλώνεται, κατά τρόπο ίσως povadırd, η ανυπέρβλητη στρατιωτική μεγαλοφυῖα του Αλεξάνδρου, η διάταξη του στρατού του και η όλη διεξαγωγή της µάχης υπήρξαν και είναι το αντικείµενο συνεχούς μελέτης για όλους τους ερευνητές. Από τα συγγράμματα, όµως, των αρχαίων απουσιάζουν τα στοιχεία που θα επέτρεπαν µια ενδελεχἠή µελέτη. Δεν µας διαφωτίζουν για την αριθμητική δύναμη που είχαν τα διάφορα τμήματα της στρατιάς, ούτε και για τη λεπτομερή τους δράση. “Etat, 10 θέµα εξακολουθεί πάντοτε να είναι ανοιχτό. Οπωσδήποτε. από το συσχετισμό povue
κατά
και τη µελέτη
προσέγγιση
να
των πληροφοριών
οδηγηθούµε
στην
που διαθέτουµε, µπο-
πραγματικότητα.
Ακόμα και αν δεχθούμε για σωστό τον μικρότερο αριθµό, από όσους ἀναφέρουν οι ιστορικοί, για την αριθμητική δύναμη των Περσών που παρατάχθηκαν στα Γαυγάμηλα και που ανέρχεται στο 1.000.000, η υπεροπλία του Δαρείου ήταν συντριπτική.
Είναι όµως επίσης γεγονός ότι η µαχητικό-
τητα των Ελλήνων, η ανδρεία τους, η αντοχή και η πειθαρχία στο ζυγό ἦσαν σε πολύ ανώτερο επίπεδο από εκείνο των εχθρών. O Αλέξανδρος εἶχε πλήρη επίγνωση αυτής της κατάστασης. Γι’ αυτό έκρινε σκόπιµο, va µη αντιπαρατάξει τις δυνάμεις του σε ολόκληρο το µήκος του τεράστιου μετώπου των Περσών, αλλά να τις συμπυκνώσει, να τις «δέσει», ώστε να αποτελέσουν µια ισχυρή και αδιάσπαστη ενότητα. Όπως πάντοτε, o Αλέξανδρος ανέθεσε στις βαρειές µονάδες του την κύρια κρούση και στις άλλες ἑταξε την αποστολή της λήψης της επαφής και τῆς προστασίας της επίθεσης.
O Μέγας
«1λέξανδρος.
H
μάχη
των
Γαυγαμήλων
1377
H κύρια παράταξη κρούσεως περιλάμβανε, από δεξιά προς τα αριστεpa, to ἱππικό των εταίρων, υπό τον Φιλώτα του Παρμενίωνα, µε τις ίλες παρατεταγµένες τη µια δίπλα and την όλλη. Πρώτη δεξιά παρατάχθηκε η {An της ἡμέρας, η «βασιλική», µε ιλάρχη τον Κλείτο του Δρωπίδη, tov «Μέλανα». Αριστερά της η ίλη του Γλαυκία. Κατόπιν του Αρίστωνος και η {An της Αμφίπολης, µε ιλάρχη τον Σώπολι του Eppodapov. Στη συνέχεια, η Βοτιαία ίλη, µε tov Ηρακλείδη του Αντιόχου, n Απολλωνία υπό τον Δηµήτριο του Αλθαμένη και η Λευγαία µε τον Μελέαγρο. Τελευταία παρατάχθηκε η Ανθεµουσία µε επί κεφαλῆς τον Ηγέλοχο του Ιπποστράτου. Μπροστά από τη γραμμή των εταίρων ιππέων παρατάχθηκαν n μισῆ δύναμη των Αγριάνων ακοντιστών, οι Κρήτες τοξότες και ot ακοντιστές του Βαλάκρου. Or ψιλοί αυτοί στρατιώτες ἔπρεπε πρώτα να πάρουν την επαφή µε τον εχθρό, κατόλιν να προστατεύσουν τους εταίρους από τα δρεπανηφόρα ἄρματα και τέλος κατά την ώρα της μάχης να επιτεθούν ανακατεμμένοι µε τους εταίρους. Αριστερά από τους εταίρους παρατάχθηκαν or χιλιαρχίες των υΌπασπιστών, µε τη χιλιαρχία της ἡμέρας, τη «βασιλική». στο δεξιό. Αρχηγός τους ἦταν ο Νικάνωρ του Παρμενίωνα. Αριστερά από τους υπασπιστές παρατάχθηκαν οι πεζέταιροι. Πρώτη ἦταν και εδώ η τάξη της ημέρας, του Κοίνου του Πολεμοκράτη. Μετά, κατά σειρά, η Ορεστίδα τάξη του Περδίκκα του Ορόντη, η Ελιμιώτιδα του Μελεάγρου του Νεοπτολέμου, η Tuygala του Πολυσπέρχοντος του Σιμμία και η τάξη του Αμύντα του Ανδρομένη, που εδώ αντικαταστάθηκε από τον αδελφό του τον Σιμμία, γιατί o ίδιος είχε σταλεί στη Μακεδονία για στρατολογία. Τελευταία παρατάχθηκε η τάξη του Κρατερού του Αλεξάνδρου. Δίπλα απὀ την τάξη του Κρατερού, προς τα αριστερά, παρατάχθηκε το συμμαχικό ιππικό, µε αρχηγό τον Ερίγνιο tov Λαρίχου. Μετά στη συνέχεια, το θαυμάσιο Θεσσαλικό ιππικό, µε αρχηγό τον Φίλιππο του Meveλάου, µε τους Φαρσάλιους Ιππείς, που ἦσαν ot περισσότεροι και οι ικανότεροι,
στο
άκρο
αριστερό.
Ολόκληρη η παράταξη χωρίσθηκε σε δύο πτέρυγες. Στην επιθετικἡ δεξιά, που έφθανε και περιλάμβανε και την τάξη του Σιμμία. και την αριστερή, που περιλάμβανε την τάξη του Κρατερού και τους Συμμάχους και τους
Θεσσαλούς
ιππείς.
Ο Αλέξανδρος, όπως πάντοτε, τάχθηκε eni κεφαλής της δεξιάς πτέρυγας, µε την ίλη του Κλείτου του «Μέλανος». O Παρμενίων ανέλαβε την αριστερή πτέρυγα και τάχθηκε µε τους Φαρσάλιους ιππείς. Επειδή το μέτωπο της Μακεδονικής
παράταξης του Αλεξάνδρου
ήταν 87
1378
Θεόδωρος K. IT. Σαράντης
πολύ μικρότερο απὀ to Περσικό και υπήρχε κίνδυνος va υπερφαλαγγισθεί από τα πλευρά ἡ ακόµα και να περικυκλωθεί από την ανθρωποθάλασσα του Δαρείου, ο Αλέξανδρος συγκρότησε δύο µικτά ἀποσπάσματα, από ελαφρότερα και πιο ευέλικτα τμήματα, και τα τοποθέτησε το £va δεξιά και πίσω από το δεξιό άκρο της παράταξήἠς του και το άλλο αριστερά και πίσω. H αποστολή αυτών των δύο αποσπασμάτων ἦταν φανερή. Έπρεπε, µε κάθε θυσία, να προστατεύσουν τα πλευρά και τα νώτα της κύριας παράταξης, είτε κάνοντας επικαµπή, αν η προσβολή γινόταν από τα πλευρά, είτε εκτελώντας µεταβολή, αν η απειλή προέλθει and τα νώτα. To πρὠτο απόσπασμα παρατάχθηκε ως εξἠς: Πρώτος τάχθηκε o Μενίδας του Ἡγισάνδρου, µε τους μισθοφόρους ιππείς του. Δεξιά και αριστερά και οπίσω του τοποθετήθηκαν οι σαρισσοφόροι ιππείς, µε τον Αρέτη και οι Παίονες ιππείς µε τον Αρίστωνα. Πίσω απὀ όλους αυτούς, παρατάχθηκαν οἱ υπόλοιποι Αγριάνες ακοντιστές µε τον ᾿Ατταλο, οι Μακεδόνες τοξότες µε τον Βρίσωνα και οἱ παλαιοί μισθοφόροι πελταστές µε τον Κλέανδρο. Στο ἀλλο, στα αριστερά, απόσπασμα επικεφαλής τάχθηκε το µισθοφορικό ιππικό, µε αρχηγό τον Avöpönaxo του Ἱέρωνα. Πίσω του, δεξιά και αριστερά,
o Κοίρανος
µε τους
συμμάχους
ιππείς
και οι Οδρύσσες
ιππείς
pe τον Αγάθωνα του Tupippa. Και πίσω από όλους παρατάχθηκαν οἱ περισσότεροι από τους Θράκες ακοντιστές, µε τον βασιληά τους τον ΣιτάλKn. Τέλος, για τη φρούρηση του στρατοπέδου, όπου είχαν απομείνει οἱ αποσκευές των μαχητών και οἱ αἰχμάλωτοι, ωρίσθηκαν οι υπόλοιποι από τους Θράκες του Σιτάλκη. Αν επιχειρήσει κανένας να αναλύσει περισσότερο τη διάταξη του Μακεδονικού Στρατού, θα παρατηρούσε ότι, από τους 47.000 άνδρες, οι 35.000 λαμβάνουν µέρος στην κύρια προσπάθεια. και μόλις οι 12.000 διατίθενται για το υπόλοιπο μέτωπο και για τη φρούρηση του στρατοπέδου. Αναλογία δυνάμεων ασύλληπτη, που θα μείνει ὡς ἕνα μοναδικό πολεμικό παράδειγµα στους αιώνες. Αλλά
αν
προσέξει
κανένας
στα
σχεδιαγράµµατα
τη
σχηµατική
διά-
ταξη της μάχης, θα ιδεί ότι ο μικρός εκείνος στρατός είχε παραταχθεί κατά αριστοτεχνικό τρόπο. H μάζα κρούσεως είχε ασφαλισθεί από παντού, όπως και η όλη παράταξη ήταν προφυλαγμένη από κάθε κίνδυνο. Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι η παράταξη του Αλεξάνδρου στα Γαυγάμηλα ήταν ἀπό κάθε άποψη ιδανική. Ὡς προς το χώρο όπου έγινε η μάχη, αὐτὸς πρέπει να τοποθετηθεί μεταξύ του Τίγρητσς και ενός άλλου ποταμού του Βούμωδου (Hazir Gay),
O Μέγας
Λλέξανδρος.
H μάχη των Γαυγαμµήλων
1379
ο οποίος εκβάλλει στο Λύκο (Buyuk Zap Suyu), παραπόταμο του Τίγρητος. Για το χώρο αὐτὸ συμφωνούν και όλοι OL νεώτεροι ερευνητές, αφού κατέρριψαν τον ισχυρισμό μερικών παλαιότερων OTL η μάχη έγινε κοντά στα ΄Αρβηλα (Erbil). Πρόκειται για Eva οροπέδιο, µε µέσο υψόμετρο 300 µέτρα. Από το Βορρά περιβάλλεται από τα όρη των Κούρδων (Cebeli Meglup ἡ Maqlub Dag) και προς το Νότο καταλήγει στον Τίγρητα ποταμό, µε πολύ απότοµες όχθες. Το πεδίο της μάχης πρέπει να βρισκόταν κοντά στο σημερινό χωριό Keramleys που οἱ περισσότεροι ερευνητές, ορθώς, το ταυτίζουν µε τα Γσυγάμηλα. To Keramleys βρίσκεται 30 περίπου χιλιόμετρα ανατολικά and τη Μοσούλη, επάνω στην εθνική οδό Musul-Erbil-Kirkuk. O στρατός του Αλεξάνδρου παρατάχθηκε μπροστά από το στρατόπεδο, παράλληλα µε τη διάταξη µάχης των Περσών και σε απόσταση από αυτήν 4.500-5.000 µέτρα. ΄Εφιππος ο Αλέξανδρος βγήκε από το στρατόπεδο και τροχάζοντας διέτρεξε την Ελληνική παράταξη για να επιθεωρήσει τους άνδρες και να συνοµιλήσει μαζύ τους. Συνεπαρµένοι οι Έλληνες από τη γοητεία του κραύγαζαν δυνατά και του ζητούσαν να µη αργοπορεί. Ποτέ άλλοτε οι στρατιώτες του δεν είδαν τον Δλέξανδρο τόσο χαρούµενο, να λάμπει απὀ αυτοπεποίθηση. Μετά απὀ την τελευταία αυτή επιθεώρηση και αφού βεβαιώθηκε ότι τα πάντα είχαν ετοιµασθεί κατά τη θέλησή του, ο Αλέξανδρος έλαβε θέση στο άκρο δεξιό της παράταξής του. Το μέτωπο του στρατού του πρέπει να ήταν 2.500-2.700 µέτρα. Ενώ δηλαδή το αριστερό του βρισκόταν απέναντι από το δεξιό των Περσών, το δεξιό των Ελλήνων μόλις έφθανε στο κέντρο της αντίπαλης παράταξης. O Αλέξανδρος βρέθηκε ακριβώς απέναντι and τον Δαρείο. Evo η εχθρική παράταξη, ασάλευτη σαν τείχος, περίμενε παθητικά την επίθεση των Ελλήνων, ο Αλέξανδρος ώρθωσε το δόρυ του προς τον ουpavé και αφού είπε την τελευταία προσευχή του έδωσε το σύνθημα της εξόρµησης. Λέγουν ότι εκείνη τη στιγµή ζήτησε από τους θεούς να αποδείξουν ότι ἦταν πραγματικά ο γιος του ΄Αμμωνα-Δία. Or φοινικίδες όλων των μονάδων χαµήλωσαν και η εκκίνηση άρχισε. O Αλέξανδρος δεν κατηύθυνε το μέτωπό του κατ᾽ ευθείαν μπροστά, κάθετα προς την παράταξη του εχθρού, αλλά διαγώνια, λοξά προς τα δεξιά µε ολοφάνερο σκοπό να φέρει το ισχυρό δεξιό του µε το οποίο θα ενεργούσε την κύρια έφοδο, έξω από το πεδίο της μάχης. Ἠθελε να βρεθεί πέρα από την αριστερή πτέρυγα των Περσών, για να προσβάλλει από το πλευρό τον
1380
αντίπαλο.
Θεόδωρος
Ελιγμός
πρωτοφανής
K.
IT. Σαράντης
και
εξαιρετικά
επικίνδυνος.
Η Ελληνική παράταξη κινήθηκε διαγώνια, µε γενική κατεύθυνση προς τα εμπρός-δεξιά (βλέπε σχεδιάγραμμα). Οι µονάδες είχαν διαρκώς τους ζυγούς τους παράλληλους µε το εχθρικό μέτωπο για να είναι σε θέση, µε µισή στροφή προς τα αριστερά, να αντιμετωπίσουν κάθε αντίδρασή του. Ἡ κίνηση αυτή χρειαζόταν εξαιρετική πειθαρχία του ζυγού. Σε σύγχρονους στρατούς, µια παρόμοια κίνηση, ἔστω και ὡς άσκηση πυκνἠς τάξης και παρέλασης, θα ἤταν αδύνατη σχεδόν. Ev τούτοις, η παράταξη βάδιζε λοξά προς τα δεξιά, µε απόλυτη σιωπή, για να ακούῶνται εὐκρινώς τα παραγγέλματα και οἱ οδηγίες του Αλεξάνδρου και των αξιωματικών του. Ολόκληρη αυτή η μάζα των 47.000 ανθρώπων μετακινήθηκε σαν ένας άνθρωπος, χωρίς να αλλάξουν οἱ αποστάσεις ἀνάμεσα στα τμήματα. O Δαρείος, που κι αυτός στο μεταξύ είχε αρχίσει να κινείται προς τα εμπρός, µε ολόκληρη τη δύσκαμπτη και µονολιθική παράταξή του, avteλήφθηκε τη λοξή κίνηση του Αλεξάνδρου και διέταξε το ιππικό των Σκυθών και των Βακτρίων, που προστάτευε την αριστερή του πτέρυγα, να προσβάλλει απὀ τα πλευρά το δεξιό των Μακεδόνων. Συγχρόνως διέταξε τους Αρµενίους και τους Καππαδόκες ιππείς, που ήσαν στο δεξιό του, να προσβάλλουν την πτέρυγα του Παρμενίωνος. O Αλέξανδρος έπρεπε να αντιδράσει, χωρίς va διαταραχθεί n μάζα κρούσης, ὡς ότου να φθάσει σε απόσταση
εφόδου και εξαπολύσει την επέ-
λασή του. Διέταξε αµέσως τον Μενίδα µε το µισθοφορικό ιππικό, που βρισκόταν στην πίσῳ-δεξιά πλαγιοφυλακή, και εκείνος µε ανοικτό καλπασμό προσέβαλλε τους βάρβαρους ιππείς και τους παρέσυρε προς τα δεξιά, µακριά από τον Αλέξανδρο. Οι Πέρσες όµως ήσαν περισσότεροι και ο αγώνσς άνισος. O Αλέξανδρος τότε απέστειλε για ενίσχυση του Μενίδα τον Αρίστωνα µε τους Παίονες ιππείς καθώς και τους Έλληνες πελταστάς του Κλεάνδρου. To εχθρικό ιππικὀ υποχώρησε και καταδιώχθηκο. Για να ανακόψει την υποχώρησή του, ο Δαρείος κίνησε προς το σηµείο αυτό ολόκληρο το ιππικὀ της αριστερής του πτέρυγας, δηλαδή τους υπόλοιπους Βάκτριους, Δάες και Αραχωτούς. Σφάλμα θανάσιμο. Γιατί έτσι άφησε ακάλυπτη τελείως την αριστερή του πτέρυγα και προκάλεσε το «χάσμα» που αναφέρει ο Αρριανός. Από το άλλο µέρος, ολόκληρο το ιππικό της δεξιάς πτέρυγας των Περσών είχε στραφεί τώρα κατά του Παρμενίωνα, στην αριστερή πτέρυγα του Αλεξάνδρου.
O Μέγας
«Ίλέξανδρος.
H μάχη
των
Ταυγαμήλων
1381
Η πρώτη φάση της μάχης είχε τελειώσει. O ελιγμός του Αλεξάνδρου ἔβαινε προς την επιτυχία. Το αριστερό των Περσών ἦταν πια ακάλυπτο, αφού το ιππικό που το προστάτευε είχε μετακινηθεί προς το µέρος που διδόταν o αγώνας µε την πλαγιοφυλακή των Ελλήνων. Αυτό που επεδίωκε ο Αλέξανδρος, τώρα το είχε επιτύχει. Ἡ «πυγµή» του Μακεδόνος πλησίαζε στο στόχο της. Και ο Παρμενίων από το ἀλλο µέρος αντιμετώπιζε την eniθεση του δεξιού των Περσών. Σιγά-σιγά, η παράταξη tov Ελλήνων πήρε κλιµακωτή διάταξη. Πίσω, δηλαδή, απὀ κάθε µονάδα και αριστερά της, υπήρχε άλλη µονάδα, όλες δε μαζύ φρόντιζαν να µη αφήνουν κενά μεταξύ τους. Η εντολή προς τον Παρμενίωνα ήταν να καλύπτει το αριστερό της παράταξης και va µη αποκοπεί από αυτήν σε καμιά περίπτωση. Όταν ο Δαρείος cide ότι η ελληνική παράταξη, ἔτσι όπως πήγαινε θα βρισκόταν,
σε λίγο,
έξω
από
το μέτωπο
που
είχε τάξει
τα δρεπανηφόρα
ἁρματά του, τα διέταξε να επιτεθούν και να διασπάσουν τις γραμμές της. Αλλά και αυτό το όπλο, που οι Μακεδόνες το αντιμετώπιζαν για πρώτη φορά --πρώτοι οι μισθοφόροι του Ξενοφώντος το είχαν γνωρίσει στα Kovναξα--, εξουδετερώθηκε εύκολα, χωρίς να προκαλέσει µεγάλες απώλειες. ‘Oca από αυτά τα ἄρματα βρέθηκαν στο προωθηµένο δεξιό του Αλεξάνδρου, ἐπέπεσαν
κατά
των
ακοντιστών
του
Βαλάκρου, των
Αγριάνων ακοντιστὠν
και των Κρητών τοξοτών, οι οποίοι όµως, επειδή ἧσαν ελαφροί και ευέλικτοι, Ta αχρήστευσαν εγκαίρως, είτε σκοτώνοντας µε τα ακόντια και τα βέλη τους τους αναβάτες και τα άλογα, είτε σύροντας τα άλογα από τους χαλινούς. Αλλά και εκείνα που βρέθηκαν µπροστά απὀ τις τάξεις των πεζεταίρων δεν είχαν καλλίτερη τύχη. Οι πεζέταιροι, από µακριά, ἄρχισαν να προκαλούν δαιμονισμένο θόρυβο, χτυπώντας τις σἀρισσές τους πάνω στις ασπίδες τους, µε αποτέλεσµα τα άλογα να αφηνιάσουν και να µη υπακούουν στους ἡνιόχους τους. Meρικά μονάχα έφθασαν στις ελληνικές γραμμές, αλλά και αυτά πέρασαν από τα κενά, που or πεζέταιροι είχαν δημιουργήσει
στις τάξεις τους, σύμφωνα
pe τις οδηγίες που είχε δώσει ο Αλέξανδρος. ‘Otav τα περσικά ἅρματα έφθασαν --όσα έφθασαν-- πίσω από τη γραμμή της παράταξης,
τα έπιασαν
οἱ ιπποκόµοι,
οι δορυφόροι
και οἱ βασιλι-
κοί παίδες και τα ακινητοποίησαν. Είναι, εν τούτοις, βέβαιο ότι αν μαζύ µε αυτά τα ἄρματα ωρμούσαν ταυτόχρονα από τα πλάγια και ελαφρά αποφασιστικά τμήματα, ιππικού και ελαφρού πεζικού, η σύγχυση nov θα δημιουργούνταν στη μακεδονική παράταξη θα ήταν µεγάλη. Τμήματα όµως ευκίνητα οι Πέρσες δεν διέθεταν, ούτε και σκέφθηκαν να συγκροτήσουν,
1382
Θεόδωρος
K. IT. Zanivriz
ειδικά yu αυτό το σκοπό. Είχαν μέχρι την τελευταία στιγμή την πλανεμένη αντίληψη ότι μονάχα τους τα ἄρματα ἦσαν ικανά va διαλύσουν ἕναν στρατό. Και μάλιστα στρατό σαν τον ελληνικό. Στο μεταξύ, o Αλέξανδρος µε τους εταίρους του βρέθηκε στη θέση που ἤθελε, σε απόσταση, δηλαδή, εφόδου, έξω από το dkpo αριστερό της περσικής παράταξης. Αυτή είναι η µεγάλη στιγµή της μάχης. Διατάσσει το υπόλοιπο της δεξιάς πλαγιοφυλακής του, τους εξαίρετους σαρισσοφόρους ιππείς του Αρέτη, τους Μακεδόνες τοξότες του Bpiσωνα και τους Αγριάνες ακοντιστές του Αττάλου, να τρέξουν να ενισχύσουν
τους άλλους, του Μενίδα, του Αρίστωνος και του Κλέανδρου, για να τους απαλλάξουν από την πίεση του εχθρικού ιππικού. Συγχρόνως, ο ίδιος συγκροτεί την οµάδα κρούσεως για την ἐφοδο. Σχηματίζει τις ίλες των εταίρων σε ρόμβο, ανακαλεί και εντάσσει στο ρόμBo τους ακοντιστές του Βαλάκρου και τους Αγριάνες, καθώς και τους Κρήτες τοξότες, που μέχρι εκείνη τη στιγµή προχωρούσαν μπροστά του. Διατάσσει επίσης τις χιλιαρχίες των υπασπιστών που προχωρούσαν αριστερά του, να του καλύπτουν το πλευρό του, τρέχοντας όσο περισσότερο μπορούσαν. Δίπλα τους, αριστερότερα, οἱ τάξεις των πεζεταίρων να ακολουθούν γρήγορα n µια δίπλα από την άλλη. Ὅλες αυτές οι κινήσεις γίνονται µε ακρίβεια και µε απόλυτη σιωπή. Στην κορυφή του ρόµβου, επικεφαλής των εταίρων, τάσσεται ο Αλέξανδρος. H οµάς τώρα έχει φθάσει στην απόσταση των 300 µέτρων and τον εχθρὀ. Λίγο ακόµα και θα έµπαινε στη ζώνη του βεληνεκούς των εχθρικών βελών. Τότε, από αυτή την απόσταση αρχίζει η επέλαση, µια επέλαση φοβερή, HE ανοιχτό καλπασμό, προς το αριστερό άκρο της εχθρικής παράταξης, στο «χάσμα» που εἶχε προκαλέσει εκεί η αποχώρηση του ιππικού. Ολόκληρη η δεξιά πτέρυγα κρούσεως του Αλεξάνδρου. που ως εκείνη τη στιγµή προχωρούσε σιωπηλή, ξεσπάει σε φοβερές κραυγές αλαλαγμού, προτείνει τις λόγχες και τις σἀρισσές της προς τα εμπρός και ρίχνεται ακάθεκτη κατά του εχθρού. Τίποτα δεν µπορεί να ανθέξει στη φοβερή αυτή λαίλαπα. Ακόμα και τα βέλη των Περσών, που εξακοντίζονται κατά χιλιάδας, δεν μπορούν
να uvayutticouv
την ορμή
των
Μακεδόνων.
Πρώτοι or εταίροι διασπούν την εχθρική παράταξη. Ακολουθούν οι ακοντιστές και οἱ τοξότες, που συμπληρώνουν την καταστροφή. Από αριστερά καταφθάνουν σε λίγο και οἱ υπασπιστές και and ακόµα αριστερότερα OL πεζέταιροι, για να σαρώσουν TU πάντα σαν ορμητικός χείμαρρος. Μετά από ολιγόωρη ἄμυνα, ολόκληρη η αριστερή πτέρυγα του εχθρού
ανατρέπεται
και οἱ άνδρες
της πανικόβλητοι
εγκαταλείπουν
τον αγώνα.
O Μέγας
Αλέξανδρος.
H μάχη
των
Γαυγαμήλων
1383
Αλλά και τα τμήματα της δεξιάς πλαγιοφυλακής του Αλεξάνδρου, που με τόση επιτυχία είχαν κρατήσει μακριά από To σηµείο τῆς κυρίας κρούσεως το περσικό ιππικό, ἔκαμαν αντεπίθεση και ἔτρεψαν σε φυγή τον εχθρό. Μόλις ο Δαρείος elde τις δυνάμεις του να καταρρέουν, κυριεύθηκε πάλι από πανικὀ, και τη στιγµή που η μάχη δεν είχε ακόµα κριθεί οριστικά, αφού η κατάσταση στο ὑπόλοιπο μέτωπο ήταν ακόµα ευνοϊκή για τους ΠέρGES, εγκατέλειψε τον αγώνα και περίτροµος ἔσπευσε να τραπεί σε φυγή. Και όπως ἦταν φυσικό, μαζύ του αποχώρησαν από το πεδίο της μάχης και όλες οι δυνάµεις του κέντρου, οἱ οποίες παρέσυραν και την εφεδρική στρατιά. Η μάχη
των Γαυγαμήλων
είχε κριθεί.
Στο αριστερό όµως των Ελλήνων, ὁπου αρχηγός ήταν ο Παρμενίων, η κατάσταση ήταν δύσκολη, όπως άλλωστε την είχε προβλέψει και ο Αλέξανδρος. Ὅπως είπαµε, ο Παρμενίων είχε την αποστολή να καλύπτει το αριστερό της πτέρυγας της κύριας προσπάθειας του Αλεξάνδρου. Έπρεπε βασικά, και σε οποιαδήποτε περίπτωση, va µη αποκοπεί από την κύρια παράταξη και να µη αφήσει κανένα κενό ανάµεσα από τις δύο πτέρυγες. O παλαίμαχος όµως στρατηγός δέχθηκε επίθεση από ολόκληρο το εξαίρετο ιππικό της δεξιάς πτέρυγας των Περσών, χωρίς αυτός να διαθέτει ανάλογη δύναμη. Παρά την ανδρεία των Θεσσαλών ιππέων του, ο αγών ήταν κρίσιµος. Είτε από σφάλμα, είτε από ανεπάρκεια του Παρμενίωνα, η εντολή του Αλεξάνδρου δεν κατορθώθηκε να τηρήἠθεί. Χωρίς να πρέπει, οι δυνάμεις του εµπλάκησαν σε αγώνα σώμα προς δώμα και δεν μπόρεσαν να συντονισθούν µε την κίνηση του Αλεξάνδρου. Έτσι,το ιππικό του Παρµενίωνα, μαζύ µε την τάξη των πεζεταίρων του Κρατερού, έμειναν πίσω και άφησαν κενό μεταξύ αυτού και της τάξης του Σιμμία, ο οποίος πάλι, βλέποντας τον σκληρό αγώνα του αριστερού, έµεινε και αυτός πίσω --κακώς, κάκιστα-- από δική του πρωτοβουλία, για να βοηθήσει την αγωνιζόμενη πτέρυγα του Παρμενίωνα. Τα δύο αυτά κενά της µακεδονικής παράταξης ---το ένα μεταξύ του Κρατερού και του Σιμμία και το άλλο μεταξύ του Σιμμία και του Πολυσπέρχοντος--- βρέθηκαν απέναντι από το κέντρο των Περσών. Or τελευταίοι έσπευσαν να επωφεληθούν and την ευκαιρία, χρησιμοποιώντας τα κενά αυτά σαν διαδρόµους για να περάσει το περσικό και το ινδικό ιππικό του κέντρου, που δεν γύρισαν δεξιά ή αριστερά για να κτυπήσουν τα νώτα των Ελλήνων, αλλά έτρεξαν κατ᾽ ευθείαν μπροστά και έφθασαν µακριά, στο στρατόπεδο των Ελλήνων. Εκεί η φρουρά των Θρακών προέβαλε ἄμυνα γενναία, δεν κατώρθωσε όμως να κρατηθεί, γιατί συγχρόνως της επετέθη-
1384
Θεόδωρος
K.
IT. Σαράντης
καν από τα νώτα οἱ αἰχμάλωτοι, που στο μεταξύ ἐμεῖναν αφρούρητοι. Θράκες διασκορπίσθηκαν ἡ σκοτώθηκαν.
Or
Η ενέργεια αυτή των Περσών έγινε αντιληπτή απὀ τους διοικητές των τμημάτων της αριστερής πλαγιοφυλακής των Ελλήνων, τον Σιτάλκη, τον Κοίρανο, τον Αγάθωνα και τον Ανδρόμαχο, οι οποίοι αµέσως διέκοψαν την κίνηση, που εκτελούσαν κατά διαταγή του Αλεξάνδρου και έτρεξαν προς
το µέρος
των εχθρών,
που είχαν αρχίσει
τη λεηλασία
του στρατοπέ-
δου. Πολλοί από τους επιδρομείς σκοτώθηκαν και οι ὑπόλοιποι επέστρεyav δρομαίως στο πεδίο της μάχης. ME το να αποχωρήσουν ὄμως τα τμήματα της αριστερής πλαγιοφυλακής, το αριστερὀ του Παρμενίωνα εξασθένησε τελείως και δέχθηκε νέα προσβολή από τα περσικά τμήματα, που δεν είχαν ακόµα αντιληφθεί τη συντριβή της αριστερής τους πτέρυγας και τη φυγή του Δαρείου. Η θέση του Παρμενίωνα, εκείνη τη στιγµή, έγινε δραµατική. Μερικοί μάλιστα ιστορικοί λέγουν ότι ζήτησε, µε αγγελιαφόρο, βοήθεια απὀ τον Αλέξανδρο. Το πιθανότερο όµως είναι, ότι ο ίδιος ο Αλέξανδρος, όταν βεβαιώθηκε dti η συντριβή του αριστερού και του κέντρου του εχθρού ήταν ολοκληρωτική, έτρεξε προς το µέρος όπου αγωνιζόταν ο Παρμενίων και όταν εἶδε, ἡ έστω έµαθε —av αληθεύει η εκδοχή περί αποστολής αγγελιαφόρου-- ότι τα τµήµατα εκεί διέτρεχαν σοβαρό κίνδυνο, εμπιστεύθηκε την καταδίωξη στα ελαφρά τμήματα και αυτός ανέλαβε πρωτοβουλία προς τα αριστερά. Zuyκρότησε ἕνα μικτό απόσπασμα and τις µονάδες που βρέθηκαν κοντά του, από το Ιππικό των εταἰρῶν, των ἱππέων του ηρωικού Μενίδα και ωρισμένων τάξεων πεζεταίρων —n τάξη του Κοίνου του Πολεμοκράτη ήταν µια απὸ avtéc— και έτρεξε να βοηθήσει τον Παρμενίωνα. Κατά τη µετάβασή του όµως συνάντησε τους Πέρσες και τους Ινδούς ιππείς, που καταδιωκόµενοι έφευγαν από το ελληνικό στρατόπεδο, και τους εκτύπησε, ανακόπτοντας ἔτσι την προς τα εμπρός πορεία τους. ΕπακολούOnce µια φοβερή ιπποµαχία µε τους ιππείς του εχθρού που αγωνίζονταν va ανοίξουν δίοδο και να φύγουν, ενώ ο Αλέξανδρος δεν εννοούσε να τους επιτρέψει να απομακρυνθούν, Τελικά ελάχιστοι απὀ τους ιππείς του εχθρού κατώρθωσαν va διέλθουν und τις μακεδονικές γραμμές και να χαθούν καλπάζοντας. Μετά από αυτό το απρόοπτο περιστατικό, ὁ Αλέξανδρος πλησίασε προς το µέρος ὁπου σγωνιζόταν o Παρμενίων και ἦταν ἕτοιμος να ρίξει το βάρος
Οι οποίοι
του για να τον υποστηρίξει.
µετά
την
επιστροφή
της
Είχαν
όμως
πλαγιοφυλακής
προλάβει
and
το
οι Θεσσαλοί,
στρατόπεδο,
O Meyas
᾿Αλέξανδρος.
H μάχη
τῶν Γαυγαμήλων
1385
ενήργησαν αντεπίθεση καὶ ανέτρεψαν tov εχθρό. H υποχώρηση dev apγῆσε να μεταβληθεί σε άτακτη φυγή, όταν μάλιστα έγινε από όλους αντιληπτή η εξαφάνιση του Δαρείου. O μέχρι πριν λίγες bpeg κολοσσός, που στεκόταν απειλητικός unpoστά στον Αλέξανδρο, είχε μεταβληθεί πια σε ασύντακτο ὀχλο. O καθένας προσπαθούσε να βρει τρόπο να σωθεί, ενώ ακράτητοι οι Μακεδόνες κτυπούσαν παντού για να διαλύσουν κάθε οργανικό δεσμό στις εχθρικές µονάδες. Στην κοσμοϊστορική αυτή µεγάλη μάχη, οἱ απώλειες σαν, από την ελληνική πλευρά, περί τους 500 νεκροί και 1.000 άλογα, τα περισσότερα των εταίρων, που επωµίσθηκαν το κύριο βάρος της προσπάθειας, και από την περσική πλευρά 30.000 ἡ όπως λέγουν άλλοι 90.000 νεκροί. O Αρριανός όµως, που σε παρόμοια γεγονότα είναι πολύ συντηρητικός, αναβιβάζει τους νεκρούς σε 300.000. Όποιος και αν ἦταν ο πραγματικός αριθµός των περσικών απωλειών, η δυσαναλογία µε τις απώλειες των Ελλήνων είναι µεγάλη και προκαλεί απορία. Πρέπει όµως να υπενθυµίσουµε ότι οι Ἐλληνες χάρις στην εξαίρετη πανοπλία τους, δεν δέχονταν παρά πολύ λίγα θανάσιµα τραύματα, τη στιγµή που από το άλλο µέρος η καταδίωξη του εχθρού, δηλαδή το γύρισμα της πλάτης, έπαιρνε τη µορφή καθαρής σφαγής. Έτσι έληξε η περίφηµη εκείνη μάχη των Γαυγαμήλων. Ot ιστορικοί που έχουν ασχοληθεί - όσους εμείς τουλάχιστο ειδαµε--µε τη μάχη
των Γαυγαµήλων,
στρατιωτικοί ἡ όχι, κάνουν Eva ασυγχώρητο
λάθος. Αναφέρουν ότι ο Αλέξανδρος παρέταξε τη στρατιά του σε ολόκληρο το µήκος της εχθρικής παράταξης, οπότε το μέτωπό του θα ἦταν αραχνοΌφαντο και παντού αδύνατο, που ποτέ δε θα μπορούσε να γκρεµίσει αυτό το τείχος του 1.000.000 στρατιωτών του Δαρείου. Αντίθετα, η ιδιομορφία αυτής της μάχης έγκειται, από στρατιωτική άποψη, στη µεγάλη διαφορά της δυνάµεως των αντιπάλων παρατάξεων, που δεν επέτρεπε στον Αλέξανδρο να διακινδυνεύσει µια παράταξη του στρατού
του σε µήκος
ίσο
µε το µήκος
του μετώπου
του αντιπάλου
του.
O Αρριανός (Ανάβαση, Γ΄ XIII, 1) το γράφει σαφώς: «Ὡς δὲ ὁμοῦ ἤδη τὰ στρατόπεδα ἐγίγνετο, ὤφθη Δαρεῖός τε καὶ οἱ ἀμφ᾽ αὑτόν, οἵ te μηλοφόροι Πέρσαι καὶ Ἰνδοὶ καὶ ᾽Αλβανοὶ καὶ Κᾶρες οἱ ᾿Ανάσπαστοι tetaypevor καὶ οἱ Μάρδοι τοξόται, κατ) αὐτὸν ᾿Αλέξανδρον τεταγμένοι καὶ τὴν ἵλην τὴν βασιλικήν». O Αλέξανδρος, λοιπόν, δεν παρέταξε tov Μακεδονικό στρατό, σε ολόκληρο το μήκος της εχθρικῆς παράταξης. To εχθρικό μέτωπο το απασχό-
1386
Θεύδιυρο;
K.
IT. Σαράντης
λησε µε τον ελιγμό του. Η παράταξη που δημιούργησε πρέπει va θεωρηθεί μοναδική, ασύλληπτη και σχεδόν ανεπανάληπτη. Μόλις τώρα τελευταία, στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, µπορεί κανένας να διαπιστώσει κάποιες ομοιότητες µε τις παρατάξεις που εφήρµοσαν οι Γερμανοί κατά το 1939-40 και ο Patton το 1944-45. Παρατάσσοντας το στρατό του κατά τον τρόπο που αναφέραμε, ο Αλέξανδρος επεδίωξε το δεξιό του, που ἦταν και η μάζα κρούσης του, να είναι ισχυρότερο and κάθε αντίστοιχο τµήµα του εχθρικού μετώπου. Κάτι ανάλογο είχε κάµει και ο Επαμεινώνδας στα Λεύκτρα και στη Μαντίνεια, δημιουργώντας ισχυρό δεξιό σε βάρος της άλλης παράταξής του. Μονάχα που ο Ἐπαμεινώνδας αναπτύχθηκε σε ολόκληρο το μέτωπο του αντιπάλου, πράγμα που οὔτε να το διανοηθεί ο Αλέξανδρος µε τις δυνάμεις που είχε. Με µια διαφορά ακόµα. O Επαμεινώνδας κίνησε τις φἀλαγγές του —pe τις µονάδες του κλιµακωτά-- κατ᾽ ευθείαν μπροστά, δηλαδή κατά κατεύθυνση κάθετη προς το εχθρικό μέτωπο. Μια κίνηση όµως αυτού του είδους, ο Αλέξανδρος ούτε να τη διανοηθεί μπορούσε. Γιατί téte, ο ίδιος, µε το δεξιό του, θα βρισκόταν στο κέντρο των Περσών και πάνω στον ίδιο τον Δαρείο, δηλαδή θα προσέκρουε στο ισχυρότερο µέρος της εχθρικἠς παράταξης, όπου ήσαν και οι ελέφαντες και το άνθος του περσικού στρατού. Και όταν αυτός θα επιχειρούσε να διαρρήξει το κέντρο του εχθρού, ολόκληρη η αριστερή πτέρυγα των Περσών, ελεύθερη και ανενόχλητη, θα τον υπερφαλάγγιζε και το εχθρικό ιππικό θα τον περικύκλωνε θανάσιμα. O Αλέξανδρος δημιούργησε µε τη στρατιά του µια ισχυρή και αδιάσπαστη ενότητα και αφού την εξασφάλισε από κάθε υπερκέραση, την κίνησε διαγωνίως δεξιά και την έφερε πέρα από το αριστερό των Περσών, για να προσβάλλει από το πλευρό την εχθρική παράταξη και να την σαρώσει. Αυτός είναι, µε λίγα λόγια, ο καταπληκτικός ελιγμός του Αλεξάνδρου στα Γαυγάµηλα. Αυτό που του έλειπε σε δύναμη, το αναπλήρωσε µε την κίνηση, µε τον ελιγμό.
1387 H μάχη των Γαυγαμήλων O Μέγας Αλέξανδρος.
ey
er
Bet
oneness. 224541
weis
ky
Ἢ Ἢ vu
« aoa SoahGdpy
nee τ
Sorldry2 ϱ αν
Θεόδωρος
K.
IT. Σαράντης
(ἠποσιράτηνας
A
ἔσωφτγιν tens)
1388
Iroora σ-
Ίποοτιο
Mndıs
t molar
Γπηρασία Crparod
ero
βαϑυλωνας
σοῦ
Ὁ
J,
ted
Ip οΠεροιας (Broce)
Ee
τ
a
Tame
tel
Nia
Lolenc
Ged
K
TI.
Lagdor:
- Tnsstaor, Ὀνιάλιν 6100 - UNO arpa
Trans,
l'twevpagina
-- > ----- -----
212200
ΥΠΟΜΝΗΜΑ
a
Ir mun
ας”
Ban
do
a>
udc ὁ
t |
ae a j
«
ο τ
A
& a | I $ i .
|
%
dò
R
‘
(
9
at
a
Ἆ
YNOMNHMA è
«ὁ
«ἃς ’
“
fuateta
as
»
Terre Nemec
n
Motegipa
ta
ἯΙ
7
ἢ
ukΩν /“ f
{ ἕ
aby Jade
¥
|1;}
ε
ξ
ἱ Tm
aa
=
i
H
€
i
κ
/
ἢ
+
/ ,
/
,
/
΄
!
“
Η
ra
f 2
i=
5
J , 7
2
τ
a
.
Keng.
Μιοδορόρο ΠεΆταστα KAuisbya,
È ῄ H
noὃ
|
-
Μανιέονες
= |
ϱ
174
|
‘
1
wi
won
i
μου
ΒΝ ον
' ! :
Σχεδιάγραμμα
.
Fi
»
κα
i
DE
ο
ἐμ d
.
Neletape
Ἀσιρου
τὰ 8
ππα
#
|
Teloroı
ϐωσοΛο
1
1!
a
a
‘eyes
furtera
Iuppozo:
1
e
xi
\ 4
υαϑῤεαϊοροουγερο
Βαρυ Niue
Yamsıaıa
ς
hi
5
‘nme
0.3.2.4.5.0 Talo
9
Pe
»
6
Li
e
rea
ee
I
0% N
!|
\
II
Ha
“
ο.”
\ \
N
Do
}
al ones
.
.
της μάχης των
Γαυμαμήλων.
H πρώτη
φάση.
Η « -
1390
Orodewo;
K.
IT. Σαράντιης
Piper wh
Βαῤυδώνος
wae
Tipo Μηδιας «Μαζαῖος.
hu
dene
er
ms
a
de
Itsarıo ‚po,
Dam
1Bhooog |
I
st
ahiiiln
“ a
.
100
a ‘
apueto
4
è
* ‘
\
‘ 4
x \
Ù
I é
à 9
9è
,
a
ν
21,11 “ΟΣ ws
|
YNOMNHMA
;
Ù
͵
͵
Irmıuo
ῃ
n
dan
| Meus
ἢ
bunt στα. I Ù
1
/
!
,
i
|
͵
ι
»
' 1
ἢ \
\
\
"
s \
PEE \
\
.
ta
|
“Bee
"
d
6
'
|
‘
Toto fase: Mares Γεήτοσια Μιρϑυφυρο
ο
Dip.o:
μάχης
Kiumdea
AO. ΠΣ doa
a τῆς
r MORO -
‘
.»
lipctorcbe Barisan
Lyrdenoagga
|
È
ron
Damen,
a
H
ne
δεύτερη
"un
φάση.
am.
|
O Mépas
«Ιλέξαωρδρυς. 14 μάχη τω» 1 αὐγαμήλων
L|
1391
E 1
(hn
/
/
ti
-..
/
/ 7
a
YNOMNHMA
N LA
e Iriver
i
oS
ϕ
|.
| 7
Ù
/
I
α΄
Tolora:
.
Yuacnoto
1
ξυμμακοι Θιοσλλο.
FA
Ὅμα τιοται
hs
ν
vs
Teketa
n
Ποιονες
„nn
4
:
κ ή
Ίτρατοπεδαν Ἡλιξανδρου
μ
|
rohen
ı
Ronry
Motuscoa Πιλταστα. Κλιοδρο.
|
Μι
ἰ
ο
Ὄδρυσα
iad
Taera
3
Nustoos
ϐοουις
! Mautdori
|
| 6
‘
Σχεδιάγραμμσ
Ὥωσντισται
12.343 6 Taken
|
|
Boow Meiuor
di =
fy
.
|
/ ο]
__
Fo
της μάχης
των
Γαυγαμήλων.
“oc
κι
Ir
gr
Η τρίτη φάση.
1
κοι
Jem
των
| αι) αμήλων. lg
IT(ya:
Tor
«Ἱεμποέν'
χαλκογραφική
απόδοση
τοῦ
Ὠγντοάν.
Ορύδωφος
IL μάχη
1392 K. II. Δαράντης
1393 Γανγαμήλων των μάχη H νόρος. Μένα ς AA O
‘DUOpso)
OP Ostatd 101 $04}f] “acy laity. 4wt inf ava Xp
[]
88
77
CICERO
AS AN
Theodoros
HISTORICAL
SOURCE
FOR
MACEDONIA
Sarikakis
Cicero, the famous Roman orator (106-43 B.C.), was well aware of the problems of the province of Macedonia because he spent six months there in exile (May-November 58 B.C.) housed with his friend and quaestor of the province,
Gn.
Plancius,
in the
capital,
Thessaloniki.
Plancius
offered
him
hospitality, and thus his personal experience enabled him to undertake later, after his recall from exile, the defence or judicial persecution of men who had served in the province, and to deliver a number of speeches related to it. Of these orations, the one against L. Calpurnius Piso Casesoninus (/n Pisonem), who was governor of Macedonia from 57-55 B.C., is an important source for the history of the province. However, since Piso was his personal
enemy, we must be very careful about Cicero’s accusations. Besides, we must remember that Cicero was not an historian but a barrister, and as such he often exaggerates facts! The Macedonis of which Cicero speaks is, of course, his contemporary province, “faithful and friendly to the Roman people”, as he describes it in Pro. M. Fonteio, 20.44. Unfortunately, his information is limited to questions of provincial administration, i.e. to the wars of its governors, to their administrative and financial measures, to their requisitions and other abuses. Therefore this paper will be confined to these matters only. As can be seen from his speeches, Cicero knew the military situation of the province quite well, and the ups and downs of continuous conflict. “Macedonia”, he said, “is bordered by so many barbarians that for the Roman generals fighting in it the boundaries of the province extended only as far as their swords and javelins could reach”!, Cicero is mainly concerned with Piso’s military activity, but he also refers to the wars of other Macedonian governors. According to his information, the unsuitable conduct of Piso towards the Bessi, whose executed prince
1. In Pis. 16,38: Macedoniam... quam tantae barbarorum gentes attingunt, ut semper
Macedonicis imperatoribus idem fines provinciae fuerint qui giadiorum atque pilorum.
1396
Theodoros Sarikakis
Rabocentus, and his unjustifiable attack against the Dentheletae (Jn Pis. 34. 84), a people already pacified, caused the hostility of the two Thracian tribes, which invaded Macedonia together with the Dardani. They plundered the fields, carried away the cattle of the province, and at the same time occupied the cities and made the inhabitants prisoners. Even Thessaloniki, the capital of the province, was in great peril, so that its inhabitants had to take refuge in their citadel in order to protect themselves from the barbarians (/n Pis. 17. 40.34.84; De Prov. Cons. 2.4.). In contrast with Piso, other Roman magistrates achieved considerable success in Macedonia, “a province very rich in thanksgivings and triumphs”. Thus the proconsul C. Sentius (93-87 B.C.) fought successfully against the Dentheletae (Jn Pis. 34.84) and the /egatus, M. Fonteius (ο. 77-76 B.C.) against the Thracians (Pro M.
Fonteio 20.44). On
the other hand,
the military suc-
cesses of Q. Marcius and L. Flaccus (57-55 B.C.), both /egati of Piso, obtained for him the title of imperator (In Pis. 23. 53-54), a title which L. Manlius Torquatus (64-63 B.C.) also acquired after Cicero’s motion in the Senate (Ibid., 19.44). Finally, it must be mentioned that in previous years many Roman generals had celebrated triumphs for their victories in Macedonia, such as T. Flamininus, L. Aemilius Paullus, Q. Caecilius Metellus, T. Didius (Ibid., 25.61) in earlier days, and closer to Cicero’s own times, those of Gn, Cornelius Dolabella, C. Scribonius Curio and M. Terentius Lucullus (/bid.,
19.44). The provincial administration of Piso was as bad and immoral as the above mentioned. Aiming at gaining money any way he could, he fell upon his province like a vulturè, exploiting natives and Roman citizens at the same time (/bid., 16.38). Concerning the administrative measures of Piso, Cicero says the following: 1) he commandeered the wheat of the whole province, fixing also the price of purchase and sale. By this measure, the major wheatproducing areas of Boeotia, Thessaloniki, the Thıacian Chersonesos and Byzantium, were hit the hardest (/bid., 35.86). 2) Using as an excuse the aurum coronarium (the gold for the crowns), he took from the Achaeans alone 100 talents (/bid., 37.90). 3) He imposed new taxes on import and export of goods (Ibid., 36.87). 4) He issued a great number of diplomata, which could be trans-
lated as a license to make use of the postal service (cursus publicus, Ibid., 37. 90). 5) He required the coastal cities to provide him with ships (/bid., 37.90), and, what was probably worst of all, 6) he demanded that the provincial
2. Ibid. 40,97:
...uberrima
supplicationibus
triumphisque
provincia.
Cicero
as an historical source for
Macedonia
1397
cities lodge and feed his soldiers (ἐπισταθμία) and even pay their salary (/bid., 36.88; De Prov. Con. 3.5-6). He interfered also in the internal affairs of the free provincial cities, although they were supposedly protected by specific articles of the lex Julia de repetundis (De Domo Sua 9.23-24). Attempting to make use of his judicial powers even in the free provincial cities, he made the worst impression possible: there was no such thing as justice in the province (De Prov. Cons. 3,6,
4.7). He convicted the innocent and, being bribed, acquitted the guilty. Plundering the Greek cities of their works of art was a long established practice
of the Roman
conquerors.
However,
in the case of Piso, this bad
practice went considerably further. The governor looted Byzantium of most of its statues, and would have carried all of them away, had it not been that he was
hindered by his /egatus, C. Vergilius. It is certain that Piso deprived other Greek cities as well of their works of art in order to decorate his villas in Italy (De Prov.
Cons.
4.7).
Although there may be some exaggeration in Cicero’s description, these rapacious methods were not uncommon in the time of the Republic, when the provincial governors were uncontrolled, and therefore free to exploit their subjects. Indeed, the same author mentions other proconsuls of Macedonia who were accused of analogous charges. The governors (allegedly guilty, as modern journalism would say) were: 1) D. Iunius Silanus (141 B.C.), who, accused of extortions by the Macedonians, was condemned by his own father (De Fin. I. 7.24). 2) C. Porcius Cato (114 B.C.), a grandson of Cato Censorinus, upon whom a heavy fine was inflicted when he was accused of de repetundis (illegal extortion of money) (dn Verr. II. 3.184) and 3) C. Antonius Hybrida (62-60 B.C.), Cicero’s colleague in the consulate (63 B.C.), who was also accused of de repetundis, and was also condemned to exile, even though
Cicero was his defender (Pro Flacco 2.5, De domo sua 16.41. In P. Vatinium 11.27-28). However, according to Cicero, there were also good governors of Macedonia, such as C. Octavius, the father of the later Emperor Augustus (60-59 B.C.), whose good example Cicero recommends to his brother Quintus for emulation (Ad. Quint. Fratr. I. 2.7). He also praises the quaestor, Gn. Plancius
(58 B.C.), whose good behaviour was recognized in Macedonia (Pro Planc. 11.28), and the “singularis integritas provincialis” of P. Sestius (62-61 B.C.), whose presence in the province would be alive in the memory of the Mace-
donians for a long time (Pro Sestio 5.13).
Let us return to Piso himself and Cicero's comments. We notice at once that Cicero says that he did wrong, not only to the natives but also to the
1398
Theodoros
Sarikakis
Roman negotiatores who settled in the thriving Macedonian cities, especially in Amphipolis (᾽Αμϕίπολις) and Beroea (Βέρροια)δ. Speaking in general terms, Cicero states that Piso drove the negotiatores
out of their possessions
(De Prov. Cons. 4.7), and that, being bribed by the Greeks, he shared with them the money of their Roman creditors (Pro Sestio 43.94), as it had happened
in the case of Fufidius, a banker of Arpinum, who had lent money to the inhabitants of Apollonia (/n Pis. 35.86). Since Macedonia belonged to the category of provinces having the censoria locatio', many publicani were involved in trying to penetrate it so as to collect the taxes of the province and lease its rich mines, not to mention its extensive ager publicus (so-called public land, the formerly royal land - γῆ βασιλική). Instead of the publicani, Piso had recourse to the public slaves of the Roman administration, as he did for the collection of the taxes and the portorium of Dyrrhachium —modern Durazzo in Albania— a crucial port city now, and the beginning of the Egnatian Way to Hellespont in Cicero’s day (De Prov. Cons. 3.5). Though these measures were beneficial for those heavily oppressed by the Roman occupants-users of Greek cities, they caused considerable indignation on the part of the powerful societates of the publicani, and particularly from Cicero himself. He was quite concerned with Roman businessmen and the class eguites (knights), as his letters and speeches reveal (esp. those /n Verrem and In Pisonem). There are, indeed, a great many references to his “Greek” connections,
but only those referring to Macedonia will be mentioned 1) T. Pomponius Atticus, his Antonius Hybrida (Ad Famil. governors of Macedonia. 2) recommends to the governor
here. They are:
intinate friend; Cicero recommends him to C. V. 5. 2-3) and to C. Octavius (Ad Att. II. 1.2), L. and C. Aurelius, sons of Lucius, whom he Q. Ancharius (Ad. Famil. XIII. 40) and 3) L.
Lucceius, for the sake of whom
Cicero addresses two letters to the proconsul
L. Culleolus (Ad Famil. XIII 41. 1. 42.1). Unfortunately, for our understanding of Macedonia in those days, Cicero is of small value. Though he travelled the Via Egnatia from Dyrrhachium to Thessaloniki (May 58 B.C.), he says practically nothing in his letters, either to his wife, Terentia, or to his banker-friend Atticus about this important military and commercial road that led from the Illyrian cost to Hellespont; 3. Cf. J. Hatzfeld, Les Trafiquants Italiens, Paris 1919, pp. 54-57.
4. Cf. Θ. Σαρικάκης, ωμαΐοι 1971, p. 16, with note 4.
"loyorres τῆς Επαρχίας Maxröovias,
Θεσσαλονίκη
Cicero
as an
historical source for
Macedonia
1399
yet we learn nothing of the cities through which he passed, the people he met, and about the mutationes (i.e. places where they changed horses), or the mansiones (i.e. places where a traveller spent the night). The only information of interest is that he had to postpone his departure from Thessaloniki, after he had decided to return to Dyrrhachium, for many months because of the heavy traffic on the Via Egnatia°. Finally, he got through to Dyrrhachium via Thessaly and then Epirus, a rather round about way even today (Ad. Att. III.22). Cicero also mentions that because of the military inability of Piso, the Roman army had lost control of the Egnatian Way. So the Thracians set up their camps there instead (De Prov. Cons. 2.4). We also learn from Cicero the names of several Macedonians who were in contact with the Roman authorities and probably acquainted with Cicero. These are: Πλάτωρ, a noble Macedonian from Orestis, whom Piso executed
in Thessaloniki though he was an official envoy of his country. His attendent, Πλευρᾶτος, was also executed in Thessaloniki, though he was an old man (In Pis. 34.83-84. De Harusp Resp. 16.35). Secondly, there were the brothers, Αὐτόβουλος, ᾿Αθάμας, and Τιμοκλῆς, who accompanied Piso on his visit to Samothrace and Thasos (Jn Pis. 36.89). Lastly there was Εὐχαδία, the wife of Τιμοκλῆς, who offered hospitality to Piso after he returned from Thasos (Ibid., 36.89). These are the most significant characters. But there was also a Καικίλιος Τρύφων, (a Greek freedman probably), about whom Cicero writes to Atticus, complaining that he did not meet him in Thessaloniki (Ad Ait. ΠΠ. 8.3) and the freedmen Φαέθων, and Φιλόγονος, to whom Cicero entrusted letters for his brother Quintus (Ad. Att. III. 8.2. Ad Quint. Fratr. I. 3.4.4.4). From Cicero we get two additional pieces of information: 1) T. Flamininus seized from Macedonia and placed in the Capitolium one of the three statues of Zeus Οὔριος that existed in the whole Greek world®. 2) The governor, Q. Hortensius (44-42 B.C.) levied troops in Macedonia in the name of M. Brutus (Philip X. 13), who shortly later recruited additional troops in the province (/bid., XI. 27). According to the later historian Appian (Civil Wars, III. 79), these soldiers were native Macedonians who were enlisted in two legions and trained in the Roman manner. In conclusion, as is rather clear, Cicero’s interest is confined to questions
concerning the Roman administration of Macedonia, and primarily the proconsul Piso, whom, with his rhetorical ability, he has presented as a characteri5. Ad Art. III, 14,2: propter viae celebritatem. 6. In Verrem Il, 58, 129, cf. II, 57, 128. Of the other two, the one was in Syracuse and
the other “in Ponti ore et angustiis”.
1300
Theodoros
Sarikakis
stic case of a bad provincial governor. He is completely indifferent about the religious, cultural or financial life of the Macedonians, although he lived for six months in their country. He was probably too disturbed emotionally to see anything outside the quaestorium (the official residence of the quaestor) where
his host, Cn. Plancius,
lodged
him.
Nevertheless,
the limited informa-
tion gleaned from Cicero's references to Macedonia is very important because it comes from an eye-witness, and is, for the most part, unique of its kind. University of Athens
78
MYKHNATKA ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΤΑ ΠΑΡΑΛΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ!
Κώστας
Σουέρεφ
I. Επιλογή
χώρου
KAI ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΤΗΣ
οικισμών"
Οι συνθήκες του φυσικού περιβάλλοντος, ορεινοί όγκοι που εναλλάσσονται µε πεδιάδες και λιβάδια γύρω από ποταμούς και κοντά σε ακτές, OL τρόποι αντιμετώπισης ουσιαστικών αναγκών διαβίωσης --πασσαλόπηκτες κατοικίες, αδιακόσµητη
και εγχάρακτη
κεραµεική---, οἱ δραστηριό-
τῆτες -- κτηνοτροφία, αγροκαλλιέργεια--, οἱ ιδεολογικές εκφράσεις — TU φικά έθιμα, κοσμήματα, διακόσμηση κεραµεικής--, δεν παραλλάσσονται σε µεγάλο βαθµό από τις όµορες περιοχές της ανατολικής Μακεδονίας και της δυτικής Θράκης, της δυτικἠς και νότιας Μακεδονίας, της ανατολικής Αλβανίας, της νότιας Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας στη διάρκεια των προϊστορικών χρόνων». Στα νεολιθικά χρόνια η Κεντρική Μακεδονία ανή1.
Η εργασία auth σκοπεύει να προσεγγίσει θεωρητικἀ προβλήματα
μµυκηναϊκής παρουσίας στην Κεντρική
του θέματος της
Μακεδονία.
2. Ὡς Κεντρική Μακεδονία εννοούμε την περιοχή που περιλαµβάνει τους σημερινούς Νομούς Κιλκίς, Θεσσαλονίκης και Χαλκιδικής και συνορεύει προς N µε το Νομό Πιε-
ρίας, προς A pe Ημαθίας και Πέλλης, προς A µε Σερρών και προς B ue τη Γιουγκοσλαβία. Οι κύριοι ποταμοί που χαρακτηρίζουν την περιοχὴ από Δ προς A είναι ο Λουδίας, ο Αξιός, ο Εχέδωρος ἡ Γαλλικός, ο Στρυµόνας, ενώ οι Κόλποι Θερμαϊκού, Κασάνδρας ἡ Τορωναίος, Σιγγιτικός ἡ Αγίου Ὄρους, Ορφανού ἡ Στρυμονικού βρέχονται από το Βόρειο Αιγαίο Πέλαγος. 3. Τοπογραφικά
στοιχεἰα για προϊστορικές
θέσεις
Κεντρικής
Μακεδονίας
και πολι-
τισµικἡ ἐνταξή τους βλ. Wace 1913-14: Rey 197-19 Gardner et al. 1918-19: Picard 1918-19, 2-5: Casson 1919-21, 1923-24, 1923-25, 1926a, 19260’ Heurtley-Hutchinson 1925-26: Heurtley 1925-26, 1927, 1939: Heurtley-Rudford 1927-28, 1928-30° Ρωμαίος 1941: Hope Simpson 1965, 172-177: French 1966, 1967: Stefanovich 1971 (1973) Hammond 1972, 3-211, 1982, 642-653: Pazaras 1974: Γραμμένος 1979: Hänsel 1979, 1981, 1982a, 19820: Wardle 1980, 1982a, 1982b, 1983, 1987: Hochstetter 1982a, 1982b, 1984 Bouzek 1983 (1986) Κουκούλη 1984, 767-836 (ne πλήρη
βιβλιογραφία).
τοπούλου 1986, 15-20, 1987, 280-282: κης 1986 Κωτσάκης-Ανδρέου 1987,
1988: Harding
1984: Χουρμουζιάδης
1986 Boxo-
Βοκοτοπούλου-Κουκούλη 19880 Ανδρέου-Κωτσά13-20 KayritoyAov-Papadopoulos 1988.
1402
Κώστας
Lovioeg
κε πολιτισμικά στο χώρο της νότιας Βαλκανικής! Στὴν Εποχἡἠ Χαλκού, όμως, παρατηρούνται και σηµεία διαφορετικής ανάπτυξης αναλογικά µε τα Βαλκάνιαδ. Οι ιδιοµορφίες στην Κεντρική Μακεδονία εντοπίζονται κυρίως στα περιορισμένα δεδοµένα της λεγόμενης Μέσης Εποχής Χαλκού και στις επιπτώσεις της μυκηναϊκής παρουσίας κατά την Ύστερη Εποχή Χαλκού και την Πρώϊμη Εποχή Σιδήρου, σε συνδυασμό pe τη ζύμωση βαλκανικὠν
και
τοπικών
στοιχείων.
Οι θέσεις που έδωσαν μυκηναϊκά στοιχείαξ (Σχ. 1) δεν φαίνεται ότι ήταν νέες, ούτε ότι επιλέχτηκαν για να γίνουν µόνιµες εγκαταστάσεις «μυκηναίων». Όπως προκύπτει από την ὡς τώρα έρευνα, οἱ περισσότερες από avτές είχαν ἤδη επιλεγεί στα νεολιθικά χρόνια και στην Εποχή Χαλκού, χωpis να σχετίζονται µε την ανάγκη επαφής με τους «μυκηναίους». Οι οικισμοί της Ύστερης Εποχής Χαλκού στην Κεντρική Μακεδονία εξυπηρετούσαν κυρίως τοπικά συμφέροντα, που αναφέρονταν σε παραδοσιακές δοµές της κτηνοτροφικής, αγροτικής και µεικτής κοινωνίας, καὶ στα πλαίσια διακίνησης τοπικών προϊόντων, ανάµεσα σε οικισμούς της ευρύτερης µακεδονικής χώρας. Εξάλλου, θέσεις όπως Καστανάς, Τούμπα Θεσσαλονίκης, Καραμµπουρνάκι, Γκόνα, Λιβαδάκι, Νέοι Επιβάτες, Κριτσανά, ΄Αγιος Μάμας, Μολυβόπυργος, Μένδη, Τορώνη και πιθανόν η θέση Αμπέλια Περιστεράς", είχαν επαφές µε τη θάλασσα, είτε ἦταν παλιοί οικισμοί (Καστανάς, Τούμπα Θεσσαλονίκης, ΄Αγιος Μάμας), είτε νεότεροι. Μπορούμε, κατά συνέπεια, va υποστηρίξουµε ότι οι θεμελιώδεις συνθήκες και προὐποθέσεις που οδήγησαν σε μυκηναϊκή παρουσία στα παράAra της Κεντρικής Μακεδονίας προὐπήρχαν των μυκηναϊκών επαφών. Αυτό
4. Γραμμένος 1984. 5. Με βάση τις πληροφορίες
που παρέχονται στη
βιβλιογραφία της σημ. 3 παρατη-
povpe ὁτι σε θέσεις όπως Αξιοχώρι, Λιμνότοπος, Τούμπα Θεσσαλονίκης, Κριτσανά, ΄Αγιος Μάμας, συνεχίζεται n κατοίκηση στην Εποχή Χαλκού, ενώ σε θέσεις όπως Βασιλικά C και Όλυνθος έχουµε διακοπή, αν και συχνά αναπτύσσεται κοντά κάποιος άλλος o orolog ίσως να ενσωματώνει
τους κατοίκους του παλιότερου οικισμού (π.χ. Άγιος Μά-
μας - Όλυνθος). 6. Wace 1913-14,
130-131: Gardner et al. 1918-19,
30-31
(Casson)
1923-25,
134-136-
1939.
Heurtley-Hutchinson
1926a,
1926b,
Heurtley
1925-26,
1927,
Casson
1923-24, 1925-
26° Heurtley-Radford 1927-28, 1928-30: Ῥωμαίος 1941: Πέτσας 1953-4" Desborough 1964, 139-146: Hope Simpson 1965, 172-177: French 1966, 1967: Hammond 1972, 290-311" Hänsel 1979, 1982a, 1982b, 1988, 66-68° Podzuweit 1979, 1983 (1986) Wardle 1980, 1982a, 1982b, 1983,
1987: Hochstetter
κοτοπούλου Σουέρεφ
19828,
1984, 277-309-
Κουκούλη
1987, 280-282: Βοκοτοπούλου-Κουκούλη
1987,
1984,
905-912,
1988, 19-21 Bo-
1988, 22: Ανδρέου-Κωτσάκης
1986"
1988.
7. Την ένδειξη για τη θέση
Αμπέλια οφείλω στο συνάδελφυ
Ἰωυκείμ Παπάγγελο.
Μυκηναϊκά στοιχεία στην Κεντρική Μακεδονία
1403
δεν σημαίνει, όµως, ότι ακριβώς µε την παρουσία tov δυναμικού νέου νότιου πολιτισμού στα παράλια δεν δροµολογήθηκαν --έστω περιορισµένες--ανακατατάξεις στην εξέλιξη των οικισμών. Αντίθετα, υπήρξαν κάποιες µεταβολές στον παραδοσιακό χαρακτήρα του τόπου και ακολούθησαν εξειδικεύσεις και καινοτομίες. Επιβεβαίωση τέτοιων μεταβολών έχουµε στον Kaotavé®, ενδείξεις στη Μένδηδ και την Τορώνηῖ Χαλκιδικής. Χωρίζοντας τις θέσεις Ύστερης Εποχής Χαλκού της Κεντρικής Maκεδονίας σε παράκτιες, εκείνες στον κάτω ρου ποταμών και σε εκείνες της ενδοχώρας, κατανοούµε τη δυνατότητα πρόσβασης των επισκεπτών, και των «μυκηναίων», από τη θάλασσα και το βαθµό δυσχερειών επαφής, οι οποίες στηρίζονται σε καθαρά γεωμορφολογικές αιτίες (av και τα σημερινά αρχαιολογικά δεδοµένα δεν επιτρέπουν την αποσαφἠνισή τους). Δεν είναι εντούτοις απρόσμενο στον Καστανά, όχι µακριά από τις αρχαίες εκβολές του πλωτού Αξιού, να παρατηρείται το φαινόμενο της σταδια“ng μυκηναϊκής διείσδυσης, σε βαθµό που να επηρεάζεται η παραγωγική δραστηριότητα στον τοµέα της κεραµεικής µέχρι τα γεωμετρικά και αρχαϊκά χρόνια. Δεν είναι επίσης παράξενο που στην ΄Όλυνθο (κοντά στον ΄Αγιο Μάμαντα), στη Μένδη και στην Τορώνη αναπτύσσονται σηµαντικότατες αποικίες [αστικά κέντρα στα κλασικά χρόνια, αφού προηγήθηκε η εµπειpia της µυκηναϊκής παρουσίας. Ενδέχεται σε τέτοιες θέσεις να λειτούργησαν κατά την Ύστερη Εποχἡ Χαλκού λιμάνια, καταφύγια για κάποιες χρονικές περιόδους, εγκαταστάσεις για επιδιόρθωση ἡ κατασκευή πλοίων, για ανεφοδιασμό σε τρόφιµα-νερό, για προμήθεια τοπικών υλών και προϊόντων, εμπορικοί σταθμοί, σηµεία ταξιδιωτικών στάσεων, πειρατικά κρυσφύγετα. Βέβαια, στη συζήτηση για τις θέσεις υπεισέρχεται και το θέµα των µεγεθών των οικισμών. Αξιοχώρι, Πεντάλοφος, Τούμπα Θεσσαλονίκης, ΄Αγιος Μάμας φανερώνονται σημαντικότεροι σε σχέση µε άλλους κοντινούς τους}. Είναι γι αυτό λογικό να υποθέσουµε την ύπαρξη κάποιων κύριων και κάποιων δευτερευόντων οικισμών, µε πιθανή κάποια µορφή εξάρτησης o1Koνομικῆς και πολιτικῆς τάξης. 11. Συνέπειες Η εικόνα
στις παραγωγικές
εκδηλώσεις
που έχει διαμορφωθεί
σχετικά µε τη μυκηναϊκή
παρουσία
8. Hänsel 1979, 1982a, 19820, 1988: Podzuweit 1979, 1986’ Hochstetter 1982a, 19820, 1984: Kilian 1988. 9. BoxotoxovAou 1987, 280-282. 10. KapxitoyAov-Papadopoulos 1988. 11. Ανδρέου-Κωτσάκης 1986: Κωτσάκης-Ανδρέου 1987.
1404
Κώστας
Lou org
στην Κεντρική Μακεδονία, αλλά που µπορεί να ισχύει για μεγάλο μέρος της Μακεδονίας, εξαρτάται από γνωστά δεδοµένα1Σ. Μυκηναϊκά ευρήµατα στην Κεντρική Μακεδονία χρονολογούνται από το
150 (YEI) ως τον
120 (ΥΕΠΙΓ)
αιώνα.
Η διείσδυση
μυκηναϊκού
υλικού
πρώτα στα παράλια και στον κάτω ρου ποταμών και µετά στην ενδοχώρα
12. Με βάση τις πληροφορίες που παρέχονται στη βιβλιογραφία της ann. 6: a) Σηµάδια
B) y)
5) €)
πρώιµων
επαφών
έχουµε
στον
Καστανά
—
ένα χρυσό
μυκηναϊκό
κόσμημα
ΥΕ I — και στην Τούμπα Θεσσαλονίκης — όστρακα επείσακτης µυκηναϊκής κεραµεικής ΥΕΙ-Π. Σποραδικές μαρτυρίες κεραµεικής YEMA2 εντοπίζονται στην Τούμπα Παιονίας και στην ΄Ασσηρο. Επείσακτη μυκηναϊκή κεραµεική ΥΕΙΠΒ βρέθηκε στις παραθαλάσσιες θέσεις ΄Αγιος Μάμας, Μένδη, Τορώνη, Τούμπα Θεσσαλονίκης (Καλαμαριάς), Καραμπουρνάκι, Γκόνα, Σέδες, Λιβαδάκι (Toalp), στην παραποτάµια θέση Καστανάς, στις θέσεις του εσωτερικού ΄Ασσηρος, Περιβολάκι (Σαράτσι), Λιμνότοπος (Βάρδινο), Αξιοχώρι (Βαρδαρόφτσα), Καλίνδρια (KiAivtip), Τσαουσίτσα (Καστρί Ποντοηράκλειας), Ξυλοκερατιά (Γιατζιλάρ). Μυκηναϊκά αγγεία, όπως κύλικες, σκύφοι, αμφορίσκοι, έχουν σχήματα και διακοσμήσεις, που ανακαλούν τυπολογικά δείγματα and Κύπρο, Κρήτη, Ρόδο, Κω, Αργολίδα. Επείσακτη μυκηναϊκή κεραµεική ΥΕΠΙΒ.Γ και I εντοπίστηκε στις θέσεις Καστανάς, Λιµνότοπος, ΄Ασσηρος, Περιβολάκι. Παράλληλα µε την επείσακτη ΥΕΠΙΒ κεραµεική ξεκινάει η παραγωγή και τοπικής µυκηναῖζουσας, που εξαπλώνεται και στην ΥΕΙΓ, σε βάρος τῶν επεἰσακτων, όπως φανερώνουν τα ὀστρακα στην ΄Ασσηρο, το Αξιοχώρι, τον Καστανά, την Καλίνδρια, το Λιµνότοπο, το Περιβολάκι (καθώς και οἱ αποµιµήσεις σε χειροποίητη κεραµεική στην ΄Ασσηρο). Ἑπανάληψη σχημάτων και παραλλαγές θεμάτων διακόσμησης and μυκηναϊκά αγγεία συναντάµε επίσης σε θέσεις όπως ΄Αγιος Μάμας, Φλογητά, Bepyià, Σέδες,
Κουφάλια
Α,
Βαλτοχώρι,
στ) Στο Αξιοχώρι, η μυκηναῖζουσα στον
Καστανά
και χειροποίητα υπομυκηναϊκοί
Τσαουσίτσα.
κεραµεική
επαναλαμβάνονται
σχήματα
δεν υπερβαίνει χρονικά την YELIT, ενώ της
ραβδωτά αγγεία της Πρώιμης σκύφοι
εντάσσονται
στην
YEMT2
µαζί
µε
πρωτογεωµετρικά
Εποχἠς Σιδήρου και στο Λιμνότοπο
παράδοση
τῶν
απομιµήσεων.
Ὁ Δύο νέες κατηγορίες κεραµεικής ενσωματώνουν κατά την Πρώιμη Εποχή Σιδήρου στα σχήματα και τη διακόσμησή τοὺς στοιχεία μυκηναϊκής παράδοσης: η τροχήλατη ερυθρὀχρωµη (γνωστή and Αξιοχώρι και Τσαουσίτσα) και η ευρύτατα διαδεδοµέvn αμαυρόχρωμη (matt-painted). η) Σποραδικά όπλα. εργαλεία και κοσμήματα μυκηναϊκού τύπου στο μακεδονικό χώρο δηλώνουν περιορισμένη χρήση του χαλκού. Στην ΄Ασσηρο, θραύσματα από λίθινες μήτρες για σµίλες, οπείς, αιχμή γαστἠρια.
δόρατος
επιβεβαιώνουν
την υπόθεση
για τοπικά ερ-
8) Μικρό πήλινο ειδώλιο αλόγου und τον ΄Αγιο Mupuuvta και μαρμάρινη λαβή ξίφους uno την “Aconpo συμπληρώνουν τω διΐγματα των επαφών pe το μυκηναϊκό κόσμο.
Μυκηναῖκά
στοιχεία στὴν Κεντρική Μακεδονία
1405
αφήνει ἐρωτήματα για την αρχική φάση των επαφών κατά των YEI, II και ΠΙΑ. ενώ κατά την YEIIB µέχρι την YEIIIT (13ο και 120 αιώνα), οἱ επαφές / σχέσεις προδίδουν πρώτα αμεσότητα που αφορά στις δύο πλευρές, το paκεδονικό καιτο μυκηναϊκό /αιγαιακό κόσµο, Και µετά περιορίζονται σε στενά γειτονικές. Ένα δίκτυο εσωτερικών διαδρομών ανάµεσα σε διάσπαρτες κοινότητες διαφαίνεται στα υστερονεολιθικά χρόνια και στην Πρώῖμη Εποχή Χαλκού, όταν πολιτισμικά στοιχεία Κεντρικής Ευρώπης και Βαλκανίων συναντώνται µε στοιχεία θεσσαλικά, βορειοανατολικού Αιγαίου, βορειοδυτικών παραλίων Μικράς Ασίας και νοτιοελλαδικά στην εγχώρια κεραµεική της Μακεδονίας, διαμορφώνοντας τη λεγόμενη πολιτιστική κοινήδ. Συνεπώς, µία εσωτερική διακίνηση λειτούργησε πριν και κατά τη διάρκεια των puκηναϊκών εισαγωγών, πράγμα για το οποίο μαρτυρούν τα δεδοµένα, τα οποία όμως είναι περιορισμένα για να δώσουν σαφή διάσταση του φαινομένου. Το πολιτισμικό σύνολο της Μακεδονίας δεν είναι ενιαίο και χρειάζεται περαιτέρω έρευνα, προκειµένου να μελετηθεί η διαφορετική ποιότητα των «μυκηναϊκών» στοιχείων κατά την Ύστερη Εποχή Χαλκού, όταν παρατηρούνται αξιοσημείωτες εντάσεις στις σχέσεις και οι επαφές εισέρχονται σε πολυπλοκότερη διάρθρωση. H ουσιαστικότερη συνέπεια στην Κεντρική Μακεδονία απὀ τις επαφές µε το μυκηναϊκό κόσµο εντοπίζεται στην κεραµεική (Πίν. 1, 2, 3, 4, 5)14. Η υιοθέτηση μυκηναϊκών σχημάτων, n επεξεργασία του πηλού, της όπτησης, η χρήση του τροχού, καθώς και η ευρεία παραγωγή και διάδοση αποτελούν όψεις του ίδιου φαινομένου. Αν και δεν είναι ξεκάθαρο το είδος των επαφών και η µορφή των σχέσεων ανάµεσα στους δύο κόσμους, τίθεται σειpà προβλημάτων ερμηνείας του αρχαιολογικού υλικού, όπως της τοπικής κεραµεικής που αντέγραφε μυκηναϊκά πρότυπα. Οι περιπτώσεις Καστανά!δ, Ασσήρου:ὸ και Αξιοχωρίου!ῖ είναι ενδεικτικές πάνω στο θέµα. 13. Πρβλ. Wardle 19828, 38-40 Κουκούλη 1988, 17-18: Ανδρέου-Κωτσάκης 1986. 14. Πρβλ. Heurtley 1939, 96, 217: 414, 222: 441, 223: 442-448, εικ. 86 (i), 86 (ii), 96, 224: 451, 454, 226: 458. Κουκούλη 1984, 905-936, ὁπου και βιβλιογραφία. 15. Στον Καστανά, αφού n επείσακτη κεραμεική YEIIIB είχε φθάσει ὡς 15%, eupaviζεται η τοπική μυκηναΐζουσα. H επείσακτη ακολούθως περιορίζεται και επιβάλλεται εκείνη του τοπικού εργαστηρίου στην YET. Στην Πρώιμη Εποχή Σιδήρου εξακολουθεί η τοπικἡ κεραµεική αντιγράφοντας σχήματα της YENIT2, η οποία προωθείται µέχρι ta αρχαϊκά χρόνια. Πρβ. ony. 8 και Κουκούλη 1984, 803-805, 910-911. [Ανάλογη περίπτωση συναντάται στη Μένδη Χαλκιδικής, σύμφωνα µε πληροφορίες που παραχώρησε ευγενικά η κ. I. Βοκοτοπούλου]. 16. Στην ΄Ασσηρο, η επείσακτη ΥΕΠΒ κεραµεική συνυπάρχει µε την αντίστοιχη τοπική και n επείσακτη
ΥΕΙΠΙΓ σπανίζει και υποσκελίζεται ποσοτικά από την τοπικὴ
pu-
1406
Κώστας
Σουέρεφ
ME τις τρεις αυτές περιπτώσεις οδηγούμαστε σε κάποιες εκτιμήσεις: a) Σηµαντικότερος οικισμός διαφαίνεται εκείνος του Καστανά, στον κάτω pov του Αξιού ποταμού. O οικισμός της Ασσήρου, στη λεκάνη του Λαγκαδά, και ακόµα πιο βόρεια του Αξιοχωρίου ανήκουν πιθανότατα σε δίκτυο διαδρομών κατά µήκος παραποτάµιωῶν περασµάτων και µέσω κοιλάδων, γνωστό απὀ την τρίτη χιλιετία. B) Ἡ τοπική παραγωγή εµφανίζεται και στις τρεις θέσεις, pati µε επείσακτη κεραµεική της ΥΕΙΠΙΒ, πράγμα που σηµαίνει ότι µε την πύκνωση της µυκηναϊκής παρουσίας στα µακεδονικά παράλια, εμφανίζεται και η ανάλογη τοπική αντίδραση, που καλύπτει τη ζήτηση µε δική της παραγωγή, χωpis οὐσιαστική καθυστέρηση στην υιοθέτηση των τεχνικών στοιχείων. y) Τα τοπικά αγγεία μυκηναϊκού τύπου διακινούνται περισσότερο προς το εσωτερικό, ενώ τα επείσακτα έχουν αραιότερη παρουσία, όσο η απόσταση από τα πλωτά ποτάμια και τη θάλασσα αυξάνει. δ) Εργαστήρια τοπικής µυκηναϊκής κεραµεικής πιθανολογούνται στον Καστανά, στην ΄Ασσηρο, στα παράλια της Χαλκιδικής. Κατά τα φαινόμενα, ανάµεσα σε κέντρα των παραλίων και της ενδοχώρας εξασφαλιζόταν η επικοινωνία and δρόμους καθορισµένων διαδρομών, ὅπως εκείνων που σχημάτιζαν οἱ προσχώσεις των ποταμών ἡ εκείνων που είχαν σταθεροποιήσει οι βοσκοί µε τα κοπάδια τους. Οι εσωτερικές διασυνδέσεις πύκνωσαν προοδευτικἀ κατά την Ύστερη Εποχή Χαλκού και ασφαλώς µια τέτοια ανάπτυξη επέφερε επιπτώσεις ὀχι µόνο στις τοπικές παραγωγές της κεραµεικἠής και της µεταλλοτεχνίας στη Μακεδονία, αλλά συνέβαλε στη διαµόρφωση κοινών στοιχείωνῖδ του βορειοελλαδικού χόρου και των νοτιοδυτικών Βαλκανίων, µε αναλογίες µέχρι τα νησιά του Ἰονίου και τη νοτιο-ανατολική Ιταλία. Από την άλλη πλευρά, οι επαφές µε τον κόσµο του Αιγαίου ευνόησαν την επιτάχυνση σε αυτή την περιοχή µιας συγκλίνουσας πολιτισμικής διαδικασίας, αφού οι επαφές επέδρασαν ταυτόχρονα στο κοινωνικό επίπεδο.
κηναῖζουσα
και
από
«αδρές»
μιμήσεις.
Mp.
Wardle
1980,
1982a,
38-45,
1982b,
1983,
1987: Κουκούλη 1984, 800-801, 909. 17. Στο Αξιοχώρι, µια άλλη θέση στην ενδοχώρα της Κεντρικής Μακεδονίας, n YEDIB κεραμεική είναι επείσακτη και τοπική, αλλά n δεύτερη σε υψηλότερο ποσοστὀ. ΗΥΕΠΗΠ μυκηναΐζουσα κεραµεικὴ αντικαθίσταται στην Πρώιμη Εποχἡ Σιδήρου από τροχήλατη ερυθρόχρωµη που ενσωματώνει μυκηναϊκά στοιχεία. Πρβλ. Heurtley 1939, 36-3% Kovκούλη 1984, 798-800. 18. TIpß. Kilian 1982 (1983): Harding 1984: Σουέρεφ 1986, 141-143, 1988. Δημακοπούλου 1988’ Hansel 1988.
Μικηναϊκά
πτοιχεία στην Κεντοική Μακεδονία
1407
II. Συνέπειες στη δοµή των κοινοτήτων Η συνάντηση της Κεντρικής Μακεδονίας µε το πιο σύνθετο μυκηναϊκό πρότυπο προώθησε νέα στοιχεία στη ζωή των κοινοτήτων, που μπορούμε να αναζητήσουμε, µέσα από αρχαιολογικές ενδείξεις, σε µικροπρόθεσµες ἡ µακροπρόθεσµες επιπτώσεις σε σχέση µε το χρόνο της ουσιαστικής επαφής. Η παραγωγή τροχήλατης και χειροποίητης κεραµεικής μυκηνα[κού τύπου, για παράδειγµα, στην Κεντρική Μακεδονία απηχεί ασφαλώς επιρροές σε κοινωνικό επίπεδο. Εξειδίκευση παλιών εργαστηρίων ἡ {δρυση νέων απαιτεί πρόσθετα χέρια και νέα συμφέροντα αναμορφώνουν την απλούστερη παραδοσιακή διάρθρωση του οικισμού. Εξάλλου, στον παράκτιο οικισμό του Αγίου Μάµαντα Χαλκιδικής εντοπίστηκε, εκτός από την επείσακτη και τοπική κεραµεική ΥΕΠΙΒ, ένα µυκηναϊκό πήλινο ειδώλιο αλόγου, που χρονολογείται στην ίδια repiodo!?. To ειδώλιο από τον ΄Αγιο Mänavra µπορεί να συγκριθεί µε παρόμοια από µυκηναϊκά κέντρα». Πρόκειται για αντικείµενο που σχετίζεται ίσως µε κάποια δοξασία και υλοποιούσε ανάγκη ιδεολογικού χαρακτήρα, είτε σε ατομικό, είτε σε o1Koγενειακό, είτε σε κοινοτικό επίπεδο. Ίσως, ακόμη, το στοιχείο αυτό προδίδει µια ιδιαιτερότηταΣϊ της κοινότητας του Αγίου Μάμαντα, σε σχέση µε εκείνες της ενδοχώρας. Δεν αποκλείεται η σύνθεση των κατοίκων va περιλάµβανε και φορείς μυκηναϊκού πολιτισμού, που εργάζονταν στο σταθµό αὐτό της Χαλκιδικής. Ανάλογες ενδείξεις απὀ την ιδεολογική διαµόρφωση των κατοίκων έχουµε στον Kactava™, όπου γίνεται εμφανής η «παρέμβαση» μυκηναϊκών στοιχείων στην οικονοµία και κατά συνέπεια στην κοινωνική οργάνωση, στον πολιτικό έλεγχο. H άνοδος µιας κατηγορίας αρχόντωνΏ στα πλαίσια της κοινωνικής σύνθεσης, όπως αυτή διαμορφώνεται στην Ύστερη Εποχή Χαλκού, δεν εἰναι άσχετη από ανάγκες διανομής προϊόντων εργαστηρίων και καρπὠν εµπορίου εντός και εκτός Κεντρικής Μακεδονίας και από προσπάθειες για πιο συστηµατική αξιοποίηση και φύλαξη της γεωργικής και κτηνοτροφικής
παραγωγής. 19. 20. 21. Ἰταλίας 22. 23.
Heurtley 1939, 231, εικ. 104y° Κουκούλη 1988, 20, French 1971: Crouwel 1981: O Mux. Κόσμος 1988, 135:74, 229:215-217, 242:240, Για σχετική περίπτωση oto Scoglio del Tonno στον Κόλπο του Τάραντα της NA πρβ. Vagnetti 1982, 1983. Βλ. ony. 8 και επίσης Κουκούλη 1988, 20. Tipp. Ανδρέου-Κωτσάκης 1986.
1408
Κώστας
Zorkorg
Σε κάθε περίπτωση, propovue va διατυπώσουμε την άποψη ὀτι στην Κεντρικἠ Μακεδονία: α) Η δοµή κάθε κοινότητας ανταποκρίνεται στο παραδοσιακό πρότυπο οργάνωσης, χωρίς να αποκλείεται ενίοτε µια τάση προς το μυκηναϊκό πρότυπο. β) Οι επαφές µε το μυκηναϊκό κόσµο ερμηνεύονται στο πλαίσιο µιας οικονοµικής, κοινωνικής και πολιτικῆς επανοργάνωσης, ιδιαίτερα όσον αφορά στις κοινότητες που ἦταν εγκατεστημένες στα παράλια ἡ στον κάτω ρου ποταμών και στις εκβολές τους. Λείπουν ακόµα πολλά στοιχεία µελέτης, προκειµένου να αποσαφηνιστούν συνολικά οἱ ιστορικές αναφορές, που χαρακτηρίζουν τις θέσεις στα παράλια και στο εσωτερικό της Μακεδονίας. Ποσοστιαίες αναλογίες κατηγοριών κεραµεικἠς και η δυναμική της παρουσίας κάθε µιας απ᾿ αυτές σε σχέση µε τις άλλες, απὀ τόπο σε τόπο, μπορούν να πληροφορήσουν περαιτέρω για το ρόλο των οικισμών και το οικονομικό - κοινωνικό πρότυπό τους. Στο πλαίσιο τέτοιων προβληματισμών ενδέχεται να συναντήσουμε περιπτώσεις παράκτιων κέντρων χωρίς ουσιαστικές ανταλλαγές µε κέντρα του μυκηναϊκού κόσμου, πράγμα που θα οδηγούσε στη διερεύνηση της σχέσης ανάµεσα στα τελευταία αυτά κέντρα και παράκτιους οικισμούς µε διαφορετικά συστήµατα πολιτικού ελέγχου. ΙΣΤ’
Εφορεία
Προϊστορικών
* Φωτογραφίες ται
στο
πινάκων:
Αργαιολογικὸ
και
Κλασικών
Κωστής
Μωνσνίο
«Ίρχαιοτήτων
Τουτουντζίδης.
Θισσαλονίκης.
Tu ευρήματα
των πινάκων εκτίθεν-
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Lrvropoyoagle = Ani
: The
AAA
Antiquaries
Journal
: Αρχαιολογικά Avadexta εξ {θηνών
AEpnn
: Αρχαιρλογική Ἐφημερίς
BalkSı
: Balkan Studies
BSA BCH JbZMusMainz PZ
: : : :
The Annual of the British School at Athens Bulletin de correspondance hellénique Jarhbuch des Römisch-Germanischen Zentral Museums, Prihistorische Zeitschrift
Mainz
Ανδρέου-Κωτσάκης 1986: I. Ανδρέου - K. Κωτσάκης, «Διαστάσεις tov χώρου στην Kevτρική Μακεδονία: ἀποτύκωση της ενδοκοινοτικής καὶ διακοινοτικής χωροορ-
γάνωσης», Aunrds, Θεσσαλονίκη 1986, 57-88. Γραμμένος 1979: A. Γραμμένος, «Τύμβοι της Ὕστερης Εποχής του Χαλκού και άλλες apχαιότητες στην περιοχή του Νευροκοπίου Δράμας», A Εφημ 1979, 26-71.
——
1984: A. Γραμμένος, Νεολιθικές έρευνες στην Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία,
Θεσσαλονίκη 1984 (Διδ. Διατρ.). Δημακοπούλου 1988: K. Δημακοπούλου, «Ἡ μυκηναϊκή κεραµεική», O Μυκηναϊκός Κόσµος, Αθήνα 1988 (Κατάλογος Έκθεσης Βερολίνου), 56-59. Καμκίτογλου-ΡΒαραάορου]ος 1988: A. Καμπίτογλου - J. Papadopoulos, «Τορώνη», Αρχαία Μακεδονία, Αθήνα 1988 (Κατάλογος Εκθέσεων Αυστραλίας), 45-47. Κουκούλη 1984: X. Κουκούλη-Χρυσανθάκη, Πρωτοϊστορική Θάσος I, Καβάλα 1984 (Aw. Διατρ.). —— 1988: X. Κουκούλη-Χρυσανθάκη, «Ἡ Μακεδονία στην Εποχή του Χαλκού», Αρχαία Μακεδονία, Αθήνα 1988, 16-21. Κωτσάκης-Ανδρέου 1987: K. Κωτσάκης -Σ. Ανδρέου, «Προκαταρκτικές παρατηρήσεις
για την οργάνωση του χώρου στην προϊστορική Τούμπα Θεσσαλονίκης», Το Αρχαιολογικό ᾿Εργο στη Μακεδονία και Θράκη, 1, 1987, 223-229. Πέτσας 1953-54: Φ. M. Πέτσας. «Μυκηναϊκά ὀστρακα εκ Κοζάνης και Παιονίας», A φημ 1953-54, 113-120. Ρωμαίος 1941: K. Ῥωμαίος, «Ανασκαφή στο Καραμπουρνάκι της Θεσσαλονίκης», Επιτύμ-
βιον Χρήστου Τσούντα,
Αθήνα
1941, 158-187.
Σουέρεφ 1986: Κ. Σουέρεφ, Μυκηναϊκές μαρτυρίες από την 'Hnewo, Θεσσαλονίκη 1986 (Διδ. Διατρ.). —— 19817: Κ. Σουέρεφ, «Ανασκαφή στην 056 Ορτανσίας της Τούμπας Θεσσαλονί-
mo,
Το Αρχαιολογικό ΄Εογο στη Μακεδονία και Θράκη, 1, 1987, 235-245. 89
1410
Κώστας
1983 (1986): Macedonia Casson 1919-21: 5. 1923-24: S.
BEE
Bouzek
Crouwel
Vovéory:
J. Bouzek, «Macedonia and Thrace in the Early Iron Age», Ancient IV, 1983, Thessaloniki 1986, 123-132, Casson, «Excavations in Macedonia», BSA, 24, 1919-21. Casson, «The Bronze Age in Macedonia», Archaeologia, 74, 1923-24.
1923-25: S. Casson, «Excavations in Macedonia
Ib, BSA,
1926a:
AntJ,
S. Casson,
«Excavations
in Macedonia»,
26, 1923-25,
6, 1926,
1-29.
59-72.
1926b: 5. Casson, Macedonia, Thrace and Illyria, London 1926 (19713). 1981: J. H. Crouwel, Chariots and other means of land transport in Bronze Age Greece,
Allard
Pierson
Series,
3,
1981.
Desborough 1964: V. R. D’A. Desborough, The last Mycenaeans and their successors, Oxford 1964. French 1966: D. H. French, «Some problems in Macedonian Prehistory», BalkSr 7, 1966, 103-110. —— 1967: D. H. French. Index of prehistoric sites in Central Macedonia, Unpublished typescript, 1967. — 1971: E. B. French, «The development of Mycenaean terracotta figurines», BSA, 66, 1971, 101-184. Gardner et al. 1918-19: E. A. Gardner, S. Casson, F. N. Pryce, «Macedonia Il. Antiquities found in the british Zone 1915-19», BSA, 23, 1918-19, 10-43. Hammond 1972: N. G. L. Hammond, A History of Macedonia, I, Oxford 1972. —— 1982: N. G. L. Hammond, «Illyris, Epirus and Macedonia in the Early Iron Age»,
Cambridge Ancient History, Ul, 1, 1982, 619-656. Hänsel
1979: B. Hänsel, 1975-78»,
——
—— —
«Ergebnisse
JbZMusMainz,
26
der Grabung 1979,
”
bei Kastanas
in Zentralmakedonien
167-202.
1982a: B. Hänsel, «Siedlungskontinuität im Spätbronzezeitlichen und Früheisenzeithichen Nordgriechenland», Thracia Praehistorica, Suppl. Pulludeva, 3, 1982, 270-287. 1982b: B. Hänsel, «Sudosteuropa zwischen 1600 und 1000 v. Chr.», Prähistorische Archäologie in Südosteuropa, 1, Berlin 1982, 1-38. 1988: B. Hänsel, «Μυκηναϊκή Ελλάδα και Ευρώπη», O Μυκηναϊκός Κόσμος, Αθήνα 1988, 66-68.
Harding 1984: A. F. Harding, The Mycenaeans and Europe, London 1984. Heurtley 1925-26: W. A. Heurtley, «Report on an excavation at the Toumba of Vardino, Macedonia», Annals of Archaeology and Anthropology, 12-13, 1925-26, 15-36. — 1927: W. A. Heurtley, «Early Iron Age from Macedonia», AntJ, 7, 1927, 44. —— 1939: W. A. Heurtley, Prehistoric Macedonia, Cambridge 1939.
Heurtley-Hutchinson
1925-26:
W. A. Heurtley - R. H. Hutchinson,
tions at the Toumba and Heurtley-Radford 1927-28: W. A. in Chalcidice», BSA, 29, —— 1928-30: W. A. Heurtley of
Saratsi»,
BSA,
30,
«Report on excava-
Tables of Vardaroftsa, I», BSA, 27, 1925-26, 1-66. Heurtley-C. A. R. Radford, «Two prehistoric sites 1927-28, 117-175. C. A. R. Radford, «Report on excavations at Toumba
1928/29-1929/30,
113-150.
i
Hochstetter 1982a: A. Hochstetter, «Spätbronzezeitliches und Fruheisenzeitliches Formengut in Macedonien und im Balkanraun», Prähistorische Archaeologie in
Sidosteuropa, --—
1,
1982,
99-118.
19820: A. Hochstetter, «Die mattbemalte Keramik Herkunft und locale Ausprägung», PZ, 57, 19822,
i in Nord-Griechentand, 201-219.
ihre
Moeyralsa ——
στοιχεία
στην
Κεντρική
Μακεδονία
1411
1984: A. Hochstetter, «Kastanas, Die Handgemachte Keramik», Prähisiorische Archaeologie in Südosteuropa, 3, 1984. Hope Simpson 1965: R. Hope Simpson, A Gazetteer and Atlas of Mycenaean Sites, London 1965. Kilian 1982 (1983): K. Kilian, «Civiltà micenea in Grecia: nuovi aspetti storici ed interculturali», Magna Grecia e Mondo Miceneo, Taranto 1982 (1983), 53-96. —— 1988: K. Kilian, «H Μυκηναϊκή Αρχιτεκτονική», O Μυκηναϊκός Κόσμος, Αθήνα 1988, 30-35. Korkuti 1982: M. Korkuti, «Die Siedlungen der Spaten Bronze — und der Frühen Eisenzeit in Südwest Albanien», Prähistorische Archäologie in Südosteuropa, 1, 1982, 235-253. Pazaras 1974: T. Pazaras, «A note on the names of the prehistoric sites along the east coast of the Gulf of Thermaikos from the promontory of Turla to Nea Kallikratia», AAA, 7, 2, 1974, 268-273. Picard 1918-19: C. Picard, «Macedonia I. Les recherches archéologiques de l'armée francaise en Macedoine 1916-19», BSA, 23, 1918-19, 1-9. Podzuweit 1979: C. Podzuweit, «Spätmykenische Keramik von Kastanas», 702 Mus Mainz, 26, 1979, 203-223. —— 1983 (1986): C. Podzuweit, «Der Spitmykenische Einfluss in Macedonien», Ancient Macedonia IV, 1983, Thessaloniki 1986, 467-484. Rey 1917-19: L. Rey, «Observations sur les premiers habitats de la Macédoine», BCH, 1917-19, 91-109. Stefanovich 1971 (1973): R. Stefanovich, «Some balcan elements in the Aegean Migrations», VIII Congrès Intern. des Sc. Preh. e Protoh., Beograd 1971, t. 3, Beograd 1973, 148-159. Sueref 1988: C. Sueref, «La presenza micenea in Macedonia centrale e in Calcidica», Arte dei Macedoni dall'età micenea ad Alessandro Magno, Atene/Salonicco 1988 (Catalogo Mostra Bologna), XXV-XXVII. Vagnetti 1982: L. Vagnetti, «Quindici anni di studi e ricerche sulle relazioni tra il mondo egeo e l’Italia protostorica”, Magna Grecia e Mondo Miceneo, Nuovi documenti, Taranto 1982, 9-40. —— 1983: L. Vagnetti, «Le relazioni tra il mondo miceneo e l’Italia alla luce della ricerca archeologia», Megale Hellas, Milano 1983, 717-720. Wace 1913-14: A. J. B. Wace, «Mounds of Macedonia», BSA, 20, 1913-14, 123-132. Wardle 1980: K. Wardle, «Excavations at Assiros 1975-79», BSA, 75, 1980, 229-265. —— 1982a: K. Wardle, «Πρώιμοι Χρόνου, Μακεδονία, Αθήνα (Εκδοτική) 1982, 30-45. —— 1982b: K. Wardle, «Prähistorische Siedlung at Assiros», Palast und Hütte, Mainz 1982, 87-91. —— 1983: K. Wardle, «Assiros», Ancient Macedonia, IV, 1983, Thessaloniki 1986, 291-305. —— 1987: K. Wardle, «Excavations at Assiros Toumba 1986, A preliminary report», BSA, 82, 1987, 313-329,
1412
Kooras Lovtueg
025
023
022 03
014
426 en
Ἵ 010
4 ο 18
°
.5
.19
«21 9 0?
08
οὐ
vili
ή 912 6 24
a
016
15
1. Άγιος Μάμας, 2. Αμπέλια Περιστεράς, 3. Αξιοχώρι (Βαρδαρόφτσα), 4.΄Ασσηρος 5. Βαλτοχώρι, 6. Βεργιά, 7. Γκόνα, 8. Θέρμη (Σέδες), 9. Καραμπουρνάκι, 10. Καστανάς 11. Κουφάλια, 12. Κριτσανά, 13. Λιβαδάκι (Toalp), 14. Αιμνότοπος (Βάρδινο), 15. Mévδη, 16. Μολυβόπυργος, 17. Νέοι Επιβάτες, 18. Πεντάλοφος, 19. Περιβολάκι (Σαράτσι). 20. Τορώνη, 21. Τούμπα Θεσσαλονίκης (Καλαμαριάς), 22. Τούμπα Παιονίας. 23. Τσαουσίτσα (Καστρί Ποντοηράκλειας), 24. Φλογητά, 25. Καλίνδρια (Κιλιντίρ), 26. Ένλοκε ρατιά
(Γιατζιλάρ).
Σχ. 1. Οέσεις Ύστερηῃς {᾿ποχής λαλκού µε ευρήματα μυκηναϊκῆς τυπολογίας στην Κεντρική Γεντρική Maxedoria Maxedovia (θέσεις (θέσεις π που ἀναφέρονται a στο x εἰμενο). 0
Μυκηναϊκά
στοιχεία στην Κεντρική Μακεδονία
Πίν. 1. Κεραμεική μυκηναϊκής τυπολογίας από ’᾿4σσηρο (επείσακτη).
1413
Hiv, 2. Κεραμεική μυκηναϊκής τυπολυγίας από Καραμπουρνάκι.
λυκηναϊκά στοιχεία στην Πεντρική Μακεδονία
Illy,
3.
Κεραμεική
μυκηναϊκής
τυπολογίας
από
Περιβολάκι.
1415
1416
Illo. 4. Κεραμεική μυκηναϊκής τυπολογίας από Καστανά (a, β) και Γκόνα (y).
Μυκηναῖκά στοιχεία στὴν Κεντρική Μακεδονία
1417
Hiv. 5. Κεραμεική μυκηναϊκής τυπολογίας από Περιβολάκι (a) και 'Acango (β).
79
ΟΙ ΜΟΥΣΕΣ ΑΠΟ TO ΩΔΕΙΟ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ: ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΔΙΑΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΤΙΡΙΟΥ"
Θεοῦ.
Στεφανίδου-Τιβερίου
To 1962 βρέθηκαν στο μικρό ωδείο που πλαισιώνει από τα ανατολικά την αρχαία αγορά της Θεσσαλονίκης τρία ακέφαλα γυναικεία αγάλματα, που σωστά αναγνωρίστηκαν ὡς Μούσες!. H µια από αυτές (Εικ. 1) κρατά κιθάρα και πλήκτρο, µπορεί λοιπόν χωρίς ενδοιασμούς να ταυτιστεί µε την Ερατώ, τη Μούσα της λυρικής ποίησης, σύμφωνα µε την αποκρυσταλλωμένη πια στα προχωρημένα αυτοκρατορικά χρόνια εικονογραφία των Μουσώνξ. O αγαλµατικός τύπος της Μούσας αυτής, που ανάγεται στην πρώιμη πιθανόν ελληνιστική εποχή, αντιπροσωπεύεται από µια σειρά αντιγράφων, ένα από τα σημαντικότερα είναι αυτό του Βατικανού». Οι άλλες δύο Μούσες δεν σώζουν τα διακριτικά τους σύμβολα, μπορούν όµως και αυτές να ταυτιστούν, όπως νομίζω, µε σχετική βεβαιότητα. Ἡ Μούσα που έχει δεμένη στον αριστερό της ὦμο µια δορά γουρουνιού (Εικ. 2), akoλουθεί έναν αγαλματικό τύπο σύγχρονο πιθανόν µε τον προηγούμενο. Ένα άγαλμα στην Κοπεγχάγη είναι το καλύτερο αντίγραφό του!. Στην έρευνα θεωρείται ὅτι ο τύπος αυτός παριστάνει τη Μούσα της Κωμωδίας Θάλεια και ὡς Θάλεια ερμηνεύτηκε και το αντίγραφο της Θεσσαλονίκης». Η δορά * Το Lina avrò γίνεται αντικείµενο πιο διεξοδικἠς συζήτησης σε εκτενέστερη peλέτη που θα δημοσιευτεί στο περιοδικό Εγνατία, τ. 2. Για την άδεια μελέτης και φωτογράφησης των γλυπτών ευχαριστώ την épopo
κ. I. Βοκοτοπούλου.
Για χρήσιμες
συζητήσεις
και υποδείξεις είµαι υποχρεωμένη στους Tl. Ασημακοπούλου-Ατζακά, Epp. Βουτυρά, Γ. Δεσπίνη, A. Μέντζο, X. Μπακιρτζή, A. Παντερμαλὴ και Μ. Τιβέριο, Οι φωτογραφίες εἶναι του Μ. Στεφανίδη. 1. ®. Παπαδοπούλου, AA 18, 1963, Χρονικά 199, riv. 239α-ῇ. Στυλ. Πελεκανίδη, Κέρνος. Τιμητική προσφορά στον καθηγητή Γεώογιο Mnaxaddxn (1972), 127, 132 µε onu. 51. Ch. Bakirtzis, ACIAC X, Β’ (1984), 10 µε onu. 2, εικ. 2α-γ. 2. M. Wegner, «Die Musensarkophage», ASR V3 (1966), 93 κιε. V. M. Strocka, Forschungen in Ephesos VIM/1 (1977), 133 κε. 3. K. M. Türr, «Eine Musengruppe hadrianischer Zeit», MAR X (1971), 17 κιε. και 64 κε. ap.
1-6.
4. Tarr, 0.7. (onp. 3), 49 κιε., 68 ap. 1-8.
5. Παπαδοπούλου, 6.7. (anu. 1), 199.
1420
Θεοῦ.
Lregavidov-TiBeoiov
μας παραπέμπει πράγματι σε µια από τις Μούσες που έχουν άµεση σχέση µε το θέατρο. Όμως εδώ δεν πρόκειται ούτε για τη Θάλεια ούτε για τη Μελποµένη, για καμιά δηλαδή από τις Μούσες που θα έπρεπε να συμπληρωθούν µε προσωπείο στο χέρι, κωμικό ἢ τραγικό». H θέση των χεριών, που στα αντίγραφα του τύπου πέφτουν προς τα κάτω, πολύ κοντά στο σώμα, ενώ επάνω στο ἔνδυμα δεν υπάρχουν
ίχνη από µεγάλο αντικείµενο, κάνουν σχε-
δόν βέβαιη τη συμπλήρωση µε αυλούς. Αυτή επιβεβαιώνεται άλλωστε και από τη σύγκριση µε µορφές Μουσών σε σαρκοφάγους, σε τοιχογραφίες και σε ολόγλυφες παραστάσεις, στις οποίες αναγνωρίζεται µε βεβαιότητα η Ευτέρπη, η Μούσα του τραγικού yopov”. Για την τρίτη Μούσα, που παρέμεῖνε ὡς σήµερα ανώνυμη (Εικ. 3), χρησιμοποιήθηκε ένας κλασικιστικός τύπος, γνωστός στην ἔρευνα ως Υγεία Broadlands®. Οι επαναλήψεις του, κου παρουσιάζουν πολλές και σημαντικές διαφορές μεταξύ τους, παριστάνουν συνήθως την Ὑγεία ἡ την Τύχη, σπανιότερα µια Μούσα». Στο ἀγαλμα της Θεσσαλονίκης η µορφή φέρνει τα δυο της χέρια µπροστά στην κοιλιά, ὁπου σώζονται υπολείμματα από το αντικείµενο που κρατούσε. H ευθύγραμμὴ απόληξή του στην αριστερή πλευρά και το σχήμα και μέγεθος της σπασµένης επιφάνειας µας κάνουν να πιστεύουμε ότι πρόκειται για δέλτο μάλλον παρά για ειλητάριο που θα κρατιόταν µε το αριστερό χέρι, ενώ το δεξί θα πρέπει να συμπληρωθεί µε γραφίδα. Πρόκειται λοιπόν πιθανότατα για τη Μούσα Κλειώ, εικονογραφικά παράλληλα τῆς οποίας βρίσκουμε π.χ. σε ρωμαϊκές σαρκοφάγους ἢ σε τοιχογραφίες!ῦ. Για τα δύο πρώτα αγάλματα των Μουσών ρητά αναφέρεται ότι βρέθηκαν «εντός της ορχήστρας και προ της δευτέρας από N κόγχης και του δευτέρου oixov»!! του προσκηνίου. Δεν υπάρχει λοιπόν καμιά αμφιβολία ὅτι προέρχονται από τη διακόσµηση του σκηνικού οἰκοδομήματος και, σύμφωνα µε το μέγεθός τους —uati µε το κεφάλι θα έφταναν τα 2 pu. περίπου---,
6. Wegner,
ό.π.
(σημ.
2), 99 κ.ε. (Μελπομένη
και Θάλεια).
Strocka, ό.π. (σημ.
2),
134 κι.
7. Wegner, ό.π. (σημ. 2), 103 κ.ε. και πίν. 17, 32, 330 κ.τ.λ. Strocka, ό.π. (onu. 2), εικ. 334.
Μ.
Fuchs,
Untersuchungen
zur
Ausstattung
römischer
Theater
(1987),
92 ΕΠΙ,
πίν. 35, 3-6. 8. EA 4856 αριστ. (G. Lippold). Για τον τύπο βλ. επίσης D. Mustilli,
f/f Museo
Musso-
lini (1939), 68 κ.ε. ap. 10. R. Kabus-Jahn, Studien zu Frauenfiguren des 4. Jhs (1963), 45 κ.ε. G. Traversari, La statuaria ellenistica del Museo Archeologico di
v. Chr. Venezia
(1968), ap. dl. 9. Fuchs, 0.7. (onu. 7), 93 EN3 10. Il.
και ΕΙΙ6, riv. 36,2 και 37,5.
Wegner, 6.7. (any. 2), 107 κ.ε. Strocka, Παπαδοπούλου, 9.7. (σημ. 1), 199,
0.7. (any.
2), 97, cin. 200-201.
Ot
Morarz
απὀ
ὠλείο
Θεσσαλονίκης:
ειτονργικός
didxoapio;
κτιρίου
1421
δεν µπορεί va ἦταν τοποθετημένα στις κόγχες του προσκηνίου αλλά στην πρόσοψη της σκηνής, την scaenae frons. Έχουμε λοιπόν να κάνουµε µε ένα αγαλµατικό σύνολο, που θα πρέπει να υποθέσουµε ότι κατασκευάστηκε για να κοσμήσει εξαρχής το συγκεκριµένο κτίριο. Είναι όµως αυτό πιθανό στη χρονικἠ περίοδο στην οποία τοποθετείται το ὠδείο της αγοράς, συχνά και or ίδιες ot Μούσες, δηλαδή στα χρόνια της Τετραρχίας]2; Θα δυσκολευόταν κανείς πάρα πολύ να εντοπίσει παραδείγματα ιδεαλιστικών yAvπτών μεγάλου μάλιστα μεγέθους στην όψιµη αυτή περίοδο!», δεδομένου ότι η παραγωγή τέτοιων έργων γνωρίζει µεγάλη πτώση ἤδη µετά την περίοδο των Αντωνίνων. Ἔτσι λοιπόν είναι σκόπιμο to χρονολογικό πρόβλημα των Μουσών να αντιμετωπιστεί εξαρχής και συστηματικά. Τα ἀγάλματα των Μουσών συγκρινόμενα µε τα υπόλοιπα αντίγραφα των τύπων στους οποίους ανήκουν, είναι πολύ πιο µετωπικά και ακίνητα ὡς προς το στήσιμο, ενώ και ως προς την απόδοση των µοτίβων τους διακρίνονται για την απλοποίηση και τη σχηµατοποίησή τους. Ta χαρακτηριστικά αὐτά, σε συνδυασμό µε τη μέτρια ποιότητα της λάξευσης, εἰναι ενδεικτικά για την προέλευσή τους από κάποιο τοπικό εργαστήριο, πολύ πιθανόν της ίδιας της Θεσσαλονίκης. Η γενικότερη ακαμψία των έργων οδήγησε πιθανόν στην τόσο όψιµη χρονολόγησή τους, av και αυτή δεν επιχειρήθηκε ανεξάρτητα από τη χρονολόγηση του Ωδείου. Στενή σχέση pe αυτά παρουσιάζει ένα άλλο άγαλμα της Θεσσαλονίκης, ένα γυναικείο πορτραίτο στον τύπο της μικρής Ηρακλειώτισσας (Εικ. 4), που χαρακτηρίστηκε, σε ό,τι αφορά την εργασία του, «provinziell handwerklich»', Σύµφωνα pe την opinio communis των ειδικών, το πορτρέτο αυτό χρονολογείται, µε βάση την κὀμμωσή του, στην πρώιμη εποχἠ των Σεβήἠρων!δ. Η χρονολό"γησή του έχει ιδιαίτερη σημασία για µας, αφού και αυτό προέρχεται χωρίς καμιά αμφιβολία από το ὠδείο της αγοράς, στη θέση του οποίου βρέθηκε το 1944 από Γερμανούς στρατιώτες!ᾶ. Έχει το ἴδιο περίπου ύψος µε ta αγάλ“12. Για τη χρονολόγηση του ὠδείου βλ. παρακάτω σελ. 1423 µε ony. 18. Για τη χρονολόγηση των Μουσών βλ. Πακαδοπούλου, ό.π. (ann. 1), 199 (υστερορρωμµαϊκών χρόνων) και I. Baldassarre, StMisc 22, 1974/75, 29 ann. 48 (età tetrarchica). 13. Για Eva παράδειγµα βλ. P. Noelke, RM 75, 1968, 182 κ.ε., riv. 70. 14.8). Meischner, Das Frauenporträt der Severerzeit (x. xpov.), 136 κ.ε. Για την πρώτη δημοσίευση
AA
του έργου βλ. 5. Pélékanidis, BCH
73, 1949, 294 κ.ε.
15. Meischner, ό.π. (ann. 14), 136 κ.ε. A. Rasch, JdI 84, 1969, 83. Ὁ. Pandermalis, 1972, 142 κ.ε. K. Fittschen-P. Zanker, Katalog der römischen Porträts in den Capito-
linischen
Museen
und den
anderen
kommunalen
Sammlungen
der
97 ann. 6. ' 16. BA. Bakirtzis, ό.π. (σημ. 1), 10 onu. 2 και X. Μπακιρτζή,
αοχαιολογικαί μελέται (1978), 64 κ.ε., κυρίως 70.
Stadt
Rom
Π|
Πεζά κείμενα
(1983),
µε τίτλο
1422
Θεοῦ. Eregaridor-Tıßeoion
pata των Μουσών και παρουσιάζει επιπλέον κοινά µε αυτά τεχνικά και στυλιστικά χαρακτηριστικά. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτη είναι η υποτυπώδης ανάπτυξη των αγαλμάτων στον χώρο, µε αποτέλεσµα οἱ πλάγιες όψεις τους να παρουσιάζονται εξαιρετικά αβαθείς (Εικ. 5-6). Επιπλέον, τόσο οἱ πίσω όσο και oi πλάγιες όψεις ενµέρει, είναι αδρά λαξευμένες µε χοντρό καλέμι, δηλαδή ηµίεργες. Έχουν αποδοθεί σ᾽ αυτές οι πλαστικοί όγκοι και υὑποδηλώνονται σχεδιαστικά ορισμένα βασικά στοιχεία των ἐνδυμάτων. Δεν έχουue αμφιβολίες λοιπόν ότι τα ἀγάλματα αυτά ήταν εξαρχής προορισµένα να φαίνονται µόνον απὀ την µπροστινή τους όψη, στέκονταν δηλαδή µέσα σε κόγχες]. Σε ό,τι αφορά τις αναλογίες των μορφών, παρατηρούμε ὀτι τόσο στο γυναικείο πορτραίτο όσο και στις Μούσες το σώμα αποδόθηκε µε υπερβολική επιμήκυνση, Ιδιαίτερα μάλιστα οι unpoi είναι δυσανάλογα µακρείς σε σχέση µε τον κορμό, έτσι ώστε το κάτω µέρος εµφανίζεται εξαιρετικά στενό. Στην απόδοση των ἐνδυμάτων, αν συγκρίνουµε το πορτραίτο με τη συγγενέστερη τυπολογικά Μούσα, την Κλειώ (Εικ. 3 και 4), διαπιστώνουµε ομοιότητες στην επιπεδότητα και γραμμικότητα των πτυχών, που έχουν σχεδόν διακοσμητικό χαρακτήρα. Έτσι λοιπόν τόσο η προέλευση όσο και τα κοινά χαρακτηριστικά των τεσσάρων αγαλμάτων εύλογα µας οδηγούν στη σκέψη ότι αυτά αποτελούν ένα σύνολο µε κοινό προορισμό. Θα πρέπει επομένως να δεχτούμε ότι πρόκειται για έργα σύγχρονα ἡ έστω χωρίς σηµαντική χρονολογική διαφορά. Πώς συµβιβάζεται όµως to συμπέρασμα αυτό µε τη χρονολόγηση του ωδείου στην περίοδο της Τετραρχίας, Μήπως θα πρέπει να σκεφτούμε την περίπτωση ta τέσσερα ἀγάλματα να µην ανήκαν εξαρχἠς στο κτίριο αλλά να μεταφέρθηκαν αργότερα σ᾽ αυτό: Όμως ούτε η ομοιογένεια του συνόλου ούτε η στενή σχέση των Μουσών µε το θέατρο, στην οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια, θα συνηγορούσαν γι’ αυτή την υπόθεση. Θα πρέπει λοιπόν να ελεγχθεί και η χρονολόγηση του ίδιου του ὠδείου, µέσα από το οποίο προέρχονται τα ἀγάλματα. Στο πλαίσιο αυτό δεν είναι φυσικά δυνατό να τεκµηριωθεί µια νέα πρόταση χρονολόγησης του κτιρίου, αφού μάλιστα αυτό δεν έχει μελετηθεί και τα αναοκαφικά του δεδοµένα µας είναι άγνωστα. Μπορούν όµως να γίνουν ορισμένες παρατηρήσεις µε βάση τα γνωστά από τις ανασκαφικές εκθέσεις στοιχεία. Ἡ πρόταση χρονολόγησης στην «εποχή
17. Τα τεχνικά αὐτά χαρακτηριστικά
δεν συµβιβάζονται µε την υπόθεση του X. Μπακιρτζή ότι οἱ Μούσες ἦταν αρχικά ανάγλυφες μορφές πεσσών axd τη δίτονη κιονοστοιxia της αγοράς, που αργότερα, µετά and µια καταστροφή, μετατράπηκαν σε αγάλματα
και μεταφέρθηκαν στο ωδείο. B).. Bakirtzis, ό.π. (σημ. 1), 10 κ.ε. Αντίθετη µε την drown αυτή
είναι
και
η νοηματική
σχέση
τῶν
Μουσών
µε τα θέατρα.
βλ. σχετικά
παρακάτω.
Οι Μούσες
and ωδείο Θεσσαλονίκης:
Δειτουργικός διάκοσµως κτιρίου
1423
της Τετραρχίαςδ, που δεν μπορούσε παρά να έχει προσωρινό χαρακτήρα, στηρίχτηκε 1. στην τοιχοδοµία του από εναλλασσόμενες ζώνες πλίνθων και apy@v λίθων και 2. σ᾽ ένα κορινθιακό κιονόκρανο που βρέθηκε κοντά στο νότιο θύρωμά του. Αναφορικά µε την τοιχοδοµία, μπορούμε να πούμε ότι όχι µόνον δεν είναι δεσµευτική για µια τέτοια χρονολόγηση!δ, αλλά απαντά και σε κτίρια πολύ πρωιµότερα και μάλιστα στο χώρο της Μακεδονίας. Όσο για το κιονόκρανο, αυτό χρονολογήθηκε πρόσφατα από τον Α. Μέντζο, στη µελέτη του για τα κορινθιακά κιονόκρανα της Μακεδοviag, στις πρὠτες δεκαετίες του 3ov ar. μ.Χ., Ἐξάλλου είναι πολύ πιθανό ότι αυτό δεν σχετίζεται άµεσα µε το ωδείο, αλλά προέρχεται and τις κιονοστοιχίες της αγοράς, επάνω σ᾽ έναν κίονα των οποίων έχει αναστηλωθεί. Αναζητώντας κάποια ερείσµατα για τη χρονολόγηση του ωδείου, είναι φυσικό να καταφύγουµε σ᾽ αυτά που υπάρχουν για tn χρονολόγηση της ίδιας της αγοράς, αφού το ὠδείο αποτελεί οργανικό στοιχείο του οικοδομικού συγκροτήµατος3 και τίποτε δεν φαίνεται να υποστηρίζει ότι είναι μεταγενέστερη προσθήκη σ᾽ αυτό. Βασιζόμενοι στα γνωστά μέχρι σήµερα στοιχεία από την αγορά, οἱ μελετητές τοποθετούν την ανοικοδόμησή της στην περίοδο των Αντωνίνων ἡ των Σεβήρων”. Αν θέλαμε να μνημονεύcoupe και ένα εύρημα and το {510 το ωδείο, τη μνημειακή επιγραφή που σχετίζεται πολύ πιθανόν µε την οικοδόµησή tou”, θα λέγαμε ότι και αυτή δεν είναι, σύµφωνα µε τη µορφή των γραμμάτων της, αντίθετη µε µια χρονολόγηση σ᾽ αυτό το πλαίσιο. Συνοψίζοντας όλα τα παραπάνω, μπορούμε, νομίζω, χωρίς δυσκολία να παρακάµψουµε την όψιµη χρονολόγηση του ωδείου στα χρόνια της Τετραρχίας και να δεχτούμε ότι πρόκειται για ἕνα κτίσμα αρκετά πρωιµότερο, σύγχρονο µε το συγκρότηµα της αγοράς. Ta αγάλµατα που προέρχονται από αυτό, και κυρίως το γυναικείο πορτραίτο, μας επιτρέπουν να δεχτούμε µια χρονολόγηση όχι μεταγενέστερη από την 18. Παπαδοπούλου, ό.π. (ann. 1), 199. Πρβλ. Aix. Ρωμιοχούλου, AA 31, 1976, Χρονικά 239.
R. Meinel, Das Odeion (1980), 369.
19. BA. και J.-M. Spieser,
Thessalonique et ses monuments du [Ve au Vie siècle
(1984),
89. 20. Πρόκειται για δακτυλόγραφη θα δημοσιευτεί προσεχώς. 21.
Φ. Πέτσας, 44
διατριβὴ
22, 1967, Χρονικά
του Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης,
που
381, wiv. 289α.
22. Πρβλ. Spieser, ό.π. (σημ. 19), 89.
23. Μ. Vickers, Αρχαία Μακεδονία I (1970), 249. Πρβλ. X. Μκακιρτζής, κεδονία Il (1977), 258. 24. Πακαδοπούλου, ό.π. (ann. 1), 199, xiv. 239γ. Για τη συμπλήρωση
“Αρχαία Maτης επιγραφής
βλ. J. και L. Robert, BullEpigr 1967, 507 ap. 353: [-τὸ ᾧδεῖον ἐκ θε[μελίων-].
1424
Θεοῦ.
Lregavidor-Tipeaioe
πρώιμη περίοδο των Σεβήρων. Εξάλλου και η υπόθεση για µια προγενέστερη της σωζόµενης φάση του ὠωδείου στηρίζεται σε επιχειρήματα που δεν ισχύουν πλέον". Στην πρώιµη εποχή των Σεβήρων η διακόσµηση θεάτρων και ὠδείων ne αγάλματα Μουσών που συνοδεύονται και από τον Απόλλωνα είναι µια ευρύτατα ἤδη διαδεδομένη συνήθεια", που ανάγει την ἀρχή της στα ελληνιστικά Ypovia??. Συνήθως σώζονται, όπως και στη δική µας περίπτωση, μεμονωμένα αγάλματα, µια σειρά εννέα αγαλμάτων έχουμε όμως από το θέατρο στο Ferentium της Ιταλίας”. Επιπλέον οι ανάγλυφες παραστάσεις στο προσκήνιο των θεάτρων των Σαβράθων και της Ἱεράπολης απεικονίζουν ολόκληρο τον χορό των εννέα Μουσών µαζί µε τον ΑπόλλωναΏ. Τα τρία ἀγάλματα από το ωδείο της Θεσσαλονίκης, της Ερατώς, της Ευτέρπης και της Κλειώς, ανήκαν πιθανόν σ᾽ Eva τέτοιο µεγάλο σύνολο, που pati µε πορτραίτα κοινών θνητών, ίσως και αυτοκρατόρων», θα κοσμούσαν την scaenae frons. Στην εποχή αυτή ακριβώς, στην οποία τοποθετούμς to ωδείο pe ta ἀγάλματά του, γράφει ο χριστιανός συγγραφέας Τερτυλλιανός"1, Στο ἐργο του De spectaculis X, στο οποίο προτρέπει τους οµοθρήσκους του va μισούν τα ειδωλολατρικά θεάματα, αναφέρεται στους θεούς που προστατεύουν το θέατρο. Μετά απὀ τον Διόνυσο και την Αφροδίτη μνημονεύει τον Απόλλωνα και τις Μούσες µαζί µε την Αθηνά και τον Ερµή. ως πάτρονες του λό25. Η διπλὴ κιονοστοιχία πίσω από τη σκηνή tov ὠδείου που αποδόθηκε σε ένα πα᾿λιότερο ωδείο (®. Παπαδοπούλου, AA 19, 1964, Χρονικά 330), αποδείχτηκε µε τη συνέχιση των ανασκαφών ότι ανήκει στην ανατολική στοά της αγοράς, ενώ και ο τοίχος που πατά επάνω στην κιονοστοιχία και θεωρήθηκε ὡς τοίχος της σκηνῆς του ὠδείου (Παπαδοπούλου, ό.π.), αποδείχτηκε ότι ανήκει σε κτίσμα μεταγενέστερο από την καταστροφή της κιονοστοιχίας αυτής, Bakirtzis, ό.π. (ann.
1), 12 κ.ε. Για ένα προγενέστερο ωδείο
στη θέση του σωζόµενου κάνουν λόγο και οι Πελεκανίδης, ό.π. (σημ. 1), 127 και Spieser, ό.π. (anu.
19), 89, χωρίς όμως να αναλύουν
τους λόγους.
Επισκευές στο σωζόμενο
κτίριο
είναι πολύ πιθανό ὁτι έχουν γίνει, αὐτό είναι όμως ένα διαφορετικό ζήτημα. 26. Βλ. κυρίως Fuchs, ό.π. (onu. 7), 185 κ.ε. και G. Beyor, Prospettiva 17, Aprile 1979. 37 κ.ε. 27. Chr. Schwingensiein, (1977), 55 κ.ε. 28.
Fuchs,
ό.π.
(σημ.
Die
7), 92
Figurenausstattung
30.
Beyor,
II. Le sculture
Σχετικά
ό.π.
Theatergehdudes
(1959), 15 x.£., εικ, 61-64. F. D'Andria-T. Ritti,
del teatro (1985), 77 κ.ε.. niv. 23, 25-27.
µε το στήσιμο
(σημ.
griechischen
κ.ε,
29. G. Caputo, I! teatro di Sabratha Hierapolis
des
πορτραίτων
σὲ θέατρα
BA.
Fuchs,
ό.π. (ann,
7), 166 κ.ε.
26), 37 κ.ε.
31. Για τη χρονολόγηση των έργων του Τερτυλλιανού A Historical and Literary Studv (1971), 10 κ.ε.. 55.
βλ.
T. D. Barnes,
Tertullian.
Οι
Morae;
από ωδείο
Θεσσαλονίκης:
Acırorpyızds
ὀιάχοσμο;
χτιρίου
1425
you και του τραγουδιού, της μουσικής και των γραμμάτων. Οι Μούσες λοιπόν που βρέθηκαν στο ωδείο της Θεσσαλονίκης είναι έργα που δηµιουργήθηκαν µέσα σ᾽ αυτό το πνεύμα και προορίζονταν εξαρχής va αποτελέσουν λειτουργικό του διάκοσμο. Τελειώνοντας θα ήθελα να παρατηρήσω ότι οι παραπάνω διαπιστώσεις θέτουν σε αμφισβήτηση και την άποψη ότι το κτίριο αυτό κατασκευάστηκε ὡς apéva®?, µια άποψη που βασίστηκε στη διαφορά επιπέδου ανάµεσα στην ορχήστρα και στα κατώτερα εδώλια του κοίλου. Είναι όµως, νομίζω, αμφίβολο av το χαμηλό πόδιο του κοίλου, που έχει ύψος περίπου 1,50 p., ήταν δυνατόν να λειτούργησε ως στηθαίο για την προστασία των θεατών’»,
32. Τη χρήση του ὠδείου ως χώρου διεξαγωγής θηριοµαχιών υποστήριξε, δεχόμενος την ταὐτισή του µε το στάδιο της πόλης, o Πελεκανίδης, ό.π. (σημ. 1) κυρίως 127 κ.ε. Σχετικά µε την άποψη αυτή βλ. Μπακιρτζής, ό.π. (anu. 114), 264. Spieser, ό.π. (onu. 107), 91 κ.ε. Αρένα χαρακτηρίζει το σωζόμενο κτίριο και o Meinel, ό.π. (onu. 96). 369. 33. Πρβλ. Spieser, ό.π. (ony. 19), 92. 90
1426
Θεοῦ. Ltepavidor-TiBroiov
Εικ. 1. 'Ayalua της Μούσας ]:ρατὠς. Θεσσαλονίκη, «Ἰωχαιολυγικό Μουσείο ap. 6683.
Οι Μούσες and «ωδείο Θεσσαλονίκης:
Eu.
2. "Ayadua της Μούσας
Πυτέρπης.
Aeirovo)ixd; διάκοσμος xriolov
[427
Θεσσαλονίκη, .Ἰοχαιολογικό Μουσείο ap. 6682,
1428
Oeod. Zreparidov-Tıßepior
«Eve. 8. 'Ayadpa της Μούσας Κλειώς.
Θισσαλονίκη, «Αρχαιολογικό Μουσείο ag. 6681.
Οι Movoe;
Fix.
4.
απὀ ὠδείο
Θεσσαλονίκης:
Γυναικείο ποοτραίτο.
Θεσσαλονίκη,
«Τειτοιηγικός διάκοσμος κτιρίου
«Ιθχαιολογικό Moraelo ap. 1943.
1429
1430
Θεοῦ. Zreyaridov-Tißcolov
Ex. 5. Το ἆαλμα
της εικ. I, πλάγια δεξιά όψη.
Οι
Μούσες
und
ωδείο
Θεσσαλονίκης:
Fix. 6. To ἄγαλμα
Asırovoyınds
τῆς εικ. 4, πλάγια
διάκοσμος
δεξιά dyn.
κτιρίου
1431
A BATTLE OF ALEXANDER THE GREAT AND IN THE ANCIENT SCIENCE OF THE GREEK
A.
THE
‘LOCAL
TIME’
Szabò
It was a very old discovery of early Greek thinking that the shape of the Earth must be that of a sphere. This recognition was certainly an important achievement as early as in the sixth century B.C. Let me remind you first of all, how the astronomer Ptolemy! Ister on tried to reconstruct the interesting steps of this discovery. He says, people must have become aware of the fact that the same celestial phenomena don’t seem to happen at the same time of day or night for all observers from the Earth. E.g. the same lunar eclipse is to be observed at a later point of time from an eastern part of the Earth, than it seems to happen for people living in more western countries. (Of course, tùe distance of the two observing places from each other in east-west direction must be considerable, otherwise the difference of time of both observations won't be noticeable). Now, if we take the sunrise in some western country as the beginning of the day, the same time cannot be exactly the sunrise for another part on the eastern side of the Earth. People in eastern countries see the Sun rising earlier; consequently, if our starting point is the sunrise in a western country, related to this the same point of time must be (more eastern) already a later daytime. The difference of local times is for Ptolemy in this way an argument for the curvature of the Earth in east-west direction. For the other curvature, in south-north direction, he points to the starry sky. We see some of the fixed
stars ment those ming more
never rising and setting, instead circling together with the whole firmaaround the North Pole. Besides, we see other stars, southwards from on the most northern parts of the sky, rising and setting and becoinvisible for shorter or longer periods. Then, if we go south-wards, and more of the stars that seemed earlier to remain for ever visible,
1. Almagest
I 4.
1434
εἷς Szabo
will be rising and setting. This changing of the starry sky above with our motion southwards cannot be explained but by supposing that the Earth is a huge sphere. In any case the ancient tradition speaks about the recognition of the spherical form of the Earth already in the sixth century B.C. This idea together with the view of Anaximander about the central place of the Earth in the middle of the Universe made possible the calculations of geographic latitude and longitude. Let us see first the problem of geographic latitude. It is to be read in the work of the astronomer Hipparchus of Nicaea (2nd sentury B.C.) that the ratio of the sundial (the Gnomon of the Greek) and of its midday shadow at the equinoxes is in Greece — more exactly in
Athens — 4:3, and therefore the geographic latitude makes there 37 degrees?. This is to be understood as follows. If AB (Fig. 1) is a vertically standing stick (the Gnomon), and its midday shadow at the equinoxes is on some place of the Earth BC, then the geographic latitude will be there the arch BF.? Because the circle of our f igure is symbolically the meridian of the sky on the place in question. (By the way, this circle represents at the same time also the sphere of the world. The half of the circle above the horizontal line EA/ is the visible hemisphere of the sky above us; the other half of it under the same line is the hemisphere of the sky below the Earth, which is not to be seen from the place where the observer is standing). Now the geographic latitude is the distance of the given point on some meridian from the Equator measured in degrees, i.e. in fractional parts of the circle. Since the circle of our figure is the meridian pertaining to point B — respectively to the projection of this point on the sky, Z (zenith) — the distance of this point fiom the Equator is the arch ZN on the sky.
(Because
point of the maridian circle, but also the same of the Equator;
N is not only a the Sun seems
to be on equinoctial days in the plane of the Equator). Actually, we take instead of thearch ZN its counterpart BF, both of these being equal among themselves, as measures of opposite angles. As you see, the geographic latitude of the Earth is actually measured somehow on the sky. This is only possible, as according to the ancient view the smaller sphere of the Earth is in the middle of the Universe concentric with the huge sphere of the heavens. Both of these spheres have their concentric circles with their corresponding 360 degrees. 2. Hipparchus,
Jn Aruri et Eudoxi
Phaenomena
pp. 26-27. 3. Cf.
Vitruvius,
De
από
σα
IX
7-8.
comm,
ed.
C.
Manitius,
Lipsiae
1894,
A battle of Alexander
the Great and the ‘local time’
1435
In ancient science, both astronomy and geography, latitude was generally characterized with the ratio Gnomon and its midday shadow at the equinoxes. Of course such ratios could not be very meaningful for common people. Only mathematicians and astronomers knew what these numbers are in degrees of circle, and how the degrees themselves are to be reduced into miles of the Earth. So we read once in Strabo that one degree of a great circle of the Earth, i.e. one degree of the meridian is equivalent to 700 stadia‘. If somebody ashs now, how old this reckoning of latitudes and longitudes in Greek science may be, so there are two important facts that should be mentioned. First of all, Aristotle himself? knows already well both of the concepts: πλάτος, ‘geographic latitude’, and μῆκος, ‘longitude’. Hence these scientific concepts are achievements of an earlier science. The other fact is even more important. A contemporary of Aristotle, the famous traveller Pytheas of Massalia has already measured the ratio of the Gnomon and of its shadow at noon of the summersolastice in Marseille, and he could determine with these data exactly the parallel circle of his native city, i.e. its distance from the
Equator in degrees®. The ancient literaturc has preserved for us a lot of such ratios — Gnomon and its shadow — for several places of the Earth that have been used to calculate with their help the different latitudes. It must be even mentioned that these ancient calculations are in many cases suprisingly exact. It is all the more remarkable that the other problem, that of the longitude remained so to say unsolved in antiquity. Without going into detail how the problem of longitude has been solvcd in modern age, I should like to quote here an instructive passage out of the work of a popular astronomer of antiquity, Kleomedes, who lived in the 2. century A.D. We read here?: “It is said that the Persians, who live in the east, see the sunrise four hours earlier than the Iberians in the west. This conclusion is drawn from the fact that the same lunar eclipse which is seen by the Persians in the fifth hour after sunset, can be seen in Iberia in the first hour after sunset there”. The difference in time between the two observations of the same phenomenon from the two different places should make so four hours. 4. C 132. 5. Cf. Aristoteles, Meteorologica II 5. 362a32-b30. 6. Cf. A. Szabò, “Strabon und Pytheas—die geographische Breite von Marseille”, Historia Scientiarum (Tokyo) No. 29 1985.3-15. 7. Kleomedes, De motu circulari corporum caelestium, ed. H. Ziegler, Lipsiae, 1891. I 8, 41.
1436
A. Szabo
Regardiess of the inadequacy of this statement itself, the quoted words reveal that people in antiquity knew well the concept of ‘local time’. This concept was so to say given with the recognition of the spherical form of the Earth, and so people had also a sound way for the calculation of geographic longitude. The difficulty lay only in the fact that instantaneous communication was not possible in antiquity. Besidcs, because of the unreliability of timekeeping instruments the method furnished only rough approximations. It is interesting also that in antiquity people were accostumed to ascribe the erroneous longitude determinations not so much to the insufficiency of instruments than more to superficial observations. As we read in Ptolemy®: “...most distances,
especially those to the east or west were given roughly, not by reason of the carelessness of those who made these investigations but probably because of the fact that the more strictly mathematical method of observation had not yet been adopted, and it had not been considered important to record sufficiently numerous observations of lunar eclipses on the same occasion in different places”. All the same, there are some cases of that kind observations, which are mentioned more than once in ancient literature. Ptolemy himself continues the just quoted words as follows: “I refer to an eclipse like that observed at Arbela at the fifth hour and in Carthage at the second, from which the distance of the two places from each other eastward or westward have been determined in equinoctial hours”. - It has been said to these words of Ptolemy in a modern commentary®: “As a matter of fact the case illustrates the difficulty of accurately determining longitude by lunar eclipses or any other means in the absence of dependable clocks. The ‘three hours difference’ corresponds to a difference in longitude of 45°, more than 11° greater than the actual difference between Carthage and Arbela”. It is however striking in the quoted words of Ptolemy the name Arbela. Has this nothing to do with the famous battle of Alexander the Great at Arbela or Gaugamela? It is to be read in Pliny indeed!°: “At Arbela, upon the victory of Alexander the Great, the moon is said to have been eclipsed at the second hour of the night, whereas the eclipse took place in Sicily as the
moon
was rising”.
8. Geographica
(C.
Müller)
I 4.
9. Morris R. Cohen - 1. E. Drabkin. A source hook in Greek science, Cambridge (Mass.) 1958, p. 168 n. 1. 10. Plinius, Nav. Hise. IH 180.
A battle of Alexander
the Great and the ‘local time’
1437
As you see, there are some differences between the two sources. Not only that Ptolemy does not mention the name ‘Alexander’ at all, besides he speaks of Arbela-Carthage, whereas according to Pliny the two observations were at Arbela and in Sicily. Also the time-difference of the two observations varies in both sources. Ptolemy speaks about ‘three hours’; on the other hand the timing of Pliny is somewhat uncertain. Chronologists believe that the eclipse, which is referred to by both of our sources ıs that of September 20, 331 B.C. It could be even stressed that the reference to the hour of occurrence is fairly accurate in Pliny’s account, but not in Ptolemy’s, according to modern computations, and the eclipse seems to have preceded the battle by 11 days!!. At last I should like to bring into limelight the interesting fact that the surprisingly exact determination of latitude by Pytheas for Massalie and the other attempt to determine the longitude Arbela-Siciliy in the year 331 B.C., are almost contemporary. Both of these facts are testimonies for the high standards of Greek science already before the Hellenistic age.
11. The
same
eclipse
is mentioned
also
in Plutarch,
‘Alexandros’
31;
Curtius
Rufus,
Historiarum Alexandri Magni etc., ed. E. Heidicke, Lipsiae, 1919, IV 10,2; Flavius Arrianus, Anabasis, ed. G. Wirth (ed. stereotypa Lipsiae 1967) III 7, 6 — but without referring to a parallel observation with different timing.
1438
AL Szabi
—B Fig.
1. AB BC “---
NZ
ε
Gnomon midday ~
-: FB
shadow
at the equinoxes
latitude at B.
Fig. 2. AB and A'B' longitude; the same degrees, but not the same distances between A and B,
resp.
A’ and Β΄.
81
DIE POLITISCHEN BEZIEHUNGEN MAKEDONIEN IM 5 JHD.v.u.Z. UND IM JAHR 429 v.u.Z.
Margarita
ZWISCHEN THRAKIEN UND DER FELDZUG DES SITALKES
Taleva
Die Forschungen der letzten 20 Jahre auf dem Gebiet der Paläobalkanistik verzeichnen eine Reihe wesentlicher Erfolge bei der historischen Geographie der Balkanländer. Historikern, Archäologen, Numismatikern und Sprachwissenschaftlern gelang es, durch den internationalen Austausch von Leistungen und Ideen eine Aufklärung und eine Konkretisierung der Toponymik, der Politik und der Kulturgeschichte auf der Balkanregion zu erzielen!. Der zweifellose Fortschritt in der Quellenkunde ist meines Erachtens vor allem auf das Streben nach stratigraphischer Verarbeitung der antiken Quellen zurückzuführen. Dies verpflichtete mich, auf eine Reihe älterer Chronologien und Lokalisierungen in der Epoche zwischen dem Ende der Griechisch-persischen Kriege und dem Beginn des Peloponnesischen Krieges zu verzichten und
sich von einer
Reihe ethnischer
Identifikationen
zu distanzieren, die in
den Quellen nicht deutlich genug behandelt sind. Damit meine ich das Streben nach Übereinstimmung zwischen den in den Quellen bezeugten Ethnonymen und dem von Archäologen erforschten kulturellen Erbe. Die Idee dieses Vortrags besteht in der Übersicht auf die zeitgenössischen Quellen der gewählten
Epoche,
d.h. die Texte von Herodot
ausgehend von den in den letzten Jahren gesammelten neuen historischen Analyse zu unterziehen.
und Thukydides,
Erkenntnissen, einer
Die Absicht ist es, die politische Situation während des Peloponnesischen
1. Eine ausführliche Bibliographie der Leistungen in den letzten Jahrzehnten über das untersuchte Thema
ist kaum möglich. Umso mehr wäre es unmöglich solche Untersuchungen
zu
z.B.:
verachten,
wie
B.
Gerov,
“Untersuchungen
über
römischer Zeit (auf bulg. mit dt. Zusammenfassung)”, I 254; G. Mihailov, “La Thrace et Macédoine jusqu'à Macedonia, I. Thessalonique, 1970; M. B. Hatzopoulos, poulou, in: Melethemata 1-9, 1985-1989; F. Papazoglou, que Romaine” (BCH Suppl. XVI), 1988.
die
westthrakischen
Länder
in
Teil., GSUFF 54, 3, 1959/60, S. 7l’invasion des Celtes”, in Ancient L. D. Loukopoulou, L. Gounaro“Les villes de Macédoine a l’épo-
1440
Margarita
Krieges,
der die chalkidische
Halbinsel
Taceva
in einen
Schnittpunkt
der Interessen
von Thrakern, Makedonen und Hellenen verwandelte, genauer aufzuklären. Die Darstellung von Thukydides bringt viel neue Information über die thrakische Geschichte und Geographie mit sich, die für seine Vorgänger unbekannt blieb, doch gleichzeitig stellt sie eine Reihe Unklarheiten und Probleme vor uns, die nur durch das Heranziehen von direkten und indirekten Zeugnissen gelöst werden können. Solche Probleme entstehen bei dem Versuch, den Weg bei dem Feldzug des Sitalkes und die Ursachen für seine zweijährige Verspätung zu verfolgen und zu begründen. Sie wurzeln in den politischen Beziehungen zwischen dem thrakischen König, Athen und Perdikkas, die in einem komplizierten Knoten von gegenseitig geschlossenen Verträgen und politischen Widersprüchen miteinander verbunden sind. Um den Feldzug des Sitalkes “gegen Makedonien” und nicht gegen die chalkidischen Städte zu erklären, wie von dem im Jahre 431 geschlossenen athenisch-thrakischen Bund zu erwarten wäre, schlägt Thukydides einen Überblick auf die makedonischen Errungenschaften vor, die die Vorfahren des Perdikkas in den paionischen und thrakischen Ländern vollbrachten (2, 99, 4-6). Kurz und ohne Hinweise auf ihre chronologische Reihenfolge übertragen, sind diese Ereignisse Gegenstand vieler Forschungen, wobei die Autoren vor allem aus dem Aspekt der makedonischen Geschichte an den Problemen herangehen?. Durch die Interpretation der Belege von Herodot und durch die Angaben über dieses Problem von späteren Autoren gelangt man in der zeitgenössische Historiographie zu der Schlußfolgerung, daB der makedonische König Alexander I seine silberne Münzen im oder kurz nach dem J. 479 zu prägen begann. Um diese Zeit war er schon im Besitz der Silberbergwerke des thrakischen Stammes Bisalten, der den Unterlauf des Strymons bewohnte. So kommt man zur Eroberung der Bisalten, was von Thukydides
im obenerwähnten Absatz behauptet wird, und zur Erklärung der bisaltischen Münzdarstellungen auf den Münzen des Alexanders?. Diese Interpreta-
2. Vgl.
zuletzt
Perserkriegen,”
M.
Chiron
Zahrnt, 14, 1984;
“Die
Entwicklung
KI. Rosen,
des
“Alexander
makedonischen 1, Herodot
Reiches
bis zu
den
und die makedonische
Basileia”, in: Festschrift G. Wirth, I. Amsterdam, 1987. 3. Die bis heutzutage angenommene Datieıung der Münzprägung
Alexanders
hört D. Raymond,
1953. Vgl. N. G.
“Macedonian
Regal Coinage” (NNM,
126), New
York,
L. Hammond, in: A History of Macedonia, 11. Oxford, 1979, Part one, IlI—hier auf alle Argumente hingewiesen, die in der heutigen Historiographie benutzt werden, die Chronologie der Kampfhandlungen und der Münzprägung Alexanders anbelangt. auch die Einwände des Autors zur Chronologie des ersten Typ nach Raymond wie diese G. M. Kraays, “The Asyut Hoard. Some Comments on Chronology”, NC 107,
I gewird was Vgl. auch 1977.
Politische Beziehungen
zwischen
Thrakien und Makedonien
1441
tion war in der Literatur umstritten, sofern des Vorhandensein der persischen Basis in Eion, an der Mündung des Strymons, bis zum Jahr 476, mit jeder bis dahin in diesem Raum getroffenen politischen Maßnahme in Widerspruch gerät. Als möglich erweist sich die makedonische Eroberung der paionischen Gebiete nur auf dem Westufer des Flusses Axios vor 479 und den ersten Zugang zu den thrakischen Silbervorkommen hatten die Makedonen wahrscheinlich Mygdonien im Raum des edonischen Königs Getas um den Fluß Echeidoros. Eben das in Besitz genommene edonische Gold gab Alexander I die Gelegenheit, seine ersten Oktadrachmen zu schlagen. Der Typenschatz ist der älteren Münzprägung der thrakischen Stämme und der Städte zwischen Olympos und Nestos entlehnt. So findet man den Krieger mit zwei Speeren — als Reiter oder neben einem Pferd— auch auf der Vorderseite der bisaltischen Münzen; der vierteilige quadratum incusum steht auf der Rückseite auf den edonischen und bisaltischen Münzen, aber auch auf den Emissionen
der Städte
Akanthos
und
Abderi,
wo
er kurz
nach
476
festgestellt
wurde. Folglich gelang es Alexander I, durch seine Emissionen die EinschlieBung der makedonischen Wirtschaft in den vorher geschaffenen Marktaustausch zwaschen den thrakischen Herrschern und Stämmen einerseits und den griechischen Kolonien im ägäischen Thrakien anderseits zu erreichen. Die weitergeführte Münzprägung der Bisalten schließt die Richtigkeit der Behauptung aus, daß die Bisalten Alexander I vor und nach 476 voll unterworfen gewesen wären". Die Geschichte des thrakischen Staates, über den die odıysische Dynastie des Teres und seiner Söhne Sparadokos und Sitalkes herrschte, bleibt außerhalb des Gesichtsfeldes der griechischen Schriftsteller hinsichtlich der Ereignisse nach der Verjagung der Perser vom Unterlauf des Strymons im Jahre 476 und bis zum 464, als Athen dort von Herodot und Thukydides bewiesenen
Angriff auf die edonischen Gebiete durchführte. Danach versuchten die Athener, eine Kolonie am Ort “Die neun Wege” zu gründen und wurden von den Edonen und den “Vereinten Thrakern” geschlagen (Thuc.
1,100, 4,
102).
In diesem athenisch-thrakischen Konflikt über den Unterlauf des Strymons und seines reichen Hinterlandes versuchen einige Wissenschaftler auch Alexander I als Teilnehmer und vermutlicher Organisator des anti-athenischen Widerstandes einzumischen®. Diese Annahme scheint nicht wahrheitsgetreu 4. Die Begründung hinsichtlich meiner hier kurz behandelten Interpretation der Quellenangaben und der Münzprägung S. in meiner im 1989 geschriebenen Abhandlung “On the problems of the coinages of Alexander I, Sparadokos and the so-called Thracian-Macedonian Tribes”, in: Historia, 1992 (im Druck). S. Vgl. dazu D. Raymond, op. cit. Yt
1442
Margarita
zu sein und zwar nicht nur aus dem
Tadeva
Grunde, daß in der Literatur sogar eine
Anspielung darüber fehlt. Eine wichtigere Ursache für diese Behauptungen stellen die Betrachtungen über die Münzprägung bei Alexander dar, deren Intensität um diese Zeit abnimmt und dies von einem raschen Niedergang am Ende de: 60-er Jahre des Jahrunderts zeugt®. Falls Alexander I unter den Siegern Athens im Jahr 464 gewesen wäre, so hätte sich das auf die Intensivie-
rung der Münzprägung ausgewirkt. Der erwähnte Niedergang zeigt das Einbüßen der Edelmetallresourcen Alexanders und höchstwahrscheinlich auch der von ihm eroberten bisaltischen Gebiete am Unterlauf des Strymons, wo der makedonische Machtbereich nach Thukydides hinreichte (2,99,6). Folglich ist eben in dem Krieg um den Unterlauf des Strymons eine frühe Konfrontierung der Makedonen mit den “vereinten Thrakern” anzunehmen. Unter den letzten wäre mit großer Wahrscheinlichkeit auch die Teilnahme von den Odrysen als Anführer der mit den Edonen vereinten Thraken zu vermuten. Einen Argument für diese Behauptung könnte man in der Münzprägung des Sparadokos finden, der mit dem von Thukydides bezeugten Spardakos (in Mss auch Spardokos) identifiziert wurde. Seinen Angaben nach war
Sparadokos
Bruder
des Sitalkes
und
Vater
des Seuthes,
der die zweite
Rolle im Reich des Sitalkes spielte und seine Herrschaft im J. 424 vererbte (2,101,5; 4,101,5). Die von Sparadokos geprägten Tetradrachmen tragen auf der Vorderseite den Reiter mit beiden Speeren, die wir schon von den Emis-
sionen der Bisalten und Alexanders I kennen. Die Verminderung der Münzprägung Alexanders um das Jahr 460 und die Wiederherstellung der makedonischen Münzprägung von Perdikkas um 454, wobei der Reiter erst um 444 erscheint’, gibt einen starken
Grund
dafür,
die Sparadokos Tetradrach-
men mit derselben Darstellung eben in den Zeitraum nach 464 und bis 444 zu versetzen. Danach sollte der Reiter auf den Münzen Perdikkas die Abschaffung der Sparadokos bzw. der odrysischen Anwesenheit am Unterlauf des Strymons und im Raum der Bisalten bedeuten. Die dargelegte Arbeitshypothese über die geerbten Beziehungen zwischen dem thrakischen Staat des Sitalkes und dem makedonischen des Perdikkas beruht nur auf numismatischen Angaben. Über diese Beziehungen hatte vielleicht Thukydides keine Information und daher weist er auf keine Erklärung über den Gegenstand des Streites zwischen beiden Königen am Vorabend
und
zu
Beginn
des
Peloponnesischen
Krieges
Übergang
bisaltischer Gebiete in Besitz der Odrysen
6. Il idem.
7. Vgl. die hier zitierten
Daten
bei D. Raymond,
op. cit.
hin
(2,95,2).
Der
nach 464 und danach
Politische Beziehungen
der
Makedonen
um
444,
was
zwischen Thrakien und Makedonien
wir aus den
Münzemissionen
bis jetzt der einzige Grund, der das für Thukydides
1443
erschließen,
ist
unklare Versprechen
Perdikkas an Sitalkes erklären könnte. Es betraf die odrysischen Interessen hinsichtlich Bisaltien und wäre verwirklicht, falls der Odryse die Athener mit Perdikkas versöhne und seinem Bruder Philipp nicht helfe, ihm die Herrschaft über Makedonien zu entnehmen. Noch mehr — durch diese Hypothese wird das Fehlen von Militäraktionen des Sitalkes im Jahr 429 gegen die Bisalten und die promakedonische Politik des Sparadokos’ Sohnes Seuthes erklärt (2,101,5).
Seuthes
hoffte
wahrscheinlich
damit,
die
Lösung
des
Streites mit
Perdikkas über die von seinem Vater eroberten Gebiete am Unterlauf des Strymons und in der Nachbarschaft der mygdonischen Gebiete Perdikkas zu ermichen
(Thuc.
1,58,2).
Die Gründung der athenischen Kolonie Amphipolis bei den “Neun Wegen” im Jahr 436 festıgte die athenische politische Autorität am Unterlauf des Strymons nach der Ansiedlung athenischer Kleruchen von Perikles in Berge, im bisaltischen Raum. Dies konnte aber die odrysische politische Anwesenheit an der Ägäischen Küste, die östlich vom Tal des Nestos unter Sitalkischer Herrschaft war, nicht ausgleichen (Thuc. 2,97,1). Die Steuern, die die hellenischen Städte an Sitalkes und später an Seuthes zahlen mußten,
wurden von der Stadtverwaltung durch Reduzierung ihrer Beiträge an den Athenischen Seebund kompensiert®. Da die athenischen Interessen wegen Ausschließung der chalkidischen Städte von diesem Bund und deren Anschluß an den peloponnesischen Verbündeten Perdikkas gefährdet waren, sah sich am Anfang des Krieges Athen gezwungen, ein Militärbündnis sowohl mit Sitalkes als auch mit Perdikkas zu suchen. Durch die Vermittlung des abderischen Bürgers Nymphodoros, der mit Sitalkes verwandt war, gelang es Athen, zweiseitige Bündnisse mit beiden Herrschern zu schließen. Für Perdikkas erwies sich dieses Bündnis als besonder günstig, nicht nur weil die Athener bis dahin Philipp und seine Ansprüche auf die Herrschaft unterstützten, sondern auch wegen der Zurückgabe des wichtigen strategischen Punktes in Mygdonien - Therme, den Athen vorher erobert hatte. Der König schloß sich sofort dem Krieg an und unternahm einen Feldzug gegen die chalkidischen Städte (Thuc. 2,29,6). Nicht so leicht zu erklären ist das Bündnis zwischen Athen und Sitalkes. Nach der wörtlichen Erzählung Thukydides erwirkte Nymphodoros das athenische Ehrenbürgerrecht für den Sitalkes Sohn, Sadokos, wogegen er 8. Thuc. 2, 97, 3; über die Reduzierung des Phoros S. zuletzt A. Fol, Political History
of ıhe Thracians (auf bulg. mit engl. Zusammenfassung), Sofia, 1972 mit Übersicht der Lit.
1444
Margarita
Taceva
ein thrakisches Heer versprach, das Sitalk nach Chalkidike schicken sollte (2,29,5). Doch im Unterschied zu Perdikkas schloß sich Sitalkes nicht sofort dem Krieg an. Der Odryse erwartete von ihm das obenvermutete Versprechen hinsichtlich der Bisalten einzuhalten, aber Perdikkas erfüllte es immer noch nicht mit Rücksicht auf die Veränderung seiner Beziehungen zu Athen. Die Schwankungen Sitalkes bekamen sowohl Athen als auch Sparta zu spüren, die ihm Gesandte
im Sommer
430 schickten. Die Spartaner hofften, ihn als
Verbündeten zu gewinnen (Thuc. 2,67,1). Sitalkes schickte das versprochene Heer für die Militäraktionen in Chalkidike auch im Sommer 429 nicht, wo die Athener eine Niederlage von den Chalkidiern bei Spartolos erlitten. Erst danach sandte ihnen Perdikkas eine Reiterei zu Hilfe (Thuc. 2,79; 2,80,7). Wir werden kaum erfahren können, was in der Zwischenzeit nach dem Abzug der am Leben gebliebenen athenischen Hopliten nach Potidaia und Athen (Ende des Sommers) und vor dem Feldzug des Sitalkes (Anfang des Winters) desselben Jahres geschehen ist. Nach Thukydides wurde er unternommen, da Perdikkas sein Versprechen an Sitalkes nicht einhalten wollte und da der odrysische König sein Wort nicht vergessen hatte - mit dem athenischen
Krieg
in Chalkidike
SchluB
zu machen
(Thuc.
2,95,1-3).
Doch
nach
dem vom gleichen Autor berichteten Vertrag versprach Sitalkes nur ein Heer und nicht ein Kriegsende (2,29,5) und vielleicht schickten die Athener eben deswegen auch ihren Oberbefehlshaber Hagno mit einer Gesandtschaft, die unmittelbar vor dem Feldzug angekommen war, zum König (Thuc. 2,95,3). Der Wechsel
des Sitalkes Versprechens— statt Heer, Teilnahme
des Königs
selbst am Krieg, sei wahrscheinlich kein Zufall im Text des Thukydides; diesen Wechsel berücksichtigt auch die Erklärung, die der Autor für die Tatsache gibt, daß Athen
nicht die Schiffe und möglichst
großer
Heer
Verstärkung des Sitalkes Feldzuges schickte (2,95,3). Im Zeitraum, den
Feldzug
entscheidend
war,
als ganz
Makedonien
und
zur
der für
die Hellenen
bis
zu den Thermopylen in Angst vor dem Sitalkes Heer lebten, schickten die Athener, nach Thukydides, Gesandte mit Geschenken zum König, um sich für die Nichteinhaltung des Vertrags zu entschuldigen; sie sandten keine Schiffe, da sie an Sitalkes Ankunft nicht glaubten (2,101,1). Dieser Text läßt sich zweiseitig erklären. In der allgemeingültigen Analyse des Zeugnisses wird angenommen, daß die Athener an die Erfüllung des Versprechens, das Sitalkes an Athen gab, nicht glaubten. Die oben geübte Kritik an den Austausch der Vertragsumstände in dem Bericht Thukydides gestattet es, diesen Text ganz buchstäblich zu verstehen; die Athener glaubten es nicht, daß Sitalkes (selbst)
kommen würde, d.h. die Ankunft des Herrschers mit dem Heer war weder vereinbart noch gewünscht. Diese Auffassung wird übrigens von Thukydides
Politische Beziehungen zwischen Thrakien und Makedonien
1445
Bericht über den Feldzug selbst bestätigt. Er ist die einzige zeitgenössische Quelle über dieses Ereignis und bietet viele und wichtige Angaben über den Sitalkes Staates und Heeres an. Der Autor hat seine Zeugnisse nicht so sehr der Untersuchungen oder der Autopsie, sondern vielmehr der wahrscheinlich von ihm benutzten Notizen Hagnos, der den König während des Feldzuges begleitete, zu verdanken. Thukydides Zeugnisse über den Feldzug und seine Organisierung stellen die frühesten Angaben der thrakischen Militärgeschichte dar. Daraus wird vor allem klar, daß die thrakischen Herrscher im V. Jahrhundert mit Militärkontingenten unterschiedlicher Herkunft gerechnet haben. Den Heereskern bildeten die Landwehrsoldaten von den Gebieten, die der König eroberte. Der König lud auch die Bewohner der Nachbarschaft ein, Thraker, die ihm nicht untertan waren, wobei er ihnen einen Sold versprach (2,96,2), d.h. er bildete ein Söldnerheer. Die Thraker, die sich dem Heer vor oder während des Feldzuges anschlossen, waren an Raub und Beute interessiert (2,96,4;
2,98,3). Die Armee Sitalkes, die 150.000 Mann
betrug, war für diese Zeit
etwas Einmaliges und Fiirchterliches hauptsächlich wegen ihrer Größe, wie Thukydides berichtet. Die von ihm erwähnte Zahl ist aber zu groß, um wahr zu sein. So zahlreich mag sie vielleicht die Bevölkerung geschätzt haben, die sie in Angst versetzte. Einen für jene Zeit hohen Prozentsatz von der Ar mee stellte dıe Reiterei, etwa 50.000
Mann,
dar.
Das ıiesige Heer des Sitalkes scheint in einen außerordentlich kurzen Termin einberufen zu sein — iin der Zeit zwischen der Kornreife und dem Winterbeginn — und zwar aus dem thrakischen Territorium, das in den Wassergrenzen zwischen der Donau, dem Schwarzen und dem Agaischen Meer
und dem FluB Struma eingeschlossen ist. Als Treffpunkt wurde nach Thukydides das paionische Doberos bestimmt (2,99,1). Die Inschiift aus der hellenistischen
Zeit mit dem
Namen
Doberos,
die vor kurzem
verdffentlicht
wurde,
beendete die lange Diskussion in der Historiographie, die aus Unsicherheit bei der Lokalisierung dieses Toponymes entstand. Seine Lokalisierung bei dem heutigen Dorf Marvinci und auf dem Axios Ufer der Stadt Eidomene gegeniiber®, weist zweifellos auf einige wichtige Schlüßfolgerungen über die Grenzen des Perdikkas Staates hin: — die von den makedonischen Königen eroberten Gebiete in Paionien umfaBten
das linke
Ufer
des
Axios
nicht;
9. Thuc. 2, 98, 2. Doberos wurde meines Erachtens endgültig lokalisiert anhand einer neugefundenen
Marvinci”,
Arch.
Jugoslavica 22-23, 1982-1983. Damit wird auch die seit langem vermutete Ortslage menes am rechten Ufer des Axios bestimmt. Vgl. F. Papazoglou, op. cir., 5. 179 ff.
Inschrift
von
V.
Sokolovska,
“Stadion
Stone
from
Isar
Eido-
1446
Margarita
Taceva
— Doberos war ein paionisches Gebiet, unabhängig, aber mit Sitalkes verbündet. Ein Beweis dafür sind sowohl der vom Herrscher früher gebanhte Weg gegen die Paionen (2,98,2), auf dem er erneut ging, als auch die Festsetzung des Treffpunkts seines Heeres eben an diesem Ort und die Ankunft
des
Heeres
dort
ohne
Verlust
(2,98,3).
Die Richtung des Feldzuges — nach Doberos und dann zum gegenüberliegenden Ufer des Flusses, flußabwärts, — läßt keinen Zweifel darüber, daß Sitalkes nicht von seinen Gebieten am Nestos nach Chalkidike auf dem leichteren Küstenweg ging, sondern seine Westgrenzc mit den von ihm unabhängigen Paionen vorzog. Der Grund für die Wahl des Weges ist kein Zufall und muß in dem Hauptziel gesucht werden, nämlich Krieg gegen Perdikkas wegen der Nichteinhaltung des Versprechens, ihm die Macht zu ergreifen und dem Philipps Sohn Amyntas zu übergeben (2,95,3). Wahrscheinlich ist es auch kein Zufall, daß Thukydides die Ausrufung Amyntas zum König, nachdem sich der Odryse der Städte am rechten Ufer des Axios — Eidomene, Gortynia, Allante u.a. bemächtigte — eine Tatsache, dıe später von Diodor erwähnt wurde, verschweigt (12,51). Am schwersten zur Lokalisierung bleibt der Ausgangspunkt des Sitalkes Feldzuges und damit die Westgrenze seines Machtbereichs. Die Schwierigkeit ergibt sich vor allem aus den Ungenauigkeiten Thukydides bezüglich des Oberlaufs des Strymons, wo, nach ihm, der Machtbereich Sitalkes im Gebiet des
paionischen
Stammes
Laiaioi
endete
(2,96,3;
auf die unterschiedliche Lesung der Mss der vom Autor erwähnten paionischen Stämme belangt, sowie auf das völlige Fehlen einer des Strymons hingewiesen werden (2,96,3). Eindruck von dem ungenauen Ausdruck
2,97,2).
Gleichzeitig
muß
Thukydides Geschichte, was die — Agrianen und Graaioi — anInformation über den Mittellauf Wenn wir noch den allgemeinen Thukydides, der für ihn nicht
charakteristisch ist, ım offensichtlich korrumpierten Text (2,96,3) hinzufügen,
wird für jeden die Schwierigkeit und die Unsicherheit bei jeder Stellungnahme klar!®, Aus dem Text Thukydides wird ersichtlich, daß sich unter den von Sitalkes eroberten paionischen Stämme die Agrianen, die Graaioi!! und die
10. Vgl. dazu J. de Romilly, Thucydide, 11. Paris, 1973, p. 77, 105-106. Il. Die Graaioi sind uns nur von Thucydides bekannt und zwar nicht von allen Manuskripten. Mehrere Forscher ersetzen dieses Etnonym mit dem der Agrianen, vgl. dazu de Romilly, op. cit., p. 77 und app. cr., die die Existenz der Graaioi als paionischen Stamm berechtigt. In diesem liert wurden,
vgl. dazu
Fall sollte man
annehmen,
daß
B. Gerov, op. cit., 5. 79, Anm.
sie später von ihren Nachbarn 2.
assimi-
Politische Beziehungen zwischen Thrakien und Makedonien
1447
Laiaioi befanden. Als erster wiederholt Aristoteles den Bericht Thukydides über die Quellen des Flusses Strymons im Gebirge Skombros!*, doch erwähnt er nichts von den Paionen an seinem Oberlauf. Das ist vielleicht auf die Tatsache zurückzuführen, daß für seinen Zeitgenossen Theopomp die Agrianen ein thrakischer Stamm sind, der das Tal des Pontos-Flusses bewohnt. Nach dem gleichen Autor habe dieser Fluß glühende schwarze Steine geführt!?. In dem Bericht, der Aristoteles oder seinen Schülern zugeschrieben wird, fließt
Pontos im s.g. Land der Sinten und der Maiden, in dem sich schwarze Steine befinden, die aufglühen, wenn man sie bläst, d.h. Steinkohlen!*. Die Erzählung über diese seltsame Erscheinung wird bis zum II. Jhd. u.Z. in der antiken Tradition weiter übertragen, und zwar oft buchstäblich. Einige der Autoren bezeichnen sie sogar als “thrakische Steine”!®. Doch keiner von ihnen weiß, wo sich dieser Fluß befindet. Gleichzeitig werden oft von denselben Autoren auch andere Merkwürdigkeiten geschildert — eine seltsame Flora und Fauna auf dem Land der Paionen, Maiden und Sinten, die Grenzgebirgen Hessainos
und Messapion!*, aber vom Gebirge Kerkine ist nicht die Rede. Es wird nur von Thukydides in den vorhandenen Quellen erwähnt, und zwar als ein Gebirge, das die Paionen von den Sinten und Maiden, über die er nichts weiter berichtet, trennt. Er kennt auch die Dentheleten nicht, die Theopomp ais
thrakischen Stamm bezeichnet!” und über die wird erst im 2. Jhd.v.u.Z. Nachbarn
der Maiden, die den
Fluß Strymon
ist die Uninformiertheit Thukydides Maiden
auf die Tatsache
bewohnen,
berichtet.
bezüglich der Dentheleten,
zurückzuführen,
daß
sie in der
als
Folglich
Sinten und
Beschreibung
des
Sıtalkes Feldzugs, die er erhielt, gefehlt haben, d.h. das Königsheer ging durch
12. Aristot., Meteorol. 1, 13, 22 (Ideler) behauptet daß die Flüße Strymon, Nestos und Hebros vom Gebirge Skombros entspringen, das in den Manuskripten der Geschichte des Thukydides auch Skomios genannt wird. Eigentlich hat nur Strymon ihre Quellen in diesem Gebirge
(htg. Vitosa).
13. Die Angaben
sind in zwei
für die eine Datierung um
Fragmenten
oder nach
(Jacoby,
FrGrH
351/350 vorgeschlagen
wird.
I 2B,
Frg. 268a, 2680),
Vgl. dazu auch
“Etudes des sources écrites grecques sur la Thrace antique, IV. Théopompe fr. Zusammenfassung)”,
GSUIF 69, 1975.
B. Gerov nach
(op. cit., S. 9, Anm.
A. Fol,
(auf bulg. mit 1) hat Theo-
pomp die Nachricht, daß der Fluß Pontos schwarze Steine (Steinkohlen) führt, Angabe, daß im Lande der Agrianen solche Steine zu finden sind, kontaminiert. 14. Ps. Arist., De mirab. ausc. 841a-27=115.
mit der
15. Cl. Aelian., N.a. 9, 20: Nic. Th. 45 (mit Schol.); Dioscur., Mar. med. 5, 129; Antig 136; Exc. Orib. 13 (s.v. lithos); St. Byz. s.v. tintea. Lapis Thraciae: Ps. Gal., De simplicibus
6, 84 sq.; Plin. NH
33, 94; Isid., 16,4,8.
16. Ps. Arist., De mirab. ausc. 830a5; Aristot., 17. Jacoby,
FrGrH
1 2B,
Frg.
221.
De anim. hist. 630a18.
1448
Margarita
Tuceva
die Gebiete der eroberten Paionen bis zu den Laiaioi am Strymon. Weiter beschritt es das menschenleere Gebirge Kerkıne, die Grenze zwischen den Sinten und Maiden — an der linken und den Paionen -- an der rechten Scite. Und da die Richtung Südwest ist — zum paionischen Doberos und zum unteren Makedonien — blieben die Sinten und die Maiden am Fluß Pontos östlich vom Weg des Feldzugs. Die frühesten Angaben über diesen Fluß, die ihn bewohnenden thrakischen Stämme und ihr thaumasologischer Charakter neben dem Fehlen von geographischen Zeugnissen über den Fluß selbst lasscn die Annahme zu, daß sie erst den Teilnehmern an den Feldzügen Philipps und Alexander von Makedonien in Westthrakien zuzuschreiben sind. Die von ihnen betrachteten Sehenswürdigkeiten sind von den legendären Erzählungen der einheimischen Bevölkerung am Pontos verschönert worden. Das griechisch-makedonische Heer beider namenhafter Könige begegnete ihnen offensichtlich zum erstenmal!*. In der Literatur wird gewöhnlich der Fluß Pontos mit dem Fluß Strumica, rechter ZufluB des Strymons, identifiziert!*. Doch die oben angeführten Angaben erlauben mit großer Sicherheit die Behauptung, daß eigentlich der Fluß Pontos eine andere Benennung des Flusses Strymon ist, und zwar seines Mittellaufes. Von den sicheren natürlichen Sperren — der Kresna - Durchbruch ım Norden und der Rupel im Süden — geschützt, bleibt er für lange ein unbekanntes und daher ein märchenhaftes Territorium in der antiken Tradition. Die oberflächlichen Kenntnisse Thukydides über Sinten und Maiden werden von Aristoteles und von Theopomp in derselben Reihenfolge (sowie bei den erwähnten späteren Autoren) wiederholt, wobei sie die Gebiete der Agrianen am Oberlauf und die Länder der Sinten und Maiden am Mittellauf des Strymons bestimmten?°. Erst Strabo gelingt es festzustellen, daß der Fluß Strymon die Gebiete der Agrianen und Maiden und erst dann den Raum der Sinten durchquert (7, frg. 36) — so, wie wir sie in den Beschreibungen späterer Quellen finden.
Sie schöpfen
ihre Kenntnisse
aus römischen
Militärtagebüchern,
die
die Eroberung Makedoniens und Thrakiens im II-I Jhd. schildern. Der Oberlauf des Flusses
die frühere
und
Epoche
seine
besaß
Bewohner
er verschiedene Quellen
18. Curt. 5, 3, 10; Plut., Al. 9,1. 19. B. Gerov, op. cit., S. 9 hat nach ihn mit dem
heutigen Strumica
sind Strabo
den
identifiziert.
älteren
Anm,
22,
und
Auffassungen
bekannt;
Fihnonyme
von
über
seine Behauptungen
über den
Fluß
F. Papazoglou, op. cit., p. 77, Anm.
einen anderen linken Zufluss — Lebnica, vor. 20. Zur Reihenfolge der Aufzählung beider unten
nicht wohl
den
antiken
Pontos,
55 schlägt Autoren
S.
Politische Beziehungen
zwischen
Thrakien
lassen sich als kontaminierte und vielleicht von
und
Makedonien
1449
Herodot entlehnte Angaben
erklären®!.
Die oben interpretierten Zeugnisse über den Fluß Pontos, über die Sinten und die Maiden, die von den Paionen durch Messapion und (oder) Hessainos getrennt sind, bestätigen die alte Lokalisierung dieser Oronyme zwischen dem Mittellauf des Strymons und Axios. Noch mehr — sie decken sich mit dem Gebirge Kerkine beı Thukydides, wodurch das Sitalkes Heer ging, wobei sich auf seiner rechten Seite die Paionen und auf seiner '‘inken — die Sinten und die Maiden befanden (2,98,1). Das Heer überschritt das Gebirge am Strymon, bei den Laiaioi (vgl. oben, S. 89) und verließ es, indem es sich Doberos näherte. Also werden mit Kerkine die Gebirgsketten folgender heutiger Gebirgen bezeichnet: Vlahina, MaleSevska, OgraZden und die westlichen Hänge Belasicas**. Der von dem Feldzug gebahnte Weg zu den Gebieten der 21. Die älteste Angabe über die Agrianen finden wir bei Herodot (5, 16) und sie wird als spätere Interpolation betrachtet, vgl. Y. E. Powell, A Lexicon to Herodotus, Hildesheim, 1960. Damit ist es aber möglich ein Strabonisches Fragment (7,41) über die Paionen zu verbinden, nach welchem sie Krestonien, ganz Mygdonien und die Gebiete der Agrianen bis Pangaion eroberten. Die Information ist leider nicht eindeutig und lässt uns nicht sicher entscheiden, ob der Autor die Agrianen und nicht die paionische Agression mit Pangaion verbunden hat. Falls Strabo die Agrianen gemeint hat, wäre es möglich den schon interpolierten Text des Herodots als Quelle für 7, Frg. 41 zu vermuten. In anderen zwei Fragmenten von verschiedenen Manuscripten (7, Frg. 36, 37) wird aber bestättigt, daß die Agrianen das Gebiet des Gebirges Rhodopa bewohnten, wo der Fluß Strymon seine Quellen hatte. Offensichtlich kennt der Autor die Information über Strymon bei Aristoteles und Thukydides (vgl. Anm. 12) nicht, wenn das Gebirge Skombros/Skomios in dieser Hinsicht nicht erwähnt wurde. Die von ihm für Paionien benutzte Quelle (7, 5, 1) scheint wieder Herodot zu sein, welcher die Massive der heutigen Gebirgen Rila, Vito3a und Rhodopa
nicht
unterschied (4, 49). Schlecht benachrichtigt scheint Strabo über die Agrianen auch in 7, 5, 12, wo er in den Gebieten der Agrianen westlich von Strymon das Ethnonym Hybrianoi lokalisierte. Diese Betrachtungen lassen die Annahme zu, daß der Oberlauf von Strymon und die ihm benachbarten Gebieten noch länger als der Mittellauf des FluBcs unbekannt blieben. Das war vielleicht eine Folge ihrer Unabhängigkeit von den makedonischen Königen und deshalb wurden die Agrianen als thrakischen Stamm von Theopomp erwähnt. 22. Thuc.
2, 98,
1. Die Diskussion
über
Kerkine
vgl. bei B. Gerov,
op. cit., S. 14 und
F. Papazoglou, op. cit., S. 335, Anm. I. Thukydides beweist hier seine Information über Kerkine als Grenze zwischen Paionen und Sinten am Anfang des Feldzuges; sie betrifft aber offensichtlich nur die südlichste Bergkette, nördlich von Dobero;, wo nämlich die Sinten siedelten (für diesen Stamm vgl. F. Papazoglou, op. cit., S. 371 mit den älteren Auffassungen). Eben dieses Zeugnis für Kerkine, sowie die Aufzählung der Ethnonyme Sinten und Maiden von Thukydides (2, 98, 2) liegen der Diskussion über die Lokalisierung dieser Stämme zugrunde. In derselben Reihenfolge werden sie auch von Aristoteles und seinenNachfolgern in den oben zitierten Angaben über Pontos aufgezählt. Di:s kann auf eine strenge Beachtung ihrerseits des thukydideischen Textes, wo die Flußrichtung nicht in
1450
Margarita
Taceva
von Sitalkes unabhangigen Paionen (Thuc. 2,98,1), auf dem der Feldzug begann, sollte in dem Falle dem schweren Weg durch Vlahina gleichgesetzt werden,
der bis 1912
nach
Deléevo (Carevo selo)® benutzt wurde.
Falls die
Überlegungen richtig sein sollten, so ergibt sich aus Thukydides Bericht, daß die Bewohner beiderseits des Durchbruchs — sowohl vom heutigen Blagoevgrad aus als auch vom Oberlauf des Astibos (ἢ. Bregalnica) aus** — Paionen sind. Während des Gebirgsübergangs bis Doberos erlitt das Sitalkes Heer keine anderen Verluste, außer von Krankheiten (Thuc. 2,98,3) d.h. es gab keine Schlachten und dies deutet darauf hin, daß der Weg an den Grenzgebirgen und nicht am Fluß Bregalnica, den die unabhängigen Paionen bewohnten,
vorbeiführte.
Nachdem
es sich
in Doberos
sammelte, “drang
das
thrakische Heer zuerst in die Orte ein, die vorher unter Philipps Herrschaft waren” — die Siedlungen Eidomene, Gortynia, Allante und Europos (Thuc. 2,100,3)
am
rechten
Ufer
des
Axios®.
Das
sind
eigentlich
die ehemaligen
paionischen Gebiete, von den Vorfahren Perdikkas unterworfen, die nach Thukydides bis Pella und bis zum Meer reichten (2,99,4). Hier wechselt plötzlich Sitalkes die Richtung — anstatt nach Pella ging sein Heer durch Axios nach Mygdonien,
Grestonia und Anthemus
(2,100,4), die schon
Makedonien
untertan waren. Und obwohl das makedonische Heer keinen Widerstand mehr leistete, verzögerte Perdikkas die auf Initiative von Sitalkes begonnenen Verhandlungen. Der thrakische König nahm sie wieder auf, nachdem er erfuhr, daß ihm die Athener keine Flotte schicken würden (2,101,1). Und diese Tatsache erweist sich als ganz natürlich, wenn wir das Bündnis mit Perdikkas in Betracht ziehen. Dieses Bündnis gestattet uns, an die Rolle Hagnos als Hegemon, d.h. als “Ratgeber” des Sitalkes während des Feldzugs zu zweifeln —- wegen des Abweichens von der Richtung: statt nach Pella und nach den Perdikkas unterworfenen Gebieten in Südwest, brach das Heer nach Chalki-
Betracht gezogen war, zurückgeführt werden (vgl. z.B. Her. 5, 3, 2; 5,4,1). Es wäre hier eine Einordnung nicht auszuschließen, die auf der Bekannheit der Sinten beruht, “hinter” denen die unbekannten Maiden siedelten. 23. Der erwähnte Pass (1197 m.) wurde von B. Gerov, op. cit.. 5. 11, Anm. 2 angeboten. 24. B. Gerov, op. cit., S. 14 äußerte die Vermutung über den Oberlauf von Bregalnica als ein maidisches Gebiet und Weg des thrakischen Feldzugs. 25. Über die Lokalisierung dieser Siedlungen und den Namen
Thukydides bewiesenen Atalante vgl. zuletzt L. Gounaropoulou, milliaires de la voie Egnatienne
themata \, 1985, Orupos.
S. 54 ff.
entre
Heraclée
vgl. auch S. 59,
Allante
statt
über die
von
M. B. Hatzopoulos, “Les
des Lyncestes et Thessalonique”,
Anm. 4
des
Idensitàt
von
in:
Europos
Mele-
und
Politische Beziehungen
zwischen Thrakien und Makedonien
1451
dike auf. Dort verheerte es aber nicht nur die oben erwähnten Gebiete: falls wir Thukydides anvertrauen, was die Reihenfolge der Sitalkes Aktionen anbelangt, so müßten wir annehmen, daß der König einen Teil seines Heeres auch gegen die Chalkidier und die Bottaier schickte, nachdem er erfuhr, daß sich die Athener nicht mit der versprochenen Verstärkung beteiligen werden. Das wichtigere Moment besteht hier darin, daß diese Militäraktıon nach dem Sieg der athenischen Feinde und Verbündeten Perdikkas über das athenische Heer im Sommer desselben Jahres stattfindet (2,79). Folglich hat in dieser letzten Phase des Feldzugs Sitalkes erneut gegen die Interessen Perdikkas gekämpft, um ihn zu zwingen, sein Versprechen einzuhalten. Doch das Wetter änderte sich nicht zum Nutzen Sitalkes — deı Winter begann und sein Heer fand keine Provianten. Perdikkas gelang es, Seuthes einzureden gegen Eheschließung mit seiner Schwester Stratonike und gegen Geld, Sitalkes zu überzeugen, den Feldzug
zu unterbrechen
(2,101,5-6). So wurde dank der
geheimen Vereinbarung der thrakische Feldzug gegen den athenischen Verbündeten Perdikkas und nicht gegen die chalkidischen Feinde Athens beendet. Dies war das erste Bündnıs, das uns zwischen einem makedonischen und einem thrakischen Herrscher, mit dynastischer Ehe nach dem Krieg gefestigt, bekannt ist. Weder Perdikkas noch Seuthes, der nach dem Tod Sitalkes im Jahre 424 seine Macht erbte (Thuc. 4,101,5),
verletzten den
donisch-thrakischen
des Unterlaufs des Flusses Strymon.
Sofia
Grenze
im Raum
Frieden an
der make-
82
FROM THE PROSOPOGRAPHY THE METRONYMICS*
Argyro
B.
OF
ANCIENT
MACEDONIA:
Tataki
Before proceeding to the main subject of this paper I believe it essential to refer briefly to the Prosopography of Ancient Macedonia, one of the projects of the Macedonia Programme of the Centre for Greek and Roman Antiquity of the National Hellenic Research Foundation. The Director of the then recently founded Centre, Professor M. Sakellariou, entrusted me with the compilation of this Prosopography in 1980. Its chronological and geographical limits and method were reported in the previous volume of this Convention!, where there is full reference to the project’s indebtedness to earlier relevant publications, primarily the Macedonian Prosopography of D. Kanatsoulis?. Apart from its significance for our understanding of the * The following special abbreviations are used: Berve = H. Berve, Das Alexanderreich auf prosopographischer Grundiage Il: Prosopographie (Munich 1926).
Demitsas = M. G. Demitsas, “Ἢ Μακεδονία ἐν λίθοις φθεγγομένοις καὶ μνημείοις μένοις (Athens
1896); repr. title:
Makedoniae (Chicago
Sylloge
Inscriptionum
Graecorum
et
σωζο-
Latinarum
1980).
Kanatsoulis, MP = D. Kanatsoulis, Μακεδονικὴ Προσωπογραφία (ἀπὸ τοῦ 148 π.Χ. µέχοι τῶν χρόνων τοῦ Μ. Κωνσταντίνου), Hellenica Suppl. 8 (Thessalonike 1955). Kanatsoulis, MP Suppl. = D. Kanatsoulis, Μακεδονικὴ Προσωπογραφία. Συμπλήρωμα (Thessalonike 1967). OMS = L. Robert, Opera Minora Selecta I-IV (Paris 1969-74). Peek, GVI = W. Peek, Griechische Vers-Inschriften (Berlin 1955). Rizakis-Touratsoglou = A. Rizakis, I. Touratsoglou, ᾿Επιγραφὲς “Arm Μακεδονίας (Athens 1985). Tataki, Beroea = Argyro B. Tataki, Ancient Beroea: Prosopography and Society (“MedAethματα" 8; Athens 1988). 1. A. Tataki, “’Arò στὰ ρωμαϊκοῦ
τύπου
τὴν Προσωπογραφία
ὀνόματα
τοῦ
/G
X
(Thessamonike 1986) 581-584. 2. Kanatsoulis, MP and Kanatsoulis.
τῆς ἀρχαίας
2,1”,
Ancient
MP
Suppl.
Μακεδονίας:
Macedonia
IV,
παρατηρήσεις
Thessalonike
1983
1454
Argyro B. Tataki
history of Macedonia in Roman times, this work was until recently the fullest bibliography of the epigraphic material found in Macedonia up until the date of its completion, thus constituting the best guide for any scholar
involved in a study of Macedonian inscriptions®. It should be pointed out here that even today, after the complete publication of the inscriptions of Thessalonike and Upper Macedonia‘, approximately 3/4 of the total of inscriptions from Macedonia have still to be included in epigraphic corpora and must thus be sought in a variety of publications, many of which are difficult to locate. The epigraphic archive of the Macedonia Programme is a substitute which attempts to at least partially remedy this difficulty, and has constituted a basic element in the compilation of my own work, and indeed of several other projects completed or in progress. encompassed by the same programme. Withou dcubt, many of the misconceptions and uncertainties concerning Macedonian history in general would have been avoided or overcome by an earlier incorporation of this epigraphic material in soundly structured and fully indexed corpora. The first and most obvious contribution would be that it would enable a thorough consideration of the personal names, which would have led to more fully documented opinions on the native tongue of the ancient Macedonians. A very important source for the history of a region is to follow the development of its onomasticon®; this principle was the basis of my approach to the Prosopography of Ancient Beroea®. Observations and experience gained from this study led me to the definition of the next goal of the Prosopography of Ancient Macedonia, which will cover the material up until the Ist century A.D. The reason for the selection of this period as a ferminus ante quem stems from the interest in the study of the names of Macedonia, especially the local ones, and the observation that the greatest
3. Part of the significance of Kanatsoulis’ work is due to the fact that it was completed at a time when the only epigraphical corpus for Macedonia was Demitsas; for the corpora published
since
then
see infra n. 4.
4. With the inscriptions of Thessalonike, /G X 2,1, published in 1972, only a small part of the original planning was covered; see Ch. Edson, “The Greek Inscriptions of Macedonia”, Acres du Ile congres international d'épigraphie grecque et latine, Paris 1952 (Paris 1953) 38-44. tsoglou) National
The
publication
inaugurated Hellenic
of the inscriptions of Upper
a collaboration
Research
between
the
Greek
Macedonia
(=
Archacological
Rizakis - TouraService
and
the
Foundation.
5. In accordance with the views of L. Robert, see e.g. “Εὔλαιος: Ἱστορία καὶ ἀνθρωπωνυμία", EpistEpetAth 13 (1962-63) 6. Tataki, Beroea, 309-419.
529 = OMS
II 987.
From
the Prosopography of Ancient
Macedonia
1455
changes to the onomasticon — manifest in the addition of a considerable number of newer panhellenic as well as Roman names and the decrease in the occurrence of local names — took place during or after the Ist century A.D.?. Another independent section of the Prosopography which is also in preparation is on Macedonians attested by their ethnics outside Macedonia. A much more concise subject, and thus suitable for presentation here, is the examination of the persons bearing metronymics, that is those cases in which the person’s proper name is followed by a feminine name in the genitive, instead of the usual, for the Greek type of name, patronymic, i.e. a masculine mame in the genitive. As far as I know, epigraphically attested metronymics were first discussed by K. Keil in 1860°, who listed some relevant testimonies from Attica, Thessaly, Bithynia, Delos and elsewhere. O. Braunstein’s publication of 1911 constitutes a more systematic collection of the relevant testimonia and discussion of the issue®. In this work considerable attention was paid to the collection of material from Asia Minor, where the relevant examples are numerous and,
furthermore,
allow
correlations
Lycians were called μητρόθεν
with
Herodotus’
(I 173); the relevant
testimony
testimonia
that
the
from Mace-
donia, based on Dimitsas’ collection, are cited for the first time!°. Braunstein
interpreted the phenomenon as a survival of the primeval “mother-right”. A. Christophilopoulos’ work, with its augmented body of testimonia and wider geographical distribution presents a re-appraisal of the subject!!. The attestations discussed there were mainly gathered on the basis of the series IG and, though not exhausting the material then available, clearly illustrate that the phenomenon, though encountered rarely, occurs throughout the Greek world; the new examples cited originate from Attica, Hermione, Amphissa,
Thessaly,
Amorgos,
Euboea
and Cyrene, while a further example
is added to the 10 relevant testimonia from Macedonia recorded by Braunstein!?. Christophilopoulos interprets the metronymics as denoting illegitimate children. This view has met with almost general acceptance, reservations being
7. Tataki, Beroea,
381,
389-400.
8. K. Keil, “Griechische Inschriften”, Philologus 16 (1860) 9-12, 14. 9. O. Braunstein, Die politische Wirksamkeit der griechischen Frau (Leipzig 1911) 69-86. 10. Op.
cit. (supra
n. 9) 80 n. 5.
ll. A. Christophilopoulos, «Ai μητρωνυμίαι παρὰ τοῖς ἀρχαίοις Ἕλλησιν», γονέων
καὶ
τέκνων
κατὰ
τὸ
βυζαντινὸν
δίκαιον
(Athens
1946)
“Ἱστορία (Athens 1973) 60-67. 12. Op. cit. (supra n. 11) 63; it corresponds to our no 25.
130-139
=
in Σχέσεις ἡίκαιον»
καὶ
1456
Argyro
B. Tataki
expressed only as to the completeness of the collection!*. Certainly several more epigraphically attested metronymics were known then and many new ones have been added since, both through the publication of new finds and the improved reading of earlier ones, in which feminine names had been erroneously read as masculine. Many of these new rcadings are due to O. Masson!*, who has also discussed the two earliest, as far as I know, relevant testimonies. The first is from Phaistos and dates from the end of the 8th century B.C.; it is inscribed on the shoulder of a large pithos and constitutes the earliest Cretan inscription in alphabetic script!®. O. Masson has pointed out that analogous references already cxist in Homer (//. XVI 179-80)"®: the other early example he discusses is from Sicily and datcs from the 6th century B.C.!?. An exhaustive collation of all existing metronymics would, of course, lead to a better understanding of the phenomenon, but this is beyond the scope of this paper. Nevertheless, it is worth mentioning here that in addition to the places cited above, metronymics are attested at Karystos, in Locris (Galaxidi), at Delphi,
in Acarnania,
on
Naxos,
Paros, Thasos,
Cyprus
inter
al.!®, In the light of the above, the appearance of metronymics in Macedonia would not merit special attention had not their usage been over-emphasized to the point that the phenomenon has been characterized as a “Macedonian custom”!P, without their being the parallel exhaustive collection and study 13. See BullEpigr
1951, 34 and C. Vatin, Recherches sur le mariage et la condition de la
femme mariée ἆ l'époque hellénistique (Paris 1970) 238 and n. 5. 14. O. Masson, “Quelques épitaphes grecques”, BCH 99 (1975) 219-22; id., “Trois questions de dialectologie grecque”, Glorta 43 (1965) 218-21, 229, 232. 15. O. Masson, “La plus ancienne inscription cretoise”, Studies in Greek, Italic and Indo-European Linguistics Offered to L. R. Palmer (Innsbruck 1976) 169-72; first published by D. Levi, “Un pithos iscritto da Festös”, Krerika Chronika 21 (1969) 153-76, esp. 158: for the dating see also: L. H. Jeffery-A. Morpurgo-Davies, Kadmos 9 (1970) 153 n. 47. 16. O. Masson, op. cit, (supra n. 15) 171. 17. O. Masson, BCH 99 (1975) 221. 18. See e.g. L. Robert, Collection Froehner I: Inscriptions grecques (Paris 1936) 17 no 13 (Karystos); Marie-Therese Couilloud, “Reliefs funéraires des Cyclades de l'époque hellénistique ἃ l'époque impériale”, BCH 98 (1974) 427 πο 18, 425-26 no 17 (Paros, Naxos); Chr. Dunant-J.
Pouilloux, Recherches sur l'histoire et les cultes de Thasos IL (Etudes Thasien-
nes V; Paris 1958) nos 194, 195, 285, 321, 325, 336 es al (Thasos) etc. For Cyprus see e.g. SEG 31 (1981) 1327, 1353, 1373; 32 (1982) 1323, 1334, 1335, 1337, 1346, 1348; 33 (1983) 1208,
1212
er al.
19. See Kanatsoulis, AP Supp! no 1550 and F. Papazoglou, “Structures ethniques et sociales dans les régions centrales des Balkans ἃ la lumière des études onomastiques”, Actes
From
of the testimonia. of Macedonia,
the Prosopography of Ancient Macedonia
1457
F. Papazoglou's exploration of the pre-Greek substratum
made on the basis of the existence of certain personal names,
was accompanied by an observation which has been generally accepted, that some of these names also occur in Asia Minor, a fact which indicates the identity and affinity of the substratum of both regions?®. The same scolar proceeds to argue that the existence of metronymics in both these regions is yet further evidence in the same direction; with regard to Christophilopoulos’ explanation, she remarks that it is not necessary to interpret the phenomenon of metronymics as reflecting the same situation everywhere; she also notes that several of the names in which the phenomenon is attested are pre-Greek®!. The issue could be more widely related to the position of women in the society of ancient Macedonia; observations based on the epigraphic material have shown that this was no different from that in the rest of the Greek world??. The significance of the literary sources concerning a few powerful queens in Hellenistic times has been over-stressed, since surely at no time in history can the life and actions of royalty be considered an index of the structure of the society of their age”. In this paper the subject of metronymics has been exhaustively researched, by drawing on the published epigraphic material of Macedonia and persons known from literary references. The only individual located in the literary sources is a friend and contemporary of Alexander the Great, Proteas, who is mentioned in Athenaeus (IV, 129a) and Aelianus (V.H, XII, 26) as son of Lanice™; perhaps the reference to Lanice, who was Alexander’s nurse, does
not here have the position of a true metronymic but was made to emphasize the closeness of the relationship between the two men. Moreover, there is nothing unusual in the omission of the patronymic in literary sources®. There is a total of 62 epigraphically attested metronymics, dating from Vile congres international d‘epigraphie grecques et latine, Constanza 1977 (Bucharest 1979) 168-169. It is characterized as a very common phenomenon by M. N. Tod, 3SA 23 (191819) 80 and L. Robert, “Les inscriptions de Thessalonique”, RevPhil 48 (1974) 205 n. 155. 20. F. Papazoglou, op. cit. (supra n. 19) 168-69; id., “Deorum nomina hominibus imposita”, Zbornik Filozofskoj Fakulteta 14 (1979) 12-15; id., “Sur la structure ethnique de l'ancienne
21. 22. 23. 24. 25. with
Macedoine”,
Balcanica
8 (1977)
79-80.
F. Papazoglou, op, cir. (supra n. 19) 168-69. Tataki, Beroea, 432-33. Cf. C. Vatin, op. cit. (supra n. 13) 57-58. Berve, no 665. In the total of the Berocans known from literary sources only four are mentioned
their patronymics:
Tataki,
Beroea
74-75. 92
1458
Argyro B. Tutaki
the 4th century B.C. to the end of the 3rd or the beginning of the 4th century A.D. Before examining the chronological distribution of these testimonia, we shall first look at the geographical, commencing with Upper Macedonia and moving eastwards: There are 7 relevant attestations from Orestis, 2 from Lynkestis,
1 from Elimeia,
1 from
Eordaea,
6 from Edessa,
1 from
Aegeae,
11 from Beroea, 1 from Bottiaea, 2 from Dion and another 1 from the rest of Pieria, 1 from Almopia, 2 from Paeonia, 1 from Lete, 15 from Thessalonike,
6 from Kalindoia in Mygdonia, 2 from Serrai and | from Amphipolis®. The phenomenon is attested throughout Macedonia, though not everywhere with the same frequency; it is still entirely absent from some bodies of inscriptions, quite large and early in relation to the material overall, such as e.g. that of Pella, or even richer ones, although of later times, such as e.g. that from Styberra. Of course, in this case too the factor of chance in the collecting of any assemblage preserving information on the past, cannot be overlooked; nevertheless, indicative of the rarity of the phenomenon is their percentage in the total of testimonia from Thessalonike, 0.66%, while they represent
0.78%, of the total from Beroea?’. The earliest evidence is on funerary stelae, the oldest being that of "Apπαλος Κύτας from Vergina; Ch. Saatsoglou-Paliadeli has dated this stele, decorated with a painted
band,
to the last quarter of the 4th century
B.C.
(cat. no 10). The possibility that a metronymic is involved was expressed in the publication, though two alternative explanations have also been proposed; in my opinion this is almost certainly a metronymic. The next two testimonia come from funerary monuments belonging to women: the relief stele for ᾿Αριστομάχη Ματοῦς which may have been found in Thessalonike, has been dated by Ch. Edson to the 4th or 3rd century B.C. while the painted stele for Παρμένεια ᾿Αριστύλλας from Beroea (nos 9, 42) is dated to the 3rd century B.C. Yet another funerary stele from Orestis perhaps also belongs with the testimonia dated to the period before the Roman
conquest
(no 31).
The earliest attestation not originating from a funerary monument but from a list from Beroea, the beginning of which has been lost, is dated to between
26. Orestis: nos 31, 36, 41, 48, 50, 54, 55; Lynkestis: nos 30, 40; Elimeia no. 21; Eordaca: no. 22; Edessa nos 3, 16, 18, 33, 47, 49; Aegeae: no 10; Beroea nos: 4, 8, 14, 24, 38, 42, 44, 58, 59, 60, 62; Bottiaca: no. 25; Dion: nos 19, 45; Pieria: no. 5; Almopia: no. 61; Paeonia: nos 2, 17, 39; Lete: no. 43; Thessalonike: nos 1, 6, 7, 9, 12, 13, 15, 23, 29, 34, 35,
37, 46, 52, 53; Kalindoia: nos 11, 26, 27, 28, 32, 51; Serrai: nos 56, 57; Amphipolis no. 20. 27. On the total number of persons known from Thessalonike on the basis of JG X 2,1: A. Tataki, op. cit. (supra n. 1) 585-86,
593;
see also Tataki, Beroea, 434.
From
the Prosopography of Ancient
Macedonia
1459
the Ist century B.C., and the Ist century A.D. (no 8). The rest of the examples
of metronymics, 57 in all, date from the Ist century A.D. onwards; the majority of attestations, about 50, are dated to the second half of the Ist and the 2nd century A.D. Eighteen of these come from accurately dated inscriptions, only one of which is of the 3rd century”. Of the total of these testimonia dating from after the Roman conquest only 17 are from funerary monuments, 9 for men and 8 for women?®. The rest are known from a variety of inscriptions and some concern persons of high social status. There is no difficulty in accepting the explanation that in Macedonia too metronymics register the offspring of illegitimate unions, for persons attested on funerary monuments, or manumitting a slave, or as members of a private cult society or συνήἠθειαδὀ. However, after substracting the persons attested in these particular categories of inscriptions there remains a group of 26 persons, including archons. One of these persons is a gymnasiarch and benefactor who is honoured by his city in Amphaxitis (cat. no 39), three are politarchs of Thessalonike (nos 1, 13, 52), there is also a treasurer
of the city from Thessalonike (no 53), an agoronomos from Dion (no 45), an epimeletes of the honorific monument for a Roman erected by the city of Lete (no 43), yet another person is included among the citizens signatories to the decree of the Battynaeans (no 41) and, finally, 18 are ephebes*!. Though metronymics are entirely absent from the ephebic lists of Styberra, which preserve the names of 266 ephebes in all??, a relatively high proportion is attested at Edessa, where there are 6 examples in a list of 22 ephebes®, and at Orestis where there are 5 metronymics in a total of 21 ephebes™ and less in Beroea, with 1 attestation out of a total of 48 ephebes known from the city® and at Kalindoia, with 6 out of a total of ο. 170 ephebes*. 28. See catalogue nos 3, 16, 18, 33, 35, 36, 41, 43, 46, 47, 48, 49, SO, 54, 55, 58, 60; no. 22 is of the 3rd cent. A.D. 29. For men: nos 2, 6, 21, 24, 30, 37, 40, 44, 46; for women: nos 4, 5, 14, 17, 19, 20, 25, 34. i 30. Nos 22, 60 are attested in manumissions, nos 12, 15, 23, 29, 35, 62 are members of religious societies; for those known from funerary monuments see supra n. 29. \ 31. Nos 3, 11, 16, 18, 26, 27, 28, 32, 33, 36, 47, 48, 49, 50, 51, 54, 55, 58. 32. F. Papazoglou, “Les steles éphébiques de Stuberra”, Chiron 18 (1988) 249. 33. Nos 3, 16, 18, 33, 47, 49. 34. Nos 36, 48, 50, 54, 55. 35. No 58; Tataki, Beroea, 291 no. 1282, 465-467. 36. Nos 11, 26, 27, 28, 32, 51. The information concerning the inscriptions of Kalindoia I owe to Mrs Louisa D. Loukopoulou who kindly communicated it to me; these inscriptions are going to be published in Μ. B. Hatzopoulos - L. D. Loukopoulou, Recherches siur les marches
orientales
du
royaume
téménide
(Μελετήματα"
11,
forthcoming).
1460
Argyro B. Tutuki
An epigraphic attestation of a metronymic from Crete for a historically known person, Lasthenes, who was active in the Ist century B.C., provided O. Masson with the opportunity for concluding that metronymics were not a phenomenon confined to the lower social orders. i.e. slaves or freedmen, as
had been assumed earlier, since this honorific dedication is to a person who, as O. Masson characteristically states, is of the “classe dirigeante”?”. The testimonia from Macedonia confirm this conclusion, at least for the years following the Roman conquest. One of the attestations from Beroea furnishes a key to explaining some of the instances of metronymics; it is a funerary altar of the 2nd century A.D. erected by Ζώσιμος Νεικοπόλεως (no 24) for his father, Πετρώνιος ᾿Αpovtac. Ζώσιμος Νεικοπόλεως was the fruit of the union of a Roman citizen with a woman with whom he was not entitled to enter into matrimony, i.e. to contract iustum matrimonium®. The offspring of iniustum matrimonium between Romans and peregrini have been identified by F. Papazoglou in the course of examining
the Styberra lists, on the basis of their names;
in these
cases the name of the person is given according to the Greek type but one of the two names, i.e. the main name or the patronymic, is a Roman name”. These are not instances of illegitimate children (spurii) but of children who according to the /ex Minicia acquired the legal status of the parent in the inferior position, that is they became peregrini*®. Many of the metronymics of this period must be attributable to cases of children of Roman citizens with whom it was forbidden to enter into wedlock. The main category of these Romans were the military; but senior provincial officials were also forbidden to contract marriages with a woman from their province. I believe that analogous with the phenomenon of metronymics in Macedonia are the ἀπάτορες testified in Egypt who, as has been proven, were the illegitimate offspring of Roman soldiers; they are attested with considerable frequency after the Roman conquest and are defined by the name of their mother*!. 37. C. Davaras - O. Masson, “Cretica: Amnisos et ses inscriptions”, BCH 107 (1983) 397 n. 32. 38. See A. Berger, Encyclopedic Dictionary of Roman Law (“Transactions of the American Philosophical Society” 43.2; Philadelphia 1953, repr. 1980) 579, J. F. Gardner, Women in Roman
Law and Society (Bloomington
and
Indianapolis
1986) 138-144; analogous
is the
case of Κέλερ Μαξίμας no. 30. 39, F. Papazoglou, “Grecs et Romains ἃ Stuberra”, Ancient Macedonia IV, Thessaloniki 1983 (Tessakoniki 1986) 434-36. 40. See A. Berger, ορ. cit. (supra n. 38) 557 and J. F. Gardner, ορ. cit., supra n. 38) 138. 41.
See
A.
Calderini,
“'Aratopec”,
Aegyptus
33
(1953)
358-69,
also
H.
C.
Youtie,
From
ıhe Prosopography of Ancient
Macedonia
1461
The examination of the names of persons bearing metronymics explains, with the above interpretation, their increase in number at this time. Of the total of 103 names appearing as the main names, metronymics or supernomina (54 female and 49 male), 22.5%, are Roman and only 7.5% pre-Hellenic or other non-Greek names*?. The remaining 70% are panhellenic and local names. In the formation of names which include elements of the Roman name all three parts of it appear in the place of the main name, metronymic or supernomen, in all possible combinations: e.g. there is Τίτος Λύκας (no 55), but also Νουμήνιος ᾿Αμμίας ὁ καὶ Τίτος (no 39), there is even ΕἰούArog Μαρκίας (no 16), as well as Περείτας Φίλας ὁ καὶ Βιήσιος (no 43) and even Σατορνῖλος 'Ἡδέας and Ταῦρος ᾽Αμμίας è καὶ Ρῆγλος (no 53). Cases also exist in which both parts of the name are Roman: e.g. the ephebe Κόιντος Μαρκίας (no 33) and the agoranomos of Dion Πριμίων Φολβίας (no 45). The names of 15 of the 26 archons, ephebes er a/. especially mentioned earlier, include one or more Roman names, an element indicating that the adoption of Roman names was not simply a trend of the period, a fashion, but that some more substantive reason is implicated, the underlining of descent from a Roman. The phenomenon of metronymics becomes rarer and eventually disappears during the 3rd century A.D. following the introduction of he Constitutio Antoniniana, which led also to the demise of the Greek type of name, as well as of the Roman, and the prevailing of single names, i.e. just one name for each person. The last attestation of a metronymic, on a grave stone from Pieria dating from
between
the 3rd and 4th century A.D.,
is of 'Ἠδαία
Εὺ-
κλείας ἡ καὶ Μαρία (no 25) who, as her supernomen indicates, was a Christian.
“"Anatopes”: Law vs. Custom in Roman Egypt”, Hommages a Claire Preaux (Bruxelles 1975) 723-40; cf. R. Taubenschlag, The Law of Greco-Roman Egypt in the Light of the Papyri (New York 1944) 82-83, 113-117, id., “Die materna potestas im gräko-Agyptischen Recht”, ZSav 49 (1929) 115-28. 42. Roman names: ᾽Αντώνιος, Βιήσιος, Γεμίνιος, Εἰούλιος, Κέλερ, Κόιντος, Μάξιμος, Μᾶρκος, Ὀκτάβις, Πριμίων, Ρῆγλος, Σατορνῖλος, Σιλουανός, Σοῦδις, Τερτιανός, Τίτος, Τορκουᾶτος; Fata, Κλαυδία, Λουκειλία, Μαξίμα, Μαρκία, Νετειλία, Φολβία. Other non-Greek names: Καρβερένθης, Κώτυς; “Appia, Δρούα (2), Καπένα, Mavra, Mapia, Μωμώ, Οὐαδύρα. 43. For ıhe increasing use of single names see primarily I. Kajanto, “Τῆς Emergence of the Late Single Name System”, L’onomastique latine (“Colloques internationaux du CNRS” 564; Paris 1977) 421-28.
1462
Argyro B. Tatuki Epigraphically
attested persons
bearing
metronymics
I. ᾿Αθηνογένης Πλουσίας Early Ist cent. A.D. Politarch. Thessalonike. IG X 2,1 *133 line 11: 2nd cent. A.D.; for the dating followed here see L. Robert, “Les inscriptions de Thessalonique”, RevPhil 48 (1974) 210-15.
— "A@nvo,
see no 4.
2. ᾿Αλέξανδρος Μάντας On a funerary stele with a relief. Kavadarci, N. Vuli¢, Spomenik 71 (1931) 68 no ISI. N.
Vuli¢, Archaeologische
1938)
Karte
von
Roman Paeonia.
Jugoslavien:
Kavadarci
period
(Belgrade.
12.
3. ᾿Αλέξανδρος Μαρκίας Ephebe, brother of nos Demitsas J. M. R.
A.D. 13, 33.
from
Macedonia”,
BSA
58 (1963)
20
531.
Kanatsoulis, MP no 88. F. Papazoglou, ZAnt 5 (1955)
364.
4. "Appia ᾿Αθηνοῦς On a funerary stele with a relief. Beroea. Beroea
180 81
Edessa.
no | line 8. Cormack, “Inscriptions
line 8. SEG 24 (1969)
Tataki,
imperial
nos
Ist cent. A.D.
153, 635.
5. “Appia Οὐαδύρας Early Roman period. On a funerary stele with a relief. Pieria (Moschopotamos). G. Ρ. Oikonomos, ᾿Επιγοαφ αἱ τῆς Maxedoria: (Athens 1915) 35-36 no 58. IG IX, 2 230. F.
Papazoglou,
zofskoj Fakulteta — —
“Deorum
14 (1974)
nomina
hominibus
14 n. 40.
Αμμία, see also nos 39, 44, Αντιγόνη, see no 6l.
53.
imposita”,
Zbornik
Filo-
From
the Prosopography of Ancient Macedonia
6. ᾽Αντίγονος ᾿Ελλανίκας On a funerary stele with a relief. Thessalonike. IG X 2,1 421. . Αντώνιος
Ist or 2nd cent. A.D.
In a list of unknown nature. IG X 2,1 243 Il line 6.
Thessalonike.
see no 29.
᾿Απολλόδωρος Μάντας In a list of unknown nature. Beroea. Tataki,
Ist o1 2nd cent. A.D.
Κλεοπάτρας
— Αξίωμα,
Beroea
Kanatsoulis,
1463
MP
nos
214,
Suppl.
Ist cent B.C./Ist cent. A.D.
812.
no
1550.
᾿Αριστομάχη Ματοῦς On a funerary stele with a relief. Thessalonike. IG X 2,1 *677. — Αρίστυλλα,
4th or 3rd cent. B.C.
see no 42.
10. Ἅρπαλος Κύτας 3/4 or 4th cent. B.C. On a funerary stele with a painted ribbon. Aegeae (Vergina).
Ch. Saatsoglou-Paliadeli, Ta ἐπιτάφια μνημεῖα ἀπὸ τὴν Μεγάλη Tovuna τῆς Beoyivas, EpistEpetThess 26, pp. 192-94, 279B.
Suppl.
no
50
(Thessalonike
1984),
no
ll. ᾿Αρχέλαος Δρούας Second half of the Ist cent. A.D. Ephebe. Kalindoia, Mygdonia. Unpublished; Thessalonike Archaeological Museum no 2668 IV line 82. ᾿Ασιατικὸς Φίλας End Member of a religious society. Thessalonike. IG X 2,1 68 line 24, 69 line 18. — ᾿Αφροδιτώ, see no 36. — Βιήσιος, see no 43. —
Γαῖα,
see no
— Γεμίνιος,
17.
see no
15.
of the
Ist cent. A.D.
1464
Areyro
B.
Tataki
13. Δημήτριος Νεικοπόλεως Politarch. Thessalonike.
Early
Ist cent. A.D.
IG X 2,1 126 line 4: 2nd cent. A.D.; for the dating followed here see L. Robert, “Les inscriptions de Thessalonique”, RevPhil 48 (1974) 208-15.
14. Διοδώρα Μαξίμας On a funerary altar. Beroea. Tataki, Beroea, nos 389, 852.
2nd cent. A.D.
15. Διονύσιος Κλεοπάτρας ὁ καὶ Fepiviog End Member of a religious society. Thessalonike.
of the
Ist cent. A.D.
IG X 2,1 68 line 23, 69 line 17 (without the supernomen). —
Apova,
16. Εἰούλιος
see nos
Il, 32.
Μαρκίας
Ephebe. Edessa; see supra Kanatsoulis, MP no 599.
no
A.D.
180/81
imperial
period
A.D.
180,81
3.
— Εἰρήνη, see no 35. — Ἑλλανίκα, see no 6. 17. Ἐπιγόνη Fafag Roman On a funerary stele with a relief. Bylazora, Paeonia. N.
Vulié,
Spomenik
75 (1933)
18. Ἔσπερος Σεμέλης Ephebe. Edessa; see no 3 Kanatsoulis, MP no 480. — Εὔκλεια, 19.
line
17 no
31.
12.
see no 25.
Εὐτυχία 'Ἡρακλέας Roman imperial period On a funerary plaque. Dion. J.M.R. Cormack, “JG X (Macedonia): The Greek Inscriptions of Pieria”, Essays in Memory of B. Laourdas (Thessalonike 1975) 110 no 8.
20. Εὐτυχία Νετειλίας On a funerary stele. Amphipolis. Ch. Koukouli-Chrysanthaki,
BCH
102 (1978) Chron.
3rd
(?) cent.
A.D.
Deltion 28 (1973) Chron. 452 no 6, pl. 406ß.
722 fig. 168.
-
From
21.
the Prosopography of Ancient Macedonia
Εὐτύχις Mappevéag On a funerary stele with a relief. Elimeia. Rizakis-Touratsoglou no 46: 2nd-Ist cent. B.C.
22. Ζοείχη Κλεαγόρας Dedicated her slaves to Enodia. Rizakis-Touratsoglou no 116. 23. Zwilog Σωσιπάτρας Member of a religious IG X 2,1 69 line ΤΙ.
2nd (?) cent. A.D.
A.D.
265/6
Eordaia.
End society.
1465
of the
Ist cent. A.D.
Thessalonike.
24. Ζώσιμος Νεικοπόλεως Beginning of the 2nd cent. A.D. On a funerary altar; he erected the monument to his father Πετρώνιος ᾿Αμύντας, Beroea. Tataki, Beroea no 530. . Ἡδαία Εὐκλείας ἡ καὶ Μαρία On a funerary plaque with an epigram. Demitsas no 5. Peek, GV/ no 2036. SEG 33 (1983) 518. —
Ηδέα,
see
— "HpaxAéa,
no
31d/4th cent. A.D. Bottiaea (Karyotissa).
47.
see no
19.
. Ἡρακλείδης Καπένας 2nd half of the Ist cent. A.D. Ephebe. Kalindoia, Mygdonia. Unpublished; Thessalonike Archaeological Museum no 2567 ΙΙΙ line 38. — Θεοδότη, see no 27. 27. Θεόδοτος Θεοδότης ὁ καὶ Μάξιμος 2nd half of the Ist cent. A.D. Ephebe. Kalindoia, Mygdonia; see supra no Il, I line 31. — Ε[Ἰούλιος), see no 49. — Καλλίστη, see no 49. — Καπένα,
see no 26.
1466
Argyro B. Tataki
28. Καρβερένθης Ephebe.
Σόφης
Kalindoia,
2nd half of the Mygdonia;
see supra no
29. Κάσσανδρος ᾿Αξιώματος Member of a religious society.
Ist cent. A.D,
11, IV line 94.
End Thessalonike.
of the
Ist cent.
A.D.
IG X 2,1 68 line 40, 69 line 25. 30. Κέλερ Μαξίμας Roman period On a funerary stele which also refers to his mother Σηβία Μαξίμα and his brother (infra no 40). Herakleia Lynkestis. A. J. B. Wace and A. M. Woodward, “Inscriptions from Upper Macedo: nia”, BSA 18 (1911-12) 171 no 7. N. Vulié, Archaeologische Karie von Jugoslavien: Blatt Prilep-Bitolj (Belgrade 1937) 17. P. Mackié - I. Mikulcié, “Catalogue des objets antiques d’Heraclée”, Heraclée
1 (Bitola
1961) 63 no
31. Keptippa Κίλλης On a funerary stele. Orestis. Rizakis-Touratsoglou no 191: — Κίλλη,
see no
— KAavdia,
34.
Μαρκίας
Ephebe.
Edessa:
Κοπρία
Πολυνείκης
IG X 2,1 —
Kora,
A.D.
A.D.
180,81
see supra no 3, lines 7-8.
funerary
no
Mygdonia;
Second half of the Ist cent. see supra no 11, IIl line 81. A.D.
387. see
cent.
see nos 7, 15, 52.
Κόιντος
a relief
B.C./Ist
3}.
Κόιντος Δρούας Ephebe. Kalindoia,
On
Ist cent.
see no 22.
— Κλεοπάτρα,
33.
2nd /Ist cent. B.C.
see no 57.
— Κλεαγόρα,
32.
126.
10.
Ist cent. stele.
Thessalonike.
A.D.
From
35.
ıhe Prosopography of Ancient
Κώτυς Εἰρήνης Head of a religious
society.
Macedonia
1467
A.D.
154/55
A.D.
146/47
Thessalonike.
IG X 2,1 288 lines 4-5, *289 line 5. — Λουκειλία, see no 46. — Λύκα, see no 55. — Μάντα, see nos 2, 8, SI.
— Μαξίμα,
see nos
14, 30, 40.
36. Μάξιμος ᾿Αφροδιτῶς Ephebe. Orestis. Rizakis-Touratsoglou no
187 line
16.
— Μάξιμος, see no 27. — Μαρία, see no 25. —
Mapxia,
see
nos
3,
16,
37. Μᾶρκος Μεγίστης On a funerary monument IG X 2,1 642. — Marto, Medita,
of unknown
see no 37. see
no
60.
38. Μένανδροίς) Παμφίλας Member of a religious society. Tataki, Beroea no 881. — Mayo,
2nd or 3rd cent. A.D. shape. Thessalonike.
see no 9.
— Μεγίστη, —
33.
see πο
2nd cent. Beroea.
56.
— Νεικόπολις see nos 13, 14; Νικόπολις, — Nereikia, see no 20.
39. Νουμήνιος ᾿Αμμίας ὁ καὶ Τίτος Gymnasiarch and benefactor, honoured Ciflik). Demitsas no 307. F. Papazoglou,
A.D.
ZAnt
see no 54.
by
2 (1952) 262: ᾿Ιουμήνιον
Kanatsoulis, MP no 633. SEG 13 (1956) 405. BullEpigr 1954, 162: Νουμήνιος
the
city.
Roman period Paeonia (Budur
1468
Argyro
B.
Tataki
M. Ὁ. Petruzevski, ZAnt 5 (1955) 140-43. F. Papazoglou, Les villes de Macedoine à l’epoque romaine. BCH Suppl. 16 (1988) 326 and n. 127. 40. Ὀκτάβις Μαξίμας On a funerary monument,
Roman period brother of no 30 (q.v.). Herakleia Lynkestis.
— Οὐαδύρα, see no 5. — Παμφίλα, see no 38. 41. Παράμονος Στρ[α]τονείκης A.D. 192/93 One of the Battynaioi mentioned in the decree of the city Battyna. Orestis. Rizakis-Touratsoglou no 186 I line 57. F. Papazoglou, Les villes de Macédoine ἃ l'époque romaine. BCH Suppl. 16 (1988) 239-41. — Παρμένεα,
see no 21.
42. Παρμένεια ᾿Αριστύλλας On a relief funerary stele. Tataki, Beroea no 1039. 43. Περείτας
Φίλας
3rd cent. Beroea.
ὁ kai Βιήσιος
Epimeletes of a monument
B.C.
erected
A.D.
121/22
by the city Lete in honor of an euer-
getes.
M. N. Tod, “Macedonia; 19-20. SEG I (1923) 276. Kanatsoulis,
MP
no
VI Inscriptions”, BSA
23 (1918)/19) 73 lines
1142.
— . Πλουσία, see no |. — Πολυνείκη, see no 34.
44. Πόρος ᾿Αμμίας On a funerary altar (?). Beroea. Tataki,
Beroea
no
Ist/2nd cent. A.D.
1123.
45. Πριμίων Φολβίας Roman imperial period Agoranomos, known from his dedication to Dionysos and thiasos. Dion. N. Ch. Kotzias, ArchEph 1948/49, Appendix 36 πο 4: Φουλβίας. BullEpigr 1953, 105: ®o).Bius.
From
the Prosopography
of Ancient
1469
Macedonia
Kanatsoulis, MP no 1225. D. Pantermalis, “Aatpeteg rai ᾿Ιερὰ τοῦ Δίου Πιερίας", Ancient Macedonia IT (Thessalonike
1977) 332.
46. Πύθων Λουκειλίας Epimeletes of a funerary monument salonike; see also supra no 35. IG X 2,1 288 lines 8-9.
A.D. 154 erected by a religious society. Thes-
— PfiyAog, see no 53. 47. Σατορνῖλος
Ephebe. Edessa; see supra no 3, line Kanatsoulis, MP no 1264.
— Σεμέλη,
180/81
see no
A.D.
146/47
A.D.
180/81
A.D.
146/47
14.
18.
48. Σιλουανὸς Ὑγείας Ephebe. Orestis; see supra no 36, line 18. — Zon,
A.D.
᾿Ηδέας
see no 28.
49. Σοῦδις Καλλίστης Ephebe. Edessa; see supra no 3, line 13. Kanatsoulis,
MP
no
585.
Demitsas: Ιούλιος Cormack, op. cit. (supra no 3): Σοῦδις — Στρατονείκη, 50. Στράτων Ephebe.
see no 4].
Ὑγείας Orestis;
see supra no 36, lines
17-18.
SI. Σύρος Μάντας Second half of the Ist cent. A.D. Ephebe. Kalindoia, Mygdonia: see supra no 11, IV line 92. — Σωσιπάτρα, 52. Zwoinatpog Politarch;
see no
3.
Κλεοπάτρας
Early
it is stated that he is the son of Λούκιος
δος. Thessalonike; see supra no
13, line I.
Ist cent. A.D.
Πόντιος
Σεικοῦν-
1470
Argyro
B.
Tataki
53. Ταῦρος ᾽Αμμίας è καὶ Ρῆγλος Early Ist cent. A.D. Treasurer of the cıty. Thessalonike; see supra no 13, line 6. Τερτιανὸς Νικοπόλεως Ephebe. Orestis; see supra no 36, line 18. Kanatsoulis,
MP
no
A.D.
146/47
A.D.
146/47
1353.
55. Τίτος Λύκας Ephebe. Orestis; see supra no 36, line Il. — Τίτος, see no 36. 56. Τορκουᾶτος
Μωμῶς
A.D.
In a list of unknown nature. Bisaltia (Serrai). Demitsas no 821 line 7. G. Mihailov, “Inscriptions de la Thrace &geenne”, 4 πο Ì.
39
Philologia 6 (1980)
57. Τόρκους Κλαυδίας In the same list as no 56 (q.v.).
A.D.
39
— "Yyria, see nos 48, 50. — Φίλα, see nos 12, 43, — Φιλίππα, see no 58.
62.
58. Φίλιππος Φιλίππας Ephebe. Beroea. Tataki, Beroea no
59. Φιλόξενος
A.D. 1282.
Φιλοι(έ)ρας
In a list of unknown Tataki,
Beroea
no
177:78
2nd/3rd nature.
cent. A.D.
Beroea.
1295.
— Φιλοτέρα, see no 59. — Φολβία. see no 45. 60. Φοῦσκος Μελίτας Known from a manumission Tataki,
Beroea
no
1340.
Peritios 16 A.D.
189
inscription. Emathia (Metochi Prodromou).
From
the Prosopography of Ancient
Macedonia
1471
61. [--- ᾿Αντ]γόνης Roman period From an inscription of indefinite nature, in second use. Almopia. A.D.
62.
Keramopoullos,
Praktika
[---]: Φίλας Member of a religious society. Tataki, Beroea no 1268.
1934,
70.
2nd cent. A.D. Beroea.
Uncertain I. Θεοδᾶς (Σωσιπάτρας2) End of the Ist cent. A.D) Member of a religious society, probably brother of supra no 23 (q.v.. Thessalonike. Other (non Macedonians) l. Μένιππος ᾽Αμίου ὁ καὶ Σεβῆρος, Θυατειρηνὸς End of the 2noop ut. A.D. Known from his funerary monument erected by the guild of purple dyers. Thessalonike. IG X 2,1 291 lines 5-6. Kanatsoulis,
MP
no 921.
Addendum
15a. Διονύσιος Mavtac, ᾿Αμφιπολίτης In a list of initiates from Samothrace. IG XII, 8 195 lines 12-13: Διονύσιος Μαντᾶςς). Kanatsoulis, MP no 411 L. Robert, Collection Froehmer | (Paris 1936) 52-53 no 44: Μαντᾶς. Centre for Greek and Roman Antiquity National Hellenic Research Foundation. March
1990.
37 B.C.
Διονύσιος,
83
ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ
Αντώνιος
I.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΔΙΑΛΕΚΤΟ
ΤΩΝ
ΑΡΧΑΙΩΝ
Θαβώρης
Κάθε φορά που αναφέρομαι στην ελληνική διάλεκτο των αρχαίων Μακεδόνων θεωρώ υποχρέωση πρώτα να τονίσω ότι για µας τους Ἕλληνες και ἰδιαίτερα για µας τους Μακεδόνες, πρόβλημα av οι αρχαίοι Μακεδόνες πρόγονοί µας ἦταν ἡ όχι ελληνική φυλή ούτε υπήρξε ποτέ, οὐτε πρόκειται να υπάρξει, αφού όλη η ιστορία των Μακεδόνων απὀ την αρχαιότητα ως σήµερα είναι ιστορία Ἑλλήνων. Από τα τέλη του περασμένου αιώνα όταν είχε να αντιμετωπίσει κανείς αμφιβολίες για πράγματα τόσο φανερά, 600 το φως του ἥλιου, ήταν επόμενο να αντιδράσουν Έλληνες και ξένοι και να γραφούν ὡς σήµερα πολλὲς µικρές και µεγάλες μονογραφίες για τους αρχαίους Μακεδόνες, αφού τα επιχειρήµατα για να αντικρουσθούν αυθαίρετοι ισχυρισμοί ήταν και εἶναι aveξάντλητα. Στα πλαίσια αυτών των συζητήσεων µια από τις κυριότερες ὅραστηριότητες της κοινωνικής ζωής των αρχαίων Μακεδόνων ήταν και η γλώσσα που μιλούσαν, η ελληνική τους διάλεκτος. Μετά τη δημοσίευση των επιγραφών and τη Μακεδονία που έχει επιτέλους αρχίσει", 0 πλουτισμός των επιχειρημάτων µε νέες παρατηρήσεις, όπως και µε τη µελέτη των µακεδονικών λέξεων, των οποίων η ετυμολογική αρχή είναι ἡ θεωρείται ακόµα άγνωστη, συνεχίζεται, και το σταθερό συμπέρασμα,
πως τίποτα από τους Μακεδόνες
προὐπόθεση
ότι ήταν
Ἕλληνες,
συνεχώς
δεν µπορεί να εξηγηθεί
χωρίς την
επιβεβαιώνεται.
1. Βλ. και Γ. Χατζιδάκη, «Καὶ πάλιν περὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῶν ἀρχαίων Μακεδόνων», ᾿Επιστημονικὴ ᾿Επετηρὶς τοῦ Πανεπιστημίου ᾿Αθηνῶν 1911, σ. 132: Οι Μακεδόνες, γράφει ο Χατζιδάκης, φιλοτιμήθηκαν «νὰ ἐπιτελέσωσι θαυμάσια κατορθώματα καὶ ταῦτα πάντα ἐν ὀνόματι τοῦ Ελληνισμοῦ καὶ ὄχι τοῦ Μακεδονισμοῦ» (πβ. και σ. 116). BA. επίσης του ίδιου, «Περὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῶν ἀρχαίων Μακεδόνων», ᾿Αθηνᾶ 8 (1896) σ. 3. 2. BA. ©. Ριζάκη - I. Τουράτσογλου, Enyrap!; άνω Μικεδονίας, 16295 A’, Karaλογος επιγραφών, Αθήνα 1985. Πβ. και Α. Παναγιώτου, «Γλωσσικές παρατηρήσεις σε μακεδονικές επιγραφές», Aoxala Μακεδονία IV, Θεσσαλονίκη 1986, σσ. 413-429 και A. Τσοπανάκη, «Γλωσσικά Μακεδονίας», ἀρχαία Μακεδονία 1, Θεσσαλονίκη 1970, a. 341. 42
1474
οἸντώνιος
I. Θαβώρης
Ακριβείς πληροφορίες για τη διάλεκτο τῶν αρχαίων Μακεδόνων δεν µας διέσωσαν οι αρχαίοι συγγραφείς. ΄Όπως είναι γνωστό, το γλωσσικό υλικό που αναφέρεται εἰδικά στους Μακεδόνες είναι κυρίως αἱ γλῶσσαι, δηλ. λέξεις της διαλέκτου που περιλαμβάνονται σε συλλογές γλωσσογράPWV και γραμματικών, όπως και τα ιστορικά τους κύρια ονόματα και τοπωνύμια. Αρχαϊκές επιγραφές δεν είχαµε and τη Μακεδονία. ΄Αλλωστε κι αυτές που βρέθηκαν σε άλλα µέρη της Ελλάδας δεν είναι πολλές. Γι’ αυτό και ο ονομαστός αυστριακός γλωσσολόγος Paul Kretschmer για να τονίσει την έλλειψη γραπτού κειµένου ἢ επιγραφής της διαλέκτου των αρχαίων Μακεδόνων έγραψε κάποτε επιγραμματικά: kein Text, keine Inschrift, nicht ein einziger Satz’. Φυσικά δεν είχαν αρχίσει τότε ακόµα va εμφανίζονται και αρχαιότερες επιγραφές, όπως η επιγραφή ΔΩΡΟΝ του Sov ἡ 6ov αιώνα από τη Zivdo! και κυρίως επιγραφές όπως της Βεργίνας: ΕΥΡΥΔΙΚΑ ZIPPA ΕΥΚΛΕΙΑΙδ. Ἡ τελευταία, η οποία είναι αφιέρωµα Μακεδόνισσας, είναι φανερό ότι δεν είναι µόνο κείµενο ελληνικής γλώσσας, αλλά και κείµενο της μακεδονικής διαλέκτου και όχι της αττικής, αφού το ὀνομα της Μακεδόνισσας βασίλισσας Ευρυδίκης είναι Εὐουδίκᾶ και το μακρό a του ονόματος Bod για τη γνωστή ήδη και and το υπόλοιπο γλωσσικό υλικό συγγένεια της αρχαίας μακεδονικής διαλέκτου µε την Αιολική και Δωρικήδ. O Ὄμηρος δεν αναφέρει τους Μακεδόνες ως λαό. Αναφέρει όµως το
επίθετο
paxedvds
(Οδύσσ. η 106 οἷά τε φύλλα μακεδνῆς αἰγείροιο)
και ο
σχηματισμός της λέξεως από τη ρίζα µακ- µε τις σηµασίες μῆκος, μακρὸς (ὀρεινός), είναι πανάρχαιος ελληνικός. Το ίδιο επίθετο χρησιμοποίησε έπειτα ο Ἡρόδοτος, ο οποίος αναφέρει ελληνικό έθνος που κατοικούσε «...év Πίνδῳ μακεδνὸν καλεόµενον...», εννοώντας φυσικά τους Μακεδόνες. 3. P. Kretschmer,
«Sprache», στο
Gercke - Norden,
Einleitung in die
Altertumswissen-
schaft, P 1923, 6, 87. 4. Σίνδος, Κατάλογος της Έκθεσης, Αικατερίνη Δεσποίνη, Αθήνα 1985, σ. 67, αρίθμ. καταλ. και εικόνας 96.
5. Τὸ ἔργον τῆς ᾿ Αρχαιολογικής ᾿ Εταιρείας κατὰ τὸ 1952, Ἐπιμέλεια Γ. E. Μυλωνᾶ, ᾿Αθῆναι 1983, o. 19 = Arch. Report for 1982-1983, σ. 44. Πβ. και ΑΜΗΤΟΣ, τιμητικός τόμος
για
τον καθηγητή
M.
6. Για τη διατήρηση λεκτο, όπως
Ανὐρόνικο,
Θεσσαλονίκη
1987, Μέρος
B’, σσ.
του ινδοευρωπαϊκού (IE) μακρού a και στη
στην Αιολικἡ
και Δωρική,
βλ. O. Hoffmann,
Die
733-743.
Μακεδονική
Makedonen,
ihre
διά-
Sprache
und ihr Volkstum, Göttingen 1906, σ. 29 και 243, "A. "I. Θαβώρη, "/oropla τῆς "Ἑλληνικῆς ” λώσσας, Ἰωάννινα 1983, σ. 40. Πολλά παραδείγματα θηλυκών κυρίων ονομάτων σε -a από μακεδονικές επιγραφές παραθέτει στην ἐργασία της η A. Παναγιώτου, «Γλωσσικές παρατηρήσεις κλπ.», έ,α., σ. 420, όπως 'Avrıydva, Beovixa, Γλαύχκα, ‘EMavixa, Εὐρυδίxa,
Θεοφίλα,
Φίλα,
Φιλίππτα
κλπ.
Lvpfodi
στη» ελληνική
διάλεκτο
τῶν
αοχαίων
Μακεδόνων
1475
Πανάρχαιες ελληνικές έπειτα εἶναι και οἱ ρίζες πολλών τοπωνυμίων της Μακεδονίας, και ανάµεσα σ᾽ αυτά και τα ονόματα της πρώτης και δεύτερης πρωτεύουσάς των. H συγγένεια του ονόματος Αἰγαὶ µε τα πασίγνωστα ονόματα Aiyaîor, Αἰγεύς, Atywa, Aiyiviov, Αἴγιον, αἰγιαλὸς κ.ἀ., ὀποια κι αν είναι η ετυμολογική τους αρχή, είναι ολοφάνερη. Με ποια λογική επομέvas θα διαχωρίσουµε από την ετυμολογική αυτή οµάδα το όνοµα Aiyai, ώστε να την κατακυρώσουµε σε ξένο, όχι ελληνικό έθνος; Ούτε ο Ἡσίοδος αναφέρει τους Μακεδόνες. Μνημονεύει όµως και αυτός τον Μακηδόνα ως αδελφό του ἠΜάγνητα, γιους και τους δύο του Δία: of πεοὶ Πιεοίην καὶ "OAvunov δώματ᾽ ἕναιον (απόσπ. 5 RZ). O μύθος αυτός δεν υποδηλώνει µόνο τον γενάρχη των Μακεδόνων και την κατοικίαν των, αλλά και τη φυλετική συγγένεια των Μακεδόνων µε τους Θεσσαλούς, οι οποίοι πολλές φορές μνημονεύονται µαζί µε τους Μακεδόνες από τους αρχαίους συγγραφείς”. Την ίδια συγγένεια Αιολέων και Μακεδόνων µαρτυρεί επίσης και ο Ελλάνικος, όταν λέγει ότι 0 Μακεδὼν είναι γιος του Αἰόλου". H συγγένεια λοιnov αυτή δεν λείπει φυσικά και από το λεξιλόγιο των Μακεδόνων. ᾿Ηδη πολλά κοινά φωνητικά κυρίως γνωρίσματα Μακεδονικής και Αιολικῆς διαλέκτου αναγνωρίστηκαν από καιρό, ώστε να γράψει ο O. Hoffmann ότι στο μακεδονικό λεξιλόγιο «...Es prägt sich ... deutlich der thessalische Dialekt aus...»®. Φαίνεται λοιπόν, ὕστερα από όλα αυτά, ότι στην παλαιά εποχή των οµηρικών επών οι Μακεδόνες ήταν ακόµα µια ασήµαντη ελληνική φυλή, όπως ακριβώς θα δούµε ότι θα µας τους περιγράψει αργότερα ο Αρριανός: άνθρω7. BA. π.χ. Hpod. 8,26 Θεσσαλίης
τε καὶ
ρὲ Θεσσαλίην
ἐπιφάνειάν
.. περὶ Θεσσαλίην τε καὶ
Μακεδονίην...
Μακεδονίης..., xB. και 9,31-32 ἔταξε
οἰκουμένους κατὰ τοὺς ᾿4θηναίους...,
τε καὶ ἐπικράτειαν
τῶν
Θετταλῶν
δὲ καὶ
στον ἰδιο
9,89 did
Μακεδόνας τε καὶ τοὺς πε-
Στράβων ΙΧ 11 (434) ... Διὰ γὰρ τὴν
καὶ
Μακεδόνων
οἱ πλησιάξοντες
αὐτοῖς
μάλιστα τῶν ᾿ Ηπειρωτῶν οἱ μὲν ἑκόντες οἱ δὲ ἄκοντες µέρη καθίσταντο Θετταλῶν ἢ Maχεδόνων..., Απολλώνιος ὁ δύσκολος, Περὶ Συντάξεως T, Ί ...ἡ κλητικὴ ἀντ᾽ εὐθειῶν παραλαμβάνεται κατὰ Μακεδονικὸν ἔθος ἢ Θεσσαλικόν..., Αθήναιος Ul, 114b ... Φέλεικος μὲν dodjuv ὑπὸ Μακεδόνων οὕτω καλούμενον, δάρατον d' ὑπὸ Θεσσαλῶν... . 8. Στἐφ. Βυζάντιος, A. Μακεδονία (= FGRHIST. 4 F 74) ..ἠ χώρα ἀπὸ Μακεδόνος
τοῦ Διὸς καὶ Θυίας τῆς Δευκαλίωνος, ὡς φησιν
“Halodos... ἄλλοι δ’ ἀπὸ Μακεδόνος καὶ
Αἰόλου, ὡς ' Ελλάνικος... 9. O. Hoffmann, Die Makedonen, έ.α., a. 34 και 255, ὀπου η Θεσσαλική διάλεκτος αποκαλείται «αδελφή γλώσσα» (Schwestersprache). Για τη συγγένεια της Μακεδονικής με άλλες ελληνικές διαλέκτους BA. Ο. Pochirg, «Considerations sur le Lexique de l’ancien Macedonien», Revue de Linguistique V 1960, o. 145, Ἰ. Προμπονᾶ, ᾿Η συγγένεια Maxeδονικῆς καὶ Μυκηναϊκῆς διαλέκτου καὶ ἡ πρωτοελληνικὴ καταγωγὴ τῶν Μακεδόνων, ᾿Αθῆναι 1973 (για το οποίο βλ. κριτική στα Ελληνικά 27 (1974) σσ. 415-419 and A. I. Θα-
βώρη).
1476
Avremos
I. θαβώρης
ποι απλοί που ἔβοσκαν πρόβατα στα βουνά, περιπλανώμενοι καὶ πάμφτωχοι. Ἴσως μάλιστα να µην είχαν ακόµα εγκατασταθεί στην περιοχή της παραθαλάσσιας λωρίδας, όπου δέσποζαν τα ονοµαστότερα ελληνικά βουνά: τα Πιέρια και ο Όλυμπος, περιοχή την οποία όχι τυχαία ανέφερε, όπως EiSape, ὡς κατοικία του Μακεδόνα και του Μάγνητα 0 Ἡσίοδος. Γι’ αυτό και ο παλαιότερος από τους αρχαίους Έλληνες ιστορικούς, ο Ηρόδοτος, avaφέρει βέβαια τους Μακεδόνες, και µας δίνει την πιο σηµαντική πληροφοpia, τονίζοντας µε έµφαση Ott πρόκειται για ελληνική φυλή και µας διαβεβαιώνει ότι γνωρίζει ο ίδιος ότι οἱ Μακεδόνες είναι Έλληνες: 5.22... Ελ-
Anvas δὲ τούτους εἶναι τοὺς ἀπὸ [Περδίκκεω γεγονότας κατάπερ αὐτοὶ λέγουσι αὐτός τε οὕτω τυγχάνω επιστάµενος... Λόγια ξεκάθαρα. Δεν µας λέει όµως τίποτε για τη διάλεκτό τους, ίσως επειδή το θεώρησε περιττό, είτε ὡς αυτονόητο, αφού επρόκειτο για Έλληνες και ελληνική γλώσσα (την οποία, όπως θα δούµε, αντιμετώπιζε ὡς ενιαία), είτε επειδή, όπως είπαµε, επρόκειτο για µια ασήμαντη ακόµα ελληνική φυλή. Το τελευταίο ενισχύεται και από το γεγονός ότι αυτή ήταν η γνώµη και των Αθηναίων αργότερα, κατά την εποχἠ του Φιλίππου B', πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όπως φαίνεται απὀ όσα αναφέρει στους Φιλιππικούς του και αλλού ο Δημοσθένης: ...μέ-
yas γέγονεν (ο Φίλιππος) καὶ ταπεινοῦ τὸ κατ᾽ ἀρχάς
ἀσθενὴς ὧν
κατ᾽ ἀρχὰς 1,12,
...μέγας
ἐκ μικροῦ
... ηὔξηται 9,21, ... ἐκ μικροῦ καὶ τυχόντος γέ-
γονεν ἀνελπίστως μέγας 18,182, ...uéyas ηὐξήθη 2,5, ... ἤοθη μέγας 2.8 κλπ. Μικρή και άσηµη αναφέρει επίσης ο Δημοσθένης και τη γενέτειρα του Φιλίππου, την Πέλλα, από την οποία «ὠρμήθη» και στην οποία ανατράφηκε: πρὸς τὸν ἐκ Πέλλης ὁρμώμενον 7,7, ...... τῷ ἐν Πέλλῃ τραφέντι, ywoiw ἀδόEw τότε γε ὄντι καὶ μικρῷ 16,68. Ακόμα πιο χαρακτηριστικό είναι το γνωστό χωρίο του Αρριανού, που ανέφερα ήδη (7, 9, 2), όπου ο Αλέξανδρος µιλώντας στους στρατιώτες του λέγει: ...Φίλιππος γὰρ παραλαβὼν ὑμᾶς πλανήτας
καὶ ἀπόρους
ἐν διφθέραις
τοὺς πολλοὺς
νέμοντας
ἀνὰ
ta don πρόβατα
ὀλίγα καὶ ὑπὲρ τούτων κακῶς μαχομένους ᾽ λλυριοῖς τε καὶ Τριβαλλοῖς καὶ τοῖς ὁμόροις Opativ, χλαμύδας μὲν ἀντὶ διφθερῶν φορεῖν ἔδωκε, κατήγαγε δὲ ἐκ τῶν ὁρῶν ἐς τὰ πεδία, ἀξιομάχους καταστήσας τοῖς προσχώροις τῶν βαρβάρων ... πόλεών τε οἰκήτορας ἀπέφηνε καὶ νόμοις καὶ ἤθεσιν χρηστοῖς ἐκόσμησεν... Από το ἀλλο μέρος πάλι πουθενά δεν αναφέρονται οι Μακεδόνες οὔτε ως βαρβαρόφωνοι, όπως χαρακτηρίζονταν την εποχή του Ομήρου, όσοι δεν μιλούσαν Ἑλληνικά (ἐλιάδ. Β 868), Νάστης ad Καυῶν ἠγήσατο βαρβαροφώνων..., μολονότι η λέξη αυτή εδήλωνε αργότερα και εκείνους που piλούσαν δυσκολονόητη και τραχειά διάλεκτο, οὐτε ὡς ἀλλόθροοι, OVTE ὡς ἀλλόγλωσσοι. Γενικά πουθενά δεν αναφέρονται ότι μιλούσαν κάποια άγνω-
Συμβολή
στην ελληνική διάλεκτο
των αρχαίων Μακεδόνων
1477
στη γλώσσα, παρά μόνο ότι μιλούσαν τη μακεδονική didAexto™, Ιδιαίτερα αν επρόκειτο για λαό που μιλούσε κάποια άγνωστη γλώσσα, αυτό θα ήταν απίθανο va αποσιωπηθεί and τον Ἡρόδοτο ο οποίος, όπως είναι γνωστό, ενδιαφερόταν τόσο πολύ για τις γλώσσες των λαών που επισκεπτόταν!!. “Ἤδη στο πρώτο κεφάλαιο, αµέσως µετά τις πληροφορίες για τους Μακεδόνες, για τους οποίους ξέρει ο ίδιος ότι είναι Έλληνες, avaφέρει τους Πελασγούς, σημειώνοντας χαρακτηριστικά: ... Ηντινα δὲ γλῶσσαν ἵεσαν οἱ Πελασγοί, οὐκ ἔχω ἀτρεκέως εἶπαι... καὶ συμπληρώνει παρακάτω ότι πάντως ...ἦσαν οἱ Πελασγοὶ βάρβαρον γλῶσσαν ἱέντες (1,57). Av λοιπόν δεν ήταν Έλληνες οι Μακεδόνες, αλλά Eva [λλυρικό ἡ Θρακικό έθνος που τάχα εξελληνίσθηκε κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα, όπως το ισχυρίστηκαν παλαιότερα ορισμένοι, πώς ήταν δυνατό να διέφευγε τον Ηρόδοτο ένα τέτοιο γεγονός, αλλά αντίθετα να µας διαβεβαιώνει ότι οι Μακεδόνες είναι Έλληνες; ‘AAAwote ovte οι ]λλυριοί οὐτε οἱ Θράκες ἦταν λαοί άγνωστοι σ᾽ αυτόν, όπως δεν ἦταν και στον Θουκυδίδη. Και όχι µόνο αυτό, αλλά εντύπωση κάνει και to γεγονός ότι ο Ἡρόδοτος γνώριζε και αναφέρει και επί μέρους μικρότερες οµάδες των λαών αυτών] και μάλιστα ότι αυτοί χρησιμοποιούσαν και ξεχωριστούς νόμους: ...d μὲν σοφώτατος ὅδε (ενν. νόμος
των Βαβυλωνίων) κατὰ γνώμην τὴν ἡμετέρην τῷ καὶ ᾿Ιλλυριῶν ᾿Ενετοὺς πυνθάνομαι χρᾶσθαι 1,196. Φυσικά ότι στους αρχαίους Έλληνες υπήρχαν τοπικές διαφορές τῆς γλώσσας των δεν χρειάζεται va µας το πουν οι αρχαίοι συγγραφείς. To πιστοποιούν, όπως ξέρουμε, τα (dla τα αρχαία κείµενα, μολονότι λογοτεχνικά τα περισσότερα, και οι αρχαίες επιγραφές. Όσο για τους Μακεδόνες, παρόλο που πολύ νωρίς χρησιμοποίησαν ως επίσηµη γλώσσα την αττική διά10. Ὅτι οι όροι «μακεδονίξειν» και «uaxedoviori» αναφέρονται στην ελληνική διάλεκτο των Μακεδόνων (xB. αττικίζειν, βοιωτιάζειν, δωρίξειν κλπ., ἡ αττικιστί, δωριστί, ιαστί κλπ., βλ. κατωτέρω a. 1479) επιβεβαιώνεται από το λεξιλόγιο των Μακεδόνων που μας διέσωσαν οι αρχαίοι Λεξικογράφοι και Γραμματικοί, καθώς και and τις επιγραφές. Αὐτό and τη µια είναι ελληνικότατο (ta ξένα δάνεια είναι ελάχιστα) και από την GAn περιέχει πολλά χαρακτηριστικά γνωρίσματα µιας ξεχωριστής διαλέκτου ἡ συγγενικά άλλων ελληνικών διαλέκτων, όπως της Αιολικής και Δωρικής και πολύ λίγα της Ιωνικής και
Αττικής. BA. π.χ. N. IT. Ανδριώτη, δόνων, Θεσσαλονίκη 11. Τα
χωρία
᾿Η γλώσσα καὶ ἡ ἑλληνικότητα
τῶν ἀρχαίων Maxs-
1952, σ. 17.
του Ἡροδότου
στα οποία
φαίνεται
το ενδιαφέρον
tov για τις γλώσσες
ξένων λαών είναι πολλά, όπως: 1,172, 2,105, 3,98, 4,106, 4,108-109, 4,117, 4,183, 8,135 κά,
12. BA. Ηρόδ. 6,44 ... Τοῦτο μὲν ... Θασίους ... κατεστρέψαντο τὰ γὰρ ἐντὸς Μακεδόνων
ἔθνεα
...Magdovio δὲ καὶ τῷ πεξῷ ὑπεχείρησαν.
πάντα σφι
ἤδη ἦν ὑποχείρια
στρατοπεδενομένῳ i
ἐν Μακεδονίῃ
τοῦτο dé Μακεδόνας ...
γεγονότα...
νυκτὸς
Στον {810 6,45
Βρύγοι
Θρήϊκες
1478
Arrorıos
I.
θαβώρης
λεκτο, όµως απὸ το λεξιλόγιο που µας σώθηκε αποδεικνύεται περίτρανα ότι μιλούσαν ξεχωριστή διάλεκτο, όπως φαίνεται and ta διαλεκτικά γνωρίσματα των μεμονωμένων λέξεων T και των τοπωνυμίων τους και των KUρίων ονομάτων τους, πράγμα που το επιβεβαιώνουν τώρα και οἱ επιγραφές. Γενικά έχει λεχθεί ἤδη ότι όποια διάλεκτο και αν μιλούσαν οι αρχαίοι Έλληνες, άσχετα µε τις οξύτατες διαμάχες, ta μίση και τις έχθρες που δημιουργούσαν οι μεταξύ των πόλεμοι (από δω και οι ύβρεις και οι βαρύτατοι χαρακτηρισμοί των Αθηναίων και του Δημοσθένη για τους Μακεδόνες), ποτέ δεν έχασαν την αίσθηση ότι είναι Έλληνες. Γι’ αυτό και ο Ἡρόδοτος θεωρεί την Ελληνική ws ενιαία γλώσσα, τονίζοντας: ...Τὸ δὲ ἑλληνικὸν γλώσσῃ μὲν ἐπεί τε ἐγένετο αἰεί κοτε τῇ αὐτῇ διαχοᾶται, ὡς ἐμοὶ καταφαίνεται εἶναι 1,58. Και αλλού: αὖτις δὲ τὸ ἑλληνικόν, ἐὸν ὅμαιμόν τε καὶ ὁμό-
γλωσσον καὶ θεῶν ἱδρύματα κοινὰ καὶ θυσίαι ἦθεά τε ὁμότροπα... 8, 144. Και θα ήταν αδιανόητο, νομίζω, αν οι Μακεδόνες δεν μιλούσαν Ελληνικά και δεν αισθάνονταν ότι ἦταν Ἕλληνες, όχι µόνο να επισημοποιούν την αττική διάλεκτο], αλλά και να συνεχίζουν να τη χρησιμοποιούν και την ἐποχή του Φιλίππου, κατά την οποία. όπως ξέρουμε, τόσο µεγάλο µίσος εἶχεν αναπτυχθεί ανάµεσα στους Αθηναίους και τους Μακεδόνες: ... νῦν δὲ τοσοῦτον περίεστι τοῦ ποὸς ἐμὲ μίσους, ὥστε πρὸς ἐκεῖνον (εννοεί τὸν Πέυ-
onv) διαλέγεσθε περὶ τῆς ἐπιμαχίας..., τονίζει ο Φίλιππος, Δημ. XII, 7 (160). Προβλήθηκε επίσης παλαιότερα ὡς ἐπιχείρημα από μερικούς και to γεγονός ὁτι ορισμένοι apxaloı συγγραφείς παραθέτουν καμιά φορά το ὀνομα των Μακεδόνων ξεχωριστά από το όνοµα Ἓλληνες. Αλλά και το επιχείpnua αυτό είναι σαθρότατο. Γιατί, είχαν βέβαια οι Ἕλληνες ta τοπικά τους ονόματα ἤδη από την ομηρική εποχή: απὸ ονόματα πόλεων (που ήταν τότε κράτη): ᾿Αθηναῖοι, ’Aoyeioı, ᾿Εοετοιεῖς, Θηβαῖοι, Πλαταιεῖς, Σπαοτιᾶται κλπ., από ονόματα νήσων: Εὐβοεῖς, Κεφαλλῆνες, Κρῆτες, Λέσβιοι, Laµιοι, Χῖοι κλπ. Είχαν όµως και ονόματα ως κάτοικοι μεγαλύτερων γεωγραφικών περιοχών, όπως «Αἰτωλοί, ᾿Ακαρνᾶνες, ᾽Αττικοί, ᾿ Αχαιοί, Ἓλληνες, Θεσσαλοί. ᾿Ηπειρῶται, Μακεδόνες, Πελοποννήσιοι An. Είχαν ακόμα 13. BA. και Γ. Χατζιδάκη, «Καὶ πάλιν περὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῶν ἀρχαίων Μακεδόνων», £.a., σ. 120-122. 14. BA. π.χ. Δημοσθ. X 52 ...xui γεγόνασι καθ αὐτοὺς ἕκαστοι ᾿Αογεῖοι, Θηβαῖοι, «ωκεδαιμόνιοι, Κουφίνθιοι, "Aoxades, ἡμεῖς..., Πολύβ. ΙΧ 38.5 ...ἄξιον γε... στρατεύει»... καὶ πολεμεῖν
"Ellna
᾿Ηπειρώταις,
πλὴν Αἰτωλῶν
᾿οἰχαιοῖς,
Axagrdoi,
Βοιωτοῖς,
... Επίσης Πολυβ. XXXVIIE
Θετταλοῖς,
σχεδὸν πᾶσι
τοῖς
3.8 Kara τοὺς ὑποκειμένους καιροὺς
ἠτήύχησαν ἅμα Πελοποννήσιοι, Βοιωτοί, Φιωκεῖς, ... εἴς, Aoxuol, τινὲς τῶν
τὸν ᾿Ιόνιον
κατοι-
κούντων κόλπον. μετὰ dé τούτους ἔτι Maxedérec... (ΠΡ, Γ. Χατζιδάκη. Περὶ τοῦ ᾿Ελληνισμον τῶν ἀρχαίων «Μακεδόνων, Σύλλογος πρὸς διάδοσιν ὠφελίμων βιβλίων, "Ev ᾿Αθήναις 1925, σ. 12-13).
Zuußoin
στην ελληνική διάλεκτο των αρχαίων
Μακεδόνων
1479
και σύνθετα ονόματα µε α΄ συνθετικό το JJav-, τα οποία δήλωναν ακόµα peγαλύτερες ενότητες φύλων και φυλών: όπως Παν-έλληνες, Παν-αχαιοί, Παν-ιώνιοι κλπ. Από την άποψη λοιπόν αυτή οι Μακεδόνες δεν ήταν δυνατό να εἶναι συγχρόνως και Ἕλληνες (της Φθίας ἡ της νότιας Ἑλλάδας), όπως και το αντίστροφο. Γιατί το όνοµα "Ελλὰς και Ἓλληνες είχε κατά καιρούς διάφορες διακυμάνσεις και δεν σήμαινε πάντοτε ακριβώς αυτό που εµείς σήµερα ονοµάζουµε Ελλάδα και Ἓλληνες. O Όμηρος, π.χ., αναφέper την Ελλάδα καλλιγύναικα που ἦταν περιοχή της Θεσσαλίας κοντά στη Φθία (1λιάδ. B 683), ενώ ως γενικότερα ονόματα χρησιμοποιούσε τα ονόματα ᾿Αργεῖοι, ᾿ Αχαιοί, Δαναοὶ για τους “Έλληνες. O Αριστοτέλης pvnpo-
νεύει παλαιότερους Γραικοὺς περὶ τὴν Ελλάδα τὴν ἀρχαίαν. Αὕτη δ᾽ ἐστὶν ἡ περὶ τὴν Δωδώνην καὶ τὸν ᾽ Αχελῶον..., Αριστοτ., Μετεωρολ. A 352α15. O Μοίρις ο λεξικογράφος
διαστέλλει τους Ἕλληνες
and τους ᾽Αττικούς:
ἄρτι οἱ μὲν ᾿ Αττικοὶ τὸ πρὸ ὀλίγου, οἱ δὲ "Ἕλληνες καὶ ἐπὶ τοῦ νῦν λέγουσι. Γι’ αυτό δεν είναι εὐκολο να γνωρίζουμε ποιους ακριβώς εννοεί Έλληνες
ο Θουκυδίδης, όταν γράφει: ...... οἱ πρὸς νότον οἰκοῦντες Θεσσαλοὶ καὶ Μάγνητες καὶ οἱ ἄλλοι ὑπήκοοι Θεσσαλῶν καὶ οἱ µέχρι Θερμοπυλῶν "Ἓλληνες, 2,101. Πρέπει ακόµα να σημειωθεί, ότι οἱ Ρωμαίοι προτίμησαν το όνοµα Γραικοὶ (που διαδόθηκε έπειτα an’ αυτούς παντού στην Ευρώπη και σε άλλα µέρη του κόσμου) και πολλοί ανατολικοί λαοί το όνοµα ἤϊωνες. Χαρακτηριστικό είναι ακόµα ότι απὀ την άποψη των διαλέκτων που μιλούσαν ονομάζονταν οι αρχαίοι Έλληνες Αἰολεῖς, ᾿Αττικοί, Δωριεῖς, "Iwves!® και κυρίως n διάλ.εκτός τους Αἰολική, "Amis ἡ ᾿ Αττική, Δωρική, las ἢ ᾿Ιωνική (xB. και
αἰολίζειν-αἰολιστί,
ἀττικίζειν- ἀττικιστί, δωρίζειν-δωριστί,
ἰωνίξειν-
ἰαστὶ και ωνιστὶ κλπ., επομένως και µακεδονίζειν-μακεδονιστί. Αυτό σημαίνει ότι οι Έλληνες είχαν επίγνωση των γλωσσικών διαφορών κάθε τόπου. Ἡδη ο Όμηρος αναφέρει ότι στην Κρήτη κατοικούσαν
᾿ Αχαιοί, ᾿Ετεόκρητες, Κύδωνες, Δωριεῖς καὶ Πελασγοὶ σε ενενήντα πόλεις και ότι η γλώσσα όλων αυτών ήταν ...ἄλλη δ᾽ ἄλλων ... μεμιγμένη, Οδύσσ. τ 174-177. O Ηρόδοτος, εκτός από τοὺς γνωστούς τέσσερεις «τρόπους ... παραγωγέω»» και τοὺς «χαρακτῆρες τῆς γλώσσης» των Ιώνων], αναφέρε15. Επομένως όταν τα ονόματα "Ελλὰς και Ἕλλην άρχισαν να αναφέρονται και va δηλώνουν όλες τις ελληνικές φυλές, τότε “Ελλάδα ἦταν και η Μακεδονία ... Εστι μὲν οὖν "Ελλὰς καὶ ἡ Μακεδονία, τονίζει ο Στράβων (Στράβ. 7, απὀσπ. 9). Πβ. και Πολύβ. 7, 9, 1
...€vartloy
θεῶν πάντων ὅσοι
Μακεδονίαν καὶ τὴν
ἄλλην ᾿ Ελλάδα κατέχουσιν...
(πα το
ἄλλην, βλ. Γ. Χατζιδάκη, ᾿Αθηνᾶ 8, σ. 38). 16. BA. π.χ. Ηρόδ. 141-146. ΠΡ. 7,9 ...°Q γύναι, ἀλλ᾽ οὔ Δωριεὺς εἰμί, ἀλλ᾽ ᾿ Αχαιός... και 7,9... "]ωνές τε καὶ Αἰολεῖς καὶ Δωριεῖς καλοῦνται ... κλπ.
17. Ἡρόδ. 1,142.
1480
εἸντώνιος
1.
Οιῤόοις
ακόµα ότι στα Σούσα είχεν εγκαταστήσει ο Δαρείος Ερετριείς αιχμαλώτους οι οποίοι: ...µέχοι ἐμέο εἶχον τὴν χώρην ταύτην, φυλάσσοντες τὴν ἀθχαίῃ' γλῶσσαν..., 6, 119. O Θουκυδίδης επίσης αναφέρει ότι στην περιοχή του Ἄθω οι πόλεις ...οἰκοῦνται ξυμμίκτοις ἔθνεσι βαρβάρων διγλώσσω», καί τι καὶ Χαλκιδικὸν ἔνι βραχύ, τὸ δὲ πλεῖστον []ελασγικόν, τῶν καὶ «ῆμιόν ποτε καὶ ᾿Αθήνας Τιοσηνῶν οἰκησάντων, καὶ Βισαλτικὸ» καὶ Μοήστωτιxov καὶ “Höwres..., 4,109. Για το Αμφιλοχικό Ἄργος µας πληροφορεί ο Θουκυδίδης ότι το έκτισε όταν γύρισε στην πατρίδα µετά τα Τρωϊκά ένας Ἕλληνας, ο ᾽Αμφίλοχος ὁ ᾿..μφιάρεω, από το ΄Αργος, και ott, όταν ύστερα από πολλές γενιές οι κάτοικοί του βρέθηκαν στην ανάγκη να καλέσουν για «ξιγοίκους» τους γειτονικούς τους Αμπρακιώτες8: ... ἡλληνίσθισαν τὴν νῦν γλῶσσαν τότε πουῶτον ἀπὸ τῶν ᾿εἸμπρακιωτῶν Κξυνοικησάντω»... Προσθέτει μάλιστα ο Θουκυδίδης ότι: ...οἱ δὲ ἄλλοι ᾽,Ιμφίλοχοι βάυβαροί εἰσιν 2,68. Ὑποπτεύομαι ότι µε το «ᾖλληνίσθησαν» εννοεί ο Θουκυδίδης ότι οι Αμφιλοχίτες άρχισαν να χρησιμοποιούν τη διάλεκτο των Αμπρακιωτών, η οποία δεν θα ἦταν «βάρβαρος», αλλά µια διάλεκτος κατανοητή, όπως των πολιτισµένων νοτιωτέρων Ἑλλήνων, av ὀχι βέβαια η Αττική, πράγμα που συνέβη µε τους Μακεδόνες. Φαίνεται ότι μερικών αρχαίων Ελλήνων η ομιλουμένη διάλεκτος και κυρίως η Δωρική και Αιολικἠ διάλεκτος των βορείων και ορεινών περιοχών, όπως της Ηπείρου, Αιτωλίας και Ακαρνανίας, της Μακεδονίας και Θεσσαλίας κυριαρχούνταν από τότε από φωνητικούς και μορφολογικούς νόμους, κατά τους οποίους γίνονταν τροπές ἡ αποβολές φωνηέντων και peταβολές συμφώνων, έτσι, ώστε, µε τις αλλοιώσεις των λέξεων και την τραχειά προφορά, να γινόταν γλώσσα «βάρβαρη» και ακατάληπτη από τους «πολιτισµένους» Έλληνες των νοτίων ελληνικών περιοχών και κυρίως und εκείνους οἱ οποίοι χρησιμοποιούσαν την Αττική διάλεκτο των Αθηνών. Και δεν αποκλείεται, ὅπως εγώ τουλάχιστον πιστεύω, συνέχεια και εξέλιξη αυτών των προφορικών διαλέκτων να είναι τα σημερινά βόρεια νεοελληνικά ιδιώματα. ΄Ηδη έχει γίνει λόγος για επιβίωση λέξεων της αρχαίας paκεδονικἠς, αλλά και άλλων αρχαίων διαλέκτων σε σύγχρονα βόρεια νεοελληνικά ιδιώματα!3. Πρέπει λοιπόν ορισμένες πληροφορίες των αρχαίων συγγραφέων,
18. Για την ελληνικότητα των Αμβρακιωτών, BA. Σκύλαξ, ΓΠΙεωύπλους 33 Mera δὲ Madorrlay ApPoaxia πόλις ή λληνίς ... ΠΡ. καὶ Γ. Χατζιδάκη, «Περὶ τοῦ ἑλληνισμοῦ τῶν ἀρχαίων Μακεδόνων», "Mina 19. A. Τσυπανάκη. «Γλωσσικά
Β. έα., 0, 5. Μακεδονίας»,
έα.,
σ. 3 weds.
Συμβολή
στην
ελληνική
διάλεκτο
των
αυχαίων
Maxedovom
1481
όπως αυτή του Θουκυδίδη για τους κατοίκους της Αμφιλοχίας, οι οποίες χαρακτηρίζουν ορισμένα ελληνικά φύλα και τη γλώσσα των «βάρβαρη», να εννοούν την περίπτωση αυτή. Και πάλι ο Θουκυδίδης π.χ. γράφει ότι οι Αιτωλοί ήταν «ἀγνωστότατοι... γλῶσσαν», Είναι λοιπόν πολύ πιθανό αυτό το «ήταν ακαταλαβίστικοι ὡς προς τη γλώσσα» να σημαίνει ότι οι Αιτωλοί μιλούσαν µια δυσκολονόητη διάλεκτο ελληνικήΣλὶ, αφού γνωρίζουμε ότι είναι Έλληνες. ΄Ηδη για τη συγγένεια της διαλέκτου των µε τη διάλεκτο τῶν Ακαρνάνων και των Μακεδόνων µας πληροφορεί αργότερα ο Τίτος Λίβιος (3ος π.Χ. αι., 51,19): Aetolos, Akarnanas, Macedonas ejusdem linguae homines®. Στις Φοίνισσες του Ευριπίδη ο Αιτωλός Τυδεύς, γιος του Οινέα, χαρακτηρίζεται ως ἀλλόχρως ὅπλοισι µιξοβάοβαρος, Evpın., Φοίν., 138. Δεν είναι τυχαίο επίσης ότι στον //)οωταγόρα του Πλάτωνος η διάλεκτος της Λέσβου (γνωστή από τα λογοτεχνικά κείµενα του Αλκαίου και της Σαπφώς)
ονομάζεται: φωνὴ Baoßaoos”, Πλάτ., ΠΙρωταγ., 341 C. Αργότερα οι αττικιστέὲς και λεξικογράφοι, όπως ο Φρύνιχος και ο Μοίρις χαρακτηρίζουν βάρβαρες ελληνικότατες λέξεις, όπως π.χ.: φάγομαι βάρβαρον" λέγε οὖν ἔδομαι Φρύν., τὸ δὲ εὐκαιοεῖν βάοβαρον κλπ. Γίνεται
λοιπόν
φανερό
ότι
«βάρβαρος»
στους
αρχαίους
συγγραφείς
δεν σήμαινε πάντοτε τον µη Ἕλληνα, τον ξένοἈ. Για τους Μακεδόνες μάλιστα, όπως και για τους άλλους βόρειους Ἓλληνες, Αἰτωλούς, Ηπειρώτες, που χαρακτηρίστηκαν από ορισμένους συγγραφείς της νότιας «Ελλάδας» βάρβαροι, αρμόζει, νομίζω, n σημασία την οποία σημειώνει για τη λέξη
ο Στράβων:
...οἶμαι δὲ τὸ βάρβαρον κατ᾽ ἀρχὰς ἐκπεφωνῆσθαι οὕτως κατ᾽
ὀνοματοποιίαν 661-662
ἐπὶ τῶν
δυσεκφόρως
καὶ τραχέως
λαλούντων,
Στράβ.,
14,
= Teubner, Ill, σ. 292.
Πρέπει λοιπόν και η διάλεκτος των Μακεδόνων να ήταν το ίδιο δυσκο20. Θουκυδ. 3,94. 21. O αρχαίος σχολιαστής επεξηγεί:
οὐκ ἔχοντες
τὴν διάλεκτον
εὔκολον γνωσθῆναι.
ΠΡ. Κ. Αμάντου, «Ἢ ἐθνολογικὴ διαμόρφωσις τοῦ ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Μεγάλη * EAAnγικὴ ᾿Εγκυκλοπαίδεια, ᾿Αθήνα 1940, σ. 109.
τόμος
10
(EAAAZ),
σ. 97 = K.
᾽Αμάντου,
Mixga μελετήματα,
22. BA. π.χ. Πολύβ. 9,38 ... πᾶσι τοῖς “λλησι πλὴν «Αἰτωλῶν ... Βλ. επίσης στον ίδιο 9,30. 23. Βλ. και Ηρόδ. 8,135 ...καὶ πρόκατε τὸν πρόμαντιν βαρβάρῳ γλώσσῃ χρᾶν καὶ τοὺς μὲν ἑπομένους τῶν Θηβαίων ἐν θώματι ἔχεσθαι ἀκούοντας βαρβάρου γλώσσης ἀντὶ "ERλάδος... 24. O Ηρόδ. π.χ. σημειώνει Ott οι Αιγύπτιοι καλούσαν βαρβάρους... τοὺς μὴ σφίσι ὁμογλώσσους OVS.
(2.158). Πβ. και 9.11
... ἐπὶ rob:
ξείνους"
ξείνους
yao Arion
τοὺς
Buoßa-
1482
Arrormos
I. Θαβώρης
λονόητη και tpaxeıd, όπως των Αιτωλών και Ακαρνάνων και τότε, όπως και σήµερα. Και όπως και σήµερα αναγνωρίζουν εὖκολα οι νότιοι Έλληνες (και οι κάτοικοι των πόλεων) έναν βορειοελλαδίτη Μακεδόνα από την προφορά, το ἴδιο νομίζω ότι συνέβαινε και στους αρχαίους χρόνους. Ηδη σε ἕναν πάπυρο ο συγγραφέας του χαρακτηρίζει έναν Μακεδόνα, τον Zevia
«ἄνδρα µακεδονίξοντα τῇ φωνῇ» Ὁ" Παπ.
P.S.J. XII,
1955,
N°
1284, ἐκδ.
V. Bartoletti, Il, 11-23 του 321 π.Χ. Σ᾽ Eva χωρίο του Πλουτάρχου περιγράφεται ότι ο Πύρρος, ο γνωστός βασιλιάς της Ηπείρου, έστειλε και εγκατέστησε στρατιώτες κατά την πολιορκία της µακεδονικἠς πόλεως Βέρροια:
«προσποιουμένους
εἶναι Λ{ακεδόνας...,
Πλουτ.,
Πύρρος 11. Αλλά
και and
τον Παυσανία επίσης µαθαίνουµε ότι σε µια πολεμική επιχείρηση οι Μεσσήνιοι αναγνωρίζουν τους Μακεδόνες από την ομιλία τους: ...ἐπεὶ dé ἔκ τε
tay ὅπλων καὶ τῆς φωνῆς Μακεδόνας καὶ Δημήτριον τὸν Φιλίππου γνωρίζουσιν ὄντας... Αυτή n διάκριση που γίνεται εδώ ανάµεσα στα όπλα των Μακεδόνων και στην ελληνική τους διάλεκτο, µας φέρνει στο νου µια όμοια διάκριση που αναφέρεται σε ένα χωρίο του Πλουτάρχου, στο οποίο ο Μέyas Αλέξανδρος, όταν διέταξε να συγκεντρωθούν νεαροί Πέρσες, ... ἐκέλευε
γράμματά
τε
ἑλληνικὰ
μανθάνειν
καὶ
μακεδονικοῖς
ὅπλοις
ἐντρέφεσθαι,
Πλουτ., ᾿Αλέξανδρος 47,6. Τέλος δεν λείπουν και οι μαρτυρίες ότι οι Maκεδόνες έδιναν ελληνικά ονόματα στους τόπους που κατακτούσε ο M.
Αλέξανδρος και ο στρατός του: ...Γὸν διὰ τῆς Σογδιανῆς ῥέοντα ποταμὸν καὶ
[Πολυτίμητον
νων, καθάπερ
᾿Αριστόβουλος
καὶ ἄλλα πολλά,
λέγει,
τῶν
Μακεδόνων
{τ᾿ οὔνομα]
θεµέ-
τὰ μὲν καινὰ ἔθεσαν τὰ δὲ παρωνόμασαν,
ΣτράΡ., 11,518. Ὅτι λοιπόν η διάλεκτος των Μακεδόνων ήταν ανέκαθεν ελληνική και ότι «βίον αὐτοτελῆ καὶ ἀνεξάρτητον En ἡ ᾿Ελληνικὴ γλώσσα ἐν Μακεδονίᾳ»39, τόσο οι ιστορικές πηγές, 600 και το γλωσσικό υλικό και τα ελληνικότατα κύρια ονόματά τους και τα τοπωνύμια της Μακεδονίας”, δεν αφήνοῦν, νομίζω, καμιά αμφιβολία”. Η πρώτη μνεία της Μακεδονικής διαλέκτου εἰναι κιόλας από τον 50 25. Πβ. και ᾿Αρριανοῦ VI 13,5 ...βοιωτιάζοντα τῇ φωνῇ... 26. T. Χατζιδάκη, «Περὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῶν ἀρχαίων Μακεδόνων», a. 48-49. 27. Ακόμα
και o VI. Georgiev, ο οποίος πιστεύει ότι οἱ Μακεδόνες
τον So π.Χ. αι.. αναγνωρίζει dti «τα τοπωνύμια στην αρχαία
᾿4θηνᾶ,
8, £.a.,
«εξελληνίστηκαν»
Μακεδονία έχουν
μεγάλη
ομοιότητα µε τα Ελληνικά» (La toponimia di questa regione, γράφει, € molto vicina (sic) alla Toponimia greca’). BA. VI. Georgiev, Introduzione alla storia delle linguae in loeuropee, Roma
1966, a.
189.
28. Βλ. καὶ Α. Ἱ. Θαβώρη. ᾿/ωτουίι τῆς "Fiir
pZeiooa;,
Ἰωάννινα
1983, σ. 42.
Συμβολή
στην
ελληνική
διάλεκτο
τῶν
αρχαίων
Μακεδόνων
1483
π.Χ. αιώνα, όταν ο Αθηναίος κωμικός Στράττις στο έργο του Maxedore;, του οποίου σώζονται αποσπάσματα, µας πληροφορεί ότι το σημερινό ψάρι λούτσος οι Μακεδόνες το έλεγαν σφύραινα, ενώ οι Αττικοί κέστρανΏ (και οι δυο λέξεις ελληνικότατες)δ. Ακολουθούν οι μεμονωμένες λέξεις, οι οποίες προέρχονται απὀ τις συλλογές γλωσσῶν των Γλωσσογράφων και Λεξικογράφων. Αυτοί eupaviζονται κατά την Αλεξανδρινή εποχή, κυρίως από τον 30 π.Χ. αιώνα. Ανάµεσα σ᾽ αυτούς είναι και ένας Μακεδόνας, ο Apepiac. Οι μεταγενέστεροι αντιγράφουν συνήθως τους παλαιοτέρους της αλεξανδρινής εποχής και της εποχἠς των πρώτων αιώνων προ και µετά Χριστόν. Επομένως οι ιδιωµατικές λέξεις των Μακεδόνων που µας διέσωσαν δεν είναι κατάλοιπα κάποιας αρχαίας γλώσσας, αλλά ιδιωµατικές λέξεις της εποχἠς twv. Οι λέξεις είναι σχεδόν όλες ελληνικής αρχἠς, όπως και τα κύρια ονόµατα των Μακεδόνων και τα περισσότερα τοπωνύμια. Ὑπάρχουν βέβαια και ορισμένες λέξεις άγνωστης ετυµολογικἠής αρχἠς, οἱ οποίες φυσικά δεν αποκλείεται να αποδειχθούν κάποτε ως ελληνικές, όπως υπάρχουν και µερικές δανεισµένες από τους γειτονικούς λαούς, πράγμα πολύ φυσικό, αφού µερικοί ar’ αυτούς, ὡς σύμμαχοι πολλές φορές, συνυπήρχαν µε τους Μακεδόνες», ἡ συνεργάζονταν ὡς μισθοφόροι n υποτελείς. Ως τώρα επισηµάνθηκαν µία λέξη φρυγικής αρχής, δύο τρεις ίσως ιλλυρικές, µία δύο ίσως θρακικές και μερικές λατινικές3. Ὅπως ανέφερα ἤδη, ορισμένες and τις λέξεις του μακεδονικού λεξιλογίου, ελάχιστες στο σύνολό τους, οι οποίες δεν έχουν ετυμολογηθεί ακόµα, δεν αποκλείεται να είναι ελληνικές. Και αυτό το ετόνισα σε άλλη ευκαιρία προσθέτοντας ότι πιθανόν η ετυμολογία τους να επισκοτίστηκε εξ αιτίας
29. Αθήναιος VII, 3230 (= Σιρἀττιδος, απὀσπ. 28, βλ. J. Μ. Εάπιοης, The fragments of the Attic comedy, Leiden - E. J. Brill- 1957, τόμ. I, o. 820)... Στράττις γοῦν Ev Μακεδόσιν foopévov τινὸς ᾽Αττικοῦ ὡς ἀγνοοῦντος τὸ ὄνομα καὶ λέγοντος ἡ σφήοαινα δ' ἐστί τις;
φησὶν ὁ ἕτερος" κέστραν μὲν ὕμμες ὧττικοὶ κικλήσκετε... 30. a) σφύρια: απὸ τη A. σφύρ-α (σφυρ-ίον) ( σπαίο-ὦ, xB. σφάρ-ια-σφαῖρα. β) κέστρα: απὸ το "χκέντ-τρα ( κεντ-ὦ (= κεντήτρα), όπως κεστὸς (= "κεντ-τός = κεντητός, ) πλ. στικτός).
BA.
Η. Frisk,
Griech.
Etym.
Wörterb., στις AA. (BA. σημ.
37).
31. T. Χατζιδάκη, «Περὶ τοῦ ᾿Ελληνισμοῦ τῶν ἀρχαίων Μακεδόνων», ᾿"θηνᾶ 8, é.a., o. 17. 32. BA. π.χ. Hp66. 7,73 ...0i dé Φρύγες, ὡς Μακεδόνες λέγουσι, ἐκαλέοντο Boiye; χρόvor ὅσον Εὐρωπήϊοι ἐόντες σύνοικοι ἦσαν Μακεδόσι... MB. Hpdd. 2,52, ὅπου σύνοιχοι των Αθηναίων αναφέρονται οι Πελασγοί: ... ᾿Αθηναίοισι ... Πελασγοὶ σύνοικοι ἐγένοντο
ἐν τῇ χώρῃ, ὄθενπερ καὶ “EdAnves ἤρξαντο νομισθῆναι... 33. BA. και τη σχετικὴ στατιστική στου C. Poghirg, καὶ 140,
Considerations
κλπ., έ-α.. σ. 137
1484
Arrorio;
7.
Θαβώρης
των φωνητικών και μορφολογικών μεταβολών με την πάροδο του χρόνου», όπως συμβαίνει σε κάθε γλώσσα και σε κάθε διάλεκτο ἡ ιδίωµα. Επομένως δεν είναι τυχαίο ότι Eva από τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσµατα των σημερινών βορείων νεοελληνικών ιδιωμάτων, στα οποία φυσικά περιλαμβάνονται κυρίως τα ιδιώµατα της Μακεδονίας: η συχνή αποβολή του άτονου € (i, η, υ, ει, οι: κινώκ᾽ γώ, σκυλί-σκ)λί, κοιλιά-κ)λιά KAN.), παρατηρείται ἤδη σε λέξεις του λεξιλογίου των αρχαίων Μακεδόνων. Μια πρώτη ανακοίνωση έκανα ήδη για δύο μακεδονικές λέξεις, για τη µία από τις οποίες πιστεύω ότι οι ετυμολογίες που εἰχαν προταθεί δεν είναι βέβαιες. H µια είναι η λέξη ὀρῆ(γ)ες µε τη σημασία σπουργίτια: doves: στρουGoi, Μακεδόνες, Hovy. Πρότεινα την ετυμολογία της λέξεως από tov πληθυντικό της αµάρτυρης αρχ. ελλ. A. "δείρηξ (πβ. ἴρηξ-ἱεραξ, ὄρτυξ, πτέρυξ κ.ά.) ὡς παράγωγης and την αρχ. ελλ. A. decor) (δειρά, δέρξα, δέρη, xB. πεθιδέραιο»ν) και ὀχι and τον τύπο dork, όπως ο εκδότης του Ἡσυχίου K.
Latte™. O πληθ. δείρηγες επιβεβαιώνεται από ta αδέσποτα λήμματα του Hovχίου και των άλλων Λεξικογράφων: δηγῆρες" στρουθοί, Ἡσυχ., Ψευδο-
Κύριλλος
δίγηρες'
στρουθοί, Ἡσύχ.,
διγῆρες' οι στρουθοί, Σουΐδας,
δίρη-
yes’ στρουθοί, Hovy. O Latte συνέδεσε τα λήμματα, πολύ σωστά, και pe to δειρῆτᾶς των Ηλείων: ᾿Ηλεῖοι δὲ καλοῦσι τοὺς στρουθοὺς δειρῆτας, ὡς Ni-
χανδρος φησὶν ὁ Κολοφώνιος (= Αθήν. IX 392a), το οποίο
ετυμολογείται
από το δειρή-δέρη3Ί. Δεν είναι όµως καθόλου απίθανο να πρόκειται εδώ για Öfe)ionyas, όπου T=T, όπως πρότεινε ο O. Hoffmann”. TIP. και τον τύπο
δροῆτες ενός κώδικα». Από πληθ. δειρῆγες λοιπόν, µε αποβολή του άτονου ει (=i) και αποσιώπηση του μεσοφωνηεντικού γ, προήλθε το μακεδονικό δρῆες και από δω και ο ενικός dorf. Σηµειώνω εδώ και τις ετυμολογίες tov Fick από το τρίζω (ονοµατοποίηση ήχου, nyopiunon) και του Καλλέρη από το "δήριξ παράγωγο από την αφηρημένη έννοια του δῆοις, δηριάω (= ἐρίζω, ἔρις), η οποία 34.
“A.
Ἰ. Θαβώρη,
΄Ιστορία τῆς ' Ἑλληνικῆς
γλώσσας,
έ.α., σ. 42.
35. Στο Greek-English Lexicon, των Liddell-Scott-Jones (LSJ)® = ὁρίξ, ως «γλώσσα» του Ψευδο-Κυρίλλου (= Schmidt, Ησύχιος, IV 349). 36. K. Latte, Hesychii Alexandrini Lexicon, Volumen I, A-A, Hauniae 1953, στη A. doves. 37.
BA.
π.χ.
H.
Frisk,
Griechisches
Etymologisches
Wörtrerbuch,
Heidelberg,
τόμ.
I,
1960 στη A. δέφη. Για τη σύνδεση του μακεδονικού τύπου ὁρῆες με ta αδέσποτα: δήγηρες, δίγηρες, διμῆοες, ὀίοηγες καὶ το ὀειοητάς των Ηλείων, από τον K. Latte, βλ. και Enzo Degani, «Macedonian Glosses in Hesychius Lexicon», Ελληνικά 35 (1984) σ. 16. 38. O. Hoffmann, Die Makedonen, €.a., 0. 48. Αντί diorpras, λέγει o Hoffmann. 39. Ησίχιος, στη %. due, ixö. Κ. Latte.
LonPodi
στὴν ελληνική διάλεκτο τῶν αὐχαίων
Maxedovey
1485
προὐποθέτει επίσης αποβολή του άτονου η (= i). Η άλλη είναι Eva επίθετο για την ‘Aptepn, το Βλουρεῖτις. Περιέχεται σε επιγραφή του 3ου μ.Χ. αιώνα, που βρέθηκε στα τέλη του περασμένου αιώνα στη Μακεδονία, κοντά στη σηµερινή Σκύδρα: "Ἄρτεμιν
ἀγροτέραν
Γαζωρεῖτιν
καὶ
Βλουρεῖτινα!.
Το επίθετο αὐτό για το οποίο διατυπώθηκαν µόνο εικασίες ὡς προς την ετυμολογία του", δεν είναι τίποτε ἄλλο παρά το μεταγενέστερο ελλη-
νικό επίθετο φιλωρεῖτις,
θηλυκό του φιλωορείτης
(= αυτός που
don, που αγαπάει va ζει στα βουνά, nf. και οὐρεῖτις), το οποίο ήδη ὡς επίθετο του Πάνα: Πανὶ φιλωρείταΒ. Εδώ εκτός από την άτονου και την τροπή του άτονου επίσης w (= ο) σε ov, ἔχουμε στό γνώρισμα της αρχαίας και µεταγενέστερης Μακεδονικής: του (αρχικού συνήθως) φ των άλλων ελληνικών διαλέκτων σε
40. BA. J. Kalleris, Les anciens
φιλεῖ τὰ
μαρτυρείται αποβολή του και το γνωτην τροπή PH.
Macédoniens, Athènes, τόμ. 1 (1954), σ. 160.
41, H επιγραφή είχε βρεθεί στην παλιά Σκύδρα, onpepivd χωριό Επισκοπή, αλλά χάθηκε (βλ. J. Kalleris, Les anciens Macédoniens, é.a., 1, o. 133). Τη βρήκε όµως αργότερα o ®. Πέτσας, βλ. BCH 81 (1957) σ. 387 και Μακεδονικά 7 (1966-1967) σ. 308, στο χωριό Αρσένι. 42. BA. J. Kalleris, Les anciens Macédoniens, é.a., σ. 133. 43. BA. LSJ, στη A. (= Παλατινή Ανθολογία, VI, 96). 44. Βλ. τώρα: A. I. Thavoris, «The Greek Dialekt of the ancient Macedonians and the Modern Greek Dialects of Macedonia», oto: Macedonian Hellenism, εκδ. A. M. Tamis, La Trobe University, Melbourne, Australia 1990, σ. 241. Για την παρουσία των συμφώνων β, Y, ὃ στις ελληνικότατες λέξεις του λεξιλογίου των αρχαίων Μακεδόνων, αντί των αντίστοιχων δασέων
Φ, x, 8 των άλλων
ελληνικών
διαλέκτων,
έχουν
γραφεί
πολλά
(βλ.
π.χ. J. Kalleris, Les anciens Macedoniens, έ.α., σσ. 355-461, όπου και πλούσια βιβλιογραφία και κυρίως G. Babiniotis, «Re-examination of the issue of the ‘voiced stops’ (β, Y, δ) of the ancient Macedonian Dialect, Fest schrift to Oswald Szemerenyi...). To φαινόμενο αυτό ερμηνεύτηκε αυθαίρετα από μερικούς ξένους επιστήµονες ὡς τροπή τάχα στη Maκεδονική των ινδοευρωπαϊκών "bh, *gh, *dh σε b, g, d, αντίστοιχα, και επομένως «ανελAnvıoron!, παρά τη διαβεβαίωση και τη μαρτυρία αρχαίων και μεταγενέστερων συγγραφέων ότι πρόκειται για «μακεδονικόν ἔθος» και παρά το γεγονός ότι σκοραδικά καραδείγματα πιστοποιούνται και σε άλλες ελληνικές διαλέκτους (στα οποία μπορούν να προστεθούν και τα σχετικά «αδέσποτα» λήμματα του Ησυχίου). Έτσι. Eva απλὀ φωνητικό γνώρισμα, μια ξεχωριστή συνήθεια των αρχαίων Μακεδόνων χρησιμοποιήθηκε εναντίον τους, σαν να µην είχε αυτό το δικαίωµα η διάλεκτος µιας ελληνικής φυλής, η οποία µε τόσους άλλους τρόπους απέδειξε την εθνικὀτητά της.
ΣΙΝΔΟΣ
Μιχ.
- ΑΙΓΥΠΤΟΣ
Τιβέριος
H µελέτη του νεκροταφείου της Σίνδου µε ta πλούσια κτερἰσµατά του, που έφεραν στο φως οι ανασκαφές της Εφόρου Αρχαιοτήτων Κατ. Δεσπίνη, ασφαλώς πρόκειται να προσφέρει πολλά στις γνώσεις µας για την ιστορία της περιοχής κατά τον 60 και So αι. π.Χ.Ι. Ανάμεσα στους τοµείς τῆς έρευνας που εμπλουτίζονται σηµαντικά µε νέες γνώσεις είναι και αυτός των εμπορικών επαφών που υπήρχαν κατά το χρονικό αυτό διάστηµα ανάµεσα στους κατοίκους του μυχού του Θερμαϊκού κόλπου και στον υπόλοιπο apyaio κόσµο. Ἤδη σε παλιότερη εργασία µου είχα θεωρήσει πιθανή την παρουσία Ροδίων εμπόρων στο βορειοελλαδικὀ χώρο και είχα υποθέσει ότι ένας αιγυπτιακὀς αρύβαλλος από φαγεντιανή, πιθανότατα της εποχής του Φαραώ Απρίη, που βρέθηκε σῖτον παιδικό τάφο αριθ. 59 της Σίνδου, έφτασε στα µέρη αυτά χάρις σε εμπορικές δραστηριότητες Ροδίων eundpwv?. Σχετικά πρόσφατα,
από
δεκάδες
µικρών
και ακανόνιστων
τεµαχίων
φαγεντια-
νής που είχαν βρεθεί στον ίδιο τάφο, ο άξιος τεχνίτης του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης κ. Τάσος Μοδίτης κατώρθωσε να αποκαταστήοει κατά ένα µεγάλο µέρος του και ένα δεύτερο αιγυπτιακό αγγείο. Πρόκειται για µια σφαιρική πυξίδα µε βάση και ατροφικές λαβές (Εικ. 1). Ο εντοπισµός και ενός δεύτερου επείσακτου αιγυπτιακού αγγείου στη Σίνδο αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Γιατί σε συνδυασμό µε ανάλογα ευρήματα από πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες στην περιοχή, όπως π.χ. είναι δύο σκα-
1. Για την ανασκαφἡἠ αυτή βλ. I. Βοκοτοπούλου- A. Δεσποίνη - Β. ΜισαηλίδουΜ. Τιβέριος, Σίνδος (1985), 8 κε., 11 κε. (A. Δεσποίνη). Πρακτικά 1981, 40 κε. Πρακτικά 1982, 63 κε. ’Egyor 1981, 18 κε. Εργον 1982, 21 xe. Πρβλ. εκίσης A. Δεσποίνη, AF 1982, 61 κε. Της ίδιας, Αρχαία Μακεδονία, Τέταρτο Διεθνές Συμπόσιο (1986), 159 xe. M. Τιβέριος, Μακεδονικά 25, 1985-1986, 70 κε. Του ίδιου, To Αρχαιολογικό ’ Εργο στη Μακεδονία xa: Θράκη Ἡ, 1988 (υπό εκτύπωση). Την κα A. Δεσποίνη ευχαριστώ θερμά που μον ανέGece τη µελέτη και δημοσίευση τῶν πήλινων αγγείων της ανασκαφής της. Για τις φωτογραφίες ευχαριστίες οφείλω στον Μ. Στεφανίδη. 2.
M.
Τιβέριος,
Μακεδονικά
25,
1985-1986,
83
κε.
1488
Mix.
Τ ιβέριος
ραβαίοι από φαγεντιανή που βρέθηκαν στην περιοχή της Θέρμης», βάσιμα µπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι κατά τη διάρκεια του 60V at. π.Χ., υπήρχαν ανάµεσα στο βορειοελλαδικό χώρο και την Αίγυπτο κάποιες εμπορικές επαφές. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν είναι γνωστό πως στην ἴδια την Αίγυπτο έχει βρεθεί ένας σημαντικός αριθµός θησαυρών υστεροαρχαϊκών νομισμάτων που προέρχονται από πόλεις του βορειοελλαδικοὐ χώρου. Μ᾽ αυτά έχουν βρεθεί μάλιστα και µάζες ἡ ράβδοι αργύρου, που βεβαιωμένα προέρχονται από γνωστά μεταλλεία της ίδιας περιοχἠςΆ. Στοιχεία που να επιτρέπουν την υπόθεση ότι ανάµεσα στις δύο αυτὲς περιοχές υπήρχαν άµεσες επαφές οπωοδήποτε δεν έχουµε. Κάποιοι ἐμποpoı απὀ άλλα µέρη, µε παράδοση σε θαλάσσιες ὁραστηριότητες και µε γνωστές επιδόσεις στο διακοµιστικό εμπόριο της αρχαϊκής ἐποχῆς, πρέπει να συνέδεαν τον Θερμαϊκό κόλπο µε τα παράλια της Αιγύπτου. Και από όλους, όσους έχουν τις παραπάνω προὐποθέσεις, φιλολογικές μαρτυρίες και αρχαιολογικές ενδείξεις µας επιτρέπουν να σταθούμε κυρίως στους Ροδίους, στους Χίους και ίσως στους Αιγινήτες εµπόρουςδ. Οι δραστηριότητες των τελευταίων δεν είναι εὐκολο va επισημανθούν αρχαιολογικά, αφού η Αίγινα δεν έκανε εξαγωγές κεραμικών προϊόντων, πράγμα που θα διευκόλυνε πιθανότατα τον εντοπισμό τους. Ωστόσο ο ρόλος της Αίγινας στην ἵδρυση της Ναύκρατης είναι πολύ γνωστός, ενώ και κάποιες σχέσεις της µε το βόρειο Αιγαίο, τουλάχιστον κατά την υστεροαρχαϊκή εποχή, µπορεί να συμπεράνει κανείς από την πληροφορία του Ηροδότου (VII 147), σύμφωνα µε την οποία σιταγωγά πλοία διέσχιζαν τον Ελλήσποντο, µε προορισμό το νησί avtd®. Οι ναυτικές δραστηριότητες των Ροδίων είναι γνωστές από τη φιλολογική παράδοση, όπως γνωστή είναι και η σχέση τους µε την AiΎυπτο, HE πιο χαρακτηριστικό γεγονός τη συμμετοχή τους στην ίδρυση της Ναύκρατης. Είναι πολύ ενδεικτικό ότι από inv ίδια τη Ρόδο έχουµε ta περισσότερα αιγυπτιακά ἡ αιγυπτιάζονια ευρήματα, που είναι γνωστά από τον ελληνικό χώρο, ενώ και στο ίδιο το νησί φαίνεται ότι είχαµε εργαστή3. Κ. Λαζαρίδου-Σ. Οράκη
11,
1988
(υπό
Μοσχονησιώτη,
εκτύπωση).
Για
Το
.Ίθχαιολο)ικό
ανάλογα
ευρήματα
‘Koyo
στον
στη
Μακεδονία
Εὐξεινο
Πόντο,
και
βλ.
A.
and Egypt
in
Lemos, Archaic Pottery of Chios (1991), 162 και σημ. 88. 4. Τιβέριος, 6.7. (any. 2) 82 και any.
2. BA. και M.
M. Austin, Greece
the Archaic Age (1970), 37 xe.
5. Δεν μπορούμε ζονται στο
ανασκαφικἀ.
θέμα
vu αποκλείσουµε ενώ
και οι αρχαίες
και τους Φοίνικες, γραπτές
μαρτυρίες
που δύσκολα δεν βοηθούν
ὅμως
εντοπί-
και πολύ
πάνω
αυτό.
6. Για τις εμπορικές δραστηριότητες της Αίγινας βλ. S. Morris, Style (1984). 91
κο.,
E. Walter-Karydi,
107 κε..
Gnomon
115 κε. και
1987. 379.
ιδιατερα
Πρβλ.
για τη
Μαύρη
The Black und White
Θάλασσα
Austin, ό.π. (ann. 4) 40.
103. BA.
και
Nirdos - Ab-raro:
1489
pia κατασκευής αντικειμένων από φαγεντιανή. Δεν αποκλείεται μάλιστα αρύβαλλοι από φαγεντιανή ἡ γυάλινα αγγεία που βρέθηκαν στο νεκροταφείο της Σίνδου να είναι προϊόντα ροδιακών εργαστηρίων]. Όταν πριν από μερικά χρόνια ασχολήθηκα για πρώτη φορά µε to θέµα των εμπορικών δραστηριοτήτων στο βορειοελ.λαδικό χώρο, πολλά und τα πήλινα αγγεία, όπως π.χ. οι γνωστές κύλικες µε τα πουλιά ἡ πολλοί τύποι ιωνιζόντων πήλινων ειδωλίων, αποδίδονταν από σηµαντικό αριθµό ερευνητών στη Ρόδοῦ. Τα τελευταία χρόνια, τόσο νέα ανασκαφικά δεδοµένα όσο και έρευνες που βασίζονται σε αναλύσεις πηλού, µας βεβαίωσαν ότι 0 poδιακός κεραµικός δεν ήταν και τόσο παραγωγικός 600 πιστεύαµε και ότι πολλά απὀ τα αγγεία ἡ τους τύπους των ειδωλίων, που είχαν αποδοθεί σε ροδιακά εργαστήρια, θα πρέπει τώρα να αποδοθούν σε άλλα εργαστήρια, π.χ. στη Μίλητο". Αυτό βέβαια δεν σηµαίνει ότι αποσυσχετίζεται απὀ τη Ρόδο όλη η αρχαϊκή κεραμική που κατά καιρούς έχει αποδοθεί στο νησί, όταν μάλιστα µέρος της κεραµικῆς αυτής είναι γνωστή µόνο από τη Ρόδο. Έτσι π.χ. &vas αριθµός πήλινων αλαβάστρων µε βάση, που έχουν βρεθεί στη Livdo και ανήκουν σε µια οµάδα γνωστή ὡς «ιωνικό Bucchero», πρέπει να είναι δηµιουργίες του ροδιακούὐ κεραμικού, αφού παρόμοια αγγεία είναι γνωστά µόνον από τη Ρόδο και μάλιστα από την ladvoial®. Δεν αποκλείεται σ΄ Eva podiaxd εργαστήριο να κατασκευάστηκε και µια σπάνια μελανόμορφη κύλικα, σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης αριθ. 7886, που βρέθηκε σε τάφο της Σίνδου (Εικ, 2). Αν προτείνουμε τη Ρόδο ως πιθανόν τόπο κατασκευής της, αυτό συμβαίνει επειδἠ το σχήμα της κύλικας αυτής παρουσιάζει χαρακτηριστικές ομοιότητες µε τις κύλικες τύπου Βρουλλιάς. Or κύλικες αυτές, όπως και γενικά όλα τα αγγεία που σχετίζονται µε την «ομόδα της Βρουλλιάς», δύσκολα μπορούν να αποσυνδεθούν από τη Ρόδο!1. H κύλικά µας, που έχει ύψος 0,124 μ. και διάμ. χείλους 0,189 µ., 7. Τιβέριος, ό.π. (σημ. 2) 83-84. Για τις ναυτικές επιδόσεις των Ροδίων βλ. π.χ. X. Παπαχριστοδούλον, Γστορία της Ῥόδου (1972), κυρίως 60 κε., 184 κε. Μερικοί ερευνητές αμφισβητούν την παρουσία εργαστηρίου φαγεντιανής στη Ρόδο. Βλ. R. Burnett Brown, A provisional cutalogue of und commentary on Egyptian and Egyptianizing artifacıs found on Greek
sites (1975),
130 κε. Για
ροδιακά
ευρήματα
στη
Ναύκρατη
και για αιγυπτιακά
στη Ρόδο BA. Austin, ό.π. (σημ. 4) 26, 50-51 ann. 2 και 63 σημ. 2. 8. Τιβέριος. 6.7. (σημ. 2) 83 ann. |.
9. M. Τιβέριος, To Αρχαιολογικό
‘Egyo στη Μακεδονία
και Θράκη
1, 1987,
250-
251 xaı R. E. Jones, Greek and Cypriot Pottery (1986), 667 «.e. (R. Jones - J. Boardman). Πρβλ. και E. Walter-Karydi, /stMir, Beih. 31, 1985, 76. 10. Τιβέριος, ό.π. (onu. 2) 72-73. 11.
BA. π.χ. K. Kinch,
Vroulia (1914), στ. 78 αριθ. 3 και κυρίως στ.
168
κε. R. Cook, 94
1490
Muy.
TiBéows
χρονολογείται στο τρίτο τέταρτο του όου αι. π.Χ. και ὡς προς τη διακόσμῃησή της πρέπει να έχει επηρεαστεί από σύγχρονες αττικές ταινιωτές µικρογραφικές κύλικες. Διακοσμείται και στις δύο πλευρές της µε δύο νεροπούλια που πλαισιώνουν
έναν κύκνο, ενώ τα κενά τους εμψυχώνονται
µε στικτούς
ρόδακες. Τα παραπληρωματικά αυτά μοτίβα (ἡ παρόμοια) τα συναντούμε συχνά σε αγγεία ιὠωνικο-ανατολικών εργαστηρίων, ενώ στην ίδια τη Ρόδο είναι ιδιαίτερα διαδεδομένα σε κύλικες, ακόµη και ὡς κύρια διακόσμηση!5, Τα παραπάνω λοιπόν αγγεία της Σίνδου µας παρέχουν κάποιες ενδείξεις για παρουσία Ροδίων εμπόρων στο μυχό του Θερμαϊκού κόλπου κατά τη διάρκεια του 6ου αι. π.Χ. Δυστυχώς δεν υπάρχει καμιά σχετική νήξη στις γραπτές πηγές, εκτός κι αν n Αλία, το πόλισμα του οποίου τη θέση κατέλαβε, σύμφωνα µε τον Στέφανο τον Βυζάντιο! 5, η Θεσσαλονίκη, πἠρε to ὀνομά της από την ομώνυμη αδελφή των Τελχίνων, των πρώτων, σύμφωνα µε ορισμένες πηγές, κατοίκων της Ρόδου, και μητέρα της Νύμφης Ρόδου, από την οποία πήρε το όνομά του το νησί! δ. Σε µια τέτοια περίπτωση θα μπορούσε va μιλήσει κανείς για εμπορικές δραστηριότητες των Ροδίων, εκτός των άλλων, και στο μυχό του Θερμαϊκού κόλπου"δ. Αν η παρουσία των Αιγινηιών στο Θερμαϊκό κόλπο είναι τελείως υποθειική και αυτή των Ροδίων όχι απόλυτα βεβαιωµένη, η παρουσία Χίων εμπόρων µπορεί να θεωρείται σίγουρη. Αν και από την ίδια τη Σίνδο δεν έχουµε ὡς τώρα χιώτικη κεραμική πολυτελείας, αυτή είναι ὡστόσο πολύ καλά γνωστή and τις γύρω περιοχές, όπως π.χ. από το Μικρό Καραμπουρνάκι, όπου, όπως πιστεύω, βρισκόταν η αρχαία Θέρμη 7 από την Αγία Παpaoxeun!®. Από το Καραμπουρνάκι δεν έχουµε µόνο διακοσμημένη χιώτικη κεραμική. ΄Αφθονα είναι και τα όστρακα and τους χαρακτηριστικούς οξυπύθμενους χιώτικους αμφορείς, µε τους οποίους γινόταν n εξαγωγή κατά κύριο λόγο του περίφηµου χιώτικου κρασιού, ίσως και λαδιού. ΄Όστρακα Greek Painted Pottery? (1966), 140-141. Του ίδιου, CVA Βρετανικού Μουσείου 8, κυρίως σελ. 31-32. X. Καρδαρά, Ροδιακή “Αγγειο;ραφία (1963), 221 κε. 12. Βλ. π.χ. Kinch, ό.π., στ. 145-146 εικ. 47° riv. 18,3" πίν. 21,6a° πἰν. 25,3,6,8, 10,12. Πρβλ.
Alt-Agina 11,1 (1982),
10-11
και niv. 2 αριθ. 43-45 (E. Walter-Karydi).
13. Τιβέριος, 6.7. (σημ. 9) 247 και σημ. 4. 14. B. Πετράκος, O Qowads και το ἱερόν του “μφιαράου Επιγραφικά του Lozzo (1980), 20 κε. 15. Θα
μπορούσε
vu υποθέσει
κανείς ότι και στον Ώρωπό
(1968), 55 κε.
Του
εἶχαμε εμπορικές
ίδιου, δραστη-
ριότητες των Ροδίων. Και αυτό επειδἠ εδώ γνωρίζουμε το μοναδικό μέχρι σήµερα βεβαιώµένο ιερό της Αλίας Νύμφης. Βλ. παραπάνω σημ. 14 και A. Οικονομίδη, “Λεξικόν Κοινω-
νικών {-πιστημών (1960), 4. Επιγραφική, σ. 2469-2470.
16. Τιβέριος, ό.π. (onu. 9). 251 και σημ. 26, 257 εικ. 9, 10. Πρβλ. 11 Μακεδονία από τα μικηναῖκά και sluyaia
χωόνια
Μακεδονία
ως
τον
(1988),
Méya
“λέξανδυο
190 αριθ.
121
(K.
(1988),
88,
92 αριθ.
Σισμανίδης).
69 (K.
Σισµανίδης)
Lirdo; - Alyınros
1491
από χιώτικους οξυπύθμενους αμφορείς έχουν βρεθεί εκτός από το Μικρό Καραμπουρνάκι και σ᾽ άλλες θέσεις της περιοχής, όπως π.χ. στη Σταυρούπολη]. Η παρουσία χιώτικης κεραμικής, πρώτης ποιότητας, και εμπορικών χιώτικων οξυπύθµενων αμφορέων δεν περιορίζεται µόνο στο μυχό του Θερμαϊκού κόλπου. Είναι πολύ καλά γνωστή και σε πολλές άλλες θέσεις ὀχι µόνον του Βόρειου Αιγαίου αλλά και του Εύξεινου Πόντου. Πρόσφατα paλιστα έχει υποστηριχτεί ότι κάπου στην περιοχῆ, ἴσως στη Θάσο N στη Μαρώνεια, είχε εγκατασταθεί Eva χιώτικο κεραµικό εργαστήριο που προωθούσε στη γύρω περιοχή τα προϊόντα του, κάτι που έχει ἤδη προταθεί και για την ἴδια τη Ναύκρατη δ. Η συμβολή της Χίου στην ίδρυση της Ναύκρατης είναι πολύ γνωστή τόσο από γραπτές πηγές 600 και από αρχαιολογικά δεδοµένα. O Ηρόδοτος (II 178) την αναφέρει πρὠτη ανάµεσα στις ιωνικές πόλεις που συμμετείχαν στην ίδρυση εδώ του «ονοµαστότατου και χρησιµώτατου» EAAnviov. Αυτό ίσως δεν είναι τυχσίο, αν κρίνουμε από την ποσότητα της χιώτικης κεραμικής που βρέθηκε στην πόλη. Ακόμη στη Ναύκρατη or Χίοι, πρέπει va εἶχαν κύρια συμβολή και στην ίδρυση του ιερού της Αφροδίτης]. Αλλά οι γραπτές πηγές δεν κάνουν λόγο µόνον για σχέσεις της Χίου µε τη Ναύκρατη αλλά και µε τον βορειοελλαδικό χώρο. Αρχαίοι συγγραφείς µας πληροφορούν, ὡς γνωστόν, ότι τον 70 αι. π.Χ. άποικοι από τη Χίο ίδρυσαν στις νοτιοδυτικές πλαγιές του Ισμάρου τη Μαρώνεια, µια αποικία µε διπλό χαρακτήρα, τόσο αγροτικό όσο και εμπορικό-ναυτικόΆ. Τις σχέσεις της Χίου µε την Αίγυπτο και τον βορειοελλσδικό χώρο επιβεβαιώνουν και ορισμένα ευρήματα από το ίδιο το νησί, όπως π.χ. ένας μεγάλος αριθµός αιγυπτιακών ἡ αιγυπτιαζόντων αντικειμένων": ἡ ιλλυρικές πόρπες3. Οι Χίοι καραβοκύρηδες πιστεύω λοιπόν ὅτι πρέπει να είχαν κατά τον 60 αι. π.Χ. πρωτεύοντα ρόλο στο μετακομιστικό εμπόριο ἀνάμεσα στην 17. Τιβέριος, d.r. (σημ. 9), 252 και onu. 33 και 259 εικ. 17. Για χιώτικο λάδι βλ. Aptot., Hoker. 12592. Χιώτικοι οξυπύθμενοι αμφορείς έχουν έλθει στο φως, από πρόσφατες avaσκαφικές έρευνες, και στον αρχαίο οικισμό της Σίνδου. 18. Τιβέριος, ό.π. (σημ. 9), 251 σημ. 26 και 252 σημ. 33. Βλ. και ArchRep 1966-67, 16.
Πρβλ. Morris, ό.π. (σημ. 6), 96 και σημ. 30, D. Williams, AA
6.2. (σημ. 3), 209 xe., 224.
1983, 181 Ke. και Lemos,
|
19. BA. J. Boardman, The Greeks Overseas* (1980), 119-120, 122 xe., 129 κε. και Lemos, 9.2. (σημ. 3), 192 κε. και κυρίως 194. Πρβλ. και R. Cook, JHS 57, 1937, 227 xe. 20. Βλ. π.χ. A. Λαζαρίδης, Μαρώνεια και Ορθαγορία (1972), κυρίως 10, 15 και Lemos, 6.7. (ann. 3), 220 xe. Πρβλ.
και το περιστατικό
που μας διασώζει ο Ηρόδοτος (V 98) και
σύμφωνα µε το οποίο οι Χίοι βοήθησαν τους Παίονες να επανέλθουν στην πατρίδα τους στα τέλη του όου αι. π.Χ. 21. BA. π.χ. Brown, ό.π. (onu. 7), 116, 156. Austin, ό.π. (σημ. 4), 25. 50-51 onu. 2 και 62-63
ony.
4.
22. Boardman,
ό.π.
(σημ.
19), 235.
1492
Miz.
Τιβέοιος
Αίγυπτο και στο βορειοελλαδικό χώρο. Δεν ξεχνούμε άλλωστε Ott ο Apiστοιέλης στα //ολιτικά του (1291 24) θεωρεί τους Χίους, όπως και τους Αιγινήτες, ὡς υποδείγµατα εμπόρων. ὡς
προς
τα προϊόντα
που
διακινούνταν
ανάµεσα
στις
παραπάνω
πε-
ριοχές, µε βάση τα μέχρι σήµερα ανασκαφικά δεδοµένα, μπορούμε να πούμε τα εξής: ένα από τα κύρια προϊόντα πρέπει σίγουρα να ἦταν ο άργυρος. Τα θρακο-µακεδονικά κοιτάσματα αργύρου, γνωστά για την καθαρότητα του
μεταλλεύματος,
όπως
και
άλλα
μεταλλεύματα
των
περιοχών
αυτών,
ἦταν περιζήτητα στις µεγάλες αγορές της Αιγύπτου3”. Ακόμη οι Χίοι έµποpor πρέπει να έφερναν στις ακτές του Θερμαϊκού κόλπου και στην Αίγυπτο χιώτικο κρασί", 14514, όπως και κεραµικἠ πολυτελείας». Πιθανόν να έφερναν στον βορειοελλαδικό χώρο και δηµητριακά, που θα τα εὐρισκαν άφθονα στην Αίγυπτοζῖ, αρώματα ἡ διάφορα σκεύη πολυτελείας, π.χ. από φαγεντιαvi, όπως αυτά που βρέθηκαν στη Σίνδο. Ακόμη είναι πιθανό ότι έφερναν στην Αίγυπτο και ξυλεία από τα πλούσια δάση του θρακο-μακεδονικού χώρου”, ενώ αναλύσεις έδειξαν ότι στην Αίγυπτο είχαµε και εισαγωγή ρητίνης από την ίδια τη Χίο για ταφική χρήσηϑ, Οι εμπορικές επαφές και συναλλαγές ανάµεσα στα διάφορα µέρη του αρχαίου κόσμου κατά την αρχαϊκή εποχή ἦταν πολύ πιο πλούσιες και πυκνές από ὁ,τι συνήθως φανιαζόµαστε. Οι αρχαιολογικές ανασκαφικές έρευνες θα µας διαφωτίσουν στο μέλλον ακόµη περισσότερο για τις επαφές αυτές, αφού or ελάχιστες γραπτές μαρτυρίες ἡ και η παντελής ἑλλειψῆ τους για ορισμένες τουλάχιστον περιοχές, όπως π.χ. για την περιοχή της Σίΐνδου, δεν προσφέρουν τη δυνατότητα προσέγγισης και διερεύνησης της σηµαντικἠς αυτής δραστηριότητας του βίου των αρχαίων. Πανεπιστήµιο
Θεσσαλονίκης
23. Boardman, ό.π. (σημ.
19), 130. Austin, 6.2. (σημ. 4). 37 κε.
Brown,
0.7. (σημ.
7),
147 xe., 153 xe. Lemos, d.m. (any. 3), 194. 24. BA. παραπάνω σημ. 17 και 18, Austin, 6.7. (σημ. 4), 36, 17 και Lemos, ό.π. Πρβλ. Ηρόδοτος III 6. 25. σημ.
Βλ. Brown, 17. Πρβλ.
6.7. (σημ.
7), 153 κε. καὶ Lemos, 0.7. Γιὰ χιώτικο λάδι βλ. παραπάνω
Austin, ό.π. (any. 4), 36.
26. BA. παραπάνω σημ. 16. Boardman, ό.π. (any. 19), 123 xe. Austin, ό.π. (σημ. 4), 25. Brown, ό.π. (any. 7), 156. 27. Brown, ό.π. (onp. 7), 147 κε., 158. Austin, 6.7. (σημ. 4), 35, Lemos, 0.7. (ann. 3). 194. 28.
Brown,
ό.π.
29. Τιβέριος, 30.
Brown,
(any.
7),
6.7. (onu.
ό.π. (σημ.
132
xe.,
152
κε.,
158.
2). 81-82.
7) 155. Για ἀλλα
προϊόντα
χιώτικα πλοία ἀπό την Αίγυπτο στο βορειοελλαδικό
πάπυρο, ελεφαντοστό 6.7. (onp.
4), 35 κε.
και αλάβαστρα.
nov εἶναι
πιθανὸν
va μετέφεραν
ta
χώρο. ὅπως στύψη, λινάρι, φάρμακα.
βλ. Brown, ό.π. (onp. 7), 152 xe., 158 και Austin,
L'ivdos - Aiyurnro:
Il
Τι
he IN ul
ή
1493
I
Εικ.
I. Αγγείο από φαγεντιαχή
Fix.
2. Μελανόμορφη
κύλικα
στο «οχαιολογικό Μουσείο Βρέθηκε στη Elvdo.
aro «Ἰοχαιολογικό Movario τη Sivoo,
Θεσσαλονίκης
Mennadorixne
αριθ. Σ 9066
αριθ.
7886 από
85
FURNITURE
R.
A.
IN THE
MACEDONIAN
TOMBS
Tomlinson
It is, of course, well known that in the Classical period the Greeks reclined at banquets and symposia on couches - or at any rate, that this was the habit of that part of the population —men of the appropriate social classes— who were privileged to enjoy such entertainment. The evidence for this is overwhelming —literary references and descriptions, of which Plato’s Symposium is the best known and most extensive, and archaeological information,
illustrations of feasting in vase painting and
other arts, the re-
mains of couches in rooms specially constructed for feasting, the arrangement of such rooms found in public buildings, sanctuaries and private houses alike. The evidence from Macedonia strongly supports this. I discussed this in the paper I read at the very first of our Symposia on Ancient Macedonia twenty-one yeaıs ago. My suggestion, then, that the palace at Vergina (or at least the rooms on the ground floor, for which the evidence survives) was devoted to dining and symposia has been amply confirmed by Professor Andronikos, whose plan (fig. 18 in his splendid book on Vergina, The Royal Tombs) shows no fewer than 15 rooms with couches in them, and altogether a total of 278 couches. There is, in addition, ample literary evidence - references for example, to the couches used in the pavilion at Dion where Alexander celebrated a πανήγυρις prior to the invasion of Asia. There are also
stone
representatives
of couches
in several
of the
Macedonian
tombs,
and the evidence for an actual couch in the tomb of Philip. Stone couches have been found, for example, ın the Macedonian tombs at Pydna (Neapolis) Dion, the Vergina tomb, described by Heuzey and
Salonica Daumet
Stavroupolis and, of course, the Amphipolis tombs, ıncluding the couches now on dısplay inthe Kavala Museum. They are also found in the Macedonian style tombs
on
Euboea,
at Eretria and
Vathi.
The origins of the custom of reclining at feasts and symposia have been the subject of investigation, particularly by J.-M. Dentzer in his monumental study Le motif du Banquet Couché dans le Proche-Orient et le monde Grec
1496
R.
A.
Τομ
νο
du Vile au IVe siècle avant J.-C. It is certain that the custom was an introduction from the east, whether from the Levant or, possibly, Asia Minor. Such intreduction must havc taken place by the early part of the sixth century BC, when we get representation of feasting on couches in vase painting, and the earliest certain examples of rooms specially arranged for symposium couches. How much further back the custom can be traced in Grecce is less clear. I found low plinths by the walls of rooms in houscs at Perachora datcd to the 7th century BC, which I believe may be an catly version of the plinths found in the developed dining and symposia rocms of the Classical period — such as those at the palace of Vergina, for example. Simila; plinths or benches have now been described in the houses dating to the Late Geomctric period at Lathuresa in Attica, though with the possibility that they served some other purpose. It is, however, certain that in the Homeric poems the participants sit in chairs at feasts and symposia, rather than reclinc: and it seems that there is the strongest probability that this reflects contemporary practice in 8th century BC Greece, as does so much of the incidente! setting of the poems. It therefore follows that the change in custom is part of the process of orientalising which so profoundly affected the Greek world at the end of the Dark Ages. It would be interesting to tıace the sprcad of the custom to the different parts of the Greek world, but, of course, the evidence is largely deficient. We might expect to find it earlicst in those communities which were most closely the trading partners of the Near Eastern cities and states. Equally, there are remoter communities which produce no evidence at all —but the dangers of relying on a lack of information, rather than negative information are, of course,
obvious.
In the case of Macedonia the evidence for couches at feasts is abundant but late. It belongs to the time when Macedonia is fully integrated into the world of the southern Greck city-states and their customs and manners. It was certainly in existence by Philip's time, though whethcr we should trace it back to Archelaus (which is logically certain, but I think incapable of proof) οι further to Alexander I (where it is appropriate to a ruler of a state which is then subject to the Persians, and who actually saw the Great King, with all his luxurious dining-reclining-paraphernalia) remains essentially a matter of speculation. It is this which makes the Sindos graves particularly significant. They are, of course, mostly in the form of cuttings in the subsoil for inhumation burials. There is no question of the eraves beine of a size to contain actual furniture, in the manner of Philip's tomb, and others in the series of Macedonian vaulted tombs. So here, the furniture comprises miniatures only, made,
at
least
those
that
survive,
mostly
out
of tron,
occasionally
bronze.
Furniture
in the
Macedonian
Tombs
1497
They comprise chairs and three-legged tables. In addition, there are miniature firedogs and spits, giving a clear reference to the cooking of meat for feasting. There are no couches. These objects are found in several graves: 65, a male grave, dated 530520 which contained a dais, a table, two firedogs and a collection of spirits. Grave Grave
Grave
20, a female burial, 510-500 BC -a table and chair. 59, a small boy, 530-520 - a table and chair and a bundle
of spits.
115, male, c. 520 BC - a table and chair and a bundle of spits.
Grave
25, male
c. 540
BC-a
Grave
firedogs. 67, female, c. 520 BC-tablc, simplified firedogs.
Grave
52, male
510-500
table, chau,
BC-table
chair, and
bundle
of spits and
bundle
of
a
spits and
pair
of
a sct of
chair.
Grave
28, female, c. 5€0 BC - chair (but no table), bundle of spits and a pair of firedogs. Despite the inclusion in this list of Grave £9, of a young boy, it is clear that these objects are not children's toys —the prevalence of adult graves demonstrates this clearly. It seems appropriate, therefore, to 1egard them as furniture for the grave, along with the knives, cups, jugs and otheı objects, aımed at providing the dead person with the necessities foı continucd existence (and presumably, in the case of the young boy, of anticipating his later adulthood). It is noticeable that as far as these objects are concerned, no distinction is made between male and female. Furthcr, there is nothing in the Sindos graves which indicates the provision of couchcs.
If these dead are to continuc
to enjoy their feasting, they do so sitting: and although the threc-Icggcd form of the tables is comparable
with that of the tables sct in front
of reclining
feasters and symposiasts on contemporary vases, it would appeaı that the inhabitants of Sindos graves did not recline at their fuasts. Sitting at feasts continucd to be the custom among the Thracians. The famous
paintings
from
the tombs
at
Kazanlak
depict
the dead
man
seated
on a sumptuous chair, holding a silver phiale directly compcrablc with thosc found in the near contemporary Rogozcn treasure, amongst oth.rs for example, in the Museum here in Thessalonike. Th-.se paintings also show the dead man’s wife seted at his side, and participating in the feasting with him as we would expect from the Sindos burials. The account given by Xenophon of his reception by King Seuthes has them fcasting while sitting on chairs, Greek guests and Thracian hosts paired off, though in this casc no women are present. Given that Sindos is situated in an area where it is difficult to separate in geographical terms between Macedonia and Thrice, the possi-
1498
R.
A.
Tomlinson
bility that the Sindos furniture betrays Thracian customs cannot be ignored. particularly the presence of this miniature feasting equipment in female graves. At the same time it must be observed that, although a laıge number of the vaulted Macedonian tombs contained stone representations of couches (and, of course, the remains of an actual wooden couch in th? case of Philip°s tomb) indicating that by the time of their construction reclining on couches was the established custom
in Macedonia,
the tomb at Vergina excavated
by
Professor Rhomaios contains a stone representation of a throne, not dissimilar to the one represented in the Kasanlak tomb; and, of course, there is the splendidly decorated thione in one of the tombs excavated by Professor Andronikos.
It is, I think,
the date of the Sindos
furniture
which
is most
relevant here. Though obviously it is restricted by the period at which the cemetery was in use, the limited date range suggested for the graves in which they were found puts the custom of depositing tables and chairs —and presumably the existence in actual life of a sitting rather than a reclining manner for feasting— firmly in the second half of the sixth century BC. Historically, they come from a time extending from before this area came under Persian domination into the period of Persian rule, and Persian support for Macedon. Rather than try to define the custom solely as Thracian influenced (or of Thracian origin) as opposed to Greek it seems better to emphasize this chronological significance. I would suggest that at the time of the Sindos graves this area had not yet accepted the orientalizing custom of reclining at feasts. Whether this is true also of the Macedonian heartland is impossible to say, since the evidence does not exist. Even allowing for the overwhelming later evidence for reclining in Macedonia, it 1s by no means unlikely that the change of custom there could be later than the Sindos tombs. Even Alexander the Great
still used chairs on one occasion
when
he entertained nearly 6,000
hegemones ἐπὶ δίφρων ἀργύρων καὶ κλιντήρων: (Ath. I 18a, quoting Duris). Even so, in the fourth century it is unlikely that any Greek would still sit at a feast, except for special reasons. Again, there are Macedonian special reasons. Athenaeus, in the same paragraph quotes Hegesander to the effect that it was not customary for anyone in Macedon to recline at dinner unless he had speared a wild boar without using a hunting-net. Until then he must
1. Dentzer, op. cit, n. 181. p. 444 lists KAivtnp as a clair, along with θρόνος, and
δίφρος
Ath.
V
and
and
192 marks
δίφρος.
notes
the
that
there
difference
are
different
(from
words
highest
for
beds.
to lowest)
κλίνη
between
is not
θρόνος.
κλισμός
used
at all.
κλισμὸς
Furniture
in the
Macedonian
Tombs
1499
eat sitting. Even King Cassander, at the age of 35 continued to sit at meals with his father, being unable to accomplish the feat, though he was a brave and good hunter. (Did he ever succeed in killing one? Could the tomb ex-
cavated by Professor Rhomaios at Vergina be that for Cassander), and so requiring still a splendid throne ratheı than a couch? The corpse appears to have been placed on a simple plastered block of limestone only 1.54 m. in length.) Despite this, it seems improbable that the presence of chair and table in the Sindos graves is meant to indicate that their occupants had failed such a test of hunting: we would still not expect to find them in women’s graves, and in any case such an offering only makes a point if it were normal to provide couches (or models of couches) for the successful, and there is nothing of this in the Sindos graves. Another exception may well be the suggested by Tholos
on the west side of the Athenian
agora. This, of course, is the place
where the prytancis of the Athenian boule dined during their term of duty. The problem is to arrange it to contain the fifty couches which would be necessaiy if the prytaneis dined in what was by the fifth century at Athens the customary manner of reclining. The interior citcumference of about 53 meties, punctuated by two doors, gives space only for about 26 couches if they were placed against the wall in the usual arrangement. If couches were used, therefore, it has to be argued that cither the prytaneis had to dine two to a couch —which is unlikely for dignitaries— or that couches extended into the centre of the room, as in the large dining halls at the Epidaurean banqueting building, an arrangement which is very awkward given the position of the internal supports for the roof. A better solution may well be that the prytaneis sat (and that this is the way the very similar circular building at Lathuresa,
which
has a bench
round
its ciicumference,
was
used).
Here
too, we may see a link with the ‘Tholos’ at the palace of Vergina. To summarize.
The absence
of couches
in the Sindos graves, and
the
existence of tables and chairs, even if in miniature representation rather than
reality, suggests strongly that in the late 6th century the custom of the pcoplc buried
there
was
to sit, rather
than
recline at feasts.
The
participation
of
women in this tradition is noteworthy. It this reflects what is clearly the tradition more than a century later in Thrace, the possibility of regional influenc: is strong. The change from seated to reclining feasting in the Greek cities, under eastern influence demonstrates that such customs are not immutable, under strong external influence; but one must aigue that Macedon and the adjoining areas did not start to become receptive to that influence until the Persian
conquest,
and
that afte:
in special circumstances,
that, though
the Thracians
Macedonia
remained
resilient.
succumbed
except
ΠΛΑΣΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΖΩΩΝ ΤΗΣ ΝΕΟΛΙΘΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ: ΜΙΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΠΑΡΑΒΟΛΗ
Γ.
Τουφεξής
Οι πρόσφατες σχετικά δημοσιεύσεις ανασκαφών νεολιθικών οικισμών τῆς Μακεδονίας σε συνδυασμό µε πλούσιο υλικό της Θεσσαλίας που συλλέχτηκε µε επιφανειακή έρευνα (Γαλλήῆς 1989), παρέχουν τη δυνατότητα µιας πληρέστερης μελέτης της ζωόμορφης ειδωλοπλαστικής των δύο περιοχών]. Τα νεολιθικά ειδώλια συνιστούν ένα είδος κατάταξης του κόσμου που οδηγεί σε «τάξη» και «οργάνωση» (Levi Strauss 1977). Οι ζωόμορφες πλαστικές παραστάσεις περιλαμβάνουν στο σύνολό τους µια µεγάλη ειδολογική ποικιλία του ζωϊκού κόσμου και αποκαλύπτουν επίγνωση των χαρακτηριστικώὠν και ιδιοτήτων του καθενός είδους. Ωστόσο πρέπει να αναρωτηθούµε ποιο είδος ζώου και γιατί παριστάνεται συχνά ἡ γιατί κάποιο ἀλλο δεν περιλαμβάνεται στο ειδωλοπλαστικό ρεπερτόριο (Mundkur 1988). Στὴ νεολιθικἠ Μακεδονία και Θεσσαλία φαίνεται ότι τα πιο συχνά αναπαριστώµενα ζώα είναι 1a εξημερωμένα και an’ αυτά κυρίως τα βοοειδή και τα αιγοπρόβατα. Η ιδιαίτερη προιίµηση γι᾿ αὐτά τα ζώα οφείλεται πιθανόν στη µεγάλη οικονομική τους σημασία και βεβαίως στις παραμέτρους που απορρέουν απ᾿ αυτήν. Είναι σηµαντικό ότι το θέµα ζώο πραγματεύεται σχεδόν µε ομοιόμορφο τρόπο σ᾽ όλα τα πολιτιστικά σύνολα των Βαλκανίων. H διάκριση γενικών
I. Από τη θέση αυτή ευχαριστώ θερμά τον καθηγητή T. Χουρμουζιάδη για τις υποδείξεις του, tov Έφορο Αρχαιοτήτων Δρ. Κ. Γαλλή για την παραχώρηση άδειας µελέτης των Θεσσαλικών ειδωλίων ζώων, την Έφορο Αρχαιοτήτων Δρ. X. Κουκούλη-Χρυσανθάκη που διευκόλυνε την εργασία µου στο Μουσείο Φιλίππων, τον Δρ. Δ. Γραμμένο που επέτρεψε τη χρησιμοποίηση στοιχείων αδηµοσίευτων μελετών tov και παρείχε χρήσιµες πληροφορίες για ανασκαμµένους οικισμούς της Μακεδονίας, την Ap. Μ. Wijnen για παραχώρηση χρήσιμων πληροφοριών και τους κ. κ. Κ. Θεοδωρόπουλο και K. Xouλιάρα, φιλάρχαιους Λαρισαίους, που βοήθησαν µε τον τρόπο τους στη µελέτη μερικῶν
Θεσσαλικών ειδωλίων.
1502
N. Τονφεξής
κατηγοριών που περιλαμβάνουν τους κύριους τρόπους µορφολογικῆς απόdoors των ζώων έχει μεγαλύτερη σημασία and τις στυλιστικὲς διαφορές που παρατηρούνται στα ἴδια τα ειδώλια. Or πρώτες θεωρούν τα ειδώλια ως σηµεία µε τα οποία κωδικοποιείται Eva μήνυμα, έτσι που η αποκωδικοποίη-
σή του να είναι εξίσου δυνατή (Leach 1984). Στη Θεσσαλία και A. Μακεδονία τα πρωϊμότερα ειδώλια ζώων εµφανίζονται στην αρχαιότερη νεολιθικἠ. Στην Κ. και Α. Μακεδονία οι ανασκαμμένοι οικισμοί δεν είναι πρωϊμότεροι τῆς MN III της Θεσσαλίας. Αυτό οφείλεται μάλλον σε κενό έρευνας, αφού αναγνωρίστηκε κεραµεική της αρχαιότερης νεολιθικής (Karanovo 1) στην Τούμπα Σερρών (Γραμμένος-Φωτιάδης 1980). Θεσσαλικά στοιχεία λιγότερο ἡ περισσότερο εμφανή αναγνωρίζονται σε πολλές περιοχές της Μακεδονίας αλλά και έξω ax” αυτήν, Ιδιαίτερα στην Αλβανία (Prendi 1979). Οι πιο κοντινοί στη Θεσσαλία οικισμοί των Σερβίων και της N. Νικομήδειας έχουν εμφανείς οµοιότητες στην κεραµεική και ειδωλοπλαστική κυρίως µε τις φάσεις Protosesklo και Prosesklo καθώς και µε τις περιόδους της µέσης και νεότερης νεολιθικἠς της Θεσσαλίας αλλά βεβαίως και µε βορειότερους πολιτισμούς (Ridley-Wardle 1979, Rodden 1962). H A. Μακεδονία κατά τη μέση νεολιθική παρουσιάζει ομοιότητες µε τη Θεσσαλία και κατά τη νεότερη νεολιθική εντάσσεται στο απλωµένο πολιτιστικό σύνολο Boian-Gumelnic aKaranovo IV-VI. Στους Σιταγρούς Il οι παραλληλίες µε τη Θεσσαλία είναι αρκετές (Renfrew et al. 1986), ενώ η χαρακτηριστική για την πεδιάδα της Δράμας κεραµεική τύπου Γαληψούς βρέθηκε στον οικισμό Πευκάκια του Βόλου (Θεοχάρης x. di. 1973, Renfrew et al. 1986). H K. Μακεδονία είναι προσανατολισμένη κυρίως προς τη N. Γιουγκοσλαβία, στους πολιτισμούς Anza και Vinéa. Στις πλαστικές παραστάσεις ζώων των νεολιθικών Βαλκανίων διακρίνονται τρεις μεγάλες κατηγορίες: I. Ολόσωμα και αυτοτελή ειδώλια ζώων, ll.
Ειδώλια
ζώων
προσαρτηµένα
σε
σκεύη
και
III.
Αγγεία-σκεύη
διαµορ-
φωμένα εξ ολοκλήρου σε ζώα. Σε µια τέταρτη κατηγορία θα μπορούσαν va περιληφθούν πλαστικές αναπαραστάσεις ζώων προσαρτηµένες σε αρχιτεκτονικές κατασκευές (π.χ. εστίες, τοίχους κ.λ.π.) (Mellaart 1967: 1970, Talas 1987). Δείγματα αὐτῆς της κατηγορίας δε βρέθηκαν — yia την ώρα τουλάχιστον-- στη Μακεδονία και Θεσσαλία. Το υλικό κατασκευής των ειδωλίων ζώων εἶναι κατά κανόνα ο πηλός ενώ άλλα υλικά (κυρίως λίθος) χρησιμοποιούνται λιγότερο. Το μέγεθος των ειδωλίων της κατηγορίας | ποικίλλει από πολύ μικρό, έτσι που τα ειδώλια είναι πρἀγµατικές μινιατούρες, έως αρκετά µεγάλο (πάνω από 0.10 μ.). Για τα αντικείμενα-μινιατούρες του Ντικιλί Tag (ανά-
Π]λαστικὲς
παραστάσεις ϱ ο Samy
τῆς1» νεολιθικήςή Μακεδονίας
καὶ
Θεσσαλίας
1502
µεσά τους και Eva ειδώλιο ζώου) διατυπώθηκε η άποψη ότι ως πρότυπό τους είχαν μεγαλύτερα ειδώλια. Οι δημιουργοί µερικών απ᾿ αυτά µε κατασκευἠ και διακόσµηση ὀχι επιμελημένη, ἦταν ίσως παιδιά, ενώ τα μεγάλα ειδώλια κατασκευάζονταν από ενηλίκους (Marangou 1986). Παρόμοια παραδείγµατα υπάρχουν και στη Θεσσαλία, αλλά ανάμεσά τους ξεχωρίζουν και μερικά ιδιαίτερα επιµελημένα ειδώλια, παρά το μικρό τους μέγεθος. Στην κατηγορία I διακρίνονται δύο μικρότερες οµάδες ειδωλίων: οι συµπλεγματικές μορφές (τα γνωστά αμφικέφαλα ζώα) και τα ειδώλια µε οπή ανάρτησης. Οι δύο οµάδες σε μερικά παραδείγματα επικαλύπτονται, αφού υπάρχουν αμφικέφαλα ζώα µε οπή ανάριησης. Από τη Μαγουλίτσα, χωριό κοντά στὴν Καρδίτσα, προέρχεται ένα αμφικέφαλο ζώο µε οπή ανάρτησης (Πίνακας I: a) (Παπαδοπούλου 1958). Στην A. Μακεδονία αμφικέφαλα ζώα βρέθηκαν στο Ντικιλί Τας (Πίνακας I: β) (Daux 1967, Θεοχάρης κ.άλ. 1973), ίσως στους Σιταγρούς (Renfrew et al. 1986), παραβάλλονται δε, μεταξύ άλλων, µε παρόμοια παραδείγματα από το Azmak | της Βουλγαρίας (Deshayes 1972). Σε οικισμούς του πολιτισμού Vinta βρέθηκαν ανθρωπόµορφα ἡ πτηνόµορφα αμφικέφαλα ειδώλια και αμφικέφαλα «στηρίγματα» με τα κεφάλια να καταλήγουν σε επίµηκες στέλεχος (Gimbutas 1982). Είναι τα αμφικέφαλα ζώα μυθολογικά-τερατόμορφα όντα; Σχετίζονται µε μαγικές δοξασίες στις οποίες επιδιώκεται µε το δικεφαλισµό ο διπλασιασµός της μαγικῆς αποτελεσµατικότητας του αναπαριστώµενου ζώου; (Zervos 1973). Απεικονίζουν ἐνδεχομένως μερικά απ᾿ αυτά σκηνή συνουσίας ζώων-σκυMev; (Χουρμουζιάδης, προσωπική επικοινωνία). Ως ποιο βαθµό όµως µποpoùpe να αναγνωρίσουμε στις σχηματοποιηµένες τους μορφές σκυλιά; Ta αμφικέφαλα ειδώλια ζώων εκφράζουν µια κοινή νοητική σύλληψη των εἰδωλοπλαστών που κωδικοποιείται µε την εξεζητηµένη συμπλεγματική popφή τους. Ειδώλια ζώων και ανθρώπων µε διάτρητη οπή ανάρτησης είναι γνωστά σ᾽ όλες τις περιόδους της νεολιθικής στα πολιτιστικά σύνολα των Βαλκανίων. Τα ειδώλια ζώων της ομάδας αυτής μπορούν παράλληλα να στέκονται στα πόδια τους. Σε μερικά η ORT ανάρτησης ανοίχτηκε µε τρόπο ώστε όταν αναρτώνται να µην ισορροπούν σε κανονική στάση, αλλά va κρέμονται όπως τα άψυχα-σφαγμένα ζώα. Στο Ντικιλί Τας έχει βρεθεί τέτοιος τύπος ειδωλίων (ένα ειδώλιο µε αριθµό E10, είναι εκτεθειμένο στο Μουσείο Φιλίππων και φέρει διαγώνια οπή κατά τον άξονα μήκους του κεφαλιού). Παρόμοιο ειδώλιο βρέθηκε στον Παράδεισο (Hellström-Holmberg 1987) και ένα άλλο, Ιδιαίτερα αποσπασµατικό, στη Θεσσαλία. Διαμπερή οπή ανάρτησης φέρουν και ευµεγέθη, μάλλον όχι ευµετακόµιστα ειδώλια ζώων. "Eva τέτοιο Θεσσαλικό ειδώλιο ing μέσης νεολιθικῆς έχει σωζόμενο μή-
1504
I
Torgesn:
κος 0,141 pt. Τα ειδώλια αυτά αναρτώνταν ίσως σε χώρους σπιτιού (Tlanuχατζής 1987). Τα ειδώλια µε οπή ανάρτησης θεωρήθηκαν γενικώς ὡς φυλαχτά µε χαρακτήρα αποτροπαϊκόὀ. γονιμικό n θεραπευτικό ἡ πάλι ως δυναμούχα αντικείμενα και από ορισμένους μελετητές διακρίνονται από τα µη αναριώµενα ειδώλια που προορίζονταν ὡς «αναθήματα» (Παπαχατζής 1983:
1987, Zervos
1963).
Από την κατηγορία των ολόσωμων Kat αυτοτελών ειδωλίων ζώων. ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στα ειδώλια βατράχων, τα οποία είναι αρκετά διαδοµένα στα πολιτιστικά σύνολα των Βαλκανίων. Είναι γνωστά στη Θεσσαλία, N. Νικομήδεια, στο Azmak (Karanovo 1) (Nandris 1970), στην Anza, στο Φράγχθι της Πελοποννήσου (Treuil 1983). Η συχνή χρήση Aiθου για την κατασκευή τους οφείλεται ίσως στη γενική οµοιότητα που παρουσιάζουν πολλές πέτρες µε το σώμα βατράχου και οι οποίες µε κατάλληAn επεξεργασία αποδίδουν αρκετά καλά τους όγκους του. Από πρασινωπό λίθο είναι 10 εἰδώλιο βατράχου από τη N. Νικομήδεια (Πίνακας Il: a) (Θεοχάρης κ. GA. 1973), ενώ σε Eva ειδώλιο της Θεσσαλίας ο βάτραχος αποδίδειαι ανάγλυφα σε πέτρα µε κατάλληλο σχήμα (Πίνακας II: β). Moλονότι τα κίνητρα της συχνής εμφάνισης του βατράχου παραμένουν άγνωστα (Treuil 1983), θα πρέπει να έχουµε στο νου µας ότι οι βάτραχοι αποτελούσαν ίσως µέρος της διατροφής, ιδιαίτερα σε οικισμούς που ἦταν πρὀσφοροι. Οι καιηγορίες II και INT που περιλαμβάνουν ειδώλια ζώων προσαρτηµένα σε αγγεία-σκεύη και αγγεία-σκεύη διαμορφωμένα εξολοκλήρου σε ζώα αντιστοίχως, εἶναι διαδοµένες σ᾽ όλο το χώρο της Βαλκανικής χερσονήσου και οτην Ανατολία. Προτοµές ζώων επικολλημένες σε αγγεία είναι γνωστές από τη φάση Protosesklo της Θεσσαλίας (Θεοχάρης 1967), ενώ στην A. Μακεδονία και A. Θράκη τα περισσότερα παραδείγματα χρονολογούνται στη νεότερη νεολιθική. Στην ίδια περίοδο χρονολογούνται και αυτά που αναφέρει ο Heurtky από τα Σέρβια, τον ΄Αγιο Mana και την Ὄλυνθο (Heurtley 1939). Ta τετραποδικἀ ζωόμορφα σκεύη (γνωστά ὡς τράπεζες) που έχουν στο μέσο
τῆς µιας πλευράς
τους και σπανιότερα
σε κάποια γωνία την προ-
τοµή ενός ζώου, ενώ είναι συχνά στα Βαλκάνια και A. Μακεδονία-Δ. OpaKn, dev αποντώνται
στη Θεσσαλία
(Γραμμένος
1975(1978)) και φανερώνουν
στενή σχέση µε πολιτισμούς της κοιλάδας του ποταμού Marica και της λεκάνης της Σόφιας (Renfrew et al. 1986, Γραμμένος 1975, (1978)). Παρόμοια σκεύη εἶναι διἀδοµένα στο πολιτιστικό σύνολο Gumelnica-Karanovo καθώς και στη Vinda (Renfrew 1970). Στους Σιταγρούς είναι χαρακτηριστικά
της φάσης ΠῚ (Renfrew et al. 1986). Ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι έχουν
Iaorixéz
παραστάσεις
Σώων
της νεολιθικής
Μακεδονίας
και
Θεσσαλίας
1505
βρεθεί και στη Θεσσαλία πόδια τετραποδικών σκευών, κυρίως στην αρχή της νεότερης νεολιθικής αλλά δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι ανήκουν σε ζωόµορφα
σκεύη.
Στους Σιταγρούς βρέθηκε ειδώλιο ζώου επικολληµένο στη λαβή σκεύους (Renfrew εἰ al. 1986) και στη Θεσσαλία ειδώλιο κριαριού της φάσης Αράπη είναι επιδέξια διαμορφωμένο σε λαβή αγγείου (Πίνακας Ill:a). Στη Θεσσαλία φαίνεται ότι κυρίως μικρά και σχηµατοποιηµένα κεφάλια ζώων σε αγγεία είναι ιδιαίτερα συχνά στις πρώῖμες φάσεις της νεότερης νεολιAxis και διαφέρουν σαφώς από τα νατουραλιστικά κεφάλια της αρχαιότερης και μέσης νεολιθικής. Από την κατηγορία III δηλαδή αγγεία-σκεύη διαμορφώμένα εξ ολοκλήρου σε ζώα, το ζωόμορφο αγγείο των Σιταγρών III που κατά τη γνώµη των ανασκαφέων παριστάνει ταύρο (Renfrew et al. 1986) (Πίνακας III:B) και το ζωόμορφο αγγείο της αρχἠς της νεότερης νεολιθικής από την Πλατιά Μαγούλα Ζάρκου που παριστάνει μάλλον πρόβατο ἢ κατσίκι (Γαλλήῆς 1982) (Πίνακας IV:a), αποτελούν αντιπροσωπευτικά παραδείγματα. Στο ζωόμορφο αγγείο της Θεσσαλίας, n φόρμα είναι τεκτονικά δομημένη, αφού διακρίνεται σαφώς το αγγείο στο οποίο επικολλήθηκαν το κεφάλι, τα πόδια και η ουρά του ζώου. H διακόσµησή του περιορίζεται σε ζεύγη κατά κοPupi τριγώνων γεµισµένων µε οριζόντιες εγχαράξεις, στις εξωτερικές επιφάνειες των ποδιών. Αντιθέτως το ζωόμορφο αγγείο των Σιταγρών αποδίδεται περισσότερο φυσιοκρατικά και είναι πλούσια διακοσμημένο µε Ypaπτά σπειροειδή µοτίβα μαύρου χρώματος σε ερυθρό επίχρισμα. Οι οπές στο κεφάλι, τους μηρούς και την ουρά χρησίμευαν και για ανάρτησή του, ενώ το αγγείο της Θεσσαλίας ήταν προορισμένο για στερεή έδραση. To παράδειγµα των Σιταγρών συγκρίνεται µε ζωόμορφα αγγεία οικισμών του Karanovo VI-Gumelniga, Vinta και Cucuteni (Renfrew et al. 1986). Επίσης από ta πρώϊμα στρώματα της νεότερης νεολιθικῆς του Ντικιλί Tag προέρχονται πολλά ζωόμορφα αγγεία (Deshayes 1970). Συχνά παριστάνονται στην κατηγορία αυτή καὶ άγρια ζώα, όπως π.χ. αρκούδα από to Smiltié, ελάφι από την Κ. Βουλγαρία της φάσης Karanovo I ἡ πουλιά από τη Vinda, Cäscioarele της N. Ρουμανίας ἡ το Maliq II (Gimbutas 1982, Prendi 1979). Στην Ανατολία ta γνωστά «θηριόμορφα αγγεία» παριστάνουν σχεδόν όλα τα είδη ζώων που υπάρχουν (Mellaart 1970). Το αγγείο της Πλατιάς Μαγούλας Ζάρκου χρησιμοποιήθηκε σε δεύτερη χρήση ὡς τεφροδόχο αγγείο που περιείχε τα καμμένα οστά ενός µικρού παιδιού, ενώ αρχικά θα μπορούσε να χρησίμευε ὡς σκεύος για την τροφή του παιδιού ἡ ὡς παιγνίδι (Γαλλής 1982). H βεβαιωµένη χρήση avτού του αγγείου αντιδιαστέλλεται στις φτωχές μαρτυρίες για τη χρήση των 95
1506
I.
Τουφεξής
περισσοτέρων ζωόμορφων αγγείων ἦ των αγγείων µε προσαρτημένα κεφάAra ζώων που θεωρούνται από πολλούς ως τελετουργικά σκεύη ἡ σε ορισµένες περιπτώσεις (τράπεζες) ακόµη και ως λυχνάρια (Renfrew et al. 1986, Gimbutas 1982). Φαίνεται πάντως ότι τα σκεύη αυτά δεν είχαν απλώς κοσµητικὀ podio (Θεοχάρης 1967). Μια γενική ομοιομορφία χαρακτηρίζει τους τύπους ειδωλίων ζώων που υπολείπονται σαφώς σε αριθµό από 1a ειδώλια ανθρώπων. Τα τετράποδα ζώα παριστάνονται κατά κανόνα όρθια µε τα πόδια τους µισοανοιγμένα, σχεδόν άκαμπτα, να υποβαστάζουν το σώμα. Οι ανατομικές λεπτοµέρειες περιορίζονται στα πιο ουσιώδη γνωρίσµατά τους και σπάνια arodiδονται δευτερεύοντα χαρακτηριστικά. Εξεζητηµένη καθώς φαίνεται είναι και η δήλωση γεννητικών χαρακτηριστικών του ζώου. Τα παραδείγματα από τη Θεσοαλία είναι λιγοστά και στους Σιταγρούς βρέθηκε Eva τέτοιο ειδώλιο. Παρόμοια ειδώλια είναι γνωστά στα πολιτιστικά σύνολα των Βαλκανίων, όπως π.χ. στην Anza (Gimbutas 1976) n στον πολιτισμό Tisza (Tälas 1987), σε μικρούς καθώς φαίνεται αριθμούς. Στην απόδοση του κεφαλιού δίνεται συχνά μεγαλύτερη προσοχή. O κατακόρυφος µετωπικός άξονας μεγάλων ζώων (κυρίως βοοειδών και atyoπροβάτων) τονίζεται µε εγχάρακτη ἡ γραπτή γραμμή, µε µικρές οδοντόσεις που είναι Ιδιαίτερα συχνές στην A. Μακεδονία ἡ µε χαμηλή πλαστική νεύρωση. Μερικά κεφάλια ζώων από οικισμούς της πεδιάδας της Δράμας ξεχωρίζουν για τα κάπως ανθρώπινα χαρακτηριστικά τους και δίνουν την εντύπωση µάσκας, όπως αυτή µας είναι γνωστή στα ανθρωπόµορφα ειδώλια της περιοχῆς (Renfrew et al. 1986). Στα κεφάλια αυτά αναγνωρίζεται µια στυλιστική ιδιαιτερότητα άγνωστη καθώς φαίνεται στη Θεσσαλία. Συνίσταται δε στην απόδοση του ρύγχους και της µετωπικής επιφάνειας του ζώου µε µία πλαστική διαµόρφωση σε σχήμα V που εξέχει ελαφρώς and τον υπόλοιπο ὀγκο του κεφαλιού (Zervos 1963, Γραμμένος 1975 (1978), Renfrew et al. 1986) (Πίνακας IV:p). Εξάλλου μεγάλα εγχάρακτα μάτια σε σχήμα ρόμβου, µε ἡ χωρίς στιγμή στο μέσο τους, είναι πολύ συχνά στην περιοχή που avagepdpaots, αλλά πολύ περιορισμένα στη Θεσσαλία. Οι πλαστικές παραστάσεις ζώων περιλαμβάνουν είδη γνώριμα στο νεολιθικό άνθρωπο, πιο συχνά εξημερωμένα και σπανιότερα άγρια. Μολονότι η αναγνώριση του είδους των ζώων είναι δύσκολη και σε µερικές περιπτώσεις αδύνατη, φαίνεται ότι από τα εξημερωμένα ζώα τα βοοειδή και τα αιγοπρόβατα είναι τα συνηθέσιερα (Treuil 1983) και ακολουθούν οι χοίροι και τα σκυλιά. Ἡ αναλογία μεταξύ των ειδωλίων αυτών των ζώων παραλληλίζεται καλά µε τα δεδοµένα της μελέτης των οστών ζώων από
{Ιλαπτικές
παραστάσεις
Zeme
της
νεολιθικής
Μακεδονίας
και
Θεσσαλίας
1507
ανασκαμµµένους οικισμούς της Θεσσαλίας και Μακεδονίας. Από την άλAn, 0 μικρός αριθµός άγριων ζώων µπορεί να παραβληθεί pe τα χαμηλά ποσοστά µε τα οποία αντιπροσωπεύονται τα οστά τους σ᾽ όλες τις περιόSous της νεολιθικής. Οι παρατηρήσεις αυτές γίνονται µε όλες τις επιφυλάξεις που απορρέουν από τις δυσκολίες αναγνώρισης των ζώων. Τα ειδώλια ζώων της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας είναι πολύ λιγότερα από τα ειδώλια ανθρώπων σ᾽ όλη τη διάρκεια της νεολιθικής. To ποσοστό τους στο Διμήνι δε ξεπερνά το 11% (Skafida 1984), στο Αχίλλειο Φαρσάλων τὸ 8%, (Gimbutas 1974: 1974a- 1989), ενώ στο Σέσκλο ο αριθµός τους δε ξεπερνά τα 15 απὀ ένα µεγάλο σύνολο ειδωλίων (Wijnen, προσωπική επικοινωνία). Σε μερικές ανασκαφικές τοµές η απουσία τους είναι αξιοπρόσεχτη, όπως π.χ. στην Πλατιά Μαγούλα Ζάρκου και στο Maxpuyop. 2 (Γαλλής, προσωπική επικοινωνία) ἢ στην ΄Όλυνθο, µε εξαίρεση Eva µόνον παράδειγµα (Mylonas 1929, Heurtley 1939). Από τις προκαταρκτικές δημοσιεύσεις των Σερβίων φαίνεται ότι και εδώ ο αριθµός των εἰδωλίων ζώων είναι περιορισμένος, ενώ and το συνολικό αριθµό των 113 ειδωλ:ων της N. Νικομήδειας δε διευκρινίζεται πόσα είναι τα ζώα (Nandris 1970). Το ποσοστό των ειδωλίων ζώων στην Topi II των Βασιλικών C είναι περίπου 16% (Γραμμένος 1984). Στην A. Μακεδονία φαίνεται ότι τα ειδώλια ζώων είναι πιο συχνά απὀ την Κ. Μακεδονία και Θεσσαλία κατά τη νεότερη νεολιθική. Το ποσοστό τους στη Δήμητρα είναι γύρω στο 25% (Γραμμένος 1987), στους Σιταγρούς I-III 21% (Renfrew et al. 1986), ενώ στο Ντικιλί Tag από ένα σύνολο 145 ανθρωπόµορφων και ζωόμορφων ειδωλίων των τομών της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής, τα ζώα αντιπροσωπεύονται σε ποσοστό 57%, (Marangou 1986). Στο φτωχό υλικό του Παραδείσου, το ποσοστό τους είναι 43% (Hellström-Holmberg 1987). Στην Α. Μακεδονία. και µε κέντρο την πεδιάδα της Δράμας, αναπτύσσεται κατά τη νεότερη νεολιθική µια πλούσια ειδωλοπλαστική ὅραστηριότητα που διακρίνεται για την ποικιλία των τύπων που τους διέπει η φυ-
σιοκρατική
αντίληψη
αλλά
και η σχηµατοποίηση.
Στην "Κ΄ Μακεδονία
τα ανθρωπόµορφα ειδώλια --τα παραδείγματα ζώων είναι πολύ αποσπασµατικά-- διαφοροποιούνται an’ αυτά της A. Μακεδονίας και είναι πολύ σχηµατοποιηµένα (Γραμμένος 1984). Ωστόσο δε λείπουν και κάπως φυσιο-
l. Ενδεικτικές πηγές: Θεοχάρης κ. aA. 1973, Halstead-Jones 1980’ 1981- 1984, Κεφάλαιο 7.1: εδώ αναφέρονται συνοπτικἁ τα σχετικά στοιχεία από τους ανασκαμµένους οικισμούς της Θεσσαλίας, Gimbutas et al. 1989, Rodden 1962, Ridley-Warlde 1979, Γραμμένος 1984: 1987: «Ανασκαφή νεολιθικού οικισμού Θέρμης, Ανασκαφικἠ περίοδος 1987» (υπό δημοσίευση στα Μακεδονικά), Renfrew et al. 1986, Hellström-Holmberg 1987.
1508
I
Τοιφεξής
κρατικά ειδώλια, όπως αυτά του Μανδάλου (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου 1987). Στη Θεσσαλία φαίνεται ότι and τις προδιµηνιακές φάσεις της νεότερης νεολιθικής αλλά κυρίως στο Διμήνι IV, η σχηµατοποίηση είναι µάλλον ο κανόνας. Αντιθέτως στην αρχαιότερη και μέση νεολιθική χρονολογούνται ta πιο φυσιοκρατικά ειδώλια ζώων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και σχημµατοποιηµένα. Στο ερμηνευτικόὀ πρόβλημα τῶν ειδωλίων ζώων Se θα αναφερθούμε. Οι ανασκαφικές ενδείξεις από τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία είναι μάλλον φτωχές, µε εξαίρεση το τεφροδόχο αγγείο της Πλατιάς Μαγούλας Ζάρκου. Ἡ προτίµηση πάντως για παράσταση εξημερωμένων ζώων, η σημασία των οποίων στο οικονομικό σύστημα των νεολιθικών κοινοτήτων εἶναι μεγάAn, θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη και να εκτιμηθεί σ᾽ όλες τις διαστάσεις της στα πλαίσια µιας ερµηνευτικής πρότασης. Λάρισα,
1989
BIBAIOTPAGLA® Daux G., 1967, «Chronique des Fouilles 1967: Dikili Tash», BCH 91, σελ. 1062-1077. Deshayes J., 1970, «Travaux de l’Ecole Francaise en 1969: Dikili Tash», BCH 94, σελ. 799-808. Deshayes J., 1972, «Dikili Tash and the Origins of the Troadic Culture», Archeology 25, 3, σελ. 198-205.
Γαλλής K., 1982, Καύσεις νεκρών από τη Νεολιθική Εποχή στη Θεσσαλία, Αθήνα. Γαλλής
Κ., 1989, «Ατλας Προϊστορικών Οικισµών της Ανατ. Θεσσαλικής Πεδιάδας», Θεσσαλικό Ημερολόγιο 13, σελ. 6-32, Gimbutas M., 1974, «Achilleion: A Neolithic Mount in Thessaly, Preliminary Report on 1973 and 1974 Excavations», Journal of Field Archaeology 1, σελ. 277-302. Gimbutas M., 1974a, «Start of Neolithic Civilization in Greece», Illustrated London News, July 1974, σελ. 69-70. Gimbutas M. (ed.), 1976, Neolithic Macedonia. As reflected by Excavation at Anza, Southeast Yugoslavia, Monumenta Archaeologica I, Los Angeles. Gimbutas M., 1982, The Goddesses and Gods of Old Europe. Myths and Cult Images 6500 3500 B. C., Sussex. Gimbutas M. et al., 1989: Gimbutas M., Winn S., Shimabuku D. (eds), Achilleion. A_Neolthic Settlement in Thessaly, Greece 6400-5600 B.C., Monumenta Archaeologica 14, Los Angeles. Γραμμένος A., 1975 (1978), «Arò τους προϊστορικούς οικισμούς της Ανατολικής Μακεδονίας», AA 30 (1975), Μέρος Α΄ - Μελέται, σελ. 193-234. Γραμμένος Δ., Φωτιάδης Μ., 1980, «Από τους προϊστορικούς οικισμούς της Ανατολικἠς Μακεδονίας», “4»θρωπολογικά!, σελ. 15-53. Γραμμένος Δ., 1984, Νεολιθικές έρευνες στην Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία, Θεσσαλονίκη (Διδακτορική Διατριβή).
Γραμμένος Δ., 1987, Νεολιθικά
θέµατα
από τη Μακεδονία και την ευρύτερή της περιοχή.
Αδηµοσίευτη εργασία που πρόκειται να εκδοθεί από to ΤΑΠ. Δαχτυλόγραφο κείµενο υπάρχει στο Μουσείο Θεσσαλονίκης και στο Σπουδαστήριο Αρχαιολο: γίας του Α.Π.Θ.
* Συντοµογραφίες 44 AE BCH BSA PPS
: : : : :
Αρχαιολογικόν ελτίον Αρχαιολογική Εφημερίς Bulletin de Correspondance Hellenique Annuali of the British School of Archaeology at Athens Proceedings of the Prehistoric Society
1510
U.
Γραμμένος
A. κ. ἀλ., Avacxagr
Αδηµοσίευτη
Τουφεξής
νεολιθικού οικισµού Θέρμης. ἀνασκαφική
εργασία που πρόκειται να δηµοσιευτεἰ
ora
περίοδος IYAT.
Maxedorixd.
Halstead P., Jones G., 1980, «Early neolithic economy in Thessaly-some evidence from excavations at Prodromos», AvOgmzodoyixd, 1, σελ. 93-117. Halstead P., 1981, «Counting Sheep in Neolithic and Bronze Age, Greece», ato Hodder .. Isaac G., Hammond N. (eds), Pattern of the Past, Studies in Honor of David Clarke, Cambridge, σελ. 307-339, Halstead
P.,
1984,
Strategies for
Survival:
An
Ecological
Approach
to Social and
Econo-
mic Change in the Early Farming Communities of Thessaly, N. Greece, Cambridge. (Αδημοσίευτη Διατριβή). Hellström P., Holmberg G., 1987, Paradeisos. A Late Neolithic Settlement in Aegean
Thrace.
Stockholm, Memoir 7. Heurtley W., 1939, Prehistoric Macedonia, Cambridge. Leach E., 1984, Culture and Communication. The Logic by which Symbols are connected, Cambridge (1971!). Levi Strauss C., 1977, "Ayoıa Ixeyn, Αθήνα. εκδ. Παπαζήση (per. Eva Karurouptin). Marangou C., 1986, «Problémes d’Interpretation des Objets Miniatures de Dikili Tash (Neolithique Recent)», oto Bonnano A. (ed.). Archaeology and Fertility Cult in the Ancient Mediterranean, University of Malta, σελ. 55-61. Mellaart J., 1967, Catal Hüyük, a Neolithic Town in Anatolia, London. Mellaart J., 1970, Excavations at Hacilar, Edinburgh. Mundkur B., 1988, «Human Animality, the Mental Imagery of Fear and Religiosity», στο Ingold T. (ed.), Whar is an Animal?, One World Archaeology, London, σελ. 141-184. Mylonas G., 1929, Excavations at Olynthus. Part I. The Neolithic Settlement, Baltimore. Nandris J., 1970, «The Nea Nikomedeia Figurine Material». Actes du Vile Congrés International des Sciences Prehistoriques et Protohistoriques, Prague, σελ. 389-391. Παπαδοπούλου M., 1958, «Μαγουλίτσα, νεολιθικός οικισμός παρά την Καρδίτσαν», Θεσσαλικά A, σελ. 39-49. Παπαευθυμίου-Παπανθίμου K., 1987, «Τρία νεολιθικά ειδώλια από το Μάνδαλο της Μακεδονίας», Ειλαπίνη A’, Τόμος Τιμητικός για τον καθηγητή Νικόλαο Πλάτωνα, Ηράκλειο, σελ. 171-177. Παπαχατζῆς N., 1983, «H μαγική δοµή της Θρησκείας στα Νεολιθικά χρόνια». AH, σελ. 35-43. Παπαχατζής N., 1987, H Θρησκεία στὴν Aggaia Ελλάδα, Αθήνα. Prendi F., 1979, «Le Néolithique et l'Enéolithique en Albanie», Iliria 6, σελ. 49-99. Renfrew C., 1970, The Place of the Vinta Culture in European Prehistory, Zbornik Narodnog Musejo VI, σελ. 46-57. Renfrew C. et al., 1986: Renfrew C., Gimbutas M., Elster E. (eds), Excavations at Sitagroi, Vol. I, Monumenta Archaeologica 13, Los Angeles. Ridley G., Warlde A. K., 1979, «Rescue Excavations at Servia
Report», BSA Rodden
R.,
Skafida
E,.
1962,
74, σελ.
«Excavations
1971-1973:
a Preliminary
185-230. at the
Early
Neolithic
Site
at
Nea
Nikomedeia,
Greek
Macedonia», PPS 28, σελ. 267-288. in
1984,
Analisi Formale
Thessalia,
oisurn).
Tesi
e Contestuale
di Perfezionamento,
Degli
Idoli
Universita
Neolitici Degli
di
del Pisa
Sito di 1984
Dimini
(Αδημο-
Πλαστικές
παραστάσεις
ζώων
τῆς
νεολιθικής
Talas L. (ed.), 1987, The Late Neolithic of the
Θεοχάρης Θεοχάρης
Μακεδονίας
Tisza Region,
Θεσσαλίας
Budapest-Szolnok.
A., 1967, H Αυγή της Θεσσαλικής Προϊστορίας, Βόλος. A. x. ἀλ., 1973, Νεολιθική Ελλάς, Αθήνα.
Treuil R., 1983, Le Neolithique et le Bronze Ancient Egéens,
και
Paris.
Zervos C., 1963, Naissance de la Civilization en Grece, Il, Paris.
1511
1512
U. Τουφεξής
β.
ικέφαλο
ειδώλιο ἀπό το Nrvadi
Tas.
Νεολιθική
Γλλάς
1973,
εικ.
102.
Πλαστικές
οὐδ
ak
παραστάσεις
ζώων
"ine I
è \
της
νεολιθικής Μακεδονίας
of 2
wi
και
Θεσσαλίας
1513
è ο
Πίνακας II: a. Ειδώλιο βατράχου από τη N. Νικομήδεια. Νεολιθική Ἑλλάς 1973, εικ. 218.
β. Ειδώλιο βατράχου από τη Μαγούλα Πανάγοι στο χωριό Χαρά, N. «Ίάρισας, Γπιφανειακό εύρημα.
Γ. Τουφεξής
1314 «1 |
η) Hi ἣν ἡ iN Ἢ WA
Wen
|
TI
Πίνακας III: a. Ειδώλιο κριαριού από τη Μαγούλα Καπατσιλάρ 2 στὸ χωριὸ Δίκαια, N. «άρισας. Επιφανειακό εύοηµα.
β. Ζωόμορφο αν’ είο από τους Σιταγρούς. Νεολιθική Ελλάς 1973, εἰκ. 105.
26 411] (μοι)
GIG
OF VI
μα!
ADSO|
02 pub vos
πο] γωρ
iyphay
9
nypodoyy Dravy[f alia puo ο)2{{0 οὐδοήρωζ Ὃ : 45 SOxD4A[[
"BE 1] ‘apdraa Siaoany “N Shyyoy ‘anpard g ‘N ‘aoxdpy
87 EZQTOAITIKEZ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ KAI ΝΟΤΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΗ ΕΠΟΧΗ
Ἰω.
Τουλουμάκος
Τὸ 143 π.Χ., λίγα χρόνια μετὰ τὴν γνωστὴ στρατιωτικἡ ἐπέμβαση τῶν Ῥωμαίων στὴν Μακεδονία καὶ στὴν νότια Ἑλλάδα, ἕνας ἐπιφανὴς Μακεδόνας ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη, ὁ Δάμων, γιὸς τοῦ Νικάνορα, φρόντισε νὰ ἀνεγερθῇ στὴν Ολυμπία μὲ δικά του ἔξοδα Eva μνημεῖο πρὸς τιμὴν τοῦ Kotvrov Καικιλίου Μετέλλου τοῦ ὀνομαζομένου «Μακεδονικοῦ»’ πρόκειται, ὡς γνωστόν, γιὰ τὸν Ῥωμαῖο ἀνθύπατο ποὺ κατέστειλε τὴν —éx τῶν προτέρων καταδικασμένη σὲ ἀποτυχία-- ἐξέγερση κατὰ τῆς ρωμαϊκῆς κυριαρχίας στὴν Μακεδονία. Τὸ πρᾶγμα δὲν ξενίζει --παρόµοιες ἀφιερόσεις γιά τὸν ἴδιο Ῥωμαῖο ἀνθύπατο ἢ τὸν Λεύκιο Μόμμιο ἔγιναν, ὡς γνωστόν, καὶ μάλιστα ἀπὸ πόλεις, ἀρκετές. Οὔτε τὰ φιλορωμαϊκὰ αἰσθήματα τοῦ Μακεδόνα ἀναθέτη ξενίζουν — παραδείγματα φιλορωμαίων ἰδιωτῶν ὑπάρχουν, ὡς γνωστόν, καὶ ἄλλα. κεῖνο ποὺ προξενεῖ ἐντύπωση εἶναι ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο ὁ ἀναθέτης δικαιολογεῖ τὴν ἀφιέρωση: τιμᾶ τὸν Ρωpato ἀνθύπατο γιὰ τὴν ἀνδρεία του καὶ τὶς εὐμενεῖς διαθέσεις του «εἴς τε αὐτὸν καὶ τὴν πατρίδα καὶ τοὺς λοιποὺς Μακεδόνας καὶ τοὺς ἄλλους Ἔλληνας»]. Τονίζοντας τὴν «εὔνοιαν» τοῦ Ῥωμαίου ἀνθυπάτου, προβάλλει ὡς ἀποδέκτες τῆς ὅλους τοὺς Ἕλληνες καὶ θεωρεῖ ὡς αὐτονόητο ὅτι µέρος αὐτῶν τῶν Ἑλλήνων εἶναι οἱ συμπολῖτες του Θεσσαλονικεῖς καὶ οἱ «λοιποὺ Μακεδόνες". Εντύπωση προξενεῖ ἡ ἀναφορὰ στὴν κοινὴ καταγωγὴ ὄχι μόνο αὑτὴ καθ᾽ ἑαυτή, ἀλλὰ καὶ ἐξαιτίας τοῦ τρόπου, κυρίως ὅμως τοῦ τόκου ποὺ ἔχει ἐπιλεγῆ γιὰ τὴν δἠλωσή της: Στὴν ᾿Ολυμπία, τὸ πρῶτο πανελλήνιο θρησκευτικὸ κέντρο. ἔβλεπαν τὴν ἐπιγραφὴ Ἕλληνες ἀπὸ κάθε 1. SyiP 680 =
I. ν. Olympia,
325 =
/GX
2,1, 1031. Δάμων
Νικάνορος
Μακεδὼν
ἀπὸ
Θεσσαλονίκης Κοῖντον Καικέλιον Κοΐντου Μέτελλον, στρατηγὸν ὕπατον Ῥωμαίων, Ar ᾿Ολυμπίῳ ἀρετῆς ἕνεκεν καὶ εὐνοίας ἧς ἔχων διατελεῖ εἷς τε αὐτὸν καὶ τὴν πατρίδα καὶ τοὺς λοιποὺς Μακεδόνας καὶ τοὺς ἄλλους Ἕλληνας. 2. Γιὰ τὴν διαφορετικὴ ἑρμηνεία ποὺ δίνεται ἀπὸ τὸν E. Badian στὴν ἀντωνυμία ἀλλος (cè καρόμοια συμφραζόμενα τὰ ὁποῖα ἀφοροῦν τὴν σχέση Μακεδόνων καὶ νοτίων Ἑλλήνων) βλ. xx. σημ. 42.
1518
"lo.
Tovrionpaxos
ἑλληνικὴ πόλη’ πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ ἀναφορὰ στὴν κοινὴ καταγωγὴ Μακεδόνων καὶ ἄλλων Ἑλλήνων θὰ ἦταν αὐτονόητη καὶ οτὸ εὑρὺ ἑλληνικὸ κοινὸ τῆς ἐποχῆς. Περίπου τέσσερεις αἰῶνες ἀργότερα, στὶς ἀρχὲς τοῦ 3ov ai. μ.Χ., ἢ πόλη τῆς Θεσσαλονίκης τιμᾶ ἕνα ἐπιφανῆ πολίτη τῆς ὄχι μόνο γιὰ τὶς εὐεργεσίες του πρὸς αὐτήν, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ ὑπῆρξε πρόεδρος τοῦ «΄Αττικοῦ Πανελληνίου», δηλ. τῆς ἐνώσεως ὅλων τῶν ἑλληνικῶν πόλεων ποὺ εἶχε ἱδρύσει ὁ αὐτοκράτωρ ᾿Αδριανός. Μὲ ἔμφαση ἀναφέρεται καὶ μάλιστα στὴν ἀρχὴ τοῦ ψηφίσματος, ὅτι ὁ τιμώμενος «ἦρξε τοῦ ᾿Αττικοῦ Πανελληνίου», ὅτι ὑπῆρξε ἀγωνοθέτης τῶν μεγάλων Πανελληνίων καὶ ὅτι ἀπὸ τὴν «λαμπρότατη» πόλη τῆς Θεσσαλονίκης «πρῶτος ἐγένετο ἄρχων Πανελλήνων». "O τιμώμενος παρουσιάζεται καὶ ἐδῶ ὡς «Μακεδὼν» καὶ φέρει πλῆρες ρωμαϊκὸ ὄνομα: Τίτος Αἴλιος Γεμείνιοςξ. "And τὰ σχετικὰ μὲ τὸ «᾿Αττικὸν Πανελλήνιον» στοιχεῖα πρέπει νὰ ἀναφερθοῦν ἐδῶ μόνον δύο: ὅτι εἶχε τὴν ἔδρα του στὴν ᾿Αθήνα καὶ ὅτι γιὰ νὰ γίνη μία πόλη μέλος του ἔπρεπε νὰ ἀποδείξη μὲ ἀκρίβεια τὴν ἑλληνική της προέλευση!. ᾿Ανέφερα ἐν ἐκτάσει καὶ τὰ δύο αὐτὰ παραδείγματα γιὰ δύο λόγους: Πρῶτα-πρῶτα γιὰ νὰ δειχθῆ πόσο ἄστοχη εἶναι ἡ διάκριση «Μακεδόνες» «Ἕλληνες» ποὺ γίνεται σὲ διάφορα γενικὰ ἔργα καὶ εἰδικὲς μελέτες ἀκόμη καὶ σήμερα καὶ πόσο εὔλογο ἀλλὰ καὶ ἀναγκαῖο εἶναι νὰ ἐγκαταλειφθῆ. Καὶ ἔπειτα, διότι οἱ ἐπιγραφὲς αὐτὲς ἀπετέλεσαν, μαζὶ μὲ μερικὲς ἄλλες, τὴν ἀφετηρία τῆς παρούσης ἀνακοινώσεως. Πιστεύω δηλ. ὅτι ἡ ἀναφορὰ στὴν κοινὴ καταγωγὴ Μακεδόνων καὶ ἄλλων Ἑλλήνων δὲν εἶναι, οὔτε μπορεῖ νὰ εἶναι. μόνο σύμπτωμα τῆς κοινῆς ἱστορικῆς πορείας ποὺ ἀρχίζει μὲ τὴν ὑποταγὴ στοὺς Ρωμαίους" συγχρόνως πρέπει νὰ εἶναι συνέπεια καὶ ἄλλων ---μὴ πολιτικῶν-- ἐπαφῶν (οἰκονομικῶν, κοινωνικῶν καὶ κυρίως πολιτιστικῶν) ποὺ θὰ ὑπῆρχαν πρὶν ἀπὸ τὴν ρωμαϊκὴ κατάκτηση καὶ ---ἰσως σὲ μεγαλύτερο βαθμὸ--- κατὰ τὴν διάρκειά της Πλήρη εἰκόνα τῶν ἐπαφῶν
3. IG
X 2 (1).
Ἢ
πόλις Τ. Αἴλιον
Γεμείνιον
Μακεδόνα,
τὸν ἄρξαντα
τοῦ ᾿Αττικοῦ
Πανελληνίου καὶ ἱερατεύσαντα Θεοῦ ᾿Αδριανοῦ καὶ ἀγωνοθετήσαντα τῶν μεγάλων Πανελληνίων ἐν τῆ ni Πανελληνιάδι, γράψαντα διὰ βίου τοῖς Αὐτοκράτορσιν, πρῶτον γε-
νόμενον ἄρχοντα χρήση
πλήρους
Πανελλήνων ἀπὸ τῆς λαμπροτάτης Θεσσαλονικέων πόλεως etc. — Ἡ ρωμαϊκοῦ ὀνόματος καὶ στὴν περίπτωση αὐτή, ὅπος καὶ σὲ ἄλλες πολλὲς
ἀπὸ διάφορες ἑλληνικὲς πόλεις, δὲν σημαίνει φυσικὰ «ἐκρωμαϊσμὸ» τοῦ ἐπιφανοῦς πολίτη. Ὁ ἴδιος ἢ ἡ οἰκογένειά του ἤθελε νὰ παρουσιάζεται ὡς «Μακεδὼν» καὶ ἀσφαλῶς δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἢ κόρη του, ποὺ κατέβαλε καὶ τὰ ἔξοδα γιὰ τὴν ἀνέγερση τοῦ μνηµείου, ὀνομάζεται (Γεμεινία) «λυμπιὰς» (βλ. στ. 16/17). 4. BA. π.χ. OGIS 497 (Κίβυρα Φρυγίας) P. Graindor, 1934, 103-107.
Arhenes
sous
Hadrian,
Paris
᾿Εξωπολιτικὲς
σχέσεις Μακεδύνιων
καὶ
νοτίων
“EDA yor
1519
αὐτῶν δὲν μπορεῖ νὰ δώση ἡ παροῦσα ἀνακοίνωση, ὄχι μόνο ἐξαιτίας τοῦ περιορισμένου χρόνου. ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ ἡ ἀπαιτούμενη ἔρευνα δὲν ἔχει ὁλοκληρωθῆδ Ἢ παροῦσα ἀνακοίνωση θέτει καὶ προσπαθεῖ νὰ δώση γιὰ τὴν ἀπάντησή τους λίγα μόνο στοιχεῖα. τρία ἐρωτήματα: — Τὸ πρῶτο εἶναι τί κάνουν οἱ Μακεδόνες ποὺ μαρτυροῦνται στὶς ἄλλες ἑλληνικὲς πόλεις καί, ἀντίσιροφα, τί κάνουν οἱ ἄλλοι Ἕλληνες ποὺ βρίσκονται στὶς μακεδονικές. — Τὸ δεύτερο, πῶς παρουσιάζονται αὐτοὶ οἱ Μακεδόνες, δηλ. μὲ ποιὰ ὀνόματα (κυρίως δηλωτικὰ τῆς καταγωγῆς τους) καὶ μὲ ποιοὺς χαρακτηρισμοὺς (οἱ ὁποῖοι ἀποδίδονται σ᾽ αὐτοὺς ἀπὸ ἄλλες ἑλληνικὲς πόλεις) καὶ πῶς μποροῦν νὰ ἀξιοποιηθοῦν ἱστορικὰ καὶ τὰ δύο. — Τὸ τρίτο, ποῦ μπορεῖ và διαπιστωθῆ ἡ ἐπίδραση τῶν ἐπαφῶν αὐτῶν καὶ ποιὰ εἶναι ἡ ἱστορική τους σημασία. Ἡ ἀπάντηση στὰ ἐρωτήματα αὐτὰ δὲν εἶναι εὔκολη. Τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν πηγῶν ποὺ διαθέτουµε ἀποτελοῦν, ὡς γνωστόν, ἐπιγραφές, δηλ. κυρίως τιμητικὰ ψηφίσματα, τὰ ὁποῖα ἔχουν, ὅπως καὶ οἱ ἄλλες ἐπιγραφικὲς μαρτυρίες, περιστασιακὸ χαρακτήρα. ᾿Εκτὸς τούτου ἀρκετὰ ἀπὸ τὰ ψηφίσματα αὐτὰ δὲν ἔχουν σωθῆ σὲ καλὴ κατάσταση. ᾿Αλλὰ καὶ σ᾽ αὐτὰ ποὺ ἔχουν σωθῆ σὲ καλὴ κατάσταση σπάνια ἀναφέρονται λεπτομερῶς ol δραστηριότητες τῶν τιμωμένων. ᾽Απὸ τὴν ἄλλη μεριὰ οἱ γραμματειακὲς μαρτυρίες εἶναι ἐλάχιστες: Τὰ ἱστορικὰ ἔργα γιὰ τὴν Μακεδονία ποὺ ἐγράφησαν ἀπὸ Μακεδόνες καὶ ἄλλους Ἕλληνες συγγραφεῖς κατὰ τὴν Ἕλληνιστικὴ ἐποχή, ἔχουν, ὡς γνωστόν, χαθῆ, καὶ οἱ σχετικὲς μαρτυρίες ποὺ ὑπάρχουν σὲ ἀποσπάσματα ἄλλων εἶναι ἐλάχιστες. Ὅσον ἀφορᾶ τὴν Αὐτοκρατορικὴ ἐποχή, ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία μὲ τὴν ἐξιδανίκευση τῆς Κλασσικῆς ἐποχῆς ποὺ τὴν διακρίνει, εἶναι στραμμένη πρὸς τὸ παρελθὸν καὶ κατὰ κανόνα κρίνει ἀρνητικὰ τὴν πορεία τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς ἱστορίας ποὺ ἀρχίζει μὲ τὸν Φίλιππο καὶ τὸν Μ. ᾿Αλέξανδροδ. Ἔμμεσες καί, ἐνδεχομένως, πολὺ χρήσιμες πληροφορίες, μπορεῖ νὰ μᾶς δώση τὸ νέο ἀρχαιολογικὸ ὑλικό, ὅπως καὶ τὰ νομίσματα. Ὡστόσο ἡ ἱστορικὴ ἀξιοποίησή τους, ἀπ᾽ ὅ,τι ξέρω, δὲν ἔχει προχωρήσει ἀκόμη σὲ ἱκανοποιητικὸ βαθμὸ καὶ πρὸς τὸ παρὸν ὑποθέσεις μόνον μποροῦν νὰ γίνουν]. Μὲ τὴν 5. Ὕστερα ἀπὸ ὑπόδειξή μου τὴν ἔχει ἀναλάβει, μὲ προοπτικὴ τὴν σύνθεση διδακτορικῆς διατριβῆς, 6 μεταπτυχιακὸς ὑπότροφος κ. ‘lw. Ξυδόπουλος. 6. BA. σχετικὰ τὴν μελέτη μου Συμβολὴ στὴν ἔρευνα τῆς ἱστορικῆς συνειδήσεως
τῶν ᾿Ελλήνων στὴν ἐποχὴ τῆς ρωμαϊκῆς κυριαρχίας, ᾿Αθήνα 1972, σελ. 61 κέξ. 7. Ὑκποδειγματικὸ γιὰ τὴν ἱστορικὴ ἀξιοποίηση τῶν νομισμάτων παραμένει, ἐξ ὅσων γνωρίζω, τὸ ἄρθρο τοῦ P. R. Franke, «Geschichte, Politik und Münzprägung im frühen Makedonien», Jahrb. für Numismatik, 3/4, 1952/53, 99-111. ᾿Αξιόλογα δείγματα τοῦ νέου
1520
‘i.
Torsorjutxo:
ἱστορικὴ ἀξιοποίηση τῶν εὑρημάτων αὐτῶν, ὅπως καὶ μὲ τὸν συνδυασμὸ ἄλλων συναφῶν δεδομένων ἀπὸ τὴν προηγούµενη ἀρχαιολογικὴ ἔρευνα, θὰ καταστῆ δυνατὸ νὰ δοθῆ μία πληρέστερη εἰκόνα τῶν σχέσεων τῶν Μακεδόνων μὲ τοὺς ἄλλους Ἕλληνες κατὰ τὴν ὕστερη ᾿Ελληνιστικὴ καὶ Αὐτοκρατορικὴ ἐποχή. Αὐτὸ βέβαια πρέπει καὶ μπορεῖ νὰ γίνη, ὅπως avaφέρθηκε, σὲ ἰδιαίτερη μελέτη. Μακεδόνες χωρὶς ἐπίσημη ἰδιότητα (δηλ. χωρὶς τὴν ἀναφορὰ κάποιοι" ἀξιώματος ἢ τὴν δήλωση, ὅτι εἶναι «φίλοι τοῦ βασιλέως»), ποὺ τιμῶνται ὡς «πρόξενοι καὶ εὐεργέται», μαρτυροῦνται σὲ διάφορες ἑλληνικὲς πόλεις ἤδη ἀπὸ τὸ πρῶτο μισὸ τοῦ 4ου ai. π.Χ. ὣς τὴν ρωμαϊκὴ κατάκτηση. Σχετικὰ τιμητικὰ ψηφίσματα μᾶς ἔχουν σωθῆ π.χ. ἀπὸ πόλεις τῆς Βοιωτίας (Θήβα, ᾿᾽Ωρωπό, ᾿Αλίαρτο), τὴν Λάρισα, τοὺς Δελφούς, τὴν ᾿Επίδαυρο, τὴν Ἱστιαία, τὴν Μίλητο, τὴν Δῆλο, τὴν Μαγνησία παρὰ τὸν Μαίανδρο, τὴν Πριήνη. Σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις ἀναφέρονται ἁπλῶς ὡς Μακεδόνες, σὲ ἄλλες δηλώνεται καὶ ἢ πόλη τῆς καιαγωγῆς τους, π.χ. Θεσσαλονίκη, Ἔδεσσα, Πέλλα, Αἰγές, ᾿Αρέθουσα, Βέροια, Κασσάνδρεια, Λητή, Εὐρωnoc’. Οἱ περισσότερες ἐπιγραφὲς ἀνήκουν πιθανῶς στὸν τρίτο αἱ. π.Χ., µερικῶν ἡ χρονολόγηση εἶναι ἀβέβαιη. ἀρχαιολογικοῦ ὑλικοῦ PA. π.χ. στὶς ἀναφερόμενες στὴν ony. 38 μελέτες. Ἰδιαίτερα xpnσιµη καὶ γιὰ τὴν ἱστορικὴ ἔρευνα εἶναι ἐπίσης, χάρη στὸ νέο ἐπιγραφικὸ ὑλικὸ ποὺ προσφέρει, ἡ µελέτη τῆς Χρ. Σαατσόγλου-Παλιαδέλη, Τὰ ἐπιτάφια μνημεῖα ἀπὸ τὴν µεγάλη) Τούμπα τῆς Beoyivas, διδ. διατρ., Θεσσαλονίκ]ι, 1984. Ἢ µελέτη τῆς "Ap. Καραπασχαλίδου,
«Μακεδονικοὶ
ἀκόμη
ἀνέκδοτη.
8. BA.
SEG
Μακεδόνα
XXXIV,
στὴν
355,
Χαλκίδα
Θηβαϊκὸ
(στ. 5), ποὺ χρονολογεῖται
ὡς βοιωτάρχη μένου
τάφοι
καὶ
τὴν
τιμητικὸ
Ἑρέτρια»,
ψήφισμα
μὲ βεβαιότητα
εἶναι,
γιὰ τὸν
ἐξ ὅσων
᾿Αθήναιο
«πρόξενος
καὶ
εὐεργέτης»
Δημονίκου
στὸ ἔτος 365 π.Χ. ἀπὸ τὴν ἀναφορὰ
(στὸν στ. 12) τοῦ γνωστοῦ Θηβαίου στρατηγοῦ Πελοπίδα.
(ποὺ ἀναγορεύεται
γνωρίζω.
προφανῶς
ἐπειδὴ
Γιὸς τοῦ τιµω-
προμήθευε
στοὺς
Θηβαίους ξυλεία ἀπὸ τὴν Μακεδονία γιὰ τὴν κατασκευὴ τοῦ στόλου τους) ἦταν è γνωστὸς ἀπὸ τὸν 'Appıavö (Ἴνδ. 18,3) τριήραρχος τοῦ Μ. ᾿Αλεξάνδρου Δημόνικος ᾿Αθηναίου (PA. SEG,
onn.).
Ἔξ ὅσων γνωρίζω,
εὐεργέτη σὲ πόλη ᾽Αμύνιας
Περδίκκα
εἶναι ἡ παλαιότερη
τῆς νότιας Ἑλλάδος. Μακεδών,
᾽Αμύντας
κατοπινοὶ ἀντίπαλοι τοῦ Μ. ᾽Αλεξάνδρον'
“πὸ
ἐπιγραφὴ
μὲ Μακεδόνα
πρὀόξενο
καὶ
τὸν ᾿Ώρωπόά: SyIP 258 [πρὸ τοῦ 338 π.Χ.|:
᾽Αντιόχου
Μακεδὼν
(ἐπιφανεῖς
Μακεδόνες,
βλ. ὑπόμν., αὖτ.). SEG XXXI 433 (322-300 r.X.).
ὅπου τὸ ὄνομα τοῦ τιμωμένου [....o]u Μακεδών δὲν ἔχει σωθῆ: SEG XV 264 (322-13 n.X.): Ίρος Φιλίππου Μακεδών. SEG XV 275 (225-200 π.Χ.): ὁ δεῖνα καὶ ᾿Αρχέστρατος Ξένωνος Μακεδόνες IG VII 295 (305 al. π.Χ.): Νικόμαχος (τοῦ δεῖνος) Μακεδών ἐκ Θεσσαλονίκης. "A206 τὴν “λίαοτο: IG VII 2489 = SEG Il 184 (3ος ul. n.X.): Κρά]της Ξενοκράτεος Μακε|δών ἐκ .... φιλόσοφος. “Ld τὴν Aunioa: SEG XXVII 202 (220-210 x.X.): Χρυσόγονος Πυρρίχεος Μακεδὼν ἐξ Ἐδέσσας, φίλος καὶ εὐεργέτας τᾶς πόλεος. SEG XXVIII 519 (πρβλ. XIII, 393) (τέλος τοῦ Jou αἱ. n.X.): Κατάλογος 20 Μακεδόνων εὔεργετῶν, συμπεριλαμβανομένων τοῦ βασιλέως Φιλίππου Ε΄ καὶ τοῦ διαδόχου Περσέως" πρβλ.
"ΠΕξωπυλιτικὲς
σχέσεις
Μακεδόνων
καὶ νοτίων
“1 λλήνων
1521
Παρὰ τὸν περιστασιακὸ χαρακτήρα τῶν εὑρημάτων αὐτῶν (ὅπως καὶ τῶν ἄλλων, ποὺ θὰ ἀναφερθοῦν παρακάτω), μποροῦμε νὰ ποῦμε, ὅτι δύο ἀπὸ τὰ στοιχεῖα ποὺ προκύπτουν ἀπὸ αὐτὰ δὲν εἶναι τυχαῖα. Τὸ ἕνα εἶναι ὅτι οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς τιμώμενους κατάγονται ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη, τὸ ἄλλο ὅτι τὰ ψηφίσματα ἀνήκουν στὸν τρίτο αἰώνα, καὶ μάλιστα στὸ δεύτερο καὶ τρίτο τέταρτό του. Τὸ πρῶτο ἐνισχύει τὴν --εὐνόητη ἄλλωστε-- ὑπόθεση τοῦ Rostovtzeff, ὅτι ἡ Θεσσαλονίκη εἶχε γίνει τότε τὸ κύριο ἐμπορικὸ κέντρο τῆς Μακεδονίας, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐξάγονταν τὰ βασικὰ προϊόντα της, σιτηρὰ καὶ ξυλεία᾽ τὸ δεύτερο, ὅτι οἱ Μακεδόνες αὐτοί, εὐκατάστατοι ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ τιμητικὰ ψηφίσματα, πρέπει νὰ εἶναι στὸ μέγιστο ποσοστό τους ἔμποροι’ ἡ παρουσία τους στὶς ἑλληνικὲς πόλεις συνδέεται προφανῶς μὲ τὴν αὔξηση τοῦ πολιτικοῦ καὶ οἰκονομικοῦ ρόλου τῆς Μακεδονίας ποὺ παρατηρεῖται μετὰ τὶς νῖκες τοῦ ᾽Αντιγόνου Γονατᾶ κατὰ τῶν Πτολεμαίων, ὅπως εἶχε ἤδη ὑποστηρίξει ὁ Rostovtzeff. Αὐτὸ
Ch. Ehrhard, ZPE 31, 1978, 223-224. "Ano τοὺς Δελφούς: SEG XVIII 222c (321 n.X.): Προξενικὸ ψήφισμα γιὰ τοὺς ἐπιφανεῖς Μακεδόνες Σύνεσι, Ἄρχωνα καὶ Ἰσοκράτη Κλείνου [«Μακεδόνες ἐκ Πέλλης» βλ. στ. 2] πρβλ. τὰ ἐπιγράμματα SEG, ὅππ., 2228, 2220 καὶ τὶς ἐπιγραφὲς μὲ τὰ ὀνόματα τῶν ἀδελφῶν σὲ βάσεις ἀγαλμάτων, τὰ ὁποῖα προφανῶς ἀκοτελοῦσαν μέρος τοῦ μνημείου τοῦ Κρατεροῦ (SEG, ὑπόμν. ὅππ. βλ. ἐπίσης J. Kalleris, Les anciens Macédoniens, τ II, 1, ᾿Αθήνα 1976 [1988], σ. 596, σημ. 1.). Γιὰ τὸν Ἄρχωνα (στρατηγὸ τοῦ Μ. ᾿Αλεξάνδρου) βλ. H. Berve, Das Alexanderreich auf prosopographischer Grundlage, II, 1926, Nr. 163. SEG XIV, 398 (270-260 π.Χ.) ᾿Ανδρόνικος [τοῦ δεῖνος] Μακεδών. SEG XVIII, 178 (305 al. π.Χ.) Μαχάτας Σαβατταρᾶ Εὐρωπαῖος Μακεδών. Sy/P 269K (περ. 300 n.X.): Πολυδάμας ᾿Ανταίου ᾿Αρεθούσιος Μακεδὼν, 2691, (περ. 300 x.X.): ᾿Αγέλοχος Φιλίππου Μακεδὼν ἐξ Αἰγειᾶν. FD III, 3, 2, Nr. 207 (305 ai. m.X.): Φίλων (τοῦ δεῖνος) Πελλαῖος, ᾿Αλέξανδρος Λί...]Ἰου Ἐδεσσαῖος. FD II, 4,1/2, Nr. 16 (223 π.Χ). Παράμονος Παραμόνου Μακεδών. ᾽Απὸ τὴν ᾿Επίδαυρο: IG IV?, 1, Nr. 96 (1ο Ay. 3ου αἱ. x.X.), IH, στ. 22: ᾽Α.... Ξενοφῶντος Βερωαῖος. "And τὴν ‘Zoriaia IG IX, 9, 1187 [264- [3 ἢ 232 x.X.]: ᾿Αμύντας Μένωνος Μακεδὼν ἐξ Αἰγῶν / [Ὁ Selva] ᾿Αρχεδήμου Μακεδὼν ἐκ Θεσσαλονίκης / [ὁ δεῖνα ....έξεως] Μακεδὼν ἐκ Θεσσαλονί-
ung /... τους Μακεδὼν [στ. 30, 37, 38, 39]. "And τὴν Μίλητο
Ο. Kawerau-A.
Rehm, Das
Delphinion in ΜΊ ει, Βερολίνο 1914, Nr. 99: Μητρόδωρος Στράτωνος Μακεδὼν (τελευταῖο τέταρτο τοῦ 3ov αἱ. π.Χ.): Ἢ ταύτιση μὲ τὸν ὁμώνυμο στρατηγὸ τοῦ Φιλίππου E’ (PA. Πολύβ. XV, 24,2) εἶναι ἀβέβαιη. ᾿Απὸ τὴν 4ῆλο: IG XI, 4, 664, 665 (1053, 1070) (vgl. IG X 2, 1028, περ. 230 x.X.): Ἄδμητος Βόκρου Μακεδών. "And τὴν Μαγνησία: I v. Magnesia, Nr. 2: Λυσανίας Μακεδὼν ἐκ Λητῆς, Nr. 5: ᾿Αρχέλαος ᾿Αερόπου Μακεδών, Nr. 10: Αἰσχρίων ᾿Αμύντα Μακεδὼν ἐξ Αἰγεῶν (lo An. τοῦ 3ου αἱ. π.Χ.). "And τὴν Πριήνη: SylP 278: ᾿Αντίγονος Φιλίππου Μακεδὼν (ὁ γνωστὸς στρατηγὸς τοῦ Μ. ᾿Αλεξάνδρου) (334 n.X.). Σὲ τιμητικὸ ψήφισμα τοῦ κοινοῦ τῶν Αἰνιάνων {πιθανῶς τοῦ Ίου αἱ. π.Χ.) ἀναφέρεται ἐπίσης κάκοιος levne Βεροιάτας [Βλ. A. Γουναροπούλου, «᾿Ανέκδοτες ἐπιγραφὲς
Ὑπάτης,
Πρακτικὰ τοῦ Διεθνοῦς Συνεδοίου γιὰ τὴν ἀοχαία
Θεσσαλία στὴ μνήμη τοῦ
A. P. Θεοχάρη, Βόλος 29.X-1.X1.1987.). 96
1522
Im.
Toràovpaxo;
ἰσχύει πρὸ πάντων γιὰ τοὺς Μακεδόνες ποὺ δροῦν στὴν Δῆλο, τὴν Μίλητο καὶ τὴν Ἱστιαίαϑ, ᾿Αλλὰ καὶ στὶς περιπτώσεις, ὅπου ἡ παρουσία τους εἶναι πιθανὸ νὰ ὀφείλεται καὶ σὲ ἄλλους λόγους ἐκτὸς ἀπὸ τὴν αὔξηση τῶν οἶκονομικῶν δραστηριοτήτων τους, π.χ. θρησκευτικοὺς (ὅπως λ.χ. στοὺς Δελφοὺς ἢ ἀκόμη στὸν Ὡρωπὸ) πρέπει va δεχθοῦμε, ὅτι πρόκειται γιὰ πρόσωπα μὲ ἀρκετὴ περιουσία, ἐφ᾽ ὅσον, ὅπως ἀναφέρεται στὰ σχετικὰ ψηφίσματα, φάνηκαν χρήσιμοι στὴν πόλη καὶ βοήθησαν κάθε πολίτη ποὺ εἶχε ἀνάγκη. Πιθανώτατα πρόκειται κι ἐδῶ γιὰ εὐκατάστατους ἐπιχειρηματίες. Σὲ µία περίπτωση ὠστόσο δὲν πρόκειται γιὰ ἐπιχειρηματία, ἀλλὰ προφανῶς γιὰ κάθε ἄλλο παρὰ πλούσιο διανοούμενο: Εἶναι ἕνας φιλόσοφος, ὀνόματι Κράτης (;), γιὸς τοῦ Ξενοκράτη, ποὺ ἔμενε στὴν ᾿Αλίαρτο, δίνοντας διαλέξεις καὶ διδάσκοντας τοὺς ἐφήβους στὸ Γυμνάσιο!θ, Ἕνας ἄλλος Μακεδόνας διανοούμενος, ἀπὸ τοὺς κύριους ἐκπροσώπους τοῦ ἑλληνιστικοῦ ἐπιγράμμαιος, ὁ Ποσείδιππος ἀπὸ τὴν Πέλλα, ἀναφέρεται σὲ κατάλογο προξένων τοῦ πρώτου ἡμίσεος τοῦ 3ου αἱ. π.Χ. ἀπὸ τὸ αἰτωλικὸ Θέρμον. Στὸν ἴδιο κατάλογο ἀναφέρονται ἐπίσης (ὡς πρόξενοι) ἑπτὰ ἄλλοι Μακεδόνες καὶ 50 περίπου πολῖτες διαφόρων ἑλληνικῶν πόλεων ὅπως καὶ
ἕνας Ῥωμαῖος". Σὲ ὅλα τὰ ψηφίσματα, τὰ ὁποῖα ἔχουν σωθῆ πλήρως, ἡ ἀπονομὴ τῶν προνομίων, ποὺ συνδέεται μὲ τὸν τίτλο τοῦ προξένου («γῆς καὶ οἰκίας ἔγκτησις, ἀσφάλεια καὶ ἀσυλία καὶ πολέμου καὶ εἰρήνης κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλασσαν») (καὶ τὰ ὁποῖα ἰσχύουν καὶ γιὰ τοὺς ἀπογόνους τῶν τιμωμένων).
9. M. Rostovtzeff, The Social and Economic History of the Hellenistic World, Oxford 1944, I, σελ. 252ff. II, 1264, 1268. Τὴν ἀπονομὴ πολιτικῶν δικαιωμάτων σὲ Μακεδόνες ἀπὸ τὴν Μίλητο (5. Kawerau-Rehm, a.a.O. Nr. 43a) συνδέουν οἱ ἐκδότες μὲ τὴν ἐπέμβαση τοῦ ᾿Αντιγόνου Δώσωνος στὴν Καρία (d27., σελ. 204). Ἔμπορος ἀπὸ τὴν Μακεδοvia θὰ ἦταν πιθανώτατα
καὶ ὁ ἀναφερόμενος
στὸν ἀπολογισμὸ
τῶν ἱεροποιῶν τῆς Δήλου
Μένων, [16 ΧΙ2, 199, στ. 57-275 π.Χ.], ἀπὸ τὸν ὁποῖο μὲ ψήφισμα τοῦ δήμου ἀγοράσθηκαν
«ξύλα
Μακεδονικά».
10. SEG II 184: Κρά]τεις Ξενοκράτιος Μακε[δών ... φι]λόσοφος παρεπιδαμίων [παρ᾽ ἐμὲ ἐπιδείξεις ... πλείονα]ς ποιησάμενος εὐδο[κίμεισε xt ἐν τῶ γυμν]ασίω σχολάδδων τὼς [ἐφείβως πηδεύει κὴ σεμ]νῶς ἀστρέφεται ἐν τὴ πίόλι ... 11. JG IX, 13, Nr. 17, A, στ. 24. BA. στ. 17: Πέρσης Πέρσου ᾿Αμφιπολίτης, στ. 19: Φίλιππος ᾿Αδμήτου Μακεδών, στ. 26/27: Π...χος Κοράγου, Νίκαρχος Νικάνορος Μακεδόνες, στ. 69/70: ᾽Αλκιμένης Ἐπικράτους Πελλαῖος, ᾽Αμύντας "A... Πελλαῖος, στ. 71: ᾿Αγακλῆς
Σιμμίχου
Μακεδὼν
ἐκ Πέλλης.
Γιὰ τὴν δράση
τοῦ Ποσειδίππου
σὲ πόλεις τῆς
νότιας ᾿Ελλάδος (ὅπως καὶ στὴν Αἴγυπτο) βλ. Η. J. Mette, RE, Art. Poseidippos, Nr. 3, (1953), ot. 428
xéE. Ἢ
ἀπονομὴ
προξενίας στὸν ὡς Ρωμαῖο ἀναφερόμενο Λεύκιο Λευκίου
Ολκαῖο (στ. 51) ἀπὸ τοὺς Αἰτωλοὺς στὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 3ου al. π.Χ. προξενεῖ ὁπωσδήnote ἐντύπωση. Γιὰ τὸ cognomen (Volceius ἢ Ulcius) BA. G. Klaffenbach, /G, ὑπόμν., alt.
‘Etmichirixi; σχέσεις Μακεῤόνων
καὶ νοτίων ελλήνων
1523
γίνεται pè τὸ ἴδιο, γνωστὸ ἀπὸ τὰ τιμητικὰ ψηφίσματα γιὰ πολῖτες ἄλλων ἑλληνικῶν πόλεων τυπικό. Στὸν κατάλογο ιῶν προξένων ἀπὸ τὴν Ἱστιαία τέσσερεις Μακεδόνες πρόξενοι ἀναφέρονται μαζὶ μὲ ἄλλους 28, ποὺ προέρχονται ἀπὸ διάφορες ἑλληνικὲς πόλεις ἀκόμη καὶ τὶς πιὸ ἀπομακρυσμένες. ὅπως π.χ. ἡ Φάσηλις, οἱ Συρακοῦσες, n Κυρήνη, ὁ Τάρας, ἡ Χαλκηδών, ἡ Κύζικος, ἡ Σάμος, ἡ Τένεδος. Ἕνας κατάγεται μάλιστα ἀπὸ τὴν Σιδώνα (JG XII, 9, 1186). Σὲ καμμία περίπτωση δὲν γίνεται ἡ παραμικρὴ ἀναφορὰ ἣ νύξη στὸν βασιλέα τῆς Μακεδονίας. Τὸ ἴδιο ἰσχύει γιὰ τὴν mò χαρακτηριστικὴ ἀπὸ τὶς μέχρι ιοῦδε γνωστές, περίπτωση, ἕνα πλούσιο ἐπιχειρηparia ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη, ποὺ ἦταν ἐγκατεστημένος στὴν Δῆλο. Ὀνομάζεται "ASuntog, γιὸς τοῦ Βόκρου, καὶ τιμᾶται ἀπὸ τοὺς Δηλίους γιὰ τὶς εὑεργεσίες του πρὸς τὴν πόλη μὲ τὴν ἀνέγερση δύο ἀνδριάντων, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἕνας ἐπρόκειτο νὰ στηθῆ σὲ περίοπτη θέση στὴ Δῆλο («ἐν τῷ τεμένει παρὰ τὸν βωμὸν τοῦ Διὸς τοῦ Πολιέως»), ὁ ἄλλος στὴν γενέτειρά του. Ἢ διπλωματικὴ ἀλληλογραφία γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ γίνεται μεταξὺ τῆς πόλεως τῆς Θεσσαλονίκης καὶ τῆς Δήλου. Καὶ οἱ πολῖτες τῆς Θεσσαλονίκης ἐκφράζουν τὴν ἱκανοποίησή τῆς πρὸς τὸν δῆμο τῶν Δηλίων, διότι τὴν ἀπόδοση τέτοιων τιμῶν σὲ ἕνα ἐπίλεκτο συμπατριώτη τους θεωροῦν ἔκφραση εὐγνωμοσύνης καὶ πρὸς τοὺς ἴδιους. "O βασιλεὺς τῶν Μακεδόνων, στὴν περίπτωση αὐτὴ ὁ Δημήτριος Β΄ i) ὁ ᾿Αντίγονος Δώσων, δὲν ἆναφέρεται πουθενά3, Ἂν οἱ Μακεδόνες ἐπιχειρηματίες ποὺ προσφέρουν τὴν βοήθειά τους στὶς διάφορες ἑλληνικὲς πόλεις, τὸ κάνουν (ὅπως φαίνεται πιθανώτερο), κυρίως ἀπὸ προσωπικὸ ἐνδιαφέρον, ἀκόμη καὶ τότε πρέπει νὰ ὑποθέσουμε, ὅτι θὰ ὑπῆρχε ἡ ἐνθάρρυνοη ἐκ μέρους τοῦ βασιλέως ἢ καλύτερα τὸ ζωηρὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὴν στήριξη τῶν σχέσεων Μακεδόνων καὶ νοτίων "EAλήνων. Μιὰ τέτοια ἐκδοχὴ ἐντάσσεται πλήρως στὴν πολιτικὴ τοῦ ᾿Αντιγόνου Γονατᾶ καὶ τοῦ διαδόχου του, Δημητρίου Β΄, ὅπως καὶ τοῦ ᾿Αντιγόνου Δώσωνος, τοῦ ἱδρυτῆ τῆς λεγόμενης «Ελληνικῆς Συμμαχίας» (224 π.Χ.). Τὸ γεγονὸς ὅτι στὸν κατάλογο τῶν προξένων τῆς ᾿Ιστιαίας (ποὺ χρονολογεῖται τὸ 263 ἣ τὸ 232 π.Χ.) οἱ Μακεδόνες πρόξενοι παρουσιάζουν τὸν μεγαλύτερο ἀριθμὸ (εἶναι τέσσερεις, ὅσοι καὶ οἱ πρόξενοι ἀπὸ τὸν γειτονικὸ Ἐχῖνο), δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθῆ τυχαῖο. Ἢ Εὔβοια ἀνῆκε. ὡς γνωστόν, τότε, στὴν σφαῖρα ἐπιρροῆς τῆς Μακεδονίας. Τὴν ὑπόθεση αὐτὴ ἐνισχύουν
12, Ἢ ἀποστολὴ τοῦ Δηλίου πρεσβευτοῦ, στὸν ὁποῖο ἀνατίθεται ἡ ἀνακοίνωση τοῦ ψηφίσματος στὴν γενέτειρά του, ἀφορᾶ μόνο τὶς ἀρχὲς τῆς πόλεως Θεσσαλονίκης καὶ τὸν «ὄντα φίλον καὶ οἰκεῖον τοῦ δήμου τῶν Δηλίων δῆμον τῶν Θεσσαλονικέων» (IG XI, 4, 665, στ. 18 κὲξ.).
1524
Ιω.
Τουλουμάκος
ἐπίσης ol περιπτώσεις ὅπου βασιλικοὶ ἀξιωματοῦχοι, ἢ πρόσωπα τῆς ἐμπιστοσύνης («φίλοι») τοῦ βασιλέως Ὦ καὶ ὁ ἴδιος ὁ βασιλεὺς μὲ ἄλλους ἐπιφανεῖς Μακεδόνες, προσφέρουν διάφορες ὑπηρεσίες σὲ ἑλληνικὲς πόλεις N κανουν δωρεὲς γιὰ τὴν ἐπισκευὴ δημοσίων κτιρίων.3͵ "Ano τὴν ζωὴ τῶν Μακεδόνων ποὺ διέμεναν σὲ ἄλλες ἑλληνικὲς πόλεις λίγα στοιχεῖα μᾶς εἶναι γνωστά. ᾿Απὸ αὐτὰ ποὺ διαθέτουμε μποροῦμε νὰ ποῦμς ὅτι δὲν ἔλειπαν οἱ περιπτώσεις ὅπου οἱ ἴδιοι ἢ μέλη τῆς οἰκογένειάς τους ἐγκαθίστανται σ᾽ αὐτὲς μόνιμα καὶ ἄφηναν μάλισια, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὶς λίγες ἐπιτύμβιες ἐπιγραφὲς ποὺ ἔχουν σωθῆ, ἐκεῖ τὴν τελευταία τους πνοή. Ὅτι συμμετεῖχαν μὲ διόφορα ποσὰ σὲ ἐθελοντικὲς εἰσφορὲς γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση ἐκτάκτων ἀναγκῶν τῆς πόλης εἶναι εὐνόητο καὶ μαρτυρεῖται σὲ μία ἐπιγραφὴ ἀπὸ τὴν ᾿Αθήνα τοῦ ἕτους 244 [3 π.Χ.: στὴν «ἐπίSoon» τοῦ ἔτους αὐτοῦ ποὺ γίνεται, ὅπως ἀναφέρεται στὸ σχετικὸ ψήφισμα, «εἰς τὴν σωτηρίαν τῆς πόλεως καὶ φυλακὴν τῆς χώρας», μετέχει, προσφέβοντας 200 δραχμές, καὶ ἕνας Μακεδόνας. Ὃ κατάλογος τῶν δωρητῶν ποὺ ἀνεγράφη γιὰ νὰ ἐπαινεθῆ, ὅπως ἀναφέρεται στὸ ψήφισμα, ἡ προσφορά τοὺς ἀπὸ τὴν πόλη, περιλαμβάνει συνολικὰ 130 ὀνόματα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα περίπου τὸ 1/3 δὲν ἔχουν σωθῆ ἀπὸ τὰ ἐθνικὰ ἢ δημοτικὰ ποὺ σώθηκαν προκύπτει ὅτι 85 δωρητὲς ἦταν ᾿Αθηναῖοι πολῖτες, τέσσερεις μέτοικοι: Ἕνας Κορίνθιος, ἕνας Συρακόσιος, ἕνας Μεσημβρινὸς καὶ ἕνας Μακεδόvac’ τὸ ὄνομα τοῦ τελευταίου δὲν ἔχει σωθῆ. 13. «Φίλος» τοῦ «βασιλέως Δημητρίου», ποὺ ἀναγορεύεται γιὰ τὶς εὐεργεσίες του πρὸς τὸ ἱερὸ καὶ τὴν πόλη τῆς Δήλου «πρόξενος καὶ εὐεργέτης», εἶναι ὁ καταγόμενος ἀπὸ τὴν Χαλκίδα Αὐτοκλῆς Αἰνησιδήμου (JG ΧΙ 4, 679-680), πιθανῶς ἀξιωματικὸς τοῦ Μακεδονικοῦ ναυτικοῦ (βλ. Rostovizeff, α.α.Ο.
I, σελ. 255). Τὸ ἴδιο ἰσχύει, μολονότι
δὲν ἀναφέ-
ρεται στὸ σχετικὸ ψήφισμα (/G XI 4, 666) γιὰ τὸν καταγόμενο ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη ᾿Αριστόβουλο ᾿Αθηναίου, ὁ ὁποῖος ἀπεστάλη στὸ νησὶ ἀπὸ τὸν βασιλέα Δημήτριο ὡς «σιτώνης» καὶ ἀναγορεύεται γιὰ τὴν δράση του «πρόξενος καὶ εὐεργέτης» (στ. 6 κὲξ., BA. Rostovizeff, ὅππ.). [Ἐδῶ 6a μποροῦσαν ἐπίσης νὰ ἀναφερθοῦν οἱ: Θεόδωρος, στρατηγὸς τοῦ Φιλίππου Ε΄ ποὺ δρᾶ στὸν Κραννώνα (SEG XXXI, 572), è Κόρραγος ᾿Αριστομάχου Μακεδών, «στρατηγὸς τῶν καθ᾽ Ἑλλήσποντον τόπων» τοῦ βασιλέως τῆς Περγάμου (SEG II, 663 - τιμητικὸ ψήφισμα ἀπὸ τὴν ᾿Απολλωνία
παρὰ τὸν Ρύνδακο) fi ἀκόμη
ὁ Θεοτιμίδης Θεοφίλου
Μονοφθάλµου
Μακεδών,
ὁπαδὸς τοῦ ᾿Ανιιγόνου
καὶ ὁ Πέλοψ
᾿Αλεξάνδρου Μακεδών, στρατηγὸς καὶ «φίλος» τοῦ βασιλέως τῆς Αἰγύπτου Πτολεμαίου Β΄ ποὺ δροῦν καὶ τιμῶνται στὴν Σάμο (SEG I, 351, 364), ὁ Πάτροκλος Πάτρωνος Μακε"
dav, στρατηγὸς τοῦ Πτολεμαίου Β΄ ποὺ δρᾶ καὶ τιμᾶται στὴν "Itavo (SEG Il, 512-265 π.Χ.) καὶ κάποιος ᾿Απολλόδωρος, στρατηγὸς τοῦ ᾿Αντιγόνου Γονατᾶ ποὺ δρᾶ στὴν "Arτικὴ (SEG
III, 122-262 [56 π.Χ., ἀπὸ τὸν Ραμνοῦντα)|.
14. SEG XXXII, 118 (244/3 π.Χ.), I, ot. 48: [.....Jn¢ Μακε... Πρβλ. στ. 59: Ζώπυρος Συρακ., στ. 65: Φιλοκλῆς Kopiv..., ot. 75: Ἑκαταῖος Μεσημβρι... Ὅλοι δίνουν τὸ ἀνώtato Spiro τῆς εἰσφορᾶς,
δη)λ.. 200 δραχμές,
ὅπως
ὀρίζεται
στὸ
ψήφισμα
(στ.
19). Παιὲς
᾿Εξωπολιτικὲς
σχέσεις
Μακεδόνων
καὶ νοτίων
"Ελλήνων
1525
Ἑκιὸς ἀπὸ τοὺς ἐπιχειρηματίες ὑπῆρχαν ὅμως καὶ ἄλλοι Μακεδόνες ποὺ ἐπισκέπτονταν τὶς ἄλλες ἑλληνικὲς πόλεις γιὰ μικρότερο διάστημα καὶ γιὰ διαφορετικοὺς λόγους: ᾿Αφιερώσεις ἢ εὐεργεσίες ἀπὸ Μακεδόνες στὸ ᾿Αμφιαράειο τοῦ Ὦρωποῦ, στοὺς Δελφούς, στὴν ᾿Επίδαυρο, στὸ μαντεῖο τοῦ ᾿Απόλλωνος στὴν Μίλητο, στὴν Δῆλο, ποὺ μᾶς εἶναι γνωστὲς ἀπὸ ἐπιγραφὲς τοῦ τετάρτου καὶ τρίτου αἰώνα π.Χ. εἶναι ἐνδεικτικές. Ὁ ἀριθμὸς τῶν προερχομένων ἀπὸ τὴν Μακεδονία ἐπισκεπτῶν τῶν μαντείων αὐτῶν ἀσφαλῶς θὰ ἦταν πολὺ μεγαλύτερος ἀπὸ τὰ (λίγα) παραδείγματα ποὺ μᾶς ἔχουν σωθῆ" δ, "And κατάλογο θεαροδόκων τῆς ᾿Επιδαύρου τοῦ 4ου αἱ. n.X. μᾶς εἶναι ἐπίσης γνωστὸς ὡς (μοναδικὸς γιὰ τὴν Μακεδονία) θεαροδόκος ὁ βασιλεὺς Περδίκκας Γ΄ (365 [4-360 [39 π.Χ.) ποὺ ἀναφέρεται ἁπλῶς μὲ τὸ ὄνομά του μεταξὺ περίπου 40 ἄλλων ἀπὸ διάφορες ἑλληνικὲς πόλεις [IG IV,® 94, Ib, στ. 9]. Μεταξὺ Ἑλλήνων ἀπὸ διάφορες πόλεις ἢ Κοινὰ ἀναφέρονται ἐπίσης σὲ ἐπιγραφὲς τῶν Δελφῶν τοῦ 3ον al. π.Χ. καὶ Μακεδόνες ὡς «vaonoıoim!®. Ἔξ ἄλλου σὲ κατάλογο θεαροδόκων τοῦ μαντείου ποὺ χρονολογεῖται στὴν ἐποχὴ 230-220 π.Χ. ἀναφέρονται 40 ὀνόματα θεαροδόκων ἀπὸ εἶκοσι δύο μακεδονικὲς πόλεις (Ἡράκλειον, Λείβηθρα, Δῖον, Πύδνα, Βέροια, Μίεζα, Ἔδεσσα, Πέλλα, Εὐρωπός, Ἴχναι, ᾽Αλλάνιειον, Θεσσαλονίκη, ᾿Ἰδομέναι, ᾿Αστρέαι, Βραγύλαι, Χαράκωμα, Anti, Αἰανή, Αντιγόνεια,
Κασσάνδρεια,
᾽Αμϕίπολις,
Φίλιπποι)
(BCH
45,
1921,
σελ.
17/8, Ill, στ. 51-80: βλ. A. Plassart, adr. σελ. 53/Γ.). ἀνάγκες ἐπέβαλλαν τὴν Έκτακτη αὐτὴ εἰσφορὰ καὶ τὴν ἐνίσχυση «τῆς φυλακῆς τῆς χώpas», προκειµένου va συγκομισθοῦν «οἱ ἐκ γῆς καρποὶ ner’ ἀσφαλείας» (στ. 11/12), σὲ µία ἐποχή, ὅπου ἡ ᾿Αθήνα βρισκόταν ὑπὸ τὴν ἐπικυριαρχία τοῦ ᾽Αντιγόνου Γονατᾶ δὲν γίνεται σαφὲς ἀπὸ τὸ ψήφισμα,
οὔτε προκύπτει,
ἐξ ὅσων
γνωρίζω,
ἀπὸ ἀλλοῦ.
15. Ἑκτὸς ἀπὸ ta πρόσωπα ποὺ ἀναφέρθηκαν (PA. σημ. 8) μᾶς εἶναι γνωστά (ὡς àvaθέτες) καὶ τὰ ἑξῆς: "And τὴν Δῆλο κάποιος ᾽Αμύντας Μακεδών [16 ΧΙ 2. 135, στ. 38. 145, στ. 47, 48. 154β, 24, 25 —
ἂν πρόκειται
γιὰ τὸν ἀδελφὸ τοῦ στρατηγοῦ
τοῦ Μ. ᾽Αλεξάν-
$pov Πευκέστα, ὅπως ὑποθέτει ὁ F. Dürrbach, /G, ὅπαπ., σ. 18, ὑπόμν., δὲν εἶναι καθόλου βέβαιο]. Κάποιος ἄλλος «Μακεδών», τοῦ ὁποίου δὲν σώζεται οὔτε τὸ ὄνομα οὔτε τὸ πατρώνυµο, ἀναφέρεται ὡς ἀναθέτης στὸν κατάλογο τῶν ἀναθημάτων 205A, στ. 22. Ὡς ἀναθέτες ἀναφέρονται στοὺς καταλόγους τῶν ἀναθημάτων τῶν [εροποιῶν τῆς Δήλου, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς Μακεδόνες βασιλεῖς ᾽Αντίγονο Γονατᾶ (μὲ τὸν ὁποῖο συνδέονται ἀναμφίβολα καὶ tà «Αντιγόνεια» βλ. π.χ. 205. 22, 287.48, 129 καὶ Δημήτριο B’ (164,28) ol Kpaτερὸς καὶ Πευκέστας. χωρὶς τὸ ἐθνικὸ Μακεδών (162, 42. 203, 79). "And τὴν Μίλητο μᾶς εἶναι ἐπίσης τυχαῖα γνωστὸς ὡς ἀναθέτης κάποιος Κριτόλαος Κασσανδρεὺς (Didyma, Nr. 428, 275/4 π.Χ.), ἑνῶ σὲ ἐπιγραφὴ τῆς Επιδαύρου ἀναφέρεται σὲ κατάλογο προξένων καὶ θεαροδόκων ἀπὸ διάφορες ἑλληνικὲς πόλεις καὶ κάποιος «Πελλαῖος», τὸ ὄνομα καὶ τὸ πατρώνυμο
τοῦ ὁποίου δὲν ἔχουν σωθῆ
(JG IV 925, στ. 42).
16. FD ΙΠ, 5, 58, στ. 29/30: Τιμανορίδας Κορδυπίωνος Μακεδών, Λέων Ἡγησάνδρου Μακεδών.
1526
‘o.
Τουλουμάκος
᾿Αξιοσημείωτη εἶναι ὅμως πρὸ πάντων ἢ συμμετοχὴ Μακεδόνων σὲ διάφορους ἀγῶνες μὲ πανελλήνιο χαρακτήρα. Ὁ ἀξιωματικὸς τοῦ Μ. ᾿Αλεξάνδρου Ἄρχων. γιὸς τοῦ Κλείνου, ἀπὸ τὴν Πέλλα, ποὺ ἔλαβε μέρος στὴν ἐκστρατεία στὴν ᾿Ασία ὣς τὸν θάνατό του (τὸ 32] π.Χ.) εἶχε προηγουμένως νικήσει σὲ ἱππικὸ ἀγῶνα στὰ Ἴσθμια καὶ τὰ Πύθια' καὶ εἶναι ὑπερήφανος yi αὐτὲς τὶς νῖκες τόσο. ὥστε va φροντίση va ἀπαθανατισθοῦν σὲ ἐπίγραμμα, ὅπου ἀναφέρεται καὶ ἢ ὑπερηφάνεια τῶν γονέων τοι ἀλλὰ καὶ τῆς πατρίδας του Πέλλας, γιὰ τὴν ὁποία λέγεται ὅτι ἔχει «ἀείμναστον κλέος». ᾿Ανδριάντες τοῦ "Apxwvog καὶ τῶν γονέων του εἶχαν στηθῆ --προφανῶς μὲ πρωτοβουλία καὶ δαπάνες τῶν τελευταίων-- στοὺς Δελφούς" στὸν ἴδια τὸν "Apxwva καὶ τὸν ἀδελφό του N πόλη εἶχε ἀπονείμει τὴν προξενία. σύμφωνα μὲ σγρτικὸ ψήφισμα ποὺ ἔχει σωθῆ. Τὴν συμμετοχή στοὺς Ὅλυμπιακοὺς ἀγῶνες δείχνουν τὰ ὀνόματα τεσσάρων Μακεδόνων νικητῶν σὲ διάφορα ἀθλήματα ποὺ μᾶς εἶναι γνωστοὶ tuxala: Κρίτων (328 n Χ.). Λάunos (ἀπὸ τοὺς Φιλίππους) (20 fin. τοῦ 4ου al. π.Χ.), Αντίγονος (292 π.Χ.) καὶ Σέλευκος (268 π.Χ.)17. "Ano τὰ Λύκαια ποὺ γίνονταν στὴν Μεγαλόπολη 17. Βλ. L. Moretti, «Olympionikai, I Vincitori negli antichi agoni Olimnici», Arti della Accademia Nazionale dei Lincei, CCCIV, Ρώμη 1957, N. 463. 498. 527 ($33). 543. Ὡς "Odvμπιονῖκες
στὴν προηγούµενη
(Κλασσικὴ)
ἐποχὴ
μαρτυροῦνται
(σὲ πολὺ
μεταγενέστερες
γραμματειακὲς πηγὲς) μόνο οἱ βασιλεῖς ᾿Αρχέλαος (Moretti, ὅππ., Nr. 439: στὴν ἴδια πηrh, Solinus 9, 16, ὁ ᾿Αρχέλαος ἀναφέρεται καὶ ὡς νικητὴς στὰ Πύθια) καὶ Φίλιππος Β΄ (Moretti, Nr. 434. 439. 455). "And τὸν Ἡρόδοτο (V, 22) προκύπτει ἐξ ἄλλου, παρὰ τὰ ἐρμηνευτικὰ προβλήματα ποὺ παρουσιάζει τὸ ἐδάφιο, σαφῶς ἡ συμμετοχὴ τοῦ ᾿Αλεξάνδρου A’ στοὺς
᾿Ολυμπιακοὺς
ἀγῶνες. --- Στὴν
μελέτη
του «Greeks and
Macedonians»
(ποὺ δη-
μοσιεύθηκε σὲ συλλογὴ ἄρθρων διαφόρων ἐρευνητῶν μὲ τὸν τίτλο: Macedonia and Greece in Late Classical and Early Hellenistic Times, National Gallery of Art, Symposium Series I, &xö. ἀπὸ B. Barr-Sharrar
καὶ E. Borza, Οὐάσιγκτον
1982, σελ. 33-50),
ὁ E. Badian ἀμ-
φισβητεῖ τὴν συμμετοχὴ τοῦ ᾿Αλεξάνδρου Α΄ καὶ τοῦ ᾿Αρχελάου στοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνες ἐπίσης ἀναφέρεται σὲ δύο (πολὺ μεταγενέστερες) πηγές, δηλ. τὸν Διόδωρο (XVII, 16, 3-4: «θυσίας μεγαλοπρεπεῖς τοῖς θεοῖς συνετέλεσεν (δηλ. ὁ Μ. ᾿Αλέξανδρος) ἐν Δίῳ τῆς Μακεδονίας καὶ σκηνικοὺς ἀγῶνας Διὶ καὶ Μούσαις, οὓς ᾿Αρχέλαος, ὁ προβασιλεύσας πρῶτος
κατέδειξε»)
καὶ τὸν ᾿Αρριανὸ
μπίῳ τὴν θυσίαν τὴν an’ ᾿Αρχελάου
(Αλεξ.
᾿Ανάβ.
ἔτι καθεστῶσαν
I, 11,1: καὶ τῷ τε Διὶ τῷ Ὁλυ-
ἔθυσε
καὶ τὸν ἀγῶνα
ἐν Αἰγαῖς διέ-
θηκε ta Ὀλύμπια: οἱ δὲ καὶ ταῖς Μούσαις λέγουσιν ὅτι ἀγῶνα ἐποίησε) καὶ ὑποστηρίζει τὴν Grown ὅτι ὁ ᾿Αρχέλαος ἵδρυσε «Ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνες» στὸ Δῖον (ἢ στὶς Αἰγές). ἐπειδὴ
συναντοῦσε
δυσκολίες
μπίας ἢ εἶχε ἀπορριφθῆ Olympics,
for everyone
ἐκεῖ,
στὴν
ἐνῶ
ἑπόμενη
στὸ νὰ γίνη
(ὡς «μὴ Ἕλλην») knew
where
σελίδα,
δεκτὸς στοὺς
Ὀλυμπιακοὺς
(ὅππ., σελ. 35: «We
the real Olympic
συμπεραίνει,
Games
μὲ μεγαλύτερη
ἀγῶνες
τῆς Ὅλυ-
might call them counter-
were celebrated» σημειώνει βεβαιότητα:
«As
we
have
seen, by the end of the fifth century counter-Olympics had been established in Macedon, and Macedonians were free to indulge their competitive ambitions without undergoing the scrutiny of the Hellanodikai» (5. 36)). ‘O Badian δὲν ἀναφέρεται οὔτε στὸ περιεχόµενο
᾿Εξωπολιτικὲς
σχέσεις Μακεδόνων
καὶ νοτίων
“Ελλήνων
1527
μᾶς εἶναι ἐξ ἄλλου γνωστοὶ (ἀπὸ ἐπιγραφὴ τοῦ τέλους τοῦ 4ου αἱ. π.Χ.) τέσσερεις Μακεδόνες ὡς νικητές. Στοὺς ἴδιους ἀγῶνες συμμετεῖχαν πολῖτες (σύμφωνα μὲ τὶς σχετικὲς ἀναφορὲς ποὺ ἔχουν σωθῆ στὴν ἐπιγραφὴ) τοῦ "Ἄργους, τῶν Συρακουσῶν, τῆς Ρόδου καὶ φυσικὰ ᾿Αρκάδες8, Πανελλήνιο χαρακτήρα εἶχαν καὶ τὰ «Σωτήρια» ποὺ γίνονταν στοὺς Δελφοὺς ἀπὸ τὸ 272 π.Χ., σὲ ἀνάμνηση τῆς νίκης κατὰ τῶν Γαλατῶν. Στοὺς καλλιτεχνικοὺς ἀγῶνες ποὺ ἔγιναν στὸ πλαίσιο τῆς γιορτῆς αὐτῆς γύρω στὸ 230 π.Χ. ἔλαβαν µέρος μεταξὺ τῶν ἄλλων Ἑλλήνων ἀπὸ διάφορες πόλεις (Δελφούς, Ἑρμιόνη, ᾿Αθήνα, Αργος, Μεγαλόπολη, Συρακοῦσες) καὶ δύο Μακεδόνες: Ἕνας ἀπὸ τὴν Κασσάνδρεια καὶ ἕνας ἀπὸ τὴν Πέλλα5. ἜΣ ἄλλου δὲν ἔλειπαν καὶ Μακεδόνες μὲ πνευματικὰ ἐνδιαφέροντα ποὺ ἐπισκέπτονταν τὶς πόλεις τῆς νότιας Ἑλλάδος ὅπου θὰ μποροῦσαν và ἀποκτήσουν τὴν φιλοσοφικἡ παιδεία ποὺ ἐπιθυμοῦσαν —tà Μέγαρα, τὴν Ἐρέτρια καὶ κυρίως τὴν ᾿Αθήνα--. ‘O φιλόσοφος ποὺ ἔδινε διαλέξεις στὴν "Αλίαρτο ἀνήκει πιθανώτατα σ᾽ αὐτούς. Τὸ πιὸ γνωστὸ καὶ ἑνδεικτικὸ παράδειγµα εἶναι ὅμως ὁ ἴδιος ὁ βασιλεὺς τῆς Μακεδονίας ᾽Αντίγονος Tovaτᾶς. Διατηροῦσε, ὡς γνωστόν, φιλικοὺς δεσμοὺς μὲ τὸν Στωικὸ φιλόσοφο Ζήνωνα καὶ τὸν ἐπισκεπτόταν στὴν ᾿Αθήνα ὅπου αὐτὸς ἑδίδασκεῖ. Στὴν οὔτε στὸ ἀποτέλεσμα ποὺ θὰ μποροῦσαν và ἔχουν αὐτοὶ οἱ «ἀντιολυμπιακοὶ ἀγῶνες» τῆς Μακεδονίας. Ol Ὀλυμπιακοὶ ἀγῶνες ἦταν στὸ τέλος τοῦ δου al. ἕνας πανελλήνιος θεσμὸς μὲ ἀναμφισβήτητο κῦρος καὶ γενικὴ ἀπήχηση καὶ ὁποιαδήποτε προσπάθεια ἀντιπαράθεσης θὰ γελοιοποιοῦσε τοὺς ὀργανωτές της. Οἱ ἀγῶνες ποὺ ἵδρυσε ὁ ᾿Αρχέλαος στὸ Δῖον εἶχαν καθαρὰ τοπικὴ
σημασία
καὶ è χαρακτηρισμός
τους ὡς counter-Olympics
νομίζω ὅτι δὲν ἀντέχει καὶ στὴν στοιχειώδη ἱστορικὴ κριτική. ‘O ἴδιος ἐρευνητὴς θέλοντας νὰ ἀποδείξη ὅτι ὁ ᾿Αλέξανδρος A’ δὲν θεωροῦνταν Ἕλλην ἀναφέρεται στὸν (µαρτυρούµενο σὲ μεταγενέστερες πηγὲς) χαρακτηρισμό του «Φιλέλλην» καὶ παρατηρεῖ μὲ τὴν ἴδια βεβαιότητα: «surely not an appellation that could be given to an actual Greek. No King recognized as Greek, to my knowledge, was ever referred to by that epithet (ὅππ., σελ. 35). Φαίνεται περίεργη αὑτὴ ἡ βεβαιότητα, διότι καὶ ἁπλῆ ἀναδρομὴ στὸ Aeξικὸ Liddel-Scott θὰ ἀρκοῦσε γιὰ νὰ δείξη ὅτι τὸ ἐπίθετο χρησιμοποιεῖται ὄχι σπάνια σὲ ἀναφορὰ πρὸς «Hellenic patriots» (BA. π.χ. Ξενοφ. ᾿4γησ. VII, 4: γιὰ τὸν βασιλιὰ τῆς Σπάρτῆς ᾿Αγησίλαο, Ἴσοκρ. V, 122 γιὰ τὸν Ἰάσονα, τύραννο τῶν Φερῶν: πρβλ. ἐπίσης --- γενικά — Πλάτ. Πολ. 470e). 18. Εἶναι οἱ Λᾶγος
Πτολεμαίου
Μακεδών
(Λυκαιονίκης
«συνωρίδυ)
(γιὸς τοῦ Πτο-
λαµαίου Α΄ καὶ τῆς Θαΐδος' βλ. Dittenberger, Sy! 314B, VI, ὑπόμν., αὐτ.), Ἐπαίνετος Σιλανοῦ Μακεδών (ατελέῳ τεθρίππῳ»), Μακεδών ΠἩράκλειτος (νικητὴς στὸ στάδιον ἀνδρῶν) καὶ κάποιος Βούβαλος ἐκ Κασσανδρείας (Λυκαιονίκης «κέλητι τελέφ»)({σ ν᾽ 550, V, στ. 6, 11, 17, 29). 19. SEG I, 187, στ. 14/15: [Ἐργ]νος Σιμύλου Κασσανδρεύς, στ. 21: ........... atos A....pov Πελλαῖος. 20. Διογ. Λαερτ. VII, 6. BA. W. W. Tarn, Antigonos Gonatas, Oxford 1913 [1969] 34 κὲξ.
1528
"ln.
Τουλουμάκος
ἐποχὴ τοῦ ἴδιου βασιλιᾶ ἀνήκει, τέλος τὸ μοναδικό, EE ὅσων γνωρίζω, παράδειγμα ἐπιλύσεως συνορισκῶν διαφορῶν μεταξὺ πόλεων ἀπὸ δικαστὲς προερχόμενους ἀπὸ μακεδονικὴ πόλη: Περίπου τὸ 270 π.Χ. πέντε δικαστὲς ἀπὸ τὴν Κασσάνδρεια ἀναλαμβάνουν --ὕστερα ἀπὸ σχετικὴ πρόσκληση τῶν ἐνδιαφερομένων--- τὴν ρύθμιση μιᾶς τέτοιας διαφορᾶς ποὺ εἶχαν oi Θεσσαλικὲς πόλεις Μελίτεια καὶ Πεῦμα καὶ τὴν ἐκδικάζουν προφανῶς ὑπὲρ "τῆς πρώτης. Ὁπωσδήποτε τίποτε δὲν ἀποκλείει νὰ ὑπάρχουν καὶ ἄλλα παραδείγματα. Πολὺ λιγότερο γνωστὴ μᾶς εἶναι ἢ παρουσία ἄλλων ᾿Ελλήνων στὶς μακεδονικὲς πόλεις. Ἡ ἀνεπάρκεια τοῦ διαθεσίμου ὑλικοῦ δὲν σημαίνει βέβαια καὶ τὴν ἔλλειψη ἐπαφῶν στοὺς διάφορους τομεῖς. Ὃ ᾿Αθηναῖος γλύπτης ποὺ φιλοτέχνησε τοὺς ἀνδριάντες ἐπιφανῶν πολιτῶν μιᾶς ἄγνωστης μακεδονικῆς πόλης (ἴσως τῆς Αἰανῆς) καὶ μᾶς εἶναι γνωστὸς ἀπὸ ἐπιγραφὴ τῶν ρωμαϊκῶν αὐτοκρατορικῶν χρόνωνΏ, ἀσφαλῶς δὲν ἀποτελεῖ μοναδικὴ περίπτωση. Καλλιτέχνες καὶ τεχνῖτες διαφόρων εἰδικοτήτων ἀπὸ πόλεις τῆς νότιας Ἑλλάδος, ποὺ ἐργάζονταν στὶς πόλεις τῆς Μακεδονίας, γιὰ λογαριασμὸ τῶν βασιλέων ἀλλὰ καὶ ἰδιωτῶν ὑπῆρχαν ὁπωσδή‘mote καὶ ἄλλοι. "Ano τὸν Πλίνιο τὸν νεώτερο μᾶς εἶναι γνωστὸς π.χ. ὁ Φιλόξενος ἀπὸ τὴν Ἐρέτρια: Φιλοτέχνησε μὲ ἐντολὴ τοῦ Κασσάνδρου ἕνα περίφημο στὴν ἀρχαιότητα πίνακα ὅπου παριστανόταν μία μάχη τοῦ Μ. ᾿Αλεξάνδρον μὲ τὸν Aapelo®. ᾿Αντιστρόφως, ὑπῆρχαν καὶ περιπτώσεις Μακεδόνων καλλιτεχνῶν οἱ ὁποῖοι ἐργάζονταν σὲ ἄλλες ἑλληνικὲς πόλεις: Ὃ γλύπτης Εὔανδρος Εὐάνδρου Βεροιαῖος ποὺ ὑπογράφει ἕνα ἔργο του στὴ . Λάρισα καὶ ζῆ (σύμφωνα μὲ τὸ σχῆμα τῶν γραμμάτων τῆς ἐπιγραφῆς) στὸν lo al. μ.Χ. (/G IX, 2, 601) καὶ κάποιος Ηροφῶν ᾿Αναξαγόρου Μακεδὼν ὁ ὁποῖος φιλοτέχνησε τὸ ἀφιερωμένο στὴν Ρώμη μνημεῖο τῶν ᾿Ηλείων ποὺ εἶχε στηθῆ στὴν Ὀλυμπία κατὰ τὸν 20 ἢ lo αἱ. π.Χ. (I. v. Olympia, Nr. 317),
21. IG IX, 2, Add. Art. Peuma (1938) ot. 22. SEG I, 269 (= ᾿Αθήνα 1985, o. 78, ἀρ. σαλονίκη
1967,
44
ἀρ.
XI, 205, IE, 16-19 .. FD III, 4, 4, Nr. 351. Πρβλ. A. Stählin, ΚΕ. 1405. ©. Ριζάκη -T. Τουράτσογλου, ’Anyougi; "Arc Maxedoviuc, 72. πρβλ. A. Κανατσούλη. Μακεδονικὴ Προσωπογοαφία, Θεσ338):
Δημήτριος
Ποτάμωνος
᾿Αθηναῖος
ἐπόησα
tà ἀγάλματα,
θελήσαντος ᾿Αμύντου τοῦ ᾿Αμύντου τοῦ νεωτέρου, ἐξ ἰδίων δαπανῶν. 23. Plin., ΝΗ. XXXV, 110. Γιά τὴν σημασία του καὶ τὸ πρόβλημα τῆς σχέσης του μὲ τὸ μωσαϊκὸ τῆς Πομππίας, BA. G. Lippold, RE, Art. Philoxenos (1941), Nr. 29, ot. 201 κέξ. Στὸ
δεύτερο
μισὸ
τοῦ 4ου ui. π.Χ. ἀνήκει
προφανῶς
ἡ δράση
κάποιου
Εὐθία, γιοῦ
τοῦ Λυσία, πολίτη τοῦ Ἄργους, ἐπιτύμβια στήλη τοῦ ὀποίου βρέθηκε στὴν Βεργίνα (βλ. Χρ. Παλιαδέλη, όππ.. σελ. 215, 267.
ὅμως
νὰ ἀνήκει
Ἢ δράση του μᾶς εἶναι ἄγνωστη, τίποτε δὲν ἀποκλείει
στοὺς προερχόμενους
ἀπὸ τὴν νότια Ελλάδα
τεχνῖτες.
᾿Εξωπολιτικὲς
σχέσεις
Μακεδόνων
καὶ
νοτίων
"Ελλήνων
1529
δὲν θὰ ἦταν τὰ povadixà παραδείγματα — τουλάχιστον στὴν ὕστερη ἐλληνιστικὴ καὶ αὐτοκρατορικὴ ἐποχή. Στοὺς καλλιτέχνες καὶ τεχνῖτες πρέπει νὰ προστεθοῦν οἱ ἔμποροι ποὺ διέμεναν γιὰ μικρότερο fi μεγαλύτερο διάστημα στὶς πόλεις τῆς Μακεδοviag καὶ ἰδιαίτερα στὴν Θεσσαλονίκη. Ἔμποροι προερχόμενοι ἀπὸ πόλεις τῆς νότιας Ἑλλάδος συνδέονταν ἐξ ἄλλου προσωπικὰ μὲ τὸν Μακεδόνα μονάρχη καὶ ὡς «φίλοι τοῦ βασιλέως» προσέφεραν διάφορες ὑπηρεσίες στὸν τόπο ὅπου δροῦσαν. Σ᾽ αὑτοὺς ἀνήκει κάποιος Αὑτοκλῆς, γιὸς τοῦ Αἰνησιδήμου ἀπὸ τὴν Χαλκίδα, «φίλος» τοῦ ᾿Αντιγόνου Γονατᾶ, ποὺ δρᾶ καὶ τιμᾶται στὴν AfjA0%. Μὲ τὸν ἴδιο Μακεδόνα povapyn συνδέονταν, ὡς γνωστόν, καὶ διάφοροι διανοούμενοι: Οἱ ποιητὲς “Apatog ἀπὸ τοὺς Σόλους, ᾿Αλέξανδρος ὁ Αἰτωλός, ᾿Ανταγόρας ὁ Ρόδιος καὶ ὁ «σιλλογράφος» Τίμων ὁ Φλειάσιος, οἱ Στωϊκοὶ φιλόσοφοι (μαθητὲς τοῦ Ζήνωνα) Περσαῖος ἀπὸ τὸ Κίτιον καὶ Φιλωνίδης ἀπὸ τὴν Θήβα, ὅπως καὶ ὁ Κυνικὸς Βίων ὁ Βορυσθενίτης᾽ προπάντων ὅμως οἱ ἱστορικοὶ Ἱερώνυμος ὁ Καρδιανὸς καὶ κάποιος Ἡράκλειτος ἀπὸ τὴν ᾿Αθήνα ὁ ὁποῖος, σύμφωνα μὲ ἀθηναῖκὸ τιμητικὸ ψήφισμα τοῦ ἕτους 274 π.Χ. γιὰ τὸν ἴδιο, συνέγραψε εἰδικὸ ἱστορικὸ ἔργο (αὐὑπομνήματα») ὅπου ἐξιστοροῦσε τοὺς ἀγῶνες τοῦ Μακεδόνα βασιλιᾶ γιὰ τὴν «σωτηρία τῶν Ἑλλήνων», δηλ. προφανῶς κυρίως τὴν νίκη του κατὰ τῶν Γαλατῶν στὴν Λυσιμάχεια (277 n.X.)®. Τέλος, μία ἄλλη κατηγορία νοτίων Ἑλλήνων ποὺ γνώριζαν ἀπὸ κοντὰ τὴν Μακεδονία καὶ τοὺς κατοίκους της ἦταν τὰ μέλη τῶν διαφόρων πρεσβειῶν. “And τὴν Κασσάνδρεια, τὴν ᾽Αμϕίπολη, τὴν Πέλλα καὶ τοὺς Φιλίππους μᾶς ἔχουν σωθῆ ψηφίσματα, χρονολογημένα στὸ ἔτος 242 π.Χ., ὅπου ἀναφέρονται ὀνόματα πρέσβεων τῆς Κῶ καὶ δηλώνεται ἡ ἀποδοχὴ τοῦ αἰτήματος τῆς πόλης γιὰ ἀναγνώριση τῆς ἀσυλίας τοῦ ἱεροῦ τοῦ ᾿Ασκληπιοῦ καὶ συμμετοχὴ στοὺς ἀγῶνες ποὺ διοργάνωσε, τὰ ᾿Ασκληπίεια. (Τὸν πανελλήνιο χαρακιήρα τῶν ἀγώνων αὐτῶν δείχνει καὶ ἡ συμμετοχὴ καὶ ἄλλων ἑλληνικῶν πόλεων, ὅπως τὸ ᾽Ομόλιον, ἡ Θήβα, στὴν "Axala Φθιώτιδα, τὰ Μέγαρα, ὁ Αἶνος, ἡ Κέρκυρα καὶ ἡ ᾿Ελέα). 24. IG ΧΙ 4. 679, 680 (BA. ππ., σημ. 11). 25. SylP 401, στ. 5 κέξ.: «ἀνατίθησιν τῇ ᾿Αθηνᾶ τῇ [Νίκη στήλ]ας ἐχούσας ὑπομνήpata τῶν [τῷ βασιλεῖ π]επραγμένων πρὸς τοὺς βαρβάρους ὑπὲρ τῆς τῶν Ἑλλήνων σωτηρίας». Βλ. A. Chaniotis, Historie und Historiker in den griechischen Inschriften, Stuttgart 1988, 301. 26. SEG XII 372-378. Στὸ ψήφισμα τῶν Φιλίππων ἀναφέρεται ὅτι οἱ πρέσβεις τῶν Kaov «τὴν οἰκειότητα τὴν ὑπάρχουσαν τῇ πόλει τῇ Κώων πρὸς τὴν πόλιν τῶν Φιλίππων καὶ πρὸς τὸν βασιλέα ᾿Αντίγονον καὶ πρὸς τοὺς ἄλλους Ἕλληνας καὶ Μακεδόνας ἐνεφάνισαν καὶ ἀνανεώσαντο» (στ. 42-44) καὶ λίγο παρακάτω τονίζεται ἡ «εὔνοιω» τῆς κόλεως τῶν Κώων «πρὸς τὸν βασιλέα ᾽Αντίγονον καὶ τὴν πόλιν τὴν Φιλίππων καὶ τοὺς ἄλλους
1530
"Im.
Τουλο;μµάκος
Περισσότερα στοιχεῖα χρειάζονται ἐπίσης, ὅπως ἀναφέρθηκε καὶ εἷναι ἄλλωστε εὐνόητο, γιὰ νὰ ἀπαντηθῆ τὸ δεύτερο πρόβλημα, δηλ. πῶς δηλώνονται — f) θέλουν νὰ δηλώνονται--- οἱ Μακεδόνες ποὺ κατὰ τὸν Eva ἢ τὸν ἄλλο τρόπο δροῦν στὶς ἄλλες ἑλληνικὲς πόλεις. Οἱ μέχρι τοῦδε γνωστὲς μαρτυρίες μᾶς δίνουν τὴν ἑξῆς εἰκόνα: a) "And 74 ὀνόματα σὲ ἐπιγραφὲς ποὺ χρονολογοῦνται ἀπὸ τὸ δεύτερο τέταρτο τοῦ 4ου al. π.Χ. ὣς τὸ τέλος τοῦ 2ου αἱ. μ.Χ. (τὸ μεγαλύτερο µέρος τῶν ὁποίων, περίπου 60%, ἀνήκει στὸν 3ο al. π.Χ.), 32 ἀναφέρουν τὸ ὄνομα, τὸ πατρώνυµο καὶ τὸ ἐθνικό, δηλ. ΜακεδώνΣ, Ἐνίοτε λείπει τὸ πατρώνυµο καὶ ἀναφέρεται µόνο τὸ ἐθνικό, Μακεδών: Σὲ ἐπιτύμβια ἐπιγραφὴ ἀπὸ τὴν ᾿Αθήνα μαρτυρεῖται π.χ. κάποιος Μηνογένης Μακεδών” στὸν κατάλογο μὲ τὶς ἐπιδόσεις ἀπὸ τὴν ἴδια πόλη (βλ. σημ. 14) ἀναφέρονται ἐπίσης µόνον τὸ ὄνομα καὶ τὸ ἐθνικό. B) Σὲ 20 περιπτώσεις ἀναφέρονται: τὸ ὄνομα, τὸ πατρώνυµο, τὸ ἐθνιxò Μακεδών καὶ ἡ πόλη τῆς καταγωγῆς: Ἕνας ἀπὸ τοὺς προξένους τῆς Ἱστιαίας εἶναι π.χ. è ᾽Αμύώντας Μένωνος Μακεδὼν ἐξ Αἰγῶν, ἕνας ἀπὸ τοὺς προξένους τῆς Λαρίσης (σὲ ψήφισμα ποὺ ἀνήκει στὸ τέλος τοῦ Ίου al. π.Χ.) εἶναι ὁ Χρυσόγονος Πυρρίχεως Μακετοὺν ἐξ ᾿Εδέσσας”.
Ἓλληνας καὶ Μακεδόνας» (στ. 46-47). Στὰ ψηφίσματα τῆς Κασσανδρείας (Nr. 373, στ. 6), ᾽Αμϕιπόλεως (Nr, 374, ot. 36/37), Πέλλας (στ. 58 /59, 62) τονίζεται ἡ εὔνοια τῶν Κώων «πρὸς τὸν βασιλέα ᾽Αντίγονον καὶ τοὺς Μακεδόνας» ἢ «πρὸς τὸν βασιλέα ᾿Αντίγονον, τὴν ἡμετέραν πόλιν καὶ πρὸς Μακεδόνας πάντας». "O σύνδεσμος «καὶ» στὴν φράση τοῦ ψηφίσµατος τῶν Φιλίππων συνδέει τὸ σύνολο μὲ τὸ µέρος, ἔχει δηλ. τὴν σημασία «ἰδιαιτέpws δὲ» (BA. Liddel-Scott, 5. v. I, 2: «and specially to» ὅπου ἀναφέρονται -μεταξὺ τῶν ἅλλων-- ὡς παράδειγµα οἱ στίχοι 749/50 ἀπὸ τοὺς «Πέρσες» τοῦ Αἰσχύλου: «θνητός ὢν θεῶν τε πάντων Gero καὶ Ποσειδῶνος κρατήσειν»’ βλ. ἐπίσης Κ. Kühnert-B. Gehrt, AusJührliche Grammatik der Griechischen Sprache, IT, Hannover 1904, a. 247). Ἄλλωστε καὶ ἡ γενικὴ πολιτικὴ τοῦ ᾿Αντιγόνου Γονατᾶ ἀποκλείει τὸ ἐνδεχόμενο và ὑκονοεῖται ἐδῶ διάκριση
τῶν Μακεδόνων
ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες,
27. ‘Ano τὸν 4ο al. κ.Χ.: SEG XXXIV 355 (Θήβα), IG V2 550 (Μεγαλόπολη). SEG XXXI 433, XV 264, Syif 258 (Ὡρωπός), SEG 1, 351 (Samos). Απὸ τὸν 2ο al. n.X.: SEG XV 275 (Ὡρωπός), SEG XIV 398, FD 111,5, 58 (Δελφοὶ) IG IX, 9, 1187, στ. 39 (Tomaia), IG XI, 4, 664 (Δῆλος), SEG XXXII 118.231, XXXIV, 214 (Αθήνα), I. v. Didyma, Nr. 99 (MiAntoc), I. v. Magnesia. Nr. 5 (Μαγνησία) (/G, IX 13, 17A Θέρμον). "And τὸν 20 ἢ lo ai.: SEG XV
311
CQpowrdc),
1. v. Olympia,
Nr. 317.
28, SEG XXIX, 230. BA. ἐπίσης IG V? 550: Μακεδών Ἡράκλειτος (and τὴν Μεγαλόπολη:
βλ. onu.
18), /G XI, 2, 35-205A
(Δῆλος).
29. IG IX 9, 1187 (στιαία-τρεῖς) SEG XXVII do ai.): SEG XVIII 222c (ArApoi-810). "And τὸν 30 XVIII 178, SyIP 269 Κ. L. (Δελφοί) IG VII 295 VII 2482 (Θήβα): Προῖτος Χαιρήμονος Μακεδὼν
202 (BA. ann. 8). BA. ἐπίσης (and τὸν al. n.X.: SEG ΗΙ 364 (Αλίαρτος), SEG (Ὡρωπός) IG IX, 13, 17 (Θέρμον) IG ἀπὸ Θεσ)]σαλ[ονίκης" ἢ [Κα]σσανίδρεί-
᾿Εξωπολιτικὲς
σχέσεις
Μακεδόνων
καὶ
νοτίων
Ελλήνων
1531
Y) Σὲ µία περίπτωση ἀναφέρονται: ὄνομα, πατρώνυμο, τὸ ἐθνικὸ Maκεδὼν καὶ τὸ ἐπίθετο ποὺ δηλώνει τὴν πόλη τῆς καταγωγῆς, ἡ ὁποία ὅμως δὲν βρίσκεται στὴν Μακεδονία, ἀλλὰ στὴν δυτικὴ Μ. ᾿Ασία, κοντὰ στὴν Μαγνησία παρὰ τὸ ὄρος Σίπυλος. Εἶναι ὁ τιμώμενος μὲ τιμητικὸ ψήφισμα τῆς ᾿Αμφίσσης (α΄ μισὸ τοῦ 2ου ai. π.Χ.) γιατρὸς Μηνόφαντος ᾿Αρτεμιδώρου Μακεδὼν Ὑρκάνιος (/G IX, 1? 750). Ἡ πατρίδα του "Ypkavig ἦταν κατὰ τὴν κιθανώτερη ὑπόθεση ἀποικία ἀπὸ Μακεδόνες στρατιῶτες ποὺ iδρύθηκε ἀπὸ τοὺς Σελευκῖδες ὡς προπύργιο καιὰ τῶν Γαλατῶν (5. Bürchner, RE, Art. Hyrkanis, 1914, ot. 527). δὴ Σὲ 16 περιπτώσεις ἀναφέρονται τὸ ὄνομα, τὸ πατρώνυμο, ἡ πόλη τῆς καταγωγῆς, λείπει ὅμως τὸ ἐθνικὸ Μακεδών. — Π.χ., οἱ Μακεδόνες ποὺ συμμετεῖχαν στὰ «Σωτήρια» τοῦ ἔιους 230 π.Χ. στοὺς Δελφοὺς εἶναι ὁ "Epyivog Σιμύλευ Κασσανδρεὺς καὶ κάποιος Πελλαῖος, τὸ ὄνομα καὶ τὸ κλατρώνυμο τοῦ ὁποίου δὲν ἔχουν σωθῆ. ᾿Ενίοτε λείπει τὸ πατρώνυμο: π.χ. ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀναθέτες στὸ μνημεῖο τοῦ ᾿Απόλλωνος οτὴν Μίλητο, γύρω στὸ 275 π.Χ., εἶναι ὁ Κριτόλαος Κασσανδρεύςὸ. €) Σὲ πέντε ἐπιγραφὲς τέλος ἀναφέρονται μόνο τὰ ὀνόμαια, χωρὶς Kapμιὰ δήλωση τῆς καταγωγῆς. Αὐτὸ δὲν ἐκπλήσσει, διότι πρόκειται γιὰ ἐπίσηµα ἢ λίγο-πολὺ γνωστὰ πρόσωπα, κυρίως στρατιωτικούς. Σὲ pia ἐπιγραφὴ ἀναφέρεται μάλιστα ὁ ἴδιος ὁ Φίλιππος Ε΄ ὡς βασιλεὺς καὶ ὁ γιός του Περσεὺς (ὡς «βασίλειος») μαζὶ μὲ ἄλλα 18 πρόσωπα, προφανῶς ἐπιφανεῖς Μακεδόνες. Τιμῶνται ὅλοι ὡς εὐεργέτες τῆς Λαρίσης. ac’ πρβλ. Edson, /G X?, σελ. 285), I. v. Magnesia, Nr. 2,10. "And τὸν 20 αἱ. π.Χ., Sy/P 680 (Olympia). ᾿Απὸ τὸν lo αἱ. π.Χ.: FD Ill, 1, 577: Διονυσίῳ Διονυσίου Θεσσαλονικεῖ Μακεδόνι (Δελφοί). 30. SEG I, 187 (BA. xx., σημ. 8), I. ν. Didyma, Nr. 428. Σὲ ἄλλον κατάλογο τῶν χορευτῶν (;) ἀπὸ τὰ Σωτήρια ἀναφέρεται μετὰ ἀπὸ ἕνα Κορίνθιο, ἕνα Σικυώνιο καὶ πρὶν ἀπὸ δύο πολῖτες τῆς ᾿Ἑρμιόνης ἕνας «Κασσανδρεὺς» (τὸ ὄνομά του δὲν ἔχει σωθῆ). SEG XVII 234. BA. J. Bousquet, BCH 83, 1959, 166-171 (μετὰ τὸ 263 [2 π.Χ.).ὄ IG X* 1, Nr. 1029 (2/log al. π.Χ.-Δῆλος) (ἐπιτύμβια): Φιλήμων ᾿Αδμήτου Θεσσαλονικεύς. SEG XXVIII 678
(Ρήνεια
Δήλου-ἐπιτύμβια):
Εὐπορία
Ρόδωνος
Ἐδεσσαία.
SEG
XXII,
130 (Ραμνοῦς-
20¢ al. x.X.): Διόδωρος Κασσανδρεύς. Ὁ τιμώμενος στὸ (ἀνέκδοτο) ψήφισμα τοῦ Κοινοῦ τῶν Αἰνιάνων ἀπὸ τὴν Ὑπάτη (BA. ππ., σημ. 8) ἀναφέρεται ἁπλῶς ὡς «Βεροιάτας». Ὡς «Βεροιαῖος» ἀναφέρεται ἐπίσης ὁ γλύπτης Εὔανδρος ποὺ δρᾶ στὴν Λάρισα. ᾿Απλῶς ὡς «Θεσσαλονικεὺς» χαρακτηρίζεται ἐξ ἄλλου κάποιος Νείκανδρος μὲ τὸ προσωνύμιο Βάλας σὲ ἐπιτύμβια ἐπιγραφὴ τοῦ 2ου αἰ. μ.Χ. ποὺ βρέθηκε κοντὰ στὴν Καρχηδόνα [CIL VITI Suppl. IV, 25364a = IG X 2 1027]. 31.
SEG
XXXI,
Nr.
572 (Θεόδωρος
197 κ.Χ.). Nr.
80 (Φίλιππος- Ἰόλαος
Πολιορκητοῦ).
Γιά τὸν κατάλογο
SEG
XXVIII 519 βλ. πλ.. σημ. 8.
τῶν
ὁ στρατηγὸς
᾿Αθήνα
ἀπὸ
307-301
Μακεδόνων
τὸν
Κραννώνα
π.Χ.: ἀξιωματικοὶ
εὐεργετῶν
στὴν
—
πρὶν ἀπὸ
τὸ
τοῦ Δημητρίου
λαρισαϊκὴ
ἐπιγραφὴ
1532
"In.
Toriorpaxo;
Τὸ πρῶτο συμπέρασμα ποὺ μπορεῖ κανεὶς va διατυπώση μὲ βάση τὸν ὁπωσδήποτε περιορισμένο ἀριθμὸ τῶν δεδομένων αὐτῶν εἶναι ὅτι κατὰ τὸν 40 καὶ 3ο al. π.Χ. οἱ ἐπαφὲς μεταξὺ Μακεδόνων καὶ νοτίων ᾿Ελλήνων σὲ διάφορους (μὴ πολιτικοὺς) τομεῖς, παρουσιάζει μία ἀξιοσημείωτη ποικιλία: Μακεδόνες παίρνουν μέρος σε πανελλήνιους ἀγῶνες, δροῦν ὡς θεαροδόκοι τῶν Δελφῶν καὶ τῆς Επιδαύρου, συμμετέχουν σὲ ἕκτακτες εἶσφορές, τιμῶνται γιὰ τὶς εὑεργεσίες τους ὡς πρόξενοι καὶ εὐεργέται, παίζουν ἐνεργὸ ρόλο στὴν πνευματικὴ ζωὴ τῆς πόλης (ὅπως τουλάχιστον δείχνοι τὸ παράδειγμα τοῦ φιλοσόφου ποὺ διδάσκει στὸ Γυμνάσιο τῆς ᾿Αλιάρτου). Οἱ ἐνδεικτικώτερες μαρτυρίες εἶναι κατὰ τὴν γνώμη μου οἱ κατάλογοι τῶν νικητῶν σὲ πανελλήνιους ἀγῶνες (Ὀλύμπια, Πύθια, Λύκαια, Σωτήρια). Οἱ Μακεδόνες ποὺ μετέχουν σ᾽ αὐτοὺς φυσικὰ σὲ τίποτε δὲν διέφεραν (οὔτε θεωροῦνταν ὅτι διέφεραν) ἀπὸ ἐθνικὴ ἢ πολιτιστικἡ ἄποψη σὲ σύγκριση μὲ τοὺς πολῖτες τῶν ἄλλων ἑλληνικῶν πόλεων ποὺ ἀναφέρονται στὸν ἴδιο κατάλογο. Τὸ δεύτερο συμπέρασμα ἀφορᾶ τὴν χρήση τοῦ ἐθνικοῦ Μακεδών. Καὶ ἐδῶ διαπιστώνεται µία µεγάλη ποικιλία. ᾿Αναμφίβολα τὸ ὄνομα δηλώνει πρωτίστως τὴν καταγωγὴ ἀπὸ τὴν Μακεδονία καὶ ὄχι τὴν σχέση μὲ τὸ βασίλειο τοῦ βορειοελλαδικοῦ χώρου. Αὐτὸ δείχνουν τὸ παράδειγµα τοῦ Μακεδόνα γιατροῦ ἀπὸ τὴν Ὑρκανίδα τῆς M. ᾿Ασίας ποὺ ζῆ στὴν Σκάρφεια, καὶ οἱ περιπτώσεις τῶν ἀξιωματούχων τοῦ Πτολεμαϊκοῦ βασιλείου ἢ τοῦ βασιλέως τῆς Περγάμου. Οἱ παρουσιαζόµενοι ὡς Μακεδόνες μὲ ἢ χωρὶς τὴν δήλωση τοῦ ὀνόματος τῆς πόλεως ἀπὸ τὴν ὁποία κατάγονταν ἀσφαλῶς ἤθελαν va τονίσουν ἰδιαίτερα τὴν καταγωγή τους --χωρὶς αὐτὸ và σημαίνῃ, ὅτι οἱ ἄλλοι ποὺ παρουσιάζονται µόνο μὲ τὸ ὄνομα τῆς πόλης, αἰσθάνονταν λιγότερο «Μακεδόνες». Οἱ περιπτώσεις αὐτὲς πρέπει νὰ µελετηθοῦν διεξοδικώτερα. ᾿᾽Αναμϕίβολα συνδέονται μὲ τὴν ἀνάπτυξη τῶν πόλεων στὴν Μακεδονία, ἰδιαίτερα κατὰ τὸν 30 al. π.Χ. Μὲ τὴν ἀνάπτυξη αὐτὴ ἦταν φυσικὸ va ἀναπτυχθῆ ἕνα «τοπικιστικὸ» πνεῦμα μὲ ἀναφορὰ στὴν πόAn, τὸ ὁποῖο ὅμως δὲν παραμέρισε οὔτε μποροῦσε và napapepion τὸ συλλογικὸ ποὺ ἐκφραζόταν μὲ τὸ ὄνομα «Μακεδών». ᾽Αντιθέτως, ἡ χρήση τοῦ ἐθνικοῦ Μακεδών δὲν φαίνεται va ἔχη καμμία σχέση μὲ τὸ λεγόμενο «Kotνὸν τῶν Μακεδόνων» καὶ πολὺ λιγώτερο μὲ τὴν (κατὰ τὴν γνώμη µου) ἀπίθανη ἐπέκταση αἱ τοῦ τοῦ Κοινοῦ μετὰ τὸ 148 π.Χ., ποὺ ὑποστηρίζει è Edson®?.
32. Μὲ ἀφετηρία τὴν συμπλήρωση τῆς ἐπιγραφῆς /G VII 2482 «Μακεδὼν ἀπὸ Ka]oσαν/δρείας» ἀπὸ τὸν I. Πελεκίδη [΄.1πὸ τὴν Πολιτεία καὶ τὴν Κοινωνία τῆς ἀρχαίας Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1934, σι)... 4. σημ.), ὁ Edson συμπεραίνει [16 X2, σελ. 285]:
Rimnodirixi;
σχέσεις
Μακεδόνων
καὶ
νοτίων
* EA iveoy
1533
Τὴν πορεία τῆς προσέγγισης τῶν Μακεδόνων καὶ νοτίων Ελλήνων ποὺ ἀσφαλῶς προσπάθησαν νὰ ἐπιταχύνουν οἱ Μακεδόνες βασιλεῖς τοῦ 3ου αἱ. π.Χ. ᾿Αντίγονος Γονατᾶς καὶ ᾿Αντίγονος Δώσων, διέκοψαν, ὡς γνωστόν, οἱ ρωμαϊκὲς ἐπεμβάσεις στὴν ᾿Ελλάδα, δηλ. ὁ πρῶτος καὶ ὁ δεύτερος Μακεδονικὸς πόλεμος καί, ἐξ ἴσου, ἢ ἀκριβέστερα: περισσότερο τὰ σοβαρὰ λάθη τοῦ Φιλίππου Ε΄ στὴν ἐξωτερικὴ πολιτική, προπάντων ἡ σκληρὴ συμπεριφορά του πρὸς διάφορες ἑλληνικὲς πόλεις. "And τὴν ἄλλη μεριὰ ἡ ἀντιμακεδονικὴ προπαγάνδα τῆς Ρώμης κατὰ καὶ μετὰ τὸν Β΄ Μακεδονικὸ πόλεμο καὶ ἡ καχυποψία τῶν Ῥωμαίων ἀπέναντι σὲ κάθε προβολὴ τοῦ ἱστορικοῦ ρόλου τῆς Μακεδονίας —npoßoAn ἡ ὁποία συνδεόταν κυρίως μὲ τὴ δράση τοῦ Μ. ᾿Αλεξάνδρου--- εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα và παραμερισθῆ ἡ πανελλήνια θεώρηση τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας καὶ ἀντ᾽ αὐτῆς νὰ ἐπικρατήση ἡ κλασσικιστική. Αὐτὴν τὴν κλασσικιστικὴ ἀντίληψη, ποὺ ἐξιδανίκευε τὴν ᾿Αθήνα καὶ τὴν Σπάρτη καὶ θεωροῦσε τὴν πτώση τους ὡς ἀρχὴ τῆς παρακμῆς τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος, ἀκολούθησαν ἀπὸ τὴν ἐκοχὴ τοῦ Αὐγούστου ὅλοι σχεδὸν οἱ Ἕλληνες συγγραφεῖς καὶ ὑπεστήριξαν, ὡς γνωστόν, oi Pupaloı. Γι᾿ αὐτοὺς τοὺς λόγους δὲν ἐκπλήσσει καθόλου τὸ γεγονὸς «Per tempora regni Macedonici inde ἃ. 348 a. Chr. usque ad ἃ. 168 a. Chr. cives urbium paeninsulae Chalcidices numquam Μακεδόνες appelati sunt. Suspicor post Macedoniam a. 148 in formam provinciae redactam territorium κοινοῦ Macedonum amplificatum esse, ut urbes Chalcidices comprehenderet. In titt. Graecis temporum regni Macedonici praepositio ἀπὸ ad civitatem duplicem designandam numquam adhibita est, sed semper praepositio ἐκ vel rarius ethnicum urbis. Nota nummos auctoritate quaestorum Romanorum in provincia Macedonia per tempora liberae reipublicae Romanae cusos qui tit. MAKEAOΝΩΝ exhibent. Vide Gaebler, I, pagg. 65-73, numm. 197-225», Καὶ ἂν ἀκόμη ἡ συμπλήρωan «Κασσανδρείας» τῆς Θηβαϊκῆς ἐπιγραφῆς ἀπὸ τὸν Πελεκίδη ἦταν ἀναμφισβήτητη. ἡ ἄποψη αὐτὴ δὲν θὰ εὐσταθοῦσε, διότι ἡ ἱδρυμένη τὸ 316 (στὴν θέση τῆς Ποτείδαιας) ἀπὸ τὸν Κάσσανδρο ὁμώνυμη πόλη ἀνῆκε στὴν Μακεδονία καὶ χρησιμοποιοῦνταν ἀπὸ τοὺς Μακεδόνες βασιλεῖς ὡς πολεμικὸ λιμάνι. BA. Oberhumner, RE, Suppl. IV (1924), 877/878. Γιὰ τὸ Κοινὸν τῶν Μακεδόνων στὴν ἐποχὴ τοῦ ᾽Αντιγόνου Δώσωνος καὶ τὰ προβλήματα ποὺ παρουσιάζει, PA. F. W. Walbank, Philip V of Macedon, Cambridge 1940, [1967], σελ. 4, 8, 16, 269 ann.
1. Γιὰ τὸ «Κοινὸν» στὴν ρωμαϊκὴ
ἐποχὴ
PA. A. Κανατσού-
An, «Τὸ κοινόν τῶν Μακεδόνων», Μακεδονικά, 3, 1953/55, 31 κέξ. [Ὅπως καὶ ἄλλοι ἐρευνητές, ὁ Κανατσούλης ὑποστηρίζει τὴν ὑπόθεση ὅτι τὸ νέον κοινὸν τῶν Μακεδόνων ἱδρύθηκε στὴν ἐποχὴ τοῦ Αὐγούστου: ὅππ., ccà. 32, μὲ onu. 7). BA. ἐπίσης τοῦ ἴδιου, Maκεδονικὰ Μελετήματα, Θεσσαλονίκη 1955, σελ. 16 xéE.|. 33. ᾿Ιδιαίτερα βίαιη ἦταν ἡ συμπεριφορά τοῦ ἴδιου ἢ τῶν στρατιωτῶν του πρὸς τὶς πόλεις ᾿Αβυδο, Kio, Χαλκηδόνα, Πέρινθο, Θάσο, ἡ λεηλασία τῆς περιοχῆς τῆς Περγάpov καὶ ἡ εἰσβολὴ στὴν ᾿Αττική. Γιὰ τὴν ἑρμηνεία της βλ. F. W. Walbank, ὅππ., σελ. 135-136, ὅπου καὶ οἵ πηγές. 34. BA. σχετικὰ τὴν μελέτη μου Συμβολὴ στὴν ἔοευνα τῆς ἱστοοικῆς συνειδήσεως τῶν "Ελλήνων στὴν ἐποχὴ τῆς οωμαϊκὴς xvoragyia;, ᾿Αθήνα 1972, 42 κέξ,
1534
Ion.
Του λουμάκος
ὅτι N τεκμηρίωση τῶν δεσμῶν μεταξὺ Μακεδόνων καὶ ἄλλων ᾿Ελλήνων εἶναι περιορισμένη. Δὲν λείπει ὅμως. Τὸ 211/10 π.Χ. οἱ ᾽Ακαρνᾶνες àneσταλµένοι, στὸν λόγο τους κατὰ τῶν Αἰτωλῶν (ποὺ ἦταν σύμμαχοι τῶν Paµαίων) πρὸς τὴν σπαρτιατικἠἡ ἀπέλλα παρουσιάζουν τοὺς Μακεδόνες ὄχι µόνο ὡς «ὁμοφύλους» -- σὲ ἀντίθεση πρὸς τοὺς «ἀλλοφύλους» εἰσβολεῖς--ἀλλὰ καὶ ὡς προστάτες τῆς ἐλευθερίας τῶν Ἑλλήνων of προηγούμενους ἐσωτερικοὺς καὶ ἐξωτερικοὺς κινδύνους5. Οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως Μαγνησίας κοντὰ στὸν Maiavdpo, αὑτοαποκαλοῦνται «συγγενεῖς τῶν Μακεδόνων», τὸ γράφουν στὸν βασιλέα τῆς Μακεδονίας Φίλιππο Ε΄ καὶ αὐτὸ ἐἑπαναλαμβάνεται ἀπὸ τοὺς Χαλκιδεῖς τῆς Εὔβοιας, οἱ ὁποῖοι μὲ ὑπόδειξη προφανῶς τοῦ βασιλέως δέχονται νὰ συμμετάσχουν στὸν ἀγῶνα πρὸς τιμὴν τῆς ᾿Αφροδίτης ποὺ ὀργανώνει ἡ Μαγνησία (τὸ 206 π.Χ.)35. Περισσότερο ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἀναφορὲς ἐβάρυνε βέβαια ἡ ἴδια ἡ πραγµατικότητα, δηλ. οἱ ἑπαφὲς ποὺ ἀναφέρθηκαν παρὰ πάνω. Στὸ ἀθηναϊκὸ ψήφισμα, μὲ τὸ ὁποῖο ἀποφασίσθηκε ὁ λεγόμενος Χρεμωνίδεσιος πόλεμος ἐναντίον τοῦ βασιλέως τῆς Μακεδονίας ᾿Αντιγόνου Γονατᾶ λέγεται, ὅτι ᾿Αθηναῖοι καὶ Σπαρτιᾶτες πολεμοῦν, ὅπως καὶ στὸ παρελθὸν (δηλ. τοὺς Μηδικοὺς πολέμους) ἀπὸ κοινοῦ γιὰ τὴν ἐλευθερία τους, κανεὶς ὅμως δὲν μποροῦσε va διανοηθῆ νὰ ἀποκαλέση τὸν Γονατᾶ ξένο κατακτητή». Οἱ ᾿Αθηναῖοι τὸν γνώριζαν καλά, ἀφοῦ σύχναζε στὴν πόλη τους ὡς μαθητὴς τοῦ
Ζήνωνα.
"Αλλα σιοιχεῖα μᾶς δείχνουν τὴν éxidpaon τῶν πολιτιστικῶν ἐπαφῶν σὲ πολὺ εὑρύτερη κλίμακα. Μῆτρες μὲ παραστάσεις σκηνῶν ἀπὸ ἔργα Τραγικῶν (κυρίως τοῦ Εὐριπίδη) ποὺ ἔχουν βρεθῆ στὴν Πέλλα καὶ στὴν Βεργίνα, προέρχονται ἀπὸ μακεδονικἀ ἐργαστήρια καὶ χρησιμοποιοῦνται γιὰ τὴν διακόσμηση ἀγγείων εὑρείας κυκλοφορίας κατὰ τὴν ᾿Ελληνιστικἡ ἐποχή, εἶναι ἑνδεικτικά γιὰ τὶς προτιμήσεις καὶ τὴν παιδεία ἑνὸς σηµαντικοῦ µέρους τῆς ἁστικῆς τάξεως τῶν μακεδονικῶν πόλεων, στὴν ὁποία ἆνήκουν οἱ ἐπιχειρηματίες ποὺ ἀναφέραμε, κατὰ τὴν ἐποχὴ αὑτήδ. Εξ ἴσου
15.
Πολύβ.
bank, A Hist. Ram
IX, 33, 2 κέξ,, IX, 37,8. Γιὰ τὴν αὐθεντικότητα Comm.
in Griechenland, 36.
I. v. Magnesia,
on Polybios Ul, o. 163, J. Deininger, BepoXtvo
βλ. Ε. W.
Widerstand
Walgegen
1971, 29 κέξ.
Nr. 47, στ. 3 ff.
37. IG 18 687 = SyIP 4345, σημειδήσεοις
τοῦ λόγον
Der politische
τῶν "Eile,
ὅππ.,
ot. σελ.
10 κὲἐξ.
Βλ.
22 μὲ σημ.
δυμβολὴ
arie ἔοευνα
τῆς
ἱστορικῆς
7.
38. Βλ. ‘Ia. ᾽Ακαμάτη, /Γήλινες μήτρες ἀγγείων ἀπὸ τὴν /]έλλα, Διδ. Διατρ., Θεσσαλονίκη 1985, 1, 406, II, 308. TI. Φάκλαρη. «Πήλινες μῆτρες, σφραγῖδες καὶ ἀνάγλυφα ἀγγεῖα ἀπὸ τὴν Βεργίνα», Aoy. “Ἰελτίον 1989, 16 κέξ, Σκηνὲς ἀπὸ τραγωδίες (κυρίως τοῦ Εὺὗριπίδη), ὅπως καὶ τὰ ὁμηρικὰ ἔπη ἀπεικονίζονται ἐπίσης σὲ πήλινα κύπελλα ποὺ βρέθηκαν
ΓΕ ξωπολιτικὲς
σχέσεις
Μακεδόνων
καὶ νοτίων
"Iron
1515
ἑνδεικτικὴ εἶναι ἡ χρήση ὀνομάτων ποὺ προσιδιάζουν σὲ ἄλλες περιοχές, ἰδιαίτερα στὴν ᾿Αθήνα, κοντὰ στὰ ἐγχώρια µακεδονικἀ (π.χ.: ᾽Αμύντας, ᾿Αέροπος, ᾿Αρχέλαος, Παρμενίων, Φιλώτας, Ὀλυμπιάς) καὶ μάλιστα ἶστορικά, τὰ ὁποῖα, ἃς σημειωθῆ, διατηροῦνται μὲ θαυμαστὴ ἐπιμονὴ dg καὶ τὸν 30 αἰώνα μ.Χ. "And προξενικὸ ψήφισμα τῶν Θηβῶν τοῦ πρώτου ἡμίσεος τοῦ 4ου al. μᾶς εἶναι γνωστὸς ὁ Μακεδόνας ᾿Αθήναιος Δημονίκου, ἕνας ἄλλος, στὴν ἐποχὴ τοῦ M. ᾿Αλεξάνδρου, λέγεται Ἰσοκράτης, ὁ πατέpas τοῦ φιλοσόφου ποὺ ζῆ στὴν ᾽Αλίαρτιο ἔχει τὸ ὄνομα τοῦ μαθητῆ τοῦ Πλάτωνα Ξενοκράτη, ἕνας πρόξενος τῶν Δελφῶν (ἐπίσης κατὰ τὸν 3ο al. π.Χ.) λέγεται Λυσίας, ὁ πατέρας κάποιου Βεροιαίου, προξένου τῆς "Emδαύρου, κατὰ τὸν 3ο al. π.Χ. Ξενοφῶν, ὁ πατέρας τοῦ γλύπτη ᾿Ηροφῶντος, ποὺ δρᾶ στὴν Ὀλυμπία τὸν 20/lo al. π.Χ. ᾿Αναξαγόρας᾽ ὁ ἀναθέτης τοῦ ἀνδριάντος τοῦ Καικιλίου Μετέλλου φέρει τὸ ὄνομα τοῦ συμβούλου τοῦ Περικλῆ Δάμων». Περικλῆς ὀνομάζεται ἕνας ἐπιφανὴς πολίτης ἀπὸ τὴν
καὶ σὲ ἄλλες θέσεις τῆς Μακεδονίας (π.χ. Φλώρινα, Θεσσαλονίκη, Ἔδεσσα, Βέροια) καὶ τῆς Θεσσαλίας (στὴν περιοχὴ τοῦ Παγασητικοῦ κόλπου), ἀλλά καὶ στὴν κεντρικἡ καὶ νότια Ἑλλάδα (Φθιωτικὴ Θήβα, Χαλκίδα, Πειραιᾶ, Κόρινθο, "Hiıda, Κεφαλληνία), δηλ. σὲ θέσεις μὲ Evrovn τὴν παρουσία τῶν Μακεδόνων κατά τὸν 3ο al. π.Χ. Τὰ τελευταῖα εἶναι πολὺ λιγότερα. Στὴν µελέτη τοῦ U. Sinn, Die Homerischen Becher. Hellenistische Reliefkeramik aus Makedonien, Mitteilungen des Deutschen Archäologischen Instituts, Athenische Abteilung, Beiheft VIII, Βερολίνο 1979, ὑποστηρίζεται ἡ Grown, ὅτι ἡ διακόσµηση τῶν κυπέλλων αὐτῶν συνδέεται μὲ τὸν κύκλο τῶν διανοουμένων τοῦ "Avrıyövou Γονατᾶ καὶ ὅτι χρησιμοποιήθηκε σκόπιμα γιὰ τὴν προβολὴ τῆς ἐθνικῆς συνείδησης τῶν Μακεδόνων. Ἡ μικρὴ διάδοση τῶν κυπέλλων στὴν ὑπόλοιπη νότια Ἑλλάδα ἐξηγεῖται μὲ τὴν ἀντίθεση πρὸς τοὺς Μακεδόνες ποὺ ὑπῆρχε στὸ τέλος τοῦ 3ου al. κ.Χ. (ὅππ., a. 60-69). ᾽Ανεξάρτητα ἀπὸ τὰ προβλήματα χρονολογήσεως καὶ τὶς ἐπιφυλάξεις ποὺ προκαλοῦν τὰ στατιστικἁἀ δεδοµένα τῆς ἔρευνας, ἡ ἑρμηνεία τῆς περιορισμένης διάδοσης τῶν μακεδονικῶν κυπέλλων μὲ πολιτικὰ κίνητρα δὲν εἶναι πειστική. «Die Griechen muss es aber empfindlich getroffen haben», συμπεραίνει ὁ συγγραφέας, «wenn die Makedonen zur
Stärkung
ihres
Nationalbewusstseins
gerade
auf
Homer
und
Euripides
verweisen
konnten, auf die beiden Dichter also, die im ganzen Mittelmeergebiet das höchste Ansehen genossen. Dass sie angesichts des gespannten Verhältnisses im ausgehenden 3. Jh. v. Chr. für makedonische Produkte kein Interesse zeigten, in denen sich diese makedonische Geisteshaltung wiederspiegelte, braucht dann nicht mehr zu verwundern» (ὅππ., σελ. 69). Μὲ σκόπιμη προβολὴ τῆς ἐθνικῆς συνειδήσεως τὰ κύπελλα αὐτὰ ---σὲ μερικὰ ἀπὸ τὰ ὁκοῖα ἀπεικονίζονται καὶ «κιναιδολογικὲς» σκηνές, καρικατοῦρες καὶ ἡ περιπέτεια μὲ τὴν Κίρκη (PA. Sinn, ὅππ., σελ. 53)— δὲν ἔχουν πολλὴ oxéon’ καὶ τὰ περὶ ἀντιθέσεως
τῶν νοτίων
᾿Ελλήνων
ἐξαιτίας τῆς ἀναφορᾶς
στὸν Ὅμηρο
καὶ τὸν Εὐριπίδη
εἷ-
ναι μᾶλλον ἀπίθανα. 39. BA. πκ. σημ. 8,1. Τὴν ἐπιβίωση μακεδονικῶν ἱστορικῶν ὀνομάτων δείχνουν π.χ. ἀκόμη τὰ ὀνόματα τῶν ἐφήβων Κάσσανδρος ᾽Αντιγόνου, Κόρραγος ᾿Αντιγόνου, Νείκαρχος Φιλώτα ποὺ ἀπαντοῦν στοὺς ἐφηβικοὺς
καταλόγους ἀπὸ τὰ Στύβερρα τῆς αὐτοκρατο-
1536
‘I.
Tordoruazo:
Ἡράκλεια (πιθανῶς τῆς Λυγκηστίδος), κατὰ τὸν lo ἣ 20 ai. μ.Χ., Νικίας ἕνας ἐπίσης ἐπιφανὴς πολίτης (ἔγινε καὶ συγκλητικὸς) ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη, κατὰ τὸν 30 αἱ. p.X.*, Ἢ χρήση ὀνομάτων ἐπιφανῶν ἀνδρῶν τῆς Κλασσικῆς ἐποχῆς, ποὺ διαπιστώνεται στὶς ἄλλες ἑλληνικὲς πόλεις κατὰ τὴν Αὐτοκρατορικὴ ἐποχή, ὑπάρχει τὴν ἴδια ἐποχὴ καὶ στὶς μακεδονικές. Ὡς συνέπεια τῶν πολιτιστικῶν ἐπαφῶν πρέπει τέλος νὰ θεωρηθῆ τὸ γεγονὸς ὅτι ἤδη στὸ τέλος τοῦ Ιου αἱ. π.Χ. εἶχε ξεπερασθῆ ὁ διαχωρισμὸς τῆς Μακεδονίας ἀπὸ τὴν ἄλλη ᾿Ελλάδα: «Ἔστιν μὲν οὖν Ελλάς καὶ ἡ Μακεδονία», γράφει ὁ Στράβων στὴν δυστυχῶς ἀποσπασματικὰ παραδεδομένη περιγραφὴ τῆς χώρας στὸ 70 βιβλίο τῶν «Γεωγραφικῶν» του [Ν]], 9]. Ἕ κεῖ ὅπου ἡ ἀντίθεση πρὸς πολιτιστικὰ καὶ ἐθνικὰ ξένους ἦταν ἔντονη, ὅπως π.χ. στὴν Αἴγυπτο, ὁ παραμερισμὸς τοῦ διαχωρισμοῦ αὑτοῦ μαρτυρεῖται πολὺ νωρίτερα: Σὲ ἀναφορές του τῶν ἑτῶν 163-158, κάποιος Πτολεμαῖος Γλαυκίου Μακεδὼν διαμαρτύρεται στὸν στρατηγὸ Διονύσιο καὶ στὸν μονάρχη γιὰ τὶς βιαιότητες ποὺ διέπραξαν εἰς βάρος του Αἰγύπτιοι ἀπὸ τὸ προσωπικὸ τοῦ Σαραπείου (ὅπου καὶ ὁ ἴδιος ἐργαζόταν), ἐπειδὴ ἦταν «Ἔλλην» καὶ ζητᾶ τὴν προστασία τους («διὰ τὸ εἶναι τοὺς ἐν τῷ ἱερῷ πονηροὺς κἀμὲ πολιορκεῖν, ἕνεκα τοῦ "EXAnva µε εἶναι). Γιὰ τὸν λόγο λοὺ ἀναφέρθηκε, ἀλλὰ καὶ γιὰ ἄλλους, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ἐκτεθοῦν ἐδῶ, οἱ Ἕλληνες συγγραφεῖς τῆς Αὐτοκρατορικῆς ἐποχῆς ἀκολουθοῦν τὴν κλασσικιστικὴ ἀντίληψη, ἀγνοώντας ἢ ἴσως θέλοντας νὰ ἀγνοοῦν τὴν σύγχρονή τους πραγματικότητα. Θὰ ἄξιζε τὸν κόπο νὰ μελεThon κανεὶς αὐτὴν τὴν πραγματικότητα, μέρος τῆς ὁποίας εἶναι καὶ οἱ διάφοροι δεσμοὶ μεταξὺ Μακεδόνων καὶ νοτίων ᾿Ελλήνων κατὰ τὴν μακρὰ περίοδο τῆς ρωμαϊκῆς κυριαρχίας. Τὸ νὰ ἐπικαλεῖται κανεὶς αὐτὴν τὴν κλασσικιστικὴ ἀντίληψη ἢ ὁρισμένες φράσεις τῶν προτύπων της, δηλ. τῶν ρητόρων τοῦ 4ov ai. π.Χ. καὶ νὰ παρουσιάζη τοὺς Μακεδόνες ὡς μὴ ἕλληνικὸ φῦλο, δὲν προάγει τὴν ἱστορικὴ ἔρευνα: ᾿Ανεξάρτητα ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ διαχωρισμὸς ποὺ γινόταν τότε μπορεῖ (καὶ πρέπει) νὰ ἑρμηνευθῆ μὲ τὴν πολιτιστικὴ καθυστέρηση καὶ τὴν μὴ συμμετοχὴ τῶν Μακεδόνων στὶς πολιτικὲς ἐξελίξεις τῶν πόλεων-κρατῶν κατὰ τὴν Γεωμετρικὴ καὶ ᾿Αρχαϊκὴ Exoyh, μὲ τὴν ἐμμονὴ στὴν κλασσικιστικὴ ἀντίληψη παρερμηνεύονται
ρικῆς
ἐποχῆς
(β΄ ἥμισυ
τοῦ
Chiron, 18, 1988, 236-242). 40. Βλ. τὴν μελέτη µου 65, onu.
5 ὅπου
41.
U.
ἐπίσης
BA.
ο υμβολὴ
α΄ Ay.
στὴν
τοῦ
forrra
2ου
τῆς
ui. μ.Χ.)
ἱπτουικὴῆς
(βλ.
F. Papazoglou,
συνειδήσεως κλπ., ©.
καὶ οἱ πηγές,
Wilcken,
τὰ σχετικὰ
lov ui. u.X.,
UPZ,
σχόλια
I, Λειψία
τοῦ Wilcken
1927, στὴν
Nr. σελ.
7, στ. 107.
13,8, στ.
14-15,
στ.
17.
Πρβλ.
᾽Πξωπολιτικὲς σχέπεις Μακεδόνιον καὶ νοτίων “Ελλήνων
1537
ἄλλες ἀντίθετες πρὸς αὐτὴν μαρτυρίες καὶ ---πρὸ πάντων--- παραγνωρίζονται τὰ ἐπιγραφικὰ δεδομένα: Ὃ ᾿Αθήναιος Δημονίκου τοῦ Θηβαϊκοῦ ψηφίσματος τοῦ 365 π.Χ., οἱ «Μακεδόνες» "Apyov, ᾿Ισοκράτης, Κρίτων, Ἐπαίνετος, ᾿Εργῖνος ποὺ νικοῦν σὲ διάφορους πανελλήνιους ἀγῶνες κατὰ τὸν 40 καὶ 30 αἱ. π.Χ.. ὁ Μακεδὼν Κράτης ποὺ διδάσκει φιλοσοφία στὴν ᾿Αλίαρτο κατὰ τὸν 3o αἱ. π.Χ., ὁ Μακεδὼν Δάμων Νικάνορος ποὺ ἀναθέτει τὸ μνημεῖο τοῦ Μετέλλου στὴν Ὁλυμπία τὸ [43 π.Χ. καὶ ὁ «ἄρχων τοῦ ᾿Αττικοῦ Πανελληνίου» Τ. Αἴλιος Γεμείνιος Μακεδὼν γύρω στὰ 200 μ.Χ. ὁπωσδήποτε ἧταν καὶ ἤθελαν νὰ θεωροῦνται «Ἕλληνες». Καὶ ἡ ἐντύπωση ποὺ εἶχαν οἱ ἄλλοι Ἕλληνες δὲν ἦταν φυσικὰ διαφορετική. Τὴν δείχνουν τὰ ψηφίσματα ἀπὸ τοὺς Φιλίππους (242 π.Χ.), ὁ λόγος τῶν ᾽Ακαρνάνων πρέσβεων στὴν Σπάρτη (211/10 π.Χ.) καὶ τὸ ψήφισμα ἀπὸ τὴν Μαγνησία (206 π.Χ.) ποὺ ἀναφέρθηκαν πάρα πάνω (PA. σημ. 24, 33, 34) καὶ τὴν ἐπιβεβαιώνει προπάντων ἕνα ψήφισμα τῆς ᾿Εφέσου ἀπὸ τὸ ἔτος 160 μ.Χ. ποὺ ἀναφέρεται στὴν λατρεία τῆς ᾿Αρτέμιδος: Τονίζοντας τὴν σημασία καὶ τὴν μεγάλη διάδοση τῆς λατρείας τῆς θεᾶς προβάλλουν οἱ Ἐφέσιοι τὸ γεγονὸς ὅτι πρὸς τιμήν της ὑπάρχει μήνας ποὺ καλεῖται σ᾽
42. Ὡς μέρος τῆς Ἑλλάδος ἐννοεῖται ἡ Μακεδονία καὶ στὴν πρώτη φράση τῆς ἀπαντητικῆς ἐπιστολῆς τοῦ Μ. ᾿Αλεξάνδρου πρὸς τὸν Δαρεῖο (App. II, 14,4: «Οἱ ὑμέτεροι πρόγονοι ἐλθόντες εἰς Μακεδονίαν καὶ εἰς τὴν ἄλλην Ἑλλάδα κακῶς ἐποίησαν ἡμᾶς οὐδὲν προηδικηµένοι’ ἐγὼ δὲ τῶν Ἑλλήνων ἡγεμὼν κατασταθεὶς καὶ τιμωρήσασθαι βουλόμενος Πέρσας διέβην ἐς τὴν ᾿Ασίαν, ὑκαρξάντων ὑμῶν.»). ᾽Ανεξάρτητα ἀπὸ τὸ npòβλημα τῆς αὐθεντικότητος τῆς ἐκιστολῆς (ἡ ἄποψη τοῦ Ρ. A. Brunt, Arrian, The Loeb Classical Library II, London 1983, App. XXVII, 7, o. 533: «the substance may be authentic; even the mendacities can well represent Al's propaganda» εἶναι κατὰ τὴν γνώμη μου ἀπολύτως πειστική), ἡ ἴδια φράση καὶ tà συμφραζόμενα, ὅπου ὁ ᾿Αλέξανδρος παρουσιάζεται ὡς «ἡγεμὼν τῶν Ἑλλήνων» δὲν ἐπιδέχεται ἄλλη ἑρμηνεία (βλ. ἐπίσης σχετικὰ Brunt, oan., τ. I, XXXVII, σημ. 33). Ὁ E. Badian (ὅππ., σελ. 51, any. 72) ἀντιθέτως πιστεύει ὅτι καὶ ἐδῶ γίνεται διαχωρισμὸς Ἑλλάδος καὶ Μακεδονίας, ἀπὸ τὴν μιά μεριὰ καραλείποντας τὴν πρόταση, ὅπου 6 "Ai. παρουσιάζεται ὡς «ἡγεμὼν τῶν Ἑλλήνων» καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη παραπέμποντας στοὺς R. Kühnert-B. Gerth, ὅππ., IP, σελ. 275, σημ. 1, ὅπου γίνεται λόγος γιά τὶς σημασίες τῆς ἀντωνυμίας ἄλλος. Ὡς πρώτη καὶ συνηθέστερη ἀπὸ τὶς σημασίες αὐτὲς ἀναφέρεται ἐκεῖ ἡ ἑξῆς: «überhaupt» (wenn mit ἄλλος das Genus an die Species angeknüpft wird»: BA. ἐπίσης Liddel-Scott, 5. v.), ὡς δεύτερη «ausserdem, sonst, ἄλλος pleonastisch zur Hervorhebung des Gegensatzes». ‘O Badian παρασιωπᾶ τὴν πρώτη καὶ παραθέτει μόνο τὴν δεύτερη, pè τὰ ἀντίστοιχα ἐδάφια ποὺ βρίσκει στοὺς KühnertGerth. Ἕνας τέτοιος τρόπος ἑρμηνείας δὲν νομίζω ὅτι προάγει τὴν ἱστορικὴ ἔρευνα. Τὴν πρώτη σημασία ἔχει ἡ ἀντωνυμία ἄλλος καὶ στὸ ψήφισμα τῶν Φιλίππων τοῦ 242 π.Χ., ὅπου ἐπίσης οἱ Μακεδόνες νοοῦνται ὡς «μέρος τῶν Ελλήνων» (BA. ππ., σημ. 26). 97
1538
“In.
Τουλονμάκος
αὐτοὺς μὲν ᾿Αρτεμισιών, «παρὰ δὲ Μακεδόσιν καὶ τοῖς λοιποῖς ἔ[θνεσιν] τοῖς Ἑλληνικοῖς καὶ ταῖς ἐν αὑτοῖς πόλεσιν ᾿Αρτεμίσιος» (Syll? 867, στ. 39 /40)*. Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης
43, Tia τὸν μήνα σελ.
110. σημ.
᾿Αρτεμίσιο
3, 4.11, σελ.
στὸ
566, onu.
Μακεδονικὸ 2, ὅπου
ἡμερολόγιο
καὶ ἡ σχετικὴ
βλ. J. Kalleris, ὅππ., I,
βιβλιογραφία.
ΑΠΟ ΤΩΝ ΝΕΑ
ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ: ΕΠΙΓΡΑΦΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ
Ελένη
Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου
Την τελευταία δεκαετία η συλλογή των αρχαίων επιγραφών της Θεσσαλονίκης έχει εμπλουτιστεί µε πολλά νέα ευρήματα, που ένα µέρος τους αποτελεί και το αντικείµενο μελέτης της εργασίας αυτής". Δημοσιεύονται εδώ εννέα συνολικά επιγραφές, µία οικοδοµική (ap. 1) και οκτώ επιτάφιες. Δύο είναι χαρανµένες σε στήλες (αρ. 1 και 9), ενώ οἱ υπόλοιπες
σε
βωμούς.
τα χαρακτηριστικά
αυτά
«μακεδονικά»
μνημεία.
Τα ευρήματα προέρχονται είτε and ανασκαφές οικοπέδων της σύγχρονης πόλης είτε από επεμβάσεις, που έγιναν στα πλαίσια αναγκαίων τεχνικών έργων στο ανατολικό σκέλος των ρωμαϊκών της τειχών, όπου βρέθηκαν εντειχισµένα. Οι επιτάφιες επιγραφές υποδιαιρούνται σε μικρότερες οµάδες ανάλογα µε το σηµείο ανεύρεσης ἡ αποτείχισης των φορέων τους. Οι βωμοί έχουν αποκοπεί σε διάφορες πλευρές και τμήματα για την καλύτερη προσαρHOYT] τους ως οικοδομικό υλικό σε κάποια επισκευή του τείχους!. Οι περισσότεροι από αυτούς ανήκουν στο βασικό τύπο µε τη γνωστή τριμερή διάρθρωση και έχουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά σύμφωνα µε τα στοιχεία που o@Onkav?:
5 H εργασία
αυτή
εκπονήθηκε
στο
πλαίσιο
των μεταπτυχιακών
µου σπουδών
στο µάθηµα της Αρχαίας ἱστορίας µε προτροπή του καθ. I. Τουλσυμάκου, τον οποίο και ευχαριστώ για την επιστηµονικἡ και ηθικἠ δυµπαράσταση που µου παρείχε. Για τις χρήowes υποδείξεις του σε επιµέρους προβλήματά της οφείλω ιδιαίτερες ευχαριστίες στο λέκτ. TI. Niydein. Επίσης ευχαριστώ την enix. καθ. X. Παλιαδέλη και τους Bond. A. Κοντογιάννη και M. Κοντογιάννη-Ζάχου, που είχαν την καλωσύνη να διαβάσουν το χειρόγραφο και να προτείνουν βελτιώσεις. 1. BA. T. Βελένης, Τα τείχη της Θεσσαλονίκης από τον Κάσσανδρο ως τον Hoiκλειο, Θεσσαλονίκη 1989, 40, όπου και η παλιότερη βιβλιογραφία. 2. Για τους μακεδονικούς βωμούς BA. γενικά Σ. Πελεκίδης, «Από την πολιτεία και την κοινωνία τῆς αρχαίας Θεσσαλονίκης», Παράοτημα B' EEBLAIIO, Θεσσαλονίκη
1540
lern
Τρακοποποιΐλον- Σαλακίδου
a) Στο κατώτερο μέρος της βάσης, που αποτελείται από πλατιά ταινία. σχηματίζονται, στα περισσότερα παραδείγματα, πολύ χαμηλά πόδια στις γωνίες. Το ανώτερο τµήµα της, όπου η βάση αρχίζει να στενεύει, via va διαμορφωθεί ο κορµός-ορθοστάτης, περιτρέχουν ἐπάλληλα αργά κυµάτια ἡ ταινίες. B) O ορθοστάτης στην πρόσοψη κυρίως, αλλά σε μερικές περιπτώσεις και στις άλλες πλευρές, περιβάλλεται απὀ επίπεδη ταινία και κοιλόκυρτο κυµάτιο, που συνήθως ορίζουν και την ενεπίγραφη ἡ σνάγλυφη επιφάνεια. y) Το κατώτερο τµήµα της επίστεψης διαμορφώνεται από Eva σύνολο αργών κυµατίων, ενώ το ανώτερο διακοσµείται µε εγγεγραμμένο αέτωμα. Το τύμπανο του αετώματος και τα πλάγια ακρωτήρια έχουν ανάγλυφη διακόσµηση and ασπιδίσκες, μηνίσκους και ρόδακα». Ἡ πάνω επιφάνεια συνήθως φέρει έναν ἡ περισσότέρους τόρµους για τη στερέωση ταφικού κοσµήµατος. H σχεδόν κοινή προέλευση των μνημείων και η χρονολόὀγησή τους κυρίως στο 2. αι. μ.Χ. δεν θα δικαιολογούσαν ίσως την ένταξή τους σε ένα κλειστό και ομοιογενές σύνολο, εφόσον λιγοστά είναι τα κοινά εσωτερικά τους στοιχεία. Ακριβώς όμως αυτή η ποικιλία στη µορφή και to περιεχόµενο δικαιώνει τη µελέτη τους, γιατί αντανακλά µέρος της δηµόσιας και ιδιωτικής ζωής, της πολύπτυχης δραστηριότητας των κατοίκων της Θεσσαλονίκης στη διάρκεια µιας περιόδου ακμής της. 1. To µνηµείο (Εικ. 1). H ενεπίγραφη στήλη µε αριθµό ευρετηρίου 8173 προέρχεται από την ανασκαφική έρευνα οικοπέδου στη δυτική Θεσσαλονίκη και συγκεκριµένα στην περιοχή της Ἑηροκρήνης, στην οδό Στ. Ρεγκούκου 144. Στον ευρύτερο αυτό τοµέα τοποθετείται, όπως είναι γνωστό,
1934, 28-38 και M. Il. Λαγογιάννη, //Γορτραίτα σε ταφικά μνημεία της Μακεδονίας κατά τὴν περίοδο της ρωμαιοκρατίας, Θεσσαλονίκη 1983, 26-8. 3. Τα pvnpeia ap. 2, 6, 7 φέρουν στο τύμπανο του αετώματος ανάγλυφη ασπιδίσκηο βωμός ap. 3 ασπιδίσκη και μηνίσκους. ενώ ο βωμός ap. 8 ρόδακα και καμπύλες γραμ, μές. 4. H ανασκαφὴή
Ερευνήθηκαν τάφο H
κεραµοσκεπἠ,
τυπολογία,
μισμα
του οικοπέδου έγινε από τὴν υπογράφουσα
συνολικά
δώδεκα
καλυβίτη, οι υπόλοιποι
τα επιµέρους
Κώνσταντος
τάφοι της ύστερης
κατασκευαστικά
(341-346 μ.Χ.), που
ρωμαϊκής
ἦταν ορθογώνιοι
το φθινόπωρο
περιόδου.
ανάµεσα
ένα
κτιστοί, καµαροσκέπαστοι͵
στοιχεία, τα κτερίσματα
βρέθηκε
του 1980.
Εκτός and
σε άλλα
στη
καθώς
και ένα νό-
διάρκεια της ava-
σκαφής, χρονολογούν µε µεγάλη πιθανότητα τους τάφους στο δεύτερο τέταρτο του 4. αι. μ.Χ. Την αποτύὐπωσή τους έκανε ο αρχιτέκτονας Αργύρης Μπούμπας και η σχεδιάστρια
της ΙΣΤ΄ Εφορείας E. Παπαδριανού’ βλ. «44 35 (1980). Χρον. 365 κεξ., ox. 3, riv. 2150, ὃ.
And τὴν κοινωνία της Θεσσαλονίκης
των αυτοκρατορικών χρόνων
1541
το δυτικό νεκροταφείο της αρχαίας πόλης, που γειτονεύει µε το θρησκευτικό κέντρο της, την περιοχή των ιερών». Ἡ στήλη ἔχει χρησιµοποιηθεί τουλάχιστον τρεις φορές. Πρόχειρη απόξεση της αρχικής επιγραφής άφησε ἴχνη γραμμάτων που διακρίνονται σαφέστερα κοντά στο δεξιό για το θεατή κρόταφο και στο κάτω µέρος του κορμού. Σε δεύτερη χρήση χαράχθηκε 10 κείµενο ing επιγραφἠς που εξετάζεται
παρακάτω,
ενώ σε τελική
(γ΄) χρήση
αποτελούσε
το κάλυμμα
της
εισόδου ορθογώνιου κτιστού, καµαροσκέπαστου τάφοι, που χρονολογεί(ται στον 4. αι. μ.Χ.8, Πρόκειται για µία ορθογώνια πλάκα από λευκό χονδρόκοκκο µάρμαρο], διαστάσεων 1,32 X0,50 x0,14/0,115 p. Με εξαίρεση λίγες κακώσεις, η κύρια πλευρά του μνημείου είναι σχετικά λεία. Το ανώτερο τµήµα της, vy. 0,14 µ., προεξέχει ελαφρά από την ευθυγραµµία της υπόλοιπης επιφάνειας και σχηματίζει Eva γείσο, Eva είδος επίστεψης, αδρά δουλεμένο pe βελόνι. Επίσης αδρά δουλεµένες είναι και οι στενές πλευρές, ενώ n πίσω είναι απλώς ξεχοντρισµένη. Στην τελική χρήση του μνημείου, ως καλύμματος του τάφου, ανήκει ο σιδερένιος κρίκος-λαβή, που βρίσκεται στο µέσο περίπου της πίσω πλευράς». Στον αριστερό κρόταφο υπάρχουν δύο παράλληλοι τόρµοι ορθογώνιας τομῆς, που ανάγονται πιθανώς στην αρχική χρήση της στήλης και εξυπηρετούσαν την ανάγκη στερέωσἠς της». H
επιγοαφή. Στο πάνω µέρος της κύριας όψης του μνημείου
5. M.
Vickers,
«Hellenistic Thessaloniki»,
6. ΑΔ, ό.π., xiv. 215 y. 7. Για την ύπαρξη κοιτάσματος
JHS
μαρμάρου
92 (1972),
στήν
περιοχὴ
164-5
κοξ.,
είναι χα-
Eu.
της αρχαίας
3, 4.
Θεσσαλονί-
κης και γενικότερα για την προέλευση και χρήση του βλ. τελευταία Α. Μέντζος, Κορινθιακά κιονόκρανα της Μακεδονίας στην ὀψιμη αρχαιότητα, Διδ. Διατρ. Θεσσαλονίκη 1989, 180-190. 8. To
σχήμα
και οι διαστάσεις
του
κρίκου
έχουν
αλλοιωθεί
από την οξείδωση:
η
διατοµήἠ του είναι κυκλική και έχει διάµετρο 0,02 u., ενώ η εσωτερικἡ διάμετρός του εἰναι 0,065
μ. Στο μάρμαρο έχει προσαρμοστεί µε σιδερένιο σύνδεσμο και µολυβδοχόηση. 9. Οι τόρμοι είναι ανοιχτοί στη µία τους πλευρά, που συμπίπτει µε την πίσω ακμή
του κροτάφου της στήλης. O a’ τόρμος απέχει 0,35 μ. από την πάνω επιφάνεια του µνηµείου και έχει διαστάσεις 0,063 x 0,055x 0,03 u. O β΄ σε απόσταση 0,65 μ. από τον α΄ anéχει 0,19 μ. and την κάτω επιφάνεια και οι διαστάσεις του είναι 0,07 x 0,06 x 0,035 p. Από τους τόρµους ξεκινούν δύο μικρά
και ρηχά αυλάκια
που διαγράφονται
αμυδρά στην τρα-
χειά επιφάνεια της πίσω ὀψης της στήλης. Ίχνη όµως and µολυβδοχόηση ἡ σιδερένιους συνδέσµους δεν βρέθηκαν. Είναι πιθανότερο ότι τα τεχνικά αυτά σημάδια ανήκαν στην αρχική
χρήση
του μνημείου.
Δεν
διατηρούνται
στοιχεία
για τον τρόπο
στερέωσής
του
στη φάση mov εξετάζουμε’ πιθανώς ἦταν στερεωμένο κατευθείαν στο ἔδαφος ἡ σε βάθρο.
1542
Eiern
Τομκοσυπούλυν- Σαλακίδου
ραγμένη δίγλωσση επιγραφή σε ένδεκα στίχους, συνολικού ύψους 0,072 pu. O πρὠτος στίχος απέχει 0,03 μ. από το γείσο. Με τους πέντε πρώτους στίχους αποδίδεται το κείµενο της επιγραφής στα λατινικά. Ύψος γραμμάτων 0,045 pu. -0,055 p., διάστιχα 0,02-0,04 μ. Ακολουθεί η μετάφραση στα ελληνικά σε έξι στίχους. Ύψος γραμμάτων 0,0035-0,04 p., διάστιχα 0,02-0,025 u. Η επιγραφή δεν είναι χαραγμένη µε ιδιαίτερη επιμέλεια. Τα γράμματα δεν είναι ισοὐψή. Στο ελληνικό κείµενο προσγράφεται η ιπογεγραμµένη. ανάµεσα στις λέξεις του λατινικού υπάρχει στίξη. Κάποιο περιθώριο τηρείται, όχι σχολαστικά, δίπλα στον αριστερό για το θεατή κρόταφο της στήλης. Το κείµενο της επιγραφής έχει ως εξής: Α.
Isi Posilla Avia A(uli) f(ilia)
aedem
reficiun(dam)
et pronaium faci 5 undum cur(avit) de suo.
Β.
Εἴσιδι Η1Ιώσιλλα Abdia Αὔλου θυγάτηρ τὸν ναὸν ἐπεσκεύασεν 5 καὶ τὸ ποονάϊον ἐπόnoev ἐκ τοῦ ἰδίου.
Κριτικές παρατηρήσεις: A. στ. 3 και 5: faciundam (-dum) αντί faciendam (dum). B στ. 1: Εἴσιδι αντί Ἴσιδιῖὰ: στ. 5: από την κάτω δεξιά κεραία του κ σώζονται αμυδρά ixvn.
Από γραμματική άποψη ενδιαφέρον παρουσιάζει στο στ. 4 ο τύπος nıwraior!?, που απαντά σε επιγραφές της Λυκόσουρας και των Αιγοσθέ10. Στο σύνολο των δημοσιευµένων επιγραφών της Θεσσαλονίκης δίγλωσσες εἰναι µόνο δύο: {6 X2, 1 (στο εξής 46), 380, "878. Η λατινική γλώσσα απαντά συνήθως σε avuθηµατικές επιγραφές BA. π.χ. A. A. Ριζάκης, «Η κοινότητα των «συμπραγματευομένων Ῥωμαίων»
Aozaia
της
Θεσσαλονίκης
Μακεδονία
11. O τύπος καθυμιλουμένης' στη
14.
η ρωμαϊκή
οικονομική
διείσδυση
της
Μακεδονίας».
1986, 521, ann. 44.
faciundus είναι αρχαϊκός και διατηρείται στις κωμωδίες ως τύπος της βλ. Thesaurus Linguae Latinae VI. 1, 5. ν. facio. Την υκόδειξη οφείλω
λέκτ. A. Τσιτσικλή.
12. Πρβλ. /G 13. BA. LS/*,
και
IV, Θεσσαλονίκη
την οποία ευχαριστώ
και und τη θέση αυτή.
102 στ. 6, 103 στ. 1. s.v. πρόναος.
IGV2,515Ba(l.wı.r.X.
/1. αι. μ.Χ.) καὶ 520 στ. 3 (2. un eX.)
Από
την κοινωνία
της
Θεσσαλονίκης
των αυτοκρατορικών
χρόνων
1543
νων", καθώς και η φωνητική απόδοσή του στα λατινικά, για την οποία ὠστόσο δεν μπόρεσα va εντοπίσω κάποιο παράλληλο. H επιγραφή αυτή είναι οικοδομική! αναθηµατικού χαρακτήρα. H αναθέτρια, Πώσιλλα Avia, κόρη του «4ὔλου, χρηματοδότησε ένα δημόσιο έργο, την επισκευή του ναού της Ἴσιδας και την κατασκευή του πρόναου. Τόσο από το λατινικό cognomen!? της αναθέτριας, που, όσο μπορώ να ξέρω, απαντά, για πρώτη φορά σε επιγραφή της Θεσσαλονίκης και της Μακεδονίας, 600 και από το όνοµα του γένους της, προκύπτει ότι πρὀκειται για ένα µέλος της γνωστής οικογένειας (gens) των Ρωμαίων εμπόρων (negotiatores)!? Avii, που, σύμφωνα τουλάχιστον µε τις σχετικές επιγραφικές μαρτυρίες, δρουν στη Θεσσαλονίκη στον 1. και 2. αι. p.X.®, Με τα υπάρχοντα στοιχεία είναι ασφαλώς δύσκολο να προσπαθήσει κανείς να συνδέσει προσωπογραφικά την Πώσιλλα Αὐῖα µε τους ήδη γνωστούς Αὐῖους της πόλης. To praenomen Αὖλος φέρουν δύο Avii σε επιγραφές του 1. ar. μ.Χ.:ο A. Αὔιος Λαῖτος, που αναφέρεται ὡς μύστης συλλόγου σε αναθηµατική επιγραφή στο Aia "Yyıoro?l, και ο πολιτάρχης A. Adios Σαβεῖνος, γνωστός επίσης and αναθηµατική επιγραφήτ. Για την κοινωνιKT] προέλευση του πρώτου δεν διαθέτουµε στοιχεία, ενώ το αξίωμα του πολιτάρχη, που κατέχει ο δεύτερος, µας επιτρέπει να συµπεράνουµε ότι προερχόταν and το ανώτερο κοινωνικό στρώμα. Me βάση λοιπόν το πατρωνυ: 15. IG VIE 1, 225 στ. 4 (2. αι. μ.Χ.). 16. Για τον τύπο των επιγραφών αυτών βλ. π.χ. J. E. Sandys, Latin Epigraphy, London 1927, 118 κεξ. και E. Meyer, Einführung in die lateinische Epigraphik, Darmstadt 1973, 59-60. 17. Για to ὄνομα BA. W. Schulze, Zur Geschichte lateinischer Eigennamen, Dublin 1904 (επανέκδ. 1966), 348. 18. Αντίθετα είναι γνωστό στην Αττική, /G LI, 2, 1329 (Πόσιλλα), pap. χρόνων, και om M. Ασία, π.χ. στην Έφεσο, Inschriften griechischer Städte aus Kleinasien (oto εξής I.K.) 15, Die Inschriften von Ephesos V (ato εξἠς I. v. Ephesos), Bonn, 1980, 1687 (1) IT 11 (1. αι. π.Χ.) καθώς και στην Klo της Βιθυνίας, PA. π.χ. Bull. Epigr. 1938-9, 426 (Πώσιλλα). 19. Για την κοινότητα των Ρωμαίων εμπόρων (conventus civium Romanorum) της Θεσσαλονίκης και τη σχετική βιβλιογραφία βλ, Ριζάκης, ό.π., 511-524. 20. IG, 68 στ. 47, 69 στ. 37, 101 στ. 1, 126 στ. 3, 236 στ. 5, 615 στ. 1, "723 στ. 6, 8, 38143 στ. 1. Πρβλ. Ριζάκης, ό.π., 514-5 και A. Κανατσούλης, «Μακεδονική Προσωπογραpia», Ελληνικά, παράρτημα 8, (στο εξής Κανατσούλης, M. IT.) θεσσαλονίκη 1955, αρ. 204. To gentilicium Avius απαντά σε επιγραφές της Πιερίας (Πύδνα), Μ. Δήμιτσας, H Μακεδονία
εν λίθοις φθεγγοµένοις,
Αθήνα
1896,
132, αρ.
(DI. Θήβαι), SEG 28 (1978), 529 (1. αι. μ.Χ.). 21. IG 68 στ. 47, 69 στ. 37. 22. IG 126 στ. 3. Κανατσούλης, M. Π., ap. 204.
162, καθώς
και της Θεσσαλίας
1544
Eiern
Τοακοσοποιλοι"- Laiaxidor
μικό και την καλή οικονομικῆ της κατάσταση θα μπορούσε κανείς να υποθέσει τη συγγένεια της Πώσιλλας µε τον πολιτάρχη AdAo Αὔϊο Σαβεῖνο, του οποίου η δράση εντάσσεται στο πρώτο τρίτο του |. αι. μ.Χ., ὕστερα ano την επαναχρονολόγηση της σχετικής αναθηµατικής επιγραφής από τον L. Robert? Αυτόν τον προσωπογραφικὀό συσχετισμό επιτρέπει η χρονολόynon της επιγραφής, που, σύμφωνα µε το σχήµα χαρακτηριστικών γραμμάτων της, µπορεί να χρονολογηθεί στα τέλη του |. αι. π.Χ. ἡ στις αρχές του 1. αι. μ.Χ... Τόσο τη χρονολόγηση 600 και το συσχετισμό ενισχύει µία νέα δίγλωσση οικοδομική επιγραφή, αναθηµατικού χαρακτήρα, που πρόσφατα εντοπίσθηκε στην περιοχή Λουτρών Σέδες Θεσσαλονίκης: στην αδηµοσίευτη
αυτή
επιγραφή
(αρ. ευρετ.
15167) που αφιερώνεται
στον
Aù-
γουστο, στο Θεό Ηρακλή και στην πόλη αναφέρονται ανάλογες ευεργεσίες της Πώσιλλας Αὐῖας κόρης του Αὔλου. Σε ό,τι αφορά γενικότερα τις αναθέσεις της Πώσιλλας, δεν προκαλούν απορία, αν ληφθεί υπόψη η έντονη οικοδομική δραστηριότητα εκ μέρους ιδιωτών που παρατηρείται στη Θεσσαλονίκη γύρω στα τέλη του |. αι. n.X., όπως επίσης και η άνθηση της λατρείας των Αιγυπτίων θεών στην ίδια πεpiodo®. Ανάλογη δραστηριότητα και ανάληψη παρόμοιου έργου από την πλευρά γυναικών προς τιµή της ανώτερης γυναικείας θεότητας, της Ἴσιδας, μαρτυρούν δύο ακόµη επιγραφές της Θεσσαλονίκης», Προφανώς n ανάµειξη γυναικών σε τέτοιου είδους έργα και αναθέσεις έχει άµεση σχέση µε την υπόσταση και τις λατρευτικές ιδιότητες της θεάς”. Στο λιτό κείµενο της επιγραφἠς δεν αναφέρεται 1, σοβαρότητα της φθοpas που είχε υποστεί το loelo ovte η φύση των εργασιών που ανέλαβε n αναθέτρια. Επίσης δεν αναφέρονται οι λόγοι που τις προκάλεσαν οὔτε το ύψος της δαπάνης, όπως άλλωστε συνηθίζεται σε ανάλογες περιπτώσεις”. Είναι, βέβαια, γνωστό ότι το συγκρότηµα του ιερού των αιγυπτιακών
23. L. Robert, «Les inscriptions de Thessalonique», RPh 48 (1974), 208. 24. Πρβλ. /G 129 (1. αι. π.Χ. /1. ar μ.Χ.), κίν. IX: ομοιότητες παρουσιάζουν οι εξἠς τύποι
γραμμάτων:
K,
IT, Q,
I,
ΟΥ.
25. BA. Ριζάκης, ό.π., 522 και σημ. 54-5, όπου και η σχετική
βιβλιογραφία.
26. IG 97 (του 23-2 π.Χ.), 102 (του 2. αι. μ.Χ.). Μόνο σε µία τρίτη επιγραφή, IG 103 (2. αι. μ.Χ.), αναφέρεται ως αναθέτης μίας παρόμοιας εργασίας ένας άνδρας, ο ἱερέας της
Ίσιδας Opyiac, Γ. Φολουῖνιος Οὐῆρος, ο οποίος «ἐπισκευάσας ἐκ τῶν ἰδίων ἀνέθηκεν»' BA. Κανατσούλης,
Μακεδονική 27. World, 28.
Π.. Συμπλήρωμα,
πόλις» (στο einig:
Βλ.
π.χ.
Leiden Βλ.
M. Sh.
1975,
σημ.
26.
K. 17
Heyob, xe.
Μακ. The
Θεσσαλονίκη
πόλις). Cult
of
1967, up.
1788
και του ιδίου, «H
Max εδονικά 5 (1963) 76, onu. 4. Isis
amone
women
in
the
Graeco-Roman
Από
τὴν κοινωνία
της
Θεσσαλονίκης
τῶν
αντοκρατορικών
χρόνων
1545
θεοτήτων εἶχε έντονη παρουσία στη θρησκεντική ζωή της αρχαίας πόλης επί έξι τουλάχιστον συνεχείς αιώνες και είναι εύλογο ότι η συντήρηση ή επισκευή τῶν πολυσύχναστων χώρων καθώς και η προσθήκη νέων τμημάτων ἦταν πολλές φορές απαραίτητη. Ἡ ανάγκη αυτή επιβεβαιώνεται από ανάλογα παραδείγματα επιγραφών διαφόρων περιοχών, όπως π.χ. του Δίου”. Τοπογραφικά στοιχεία ἢ άλλες σχετικές πληροφορίες δεν δίνονται στην επιγραφή. Ἡ παράλειψη αυτή μαζί µε την απουσία µιας συνθετικής μελέτης για το σύνολο τῶν ανασκαφικών δεδοµένων και τῶν ευρημάτων του τεμένους κάνουν ανέφικτη οποιαδήποτε προσπάθεια για ταύτιση του κτίσματος της επιγραφής
µε τα ἱερά που έχουν ανασκαφεί στο συγκρότηµα
αυτό της Θεσσαλονίκης. Οι δύο επόµενοι βωμοί, αρ. 2 και 3, αποκαλύφθηκαν τυχαία, το Σεπτέµβριο tov 1982, στη διάρκεια εργασιών της τεχνικής υπηρεσίας του Ο.Υ.Θ., µε σκοπό τη διάνοιξη τάφρου κατά µήκος της ΝΔ πλευράς της οδού Αρμενοπούλου και την τοποθέτηση αγωγών νερού. Οι βωμοί ἦταν εντειχισµένοι σε πρόβολο του ανατολικού σκέλους των τειχών». Βρέθηκαν σε απόσταση 15 μ. από τη διασταύρωση Appevoνοπούλου-Μελενίκου και σε βάθος 1 μ. από την επιφάνεια του καταστρώµατος της οδού (Σχ. 1). 2. To µνηµείο (Εικ. 2). O βωμός 9197, από γκριζόασπρο χοντρόκοκκο μάρμαρο, έχει τις εξής διαστάσεις: vy. 1,53 p., πλ. (σωζ.) βάσης-επίστεψης: 0,68 p., ορθοστάτη: 0,61 µ., βάθος (σωζ.) βάσης-επίσκεψης: 0,49 µ., ορθοστάτη: 0,465 p. Καλοδουλεμένες είναι οἱ τρεις πλευρές του, ενώ η τέταρτη έχει διαµορφωθεί µόνο µε το βελόνι. Αδρά δουλεμένη είναι και η πάνω επιφάνεια, που φέρει στο κέντρο τόρµο, διαστάσεων 0,07X0,07x0,06 μ. και ρηχό αυ29. A. Παντερμαλἠς, «Οἱ επιγραφές του Δίου», /loaxtıxa του Η΄ «Ἰιεθνούς Συνεδρίου Ελληνικής και Λατινικής Επιγραφικής, Αθήνα 1984, τόμ. Α΄ (στο εξἠς Παντερµαλής, 1984), 276. 30. BA. π.χ. X. Μακαρόνας, «Χρονικά αρχαιολογικά», Μακεδονικά 1 (1940), 464-5 και F. Dunand, Le culte d’Isis dans le bassin orientale de la Méditerranée, Il (Le culte d'Isis en Gréce), Leiden 1973, 53 κεξ. 31. Αντίθετα, στην περίπτωση της οἰκοδομικῆς επιγραφής του Δίου ta κτίσματα του κειµένου ταυτίζονται µε τα κτίσματα του ανασκαµµένου χώρου, βλ. παραπάνω σημ. 29.
32. J.-M. Spieser, Thessalonique et ses monuments du [Ve au Vle siècle. Contribution a l'étude dune ville paleochretienne, BEFAR 254, Paris 1984, εμβόλιμος χάρτης στο τέλος tov a’ κεφαλαίου, περίμετρος τειχών, σημ. 13 (o, 15). T. Βελένης. ό.π., 41-2. A.A. 37 (1982) Xpov., 280-1, riv. 182 β. Τοπογραφικό διάγραμμα-αποτύπωση five amò τη σχεδιάστρια του Μουσείου Μ. Βουλαλά.
1546
kiern
Τρακοσοπούλου- Ξαλακίδου
λάκι µολυβδοχόησης που φτάνει µέχρι την πίσω όψη. Τμήματα της βάσης και της επίστεψης του μνημείου µε τα αντίστοιχα μορφοπλαστικά-διακοσµητικά στοιχεία διατηρούνται µόνο σε µία από τις πλευρές, την αριστερή για το θεατῆ. Το πρόστυπο αέτωμα επιστέφεται µε τρία στρογγυλεµένα ακροκέραμα, Eva κεντρικό και δύο γωνιακά’ στο τύμπανο ασπιδίσκη. Ανάγλυφη διακόσμηση υπάρχει και στις τρεῖς πλευρές του ορθοστάτη. ‘Eva ηµίεργο ανάγλυφο ζωάκι, στραμμένο προς τα αριστερά, ato µέσο περίπου της πίσω επιφάνειας, ίσως δείχνει cite µία αρχική απόπειρα va λαξευτεί εδώ η κύρια παράσταση, είτε µία τελευταία διάθεση επαναχρησιµοποίησης του βωμού προτού εντειχισθείἰ. Η ανάγλυφη παράσταση. Στην πρόσοψη του μνημείου απεικονίζεται σκηνή κυνηγιού. Πάνω σε κανόνα», που εξέχει από την υπόλοιπη επιφάvera, έφιππη ανδρική µορφή καλπάζει προς τα Sela. O ἱππέας φορά χιtova και χλαμύδα που ανεµίζει πίσω του ψηλά υποδήµατα διακρίνονται στα πόδια του. To πρόσωπό του έχει aroxpovodei*. Με το αριστερό χέρι κρατά τα χαλινάρια του αλόγου, ενώ στο υψωμένο δεξί κρατούσε δόρυ, που αρχικά πρέπει να δηλωνόταν µε χρώμαδ. Κάτω από τα πόδια του αλόγου παριστάνονται
σκύλος
και αγριόχοιρος,
του οποίου
φαίνεται το µπρο-
στινό µέρος του σώματος. Μπροστά στο άλογο βωμός «που καίει», διακοσμημένος µε γιρλάνδα, και πίσω του δένδρο, στον κορµό του οποίου ελίσσεται φίδι, το απαραίτητο χθόνιο σύμβολο”. Στο µέσο των δύο πλάγιων πλευρών έχουµε κοινή παράσιαση: προτομή ανδρικής µορφής που πλαισιώνεται στο κάτω µέρος από γιρλάνδα, το αγα-
33. Ο κανόνας αποτελεί και το µόνο ανάγλυφο στοιχείο του «πλαισίου» της παράστασης' στο πάνω µέρος της δύο µικρές στρογγυλές τρυπανιές ορίζουν τα άκρα των νοη-
TOV γραμμών
του πλαισίου
0,49x 0,49 u. Για τον κανόνα
αυτού.
Έτσι
πρβλ. π.χ.
n σύνθεση
εντάσσεται
Mat. Schleiermacher,
σε τετράγωνο,
Römische
διαστ.
Reitergrabsteine.
Die kaiserzeitlichen Reliefs des triumphierenden Reiters, Bonn 1984, 252, ap. 126 και n. Asau-BeAévn, «[ππείς σε ανάγλυφους βωμούς από τη Βέροια», Μακεδονικά 23 (1983), 176. ap. 6, riv. 3 β και 177, αρ. 4, πίν. 4 β. 34. Για τον ιππέα στις περιοχές του ανατολικού ελλαδικού χώρου και γενικά της ελληνόφωνης ανατολής βλ. Ε. Pfuhl- Η. Möbius, Die ostgriechischen Grabreliefs 11, Mainz 1979,
310-314. 35. Συχνά o ιππέας παριστάνει τον ἰδιο to νεκρό, οπότε αποδίδεται µε φυσιογνωμικά
χαρακτηριστικά 37, σημ.
36. Πρβλ. 37.
και ανάγεται
3, όπου 5.
Dull,
archacologische
στη σφαίρα
και η παλιότερη
Pfuhl-Möbius, «Die Studien
0.7.,
Götterkulte 7,
1977,
137
του μύθου. Σχετικά
βλ. π.χ. Λαγογιάννη,
ό.π.,
βιβλιογραφία.
336, up.
1410, riv. 205.
Nordmakedoniens weg,
in
römischer
Zeit»,
Münchener
«ἰπό
τὴν κοινωνία
της
Θεσσαλονίκης
tor
αυτοκρατορικών
χρόνων
1547
πητό από την παλιότερη παράδοση φυτικό αυτό θέμα. Η γιρλάνδα αποτελείται από φύλλα δάφνης και άνθη στο µέσο της, ενώ διακοσµείται στα άκρα
µε ταινίες»Σ», Στην προτοµή περιλαμβάνεται µέρος του στήθους που καλύπτεται µε χιτώνα και ιµάτιο χωρίς να δηλώνονται µε σαφήνεια τα χέρια. Παριστάνεται, σε χαμηλό ανάγλυφο, νέος άνδρας µετωπικά. Το πρόσωπό του, ωοειδές, πλαισιώνεται από κοντά μαλλιά που χωρίζονται ελαφρά στη μέση και σχηματίζουν επάλληλες σειρές and απαλούς κυματισμούς που κατευθύνονται από την κορυφή προς τα εμπρός. H προιομή, µε την οποία ο καλλιτέχνης προφανώς αποσκοπούσε στη δηµιουργία του πορτραίτου του νεκρού, αποδίδει πιθανότατα κάποια φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του’ είναι όµως γενικά δύσκολο va ta διαγνώcoupe™®, επειδή η απόδοσή τους ακολουθεί το στυλ της εποχἠς (π.χ. διάταξη-απόδοση κόµµωσης, που γίνεται περισσότερο σχηματικά παρά πλαστικἀ, αμυγδαλωτά μάτια µε παχύ το πάνω βλέφαρο, ίρις δηλωµένη µε ελαφρή χαρακιά)Ώ, Στο συγκεκριµένο uvnpeio, ὁπου τα πρόσωπο έχουν υποστεί
µικροφθορές
και αποκρούσεις,
κυρίως
στη
μύτη
και
το στόμα.
η
δυνατότητα διάκρισής τους γίνεται φυσικά ακόµη δυσκολότερη. Ο τύπος της προιοµής που φέρεται απὀ γιρλάνδα είναι σπάνιος στη Μακεδονία λιγότερο σπάνια φαίνεται να απαντά σε βωμούς και ανάλογα ταφικά µνηµεία των νεκροπόλεων της Ρώμης! και της Μ. Ασίας", Αντίθετα, η παράσταση του ιππέα και του κυνηγιού, θέµα γνωστό και πολυσυζητηµένο, είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο αυτή την περίοδο και επανα-
38. Ol μικρές τρυπανιές στο μυχό των φύλλων,
διών του δένδρου στην παράσταση του σχεδίου. 39.
Λαγογιάννη,
ό.π.,
89-91
τόσο της γιρλάνδας 600
της πρόσοψης, και
M.
χρησίµευαν
και των κλα-
ως βοηθητικά
Λαγογιάννη-Γεωργακαράκου.
στοιχεία
«Μακεδονική
ταφική στήλη», Μακεδονικά 25 (1985-86), 114-115. 40. Λαγογιάννη, ό.π., 43-44 και 59-69. Ας σημειωθεί ότι η κόμμωση στο πορτραίτο της ανδρικής µορφής ακολουθεί ένα γενικό σχήμα και θυμίζει παλιότερα καραδείγµατα, π.χ. την κόµµωση
του ιππέα της ταφικἠς στήλης
χρονολογείται στην σημ. 2, 3, πίν, 4. 41.
Πρβλ.
ἐποχή
Λαγογιάννη,
του
Τραϊανού
ό.π.,
βλ.
6937 του Μουσείου Θεσσαλονίκης
Λαγογιάννη-Γεωργακαράκου,
ό.π..
που
113,
42.
42. D. E. E. Kleiner, «Roman Imperial funerary altars with Portraits», Archaeologica 62, Roma 1987, 112, ap. 10 (50 μ.Χ.), riv. VII. 4 170 κεξ.. ap. 49 (95-110 μ.Χ.), πἰν. XXXI. 3° 246, ap. 108 (135-150 u.X.), xiv. LXI. 3. Diet. Boschung. «Antike Grabaltàre aus den Nekropolen Roms», Acta Bernensia X, Bern 1987, 24, αρ. 649 και 660, riv. 16, 19. 43.
311
Pfuhl-Möbius,
ό.π.,
508-9,
και 522, up. 2182 (Φρυγία.
520,
ὑστερων
αρ.
2170
(Λυκία,
αυτοκρατορικών
1. αι.
π.Χ.
χρόνων).
1.
αι.
niv. 312.
μ.Χ.).
riv.
1548
1: λένη
Toaxononorkor-Lalaxidov
λαμβάνεται σχεδόν πανομοιότυπα ota ταφικά μνημεία των βόρειων κυρίως και
ανατολικών
περιοχών
του
ελληνόφωνου
κόσμου".
Τα παραπάνω δεδοµένα σε συνδυασμό µε το χαμηλό έως πρόστυπο ανάγλυφο δεν επιτρέπουν αναλυτικές στυλιστικές παρατηρήσεις. Ωστόσο τα γενικά χαρακτηριστικά στην πλαστική απόδοση, κυρίως όµως η µορφή του ιππέα που συγγενεύει σε µεγάλο βαθµό µε τον ιππέα της επιτάφιας στήAng 3910 του Μουσείου της Κωνστοντινούπολης, παραπέµποιν σε μνημεία του τέλους του 2. αι. μ.Χ. ἡ των αρχών του 3. αι. p.X.®. Η επιγραφή. Στα ἴδια χρονολογικά πλαίσια οδηγεί και η παλαιογραφία της τρίστιχης επιγραφής, που είναι χαραγμένη στον ελεύθερο χώρο πάνω και κάτω από το ανάγλυφο πεδίο της πρόσοψης. Ύψος γραμμάτων: 0,040,048 pu. Διάστιχο 0,01 μ. Η επιγραφή έχει ως εξής: M(doxo;)
Ovageinog
Εὔο-
dos αὐτῷ
Cov folium folium
O Μᾶρκος Οὐαρείνιος Εὔοδος δεν αναφέρεται στις μέχρι τώρα γνωστές επιγραφές της Θεσσαλονίκης. To praenomen και το σπάνιο gentilicium του νεκρού τον συσχετίζουν µε την οικογένεια των Varinii, Ρωμαίων εμπόpov
(negotiatores),
που,
σύμφωνα
µε τις επιγραφές,
ῆταν
εγκατεστημένοι
στη Θεσσαλονίκη τον 2. και τον 3. αι. μ.Χ... Μέλη της gens αυτής διακρίθηκαν στο ανώτερο αξίωμα του πολιτάρχη πριν από το 212 μ.Χ.", Τα πε44. TOUPE
Συγγενικὴ σε αρκετά
παράσταση επιτάφια
µε auth
μνημεία
του
της
βωμού
του
ίδιας περιόδου
Μουσείου από
τον
Θεσσαλονίκης
συναν-
βορειοανατολικό
χώρο’
πρβλ. π.χ. Pfuhl-Möbius, ό.π., 336, αρ. 1410 (Κοστάντζα, 2./3. αι. μ.Χ.), riv. 205, αρ. 1412 (Κωνσταντινούπολη, αρχές 3. αι. μ.Χ.), πἰν. 205 και 337, αρ. 1415 (Bapva, 2. αι. μ.Χ.). riv. 206. Αδάµ-Βελένη, ό.π., 175, 181 (αρ. ευρ. 46, µέσα 2. αι. μ.Χ.), riv. 2 β. Λαγογιάννη, ό.π., 207, ap. 154
(εποχής Αδριανού) και Θ. Ριζάκης - I. Τουράτσογλου,
ἔπιγρα-
φές ‘Avo Μακεδονίας, τόμ. Α΄, Αθήνα 1985, 122, αρ. 127 (2.-3. αι. μ.Χ.), riv. 48. 45. Pfuhl-Möbius, ό.π., 336, αρ. 1412 (αρχές 3. αι. μ.Χ.), xiv. 205. Βλ. επίσης κροηγούµενη
σημείωση.
46. IG 37 στ. 8: 127 στ. 4, 6' "208 στ. 6, 7° 261 στ. 14° 505 or. 1° "981: πρβλ. Ριζάκης, ό.π., 516. Varinii μαρτυρούνται και στους Φιλίππους: P. Lemerle, «Inscriptions de Philippes», BCH 1935, 156, ap. 52, και 794, αρ. 1045: επίσης στη Θάσο βλ. Chr.
περιοχή Δράμας (Δοξάτο): M. Δήμιτσας, ό.πτ., Dunant - J. Pouilloux, «Recherches sur l'histoire
et les cultes de Thasos II», Erudes Thasiennes V. Paris 1958, 76 κεξ.. ap. 185 (πρώιμη avtoKputopıcn περίοδος), SEG 29 (1979), 775 (1. αι. μ.Χ.) και στη Θράκη: SEG 24 (1969), 844 (1. 12. αι. μ.Χ.).
Για
το ὄνομα
BA. Schulze, ό.π., 248.
47. 1G 127 στ. 6. 7: Μ. Oüupivios--.
K. Οὐαρείνιος
Κοσμιανός.
‚Ind τὴν κοινωνία της Θεσσαλονίκης
των ατοκρατορικών
χρόνων
1549
ριορισμένα στοιχεία που διαθέτουμε και κυρίως το cognomen tov vexpou®, γνωστό and τις επιγραφές της πόλης, ὀχι όµως μεταξύ των Varinii, δὲν επιτρέπουν να προχωρήσουμε σε συγκεκριμένη προσωπογραφική ταύτιση HE κάποιον από τους γνωστούς αυτούς Ρωμαίους. Παράλληλα µε τα ἴδια κριτήρια ---και Ιδιαίτερα το cognomen—
δεν µπορεί να αποκλεισθεί
το εν-
δεχόµενο ότι επρὀκειτο για ένα απελεύθερό τους. Η περίπτωση του αναθέτη που, όντας ζωντανός, παραγγέλει το πορτραίτο του σε ένα ταφικό μνημείο είναι συνηθισμένη και έχει ανάλογα παραδείγματα τόσο στο μακεδονικό χώρο όσο και αλλού, 3. Το µνηµείο (Εικ. 3). O βωμός 9198, από άσπρο μάρμαρο, έχει τις ακόλουθες διαστάσεις: Ly. 1,36 p., πλ. (σωζ.) βάσης-επίστεψης: 0,69 μ., ορθοστάτη: 0,58 μ. βάθος (σωζ.) βάσης-επίστεψης: 0,58-0,60 μ., ορθοστάτη 0,51 p. Το μνημείο χαρακτηρίζεται από απλή αρχιτεκτονική διάρθρωση, κυρίως ως προς τη διαµόρφωση της βάσης, µε εξαίρεση την επίστεψη, όπου ο διάκοσμος δείχνει µία περισσότερο προσεγμένη καλλιτεχνική διάθεση: n ασπιδίσκη των αετωµάτων πλαισιώνεται από ανάγλυφους μηνίσκους, που διακοσμούν και τα πλάγια ακρωτήρια του αετώματος της κύριας όψης. Ἡ πάνω επιφάνεια αδρά δουλεµένη, όπως και η πίσω, διασώζει στο κέντρο υπόλειμμα µολυβδοχόησης, διαμέτρου 0,035 u. Ρηχό αυλάκι ἔεκιγάει από τον τόρµο και καταλήγει στην πίσω πλευρά. Στην πρόσοψη πλαίσιο από ταινία και κοιλόκυρτο κυµάτιο ορίζει την ενεπίγραφη επιφάνεια που κατέχει χώρο διαστάσεων 0,47 u.x0,38 p. H επιγοαφή.
48. Στη
Τα γράμματα
Θεσσαλονίκη
εἶναι
της εξάστιχης
γνωστοί
άλλοι
δύο
επιγραφἠς
Ρωμαίοι
έχουν
πολίτες
µε
χαραχθεί
το
ελληνικό
cognomen Εὔοδος: 16 110 στ. 9 (2. αι. μ.Χ.) και 542 στ. 2 (πριν το 249-50 μ.Χ.). Το όνομα το συναντούμε και σε µία τρίτη επιγραφἡ της Θεσσαλονίκης χωρίς να δηλώνονται praenomen και gentilicium: /G 312 στ. 1 (2. αι. μ.Χ.). Στο θηλυκό γένος (Εὐοδία) μαρτυρεῖται στη Βέροια, βλ. A. B. Tataki, Ancient Beroea. Prosopography and Society, Athens 1988, 156, ap. 485 (μέσα 2. αι. μ.Χ.). Το όνοµα Εὔοδος απαντά και σε άλλες περιοχές της EAAGδας, όπως στην Αττική: SEG 12 (1955), 116 στ. 44 (µέσα 2. αι. μ.Χ.) και SEG 34 (1984), 130 (160/170 μ.Χ.), στην Αρκαδία: σιά του
Αιγαίου
και την
SEG
Κυρηναϊκή:
31 (1981), 347 στ. 21 (250 μ.Χ.) και σε πολλά vnΡ.
M.
Fraser-E.
Matthews,
personal names, Oxford 1987, τόμ. 1, s.v., όπου και οι πηγές.
A Lexicon
of
Μαρτυρείται ακόµη
greek
σε πε-
ριοχές της Μ. Ασίας, όπως π.χ. στην Καρία, βλ. π.χ. SEG 2 (1925), 556 στ. 11 (1. αι. μ.Χ.) και στην Παμφυλία: SEG 6 (1932), 702. 49. Ta επιγραφικά παράλληλα, όπως εἰναι γνωστό, είναι πολυάριθμα. Για pia γενική θεώρηση
βλ. π.χ.
Λαγογιάννη,
ό.π.,
34-5, σημ.
1.
1550
Eiérn
Toaxonosordor-Lalaxidon
με µία τάση απόδοσης πρωϊμότερων τύπων. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα τὸ Ζ που ἐχει κάθετη tn μεσαία κεραία αντί πλάγια, καθώς o χαράκτης μιμείται έναν αρχαιότερο, ελληνιστικό, τύπο. Ύψος γραμμάτων: 0,035 μ. Διάστιχα: 0,002-0,0025 pu. Στίξη τριγωνικού σχήματος στις περισσότερες λέξεις. Κόκκινο χρώμα διατηρείται µε σαφήνεια σε πολλά γράμματα. Η επιγραφή µε βάση το σχῆμα των γραμμάτων µπορεί να χρονολογηθεί κατά προσέγγιση στον 2. αι. μ.Χ. Ἀειωνίῳ Aifovtim Iliotw τῷ ar-
ὁρὶ Φλαβία Ζωσίµη µνείας χά-
ow και ἑαυτὴ ζῶσα folium folium folium Ta πρόσωπα της επιγραφής αυτής δεν µας είναι γνωστά από παλιότεpes επιγραφές της Θεσσαλονίκης. Το όνοµα γένους Αἱβούτιος συνδέει τον νεκρό µε τη γνωστή οικογένεια των Ρωμαίων εμπόρων (negotiatores) Aevutii που είναι εγκατεστημένοι cin Θεσσαλονίκη το 2. ar. p.X.™. Σε αντίθεση µε το προηγούμενο, το όνοµα γένους Μειώνιος µαρτυρείται τόσο στη Θεσσαλονίκη όσο και στη Μακεδονία για πρώτη φορά. To όνομα είναι σπάνιο και στον υπόλοιπο ελληνικό χώρο, and όσο τουλάχιστον μπόρεσα να ελέγξω. Κειώνιοι αναφέρονται π.χ. σε επιγραφές της Μυτιλήνης και της Πάρουδ'. Στη Θεσσαλονίκη αποτελούν, όπως φαίνεται, µία νέα οικογένεια
εμπόρων.
Η παράθεση δύο ονομάτων γένους στον ονοματολογικό τύπο ενός προσώπου, όπως στην περίπτωση του Δειωνίου Aißovriov, δεν είναι κάτι ασυνήθιστο στις επιγραφές της Θεσσαλονίκηςδ. Η πιθανότερη ερμηνεία SO. 1G *241
σης
Schulze,
A Il στ. 3 και "809 στ. 1. Πρβλ.
ό.π.,
67,
110,
Ριζάκης, ό.π., 516. Για το ὀνομα
BA. eni-
279.
51. a) /G X II, Suppl. 47 στ. 1 από τη Μυτιλήνη ([Knlıwvio) και β) /G X II 5, 143 µε add. o. 309 uno την Πάρο (M. [Κ.]ειώνιος Φιλάργυρος). To gentilicium απαντά καὶ στην Κύπρο
(Σαλαμίνα):
SEG
30 (1980),
1644 (περίοδος
Αντωνίνων-Σεβήρων)
και βορειότερα
στη Δαλματία BA. C /L 3, Suppl. 1, 2, 10070 ad. n. 3059. 52, BA. π.χ. /G S61 στ. 2: Αίλιος Πετρωνιανὸς Λύκος ᾿Αδόλις (3. αι. p.X.) 215 στ. 8: Φλάβιος
Αἴλιος
Αὐρήλιος
Τερεντιανὸς
Κλαυδιανὸς
᾿Ασκληπιακὸς
(πριν to 206-7 u.X.)
τα μέσα του 3. αι. μ.Χ.)' 177 στ. 7: Φλαβία 164
στ.
14:
Φλαβία
Αἰλιανὴ
Σενπρωνία
(πριν από
to 244-5
202 σι. 4: Αἴλιος
μ.Χ.)
236 στ.
Κατίνιος
Κλαυδία Σιλβανὴ (250 u.X.)
᾿Αρτεμιδώρα
(240-250
u.X.).
Λέων
5: Αὔιος (πριν από
159 στ. 12 και
ad
την κοινωνία
της
Θεσπαλονίκης
των
avroxoatooixay
χρόνων
1551
εἶναι ότι οἱ πρόγονοι του νεκρού ανήκαν και στις δύο οικογένειες, δηλ. των Αἱβουτίων και των Κειωνίων. Το ελληνικό cognomen Πίστος, που φέper ο νεκρός, μαρτυρείται στις μακεδονικές επιγραφέςδ. Η συσχέτιση του Κειωνίου Αἱβονυτίου µε τους γνωστούς Αἱβουτίους από τη Θεσσαλονίκη και πολύ περισσότερο την Αμφίποληδ και τη ρωμαϊκή αποικία της Πέλλαςδὃ µε τα δεδοµένα που έχουµε θα ήταν παρακινδυνενμένη. Ὅσον αφορά τη σύζυγό του, Φλαβία Ζωσίμη, τα συνηθισμένα ονόματά της (γένους και cognomen) δεν προσφέρονται για παρατηρήσεις κοινωνικής
φύσηςδα. Οι βωμοί ap. 4 και 5, που ακολουθούν, περισυνελέγησαν το φθινόπωρο του 1982 µετά τη διάνοιξη μεγάλου οδικού κόμβου, που έγινε στη συμβολή των οδών Ay. Δημητρίου- Αθηνάς και είχε ὡς αποτέλεσµα την καταστροφή ενός σημαντικού τμήματος του ανατολικού περιβόλου των τειχών. Στα 1980, στην ίδια περιοχή, είχε προηγηθεί µία μικρότερης κλίμακας καταστροφή του τείχους που προκλἤῆθηκε από τις εκσκαφικές εργασίες του Ο.Υ.Θ. για την τοποθέτηση σωλήνων. Τότε για πρώτη φορά είχε επισηµανBei το απότµηµα του βωμού αρ. 5, εντειχισµένο σε πρόβολο του τείχους7. Για τον άλλο βωμό, ap. 4, δεν υπάρχουν συγκεκριµένα στοιχεία ανεύρεσης. Η θέση προέλευσης των δύο αυτών μνημείων ταυτίζεται µε τη θέση του τουρ-
53. Απαντά
στη
Βέροια;
Tataki, ό.π., 254, ap.
1075
(3. αι. μ.Χ.), 388. Το όνοµα
oto
θηλυκὸ γένος (Πίστη) το βρίσκουμε στη Θεσσαλονίκη: 20 536 στ. 2 (2./3. αι. μ.Χ.) καθώς και στη Χαλκιδική, στη γειτονική ρωμαϊκή αποικία της Κασσανδρείας: Δήμιτσας, ό.π., 629-630, αρ. 751° πρβλ. A. Σαµσάρης, «H ρωμαϊκή αποικία της Κασσανδρείας», “ωδώνη 16 (1987) [στο εξής Σαµσάρης, 1987], 410, αρ. 85 (από την περιοχἠ του Ay. Μάµαντα). Το όνοµα Πίστος μαρτυρείται επίσης στη Θράκη, βλ. π.χ. SEG 1 (1924), 330 A στ. 79 (138 μ.Χ.), στη
Μοισία;
SEG
2 (1924), 457 στ. 5 (2. αι. μ.Χ.) και σε αρκετά νησιά
του Αιγαίου; Fraser-Matthews, ό.π., s.v., όπου και οι επιγραφικὲς µαρτυρίες. 54. SEG 32 (1982), 631. 55. A.
Κανατσούλης,
56. A. Σαμσάρης, της στη
ρωμαϊκή
M.
Π.
«Ατομικές
επαρχία
της επαρχίας», Μακεδονικά
Συμπλήρωμα,
χορηγήσεις
Μακεδονία.
Ἱ. Η
ό.π.,
της
1528.
ρωμαϊκής
περίπτωση
χάρτης
(σ. 25), λίγο
και
της Θεσσαλονίκης
26 (1987-8) [στο εξής Σαµσάρης,
57. Spieser, όὀ.π., εμβόλιμος
πολιτείας
η διάδοσή
πρωτεύουσας
1987-88], 329-332.
βορειότερα
από ann.
18 της περι-
μέτρου των τειχών, δηλ. βορειότερα από την Ay. Δημητρίου και τη θέση της Νέας Χρυσὴς Πύλης, Βλ. επίσης II. Θέμελης, «H σαρκοφάγος του Τιβερίου Κλαυδίου Λύκου βουλευτού», Μακεδονικά 5 (1961-3), 438, σημ. 2, 3. A.A. 37 (1982) Χρον., 280, όπου υπάρχουν
ὅμως
αρκετά
τυπογραφικά
λάθη.
1552
lern
Toaxonorordor-Lalaxidon
κικού ορφανοτροφείου, αργότερα σχολείου, Ισλά-Χανέ. που κατεδαφίστηκε µετά τους σεισμούς του 197858. 4. To µνηµείο (Εικ. 4). O βωμός 9202 διαφοροποιείται από τους υπόλοιπους ως προς τη λιτή µορφή και το μικρό μέγεθος. Mapuapo άσπρο. Διαστάσεις vy. 0,78 µ., πλ. ορθοστάτη (κάτω) 0,295 μ., (πάνω) 0,28 p., επίστεψης (σωζ.) 0,32 μ., βάθος 0,25 μ. Το uvnpeio απαρτίζεται από ένα πεσσόμορφο λίθο pe ελαφρή µείωση προς τα πάνω. Or τρεις πλευρές του δεν έχουν ιδιαίτερα λεία επιφάνεια, ενώ η πίσω και η πάνω επιφάνεια είναι αδρά δουλεμµένες. Στοιχεία βάσης δεν διατηρήθηκαν. Το κάτω µέρος της επίστεψης, που τμήμα της σώζεται µόνο στην αριστερή πλάγια πλευρά, διαμορφώνεται από επάλληλες ταινίες και κυµάτιο, ὅπως και στα υπόλοιπα μνημεία. Στο κέντρο της πάνω επιφάνειας υπάρχει τόρμος κυκλικής τοµής, διαμέτρου 0,13 μ. και βάθους 0,02 μ. Η επιγραφή. στίχων,
συνολικού
Ἡ
κύρια ύψους
όψη
(A) του
μνημείου
φέρει
επιγραφή
πέντε
0,37 μ.
O πρώτος στίχος απέχει από την ταινία της επίστεψης 0,08 p. Στενό περιθώριο τηρείται δίπλα στον αριστερό κρόταφο του βωμού. Ύψος ypapμάτων:
0,035-0,04
μ. (μέγιστο
διάστιχα: 0,03-0,04 u. Οι τύποι των γραμμάτων 2. αι. μ.Χ.
ύψος
της
κάθετης
εντάσσουν
κεραίας
χρονολογικά
του
®:
0,08
την επιγραφή
μ.),
στο
᾿Εωμαῖς casa τῷ dbeἀφῷ wre ia: χάριν folium Τα πρόσωπα της επιγραφῆς δεν μαρτυρούνται σε άλλες επιγραφές της πόλης. O ονοµατολογικός τους τύπος δείχνει ότι δεν είχαν αποκτήσει τη ρωμαϊκή πολιτεία. H έλλειψη μάλιστα πατρωνυμικού δείχνει ότι δεν ήταν peregrini, αλλά δούλοιδ. Τα ονόματά τους απαντούν σε επιγραφές 58, Β. Δημητριάδης, Τοπογραφία της Θεππαλονίκης κατά την εποχή της Tovoxoxoatias, Θεσσαλονίκη 1983, 90-1. 59. BA. F. Papazoglou, «Notes sur la formule onomastique dans la Macédoine romaine:
a propos
de
la «Prosopographie
Macédoine»
de
D.
Kanatsoulis»,
Ziva
Antica
5
«πό
τὴν κοινωνία
της
Θεπσαλονίκης
τῶν
αὐτοκρατορικών
χρόνων
1553
της
Μακεδονίας και της Θράκης, αλλά και άλλων περιοχώνᾶα!. Χαρακτηριστικό εἶναι το φαινόμενο ότι στη Θεσσαλονίκη του 2. αι. μ.Χ. σε µία οικογένεια μπορούν να χρησιμοποιούνται µε την ίδια ευχέρεια τόσο ένα ελληνικό θἐεοφόρο όνοµα (΄'Εομαῖς) 600 και Eva θρακικό (Ae ζάλας9". Στην αριστερά πλάγια πλευρά (Β) του μνημείου υπάρχει τµήµα επι-
γραφῆς
από
ΙΟΥ:
άλλη
Τα γράμματα, 5.
To
µνηµείο
χρήση πρόχειρα (Εικ.
5).
χαραγμένα, Απόιμημα
έχουν ύψος: 0,04-0,07 p. βωμού,
9203,
από
Ὑγκριζόασπρο,
χοντρόκοκκο μάρμαρο. Διαστάσεις: by. 1,48 µ., πλ. ορθοστάτη: 0,67-0,73 μ., πάχ. 0,23-0,27 μ. Το τµήµα αυτό διασώζει τη µία πλευρά, πιθανώς την κύρια όψη, που έχει αποκοπεί από το αρχικό uvnieio σε όλο τῆς το ύψος. Η επιφάνειά (1955), 350-72 (µε γαλλική περίληψη)’ κρβλ. Tataki, ό.π., 468, σημ. 299, όπου η σχετικἠή βιβλιογραφία. 60. Το όνομα Διζάλας αναφέρεται και σε ἀλλη µία επιγραφή της Θεσσαλονίκης, που βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη (Αρχ. Μουσείο, αρ. 258, εκοχής Αδριανού): BCH 25 (1901), 318, ap. 18 (= Λαγογιάννη, ό.π., 208, ap. 154, όπου και η σχετικὴ βιβλιογραgia). Επίσης απαντά στη Χαλκιδική (Διζάλης Ζεικπύρωνος) σε επιγραφή της Κασσανδρείας (απὀ την περιοχή Ολύνθου), βλ. π.χ. Μακεδονικά 9 (1969), 186, ap. 123 (= A. Σαμσάρης, 1987, 403, ap. 34): πρβλ. Bull. Epigr. 1970, 371. Το όνομα Διζάλας θεωρείται θρακικό απὸ τον D. Detschew, Die thrakischen Sprachreste, Wien 1957, 133. Για τις επιγραφές της Θράκης στις οποίες αναφέρεται το όνομα βλ. π.χ. G. Mihailov, /GBulg. IV, 287 κεξ., ap. 2338 (1. αι. μ.Χ.) και 293, αρ. 2341. Το κύριο ὀνομα Ἑρμαῖς μαρτυρείται στη Βέροια; Tataki, ό.π., 151, ap. 451 (120-140 μ.Χ.), 474 (σημ. 315), 494, στην Έδεσσα: Δήμιτσας, ό.π., 47, αρ. 31 και στη Θάσο: /G XII 8, 472. Στη Θεσσαλονίκη απαντά το αρσενικό Ἑρμᾶς: IG 400 στ. 1 (2. αι. μ.Χ.), 511 (2. /1. αι. μ.Χ.), που το συναντούμε επίσης στη Βέροια: Tataki, ό.π., 151, ap. 453 (2. /1. αι. μ.Χ.) και στη Θήσο (ota αυτοκρατορικά χρόνια): IG XII 8, 464, 488 στ. 1-2. 61. Το όνοµα Ἑρμαῖς μαρτυρείται επίσης στην Αττική, βλ. /G HI, 1, 1280 a add. (2. αι. μ.Χ.), σε μερικά
νησιά του Αιγαίου
s.v. (όπου οι πηγές) καθώς επίσης και στη 736
στ.
3 (αυτοκρατορικών
62. Για τη χρήση
και στην
Κυρηναϊκή:
Fraser-Matthews,
Μ. Ασία, π.χ. τη Λυκία, βλ. SEG
ό.π.,
17, 1960,
χρόνων).
των θεοφόρων ονομάτων ὡς ανθρωπωνυµίων ιδιαίτερα arò δούλους
και αχελευθέρους βλ. F. Papazoglou, «Deorum nomina hominibus imposita», Zbornik Filozofskoj Faculteta (Recueil de travaux de la Faculté de Philosophie, Beograd), 14 (1979), 7-16, όπου και βιβλιογραφία. Βλ. exions Tataki, ό.π., 387 (onu. 378) και 417-19 (σημ. 34-40). Ta θηλυκά υὑποκοριστικά ονόματα σε -1¢ αναφέρει n A. Παναγιώτου, «Μερικές περικτώσεις ὑποκορισμού
σε επιγραφές της αρχαίας
Μακεδονίας»,
ληνική Γλώσσα (Πρακτικά της 5. ετήσιας συνάντησης του τοµέα Φιλοσοφικής Σχολἠς του Α.Π.Θ., 2-4 Μαΐου 1984), Θεσσαλονίκη
Μελέτες για
την
Ελ-
Γλωσσολογίας 1985, 17.
της 98
1554
Ελένη
Toaxononarlor- Σαλακίδου
της πλαισιώνεται από ταινία και κοιλόκυρτο κυµάτιο. Παρόμοιο πλαίσιο κοσμούσε αρχικά και τις πλάγιες πλευρές. Δεν έχουν διατηρηθεί στοιχεία της βάσης και της επίστεψης. H επιγραφή. Είναι χαραγμένη στο πάνω µισό της σωζόµενης πλευράς και σε δεύτερη τουλάχιστον χρήση, όπως φανερώνουν και τα ίχνη ypapµάιων που διακρίνονται κάτω από αυτήν. Αποτελείται από πέντε στίχους συνολικού ύψους 0,21 pu. O πρώτος απέχει 0,0018 μ. από την ταινία του πλαισίου. Περιθώριο πλάτους 0,025 u. τηρείται δίπλα στην αριστερή πλευρά. Στα γράμματα διακρίνει κανείς αµέσως µία έντονη καλλιγραφική τάση. Έχουν ακρέµονες. ύψους 0,028-0,035 p. (μέγιστο ύψος της κάθετης κεραίας του Φ: 0,0055 μ.) και διάστιχα 0,0 5-0,003 μ. Στίξη υπάρχει ανάµεσα στις λέξεις, αλλά και σε πολλά σηµεία ἀνάμεσα στις συλλαβές. Το σχήμα των γραμμάτων επιτρέπει τη χρονολόγηση της επιγραφής στον 2. αι. μ.Χ. Τ. Φουλκίνιον
Σέλω-
να
“Πσυχο:
Φουλκίνιοι
"Ησυχία Φουλκινία τὸν πατέρα κα-
5 τὰ διαθήκην folium
avis
Κριτικές παρατηρήσεις. Στ. 2: σώζεται n κάθετη ζόντιων
κεραιών
τετραγώνου
κεραία και οἱ αρχές
τῶν δύο ορι-
Σ.
Κατά την αυτοκρατορική περίοδο Φουλκίνιοι μαρτυρούνται σε επιγραφές αρκετών πόλεων και περιοχών της Μακεδονίας, όπως των Στόβων», της Βέροιαςδ και της Θάσουδὸ Σε επιγραφή της Θεσσαλονίκης αναφέ63. Κανατσούλης, Μ. Π., ό.π., αρ. 1466. 64. Tataki, ό.π., 299, ap. 1334-1338 (2. αι. μ.Χ.), 394, 442 και 443, σημ. 174. Το ενδεχόμενο να είναι οἱ πολίτες τῶν µμακεδονικών πόλεων (Βέροιας, Θάσου και Θεσσαλονίκης)
απόγονοι Ελλήνων, στους οποίους είχε απονεμηθεί η ρωμαϊκή πολιτεία από τον Tania του πρώτου ανθυπάτου της επαρχίας L. Fulcinius το 148 π.Χ. (βλ. Θ. X. Σαρικάκης, Ρωpaio: άρχοντες της επαρχίας της Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 1971, I (148-27 π.Χ.), 169) θα πρέπει, κατά τη γνώµη µου, να αποκλεισθεί’ η άποψη αυτή, που φαίνεται να υιοθετεί η Tataki, ό.π., 442, 443, onu. 174, θα προὐπέθετε χορήγηση πολιτικών δικαιωμάτων σε πολύ πρώϊμη εποχἠ, κάτι που στην ιστορία της πολιτογραφικῆς πολιτικής τῶν Ρωμαίων είναι
εξαιρετικά
σπάνιο.
65. IG XII 8, 506, Journal des Savants
στ. 1,
1959,
83
Dunant-Pouilloux, ό.π., κεξ.
index
5.ν.' πρβλ. Η. G. Pflaum,
clad
τὴν xoweoria
της
Θεσσαλονίκης
των
αυτοκρατορικών
χρόνων
1555
ρονται εδώ για πρώτη φορά. Όπως δείχνει και η εξάπλωσή τους στα διάφορα αυτά σηµεία τῆς επαρχίας, ανήκαν στους Ρωμαίους ἐμπόρους (συμπραγματευομένοι, negotiatores) της. O Τίτος Φουλκίνιος Σίλων, ο νεκρός στον οποίο έχει ανατεθεί το µνηµείο, θα μπορούσε «εκ πρώτης όψεως» να ταυτιστεί µε τον Φουλκίνιο Σείλωνα, Ύιο του Φουλκίνιου Βάσσου και της Ποπιλλίας Ελπιδίας, γνωστής οικογένειας που dpa στη Βέροια τον 2. αι. μ.Χ... Ωστόσο την ταύτιση των δύο αυτών προσώπων κάνουν αμφίβολη οι παρακάτω διαπισιώσεις: a) Από το όνοµα του Φουλκίνιου Σείλωνα της Βέροιας λείπει το pracnomen, B) ta cognomina των παιδιών του Φουλκινίου Σίλωνα της Θεσσαλονίκης είναι "Hovxos και "Hovyia και όχι Βάσσος και Ελπιδία, όπως θα πεpipeve κανείς, εάν επρόκειτο για το ίδιο πρόσωπο και Υ) την προσωπογραφικἠ ταύτιση δυσκολεύει το γεγονός ότι αγνοούμε την οικογενειακή κατάσταση του Βεροιέως Φουλκινίου. To cognomen Σίλων, ελληνικό ὀνομαδὸ, απαντά στη Θεσσαλονίκη σε µία ακόµη αδηµοσίευτη επιγραφή, που αναφέρεται στην οικογένεια των Ατελλίωνδ. Πέρα από τη Μακεδονία, άλλο ένα παράδειγµα παραδίδεται σε επιγραφή της Κρήτης του I. ar. p.X.% Γενικά όμως στην ελληνόφωνη Ανατολή δεν χρησιµοποιείται συχνά αὐτῇ την εποχή. Το όνοµα του νεκρού είναι σε αἰτιατική πτώση αντί σε δοτική, περίπτωση όχι ασυνήθιστη στις επιτάφιες επιγραφές!. Τα cognomina "Ησυχος και ᾿Ησυχία δεν μαρτυρούνται στις μακεδονικές επιγραφές, ενώ την ίδια περίοδο συνηθίζονται αλλού, όπως π.χ. σε νησιά του Αιγαίου και την Κύπροῖὲ. Γνωστή είναι σε επιγραφές του 2. αι. μ.Χ. 66. Schulze, ὀ.π., 169 67. Βλ. παραπάνω σημ. 64. 68. Πρόκειται προφανώς για το ελληνικό όνοµα Σίλων που μαρτυρείται στην κλασική και ελληνιστική εποχή σε διάφορες ελληνικές περιοχές, όπως π.χ. στην Εύβοια (Στύρα) τον 5.αι. π.Χ.: Ισ ΧΙ! 9. 56 ot. 362, στην Αττική των 4. αι. π.Χ.; /G 113, 4423 [= SEG 31 (1981), 176 (400-375 π.Χ.)] και στην Axala (Αίγιο) τον 3. αι. π.Χ.: SEG 13 (1956), 278 στ. 7 (250/200 π.Χ.). Για το λόγο αυτό δεν µπορεί va εὐσταθεί η άποψη της Tataki, ό.α., 398, που συγκαταλέγει το όνοµα Σείλων μεταξύ των ρωμαϊκών ονομάτων της Βέροιας στο διάστηµα από τον 1. έως τον 3. αι. μ.Χ. παραπέμποντας στον I. Kajanto, «The latin cognomina»
(:Societas Scientiarum
Fennika,
36.2), Helsinski
1965,
pei to ὄνομα Silo ὡς «probably a greek loan-word». 69. AE Μουσείου Θεσσαλονίκης 11343. (A. ᾽Ατέλλιος κών χρόνων. 70. Fraser-Matthews, ό.π., s.v πι. BA. π.χ. IG 504 (2./3. αι. μ.Χ.). 72. Fraser-Matthews, 0.7., 9.ν.
237 ο οποίος,
ωστόσο
θεω-
Σείλων), των αυτοκρατορι-
1556
Mer
Ἱ υακοσοπούλου- Σ᾽ αλακίδου
και η φράση «κατά διαθήκην» που απαντά στο παραπάνω μνημείο”. Ανεξάρτητα απὀ την αδυναµία µας για ασφαλείς προσωπογραφικές συνδέσεις µε αφορμή την παρούσα επιγραφή, θα παρουσίαζε πραγματικά µεγάλο ενδιαφέρον για την κοινωνική ιστορία της Μακεδονίας κατά την αυτοκρατορική εποχή και ειδικότερα την οργάνωση των Ρωμαίων εµπόPOV της η ανεύρεση νέων επιγραφών που θα επιβεβαίωναν την ύπαρξη συγγενικών σχέσεων και εμπορικών δεσμών ανάµεσα στις οικογένειες των Φουλκινίων της Βέροιας και της Θεσσαλονίκης. ‘Eva ενδιαφέρον σύνολο επιγραφικών μνημείων, αρ. 6, 7, 8, που περιλαμβάνει και µία σπάνια απεικόνιση ενός καλλιτέχνη της Θεσσαλονίκης του 2. αι. μ.Χ., ἦρθε στο φως το Μάϊο του 1985 µε ἀφορμή τις εργασίες διαµόρφωσης του περιβάλλοντος χώρου νεόκτιστης οικοδομής στην οδό Meλενίκου 30. H 9. Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων είχε αναλάβει την ανασκαφική έρευνα του οικοπέδου, όπου αποκαλύφθηκε τµήµα των ανατολικών TEIXWV' οι βωμοί καλά προσαρμοσμένοι μεταξύ τους είχαν εντειχισθεί στην ανατολική πλευρά του τμήματος αυτού. Στη διάρκεια της αποτείχισἠς τους ανάμεσα στους βωμούς 6 και 8 βρέθηκε χάλκινο νόμισμα Θεσσαλονίκης επί Κλαυδίου (Εικ. 6). 6. To μνημείο (Εικ. 7). Βωμός στάσεις:
by.
1,44 p., πλ. (σωζ.)
9813 από γκριζόασπρο
βάσης:
μάρμαρο.
Δια-
0,63 μ., ορθοστάτη:
0,56 μ.. επίστε-
ψης: 0,58 μ., βάθος (σωζ.) βάσης: 0,53 μ., ορθοστάτη: 0,51 Οι καλοδουλεμένες επιφάνειες των τριών πλευρών πλαισιώνονται από επίπεδη ταινία και λέσβιο κυµάτιο. H σης και επίστεψης ακολουθεί τα βασικά χαρακτηριστικά, διακοσµεί τα τύμπανα του προστύπου αετώματος. Στην δεν διακρίνονται ίχνη τόρµου.
p. του ορθοστάτη διαµόρφωση βάενώ ασπιδίσκη πάνω επιφάνεια
73. Για τη φράση «κατά διαθήκην», που κυρίως απαντά σε τιμητικές και απελευθερωτικές επιγραφές, βλ. L. Robert, ό.π., 213. 74. A’ öyn. ΑΝΤΩΝΜΙΙΑ]. Προτομή Αντωνίας προς δεξιά µε διάδημα στο κεφάλι. Β΄ όψη. t ΘΕΣΣΑΛΟΝΕΙΚΕΩΝ. Νίκη προς τα αριστερά πάνω σε σφαίρα’ στο ὑψωμένο δεξί χέρι κρατά στέμμα,
στο αριστερό
κλαδί φοινικάς. Το νόμισμα (ασσάριο) έχει αρ.
ευρετ. Μουσείου Θεσσαλονίκης N. 898, διαµέτρο 0,017 pu. και βάρος 5 γραμμάρια. Ανήκει στην τρίτη ἐκδοση νομισμάτων επί Κλαυδίου και εντάσσεται στα χρόνια 41/2 μ.Χ.. I. Touratsoglou, «Die Münzenstätte von Thessaloniki in der römischen Kaiserzeit», AMUGS XII, Berlin 1988, 170, ap. 38, riv. 10 (V 16, R 33). Προφανώς
είχε κυλήσει ανάµεσα στους
βωμούς από τα στρώματα της αρχαιότερης επίχωσης στη διάρκεια της επισκευής-ενίσχυσης του τείχους µε επιτάφια μνημεία uno το διπλανό, ανατολικό,
νεκροταφείο της πόλης.
Από
φἠ
τὴν κοινωνία
της Θεσσαλονίκης
των
αυτοκρατορικών
χρόνων
1557
Το μνημείο ανήκει στα ελάχιστα δείγματα βωμών µε λατινική επιγραπου φυλάσσονται στο Μουσείο της Θεσσαλονίκης".
H επιγραφή. Ἔχει χαραχθεί στην πρόσοψη του ορθοστάτη σε χώρο διαστάσεων 0,54x0,31 μ. Αποτελείται and επτά στίχους. OL τύποι τῶν γραμμάτων είναι συνηθισμένοι και φέρουν μικρούς ακρέµονες. Έχουν ύψος: 0,04-0,05 μ. και διάστιχα: 0,02-0,0025 u. Σημειώνεται στίξη. To σχήµα τῶν γραμμάτων επιτρέπει να χρονολογήσουμε την επιγραφἠ στον 2. αι. μ.Χ., χρονολόγηση που ασφαλώς υποστηρίζεται και απὀ το όνοµα γένους της συζύγου του νεκρού. Το κείµενο διαμορφώνεται µε βάση τον γενικό τύπο πολλών λατινικών επιτάφιων επιγραφών, που απαντά ἤδη στα πρώϊμα αυτοκρατορικά ypovia?, και έχει ως εξής: D(is) M(anibus) S(acrum) Tyranno Aug(usti) disp(ensatori) Aelia Chrysis conjunx
B(ene) Κριτικές σημειώσεις:
M(erente)
Στ. 7 ἡ B(onae) M(emoriae).
Ta πρόσωπα που αναφέρονται στην επιγραφή δεν είναι γνωστά από τις παλιότερες επιγραφές της Θεσσαλονίκης και της Μακεδονίας γενικότερα. Ὅπως προκύπτει and τον ονοµατολογικό τύπο του νεκρού Tyrannus Aug(usti)™ dispensator, o Τύραννος ήταν δούλοςἽ της αυτοκρατορικής οικογένειας. Ἡ παράλειψη του όρου ser(vus) ἢ ver(na) που δηλώνει Kavoνικά το κοινωνικό status των αυτοκρατορικών δούλων δεν πρέπει να µας εκπλήσσει, εφόσον συνηθίζεται σε ανάλογες µε τη δική µας περίπτωση, 75. Μόνο ἕνας ακόµη βωμὸς φέρει λατινική επιγραφή: /G 147 (αρ. ευρετ. 1808). 76. Βλ. π.χ. Sandys, ό.π., 62-3. 77. Για τον όρο «Augusti» στον ονοματολογικό τύπο των αυτοκρατορικών δούλων και απελευθέρων βλ. Ρ. ΗΕ. C. Weaver, Familia Caesaris. A Social Study of the Emperor's Freedmen and Slaves, Cambridge 1972, 48 κεξ. 78. Η απελευθέρωση τῶν δούλων σε HEPIKES περιπτώσεις, όπως τῶν δούλων-οικονομικών υπαλλήλων, δεν γινόταν στη συνηθισμένη ηλικία, εξαιτίας της ειδικής θέσης που κατείχαν’ BA. Weaver, ό.π., 104 και J. Andreau, La vie financiere dans le monde romain: Les métiers de manieurs d’argent (IVe s. αν. J.C.-IIIe s. αρ. J.C.), Rome 1987, 204.
1358
Eiern
Toaxoooaordor-Luiaxidor
όταν δηλ., αµέσως μετά το Aug(usti) ἢ Aug(ustorum), δηλώνεται η θέση που κατείχε ο δούλος στην υπαλληλική ιεραρχία". Το όνοµα Tvrannus μαρτυρείται και για άλλους δούλους n απελευθέρους της Familia Caesaris, γνωστούς από επιγραφές άλλων περιοχών». Δυσκολότερο είναι, αντίθετα, να προσδιορισθεί η κοινωνική θέση της συζύγου του, Aidias Xovoido;. Το φαινόμενο επιγαµιών δούλων της αυτοκρατορικἠς
οικογένειας
µε
γυναίκες
που
eiyav
αυτοκρατορικά
ονόματα
γένους, είναι γνωστό απὀ παλιά στην έρευνα. Από τα στατιστικά στοιχεία που παραθέτει ο Ρ. R. C. Weaver, στο γνωστό για τους αυτοκρατορικούς δούλους και απελεύθερους έργο του, προκύπτει η διαπίστωση ότι οι αυτοκρατορικοί δούλοι που κατείχαν τη θέση του dispensator στη Ρώμη και τις επαρχίες παντρεύονταν σε ποσοστό 50%, (29 στις 45 περιπτώσεις) µε γυναίκες που έφεραν αυτοκρατορικά ονόματα, ενώ αἰσθηιά πιο περιορισµένος εµφανίζεται ο αριθµός (4 περιπτώσεις) των δούλων ουζύγων»]. H προτίµηση των δούλων dispensatores σε γυναίκες µε υψηλότερο από αυτούς επίπεδο µπορεί και πρέπει να συνδεθεί αφενός µε την επιθυµία τους για κοινωνική άνοδος και αφετέρου µε το γεγονός ότι στην υπαλληλική ιεραρχία κατείχαν inv ανώτερη θέση μεταξύ των αυτοκρατορικών δούλων. Εκείνο που είναι δύσκολο να ερμηνευθεί είναι αν οι σὐζυγοίδ τους που φέρουν avτοκρατορικά ονόματα γένους, όπως στην περίπτωσή µας n «4ἰλίαδ λουσί-θ, ἦταν ελεύθερες ἡ αυτοκρατορικές απελεύθερες. 79. Weaver, ό.π., 52-3. 80. Βλ. π.χ. L’Annee Epigraphique 11 (1941-6) 1945, 134 (T. Aelius Aug. lib. Tyrannus) καὶ Weaver, ό.π., 249 (1): C IL VI, 8891 (Ulpius Tyrannus Aug. lib. a mappis, ext Τραῖαvou). To όνοµα Τύραννος είναι γνωστό στη Μακεδονία, καθώς παραδίδεται π.χ. σε επιγραφή της Βέροιας: Tataki, ό.π., 286, ap. 1248 (Τύραννος ᾿Αλεξάνδρου. 1. /2. αι. μ.Χ.). Επίσης μαρτυρείται στη Θράκη: SEG 24 (1969), 808 στ. 1 (2./1.αι. π.Χ), στην Κόρινθο: SEG
11, ΕΙ (1950), 61 ot. 62 (1. αι. μ.Χ.) και 62 στ.
28 (2. αι. u.X.), SEG 32 (1982), 364 (av-
τοκρατ. χρόνων), στα νησιά Ρόδο (αυτοκρ. χρόνων) και Θήρα (3. αι. p.X.): thews, ό.π., 5.ν. (µε τις πηγές) και στη Μ. Ασία. π.χ. στην Έφεσσο:; I. ν. 11, 1 (1979)], 47 στ. 91 (εποχή Κομμόδου) και [I.K. 15, V (1980)] 1600 στ. στη Σμύρνη: 1. ν. Smyrna (LK. 23, I (1982)], 191 στ. 2 και στη Λυδία, βλ. (1964), 81. βλ.
10 στ. 3 (πριν το Weaver,
ό.π.,
181 /2 μ.Χ.).
115-122
(table
Il).
82. Η σύζυγος του Τυράννου, Αἰλία Χρυσίς, ἀναφέρεται pe τον γνωστό Opo Conjunx' π.χ. G. Boulvert, Domestique et fonctionnaire sous le Haut - Empire romain, Paris
1974, 274 κεξ. (onp. 83. To
gentilicium
idro gentilicium 314
Fraser-MatEphesos [1.Κ. 48 (59 u.X.), π.χ. SEG 20
κεξ. 84. To
103-7) καὶ 284-5. Αἰλία
μαρτυρείται
ελληνικὸ
ὄνομα
απαντά συχνά
σε
παρόμοιες
και στη
Χρυσίς
περιπτώσεις:
Θεσσαλονίκη πρβλ.
παραδἰδέται
στις
Weaver,
ό.π.,
Σαμσάρης,
επιγραφές
της
117.
To
1987-8, ὁ.π..
Θεσσαλονίκης:
“Από τὴν κοινωνία της Θεσσαλονίκης
τῶν αυτοκρατορικών
χρόνων
1559
O θεσμός των dispensatores συνδέεται, όπως είναι γνωστό, με τη διαχείριση περιουσίας (κινητής ἡ ακίνητης), στη συγκεκριμένη περίπτωση µε τη διαχείριση της αυτοκρατορικής περιουσίας, O όρος στα ελληνικά αποδίδεται µε τη λέξη οἰκονόμος ἢ -- σπανιότερα-- δισπηνσάτωρᾶδὃ και avaφέρεται σε αρμοδιότητες οικονομικού χαρακτήρο που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμαξῖ, Μολονότι το θεσμικό πλαίσιο της επαγγελµαιικής τους απασχόλησης άρχισε να διαμορφώνεται στα πρὠιμα αυτοκρατορικά χρόνια, ἤδη από την εποχή του Avyovotou™, και πολλοί απέκτησαν ελευθερία, προνόμια και ανώτερη κοινωνική θέση, dispensatores δεν φαίνεται να απαντούν συχνά στον κυρίως ελλαδικό χώρο, σε αντίθεση µε τον ικανό αριθµό τοὺς στη Ῥώμη και την υπόλοιπη ρωμαϊκή επικράτεια. Αξιοσημείωτο είναι π.χ. ότι από την επαρχία της Αχαΐας οι επιγραφικές μαρτυρίες για dispensatores είναι μόλις 500%. Με την έννοια αυτή η σημασία της παρούσας επιγραφἠς έγκειται στο γεγονός ότι για πρώτη φορά σε επιγραφή της Θεσσαλονίκης, αλλά και γενικά της Μακεδονίας, αναφέρεται ένας dispensator, ένας κατώτερος οἰκονομικός υπάλληλος της αυτοκρατορικής οικογένειας, που συμµετείχε στη διαχείριση της περιουσίας του αυτοκράτορα στη Μακεδονία. Με τα δεδοµένα της παρούσας επιγραφἠς είναι ασφαλώς δύσκολο να προσδιοριστούν µε ακρίβεια τα ειδικά του καθήκοντα, όπως παρακινδυνευµένη θα ἦταν οποιαδήποτε υπόθεση. IG 543 στ. 2 (3. αι. μ.Χ.), "707 στ. 1 (2. αι. μ.Χ.)' της Βέροιας; Tataki, ό.π., 300, αρ. 1350 (α΄ µισό 3. αι. μ.Χ.) της Θάσου: Fraser-Matthews, ό.π., s.v. (2./3. αι. μ.Χ.) και της Μ. Ασίας: π.χ. βλ. SEG 31 (1981), 1041 (249 /50 μ.Χ.) απὀ τη Λυδία. Το όνοµα παραδίδεται και σε άλλες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας, όπως π.χ. την Αττική BA. SEG 25 (1971), 243 στ. 2 (4. αι. π.Χ.) και τους Δελφούς, βλ. SEG 31 (1981), 562 (200 n.X.). 85. Dispensatores μαρτυρούνται και στον ιδιωτικό τοµέα, βλ. π.χ D. Tudor, «Iscrizione funeraria romana scoperta nel Banat (Romania)», Latomus XVII (1958), 355-9. 86. Για τον όρο «δισπηνσάτωρ» PA. 1. ν. Ephesos (1.K. 17, 3 (1980), 809). Συνηθέστερος στις ελληνικές επιγραφές είναι βέβαια ο όρος «οἰκονόμος», κου συνήθως δηλώνει διαχειριστές της έγγειας περιουσίας ιδιωτών βλ. π.χ. την ταφικἠ επιγραφή κάποιου Ὀνήσιμου, οικονόµου ενός Αἰλίου Μηνογέρους. Η επιγραφή προέρχεται από τον Λαγκαδά και χρονολογείται στα 180 μ.Χ.' βλ. Λαγογιάννη, ό.π., 129, ap. 39: πρβλ. ΚανατσούAns, M. TI. Συμπλήρωμα, ό.π., 1699. 87. G.
Boulvert,
Esclaves
et Affranchis
Imperiaux
sous
le
Haut-Empire
romain:
role politique et administratif, Naples 1970 (oto εξἠς Boulvert, 1970), κυρίως 429-431, ὁπου πηγές και παλιότερη βιβλιογραφία. 88. Boulvert, 1970, 23 κεξ. 89. C πι, 493 [= Sasel-Kos, «Inscr. Latinae in Graecia repertae», C /Z II Αάά., Bologna 1979 (Epigrafia e Antichita, 5), 41 = HOPOC 6 (1988), 75-6] (περιοχὴ της Σπάρτης) καὶ C IL II, 1, 563 (εὐβοια). Dispensatores παραδίδονται και σε επιγραφές της Νικόπολης Hrefpov' βλ. C IL HI, 1, 754 και C IL I, 14427, 1.
1560
Ελένη
Touxooonorsor- Laiasidor
Ωστόσο αξίζει να αναφερθεί ότι και μόνη η παρουσία tov 7Τυσώννοι θίγει το ενδιαφέρον θέµα της δράσης των αυτοκρατορικών δούλων στη Μακεδονία ---που µε τα υπάρχοντα δεδοµένα είναι ελάχιστοι---, ενώ παράλληλα µέσω αυτών το ενδιαφέρον πρόβλημα της ύπαρξης αυτοκρατορικών κτημάτων σ᾽ αυτήν, για το οποίο, όπως έχει επισημάνει ἤδη η Φ. Παπάζογλου, οι γνώσεις µας είναι εντελώς ανύπαρκτεςΏ. 7. Το µνηµείο (Εικ. 8). Βωμός 9814 από γκριζόασπρο χοντρόκοκκο μάρμαρο. Διαστάσεις: Ly. 1,21 p., πλ. (σωζ.) βάσης: 0,55 p., ορθοστάτη: 0,535 p., επίστεψης (σωζ.): 0,60 μ., βάθος: 0,49 μ. Καλοδουλεμένες οι τρεις πλευρές του μνημείου. Αδρά δοιλεμένη n πίσω επιφάνεια και η πάνω, όπου διασώζονται δύο ορθογώνιοι τόρµοι. διαστάσεων 0,045x0,055 µ.' and την κύρια όψη απέχουν 0,10-0,13 p., ενώ η μεταξύ τους απόσταση είναι 0,37 p. Στοιχεία της βάσης και το αντίστοιχο τµήµα της επίστεψης διατηρούνται µόνο στην αριστερή πλάγια πλευρά’ τα επιµέρους χαρακτηριστικά τους δεν διαφοροποιούνται από τα βασικά. Το τύμπανο του προστύπου αετώματος διακοσµείται µε ασπιδίσκη. Ὡς πεδίο της επιγραφής χρησιµοποιείται η επιφάνεια της πρόσοψης, που πλαισιώνεται από ταινία και κυpatio
(0,47x0,34
μ.).
Η επιγραφή. Or διαστάσεις της ενεπίγραφης επιφάνειας είναι 0,353 0,315 p. O πρώτος στίχος απέχει 0,0085 μ. από την πάνω ταινία του πλαισίου. ενώ περιθώριο τηρείται δίπλα στην αριστερή του πλευρά. Οι τύποι των γραμμάτων απλοί, µε μικρούς ακρέµονες, υπαγορεύουν τη χρονολόγηση του μνημείου oto 2.αι. μ.Χ. Διαστάσεις: 0,002-0,004 pu. διάστιχα: 0,025-0,03 p. Το κείµενο σε έξι στίχους έχει ως εξῆς: Νικέρως
Γαΐου
᾿Οππίᾳ λαριτίῳ τῇ γυναικὶ ἑαυτοῦ
90.
Φ.
Παπάζυγλου,
«H
Μακεδονία
υπό
τους
Ρωμαίους.
Οικονομία
και
κοινωνία».
ato συλλογικό έργο Maxedoria. 4000 χρόνια ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού (εκδ. M. Σακελλαρίου). Αθήνα 1982, 201-2. Ένας ακόµη αυτοκρατορικός απελεύθερος, ο Au ρήλιος Σαλουτάριος.
σαλονίκης,
AE
αναφέρεται
5709, ο οποίος
σε adnpooievtn
είχε υπηρετήσει
επιτάφια επιγραφἡ
ὡς «ἀπὸ
του Μουσείου
ταβουλαρίων
Θεσ-
καλανδάριος».
«από
τὴν η κοινωνία
της} Θεσσαλονίκης?
των αυτοκρατορικών θατορ
καὶ ἑαυτῷ ζῶν καὶ οἱ θρεπτοί. 4
.
4
-
χρο OL,
1561
-
e
,
Κριτικές σημειώσεις: Στ. 1: Παρατηρείται στίξη μετά to praenomen καὶ το cognomen. Τα τρία πρώτα γράμματα της λέξης Γαΐου αποδίδονται µε σύμπλεγμα.
Τα πρόσωπα της επιγραφής δεν είναι γνωστά από παλιότερες μαρτυρίες. O ονοματολογικός τύπος του συζύγου, σύμφωνα µε την ελληνική ανθρωπωνυµία,
υποδηλώνει
πιθανώς
την
καταγωγή
και
την
κατάστασή
του:
ο
Νικέρως Γαΐου δεν είναι ένας Ρωμαίος πολίτης, αλλά évac peregrinus, εφόσον δεν φέρει όνοµα γένους"). Το ὀνομά του είναι γνωστό στο µακεδονικό χώρο”, αλλά και αλλούδ. Το gentilicium ᾿Οππία παραδίδεται σε λατινικῆ ἐπιγραφή της Θεσσαλονίκης του 2. ar. μ.Χ. και συσχετίζει τη νεκρή σύζυγο µε τους Ρωμαίους negotiatores Oppii®. Όμως το cognomen Χαρίτιον δεν επιτρέπει την προσωπογραφικἠ σύνδεσή της µε την Oppia Rufa της παλιότερης επιγραφής. Εξάλλου oùte στην περίπτωση της συζύγου µπορεί να αποκλεισθεί η πιθανότητα να ήταν απελεύθερη, ίσως μάλιστα των ἤδη γνωστών Oppii. Το γνωστό cognomen Ἀαρίτιον —n χρήση του ουδετέρου προφανώς ανταποκρίνεται στην έκφραση τῶν συναισθημάτων του αναθέτη του µνηµείου-- συνηθίζεται περισσότερο στα νησιά του Aryaiov®.
91. Παράλληλα παραδείγματα (ελληνικό ὀνομα, ρωμαϊκό πατρώνυμο) απαντούν και Βέροια’ βλ. Tataki, ό.π., 110, ap. 195 (Αντίγονος Γαἴου, 2. [3. αι. μ.Χ.) και 143, αρ. (Διονύσιος Γαἴου, 2. /3. αι. μ.Χ.), 370, 395-6 (onu. 399). Πρβλ. ακόµη την επιγραφἠ Ζακύνθου SEG 23 (1968), 164 (Σεκόνδα Νῶνα ἡ καὶ Ἐλπὶς Γαΐου, θυγάτηρ Ρωμαῖα) 2./1. αι. π.Χ. 92. Αναφέρεται στην ἐπιγραφή της Θεσσαλονίκης JG 5698 στ. I (Νικέρως Ἑλένου, 2. αι. μ.Χ.) και σε επιγραφή της Βέροιας του 243 μ.Χ.: Tataki, ό.π., 299, αρ. 1339 (®uvδάνιος Νεικέρως), πρβλ. σ. 387. 93. Π.χ. Αττική: SEG 33 (1983), 158 στ. 89 (µέσα 3. αι. μ.Χ.) Επίδαυρο: SEG 22
στη 399 της του
(1967), 293 στ. 3 (3. αι. μ.Χ.)
Λακωνία:
SEG
11 (1950), 684 στ. 3: Μ. Ασία, π.χ.
SEG 4, 1 (1929), 353 στ. 4 και Μυσία. Πέργαμο: Επίσης στα νησιά ΄Ανδρο (αυτοκρ. χρόνων) και
Καρία:
SEG 28 (1978), 969 (αυτοκρ. χρόνων). Κύπρο (αυτοκρ. χρόνων): Fraser-Mat-
thews, ό.π., s.v. 94. IG 328. Oppii εμφανίζονται ήδη στην πρώιμη ρωμαϊκή repiodo στη M. Ασία. Σαμοθράκη, Δήλο' βλ. J. Hatzfeld, Les Trafiquanıs Italiens dans [Orient hellénique, Paris 1919? (ανατ. 1975), 59, onu. 2, 60, 123 και C IL 3, Suppl. I, 1 7218 (Δήλος, 180 n.X.). Στους αυτοκρατορικούς χρόνους εκτός and τη Θεσσαλονίκη μαρτυρούνται π.χ. στην Ιωνία: SEG 4, f. 2, (1929), 519 στ. 4, 7 (160 μ.Χ.) και στη Λακωνία:
(1954), 814 στ. 2 (3. αι. μ.Χ.). 95. Για τις επιγραφικές μαρτυρίες
BA. Frascr-Matthews,
d.7.,
επιγραφικά SEG 11 f. 2
s.v. Βλ. ἐπίσης
SEG
1562
Eiern
Toaxoaonor)or- δαλακίδου
O όρος γυνή καθώς και ο όρος «θρεπτού», που δηλώνει τους OLKOYEνείς δούλους, αναφέρονται συχνά στις μακεδονικές επιγραφές της περιόδου αυτής». 8. Το μνημείο (Εικ. 9-10). To εντυπωσιακότερο από τα μνημεία που παρουσιάζονται εδώ είναι ο βωμός 9815 από γκριζόασπρο μάρμαρο. Η επιμελημένη αρχιτεκτονική µορφή του. η σπάνια ανάγλυφη διακόσµηση και n ενδιαφέρουσα, καλά διατηρηµένη, χρωματική απόδοση των στοιχείων της κύριας παράστασης Ba μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείµενο ειδικής μελέτης. Επειδή όμως ο στόχος της ανακοίνωσης επικεντρώνεται στο επιγραφικό µέρος των μνημείων της εργασίας αυτής, η πλήρης αξιολόγηση των στοιχείων του δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί εδώ στο βαθµό που του αρμόζει. Διαστάσεις: vy. 1,70 p., πλ. (σωζ.) βάσης-επίστεψης: 0,72 p., ορθοστάτη: 0,70 μ., βάθος (σαζ.) βάσης-επίστεψης: 0,066 p., ορθοστάτη: 0,51 p. Οι επιφάνειες των τριών πλευρών του μνημείου πλαισιώνονται από επίπεδη ταινία και κοιλόκυρτο κυµάτιο. Στη βάση, που σώζεται µόνο στην κύρια όψη, καθώς και στην επἰστεψη υπάρχει ένα σύνολο ταινιών και κυµατίων, όπως και σιους υπόλοιπους βωμούς. Σύμφωνα µε τα στοιχεία της επίστεψης, η οποία διατηρείται στην πρόσοψη και την αριστερή πλάγια πλευρά, τα αετώματα και τα πλάγια ακρωτήρια ἦταν διακοσμημένα µε τον ίδιο τρόπο και στις τρεις πλευρές. O διάκοσµός τους παρόμοιος µε το διάκοσμο του βωμού 3, διαφέρει µόνο ὡς προς τα επιµέρους στοιχεία του τυµπάνου: στο κέντρο υπάρχει ρόδακας αντί για ασπιδίσκη και στη θέση των µηνίσκων επάλληλες σύνθετες καμπύλες. H ανάγλυφη ανάγλυφη
παράσταση.
παράσταση
ενός
Ἡ πρόσοψη ηθοποιού,
του
όπως
βωμού διακοσµείται µε την προκύπτει
από
τη
µάσκα
που
απεικονίζεται στην πάνω αριστερή γωνία. Η ανδρική μορφή, που αποδίδεται μέχρι το ύψος των µηρών.
στέκεται µετωπικά.
Φορεί
χειριδωτό
χιτώνα
που καλύπτει την αρισιερή πλευρά του σώματος. O χιτώνας ζωσμένος µε τη φαρδιά ζώνη πέφτει σχηματίζοντας ρηχές πτυχές». Με το αριστερὀ 30 (1980), 506 (Δελφοί. Proc, Λυδία). µάτιον. 96.
2. αι. Για
I. αι. π.Χ.) και SEG 31 (1981) 1018 στ. 8 (Κλαυδία Χαρίτιον ἡ σὺν-
Για ανάλογο
παράδειγµα
and
τη Θεσσαλονίκη
βλ.
IG 658 (Κλωδία
Φιλη-
μ.Χ.).
τους
scriptions of Asia
«θρεπτούς»
Minor»,
βλ.
A.
Cameron,
Anatolian Studies
«Θρεπτός
and
Presented to W.
Related
Terms
H. Buckler,
1939, 27-62 καὶ Tataki, 6.7., 492-3, ὁπον και η παλιότερη βιβλιογραφία. 97. Tu cixovoypugixù στοιχεία δὲν µας επιτρέπουν vu διαπιστώσουμς
in the In-
Manchester UV πρόκειται
Από
τὴν κοινωνία
της
Θεσσαλονίκης
των
απτοκρατοηικών
χρόνων
1563
χέρι κρατά τη θήκη (κολεός) του ξίφους του, ενώ To δεξί προβάλλεται πάνω στο αντίστοιχο στήθος µε ανοιχτή την παλάμη, προς το θεατή, χειpovopia είτε χαιρετισμού είτε ικεσίας προς τους θεούς, Πλούσια γραπτή διακόσμηση
µε
μαύρο
χρώμα,
καστανοκόκκινο
και
καστανό
στολίζει
το
χιτώνα. Στο στήθος το κεντρικό σχέδιο, ἑνας σχηματοποιηµένος ρόδακας, περιβάλλεται από ένα ορθογώνιο, που πλαισιώνεται από τρεις παράλληλες γραµµές. Το κάτω µέρος του χιτώνα διακοσµείται and ζεύγη οριζόντιων γραμμών, μαύρων ἥ καστανοκόκκινων, και κατακόρυφες κουκίδες. Καλύτερα διατηρείται το διακοσμητικό μοτίβο στα μανίκια: δύο ζεύγη and παράλληλες μαύρες γραµµές περικλείουν κουκίδες, που στην κεντρική ζώνη
γίνονται
πιο
µεγάλες
και
καστανοκόκκινες.
To
{dio μοτίβο
επαναλαμβά-
νεται σε τρία σηµεία, στον ώμο, στο κάτω µέρος του βραχίονα και στον καρ-
nO. Παρόμοια διακόσμηση φέρει καὶ o ιµάντας (τελαμών) που στηρίζει το ξίφος, ενώ πιο σύνθετος φαίνεται ο διάκοσμος της φαρδιάς ζώνης. Kaστανοκὀκκινο χρώμα τονίζει και τις πτυχές του ιµατίου. Το πρόσωπο του νέου άνδρα είναι μάλλον στρογγυλό’ τα επιµέρους χαρακτηριστικά, όπως παρειές και χείλη, αποδίδονται µε υποτυπώδεις πλαστικούς όγκους. Το εντυπωσιακότερο στοιχείο είναι τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια µε τα παχιά βλέφαρα και τη χρωματική απόδοση της ἰριδας και της κόρης. Τα κοντά μαλλιά χωρίζονται ανεπαίσθητα στη μέση σχηµατίζοντας ελαφρά ημικύκλια σε αντιθετική διάταξη. Στην απόδοσή τους συντελεί και η προσθήκη καστανούὐ χρώματος, όπως ακριβώς και στα γένεια, που τα χαρακτηρίζει η σχηµατοποίηση. Πάνω από το δεξιό ὦμο, δίπλα oto κεφάλι, υπάρχει µία µάσκα, arapuiτητο εξάρτηµα των θεατρικών προσώπων και εικονογραφικὀ σύμβολο της καλλιτεχνικής ιδιότητας του συγκεκριμένου νεκρού. Στη µάσκα αποδίδονται γραπτά Ol λεπτομέρειες του ματιού και του μεγάλου ανοιχτού στόματος που της προσδίδουν µία έκφραση πάθους. Τα µακριά ίσια μαλλιά χωρίζονται στη μέση και υψώνονται λίγο στο πάνω µέρος μ᾽ Eva τρόπο για «σύρμα»'
βλ. π.χ. Μ. Bieber, «Die Herkunft des tragischen Kostüms», JDA/ 32 (1917),
22. 98. H χειρονομία απαντά τόσο σε ταφικά ὁσο και σε αναθηµατικά μνημεία. Ως προς τη σηµασία
της έχουν
διατυπωθεί
χαιρετισμός
--επικοινωνία---
του
δύο απόψεις: εικονιζόµενου
νείς, σε άλλες έχει λατρευτικὀ χαρακτήρα Για την καταγωγή schen Kunst, Berlin
σε µερικές
περιπτώσεις
νεκρού
τους
και σηµαίνει
µε
νευτικές απόψεις PA. ΚΙ. Parlasca,
Ein frühes
εναπομείναντες
ικεσία, επίκληση
της χειρονοµίας βλ. G. Neumann, Gesten und 1965, 78 κεξ. Για παράλληλα
ερμηνεύεται
παραδείγματα
Gebärden και
συγγε-
στους θεούς. in der
αναφορές
griechi-
στις ερµη-
Grabrelief aus Palmyra, Antike Kunst
Eikones, Festschrift Hans Jucker 1980, 150 κεξ.. riv. 50,, 51)...
ως
12,
1564
Fern
Τρακοσοπουλου-Διαλακίδοιυ
που ίσως προσπαθεί va μιμηθεί τον «dyxo»™. H απὀδοση των λεπτομερειών της κόμμωσης επιτυγχάνεται µε γραμμική διακόσμησῃη μαύρου χρώματος πάνω στην ενιαία καστανή επιφάνεια των μαλλιών. Κανένα εικονογραφικό στοιχείο της παράστασης dev επιτρέπει να προσδιορίσουµε µε ακρίβεια το θεατρικό είδος που «θεράπευε» ο ηθοποιός, ούτε η αμφίεσή του το θεατρικό ρὀλο που ενδεχομένως υπαινίσσεται’' ακόµη
οὔτε
η µάσκα
παρουσιάζει
ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά
για να µπορεί
να
ενταχθεί σε µία από τις τυπολογικές κατηγορίες του Webster!" Ὡστόσο το πλούσια διακοσμημένο θεατρικό κοστούµι σε σινδυασµό µε την πολεµική εξάρτυση και το πάθος στην έκφραση της µάσκας οδηγούν στην υπόθεση ότι ο νεκρός ήταν υποκριτής, πιθανώς τραγωδίας!θ1, και εικονίζεται ίσως στο μνημείο µας ως πολεμιστής-ήρωας]σ, σ᾽ Eva ρόλο που είχε κάποτε
vrodudei!®, Συγγενικά θεατρικά κοστούμια ηθοποιών τραγωδίας τῆς αὐτοκρατορικής περιόδου απεικονίζονται σε ψηφιδωτό της Etpovpias!* και σε τοιχογραφία τάφου της Κυρήνης55, ενώ μεμονωμένα διακοσμητικά στοιχεία του χιτώνα του ηθοποιού συγκρίνονται µε αντίστοιχα µοτίβα των ρούχων, που φορούν οι ηθοποιοί στο ψηφιδωτό της οικίας «Μενάνδρου» στη ΜυτιAnvn!®. Μεμονωμένα τα επιµέρους διακοσµητικά θέµατα της ενδυμασίας του συναντιώνται επίσης στην εξάρτυση ανάγλυφων μορφών ρωμαϊκών 99. Βλ. 1.5." s.v. και Μ. Bieber, The History of the Greek and Roman Theater, London 19613, 25, 32. 100. T. B. L. Webster, «Monuments illustrating Tragedy and Satyrplay», 8/CS Suppl. 20, London 1967? του ίδιου, «Monuments illustrating new Comedy», BICS Suppl. 24, London 1969? καὶ «Monuments illustrating old and new Comedy», B/CS Suppl. 39, London 19783, 101. Σχεδόν
εξίσου
πιθανἠ
ἄλλωστε
εἶναι
η
άποψη
να
ἦταν
υποκριτής
I. E. Στεφανής, lioreaiaxol τεχνίται. Συμβολές στην προσιωπογραφία του της μουσικής των αρχαίων ἡλλήνων, Ηράκλειο 1988, 71, αρ. 296, και 556. 102. Πρβλ. Bieber, ό.π., 242, cu, 798. 103.
Ὅπως
είναι
γνωστό,
θεατρικές
παραστάσεις
έργων
κωμωδίας
κωμωδίας:
θεάτρου
και
ἡ τραγωδίας
κα-
θώς και σατυρικών εξακολουθούν να παρουσιάζονται τόσο στη Ρώμη 600 και στις επαρχίες σε όλη τη διάρκεια της αυτοκρατορικής περιόδου’ βλ. π.χ. Bieber, ό.τ., 227 κεξ. Σχετικά
μὲ
την
πολιτιστική
και
θεατρική
δραστηριότητα
των
πόλεων
της
Μακεδονίας
και ειδικότερα της Θεσσαλονίκης βλ. Παπάζογλου. ό.π. (πνευματικός βίος), 203. 104. Bieber, ό.π., 240, εικ. 789-792. Τον πλουμιστό χειριδωτό χιτώνα των ηθοποιών χαρακτηρίζει,
όπως
είναι
γνωστό,
µία μακραίωνη,
δρασή της εξακολουθεί να είναι ισχυρή 105. Bieber, 6.:7., 239. εικ. 787. 106.
και στους
καλά
ριζωμένη
ρωμαϊκούς
παράδοση,
που
η eri-
χρόνους.
5. Charitonidis, L. Kahil, R. Ginouvés, «Les mosaiques de la maison du Ménandre
a Mytilene», Antike Kunst 6 (1970), 60-2, niv. 8. 2 καὶ 24,2.
Axo
τὴν κοινωνία
τῆς
Θεσσαλονίκης
τω»
αντοκρατοριπών
χρόνων
1565
σαρκοφάγων της [ταλίας}7 και ενός μονομάχου σε ψηφιδωτό δάπεδο στη Ρενµς της Γαλλίας, O βωμός 9815 εντάσσεται στην οµάδα των ταφικών μνημείων, όπου µε κάποιο σύμβολο δηλώνεται η επαγγελµαιική ιδιότητα του vexpou!®, Παραδείγματα τέτοιων ταφικών μνημείων στη Μακεδονία είναι περιορισμένα0, ενώ φαίνεται να είναι συχνότερα οτην ιταλική χερσόνησο), Επίσης στον ιταλικό, κυρίως, χώρο παραπέμπει και ο εικονογραφικός τύπος της µορφής που αποδίδεται µέχρι τους μηρούς (half-length portrait, Halbfigur)!!2, αφού λίγα είναι τα παραδείγματα and τον ανατολικό113. Απεικονίσεις ηθοποιών και γενικότερα καλλιτεχνών σε ανάγλυφα ταφικά
µνηµεία
του ελλαδικού
χώρου
δεν απανιούν
συχνά
στην
αυτοκρα-
τορικἠ περίοδο. Στους βωμούς της Μακεδονίας, όσο µπορώ να ξέρω, δεν υπάρχει ανάλογη παράσταση, ενώ θεματική συγγένεια έχει n στήλη 138 της Βέροιας µε την παράσταση ενός φωνασκού ακτιονίκη!1 καθώς και µία ακόµη στήλη µε απεικόνιση ηθοποιού από τη γειτονική ΓιουγκοσλαBia115,
To συγγενέστερο από EIKOvoypagixi και τυπολογική άποψη που µπορεί να συγκριθεί με το βωμό της Θεσσαλονίκης, είναι από την Ισθμία µε την ανάγλυφη παράσταση ενός αυλητή, του Κορνήλιου Köpıvoou!!®, Εκτός από τις παραπάνω ομοιότητες, ta 107. Βλ. π.χ. A. Art, N. York
Μ.
McCann,
Roman
Sarcophagi
in
1978, 109, εικ. 134 (παρόμοια διακοσμημένη
the
Metropolitan
n ζώνη
μνημείο, η στήλη Λεύκιου δύο µνηMuseum
of
της ανδρικής µορφής).
108. L. Robert, «Monuments de gladiateurs dans l’Orient Grec», 85 και 98, riv. XIV, 1 (πρβλ. το κεντρικό σχέδιο στο στήθος).
Hellenica
V,
1948,
109. Ὁ. Pandermalis, «Zum römischen Portrait im kaiserzeitlichen Makedonien», Klio 65 (1983) (στο εξἠς Pandermalis, 1983), 162-65. Pfuhl-Möbius, ό.π., 292-3, riv. 179-180. 110. Λαγογιάννη, ό.π., 36. 111. Kleiner, ό.π., 82-3. 112. Βλ. π.χ. F. G. Frenz, Römische Grabreliefs in Mittel- und Süditalien, Roma 1985, 140, ap. 116, riv. 51, 1’ Kleiner, ό.π., 149 κεξ., ap. 37, xiv. XXIII, 2 και M. Eckert,
«Capuanisme Grabsteine (Untersuchungen aus Kapua)», 113.
περιοχὴ
BAR
417,
1988,
zu den Grabsteinen
170, ap. 63, niv. 63, και
Parlasca, ό.π., 152, riv. 51, 2. Για ένα ακόμη
BA. G.
Getty Museum),
Koch,
Roman funerary sculpture
California
1988,
106-7, ap.
römischer Freigelassener
173, αρ. 68, niv. 68. συγγενικό παράδειγμα από την ἴδια
(catalogue of
39. Για ανάλογα
the collections
μνημεία
and
in
Paul
τον ελλαδικό
χώρο βλ. any. 116. 114. Λαγογιάννη, ό.π., 164 κεξ., ap. 82 και Στεφανής, ό.π., 392, ap. 2234, riv. 12. 115. BA. π.χ. Dusan Rnjak x.a., Anticki Teatar na tla Jugoslavije (Antique Theater in the Territory of Jugoslavia), Novi Sad 1979, 132, ap. 167 eu. 167. 116. P. A. Clement, «L. Kornelios Korinthos of Korinth», POPOZ, Tribute to B. D. Meritt, N. York
1974, 36 κεξ.. riv. Il καὶ Στεφανῆς. ό.π., 270, ap.
1480, niv. 4. Συγγένεια
1566
bevy
Toaxorororior- Ladaxidor
µεία παρουσιάζουν στυλιστικές συγγένειες, όπως στην απόδοση των puτιών, των χειλιών και των μαλλιών. Η στήλη του Κορνήλιου Κόρινθου ανάγεται χρονολογικά στα τέλη του 2. ἡ στις αρχές του 3. αι. μ.Χ. Ανάλογες στυλιστικές συγκρίσεις µε μνημεία της Θεσσαλονίκης και ιδιαίτερα µε τα πορτραίτα της σαρκοφάγον 19427 και των επιταφίων στηAdv 950119 και 10851115 (Β πλευρά) επιτρέπουν τη χρονολογική ένταξη του μνημείου στο τρίτο τέταρτο του 2. αι. μ.Χ. Συγγενικό είναι το πλάσιμο του προσώπου, το στενό μέτωπο, τα μεγάλα αμυγδαλωιά μάτια µε τα λαχιά βλέφαρα στο πορτραίτο του ώριµου άνδρα της σαρκοφάγου, παρά την έντονη ιδεαλιστική τάση που 10 χαρακτηρίζει’ ομοιότητες διακρίνονται επίσης
ανάµεσα
στο
πρόσωπο
του ηθοποιού
και τα ανδρικά
κεφάλια
των
στηλών. Η επακριβώς μάλιστα χρονολογημένη στήλη 950 ota 180 μ.Χ. υπαγορεύει τη χρονολόγηση του βωμού στο τρίτο τέταρτο του 2. αι. μ.Χ. Me τη χρονολόγηση αυτή συμφωνεί και η παλαιογραφική μαρτυρία της
επιγραφής. Η
επιγραφή. Είναι χαραγμένη στον ελεύθερο χώρο που δημιουργείται πάνω και κάτω από το ανάγλυφο πεδίο του ορθοστάτη. Ta γράμματα είναι µηνοειδή µε ακρέµονες και έχουν ύψος 0,032 u.’ διάστιχα: 0,01-0,02 μ. ΣύμBodo στίξης επισημαίνει ἐνδεχομένως τα ονόματα των προσώπων. Aevxios Σηνάτιος Οἰκῖος καὶ Οὐαρεvia” Aoéoxovoa Μάρκῳ Οὗαρε-
γίῳ ΄
3
᾿Αρέσκοντι τῷ τέ[4
-
xvw μνήμης
La
folium “
χάριν folium
O Ρωμαίος πολίτης „levmıos Σηνάτιος Οἰκῖος, πατέρας του νεκρού ηθοποιού, φέρει το λατινικό όνοµα γένους Σηνάτιος39, άγνωστο στη Maκεδονία. Εξίσοι σπάνιο φαίνεται να είναι και στις άλλες περιοχές της EAANνόφωνης Ανατολής. Από 600 μπόρεσα να ελέγξω, μαρτυρείται µόνο σε επιγραφή της Μυτιλήνης και εκεί χωρίς praenomen!?!,
απὸ τυπολογική
άποψη
παρουσιάζουν
και τα πορτραίτα
(half length) µιας επιτάφιας στή-
Ans της A. Μακεδονίας) βλ. π.χ. 6. Ριζάκης - Γ. Τουράτσογλου., Γπιγοαφές της "Avo Muxrdovlas, τόμ. A’, Αθήνα 1985, 185, αρ. 194, πἰν. 77. 117. Λαγογιάννη, ό.π., 65, 122 κεξ.. αρ. 33, riv. 11,
12.
118. Aayoyıavvn, ό.π., 67, 124 κεξ., ap. 34, πίν. 17 u. 119.
Λαγογιάννη,
ό.π.,
132,
120. Schulze, ό.π., 412, 530. 121. /G ΧΙἧ 2, 414 (1. αἱ. π.Χ.
up.
46,
riv.
18 a,
β.
1. αι. μ.Χ.). Πρβλ.
Fraser-Matthews, 0.7., s.v.
«ἰπό τὴν xoweoria
τὴς Θεσσαλονίκης
τῶν arroxgaronizor χρόνων
1567
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το cognomen tov πολίτη αυτού, για το οποίο έχουν ἤδη προταθεί δύο διαφορετικές αναγνώσεις: Οἴκιος και Oixioc!®. Η πρώτη θα μπορούσε να συσχετίσει τον τύπο µε το κύριο όνοµα Οἶκις, -105, που το βρίσκουμε π.χ. σε επιγραφές του ΄Αργους!3 και της Αχαϊας!54. Η δεύτερη παραπέμπει στο γνωστό κύριο όνοµα Οἰκεῖος, που μαρτυρείται π.χ. σε επιγραφή της Εφέσου). Η έλλειψη παραλλήλου για την πρώτη ενισχύει, κατά την ἀποψή µας, τη δεύτερη πρόταση, µε την προὐπόθεση ότι στη συγκεκριμένη επιγραφή έχουµε φσινόµενο ιωτακισμού. Το όνοµα γένους της γυναίκας φέρει στη Θεσσαλονίκη ένας σηµαντικός αριθµός προσώπων που ζουν στο 2. και 3. αι. p.X., ανάµεσα στους οποίους υπάρχουν δύο άτοµα που έχουν το ὀνομα Μάρκος Ουαρίνιος12, Η απουσία cognomen από τη µία. και κυρίως το γεγονός ὅτι πρὀκειται για αξιωματούχους της πόλης από την άλλη, δεν επιτρέπουν καμία άµεση συγγενική συσχέτισή τους µε την Οὐαρενία ᾿Αρέσκουσα και το γιο της Mäoxo Οὐαρένιο ᾿ Αρέσκοντα. Ενός άλλου είδους σχέση για το πρόσωπο του ηθοποιού θα μπορούσε ωστόσο
να συμπεράνει
κανείς ορµώμενος
and την παρατήρηση
ότι ο γιος
του ζεύγους, Μάρκος Ουαρένιος Αρέσκων, φέρει όχι το όνοµα γένους του πατέρα tov (Σηνάτιος), αλλά το όνοµα γένους της μητέρας του (Ουαρένιος). Σύμφωνα µε το ρωμαϊκό δίκαιο, τούτο συμβαίνει στις περιπτώσεις όπου ο ένας από τους συζύγους δεν έχει το ius conubium, δηλ. το δικαίωµα va συνάψει ένα καθόλα νόμιμο γάμο (iustum matrimonium f) iustae nuptiae), οπότε 01 απόγονοι ακολουθούν το νοµικό status της µητέρας, σύμφωνα µε το ius gentium!”?, O γάμος αυτού του είδους ονομάζεται iniustum matrimonium ἡ iniustae nuptiae. Κρίνοντας µε βάση τις καλύτερα γνωστές περιπτώ122. Η ανάγνωση Οἴκιος έχει προταθεί από τον Μ. Χατζόπουλο, PA. Bull. Epigr. 1988, ap. 846 και SEG 36 (1986), 646, ενώ η ανάγνωση Οἰκῖος από τον I. Στεφανή που έχει συμπεριλάβει την ἐπιγραφὴ στο προαναφερόµενο έργο του «ιονυσιακοί τεχνίται (βλ. σημ. 101). 123. 1G IV, 616 ot. 10, 735 στ. 1. και SEG 32 (1982), 370 στ. 10 (του 315 π.Χ.). 124. SEG 14 (1957), 373 d. 125. /. v. Ephesos [1.K., 17, 1 (1981)], 3414 στ. 7 και 8. 126. Βλ. παραπάνω επιγραφή 2, σημ. 47. 127. Βλ. π.χ. Pery Ellwood Corbett, The Roman law of marriage, Oxford 1979 (2. ἐκδ.), 96 κεξ. και P. R. C. Weaver, «The status of children in mixed marriage», στο συλλογικό έργο The family in ancient Rome: new perspectives (ἐκδ. B. Rawson), London 1986, 145-155, ὀπου, πέρα από τη γενική θεώρηση του θέματος, πραγματεύεται τις περιπτώσεις τῶν μικτών γάμων µελών της Familia Caesaris. Βλ. ακόμη F. Papazoglou, «Grecs εἰ Romains ἃ Stuberra. Problèmes de romanisation», «Αρχαία Μακεδονία IV, Θεσσαλονίκη 1986, 434 κεξ.
1568
Fiery
σεις, που μαρτυρούν
Touxononordov-Lalaxidor
OL επιτάφιες
επιγραφές της Ρώμης,
η χρησιμοποίηση
του nomen gentis της μητέρας από τα παιδιά ενός τέτοιου «μικτού» γάμου γίνεται στις εξής περιπτώσεις: a) εκεί όπου ο ένας µόνον and τους δύο συζύγους ἦταν Ρωμαίος πολίτης (ingenuus/a ἡ libertus /a) και ο άλλος δούλος, που αργότερα απελευθερώθηκε και β) σε γάμους όπου και οι δύο σύζυγοι ἦταν αρχικά δούλοι, απελευθερώθηκαν όμως peta την τέλεση του γάμου µε πρώτη τη μητέρα33, Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οἱ πολυάριθµες αυτές περιπτώσεις γάμων αφορούν τα µέλη των κατώτερων κοινωνικών στρωµάτων. Ὅτι και στη νέα επιγραφή της Θεσσαλονίκης έχουµε να κάνουµε pe ανάλογα κοινωνικά συμφραζόμενα προκύπτει από το χαρακτηριστικό cognomen της μητέρας του Αρέσκοντος!. Η παρατήρηση αυτή σε συνδυασμό µε τις δυνατότητες που µας παρέχει η παραπάνω τυπολογία των γάμων αυτού του είδους (ανεξάρτητα από το αν o A. Σηνάτιος Οικίος ἦταν κατά την τέλεση του γάμου ελεύθερος ἡ δούλος) καθιστά πιθανή την άποψη ότι η Ουαρενία Αρέσκουσα απελευθερώθηκε µετά το γάμο της από κάποιο Ρωμαίο πολίτη Μ. Ουαρίνιο. Πρόκειται άραγε για Eva από τους γνωστούς Μ. Ουαρίνιους της Θεσσαλονίκης: Απάντηση στο ενδιαφέρον αυτό ερώτηµα δε νομίζω ὅτι µπορεί να δοθεί κατηγορηματικά pe τα δεδοµένα της επιγραφής µας. Το ότι η Αρέσκουσα µπορεί να ήταν ακελεύθερη ενός από αυτούς ενισχύεται and το στοιχείο ότι ο γιος της φέρει To praenomen Μάρκος. Εξάλλου στην επιγραφή δεν δηλώνεται κάποιο εθνικό, πράγμα που θα µας οδηγούσε στην πιθανἠ άποψη ότι έχουµε να κάνουµε µε pia οικογένεια διερχόµενων ηθοποιών!ὅο,
128. B. Rawson, «Family life among the of the empire», C/PA LXI (1966), 71-83. Για ειδικού αυτού θέματος οφείλω ευχαριστίες 129. Βλ. σχετικά σχόλια του L. Robert de Byzance Greco-romaine, Paris 1964, 98, 32 (1987)],
126-7. ap.
120 = SEG
28, 1978,
lower classes at Rome in the first two centuries τη βοήθειά στη βιβλιογραφική ενηµέρωση του στη συνάδελφο κ. A. Τατάκη. στο έργο του N. Firatli, Les stéles funéraires ap. 144, 142 (= I, v. Apameia u. Pylai (IK. 1050). πιθανόν του |. ar. μ.Χ.). Στη Θεσσαλο-
νίκη to cognomen απαντά σε δύο ακόμη επιγραφές του 2. αι. u.X.: /G 114 στ. 6 (Φλωρία ᾿Αρέσκουσα) και 315 στ. 3 (Πακωνία ᾿Αρέσκουσα). Το ὄνομα to συναντούμε ακόμη στη
γειτονική Antn. βλ. M. N. Tod, BSA και σε άλλες περιοχές της ηπειρωτικής
IG HI, 2, 2113 (Αττική): SEG
XXIIE (1918/19), 83 (= SEG και νησιωτικῆς
Ελλάδας
1, 1923, 279), καθώς
και την Κύπρο᾽
19 (1963), 369e, ελληνιστικών χρόνων
(Βοιωτία)
BA. κ.χ.
SEG
24
(1969), 813 του 2./1. αι. μ.Χ. (Θράκη) /G XII, Suppl., 332 στ. 3 του 3. αι. μ.Χ. (Αμοργός) και SEG 32 (1982), 1345 του 2./3. ar. μ.Χ. (Κύπρος). 130. Tia τους ηθοποιούς που δρουν στη Μακεδονία την ἐποχὴ auth βλ. πρόχειρα
Κανατσούλης, «Mur. πόλις», Maxesorixd 4 (1960) 253 (σημ. 5), 269. I, Eregavtıc, «Προσθήκες και διορθώσεις στον κατάλογο των αρχαίων ηθοποιών», Ελληνικά 35 (1984), 34. αρ.
31
και
του
ἰδιου,
Ίωρηπιακοί
τεχνίται,
d.7.,
eupernpia:
IV. Εθνικά,
Θεσσαλονικείς
‚126 τὴν κοινωνία της Θεσσαλονίκης των αυτοκρατορικών χρόνων
1569
Av n πρώτη υπόθεση ευσταθεί, τότε o Μ. Ουαρένιος Αρέσκων είναι η πρώτη, dco τουλάχιστον γνωρίζω, περίπτῶση Θεσσαλονικέώς ηθοποιού που μαρτυρείται από επιγραφές της αυτοκρατορικής εποχής. Παρ) όλα αυτά. το μνημείο αποτελεί µία and τις ελάχιστες έµµεσες πληροφορίες που έχουµε για την ποικιλία τῶν πολιτιστικών εκδηλώσεων της πόλης κατά το 2. αι. μ.Χ. και ws τέτοιο θα πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα. 9. Το µνηµείο (Εικ. 11). Απότμημα επιτάφιας µαρµάρινης στήλης διαστάσεων 0,55 p. (ὑψ.)Χ 0,58 pu. (πλ.). Προέρχεται από στρώμα επίχὼσης τμήματος του ανατολικού τείχους, που αποκαλύφθηκε το 1986 στη διάρκεια ανασκαφικἠς έρευνας του οικοπέδου Φ. Εταιρείας 15. Σήµερα το μνημείο είναι Yapévo!81, Το κατώτερο τµήµα του φέρει επιγραφή κάτω από το ανάΊλυφο πεδίο, του οποίου ελάχιστα ίχνη διασώζονται. Είναι σπασμένο διαγώνια σε µεγάλο µέρος της κάτω δεξιάς γωνίας, ενώ δεν λείπουν µικρότεPEG αποκρούσεις και κακώσεις. Η επιγραφή. Την ενεπίγραφη επιφάνεια, διαστάσεων 0,22 p. (ὑψ.)Χ 0,54 p. (πλ.), καλύπτει µία οκτάστιχη επιγραφή, χαραγμένη ὀχι µε επιµέMela και µε TH συνηθισμένη για την εποχή ιδιορρυθµία της ανισοὐψούς χάραξης των γραμμάτων. Οι τύποι των γραμμάτων και τα προσὠπογραφικά στοιχεία την εντάσσουν χρονολογικά γύρω στα µέσα του 2. αι. μ.Χ. Διαστάσεις: Μέγιστο ύψος γραμμάτων: 0,018 μ.-0,02 u." ελάχιστο ύψος τους: 0,012-0,02 μ. και διάστιχα: 0,01-0,02 μ. Στο πρώτο διάστιχο αναγράφεται, προφανώς εκ τῶν υστέρων λόγω αβλεψίας, το όνοµα του νεκρού, που πιθανότατα ἦταν χαραγμένο και πάνω απὀ την παράσταση.
[O]i συνήθεις Περιτιαστῶν Κασσίῳ * Ασκληπιάδῃ περὶ Κότυν Εἰρήνης (o. 541) κ.ἀ. X. Τόποι δράσης τῶν τεχνιτών, Θεσσαλονίκη (a. 602) κλπ. Βλ. επίσης παραπάνω σημ. 103. 131. Ἡ ανασκαφή διενεργήθηκε από την 9. Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων µε την εποπτεία του φίλου συναδέλφου κ. Δ. Ναλμπάντη. Το ενεπίγραφο τµήµα της στήλης, που δημοσιεύεται εδώ, εξαφανίστηκε από το σκάµµα την επομένη της ανεύρεσής του. Παρ᾽ όλες τις προσπάθειες της Ὑπηρεσίας και του αρµόδιου αστυνομικού Τμήματος, η υκόθεση δεν εξιχνιάστηκε. Ό,τι σώθηκε από την επιγραφή --ακόγραφο, φωτογραφίες και τα βασικά στοιχεία-- οφείλεται στο ζήλο και τη συνέπεια που χαρακτηρίζουν τον κ. Ναλμπάντη. Του οφείλω θερµές ευχαριστίες για την πρόθυμη παραχώρηση τῶν στοιχείων και κάθε άλλη πληροφορία σχετικά µε το μνημείο.
1570
Ελένη Τοακοσοποιλου-Σαλακίδου
γραμματευώντων Βαιβίου 5 Etgod καὶ Aewvä Kartia ᾿Ελπὶς ἡ μήτηο καὶ Koivros "Ερέννιος Σαβεῖνος 6 natnvj
κατ᾽
>
εὔνοιαν καὶ Ed
4
K
Κασσία id
e
“Ecevria ἡ μίάμμη: Lal
f
[4
τ
μνήμης χάριν Κριτικές παρατηρήσεις:
Στ. 1: λείπει το μισό του I’ η οριζόντια κεραία
φτάνει ὡς τις κάθετες κεραίες του. Στ. 2: των αντἰ γραμματευόντων. ονόματος
Κασσία.
Στ.
Στ. 6: δεν
5: O τύπος σώζεται
λείπει το πάνω µισὀ του Καττία
η οριζόντια
αποτελεί καθώς
κεραίας του Η. Στ. 7: σώζεται το αριστερό piad του
του H δεν
A. Στ. 4: γραματευών-
τον εξαττικισµένο
και τµήµα
της δεξιάς
τύπο
του
κάθετης
M.
Πρόκειται για µία επιτάφια επιγραφή που µας πληροφορεί ότι η στήAn του τιµώμενου νεκρού Κασσίου ᾿Ασκληπιάδη στήθηκε and µέλη του συλλόγου των Περιτιαστών και µέλη της οικογένειάς του. Η φροντίδα της ανάθεσης μνημείου and Eva σύλλογο προς ένα µέλος του στη διάρκεια της avτοκρατορικἠς εποχἠς είναι γνωστή και από άλλες επιγραφές της Θεσσαλοvixng!9?, αλλά και της Βέροιας535, To κύριο ενδιαφέρον της επιγραφής βρίσκεται στο Ott μαρτυρεί για πρώτη φορά ένα σύλλογο της Θεσσαλονίκης, τη «συνήθεια» των Jleorrıaστῶν. Το όνοµα του συλλόγου «Περιτιασταῦ µας παραπέμπει στη µακεδονική γιορτή Περίτια --σε αυτήν οφείλει το ὀνομά της 0 ομώνυμος μῆνας του μακεδονικού ηµερολογίου---, για την οποία οι γνώσεις µας είναι ελάχιστες. Η λατρευτική της καταγωγή είναι γενικά αποδεκτή, δεν έχει όμως εξακριβωθεί η θεότητα στη λατρεία της οποίας ήταν αφιερωμένη. Ορισµένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι πρὀκειται για το Διόνυσο, άλλοι για τον
Ερμή!”.. Ενδιαφέρον θα ήταν να διερευνηθεί tov. Δύο είναι τα δεδοµένα της επιγραφής pixCei η µελέτη του προβλήματος: πρώτο δηλώνονται τα µέλη του avAAöyou!® και 132.
1G 288 (πριν and to
ο χαρακτήρας του συλλόγου avστα οποία θα μπορούσε να στηο όρος «συνήθεις» µε τον οποίο δεύτερο το όνομα «Περιτιασταί»
154 μ.Χ.), "289 (πριν und το 155 μ.Χ.), 291 (τέλη του 2. ar.
μ.Χ.), 309 (2.(3. αι. μ.Χ.). 133. Πρβλ. επιγραφή Βέροιας (αρ. ευρ. 497): A.A. 28 (1973) Χρον., 439 (δ), riv. 392 y (= SEG 27, 1977, 267): πρβλ. Bull. Epigr. (1979) 451, αρ. 257 (3. αι. μ.Χ.). 134.
Βλ.
J.
N.
Kalléris,
247 και II, 553 (σημ.
Les
anciens
Macedoniens,
παλιότερη βιβλιογραφία καὶ τις πηγές. 135. Β).. Fr. Poland, Geschichte des griechischen
1967), 51-52. Κανατσούλης, syne
20
(1967),
Athènes
1954
(επανέκδ.
1988)
I,
1), 554 (any. 5), 563, 572 (anu. 1), όπου οι σχετικές απόψεις με τὴν
439-440.
Vereinswesens.
Leipzig
1909
(enavéxd,
Μακ. πόλις. 6.1., 269-274. H. W. Pleket, «Συνήθης», Mnemo-
170
την κοινωρία
της
Θεσσαλονίκης
των
αὐτοκρητοριχιύν
χρόνων
1571
που φέρουν35, Ο όρος «συνήθεις» (συνήθεια) είναι γνωστός από επιγραφές της Θεσσαλονίκης και της Μακεδονίας γενικότεραδ᾽, Με βάση ta κείμενα αυτά, μερικοί ερευνητές, όπως ο F. Poland και ο A. Κανατσούλης, διατύπωσαν την άποψη ότι o όρος δηλώνει επαγγελματικό σύλλογο33, Αντίθετα o Ch. Edson θεωρεί ὡς θρησκευτικούς τους συλλόγους που avaφέρονται σε δύο επιγραφές της Θεσσαλονίκης του 2. αι. μ.Χ., δηλ. τη «συνήθεια τῶν περὶ ᾿Αλέξανδρον»39 και τους «συνήθεις τοῦ ᾿Ηρακλέους»!40, Τα παραδείγματα ποι κυρίως στηρίζουν την πρώτη άποψη είναι η επιγραpn της Θεσσαλονίκης, /G 291, του τέλους του 2. αι. μ.Χ., όπου αναφέρεται «n συνήθεια τῶν πορφυροβάφων», και η επιγραφή της Βέροιας tov 3. πιθανώς αι. μ.Χ., όπου γίνεται λόγος για τη «συνήθεια των ὄνων»1, Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, όπου απαντούν οι όροι «συνήθεις», «συνήθεια» χωρίς την προσθήκη επαγγελματικών ονομάτων ἡ άλλων στοιχείων είναι, νομίζω, αβάσιμη η άποψη ότι χαρακτηρίζουν αποκλειστικά επαγγελµατικούς συλλόγους. Αυτό ισχύει και για την παρούσα επιγραφή. Από την άλλη πλευρά, θα μπορούσε κανείς «εκ πρώτης όψεως» να θεωρήσει ότι το όνοµα «Περιτιασταῦ υποδηλώνει ένα σύλλογο θρησκευτικού ἡ κοινωνικού περιεχοµένου εξαιτίας της σύνδεσής του µε τη γιορτή των Περιτίων. Εντούτοις λόγω της έλλειψης άλλων στοιχείων, η ονομασία και µόνο του συλλόγου κάνει παρακινδυνευµένη τη διατύπωση οποιασδήποτε άποψης, εφόσον μάλιστα είναι γνωστοί εµπορικοί σύλλογοι, όπως π.χ. των ᾽Απολλωνιασιῶν, Ποσειδωνιαστῶν και Ἑρμαϊστῶν της Δήλου, που το ὀνομά τους συνδέεται έµµεσα τουλάχιστον µε γιορτές42. Σαφέστερη είναι, αντίθετα, η εικόνα που μπορούμε va σχηµατίσουµε
136.
Για
τον
σχηματισμό
των
ονομάτων
των
διαφόρων
συλλόγων
βλ. Poland,
ό.π.,
56 κεξ. 137. Βλ. ony. 132, 133, 135. 138. BA. σημ. 135 και Poland, RE 2 R. IV (1932), 1367 στο λ. συνήθεια. 139. 1G 933. Indices VITI (co. 310), Res sacrae: Sodalitares Cultorum. 140. IG 288, Indices ό.π. Παλιότερα και ο Πελεκίδης εἶχε θεωρήσει ως εταιρεία συλλατρευτών του Δία Ὑψίστου τους «συνήθεις» της ἐπιγραφῆς της Έδεσσας: 4.4. 8 (1923), 268, αρ. 1. Την άποψη του Edson ακολουθεί και η Τατάκη (PA. Tataki, ό.π., 103, αρ. 149 και 264, ap. 1129), που θεωρεί θρησκευτικό το σύλλογο
τον οποίο συγκροτούσαν «οἱ σι-
νήθεις οἱ περὶ Ποσιδῶνιν τὸν ἀρχισυνάγωγον» της επιγραφἠς της Βέροιας ap. ευρ. 497. 141. A. M. Woodward, «Inscriptions from Beroea in Macedonia», BSA XVIII (1911 / 12), 155, ap. 22. 142. BA. π.χ. I Delos, 1753-1759: πρβλ. M. Rostovtzeff, The social and economic history of the hellenistic world, Oxford 1941, τόμ. 2. 788-791 και Hatzfeld, d.x., 31 κεξ. Επίσης πρβλ. G. Hirschfeld, Ancient Greek Inscriptions in the British Museum, IV, Oxford 18931916 (εκανέκδ. Milano 1979), 125-6, ap. 963.
1572
E}£vn
Τοακοσοπούλου- Σαλακίδου
για τη συγκρότηση του συλλόγου. Στην επιγραφή εκτός από τα µέλη avaφέρονται ορισμένοι αξιωματούχοι του και συγκεκριµένα ο επικεφαλής του συλλόγου και οι γραμματείς του. Ἡ έκφραση «οἱ περὶ τὸν δεῖνα»43 δηλώνει, όπως προκύπτει and επιγραφικά παράλληλα της Θεσσαλονίκης] και της Βέροιας65, τον επικεφαλἠς ενός συλλόγου που σε αρκετές περιπτώσεις ονομάζεται «Apxıcvvaywyocn!#, Οἱ γραμματείς του συλλόγου είναι δύο, όπως ουµβαίνει και στην περίπτωση του συλλόγου του “Hpaκλέους:47,
Για τα πρόσωπα που συγκροτούν το σύλλογο θα μπορούσαν να ειπωθούν τα εξής: Τη θέση του αρχισυνάγωγου κατέχει κάποιος Κότυς Εἰρήγης, που έχει tO γνωστό και από άλλες επιγραφές της Μακεδονίας ὄνομα Κότυς, το οποίο θεωρείται θρακικό435. O ονοµατολογικός του τύπος ---το γεγονός δηλ. ότι ἐκφέρεται µε untpovupia— δείχνει, όπως δεχόμαστε σε ανάλογες περιπτώσεις, ότι πρόκειται για vödo!, O σπάνιος αυτός ovopa143. Polland, ό.π., 76 κεξ., Κανατσούλης, ό.π., 271-2: πρβλ. IG "5291 στ. 3, "679 στ. 1. 144. * 1G 219 (2. αι. μ.Χ.), "679 (1. αι. μ.Χ.), 933 ( (3. αι. μ.Χ.). Σε επαγγελματικούς συλλόγους αναφέρονται οι εξἠς επιγραφές της Θεσσαλονίκης του 2.αι. μ.Χ.: a) αρ. ευρ. 11471 (Οἱ περὶ συνάγωγον ᾽Αρτέμωνα), βλ. 4.4. 24 (1969) Χρον. B 2, 300 κεξ. xiv. 311 Υ (πρβλ. Bull. Epigr. (1972) 419, αρ. 263), και Pandermalis, 1983, 164, abb. 2, και β) αρ. ευρ. 11472 (οἱ περὶ TI. Κελσίδιον Κέλεον ἀρχισυνάγωγον),βλ.. Pandermalis, 1983, 163-4, abb. 1. 145. Βλ. σημ. 133. 146. Σύμφωνα µε tov Κανατσούλη, ό.π., 273 (onu. 6), ο τίτλος «ἀρχισυνάγωγος» απαντά µόνο σε επαγγελματικά σωματεία. 147. O Κανατσούλης στη µελέτη του na τη μακεδονική πόλη (ό.π., 274) διατύπωσε την άποψη ότι οι γραμματείς της «συνηθείας τοῦ Ἡρακλέους» είναι τρεις, βασιζόμενος στην πρώτη έκδοση της επιγραφἠς and τον M. Δήμιτσα, ό.π., 524-525, αρ. 596. Στη νεότερη έκδοση
της επιγραφής από τον Edson
(PA. IG 288) στο σχετικὀ χωρίο αναφέρονται
δύο πρόσωπα, ανάγνωση που ενισχύεται απὀ τα δεδοµένα της δικής µας επιγραφής. Στην επιγραφή της Θεσσαλονίκης αρ. ευρ. 11472 (βλ. σημ. 144) ο αναφερόμενος σύλλογος έχει ένα
µόνο
γραμματέα.
148. Detschew, ό.π., 133 και J. Touratsoglou, «Anthroponymie Thrace en Macédoine occidentale», Pulpudeva 2 (1978), 129. Για μια άλλη άποψη σχετικά pe την καταγωγή του ονόματος, βλ. F. Papazoglou, «Structures ethniques et sociales dans les régions centrales des Balkans ἃ la lumiére des études onomastiques», Actes du Vile Congrès inter-
national d’epigraphie grecque et latine, Constanza 1977 (Bucharest 1979) 166. To ὄνομα απαντά στο Καλαμωτό N. Θεσσαλονίκης: 4.4. 17 (1961-62) Χρον. B, 207, καθώς επίσης σε erıypapn της Γαλάτιστας Χαλκιδικής (SEG 1, 1923, 281) καθώς και σε πολλές άλλες περιοχές, όπως π.χ. τη Θράκη (SEG 24, 1969, 861 του 2. αι. π.Χ. και 958 στ. 4 του 2. [3. αι. p.X.), τη Σαμοθράκη (/G XII 8, 195 στ. 14 του 38 π.Χ.), την Αττική (ZG II, 1, 1163 στ. 67 tov 2. ar. μ.Χ.), την Αίγινα (SEG 11, 1950, 11 του 2. αι. μ.Χ.) τη Λάρισα της Θεσσαλίας (IG IX 2, 737 [= SEG 26 (1976-7), 676 στ. 16] του 2. αι. π.Χ.) και τη Μ. Ασία (BA. π.χ. SEG 6, 1932, 604, 673 στ. 8 --πριν από το 117-138 μ.Χ.---, 681, 689 και 715). 149. Για τις μητρωνυμίες στην αρχαία Ελλάδα, βλ. Av. II. Χριστοφιλόπουλος, Ai
And την κοινωνία της Θεσσαλονίκης
των αυτοκρατορικών χρόνων
1573
τολογικός τύπος, σε συνδυασμό με το όνοµα της μητέρας του, µας επιτρέπουν να ὑποθέσουμε Sti ταυτίζεται µε tov Κότυ Εἰρήνης που αναφέρεται ὡς αρχισυνάγωγος της «συνηθείας τοῦ Ἡρακλέους) στις γνωστές επιγραφές του 154 και 155 μ.Χ. Στην υπόθεση αυτή συνηγορούν άλλωστε και τα παλαιογραφικά στοιχεία της επιγραφής. Αν βέβαια πρόκειται πράγματι για το ίδιο πρόσωπο, τότε προκύπτουν διάφορα ερωτηματικά γύρω από την προσωπικότητα, τη δράση και κυρίως τη φύση των δύο συλλόγων. Ta δύο πρόσωπα που εκιελούν χρέη γραμματέων είναι ο Βαίΐβιος Εὖφρᾶς και o Aewrds. O Baifios Εὐφρᾶς δεν είναι γνωστός από τις παλιότερες επιγραφἑς της Θεσσαλονίκης. Οι συνθήκες και ο τρόπος χορήγησης της ρωμαϊκής πολιτείας στο πρόσωπό του δεν είναι φυσικά δυνατό να διευκρινισθούν µε μόνα τα δεδοµένα της παρούσας επιγραφής. Η δυσκολία αυτή επιτείνεται από το γεγονός ότι το cognomen του επιτρέπει τη δυνατότητα να θεωρηθεί απελεύθερος. Αν οι πρόγονοι ἡ οι κύριοί του απέκτησαν τη ρωμαϊκή πολιτεία µέσω του Ρωμαίου άρχοντα L. Baebius Honoratus του 1. αι. μ.Χ.159 είναι ένα πρόβλημα, που αφορά ὀχι µόνο αυτόν αλλά και τους άλλους δύο Baebii της Θεσσαλονίκης, τον αγωνοθέιη και γραμματέα των Πυθίων στα 252/3 μ.Χ., Baißıo Τερραίο Νεικόστρατο (Πάλμα) και κάποια Baebia Διονυσία, για το οποίο µόνο υποθέσεις μπορούν να yivovv!, To gentilicium Baebius!#? στο µακεδονικὀ χώρο απαντά στην Κασσανδρεία και τους Φιλίππους55, αλλά και σε άλλες περιοχές]. Το όνομα Εὐφρᾶςϊδ, µητρωνυμίαι παρὰ τοῖς ἀρχαίοις "Ἓλλησιν, Δίκαιον καὶ “Ιστορία ( Μικρὰ Μελετήματα), Αθήναι 1973, 60-67. To {10 φαινόμενο παρατηρείται και στη ρωμαϊκή περίοδο σε διάpopes περιοχές. Στη Θεσσαλονίκη, στο σύνολο τῶν δηµοσιευµένων επιγραφών της, υπάρχουν δεκαπέντε τέτοιες περιπτώσεις, ένας σχετικά μικρός αριθµός; Tataki, ό.π., 433435 (κυρίως σημ. 126). Για το {810 φαινόμενο στη Μακεδονία βλ. Ριζάκης-Τουράτσογλου, ό.π., 58, ap. 46. Επίσης στον παρόντα τόμο, A. Tataki, «From the Prosopography of Ancient Macedonia: the Metronymics», 1453-1471. 150. Βλ. Σαρικάκης, ό.π., τόμ. Π (27 π.Χ.-284 μ.Χ.), θεσσαλονἰκη 1977, 59 και Tataki, ό.π., 132, ap. 318, 447. 151. JG 38 A, 198 και 841 (3. αι. μ.Χ.). Πρβλ. Σαμσάρης, 1987-8, ό.π., 337. 152. Για το ὀνομα PA. Schulze, ό.π., 133. Για τὴν εμφάνισή τους στην ελληνόφωνη ανατολή κατά την ρεπουμπλικανική περίοδο και την κρώϊμη αυτοκρατορική εποχή, PA. Hatzfeld, ό.π., 59, σημ. 2, 163 και 165. 153. Για την Κασσανδρεία βλ. π.χ. Δήμιτσας, ό.π., 626, ap. 744 στ, 1 και 628 αρ. 747 στ. 4. Πρβλ. Σαµσάρης, 1987, 400-401, αρ. 24 και 25. Για τους Φιλίππους, BA. Δήμιτσας, ό.π., 731, ap. 927 στ. 1. Για την παρουσία των Baebii στη Βέροια και στη Θεσσαλονίκη BA. Tataki, ό.π., 440-1. 154. BA. π.χ. IG ΠΠ, 2, 384 (Αττική), C IL ΠΙ Suppl.], I, 7369 στ. 15 (Σαμοθράκη) και I. v. Ephesos (LK. 17, 1 (1981)], 3448 (Έφεσος). 155. Για ta υποκοριστικά κυρίων ονομάτων µε κατάληξη -ας βλ. W. Petersen, «The
1574
Eiern
Γρακοσοπούλου-Σαλακίδου
υποκοριστικό του Ευφρόσυνος —yvwotd από άλλες περιοχές του ελληνικού χώρου, π.χ. την Αττική5, καθώς και τη Μ. Avia!”— . μαρτυρείται εδώ στις επιγραφές της Θεσσαλονίκης για πρώτη φορά, ενώ αντίθετα απαντάἀ στο θηλυκό (Εὐφρώ)!58. O δεύτερος γραμματέας «.[εωνᾶς είναι πρόσωπο επίσης άγνωστο μέχρι τώρα στην κοινωνία της Θεσσαλονίκης. Το όνομά του, υποκοριστικό του Λέων], απαντά ως cognomen σε επιγραφές της Βέροιας50, της EXiuerag!9! και της Θάσουδῆ, H απουσία πατρωνυμικού από τον ονοματολογικό του τύπο δηλώνει ότι πρόκειται για δούλο. Η συµµετοχή δούλων and κοινού ue ελεύθερους ἢ απελεύθερους σε συλλόγους είναι φαινόμενο γνωστό στην εποχή αυτή και δεν πρέπει va ξενίζειθ, Μεγαλύτερο ενδιαφέρον από προσωπογραφική άποψη παρουσιάζει ο τιμώμενος νεκρός και η οικογένειά του. O Κάσσιος ᾿ Ασκληπιάδης, η µητέρα του Κασσία ᾽Ελπίς, η γιαγιά του Kaocia ᾿Ερεννία και ο πατέρας του Κ. Ερέννιος Σαβείνος μαρτυρούνται εδώ για πρώτη φορά. Το όνοµα γένους Κάσσιος /Κάττιος είναι σχετικἀ καλά διαδοµένο στη Μακεδονία. Στη Θεσσαλονίκη το όνοµα φέρει ικανός αριθµός πολιτών σε επιγραφές του 2. και 3. αι. p.X.195, Οι ειδικότερες συνθήκες και ο τρόπος χορήγησης της ρωμαϊκής πολιτείας στα πρὀσωπα αυτά είναι αδύνατο να διευκρινισθούν. Δεν αποκλείεται σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις να οφείλεται στους greek masculins in Circumflexed «ἄς», CPA 32 (1937), 121-130. Ριζάκης-Τουράτσογλου. ό.π., 31-2, ap. 15 µε παλιότερη βιβλιογραφία και Tataki, ό.π., 387. 156. BA. π.χ. SEG 29 (1979) 127 IL ot. 30 (1745 μ.Χ.) και SEG 33 (1983), 158 στ. 103 (3. αι. p.X.). 157. BA. π.χ. SEG 26 (1976-7), 1349. 158. /G 313 στ. 1 (2. αι. μ.Χ.. 159. BA. σημ. 155. 160.
Tataki, ό.π., 176, ap. 611, 375, 387.
161. Βλ. 162.
σημ.
155
(Ριζάκης-Τουράτσογλου).
Dunant-Pouillaux, ό.π.,
107, ap. 204 ot.2(
163. BA. π.χ. W. L. Westermann, Philadelphia 1955, 78-9, 84. 164.
Ριζάκης-Τουράτσογλου,
ό.π.,
/G XII
8, 529) του 3. αι. μ.Χ.
The slave
systems of greek and roman
118-9, ap.
122 (μέσα
Antiquity:
2. ar. μ.Χ.), Tataki,
6.7.,
92,
αρ. 76 (259 u.X.), 189-190, ap. 679-680 (251 /2 μ.Χ.), 441. Δήμιτσας, ό.π., 132, ap. 162 στ. 1 (Πύδνα). To gentilicium Κάσσιος [Κάττιος στα αυτοκρατορικά κυρίως χρόνια εἰναι πλατιά διαδεδομένο
από
την
Αττική (BA. SEG 2, 1924, 29 - του 1. αι. μ.Χ.), την Ιταλία (βλ. SEG 4, 1929, 143 στ.
σ᾽ όλο τον ελληνόφωνο
κόσμο,
όπως
δείχνουν π.χ. επιγραφές
1,8)
και τη Συρία (βλ. SEG 7, 1934, 298, 100 του 2./3. αι. μ.Χ.). 165. 2. αι. μ.Χ.: IG 244, 288, 867° 2./3. αι. p.X.: IG 452, 480, 511, 537, 665, "821, 897
3. αι. p.X.: IG 229. Επίσης Σαμσάρης,
1987-8,
ὁ.π.,
.1. 1. 27 (1972) Χρον.
332-333.
Β΄, 504 (Κάσσιος Ἕρμιππος).
Πρβλ.
And
την κοινωνία τῆς Θεσσαλονίκης των αυτοκρατορικών χρόνων
1515
τρεις Ρωμαίους άρχοντες: L. Cassius Longinus, P. Cassius Secundus και M. Cassius Paullinus, που υπηρέτησαν στη Μακεδονία τον 1. π.Χ. και 2. αι. /αρχ. 3. αι. p.X.19. ΄Αλλοι πάλι ενδέχεται va ἦταν απελεύθεροι Ρωμαίων πολιτών της Θεσσαλονίκης. Με τα υπάρχοντα στοιχεία δεν µπορεί να διατυπωθεί επίσης οποιαδήποτε υπόθεση για πιθανή συγγενική ἡ άλλη σχέση των νέων Κασσίων µε τους παλιότερα γνωστούς πολίτες της πόλης57. Ὅσο αφορά τον πατέρα του νεκρού, τον Κ. Ἐρέννιο Σαβείνο, αυτός φαίνεται να εἶναι γνήσιος Ρωμαίος πολίτης, γόνος µιας and τις πολυάριθµες οικογένειες τῶν ιταλικής καταγωγής ἐμπόρων της Θεσσαλονίκης, που ανήκαν στη gens Herennia!® και έδρασαν στην πόλη επί τρεις τουλάχιστον αιώνες (µέσα 1. αι. π.Χ. - 3. αι. p.X.)!9®, Το όνοµα γένους Ἐρέννιος απαντά
και σε άλλες πόλεις της Μακεδονίας (Κασσάνδρεια7, Ευρωπό!!, Aio!?3, Φιλίππους "79), αλλά µε τα δεδοµένα που. ἔχουμε δεν μπορούμε να συµπεράνουµε κάποια σχέση (συγγενική ἡ άλλη) µε τους φορείς του ονόματος τόσο στη Θεσσαλονίκη και τη Μακεδονία γενικότερα 600 και αλλούϊτ4, Το λατινικό cognomen Σαβεῖνος είναι γνωστό στη Θεσσαλονίκη!ἶὅ και σε άλλες περιοχέςῖ78, Αξιοσημείωτο είναι ότι ο νεκρός φέρει το όνοµα γένους της μητέρας
166. Σαρικάκης, ό.π., Α΄ 207, Β΄ 178 και 236 αντίστοιχα. 167. Βλ. onu. 165. 168. Για το όνοµα βλ. Schulze, d.r., 82, 282. 169. IG 124 στ. 4 (42 π.Χ. - 32 u.X.), 113 στ. 4 (πριν το 23/22 στ. 1, 55 ot. 1, 68 στ. 36, 37, 69 στ. 24, 70 στ. 2, 4, 339, 2. /3. αι. 3, 4, "226 στ. 9, 241 ΑΙ στ. 8, 241 A Il στ. 3, 323 ot. 1, 361 στ. 1, 2, *734 στ. 3, *988, *992, 3. αι. μ.Χ.: IG 247 στ. 11, 487 στ. 3,
p.X.). 1. αι. p.X.: IG p.X.: JG 19 στ. 7, 127 1, 3, 467 στ. 1, 2, 636 488 στ. 1,3 και B
"54 στ. στ. στ.
1, 3, 492 or. 4. Επίσης Ριζάκης, ό.π., 514-515.
170. Δήμιτσας, ό.π., 630, ap. 752 στ. 2. Πρβλ. Σαμσάρης,
171. ©. Σαββοπούλου,
Ευρωπός.
Σύντομη
επισκόπηση
1987, 403,
τῆς
αρ. 39 και 40.
ιστορίας της
Evpwnov,
Ευρωπός 1988, 33, αρ. 2, εικ. 12. 172. Παντερμµαλής, 1984, 273, 274. 173. BA. π.χ. Δήμιτσας, ό.π., 736-7, ap. 935. 174. To gentilicium απαντά π.χ. στην Αττική: SEG 28 (1978), 167 ot. 13, 169 στ. 36, και 37 (150/160 μ.Χ.), Εύβοια; AAA 2 (1969), 28 (2. αι. μ.Χ.), Κόρινθο: SEG 11 (1950), 62 στ. 26 (2. αι. μ.Χ.), Συρία: SEG 32 (1982), 1430 (95 μ.Χ.) και Αίγυπτο: SEG 28 (1978) 1493 (1./2. αι. μ.Χ.). 175. Πρβλ. IG 126 στ. 3 (2. αι. μ.Χ.), 241 A II 5 (2. αι. μ.Χ.), 259 στ. 24 (1. αι. μ.Χ.), 4272 ot. 5 (2./3. αι. μ.Χ.), 531 στ. 6 (3. αι. μ.Χ.). 176. Απαντά π.χ. σε επιγραφή της Ευρωπού (ony. 171) και τῶν Φιλίππων: βλ. π.χ. Δήμιτσας, ό.π., 735, αρ. 934 στ. 4. Βλ. επίσης επιγραφές and τη Θράκη (π.χ. SEG 3, 1929, 537 στ. 9, πριν από to 221-237 μ.Χ.) και την Ηλεία (βλ. SEG 22, 1967, 329 στ. 4 του 1. [2. αι. μ.Χ. και 353 στ, 4 του 3. αι. μ.Χ.).
1576
Ελένη
Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου
του. Αυτό, όπως και στην περίπτωση της επιγραφής αρ. 8, σηµαίνει ότι έχουµε να κάνουµε µε ένα µη καθόλα νόμιμο γάμο (iniustum matrimonium). Με μόνα τα ονόματα των προσώπων είναι ασφαλώς δύσκολο να συμπεράνει κανείς σχετικά µε το ποιος από τους δύο συζύγους δεν είχε το ius conubium κατά την τέλεση του γάμου. Η δυσκολία επιτείνεται and το γεγονός ότι στην επιγραφἠ δεν δηλώνεται av η Κασσία Ἐρρενία, ασφαλώς µία Popaia πολίτις, υπήρξε μητέρα του K. Ἐρρενίου ἡ της Καττίας Ἐλπίδος. Από tov ονοματολογικόὀ τύπο της και συγκεκριµένα τη χρήση του gentile Ἐρεννία στη θέση cognomen —parvéuevo γνωστό και από αλλού"71.--- θα μπορούσε να εικάσει κανείς ότι σχετίζεται µε την gens Herennia, αλλά τούτο δεν µποpei να είναι βέβαιο. Πιο δικαιολογηµένο θα ἦταν ίσως να υποτεθεί ότι εκείνος από τους δύο συζύγους που δεν είχε το i.c. κατά την τέλεση του γάµου ήταν η Καττία Ἐλπίς, αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι το συνηθισμένο cognomen της προσιδιάζει σε δούλες και απελεύθερες!789, Ανάλογο παράλληλο από τις δημοσιευμένες επιγραφές της Θεσσαλονίκης απαντά στην IG 492 (του 221-2 μ.Χ.), ὀπου κάποια Κλαυδία Ἑορτή έχει το gentile της µητέρας της Παραμόνας, της οποίας ο σύζυγος Μ. Ἐρέννιος Αἱδήμων πρέπει να ανήκει στην ἴδια gens pe τον K. "Epévvio Σαβείνο. Ἡ έκφραση «κατ᾽ εὔνοιαν» απαντά, από όσο γνωρίζω, για πρώτη φορά στις επιτάφιες επιγραφές της Θεσσαλονίκης, ενώ είναι γνωστή η έκφραση «μνείας καὶ εὐνοίας χάριν» από άλλη επιγραφή της πόλης”. Ὅπως προκύπτει από όσα εκτέθηκαν παραπάνω, το ενδιαφέρον των εννέα νέων επιγραφών αφορά διάφορες πτυχές της κοινωνικἠς και της πολιτιστικής ζωής της Θεσσαλονίκης κατά την αυτοκρατορική εποχή. Οι επιγραφές αυτές συμβάλλουν καταρχήν στον εμπλουτισμό των γνώσεων που διαθέτουμε για την κοινότητα των Ρωμαίων «συμπραγματευομένων» της πόλης. Το σύνολο σχεδόν των προσώπων που αναφέρονται σε αυτές µας ἦταν ὡς τώρα άγνωστα, ενώ οι περιπτώσεις του Κειώνιου (Αἱβούτιου) Πίστου, του Λεύκιου Σηνάτιου Οἰκίου και του Τ. Φουλκίνιου Σίλωνα προσθέτουν τρία νέα ονόματα γένους στον ἤδη μακρύ κατάλογο ποὺ µας ήταν γνωστός από τις παλιότερες επιγραφές. Ονοματολογικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν ασφαλώς και ορισμένα από τα cognomina που φέρουν τα πρόσωπα αυτά. Οι σχετικές µε τη ὁραστηριότητά τους πληροφορίες εἶναι πενιχρές.
177.
Βλ. παραπάνω
επιγραφή
up. 3, o.
1550-1], onu.
52.
178. BA. π.χ. Tataki, ό.π., 494 (table VI). 179. IG 506 στ. 10 του 209-210 μ.Χ. (μνείας καὶ εὐνοίας χάριν). Πρβλ. του 2. αι. μ.Χ. (εἵνεκεν εὐνοίης).
/G 559 στ. 2
Ano
τὴν χοινωνία της Θεσσαλονίκης των αυτοκρατορικών χρόνων
1577
Παρ᾽ όλα αυτά, τόσο από το ενδιαφέρον τους για τις τοπικές λατρείες, όπως δείχνει η περίπτωση της Αὐίας Πώσιλλας, όσο και and τη συμμετοχή τους σε συλλόγους της πόλης, όπως δείχνει η μαρτυρούμενη για πρώτη φορά «συνήθεια των Περιτιαστών», επιβεβαιώνεται το διαπιστωµένο από την παλιότερη έρευνα συμπέρασμα ὁότι οι Ῥωμαίοι «συμπραγματευόμενου) Eiχαν αφομοιωθεί στην κοινωνική ζωή της πόλης. Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζουν δύο άλλες amò τις νέες επιγραφές. Η πρώτη, παρά τις λακωνικές πληροφορίες της, χάρη στην παράσταση που τη συνοδεύει και στην οποία απεικονίζεται ο Μ. Οὐαρείνιος ᾿Αρέσκων, ίσως ο πρώτος Θεσσαλονικεύς ηθοποιός των αυτοκρατορικών χρόνων, πιστοποιεί την οργάνωση δραματικών παραστάσεων στα αυτοκρατορικά χρόνια, Στη δεύτερη αναφέpetar για πρώτη φορά σε επιγραφή της Θεσσαλονίκης, αλλά και γενικότερα της Μακεδονίας Eva άγνωστο ὡς τώρα μέλος της familia Caesaris, ο dispensator Augusti Τύραννος. ΙΣΤ’ Εφορεία Κλασσικών και Προϊστορικών Αρχαιοτήτων
1578
λέν
T'oaxogotoriov-Lazaxidor
Ilivaxa: δὴ.
Tu ονόματα
Αἱβούτιος ᾿Αρέσκων
των
ποοσώπων
Ῥωμαίων
πολιτών
: PA. : βλ.
Κειώνιος Οὐαρένιος
᾿Ασκληπιάόης
: βλ.
Κάσσιος
Abla Αὖλος
: Atia Πώσιλλα 1 A, B, : Αὔϊος Αὖλος 1 B,
Baißıos
: Βαίβιος Εὐφρᾶς
Γάϊος
: BA. Νικέρως
γραμματεὺς
: γραματευόντων
9,
διαθήκη
: κατὰ
5,
Διζάλας
: di
-ουσα
διαθήκην
: BA. Κότυς
Elos
:1B,
Ἐλπὶς ἐπισκευάζω
: βλ. Καττία :1B,
"Epevvia Ἑρέννιος
: BA. Κασσία : Ἑρέννιος Σαβιῖνος 9,
Ἑρμαῖς
: 4, : βλ.
εὔνοια Εὐφρᾶς
: κατ εὔνοιαν 9, : βλ. Βαΐβιος
Ζωσίμη
: PA.
"Ἠσυχος
-χία
αναγράφονται
µε βάση
9,.,
Eipnvn
Εὔὖοδος
και ποαγμάτων
Οὐαρένιος
Φλαβιος
: βλ. Φουλκίνιος
Opentös
:7
ἴδιος
: ἐκ τοῦ
Κάσσιος
: Κάσσιος
Κάττιος
: Καττία
Κειώνιος
: Κειώνιος
Κότυς
: Κότυς
ἰδίου
1 B,
᾿Ασκληπιάδης
Ελπὶς
Αἰβούτιος
Εἰρήνης
9,,
Κασσία
ὃς 9,
Πίστος
δι.
᾿Ερεννία
9,
το ὀνομα
γένους.
And
τὴν
κοινωνία
Λεωνᾶς
:%
μάμμη
: 9)
τὴς
Θεσσαλονίκης
των
αὐτοκρατορικών
χρόνων
1579
μνεία
: μνείας
μνήμη
> μνήμης χάριν 8,, 9
ναὸς Νικέρως
: 1 8,
Οἰκῖος Ὅππιος Οὐαρεί(ῦνιος
: PA. Σηνάτιος : Ὁππία Χαρίτιον 7, : M. Οὐαρείνιος Εὔοδος ᾿Αρέσκουσα 8,,,
Περιτιασταὶ
Πώσιλλα
: 9, : βλ. Κειώνιος :1B : BA. Abia
Σαβεῖνος Σείλων Σηνάτιος
: βλ. Ἐρέννιος : βλ. Φουλκίνιος : A. Σηνάτιος Οἰκῖος
συνήθης
: οἱ συνήθεις 9,
Φλάβιος Φουλκίνιος
: Φλαβία Ζωσίμη 3, : Φουλκίνιος “Hovyoc 5,, Φουλκινία ᾿Ησυχία 53, T. Φουλκίνιος Σίλων 5,
Χαρίτιον
: βλ.
aedes Aelia Avia Aug(usti)
: : : :
Chrysis conjunx
: βλ. : 6g
curo
: 1A;
dispensator
: 6a
Isis
:1
Posilla
pronaium
: PA. Avia : 1A,
reficio
> 1 A,
suo
:
Πίστος npovaiov
Tyrannus
χάριν
: Νικέρως
3,, 4,,;
Γαΐου
7,
Ὅππιος
1 As Aelia Chrysis 6,5 Avia Posilla I A, 63 Aelia
A,
de suo
: Gy
I A,
2,,
M.
Οὐαρένιος
᾿Αρέσκων
8,,,
Οὐαρενία
8,
I. IL ενεπίραφη
στή
$
>
3 35
È
SÈ Γικ.
dn ALE. 8173.
Andò τὴν κοινωνία της Θεσσαλονίκης τῶν αυτοκρατορικών χρόνων
> Pr x So Να, EEE x e
Εικ. 2. O βωμός
A.E.
Ln E αλα EP EN N Re
9197.
1581
1582
Γλένη
ToaxonorotJov-Laduxidor
»
Lue.
3. O βωμός
AE,
9198,
ATS
τὴν xotrowia
της Θεσσαλονίκης
Κικ.
4.
O
βωμός
rer
A.E.
avroxparoaixew
9202,
χρόνων
1583
5. ε«ἰπότμημα βωμού Α.Ε.
9203.
Fé,
Em.
1584
Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου
And τὴν κοινωνία της Θεσσαλονικης των αὐτοκοατοοικών χρόνων
Εικ.
6. Χάλκινο
νόμισμα
Θεσσαλονίκης
1585
επί Κλαυόίου.
100
1586
E λέν n Ἰ ρακοσοπούλυν- δα λακίδου
ΤΣ
Εικ.
7. O βωμό -- ALE.ο. ΑΝ].
‚124 τὴν κοιρνιηνία της Θεσσαλονίκης
τῶν urroxpatopixior χρόνων
Eix. 8. O βωμός A.E. 9814.
1587
1588
Ελένη
Τρακοσοπονλονδ αλακίδον
gu
:
m
on
an
BP
κος
PECK Gabi ΤΌΣΤΙ da MN EMA CHAPYN
eu
Hue
100m
10. O βωμός ALE. 9815 - σχέδιο ζωγράφου A. Φάκλαρη.
15%
Ελένη
Ra οι ec
Τρωκοσυπουλου-
sone σος
αλακίδου
ABE
ATCYNOIANRAIRACC:AG FEN
vr
MN HEERES De »
Fox.
1].
επι ραφή
αρ.
9.
;
„And
τὴν κοινωνία
της
Θεσσαλονίκης
τῶν αυτοκρατορικών
χρόνων
1591
APMENONOYAOY
MEAENIKOY
eee
agen
1,
ὅτι
ΠΡΟΊΣΤΟΡΙΚΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΣΤΙΣ ΛΕΚΑΝΕΣ ΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΜΥΝΤΑΙΟΥ (AYTIKH ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ)
Κατερίνα
ΦΛΩΡΙΝΑΣ
Τρανταλίδου
Σκοπός αυτής της ανακοίνωσης είναι η παρουσίαση των νέων αγροτικών εγκαταστάσεων και οικισμών, τους οποίους εντοπίσαµε κατά τη διάρκεια επιτόπιας επιφανειακής έρευνας. Πιστεύουμε ότι αυτή η προσπάθεια θα δώσει νέα ώθηση στις αρχαιολογικές και ιστορικές έρευνες, που σχετίζονται µε τη Δυτική Μακεδονία. Σηµειώνω ωστόσο, ότι αυτή η αναγνώριση δεν είναι παρά το πρώτο κεφάλαιο µιας έρευνας, που πρέπει να συνεχιστεί HE τη συστηµατική περισυλλογή των επιφανειακών ευρημάτων, τις αεροφωτογραφίες, τις ηλεκτρομαγνητικές διασκοπἤῆσεις και, ἐνδεχομένως, την ανασκαφή και τη συγκριτική µελέτη των τεκμηρίων του υλικού πολιτισμού. Το γεωγραφικό
,
πλαίσιο ΄
Ἡ λεκάνη τῆς Φλώρινας περιβάλλεται από τους ορεινούς ὀγκοὶς του Βαρνούντα και του Βέρνου στα δυτικά, και την οροσειρά του Βόρα στα ανατολικά. Ανάµεσα στα δύο πρώτα βουνά, µια στενή διάβαση. η Πισοδερίτικη, συνδέει
τη
Φλώρινα
µε τις λεκάνες
των
Πρεσπών,
της
Κορυτσάς
και της Καστοριάς. Στα νότια. η δίοδος του Κλειδιούὐ ενώνει το Φλωρινιώτικο οροπέδιο µε εκείνο του Αμυνταίου και στα ανατολικά, η κοιλάδα του Σκοπού αφήνει ένα μικρό πέρασμα στη σηµερινή Γιουγκοσλαβία. Προς βορράν. αντίθετα, η πεδιάδα της Φλώρινας συνεχίζεται και µετά τα ελληνο-γιουγκοσλαβικά σύνορα και ονομάζεται λεκάνη της Πελαγονίας!. Ἡ λεκάνη του Αμυνταίου περικλείεται anò το Βέρνον και το Βόρα. στις ορεινές αλυσίδες των οποίων προστίθεται το Βέρμιο στα ανατολικά, και οι λόφοι του Φιλώτα στο νότο. Η πεδιάδα του Αμυνταίου αποτελεί 1. H διαίρεση αὐτή δεν βασίστηκε σε κριτήρια γεωγραφικά. Είναι απόρροια της πολιτικής πραγματικότητας, που διαμορφώθηκε µετά το τέλος των Βαλκανικών πολέμων και τη συνθήκη του Βουκουρεστίου στα 1913 (Svoronos N., 1980, σ. 86-88).
1594
Κατερίνα
Τρανταλίδον
τµήµα του βυθίσματος της Πτολεμαῖδας και επικοινωνεί ανατολικά µε την Έδεσσα (στενή κοιλάδα του Βόδα) και δυτικά µε την Καστοριά (αυχένας της Κλεισούρας). Οι δύο λεκάνες έχουν µέσο υψόμετρο 600 u. Το χαμηλότερο (550 μ.) συνανιάται στη ΝΔ όχθη της Βεγορίτιδας λίμνης. H ἑκτασή τους είναι 400 τ.χιλ.Σ και —tovAdyiotov— 155 τ.χιλ.Σ για τις πεδιάδες της Φλώρινας και του Αμυνταίου αντίστοιχα. “Eva µεγάλο τµήµα της τελευταίας έχει πρόσφατα αποξηρανθεί (παλαιότερα υπήρχαν έλη) και δοθεί στην καλλιέργεια. Ὅσο για τα κυριότερα σηµεία του υδρογραφικού δικτύου, ας ὑπενθυµίσουµε ότι η Φλωρινιώτικη λεκάνη διασχίζεται από to Λύγκο /Σακουλέβα, paxpivò παραπόταμο του Αξιού, και ότι η Αμυνταιώτικη υδρεύεται από τις λίμνες Πέτρες, Βεγορίτις, Ζάχαρη και Χειμαδίτις. Οι οικιστικοί τύποι και ἡ οικιστική
οργάνωση
Ὦ
aw
iy
Πριν προχωρήσουμε στην εξέταση του οικιστικού δικτύου, θα σηµειώcoupe ότι η χρονολογική ένταξη των οικισμών παρουσιάζει σοβαρές δυσκολίες, ιδιαίτερα σιην περιοχή της Φλώρινας. Ἕνας πρώτος λόγος είναι οι τοπικές συνθήκες: η πλειοψηφία των θέσεων, που εντοπίστηκαν στο Αμύνταιο, καλλιεργείται και η άρρωση επιτρέπει πιο εὖκολα την παρατήρηση των κεραμεικών κατηγοριών. Avo από αυτές τις θέσεις, στην όχθη της Χειμαδίτιδας, έχουν καταστραφεί εντελώς και μετατραπεί σε µπάζα. Αντίθετα, στη Φλώρινα αρκετοί οικισμοί είναι σήµερα βοσκότοποι. Μια δεύτερη αιτία είναι η ποιότητα των κεραµεικών κατηγοριών. H χειροποίητη κεραµεική είναι το χαρακτηριστικό όλων των οικισμών (Φωτ. 1, 2). Στη Φλώρινα, όµως, η τοπική παράδοση της αγγειοπλαστικής µοιάζει να συνεχίζεται για πολλούς αιώνες. Σ αυτά τα µέρη αναγνωρίσαµε 10 τουλάχιστον οικισμούς ελληνιστικών και αυτοκρατορικών χρόνων, οι οποίοι είχαν λίγα χειροποίητα ὄστρακα. Δεν έγινε δυνατό να διευκρινίσουµε αν επρόκειτο για ίχνη προηγούμενης κατοίκησης ή το πιθανότερο για αποθηκευτικά και καθηµερινής χρήσης αγγεία, που δένονταν µε τη ζωή των αγροτικοκτηνοτροφικών οικισμών στους τελευταίους προ και µεταχριστιανικούς αιώνες. Κάτι ανάλογο σημειώθηκε καὶ στον Καστανά!. Αντί. Κανάρης
I,
3
1975, σ. 2.
. Παπασταματίου . Hochstetter A.,
I. N., 1984,
1952,
σ.
I.
IIgoiorogixoi οικισμοί στις λεκάνες
Φλώρινας
καὶ εἰμυνταίου
1595
Geta στην περιοχή του Αμυνταίου εντοπίσαµε µόνο τρεις τέτοιες περιπτώσεις. Πάντως, για λόγους καθαρά μεθοδολογικούς και ουσιαστικούς δεν συμπεριλάβαμε αυτές τις περιπτώσεις στο δείγμα µας. Τρίτη και σοβαρότερη αιτία εἶναι η απουσία στρωματογραφικἠς συνέχειας και εξέλιξης. Ωστόσο, µε αυτούς τους περιορισμούς και τις δυνατότητες επισηµάναµε την ύπαρξη 23 οικισμών στη λεκάνη της Φλώρινας και 29 στη λεκάνη του Αμυνταίου. Μέχρι τώρα, ἦταν γνωστοί 4 και 4 αντίσιοιχαδ. Αυτά τα στοιχεία µας οδηγούν και στην πρώτη παρατήρηση, τη διαφορετική, δηλαδή, οικιστική πυκνότηια των δύο πεδιάδων. Δεν αποκλείουµε, φυσικά, το ποσοσιό του λάθους στον εντοπισμό των οικισμών και δεν ξεχνάμε Ott όλες οι θέσεις δεν κατοικήθηκαν ταυτόχρονα, ούτε είχαν την ἴδια έκταση. Μολαταύτα, και αν ακόµα προσθέταµε στη Φλώρινα τις 10 προαναφερθείσες θέσεις και άλλες 9 σκόµα, που η συγκέντρωση της χειροποίητης κεραµεικής είναι µικρή και η χρονολόγηση αμφισβητήσιμη, πάλι ο λόγος του αριθμού των οικισμών προς τον UT’ αυτών κατεχόμενο χώρο θα ἦταν διαφορετικός. Ανομοιότητες παρουσιάζουν και οι θέσεις και οι μορφές των οικισμών. Στη Φλώρινα 11 από τους 23 οικισμούς (47,82%) έχουν κτισθεί σε υψόμετρο 700-800 u., κατανέµονται στα χαμηλά πλατώματα ἡ τις πλαγιές των λόφων, που περικλείουν τη λεκάνη, και ἔχουν συχνά ανατολικό ἡ μεσημβρινό προσανατολισμό. ΄Αλλοι 4 (21,73%) καταλαμβάνουν τους πρώτους ορεινούς αναβαθμούς της πεδιάδας και | (ένας) βρίσκεται στην πλαγιά φυσικού εξάρµατος στο κέντρο του οροπεδίου: Ὑψόμετρο 700-650 pu. Ὅλοι οι παραπάνω οικισμοί δεσπόζουν της λεκάνης και ελέγχουν τµήµα της ἥ και το σύνολό της. Τέλος 7 (30,43%) εντοπίστηκαν στα χαμηλότερα σηµεία της πεδιάδας, κοντά στα ρέματα: Ὑψόμετρο 620-590 n. Στο Αμύνταιο, αντίθετα, από τους 29 οικισμούς € βρίσκονται σε υψόµετρο 750-600 p. (20,68%) και οι υπόλοιποι 23 (79,31%) σε υψόμετρο, που ποικίλλει από τα 550 στα 600 μ. Ὅλοι αυτοί βέβαια είναι κοντά σε σηµεία του υδρογραφικού δικτύου. Από τους τελευταίους όμως, οι 21 αποκαλύφθηκαν όταν υποχώρησαν τα νερά των λιμνών και αποξηράνθηκαν τα έλη. Σε όλους αὐτούς 10 έδαφος είναι αμμώδες ἡ καλύπτεται από γκρίζα ιλή. Στη μορφή, οι οικισμοί είναι ἡ επίπεδοι ἡ τούµπες. O αριθµός των τεχνικών αυτών γήλοφων είναι από 10 σε κάθε λεκάνη, δηλαδή αποτελούν το 43,4% του συνόλου τῶν οικισμών στη λεκάνη της Φλώρινας και το 34,4%, 5. Πρόκειται
στρα,
Πέρασμα,
για τους
Φλώρινα
οικισμούς, που είναι
και Πέτρες,
Βεγόρα,
κοντά
Βαρικό
στα
χωριά
Αρμενοχώρι,
και Φαράγγι,
Παλαί-
1596
Kareniva
Τρανταλίδου
στη λεκάνη του Αμυνταίου. NG προς την τυπολογία τους, τρεις είναι κωνικές τούµπες, δύο στη Φλώρινα και µία στο Αμύνταιοδ, µε υπόβαθρο πλατώµατα λόφων. Οι υπόλοιπες τούμπες είναι επιμήκεις και τραπεζιόσχηµοι γήλοφοι. Το ύψος τους είναι χαμηλό, από λίγα εκατοστά ως 3 µέτρα, και αυτό σε συνδυασμό µε 10 ότι όλες καλλιεργούνται (κατά κανόνα σπείρονται µε στάρι, κριθάρι, καλαμπόκι ἡ τριφύλλι) κάνει ακόµα πιο δυσδιάκριτη την παρουσία τους και μεγαλύτερη τη διάβρωσή τους. Εξαίρεση αποτελούν οι τρεις κωνικές τούµπες του Αρμενοχωρίου, Παλαίστρας και Περάσµατος (περιοχής Φλώρινας) που έχουν και το μεγαλύτερο ύψος. Γι’ αυτό άλλωστε και υπήρξαν και οι πρὠτοι καταγραμμµένοι προϊστορικοί οικισμοί. Και σ᾽ αυτές το ύψος, µε βάση τη σηµερινή επιφάνεια του εδάφους, δεν ξεπερνά ta 5 µέτρα. Αλλά, αν οι πρώτες φέρουν στην κορυφή τους τα νεκροταφεία των αντίστοιχων χωριών, η τρίτη κινδυνεύει and την καλλιέργεια, που γίνεται στη βάση της. H έκταση που καλύπτουν στην περιοχή της Φλώρινας είναι 10-50 στρέμματα, ενώ στην περιοχή του Αμυνταίου η επιφάνειά τους κυμαίνεται από 4-5 ως 100 στρέμματα. Οι επίπεδοι οικισμοί και οι αγροτικές εγκαταστάσεις καταλαμβάνουν ἑκταση μέχρι 50 στρέμματα. H σχετική χρονολόγηση tov οικισμών, µε όλες τις επιφυλάξεις που μπορούμε να έχουμε, διαιρέθηκε σε τρεις µεγάλες οµάδες: τη Νεολιθική Εποχήίσε όλες τις περιπτώσεις, εκτός από µία, πρόκειται για τη Νεώτερη Νεολιθική), την Εποχή του Χαλκού (εδώ αναφερόμαστε κυρίως στην Πρώιµη Εποχή) και την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, που κατά κανόνα συνεχίζεται και στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. Με βάση αυτή τη γενική ταξινόμηση, n εικόνα, που η Φλωρινιώτικη λεκάνη παρουσιάζει, είναι η παρακάτω: Στη Νεολιθική περίοδο θεµελιώνονται 2 οικισμοί (8,69 00)’, av και τα ίχνη του ενός (πρόκειται για το Apμενοχώρι) είναι ελάχιστα και έχουν αμφισβητηθεί». Οι ίδιοι οικισμοί φαίνεται ότι κατοικούνται και στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού και επαυξάνονται --με άλλους 13 (αύξηση 56,52%)— σε 15 (ποσοστό 65,61%) (Χάρτης 1). Η πλειοψηφία των οικισμών αυτών γνωρίζει προφανώς αλλεπάλληλες οικιστικές φάσεις γιατί στους 15 οι 10 είναι τούμπες. Ἡ χρήση πάντως των πηλόκτιστων κατασκευών πρέπει να είναι κοινή αρχιτεκτονική πρα-
6.
Κοστέγκα,
7. Στάρο
Σέλο
8. Treuil
R.,
Σκοπός, Μελίτης 1983,
σ.
Λακκιά, και 85-86,
Γκρυυμπίστα
Appevozwpiov.
1/ροϊστορικυί vixinpioi στις λεκάνες
Φλώρφινας
και Apvviaiov
1597
κτική, γιατί σε 7 οικισμούς ---ανεξάρτητα από to αν εἶναι τούμπες ἤ επίπεδοι--- παρατηρήσαµε υπολείμματα από ωμά πλιθιά, µε αποτυπώματα αχύρων, που προφανώς ψήθηκαν υστερότερα. Ἴσως μάλιστα αυτό to «ψήσιμο» να είναι μνεία κάποιας καταστροφής. Όσον αφορά στις κεραμεικές κατηγορίες, σχηµατίζουµε την εντύπωση ότι οι οικισμοί της κοιλάδας του Σκοπού και των ανατολικών κρασπέδων της λεκάνης, µε εξαίρεση το Μοναστηράκι των Λόφων, έχουν κοινά μορφολογικά χαρακτηριστικά. Αναφορικά µε το οικιστικό δίκτυο, παρατηρούμε ὀτι, ιδιαίτερα στο ανατολικό τµήµα, εμφανίζονται εγκαταστάσεις κατά µικρές συστάδες απέχοντας μεταξύ τους κάποια µέτρα ως 2 χιλιόμετρα. Η απόσταση αυτών των οµάδων από άλλους, μεγαλύτερους ίσως οικισμούς, ποικίλλει από 6 ως 13 χιλιόμετρα σε ευθεία γραμμή πάντα. Οι οικισμοί αυτοί εγκαταλείπονται και δεν φαίνεται να επανακατοικούνται. Στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού και Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου συναντούμε 4 τουλάχιστον οικισμούς (17,39%)? (Χάρτης 2). Ὅλοι, εκτός απὀ το Χειμάδι, που είναι πιθανόν δορυφορικός του Αγίου Παντελεήµονα, συνεχίζουν να κατοικούνται και στα ελληνιστικά χρόνια. Ελληνιστική κατοίκηση έχουν και άλλοι δύο προϊστορικοί οικισμοί, τους οποίους δεν propécape να εντάξουµε µε ασφάλεια σ᾽ αυτή την τελευταία ομάδα. Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι πάνω από το 90% των θέσεων κατοικείται από την Εποχή του Χαλκού και ύστερα. Διαφορετική είναι η εικόνα στη λεκάνη του Αμυνταίου, όπου οι όχθες των 4 λιμνών κατοικούνται σε 9 σηµεία (31,03%) από τα Νεολιθικά χρόvia (Χάρτης 1). Από τους οικισμούς σημαντικότεροι είναι το Νησί, εξαιτίας της ἐκτασής του, και το Μοναστηράκι Αναργύρων, εξαιτίας της ποιότητας της κεραµεικής του. O τελευταίος οικισμός, καταστραμµένος σήµερα, υπάρχει ἤδη στη Μέση Νεολιθική και οι συγγένειές του µε την αντίστοιχη θεσσαλική κεραµεική είναι εμφανείς. Επιπλέον, το Μοναστηράκι φέρνει ίχνη αλλεπάλληλων εγκαταστάσεων μέχρι και την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. Έτσι εάν δεν είχε μετατραπεί σε σωρό µπάζων, θα µπορούσε να είχε δώσει πολλές στρωματογραφηµένες πληροφορίες για την εξέ-
λιξη της περιοχής. Από το σύνολο των νεολιθικών οικισμών, 6 είχαν µορφή τούµπας και 3 φανερώνουν ίχνη διαφόρων οικιστικών φάσεων μέχρι και την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. Από τους τελευταίους, οἱ δύο (ο ένας είναι το Μοναστηράκι) κατοικούνται και στους ιστορικούς χρόνους. 9, ΄Αγιος
Στρανάτα
Παντελεήμων
Παπαγιάννη.
Φλώρινας,
Χειμάδι
Σκόπιας,
Μπρέστο
Νεοχωρακίου
και
1598
Katroiva
Toarradidov
Οι αποστάσεις μεταξύ των οικισμών, µε εξαίρεση τις 2 γειτονικές TOÙpines Φανού και Ροδώνα, είναι από 7 μέχρι 13 χιλιόμετρα. Οι νεολιθικοί οικισμοί ακµάζουν και στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, εκτός ίσως από έναν. Σ αυτούς θα προστεθούν άλλοι 6, που σήµερα έχουν επίπεδη µορφή. Η αύξηση εἰναι 42, 8550. H πυκνότητά τους είναι αρκετά µεγάλη, αν σκεφτούμε ότι στη Φλώρινα ο ίδιος σχεδόν αριθµός οικισμών έχει στη διάθεσή του διπλάσιο γεωγραφικό χώρο. Οι οικισμοί του Αμυνταίου απέχουν μεταξύ τους 1 ὡς 4 χιλιόμετρα. Πάντως or ενδείξεις, που τα επιφανειακά ευρήματα παρέχουν είναι ότι και εδώ οἱ οικισμοί εγκαταλείπονται οριστικά την ἴδια περίοδο. O άνθρωπος δεν θα επανέλθει παρά σε 3 από αυτούς στα βυζαντινά ἢ τα µεταβυζαντινά χρόνια. Μένουν οι 3 κατοικημένοι χώροι της νεολιθικής, στους οποίους η ζωή συνεχίζεται ἡ ξαναρχίζει µε νέους εποίκους. Το σύνολο των εγκαταστάσεων της Ύστερης Εποχής του Χαλκού και της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου θα ανέλθει σε 17 (58,62%), µε ιδιαίτερη έµφαση στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου και στην περιοχή των λιμνών Πετρών και Βεγορίτιδας (Χάρτης 2). Ενδεικτική για την πυκνότητα είναι και η μεταξύ των οικισμών απόσταση,
που
κυμαίνεται
στα
2 µε 4 χιλιόμετρα.
Συμπεράσματα Τελειώνοντας, Οι
λεκάνες
της
ας
συγκρατήσουµε
Φλώρινας
και
του
μερικά
Αμυνταίου,
πρώτα
χαρακτηριστικά:
μολονότι
επικοινωνούν,
έχουν η κάθε µια οικισμούς µε µια ιδιαίτερη φυσιογνωμία. Τα νεολιθικά του Αμυνταίου έχουν σχέση µε τους οικισμούς της Πτολεμαΐδας. του Αλιάκμονα και της Θεσσαλίας", Τα νεολιθικἀ της Φλώρινας προσεγγίζουν πολιτιστικά τους οικισμούς της δυτικής όχθης του Εριγώνα/Τσέρνα!!. Οι οικισμοί της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού και στις δύο περιοχές, µετά από µια σηµαντική ακμή και εξάπλωση, εγκαταλείπονται. Στη Φλώρινα αριθµητικά μοιάζει να κυριαρχούν οἱ οικισμοί της Enoχής του Χσλκού και στο Αμύνταιο οἱ οικισμοί της Εποχής του Σιδήρου. ᾿Αλλωστε. τα νεκροταφεία της ΄Αρνισσας. του Πάτελε, του Ξινού Nepov και Αετού το αποδεικνύουν.
10. Καραμῆτρου-Μεντεσίόη και πλῆρης βιβλιογραφία. 11.
Carasanın,
T.,
1987,
σ.
391-416,
1982, σ. 75-135, ὅπου και πλήρης
Wardle
K.,
βιβλιογραφία.
1983,
σ.
30-44,
ὅπου
Ivvioropixol οἰκισμοί arıc λεκάνες Φλώρινας και Αμυνταίου
1599
Eivat ὁμως πρόωρο va πούμε εάν αὐτά ta χαρακτηριστικά επιβεβαιώνουν ἡ ὁχι τις απόψεις των Casson, Heurtley και Hammond για τις µετακινήσεις πληθυσμών και για την επιρροή των Βρυγών στην περιοχή της Beyopitidac!?. Ας πούμε απλά ότι πλουτίστηκε το αρχαιολογικό σχήμα Porodin, Αρμενοχώρι, Πάτελε και Σέρβια.
Ευχαριστίες: αρχαιολογικού βοήθησε
Θερμότατες
Μουσείου
σε όλες
ευχαριστίες εκφράζονται
Θεσσαλονίκης,
τις φάσεις
πολύ
της πρωτογενούς
στο
M.
Μπέσιο, επιµελητή
καλό γνώστη
της περιοχής,
έρευνας,
Sp. προϊστορίας
στη
του
ο οποίος µε A.
Μουν-
δρέα-Αγραφιώτη για την ταύτιση των λιθίνων εργαλείων και στους κατοίκους του νομού Φλώρινας, µε τους οποίους επισκέφθηκα τους προϊστορικούς οικισμούς. H σχεδιαστική απόδοση των χαρτών οφείλεται στη M. Δρίβα, τεχνολόγο τοπογράφο unyavixò (Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας). Τα σχέδια των αγγείων είναι των A. Παπκαδόπουλου και T. Τσάση (Τρανταλίδου K., 1985, Αρχαιολογική Τοπογραφία του νομού Φλώριvas, Σύντομη Επισκόπηση, NEAE, Φλώρινα, 100 σ.). Για τα γενικότερα αρχαιολογικά προβλήματα συζητήσεις είχα µε τον καθηγητή A. Παντερμαλή, την επιµελήτρια του Μουσείου Θεσσαλονίκης E. Πουλάκη-Παντερμαλή, τους λέκτορες του Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης Aix. Παπαευθυµίου-Παπανθίµου, A. Πιλάλη-Παπαστερίου, TI. Φάκλαρη και tov 5p. προϊστορίας I. Ασλάνη. Στην πράξη, ανταλλάσσουµε απὀψεις µε πολύ περισσότερους ερευνητές από όσους απαριθμούμε. Τους ευχαριστώ όλους.
12. Casson S., 1921, o. 1-33, Heurtley W. Α., 1926-27, σ. 58-194, Hammond 1982, σ. 619-656. Η σχετική βιβλιογραφία παρατίθεται στις σελίδες 929-930.
N. G. L.,
HAPAPTHMA MPO-1-ETOPIKOI
ΟΙΚΙΣΜΟΙ
ΤΗΣ
I. Δυτικό
I
ΛΕΚΑΝΗΣ
ΤΗΣ
ΦΛΩΡΙΝΑΣ
τµήµα
PIO
1 Μοναστηράκι
ἡ
Μαναστηράκι.
Κοινότητα ‘Avo Κλεινών. Ανατολικές υπώρειες του Βαρνούντα. Φυσικός λόφος BA του χωριού. Συνολική éxtaon: 50 στρέμματα. Είναι διαμορφωμένος σε επάλληλα άνδηρα. Ὑψόμετιρο: 750 u. Ὑδάτινα
σηµεία:
Χαράδρες
στα
Β και
ΒΔ.
Ποτάμι
(Στάρα
Ρέκα) στα
N.
a) Στη ΝΑ πλαγιά εργαλείο (αξίνη) από τεφρό λειασμµένο λίθο. β) Λίγα χειροποίητα χοντροειδἠή ὀστρακα. Πηλός καστανός ἡ σπανιότερα τεφρός µε πολλές rpoopiξεις. Σχήματα; πιθοειδἠ αγγεία, οριζόντιες λαβές. Διακόσμηση: επίθετη πλαστική ταινία στο σώµα
O
οικισμός
ακμάζει
Κεραμµόπουλλος
Se >
από
2:
νεώτερα
A.,
στα
ελληνιστικά
χρόνια.
1933, σ. 59. Στο πλάτωμα
κτίσματα
Έχουν
γίνει
της κορυφής
δοκιμαστικές υπάρχουν
τοµές.
υκολείµµατα
(μοναστήρι!;).
2 Θάμνοι/Κοστέγκα. Κοινότητα Ανω Κλεινών. Ανατολικές υπώρειες του Βαρνούντα. Τούμπα σε φυσικό λόφο (20x 30 μ.) I χιλ. N από το χωριό. Υψόμετρο: 700 μ. Ὑδάτινα σηµεία: Χαράδρες στα B και στα N. Επίσης, Β ρέει ο Στάρα Ρέκα. a) Αρχιτεκτονικά στοιχεία: Θραύσματα αργίλου µε αποτυπώµατα καλαμιών. β) Χειporointa χοντροειδή ὀστρακα. Πηλός καστανός µε πολλές προσμίξεις. Μερικά είναι στιλβωμένα. Ἐπίθετη πλαστική διακόσµηση (ταινία). (Πρώιµη:) Ἐποχὴ του Χαλκού.
ἐ-πεξηρήσεις Αὐξων
zhmesn®>
του αγγείου.
συντοµο}φαφιών ἀριθμός
Τοπωνύμιο Διοικητική ένταξη Γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά Αρχαιολογικά τεκμήρια Πιθανή χρονολόγηση Παρατηρήσεις - Βιβλιογραφία
PI®>
Προϊστορικοί οικισμοί στις λεκάνες Φλώρινας και Αμυνταίου
1601
3 ΄Αγιος Παντελεήμων. Δήμος Φλώρινας. Ανατολικές υπώρειες του Βέρνου. Φυσικός λόφος N της πόλης διαμορφωμένος σε ἐπάλληλα άνδηρα. Ὑψόμετρο: 800 u. Ὑδάτινα σηµεία: Ποτάμι (Φλωρινιώτικος/ Σακουλέβας /Λύγκος)
στα B-BA.
a) Εργαλεία: Πέλεκυς από πράσινο λειασμένο λίθο και σφύρα από μαύρο λειασµένο λίθο. β) Αμαυρόχρωμη κεραµεική (καστανἠ διακόσμηση σε πορτοκαλόχρουν ἡ καστανό ανοικτό βάθος). Y) Χοντροειδή αγγεία. Πηλός καστανότεφρος (θέµα ψησίματος). Σχήματα: πιθοειδή αγγεία και φιάλες. Ύστερη Εποχή του Χαλκού, Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. O οικισμός ακμάζει στα ελληνιστικά χρόνια. Ανασκαφές στη δεκαετία του 1930 και tov 1980. Σύγχρονα νεώτερα οἰκοδομήματα. Κεραμόπουλλος Α., 1930, σ. 74-78, 1931, o. 55-61, Μπακαλάκης Γ., 1933, σ. 70-81, 1934, a. 91-114, Heurtley W. Α., 1939, σ. 73, Ακαμάτη M. και Βελένη Π., 1987, 0. 6-7.
PI»
znm
PIE»
4 Χειμάδι /Ζίμνιτσι. Κοινότητα Σκοπιάς. Ανατολικές υπώρειες του Βέρνον. Στις νότιες πλαγιές του λόφου Γυφτοπούλα. 1,8 χιλ. A του χωριού - και 2,5 χιλ. σε ευθεία γραμμή ακὀ τον προηγούμενο οικισμό. Υψόμετρο: 800 u. Ὑδάτινα σηµεία: Στα N αναβλύζει κηγή. Ποταµάκι (Κεφαλάρι) στα N. Χείμαρροι στα A και A. Όστρακα από χοντροειδή (πιθοειδή;) αγγεία. Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. Ὑστερότερα,
στο
(510 σηµείο
κτίστηκε
εκκλησία.
5 Ῥοδίνα /Ῥουδίνα. Κοινότητα Κάτω Ὑδρούσσας. Ανατολικοί πρόποδες του Bépvov. Γήλοφος ύψους 4-5 p. 2,5 χιλ. Β του χὼριού. Συνολική έκταση 50 στρεμμάτων. Ὑψόμετρο: 700 μ. Ὑδάτινα σηµεία: Ποτάμι (Tpoπαιούχος) στα B. Σφυροπέλεκυς από λειασµένο λεπτόκοκκο πράσινο λίθο. Εποχή του Χαλκού; Ἡασικό χαρακτηριστικό είναι οι υστερότερες αρχιτεκτονικές κατασκευές.
Paw >
Il. Ανατολικό τµήµα 6 Κοινότητα Σκοπού. Κοιλάδα Σκοπού. Τούμπα σε φυσικό λόφο. Στην πραγματικότητα εἶναι δύο συνεχή υψώματα, κατοικηµένα στη μεσημβρινή πλευρά τους. 0,5 χιλ. ΒΑ του χωριού. Ὑψύµετρο: 800 μ. Ὑδάτινα σηµεία: Ρέματα A (Νταλιάνη) και A. Λίγα ὄστρακα. 101
Kareviva
Poarradidor
Γκρασίστα. Κοινότητα Σκοπού. Κοιλάδα Σκοπού. Φυσικός
λόφος 0,5 χιλ. και
1 χιλ. NA
του χωριού και του προη-
γούµενου οικισμού αντίστοιχα. Το πλάτωμα της κορυφής, σε σχήμα ρόμβου, είναι 10 στρέμματα. Ὑψόμετρο: 800 u. Ὑδάτινα σηµεία: Keinappoı A και A (Φίλιο ρέμα). a) Αρχιτεκτονικά στοιχεία: θραύσματα and ψημένο ωμό πλιθί µε αποτυπώματα αχύρων.
β) Όστρακα
µε λεπτά τοιχώματα.
Επίχρισµα
ερυθρό,
καστανό
κυλίσει
από
ἡ μελανό
στιλ-
βωμένο.
(Πρώιμη;:) Εποχή Ὑπάρχουν
του Χαλκού.
και νεώτερα
όστρακα, τα οποία
έχουν
τη
θέση Κοσμµάτοι.,
m
Ρας»
που είναι ψηλότερα. 8 Μάλα Λιβάδα. Κοινότητα Σκοπού. Κοιλάδα Σκοπού. Φυσικός λόφος 1 χιλ. N του χωριού. Κοντά στην προηγούμενη θέση. Ὑψόμετρο: 800 u. Όστρακα καμωμένα and τεφρό πηλό. Επίχρισµα καστανό, ερυθρό, μελανό στιλβω-
N
pévo.
(Πρώιμη;)
Ἐποχή
του Χαλκού.
PIG
9 Μοναστηράκι
Κοινότητα Φυσικός
/ Μοναστηρίτσε
και
Κορομηλιά
/ Σίλβατα.
Λόφων.
λόφος
µε συνολική
επιφάνεια
15 στρεμμάτων (Μοναστηράκι)
και γειτονι-
κές νότιες πλαγιές (Σίλβατα) 0,5 χιλ. Β του χωριού. Ὑψόμετρο: 750 μ. Ὑδάτινα onpeia: Πηγή στα A και άλλες πηγές 100 u. N και B. a) Όστρακα από χοντροειδή, πιθοειδἠ αγγεία και φιάλες. Πηλός: καστανός. Επίχρισµα υποκίτρινο, στιλβωμένο σε µερικές περιπτώσεις. β) Όστρακα φέροντα τεφρό, ερυθρὀ και καστανό επίχρισμα. Εποχή του Χαλκού (Πρώιμη;). Στην
κορυφή
υπάρχουν
υπολείμματα
απὀ
νεώτερες
αρχιτεκτονικές
κατασκευές
bw >
(μοναστήρι;). 10 Τσέρονταπ. Κοινότητα Λόφων, Φυσικοί λόφοι. Δύο
σηµεία
µε υπολογίσιµη
έκταση
30 και
15 στρέμματα.
I χιλ. Β
του χωριού, 200 μ. και 500 μ. από την προηγούµενη εγκατάσταση. Υψόμετρο: 750 μ. Ὑδάτινα σηµεία: Ποταμµάκι (Βοδένιτσα ρέμα) στα B. a) Θραύσματα από ψημένο ωμό πλιθί, µε αποτυπώματα
αχύρων.
β) Μυλόπετρα
απὸ
γρανίτη. y) ΄Όστρακα από τεφρὀ πηλό και enixpıona μελανό, ερυθρό, καστανό στιλβωμένο. Πρώιμη
Εποχή
του
Χαλκού.
Huoioruuzoi
οικισμοί στις λεκάνες
PIO >
IH.
Νότιο
Φλώρινας
και ,ἰμυνταίου
1603
τµήµα
Il Κοινότητα
Βεύης.
Φυσικό βραχώδες ὕψωμα (50> 30 μ.), 3 χιλ. BA του xwpioù. Υψόμετρο: 800 u. Υδάtiva
σημεία:
Ποταμάκι
(Μεϊμέιτσα
ρέμα)
στα
B.
‘Ootpaxa από χοντροειδὴ (πιθοειδή) αγγεία. Πηλός καστανός-κοκκινωπός µε πολλὲς προσμίξεις. Διχαλωτή λαβή, κομβιόσχημες αποφύσεις. Eroxn
του
Σιδήρου:
«Οχυρωμένος»
οικισμός ελληνιστικής
περιόδου.
12 Νιγκότσανη.
PAIA»
Κοινότητα Νίκης. Τούμπα στην πεδιάδα 1,5 χιλ. A του χωριού. Ὑπολογίσιμη έκταση: 40 στρέμματα. Υψόμετρο: 590 u. Ὑδάτινα σηµεία: Pépata A και A. a) Μάζες καµένου αργίλου. β) Εργαλείο από σερπεντίνη λίθο. y) Όστρακα pe σχεTika λεπτά τοιχώματα και επἰχρισµα καστανό, μελανό και ερυθρό. Είναι καλά στιλβωμένα. Θραύσμα and σκυφοειδές αγγείο και πρὀχου. δ) Όστρακα από χοντροειδή αγγεία. Πηλός τεφρός µε προσμίξεις. Εποχή του Χαλκού. 13 Kpepévitoa (;). Με την ίδια ονομασία υπάρχει και ἀλλη τούμπα μετά τα σύνορα. Κοινότητα Νίκης. Τούμπα στην πεδιάδα. Ὑπολογίσιμη έκταση: 5-10 στρέμματα. Στην ίδια ευθεία µε την προηγούµενη τούμπα (ανατολικά). Αντίστοιχα χαρακτηριστικά.
Pe >
N
m
> 10 >
IV. νεντρικό τµήµα
Κεραμοποιεία / Kepava. Κοινότητα Νίκης.
14
m
Σκοτεινόχρωμη
κεραμεική,
N
Ἐπίπεδος οικισμός στην πεδιάδα 0,5 χιλ. N του χωριού. 1,5 χιλ. NA Νιγκοτσάνη. Ὑψόμετρο: 600 μ. Ὑδάτινα σηµεία: Ρέμα στα B. αγγείου). Πρώιμη Εποχή
στιλβωμένα
του Χαλκού.
ὄστρακα.
Σχήματα:
της τούμπας
φιάλες, τράπεζες (πόδι
Ρα.»
15 Κοινότητα Νέου Καυκάσου. Επίπεδος οικισμός στην πεδιάδα.
m
που A από το χωριό. Ὑψόμετρο:
Αριστερή
όχθη του Φλωρινιώτικου. 1 χιλ. περἰ-
597 μ.
Όστρακα από χοντροειδή αγγεία. Πηλός τεφρός µε πολλές προσμίξεις. Τα όστρακα είναι ορατά στα
ψηλότερα
τυιχώµατα
της κοίτης του ποταμού.
1604
Kareoira
Τρανταλίδου
16 Ἰάτσεβο. Κοινότητα Κλαδορράχης. Χαμηλή τούμπα (ανεπαίσθητο και µη ορατό από μακριά ἐξαρμα) στην πεδιάδα. 2,5 χιλ. BA του χωριού. Ὑψόμετρο: 609 u. Ὑδάτινα σηµεία: Χείμαρρος (Στάρα Ρέκα)
m
Ρας»
m
στα
B.
a) Θραύσματα ynuévov αργίλου. β) ΄Όστρακα and αγγεία µε παχιά τοιχώματα, ΠηAds τεφρός µε λεπτές προσμίξεις. 17 Αντίλαλος / Στρανάτα. Κοινότητα Παπαγιάννη. Φυσικό ύψωμα στην πεδιάδα,
I χιλ. ΒΔ του χωριού.
Ὑπολογίσιμη
έκταση
οικισμού:
50 στρέμματα. Ὑψόμετρο: 666 u. Ὑδάτινα σηµεία: Χείμαρροι B και BA. 200 p., A ρέει ο Φλωρινιώτικος / Λύγκος. Καστανόχρωμη (τεφρή, κατά σηµεία, εξαιτίας του ψησίματος) κεραµεική µε πολλές προσμίξεις. Μερικά αγγεία έχουν καστανό στιλβωμένο επίχρισμα. Le μερικές περιπτώσεις
ο πηλός
είναι ερυθρωπός.
Σχήματα:
Γωνιώδη
αγγεία,
ρυψωώμένες (κανθαρόσχηµα αγγεία) ἢ διχαλωτές λαβές. Ύστερη Εποχἡ του Χαλκού - Πρώιμη Εποχἠ του Σιδήρου. πρωιµότερη
κατοἰκηση.
Στην
ίδια λοφοσειρά
υπάρχει
οριζόντιες,
Δεν αποκλείεται
οικισμός
vre-
και
και στα ελληνιστι-
κά χρόνια. Έχει παραδοθεί αργυρὀ αθηναϊκό τετράδραχµο (Ρωμιοπούλου Αικ., 1971, σ. 471). Δεν είναι όµως ακριβώς το ίδιο σηµείο (θέση Στράντολ). Σημειώνεται δηλαδή µια κάποια μετατόπιση.
m
Ρας»
18 Μπρέστο. Κοινότητα
Νεοχωρακίου.
Φυσικός λόφος 500 u. B του χωριού. Ορίζεται and χαράδρες. Η κατοίκηση είναι στη A. πλευρά. Ὑψόμετρο: 650 u. Ὑδάτινα σηµεία: N ρέει ο Παλαιοπόταμος. Όστρακα χειροποίητα. Επίχρισµα καστανό στιλβωμένο. Επίθετη πλαστική διακὀσµηση. Ύστερη
Εποχή
Κατοίκηση
στα
του
Χαλκού
ελληνιστικά
και Πρώιμη
Εποχή
του
και τα αυτοκρατορικά
Σιδήρου.
χρόνια.
19 Στάρο
Σέλο.
Κοινότητα
Μελίτης.
Τραπεζιόσχηµη τούμπα σε φυσικό έκταση: 20 στρέμματα. Ὑψόμετρο:
ύψωμα, 1 χιλ. NA της Μελίτης. Ὑπολογίσιμη 677 u. Ὑδάτινα σηµεία: Πηγή στα NA.
a) Πέλεκυς από πράσινο λειασμένο λίθο. Λειαντήρας από πράσινο λίθο. B) Όστρακα µε λεπτά τοιχώματα, τεφρὀ πηλό και επίχρισμα ερυθρό, καστανό και μελανό. 1) Όστρακα µε παχιά τοιχώματα, Διακόσμηση µε ανάγλυφη ταινία ἡ κομβιοειδεἰς αποφύσεις. Πλαστική διακόσµηση µε νυχιές. δ) Πήλινα δισκοειδή σφοντύλια.
m»
Νεολιθική - Πρώιμη
20 Γκρουμπίστα
Εποχή
του
Χαλκού.
(σύγχρονο νεκροταφείο).
Ηροϊστορικοί οικισμοί στις λεκάνες
Φλώρινας
και Αμυνταίου
1605
Κοινότητα Αρμενοχωρίου, Τούμπα στην πεδιάδα NA του χωριού. Ύψος της τούμπας: 12-13 p. από την κοίτη του Φλωρινιώτικου. Ὑψόμετρο: 618 p. Έγιναν 4 δοκιµασιικές τοµές (συνολική έκταση 42,5 μ.Ὦ. a) Αρχιτεκτονικά λείψανα τριών οικιστικών φάσεων; I κατασκευές µε ὠμά πλιθιά, II κτιστές βάσεις τοίχών, ανωδοµή µε πλιθιά, ξυλίνους πασσάλους, Π ὠμά πλιθιά εκ νέου. β) Πήλινα αγγεία (εκ των οποίων 30 ακέραια). Χαρακτηριστικό σχήμα: κάνθαροι µε δύο πλατιές υπερυψώμµένες λαβές. Y) Λίθινα σκεύη και εργαλεία. δ) Πήλινα σφοντύλια, αγκίστρι και ε) Πήλινο ειδώλιο. ΄Οστρακα είναι ορατά και στους αγρούς ανατολικά της τούμπας (έκταση 20 στρεµ-
IN
μάτων).
Κεραμεική
σκοτεινόχρωµη.
Επίχρισµα
καστανό
ἡ μελανό.
(Νεολιθική!) Πρώιμη Εποχή του Χαλκού. Heurtley W. A., 1939, σ. 57-198, Treuil R., 1983, σ. 78-88.
»πα»
TN
πα»
21
Προφήτης Ηλίας. Κοινότητα
Παλαίστρας.
Τούμπα στην πεδιάδα 0,4 χιλ. A του χωριού. Διάμετρος: 50 μ. περίπου. Ύψος: 1 u. στα A, 3 μ. στα Β, 5 μ. στα A και στα N. Ὑψόμετρο: 621 u. Ὑδάτινα σηµεία: Ποταµάκι (Μεγάλο P) στα A. α) Αρχιτεκτονικό υλικό: Πλιθιά µε αποτυπώµατα απὀ άχυρα. β) Εργαλείο απὀ τεφρό λειασμµένο λίθο. Y) Κεραμεικὴ καστανόχρωµη. Τοιχώµατα παχιά µε πολλές προσμίξεις. Επίχρισµα: υπόλευκο. Σχήµατα: πιθοειδή αγγεία και φιάλες. Λαβές πηνιόσχηµες και αποφύσεις. 5) Όστρακα and αγγεία µε λεπτά τοιχώματα, ερυθρό fi μελανό επίχρισμα. Πρώιμη Εποχή του Χαλκού. Κεραμόπουλλος A., 1934, a. 73, BCH 1935, σ. 281. 22 Γκραδίτσα ἡ Γκραδίτσε. Κοινότητα Περάσματος. Τούμπα στην πεδιάδα 0,5 χιλ. NA tov χωριού. Ὑπολογίσιμη έκταση: 25 στρέμματα. Ύψος ms τούμπας µε βάση το επίκεδο της ἀσφάλτου: 3 p. Ὑψόμετρο: 6% u. Υδάτινα σηµεία: A και ΒΑ ρέουν οἱ χείμαρροι της Κολχικής και της Δροσοπηγής. a) ΄Όστρακα and χειροποίητα αγγεία µε παχιά τοιχώματα. Πηλός καστανός µε πολλές προσμίξεις. Πολλά είναι στιλβωμένα. Σχήµατα: Ανοιχτά αγγεία. Λαβή πηνιόσχηµη. β) Όστρακα µε λεπτά τοιχώματα, μελανό επίχρισµα και σιγµοειδές
σχήμα.
oN
του Χαλκού.
Ρας»
Εποχή
23 Κάτω Χωριό / Σετίκια. Κοινότητα Αγίου Βαρθολομαίου. Επίπεδη έκταση στην πεδιάδα 0,7 χιλ. Β του χωριού. Ὑπολογίσιμη έκταση: 9 στρέµματα. Ὑψόμετρο: 675 pw. Ὑδάτινα σηµεία: Χείμαρρος (Ῥέκα) στα A.
m
Πρώιμη Heurtley
Όστρακα
έχουν
την
W. A., 1939, o. XXII, XXIII.
χειροποίητα.
επιφάνεια
Πηλός
καστανός
στιλβωμένη.
και σπανιότερα
τεφρός.
Μερικά
όστρακα
1606
Kureoira
Tourraltdor
ITAPAPTHMA
2
PID >
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΤΗΣ ΛΕΚΑΝΗΣ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ ΣΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΕΙΤΑΙ ΜΙΚΡΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΧΕΙΡΟΠΟΙΗΤΗΣ ΚΕΡΑΜΕΙΚΗΣ 1 Ρασκράνιτσα. Κοινότητα Κρατερού. Δυτικό τµήµα της λεκάνης. Ανατολικές υπώρειες του Βαρνούντα. Meonußpıves πλαγιές της κοιλάδας Κρατερού, 1,5 χιλ. A από το χωριό. Ὑψόμετρο: 800 μ. Ὑδάτινα
DM
σηµεία:
> Ie > IM DIE
ποτάμι Μερικά
(Φλωρινιώτικος)
στα
A.
χειροποίητα.
173.
2 Παλιοχώρι. Δήμος Φλώρινας. Δυτικό τµήµα της λεκάνης. Νότιες υπώρειες του Βερνούντα. Κοιλάδα Φλώρινας. BA της πόλης. Συνολική έκταση 20 στρέμματα. Υψόμετρο: 1.000 u. Ὑδάτινα σηµεία: Χείμαρροι Δ και Α, ποτάµι (Φλωρινιώτικος) Όστρακα χειροποίητα. Πηλός καστανός.
Ὑπολείμματα
and
νεώτερους
κτηνοτροφικούς
στα. Ν.
καταυλισμούς.
3 Μοναστήρι. Κοινότητα Κάτω Υδρούσσας. Δυτικό τµήµα της λεκάνης. Ανατολικές υπώρειες του Βέρνου. Ισοπεδωμένος λόφος 0,5 χιλ. Ν του χωριού. Λίγα
χειροποίητα
όστρακα.
4 Zrapo
Λάγενι.
Κοινότητα Τριανταφυλλέας. Δυτικό τµήµα της λεκάνης. Ανατολικο-μεσημβρινές υπώρειες του Βέρνου.Κοιλάδα Τριανταφυλλέας, 4 χιλ. BA της Κάτω Ὑδρούσσας. Υψόμετρο: 850 μ. Yéativa σηµεία: Χείμαρρος
em
και
ὀόστρακα.
Σε µικρή απόσταση απὸ αυτή τη θέση (στην τοπωνυµία Ράκοβο) εἰχε βρεθεί επιτύμµBia στήλη αυτοκρατορικών χρόνων: Ριζάκης Θ. - Τουράτσογλου T., σελ. 158-159, αρ.
pig
Χείμαρροι
Αδιάγνωστα
(Ασπρόρεµα)
στα
N.
Λίγα χειροποίητα ὀστρακα. Νεώτερες κατασκευές. Διαμορφωμένα
άνδηρα.
Κατά
τον
Παππαδάκι
(Παππαδάκις
Ν., 1913, o. 348-439, αρ. 23), und εδώ προέρχεται ένα επιτύµβιο ανάγλυφο αυτοκρα-
PI >
τορικών
χρόνων,
Μουσείο
Φ)ώρινας.
ap.
10.
5 Τσέτιρουκ. Κοινότητα
Σκοπιάς.
Δυτικό τµήµα. Ανατολικές υπώρειες Βέρνου N und το χωριό. Έκταση Υψόμετρα: 750 μ.
2 στρέμματα.
=m
Πυοῖϊστορικοί οἰκισμοί στις λεκάνες
Φλώρινας
και
Αμυνταίου
1607
u) Μια µνλόπετρα, β) Λίγα χειροποίητα ὀστρακα. Όστρακα αυτοκρατορικών χρόνων και νεώτερα.
Ρος»
Κοινότητα Λεπτοκαρνάς. Φυσικός λόφος A του χωριού.
m
6
700 μ. Ὑδάτινα σηµεία; A ρέει το Φλαμπουριώτικο ποτάμι. Όστρακα χειροποίητα χοντροειδἠ. Πηλός καστανός.
Πόποβκα. Ὑπολογίσιμη
έκταση:
18
στρέμματα.
Υψόμετρο:
be
>
7 "Opoßo - Θέατρο. Κοινότητα Κλειδίου. Νότιο τµήµα της λεκάνης. Ἐπίπεδη εγκατάσταση που
βρίσκεται
στη
δίοδο
του
Κ)λειδιούὐ.
στην πεδιάδα 3 χιλ. A της πηγής.
Ὑψόμετρο:
700 u.
΄Όστρακα από αγγεία µε παχιά τοιχώματα. Πηλός καστανός. Επιφάνεια στιλβωμένη,
Παλαιότερο
νεκροταφείο
και σύγχρονη
εκκλησία,
εγκατάστασι
στην
Ρις»
9 Χάνι. Αρμενοχώρι. Κεντρικό τµήµα.
m
cm
Ρις»
8
Προφήτης Ηλίας. Κοινότητα Μελίτης. Ανατολικό τµήµα της λεκάνης. Κοιλάδα Σκοπού, Φυσικός λόφος A της Μελίτης. Αριστερή όχθη Παλαιοποτάµου (Στάρα Ρέκα). u) Θραύσματα µυλόπετρας. β) Λίγα χειροποίητα στιλβωµένα όστρακα.
µετρο: 608 u. Ὑδάτινα σηµεία: Ρυάκι στα A. Λίγα χειροποίητα ὄστρακα. Πηλός καστανός.
Επίπεδη
πεδιάδα
MAPAPTIHIMA nPOTZTOPIKOI
ΟΙΚΙΣΜΟΙ
I. Περιοχή
λιμνών
ΤΗΣ
{Πετοών
3 χιλ. ΒΑ
του χωριού.
Yyé-
3
ΛΕΚΑΝΗΣ
ΑΜΥΝΤΑΙΟΥ
και Beyooflridas
PID»
Ι Γκραδίστα
ἡ
Κοινότητα
Πετρών.
Γκραδίτσα.
Φυσικός λόφος διαμορφωμένος Διάμετρος: 90-100 μ. Συνολική ota
A
και
A, ποταµάκι
στα
N.
σε άνδηρα, 1,5 χιλ. ΒΔ του χωριού. Υψόμετρο: 700 u. ἐκταση: 15-20 εκτάρια. Ὑδάτινα σηµεία; Χείμαρροι
1608 E:
Kateoiva ‘Ootpuxa Rv
στη
N
επιφάνεια
πλευρά
(καστανό
του λόφου:
Toavruiidon a) µε λεπτά
ἢ υποκίτρινο
τοιχώματα
επίχρισμα)
και
και
γραπτή
επιχρισμένη ἀαμαυρόχρωμη
στιλκερα-
μεικὴ (xaotavi ἡ καστανόμανρη διακόσμηση σε πορτοκαλόχρουν ἡ υποκίτρινο βάθος), β) µε χοντροειδή τοιχώματα. Πηλός τεφρός. Μερικές φορές φέρει κασταvò
Ζ: H:
επίχρισμα.
διακόσμηση
pe
επίθετη
ταινία
στο
σώμα
Σχήματα: πιθοειδή αγγεία, πρὀχοι (pe γωνιώδη λαβή), κύπελλα. Ύστερη Εποχή του Χαλκού, Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. EAAnviotixds οικισμός. Εἰχε εντοπιστεί ήδη στην αρχἡ του αιώνα. παρουσίαση
A:
Πλαστική
των ανασκαφικών
δεδοµένων
oto
Tl. Αδάµ-Βελένη,
του
αγγείου:
Μια
σύντομη
1988, o. 42-43.
2
B:
:
T: A:
Κοινότητα Πετρών. Δυτική όχθη της ομώνυμης λίμνης, 2,5-3 χιλ. NA του χωριού. Νέο κανάλι ὑδρευσης (αριστερή
ὀχθη),
Ὑψόμετρο:
- 600
u.
E:
οΌστρακα διαβρωµένα από το νερό. Χοντροειδή. Μερικά έχουν καστανό επίχρισμα. Σχήματα: σκύφος, γωνιώδεις λαβές, µικρές κοµβοειδείς αποφύσεις.
Ζ:
Πρώιμη
A: B:
3 Γκρουμπίστα
Εποχή
του
(η
Σιδήρου.
ovouuciu
οφείλεται
στην
ὕπαρξη
τάφου
παλαιοχριστιανικῆς
πε-
ριόδου). Γ: A:
Aros Αμυνταίου. Γήλοφος στην πεδιάδα, συνολικής ἐκτασης
ου. Υψόμετρο: 589 μ. Ὑδάτινα Πετρών βρίσκεται 2 χιλ. A. E:
Χειροκοίητα ὀστρακα.
να σχετίζεται No 35. Z: Η:
το
Πρώιμη Eroxn Κατοίκηση στα
σηµεία:
100 στρεμμάτων,
ποτάμι
1 χιλ. NA του Αμυνταί-
ota A (Αμύντας).
Η λίμνη
των
Ίσως µε αυτόν τον οἰκισμό (ἡ το πιθανότερο uc τον επόμενο)
κανθαρόσχημο του Σιδήρου. ελληνιστικά και
αγγείο
No
Ill: Rhomiopoulou
αυτοκρατορικά
Κ.,
1971,
a.
358,
χρόνια.
Ρας»
4
E:
2:
4
A: Γ:
Σερμύλη. Δήμος
Αμυνταίου.
Επίπεδος οικισμός. NA ὀχθη της λίμνης 500») 50 μ. περίπου. Υψόμετρο: 587 p.
Πετρών,
3 χιλ.
A
της
πόλης.
Έκταση
‘Ootpuxa χειροποίητα a) µε λεπτά σχετικἀ τοιχώματα και επίχρισμα καστανὀ, B) µε χοντροειδή τοιχώματα και πηλό σκοτεινόχρωμµο µε πολλές προσμίξεις. Σε μερικές περιπτώσεις υπάρχει κάποια στίλβωση. Κανθαρόσχηµα αγγεία, πλαστική επίθετη διακόσμηση, αποφύσεις. Πρώιμη Εποχἠ του Σιδήρου.
5 Τσαΐρια δῆμος
Αμυνταίου. Αμυνταίου.
Προϊστορικοί οικισμοί στις λεκάνες Φλώρινας
και Αμυνταίου
1609
Χαμηλό ύψωμα - τούμπα στη NA όχθη της λίμνης Πετρών, 2,5 χιλ. A της πόλης. Συνολική έκταση: 200 στρεμμάτων. Υψόμετρο: 587 μ. Όστρακα φθαρµένα από το νερό. Πηλός τεφρός. Πρώιμη Εκοχή του Σιδήρου. O οικισμός βρίσκεται στην ίδια ευθεία µε τον προηγούμενο. Ὑπάρχουν και voteρότερα ίχνη κατοίκησης: ελληνιστικών, αυτοκρατορικών και νεωτέρων χρόνων.
Κοινότητα Επίπεδος
Αγίου Παντελεήμονα /Πάτελε. οικισμός
στη
µικρή
χερσόνησο
τῆς
βόρειας
όχθης
της
λίμνης
Πετρών,
A της εκκλησίας, 3 χιλ. A του χωριού. Υψόμετρο: - 600 u. a) Εργαλεία (αξίνες) από λειασμένο λίθο, β) Κεραμεική γραπτή: κόκκινο σε κασταvd ανοιχτό (μπεζ), καστανό σε καστανό ανοιχτὀ, y) Όστρακα µε επἰχρισµα ερυθρό (εξωτερικά), xaotavò ἡ τεφρό (εσωτερικά), καστανό /τεφρό κλπ., δ) Σφοντύλια. Νεώτερη Νεολιθική και Πρώιμη Εποχή του Χαλκού. Υπάρχουν και όστρακα αυτοκρατορικών, βυζαντινών και νεωτέρων χρόνων, που προέρχονται απὀ γειτονικούς οικισμούς και εγκαταστάσεις.
8 Μέσκινα Ντούμκα. Κοινότητα Αγίου Παντελεήμονα /Πάτελς. Ἡραχώδης απότοµος λόφος που δεσπόζει της λίμνης Πετρών, 0,5 χιλ. ΒΑ του χω-
m
N
7
Ρώσσιτσι. Κοινότητα Αγίου Παντελεήμονα /Πάτελε. Επίπεδος οικισμός στη βόρεια όχθη της λίμνης Πετρών, 1 χιλ. A της εκκλησίας της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα. Υψόμετρο: - 600 u. a) Όστρακα µε σχετικά λεπτά τοιχώματα και επίχρισμα σε χρωματισμούς µελανούς, καστανούς και ώχρας, β) Όστρακα µε τοιχώματα χοντροειδή, ίσως, από αποθηκευτικά αγγεία. Πρώιμη Εκοχή του Χαλκού.
eIW>
bre >
m
PAID
6
Μεταμόρφωση Σωτήρος.
m
PID
N
m
ριού.
Ὑψόμετρο:
700
μ.
Ἡραχίονας περιβόλου έχοντας, ἐνδεχόμενα, και πύργο. Προστατεύει τη βόρεια πλευρά του λόφου. Η δυτική είναι απόκρηµνη. Είναι κτισμένος µε αργολιθοδοµή πάχους 3,20 u. Όστρακα χοντροειδή. Καστανό στιλβωμµένο επίχρισμα. Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. 9 Μέτλα, Κοινότητα Βεγόρας. Επίπεδος οικισμός (;) σε µικρή χερσόνησο στη δυτική όχθη της Βεγορίτιδας λίµνης, 3 χιλ. BA της Βεγόρας. Κοινοτικάἀ σύνορα Βεγόρας - Αγίου Παντελεήμονα: Υψόμετρο: - 600 μ. Χειροποίητα
Kaotavö
ὀστρακα
επίχρισμα,
μὲ χοντροειδή
τοιχώματα.
O πηλός
έχει
πολλές
προσμίξεις.
EN
1610
Ματερίνα Ύστερη Μέσα n
Εποχή
στη
λίμνη
χρονολογική
του Χαλκού
Tourrazidor
(;). Πρώιμη
εἶναι ορατά
σήματα
Εποχἡ
του
Σιδήρου.
τάφων (κιβωτιόσχημοι:).
Δεν προσδιορίστηκε
περίοδος.
Ρως»
10 Γήπεδο. Κοινότητα
PI»
IN
M
έκταση:
m
Βεγόρας.
Φυσικός λόφος στα NA της Βεγορίτιδας λίμνης, 0,8 χιλ. A του χωριού. Συνολική 50 στρέμματα.
Υψόμετρο:
Ώστρακα απὀ χοντροειδἠ τεφρό στιλβωμένο. Πρώιμη
Εποχἡ
Ὑπάρχουν
του
N > Io
- 600 u. Πηλός
Κοινότητα
µε πολλὲς
προσμίξεις.
Eniypiouu
Σιδήρου.
Βεγόρας.
Επίπεδη έκταση, 6 μ. από τη ΝΔ Υψόμετρο: - 600 p.
όχθη
Επίχωση:
χαμηλού
2 μ. a) Τµήµα
Πρώιμη
tempos
και νεώτερα όστρακα.
χοντροειδή φθαρµένα πιθοειδή αγγεία.
nme
αγγεία.
Εποχή
του
κτιστού
της Βεγορίτιδας λίμνης. Χώρος τοίχου
από το νερό. Πηλός
από αργολιθοδοµή.
τεφρός.
Ἐπίχρισμα
αμμοληψίας B) Όστρακα
καστανό.
Σχήματα:
Χαλκού.
12 Γκαγιά. Κοινότητα Βεγόρας. Φυσικοί λόφοι ota BA του χωριού. Ὑψόμετρο: 600 μ. a) ‘Ootpaxa µε σχετικά λεπτά τοιχώματα. Πηλός τεφρός. Ἐπίχρισμα μελανό, κασταvò, ερυθρό fi δίχρωμο (στην ίδια επιφάνεια), καστανό και μελανό. Επιφάνεια στιλ-
βωμένη.
β) ‘Octpaxa
χοντροειδή.
Y) Αμαυρόχρωμη
Kepaneıcn.
Νεολιθική Εποχή του Χαλκού (Πρώιμη και Ύστερη). Η περιοχή κατοικείται κυρίως στα ελληνιστικά, αυτοκρατορικά χρόνια,
καλύπτοντας
έτσι
µια
έκταση
και
βυζαντινά
500 στρεμμάτων.
» πα»
13 Nnoi. Κοινότητα Beyöpuc. Τούμπα (χαμηλή) στην
100 στρεμμάτων.
πεδιάδα
Ὑψόμετρο:
551
της
Βεγόρας,
μ. Ὑδάτινο
όχθη της Βεγορίτιδας λίμνης. a) Θραύσματα από ἀργιλο. β) Λίθινα
3 χιλ.
NA
σηµείο:
εργαλεία
ἀπό
της
Βεγόρας.
Η τούμπα σερπεντίνη
Επιφάνεια;
βρίσκεται
στη
N
λίθο. Y) Όστρακα
γραπτά: λευκὴ γραμμωτή διακόσμηση σε μελανό Bupurò βάθος. Δίχρωμο στιλβωμένο επίχρισμα στην ίδια επιφάνεια, μελανό και καστανό ανοιχτὀ ἢ τεφρὀ σκούρο και τεφρό
ανοιχτό.
ὃ) Ώστρακα
κα απὸ
χοντροειδή
αγγεία.
ῥωλίου
γυναικείας
µορφής,
µε ερυθρό, μελανό,
Οριζόντιις
ABs.
καστανό επίχρισμα.
στ) Θραΐσμα
e) Όστρα-
σχηµατοποιηµένου
ει-
TN
Ηροϊστορικοί Ύστερη
Νεολιθική
Ὑπάρχουν
και
οἱκισμοΐ στις λεκάνες
Φλώρινας
καὶ Apevraioe
1611
κατοίκηση.
λίγα
ὀστρακα
αυτοκρατορικὠν
χρόνων.
PIT
14 Τούμπα
Κοινότητα Τούμπα
m
τρος
EN
Μπουλιάρο. Λακκιάς,
σε φυσικό
20%
λόφο. 0,5 χιλ. ΝΑ
40 μ. Ὑψόμετρο:
του χωριού.
Έκταση:
10 στρέμματα,
Περίμε-
630 p.
Όστρακα από χοντροειδἠ αγγεία. Πηλός µε πολλές προσμίξεις. oud. Εποχή του Σιδήρου (Tlpwiun;).
Kaotavò
επίχρι-
Στη βάση της τούμπας, στο πλάτωμα που δημιουργείται μεταξύ τούµπας και φυσικού
λόφου, υπάρχουν νεώτερες ταφές (Σιγανίδου
Μ., 1979, a. 303).
Ρως»
15 Του
Τούρκου
ο μύλος.
Κοινότητα Φιλώτα. Φυσικός λόφος, 2 χιλ. A του χωριού.
Συνολική
έκταση:
10 στρέμματα.
Ρις
nm
550 u. Ὑδάτινο σηµείο: Ποταµάκι (Πενταβρύσου Ρέμα) ota ὌΌστρακα χοντροειδή µε καστανό και μελανὸ επίχρισμα. Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. Εγκατάσταση στα παλαιοχριστιανικἁἀ
16 Αμπέλια. Κοινότητα Φυσικός
m TN
νεώτερα
χρόνια
Υψόμετρο:
570
A.
(μύλος
ερειπωμµένος).
Φιλώτα. λόφος
Πενταβρύσου
be >
και
Υψόμετρο:
Όστρακα
2,5
χιλ.
A
του
χωριού.
u.
Ὑδάτινο
σηµείο:
Ρέμα
150 p. A.
με λεπτά
αλλό,
κυρίως,
µε παχιά
τοιχώματα.
Eriypioua
καστανό,
μελα-
vO και τεφρό. Eroxn tov Χαλκού. Εγκατάσταση
και ota
παλαιοχριστιανικά
χρόνια.
17 Κηπάκια. Κοινότητα
Μανιακίου.
Επίπεδος οικισμός στη δυτική όχθη της Βεγορίτιδας λίμνης, 0,5 χιλ. ΒΑ του χωριού. Δεν αποκλείεται µέρος του οικισμού να βρίσκεται κάτω από την υδότινη επιΦφάνεια. Ὑψόμετρο: - 550 μ. a) Χοντροειδή όστρακα. Πηλός
θινος λειαντήρας. Ύστερη
Εποχή
του
Υ) Δισκοειδές Χαλκού
τεφρός
ἡ καστανός.
υφαντικό
(0). Πρώιμη
Κανθαρόσχημα
βάρος. Enoxn
του Σιδήρου.
αγγεία.
β) Λί-
1612
Kureoiva Τρανταλίδου
Γ:
Κοινότητα
A:
Irn δυτική όχθη της Βεγορίτιδας λίμνης. Δυτικά του χωριού.
Φαραγγίου,
E:
a) ‘Ootpaxa από αγγεία µε λεπτά τοιχώματα.
Z:
αγγεία µε παχιά τοιχώματα. Σχήματα: Πιθοειδή υπερυψωμµένες, διχαλώὠτές και οριζόντιες. Πρώιμη Εποχἡ του Σιδἠρον.
H:
µΠέτσας
Φ.,
1961-62,
σ.
PIO
IL. Περιοχὴ
E:
Υψόμετρο: - 550 u.
Επίχρισµα καστανό.
β) Όστρακα
και κανθαρόσχηµα
ano
αγγεία. Λαβές
216.
των
λιμνών
ζάχαρης
και λειμαδίτιδας
19 Πηγή /Μπάνια. Κοινότητα Φανού. Λόφος στα δυτικά κράσπεδα της λεκάνης Αμυνταίου, 0,5 χιλ. A του χωριού. Έκταση: 10 στρέμματα. Ὑψόμετρο: 673 μ. Ὑδάτινα σηµεία: Πηγή στο κέντρο περίπου του οικισμού. ἩΗ μεγαλύτερη συγκέντρὠση
οστράκων είναι B από την πηγή: a) Όστρακα
από χον-
τροειδή αγγεία. Πηλός καστανός, Επιφάνεια λειασµένη. Διακόσμηση: ανάγλυφη ταινία. β) Όστρακα από αγγεία µε λεπτότερα τοιχώματα και επίχρισμα τεφρό, καotavò και μελανό.
Ρας»
Ζ:
E:
Πρώιμη
Εποχἠ
του
Χαλκού.
20 Λιβάδια /Βάλτος. Κοινότητα
Φανού.
Τραπεζιόσχηµη τούμπα στην πεδιάδα, 3 χιλ. NA του χωριού. Ὑπολογίσιμη έκταση: 20 στρέμματα. Ὑψόμετρο: 597 u. Ὑδάτινα σηµεία: Pipa 1.500 µ. Β και πηγές 800 p. BA και 400 μ. ΒΑ του οικισμού, ‘Ootpaxa από αγγεία µε σχετικά λεπτά τοιχώματα. Πηλός τεφρός. Επιφάνεια στιλβωµένη. Μερικά έχουν επἰίχρισµα ερυθρό, µελανό και καστανὀ σκούρο στιλπνό.
Z:
Τα προερχόμενα από χοντροειδή αγγεία Νεολιθική (;) Εποχή του Χαλκού.
H:
Στην
κορυφή
υπάρχουν
ερείπια
όστρακα
νεωτέρου
είναι
οἰκοδομήματος
λίγα. (ίσως
εκκλησιαστικού
κτίσματος) που οι λαθροανασκαφές έφεραν στο φως. A:
21
Β: Γ: A:
Λιβάδια /Tovyxa. Κοινότητα Ροδώνα. Τούμπα στην πεδιάδα, 1,5 χιλ. Ποτάμι
(Αμύντας)
N από το χωριό. Υψόμετρο: 597 μ. Ὑδάτινα σηµεία:
300 μ. A.
E:
a) Ελάχιστα όστρακα προερχόμενα and αγγεία µε χοντροειδή τοιχώματα. B) Όστρα: κα προερχόμενα and αγγεία µε λεπτότερα τοιχώματα. Επίχρισµα μελανό, τεφρὀ, πορτοκαλόχρουν. Επιφάνεια: στιλβωμµένη. Πόδια and «τράπεζες».
Ζ:
Νεολιθική,
H:
Νεώτερο
Εποχή
του
Χαλκού.
κτίσμα (βυζαντινό) στην κορυφή.
m
Ρας»
m
Ρας»
N
m
PID
Ρας»
Π/ροϊστορικυέ οικισμοί στις λεκάνες Φλώφιχας και “Ίμυνταίου
1613
22 Εκκλησία / Χαλίκια / Βάλτος. Κοινότητα Λιμνοχῶρίου. Τούμπα (ισοπεδωµένη - καταστραμµένη σήμερα) 1,5 χιλ. N από το χωριό. Στη BA όχθη της Χειμαδίτιδας λίμνης. Ὑψόμετρο: 594 u. "Ootpaxa µε λεπτά τοιχώματα, τεφρό πηλό µε προσμίξεις και επίχρισμα καστανό ανοιχτό ἡ τεφρό. Δίχρωμα όστρακα: Καστανό χείλος και μελανό σώμα. Όστρακα εγχάρακτα. β) Όστρακα and ηθµοειδή αγγεία. 7) Όστρακα από αγγεία µε παχιά τοιχώματα «χοντροειδή». Νεολιθική (;) Πρώιμη - Ύστερη Εποχή του Χαλκού, Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. Είναι πολύ πιθανὀ n περιοχή να επανακατοικήθηκε στα Βυζαντινά χρόνια, όπως μερικά ὀστρακα αφήνουν να εικάσουµε. Τέλος, στο ίδιο σηµείο φιλοξενούνταν τουλάχιστον µία ταφή: Φάλαγγες από ανθρώπινο σκελετό βρίσκονταν pall µε τον υπόAotro σωρό των µπάζων. 23 "Ayıcı Θεόδωροι. Κοινότητα Λιμνοχωρίου. Επίπεδος οικισμός στους πρόποδες του χαμηλού λόφου, Β του χωριού, που φέρει την ομώνυμη εκκλησία, Β όχθη της λίμνης Ζάχαρη. Υψόμετρο: 605 μ. Όστρακα από αγγεία µε λεπτά τοιχώματα. Επίχρισμα ερυθρό, µελανὀ, teppò, πορτοκαλόχρουν στιλβωµένο. Μερικά έχουν εγχάρακτη διακόσμηση. Εποχή του Χαλκού. 24 Χωράφια του Γιάννη / Βάλτος. Κοινότητα Βαλτονέρων. Μικρό έξαρµα στην πεδιάδα 3,5 χιλ, A του χωριού. Κοντά σ᾽ αυτό το σηµείο έχει διανοιχτεί κανάλι ύδρευσης. Ὑψόμετρο: 594 yu. a) Πέλεκυς από λειασμένο πράσινο λίθο. β) Όστρακα από αγγεία µε παχιά τοιχώpata. Εποχή του Χαλκού; Βυζαντινή εγκατάσταση. 25 Μικρή Λίμνη / Χωράφια του Γιάννη / Βάλτος. Κοινότητα Αναργύρων, Τούμπα στην πεδιάδα 3 χιλ. BA του χωριού. Ὑπολογίσιμη έκταση: 4-5 στρέμματα. Ύψος: 1,5 - 3 μ. Υψόμετρο: 597 u. Ἡ σημερινὴ απόσταση and τη B όχθη της λίμνης Χειμαδίτιδας είναι 1 χιλιόμετρο περίπου. a) 2 κρουστήρες από λειασμένο πράσινο και τεφρὀ λίθο αντίστοιχα. PB) Σκοτεινόχρώμη στιλβωμένη κεραµεική. Αποτυπώματα δακτύλων στο σώμα του αγγείου (π.χ. γύρω από λαβές ἡ σε ανάγλυφες ταινίες). Ύστερη Ἐποχή του Χαλκού - Πρώιμη Ἐποχή του Σιδήρου. 26 Βάλτος.
Kareoiva
1614 Κοινότητα Αναργύρων. Χαμηλό ύψωμα --τούμπα-τον προηγούμενο
στην πεδιάδα,
οικισμό.
a) Σκοτεινόχρωµη
(σε
Τοανταλίδοιυ
Κοντά
όλους
3 χιλ. BA από το χωριό
σε κανάλι
τους
τόνους
επιφάνεια έχει δύο αποχρώσεις. τεφρή
ύδρευσης. του
Ὑψόμετρο:
τεφρού)
και µελανή
και 0,8 χιλ. από 594 μ.
κεραµεική.
Κάποτε
ἡ τεφρή και καστανἠ.
η
ίδια
β) Ta ὁ-
στρακα, τα οποία έχουν λεπτότερα τοιχώματα και στιλπνόὀ τεφρό ἡ μελανό επίχρισµα, αποτελούν µια μικρότερη ομάδα. Υ) Γραπτή µελανή διακόσµηση σε TEPPÖ βάθος.
Σχήματα
αγγείων;
φιάλες,
πιθοειδἠ
αγγεία.
Ύστερη Νεολιθική - Πρώιμη Εποχή του Χαλκού. 100 u. BA υπάρχει µια μικρότερη εγκατάσταση. όπως
m
bw >
φάνεια
| στρέµµατος.
της
ἴδιας
μαρτυρούν
ὀστρακα
σε ἔπι-
εποχής.
27 Μοναστηράκι. Κοινότητα
Αναργύρων.
Τούμπα ισοπεδωµένη - xatuotpuppévn δίτιδας. Ὑψόμετρο: 594 u. a) Γραπτή
κεραµεική:
Όστρακα
θρό - πορτοκαλόχρουν γραμμη). σµήση
Ανάμεσά
σε teppò
τεφρό
πηλό
Β όχθη της Xeipa-
και στιλβωμένο
σε λευκό ἡ υπόλευκο φόντο (διακόσµηση
τους
και éva
βάθος.
θος. β) Όστρακα χρωση
απὸ
1,5 χιλ. NA του χωριού.
Ένα
δισκοειδές
σφοντύλι.
από τα ὀόστρακα είχε λευκή
µε επίχρισμα στιλβωμένο
πορτοκαλόχρουν
Όστρακα
καστανή.
τεφρὴ
επίχρισμα:
φλογωτή
ἡ ευθύ-
pe µελανή
διακό-
διακόσμηση
μονόχρωμο:; μελανό
ερυ-
σε τεφρό
ἡ ακόµα
βά-
σε arò-
ἡ και τα δύο μαζί. Το ένα στην εσωτερική
και το άλλο στην εξωτερική επιφάνεια. O πηλός είναι τεφρός. Y) Όστρακα µε παχύτερα κές,
τοιχώματα
(κανθαρόσχηµα
υπερυψωμένες,
ἡ οριζόντιες
αγγεία), λαβές.
καστανό
Διακόσμηση:
επίχρισμα.
Σχήματα:
ανάγλυφη
ταινία
τριγωνιµε αποτι-
πώµατα δακτύλων. è) Αμαυρόχρωμη κεραµεική. e) Δύο εργαλεία: ένας λειαντήρας και ένας σφυροπέλεκυς απὀ γκρίζο και πρασινωπὀ (σερπεντίνη) λίθο. ζ) Πηνιόσχηµο υφαντικό βάρος. Μέση Νεολιθική ως και Πρώιμη Εποχή του Σιδἠρου. H περιοχή ξανακατοικήθηκε. Ένα ὀστρακο terra sigillata και δύο σκυφωτά vopiσµατα (ΧΗ-ΧΠΙ αιώνα) -- στα χέρια των κατοίκων των Αναργύρων-- το αποδει-
SIO >
κνύουν. 28 Κάμπος
/ Πετσάνο
Κοινότητα
Λιβάδι.
Βαρικού.
Επίπεδος (;) οικισμός στην πεδιάδα, 2 χιλ. Β του χωριού. Ywopetpo: 745 u. Ὑδάτινα σηµεία:
Péuata,
εκ των οποίων
το ένα φέρει
χιλ. Α απλώνεται η Χειμαδίτις λίµνη, Tu ὀστρακα δεν είναι ορατά στην ἐπιφάνεια σημερινό ανοιχτό,
καλλιεργήσιμο καστανό
διακόσμηση Νεολιθική:
σκούρο,
έδαφος μελανό,
--νυχιές---. Εποχή
tov
Χαλκού.
Ασπρόρεµα. Περίπου
των αγρών, αλλά σε βάθος
(επίχωση). teppò,
την ονοµασία
Πηλός
τεφρός.
πορτοκαλόχρουν.
1 μ. από το
Erixpioua Σε μερικά
4
καστανό εγχάρακτη
z=
mb
Te
>
Ioviaropixoi οἰκισμοί στις λεκάνες Φλώφινας και «ἱμννταίου
1615
29 Μπάστα.
Κοινότητα Βαρικού. Δεξιά ὀχθη της Χειμαδίτιδας. α)
Αρχιτεκτονικά
στοιχεία:
Χαμηλός
Κτιστός
λόφος.
τοίχος,
πάσσαλοι
μπηγμένοι
κάθετα
παράλ-
ληλα στον τοίχο. β) Χοντροειδὴ όστρακα. Ρωμιοπούλου Αικ., 1972, o. 517. Δεν ταυτίσαµε τον οικισμό. Η πιθανότερη εξήγηση είναι ότι κατακλύστηκε καὶ πάλι and τα νερά της λίμνης και ο λόφος, όταν τον επισκεφθήκαµε δεν ἠταν ορατός.
1616
Κατεοίνα
Τρανταλίδηυ
ITINAKAS
Υψόμετρο
εγκατάστασης .Ιεκάνη
Υψόμετρο
1
οιθμός
των οικισμών
Φλώρινας οικισμών
800-700 u.
Il
700-650 u. 650-590 u.
4 7
Ποσοστό 47,82% \
Sf 69,59%
21,73% 30,43%
«Ἱεκάνη Auvrtarov Υψόμετρο
“Ἠοιθμός
οἰκισμὸν
ΗΙοσοστό
750-700 u.
3
10,34%
700-600 μ. 600-550 μ.
3 23
10,34% 79,31%
ITINAKAZ
Noovohoyixy
κατάταξη
NE.
IT.E.X.
20,68 %
2
των οικισμών Y.EX.-
TEE.
.Ἱδιάζνωστοι
Φλώρινα
2
869%
15
65,21%
4
17,39%
4
17,39%;
Αμύνταιον
9
31,03%
15
51,72%;
17
58,62%
—
—
Ν.Ε.
=
Νεολιθική
Π.Ε.Χ.
=
Πρώιμη
Εποχή
Εποχἠ του
Y.E.X.
=
Ύστερη
Εποχή
του Χαλκού
Π.Ε.Σ.
=
Πρώιμη
Enoxf
του
Χαλκού Σιδήρου
BIBAIOTPAOIA Αδάμ-Βελένη Π., 1988, «Πέτρες», στο Αρχαία Μακεδονία, (Οδηγός Έκθεσης), Yrovpγείο Πολιτισμού, Αθήνα, σελ. 42-43. Ακαµάτη Μ. - Βελένη Π., 1987, Νομός Φλώρινας. Από τα Προϊστορικά στα Pwpalxi, χρόνια, Ὑπουργείο Πολιτισμού, Αθήνα, 33 σελ., 20 φωτ. Carasanin M., 1982, «The Stone Age in the Central Balkan Area», στο Boardman J. και άλλοι, The Cambridge Ancient History, vol. [Π. 1 (2η ἐκδ.) Cambridge University Press, Cambridge,
σελ.
75-135.
Casson §., 1921, «Excavations in Macedonia», 8.5.4. 24, 1919-21, σελ. 1-33. Hammond N. G. L., 1982, «Illyris, Epirus and Macedonia in the Early Iron Age», στο Boardman J. και άλλοι, The Cambridge Ancient History, vol. IMI, 1 (2n ἐκδ.) Cambridge University Press, Cambridge, σελ. 619-656. Heurtley W. A., 1939, Prehistoric Macedonia, Cambridge University Press, Cambridge, 275 σελ., XXIII φωτ., 112 cy. Hochstetter A., 1984, Kastanas. Die Handgemachte Keramik, Prähistorische Archäologie in Südosteuropa. Band 3. Verlag Volker Spiess. Berlin, 406 σελ., ox. Κανάρις I., 1975, «Ἐπὶ τῆς κοιτασματολογικῆς τοῦ δυτικοῦ τμήματος τῆς λιγνιτοφόρου λεκάνης Φλωρίνης», Ε.Θ.. Γ.ΜΟΕ., ᾿Αθῆναι, 8 σελ., Ανέκδοτη μελέτη. Καραμήτρου-Μεντεσίδου Γ., 1987, «Προϊστορικοί οικισμοί Κιτρίνης Λίμνης (Σαριγκιόλ)
Κοζάνης», στο Aynrdc, τόμ. 1, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, σελ. 391-416. Κεραμόπουλλος A., 1930, «᾿Ανασκαφὴ παρὰ τὴν Φλώριναν τῆς “Avo Μακεδονίας» IT.A.E. 1930, σελ. 74-78.
Κεραμόπουλλος
Α.,
1931, «᾿Ανασκαφὴ
ἐν Φλωρίνῃ
τῆς “Avo
Μακεδονίας», /T.A.E.
1931, σελ. 55-61. Κεραμόπουλλος A., 1932, «Ανασκαφαὶ καὶ ἔρευναι ἐν τῇ "Ava Μακεδονίᾳ», A.E. 1932, σελ. 48-133. Κεραμόπουλλος Α., 1934, «Ανασκαφαὶ καὶ ἔρευναι ἐν Μακεδονίᾳ», IT.A.E. 1934, σελ. 67-9. Lemerle P., 1935, «Macédoine occidentale. Florina. Chronique des fouilles et découvertes archéologiques», 2.C.H. 35, σελ. 281-284.
Μπακαλάκης T., 1933, «Ανασκαφαὶ ἐν Φλωρίνῃ τῆς “Avo Μακεδονίας», /T.A.E. 1933, σελ.
70-81.
Μπακαλάκης T., 1934, «᾿Ανασκαφὴ
ἐν Φλωρίνῃ
σελ. 91-114. Παπασταματίου I. N., 1952, «Γεωλογικὴ δος»,
oto
Ὃ
Μεταλλεντικὸς
μελέτη
πλοῦτος
τῆς
τῆς “Avo Μακεδονίας», /7.4.F. 1934, τῆς λιγνιτοφόρου περιοχῆς ΠτολεμαῖΕλλάδος,
τόμ.
2,
Ι.Γ.Μ.Ε.,
᾿Αθήνα,
410 σελ. Παπκαδάκις N., 1913, «Ex τῆς Ἄνω Μακεδονίας», ᾿.10ηνᾶ, 25, σελ. 430-462. 102
1618
Kareoira Toarralidor
Πέτσας ®., 1961-62, «Xpovıra 1960», «1.4. 17, 1961-62, B, σ. 216. Ριζάκης Αθ. - Τουράτσογλου ]., 1985, Επιγραφές της ‘Avo Μακεδονίας. τάλογος
Επιγραφών,
Τ.Α.Π.Α.,
Αθήνα,
253
σελ.,
Τόμος A’, Ka-
86 riv.
Romiopoulou K., 1971, «Some pottery of the Early Iron Age from Western Macedonia», B.S.A. 66, σελ. 353-361. Ῥωμιοπούλου Αικ., 1971, «Στρανάτα», 4.4. 26, Χρονικά, B, σελ. 410-414. Ῥωμιοπούλου Αικ., 1972, «Νομὸς Φλώρινας. Βαρικό», A.A. 27, Χρονικά, B, σελ. 516-517. Σιγανίδου M., 1987 (1979), «Λακκιά /Μπουλιάρο», 4.4. 34, 1979, Χρονικά, B, σ. 303. Svoronos
N.,
1980,
Histoire de la Grece moderne,
Que-sais-je?, Treuil
R.,
ap.
578,
Paris
P.U.F.
(4n &xö.,
In
1953)
Coll:
127 σελ.
1983, Le Néolithique et le Bronze
Ancien
Egeens,
Ecole
Francaise
d’Athenes,
éd. de Boccard., B.E.F.A.R., 248, Paris, 537 σελ., 268 oy. Wardle K., 1983, «The Early years. The Culture», Sakellariou M.B. (εκδ.), 4000 years of Greek History and Civilization, Ekdotike Athénon, Athens, 572 σελ., φωτ.
1619 tov
+
καὶ Ayımra Φλώρ was s dex ἄνες
,
στι ,
οικισ/ιοι ,
ορικχοι
]Προῖστ
1orloımıo
ΜΟΝΥΌΧ 10AOdXANY
201 Slows ΔΟΧΥΌΧ nor UXoxq Urimdli ὁ
Slrlımöjy ı0% Skxigrgoay; poripixio) “aoyw2aar 5
Uxigiyoan
ο
10% Snaröoygp Saapxap *] Sladny
UXoxgz
od?
nor
SleXoxsy
m
Staff
ì
wx
goxyoy
aor
yoroımıo 10A00XANY
vy
@
5
SlıXorıy
1
v
J
2
"wopnuay
TIU-xXIA
Jorlowag
0%
Sud310X,
νι
0
9420011
Τρανταλίδου Κατερίνα 1620
Y
we
ϑηλιδωγῷ
Ssapxay
‘è 5110ρχ
Προϊστορικοί οικισμοί στις λεκάνες Φλώρινας και «Αμυνταίου
ar
quinte '
=:
CEI
BL
m:a Ἷ
(II)
Φωτ.
1. Αρμενοχώρι.
IlnAıvo αγγείο της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού. Μουσείο Θεσσαλονίκης.
1621
Λατερίνα
Toarradidor
2
434 yrs
1622
Φωτ.
2, Ayyria της συλλογῆς
Aly. Movorio Φλώρινας.
TIPOLOGIA
E IDEOLOGIA
DELLA
REGALITÀ
Bruno
Tripodi
DI PERDICCA, PRIMO “FONDATORE”
MACEDONE*
L’excursus riportato da Erodoto nei capitoli 137-139 dell'VIII libro delle Storie, relativo al Temenide Perdicca ed ai suoi due fratelli—giunti da Argo peloponnesiaca in Macedonia, predestinati a fondarvi un regno— costituisce punto di partenza e di riferimento obbligato pei quanti si interessano alle origini della regalità macedone!. Si spiega perciò l’attenzione che esso ha suscitato e continua a suscitare presso gli studiosi. Attenzione che, se a partire dai commentatori del secolo scorso, e fino a qualche decennio fa, ha puntato su un'analisi volta a decodificare i significati simbolici del racconto?, più di recente, si è incanalata sostanzialmente secondo due tendenze
* Il tema di questa comunicazione rientra nell'ambito di una mia ricerca finanziata dall'Università di Messina (6000). La partecipazione al “Vth Intern. Symposium on Ancient Macedonia” mi è stata possibile grazie anche ad un contributo del CNR. 1. Questi capitoli fanno parte di una più ampia sezione narrativa —relativa all’ambasceria di Alessandro I in Atene (479 a.C.)— che conclude il libro VIII (capp. 136-144). In questo caso Erodoto non definisce l’excursus, cosi come fa altrove (cf. 4, 30: προσθήκη; 7, 171: παρενθήκη; sugli excursus nell'opera erodotea, J. Cobet, Herodors Excurse und die Frage der Einheit seines Werkes, Wiesbaden 1971). Poiché varie,parziali e insoddisfacenti
sono
le definizioni date dagli studiosi sulla natura
(cf. infra
n. 8), nel
corso
di questa
analisi si
letteraria della digressione macedone
preferisce
utilizzare
i termini λόγος —da
Erodoto impiegato per indicare anche piccole unità narrative (cf., ad es., 2, 3; 4, 11; 7, 150)—
e, in alternativa, “racconto”, “storia” e “narrazione” [per una definizione dei quali cf. G. Genette, Figure Ill. Discorso del racconto, (tr. it.), Torino 1976, 73-80 (partic. 75)], il cui impiego s'intende riferito al quadro teorico proprio della semiotica narrativa; per un primo, utile orientamento, nella metodologia di tale ambito disciplinare, cf. R. Barthes (et alii),
L'analisi del racconto (tr. it.), Milano 1984; A. J. Greimas, J. Courtés, Semiotica. Dizionario ragionato della teoria del linguaggio (trad. it.), Firenze 1986; per la problematica specifica al mondo
antico, cf. AA.
VV., Semiorics and Classical Studies, Arethusa
2. Cf., ad es., le annotazioni ad loc. di R. W.
16, 1983.
Macan, Herodotus, London
1895, 576-
580; H. Stein, Herodotos, V, Berlin 1862, 108; W. W. How, J. Wells, A Commentary on Herodotus, Oxford 19615, Il, 283; nonchè i lavori specifici di O. Glaser, “Die Perdikkassage
(ein
Sonnenmärchen)
und
andere
Dynastiegründersagen
bei
Herodot”,
Humanistische
1624
Bruno
Tripodi
interpretative: la pıima tenta di rinvenire, dietio la facciata “saghica™, cchi di fatti realmente avvenuti, se non addirittura a ricostruire quadri storici, destinati purtroppo a rimanere ipotetici; la seconda si mostra più attenta agli aspetti storiograficı e propagandistici della pagina erodotea, messi in relazione soprattutto con ambienti ed interessi ellenici*. Grazie alla sua anteriorità rispetto alle altre fonti, nonché al prestigio del suo narıatore/autoreS, la storia di Perdicca gode di un apprezzamento decisamente positivo rispetto a quelle concernenti Archelao e Carano, successivamente pioposti, in momenti diversi, quali “fondatori” del regno macedone. E mentre le figure di questi ultimi, evidenti invenzioni a posteriori, vengono giustamente destituite da ogni possibile fondamento di veridicità storica”, Gymnasium,
1936,
21-32;
W.
Brandenstein,
“Die
Reichsgriindungssage
des makedonischen
Konigshauses”, in Fesischr. J. F. Schutz, Graz-Koln 1954, 54-58; K. Spiess, “Die Stammsage des altmakedonischen Konigshauses”, Oesterr. Zeitschr. f. Volkskunde, 58-59, 195556, 18-24 e 138-151 to”, Hermes
96,
(non vidi); H. Kleinknecht, “Herodot
1966,
und die makedonische
Urgeschich-
134-146.
3. Cf. segnatamente N. G. L. Hammond, in N. G. L. Hammond, G. T. Griffith, A History of Macedonia, Il. 550-336 B.C., Oxford 1979, 3 ss. (partic. 10-11), il quale presta fede al racconto erodoteo; cosi sembra fare anche M. Zahrnt, “Die Entwicklung des makedonischen Reiches bis zu den Perserkriegen”, Chiron XIV, 1984, 325-368 (part. 345-348): con prospettiva opposta, che nega qualsiasi apporto ellenico, K. Rosen, “Die Gründung der makedonischen Herschaft”, Chiron VIII, 1978, 1-27, legge il /ogos come “travestimento” letterario di fatti realmente avvenuti in ambito però esclusivamente nord-balcanico. 4. Cf. E. Badian, “Greeks and Macedonians”, in B. Barr-Sharrar, E. N. Borza (edd.), Macedonia and Greece in Late Classical and Early Hellenistic Times, Washington 1982,
33-51; E. N. Borza, “Athenians, Macedonians, and the Origins of the Macedonian Royal House”, in Studies in Attic Epigraphy. History and Topography presented to E. Vanderpool, Princeton 1982, 7-13; B. Tripodi, “L’ambasceria di Alessandro I di Macedonia ad Atene nella tradizione erodotea (Hdt., 8, 136-144)", ASNP XVI, 3, 1986, 621-635; W. Greenwalt, “Erodotus and the Foundation of Argead Macedonia”, AncW 13, 1986, 117-122. 5. Poiché Erodoto non ha “inventato” il contenuto narrativo del /ogos, avendo egli attinto le sue informazioni, quasi certamente, a fonti orali macedoni, alle funzioni di Narratore/Autore da lui ricoperte (su cui cf. J. Marincola. “Herodotean Narrative and the Narrator’s Presence”,
Arethusa 20,
1987.
121-137;
C. Calame,
// racconto in Grecia (trad.
it.),
Roma-Bari 1988, 73-94), va aggiunta quella di mediatore tra due codici: da quello primario orale (delle sue fonti) a quello secondario scrittorio (della sua pagina). 6.
Il primo, attestato dall'omonima “piece” scritta da Euripide alla corte del re Archelao
{cf. Higyn., Fab., 219). è ritenuto niente più che un atto di omaggio e di adulazione del poeta
nei confronti
del suo
munifico
ospite (per tutti, cf. Hammond,
quasi certamente “creazione” del IV sec. a.C. (cf. Theopomp., 7, 7-12), oltre ad A.
Momigliano,
La leggenda di Carano,
cif., 5); su Carano,
FGrHist
115, F 393; lust.,
re di Macedonia,
12, 1931, 203-210, di recente, W. Greenwalt, “The Introduction of Caranus King List", GRBS 26, 1985, 43-49,
Atene
e Roma,
into the Argead
Tipologia e ideologia di Perdicca
1625
a Peidicca si è in genere propensi a 1iconoscere uno statuto di storicità”. Ma concludere sulla storicità della figura di Perdicca può risultare senz'altro rischioso e aleatorio senza prima aver sottoposto il racconto erodoteo ad una indagine complessiva che lo esamini sotto l’aspetto di creazione letteraria, di testo in movimento fra oralità e scrittura, infine di struttura e tipologia narrativa. Rimandando ad altra sede un tale articolato e complesso esame, intendo qui soffermarmi su un momento di analisi del testo eiodoteo collocabile all'ultimo dei livelli ora enunciati —quello della struttura narrativa— che mi pare particolarmente significativo. La sua messa in evidenza può infatti offıire la base interpretativa per correttamente intendere il significato e dunque il valore del /ogos. AI di là delle differenti definizioni proposte®, possiamo intanto dire, parafrasando Erodoto stesso, che il /ugos è la storia di come (τρόπῳ τοιῷδε) Perdicca acquisì | ἀρχὴ sui Macedoni?: nella sua essenza esso è dunque racconto di un modo d’azione. Piestando la nostra attenzione alla modalità attraverso la quale Perdicca consegue il primato e quindi il diritto alla regalità, pare perciò possibile definire la tipologia di questa figura presentata quale primo “acquisitore”, cioe “fondatore”, dell’üäpxr; in Macedonia. Rispetto al corpo della narrazione principale, l'excursus appare nettamente delimitato da una struttura anulare che fissa l'attenzione essenzialmente su Perdicca —definito con una formula analoga: ὁ κτησάμενος τῶν Μακεδόνων τὴν τυραννίδα (cap. 136); ὁ κτησάμενος τὴν ἀρχὴν (cap. 139)— 6 sull’ascendenza in settima generazione di Alessandro da questi (a 137 solo affermata: τοῦ δὲ ᾿Αλεξάνδρου τούτου ἕβδομος γενέτωρ Περδίκκης ἐστί: a 139 esplicitata con la lista dei re)!®. 7. Tra
i sostenitori più decisi della storicità di Perdicca. assimilato
Carano, è Ap.
Daskalakis,
(repr. Amsterdam
respinge come
1983),
The Hellenism of the Ancient
103,
“unhistorical
115 e passim,
and
però alla figura di
Macedonians,
Thessaloniki
diversamente e giustamente
unauthentic”
le aggiunte
Hammoad,
posteriori
in
testa
1965 cit., 5,
alla lista
erodotea, ma accetta in foto quest'ultima sulla base soltanto degli “authoritative statements” appunto
di Erodoto
8. “Märchen”:
genossen,
(e di Tucidide). W.
Göttingen
Aly,
1921
Volksmärchen,
Sage
(repr. Göttingen
1969),
und Novelle bei Herodot
196-198;
art. cit., 143 ss.; “Sage”:
Rosen, art. cit., 11; “favola”:
taglia di Salamina. Libro
VIII delle
A.
Storie, Roma-Milano
uni seinen Zeit-
“Urgeschichte”: Masaracchia,
1977, 226;
Kleinknecht,
Erodoto.
La bat-
“myth”: Greenwalt,
art. cit. a n. 4,118. 9. Hdt.,
8, 137,
1: Τοῦ
δὲ ᾿Αλεξάνδροιν
τούτου
ἕβῤδομος
κτησάμενος τῶν Μακεδόνων τὴν τυραννίδα τρόπῳ τοιῷδε. 10. Sulla struttura ad anello, ritenuta ura delle principali erodoteo,
cf. I. Beck,
Die
Ringkomposition
bei Herodot
γενέτωρ
Περδίκκης
caratteristische
ἐστὶ
dello
è
stile
und ihre Bedeutung für die Beweis-
1626
Bruno
Tripodi
Ma se poi se ne considera più da vicino l'aspetto compositivo, si nota che il riferimento a Perdicca occupa in realtà solo una parte, certo la più consistente, di un racconto costruito quanto meno con tre differenti tipi di materiali, corrispondenti ai tre capitoli della digressione. Nel cap. 137 predomina la figura di Perdicca in un crescendo che culmina nel suo “exploit"!!. Nel successivo cap. 138 scompare Perdicca in quanto personaggio individuale ed hanno rilievo tutti e tre i fratelli, la cui storia trapassa gradualmente in una bieve serie di riferimenti di natura geografica e mitografica sulla Macedonia!?, Infine, nel brevissimo cap. 139, in realtà non si racconta nulle, essendo esso costituito dalla lista, in ordine inverso, dei cette re macedoni da Alessandro I appunto al “fondatore” Perdicca!?. technik, Hildesheim-New York 1971. Per un esame dell'inserimento dell’excursus nella sezione narrativa finale dell'VIII libro, cf. Tripodi, art. cit. 11. Hdt., 8, 137: ἐξ Ἄργεος ἔφυγον ἐς Ἰλλυριοὺς τῶν Τημένου ἀπογόνων τρεῖς ἀδελφεοί, Γαυάνης τε καὶ ᾿Αέροπος καὶ Περδίκκης, ἐκ δὲ Ἰλλυριῶν ὑπερβαλόντες ἐς τὴν ἄνω Μακεδονίην ἀπίκοντο ἐς Λεβαίην πόλιν. ἐνθαῦτα δὲ ἐθήτευον ἐπὶ μισθῷ παρὰ τῷ βασιλέϊ, ὁ μὲν ἵππους νέμων, ὁ δὲ βοῦς. ὁ δὲ νεώτατος αὐτῶν Περδίκκης τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων. ἦσαν δὲ τὸ πάλαι καὶ αἱ τυραννίδες τῶν ἀνθρώπων ἀσθενέες χρήμασι, οὐ μοῦνον ὁ δῆμος. ἡ δὲ γυνὴ τοῦ βασιλέος αὐτὴ tà σιτία σφι ἔπεσσε. ὅκως δὲ Orton, ὁ ἄρτος τοῦ παιδὸς τοῦ θητός, τοῦ Περδίκκεω, διπλήσιος ἐγίνετο αὑτὸς ἑωυτοῦ. ἐπεὶ δὲ αἰεὶ τὠυτὸ τοῦτο ἐγίνετο, εἶπε πρὸς τὸν ἄνδρα τὸν ἑωυτῆς. τὸν δὲ ἀκούσαντα ἐσῆλθε αὐτίκα ὡς εἴη τέρας καὶ φέροι ἐς μέγα τι. καλέσας δὲ τοὺς θῆτας προηγόρευέ σφι ἀπαλλάσσεσθαι ἐκ γῆς τῆς ἑωυτοῦ. οἱ δὲ τὸν μισθόν ἔφασαν δίκαιοι εἶναι ἀπολαβόντες οὕτως ἐξιέναι. ἐνθαῦτα ὁ βασιλεὺς τοῦ μισθοῦ πέρι ἀκούσας, ἦν γὰρ κατὰ τὴν καπνοδόκην ἐς τὸν οἶκον ἐσέχων ὁ ἥλιος, εἶπε θεοβλαβὴς
γενόμενος
᾿Μισθὸν
δὲ ὑμῖν ἐγὼ ὑμέων ἄξιον τόνδε ἀποδίδωμι, ᾿
δέξας τὸν ἥλιον. ὁ μὲν δὴ Γανάνης τε καὶ ὁ ᾿Αέροπος οἱ πρεσβύτεροι ἕστασαν ἐκπεπληγμένοι, ὡς ἤκουσαν ταῦτα. ὁ δὲ παῖς, ἐτύγχανε γὰρ ἔχων μάχαιραν, εἶπας τάδε ᾿Δεκόμεθα, ὦ βασιλεῦ, τὰ διδοῖς," περιγράφει τῇ μαχαίρῃ ἐς τὸ ἔδαφος τοῦ οἴκου τὸν ἥλιον, περιγράψας δέ, ἐς τὸν κόλπον τρὶς ἀρυσάμενος τοῦ ἡλίου, ἀπαλλάσσετο αὑτός τε καὶ ol μετ᾽ ἐκείνου. 12. Hdt., 8, 138: ἀπήισαν, τῷ δὲ βασιλέϊ σημαίνει τις τῶν παρέδρων οἷόν τι χρῆμα ποιήσειε ὁ παῖς καὶ ὡς σὺν νόῳ κείνων ὁ νεώτατος λάβοι τὰ διδόμενα. ὁ δὲ ταῦτα ἀκούσας καὶ ὀξυνθεὶς πέμπει ἐπ᾿ αὐτοὺς ἱππέας ἀπολέοντας. ποταμὸς δέ ἐστι ἐν τῇ χώρῃ ταύτῃ, τῷ θύουσι οἱ τούτων τῶν ἀνδρῶν an’ Ἄργεος ἀπόγονοι (ώς) σωτῆρι. οὗτος, ἐπείτε διέβησαν οἱ Τημενίδαι, μέγας οὕτως ἐρρύη ὥστε τοὺς ἱππέας μὴ οἷους τε γενέσθαι διαβῆναι. οἱ δὲ ἀπικόμενοι ἐς ἄλλην γῆν τῆς Μακεδονίης οἴκησαν πέλας τῶν κήπων τῶν λεγομένων εἶναι Μίδεω τοῦ Γορδίεω, ἐν τοῖσι φύεται αὑτόματα ῥόδα, ἕν ἕκαστον ἔχον ἑξήκοντα φύλλα,
ὀδμῆ
τε ὑπερφέροντα
τῶν ἄλλων.
ἐν τούτοισι
καὶ ὁ Σιληνὸς
τοῖσι κήποισι
ἥλω,
ὡς λέγεται ὑπὸ Μακεδόνων. ὑπὲρ δὲ τῶν κήπων ὄρος κεῖται Βέρμιον οὔνομα, ἄβατον ὑπὸ χειμῶνος. ἐνθεῦτεν δὲ ὁρμώμενοι ὡς ταύτην ἔσχον. κατεστρέφοντο καὶ τὴν ἄλλην Μακεδονίην.
13. Hdt., 8, 139: ἀπὸ τούτου δὴ τοῦ Περδίκκεω παῖς nv ᾿Αλύξανὸρος,
᾿Αμύντης
᾿Αλέξανδρος ὧδε ἐγένετο) ᾿Αμύντεω
δὲ ᾿Αλκέτεω, ᾿Αλκέτεω δὲ πατὴρ ἦν ᾿Αέροπος,
λιππος, Φιλίππου δὲ ᾿Αργαῖος. τοῦ δὲ Περδίκκης ὁ κτησάμενος τὴν ἀρχήν.
τοῦ δὲ Φί-
Tipologia
e ideologia di Perdicca
1627
Considerato dal punto di vista della scrittura erodotea, il /ogos è dunque il risultato dell’accorpamento di tre parti, differenziate in origine, con proprie
modalità compositive e propri contenuti: la storia di Perdicca —di cui Erodoto ha conservato solo il momento centrale— poi informazioni di carattere geografico e mitografico, veri e propri mirabilia, infine il riferimento alla genealogia della casa reale macedone con la lista dei re. Va subito detto che la genealogia, posta ad apertura e chiusura dell’excursus, con
il richiamo all’ascendenza
da Temenos,
si rivela il dato di base
che Eıodoto intende affermare e comunicare. Essa assolve alla funzione di marca temporale, che àncora al tempo degli uomini i fatti narrati e ne sancisce la verità!9. Un dato che include e, come vedremo, supera anche il nucleo essenziale del racconto, vale a dire i/ modo in cui Perdicca acquisisce il diritto alla regalità. Questo, com'è stato evidenziato, consiste nel gesto di Perdicca di attingere per tre volte alla luce del sole, ritagliata con la machaira sul pavimento della casa del re e accettata quale misthos per aver servito con i fiatelli presso il sovrano di Lebea. Tale gesto simbolizza l'appropriazione del charisma e la legittimazione del potere regale, attinti direttamente alla fonte divina, il dio sole’, Ma nel significato del gesto di Perdicca c’è di più. Accogliendo senza esitazione lo sprezzante compenso del re, la cui proposta aveva lasciato invece perplessi gli altri due fratelli, egli fa in ciò impiego di illuminazione, consapevolezza ed opportunismo, in una parola di astuzia, ovvero di μῆτις. Ora, lo stretto legame circolare che esiste tra metis, magia e acquisizione della regalità, rilevato in un ampio ventaglio di miti ellenici!®, ricorre anche nel racconto di Perdicca, con ben due prodigi che intervengono in favore del futuro re. Il primo e il tépag del pane preparato per il giovane pastorello, che raddoppia di volume durante la cottura, l’altro riguarda il fiume che s’ingrossa improvvisamente dopo il passaggio dei tre fratelli, salvando questi ultimi dai cavalieri del re che intendevano ucciderli. Queste considerazioni permettono di cogliere in Perdicca taluni tratti dell’eroe-sciamano che acquista 14.
La lista dei re macedoni è considerata
fededegna da Hammond,
cif., 4; contra Borza,
art, cit. Sul valore delle liste di re in Erodoto, in generale, cf. Ch.-O. Carbonell, “L'espace ει le temps dans l'@uvre d’Herodote”, Storia della Storiografia, VII, 1985, 138-149. Sui problemi cronologici nell’opera erodotea, ampia bibliografia; tra gli altri, R. Ball, “Generation dating in Herodotus”, CQ, LXXIII, 1979, 276-281. 15. Cf. Kleinknecht, arr. cir., del quale però non pare condivisibile sino in fondo la lettura simbolica con riferimento a concezioni prettamente iraniche. 16. Si vedano metis
des
Grecs,
in proposito Paris
1974
(tr.
M.
Detienne,
J.-P. Vernant,
it., Roma-Bari
1978).
Les ruses de L'intelligence.
La
1628
Bruno
Tripodi
un potere assoluto attraverso un procedimento magico-sacrale. In altri termini, la regalità di Perdicca si connota come di carattere religioso: egli appare qui nella funzione di re-sacerdote!”. La prospettiva cambia nel capitolo successivo, il 138, ove leggiamo che, dopo essere sfuggiti agli inseguitori, i tre fratelli si stabilirono in un’altra regione della Macedonia, da cui presero poi le mosse per assoggettare il resto del paese. Nella parte finale del capitolo si intravede un Perdicca conquistatore che accresce il suo regno grazie alla forza militare, dunque nella funzione di re-guerriero!*. In queste prime due sezioni del racconto pare perciò possibile rintracciare l'eco di quel processo definito di ‘deviazione ideologica”, determinato dall’emergere della funzione guerriera rispetto a quella religiosa: il carattere magico-sacrale proprio di Perdicca nel cap. 137 si trasforma, infatti, in carattere militare nel cap. 138!°. Questo mutamento di orientamento ideologico, dalla semantica deli’astuzia alla semantica della forza, rivela soggiacenti alla tradizione raccolta da Erodoto quanto meno due differenti momenti cronologici, corrispondenti ad altrettante fasi di elaborazione ideologica: il Perdicca sciamano, mago, figura carica di tratti arcaici e “indigeni, diventa successivamente il Perdicca conquistatore, ellenico per genealogia in quanto discendente da Temenos e quindi da Eracle. Il primo, re-sacerdote, fonda la sua legittimazione sul charisma solare?°, il secondo, re-guerriero, fonda la sua legittimazione sul charisma eroico. Questa duplice fonte carismatica ci consente 17. La presenza della machaira, oggetto che larga parte ha anche nella ritualità sacrale, contribuisce a connotare più fortemente in senso sacerdotale la figura di Perdicca. Sulla machaira, cf. G. Berthiaume, Les roles du mägeiros. Etude sur la boucherie, la cuisine et le secrifice dans la Grèce ancienne, Leiden 1982, 14 e passim. 18. La considerazione “funzionale” della regalità di Perdicca apre la strada ad una possibile e più circostanziata lettura di essa sulla scorta della teoria di G. Dumézil relativa alla ideologia indoeuropea delle tre funzioni. Sulla funzione regale in particolare e sui suoi vari aspetti, Dumézil è tornato a più riprese; cf., ad es., L'idéologie tripartie des Indo-Européens, Bruxelles
1958; sul pensiero e gli scritti dello studioso francese, cf. C. S. Littleton, The New
Comparative
Mithology.
Berkeley-Los
Angeles
An Anthropological Assessment of the Theories of Georges Dumézil, 1966.
19. Sulla “deviazione ideologica", cf. V. 1. Abaev, Le cheval de Troie. Paralleles caucasiens, Annales E.S.C. 18, 6, 1963, 1041-70, tradotto in F. Braudel (a cura di), La storiu e le altre scienze sociali, Roma-Bari 1974, 257-295. La regalità macedone di epoca storica presenta come dominante il carattere militare (cf., ad es., Thuc., 2, 99-100; Arist., Ροι., 3,
1285 b-1286 a), rispetto a quello religioso e giudiziario. 20. Sul rapporto tra solarità e regalità in Macedonia, della
casa
Thessaloniki
reale
macedone”,
1986,
653-660,
in
Ancient
Macedonia
IV
cf.
(Institute
B. Tripodi, for
Balkan
“L''emblema' Studies-204),
Tipologia e ideologia di Perdicca
1629
dunque di svelare il carattere “gianiforme” della figura di Perdicca dal punto di vista ideologico, uno sdoppiamento complementare che, a ben considerare, si riflette come polarità nell’insieme del racconto e nei suoi personaggi. Se riconsideriamo in particolare i capp. 137-138 secondo le sequenze narrative,
notiamo
come
il racconto,
prima
incentrato
sul solo
Peidicca, ad
un certo punto si riferisce a tutti e tre i fratelli (oi Tnyevidaı). Tutti quanti, scacciati, richiedono il misthos, a tutti il re indica la Juce del sole come ricompensa, tutti e tre vengono inseguiti per essere uccisi. Ed ancora, lo stanziamento presso i giardini di Mida e le successive conquiste, con l’assoggettamento del resto della Macedonia, sono per Erodoto opera collettiva dei tre fratelli. Siamo dunque di fronte ad un'altra polarità, l’opposizione uno/tre, che discrimina le prime due sequenze narrative dell’excursus e ripropone in termini differenti la dialettica della duplice fonte carismatica solarità-eroicità. Nodo cruciale e nesso di raccordo tra le sequenze è pioprio il gesto che Perdicca compie nell'accettare il compenso del re: dopo aver risposto positivamente alla provocatoria offerta, egli ritaglia con la sua machaira la luce del sole sul pavimento e attinge per tre volte ad essa, riponendola nel suo grembo (...ὲς τὸν κόλπον τρὶς ἀρυσάμενος τοῦ ἡλίου...31). La triplice ripetizione del prelievo è stata intesa come dettata da motivazioni magicosacrali, basate sul valore del numero tre??. Senza escludere del tutto una tale interpretazione,
va certamente però ad essa affiancata un’altra e più semplice spiegazione: Perdicca, parlando a nome di tutti (Δεχόμεθα, ὦ βασιλεῦ, τὰ διδοῖς), preleva luce solare tante volte quanti sono i fratelli, intendendo con ciò rendere questi ultimi partecipi dello stesso compenso/diritto. In altri termini, Perdicca acquisisce per sé e per i suoi fratelli il diritto alla regalità, diritto che ad essi spetta in quanto Temenidi e discendenti da Eracle, e che legittima le successive conquiste territoriali che essi realizzeranno. A questo punto, emerge l’importanza centrale del dato genealogico: con la implicita celebrazione collettiva del valore militare dei tre fratelli, il cap. 138 serve a sancite la legittimazione eroica di contro alla legittimazione solare del cap. 137. E ancora, laddove il charisma solare, che porta al conseguimento del diritto alla regalità, si configura come personale, quello eroico invece, che conferisce il diritto all’acquisizione territoriale del regno, investe tutti e tre i fratelli, vale a dire il genos che dai tre Temenidi si origina in Macedonia. 21. Il ritagliare è la traduzione gestuale dell'accettazione espressa verbalmente, l’azione di Perdicca costituisce il completamento della sua affermazione. 22. Cf. Macan, cit., 577, n. 25; Masaracchia, cir., 227.
sicché
1630
Bruno
Questa polarità e ben nei due capitoli. Nel primo la definizione di Perdicca sostantivo κτῆμα ed alla
Tripodi
riflessa e confermata dal lessico erodoteo impiegato —con significativa ripresa al cap. 139— si impone quale κτησάμενος della regalità: essa rimanda al semantica dell'eccellenza personale. Τέρας, μάχαι-
pa, ἥλιος, sono termini che connotano l'ambito magico-sacrale in cui si muove
il protagonista. Nel secondo capitolo, invece, rilevante è l’uso di alcuni verbi che riportano ad un ambito semantico omogeneo, proprio del movimento di conquista del
territorio:
i termini
relativi
all'insediamento
(οἴκησαν), al possesso
(E-
σχον), all'espansione (ὁρμώμενοι) e all'assoggettamento (κατεστρέφοντο) indicano che oggetto del discorso è qui non più la regalità in astratto, bensì il regno in concreto, inteso come estensione territoriale. Ciò è ancor più confermato dalle notazioni geografiche e mitografiche relative a tale territorio, sul quale non agisce più da protagonista unico Perdicca, bensi i tre Temenidi in quanto ρεπος”. Se la lettura qui proposta è in qualche modo corretta, in attesa di portare a conclusione un più articolato e complessivo esame della pagina erodotea, se ne possono intanto trarre istruttive indicazioni sulla tipologia del primo “fondatore” della monarchia macedone. I contenuti semantici specifici delle due sequenze, rispettivamente il tema sacrale (fertilità, magia, culto) e quello militare (insediamento, conquista armata,
espansione),
rivelano
operanti nel
racconto due
basi
carismatiche
(solarità - eroicità), la cui convivenza determina una polarità di opposizione/ integrazione che si riversa per intero sulla figura di Perdicca. Egli è “fondatore” singolo e collettivo: grazie alle superiori conoscenze magico-sacrali che detiene personalmente, Perdicca acquisisce per sé il diritto alla regalità ma, nello stesso tempo, acquisisce per sé e per i fratelli, in quanto esponenti del genos Eraclide-Temenide, il diritto alla conquista territoriale. Pare perciò legittimo parlare di un Perdicca bifronte i cui tratti epicorici (solarità) ed ellenici (ascendenza eraclide) appaiono giustapposti, pur nel fascino e nella fluidità di una scrittura erodotea volta a fondere armoniosamente il carattere del gianiforme “fondatore” dell’arche in Macedonia.
23.
Oltre che dall'aspetto
differente
“durata”
e dai
lessicale,
rispettivi
la polarità
movimenti
di due battute) nel primo, “sommario”
tra i due capitoli
narrativi:
“scena”
è riflessa anche
dialogata
(anche
se
dalla solo
nel secondo, con la condensazione ed “accelerazione”
(in due righe) della successiva storia dei fratelli. Sul “tempo del racconto” e sulle forme fondamentali del movimento narrativo (ellissi e pausa, scena e sommario), cf. Genette. op.
cit.,
135
ss.
(partic.
143-144).
91
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
Ελισάβετ-
ΠΑΝΩ
Μπεττίνα
ΣΤΑ
ΜΕΤΑΛΛΙΝΑ
ΣΤΕΦΑΝΙΑ
ΤΗΣ
Τσιγαρίδα
Περισσότερα από 300 µετάλλινα στεφάνια από τον αρχαίο ελληνικό κόσµο που έχουν βρεθεί σε ανασκαφές ἢ είναι άγνωστης προέλευσης, βρίσκονται σήµερα σε ιδιωτικές ἡ δηµόσιες συλλογές. Ta αντικείµενα που βρέθηκαν σε ανασκαφές προέρχονται από τη Μακεδονία και τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο, τα βόρεια παράλια της Μαύρης Θάλασσας, τη Θράκη, τη Μ. Ασία, την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, την Κύπρο και τη Ν. [ταλία. Βρέθηκαν σε διάφορους τύπους τάφων, και σε ενταφιασμούς και σε καύσεις, ανεξάρτητα από το φύλο N την ηλικία του νεκρού. Βέβαια η ανεὐρεσή τους σε τάφους δε σηµαίνει ότι η χρήση τους ἦταν αποκλειστικά ταφική’ η αρχαία ελληνική γραμματεία καὶ or επιγραφές (θησαυροί ιερών και τιμητικά ψηφίσματα) βεβαιώνουν τη χρήση τους ως αναθήµατα καθώς επίσης στην καθηµερινή ζωή. Τα µετάλλινα στεφάνια αποτελούνται από µια βάση an’ όπου φυτρώνουν φύλλα και πολλές φορές και κλαδιά, καρποί και άνθη. Τα περισσότερα είναι κατασκευασμένα από χρυσό, άλλα από χάλκινη, οστέινη ἡ poλύβδινη στεφάνη pe επίχρυσα χάλκινα φύλλα και πήλινους καρπούς N Σι ντομογραφίες
AAA
«Ἰρχαιολογικά Avddexra
AA AF
“ἰρχαιολογικόν Δελτίον «Ἱρχαιολογική Εφημερίς
AM
Mitteilungen
Ανδρόνικος, Βεργίνα ΡΟΗ ‘Egyov Onoavpoi Λαζαρίδης, Ἠονπείο Καβάλας Πα
des
εξ θηνών
Deutschen
Archdeologischen
Insti-
tuts. Athenische Abteilung Μ. Ανδρόνικος, Βεργίνα (Αθήνα 1984) Bulletin de Correspondance Hellenique To 'koyov της “Αρχαιολογικής Eraigia: Onoarool της Αρχαίας Μακεδονίας (Αθήνα 1979) A. Λαζαρίδης, Οδηγός του Μουσείο» Καβάλας (A8nνα 1969) {/φακτικά της εν «Ἰθήναις «Ἰωχαιολογικής ἑταιρίας
1633
Lhiadfer-Maerriva
άνθη,
και eriong
μερικά
εἶναι
Taıyaoida
κατασκευασμένα
από
ασήμι.
Τα στεφάνια που βρέθηκαν στη Μακεδονία και χρονολογούνται und τα μέσα του 4ου αιώνα ὡς τα ρωμαϊκά χρόνια και χωρίζονται στους εξής τύπους σύμφωνα µε την κατασκευή και το υλικό τους: Πρώτος τύπος: Χρυσά στεφάνια που αποτελούνται από µια στεφάνη απ᾿ όπου φυτρώνουν φύλλα, κλαδιά, καρποί και άνθη, όπως το στεφάνι βελανιδιάς από τη Bepyiva!. Δεύτερος τύπος: Χρυσά στεφάνια µε χρυσή ταινία για βάση που λυγίζει
και εφαρμόζει
φύλλα,
όπως
στο
κεφάλι
το στεφάνι
όταν
βελανιδιάς
φοριέται,
από την
an” όπου
φυτρώνουν
µόνο
Αμφίποληξ.
Τρίτος τύπος: Στεφάνια που αποτελούνται από ἡ μολύβδινη ἢ οστέινη, στο εσωτερικό της οποίας
pia στεφάνη χάλκινη συνήθως υπάρχει Eva
λεπιό στρώμα ξύλου ἡ δέρματος, και από χάλκινα επιχρυσωµένα φύλλα και επίχρυσους πήλινους καρπούς, όπως το στεφάνι από την ΄Ὄλυνθο ἢ αυτά από τη Μηχανιώναξ. Οι τύποι αυτοί επιχωριάζουν σε διάφορες περιοχές και εμφανίζουν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Από αυτά, άλλα οφείλονται στη ντόπια καλλιτεχνική παράδοση και άλλα αποδίδονται στο στυλ, της εποχῆς. Σκοπός της εργασίας αυτής είναι να επισημάνει και να δικαιολογήσει κάποια απὀ
τα χαρακτηριστικά
αυτά.
Στον πρώτο τύπο ανήκουν τα στεφάνια που βρίσκονται στο Θεσσαλονίκης: τα στεφάνια βελανιδιάς (BE 17) και µυρτιάς (BE τον τάφο II (του Φιλίππου Β) στη Βεργίνα, το στεφάνι βελανιδιάς από τον τάφο III (του πρίγκηπα) στη Βεργίνα, το στεφάνι ελιάς
Μουσείο 70) από (BE 98) από τον
τάφο B στο Δερβένι (Β 138), στεφάνι μυρτιάς από τον τάφο A στο Δερβένι (A I). στεφάνι βελανιδιάς από το Τσάγεζι (MO 5426), στεφάνι μυρτιάς από
τον τάφο στη Σταυρούπολη (MO 7417). στεφάνι βελανιδιάς από τον τάφο της Ποτείδαιας (MO 5151), στεφάνι ελιάς από την ἴδια περιοχή, στεφάνι ελιάς απὀ τη σαρκοφάγο στο Σέδες (ΜΘ 5408). Επίσης τα στεφάνια στο Μουσείο του Δίου, στεφάνι μυρτιάς από κιβωτιόσχημο τάφο της Πύδνας και στεφάνι κισσού and άλλο κιβωτιόσχημο τάφο στη Σεβαστή (MA 2579). Τέλος
τα στεφάνια
1. Ανδρόνικος,
1980) 212 κ... πίν. 53, ap.
στο
Μουσείο
Benyiva,
Καβάλας:
170-1, πίν.
137, id.,
120, id., Γαπιλικοί Tigoı
τα στεφάνια
Φίλιππος
ασιλεὺς
τὴς Beoyivas
(Αθήνα
ελιάς απὀ τάφους Μακεδόνων
1978) 42,
121.
2. Λαζαρίδης, Mororio Kaßaraz,
140, riv. 428, Yyaaınoi
92, αρ. 376, riv.
71 (1957) 604. 3,
(Αθήνα
Θησαινοί,
Robinson,
Olyathus
10 (1941)
158-9, riv. 28 και BCH
104 (1980) 649,
54,
BCH
Παρατηρήσεις
πάνω
ara peraddiva
στεφάνια
της Maxedortas
1633
της Αμφίπολης (M 706, M 1204, M 1259, M 1260, M 2403) και éva στεφάνι βελανιδιάς από τάφο στὴν ἴδια περιοχή (M 571)! Από αυτά, τα τρία στεφάνια από τη Bepyiva, ta δύο από το Δερβένι, τα δύο από την Πύδνα, τα στεφάνια από τη Σταυρούπολη, το Τσάγεζι και το στεφάνι M1260 από την Αμφίπολη χρονολογούνται από τους ανασκαφείς τους (από το context όπου βρέθηκαν), στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα π.Χ. Αντιπροσωπεύονται όλα τα φυτά που χρησιμοποιούνται για τα µετάλλινα στεφάνια: μυρτιά (4), βελανιδιά (3), ελιά (3) και τέλος ένα μοναδικό χρυσό στεφάνι κισσού και παρουσιάζουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά: I. Για να είναι στερεότερα, η στεφάνη τους αποτελείται από δύο κυλινδρικά στελέχη που ενώνονται στο μπροστινό και το πίσω τµήµα της. Τα άκρα των στελεχών στο πίσω µέρος επανωτίζουν και δένονται µε ένα ἡ δύο κομμάτια χρυσό σύρμα (Fiv. la). Μπροστά η Evwon είναι πιο περίτεχνη: το ένα άκρο εισχωρεί στο άλλο και δένονται µε Eva κομμάτι σύρμα, Ἡ ένωση κρύβεται µε κλαδί που εκφύεται (στεφάνια μυρτιάς από τη Βεργίνα και το Δερβένι) (Πίν. IB) ἡ µε φύλλα που φυτρώνουν (το στεφάνι από το Τσέγεζι) απὀ το σηµείο αυτό. Μπορεί ακόµη τα άκρα των στελεχών να σταυρώνουν και να τυλίγονται το ἕνα γύρω and το άλλο (στεφάνι ελιάς από το Δερβένι). Σε δύο περιπτώσεις, στης Σταυρούπολης και Πύδνας, δύο
4. Για τα στεφάνια της Βεργίνας, βλ. Μ. Ανδρόνικος, Φίλιππος Βασιλεύς Μακεδόνων (Αθήνα 1980) 212-229, riv. 120, id., Βεργίνα, 170-1, 191, 217, riv. 40, 120, 154, 183 και 184, id., O: Βασιλικοί τάφοι της Βεργίνας (Αθήνα 1978) 42 και 44, xiv. 25, Θησαυροί, 48 και 52, ap. 92 και 121. Για το στεφάνι ελιάς and το Δερβένι BA. AA 18 (1963), Xpov.,
193-4, Θησαυροί, 67, ap. 238, H Μακεδονία από τα Μυκηναῖκά Χρόνια ws τον Μέγα Adéξανόρο (Αθήνα 1988) ap. 184. Για το στεφάνι μυρτιάς από το Δερβένι (Aly βλ. AA 18 (1963), Xpov., 193-4 και Θησαυροί, 67, αρ. 239. Για το στεφάνι βελανιδιάς από τὸ ΤσάγεU βλ. Μακεδονικά 1 (1940) 495, riv. 30-1 και Θησαυροί, 91, αρ. 366. Για to στεφάνι µυρτιάς απὀ τη Σταυρούπολη βλ. 4.4 21 (1973-4), Χρον., 693, riv. 501 και Θησαυροί, 74, αρ. 293, riv. 38. Για το στεφάνι βελανιδιάς and την Ποτείδαια, βλ. AA 21 (1966), Χρον., 342, riv. 36la, Θησαυροί, 82, αρ. 345, BCH 94 (1970) 1066, xiv. 393. Για το στεφάνι ελιάς and την ἴδια περιοχή, βλ. Θησαυροί, 82, αρ. 342. Για το στεφάνι ελιάς από το Σέδες βλ. N. Κοτζιάς, «O παρά το αεροδρόµιον της Θεσσαλονίκης (Σέδες) Γ τάφος», AE, 1937, 866-95, Μακεδονικά, 1 (1940) 478, riv. 12 και Θησαυροί, 78, ap. 316, xiv. 45. Για το στεφάνι από την Πύδνα βλ. Μ. Μπέσιος, «Αρχαία Πύδνα», στο Οι Αρχαιολόγοι μιλούν για την Πιερία (Θεσσαλονίκη 1985) 54, πίν. 7. Για το στεφάνι από τη Σεβαστή βλ. Η Μακεδονία από τα Μυκηναϊκά χρόνια ως τον Μέγα Αλέξανδρο (Αθήνα 1988), αρ. 203. Για τα στεφάνια από την Αμφίπολη PA. Λαζαρίδης, Movaeio Καβάλας, 120, 140-1 και για το στεφάνι αρ. 1260 βλ. BCH
81 (1957) 604-6, για το αντικείµενο
αρ. 275
M2403
βλ. επίσης BCH
85 (1961)
820, εικ. 12 και “Eoyor, 1960, 71, πἰν. 90. Για το στεφάνι από τον Αλήἠ-Πασσά κοντά στην
Αμφίπολη Αμφίπολη
βλ. AA 24 (1969), Χρον., 354 και για άλλα δύο χρυσά στεφάνια βλ. AA 17 (1961-2), Xpov., 233 και IZAE, 1957, 71, πίν. 21.
από
την 103
1634
Ηλισάβετ -Μπεττίνα Tarzraoıda
κομμάτια σύρμα εισχωρούν στα δύο άκρα, στερεώνονται και δημιουργούν Ηράκλειον άµµα. Τέλος στο μοναδικό στεφάνι κισσού δύο κομμάτια σύρμα τυλιγμένα το Eva γύρω από το άλλο ενώνουν τα δύο άκρα (ITiv. 2a). 2. Έχουν όλα κλαδιά (εκτός απὀ τα δύο στεφάνια ελιάς και του κισσού που μάλλον οφείλεται σε κατασκευαστικούς λόγους). 3. Ta λογχοειδή φύλλα και τα κισσόφυλλα έχουν µια κεντρική νεύpwon, ενώ τα φύλλα βελανιδιάς ένα σύμπλεγμα νευρώσεων που ξεκινούν από µια κεντρική. Οι νευρώσεις όλες ἔχουν γίνει µε την τεχνική repouse (Πίν. 1β). 4. Τα άνθη και οι καρποί αποδίδονται αρκετά νατουραλιστικά (Πίν. 1α). Τα στεφάνια αυτά λοιπόν χαρακτηρίζονται απὀ µια απλότητα στη φόρμα και τάση προς το νατουραλισμό, είναι λιτά και η πολυτέλειά τους έγκειται µόνο στην ύπαρξη των κλαδιών και των άλλων φυτικών στοιχείων. Ἡ γεωγραφική τους κατανομή δείχνει ότι ο τύπος αυτός επιχωριάζει τον 40 αι. π.Χ. στην Κ. Μακεδονία (περιοχή Θεσσαλονίκης) και την Πιερία, ενώ µόνο δύο παραδείγµατα βρέθηκαν στην Α. Μακεδονία. Πιθανό λοιπόν να είναι δηµιουργία των εργαστηρίων της Κ. Μακεδονίας του δεύτερου µισού του 4ου αιώνα π.Χ. Τα υπόλοιπα στεφάνια του τύπου αυτού χρονολογούνται στον 30 και τις αρχές του 2ου αι. π.Χ.: στεφάνια ελιάς M1204, M706, M1259 από την Αμφίπολη και ένα and την Ποτείδαια, στεφάνια βελανιδιάς M 571 και MO 5151 από την Αμφίπολη και την Ποτείδαια αντίστοιχαξ. Παρατηρείται µια τάση για περισσότερη απλότητα: τα στεφάνια μυρτιάς µε τα περίτεχνα άνθη απουσιάζουν. Επίσης κανένα απὀ τα στεφάνια δεν έχει κλαδιά και µόνο to στεφάνι ελιάς and την Ποτείδαια ἔχει καρπούς. Η στεφάνη τους αποτελείται και πάλι από δύο στελέχη, ενώ EXEL µειωθεί το βάρος του στεφανιού σηµαντικά (δεν έχει διαπιστωθεί στο στεφάνι M 1204). Στο πίσω τµήµα του αντικειμένου δεν συναντιέται πλέον το επανώτισµα TOV άκρων, που έχει τώρα αντικατασταθεί από άλλες λύσεις. Το Ηράκλειον άµµα υπάρχει µόνο στα δύο παραδείγματα από την Ποτείδαια στην Κ. Μακεδονία (Tliv. 2a). H εισχώρηση του ενός άκρου µέσα στο άλλο, στο μπροστινό N το πίσω τµήµα της στεφάνης, συναντιέται στα δύο στεφάνια της Ποτείδαιας και στα στεφάνια αρ. M 1259 και M 571 απὀ την Αμφίπολη. 5. Για τα στεφάνια
and
την Αμφίπολη
PA. Λαζαρίδης,
Μουσείο
Tio τα στεφάνια από την Ποτείδαια βλ. Θησανφρφοί, 82, αρ. 142, AA 21 944
(1970)
1066,
πίν.
393.
Καβάλας,
140-1.
(1966) και BCH
ΓΠΠαρατηρήσεις miro ora μετάλλινα στεφάνια της Μακεδονίας
1635
Νέες λύσεις εφευρίσκονται, όπως η ύπαρξη θηλειών στα δύο άκρα που ενώνονται µε ένα κομμάτι χρυσό οὖρμα (στο στεφάνια M 1204, M 1259 και M 2403 από την Αμφίπολη) και τέλος στο μπροστινό τµήµα του στεφανιού M 571 από την ίδια περιοχή τα άκρα των στελεχών σταυρώνουν. Ta λογχοειδή φύλλα έχουν κεντρική νεύρωση και ἐκτυπο περίγραµµα (εκτός απὀ το στεφάνι ελιάς της Ποτείδαιας), και τα φύλλα βελανιδιάς έχουν σύμπλεγμα νευρώσεων και έκτυπο οδοντωτό περίγραµµα (ITiv. 2a). "Eva άλλο καινούριο χαρακτηριστικό δίναι η πολυχρωµία που επιτυγχάνεται µε την ύπαρξη ημιπολύτιµων λίθων στο μπροστινό τµήµα της στεφάνης, στεφάνι βελανιδιάς από την Ποτείδαια (Tliv. 2β), καὶ Μ 706 και M 2403 από την Αμφίπολη, που ίσως αποδίδεται στο στυλ της εποχἠς». Γενικά λοιπόν στα ελληνιστικά χρόνια παρατηρείται µια τάση για πιο απλές κατασκευές, μικρότερο αριθµό φύλλων, έλλειψη των διακοσµητικών στοιχείων του φυτού (λουλούδια και καρποί) και µια σχηµατοποίηση, έντονη και στὴν απόδοση των φύλλων και στα µοτίβα της στεφάνης (αντικατάσταση του επανωτίσµατος -- απομίμηση puroò— µε τις θηλειές). Τέλος η πολυτέλεια του στεφανιού έγκειται στη διακὀσµησή του µε πολύτιµους λίθους. Ἡ γεωγραφική κατανομή τους δείχνει ότι αυτή την περίοδο συγκεντρώνονται στην A. Μακεδονία. Μόνο δύο παραδείγματα από την Ποτείδαια Χαλκιδικής διατηρούν και κάποια παλιότερα µοτίβα της K. Maκεδονίας. Είναι τυχαίο ἡ διαφορά εργαστηρίου; Φαίνεται πάντως ότι ο τύπος αυτός των στεφανιών φθίνει προς το τέλος της ελληνιστικής περιόδου. Στεφάνια του ίδιου τύπου συναντώνται και σε άλλες περιοχές. Στον 40 αι. χρονολογούνται το στεφάνι από το Appévto, σήµερα στο Μουσείο του Μονάχου], τα στεφάνια από τη Μαύρη Θάλασσα στο Μουσείο Epµιτάζ, and τους τύµβους της Μεγάλης Μπλιζνίτσας, Κεκουβάτσκιι, Χατζιµουσκάι, Ακ-Μπουρούν και το Χρυσό Τύμβοδ. Τα στεφάνια and τη Βράτσα και Ραχμανλί στη Θράκη», και στο τέλος του 4ου ἡ στις αρχές του 6. Gold
Jewelry,
Hackens and
Craft,
Style
and
Meaning
from
Mycenae
η προηγούµενη I.
Constantinopolis,
T.
R. Winkles eds. (1983), 67 κ.ε.
7. E. de Juliis, Gli ori di Taranto in eta ellenistica (Milano 8. M.
to
1984) 100-1, αρ. 32, όπου και
βιβλιογραφία. Artamonov,
Treasures from
Scythian
Tombs
in
the
Hermitage
Museum,
Leningrad (1969), 72, 77-8, xiv. 268-9 and 271. 5. Reinach, Antiquires du Bospore Cimmerien (1891),
44-5,
1890) 4Π., riv. 9. 9. B. εἰκ., 180-1 300, όπου
riv. 4.2 and
Otchet
Imperatorskaj
Archeologicheskoi
εικ. 1-3 and Materiali po Archeologicheskoi Komisii,
Komisii
(St.
Petersburg
St. Petersburg, 37, p. 40,
Ὁ. Filow, Die Grabhugelnekropole bei Duvanlij in Sudbulgarien (1934) 159 x.c., και για το στεφάνι από τη Βράτσα βλ. Gold der Thraker (1979) 153, 157, ap. και n προηγούµενη βιβλιογραφία,
1636
Ελισάβετ- Ἠπεττίνα
Τσιγαρίδα
3ου χρονολογείται το στεφάνι από το Πέργαμο στο Αρχαιολογικό Μουcelo της Κωνσταντινούπολης!». Τα στεφάνια του Appévto και της Περγάµου, και τα δύο βελανιδιάς, είναι πολύ πιο περίτεχνα απὀ τα Μακεδονικά. Έχουν καρπούς και κλαδιά, όµως και µια κεντρική διακοσμητική µορφή Νίκης και άλλα παραπληρωματικά κοσμήματα (ρόδακες, ανθέµια και ἀλλες μορφές), και εκφράζουν τελείως διαφορετικές αισθητικές παραδόσεις. Σίγουρα έχουν κατασκευασθεί σε διαφορετικά εργαστήρια από τα Μακεδονικά. Τα στεφάνια που βρέθηκαν στην περιοχή του Παντικαπαίου και χρονολογούνται στον 40 αι. είναι σχετικά λίγα, ενώ ο αριθµός τους αυξάνεται σηµαντικά στα ελληνιστικά χρόνια. Σε αντίθεση απὀ αυτά της Μακεδονίας, είναι όλα στεφάνια ελιάς, χωρίς κλαδιά, µε λογχοειδή φύλλα µε κεντρική νεύρωση και αρκετά έχουν και σφαιρικούς καρπούς. Ἡ στεφάνη τους αποτελείται συχνά απὀ δύο στελέχη που ενώνονται στο μπροστινό και πίσω τµήµα της µε λύσεις όχι διαφορετικές από αυτές των µακεδονικὠν στεφανιών, όµως µε μικρότερη ποικιλία, υποδηλώνοντας και αυτά διαφορετικά εργαστήρια. Τέλος, τα δύο στεφάνια της Θράκης έχουν πολλές ομοιότητες µε αυτά της Μαύρης Θάλασσας. Στην ελληνιστική εποχή στεφάνια αυτού του τύπου βρέθηκαν στη Μαύρη Θάλασσα: είναι πάλι ελιάς, η σιεφάνη τους αποτελείται από δύο σιελέχη που συνδέονται µε τους γνωστούς τρόπους και αγαπητό τους κόσμημα είναι το Ἡράκλειον άµµα διακοσμημένο µε ημιπολύτιμο λίθο. Ta φύλλα τους δεν έχουν έκτυπο περίγραµµα. Ἡ βασική τους διαφορά από αυτά της Μακεδονίας είναι ο τρόπος που συνδέονται τα φύλλα τους µε τη στεφάνη: ενώ στη Μακεδονία 01 µίσχοι εισχὠρούν σε οπές των στελεχών, εδώ στερεώνονται στη στεφάνη και τυλίγονται γύρω απὀ αυτήν. Η έλλειψη φαντασίας στις ενώσεις, η έλλειψη ποικιλίας και n ὀχι ιδιαίτερα επιµελημένη κατασκευή χαρακτηρίζει τα στεφάνια αυτής της περιοχής και τα διαφοροποιεί από αυτά της Μακεδονίας. O δεύτερος τύπος µετάλλινων στεφανιών της Μακεδονίας είναι αυτά των οποίων η βάση αποτελείται από Eva ταινιωιό έλασμα που µπορεί να λυγίζει, an’ όπου φυιρώνουν φύλλα. Le αὐτῇ την κατηγορία ανήκουν τα στεφάνια απὀ την Αμφίπολη στο Μουσείο Καβάλας: βελανιδιάς M1248, pe λογχοειδή φύλλα M707, M708, M709 και τα στεφάνια µε λογχοειδή φύλλα από τον ΄Αγιο Μάµαντα Χαλκιδικής στο Μουσείο Θεσσαλονίκης ΜΘ 7450, MO 7451, ΜΘ 7452 και MO 74531. Τα παραδείγματα της Αμφίπο10. P. Jacobsthal, «Die Arbeiten zu Pergamon», A.V 1908, 428-36, riv. 25-6 και Syria 118 (1937) 321. 11. Για τα στεφάνια από την Αμφίπολη, βλ. Λαζαρίδης, Μουσείο Καβάλας, 140-1,
Παρατηρήσεις
πάνω
στα
μετάλλινα
στεφάνια
της Μακεδονίας
1637
Anc χρονολογούνται στον 30 αι., ενώ αυτά από τη Χαλκιδική βρέθηκαν σε τάφους του 2ου αι. π.Χ. Τα φύλλα εκφύονται ανά τρία και πολύ συχνά ένας ημιπολύτιµος λίθος στολίζει τα στεφάνια από την Αμφίπολη. Φαίνεται λοιπόν ότι η κατηγορία αυτή εµφανίζεται στην ελληνιστική εποχή, εἶναι μάλλον δηµιουργία της A. Μακεδονίας και συνεχίζεται ἢ εξαπλώνεται προς το τέλος της εποχής και στα ρωμαϊκά χρόνια. Ίδιου τύπου στεφάνια βρέθηκαν στη N. Ιταλία και χρονολογούνται στον 30 και το 20 αι. Τα φύλλα είναι τελείως διαφορετικά, σχηµατοποιημένα βελανιδιάς ---φυιό ασυνήθιστο την εποχἠ αυτή στη Μακεδονία-- που φυτρώνουν πάντα ανά τρία και συνήθως σχηματοποιηµένος ρόδακας N Ἡράκλειον άµµα, πάλι ασυνήθιστα µοτίβα την ἐποχή αυτή στη Μακεδοvia, κοσμούν το μέσον της στεφάνης2. Τα χαρακτηριστικά αυτά υποδηλώνοῦν διαφορετικά εργαστήρια. Τέλος παρόμοια στεφάνια βρέθηκαν στην Κύπρο, στη A. Ελλάδα (Πάιρα, Αμβρακία, Θέρμο, Λευκάδα, Κέρκυρα), στην Πελοπόννησο και την Εύβοια και όλα χρονολογούνται στο 2ο αι. π.Χ. φαίνεται δηλαδή ότι ο τύπος αυτός χρησιμοποιήθηκε και and τους Ρωμαίους. Τέλος, στον τρίτο τύπο ανήκουν τα στεφάνια του Μουσείου Θεσσαλονίκης από την ΄Όλυνθο αρ. 34494, μυρτιάς από τον τάφο III στη Βεργίνα (ΒΕ 98), απὀ το Μακεδονικό τάφο της Ποτείδαιας, από τη Νέα Μηχανιώνα αρ. ΜΘ 7570, ΜΘ 7573 και MO 7574, από το Δερβένι, από το Μακεδονικό τάφο της Κατερίνης, από τάφους της Πύδνας, από τη Θέρμη αρ. 1258, 1260, 1263 και στεφάνια από την Ἱερισσό στο Μουσείο Πολυγύρου", και θησαυροί, 92, αρ. 136 και BCH 71 (1957) 604. Για τα στεφάνια από τον ΄Αγιο Μάμαντα Χαλκιδικής, βλ. AA 23 (1968), Χρον., 339. 12. E. de Juliis, Gli ori di Taranto in eta ellenistica (Milano 1984) 101-108, ap. 33-46. 13. Για τα στεφάνια από την Αμβρακία, BA. 44 20 (1965), Xpov., 355 κ.ε., riv. 422 και
BCH 92 (1968) 843. Για ta στεφάνια από την Κέρκυρα, βλ. AA 19 (1964), Χρον., 315 και BCH 94 (1970) 1011. Για το στεφάνι από την Εὐβοια, BA. AA 28 (1973), Χρον., 299, riv. 5. Ano τη Λευκάδα, BA. AA 25 (1970), Xpov., 331-2, Ad 27 (1972). Xpov., 491. Από την Πάτρα, βλ. AA
29 (1973), Xpov., 372, AA
I. A. Παπαστόλου, Από mv
Κύπρο,
AA
19 (1964), Xpov.,
32 (1977) 281-343,
riv. 98-9 και
βλ. A. Pierides, Cyprus Museum
185, AA
AJA
31 (1976), Χρον., 95 και
54 (1950)
121-5, riv. 1-2
(1971) 45, ap. 1, riv. 31 και J. L. Myres,
A Catalogue of the Cyprus Museum (1947) 131, ap. 4342. 14. Για το στεφάνι της Κατερίνης, βλ. 141 13 (1960) 207. Για αυτά από τη N. Μηχανιώνα, BA. BCH 104 (1980) 649, I. Βοκοτοπούλου, Οι ταφικοί τύμβοι της Alveras (Αθήνα 1990) 49-73, riv. 17, 39 και για το στεφάνι από την Ὄλυνθο, βλ. Ὁ. Μ. Robinson, Excavations at Olynthus 10 (1941) 158-9, riv. 28. Για το στεφάνι της Βεργίνας,
βλ. Ανδρόνικος,
Βεργίνα, 217. Για το στεφάνι από τη Θέρμη, βλ. A. Γραμμένος κ.ά., «Ανασκαφή
Νεολι»
1638
Ekoafer-Mnertiva
ΤἘπιμαοίλα
τα στεφάνια στο Μουσείο της Καβάλας από τη Νικήσιανη καὶ την Αμφίποληδ. Τα περισσότερα από αυτά δεν σώζονται ακἑραια. Μόνο κάποια τμήματα από τη στεφάνη ἢ τα φύλλα τους και οι καρποί ή τα άνθη τους ἔχουν σωθεί. Από αυτά, τα στεφάνια της Κατερίνης και της Ολύνθου χρονολογούνται στις αρχές ἡ μέσον περίπου του 4ου αιώνα π.Χ., της N. Μηχανιώνας, Βεργίνας, Δερβενίου και Ποτείδαιας στο δεύτερο μισό του 4ου αι., ενώ το στεφάνι από τη Θέρμη στον 30 αι. και της ἱερισσού, Apgiπολης και Νικήσιανης πολύ πιθανό στην ίδια εποχἠ. Τα στεφάνια από τάφους της Πύδνας από το β΄ µισό του 4ου αι. π.Χ. ως και τα ελληνιστικά χρόνια. Τα στεφάνια από τη Βεργίνα και τη Μηχανιώνα μοιάζουν: αποτελούνται απὀ οστέινη στεφάνη (της Βεργίνας έχει και επένδυση δέρµατος εσωτερικά), χάλκινα επιχρυσωµένα λογχοειδή φύλλα και επίχρυσους πήλινους καρπούς µυρτιάς. Τα υπόλοιπα αποτελούνται από μολύβδινη ἡ οστέινη στεφάνη, χάλκινα επιχρυσωµένα φύλλα και διαφόρων τύπων καρπούς ἡ άνθη πήλινα επίχρυσα ἤ απλώς βαμμένα. Τα άνθη είναι ρόδακες µε αριθµό πετάλλων που διαφέρει. Φαίνεται ότι αυτή η παραλλαγή µε την ποικιλία τῶν καρπών και λουλουδιών επιχωριάζει cin Χαλκιδική, εµφανίζεται
στο
δεύτερο
µισό
του
4ου
αιώνα
π.Χ.
και
συνεχίζεται
στα
ελληνι-
στικἀ χρόνια. Ένα στεφάνι παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον: πρόκειται yu αυτό από την Ποτείδαια µε δύο είδη καρπών, σφαιρικούς και σχηµατοποιηµένα τσαμπιά σταφύλι και µε πήλινα ἔντομα, τέτιγγες. Η στεφάνη του είναι ταινιόσχηµο μολύβδινο έλασμα µε µια στρώση ξύλου στο εσωτερικό. Παρόμοιο στεφάνι βρέθηκε στο Μεταπόντο και χρονολογείται στην ίδια εποχή, β΄ prod του 4ου αι. π.Χ.Ι5, Επειδή η N. Ιταλία έχει γενικά παράδοση σε αυτού του είδους τα κοσμήματα, ἦταν λογικό να υποθέσει κανείς ότι και το παράδειγµα της Ποτείδαιας κατασκευάστηκε σε ιταλιώτικο εργαστήριο. Η πολύ πρόσφατη ανεύρεση όµως ίδιου στεφανιού στην leρισσό προσθέτει νέα στοιχεία για την πιθανή απὀδοσή του σε ντόπιο εργαστήριο]7. Αυτού του τύπου στεφάνια έχουν βρεθεί σε όλες τις περιοχές του αρχαίου ελληνικού κόσμου από τον do αιώνα ὡς τη ρωμαϊκή εποχή. Ta παραδείγματα της Θέρμης και της Ἱερισσού θυμίζουν κάποια άλλα της N. Itaλίας και της Θράκης και συγκεκριµένα της Απολλωνίας και χρονολογούνθικού Οικισμού Θέρμης», «Ἡωκεδονικά, 27 (1990) 223-288. Γιά το στεφάνι ἀπὸ το ΔερBevi, PA. «4.1 18 (1963), Χρον., 193-4. 15. Για to στεφάνι από τη Νικήσιανη, βλ. liosor, 1956, 55 και amò την Αμφίπολη, βλ. ΠΑ͂ΙΣ 1957, 71, niv. 21. 16. E. de Juliis, Gli Ori di Taranto in eta ellenistica (Milano 1984) 90, up. 18. 17. Ευχαριστώ το συνάδελφο αρχαιολόγο κ. X. Γκατζόλη για την πληροφορία.
Παρατηρήσεις
πάνω
στα μετάλλινα
στεφάνια
της Μακεδονίας
1639
ται στην ίδια ernoxn®. Παρόμοια έχουν ακόμη βρεθεί στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο, την Κύπρο και τη Μ. Acia’®. Φαίνεται λοιπόν ότι ο τρίτος αυτός τύπος, φθηνότερος από τους άλλους, εξαπλώνεται στα ελληνιστικά χρόνια στον ελληνικό κόσµο, ενώ τα κοινά µοτίβα που εμφανίζονται σε διάφορες περιοχές μάλλον οφείλονται στην ελληνιστική κοινή, και όχι απαραίτητα σε εμπόριο. Ανακεφαλαιώνοντας, βλέπουμε ότι στις άρχες ἡ τα µέσα του 4ου αιώνα εμφανίζονται τα πρώτα στεφάνια στις ταφές της Μακεδονίας (Κατερίνη και ‘OAvv80), που ανήκουν στον τρίτο τύπο. Στο δεύτερο μισό του αιώνα εμφανίζονται και τα πρώτα χρυσά στεφάνια του πρώτου τύπου. Έχουν µια λιτότητα και επιχωριάζουν στην Κ. Μακεδονία. Και οι δύο τύποι συνεχίζονται και στον 30 και το 20 αι. µε κάποιες αλλαγές. O πρώτος γίνεται απλούστερος και πιο σχηματοποιηµένος µε τάση πολυχρωμµίας και εµφανίζεται Nn κατασκευάζεται πιθανόν στην A. Μακεδονία. O τρίτος έχει σχηµατοποιηµένους καρπούς και άνθη και είναι διαδεδομένος σε πολλές περιοχές. Στον 30 αιώνα εμφανίζεται και ο δεύτερος τύπος τῶν χρυσών στεφανιών που φαίνεται να συνδέεται µε την A. Μακεδονία. Αυτός θα συνεχιστεί σ᾽ όλη τη διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου. Τέλος, ενώ παρόμοιοι τύποι βρέθηκαν και σε πολλές περιοχές του ελληνικού κόσμου, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους αποδίδονται σε διαφορετικά εργαστήρια.
18. Για τα στεφάνια της N. Ιταλίας, βλ. E. de Juliis, Gli (Milano 1984) 90-95, αρ. 19-22 και 25. Για τα στεφάνια της T. Gerasimov, I. Dremisova, T. Ivanov, la. Mladenova και kite v nekropola na Apolonija prez 1947-49 (Sofia 1963) εικ.
ori di Taranto in eta ellenistica Απολλωνίας, BA. I. Venedikov, V. Velkov, Apolonija. Raskop290-2, ap. 881-905, xiv. 156-7,
102.
19. Στην Πάτρα, fà, .1.1 21 (1967), Χρον., 92. Στη Θεσσαλία, BA. JAS 20 (1900) 20-5. Στη Θήβα. βλ. AE, 1914, 125-9, εικ. 9. Στη M. Ασία, BA. E. Pottier, 5. Salomon, Necropole de
Myrina
(1888)
100.
Στο
Πέργαμο,
1908, 428-36, riv. 25-6. Στην Κύπρο, of Salamis Wl (1973) 201 κ.υ.
P. Jacobsthal,
«Die
Arbeiten
zu
βλ. V. Karageorghis, Excavations
Pergamon»,
AM,
in the Necropolis
1640
Ελισάβετ- Μπεττίνα Τσιγαρίδα
Illv. la. Χρυσό στεφάνι µυρτιάς από τον τάφο του Φιλίππου B' στη Βεργίνα. 350-336 π.Χ.
͵
LI ᾿ ITiv. 1B. Xovad στ εφ dvi u vorid ¢ and tor τ άφο του Φιλίππου Β΄ στη Beoy
wa.
“Ιεπτοµέρεια.
350-336 π.Χ.
Παρατηρήσεις πάνω στα μετάλλινα στεφάνια της Μακεδονίας 1641
1642
Πίν.
Ελισάβετ - Ἡπεττίνα
2a.
Χρυσό
στεφάνι
βελανιδιάς
Τσιγαρίδα
από τάφο στην εποχή.
/]οτείδαια
Χαλκιδικής. Ελληνιστική
Παρατηρήσει: πάνω ara μετάλλινα στεφάνια τὴς Μακεδονίας
1643
a
Hiv. 28. Χρυσό στεφάνι κισσοή από τάφο στη Σεβαστή Πιεοίας. B’ µιπό του fov αιώνα π.Χ.
92
O ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΤΑΦΟΣ ΠΡΩΤΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Μαρία
ΣΤΟ
ΦΟΙΝΙΚΑ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ—
Τσιμµπίδου-Αυλωνίτη
Την άνοιξη του 1987 η ΙΣΤ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων άρχισε διερευνητικἠ ανασκαφή στο συνοικισμό του Φοίνικα, στην ανατολική πλευρά της Θεσσαλονίκης, προκειµένου να απελευθερωBei ο χώρος από όπου θα περνούσε τµήµα της περιφερειακής οδού. ΕπιδίωEn) µας ήταν να πετύχουμε µια µικρή μετατόπιση του άξονα της οδού και να αποφύγουμε έτσι την ισοπέδωση μεγάλου ταφικού τύμβου που ο δρόμος θα έκοβε στη μέσῃ. H αναπάντεχη όµως έκβαση της έρευνας! τροποποίησε τα σχέδια του ΥΠΕΧΩΔΕ αλλά και τα δικά µας. O τύμβος δε σώθηκε τελικά’ στη θέση του σήµερα περνάει η περίφηµη παρακαμµπτήριος που όµως, σ᾽ Eva της σηµείο, αμυδρά υπερυψωμένηξ, καλύπτει προστατευτικά ένα μνημείο άγνωστο ακόμη στους πολλούς, ένα νέο μακεδονικό τάφο. O τάφος ήρθε στο φως µε τις πρώτες κιόλας δοκιμαστικές τοµές, γύρω στα 8 p. BA του μεγάλου τύμβου. Καλυπτόταν and ένα άλλο χαμηλότερο τύμβο, σχεδόν ισοπεδωµένο από την καλλιέργεια του εδάφους και δυσδιάκριτο µέσα σ᾽ ένα χώρο αλλοιώμένο φοβερά από συνεχείς αποχωματώσεις. H πρόσοψη του μνημείου, ακέραια σχεδόν, µε προσεγµένες αναλογίες και επιχρισµένη µε λευκή pappaporovia είναι ιδιαίτερα επιβλητική. O δωρικός ρυθµός αναδεικνύεται σ᾽ όλη του τη λιτή μεγαλοπρέπεια καθώς ἐγχρωμα κονιάµατα τονίζουν τα αρχιτεκτονικά στοιχεία του θριγκού, το περιθύρωμα και τα επίκρανα των παραστάδων που υψώνονται στα άκρα. Το σημαντικότερο στοιχείο που παρουσιάζει η όψη του τάφου εἶναι η τοιχογραφία του αετώματος". Map’ όλο που το κεντρικό τῆς τµήµα είναι
1. Συνοπτική παρουσίαση τῶν αποτελεσμάτων της ανασκαφής βλ. M. ΤσιμπίδουΑυλωνίτη, Το Αρχαιολογικό ‘Egyo στη Μακεδονία και Θράκη, 1, 1987, 261-3, εικ. 1-6. 2. Ακριβώς µετά το νέο κόμβο για Χαλκιδική, γύρω στα 100 μ. A του Νοσοκομείου Ay. Παύλος. 3, Μοναδικό
παράλληλο
ζωγραφικής
παράστασης
σε
αέτωµα
μακεδονικού
τάφου
1646
Mavia
Topzidor-AvAewirn
πολύ φθαρμένο, ta 2/3 περίπου της πολυπρόσωπης παράστασης διατηρούνται αρκετά καλά. Λιτός ζωγραφικός διάκοσμος σώζεται και στην επιφάνεια των µετοπών’. Επιβλητικό είναι και το θυραίο ἄνοιγμα που φρασσόταν εξωτερικά µε πέντε επάλληλους γωνιόλιθους, ενώ εσωτερικά έκλεινε µε ξύλινη δίφυλλη πόρτα. O τάφος του Φοίνικα, παρά το μέγεθός του, αποτελείται από ένα µόνο θάλαμο µε διαστάσεις που πλησιάζουν εκείνες των μεγάλων δίχωρων τάφωνὸ. Η εσωτερική επιφάνεια της καμάρας είναι επιχρισµένη µε γκριζογάλανο κονίαµα και οι τοίχοι µε έντονη ώχρα. Μια ζώνη στη βάση τους piµείται τοιχοβάτη, ενώ η ταινία που τονίζει τη γένεση της καμάρας αποδίδει συνοπτικά ιωνικό επιστύλιο. Η διαµόρφωση τέλος του εσωτερικού του θαλάμου, όπου δεσπόζουν δύο αντωπά βωμόσχημα βάθρα, είναι πραγματικά μοναδική (Πίν. 1). Εντυπωσιακά στην απλότητά τους, όπου πολύχρωμα κυµάτια και ταινίες µε γεωµετρικά σχέδια ή ανθέµια προβάλλουν ανάγλυφα στο μαύρο φόντο, ta βάOpa έχουν υποστεί µεγάλη φθορά από την απληστία των τυμβωρύχων που τα άνοιξαν στη µέση µε λοστούς, αφού αφαίρεσαν τα οστεοδόχα σκεύη και διασκόρπισαν τα καμένα οστά. Δύο χαμηλά θρανία στηριγµένα σε σχηµατοποιηµένα λεοντοπόδαρα, πιθανότατα για την εναπόθεση κτερισµάτων ἡ προσφορών προς τους νεκρούς, συμπληρώνουν τη διαρρύθμιση του θαλάµου. Το ένα µάλιστα από αυτά χρησίµευσε αργότερα και για τον ενταφιασµό ενός ακόµη ατόμου. O καθαρισμός του εσωτερικού του τάφου απέδωσε αρκετά ευρήματα που διέφυγαν από την ανθρώπινη επέµβαση και Τη φθορά του χρόνου. Απρόσμενα πολλά και αξιόλογα ευρήματα απέδωσε και η προσεκτική αφαίρεση της επίχωσης της «αυλής» που διαμορφώνεται μπροστά στην πρόσοψη και του βαθµιδωτού δρόμον. Παρά λοιπόν τη σύληση του τάφου, διασώθηκαν ορισμένα στοιχεία πολύτιμα για την ερμηνεία και κατανόηση του τρόπου ταφής και χρήσης των ιδιόρρυθµων αυτών κτισμάτων. Αποδείχθηκε έτσι αυτό που υποδήλωνε η διαρρύθμιση του θαλάμου. αποτελεί n ἀδημοσίευτη απεικόνιση δύο Ανθεµίων» στα Λευκάδια. Απλή αναφορά
κεκλιμένων μορφών στο λεγόμενο «Τάφο βλ. Κ. Rhomiopoulou, AAA 6, 1973, 90.
των
4. Αναλυτικἠ παρουσίαση της σύνθεσης Bu ακολουθήσει µετά την ολοκλήρωση
της
σχετικής μελέτης. Σημειώνουμε dti ο τάφος του Φοίνικα και ο ζωγραφικός του διάκοσμος αποτελούν
θέµα
5. Μήκος
διδακτορικής
θαλάμου
Βεργίνας I (Ρωμαίου) πλ, 4.46 u.
µε
διατριβής
4,56 µ., πλάτος τετράγωνο
της
υπογράφουσας.
περίπου 4,04 u. Πρβλ.
θάλαμο
πλ. 4,56
u. και
ενδεικτικἀ τους τάφους
Βεργίνας
Πῖ (Φιλίππου
Β΄)
O μιικεδονικύς τάφος στο Φοίνικα
Oranukoriays
1647
ότι δηλαδή το μνημείο προοριζόταν και χρησίμευσε αρχικά ὡς χώρος ταφής δύο ατόμων, ενός προφανώς ζευγαριού, γεγονός που επιβεβαιώθηκε και από την παράλληλη παρουσία όπλων και γυναικείων κοσμημάτων. Ακόμη, ανιχνεύθηκε η ύπαρξη δύο τουλάχιστον πολυτελών ξύλινων κλινών, σπαράγματα από τον εντυπωσιακό διάκοσμο τῶν οποίων βρέθηκαν διάσπαρτα µέσα κι έξω από τον τάφο: γυάλινα φύλλα ανθεµίων και οφθαλμοί διαφόρων μεγεθών, επιχρυσωµένα διακοσμητικά στοιχεία και κυµάτια και υπολείμματα ελεφαντοστέινων μορφών --κεφάλια και µέλη ανθρώπων και ζώων σε έντονη κίνηση. Δοσμένα άλλοτε σε τελείως χαμηλό ανάγλυφο και άλλοτε ολόγλυφα, υποδηλώνουν, παρά τη µεγάλη τους φθορά, την υψηλή καλλιτεχνική ποιότητα και την ευαισθησία του δημιουργού τουςδ. Ὅσον αφορά τέλος τη χρονολόγηση του μνημείου, µια πρώτη εκτίµηση των δεδοµένων της µορφής του, των δειγμάτων της µικρογλυπτικής και της κεραµεικής που διασώθηκε µας οδηγεί στην apyn του τελευταίου τέταρτου του 4ου αι. π.Χ. Πρόκειται λοιπόν για έναν από τους παλιότερους γνωστούς μακεδονικούς τάφους και, αναμφίβολα, για το αρχαιότερο και εντυπωσιακότερο παράδειγµα του είδους του στην περιοχή της Θεσσαλονίκης. Egooela
Ελασικών
6. Έντονη
Αρχαιοτήτων
Θεσσαλονίκης
εἶναι η ομοιότητα
κλίνης από τον τάφο του Φιλίππου) (1984) 121
xe. Βλ. επίσης
M.
των ελεφαντοστέινων
πρβλ. Μ.
μορφών
µε τις αντίστοιχες
της
Ανδρόνικος, Βεργίνα. Οι Βαπιλικοί τάφοι
Τσιμπίδου-Αυλωνίτη,
ό.π., 262, σημ.
3.
1648
Μαρία Τσιμπίδου-Αυλωνίτη
Πίν. 1. O θάλαμος του μακεδονικού τάφου στο Φοίνικα, µε τα αντωπά βάθρα.
93
ROMAN FRONTIER STRATEGY THE ANTIGONID MONARCHY
Briggs
L.
AND
THE
DESTRUCTION
OF
Twyman
At the beginning of consular 172, most probably mid-December (Julian)!, the Roman senate judged that the Ligurian problem, principally the unjust enslavement of the Statelliates by M. Popillius Laenas consul in the preceding year, demanded the attention of both consuls. The two, one of them C. Popillius Laenas the brother of Marcus, lobbied for the designation of Macedonia as a province, but the predominant elements in the senate evidently thought that merely a political ploy to deflect attention from Liguria (Liv. 42.10. 9-12). In any event, the senate saw no prospect of hostilities with Perseus, and no need to threaten the king. But some seven to nine months later the senate undertook a diplomatic offensive against Perseus —a barrage of envoys to complain of the king’s conduct to virtually everyone in the Hellenistic world except the king of Macedon himself— that led to war when Perseus declined abject submission. Probably at the same time, or at any rate not long afterwards, the senate near the end of the consular year ordered the praetor Cn. Sicinius with naval and military forces to Illyria to secure the usual staging area for Roman operations east of the Adriatic?. Persuasive explanation of this abrupt reversal of senatorial policy towards Perseus remains wanting, despite a massive literatune?. Two recent important 1. See P. 5. Derow,
“The
Roman
Calendar,
190-168
B.C.”,
Phoenix
27 (1973):
345-
56, on the correlation between the Roman and Julian calendars; and further V. M. Warrior, “Livy, Book 42: Structure and Chronology”,
AJAH
6 (1981): 21, 26-39, 41, n. 4.
2. Liv. 42. 27. 5: the praetor was to be prepared to embark from Brundisium by the Ides of February. For the sequence and chronology of events see Warrior, AJAH 6 (1981): 1-50, esp.
9-11, 24-26.
For
the older
view
that embassies
preceded
Sicinius’
force by two
months or so see E. S. Gruen, The Hellenistic World and the Coming of Rome (Berkeley and
Los Angeles, 1984) 2: 411, n. 77, with bibliography. 3. Gruen,
Hellenistic
World 2: 403-19,
discusses
the evidence
and
possible interpreta-
tions at length, and collects extensive bibliography with critical comment. See also L. Radista, “Bella Macedonica”, ANRW 1. 1: (Berlin, 1972): 576-89: P. Meloni, Perseo e la fine della monarchia macedone (Rome, 1953): 50-209. 104
1650
Briggs L.
Twyman
discussions come to roughly opposite conclusions that both evade the issue. The senate, as the ancient sources supposed, had already secretly decided on war near the beginning of the year, persuaded or given a sufficient pıetext by Eumenes of Pergamon's indictment of Perseus (Liv. 42. 11-13; App. Mac. 11. 1. 3). Apparent hesitation was meıely strategic maneuver*. Or, alternatively, the senate neveı actually sought war, and thus simply delayed steps to instruct Perseus in proper humility. The failure of both diplomacy and a military feint (Sicinius’ expedition) to intimidate the king took the Romans by surprise,
but by then matters had gone too far’, The hypothesis of strategic delay is, of course, simply an ad hoc conjecture. Were it true that Eumenes’ denunciation decided the senate on war, then this explanation of the delay would follow. But the delay is in itself evidence that the senate had taken no such decision. All that can be said in favor of the second evasion —that the senate did not expect war— is that speculative attempts to find an explanation of the war in internal politics at Rome, or the actions of the king, or a worsening social and economic situation in Greece, and so on have little basis in the
evidence. Such explanations amount to attempts to show that by the time of Eumenes’ appearance the senate was for one reason or another already disposed to war. But even if there were evidence that made such a disposition more plausible, still the delay in Roman action against Perseus would argue that the senate did not then decide on war®. An explanation of the abrupt shift in policy actually attested appears, however, to follow from the implications of a simple matter of fact: the disposition of Roman forces at the beginning of the war. At the outset of the campaigning season in 171 one consul crossed the Adriatic to attack Macedon; the other, the notorious C. Cassius Longinus, assembled his army at Aquileia, instructed by the senate to defend the northeastern frontier of Italy
4. Warrior, AJAH 6: 1-14. F. W. Walbank, “The Causes War”, Ancient Macedonia 2 (Thessaloniki, 1977): 86-94, seeks
hesitation, but unpersuasively. For compare Liv. 42. 10. 15 and 21.1.
the time of Eumenes’
of the Third to minimize
appearance
before
Macedonian the senate’s
the senate
§ Gruen, Hellenistic World 2: 409-419. 6. On internal politics see below nn. tt, 22 with text. Constraints of space preclude analysis of diverse hypotheses. See Walbank Ancient Macedonia 2: 81-94 on the important
studies of E. J. Bickerman, “Notes sur Polybe. III, Initia belli Macedonici”, REG 66 (1953): 479-506; and A. Giovanni. “Les Origines de la Je guerre de Macédoine”, BCH 93 (1969): 853-61. Fer the case for growing suspicion and fear of Perseus before the crisis of 172 see. esp.,
Meluni,
Perseo,
148-49,
158-59,
444-51.
Destruction of the Antigonid Monarchy
1651
against an imminent threat of barbarian invasion. That threat had evidently developed during the course of consular 172, since the consuls of that year were given no specific task other than rescuing Ligurians from slavery. At the beginning of consular [7] the senate faced not merely one strategic pıoblem —war with the Antigonid monarchy— but two. Casually read Livy’s account of Cassius’ campaign might give the impression that the consul had assembled his army at Aquileia on his own initiative. But Livy’s story that from there Cassius set out to invade Macedon across the Balkans,
although
often believed, is clearly a dramatic fiction or
at best a mistaken annalistic conjecture, disproved by evidence Livy himself preserves (43. 1. 4-12, 5. 1-6). The consul did no more than embark on a slave raid against tribes of the Frigidus valley, following the example of M. Popillius Laenas’ war against the Statelliates two years earlier. The transalpine Celtic king Cincibilis, whose friendship the Romans had lately cultivated, sent his brother to complain to the senate in the next year “that C. Cassius had
plundered
the lands
of Alpine
tribes, who
were
his allies, and
carried
away many thousands into slavery”. At the same time envoys from Cassius’ victims reportedly charged that the consul had passed through their territory supposedly on the way to Macedon but had then turned back to attack them (43. 5. 1-4). But even if it were supposed that Cassius started out to invade Macedon and then thought better of it, one of the reasons for the senate’s censure of the consul's campaign clearly reveals the purpose of his posting to Aquileia: “he had left open to so many tribes the way into Italy” (43. 1. 9)’. The threat of barbarian invasion of Italy, here taken to include Cisalpine Gaul, greatly concerned the senate in 171 as it evidently had not for much of 172. That this threat will at least paıtly account for a dramatic reversal of Roman policy towards Perseus follows from admittedly indirect arguments that are, however, cumulative in effect. First, there is nothing else to explain
that reversal, particularly if due weight is given to the extremity of the change. The senate seems to have passed from reluctance to confront
Perseus, to in-
crease or maintain Roman influence’, to a policy that left the king no reasonable opportunity of avoiding war. Secondly, the senate’s extraordinary efforts to repair the damage done by Cassius’ slave raiding in 171 both reflect the
7. Most of the foregoing discussion of this episode is based on S. L. Dyson, The Creation of the Roman Frontier (Princeton, 1985), 69-72. Dyson, however, believes that Cassius actually set out for Macedon. 8. Gruen, Hellenistic World 2: 403-413.
1652
Briggs L. Twyman
fragilıty of the northeastern frontier of Italy and confirm the seriousness of the threat to Roman security. Finally, both Perseus and his father before him had spread Antigonid influence among the barbarian tribes of the Balkan interior. That Perseus actually contemplated an invasion of Italy, as Eumenes charged early in 172, seems unlikely, but far from impossible if he planned to cross the Balkan peninsula supported by Celtic allies®. However that may be the noıtheastern frontier of Italy constituted the one strategic weakness the Antigonid monarchy might have exploited against the Republic. And, since Perseus lacked a significant navy, Eumenes evidently presumed that the senate would not dismiss out of hand the threat of a Macedonian attack
by land!°. Presumably some element in the senate beside the consuls favored the designation of Macedonia as a province at the beginning of consular 172 and thus looked forward to the prospect of war with Perseus. Before the end of the year their view had prevailed. There were factions within the Roman oligarchy that pursued advantage in the constant electoral struggle and in competition for commands and triumphs. The 170s seem to have been a period of intense factional conflict, although perhaps no more so than at some other times before the Gracchan era!!. But still there is no real reason to suppose that political machinations or, more particularly, electoral politics brought about the reversal in the senate’s Macedonian policy. The senate’s reversal came well before the consular elections for 171 were held!?. Further, the con-
suls of 171 were like those of 172 both plebeians —a novelty that displeased much of the nobility. Neither pair was, it seems, closely connected to the usually predominant elements of the oligarchy. The outcome of consular electtons in these years is evidently of limited relevance to an explanation of Roman Macedonian policy". 9. Cf. A. C. Schlesinger ad Liv. 41. 1. 9 (Loeb: Cambridge, Mass. and London, p. 4, n. 2, citing Philip V’s
purported
1968),
plans for the Bastarnae (Liv. 40. 57).
10. Gruen’s contention, Hellenistic World 2: 417, n. 106, that because Perseus lacked a navy, the king cannot have contemplated an invasion of Italy thus seems beside the point. 11. See H. Η. Scullard, Roman Politics 220-150 B.C.3 (Oxford, 1973),177-206; J. Briscoe, “Ὁ. Marcius Philippus and Nova Sapientia”, JRS $4 (1964): 66-77. R. Develin, The Practice
of Politics at Rome 366-167 B.C. (Brussels, 1985): 277-305, points out uncertainties and inconsistencies in these and other prosopographical analyses of factional! politics at this period, but fails to disprove the obvious prevalence of faction. 12. Warrior,
AJAH
6 (1981):
1-14.
13. Bickerman, REG 66 (1953): 500-501, who stresses the bellicosity of these and other consuls of the period, still recognizes the apparent lack of direct relevance of electoral outcomes:
“...pourquoi la guerre commenga-t-elle en 171, et non en 172, ou en 1707".
Destruction of ıhe Antigonid Monarchy
1653
The senate in justifying war professed the conviction that Perseus planned an attack on the populus Romanus and thus the invasion of Italy (Liv. 42. 30. 11). Eumenes, again, had laid that same charge before the senate early in the year, but to little immediate effect. One source credibly implies that many senators did not believe Perseus was
a threat to Rome,
although
this is in-
congruously combined with the contention that the senate secretly decided on war (App. Mac. 11. 3). In any case, measures from the senate directed against Perseus did not, once more,
follow until some seven to nine months
later, There is, the, no credible evidence of actions by the Macedonian king in the interval that would account for the change in senatorial policy. The best annalistic tradition could do was a blatant fabrication. A Roman embassy during the summer purportedly delivered a formal ultimatum (rerum repetitio) as required by fetial law. Perseus, the tale goes, responded by repudiating the treaty with Rome negotiated by his father (Liv. 42. 25. 1-13). But the record of subsequent diplomacy undertaken by the king precludes any possibility of such a provocation™. Given the jumbled state of Livy’s account of the preliminaries to the war, the only full narrative extant!9, the conclusion seems rash, however, that there was no diplomatic contact with Perseus that the senate could later construe as sufficient to satisfy the requirements of fetial procedure!?. Livy’s notice of the declaration of war put to the people at the beginning of consular 171 at the senate’s instruction gives it an anomalous conditional form: war was to commence against the king “unless he gave satisfaction in these matters”, namely that contrary to treaty he had attacked Roman allies and was preparing for war against the Roman people (42. 30. 10-11). Some time earlier the senate had deferred the question of war to the new consuls (42. 18. 2, 6). The conditional clause would obviously fit that occasion, and would imply that the king was to 1eceive notice of the senate’s decision. Appian records a Macedonian embassy to Rome to enquire why the senate had dispatched envoys to denounce Perseus. The senate reportedly responded by rehearsing the charges of Eumenes (Mac. 11. 5). The senate might well have considered that the king had thus received a proper ultimatum?®. 14. Above, nn. 2 and 4. 15. Cf. Gruen, Hellenistic World 2: 410-11, citing earlier discussions. 16. App. Mac. 11 is a choppy condensation that amounts to little more than a collection of fragments.
17. So for exam ple, J. W. Rich, Declaring War in the Roman Transmarine
Expansion
(Bıussels,
1976),
Republic in the Period of
88-99.
18. On the historicity of this embassy see F. W. Walbank, “A Note on the Embassy of Q. Marcius Philippus, 172 B.C.”, JRS 31 (1941): 89, n. 56; Meloni, Perseo, 176-77.
1654
Briggs
L.
Twyman
Nevertheless, by the time the war vote was at hand, or had already been taken, Perseus did not understand, or at any rate affected not to understand, what the senate expected
of him.
At
his notorious
interview, at his request,
with Q. Marcius Philippus the king would persist in his obtuseness. At that meeting both Philippus and Perseus evidently knew that the Centuriate Assembly had already voted for war, or had presumably done so, or at least that such a vote was imminent. There has never been good reason to discount the report of both Polybius (27. 5) and Livy (42. 43. 1-5) that the king asked for a truce (petitio indutiarum) on Philippus’ advice, which the latter granted, purportedly with a show of reluctance; nor to suppose that the reference to a “truce” is without technical significance!®. But the critical fact is that when the Antigonid envoys dispatched under this truce appeared before the Senate» indisputably afte: the war vote?°, they carried no offer of concessions in the least consonant with the terms of the senate’s decree. However the sequence of events up to this juncture is reconstructed, it is clear that Perseus had not theretofore grasped, or could not bring himself to grasp, what was expected of him: abject submission. On a recent argument, the senate —long tolerant of Perseus’ efforts to strengthen his kingdom and extend Antigonid influence— until the appearance of this last Antigonid embassy expected the king somehow to understand and to submit. The senate had not sought the war it found?!. But to the contrary, the evidence argues that now predominant elements in the senate, relying on the king’s obtuseness or blinding pride, meant to preclude any possibility that Perseus might act to avert war??. Thus Philippus would boast that by encouraging in the king “the vain hope of peace” (Liv. 42. 43. 3) that
is, peace
on
terms
the
monarch
thought
had bought time for the completion of Roman
would
be acceptable—
he
preparations for the war?3.
19. See Warrior, AJAH 6 (1981): 5-6, 45, n. 42, with a critical discussion of other possible interpretations.
20. Although occasionally disputed, e.g., Rich, Declaring War, 98-99, on the basis of similar reports in App. Mac. 11. 9 and Diod. 30. I that the senate publicly “declared” or “voted” for war after hearing this embassy.
But this would appear to be the sequel to Livy's
account of a conditional war vote by the comitia. 21.
Given,
Hellenistic
22. Cf. W. L. Adams,
World 2: 416-18.
“Perseus and
the Third
Macedonian
Borza, eds., Philip II, Alexander the Great and the Macedonian
War”
in Adams
and
E.N.
Heritage (Washington, D.C.,
1982), 249-56. 23.
In particular the dispatch of a consular army across the Adriatic not long after June
I (Roman) :- (probably) late March (Julian): Liv. 42. 35. 3. For the calendar equation see above,
n.
1.
Destruction of the Antigonid Monarchy
In sum,
by late consular
172 preponderant
opinion
1655
in the senate was
resolved on a war which, as the course of it shows, could end only in Perseus’ surrender and, thus, either in an end to real Antigonid power, or (as it actually
happened) the abolition of the ancient Macedonian monarchy. Patently Perseus was afforded no chance of negotiations that would have pieserved his past independence of action, the necessary prerequisite of actual power, Neither strictly internal politics at Rome, nor any action or reaction by the king will explain this remarkable reversal in senatorial policy over the course of the year. A newly emergent threat to the security of the northeastern frontier of Italy will. The dispatch of one consul of 171 to defend that frontier is clear evidence of the threat. Subsequent developments reveal the gravity of it. The fragile security of the Roman military frontier in northern Italy, but lately pushed to the Alps, depended in the northeast, evidently to an extraordinary degree, on the friendship of the tiansalpine Celtic king, Cincibilis, and presumably in general on a system of similarly tenuous “alliances”. When in 170 Cincibilis complained of the attack in the preceding year on certain of his “allies” by the consul based at Aquileia, the senate dispatched an embassy composed of the princeps senatus, M. Aemilius Lepidus, and a senior consularis, C. Laelius, to mollify the king and ensure his continued friendship. The prestige of these envoys alone indicates the grave danger the senate perceived to Roman security. The lavish gifts they bore to this rex Gallorum were clearly more than compensation for the depredations of Cassius during his slave raid; they were rather a subsidy or a bribe to ensure his continued
friendship (Liv. 43. 5. 8-10)%. The senate’s great concern for the security of this frontier allows an explanation of the reversal of policy towards Perseus that does not attribute to that council collectively an improbably excessive fear of Macedonian aggression. The senate need not have been convinced that Perseus had in fact directly instigated the barbarian movements that threatened Cisalpine Gaul, nor that he meant soon to follow the example of Hannibal and, aided by barbarian allies, invade Italy from the north. Neither proposition would. however,
have
been
inherently
implausible.
Considerable
elements
of the
Roman oligarchy may well have believed both®. Indeed, the senate’s reaction to the complaints of Cincibilis could well have been influenced by the lack
24.
For a fuller discussion see Dyson,
25. Cf. B. L. Twyman, Macedonia 4 (Thessaloniki,
Roman
Frontier, 66-72.
“Philip V, Antiochus the Great, the Celts, and Rome”, Ancient 1986):
667-72.
1656
Briggs
L.
Twyman
of progress in the war with Macedon in the preceding campaigning season. Perseus had not only refused to yield; he had turned back the initial Roman attempt at invasion of his kingdom. In any case, the senate was well aware of the extensive connections of the Antigonid monarchy with the Celts and other barbarians of the interior of the Balkan peninsula. built up by Philip V and extended by his son. To that extension the senate is unlikely to have remained indifferent. In 176 the Dardanians,
who
regularly
harassed
the
northwestein
frontier
of
Macedon,
complained to the senate of an attack by Celts and the fearsome Bastarnae instigated by Perseus. After the return of a Roman embassy of enquiry, the senate cryptically advised Perseus to take care “to appear” to abide by his treaty with Rome (Liv. 41. 19. 6). Since the treaty contained no guarantee of security for the Dardanians, nor any explicit limitation on Antigonid defense of the barbarian frontier of Macedon, the inference to be drawn is surely not —as recently— that the senate was indifferent™, but rather that the expansion of Antigonid power through barbarian alliances could “appear” to be contrary to the intent of the treaty, if not a breach of any particular terms. Whatever senators may have feared about the intentions of Perseus in late 172, what was clear fact was that the power and influence of Macedon in the interior of the Balkan peninsula now threatened to deflect barbarian pressure westward against the fragile Roman frontier. Whether or not that deflection was the consequence of the intentional policy of Perseus, it created a Strategic threat to the security of Italy the senate could not easily tolerate —and evidently did not. Appian contends tantalizingly that the senators decided on war (albeit secretly at the time of Eumenes’ appearance) because they did not wish to have “on their flank” a king, lately risen to new eminence and their hereditary enemy??. That implies the senate had reason to fear an assault on the Republic’s “flank”, presumably the northeastern frontier of Italy. This analysis of the strategic motive of the senate has the appearance of the judgment of a contemporary. When Appian continues that the senate secretly decided on war “ostensibly” on the grounds provided by Eumenes, however, the chronological confusion seems obvious. Secret decisions are not commonly taken on ostensible grounds. Texas
Tech
University
26. Gruen, 27. 1912.
Mac.
Hellenistic
World 2: 406,
11. 3: "tv πλευραῖς
ἔχειν"
trans.
H. White;
London
and
Cambridge,
Mass..
94
ΠΕΛΕΚΕΙΣ
Ἴρις
KAI METAAAOTEXNIA
ΣΤΟΝ
BOPEIOEAAAAIKO
XQPO
Τζαχίλη
Από τον τίτλο φαίνονται οἱ δύο παράλληλες προθέσεις µιας λεπτομερέστερης μελέτης, τῆς οποίας η ανακοίνωση αυτή αποτελεί µια προκαταρκτική Hopon?: η ένταξη και η παρακολούθηση συγκεκριμένων εργαλείων, των πελέκεων στην περίπτωση αυτή, στον κύκλο τῆς κατεργασίας του peτάλλου και της συνακόλουθης παραγωγής προϊόντων από χαλκό, και ταυτόχρονα η µελέτη των πελέκεων ξεχωριστά από άλλα µετάλλινα προϊόντα, όπως όπλα, κοσμήματα ἡ σκεύη. Μια τέτοια απομόνωση έχει σχετική αξία και µόνο παραδειγματική. Το σκεπτικό είναι ότι µπορεί να αποτελέσει οδό προσέγγισης προς δύο κατευθύνσεις: τόσο όσον αφορά την παραγωγή των εργαλείων όσο και τη χρήση τους: στην πρώτη περίπτωση το ερευνητικὀ πεδίο περιλαμβάνει την προέλευση τῶν μετάλλων, την τεχνική της κατασκευῆς, τον τύπο των εργαλείων και την εξέλιξή τους. Στη δεύτερη περίπτωση η έρευνα περιλαμβάνει τη διερεύνηση της χρήσης εφόσον πρόκεῖται για εργαλεία (κατεργασίας ξύλου συγκεκριµένα), dpa προορισμένο για συγκεκριμένη λειτουργία και περιορισμένο and τη χρήση του. Η µορφή του εργαλείου ορίζεται συνεπώς and τις λειτουργικές δεσμεύσεις. Αν δε υπήρχαν δυνατότητες αρχαιολογικής αξιοποίησης ανασκαφικών στοιχείων σε πλαίσια οικισμού ἡ αν υπήρχαν πολυάριθµα αριθµητικἀ δεδοµένα, θα μπορούσαν να διαφανούν δυνατότητες εκτίµησης των ανταλλαγών αγαθών και υπηρεσιών στο συγκεκριµένο οικονομικό και παραγωγικό τοµέα. Αυτό δεν συμβαίνει προς το παρόν. Τα στοιχεία είναι αριθμητικά πολύ λίγα και εκτός ανασκαφικών δεδοµένων τα περισσότερα. Τα ἴχνη της μεταλλοτεχνίας και οἱ χάλκινοι πελέκεις που βρέθηκαν στη Βόρεια Ελλάδα, µε τα οποία θα ασχοληθούμε εδώ, ανήκουν κυρίως σε δύο περιόδους: στη Χαλκολιθική και την Πρώιμη εποχή του Χαλκού. Θα πρέπει να θυμηθούμε ότι η Βόρεια Ελλάδα βρίσκεται μεταξύ δύο περιοχών µε σηµαντική παράδοση στην κατεργασία του μετάλλου. Προς Βορρά, I. Ακολουθεί λεπτομερέστέρη µελέτη ἀπὸ κοινού µε τον A. Γραμμένο που θα περιλαμβάνει κυρίως τη δημοσίευση του θησαυρού των Πετραλώνών,
1658
Inız
Tiagiàn
η αυτόνοµη μεταλλευτική ανάπτυξη της Νοτιοανατολικής Ευρώπης την τελευταία βικοσαετία θεωρείται δεδομένη”. Την Sn χιλιετία, ανεξάρτητα από τη Μικρά Ασία και τη Μέση Ανατολή, όπου η κατεργασία του χαλκού μαρτυρείται µερικές χιλιετίες πριν, σημειώνεται στις περιοχές της σηµεριvng Βουλγαρίας, της Ρουμανίας και της Νότιας Γιουγκοσλαβίας (πολιτισµοί Γκιουμµέλνιτσα. Κουκουτένι) µία προοδευτική ανάπτυξη της µεταλλευτικής τεχνικής από την απλή σφυρηλασία εν ψυχρώ N εν θερμώ του αυτοφυούς χαλκού στην εξόρυξη και κατεργασία μεταλλευμάτων καθώς και τη χὐτευσή τοις σε μήτρες. Αυτό, σε συνδυασμό µε τις εντυπωσιακά µεγάλες
ποσότητες
ανεξάρτητη εξέλιξης και επικρατήσει. μεταλλευτική
η
χάλκινων
αντικειμένων,
συνέτεινε
ώστε
να
θεωρηθεί
ανάπτυξη της κατεργασίας του χαλκού, προϊόν τοπικἠς όχι εισακτή τεχνογνωσία, άποψη που αυτή τη στιγµή έχει Θα πρέπει κατευθείαν να διευκρινιστεί ότι όταν μιλάμε για τεχνική την εποχή αυτή (μέση και ύστερη νεολιθική, Χαλκο-
λιθική) δεν πρόκειται ακόµη
για κράµατα χαλκού µε κασσίτερο ἡ αρσενικό
ούτε φυσικά για επεξεργασία σιδήρου, απλώς τη σφυρηλασία εν ψυχρώ n εν θερμώ, την εκκαµίνευση μεταλλευμάτων για την απόληψη μετάλλου και τη χύτευση του χαλκού σε μήτρες για την κατασκευή εργαλείων και άλλων αντικειμένων. Πρόκειται για στολίδια ἡ εργαλεία, των οποίων η χρηστική αξία µερικές φορές αμφισβητήθηκε (τουλάχιστον στα πρώιμα στάδια) και θεωρήθηκαν περισσότερο σηµεία κοινωνικής διαφοροποίησης, αντικείµενα κύρους και πολυτέλειαςὸ, Στην Ύστερη Νεολιθική περίοδο µάλιστα στο νεκροταφείο της Βάρνας ο αριθµός και η θέση των χρυσών ευρημάτων μαρτυρούν σαφή κοινωνική διαφοροποίηση δύο χιλιετίες πριν
2. C. Renfrew, “The autonomy of the South-East European Copper Age”, Proceedings of the Prehistoric Society
30,
1969,
111-33.
BA. και
εισαγωγικό onueiwpa
του
ἰδιου
στην
επανατύπωση του άρθρου στον topo Problems in European Prehistory, Edinburgh University Press, 1979. Βλ. επίσης J. D. Muhly, “Beyond Typology: Aegean Metallurgy in its Historical Context”,
in N. C. Wilkie
and
W.
D.
E. Coulson
eds., Contributions to Aegean
Archeology, Studies in Honor of William A. McDonald, University of Minnesota, 1985, 109-141. H. Todorova, Die Kupferzeitlichen Axte und Beile in Bulgarien, Prähistorische Bronzefunde IX, 14. München, 1982, 1-16. 3. H δυναμικὴ της συσχέτισης της προϊούσας κοινωνικής διαστρωμάτωσης µε την κυκλοφορία αγαθών πολυτελείας, μεταξύ των οποίων χάλκινων αντικειμένων, αναπτύσσεται
στο άρθρο tou A. Sherratt, “Resources, technology and trade:an essay in early Euro.
pean metallurgy”, in G. de G. Sieveking, I. H. Longworth and K. E. Wilson, eds., Problems in Economic and Social Archaeology, London 1976, 557-582. BA. exiang T. Champion, C. Gamble, IRO,
216.
5. Shennan,
A.
Whittle,
Prehistoric
Europe,
London,
1987
(Third
Edition),
146,
Πελέκεις και μεταλλοτεχνία στον βορειοελλαδικό χώρο
1659
από τους αντίστοιχους θησαυρούς της Μέσης Ανατολής και του Αιγαίου (Ουρ, ΄Αλασα, Τεπέ Χισσάρ, Τροία, Πολιόχνη). Οι περιοχές των πολιτισμών αυτών βρίσκονται κοντά σε φυσικές πηγές χαλκού, όπως η περιοχή των Καρπαθίων, όπου συγκεντρώνεται και αυτοφυής χαλκός σε µεγάλες ποσότητεςδ. O αυτοφυής χαλκός πολύ δύσκολα ταυτίζεται στα χάλκινα ευρήµατα, μολονότι σε γενικές γραμμές παρουσιάζει λιγότερες προσμίξεις. Τα κριτήρια ὠστόσο είναι ανασφαλή, γιατί, αφού γίνει η τήξη και κατασκευαστούν αντικείµενα, είναι πια αδύνατη η διάκριση μεταξύ αυτοφυούς χαλκού και un®. Εάν όµως Eva αντικείµενο έγινε µε απλή σφυρηλάτηση και δεν θερµάνθηκε πάνω από κάποιους βαθμούς, ορισμένα χαρακτηριστικά του αυτοφυούς χαλκού θα παραμείνουν εμφανή΄. Έτσι οι πελέκεις της συλλογής Finlay στη βρετανική σχολή Αθηνών και οι πελέκεις του Σέσκλου που βρέθηκαν απὀ τον Τσούντα, και οἱ οποίοι παρουσιάζουν σύμφωνα µε τις αναλύσεις αξιοσημείωτη καθαρότητα, δεν µπορεί να θεωρηθεί ότι έγιναν απὀ αυτοφυή χαλκό, απὀ το γεγονός αὐτό και povo®. ΄Αλλωστε η αποκάλυψη ορυχείων εξόρυξης µεταλλεύματος στη Ρούντνα Γκλάβα (4500-4000 π.Χ.) στη Γιουγκοσλαβία και το ᾽Αϊ-Μπουνάρ (γύρω στα 4700 π.Χ.) στη Βουλγαρία αποτελεί έμμεση μαρτυρία ὅτι η προχωρημένη τεχνική χύιευσης χρησιµοποιείται ευρέως, δεδομένου ὅτι προηγείται υποχρεωτικά η εκκαµίνευση του μεταλλεύματος και όχι απλώς σφυρηλασία, έστω και εν θερμώ, όπως µε τον αυτοφυή χαλκό». 4. C. Renfrew, Varna and the Social Context of Early Metallurgy, Antiquity 52, 1978, 199-203. BA. και εἰσαγωγικό onpeiwpa του idiov στην επανατύπωση του άρθρου στον
τόμο Problems “Die kums
Necropole
in European von Varna
Prehistory,
Edinburgh
University
und die sozialökonomischen
Bulgariens”, Zeitschrift für Archäologie,
Press,
1979.
Probleme am
12, 1978, 87-97.
H. Todorova,
Ende des Aneolithi-
Muhly,
όπ.π., onu.
2, 112.
5. Sherratt, όπ.π., onn. 3, 570 κ.εξ. Για φυσικά κοιτάσματα χαλκού στην Ευρώπη
R. F. Tylecote, 6. Muhly,
βλ.
A History of Metallurgy, London, The Metals Society, 1976, 1-4. όπ.π., σημ.
2, 117. Αντίθετα
J. A. Charles,
“A
Metallurgical
examination
of South-East European Copper Axes”, Proceedings of the Prehistoric Society, 35, 1969, 40-42. R. F. Tylecote, The Early History of Metallurgy in Europe, Longman, London and New-York 1987, 89-96. 7. R. F. Tylecote, A History of Metallurgy, 8. W.
W.
Phelps,
G.
J. Varoufakis,
R.
1976, The
E. Jones,
Metals Society,
“Five
Copper
Axes
1-2. from
Greece",
BSA 74, 1979, 180-184. X. Τσούντας, li Ποοϊστορικαί ἀκροπόλεις Διμηνίου και Σέσκλοι», Αθήναι, 1908, 352-353. Muhly, όπ.π., onu. 2, 117. 9. Muhly,
Balkans”,
όπ.π.,
Expedition,
σημ.
21/1,
2, 117-8.
B. Jovanovic,
1978, 9-17.
“The Oldest Copper
B. Jovanovic,
Production of Copper”, in P. T. Craddock,
“Primary
Copper
Metallurgy
Mining
in the
and
the
Scientific Studies in Early Mining and Extractive
Metallurgy, London 1980, 31-40 (British Museum Occasional Paper, 20). H. Todorova, The Eneolithic in Bulgaria, Oxford, 1978 (BAR, 49). R. F. Tylecote, The early History of Metallurgy in Europe, Longman, London and New-York 1987, 33-4.
1660
"lots Tsagiài
Για την εκτίµηση της θέσης του βορειοελλαδικού χώρου στην εξέλιξη της κατεργασίας τῶν μετάλλων απαιτείται µια συνεκτίµηση τῶν γεωγραφικών και χρονολογικώὠν παραμέτρων µε τα στάδια της τεχνολογικής ανάπτυEng έστω και σχηματικά. Τα στάδια της εξέλιξης της κατεργασίας των μετάλλων ορίστηκαν σχηματικά πρώτα από τον Wertime™ και κατόπιν λεπτομµερέστερα από tov Renfrew, μολονότι κατά τόπους τα στάδια αυτά µπορεί να πάρουν πολύ διαφορετική μορφή! I. Απλή χρήση του αυτοφυούς χαλκού. 2. Σφυρηλάτηση του αυτοφυούς χαλκού εν ψυχρώ (hammering in cold). 3. Σφυρηλάτηση του αυτοφυούς χαλκού εν θερμώ (annealing). Συνήθως πρόκειται για συνδυασμό των δύο τεχνικών στο ίδιο αντικείµενο. Με τη σφυρηλάτηση εν θερμώ ἐδιναν το γενικό σχῆμα και στο τέλος επεξεργάζονταν τις λεπτομέρειες εν ψυχρώ. 4. Exxapivevon για την απόληψη μετάλλου από μετάλλευμα (smelting). Πρόκειται για τη σοβαρότερη πρόοδο. Για ορισμένα μεταλλεύματα αρκεί θερµοκρασία γύρω στους 700 C, αλλά συνήθως απαιτείται µεγαλύτερη. 5. Χύτευση
σε ανοιχτή
μήτρα.
Για την τήξη του χαλκού πρέπει να επιτευ-
χθεί θερµοκρασία 1083 C, σηµείο τήξης του χαλκού. Για να επιτευχθεί αυτή η θερµοκρασία χρειάζεται τεχνητός (φύσημα) αερισµός της φωτιάς, άρα χρειάζονταν φυσερά. Η τεχνική αυτή χρησιµοποιείται και για τον αυτοφυή χαλκό, αν και όχι υποχρεωτικά. 6. Χύτευση (moulage) σε δίλοβες μήτρες. Γίνονται συνήθως συνθετότερα αντικείµενα. Oi οπές για το στέλεχος των πελέκεων π.χ. γίνονται τοποθετώντας ένα κάρβουνο ὡς πυρήνα. 7. Κράµατα µε αρσενικό ἡ κασσίτερο. O χαλκός γίνεται έτσι ισχυρότερος και τα αντικείμενα ανθεκτικότερα. Ἡ πραγματική μεταλλουργία θεωρείται ότι αρχίζει µε την εξέλιξη της τεχνικής των κραμάτων. 8. Τεχνική του τηκόµενου κηρού. Πρόκειται για τη γνωστή τεχνική του κέρινου
προτύπου
µέσα
σε άργιλο
που λιώνει από
10. T. Wertime, “The Beginnings of Metallurgy:
τη θερµοκρασία
του
A New Look”, Science 182, 1973, 875-
87. 11. C. Renfrew, Before Civilization, New-York 1972, κεφ. 9. 12. Όπως στην περίπτωση tov Tepe Yahya στο Ιράν, όπου η χρήση χαλκού µε κράµατα χαλκού µε αρσενικό είναι ταυτόχρονη. BA. D. Heskel Lemberg-Karlovsky, “An Alternative Sequence for the development of Theodore Wertime and J. D. Muhly eds., The Coming of the Age of Iron, london,
1980,
229-65,
του αυτοφυούς and C. Clifford Metallurgy”, in New Haven and
Πελέκεις καὶ μεταλλοτεχνία στον βορειοελλαδικό χώρο
χαλκού
και αντικαθίσταται
από
αὐτόν
1661
(Cire perdue).
Στοιχεία πολύ πρώιμης κατεργασίας μετάλλων απαντώνται στην Avaτολική Μακεδονία ἤδη πριν τη χαλκολιθική ἐποχή αντίστοιχα χρονικά µε τα πρωϊμότερα ευρήματα της Νοτιοανατολικής Ευρώπης]ὶ. Αντικείµενα από χαλκό, χάντρες χάλκινες βρίσκονται στους Σιταγρούς στην περίοδο II, που συνδέεται χρονικά µε το Καράνοβο III-IV, δηλαδή cin Μέση Neoλιθική nepiodo. Στο Ντικιλί Tas από τη Μέση Νεολιθική περίοδο avaφέρονται επίσης χάλκινα αντικείμενα’ το σημαντικότερο είναι µια χάλκινη βελόνη δ. Τα ευρήματα αυτά είναι προς το παρόν τα παλαιότερα του Αιγαιακού χώρου και εμφανίζουν την Ανατολική Μακεδονία να συμμετέχει από την αρχἡ στις τεχνικές εξελίξεις, όσον αφορά τη χρήση και την κατεργασία του χαλκού µε τις εξελίξεις της κεντρικής Χερσονήσου του Αίμου. Τεχνικά τα αντικείµενα αυτά και κυρίως οι χάντρες είναι πιθανόν va έγιναν χωρίς χύτευση µε απλή σφυρηλασία εν θερμώ ἡἠ/και εν ψυχρώ]δ, Η χρήση αυτής της τεχνικής μαρτυρείται κυρίως όπου ο αυιςφυἠς χαλκός βρίσκεται σε µεγάλες ποσότητες, όπως στη Βόρεια Αμερικήϊ. H απλή σφυρηλάτηση εν ψυχρώ του αυτοφυούς χαλκού µπορεί να δώσει απλά σχήpata, σλλά το μέταλλο γίνεται πολύ σκληρό και εὖὐκολα θρυμµατίζεται, πράγμα που αποφεύγεται µε τη σφυρηλασία εν θερμώ, δηλαδή µε τη θέρµανση του μετάλλου σε µια θερµοκρασία γύρω στους 200-400 C.!8. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον τῶν περιοχών αυτών της Βορείου Αμερικής είναι ότι εκτός από τις μαρτυρίες της προϊστορικής περιόδου!ὸ, οµάδες που κατερ-
13.
Muhly,
όπ.π.,
σημ.
2,
110.
14. Για τις χάντρες βλ. Branigan, Aegean Metalwork of the Early and Middle Bronze Age, Oxford, 1974, ap. 3405. Για τον χρονολογικό συσχετισμό BA. Muhly, όπ.π., σημ. 2, 110. 15. G. Daux, “Chronique des fouilles et découvertes archéologiques en Grece en 1967”, BCH, 92, 1968, 1070. J. Deshayes, “Dikili-Tash”, BCH 94, 1970, 803. Ωστόσο n βελόνα φαίνεται va προέρχεται από τα τελευταία στρώματα αυτής της φάσης, BCH, 1983, 647. Muhly, όπ.π., ann. 2, 110. 16. Για
τις σχετικές πιθανότητες
βλ. C.
Renfrew,
“The
autonomy
of the
South-East
European Copper Age”, Proceedings of the Prehistoric Society 30, 1969, 153-156 καθώς και to Appendix του J. A. Charles στο ίδιο άρθρο. Επίσης στον R. F. Tylecote, A History of Metallurgy, London, The Metals Society, 1976, 1-2 και του ίδιου, The early History of Metallurgy in Europe, London and New-York 1987, 90-93. 17. R. F. Tylecote, A History of Metallurgy, London, The Metals Society, 1976, 1-2. 18. R. F. Tylecote, The early History of Metallurgy in Europe, London and New-York 1987, 90. 19. W. Bray, “Ancient
American
Metal-Smiths”, Proceedings of the Roval Anthropologi-
166?
"lots
Τ αχίλη
γάζονταν 10V αὐτοφυή χαλκό συνέχισαν να τον χρησιμοποιούν EWS σε περιόδους σχεδόν σύγχρονες και έτσι έχει καταγραφεί ο κύκλος, οἱ τεχνικὲς δυνατότητές του καθώς και τα εμπορικά οφέλη. Πρόκειται για τους Εσκιμώους της Αλάσκας, τοὺς Ἱνδιάνους της Βρετανικής Κολομβίας και του Ουισκόνσιν που κατασκεύαζαν μαχαίρια, εγχειρίδια και αιχμές δοράτων
τα οποία
δων
και
αποτελούσαν
λειτουργούσαν
Στους
Σιταγρούς,
αντικείµενο
συχνά
ως
επιπλέον,
έντονων
ανταλλαγών
μεταξύ
ομά-
νόμισμα”.
στην
επόµενη
περίοδο
II
(Χαλκολιθική)
οι ενδείξεις πληθαίνουν και υπάρχουν μαρτυρίες κατεργασίας χαλκού, από τις παλαιότερες στον ελληνικό χώρο. Σύμφωνα µε τα ευρήµατα, Paiνεται ότι γινόταν εργασίες χύτευσης, όπως φαίνεται από τα χωνευτήρια που
φέρουν
ίχνη
χαλκού
και από
τις σκωρίες”.
H
exxapivevon
φαίνεται
ότι γινόταν επί τόπου. Γύρω εποµένως στα 4000 στην Ανατολική Μακεδονία μαρτυρείται σαφώς η εκκαµίνευση και η χύτευση, δηλαδή η τεχνολογία ἦταν προωθηµένη από την απλή κατεργασία του αυτοφυούς χαλκού στην τήξη και ίσως στην εξόρυξη μεταλλευμάτων και την εκκαµίνευση. Από την άλλη πλευρά του ορίζοντα, στη Νότια Ελλάδα, η παρουσία χάλκινων αντικειμένων σημειώνεται την ίδια περίπου περίοδο. Στη σπηλιά του Κίτσου, κονιά στο Λαύριο, βρέθηκε γύρω στη µέση της 5ης χιλιετίας µία περόνη που θεωρείται από αυτοφυή χαλκό, το παλαιότερο αντικείµενο από χαλκό της νοτίου Ελλάδας". Ίχνη μεταλλοτεχνίας βρέθηκαν και στη νεολιθική
Κεφάλα
της
Κέας
(σκωρίες
και
χωνευτήρια)”,.
Η όλη ανάπτυξη της κατεργασίας των μετάλλων σχετίζεται µε την πυροτεχνολογία”.. Ἡ ανάπτυξη και οι δυνατότητές της αποτελούν προὐπό-
cal Institute of Great Britain and Ireland for 1971, (1972) 25-43. D. L. Scroeder and K. C. Ruhl, “Metallurgical character of North American Prehistoric copper Work”, American
Antiquity, 33, 1968,
162-9.
20. A. Leroi-Gourhan
2. Millieu et techniques, Albin
Michel
1973,
137.
21. C. Renfrew, The Emergence of Civilization. The Cyclades and the Aegean in the Third Millenium B.C., London 1972, 311. C. Renfrew, “Sitagroi and the Indepedent Invention of Metallurgy
in Europe”, Actes du
ques et Protohistoriques,
“Sitagroi in European Elster eds., Siragroi, logica
13,
22. N. riv.
Ville Congrés International des Sciences Préhistori-
1971,
475.
Muhly,
όπ.π.,
Prehistory”, in Marija Gimbutas, A Prehistoric
University
Lambert
Beograd,
Colin
2, 110.
Colin
Renfrew and
of California,
Los
Angeles,
1986,
Renfrew,
Ernestine S.
Village in Northeast Greece, Vol. I, Monumenta
et al., “Grotte de Kitsos (Laurion),
11. 23. J. A. Coleman.
onu.
Archaeo-
477-85.
1970”, BCH
95, 1971, 714,
716.
Keos 1. Kephala, A late Neolithic Settlement and Cemetery, Princeton,
1977, 3, 108. 24.
Colin
Renfrew,
The
Emergence
of Civilization.
The
Cyclades and the Aegean
in the
Π]ελέκεις
καὶ μεταλλοτεχνία
στον βουειοελλαδικό
χώρο
1663
θεση ing μεταλλοτεχνίας. Η δυνατότητα εκκαμίνευσης και τήξης του χαλκού εξαρτάται από το ύψος της θερμότητας που µπορεί va επιτευχθεί. Η τεχνική ανάπτυξη της χαλκουργίας συνδέεται και αλληλοεπηρεάζεται µε συγγενείς τεχνικές που απαιτούν υψηλές θερμοκρασίες και τεχνικές κατασκευής καµίνων, όπως η κεραµμοπλαστική ἡ ακόµη απλώς η κατασκευή φούρνων για το ψήσιμο του ψωμιού”. Στον πολιτισμό της Vinca τα αγγεία διακοσμούνται συχνά µε γραφίτη και για το ψήσιμό τους απαιτείται θερµοκρασία γύρω στους 700 C. Σχετικές έρευνες έχουν γίνει σε όστρσκο µε γραφίτη από το Καράνοβο VI. Διακόσμηση µε γραφίτη είναι κοινότατη σε υστερονεολιθικές θέσεις του βορειοελλαδικούὐ χώρου (π.χ. Γαληψός). Ωστόσο για να επιτευχθεί η θερμότητα που απαιτείται για την τήξη του χαλ-
κού (1084 C) χρειαζόταν ίσως εντονότερο ρεύμα αέρος, επομένως κάποιας µορφής φυσερά. Στην υστερονεολιθική ΄ΌὌλυνθο αποκαλύφθηκε κεραμεική κάμινος µε δύο θαλάμους, έναν για τη φωτιά και έναν για τα αγγεία και µε ελεγχόμενο ρεύμα αέρος, που ασφαλώς θα επέτρεπε υψηλές θερμοκρασίες”). Οι τεχνικές για την επίτευξη υψηλών θερμοκρασιών ήταν σε χρήση σε διάφορους τοµείς και προφανώς και στη μεταλλουργία στη Βόρεια Ἑλλάδα. Οι χάλκινοι πελέκεις απὀ τη συλλογή Finlay της βρετανικής σχολής στην Αθήνα είναι ανασφαλούς προέλευσης (μάλλον από την κυρίως Ελλάδα και εκτός απὀ έναν απὀ περιοχές βορείως των Αθηνών) και ανασφαλούς χρονολόγησης, αφού τα μόνα κριτήρια είναι τα τυπολογικά (ύστερη νεολιθική ἡ χαλκολιθική περίοδος έως πρώϊμη εποχή του Χαλκού). Οι µελετητές τους τοποθετούν την τυπολογική τους αντιστοιχία (κυρίως για τους πελέκεις µε ONT] για το στέλεχος) προς τα βόρεια, όπου συναντώνται τα αντίστοιχα παραδείγματα από τη Ρουμανία και Βουλγαρία. Αποτελούνται
Third Millennium B.C., London 1972, 308-13. Τ. Wertime, “The Pyrotechnologic Background”, in Theodore Wertime and J. D. Muhly eds., The Coming of the Age of Iron, New Haven and London, 1980, 1-24. 25. Colin Renfrew, Before Civilization, New-York 1972, κεφ. 9. Colin Renfrew, “Ἐμπόpio και τεχνική ειδίκευση”, in A. Θεοχάρη. Λεολιθική LAAds, Αθήνα, 1973, 191. Colin Renfrew, “Northeastern Greece, the archaeological problem”, in Marija Gimbutas, Colin Renfrew and Ernestine S. Elster eds., Siragroi, A Prehistoric Village in Northeast Greece, Vol.
I, Monumenta
Archaeologica
13,
Universitv
of California,
Los
Angeles,
1986,
10.
26. W. D. Kingery and J. Frierman, “The firing temperature of a Karanovo sherd and Inferences
about
the Prehistoric
27. G. E. Johns Hopkins 28. W. W. BSA 74, 1979,
South-East
Society,
40,
European 1974,
chalcolithic
refractory
technology”, Proceedings
of
204-5.
Mylonas, Excavations at Olynthus, Part. I. The Neolithic Settlement, (The University Studies in Archaeology, No 6) 1929, 12. Phelps, G. J. Varoufakis and R. E. Jones, “Five Copper Axes from Greece", 179-84.
1664
Ἴοις
TSagihy
από καθαρό χαλκό, πράγμα που ὡστόσο δεν σημαίνει αναγκαστικά Ott εἶναι
αυτοφυής και η κατασκευαστική τεχνική τους ανήκει σε διαφορετικά τεχνικά στάδια. Ένας, ο un’ αριθ. 2, κατασκευάστηκε µε σφυρηλάτηση εν ψυχρώ, ο un’ αριθ. 3 µε διαδοχικἠ σφυρηλάτηση εν ψυχρώ και εν θερμώ. Οι vn’ αριθ. 4 και 5 κατασκευάστηκαν µε χύτευση σε µονή μήτρα, διότι ο χαλκός σε κατάσταση τήξης για κάποιο διάστηµα ήταν εκτεθειµένος στην ατμόσφαιρα. Η έκθεση tov τηκόµενου χαλκού στον αέρα πρέπει να αποφεύγεται, yu αυτό ίσως αργότερα η µονή μήτρα αντικαταστάθηκε από τη δίAoßn®. Ανάλογης σύνθεσης και κατασκευαστικής τεχνικής (δηλ. καθαρός χαλκός και χύτευση σε ανοιχτή μήτρα) είναι και or δύο πελέκεις από το Σέσκλο που δημοσίευσε 0 Τσούνταςδὸ. Δύο άλλοι πελέκεις από τη νότια Ελλάδα ανήκουν πιθανότατα στη Χαλκολιθική περίοδο από την Αλεπότρυπαϑ και από τα Πευκάκιαδ”. Στην επόµενη περίοδο, την Πρωτοελλαδική I, στη Νότια Ελλάδα δεν υπάρχουν πολυάριθµα χάλκινα ευρήματα. Αναφέρονται µόνο από την κυρίως Ελλάδα µία σµίλη από το σπήλαιο του Μαραθώναδ και ένας πέλεκυς από τη ΛιβαδιάΣ, Από τη Βόρεια Ελλάδα είναι γνωστή η σµίλη από τη Γόνα, έξω απὀ τη Θεσσαλονίκη στην ανατολική πλευρά του Θερμαϊκού, από τις προπολεµικές ανασκαφές του Heurtley*. Ωστόσο η µεγάλη «έκρηξη της μεταλλοτεχνίας» στο Αιγαίο, κυρίως του χαλκού, του αργύρου και του μολύβδου, γίνεται στην Πρωτοκυκλαδική 11. Ἡ μεταλλουργία την εποχή αυτή θεωρήθηκε αιτία και αποτέλεCua της ανάπτυξης του κυκλαδικού πολιτισμού της τρίτης χιλιετίας». 29.
Muhly,
όπ.απ.,
onu.
2,
117.
30. X. Τσούντας, Ar προϊστουικαί ακροπόλεις Angurior καὶ Léoxdor, Αθήναι. 1908. 352, xiv. 292, 293. 31. W. W. Phelps, The Neolithic Pottery Sequence in Southern Greece, University of London Thesis, 1975, 444-6, fig. 103, 2. 32. A. Θεοχάρη, Λεολιθική Ελλάς, Αθήνα 1973, niv. 118. 33. “Εργον 1958 (1959), 19 εικ. 15. 34. J. Deshayes, Les outils de Bronze de I Indus au Danube, 35.
W.
A.
Heurtlev,
36. “metallurgical
Prehistoric
explosion”,
Macedonia,
όρος
του
Cambridge,
K.
Branigan,
1960, riv. 36.2, 60.11.
1939,
στο
213, pl. 83 y.
épyo
Aegean
Metalwork
of the Early and Middle Bronze Age, Oxford, 1974, 105. 37. Colin Renfrew, The Emergence of Civilization. The Cyclades and the Aegean Third
Millennium
B.C.,
London
1972,
28,
34, 308-38.
Colin
Renfrew,
“Beyond
in the a sub-
sistence economy: The evolution of Social Organization in Prehistoric Europe”, in C. B. Moore ed., Reconstructing Complex Societies, Cambridge, Mass., 1974, 79. Fia pia yeνική ανάπτυξη της μεταλλοτεχνίας στις Κυκλάδες καθώς και των πιθανών θέσεων expeτάλλευσης
του ορυκτού
the Bronze
Age,
London,
πλούτου 1987,
στις
99-113.
Κυκλάδες
PR.
R.
L. N.
Barber,
The
Cyclades
in
Hledéxets
και μεταλλοτεχνία
στον βορειοελλαδικό
χώρο
1665
Συνδέεται κυρίως µε τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου (Λήμνος, Λέσβος), όπου από την Πρωτοελλαδική I παρουσιάζεται ανάπτυξη της µεταλλοτεχνίας αντίστοιχη µε τῆς κοντινής Tpoiag®. Η εξαιρετική ανάπτυξη της µεταλλοτεχνίας στην Πρωτοελλαδική II µπορεί, είτε να είναι εξέλιξη εγγενής, είτε λόγω της σπάνης των ευρημάτων από την ΠΕ I να οφείλεται σε επιρροές από τη BAM. Ασία µέσω νησιών του ανατολικού Αιγαίου, ἢ από τα κεντρικά Βαλκάνια3ϑ. μάλιστα ο P. S. de Jesus θεώρησε ότι η πηγή του χαλκού των άφθονων χάλκινων ευρημάτων της Βορειοδυτικής Μ. Ασίας είναι η Βαλκανικήκ. Γι’ αυτό εξαιρετική σημασία αποδίδεται στα ευρήµατα της Θερμής Λέσβουἡ, όπου μαρτυρείται κατεργασία χαλκού µε χύτευση και κυρίως της Τροίας I, όπου εμφανίζονται κράµατα χαλκού µε αρσενικό και της Τροίας Il, όπου εμφανίζονται κράµατα χαλκού µε κασσίτερο’. Ta κράµατα χαλκού είναι προὐπόθεση της πραγματικής ανάπτυξης της µεταλλοτεχνίας και ορισμένοι μελετητές (π.χ. ΤΥΙεεοίεὮ) θεωρούν ότι από τη στιγµή αυτή αρχίζει η πραγματική εποχἤ των μετάλλων. Ακριβώς την περίοδο αυτή εμφανίζονται στο Νότιο Αιγαίο, στην κυρίως Ελλάδα, στη Βόρεια Ελλάδα και στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου οι λεγόμενοι θησαυροί, δηλαδή διάφορα εργαλεία χάλκινα φυλαγμένα pati, καμιά φορά και όπλα, μερικά χρησιμοποιηµένα και μερικά αχρησιporointa*. Το γεγονός είναι σηµαντικό, γιατί, ενώ πρόκειται για κάτι κοινό στην Κεντρική Ευρώπη, στο κυρίως Αιγαίο δεν συμβαίνει συχνά. Τέτοιοι είναι της Πολιόχνης“δ, της Κύθνου", της Εὐτρησης7, των Θηβών!8,
38. Muhly, όπ.π., σημ. 2, 119-22. 39. Colin Renfrew, The Emergence of Civilization. The Cyclades and the Aegean in the Third Millennium B.C., London 1972, 311-13. Colin Renfrew, “Cycladic Metallurgy and the Aegean Early Bronze Age”, ASA, 71, 1967, 95, 1-20. 40. P. S. de Jesus, The Development of Prehistoric
(BAR
74) Oxford
41. W.
Lamb,
1980,
Mining
and Metallurgy
in Anatolia
149.
Excavations at Thermi in Lesbos,
Cambridge
1936,
170.
42. Muhly, όπ.π., σημ. 2, 119. V. W. Blegen et al., Troy. The First and Second ments,
Princeton,
1950,
Settle-
50-1.
43. R. F. Tylecote, A History of Metallurgy, London, The Metals Society, 1976, 5-12. 44. K. Branigan, “Early Aegean Hoards of Metalwork", BSA 64, 1969, 1-11. 45. L. B. Brea, Poliochni, Città Preistorica nell'Isola di Lemnos, Roma, 1964, pl. CLXXIII. 46. K. Branigan, “Early Aegean Hoards of Metalwork", BSA 64, 1969, 5-7. Colin Renfrew, “Cycladic Metallurgy and the Aegean Early Bronze Age”, AJA, 71, 1967, 95. Colin Renfrew, The Emergence of Civilization. The Cyclades and the Aegean in the Third Millennium B.C., London 1972, 326. Σε τελευταία μελέτη αμϕισβητήθηκε n Κύθνος ὡς τόπος προέλευσης ολόκληρου του θησαυρού. σε συνδυασμό, µε στοιχεία and τους πελέκεις του Μουσείου της Κοπεγχάγης, και προτείνεται η Νάξος και συνακόλουθα η µετο105
1666
ρις
ΤΞαχίλη
των Πετραλώνων!ϑ. Οι τύποι των χάλκινων εργαλείων είναι κυρίως δύο: οι σµίλες και οι povoi πελέκεις µε ONT για το στέλεχος και µε λιγότερη συχνότητα αξίνες, λεπίδες και διπλοί πελέκεις. Αυτή είναι η σύνθεση του θησαυρού της Κύθνου, του γνωστότερου της εποχής, αλλά και των άλλων από τον ελλαδικό χώρο των Θηβών και της Θερμής Λέσβου όπου υπάρχουν
και ὁπλαῦο. Ακριβώς στην περίοδο αυτή χρονολογείται, και τυπολογικά εδώ ανήκει, TO µεγαλύτερο σύνολο από το βορειοελλαδικό χώρο, ο αδηµοσίευτος θησαυρός των Πετραλώνων. Αποτελείται από 18 σµίλες, µερικές λεπίδες και 3 πελέκεις. Ἡ σύνθεση και ο τύπος τους μοιάζει µε τους αντίστοιχους του Αιγαίου. Οι πελέκεις τυπολογικά προσεγγίζουν παρόμοιους από την Πολιόχνη που χρονολογούνται στην Πρωτοκυκλαδική II. Στον βορειοελλαδικὀ χώρο, εκτός anò το θησαυρό των Πετραλώνων, αναφέρονται ακόµη σµίλες μεμονωμένες, όπως της Γόναςδ᾽ και στη βορειοδυτική Μακεδονία οι σµίλες της Μαλίκης"2, Συγγενἠς µε τους πελέκεις των Πετραλώνων είναι ο νέος πέλεκυς από το Μάνδαλο, που ανήκει στη δεύτερη περίοδο του οι-
κισμού
2900-200058.
΄Αγνωστο είναι av or πελέκεις των Πετραλώνων ἡ οἱ άλλοι του βορειοελλαδικού χώρου κατασκευάστηκαν επί τόπου ἡ μεταφέρθηκαν από αλλού. Μελέτες προέλευσης δεν έγιναν οὖτε της πρώτης ύλης ούτε του τόπου κατασκευής, αλλά ασφαλώς οι προὐποθέσεις να έχουν κατασκευαστεί στη νοµασία του θησαυρού σε θησαυρό της Νάξου: J. Lesley Fitton, «Esse Quam Videri: A Reconsideration of the Kythnos Hoard of Early Helladic Tools”, AJA 93, 1989, 31-39. 47.
H.
Goldman,
Excavations
at
Eutresis
in Boeotia,
1931,
215.
Colin
Renfrew,
The
Emergence of Civilization. The Cyclades and the Aegean in the Third Millennium B.C., London 1972, 327. 48. N. Platon and E. Stassinopoulou-Touloupa, “Ivories and Linear B Tablets from Thebes”, Illustrated London News, December 5, 1964, 89. Colin Renfrew, The Emergence of Civilization. The Cyclades and the Aegean in the Third Millennium B.C., London 1972, 327.
49. Colin Renfrew, “Cycladic Metallurgy nad the Aegean Early Bronze Age”, AJA, 71, 1967, 97. N. G. L. Hammond, A History of Macedonia, Vol. I, Oxford 1972, 299. Ancient Macedonia, (Οδηγός Εκθέσεως), Αθήνα 1988, αριθ. 55. 50. K. Branigan, “Early Aegean Hoards of Metalwork”, BSA 64, 1969, I-11, riv. 1. 51. W. A. Heurtley, Prehistoric Macedonia, Cambridge, 1939, 213, pl. 83 y. 52. Frano Prendi, “La civilisation préhistorique de Maliq”, Studia Albanica, 1, 1966, 258, pl. ΠΠ] 4. Frano Prendi, “La culture énéolithique Maliq II en Albanie du Sud-Est”, in Jan G. P. Best and Nanny M. W. de Vries eds., Interaction and acculturation in the Mediterranean, Proceedings of the second International Congress of Mediterranean Pre-and Protohistory,
(Amsterdam
19-23
53. A. Πιλάλη-Παπαστεηρίου έρευνες
στο
Μάνδαλο,
November
και A.
1985-1986»,
1980), Amsterdam,
Παπαευθυμίου-
Hyvaria,
I, 1989,
1982,
36, fig.
11.
Παπανθίμου, «Νέες ανασκαφικές 15-28.
Πελέκεις και μεταλλοτεχνία στον βορειοελλαδικό χώρο
1667
Μακεδονία υπάρχουν. Συνήθως o χώρος προέλευσης διερευνάται µε ανάλυση του χώρου εύρεσης των αντικειμένων, δηλαδή µε βάση τους τρόπους κατανομής σε µια συγκεκριμένη γεωγραφική περιφέρεια. Η ανάλυση αυτή στηρίζεται στο αξίωμα που συνήθως είναι γεγονός ότι οι αριθμοί των ευρημάτων ελαττώνονται σταθερά όσο τα ευρήµατα απομακρύνονται από τον τόπο κατασκευής τους. Στις γραφικές αναπαραστάσεις υπάρχει σταθερή καμπύλη πτώσηςδ. Τέτοιες μελέτες έχουν γίνει για λίθινους και χάλκινους πελέκεις στην κεντρική και δυτική Ευρώπη, που συνήθως συνδυάζονται µε την πιθανή θέση της πρώτης ύληςδ». Μολονότι το δείγµα εἶναι πολύ μικρό, μπορούμε να πούμε ότι η κατανομή φαίνεται ομοιόμορφη στον Ελλαδικό χώρο. Στη Μακεδονία η μάλλον ομοιόμορφη κατανομή, εκτός από την ισχυρή πιθανότητα κατασκευής επί τόπου, sugaviCer µιαν αδιάσπαστη συγγένεια τυπολογική τόσο από αντίστοιχα ευρήματα από Βορρά 600 και απὀ Νότο. Από πλευράς τεχνικής οι πελέκεις έγιναν χυτοί σε μήτρες µε µεταγενέστερη σφυρηλασία. Το ερώτημα είναι αν οι μήτρες ήταν µονές ἡ δίλοβες. Στην περίπτωση των πελέκεων µε οπή για το στέλεχος έγιναν µε δίλοβη μήτρα. Με την απλή μήτρα κατασκευάζονταν αντικείµενα, των οποίων η µία επιφάνεια είναι πάντα οριζόντια και εποµένως οἱ τεχνικές δυνατότητες περιορισμένες συν το γεγονός ότι έπρεπε να αποφευχθεί η επαφή του χαλκού σε ιήξη µε τον aépa®™. Οι πελέκεις είναι εργαλεία για το κόψιμο των δένδρων και γενικά για κατεργασία των κορµών. Συνήθως ίχνη τους φαίνονται στο ξύλο. Τέτοια σημάδια αναφέρονται από τη λίμνη της Καστοριάςδ. Στον λιμναίο οικιond, ένας από τους πασάλους µέσα στο νερό είχε ίχνη and πέλεκυ στη pia του άκρη, αυτή που στερεωνόταν στο βυθό, γεγονός που αναφέρεται και
54. Βλ. ανάλογη µελέτη για Κύπρο και Αιγαίο A. Bernard Knapp, «Cyprus and the Aegean: A Spatial Analysis of Interaction in the Seventeenth to Fourteenth Centuries B.C.”, in A. Bernard Knapp and Tamara Stech eds., Prehistoric Production and Exchange. The Aegean and Eastern Mediterranean, University of California, Los Angeles, 1985, 44-69. 55. A. Sherratt, “Resources, technology and trade: an essay in early European metallurgy”, in G. de G. Sieveking, I. H. Longworth and K. E. Wilson, eds., Problems in Economic
and
Social
Archaeology,
London
1976,
557-582.
Για
µία
σύνθεση
τῶν
προηγού-
μενῶν εργασιών βλ. επίσης T. Champion, C. Gamble, 5. Shennan, A. Whittle, Prehistoric Europe, London, 1987 (Third Edition), 145-146. 56. Muhly, όπ.π., σημ. 2, 117. 57. N. G. L. Hammond, A History of Macedonia, Vol. I, Oxford 1972, 230. Κεραμόπουλλος, ITAE, 1938, 58.
1668
"Tots Τξαχίλη
για άλλους λιμναίους οικισμούς στην κεντρική Ευρώπηῦδ, Συζητήθηκε αν τα εργαλεία των θησαυρών αυτών προορίζονταν για εμπόριο ἦ ανήκουν σε κάποιον που τα χρησιμοποιούσε. Το θέµα ανέκυψε διότι µερικές φορές φέρουν ίχνη χρήσης, ενώ άλλοτε εἶναι εντελώς aypnσιµοποίητα, όπως και γιατί ορισμένοι από αυτούς έχουν µαζί και όπλα”. Σε γενικές γραμμές ωστόσο πιστεύεται ότι πρόκειται για εργαλεία ἔυλουργού. O συνδυασμός σµιλών και πελέκεων σηµαίνει εργασίες για λείανση της επιφάνειας του κορμού και σκίσιµο σε σανίδες. Ὑποθετικά οι εργασίες είχαν την εξής σειρά και γίνονταν µε ta παρακάτω εργαλεία: το κόψιμο του δένδρου θα γινόταν µε λίθινους πελέκεις κυρίως και η κατευθυνόμενη πιώση του ελεγχόταν µε σχοινιά, οι διπλοί πελέκεις χρησιμοποιόταν για το ξεκαθάρισμα από τα κλαδιά, τα σκεπάρνια για το χοντρό ίσιωμα της επιφάνειας και οἱ πελέκεις και οἱ σµίλες για το σκίσιµο σε σανίδες. Οι σµίλες θα έμπαιναν σαν σφἠήνες για να κάνουν την apyn®. Δεν πρέπει va ξεχνούμε ότι τα δάση της Μακεδονίας, φημισμένα στην αρχαιότητα (Θεόφραστος, Περί φυτών Ἱστορία 4.5.5), ἦταν σε όλη την κλασική Ελλάδα n κατεξοχήν πηγή για τη ναυπηγήσιµη ξυλεία. Η άνετη και µερικές φορές αποκλειστική πρόσβαση στην ξυλεία της Μακεδονίας υπήρξε η βάση της δημιουργίας του αθηναϊκού στόλου και συνακόλουθα της αθηναϊκής δύvayung®!. ‘Apa τα εργαλεία για την κατεργασία του ξύλου είναι από τα κοινότερα αναμενόμενα ευρήµατα στην προϊστορική και την κλασική αρχαιότητα. Στο τέλος της σύντομης αυτής επισκόπησης είναι χρήσιμο va θυµηθούμε ότι μιλούμε για χώρο γεωγραφικό που βρίσκεται μεταξύ περιοχών όπου η πρώιμη μεταλλοτεχνία έχει ερευνηθεί σε βάθος. Παρ) όλη τη σπάνη και του υλικού και των μελετών, ορισµένα στοιχεία προκύπτουν ἤδη: µε όλες τις διαφορές χρονολόγησης και γενικότερου πλαισίου, οι πελέκεις στη Μακεδονία φαίνονται προϊὀν τοπικής παράδοσης µε επιρροές έξωθεν, αλλά τοπικής κατασκευής. Στο Μακεδονικό χώρο ίσως γινόταν εξόρυξη µετάλλουδ, ασφαλώς όµως λόγω αρχαιολογικών μαρτυριών γινόταν 58. C. Champion, C. Gamble, 1987 (Third Edition), 146. 59. K.
Branigan,
“Early
5. Shennan,
Aegean
Hoards
A. Whittle, Prehistoric Europe,
of Metalwork”,
BSA
64, 1969,
London,
11.
60. K. Branigan, “Early Aegean Hoards of Metalwork”, BSA 64, 1969, 10-11. R. Meiggs. Trees and Timber in the Ancient Mediterranean World, Oxford 1982, 330-333. 61. Meiggs, όπ.π., any. 60, 116-153. Ειδικότερα για τις συμφωνίες Μακεδονίας και Αθηνών 119-126, 62. Σύνοψη των θέσεων κοιτασμάτων χαλκού στο βορειοελλαδικό χώρο, N. 6Ο. L. Hammond,
A
History of Macedonia,
Vol.
1, Oxford
1972,
312.
Πελέκεις και μεταλλοτεχνία στον βορειοελλαδικό χώρο
1669
απὀληψη μετάλλου με ExKapivevon και κατόπιν χύτευση. Φυσικά n Βόpera Ελλάδα δεν είναι χώρος κλειστός σε θαυμαστή και υπέροχη αποµόνωση. Or επιρροές από τις γειτονικές σντίστοιχες παραδόσεις θα πρέπει να τις φανταστούμε όχι αποκλειστικές από ένα σηµείο του ορίζοντα, αλλά ενταγµένες σε πλέγμα επάλληλων επιδράσεων, από τη Μ. Ασία, την κεντρική Ελλάδα, τα κεντρικά Βαλκάνια, που ισχυροποιούνται ἡ εξασθεν(ζουν ανάλογα µε τις γενικότερες ιστορικές τύχες.
95
H AATPEIA
Κατερίνα
ΤΩΝ
ΑΙΓΥΠΤΙΩΝ
ΘΕΩΝ
ΣΤΗ ΒΕΡΟΙΑ’
Τζαναβάρη
Το πλήθος των αναφορών της σύγχρονης βιβλιογραφίας σχετικά µε την άσκηση τῆς λατρείας τῶν αιγυπτίων θεών στη Βέροια], οφείλεται σε µια αναθηµατική επιγραφή, που έγινε γνωστή ήδη από τα µέσα του περασµένου αιώνα. Τα δεδοµένα που µας επιτρέπουν σήµερα να προσεγγίσουμε πληρέστερα το χαρακτήρα και τη σηµασία της λατρείας είναι περισσότερα. H επιγραφή που παρουσιάστηκε αρχικά από tov A. Delacoulonche και δημοσιεύτηκε αναλυτικά απὀ τον J. Μ. R. Cormack, αναφέρεται στην αφιέρωση ενός βωμού από tov Λ(εύκιο) Βρούττιο Αγαθόφορο και τη γυvaika του στην Ίσιδα Λοχία και την πόλη, για τον ασφαλή τοκετό της
κόρης
τους,
«ἐπὶ ἱερέως
διὰ βίου
A(evxiov)
Βρονττίου
Ποπλικιανοῦ»
* Την Έφορο αρχαιοτήτων x. Μ. Σιγανίδου ευχαριστώ για την άδεια μελέτης αδηµοσίευτων αντικειμένων από το Μουσείο Βεροίας. Ιδιαίτερα χρήσιμες ήταν οι συζητήσεις µου µε τους καθηγητές του Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης κ. Μ. Βουτυρά και κ. Σ. Πινγιάτογλου, ενώ για διευκολύνσεις είμαι υποχρεωμένη στις συναδέλφους IT. Αδάμ-Βελένη, B. Αλλαμανή-Σουρή, A. Γουναροπούλου και τον x. Iw. Ακαµάτη, καθηγητή του Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης. Τη φωτογραφία της εικόνας 1 οφείλω στο προσωπικό ενδιαφέρον του κ. M. Χατζόποιυλου, διευθυντή του Κέντρου Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητος. Τους ευχαριστώ όλους και από τη θέση αυτή. 1. Ἡ βασική βιβλιογραφία της επιγραφἠς συγκεντρώθηκε από τον J. M. R. Cormack, BSA 41, 1940-45, 105 onu. 2, 3 και την A. Tataki, Ancient Beroea. Prosopography and Society (1988) 135-136. BA. ακόμη, L. Vidman, /sis and Serapis bei den Griechen and Römern (1970) 50, R. E. Witt, Isis in the graeco-roman World (1971) 68, εικ. 15 (oto εξής R. E. Witt, Isis), V. Tran Tam Tinh, /sis /actans (1973) 22, Fr. Dunand, Le culte d’Isis dans le bassin oriental de la Méditeranée, 11 (1973) 190 (στο εξἠς Fr. Dunand, Le culte) και τῆς ίδιας, Le culte, INI, 145, Sh. K. Heyob, The cult of Isis among Women in the graecoroman
World (1975) 73 καὶ Y. Grandjean,
Une nouvelle
arétalogie d’Isis à Moronée
100, σημ. 261. 2. “Ὅπως παρατήρησε n Fr. Dunand, Le culte, II, 190-191, υπάρχουν
(1975)
δύο δυνατότη-
τες epunveiac της επιγραφής, ότι δηλ. οι δύο σύζυγοι απευθύνθηκαν στη θεά είτε για να προστατεύσει την κόρη τους από τους κινδύνους του τοκειού, είτε γιατί αυτή ελευθερόθηκε
µε επιτυχία
χάρη
στην
προστασία
της.
1672
Kareoiva
Tlavaftto
Κάτω από την επιγραφή αποδίδεται ανάγλυφα το σίστρο, το κατεξοχήν σύμβολο της θεάς». Η λατρεία της ΄Ίσιδας ως «Ιοχίας είναι γνωστή και από άλλα δύο µεγάλα ιερά των αιγυπτίων θεών στη Μακεδονία, τη Θεσσαλονίκηέ και το Δίονδ. Ἡ επίκληση αυτή, µαζί µε άλλες που έχουν την ίδια σημασία, ’OoOwoia® και Maia’, χαρακτηρίζουν την Ίσιδα προστάτιδα της μητρότητας. Το καθήκον αυτό, που στην Ελλάδα ασκούσε η ΄Αρτεµη Ειλείθνια, ανέλαβε η θεά ὅταν ταυτίστηκε μαζί της». Την ιδιότητα αυτή της ᾿Ισιδας συνέδεσε ο V. Tram Tan Tinh µε την παράσταση της θεάς να θηλάζει τον μικρό Αρποκράτη». Ἡ απεικόνιση της Ίσιδας ως θεϊκής μητέρας σπανίζει στην Ελλάδα σε σχέση µε την Αίγυrto!°. Μια ανάλογη παράσταση της θεάς δεν έχει βρεθεί ακόμη στη Βέροια. Με τη λατρεία της ΄Ίσιδας Λοχίας πιθανότατα συνδέονται και δύο ακόµη ευρήματα. H τετράπλευρη αναθηµατική πλάκα, µε αριθ. ευρ. του Μουσείου Βέροιας A 695, βρέθηκε σε δεύτερη χρήση, εντοιχισµένη σε µεγάλο οικοδόµηµα ρωμαϊκής εποχής, που αποκαλύφθηκε στο κέντρο της πόλης], Στην επιφάνειά της αποδίδονται τα αποτυπώματα των πελμάτων
3. BA. Fr. Dunand, Le
(1977)
culre, Ill, 220-221
και
Fr. Le Corsu,
/sis.
Mythe
et Mysteres
17.
4. Ch. Edson,
Ayvrriaxec ἐργασία).
/G X, II 1, αριθ. 97, Fr. Dunand, Le culte, 11, 190 και Xp. Βεληγιάννη,
και μικρασιατικές
5. A. Παντερμαλής,
θεότητες
«Οι επιγραφές
στη Μακεδονία του Δίου»,
(1974) 9 (αδημ.
Mouxrimd
μεταπτυχιακῆ
του FH’ .1ιεθνοὺς
δυνεῤηίου
1:λληνικής και Λατινικής Ἐπιγραφικής (1984) 273 κε. 6. Παπ. Οξύρ. 1380, 1.39, 98. 7. Παπ. Οξύρ. 1380, 1.39, 42, 103. 8. Για την ένωση της Ἴσιδας µε την “Apreun στη Μακεδονία BA. J. Μ. R. Cormack, n.a., 106, R. E. Witt, «The Egyptians Cults in Ancient Macedonia», Aoyata Maxedovia 1 (1970) 329 «.e., R. E. Witt, εἰς
in the
Graeco-roman
World (1971)
145, Xp. Βεληγιάννη.
ό.π., 21, Y. Grandjean, ό.π., 100, A. Παντερμαλής, 6... 275 και M. H. Blanchaud, «Les
Cultes orientaux en Macédoine grecque dans l'Antiquité», 83, Οι δύο θεές ενώνονται και στα
Le culte, IN, 263-264. Ἡ εξομοίωση στην
εποχή
που οι Έλληνες
9. V. Tran Tam 10.
Fr. Dunand, οδός
Διβανίου, βλ.
IV (1986)
Fr. Dunand,
των ελληνικών και αιγυπτιακών θεοτήτων ανάγεται
άποικοι
εγκαταστάθηκαν
στην
Αίγυπτο.
Tinh, /sis lactans (1973) 22 κε. Le culre I, 95
11. BA. B. Αλλαμανή. κωβίδη,
:leyala Μακεδονία
ιερά της Γόρτυνας και του
Εδέσσης.
κ.ε. καὶ
J. Leclant,
BCH
Suppl.
XIV,
1986,
349-350.
A.J 35, 1980, B2 Χρον. 402 x.e., niv. 237a, οικόπεδο Αφών IaΟ.Τ.
211.
Πρόκειται
για μαρμάρινη
πλύκα
μήκους
0,92 μ.. πλά-
τους 0,60 μ. και πάχους 0.08 pt. Λείπει η επάνω αριστερή γωνία της µαζί µε ta δάκτυλα του πύλματος
που
επιφάνειά
της.
βρίσκεται
στην
πλευρά
αυτή.
Φθωρὲς
και κτυπήματα
παρατηρούνται
στην
H
λατρεία
row
ayertiov
θεών στὴ
δύο δεξιών ποδιών που έχουν διαφορετικό
Béovia
μέγεθος.
1673
Κάτω
από αυτά είναι
χαραγμένη η επιγραφή: Κόθραγος “Πέρακος εὐ χὴν ἐπὶ ἱερέως T(atov) Kavovdniov * Aneno; Ta γράμματα τῆς επιγραφής έχουν ύψος 0,015-0,020 u. Χρονολόγηση: 205 αι. μ.Χ. Το ὄνομα ἠΚόρραγος είναι ευρύτατα διαδεδομένο στο μακεδονικό χώρο13, αντίθετα µε το Ιέραξ, που απαντά σπανιότερα!». εὐχήν: δηλώνει ότι πρόκειται για ευχαριστήρια προσφορά]. T. Kavov/nios “Aneo: αναφέρεται σε µία ακόµη αδηµοσίευτη επιγραφή, όπου όμως το ρωμαϊκό ὀνομα του ιερέα παραδίδεται ως Κανολήϊος5. Σε µια ακόµη ενεπίγραφη πλάκα, χαμένη σήµερα, εικονίζονταν τα πέλματα δύο δεξιών ποδιών, µε διαφορετικό επίσης μέγεθος. O A. Μ. Woodward!®, που τη δημοσίευσε, διάβασε στη φθαρμµένη επιγραφή της uvE...y ἰ- ἐπὶ f
2
{τ᾽
hd
σι
LI
"
τηωίαι ΄
κα-
ἐπ᾿ ιταγην.
3
9
τ,
+
Τα αφιερώματα αυτά έχουν το παράλληλό τους σ Eva κοινό θα λέγαμε για τα ελληνικά ισιακά ιερά τύπο αναθήµατος, τα γνωστά «βήματα», ὅπως αυτά χαρακτηρίζονται σε ανάλογο παράδειγµα από το Σαραπείο C της Δήioul?. Απεικονίζουν το αποτύπωμα ενός δεξιού και ενός αριστερού πέλµατος µε ίδιο μέγεθος και αφιερώνονται αποκλειστικά οτην ᾿Ισιδα ἡ στην Ἴσιδα και στο Σάραπη µαζί18.
12. ©. Ριζάκης - Γ. Τουράτσογλον, 87 και A. Tataki,
ό.π.,
341, όπου
και
πη ραφές "rn η σχετική
Maxedovias (1985)
85 κ.ε. αριθ.
βιβλιογραφία.
13. IG X, 11.1, αριθ. 262, 372 και 736. 14. Σχετικά με την έκφραση εὐχὴ» ἡ κατ᾽ εὐχὴν σε αναθηµατικές
ἐπιγραφές στους QI-
γύπτιους θεούς στη Θεσσαλονίκη. /G X, ΙΙ 1, αριθ. 80, 97, 98, 100. BA. ακόμη P. Roussel, Les cultes égyptiens a Delos du Illeme au ler s. av. J.C. (1916) 116 αριθ. 61, 194 αριθ. 189 και ©. Ριζάκης - Γ. Τουράτσογλου,
ό.π., 38 αριθ. 23, αναθηματικό
ανάγλυφο με παράστα-
on δύο αφτιών. 15.
A. Tataki, ό.π.,
188 αριθ. 668
16. A. M. Woddward, σε ανάλογη αναθηματικὴ Le culte, II, 185. 17.
P.
Roussel,
BSA
και
18, 1911-12,
πλάκα
ό.τ., 149 αριθ.
ano 122,
[94 αριθ. 708. 150 αριθ. 2. Η έκφραση
τη Θεσσαλονίκη, Ph. Brunneau,
l'époque imperiale (1970) 464, niv. 7,2. Γενικά για σημ.
ἐπιταγὴν απαντά
Recherches sur les cultes de Delos a
βήματα
BA. Fr. Dunand,
3, 185-186, riv. 17 και της idiug, Le culre, II, 207-208.
18. Ch. Edson, /G X. IT 1, αριθ. 104, 105 και αριθ.
κατ᾽
/G X, IT 1, αριθ. 89, Fr. Dunand,
89, 90.
Le culte, II, SI,
1674
Kareoiva Τςαναβάρι
‘Eva αντίστοιχο παράδειγμα του 2ου αι. μ.Χ. από τη Osocaàovixn!”, όπου εικονίζονται τα πέλµατα δύο αριστερών ποδιών αφιερώνεται στο θεῖxò ζευγάρι, ενώ ανάλογα αναθήματα από 10 Δίον, που εικονίζουν ένα µεγάλο αριστερό και ένα μικρό δεξιό πόδι συνδέονται µε τη λατρεία της Ἴσιδας Aoyias®. Η ερμηνεία του καθηγητή A. Iavreppad ότι, µετά την επικίνδυνη περίοδο της λοχίας, άνδρας και γυναίκα πήγαιναν µαζί στο ιερό και αφιέpwvav σαν τάµα την πλάκα µε 1a «βήματά» τους στη θεά, φαίνεται η πιο πειστική and does διατυπώθηκαν μέχρι σήμερα. Από τα θεοφόρα ονόματα τέλος που απηχούν τη δημοτικότητα των aıγυπτίων θεώνΞ3, στη Βέροια μαρτυρούνται µόνο τέσσερα: το όνοµα Ἰσιδώpa? απαντά τέσσερις φορές και µία φορά τα ονόματα Ἰσίδωρος3, Εἰσίεpog® και Lepanovs™. Παρόλο που ονόματα παράγωγα από αυτά των aryuπτίων θεών και ιδιαίτερα της Ίσιδας είναι αρκετά συνηθισμένα στον ελληνικό χώρο ἤδη από τον 30 αι. π.Χ., στη Βέροια απαντούν µόνο στα αυτοκρατορικά χρόνια. O περιορισμένος αριθµός των ευρημάτων που σχετίζονται άµεσα µε τη λατρεία των αιγυπτίων θεών οφείλεται χωρίς αμφιβολία στο γεγονός ότι στη Βέροια δεν είχαµε ακόµη την τύχη να αποκαλυφθεί το ιερό των αιγυπτίων θεών. Ωστόσο οι πρωιµότερες χρονολογικά ενδείξεις για την άσκηση της λατρείας τους προέρχονται απὀ το αρχαίο νεκροταφείο της πόλης. Το πήλινο γυναικείο ειδώλιο (Εικ. 2), που βρέθηκε μαζί µε Eva ακόµη ὁμοιοῖ στον τάφο ενός μικρού κοριτσιού, χρονολογείται περίπου στα µέ-
19. Ch. Edson, ό.π. 20. A. Παντερμαλής, 21. Σχετικά
ό.π.
µε τις διάφορες
προτάσεις
που
έχουν γίνει
για την
ερμηνεία
τους,
βλ.
ακόµη P. Roussel, ό.π., 115, P. M. Fraser, OpAth 3, 1960, 42 και Ph. Brunneau, Recherches sur les cultes de Delos ἃ l'époque impériale (1970) 464, xiv. 7,2. 22. BA. M. N. Tod, BSA 23, 1918-19, 88-89 και P. M. Fraser, ό.π., 14 κ.ε. 23. A. Tataki, ό.π., PB αριθ. 428, 637, 638, 639, 1303. 24. A. Tataki, ό.π., PB αριθ. 75. Σχετικά µε τα ονόματα που καταλήγουν σε -δωρος βλ. επίσης M. Letronne, A/A 17, 1845, 325, R. Witt, Αρχαία Μακεδονία I (1970) 329. O P. Perdrizet, Les terres cuites grecques de T’Egypte de la Collection Fouquet (1921) 13, συνέδεσε τα ονόματα Ἰσιγένης, Ἰσίδοτος και Ἰσίδωρος µε την επίκληση της Ἴσιδας ως Λοχίας Σωτείρας και την προστασία που ασκούσε στη γέννα και στη μητρότητα.
25. A. 26.
Tataki,
A. Tataki,
27. Πρόκειται
ό.π.,
PB
ό.π., PB
αριθ. αριθ.
849. 1174.
για τα ειδώλια µε αριθ. cup.
Π 4069, ύψους 0,298 μ. και Π 4092, oo.
H λατρεία τῶν αιγυπτίων θεών στὴ Βέροια
1675
σα του lov αι. π.Χ... Η µορφή στέκεται επάνω σε ψηλή τετράπλευρη βάση. Popa την τυπική ισιακἠή ενδυμασία, χιτώνα και ένα κροσσωτό ιµάτιο που δένεται σε κόμπο, μπροστά στο στήθος και τυλίγεται σφιχτά γύρω and
το σώµα της”. Η απώλεια ολόκληρου του αριστερού χεριού και του αντικειμένου που κρατούσε δε δημιουργεί ιδιαίτερη δυσκολία στην αποκατάσταση του εικονογραφικού τύπου του ειδωλίου. Η παράσταση της Ίσιδας µε κέρας αφθονίας προσαρμοσμένο στην καμπή του αριστερού χεριού της είναι γνωστή από µια σειρά έργων της πλαστικής και της µικροτεχνίας, που χρονολογούνται στα ὀψιμα ελληνιστικά χρόνια, όπως το αγαλµάτιο A 2255 της θεάς από τη Δήλος. Η συμπλήρωση της μορφῆς µε κέρας αφθονίας θα μπορούσε να µας οδηγήσει στην υπόθεση ότι απεικονίζει την Ίσιδα Τύχη. O εικονογραφικός αυτός τύπος, που δημιουργήθηκε στην εποχή των Πτολεμαίων, εικονίζει τη θεά, ὡς προστάτιδα της Αλεξάνδρειας, να κρατά µε το αριστερό χέpi κέρας αφθονίας και µε το δεξιό πηδάλιο». Η απουσία αυτού του συµβόλου από τους εικονογραφικούς τύπους της θεάς στην ελληνιστική εποχή δεν ευνοεί wotdco την ταύτισή της µε την Τύχη. Το κέρας της Αµάλθειας άλλωστε ταιριάζει αρκετά καλά στην ΄Ίσιδα, όπως n ίδια διακηρύττει στις
αρεταλογίες: ᾿Εγὼ εἰμὶ
ἡ καρπὸν
ἀνθρώποις
εὐροῦσαϑϑ.
Η ιδιαίτερη στιλιστική σχέση της ΄ἴσιδας της Βέροιας µε έργα τῆς πλαύψους 0,242 μ. Περιλαμβάνονται κού εργαστηρίου
της Βέροιας,
σε µελέτη
που
µε θέµα
βρίσκεται
τα πήλινα
σε στάδιο
ειδώλια
του κοροπλαστι-
προετοιμασίας.
28. Στον ἰδιο τάφο βρέθηκε γυάλινο µυροδοχείο, ύψους 0,07 p., κατασκευασμένο από φυσητὸ
γυαλί, µε σχήμα
παρόμοιο
µε το εικονιζόµενο από τον Μ. Vanderhoeven.
romaines (I-IIls) des Musées Curtius et du Verre ἃ Liege (1961) 17
αριθ.
11,
Verres
riv. 2, καθώς
και µια πήλινη πυξίδα, βλ. K. Τζαναβάρη. 1,76; (1987) 861 ony. 2. Το πήλινο ταφικό σύμπλεγμα που δημοσιεύεται εκεί αποτελεί κτέρισµα της ίδιας ταφῆς. 29.
H. Schäfer, Das Gewand der Isis, Festschrift zu Lehmann-Haupts 60 Geburstag, Janus
1,1921, 194 κε., A. Ippel, Der Bronzefund von Galjub (1922) 41 και M. Bieber, The Sculpture of the Hellenistic Age (1961) 92, πἰν. 350. 30. J. Marcadé, BCH
77, 1953, 561, εικ. 51
και του ίδιου,
Au Musée de Délos
(1969)
430, riv. 57. 31.
Fr.
Dunand,
Le culte,
I, 92-93,
xiv.
29,
1-2 καὶ Le culte, 11. 80-81.
Επίσης
Fr.
le
Corsu, Isis. Mythe et Mystères (1977) 216. Για την εξέλιξη τῆς εικονογραφικἠς παράστασης της Ίσιδας Τύχης στη ρωμαϊκή ἐποχή βλ. A. de Ridder, Collection de Clerq, LI, Les Bronzes (1905) 212 κ.ε. riv. 49, V. Tran Tam
Tinh, Le culte des divinités
orientales
à
Her-
της
Κύ-
culanum (1971) 13 κε. 32.
W.
Peek,
μῆς, 7, V. Tram Tinh,
Der Isis hymnus
von
Andros
und
verwandte
Texte (1930),
ύμνος
Tan Tinh, Essai sur le culte d'Isis ἃ Pompéi (1964) 79 και V. Tram Tan
Essai sur fe culte des divinités orientales ἃ Herculanum
(1971)
13 κ.ς.
1676
Kareoiva
Τ᾽ Σαναβάρη
στικής του δεύτερου μισού του 2ου αι. π.Χ. µας οδηγεί στην υπόθεση ότι παραδίδει έναν αγαλμµατικό τύπο που πιθανότατα δημιουργήθηκε την όψιµη
ελληνιστική
eroxn®.
Πρόκειται
για
µια
ακόµη
έκφραση
της
Inter-
pretatio Graeca, µε την οποία η άκαμπτη ιερατική µορφή της αιγυπτιακής Ίσιδας μεταμορφώθηκε στη χαριτωμένη θεά της ελληνιστικής τέχνης». Μια παιδική ταφή συνόδευε αναμφίβολαᾶδ µαζί µε μερικά ειδώλια Epwτιδέων ο μικρός φτερωτός Αρποκράτηςὃ (Εικ. 3). Βρέθηκε σε διαταραγpévo λαξευτό θαλαμωτό τάφο που χρησιμοποιήθηκε από το τρίτο τέταρτο του 2ου μέχρι τον πρὠιμο lo αι. π.Χ. O νεαρός θεός είναι γυμνός και µόνον ένα μικρό ιµάιιο πέφτει επάνω στον αριστερό WHO καλύπτοντας περίπου ολόκληρο το αριστερό χέρι. Στο κεφάλι φορά πλεκτό στεφάνι. Στηρίζεται χαλαρά σε Eva χαμηλό κορμό dévSpov που βρίσκεται στα αριστερά t0v?7. Τοποθετώντας στο στόμα το δείκτη του δεξιού χεριού επαναλαμβάνει µια συνηθισμένη κίνηση της παιδικής ηλικίας. H κίνηση αυτή που για τους Έλληνες σήμαινε εχεμύθεια, ενώ για τους Ρωμαίους παραίνεση σιωπής για τα μυστήρια της θρησκείας, σε ένα τελικό στάδιο μετατρέπεται απλά σε µια νωθρή χειρονομία συνταιριασµένη µε τη στάση του σώματος». O Αρποκράτης στην Αίγυπτο εικονίζεται σαν ένα µεγάλο μωρό, ευτραφές, µε το χαρακτηριστικό βόστρυχο στο αφτί. Η κατάργηση του βασικού αυτού διακριτικού γνωρίσµατος στα διαδοχικά στάδια του µετασχηματισμού των παραδοσιακών εικονογραφικών τύπων επέτρεψε το συγκριτισµό του µε τον Έρωτα, µε τον οποίο εξοµοιώθηκε και στη λατρεία, To ειδώλιο της Βέροιας επαναλαμβάνει ένα κοινό εικονογραφικό τύπο που συµπληρώνεται συνήθως µε κέρας αφθονίας, Eva από τα χαρακτηριστικά σύμ33. Ach. Adriani, Repertorio d'Arte riv. 71. 34. G. Vandebeek, SrHel 4, 1946, 35. BA. W. Deonna, RE 20, 1924, 36. B. Αλλαμανή, AA 36, 1981, B2, Το ειδώλιο έχει αριθ. ευρ. TI 2725 και 37.
Πρβλ.
κ.ε. αριθ.
Er.
Babelon-J.
654, 655 και
LIMC
Blanc - Fr. Gury). 38. V. von Conzenbach,
A.
dell'Egitto graeco-romano,
11 (1961) 38 αριθ.
145 κ.ε. 83. 323 Xpov., οικόπεδο Τζουβάρα, Ο.Τ. 276, τάφος 3. σώζεται σε ύψος 0,133 p.
Blanchet,
II (1986)
1022
Caralogue αριθ,
572
des
bronzes
ato A.
antiques
Eros/Amor,
(1885)
280
Cupido
(N.
Untersuchungen zu den Knabenweihen in Isiskult der römischen
Kaiserzeit (1957) 25, V. Tran
Tam
Tinh, Essai sur le culte d'Isis ἃ Pompéi (1964) 86 και Fr.
le Corsu, ό.π., 99. 39. C.
M.
Kaufmann,
40, A. Rusch,
De
146,
Graeco-Aegyprische
Serapide
Koroplastik
er Iside in Graeca
(1915) 48
κ.ε., πίν,
cultis (1906) 46 x,c,
18,
11 λατρεία
των αἰγυπτίων
θεών
στὴ
Bevora
βολα του θεού, όπως ο Αρποκράτης από to Σαραπείο
1677
της Θεσσαλονίκης".
Ἡ παρουσία των ειδωλίων τῆς Ἴσιδας και του Έρωτα Αρποκράτη σε τάφους µικρών παιδιών δεν αφήνει καµία αμφιβολία ότι οι νεαροί νεκροί ανήκουν σε οικογένειες που γνώριζαν τους αιγύπτιους θεούς"2, Αν για το ειδώλιο του Ἔρωτα Αρποκράτη διατηρούµε κάποιες επιφυλάξεις, σχετικά µε την κατασκευή του στο τοπικό κοροπλαστικό εργαστήρι, δεν ισχύει το ίδιο και για το ειδώλιο της Ἴσιδας. Πλασμένο µε ντόπιο πηλό, όπως ἤδη αναφέραμε, παραδίδεται σε δύο αντίτυπα, κτερίσµατα στην ίδια ταφή. Η κατασκευή και η διάθεση ειδωλίων της Ίσιδας σε οπαδούς της θεάς, αποτελεί ισχυρή ένδειξη για την ύπαρξη ιερού αφιερωμένου στους αιγύπτιους θεούς γύρω στα µέσα του lov αι. π.Χ. Με τα δεδοµένα που έχουµε στη διάθεσή µας, δεν είναι δυνατό να υποθέσουµε ότι στη ρωμαϊκή εποχή η λατρεία των αιγυπτίων θεών εξελίσσεται σε επίσηµη λατρεία της πόλης. O ιδιωτικός χαρακτήρας των αναθηµάτων υποδεικνύει ότι και την εποχἠ αυτή το ιερό παραμένει ιδιωτικό. Αντίθετα µε τα γνωστά ελληνικά ισιακά ιερά, όπου διαπιστώνεται µε ἕνα τυπικό τρόπο η τάση για ετήσια εναλλαγή στο ιερατικό αξίωμα, στη Βέροια ο Λ(εύκος) Βρούττιος Ποπλικιανός φέρει τον τίτλο του ιερέα διά βίου. O ίδιος αναφέρεται ως διά βίου ιερωμένος και ce pia ακόµη αδηµοσίευτη στήλη αφιερωμένη στην Αφροδίτη Ευσχήμοναδ. Η επιγραφή αυτή αποτελεί µια σηµαντική μαρτυρία ότι η Αφροδίτη συλλατρεύεται στο τερό της Ίσιδαςτ, όπως συμβαίνει και στα γειτονικά ιερά του Δίου! και της Θεσσαλονίκης». H επίκληση της ᾿Ισιδας ὡς Λοχίας, που απαντά 41. R. Salditt-Trappmann, Tempel der Aegyptischen Götter in Griechenland und der Westküste Kleinasiens (1970) 47 κ.ε., εἰκ. 42 και Θεσσαλονίκη. Από τα προϊστορικά μέχρι τα χριστιανικά χρόνια (1986) 141, εικ. 147. 42. Ανάλογα ερμηνεύει η Fr. Dunand, Le culte, III, 90-91, την παρουσία ειδωλίων αιγυπτιακών θεοτήτων σε τάφους της Μύρινας. 43. Η ευρύτερη διάδοση της λατρείας στην αυτοκρατορικἠ ἐποχὴ αποδίδεται στην προσωπική συμπάθεια ορισμένων αυτοκρατόρων προς τους αιγύπτιους θεούς, βλ. πρὀχειρα R. E. Witt, Isis, 222 κ.ε. 44. L. Vidman, /sis und Sarapis bei den Griechen und Römern (1970) 50. 45. A. Κανατσούλη, Μακεδονικά 5, 1961-63, 76 και A. Tataki, ό.π., 135-136 αριθ. 335. Γνωρίζουμε ακόµη μια ιέρεια διά βίου της Ίσιδας στη Χαιρώνεια και έναν ιερέα του Σάραπη στην Τερμησσό της Πισιδίας, βλ. Fr. Dunand, Le culte, II, 168 any. 2, 190 σημ. 2. 46. A. Tataki, ό.π., PB αριθ. 860. 47. Την παρατήρηση αυτή οφείλω στον x. Μ. Βουτυρά. 48. A. Παντερμαλής, ό.π., 275. 49. BA. R. Salditt-Trappmann, ό.π., 51. Γενικά για την ταύτιση της Ίσιδας µε την Αφροδίτη και tn λατρεία τους σε ἄλλα µέρη του ελληνικού κόσμου βλ. Μ. Nilsson,
1678
Κατερίνα 9
Τςαναβαάριο
αποκλειστικά θα λέγαμε στα τρία αυτά µακεδονικά ιερά, υποδηλώνει κάποια στενότερη σχέση μεταξύ τους, χωρίς να μπορούμε ακόµη να διαπισιώσουµε µε βεβαιότητα ποιο από τα τρία προηγήθηκε στη λατρεία της. Δεν είναι εὐκολο επίσης να προσδιορίσουμε ακριβώς σε ποια εποχἠ και µε ποιο τρόπο ἦρθε στη Βέροια η λατρεία των αιγυπτιακών θεοτήτων. Στα πλαίσια αυτής της ανακοίνωσης δε θα ήταν βέβαια δυνατό να αναφερθούµε διεξοδικά στο θέµα της διάδοσης της λατρείας έξω από την Αίγυnto”. Ωστόσο είναι γενικά αποδεκτἠ η άποψη ότι τα παλιά μεγάλα ιερά λειτουργούσαν ὡς κέντρα προπαγάνδαςδ.. Ουσιαστικὀς επίσης υπήρξε ο Ρόλος των εμπόρων που ταξίδευαν από και προς την Αίγυπτο. O χαρακτήpas της λατρείας της Ίσιδας και η ακτινοβολία του ιερού της Θεσσαλονίκης, που διαπιστώνεται µέχρι τη Λοκρίδα στα νότιαδξ, την Ηράκλεια και τους Στόβους στα βόρειαδ», οδηγούν προς την κατεύθυνση αυτή. Η λατρεία των αιγυπτίων θεών διαδόθηκε στην Ελλάδα σε µια εποχή που είχε αρχίσει να κλονίζεται η πίστη στους παραδοσιακούς θεούς. Η απήχηση της λατρείας τους οφείλεται στην αντίληψη ότι οἱ θεοί αυτοί είναι ευσλλαχνικοί και υπόσχονταν στους πιστούς τοὺς µια ευτυχισμένη µετά θάνατο ζωήδ. Ιδιαίτερα η σις παρουσιάζεται σαν µια καθολική θεότητα που προστατεύει τα σημαντικότερα γεγονότα του κύκλου της ανθρώπινης ζωής, τη γέννα, το γάμο
και to θάνατοῦ.
Με
τις ιδιότητες αυτές
λατρεύε-
ται n θεά και στη Βέροια. Τα μνημεία που σχετίζονται µε την αιγυπιιακή λατρεία και η συχνότητα Των θεοφόρων ονομάτων της ΄Ίσιδας σηματοδοτούν το προβάδισμα
Geschichte der griechischen Religion (1961) 130 κ.ε., R. E. Witt, Isis, 125 x.e., Fr. Dunand, Le culte, I, 80 κ.ε. και της ἴδιας, Le culte, II, 63 κ.ε., Y. Grandjean, ό.π., 98 x.£., J. Léclant.
ό.π., onu. 50.
10, 343.
P. M. Fraser, OpAth
3, 1960, 20 κ.ε.,
R. E. Witt,
Isis, 68, Xp. Βεληγιάννη,
ό.π.,
1 κ.ε, Sh. K. Heyob, ό.π., 8 κ.ε. και Fr. Dunand, StHe/ 27, 1983, 75 κ.ε. SI. Le µια ανάλογη περίπτωση, οι λόγοι διάδοσης της λατρείας θα ήταν συνυφασμένοι µε το μέγεθος και τη σημασία της Βέροιας. που είχε εξελιχτεί σε σηµαντικό πολιτικὀ
κέντρο ἤδη and την ελληνιστική εποχή. βλ. Ch. Ε. Edson, HSCP 45, 1934, 213 κ.ε. και A. Tataki, ό.π., 44-45. 52. Fr. Dunand, Le culte, Il, 190 και της ίδιας, SrHel 27, 1983, 77-78. 53.
S.
Dull,
Die
Götterkulte
Nordmakedoniens
(1977)
150-151.
54. G. Lafaye, ό.π., 93 x.£., M. Nilsson, ό.π., 636 κ.ε. και Sh. K. Heyob, ό.π., 60. Exeτικά µε το μυστηριακό χαρακτήρα της λατρείας. βλ. Xp. Βεληγιάννη, ό.π., 10 και Y. Grandjean,
ό.π.,
103-104.
55. Tn φύση αυτή της θεάς τόνισε ιδιαίτερα ο N. Παπαχατζής, quia
1.2λάδα
(1987)
188
κ.
θρησκεία στὴν uo-
I λατρεία των aiyentior θεών στὴ βέροια
1679
της θεάς σε σχέση µε τα ὑπόλοιπα µέλη της αιγυπτιακής τριάδαςδδ, Τα στοιχεία που δίνουν οἱ επιγραφές µας βοηθούν να συµπεράνουµε ότι στην avτοκρατορική ἐποχή οι οπαδοί της ανήκουν σε διάφορες κοινωνικές τάξειςδῖ: µία Εισιδώρα, για παράδειγµα, ἦταν δούλη, θρεπτή, ενώ η Φλαβία Ισιδώρα, έφερε 10 ανώτατο αξίωμα τῆς µσκεδονιάρχισσας. Αναμφίβολα στο χρονικό διάστηµα ενάµιου αιώνα απὀ την πρώτη εμφάνιση της αναθηµατικής επιγραφής στην Ἴσιδα Λοχία στη Βέροια, τα ευρήµατα που σχετίζονται pe τη λαιρεία των αιγυπτίων θεών δεν αυξήθηκαν αναλογικά µε τον αριθµό των ανασκαφών που παρακολουθούν τη σύγχρονη οικοδομική δραστηριότητα µέσα και έξω από τα τείχη της αρχαίας πόλης. Ας ευχηθούµε στο μέλλον οι θεοί να φανούν περισσότερο ευvotkoi. ΙΣΤ’
Εφορεία Κλασικών
Δρχαιοτήτων
Θεσσαλονίκης
56. Για τη θέση της Ίσιδας σε σχέση με P. Collart, BCH 53, 1929, 87-88, P. M. Fraser, 463, L. Vidmann, ό.π., 42 και Y. Grandjean, 57. Για mv κοινωνική θέση των οπαδών culte, IT, 65 κ.ε., Xp. Βεληγιάννη, ό.π., 11-12 hors d’Egypte (1983) 82 κι.
to Σάραπη στα πλαίσια της λατρείας PX. OpAth 3, 1960, 4 κ.ε., Ph. Brunneau, ό.π., ό.π.. 103. των αιγυπτίων θεών, βλ. Fr. Dunand, Le και ιδιαίτερα Fr. Dunand, Cultes égyptiens
i
1680
;
Κατερίνα ᾿
Fix.
1. Magpdowy
.
,
Τζαναβάρη .
everiyoagn
αναθηµατική
πλάκα.
H λατρεία των αιγυπτίων θεών στη Βέροια
Eıx.
2. Πήλινο
ειδώλιο
1681
᾿Ισιδας.
106
1682
Κατερίνα Τζαναβάρη
τὰς
Eu.
κα.
3. Πήλινο
ειδώλιο
“ἔρωτα
Aoroxedrn.
MACEDONIA AND THE CENTRAL CONTACTS IN THE ARCHAIC AND
Rastko
BALKANS: CLASSICAL
PERIOD
Vasic
Macedonia and the Central Balkan area are two neighbouring regions which had many cultural, social and economic contacts from the early days of prehistory to modern times. Moreover, the roads between Central Europe and the East Mediterranean were passing mainly through these parts which not only increases the importance of our regions but also the significance and frequency of cultural and economic interchange, not just on a local scale, but also over a much larger area. Our intention here is to say a few words about these connections in the Archaic and Classical period which embrace the timespan between the 7th and the 4th century B.C., —about their character, intensity and the routes used. It was a period of increasing southern influence to the interior of the Balkan peninsula and the appearance of foreign, mostly Greek, imports in this area!. Greek influences were passing to a large extent through Macedonia on their way to the north, carrying with them also some Macedonian elements?. On the other hand, Balkan finds in Greece at the same time were not numerous: occasıonal pieces of jewelry or arms found mainly in sanctuaries can be explained either as gifts donated by Greek merchants after their voyages into the far and unknown, or as evidence that northern chieftains and 1. L. J. Popovié, Archaic Greek Culture in the middle Balkans, Beograd 1975; M. Parovié-Pesikan, “O karakteru grökog materijala na Glasincu i putevima njegovog prodiranja”, Starinar N.S. 11, 1960, 21 ff.; I. Marovié, L'Elmo Greco-Illirico, Jadranska obala u protoistoriji: kulturni i etni&ki problemi, Zagreb 1976, 287 Π., R. Vasiò, “Prilog proutavanju grékog oruZja u Jugoslaviji”, Goditnjak. Centar za balkanoloska ispitivanja XX/18, Sarajevo
1982, 5 ff.; B. Covié, “Importation of bronze vessels in the western Balkans”, L'Adriarico tra Mediterraneo e peninsula balcanica nell’antichita, Taranto 1983, 147 ff.; R. Vasié, “Greek
bronze vessels found in Yugoslavia”, Ziva Antika 33,2, Skopje 1983, 185 ff.; R. Vasit, “Rapporti tra mondo greco e regioni balcaniche alla luce dei ritrovamenti metallici”, J/ Crinale
_
d'Europa, Roma 1984, 25 ff. 4.
2. R. Vasit, “Donja
Dolina
i Makedonija”,
% vanja XIV/12, Sarajevo 1975, 81 ff.
Godifnjak. Centar za balkanolo3ka ispiti-
1684
Rastko
Vasic
their heralds wandered from time to time this far south?. The presence of Balkan forms in Macedonia is more visible and indicates constant contacts between the two regions, although these forms are rarely incorporated into the Macedonian material culture. During the period in question one can discern three different phases of contact between the Cential Balkans and the south which correspond to some extent to the etapes of socio-economic development of the cultural groups in the Central Balkan area. The first phase which can be dated from the middle of the 7th to the second half of the 6th century is characterised by a number of Greek ımports but also by penetration of certain Macedonian forms into the local material culture. At the same time it is a period of cultural and political stabilisation in the north Balkans and formation of several strong groups, of which the Glasinac group in the west of the Central Balkan area, and the Zlot group in the east, are the most outstanding‘. In the second phase, dated from the second half of the 6th to the second half of the Sth century, the Glasinac group reached the climax of its strength and importance, demonstrated by the richness of princely graves, full of gold, silver and foreign ware. The penetration of foreign elements into the local culture is relatively
limited in this phase®. The third phase which lasted from the second half of the 5th to the end of the 4th or the beginning of the 3rd century, is characterised by the desintegration of strong cultural groups and the formation of smalleı units in various parts of the Cential Balkans. They kept contact with the south, importing but also adapting foreign forms within their culture®, The foreign ware in the 7th and the 6th centuries is found mostly in the west parts of the Central Balkans and consist of bronze vessels, defense arms
and pottery. This material is mainly found on the Glasinac plateau in southeast Bosnia and in Donja Dolina, a settlement and a cemetary on the river Sava by Bosanska GradiSka, which because of its location played a significant commercial role in the north Balkans during the entire Hallstatt period’. In the east, only one imported piece is known —a bronze phiale from Sofronievo— which judging by the connections between the Glasinac and the Zlot 3. K. Kilian, “Bosnisch-herzegowinische Bronzen der Eisenzeit II aus Griechenland”, Godisnjak. Centar za bulkanoloska ispitivanja XIIN/I1, Sarajevo 1976, 163 ff. 4. Praistorija jugoslavenskih
zemalja
V, Zeljezno
doba,
Sarajevo
1987,
575
Π., 660
ff.
5. Ibid., 644 ΙΓ. 6. Ibid., 657 ff. 7. M. Parovic-Pesikan, Starinar N.S. 11, 1960, 21 ff.; B. Covié, terranco..., 147 ff.; R. Vasi¢, Godisnjak, Sarajevo XIV,12, 81 ff.
L'Adriatico tra Medi-
Macedonia
and the
Central Balkans
1685
group in this period probably came the same route as the Glasinac vessels of the same shape®. It is usually considered that most of the import came to Glasinac via the Adriatic, because some of the shapes imported are undoub-
tedly of Italic origin. Yet, it donia. Two Illyrian helmets example of the same variant helmets found in the Balkan in large number, pointing the
is certain that some of it passed through Maceof middle variant from Donja Dolina and one from Kaptol in Slavonia are the earliest Illyrian interior and have direct parallels in Macedonia way by which these helmets passed to the north®.
From the end of the 7th century Macedonian
elements are also frequent
in the north and demonstrate an active cultural contact with the northern neighbours. Imports, like genuine Macedonian bronzes, are rare in the north —occasional pieces are found only in Donja Dolina and Glasinac—but the sudden appearance of many pendents of various forms in the Glasinac group at this time can be explained mainly as Macedonian influence. Some of these pendents are quite original showing the possibilities of local craftsmen, but most of them represent in one way or another a reminiscence of Macedonian bronzes of the 7th and the beginning of the 6th century!®. Other forms of material culture, in particular various types of two-shank pins. spread mostly in Macedonia and the west parts of the Centra! Balkans also indicate the frequency of these relations!!. The arched fibula with rectangular leg has a particular place within these contacts. This Greek Geometric shap2 was accepted and developed in Central Macedonia in the 7th century, from where it spread to the north. In the Central Balkans it became enormously popular
8. B. Nikolov, “Trakijski pametnici v Vratansko”, /zvestija Arh. Inst. 28, Sofia 1965, Fig.
5 a, b.
9. R. Vasic, Godifnjuk, Sarajevo XIV/12, 87, T. II. Cf. Treasures of Ancient Macedonia, Catalogue of the exhibition, Thessalonike, No. 71, Pl. 16 (Lefkadia by Naoussa). The Illyrian helmet of this variant from the Darmstadt museum (H. Pflug, Antike Helme, Mainz 1988, 49, Abb. 7-8) was found most probably in Kopanos = Kypanova, also in the vicinity of Naoussa and not in north Macedonia. A newly discovered helmet of the same variant from Agia Paraskevi, Chalkidiki, found in grave 290 which is dated to the end of the 6th century introduces some uncertainties to the chronology of this variant (#1 Μακεδονία από τα Moxyvaixd χρόνια ὡς τον Méya Αλέξανδρο, Catalogue of the Exhibition 1988, 87, No. 83). The problem will probably be solved by the publication of the entire necropolis of Agia Paraskevi. 10. Cf. I. Kilian-Dirlmeier, “Anhänger in Griechenland von der mykenischen bis zur spätgeometrischen Zeit”, PBF XI, 2, 1979, T. 108-109. 11. R. Vasié, “Ein Beitrag zu den Doppelnadeln im Balkanraum”, Prach. Zeitschrift 57, Berlin 1982, 220 ff.
1686
Rasıko
Vasié
in the 6th and the Sth centuries and turned out to be the leading fibula type
here, evolving in many variants!? (Fig. 1). In
short,
the
Greece, influenced
contacts
with
Macedonia,
the changes in the Central
accelerated its dehallstattisation, if we may
much
more
Balkan
than
those
with
material culture and
call it so, by abandoning
rough
and heavy forms which dominated in the 8th and 7th centuries. In the second phase imports from Greece and South Italy became very numerous in the Central Balkan area. Finds of bronze vessels, arms and pot-
tery in great
quantity
in the
KruSevica by RaSka, Atenica,
indigene
princely
Novi Pazar, Pecka
giaves such as Pilatovidi,
banja etc. are the best
indication of this. The routes by which these imports travelled were various. The Greek cities on the south Adriatic certainly played an important part, particularly in years of Persian menace and their invasion of the Balkans at the beginning of the Sth century B.C. And yet, it is clear that Macedonia was also very active all this time. Relating to this parallels in material between Trebeniste and Sindos are very striking!*. The concentration of foreign goods in the west parts of the Central Balkans within the Glasinac group, which
reached the climax of its development in the first half of the Sth century and whose powerful chieftains were the main purchasers of foreign ware, also conditioned the choice of the inland routes of this import. It seems at this period the valleys of the rivers Vardar and Morava did not play any significant role when compared with the earlier periods (Fig. 2). Under this influx of gold and silver the Central Balkan area developed its own geometric style of decoration where indigene taste and artistic postulates were best expressed. Foreign elements, f.e. palmette, were sometimes adapted and incorporated into the local patterns, but on the whole local craftsmenship and its clientele repulsed too elaborate foreign forms, cherishing its own forms which to a certain degree were undoubtedly original!5. The 12. R. Vasic, “Prilog proutavanju lu¢nih fibula sa pravougaonom nogom na Balkanu” Arheoloski vestnik 38, Ljubljana 1987, 41 ff. 13. M. Zotovié, Arheoloski i etniéki problemi bronzanog i gvozdenog doba Zapadne Srbije, 1985, 88 ff., PI. 29-32; M. Djuknié - B. Jovanovic, “Illyrian Princely Necropolis at Atenica”, Archaeologia Iugoslavica VI, 1965, 1 ff.; Dj. Mano-Zisi, Lj. Popovié, “Der Fund von Novi Pazar (Serbien)”, 50 Bericht RGK, Mainz 1969, 191 ff.; D. Srejovic - O. Vukadin, “Blago iz KruSevice”, Rafka bastina 3, Kralievo 1988, 7 ff. The find from Petka banja is not published
as yet.
14. B. Filow-K. Schkropil, Die archaische Nekropole von Trebenischte am Ochrida See, 1927; Lj. Popovié, Katalog nalaza iz nekropole kod Trebenista, 1956; Sindos, Catalogue of the exhibition,
Thessalonike
1985.
15. Dj. Mano-Zisi, Lj. Popovié, 50 Bericht RGK,
191 ff.; R. Vasié, “Ein neuer spàthall-
Macedonia
and the
Central Balkans
1687
rectangular leg fibula was still very popular shape, corresponding completely
to the dominating art trends. In the second half of the Sth century the situation began to change noticeably. The strong Glasinac group desintegrated into several smaller groups which appear in the Glasinac area, in south Hercegovina, the lower Morava valley, Srem etc, according to recent investigations!9, On the other hand the misfortunes of the Peloponnesian war resulted among other things in an increased interest in the Macedonian hinteıland and a stronger penetration of Hellenic elements further north along the Vardar. There was undoubtedly an Athenian community in Demir kapija towards the end of the Sth century, while further north, in the surrounding of Skopje, many traces of Hellenisation in the settlements of the Sth and 4th centuries B.C. have been discovered!”. Contrary to the preceding periods, the main stream of influence was moving now via the valleys of the Vardar and Morava, judging by the finds of pottery, jewelry and arms in Serbia and Vojvodina. To illustrate this in more detail I will give two examples. One is the socalled Scharnierfibeln!®. Under Phrygian influence this shape of fibula became very popular in Macedonia in the second half of the 6th century, where they remained in constant use as far as the 2nd century and the arrival of the Romans. On their way to the north they reached TrebeniSte already at the end of the 6th century but in the Central Balkan area they arrived only at the end of the Sth or in the beginning of the 4th century B.C., when the indigene population became ready to accept and adapt them. Indeed, in the 4th century the Scharnier fibula completely replaced the rectangular leg fibula, becoming the main fibula shape in the Central Balkan area and evolving also in different variants. The other example is “boat” earring of gold οἱ silver!®. They, like some other forms of material culture, show how one shape survived for a long time travelling from one area to another. After loosing popularity in one region, it arrived to a new surrounding, where it experienced a new development, equal to or even bigger than the former one. Known already in the stattzeitlicher Silbergürtel vom Typ
Mramorac”,
16. Praistorija jugoslavenskih zemalja
V, 555
Arch. Korrespondenzblatt 18, 1988, 43 ff. ff., 633
Π., 657 ff.
17. Ὁ. Vutkovié-Todorovié, “Antitka Demir Καρία”, Srarinar N.S. XII, 1961, 244 ff.; I. Mikuléié, Staro Skopje so okoinite tvrdini, 1982, 21 ff. 18. R. Vasié, “Prilog prouéavanju Sarnirskih fibula u Jugoslaviji”, Godifnjak., Centar za balkanoloska ispitivanja XXIII/21, Sarajevo 1985, 121 ff. 19. Z. Vinski, “Zwei kahnförmige Ohrringe aus Erdut in Kroatien”, Jahrbuch fur kleinasiatische Forschung 1, 1951, 66 ff.
1688
Rastko
Vasic
Bronze Age, these “boat” earrings became particularly popular in the Archaic period in Asia Minor, from where they spread to Greece. In Macedonia they reached the culmination of their craftsmanship in the 4th century when at least two important workshops can be documented, producing these earrings: one in the Salonika region and the other in Pelagonia, in the vicinity of Bitola?°. Mainly under influence from these centers this type of earring appears further north, in north Macedonia,
Kosovo,
Serbia and Srem. Judging
by the quality of finds in the north, they are mainly imported and less imitated by local artisans but it is possible that future finds may alter this view to a certain extent?!. Be as it may, these gold and silver earrings point clearly to the existence of the southern influence in the Central Balkan area (Fig. 3). In general, we still do not know much of this last phase and we hope that new investigations will throw more light on the question of intensity, frequency and character of these contacts between the Central Balkans and Macedonia in the 4th century B.C. It seems, as far as we can say at the moment, that Macedonian influences were ready to penetrate the local culture to a larger extent and the indigene population was ready to accept them. The 3rd century could perhaps have resulted in a strong Hellenisation of the Central Balkan area, but the Celtic invasion at the beginning of this century put an end to these cultural trends.
20. For the Salonika region: Coll. H. Stathatos I, 1953, 53, Fig. 29, 7.8; Coll. H. Stathatos III, 1963, 218, Fig. 122; Treasures of Ancient Macedonia, No. 257, PI. 34; OmolionNo. 6, PI. 3. For a large quantity of gold and silver jewelry in the vicinity of Bitola which points to the existence of a gold workshop: I. Mikultic, Pelagonija u svetlosti arheoloskih nalaza, 1966, 56 f., Fig. 29; The same, “Jedna helenistitka nekropola iz okoline Bitolja”, Starinar N.S. XV-XVI, 1964/65, 227 ff.; “Jedna antitka nekropola iz okoline Bitolja”, Starinar
N.S.
XXI,
1970,
139
Kapije”, Starinar N.S. XXI,
21. Zdanec:
ff. Cf. also,
I. Mikultié,
“Nakit
klasitnog
doba
iz Demir
1970. 135 ff.
V. Sokolovska - R. Ραξίό, “Eden
grob od
Zdanec”,
Zhornik na Arheol.
Muz. VI-VII, Skopje 1975, 231 ff. T. HI, 1, 2. Sremska Mitrovica: R. Vasié, “The Chronology of the Early Iron Age in Serbia”, BARS 31. 1977, Pl. 54,2. Putinci: R. Vesié, Il Crinale
d'Europa, Fig. 8. Erdut: Z. Vinski, Jahr. f. kleinas. Forschung 1, 1950, 66. Τ. VIII, 1, 2, 4. Glasinac, Rudine: A. Benac-B. Covié, “Glasinac 2”, Sarajevo 1957, T. 49, 18. Vraca in northwest Bulgaria: I. Venedikov, “Novootkrito trakijsko mogilno pogrebenie v Vraca”, Arheologija VIII,
1, Sofia
1966,
12, Fig.
2. The
earrings
from
Arabadzijskata
mogila,
Duvanlij.
are typologically somewhat different and dated to the second half of the Sth century (Gold der Thraker, Archaeologische Schatze aus Bulgarien, Ausstelung Hildesheim 1980, 96, No,
173, Abb. S. 97). They probably do not belong to the same stream of influence.
1689 Central Balkans and the Macedonia
supyjog 241 MI Saf 40jNSuDj224 yım aojngif 240 fo siuvlava snolspa fo uoungiasig
“I ‘FI
1690
Rastko
Vasié
Fig. 2. Distribution of Greek Imports in the Central Balkan area at the end of the 6th and in the beginning of the öth century B.C.
Macedonia and the Central Balkans
@ GOLD O SILVER
Fig. 3. Distribution of “boat” earrings in the Balkans.
1691
97
ΥΛΙΚΑ KAI ΤΡΟΠΟΙ ΤΟΥΣ PQMATKOYZ
Massimo
ΔΟΜΗΣΗΣ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ KATA ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ
Vitti
H ανακοίνωσή μου θα στραφεί ἀποκλειστικά στη διερεύνηση τῆς παραγωγήῆς και της χρησιμοποίησης της οπτοπλίνθου στην Provincia Macedonia. O περιορισμός του αντικειμένου είναι αναπόφευκτος σε µια έκθεση αναγκαστικά σύντομη, παρά τη µεγάλη σημασία που έχει η χρήση της πλίνθου cin Μακεδονία κατά τη ρωμαϊκή αυτοκρατορική περίοδο. Ο Βιτρούβιος στο πέµπτο βιβλίο του έργου του, κατά την περιγραφή των ρωμαϊκών θερμών, αναλύει τον τρόπο κατασκευής των “suspensurae caldariorum” ξεχωρίζοντας τρία διαφορετικά είδη πλίνθων": “sesquipedales” για το δάπεδο τῶν υποκαύστων, “bessales” για τις “suspensurae”, και “bipedales” για το δάπεδο των θερμών". Δυστυχώςο Βιτρούβιος δεν περιγράφει τη χρήση της πλινθοδοµής γενικότερα, επειδή το Epyo του χρονολογείται στα 30 π.Χ, δηλαδή όταν ακόµη στη Ρώμη και στην [ταλία δεν είχε αρχίσει η «βιομηχανική» παραγωγή των πλίνθων. Πρέπει να περιμένουμε tov 60 αι. μ.Χ. για να βρούμε στο δέκατο πόµπτο βιβλίο των Aetymologiae του Ισιδώρου της Σεβίληςᾶ περισσότερες πληροφορίες για το opus /εδίᾶceum. Ta τρία διαφορετικά είδη πλίνθων που αναφέρει ο Βιτρούβιος, παραλληλεπίπεδοι πλίνθοι τετράγωνου σχήματος, αντιστοιχούν σε διάφορα µεγέθη. Οι “bipedales”, δύο πόδια (59,2 εκ.), ἦταν οἱ μεγαλύτεροι. Ακολουθούσαν οι “sesquipedales”, ενάμισι πόδι (44,4 εκ.), και οἱ μικρότεροι οι “bessales” δύο τρίια του ποδιού (19,7 εκ.). Οι πλίνθοι τριγωνικού σχήματος που γνω-
1. Για τις οπτὲς πλίνθους 2. Βιτρούβιος,
De
χρησιμοποιούμε
Architectura
V,
και τους όρους
πλίνθος
ἡ τούβλο.
10,2.
3. Ο Ἰσίδωρος ξεχωρίζει segulae και imbrices µε βάση τη ο Βιτρούβιος ανάλογα µε το αν ήταν ψημένες ἡ ὀχι. 4. Για τη σωστή ορολογία της πλινθοδοµής κατά
piodo βλ. G. Lugli, La tecnica edilizia romana,
Roma
τη
χρήση τους
ρωμαϊκή
1957, 533.
και ὀχι όπως
αυτοκρατορική
πε-
1694
Massimo
ρίζουµε στη
Ρώμη
συνήθως
Vitti
είναι “bessales” κομένες διαγωνίως (19x 26x19
εκ.) (Εικ. 1)°. Ἡ πρώτη χρήση της πλινθοδοµῆς παρατηρείται στη Ρώμη στο διάστηµα που πάει από τον Καίσαρα ὡς τον Αύγουστο. Τότε η πλινθοδοµή αποτελείται απλώς από στρωτήρες στέγης κοµένους στα άκρα touc®. Μετά την περίοδο αυτή το είδος αυτό της πρώτης ύλης χρησιµοποιείται όλο και περισσότερο για να φτάσει στο απὀγειο της χρήσης του μεταξύ Τραϊανού και Σευήρων. Ὑπάρχει μάλιστα και εξειδικευμένη βιομηχανία παραγωγής τέτοιων «στρωτήρων». H διαδικασία παραγωγής πλίνθων στη Μακεδονία των ρωμαϊκών χρόνων δε διέφερε and εκείνη της Ρώμης ἢ των άλλων περιοχών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας”, H ποιότητα των μακεδονικών πλίνθων, προπαντός εκείνων του Δίου και της Θεσσαλονίκης, είναι αρκετά καλή, av και δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις όπου η πλίνθος δεν φαίνεται να έχει Ψψηθεί καλά, δηλαδή σε θερµοκρασία που δεν έχει ξεπεράσει τους 700 βαθμούς». Επίσης και όταν η ποιότητα και η επεξεργασία του πηλού δεν ήταν οι ενδεδειγµένες. Στη Θεσσαλονίκη και στο Afo υπάρχουν ορισμένα παραδείγματα που τεκµηριώνουν µία ὑψηλή τεχνολογική πείρα στην κατασκευἠ των πλίνθων και στη χρησιµοπο[ησή τους. Η διαπίστωση αυτή οδηγεί στο συμπέρασμα ότι στις πόλεις αυτές είχε αφοµοιωθεί πλήρως το παράδειγµα της Ρώμης. Avτό εξάγεται ακόµα και από την παρουσία σε πολλές πλίνθους υπολειμμάτων άµµου, µε την οποία πασπάλιζαν την πλίνθο πριν από το ψήσιμο, καθώς και αποτυπωµάτων άχυρου. Υπάρχουν, επίσης, παραδείγματα πλινθοδοµής, στα κτήρια του Γαλεριανού συγκροτήµατος στη Θεσσαλονίκη και στις µεγάλες θέρµες του Δίου, στα οποία όχι µόνο χρησιμοποιούνται πλίνθοι αρίστης ποιότητας, αλλά και παρουσιάζονται κατασκευαστικές λεπτομέ-
5. Στη Ρώμη παρατηρούνται τρία είδη κοπής: a) πλίνθος πρώτα χαραζόταν και έπειτα κοβόταν µε ένα απότομο χτύπημα και τελειοποιούνταν µε το πικούνι, β) η πλίνθος κοβόταν µε το πριόνι, (προπαντός κατά το διάστηµα μεταξύ Δομιτιανού και Αδριανού). 7) η πλίνθος κοβόταν όταν κιόλας βρισκόταν ενσωµατωµένη στο κτήριο. 6. Lugli, ό.π. (σημ. 4), 533, όπου και ta σχετικά παραδείγματα. 7. H διαδικασία
ἦταν η εξής: πρώτα αντλούσαν τον andò, έπειτα τον τοποθετούσαν
σε μεγάλους λάκκους για να κατασταλάξει, έπειτα αναμείγνναν τον πηλό µε άµµο. Όταν o πηλός ἦταν υγρός στο σωστό σηµείο, τον τοποθετούσαν σε μήτρες ξύλινες. Μετά από αυτή τη φάση, οι πλίνθοι μπορούσαν να μείνουν Ews δύο χρόνια va στεγνώσουν σε σκεπασµένους χώρους πριν ψηθούν στον φούρνο (Εικ. 2). 4 8. Από αναλύσεις, που πραγµατοποιήθηκαν σε πλίνθους της Ρώμης διακιστώθηκε ότι σε μερικές περιπτώσεις η θερµοκρασία κατά το ψήσιμο έφτανε τους 1.000 βαθμούς. ο a
Υλικά
και τρόποι
δόμησης
στη
Maxedovia
1605
ρειες χαρακτηριστικές στα κτήρια της Ρώμης. Παρατηρούμε, δηλαδή, ότι το συνδετικό ασβεστοκονίαµα, όπως και στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, είχε κατά το μέτωπό του λειανθεί µε to µιστρί, συνήθως κατά δύο τρόπους (Εικ. 3). Ὑπάρχουν μερικές περιπτώσεις όπου ο εργολάβος, αφού λείαινε το ασβεστοκονίαµα µε to µιστρί, χάραζε pe τη μύτη αυτού του εργαλείου στο κονίαµα µία λεπτή γραμμή (Εικ. 4). H λείανση και η χάραξη ἦταν εργασίες που τελικά παρέµεναν αφανείς, αφού συνήθως η πλινθοδοµή καλυπτόταν από τοιχογραφίες, ορθομαρµάρωση ἡ απλούστερα από xoviapa (Εικ. 3 και 4). Στη Μακεδονία συνήθως δεν παρατηρούμε να χρησιμοποιούν τις πλίνθους µε την ίδια συχνότητα µε εκείνη που τις µεταχειρίζονταν στη Ρώμη. Και τούτο επειδή η ψημένη πλίνθος αποτελούσε οπωσδήποτε ένα ακριβό οικοδομικό υλικό, το οποίο οἱ εργολάβοι της εποχής και οι αρχιτέκτονες ήταν υποχρεωμένοι, λόγω κόστους, να χρησιμοποιούν µόνο σε συγκεκριµένες περιπτώσεις. Για τις υπόλοιπες προτιμούσαν, όπου ήταν δυνατὀ, να χρησιμοποιούν το τοπικό άρα και φτηνότερο υλικό. Εξάλλου τις πλίνθους στη Μακεδονία δεν τις µεταχειρίζονταν για τη δόµηση τοίχων µε τον ίδιο τρόπο που τις χρησιμοποιούν στη Ῥώμη. Τούτο οφείλεται στο σχήμα της μακεδονικής πλίνθου, που είναι παραλληλεπίπεδο (Εικ. 5). Στη Ρώμη παρατηρούμµε ότι το τριγωνικό σχήµα που παρουσιάζουν οι πλίνθοι των toiχων εξαρτάται από τον τρόπο χρησιμοποίησης των τούβλων κατά την κατασκευή των τοίχων. Οι πλίνθοι ετοποθετούντο µόνο εξωτερικά, µε τη µεγαλύτερη πλευρά προς την πρόσοψη, οὕτως ώστε οι δύο μικρότερες πλευρές του tpiywvov να είναι ενσωματωμένες στην αργολιθοδοµή του πυρήνα (Εικ. 6). Παραλληλεπίπεδοι πλίνθοι χρησιμοποιούνται εκεί, µόνο στις γωνίες των τοίχων. Στη Μακεδονία, όπως ἤδη αναφέραμε, το ορθογώνιο σχήμα της πλίνθου δεν συµβιβάζεται µε αυτόν τον τρόπο κατασκευής των τοίχων, επειδή και 0 πυρήνας των τοίχων απετελείτο από ολόκληρα ἡ τεμαχισμένα τούβλα σε όλο το πλάτος (Εικ. 7). Για τον λόγο αυτό παρατηρούμε ότι οι τοίχοι είναι σχεδόν αποκλειστικά κτισµένοι µε το λεγόμενο opus mixtum σύστημα, δηλαδή παρεμβολή τριών έως πέντε σειρών πλίνθων στο υπόλοιπο σύστηµα αργολιθοδοµής. Οι πλίνθοι δεν τοποθετούνταν µόνο στην πρόσοψη των τοίχων, αλλά ήταν τοποθετημένες δροµικά ἡ µπατικά ἡ εναλλάξ καθόλο το πάχος του τοίχου. Αυτό το είδος δόµησης παρουσίαζε πολλαπλά πλεονεκτήματα. Ἡ χρήση των πλίνθων, περιορισμένη µόνο στις ζώνες, επέτρεπε την ανέγερση της υπόλοιπης κατασκευής µε το τοπικό και πιο φθηνό υλικό», Ἡ κατασκευή, ενσωματώνοντας ζώνες πλίνθων σε κανονι9. τη
θεσσαλονίκη
παρατηρούμε στους τοίχους σε opus
mixtum τη χρήση για την
1696
Massimo
Vitti
KEG αποστάσεις, ήταν πιο σταθερή και πιο γερή ar’ ό,τι θα γινόταν αν ἦταν κτισμένη µόνο µε αργολιθοδοµή, πολύ περισσότερο εάν στην ανωδομµή υπήρχαν θόλοι και τόξα. Οι ζώνες πλίνθων, εξάλλου, τοποθειηµένες σε κανονικές αποστάσεις, αποτελούσαν για τους εργολάβους ένα ασφαλέστεpo και ευκολότερο υπόβαθρο για την κατασκευή της υπερκείµενης αργολιθοδοµής. Στη Μακεδονία
σπάνια συναντούμε τη χρήση
της αμιγούς πλιν-
θοδοµής. Συνήθως διαπιστώνουμε τη χρήση της σε συγκεκριμένες και μόνο περιπτώσεις και σηµεία, όπως στα θυρώματα, στις παραστάδες, στους πεσσούς, στα τόξα, στους θόλους των καµμαρών κλπ., δηλαδή στα αδύνατα στατικά σηµεία του κτηρίου. Η πλινθοδοµή μπορούσε επίσης, µερικές φορές, να χρησιµοποιηθεί στους εσωτερικούς χώρους ενὀς κτηρίου μέχρι ενός ορισμένου ύψους για να προστατευθεί η κατασκευή απὸ την υγρασία. Οι διαστάσεις των πλίνθων του Δίου και της Θεσσαλονίκης, των δύο δηλαδὴ πόλεων για τις οποίες συγκεντρώθηκαν and την έρευνα τα περισσότερα στοιχεία, παρουσιάζουν ορισμένες διαφορές μεταξύ τους, όχι µόνο ανάµεσα σε κτήρια σύγχρονα αλλά και σε Eva και το αυτό κτήριο. Είναι η περίπιωση των λουτρών του Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη, όπου παρατηρούμε τη χρησιμοποίηση πλίνθων µε διαφορετικές διαστάσεις. Εδώ, το κατώτερο µέρος του τοίχου µιας αίθουσας των λουτρών είναι κατασκευασμµένο µε πλίνθους διαστάσεων 48 x40 Χ5 εκ. (αριθ. κατ. 4A), ενώ το υψηλότερο τµήµα της ανωδοµής είναι κατασκευασμένο µε πλίνθους διαστάσεων 38 x30 x3,5 εκ. (αριθ. κατ. 4B), καλύτερης ποιότητας (Εικ. 8). Διαφορές διαπιστώνονται και στα τούβλα που χρησιμοποιήθηκαν κατά την οικοδόµηση του συγκροτήµατος του Γαλερίου. Εδώ παρατηρούμε bui τα τούβλα του νυµφαίου του ανακτόρου έχουν διαστάσεις 43 Χ30 x4,5 εκ. (αριθ. κατ. 6), ενώ εκείνα της βασιλικής του ιδίου συγκροτήµατος είναι 48 Χ33 x3 εκ. (αριθ. κατ. 5), όµοια δηλαδή µε εκείνα του προθαλάμου του κτηρίου της οδού Γούναρη, και περίπου µε εκείνα της δεύτερης φάσης της βιβλιοθήκης της οδού Ολύμπου (49 x32 x4 ex.) και των λουτρών του Αγίου Δημητρίου (αριθ. κατ. 4Α). Τα τούβλα της αίθουσας του κτηρίου της οδού Γούναρη (44 x30 x3,5 εκ., αριθ. κατ. 3B) διαφέρουν and τα προηγούαργολιθοδομῆ
του σχιστόλιθου των Τοπικών λατομείων. ενώ στο Aio των βότσαλων tou
ποταμού Βαφύρα. ασβεστολίθου. 10.
που
διασχίζει
Βλ. E. Καμπούρη,
την πόλη,
«Δημόσιο
και στους
Φιλίππους
τη χρήση
του τοπικού
κτίσμα των ρωμαϊκών χρόνων στο χώρο του συγκρο-
τήµατος της αρχαίας αγοράς Θεσσαλονίκης»,
1] Θεσσαλονίκη
1,
Θεσσαλονίκη
1985,
88, 90, όπου παρατηρείται ότι αυτές οι πλίνθοι ανήκουν σε πεσσὀ µεταγενέστερης φάσης της βιβλιοθήκης. Πλίνθυι διαστάσεων 42 » 335 6 εκ. ανήκουν στην κύρια φάση της βιβλιοθήκης
που
χρονυλογείται
μεταξύ
του
138
καὶ
του
217 μ.Χ.
Ῥλικά
και
τρόποι
δόμησης
στη
Maxedoria
1697
μενα, ενώ πλησιάζουν τις διαστάσεις εκείνων του ανακτόρου (45 Χ30 x4 εκ., αριθ. κατ. 2B), του νυµφαίου του Γαλεριανού ανακτόρου (αριθ. κατ. 6) και της Ροτόντας (41 /45 x30 x4 ex.)". Διαφορετικοί είναι και οι πλίνθοι του Οκταγώνου (40/42 x28 [29 x4,5/5 εκ., αριθ. κατ. 1A, IB, IC, ID), οι οποίες, µαζί µε τις πλίνθους των τειχών της Θεσσαλονίκης, στο τµήµα της οδού Μελενίκου (40 x30 x 5 εκ., αριθ. κατ. 8), τις πλίνθους του νυμφαίου στα νότια της Αγίας Σοφίας (40 x30 x 5 εκ., αριθ. κατ. 7) καθώς και τῶν υποκαύστων του Αγίου Δημητρίου (42 Χ30 Χ3,5 εκ., αριθ. κατ. 40) αποτελούν, παρ᾽ όλες τις µικροδιαφορές στις διαστάσεις, µία κλειστή ομάδα πλίνθων, η οποία φαίνεται να συνιστούσε την πλέον διαδεδομένη οµάδατύπο πλίνθων στη Θεσσαλονίκη. Οι ιδεατές διαστάσεις των τούβλων αυτού του τύπου είναι: 40 x30 x4,5 εκ. (log τύπος). Για τη Θεσσαλονίκη μπορούμε ὠστόσο να καθορίσουμε και άλλες δύο οµάδες-τύπους πλίνθων µε βάση τα παραδείγματα που αναφέραμε rponyovµένως. Σε µία οµάδα ανήκουν οἱ πλίνθοι της βασιλικής του ανακτόρου, του προθαλάµου του κτηρίου της οδού Γούναρη και της δεύτερης φάσης της βιβλιοθήκης της οδού Ολύμπου. Αὐτῆς οι ιδεατές διαστάσεις των πλίνθων είναι; 48 x33 x4 εκ. (2ος τύπος). Τέλος, σε µία τρίτη οµάδα υπάγονται οι πλίνθοι του ανακτόρου καθώς και εκείνοι της κύριας αίθουσας του κτηρίου της οδού Γούναρη, του νυµφαίου του ανακτόρου και της Ροτόντας, µε ιδεατές διαστάσεις 44 x30 x4 εκ. (3ος τύπος). Στο Δίο οι διαστάσεις τῶν πλίνθων φαίνονται κάπως περισσότερο Kwδικοποιηµένες. Παρατηρούμε, δηλαδή, ότι δεν υπάρχουν διαφορές αισθηtég στις διαστάσεις των πλίνθων ενός και του αυτού κτηρίου. Εξάλλου και τα τούβλα του Ωδείου (50 x33/35 x3,5/4 εκ., αριθ. κατ. 12A, 12B)!?, των peγάλων θερμών (50 x36 x4 εκ., αριθ. κατ. 118), εκείνα του κτηρίου νότια των θερμών (49 x33 x4 εκ., αριθ. κατ. 13), εκείνα των καταστημάτων της κεντρικής οδού (48 x33 Χ3,5 εκ., αριθ. κατ. 10) και εκείνα των κτηρίων tou οικοδομικού τετραγώνου νότια της αίθουσας συμποσίου µε το μωσαϊκό του Διονύσου (50 Χ34 x4,4 εκ., αριθ. κατ. 9), µόνο µικροδιαφορές μεταξύ τους παρουσιάζουν. Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι στο Δίο μεταχειρίζονται συνήθως πλίνθους που οι διαστάσεις τοὺς, µε τις µικρές διαφορές που αναφέpape, μπορούν να κυμανθούν στα ιδεατά πλαίσια των 50 Χ33 x4 εκατοστών.
11. Για τις διαστάσεις των πλίνθων της Ροτόντας βλ. E. Herbrard, «Les travaux du Service Archéologique de l'Armée d’Orient ἃ l'Arc de Triomphe de “Galere” et a l'église Saint Georges de Salonique», BCH 44, 1920, 22. 12. Ευχαριστώ τον καθηγητή A. Παντερμαλή που µου παραχώρησε την άδεια va πραγματοποιήσω τις μετρήσεις των πλίνθων των κτηρίων του Δίου. 107
1698
Massimo
Vitti
Στους Φιλίππους, μέχρι στιγμής, διαπιστώθηκε η χρήση μόνο ενός τύπου πλίνθου διαστάσεων 48 x33