Εξομολογήσεις (Δεύτερος τόμος, Βιβλία VIII-XIII) 9789606002328, 9789606003103

Οι «Εξομολογήσεις», έργο κλασικό που γνώρισε τεράστια απήχηση στο δυτικό πολιτισμό, είναι η ιστορία της νεότητας του Αυγ

121 73 8MB

Greek Pages 344 [342] Year 2013

Report DMCA / Copyright

DOWNLOAD PDF FILE

Table of contents :
ΒΙΒΛΙΟ ΟΓΔΟΟ
Η ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ
ΒΙΒΛΙΟ ΕΝΑΤΟ
Η ΒΑΠΤΙΣΗ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΙΚΑΣ
ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΚΑΤΟ
ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΘΕΟ. Η ΜΝΗΜΗ
ΒΙΒΛΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ
ΕΡΜΗΝΕΥΟΝΤΑΣ ΤΙΣ ΓΡΑΦΕΣ. Ο ΧΡΟΝΟΣ
ΒΙΒΛΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ
Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΓΕΝΕΣΗΣ
ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ
Η ΑΛΛΗΓΟΡΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΤΟΜΟΥ
ΓΕΝΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ (ΠΡΩΤΟΥ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΤΟΜΟΥ)
Recommend Papers

Εξομολογήσεις (Δεύτερος τόμος, Βιβλία VIII-XIII)
 9789606002328, 9789606003103

  • 0 0 0
  • Like this paper and download? You can publish your own PDF file online for free in a few minutes! Sign Up
File loading please wait...
Citation preview

ΑΓΙΟ Υ ΑΥΓΟΥΣΤΊΝΟΥ £ Ξ 0 Μ 0 Λ 0 ΓΗ £€Ι£ Δ€ΥΤ€ΡΟΣ ΤΟΜΟΣ ΒΙΒΛΙΑ VIII-/III

Μ ΕΤΑ Φ ΡΑ ΣΗ -S/O AIA

12 β

€ΥΡ€ΤΗΡΙΟ:φΡΑΓΚΙ£ΚΗ ΑΜΠΑΤΖΟΠΟΥΑΟΥ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

IjsS W ΠΑΤΑΚΗ

ΝΑΥΤΙΛΟ? %

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

11η έκ δο σ η

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο Σ ΤΟΜΟΣ Β Ι Β Λ Ι Α V II1 -X III

ΝΑΥΤΙΛΟΣ ❖

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

Διευθυντής σειράς: Τάκης Καγιαλής

Α Γ ΙΟ Υ ΑΥΓΟ ΥΣΤΙΝ Ο Υ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ

Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο Σ ΤΟΜ ΟΣ Β Ι Β Λ Ι Α V III-X III

Μετάφραση, σχόλια, ευρετήριο Φ Ρ Α ΓΚ ΙΣ Κ Η ΑΜΠΑΤΖΟΠΟΥΛΟΓ

ΕΝΔΕΚΑΤΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΕΚΟΟΕΕΙΖ

ΠΑΤΑΚΗ

Τ6 παρόν έργο πνευματικές Ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις τής έλληνιχής νομοθεσίας (Ν. 2121/1993, δπως έχ ει τροποποιηθεί καί Ισχύει σήμερα) χαί τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ίδιοχτησίας. Απαγορεύεται άπολύτως ή άνευ γραπτής άδειας τοΰ έχδάτη κατά όποιονδήπστε τρόπο ή μέσο (ήλεκτρονιχό, μηχανικό ή άλλο) άντιγραφή, φωτοανατύπωση καί έν γένει άναπαραγωγή, έκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, άναμετάδοση στό χοινό σε όποιαδήποτε μορφή χαί ή έν γ ένει έχμετάλλευση τοΰ συνόλου ή μέρους τοϋ έργου.

’Ε κ δό σ εις Πατάκη Ν αυτίλος - Αναγνώσματα 12β Α γίου Αύγουστίνου, Εξομολογήσεις, τόμος δεύτερο ς, β ιβ λ ία V III-X III Τ ίτλο ς πρω τοτύπου: S . A u reliu s A u gu stinu s, Confessiones Πρόλογος, είσαγω γή, μετάφ ραση άπό τά λατινικά , σχόλια: Φ ραγκίσκη Α μπατζοπούλου Ε π ιμ έ λ ε ια , θεώρηση δοκιμίω ν: ’Ιωάννης Βλαντης Σ χεδια σ μό ς σειράς, έξώφυλλο: Μ αρίνα Π απαχριστοδήμα . Σ το ιχ ειο θ εσ ία , σελιδοποίηση, φ ίλ μ : Π. Καπένης Μοντάζ: Ράνια Αμολοχίτου Copyright® Σ . Πατάκης Α Ε Ε Δ Ε (’Ε κ δό σ εις Πατάκη), Αθήνα, 1997 Πρώτη έκδοση στην έλληνική γλώσσα άπό τ ίς ’Εκ δό σ εις Πατάκη, Αθήνα, ’Ιανουάριος 1999 Ακολούθησαν οί άνατυπώ σεις Μαΐου 2 0 00, 'Οκτωβρίου 2001, Ια νο υά ριο υ 2 003, Μ αΐου 2 005, Σ επ τεμ β ρ ίο υ 2007, Σ επ τ εμ β ρ ίο υ 2 0 0 9 , ’Ιανουάριου 2011, Μ αΐου 2013, ’Α πριλίου 2016 Ή παρούσα είν α ι ή ένδέκατη έκτόπω ση, ’Ο κτώ βριος 2018 Κ Ε Τ 1534 ΚΕΠ 876/18 ISB N (set) 9 7 8 -9 6 0 -6 0 0 -2 3 2 -8 ISB N (vol. 2) 9 7 8 -9 60-600-310-3

E im n tr iT

ΠΑΙΑΚΗ ΠΑΝΑΓΗ ΤΣΑΛΔΑΡΗ (ΠΡΩΗΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ) 38.104 37 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ.: 210.36.50.000,210.52.05.600,801.100.2665 . FAX: 210.36.50.069 ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: ΕΜΜ. ΜΠΕΝΑΚΗ 16.106 78 ΑΘΗΝΑ. ΤΗΛ.: 210.38.31.078 ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑ ΒΟΡΕΙΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ: ΚΟΡΥΤΣΑΣ (ΤΕΡΜΑ ΠΟΝΤΟΥ - ΠΕΡΙΟΧΗ Β ' ΚΤΕΟ), 570 09 ΚΑΛΟΧΩΡ1 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Τ.θ. 1213,ΤΗΛ.: 2310.70.63.S4,2310.70.67.1$· PAX: 2310.70.63.55 Web site: htip://www.patakis.gr * e-mail: [email protected], [email protected]

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο Σ ΤΟΜ ΟΣ Β ΙΒ Λ ΙΟ Ο Γ Δ Ο Ο Η ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ 'Ιστορίες μεταστροφής. Ό Βικτωρίνος 14 ~ Οί δύο βουλήσεις

22

11-4 4 ~

Ή αφήγηση τοΰ Ποντικιανοΰ 26 - Ό κήπος τοΰ Μιλάνου 3 2 ~ ΟΕ «παλιές φίλες»

39

~ «Πάρε, διάβασε!»

42

Β ΙΒ Λ ΙΟ Ε Ν Α Τ Ο

45 *82

Η ΒΑΠΤΙΣΗ ΤΟΤ ΑΤΓΟΪΣΤΙΝΟΤ. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΙΚΑΣ Προετοιμασία γιά τη βάπτιση. Στό Κασσισιάκο

49

~ Διαβάζοντας

τούς ψαλμούς τοΰ Δαβίδ 5 2 ~ Ή βάπτιση 5 8 ~ Ή ζω ή καί ό θά­ νατος τη ς Μάνικας 62 ~ Τό όραμα στήν νΟστια 6 g ~ Τό πένθος γιά τή Μάνικα

74

~ Προσευχή γιά τή Μάνικα

79

Β ΙΒ Λ ΙΟ Δ Ε Κ Α Τ Ο 8 3 - 15°

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΘΕΟ. Η ΜΝΗΜΗ

«Ποιος είμαι σήμερα;» 84 ~ «Τί είναι δ θεός μου;» «9 ~ «Σ τά αχανή ανάκτορα της μνήμης» 9 3 ~ Μνήμη καί επιστημονική γνώση 97

— Μνήμη καί αριθμοί

ιο ί

~ Μνήμη καί συναίσθημα

102

~

Μνήμη καί εικόνες 104 ~ Τό μυστήριο τής μνήμης 10 7 ~ Μνήμη καί ευτυχία i l l ~ Ή χαρά τής ζω ής 1 1 5 ~ Ό Θεός κάτοικος τής μνήμης 1 1 7 ~ Ό αγώνας κατά τών πειρασμών 1 i g ~ Ή επιθυμία τής σάρκας 12 1 ~ Οι πειρασμοί τής «κοιλίας» 12 3 ~ Οί πειρασμοί τή ς ακοής 12 8 ~ ΟΕ πειρασμοί τής δράσης 130 ~ Ή περιέργεια

*33

~

Η αλαζονεία 13 8 ~ Ή αυταρέσκεια 144

Β ΙΒ Λ ΙΟ Ε Ν Δ Ε Κ Α Τ Ο ΕΡΜΗΝΕΤΟΝΤΑΣ ΤΙΣ ΓΡΑΦΕΣ. Ο ΧΡΟΝΟΣ

15 1-19 °

Τό πρώτο χοιρίο τής Γένεσης 15 5 ~ Αιωνιότητα καί χρόνος 162 ~ Τί είναι ό χρόνος;

ι6 6 ~ Ή μέτρηση τοΰ χρόνου καί ή κίνηση τών

σωμάτων 1 7 6 - «Μέσα σου, πνεύμα μου, μετρώ τό χρόνο!» ι 8 ι

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Β ΙΒ Λ ΙΟ Δ Ω Δ Ε Κ Α Τ Ο * 9*-233

Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΓΕΝΕΣΗΣ Ό «ουρανός τοΰ ουρανού» 192

-

Ή άμορφη ύλη

193

~ Ή δη­

μιουργία έκ τού μηδενός i g 6 - Χρόνος καί δημιουργία 202 - Γρα­ φές καί ερμηνευτές 204 ~ Ό «ουρανός τοΰ ουρανού». Πιθανές αληθι­ νές ερμηνείες 2 10 - « Έ ν αρχή ήν ό Λόγος». Πιθανές έρμηνεϊες 2 14 ~ ’Αλήθεια καί έλεος 2 2 2 - Τά τέσσερα είδη προτεραιότητας 2 28

Β ΙΒ Λ ΙΟ Δ Ε Κ Α Τ Ο Τ Ρ ΙΤ Ο

235“ 233

Η ΑΛΛΗΓΟΡΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ

Δημιουργία καί μορφή 236 — Τά τρία πρόσωπα της Τριάδας 239 ~ Μ ιά νέα ερμηνεία της Γένεσης 246 -

Τό «στερέωμα» της Γραφής

249 ~ Τά «υδατα επάνω τού στερεώματος» 251 ~ Τά «ύδατα τής πικρίας» 252 ~ ’Άνθρωποι «πνευματικοί» καί άνθρωποι «σάρκινοι» 2 5 5 ~ Τά «ερπετά ψυχών ζωσών» 258 ~ Ή « ζώ σ α ψ υ χ ή » 261 ~ Τό έργο τοΰ «πνευματικού» 265 ~ «Αύξάνεσθε καί πληθύνεσθε» 268 ~ «Πάντα χόρτον σπάριμον σπέρμα» 272 ~ «Κ αί ιδού καλά λίαν» 277

Σ Η Μ Ε ΙΩ Σ Ε Ι Σ Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο Γ Τ Ο Μ Ο Υ ΒΙΒΛΙΟ ΟΓΔΟΟ 287 ~ ΒΙΒΛΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ 3 ° 5 ΤΡΙΤΟ

ΒΙΒΛΙΟ ΕΝΑΤΟ 2 g i ~

-

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΚΑΤΟ 2g 6 ~

ΒΙΒΛΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ 3 * °

~

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΚΑΤΟ

3 *6

Γ Ε Ν ΙΚ Ο Ε Υ Ρ ΕΤ Η ΡΙΟ (ΠΡΩΤΟΥ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΟ Υ ΤΟΜΟΥ)

33 *

Α Γ ΙΟ Υ Α Υ Γ Ο Υ Σ Τ ΙΝ Ο Υ

ΕΞΟ Μ Ο ΛΟ ΓΗ ΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΑ VIII-XIII

Β Ι Β Λ Ι Ο ΟΓΔΟΟ

Η ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ

Θεέ μου, θέλω νά θυμηθώ καί νά σοϋ εξομολογηθώ τό έλε- ι ος πού μοΰ έδειξες, γιά νά δοξάσω τό δνομά σου. Θέλω τά οστά μου νά βοήσουν, διαποτισμένα από την αγάπη σου: «Κύριε, ποιος είναι δμοιός σου;»1. ’Έσπασες τίς αλυσίδες μου. Θέλω νά σοϋ προσφέρω θυσίαν αίνέσεως. Θά διηγηθώ πώς τίς έσπασες, καί όταν μέ ακούσουν δλοι δσοι σέ λα ­ τρεύουν, άς πουν: «Ευλογητός ο Κύριος στόν ουρανό καί στη γή. Μέγα καί θαυμαστό είναι τό δνομά του»2. Τά λόγια σου είχαν χαραχτεί στην καρδιά μου. Μέ είχες ζώσει από παντού. Γιά την αιώνια ζωή σου δέν αμφέβαλλα πιά, έστω καί αν την είχα δει «αινιγματικά, μέσα από έναν καθρέφτη»3. Δέν είχα πιά ίχνος δισταγμού δτι ή ουσία σου είναι άφθαρτη καί δτι προηγείται από κά­ θε άλλη ουσία. Σχετικά μέ τό ζήτημα αυτό δέν επιθυ­ μούσα άλλη διαβεβαίωση, ήθελα νά είμαι εγώ πιό σταθε­ ρά δοσμένος σέ σένα. "Ομως, στήν καθημερινή ζωή μου, όλα ήσαν αβέβαια, κι έπρεπε πρώτα «νά καθαριστεί ή

ΑΓΙΟΪ ΑΤΓΟΤΣΤΙΝΟΓ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΔΕΤΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ

καρδιά από τό παλιό προζύμι»1. Ό δρόμος τοϋ Σωτήρα p i τραβούσε, αλλά μπροστά στις στεvoπopiς του λύγιζα. Τότε μοΰ έβαλες στό νού την ιδέα δτι θά μοΰ έκανε κα­ λό νά έπισκεφθώ τόν Σιμπλικιανό5. Μοΰ φαινόταν πιστός σου δούλος, κι έβλεπα τη χάρη σου νά λάμπει στό πρόσω­ πό του. Είχα μάθει επίσης δτι από τά νιάτα του σού είχε απόλυτα άφιερώσει τη ζωή του. Την εποχή εκείνη, γέρο­ ντας πιά, καί αφού είχε πορευτεί μιά ολόκληρη ζωή στό δρόμο σου μέ τόσο άγιο ζήλο, είχε αποκτήσει μεγάλη πεί­ ρα καί σοφία. Αυτή τήν εντύπωση μού έδινε, καί δέν έπεφτα έξω. ’Ήθελα λοιπόν νά τόν συμβουλευτώ γιά τά προβλήματά μου. "Ισως αυτός νά μού έδειχνε μέ ποιόν τρόπο ένας άνθρωπος πού αισθανόταν δπως εγώ, θά μπο­ ρούσε νά βαδίσει στό δρόμο σου. ’Έ βλεπα τήν εκκλησία γεμάτη. ’Ά λλο ι είχαν οικογέ­ νειες, άλλοι τηρούσαν τήν άγαμία6. ’Εμένα μέ έπνιγε ή αηδία γιά δλα αυτά πού χρόνια ολόκληρα έκανα στή ζωή μου σάν άνθρωπος «τού κόσμου». Τώρα πού οί π α λ iς μου ελπίδες γιά τιμές καί χρήμα, πού γιά χάρη τους είχα μπει σέ τέτοια σκλαβιά, είχαν πιά εξανεμιστεί, τά πράγματα αυτά είχαν χάσει κάθε νόημα γιά μένα. Τι νά τούς ζήλευα, τώρα πού ή ψυχή μπορούσε νά ευφραίνεται από τή δική σου ήδύτητα, «μέσα στήν ευπρέπεια τού οίκου σου»7; "Ομως τό μόνο πού μέ κρατούσε ακόμη δεμένο ήταν ή γυ­ ναίκα. Ό απόστολος δέν μού άπαγόρευε τό γάμο, προέτρεπε όμως καί σέ κάτι καλύτερο, όταν έλεγε δτι ή μεγά­ λη επιθυμία του είναι νά βλέπει όλους τούς άνδρες νά ζούν δπως αυτός8. Έ γ ώ βέβαια, μέσα στήν αδυναμία μου, είχα διαλέξει τότε γιά λογαριασμό μου τή λύση τού ήσσονος 12

ΒΙΒΛΙΟ ΟΓΔΟΟ:Η ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ

κόπου. "Ομως αυτός ήταν καί ό μοναδικός λόγος πού σκόνταφτα καί στά υπόλοιπα, αυτός μ ’ έκανε έρμαιο τοϋ άγχους καί τών συγκρούσεων, γιατί τόν έγγαμο βίο, με τόν όποιο με έδενε ή υπόσχεση τοϋ αρραβώνα, τόν συνό­ δευαν οί χίλιες δυό δυσάρεστες υποχρεώσεις του, μέ τίς όποιες θά έπρεπε νά συμβιβαστώ καί μέ κανέναν τρόπο δέν ήθελα νά ύποστώ. Είχα ακούσει νά λέει τό στόμα τής αλήθειας ότι «είσίν εύνοΰχοι οϊτινες ευνούχισαν έαυτούς διά τήν βασιλείαν τών ουρανών». "Ομως συνεχίζει: «ό δυνάμενος χωρεϊν, χωρείτω»9. «Μάταιοι είναι όλοι οί άνθρωποι πού αγνοούν τόν Θεό, καί δέν μπόρεσαν νά τόν βρουν στά αγαθά πού βλέπουν γύ­ ρω τους»10. Αυτό τό είδος ματαιότητας έγώ τό είχα ξεπεράσει. Χάρη στη μαρτυρία τής δημιουργίας τοϋ σύμπαντος είχα βρει εσένα, τό δημιουργό, καί τόν Λόγο σου, πού είναι Θεός στό πλάι σου, ό μόνος Θεός μετά Σοϋ, p i τόν όποιο δημιούργησες τά πάντα11. 'Υπάρχει όμως κι ένα άλλο είδος βλάσφημων, πού «άν καί γνώρισαν τόν Θεό, δέν τόν δοξάζουν ούτε τόν ευγνωμονούν σάν Θεό»12. Σέ αυτό τό αμάρτημα είχα πέσει, όμως «pi σήκωσες μέ τό δεξί σου χέρι»13, μέ πήρες καί μέ έβαλες εκεί πού ό άνθρω­ πος μπορεί νά γιατρευτεί. Γ ιατί έχεις πει: «’Ιδού ή θεοσέ­ βεια έστί σοφία»11. Τοϋ είπες «νά μήν προσπαθεί νά φαίνε­ ται σοφός15, άφοϋ «φάσκοντες είναι σοφοί έμωράνθησαν»16. Είχα επιτέλους βρει τό πολύτιμο μαργαριτάρι, καί θά έπρεπε νά πουλήσω δ,τι έχω γιά νά τό αγοράσω17, όμως δίσταζα.

13

ΑΓΙΟΤ ΑΤΓΟΓΣΤΙΝΟΤ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΔΕΤΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ

Ισ το ρ ίες μεταστροφ ής. Ό Βικτω ρίνος 2.3

Τότε πήγα στόν Σιμπλικιανό. ΤΗταν ο πνευματικός πατέρας τοΰ έπισκόπου ’Αμβρόσιου18. Ό ’Αμβρόσιος δμως τόν αγαπούσε σάν αληθινό πατέρα του. Τού διηγήθηκα τήν περιπέτεια τής πλάνης .μου σέ όλες τίς φάσεις της. "Οταν άνέφερα δτι είχα διαβάσει ορισμένα συγγράμματα τών πλατωνικών, μεταφρασμένα από τόν Βικτωρίνο19 — που κάποτε ήταν ρήτορας στη Ρώμη, καί, όπως είχα ακούσει, στό τέλος τής ζωής του έγινε χριστιανός— μέ συγχάρηκε που δέν είχα πέσει σέ κείμενα άλλων φιλο­ σόφων, γεμάτα απάτες καί ψευτιές από αυτές πού αρέ­ σουν «στόν πολύ κόσμο»20, ενώ τουλάχιστον στά βιβλία αυτά γίνονται συνεχώς μέ χίλιους τρόπους αναφορές στόν Θεό καί τόν Λόγο του. ’Έπειτα, γιά νά μέ φέρει κοντότε­ ρα στό νόημα τής χριστιανικής ταπείνωσης, πού «κρύβε­ ται από τούς σοφούς αλλά φανερώνεται στά νήπια»21, άρχισε νά μοΰ διηγείται άναμνήσεις του από τόν Βικτωρίνο, μέ τόν οποίο είχε συνδεθεί στενά δταν ήταν στή Ρώμη. Δέν θέλω τίποτε νά αποσιωπήσω από οσα μοΰ εξιστόρησε γ ι’ αυτόν, γιατί ή ιστορία του είναι ένας ολόκληρος ύμνος στή χάρη σου. Ό Βικτωρίνος είχε ευρύτατη μόρφωση καί ήταν βαθύς γνώστης τών ελευθέριων τεχνών. Είχε διαβάσει καί σχο­ λιάσει τίς γνώμες πολλών φιλοσόφων καί είχε διδάξει πολλούς εύγενεΐς συγκλητικούς. Τέτοια ήταν ή αίγλη τής διδασκαλίας του, ώστε γιά νά τόν τιμήσουν ισάξια τοΰ είχαν προσφέρει μιά τιμή τήν οποία θεωρούν κάτι τό εξαι­ ρετικό στό μάταιο αυτό κόσμο, νά τοΰ στήσουν άνδριάντα ‘4

ΒΙΒΛΙΟ ΟΓΔΟΟ: ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗΣ. Ο ΒΙΚΤΩΡΙΝΟΣ

στήν αγορά τής Ρώμης, καί εκείνος δέχτηκε. Ό Βικτωρίνος, ακόμη καί σέ προχωρημένη ήλικία, λάτρευε τά εΓδωλα καί λάβαινε μάλιστα μέρος καί στίς βέβηλες τελε­ τές των εθνικών. Αυτή ή τρέλλα είχε ξεσηκώσει τά μυα­ λά ολόκληρης της υψηλής ρωμαϊκής κοινωνίας, καί την είχαν κολλήσει καί στό λαό22. Λάτρευαν τόν ’Όσιρι καί «όλων των ειδών τά θεοποιημένα τέρατα, τόν ’Άνουβι μέ τά γαβγίσματά του καί ολους τούς άλλους εκείνους πού κάποτε σήκωσαν τά δπλα εναντίον τοϋ Ποσειδώνα, τής Αφροδίτης καί τής Άθηνάς»23, θεούς πού ή Ρώμη είχε νι­ κήσει, καί δμως τώρα τούς προσκυνούσε. Τούς θεούς αυτούς ό γέροντας Βικτωρίνος χρόνια καί χρόνια τούς είχε υπερασπιστεί μέ άνυπέρβλητη ρητορική δεινότητα, καί όμως αυτός ο ίδιος δέν ντράπηκε νά γίνει δούλος τού Χρι­ στού σου καί νά βαφτιστεί στήν πηγή τής χάρης σου. Ναι, αυτός ό ίδιος άνθρωπος έβαλε τόν τράχηλο κάτω άπό τό άπαλό ζυγό τής ταπεινότητας, κι έκλινε τό μέτωπο μπρο­ στά στό αίσχος τής σταύρωσής σου. νΩ Κύριε, Κύριε, εσύ πού «χαμήλωσες τούς ουρανούς 4 καί ήρθες εδώ κάτω, έσύ πού άγγιξες τά βουνά καί έβγα­ λαν καπνούς»24, μέ ποιόν τρόπο είσέδυσες στήν καρδιά αυτού τού άνθρώπου; Σύμφωνα μέ τήν άφήγηση τού Σιμπλικιανοΰ, ό Βικτωρίνος διάβαζε τήν 'Αγία Γραφή, άλλά συνάμα έρευνούσε σχολαστικότατα καί τά υπόλοιπα χριστιανικά έργα, καί έλεγε στόν Σιμπλικιανό, οχι δημόσια άλλά σέ πολύ προσωπικές συζητήσεις: «"Ενα σού λέω καί νά τό ξέρεις, έχω γίνει χριστιανός». Εκείνος τού άπαντούσε: «Δέν τό πιστεύω, καί ούτε θά σέ λογαριάσω χριστιανό, άν δέν σέ 15

α γ ι ο τ αϊτοί γςτι νο ίγ

ε ξ ο μ ο λ ο γ ή σ ε ι ς , δ ε ύ τ ε ρ ο ς τομ ος

δώ μέσα στην εκκλησία τοϋ Χρίστου». Ό άλλος γελούσε καί τοϋ απαντούσε: «Δηλαδή τό χριστιανό τόν κάνουν οι τοίχοι;». Κ αί δλο έλεγε καί ξαναέλεγε ότι έχει γίνει χρι­ στιανός, καί ό Σιμπλικιανός δλο την ίδια απάντηση τού έδινε, κι εκείνος πάντα επαναλάμβανε τό αστείο γιά τους τοίχους. Φοβόταν νά μήν δυσαρεστήσει τούς φίλους του, τούς υπερόπτες δαιμονόπληκτους. Σκεφτόταν ότι από τά υψη τής βαβυλωνίας μεγαλοπρέπειάς τους, πού έμοιαζε μέ τίς κορφές τών κέδρων τού Λιβάνου πρίν τίς συντρίψει ό Κύριος25, θά τόν κατακεραύνωναν μέ την έχθρα τους. "Οταν όμως άρχισε νά αντλεί δύναμη καί αποφασιστικό­ τητα από τη μελέτη, φοβόταν τώρα πιά ότι όσο δίσταζε νά ομολογήσει τήν πίστη του ενώπιον τών ανθρώπων, κιν­ δύνευε νά τόν άρνηθεΐ 6 Κύριος ενώπιον τών αγίων αγγέ­ λων26. Αισθάνθηκε ότι θά ήταν βαρύ τό έγκλημά του, έάν συνέχιζε νά ντρέπεται τό ιερό μυστήριο τής ταπείνωσης τοϋ Λόγου σου, αυτός πού δέν κοκκίνιζε όταν σύχναζε στίς βέβηλες τελετές τών ξιπασμένων δαιμόνων του καί καταδεχόταν νά τούς συναγωνίζεται σέ ξιπασιά. ’Αδιαφο­ ρούσε τώρα γιά τόν κόσμο, αλλά νοιαζόταν γιά τήν αλή­ θεια. Κάποια στιγμή, απροσδόκητα, είπε στόν Σιμπλικιανό, όπως ό ίδιος μοϋ διηγήθηκε: «Πάμε στήν εκκλησία, θέλω νά γίνω χριστιανός». Κ ι εκείνος, χωρίς νά κρύβει τή χαρά του, τόν οδήγησε αμέσως. Μόλις μυήθηκε στίς πρώτες αλήθειες τής κατήχησης, έδωσε χωρίς χρονοτρι­ βή τό όνομά του νά γραφτεί στόν κατάλογο εκείνων πού έπρόκειτο νά βαφτιστούν. Ή Ρώμη ξαφνιάστηκε, ή Ε κ ­ κλησία όμως πανηγύρισε. Τόν έβλεπαν τώρα οί υπερφία­ λοι καί έτριζαν τά δόντια καί έσκαγαν από τό κακό τους. ι6

ΒΙΒΛΙΟ ΟΓΔΟΟ: ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗΣ. Ο ΒΙΚΤΩΡΙΝΟΣ

"Ομως 6 δούλος σου είχε στηρίξει πιά όλες τίς ελπίδες του στον Κύριό του, καί «δεν γύριζε νά κοιτάξει ματαιότητες καί φρεναπάτες»27. ΤΗρθε, τέλος, ή ώρα νά κάνει τήν ομολογία τής πί- 5 στης. Σ τη Ρώμη αυτοί πού θέλουν νά δεχθούν τή χάρη σου αποστηθίζουν τό κείμενο καί τό άπαγγέλλουν άπό μνήμης μπροστά σέ δλους τούς πιστούς, καθισμένοι ψηλά γιά νά τούς βλέπουν δλοι. Οί ιερείς, καθώς μοΰ έλεγε ό Σιμπλικιανός, προσέφεραν στόν Βικτωρίνο τη δυνατότητα νά κάνει τήν ομολογία του κεκλεισμένων των θυρών, κάτι πού συνήθιζαν όταν έβλεπαν δτι υπήρχε πιθανότητα ό υποψήφιος νά δειλιάσει καί νά τά χάσει. Αυτός όμως προ­ τίμησε νά ομολογήσει τή σωτηρία του μπροστά σέ ολό­ κληρο τό εκκλησίασμα. Τή ρητορική τή δίδασκε δημόσια, παρ’ όλο πού ή διδαχή του δέν είχε καμιά σχέση μέ τή σωτηρία. Τι. θά φοβόταν τώρα πού θά πρόφερε τό λόγο σου μπροστά στό αγαθό σου ποίμνιο, αυτός πού δέν φοβή­ θηκε όταν ξεστόμιζε τά δικά του λόγια μπροστά στά πλή­ θη των δαιμονισμένων; "Οταν λοιπόν ανέβηκε γιά ν’ α­ παγγείλει τήν ομολογία, ξεσηκώθηκε αμέσως ένας ψίθυ­ ρος άπό επιφωνήματα, γιατί δλοι όσοι τόν γνώριζαν έλεγαν τό δνομά του — αλλά καί ποιος δέν τόν γνώριζε σέ κείνη τή σύναξη; Πνιγμένες φωνές έβγαιναν άπό δλα τά χείλη, μέσα σέ γενική άγαλλίαση: « Ό Βικτωρίνος! Ό Βικτωρίνος!». Είχαν ξεσπάσει μέ ενθουσιασμό μόλις τόν άντίκρισαν, καί τώρα σώπαιναν γιά νά τόν άκούσουν. Αυτός πρόφερε τά λόγια τής ομολογίας τής άληθινής πίστης μέ μοναδικό θάρρος καί αυτοπεποίθηση. "Ολοι τότε ήθελαν νά τόν άγκαλιάσουν καί νά τόν κλείσουν στήν καρδιά τους, 17

ΑΓΙΟΤ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ

καί τόν αγκάλιασαν μέ τά χέρια τής αγάπης καί τής χαράς. 3·6

Θεέ μου άγαθέ, τί νά είναι αυτό πού συμβαίνει στον άνθρωπο καί τόν κάνει νά χαίρεται περισσότερο όταν λυ­ τρώνεται μιά ψυχή πού τή θεωρούσε χαμένη; Γιατί άραγε όσο πιό μεγάλος είναι ό κίνδυνος καί όσο λιγότερες οί ελπίδες, τόσο τρανότερη ή χαρά; Ναί, κι εσύ, σπλαχνικέ πατέρα, «χαίρεσαι περισσότερο όταν μετανοεί ένας αμαρ­ τωλός παρά ενενήντα εννιά δίκαιοι»58 πού δέν τούς χρειά­ ζεται μετάνοια. ’Α λλά καί ή δική μας χαρά είναι μεγάλη όταν θυμόμαστε πόσο ξαλάφρωσαν οί ώμοι τού βοσκού, όταν σήκωσε στούς ώμους τό χαμένο πρόβατο, καί ή γει­ τονιά πανηγυρίζει όταν βάζει ή γυναίκα στό ταμείο σου τή δραχμή πού βρήκε. Δάκρυα χαράς τρέχουν στήν «ευπρέ­ πειαν τού οίκου σου»59 όταν στήν εκκλησία σου άκούμε νά διαβάζουν γιά κείνο τόν μικρό σου γιό πού «νεκρός ήν καί άνέζησεν, καί άπολωλώς ήν καί εύρέθη»30. Γιατί, όταν χαιρόμαστε, εσύ χαίρεσαι μέσα μας καί μέσα στούς αγί­ ους άγγέλους σου, εσύ πού μένεις πάντα ό ίδιος, καί πού πάντα, όμοια καί άπαράλλαχτα, όλα όσα άλλάζουν τά γνωρίζεις.

7

Γ ιατί ή ψυχή νά χαίρεται περισσότερο όταν βρίσκει ή ξανακερδίζει τά πράγματα πού άγαπάει, παρά όταν τά έχει συνεχώς; Αυτό επιβεβαιώνουν ένα σωρό παραδείγμα­ τα, καί ή ζωή είναι γεμάτη άπό μαρτυρίες πού φωνάζουν «ναί, έτσι γίνεται». Ό αύτοκράτορας γυρίζει νικητής καί πανηγυρίζουν τό θρίαμβό του. Πώς θά ήταν όμως νικητής χωρίς νά έχει πολεμήσει; "Οσο πιό μεγάλος ήταν ό κίνδυ­ νος στό πεδίο τής μάχης, τόσο πιό μεγάλος ό θρίαμβος. ι8

ΒΙΒΛΙΟ ΟΓΔΟΟ: ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗΣ. Ο ΒΙΚΤΩΡΙΝΟΣ

’Ά λλ ο παράδειγμα: ξεσπά τρικυμία καί οί ναυτικοί κιν­ δυνεύουν νά πνιγούν καί καρτερούν κάτωχροι τό θάνατο. Μόλις όμως ή θάλασσα καί ο ουρανός γαληνέψουν, τόσο πιό μεγάλη είναι ή χαρά τους όσο πρωτύτερα ή τρομάρα τους. Τρίτο παράδειγμα: ένα αγαπημένο μας πρόσωπο πέφτει άρρωστο. "Οσο ο σφυγμός του δείχνει δτι είναι σέ κίνδυνο, αυτοί πού προσεύχονται νά γίνει καλά είναι άρρω­ στοι από αγωνία κι οί ίδιοι. "Οταν αρχίσει νά γυρίζει πρός τό καλύτερο καί τόν δούν πάλι ορθό, έστω καί χωρίς τίς παλιές δυνάμεις, ή χαρά μέσα τους είναι πιό μεγάλη ακόμη καί από τότε πού τόν έβλεπαν νά κυκλοφορεί γεμάτος δύ­ ναμη καί υγεία. "Οταν οί απολαύσεις τού εφήμερου βίου έρχονται ξαφνικά καί απροσδόκητα, δέν δίνουν στούς ανθρώπους την ίδια χαρά πού θά τούς έδιναν άν τίς είχαν προηγουμένως στερηθεί. Μόνο μετά από στέρηση τίς χαί­ ρονται, καί συχνά θέλουν καί επιδιώκουν οί ίδιοι τη στέρη­ ση. Τί θά ήταν ή απόλαυση τού φαγητού καί τού πιοτού, χωρίς νά έχει προηγηθεΐ τό βάσανο τής πείνας καί τής δί­ ψας; Οί πότες τρων αλμυρούς μεζέδες γιά νά συνδαυλίσουν μέσα τους τη φλόγα, κι έπειτα πίνουν γιά νά τή σβήσουν, καί έκεϊ βρίσκεται όλη ή απόλαυση. Καί είναι καθιερωμένο νά μήν παραδίνονται αμέσως οί άρραβωνιαστικές στόν μέλ­ λοντα σύζυγο, γιατί όποιος κάτι άκοπα αποκτά καί χωρίς νά τό ’χει λαχταρήσει, δέν τό εκτιμά αρκετά. "Ο,τι ισχύει γιά τά παραπάνω — γιά απολαύσεις εύτε- 8 λεΐς καί ταπεινές— ισχύει καί γιά απολαύσεις νόμιμες καί τίμιες, γιά τήν αγνότερη καί τιμιότερη φιλία, όπως γιά τό γιό πού «νεκρός ήν καί άνέζησεν, καί άπολωλώς ήν καί εύρέθη»31. Τή μεγάλη λύπη πάντα τή διαδέχεται μεγάλη 19

ΑΓΙΟΤ ΑΓΓΟΓΣΤΙΝΟΓ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΔΕΓΓΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ

χαρά. Γιατί συμβαίνει άραγε αυτό, Κύριε καί Θεέ μου; Έ σύ γιά τόν εαυτό σου είσαι αιώνια χαρά, καί όλα τά πλάσματα γύρω σου αντλούν από τή χαρά σου. Γιατί λοι­ πόν νά υπάρχουν στόν κόσμο τέτοιες εναλλαγές από τη στέρηση στην πλησμονή καί άπό τή διχόνοια στήν ομό­ νοια; ’Ή μήπως αυτό είναι τό μέτρο τους καί τόσο μόνο τούς έδωσες, δταν άπό τά όψη τού ουρανού ως τά έγκατα της γης , απο την αρχή ως το τέλος των αιωνων, απο τον άγγελο ως τό σκουλήκι, άπό τήν πρώτη κίνηση ως τήν τελευταία, έβαλες στή σωστή τους θέση καί ώρα όλα τά αγαθά καί όλα τά δίκαια έργα σου; "Ω, πόσο είσαι υψηλός στά υψηλά, καί πόσο βαθύς στά βαθιά33. Έ σύ ποτέ δέν φεύγεις μακριά μας, όμως έμεΐς δύ­ σκολα επιστρέφουμε κοντά σου. 4·9

’Έ λ α , Κύριε, ξύπνα μας, κάλεσέ μας νά γυρίσουμε, πυρπόλησέ μας, άγκάλιασέ μας, γίνε φωτιά καί θαλπω.ρή. "Ας νιώσουμε έρωτα, ας τρέξουμε. Μήπως τόσοι καί τόσοι δέν βγαίνουν άπό χάος καί τύφλωση, βαθύτερη άκόμη καί άπό τού Βικτωρίνου, γιά νά έρθουν κοντά σου; Σέ πλησιάζουν καί φωτίζονται καί δέχονται τό φώς εκείνο πού δίνει σέ όσους τό δέχονται τή δύναμη «νά γί­ νουν ξανά παιδιά σου»34. 'Όταν είναι άνθρωποι χωρίς πολλές γνωριμίες, λιγότεροι άνθρωποι θά χαροΰν γιά αυτούς, άλλά καί όσοι χαροΰν πάλι λιγότερη χαρά θά νιώσουν, άν είναι λιγοστοί: μιά χαρά πού τή χαίρεται κα­ νείς ομαδικά είναι πάντα μεγαλύτερη, γιατί οι άνθρωποι μεταδίδουν τόν ένθουσιασμό τους καί ο ένας αρπάζει φω­ τιά άπό τόν άλλο. Αυτούς πού είναι γνωστοί σέ πολύ κό­ σμο, θά τούς άκολουθήσει καί στή σωτηρία κόσμος πο20

ΒΙΒΛΙΟ ΟΓΔΟΟ: ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗΣ. Ο ΒΙΚΤΩΡΙΝΟΣ

λύς. Εκείνοι θά προπορεύονται, καί πίσω τους άλλοι θά ακολουθούν. "Ενας τέτοιος νεοφώτιστος δίνει διπλή χαρά ακόμη καί σ ’ αυτούς πού προπορεύτηκαν, γιατί δέν χαί­ ρονται μόνο γιά αυτόν τόν ένα. "Ομως μήν πει κανείς δτι στό ιερό σου δέχεσαι πρώτα τούς πλούσιους καί μετά τούς φτωχούς, ή πρώτα τούς διά­ σημους καί μετά τούς άσημους, άφοϋ εσύ «τά ασθενή τοϋ κόσμου έξέλεξας, ινα καταισχύνης τά ισχυρά, καί τά άγενή τοΰ κόσμου έξουθενημένα έξέλεξας, καί τά μη οντα, ίνα τά οντα καταργήσης»85. "Ας πάρουμε: όμως τό παράδειγμα κι εκείνου ακόμη, πού μέσα από τή γλώσσα του είπες τά λό­ για αυτά, τοΰ ελάχιστου τών Αποστόλων σου36: δταν νίκη­ σε μέ τά δπλα του εκείνον τόν φαντασμένο ανθύπατο, τόν Σέργιο Παύλο, καί τόν λύγισε κάτω άπό τόν απαλό ζυγό τού Χριστού σου καί τόν έκανε έναν απλό δούλο τού μεγά­ λου Βασιλέα37, θέλησε νά αλλάξει τό όνομά του καί άπό Σαούλ νά τό κάνει Παύλος, ώς ένδειξη μιας τόσο τρανής νίκης. Ό εχθρός νιώθει βαρύτερη την ήττα δταν ήττάται άπό ένα πρόσωπο στό όποιο προηγουμένως είχε έπιρροή καί μέσω τού οποίου άσκοΰσε την εξουσία του καί σέ πολ­ λούς άλλους. Γιατί χάρη στη φήμη του θά επηρεάσει τά υψηλά πρόσωπα, καί χάρη στό κύρος αυτών, ακόμη περισ­ σότερους. Αυτός ήταν ό λόγος πού ή χαρά ξεχείλισε αβά­ σταχτη δταν σώθηκε ή καρδιά τού Βικτωρίνου. Τήν καρδιά αυτή τήν κατοικούσε χρόνια ό δαίμονας, τήν είχε κάστρο του άπόρθητο, καί είχε κάνει τή γλώσσα του βέλος πανί­ σχυρο καί αιχμηρό, γιά νά καταστρέφει τόσον κόσμο. Τά παιδιά σου είχαν λόγους νά χαίρονται διπλά τώρα πού ό Βασιλιάς μας αλυσόδεσε αυτό τόν ισχυρό άνθρωπο38 καί 21

ΑΓΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ

πήρε τά σκεύη τού εχθρού καί τά εξάγνισε καί τά έκανε «εις τιμήν εύχρηστα τψ όεσποτη, εις παν εργον αγαθόν» .

Οί δύο βουλήσεις 5.ιο

’Από τή στιγμή πού ο πιστός σου Σιμπλικιανός μιού διηγήθηκε τήν ίστορία τού Βικτωρίνου, άναψε μέσα μου ή φλόγα νά ακολουθήσω τό παράδειγμά του. 'Ό μως κι ε­ κείνος γ ι’ αυτό τό σκοπό μοΰ τήν είχε διηγηθεΐ. ’Αργότε­ ρα, προσέθεσε, επί αύτοκράτορος Ίουλιανού, είχε γίνει ένας νόμος πού απαγόρευε στούς χριστιανούς νά διδά­ σκουν λογοτεχνία καί ρητορική40, καί ό Βικτωρίνος είχε συμμορφωθεί μέ αυτό τό νόμο: αντί γιά τίς φλυαρίες τής σχολής του είχε προτιμήσει τόν Λόγο σου, πού έδωσε γλώσσες τρανές στά νήπια41. Μά έγώ δέν τού ζήλεψα τό­ σο τό θάρρος πού βρήκε γιά νά τό κάνει αυτό, όσο τήν ευτυχία τού νά έχει δλο τό χρόνο του ελεύθερο, στήν υπηρεσία σου. Μιά τέτοια ελευθερία ποθούσα κι έγώ. Ε ­ μένα δμως κανείς δέν μέ κράταγε δεμένο. Είχα αλυσοδε­ θεί μονάχος μου, μέ τή δική μου βούληση. Τή βούλησή μου τή διαστρέβλωνε ο εχθρός, καί είχε φτιάξει αλυσίδες καί μέ κρατούσε δεμένο χειροπόδαρα, γιατί ή διεστραμμέ­ νη βούληση γεννά τίς επιθυμίες γιά τά υλικά45. Ή υπο­ ταγή στίς έπιθυμίες γεννά τή συνήθεια, καί ή υποταγή άνευ δρων στή συνήθεια γεννά τήν ανάγκη. Αυτοί οί κρί­ κοι, γερά δεμένοι αναμεταξύ τους — γ ι’ αυτό καί μίλησα γιά αλυσίδα— , μέ κρατούσαν υπόδουλο. Ή νέα βούληση πού είχε αρχίσει νά γεννιέται μέσα μου, νά σέ υπηρετώ ανυστερόβουλα καί νά έχω εσένα γιά μοναδική χαρά μου, 22

ΒΙΒΛΙΟ ΟΓΔΟΟ: ΟΙ ΔΥΟ ΒΟΥΛ1ΙΣΕΙΣ

εσένα τόν μοναδικό Θεό, τό μόνο μου λιμάνι καί καταφύ­ γιο, δεν ήταν ακόμη αρκετά δυνατή γιά νά νικήσει τήν παλιά, πού είχε δυναμώσει πολύ με τά χρόνια. Μέσα μου αντιμάχονταν οί δύο βουλήσεις, ή παλιά καί ή νέα, ή μιά τής σάρκας καί ή άλλη τοΰ πνεύματος. Ή σύγκρουση αυτή μιά κομμάτιαζε. Τώρα μπορούσα πιά νά καταλάβω καί από προσωπική ι » πείρα τί σήμαινε ή φράση: «ή σάρξ επιθυμεί κατά τοΰ Πνεύματος, τό δέ Πνεύμα κατά τής σαρκός»43. ’Ήμουν μοιρασμένος άνάμεσα στά δύο, όμως, μεγαλύτερο μέρος μου ήταν σ ’ εκείνο πού επικροτούσα μέσα μου παρά σ ’ εκείνο πού καταδίκαζα. Μάλιστα, στή δεύτερη περίπτωση, αυτά πού καταδί­ καζα δέν τά έκανα οίκειοθελώς, αλλά παθητικά καί παρά τή θέλησή μου. ’Ήμουν όμως υπεύθυνος πού ή σαρκική συνήθεια ήταν τόσο επίμονος αντίπαλος, γιατί σ ’ αυτή τή δυσάρεστη κατάσταση είχα φτάσει αυτοβούλως. "Οταν τόν ένοχο τόν κυνηγά μιά δίκαιη τιμωρία, ποιος μπορεί νά διαμαρτυρηθεί; Δέν είχα πιά ούτε κι εκείνη τή δικαιολογία, πού τόσο τή συνήθιζα άλλοτε, ότι ή αιτία πού δέν άπαρνιέμαι τά εφήμερα γιά νά σοΰ άφιερωθώ είναι ότι δέν είμαι βέ­ βαιος γιά τήν άλήθεια. Τώρα πιά ήμουν βέβαιος. "Ομως, έτσι κολλημένος σ ’ αυτό τό ρούχο τό χωμάτινο, πώς νά γίνω στρατιώτης σου44; Φοβόμουν νά απαλλαγώ άπό τό βάρος όπως ό άλλος φοβάται μήν τό φορτωθεί. Οί προσδοκίες τού «αίώνος» μέ βάραιναν καί μέ κατέ- ΐ2 βαλαν ασκώντας επάνω μου μιά γλυκιά πίεση, σάν κι αυτή πού μάς φέρνει ό ύπνος. "Ολες οί σκέψεις πού σοΰ αφιέρωνα έμοιαζαν μέ τήν προσπάθεια τού άνθρώπου πού 23

ΑΓΙΟΥ ΑΪΤΟΓΣΤΙΝΟΓ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΔΕΪΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ

θελει νά ξυπνήσει άπό τό λήθαργο αλλά δεν μπορεί, καί ξαναβυθίζεται σέ νάρκη. Κανείς δεν θέλει όλο νά κοιμάται. Η ορθή κρίση υπαγορεύει ότι είναι προτιμότερο νά είναι κανεις ξύπνιος. Κ αί όμως συμβαίνει συχνά νά μήν μπο­ ρούμε ν’ άποτινάξουμε τόν ύπνο άπό πάνω μας, γιατί ή χαύνωση βαραίνει τά μέλη, καί παρ’ όλο πού δέν μάς άρέσει νά κοιμόμαστε συνεχώς, συμβαίνει ν’ άφήνουμε έτσι χαυνωμένο τόν εαυτό μας, κι άς έχει έρθει ή ώρα νά σηκω­ θούμε. Αυτό γινόταν καί μέ μένα τότε: ήμουν βέβαιος ότι προτιμοΟσα χίλιες φορές νά δοθώ στήν άγάπη σου, παρά να μένω προσκολλημένος στά πάθη μου. Τό πρώτο μοΰ άρεσε σάν σκέψη καί μέ έπειθε, τό δεύτερο μ ’ ευχαρι­ στούσε καί μέ νικούσε. Δέν έβρισκα τί ν’ άπαντήσω όταν (*°ύ ελεγες «έγειρε ό καθεύδων καί άνάστα έκ τών νεκρών, κ αι επιψαύσει σοι ό Χριστός»45. Τά πάντα γύρω μαρτυ­ ρούσαν ότι τά λόγια αυτά ήταν άληθινά, καί δέν είχα τί ν’ αποκριθώ. Μέ άποστόμωνε ή άλήθεια σου, όμως έγώ δέν ειχα άλλο άπό λόγια ράθυμα καί νυσταλέα: «Νά, όπου νά ναι έρχομαι. Δέν θ’ άργήσω». "Ομως αυτά τά «όπου νά jvai» χρόνιζαν, τά «δέν άργώ» άργοΰσαν. « Ό μέσα “ νθρωπος βάδιζε μέ τό νόμο σου. "Ομως ό άλλος νόμος, του κορμιού, άντιστρατευόταν τό νόμο σου καί μέ αιχμα­ λώ τιζε στό νόμο τής αμαρτίας, πού ήταν στά μέλη μου»46. Ο νόμος τής αμαρτίας είναι ό νόμος τής σαρκικής συνή®ειας, πού παρασύρει καί φυλακίζει τό άβουλο πνεύμα, καί του αξίζει, άφού μέ τή θέλησή του ύπέκυψε στή συνήθεια. Ποιος θά μέ λύτρωνε, άλίμονό μου, άπό τούτο τό θανάσιμο κ °ρμι; Μονάχα ή χάρη σου μπορούσε, μέ τή βοήθεια τού Κυρίου μας ’Ιησού Χριστού47. 24

ΒΙΒΛΙΟ ΟΓΔΟΟ:ΟΙΔΓΟ ΒΟΤΛΗΣΕΙΣ

Κύριέ μου, βοηθέ μου καί λυτρωτή μου48, τώρα θά σού 6.13 διηγηθώ καί θά σοΰ εξομολογηθώ μέ ποιόν τρόπο μέ απάλλαξες από τά δεσμά της ερωτικής κλίνης, πού μέ κρατούσαν σφιχτοδεμένο, καί από τή σκλαβιά τής βιο­ τικής μέριμνας. Οί ημέρες κυλούσαν καί τό άγχος μου μεγάλωνε. Μό­ λις μοΰ έμενε έστω καί μιά στιγμή ελεύθερη από τά βάρη τής δουλειάς, πού μέ τσάκιζαν, έτρεχα στήν εκκλησία σου. Τόν καιρό εκείνο ζοΰσε μαζί μου ό Άλύπιος. τΗταν άνεργος. Είχε κιόλας τρεις φορές χρηματίσει νομικός σύμ­ βουλος καί αναζητούσε νέους πελάτες γιά νά πουλήσει τίς νομικές του συμβουλές, όπως εγώ πουλούσα τήν τέχνη τής ομιλίας — άν βέβαια είναι κάτι πού χρειάζεται σπου­ δές. Ό Νεβρίδιος, γιά νά είναι μαζί μας, είχε κάνει τή θυ­ σία νά μπει βοηθός στό σχολείο τού Βερεκούνδου, ενός στενού μας φίλου καί δάσκαλου τής λογοτεχνίας πού ζούσε στό Μιλάνο. Ό Βερεκούνδος χρειαζόταν — καί μά­ λιστα μάς τό ζητούσε επίμονα, σάν χάρη φιλική— νά τού βρούμε γιά βοηθό έναν έμπιστο άνθρωπο από τή συντροφιά μας. Ό Νεβρίδιος δέχτηκε, όχι όμως γιά τά κέρδη. Ή φι­ λολογική του κατάρτιση ήταν εξαιρετική καί θά μπο­ ρούσε κάλλιστα, άν ήθελε, νά βρει δουλειά μέ τά διπλά λεφτά. 'Όμως ήταν τόσο καλό παιδί ό Νεβρίδιος, τόσο ευαίσθητος, πού δέχτηκε μόνο καί μόνο γιά νά μή μάς χα­ λάσει τήν καρδιά. Δέν τού πήγαινε νά μάς άρνηθεΐ. Ε π ι ­ πλέον καί στή δουλειά τήν ίδια δείχτηκε εξαιρετικά σώφρων: κρατήθηκε μακριά από τούς υψηλά ίστάμενους γιά τά μέτρα τοΰ «αίώνος», κι έτσι άπέφευγε τό καθετί πού θά μπορούσε νά διασπάσει τό νού του. Ή θ ελε νά τόν 25

ΑΓΙΟΪ ΑΓΓΟΓΣΤΙΝΟΓ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΔΕΓΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ

κρατήσει ελεύθερο καί αφιερωμένο όσες περισσότερες ώρες γινόταν στην έρευνα, τή μελέτη καί τη συζήτηση γύρω από τή φιλοσοφία.

Ή άψήγηση τοΰ ILourtKiauov •4

Μιά μέρα πού ήμασταν μονάχοι μέ τόν Άλύπιο — δέν ξέρω ποΰ ήταν ο Νεβρίδιος— ήρθε απροσδόκητα νά μας έπισκεφθεϊ ένας άνθρωπος. Τόν έλεγαν Ποντικιανό. ΤΗ ταν από τήν ’Αφρική, συμπατριώτης μας, καί είχε κάποια υψηλή θέση στό παλάτι. Γιά ποιά δουλειά είχε έρθει ακριβώς, μοϋ διαφεύγει. Καθίσαμε λοιπόν καί κουβεντιά­ ζαμε. Μπροστά μας, σ ’ ένα τραπεζάκι, ήταν τυχαία αφη­ μένο ένα βιβλίο. Τό πρόσεξε, τό πήρε καί τό άνοιξε, καί εί­ δε δτι ήταν οί επιστολές τοϋ ’Αποστόλου Παύλου. Ξα­ φνιάστηκε. Ό άνθρωπος θά περίμενε νά βρεϊ κανένα από εκείνα τά βιβλία τοΰ επαγγέλματος, πού ή διδασκαλία τους μέ τσάκιζε. Γεμάτος έκπληξη, μέ κοίταξε χαμογε­ λώντας καί μέ συγχάρηκε βλέποντας νά έχω αυτό ειδικά τό βιβλίο μπροστά μου. ΤΗταν πιστός χριστιανός, βαφτι­ σμένος, καί περνούσε πολλές ώρες στην εκκλησία σου γο­ νατιστός, νά σοϋ προσεύχεται. "Οταν τοΰ είπα πόσο μεγά­ λη σημασία έδινα κι εγώ σέ αυτά τά κείμενα, αρχίσαμε νά συζητάμε, καί μας διηγήθηκε τήν ιστορία τοϋ μοναχού ’Αντώνιου άπό τήν Αίγυπτο. Τό δνομα αυτό, πασίγνωστο καί τιμημένο σέ ολόκληρο τόν κόσμο, εμείς πρώτη φορά τό άκούγαμε. "Οταν κατάλαβε ό Ποντικιανός τήν άγνοιά μας, κατάπληκτος πού μήτε ακουστά τόν είχαμε αυτό τόν σπουδαίο άνθρωπο, μας είπε σιγά σιγά όλη τήν ιστορία 26

ΒΙΒΛΙΟ ΟΓΔΟΟ: Η ΑΦΗΓΗΣΗ ΤΟΓ ΠΟΝΤΙΚΙΑΝΟΪ

τοΰ μεγάλου μονάχου. Τότε ήρθε ή σειρά μιας ν’ απορή­ σουμε που τόσο πρόσφατα, σχεδόν στις μέρες μιας, είχες κάνει τέτοια «θαυμάσια»49 — καί μέ τρανές αποδείξεις— στους κόλπους τής μιας καί μοναδικής αληθινής πίστης, στην καθολική Ε κκλη σ ία σου. Μάς πλημμύριζε όλους βαθιά έκπληξη, εκείνον γιά τήν τόση μιας άγνοια κι εμάς γιά τά τόσο σπουδαία έργα σου. ’Από εκεί ή συζήτηση έφτασε στά μοναστήρια. Μάς *5 είπε πώς υπήρχαν πάμπολλα, μάς μίλησε γιά τίς αρετές τής ζωής αυτής, γιά εκείνους πού άσκήτευαν στήν έρημιο, πόσο γόνιμη ήταν μιά τέτοια άπομιόνωση καί πόση πνευ­ ματική ευωδία άνάδινε μιά τέτοια ζωή. Ε μ είς γιά όλα αυτά ειχαμιε απόλυτη άγνοια. Κ αί στό Μιλάνο ακόμη, έξω από τά τείχη, υπήρχε ένα μιοναστήρι όπου μόναζαν άγιοι αδελφοί μας καί τό διηύθυνε ό ’Αμβρόσιος, αλλά ούτε καί αυτό τό γνωρίζαμε. Συνέχισε νά μάς μιλά, καί ήμασταν κυριολεκτικά κρεμασμένοι από τά χείλη του. Τέλος, κά­ ποια στιγμή άρχισε νά διηγείται τούτο τό περιστατικό πού δέν θυμάμαι ακριβώς πότε έγινε, σίγουρα όμιως συνέβη στούς Τρεβήρους: αυτός, μαζί μέ άλλους τρεις φίλους του, κάποιο απόγευμα πού ό αύτοκράτορας ήταν απασχολημέ­ νος μέ τούς αγώνες στό ιπποδρόμιο, είχαν βγει νά περπα­ τήσουν στούς κήπους πού συνόρευαν μέ τά τείχη τής πό­ λης. Περπατούσαν δυό δυό, ό Πςντικιανός μέ τόν ένα στή μιά μεριά τού κήπου καί οί άλλοι δύο στήν άλλη. Καθώς αυτοί οι δύο έκαναν βόλτες, βρέθηκαν μπροστά σέ μιά κα­ λύβα όπου έμεναν άνθρωποι δικοί σου, δούλοι σου — άνθρωποι «πτωχοί τφ πνεύματι», όμως από εκείνους στούς οποίους ανήκει ή βασιλεία τών ουρανών50. Έ κ ε ΐ μέ­ 27

ΑΓΙΟΤ ΑΤΓΟΓΣΤΙΝΟΤ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΔΕΪΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ

σα βρήκαν ένα βιβλίο γιά τό βίο τοϋ ’Αντωνίου51. Ό ένας από τους δυο άρχισε νά τό διαβάζει, καί όσο διάβαζε τόν γέμιζε θαυμασμός καί ενθουσιασμός, καί συλλογιόταν ότι κι αυτός θά επιθυμούσε μιά τέτοια ζωή. ’Ή θελε νά έγκαταλείψει τή δημόσια θέση του καί νά μπει στη δική σου υπηρεσία. Οί νέοι αυτοί ανήκαν στους ανθρώπους τοΰ αυτοκράτορα, σ ’ αυτούς πού λέγονται «πράκτορες»52. Είχε νιώσει άξαφνα μέσα του τήν άγια φλόγα τής αγάπης σου καί τό στήθος του πλημμύρισε από ντροπή. Ξεσπώντας σέ λυγμούς, γύρισε στόν άλλο καί τοϋ λέει: «Πές μου, νά χαρεϊς. Ε μ είς πού σπαταλάμε τόσες δυνάμεις, τί τέλος πάντων πάμε νά πετύχουμε; Γιατί αγωνιζόμαστε; Τό πο­ λύ πολύ πού μπορούμε νά ελπίζουμε στό παλάτι, είναι νά γίνουμε ευνοούμενοι τοϋ αύτοκράτορα. Τί καλό έχει ή θέ­ ση αυτή, πού είναι γεμάτη ανασφάλεια καί κινδύνους; Καί όλη αυτή ή επικίνδυνη ζωή πού κάνουμε τώρα, μόνο σκο­ πό έχει νά βρεθούμε αργότερα σέ πιό μεγάλο κίνδυνο! Καί πότε θά γίνει αυτό; "Ομως τήν εύνοια τοϋ Θεοϋ τήν έχω όποτε θέλω, ακόμη καί τούτη τή στιγμή!». Τά έλεγε αυτά, καθώς έβλεπε συγκλονισμένος μιά νέα ζωή νά γεννιέται, καί τά μάτια του ξαναγύρισαν στις σελί­ δες τοϋ βιβλίου. Κ αί όσο διάβαζε, στήν καρδιά του, έκεΐ οπού κανένας άλλος έκτος απο εσενα όεν μπορεί να oet , συντελοϋνταν ή μεταμόρφωση. Ή σκέψη του άρχιζε νά πετά τά πρόσκαιρα φτιασίδια της, όπως φάνηκε σέ λίγο. Πράγματι, ενώ διάβαζε συνεπαρμένος από κύματα συγκί­ νησης, αλλά καί αγανάκτησης γιά τόν έαυτό του, είδε κα­ θαρά ποιά ήταν ή σωστή επιλογή καί πήρε τήν απόφασή του: ήταν κιόλας δικός σου. Γύρισε τότε καί είπε στό φί28

ΒΙΒΛΙΟ ΟΓΔΟΟ: Η ΑΦΗΓΗΣΗ ΤΟΓ ΠΟΝΤΙΚΙΑΝΟΓ

λο του: « Έ γ ώ έσπασα, τά δεσμά με την παλιά ζωή μας! Ά π ό τούτη τη στιγμή, από εδώ πού βρισκόμαστε, είμαι στήν υπηρεσία τοΰ Θεοΰ. Έ άν δέν θέλεις νά κάνεις τό ίδιο, τουλάχιστον μή μοΰ έναντιωθεΐς». Ό άλλος τοΰ άποκρίθηκε δτι τέτοιον άξιο μισθό καί τέτοια υπηρεσία θά τίς μοιραζόταν κι αυτός ολόψυχα. Κ ι έτσι, δικοί σου πιά, θεμέλιωσαν άξια τό κάστρο της σωτηρίας τους, αφήνοντας τά πάντα γιά νά σέ ακολουθήσουν54. Πάνω στήν ώρα, ο Ποντικιανός καί ο σύντροφός του, πού περπατούσαν σέ άλλη μεριά τού κήπου καί τούς έψα­ χναν, έφθασαν στό μέρος αυτό καί τούς είπαν δτι ήταν ώρα νά έπιστρέψουν, γιατί είχε αρχίσει πιά νά σουρουπώ­ νει. Τότε εκείνοι τούς ανακοίνωσαν τήν απόφαση καί τό σχέδιό τους καί πώς γεννήθηκε καί στέριωσε μέσα τους αυτή ή έπιλογή55. Τούς ζήτησαν νά μήν τούς άντιταχθοϋν σέ τούτη τήν απόφαση, έάν δέν ήθελαν νά τή μοιραστούν. Ό Ποντικιανός καί ό φίλος του δέν βρήκαν τό κουράγιο νά κάνουν τό βήμα τής αλλαγής, δμως, σύμφωνα μέ τά λό­ για του, έκλαψαν γιά λογαριασμό τους. Δέν έμενε λοιπόν παρά νά έκφράσουν τή χαρά καί τό σεβασμό τους στούς φίλους τους, καί τήν παράκληση νά μήν τούς λησμονούν στίς προσευχές τους. ’Έφυγαν καί πήραν τό δρόμο γιά τό παλάτι μέ τήν καρδιά γιά άλλη μιά φορά βουτηγμένη στή λάσπη. Οί άλλοι δύο, μέ τήν καρδιά στόν ουρανό, έμειναν στήν καλύβα. ΤΗσαν καί οί δύο άρραβωνιασμένοι. "Οταν οί αρραβωνιαστικός έμαθαν τό νέο, σού αφιέρωσαν καί αυτές τήν παρθενία τους. Αυτή είναι ή ιστορία πού μας είπε ο Ποντικιανός. "Ο- 7-16 μως, δσο αυτός μιλούσε, έσύ, Κύριε, μέ έκανες νά στραφώ 29

α γ ιο ϊ α γ γ ο ϊς τ ιν ο γ

ε ξ ο μ ο λ ο γ ή σ ε ις , δ ε τ τ ε ρ ο ς το μ ο ς

καί νά δώ τόν εαυτό μου. Έμενα, πού τοΰ γύριζα τήν πλάτη γιά νά μην τόν βλέπω, μέ πήρες καί μέ έβαλες νά σταθώ ένώπιος ένωπίω καί νά δώ τό αίσχος μου, νά δώ πόσο σακατεμένος ήμιουν, πόσο ρυπαρός, γεμάτος πληγές κι άποστήματα. ’Έ βλεπα καί μ ’ έπνιγε ή φρίκη, όμως δέν είχα τρόπο ν’ άποδράσω. ’Ά ν προσπαθούσα νά στρέψω αλλού τό βλέμμα μου, νά μήν βλέπω τόν εαυτό μου, μπρο­ στά μου ήταν ό Ποντικιανός πού έλεγε, κι έλεγε, καί μέ­ σα από τά λόγια του μέ έφερνες πάλι πρόσωπο μέ πρόσω­ πο μέ τόν εαυτό μου, καί μού έβαζες στά μάτια την εικό­ να μου, γιά νά μού ξεσκεπαστούν οί ανομίες μου56 καί νά τις μισήσω. Τις γνώριζα, όμως έκλεινα τά μάτια, τίς απωθούσα καί τίς λησμονούσα. *7

'Όσο άκουγα γ ι’ αυτούς τούς νέους ανθρώπους, πού σού δόθηκαν ολόκληροι γιά νά σωθούν καί νά γίνουν καλά, ένιωθα μέσα μου όλο καί πιό δυνατή τη φλόγα της αγάπης γ ι’ αυτούς, καί τό μίσος γιά μένα. ’Από τά δεκαεννιά μου, από τότε πού διάβασα τόν Hortensiusbl τού Κικέρωνα καί πρωτοάναψε μέσα μου ή λαχτάρα γιά τη σοφία, είχαν κυ­ λήσει σχεδόν δώδεκα χρόνια. 'Ό μως εγώ συνεχώς άνέβαλα νά στερηθώ τίς υλικές χαρές καί νά δοθώ στην αναζή­ τηση εκείνης της ευτυχίας πού σ ’ αυτή «δέν μετρά ή ανακάλυψη αλλά ή αναζήτηση, καί μετρά περισσότερο καί άπό όλους τούς θησαυρούς καί άπό όλα τά βασίλεια τού κόσμου καί όλες τίς ηδονές τής σάρκας, πού τίς έχει όποιος θέλει μέ ένα νεύμα του»58. Τί είχα καταφέρει; Συνέχιζα νά είμαι δυστυχισμένος άνθρωπος, όσο άθλιος ήμουν καί στήν εφηβεία μου, όταν σού ζητούσα νά μ ’ έξαγνίσεις, αλλά υπό όρους, καί έλεγα: 30

ΒΙΒΛΙΟ ΟΓΔΟΟ: Η ΑΦΗΓΗΣΗ ΤΟΓ ΠΟΝΤΙΚΙΑΝΟΓ

«Δώσε μου, Θεέ μου, την αγνότητα, κάνε με εγκρατή, αλλά όχι τώρα αμέσως». Φοβόμουν μήν τυχόν εισακου­ στώ αμέσως καί την ίδια στιγμή αποθεραπευτώ από τή νοσηρή φιληδονία μου, γιατί δέν προτιμούσα νά τή σβήνω, αλλά νά τή χορταίνω. ’Έ τσι άφέθηκα νά σέρνομαι σέ «δρόμο βέβηλο»50. Οί μανιχαΐοι μέ παρέσυραν όχι γιατί ήμουν βέβαιος γιά τήν άλήθεια πού μοΰ προσέφεραν, αλλά γιατί τήν προτιμούσα από άλλες διδαχές πού δέν φρόντιζα νά μελετήσω μέ σεβασμό, αλλά μόνο νά τίς άντικρούω μέ εχθρότητα. Βαυκαλιζόμουν ότι ό λόγος πού ανέβαλλα «άπό μέρα 18 σέ μέρα»60 νά ξεκόψω άπό τίς προσδοκίες τού κόσμου αυτού6' καί νά ’ρθω κοντά σου, ήταν γιατί δέν ήμουν σί­ γουρος γιά τόν σωστό προσανατολισμό. 'Ό μως ήρθε εκεί­ νη ή μέρα πού είδα μπροστά μου τόν εαυτό μου θεόγυμνο καί ή συνείδησή μου μέ μαστίγωσε: «Τώρα κατάπιες τή γλώσσα σου; ’’Αλλοτε ισχυριζόσουν ότι σού έφταιγε ή αβεβαιότητά σου. ’Έ λεγες ότι δέν ήσουν βέβαιος γιά τήν αλήθεια καί ότι γ ι’ αυτό κουβαλάς τό φορτίο τής ματαιοδοξίας. Νά λοιπόν πού τώρα είσαι βέβαιος, όμως καί πάλι σέ τσακίζει. 'Ό μως άλλοι άνθρωποι έβγαλαν φτερά, γιατί οι ώμοι τους ήσαν πιό έλεύθεροι καί δέν τούς είχε γονατί­ σει τό ψάξιμο καί ούτε τούς χρειάστηκαν δέκα χρόνια καί πάνω νά τό συλλογώνται». ’Έ τσι τρωγόμουν μέσα μου! Μιά φριχτή αίσθηση ντροπής μέ αναστάτωνε όσην ώρα μιλούσε ο Ποντικιανός. Τέλειωσε κάποτε τήν ιστορία του, τέλειωσε καί ή δουλειά πού τόν είχε φέρει, κι έφυγε, κι εγώ έμεινα μόνος μέ τόν εαυτό μου. Πόσα δέν τού είπα, τί δέν τού είπα τότε! Μα31

ΑΓΙΟΓ ΑΓΓΟΤΣΤΙΝΟΤ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΔΕΓΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ

στίγιο είχε γίνει ή σκέψη μου καί μού μαστίγωνε τήν ψυ­ χή, γιά νά τήν κάνει νά μέ ακολουθήσει ένώ προσπαθούσα νά βαδίσω στό κατόπι σου. 'Όμως αυτή αντιστεκόταν καί άρνιόταν χωρίς κάν νά δικαιολογείται. Τά επιχειρήματα είχαν όλα πλέον εξαντληθεί, είχαν άνασκευαστεΐ. ’Έ στε­ κε βουβή κι έτρεμε ολόκληρη, καί φοβόταν σάν τό θάνατο τό χαλινάρι πού θά τήν τράβαγε έξω από τό ρεΰμα τής συνήθειας, κι ας τήν άρρώσταινε μέχρι θανάτου.

Ό κήπος τοΰ Μιλάνου 8· 19

Τότε, μέσα σ ’ αυτό τόν εσωτερικό αγώνα πού έδινα εναντίον τής ψυχής μου, στό μυστικό άδυτο τοΰ ανθρώ­ που, τήν καρδιά μου, μέ τήν όψη ανάστατη όσο καί τό μυαλό, πέφτω στήν αγκαλιά τοΰ Άλύπιου: «Μά τί έχου­ με πάθει; Τό ακόυσες; ’Άνθρωποι αγράμματοι ορθώνουν ανάστημα καί κατακτούν τή βασιλεία των ουρανών62, κι εμείς μέ όλη τήν άψυχη επιστημοσύνη μας κυλιόμαστε ακόμη σ ’ αυτό τό βούρκο από σάρκα καί αίμα. Μήπως ντρεπόμαστε νά τούς ακολουθήσουμε επειδή προπορεύο­ νται, αντί νά ντρεπόμαστε μήπως δέν καταφέρουμε νά τούς ακολουθήσουμε;». Κάπως έτσι τού μίλησα καί μέσα στήν αναστάτωσή μου απομακρύνθηκα, ένώ έκεΐνος σώπαινε καί μέ κοίταζε αποσβολωμένος. Ή φωνή μου άκουγόταν παράξενα. Περισσότερο από τά λόγια μου μέ πρόδινε ή όψη μωυ, τά μάτια μου, τό χρώμα μου καί ο τόνος τής φωνής μου. Τό σπίτι μας είχε έναν μικρό κήπο, πού είχαμε στή μας μαζί μέ τό υπόλοιπο σπίτι, γιατί ό οίκοδεσπό32

ΒΙΒΛΙΟ ΟΓΔΟΟ: Ο ΚΗΠΟΣ ΤΟΓ ΜΙΛΑΝΟΓ

της μας, δ ιδιοκτήτης, έλειπε. Μέσα στην ψυχική μου αναστάτωση, τά βήματά μου μέ φέραν έξω, σ ’ αυτό τόν κήπο. Έ κ ε ΐ θά μπορούσα νά μείνω ανενόχλητος δσο θά κρατούσε αυτός δ άγριος έσωτερικός αγώνας μου. Πού θά μ ’ έβγαζε; Αυτό εσύ τό γνώριζες, όχι εγώ. 'Όμως αυτή ή κρίση μέ δδηγούσε στήν υγεία, αυτός δ θάνατος, στη ζωή. Γνώριζα ότι είμαι άρρωστος, αλλά δέν γνώριζα πόσο καλά θά γινόμουν λίγο αργότερα. Άποτραβήχτηκα στόν κήπο καί δ Άλύπιος μέ ακο­ λουθούσε άπό κοντά. Δέν μέ διασπούσε ή παρουσία του — κι έπειτα πώς θά μέ άφηνε μοναχό σέ τέτοια ψυχική κατάσταση; Καθίσαμε όσο μπορούσαμε μακρύτερα άπό τό σπίτι. ’Έτρεμα σύγκορμος άπό σφοδρό θυμό καί άγανάκτηση γιά τόν εαυτό μου πού δέν έμπαινε στίς προσταγές σου, πού δέν δεχόταν τό θέλημά σου. 'Ό λα τά οστά μου63 άναφωνούσαν ότι πρέπει νά ’ρθω, μέ φωνές πού φτάναν ως τά ουράνια. 'Όμως γιά νά φτάσει κανείς έκεΐ δέν χρειάζε­ ται καράβι, ούτε άμαξα, ούτε κάν τά λίγα βήματα πού μάς χώριζαν άπό τό σπίτι: γιά νά πάει έκεΐ δ άνθρωπος — καί όχι μόνο νά πάει, άλλά γιά νά φτάσει— χρειάζεται μονά­ χα βούληση, άλλά μιά βούληση άκλόνητη καί άκέραιη, καί όχι αυτήν πού γυρνά σάν άνεμόμυλος έδώ κι έκεΐ, καί πολεμά ή μισή τήν άλλη μισή, καί στέκει μισοπαράλυτη, κι ένώ ή μισή ορθώνεται ή άλλη μισή καταρρέει. Μέσα στό άγχος τής άναστολής, τό σώμα μου τό τρά- 2ο νταζαν κινήσεις όπως έκεΐνες πού κάνουν οί άνθρωποι όταν προσπαθούν νά κάνουν κάτι καί δέν μπορούν, είτε γιατί τούς λείπουν τά άναγκάΐα μέλη, ή γιατί τά μέλη αυτά είναι δεμένα, άρρωστα ή παράλυτα. Τραβούσα τά 33

ΑΓΙΟΤ ΑΤΓΟΤΣΤΙΝΟΤ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΔΕΤΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ

μαλλιά, χτυπούσα τό κεφάλι, έσφιγγα με τά δάχτυλα τά γόνατα: όλες αυτές τίς κινήσεις ήθελα νά τις κάνω καί τίς έκανα, αν καί θά ήταν δυνατόν εγώ νά θέλω, αλλά νά μήν μέ υπακούν τά μέλη. Ωστόσο τίς έκανα, κι άς μήν άρκούσε ή βούλησή μου γιά νά γίνουν. Δέν έκανα δμως αυτό πού λαχταρούσα μέ πόθο ασύγκριτα ανώτερο, αυτό πού άρκούσε μόνο ή βούλησή μου γιά νά γίνει. Θά τό κατάφερνα αμέσως, φτάνει μόνο νά τό ήθελα, γιατί αυτό πού ήθε­ λα ήταν νά βρώ τή βούληση. Σέ μιά τέτοια περίπτωση, βούληση καί πράξη είναι τό ίδιο πράγμα: «θέλω» σημαίνει «πράττω». Κ ι ωστόσο, δέν τό έκανα. Ευκολότερα υπά­ κουε τό κορμί μου στήν παραμικρή βούληση τής ψυχής νά κινεί τά μέλη, από ο,τι ή ψυχή στόν εαυτό της, γιά νά πραγματώσει τή μεγάλη καί μοναδική της βούληση, πού δέν χρειαζόταν άλλο από βούληση. 9 -21

Τί παράξενο πράγμα! Πώς συμβαίνει αυτό; Κάνε τό έλεος σου νά μέ φωτίσει. ’Αναρωτιέμαι, είναι άραγε καί αυτό μιά από τίς τιμωρίες καί τίς κατάρες πού βαραίνουν τούς γιούς τού Άδάμ; Τί παράξενο πράγμα! Πώς συμβαί­ νει νά δίνει διαταγές τό πνεύμα στό σώμα, καί τό σώμα αμέσως νά υπακούει καί, άντίθετα, νά αντιστέκεται όταν τό ίδιο το πνεύμα διατάσσει τόν εαυτό του. "Οταν τό πνεύμα δίνει εντολή στό χέρι νά κάνει μιά κίνηση, αυτό υπακούει τόσο εύκολα, πού δέν προφταίνεις κάν νά διακρί­ νεις τή διαταγή, παρ’ ολο πού πνεύμα καί χέρι είναι ανό­ μοια — τό πνεύμα είναι πνεύμα καί τό χέρι είναι σώμα. Κ αί όμως, υπάρχει ή περίπτωση νά δίνει τό πνεύμα διατα­ γή στό ίδιο τό πνεύμα νά έχει βούληση, νά προστάζει δη­ λαδή τόν έαυτό του, καί αυτός νά μήν υπακούει. Τί παρά-

34

BIHAIO Ο Γ Λ 0 0 : 0 Κ Η Π Ο Σ ΤΟ Γ ΜΙΛΛΝ'ΟΓ

ξένο πράγμα! Πώς συμβαίνει αυτό; Όταν λέω δτι τοΰ δί­ νει διαταγή νά έχει βούληση, καί μόνο τό γεγονός δτι δίνει αυτή τή διαταγή, σημαίνει δτι θέλει, γιατί διαφορετικά δέν θά τήν έδινε. Τότε γιατί τό πνεύμα δέν υπακούει στήν ’ίδια τή διαταγή του; Είναι γιατί δέν θέλει ολόψυχα, γ ι’ αυτό καί ή διαταγή δέν δίνεται ολόψυχα. Τό πνεύμα δίνει διατα­ γές μόνο στό βαθμό πού θέλει. "Οταν ή βούληση διατάζει νά υπάρξει βούληση, εννοεί μιά βούληση ταυτισμένη μέ αυτή τήν ίδια. "Οταν δμως ή βούληση χρειάζεται νά διατά­ ξει τόν εαυτό της νά θέλει, σημαίνει πώς είναι λειψή, άρα λειψές είναι καί οί διαταγές της, καί μένουν άνεκτέλεστες. Μιά βούληση ολοκληρωμένη δέν έχει κάν άνάγκη άπό δια­ ταγές: είναι ήδη αυτό πού θέλει. Δέν συμβαίνει λοιπόν τί­ ποτε παράξενο. Αυτή ή διχασμένη βούληση, πού.θέλει καί δέν θέλει, είναι ή αρρώστια μιας ψυχής πού παραπαίει ανά­ μεσα στήν αλήθεια καί τή σαρκική συνήθεια. Ή αλήθεια τήν άνορθώνει, δέν καταφέρνει δμως νά τήν κρατήσει ορθή, γιατί έχει βαρύνει άπό τή συνήθεια. Νά λοιπόν τί συμβαί­ νει: έχουμε δύο βουλήσεις, κι επειδή καμιά άπό τίς δυό δέν είναι ολόκληρη, δ,τι λείπει άπό τή μιά τό έχει ή άλλη. «Έκλιπέτωσαν άπό προσώπου σου»64, Θεέ μου, ας 10.22 μή μάς ενοχλούν πιά οι «ματαιολόγοι καί πλάνοι»65, πού ισχυρίζονται δτι έχουμε δύο πνεύματα καί δύο φύσεις, τή μία καλή καί τήν άλλη κακή, επειδή ή βούληση διχάζεται πρίν πάρει μιά άπόφαση. Κακοί είναι οί ίδιοι δταν υποστη­ ρίζουν τέτοιες κακές θεωρίες. "Ομως μπορούν νά γίνουν άγαθοί, φτάνει νά σταθούν στίς άληθινές διδασκαλίες καί νά ομονοήσουν μέ τήν άλήθεια. Τότε θά γίνει αυτό πού λέει δ άπόστολος: «ήτε γάρ ποτέ σκότος, νύν δέ φως έν 35

Α ΓΙΟ ί ΑΤΓΟΪΣΤΙΝΟΓ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΔΕΤΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ

Κυρίψ»66. Αυτοί όμως δέν θέλουν νά φωτιστούν «έν Κυρίω». Νομίζουν οτι τό φως τό έχουν οί ίδιοι μέσα τους καί

οτι ή φύση τής ψυχής τους είναι καί αυτή Θεός. ’Έχουν γίνει πυκνό σκοτάδι, γιατί ή φριχτή τους ίταμότητα τους οδηγεί συνεχώς μακρύτερα από σένα, «τό φως τό αληθι­ νόν, ο φωτίζει πάντα άνθρωπον, ερχόμενον εις τόν κό­ σμον»67. Προσέχτε τά λόγια του καί κοκκινιστέ από ντρο­ πή, κι «έλατε κοντά του νά φωτιστείτε, καί τά πρόσωπά σας δέν θά κοκκινίζουν πιά άπό ντροπή»68! Σ τή δική μου περίπτωση, οσο διάστημα συλλογιόμουν νά μπώ στήν υπηρεσία τού Κυρίου καί Θεού μου, όπως τό σχέδιαζα άπό καιρό, εγώ ήμουν αυτός πού ήθελε, μά πά­ λι εγώ αυτός πού δέν ήθελε. Κ αί στίς δύο περιπτώσεις «εγω» ήμουν. Ούτε ήυελα απόλυτα, ούτε όεν ήσελα απολυτά. Γ ι’ αυτό ερχόμουν σέ σύγκρουση καί διάσταση μέ τόν εαυτό μου. Ό διχασμός αυτός γινόταν άθελά μου. Ω ­ στόσο δέν φανέρωνε τή φύση ενός ξένου πνεύματος, άλλά τήν τιμωρία πού βάραινε τό δικό μου πνεύμα. Καί γ ι’ αυτή δέν ήμουν εγώ υπαίτιος, άλλά ή αμαρτία πού κατοι­ κεί μέσα μου»69. Κολαζόμουν σάν γιός τού Ά δάμ, γιά νά εξιλεωθεί ένα αμάρτημα πού έγινε όταν ό άνθρωπος ήταν πιό ελεύθερος. 23

’Εάν υπάρχουν τόσες φύσεις αντίθετες όσες καί βου­ λήσεις σ ’ έναν άνθρωπο, καί όλες αυτές μάχονται άναμεταξύ τους, δέν θά ήσαν μόνο δύο, άλλά πολύ περισσότερες. ’Ά ν υποθέσουμε οτι κάποιος άναρωτιέται πού νά πάει, σέ μιά σύναξή τους ή στό θέατρο, οί μανιχαΐοι θά φωνάξουν θριαμβευτικά: «Νά τες οί δύο φύσεις! Ή μία, ή καλή, τόν οδηγεί κοντά μας, καί ή άλλη, ή κακή, τόν τραβάει

36

ΒΙΒΛΙΟ ΟΓΔΟΟ: Ο ΚΗΠΟΣ ΤΟΥ ΜΙΛΑΝΟΥ

άλλου. ’Ιδού δ λόγος πού οί δύο βουλήσεις διχάζονται καί συγκρούονται». 'Ό μως τέτοιες βουλήσεις εγώ τίς θεωρώ εξίσου κακές, τόσο εκείνη πού οδηγεί τόν άνθρωπο αυτό κοντά τους όσο καί τήν άλλη πού τόν οδηγεί στή σύναξή τους. ’Έ στω . “Ας υποθέσουμε δμως δτι κάποιος από τούς αδελφούς μας συλλογιέται ποϋ νά πάει, στό θέατρο ή στήν εκκλησία μας, καί βρίσκεται σέ αμηχανία καθώς παλεύ­ ουν μέσα του οί δύο βουλήσεις. Τότε νά δούμε σέ τί αμη­ χανία θά βρεθούν οί φίλοι μας. ’Ή θά πρέπει νά παραδε­ χτούν — πράγμα πού δέν θέλουν— ότι ή μία, ή καλή, τόν οδηγεί στήν εκκλησία μας, εκεί πού πηγαίνουν δσοι έχουν μυηθεϊ στά ιερά μυστήρια μέ τή βάπτιση, ή θά πρέπει νά παραδεχτούν οτι δύο κακές φύσεις καί δύο κακές ψυχές παλεύουν στόν ίδιο άνθρωπο, συνεπώς δέν άληθεύουν όσα ισχυρίζονται γιά μία καλή καί μία κακή. Δέν μένει παρά νά δεχτούν τήν αλήθεια καί νά μήν άρνούνται δτι, στή λή ­ ψη αποφάσεων, ή ψυχή πού τυραννιέται ανάμεσα σέ διαφορετικές βουλήσεις είναι μία. 'Όταν λοιπόν βλέπουν στόν ίδιο άνθρωπο δύο βουλήσεις 24 νά άντιμάχονται ή μία τήν άλλη, νά μή μας ξαναπούν δτι πρόκειται γιά δύο αντίθετες ψυχές πού προέρχονται από δύο αντίθετες ουσίες, τή μία καλή καί τήν άλλη κακή. Γιατί εσύ, ο Θεός τής άλήθειας, τούς άποδοκιμάζεις, τούς διαψεύδεις καί τούς άνασκευάζεις. Κακές είναι καί οί δύο βουλήσεις τού ανθρώπου εκείνου πού άναρωτιέται πώς νά κάνει ένα φόνο, p i δηλητήριο ή μέ μαχαίρι· ποιό άπό τά δύο χωράφια τού γείτονα νά σφετεριστεί, εφόσον δέν μπο­ ρεί νά τού τ ’ αρπάξει καί τά δύο- τί νά τό κάνει τό χρυσάφι του, νά τό σκορπίσει σέ κραιπάλες ή νά τό κλείσει σφιχτά 37

ΑΓΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ

στό πουγκί του- ποΰ νά πάει, στό ιπποδρόμιο ή στό θέα­ τρο, εάν τύχει νά έχουν θέαμα τήν ίδια ήμέρα, ή ακόμη — ) προσθέτω καί μιά τρίτη δυνατότητα— νά πάει νά κλέψει ( τό ξένο σπίτι γιατί λείπει ο νοικοκύρης ή -— καί μιά τ έ - ' ταρτη— νά διαπράξει μοιχεία: έάν τοΰ προσφερθοΰν δλες αυτές οί ευκαιρίες ταυτόχρονα, καί τίς θέλει δλες εξίσου, αλλά δέν μπορεί νά τίς προφτάσει μονομιάς, τότε ασφα­ λώς, μέ έναν παρόμοιο εσωτερικό αγώνα, θά έχουμε μιά ψυχή κομματιασμένη ανάμεσα σέ τέσσερις καί πέντε βου­ λήσεις, άφοΰ δέν έχουν τέλος οί ορέξεις των ανθρώπων. "Ομως αυτοί δέν συνηθίζουν νά μιλούν γιά τόσες πολλές διαφορετικές ουσίες. Τό ίδιο ισχύει καί γιά τίς καλές βουλήσεις. Εμπρός λοιπόν, νά μοϋ απαντήσουν: «Είναι καλό νά διαβάζει κα­ νείς τό Ευαγγέλιο; Είναι καλό νά τού αρέσουν οί ψαλμοί; Είναι καλό νά μελετάει τίς Γραφές;». Ασφαλώς θά βρί­ σκουν δτι είναι καλά καί τά τρία χωριστά. Έ άν δμως ό άνθρωπος, πού συμβαίνει νά τοΰ αρέσουν όλα αυτά, θελή­ σει νά τά κάνει καί τά τρία μαζί, πάλι δέν θά έχουμε σύ­ γκρουση βουλήσεων; "Οσο θά ψάχνει ποιό είναι τό καλύ­ τερο, δέν θά τριχοτομούν τήν ψυχή του τρεις βουλήσεις; "Ολες τους είναι καλές, καί δμως άλληλοτρώγονται, ώ­ σπου νά διαλεχτεΐ τό ένα εκείνο πού θά φέρει τήν ενότητα στήν κομματιασμένη βούληση. Τό ίδιο συμβαίνει όταν ό έρως τής αιωνιότητας μιας ανεβάζει ψηλά, δμως οί έφήμιερες ήδονές μας κρατούν χαμ.ηλά: η iota ψυχή υελει και το ενα και το άλλο, αλλα όεν επιθυμεί απόλυτα κανένα από τά δύο, καί γ ι’ αυτό κομμα­ τιάζεται καί υποφέρει· προτιμά αυτό πού τής υπαγορεύει

38

ΒΙΒΛΙΟ ΟΓΔΟΟ: ΟΙ «ΠΑΛΙΕΣ ΦΙΛΕΣ»

ή αλήθεια, όμως δεν εγκαταλείπει τό άλλο από συνήθεια. "Ετσι υπέφερα καί τυραννιόμουν ψέγοντας τόν εαυτό 11-25 μου πιό σκληρά από ποτέ. Στριφογύριζα καί χτυπιόμουν μέσα στίς αλυσίδες μου, ώσπου νά τίς σπάσω όλότελα. Δέν μ ’ έσφιγγαν πιά παρά ελάχιστα. "Ομως καί μ ’ αυτό τό λίγο, μέ κρατούσαν. Κ ι εσύ, Κύριε, μέ κέντριζες στά βάθη τής ψυχής μου καί τό αυστηρό έλεος σου μέ μαστί­ γωνε διπλά, μέ φόβο καί μέ ντροπή, μήν άποτύχω πάλι, μήν τυχόν καί αυτά τά δεσμά πού ήσαν πλέον εύθραυστα καί χαλαρά μέ ξανασφίξουν χειρότερα. "Ελεγα μέσα μου: «Εμπρός, τώρα! Εμπρός, τώρα!». Καί τά λόγια αυτά μ ’ έφερναν πιό κοντά στήν απόφαση. Έ νώ όμως έκανα νά προχωρήσω, πάλι σταματούσα. Δέν γύριζα πίσω, αλλά έκανα ένα βήμα μπροστά, έπαιρνα μιάν ανάσα καί ξανάρχιζα. Λίγο ακόμη καί θά έφτανα τό στόχο, λίγο ακόμη καί θά νικούσα. "Ελειπε μόνο ένα βήμα. Καί όμως! ’Αδύνατον νά φτάσω, αδύνατον νά νικήσω. Δίσταζα νά πεθάνω γιά τό θάνατο καί νά ζήσω γιά τή ζωή. Τό κα­ κό νικούσε τό καλό, γιατί στό πρώτο ήμουν μαθημένος αλλά στό δεύτερο αμάθητος. "Οσο πλησίαζε ή στιγμή τής αλλαγής τόσο μέ καταλάμβανε τρόμος. Δέν μ ’ έκανε νά οπισθοχωρήσω, ούτε μ ’ έβγαζε από τό δρόμο μου, αλλά μέ άφηνε μετέωρο.

Ο ί « π α λ ιέ ς φ ίλ ε ς » ’Α θλιότητες καί ποταπότητες, ματαιότητες κι έλα- 26 φρότητες, οί παλιές μου φίλες, μέ κρατούσαν καρφωμένο καί, τραβώντας με απαλά από τό ρούχο τής σάρκας, ψιθύ39

ΑΓΙΟΓ ΑΓΓΟΓΣΤΙΝΟΓ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΔΕΓΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ

ρίζαν σ τ ’ αυτιά μου: «Μάς διώχνεις; Τότε κι εμείς σέ εγκαταλείπουμε γιά πάντα, καί από αυτή τή στιγμή “ τούτο καί τό άλλο” δεν θά σοΰ επιτρέπονται». ”Α! Καί όταν έλεγαν “ τούτο καί τό άλλο” , καί τί δέν υπαινίσσο­ νταν! Θεέ μου, σπλαχνίσου με καί διώξε τα από τήν ψυχή τού δούλου σου! Τί βδελυρότητες δέν έκρυβαν, τί ατιμίες! "Ομως τώρα πιά δέν άκουγα ούτε τή μισή φωνή τους, γιατί δέν μού έφορμούσαν ανοιχτά καί καταπρόσωπο, αλλά ύπουλα, πισώπλατα, μέ ψιθύρους, καί, καθώς έκανα νά φύγω, μέ τραβολογούσαν στά κρυφά γιά νά γυρίσω τό κεφάλι. Κ αί τό κατάφερναν, αφού καί πάλι δίσταζα νά ξεφύγω, νά απαλλαγώ από αυτές γιά νά ’ρθω εκεί πού μέ καλούσες. Γιατί ή πανίσχυρη συνήθεια μού έλεγε: «Μή βαυκαλίζεσαι, χωρίς αυτές δέν κάνεις!». 27

"Ομως αυτό τό έλεγε πιά πολύ χλιαρά. Γιατί, καθώς εγώ είχα στρέψει τό πρόσωπο στήν άλλη μεριά, χωρίς ακόμη νά τολμώ νά πλησιάσω, πρόβαλε πάνσεπτη, σέ όλο τό μεγαλείο της, ή αγνότητα. Γαλήνια, μέ σεμνό μει­ δίαμα, μού έγνεφε κόσμια νά ’ρθω κοντά της χωρίς νά δι­ στάζω, καί μού άπλωνε τά χέρια σεβαστικά γιά νά μέ αγκαλιάσει καί νά μέ υποδεχτεί- καί ήσαν τά χέρια αυτά γεμάτα από πλήθος παραδείγματα, αγόρια καί κορίτσια καί στρατιές ανθρώπων κάθε ήλικίας, χήρες σεβάσμιες, γερόντισσες παρθένες, ανθρώπους πού ή αγνότητα δέν τούς είχε στερέψει, αλλά τούς γονιμοποιούσε, δίνοντας παιδιά τού έρωτά σου, χαρισμένα από εσένα, τόν Νυμφίο της. Κ αί καθώς μέ προέτρεπε, χαμογελούσε ειρωνικά: «Φο­ βάσαι μήπως δέν μπορέσεις εσύ αυτό πού μπόρεσαν τόσοι 40

ΒΙΒΛΙΟ ΟΓΔΟΟ: ΟΙ «ΠΑΛΙΕΣ ΦΙΛΕΣ»

άντρες καί τόσες γυναίκες; Ή μήπως νομίζεις ότι όλοι αυτοί, άντρες καί γυναίκες, τό κατόρθωσαν μονάχοι, χω ­

ρίς τη χάρη τοΰ Κυρίου καί Θεοΰ τους; Ό Κύριος καί Θε­ ός τους με δώρισε σ ’ αυτούς. ’Εσύ γιατί θέλεις νά στηρι­ χτείς μόνο στόν εαυτό σου, άφοΰ δέν τό μπορείς; Στηρίξου σ ’ αυτόν άφοβα, αυτός δέν φεύγει, δέν θά πέσεις. Στηρίξου επάνω του μέ σιγουριά, θά σέ δεχτεί, θά σέ γιατρέψει». ’Ένιωθα καταντροπιασμένος, γιατί συνέχιζα ν’ ακούω τίς αθλιότητες νά ψιθυρίζουν πρόστυχα, καί πάλι εγώ τα­ λαντευόμουν κι έμενα μετέωρος. "Ομως αυτή έμοιαζε πά­ λι νά μοϋ λέει: «Κλείσε τ ’ αυτιά στή σάρκα, νέκρωσε τά γήινα μέλη σου10. Σοΰ υπόσχονται άπολαύσεις, αλλά όχι σύμφωνες μέ τό νόμο τοΰ Κυρίου»71.

6 αγώνας 6 Άλύπιος,

"Ολη αυτή ή διαμάχη στήν καρδιά μου ήταν τοΰ εαυτού μου ενάντια στόν έαυτό μου. Κ αί

βουβός, χωρίς στιγμή νά σαλέψει από τό πλάι μου, περίμενε τή λύση. Μιά βαθιά καί ερευνητική ματιά στά έγκατα τοΰ έαυ- 12.28 τοΰ μου μέ έκανε νά σύρω καί νά απλώσω μπροστά στά μάτια τής καρδιάς μου τή δυστυχία μου σέ όλο της τό μέ­ γεθος. Τότε μιά μπόρα ξεσηκώθηκε μέσα μου, καί μαζί της μιά βροχή από δάκρυα. Γιά νά τήν άφήσω νά ξεσπά­ σει καί νά μήν άκούγονται τά αναφιλητά μου, ξεμάκρυνα από τόν Άλύπιο — προτιμούσα νά μείνω μόνος μου γιά νά κλάψω. Τραβήχτηκα λοιπόν όσο μπορούσα, γιά νά μή μέ εμποδίζει ή παρουσία του. Αυτή ήταν ή κατάστασή μου εκείνη τή στιγμή. Ό Ά ­ λύπιος τό κατάλαβε, γιατί άκουσε, θαρρώ, κάτι πού είπα, καί ή φωνή μου έτρεμε από τούς λυγμούς. Σηκώθηκα καί 4ΐ

ΑΓΙΟΪ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ

τόν άφησα έκεϊ, μαρμαρωμένο. ’Έπειτα, μήτε ξέρω πώς, βρέθηκα πεσμένος κάτω από μιά συκιά. ’Άφησα τά δά­ κρυα νά τρέξουν ποτάμι, καί αυτά τά δάκρυα ήταν θυσία σέ σένα72, Θεέ μου, καί σοΰ είπα, ίσως όχι ακριβώς μέ αυτά τά λόγια αλλά μέ αυτό τό νόημα: «'Ώ ς πότε, Κύριε; "Ως πότε Θά είσαι οργισμένος; Πότε Θά ξεχάσεις τίς πα­ λιές αμαρτίες μας;73». Γιατί τίς ένιωθα νά συνεχίζουν νά μέ κρατούν αιχμάλωτο. ’Από τό στήθος μου έβγαιναν κραυγές γεμάτες απόγνωση: «Πόσο θά βαστάξει πιά αυτό; 1 ιατι ολο

αύριο

και

αύριο

; 1 ιατι οχι τώρα

αμέσως; Γιατί δέν βάζω τούτη τη στιγμή τέλος στό αίσχος μου;».

«Πάρε, διάβασε!» 29

Τά έλεγα καί έκλαιγα μέ δάκρυα πικρά καί σπάραζε ή καρδιά μου. Ξαφνικά, ακούω μιά φωνή από ένα γειτονικό σπίτι, σάν φωνή αγοριού ή κοριτσιού — δέν ξέρω ακρι­ βώς— νά λέει στό σκοπό ενός τραγουδιού: «Πάρε, διάβα­ σε! Πάρε, διάβασε!»75. Μεμιάς ή έκφρασή μου άλλαξε καί έβαλα όλη μου τήν προσοχή γιά νά θυμηθώ αν ήταν ή επωδός από κάποιο τραγούδι πού λένε τά παιδιά στά παι­ χνίδια τους. Δέν θυμόμουν νά έχω ακούσει κάτι παρόμοιο. Συγκράτησα τά αναφιλητά καί σηκώθηκα. Τά λόγια αυ­ τά τά ερμήνευσα ώς θεία προτροπή ν ’ ανοίξω τό βιβλίο τού αποστόλου καί νά διαβάσω τήν πρώτη φράση πού θά τύχαινε. Είχα ακούσει ότι καί στόν ’Αντώνιο συνέβη νά είναι παρών σέ μιά ανάγνωση τού Ευαγγελίου καί νά θεω­ ρήσει ότι ακούσε μιά προτροπή πού απευθυνόταν σ ’ αυτόν 42

ΒΙΒΛΙΟ ΟΓΔΟΟ: «ΠΑΡΕ, ΔΙΑΒΑΣΕ!»

προσωπικά, δταν διαβάστηκε ή φράση: «ύπαγε, πώλησόν

σου τά υπάρχοντα καί δός πτωχοΐς, καί έξεις θησαυρόν έν ούρανψ, καί δεϋρο ακολουθεί μ-οι»76. Αυτά τά έμπνευσμένα λόγια τόν έκαναν αμέσως νά επιστρέφει κοντά σου77. Γύρισα βιαστικά εκεί δπου καθόταν

6 Άλύπιος. Είχα

πράγματι αφήσει εκεί τό βιβλίο τοϋ αποστόλου. Τό πήρα, τό άνοιξα καί διάβασα σιωπηλά τό πρώτο κομμάτι στό όποιο έπεσε τό βλέμμα μου: «Μη κώμοις καί μέθαις, μή κοίταις καί άσελγείαις, μή έριδι καί ζήλω 1 ά λλ ’ ένδύσασθε τόν Κύριον Ίησούν Χριστόν καί τής σαρκός πρόνοιαν μή ποιεΐσθε εις επιθυμίας»78. Δέν θέλησα, οΰτε καί χρειαζόταν, νά διαβάσω περισσό­ τερα. Μέ τά τελευταία λόγια τής φράσης, μονομιάς πλημ­ μύρισε τήν καρδιά μου ένα φως βεβαιότητας καί μονομιάς όλα τά σκοτάδια τής αμφιβολίας διαλύθηκαν. ’Έ κλεισα τό βιβλίο βάζοντας τό δάχτυλο ή κάτι άλλο 3° γιά σημάδι. Μέ πρόσωπο τώρα πιά γαληνεμένο τά είπα δλα στόν Άλύπιο. Μοΰ άποκάλυψε κι αυτός τόν δικό του εσωτερικό αγώνα, πού αγνοούσα. Γύρεψε νά ίδεΐ τί είχα διαβάσει, καί τού τό έδειξα, κι εκείνος προχώρησε στό αμέσως επόμενο κομμάτι άπό αυτό πού διάβασα. ’Αγνο­ ούσα τί έγραφε. ’Έγραφε τά εξής: «Τόν δέ άσθενούντα τή πίστει προσλαμβάνεσθαι»79. Τού φάνηκε δτι αυτό αφο­ ρούσε τόν ί'διο καί μού φανέρωσε τή σκέψη του. Αυτή ή προειδοποίηση τόν ενδυνάμωσε. Χωρίς κανένα δισταγμό τάχθηκε αμέσως μαζί μου, έτοιμος νά λάβει καί αυτός τή σωστή καί άγια απόφαση, πού ταίριαζε άλλωστε απόλυτα μέ τό ήθος του, στό όποιο ήταν άπό παλιά κατά πολύ ανώτερος μου. 43

ΑΓΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ

’Α πό εκεί μονομιάς πάμε στή μητέρα μου, μπαίνουμε, της τό ανακοινώνουμε. ’Έδειξε αμέσως τη χαρά της. Τό­ τε της λέμε τί έγινε μέ κάθε λεπτομέρεια, κι εκείνη, πετώντας πλέον από τόν ένθουσιασμό, πανηγύριζε καί δόξα­ ζε εσένα που μπορείς νά δίνεις περισσότερα από όσα σοϋ ζητάμε ή διανοούμαστε80. ’Έ βλεπε πώς τής είχες δώσει περισσότερα από όσα σοϋ ζητούσε παλιά μέ τούς στεναγ­ μούς καί τά δάκρυά της. Μέ είχες φέρει τόσο κοντά σου, πού ούτε ο γάμος πλέ­ ον μ ’ ένδιέφερε αλλά ούτε καί καμιά άλλη φιλοδοξία γιά πράγματα εγκόσμια. Είχα σταθεί έπάνω στόν «κανόνα τής πίστης», αυτόν πού είχες φανερώσει στη μητέρα μου πρίν από τόσα χρόνια81. «Μετέτρεψες σέ θρίαμβο τό θρήνο της»82, γιατί σ τ’ αλήθεια τής έδωσες χαρά τρανότερη από αυτήν πού επιθυμούσε — χαρά χίλιες φορές πιό αγνή καί τρυφερή από αυτήν πού προσδοκούσε από έγγόνια, παιδιά τής σάρκας μου.

44

ΒΙΒΛΙΟ ΕΝΑΤΟ

Η ΒΑΠΤΙΣΗ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΙΚΑΣ

«’Ώ , Κύριε, είμαι δούλος σου, δούλος δικός σου καί γιός 1· 1 τής δούλης σου. Έ σύ έσπασες τίς αλυσίδες μου. Θέλω νά σού προσφέρω θυσία τούς ύμνους μου»1. Είθε ή καρδιά μου καί ή γλώσσα μου καί «δλα τά οστά μου νά κραυγάσουν: Κύριε, ποιος είναι δμοιός σου;»2. Είθε νά σού τό ποΰν καί είθε ν’ ακούσει ή ψυχή μου νά τής λές: « Έ γ ώ είμαι ή σω­ τηρία σου»3. Ποιος είμαι έγώ; Τί είμαι; Ποιά μοχθηρότητα δέν φώ­ λιαζε στίς πράξεις μου, καί αν δχι στίς πράξεις, στά λόγια μου, καί αν δχι σ ’ αυτά, στίς προθέσεις μου. 'Ό μω ς, Κ ύ­ ριε, έσύ είσαι «οίκτίρμων καί έλεήμων»4. Μέ τη δεξιά σου μέτρησες τό βάθος τού θανάτου μου, καί από τά βάθη τής καρδιάς μου έβγαλες μιάν άβυσσο διαφθοράς. "Ενα μόνο χρειαζόταν, νά θέλω δχι αυτά πού ήθελα έγώ, αλλά αυτά πού θέλεις έσύ. Ή έλευθερία τής βούλησής μου τόσα χρό­ νια πού ήταν; ’Από ποιά βαθιά καί σκοτεινή κρυψώνα 45

ΑΓΙΟΓ ΑΓΓΟΓΣΤΙΝΟΪ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΔΕΓΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ

βγήκε έτσι μονομιάς, καί μ ’ έκανε νά σκύψω κάτω από τόν απαλό ζυγό σου καί νά βάλω τούς ώμους κάτω από τό ελαφρύ φορτίο σου5, ώ ’ Ιησού Χριστέ, «βοηθέ μου καί λυ­ τρωτή μου»5. Πόση γλυκύτητα ένιωσα άξαφνα στή σκέψη δτι θά έμενα χωρίς γλυκοειπωμένες φλυαρίες. Φοβόμουν μήν τίς χάσω, αλλά τώρα χαιρόμουν πού τίς έδιωχνα. "Ομως εσύ τίς πετοΰσες από μέσα μου, έσύ, ή υψιστη γλυκύτητα, καί στη θέση τους έμπαινες έσύ, ό γλυκύτερος από κάθε , αλλά δχι γιά τή σάρκα καί τό αίμα, έσύ ό πιό λα­ μπρός από κάθε φως, αλλά καί ό πιό κρυφός από κάθε μυ­ στικό, έσύ

6 υψηλότερος από κάθε τιμή, αλλά οχι γιά τούς

ύψούντες εαυτόν. Τό πνεύμα μου είχε ήδη λυτρωθεί από τό σαράκι τής φιλοδοξίας καί τής πλεονεξίας καί από τή μανία νά κυλιέ­ ται στά πάθη καί νά τρώει τίς σάρκες του. Τώρα μιλούσα μέ σένα, Κύριε καί Θεέ μου, θαλπωρή μου, θησαυρέ μου καί σωτηρία μου. 2·2

Πήρα τήν απόφαση «ενώπιον σου»7 νά μήν έγκαταλείψω τή διδασκαλία μέ μιάν απότομη παραίτηση, άλλά νά άποτραβήξω αθόρυβα τή γλώσσα από τό έμπόριο τής φλυαρίας, οπού κι εγώ πουλούσα λόγια. Δέν ήθελα άλλο οι μαθητές μου — πού δέν ένδιαφέρονταν γιά τό νόμο σου καί τήν ειρήνη σου, άλλά γιά ηλίθιες φρεναπάτες καί δικανικούς διαξιφισμούς—

νά αγοράζουν από τό στόμα μου

όπλα γιά τή μανία τους. Ευτυχώς, μέχρι τίς διακοπές τού τρυγητή8 οι μόρες ήσαν μετρημένες. ’Αποφάσισα νά τούς ανεχτώ μέχρι τότε καί νά φύγω μέ τήν επίσημη άδειά μου, τηρώντας τούς τύπους, άλλά νά μήν ξαναγυρίσω γιά 46

ΒΙΒΛΙΟ ΕΝΑΤΟ: Η ΒΑΠΤΙΣΗ ΤΟΤ ΑΤΓΟΪΣΤΙΝΟΤ

νά πουληθώ, τώρα πού εσύ με έξαγόρασες. Τό σχέδιό μου εσύ τόν γνώριζες, όχι όμως καί οί άλλοι, εκτός από έλάχιστους στενούς μου φίλους. Είχαμε συμφωνήσει ότι δέν Θά τό αφήναμε νά διαρρεύσει εδώ κι εκεί. ’Ό χ ι όμως από φό­ βο, γιατί, καθώς από τήν «κοιλάδα τοϋ κλαυθμώνος»9 ερχόμασταν σέ σένα ψάλλοντας τήν «ώδή τών αναβαθ­ μών»10, μας είχες δώσει ακονισμένα βέλη καί κάρβουνα θανατηφόρα γιά νά κάψουμε κάθε «γλώσσα δόλια»11 πού θά έρχόταν νά μάς αποθαρρύνει μέ συμβουλές, καί δήθεν από τήν πολλή αγάπη της νά μάς κατασπαράξει σάν νά ’μασταν τροφή γιά τήν πείνα της. Έ σύ σαγίτεψες τήν καρδιά μου μέ τό βέλος της αγά- 3 πης σου καί τά λόγια σου φυτεύτηκαν στά σπλάχνα μου. Τά παραδείγματα τών δούλων σου, πού από τά ερέβη τούς ανέβασες στό φώς καί από νεκρούς τούς ζωντάνε­ ψες, άποθησαυρισμένα στή σκέψη μου, μ ’ έκαιγαν κι έκαναν στάχτη τή βαριά άποχαύνωση καί μ ’ εμπόδιζαν νά ξαναπέσω στό βάραθρο. Ή φλόγα σου μ ’ έκαιγε τόσο δυνατά, πού κάθε ψίθυρος καί κάθε αρνητικό σχόλιο από «δόλια γλώσσα»12, αντί νά τή σβήσει, καί άλλο θά τή φούντωνε. ΤΗταν όμως βέβαιο ότι ή αφιέρωσή μου καί ή ομολογία της πίστης μου σέ σένα «ένεκεν τοΰ ονόματος σου»13, πού αγιάστηκε σέ ολόκληρη τήν οικουμένη14, θά γινόταν άντικείμενο καί επαινετικών σχολίων. Δέν ήθελα λοιπόν νά φανεί ότι επιδιώκω νά κάνω έπίδειξη — γιατί αυτό θά συνέβαινε άν υπέβαλλα παραίτηση αντί νά περι­ μένω τίς διακοπές πού πλησίαζαν. Τό επάγγελμά μου ήταν δημόσιο λειτούργημα, καί μάλιστα περίοπτο. ’Ά ν λοιπόν τό έγκατέλειπα αμέσως, χωρίς νά περιμένω τίς 47

ΑΓΙΟΤ ΑΓΓΟΤΣΤΙΝΟΓ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΔΕΤΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ

διακοπές, θά έλεγαν ότι τό έκανα έπίτηδες γιά νά φανώ σπουδαίος. Γιατί λοιπόν νά εκθέσω τά βαθύτερά μου αισθήματα σέ σχόλια καί κρίσεις καί «νά βλασφημηθεϊ τό αγαθόν μου»15; 4

Ανεξάρτητα όμως από αυτά, τό ίδιο εκείνο καλοκαίρι άρρώστησα. ’Από τήν κούραση τών μαθημάτων οί πνεύμονές μου έξασθένισαν. Άνέπνεα μέ δυσκολία. Τά συμ­ πτώματα τής πάθησης ήσαν πόνοι στό στήθος πού μ ’ ε­ μπόδιζαν νά μιλώ δυνατά καί συνεχώς. Στην αρχή αυτό μέ αναστάτωσε. Θά ήμουν αναγκασμένος νά έγκαταλείψω υποχρεωτικά τό επάγγελμα τοΰ δασκάλου γιά πάντα, ή τουλάχιστον νά τό διακόψω προσωρινά, αν θά υπήρχε βέβαια ή δυνατότητα νά γίνω καλά καί ν’ ανακτήσω δυ­ νάμεις. Τώρα όμως πού είχε χτιστεί καί στεριώσει μέσα μου μιά ενιαία βούληση νά «σχολάσω» καί νά γνωρίσω τόν Θεό μου16, ένιωσα ακόμη καί χαρά άφοϋ είχε παρου­ σιαστεί μιά όχι ψεύτικη δικαιολογία πού θά μου έπέτρεπε νά μετριάσω τή δυσαρέσκεια τών κηδεμόνων, οί όποιοι ήθελαν νά διδάσκω τά παιδιά ελεύθερων ανθρώπων, αλλά μοΰ άρνοΰνταν τήν ελευθερία μου17. Γεμάτος χαρά λοιπόν, ανεχόμουνα τό διάστημα πού υπολειπόταν — θαρρώ πώς έμεναν είκοσι μέρες - καί όμως τώρα χρειαζόταν δύναμη γιά ν’ άντέξω, γιατί δέν μέ ώθοΰσε πιά τό ενδιαφέρον γιά τό κέρδος, πού παλιότερα μέ βοηθούσε νά τ ’ ανέχομαι όλα, ακόμη καί τά πιό δυσάρε­ στα. Θά είχα καταρρεύσει αν τήν επιθυμία γιά κέρδος δέν τή διαδεχόταν ή υπομονή. ’Ίσως κάποιος από τούς δούλους σου, τούς άδελφούς μου, νά πει πώς άμάρτησα πού δέχτηκα κι έμεινα μιάν 48

ΒΙΒΛΙΟ ΕΝΑΤΟ: ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΒΑΠΤΙΣΗ. ΣΤΟ ΚΑΣΣΙΣΙΑΚΟ

ώρα ακόμη στην έδρα τής ψευτιάς18, ενώ ή καρδιά μου είχε στρατευτεί ολόκληρη στην υπηρεσία σου. Δεν αντιλέ­ γω. "Ομως είναι αλήθεια ότι εσύ, ο έλεημων Θεός μου, μοϋ συγχώρεσες καί αυτό τό αμάρτημα, μαζί με όλα τά άλλα τά φριχτά καί θανάσιμα, καί μοΰ τό ξέπλυνες με τά άγια νερά τής βάπτισης.

Προετοιμασία γιά τη βάτττνση. Στο Κασσισιάκο Ή ευτυχία πού γνωρίζαμε εμείς έριχνε σε μαύρες σκέ- 3-5 ψεις τόν Βερεκοϋνδο, γιατί εκείνον τόν κρατούσαν δεμένο οί υποχρεώσεις του κι έβλεπε οτι δέν θά μπορούσε νά είναι πιά στη συντροφιά μιας. Δέν είχε γίνει ακόμη χριστιανός ό ίδιος, αλλά ήταν ή γυναίκα του. 'Όμως αυτή ήταν τό με­ γαλύτερο εμπόδιο στήν πορεία του, αυτή δέν τόν άφηνε νά ακολουθήσει τά βήματά μιας, διότι, καθώς αυτός έλεγε, δέν ήθελε νά γίνει χριστιανός μέ όποιονδήποτε τρόπο, καί ό δικός μας δρόμος [ή άγαμία] σ ’ αυτόν ήταν κλειστός19. Μάς παραχώρησε δμως μέ μεγάλη χαρά τό σπίτι του γιά δσο καιρό θά θέλαμε νά μιείνουμε εκεί. Άντάμειψέ τον, Κύριε, δταν άναστηθοΰν οί ψυχές των δικαίων20. ’Ήδη τού δώρισες τή δική τους τύχη. Κ αί νά πώς έγινε: δταν ήμα­ σταν στή Ρώμη έπεσε βαριά άρρωστος. Πάνω στήν αρρώ­ στια βαφτίστηκε χριστιανός κι έπειτα πέθανε. Μέ τόν τρόπο αυτό ελέησες οχι μόνο έκεϊνον, αλλά κι εμάς. Γιατί θά ήταν αβάσταχτος ο πόνος νά θυμιόμαστε τήν εξαιρετι­ κή καλοσύνη τού φίλου μας, χωρίς νά μπορούμε νά τόν λογαριάσουμε σάν έναν από τό ποίμνιό σου. Σ ’ ευχαριστούμε, Θεέ μιας. Είμαστε δικοί σου. Τό μαρ­ 49

ΑΓΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ

τυρούν οί παραινέσεις σου καί οί παραμυθίες σου. Πιστός στις υποσχέσεις σου, θά δώσεις στον Βερεκοΰνδο, ώς αντάλλαγμα γιά εκείνο τό εξοχικό σπίτι στό Κασσισιάκο21, πού μάς προσέφερε γιά ν’ αναπαυτούμε μακριά άπό την τύρβη τού «αίώνος», την ωραιότητα τής αιώνιας άνοιξης τού ποφαδείσου σου. Γιατί τού συγχώρεσες τίς επίγειες αμαρτίες του καί τόν άνέβοισες «εις ορος τετυρωμένον, δρος πΐον»22. 6

Εκείνο λοιπόν τό διάστημα ό Βερεκοΰνδος ήταν στε­ νοχωρημένος. Αντίθετα ό Νεβρίδιος μοιραζόταν τή χοφά μας. Δέν ήταν άκόμη χριστιανός. Είχε κι εκείνος πέσει στό λάκκο τής όλέθριοις πλάνης τών μανιχαίων, πού τόν δίδασκε νά πιστεύει οτι ή ενσάρκωση τού Υιού σου, ή ’Α ­ λήθεια, είναι μιά επινόηση τής φαντασίας. Τώρα δμως είχε βγει άπό την κατάσταση αυτή καί, μολονότι δέν είχε άκόμη δεχτεί τά άχραντα μυστήρια τής Ε κκλησίας σου, αναζητούσε μέ πάθος τήν αλήθεια. Λίγον καιρό μετά τή μεταστροφή μου καί τήν αναγέννησή μου χάρη στό βάφτισμα, βαφτίστηκε κι αυτός στήν καθολική πίστη. Σέ υπηρέτησε ζώντας σέ απόλυτη αγνότητα κι εγκράτεια ανάμεσα στούς δικούς του στήν Αφρική, οί όποιοι κάτω άπό τή δική του επίδραση έγιναν χριστιανοί, πρίν τόν απαλλάξεις άπό τά βάρη τής σάρκας. Τώρα ζεΐ στούς κόλπους τού ’Αβραάμ23. 'Ό ,τι καί νά σημαίνουν αυτοί οί «κόλποι», έκεΤ ζεΐ πλέον ό καλός μου ό Νεβρίδιος. Γιά μένα ήταν ενοις τρυφερός φίλος, γιά σένα, Κύριε, ένας άπελεύθερος πού υιοθέτησες κι έγινε γιός σου. Έ κ ε ΐ ζεΐ, γιατί ποιος άλλος τόπος θά ταίριαζε σέ τέτοια ψυχή; Ζεΐ στόν τόπο γιά τόν όποιο συνεχώς μέ ρωτούσε, 5°

ΒΙΒΛΙΟ ΕΝΑΤΟ: ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΒΑΠΤΙΣΗ. ΣΤΟ ΚΑΣΣΙΣΙΑΚΟ

έμενα τόν φτωχό κι ανίδεο άνθρωπο. Δέν σκύβει πιά νά βάλει τό αυτί του στό στόμια μου γιά ν’ ακούσει, αλλά βά­ ζει τό στόμα τοΰ πνεύματός του στην πηγή σου καί πίνει αχόρταγα τή σοφία μέσα σέ άτέρμονη μακαριότητα. "Ο­ μως δέν μεθάει τόσο πού νά μέ ξεχνάει, γιατί πίνει εσένα, Κύριε, πού ποτέ δέν μας ξεχνάς. Σ ’ αυτό λοιπόν τό σημείο βρισκόμασταν: παρηγορού­ σαμε τόν Βερεκοΰνδο γιά τή στενοχώρια του πού δέν μπο­ ρούσε νά μάς ακολουθήσει στή μεταστροφή μας, χωρίς όμως αυτό νά έχει βλάψει τή φιλία μας. Άντιθέτως, τόν ωθούσαμε νά μείνει συνεπής στις συνθήκες τής ζωής του, δηλαδή στόν έγγαμο βίο. "Οσο γιά τόν Νεβρίδιο, περιμέ­ ναμε τή στιγμή πού θά μάς ακολουθούσε. ΤΗταν τόσο κο­ ντά μας ώστε δέν θά τού ήταν δύσκολο, καί τό είχε ήδη σχεδόν αποφασίσει. Πέρασαν επιτέλους οι ημέρες των μα­ θημάτων, πού μού φάνηκαν πολλές καί ατελείωτες γιατί λαχταρούσα τήν ελευθερία μου. "Ηθελα όλο μου τό χρόνο αδέσμευτο, γιά νά μπορώ νά ψέλνω μέ κάθε Γνα τού κορ­ μιού μου: «Σοί ειπεν ή καρδία μου. Έ ξεζήτησέ σε τό πρόσωπόν μου- τό πρόσωπόν σου, Κύριε, ζητήσω»54. ’Έφτασε ή ήμέρα πού θά άποδεσμευόμουν, στήν πράξη 4·7 πιά καί όχι μόνο στή σκέψη, άπό τό επάγγελμα τής ρητο­ ρικής. ’Έ τσι κι έγινε. Ελευθέρωσες άπό αυτό τή γλώσσα μου, όπως είχες ελευθερώσει τήν καρδιά μου, καί σ ’ ευλο­ γούσα πανευτυχής, καθώς ξεκινούσα γιά τό σπίτι στήν έξοχή μέ όλους τούς δικούς μου. Τά βιβλία πού έγραψα έκεϊ γράφτηκαν γιά νά είναι στήν υπηρεσία σου, καί μαρτυρούν τίς συζητήσεις πού έκανα μέ τούς παρόντες καί μέ τόν εαυτό μου ένώπιόν 51

ΑΓΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ

σου25. Τις συζητήσεις μου μέ τόν Νεβρίδιο πού απούσιαζε, τίς μαρτυρούν τά γράμματά μου. Θά βρω άραγε ποτέ τό χρόνο νά μνημονεύσω μία πρός μία δλες τίς μεγάλες ευεργεσίες σου σ ’ εκείνο τό διάστη­ μα; Βιάζομαι γιατί θέλω νά περάσω σέ άλλες, ακόμη πιό σημαντικές. Ξαναφέρνω στη μνήμη μου τίς ημέρες εκείνες, κι ευφραίνεται ή ψυχή μου καθώς σοΰ εξομολο­ γούμαι πώς μέ κέντριζες μέσα μου καί πώς μέ δάμασες ολοκληρωτικά, πώς «μέ ίσιωσες χαμηλώνοντας τά όρη καί τούς λόφους τής υπεροψίας μου, πώς ευθυγράμμισες τό στρεβλό πνεύμα μου καί πώς μαλάκωσες τήν τραχιά ψυχή μου»26, καί ακόμη πώς υπόταξες καί τόν Άλύπιο, τόν αδελφό της καρδιάς μου, στό όνομα τού μοναδικού σου ΤΕού, τού Κυρίου καί Σωτήρα μας ’Ιησού Χριστού, ένα όνομα γιά τό όποιο στήν αρχή εκφραζόταν περιφρονητικά, όταν τό έβλεπε γραμμένο στά βιβλία μιας. ΤΗταν ή εποχή πού προτιμούσε ν’ αποπνέει τό άρωμα τών σχολείων, όμοιο μέ τό άρωμα τών «κέδρων» πού είχε συντρίψει ό Κύριος27, καί όχι τήν ευωδία τών σωτήριων χόρτων τής ’Εκκλησίας σου, αυτή πού διώχνει τά φίδια.

Διαβάζοντας τούς φαλμούς τοϋ Δαβίδ Θεέ μου, μέ τί γοερές κραυγές δέν σέ κάλεσα όταν διά­ βαζα τούς ψαλμούς τού Δαβίδ, υμνους τής πίστης, έκ­ φραση τής εύλάβειας, αυτούς πού λυγίζουν τό πνεύμα τού υπερόπτη. ’Ήμουν προσήλυτος ακόμη στήν αυθεντική σου αγάπη28, ένας κατηχούμενος, καί ήταν ή περίοδος τών διακοπών. ’Ήμασταν σ ’ ένα σπίτι στήν έξοχή, καί είχα 52

ΒΙΒΛΙΟ ΕΝΑΤΟ: ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟΓΣ ΨΑΛΜΟΓΣ ΤΟΪ ΔΑΒΙΔ

κοντά μου τόν Άλύπιο, πού ήταν επίσης κατηχούμενος, καί τη μητέρα μου, μέ ρούχα γυναίκας αλλά μέ την πίστη ενός άντρα, μέ την τρυφερότητα τής μάνας καί την ευσέ­ βεια τής χριστιανής. Θεέ μου, μέ τί γοερές κραυγές δέν σέ κάλεσα όταν διά­ βαζα τούς ψαλμούς, καί πώς λαμπάδιαζα γιά σένα από τή φλόγα τους! Φλεγόμουν νά τούς τραγουδήσω αν γινόταν σέ ολόκληρη την οικουμένη, γιά νά πολεμήσω τήν υπερο­ ψία τών ανθρώπων. Μήπως όμως δέν ψάλλονται σέ ολό­ κληρη τή γή; Καί «ποιος μπορεί νά κρυφτεί από τή φλό­ γα σου29;» νΑ, πόση πικρία, πόσο οδυνηρή άγανάκτηση αισθανόμουν γιά τούς μανιχαίους! ’Έ πειτα όμως τούς λυ­ πόμουν πού αγνοούσαν τό δικό σου βάλσαμο, τή βάπτιση. ’Αποστρέφονταν τό μόνο φάρμακο πού θά έδινε υγεία στήν άρρωστη ψυχή τους. Πόσο θά ’θελα νά βρίσκονται κάπου εκεί γύρω, πολύ κοντά μου, αλλά δίχως νά τό ξέρω, καί νά έβλεπαν τό πρόσωπό μου καί νά άκουγαν τούς ήχους τής φωνής μου όταν έψελνα τόν τέταρτο ψαλμό, καί νά δούν πώς μέ μεταμόρφωνε: «Έ ν τώ έπικαλεΐσθαί με εισήκουσάς μου, ο Θεός τής δικαιοσύνης μου- έν θλίψει έπλάτυνάς με- οίκτείρησόν με καί είσάκουσον τής προσευχής μου»30. Νά μέ άκουγαν χωρίς νά τούς βλέπω καί χωρίς νά ξέρω ότι μέ άκούν, γιά νά μήν περάσει από τό μυαλό τους ότι τά δικά μου λόγια, αυτά πού έλεγα ανάμεσα στά λόγια τού ψαλμού, τά έλεγα γιά νά μέ ακούσουν. Σ τ ’ αλήθεια όχι, δέν θά τά έλεγα ποτέ καί ούτε θά τά είχα πει μέ αυτό τόν τρόπο, άν είχα νιώσει ότι κάποιος μέ άκουγε ή μέ έβλεπε. "Ομως ακόμη καί άν έλεγα τά ίδια λόγια, πάλι αυτοί δέν θά ένιωθαν όσα εγώ νιώθω, όταν μιλώ ενώπιον σου μέ τόν 53

ΑΓΙΟΓ Α ΪΓΟΓΣΤΙΝΟ Ϊ

Ε30Μ 0Λ 0ΓΗ ΣΕΙΣ, ΔΕΪΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ

εαυτό μου, καί ούτε πού θά υποψιάζονταν τί συμβαίνει στην ψυχή μου. 9

’Έτρεμα από φόβο καί φλεγόμουν από χαρμόσυνη ελπίδα «επί τφ έλέει σου»31, Πατέρα, καί αυτά πού ένιω­ θα ξεχύνονταν από τά μάτια μου καί τη φωνή μου, όταν άκουγα τό πνεύμα τού ελέους σου νά λέει: «Υιοί ανθρώ­ πων, έως πότε βαρυκάρδιοι; ίνατί αγαπάτε ματαιότητα καί ζητείτε ψεύδος;»32. Ναί, αγαπούσα τή ματαιότητα καί κυνηγούσα τό ψεύδος. Κ ι έσύ, Κύριε, είχες μεγαλύνει «τον Αγιο σου» , και τον ανεστησες εκ νεκρών και τον κάθισες στά δεξιά σου, γιά νά εκπληρώσει από ψηλά τήν υπόσχεσή του, νά στείλει «τόν Παράκλητο, τό Πνεύμα τής ’Αλήθειας»34. Τόν είχε κιόλας στείλει, εγώ όμως δέν τό γνώριζα. Τόν είχε στείλει, γιατί είχε ήδη δοξαστεί μέ τήν ανάστασή του έκ νεκρών καί τήν άνοδό του στούς ουρανούς. Προηγουμένως δμως «δέν υπήρχε Πνεύμα, πρίν δοξαστεί ό ’Ιησούς»35. Ό προφήτης φωνάζει: «Υιοί ανθρώπων, έως πότε βαρυκάρδιοι; ίνατί αγαπάτε ματαιό­ τητα καί ζητείτε ψεύδος; Μάθετε δτι ό Κύριος δόξασε τόν "Αγιό του». Φωνάζει «έως πότε!», φωνάζει «μάθετε!» "Ομως εγώ πού ζοΰσα τόσον καιρό στήν άγνοια, αγα­ πούσα τή ματαιότητα καί αναζητούσα τό ψεύδος. Γ ι’ αυτό δταν άκουσα τά λόγια τού ψαλμού ανατρίχιασα, για­ τί απευθύνονταν σε ανθρώπους πού ήσαν όπως ήμουν εγώ κάποτε, καί δέν τό λησμονούσα. Γιατί τά φαντάσματα πού είχα πιστέψει γ ι’ αληθινά ήταν μόνο ματαιότητα καί ψεύδος. Γ ι’ αυτό καί τό στήθος μου έσκιζαν οί κραυγές μου, βαθιές καί γοερές. Μέ τυραννούσε ή μνήμη. ’Ά , άς γινόταν νά τίς άκουγαν αυτοί πού μέχρι τούτη τή στιγμή 54

ΒΙΒΛΙΟ ΕΝΑΤΟ: ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟΤΣ ΨΑΛΜΟΥΣ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ

λατρεύουν τή ματαιότητα καί αναζητούν τό ψεύδος! Ί ­ σως καί νά ταράζονταν καί νά πετούσαν καί τά δύο από μέσα τους. Έ σύ θά τούς είσάκουγες όταν θά σού φώνα­ ζαν. Γιατί με τόν αληθινό θάνατο της σάρκας «πέθανε γιά μάς Εκείνος πού γιά χάρη μας μεσιτεύει»36. Διάβαζα: «όργίζεσθε καί μη αμαρτάνετε»37. Θεέ μου, ίο πόσο μέ συγκινούσαν αυτές οί λέξεις, εμένα πού είχα μάθει τώρα πιά νά σκέφτομαι τό παρελθόν μου μέ οργή, γιά νά μήν ξαναμαρτήσω στό μέλλον. Δίκαια οργιζόμουν! Γιατί δέν είχε άμαρτήσει κάποια άλλη φύση μέσα μου, εγώ είχα άμαρτήσει καί όχι κάποιο δημιούργημα της κολάσεως, όπως διαβεβαιώνουν οί μανιχαΐοι, αυτοί πού έρχονται νά πέσουν στήν οργή σου χωρίς ίχνος οργής γιά τόν εαυτό τους, «έν ημέρα οργής καί άποκαλύψεως δικαιοκρισίας σου»38. Τώρα όμως τά αγαθά πού αναζητούσα δέν προέρχο­ νταν πιά από τόν έξω κόσμο καί ούτε τά γύρευα μέ τά χω ­ μάτινα μάτια μου στό φώς αυτού τού ήλιου. Γιατί όσοι θέ­ λουν νά χαίρονται τά υλικά, εύκολα αδειάζουν καί δια­ σκορπίζονται σέ πράγματα ορατά καί πρόσκαιρα39, άλλά ή πεινασμένη φαντασία τους γλείφει μονάχα τίς εικόνες τους. ’Ώ , ας γινόταν νά αποκάνουν πιά από τή στέρηση καί νά πούν: «τίς δείξει ήμΐν τά αγαθά;»40. "“Ας τό πούμε εμείς λοιπόν καί ας τό άκούσουν: «έσημειώθη έφ’ ήμας τό φώς τού προσώπου σου, Κύριε»41. Γιατί ασφαλώς δέν είμαστε εμείς αυτό τό φώς «ό φωτίζει πάντα άνθρωπον, ερχόμενόν εις τον κοσμον» . Ιο φως αυτό το λαβαίνουμε από σένα «εμείς πού ήμασταν κάποτε σκότος, γιά νά γί­ νουμε φώς μέσα σου»43. 55

ΑΓΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ

"Ω, νά μπορούσαν νά δούν τό αιώνιο νά γίνεται φώς εσώτερο. Έ γ ώ τό είχα νιώσει τώρα πιά καί μάνιαζα πού δεν είχα τρόπο νά τό δείξω σ ’ αυτούς. ’Ά ς γινόταν νά μοϋ φέρουν την καρδιά τους — αυτή τήν καρδιά πού τοποθε­ τούν στά μάτια τους γιά νά κοιτάζουν μόνο πρός τά έξω, μακριά σου— καί άς μού έλεγαν: «ποιος θά μας δείξει τά αγαθά;». Ναί, τήν καρδιά τους νά έφερναν, γιατί εκεί είχα νιώσει οργή γιά τόν εαυτό μου. Έ κεΐ, σ ’ αυτό τό άδυτο τού ανθρώπου, είχα νιώσει τή συντριβή τής μετα­ μέλειας, εκεί σφαγίασα τόν παλιό άνθρωπο πού έκλεινα, έκεΐ γεμάτος ελπίδες σού δόθηκα καί άρχισα νά συλλο­ γιέμαι τόν νέο άνθρωπο πού θά γεννιόταν μέσα μου, κι έκεΐ άρχισες κι εσύ νά μού δείχνεις τήν πραότητά σου καί «έδωκας ευφροσύνην είς τήν καρδίαν μου»44. Καί οί κραυγές μου έσκιζαν τό στήθος μου, γιατί αυτό πού διά­ βαζα στό βιβλίο, τό αναγνώριζα μέσα μου. ’Ό χι, δέν ήθε­ λα πιά νά ζώ σκορπισμένος σέ χίλια κομμάτια, νά κατα­ τρώγω τό χρόνο καί νά τόν αφήνω νά μέ καταβροχθίζει. Τώρα στήν αιώνια απλότητά σου έβρισκα άλλο «σιτάρι καί κρασί καί λάδι»45. 11

Κ αί στόν επόμενο στίχο έκραύγασα από τά βάθη τής ψυχής μου: «έν ειρήνη επί τό αυτό κοιμηθήσομαι καί υπνώσω»46. Ποιος θά τολμήσει νά μάς άντισταθέϊ όταν θά γίνει πραγματικότητα «ό λόγος ό γεγραμμένος- κατεπόθη ό θάνατος είς νΐκος»47; Γιατί έσύ είσαι «επί τό αυτό», πά­ ντα ό ίδιος, έσύ ο αμετάβλητος. Κοντά σου είναι ή ανά­ παυση, κοντά σου λησμονιούνται όλα τά βάσανα. Δέν υπάρχει άλλος από σένα. Δέν χρειάζεται πιά νά άναζητώ χίλια δυό πράγματα πού δέν είναι αυτό πού είσαι, δέν θέ56

ΒΙΒΛΙΟ ΕΝΑΤΟ: ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟΤΣ ΨΑΛΜΟΥΣ ΤΟΓ ΔΑΒΙΔ

λω τίποτε άλλο, μόνο εσένα, «ότι συ, Κύριε, κατά μόνος επ’ έλπίδι κατφκισάς με»48. Διάβαζα με την ψυχή διάπυρη, καί δέν ήξερα τί νά κά­ νω με αυτές τίς κούφιες καί νεκρές ψυχές. Κ αί όμως, τέ­ τοια ήμουν κι εγώ κάποτε, μιά μάστιγα, όταν λυσσασμέ­ νος καί τυφλός γάβγιζα κατά τών Γραφών σου πού στά­ ζουν μέλι ουράνιο καί λάμπουν λουσμένες στό φως σου. «Καί έπί τούς εχθρούς» τών Γραφών σου «έξετηκόμην»49. Θά μπορέσω άραγε νά ξαναφέρω στη μνήμη μου όσα ** έγιναν έκεΐνες τίς ημέρες στήν εξοχή; Πώς θά μπορούσα όμως νά τά λησμονήσω; Τίποτε δέν θ’ αποσιωπήσω, ούτε τήν ταχύτητα τού μαστιγίου σου, ούτε τή θαυμαστή γρη­ γοράδα της ευσπλαχνίας σου. Μιά μέρα μέ σταύρωνες μέ έναν πονόδοντο τόσο δυνατό, πού δέν μπορούσα ούτε νά μι­ λήσω. Τότε μού ήρθε ή ιδέα νά ζητήσω από όσους βρίσκο­ νταν έκεΐ νά προσευχηθούν σέ σένα, τόν Θεό μου, πού για­ τρεύεις ψυχή καί σώμα. Τό έγραψα αυτό λοιπόν σέ μιά πλάκα καί τούς τό έδωσα νά τό διαβάσουν. Δέν προφτάσαμε νά γονατίσουμε καί νά παρακαλέσουμε, καί ό πόνος εξαφανίστηκε! Τί πόνος ήταν έκεΐνος, καί πώς εξαφανί­ στηκε! Μέ κατέλαβε άγιο δέος, τ ’ ομολογώ, «Κύριε ό Θεός μου»50. Ποτέ στή ζωή μου δέν είχα δοκιμάσει κάτι παρόμοιο. ’Ένιωσα τότε τά σημάδια τής δύναμής σου νά τυπώνονται βαθιά στά σπλάχνα μου. ’Ανακουφισμένος στήν αγκαλιά της πίστης, δόξαζα τό όνομά σου. 'Ό μως ή πίστη αυτή δέν μέ άσφάλιζε άπό τίς παλιές αμαρτίες μου, όσο δέν τίς ξέπλενες μέ τό βάφτισμά σου. "Οταν τέλειωσαν οί διακοπές τού τρυγητή, υπέβαλα 5·*3 τήν παραίτησή μου καί ειδοποίησα τούς Μιλανέζους ότι 57

ΑΓΙΟΤ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ

θά έπρεπε νά βροΰν έναν άλλον μεταπράτη λόγων γιά τούς μαθητές τους. Ή δικαιολογία πού προέβαλα ήταν δτι είχα διαλέξει νά μπώ στην υπηρεσία σου, αλλά συνάμα δτι δέν έπαρκοϋσα πλέον γ ι’ αυτό τό επάγγελμα, έξαιτίας τής δυσκολίας στην αναπνοή καί των πόνων στό στήθος. ’Έγραψα έ'να γράμμα στόν άγιο άνθρωπο, στόν επίσκοπό σου ’Αμβρόσιο, καί τοΰ εξομολογήθηκα τίς παλιές μου πλάνες καί τήν τωρινή επιθυμία μου. ’Επίσης, τοΰ ζητού­ σα νά μοΰ υποδείξει έ'να κατάλληλο κείμενο των Γραφών σου γιά νά γίνω πιό άξιος καί νά προετοιμαστώ καλύτερα γιά νά δεχτώ μιά τόσο μεγάλη χάρη. Μοΰ σύστησε τόν προφήτη Ήσαΐα, υποθέτω έπειδή προαναγγέλλει πιό κα­ θαρά από όλα τά άλλα τό Ευαγγέλιο καί τό κάλεσμα τών εθνών. "Ομως τό πρώτο εδάφιο δέν τό κατάλαβα καί νό­ μισα δτι όλο τό κείμενο θά ήταν έτσι, γ ι’ αυτό καί αποφά­ σισα νά τό ξανανοίξω δταν θά ήμουν περισσότερο εξοικει­ ωμένος μέ τή γλώσσα τοΰ Κυρίου.

Ή βάπτιση 6-‘ 4

"Οταν ήρθε ή στιγμή πού έπρεπε νά δώσω τό όνομά μου γιά τήν τελετή τής βάπτισης, φύγαμε από τήν έξοχή καί έπιστρέψαμε στό Μιλάνο. Μαζί μέ μένα καί ό ’Αλύπιος είχε αποφασίσει νά ξαναγεννηθεΐ στήν πίστη σου. Είχε ήδη ένδυθεΤ τό ρούχο τής ταπεινότητας πού ταιριά­ ζει στό μυστήριό σου καί είχε δαμάσει τόσο τό κορμί του, πού κατόρθωνε νά περπατά ξυπόλυτος στό παγωμένο χώμα τής ’Ιταλίας μέ ασυνήθιστη τόλμη51. Μάς συ­ ντρόφευε καί ό μικρός Άδεοδάτος, τό παιδί τής σάρκας 58

ΒΙΒΛΙΟ ΕΝΑΤΟ: Η ΒΑΠΤΙΣΗ

μου, τό γέννημα τής αμαρτίας μου. Τοϋ είχες δώσει πολ­ λά χαρίσματα. Πλησίαζε τά δεκαπέντε καί ξεπερνοϋσε στην ευφυΐα άνδρες σοβαρούς καί σπουδασμένους. 7Ηταν δικά σου δώρα, Κύριε καί Θεέ μου, καί σέ δοξάζω γ ι’ αυτά, εσένα πού δημιούργησες τά πάντα, πού έχεις τη δύ­ ναμη νά δίνεις μορφή στά άμορφα. Γιατί εγώ δέν έβαλα τί­ ποτε δικό μου στό παιδί αυτό, εκτός από την αμαρτία μου. Έ σύ, καί όχι άλλος, μας ένέπνευσες νά τόν αναθρέψουμε σύμφωνα μέ τό νόμο σου, πού κι αυτόν έσύ μάς τόν δίδα­ ξες, καί όχι άλλος. Είναι δικά σου δώρα, καί σέ δοξάζω γ ι’ αυτά. "Ενα από τά βιβλία μου έχει τόν τίτλο De Magistro,

[ V Δάσκαλος] καί είναι ένας διάλογος ανάμεσα σέ μένα καί τόν Άδεοδάτο. Γνωρίζεις ότι όλες οί σκέψεις πού απο­ δίδω στό πρόσωπο τοϋ συνομιλητή μου είναι δικές του — καί δέν ήταν τότε παρά δεκαέξι χρονών. "Ομως μαζί του δοκίμασα καί άλλες, ακόμη μεγαλύτερες, εκπλήξεις. Μπροστά στήν ευφυΐα του μέ καταλάμβανε άγιο δέος. Ποιος άλλος από σένα θά μπορούσε νά είναι ό πλαστουρ­ γός τέτοιων θαυμάτων; Τόν πήρες γρήγορα από τήν επί­ γεια ζωή, όμως μπορώ νά νιώθω ασφάλεια όταν τόν σκέφτομαι, γιατί δέν μοϋ έδωσε ποτέ λόγο ανησυχίας, ούτε στά παιδικά του χρόνια, ούτε στήν εφηβεία του, ούτε καί όταν έγινε άνδρας. Τόν πήραμε λοιπόν καί αυτόν στή συντροφιά μας, αφού ενώπιον τής χάρης σου ήταν συνομή­ λικός μιας. Θέλαμε νά τόν αναθρέψουμε σύμφωνα μέ τό νόμο σου. Κ ι έγινε ή βάπτιση, καί όλο τό άγχος γιά τήν παλιά ζωή μας εξανεμίστηκε. "Ολες εκείνες τίς ήμέρες δέν χόρ59

ΑΓΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ

ταινα τήν ανείπωτη ήδονή πού με πλημμύριζε, δσο άναλογιζόμουν πόσο μυστικά εΓναι τά σχέδια πού ετοιμάζεις γιά νά σώσεις τόν άνθρωπο. Πόσο δέν έκλαψα τότε με τούς ύμνους σου καί τούς ψαλμούς σου, μέ τούς γλυκύτατους φθόγγους των φωνών της Ε κκλησίας σου, πού μέ δο­ νούσαν καί μέ πότιζαν μέ πρωτόγνωρη συγκίνηση. Οί φω­ νές αυτές ξεχύνονταν σ τ’ αυτιά μου καί ή αλήθεια στάλα­ ζε στην καρδιά μου- καί ξεχείλιζε ή ευλάβεια καί κυ­ λούσαν τά δάκρυα, δμως τό κλάμα αυτό ήταν βάλσαμο. 7· *5

Τη συνήθεια νά ψέλνουν, αυτή τήν έκφραση της αμοι­ βαίας παραμυθίας καί παραίνεσης, τήν είχαν υιοθετήσει σχετικά πρόσφατα στήν Ε κκλη σία τοΰ Μιλάνου. Οί αδελφοί έψελναν δλοι μαζί, γεμάτοι ενθουσιασμό, ενώνο­ ντας σ ’ έναν ύμνο τίς φωνές καί τίς καρδιές τους. Πρίν έναν χρόνο, ή λίγο περισσότερο, ή Ίουστίνη, ή μητέρα τού νεαρού αυτοκράτορα Βαλεντινιανού, καταδίωκε τόν δικό σου Αμβρόσιο ξεμυαλισμένη από τήν αίρεση των άρειανών. Ό πιστός λαός σου ξενυχτούσε στήν εκκλησία σου μαζί μέ τό δούλο σου, τόν επίσκοπό του. Άνάμεσά τους ήταν καί ή μητέρα μου, ή δούλη σου. Πρωτοστατούσε σέ έγνοια καί επαγρύπνηση, καί ζούσε μέ προσευχές. Ε μ είς τότε μέναμε ψυχροί, δέν είχαμε νιώσει ακόμη ύλη τή φλό­ γα τού Πνεύματός σου, νιώθαμε δμως τήν αναστάτωση καί τήν απόγνωση τής πόλης. Σ ’ εκείνη τήν περίσταση καθιερώθηκε νά ψέλνουν ύμνους καί ψαλμωδίες, ακολουθώντας τό έθιμο τών έκκλησιών της Ανατολής, γιά νά μήν καταπέφτει τό ηθι­ κό τού κόσμου από τή θλίψη καί τήν αγωνία. Τό έθιμο διατηρήθηκε από τότε μέχρι καί σήμερα, καί βρήκε μάλι6ο

ΒΙΒΛΙΟ ΕΝΑΤΟ: Η ΒΑΠΤΙΣΗ

στα κι ένα πλήθος μιμητές, σχεδόν σέ ολόκληρο τό ποίμνιό σου σέ άλλα μέρη τοΰ κόσμου. Στό διάστημα πού συνέβαιναν αυτά, ό επίσκοπος είδε ι6 ένα όραμα, στό όποιο τοΰ αποκάλυψες τό μέρος οπού βρί­ σκονταν κρυμμένα τά σώματα τών μαρτύρων Προτασίου καί Γερβασίου. Χρόνια ολόκληρα τά είχες προστατέψει από την αποσύνθεση καί τά κρατούσες κρυμμένα στό μυ­ στικό σου θησαυροφυλάκιο. ’Ήθελες νά τούς βγάλεις την κατάλληλη στιγμή γιά νά δαμάσουν τη μανία μιας γυναί­ κας, καί μάλιστα αύτοκράτειρας. 'Όταν τά σώματα ανα­ καλύφθηκαν καί ξεθάφτηκαν, μεταφέρθηκαν μέ τίς ανά­ λογες τιμές στην εκκλησία τοΰ ’Αμβρόσιου. Τότε γιατρεύ­ τηκαν άνθρωποι πού τούς τυραννοϋσαν κακά πνεύματα, καί σέ προσκύνησαν καί οί ίδιοι οί δαίμωνες. Κ αί κάποιος πού ήταν τυφλός γιά πολλά χρόνια, ένας πολύ γνωστός πολίτης, όταν αχούσε τό χαρούμενο βουητό τοΰ πλήθους, ζήτησε νά μάθει τί συμβαίνει, καί, όταν τοΰ είπαν, αμέσως σηκώθηκε καί παρακάλεσε τόν οδηγό του νά τόν πάει εκεί. Φθάνοντας, ζήτησε νά μπει γιά ν’ αγγίξει μέ τό μα­ ντήλι τό φέρετρο στό όποιο αναπαύονταν οί άγιοί σου, πού «ό θάνατός τους γιά σένα στάθηκε πολύτιμος»52. Τό έκανε κι έπειτα έφερε τό ύφασμα στά μάτια του1 καί τότε μονο­ μιάς άνέβλεψε. Τό νέο διαδόθηκε παντού σάν αστραπή καί ολος ό κόσμος άρχισε νά σοΰ ψέλνει φλογερούς ύμνους. Τό­ τε ή γυναίκα εκείνη, ό μιεγάλος σου εχθρός, άν καί δέν στράφηκε στήν αληθινή πίστη πού θεραπεύει, συγκράτησε τουλάχιστον τή διωκτική μανία της. Θεέ μου, μιεγάλη ή χάρη σου! ’Από πού έφερες καί ποΰ οδήγησες τή μνήμη μου, γιά νά σοΰ έξομολογηθώ καί 6ι

ΑΓΙΟΪ ΑΪΓΟΓΣΤΙΝΟΪ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΔΕΪΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ

αυτά τά τόσο σπουδαία περιστατικά, που τά είχα ωστόσο λησμονήσει; Κ αί όμως, όταν έγιναν αυτά, κι ενώ ήταν τόσο όυνατη η «ευωόια των μύρων σου» , εγω όεν ετρεςα κοντά σου. Αυτό μ ’ έκανε νά κλαίω διπλά, άκούγοντας νά τραγουδάν τούς υμνους σου. ’Ήμουν εγώ πού άλλοτε στέ­ ναζα γιά σένα, καί τώρα νά πού άνάσαινα τόν αέρα σου, οσο μπορεί ο αέρας σου νά μπει σ ’ ένα σπίτι από άχυρο.

Ή ζωή καί ό θάνατος τής Μ οιίκο? Έ σύ πού κάνεις τίς ψυχές νά ζοϋν μονιασμένες στό

8,17

ίδιο σπίτι54, έφερες στη συντροφιά μας τόν Εύόδιο, ένα νε­ αρό από τη γενέτειρά μου. Παλιότερα ήταν πράκτορας στην υπηρεσία τοϋ αύτοκράτορα καί είχε πιστέψει από τότε, πρίν από εμάς, καί είχε βαφτιστεί. Έγκατέλειψε τη στρατιά τοϋ «αίώνος» γιά νά μπει στη δική σου. Ζούσαμε τώρα πιά συντροφικά καί πήραμε τήν άγια απόφαση νά συνεχίσουμε τήν κοινοβιακή ζωή μας καί αργότερα. Ψά­ χναμε νά βρούμε σέ ποιό μέρος θά ήμασταν χρησιμότεροι στην υπηρεσία σου, καί συμφωνήσαμε από κοινού νά έπιστρέψουμε στήν ’Αφρική. ’Ήμασταν πιά στήν ’Όστια, κοντά στίς εκβολές τού Τίβερη, δταν ή μητέρα μου πέθανε. Γράφω πολύ βιαστικά, καί πολλά παραλείπω. Δέξου όμως, Θεέ μου, τίς εξομολογήσεις μου καί τίς ευχαριστίες μου γιά τά αμέτρητα καλά σου, ακόμη καί γ ι’ αυτά πού παραλείπω. 'Όμως δέν θά παραλείψω τίποτε από δσα θά γεννήσει ή σκέψη μου γιά τή δούλη σου, αυτή πού μέ γέν­ νησε καί μ ’ έφερε στό πρόσκαιρο φώς αυτού τού κόσμου 62

ΒΙΒΛΙΟ ΕΝΑΤΟ: Η ZGH ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΙΚΑΣ

μέ τη σάρκα της, καί στό φώς τής αιωνιότητας μέ τήν καρδιά της. Δέν θά μιλήσω γιά δσα μοΰ δώρισε εκείνη, αλλά γιά δσα εσύ τής δώρισες. Δέν έγινε αυτή πού ήταν καί ούτε άνατράφηκε από μόνη της. Έ σύ τήν έφτιαξες. Ούτε ο πατέρας ούτε ή μάνα της γνώριζαν τί λογής θά ήταν τό βλαστάρι τους. Τό ραβδί τοΰ Χρίστου σου τή δί­ δαξε «έν φόβω σου»55 καί ή διδαχή τοΰ Μονογενούς σου τήν ποδηγέτησε, δσο μεγάλωνε σέ ένα σπίτι πιστών, σ ’ ένα υγιές μέλος τής Ε κκλησίας σου. "Οταν μιλούσε ή Γδια γιά τήν προσεγμένη ανατροφή της, ένα πρόσωπο εγκωμίαζε ακόμη περισσότερο καί από τή μάνα της: μιά γριά θεραπαινίδα πού τήν είχαν στό σπί­ τι από μικρό κορίτσι γιά νά κουβαλά τόν πατέρα τής Μά­ νικας στήν πλάτη, δταν αυτός ήταν μωρό, μιά δουλειά πού συνήθιζαν νά άναθέτουν σέ μικρές σκλάβες. Γιά τό λόγο αυτό, αλλά καί γιά τή μεγάλη ήλικία της καί τό εξαιρετι­ κό ήθος της, τά αφεντικά της σ ’ αυτό τό χριστιανικό σπί­ τι τήν είχαν σέ μεγάλη υπόληψη καί τής εμπιστεύτηκαν τήν ανατροφή τών κοριτσιών τους. Αυτή τά φρόντιζε άγρυπνα, καί στήν ανάγκη ήξερε νά γίνεται αυστηρή καί νά τά νουθετεί, καλοσυνάτα, βέβαια, αλλά καί μέ μεγάλη σοβαρότητα. Μέ αυτή τή μέθοδο ανατροφής τούς δίδαξε τή σωφροσύνη καί τήν εγκράτεια. Ε κ τό ς από τίς ώρες πού έτρωγαν τό λιτό τους γεϋμα στό τραπέζι τών γονιών τους, τούς απαγόρευε νά βάλουν στό στόμα ακόμη καί νε­ ρό, δσο καί αν τίς βασάνιζε ή πιό μεγάλη δίψα, καί αυτό γιά νά προλάβει τίς κακές συνήθειες. Συνήθιζε, πολύ σοφά, νά λέει: «Τώρα πίνετε νερό, γιατί δέν μπορείτε νά βρείτε κρασί. "Οταν όμως παντρευτείτε καί διαφεντεύετε 63

ΑΓΙΟΥ ΑΓΓΟΤΣΤΙΝΟΤ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ

τήν αποθήκη καί τό κελάρι, τό νερό θά σάς φανεί πολύ άνοστο καί θά μάθετε στό κρασί». Μέ τήν τέχνη τής νουθεσίας, δσο καί με τήν πειθαρχία πού επέβαλλε, είχε κατορθώσει νά χαλιναγωγήσει τή λαιμαργία της τρυφερής ήλικίας καί μάθαινε τά κορίτσια ν’ αντέχουν ακόμη καί τή δίψα, γιά νά μήν έπιθυμοΰν αργότερα πράγματα απαγορευμένα. ι8

Ωστόσο — όπως ή δούλη σου διηγήθηκε στό γιό της— , τήν κατέλαβε ύπουλα τό πάθος τοΰ πιοτού. Οί γο­ νείς της συνήθιζαν νά στέλνουν αυτήν, έ'να σοβαρό κορι­ τσάκι, νά φέρνει κρασί από τό βαρέλι. Βύθιζε λοιπόν τήν κούπα μέσα στό βαρέλι, αλλά πρίν χύσει τό ανέρωτο κρα­ σί στήν κανάτα, έπινε μιά μικρή γουλιά, Γσα ίσα βρέχο­ ντας τά χείλη της. Δέν έπινε περισσότερο, γιατί δέν τής άρεσε ή γεύση. Στήν πράξη αυτή δέν τήν ωθούσε ή επιθυ­ μία γιά τό κρασί, αλλά ή υπερβολική ζωηράδα τής νεαρής ήλικίας, πού ξεσπά σέ χίλιες δυό σκανταλιές καί πού οί μεγάλοι προσπαθούν νά τιθασεύσουν στήν ψυχή των με­ γαλύτερων παιδιών. Σέ τούτη τή μικρή γουλιά άρχισε όμως νά προσθέτει κάθε μέρα καί άλλες μικρές γουλιές — καί αυτό γιατί «όποιος αδιαφορεί γιά τά λίγα, γρήγορα θά τά χάσει όλα»56— καί τής έγινε πιά συνήθεια νά κατε­ βάζει άπληστα ολόκληρες κούπες, σχεδόν γεμάτες ανέρω­ το κρασί. Πού ήταν, λοιπόν, ή σοφή γριά θεραπαινίδα καί οί αυστηρές απαγορεύσεις της; Τί θά μπορούσε τάχατες νά κάνει σ ’ αυτή τήν περίπτωση, γιά τήν κρυφή αρρώστια τής μικρής, άν ή δική σου θεραπευτική φροντίδα δέν μάς φύλαγε άγρυπνα; Ή μάνα καί ό πατέρας καί ή παραμάνα 64

ΒΙΒΛΙΟ ΕΝΑΤΟ: Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΙΚΑΣ

της ήσαν απόντες, όμως εσύ ήσουν παρών, εσύ πού μάς δημιούργησες καί μάς καλεΐς κοντά σου καί στέλνεις ανθρώπους ώς μεσολαβητές γιά τη σωτηρία τής ψυχής μας. Τί έκανες τότε, Θεέ μου; Τί φάρμακα τής έδωσες; Πώς τήν θεράπευσες; ’Ιδού τί έκανες: τράβηξες μέσα από μιάν άλλη ψυχή μιά λέξη προσβλητική, σκληρή καί κοφτερή σάν χειρουργικό νυστέρι βγαλμένο μέσα από τίς μυστικές σου προμήθειες, κι έκοψες μιά καί καλή τό σά­ πιο μέλος. Μιά σκλάβα, πού συνήθως τή συνόδευε στό βα­ ρέλι, τσακώθηκε μαζί της κάποια στιγμή πού ήσαν μόνες κι εκειδά τής πέταξε κατάμουτρα μιά πολύ πικρή βρισιά: «Μπεκρού!».

Ε κείνη,

μόλις

δέχτηκε

τό

ράπισμα,

σκέφτηκε τή σιχαμερή συνήθειά της μέ αποστροφή, ευθύς τήν καταδίκασε καί απαλλάχτηκε οριστικά. Έ άν οί κολακείες τών φίλων μάς κάνουν κακό, οί προ­ σβολές των εχθρών πολύ συχνά μάς συμμορφώνουν. Δέν τούς ανταμείβεις, βέβαια, γιά τό αποτέλεσμα πού προκάλεσε ή δική σου παρέμβαση, αλλά γιά τήν πρόθεση πού είχαν οί ίδιοι. Ή σκλάβα εκείνη, μέσα στήν οργή της, έπεδίωκε νά πληγώσει τή μικρή κυρία της, όχι όμως γιά νά τή γιατρέψει, καί ό καβγάς έγινε χωρίς τρίτο μάρτυρα, είτε επειδή ή περίσταση τό έφερε νά βρεθούν μοναχές, είτε γιατί φοβόταν μήπως τήν κατηγορήσουν πού δέν τό μαρ­ τύρησε νωρίτερα. "Ομως εσύ, Κύριε, πού κυβερνάς ουρανό καί γή, εσύ πού γιά τούς σκοπούς σου κάνεις τούς βαθιούς χείμαρρους ν’ αλλάζουν κοίτη καί βάζεις τάξη στήν άστατη ροή τών αιώνων, ακόμη καί μέσα από τήν αρρώστια μιάς ψυχής 65

ΑΓΙΟΤ ΑΪΓΟΓΣΤΙΝΟΓ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΔΕΓΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ

θεράπευσες μιάν άλλη. Αυτό τό παράδειγμα φανερώνει δτι αν κάποιος καταφέρει νά συνετίσει κάποιον με τά λόγια του καί νά τόν φέρει στόν σωστό δρόμο, δέν θά πρέπει νά τό αποδίδει στη δική του δύναμη. 9· ΐ 9

’Έ τσι λοιπόν άνατράφηκε ή μητέρα μου, μέ αιδημοσύ­ νη καί νηφαλιότητα. Τήν έκανες πιό υπάκουη στούς γο­ νείς της απ’ όσο ήσαν οι γονείς της σέ σένα. 'Όταν έφτα­ σε σέ ήλικία γάμου την έδωσαν σέ έναν άντρα πού τόν υπηρέτησε ως κύριό της. ’Έ βαλε δλη της τη δύναμη νά τόν φέρει κοντά σου, μιλώντας του γιά σένα μέσα από τίς άρετές της, τά στολίδια πού της δώρισες, γιά νά την κά­ νεις όμορφη καί ν’ αξιωθεί τήν αγάπη καί τό θαυμασμό τοΰ συζύγου της. Ύπόμενε καρτερικά τίς απιστίες του, χωρίς ποτέ νά λογοφέρει μαζί του γιά τό θέμα αυτό. Περίμενε τήν ώρα πού θά τοΰ φανέρωνες τό έλεος σου, μέ τήν ελπίδα ότι ή πίστη σέ σένα θά τόν έκανε εγκρατή. Ό πατέρας μου ήταν άνθρωπος κατά βάθος πολύ κα­ λός, άλλά τρομερά όξύθυμιος. Ε κείνη ήξερε πώς έπρεπε όχι μόνο νά υπομένει καρτερικά τά ξεσπάσματα τοΰ άντρα της, άλλά καί νά κρατά τό στόμα κλειστό. 'Όταν πιά τόν έβλεπε ήρεμο καί χαλαρωμένο κι έκρινε τή στιγμή κα­ τάλληλη, τότε μόνο θά τοΰ έδινε εξηγήσεις, άν τά νεύρα του είχαν ξεσπάσει αδικαιολόγητα. "Ενα σωρό γυναίκες είχαν άντρες πολύ πιό ήρεμους, καί όμως είχαν σημάδια από τό ξύλο καί παραμορφωμένα πρόσωπα. 'Ωστόσο, όταν τά συζητούσαν, έριχναν πάντοτε τό φταίξιμο στόν άντρα. Τότε, ή μάνα μου τίς μάλωνε γιά τή γλώσσα τους καί, μεταξύ αστείου καί σοβαρού, τούς έδινε αυτή τή σοβαρή προειδοποίηση: έφόσον άκουσαν νά διαβάζεται αυτό πού 66

ΒΙΒΛΙΟ ΕΝΑΤΟ: Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΙΚΑΣ

ονομάζεται συμβόλαιο τοΰ γάμου, δφειλαν νά συναισθαν­ θούν δτι πρόκειται γιά τό επίσημο έγγραφο τής υποδούλω­ σης τους. Θά έπρεπε στό έξης νά θυμούνται την κατάστα­ ση τους καί νά μή σηκώνουν κεφάλι στον άνδρα τους. Ε ­ κείνες πάλι, επειδή γνώριζαν πώς έπρεπε νά υπομένει έναν άντρα τόσο οξύθυμο, έμεναν κατάπληκτες που ουδέποτε ακούστηκε κι ούτε ποτέ υπήρξε ένδειξη ότι ο Πατρίκιος χτύπησε τη γυναίκα του, ή δτι τό ζευγάρι λογόφερε, έστω καί γιά μιά μέρα, γιά τά οικογενειακά του. "Οταν τά λέ­ γανε αναμεταξύ τους καί ψάχναν την αιτία, έκείνη τούς εξηγούσε τη μέθοδό της, τήν οποία άνέφερα παραπάνω. "Οσες τήν τηρούσαν, διαπίστωναν από τό αποτέλεσμα δτι τής άξιζαν συγχαρητήρια. "Οσες δέν τήν τηρούσαν, συνέ­ χιζαν νά υπομένουν έξευτελισμούς. Ή πεθερά της στήν αρχή ήταν εχθρική. Τήν εξερέθι­ ζαν οί ψίθυροι κακών θεραπαινίδων. Στό τέλος δμως ή μά­ να μου τήν αφόπλισε, τηρώντας συνεχώς μιά στάση σεβα­ σμού, ανοχής καί κατανόησης. Στό τέλος μάλιστα έφτα­ σε νά καταγγείλει μιονάχη στό γιό της τά κουτσομπολά τών υπηρετριών, πού τάραζαν τήν οικογενειακή αρμονία ανάμεσα σέ πεθερά καί νύφη. Ζήτησε λοιπόν νά τιμωρη­ θούν. Τότε ό πατέρας μου, γ ά νά κάνει τό χατίρι τής μά­ νας του καί γ ά νά επιβάλει τήν πειθαρχία στήν οικογέ­ νεια, προϋπόθεση γ ά νά ζούν στό σπίτι μονιασμένοι, έβα­ λε νά μαστιγώσουν τίς ένοχες κατά τήν κρίση τής ένάγουσας57. Έκείνη δέν παρέλειψε νά προειδοποιήσει δτι τήν ίδια τιμωρία θά είχε καί δποια υπηρέτρια έλπιζε νά τήν καλοπάσει, βάζοντάς της λόγια εναντίον τής νύφης της. Ά π ό έκείνη τήν ήμέρα κα μ ά δέν τό ριψοκινδύνεψε, κι έτσι 67

20

ΑΓΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ

οί δύο γυναίκες έζησαν έχοντας άναμεταξύ τους μιά σχέ­ ση τρυφερής κατανόησης, αληθινά αξιομνημόνευτη.

21

"Ενα άλλο μεγάλο δώρο πού έδωσες στην καλή σου δούλη, πού μέσα στη μήτρα της μέ έπλασες, ώ Θεέ μου, έλεος μου, ήταν οτι, οποτε μπορούσε, έπαιζε τό ρόλο τού είρηνοποιοΰ άνάμεσα σέ άνθρώπους πού διαφωνούσαν καί φιλονικούσαν. 'Όταν άκουγε μιά φίλη παρούσα νά λέει λό­ για πικρόχολα γιά τήν άπούσα άντίπαλο — αυτό τόν κα­ ταρράκτη χολής καί εμέσματος πού ξεχύνεται άπό τό μί­ σος δύο άνθρώπων πού δέν χωνεύονται— , ποτέ δέν με­ τέφερε ούτε λέξη τής μιας στήν άλλη, εκτός καί άν ήταν κάτι πού θά μπορούσε νά φέρει τή συμφιλίωση. Δέν θά έδινα καί τόση σημασία στήν εχεμύθειά της, άν δέν γνώριζα άπό προσωπική μου πείρα οτι είναι άμέτρητοι οί άνθρωποι πού κάνουν σάν νά τούς έχει μολύνει κάποια μεταδοτική άρρώστια, καί οχι μόνο μεταφέρουν τά λόγια πού λένε οί εχθροί πάνω στό θυμό τους, άλλα φτάνουν στό σημείο νά λένε πράγματα πού ποτέ δέν ειπώθηκαν. 'Ό ­ ποιος έχει μέσα του άληθινή άνθρωπιά, θά έπρεπε νά γνω­ ρίζει οτι δέν πρέπει ούτε νά συνδαυλίζουμε ούτε νά τροφο­ δοτούμε τά μίση τών άνθρώπων μέ συκοφαντίες, καί άντίθετα, οτι πρέπει νά προσπαθούμε νά τά έκτονώσουμε μέ τόν καλό μας λόγο. Αυτό έκανε ή μάνα μου, γιατί εσύ ήσουν ό δάσκαλός της καί τέτοια μαθήματα έδινες στό εσωτερικό σχολείο τής καρδιάς της.

22

'Όταν πλησίαζε ή μέρα πού ο άντρας της θά έγκατέλειπε αυτή τή ζωή, κατόρθωσε νά τόν φέρει κοντά σου. ’Από τότε πού βαφτίστηκε δέν τής έδινε πιά λόγους νά πι­ κραίνεται όπως έκανε παλιά, πριν γίνει χριστιανός. Ή γυ68

ΒΙΒΛΙΟ ΕΝΑΤΟ: Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΙΚΑΣ

ναίκα αυτή ήταν πράγματι δούλη των δούλων σου. "Ο ­ ποιος τή γνώριζε, έβρισκε στό πρόσωπό της άπειρους λό­ γους νά σέ δοξάζει, νά σέ τιμά καί νά σε αγαπά, γιατί ένιωθε την παρουσία σου στήν καρδιά της, καί απόδειξη ήταν ή αγιοσύνη στή συμπεριφορά καί στη ζωή της. Είχε υπάρξει «ενός άνδρός γυνή»58. Είχε άνταποδώσει στούς γονείς της τό χρέος της, είχε κυβερνήσει μέ ευσέβεια τό σπίτι της 59 «έν έ'ργοις καλοΐς μαρτυρουμένη»60. Είχε αναθρέψει τά παιδιά της ξαναπερνώντας τίς ωδί­ νες τοϋ τοκετού κάθε φορά πού τά έβλεπε νά ξεστρατίζουν από κοντά σου. Κ αί τήν ύστατη ώρα, ολοι είχαμε γίνει παιδιά της, ολοι έμεΐς, Κύριε, έμεΐς οί δούλοι σου, πού ή καλοσύνη σου ευδόκησε έτσι νά ονομαζόμαστε. Πρίν κοι­ μηθεί στούς κόλπους σου, όταν είχαμε πιά δεχτεί τή χάρη τής βάπτισης καί ζούσαμε συντροφικά, μιας φρόντισε σάν μητέρα μας καί μάς υπηρέτησε σάν θυγατέρα μιας.

Τό όραμα στην Ό στια Πλησίαζε ή μέρα πού θά έφευγε από αυτή τή ζωή — ι°· 23 τήν ήμέρα αυτή έσύ τή γνώριζες, αλλά έμεΐς τήν άγνοούσαμιε. ’Από μιά διόλου τυχαία σύμπτωση, γιατί είμαι βέ­ βαιος οτι έτσι όριζαν οί μυστικές βουλές σου, βρεθήκαμε μονάχοι, εκείνη κι εγώ. Στεκόμασταν ορθοί, μέ τούς άγκώνες στηριγμένους σ ’ ένα παράθυρο, καί μπροστά στά μάτια μιας απλωνόταν ο κήπος τού σπιτιού οπού μέναμιε στήν ’Όστια, στίς εκβολές τού Τίβερη. ΕΓχαμιε κάνει ένα έξαντλητικό ταξίδι καί τώρα, μιακριά από τό θόρυβο τού πλήθους, αναλαμβάναμε δυνάμεις πρίν σαλπάρουμε. 69

ΑΓΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ

Μονάχοι μας λοιπόν οι δύο μιλούσαμε γεμάτοι τρυφε­ ρότητα, «αφήνοντας πίσω τά παλιά καί με τήν προσοχή τεταμένη πρός τά μέλλοντα»61. Ρωτούσαμε ό ένας τόν άλλο, καί μόνος παρών ήταν ή ’Α λήθεια, δηλαδή έσύ, πώς νά είναι άραγε ή αιώνια ζωή τών αγίων, πού «ούτε μάτι είδε, ούτε αυτί άκουσε καί ούτε άνέβηκε ποτέ ως εκεί ή καρδιά τοΰ ανθρώπου»65. ’Ανοίγαμε άπληστα τό στόμα τής καρδιάς στά νερά πού κατεβαίνουν από τήν πηγή σου, την «πηγη της ζωής»

και, ποτισμένοι αυτό το λίγο που

μπορούσαμε, προσπαθούσαμε νά στοχαστούμε ένα τόσο σπουδαίο ζήτημα. 24

Ή συζήτηση μάς οδηγούσε στό συμπέρασμα δτι όσο μεγάλες απολαύσεις καί άν προσφέρουν οί σωματικές αισθήσεις, καί δση αίγλη καί άν διαθέτει ό κόσμος τών αισθητών, δχι μόνο δέν συγκρίνονται μέ τήν αιώνια ζωή, αλλά δέν αξίζουν ούτε νά άναφέρονται. Μέ μιάν αίσθηση ασύγκριτα πιό φλογερή άνεβαίναμε «επί τό αυτό»64. ’Ανε­ βαίναμε μία μία τίς βαθμίδες, πέρα από καθετί τό υλικό, πέρα από τόν ουρανό τόν ί'διο, οπού ό ήλιος, τό φεγγάρι καί τ ’ αστέρια καταυγάζουν τή γή. Δοσμένοι στό διαλογισμό, στή συζήτηση καί στό θαυμασμό τών έργων σου, δλο καί άνεβαίναμε εντός μας. Τότε εισχωρήσαμε στό νοΰ μας καί πήγαμε πιό πέρα από έκεϊ πού φτάνει ό νους, στόν τόπο τής αστείρευτης αφθονίας, έκεΐ πού χορταίνεις αιώνια τό λαό τού ’Ισραήλ μέ τροφή τήν αλήθεια, έκεϊ πού ή ζωή είναι ή σοφία, πού από αυτή γίνονται οσα είναι καί οσα ήσαν καί οσα θά είναι, όμως ή ίδια δέν έγινε, αλλά είναι δπως ήταν, καί έτσι θά είναι στούς αιώνες. Σ ’ αυτή δέν υπάρχει «παρελθόν» ή «μέλλον», αλλά μόνο «είναι», για70

ΒΙΒΛΙΟ ΕΝΑΤΟ: ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΣΤΗΝ ΟΣΤΙΑ

τί είναι αιώνια. Γιατί αν κάτι «ήταν», ή «θά είναι», δεν είναι αιώνιο. ’Έ τσι δοσμένοι στό διαλογισμό καί τήν ενατέ­ νιση, γιά μιά στιγμή αγγίξαμε τήν «απαρχήν τοΰ Πνεύμα­ τος»®. 'Ένας βαθύς αναστεναγμός βγήκε από τό στήθος μας, καί τήν αφήσαμε πίσω μας, εκεί ψηλά, προσκολλημένη στό αιώνιο, ενώ εμείς έπιστρέφαμε στόν μάταιο θόρυβο των χειλιών μας, εκεί πού τά λόγια των ανθρώπων αρχί­ ζουν καί τελειώνουν. ’Α λλά τί μπορεί νά συγκριθεΐ μέ τόν Λόγο σου, Κύριε; Αυτός μένει πάντα «έπί τό αυτό» καί πο­ τέ δέν γερνά, όμως όλα τά άλλα τά ξαναγεννά. Λέγαμε λοιπόν σ ’ εκείνη τή συζήτηση: «’Ά ν μέσα σέ 25 κάποιον σώπαινε ή βουή τής σάρκας, σωπαΐναν οί εικόνες τής γής, των νερών καί τοΰ αέρα, σωπαΐναν καί οί ουρανοί, άν καί ή ψυχή του ακόμη σώπαινε καί πήγαινε πέρα από τόν εαυτό της κι έφτανε στήν υπέρβαση, άν σωπαΐναν όλα τά όνειρα καί όλα τά δράματα τής φαντασίας, άν γινόταν νά σωπάσει κάθε γλώσσα καί κάθε σημείο καί καθετί έφήμερο — γιατί, άν μπορεί κανείς νά τά ακούσει, όλα αυτά μιλούν καί λένε: «Αυτός μάς έφτιαξε καί όχι εμείς. Μάς έφτιαξε αυτός πού διαρκεΐ εις τόν αιώνα»66, καί ή φωνή τους είναι ή φωνή τοΰ δημιουργού τους· ναί, άν υπο­ θέσουμε ότι τό έλεγαν αυτό καί μετά σωπαΐναν, καί τέ­ ντωναν τ ’ αυτιά ν ’ ακούσουν εκείνον πού τά έφτιαξε, τότε θά μιλούσε εκείνος, όχι πιά μέσα από τά έργα του, αλλά μέσα από τόν εαυτό του. Θ ’ άκούγαμε τό λόγο του όχι μέ­ σα από τή γλώσσα τής σάρκας, όχι μέσα άπό τή φωνή ενός αγγέλου, όχι μέσα άπό τόν ήχο τού κεραυνού, ούτε μέσα άπό τά αινίγματα τών παραβολών. Θ ’ άκούγαμε ε­ κείνον πού αγαπάμε σ’ αυτά τά πράγματα, χωρίς τή με7*

ΑΓΙΟΤ ΑΐΤΟΓΣΤΙΝΟΓ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΔΕΓΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ

σολάβησή τους. Κάπως έτσι έγινε τή στιγμή έκείνη πού αγγίξαμε, μέσα σέ μιά γοργή αστραπή τής σκέψης, τή σοφία, πού μένει πάνω απ’ δλα. ’Ά , πώς θά ’ταν αν κρα­ τούσε αυτή ή στιγμή, αν όλα τά άλλα, τά κατώτερα δρά­ ματα άποτραβιόνταν κι έμενε μονάχα αυτό τό ένα όραμα καί μας άρπαζε καί μάς απορροφούσε καί μας βύθιζε σέ μιά εσώτερη αγαλλίαση. Μήπως αυτό θά έμοιαζε μέ τήν αιώνια ζωή; Μήπως αυτό δέν σημαίνει ή φράση «είσελθε εις τήν χαράν τού κυρίου σου»67; Κ αί πότε άραγε θά συμβεΐ αυτό; Μήπως τήν ήμέρα πού «δλοι θά κοιμηθούμε, αλλά δέν θά άλλάξουμε όλοι»68; 26

Αυτά έλεγα περίπου, ίσως λίγο διαφορετικά καί p i άλλα λόγια. Έ σύ όμως, Κύριε, γνωρίζεις δτι έκείνη τή μέρα, όταν κάναμε αυτή τή συζήτηση καί όταν δ έπίγειος κόσμος μέ όλες τίς χαρές του είχε πάψει νά έχει δποιαδήποτε σημασία γιά μας, έκείνη μού είπε: «Παιδί μου, στή ζωή αυτή τίποτε πιά δέν μέ τραβάει. Τί άλλο έχω πιά νά κάνω εδώ; Γιατί είμαι ακόμη εδώ; Ούτε καί τό ξέρω. "Ο ­ λες μου οί προσδοκίες σ ’ αυτό τόν κόσμο έκπληρώθηκαν. Έ άν κάτι μέ έκανε τόσα χρόνια νά θέλω νά μείνω στή ζωή, ήταν ή έπιθυμία μου νά σέ δώ καθολικό χριστιανό πρίν πεθάνω. Αυτό τό δώρο δ Θεός μού τό έδωσε καί μέ τό παραπάνω, δταν σέ είδα νά έγκαταλείπεις τά έγκόσμια γιά νά τόν υπηρετήσεις. Τί κάνω πιά εδώ κάτω;».

11.27

Τί της απάντησα, δέν τό καλοθυμάμαι. Πέντε ή έξι μέρες αργότερα, έπεσε στό κρεβάτι μέ πυρετό. Μιάν από τίς μέρες τής αρρώστιας της ένιωσε ζάλη κι έχασε τίς αισθήσεις της. Τρέξαμε κοντά της, γρήγορα δμως συνήλ­ θε. Μάς είδε, τόν αδελφό μου κι έμένα, ορθούς στό προ72

ΒΙΒΛΙΟ ΕΝΑΤΟ: ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΣΤΗΝ ΟΣΤΙΑ

σκεφάλι της καί μάς είπε μέ τήν έκφραση τοΰ ανθρώπου πού κάτι άναζητά: «Ποΰ ήμουνα;». ’Έπειτα, βλέποντας μας πού στεκόμασταν βουβοί μέσα στον πόνο μας, λέει: «Τη μάνα σας εδώ θά τη θάψετε». Έ γ ώ σώπαινα καί προσπαθούσα νά πνίξω τούς λυγμούς μου. Ό αδελφός μου όμως, προσπαθώντας νά τής δώσει λίγη χαρά, ευχήθηκε νά μην τελειώσει τίς μέρες της στην ξενιτιά, αλλά στην πατρίδα. Μόλις τό ακούσε αυτό, τό πρόσωπό της συννέφιασε καί τοΰ έριξε ένα αυστηρό βλέμμα γ ι’ αυτή τή σκέψη του. "Επειτα στράφηκε σέ μένα: «Κοίτα τί λέει»· καί σχεδόν αμέσως πρόσθεσε, μιλώντας καί στούς δυό μας: «Θάψτε τό κορμί μου όπου θέλετε. Αυτό τό ζήτημα νά μή σάς απασχολεί! Τό μόνο πού σάς ζητώ είναι νά μέ μνημονεύετε μπροστά στό βωμό τοΰ Κυρίου, όπου καί αν βρίσκεστε». Άφοΰ είπε τή φράση αυτή, πού σχεδόν τήν ψέλλισε, σώπασε. Οί πόνοι της ολοένα χειροτέρευαν. Έ γ ώ , ώ Θεέ μου αόρατε, συλλογιόμουν τά δώρα πού *8 σπέρνεις στην καρδιά τών πιστών σου γιά νά φυτρώσουν οί θαυμαστές σοδειές σου, καί χαιρόμουν καί σ ’ ευγνωμο­ νούσα, καθώς θυμόμουν πόσο μεγάλη σημασία έδινε άλλο­ τε στό ζήτημα τής ταφής της, τόσο ώστε νά έχει προνοήσει γιά τόν τάφο της καί νά τόν έχει ετοιμάσει δίπλα στό σύζυγό της. Επειδή είχαν ζήσει μαζί μέ τόση ομόνοια, είχε τήν έπιθυμία νά προσθέσει καί άλλη ευτυχία στην παλιά καί νά τή μνημονεύουν οί άνθρωποι. Πόσο δύσκολα μπορεί ό νοΰς τοΰ ανθρώπου νά συλλάβει τά θεία πράγμα­ τα! "Ηθελε νά λένε ότι μετά από τό υπερπόντιο ταξίδι της, τούς δυό συζύγους τούς σκέπασε τό ίδιο χώμα68. Σέ ποιά στιγμή ή απέραντη καλοσύνη σου απάλλαξε 73

ΑΓΙΟΪ ΑΤΓΟΪΣΤΙΝΟΤ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΔΕΪΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ

τό μυαλό της από τούτη τη ματαιότητα, σ τ ’ αλήθεια δεν τό γνώριζα. Χαιρόμουν καί ταυτόχρονα ξαφνιαζόμουν πού δεν μου τό είχε φανερώσει, αν καί σέ κείνη μας τη συζή­ τηση στό παράθυρο, όταν είπε: «Τί δουλειά έχω πιά εδώ κάτω;», δέν φάνηκε ότι είχε τήν έπιθυμία νά πεθάνει στήν πατρίδα. ’Έμαθα αργότερα δτι μιά μέρα, όταν ήμασταν στήν ’Όστια, συζητούσε με τούς φίλους μου καί, άνοίγοντας σάν μάνα τήν καρδιά της, τούς έλεγε δτι αυτή ή ζωή τήν άφήνει αδιάφορη, καί τούς μιλούσε γιά τά καλά τού θανάτου70. Δέν ήμουν τότε παρών, όμως οί φίλοι είχαν μεί­ νει κατάπληκτοι πού έβλεπαν τόση τόλμη σέ μιά γυναίκα — αρετή πού εσύ της δώρισες— καί τή ρώτησαν πώς δέν φοβόταν νά αφήσει τό κορμί της τόσο μακριά από τήν πα­ τρίδα της. «Πουθενά δέν είναι μακριά γιά τόν Θεό» απά­ ντησε εκείνη «καί δέν υπάρχει λόγος νά φοβάμαι πώς δέν θά μέ αναγνωρίσει σάν έρθει τό τέλος τού κόσμου, γιά νά μέ άναστήσει». Τήν ένατη μέρα τής αρρώστιας της, ή ευλαβική καί άγια ψυχή της λυτρώθηκε από τό κορμί. Ή τα ν πενήντα έξι χρονών καί εγώ στά τριάντα τρία.

Τό πένθος γιά τη Μάνικα i2.2g

Τής έκλεισα τά μάτια. Μιά αφόρητη θλίψη μού πλημ­ μύριζε τήν καρδιά πού ήταν έτοιμη νά ξεσπάσει σέ δά­ κρυα. 'Ό μως τήν ίδια στιγμή, τά μάτια μου, από ένα ισχυρό πρόσταγμα τού νοΰ, συγκροτούσαν τά δάκρυα καί τά στέγνωναν. Αυτός ό αγώνας μ ’ έκανε νά υποφέρω τρο­ μερά. Τή στιγμή πού ξεψύχησε, ό μικρός Άδεοδάτος ξέ74

ΒΙΒΛΙΟ ΕΝΑΤΟ: ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ ΓΙΑ ΤΗ MONIKA

σπάσε σέ λυγμούς, αλλά τοϋ επιβάλαμε νά σωπάσει. ’Α λλά κι έμενα, κάτι άπό τό παιδί μέσα μου μ ’ έκανε νά θέλω νά βάλω τά κλάματα, όμως ή φωνή τής ωριμότη­ τας, ή φωνή τής σύνεσης, μ ’ έκανε νά πνίξω τά δάκρυα καί νά σωπάσω. Κρίναμε ότι δεν ήταν σωστό νά κάνουμε τή νεκρώσιμη τελετή με θρήνους καί μοιρολόγια, άφοΰ κατά κανόνα τέτοιους θρήνους οί άνθρωποι τούς συνηθί­ ζουν δταν πενθούν νεκρούς πού είτε τούς κλαΐνε γιά τό θλιβερό τέλος τους, είτε τούς θεωρούν χαμένους οριστικά. "Ομως έκείνη ούτε θλιβερό τέλος είχε, ούτε οριστικό. Είχαμε άδιάσειστες άποδείξεις γ ι’ αυτό, τήν ένάρετη ζωή της καί τήν «άνυπόκριτη πίστη » 71 της. Τί μέ έκανε λοιπόν νά πονάω μέσα μου τόσο πολύ; Τί 3° άλλο, άν δχι τό φρέσκο τραύμα πού μού είχε άνοίξει ή διακοπή τής συνήθειας νά ζούμε μαζί, συνήθειας πού μας έδενε τόσο γλυκά καί τόσο τρυφερά. Τουλάχιστον είχα πάνω σ ’ αυτό τή μαρτυρία της, καί μπορούσα νά νιώθω καλά μέ τόν εαυτό μου: σ ’ αυτή τήν τελευταία αρρώστια της, άπαντώντας τρυφερά στίς φροντίδες μου μέ ονόμα­ ζε άφοσιωμένο γιό καί μού θύμιζε μέ άπειρη τρυφερότη­ τα οτι ποτέ δέν άκουσε νά βγαίνουν άπό τό στόμα μου έναντίον της λόγια σκληρά ή προσβλητικά. Πώς δμως, Κύριε καί δημιουργέ μας, θά μπορούσε ποτέ νά συγκριθεΐ

ο σεβασμός πού έτρεφα γ ι’ αυτήν μέ τίς υπηρεσίες πού έκείνη μού προσέφερε; Ε ίχα χάσει τώρα πιά τήν τεράστια παρηγοριά πού μού έδινε, κι αυτό μού πλήγωνε τήν ψυχή καί μ ’ έκανε νά νιώθω κουρέλι, σάν νά κόπηκε άπό τή ζωή μου ένα κομμάτι, γιατί ή ζωή μου καί ή ζωή της ήσαν ένα. 75

ΑΓΙΟΤ ΑΪΓΟΤΣΤΙΝΟΤ 3*

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΔΕΓΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ

'Όταν σταματήσαμε τό κλάμα τοΰ παιδιού, δ Εύόδιος πήρε τό ψαλτήρι καί άρχισε νά ψέλνει. Ενώ σαμε όλες τίς φωνές καί ψάλλαμε τό «’Έ λεος καί κρίσιν ασομαί σοι, Κύριε»72. Στό μεταξύ πολλοί αδελφοί μας, άντρες καί γυναίκες, έμαθαν τό νέο καί ήρθαν στό σπίτι καί, σύμφωνα μέ τά έθιμα, οί διάκονοι φρόντιζαν γιά τήν κηδεία. Έ γ ώ άποτραβήχτηκα παράμερα, οσο τό έπέτρεπαν οί συνθήκες, καί γύρω μου κάθονταν λίγοι φίλοι πού θεώρησαν οτι δέν έπρεπε νά μέ άφήσουν μοναχό σέ τέτοιες στιγμές. Τούς μιλούσα γιά πράγματα πού ταίριαζαν μέ τήν περίσταση. Τό βάλσαμο τής αλήθειας σου μαλάκωνε μέσα μου ένα μαρτύριο πού μόνο εσύ τό γνώριζες, όμως εκείνοι τό αγνο­ ούσαν, καί μέ άκουγαν προσεκτικά πού τούς μιλούσα, χω ­ ρίς κάν νά φαντάζονται πόσο ύπέφερα. "Ομως στό δικό σου αυτί, εκεί πού κανείς άλλος δέν μέ άκουγε, κατέκρινα τόν εαυτό μου γιά τήν αδυναμία τών αισθημάτων μου καί προσπαθούσα μέσα μου νά αναχαιτί­ σω τό κύμα τής λύπης, πού δέν πρόφταινα κάπως νά τό σταματήσω, καί αμέσως ξεχυνόταν ορμητικότερο καί μέ παράσερνε. Δέν έχυσα ούτε ένα δάκρυ καί δέν άλλαξε κάν ή έκφραση τού προσώπου μου, αλλά έγώ μονάχα γνώριζα τι βάρος μοΰ πλάκωνε τό στήθος. "Ομως ταυτόχρονα δια­ πίστωνα πόσο ήμουν υπόδουλος στίς ανθρώπινες άδυναμίες μου, ακόμη καί άν αυτές αποτελούν απαραίτητο στοιχείο τής φυσικής τάξης καί τής ανθρώπινης μοίρας μας, καί αυτό μέ έκανε νά υποφέρω ακόμη περισσότερο, καί ο ένας πόνος έφερνε τόν άλλο73, καί ή θλίψη πού μέ βα­ σάνιζε ήταν διπλή. 76

ΒΙΒΛΙΟ ΕΝΑΤΟ: ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ ΓΙΑ ΤΗ MONIKA

"Οταν μετέφεραν τό σώμα της, πήγαμε καί ήρθαμε 3 2 χωρίς ούτε έ'να δάκρυ. ’Ακόμη καί τη στιγμή τής δέησης γιά τή νεκρή — δταν, σύμφωνα μέ τά έθιμα τοΰ τόπου, τοποθέτησαν τή-σορό πλάι στόν τάφο πρίν τή θάψουν— , τήν ώρα που προσφέραμε τίς προσευχές μας ενώπιον σου, προσφορά θυσίας γιά τή σωτηρία της, ούτε καί στίς προ­ σευχές αυτές έκλαψα. "Ομως, ολόκληρη τή μέρα, ένιωθα τή θλίψη νά μοΰ τρώει τά σωθικά, καί σέ κατάσταση από­ γνωσης σέ εκλιπάρησα μέ όλη μου τή δύναμη νά μέ απαλ­ λάξεις απ’ τόν πόνο. Δέν τό έκανες. Πιστεύω πώς ήθελες αυτό τό γεγονός νά άποτελέσει μιάν ακόμη απόδειξη, καί νά χαραχτεί στή μνήμη μου ότι τά δεσμά κάθε συνήθειας είναι πολύ ισχυρά, ακόμη καί γιά τό νοϋ πού δέν τρέφεται πιά μέ ψευδαισθήσεις74. Σκέφτηκα τότε νά κάνω ένα λου­ τρό, γιατί είχα ακούσει ότι τό balneum προέρχεται από τό ελληνικό «βαλανεΐον», πού σημαίνει ότι τό λουτρό απο­ βάλλει τήν άθυμία τής ψυχής75. "Ομως θά σοΰ τό πω κι αυτό, πατέρα των ορφανών'0, οτι, αν και έκανα το λουτρο, ομολογώ ότι ήμουν ακριβώς όπως καί προηγουμένως. Ή πίκρα τής θλίψης δέν έφυγε από τήν καρδιά μέ τόν ιδρώ­ τα. ’Έ πειτα κοιμήθηκα. "Οταν πιά ξύπνησα, ό πόνος μέ­ σα μου είχε μαλακώσει. Μέσα στή μοναξιά τοΰ κρεβατιού θυμήθηκα τούς τόσο αληθινούς στίχους τοΰ δούλου σου ’Αμβρόσιου: Θεέ μου παντοδύναμε, πού έπλασες τά πάντα, σύ κυβερνάς τούς ουρανούς καί δίνεις φώς στή μέρα, 77

ΑΓΙΟΤ ΑΓΓΟΓΣΤΙΝΟΓ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΔΕΠΈΡΟΣ ΤΟΜΟΣ

κι εσυ στη νύχτα σπλαχνικά δίνεις τή γλύκα τοΰ ύπνου τό σώμα γιά ν’ άναπαυθεΐ νά δυναμώσει πάλι, κι απ’ τήν ψυχή μας νά σβηστεΐ τό πένθος καί ή θλίψη. 33

"Έπειτα άρχισα σιγά σιγά νά γυρίζω σέ δλα εκείνα πού είχα νιώσει στό παρελθόν γιά τή δούλη σου. Θυμήθηκα τό σεβασμό πού είχε σέ σένα, τήν άγια τρυφερότητα πού είχε γιά μάς, καί πού μέσα σέ μιά στιγμή τήν είχα χάσει, καί ήθελα νά κλάψω ενώπιον σου, γιά κείνην καί γιά τή σω­ τηρία της, γιά μένα καί γιά τή σωτηρία μου. Τώρα δέν συγκρατοΰσα πιά τά δάκρυα καί τά άφηνα νά ξεχειλίσουν οσο ήθελαν. Σ ’ αυτά έναπόθετα τήν καρδιά μου, κι έκεΐ έβρισκε ανακούφιση, γιατί έκεΐ μέ άκουγαν τά δικά σου αυτιά, κι όχι τ ’ αυτιά τοΰ όποιουδήποτε ανθρώπου πού θά σχολίαζε υπεροπτικά τό κλάμα μου77. Καί τώρα, Κύριε, σοϋ τά εξομολογούμαι δλα αυτά μέ τή γραφή. ’Ά ς τά διαβάσει οποίος θέλει καί άς τά ερμη­ νεύσει δπως θέλει. Κ αί άν κάποιος βρει δτι άμάρτησα θρηνώντας, έστω γιά λίγο, τή μάνα μου, αυτήν πού έβλε­ πα μπροστά μου νεκρή, όμως ή ίδια χρόνια ολόκληρα θρη­ νούσε γιά νά μέ δεις εσύ ζωντανό, άς μή γελάσει μαζί μου, αλλά, άν είναι οικτίρμων, άς θρηνήσει ενώπιον σου γιά τίς αμαρτίες μου, γιατί εσύ είσαι ό πατέρας όλων τών αδελφών τοΰ Χρίστου σου.

ΒΙΒΛΙΟ ΕΝΑΤΟ

Προσβυχή γιά τη ΜόΐΊ,κα Ή καρδιά μου γιατρεύτηκε πιά από τό τραύμα. Ξέρω *3-34 πώς θά μπορούσα νά κατηγορηθώ γιά αδυναμία τής σάρ­ κας. Τώρα όμως χύνω ενώπιον σου έντελώς διαφορετικά δάκρυα γιά τή δούλη σου. Είναι τά δάκρυα ενός ανθρώπου πού τό πνεύμα του τρομάζει μπροστά στούς κινδύνους κάθε ψυχής πού πεθαίνει «έν τψ Άδάμ»78. Ά π ό τή στιγμή πού έκείνη ξαναγεννήθηκε έν Χριστψ καί μέχρι νά έλευθερωθεΐ άπό τά δεσμά τής σάρκας, δέν έκανε άλλο άπό τό νά δοξά­ ζει τό ονομά σου μέ τήν πίστη της καί μέ τίς πράξεις της. Δέν τολμώ δμως νά βεβαιώσω δτι άπό τή στιγμή πού τήν ξαναγέννησες μέ τό βάφτισμά σου, δέν βγήκε άπό τό στόμα της ούτε ένας λόγος εναντίον τού νόμου σου. ’ Εχει ειπωθεί απο την Αλήθεια, τον I ιο σου: «ος 6 αν ειπη μωρόν τον άδελφόν αυτού, ένοχος έσται εις τήν γέενναν τού πυρός»79. ’Αλίμονο, κάθε άνθρώπινη ζωή, άκόμη καί ή πιό άμε­ μπτη, θά ήταν χαμένη άν δέν τήν έκρινες μέ συμπόνια. 'Όμως εσύ δέν τά λεπτολογείς τά λάθη μας, γ ι’ αυτό καί τρέφουμε ελπίδες γιά μιά θέση στό πλάι σου. Μά καί άν κανένας θελήσει νά σοΰ άπαριθμήσει μία πρός μία τίς άρετές του, τί άλλο θά άπαριθμεΐ παρά τά δικά σου δώρα; Μακάρι οί άνθρωποι νά είχαν επίγνωση οτι δέν ε?ναι παρά μόνο άνθρωποι, «ό δέ καυχώμενος έν Κυρίω καυχάσθω»80. Νά γιατί τώρα, δόξα μου καί ζωή μου, Θεέ τής καρ­ διάς μου, θέλω νά άφήσω κατά μέρος τίς καλές πράξεις της, γιά τίς όποιες μέ χαρά σέ ευγνωμονώ, καί νά σού προσπέσω γιά τίς αμαρτίες της. «Είσάκουσόν μου»81, στό ονομα εκείνου πού ήρθε νά γιατρέψει τίς πληγές μας καί 79

35

ΑΓΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ- ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ

κρεμάστηκε στον ξύλινο σταυρό, στό όνομα εκείνου «πού κάθεται στά δεξιά σου καί μεσιτεύει γιά μάς»82. Γνωρίζω ότι ήταν πονόψυχη καί χάρισε ολόψυχα στούς οφειλέτες της τά χρεωστούμενα. Τώρα χάρισέ της καί έσύ τά χρέη της πρός εσένα, αν έχει χρέη από τά χρόνια εκείνα μετά τό σωτήριο βάφτισμα. Σέ ικετεύω, Κύριε, χάρισέ της τά χρέη της, καί «μή είσέλθης εις κρίσιν μετά τής δούλης σου»83. «Κάνε τό έλεος σου πιό δυνατό από την κρίση σου»84, γιατί έσύ μας υποσχέθηκες, καί ό λόγος είναι πά­ ντα αληθινός, ότι «μακάριοι οί έλεήμονες, ότι αυτοί έλεηθήσονται»85. ’Ά ν τέτοιοι στάθηκαν στή ζωή τους, σέ σένα τό χρωστούν, καί έσύ «έλεήσεις όν άν έλεής καί οίκτεφήσεις όν άν οικτείρης»86. 36

Πιστεύω ότι αυτό πού σοϋ ζητώ , έσύ ήδη τό έκανες. «Δέξου όμως, Κύριε, τά λόγια πού θέλει νά σοΰ πει τό στόμα μου»87. 'Όσο πλησίαζε ή μέρα τής λύτρωσής της, δέν τήν ένοιαζε πιά πώς θά ταφεί, ούτε καί άν θά ντύσουν τό κορμί της μέ πολυτέλεια ή άν θά τό λούσουν μέ αρώ­ ματα, οΰτε τί τάφο θά έχει. Δέν τήν ένδιέφερε κάν άν θά ταφεί στήν πατρίδα. ’Ό χι, δέν μάς ζήτησε τέτοια πράγ­ ματα. Μοναδική έπιθυμία της ήταν νά τή θυμόμαστε μπροστά στό άγιο σου θυσιαστήριο, πού τό είχε υπηρετή­ σει δίχως μιά μέρα ανάπαυλας, γιατί γνώριζε ότι έπάνω σ ’ αυτό κοινωνοϋμε τά άγια τών αγίων καί μεταλαβαίνου­ με έκεΐνον πού κατέλυσε «τό χειρόγραφον, ό ήν ύπεναντίον ήμΤν»88, καί κατατρόπωσε τόν έχθρό πού μετρά τά κρίμα­ τά μας καί γυρεύει αφορμές γιά νά τά ρίχνει έπάνω μας, αλλά δέν βρίσκει τίποτε στόν αναμάρτητο, σ ’ έκεΐνον διά τού όποιου νικάμε89. 8ο

ΒΙΒΛΙΟ ΕΝΑΤΟ: ΠΡΟΣΕΓΧΗ ΓΙΑ ΤΗ MONIKA

Ποιος μπορεί νά εξαγοράσει τό αθώο αίμα του; Ποιος μπορεί νά τοϋ γυρίσει τό τίμημα τής έξαγοράς μας, πού πλήρωσε γιά νά μάς βγάλει από τά χέρια τοΰ εχθρού μας; Σ ’ αυτό τό μυστήριο τής έξαγοράς μιας έδεσε τήν ψυ­ χή της ή δούλη σου με τά δεσμά τής πίστης. Κάνε νά μήν τή βγάλει κανείς από τήν προστασία σου. Κάνε νά μήν μπουν ανάμεσα σέ σένα καί σ ’ αυτήν «τό λιοντάρι καί ό δράκοντας»90, μέ βία ή με δόλο. Αυτή ποτέ της δέν θά πει δτι δέν σοΰ χρωστά, γιατί θά φοβηθεί μήπως κι αυτό είναι δουλειά τοϋ πονηρού. 'Ό μως θά πει οτι τής χάρισε τά χρέη της εκείνος πού χωρίς νά μάς χρωστάει, μώίς έδωσε οσα κανείς δέν θά μπορέσει ποτέ νά τού γυρίσει. "Ας αναπαύεται λοιπόν ειρηνικά μέ τόν άντρα της, τόν 37 πρώτο καί τόν τελευταίο πού τήν είχε γυναίκα του. Τόν υ7τηρέτησε γιά νά προσφέρει σέ σένα «τόν καρπό τής ύπομιονής τη ς » 91 καί νά τόν φέρει κοντά σου. Καί δώσε καί σέ μάς τή φώτιση, Κύριε καί Θεέ μου, δώσε σέ μάς τούς δούλους σου, τούς αδελφούς μου, τούς γιούς σου καί κυρίους μιου, αυτούς πού υπηρετώ μέ τήν καρδιά μου, τή φωνή μου καί τά γραπτά μου, καί σέ ολους εκείνους πού θά διαβάσουν αυτές τίς γραμμές, δώσε σέ ολους τή φώτιση νά μνημονεύσουν μπροστά στό άγιο σου θυσιαστήριο τή δούλη σου Μάνικα καί τόν άντρα της Πα­ τρίκιο, πού από τή δική τους σάρκα μέ έβγαλες στόν κο­ σμώ χωρίς νά ξέρω πώς. Κάνε νά μνημονεύσουν μέ αισθή­ ματα σεβασμού αυτούς πού υπήρξαν γονείς μιου κάτω από αυτό τό εφήμερο φώς, αλλά είναι αδελφοί μου μιέσα στους δικούς σου πατρικούς κόλπους καί στούς μητρικούς κόλ­ πους τής καθολικής μας Ε κκλησία ς, καί συμπολίτες μιου 8ι

ΑΓΙΟΪ ΑΤΓΟΓΣΤΙΝΟΤ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΔΕΪΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ

στήν αιώνια 'Ιερουσαλήμ, εκεί πού προσβλέπει μέ λαχτά­ ρα ό προσκυνητής λαός σου, σέ ολόκληρο τό δρόμο της επιστροφής. Κάνε οι εξομολογήσεις μου νά γίνουν αιτία νά εκπληρωθεί ή πιό μεγάλη ευχή της: ή φωνή μου νά σοϋ φέρει καί άλλες φωνές, πολλές φωνές92.

82

Β ΙΒ Λ ΙΟ Δ Ε Κ Α Τ Ο

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΘΕΟ. Η ΜΝΗΜΗ

Είθε νά γνωρίσω εσένα, πού με γνωρίζεις. Είθε «νά σέ *·* γνωρίσω όπως p i γνωρίζεις»1. ”Ω δύναμη τής ψυχής μου, κατάκλυσε την ψυχή μου ολόκληρη, κυρίευσέ την καί κά­ νε την δική σου, γιά νά τήν κρατάς καί νά ,τή διατηρείς «άσπίλωτη, άρυτίδωτη2!» Αυτή είναι ή ελπίδα μου, γ ι’ αυτή μιλώ, αυτή μόνο μοΰ δίνει αγνή χαρά. "Ολα τά άλλα αγαθά, τά επίγεια, δέν αξίζουν τά δάκρυα, κι όμως γ ι’ αυτά κλαΐνε περισσότερο οί άνθρωποι, κι αντίθετα, μένουν άδάκρυτοι γ ι’ αυτά πού θά άξιζαν περισσότερο τό κλάμα τους. «’Ιδού γάρ αλήθειαν ήγάπησας»3, καί «ό δέ ποιων ταύτήν ερχεται πρός τό φως»4. Αυτή τήν αλήθεια ενώπιον σου θέλω «νά ποιήσω » 5 στήν καρδιά μου, μέ τήν εξομολό­ γηση, αλλά καί στό βιβλίο μου, μπροστά σέ πολλούς μάρ­ τυρες, μέ τή γραφίδα μου. Κύριε, «γιά τά δικά σου μάτια ολα είναι γυμνά » 6 καί 2.2 γυμνή είναι καί ή άβυσσος τής ανθρώπινης συνείδησης. 83

ΑΓΙΟΤ ΑΓΓΟΤΣΤΙΝΟΪ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΔΕΤΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ

Πώς λοιπόν θά μπορούσα εγώ νά κρύψω κάτι από σένα, ακόμη καί αν δεν ήθελα νά σοϋ τό εξομολογηθώ; Εσένα θά έκρυβα από τόν εαυτό μου, καί όχι τόν εαυτό μου από εσένα. "Ομως οί οίμωγές μου τώρα είναι μάρτυς μου ότι ό εαυτός μου δέν μοΰ άρέσει πιά. Έ σύ είσαι τό φώς μου καί ή χαρά μου, ή αγάπη μου καί ό πόθος μου, κι εγώ ντρέπο­ μαι γιά τόν εαυτό μου, ναί, άπορρίπτω τόν εαυτό μου. Γ ι’ αυτό διάλεξα εσένα, καί θέλω νά μοΰ αρέσει μόνο ο,τι σοϋ αρέσει καί χαρίζεις. Σύ Κύριε μέ βλέπεις ολοκάθαρα, όποιος καί αν είμαι. Σοϋ είπα γιά ποιό σκοπό σοϋ έξομολογοϋμαι.· Δέν τό κάνω γιά νά βάλω τη σάρκα νά βοά καί νά λαλεΐ. Τά λόγια μου είναι τής ψυχής καί οί κραυγές τοϋ λογισμοϋ, πού τ ’ αυτιά σου τόν γνωρίζουν. "Οταν είμαι κακός, σοϋ εξομο­ λογούμαι πόσο σιχαίνομαι τόν εαυτό μου, κι όταν είμαι καλός, σοϋ εξομολογούμαι πώς σέ σένα τό οφείλω κι όχι στόν έαυτό μου, γιατί «σύ ευλογείς δίκαιον»7, κι έσύ είσαι αυτός πού κάνει δίκαιο τόν ασεβή8. Γ ι ’ αυτό καί ή δική μου εξομολόγηση ενώπιον σου είναι καί δέν είναι σιωπηρή. Σιγεΐ τό στόμα, αλλά βοά ή καρδιά. Κ αί ό,τι αληθινό λέω στούς ανθρώπους, τό έχεις άκούσει πρώτα έσύ, αλλά καί ό,τι λέω σέ σένα, έσύ πρώτος μοϋ τό έχεις πει.

«Ποιο? είμαι σήμερα ;» 3·3

Μέ τούς ανθρώπους, όμως, τί δουλειά έχω έγώ; Γιατί νά ακούσουν αυτοί τίς έξομολογήσεις μου; Μήπως αυτοί θά μοϋ θεραπεύσουν «πάσας τάς νόσους» μου9; Οί άνθρω­ ποι έχουν τήν περιέργεια νά μάθουν γιά τή ζωή τών άλ84

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΚΑΤΟ: «ΠΟΙΟΣ ΕΙΜΑΙ ΣΗΜΕΡΑ;»

λων, αλλά είναι νωθροί όταν πρέπει νά διορθώσουν τη δική τους. Γιατί ζητούν νά τούς πώ εγώ ποιος είμαι, αυτοί πού δέν θέλουν νά τούς πεις έσύ ποιοι είναι; ’Α λλά, καί δταν μέ άκοΰν νά μιλώ γιά τόν έαυτό μου, από ποΰ γνωρίζουν ότι λέω αλήθεια; «Κανείς δέν ξέρει τί γίνεται μέσα στόν άνθρωπο, όσο τό πνεύμα πού είναι εντός του»10. ’Ά ν άκουγαν δμως εσένα νά μιλάς γ ι’ αυτούς, δέν θά μπορούσαν νά πούν: « Ό Κύριος ψεύδεται». "Οποιος σ ’ ακούει νά μιλάς γιά κείνον, σημαίνει δτι γνωρίζει τόν έαυτό του. Κ αί οποίος γνωρίζει τόν έαυτό του καί λέει: «Δέν είμαι έτσι», ψεύδε­ ται. "Ομως «ή αγάπη όλα τά πιστεύει»", τουλάχιστον όταν οί καρδιές ένώνονται στήν αγάπη σου καί από πολλές γίνονται μία. Γ ι’ αυτό καί εγώ, Κύριε, εξομολογούμαι σέ σένα γιά νά μέ ακούσουν οί άνθρωποι, κι άς μήν έχω τρόπο νά αποδείξω ότι λέω αλήθεια: όσοι μέ αγαπούν θά μέ πι­ στέψουν, κι ή αγάπη θά κρατήσει τά αυτιά τους ανοιχτά. Γιατρέ της ψυχής μου, κάνε ωστόσο νά δω τί καρπούς 4 θά φέρει ή πράξη μου. Σοΰ εξομολογήθηκα τίς παλιές μου αμαρτίες, πού μού συγχώρεσες καί σκέπασες γιά νά μέ λυτρώσεις, όταν ή ψυχή μου σέ πίστεψε καί δέχτηκε τό σωτήριό σου βάφτισμα καί βρήκε τήν ευδαιμονία στούς κόλπους σου. Οί εξομολογήσεις τών παλιών αμαρτιών κά­ νουν τήν καρδιά τού άκροατή ή τού άναγνώστη νά σκιρτά, δέν τήν αφήνουν νά κοιμάται τόν ύπνο τής απελπισίας καί νά λέει: «Δέν μπορώ». ’Ό χι, τήν κάνουν νά γρηγορεΐ, καί τήν κρατά σέ εγρήγορση ή αγάπη, τό έλεος καί ή ήδύτητα τής χάρης σου. Ή χάρη αυτή είναι ή δύναμη τού αδυ­ νάτου, γιατί τόν κάνει νά συνειδητοποιεί τήν αδυναμία του. Στούς καλούς αρέσει νά άκοΰνε ιστορίες γιά παλιές άμαρ85

ΑΓΙΟΪ ΑΓΓΟΪΣΤΙΝΟΪ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΔΕΓΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ

τίες, δχι γιατί τούς αρέσει ή αμαρτία, αλλά γιατί θέλουν νά τη βλέπουν θεραπευμένη. Κύριε, ή συνείδησή μου σοϋ εξομολογείται καθημερινά, γιατί δέν είναι βέβαιη γιά την αθωότητα της καί ελπίζει μόνο στό έλεος σου. Σέ ρωτώ, τί καρπούς θά αποκομίσουν οί άνθρωποι δταν θά διαβάσουν σ ’ αυτό τό βιβλίο δχι μόνο ποιος υπήρξα, αλλά καί ποιος είμαι σήμερα; Είδα ποιά είναι ή συγκομιδή από τήν εξομολόγηση τοΰ παρελθόντος μου, καί τή μνημόνευσα. 'Ό μως, αυτή τή συγκεκριμένη στιγμή πού γράφω τούτη τήν εξομολόγηση, ίσως πολλοί άνθρωποι θέλουν επίσης νά μάθουν ποιος είμαι στό παρόν, άνθρωποι πού μέ γνωρίζουν ή δέν μέ γνωρίζουν, πού μέ

αχούσαν νά μιλώ ή άκουσαν άλλους νά μιλούν γιά μένα, αλλά δέν άκουσαν τή φωνή τής καρδιάς μου, δέν είδαν ατόφιο τό είναι μου. ’Από αύτή τήν εξομολόγηση θέλουν νά μάθουν πώς είμαι μέσα μου, έκεϊ πού είναι αδύνατο νά φτάσει τό μάτι, τό αυτί ή τό μυαλό τους. "Ομως ενώ θέ­ λουν, καί είναι έτοιμοι νά μέ πιστέψουν, μπορούν πράγμα­ τι νά μάθουν οτιδήποτε12; Ή αδελφική αγάπη μέσα τους, πού τούς κάνει καλούς, αυτή θά τούς πει δτι ή καρδιά πού εξομολογείται ενώπιον σου δέν ψεύδεται. Μέσα τους μέ πιστεύει ή αγάπη. 4-5

Γιατί δμως θέλουν νά μάθουν πώς είμαι; Ποιούς καρ­ πούς θά αποκομίσουν; "Αραγε θέλουν νά δοξάσουν τό όνο­ μά σου, άκούγοντας πόσο κοντά σου μέ έφερε ή χάρη σου, καί θέλουν νά προσευχηθούν γιά μένα, άκούγοντας πόσο μακριά σου μέ κρατούν ακόμη τά βάρη μου; Σ ’ αυτούς τούς αδελφούς απευθύνομαι, σ ’ αυτούς θ’ ανοίξω τήν καρ­ διά μου καί θά πώ τίς ενδόμυχες σκέψεις μου. Ναί, δέν θά 86

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΚΑΤΟ: «ΠΟΙΟΣ ΕΙΜΑΙ ΣΗΜΕΡΑ;»

είναι μικρή ή σοδειά, Κύριε καί Θεέ μου, «άν σέ ευχαρι­ στήσουν πολλοί γιά μένα»13, καί άν πολλοί σέ ικετέψουν γιά τό καλό μου. Είθε ή ψυχή των αδελφών μου νά αγα­ πήσει σέ μένα όσα τή διδάσκεις νά αγαπά, καί νά μέ συμπονέσει γιά αυτά πού τή διδάσκεις νά συμπονά. Αυτό είναι τό γνώρισμα τής αδελφής ψυχής, όχι τής ξένης, τής ψυχής «υιών άλλοτρίων, ών τό στόμα έλάλησε ματαιότη­ τα καί ή δεξιά αυτών δεξιά αδικίας»14. Ή αδελφή ψυχή χαίρεται γιά μένα όταν μέ επιδοκιμάζει καί λυπάται γιά μένα όταν μέ άποδοκιμάζει, αλλά είτε μέ επιδοκιμάζει είτε μέ άποδοκιμάζει, καί στίς δύο περιπτώσεις μέ αγαπά. Σέ τέτοιους ανθρώπους θά ανοιχτώ. Θά χαροϋν γιά τίς καλο­ σύνες μου καί θά λυπηθούν γιά τίς κακίες μου. "Ο,τι καλό σέ μένα εσύ τό έφτιαξες, εσύ μοϋ τό δώρισες. "Ο,τι κακό, εγώ τό διέπραξα, έσύ τό δικάζεις. ’Ά ς άναθαρρήσουν μέ τό πρώτο καί άς θρηνήσουν μέ τό δεύτερο καί άς σέ ανυμνή­ σουν, χύνοντας δάκρυα ενώπιον σου, Κύριε, οί αδελφές ψυ­ χές, τό ιερό σου θυσιαστήριο. Κ αί καθώς θά ευφραίνεσαι από τήν ευωδία τους, «έλέησόν με κατά τό μέγα έλεος σου»15, «ένεκεν τού ονόματος σου»16, καί διόρθωσέ μου τίς ατέλειες, έσύ πού δέν εγκαταλείπεις τό έργο πού άρχισες. Αυτούς τούς καρπούς θά φέρει ή εξομολόγησή μου, καί 6 γ ι’ αυτό σοΰ έξομολογοϋμαι τώρα — γεμάτος ανάμεικτα αισθήματα μυστικής χαράς καί λύπης, τρέμοντας από φό­ βο καί χαρμόσυνη προσδοκία— όχι μόνο ποιος υπήρξα στό παρελθόν, αλλά καί ποιος είμαι τούτη τή στιγμή. Τό κάνω γιατί δέν εξομολογούμαι μόνο ένώπιόν σου, αλλά καί γιά νά ακουστούν τά λόγια μου στά αυτιά τών πιστών υιών τού ανθρώπου, πού μοιράζονται τή χαρά μου καί τή μοίρα

87

ΑΓΙΟΤ ΑΓΓΟΓΣΤΙΝΟΓ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΔΕΓΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ

μου, αυτών πού είναι συμπολίτες μου καί συνοδοιπόροι σέ τούτο τό γήινο ταξίδι, καί προπορεύονται, με ακολουθούν ή συμπορεύονται. Είναι οι δούλοι σου, οί αδελφοί μου. Τούς καταδέχτηκες σάν γιούς σου καί με πρόσταξες νά τούς υπηρετώ, αν θέλω νά ζώ μέ σένα καί από σένα. Καί ό Λό­ γος σου p i πρόσταξε όχι μόνο μιέ λόγια — αυτό δέν θά έφτανε— αλλά καί μέ έργα, δίνοντας ό ίδιος τό παράδειγ­ μα. Γ ι ’ αυτό ό,τι κάνω τό κάνω μέ λόγια καί μέ έργα, καί κάνω όσα μέ προστάζεις προστατευμένος υπό τη «σκέπη τών πτερύγων σου»17. Θά ήμουν έκθετος σέ κάθε κίνδυνο, εάν ή ψυχή μου δέν κούρνιαζε κάτω άπό τίς φτερούγες σου, δοσμένη σέ σένα πού γνωρίζεις τήν αδυναμία μου. Ε ­ γώ είμαι ένα παιδάκι, αλλά ό πατέρας μου ζεΐ εις τόν αιώ­ να, καί έχω κηδεμόνα ασύγκριτο, αυτόν πού μέ γέννησε καί ό ίδιος μέ ανάθρεψε, καί αυτός είσαι εσύ, καί είσαι όλα μου τά άγαθά, εσύ ο παντοδύναμος, πού είσαι μαζί μου πρίν έρθω μαζί σου. Σ ’ αυτούς τούς ανθρώπους, τούς αδελφούς μου, πού μέ προστάζεις νά τούς υπηρετώ, θά άνοίξω τήν καρδιά μου καί θά πώ τίς ενδόμυχες σκέψεις μου. Κ αί δέν θά πώ μο­ νάχα ποιος ήμουν πρίν, αλλά καί ποιος έγινα τώρα καί ποιος συνεχίζω νά είμαι. "Ομως «δέν θά κρίνω εγώ τόν εαυτό μου»18. Μέ αυτό τό πνεύμα θέλω νά μέ ακούσουν. 5·7

Σύ, Κύριε, είσαι ό κριτής μου. Μπορεί πράγματι νά ισχύει ότι «κανείς δέν ξέρει τί γίνεται στόν έσωτερικό άνθρωπο, όσο τό πνεύμα πού είναι μέσα στόν άνθρωπο»19. 'Υπάρχουν όμως πράγματα στόν άνθρωπο, πού άκόμη καί τό πνεύμα μέσα στόν άνθρωπο τά αγνοεί, ενώ εσύ, Κύριε, πού τόν έπλασες, όλα τά γνωρίζεις. Κ αί ωστόσο εγώ, πού 88

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΚΑΤΟ: «ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΜΟΪ;»

ενώπιον σου είμαι ένα τίποτε, εγώ πού δεν είμαι παρά «χώμα καί στάχτη»20, είμαι σέ θέση νά γνωρίζω γιά σένα κάτι πού άγνοώ γιά τόν εαυτό μου. ’Αναμφίβολα, στη ζωή αυτή «βλέπουμε μέσα από έναν καθρέφτη, αινιγματικά, καί όχι πρόσωπο μέ πρόσωπο»21, καί γ ι’ αυτό, όσο είμαι ένας ταξιδιώτης μακριά σου22, δέν μπορώ νά δώ εσένα, αλλά βλέπω μόνο τόν εαυτό μου. Κ αί όμως, παρ’ ολ’ αυ­ τά γνωρίζω γιά σένα ένα πράγμα, ότι είναι άδύνατο νά σέ κλονίσει οτιδήποτε, μέ όποιονδήποτε τρόπο, ενώ εγώ άγνοώ σέ ποιους πειρασμούς μπορώ ή δέν μπορώ νά άντισταθώ. "Ομως δέν χάνω τίς ελπίδες μου, γιατί «είσαι πι­ στός στό λόγο σου καί δέν θά άφήσεις τόν πειρασμό νά μας σκανδαλίσει περισσότερο άπό οσο αντέχουμε, αλλά μαζί μέ τόν πειρασμό θά μάς δώσεις καί τή δύναμη νά βγούμε νικητές»23. Θά σοϋ εξομολογηθώ όσα γνωρίζω, αλλά καί όσα άγνοώ. "Οσα γνωρίζω τά είδα όταν έριξες τό φώς σου έπάνω μου, καί όσα άγνοώ θά τά άγνοώ μέχρι νά γίνουν τά σκοτάδια μου «ως μεσημβρία»24.

«Τι είναι ό Θεό? μ ου’,» "Ενα γνωρίζω, Κύριε, γιά ένα είμαι βέβαιος στή συνεί- 6·8 δησή μου, ότι σέ αγαπώ. ’Ακόυσα μέσα μου τό λόγο σου καί σέ αγάπησα. ’Α λλά καί ό ουρανός καί ή γή, τά πάντα άπό παντού μού λένε νά σέ αγαπώ. Τό λένε ασταμάτητα σέ όλους τούς ανθρώπους «γιά νά μήν βρίσκουν δικαιολο­ γίες»25. 'Ό μως, σέ βαθύτερο επίπεδο, εσύ «θά ελεήσεις εκείνον πού ελεείς, καί ό οίκτιρμός σου θά είναι γ ι’ αυτούς 89

ΑΓΙΟΓ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ

πού οικτίρεις»46. Α λ λ ιώ ς , ό ουρανός καί ή γή θά σέ ύμνοΰσαν σέ αυτιά κουφών. "Ομως, τί αγαπώ σέ σένα, αγαπώντας σε; Δέν είναι ή ομορφιά κάποιου σώματος καί ή εφήμερη αίγλη του, ούτε ή λάμψη τοΰ φωτός πού χαϊδεύει τά χωμάτινα μάτια μου. Ούτε οί γλυκές μελωδίες πού προσφέρουν σ τ’ αυτιά οί ψαλμοί, ούτε ή μαυλιστική ευωδιά τών λουλουδιών, τών μυρωδικών, τών αρωμάτων, ούτε τό μάννα καί τό μέλι, ούτε μέλη πού δέχονται αγκαλιάσματα τής σάρκας. "Οχι, δέν αγαπώ αυτά σέ σένα. Κ αί δμως αγαπώντας τόν Θεό μου, αγαπώ ένα φώς, μιά φωνή, ένα άρωμα, ένα αγκάλια­ σμα. Είναι τό φώς, ή φωνή, τό άρωμα καί τό αγκάλιασμα τοΰ εσώτερου ανθρώπου πού σκηνώνει μέσα μου, εκεί πού λάμπει καί καταυγάζει τήν ψυχή μου ένα φώς άπειρο, εκεί πού αντηχούν υμνωδίες πού ό χρόνος δέν αρπάζει, εκεί πού άναβλύζει ένα άρωμα πού δέν τό σκορπά ό άνεμος, εκεί πού ή τροφή δέν γίνεται βορά της λαιμαργίας καί ό κορε­ σμός δέν χαλαρώνει τό αγκάλιασμα. Νά τί αγαπώ αγα­ πώντας τόν Θεό μου. 9

Τί είναι ό Θεός μου; Ρώτησα τή γή καί μοΰ άποκρίθηκε: «Δέν είμαι εγώ». Κ αί δ,τι κλείνει μέσα της μοΰ είπε: «Δέν είμαι εγώ»37. Ρώτησα τή θάλασσα καί τούς βυθούς

/ rc

t f t

f

—α ο

t

—Υ

της και τα ερπετά που σέρνονται στη γη και μου είπαν: «Δέν είμαστε δ Θεός σου, ψάξε ψηλότερα». Ρώτησα τις πνοές τοΰ ανέμου, καί μοΰ είπε ό άνεμος καί οί κάτοικοι τοΰ ανέμου: « Ό Άναξιμένης πλανάται. Δέν είμαι εγώ

6

Θεός»49. Ρώτησα τόν ουρανό, τόν ήλιο, τό φεγγάρι καί τ ’ αστέρια καί μοΰ άποκρίθηκαν καί αυτά: «"Οχι, δέν είμα­ στε έμεϊς». Τότε ρώτησα όλα τά πλάσματα πού κρούουν 90

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΚΑΤΟ: «ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΜΟΤ;»

τις θύρες τοΰ κορμιού, τίς αισθήσεις: «Πείτε μου εσείς γιά τόν Θεό μου. Άφοϋ δέν εϊσαστε εσείς, τουλάχιστον μιλή­ στε μου γ ι’ αυτόν». Κ αί έβόησαν φωνή μεγάλη: «Αυτός μας έπλασε»30. Τά ρωτούσα μέ τήν προσοχή μου31, καί μοΰ απαντούσαν μέ τή μορφή τους. Τότε στράφηκα στόν εαυτό μου καί τού είπα: «Καί σύ ποιος είσαι;». Κ αί απάντησα: «Είμαι άνθρωπος. ’Έ χ ω ένα σώμα, μιά ψυχή, τό ένα έξωτερικό καί τό άλλο εσω­ τερικό. Σέ ποιό από τά δύο θά έπρεπε νά γυρέψω τόν Θεό μου;». Κ αί ήταν ή ερώτηση που είχα ήδη κάνει μέ τά μά­ τια τού σώματος σέ γη καί ουρανό — όσο μακριά μπο­ ρούσε νά φτάσει τό βλέμμα μου καί οσο μακριά μπορούσα νά στείλω τά μάτια μου ως αγγελιοφόρους32. "Ομως 6 εσωτερικός άνθρωπος είναι ο καλύτερος, γιατί σ ’ αυτόν έδωσαν απάντηση οι αγγελιοφόροι τών αισθήσεων γιά τόν ουρανό καί τή γή καί γιά δλα όσα κλείνουν ό ουρανός καί ή γη, ωσάν νά απευθύνονταν σέ κάποιον πού κυβερνά καί ελέγχει, καί τού είπαν: «Δέν είμαστε εμείς ο Θεός. Ό Θε­ ός είναι εκείνος πού μάς έπλασε». Ό εσωτερικός άνθρω­ πος τά είδε αυτά χάρη στόν έξωτερικό άνθρωπο. ’Ε γώ , ο εσωτερικός άνθρωπος, εγώ, εγώ ό νούς, τά έμαθα αυτά μέ τίς αισθήσεις τού σώματος. Ρώτησα ολόκληρη τή μάζα τού σύμπαντος γιά τόν Θεό μου καί μοΰ άποκρίθηκε: «Δέν είμαι εγώ ό Θεός, είμαι έργο τού Θεού». ’Α λλά τή μορφή τών όντων, άραγε, δέν τή βλέπουν δλα τά πλάσματα πού διαθέτουν σώες αισθήσεις; Τότε γιατί δέν μιλά μέ τόν ίδιο τρόπο σέ όλους; Τά ζώα, μικρά καί μεγάλα, τή βλέπουν, αλλά δέν μπορούν νά τή ρωτή­ σουν, γιατί μέσα τους δέν υπάρχει ό κριτής πού κρίνει τά

9*

ΑΓΙΟΓ ΑΤΓΟΤΣΤΙΝΟΤ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΔΕΤΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ

μηνύματα των αισθήσεων, δηλαδή ή λογική. Οί άνθρωποι μπορούν νά τή ρωτήσουν, ώστε «τά αόρατα σου από κτί­ σεως κόσμου, καθώς καί ή αιώνια δύναμη καί ή θεότητά σου, νά γίνουν ορατά στη σκέψη τους μέσα από τά δημιουργήματά σου»33. "Ομως οί άνθρωποι υποδουλώνονται στά δημιουργήματα άπό αγάπη γ ι’ αυτά, καί ή υποδού­ λωση δέν τούς αφήνει νά κρίνουν. Τά έργα δέν αποκρίνο­ νται σέ οσους τά ρωτούν, άν αυτοί δέν μπορούν νά κρίνουν. Ή φωνή τους, δηλαδή ή ομορφιά τους, δέν αλλάζει, μένει ακριβώς ή ίδια, καί γιά εκείνον πού μοναχά τή βλέπει καί γιά αυτόν πού τή βλέπει, αλλά ταυτοχρόνως ρωτά. Δέν φαίνονται αλλιώτικα στόν ένα καί στόν άλλο, αλλά ή ίδια ομορφιά πού φανερώνεται καί στών δύο τά μάτια, βουβή είναι γιά τόν ένα καί εύγλωττη γιά τόν άλλο. Ή , καλύτε­ ρα, σέ έλους μιλά, αλλά δέν καταλαβαίνουν παρά μόνον έκεϊνοι πού άκούν τήν εξωτερική φωνή της, καί τή συσχε­ τίζουν μέ τήν αλήθεια μέσα τους. Κ αί ή αλήθεια αυτή μοΰ λέει: « Ό Θεός σου δέν είναι ούτε ή γή ούτε ο ουρανός, ούτε κάποιο άλλο υλικό ον». Αυτό τό λέει ή ίδια ή φύση αυτών τών δντων. Ό καθένας τό βλέπει δτι αποτελούνται άπό μιά μάζα πού κατανέμεται πολυμερώς, καί δέν υπάρ­ χει ως ολότητα34. Έ σύ, ψυχή μου, σοΰ τό λέω, είσαι κα­ λύτερη άπό αυτά, αφού έμφυσάς πνοή στή μάζα τού σώ­ ματός σου καί τό ζωοποιείς· αυτό, κανένα σώμα δέν τό δί­ νει σέ άλλο σώμα35. ’Α λλά ό Θεός σου είναι κάτι ακόμη περισσότερο, είναι ή ζωή της ζωής σου. 8 . 11

Τί αγαπώ, αγαπώντας τόν Θεό μου; Ποιος είναι αυτός πού δεσπόζει στήν κορυφή της ψυχής μου; Θ ’ άνέβω σ ’ αυτόν μέσα άπό τήν ίδια μου τήν ψυχή, πολύ ψηλότερα 92

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΚΑΤΟ: «ΣΤΑ ΑΧΑΝΗ ΑΝΑΚΤΟΡΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ»

από τή δύναμη πού με δένει με τό σώμα καί τό γεμίζει με ζωή. Γιατί δεν βρίσκω τόν Θεό μου χάρη σ ’ αυτή τή δύ­ ναμη. *Αν ήταν έτσι, θά τόν έβρισκε καί «τό άλογο καί τό μουλάρι που όεν έχουν νόηση»"*0, αν και η iota όυναμη όινει ζωή στά σώματά τους. Μέσα μου υπάρχει καί μιά άλλη δύναμη πού δέν μοϋ δίνει μόνο ζωή, αλλά κάνει τή σάρκα μου, έργο τοϋ Κυρί­ ου μου, νά έχει αισθήσεις. Ό Κύριος πρόσταζε στό μάτι νά μήν ακούει καί στό αυτί νά μήν βλέπει, αλλά τό πρώτο νά βλέπει καί τό δεύτερο νά ακούει, καί όρισε στήν καθεμιά από τίς υπόλοιπες αισθήσεις τήν έδρα καί τή λειτουργία τους: διαμέσου αυτών ενεργώ πολυμερώς, αλλά εγώ, πού τό πνεύμα μου είναι ένα, μένω άμέριστος. Δέν θά σταθώ όμως ούτε σέ αυτή τή δεύτερη δύναμη μέσα μου, πού επί­ σης τή διαθέτουν, όπως καί εγώ, τό άλογο καί τό μουλά­ ρι, αφού καί αυτά, δπως καί εγώ, έχουν αισθήσεις πού περνούν από τό σώμα.

« Σ τ ά ά χα νή α νά κτορα τή ς μ ν ή μ η ς » Προσπερνώ καί αυτή τή δύναμη πού διαθέτει ή φύση 8 · 12 μου καί ανεβαίνω ένα ένα τά σκαλοπάτια ως τό δημιουργό μου. Καί φτάνω στούς λειμώνες καί στά άχανή ανάκτορα τής μνήμης37. Έ κ εΐ ή δράση άποθέτει τούς θησαυρούς άρίφνητων εικόνων. Έ κ εΐ κρύβονται επίσης καί δσα συλλο­ γιζόμαστε, μεγεθύνοντας ή σμικρύνοντας ή μεταβάλλοντας μέ δποιον άλλο τρόπο αυτά πού συνέλαβαν οί αισθήσεις μας καθώς καί οτιδήποτε άλλο έναποτέθηκε καί αποθηκεύτη­ κε καί δέν έχει ακόμη βυθιστεί καί θαφτεί μέσα στή λήθη. 93

ΑΓΙΟΤ ΑΪΓΟΤΣΤΙΝΟΤ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΔΕΓΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ

Σ τά ανάκτορα τής μνήμης καλώ νά προβάλει μπρο­ στά μου δ,τι θέλω. “Α λλα μοϋ φανερώνονται άμέσως, και άλλα θέλουν τό χρόνο τους, σάν νά ξετρυπώνουν άπό βα­ θύτερα κρησφύγετα. Είναι άλλα πού όρμοΰν άπρόσκλητα στη θέση άλλων καί ξεπετάγονται μπροστά μου σάν νά μοϋ λένε: « Ε μ ά ς δεν θέλεις;». Τότε, μέ τό χέρι της καρ­ διάς τά άποδιώχνω άπό τό πρόσωπο της άναπόλησής μου, μέχρι νά διακρίνω πίσω άπό τίς σκιές τήν επιθυμητή εικό­ να νά άναδύεται μέσα άπό τήν κρύπτη της. ’Ά λ λ ε ς ανα­ μνήσεις φτάνουν εύκολα, μπαίνουν πειθαρχημένα στή θέ­ ση τους καί έρχονται μέ τή σειρά πού τίς κάλεσα. Αυτές πού εμφανίζονται πρώτες παραχωρούν τή θέση στίς επό­ μενες καί έπειτα εξαφανίζονται γιά νά ξαναφανερωθοϋν δταν θελήσω. Αυτό συμβαίνει δταν άφηγοϋμαι κάτι άπό »3

ρήμη