Εξομολογήσεις (Πρώτος τόμος, Βιβλία I-VII) 9789606002328, 9789606003097

Οι «Εξομολογήσεις», έργο κλασικό που γνώρισε τεράστια απήχηση στο δυτικό πολιτισμό, είναι η ιστορία της νεότητας του Αυγ

127 35 8MB

Greek Pages 364 Year 2010

Report DMCA / Copyright

DOWNLOAD PDF FILE

Table of contents :
Πρόλογος
Εισαγωγή
Βιβλίο πρώτο: Τα παιδικά χρόνια
Βιβλίο δεύτερο: Η εφηβεία
Βιβλίο τρίτο: Στην Καρχηδόνα
Βιβλίο τέταρτο: Τα χρόνια της πλάνης
Βιβλίο πέμπτο: Τα χρόνια της περιπλάνησης: Καρχηδόνα, Ρώμη, Μιλάνο
Βιβλίο έκτο: Τα χρόνια της κρίσης
Βιβλίο έβδομο: η ηλικία της ωριμότητας: Νεοπλατωνικοί και χριστιανοί
Σημειώσεις πρώτου τόμου
Recommend Papers

Εξομολογήσεις (Πρώτος τόμος, Βιβλία I-VII)
 9789606002328, 9789606003097

  • 0 0 0
  • Like this paper and download? You can publish your own PDF file online for free in a few minutes! Sign Up
File loading please wait...
Citation preview

ΑΓΙΟ Υ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ Ρ Ρ 2 ΤΟΣ ΤΟΜΟΣ ΒΙΒΛΙΑ I-VII

€ΙΣ ΑΓΩΓΗ-ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΧΟΛΙΑ: ΦΡΑΓΚΙΣΚΗ

έκ δ ο σ η

ΓΚΛΟ ΕΠ Ι

Κ πΗ Ι ΠΛΤΑΚΗ

ΝΑΥΤΙΛΟΣ '%. Α Ν Α Γ Ν Ο ? Μ Α Γ Α

Ιίη

12 α

ΑΜΠΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ Π Ρ Ω Τ Ο Σ ΤΟ Μ Ο Σ ΒΙΒΛΙΑ I-VII

ΝΑΓΤΙΛΟΣ ♦ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ Διευθυντής σειράς: Τάκης Καγιολής

ΑΓΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ

ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

ΒΙΒΛΙΑ I-VII

Πρόλογος, εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια

ΦΡΑΓΚΙΣΚΗ ΑΜΠΑΤΖΟΠΟΓΛΟΓ

ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ΠΑΤΑΚΗ

Τό παρόν έργο πνευματικής Ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της έλληνικής νομοθεσίας (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί καί Ισχύει σήμερα) καί τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής Ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται άπολύτως ή άνευ γραπτής άδειας τοΰ έκδότη κατά όποιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ήλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση καί έν γένει άναπαραγωγή, έκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, άναμετάδοση στό κοινό σέ όποιαδήποτε μορφή καί ή έν γένει έκμετάλλευση τοΰ συνόλου ή μέρους τοΰ έργου.

Εκδόσεις Πατάκη Ναυτίλος - Αναγνώσματα 12α Αγίου Αύγουστίνου, Εξομολογήσεις, τόμος πρώτος, βιβλία I-VII Τίτλος πρωτοτύπου: S. Aurelius Augustinus, Confessioties Πρόλογος, είσαγωγή, μετάφραση άπό τά λατινικά, σχόλια: Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου Επιμέλεια, θεώρηση δοκιμίων: Ιωάννης Βλαντής Σχεδιασμός σειράς, έξώφυλλο: Μαρίνα Παπαχριστοδήμα Στοιχειοθεσία, σελιδοποίηση, φίλμ: Π. Καπένης Μοντάζ: Ράνια Άμολοχίτου Copyright® Σ. Πατάκης ΑΕΕΔΕ (Εκδόσεις Πατάκη), Αθήνα, 1997 Πρώτη έκδοση στήν έλληνική γλώσσα άπό τίς ’Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, Ιανουάριος 1999 Ακολούθησαν οί Ανατυπώσεις Δεκεμβρίου 1999, Ίανουαρίου 2001, ’Οκτωβρίου 2001, Σεπτεμβρίου 2004, Μαρτίου 2006, Δεκεμβρίου 2007, Νοεμβρίου 2009, ’Οκτωβρίου 2010, ’Οκτωβρίου 2012, Ιουλίου 2014, ’Απριλίου 2017, Δεκεμβρίου 2018 Ή παρούσα είναι ή δέκατη τέταρτη εκτύπωση, Μάιος 2021 ΚΕΤ 1534 ΚΕΠ 313/21 ISBN (set) 978-960-600-232-8 ISBN (vol. 1) 978-960-600-309-7 ε κ δ ό σ ε ις

W iu m n

ΠΑΝ ΑΓΗ ΤΣΑΛΔΑΡΗ (ΠΡΩΗΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ) 3 9 ,104 37 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ.: 210.36.50.000,210.52.05.600,901.100.2665 -FAX: 210.36.50.069 ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: ΕΜΜ. ΜΠΕΝΛΚΗ 16,106 79 ΑΘΗΝΑ, ΤΗΛ.: 210.39.31.079 ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑ ΒΟΡΕΙΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ: ΚΟΡΥΤΣΑΣ (ΤΕΡΜΑ ΠΟΝΤΟΥ-ΠΕΡΙΟΧΗ Β’ ΚΤΕΟ), 570 09 ΚΑΛΟΧΩΡ1 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Τ.θ. 1213, ΤΗΛ.: 2310.70.63.54,2310.70.67.15 - FAX: 2310.70.63.55 Web site: http://www.patakis.gr · e-mail: [email protected], [email protected]

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Π ΡΩ ΤΟ Σ ΤΟΜ ΟΣ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

11-22

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

2 3 -111

’Από την ’Αφρική στην ’Ιταλία

23

~

Ό Αυγουστίνος έπίσκοπος

Τππώνος 3° ~ Ό καιρός τών ’Εξομολογήσεων 34 ~ 'Ο Αυγουστί­ νος Πατέρας τής ’ Εκκλησίας 37 ~ Ή πνευματική διαμόρφωση τοΰ Αυγουστίνου 4 2 ~ Χριστιανοί, γνωστικοί καί εθνικοί 47 ~ Σ τό φαρ­ μακείο τών μανιχαίων 5 2 ~ Οί νεοπλατωνικοί 5 8 ~ Ή μυστική εμπειρία 6 ι ~ Αύτοβιογραφικός λόγος καί μεταστροφή 64 ~ Αύτοβιογραφικός λόγος καί προσευχή 6 8 ~ Ή λογοτεχνική παράδοση τής αυτοβιογραφίας η \ - Αυτοβιογραφία καί εξομολόγηση 77 ~ Τριαδι­ κά σχήματα καί μιμητική έπιθυμία 8 ι ~ Τό πρόβλημα τών λέξεων 86 ~ Τά δάκρυα τής εξομολόγησης g o ~ Ζητήματα υφους 9 3 ~ Οί

’Εξομολογήσεις , οί "Ελληνες καί ο! σύγχρονοι ι ο ί

112

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Β ΙΒ Λ ΙΟ Π Ρ Ω Τ Ο ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ

Ή βρεφική ηλικία

122

11

η- 1 4 8

~ Ή βρεφική αθωότητα 12 6 ~ Στήν ήλι-

κία τοΰ νήπιου 12 8 ~ Τά πρώτα γράμματα. Τά παιχνίδια τών μεγά­ λων 130 ~ Στό σχολείο τών «γραμματικών» 13 6 ~ Ή λογοτεχνία. Ματαιότητες καί ψευδαισθήσεις 140 ~ Ή γλώσσα καί τά ήθη

14 3

Β ΙΒ Λ ΙΟ Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο »49_ι6 5 ’Επικίνδυνα παιχνίδια 152 ~ Ή κλοπή τών αχλαδιών 156 ~ Ή ηδονή τοΰ κακού 159 ~ Ή μανία τής μίμησης καί ή δύναμη τής συνενοχής 163 Η ΕΦΗΒΕΙΑ

Β ΙΒ Λ ΙΟ Τ Ρ ΙΤ Ο ΣΤΗΝ ΚΑΡΧΗΔΟΝΑ 16 7 -19 » Τό πάθος γιά τά θέατρο ι 68 ~ 'Ο Hortensius τοΰ Κικέρωνα 1 7 3 ~ Οί μανιχαΐοι 1 7 5 ~ 'Ο ήθικός νόμος ι 8 ο - Ό θειος νόμος καί ό ανθρώπινος νόμος 18 3 ~ Τό όνειρό τής Μάνικας ~ ι8 8

7

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Β ΙΒ Λ ΙΟ Τ Ε Τ Α Ρ Τ Ο

193-2 22

ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΠΛΑΝΗΣ

Μάγοι καί άστρολόγοι 195 ~ Ό θάνατος ενός φίλου 199 ~ Ή φι­ λία

204 ~ Γ ιά την ωραιότητα καί την αρμονία 21 2 ~ Οί κατηγο­

ρίες τ ο ΰ ’Αριστοτέλη 2 ΐ8 Β ΙΒ Λ ΙΟ Π Ε Μ Π Τ Ο ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗΣ: ΚΑΡΧΗΔΟΝΑ, ΡΩΜΗ, ΜΙΛΑΝΟ

2 2 3 -2 5 1

Τά βιβλία τών φιλοσόφων 225 — Οί ανακρίβειες των μανιχαίων 2 28 ~ Ό Φαΰστος 232 - Σ τ η Ρώ μη 236 - Οί προσευχές τής Μάνικας 241

~ Οί φιλόσοφοι τή ς Νέας Άκαόήμειας

244 ~ Ό επίσκοπος

’Αμβρόσιος 248 Β ΙΒ Λ ΙΟ Ε Κ Τ Ο ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗ Σ

2 5 3 -2 8 7

Τό κήρυγμα τοΰ ’Αμβρόσιου 2 5 7 ~ 'Ο άνθρωπος « κα τ’ εικόνα Θεού» 258 ~ Ή αυθεντία τών Γραφών 263 ~ Οί προσδοκίες τοΰ «αίώνος» 265 — Ό ’Αλΰπιος 267 ~ 'Ο Νεβρίδιος. ’Αμφιβολίες καί δισταγμοί 2 7 6 - Σχέδια γιά ένα κοινόβιο. Ή μητέρα τοΰ Άδεοδάτου 283

Β ΙΒ Λ ΙΟ Ε Β Δ Ο Μ Ο 2 8 9 -3 24

Η ΗΛΙΚΙΑ ΤΗΣ ΩΡΙΜΟΤΗΤΑΣ. ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΚΟΙ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ

Ή ιδέα τοΰ Θεοΰ 2 9 1 ~ Ή ελευθερία τής βούλησης 293 ~ Ή κα­ ταδίκη τής άστρολαγίας 2 g g ~ Τό πρόβλημα τοΰ κακοΰ

3°4

~ Τά

βιβλία τών πλατωνικών 3 ° 7 ~ Ή μυστική ενατένιση τής θεότητας 3 1 0 ~ Ή υπερβατική αλήθεια 3 1 6 ~ Πλάνες γιά τό πρόσωπο του Χριστού 3 1 8 ~ Οί κίνδυνοι τοΰ νεοπλατωνισμού 320 ~ Διαβάζοντας τόν απόστολο Παύλο 322 Σ Η Μ Ε ΙΩ Σ Ε Ι Σ Π Ρ Ω Τ Ο Τ Τ Ο Μ Ο ΐ ΠΡΟΛΟΓΟΣ 3 2 5 ~ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 3 2 6 - ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

345

ΒΙΒΛΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

~

ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ

355

348

~ ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΤΟ

~

357

~ ΒΙΒΛΙΟ

35 2 ~ 359

~ ΒΙΒΛΙΟ ΕΒΔΟΜΟ

Γενικό ευρετήριο καί τών δύο τόμων: τόμος δεύτερος, σ. 33* κ.έ.

8

338

ΒΙΒΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ot Εξομολογήσεις, έργο κλασικό πού γνώρισε τεράστια απήχηση στον δυτικό κόσμο, είναι ή ιστορία τής νεότητας τοϋ Αυγουστίνου καί ή μαρτυρία τής πνευματικής του πε­ ριπλάνησης καί τής μεταστροφής του, με τή μορφή εξο­ μολόγησης στόν Θεό. Μέ τό έργο αυτό ο Αυγουστίνος θεωρείται ότι εγκαινιάζει την παράδοση τοΰ έξομολογητικοΰ λόγου, δηλαδή τής αύτοβιογραφικής «εκ βαθέων» γραφής, πού επιχειρεί νά διερευνήσει αυτό πού ό ίδιος ονό­ μασε «άβυσσο τής ανθρώπινης συνείδησης». «Πρώτη πνευματική αυτοβιογραφία» καί «μανιφέστο τοΰ εσωτερικού κόσμου» έχουν χαρακτηρίσει τό κείμενο αυτό, πού αγαπήθηκε γιά διαφορετικούς λόγους, όχι π ά ­ ντα ανάλογους μέ τίς προθέσεις τοΰ συγγραφέα, καί βρήκε ένθερμους θαυμαστές σέ συγγραφείς διαφορετικών επο­ χών, όπως ό Πετράρχης, ό Milton ό Τ. S. Eliot καί ό Henry Miller, αλλά καί επικριτές, όπως ό Nietzsche. «Οί Εξομολογήσεις είναι τό πιό σοβαρό βιβλίο πού έχει γρα­ φτεί ποτέ»1 έχει π εΐ ο Wittgenstein γιά τό έργο αυτό, πού αποτελεί κορυφαία έκφραση αγωνίας καί έσωτερικοΰ αγώνα στήν αναμέτρηση τοΰ ανθρώπου μέ τό Απόλυτο.

ΑΓΙΟΤ ΑΤΓΟΓΣΤΙΝΟΪ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

Οι ’Εξομολογήσεις είναι ένα έργο ιδιόμορφο από κάθε άποψη, πού άντιστέκεται στην ταξινόμηση, αλλά ταυτό­ χρονα έργο-μήτρα γιά μιά τεράστια κατηγορία κειμένων τοΰ πεζού καί ποιητικού λόγου καί ένα άνεξάντλητο τα ­ μείο έμπνευσης γιά τούς μεταγενέστερους, καί όχι μόνο γιά εκείνους πού τό άκολούθησαν ώς πρότυπο. Απόηχους από εικόνες, μοτίβα καί φράσεις του αναγνωρίζουμε σέ ποιητές καί στοχαστές όλων των εποχών. Οί ’Εξομολογήσεις ανήκουν σέ εκείνα τά έργα πού συ­ νενώνουν διαφορετικά είδη καί παραδόσεις γιά νά δημιουρ­ γήσουν τη δική τους παράδοση. Μεταξύ άλλων άναγνωρίζουμε τό αγαπημένο θέμα τών φιλοσόφων, τήν άναζήτηση τής άλήθειας μέ τή μορφή τής φιλοσοφικής περιπλάνησης καί τής φιλοσοφικής προσευχής, καθώς καί τίς ιστορίες τής μεταστροφής, πού ήσαν ένα αγαπητό ανάγνωσμα κα­ τά τούς πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Άπό τά διαφορε­ τικά αυτά είδη γεννήθηκε ένας εκπληκτικός συνδυασμός αύτοβιογραφικής άφήγησης, λυρικού πεζοτράγουδου, μυ­ θιστορήματος ένηλικίωσης καί φιλοσοφικής πραγματείας, σέ μιά γλώσσα στήν οποία ή φωνή τών νεοπλατωνικών φιλοσόφων ενώνεται μέ αυτήν τών ψαλμών. Οί ’Εξομολο­ γήσεις προκάλεσαν μιάν επανάσταση στή λατινική Δύση, υποστηρίζει ό Jacques Fontaine, γιατί ό Αυγουστίνος κα­ τόρθωσε νά δημιουργήσει έναν νέο κώδικα επικοινωνίας, συνδυάζοντας τρεις πολιτισμούς — τόν άρχαϊο ρωμαϊκό, τόν βιβλικό καί τόν χριστιανικό— καί τρία επίπεδα ανα­ φοράς, καί πλουτίζοντας τή λατινική γλώσσα όχι μέ νέες λέξεις άλλά μέ νέες σημασίες2. Τό κείμενο τών Εξομολογήσεων τό διατρέχει ή άγω 12

ΙΙΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΡΙΑΣ

νία τών λέξεων. Ό Αυγουστίνος αναγνωρίζει πολύ πριν από τούς σύγχρονους ότι οί λέξεις είναι σημεία καί ότι ή πράξη της αυτοβιογραφίας, δσο καί αν διαπνέεται από φι­ λαλήθεια, στηρίζεται στά δεδομένα τής γλώσσας. Ό ίδιος ό τίτλος τοΰ έργου, Εξομολογήσεις, εισάγει τόν αναγνώ­ στη στό χώρο τής πολυσημίας καί τών πολλαπλών προ­ θέσεων γιατί είναι μιά λέξη μέ πολλαπλές σημασίες: τής εξομολόγησης αμαρτιών, τής ομολογίας τής πίστης καί τής δοξολογίας. Ό Αυγουστίνος θέτει ως άποδέκτη τής αφήγησής του τόν παντογνώστη Θεό: «Ά σ ε με, ωστόσο, νά μιλήσω σέ σένα τόν οίκτίρμονα, εγώ πού είμαι “χώμα καί σ τά χτη ” . Ά σ ε με νά μιλήσω. Στό έλεος σου μιλώ, καί δχι στή χλεύη τοΰ άνθρώπου. ’Ίσω ς κι εσύ τώρα μέ βρίσκεις κα­ ταγέλαστο, φτάνει όμως νά στραφείς σέ μένα, καί θά μέ σπλαχνιστείς»3. Σκοπός του δμως είναι νά τόν ακούσουν καί νά τόν πιστέψουν οί άνθρωποι: «... εξομολογούμαι σέ σένα γιά νά μέ ακούσουν οί άνθρωποι, κι άς μήν έχω τρό­ πο νά άποδείξω οτι λέω αλήθεια: όσοι μέ αγαπούν θά μέ πιστέψουν, κι ή άγάπη θά κρατήσει τ ’ αυτιά τους ανοι­ χτά » 4. Προϋπόθεση τής πίστης είναι ή άγάπη: « Ή άγά­ πη πάντα στέγει, πάντα πιστεύει»3. Σ ’ αυτή τήν παυλιανή ρήση θά στηρίξει ό Αυγουστίνος τή μαρτυρία του, δια­ τυπώνοντας ταυτόχρονα έναν δρο πού ισχύει γιά κάθε αυτοβιογραφική αφήγηση: οί λέξεις της δέν μπορούν νά έχουν ισχύ παρά μόνο γιά τόν αναγνώστη πού συμπάσχει καί ταυτίζεται μέ τόν αφηγητή, «δι’ έλέου καί φόβου». Ό Αυγουστίνος, επιλέγοντας τή μορφή μιας λυρικής αφήγησης πού απευθύνεται στόν Θεό αλλά προορίζεται νά 13

ΑΓΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡ11ΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

φτάσει σ τ ’ αυτιά τών άνθρώπων, θά μιλήσει γιά τόν ανώ­ τερο εαυτό καί θά τόν αναζητήσει στό λαβύρινθο της μνή­ μης: «Κύριε, εσύ είσαι ό αιώνιος πατέρας, όμως έμενα τά κομμάτια τής ζωής μου είναι σκόρπια στήν αβεβαιότητα τών καιρών, χωρίς νά ξέρω πώ ς καί μέ ποιά τάξη. Οί κα­ ταιγισμοί ασύνδετων γεγονότων μου κουρελιάζουν τίς σκέψεις μου, τά σπλάχνα τής ψυχής μου». Πόσο οικεία άκούγεται αυτή ή φωνή στόν αναγνώστη, καί πόσο σύγ­ χρονη. Ό Αυγουστίνος, ξετυλίγοντας επίμονα τόν εσωτε­ ρικό του μονόλογο μέσα από τούς δρόμους τοΰ ασυνείδη­ του, συναντά μιάν από τίς καλύτερες παραδόσεις τοΰ αιώ­ να μας. «Είναι πολλά αυτά πού καθιστούν τίς Εξομολογήσεις ένα κείμενο απροσδόκητα σύγχρονο, όμως δέν θά πρέπει νά ξεχνάμε ότι άνήκει σέ μιάν άλλη εποχή, καί θά ήταν λάθος νά απομονώσουμε τό συγγραφέα από τούς προβλη­ ματισμούς τού αρχαίου κόσμου καί τών πρώτων χριστια­ νικών αιώνων» παρατηρεί ό Henry Chadwick6. Οί ’Εξο­ μολογήσεις συνδέουν τήν αρχαιότητα μέ τόν σύγχρονο κό­ σμο, αλλά δέν παύουν νά είναι προϊόν τής άρχαιότητας. Ή ελληνική βιβλιογραφία πού διαθέτουμε γιά τίς Εξομολογήσεις, καί γενικότερα γιά τόν Αυγουστίνο, είναι εξαιρετικά φτω χή. ’Αντίθετα, γιά τόν Δυτικό κόσμο, τό έργο αυτό έχει άποτελέσει αντικείμενο εξονυχιστικής έρευνας. Μέχρι τίς αρχές τοΰ αιώνα, κανείς δέν αμφισβη­ τούσε τήν ιστορικότητα τών ’Εξομολογήσεων. Οί μελε­ τητές συμφωνούσαν ότι πρόκειται γιά τήν ιστορία τής με­ ταστροφής τού συγγραφέα, άληθινή σέ κάθε της λεπτο­ μέρεια- σύμφωνα μέ τήν ιστορία αυτή, ό Αυγουστίνος, από «4

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΡΙΑΣ

τά δεκαέξι ώς τά τριάντα δύο του χρόνια, δοκίμασε όλες τίς εμπειρίες: τό σέξ καί τό θάνατο, την έλξη τοΰ κακού καί τη θηριωδία των ρωμαϊκών ιπποδρομίων, τόν αριβισμό καί τη φιλοδοξία γιά κοινωνική άνοδο, τη διανοητική βου­ λιμία καί τήν παθιασμένη φιλοσοφική αναζήτηση πού τόν οδήγησε άπό τό δογματισμό τών μανιχαίων καί τήν αστρολογία στό σκεπτικισμό τών άκαδημεικών καί στούς νεοπλατωνικούς. Ό Αυγουστίνος «παρεσύρθη άπό τόν στρόβιλον τών σαρκικών ήδονών καί τών αισθησιακών απολαύσεων» καί μετά άπό μιά πολυτάραχη ζωή «πολύπλοκων άξιώσεων καί πολυσχιδών διεκδικήσεων», άναζήτησε τή σωτηρία του στόν Θεό, γράφει ο Άνδρέας Δαλέζιος, άκολουθώντας τήν παλαιότερη θέση της Δυτικής κριτικής γιά τίς ’Εξο­ μολογήσεις, στόν πρόλογο τής μοναδικής μετάφρασης τοΰ έργου πού έγινε μέχρι σήμερα στά ελληνικά7. "Ομως ό 20ός αιώνας υπήρξε καθοριστικός γιά τήν αυγουστίνεια έρευνα. Μιά νέα γενιά μελετητών έθεσε τό ερώτημα: σέ ποιό βαθμό ή ευσέβεια καί οί λογοτεχνικές άπαιτήσεις άφησαν άνεπηρέαστη τήν άλήθεια; Τή διαμάχη πού ξέσπασε, καί στήν οποία τόν πρώτο λόγο είχαν οί ιερωμένοι, προκάλεσε ή εργασία τοΰ Ρ. Α1faric, ενός νεοτεριστή ιερωμένου πού έξέφρασε τολμηρές άπόψεις γ ι’ αυτό τό ζήτημα8. Ή διαμάχη πήρε νέα τροπή τό 1950, όταν δημοσιεύτηκε τό μνημειώδες έργο τοΰ Pierre Courcelle, Recherches sur les Confessions de Saint Augustin, πού, όπως έχει λεχθεί, υπήρξε γιά τίς αυγουστίνειες σπουδές μιά κοπερνίκεια επανάσταση. Ό Pierre Courcelle μέ τήν έρευνά του προχώρησε όσο ‘5

ΑΓΙΟΓ ΑΤΓΟΤΣΤΙΝΟΪ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

κανείς μέχρι την εποχή του στο ζήτημα του ρολού που έπαιξε ή μελέτη τών νεοπλατωνικών στη διαμόρφωση τοΰ νεαρού Αυγουστίνου, καί έπεκτάθηκε σέ ζητήματα πού αφορούσαν γενικότερα τή ζωή του καί τήν πνευματική του διαμόρφωση. Τό 1963 ό Courcelle έξέδωσε ένα ακόμη σημαντικό έργο, στό όποιο έρευνα ζητήματα τής λογοτε­ χνικής παράδοσης τών ’Εξομολογήσεων 9. Στό τέλος τής δεκαετίας τοΰ ’60 δημοσιεύτηκε ή πληρέστερη μέχρι σήμερα βιογραφία τοΰ Αυγουστίνου από τόν ’Άγγλο ιστορικό Peter Brown, μία μελέτη πού συν­ δυάζει τήν έξαντλητική χρήση τών πηγών μέ τό λαμπερό ύφος καί τήν πρωτοτυπία τών ιδεών10. Ό Brown έξετάζει τίς συνθήκες συγγραφής τών Εξομολογήσεων καί μας δείχνει ότι ό συγγραφέας τους δέν είχε γίνει ακόμη ό απαι­ σιόδοξος άνθρωπος τών τελευταίων δεκαετιών τής ζωής του, ό ηλικιωμένος επίσκοπος πού στράτευσε τή γραφίδα του στήν καταπολέμηση τών αιρέσεων. Είναι ό άνθρωπος πού έχει έπιλέξει τήν έγκράτεια, αλλά μπορεί νά γράφει γιά τήν ομορφιά τής φιλίας σέ ένα πνεύμα έπικούρειο. Ό Αυγουστίνος τών ’Εξομολογήσεων δέν είναι ο ίδιος γιά όλους τούς μελετητές του. ’Α πό τίς παλιότερες βιο­ γραφίες του — στίς όποιες περιλαμβάνονται καί εκλαϊκευ­ τικά έργα γιά τό ευρύτερο κοινό, όπως τό βιβλίο τή ς Re­ becca West— μέχρι τίς νεότερες μελέτες τών John O ’Meara, M ichele Pellegrino καί Peter Brown, υπάρχει τεράστια απόσταση. Καθένας κατασκευάζει καί προτείνει τή δική του εκδοχή. Τό μόνο βέβαιο πού διαθέτουμε είναι τό ι’διο τό έργο, τό όποιο μόνο πρόσφατα αντιμετωπίστηκε ως λογοτέχνημα στό σύνολό του, ενώ παλαιότερα τό ι6

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΡΙΑΣ

ενδιαφέρον συγκέντρωναν μόνο τά πρώτα εννέα βιβλία πού αποτελούν τό καθαρά αφηγηματικό μέρος — δηλαδή μό­ λις λίγο περισσότερο από τό μισό— , άλλά όχι καί τά τε­ λευταία τέσσερα, πού αποτελούν αναμφίβολα μέρος τής δομής του. Οί Εξομολογήσεις ώς λογοτέχνημα απασχολούν σήμε­ ρα, σέ ένα διαφορετικό πλαίσιο, τούς θεωρητικούς τής λο­ γοτεχνίας. Ό Jean Starobinski, ό Philippe Lejeune, ό James Olney καί πολλοί άλλοι αναγνωρίζουν στό έργο αυτό όλα τά στοιχεία ενός λογοτεχνικού είδους πού θά γνωρίσει μεγάλη επιτυχία στόν Δυτικό κόσμο, τής αυτοβιογραφίας. Στόν έξομολογητικό λόγο τού Αυγουστίνου βρίσκουν όλα τά έπιμέρους γνωρίσματα τού είδους, γιατί στά δεκατρία βιβλία τού έργου συνενώνονται όλες οί δυνατές αφηγήσεις τού εαυτού: ή ιστορική, ή πνευματική καί ή ποιητική. Μετά τόν Courcelle, ή αύγουστίνεια έρευνα συνεχί­ στηκε μέ αμείωτο ζήλο καί πολλές ένδιαφέρουσες μελέτες γιά τά ειδικότερα καί γενικότερα ζητήματα των Εξομο­ λογήσεων είδαν τό φώς. Νέες προσεγγίσεις έπιχειρήθηκαν, όπως αυτή τού Patrice Cambronne, πού εξετάζει τή σχέση φανταστικού καί θεολογίας στόν Αυγουστίνο11. Α γ ναμφίβολα, ή πιό χρήσιμη εργασία γιά τίς ’Εξομολογήσεις είναι αυτή τού ’Αμερικανού λατινιστή O ’Donnell, πού έκδόθηκε στις αρχές τής δεκαετίας τού ’90 καί περιλαμ­ βάνει μιά νέα έκδοση τού λατινικού κειμένου καί έκτενή σχολιασμό13. Τά σχόλια στηρίζονται σέ μιά εξονυχιστική εξέταση τού κειμένου καί τής τεράστιας αύγουστίνειας βι­ βλιογραφίας. Ή εργασία τού O ’Donnell είναι ένα ανεκτί­ μητο βοήθημα γιά τό μεταφραστή. 17

ΛΓΙΟΪ ΑΪΤΟΪ'ΣΤΙΝΟΤ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

Στην εισαγωγή πού ακολουθεί, ό "Ελληνας αναγνώ­ στης θά βρει χρήσιμα στοιχεία γιά τή ζωή καί τό έργο τοϋ συγγραφέα. Προσπάθησα νά δώσω ένα οσο τό δυνατόν ευρύτερο φάσμα των προβλημάτων τοΰ έργου καί νά π α ­ ρουσιάσω όχι ένα αλλά πολλά κλειδιά ερμηνείας, γιατί, όπως παρατηρεί ό O ’Donnell: «Γιά ένα κείμενο τόσο πολυεπίπεδο καί περίτεχνο δπως οι ’Εξομολογήσεις, ή προ­ σπάθεια νά βρεθεί ένα μόνο κλειδί δεν έχει νόημα»13. ’Άλ­ λωστε, κάθε ερμηνεία, όπως καί ή ίδια ή μετάφραση, φέ­ ρει τή σφραγίδα τών προσωπικών επιλογών τοΰ γράφοντος. Ό αναγνώστης τών Εξομολογήσεων βρίσκεται μπρο­ στά σέ ένα έργο μέ πολλές θύρες καί προσβάσεις. «Τώ κρούοντι άνοιγήσεται» μας υπενθυμίζει ό Αυγουστίνος. Τό βιβλίο αυτό τό έγραψε, καθώς ό ίδιος λέει, γιά νά δονήσει τίς καρδιές. "Ομως σ’ αυτό κατόρθωσε νά κλείσει όλα τά αποθέματα τής καρδιάς του, μέ τη βιβλική καί τή σύγ­ χρονη έννοια τής λέξης, γράφοντας «μέ λογισμό καί μ ’ όνειρο».

Α ίγ α γ ιά τ ή μ ε τ ά φ ρ α σ η Σήμερα είναι πλέον κοινή ή παραδοχή ότι ή μετάφραση είναι μιά πράξη επικοινωνίας, ανοιχτή καί ανανεώσιμη, ένας διάλογος τοΰ μεταφραστή μέ τό κείμενο, μέ άλλα κείμενα, μέ τήν Γδια τή μετάφραση, καί ακόμη μέ άλλους πολιτισμούς, γιατί δέν μεταφράζουμε μόνο γλωσσικά, αλλά καί πολιτισμικά μηνύματα. Στό παλιό δίλημμα τοΰ μιεταφραστή, πού έθεσαν πρώτοι οί Λατίνοι, άν ή μετά­ φραση πρέπει νά γίνεται κατά λέξη ή κατά νόημα, πολλοί ι8

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΡΙΑΣ

αιώνες μεταφραστικής δραστηριότητας καί δημιουργίας τάχθηκαν υπέρ της ελεύθερης νοηματικής απόδοσης, προκειμένου νά αποφευχθεί «ή μεταμόρφωσις δένδρων εις πασσάλους» δπως άποκαλεΐ τη στείρα φιλολογική με­ τάφραση ό Ρόίδης, δανειζόμενος μιά φράση τοϋ Jules Janin14. "Ομως στίς μέρες μας, ή νέα αντίληψη πού δια­ μορφώνεται επιμένει στό γράμμα, δηλαδή σέ δλο τό πολύ­ πλοκο πλέγμα νοημάτων πού προκύπτει άπό σημαίνοντα καί σημαινόμενα. Σήμερα ξαναγυρίζουμε στήν «πιστή» μετάφραση: ξεκινάμε άπό τίς λέξεις γιά νά καταλήξουμε σέ μιά μετάφραση « κ α τ’ ουσίαν». ’Α ναγνωρίζοντας ότι σέ κάθε κείμενο υπάρχει ένα μή μεταφράσιμο ποσοστό, άναζητάμε αντιστοιχίες καί τίς συχνά κρυφές συγγένειες πού διατηρούν οι γλώσσες αναμεταξύ τους. Σύμφωνα μέ τόν Walter Benjamin: «Δουλειά τού μεταφραστή είναι νά άποδεσμεύει στή δική του τή γλώσσα τήν καθαρή εκείνη γλώσσα πού βρίσκεται στή μαγική εξουσία μιας άλλης, νά απελευθερώνει τή γλώσσα πού είναι φυλακισμένη σέ ένα έργο, αναδημιουργώντας το»15. Αυτό πού δημιουργεί τίς μεγαλύτερες δυσκολίες στό αύγουστίνειο κείμενο είναι τά ρητορικά σχήματα, οί αντι­ θέσεις, πού είναι κατά κανόνα άδύνατο νά αποδοθούν στά ελληνικά, διατηρώντας τίς σημασίες καί τή μουσικότητά τους. Ό Αυγουστίνος παίζει συνεχώς μέ τίς λέξεις, δπως γιά παράδειγμα αυτές πού b Kenneth Burke ονομάζει «vert- family», τήν οικογένεια τών λέξεων άπό τή ρίζα vert-, πού άναφέρονται στή μεταστροφή, αλλά καί μέ μιά μεγάλη κατηγορία λέξεων μέ ποικίλες σημασίες16. Τό ίδιο ισχύει καί γιά τήν οικογένεια tend-, από τήν οποία προέρ­ ‘9

ΑΓΙΟν ΑΤΓΟΊΓΣΤΙΝΟΤ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

χονται τά distentio, intentio κτλ. Τά παιγνίδια αυτά άποδεικνύονται σοβαρά, γιατί στην ετυμολογία καί τίς συγγέ­ νειες των λέξεων δ Αυγουστίνος θεμελιώνει τή σκέψη του καί την ορολογία του, αλλά επιπλέον είναι καί μη μεταφράσιμα, δεδομένου δτι οι λατινικές ρίζες διαφέρουν από τίς ελληνικές. Ό Αυγουστίνος κ α τ’ ουσίαν επιχειρεί συνεχώς αυτό πού δ Jakobson ονομάζει ένδογλωσσική με­ τάφραση, δηλαδή την ερμηνεία των γλωσσικών σημείων από άλλα σημεία τής ίδιας γλώσσας. Ό Αυγουστίνος ήταν ένας άνθρωπος πού διάβασε τά έργα στά όποια χρωστούσε τή διαμόρφωσή του — τούς νεοπλατωνικούς καί τή Βίβλο— σέ λατινικές μεταφρά­ σεις. Αυτό δημιουργεί γιά τόν 'Έ λληνα μεταφραστή μιά πρόσθετη δυσκολία. Σχεδόν δλόκληρη ή φιλοσοφική δρολογία τού Αυγουστίνου άποτελεΐται άπό αποδόσεις ελλη­ νικών φιλοσοφικών δ'ρων στά λατινικά, κυρίως νεοπλατω­ νικών, δπως ή «διάστασις» — δ πλωτίνειος δρος γιά τόν δρισμό τού χρόνου, τόν όποιο δ Αυγουστίνος στό Ε νδέκ α ­ το βιβλίο μεταφράζει distentio. Μπαίνουν, λοιπόν, στό παιχνίδι αιώνες άλληλοεπιδράσεων τής ελληνικής καί τής λατινικής, πού κλιμακώνονται στή σύγχρονη ελληνική γλώσσα, κυρίως τή φιλοσοφική, ή οποία μέ τή σειρά της μεταφράζει πολλούς λατινογενείς ορούς. Σέ τέτοιες περι­ πτώσεις καταφύγαμε στή λύση τών σημειώσεων. Ή μετάφραση αυτή ακολουθεί τό κείμενο τής κρι­ τικής έκδοσης τού Μ. Skutella, δπως άναδημοσιεύεται στή γαλλική έκδοση τής Bibliotheque Augustinienne17. Τηρήθηκε ή διαίρεση τών βιβλίων σέ κεφάλαια καί παρα­ γράφους, πού σημειώνονται με δυό άριθμούς, δ πρώτος γιά 20

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΡΙΑΣ

τά κεφάλαια καί ό δεύτερος γιά τίς παραγράφους. Οι υπό­ τιτλοι κάθε κεφαλαίου είναι δικοί μας. Ή αρίθμηση τών κεφαλαίων εμφανίζεται στίς τυπωμένες έκδόσεις τοΰ τέ­ λους τοΰ 15ου καί 16ου αιώνα, ενώ αυτή τών παραγράφων υιοθετήθηκε στή μεγάλη έκδοση τών μαυριτανιστών μο­ ναχών τό 1679. Πολύτιμη βοήθεια βρήκα στίς μελέτες γιά ύφολογικά ζητήματα καί στά σχόλια τών σχολιασμέ­ νων εκδόσεων τών ’Εξομολογήσεων από τούς A. Solignac καί James J. O ’Donnell, έπίσης στίς παρατηρήσεις τοΰ Erich Auerbach. Άπό τίς μεταφράσεις πού είχα υπόψη μου, μέ βοήθησαν σημαντικά οί γαλλικές τών Ε. Trehorel καί G. Bouissou, L. de Mondadon, καί λιγότερο αυτή τοΰ Ρ. de Labriolle· έπίσης ή αγγλική μετάφραση τοΰ Henry Chadwick, καί ή πιό ελεύθερη — αλλά καλύτερη, κατά τόν Peter Brown— μετάφραση τοΰ F. J. Sheed. Αντίθετα, ή μετάφραση τοΰ Άνδρέα Δαλέζιου δέν μπόρεσε ποτέ νά μέ κερδίσει, καί δέν γνωρίζω αν έφταιγε μόνο ή χρήση τής καθαρεύουσας. 'Ό λες οι παραπάνω μεταφράσεις ξεκινούν άπό τήν αρ­ χή τής «πιστότητας». Οί διαφορές στήν προσέγγιση τών διαφορετικών «πιστών» μεταφράσεων είναι πολλαπλά δι­ δακτικές γιά τόν μεταφραστή πού προσπαθεί νά λύσει προβλήματα άνάλογα μέ τά μαθηματικά, δπως παρατη­ ρούσε ό Wittgenstein, γνωρίζοντας οτι δέν υπάρχει μιά κα­ θορισμένη μέθοδος γιά τή λύση τους. Τά λάθη καί οί απο­ τυχίες μιας μετάφρασης είναι καί αυτά, άναπόφευκτα, μέ­ ρος τής μετάφρασης. 'Ολοκληρώνοντας αυτή τή μετάφραση στήν παρούσα μορφή της, μετά άπό πολλά χρόνια προσπάθειας, έχω στό 21

ΑΓΙΟΓ ΑΪΓΟΤΣΤΙΝΟΓ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

μυαλό μου τά λόγια τοΰ George Steiner: «Κάθε γνήσια μεταφραστική πράξη είναι, άπό μιά τουλάχιστον άποψη, ένας φανερός παραλογισμός, μιά προσπάθεια ν ’ ανέβει κα­ νείς ανάποδα τήν κυλιόμενη κλίμακα τοΰ χρόνου καί νά θελήσει νά ορίσει κάτι αστάθμητο: τήν κίνηση τοΰ πνεύ­ ματος»18. Φ Ρ Α Γ Κ ΙΣ Κ Η Α Μ Π Α ΤΖΟ Π Ο ΤΛΟ Τ

22

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο ΑΥΓΟΥ ΣΤΙΝΟΣ Κ Α Ι ΟΙ ΕΞΟ Μ Ο Λ Ο ΓΗ ΣΕΙΣ

Άπό τήν Αφρική στην Ιταλία Ό Αυγουστίνος γεννήθηκε τό 354 καί πέθανε τό 430. Σχεδόν ολόκληρη τή ζωή του τήν έζησε στή ρωμαϊκή βό­ ρεια ’Αφρική, έκτος άπό πέντε χρόνια στήν ’Ιταλία — στή Ρώμη καί τό Μιλάνο. Τά τελευταία τριάντα τέσσερα χρό­ νια τής ζωής του ήταν επίσκοπος στήν Ίπ π ώ να , ένα πο­ λυσύχναστο λιμάνι, τήν Ά νναμπα τής σημερινής ’Αλγε­ ρίας. Οί ’Ε ξομολογήσεις γράφτηκαν τό 397-400, δταν ήταν σαράντα τεσσάρων χρόνων. Πά τή ζωή του γράφει ό ίδιος στις αύτοβιογραφικές σελίδες των Εξομολογήσεων καί σέ άλλα έργα του. Μιά πηγή είναι έπίσης ή βιογραφία του, έργο τοϋ μαθητή του Ποσσίδιου. Σ ’ αυτό τό υλικό, τεράστιο σέ έκταση, έχει στηριχτεί ο βιογράφος του Peter Brown, ό οποίος έχει φι­ λοτεχνήσει τό πληρέστερο πορτραΐτο τοϋ Αυγουστίνου μέ­ χρι σήμερα1. Ό Αυγουστίνος γεννήθηκε στήν Ταγάστη, ή Θαγά23

ΑΓΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΙΙΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

στη, τής Νουμιδίας, τό σημερινό Σοόκ Άράς τής Α λγε­ ρίας. Ή Ταγάστη ήταν μικρή ορεινή επαρχιακή πόλη. Τό μεγάλο εμπορικό κέντρο τής εποχής ήταν ή Καρχηδόνα. Ή μεγάλη οικονομική άνθηση τοΰ προηγούμενου αιώνα είχε συντελέσει στή δημιουργία μιας τάξης εύπορων γαιο­ κτημόνων πού είχαν χτίσει πολυτελείς έπαύλεις καί ακο­ λουθούσαν τόν ρωμαϊκό τρόπο ζωής. Τό ταξίδι στήν ’Ιτα ­ λία ήταν σύντομο, καί τούς καλοκαιρινούς μήνες έφευγαν καράβια συνεχώς. Οί πλουσιότεροι πραγματοποιούσαν τα­ κτικά τέτοια ταξίδια γιά νά φροντίσουν τά οικονομικά καί νομικά τους συμφέροντα. ’Άν καί οί πιό δημοφιλείς δια­ σκεδάσεις ήταν οί άγώνες τού ιπποδρομίου — μονομαχίες καί θηριομαχίες— , δέν απούσιαζαν καί λιγότερο αιματη­ ρές ευκαιρίες γιά διασκέδαση, δπως οί ποιητικοί άγώνες καί καλές θεατρικές παραστάσεις, μέ χορηγούς πλούσιους πολίτες. Ή πόλη διέθετε νομικούς, έπιστήμονες καί ρητοροδιδασκάλους. "Ομως ό Αυγουστίνος δέν μεγάλωσε σ’ αυτό τό άστικό περιβάλλον, άλλά στή μικρή ορεινή πόλη τής επαρχίας τής Νουμιδίας, καί μόνο αργότερα θά γνώ­ ριζε τή ζωή καί τήν κουλτούρα τών μεγαλουπόλεων. Ό πληθυσμός τής βόρειας ’Α φρικής ήταν ένα κράμα. Οί αγρότες ήσαν Βέρβεροι καί Φοίνικες καί μιλούσαν φοι­ νικικά. Σ τά λιμάνια, δπως ή Καρχηδόνα καί ή Τππώνα, πολλοί από τούς έμπορους ήσαν έλληνόφωνοι, προερχόμε­ νοι άπό τή Σικελία ή τήν Κ άτω ’Ιταλία. Ή γλώσσα τών μορφωμένων, τής διοίκησης καί τού στρατού ήταν τά λα­ τινικά. Ή παιδεία τού Αυγουστίνου στό σπίτι καί στό σχολείο ήταν αποκλειστικά λατινική, άν καί τό δνομα τής μητέρας του, Μόνικα, ήταν βερβερικό. 24

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΦΡΙΚΗ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ

Ό πατέρας του, ό Πατρίκιος, ήταν Ρωμαίος πολίτης με μέτρια οικονομικά. ΤΗ ταν παγανιστής καί βαφτίστηκε χριστιανός λίγο πρίν πεθάνει. Ό Αυγουστίνος τόν παρου­ σιάζει ώς άνθρωπο οξύθυμο, δ δποΐος έτρεφε φιλοδοξίες γιά τό γιό του, καί μέ μεγάλες θυσίες τόν έστειλε νά σπουδά­ σει ρητοροδιδάσκαλος πρώτα στά Μάδαυρα καί μετά στήν Καρχηδόνα. "Ομως τό σημαντικότερο πρόσωπο στη ζωή του υπήρξε ή μητέρα του, ή Μόνικα πού, αντίθετα άπό τόν άνδρα της, ήταν πιστή χριστιανή καί ονειρευόταν τό ίδιο γιά τό γιό της. Ό Αυγουστίνος είχε επίσης έναν αδελφό καί δυό αδελφές. "Οταν δ πατέρας του πέθανε, ό Αυγουστίνος αναγκά­ στηκε νά διακόψει τίς σπουδές του καί νά γυρίσει στό χ ω ­ ριό του. Μπόρεσε δμως νά συνεχίσει χάρη στή γενναιοδω­ ρία τοΰ συντοπίτη του Ρωμανιανοΰ, ενός εντόπιου μαική­ να, δ δποΐος είχε δεσμούς μέ τήν ’Ιταλία, έγινε προστάτης καί φίλος του γιά πολλές δεκαετίες καί τόν είχε άκολουθήσει στήν αίρεση των μανιχαίων. Ό Αυγουστίνος τοΰ αφιέρωσε τό πρώτο βιβλίο πού έγραψε μετά τη βάπτισή του. Τά χρόνια πού σπούδαζε στήν Καρχηδόνα δ Αυγουστί­ νος γνώρισε τήν ήμιχριστιανική διδασκαλία τών μανιχαίων, οπαδών τοΰ Μάνη, καί έγινε «ακροατής» τους. Παράλληλα, τήν ι'δια εποχή, σέ ήλικία δεκαέξι ετών, συν­ δέθηκε μέ μιά γυναίκα πού κρατά ανώνυμη, μέ τήν όποια έζησε δεκαπέντε χρόνια. ’Από αυτή τήν παράνομη συμ­ βίωση άπόκτησε ένα γιό, τόν Άδεοδάτο. Έ πρόκειτο κ α τ’ ουσίαν γιά έναν άτυπο γάμο, πού συνηθιζόταν εκείνη τήν εποχή, δταν δέν υπήρχαν οί κοινωνικές καί οικονομικές 25

ΑΓΙΟV ΑΙΤΟΤΣΤΙΝΟΪ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

προϋποθέσεις από την πλευρά τής νύφης, ικανές νά εξα­ σφαλίσουν τήν κοινωνική άνοδο σέ έναν φιλόδοξο νέο όπως ό Αυγουστίνος. "Ομως ή σχέση του μέ αυτή τή γυναίκα, μιά χριστιανή, άφοΰ τή γνώρισε στήν εκκλησία, ήταν τρυφερή καί της ήταν πιστός, όπως γράφει ό ίδιος (σελ. 171, 195). ’Αργότερα, στό Μιλάνο, ό Αυγουστίνος, μέ τήν προτροπή τής μητέρας του, θά χώριζε μέ τή γυναίκα αυτή γιατί αποτελούσε εμπόδιο στή σταδιοδρομία του. Τά χρόνια τής Καρχηδόνας, ή προσωπική ζωή του, αλλά κυρίως ή προσχώρησή του στους μανιχαίους, τόν άπομάκρυναν από τή μητέρα του. Γιά ένα μεγάλο διάστη­ μα έμεινε στό σπίτι τού Ρωμανιανοϋ. "Οταν ό Αυγουστί­ νος μιλά γιά έκλυτα νιάτα, είναι βέβαιο δτι υπερβάλλει. ’Ή δη από τά δεκαέξι του χρόνια είχε μιά σταθερή μονο­ γαμική σχέση. ’Επιπλέον, ή ζωή ενός οπαδού τών μανιχαίων επέβαλε τήν τήρηση ενός ολόκληρου συστήματος αυστηρών κανόνων στόν τρόπο διαβίωσης. Τήν ίδια εποχή στήν Καρχηδόνα ό Αυγουστίνος γνώρι­ σε γιά πρώτη φορά ένα βιβλίο πού τόν συνάρπασε, τόν Hortensius τού Κικέρωνα. Τό έργο αυτό τόν έκανε νά στραφεί ολοκληρωτικά στήν αναζήτηση τής σοφίας. ’Αντίθετα, οί προσπάθειές του νά διαβάσει τή Βίβλο τόν γέμισαν απογοήτευση, τόσο γιά τό απλοϊκό ύφος οσο καί γιά τό περιεχόμενο, τό όποιο συναντούσε τή σφοδρή αντί­ δραση τών μανιχαίων, πού θεωρούσαν σκανδαλώδη τή ζωή τών πατριαρχών. Διάβασε επίσης τίς Κατηγορίες τού ’Αριστοτέλη, καί έγραψε καί ό ίδιος ένα πρώτο έργο πού δέν σώθηκε μέ τίτλο De pulchro et apto (Περί ωραι-

ότητος καί αρμονίας). 26

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΦΡΙΚΗ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ

Μετά τίς σπουδές στην Καρχηδόνα ο Αυγουστίνος άνοιξε δικό του σχολείο καί άρχισε νά διδάσκει τη ρητορι­ κή, πρώτα στην Ταγάστη καί μετά στην Καρχηδόνα. Σύ­ ντομα όμως αποφάσισε νά φύγει γιά τη Ρώ μη, με τήν ελπίδα δτι θά έβρισκε ένα σοβαρότερο φοιτητικό ακροατή­ ριο. Έ κ εΐ, πάντα μέ τή βοήθεια τών υψηλά ίστάμενων φί­ λων του μανιχαίων, άρχισε νά διδάσκει, άφοΰ συνήλθε από μιά σοβαρή ασθένεια. Σ τή Ρώμη, τά διαβάσματά του θά περιλάβουν μεταφράσεις τών academici, τών άκαδημεικών φιλοσόφων, οπαδών τοΰ σκεπτικισμού. Σταδιακά θά απομακρυνθεί άπό τήν αίρεση τών μανιχαίων. ’Απογοητευμένος άπό τούς μαθητές στή Ρώμη θά έπιδιώξει νά αποκτήσει μιά δημόσια θέση ρήτορα στό Μιλά­ νο, πού τότε ήταν έδρα τού αύτοκράτορα. Ή διαμονή του στήν πόλη αυτή θά άποτελέσει σταθμό στή ζωή του. Κ α­ θοριστική γιά τήν εξέλιξή του θά είναι ή γνωριμία του μέ τόν επίσκοπο ’Αμβρόσιο καί τό περιβάλλον του. Τό κήρυγ­ μα τού ’Αμβρόσιου, ενός ανθρώπου μέ τεράστια παιδεία, πού είχε διαβάσει τούς νεοπλατωνικούς καί τούς γνώριζε τόσο καλά ώστε νά χρησιμοποιεί ορισμένες ιδέες τους στίς ομιλίες του, τόν έπηρεάσε βαθιά καί τού άνοιξε νέους ορί­ ζοντες, γιατί άκουσε γιά πρώτη φορά μιά ικανοποιητική ερμηνεία τής Βίβλου. Στό Μιλάνο ή κοινωνική έπιτυχία συνέχιζε ακόμη νά άπασχολεΐ τόν Αυγουστίνο. Μέ τήν προτροπή τής μητέ­ ρας του, πού τόν είχε ακολουθήσει, σχεδίαζε νά κάνει έναν πλούσιο γάμο πού θά τόν βοηθούσε στήν κοινωνική του άνοδο. Ή παράνομη συμβίωση ήταν εμπόδιο καί γ ι’ αυτό χώρισε μέ τή σύντροφό του, ή οποία έπέστρεψε στήν 27

ΑΓΙΟV ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

Αφρική. Τό χωρισμό του p i την ανώνυμη παλλακίδα τόν περιγράφει ώς ιδιαίτερα τραυματική εμπειρία, καί συ­ μπληρώνει δτι εκείνη τοΰ ορκίστηκε δτι θά τοΰ μείνει π ι­ στή μετά τό χωρισμό, πράγμα πού ο ίδιος δεν έκανε. Οί βιογράφοι του πιθανολογούν δτι ή γυναίκα του μάλλον θά κατέφυγε σέ κάποιο μοναστήρι στήν ’Αφρική. Τήν περίοδο αυτή 6 Αυγουστίνος είχε ξεφύγει άπό τήν «παγίδα» των μανιχαίων, δμως αισθανόταν μετέωρος, καί οί πνευματικές του αναζητήσεις τόν είχαν οδηγήσει σέ αδιέξοδο. Τότε, πιθανώς άπό τόν κύκλο τοΰ ίδιου τοΰ Α μ ­ βρόσιου, γνώρισε τή σκέψη των platonici, των παγανι­ στών νεοπλατωνικών φιλοσόφων, τοΰ Πλωτίνου καί τοΰ βιογράφου του Πορφύριου, πού είχε μεταφράσει 6 Μάριος Βικτωρίνος. Διάβαζε καί θαύμαζε τούς νεοπλατωνικούς, δμως δέν τόν ικανοποιούσαν. Αυτός ο άνθρωπος, πού είχε ταχθεί στήν έρευνα της σοφίας, ζητούσε κάτι διαφορετικό καί, δπως πολλοί άνθρωποι τής εποχής του, δέν άρκοΰνταν σέ φιλοσοφικές κατασκευές πού ικανοποιούσαν τή νόηση. Σ τίς ’Εξομολογήσεις, ή πνευματική περιπλάνηση τοΰ Αυγουστίνου διαγράφεται ώς μιά έπώδυνη αναζήτηση όχι μόνο απαντήσεων σέ φιλοσοφικά ερωτήματα, αλλά καί ώς ανάγκη τής καρδιάς νά γνωρίσει τήν αληθινή ευτυχία. Καθοριστικές γιά τήν πνευματική του εξέλιξη είναι οί δια­ δικασίες πού αποδίδει μέ τή λέξη affectus — αίσθημα. ,Πά τόν Αυγουστίνο, πολύ πρίν άπό τόν Pascal, ή σοφία θά τε­ θεί προπάντων ώς ζήτημα καρδιάς μέ τή βιβλική σημα­ σία. Ακολουθώντας τά αιτήματα τοΰ καιρού του, μιάς έποχής πού ή θεολογία αντικαθιστούσε τή φιλοσοφία, δ 28

ΕΙΣΑΓΩΓΠ: ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΦΡΙΚΗ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ

Αυγουστίνος θά βρει στό κήρυγμα τοΰ ’Αμβρόσιου την απά­ ντηση στό ερώτημα οχι μόνο τί νά σκεφτεΐ, αλλά καί τί νά πιστέψει, καί θά προετοιμαστεί γιά τή μεταστροφή του. Στό Μιλάνο ό Αυγουστίνος είχε κοντά του τούς παλιούς ’Αφρικανούς φίλους καί μαθητές τους πού τόν ακολούθη­ σαν, τόν Άλύπιο καί τόν Νεβρίδιο- επίσης γνώρισε καί νέ­ ους φίλους, όπως ό Βερεκοΰνδος, δάσκαλος φιλολογίας. Μέσα του θά δυναμώσει ή ανάγκη νά αφιερώσει τή ζωή του στή φιλοσοφία, καί θά ενστερνιστεί τό ιδεώδες μιας κοινοβιακής ζωής σύμφωνα μέ τό πρότυπο πολλών νεο­ πλατωνικών καί τοΰ ίδιου τοΰ Πλωτίνου. Τή ζωή αυτή καί οι φίλοι του τήν ονειρεύονταν απαλλαγμένη από τή βιοτική μέριμνα, αφιερωμένη στήν έρευνα, τήν περισυλλο­ γή, τήν πνευματική ανάταση. Σκοπός τους ήταν ή αναζή­ τηση τής beata vita, τής μακαριότητας, τής ευτυχίας. Τό otium liberale, ή ζωή «έν σχολή», ένα είδος μορφωτικής ανάπαυσης, δέν είχε ως κίνητρο τήν άμεριμνησία, αντίθε­ τα στηριζόταν στήν πειθαρχία καί τόν αυτοέλεγχο. "Ομως τό σχέδιο τοΰ Αυγουστίνου άπέτυχε, καί αποδίδει τήν αιτία τής αποτυχίας στίς υποχρεώσεις τοΰ έγγαμου βίου πολλών από τούς φίλους πού θά συμμετείχαν. Σ ’ αυτό τό κλίμα ό Αυγουστίνος ΰπέστη έναν ισχυρό κλονισμό. Μ ετά από ταλαντεύσεις, αποφάσισε νά στραφεί στό χριστιανισμό. Τήν κρίσιμη απόφαση τήν έλαβε κάποια στιγμή πού βρισκόταν σέ έναν κήπο στό Μιλάνο, δταν μέ­ σα σέ μιά κρίση απελπισίας ακούσε μιά παιδική φωνή νά τοΰ λέει: «Tolle, lege» — «Πάρε, διάβασε». Ερμηνεύο­ ντας τή φωνή ως θεία προτροπή, ό Αυγουστίνος θά θυμη­ θεί μιά ανάλογη περίπτωση πού είχε ακούσει γιά τή ζωή 29

ΑΓΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

τοΰ 'Αγίου Αντωνίου, καί, δπως έκανε εκείνος, θά ανοίξει κι αυτός την Α γία Γραφή στην τύχη, καί τά μάτια του θά πέσουν σέ ένα άπόσπασμια από τήν επιστολή τοΰ Παύλου πρός Ρωμαίους (13,13). «Μή κώμοις καί μέθαις, μή κοίταις καί άσελγείαις...» . Ή φράση αυτή θά τοΰ δείξει ορι­ στικά τόν σωστό δρόμο. Μ ετά τή μεταστροφή καί πρίν από τή βάπτιση ό Αυγουστίνος θά περάσει ένα διάστημα σέ μιά έξοχική έπαυλη στό Κασσισιάκο, κοντά στό Μιλάνο, μέ φίλους του καί μαθητές του, όπου θά γράψει τά έργα Contra Αcademicos, De Ordine, De Beata Vita καί Soliloquia. Ή βάπτισή του έγινε στό Μιλάνο, τό 387. Τόν μιμήθηκαν οί φίλοι του καί ό γιός του Αδεοδάτος. Μ ετά τή βάπτιση αποφάσισε νά επιστρέφει στήν Αφρική καί νά ιδρύσει μιά κοινοβιακή, ήμιμοναστική κοινότητα. 'Ό ταν ή συντροφιά έφτασε στήν ’Ό στια, ή μητέρα του Μόνικα άρρώστησε καί πέθανε. Ή επιστροφή καθυστέρησε γιά έναν περίπου χρόνο.

Ό Αυγουστίνος επίσκοπος 'Ιππώνος Έπιστρέφοντας στήν Αφρική, ο Αυγουστίνος πήγε στήν Ταγάστη μέ τούς συντρόφους του. Έ κ ε ΐ μπορούσε πιά νά πραγματοποιήσει τό όνειρό του γιά μιά ζωή αφιερωμένη στή μελέτη τού Θεού. Στό ιδιότυπο κοινόβιο τής Ταγάστης θά γράψει τά έργα De Genesi contra Manichaeos, De Magistro, De vera religione, De libero arbitrio, καί τό πρώτο μέρος τών Enarrationes in Psalmos. Σκοπός του ήταν νά δημιουργήσει ένα κέντρο θεολογικής σκέψης, 30

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Ο ΑΓΓΟΓΣΤΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΙΠΠΩΝΟΣ

καί θεωρούσε ότι ή αφρικανική βιβλική ερευνά καί θεολο­ γία είχε ανάγκη τή βοήθεια τής έλληνικής Ανατολής. Ίο 392 γράφει στόν 'Ιερώνυμε νά τοΰ προμηθεύσει μεταφρά­ σεις των ελληνικών υπομνημάτων τής Γραφής, καί πρώτα ά π ’ δλα τοΰ Ωριγένη5. Στήν άλληλογραφία τους, πού κράτησε πολλά χρόνια, ό κατά πολύ νεότερος του Αυγου­ στίνος θά τοΰ άσκοΰσε κριτική διότι καινοτόμησε καί είσήγαγε τή μετάφραση τής 'Αγίας Γραφής άπό τό εβραϊ­ κό κείμενο καί όχι άπό τή μετάφραση τών Έ βδομήκοντα3. Ό φόβος του ήταν ότι αυτή ή μετάφραση μποροΰσε νά προκαλέσει σύγχυση στούς πιστούς. Έ ν τελεί, ό Αυγουστίνος είσήγαγε τή μετάφραση τοΰ 'Ιερώνυμου στό ποίμνιό του, άλλά όχι χωρίς δισταγμούς4. Ή ήρεμη ζωή τοΰ κοινοβίου κράτησε μόνο δυό χρόνια. Στήν ’Αφρική οί άνάγκες τής επαρχιακής έκκλησίας ήταν μεγάλες. Οί εκκλησιαστικοί άρχοντες έπρεπε νά εξασφα­ λίσουν επισκόπους, καί, όταν ξεχώριζαν κάποιον μέσα στό εκκλησίασμά, τόν χειροτονούσαν άκολουθώντας συχνά μεθόδους πού θυμίζουν άπαγω γή. Ό ίδιος σέ μιά ομιλία, πρός τό τέλος τής ζωής του, λέει ότι φοβόταν τόσο νά ση­ κώσει τό φορτίο τοΰ επισκόπου, ώστε φρόντιζε νά πηγαί­ νει πάντα σέ πόλεις στίς όποιες υπήρχε ήδη επίσκοπος, γιά νά άποφύγει μιά πιθανή άναγκαστική χειροτονία. "Ο­ μως, τελικά, δέν τό άπέφυγε. Στήν 'Ιππώ να, έπίσκοπος ήταν ό Βαλέριος, ένας άν­ θρωπος εξίσου ιδιόρρυθμος όσο καί ό Αυγουστίνος, έλλη­ νικής καταγω γής, πού δέν μιλούσε καλά λατινικά. ’Ανα­ γνώρισε στόν Αυγουστίνο τό διάδοχό του, καί τόν έχρισε ιερέα, έπιβάλλοντάς του τή θέση αυτή πιεστικά. Μιά Κ υ­ 31

ΑΓΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

ριακή στη λειτουργία τόν έδειξε στό εκκλησίασμα, πού αμέσως τόν περικύκλωσε με επευφημίες, αλλά καί μεγά­ λη πίεση γιά νά μην ξεφύγει. Ή εκλογή του έγινε «ψήφψ κλήρου καί λαού», σχεδόν βίαια, όταν ό κόσμος κυριολε­ κτικά τόν άρπαξε καί τόν εξανάγκασε νά δεχτεί. Ό Αυγουστίνος, ακολουθώντας τίς εντολές τοΰ Βαλέριου, άρχισε νά κηρύσσει από τή θέση αυτή — αν καί μόνο στόν επίσκοπο επιτρεπόταν νά κηρύσσει, σύμφωνα μέ τή συνή­ θεια, καθισμένος στήν επισκοπική καθέδρα. Έ π ί πέντε χρόνια ό Βαλέριος προσπαθούσε νά εξασφαλίσει τόν Αυγουστίνο ως διάδοχό του γιά νά μήν τόν διεκδικήσουν άλλες Ε κκλησίες, καί ζήτησε από τόν Αυρήλιο, τόν προκαθήμενο τής ’Α φρικής, νά τόν διορίσει βοηθό έπίσκοπο μέ δικαίωμα διαδοχής. Μιά τέτοια χειροτονία δέν ήταν σύμφωνη μέ τό νόμο τής Ε κκλησίας πού επέβαλε ή Σύνοδος τής Νίκαιας, τόν όποιο ό ελληνόφωνος Βαλέριος θά πρέπει νά γνώριζε πολύ καλά, αλλά τόν παρέβλεψε. Πολλοί τά έβλεπαν αυτά μέ δυσπιστία. Ό Αυγουστίνος, πρώην μανιχαΐος, κάποτε είχε πολεμήσει τήν καθολική εκκλησία. Μ ήπως τά μοναστήρια πού ήθε­ λε νά ιδρύσει θά γίνονταν φωλιές τού μανιχάιστικού δυϊ­ σμού; Σύμφωνα μέ τό έθιμο, πρίν από τή βάπτιση ό υπο­ ψήφιος έπρεπε νά έχει τήν έξωθεν καλή μαρτυρία. 'Ό μω ς ό Αυγουστίνος είχε βαφτιστεί στό Μιλάνο χωρίς νά ζητη­ θούν συστατικές επιστολές από τήν ’Αφρική. Ό προκαθή­ μενος γηραιότερος επίσκοπος, ό Αυρήλιος, έγραψε στόν Βαλέριο καί τοΰ έξέθεσε αυτά τά παράπονα τοΰ κόσμου καί τίς φήμες κατά τοΰ Αυγουστίνου. Τό γράμμα αυτό δέν έμεινε κρυφό καί έδωσε λαβή στούς αντιπάλους του, τούς 32

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Ο ΑΓΓΟΤΣΤΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΪΠΙΙΩΝΟΣ

Γονατιστές. Ό Αυγουστίνος δεν αναφέρει ποτέ τούς Γονα­ τιστές στίς Εξομολογήσεις του, αν καί ήταν συνεχώς, σέ καθημερινή βάση, ένα από τά κυριότερα προβλήματα πού τόν απασχολούσαν. Οί Γονατιστές ήσαν οπαδοί τής δημοφιλούς στά λαϊκά στρώματα αίρεσης τού Δονάτου. Σ τή Νουμιδία αποτε­ λούσαν τήν πλειονότητα, όχι μόνο στίς αγροτικές περιο­ χές, αλλά καί στά αστικά κέντρα, ακόμη καί στήν 'Ιπ π ώ να. Άνάμεσά τους υπήρχαν οί circumcelliones, οί εξτρε­ μιστές, Θρησκόληπτοι μοναχοί πού ορκίζονταν τήν πιστή τήρηση τής άγαμίας, ακτημοσύνης καί υπακοής, αλλά στρέφονταν μέ μίσος κατά των κληρικών καί τών πιστών καί άρπαζαν περιουσίες, βεβήλωναν ναούς καί επιδίδονταν καί σέ άλλες βιαιότητες. Ή Θρησκευτική διαμάχη προσλάμβανε πολιτικό χαρακτήρα καί εμφανιζόταν ώς διά­ σταση ανάμεσα στή ρωμαϊκή κυριαρχία καί τό λαό. Μ ετά τό δονατικό σχίσμα τού 311 υπήρχαν δύο επίσκοποι στήν Καρχηδόνα. Στήν πραγματικότητα ό Αυγουστίνος ήταν ό επίσκοπος τής μειοψηφίας, υποχρεωμένος νά δίνει καθη­ μερινές μάχες γιά τή ζωή τη ς εναντίον μιας μαχητικής πλειοψηφίας. Ό Αυγουστίνος, όσο καί νά ήθελε νά μοιραστεί τά ιδε­ ώδη μιας ομάδας, «παρέμενε ανεπανόρθωτα εκκεντρι­ κός» γράφει b Peter Brown5. Είχε ακόμη πολλά νά εξηγή­ σει γιά τόν εαυτό του. ΤΗ ταν γνωστός γιά τά έργα του κατά τών μανιχαίων, ωστόσο τόν κατηγορούσαν ακόμη οτι ήταν κρυπτομανιχαϊος. Τόν είχε βαπτίσει ό ’Αμβρόσιος, όμως τά γραπτά του φανέρωναν βαθιές σχέσεις μέ τούς παγανιστές νεοπλατωνικούς. 33

ΑΓΙΟΙ’ ΑΪ'ΓΟΤΣΤΙΝΟΤ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

Ό καιρός των ’Εξομολογήσεων Οί ’Εξομολογήσεις γράφτηκαν ανάμεσα στά χρόνια 397 καί 400. ’Από τή μεταστροφή του μέχρι την εποχή πού γράφει τίς ’Εξομολογήσεις, είχαν μεσολαβήσει πολλά γε­ γονότα καί πολλές αλλαγές στή ζωή τοΰ Αυγουστίνου: ο θάνατος τής μητέρας του, οί διάφορες διαψεύσεις στήν καθημερινή ζωή του — πολύ διαφορετική από εκείνην πού είχε φανταστεί μετά τή βάπτιση, καί πού τήν ονει­ ρευόταν άφιερωμένη αποκλειστικά στή μελέτη. Ή συγ­ γραφή των ’Εξομολογήσεων Γσως ήταν γιά τόν Αυγου­ στίνο μιά «πράξη θεραπείας». Οί ’Εξομολογήσεις, παρατηρεί b Chadwick, είναι ένα έργο πολεμικής, τουλάχιστον, δσο καί αυτοελέγχου καί παραδοχής λαθών. Είναι χαρακτηριστικό δτι ό Αυγουστί­ νος, μόλις χειροτονήθηκε, έκανε μιά δημόσια συζήτηση μέ τόν μανιχαΐο Φορτουνάτο, στήν οποία ύπερίσχυσε. Δέν κατάφερε δμως νά αντιμετωπίσει μέ τήν ’ίδια άποτελεσματίκότητα τούς δονατιστές, παρά τίς προσπάθειές του νά τούς προσεταιριστεί μέ ήπια μέσα. "Ενα πρώτο του κί­ νητρο λοιπόν ήταν νά αντιμετωπίσει τήν εχθρική κριτική τόσο μέσα οσο καί έξω από τήν καθολική Ε κκλησία. Ακόμη καί ή μεταστροφή του, σέ σύγκριση μέ άλλες συγχρόνων του, δέν είχε τίποτε τό θεαματικό. Βεβαίως ό Αυγουστίνος είχε έγκαταλείψει τήν έδρα τής ρητορικής στό Μιλάνο πρίν από τή βάπτιση, αλλά ή παραίτηση, τουλάχιστον τυπικά, οφειλόταν σέ λόγους υγείας. "Ενας άπό τούς μαθητές του εκείνης τής εποχής, ο Λικέντιος, περιέγραφε τή διαμονή τους στό Κασσισιάκο ως κλασική 34

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Ο ΚΑΙΡΟΣ ΤΟΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΩΝ

οικογενειακή συγκέντρωση, στην οποία κυριαρχούσαν οί φιλοσοφικές συζητήσεις. Ή μεταστροφή τοΰ Αυγουστίνου μπορεί νά μήν έγινε μέ μεγάλες τυμπανοκρουσίες, αλλά γιά τόν ίδιο ή εξέλιξή του δέν ήταν καθόλου απλή, καί οΰτε τήν κάνει νά φαίνε­ ται απλή στό βιβλίο του, στό όποιο εκθέτει διά μακρών τίς φιλοσοφικές ανησυχίες του. Οί ’Εξομολογήσεις δέν θά κα­ τεύναζαν τίς αμφιβολίες των λίγων εκείνων ευσεβών πού άπεχθάνονταν τούς μανιχαίους καί δέν τούς άρεσε ή ελλη­ νική φιλοσοφία γιατί τούς ήταν δυσνόητη. Γιά παράδειγ­ μα, κανένα βιβλίο δέν έδειχνε τόσο καθαρά σέ χριστιανούς αναγνώστες τή γοητεία πού μπορούσε νά άσκήσει ο νεο­ πλατωνισμός. Παρά τή μεταστροφή, ό Αυγουστίνος, ό servus Dei, ό Αυγουστίνος ό επίσκοπος, είχε μείνει σε με­ γάλο βαθμό ό εαυτός του, γράφει ό Peter Brown. Καί οί ’Εξομολογήσεις του τό έδειχναν αυτό στούς φίλους του μέ μεγάλη χάρη καί πειθώ, αλλά καί μέ μεγάλη άποφασιστικότητα, πού δέν σήκωνε κάν απάντηση, αφού απευθυνό­ ταν οχι στούς ανθρώπους αλλά στόν Θεό. "Ενα δεύτερο κίνητρο γιά τή συγγραφή τών ’Εξομολο­ γήσεων τοΰ έδωσε ή αλληλογραφία του μέ τόν Παυλίνο τής Νώλας, παλιό πλούσιο γαιοκτήμονα πού είχε μεταστραφεΐ στό χριστιανισμό καί είχε γίνει ιερέας στήν ’Ιτα ­ λία. Τήν αλληλογραφία αυτή άρχισε πρώτος ό Άλύπιος, λίγο μετά τήν επιστροφή τους στήν ’Αφρική. Τήν περίοδο αυτή, οί δυό φίλοι, όπως καί οί άλλοι servi Dei πού σπού­ δασαν στήν ’Ιταλία καί ανήκαν στόν κύκλο τοΰ ’Αμβρόσι­ ου, αισθάνονταν αποκομμένοι από τό πνευματικό περιβάλ­ λον τους. Γ ι’ αυτούς ή ’Α φρική ήταν μιά καθυστερημένη 35

ΛΓίον ArrorsTiNor

εξομολογήσεις , πρώτος τομος

καί απομονωμένη επαρχία, καί χρειάζονταν βιβλία καί με­ ταφράσεις ελληνικών έργων στά λατινικά. Στον Παυλίνο λοιπόν απευθύνθηκε ό στενός φίλος τοΰ Αυγουστίνου, ό Αλύπιος, γιά νά τοΰ ζητήσει βιβλία, όπως ό Αυγουστίνος είχε ζητήσει μεταφράσεις άπό τόν 'Ιερώνυμο. Σ ’ αυτή τήν αλληλογραφία ό Παυλίνος ζήτησε μέ τή σειρά του νά μάθει γιά τή ζωή τους. Γιά τόν Παυλίνο, πού ήταν ακόμη απλός ιερέας, φαίνεται δτι ό συνδυασμός μοναχού καί επι­ σκόπου, πού είχαν υποχρεωθεί νά δεχτούν οί δυό φίλοι στήν Αφρική, θά γεννούσε ερωτηματικά. Πρίν από λίγα χρόνια, παρατηρεί ό Peter Brown, καί ό Γδιος ό Αυγουστίνος θά έβρισκε αδιανόητο αυτό τό συνδυα­ σμό. 'Ό μ ω ς ό Αυγουστίνος καί ό Αλύπιος εκπροσω­ πούσαν τύπους τού μέλλοντος: ό μοναχός-επίσκοπος θά γινόταν σημαντικό πρόσωπο γιά τή λατινική Ε κκλησία. Σ τίς Εξομολογήσεις ό Αυγουστίνος θά έδινε ένα κλασικό παράδειγμα γιά τά ιδεώδη ενός τέτοιου ανθρώπου6. Σύμφωνα μέ τόν Brown, στήν αφήγηση τού Αυγου­ στίνου υπάρχει μιά συνεχής ένταση ανάμεσα στό «τότε» τού νέου ανθρώπου καί τό «τώρα» τού έπισκόπου. Οι Ε ­ ξομολογήσεις είναι τό βιβλίο ενός ανθρώπου πού έχει φτά­ σει νά βλέπει τό παρελθόν του ως μιά εξάσκηση γιά τήν παρούσα σταδιοδρομία του. ’Έ τσ ι, στήν αφήγησή του ο Αυγουστίνος διαμορφώνει τή θεματική του καί εστιάζει τήν προσοχή του σέ ζητήματα πού προδίδουν τίς έγνοιες τού νέου έπισκόπου 'Ιππώνος. Τήν εποχή αυτή πίστευε οτι ή κατανόηση καί ή έκθεση των Γραφών έπρεπε νά είναι ό πυρήνας της ζωής ενός έπισκόπου. Οί σχέσεις του μέ τίς Γραφές αποτελούν, λοιπόν, κεντρικό θεματικό άξο­ 36

Ε ΙΣ Α Γ Ω Γ Η :

Ο ΑΓΓΟΤΣΤΙΝΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

να στις ’Εξομολογήσεις. Γιά παράδειγμα, εξηγεί ότι στράφηκε ατούς μανιχαίους οχι γιά τή ριζική λύση πού πρότειναν ατό πρόβλημα τοΰ κακού, άλλά γιατί τόν είχε απογοητεύσει ή ανάγνωση τής Βίβλου. Ε π ίσ η ς τόν ’Αμ­ βρόσιο τόν παρουσιάζει μέσα άπό τά μάτια ένός συνα­ δέλφου στό επάγγελμα: ώς ιερέα καί κήρυκα, στη βασιλι­ κή τοΰ Μιλάνου, καί όχι ώς γνώστη τοΰ Πλωτίνου. Ό Αυγουστίνος θυμάται ότι στήν αρχή, τίς πρώτες του μέρες στό Μιλάνο, τόν θεωρούσε απόμακρο καί απρόσιτο. Τώρα πού είναι καί ό ίδιος επίσκοπος, θέλει νά είναι βέβαιος οτι δέν θά τόν δοΰν με τόν ίδιο τρόπο: θά πεί στους άνά­ γνωστες του ακριβώς πώς αισθάνεται καί σκέφτεται καί τί αγώνες πρέπει νά δίνει συνεχώς με τούς τρέχοντες πει­ ρασμούς7.

Ό Αυγουστίνος Πατέρας της Εκκλησίας Μέχρι τό τέλος τής ζωής του ό Αυγουστίνος συνέχισε α­ κούραστος τό έργο τοΰ ποιμένα καί τοΰ ιεροκήρυκα, ζώντας στήν επισκοπή του πού είχε μετατρέψει σέ μοναστή­ ρι καί δίνοντας τό παράδειγμα τής αυστηρής λιτότητας. Οί κληρικοί πού ζοΰσαν μαζί του έγιναν σχεδόν δλοι ιδρυ­ τές μοναστηριών καί θεμελίωσαν τόν μοναστικό κανόνα τών αύγουστινιανών, άπό τίς τάξεις τών οποίων προήλθαν προσωπικότητες δπως ό Λούθηρος. Οί ομιλίες του, πού έξέδωσαν τόν 17ο αιώνα οί μαυριτανιστές μοναχοί, είναι περίπου τετρακόσιες, παρά τήν ευπαθή υγεία του. Οί αγώνες του κατά τών αιρέσεων, καί κυρίως κατά τών πελαγιανών, τόν υποχρέωναν νά γράφει άκατάπαυστα. Ό 37

ΑΓΙΟν ΑΪΓΟνΣΤΙΝΟν

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

βιογράφος καί φίλος του Ποσσίδιος αμφέβαλλε αν ποτέ ένας άνθρωπος θά μπορούσε νά διαβάσει δλα τά βιβλία του. Υπαγόρευε συνεχώς κείμενα θεολογικά, ποιμαντικά, εξηγητικά, δογματικά, καί μεταξύ άλλων τά σπουδαία έργα του De Trinitate καί De Civitate Dei. Ή διδασκαλία του περί Τριάδος υπήρξε αιτία τής δυ­ σπιστίας γιά τόν Αυγουστίνο στήν ’Ορθόδοξη Ε κκλησία. Ό Αυγουστίνος θεωρήθηκε πατέρας τοΰ filioque. "Ομως, όπως εξηγεί ό Chadwick, ό Αυγουστίνος δέν αντιλαμβα­ νόταν την Τριάδα ως ζήτημα υποστάσεων. Χρησιμοποιώ­ ντας αριστοτελικούς ορούς, τήν είχε συλλάβει ως ζήτημα σχέσεων8. ’Ή δη πρίν από τόν Αυγουστίνο, τήν άποψη δτι τό Πνεύμα εκπορεύεται από τόν Πατέρα καί τόν Υιό, είχαν υποστηρίξει οί Λατίνοι Πατέρες τής προηγούμενης γενιάς. Ή ερμηνεία αυτή δέν είχε γίνει δεκτή στήν ’Ανα­ τολή. Σύμφωνα μέ τό Σύμβολο τής Πίστεως, πού υιοθε­ τήθηκε στή Σύνοδο τής Κωνσταντινούπολης τό 381, άποφασίστηκε ότι τό Πνεύμα εκπορεύεται μόνο έκ τού Πατρός. Σ τή σύνοδο όμως δέν υπήρχαν Δυτικοί εκπρό­ σωποι, καί ό Αυγουστίνος δέν έμαθε ποτέ γ ι’ αυτή τήν απόφαση πού έγινε γνωστή στή Δύση τουλάχιστον 20 χρόνια μετά τό θάνατό του. Τέσσερις αιώνες αργότερα τό ζήτημα οδήγησε στό σχίσμα. "Οταν ό Αυγουστίνος έγρα­ φε τό έργο De Trinitate, παρατηρεί ό Chadwick, δέν είχε κανέναν λόγο νά μήν αναφέρει δτι τό Πνεύμα έκπορεύεται καί «έκ τού Υιού». 'Έ νας άνθρωπος πού εΤχε θέσει ως σκοπό τής ζωής του τήν καταπολέμηση τών αιρέσεων, γιατί νά δημιουργούσε ό ’ίδιος ζήτημα, παρεκκλίνοντας από τήν απόφαση τής Συνόδου9; 38

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Ο ΑΤΓΟΓΣΤΙΝΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Οί συνεχείς αγώνες τοΰ Αυγουστίνου κατά των αιρέσε­ ων, καί ιδιαιτέρως κατά τοΰ Πελάγιου, θά επηρέαζαν άλλωστε τή διαμόρφωση τής θεολογίας του, που θά γινό­ ταν συνεχώς πιό απαισιόδοξη, κυρίως στό ζήτημα τής θεί­ ας Χάριτος καί τοΰ απόλυτου προορισμού. Θά επηρέαζαν όμως καί την προσωπικότητά του. Ό Αυγουστίνος, όταν άπέτυχαν οί ειρηνικές προσπάθειες νά επαναφέρει τους αιρετικούς στόν σωστό δρόμο, δέχτηκε την εφαρμογή σκληρότερων μέτρων. Κ α τ ’ ουσίαν έβλεπε στήν Ε κ κ λ η ­ σία τήν αναβίωση τής ρωμαϊκής ιδεολογίας πού εξασφάλι­ ζαν οί παλιοί καλοί ρωμαϊκοί νόμοι10. Ό Πελάγιος, Βρετανός μοναχός, είχε εγκατασταθεί στή Ρώμη τό 400. ΤΗ ταν ένας αξιόλογος στοχαστής πού ενδιαφερόταν γιά τήν πνευματική πρόοδο καί θέλησε νά έξάρει τήν ελεύθερη βούληση καί νά μειώσει τό ρόλο τής παρέμβασης τοΰ Θεοΰ καί τής θείας Χάριτος στή σω τη­ ρία τών πιστών. Πολύ κοντά στό πνεύμα τών παγανιστών στωικών καί τών Ρωμαίων μοραλιστών, θεωρούσε ότι ή ήθική τελείωση είναι αποτέλεσμα προσωπικών επιλογών καί αγαθής προαίρεσης, τήν οποία έν συνεχείς 6 Θεός επι­ βραβεύει. ’Απαντώντας, ό Αυγουστίνος θά άντιτάξει ότι οι ίδιες οί επιθυμίες τής σωτηρίας οφείλονται στή χάρη τοΰ Θεού, καί θά προσπαθήσει νά έξάρει τήν παρέμβαση τής θείας Χάριτος. Ή βίαιη κριτική του στό αισιόδοξο κήρυγμα τοΰ Π ε­ λάγιου, πού έβλεπε στόν άνθρωπο τήν ικανότητα νά χειρι­ στεί μονάχος του τό ζήτημα τής σωτηρίας του, δείχνει ότι ό Αυγουστίνος δέν είχε πάψει νά σκέφτεται τό δικό του παρελθόν, τις αδυναμίες του καί τούς πειρασμούς του. Ή 39

ΛΓΙΟν ΑΤΓΟΓΣΤΙΝΟΓ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

αλληλογραφία του, πού άποτελεΐται από τριακόσιες περί­ που έπιστολές — μιά πηγή τεράστιας αξίας γιά την προ­ σωπικότητά του— , δείχνει ότι ό Αυγουστίνος θά συνεχίσει νά είναι ο οξυδερκής ερευνητής τής ανθρώπινης ψυχής καί ό άνατόμος τής ανθρώπινης αδυναμίας. ’Έ τσ ι, αυτός ό άσκητής, ο άνθρωπος πού διάλεξε τήν εγκράτεια, θά μπο­ ρεί νά γράφει τό 414: «’Έ χ ω κάνει, ωστόσο, τούτη τήν παρατήρηση γιά τήν ανθρώπινη συμπεριφορά, ότι σέ ορι­ σμένους ανθρώπους, όταν ή σεξουαλικότητα καταπιέζεται, στή θέση της φυτρώνει ή τσιγγουνιά.,.»11. Ό Αυγουστί­ νος, πού τόν ένδιέφεραν οί εσωτερικές συγκρούσεις, οί ψυ­ χικές εντάσεις καί οί αντιφάσεις, συνέχιζε νά πιστεύει ότι ή συνείδηση τοΰ άνθρώπου είναι άβυσσος, καί νά ακολουθεί τή διδασκαλία τοΰ Παύλου, ότι ό άνθρωπος δέν έχει τή δύ­ ναμη νά άναλάβει μονάχος του τή σωτηρία του. Γιά τόν Πελάγιο ο αυτοέλεγχος άρκοΰσε. "Ομως ό Αυγουστίνος διαφωνούσε, γιατί είχε διαπιστώσει, προλαμβάνοντας τόν Freud, ότι, ανεξάρτητα από τίς καλές προθέσεις, οί σεξου­ αλικές επιθυμίες υπάρχουν ακόμη καί στόν πιό εγκρατή, όπως συχνά φανερώνει ένα αθώο lapsus τής γλώσσαςia. Τό πρόβλημα των εσωτερικών συγκρούσεων ό Αυγου­ στίνος τό γνώριζε από τήν προσωπική του πείρα. Σ τίς Ε ­ ξομολογήσεις χρεώνει τό άγχος του στόν βαθύ διχασμό του ανάμεσα στόν «χωμάτινο» εαυτό καί τόν πνευματικό εαυτό, τόν «εξωτερικό» καί τόν «εσωτερικό» άνθρωπο. Ό πρώτος ήταν αυτός πού γνώριζε νά απολαμβάνει τίς γήινες χαρές, καί ό δεύτερος, σύμφωνα μέ τήν ανάλυση πού επιχειρεί ό Ε. R. Dodds, ήταν εκείνος πού εκπροσω­ πούσε ή μητέρα του Μόνικα καί ή Ε κ κ λη σ ία 13. Ό 4ο

Ε ΙΣΑ ΓΩ Γ Η :

Ο ΑΪΤΟΓΣΤΙΝΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Αυγουστίνος προσπάθησε νά άφαιρέσει τόν παλιό του εαυ­ τό μυε τό νυστέρι. "Ομως οι πειρασμοί παρέμεναν. "Οσο περνούσαν τά χρόνια, θά τούς πολεμούσε μέ μέτρα όλο καί πιό δραστικά, πού φανερώνουν έναν άνθρωπο κυριευμένο από φόβους γιά τό σέξ, τούς αιρετικούς, τήν κάθε εί'δους παρεκτροπή από τή μητέρα Ε κκλησία. Ή μεταστροφή δέν τού έδωσε τελικά τήν ήρεμία πού προσδοκούσε, γράφει ο Ε. R. Dodds, καί τό τίμημα τής εγκράτειας πού πλήρω­ σε γιά νά τήν κερδίσει ήταν πολύ ακριβό. « Ή ευτυχής εναρμόνιση όλων των άνθρώπινων δραστηριοτήτων καί ορμών παρέμεινε γ ι’ αυτόν, όπως γιά κάθε διχασμένο άνθρωπο, ένα απλησίαστο ιδανικό»14. Ό Αυγουστίνος, όπως καί οί άλλοι άνθρωποι της εποχής του, είχε δεί τό κακό σάν αρρώστια. Ό ίδιος διά­ βαζε βιβλία ιατρικής καί είχε πολλά στή βιβλιοθήκη του. Θά υιοθετούσε, λοιπόν, ιατρικό λεξιλόγιο γιά τή σωτηρία καί μάλιστα μέ τεχνικούς όρους τής ρωμαϊκής ιατρικής. Κεντρική στή «θεραπευτική» στάση του ως πρός τή σχέ­ ση «χάριτος» καί «ελεύθερης βούλησης» ήταν ή ιδέα ότι ή ικανότητά μας γιά αύτοπροσδιορισμό είναι περιορισμένη, γιατί έξαρτάται από περιοχές πού δέν ελέγχουμε. Τά έπιχειρήματά του, ένισχυμένα μέ ιατρικές μεταφορές καί π α ­ ραδείγματα, συγκινούσαν καί έπειθαν τήν κοινή γνώμη, πού τάχθηκε στό τέλος μέ τό μέρος του. "Ομως ή νίκη των ιδεών του εναντίον εκείνων τού Πελάγιου, όπως πα ­ ρατηρεί ό Peter Brown, ήταν ένα από τά πιό σημαντικά συμπτώματα τή ς βαθιάς αλλαγής πού είχε συντελεστεΐ στήν εποχή του: ή άνθρώπινη νόηση έχανε τήν αυτονομία τη ς13.

αγιοτ αγγογςτινογ

εξομολογήσεις , πρώτος τομος

Ό Αυγουστίνος άρρώστησε τό 430, δταν οί Βάνδαλοι είχαν ήδη φτάσει στην ’Αφρική καί πολιορκούσαν τήν Ί π πώνα. Σ τη διάρκεια τής άρρώστιας του, δπως γράφει δ βιογράφος του Ποσσίδιος, ζήτησε νά τόν άφήσουν ολομό­ ναχο. ΤΗ ταν ή ώρα τής προσευχής καί των δακρύων τής μετάνοιας. Ζήτησε νά τοϋ αντιγράψουν τέσσερις ψαλμους τοϋ Δαβίδ γιά τή μετάνοια καί νά τους κρεμάσουν στους τοίχους τοΰ δωματίου του, γιά νά μπορεί νά τούς βλέπει συνεχώς από τό κρεβάτι του. Πέθανε στίς 28 Αυγούστου. "Ενα χρόνο μετά, ή 'Ιππώ να λεηλατήθηκε καί κάηκε σχε­ δόν ή μισή, όμως ή βιβλιοθήκη τοΰ Αυγουστίνου σώθηκε. Ό Ποσσίδιος έμεινε μερικά χρόνια στά ερείπια τής πόλης, καταγράφοντας τά έργα τοΰ Αυγουστίνου. «Καί όμως» γράφει στή βιογραφία τοΰ δασκάλου του «πιστεύω πώς κανείς δέν θά μπορέσει νά κερδίσει δ,τι κέρδισαν εκείνοι πού μπορούσαν νά τόν βλέπουν καί νά τόν άκοΰν νά μιλά στήν εκκλησία, καί ακόμη περισσότερο εκείνοι πού γνώρισαν έστω καί λίγο άπό κοντά αυτό πού ήταν ως άνθρωπος»16.

Ή πνευματική διαμόρφωση τοΰ Αυγουστίνου Σ τίς έρευνες γιά τήν πνευματική διαμόρφωση τοΰ Αυγου­ στίνου, οί όποιες περιλαμβάνουν ονόματα έπιφανών μελε­ τητώ ν, δπως οί Henri-Ir6n6e Marrou καί Pierre Courcelle17, κυριαρχούν τά ερωτήματα: Πόσο ό Αυγουστίνος επηρεάστηκε άπό τούς νεοπλατωνικούς; Μ ήπως ή θεολο­ γία του δέν είναι παρά νεοπλατωνική φιλοσοφία, «βαφτι­ σμένη» χριστιανική; Ποιά θέση είχε ό νεοπλατωνισμός στή ζωή καί στά έργα τοΰ Αυγουστίνου; Μιά ανάλογη συ­ 4*-

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Η ΠΝΕΓΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΤ ΑΓΓΟΓΣΤΙΝΟΓ

ζήτηση περιστρέφεται επίσης γύρω από τό χριστιανισμό ■τοΰ Αυγουστίνου. Ό Pierre Courcelle, προχωρώντας όσο κανείς μέχρι την εποχή του στό ζήτημα τοΰ ρόλου πού έπαιξε ή μελέτη τών νεοπλατωνικών στή διαμόρφωση τοΰ νεαρού Αυγου­ στίνου, αφήνει πολύ χώρο στό χριστιανισμό, αλλά επιμένει στίς νεοπλατωνικές αρχές αυτού τού χριστιανισμού καί, επιπλέον, διευρύνει τό πεδίο καί περιλαμβάνει τόν ’Αμβρό­ σιο, δείχνοντας ότι στό Μιλάνο, τήν έποχή τών δύο άνδρών, τό 380, ο πλατωνικός χριστιανισμός ήταν γενικός κανόνας. ’Αλλά, τί σήμαινε χριστιανισμός γιά τήν έποχή τού Αυγουστίνου; Ό ίδιος στίς Retractationes { ’Αναδρομές), πού έγραψε στό τέλος τής ζωής του, λέει: «Αυτό πού σή­ μερα ονομάζεται χριστιανική θρησκεία υπήρχε καί στούς αρχαίους, από τότε πού αρχίζει νά υπάρχει ή φυλή τών ανθρώπων μέχρι τήν έλευση καί τήν ενσάρκωση τού Χρι­ στού, όταν ή αληθινή θρησκεία, πού ήδη υπήρχε, άρχισε νά ονομάζεται χριστιανική»18. ’Α σφαλώς, παρατηρεί ό O ’Donnell, ό Αυγουστίνος ήταν πιό αρμόδιος από τούς σύγχρονούς μας νά κρίνει αν ή πρόσμειξη νεοπλατωνικών όρων καί αρχών στή χριστιανική διδασκαλία μπορούσε νά βλάψει αυτό πού κυρίως τόν ένδιέφερε, καί πού δέν ήταν άλλο από τή σωτηρία. ’Άλλωστε, ό Αυγουστίνος μεγάλω­ σε σέ ένα περιβάλλον πού κύριο χαρακτηριστικό του ήταν ή συνύπαρξη πολλών παραδόσεων καί ό συγκρητισμός. Ό Αυγουστίνος στίς ’Εξομολογήσεις αναφέρει ό ίδιος τούς σταθμούς τής πνευματικής πορείας του. Πρώτος σταθμός ήταν ή ανάγνωση τού Hortensius τού Κικέρωνα, 43

ΑΓΙΟV ΑΪΤΟΓΣΤΙΝΟΤ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

δεύτερος οΐ Κατηγορίες τού ’Αριστοτέλη. ’Ακολούθησε μιά αποτυχημένη απόπειρα νά διαβάσει τη Βίβλο. Στό διάστημα αυτό προσχωρεί στην αίρεση των μανιχαίων. Παράλληλα, μελετά τά βιβλία των mathematici, των άστρολόγων. ’Απογοητευμένος, στρέφεται στους άκαδημεικούς. Στό Μιλάνο θά γνωρίσει τά βιβλία τών platonici, των νεοπλατωνικών, τοΰ Πλωτίνου καί του Πορφύριου, τά όποια διαβάζονταν στόν κύκλο τοΰ ’Αμβρόσιου. Θά ακολουθήσει ή μελέτη τοΰ αποστόλου Παύλου, πού θά άποβεΐ καθοριστική γιά τή μεταστροφή του. Είναι βέβαιο οτι δ Αυγουστίνος παραλείπει πολλά από τά διαβάσματά του. Θά πρέπει επίσης νά έχουμε πάντοτε υπόψη μας οτι, όπως παρατηρεί ό O ’Donnell, όποιοδήποτε από τά κείμενα πού υποδεικνύουν οι μελετητές όταν άναφέρονται στά πιθανά διαβάσματα τοΰ Αυγουστίνου, δέν έχει σωθεί στή μορφή πού τό διάβασε. ’Ακόμη καί τόν Πλωτίνο τόν διάβασε σέ μιά λατινική μετάφραση πού δέν σώζεται καί, αν λάβει κανείς υπόψη τίς δυσκολίες τοΰ πλωτίνειου κειμένου, ή μετάφραση θά πρέπει νά διέφερε σημαντικά απο το πρωτότυπό . 1 ις μονές 6ε6αιες απα­ ντήσεις στό ερώτημα «τί είχε διαβάσει ο Αυγουστίνος», τίς δίνουν τά ίδια του τά κείμενα. Ή εξέταση τών ’Εξο­ μολογήσεων στό επίπεδο τών διακειμενικών σχέσεων δεί­ χνει έναν ακούραστο ερευνητή, έναν άνθρωπο ανοιχτό στίς ιδέες τοΰ καιροΰ του, μέ ένα ευρύτατο φάσμα άναγνωστικών προτιμήσεων, πού περιλάμβανε τήν ποίηση, τή φιλοσοφία, τίς ελευθέριες τέχνες, τίς ιστορίες ζωής τών πρώτων μαρτύρων, όπως τό Πάθος τής Περπέτουας. Ό Αύγουστίνος, πού λάτρευε τό θέατρο ως έφηβος καί είχε 44

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ

πάρει βραβείο σέ ποιητικούς αγώνες, δέν έγκατέλειψε πο­ τέ την αγάπη του γιά τήν ποίηση, δπως φανερώνει ένα από τά πρώτα έργα πού έγραψε μετά από τη βάπτισή του, τό De Musica. Ποιες ήσαν λοιπόν οί βάσεις τής παιδείας του; Τά χρόνια τών σπουδών τοΰ Αυγουστίνου στην Καρχηδόνα, ή διδασκαλία γινόταν στά λατινικά, όμως διδά­ σκονταν καί τά ελληνικά30. Οί Αφρικανοί λόγιοι γνώριζαν σέ βάθος τη λατινική λογοτεχνία. Ή δυσκολία νά προμη­ θεύονται χειρόγραφα τούς υποχρέωνε νά μαθαίνουν από στήθους τά κλασικά κείμενα, καί υπήρχαν άνθρωποι πού γνώριζαν απέξω ολόκληρο τόν Βιργίλιο καί λόγους τοΰ Κικέρωνα. Ή παιδεία στηριζόταν στήν αποστήθιση, καί οί δυό αυτοί Λατίνοι συγγραφείς ήταν τόσο βαθιά ριζωμέ­ νοι στή μνήμη τοΰ Αυγουστίνου, πού σπανίως μπορούσε νά γράψει κάτι χωρίς κάποια κατάλοιπα ή κάποιες λεκτικές μνεΐες, οί όποιες μόνο σχετικά πρόσφατα εντοπίστηκαν. Γνώριζε καλά επίσης τόν Σαλλούστιο καί τίς κωμωδίες τοΰ Τερέντιου. "Ομως, αναμφίβολα, ό πρώτος μεγάλος του δάσκαλος ήταν ό Κικέρων. Τό ελληνικά πού περιλάμβανε τό πρόγραμμα σπουδών του ό Αυγουστίνος δέν κατάφερε νά τά μάθει τόσο καλά όσο ό 'Ιερώνυμος. ΕΓναι βέβαιο δτι μπορούσε νά διαβάσει ελληνικά κείμενα από τό πρωτότυ­ πο, αλλά προτιμούσε τίς μεταφράσεις, καί διάβασε τούς Πατέρες τής Ανατολικής Ε κκλησίας, ειδικότερα τόν Ω ­ ριγένη, καθώς καί τούς νεοπλατωνικούς φιλοσόφους, από μεταφράσεις31. Ό Αυγουστίνος μεγάλωσε σέ χριστιανικό περιβάλλον. Τόν 2ο αιώνα μιά εύρωστη χριστιανική άποστολή στή βό­ 45

ΑΓΙΟΙ' ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ

ΕΞΟΜΟΛΟΓ1ΙΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

ρεια ’Αφρική είχε έγκαταστήσει έ'ναν μεγάλο αριθμό αδελ­ φοτήτων γιά τίς όποιες μεταφράστηκε ή ελληνική Βίβλος στά λατινικά, σέ μιά μετάφραση χωρίς λογοτεχνικές αξιώσεις. Αυτή τή Βίβλο χρησιμοποίησε ό Αυγουστίνος. ’Ή δη στήν εποχή του μιά χριστιανική λογοτεχνική παρά­ δοση είχε δημιουργηθεΐ στήν ’Αφρική. ’Α νάμεσα στους ’Αφρικανούς προσήλυτους υπήρχαν διάσημες μορφές, ό­ πω ς ό Τερτυλλιανός, δημιουργός τοΰ λεξιλογίου της Δυ­ τικής θεολογίας, καί ό Κυπριανός, πού έγινε επίσκοπος Καρχηδόνας αμέσως μόλις βαφτίστηκε καί πέθανε μέ μαρτυρικό θάνατο τό 258.· Ή λογοτεχνία τών εθνικών στήν ’Α φρική είχε νά πα ­ ρουσιάσει αξιόλογα επιτεύγματα. Ό Peter Brown παρα­ τηρεί οτι, εκτός άπό τόν Αυγουστίνο, ο πιό διαβασμένος συγγραφέας τών πρώτων χριστιανικών χρόνων, ό Άπουλήιος, ήταν επίσης ’Αφρικανός. Ό Άπουλήιος άπό τά Μάδαυρα, πού έζησε τόν 2ο αιώνα, ήταν συγγραφέας όχι μόνο τοΰ δημοφιλούς Χρυσοϋ γάιδαρου ( Μεταμορφώσεις), τοΰ διάσημου αυτού βιβλίου πού συνδύαζε τή φιλοσοφική αναζήτηση μέ τήν αυτοβιογραφία σέ ένα ιδιόμορφο κράμα μαγείας, θρησκείας καί σέξ, αλλά καί άλλων έργων γιά τήν πλατωνική φιλοσοφία πού επίσης γνώρισαν μεγάλη επιτυχία. Ή ρωμαϊκή ’Αφρική έδωσε όμως καί άλλους διακεκριμένους συγγραφείς. Τόν Ιο αιώνα ό Μανίλιος έγραψε ένα βιβλίο άστρολογίας. Τόν 2ο διακρίθηκε ό Φρόντων, πού έγινε δάσκαλος τού αύτοκράτορα Μάρκου Αύρηλίου, καί ό Αυλός Γέλλιος, συγγραφέας τών ’'Ατ­ τικών νυχτών. Σύγχρονος τού Αυγουστίνου ήταν ό Μα­ κρόβιος, πού τά σχόλιά του γιά τό « ’Όνειρο τού Σκιπίω 46

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ, ΓΝΩΣΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΟΙ

να», τό τελευταίο βιβλίο τής Πολιτείας τοΰ Κικέρωνα, εγινε ή πιό σημαντική πηγή πληροφορίας γιά τή νεοπλα­ τωνική φιλοσοφία στή μεσαιωνική Δύση. Λίγο μετά τόν Αυγουστίνο ο ειδωλολάτρης Μαρτιανός Καπέλλας έγραψε τούς Γόμους τής φιλοσοφίας καί τοΰ Έρμη, γιά νά διδά­ ξει στους αναγνώστες του τά στοιχεία των επτά ελευθέ­ ριων τεχνών καί νά τούς δείξει με ποιο τρόπο ή μελέτη μπορεί νά τούς άνεβάσει στούς ουρανούς. Ή πνευματική διαμόρφωση τοΰ Αυγουστίνου δέν μπο­ ρεί νά έξεταστεΐ παρά μόνο σέ συνάρτηση μέ τά κυρίαρχα ρεύματα καί τίς λογοτεχνικές ιδέες της εποχής του. Ή λογοτεχνία τών πρώτων χριστιανικών αιώνων, τόσο τών εθνικών οσο καί τών χριστιανών, είχε δώσει μιά σειρά έργων στά όποια κύριο μέλημα ήταν ή αναζήτηση τής αλήθειας. Συνδύαζαν τήν προσωπική ιστορία μέ τή φιλο­ σοφική αναζήτηση, εκφράζοντας τό βαθύτερο αίτημα τών ανθρώπων γιά τήν securitas, τήν ήθική ασφάλεια, πού ή απουσία της ήταν κύριο χαρακτηριστικό τής ζωής τών ανθρώπων τών ύστερων χρόνων τής αυτοκρατορίας. Πολ­ λά από τά θέματα καί τά μοτίβα τών Εξομολογήσεων τά συναντάμε στή συμβολική γλώσσα, τών παγανιστών καί τών γνωστικών τοΰ προηγούμενου αιώνα.

Χριστιανοί, γνωστικοί καί εθνικοί 'Όσο ή Pax Romana πλησίαζε στό τέλος της, τό κυρίαρ­ χο γνώρισμα αυτής τής περιόδου ήταν ή ήθική καί υλική ανασφάλεια. Πολλοί έχουν δει άναλογίες καί συγγένειες μέ τήν εποχή μας. Ό Spengler, στήν Παρακμή της Δύσης, 47

ΑΓΙΟΙ' ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

προχώρησε ακόμη περισσότερο καί ονόμασε τίς δύο επο­ χές «σύγχρονες». Μέσα στη-βαθιά κρίση τοΰ ελληνορω­ μαϊκού κόσμου καί των πρώτων χριστιανικών αιώνων, τό κυρίαρχο αίσθημα ήταν ή αποξένωση. Την ί'δια μοναξιά τοΰ άνθρώπου στό φυσικό σόμπαν εκφράζει ή μοντέρνα κοσμολογία, παρατηρεί ό Hans Jonas, καί αυτή τήν ί'δια έξέφρασε ό νιτσεϊκός μηδενισμός καί άργότερα ό υπαρξισμος“ . Ή κρίση αυτή οδηγούσε σέ μιά στροφή πρός τόν εαυ­ τό. Τή στροφή τήν αναγνωρίζουμε σέ διάφορες ευφάντα­ στες μυθολογικές κατασκευές των γνωστικών τού 2ου αιώνα, πού αντλούν τίς εικόνες τους άπό πολλές πηγές, χριστιανικές καί παγανιστικές, ανατολικές καί ελληνικές. Αυτό πού ό Αυγουστίνος ονομάζει abyssus humanae conscientiae, κάτι άνάλογο μέ εκείνο πού ονομάζουμε σήμερα άσυνείδητο, ως σύλληψη συγγένευε μέ τόν μυστηριώδη πρωταρχικό «βυθό» τών βαλεντινιανών, στόν όποιο άρχικώς κατοικούν όλα τά πράγματα χωρίς κανείς νά τά γνωρίζει, καί μέ τόν «φραγμό», ό όποιος στά συστήματα τού Βασιλείδη καί τού Βαλεντίνου άποκόπτει τόν κόσμο της ανθρώπινης εμπειρίας άπό τόν. κόσμο τοΰ φωτός23. Οί κατασκευές αυτές αντιστοιχούσαν σέ δυϊστικά συστήμα­ τα. Ό δυϊσμός είναι ή κυρίαρχη ιδέα πού χαρακτηρίζει τό πνεύμα αυτής της εποχής, καί τήν έξέφρασαν διάφορες αιρέσεις τών ήμιχριστιανών καί χριστιανών γνωστικών, πού εμφανίστηκαν τούς πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες. Ό γνωστικισμός στίς διάφορες μορφές του ξεκινούσε άπό τήν αρχή τής ριζικής διχοτόμησης άνάμεσα στόν κό­ 48

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ, ΓΝΩΣΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΟΙ

σμο καί τόν άνθρωπο καί, έν συνεχείς, ανάμεσα στόν κό­ σμο καί τόν Θεό. Σ ’ αυτή την τριμερή σύλληψη — άνθρω­ πος, κόσμος, Θεός— ό άνθρωπος καί ό Θεός συνανήκουν, ενώ 6 κόσμος είναι διαμετρικά αντίθετος. 'Ό μ ω ς άνθρω­ πος καί Θεός, παρά τή θεμελιώδη τους σχέση, είναι χωρι­ σμένοι, καί αυτό άκριβώς πού τούς χωρίζει είναι ό κόσμος. Ή θεότητα είναι άπολύτως ξένη πρός τό φυσικό σύμπαν, άπό τό όποιο είναι άδύνατον νά πληροφορηθοϋμε γ ι’ αυτήν οτιδήποτε. Ή γνώση της θεότητας γιά τούς γνωστικούς μπορεί νά επιτευχθεί άποκλειστικά μέσω μιας άποκάλυ-

ψης-

Σύμφωνα μέ τήν κοσμολογία των γνωστικών, ό κό­ σμος δέν είναι δημιούργημα τοΰ Θεοϋ άλλά μιας κατώ τε­ ρης άρχής. Σύμφωνα μέ τήν άνθρωπολογία τους, ό εσω­ τερικός εαυτός τοΰ άνθρώπου δέν άποτελεϊ μέρος τοΰ φυ­ σικού κόσμου ούτε δημιούργημά του, άλλά βρίσκεται μέσα στόν κόσμο, τόσο υπερβατικός καί ξένος καί άγνωστος όσο είναι καί τό υπερκόσμιο άντίστοιχό του, ό « ’Άγνωστος Θεός». Γιά τούς γνωστικούς, ό άνθρωπος είναι μόνος, καί ή μοναξιά του τόν τρομάζει, όπως θά τρόμαζε τόν Π ασκάλ. Αυτό τόν άνθρωπο, έναν ξένο ριγμένο στόν κόσμο, θά τόν ξαναβροΰμε στόν Heiddegger. Θά είναι ό παγιδευμένος άνθρωπος τοΰ Sartre καί τών ύπαρξιστών, ό «ξένος» τοΰ Camus. Μιά σύντομη διατύπωση γιά τό νόημα τή ς διδασκα­ λίας τοΰ γνωστικισμού θά μπορούσε νά είναι ή έξης: ό Θε­ ός δέν κατακτιέται μετά άπό μιά διαδικασία μάθησης, άλλά μετά άπό τήν άνακάλυψή του μέσα στόν άνθρωπο. «Γνώση»Μ σήμαινε κ α τ ’ άρχήν γνώση τοΰ Θεού- όμως,

49

ΑΓΙΟV ΑΪΓΟΓΣΤΙΝΟΓ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

εφόσον ή φύση τοΰ Θεού ήταν ριζικά υπερβατική, ή γνώ­ ση αυτή ήταν κάτι φυσικά αδύνατον καί γ ι’ αυτό μιά αφύ­ σικη κατάσταση. Ή γνώση αυτή περιλάμβανε οτιδήποτε σχετικό μέ τή θεότητα, δηλαδή τήν τάξη καί τήν ιστορία των ουράνιων κόσμων, καί ο,τι πηγάζει από αυτούς, δη­ λαδή τή σωτηρία τοΰ ανθρώπου, μέ άλλα λόγια ζητήματα πού δέν μπορούν νά γίνουν γνωστά με τίς συνηθισμένες διανοητικές διαδικασίες55. Οί διάφορες παγανιστικές καί ήμιχριστιανικές θεωρίες έβλεπαν τήν ύλη ώς ανεξάρτητη αρχή καί πηγή τοΰ κα­ κού καί τόν αισθητό κόσμο ώς περιοχή ή ακόμη καί δη­ μιούργημα μιας κακόβουλης προσωπικής δύναμης. Γιά τούς Πέρσες, καθώς καί γιά τούς μανιχαίους, ό κόσμος ήταν τό θέατρο αυτής τής σύγκρουσης. Ό κόσμος, γιά τούς περισσότερους γνωστικούς, ήταν ολόκληρος παραδομένος στόν «εχθρό». Σίγουρα σέ έναν τέτοιο κόσμο, παρατηρεί ό Dodds, αυτό πού ό Πλωτίνος καί αργότερα ό Αυγουστίνος ονόμασαν «έσωτερικός άνθρωπος», αυτό πού ό απόστολος Παύλος καί οι γνωστικοί ονόμασαν «πνευματικός άνθρω­ πος», πρέπει νά αισθανόταν ξένος καί εξόριστος30. Σ τή συμβολική γλώσσα των γνωστικών, ό άνθρωπος σ ’ αυτό τόν κόσμο είναι ένας ξενιτεμένος, καταδικασμένος νά περιοδεύει μακριά από τήν πατρίδα του, καί ή ζωή αυτού τού οδοιπόρου είναι γεμάτη άγχος καί νοσταλγία, γράφει ό Hans Jonas37. Γιά τόν Μάρκο Αύρήλιο «ολη ή ζωή τού σώματος είναι ποτάμι πού περνά, ή ζωή τής ψυχής όνειρό καί ψευδαίσθηση· ή ύπαρξή του πόλεμος καί ποφαμονή σέ ξένη χώρα· ή υστεροφημία του λήθη»38. Ή ψυχή τού ανθρώπου στή διάρκεια τής γήινης αποδημίας 50

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ, ΓΝΩΣΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΟΙ

της υποφέρει, καί ψάχνει τό καταφύγιο, τό σίγουρο λιμάνι: τό θέμα τής peregrinatio θά γίνει ένα από τά πιό αγαπη­ μένα τών συγγραφέων, καί αργότερα τοϋ ίδιου τοϋ Αυγου­ στίνου στίς Εξομολογήσεις. Γιά τόν Πλωτίνο, παρατηρεί ό Dodds29, τό οδοιπορικό της ξενιτεμένης ψυχής είναι τό ταξίδι τής ανακάλυψης τοϋ έαυτοΰ: «Π άντα εϊσω»30, τά πάντα βρίσκονται μέσα μας. Τό ζήτημα πλέον είναι ή αναζήτηση τοϋ έαυτοΰ εντός καί όχι εκτός. Ό κόσμος τών αισθητών Θά διαχωρισθεΐ τήν εποχή αυτή ριζικά από τόν κόσμο τών νοητών: « Έ σμέν έκαστος κόσμος νοητός»31. Τά λόγια τοϋ ’Αγαμέ­ μνωνα στόν "Ομηρο: « Ά ς φύγουμε γιά τή δική μας χ ώ ­ ρα» θά αποκτήσουν νέο νόημα γιά συγγραφείς όπως ο Πλωτίνος32 καί ό Γρηγόριος Νύσσης33: ή ψυχή πρέπει νά φύγει από τήν ομορφιά τών αισθήσεων καί τήν πλανεύτρα Κίρκη καί νά επιστρέφει στή δική της χώρα. Τή φράση θά έπαναλάβει καί ό Αυγουστίνος στήν Πολιτεία τοϋ ΘεοϋΜ. Ή αίσθηση ότι ό άνθρωπος είναι ξένος στόν κόσμο καί ό κόσμος μιά ξένη χώρα ήταν ιδιαίτερα ισχυρή στούς χρι­ στιανούς. «"Οτι ξένοι καί παρεπίδημοί εισιν» γράφει ό Παύλος35. Σ ’ αυτό τόν κόσμο οί χριστιανοί είδαν τήν έκπτω τη κατάσταση τοϋ ανθρώπου ως τιμωρία γιά τό προπατορικό αμάρτημα. Ή αποδημία «εις χώραν μα­ κράν»36, όμοια μέ αυτή τής παραβολής τοϋ ασώτου υίοϋ, είναι ένα από τά κεντρικά θέματα τών Εξομολογήσεων. Ή ζωή στόν κόσμο θά έρμηνευθεΐ ώς μιά έπώδυνη καί επικίνδυνη παραμονή σέ έναν τόπο έντελώς διαφορετικό από τή σφαίρα τής θεότητας, στήν regio dissimilitudinis, τόν «τόπο άνομοιότητος» τοϋ Πλωτίνου.

5 ΐ

ΑΓΙΟΙ’ ΑΓΓΟ 1'ΣΤΙΝΟΓ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

Ό Αυγουστίνος είχε την εικόνα ενός Θεοΰ πού αποτε­ λεί κέντρο τοΰ κόσμου. «Έ σύ κατοικούσες μέσα μου, όμως εγώ ήμουν εκτός» γράφει στό Τρίτο βιβλίο. Τό «λί­ κνο» τής πίστης, ή «φωλιά» τής Εκκλησίας, είναι εικόνες πού μεταφράζουν τήν έπιστροφή στόν Θεό ως επιστροφή στό κέντρο. Ή γεωγραφία τοΰ Αυγουστίνου είναι χτισμένη ολόκληρη μέ άναχωρήσεις καί έπιστροφές από καί πρός αυτό τό κέντρο37. ’Ακολουθεί τήν ελληνική παράδοση της ομόκεντρης αναπαράστασης τοΰ κόσμου, αλλά στό σημείο αυτό συναντά τήν παγκόσμια μυθική σκέψη, όπως έχει δείξει δ Mircea Eliade38. Οί εικόνες αυτές, εκτός από τήν ποιητική τους δύναμη, έχουν μεγάλη ψυχολογική αξία πού συγκινεΐ μέχρι σήμερα τούς στοχαστές καί τούς ποιητές. Ό Αυγουστίνος θά προσπαθούσε νά έπιστρέψει σ ’ αυτό τό κέντρο, όμως, πρίν φτάσει εκεί, θά περνούσε από αλλού.

Σ το φαρμακείο των μανιχαίων Τήν εποχή τού Αυγουστίνου ή διχοτόμηση σώματος καί ψυχής ήταν μιά από τίς θεμελιώδεις ιδέες τού χριστιανι­ σμού καί των αιρέσεων. Τό σώμα, ή σάρκα, ο χωμάτινος εαυτός, ήσαν ή βέβαιη είσοδος τής αμαρτίας στόν άνθρω­ πο. "Ομως ή ιδέα αυτή ήταν ήδη διαδεδομένη γενικότερα τούς πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Τή δυσφορία γιά τό σώμα τή μοιραζόταν καί ό Πλωτίνος καί άλλοι νεοπλα­ τωνικοί. Σύμφωνα μέ τόν Dodds «ή έχθρα πρός τό σώμα ήταν ενδημική νόσος ολόκληρου τού πολιτισμού αυτής > f f f t yi της περιοοου», για παγανιστές και χριστιανούς . λ

52

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΣΤΟ ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ ΤΩΝ ΜΑΝΙΧΑΙΩΝ

Οι π ιό ακραίες εκδηλώσεις τής έχθρας αυτής παρατη­ ρούνται στους χριστιανούς καί τούς γνωστικούς, αλλά τά συμπτώματα της εμφανίζονται μέ ελαφρά μορφή καί ατούς εθνικούς. Πολλοί εθνικοί, όπως ό Μάρκος Αύρήλιος, μπορούσαν νά ύπομείνουν τόν εαυτό τους μόνο εφόσον πραγματοποιούσαν μιά τομή άνάμεσα στό πνεύμα καί τό σώμα, μιά διχοτόμηση πού ερχόταν άπό τήν κλασική Ελλάδα, άλλα προσέλαβε παράξενες μορφές καί έφτασε σέ άκρότητες τούς πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Ή πεποίθηση τών χριστιανών πατέρων τής ερήμου, οτι ή ζωή τού σώματος είναι ό θάνατος τής ψυχής, είχε ως άποτέλεσμα διαρκείς αύτοβασανισμούς πού περιλάμβαναν καί τόν αύτοευνουχισμό, εάν άληθεύει ή σχετική μαρτυρία τού Ευσέβιου γιά τόν Ωριγένη40. Σ ’ αυτό τόν κόσμο, στόν όποιο τό κακό είχε προσλάβει υλική υπόσταση, οι δαίμονες βρίσκονταν παντού σάν βα­ κτηρίδια. Γιά τόν Αυγουστίνο, πού μεγάλωσε σέ χριστια­ νικό σπίτι, ή χριστιανική πίστη ήταν σάν εμβόλιο κατά τής άρρώστιας. 'Ό ταν ό Αυγουστίνος ήταν παιδί τόν «αλάτισαν» γιά νά κρατήσουν μακριά τούς δαίμονες41. 'Ο ­ λόκληρη ή εποχή θά χρησιμοποιούσε μεταφορές τής άσθένειας καί οί θρησκείες θά προέβαλλαν κυρίως τίς θεραπευ­ τικές τους ιδιότητες στούς πιστούς. Αυτή τή μεταφορική γλώσσα, καθώς καί ένα ολόκληρο φαρμακευτικό εργαστή­ ριο γιά τήν άντιμετώπιση τού κακού, βρήκε ό Αυγουστί­ νος στή διδασκαλία τών μανιχαίων. Ό μανιχαίσμός, σύμφωνα μέ τόν Hans Jonas, άνήκει στό κυρίαρχο ρεύμα τού γνωστικισμού, τουλάχιστον σέ δ,τι άφορά τήν κεντρική ιδέα του, πού είναι ό δυϊσμός. Ό 53

ΛΓΙΟΓ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

Μάνης, μιά θρησκευτική ιδιοφυία τοΰ 3ου αιώνα μ.Χ ., έζησε στη Μεσοποταμία καί έκτελέστηκε με τόν μαρτυ­ ρικό θάνατο τής σταύρωσης άπό τόν Πέρση διοικητή τό 276. Ή θρησκεία του διαδόθηκε με εκπληκτική τα χύτη­ τα, καί οι μανιχαϊστικές κοινότητες ανθούσαν δχι μόνο στή ρωμαϊκή αυτοκρατορία άλλά καί στήν ’Ά πω Ανατο­ λή. Λίγα χειρόγραφα σώζονται άπό τή θρησκεία αυτή, κυρίως μέ ύμνους, στά κοπτικά καί στά κινέζικα. Μιά ά­ πό τίς κυριότερες πηγές είναι τά κείμενα τού ίδιου τοΰ Αυγουστίνου. Ό Μάνης ήταν οπαδός τοΰ περσικού γνωστικισμού καί ήθελε νά μεταρρυθμίσει τή διδασκαλία τού Ζωροάστρη, είσάγοντας σ ’ αυτή χριστιανικές καί ινδικές ιδέες. ΤΗ ταν ό μόνος άπό τούς γνωστικούς πού θέλησε νά φτιά­ ξει ένα ολοκληρωμένο θρησκευτικό σύστημα. Σύμφωνα μέ τό σύστημα αυτό, δυϊστικό στή σύλληψή του, τό αγα­ θό καί τό πονηρό, ή ύλη καί τό πνεύμα, τό φως καί τό σκότος βρίσκονται άντιμέτωπα. Τό σύμπαν είναι προϊόν αυτών των άντίρροπων δυνάμεων, μείγμα φωτός καί σκό­ τους, καλού καί κακού. Τό ίδιο ισχύει καί γιά τόν άνθρω­ πο, πού ή ψυχή του άνήκει στό βασίλειο τού φωτός καί τό σώμα του στό βασίλειο τού σκότους. ”Οπως δμως τά φυ­ τά τείνουν πρός τό φώς, έτσι καί ό άνθρωπος τείνει νά άπαλλαγεϊ άπό τό σώμα του. Συνεπώς, ή σωματικότητα καί ό αισθητός κόσμος ενέχονται γιά τό κακό στόν άνθρω­ πο. Οί μανιχάΐοι στή λατρεία τους περιλάμβαναν ως λυ­ τρωτικές δυνάμεις τόν ήλιο, τόν ’Ιησού, καί τέλος τόν ίδιο τόν Μάνη. Ό Μάνης άρνιόταν όποιαδήποτε αυθεντία στίς 54

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΣΤΟ ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ ΤΩΝ ΜΑΝΙΧΑΙΩΝ

Γραφές, ήθελε ωστόσο νά θεωρείται χριστιανός, καί επό­ μενε νά παραμένει στη χριστιανική κοινότητα, αμφισβη­ τώντας όμως τά ιερά κείμενα καί τό δόγμα της καί χρησι­ μοποιώντας κατά βούληση ορισμένους όρους καί θέματα τών Γραφών. Ό Ιησούς τοΰ Μάνη ήταν σύμβολο της πά-τχουσας ανθρωπότητας καί όχι ιστορικό πρόσωπο καί θε­ ότητα πού ενσαρκώθηκε. Δεχόταν τη σταύρωση μόνο με (Τυμβολική σημασία, καί κήρυττε ότι ήταν αισθητή σέ ολόκληρο τό σόμπαν, όπως στούς κορμούς τών δέντρων. Ό τ ι δήποτε έπαιρνε ο Μάνης από τό χριστιανισμό τό ερμήνευε στό δυϊστικό καί πανθείστικό πλαίσιο τής εξαιρε­ τικά πολύπλοκης μυθολογίας του, πού αποτελούσε μέρος τής διδασκαλίας του. Ό Μάνης έδινε μιά δραστική απάντηση στό πρόβλημα τοΰ κακού. Διαχωρίζοντας τίς δυνάμεις τού καλού καί τού κακού, υποστήριζε ότι τό κακό δέν μπορούσε νά προέρχε­ ται από τόν Θεό, αλλά από τήν εισβολή τού κακού μέσα στό καλό. Σύμφωνα μέ τή διδασκαλία του, τό καλό, πού ύφίστατο τίς επιθέσεις τού κακού, ήταν μιά παθητική δύ­ ναμη, σέ αντίθεση μέ τό κακό, πού τό θεωρούσαν επιθετι­ κό· συνεπώς τό καλό ήταν καταδικασμένο νά δέχεται πα­ θητικά τίς επιθέσεις τού κακού. Ή κριτική πού άσκησε ό Αυγουστίνος σ ’ αυτή τή διδασκαλία ήταν ότι οδηγεί στό νά πιστέψουμε ότι ή δύναμη τού Θεού είναι περιορισμένη, καθώς, εφόσον άποδεικνύεται ανίκανος νά ελέγξει τή δύ­ ναμη τού κακού, δέν είναι παντοδύναμος. Τό ελκυστικό στοιχείο τής διδασκαλίας τού Μάνη ήταν ότι άπέρριπτε τήν αυστηρή καί τρομερή μορφή τού Θεού-πατέρα τής Παλαιάς Διαθήκης, πού μπορούσε νά 55

ΑΓΙΟΪ' ΑΪΓΟΤΣΤΙΝΟΤ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

είναι έλεήμων καί ταυτόχρονα εκδικητής. Ό Θεός γ ι’ αυτόν αποτελούσε τό ίίψιστο αγαθό καί ήταν απολύτως αθώος, συνεπώς δεν έπρεπε νά θεωρείται ούτε στό έλάχιστο υπεύθυνος γιά τό κακό. "Ολη ή δραστικότητα τοΰ θρησκευτικού συστήματος τών μανιχαίων βασιζόταν σέ έναν άμετρο σεβασμό πρός τόν Θεό, καί υπόσχονταν δτι μπορούν νά οδηγήσουν όποιονδήποτε άνθρωπο στόν Θεό, με μοναδική προϋπόθεση νά άρνηθεϊ διά της απλής λο­ γικής όποιαδήποτε άλλη αυθεντία. Ή θρησκεία τών μανιχαίων, γράφει b Chadwick, εξέφραζε σέ ποιητική μορφή μιά απέχθεια γιά τόν υλικό κόσμο. Τό κάτω μέρος τού σώματος τό θεωρούσαν έργο τού διαβόλου. Τό σέξ τό εξομοίωναν μέ τό σκότος, δηλαδή τήν ουσία τού κακού. Διακήρυσσαν μιά αυστηρότατη ασκητική ζωή. "Ομως μόνο οί «έκλεκτοί», ή ανώτερη βαθμίδα τής αίρεσης, ζούσαν έναν πραγματικά ασκητικό βίο, πού έπεκτεινόταν οχι μόνο στήν απαγόρευση τού γά ­ μου αλλά καί στήν αποχή από τό κρέας καί τό κρασί, ένώ οί τροφές πού έτρωγαν έπρεπε νά είναι ειδικές. Οί υπόλοι­ ποι οπαδοί, οί «ακροατές», ήσαν κατηχούμενοι καί φρό­ ντιζαν γιά τή συντήρηση τών εκλεκτών. Στούς ακροατές τό σέξ επιτρεπόταν μόνο τίς ασφαλείς ημέρες τού μήνα, γιά νά αποφεύγεται ή σύλληψη παιδιών, αλλά τή σεξουα­ λικότητα γενικά τήν αντιμετώπιζαν αρνητικά, ως επινόη­ ση τού διαβόλου43. Π ώ ς λοιπόν αυτή ή θρησκεία μπορούσε νά ασκήσει έλξη σέ έναν νέο όπως ό Αυγουστίνος, πού τόν ένδιέφερε τό σέξ; Ή απάντηση είναι οτι, εφόσον θεωρούσε τό σέξ έργο τού κακού, απάλλασσε τόν πιστό της από όποιαδή56

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΣΤΟ ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ ΤΩΝ ΜΑΝΙΧΑΙΩΝ

ποτέ ευθύνη γιά τή σεξουαλική του δραστηριότητα. Μέ τόν ίδιο τρόπο ή θεολογία τοϋ Μάνη απάλλασσε τόν πιστό από αισθήματα ενοχής στό ζήτημα τοΰ κακοϋ γενικότερα: Ό άνθρωπος δέν φέρει ευθύνες γιά τίς πράξεις του, άφοΰ τό κακό δέν τό διαπράττει ό ίδιος αλλά κάποια άλλη φύση μέσα του, μέ αποτέλεσμα νά είναι απαλλαγμένος από κά­ θε ευθύνη γιά τίς κακές πράξεις του. Οί οπαδοί τοΰ Μάνη ήσαν βαθιά απαισιόδοξοι σχετικά μέ τήν ύπαρξη τοϋ κα­ κοϋ στόν άνθρωπο, δμως ή άπαισιοδοξία τους άφοροϋσε μόνο μιά πλευρά τοΰ έαυτοϋ τους, εφόσον τήν άλλη, τήν καλή πλευρά τους, τή θεωρούσαν απρόσβλητη από τό κα­ κό καί μέρος τής θείας υπόστασης. « Ό Αυγουστίνος ώς μανιχαϊος» γράφει ό Brown «μπορούσε νά απολαμβάνει τό παρήγορο συναίσθημα δτι, παρά τίς παρεκτροπές του, τό δεσμό του μέ τήν παράνομη σύζυγο καί τή διάστασή του μέ τή μητέρα του, τουλάχιστον τό καλό μέρος τού εαυτού του παρέμενε ακηλίδωτο»43. Ή επιμελημένη αποφυγή κάθε αισθήματος ενοχής ήταν αυτό πού αργότερα ό Αυγουστίνος θά θεωρούσε ώς τό σοβαρότερο σύμπτωμα τής μανιχαίστικής φάσης του. Καί ή έμφαση πού έδωσε στό ζήτημα τής ενοχής, καθώς καί τής θείας Χάριτος, δπως επίσης καί τό τριαδικό σχήμα τής θεολογίας του, θά πρέπει νά εξετάζονται σέ συνάρτη­ ση μέ τήν πολεμική του κατά τού δυϊσμού τών μανιχαίων. Ή αίρεση τοϋ Μάνη, άν καί μικρή, ήταν πολύ ισχυρή, καλά δικτυωμένη καί διέθετε τήν αίγλη τής μυστικής εταιρείας. Οί μανιχαΐοι ήσαν αυστηροί στήν εμφάνιση, γνωστοί γιά τά χλω μά τους πρόσωπα. "Οταν βρίσκονταν σέ ξένες πόλεις, έμεναν μόνο μέ τά μέλη τής αίρεσής τους. 57

ΑΓΙΟν ΑΪΤΟΓΣΤΙΝΟ V ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

Οί αρχηγοί τους ταξίδευαν σε διάφορα μέρη τοΰ ρωμαϊκού κόσμου στά όποια υπήρχε ένα ολόκληρο δίκτυο από εστίες τους, από τήν Κίνα μέχρι τήν ’Ισπανία. Οί παγανιστές τούς άπεχθάνονταν, οί χριστιανοί τούς μισούσαν καί τούς φοβόνταν. ’Αργότερα θά ύφίσταντο άγριους διωγμούς. « ΤΗσαν οι μπολσεβίκοι τοΰ 4ου αιώνα» γράφει ό Brown «μιά πέμπτη φάλαγγα ξένης προέλευσης πού διείσδυε στη χριστιανική ’Εκκλησία»44. Ό Αυγουστίνος παρέμεινε «α­ κροατής» γιά έννέα χρόνια, άλλά ήδη στή Ρώμη είχε άπογοητευθεΐ από τήν αίρεσή τους καί, όπως γράφει ό ί'διος, τούς άκολουθοΰσε πλέον μόνο τυπικά, μέχρι νά βρει κάτι καλύτερο. Αυτό τό καλύτερο θά τό έβρισκε στό Μι­ λάνο, στό κήρυγμα τοΰ ’Αμβρόσιου. "Ομως τό δρόμο της επιστροφής θά τόν προετοίμαζε ή ανάγνωση των νεοπλα­ τωνικών.

Ο ί ν ε ο π λ α τ ω ν ικ ο ί Πριν γνωρίσει τούς νεοπλατωνικούς στό Μιλάνο, ό Αυγουστίνος γράφει ότι διάβασε τούς academici. Οί φιλό­ σοφοι τής Νέας Άκαδήμειας υποστήριζαν ότι είναι αδύνα­ τον νά υπάρξει ένα απόλυτο κριτήριο γιά τήν αλήθεια καί εφάρμοζαν τήν «εποχή», δηλαδή τήν αναστολή κάθε κρί­ σης. Ε ίχε διαβάσει τά Academica τοΰ Κικέρωνα, στά όποια συγκεντρώνονταν οί θέσεις τής σχολής, από τόν Άρκεσίλα μέχρι τόν Άντίοχο. "Ενα άλλο βοήθημα γιά τόν Αυγουστίνο ήταν τό σύγγραμμα τοΰ Βάρρωνα περί φιλο­ σοφίας καί τό εγχειρίδιο τοΰ Κέλσου Opiniones omnium

philosophorum. 58

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΟΙ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΚΟΙ

Ό Αυγουστίνος γράφει δτι έμεινε βαθιά απογοητευμέ­

νος άπό αυτά τά διαβάσματα, δμως, σύμφωνα με τόν Α. Solignac, τους χρωστά τή φιλοσοφική του διαμόρφωση, γιατί χάρη σ ’ αυτά εξοικειώθηκε μέ τους προβληματι­ σμούς τής ελληνικής φιλοσοφικής γλώσσας καί σκέψης καί έφτασε προετοιμασμένος στά βιβλία τών platonici. Τά βιβλία αυτά ήσαν έργα τοΰ Πλωτίνου καί τοΰ βιογράφου του Πορφύριου, μεταφρασμένα στά λατινικά από τόν Μά­ ριο Βικτωρίνο. Ό Solignac υποστηρίζει δτι δ Αυγουστίνος γνώριζε αρκετές άπό τίς Έννεάδες — σίγουρα την πρώτη, την τρίτη, τήν πέμπτη καί την έκτη— καί έπισημαίνει ομοιότητες45. Ό A. Mandouze δίνει ένα ολόκληρο σχήμα τών διαβασμάτων αυτών τοΰ Αυγουστίνου, υπογραμμίζο­ ντας δτι πολλές ιδέες τους τίς πήρε κατευθείαν άπό τόν Αμβρόσιο46, ενώ δ Courcelle θεωρεί βέβαιο δτι δ Αυγου­ στίνος γνώριζε επίσης έργα τοΰ Φίλωνα Αλεξανδρείας. Ό John Μ. Rist εκφράζει επιφυλάξεις γιά την επίδραση τοΰ Πορφύριου καί άμφιβάλλει εάν δ Αυγουστίνος γνώριζε πε­ ρισσότερες άπό λίγες Έννεάδες τοΰ Πλωτίνου, άλλά υπο­ στηρίζει δτι ή μεταστροφή τοΰ Αυγουστίνου στό χριστια­ νισμό τόνωσε τά φιλοσοφικά του ενδιαφέροντα, στά δποΐα περιέλαβε καί τή διαμάχη στωικών καί σκεπτικών, καί τόν έκανε νά τροποποιήσει κλασικές θέσεις στό ζήτημα τής πίστης καί τής νόησης47. Τί βρήκε δ Αυγουστίνος σ ’ αυτά τά βιβλία; Τί δέν βρήκε; Ό ίδιος, στό "Εβδομο βιβλίο, γράφει δτι βρήκε τροφή γιά τή νόηση, δχι δμως γιά τήν καρδιά. Βρήκε νά μιλοΰν γιά τόν "Ενα, δέν βρήκε δμως τά δάκρυα τής με­ τάνοιας. Βρήκε νά μιλοΰν γιά τήν εμπειρία τής μυστικής 59

ΛΓΙΟϊ ΛΪΓΟϊΣ ΤΙΝΟν

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

ένωσης μέ τόν Θεό καί τή δοκίμασε καί ό ίδιος, δμως άπέτυχε. Φυσικά, ο Αυγουστίνος στά βιβλία των νεοπλατω­ νικών βρήκε πολύ περισσότερα, καί κυρίως έναν τρόπο νά συλλάβει τόν 'Έ να , πού ήταν τότε τό κύριο μέλημά του, δπως υπήρξε καί γιά τόν Πλωτίνο, καί αποτελούσε την προϋπόθεση γιά τήν αναζήτηση τής beata vita, τής πλω τίνειας «ευδαιμονίας», ή οποία γιά τό χριστιανό ίσοδυναμεΐ p i τη μακαριότητα, τήν ευτυχία. Κορύφωση αυτής τής αναζήτησης θά είναι ή ενόραση καί ή μυστική προ­ σέγγιση, ή θέαση τού Θεού «πρόσωπο p i πρόσωπο»48, γιατί αυτός θά γίνει σκοπός τής φιλοσοφίας πού μετατρε­ πόταν σέ θεολογία. «Βλέποντας τόν Θεό θά δεις τόν εαυ­ τό σου» γράφει ο Σέξτος Εμπειρικός επαναλαμβάνοντας μιά ιδέα τού Πλάτωνα49, καί αντίστροφα «ή ψυχή τού άνθρώπου είναι ό καθρέφτης τού Θεού»50. Ή ιδέα αυτή, εκφρασμένη μέ τά λόγια τού Παύλου «βλέπομεν γάρ άρτι δι’ έσόπτρου έν αϊνίγματι...» , έγινε κεντρική γιά τόν Αυ­ γουστίνο καί επαναλαμβάνεται πολλές φορές στίς ’Εξομο­ λογήσει ς51. Πολλές σελίδες τών ’Εξομολογήσεων δείχνουν τήν επίδραση πού άσκησε ο πλωτίνειος μυστικισμός στόν Αυγουστίνο. Ή θεωρητική βάση τού πλωτίνειου μυστικισμοΰ ήταν παλαιότερη. Τό θέμα τής αναχώρησης από τά αισθητά στή θεία έρημία, σύμφωνα μέ τόν Dodds, έπισημαίνεται στόν Νουμήνιο53. «Αυτός πού έχει παραδοθεΐ στό διαλογισμό, πρέπει νά είναι σάν τόν παρατηρητή πού βλέ­ πει μέσα σέ μιά άδεια θάλασσα μιά μοναχική βαρκούλα. ’Έ τσ ι πρέπει νά κάνει δποιος θέλει νά άποσυρθεΐ άπό τά αισθητά καί νά φθάσει σέ μοναχική επαφή p i τό ’Αγαθό, 6ο

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ

εκεί πού δέν υπάρχει ούτε ανθρώπινο ον ούτε κάποιο άλλο πλάσμα οΰτε σώμα μεγάλο ή μικρό, αλλά μόνο έ'να είδος θείας έρημίας, ή όποια στήν πραγματικότητα δέν μπορεί νά ειπωθεί ούτε νά περιγράφει, εκεί πού υπάρχουν τά εν­ διαιτήματα, οι καταφυγές καί οι λαμπρότητες τοϋ ’Α γα­ θού καί τό ίδιο τό ’Αγαθό σέ κατάσταση ειρήνης καί φιλότητας, ή υπέρτατη αρχή πού ίπταται γαλήνια πάνω από τίς παλίρροιες τής Ύπάρξεως»53. Τούτο τό ενδιαίτημα τής θεότητας προαναγγέλλει μιά από τίς ποιητικότερες συλ­ λήψεις τού Αυγουστίνου, τόν «ουρανό τού ουρανού», πού ομοια μέ τόν «ύπερουράνιο τόπο» τού πλατωνικού Φαιδρού καί τό νοητό καί άσώματο στερέωμα τού Φίλωνα θά γίνει ενα από τά σύμβολα τής ανάτασης τής ψυχής54. Ή ανύψωση στόν πρωταρχικό καί υπέρτατο Θεό, μέσω τού διαλογισμού καί τών τρόπων πού ό Πλάτων υπο­ δεικνύει στό Συμπόσιο, θά προσλάβει γιά τούς νεοπλατωνι­ κούς τή μορφή τής μυστικής ένωσης. Σέ ένα αύτοβιογραφικό χωρίο γράφει ό Πλωτίνος: «Ξύπνησα έξω από τό σώμα καί μέσα στόν εαυτό μου, κατέληξα νά είμαι εξωτε­ ρικός γιά ολα τά άλλα πράγματα καί νά περιέχομαι μέσα στόν εαυτό μου, καί τότε είδα μιά υπέροχη ωραιότητα καί ήμουν πεισμένος, οσο ποτέ, οτι ανήκα στήν ΰψιστη τάξη, καί άπήλαυσα ενεργητικά τήν εύγενέστερη μορφή ζω ής»55.

Ή μυστική εμπειρία Σέ ολόκληρο τό έργο του ό Αυγουστίνος έπανειλημμένως άναφέρεται στή διαδικασία ανόδου πρός τόν Θεό, μετά τήν οποία ακολουθεί ή επάνοδος στόν κόσμο τών αισθητών. 6ι

ΑΓΙΟΪ ΑΤΓΟΤΣΤΙΝΟΤ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

Σ τίς Εξομολογήσεις, περιγράφει μιά τέτοια εμπειρία στό "Εβδομο βιβλίο πού μοιάζει νά έχει αύτοβιογραφική αξία. Ό τότε ρήτορας τού Μιλάνου, όταν διάβασε μέ ενθουσια­ σμό καί έπαρση τά βιβλία των νεοπλατωνικών, νόμισε ότι θά ήταν ικανός νά φτάσει στην κατάσταση τής ένώσεως, όπως ό Πλωτίνος καί ό Πορφύριος. Προσπάθησε, λοιπόν, νά ατενίσει τό θείο φως. "Ομως, αν καί ή λάμψη τοϋ Θεοΰ τοΰ θάμπωσε τά μάτια50, ή προσπάθεια τόν άφησε ταπει­ νωμένο καί απογοητευμένο, γιατί αίσθάνθηκε οτι τόν άπέκρουσε ή ι’δια ή θεότητα57. ’Α ντίθετα, ή δεύτερη εμπειρία πού αναφέρει μετά τη βάπτιση, αυτή πού μοιράστηκε μέ τή μητέρα του στήν ’Ό στια, περιγράφεται ως μιά κατά­ σταση πραγματικής έκστασης: «Δοσμένοι στό διαλογι­ σμό καί στήν ενατένιση, γιά μιά στιγμή αγγίξαμε τήν “άπαρχήν τοΰ Πνεύματος”»58. Γιά τήν πρώτη απόπειρα στό Μιλάνο γράφει b Courcelle: «"Οσο προσωπική καί αν είναι ή εμπειρία τοΰ Αυ­ γουστίνου, καταγράφεται σύμφωνα μέ μιά συγκεκριμένη οπτική καί σύμφωνα μέ μιά λογοτεχνική παράδοση, πού δέν συμπίπτει δμως μέ αυτή τών νεοπλατωνικών»58. Κ α­ τά τόν Courcelle δέν πρέπει νά τήν αναζητήσουμε στόν Πλωτίνο, αλλά στόν ’Ιουδαίο Φίλωνα, τόν όποιο διάβαζε επίσης ό ’Αμβρόσιος. ’Ίσ ω ς λοιπόν ό Αυγουστίνος έμαθε, υπό τήν έπίδραση τοΰ ’Αμβρόσιου καί τοΰ περιβάλλοντος του, νά μεταφράζει μέ όρους τοΰ Φίλωνα ’Αλεξανδρείας τόν αποτυχημένο χαρακτήρα τών πρώτων μυστικιστικών εμπειριών του00. Ό Αυγουστίνος περιγράφει τήν εμπειρία ως τραυματι­ κή, γιατί αισθάνεται ότι αποκρούστηκε από τήν Γδια τή 62

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ

θεότητα. Τά μάτια τής ψυχής του προσπάθησαν νά δουν τό φως, αλλά τυφλώθηκαν από τη λάμψη του, γιά νά βρε­ θεί στη regio dissimilitudinis, τόν «τόπο άνομοιότητος»61. Είχε διαπράξει τό αμάρτημα τής υπεροψίας νομίζοντας οτι μπορεί νά δεί τόν Θεό χωρίς νά έχει έξαγνισθεϊ. Αυτό πού αίσθάνθηκε τό διατυπώνει με τη λέξη reverberasti. Ή εμπειρία του ήταν ανάλογη με τό «σκοτοδινιάν» τοΰ Φίλωνα62. 'Ο Φίλων στό De opificio mundi περιγράφει τήν άνοδο τοΰ νοΰ, τόν έρωτα τών νοητών, καθώς καί τη μαρ­ μαρυγή πού τοΰ προκαλεΐ ο χείμαρρος από φωτεινές ακτί­ νες63. Γιά μιάν ανάλογη εμπειρία γράφει ό Γρηγόριος Νΰσ„„64

/ / C / σου , τα πνευματικά σου παιοια — αυτα που η χάρη σου ξαναγέννησε μέσα από τήν καθολική Ε κκλησ ία — τήν έρμηνεύουν διαφορετικά από ό,τι νόμιζα: δέν πιστεύουν καί ούτε αντιλαμβάνονται ότι ή ομοιότητα αυτή αφορά τό ανθρώπινο σώμα. "Ομως έγώ δέν είχα τήν παραμικρή, έστω καί συγκεχυμένη, υποψία τι θά μπορούσε νά είναι μιά πνευματική ουσία. Αίσθάνθηκα ωστόσο μεγάλη ανα­ κούφιση, αλλά καί σύγχυση, όταν κατάλαβα ότι τόσα χρόνια ό στόχος τών έπιθέσεών μου δέν ήταν ή καθολική πίστη, αλλά οί επινοήσεις τών υλιστικών ερμηνειών. ”Α, πόσο θράσος καί πόση ασέβεια είχα δείξει! ’Αντί νά μάθω τή διδασκαλία σου ερευνώντας σέ βάθος, έγώ τήν κατηγο­ ρούσα επιπόλαια. "Ομως έσύ, ο τόσο υψηλός αλλά καί τόσο κοντινός, ό τόσο κρυφός αλλά καί τόσο φανερός, πού δέν είναι άλλα μέλη σου μικρότερα καί άλλα μεγαλύτερα καί είσαι ολό­ κληρος «πανταχοΰ» καί «ούδαμού» εντός χώρου20, ασφαλώς καί δέν έχεις τή δική μας σωματική μορφή. Ώ 259

ΑΓΙΟν ΑΓΓΟΓΣΤΙΝΟΓ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

στόσο έπλασες τόν άνθρωπο κ α τ’ εικόνα σου, όσο καί αν ο άνθρωπος, από τήν κεφαλή έως τά πόδια, είναι εντός τοΰ χώρου. 4-5 Τί σημαίνει λοιπόν ότι ο άνθρωπος είναι εικόνα σου; Ά φοΰ δεν τό γνώριζα, θά έπρεπε «νά κροΰσω θύρες » 31 μέ τό χέρι, καί όχι νά τίς εκπορθώ, θά έπρεπε νά ρωτώ, αντί νά επιτίθεμαι καί νά άντικροόω, λες καί γνώριζα έγώ καλύτερα τήν αληθινή πίστη. Τότε άρχισε νά μέ τρώει μέσα μου όλο καί δυνατότερα ή έγνοια νά μάθω ποιό ήταν τό σωστό, τί νά πιστέψω - κι ένιωθα πιό μεγά­ λη τήν ντροπή μου πού είχα άφεθεΐ νά μέ ξεγελούν καί νά μέ αποκοιμίζουν μέ υποσχέσεις, καί είχα φτάσει στό σημείο νά επαναλαμβάνω μέ παιδιάστικη άφέλεια τόσες ασάφειες σάν αλήθειες άτράνταχτες. Πόσο εσφαλμένα ήσαν όλα αυτά, μόνο άργότερα τό κατάλαβα. Τότε κ α ­ τάλαβα πώ ς ήσαν εξαιρετικά άμφίβολα, πώ ς ολα εκείνα τά ατράνταχτα επιχειρήματα πού είχα γιά νά κατηγορώ τήν καθολική Ε κ κ λ η σ ία ήσαν σαθρά: ναί, γ ι’ αυτό ήμουν βέβαιος πιά. ’Ίσ ω ς νά μήν είχα ακόμη βεβαιωθεί ότι ή Ε κ κ λ η σ ία σου δίδασκε τήν αλήθεια, τουλάχιστον όμως έβλεπα πώ ς δέν δίδασκε αυτά πού τόσο αυστηρά καταδίκαζα. Ή καρδιά μου σάστιζε, οί ιδέες μου άλλα­ ζαν! Ή σύγχυσή μου p i οδηγούσε στή μεταστροφή μου. Πόσο χαιρόμουν, Θεέ μου, διαπιστώνοντας πώ ς ή μονα­ δική σου Ε κ κ λη σ ία , τό σώμα τού Μονογενούς σου, στήν οποία παιδί ακόμη έμαθα τό όνομα τού Χριστού, δέν άρεσκόταν σέ παιδιάστικους λήρους, καί ότι κανένα άρθρο τής ορθής διδαχής δέν σέ περιόριζε, εσένα τό δη­ μιουργό τών πάντων, σέ κάποιο χώρο, έστω πελώριο καί 26ο

ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΤΟ: Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ «ΚΑΤ’ ΕΙΚΟΝΑ ΘΕΟΤ»

ευρύχωρο, όμως περιορισμένο στό σχήμα των μελών τοΰ ανθρώπου. Χαιρόμουν ακόμη πού δεν ήμουν πιά αναγκασμένος νά διαβάζω τόν αρχαίο νόμο σου καί τούς προφήτες μέ τό ίδιο μάτι όπως παλιά, πού μ ’ έκανε νά βλέπω σ ’ αυτόν τόσα παράλογα καί νά αποδίδω στούς αγίους σου σκέψεις πού ποτέ τους στήν πραγματικότητα δέν έκαναν. Καί μοΰ άρεσε ν ’ ακούω τόν ’Αμβρόσιο νά επαναλαμβάνει συχνά δημοσίως στά κηρύγματά του μέ τη μεγαλύτερη επιμονή ότι «τό γράμμα σκοτώνει καί τό πνεύμα ζωοποιεί»32, καί νά τό συνιστά ως αρχή. Τά κείμενα αυτά, αν τά διάβαζε κανείς κατά γράμμα, έμοιαζαν νά μιλούν γιά πράγματα πού αντιβαίνουν στό νόμο. 'Ό μ ω ς αυτός άνασήκωνε τό μυστικό πέπλο καί αποκάλυπτε τό πνευματικό νόημά τους. Αυτά πού έλεγε μού άρεσαν, αγνοούσα ωστόσο άν λέει την αλήθεια. Πράγματι ήμουν επιφυλακτικός καί δέν άφηνα τήν καρδιά μου νά δοθεί απόλυτα, από φόβο μήν τήν γκρεμίσω σέ άλλο βάραθρο. "Ομως αυτή ή αναστολή μέ έριχνε σέ χειρότερο θάνατο. ’Απαιτούσα νά είμαι τό Γδιο βέβαιος γιά πράγματα πού δέν έβλεπα, όσο είμαι βέβαιος ότι επτά καί τρία κάνουν δέκα. Δέν ήμουν ασφαλώς τόσο ανόητος, ώστε ν ’ αμφισβητώ ότι ο νοΰς διαθέτει τήν ικα­ νότητα νά λύνει τέτοια προβλήματα, άλλά άπαιτούσα νά έχω τήν ίδια βεβαιότητα γιά κάθε αλήθεια, είτε γιά υλικά όντα, απρόσιτα στίς αισθήσεις, είτε γιά πνευματικά όντα, πού ή σκέψη μου δέν μπορούσε ακόμη νά τά συλλάβει πα ­ ρά p i υλική μορφή. Γιά νά γίνω καλά, ένα χρειαζόταν: νά πιστέψω. Θά έπρεπε πρώτα τά μάτια τού νοΰ μου νά βρούν τρόπο νά 26ΐ

6

ΑΓΙΟΓ ΑΓΓΟΓΣΤΙΝΟΤ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

σταθούν εξαγνισμένα μπροστά στην αιώνια καί ακατάλυ­ τη αλήθεια σου. Νά όμως τί συμβαίνει με τόν άνθρωπο πού έχει δοκιμάσει έναν κακό γιατρό: φοβάται πιά νά εμπιστευτεί καί τόν καλό. Καί αυτό ακριβώς συνέβαινε καί μέ τήν άρρωστημένη μου ψυχή, πού ό μοναδικός τρό­ πος θεραπείας της ήταν ή πίστη: από φόβο μήν ξαναπιστέψει πράγματα ψεύτικα, άρνιόταν τίς φροντίδες σου κι άπόδιωχνε τά χέρια σου, τά χέρια πού ετοιμάζουν τό για­ τρικό τής πίστης καί τό μοιράζουν, φάρμακο πανίσχυρο, στούς νοσοΰντες ολόκληρης τής οικουμένης. 5·7 Ωστόσο, ήδη από έκείνη τήν εποχή, ή διδασκαλία τής καθολικής Ε κκλησίας ερχόταν πρώτη στήν προτί­ μησή μου. Αυτό πού έλεγε ή Ε κκλησία, δηλαδή νά π ι­ στεύουμε χωρίς νά ζητάμε αποδείξεις — είτε γιατί υπάρ­ χουν αποδείξεις αλλά δέν είναι σέ δλους προσιτές, είτε για­ τί δέν υπάρχουν— , μοΰ φαινόταν πιό συνετό καί χωρίς καμιά τάση γιά έξαπάτηση, ενώ οι μανιχαΐοι, πού κοροΐ­ δευαν τήν πίστη καί διαφήμιζαν αναίσχυντα τήν έπιστημονικότητα τής θεωρίας τους, ζητούσαν έπειτα νά πιστέ­ ψουμε πράγματα παράλογα καί εξωφρενικά, πού δέν ήσαν σέ θέση νά αποδείξουν. Τότε, Κύριε, σιγά σιγά, μ ’ ένα χέρι απαλό καί σπλα­ χνικό, άρχισες νά ξεχερσώνεις καί νά σμιλεύεις τήν καρ­ διά μου, καί μ ’ έκανες νά προσέξω πόσο άμέτρητα ήταν τά πράγματα στά όποια έδινα πίστη χωρίς νά τά έχω δει, χωρίς νά είμαι παρών όταν συνέβησαν. Γιά παράδειγμα, τόσα καί τόσα γεγονότα από τήν ιστορία τών εθνών, τό­ σες πόλεις καί μέρη πού δέν είχα δει, καί τόσα άλλα, τά όποια είχα πιστέψει στηριγμένος στά λόγια φίλων, για262

ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΤΟ: Η ΑΓΘΕΝΤΙΑ ΤΩΝ ΓΡΑΦΩΝ

τρων καί χίλιων δύο άλλων ανθρώπων. Πιστεύουμε σ ’ αυτά πού μάς λένε, γιατί αλλιώς θά ήταν αδύνατον νά κά­ νουμε οτιδήποτε σ ’ αυτή τή ζωή. Τέλος, μήπως δέν είχα τήν ακλόνητη πεποίθηση δτι είμαι γιος τών γονιών μου; Αυτό ειδικά δέν θά μπορούσα νά τό ξέρω, παρά μόνο δίνο­ ντας πίστη στά λόγια τους. ’Έ τσ ι μέ έπεισες δτι αυτοί πού πρέπει νά κατηγοροΰνται γιά πλάνη δέν είναι δσοι πιστεύουν στίς Γραφές σου, πού ή αυθεντία τους είναι στέρεα θεμελιωμένη σχεδόν σε ολα τα εσνη, αλλά οσ