298 126 10MB
Greek Pages 353 [368] Year 1986
ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΑΦΑΗΛΙΔΗΣ
κείμενα στο “έδνος” ΘΕΩΡΙΑ
ΙΔΕΕΣ
ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΑΦΑΗΛΙΔΗΣ
Κ ΕΙΜ Ε Ν Α ΣΤΟ ΕΘ ΝΟ Σ
3 Μακέτα ε ξ ω φ ύ λ λ ο υ : Τατιάνα Β ο λ α ν ά κ η Σ τ ο ι χ ε ι ο θ ε σ ί α : Εκδόσεις Θ Ε Ω Ρ I A Ε. Π. Ε., Ζ. Π η γ ής 1 6, Τ η λ. 3 6 24 187 Ε κ τ ύ π ω σ η : Μ, Π α π αδ ό π ο υ λ ος , Γ . Α β έ ρ ω ψ 117, Κ ο ρ υ δ α λ λ ό ς
Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ Θ Ε Ω Ρ ΙΑ Ε .Π .Ε ., Ζ. Π η γ ή ς 16, Α θ ή ν α , Τ η λ . 3 6 2 4 187
ΘΕΩΡΙΑ
ΙΔΕΕΣ Α Θ Η Ν Α 1986
Ο
Β α σ ίλ η ς
Ρ α φ α η λΐδ η ς γ ε ν ν ή θ η κ ε το
1 9 3 4 σ τ α Σ ε ρ β ία της Κ ο ζ ά ν η ς . Μ έ χ ρ ι τ ο 194ό ξ ε ι στο χ ω ρ ιό της δ α σ κ ά λ α ς μά να ς -το υ , το Β ελβ ενδ ό της Κ ο ζά νη ς ό π ο υ β ρ ίσ κ ε ι π ρ ο σ ω ρ ιν ό κ α τ α φ ύ γ ιο κ α ι ο π ε ρ ιπ λ α ν ώ μένος Κ ω ν σ τ α ν τ ίν ο ι™ ολΐτης Πατέρας ο: συ. Τ ο 1943 α κ ο λ ο υ θ ε ί σ το β ο ϋ ν ό τους αντάρτες γονεΐς-του, μ α ζί με τον α δ ε ρ φ ό -τ ο υ . Τ α γ υ μ ν α σ ια κ ά -τ ο υ χ ρ ό ν ια , π ο υ σ υ μ π ίπ τ ο υ ν μ 'α υ τ ά του Ε μ φ υ λ ίο υ Π ο λ έ μ ο υ , τα περ νά ει σ τη ν Κ α σ τ ο ρ ιά , ό π ο υ εγ κ α θ ίσ τ α τ π ι η ο ικ ο γ έ ν ε ια με το δ ά σ κ α λ ο — φ ιλ ό λ ο γ ο — π α τέρα-το υς, π ο υ υ π η ρ ε τ ε ί ε κ ε ί. Ω σ τό σ ο , η Α σ φ ά λ ε ια χ α λ ά ε ι το π α ιδ α γ ω γ ικ ό σ χ έ
Τ ο 1 9 6 6 μαζί μ ε το ν Α λ έ ξ η Γ ρ ίβ α ε κ δ ί δ ο υ ν το π ε ρ ιο δ ικ ό Ε λ λ η ν ικ ό ς Κ ιν η μ α τ ο γ ρ ά φ ο ς π ο υ κ λ ε ίν ε ι μ ε τη χ ο ύ ν τ α . Τ ο 1 9 6 8 , μ ετά την α π ο φ υ λ ά κ ιο ή -τ ο υ α π ' τη φ υ λ α κ ή της Α ίγ ιν α ς ε κ δ ίδ ε ι, μ α ζ ί με τον Θ ό δ ω ρ ο Α γ γ ε λ ό π ο υ λ ο στην α ρ χ ή , κ α ι π ο λ λ ο ύ ς ά λ λ ο υ ς στη σ υ ν έ χ ε ια , το π ε ρ ιο δ ικ ό Σ ύ γ χ ρ ο ν ο ς Κ ιν η μ α τ ο γ ρ ά φ ο ς , κ α ι το δ ιε υ θ ύ ν ε ι μ έ χ ρ ι το 1973 π ο υ το ε γ κ α τ α λ ε ίπ ε ι, κ ο υ ρ α σμένος α π ' τις ίν τ ρ ιγ κ ε ς . Α π ’ τα 1963 κ α ι μ έ χ ρ ι σ ή μ ερ α , με ενδ ιά μ ε σ α α ν α γ κ α σ τ ικ ά δ ια λ ε ίμ μ α τ α , δ ιδ ά σ κ ε ι στην Ε π α γ γ ε λ μ α τ ικ ή Σ χ ο λ ή Κ ιν η μ α τ ο γ ρ ά φ ο υ (Σ τ α υ ρ ά κ ο υ ). Δ ίδ α ξ ε , α κ ό μ α , σε π ο λ λ ά κ ιν η μ α τ ο γ ρ α φ ικ ά σ εμ ινά ρ ια σ τ η ν " Ώ ρ α ” , το Γ α λ λ ικ ό Ιν σ τιτο ύ το , το Ιν σ τ ι το ύ το Γ κ α ίτ ε κ α ι την " Τ έ χ ν η " Θ ε ο σ α λ ο ν ίκ η ς . Τ ο π ρ ώ τ ο α π ’ α υ τά τα σ ε μ ιν ά ρ ια ε κ δ ό θ η κ ε το 1 9 7 0 σε β ιβ λ ίο μ ε τον τ ίτ λ ο ” 12 μ α θ ή μ α τ α γ ια τον κ ιν η μ α τ ο γ ρ ά φ ο ” α π ’ το ν Α σ α ντο ύ ρ Μ π α χ α ρ ιά ν ( Ώ ρ α ) , τον ά ν θ ρ ω π ο π ο υ ε ίχ ε τ η ν ιδ έ α
δ ιο φ υ λ α κ ίζ ο ν τ α ς κ α ι εξο ρ ίζο ντα ς τον π α τ έ ρ α σ τη δ ιά ρ κ ε ια του Ε μ φ υ λ ίο υ Π ο λ έ μ ο υ . Τ ο 1953 ε γ κ α θ ίσ τ α τ α ι σ τη ν Α θ ή ν α μ ό ν ο ς-τ ο υ , π ρ ο σ π α θ ώ ντα ς να τα β ο λ έ ψ ε ι ό π ω ς ό π ω ς . Τ ο 19 59 ε γ γ ρ ά φ ε ταΐ σε μ ια ιδ ιω τ ικ ή κιν -η μ α τ ο γ ρ α φ ικ ή ϊ χ ο λ ή , ε π ιχ ε ιρ ώ ν τ α ς να σ π ο υ δ ά σ ε ι (τρ ό π ο ς του λ έ γ ε ιν ) κ ιν η μ α τ ο γ ρ ά φ ο . Μ ε τη ν α π ο φ ο ίτ η σ η δ ο υ λ ε ύ ε ι οαν β ο η θ ό ς τον Ν ίκ ο υ Κ α ύ ν δ ο υ ρ ο υ κ α ι του Ρ ο β ή ρ ο ν Μ α ν θ ο ΰ λ η , κ α ι το 1963 γ υ ρ ίζ ε ι δυ ο ταινίες μ ικ ρ ο ύ μ ή κ ο υ ς - Τ ο 1 9 6 4 δ ο υ λ ε ύ ε ι στην Α λ γ ε ρ ία σ α ν σ κη ν ο θ έ τ η ς σ το υ π ό δ ια μ ό ρ φ ω σ η Ιν σ τ ιτ ο ύ τ ο Κ ιν η μ α τ ο γ ρ α φ ία ς της ν τ ο α π ε λ κ υ θ ε ρ ω μ έ ν η ς χ ώ
για μια λαϊκή κινηματογραφική π α ιδ ε ία . Το 1982 (Μεκδόσεις Α ιγ ό κ ε ρ ω ς κ υ κ λ ο φορούν μια πεντάτομη επιλογή απ' «If κινηματογραφικές κ ρ ιτ ικ έ ς «του με τον ΐίτλο "Λεξικό τ α ιν ιώ ν ” . Α π ' τ ο 1974 και μέχρι το κ λ ε ίσ ιμ ό -τ η ς δ ο υ λ ε ύ ε ι στην εφημερίδα Το Β ή μ α σ α ν κ ιν η μ α τ ο γ ρ α
ρας, κ α ι σ α ν δ η μ ο σ ιο γ ρ ά φ ο ς . Τ ο 1963
φ ικ ό ς
π ρ ω τ ο ε μ φ α ν ϊζ ε τ α ι σαν ε ρ α σ ιτέχ νη ς κ ιν η μ α τ ο γ ρ α φ ικ ό ς κ ρ ιτ ικ ό ς α π ’ t o π ε ρ ιο δ ι κ ό Ε π ιθ ε ώ ρ η σ η Τ έ χ ν η ς . Ε π α γ γ ε λ μ α τ ία ς κ ιν η μ α τ ο γ ρ α φ ικ ό ς κ ρ ιτ ικ ό ς γ ίν ε τ α ι το 1 9 6 5 , α μ έ σ ω ς μ ε τ ά τη ν ε π ισ τ ρ ο φ ή -τ ο υ απ* την Α λ γ ε ρ ία , στην ε φ η μ ε ρ ίδ α Δ η μ ο κ ρ α τ ικ ή Α λ λ α γ ή . Τ ο ύ τ ο το ε π α γ γ ε λ μ α τ ικ ό β ό λ ε μ α ή τ α ν η ιιιτ ία π ο υ εγ κα τέλ ε ιψ ε την π ρ α χ τ ικ ή εν α σ χ ό λ η σ η με τον ε π α γ γ ε λ μ α τ ικ ά α β έ β α ιο κ ιν η μ α τ ο γ ρ ά φ ο .
κ ρ ιτ ικ ό ς κ α ι ρ επ ό ρ τερ . Α π ’ το του 1983 δ ο υ λ ε ύ ε ι στην ε φ η μ ε ρ ίδ α Έ θ ν ο ς σ α ν κ ιν η μ α τ ο γ ρ α φ ικ ό ς κ ρ ιτ ικ ό ς κ α ι ε π ιφ ν λ λ ιδ ο γ ρ ά φ ο ς .
Σεπτέμβρη
1. Η Ρωμιοσύνη στον Παράδεισο ..................................................... 7 2. Βλακεία - Κακοή θεία -Αγραμματοσύνη: Η τριάδα της ολικής συμφοράς................................................ ] 3 3. Η περιπετειώδης ιστορία της ισότητας ...................................... 19 4. Οι έξι ισότητες που είναι μ ία ...................... .............................. 26 5. Οι τρεις πηγές της ανισότητας................................................... 33 6. Η ισότητα στο μαρξισμό.........ί . ............................................... 39 7. Η ισότητα δεν είναι ιβοπέδωση................................................ 46 8. Φορολογούμενοι και φοριικλέηιτες.......................................... 52 9. Ηγέτες φυσικοί και παρά φύσιν................................................ 59 10. Το χιούμορ είναι πάντα επαναστατικό, ...................................... 66 11. Οι μεταμορφώσεις του έρωτα· ............. 73 12. Η αισθητική είναι η ηθική του μ έλλοντος................................. 79 13. Η τέχνη είναι πολιτική..................... 86 14. Η ειδωλολατμεία των Σταρ............... 93 15. Σταρολατρεία; Μια καινούργια θρησκεία.................................. 100 16. Το σταρ*σύστεμ........................................................................ 107 17. Το γαϊτανάκι της εξουσίας........................................................ 114 18. Η εξουσία είναι π α ντο ύ ........................ ....................... .. . , . 120 19. Η Βουλή των βολεμένων........................................................ .126 20. Το κομματικό σύστημα διακυβέρνησης....................................... 133 21. Η σπαρταριστή ειρωνεία της Ιστορίας. . 140 22. Μια Δημοκρατία που είναι Ρεπούμπλικα . ................................... 147 23. Φιλοξενούμενοι στο κοινοβουλευτικό σπίτι T0W ιχ θ ρ ο ιι.............154 24. Το μεγάλο ιδανικό της Αθηναϊκήν ΔημοκράΉάς.......................... 161 25. Ο κόσμος κυβερνάται απ' ιυ 0 § κίνίμώους .................................168 26. Οι ανένταχτοι καιροσκόηιΐΐ. . . . ι . . . ........................................175 27. Οι εχθροί είναι φίλοι μας ........................................................... 182 28. Ο γυμνισμός της αλήθειας ..............................................................189 29. Ένας ερωτικός λόγος πέρα απ’ τον έ ρ ω τ α ................................ 196 30. II ευγένεια Τού ψ εύ δου ς............................................ , .......... 203 31. Τ « κίβδηλα νομίσματα της προσωπικής μας γνώμης..................210 32. Κοινή γνώμη; Ένα απρόσωπο τ έ ρ α ς ........................................217 33. Η γυναίκα-εμπόρευμα............................................................... 224 34. Η γυναίκα-αντικείμενο............................................................... 231 35. Η γυναίκα σα σώμα. ..................................................................238 36. Η υπογραφή είναι η... αστυνομία στο χέριμας.............................245 37. Η έννοια της κοινωνικότητας στην τέχνη.....................................252 38. Η κυρία Ρεζάν ψάχνει στο δικαστήριο για τηχαμένη τιμή της. . . 265 39. Ανήθικες συνταγές για να γίνετε πλούσιος............................... 272
40. 41. 42. 43. 44. 45. 46. 47. 48. 49. 50. 51. 52. 53.
Η γέννηση του χιούμορ από το πνεύμα του α σ τείο υ ................... 279 ’’Ποιος ολίγο ποιος πολύ, όλοι είμαστε τρελοί” ..........................286 Πριν απτ το κάθε τι είμαστε ζ ώ α ................................................292 Η συνείδηση: Ένα πρόβλημα....................................................298 Η συνείδηση και το ασυνείδητο..................................................304 Η κοινωνία εκκολάπτει την τ ρ έ λ α ............................................. 311 Ένας μικρός Θεός κρυμμένος στα γεννητικά ό ρ γα να ................. 318 Μια ανθρώπινη προσωπικότητα κομμένη στα τ ρ ί α ..................... 325 Η ηδονή συντηρεί τη ζω ή .......................................................... 332 Μια στάση χωρίς στασιμότητα...................................................339 Η έκτη αίσθηση........................................................................346 Τρελαινόμαστε γιατί μας τρελαίνουν......................................... 353 Γιατί ιμηφίζω Κ Κ Ε ................................................................... 360 Το λιτοδίαιτον του Έ λ λ η να ...................................................... 364
1. Η ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
Γισ να καταλάβει κανείς τι είναι ο λαϊκισμός πρέπει προη γούμενα να κατανοήσει την έννοια λαός που είναι η ρίζα και του λαϊκός και του λαΐκιστικός. Πρέπει δηλαδή να επισημάνει την παραγωγή σχέση ανάμεσα στις έννοιες λαός, λαϊκός, λαϊκισμός. Στα αρχαία ελληνικά η λέξη λαός είχε αρχικά μια έννοια γεωγραφική και εσήμαινε άθροισμα ανθρώπων που κατοι κούν στην ίδια γεωγραφική περιοχή. Αργότερα η γεωγραφι κή έννοια της λέξης απόχτησε και ένα νόημα πολιτικό, θα λέ γαμε με σημερινή γλώσσα. Έτσι, λαός έφτασε να σημαίνει αυτό που εμείς σήμερα το λέμε μάζα, όχλος. Στην πραγματικότητα το ίδιο πράγμα εννοούμε και σήμε ρα με τη λέξη λαός: μάζα, όχλος. Μόνο που η αρχική έννοια άδειασε το περιεχόμενό της μέσα στον ανακριβολάγο συναι σθηματισμό της νεοελληνικής γλώσσας και την πολιτική σπέκουλα. Έτσι, η αρχική πολιτική αρνητικότητα της έννοιας λαός έγινε σχεδόν ιερή. Το νόημα μετατέθηκε σταδιακά απ’ το αρχικό επίπεδο της γεωγραφίας σ' αυτό της πολιτι κής και στη συνέχεια της μεταφυσικής, όπου και βρίσκεται. Αυτό που αφορά το λαό καί βγαίνει απ' το λαό λέγεται λαϊκό. Λαϊκός πολιτισμός, συνεπώς, είναι αυτός που τον φκιάχνει ο λαός μόνος του και που τον αφορά μ' έναν τρόπο πάρα πολύ ουσιαστικό και λειτουργικό και παρεμπιπτώντως και αισθητικό, ή ιδεολογικό. Στην πραγματικότητα όμως τον λαϊκό πολιτισμό και την λαϊκή τέχνη δεν τα φκιάχνει ο λαός με τρόπο αυτοματικό γιατί, το είπαμε ήδη, η έννοια λαός είναι γενική και αόριστη
Τον φκιάχνουν κάποιοι συγκεκριμένοι άνθρωποι που κατά κανόνα ανήκουν στην άρχουσα τάξη κάθε εποχής. Ο Τσέχος αισθητικός Γιαν Μουκαρόφσκι, ένα από τα mo επιφανή μέλη του λεγάμενου "γλωσσολογικού κύκλου της Πράγας" πρε σβεύει πως οι αισθητικές νόρμες που εγκαταλείπει η άρχου σα τάξη σαν πρλυχρησιμοποιημένες και μη λειτουργικές πια, εκπίπτουν κατά κάποιο τρόπο, απλοποιούνται και τροποποιού νται ώστε να γίνει δυνατή η χρήση του αισθητικού αντικειμέ νου απ' το λαό. Μ' άλλα λόγια η λαϊκή τέχνη έχει έναν εγγενή ιδεολογικό συντηρητισμό, αλλά αυτό δεν μειώνει σε τίποτα την όποια αισθητική της αξία. Τούτη η αισθητική αξία στη λαϊκή τέχνη, πάντα κατά τον Μουκαρόφσκι, που θεωρείται ο πιο έγκυρος μελετητής των δύσκολων προβλημάτων μετάβασης απ’ την έντεχνη στη λαϊκή τέχνη και το αντίστροφο, δεν είναι ποτέ αμιγής καί καθαρή, όπως, άλλωστε, και σ’ ολόκληρη την τέχνη. Οι κώ δικες μπλέκουν αξεδιάλυτα, κι έτσι η πληροφορία, το τυχόν πολιτικό μήνυμα, η λειτουργία, που μπορεί να είναι πραχτική, θρησκευτική ή ο,τιδήποτε άλλο, αποτελούν ένα ενιαίο σύ νολο. Μ' άλλα λόγια το λαϊκό έργο τέχνης είναι πολλαπλής χρήσεως, θα λέγαμε. Για παράδειγμα η πάρα πολύ αξιόλογη από αισθητική άποψη κουβέρτα που υφαίνει η λαϊκή υφάντρα πριν από κάθε τι χρησιμεύει στο να σκεπάζεται ο χωριάτης το χειμώνα. Εδώ,, η ομορφιά του σκεπάσματος και η χρήση του σκεπάσματος δεν ξεχωρίζουν. Σ ’ αυτό ακριβώς το σμί ξιμο των πάντων βρίσκεται η αξία και η σημασία της λαϊ κής τέχνης. Λαϊκή τέχνη δεν παράγει ο λαός εν γένει, νοούμενος με μια έννοια γενική, αφηρημένη ή στατιστική, αλλά κάποιες συγκε κριμένες κοινωνικές ομάδες που ζουν κάτω από συγκεκριμέ νες συνθήκες. Κατά κανόνα η λαϊκή τέχνη είναι κοινωνικό και αισθητικό φαινόμενο που εμφανίζεται στις κλειστές αγροτικές κοινότητες, και ία λαϊκά έργα τέχνης δεν προορί ζονται ούτε για εξαγωγή έξω από τα όρια της κοινότητας ούτε, πολύ περισσότερο, για έκθεση σε κάποια γκαλερί της Αθήνας, ας πούμε, ούτε για την συλλογή του συλλέκτη αντι κειμένων του λαϊκού πολιτισμού. Όταν οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες αναιρέσουν ή καταργήσουν την κλειστή κοι νότητα, η λαϊκή τέχνη υποβαθμίζεται και τελικά καταργείται. Σήμερα, με την τεράστια διάδοση των μαζικών μέσων ενη
μέρωσης και τις συνεχείς μετακινήσεις των πληθυσμών, η λαϊκή τέχνη είναι προβληματική, αν όχι εντελώς αδύνατη. Ό που υπάρχει ακόμα, υπάρχει κυρίως με την μορφή σουβε νίρ για τουρίστες και διακοσμητικών για αστικά σαλόνια. Ο λαϊκός τεχνίτης έπαψε να διακοσμεί την στάμνα για να νιώ θει καλύτερα πίνοντας κρύο νερό από μια όμορφη στάμνα. Τη διακοσμεί για να την πουλήσει στον περαστικό, ή για να την αμπαλάρει και να την στείλει πεσκέσι στη Δύση απ' την Ανατολή. Ο λαϊκός μουσικός δεν θα παίξει τη λαϊκή του μουσική στα πανηγύρια, όπου είναι η φυσιολογικήτης θέ ση, ή στους γόμους ή όπου αλλού η κλειστή αγροτική κοινό τητα χρειάζεται μουσική, αλλά σε συναυλία στον Λυκαβητό ή όπου αλλού ενταφιάζεται η λαϊκή τέχνη, που δεν μπορεί να ζήσει έξω απ' το φυσικό της περιβάλλον. Η λαϊκή τέχνη έχει πεθάνει, και δεν υπάρχει περίπτωση να νεκραναστηθεί με την τεχνητή αναπνοή των περίφημων "εκδηλώσεων", που στην πραγματικότητα είναι εκδηλώσεις επίσημου ενταφιασμού της λαϊκής τέχνης. Μπορεί να πέθανε η λαϊκή τέχνη, όχι όμως και η ανάγκη του λαού για τέχνη, που όμως τώρα δεν έχει δική του τέχνη. Κάποιοι, λοιπόν, ανέλαβαν στα αστικά κέντρα να την κάνουν για λογαριασμό του και να την παν στο χωριό, κυρίως μέσω ραδιοφώνου και τηλεοράσεως . Κάποιοι εξάγουν προς τα αστι κά κέντρα τουριστικοποιημένη λαϊκίστικη τέχνη και κάποιοι στην περιφέρεια εισάγουν λαϊκίστικη αστική τέχνη. Φυσικά, η ίδια τέχνη πουλιέται και στους εσωτερικούς μετανάστες, τους χωρικούς των πόλεων, αλλά και στους γνήσιους αστούς. Έχουμε δηλαδή εδώ μια μορφή υπερταξικής, υπερομαδικής, υπεργεωγραφικής και φυσικά υπερκομματικής τέχνης πλατειάς κατανάλωσης για το μέσο, στατιστικά, γούστο. Πρόκει ται για μια τέχνη όχι λαϊκή αλλά λαϊκίστικη. Η λαϊκίστικη τέχνη είναι μια τέχνη για τον λαό, αλλά ο λαός δεν την κάνει, και τον αφορά μόνο έως το βαθμό που τα μαζικά μέσα ενημέρωσης τον έπεισαν να τον αφορά, ή ως το βαθμό που καλύπτει όπως-όπως τις ανάγκες που άφησε ακάλυπτες ο θάνατος της λαϊκής τέχνης. Η λαϊκίστικη τέχνη είναι η ερζάτς λαϊκή τέχνη, είναι η ναύλον λαϊκή τέχνη που πή ρε τη θέση της παλιάς μεταξένιας. Ό λοι οι μεταξοσκώληκες έ χουν πεθάνει και τη θέση τους την πήρσν σκώληκες. Η ισοπεδωτική υπερταξικότητα της λαϊκίστικης τέχνης
βολεύει καλά τόσο τους έμπορους της τέχνης που μπορούν τώρα να τυποποιήσουν τα προϊόντα τους όοο και τους αστούς πολιτικάντηδες, που μπορούν επιτέλους δια της τέχνης να τυ ποποιήσουν την πολιτική τους και να την κάνουν ένα πρετ-απορτέ για όλα τα πολιτικά αναστήματα. Το παλιό σύνθημα "τέχνη για όλους" που τώρα διανέμεται και κατ’ οίκον δια της τηλεοράσεως, είναι μια οικτρή πραγμα τικότητα που βολεύει πολύ τον πολιτικό λαϊκισμό που λέγε ται και ποπουλισμός. Η παλιά "λαϊκή ψυχή" βγήκε στο παζάρι για να ψωνίσει τα μέιντ ιν Ταϊβάν χαϊμαλιά και φυλαχτά της περίφημης ελληνικότητας, που είναι, βέβαια, ο πιο βαθύς πυ ρήνας της "λαϊκής ψυχής". Κι έτσι ο λαός, μέσα από την κολλητική ουσία της ενιαίας και αδιαίρετης "λαϊκής ψυχής" ξαναγίνεται όχλος, και η λέξη ξαναπαίρνει την παλιά της κρυμένη, αλλά ουδέποτε αναιρεμένη σημασία. Τούτη η ανίχνευση της "λαϊκής ψυχής" μέσα στη νεκρή λαϊκή τέχνη, που το βαλσαμωμένο πτώμα της έγινε λαϊκίστικη τέχνη, είναι παλιά υπόθεση στην Ελλάδα. Όμως για πρώ τη φορά συναντάμε καθαρά διατυπωμένο το αίτημα για μια επιστροφή στις ρίζες της ελληνικής ψυχής, δηλαδή στην υπερ ταξική και μεταφυσική ουσία της ελληνικότητας, σ' ένα κεί μενο του Γιώργου Θεοτοκά γραμμένο το 1929 που έχει τον σημαδιακό τίτλο "Ελεύθερο Πνεύμα", κείμενο γνωστό περισ σότερο σα μανιφέστο της γενιάς του '30. Σ' αυτό το οριακή για την ελληνική σκέψη κείμενο μεταξύ άλλων διαβάζουμε και τα εξής: "Προσωπικά, ένας οποιοσδήποτε Γιαγκούλας των ελληνικών βουνών με ενδιαφέρει πολύ περισσότερο απ' ότι μ' ενδιαφέρει ο Αλεξανδρινός ποιητής. Είμαι σύμφω νος να τουφεκίζουν τους ληστές μα θα έδινα πολλά για ν ’ ακούσω τις εξομολογήσεις τους, ενώ η εξομολόγηση του κ.Καβάφη σκορπισμένη στα εκατόν πενήντα ποιήματά του δεν προσθέτει τίποτα στην γνώση μου των ανθρωπίνων πα θών". Από τότε κόσμος και κοσμάκης ψάχνει για Γιαγκούλες στα παλαιοπωλεία της ελληνικής Ιστορίας, όπου βρίσκεται θαμ μένη η ελληνική ψυχή. Προς το παρόν κανείς δεν τη βρήκε, όπως είναι φυσικό άλλωστε, αλλά η αναζήτηση, ως πράξη ιστορικά σημαίνουσα, απέδωσε καρπούς: Μας κράτησε μακριά απ' το βέβηλο ευρωπαϊκό πνεύμα, το γεμάτο επικίνδυνα μιά σματα εντελώς καταστροφικά για τη βυζαντινοβουκολική
μας αγνότητα. Οι Τρεις Ιεράρχες αυτού του νέου Ευαγγελίου της επιστρο φής στις ρίζες ήταν και παραμένουν ο Παπαδιαμάντης, ο Θεό φιλος και ο Μακρυγιάννης. Δεν θέλω να πω πως αυτοί οι τρεις δεν προσέφεραν πάρα πολλά στην ελληνική γραμματεία και τέχνη, αλλά μόνο πως η αξία-τους μετατέθηκε δόλια απ’ την περιοχή της τέχνης ή της λαογραφίας ή της εθνολογίας ή της Ιστορίας σ’ αυτήν της μεταφυσικής ανασκαφής για την ανίχνευση των ριζών, οι οποίες, σημειωτέον, φτάνουν μόνο μέχρι το Βυζάντιο και ποτέ μέχρι την αρχαιότητα, η οποία παραμένει βέβηλη, προφανώς γιατί αυτή δημιούργησε τον Λόγο, τη λογική, την επιστήμη. IVT άλλα λόγια δεν είναι οι ρίζες αυτές που ενδιαφέρουν τους ανασκαφείς — παρά λίγο θα έλεγα τους τυμβωρύχους— αλλά το στίλβωμα μιας μούμιας, μια κάποια ιστορική νεκροφι λία, το λιβανωτό στο "φάντασμα του χαμένου Παραδείσου" μιας ελληνικότητας νοούμενης και περιγραφόμενης με μετα φυσικούς όρους, η νοσταλγία της για πάντα χαμένης υπερτα ξικής "λαϊκής ψυχής". Εν ολίγοις, έχουμε εδώ την κορύφωση του λαϊκισμού που από τέχνη ανάγεται σε φιλοσοφία και από φιλοσοφία σε πολιτική: Είναι φανερό τι και ποιούς εξυπηρε τεί, ασυνείδητα τις περισσότερες φορές, τούτο το λιβανωτό μιας λαϊκότητας χωρίς λαό, ή μάλλον μΤ έναν λαό νοούμενο σα μάζα, άμορφο και αδιαφοροποίητο, νοσταλγικά αγροτικό, εντελώς ξεκομμένο απ’ την Ευρώπη και τον κόσμο, πισωστραμένο στο Βυζάντιο. Και για να μην μένουν αμφιβολίες για την διάρκεια και την ζωντάνια του Ελεύθερου Πνεύματος του Γιώργου Θεοτοκά, παραθέτουμε ένα πολύ μικρό δείγμα απ’ την ομόλογη σκέ ψη ενός επιγόνου, που όπως όλοι οι επίγονοι δεν έχει το άλλο θι του πρώτου διδάξαντος,και συνεπώς το ελαφρυντικό του πληθωρικού πιονέρου που βαδίζει στο σκοτάδι χωρίς πυξί δα. Πρόκειται για τον Στέλιο Ράμφο, και το απόσπασμα είναι από το κείμενό-του με τον τίτλο "Το νόημα της ζωής" δημοσιευμένο στο No 42 του περιοδικού "Εποπτεία". Λέει, λοιπόν ο Στέλιος Ράμφος μεταξύ άλλων: "Αν εκινδύνευσε το 21, και το ελεύθερο έθνος κατόπιν υπέστη και υφίσταται τα πάνδεινα (...) οφείλεται κυρίως στην ξενομανία των λογιών που επιδίωξαν πόση δυνάμει να μεταφυτεύσουν ευρωπαϊκά πρότυπα στη "σγουρή μας κόγχη" και άνοιξαν δρόμο στον δη
μοτικισμό, τον καπιταλισμό, το σοσιαλισμό και τα λοιπά ανθυγιεινά προϊόντα τους, αδιαφορώντας ολότελα για την πραγματικότητα της ελληνικής ψυχής, η οποία βγαίνει κατ' ευθείαν απ’ το Βυζάντιο και την τουρκοκρατία". Έξοχα, λοιπόν. Τώρα ξέρουμε ποιος φταίει για την κακοδαιμονία-μας. Φταίει ο δημοτικισμός, φταίει επίσης ο σοσια λισμός ου μην αλλά και ο καπιταλισμός — φταίνε οι πάντες εκτός από τους Βυζαντινούς. Τουλάχιστον οι πρόγονοι της γε νιάς του '30 ήταν πιο χαριτωμένοι μέσα στον πληθωρισμότους. Ήταν και κείνοι λαϊκιστές, αλλά όχι εντελώς σκοταδι στές. Και στο κάτω-κάτω παρήγαγαν ένα έργο αν όχι σημαίνουσας φιλοσοφικής αξίας, τουλάχιστον φιλολογικά αξιόλο γο. . Λοιπόν, "η Ρωμιοσύνη στον Παράδεισο", όπως λέει και ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, σε μια σειρά καταλυτικών κειμέ νων συγκεντρωμένων σε τόμο με τον παραπάνω τίτλο, όπου το πρόβλημα της ελληνικότητας και της λαϊκότητας αντι μετωπίζεται μ' έναν εντελώς αξιοθαύμαστο τρόπο. Εντάξει, "η ρωμιοσύνη στον Παράδεισο", καμιά αντίρρηση. Ό μως πρώτα πρέπει να μας πουν περί ποιού Παραδείσου πρόκειται. Υποπτευόμαστε πως πρόκειται για τον παραδοσιακό Παρά δεισο "ενθ’ απέδρα πάσα λύπη και στεναγμός", κι όπου δεν έχουμε καμιά πρόθεση να πάμε πριν την ώρα μας. 6 Ιανουάριου 1985
2. Βλακαα-Κακοήθε«*-Αγραμαατοσννη: Η ΤΡΙΑΔΑ ΤΗΣ ΟΛΙΚΗΣ ΣΥΜΦΟΡΑΣ
Μπορεί ένας άνθρωπος να είναι βλάξ, ένας άλλος αγράμμα τος κι ένας τρίτος κακοήθης. Μπορεί, δηλαδή, ένα βιολογικό δεδομένο, που είναι η βλακεία, ένα κοινωνικό δεδομένο, που είναι η αγραμματοσύνη και ένα ηθικό δεδομένο, που είναι η κακοήθεια να εμφανίζονται "αυτονομημένα" σε κά ποιους ανθρώπους. Μπορεί, όμως, να εμφανίζονται και κατά ζεύγη, δημιουργώντας τους εξής συνδυασμούς: 1) Βλακεία συν αγραμματοσύνη, 2) Βλακεία συν κακοήθεια, 3) Αγραμμα τοσύνη συν κακοήθεια. Τα πράγματα είναι "απλά" όταν οι παραπάνω "ποιότητες" εμφανίζονται μεμονωμένες. Είναι εύκολο να αντιμετωπίσει κανείς έναν άνθρωπο που είναι μόνο βλαξ, ή μόνο αγράμματος, ή μόνο κακοήθης. Κι ακόμα, είναι σχετικά εύκολο να έρθει κανείς αντιμέτωπος με ανθρώπους "δυο αρνητικών διαστά σεων". Όμως η κατάσταση γίνεται τραγική όταν χτυπάς πά νω στον συμπαγή τρισδιάστατο βράχο που δημιουργεί η Τριά δα της Ολικής Συμφοράς: Βλακεία η Μεγάλη, συν Αγραμματο σύνη η Πλήρης, συν Κακοήθεια η Ολική. Η βλακεία, η αγραμ ματοσύνη και η κακοήθεια, όταν εμφανίζονται μαζί, και εμ φανίζονται μαζί πολύ συχνά, δημιουργούν ένα εκρηχτικό μίγ μα κολοσσιαίας ισχύος, που μπορεί να καταστρέψει τα πάντα. Πριν δούμε τι ακριβώς σημαίνει και πώς περίπου λειτουργεί η Τριάδα της Ολικής Συμφοράς, πρέπει να δούμε τι είναι και πώς δουλεύουν οι συχνότερα απαντόμενες στον καθημερινό βίο Δυάδες της Συμφοράς. Δυάδα πρώτη: Βλακεία συν αγραμματοσύνη. Από δω λεί πει η τρίτη πλευρά του ισοσκελούς τριγώνου, η κακοήθεια.
Κι αυτό, πραχτικά σημαίνει πως ένας αγράμματος και μαζί βλάξ μπορεί να είναι ένας πάρα πολύ καλός άνθρωπος, αν κι αυτό αμφισβητείται απ' τον Ευάγγελο Λεμπέση, τον κοι νωνιολόγο που έδωσε στη βλακεία τη σωστή κοινωνιολογι κή της διάσταση και μας απάλλαξε απ’ την προκατάληψη να την παραγνωρίζουμε απ' τις κοινωνιολογικές έρευνες, γιατί είναι βιολογικό δεδομένο. Για τον Λεμπέση, η βλακεία βρί σκεται στο κέντρο όλων των ανθρωπίνων δεινών, και η κακότητα είναι κάτι σαν "έκκριση του βλακώδους νοός". Μ’ άλλα λόγια, κατά τον Λεμπέση αποκλείεται να είναι καλός ο βλαξ και βλαξ ο καλός. Όμως, είναι φανερό πως μια τέτοια θέση παραείναι από λυτη, Και, εν πάσει περιπτώσει, η αλήθεια της απομένει να αποδειχτεί, πράγμα που μάλλον δεν θα συμβεί. Μέχρι τότε οφείλουμε να δεχτούμε πως ένας αγράμματος, και μαζί βλαξ, δεν αποκλείεται καθόλου να είναι ένας πολύ καλός άνθρωπος, αν και ανυπόφορος σίγουρα. Γιατί από μόνη της η καλοσύ νη δε σημαίνει και πολλά πράγματα.Εκτός, βέβαια, κι αν εί μαστε καλοί χριστιανοί, οπότε η καλοσύνη, από μόνη της, γί νεται ύψιστο ιδανικό. Ωστόσο, τόσο καλοί χριστιανοί δεν υ πάρχουν πια ούτε στον ...Παράδεισο, και συνεπώς την καλοσύ νη πρέπει να την νοούμε μόνο σαν ένα ιδανικό κι όχι σαν ένα κοινό χαρακτηρολογικό δεδομένο. Λοιπόν, μπορεί να συναντήσει κανείς ένα πολύ καλό άνθρω πο που ωστόσο είναι και βλαξ και αγράμματος. Ενας τέτοιος άνθρωπος μπορεί να είναι κατάλληλος για υποψήφιος Ά γιος αλλά, σίγουρα, είναι πέρα για πέρα ακατάλληλος για ο,τιδήποτε σοβαρότερο και, κυρίως, ανθρωπινότερο. Το ξαναλέμε: Η καλοσύνη από μόνη της, χωρίς τα παραπληρώματα της εξυπνάδας και της γνώσης είναι πέρα για πέρα ανεπαρκής αλλά και βλαπτική τόσο για τον ίδιο τον καλό άνθρωπο ό σο και για τους γύρω του. Ά λλω σ τε δεν μας χρειάζονται "καλοί άνθρωποι", μας χρειάζονται "πλήρεις άνθρωποι". Δηλαδή καλοί, έξυπνοι και καλλιεργημένοι. Αυτό, όμως, εί ναι ένα άλλο ιδανικό, το ίδιο σπάνιο με την χριστιανική αγιό τητα που λέγαμε. Είναι ένα είδος αγιότητας νιτσαϊκής κατα γωγής. Δυάδα δεύτερη: Βλακεία και κακοήθεια. Από δω λείπει η τρίτη πλευρά του ισοσκελούς τριγώνου, η αγραμματοσύνη. Ώστε, λοιπόν, υπάρχουν "μορφωμένοι" που είναι και βλά-
κες και κακοήθεις; Σίγουρα. Εύκολα μπορούμε να συλ λάβου με την εικόνα ενός μορφωμένου που του λείπει τελείως το ήθος. Κι απ’ την Ελλάδα ειδικά δεν έλείψαν ποτέ οι "πεπαιδευμένοι" που έφτασαν εκεί που έφτα σαν "έρποντας, γλείφοντας και με τα κέρατά τους" μάλλον παρά με την παιδεία τους. Ό μως δύσκολα μπορούμε να συλλάβουμε την ει κόνα ενός μορφωμένου μεν, βλακός δε. Πρόκειται εδώ για κείνη την ειδική κατηγορία ανθρώπων που ονομά στηκαν προσφυέστατα "έξυπνοι βλάκες". Έξυπνοι γιατί τα εγκεφαλικά τους κύτταρα λειτουργούν κα λά (έχουν και μνήμη, και φαντασία, και αντιληπτική ικανότητα) και βλάκες διότι οι εγκεφαλικές τους λει τουργίες τελούνται ερήμην των πάντων και έξω από οποιοδήποτε "σύστημα αναφοράς" ή "πλαίσιο αναφο ράς", όπως λέμε αλλιώς τη "συγκρότηση" του χαρα κτήρα, τη συνοχή και τη συνέπεια της συμπεριφοράς, το ήθος που καθοδηγεί και υποβαστάζει τόσο την επί κτητη γνώση όσο και την κληρονομημένη εξυπνάδα. Μ’ άλλα λόγια η γνώση από μόνη της είναι δυνατόν να υπάρξει αλλά πρόκειται εδώ για μια γνώση μηχανι κή, απάνθρωπη, βάρβαρη, που δεν προϋποθέτει την εξυπνάδα παρά μόνο με την τρέχουσα χυδαία έννοια του IQ, δηλαδή της γρήγορης αντίληψης. Όμως, εξυπνάδα δεν είναι η γρήγορη αντίληψη. Ο Αϊνστάιν, π.χ., ήταν απελπιστικά "αργόστροφος", πράγμα που δεν τον εμπόδισε καθόλου να προχωρήσει αργά και σταθερά στις μεγαλειώδεις έρευνές-του. Εξυπνάδα είναι κατά τον Μπερξόν, η πλήρη και ισόρ ροπη λειτουργία του ενστίκτου, της διαίσθησης, του συναισθήματος και της νόησης. Σύμφωνα μ’ αυτόν τον ορισμό, που είναι και ο προς το παρόν πληρέστε ρος (η ψυχολογία αδυνατεί να δώσει σαφή ορισμό της εξυπνάδας) δε μπορεί να είναι έξυπνος ένας άνθρω πος με κολοβά ένστικτα, που αποτελούν την πρώτη βαθμίδα της γνωστικής λειτουργίας, με ανύπαρχτη διαίσθηση, που είναι μια γνωστική λειτουργία τοπο θετημένη λίγο πιο πάνω απ’ το ένστικτο, με στραπατσαρισμένα συναισθήματα που μας επιτρέπουν να κα ταλαβαίνουμε τον κόσμο με τρόπο νοητικό αλλά
εξαιρετικά "χυμώδη", και με νου που είναι π κορωνί δα της γνωστικής λειτουργίας και συνιστά την ειδο ποιό διαφορό του ζώου-άνθρωπος απ’ όλα τα άλλα ζώα, "Έξυπνοι βλάκες" λοιπόν, είναι αυτοί των οποίων η νόηση ξεκόπηκε απ' τις προηγούμενες βαθμίδες της γνωστικής λειτουργίας, που την υποβαστάζουν και που δημιουργούν τις "αρμονικές", όπως ο διαμορφωμένος μέσα στο κέλυφος της κιθάρας ήχος που βγάζουν οι χορδές και που είναι ήχος κιθάρας κι όχι άλλου έγχορ δου οργάνου, όχι γιατί έκπέμπεται απ’ τις αναγκαίες χορδές τις κιθάρας αλλά γιατί παίρνει τις αρμονικέςτου απ' το ειδικό για την κιθάρα κέλυφος που υποβα στάζει και τροποποιεί τον ήχο των χορδών. Πάρα πολ λοί άνθρωποι έχουν νοητικές χορδές αλλά δεν έχουν "κέλυφος" για ν’ αποχτήσει "αρμονικές" η σκέψη που βγάζουν. Το "πλαίσιο αναφοράς της γνώσης" είναι, λοιπόν, σαν το κέλυφος της κιθάρας: Χωρίς αυτό οι νοητικές "χορδές" γίνονται "κύμβαλα αλαλάζοντα". Δυάδα τρίτη: Αγραμματοσύνη και κακοήθεια. Από δω λείπει η τρίτη πλευρά του ισοσκελούς τριγώνου, η βλακεία. Κι αυτό σημαίνει πως ένας άνθρωπος μπο ρεί να είναι έξυπνος, και ταυτόχρονα αγράμματος και κακοήθης. Φυσικά, η εξυπνάδα εδώ δεν έχει καμιά σχέση με τον μπερξονικό ορισμό, που περιγράψαμε παραπάνω. Είναι μια "καθαρή" εξυπνάδα, προσδιο ρισμένη αποκλειστικά από βιολογικούς παράγοντες. Είναι, δηλαδή, μια "ξεκρέμαστη" οξεία αντιληπτική ικανότητα, που κάνει τον "έξυπνο" πολύ κατάλληλο για "ηγέτη" αλλά πέραν τούτου ουδέν. Η έξυπνη αγραμματοσύνη σε συνδυασμό με την κακοήθεια είναι το πιο επικίνδυνο απ’ τα τρία ζεύγη των Δυάδων της Συμφοράς. Είναι το ζεύγος που παράγει τον Ντίλιγκερ και τον Α λ Καπόνε, αλλά και τον Χίτλερ και όλα τα καθάρματα. Ό λο ι αυτοί είναι βλάκες αλλά μόνο με την μπερξονική έννοια. Με την τρέχουσα έννοια του IQ θα ήταν τεράστιο λάθος να τους αντιμε τωπίζουμε σα βλάκες. Ένας κοινωνικός μηχανισμός που ζητάει επίμονα ταχύτητα και άμεση αποτελεσματικότητα είναι φυσικό να κυοφορεί δικτατορίσκους, που θα "τεθούν επικε
φαλής" την κατάλληλη στιγμή, με μοναδικό προσόν το IQ, και συνεπώς την απανθρωπιά και τη βαρβαρό τητα, που μπορεί να επιβάλλει ο μονοσήμαντος και μο νοδιάστατα ευφυής. Ας δούμε, τώρα, πως λειτουργεί η Τριάδα της Ο λικής Συμφοράς, στην οποία ανήκουν αυτοί που είναι και βλάκες, και αγράμματοι, και κακοήθεις. Είναι φα νερό πως άνθρωποι αυτής της "ποιότητας" είναι εν τελώς ακατάλληλοι για ο,τιδήποτε, ακόμα και για "καθάρματα περιοπής". Είναι μόνο καθαρματάκια. Τέ τοιοι άνθρωποι δεν θα γίνουν ούτε "αρχηγοί", ούτε "αρχηγίσκοι", ούτε "άγιοι" ούτε καν υποδεκανείς στο στρατό, τον οποιοδήποτε στρατό. Τέτοιοι άνθρωποι σχηματίζουν τον λαπά της χύμα κακότητας, ανικανότη τας και αγραμματοσύνης, που διεισδύει παντού και διαβρώνει τα πάντα. Είναι τα μικρόβια των "κοινωνικών νόσων", τα αόρατα δια γυμνού οφθαλμού λόγω μι κρότητας, που γίνονται ορατά μόνο σε περιπτώσεις "επιδημιών" ή σε καταστάσεις "συσπειρώσεων". Πρό κειται για ανθρώπους πάρα πολύ κοντά στην κατάστα ση του ζώου — και ίσως αυτοί να είναι ο ελλείπων κρί κος ανάμεσα στο ζώο και τον άνθρωπο. Κατά κανόνα τούτοι οι άνθρωποι αποτελούν την ανθρώπινη "πρώτη ύλη" του φασισμού: Τα τυπικά χα ρακτηριστικά των οπαδών του φασισμού (όχι όμως και των φασιστών ηγετών και των οικονομικών υποστηριχτών-τους) είναι η βλακεία, η αγραμματοσύ νη και η κακοήθεια. Αν πάρουμε υπ’ όψιν πως ο Χίτλερ ήταν όντως "λαοπρόβλητος" (εκλέχτηκε νόμιμα) μπαίνει αυτόμα το το ερώτημα: Τί απογίνε τούτος ο ανθρωποπολτός μετά την συντριβή του ναζισμού; Μα, δεν απογίνε τί ποτα. Απλώς υπάρχει πάντα, όπως υπήρχε Kat πριν απ' τον Χίτλερ ή τον οποιοδήποτε κακοήθη "μαγνή τη" που συσπειρώνει εκάστοτε γύρω-του τούτα τα αν θρωπορινίσματα. Υπάρχει "χύμα" παντού στον κόσμο γιατί ο εκρηχηκός συνδυασμός της Τριάδας της Ο λικής Συμφοράς υπάρχει παντού στον κόσμο. Η βλα κεία, η αγραμματοσύνη και η κακοήθεια δεν είναι προνόμιο ούτε των Γερμανών ούτε των Ιταλών. Δεν
είναι προνόμιο κανενός λαού. Είναι η συνέπεια και το αποτέλε σμα του μη εξανθρωπισμού του ανθρώπου, κάτω από συνθή κες που μπορούν να επισημανθούν και που αν αλλάξουν, σίγουρα το μπλοκαρισμένο προτσές του εξανθρωπισμού θα συνεχιστεί. Ωστόσο, είναι τεράστιο λάθος να πιστεύουμε πως, όπως έ χουν σήμερα τα πράγματα, είναι αρκετό να γεννηθεί κανείς άνθρωπος για να δικαιούται αυτόν τον χαρακτηρισμό. Ο άν θρωπος γίνεται, δεν γεννιέται. Αυτό είναι το δίδαγμα του υπαρξισμού, αλλά και ο θεμέλιος λίθος της επιστήμης της παι δαγωγικής. Φυσικά δεν αναφερόμαστε εδώ στο βιολογικό γεγονός της γέννησης και της διαιώνισης του ανθρώπινου είδους, αλλά στο κοινωνικό γεγονός του εξανθρωπισμού. * Βέβαια, το ιδανικό χαρακτηρολογικό πρότυπο που προ τείνει ο Μπερξόν φαίνεται πολύ απόμακρο και πολύ δυσ πρόσιτο. Ωστόσο, όσο κι αν μοιάζει κυνικό, το σπάσιμο της Τριάδας της Ολικής Συμφοράς είναι ήδη μια πρόοδος. Ο μεγάλος κίνδυνος δεν προέρχεται απ' την ανισορροπία που ε πιβάλλουν οι Δυάδες, αλλά από την ζωοποίηση που υποβα στάζει την Τριάδα. Άλλωστε, δυο συμφορές είναι προτιμό τερες από τις τρεις, στην περίπτωση, φυσικά, που δεν μπορεί κανείς να διαλέξει απ' την αρχή το μπερξονικό χαρακτηρολογικό μοντέλο, όπου αυτά τα τραγικά διλήμματα καταργούνται. 13 Ιανουάριου 1985
3. Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΔΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ
Για ισότητα μιλάει όλος ο κόσμος — κι όλος ο κόσμος την αντιλαμβάνεται διαφορετικά. Η ισότητα υπάρχει στο πρό γραμμα όλων των κομμάτων, δεξιών και αριστερών — κι αυ τό σημαίνει πως υπάρχει μια ισότητα "δεξιά", μια ισότητα "αριστερή", μια ισότητα "κεντρώα" και μια σταθερή ισότη τα... στην ανισότητα. Η ισότητα είναι έννοια εξόχως ελαστική, που μπορεί να την τανύσει κανείς όσο θέλει και να την κάνει να χωρέσει παντού, ακόμα και στον Παράδεισο ή την Κόλαση, όπου, ως γνωστόν, επικρατούν "καθεστώτα" υποδειγματικά εξισωτικά. Η γνωστή έκφραση "όλοι βράζουμε στο ίδιο καζά νι" έλκει την καταγωγή της απ' τα δημοκρατικότατα καζάνια της Κόλασης, όπου η θερμοκρασία βρασμού της ανθρώπινης ψυχής είναι σταθερή για όλους τους αμαρτωλούς. Το πρόβλημα, λοιπόν, είναι να ξέρουμε περί ποιας ισότητας ομιλούμε, όταν ομιλούμε περί ισότητας. Γιατί οι άνθρωποι ο μιλούσαν διαφορετικά για την ισότητα ανά τους αιώνες, ανάλογα με το "πνεύμα της εποχής" και τις κοινωνικοοικο νομικές συνθήκες. Αλλωστε αυτή η περιλάλητη και θρυλι κή έννοια διαμορφώνεται πλήρως μόλις κατά τους ελληνι στικούς χρόνους, απ’ τους στωικούς φιλόσοφους. Βέβαια, απόψεις για την ισότητα θα βρούμε και στον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη, που και οι δυο είναι σαφώς υπέρ της ανι σότητας, ενώ όι σοφιστές, και πάνω απ' όλους ο Αντιφών, είναι σαφώς υπέρ της ισότητας. Όμως, το πρόβλημα δε φαί νεται να απασχολεί ιδιαίτερα τους Ελληνες της κλασσικής περιόδου, και εμφανίζεται με ένταση μόνο τότε που το μπέρ δεμα των λαών (κατά την ελληνιστική περίοδο) επιβάλλει
την επισήμανση ενός κοινού σημείου "αναγνώρισης" ανάμεσα σ'όλους, Έλληνες και βάρβαρους, δούλους και ελεύθερους. Αυτό το κοινό σημείο, που κάνει όλους τους ανθρώπους ί σους οι στωικοί το εντοπίζουν στο Λόγο, τη λογική, το νου: Αφού ο νους είναι που διαφοροποιεί τον άνθρωπο απ’ το ζώο, κι αφού "κοινό νου" έχουν όλοι οι άνθρωποι, πρέπει όλοι οι άνθρωποι να είναι ίσοι, στο όνομα της νοητικής τους ισότη τας, που βέβαια παραμένει αμφισβητήσιμη: Υπάρχουν άνθρωπου που έχουν μεγαλύτερη σχέση με το ζώον παρά με τον άνθρωπο, κι αυτό σημαίνει πως οι στωικοί, με την παροιμιώδη τους στωικότητα, ήταν μάλλον αφελώς αισιόδοξοι. Ά λ λωστε, τους διέψευσε η ίδια η Ιστορία: Η ανάπτυξη του νου, της γνώσης και της σοφίας δε μετακίνησε κατά κεραία προς τη λύση του το παλιό και πάντα επίκαιρο πρόβλημα της ανι σότητας. Μάλιστα, απ' τον 4ο μέχρι τον 17ο αιώνα ούτε λόγος να γίνεται για ισότητα. Πιο σωστά, ο λόγος που γινόταν ήταν λόγος επαναληπτικός του στωικού και του χριστιανικού λό γου περί ισότητας, και σε σπανιότερες περιπτώσεις λόγος σχολιαστικός πάνω στον "Επιτάφιο" του Περικλή, όπου απαντώνται οι έννοιες της "ισοτιμίας" και της "ισηγορίας": Η πρώτη σημαίνει "ίσος σεβασμός {τιμή) για όλους" τους Αθηναίους πολίτες, και η δεύτερη σημαίνει "ίση ελευθερία λόγου" για όλους τους Αθηναίους πολίτες. Ό σο για τους μη Αθηναίους πολίτες και τους άλλους "βάρβαρους" αυτοί δεν είχαν δικαίωμα στην ισοτιμία και την ισηγορία, που είναι πολύ περιορισμένες μορφές ισότητας, για πολύ λίγους ανθρώ πους. Είναι γνωστό πως ο στωικισμός προετοίμασε το έδαφος για το χριστιανισμό, αλλά δεν είναι και τόσο γνωστό πως οι περί ισότητας απόψεις του χριστιανισμού είναι παραλλαγή των αντιλήψεων των στυΐΗκών για το ίδιο θέμα. Ο μέχρι τον 4ο αιώνα πρώιμος χριστιανισμός τάσσεται κατηγορηματικά υπέρ της ισότητας. Αλλά, όπως και ο στωικισμός, την εξαρτά από ένα κοινό παρονομαστή, στη βάση της μαθηματικής αρχής "τα προς τον τρίτον ίσα και αλλήλοις ίσα". Το "τρί τον", στην περίπτωση, είναι ο Θεός: Είμαστε ίσοι γιατί όλοι είμαστε παιδιά του Θεού: Ό υ κ ένι Έλλην, ουκ ένι Ιουδαίος, ουκ ένι ελεύθερος, ουκ ένι δούλος, ουκ ένι άρσεν, ουκ ένι θήλυ" (Προς Γαλάτας τρίτη Επιστολή). Όλες αυτές οι δια
φορές καταργούνται για τον χριστιανισμό γιατί αυτό που προέχει είναι το κοινό γνώρισμα της θεϊκής μας καταγωγής, που είναι σαφώς ομόλογο με το κοινό γνώρισμα του κοινού νοός στους στωικούς. Ωστόσο, η παλιά χριστιανική ισότητα υπέστη ένα μεγάλο και ανεπανόρθωτο πλήγμα στο τέλος του 4ου αιώνα με τον Αγιο Αυγουστίνο και το περίφημο δόγμα του για τον "προο ρισμό", που βάζει οριστικά τέρμα στις στωικοχριστιανικές απόψεις για την ισότητα. Κατά τον Ά γ ιο Αυγουστίνο, λοιπόν, που τα εξαρτά όλα από την θεϊκή βούληση (αυτό περίπου ση μαίνει το δόγμα του για τον "προορισμό") η κοσμική ανισό τητα αποτελεί μέρος του θεϊκού σχεδίου, της θεϊκής τάξης πραγμάτων, και έχει τη ρίζα της στην πτώση των πρωτόπλα στων, και το πανάρχαιο αμάρτημά τους. Ο Θωμάς ο Ακινάτης θα συμφωνήσει κι αυτός με τον Αυγουστίνο, δηλαδή θα αρνηθεί κι αυτός την ισότητα. Που αργότερα, με τον Καλβίνο, θα γίνει κατάσταση μόνιμη, αιώνια και σταθερή, σαν το Θεό. Κατά τον Καλβίνο, που ο καπιταλισμός του χρωστάει πάρα πολλά, όπως λέει ο Μαξ Βέμπερ, οι ανθρώπινες ανισότητες δεν μπορούν να θεραπευτούν με τίποτα. Η συμβολή του χρι στιανισμού στην εδραίωση της πεποίθησης πως η φτώχεια και ο πλούτος είναι "απ' το Θεό" εξηγεί και την αντιδραστικότητα της εκκλησίας, απ’ τον 4ο αιώνα και μετά. (Ο πρώιμος χριστια νισμός, μέχρι τον 4ο αιώνα, απέχει πάρα πολύ απ' τον κατοπι νό χριστιανισμό, δηλαδή απ' τον χριστιανισμό που έγινε εξου σία και ταύτισε τη μοίρα του με τη μοίρα των οικονομικά ισχυρών). Ωστόσο, πρέπει να υπογραμμίσουμε το γεγονός ιΐως η άπο ψη της Ορθοδοξίας για την ισότητα βρίσκεται πιο κοντά στα πρώτα χριστιανικά δόγματα, αν και δεν ταυτίζεται απολύ τως μ’ αυτά. Για την Ορθοδοξία, λοιπόν, ο χριστιανισμός υ πάρχει, μεταξύ άλλων και για να καταπολεμά τις συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος, στις οποίες εντάσσεται και η ανισότητα. IVT άλλα λόγια, αν μετανοήσουμε ειλικρινά κι αν κάνουμε την προσευχή μας πιο θερμή, θα μειώσουμε, αν δεν εξαφανίσουμε εντελώς την ανισότητα, πράγμα που, ως γνωστόν, δε συνέβη προς το παρόν παρά την πληθώρα των ένθερμων πιστών που δεν έπαψαν να προσεύχονται "υπέρ πεινόντων και διψόντων, υπέρ της σωτηρίας του σύμπαντος κόσμου" κλπ. κλπ.
Ο τίμιος Ά γιο ς Φρανκίσκος, "ο φτωχούλης του Θεού", είναι ο μόνος σπουδαίος χριστιανός που δεν στρεψοδίκισε απέναντι στο τεράστιο και πανάρχαιο πρόβλημα της ανισό τητας. Κατά τον Ά γ ιο Φρανκίσκο και τους ψρανκισκανούς καλόγερους οι εναλλακτικές λύσεις για έναν χριστιανό απέ ναντι στην ανισότητα, αλλά και τις άλλες συμφορές αυτού του κόσμου είναι τρεις: Είτε αποδέχεσαι το κοινωνικό στάτους και συμβιβάζεσαι, πράγμα που είναι ο κανόνας για τους περισσότερους χριστιανούς, είτε την κοπανάς σ' ένα μο ναστήρι κι αφήνεις τους παλαβούς να μαλλιοτραβιόνται, είτε παραμένεις κοσμικός και επαναστατείς ενάντια στην αδι κία. Και δεν είναι λίγοι οι χριστιανοί που ακολούθησαν την τρίτη φανκισκανή υπόδειξη. Δεν είναι λίγοι οι καλοί χριστια νοί που άρπαξαν τα όπλα και χτύπησαν τους αρπαγές και τους εκμεταλλευτές, που στο όνομα μιας "μετά θάνατον" ισότητας στον άλλον κόσμο, ρήμαξαν τούτον τον κόσμο. Η Αναγέννηση με τον άκρατο ατομοκεντρισμό της, είναι εχθρική προς κάθε μορφή ισότητας. Ο καπιταλισμός, που τώρα κάνει την θριαμβευτική του εμφάνιση στο προσκήνιο της Ιστορίας, δεν θα ήταν σε θέση να στεριώσει χωρίς το πά ντα ισχύον σύνθημα "ο σώζων εαυτόν σωθήτω", που θα μπο ρούσε να είναι το σήμα κατατεθέν του. Όμως, τον 18ο αιώνα τα πράγματα αλλάζουν. Η πίστη στην παντοδυναμία της επιστήμης γίνεται κυρίαρχη. Και η επιστή μη διδάσκει πως όλα σ' αυτό τον κόσμο γίνονται βάσει φυ σικών ή κοινωνικών νόμων. Κι ένας απ' αυτούς τους νόμους λέει πως όταν αλλάζουν οι εξωτερικές συνθήκες αλλάζουν και τα γεγονότα. Συνεπώς, οι άνθρωποι μπορούν να γίνουν ίσοι όταν εκλείψουν οι συνθήκες που τώρα τους κάνουν άνισους. Και οι συνθήκες δεν αλλάζουν με προσευχές αλλά με δράση, βάσει σχεδίου. Το μεγάλο σύνθημα του 18ου αιώνα "όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ίσοι" είναι και επιστημονικά τεκμη ριωμένο. Η Αμερικάνικη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας το 1776 και η Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (της Γαλλικής Επανάστασης) το 1789 στηρίζονται στην ακλόνητη, πια, πε ποίθηση πως όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ίσοι. Όμως, δε λεν τίποτα πως συμβαίνει και τελικά στην εκ γεννετοίς ισό τητα έρχεται και μπολιάζεται η επίκτητη ανισότητα. Αυτό το πρόβλημα θα απασχολήσει επίμονα τον Μαρξ, που θα προσπα
θήσει να δώσει μια απάντηση, που δεν γίνεται εύκολα αποδε κτή απ' όλους, γιατί δεν είναι βολικό να ξέρεις πως η ισό τητα μπορεί να επεκταθεί με έλλογη δράση και πέρα από το στάδιο της κυοφορίας μας στην κοιλιά της μάνας μας. Δεν είναι αρκετό να ξέρουμε πως όλα τα έμβρυα είναι ίσα. Πρέπει και να μάθουμε γιατί όλοι οι γέροι δεν είναι ίσοι, και επιπλέον γιατί μερικοί επιμένουν στην ανισότητα ακόμα και στα τελευ ταία δευτερόλεπτα της ζωής τους, τότε που ετοιμάζονται να κάνουν το μεγάλο άλμα στη ριζική ισότητα του θανάτου. Αυτά θα μας τα μάθει ο Μαρξ, και κάποιοι θα τον μισήσουν θανασίμως ακριβώς γιατί δεν τους άφησε στην μακάρια πλά νη της εκ γεννετοίς ισότητας που μετατρέπεται, περιέργως πώς, σε ενήλικη ανισότητα. Ακόμα και η περίφημη Διακή ρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ το 1948 μένει επίμονα προσκολλημένη στην εκ γεννετοίς ισότητα και ποιεί την νήσσαν για τα ουσιαστικά αίτια της ανισότητας, που μέ νουν ίδια κι απαράλλαχτα από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι τις μέρες-μας. Παρά το γεγονός πως ο φιλελευθερισμός αναγνωρίζει την ,Αβότητα των νηπίων χωρίς να έχει να πει πολλά πράγματα για την ‘βνισότητα των ενηλίκων, έκανε ωστόσο μια πολύ σημα\Αήκή πρόοδο σε σχέση με τις πριν τον 18ο αιώνα απόψεις των κυρίαρχων τάξεων περί ισότητας. Γιατί, πριν απ’ τον 18ο αιώνα ήταν πάρα πολλοί αυτοί που πίστευαν πως οι άνθρωποι δε γίνονται αλλά γεννιούνται άνισοι, πράγμα που απορρέει με λογική συνέπεια απ’ το δόγμα του Αγίου Αυγουστίνου περί "προορισμού": Όποιος είναι προορισμένος απ' τον Θεό να γίνει πλούσιος θα γίνει πλούσιος, κι όποιος είναι προορι σμένος να μείνει φτωχός, θα μείνει φτωχός, και δεν πρέπει να παραπονιέται καθόλου για τη δύσκολη μοίρα του, γιατί "έτσι το θέλησε ο Θεός". Βέβαια, το περίφημο δόγμα του "προορισμού" έχει και τα καλά του, αλλά αυτά είναι μόνο ψυχολογικής τάξεως: Ο φτωχός μπορεί να πεθάνει με το χαμόγελο στα χείλη, γιατί "αυτός είναι που θα κληρονομήσει τη βασιλεία των ουρανών". Ό σο για την βασιλεία της γης, τούτη την κληρονομούν πάντα οι πλούσιοι, που έχουν το πρόσθετο πλεονέκτημα να μη χά νουν και τη βασιλεία των ουρανών, εφόσον, βέβαια, δεν ξε χνούν και τα πνευματικά τους καθήκοντα εξαιτίας των υλι κών καθηκόντων, με τα οποία τους επιφόρτισε τόσο ο μπα-
μπας που κληρονόμησαν όσο κι ο Θεός που "έται θέλησε". Μονά, ζυγά, όλα δικά τους. Ά λλωστε η νυχτερινή προσευχή του πλούσιου μπορεί να έχει υπναγωγικό αποτέλεσμα, πράγμα που ο Καλβίνος δεν το δήλωνε, βέβαια, καθαρά αλλά το εν νοούσε σίγουρα όταν συνιστούσε στους πλούσιους να προσεύ χονται ταχτικά και με θέρμη, αν δεν θέλουν να χάσουν τον πλούτο τους από μια θεϊκή δυσαρέσκεια που, από εμπορικής απόψεως, δεν είναι καθόλου σκόπιμο να την προκαλεί κανείς. Άλλωστε, σε κάθε καινούρια βιομηχανική ή εμπορική επιχεί ρηση, εξαρχής προορισμένη για την εκμετάλλευση, γίνεται αγιασμός, ακόμα και στις μη καλβινικές μέρες μας, προκειμένου να εξασφαλιστεί η θεϊκή εύνοια, στην περίπτωση που ο "προορισμός" δεν είναι ακόμα σαφώς δηλωμένος. Μ' άλλα λόγια, οι έμποροι που εκδίωξε κάποτε ο Χριστός απ' το Ναό, τρύπωσαν στους δικούς τους ναούς πούναι τα "μαγαζιά" τους κι έτσι, αντί να παν αυτοί στο Θεό, έρχεται ο Θεός σ' αυτούς, κατά τον αγιασμό. Και το δούναι λαβείν συνεχίζεται ανάμεσα σε ανθρώπους και ανθρώπους, ανθρώπους και Θεούς, Θεούς και ανθρώπους. Ο Καλβίνος θριάμβευσε και "καπέλωσε" ό λους τους άλλους ιστορικούς εκκλησιαστικούς ηγέτες, μηδέ του εκπληκτικού για τις προοδευτικές του ιδέες, όπως θα λέγαμε σήμερα, Ιωάννου του Χρυσόστομου, που είχε από ψεις περί ισότητας εντελώς συναρπαστικές. Ό μω ς το χρυσότου στόμα δεν βοήθησε σε τίποτα την κατάσταση, γιατί τούτη η άθλια κατάσταση δεν αλλάζει με λόγια. Πρέπει να επισημανθούν τα πολύ συγκεκριμένα και πολύ υλικά αίτια της ανισό τητας προκειμένου να διορθωθεί το κακό. Θα τα δούμε αυτά τα αίτια την μεθεπόμενη Κυριακή. Ενώ την επόμενη θ' ασχοληθούμε με τις πολλές και ποικίλες φιλελεύθερες απόψεις περί ισότητας, που είναι τόσες πολ λές ώστε ο καθένας να μπορεί να παίρνει αυτήν που ταιριάζει στα μέτρα του, ή στον "προορισμό" του, για να μην ξεχνάμε και την θεολογική εκδοχή του προβλήματος που, όπως κα ταλαβαίνουμε, δεν είναι και τόσο θεολογικό. Ας είναι καλά ο Ά γ ιο ς Αυγουστίνος που φρόντισε να "αποπνευματώσει" τα πεζά πράγματα του μέχρι απελπισίας πεζού κόσμου μας. Σήμερα, θεωρήσαμε σκόπιμο να κάνουμε μια γρήγορη α ναδρομή στην ιστορία της πιο σπουδαίας έννοιας της.κοινωνιολογίας και της πολιτικής οικονομίας, την ισότητα, που φα-
ντάζει μυθική και απρόσιτη έτσι που κυκλοφορεί στον υπερπέραν, όπου την τοποθέτησε ο καλός μας 'Αγιος Αυγουστίνος. 20 Ιανουάριου 1985
4. ΟΙ ΕΞΙ ΙΣΟΤΗΤΕΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ
Όταν μιλούμε για ισότητα πρέπει να αποσαφηνίζουμε πε ρί ποιας ακριβώς ισότητας μιλούμε. Γιατί η ισότητα δεν είναι μία. Οι ισότητες είναι ...έξι. Έτσι οι πονηροί μπορούν να χρη σιμοποιούν μία κάθε μέρα της βδομάδας, και την Κυριακή μπορούν να μην χρησιμοποιούν καμία. Οι έξι παραλλαγές της ισότητας είναι οι παρακάτω: 1.Ισό τητα απέναντι στον νόμο, 2.Πολιτική ισότητα, 3.Ισότητα ευ καιριών, 4.Κοινωνική ισότητα, δ.Φυλετική ισότητα, και 6.0ικονομική ισότητα. Για τον μαρξισμό, οι πέντε πρώτες μορφές ισότητας είναι παράγωγες της έκτης. Και αυτό σημαίνει πως όταν δεν υπάρχει οικονομική, οι άλλες μορφές ισότητας δύ σκολα θα μπορούσαν να ευδοκιμήσουν για πολύ χωρίς τον συνεχή καταναγκασμό. Ωστόσο, ο μαρξισμός δεν απορρίπτει τις πέντε πρώτες μορφές ισότητας. Αντίθετα, δίνοντας την προτεραιότητα στην έκτη, αυτό που επιδιώκει βασικά είναι να αποκτήσουν ουσιαστικό περιεχόμενο οι πέντε πρώτες. Για τί, στην αστική σκέψη, κάθε μορφή ισότητας συνιστά κι ένα διαφορετικό πεδίο αγώνων, κι αυτός ο κερματισμός δεν επιτρέπει τη συγκέντρωση των δυνάμεων για το χτύπη μα του κακού στη ρίζα του. Με την έκτη και κύρια μορφή ισότητας, την οικονομική θ' ασχοληθούμε την επόμενη Κυριακή. Σήμερα θα περιορι στούμε στις πέντε πρώτες, γύρω από τις οποίες περιστρέ φεται σταθερά η αστική μεγαλοθυμία, η χριστιανική φιλαν θρωπία, και τα "καλά αισθήματα" των "πεφωτισμένων", που είναι τόσο καλά όσο το επιτρέπουν τα φώτα τους και, κυρίως, το πορτοφόλι τους: Είναι φανερό πως όσο περισ-
σότερα έχει κανείς, τόσο λιγότερο πρόθυμος γίνεται να τα μοιράσει με άλλους, και συνεπώς τόσο απομακρύνεται από τον ισοτικό πυρήνα, που είναι η οικονομία "σε τελική ανάλυ ση", όπως λέει ο Αλτουσέρ. Η ισότητα απέναντι στον νόμο είναι η πιο παλιά μορφή ισότητας, και σαν αίτημα εμφανίστηκε κατ’ αρχήν στην Α γ γλία τον 17ο αιώνα, ενώ την οριστική μορφή του την πήρε στη Γαλλία του 18ου αιώνα. Μέχρι τον 17ο αιώνα γινόταν σύγ χυση ανάμεσα στην ισχύ του νόμου και την ισχύ του νομοθέτη. Μ’ άλλα λόγια ο νομοθέτης ήταν ο νόμος, κι αυτό σημαίνει πως ο λόγος του νομοθέτη ήταν νόμος. Δεδομένου, τώρα, πως νομοθέτης ήταν πάντα ο άρχοντας ή ένας πιστός υπηρένόμός ήταν ο λόγος του ισχυρού άρχοντα. Έχουμε δηλαδή εδώ μια παραλλαγή του πανάρχαιου "νόμου του ισχυ ρότερου". Χρειάστηκαν αγώνες δυο αιώνων για να γίνει ο νόμος απρόσωπος, και συνεπώς να ισχύει "αμερόληπτα" για όλους, ακόμα και για τον νομοθέτη που τον έφτιαξε. Ό μως, κάτι τέτοιο δεν είναι πάντα δυνατό στην αστική δικαιοσύνη. Ό χ ι μόνο γιατί κάποιες "αδυναμίες" των δι καστών, κυρίως οικονομικής φύσεως, συνεχίζουν να παίζουν το ρόλο τους, αλλά κυρίως διότι η δικαιοσύνη παραμένει τα ξική: Τους νόμους δεν τους φκιάχνει, τώρα, το ισχυρό πρό σωπο, αλλά η ισχυρή τάξη, που κηδεμονεύει και ελέγχει τις ασθενέστερες. Βέβαια, πρόκειται για μια πρόοδο σε σχέση μ' αυτό που συνέβαινε πριν απ’ τον 17ο αιώνα: Ά λ λ ο είναι να σε δυναστεύει ένας άνθρωπος κι άλλο να σε δυναστεύει μια τάξη. Δηλαδή, πάρα πολλοί άνθρωποι!! Κι ακριβώς για τί είναι πολλοί αυτοί που μας δυναστεύουν μέσα απ' τον απρό σωπο νόμο, έχουμε την τάση να ξεχνούμε τί κρύβεται πίσω του! Κρύβεται η παλιά δύναμη του άρχοντα πολλαπλασιασμένη, και,γιαυτό επιμερισμένη σε πάρα πολύ περισσότερα του ενός άτομα: Σ ’ όλους εκείνους που ανήκουν στην ιθύνουσα τάξη. Συνεπώς -"ισότητα απέναντι στον νόμο" σημαίνει ισότη τα απέναντι στη θέληση της ισχυρότερης τάξης, που φκιάχνει τους νόμους στα μέτρα-της. Παρόλο που η ισότητα απέναντι στο νόμο είναι μια λίγο ως πολύ ψευδής ισότητα, είναι ωστόσο μια πολύ σπουδαία κοινωνική κατάχτηση. Για τί δίνει τη δυνατότητα στο δικηγόρο να ασκήσει τη ρητορικήτου δεινότητα, στον εισαγγελέα να κάνει μια έξοχη αγό ρευση και στους δικαστές να ασκήσουν τη μεγαλοθυμία τους.
Η πολιτική ισότητα είναι πιο πολύπλοκη και πιο ενδιαφέ ρουσα. Πολιτική είναι η ισότητα που θα μπορούσε να στηρί ζεται στο σύνθημα "ένας άνθρωπος, μια ψήφος". Πρόκειται για το περίφημο αίτημα της "καθολικής ψηφοφορίας" που άργησε πολύ να εφαρμοστεί, και που σε μερικές αστι*£ς δη μοκρατίες εξακολουθεί να μην εφαρμόζεται, πλήρως. Δεν εί ναι λίγες οι χώρες όπου οι γυναίκες εξακολουθούν να μην έχουν δικαίωμα ψήφου. Στην πολιτική ισότητα όλοι οι πολίτες μιας χώρας αισθά νονται ίσοι μια φορά στα τέσσερα χρόνια, ή σε άλλα τακτά ' διαστήματα. Τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου, ή των χρό νων, παραμένουν άνισοι. Ό μως, άνισοι παραμένουν και τη στιγμή που ασκούν το "υπέρτατο δικαίωμά" τους: Είναι πολύ σοβαρό να εκλέγεις τον αντιπρόσωπό σου στο Κοινοβούλιο, αλλά είναι ακόμα πιο σοβαρό ο αντιπρόσωπος να αντιπροσω πεύει εσένα κι όχι τον αρχηγό, ή τους χρηματοδότες του κόμ ματος. Γιατί σε μια τέτοια περίπτωση η "αντιπροσωπευτική δημοκρατία" γίνεται μύθος πολύ κατάλληλος για αφελείς, αλλά πέρα για πέρα ακατάλληλος για νοήμονες. Ωστόσο, η πολιτική ισότητα ήταν και παραμένει κι αυτή μια πολύ σπουδαία κοινωνική κατάχτηση. Τουλάχιστον τώ ρα υπάρχει ένα Κοινοβούλιο, όπου οι αντιπρόσωποι βουλεύονται (σκέφτονται κι αποφασίζουν) από κοινού. Και, βέβαια, άλλο πράγμα είναι να σκέφτεται και ν' αποφασίζει ένας κι άλλο να σκέφτονται και ν' αποφασίζουν, ας πούμε τριακό σιοι, επιμερισμένοι σε κόμματα που αντιπροσωπεύουν διαφο ρετικές τάξεις, ή κοινωνικά στρώματα, που τώρα πια συγ κρούονται και εντός του Κοινοβουλίου. Αλλωστε, .πόσο σοβαρή υπόθεση είναι η πολιτική ισότητα γίνεται φανερό κι απ' τον πεισματικό αγώνα της συντήρησης να ψηφίζει εκλο γικούς νόμους όσο γίνεται λιγότερο αντιπροσωπευτικούς. Η ανόθευτη "απλή αναλογική" δε βολεύει την άσκηση εξου σίας απ' τους λίγους, γιατί ακριβώς είναι αναλογική: Οι τά ξεις και τα κοινωνικά στρώματα αντιπροσωπεύονται στο Κοι νοβούλιο κατά ποσοστιαία αναλογία, κι αυτό δε βολεύει καθόλου την ολιγαρχία, δηλαδή την αρχή (την εξουσία) των ολίγων, που όσο λιγότεροι είναι τόσο το καλύτερο για την ιθύνουσα τάξη, που έχει την ακατάσχετη τάση να μην απομα κρύνεται πολύ απ' την "ενός ανδρός αρχή". Είπαμε, πολιτική ισότητα, αλλά όχι και να καταντήσουμε ...λαοκρατία!! Έ-
χει και η πολιτική ισότητα τα όριά της. Και τούτα τα όρια, τα ορίζει πάντα η ιθύνουσα τάξη κατά τα κέφια της, ή μάλ λον τα συμφέροντά της. Η τρίτη μορφή ισότητας, είναι η ισότητα ευκαιριών, που σαν αίτημα εμφανίστηκε μόλις τον 19ο αιώνα κι έγινε με ενθου σιασμό δεκτό απ’ την αστική τάξη. Άλλω στε, ολόκληρος ο αστικός φιλελευθερισμός στηρίζεται πάνω σ’ αυτή τη μορφή ισότητας. "Ισότητα ευκαιριών", λοιπόν σημαίνει αυτό που δη λώνει ο όρος: Να έχουν όλοι τις ίδιες ευκαιρίες να γίνουν ό,τι θέλουν, να κάνουν ό,τι θέλουν, και κανείς να μην μπαίνει εμ πόδιο στις επιθυμίες τους. Εννοείται πως, η έννοια "ευκαιρία" περιορίζεται εδώ στον αυστηρά οικονομικό τομέα. Πιο απλά αυτό σημαίνει πως όλοι πρέπει να έχουμε τις ίδιες ευκαιρίες να γίνουμε εκατομμυριούχοι. Και, πράγματι, τις έχουμε: Δεν έχουμε παρά να στραγγαλίσουμε το ήθος μας και να υιοθετήσουμε το σύνθημα "ο σώζων εαυτόν σωθήτω". Και να ριχτούμε στον "αγώνα" της μεθοδευμένης απάτης και της νομότυπης κλοπής. Ό μως, ποιος τους είπε, αυτούς τους καλούς κυρίους, πως όλος ο κόσμος είναι έτοιμος να στταταλήσει τη ζωή του κυνηγώντας ευκαιρίες να κάνει λεφτά; Και τί θ' απογίνουν όσοι δεν είναι ...σπόρτσμαν και δεν τους αρέ σει το κυνήγι, μηδέ του κυνηγιού του χρήματος εξαιρουμένου; Γιατί θάπρεπε να γίνουμε όλοι κυνηγοί κεφαλών, (Των κεφα λών των οικονομικά αντιπάλων μας). Λοιπόν, τί νόημα έχουν οι "ίσες ευκαιρίες" για ανθρώπους μη ευκαιριακούς που παίρ νουν τη ζωή τους στα σοβαρά τόσο ώστε να μην την χαραμί ζουν βάζοντάς την στην υπηρεσία της υπέρτατης ανοησίας της επιθυμίας για πλουτισμό; Όμως αν δεν έχουμε μια τέτοια επιθυμία, πως 'θα ζήσουμε μέσα σ’ ένα σύστημα που στηρίζεται σχεδόν εξολοκλήρου σ’ αυτή την επιθυμία; Αλλά τί να τις κάνω έγω τις "ίσες ευκαι ρίες" για πλουτισμό, αφού τα ενδιαφέροντά μου ουδεμία σχέ ση έχουγ μ’ αυτές τις χαζομάρες; Ξέρω παρ’ όλα ταύτα πως με μια τέτοια "αντιοικονομική" νοοτροπία κινδυνεύω να πεθάνω στην ψάθα. Και ειδικότερα στην ψάθα του φρενοκομείου. Γιατί στο τέλος θα τρελλαθούμε όλοι εμείς που αδιαφορούμε για το χρήμα χωρίς να το περιφρονούμε, γιατί ξέρουμε πόσο χρήσιμο πράγμα είναι. Ό μως, πως θα το αποχτήσουμε, χω ρίς να στηρίξουμε όλες τις ελπίδες μας στο λαχείο, αυτό το φριχτό εμπόριο της ανθρώπινης ελπίδας για μια ανετότερη
ζωή; Εκτός απ’ τα παραπάνω, που ερείζονται σε κάποιες φ ιλο σοφικές, θα λέγαμε αρχές, η ισότητα των ευκαιριών καθί σταται αίτημα διαβλητό και από λόγους καθαρά και τυπικά πραχτικούς: Κατά ποια λογική ο γιός του εκατομμυριούχου και ο γιος του θυρωρού, ας πούμε, έχουν τις ίδιες ευκαιρίες · να γίνουν πλούσιοι; Μα ο γιος του εκατομμυριούχου είναι ή δη πλούσιος εκ γεννετοίς. Και σε μια οικογένεια κληρονόμων οι θετικές ευκαιρίες κληρονομούνται. Μεταβιβάζονται μαζί με την περιουσία που απόχτησε κάποιος πρόγονος, τρέχα γύρευε ποιες ευκαιρίες εκμεταλλευόμενος. Η ισότητα των ευκαιριών θα είχε κάποιο νόημα αν όλοι έτρεχαν εξ αρχής μαζί, όπως οι δρομείς στο στάδιο. Όμως, τώρα ο καθένας τρέχει απ' τη δική-του αφετηρία. Γιαυτό και μπουρδουκλώνονται και γί νονται μαλλιά κουβάρια τρέχοντας προς το ίδιο για όλους τέρμα: τον τάφο. Λοιπόν, το "ίδιες ευκαιρίες για όλους" εί ναι σύνθημα για ανόητους και αφιλοσόφητους, αν όχι για δό λιους και απατεώνες. Η τέταρτη παραλλαγή της αστικής αντίληψης για την ισό τητα, είναι η περίφημη "κοινωνική ισότητα". Εδώ, η έννοια της ισότητας επιμερίζεται σε πάρα πολλές "ειδικές" ισότητες. Ισότητα των φύλων, ισότητα των δικαιωμάτων, ισότητα των υποχρεώσεων, ισότητα των ηλικιών, κλπ. κλπ. Όλες αυτές οι κατατμημένες ισότητες είναι, βέβαια, εξαιρετικά πολύτιμες για την πολύτιμη έννοια της "κοινωνικής δικαιοσύνης". Κι αλίμονο αν σταματήσει ο αγώνας για την κατάχτησή τους, ή την εδραίωσή τους. Σίγουρα, έχουν γίνει τεράστια βήματα προς την κατεύθυνση της κοινωνικής ισότητας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο κυρίως. Όμως, όλες αυτές οι μερικές καταχτήσεις είναι προσωρινές λύσεις, που για να γί νουν σταθερότερες χρειάζεται μια διαρκής επαγρύπνηση. Ό χι μόνο γιατί ο φασισμός, που απεχθάνεται την κοινωνική ισότητα, είναι πάντα μια υπαρκτή απειλή, αλλά και διότι τα αστικά κόμματα θα έπαυαν να είναι αστικά αν ειλικρινά υιο θετούσαν την αρχή της κοινωνικής ισότητας, που ήταν ένα από τα κύρια αιτήματα της μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης. Ωστόσο, η κοινωνική ισότητα παραμένει απαίτηση ιδεαλιστική και λιγάκι πλατωνική, όταν τα αίτια της κοινωνικής ανισό τητας παραμένουν αμετακίνητα. Και τα αίτια αυτά είναι οι κονομικά, σε τελική ανάλυση. (Η αλτουσερική πρόταση
"σε τελική ανάλυση" γίνεται ολοένα και περισσότερο ανα γκαία, γιο να μην εκπέσει ο μαρξισμός σε έναν χυδαίο οικονομισμό, που, φυσικά, δεν ήταν στις προθέσεις του Μαρξ και των κλασικών του μαρξισμού). Σε τελική ανάλυση, λοιπόν, η οικονομική ισότητα είναι κοινωνική ισότητα. Μόνο που τώ ρα η ασαφής και κερματισμένη έννοια της κοινωνικής ισότητας αποχτά συγκεκριμένο περιεχόμενο, και τα αίτια της κοινωνι κής ανισότητας προσδιορίζονται με σαφήνεια. Η πέμπτη μορφή ισότητας, είναι η φυλετική ισότητα, που εμφανίζεται σαν αίτημα τον 19ο αιώνα. Μέχρι τότε θεωρού νταν σχεδόν αυτονόητο πως υπάρχουν ανώτερες και κατώ τερες ράτσες. Και δεν είναι λίγοι αυτοί που και σήμερα, χω ρίς να δηλώνουν καθαρά*τον ρατσισμό τους τον αφήνουν να λανθάνει πίσω από κάθε, "εθνική" τους ενέργεια. (Ο εθνικι σμός και ο ρατσισμός έκαμαν πάντα καλή παρέα και ο διασημότερος "μελετητής" του ρατσισμού, ο Γκομπινώ δεν ξε χωρίζει σαφώς τις δυο έννοιες). Απορεί κανείς που ακόμα υπάρχουν άνθρωποι που πι στεύουν στην "καθαρότητα του αίματος" και άλλες τέτοιες φασιστικές αηδίες. Σε μια εποχή γενικευμένης νοθείας, η κα θαρότητα του αίματος είναι αυτή που μας μάρανε!! Λοιπόν, τούτη η "καθαρότητα" κρύβει πάντα μια βαθιά ακαθαρ σία, μια βρωμιά που κανένα "εθνικό" αποσμητικό δεν μπορεί να την κρύψει. Δεν σας κάνει εντύπωση που τα τριάντα τοις εκατό των νεοελλήνων πείστηκαν κατά το δημοψήφισμα πως ο βασιλιάς είναι ικανότερος από άλλους να επιβλέψει την τήρηση του Συντάγματος, για μόνο το λόγο πως είναι βασιλιάς, δηλαδή άνθρωπος "ειδικής ποιότητας" καθορισμένης απ’ την ιδιαιτε ρότητα του αίματος του, που είναι (κοίτα πλάκα!) γαλάζιο, Λοιπόν, τί είδους σχέση με την ισότητα μπορούν να έχουν άνθρωποι που δεν είναι σε θέση ,να ξεχωρίσουν το κόκκινο απ’ το μπλε, και που προσθέτουν μπλε μπογιά ακόμα και στο αίμα; Ή απέγινσν τα τριάντα τοις εκατό των νεοελλήνων που πριν από λίγα χρόνια πίστεψαν στην "ενός ανδρός γαλά ζια αρχή"; Μήπως είναι αυτοί που αργότερα αποτέλεσαν τη "γαλάζια γενιά"; Μήπως ακόμα η "γαλάζια γενιά" και τα "πράσινα άλογα" έχουν σαν κοινό δεδομένο το άλογον; Α λ λά η ισότητα δεν είναι ούτε άλογη ούτε άλογο, για να το καβαλάει κανείς και να κάνει σεργιάνι στα απέραντα λιβάδια
- της ατέλειωτης μωρίας. 27 Ιανουάριου 1985
5. ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑΣ
Για να υπάρχει μια απαίτηση για ισότητα, πρέπει να προϋ πάρχει μια κατάσταση ανισότητας που δεν θεωρείται φυσιο λογική και γιαυτό ακριβώς πρέπει να διορθωθεί. Στην έννοια της ανισότητας, λοιπόν, περιλαμβάνονται όλες οι διαφορές ανάμεσα στους ανθρώπους, που προέρχονται από τρεις γενι κές αιτίες: Από διαφορές που επιβάλλει η διαφορετική ταξι κή τοποθέτηση. Από διαφορές που επιβάλλει η διαφορετική κοινωνική κατάσταση. Και από διαφορές που συνεπάγεται η δύναμη. Υπάρχει μια στενή σχέση ανάμεσα σ’ αυτά τα τρία γενικά αίτια της ανισότητας και το ένα μπορεί να προκαλέσει το άλλο. Ωστόσο, οι μελετητές τα ξεχωρίζουν γιατί η σχέ ση ανάμεσα στα τρία αίτια δεν είναι σταθερή. Η ταξική τοπο θέτηση δεν προηγείται αναγκαστικά, κι αυτό παρά το γεγονός πως και τα άλλο δυο αίτια, η κοινωνική κατάσταση και η δύ ναμη διαφοροποιούν την ταξική τοποθέτηση τόσο, που ο μαρ ξισμός να κεντρώνει τον ενδιαφέρον του μόνο στην ταξική τοποθέτηση, χωρίς ωστόσο να διαγράφει και τα δυο άλλα αί τια που τα θεωρεί παράγωγα της ταξικής τοποθέτησης. Ε μείς εδώ θα δούμε αυτά τα τρία αίτια χωριστά, προκειμένου να αντιληφτούμε καλύτερα τους κοινωνικούς μηχανισμούς που δημιουργούν την κοινωνική ανισότητα. Η ταξική μας τοποθέτηση προσδιορίζεται, βασικά, απ’ τη θέση μας στην παραγωγή, απ' το αν είμαστε δηλαδή εκμε ταλλευτές ή εκμεταλλευόμενοι. Στο καπιταλιστικό κοινωνικό σύστημα υπάρχουν δυο κύριες τάξεις, οι αστοί και οι προ λετάριοι. Και μια νόθα ενδιάμεση, οι μικροαστοί, που είναι αι πολυπληθέστεροι και που συνεχώς ονειρεύονται την "προα-
γωγή" τους στην ανώτερη (αστική) τάξη ενώ συνεχώς κα τρακυλούν, στην μεγάλη τους πλειοψηφία, στην κατώτερη (προλεταριακή) τάξη. Μ’ άλλα λόγια οι μικροαστοί είναι μια τάξη μόνιμα συγχυσμένη και μπερδεμένη, και ως εκ τού του σταθερά επικίνδυνη. Η κινητικότητα των ψηφοφόρων των αστικών κομμάτων οφείλεται στην αμήχανη κινητικότητα του μικροαστού, που άλλοτε σκέφτεται και δρα "δεξιότερα", άλλοτε "αριστερότερα" και συνεχώς κινείται γύρω από το πε ρίφημο "κέντρο", που προσπαθεί να συμβιβάσει τα ασυμβί βαστα "άκρα" για χατήρι του πελαγωμένου μικροαστού, που παρασύρεται εύκολα από τους άνεμους της Ιστορίας και πιάνεται άλλοτε απ' τον αριστερό και, τις πιο πολλές .φο ρές, απ' τον κεντρικό πάσαλο που είναι και ο βολικότερος για την "κυκλική" κίνησή του. (Ο μικροαστός παίζει μονίμως το "γύρω-γύρω όλοι, στη μέση το ...παλούκι). Και μόνο η ύπαρξη μικροαστών, που αποτελούν τη συντρι πτική πλειοψηφία σε μια κοινωνία, κάνει τους ταξικούς δια χωρισμούς ασαφείς και αβέβαιους, πράγμα που δεν μας επι τρέπει να ορίσουμε την ανισότητα με κριτήρια ποσοτικά, πα ρά μόνο σε μια δεδομένη στιγμή του ιστορικού χρόνου. Δεν ξέρουμε, για παράδειγμα, αν το ποσοστό των προλετάριων που σήμερα είναι στην Ελλάδα περίπου .δέκα τοις εκατό θα αυξηθεί ή θα μειωθεί στο κοντινό ή το μακρινό μέλλον, κι αυτό παρά το γεγονός πως η μέχρι τώρα ιστορία των αρι στερών κομμάτων δείχνει μια κάποια αργή αυξητική τάση. Ό πως και νάναι, πάντως, η ύπαρξη τάξεων, μέχρι την εξαφά νιση των τάξεων, θα παραμείνει το βασικό αίτιο της ανισότη τας. Που, ωστόσο, δεν είναι το μόνο, όπως είπαμε. Είναι όμως το κύριο. Ένα άλλο σοβαρό αίτιο ανισότητας είναι η κοινωνική θέση, που δεν πρέπει να συγχέεται με την ταξική θέση. Κοινωνική είναι η θέση που παίρνει ένα άτομο μέσα στην κοινωνική ιε ραρχία, και που πολύ συχνά είναι άσχετη με την ταξική του θέση. Ο καθηγητής του Πανεπιστήμιου, για παράδειγμα, μπορεί να είναι αστός, μικροαστός ή προλετάριος πράγμα που είναι δυνατόν να μην διαφοροποιεί καθόλου τη θέση του μέσα σ’ ένα άλλο, εκτός απ’ το ταξικό, ιεραρχικό σύστημα, αυτό που ορίζει την κοινωνική του θέση και που του δίνει ένα κύρος που απορρέει απ’ αυτή την κοινωνική θέση. Ένας καθηγητής προλετάριος από ταξική θέση, μπορεί ν' αλλάξει
την ταξική του θέση και να γίνει αστός, εξαιτίας της αλλαγής της κοινωνικής του θέσης, πράγμα που συμβαίνει πάρα πολύ συχνά, με συνέπεια, ανάμεσα σε πολλούς άλλους εξευτελισμούς, το καθηγητικό σώμα στην διάρκεια της χούντας να χειροκροτεί θερμά τον Παπαδόπουλο ή όποιον άλλο κρετίνο. Μπορεί όμως να συμβεί και το αντίθετο: Ένας αστός από ταξική θέση καθηγητής να ανακαλύψει τον μαρξισμό στη · διάρκεια των σπουδών ή της διδασκαλίας. (Η περίπτωση του Χ.Θεοδωρίδη, μεταξύ άλλων είναι και διδακτική και συγκινητική). Αυτοί ol αστοί, που αλλάζουν την αρχική ταξική τους τοποθέτηση λέγονται "αποστάτες της τάξης τους". Αλλά είναι ψανερό πως υπάρχουν και άλλου είδους αποστάτες: Εκείνοι που αποστατούν από τους προλετάριους εξαιτίας της αλλαγής της κοινωικής τους θέσης, δεν είναι λί γοι. Ο καπιταλισμός με το να συγχέει έντεχνα την ταξική θέση με την κοινωνική θέση κάνει έξοχη δουλειά "στρατολόγησης". Και, βέβαια, είναι δύσκολο να πείσεις ένα χωροφύ λακα πως, παρά την κοινωνική (εξουσιαστική) θέση του παρα μένει ταξικά προλετάριος χωρίς ταξική συνείδηση. Το ίδιο προλετάριος, χωρίς ταξική συνείδηση, παραμένει και ο αξιω ματικός της χωροφυλακής, ο αξιωματικός του στρατού καθώς και οι περισσότεροι απ' τους αξιωματούχους του εξουσιαστικού συστήματος. Αλλά η κοινωνική τους θέση κρύβει και παραμορφώνει την ταξική τους θέση μ' αποτέλε σμα την δημιουργία αυτού που ονομάστηκε "ψευδής συνείδη ση", δηλαδή πίστη σε κάτι που αντικειμενικά και βεβαιωμένα είναι λανθασμένο. (Ο μισθός του χωροφύλακα, π.χ. είναι το αντικειμενικό χαρακτηριστικό της αντικειμενικής προλε ταριακής του θέσης, την οποία όμως η κοινωνική θέση που κα τέχει δεν του επιτρέπει να συνειδητοποιήσει). Εκτός από την ταξική και κοινωνική θέση, πηγή ανισότητας είναι και η δύναμη που δεν συναρτάται πάντα και κατ' ανάγκην με τις δυο πρώτες πηγές ανισότητας. Ο εκλεγμένος ή διο ρισμένος ηγέτης είναι φανερό πως αποχτά μια δύναμη που δεν την είχε πριν απ' την εκλογή του, και που θα την χάσει όταν χάσει την εκλογή ή τον διορισμό. Τούτη η δύναμη συχνά εί ναι άσχετη προς την ταξική και κοινωνική θέση του ισχυρού, παρόλο που η ταξική και κοινωνική θέση δημιουργούν δύ ναμη. Εμείς εδώ, χωρίς να ξεχνούμε τη στενή σχέση ανάμεσα σ' όλες τις αιτίες ανισότητας, απομονώνουμε και τη δύναμη
και. την αντιμετωπίζουμε σαν μια ξεχωριστή πηγή ανισότη τας, γιατί είναι ένα ξεχωριστό ποιοτικό κατηγόρημα. Ο καθηγητής Πανεπιστημίου του προηγούμενου παρα δείγματος μας δε διαφέρει απ’ τους φοιτητές του μόνο στο ότι ξέρει περισσότερα, αλλά και στο ότι, η θέση του, του επι τρέπει να ασκεί εξουσία πάνω στους φοιτητές. Μ* άλλα λό για, η κοινωνική του θέση (το καθηγητηλίκι), που ενδέχεται να τροποποιήσει και την ταξική του θέση, τροποποιεί επίσης και τη συμπεριφορά του απέναντι στους κατώτερους, που συχνά τους αντιμετωπίζει σαν εξουσιαζόμενους και υποτα κτικούς·, ίσα-ίσα για να νιώθει ισχυρός και να αντισταθμίζει, έτσι, την έλλειψη ισχύος σε άλλους χώρους, π.χ. στο σπίτι, όπου ενδέχεται το καθηγητικό μάγουλο να υφίσταται την καθημερινή "περιποίηση" της κυρίας καθηγητού που ίσως αρέσκεται στο να δίνει φάπες, ίσα-ίσα για να αισθάνεται κι αυτή ισχυρή, και να διαιωνίζεται έτσι ο φαύλος κύκλος του παιχνιδιού της ισχύος. Είναι φανερό πως η γνωστή "αλλαζονεία της εξουσίας" δεν έχει σχέση ούτε με την ταξική, ούτε με την κομματική ούτε με την κοινωνική θέση. Εχει σχέση μόνο μετηνελλειμματική ψυχολογία, που ψάχνει για ερείσματα και αντισταθμί σματα έξω πέρα και πάνω απ' τα κοινωνικοπολιτικά δεδομέ να. Αυτό σημαίνει πως ένα πόστο που είναι απ’ τη φύση του ισχυρό μπορεί να τμήσει την ισχύ που απορρέει απ’αυτό στα δύο: Ο Υπουργός X., για παράδειγμα δεν είναι ισχυρός μόνο "ως εκ της θέσεώς του". Τούτη τη δεδομένη ισχύ μπορεί να την πολλαπλασιάσει λόγω αλλαζονείας, λόγω ψυχολογικής ανεπάρκειας, ή απλά και καθαρά λόγω βλακείας. Μ’ αυτόν τον τρόπο, την ανισότητα, που έτσι κι αλλιώς επιβάλλει η δύναμη, την επιτείνει και την πολλαπλασιάζει, με συνέπεια να συμβάλλει κι αυτός κατά το μέτρο των δυνάμεών του, ή μάλλον των αδυναμιών του στο γενικότερο πλέγμα που κα ταλήγει στη συνισταμένη της ανισότητας. Εδώ στην Ελλάδα η ανισότητα που προκαλεί η δύναμη είναι κοινός τόπος. Ο κάθε χωροφυλακίσκος, ο κάθε εισπρακτορίσκος, ο κάθε φορατζίσκος, ο κάθε γραφειοκρατίσκος, εν ολίγοις ο κάθε σαχλαμαράκιας εννοεί να ασκεί εξουσία με την κάθε ευκαιρία κι απ' το κάθε πόστο, σημαντικό ή ασή μαντο. (Προσέξατε πώς εκφωνεί ο εισπράκτορας το "προχω ρείτε στον διάδρομο"; Το εκφωνεί ως εξόριστος στην Ελλά
δα αφρικανός αρχηγός φυλής ανθρωποφάγων). Η ανισότητα, που προέρχεται απ’ την ταξική και την κοινω νική θέση είναι ένα εξαιρετικά πολύπλοκο πρόβλημα, που δεν λύνεται εύκολα. Ό μως η ανισότητα που επιτείνεται απ' την απαίτηση των ελλειμματικών για ισχύ είναι μια καθημερινή συμφορά, υπερταξική και υπερκομματική, κατά το μάλλον και ήττον. Και είναι πρόβλημα αγωγής και ψυχικής ισορρο πίας. Κανένας ισορροπημένος άνθρωπος δεν θα κάνει "κατά χρηση εξουσίας", δηλαδή δεν θα προσθέσει ισχύ πάνω σ' αυτήν που έχει απ' την ίδια του τη φύση το πόστο που κατέ χει. Όταν, λοιπόν, μιλάμε για ισότητα πρέπει κατ’ αρχήν να βλέπουμε κατά πόσο αυτή εφαρμόζεται στα απλά καθημερι νά πράγματα, τα άμεσα εξαρτώμενα απ’ την αυτενέργεια του καθένα. Γιατί πώς μπορεί να μιλάει για ισότητα ο "σοσιαλι στής" που δέρνει τη γυναίκα του μέρα παρά μέρα, ή έστω μή να παρά μήνα; Πώς γίνεται να κόπτεται υπέρ των "ανθρω πίνων δικαιωμάτων" το αφεντικό που παρακρατάει επί μο νίμου βάσεως την υπεραξία της δουλειάς των εργαζόμενων στην επιχείρησή του; Πώς νομιμοποιείται η "φεμινίστρια" που διεκδικεί μαχητικά τα δικαιώματα της καταπιεσμένης γυναίκας, όταν στο σπίτι της είναι τύραννος και μέγαιρα; Πώς είναι δυνατό να είναι κανείς και Δεσπότης και καπιταλίστας, και αρχιερέας του "ποιμνίου" και αρχιερέας της απά της; Εν ολίγοις, πώς μπορεί να είναι κανείς "σοσιαλιστής" στον κοινωνικό του βίο και καθαρμοτάκι στον ιδιωτικό του βίο; Τί σημαίνει ένας σοσιαλισμός χωρίς σοσιαλιστές; Αυτοί οι χωρίς σοσιαλισμό, στον καθημερινό τους βίο, σοσιαλιστές έχουν φάει ποτέ σκορδαλιά χωρίς σκόρδο; Αν δεν έχουν φάει, τότε πώς "τρων" αμάσητο το σοσιαλισμό, χωρίς να τους κά θεται στο στομάχι, κάνοντας έτσι το δικό μας στομάχι να ξερνάει τον δικό μας, λιγοστό έστω, σοσιαλισμό, που καταφέρα με να τον αφομοιώσουμε με κόπο; Η ταξική μας θέση χτίζεται σε θεμέλια και δεν είναι μια αιωρούμενη στον αέρα κατασκευή. Δεν αρκεί να δηλώσεις σοσια λιστής — πρέπει και να είσαι. Και είσοι μόνο όταν έχεις κάνει το σοσιαλισμό καθημερινό βίωμα. Αν πας στο κομματικό γραφείο και πεις: "Καλημέρα σας, είμαι σοσιαλιστής και σας παρακαλώ να μου δώσετε το σχετικό πιστοποιητικό, δηλαδή την κομματική ταυτότητα", καλώς εχόντων των πραγμάτων
πρέπει να σε διώξουν κλωτσηδόν. Γιατί ο σοσιαλισμός δεν εί ναι πρόβλημα αιτήσεως επί χαρτοσήμου ή άνευ χαρτοσήμου. Ούτε μπορείς να τον αποδείξεις με δυο φίλους μάρτυρες που θα σύρεις στα γραφεία του κόμματος για την αναγκαία "έξωθεν καλή μαρτυρία". Είναι πρόβλημα καθημερινής συ μπεριφοράς στα πάντα, τα μικρά και τα μεγάλα, Τα σημαντικά και τα ασήμαντα. Αν τώρα, στον έτσι αιτούντα, ο εντεταλμένος για τις εγγρα φές νέων μελών πει: "Ευχαριστούμε πολύ που προτιμήσατε το δικό μας κατάστημα απ’ το κατάστημα του γείτονα. Περά στε αύριο να πάρετε την κομματική σας ταυτότητα για να τη δείξετε στα παιδιά σας και να χαρούν", ε, τότε, είναι σίγουρο πως το κόμμα αυτό αγαπάει ιδιαίτερα τη χωρίς σκόρδο σκορ δαλιά, και συνεπώς ο σοσιαλισμός που επαγγέλεται είναι αναγκαστικά άοσμος. Λοιπόν, ο ελληνικός σοσιαλισμός πάσχει κατ' αρχήν από αοσμία. Τούτη η αοσμία είναι συνέπεια της μέχρι νερουλιάσματος αραίωσης του σοσιαλιστικού ιδανικού απ’ το "ιδανικό" της ισχύος, σε επίπεδο προσωπικών φιλοδοξιών και αντισταθ μιστικών ψυχολογικών ελλειμμάτων. Η επιδίωξη της ισχύος με κάθε τρόπο και μέσο δημιουργεί αριβίστες. Και οι αριβί στες, με τη σειρά τους, φκιάχνουν μια ζαβή και ανισόρροπη κοινωνική πυραμίδα, όπου η "κοινωνική θέση" μετατρέπεται σε θέση ισχύος. Κι όταν η ισχύς μεταφερθεί με γερανό (κου μπαριές, γλειψίματα, μασονία κλπ) προς την κορυφή της πυ ραμίδας, η πυραμίδα αυτή είναι σίγουρα υπό κατεδάφισιν. Και οι κατεδαφιστές είναι πάντα έτοιμοι, εκεί στη βάση της πυραμίδας. Πρόκειται γι αυτούς που η ταξική τους θέση, στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας δε μετατοπίστηκε λόγω κοι νωνικής θέσεως ή θέσεως ισχύος. Πρόκειται γι αυτούς που δεν ενέδωσαν στον πειρασμό της δόλιας μετατόπισής τους προς τη σάπια κορυφή. Και που προτιμούν να τους φαν τα λιοντάρια στη βάση, παρά τα σκουλήκια στην κορφή, για να παραφράσουμε μια πολύ γνωστή ρήση του Μαγιακόφσκι. 3 Φεβρουάριου 1985
6. Η ΙΣΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΜΑΡΞΙΣΜΟ
Το παιδάκι του πλούσιου δεν γνωρίζει πως είναι πλούσιο, και το παιδάκι του φτωχού δεν γνωρίζει πως είναι φτω χό. Τα ευχάριστα ή τα δυσάρεστα, σχετικά με την οικονομική τους κατάσταση θα τα μάθουν τα παιδιά μεγαλώνοντας. Οι διαφορές θ’ αρχίσουν να γίνονται ορατές και δια ...γυμνού οφθαλμού στο σχολείο. Όπου ο φτωχός και καλός μαθητής αρχίζει ν’ αναρωτιέται γιατί οι δάσκαλοι φέρονται με μεγαλύ τερη προσοχή στον πλούσιο και κακό μαθητή, όντας μάλιστα και οι ίδιοι εξ επαγγέλματος φτωχοί. Ο θεολόγος, ειδικότερα, θα διδάξει έμμεσα στους απορη μένους μαθητές του πως υπάρχει ένας Θεός που, εκτός των άλλων, μεριμνά και για τις καταθέσεις μας στην Τράπεζα. Αν ο μαθητής τυχαίνει νάναι καθολικός το θρήσκευμα μπορεί επι πλέον να μάθει στο μάθημα της πατριδογνωσίας πως στην οδό Α υπάρχει υποκατάστημα της Τράπεζας του Αγίου Πνεύμα τος, όπως λέγεται η Τράπεζα του Βατικανού όπου, βέβαια, οι εργασίες απέχουν πολύ απ' το να είναι πνευματικές, παρά την συνεχή επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος στα στρογγυλά κεφάλια των τραπεζιτών. Οι οπαδοί ξαλαφρώνουν απ’ τα ανομήματά τους εξομολογούμενοι σε τακτά χρονικά διαστήματα, ώστε να συνεχίσουν με μεγαλύτερο ζήλο το θεάρεστο έργο της απάτης, της κομπίνας και της εκμετάλλευσης. Οι πλούσιοι της εποχής απόρησαν όταν ο Ζαν-Ζακ Ρουσώ ισχυρίστηκε πως όλοι οι άνθρωποι ήταν αρχικά ίσοι, και έ γιναν άνισοι σε κάποια στιγμή της ιστορικής εξέλιξης. Ο Ρου σώ δεν κατάφερε να τους πείσει λέγοντας πως η αιτία της ανισότητας βρίσκεται στην ιδιοκτησία. Όμως, εκεί που απέ-
τυχαν ο Ρουσώ, ο Βολταίρος, ο Ντιντερό και οι άλλοι σο φοί του Γαλλικού Διαφωτισμού πέτυχαν τελικά ο Μαρά και ο Ροβεσπιέρος: Η καρμανιόλα έκοβε κυρίως κεφάλια πλουσίων που αρνιόνταν να πιστέψουν πως ο πλούτος τους δεν ήταν θέλημα Θεού. Η ίδια ματωμένη ιστορία επαναλήφτηκε πάρα πολλές φορές, και πριν και μετά τη Γαλλική Επανάσταση, αλλά τα κεφάλια των πλουσίων, όσο κρατιόνται ακόμα στο λαιμό τους είναι αγύριστα, και γυρίζουν με το λεπίδι μόνο για να μπουν στον τάφο, πάλι με την πεποί θηση πως κι αυτό ήταν θέλημα Θεού. Για την τελευταία αυτή πεποίθηση δε μπορεί νάχει κανείς σοβαρές αντιρρήσεις: Είναι δικαίωμα του καθένα να αντιλαμ βάνεται το Θεό σαν το "αρχικό και τελικό αίτιο" και της ζωής και του θανάτου του. Ό μως, δεν είναι δικαίωμα του καθένα να μην καταλαβαίνει πως ο πλούτος έχει αίτια πολύ συγκεκριμένα και διόλου μεταφυσικά, κι ότι είναι γελοίο να προσεύχεται κανείς πριν από κάθε εμπορική πράξη. Η προσευχή σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να πάρει τη θέση προσυμφώνου στην εμπορική συμφωνία που θα ακολουθή σει, κι ας λέει ό,τι θέλει ο Πάπας και οι αγιοπνευματικοί τραπεζίτες του. Από τότε που ο Ρουσώ διευκρίνισε πως δεν υπάρχει ισότητα ούτε καν ανάμεσα στα παιδάκια, κι αυτό λόγω της καταγωγής τους, κι ότι η ανισότητα είναι ιστορικό και όχι μεταφυσικό γεγονός, έπρεπε να γίνει πληρέστερα νοητό από τους μελετη τές πώς και γιατί η ιδιοκτησία δημιουργεί την ανισότητα. Κι αν πράγματι αποδεικνυόταν πως η ιδιοκτησία ευθύνεται για την ανισότητα, και όχι το Ά γ ιο Πνεύμα, όπως αφήνει να εννοηθεί ο Καλβίνος, οι άνθρωποι δεν είχαν παρά να αλλά ξουν το ιδιοκτησιακό σύστημα, προκειμένου ν' αλλάξει και το στάτους της ανισότητας. Κάπως έτσι θα πρέπει να σκεφτόταν ο νεαρός Μαρξ που, από τότε που ήταν φοιτητής ακόμα, όχι μόνο εξαρτούσε το πρόβλημα της ισότητας απ’ το πρόβλημα της ιδιοκτησίας, αλλά και προσπαθούσε να επισημάνει τα βαθύτερα και ουσια στικότερα αίτια που κάνουν τις δυο έννοιες, την ισότητα και την ιδιοκτησία, απόλυτα εξαρτημένες. Κατά τον Μαρξ η ισότητα δεν είναι πρόβλημα συνεννόη σης, ή καλών προθέσεων, ή καλών αισθημάτων. Είναι πάρα πολλοί οι καλοπροαίρετοι άνθρωποι που πραγματικά επιθυ-
μουν την ισότητα, που, άλλωστε, είναι αίτημα πανάρχαιο. Κα τά τον Μαρξ το αίτημα για την ανθρώπινη ισότητα απορρέει απ' την ισότητα ανάμεσα σ' όλες τις μορφές εργασίας. Η δου λειά του γιατρού, ας πούμε, και η δουλειά του οδοκαθαριστή διαφέρουν πάρα πολύ, και δεν είναι βέβαια το ίδιο ενδιαφέ ρουσες. Ωστόσο, αυτές οι δυο δουλειές, όπως και κάθε άλλη, έχουν σαν κοινό γνώρισμα το πολύ απλό και αναμφισβήτητο γεγονός πως απαιτούν προσπάθεια και καταναλώνουν ενέρ γεια που πρέπει να αναπληρωθεί με το φαγητό. Κι ακόμα, ο κάθε εργαζόμενος, ό,τι και να κάνει πρέπει να ντυθεί, να στε γαστεί, να πάει στο σινεμά, να πιει το ουζάκι του (ή τη σαμπά νια του, αναλόγως), να κάνει ένα δωράκι στην γυναίκα του, να αγοράσει δέκτη τηλεόρασης και να κάνει ένα σωρό ακό μα πράγματα που ο καθένας θα ήθελε να τα κάνει — χωρίς ωστόσο να μπορεί να τα κάνει ο καθένας. Γιατί δεν του επιτρέ πει το πορτοφόλι του. Και δεν του επιτρέπει το πορτοφόλι του διότι, κστ' αρχήν, όλες οι εργασίες δεν είναι το ίδιο προσοδοφόρες. (Σκόπιμα παραμερίζουμε εδώ τα προβλήματα ανισότητας που δημιουρ γεί το κληρονομικό δίκαιο, το λαχείο, ο ιππόδρομος και γε νικά κάθε θετική ή αρνητική δωρεά, και περιοριζόμαστε στην πρωταρχική και βασική ανισότητα που δημιουργεί η διαφορετική αμοιβή για διαφορετική εργασία). Ίσω ς υπάρξει η αντίρρηση πως είναι σωστό να μην είναι όλες οι εργασίες το ίδιο προσοδοφόρες. Διότι, λέει, ο καθέ νας κάνει τη δουλειά που ταιριάζει στις ικανότητές του, ή το ταλέντο του, ή το μυαλό του. Ίσως. Ό μως, οι ικανό τητες, το ταλέντο και το μυαλό μπορούν κάλλιστα να υπάρ χουν και να εκτιμώνται δεόντως απ’ όλους χωρίς να γίνονται ανταλλακτικές αξίες. Δεν υπάρχει κανένας "φυσικός" λόγος, ο ταλαντούχος ζωγράφος, ας πούμε, να πουλάει τους πινακές του σε εντελώς εξωφρενικές τιμές και ο ταλαντούχος δικηγόρος να ζητάει διπλή ή πολλαπλή αμοιβή. Θα μπορού σαμε να ανταμείψουμε τον ταλαντούχο ζωγράφο με ένα ηθι κό βραβείο και να χειροκροτήσουμε θερμά το ρήτορα — και να είναι και οι δυο υπερικανοποιημένοι που η κοινωνία ανα γνωρίζει τις ικανότητές τους. Έ λα, όμως, που θέλουν και επι πλέον λεφτά εκτός από τα θερμά χειροκροτήματα. Βέβαια, είναι σωστό και δίκαιο να ζητούν λεφτά. Ό μως, όχι περισσότερα απ' τον κοινωνικό μέσο όρο. Για.να ζητούν
περισσότερα από τον κοινωνικό μέσο όρο σημαίνει πως υπερ εκτιμούν στην οικονομική κυριολεξία την εργασία τους. Ό μως, η κοινωνία στηρίζεται στην εργασία — όχι στις εργασίες. Αν δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε στην προκειμένη περίπτω ση την κολοσσιαία διαφορά ανάμεσα στον ενικό και τον πλη θυντικό αριθμό της λέξης "εργασία" δεν υπάρχει καμιά περί πτωση να κατανοήσουμε την ιδιαιτερότητα του μαρξισμού. Ο καθένας μας κάνει μια εργασία. Είναι "οι εργασίες μας". Όμως, όλες οι εργασίες έχουν κάτι κοινό: ΤΗΝ εργασία. Δη λαδή, την ικανότητα προς παραγωγή έργου. Κι ακόμα, σε ορισμένες περιπτώσεις, την ανικανότητα προς παραγωγή έργου. Ο ανάπηρος που δεν μπορεί να παράγει έργο, η έγ κυος που δεν μπορεί να παράγει έργο, ο πνευματικά καθυστε ρημένος που δεν μπορεί να παράγει έργο, το παιδάκι που δεν μπορεί να παράγει έργο, όλοι αυτοί δεν παύουν να έχουν ανά γκες που πρέπει να ικανοποιηθούν οπωσδήποτε, όχι με την φ ι λανθρωπία, αλλά με έναν τρόπο αυτόματο, θα λέγαμε. Τα περίφημα επιδόματα δε λύνουν το πρόβλημα. Απλώς το ε πισημαίνουν και το μπαλώνουν όπως-όπως. Πρέπει κάποτε όλος ο κόσμος, ανεξάρτητα απ' τις όποιες ικανότητες, να παίρ νει τα ίδια λεφτά, άσχετα από το πόσο σπουδαία είναι η δου λειά που κάνει. Κι αυτό γιατί δεν υπάρχει δουλειά που να μην είναι κοι νωνικά χρήσιμη. Κάποιος πρέπει να περιμαζέψει τα σκουπί δια μας. Και ως γνωστόν ο σκουπιδιάρης είναι τόσο πιο χρή σιμος κοινωνικά όσο πιο πλούσια είναι η γειτονιά που δου λεύει. Οι φτωχοί δεν κάνουν πολλά σκουπίδια: Τρων και τα σκουπίδια. Κάποιος πρέπει να οδηγήσει το αστικό ή σχολικό λεωφορείο. Κάποιος πρέπει να ...μας κάνει αέρα όταν ψηνό μαστε στον πυρετό και δεν μπορούμε να κουνήσουμε το δα χτυλάκι μας. Κάποιος πρέπει να υφάνει το βρακί και του φτω χού και του πλούσιου— χωρίς, ωστόσο, να είναι ανάγκη να κε ντήσει εκεί κάτω και το μονόγραμμα. Το πολύ-πολύ, και κατά κοινωνική παραχώρηση, να κεντήσει τη δαντέλα του βρακιού της Μις Κόσμος, στην περίπτωση, βέβαια, που οι πάσης φύσεως Μις αποφασιστεί να έχουν ειδικά δαντελικά ή άλλα προνόμια, πράγμα αβέβαιο για την λογική κοινωνία του μακρυνού μέλλοντος, για την οποία μιλάμε τόση ώρα. Λοιπόν, ο μαρξισμός μιλάει για εργασία, όχι για εργασίες. Ειδικότερα, μιλάει για "μέση εργασία". Πρόκειται για όρο
που γίνεται δύσκολα νοητός από ανθρώπους που δεν έχουν συνηθίσει vg κάνουν αναγωγές απ' το ειδικό στο γενικό, και που όταν λένε "εργασία" εννοούν πάντα τη δουλειάτους, την προσωπική τους δουλειά. Βέβαια, ο καθένας ξέρει πως οι άλλοι κάνουν, επίσης, μια δουλειά. Όμως, και πάλι ο ανίκανος για γενικεύσεις αντιλαμβάνεται την εργασία του άλλου σαν προσωπική του υπόθεση. Δε 'θέλει να καταλάβει πως η εργασία είναι έννοια κοινωνική, και μόνο σαν τέτοια ενδιαφέρει τον μαρξισμό. Ωστόσο, κι αυτός που αντιμετωπίζει έτσι ατομοκεντρικά τα εργασιακά πράγματα, θα σπεύσει να εισπράξει όταν χρειαστεί, το επίδομα ανεργίας, χωρίς να ανα ρωτηθεί για το πώς και το γιατί αυτού του χρέους της κοινω νίας απέναντι του. (Ακριβέστερα, στον καπιταλισμό, δεν δί νουν επιδόματα ανεργίας από κάποια συναίσθηση κοινωνικής ευθύνης απέναντι στον ατυχή δύστυχο εργαζόμενο, αλλά για να καλμάρουν την πείνα του ώστε να μην σπάσει στην παρα ζάλη του το κεφάλι των αφεντικών.). Η "μέση εργασία", δηλαδή η εργασία νοούμενη σαν ο κοι νός μέσος παρονομαστής όλων των εργασιών, είναι το απο τέλεσμα της δουλειάς του "συλλογικού εργάτη". ’ Εχουμε εδώ άλλη μια μαρξιστική έννοια δυσνόητη, πάντα για κείνους που δεν μπορούν να συλλάβουν τα κοινά γνωρίσματα των ανα γκαίων επιμερισμών. "Συλλογικός εργάτης" είναι ο Εργάτης. Ό χ ι ο συγκεκριμένος οικοδόμος, τορναδόρος κλπ., αλλά αυ τός που έχει την ιδιότητα του εργάτη. Υπάρχει, ακόμα, κι ένας "συλλογικός καπιταλιστής". Είναι ο Καπιταλιστής, κι όχι ο βιομήχανος Α ή ο έμπορος Β. Όταν μπορούμε να κάνουμε αυτές τις εντελώς αναγκαίες αφαιρέσεις απ' τα επιμέρους στα γενικά, όχι μόνο θα κατανοήσουμε επιτέλους τον μαρξισμό ως μέθοδο σκέψης και δράσης, αλλά θα προφυλλαχτούμε κι από το κοινότατο σφάλμα να εκλάβουμε τον καπιταλιστή, που γνωρίζουμε προσωπικά, σαν τον Καπιταλιστή: Οι καπιτα λιστές, ένας-ένας, ενδέχεται να είναι θαυμάσιοι άνθρωποι. Και, εν πόση περιπτώσει, δεν είναι όλοι οι καπιταλιστές θη ρία. Ό μως ο καπιταλιστής, σαν γενική έννοια είναι ενα τέρας της αποκαλύψεως, που πρέπει να εξαφανιστεί κάποτε από προσώπου γης, προκειμένου η γη να γίνει και πάλι κατοικίσιμη. Με την ίδια ακριβώς έννοια δεν είναι όλοι οι εργάτες αγγε λούδια. (Και δεν εννοούμε μόνο αυτούς που δεν έχουν ταξί-
κή συνείδηση). Το μαρξισμό δεν τον ενδιαφέρουν οι εργάτες, ένας-ένας χωριστά, αλλά ο Εργάτης. Κάθε αναφορά, λοιπόν, σε συγκεκριμένα πρόσωπα εργατών και καπιταλιστών πρέ πει να παραπέμπει πάντα στον "συλλογικό εργάτη" και τον "συλλογικό καπιταλιστή". Γιατί αλλιώς κινδυνεύουμε να προ σωποποιήσουμε τα κοινωνικά προβλήματα — κι αυτή είναι μια συνήθεια αποκλειστικά μικροαστική. Αν η ισότητα, κατά τον μαρξισμό, είναι η επιθυμητή συνέ πεια της ισότητας της εργασίας, νοούμενης σαν "μέση εργα σία" που την κάνει ο "συλλογικός εργάτης" που συγκρούε ται με τον "συλλογικό καπιταλιστή", η ανισότητα είναι η συνέ πεια μιας αντίληψης για την εργασία διατυπωμένης σε πληθυ ντικό αριθμό: Υπάρχουν πράγματι εργασίες, αλλά τούτες οι εργασίες είναι οι συνέπειες του καταμερισμού της εργασίας και τηςΤωνεπαγόμενης εξειδίκευσης. Κάθε ξεχωριστή δουλειά απαιτεί ξεχωριστά προσόντα και ειδική εκπαίδευση, Και ανά λογα με την θέση της ειδικότητας μέσα στο κοινωικό σύστημα αυτή αποχτάει ή χάνει κάποια προνόμια, σύμφωνα και με την εκάστοτε ζήτηση. Οι σπάνιες ειδικότητες αμοίβονται καλύτε ρα. Επίσης αμοίβονται καλύτερα οι ειδικοί μιας ορισμένης ει δικότητας όταν είναι αριθμητικά λίγοι, έστω κι αν η ειδικότητα καθεαυτή δεν είναι σπάνια. . Αυτά όσον αφορά το καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής, όπου η ειδικότητα καθεαυτή μετράει περισσότερο από την προσωπικότητα. Ό που, δηλαδή, ο άνθρωπος έχει γίνει ένα γρανάζι στον απρόσωπο μηχανισμό της παραγωγής, και όπου η "μέση εργασία" παραμένει μια έννοια μάλλον ανυπόληπτη. Στον κομουνισμό Π εξειδίκευση δεν καταργείται, βέβαια, αλλά και δεν μετράει πολύ στην κατανομή των αμοιβών. Σε μια ιδανική κατάσταση όλοι, ειδικοί και μη, πρέπει να παίρνουν τα ίδια λεφτά. Όμως, και στον "υπαρχτό σοσιαλισμό" (που παραμένει σο σιαλισμός k o l όχι κομουνισμός που είναι το ζητούμενο) υπάρχει μια "ψαλίδα" στις αμοιβές: Τα ανώτερα εισοδήματα είναι μέχρι 20, και σπανιότερα μέχρι 30 φορές μεγαλύτερα απ’ τα κατώτερα. Για ένα πέρασμα στον κομμουνισμό, αυτή η ψαλίδα πρέπει να κλείσει οπωσδήποτε. Ωστόσο στον καπι ταλισμό η ίδια ψαλίδα είναι εντελώς τερατώδης: Τα κατώτερα και τα ανώτερα εισοδήματα έχουν αναλογία (άνοιγμα ψαλίδας) ένα προς άπειρον, θεωρητικά. Κανείς δεν μπορεί να πει.
εν πάση περιπτώσει, πόσο πλουσιότερος είναι ο πλουσιότερος πλούσιος από το φτωχότερο φτωχό. 10 Φεβρουάριου 1985
7. Η ΙΣΟΤΗΤΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΙΣΟΠΕΔΩΣΗ
Ισότητα σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ισοπέδωση. Ό ταν λέμε "όλοι είμαστε ή θα έπρεπε να είμαστε ίσοι" εννοού με κάτι πάρα πολύ συγκεκριμένο: Πρέπει κάποτε να πάψουν κάποιοι να τρων του σκασμού και κάποιοι άλλοι να πεθαίνουν απ’ την πείνα, κάποιοι να δυναστεύουν τον κόσμο μέσα απ την οικονομική τους δύναμη και κάποιοι άλλοι να μην ξέρουν τι να κάνουν τα φυσικά τους χαρίσματα, κάποιοι να αναρριχώνται στην κορυφή της ιεραρχικής πυραμίδας "έρποντας, γλεί φοντας και με τα κέρατά τους", που λέει η παροιμία και κά ποιοι άλλοι να καθηλώνονται μόνιμα στη βάση της πυραμίδας. Μ' άλλα λόγια, πρέπει κάποτε ν’ αλλάξουν ol οικονομικοί όροι που κάνουν την περίφημη πυραμίδα μόνιμα ετοιμόρρο πη και ανισόρροπη. Σήμερα, η ισότητα που την έκαναν κύριο αίτημά τους οι Γάλλοι επαναστάτες το 1789 νοείται, είτε σαν ισότητα απέ ναντι στο Θεό, που απορρέει από το θεολογικό δόγμα "όλοι είμαστε παιδιά του Θεού" (νόθα τέκνα όμως υπάρχουν κι εδώ), είτε σαν ισότητα απέναντι στο νόμο (όπου η νοθεία οργιάζει) και που είναι παραλλαγή της προηγούμενης με ταφυσικής ισότητας, είτε σαν "ισότητα ευκαιριών", που κι αυτή είναι παραλλαγή της προηγούμενης, συνεπώς και της προ-προηγούμενης φανταστικής ισότητας. Εμείς, ζητούμε μια ισότητα όχι με τα φαντάσματα αλλά με κείνο το πολύ συγκεκριμένο πραγματάκι που λέγεται πορτοφόλι. Όσο τα πορτοφόλια των ανθρώπων είναι ανισοβαρή, η ισότητα θα παραμένει παρηγορητικός μύθος για αφελείς, που περιμένουν πρώτα να πεθάνουν κι ύστερα να εξισωθούν εντός του Πα-
ραδείσου ή εντός της Κολάσεως, όπου ως γνωστόν(,) όλοι "ζουν" κάτω από τις ίδιες εξίσωτικές συνθήκες. Όσα δε φτάνει η αλεπού (στη γη) τα κάνει κρεμαστάρια (στον ουράνό). Αλλά κρεμαστάρια επίσης τα κάνει, η ίδια πονηρή αλε πού, και στη γη: Κρεμάει την ισότητα από τις διχάλες του Νόμου, και σ’ ένα στάδιο "ρεαλιστικής" επεξεργασίας του ί διου παραμυθιού, απ’ τα παλούκια των ευκαιριών. Η ισότητα, λοιπόν, είναι αίτημα οικονομικό κατ’ αρχήν. Και το ζητούμενο στους κοινωνικούς αγώνες είναι οι τρόποι και οι μέθοδοι για την πραγμάτωσή του. Αν τούτο το πρωταρ χικό αίτημα βρει μια ικανοποιητική λύση, θα μπορέσουν ίσως οι άνθρωποι να συζητήσουν και τις άλλες μορφές ισότητας, τις λιγότερο "χυδαίες", όπως, για παράδειγμα, για την ισότητα απέναντι στο Νόμο και την ισότητα των ευκαιριών ή, γιατί όχι, την ισότητα απέναντι στη φύση ή το Θεό, αν προτιμάτε. Μέχρι τότε, κάθε παρόμοια συζήτηση θα είναι εκ του πονη ρού — και κάθε πονηρό, ως γνωστόν, εκπορεύεται είτε από δό λιους είτε από ανόητους, που βάλθηκαν μετά μανίας να λύ σουν τα προβλήματα του "άλλου κόσμου" πριν λύσουν τα απλούστερα προβλήματα τούτου του κόσμου που, στο κάτωκάτω, τον βλέπουμε, τον αγγίζουμε και ...τον τρώμε στη μάπα καθημερινά. Αυτοί που καμώνονται πως δεν νοιάζονται για τα προβλήματα αυτού του κόσμου, δε δείχνουν, ωστόσο, κα μιά βιασύνη να παν στον "άλλο", τον καλύτερο. Θα λέγαμε μάλιστα πως, όσο περισσότερο αδιάφορος είναι κανείς για τούτον τον κόσμο, τόσο μεγαλώνει η κατά Ρολάν Μπαρτ "γλοιώδης αδυναμία τού να πεθάνει Βέβαια, εφευρέθηκαν πολλές θεωρίες για να δικαιολογηθεί αυτή η αδυναμία, αλλά εμείς θα κλείσουμε τη "θεολογική" παρένθεση εδώ για να μη χαθούμε στο λαβύρινθο της σοφιστικής που συνοδεύει μόνιμα το φόβο του θανάτου. Λέγαμε, λοιπόν, πως προϋπόθεση για κάθε μορφή ισότητας είναι η οικονομική ισότητα. Όμως, η προσδοκούμενη οικο νομική ισότητα δεν πρόκειται να καταργήσει τις εγγενείς βιθ; λογικές ή φυσικές ανισότητες. Κάτω από καθεστώς ολικής και υποδειγματικής οικονομικής ισότητάς, ο όμορφος θα παραμείνει όμορφος και ο άσχημος άσχημος, ο κοντός απο κλείεται να ψηλώσει ώστε να εξισωθεί με τον μπασκετμπο λίστα φίλο του, και ο εκ γεννετοίς κρετίνος δεν υπάρχει καμιά περίπτωση να συνεχίσει τη μελέτη του έργου του Αϊνστάιν
από εκεί που εκείνος την άφησε. Υπό καθεστώς ολικής οικο νομικής ισότητας θα συνεχίσουν να υπάρχουν έξυπνοι και βλά κες, ταλαντούχοι και ατάλαντοι, ικανοί και ανίκανοι, ερωτευ μένοι μόνιμα και ανέραστοι εφόρου ζωής, μονόφθαλμοι και κουφοί, βραδύνοες και ταχύνοες, συμπαθείς και αντιπαθείς, γοητευτικοί και αποκρουστικοί, καλοί φίλοι και κακοί φίλοι, άνδρες που αγαπούν τις γυναίκες και γυναίκες που δεν αγα πούν τους άντρες, ή το αντίστροφο κλπ, κλπ. Αυτή η απέ ραντη μορφολογική, βιολογική, ψυχολογική και νοητική ποικιλία, που κάνει τη ζωή μια συναρπαστική περιπέτεια δε θα λείψει ποτέ. Κι αυτό σημαίνει πως η ισότητα δεν έχει σαν στόχο την ισοπέδωση, αλλά τη δημιουργία συνθηκών, κάτω από τις οποίες ο καθένας θα μπορεί να φτάσει φυσιολογικά, και χωρίς κουμπαριές και άλλα αισχρά τερτίπια μέχρι εκεί που μπορεί να φτάσει, δηλαδή μέχρι εκεί που του το επι τρέπουν οι δυνάμεις του. Που, βέβαια, θα πολλαπλασιαστούν μέσα σε συνθήκες ευνοϊκές για την πλήρη ανάπτυξη των δυνα τοτήτων του καθένα χωριστά, αλλά να εξισωθούν αποκλείεται. Μια κάποια ιεράρχηση θα υπάρχει πάντα σ' αυτόν τον κό σμο. Το ζητούμενο, ωστόσο, είναι τούτη η ιεράρχηση να είναι συνέπεια της φυσικής και αυτόματης αξιολόγησης των ικανο τήτων, προς όφελος της ομάδας, κι όχι το αποτέλεσμα μιας αυθαιρεσίας, μια απόφασης "από πάνω", μιας δόλιας αναρ ρίχησης στην ιεραρχική κλίμακα με τρόπους και μέσα που αρ μόζουν σε γυμνοσάλιαγκες. Σήμερα, σχεδόν ολόκληρη η ιε ραρχική κλίμακα είναι μια "παρά φύσιν" ιεραρχική κλίμα κα: Ολικά βλάκες καταφέρνουν να γίνουν εκατομμυριούχοι, όχι βέβαια χάρις στην ευφυΐα τους, αλλά χάρις στην ικανότη τά τους να παρακρατούν την υπεραξία του εργαζόμενου — δη λαδή να κλέβουν νομότυπα, για να το πούμε καθαρά. (Ο πλούτος σε καμιά περίπτωση δεν είναι το αποτέλεσμα εξυ πνάδας. Αυτό δεν είναι μόνο μια βασική μαρξιστική αρχή. Τού; τη την "αρχή" την ήξερε και ο Αριστοτέλης και ο Άνταμ Σμιθ. Τούτη την αρχή την ξέρουν οι πάντες εκτός από τους πλού σιους. 11ου επιμένουν να νιώθουν ικανοί και "ξεχωριστοί" άνθρωποι, όντας στις περισσότερες περιπτώσεις, απλώς δόλιοι και απατεώνες. Οι εξαιρέσεις δεν αναιρούν τον κανόνα). Σκεφτείτε, ακόμα, πόσος κόσμος μπαίνει στην ουρά σή μερα επιδιώκοντας υπουργοποίηση με κάθε τρόπο, στις εκάστοτε κυβερνήσεις. Ό λοι αυτοί οι υποψήφιοι υπουργοί
σπάνια αναρωτιούνται αν μπορούν ή δεν μπορούν να διεκπεραιώσουν τη διοικητική δουλειά που επιδιώκουν. Πράγμα που γίνεται φανερό, μεταξύ άλλων απ' την ευκολία με την ο ποία μετακινούνται απ' το ένα υπουργείο στο άλλο, αδιαφο ρώντας τελείως αν γνωρίζουν ή δε γνωρίζουν το αντικείμενο της νέας δουλειάς τους. Γιατί το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να σκαρφαλώσουν στα "ανώτερα κλιμάκια" μιας "ανώ τατης ιεραρχικής κλίμακας" απ' την οποία κάποτε κατρα κυλούν με πάταγο για να γίνουν τελικά γελοίοι. Και για να πάρουν άλλοι, το ίδιο γελοίοι, τη θέση τους, ώστε να συνεχι στεί το ίδιο βιολί του "ανέβα-κατέβα" από τη σκάλα υπηρεσίας της εξουσίας. Το ίδιο ανισόρροπο σούρτα-φέρτα παρατηρεί κανείς σε κάθε κοινωνικό μόρφωμα, που δε διαθέτει μηχανι σμούς αυτόματης συντριβής των ανίκανων και ατάλαντων. Δεν πρέπει να νομιστεί πως τα παραπάνω αφορούν μόνο κάποιους επώνυμους. Ό λο ι οι μικρόνοες κάνουν ό,τι μπορούν για να πάρουν μια θέση σε μια ιεραρχημένη κλίμακα -πράγμα καθόλου μεμπτό καθεατυό. Μεμπτό είναι όταν η αναρρίχηση γίνεται δολίως και, κυρίως, ερήμην κάθε φυσικής ή επίκτητης ικανότητας. Έτσι, δε θα βρεις πολλούς Έλληνες που δεν θα είναι πάντα έτοιμοι να κυβερνήσουν την Ελλάδα, έστω και για μια μέρα, ώστε να διορθώσουν τα πάντα. Ωστόσο, το μόνο που δεν πρόκειται να διορθώσουν ποτέ τούτοι οι βλάκες εί ναι η βλακεία τους. Προπαντός μη μου πείτε ότι με τα παραπάνω προκλητικά αναιρώ τη σπουδαία έννοια της "Λαϊκής Δημοκρατίας" ή "δημοκρατίας της βάσης", όπως τη λέμε αλλιώς. Γιατί Λαϊ κή Δημοκρατία δεν σημαίνει "κουτσοί στραβοί στον Ά γ ιο Παντελεήμωνα". Σημαίνει μόνο φυσική και αβίαστη εκλογή των ικανότερων σε πόστα που είναι και αιρετά και ανακλητά. Κυρίως ανακλητά. Γιατί το κύριο χαρακτηριστικό της Λαϊ κής Δημοκρατίας είναι η ταχεία ανάκληση απ' το πόστο του, κάθε αιρετού άρχοντα που δεν θα ανταποκριθεί, εντός λογι κών χρονικών ορίων, στις εντολές που πήρε απ’ την κοινωνική ομάδα που τον ανέδειξε. Υπάρχει μια πολύ λανθασμένη αλλά άκρως διαδεδομένη αντίληψη για τη Λαϊκή Δημοκρατία του μέλλοντος. {Προς το παρόν, πουθενά στον κόσμο δεν εμφανίστηκαν Λαϊκές Δη μοκρατίες, στην ορισμένη απ' τους κλασικούς του μαρξισμού μορφή). Πιστεύεται πως, σ' αυτήν, όλος ο κόσμος θα κυβερνά
εναλλάξ. Ωστόσο, ακόμα και στη Λαϊκή Δημοκρατία του Α ναρχικού Κινήματος η φυσική ιεράρχηση δεν καταργείται: Για τις οργανωτικές και διοικητικές ανάγκες της κοινωνικής ομάδας φροντίζουν αιρετοί και ανακλητοί άρχοντες. Και δεν έχουμε κανένα λόγο να πιστεύουμε πως η κοινωνική ομάδα των Αναρχικών θα εκλέγει για ηγέτη τον ανικανότερο απ’ αυτούς, ίσα-ίσα για να κάνει κι αυτός τη θητεία του στην ε ξουσία. Ά λλω στε, ούτε ο Ντουρούτι ούτε ο Μαλατέστα, ούτε κανείς άλλος απ’ τους μεγάλους αναρχικούς του παλιού και ένδοξου κινήματος τους δεν ήταν άνθρωποι ανίκανοι. Ήταν πραγματικοί ηγέτες, με πραγματικές ικανότητες. Μόνο που τις όποιες ικανότητές τους δεν τις έβαλαν στην υπηρεσία της καταπίεσης αλλά της απελευθέρωσης της κοινωνίας, ό πως, άλλωστε, και όλοι οι μεγάλοι και γνήσιοι ηγέτες όλων των μεγάλων και γνήσιων επαναστάσεων. Βέβαια, η απαίτηση του Μαρξ να γίνει κάθε μαγείρισσα ικα νή να κυβερνήσει παραμένει πάντα το ζητούμενο. Προσοχή, όμως: Η παραπάνω παρεξηγημένη ρήση δε σημαίνει πως η κά θε μαγείρισα είναι ικανή σώνει και καλά να κυβερνήσει, αλλά ότι θα μπο ρο ύ σ ε να γίνει ικανή να κυβερνήσει αν αναπτύ ξει τις δυνατότητες της και τα τυχόν ταλέντα της που, τώρα, μέσα στην κουζίνα, τα πνίγει η τσίκνα. Δυνάμει, ο κάθε άνθρω πος είναι ικανός για το κάθε τι. Το πρόβλημα εμφανίζεται όταν το "δυνάμει" γίνεται "ενεργεία", όπως θα έλεγε ο Αρι στοτέλης. Τα παραπάνω σημαίνουν πως είναι απάτη να λέμε στον κό σμο πως όλοι είναι ικανοί για όλα, έστω κι αν δεν κάνουν καμιά σοβαρή προσπάθεια να γίνουν ικανοί, όχι για όλα αλ λά για κάτι κατ’ αρχήν απλό. Πώς, δηλαδή, θα "κυβερνήσει την Ελλάδα" ο ’ Ελληνας γκαραζιέρης που δεν είναι ικανός να βιδώσει σωστά μια βίδα; Πώς θα κυβερνήσει η αποβλακω μένη, απ’ τη "Δυναστεία" κυρά-Κατίνα; Πώς θα διαπαιδαγωγήσει του Έλληνες εκείνος ο καλός κύριος, που αποφάνθηκε στην ΕΡΤ-2 πως δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς "Δυναστεία", K l ο άλλος ο ακόμα πιο καλός κύριος, οικονομολόγος αυτός, που απ’ τις στήλες λαϊκού περιοδικού είπε πως η "Δυναστεία" είναι επωφελές και διδακτικό θέαμα; Αν αυτοί οι κύριοι δε διωχτούν αμέσως απ’ όλα τα πόστα τους, πώς μπορούμε να ζητήσουμε απ’ τη μαγείρισσα να γίνει ικανή να κυβερνήσει; Αυτοί είναι που δεν της επιτρέπουν να γίνει ικανή να κυβερ
νήσει. Για να κυβερνούν αυτοί. Ό σο πιο ανίκανοι είναι οι "υπήκοοι", τόσο ευκολότερα αναρριχώνται στα πόστα οι ανι κανότεροι και ανεντιμότεροι. Λοιπόν, θεατές εξισωμένοι απ' τον κοινό θαυμασμό τους μπροστά στην ευτέλεια και τη χυδαιότητα θεαμάτων τύπου "Δυναστείας" όχι μόνο "εκπαιδεύονται" στο να γίνουν ανι κανότεροι απ' όσο ήδη είναι, χάνοντας έτσι τα δικαιώματάτους σε μια μελλοντική Λαϊκή Δημοκρατία, αλλά και γίνο νται ολοένα και περισσότερο ανίκανοι να ρίξουν σωστά την ψήφο τους στις εκλογές της αστικής Δημοκρατίας. Η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι πάντα αναλογική: Είναι αδύνατο να είσαι ταυτόχρονα φανατικός λάτρης και του ρεμπέτικου τραγουδιού και της ατονικής μουσικής, και της "Δυναστείας" και του Γκοντάρ, και του Καραμανλή και του Φλωράκη, και του Παπανδρέου και του Μητσοτάκη. Απο κλείεται να αγαπούμε όλους και όλα το ίδιο ισοπεδωτικά. Αυτό δεν το πέτυχαν ούτε οι Χριστιανοί του 4ου αιώνα. Αποκλείεται, επίσης, να μισούμε τα πάντα το ίδιο ισοπεδωτικά. Αυτό δεν το πέτυχαν ούτε οι Μανιχαίοι. Η ιδιαιτερότητα της ατομικής συμπεριφοράς και η εξατομίκευση είναι απολύτως αδύνατη μέσα σε ένα κοινωνικό κα θεστώς που επιβάλλει την προς τα κάτω ισοπέδωση, πλασάροντάς την μάλιστα σαν "δημοκρατία στη βάση". Η Λαϊκή Δημοκρατία, ή "δημοκρατία της βάσης", σέβεται απόλυτα την ατομικότητα και την προσωπικότητα. Μόνο που βάζει τον κάθε κατεργάρη στον πάγκο του - κ ι αυτό είναι που δεν αρέσει καθόλου στους κατεργάρηδες, που όλο και ελπίζουν να ξεγελάσουν τους άλλους και να αρπάξουν ένα "παρά φύσιν πόστο", που δεν θα το έπαιρναν ποτέ αν λειτουργούσε με τρόπο περισσότερο φυσικό η ιεραρχική πυραμίδα. 17 Φεβρουάριου 1985
8. ΦΟΡΟΛΟΓΟΥΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΦΟΡΟΚΛΕΦΤΕΕ
Τον φόρον φέρουν οι υπήκοοι προς το κράτος. Πράγματι, το ουσιαστικό φόρος παράγεται απ' το ρήμα φέρω. Αλλά κα νείς δεν φέρει το μοιράδι του στο δημόσιο ταμείο, δηλαδή στο "κοινό ταμείο" ολόκληρης της κοινωνίας, αυτόβουλα και με ιδιαίτερα μεγάλη χαρά. Αντίθετα, η τέχνη της φοροκλο πής (επί το ευγενέστερον, της "φοροδιαφυγής") είναι συνο μήλικη της τέχνης της φοροείσπραξης: Ό σο υπάρχουν φορα τζήδες θα υπάρχουν και φοροφυγάδες. Πάρα πολύ συχνά, μάλιστα, κυρίως εδώ στην Ελλάδα, φορατζήδες και φοροφυγάδες συνεργάζονται αρμονικότατα. Είναι πρόβλημα απλής αριθμητικής το να συμπεράνεις πως σε συμφέρει να δώσεις, π.χ., ένα εκατομμύριο στον εφοριακό παρά δυο εκατομμύρια στην εφορία του. Βέβαια, στην περί πτωση που συνεργάζεσαι με τον εφοριακό και όχι με την εφο ρία, "φέρεις" το φόρο σ’ έναν ιδιώτη κι όχι στο δημόσιο, που εφεύρε τον φόρο για να πληρώσει, μεταξύ πολλών άλλων και τους φοροεισπράκτορες. Αλλά αυτοί προτιμούν ...τα ποσοστά. Δυστυχώς όμως το δημόσιο δεν έχει συνεταίρους και συνε πώς δεν μοιράζει ποσοστά. Όμως, συνεταίρους έχει σχεδόν ο κάθε επιχειρηματίας. Κι αν σ’ αυτούς προσθέσει κι άλλον έναν, τον εφοριακό, βρίσκει τρόπο να περάσει το κονδύλι στα "γενικά έξοδα". Οπότε, δε χάνει απολύτως τίποτα. Ενώ ο ιδιώτης φορατζής κερδίζει άνετα το αντίτιμο της ανεντιμότητας του. Και μά λιστα ...αφορολόγητο. Έτσι, ανάμεσα στον φοροφυγάδα και τον φορατζή δημιουργείται ένα είδος "εταιρείας περιορι σμένης ευθύνης" — τόσο περιορισμένης που συχνά η κοινω-
νική ευθύνη περιορίζεται οτο μηδέν αμφοτέρωθεν. Ωστόσο, υπάρχει μια "λογική" σε τούτον τον παραλογισμό της ιδιωτικοποίησης μιας υπόθεσης που είναι δημόσια απ’ τη φύση της: Το αστικό κράτος είναι κράτος ιδιωτών. Και τις κοινωνικές του σχέσεις ο ιδιώτης τις κανονίζει ιδιωτικά. Όπως, λοιπόν, αγοράζει κανείς με "ιδιωτική πρωτοβουλία" ένα σπίτι, έναν δούλο, μια σύζυγο, μια πόρνη κι ό,τι άλλο μπο ρεί ν' αγοραστεί, έτσι αγοράζει και τον φοροεισπράκτορα, και μάλιστα σε τιμή συμφέρουσα, λόγω της δημοσιοϋπαλλη λικής του ιδιότητας, και συνεπώς του δημοσιοϋπαλληλίκούτου μισθού, που σχεδόν ποτέ δεν επιτρέπει να αισθάνεται κανείς "ιδιωτικά": Ένας δημόσιος υπάλληλος δεν μπορεί να συντηρήσει μαιτρέσα, ο καημένος. Ούτε ρολς-ρόις να αγοράσει. Ούτε βίλα σε καταπατημένο παραθαλάσσιο οικό πεδο να χτίσει. Ούτε ψηφοφόρους να εξαγοράσει. Ούτε καλό γαμπρό στην κόρη του να βρει. Ούτε να κάνει τις διακοπές του στη Χονολουλού. Ούτε ευπρεπές μαυσωλείο για να στε γάσει μετά θάνατον τη βλακεία του είναι σε θέση να χτίσει. Κι όλα αυτά, γιατί ο δημόσιος υπάλληλος απέχει του "ιδιω τικού". (Απέχει, επίσης, του "ιδιωτικού" και ο ιδιωτικός υπάλληλος: Από μισθολογική άποψη δεν υπάρχει μεγάλη δια φορά ανάμεσα στον δημόσιο και τον ιδιωτικό υπάλληλο. Και εν πόση περιπτώσεί, άλλο πράγμα είναι να νιώθεις "ιδ ιώ της" κι άλλο να είσαι. Εμείς μιλάμε εδώ γιαυτούς που είναι κι 6χι γιαυτούς που νιώθουν ιδιώτες, γιατί "ιδιώτης" μπορεί να νιώθει κι αυτός που δεν έχει "ιδιωτική" παρά μόνο τη φτώ χεια του). Λοιπόν, σ’ ένα κράτος ιδιωτών είναι φυσικό να θέλουν να γίνουν όλοι ιδιώτες. Κι ο πιο άνετος τρόπος να ιδιωτεύ σει κανείς είναι να γίνει συνέταιρος του κράτους, είτε σον ερ γολάβος δημοσίων έργων, ας πούμε, είτε σαν φοροφυγάς, είτε και τα δυο μαζί, όπερ και συνηθέστερον. Ό πως λέει κι η παροιμία "είναι στην κούτρα σου να κατεβάζει ψείρες". Κι είναι στην κούτρα του καπιταλιστή να κατεβάζει απά τες. Αλλιώς θα αυτοκαταργούνταν σαν καπιταλιστής και θα γινόταν σοσιαλιστής — όχι σοσιαλκαπιταλιστής, πάντως, που είναι της μόδας τελευταία στην Ελλάδα. Γιατί σοσιαλισμός δε σημαίνει συμμετοχή όλων στην κλοπή του δημόσιου. Ση μαίνει αποϊδιωτικοποίηση της οικονομίας. Λοιπόν, όσο υπάρχουν υποτελείς, θα υπάρχουν και "φ ό
ρου υποτελείς", όπως λέμε άκομψα τους φορολογούμενους. Γιατί ένα κράτος, που έτσι κι αλλιώς είναι ένα κράτος υποτε λών (υποταγμένων σε νόμους, που δεν έγιναν για το "καλό όλων" αλλά για το καλό μιας τάξης), είναι αδύνατο να υπάρ ξει χωρίς τη φορολογία -π ο υ στην κυριολεξία σημαίνει "ο περί τον φάρον λόγος", δηλαδή η κουβέντα που γίνεται στα "ανώτερα κλιμάκια" για τον προσπορισμό πόρων παρμένων απ' τα κατώτερα κλιμάκια. Υπάρχουν πάρα πολλοί τρόποι για να γεμίσει το δημόσιο ταμείο. Κι ακόμα πιο πολλοί για ν’ αδειάσει. ( Ό σο και να βου λώσεις τις τρύπες, οι ποντικοί του δημοσίου, μεταξύ αυτών και οι φορατζήδες πάντα θα βρίσκουν τρόπους να ανοίγουν καινούριες αφού το "ιδιωτικό" δεν είναι παρά ένα κόσκινο με τόσες τρύπες όσοι και οι ιδιώτες). Οι κύριοι απ' αυτούς τους τρόπους είναι: 1)Οι άμεσοι φόροι, 2)Οι έμμεσοι φόροι, 3)Τα τέλη και 4)Οι εισφορές. Ας δούμε μισ-μια τις κάνουλες που όταν δεν τις βουλώνουν οι ποντικοί που λέγαμε, το χρήμα συσσωρεύεται στο δημόσιο ταμείο για να μετασχηματιστεί σε τρέχα γύρευε χί. (Αυτή τη θλιβερή ιστορία θα τη δούμε παρακάτω). Ά μεσοι φόροι είναι η ευθέως ζητούμενη απ’ το κράτος συνεισφορά-μας στα δημόσια έξοδα, που σήμερα κλιμακώνε ται ανάλογα με το ειαόδπμα: Ό σο μεγαλύτερα εισόδημα έ χεις τόσο λιγότερα, αναλογικά, πληρώνεις στην εφορία. Αυτοί που, θέλαυν δε θέλουν, είναι τίμιοι ως προς τις υπο χρεώσεις τους προς το δημόσιο ταμείο είναι οι μισθωτοί: Τους κρατούν τον φόρο την ώρα της πληρωμής, πριν προλά βουν να τον κλέψουν κι αυτοί όπως τ’ αφεντικά. Έμμεσοι φόροι είναι αυτοί που "καπελώνουν" όλα τα εμ πορεύματα, από καρφίτσα μέχρι αυτοκίνητο. Σ ’αυτή την πε ρίπτωση, φορολογούμενος δεν είναι ο έμπορος ή ο παραγω γός αλλά ο καταναλωτής. Διότι ο έμμεσος φόρος προστίθε ται στην τιμή πώλησης του εμπορεύματος και to κάνει ακριβό τερο. Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς πως η έμμεση φορολο γία είναι ο ανετότερος, αλλά και ο ανεντιμότερος τρόπος να αυξάνει το δημόσιο τα έσοδά-του: Δεν είναι το ίδιο πράγμα η προστιθέμενη στο γάλα και η προστιθέμενη στο χαβιάρι φορολογία. Τέλη, είναι η ανταμοιβή που εισπράττει ένας δημόσιος ορ γανισμός για ειδικές υπηρεσίες που προσφέρει μόνο σ’ όσους
το ζητήσουν. Το γραμματόσημο π.χ. είναι ένα τέλος που το εισπράττει ειδικά η ταχυδρομική υπηρεσία για τα έξοδά της απ’ αυτούς που γράφουν και ταχυδρομούν γράμματα. Το χαρτόσημο είναι ένα άλλο τέλος, αλλά και μια μεγάλη πονη ριά. Υποτίθεται πως μ' αυτό πληρώνεις τις υπηρεσίες που σου προσφέρει μια δημόσια υπηρεσία γιατί της το ζήτησες (έ κανες αίτηση). Ό μως, εκτός του ότι οι προσφερόμενες υπη ρεσίες είναι άλλοτε ασήμαντες και άλλοτε ανϋπαρχτες, δου λειά των δημοσίων υπηρεσιών είναι να εξυπηρετούν τους πάντες χωρίς ειδική αμοιβή. Όταν λοιπόν με υποχρεώνουν να τους πληρώσω για να μου δώσουν, π.χ., ένα πιστοποιη τικό γεννήσεως είναι σαν να μου επιβάλλουν έμμεσα κεφαλικό φόρο. Πράγματι, τα τέλη, στις περισσότερες περιπτώσεις, είναι ένας κεφαλικός φόρος, άλλοτε δίκαιος, όπως οτην πε ρίπτωση των ταχυδρομικών τελών και άλλοτε άδικος, όπως σχεδόν σ' όλες τις περιπτώσεις "αιτήσεως επί χαρτοσήμου", Η εισφορά είναι άλλη μια εφεύρεση για να αυξάνει τα έσοδά του το δημόσιο, πάρα πολύ δίκαιη αυτή. Η εισφορά είναι ένα είδος έκτακτου φόρου, που τον πληρώνουν μόνο ό σοι έχουν ειδικά οφέλη από μια δημόσια υπηρεσία ή από ένα δημόσιο έργο. Τα διόδια, π.χ., είναι μια εισφορά που δεν την πληρώνουν όσοι δεν έχουν αυτοκίνητο και που θα την πληρώ σουν όταν το αποχτήσουν. Αλλά θα την πληρώσουν μόνο στην περίπτωση που ο υπάλληλος των διοδίων δεν "ιδιωτεύει", δηλαδή δεν μεταβιβάζει τις αποδείξεις στον απατεώνα συνά δελφο των προηγούμενων διοδίων, πράγμα που συμβαίνει πάρα πολύ συχνά σε μια χώρα σαν την Ελλάδα που αγαπάει τόσο την "ιδιωτική πρωτοβουλία" ώστε όλοι σχεδόν οι υπάλ ληλοι να παίρνουν πρωτοβουλίες, όχι πάντως προς όφελος του κοινωνικού συνόλου. Υπάρχουν, τέλος, και οι δασμοί, δηλαδή η επί των εισαγωμένων εμπορευμάτων φορολογία, που αποτελούν πάρα πολύ σημαντικό έσοδο για τον κρατικό κορβανά. Οι τελωνειακοί υπάλληλ.οι δεν είναι παρά ειδικής κατηγορίας εφοριακοί υ πάλληλοι, στενά συνεργαζόμενοι με τον εισαγωγέα-εξαγωγέα! Ό πως όλοι οι εφοριακοί έχουν- κι αυτοί τα ...τυχερά τους. Αλλά και τις ατυχίες τους, στην περίπτωση που βρεθεί κά ποιος έντιμος ανάμεσα τους και "καρφώσει" τους ηθικά ξε κάρφωτους. (Μη μου πείτε πως αδικούμε και πάλι "έντιμα εργαζόμενους ανθρώπους". Γιατί και σ' αυτήν, όπως και
σ’ όλες τις μισοφάνερες περιπτώσεις, ισχύει ο λεγόμενος "νόμος της κορυφής του παγόβουνου"; Σε έναν που συλλαμβάνεται παρανόμων αντιστοιχούν εκατό που δεν συλλαμβάνονται αν κοι παρανομούν. Αλλά, επειδή δεν συλλαμβάνονται δε σημαίνει και ότι δεν υπάρχουν. Η επικίνδυνη πλευρά του παγόβουνου είναι πάντα η κρυμμένη). Χρήσιμος κανόνας για την ανίχνευση απατεώνων: Ο "ο λίγων έντιμος" είναι ολικά ανέντιμος, που παρέμεινε στο "ο λίγον" γιατί δεν του δόθηκε η ευκαιρία να φτάσει στο "πολύ". Ο "ολίγον έντιμος άνθρωπος" είναι σαν την "ολίγον έγκυο γυναίκα"; Ό λο ι ξέρουν πως μια γυναίκα είτε είναι έγκυος είτε δεν είναι. Κι αν είναι ολίγων ωρών ή μηνών έγκυος δε θ' αργήσει να γίνει και "πολύ έγκυος" καθώς περνούν οι μέρες της εγκυμοσύνης. Η εντιμότητα, όπως και η εγκυμομοσύνη, είναι έννοια ποιοτική, και συνεπώς δεν επιδέχεται ποσοτικές μετρήσεις παρά μόνο για λόγους "τεχνικούς". Ίσως νομίσατε, μ' όσα είπαμε, πως ο φόρος είναι "πράγμα κακό". Κάθε άλλο. Είναι πράγμα πολύ καλό καθεαυτό. Κακό γίνεται μόνο όταν εισπράττεται στ' αρπαχτά κι όπου λάχει. Αν συλλαμβάνονταν οι μεγάλοι και οι μικροί φοροφυγάδες εγώ ο μισθωτός δεν θα είχα καμιά αντίρρηση να μου κρατούν το φόρο απ’ ευθείας απ' το μισθό, στερώντας μου έτσι τη δυ νατότητα ν’ αποδείξω πως είμαι έντιμος ή ανέντιμος, άνθρω πος δηλαδή που έχει ή δεν έχει συνείδηση τους γεγονότος πως ζει σε μια κοινωνία που θα καταρρεύσει αν δε βρει τους πόρους για νο φκιάξει τα χρήσιμα σ' όλους πράγματα, π.χ. δρόμους και πάρκα Όμως, στη φορολογία δυστυχώς αποκλείεται το "κριτή ριο της αντιπαροχής". Μ’ άλλα λόγια, το κράτος δε θα παζα ρέψει μαζί μου για το τί θα κάνει τα χρήματα που εγώ πλή ρωσα. Μπορεί ν' αγοράσει μ’ αυτά αεροπλάνα, που εγώ τα θεωρώ άχρηστα. Κι αν θέλει μπορεί να μη φκιάξει πάρκα, που εγώ to θεωρώ χρήσιμα. Το κράτος δεν διαχειρίζεται τα χρήματα των φορολογουμένων προς το "συμφέρον όλων" αλλά προς το συμφέρον, κατ' αρχήν, της κυρίαρχης τάξης. Όμως, εγώ δεν έχω κανένα συμφέρον να πληρώνω για να φκιάξουν γερότερα τα δεσμό μου. Έ λα, όμως, που στον κα πιταλισμό κατά κανόνα πληρώνουν οι δεσμώτες. Δηλαδή, οι μισθωτοί. Ενώ οι καρχαρίες συνεχίζουν να κολυμπούν στα βαθιά της φοροδιαφυγής. Κι έτσι, το δικό τους κρότος το
πληρώνω εγώ. Αλλά αυτό δεν είναι απλώς μια αδικία, εί ναι σκέτος παρολογισμός. Όμως, είναι παραλογισμός κι από τη μεριά τους: Αυτοί έχουν κάθε λόγο να πληρώσουν για να φκιάξουν τα δεσμό μου και πιο στέρεα και πιο "πολιτισμένα". Γιατί, στα σχολεία π.χ. που θα μου χτίσουν δεν θα μου μάθουν αυτά που θέλω εγώ, αλλά αυτά που θέλουν εκείνοι. Ο καπιταλιστής όμως είναι ένα τόσο ασυνείδητο κτήνος που ούτε τα μακροπρό θεσμα συμφέροντα του δεν είναι σε θέση να υπερασπιστεί, εξαιτίας της αρπαχτικής βουλημίας του. Ευτυχώς. Γιατί έτσι μου δίνει την ευκαιρία, αφενός μεν να συνειδητοποιήσω τη σκλαβιά μου και αφετέρου να προγραμματίσω τους τρόπους και τις μεθόδους να κερδίσω την ελευθερία μου. Φυσικά, στο μέλλον. Όταν ίσως δε ζω. Η τάξη όμως στην οποία ανή κω θα συνεχίσει να ζει και ν’ αγωνίζεται. Λοιπόν, καλό το καπιταλιστικότατο "ό,τι φάμε ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο αλλά να δούμε τί θα φαν και τί θα πιουν τα παιδιά τους ή τα εγγόνια τους. Βέβαια, ξέρουμε πως δεν λογαριάζουν τους απώτερους απογόνους τους οι καπιταλιστές. Αν τους λογά ριαζαν θα είχαν "ταξική συνείδηση". Κι αυτό που ο καπιτα λιστής στερείται κατά κύριο λόγο είναι η ταξική συνείδηση. Και δεν μπορεί να σχεδιάσει το μέλλον του ταξικά, ίσως γιατί ξέρει πως η τάξη των καπιταλιστών στερείται μέλλοντος. Α π ’ αυτή την άποψη, λοιπόν, καλά κάνει που πιστεύει στο σόκιν σλόγκαν που προαναφέραμε. Αλλωστε τους μελλοθάνατους τους ταΐζουν καλά πριν τους στείλουν στο εκτελεστικό απόσπασμα. Το "να πας χορ τάτος" είναι μια παρηγοριά. Το να αυτοκτονήσεις χορτάτος, όμως, είναι μια ανοησία. Κι όπως λέει ο Μαρξ, η αστική τάξη φκιάχνει μόνη της το σκοινί με το οποίο θα κρεμαστεί. Η Ιστορία μετράει την ηλικία της με αιώνες. Ο άνθρωπος μετράει τη δική του με χρόνια. Οι καπιταλιστές κάνουν το τε ρατώδες λάθος να μετρούν την Ιστορία επίσης με χρόνια. Κι είναι καταδικασμένοι, ακριβώς γιατί δεν γνωρίζουν την έννοια της "ιστορικής προοπτικής". Ευτυχώς. Γιατί αν τη γνώριζαν, τα πράγματα θα ήταν πολύ δύσκολα για μας που, και μισθωτοί είμαστε, και ευπειθέστατοι φορολογούμενοι εί μαστε. Και τίμιοι αναγκαστικά είμαστε, αφού δεν μπορούμε να κλέψουμε τους κλέφτες, αφήνοντας τους να κλέβουν τον εαυτό τους, δηλαδή το δικό τους κράτος, πουδεντο αισθά
νονται σα δικό τους. Αν δεν μας είχαν δεμένους χειροπόδαρα, αν δηλαδή δεν άρπαζαν "το φόρο που μας αναλογεί" απ' ευθείας απ' το μισθό μας και μας άφηναν να τον καταθέσουμε με τον τρόπο που τον καταθέτουν κι εκείνοι, τότε θάβλεπες "τι χαμπάρια" μάστορα φοροκλέφτη. 24 Φεβρουάριου 1985
9. ΗΓΕΤΕΣ ΦΥΣΙΚΟ Ι ΚΑΙ ΠΑΡΑ ΦΥΣΙΝ
Υπάρχουν ηγέτες πολιτικοί, κομματικοί, θρησκευτικοί, στρατιωτικοί, πνευματικοί. Υπάρχουν ηγέτες μικροί και με γάλοι, άξιοι και ανάξιοι, αρσενικοί και θηλυκοί, διορισμένοι και αδιόριστοι, "χαρισματικοί" και δημαγωγοΰντες. Υπάρχουν τόσοι πολλοί ηγέτες κάθε είδους σ' αυτόν τον κόσμο (και στον "άλλο") που αναρωτιέται κανείς πόθεν ξεφύτρωσαν όλοι αυτοί και τί ρόλο παίζουν, μέσα σ' έναν κόσμο ίσως ανίκανο να υπάρξει χωρίς παντοειδείς ηγέτες. Φαίνεται, τελικά, πως ο ηγέτης στην ανθρώπινη κοινωνία είναι τόσο αναγκαίος, όσο και το κριάρι στην "κοινωνία" των προβάτων. Αν κρεμούσαν στους ηγέτες κουδούνια, όπως στα κριάρια, είναι βέβαιο πως οι πάντες, ή σχεδόν οι πάντες, θα έσπευδαν να προμηθευτούν αυτό το ηχητικό σήμα του ηγέτη. Υπάρχει τέτοια μανία με το αρχηγιλίκι που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς μια ατέλειωτη αλυσίδα ανθρώπων, όπου ο μπροστινός είναι ηγέτης για τον πισινό του κι όπου ο μόνος που δεν ηγεί ται είναι ο περίλυπος έσχατος της αλυσίδας, η "ουρά" σε μια απέραντη ιεραρχική ηγετική κλίμακα. Γιατί, έτσι και εμφανι στεί ένας ηγέτης, δημιουργείται αυτόματα γύρω του μια "η γετική ομάδα". Και έτσι και εμφανιστεί "ηγετική ομάδα" εμφανίζεται αυτόματα πίσω της και η ιεραρχία. Μ ’ άλλα λόγια, η ιεραρχία είναι η αναγκαία συνέπεια της εμφάνισης του ηγέτη, χωρίς αυτό να σημαίνει πως ένσ πλήθος ανθρώ πων δεν μένει τελικά εκτός της ιεραρχικής κλίμακας: Αν όλοι έμπαιναν στην "ηγετική ομάδα", αυτή η ομάδα δεν θάχε πια τίνος να ηγηθεί, κι έτσι η ιεραρχία θα κατέπιπτε αυτομά τως, συμπαρασύροντας στην πτώση της και τον ηγέτη.
Μ' άλλα λόγια ο ηγέτης, που στα μοναστήρια τον λεν η γούμενο k o l στα μεσαιωνικής χροιάς αυταρχικά καθεστώτα ηγεμόνα, δεν μπορεί να υπάρξει αν δεν προϋπάρξουν άνθρωποι πρόθυμοι να παίξουν το ρόλο των προβάτων. Και στις περισ σότερες περιπτώσεις είναι ασφαλέστερο νάσαι πρόβατο παρά κριάρι. Κινδυνεύεις λιγότερο όταν είσαι στην ουρά, γιατί ο "άγνωστος τόπος" δεν βρίσκεται πίσω αλλά μπροστά. (0 δρό μος που ήδη διανύθηκε λέγεται "πεπατημένη", κι εκτός απ' τον ηγέτη όλοι οι άλλοι βαδίζουν στην πεπατημένη. Κι ό σο πιο πίσω στην ουρά βρίσκεται κανείς τόσο πατημένος είναι ο δρόμος που βαδίζει και συνεπώς τόσο πιο ομαλός). Ηγέτης στην κυριολεξία σημαίνει οδηγός, όχι αρχηγός. Αρ χηγός σημαίνει άλλο πράγμα: Είναι αυτός που "έχει την αρχή" (την εξουσία). Βέβαια, ο αρχηγός είναι και ηγέτης (οδηγός, μπροστάρης). Με μια ουσιαστική, ωστόσο, διαφορά: Μπαίνει επικεφαλής όχι γιατί τον έφερε εκεί η αξία του αλλά διότι τον διόρισαν ή διότι είχε σειρά στην επετηρίδα, προκειμένου για ιεραρχικά συστήματα όπου ο ένας σπρώχνει τον άλλο με κάθε τρόπο, νόμιμο, μισονόμιμο και παράνομο προκει μένου να τεθεί επικεφαλής και ν’ αυξήσει έτσι το γόητρό του, ολλά τον μισθό του — κυρίως αυτόν. Και να πάει παρεμπι πτώντος και την καημένη τη ούζυγό του σε καμιά δεξίωση "παρά τω Πρωθυπουργό»" κι ακόμα καλύτερα "παρά τω Προέδρω". Εμείς εδώ σήμερα δε θα μιλήσουμε για τους αρ χηγούς. Αυτούς τους έχουμε γραμμένους ...στο λευκό περι θώριο τούτης της σελίδας. (Πρέπει να είμαστε και ευγενείς!). Θα μιλήσουμε για τους ηγέτες, που είναι άνθρωποι και χρή σιμοι και κοινωνικά αναγκαίοι και εξ ορισμού ικανοί. Βέβαια, στην πορεία της εξέλιξής του, ένας ηγέτης μπορεί να εκπέσει σε αρχηγό, κι αυτό γίνεται πάρα πολύ συχνά. Ωστόσο ο ηγέτης στην "καθαρή του μορφή" δεν ασκεί εξου σία με την τρέχουσα καταναγκαστική έννοια. Απλώς μπαίνει μπροστά και οι άλλοι τον ακολουθούν με τη θέλησή-τους. Κι όταν δεν αποδειχτεί καλός μπροστάρης καθαιρείται αυτο μάτως απ' την κοινωνική ομάδα, κι ένας άλλος ξεκοΰραστος ή ικανότερος παίρνει τη θέση του. Αυτή η ειδυλλιακή κατάσταση επικρατεί κυρίως στις πρωτό γονες κοινωνικές ομάδες, εκεί που δεν υπάρχουν διορισμοί, κουμπάροι, γαλόνια και "απονεμημένες διακρίσεις" και όπου ο ηγέτης παίρνει κάτι παραπάνω απ’ τα λάφυρα με το δίκιο-
του, γιατί κινδύνεψε παραπάνω και δούλεψε περισσότερο. Ένας τέτοιος ηγέτης λέγεται "φυσικός". Τον λέμε φυσι κό προφανώς για να τον ξεχωρίσουμε απ' το "παρά φύσιν" του αρχηγού με την τρέχουσα έννοια. Και τούτο το "παρά φ ύ σιν" του αρχηγού με την τρέχουσα έννοια πρέπει να νοεί ται περίπου όπως και η ..."παρά φύσιν έδρα": Σα μια χειρουρ γική επέμβαση που κάνει η κοινωνία για να δημιουργήσει τεχνητά ηγέτες, όταν ατόνησαν τα πανάρχαια συστήματα αυτόματης επιλογής φυσικών ηγετών. Για να το πούμε αλ λιώς, ο αρχηγός είναι ένας ηγέτης ερζάτς λίγο ως πολύ, χω ρίς ωστόσο ν' αποκλείεται να αναδειχτεί σ' έναν πραγματικό ηγέτη, όχι πάντως με τρόπο άμεσο, όπως τον καιρό των ηρώων της Ιλιάδας, ας πούμε. Πώς δημιουργείται στην κοινωνία η ανάγκη για την ύπαρξη ηγετών; Αν απαντήσουμε στο "πώς" μπορούμε στη συνέχεια ν' απαντήσουμε και στο δυσκολότερο συναφές ερώτημα. Είναι αναγκαία η ύπαρξη ηγετών; Για να υπάρξει ηγεσία πρέπει η κοινωνική ομάδα να έχει επιλέξει κάποιους στόχους προς πραγμάτωσιν. Αν ο προς πραγμάτωσιν στόχος είναι π.χ. η εκστρατεία των πεινασμένων Μογγόλων στις εύφορες πεδιάδες της Ευρώπης, τότε θα ξεπεταχτεί μέσα απ' την κοινωνική ομάδα ένας Αττίλας ή ένας Τζένκινς Χαν για να οδηγήσει τους λιμαομένους στη γη της επαγγελίας. (Σε κάθε εκστρατεία υπάρχει πάντα μια "γη της επαγγελίας": Είναι η γη όπου το όνειρο μέλλεται να γί νει πραγματικότητα. Και δεδομένου ότι οι νηστικοί καρβέ λια ονειρεύονται, είναι η γη που παράγει εδώδιμα και δημη τριακά, που όταν άλλοι τα παρήγαγαν ήδη και τα εναποθή κευσαν τόσο το καλύτερο για τον άρπαγσ που, άλλωστε, δε γνωρίζει ακόμα την τέχνη της γεωργίας.) Αφού επιλεγεί ο στόχος απ’ την κοινωνική ομάδα πρέπει να βρεθεί ένας καλός ανιχνευτής για να τον επιοημάνει με ακ ρίβεια και ένας καλός σκοπευτής για να τον χτυπήσει με σβελ τάδα. Η Όμάδα θα αναθέσει αυτό το έργο σε κάποιον προικι σμένο απ' τη φύση με τα ειδικά προς τούτο προσόντα. Καμιά φορά αυτός ο προικισμένος άνθρωπος θα αναλάβει μόνοςτου την πρωτοβουλία και οι άλλοι θα τον ακολουθήσουν πρό θυμα και χωρίς καταναγκασμό. Και ακριβώς η έλλειψη κατα ναγκασμού και η προθυμία για συμμετοχή των οπαδών του είναι τα ειδικά χαρακτηριστικά που ξεχωρίζουν τον ηγέτη απ*
τον αρχηνό. Τον ηγέτη τον ακολουθούν οικειοθελώς. Τον αρχηγό εξαναγκάζονται να τον ακολουθήσουν, είτε με την α πειλή της τιμωρίας είτε με την απροκάλυπτη βία. Είναι φανερό πως άλλο πράγμα είναι να σε επιστρατεύουν κι άλλο να πας στη μάχη εθελοντής. Σ' αυτή τη δεύτερη περίπτωση δεν έχεις κανένα λόγο να πολεμήσεις αν δεν πιστεύεις πως οι ηγέτες είναι άξιοι να φέρουν σε πέρας την αποστολή τους, κι αυτό παρά το γεγονός πως μπορεί τελικά να μην τη φέρουν. Πά ντως, κατ’ αρχήν πίστεψες στους ηγέτες και το προτεινόμενο απ' αυτούς σχέδιο δράσης. Βασικό καθήκον του φυσικού ηγέτη είναι να κάνει να συμ πέσουν οι ανθρώπινες ενέργειες και δραστηριότητες με τους αναγκαίους για την επίτευξη του στόχου τρόπους δράοης. Για να το πετύχει αυτό πρέπει να ελέγχει, να ρυθμίζει και να διορθώνει συνεχώς την πορεία προς το στόχο, παίρνοντας υπ’ όψιν του κάθε φορά και το τυχαίο ή το απροσδόκητο. Δηλαδή πρέπει να ξέρει να εφαρμόζει μια "τακτική", όπως λέμε την επιλογή των μέσων και των τρόπων που οδηγούν στον τελικό σκοπό, ο οποίος συνιστά τη "στρατηγική". Η στρατηγική σε πάρα πολλές περιπτώσεις ορίζεται απ' την κοι νωνική ομάδα, αλλά η ταχτική ορίζεται κυρίως από ικανούς ηγέτες που θα φέρουν σε πέρας το επιλεγόμενο στρατηγικό σχέδιο. Σύμφωνα με τα παραπάνω εύκολα συνάγεται ένας απλός ορισμός της έννοιας της ηγεσίας: Είναι η σχέση που δημιουργείται ανάμεσα σ' ένα άτομο (τον ηγέτη) και μια κοινωνική ομάδα γύρω από ορισμένα κοινά συμφέροντα, σχέση που επι βάλει μια πειθαρχημένη συμπεριφορά προς τον ηγέτη. Για να παραμείνει αυτή η σχέση ηγετική και όχι αρχηγική πρέ πει η ομάδα να ακολουθεί τον ηγέτη οπωσδήποτε οικειοθελώς. * Δεν μπορεί να είναι κανείς φυσικός ηγέτης αν δεν διαθέ τει κάποιες φυσικές ικανότητες, οι σπουδαιότερες απ' τις ο ποίες είναι η ζωτικότητα, η πειοτική ικανότητα και κυρίως η διορατικότητα. Ένας ασθενικός και ετοιμόρροπος άνθρωπος είναι ακατάλληλος για ηγέτης, και γιαυτό ακριβώς κρύβουν επιμελώς τις αρρώστιες των ηγετών, αλλά και των αρχηγών. Θα παραγκωνιστεί ομοίως ο πάσχων από δυσλεξία και ο βραδύνους. Γιατί ο φυσικός ηγέτης δεν είναι μόνο παλικάρι, αλλά και έξυπνος άνθρωπος και καλός ρήτορας. Η διορα
τικότητα, πάλι, του είναι αναγκαία για να αποφεύγει τις λαν θασμένες ενέργειες. Γιατί κάθε "λάθος κίνηση" γράφεται στο παθητικό του. {Ό λ ο ι οι ηγέτες ξέρουν πως το "πόιντ σϋστεμ" αφορά κυρίως αυτούς). Ύστερα από μια συσσώρευση λαθών η ηγεσία καθαιρείται, για νορθει μια άλλη στη θέση της που θα συσσωρεύσει κι αυτή τα αναγκαία λάθη της - κ α ι πάει λέγοντας μέχρι τη νίκη ή την ήττα. Σ ’ αυτή την τελευταία περίπτωση η ηγεσία θ' αλλάξει οπωσδήποτε, γιατί τους ηγέ τες δεν τους έχουμε για να μας οδηγούν σε ήττες αλλά σε νί κες. Ειδικότερα στην πολιτική καί την κομματική ηγεσία η διορατικότητα είναι πολύ πιο χρήσιμη απ' την ζωτικότητα και την πειστική ικανότητα. Αυτές οι τελευταίες ιδιότητες αφορούν κυρίως στρατιωτικούς ηγέτες. Υπάρχουν δύο γενικά είδη ηγεσίας: Η αντιπροσωπευτική και η δημιουργική. Αντιπροσωπευτική δεν είναι η εκλεγμένη ηγεσία αλλά αυτή που είτε εκλέχτηκε είτε ανέλαβε την ηγεσία μ’ άλλον τρόπο, καταφέρνει τελικά ν' ανταποκριθεί στις προ καθορισμένες προσδοκίες της κοινωνικής ομάδας που αντι προσωπεύει. Αντίθετα η δημιουργική ηγεσία δεν δουλεύει υπέρ των κεκτημένων συμφερόντων αλλά ανοίγει δρόμους σε καινούρια και απερπάτητα μονοπάτια, κάνοντας καινοτο.μίες για λογαριασμό της κοινωνικής ομάδας που εκπροσω πεί. Η αντιπροσωπευτική ηγεσία είναι συντηρητική, η δημιουρ γική προοδευτική. Εξυπακούεται πως είναι πολύ πιο δύσκο λο να είσαι Λένιν {δημιουργική ηγεσία) παρά Τσάρος (αντι προσωπευτική ηγεσία). Γιατί ο Λένιν ούτε την πεπατημένη βάδισε ούτε κεκτημένα συμφέροντα υπερασπίστηκε. Βάδισε σ’ έναν άγνωσΐο μέχρι τότε δρόμο και υπερασπίστηκε τα συμ φέροντα των πληβείων που δεν αποτελούσαν εξουσία. Δίκαια, λοιπόν, ο Λένιν θεωρείται η μεγαλύτερη ηγετική φυσιογνω μία που εμφανίστηκε ποτέ στην ανθρώπινη Ιστορία. Ο Χιουμ παρατηρεί πως δεν υπήρξε ποτέ ηγέτης που τον ακολούθησε ολόκληρος α λαός απ’ την αρχή. Αντκρρονούντες θσ υπάρχουν πάντα και σ’ όλες τις περιπτώσεις. Η Ι στορία παλιότερα απένεψε τον τίτλο του Μεγάλου στους ηγέ τες που έτυχαν να τους ακολουθήσουν πολύ πλατείες μά ζες. Όμως, ούτε ο Μέγας Αλέξανδρος ούτε ο Μέγας Νριχολέων κατάφεραν να αποφύγουν τους αντιφρονούντες. Είτε αντιπροσωπευτικός είτε δημιουργικός είναι ο ηγέ της μπαίνει ένα δύσκολο πρόβλημα ερμηνείας του φαινομέ
νου της ηγεσίας; Η ηγεσία εξηγείται απ’ την τυχαία ύπαρξη μιας ισχυρής προσωπικότητας, αυτής του ηγέτη, ή απ' την ιστορική συγκυρία; Πιο απλά: Προηγείται η ηγετική φυσιο γνωμία, ή ο κοινωνικοπολιτικόςπερίγυρος που αναζητεί μια ηγετική φυσιογνωμία σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή; Οι ερμηνείες εδώ διαφέρουν ανάλογα με τη "θέση" στην ο ποία τοποθετείται ο ερμηνευτής. Σε μια ιδεαλιστική αντίληψη της Ιστορίας ο ηγέτης είναι αυτός που δημιουργεί Ιστορία. Σε μια διαλλεκτική αντίληψη της Ιστορίας ανάμεσα στον ηγέ τη και την ιστορική συγκυρία υπάρχει μια άρρηκτη σχέση: Μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδος έχει ανάγκη από έναν προσαρμοσμένο και προσαρμόσιμο σ' αυτήν ηγέτη, και ένας ηγέτης, όσο ικανός κι αν είναι, δεν είναι δυνατό να κάνει τί ποτα αν η ιστορική συγκυρία δεν τον βοηθάει να δείξει τις ηγετικές του ικανότητες. Ο ηγέτης και η αρμούζουσα σ' αυτόν ιστορική συγκυρία πρέπει να συμπέσουν χρονικό για να μπορέσει να παίξει τον ιστορικό της ρόλο η προσω πικότητα, που αλλιώς θα εξαφανιστεί. Παραμένει ένα ακόμα δύσκολο ερώτημα, βαλμένο κυρίως απ’ τους αναρχικούς αλλά και από τους Γερμανούς Σοσιαλ δημοκράτες της εποχής του Λένιν: Αν πρέπει ή δεν πρέπει να υπάρχει μια αριστερή ηγεσία, κι αν η ηγεσία δεν οδηγεί αναγκαστικά σε μια αυταρχική ιεραρχία και δεν καταλήγει σε μια γραφειοκρατία σε περίοδο ειρήνης. Ο Λένιν επιτέθηκε δριμύτατα στους αντιηγετικούς Γερμανούς Σοσιαλδημοκρά τες (ανάμεσά τους και η Ρόζα Λούξεμπουργκ) λέγοντας πως ο χωρίς ηγέτες επαναστατικός αυθορμητισμός δεν καταλή γει παρά στην ήττα. Ωστόσο είναι γεγονός πως τα ιεραρχικά ηγετικά-διοικητικά συστήματα δημιουργούν τον υπαρκτό κίν δυνο της αυταρχικότητας. Αλλά ο άλλος κίνδυνος, της σίγου ρης ήττας μέσα απ’ την αυθόρμητη και απρογραμμάτιστη δράση των μαζών είναι πολύ πιο μεγάλος. Ο Ντουρούτι, ο μυ θικός ηγέτης των Ισπανών αναρχικών κατά τον εμφύλιο πόλε μο αντιλήφθηκε το λάθος της αναρχικής απειθαρχίας και α νοργανωσιάς και γιαυτόπροςτο τέλος της καριέρας του άλλα ξε ταχτική. Ο Μπουνιουέλ στο βιβλίο-του "Η τελευταία πνοή" λέει πως μάλλον τον σκότωσαν οι ίδιοι οι αναρχικοί γιαυτή την παρασπονδία του, που δεν ήταν παρά μια ανάγκη. Η η γεσία, προσωπική ή συλλογική κατά προτίμησιν θα παραμείνει αναγκαία, όπως φαίνεται για πολλούς αιώνες ακόμα. Το
πρόβλημα μέχρι την ολική κατάργησή της είναι να λειτουργή σει σωστά ο παλιός θεσμός της φυσικής ηγεσίας. 3 Μαοτίου 1985
10. ΤΟ ΧΙΟΥΜΟΡ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟ
"Μόνο ο Θεός έχει το δικαίωμα να σκοτώσει τον πλησίον του", λέει ο Λαμπίς κάνοντας ένα εκπληκτικό λογοπαίγνιο με το πρόσταγμα "αγάπα τον πλησίον σου". Μια αποξηραμένη και χωρίς χιούμορ διατύπωση της ίδιας πρότασης θα μπο ρούσε να είναι: Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να σκοτώσει τον πλησίον του. Αλλά ο Λαμπίς βρίσκει έναν καινούριο και εντελώς απροσδόκητο τρόπο να πει το ίδιο. Αυτό ακριβώς είναι το χιούμορ: Μια "διάβρωση" του λό γου από κάποια παραδοξολογία, που χαλάει την αναμενό μενη λογική τάξη, προκαλώντας έτσι ένα ξάφνιασμα που υποχρεώνει τον ακροατή ή τον αναγνώστη να σκεφτεί καλύ τερα κάτι που ίσως το ξέρει ήδη, αλλά που με την πολυχρησία τείνει να το αποχυμώσει και να το ισοπεδώσει νοηματι κά. Το χιούμορ "φρεσκάρει" τη σκέψη και είναι μια διεργασία καθαρά και τυπικά νοητική: Ο βλαξ δεν μπορεί ούτε να κάνει, ούτε να καταλάβει το χιούμορ. Και οι χιουμορίστες έχουν να αντιμετωπίσουν το μόνιμο πρόβλημα της πρόσκρουσης της ευφυΐας τους πάνω στη συμπαγή ανθρώπινη βλακεία. "Ο πνευματώδης άνθρωπος είναι ένας ποιητής που δε θέ λει να είναι ποιητής με την καρδιά αλλά μόνο με το μυαλό", λέει ο Ανρί Μπερξόν στο μνημειώδες έργο του "Το γέλιο" (παλιότερη μετάφραση Νίκου Καζαντζάκη και νεότερη Ιάνη Λο Σκόκκο). Αλλά πώς να ταράξει τον μακάριο και να τον ξυπνήσει ένα απροσδόκητο λεκτικό σχήμα που αποσκοπεί στην επαναλειτουργία της λογικής, όταν δεν έχει καμιά διά θεση να βγει απ' τον ύπνο τον βαθύ; Το χιούμορ είναι επα ναστατικό απ' την ίδια του τη φύση. Και ο ανεπανόρθωτα
συντηρητικός ξεχωρίζει κατ' αρχήν απ' τη θωράκισή του απέναντι στο διαβρωτικό και καταλυτικό χιούμορ. Το πολύπολύ τούτος ο άνθρωπος να χαχανίσει μ’ ένα ανώδυνο φαρσοειδές καλαμπούρι με το οποίο δεν θα γελούσε κανείς έξυ πνος, και συνεπώς με αίσθηση του χιούμορ άνθρωπος. Λοιπόν, πέσμου πώς (και με τί) γελάς να σου πω ποιος εί σαι. Και, ως γνωστόν, "γελά ο μωρός κι αν ι ι μη γελοίονει". Γελά επίσης ο μωρός κι όταν το γελοίον είναι προσαρμοσμέ νο στα μέτρα του. Ο έξυπνος, και συνεπώς ο χιουμορίστας, γελά πάρα πολύ δύσκολα. Αλλά όταν γελά, γελά σωστά, καθόλου υστερικά και με την αρμόζουσα κατά περίσταση ένταση. Το πολύ υψηλής ποιότητας χιούμορ, σαν την παραδοξολο γία του Λαμπίς που προαναφέραμε, δεν προκαλεί γέλιο, προκαλεί ταραχή. Γιαυτό ακριβώς το πολύ υψηλής ποιότη τας χιούμορ δεν γίνεται εύκολα αποδεκτό. Κι όταν γίνεται αποδεκτό συνοδεύεται από συναισθήματα λανθάνοντος μίσους και απόρριψης του χιουμορίστα: Δεν ανεχόμαστε εύκολα τους "ταραξίες", κυρίως όταν μας "μπαίνουν" από κει ακριβώς που δεν το περιμέναμε. 'Αλλωστε, έτσι κι αλλιώς το χιούμορ είναι "απρέπεια", και το πρώτο πράγμα που θα μάθει η καλή μαμά στην καλή κόρη είναι να μη λέει "σαχλαμάρες" και να μη γελάει όταν ακούει τους άλλους να λεν "σαχλαμάρες". Η σοβαρότητα, άκριτα και αστόχαστα, κατάντησε συνώνυμο της ανυπαρξίας χιούμορ. Κι ωστόσο δεν υπάρχει τίποτα πιο σοβαρό απ' το χιού μορ. Το είπαμε ήδη: Το χιούμορ είναι επαναστατικό απ' την ίδια-του τη ψύση, γιατί στοχεύει κατ’ ευθείαν την κοινοτυ πία και πάει σταθερά κόντρα στον εφησυχασμό και τη μακα ριότητα. Δε νομίζουμε πως υπάρχει σήμερα στην Ελλάδα καλύ τερος και σοβαρότερος χιουμορίστας απ' τον Στάθη (Σταυρόπουλο), τον γελοιογράφο του "Ριζοσπάστη". 'Εχουμε να κά νουμε εδώ με μια χιουμοριστική ιδιοφυία — καί το λέμε με πλή ρη επίγνωση της βαρύτητας του χαρακτηρισμού. Το σημερινόμας κείμενο είναι αφιερωμένο στον Στάθη, όχι για να τον τιμήσουμε (όλοι οι χιουμορίστες έχουν βαθιά συνείδηση της γελοιότητας των "τιμών"), αλλά για να επισημάνουμε την ιδιαιτερότητα ενός "στρατευμένου" χιούμορ, βαλμένου στην υπηρεσία μιας συγκεκριμένης πολιτικής, χωρίς ωστόσο
να χάνει γιαυτό το λόγο τίποτα απ' την ατομικότητα του. {Συλλογικό χιούμορ δεν υπάρχει. Το χιούμορ είναι πάντα μια υπόθεση τόσο προσωπική όσο και τα δαχτυλικά αποτυ πώματα. Κατά κάποιον τρόπο, το χιούμορ είναι τα "δακτυλικά αποτυπώματα" του you). "Έ χεις δει ποτέ στον ύπνο σου Βούλγαρο αγριεμένο να τρώει ωμά μπισκότα;" λέει ο Αμερικανός (νατοϊκός) στρατιώ της στον Έλληνα (νατοϊκό ακόμα) στρατιώτη, στη διάρκεια μιας γελοιογραφημένης στρατιωτικής άσκησης κι ενώ βλέ πουν απέναντι τους έναν τσοπάνο να βόσκει ειρηνικά τα πρό βατά του'. Εγώ προσωπικά δεν έχω δει ποτέ στον ύπνο μου Βούλγαρο αγριεμένο να τρώει ωμά μπισκότα, και συνεπώς δεν μπορώ να ξέρω τίποτα απ' την αγωνία του Αμερικανού. Έ χω δει, όμως, στο ξύπνιο μου ασφαλίτη αγριεμένο να μου μιλάει για τη "βουλγαρική βαρβαρότητα" και συνεπώς μπορώ να κατανοήσω τη "λογική" σχέση ανάμεσα σε ένα μπισκότο κι έναν Βούλγαρο. Πρόκειται ακριβώς για την ίδια σχέση που υπήρχε πρόσφατα ανάμεσα στο Νόμο 509 {για το "ξεΤίόΰλημα της πατρίδας" και τα τοιαύτα) και τη λογική. Έ χουμε εδώ ένα εντελώς απίθανο σχόλιο πάνω στον ύψιστο παραλογισμό της αντικομουνιστικής υστερίας, που ακόμα υπάρχει καλά προφυλαγμένος κάτω απ’ τα στρατιωτικά κράνη. (Με την ευκαιρία ας θυμηθούμε και το λεχθέν απ’ τον Ά λμπερτ Αϊνστάιν, που εκτός από μαθηματική ιδιοφυία ήταν κι ένας έξοχος χιουμορίστας: Το μυαλό δόθηκε στους στρατιωτικούς κατά λάθος. Ο νωτιαίος μυελός τους φτάνει και τους περισσεύει). Ό λος ο κόσμος ξέρει την περίφημη φωτογραφία που δεί χνει τέσσερις Αμερικανούς στρατιώτες να στήνουν με κόπο την αμερικάνικη σημαία στην Ιβοζίμα. Ο Στάθης μεταφέρει την ίδια σκηνή απ’ την μακρινή Ιβοζίμα στον κοντινό Παρ θενώνα. Έναν τέτοιο γελοιογραφικό συνειρμό αποκλείεται να τον κάνει άνθρωπος χωρίς πολύ υψηλό δείκτη ευφυΐας, χωρίς γνώση της Ιστορίας, χωρίς οξυμένη παρατηρητικό τητα και κυρίως χωρίς πολιτικό κριτήριο, ώστε να μπορεί να επισημάνει τη σχέση ανάμεσα στην κατάχτηση της Ιβοζίμα κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την "κατάχτηση" του Παρθενώνα σήμερα. Φυσικά το σκίτσο είναι "χωρίς λόγια". Είναι τόσο εύγλωτο! "Δεν πάμε καλά Αχιλλέα! Εξακολουθεί να φαίνεται η
φτέρνα σου" λέει ο πονηρός μικροαστούλης 'Ελληνας στον μυθολογικό του πρόγονο, που έχει όλο του το σώμα καλυμ μένο με τανκ, κανόνια, αεροπλάνα κλπ, εκτός απ' τη γυμνή αχίλλειο πτέρνα, πάνιυ στην οποία είναι γραμμένα τα σημαδια κά αρχικά ΝΑΤΟ. Που θα μπορούσαν να σημαίνουν και "νάτο το γυμνό ποδάρι της αμυντικής συμμαχίας, που ένας διάολος ξέρει αν και κατά πόσο θα μπορούσε ποτέ να αμυνθεί, αφού για κάθε Αχιλλέα υπάρχει πάντα μια αχίλλειος πτέρνα". Μια ακόμα χιουμοριστική-πολιτική χρησιμοποίηση απ' το Στάθη της ελληνικής μυθολογίας: Τον Προμηθέα Δεσμώτη, σ’ ένα σκίτσο εκπληκτικής εικαστικής δεξιοτεχνίας, όπως άλ λωστε όλα τα σκίτσα αυτού του σπουδαίου πολιτικού γελοιο γράφου, δεν τον τσιμπούν πια γύπες αλλά Φάντομ! Η τιμωρία του ημίθεου που έκλεψε απ’ τους θεούς τη φωτιά για να τη χαρίσει στους ανθρώπους συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας, αλλά τώρα γίνεται με τον αρμόζοντα στην εποχή μας τρόπο. Ο Προμηθέας Λυόμενος ίσως μείνει ένα δράμα του Αισχύλου για πάντα χαμένο. 0 μπαμπάς κι ο γιος τρέχουν μπροστά από ένα τραίνο, που τους στρίμωξε στην είσοδο ενός τούνελ.· Αυτή ακριβώς τη στιγμή της εισόδου της οικονομίας στην "στενωπό" διαλέ γει ο Μπόμπος για να ρωτήσει ευλόγως: "Μπαμπά, τί πάει να πει ΕΟΚ των δύο ταχυτήτων;" Και ο μπαμπάς: "Πάψε και τρέχαϋ" Έχουν νόημα η μια ή δυο ταχύτητες της ξένης ταχείας όταν ο δικός μας "μουτζούρης" τρέχει με οικονομικά φθίνουσα ταχύτητα; Να ένα ερώτημα για το οποίο ο Στάθης ασφαλώς δεν περιμένει απάντηση απ' τους οικονομολόγους μας που "οδηγούν" ένα όχημα με δυο ταχύτητες, και κανένα φρένο. Στα 13 εκατομμύρια άνεργους των χωρών της ΕΟΚ έρχο νται να προστεθούν άλλοι δυο που διορθώνουν το νούμερο μιας ταμπέλας που τώρα γράφει: "13.000.002 άνεργοι σας παρακαλούν θερμά, όποιος βρει πρώτος την ΕΟΚ των εργα ζομένων να τη δείξει και σε μας. Ευχαριστούμε". (Αυτό το "ευχαριστούμε" δεκατριών εκατομμυρίων ανέργων, είναι μια σατανική ειρωνία). Μετά από τούτο το σκίτσο, όποιος τολμάει ας ξαναμιλήσει για την Ευρώπη των "εργαζομένων" άνεργων. Εις απάντησιν, ο Στάθης δεν έχει παρά να διορθώνει κάθε φορά το νούμερο στο ίδιο σκίτσο, που θα μπορούσε να δημοσιεύεται κάθε μέρα χωρίς να χάνει την επικαιρότητά του.
Έχουμε εδώ ένα εκπληκτικό σχόλιο πάνω στη δομή και την έννοια του καπιταλισμού. Ένα σκίτσο που θα μπορού σε να έχει βαρύτητα ίση με ένα πολύτομο έργο πολιτικής οικονομίας. Παρόλα ταύτα, δηλαδή παρά την ΕΟΚ των δύο ταχυτή των και το ΝΑΤΟ της μιας ταχύτητας έξω πάμε καλά. Μέσα όμως, λέει ο Στάθης, δυστυχώς η ταξική πάλη συνεχίζεται. Και σαν να μην έφτανε η ταξική πάλη έχουμε να σηκώσουμε και τις δάφνες-μας σ’ ένα σκίτσο, όπου ο αρχαιοπρεπής αρσι βαρίστας κρατάει υψωμένη περήφανα πάνω απ’ το κεφάλιτου μια μπάρα, στις δυο άκρεςτης οποίας αντί για βάρη κρέ μονται δάφνινα στεφάνια! Ιδιοφυές γελοιογραφικό εύρημα. Για να περάσουμε και πάλι στον εξωτερικό χώρο, όπως λεν και οι εκφωνητές στην τηλεόραση: Στο Λίβανο προ φανώς, ο Ισραηλινός στρατιώτης ρωτάει τον συμμαχητή-του Αμερικάνο: "Ποιόν σκοτώνουμε σήμερα;" Και ο Αμερικα νοί;: "Ό λους, εκτός απ' αυτούς που θα σκοτώσουμε αύΤέτοια ζεύξη μαύρου χιούμορ και πολιτικού σχολίου :ί t& Q i πάρα πολύ σπάνια, και δείχνει το μέτρο των ικανοτή των του Στάθη. Ένας ζητιάνος, κάπου στην Ευρώπη, ίσως και στην Αμερι κή, τέλος πάντων κάπου στον "ελεύθερο κόσμο", ξεψυχάει δίπλα σ' έναν τενεκέ σκουπιδιών. Τα τελευταία-του λόγια εί ναι: "Ζήσαμε, όμως, σ' έναν ελεύθερο κόσμο. Κανείς δεν μας απαγόρεψε να πεθάνουμε απ' την πείνα". Εδώ, η χιουμο ριστική ευρηματικότητα, η πολιτική ωριμότητα και η μαρξι στική σκέψη κάνουν ένα υποδειγματικής αντοχής κράμα απ’ το οποίο θάπρεπε να είναι φκιαγμένη η αριστερή πολιτική γελοιογραφία. Πρόκειται για ένα σκίτσο που οπωσδήποτε θα μείνει στην Ιστορία της πολιτικής γελοιογραφίας, κι όχι μόνο της ελληνικής. Σ' ένα δίπτυχο στριπ (πρόκειται για μια σειρά σκίτσων στα οποία αναλύεται η χιουμοριστική ιδέα με τρόπο αφη γηματικό, όπως περίπου στα κόμικς κι όπου ο Στάθης διαπρέπει επίσης) βλέπουμε, στο πρώτο, έναν ταλαίπωρο Έ λ ληνα, πάνω απ' το κεφάλι του οποίου υπάρχει ένα νέφος και εντός που οποίου είναι γραμμένο: "Μην ανησυχείτε που σήμερα το νέφος είναι πάνω απ’ το κεφάλι μας..." Και η κατα λυτική χιουμοριστική ιδέα εκρήγνυται με πάταγο στο δεύτερο σκίτσο, στο οποίο το νέφος με τη Λεζάντα βρίσκεται τώρα
κάτω απ’ τα πόδια του ταλαίπωρου Έλληνα, που στο μεταξύ έχει γίνει άγγελος: "...Αύριο θα είναι κάτω απ’ τα πόδια μας". Εδώ το λογοπαίγνιο, με την αντιστροφή του "πάνω" σε "κά τω" και τη δεύτερη αντιστροφή του "κάτω" σου δεν σημαίνει "έλεγχο και καθυπόταξη του νέφους" αλλά "πτήση της ψυ χής" πάνω απ' το νέφος, αποδεσμεύει ένα σατανικό σαρκα σμό, αντάξιο εκείνου του Λαμπίς του αρχικού μας παραδείγ ματος, που το θεωρήσαμε σαν δείγμα χιούμορ πολύ υψηλής ποιότητας. Τέτοιες γελοιογραφικές ιδέες δεν, τις συναντάει κανείς κάθε μέρα, ούτε στον ελληνικό ούτε στο διεθνή τύπο. Ά λ λ η μια εκπληχτική χιουμοριστική ιδέα με "άδειο σκί τσο", μια γελοιογραφική τεχνική πάρα πολύ δύσκολη. (Πρό κειται για μια τεχνική δανεισμένη απ’ το "οφ πεδίο" του κινηματογράφου, που φαίνεται πως ο Στάθης τον γνωρίζει πάρα πολύ καλά). Στο σκίτσο βλέπουμε μόνο μια σκάλα, και δυο "μπαλόνια" που οδηγούν εκτός κάδρου. Απ’ το "οφ πεδίο" έρχονται δυο φωνές. Η μια λέει: "Πού πας Βαγγέλη;" Και ο Βαγγέλης (Αβέρωφ) απαντά: "Δεν είναι αυτό το τελευ ταίο το σκαλί. Έ χει κι άλλα..." Αφού η σκάλα συνεχίζεται στο "οφ πεδίο" ο θεατής δεν θα μάθει πόσο ακόμα θα κατρα-' κυλήσει ο Βαγγέλης, που παρά το γεγονός πως τώρα βρίσκε ται εκτός (οφ) της ηγεσίας της Νέας Δημοκρατίας συνεχί ζει να κατρακυλάει, όπως δηλώνει το "οφ πεδίο" του σκί τσου. Εδώ το "ο φ πεδίο" του σκίτσου και το "εκτός του κόμμα τος" της πραγματικότητας ταυτίζονται απολύτως. Η πάρα πολύ δύσκολη ακόμα και στον κινηματογράφο σημαίνουσα χρήση του "ο φ ", γίνεται ένα καίριο σχόλιο πάνω στην προ σωπική μοίρα ενός "επίτιμου αρχηγού". (Το "επίτιμος" εί ναι ένα ακόμα σταθερό και στερεότυπο "ο φ ": Ό ποιον θέλουν να τον πετάξουν έξω, τον χρίουν συνήθως επίτιμο, ώστε να μην νιώσει δυνατή την κλωτσιά). Πάλι ο Αβέρωφ, σ’ ένα άλλο σκίτσο, λέει βαθυστόχαστα και πετυχημένα: "Πολλοί την αρχηγίαν ηγάπησαν, τον αρχη γό ουδείς". Αξίζει να συγκροτήσει κανείς τούτη την παρά φραση απ’ το Στάθη του γνωστού λόγιου ρητού. Όπως αξίζει να συγκροτήσει και το άλλο που λέει ο Μητσοτάκης σ' ένα "αφιερωμένο" σ’ αυτόν σκίτσο: "Αν μη τι άλλο θα μας γράψει η Ιστορία για τον τρόπο με τον οποίο γράφου με την Ιστορία".
Σ ’ ένα "μπαλόνι", προσθεμένο απ’ το γελοιογράφο οε μια φωτογραφία απ’ το φιλμ "Καζαμπλάνκα" (είναι μια άλλη τεχνική τύπου "κολάζ" που ο Στάθης τη χρησιμοποιεί συχνά) ο Χάμφρεϋ Μπόγκαρντ λέει στην Ίνγκριντ Μπέργκμαν: "Λ ο ι πόν, Αυγούλα, θα μάθεις κάποτε ότι εκτός απ’ τη μοναξιά υπάρχει και ο ιμπεριαλισμός;" Αλήθεια, θα το μάθουν κάποτε αυτό το τρομερό "μυστικό" οι ομφαλοσκοπούμενοι, που συνε χώς δαγκώνουν την ουρά τους γιατί δεν μπορούν να δαγκώ σουν τίποτα που βρίσκεται μακρύτερα απ’ ιη μύτη τους; Αν τους είναι δύσκολο να το μάθουν ας ξεφυλλίσουν το άλμπουμ με τον τίτλο "0 αυτοδύναμος" του Στάθη (Σταυρόπουλου) που εξέδωσε ο Καστανιώτης. 10 Μαρτίου 1985
11. ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
Εν αρχή ην το Χάος. Κι επειδή το Χάος δεν μπορεί να το ανεχτεί ούτε καν η απέραντα ανεκτική ελληνική μυθολογία, η ελληνική λογική (όχι, βέβαια, η νεοελληνική) δημιούργησε τον Έρωτα. Αυτός ήταν που έβαλε τάξη στο Χάος. Που, ωστόσο, στις μέρες μας επανεγκαταστάθηκε χαοτικότερο, εξαιτίας του εκπεσμού του Έρωτα σε αλητάμπουρα νεανίσκο, που έχασε τα φτερά του και τώρα μοιάζει σα μαδημένη κόταΓ Αν, με όρους ψυχαναλυτικούς, το Χάος είναι η υστερία, δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί ο πανάρχαιος γιος της Αφροδίτης που, ωστόσο, γεννήθηκε πριν ...απ' τη μά να του, καταφεύγει ολοένα και συχνότερα, είτε στον ψυχα ναλυτή, είτε στον ψυχίατρο για να λύσουν αυτοί κάποια προβλήματα που η φύση τα έχει λυμένα με τον απλούστερο τρόπο. Φαίνεται, πως είναι επιτακτική ανάγκη να ξαναδημιουρ γήσουμε τον Έρωτα, προκειμέναυ να βάλουμε τάξη στο ση μερινό χάος, κι όχι μόνο το ερωτικό. Ο Νίτοε πιστεύει πως ο χριστιανισμός πότισε τον έρωτα με δηλητήριο. Πράγματι, είναι, πια, λίγο δύσκολο να λατρέ ψεις τον υπεύθυνο για τη ζωή Θεό, όταν ο Ά γ ιο ς Αυγουστί νος διακηρύσσει πως γεννιόμαστε ανάμεσα στις εκκρίσεις και τα ούρα. Έ τσι κατουρημένος και λερωμένος ο όμορφος Θεός μόνο βρώμα και δυσωδία μπορεί, πια, να σκορπίσει γύ ρω του. Ωστόσο, σε πείσμα του Ά γ ιο υ Αυγουστίνου και της μετά απ' αυτόν ατέρμονης ακολουθίας του, δουλειά του έρωτα είναι πάντα η ταχτοποίηση του χάους, με τρόπο φυσικό και συνεπώς ανθρώπινο. Γιατί μπορεί "ο έρωτας να είναι μια
παγίδα που στήνει η φύση για την διαιώνιση του είδους", όπως λέει η πολύ γνωστή ρήση του Σοπενχάουερ, αλλά δεν παύει να είναι "ο καλύτερος Θεός ανάμεσα σ'όλους τους αθά νατους", όπως λέει ο πολύ προγενέστερός του Ησίοδος. Δεν έχουμε σκοπό να συμμεριστούμε την επίσης πολύ γνω στή ρήση του Βίκτόρ Ουγκώ, που λέει πως "ο έρωτας είναι ο ασπασμός των αγγέλων προς τ' άστρα" γιατί δεν μας εν διαφέρουν ούτε οι άγγελοι, ούτε τ' αστρα, ούτε η ρομαντική ποίηση. Θ’ αφήσουμε τους αγγέλους να φιλούν όσο θέλουν τ' άστρα, και θα περιοριστούμε στα δικά μας φιλιά για την δίκιά μας αγαπημένη, που είναι η ίδια η ζωή νοούμενη σαν τη γεωργία: Για να θερίσει ο Χάρος πρέπει να σπείρει ο άνθρω πος, και κανείς δεν μπορεί να γεννηθεί, και συνεπώς να πεθάνει ανθρώπινα, μέσα στα νεκροταφεία των σκοτωμένων ερώτων. Είναι ανάγκη, ζωτική στην κυριολεξία, να ξαναδώσουμε στον "καλύτερο Θεό" τα χαμένα φτερά του. Είναι φρικώδες να χρησιμοποιούμε τούτα τα φτερά μόνο στο θέατρο 'ή^στο σινεμά και να δημιουργούμε ερωτικά εφέ για ανέρα στους θεατές. Πάντα κατά την ελληνική μυθολογία, που επιτέλους πρέπει να την πάρουμε πολύ στο σοβαρά, ο θεός 'Ερωτας είχε τρεις μόνιμους συνοδούς, που εξακολουθούν να τον συνοδεύουν και σήμερα σ’ όλες του τις μετακινήσεις; Τον Ίμερο, τον Πό θο και την Πειθώ.Ο ρόλος του πόθου στον έρωτα είναι πολύ γνωστός. Είναι το σεξουαλικό ένστικτο, που διατηρεί τον έρω τα πάντα ζωντανό και ακμαίο, όπως θα μπορούσαν να βεβαιώ σουν και κάποιοι δεσποτάδες, σε στιγμές σπάνιας γιαυτούς ειλικρίνειας. Ο ρόλος της πειθούς είναι κι αυτός γνωστός; Χρειάζονται λόγια για να μην είναι βουβό το έργο, κυρίως στις περιπτώ σεις μιας υπερβάλλουσας σεμνοτυφίας, που έχει ανάγκη από λόγια χειμαρώδη προκειμένου να την ...πάρει το ποτάμι. Στα "Απομνημονεύματα" του Καζανόβα (ο πρώτος τόμος υπάρ χει και σε ελληνική μετάφραση) δίνονται πετυχημένες συντα γές για την ενεργοποίηση του καθεύδοντος πόθου με την επι κουρία της φιλολογίας. Ό σο για τον Ίμερο, τον πρώτο συνοδό του θεού Έρωτα, αυτός δεν είναι παρά ένα συνώνυμο του πόθου με πολλαπλά σια δύναμη. Ίμερος δεν είναι μόνο ο συχνά πράος και ήρε μος πόθος, αλλά η ερωτική "μύγα που σε τσιμπάει" και σε
κάνει να χτυπιέσαι. Είναι το εκρηχτικό ένστικτο σε πλήρη δρά ση, αυτό που κυρίως ευθύνεται για τα σεξουαλικά εγκλήμα τα, τα πιο ηλίθια εγκλήματα που είναι δυνατόν να υπάρξουν. Είναι το καψίλιο που θα βάλει φωτιά στην πυρίτιδα το υπόθου και θα τον κάνει να εκραγεί σε συνθήκες ελεγχόμενες, αν συνεχίσει να λειτουργεί η Πειθώ και σε συνθήκες παρανοϊ κές αν ο ερωτευμένος πάσχει από δυσλεξία, ή αλεξία, ή αν είναι, νέτα σκέτα, μπούφος. Ήξεραν καλά οι Έλληνες τι έκαμναν όταν δίπλα στις δυο εκφράσεις του ένστικτου έβαζαν και το νου. (Η Πειθώ προϋποθέτει νου). Αλλωστε, όλος ο κόσμος ξέρει πως το σεξ στους ηλίθιους είναι ηλίθιο, κι ότι το μυαλό χρειάζεται ακόμα και στο κρεβάτι. Ο Έρωτας μπορεί να γίνει κι ο ίδιος αντικείμενο έρωτα. Η φράση "είμαι ερωτευμένος με τον έρωτα", στην ελληνική μυθολογία δεν είναι σχήμα λόγου. Πράγματι, το θεό Έρωτα τον ερωτεύτηκαν δυο παρθένες, η κάθε μια με τον τρόποτης. Η πρώτη ήταν η αχόρταγη νύφη Σαλμακίδα, που της ή ταν αδύνατο να ερωτευτεί άνθρωπο και γιαυτό, σοφά ποιώ ντας, ερωτεύτηκε τον Έρωτα. Μάλιστα, ενώθηκε μαζί του τόσο παράφορα που στο τέλος στάθηκε αδύνατο να ξεκολλή σει από πάνω του. Κι έτσι, απ' αυτό το κόλλημα δήμιουργήθηκε ο περίφημος Ερμαφρόδιτος, μείγμα Ερμή και Αφροδί της. Η δεύτερη κόρη που ερωτεύτηκε τον Έρωτα, πάντα στην οργιώδη και βαθιά φαντασία των Ελλήνων (όχι των νεοελλή νων) λέγονταν Ψυχή. Όμως, η καημένη η Ψυχούλα, δεν εί χε την καλή τύχη της Σαλμακίδας γιατί ο Έρωτας δεν την ερωτεύτηκε παράφορα μ’ αποτέλεσμα η ένωση με την Ψυχή να γίνει όπως-όπως, και να παραμείνει έκτοτε ατελής. Ο μύθος δηλώνει πως, ναι μεν υπάρχει μια σχέση ανάμεσα στον έρωτα και την ψυχή, αλλά αυτή η σχέση είναι πάντα ανισόρρο πη και μόνιμα ετοιμόρροπη. Διότι η ψυχή κολλάει δύσκολα πά νω στο σώμα, και πάντα έχει την καταστροφική τάση να υπερίπταται του σώματος, δημιουργώντας, έτσι, μύριες δυσκολίες στα παιδιά του κατηχητικού, και σ' άλλους πολλούς. (Ίσως τα πράγματα καλυτερεύσουν στις μέρες μας με την κόλλα που κολλάει τα πάντα). Δεδομένου, τώρα, πως στην τρισχιλιετή ανδροκρατία η γυναικεία ψυχή υπέστη πολλές φθορές, η φθαρμένη ψυ χή της γυναίκας, αν υποθέσουμε πως έχει ψυχή γιατί κι αυτό
της αμφισβητήθηκε, κολλάει ακόμα mo δύσκολα πάνω στο σώμα του αγαπημένου, μ' αποτέλεσμα εκείνη την τυπική γυ ναικεία ερωτική αστάθεια, αλλά και τη μόνιμη απαίτησή της να "κάνει έρωτα μόνο όταν είναι ερωτευμένη", πράγμα που απο τελεί μύθο διόλου κομψό και, εν πόση περιπτώσει, ουδόλως ελληνικό. Πρόκειται, απλώς, για μια πονηριά που σώζει τα προσχήματα, αλλά όχι και τον έρωτα, που, αυτός, δε βάζει σει ρά προτεραιότητας ανάμεσα στο σώμσκαιτην ψυχή: Είτε αγα πάει κανείς με τα όλα του, κατά τα αρχαιοελληνικά πρότυπα, είτε αγαπάει κάπως περίεργα, σαν τον Ά γ ιο Αυγουστίνο, ας πούμε. (Εδώ είναι ευκαιρία να ξαναθυμηθούμε τον Νίτσε). Ο μύθος,του απόλυτου έρωτα εκείνης της σπουδαίας ερωιομανούς νύφης που λέγονταν Σαλμακίδα στη σχέση ίου με το μύθο του σχετικού έρωτα της Ψυχής που είχε την ατυχία να ερωτευτεί το σώμα ως μη όφειλε, δηλώνει το πέρασμα απ’ τον ομαδηδόν αγελαίο έρωτα των πρωτόγονων (συνηθίζε ται και στις μέρες μας) σ’ έναν έρωτα επιλεκτικό. Όταν οι άνθρωποι ξεπέρασαν το κυνηγητικό και νομαδικό στάδιο της ανάπτυξής τους και άρχισαν να γίνονται γεωργοί, στη διαιώνιση του είδους μπήκε ένας καινούριος και άγνωστος μέχρι τότε παράγοντας: Η ενσυνείδητη επιλογή του σεξουαλι κού συντρόφου. Και τούτη η συνείδηση ακριβώς είναι που δη μιούργησε τον έρωτα όπως τον ξέρουμε σήμερα αα ζεύξη της σεξουαλικότητας και του ψυχισμού. Κατά τον μεγάλο σεξολόγο Χάβελοκ Έ λλις, τούτη η ζεύ ξη σώματος και ψυχής στον έρωτα των πολιτισμένων λαών (οι απολίτιστοι αλλά και οι Εοκιμώοι συνεχίζουν το παλιό βιολί) έγινε δυνατή χάρις στην ολοένα και μεγαλύτερη ανάπτυξη τόσο της συναισθηματικής όσο και της νοητικής λειτουργίας του ανθρώπου. Τώρα πια η χορδή του ένστικτου χρειάζεται καλό κέλυφος, προκειμένου να λειτουργήσουν οι "αρμονικές" που κάνουν τον ήχο να είναι ήχος κιθάρας κι όχι θόρυβος. Τώ ρα λοιπόν ερωτευόμαστε με ολόκληρο το σώμα, και σ’ ολό κληρη τη γκάμα του οωματικού-οισθηματικού-νοητικού. Κι όταν οι χορδές των γεννητικών οργάνων δεν είναι σκουρια σμένες απ’ την σπάνια χρήση ή τον χρόνο, τότε η ερωτική συγχορδία έχει μια τέλεια αρμονία. Σε μια τέτοια περίπτωση ίσως θα μπορούσαμε να μιλήσουμε σαν τον Βικτόρ Ουγκώ,
που εκτός από μεγάλος ποιητής ήταν και μεγάλος εραστής. Με λόγια mo απλά: Χρειάζονται και ένστικτα και συναισθή ματα και μυαλό για να μπορέσει κανείς να ερωτευτεί με πληρότητα, δηλαδή ανθρώπινα. Ο Καζανόβα που ήταν πολύ σοβαρό και πολύ δυστυχισμένο πρόσωπο, λέει στα "Απομνημο νεύματά" του πως ο μεγάλος εραστής αποκλείεται να μην εί ναι και διανοούμενος αλλά όχι μόνο διανοούμενος, να εξη γούμαστε. Γιατί υπάρχουν και διανοούμενοι που το δικό τους το βιολί το παίζουν μονόχορδα: Χτυπούν μόνο τη χορδή της νόησης. Πάλι ο Χάβελοκ Έ λλις λέει πολύ παραστατικά: "Μόνο όταν απλωθεί και ακτινοβολήσει σ' ολόκληρο το είναι του αν θρώπου μπορεί ο πόθος να μεταμορφωθεί σε λουλούδι, σε έρωτα". Κας βέβαια,δεν εννοεί να υποκαθιστούμε το λουλού δι του έρωτα με τα λουλούδια για τον έρωτα, τα αγορασμένα απ’ το ανθοπωλείο. Η πρόταση του Έ λλις είναι αλληγορική, όχι συμβολική: Ό σα λουλούδια κι αν πας στην αγαπημένησου (ή τον αγαπημένο-σου) δεν θα τον συγκινήσεις τόσο, όσο αν του έδινες το δικό σου ανθισμένο λουλούδι, αυτό που καταργεί τα ανθοπωλεία. Δυο άλλοι συνεργαζόμενοι σεξολόγοι, ο Κόστλερ και ο Ουίλλυ δίνουν μια τέλεια περιγραφή της ερωτοσεξουαλικής λειτουργίας: "Στον έρωτα που αξίζει να ονομάζεται έτσι η σάρκα, το πνεύμα, η καρδιά, το μυαλό και τα γεννηπκά όρ γανα συνεργάζονται στενότατα κσι με πλήρη ισοτιμία". Αλλά η απαίτηση για μια τέτοια ισοτιμία άργησε πολύ να εμφανιστεί στην Ιστορία. Μέχρι την Αναγέννηση τα ερωτικό πράγματα ήταν σαφώς χωρισμένα σε "σαρκικό έρωτα" και "πνευματικό έρωτα". Και σ'" αυτό έπαιξε το ρόλο του και ο Πλάτωνας, που όριζε σαν αντικείμενο του έρωτα το Ωραίο και σκοπό του τη Δημιουργία: Μέσα απ’ τον έρωτα, και δια του Ωραίου η ψυχή υψώνεται στην απόλυτη ηθικότητα, και συναντάει το αρχέτυπό της, την πλατωνική Ιδέα. Ωστόσο, σ’ αυτόν τον παρανοημένο "πλατωνικό έρωτα” το σεξ δεν καταργείται. Χρησιμοποιείται σαν έναυσμα για την εκτίναξη προς την Ιδέα. Πριν απ' τον Πλάτωνα οι στοχαστές δεν ασχολούνται σχε δόν καθόλου με την φιλοσοφική πλευρά του έρωτα, όπως τον εννοούμε σήμερα. Μια παράδοση που ξεκινά απ’ τον Όμηρο θεωρεί ταπεινωτικό για τον άνδρα τον έρωτα. Παρά το γεγο
νός πως ο Τρωικός πόλεμος έγινε για την Ωραία Ελένη, κα νείς ομηρικός ήρωας δεν είναι ερωτευμένος. Οι σχέσεις τους με τις γυναίκες είναι σχέσεις ως προς αντικείμενα, και όταν μιλούν για έρωτα εννοούν πάντα το σεξ ή την αναπαραγωγή. “Αλλωστε, από το αρχαίο δράμα λείπει τελείως ο έρωτας σα δραματική κατάσταση. Όπου υπάρχει, τοποθετείται στο περιθώριο ενός άλλου σοβαρού θέματος, και ποτέ δεν γίνε ται θέμα ο ίδιος. Αυτό θα το τολμήσει πρώτος ο Ευριπίδης. Κι από τότε η δραματουργία θα κάνει τον έρωτα κύριο και βα σικό της θέμα. Επιτέλους οι δραματουργοί θα καταλάβουν πως ο έρωτας δεν είναι πάντα μια περίεργη κατάσταση ευδαι μονίας, αλλά κάι ένα δράμα και μια τραγωδία και ένα μαρτύ ριο. Διότι- εκτός από φυσικός,ο έρωτας είναι επίσης και ένα ψυχολογικό και ένα κοινωνικό γεγονός. Κι αποχτά δραματική αξία ακριβώς χάρις σ’ αυτές τις δυο τελευταίες παραμέτρους. 0 Σοφοκλής στο περίφημο χορικό της "Αντιγόνης" τραγου δάει έναν έρωτα πάνω και πέρα από τα κοινωνικά και ψυχο λογικά δεδομένα, έναν "καθαρό" έρωτα, απόλυτο σαν την φύση και δυνατό σαν τον κεραυνό που, όμως, δεν μπορεί να προκαλέσει δραματικές περιπλοκές, ακριβώς γιατί αντιμετω πίζεται ως "καθαρή φύση". Παραθέτουμε αυτό το εκπληχτικό χορικό στη μετάφραση του Κ.Μάνου: -Έ ρ ω τ α ακαταμάχητε — Εσύ που ξενυχτίζεις - Στου κο ριτσιού τα μάγουλα — Εσύ που αιχμαλωτίζεις - Ως και τον πλούσιο άνθρωπο - Και οτις καλύβες μπαίνεις — Και θάλασσα περνάς - Κι ούτε κανείς αθάνατος - Εγλύτωσε από σένα Ούτε άνθρωπο εφήμερο - Δεν άφησες κανένα. — Εσύ πούσαι το λούλουδο — Ζωής τυραννισμένης - Εσύ που ξετρελλαίνεις -Εκείνον που κρατάς. 17 Μαρτίου 1985
12. Η ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΕΙΝΑΙ Η ΗΘΙΚΗ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ
Τί είναι ωραίο κοι τί άσχημο; Ποιό αντικείμενο είναι έργο τέχνης και ποιό δεν είναι; Ποιος δικαιούται τον χαρακτηρισμό "καλλιτέχνης" και ποιος κι από πού τον υφαρπάζει δολίως; Τί είναι το "αισθητικό" και τί το "αντιαισθητικό"; Και τί σημασία έχουν όλα αυτά τα "περί τέχνης"μέσα σ’ έναν άθλιο κόσμο όπου η αδικία, τα μίση, ο πόλεμος, οι αρρώστιες και, τέλος, ο θάνατος κάνουν την ασχήμια και τη βρωμιά κυρίαρ χη κατάσταση; Θα μπορέσει κάποτε ο κόσμος να αντικαταστήσει την ηθι κή με την αισθητική, όπως ζητούσε ο Γκόρκι;Το "αισθητικώς ζειν" του Νίτσε είναι μια ακόμα ουτοπία, ή μήπως τούτη η με γαλειώδης απαίτηση ορίζει το μάξιμουμ όριο στο οποίο θα μπορούσε να φτάσει ο εξανθρωπισμός του ανθρώπου, στην περίπτωση, βέβαια, που ο γέρο πλανήτης μας δεν επαναφερ θεί στην αρχική κατάσταση του αστρικού κονιορτού ύστερα από μια μαζική έκρηξη των πυρηνικών όπλων, που έχουν σω ρευτεί στην επιφάνειά του; Κι ακόμα, τί νόημα έχει να είσαι "αισθητικό ον" και να λα τρεύεις την τέχνη, ενώ παράλληλα ψηφίζεις δεξιά ή, ακόμα χειρότερα από αισθητική άποψη, άκρα δεξιά; Αν κυριολεχτήσομμε και θεωρήσουμε την πολιτική σαν τέχνη, τότε πρέ πει να υπάρχει μια "πολιτική άσχημη" και μια "πολιτική όμορφη", με έννοια καθαρά αισθητική. Πράγματι, αν συνά γουμε από τις απόψεις του Γκόρκι και του Νίτσε όλες τις λο γικές τους συνέπειες, πρέπει να παραδεχτούμε πως η δεξιά είναι όντως άσχημη, καθότι δύσμορφη και βρώμικη. Είναι αν τιαισθητικό να είσαι δεξιός.
Ό πως και νάναι, το "αισθητικώς ζειν", το να δουλεύεις για να γίνει η ζωή όλου του κόσμου σαν ένα έργο τέχνης, δεν είναι μέσα στο πρόγραμμα της δεξιάς. Η δεξιά μπορεί να παρά γει κι αυτή τέχνη, ο δεξιός μπορεί νάναι κι αυτός καλλιτέχνης, αλλά δεν θα κατανοήσει ποτέ πως η ζωή δεν μπορεί να είναι άξια να τη ζει κανείς όταν συνεχώς την ασχημαίνουν οι δόλιοι, οι αρπαγές, οι απατεώνες. Η ζωή είναι ωραία. Και η λέξη "ωραίος" είναι κι εδώ τάξεως αισθητικής, που κάποτε θα πρέπει να αποκαθαρθεί απ' τις οικονομικές και ηθικές εννοιαλογικές προσμίξεις. Μ’ άλλα λόγια, η ζωή δεν πρέπει να είναι ωραία μόνο γιαυτοΰς που μπορούν κι αγοράζουν την ομορφιά της. Και, βέβαια, η ζωή δεν είναι καθόλου ωραία για κείνους που ζουν μόνιμα τρομο κρατημένοι απ' το φόβο της κόλασης και που ό,τι κάνουν το κάνουν κάτω απ’ αυτόν τον αντιαισθητικό τρόμο. Οι κα κομοίρηδες και οι ψοψοδεείς απέχουν μόνιμα απ’ την ομορ φιά, όπως θάλεγε ένας από τους λιγοστούς πραγματικά ό μορφους άνθρωπους που περπάτησαν ποτέ οτη γη, ο Λουίς Μπουνιουέλ. Λοιπόν, αν η αισθητική είναι η ηθική του μέλλοντος, η τέ χνη προετοιμάζει αυτό το μέλλον. Κι αυτό σημαίνει πως πρέ πει επιτέλους να πάψουμε να την αντιμετωπίζουμε σαν υπόθε ση για αργόσχολους καιντελητάντηδες που γεμίζουν με τέχνη τις ατέλειωτες ώρες της ανίας τους και βουλώνουν με τέχνη τις απύθμενες τρύπες του υπαρξιακού τους κενού. Όπως λέχτηκε η τέχνη είναι εξαιρετικά σοβαρή υπόθεση για να αφεθεί στα χέρια των καλλιτεχνών και των φιλότεχνων. Γιατί η τέχνη είναι πολιτική, και η πολιτική σαν τέχνη πρέπει να ασκείται με τρόπο αισθητικό, προκειμένου να γίνει κάποτε πραγματικό τητα το "αισθητικώς ζειν" που είναι το ζητούμενο σε μια πο λιτική που επιδιώκει όχι να βοηθήσει τους καλλιτέχνες αλλά να κάνει τη ζωή ένα αισθητικό γεγονός: Η ζωή πρέπει νσ εί ναι όμορφη. Και δεν θα γίνει αν δεν εξαφανιστούν πρώτα αυτοί που την ασχημαίνουν και τη βρωμίζουν. Ο σοσιαλισμός, πέρα από πολιτικό και κοινωνικό γεγονός είναι επίσης κι ένα αισθητικό γεγονός: Ο καλύτερος {με την ηθική έννοια) κόσμος που υπόσχεται θα είναι κι ομορφότερος. Πρέπει να επανασυνδέσουμε το ταχύτερο τις έννοιες "καλός" και "ω ραίος", δηλαδή την ηθική με την αισθητική, προκειμένου να ξαναλειτουργήσει, στο μέτρο του δυνατού, το αρχαιοελληνικό
ιδανικό tou "καλός κ’ αγαθός". Γιατί, όπως καταλαβαίνουμε, δεν ήταν ο Γκόρκι και ο Νίτσε αυτοί που πρώτοι ανακάλυ ψαν τη στενή συνάφεια της αισθητικής με την ηθική. 'Ηταν οι αρχαίοι μας πρόγονοι, που δεν μπορούσαν να εννοήσουν ίο ήθος ξεκομμένο απ’ την ομορφιά — και την ομορφιά αποψιλωμένη απ’ το ήθος. Οι δυο κλασικές γλώσσες, η αρχαία ελληνική και η λατινι κή δεν έχουν λέξεις γιαυτό που εμείς σήμερα ονομάζουμε "τέχνη" και "καλλιτέχνης". Και δεν μπορούν να εγκλωβί σουν σε μια λέξη το "γούστο" και το "στυλ", που κι αυτές είναι έννοιες πολύ μεταγενέστερες. "Τέχνη" στα αρχαία ελληνικά και "ARS" στα λατινικά ονομάζεται κάθε επάγγελμα, κάθε επιστήμη, κάθε τεχνική, αλλά και κάθε σκόπιμα αισθη τική δραστηριότητα, δηλαδή κάθε τέχνη με την σημερινή έννοια. Μ’ άλλα λόγια, για τους Έλληνες και τους Ρωμαίους τέχνη είναι κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα και καλλιτέχνες είναι όλοι οι άνθρωποι. Η διαφοροποίηση ανάμεσα στον τεχνίτη και τον καλλι τέχνη άρχισε να γίνεται μόλις κατά τον 12ο αιώνα. Είναι η εποχή που στα αστικό κέντρα που δημιουργόύνται τότε, εμφανίζονται τα οργανωμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα για τη διδασκαλία των "ελευθέρων τεχνών", όπως έλεγαν κάθε τέ χνη και επιστήμη που απαιτούσε μακρόχρονη εκπαίδευση και ειδική γνώση. Τότε εμφανίζεται και ο όρος "καλλιτέχνης". Είναι αυτός που ασκεί την τέχνη ή την επιστήμη του καλά και υπεύθυνα εξαιτίας της ειδικής γνώσης που απόχτησε στα εκ παιδευτικά ιδρύματα. Καλλιτέχνες τον 12ο αιώνα ονομάζονται τόσο αυτοί που και σήμερα λέγονται έτσι, όαο και οι γιατροί και οι άλλοι επιστήμονες, αλλά και όλοι οι ειδικευμένοι τε χνίτες (χτίστες, μαραγκοί κλπ.). Τον 14ο αιώνα η λέξη "καλλιτέχνης" αποχτά τη σημερινήτης έννοια. Είναι η εποχή που αρχίζει η μανιώδης μελέτη της κλασικής αρχαιότητας, και οι έκθαμβοι μελετητές αισθά νονται την ανάγκη να δώσουν ένα ξεχωριστό όνομα στους δη μιουργούς του ελληνικού κάλλους, κυρίως στους γλύπτες και τους αρχιτέκτονες, πράγμα που, για τους αρχαίους Έ λ ληνες, που πρόσθετον το κάλλος παντού, και συνεπώς δεν εί χαν κανένα λόγο να επιμερίζουν, θα φάνταζε κωμικό. Για τον αρχαίο Έλληνα ο Φειδίας δεν ήταν "περισσότερο καλλι τέχνης" απ’ τον σανδαλοποιό που έφκιαχνε με μεράκι τα σαν
δόλια του, κι αυτό παρά το γεγονός πως ένα ζευγάρι σανδά λια και ένα άγαλμα ουδεμία σχέση έχουν μεταξύ τους. Ά λ λωστε, και τα αγάλματα καθώς και κάθε άλλο "έργο τέχνης" όπως θα το λέγαμε σήμερα, τότε ήταν κι αυτό ένα πολύ χρήοιμο πράγμα: Βοηθούσε στο να αποχτήσουν επαφή οι άνθρω ποι τόσο με τους θεούς τους, όσο και με κάθε τι το "υψηλόν" και "θαυμαστόν". Συνεπώς, έπαιζε έναν αποφασιστικό ρόλο στη διατήρηση της συνοχής της κοινωνικής ομάδας. Kata τον 15ο αιώνα και ενώ η Αναγέννηση βρίσκεται ήδη θύραις" ο Τσενίνο Τσενίνι ξεχωρίζει τη ζωγραφική από ΙΚ; άλλες τέχνες και τα άλλα επαγγέλματα που ασκούνται με Τέχνη, και την ονομάζει "τέχνη με την ευγενέστερη έννοια", δηλαδή τέχνη που δεν ασκείται κατ' επάγγελμα και δεν απο τελεί "ευτελή" βιοπορισμό. Είναι η πρώτη φορά στην Ιστορία που ο ζωγράφος, κατ' αρχήν, αντιμετωπίστηκε σαν ένα προ νομιούχο ον, όμως, κάτω απ’ αυτή την "ανιδιοτέλεια" που επαγγέλεται ο Τσενίνι διαφαίνεται ήδη μια απολύτως δίκαιη ι διοτέλεια: Ο καλλιτέχνης χρίεται προνομιούχος για να μπο ρέσει να φάει καλύτερα. Γιατί μέχρι τότε πεινούσε ο δύστυχος. Ό πως πεινάει και σήμερα κάθε άσημος δημιουργός, που δεν μπόρεσε να κάνει εμπορεύσιμη αξία την υπογραφή του. Από την Αναγέννηση και μετά ο μύθος του καλλιτέχνη και η καλ λιτεχνική του αξία θα αποτελέσουν ένα αξεχώριστο δίδυμο, που θα δημιουργήσει μύριες συγχύσεις: Πού τελειώνει ο μύ θος και πού αρχίζει η αξία; Τέτοια διλήμματα για τον αρχαίο Έλληνα δεν έμπαιναν ποτέ. Γιατί ο καλλιτέχνης, όπως θα τον λέγαμε σήμερα, αμοίβονταν στη σωστή τιμή για μια σωστή δουλειά και δεν ζητούσε τίποτε περισσότερο από μια κοινωνία που σεβόταν και εκτιμούσε πάντα τη σωστή δουλειά όπου κι αν τη συναντούσε. Τότε το "αισθητικώς ζειν" ήταν μια καθη μερινή πραγματικότητα και οι τσαρλατάνοι δεν είχαν καμιά δυνατότητα να επιβάλλουν δια του μύθου μια ψεύτικη δόξα, όπως πολύ συχνά γίνεται στις μέρες-μας. Στα μέσα του 16ου αιώνα ο Βαζάρι αποκαθαρίζει τελείως τη λέξη "τέχνη" απ' όλες τις τεχνικές και επιστημονικές προ σμίξεις της. Τώρα πια η τέχνη δηλώνει την αυτόνομη δραστη ριότητα της παραγωγής του ωραίου, και ο καλλιτέχνης γίνε ται ένας ειδικός στην παραγωγή μιας ομορφιάς που λειτουργεί έξω, πάνω και πέρα απ' την "ευτέλεια" της τρέχουσας καθημε ρινής ζωής. Το "αισθητικώς ζειν" έχει μετατραπεί σε "ποιείν
αισθητικώς". Η αυστηρά εξειδικευμένη εργασία θέλει τώρα τον καλλιτέχνη δημιουργό ειδικών προϊόντων, που προορίζο νται για ειδικό κοινό, που συνήθως είναι οι άρχοντες και οι πρίγκιπες. Οι καλλιτέχνες για δυο αιώνες θα είναι υπηρέτες των φεουδαρχών και θα δημιουργούν για αποκλειστική τέρ ψη των αφεντάδων. Οι Μαικήνες είναι ένα δημιούργημα της Αναγέννησης, που θα το κληροδοτήσει και στους αιώνες που θα την ακολουθήσουν, παρόλο που ο μαικηνισμός θα εξασθε νεί ολοένα και περισσότερο. Τον 17ο αιώνα η ζωγραφική και η γλυπτική, οι "κατ’ εξο χήν τέχνες" μέχρι τότε, αρχίζουν να χάνουν κάτι απ' την αίγ λη τους. Γιατί οι μελετητές επισημαίνουν πως όλες ανεξαίρετα οι τέχνες έχουν κάτι κοινό μεταξύ τους: Το "πνεύμα του δη μιουργού", το "ταλέντο", την "ευαισθησία", την "καλαισθη σία", την "ενεργό συμμετοχή της φαντασίας". Οι τέχνες είναι έξι {ζωγραφική, γλυπτική, αρχιτεκτονική, ποίηση, μουσική, χορός — η "έβδομη τέχνη", ο κινηματογράφος, θα προστεθεί πολύ αργότερα) αλλά η Τέχνη είναι μία. Η Τέχνη, που s l v o l όλες οι τέχνες μαζί, γράφεται με Τ κεφαλαίο, και οι μελετητές προσπαθούν να καταλάβουν αυτό που δεν είχαν καταλάβει οι αρχαίοι Ελληνες. Ό τι, δηλαδή, η Τέχνη περιέχει κάτι το "υπερανθρώπινο", κάτι "εκ Θεού", κάτι που είναι "χάρισμα" ή "θειον δώρον", κάτι που δεν είναι σύμφυτο στις ανθρώπινες ικανότητες. Ο καλλιτέχνης τώρα γίνεται ο δημιουργός που υποκαθιστά στο έργο του τον Δημιουργό Θεό: Ό πως και κεί νος φκιάχνει πράγματα εκ του μηδενός, έτσι από μια "παρόρμηση", που κανείς δεν μπορεί να πει από που του έρχεται. Εί ναι φανερό, ωστόσο, πως εδώ έβαλε την ουρά του το εν είδει περιστεράς Ά γ ιο Πνεύμα, πράγμα άγνωστο στην αρχαιότητα, που ωστόσο παρήγαγε αριστουργήματα αξεπέραστα, κι ας αγνοούσε τελείως τις λέξεις "ταλέντο", "χάρισμα" κι όλα τ’ άλλα τα μεταφυσικά ή μεταφυοικίζοντα, που σκοπό έχουν να αποκόψουν την τέχνη απ' τον μεγάλο της ιστορικά προορισμό που είναι το "αισθητικώς ζείν". Τον 17ο αιώνα, λοιπόν, που κάνει την εμψάνισή-της η Τέ χνη με Τ κεφαλαίο όλοι μελετούν μετά μανίας την αρχαιότητα, αλλά θα χρειαστεί να περιμένουμε μέχρι ίο τέλος του 19ου αιώνα για νο επισήμάνει ο Νίτσε το μεγάλο μυστικό της κλα σικής αρχαιότητας: Η τέχνη ήταν τότε τρόπος ζωής και όχι ενασχόληση για πλήττοντες αργόσχολους. Και πρέπει να ξα-
ναγίνει τρόπος ζωής προκειμένου να βγει απ' το γκέτο της και να λειτουργήσει και πάλι κοινωνικά. Ο 18ος και ο 19ος αιώνας συνεχίζουν αυτό που άρχισε ο 17ος: Ολοένα και περισσότερο το "πνεύμα του δημιουργού" ταυτίζεται άδηλα με το Αγιο Πνεύμα. Ολοένα και περισσό τερο ο καλλιτέχνης γίνεται ένα μυστηριώδες ον. Ολοένα και περισσότερο το έργο τέχνης μοιάζει σαν δώρο που κάνει στους ταπεινούς κάποιος μεγαλόκαρδος δημιουργός, χωρίς ωστόσο να ξέρει καλά σε τι θα μπορούσε να τους χρησιμεΰσει,πέρα από το να θαυμάζουν και να λιβανίζουν τον δημιουρ γό. Το έργο τέχνης γίνεται, πια, το θυσιαστήριο και ο τόπος λατρείας μιας καινούριας θρησκείας, όπου τη θέση του Δη μιουργού Θεού την παίρνει ο Δημιουργός Καλλιτέχνης, ο οιονεί Θεός που ψάχνει για πιστούς μέσα στην αγωνία-του για τη σίγουρη θνητότητα του. Πιστεύει, ο καημένος, πως είναι α θάνατος και πως θα συνεχίσει να ζει μέσα από το έργο-του, όπως λεν οι αφιλοσόφητοι, αν όχι και εντελώς ηλίθιοι, σε κείνους τους φρικαλέους επικήδιους, τους εκφωνημένους σε πρώτο πρόσωπο για να τους ακούσει ο ...νεκρός και να χαρεί η ψυχή του για την επιβεβλημένη προς το πρόσωπό του "εκτίμηση" των προς το παρόν ζώντων. Που κι αυτοί θα ήθε λαν πολύ να "συνεχίσουν να ζουν μέσα απ’ to έργο τους" ακόμα κι αν αυτό το έργο δεν είναι παρά τραλαλά ασμάτια και στιχάκια για ημερολόγια. Η γελοιότητα του μικροαστικού σοσιαλισμού σ' όλο της το κωμικό μεγαλείο. Λοιπόν, πως να ζήσει κανείς αισθητικά μέσα σ’ αυτό το αντι αισθητικό χάλι, Και τί νόημα θα είχε το "αισθητικώς ζειν" για ανθρώπους που πασχίζουν εναγώνια να εξασφαλίσουν μια εζάρτς αθανασία μέσα από ένα έργο που, όσο σημαντικό κι αν είναι, δεν υπάρχει καμιά περίπτωση να χαρίσει στο δημιουργό του κανενός είδους αθανασία, Το "έργο του δη μιουργού" και ο δημιουργός αυτοπροσώπως με σάρκα και οσ τά δεν είναι το ίδιο πράγμα. Εκτός κι αν καταφύγουμε στο "πνεύμα του δημιουργού", οπότε έχουμε στη διάθεσή μας κάτι το κοινό ανάμεσα στο δημιουργό και το έργο του: Με μια περίεργη μετάγγιση, το "πνεύμα του δημιουργού" περνάει στο "δημιουργημένο έργο" και κει "ζει" μακριά απ’ την τύρ βη των ανθρώπινων, στην αιωνιότητα των βιβλιοθηκών που λειτουργούν σαν κάλαθος αχρήστων και χρησίμων. Απ' τον 18ο αιώνα καί μετά τούτη η αυνανιστική νεκροφι
λία πλασάρεται μόνιμα σαν τέχνη. Κι ωστόσο ό,τι περισώθηκε μέχρι σήμερα μέσα απ' αυτό το βλακώδες κυνηγητό της εζάρτς αθανασίας, περισώθηκε όχι χάρις στο "πνεύμα του δη μιουργού" αλλά χάρις στην κοινωνική λειτουργία της τέ χνης, ερήμην των προθέσεων του δημιουργού. Και αυτή η κοινωνική λειτουργία της τέχνης ορίστηκε άπαξ δια παντός απ τους αρχαίους Έλληνες: Προορισμός και λόγος ύπαρξης της τέχνης είναι το "αισθητικώς ζειν", όχι το "αισθητικώς ποιείν", που είναι, απλώς, μια "τεχνική" προϋπόθεση για το "αισθητικώς ζειν". 24 Μαρτίου 1985
13. Η ΤΕΧΝΗ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Με μια έννοια πολύ γενική, τέχνη είναι κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα, που χρησιμοποιώντας διάφορες γνώσεις και ικανότητες προσπαθεί να φκιάξει ένα αντικείμενο ή να πετύχει ένα σκοπό. Σύμφωνα μ’ αυτόν τον ορισμό, είναι τέχνη το να φκιάξεις μια καρέκλα όντας επαγγελματίας ή ερασιτέ χνης μαραγκός. Τέχνη, επίσης, είναι το να ξεβουλώσεις τη βουλωμένη λεκάνη της τουαλέτας σου. Τέχνη, ακόμα, είναι τσ να σκοτώσεις εν ψυχρώ έναν άνθρωπο. (Ο Ρέημοντ Τσάντλερ μιλάει για την "απλή τέχνη του φόνου"). Κι όλοι ξέρουμε πως χρειάζεται ικανότητα και επιδεξιότητα για να ληστέψεις μια Τράπεζα. Συνεπώς, τέχνη είναι και η κλοπή μετά φόνου ή και χωρίς φόνο. Τέχνη, και μάλιστα εξαιρετικά πολύπλοκη είναι και η απάτη. Και το ψέμα. Και το κυνήγι του γαμπρού (κυρίως όταν είναι πλούσιος). Και το να λες άλλα, να σκέπτε σαι άλλα και να κάνεις άλλα. Και το να είσαι πολιτικός, κυρίως της δεξιάς, όπου εκτός από το ψέμα k o l την απάτη θα σου χρειαστεί και ο κυνισμός. Μ’ άλλα λόγια, τέχνη είναι κάθε τι που τροποποιεί τη "φ υ σική τάξη πραγμάτων" κατά τις ανάγκες μας και ύστερα από σκέψη που καταλήγει σ' ένα σχέδιο για δράση. Το οποίο, βέβαια, δεν θα μπορέσουμε να πραγματώσουμε, αν δεν δια θέτουμε τις αναγκαίες κατά περίσταση ικανότητες και επιδεξιότητες. Να, λοιπόν, ποιό είναι το κοινό ανάμεσα σ' όλες τις τέχνες "καλές" ή "κακές" — γιατί όπως ήδη αντιληφθήκαμε υπάρχουν και "κακές" τέχνες με χειρότερη ανάμεσά τους την "απλή τέχνη του φόνου" που παρά το γεγονός πως είναι απλή δεν μπορεί να την κάνει όποιος κι όποιος: Χρειάζεται και δω
μια ειδική ικανότητα και επιδεξιότητα. Κι αυτή ακριβώς η ικανότητα και επιδεξιότητα είναι το κοι νό γνώρισμα ανάμεσα στον καλλιτέχνη και το δολοφόνο, που είναι ένας "αρνητικός καλλιτέχνης", με την ίδια ακριβώς έν νοια που είναι "αρνητικός καλλιτέχνης" και ο επιδέξιος πορτο φολάς, όπως μας το έδειξε με τρόπο αξιοθαύμαστο ο Ρομπέρ Μπρεσόν στον "Πορτοφολά". Με το να ξεχνούμε εκ συστή ματος πως το "ταλέντο" έχει και την αρνητική του πλευρά καταλήξαμε στο επιπόλαιο συμπέρασμα πως το ταλέντο είναι "θείο δώρο". Αλλά αν δεχτούμε πως το ταλέντο είναι πράγματι "θείο δώρο" πρέπει να δεχτούμε κατ' ανάγκην πως και το "αρνητικό ταλέντο", π.χ. το ταλέντο του κλέπτειν και του φονεύειν, είναι κι αυτό "θείο δώρο". Οπότε το δώρο κατα λήγει άδωρο και ο ισολογισμός του θεϊκού έργου μηδενίζε ται. Η διαλλεκτική έχει τους νόμους-της. Και ο βασικότερος νό μος της διαλλεκτικής λέει πως κάθε κατάφαση έχει την άρ νησή της και κάθε άρνηση οδηγεί σε μια κατάφαση — κι έτσι στον αιώνα τον άπαντα. Για να κινηθεί η Ιστορία χρειάζεται και την άρνηση και την κατάφαση. Και για να "μας έρθουν όλα δεξιά" πρέπει προηγουμένως να τα κινήσουμε όλα προς τα αριστερά. Μ’ άλλα λόγια, δεν θα υπήρχε "αριστερά" αν δεν υπήρχε "δεξιά". Κι όταν η σημερινή δεξιά πάψει να υπάρχει εξαιτίας της δράσης της αριστερός θα δημιουργηθεί μια και νούρια δεξιά που θα είναι αριστερά σε σχέση με την παλιά αλλά δεξιά σε σχέση με κάτι που θα βρίσκεται πάντα αριστερότερά της. Τα "άκρα" θα υπάρχουν πάντα για να ορίζουν την κίνηση της Ιστορίας προς μια κατάσταση υψηλότερης, αλλά παντα ασταθούς ισορροπίας. Έχοντας υπ’ όψιν την αναγκαιότητα της άρνησης που εξη γεί κι αυτό που το λέμε "ξεπέρασμα" {ξεπέρασμα του εμπόδιου, ξεπέρασμα της μόδας, ξεπέρασμα της τεχνοτροπίας, ξεπέρασμα μιας δοσμένης αισθητικής τάσης κλπ.) θα προσπαθήσουμε παρακάτω να δούμε την τέχνη μόνο σα θετικότητα, δηλαδή σαν μια κατάσταση που υπάρχει "για το καλό του κόσμου". Ακόμα, θα απομακρύνουμε τις τέχνες εν γένει απ' τις λεγά μενες "καλές τέχνες", που ήδη με το επίθετο "καλές" αποχτούν μια θετικότητα εξ ορισμού, και θ ’ ασχοληθούμε μόνο μ’ αυτές. Είδαμε στο προηγούμενο κείμενό μας πως μόλις τον 16ο
αιώνα ο Βαζάρι μιλάει πρώτος, και για πρώτη φορά στην ιστορία των τεχνών, για μια Τέχνη (με τη σημερινή έννοια) που σκοπό έχει την παραγωγή του Ωραίου. Μέχρι τον 16ο αιώνα το ωραίο δεν είχε αυτονομηθεί απ’ το χρήσιμο, το λει τουργικό και το αναγκαίο. Ειδικότερα, οι κατ' εξοχήν παρα γωγοί ομορφιάς, οι αρχαίοι Έλληνες, δεν θα μπορούσαν να φανταστούν έναν καλλιτέχνη με την σημερινή έννοια που πα ράγει έργα τέχνης έτσι για το κέφι του, ή για να "εκφραστεί", ή για να "εκτονωθεί", ή για να αυτοθεραπευτεί δια της εργα σιοθεραπείας ως ερασιτέχνης ζωγράφος της σήμερον, ή ως "οικογενειακός ποιητής" που τα "ποιήματά" του τα διαβάζει μόνο η μαμά του, ή και ο γιός του στην περίπτωση που ξέρει τα απαραίτητα γράμματα. Στην αρχαία Ελλάδα ο καλλιτέχνης ασκεί κοινωνικό λειτούργημα και έχει βαθύτατη συνείδηση της κοινωνικής του αποστολής. Πράγμα που δεν τον εμποδί ζει καθόλου να παράγει αριστουργήματα. Τη "στράτευση" δεν την αμφισβήτησε ποτέ ο μακρινός πρόγονος του σημερι νού "αστράτευτου" καλλιτέχνη, και σε καμιά περίπτωση δεν την θεώρησε εμπόδιο για τη δουλειά του, όπως ο σημερινός ανεπαρκής "καλλιτέχνης" που κάνει οικονομία στις δυνάμειςτου γιατί φοβάται μη χάσει και τα λιγοστά που διαθέτει για μια "έκφραση" που εξυπηρετεί κατ' αρχήν τον εαυτό του, και εντελώς πάρεμπιπτώντως και τους άλλους. Τον 16ο αιώ να, λοιπόν, με την Αναγέννηση, η τέχνη αρχίζει να γίνεται "προσωπική" και η παραγωγή του ωραίου να αυτονομείται ολοένα και περισσότερο. Η εξειδίκευση στην εργασία, που ή δη είχε εμφανιστεί, είχε σαν συνέπεια και τη δημιουργία ειδικών παραγωγών ομορφιάς. Μέσα σε δυο αιώνες περίπου απ' την Αναγέννηση και μετά θα συσσωρευτούν τόσα έργα τέχνης (κυρίως πίνακες και α γάλματα) ώστανα εμφανιστεί η ανάγκη για μια καινούρια επι στήμη, που το 1750 θα ονομαστεί Αισθητική απ’ τον φιλόσο φο Αλεξάντερ Γκότλημπ Μπάουμγκάρντεν. Αισθητική, λοιπόν, είναι η επιστήμη και η φιλοσοφία της τέχνης. Είναι επιστήμη γιατί η Αισθητική δεν περιφρονεί τις μετρήσεις, τις συγκρί σεις και τις άλλες επιστημονικές μεθόδους, αλλά είναι και φ ι λοσοφία γιατί η Αισθητική νιάζεται . κυρίως για το στοχα σμό πάνω στο ωραίο. Σήμερα η Αισθητική αποτελεί το τρίτο "κεφάλαιο" της φιλοσοφίας και είναι το πρόβλημα του ω ραίου και του άσχημου αυτό που μελετάει. (Τα άλλο δυο είναι
η Γνωσιολογία, που μελετάει ίο πρόβλημα του αληθούς και του ψευδούς και η Ηθική που μελετάει το πρόβλημα του καλού και του κακού). Σύμφωνα με την Αισθητική, Τέχνη είναι κάθε ενέργεια που, με όργανο το λόγο, τον ήχο, τα χρώματα, τα σχήματα, τους όγκους, την κίνηση, το θέαμα και άλλα, προσπαθεί να υλοποιήσει μια ιδέα που έχει ήδη συλληφθεί απ' την φα ντασία, ύστερα από ερεθίσματα εξωτερικά και εσωτερικά, με την προϋπόθεση πως τούτη η φαντασία, πριν γίνει πράξη (έργο τέχνης) έχει "εγκριθεί" απ' το περί ωραίου αίσθημα του καλλιτέχνη. (Η κάθε μορφής ευαισθησία και η κάθε μορ φής φαντασία δεν αποτελούν αναγκαστικά προϋποθέσεις για να δημιουργηθεί ένα έργο τέχνης. Εξόχως ευαίσθητοι είναι και οι υστερικοί, αλλά δεν είναι καλλιτέχνες όλοι οι υ στερικοί, παρόλο που ο Φρόυντ έδειξε πως υπάρχει στενή σχέση ανάμεσα στην υστερία k o l την τέχνη. Οξυμένη φαντασία έχουν επίσης και οι επιστήμονες-ερευνητές αλλά αυτούς δεν τους χαρακτηρίζουμε καλλιτέχνες, τουλάχιστον μετά τον 16ο αιώνα. Μέχρι τότε ήταν κι αυτοί "τεχνίτες" όπως όλοι όσοι διέθεταν μια ειδική γνώση και μια ιδιάζουσα επιδεξιότητα). Βέβαια η ομορφιά δεν είναι ανακάλυψη της Αναγέννησης. Οι αρχαίοι Ελληνες (σε αντίθεση με τους νέους) είχαν σαφέ στατες απόψεις περί ωραίου και η συμβολή του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη σ’ αυτό που πολλούς αιώνες αργότερα θα. ονομαστεί Αισθητική, είναι απολύτως καθοριστική. Μόνο που οι μεγάλοι αυτοί στοχαστές, ακριβώς γιατί είναι μεγάλοι, δεν απομονώνουν το πρόβλημα του ωραίου και δεν το μελε τούν ξεκομμένο απ’ όλα τ' άλλα προβλήματα που απασχολούν τον άνθρωπο. Το ωραίο γιαυτούς είναι μέρος μόνο του ενιαίου φαινόμενου που λέγεται ζωή, και ειδικότερα κοινωνική ζωή. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που η αρχαία ελληνική γλώσσα δεν έχει λέξεις για να δηλώσει τις έννοιες "καλλιτέχνης", "έργο τέχνης", "στυλ", "γούστο". Ο Γοργίας φαίνεται να είναι ο μόνος που έχει μια αντίληψη για την τέχνη κάπως συγ γενική μ' αυτή που δημιούργησε η Αναγέννηση. Ο Γοργίας, λοιπόν, μας κληροδότησε έναν έξοχο ορισμό για την τέχνη, με την σημερινή έννοια: Τέχνη είναι η πρόκληση συναισθημά των μέσα από μια προσποιητή πραγματικότητα, με την χρησι μοποίηση λέξεων και ζωγραφιών. Όμως παρά τις προσπάθειες του Βαζάρι να αυτονομήσει το
αισθητικό φαινόμενο κατά την Αναγέννηση, η γλώσσα (ό λες o l γλώσσες) μαρτυρούν πάντα μια σύγχυση που δεν ξεδιαλύθηκε όσον αφορά τη χρήση της λέξης "τέχνη". Έτσι όταν λέμε "τέχνη" εννοούμε τρία σαφώς διακεκριμένα πράγ ματα: 1)Τίς καλές τέχνες εν γένει, 2)Τη ζωγραφική και τη γλυπτική (τις πλαστικές τέχνες) ειδικά, k o l 3)Τα επαγγέλμα τα ή τις τεχνικές που απαιτούν επιδεξιότητα και μάθηση. Μ' άλλα λόγια, όλα όσα περιλαμβάνει στην έννοιά της η αρ χαία ελληνική λέξη τέχνη. Ο Τζιοβάνι Βίκο έκανε το αποφασιστικό βήμα για να δώ σει στον όρο τέχνη ένα περιεχόμενο που απέχει πολύ απ' το αρχαιοελληνικό. Κατά τον Βίκο, το θεμέλιο της τέχνης απο τελούν τα πάθη και οι εντυπώσεις, και όχι οι συλλογισμοί. Έτσι, ο νους, το μυαλό, μπαίνει αυτόματα για την τέχνη σε υποδεέστερη θέση έναντι του ενστίκτου και του συναισθή ματος. Αν υποθέσουμε πως ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης υιοθετούσαν μια τέτοια άποψη, δεν θα είχαν γράψει Τις τραγωδίες τους. Γιατί σ’ αυτές ο νους, ο στοχασμός του δημιουργού, παίζει τον πρώτο και τον κύριο λόγο. Το "κα λ λιτεχνικό ένστικτο", το "καλλιτεχνικό αισθητήριο" υπάρχουν φυσικά και σ' αυτούς και μάλιστα με τρόπο εντελώς μεγα λειώδη, αλλά ο νους προεξάρχει πάντα. Και ο νους, ακριβώς είναι που συνιστά τη διαφόρα ανάμεσα στη λεγάμενη Μεγάλη Τέχνη και την Τέχνη χωρίς προσδιοριστικό επίθετο. Μεγάλη Τέχνη χωρίς μυαλό δεν υπήρξε ποτέ, k l αυτό έχουν την τάση να το ξεχνούν κάποιοι μίζεροι καλλιτέχνες του καιρού μας, που παρά την πατενταρισμένη βλακεία τους πιστεύουν πως δη μιουργούν "για την αιωνιότητα". Το ωραίο (και η Τέχνη που το δημιουργεί) δεν απασχόλη σε μόνο τους ειδικευμένους στα περί την Αισθητική μελετη τές, αλλά και όλους τους μεγάλους φιλόσοφους. Κι αυτό σημαίνει πως η σκέψη πάνω στο αισθητικό φαινόμενο, που είναι παλιό όσο και ο άνθρωπος, δεν είναι προνόμιο των "ευαί σθητων" αλλά βασική διάσταση της ανθρώπινης νοητικότητας. Έτσι, ο Καντ, που δεν ήταν "ειδικευμένος" αισθητικός, λέει πως ωραίο είναι εκείνο που αρέσει δίχως ειδικό αποχρώντα λόγο και δίχως συμφέρον. Η Τέχνη για τον Καντ είναι μια ανιδιοτελής δραστηριότητα, μια πολυτέλεια ξεκομμένη απ' την τύρβη της καθημερινότητας και προορισμένη για ανθρώ πους που ήδη βρίσκονται πέρα απ' τα πεζά και τετριμμένα. Εί
ναι φανερό πως μια τέτοια αντίληψη όχι μόνο δεν συμφωνεί με την κλασική (αρχαιοελληνική) άποψη περί τέχνης, αλλά και απηχεί την αντίληψη που είχε για την τέχνη η αργόσχολη φεουδαρχία της εποχής του Καντ. Αντίθετα ο Χέγκελ, ένας φιλόσοφος που στήριξε ολόκληρο το φιλοσοφικό του σύστημα πάνω σε μια θα λέγαμε αισθητι κής τάξεως αντίληψη για τον κόσμο και την Ιστορία, πιστεύει πως η τέχνη είναι η αισθητή, αυτή που γίνεται αντιληπτή με τα αισθητήρια όργανα, εκδήλωση της Ιδέας. Ένα τέτοιο φανέρωμα της Ιδέας "εν τω κόσμω", μέσα στην αιώνια ανακύ κλωσή της, δηλώνει μια ατέλεια της Ιδέας που πρέπει να ξεπεραστεί. Γιαυτό ακριβώς η τέχνη απλώς προετοιμάζει, σύμφω να με τον Χέγκελ, για τον "καθαρό στοχασμό" που είναι η φιλοσοφία. Η οποία είναι η "ιδεατή" έκφανση της Ιδέας, και συνεπώς μια τελειότερη, απ' την αισθητική, εκδήλωσή της. Οι απηχήσεις του "αντικειμενικού ιδεαλισμού" του Πλάτωνα εδώ είναι καταφάνερες: Ο Χέγκελ βρίσκεται πάρα πολύ κοντά στην αρχαιοελληνική αντίληψη για το ωραίο, τουλάχιστον όσον αφορά το ρόλο του σε μια "υλοποίηση", δηλαδή σε μια προσπάθεια για συνοχή των επιμέρους μέσα στην ίδια περιε κτική και περιέχουσα ολότητα. Εντελώς ξεχωριστή σημασία θα δώσουν στην τέχνη οι υπαρξιστές φολόσοφοι, πράγμα πολύ φυσικό αφού το έργο τέχνης είναι πάντα δημιούργημα ενός ατόμου, ακόμα και στην περί πτωση της λαϊκής ποίησης, όπου τις αλλαγές και τις τροπο ποιήσεις στο αρχικό ποίημα τις κάνουν και πάλι άτομα, που απηχούν την ευαισθησία μιας διαφορετικής εποχής. Έτσι ο Χάιντεγκερ ορίζει την τέχνη σαν την "αποκάλυψη της ουσίας της ύπαρξης", ενώ ο Γιάσπερς την θεωρεί σαν μια "μεταφορά του είναι πέρα απ' την ύπαρξη". Και οι δυο δίνουν μια εντελώς ξεχωριστή έμφαση στο προλογικό ή και το άλο γο στοιχείο της τέχνης, παραμερίζοντας το νοητικό της στοι χείο, το τόσο αναγκαίο στην αρχαία ελληνική σκέψη, που για μας θα είναι πάντα ένα μέτρο σύγκρισης και ένα ιδανικό, αφού για τον αρχαίο Έλληνα η Τέχνη και η "τέχνη του ζειν" είναι το ίδιο πράγμα. Το σημαντικό δεν είναι να κάνουμε τέχνη. Τέχνη κάνουν πολλοί. Το σημαντικό είναι να κάνουμε τη ζωή μας ένα σωστό έργο τέχνης. Κι αυτό το πετυχαίνουν ελάχιστοι. Άλλωστε, έτσι κι αλλιώς η τέχνη ενεργεί επεμβατικά πάνω στη ζωή
μας. Κι αν ύστερα απ’ την επαφή μας μ' ένα έργο τέχνης παραμείνουμε τα κτήνη που είμασταν και πριν, σημαίνει πως αντιμετωπίζουμε την Τέχνη σαν πασατέμπο. Αλλά η τέχνη δεν είναι κολοκυθόσπορος. Είναι κάτι πάρα πολύ σοβαρό: Είναι η εξιδανικευτική ικανότητα της φαντασίας, όπως λέει ο Σαρτρ. Και χωρίς αυτή την ικανότητα, που δημιουργεί στό χους προς επίτευξιν, η "ιστορική προοπτική" καταντάει σχή μα λόγου και η κοινωνική αλλαγή δεν είναι παρά μια εναλλα γή του ίδιου απ’ το όμοιο του. Η Ιστορία χωρίς την αισθητική χάνει το νόημά της: Ο όμορφος κόσμος που ονειρευόμαστε προϋποθέτει το "αισθητικώς ζειν". 30 Μαρτίου 1985
14. Η ElΔΩΛΟΛΑΤΡΕ1Α ΤΩΝ ΣΤΑΡ
Σταρ σημαίνει αστέρι. Τα αστέρια βρίσκονται στον ουρανό. Και η μελέτη της κίνησης και της "συμπεριφοράς" τους αφορά τους αστρονόμους. Όμως "σταρ" υπάρχουν και στη γη. Πώς βρέθηκαν, λοιπόν, σ' έναν τόπο που δεν είναι ο δικός τους; Από τι υλικό είναι φραγμένοι οι "αστέρες" του κινημα τογράφου, του θεάτρου, των γηπέδων, του τραγουδιού, της πολιτικής, του εγκλήματος; Κάθε επάγγελμα, κάθε "λειτούρ γημα", κάθε χωριό, κάθε πόλη, κάθε κράτος, κάθε ήπειρος, κάθε σωματείο, κάθε οργάνωση, κάθε κόμμα, κάθε θρησκεία, κάθε οίκος ανοχής, έχει τους αστέρες του. Μερικοί απ' αυ τούς, τους κατ' αρχήν τοπικούς αστέρες, αποχτούν με τον καιρό τέτοια λάμψη, που καταυγάζουν ολόκληρη την υδρό γειο. Και, απ' την στιγμή που θα γεννηθεί ένα αστέρι επί της γης αποχτά την ακατάσχετη τάση να ξεπεράσει τα όρια πρώ τα της γειτονιάς, ύστερα του χωριού, μετά της πόλης και τέ λος τους κράτους. Κανένα αστέρι, όσο μικρό και νάναι, δεν αρκείται στα "στενά όρια". Γιατί ο ουρανός, απ’ όπου έπεσε στη γη, δεν έχει όρια. Στην πραγματικότητα οι σταρ δεν είναι αστέρια. Είναι κομή τες. Έρχονται και παρέρχονται, τρομοκρατούν ή ενθουσιά ζουν ανάλογα με τον "ποιόν" τους και στο τέλος βουτούν στην τρύπα του τάφου και χάνονται εκεί για πάντα, αφήνοντας πί σω τους την ουρά τους: Ένα όνομα που κι αυτό θα χαθεί — το πότε ακριβώς είναι πρόβλημα χρόνου k o l μόνο. Και ίσως και κάποια περιουσία, που θα την κληρονομήσουν ενδε χομένως άνθρωποι ολικά άσχετοι με το "υλικό" απ' το οποίο είναι φκιαγμένοι οι χρυσοφόροι και χρυσογόνοι σταρ, όσοι
εν πόση περιπτώσει απ' αυτούς μπόρεσαν να εξαργυρώσουν το μύθο τους στα ταμεία των κινηματογράφων, των θεάτρων, των αιθουσών συναυλιών, των γηπέδων και, βεβαίως, στα κρα τικά ταμεία όπου συνωθούνται οι αστέρες της Βουλής, της Κυ βέρνησης, του Κράτους για να εισπράξουν μαζί με το αντίτι μο των υπηρεσιών τους και το αντίτιμο του μύθου τους, που είναι αδύνατο πια να το ξεχωρίσεις απ’ τον πραγματικό μισθό ή την πραγματική αμοιβή για πραγματικά προσφερθείσες υπηρεσίες. Το αντίτιμο του μύθου συνεισπράττεται πάντα μαζί με το αντίτιμο μιας συγκεκριμένης δουλειάς. Για τους οικονομολόγους η αμοιβή του σταρ είναι ένα πρό βλημα κι ένα σκάνδαλο: Κανείς δεν μπορεί να κανονίσει την αμοιβή τους με κριτήρια λίγο ως πολύ λογικά, όπως π.χ. γί νεται με την αμοιβή του εργάτη, του οποίου ο μισθός είναι κανονισμένος απ' το ισχύον κοινωνικοοικονομικό σύστημα, κι όχι απ’ τον μύθο. 0 ταπεινός εργαζόμενος εισπράττει "καθαρό" τον λιγοστό μισθό του. Ο σταρ έχει εισοδήματα "εξ υπηρεσιών", όπως θα έλεγε η εφορία, αλλά κανείς δεν θα ήταν σε θέση να ορίσει με ακρίβεια την οικονομική αξία των υπηρεσιών που μου προσφέρει: Πόση είναι η αξία της φ ω νής του τραγουδιστή; Και γιατί η φωνή ενός άλλου τραγου διστή διατιμάται διαφορετικά; Πόση είναι η αξία των ποδαριών του ποδοσφαιριστή Α, Και γιατί αλλάζει η αξία των ίδιων ποδαριών, όταν ο ποδοσφαιριστής αλλάξει σωματείο, ή γή πεδο μόνο, Πώς ανεβαίνουν και κατεβαίνουν οι τιμές αυτών των υπηρεσιών προκαλώντας περιπλοκές στον τιμάριθμο και σκανδαλώδεις διαφοροποιήσεις στους τραπεζικούς λογαρια σμούς όψεως των αστέρων; Σύμφωνα με ποιά λογική η μπρι ζόλα που καταβροχθίζεις με τη συνοδεία της Α μουσικής διατιμάται Β δραχμές, και η μπριζόλα που πας να καταβροχθί σεις με την συνοδεία μιας Β φωνής, "καλύτερης" απ' την Α, σου κάθεται στο λαιμό; Δεν είναι μόνο η "προστιθέμενη αξία" των καλύτερων υπη ρεσιών που κάνει ακριβότερη την μπριζόλα. Είναι και ο μύθος του σταρ που πρέπει να τον φας μαζί με την μπριζόλα αφού θα σου τον περάσουν στον λογαριασμό μαζί με την μπριζόλα, χωρίς ποτέ να σου πουν ποΰ τελειώνει η μπριζόλα και πού αρ χίζει το παραμύθι. Το παραμύθι είναι "ενσωματωμένο" στην μπριζόλα και στο πουλούν είτε μαζί μ' αυτήν είτε και σκέτο, στην περίπτωση που δεν πήγες να φας μπριζόλα αλλά το μύθο
του τραγουδιστή σκέτο. Σ ' αυτή τη δεύτερη περίπτωση ο μύθος του τραγουδιστή θα σου στοίχιζε φθηνότερα αν τον εί χες για πάντα κοντά σου σε δίσκο. Όμως, εσύ θέλεις όχι ακρι βώς τη φωνή αλλά και ...τις φωνητικές χορδές του τραγου διστή: Τον θέλεις "ζωντανό" εκεί μπροστά σου, όχι τόσο για να τον ακούσεις όσο να τον θαυμάσεις, μέσα στην απρόσιτη μισοθείκή του μεγαλοπρέπεια. Ο σταρ, λοιπόν, είναι για την σύγχρονη μυθολογία, ό,τι ήταν οι ημίθεοι για την παλιότερη: Ένα ον που μετέχει ταυτό χρονα της ανθρώπινης και της θεϊκής "ουσίας", που αιωρείται ανάμεσα στον κόσμο των ανθρώπων και τον κόσμο των Θεών, που έχει ανάγκες ανθρώπινες, για τις οποίες και πρέπει να πληρωθεί, αλλά και υπερανθρώπινες, για τις οποίες και πά λι πρέπει να πληρωθεί με ανθρώπινο νόμισμα. Ο μύθος δεν εί ναι δόξα, είναι χρήμα, Κι όταν ο μύθος είναι και δόξα δεν παύει να είναι και χρήμα. Πιο σωστά, η δόξα, η φήμη, η ικα νοποίηση για το γεγονός πως είμαστε κοινωνικά χρήσιμοι άνθρωποι που δίνουμε χαρά στους άλλους, στον καπιταλισμό είναι αξίες εξαργυρώσιμες. Αυτή είναι η διαφορά ανάμεσα στην παλιά και την καινούρια μυθολογία των ημίθεων: Οι παλιοί ημίθεοι αρκούνταν στο γεγονός πως ήταν μια προέ κταση προς τα κάτω, προς τα ανθρώπινα, του Θεού. Οι σύγ χρονοι "ημίθεοι" είναι άνθρωποι συγχυσμένοι, που μια κοιτούν προς τον ουρανό, απ' όπου νομίζουν πως έπεσαν στη γη, ένα τόπο που δεν αρμόζει στην θεϊκή τους καταγωγή, και μια κοιτούν στο τραπεζικό τους βιβλιάριο το νούμερο που ο ρίζει το ύψος των καταθέσεών τους, που έχουν την ακατά σχετη τάση να το κάνουν αστρονομικό, μόνο και μόνο για να το προσαρμόσουν στην αστρική τους καταγωγή. Δεν πρόκειται εδώ για μια "ηγεμονική αμοιβή", γιατί οι αμοιβές των ηγεμόνων έχουν κι αυτές τα όριά τους. Πρόκειται στην κυριολεξία για μια μυθική αμοιβή, είτε είναι μεγάλη εί τε μικρή. Όμως, η αμοιβή του σταρ δεν είναι η συνέπεια ενός καταναγκασμού. Οι θαυμαστές του τα "ακουμπούν" εθελοντι κά και χωρίς βία, όπως οι πιστοί τα τάματα στον Ά γ ιο που τους "έσωσε". Πράγματι η αμοιβή του σταρ είναι το αντίτιμο της δυνατότητας που μας δίνει να τον θαυμάζουμε, κι όχι το αντίτιμο των υπηρεσιών που μας παρέχει. Φυσικά, μας πα ρέχει και υπηρεσίες και πρέπει να πληρωθεί γιαυτές. Όμως, το είπαμε ήδη, κανείς οικονομολόγος δεν μπορεί να επισημάνει
το όριο ανάμεσα στις υπηρεσίες και το μύθο. Κι ακριβώς αυτή η σύγχυση των ορίων είναι που προκαλεί τις μυθικές διεκδική σεις του μυθικού σταρ, μέσα απ’ την οικονομική λειτουργία των μύθων. "Ο άγριος λατρεύει τα είδωλα από ξύλο και πέτρα, ο πο λιτισμένος τα είδωλα από σάρκα και αίμα", λέει ο Μπέρναρντ Σω. Η λατρεία των σταρ έλκει την καταγωγή της απ’ την πανάρχαια ειδωλολατρεία, που είναι πάντα ζωντανή και ακμαία, πίσω, πέρα και πάνω απ’ όλες τις "πνευματικές" θρησκείες. Θα δούμε την ερχόμενη Κυριακή ποια ψυχολογική ανάγκη διατηρεί' την ειδωλολατρεία στην παραλλαγή της που αφορά τους αστέρες κάθε είδους και διαμετρήματος. Σήμερα, θα πε ριοριστούμε στην οικονομική πλευρά του προβλήματος, αυ τήν που αφορά και το περίφημο "σταρ σύστεμ". "Σταρ σύστεμ", λοιπόν, είναι εκείνος ο μηχανισμός που για να λειτουργήσει χρειάζεται αστέρες. Ό μως, δεν είναι το "σταρ σύστεμ" που δημιουργεί τους αστέρες, όπως πιστεύε ται κοινώς. Ά λλω στε, η συστηματοποίηση δεν προηγείται των γεγονότων, έπεται. Αυτό σημαίνει πως για να υπάρξει "σταρ σύστεμ" πρέπει να προϋπάρξουν αστέρες. Και για να υπάρξουν αστέρες πρέπει να φκιαχτούν όχι τεχνητά, μέσα απ’ τον μηχανισμό της διαφήμισης, π.χ., αλλά ουσιαστικά, μέσα απ’ τον ψυχολογικό μηχανισμό της ταύτισης, που θα την δούμε σε άλλο κείμενο. Ο αστέρας, λοιπόν, δεν γεννιέται. Γίνεται. Αλλά γίνεται απ’ τον κονιορτό της ελλειμματικής ψυχολογίας των θαυμα στών του, των οπαδών του, των δορυφόρων του. Δεν είναι οι ειδικοί των "δημοσίων σχέσεων" αυτοί που θα φκιάξουν τον αστέρα. Είναι ο αστέρας που θα επιβάλλει την ειδικότητα του δημοσχεσιοθεσίτη για να προστατεύσει και να μεγαλώ σει το μύθο του, στη βάση γεγονότων που προηγούνται και ιστορικά και ψυχολογικά των "δημοσίων σχέσεων". Μ’ άλλα λόγια, τους αστέρες τους κάνει ο λαός, για λόγους που θα δούμε, και τους στιλβώνει για να λάμψουν ο διαφη μιστής, που επιστρέφει ρετουσαρισμένο στο λαό το είδωλότου. Ο διαφημιστής είναι ο "διάκονος" μιας ειδωλολατρικής θρησκείας, δεν είναι ο δημιουργός της. Ά λλω στε, όλες οι θρησκείες είναι λαϊκές, και περισσότερο απ’ όλες η ειδωλολατρεία. Κανείς δεν μπορεί να κατασκευάσει μια θρησκεία, αν ο λαός δεν νιώθει την ανάγκη της, και κανείς δεν θα μπο
ρούσε να κατασκευάσει ένα είδωλο αν δεν υπήρχαν ειδωλολάτρες, έτοιμοι να το λατρέψουν. Ο διαφημιστής που μεσολαβεί ανάμεσα στον σταρ και τον θαυμαστή του σταρ το μόνο που κάνει τελικά είναι να φέρνει σε επαφή το "Θεό" με τον "π ι στό", όπως όλοι οι ιερείς όλωντων θρησκευμάτων. Αλλά μια θρησκεία μπορεί να υπάρξει και χωρίς ιερείς. Κι αν οι ειδικοί της διαφήμισης δεν φέρουν το "θεό" κοντά μας θα πάμε να τον βρούμε εμείς στα γήπεδα ή όπου αλλού οι μύθοι κυ κλοφορούν άνετα και με τις ευλογίες ενός κράτους που δια τείνεται πως δεν είναι ειδωλολατρικό. Ο μύθος δεν είναι ένα "πράγμα", είναι μια "κατάσταση". Κι αυτή η μυθική κατάσταση είναι ένα αναμφισβήτητο κοινω νικό γεγονός: Ο κόσμος είναι πάντα έτοιμος να λατρέψει εί δωλα, κι αν δεν του τα δώσουμε θα τα φκιάξει μόνος του, με "πρώτη ύλη" συχνά εντελώς χυδαία. Μη μου πείτε πως δεν είναι προτιμότερο να λατρεύει κανείς έναν αστέρα του θεά τρου από έναν αστέρα του ποδοσφαίρου ή, ακόμα χειρότερα, από έναν αστέρα του υπόκοσμου. (Γιατί, βέβαια, υπάρχουν και τέτοιοι. Κάποιοι διάσημοι γκάγκστερς, ας πούμε ο Ντίλιγκερ και ο Αλ Καπόνε είναι "αρνητικοί" αστέρες διεθνούς φ ω τιστικής εμβέλειας). Υπάρχουν λοιπόν ποιοτικές διαβαθμίσεις και στην ειδωλολατρεία, παρά το γεγονός πως η ειδωλολατρεία δεν κολακεύει ιδιαίτερα την ανθρώπινη νόηση και ευαι σθησία. Σίγουρα, ισχύει και δω το αξίωμα: "εκ δύο - ή πολ λώ ν - κακών το μη χείρον βέλτιστον". Κι αυτό σημαίνει πως δε μπορούμε να εξισώσουμε όλους τους αστέρες, απ' το γεγο νός και μόνο πως είναι αστέρες. Ένας αστέρας της επιστή μης δεν είναι ίδιος μ' έναν αστέρα του τραγουδιού. Δυστυχώς, όμως, όσο ευτελίζεται το "πεδίο επενέργειας" του αστέρα τό σο πολλαπλασιάζονται εντός του οι αστέρες: Τους περισσότε ρους αστέρες έχει το ποδόσφαιρο και τους λιγότερους η επι στήμη. Η ιατρική σήμερα έχει μόνο δυο λαϊκούς αστέρες διεθνούς ακτινοβολίας, τον Μπάρναντ και τον Κούλεϋ. Το πο δόσφαιρο όμως έχει μερικές χιλιάδες "διεθνείς", για τη ζωή και την δράση των οποίων μας πληροφορεί ανελειπώς ακό μα και το δελτίο ειδήσεων των ΕΡΤ. Η μυθολογία δεν είναι κακή καθ’ εαυτήν. Κακός είναι ο ευτελισμός της, ο ξεπεσμός-της στα γήπεδα, όπου κατάντησε στην κυριολεξία κλωτσοσκούφι απ’ τους ειδωλολάτρες των ποδιών, που δεν είναι σε θέση να λατρέψουν τίποτα σπουδαίο-
τερο απ' ία πόδια. Οι αξίες λοιπόν ολοένα και κατεβαίνουν απ’ το κεφάλι προς τα πόδια. Και μαζί τους και οι μύθοι. Η σταρο λατρεία, από το 1910 που πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματο γράφο μεταφέρθηκε στο τραγούδι γύρω στα 1950 και από τότε ολοένα και περισσότερο περνάει στα γήπεδα. Σε λίγο οι "ημίθεοι" θα έχουν μόνο πόδια. Κι αν τα μυθικά πράγματα συνεχίσουν να "προσγειώνονται", κάποτε θα επαναφερθεί η αρχαία και γνήσια ειδωλολατρεία: Θα ανάβουν λαμπάδες στο παπούτσι του νεκρού ποδοσφαιριστή, και τα βαλσαμω μένα πόδια του θα αντικαταστήσουν τα σημερινά "λείψανα των Αγίων". Ο Θεός πέθανε— ζήτω τα είδωλα. Η μόνη γνησίως λαϊκή θρησκεία ήταν πάντα και παραμένει η ειδωλολατρείά. * Πίσω από κάθε μύθο κρύβεται πονηρά ένας εισπράχτορας, που μαζεύει τα "τάματα" των πιστών, για να τα καταθέσει στους καθεδρικούς ναούς του καπιταλισμού, γνωστούς περισ σότερο σανΤράπεζες. Ό λο ι οι μύθοι αποχτούν απτή υπόσταση εντός των Τραπεζών, και όλες οι Τράπεζες λατρεύουν τους μύθους. Γιατί οι μύθοι είναι που κάνουν την οικονομία να κινείται με τρόπο μυθικό, ερήμην του Λόγου. Ο τραπεζίτης ξέρει πως κάθε συναυλία σε γήπεδο, καί κυρίως στο ολυμπια κό στάδιο, δεν είναι παρά αλλαγή προς το καλύτερο της τρα πεζικής κατάθεσης του μυθικού πελάτη. Ας είναι καλά οι ειδωλολάτρες που κάνουν το κατά δύναμη να μην εκπέσει το είδωλό τους στο επίπεδο του κοινού θνητού, οπότε δεν θάχουν πια που να ακουμπούν τα τάματά τους για μια σωτηρία που τελέστηκε μυθικά, από έναν "Θεό" που περιφέρεται με το βιβλιάριο της Τράπεζας στην τσέπη του. (Σκεφτήκατε ποτέ πόσο ταιριαστή με τον εκπεσμό του μύθου είναι η διπλή χρή ση των γηπέδων, απ' τη μια για το ποδόσφαιρο κι απ' την άλ λη για τις λεγάμενες "λαϊκές συναυλίες"; Κατά κανόνα οι τρα γουδιστές εκεί τραγουδούν με ...τα πόδια, ενώ οι ακροατές μιας τέτοιας "συναυλίας" ελάχιστα απέχουν απ' τους "φ ιλά θλους"). Τους σταρ δεν μπορούμε να τους καταργήσουμε δια νό μου. Η ημιθεϊκή-τους υπόσταση είναι ίσως χρήσιμη και κοινω νικά ωφέλιμη, στο παρόν στάδιο ανάπτυξης της ανθρώπινης νόησης και ευαισθησίας. Ό λο ι μας έχουμε ανάγκη από έ τοιμα πρότυπα για ταύτιση, όταν αυτά τα πρότυπα δεν μπο ρούμε να τα φκιάξουμε μετηνελλειμματική παιδεία μας. Το
πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι να καταργήσουμε τους σταρ, αλλά να ανακόψουμε τον εκπεσμό τους στο επίπεδο του "τάπητος" του γηπέδου. Αν μπορούσαμε να φκιάξουμε ένα "σταρ σύστεμ" αποκλειστικά από αστέρες επιστήμονες και μεγάλους στοχαστές θα είχαμε περισώσει και την αξία του μύ θου, και την κοινωνική του λειτουργικότητα, και τον πολι τισμό. Ό μως, όπως δείχνουν τα πράγματα, ολοένα και περισ σότερο θα απομακρύνονται απ’ τον ουρανό οι αστέρες κι ο λοένα και περισσότερο θα κυλιούνται στην λάσπη των γηπέ δων και των Τ ραπεζών. 7 Απριλίου 1985
15. ΣΤΑΡΟΛΑΤΡΕΙΑ: ΜΙΑ ΚΑΙΝΟΥΡΠΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ
Ο μύθος μπορεί να γίνει εμπόρευμα στην πιο απόλυτη κυ ριολεξία: Μαζί με το κυρίως εμπόρευμα που το έχουμε ανά γκη αγοράζουμε και το μύθο του που δεν τον έχουμε ανάγκη. Δεν πληρώνουμε μόνο το κρασί Α, αλλά και την "μάρκα κρα σιού Α", δεν αγοράζουμε μόνο μπλούζα, αλλά και το σήμα κατοτεθέν της μπλούζας, δεν οδηγούμε το αυτοκίνητό μας, αλλά τη Σιτροέν μας ή όποια άλλη μάρκα. Η μάρκα (ελληνι κά: το σήμα) ενός εμπορεύματος σε πάρα πολλές περιπτώ σεις έχει υποκαταστήσει το ίδιο το εμπόρευμα, για το οποίο συχνά αδιαφορούμε. Μας αρκεί μια "μάρκα πρεστίζ" για να αποχτήσουμε το γόητρο που δεν έχουμε. Για τον ίδιο λόγο στο μπαρ θα ζητήσουμε επιμόνως ουίσκι Τάδε. Αν δεν δού με το μπουκάλι (τη μάρκα) ο μπάρμαν μπορεί να μας σερβί ρει ό,τι θέλει. Γιατί ξέρει πως αυτό που πρόκειται να πιούμε δεν είναι το ουίσκι αλλά η μάρκα του. Καταναλώνουμε μύθους σε τόσο μεγάλες ποσότητες, που έχουμε γίνει όντα περίπου μυθικά. Οι μύθοι μας "τρέφουν": Αν στερηθούμε την καθημερινή μας δόση από μύθους θ' αρχίαουμε να νιώθουμε "ανώμαλα" και στο τέλος μπορεί και να γίνουμε ανώμαλοι. Η ανωμαλία έχει εγκατασταθεί μέσα μας ως ομαλότητα, κι ανώμαλος θεωρείται αυτός που είναι ομαλό τατος. Ο ένας μύθος φέρνει τον άλλο και όλοι μαζί συνιστούν ένα τεράστιο μυθικό πλέγμα όπου είναι δύσκολο πια να δια κρίνεις το πραγματικό απ' ίο μυθικό. Σε σημείο που να μην ξέρεις αν η όμορφη γυναίκα που έχεις δίπλα σου είναι η γυναί κα σου ή ο μύθος της. Και, το σημαντικότερο, να μην ξέρει
και η ίδια αν το σώμα-της είναι σάρκινο ή παραμυθένιο. Τα φύ κια και οι μεταξωτές κορδέλες ολοένα και περισσότερο γίνονται ομοούσια. 0 καπιταλισμός έχει καταφέρει να μας πουλήσει ακόμα ...και τα όνειρά μας, σε τιμές εντελώς μυθι κές: Μια φούστα απ' την μπουτίκ X δεν είναι πια ένα φόρεμα, είναι το όνειρο μιας ομορφιάς που στερούμαστε. Δεν υπάρχουν πια όρια ανάμεσα στο ονειρικό κσι το πραγματικό. Όμως, αν τύχει καί ξυπνήσουμε ή μας ξυπνή σουν, η πτώση απ' τον μύθο στην πραγματικότητα θα είναι πα ταγώδης. Ό πως λέει ο κοινωνιολόγος και θεωρητικός του κινηματο γράφου Εντγκάρ Μορέν, "η ηθική της ομορφιάς αρνείται το θάνατο και δεν παραδέχεται την παρακμή". {"Σταρ", έκ δοση Παϊρίδη, μετάφραση Ευγενία Χατζίκου). Ό μως ο θάνα τος και η παρακμή είναι μια πραγματικότητα ορατή και δια γυμνού οφθαλμού και κανένα μυθικο-μεταφυσικό σύστημα δεν αποδείχτηκε μέχρι σήμερα αρκούντως παρηγορητικό. Μπροστά στο φόβο του θανάτου όλοι οι μύθοι καταρρέουν, και μόνο όταν πιαστούμε στη δίνη του κατά Χάιντεγκερ "υ παρξιακού κενού" θσ καταλάβουμε την αξία και σημασία του σαφούς διαχωρισμού που οφείλουμε να κάνουμε ανάμεσα στο μύθο κοι την πραγματικότητα. Γιατί ο μύθος δεν είναι φκιαγμένος από υλικό απεριόριστης αντοχής, και καλό για την ψυχική μας υγεία είναι να τον αντικαθιστούμε έγκαιρα με την περισσότερο ανθεκτική πραγματικότητα, εντός της οποίας η παρακμή κοι ο θάνατος κατέχουν δεσπόζουσα θέση. Ά λ λωστε η πραγματικότητα δεν είναι περισσότερο οδυνηρή από ένα διαψευσμένο όνειρο, Ο μύθος των σταρ στηρίζεται ψυχολογικά στην απαίτησήμας για μονιμότητα, σταθερότητα και αθανασία. Δηλαδή στους πιο διαρκείς μύθους, αυτούς ακριβώς που αρνείται η διαλεκτική. Η μίζερη, ασήμαντη και στερημένη ζωή μας προσπαθεί να γίνει μυθικά σημαντική μέσα απ' την ταύτιση με κάποια "σπουδαία" μοντέλα, που μας τα προσφέρουν τα λαϊκά αναγνώσματα. "Ζούμε" τις μυθώδεις περιπέτειες του ήρωα ή της ηρωίδας του αναγνώσματος, κι αυτόματα νιώθουμε ό μοιοι του. Για να μας επαναφέρει στην πεζή πραγματικότητα το κλάμα του μωρού μας, η αυταρχική φωνή του συζύγου μας, η υστερία της γυναίκας μας. Διαβάζουμε μετά μανίας τα
της μυθώδους ζωής των αστέρων του Χόλλυγουντ, ακριβώς γιατί ξέρουμε ότι αυτό το "ιδανικό" δε θα το φτάσουμε ποτέ. Θα μπορούσαμε, βέβαια, να επιδιώξουμε ένα άλλο ιδανικό, πιο προσιτό. Αλλά όταν το ιδανικό είναι προσιτό θα υποχρεω θούμε να δράσουμε για να το φτάσουμε, κι αυτό που επιδιώ κουμε με τον άπιαστο μύθο είναι, ακριβώς, να παραμεϊνει ά πιαστος για πάντα και να λειτουργεί πάντα παρηγορητικά μέσα στην αφόρητη μιζέρια μας. Ό μως ο μύθος δεν είναι το φάρμακο για τον πονοκέφαλο. Είναι η ασπιρίνη. Και πριν φτάσουμε στην ριζική λύση να κόψουμε' το κεφάλι μας καλό είναι να το αδειάσουμε απ' τους μύθους και να το γεμίσουμε με προσιτά ιδανικά. Γιατί, αργά ή γρήγορα οι μύθοι καταρρέουν από μόνοι τους: Η αγαπη μένη μας οταρ μπορεί να πεθάνει, και μάλιστα από καρκίνο, ο μεγάλος έρωτας του Α και της 6 σταρ μπορεί να αποδειχτεί διαφημιστικό κόλπο, τα μαλλιά της ξανθής σταρ της οποίας την κόμμωση μιμούμασταν κατά πάσα πιθανότητα ήταν περού κα, οι σεξουαλικές ικανότητες του Φάκι Φίτσαμ τις πιο πολλές φορές είναι ξεσηκωμένες από το "εγχειρίδιο του καλού εραστή". "Το να αναγνωριστείς σαν άνθρωπος σημαίνει κ α ι' αρχήν το δικαίωμα να μιμείσαι τους Θεούς", λέει ο Εντγκάρ Μορέν, ο πιο έγκυρος μελετητής του "σταρ σύστεμ". Που συμπληρώ νει παρακάτω: Ό ι νέοι ομοούσιοι με τους ανθρώπους σταρ, οι σταρ πρότυπα ζωής, ανταποκρίνονται σε μια επιθυμία για ατομική σωτηρία των μαζών που συνεχώς γίνεται και πιο βαθιά". Πράγμάτι, μέχρι το 1910 δεν υπήρχαν σταρ-σωτήρες κανενός είδους. (Δεν υπήρχε, συνεπώς, και ο όρος). Υπήρχαν μόνο προσωπικότητες, για πολλούς αξιοθαύμαστες. Αλλά ο σταρ δεν είναι αναγκαστικά μια προσωπικότητα. Εί ναι ο "μύθος της προσωπικότητας", είναι ένα άτομο φκιαγμένο απ* το υλικό του παραμυθιού περισσότερο παρά της πραγμα τικότητας. Πιο απλά: Δεν λατρεύουμε τον σταρ τραγουδιστή γιατί μας αρέσει όντως η φωνή του, αλλά γιατί αυτή τη φωνή την το ποθετούμε πέρα, πίσω και πάνω απ’ τη μουσική κι όχι μέσα στη μουσική. Δεν αγαπούμε τη βεντέτα Α γιατί είναι πράγμα τι μια σπουδαία ηθοποιός, αλλά δ ιό π "έχει ένα όνομα" που α νακαλεί έναν μύθο που μας τον έμαθαν οι μυθοπλόκοι των λαϊ κών εντύπων οι οποίοι τον κατασκεύασαν για χρήση των στε
ρημένων καιελλειμματικών.Ο σταρ δεν είναι μόνο ένας άνθρω πος με υπαρκτές ποιότητες, είναι και ένας μύθος με ονειρικά χαρακτηριστικά. Ωστόσο αυτό που ενδιαφέρει τον περίφημο "απλό άνθρωπο" δεν είναι οι πραγματικές υποκριτικές ικανό τητες της Μαίρυλιν Μονρόε, ούτε η υλική τελειότητα της θη λυκότητας της, αλλά ο μυθώδης βίος της και η παράξενη συμ περιφορά της που δημιουργούν γιαυτόν ένα πρότυπο ζωής και ένα ήθος. Ο "φαν" (ο φανατικός) δε θαυμάζει. Λατρεύει με μια έννοια καθαρά θρησκευτική. Ο σταρ είναι γιαυτόν ένα υποκατάστατο αγίου με ποιότητες και ικανότητες λιγάκι πέρα απ’ τα ανθρώπινα, αλλά όχι εντελώς. Και το "σταρ σύστεμ", πριν από κάθε τι είναι μια ειδωλολατρική θρησκεία με αγίους πρώτου και δεύτερου βαθμού και με λατρευτικά σύμβολα που αρχίζουν απ' την σεμνά κορνιζαρισμένη φωτο γραφία του σταρ, και φτάνουν στα κεριά που άναβαν οι "φαν" του Ροντόλφο Βαλεντίνο μπροστά στη φωτογραφίατου. Το πρόβλημα ωστόσο είναι νο καταλάβουμε γιατί κάποιοι εκδηλώνουν μιο τόσο ευτελή και συχνά χυδαία θρησκευτικό τητα για θνητούς που πάρα πολύ συχνά δεν έχουν καν μια ουσιαστικότερη ανθρώπινη ποιότητα , όπως οι ιδρυτές θρη σκειών. Ο άνθρωπος πάντα λάτρευε εκείνο που δεν είναι και που θα ήθελε να είναι: Το γεγονός πως έχει συνείδηση της θνητότη τας του, τον οδηγεί στο Θεό. Το γεγονός πως έχει συνείδηση των ατελειώντου, του δημιουργεί μια φαντασίωση τελειό τητας. Το γεγονός πως είναι φτωχός γίνεται η αιτία για έναν θαυμασμό για τον πλούσιο, ανάμικτο με φθόνο. Γενικότερα, κάθε στέρηση δημιουργεί την ανάγκη για την φανταστική πλήρωσή της. Κι όταν η στέρηση πληρωθεί φανταστικά, η προσπάθεια για πραγματική πληρότητα στο μέτρο του δυνα τού, ανακόπτεται και ο ατερημένος άνθρωπος νοιώθει πρό σκαιρα ικανοποιημένος, ακριβώς γιατί "έφτασε" σ' ένα μάξιμουμ ερζάτς "ευτυχίας" χωρίς καμιά οοβαρη προσπάθεια. Έτσι αυτός που δεν είναι σε θέση νο τρέξει είκοσι μέτρα χωρίς να του βγει η γλώσσα, θα ατρογγυλοκαθήσει στις κερ κίδες και θα θαυμάσει τους παίχτες που αλωνίζουν το γήπε δο. Αυτός που είναι ανίκανος να συνεργαστεί αποτελεσματικά έστω και με μια μικρή ομάδα ανθρώπων, είναι φυσικό να χά σκει μπροστά στους παίχτες που συνεργάζονται αρμονικότατα
— όταν συνεργάζονται και δεν δέρνουν τους αντιπάλους, οπότε και πάλι ο μόνιμα δειλός θεατής, ο ανίκανος να δείρει π.χ. τον προϊστάμενο που τον ταλαιπωρεί επί μονίμου βάσεως, θα ουρλιάζει οπό ενθουσιασμό βλέποντας τα "παλικάρια" να τελούν με ευκολία τους πυγμαχικούς-τους άθλους. Στη ροκ συναυλία, ίο πιεσμένο μέσα στο ροκά ουρλιαχτό θα βρει επιτέλους διέξοδο, και το "είδωλο" που χτυπιέται επί σκηνής θα πάρει στα μάτια του τις διαστάσεις του τέλεια απε λευθερωμένου ανθρώπου, που φτάνει στο σημείο να κάνει 6 /ι θέλει, ^ακόμα και να σπάει την ακριβή κιθάρα του. Ο μαινόμενος νεαρός θα ήθελε πολύ να πράξει ομοίως στο σπίτιτου, αλλά δεν το πράττει διότι ο μπαμπάς θα τον διώξει. Και η βιτρίνα που θα σπάσει ύστερα από έναν "αγώνα" ή από μια συναυλία που τελείται ως αγώνας, δεν είναι παρά η "βιτρίνα του μπαμπά", που τώρα τη σπάει με την άνεσή του γιατί απουσιάζει ο πραγματικός μπαμπάς, ο αυστηρός μπαμπάς. 'Αλλωστε, δεν μπορεί να μπάσει μέσα στο σπίτι του όλον αυ τόν τον συρφετό των ομοιοπαθών για να τον βοηθήσουν στο φροϋδικό "θάνατο του πατέρα". Κάθε είδωλο, κάθε ειδωλοποιού συστήματος, αντιπροσω πεύει για τον θαυμαστή μια σκοτωμένη δική του επιθυμία που δεν μπόρεσε να την εκπληρώσει με φυσικό τρόπο. 'Α λ λωστε, όταν ο παραδοσιακός Θεός ζούσεκαι καθοδηγούσε τη συμπεριφορά των ελλειμματικών, η κάθε έλλειψη μεταθέτονταν αυτόματα σ' αυτόν! Όποιος δεν έχει ο ίδιος, λέει "έχει ο Θεός". Όποιος δεν ξέρει ο ίδιος, λέει "ξέρει ο Θεός". Ό ποιος δεν θέλει ο ίδιος, λέει "αν θέλει ο Θεός". Κι έτσι απλά και ει ρηνικά ξοφλάει κανείς με τις ελλείψεις του και νιώθει καλά. Όμως, όταν η πίστη στον παραδοσιακό Θεό κλονίζεται εμφανίζονται αυτόματα τα ευτελισμένα υποκατάστατά του: Οι σταρ. Είναι αυτοί που ξέρουν, που μπορούν, που θέλουν, που έχουν. Είναι οι δυνατοί, οι ερωτιδείς, οι πλούσιοι, αυτοί που δεν τους λείπει τίποτα και που δημιουργούν για τον στε ρημένο ένα ανθρώπινο μοντέλο πληρότητας, που σε σχέση με ίο παραδοσιακό έχει το μεγάλο πλεονέκτημα να είναι υπαρχτό κι ανθρώπινο. Αν ο επίγειος Θεός διαψεύσει τις προσδοκίες του πιστού, αυτός δεν έχει παρά να αλλάξει Θεό με την ίδια ευκολία που αλλάζει πουκάμισο, πράγμα δύσκολο στην παραδοσιακή αντίληψη περί θεότητας. Αν π.χ. η ποδοσφαιρική ομάδα,
που είναι ένα είδος περίπου Δωδεκάθεου, μας απογοητεύσει δεν έχουμε παρά να φύγουμε απ* τον Ό λυμπο και να πάμε, ας πούμε στον Κίσαβο, όπου θα βρούμε μια άλλη ομάδα επίγειων Θεών που αναμένουν τη λατρεία μας. Υπάρχουν τό σοι πολλοί Θεοί στις μέρες μας που η επιλογή είναι πρόβλημα γούστου! Ο επίγειος Θεός υπό μορφήν σταρ εκτός των παραπάνω έ χει κι ένα πρόσθετο πλεονέκτημα: Μπορούμε να τον σπάσουμε στο ξύλο αν μας απογοητεύσει. Ή και να τον σκοτώσουμε σε περίπτωση που κρίνουμε αναγκαία μια "σταύρωση" χωρίς Πι λάτους και Βαροβάδες. Ό λα τα ενδιαιτήματα των αστέρων είναι πιθανοί τόποι μαρτυρίου για τον αστέρα, κι όλοι οι περιξ της πόλεως λοφίσκοι κρύβουν κι έναν "κρανίου τόπο". Η θρησκεία έχει εκδημοκρατιστεί τόσο, που ο καθένας πια θα μπορούσε να σκοτώσει τον δικό του Θεό. Να γιατί είναι επι κίνδυνο να είσαι Θεός, ουράνιος ή γήινος αδιάφορο. Οι άν θρωποι πάντα αγαπούσαν τους Θεούς τους ...έως θανάτου. Και τους κοπανούν ανελέητα κάθε φορά που δε θα σταθούν στο θεϊκό τους ύψος. Ά λλω στε, τους Θεούς δεν τους έχουμε για να κάνουν τα κέφια τους, αλλά τα κέφια μας. Οι σταρ δεν κινδυνεύουν απ' τους εχθρούς τους, κινδυ νεύουν απ’ τους φίλους τους, όπως όλοι οι Θεοί. Κάθε "θαυ μαστής" που προστίθεται είναι και ένας υποψήφιος Ιούδας. Κάθε εκστατικό επιφώνημα θαυμασμού είναι μια κρυμμένη α πειλή. Κάθε γράμμα, απ’ τις τρεις χιλιάδες τουλάχιστον τη βδομάδα που πρέπει να παίρνει ένας μεγάλος σταρ για να εί ναι άξιος του τίτλου, είναι κι ένα τελεσίγραφο γιο την επικεί μενη πτώση του. Γιατί οι σταρ πέφτουν με την ίδια ευκολία που ανυψώνονται. Σε μια τόσο δημοκρατική θρησκεία, σαν την ειδωλολατρεία των σταρ όσο περισσότεροι περάσουν απ’ το "πόστο" του Θεού τόσο το καλύτερο για τους "δημοκρά τες". Ά λλω οτε, οι γρήγορες εναλλαγές δημιουργούν κρυφές ελπίδες για μια πιθανή σταροποίηση και ημών των ιδίων! Ού τε τα καλά πόδια, ούτε η καλή φωνή είναι κάτι το σπάνιο, ώστε να αποκλειστείς εξ αρχής απ’ το πάνθεο των επίγειων Θεών. Κόσμος και κοσμάκης κουρδίζει τις φωνητικές του χορ δές έξω απ’ το γραφείο των δισκογραφικών εταιρειών. Ασκέ ρι ολόκληρο φτωχοδιάβολων κλωτσάει τη μπάλα στις αλάνες με την κρυφή ελπίδα πως θα περάσει από κει ο προπονητής του Ολυμπιακού, ή έστω του Ποναχαίκού. Με λίγη τύχη
και χωρίς το μυαλό να αποτελεί προϋπόθεση γίνεσαι Θεός στο πι και φΐ. Και τότε κάθεσαι και εισπράττεις τα "τάματα" των πιστών, γιατί αυτό είναι το ζητούμενο. Κι όταν εισπράξεις αρκετά ως Θεός τα εξάγεις λαθραία στην Ελβετία ως λαθρέ μπορος. Η πιθανότητα να βρεθείς στον Κορυδαλλό είναι πολύ μικρή, και η πιθανότητα να βγεις από κει με εγγύηση πολύ μεγάλη. Ακόμα και οι νοτιοβαλκάνιοι μικροί σταρ έχουν το δι καίωμα στη θαυμαστική επιείκια των παλιών πιστών. ‘ Ενας Θεός, ακόμα και συνταξιούχος, δεν είναι, διάολε, ο πρώτος τυ χόν συνταξιούχος! 14 Απριλίου 1985
16. ΤΟ ΣΤΑΡ-ΣΥΣΤΕΜ
"To σταρ σύστεμ είναι μια ειδική εφεύρεση του μεγάλου κε φαλαίου", λέει ο Εντγκάρ Μορέν ("Σταρ", έκδοση Πεϊρίδη, μετάφραση Ευγενία Χατζίκου). Σκοπός αυτής της σπουδαίας για τον καπιταλισμό εφεύρεσης είναι να πουλήσει ένα εμπό ρευμα σε όσο το δυνατό περισσότερους, με την επικουρία ενός μύθου που θα αφορά όσο το δυνατό περισσότερους. Για να πετύχει το "πλασάρισμα" ο καπιταλισμός δεν αρκείται στη διαφήμιση. Γιατί το διαφημιστικό μήνυμα μπορεί να μην είναι αρκετά πειστικό. Και γιατί, ακόμα, είναι δυνατό να προσκρούσει στη νόηση των νοημόνων και να διαλυθεί. Ά λ λωστε, όλος ο κόσμος ξέρει πως σκοπός της διαφήμισης δεν είναι να λέει αλήθειες αλλά να κάνει πλύση εγκεφάλου. Και όταν ο εγκέφαλος πλυθεί καλά με απορρυπαντικό που "βγά ζει και τους πιο δύσκολους λεκέδες", εκείνους που είναι επί μονα σκαλωμένοι στη φαιά ουσία των κυττάρων του εγκεφά λου, τότε ο εγκέφαλος "αστράφτει σαν φρεσκοπλυμένο ρού χο", που μπορούμε να το ξαναλερώσουμε μ' έναν καινούριο τρόπο, για έναν καινούριο σκοπό: Αυτόν που επέλεξε ο δια φημιστής για να μας πείσει για το "δίκιο" του που, βέβαια, είναι το δίκιο του βιομήχανου και του έμπορου. Λοιπόν, δεν μπορείς να στηριχτείς στο μυαλό του κατανα λωτή για να του πουλήσεις ένα εμπόρευμα. Γιατί η λογική έχει την τάση να το ελέγχει και να το δοκιμάζει. Πρέπει να του υποβάλεις τη μυθική ιδέα πως το εμπόρευμα έχει ενσω ματωμένη μέσα του μια μαγική ικανότητα να κάνει θαύματα. Πως "δημιουργεί, π.χ. έναν μαγικό κύκλο προστασίας" (λακ μαλλιών), πως "έλκει σαν μαγνήτης τους άντρες" (άρωμα),
πως "υπόσχεται πολλά" (γυναικείο εσώρουχο), πως "τονώ νει τον ανδρισμό" (ανδρική λοσιόν). Αν ο καταναλωτής πι στέψει στο διαφημιστικό μύθο, ο μύθος θα δράσει πραχτικά δια της αυθυποβολής, και το θαύμα μπορεί και να γίνει, ό πως στην Παναγία της Λοΰρδης ή την Παναγία της Τήνου. Οι διαφημιστές χωρίς να έχουν διαβάσει Λεβί-Στρως, γνωρί ζουν καλά πως ο μύθος, πάρα πολύ συχνά έχει μια εντυπωσια κή αποτελεσματικότητα. Ξέρουμε, άλλωστε, πόσοι πόλεμοι κερδήθηκαν με μυθικά συνθήματα και μυθικές υποσχέσεις, που κάνουν τους στρατιώ τες να σκοτώνονται "πρόθυμα" και με τρόπους κάθε άλλο παρά μυθικούς. Χάρη στη φαντασία, τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και το μύθο καιαργοϋνται κι απ' το σημείο τομής των δυο, που είναι δυσδιάκριτο, ο μύθος εισβάλλει στην πραγματικότητα και η πραγματικότητα ενεργοποιεί το μύθο, σε μιαν αδιάκοπη διαλεκτική σχέση. Τούτη τη λειτουργία του μύθου μπορεί να την εκμεταλλευ τεί ο κάθε προπαγανδιστής, για το καλό ή το κακό, αδιάφορο. Οι μύθοι δεν είναι πάντα καταστροφικοί, κι αν λείψουν κά ποιοι πολύ μεγάλοι και πολύ ζωτικοί μύθοι, όπως αυτός της αθανασίας, η αυτοκτονία θα γίνει τρέχουσα και καθημερινή υπόθεση με αποτέλεσμα η κοινωνία να καταρρεύσει. Είναι πολλοί οι μύθοι που επιτελούν χρήσιμο κοινωνικά έργο, και η άκριτη απομυθοποίηση των πάντων είναι δουλειά επικίνδυ νη. Αλλωστε, όταν γκρεμίσεις ένα μύθο, ένας καινούριος θα πάρει τη θέση του. Ό σο υπάρχει φαντασία θα υπάρχουν και μύθοι. Στερούνται μυθοποιητικής ικανότητας μόνο οι αποξη ραμένοι φανταστικά άνθρωποι. Είδαμε ήδη οε προηγούμενα κείμενα πως ο σταρ είναι ένα πρόοωπο περισσότερο μυθικό και λιγότερο πραγματικό. Πιο σωστά, είναι ένα πρόσωπο στο οποίο συγχέονται τα όρια ανάμεσα στο πραγματικό και το μυθικό. Περίπου ίδιοι είναι και οι ημίθεοι της παλιότερης μυθολογίας: Κένταυροι, με κορ μί ανθρώπινο και κεφάλι θεϊκό, 'Ιερά τέρατα" με το τερατώ δες και το θεϊκό αναμιγμένα σε ίσες αναλογίες, "είδωλα" με επικαλυμμένο το μοντέλο απ' την εικόνα του, "θεοί" με πο λύ ευδιάκριτα τα ανθρώπινα γνωρίσματα τους. Μ' άλλα λόγια οι σταρ, έτσι που είναι τοποθετημένοι ανάμεσα οτο υπαρχιό και το ανύπαρχτο, το μυθικό και το πραγματικό, έτσι που αιωρούνται πάνω απ’ τον κόσμο άκου-
μπώντας στον κόσμο, μ' αυτόν τον ιδιόρρυθμο ψυχολογικό ερμαφροδιτισμό τους που τους κάνει ανθρώπους δυστυχέ στάτους μέσα στο μεγαλείο τους, είναι τα καταλληλότερο "όντα" για τη ζεύξη του πραγματικού με το μυθικό. Αν, λοιπόν, ο προπαγανδιστής εκμεταλλευτεί έντεχνα αυτές τις ποιότητες και τις ικανότητες του σταρ μπορεί να κά νει πειστικά τα μηνύματα του, παρακάμπτοντας το σκόπελο της λογικής: Μια σταρ που μιλάει για τις μαγικές ιδιότητες ενός σαπουνιού γίνεται πολύ πιο πειστική απ' τη δεσποινίδα που θα έλεγε τα ίδια, με το ίδιο ύφος, χωρίς ωστόσο το "κύρος" του επαϊοντος, ένα κύρος που η σταρ-διαφημίστρια δεν το παίρνει απ' τη γνώση αλλά απ' τη μυθική ιδιότητα σαν όντος μυθικού και μυθικά προνομιούχου, που γνωρίζει "εξ σποκαλύψεως" την αλήθεια. Ο λόγος του Ευαγγελίου στο στόμα του παπά γίνεται πιο έγκυρος. Είναι άλλο πράγμα να διαβάζει το Ευαγγέλιο ο παπάς, άλλο ο διάκος, άλλο ο ψάλ της κι άλλο ο πιστός κατά μάνας στην μοναξιά της κρεβατο κάμαράς του. Το "ιερό" πρόσωπο προσθέτει στο κείμενο την εγκυρότητα της ιεροσύνης του — και η σταρ προσθέτει στο διαφημιστικό μήνυμα την έξωθεν και άνωθεν αλήθεια, την εντελώς άσχετη με τη λογική. "Ετσι το παράλογο λογικοποιείται και εισπράττεται ανετότατα ως λογικό. Τώρα, και το mo τρελό διαφημιστικό μήνυμα σπάει το φράγμα του Λόγου και εγγράφεται απ' ευθείας στο υποσυνείδητο, για να γίνει μια "αλήθεια" που επιτέλους μας "αποκαλύφθηκε". Η σταριέρεια μεσολάβησε ανάμεσα σε μας τους ατελείς και την τε λειότητα της Αιώνιας Σοφίας, που εμπεριέχει ακέρια την αλή θεια, και που θα έμενε για πάντα κρυμμένη για μας χωρίς την επέμβαση της Κοσμικής Αγίας, μεγάλη η χάρη της. Στο εξής θα πλενόμαστε με ίο προτεινόμενο απ' την Αγία των Σαπουνιών σαπούνι και θα είμαστε βέβαιοι πως μπήκαμε ήδη στον επιθυμητό Παράδεισο της Ομορφιάς. Είναι δύσκολο να πείσεις μια χαζούλα μεν, άμορφο Ολα δε πως την ομορφιά της δεν την αγόρασε απ' το κατάστημα καλ λυντικών και πως τη χρωστάει στην με ειδικό τρόπο ένωση του ωάριου της μαμάς και του σπερματοζωαρίου του μπαμπά. Αφού το Χόλλυγουντ φκιάχνει την ομορφιά εργαστηριακά, εργαστηριακά θα την φκιάξουν κι όλες οι κότες της οικουμέ νης στα ατελέστατα εκείνα εργαστήρια που λέγονται κομμω τήρια, οίκοι μόδας, ινστιτούτα καλλονής ή όπως αλλιώς, και
που ουδεμία σχέση έχουν με to μεγαλειώδες "εργοστάσιο πα ρασκευής ονείρων" που είναι το Χόλλυγουντ. Κι ακριβώς, το "σταρ σϋστεμ" είναι ένα σύστημα με το ο ποίο φκιάχνουμε και πουλούμε όνειρα και μύθους σε τιμές προσιτές στους πάντες. Αλλά ο μύθος σκέτος είναι δύσκολο να πουληθεί. Χρειάζεται κι ένα αρμόζον αμπαλάζ. Τούτο το αμπαλάζ είναι οι σταρ, πάνω στους οποίους ο καπιταλισμός φορτώνει μύθους πάσης φύσεως: Το μύθο της πεποιημένης ομορφιάς, το μύθο της προκατασκευασμένης ευτυχίας, το μύ θο της δανεικής δύναμης, το μύθο της φαρμακευτικής σε ξουαλικότητας, το μύθο της κουτσηςισχύος — κι ένα σωρό ακόμα μύθους, που όλοι μαζί συνιστούν τη μοντέρνα μυθο λογία, που απομένει να αποδειχτεί αν δεν είναι η έντεχνα ρετουσαρισμένη απ' το "σταρ σύστεμ" πανάρχαιη μυθολογία του πρωτόγονου. Το "σταρ σϋστεμ" εκμεταλλεύεται τον αταβιστικό πρωτο γονισμό μας, όχι για να μας κάνει να χαροϋμε το παραμύθι, όπως τα μικρά παιδιά, αλλά για να μας πουλήσει ένα εμπόρευ μα, ή μια ιδεολογία που θα βοηθήσει τη διακίνηση εμπορευ μάτων, ή μια φιλοσοφία που θα εγκαταστήσει για όσο το δυ νατό περισσότερο, το μύθο μέοα στην πραγματικότητα. Ο καπιταλισμός έχει ανάγκη απ' τους μύθους, απ’ όλους τους μύθους μικρούς και μεγάλους. Τους έχει ανάγκη πολύ περισ σότερο απ* όσο ο σοσιαλισμός, που κι αυτός έχει τις μυθο λογίες του. Με μια ουσιαστική διαφορά, ωστόσο: Οι μύθοι του καπιταλισμού πάντα υπόσχονται την "κατα μάνας σωτή ριο" του μοναχικού ανθρώπου, που ενδύεται το μύθο μαζί με το μάρκας Α παντελόνι, και τον πασαλείφει στο πρόσωπότου μαζί με το μάρκας Β άφτερ σέηβ. Η αστική μυθολογία εί ναι καθημερινή, η σοσιαλιστική μυθολογία είναι κυριακάτι κη. Και μη μου πείτε, "μύθος κι ο ένας, μύθος κι ο άλλος". Γιατί, το είπαμε ήδη, κανείς δεν μπορεί να αποφύγει το μύθο εφόσον διαθέτει έστω κόκκον φαντασίας, που γεννάει ακατάπαυστα το μυθικό. Το πρόβλημα δεν είναι ο μύθος αλλά ο σκοπός που αυτός υπηρετεί. Κι αν κανείς πιστεύει πως ο "μύθος του Στάλιν" είναι πιο διαβρωτικός από το μύθο του σαπουνιού 1_ είναι για τί πλένεται καθημερινά με μυθικό ααπούνι, με συνέπεια ο μύ θος να έχει διεισδύσει στην ψυχή του απ' τους πόρους του δέρματος. Έχουμε εδώ έναν "βιωμένο μύθο" που είναι πολύ
πιο καταστροφικός απ' τον επιβεβλημένο, γιατί επενεργεί διαρκώς και αδιάλειπτα και, κυρίως, γιατί δεν γίνεται αντιλη πτός ως μύθος. Στον καπιταλισμό "ζω τους μύθους μου" σημαίνει "ζω τη ζωή μου". Φυσικά, δεν θα μπορούσαμε να απαγορεύσουμε σε κανένα να ζει όσους και όποιους μύθους θέλει. Κι αν γονατίσει κάτω απ’ το μυθολογικό βάρος που κουβαλάει στο υποσυνείδητότου και οδηγηθεί στο φρενοκομείο, δικός του λογαριασμός. Ο υπογραφόμενος, πάντως, κάνει ό,τι μπορεί, όσον αφορά τον εαυτό του, να ελέγχει τους μύθους του, γιατί θεωρεί την ψυχασθένεια μεγαλύτερη συμφορά κι απ’ τον καρκίνο. Υπάρχει και μια ψυχική προληπτική ιατρική, στην οποία οι υγειονομικές υπηρεσίες του καπιταλισμού δεν δίνουν την πρέ πουσα σημασία. Τόσο το χειρότερο για τους ασφαλισμέ νους του ΙΚΑ. Το "σταρ ούστεμ" το εφεύραν στο Χόλλυγουντ οι ειδικοί στο σόου-μάρκετινγκ, για να προωθήσουν τις ταινίες εμπορι κά, μέσα απ το μύθο μιας στάρ. Κι αφού έφκιαξαν τα "εί δωλα" τα αμόλυσαν στο καπιταλιστικό ιππόδρομο, αναμένο ντας υο έρθουν γκανιάν: Εκατομμύρια θεατές σ’ όλο τον κό σμο τρέχουν να δουν όχι μια ταινία, αλλά τη σταρ που παίζει στην ταινία, Η οποία σταρ κουβαλάει το μύθο της από ταινία σε ταινία μεγαλώνοντας τον -μεγαλώνοντας ταυτόχρονα και το κασέ της. Ο μύθος φ κιάχιηκε για να εξαργυρωθεί στα ταμεία των κι νηματογράφων, για λογαριασμό του παραγωγού. Όμως, σύ ντομα οι παραγωγοί ανακάλυψαν πως ο μύθος που έφκιαξαν πληρώνει κατ' αρχήν τον εαυτό του: Οι σταρ άρχισαν να ζη τούν μυθώδη ποσά για αμοιβή της δουλειάς τους. Οι μαθητευόμενοι μάγοι την έπαθαν για τα καλά: Ο μύθος άρχισε να αυτονομείται και να λειτουργεί οικονομικά ερήμην του πα ραγωγού. 0 οποίος βρίσκει καινούριους τρόπους να κάνει την παλιό δουλειά του: Προσέχει περισσότερο το σενάριο και τη σκη νοθεσία, και τώρα πουλάει μύθους ευθέως μέσα απ’ τις φιλμικες ιστορίες και όχι έμμεσα μέσα απ’ τις σταρ, που επιτέ λους άρχισαν να γίνονται, ως ένα βαθμό, πρόσωπα υπηρετικά του σκηνοθέτη και του σεναρίστα. Τώρα δεν είναι ο σταρ, ως πρόσωπο, που πουλάει σαν καλός πλσσιέ το μύθο, και μα ζί του την ταινία. Είναι ο μύθος καθ' εαυτός που πουλιέται
με τη βοήθεια του ντεκόρ, της σκηνοθεσίας, των τρυκ, φυ σικά και των σταρ, που συνεχίζουν να παίζουν το ρόλο τους, όχι όμως όπως στην εποχή του Ροντόλψο Βαλεντίνο, όταν η δικτατορία των σταρ ήταν απόλυτη και ανεξέλεγκτη. Το "σταρ σύστεμ" στον κινηματογράφο που το γέννησε αρχίζει να παρακμάζει γύρω στα 1930. Το ίδιο μυθαποιητικό σύστημα, παραλλαγμένο και προσαρμοσμένο, θα εφαρμόζε ται από τα 1930 και μετά στο κάθε τι: Στη μουσική, στη λο γοτεχνία, τη ζωγραφική (κυρίως σ' αυτήν), την πολιτική, τη θρησκεία — και το τρέχον εμπόριο κοινοχρήστων προϊό ντων, όπως ήδη είδαμε στην περίπτωση της διαφήμισης ενός σαπουνιού. Τώρα πια και τα κόμματα καλούν απ' την Αμερική ειδικούς στη μαζική διαφήμιση ιδεών και πολιτικών προγραμμάτων. Δουλειά αυτών των ειδικών είναι να επισημάνουν τις ρωγμές στη νόηση του ψηφοφόρου, για να του περάοουν απ' αυτές νοήματα και μηνύματα για τα οποία ενδέχεται και να δυστροπήοει , αν τον εγκαταλείψουμε στην αναποτελεσματική λογι κή. Πρέπει να ενεργήσουμε μέσω του συναισθηματισμού του, κι ακόμα καλύτερα μέσω του άλογου και του παραλογικού. Αφού ο ψηφοφόρος πιστεύει την καφετζαύ, τον αστρο λόγο, τη χαρτορίχτρα και τους άλλους μοντέρνους μάγους, γιατί να μην πιστέψει και τον ρήτορα που θα πετάξει την κο ρώνα του με τον μελετημένο τρόπο που θα του υποδείξει ο ειδικός; Μ’ άλλα λόγια, συνεχίζουν να μας αντιμετωπίζουν σαν νή πια και σαν ηλίθιους. Και κάνουν πολύ καλά, αφού ξέρουν ότι πιστεύουμε πως αν πλυθούμε με σαπούνι L θα πλύνουμε μεν και την ψυχή μας μαζί με το κορμί μας αλλά ποτέ και τη βλακεία μας. Αυτή δεν την πιάνει κανένα απορρυπαντικό, γιατί κανένα δεν "εισχωρεί τόσο βαθειά", ώστε να φτάσει και στα κύτταρα της φαιάς ουσίας. Αυτά χρειάζονται άλλου εί δους καθαριότητα, ας πούμε καθημερινό διάβασμα μόνο εί κοσι σελίδων σοβαρού κειμένου, πράγμα που μπορεί να γί νει και στο χώρο καθαριότητας του σπιτιού-μας, κυρίως στις περιπτώσεις δυσκοιλιότητας, που ολοένα και θα επιτείνεται, έτσι που μας φόρτωσαν με δύσπεπτους μύθους. Πάντως η καλύτερη προληπτική υγιεινή εδώ είναι να κρα τιέται κανείς μακριά απ’ τους κάθε είδους σταρ, που είναι πάντα ύποπτοι μολυσματικών πνευματικών ασθενειών. Κι
αν χρειάζεται ν’ αγαπούμε και να θαυμάζουμε κάποιον, ας πούμε έναν "χαρισματικό" πολιτικό ηγέτη, καλό θα είναι να ελέγξουμε ως ποιο βαθμό ο θαυμασμός μας και η αγάπη μας δεν θα είναι τάξεως θεολογικής. Δεν είναι μεμπτό να θαυμά ζεις και ν’ αγαπάς κάποιον. Μεμπτό είναι να τον θαυμάζεις και να τον αγαπάς έτσι μαγικά, για τα ωραία του μάτια ας πού με, ή γιατί είναι καλός τενόρος οτο μπαλκόνι, ή διότι συνεχί ζει να είναι κομψός παρότι γέρος, ή διότι δεν καταφέραμε ν’ αγαπήσουμε τον φυσικό μας πατέρα, και γιαυτό τώρα α γαπούμε με πάθος τον "πατέρα όλων μας", τον "πατέρα του έθνους" και άλλα τέτοια ηχηρά και βλακώδη. 21 Απριλίου 1985
17. ΤΟ ΓΑΪΤΑΝΑΚΙ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ
Εξουσία: Να μια λέξη τρομοκρατική και τρομοκρατούσα, που ηχεί μπουμπουνιστά πάνω απ' τα κεφάλια μας και που μας κάνει να νιώθουμε περιδεείς, ψωφοδεείς κι ανίσχυροι. Κι ωστόσο, η εξουσία κατά κανόνα είναι νόμιμη και, στις πε ρισσότερες περιπτώσεις, δημοκρατική: Συνήθως εκλέγουμε τους εξουσιαστές μας και· δυσανασχετούμε μόνο στις περι πτώσεις που δεν μας δίνεται η ευκαιρία να διαλέξουμε τους δυνάστες μας. Η δημοκρατία είναι φάρμακο κατευναστικό, η δικτατορία είναι φάρμακο διεγερτικά. Τελικά, συνηθίζει κανείς στο φάρμακο τόσο που να μη νιώθει τα αποτελέσμα τα τους: Με τη μακροχρόνια χρήση, τόσο η δημοκρατία ό σο και η δικτατορία χάνουν την "ειδοποιό τους διαφορά" και εμφανίζονται αυτές που πραγματικά είναι: Συστήματα εξουσιαστικά που διαφέρουν μόνο ως προς την ένταση της κα ταπίεσης που ασκούν. Η δημοκρατία είναι μια εξουσία ήπιο, η δικτατορία είναι μια εξουσία βάρβαρη. Βέβαια,-κανείς λο γικός άνθρωπος δε θα διάλεγε τη βαρβαρότητα. Εκ δύο κα κών το μη χείρον βέλτιστον — και το μη χείρον στην προκειμέ νη περίπτωση είναι η δημοκρατία. Ωστόσο, θα πρέπει να είμα στε πολύ αφελείς για να πιστέψουμε πως η δημοκροτία δεν είναι ένα εξουσιαστικό σύστημα. Κατά παράδοξο τρόπο, και ο φιλελευθερισμός, και ο α ναρχισμός, και ο σοσιαλισμός, και ο μαρξισμός απεχθάνοντσι την εξουσία εν γένει, ο καθένας με τον τρόπο του: Ο φιλε λευθερισμός γιατί πιστεύει πως οι άνθρωποι μπορούν να τα βολέψουν σαν "κοινωνικά" όντα δέρνοντας και τρώγοντας ο ένας τον άλλο μέσα στην αρένα της "ελεύθερης οικονο-
μίας. Ο αναρχισμός γιατί πιστεύει πως οι άνθρωποι μπορούν να "αυτοδιαχειριστούν" τις υποθέσεις τους "εδώ και τώρα" χωρίς αφέντες. 0 σοσιαλισμός γιατί πιστεύει πως η "καλή θέληση" και η λογική μπορεί να επιβληθούν τελικά πάνω στο χάος των κοινωνικών σχέσεων. Και ο μαρξισμός γιατί πιστεύει πως αρκεί να δουλέψουμε για την κατάργηση του συστήμα τος της ατομικής ιδιοκτησίας για να εκλείψει σιγά-σιγά κάθε εξουσιαστικό σύστημα. {Οι τελικοί στόχοι του αναρχικού και του κομουνιστικού κινήματος συμπίπτουν: Και τα δυο είναι κατηγορηματικά ανπεξουσίασιικά κινήματα τουλάχιστον θεω ρητικά. Με τη διαφορά πως οι κομουνιστές δεν πιστεύουν πως η εξουσία καταργείται με διατάγματα και αποφάσεις. Καταργείται με την κατάργηση του συστήματος της ατομικής ιδιοκτησίας). „ Το σημαντικό εν πάση περιπτώσει είναι πως, κανείς δε θέ λει την εξουσία — και όλοι την ασκούν, μηδέ του εισπράκτορα του λεωφορείου εξαιρούμενου, που αισθάνεται "δεσπότης" στριμωγμένος στον άβολο θρόνο του, απ' όπου εκστομίζει εκείνες τις τρομερές διαταγές του με ύφος παραγκωνισμένου δικτατορίσκου, που μόνο η κακή του τύχη τον έκανε δικτά τορα ενός λεωφορείου και όχι δικτάτορα μιας χώρας. Θέ λουμε να πούμε πως η "βούληση για εξουσία" είναι κατ' αρχήν πρόβλημα νοοτροπίας. Ά λλω στε, εξουσιαστές δεν είναι μόνο οι μηχανοδηγοί της κρατικής μηχανής και οι θερμαστές τους. Είναι, επίσης, οι νομοθέτες, οι δικαστές, οι παπάδες, οι πατεράδες, τα αφε ντικά, οι προϊστάμενοι, οι σύζυγοι και γενικά όλοι όσοι δίνουν διαταγές, απροκάλυπτα ή συγκαλυμμένα, απ’ ευθείας ή έμμεσα, με τρόπο ευγενικό ή με τρόπο βάναυσο. Η εξουσία είναι μια Μέδουσα με άπειρα κεφάλια. Όσα και να κόψεις δεν θα πετύχεις τίποτα, αν δεν χτυπήσεις το κακό στη ρίζα του. Που είναι η γελοία επιθυμία του να θέλεις να εξουσιάζεις, δηλαδή να νιώθεις "άρχοντας κι αφέντης". Απ' τη στιγμή που θα επι θυμήσεις τέτοιες βαρβαρίκές επιθυμίες, αρκεί να δημιουργηθούν οι συγκυρίες για να ασκήσεις την εξουσιαστική σου ηλιθιότητα σε κύκλο ευρύτερο ή στενότερο, αδιάφορο. Το πρόβλημα της εξουσίας λοιπόν είναι ποιοτικό, όχι ποσοτικό. Η ποσότητα εδώ είναι φαινόμενο συγκυριακό: Αν σου δοθεί η ευκαιρία θα ασκήσεις "πολύ εξουσία", αν δε a o j δοθεί θα περιοριστείς ...στη γυναίκα σου k o l τα παιδιά σου.
Ο Προυντόν λέει πως η εξουσία είναι αντιστρόφους ανόλο yn με την πνευματική ανάπτυξη της κοινωνίας. Αν αυτό εί ναι σωστό, τότε εξηγείται εύκολα π εξουσιαστική μανία των νεοελλήνων, καθώς και ο συνωστισμός των υποψήφιων υ πουργών στους προθάλαμους των υπουργείων σε κάθε υπουρ γικό ανασχηματισμό, Κανείς ή σχεδόν κανείς απ' αυτούς τους επίδοξους σατραπίσκους δεν αναρωτιέται σοβαρά αν μπορεί πράγματι να "εξυπηρετήσει το κοινωνικό σύνολο". Γιατί, αυτό που στην πραγματικότητα τον ενδιαφέρει είναι να ασκήσει εξουσία ερήμην κάθε ουσιαστικής ικανότητας προς τούτο. Άλλω στε, οι εύκολες μετακινήσεις από υπουρ γείο σε υπουργείο φανερώνουν πως κανείς, ή σχεδόν κανείς υπουργός δεν γνωρίζει το αντικείμενο της δουλειάς του. Απλώς, ασκεί το εξουσιαστικό του μένος όπου λάχει ή όπου ταν πετάξουν ot πάνω απ' αυτόν στην εξουσιαστική ιεραρχία. Τί είναι, λοιπόν, η εξουσία που όλοι την απεχθάνονιαι κι οι περισσότεροι την ασκούν μετά μανίας, ίσως γιατί την απεχθάνονται μόνο όταν την ασκούν άλλοι; Ετυμολογικά, η λέ ξη εξουσία σημαίνει "δικαίωμα ή άδεια να κάνεις κάτι", και παράγεται απ’ το απρόσωπο ρήμα έξεστι που σημαίνει "επι τρέπεται, είναι δυνατόν". Μ ’ άλλα λόγια εξουσία είναι η ά δεια που δίνουμε σε κάποιον, ή που όταν δεν του τη δίνουμε την παίρνει απ’ τον εαυτό του ή από κάπου αλλού, να προβεί σε μια σειρά ενεργειών και πράξεων προς όφελος εκείνων που του εκχώρησαν την άδεια. Υποτίθεται πως αυτοί που θέλουν να ασκήσουν εξουσία "ξέ ρουν καλύτερα" ή "μπορούν περισσότερα" απ' τους εξουσια ζόμενους. Κι απ’ αυτή την άποψη, οι εξουσιαστές είναι πράγ ματι χρήσιμοι στην κοινωνία άνθρωποι. Όμως, το πρόβλημα είναι από πού ο εξουσιαστής παίρνει το χρίσμα ίου επαίοντος και του ικανού. Γιατί είναι άλλο πράγμα να το παίρνει απ’ τη CIA, ας πούμε, άλλο απ’ τον πρωθυπουργό απ’ ευθείας, άλλο απ’ το λαό δια ψηφοφορίας κι άλλο απ' το λαό στην "εκκλησία του δήμου". Πάντως, απ’ όπου κι αν πάρει το δικαίωμα να εξουσιά ζει ο εξουσιαστής θα του χρειαστεί μια ιδεολογία κι ένας μύ θος για να την ασκήσει επιτυχώς: Πρέπει να πείσει τους εξου σιαζόμενους πως ενεργεί προς όφελος τους, και θα τους πεί σει μόνο αν είναι αε θέση να τους κάνει να τον "πιστέψουν" ή να τον "αγαπήσουν". Αν ούτε τον πιστέψουν ούτε τον α
γαπήσουν, μπορεί να καταφύγει στο μαστίγιο που είναι μια παλιά, δοκιμασμένη και αποτελεσματική εξουσιαστική μέ θοδος για δικτάτορες. Αλλά ποιος τρελός καταφεύγει στα έσ χατα μέσα αν προηγουμένως δεν εξαντλήσει τα απλούστερα; Όταν μπορείς να εξουσιάσεις με το χαμόγελο ή τη γοητεία σου, δεν έχει κανένα λόγο να δειχτείς βάρβαρος. Μ' όποιον τρόπο κι αν εξουσιάζεις πάντως, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: Η επιβολή της βούλησής σου πάνω σε ανθρώπους με ασθενέ στερη από σένα βούληση, ή με λιγότερα από σένα προσόντα, ή με μικρότερες από σένα ικανότητες, ή πιο συχνά με οσθενέστερο από σένα πορτοφόλι. Μ ’ άλλα λόγια η εξουσία είναι ένα "παιχνίδι ισχύος" που δεν παίζεται ανιδιοτελώς ποτέ και σε καμιά περίπτωση. Παί ζεται πάντα για λογαριασμό κάποιου ή κάποιων. Πιο σωστά, εξουσία είναι η αναγνωρισμένη σα νόμιμη ισχύς. Η νομιμότη τα της ωστόσο είναι ένα άλλο πολύπλοκο πρόβλημα, με το οποίο δεν θα ασχοληθούμε εδώ. Θα αρκεστούμε απλώς να σημειώσουμε πως η ισχύς δημιουργεί δίκαιο, όπως λεν στη νομική γλώσσα, με την ίδια ακριβώς έννοια που και η επανά σταση δημιουργεί δίκαιο. Εν πόση περιπτώσει, το δίκαιο δεν είναι πάντα δίκαιο, και η αδικία του δίκαιου συνίστατοι στο ό τι είναι ταξικό, δηλαδή υπηρετικό των συμφερόντων μιας ορι σμένης κοινωνικής τάξης και όχι της κοινωνίας στο σύνο λό της. Με λόγια πιο απλά: Όποιος αρπάξει την εξουσία με οποιονδήποτε τρόπο νομιμοποιείται αυτομάτως ως εξουσιαστής, μέχρι που να του τιην αρπάξει κι αυτουνού κάποιος άλλος, με τα ίδια ή με διαφορετικά μέσα. Η άσκηση της εξουσίας εί ναι κάτι σα σκυταλοδρομία. Και στη σκυταλοδρομία αυτό που παραμένει σταθερό δεν είναι οι δρομείς αλλά η σκυτάλη. Που όσα χέρια κι αν αλλάξει θα παραμείνει σκυτάλη: Δεν υπάρχει καλή και κακή εξουσία. Η εξουσία eivd πάντα κακή, κι αυτό που αλλάζει είναι μόνο η διαβάθμιση της κακότητάς της. Ο Ρουσσώ πιστεύει πως η εξουσία απαλλάσσει τον άνθρωπο απ’ τα καταστροφικά του ένστικτα και τον υποχρεώνει να γί νει "ζώον κοινωνικό", θέλει δε θέλει. Σε "φυσική κατάσταση" οι άνθρωποι βλάπτουν ο ένας τον άλλο, λέει ο Ρουσσώ. Που, όμως, δεν λέει πως συνεχίζουν να βλάπτουν ο ένας τον άλλον και όταν ομαδοποιούνται οε ομάδες με διαφορετικά συμφέ-
ρονιά. Δουλειά του εργοδότη, για παράδειγμα, δεν είναι να ευεργετεί αλλά να εκμεταλλεύεται τον εργαζόμενο. Και δουλειά του προϊστάμενου δεν είναι να χαϊδεύει αλλά να επιτη ρεί τον υφιστάμενο. Οι εξουσιαστικές σχέσεις, είτε ανάμεσα σε μεμονωμένους ανθρώπους είτε ανάμεσα σε κοινωνικά δια φοροποιημένες τάξεις είναι πάντα και σ ’ όλες τις περιπτώσεις σχέσεις εκμετάλλευσης, απροκάλυπτης ή καλυμμένης, αδιάφο ρο. Παύουν να είναι σχέσεις εκμετάλλευσης μόνο ότάν ο εξουσιαστής εκλέγεται και ανακαλείται άμεσα απ' τη βάση σε μια μορφή πραγματικής λαϊκής δημοκρατίας, που τρέχα γύ ρευε αν και-πότε θα τη γνωρίσει η ανθρωπότητα. Για να είναι βιώσιμη μια εξουσία πρέπει οι εξουσιαζόμενοι να συμμορφώνονται στα κελεύσματά της. Και συμμορφώ νονται πρόθυμα στη βούληση της εξουσίας κατ' αρχήν οι άν θρωποι που φοβούνται την εξουσία. Και τη φοβούνται γιατί η εξουσία τιμωρεί. Συμμορφώνονται, επίσης, όσοι δεν έχουν να πρατείνουνμιαν εναλλακτική λύση, δηλαδή μιαν άλλη πιο επιθυμητή μορφή εξουσίας. Συμμορφώνται ακόμα εκείνοι που διακατέχονται από μια πολύ δεδομένη διάθεση σεβασμού απέναντι στους ισχυρούς. (Είναι πολλοί οι χάχες που χάσκουν στο κοίταγμα έστω και της φωτογραφίας του "μεγάλου αρ χηγού"). Συμμορφώνονται, τέλος, όλοι όσοι προσδοκούν μοι ράδι απ' τα οφέλη της εξουσίας. Κι ένας διάολος ξέρει πόσοι συρρέουν στο κόμμα που κερδίζει τις εκλογές, ακριβώς τη στιγμή που τις κερδίζει. Ό λα αυτά τα ερπετά θ αποτελούν πάντα την πρόθυμη πελατεία κάθε εξουσίας. Γιατί όπως λέει ο Νίτσε, είναι βολικό να είσαι σκλάβος: Σε ταΐζουν ψωμάκι, σε ποτίζουν νεράκι και κάπου κάπου αε χαϊδεύουν ύποπτο. Τί άλλο σου μένει να κάνεις απ' το να σκύψεις; Βλέπεις, "έχεις γυναίκα και παιδιά". Έχεις,προσέτι, και μια εύκαμπτη σπον δυλική στήλη. Και ένα ισχνό πορτοφόλι. Και ένα κάτισχνο ή θος. Εν ολίγοις, όταν έχεις τα τρία κακά της μοίρας σου, γιατί να μην υποκύψεις και στο "μοιραίο" της εξουσίας; Πάντα θα υπάρχει πελατεία για τους εξουσιαστές. Και ό σο υπάρχει πελατεία, θα υπάρχουν πάντα εξουσιαστές. Φαύ λος, φαυλότατος κύκλος. Συνήθως, πειθήνιοι άνθρωποι είναι οι αυταρχικοί άνθρω ποι. Το γελοιοδέστατο εκείνο "άρχεσθαι μαθών, άρχειν επιστήσει" είναι το τέλειο σύνθημα για τη δημιουργία αρχό ντων που άρχονται από άλλους άρχοντες, μέσα σε μια ατέρ-
μονή ι&ραρχική αλυσίδα, όπου ο εξουσιαστής για τον παρακά τω είναι εξουσιαζόμενος απ' τον παραπάνω. Οι ανίκανοι για αυτονομία δεν ανέχονται την αυτονομία σε κανόναν και θέλουν να εξουσιάζουν ακριβώς γιατί είναι ανίκανοι να νιώσουν λεύτεροι και αυτόνομοι. (Προσοχή: Ό χ ι "αναρχοαυτόνομοι". Αυτοί είναι μια άλλη θλιβερή ιστορία. Περνούνται για αυτό νομοι ίοα-ίοα γιατί δεν βρήκαν προς το παρόν την ευκαιρία να εξουσιάσουν). Η λογική είναι απ' τη φϋση-της αντιεξουσιαστική. Κανείς σώφρυυν άνθρωπος δεν θα ήθελε να εξουσιάζει κανόναν, α κριβώς γιατί ξέρει πως ο εξουσιαστής και ο εξουσιαζόμενος ανήκουν στον ίδιο φαύλο κύκλο: Αποκλείεται να σου αρέσει η εξουσία και να μην σου αρέσει ταυτόχρονα η υποταγή σε μια υπέρτερη της δικής σου εξουσίας. Αποκλείεται, ακόμα, να παριστάνεις τον αντιεξουσιαστικό σε ένα Α σύστημα αναφοράς και να είσαι σατράπης σε ένα Β σύστημα αναφοράς. Δεν υπάρ χει πιο φρικτό κατάντημα από τη συμπεριφορά εκείνων που βγαίνουν στο δρόμο (Α σύστημα αναφοράς) και διαδηλώ νουν κατά της εξουσίας, κι όταν γυρίσουν σπίτι τους (Β σύ στημα αναφοράς) δίνουν ένα χεράκι ξύλο στην ανήμπορη γυ ναίκα τους, γιατί, λέει, εκνευρίστηκαν απ' τους ασκούντες βάναυσα την εξουσία χωροφύλακες. Κι ωστόσο, όλο το αστικό παιδαγωγικό σύστημα στηρί ζεται α’ αυτά το "κλειστά" συστήματα αναφοράς, που αθροί ζονται σε δυο μεγάλες ομάδες: Τον "ιδιωτικό βίο" και το "δημόαιο βίο". Η καλή συμπεριφορά λέει πως στον ιδιωτικό βίο μπορείς να είσαι όσο κάθαρμα θέλεις. Αρκεί να μην είσαι και στο δημόσιο (στις σχέσεις με τον "ξένο"). Μα, είναι δυνα τόν; Ένα "ιδιωτικό" κάθαρμα θα γίνει και "δημόσιο" κάθαρμα, μόλις του δοθεί η ευκαιρία, Ή είσαι καλός παντού ή δεν εί σαι πουθενά. Αυτό το βολικό παραμύθι των στεγανών ανάμε σα στο "ιδιωτικό" και το "δημόσιο" πρέπει να σταματήσει κά ποτε. Γιατί ένας που ιδιωτεύει σωστά είναι δύσκολο να μην εί ναι σωστός οτη δημόσια ζωή του. Και το αντίστροφο. 28 Απριλίου 1985
18. Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΟΥ
"Η εξουσία είναι παντού. Ό χ ι επειδή συμπεριλαμβάνει τα πάντα, αλλά επειδή έρχεται από παντού". Το λέει ο Μισέλ Φουκώ στην "Ιστορία της σεξουαλικότητας - Η δίψα της γνώσης" (μετάφραση Γκλόρυ Ροζάκη, έκδοση Parma), που πιστεύουμε πως είναι το πιο βαθύ και. το πιο οξύ κείμενο που γράφηκε ποτέ πάνω στο περιπεπλεγμένο πρόβλημα των πη γών και των φορέων της εξουσίας. Ο Φουκώ διευκρινίζει πως όταν λέει εξουσία εννοεί το πλήθος των "σχέσεων δύναμης". Η εξουσία δεν είναι μια συγ κεκριμένη δύναμη που κατέχουν μερικοί. Είναι το όνομα που δίνουμε σε μια πολυσύνθετη κατάσταση, που δημιουργείται εντός μιας συγκεκριμένης κοινωνίας, και που αλλάζει από τόπο σε τόπο και από καιρό σε καιρό. Η εξουσία δεν είναι κάτι που αποχτιέται, αποσπάται ή μοιράζεται, κάτι που κρατάμε ή αφήνουμε να μας ξεφύγει. Η εξουσία έρχεται από αμέ τρητα σημεία σ' ένα παιχνίδι άνισων και κινητών σχέσεων. Γιαυτό ακριβώς η "εξουσία είναι παντού": Είναι στην οικογέ νεια, είναι στο σχολείο, είναι στη δουλειά, είναι στην παρέα, είναι στον έρωτα, είναι στη γνώση , είναι στην άγνοια, εί ναι στο Θεό (κυρίως σ’ αυτόν), είναι στο Νόμο, είναι στην α πειλή της τιμωρίας, είναι στην υπόσχεση της ανταμοιβής, εί ναι στην προσδοκία του κάθε είδους κέρδους, είναι στο σεξ, είναι στην υγεία (οι ασθενείς δεν μπορούν να ασκήσουν επιτυ χίας την εξουσία), είναι στο "ηθικό σθένος", είναι στην παλικά ρια — είναι, εν ολίγοις, σε κάθε κατάσταση υπεροχής, εκεί δη λαδή που κάποιος βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση σε σχέση με κάποιον άλλο που μειονεκτεί για τον οποιονδήποτε
λόγο. Μ' άλλα λόγια, η εξουσία γίνεται δυσαναπόφευκτη και δυ σαναπότρεπτη, όταν έχει ενδοστραφεί, όταν δηλαδή γίνεται βίωμα. Μια τέτοια διάχυτη και πανταχού παρούσα εξουσία, ο Φουκώ την ονομάζει "βιοεξουσία” . Τώρα πια, αυτό που λέ γεται "εξωτερική εξουσία", δηλαδή εξουσία που ασκείται από δηλωμένους k o l φανερούς εξουσιαστές (χωροφύλακες, νομοθέτες, πολιτικούς κλπ.) δεν παίζει τον ρόλο που έπαιζε άλλοτε. Η δημοκρατία δεν συμπαθεί ιδιαίτερα τη βίαιη "ε ξωτερική εξουσία", και καταφεύγει σ’ αυτήν σε έσχατη ανά γκη, αντιμετωπίζοντας την οαν ένα αναγκαίο για την συ νοχή της κοινωνίας κακό. Όμως, με το να εκδημοκρατιστεί η εξουσία δε σημαίνει και ότι κατοργήθηκε, Απλώς, κερματίστηκε και διαχύθηκε σ' ένα πλήθος εξουσιών, μικρών και φαινομενικά ασήμαντων, που το άθροισμά τους έχει μια δύναμη καταστολής πολλαπλά σια απ' την παλιά μορφή της δηλωμένης και αναγνωρίσιμης εξουσίας όπου, τουλάχιστον, γνώριζες τον εχθρό και τον πο λεμούσες όταν σου δινόταν η ευκαιρία. Η αστική δημοκρατία, πιστεύει ο Μαρκούζε, είναι πιο καταπιεστική από άλλα πολιτι κά εξουσιαστικά συστήματα, γιατί η δύναμη καταστολής παίρνει εδώ τη μορφή διάχυτου πατερναλιστικού προστατευτισμού. Πίσω απ’ τη χαμογελαστή μάσκα της δημοκρατικής εξουσίας κρύβεται ο παλιός Δράκουλας, έτοιμος πάντα να σου πιει το αίμα με τρόπους ραφινάτους τόσο, που στο τέλος λες κι ευ χαριστώ. Πράγματι, όταν έχεις το χωροφύλακα μέσα σου, τί να τον κάνεις τον άλλο, Όταν κρέμεται συνεχώς πάνω απ το κεφάλισου το καζάνι της Κόλασης και η απειλή του "αιώνιου μαρτυ ρίου" τί να την κάνεις τη φυλακή? Όταν η καταναγκαστική αγωγή σε υποχρεώνει να "σέβεσαι τον πατέρα σου" πάντα και σ’ όλες τις περιπτώσεις, ακόμα κι όταν είναι ένα καθαρματάκι τελείως ακατάλληλο σαν πρότυπο ταύτισης για το παιδί, τί να τον κάνεις τον νομοθέτη; Όταν δικάζει μέρα νύχτα μια βεβαρυμένη και ένοχη συνείδηση, τί τον θέλεις τον δικαστή? Όταν ο ανεπαρκής δάσκαλος ανεβαίνει στην έδρα για να παίξει το ρόλο του "επίσημου" επαΐοντα που γνωρίζει γραμ ματική και συντακτικό και πέραν τούτων ουδέν, τί τον θέλεις τον κατηχητή; Κι όταν, παρόλα τούτο, σου φορτώσουν κι έναν κατηχητή, τί τον θέλεις τον δάσκαλο; Ό ,τι σου μαθαίνει ο
ένας, ο άλλος σε κάνει να τα ξεχνάς, για να βρίσκεσαι πάντα στο "βαθμό μηδέν" μιας αφετηρίας που δεν έχει τέρμα, Αυτό λέγεται αποβλάκωση. Και η αποβλάκωση, ακριβώς, είναι το κρυφίως ζητούμενο από μια εξουσία που έχει ενδοστραφεί σχεδόν ολοκληρωτικά, αφήνοντας ελάχιστο ζωτικό χώρο για την κυρίως ειπείν εξουσία, που τώρα κάνει την παλιά δου λειά της με καινούργιο καιανετότερο τρόπο. Η εξουσία πέθανε, ζήται η εξουσία! Ό λες αυτές οι αφανείς εξουσίες μαζί σχηματίζουν ένα "στρατηγικό πεδίο σχέσεων εξουσίας", όπως το λέει ο Φουκώ. Σ ' αυτό τό πεδίο, νοούμενο με τη φυσική έννοια του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου του Μάξγουελ, δηλαδή σα χώρος εντός του οποίου είναι δυνατό να εμφανιστεί ένα φυσικό φαινόμε νο που μπορεί και να μην υπάρχει τη συγκεκριμένη στιγμή της παρατήρησης, θα αναπτυχθεί, την κατάλληλη στιγμή, ένα πολύπλοκο εξουσιαστικό σύστημα, που σα δυνατότητα υπάρχει εντός του πεδίου. Ο μηχανισμός είναι κολά στημέ νος και παίρνει μπροστά αυτόματα, χάρις σε μια στρατηγι κή άκρως δημοκρατική κατά τα άλλα. Κανείς πια δεν μπορεί να κατονομάσει το δικτάτορα. Βρίσκεται παντού εντός του "στρατηγικού πεδίου σχέσεων εξουσίας". Σ ' αυτό το πεδίο βρίσκουν πάντα μια σχέση τόσο τα τρέχο ντα πεζά προβλήματα του καθ' ημέραν βίου, όσο και τα φ ι λοσοφικά ή.τα μεταφυσικά προβλήματα: Ένα ταμπού, π.χ., που υπηρετεί πολύ συγκεκριμένα πράγματα παίρνει τη μορφή της θεϊκά κατοχυρωμένης απαγόρευσης. Έτσι, οι περίφημες "δέκα εντολές" ήταν, απλά και καθαρά, ο "συνταγματικός νό μος" των Ιουδαίων. Αλλά για να σεβαστούν αυτό το νόμο οι α σεβείς Ιουδαίοι έπρεπε ο Μωυσής να κρεμάσει πάνω από το κεφάλι τους τον μπαμπούλα του βλοσυρού Ιεχωβά, "ος ία πανθ' ορά", ίσα-ίσα για να σε επιτηρεί και στο πλήρες σκότος, εκεί που κανείς χωροφύλακας δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να μπει. Κι ωστόσο, συνεχίζεις να σβήνεις τα φώτα την ώρα της καθόλα νόμιμης και φυσιολογικής σεξουαλικής πράξης. Γιατί το σεξ που είναι "πράγμα κακό" συνεχίζει να βρίσκεται υπό θεϊκήν επιτήρησιν, ακριβώς γιατί οι άνθρωποι ακόμα δεν κα τάλαβαν τη λειτουργία του και τον προορισμό to u . Κι όταν ο άνθρωπος δεν ξέρει, ξέρει για λογαριασμό του ο Θεός, που όλα τα ξέρει ακριβώς γιατί εμείς δεν μπορούμε να τα ξέρουμε
όλα. Ό σα δεν φτάνει η αλεπού, τα κάνει κρεμαστάρια. Και τα κρεμάει απ' τον ουρανό, για μεγαλύτερη σιγουριό. Παρόλ' αυτά, ο Φουκώ είναι αισιόδοξος. Γιατί, όπως λέει, ο Λόγος ενισχύει αλλά και υπονομεύει την εξουσία. Μπορεί η εξουσία να βρήκε τρόπους mo πειστικούς όπ¥ το μαστίγιο για να κάνει πειθαρχικούς τους υποτακτικούς της, μπορεί να ανακάλυψε έναν αποτελεσματικό εξουσιαστικό λόγο, αλλά και ο εξουσιαζόμενος ανακάλυψε κι αυτός έναν το ίδιο αποτε λεσματικό αντίλογο. 0 "επαναστατικός λόγος" είναι πια λό γος "ε φ ’ όλης της όλης" και πρέπει να φτάνει μέχρι τα ερωτόλογα της κρεβατοκάμαρας. Η μάχη πρέπει να δοθεί σ' όλα τα μέτωπο, γιατί η εξουσία βρίσκεται παντού. Τα συστήματα ε ξουσίας, υπογραμμίζει ο σοφότερος μελετητής των εξουσια στικών συστημάτων, σπονδυλώνονται απ' ευθείας πάνω στο σώμα μας. Τα κουβαλάμε στη ράχη μας, τα κουβαλάμε μέσα μας, τα παίρνουμε στο κρεβάτι μας, τα βγάζουμε περίπατο, τα αερίζουμε, το λιάζουμε, ία πλένουμε - κ α ι πάντα μένουν βρώμικο. Η εξουσία έχει αγκιατρωθεί απ' τα κύτταρά μας. Και μόνον ένα τρόπο έχουμε ν' απαλλαγούμε απ' αυτήν: Τη δίψα της γνώσης, που είναι κι ο τίτλος του βιβλίου του Φουκώ, που μας απασχολεί σήμερα. Σε τελική ανάλυση, εξουσιαζόμενος είναι ο φοβισμένος. Καί φοβισμένος είναι ο έχων άγνοια του τρόπου λειτουργίας του κόσμου και του εαυτού του. Γιατί κάθε τι που μπαίνει στην περιοχή του Λόγου δέχεται το φωτισμό του και παύει να είναι επίφοβο. Λοιπόν, δεν υπάρχει σωτηρία πέρα απ' τη γνώση, που αποχτιέται με κόπο. Η γνώση δεν είναι "θείο δώρο", αλλά το αποτέλεσμα μια ανθρώπινης προσπάθειας. Πρέπει να ξαναποχτήσουμε τη χαμένη εμπιστοσύνη στο Λό γο, rou τον δίδαξαν στην ανθρωπότητα οι Έλληνες. (Οι αρχαίοι εννοείται, γιατί o l νέοι απέχουν απ’ το Λόγο τόσο, όσο και ο ήλιος απ' τη γη). Αν οποχτήσουμε εμπιστοσύνη στο Λόγο δεν θα είναι πια δύ σκολο να περιγράφουμε και νο ελέγξουμε το "πεδίο της ε ξουσίας", παρά την απίθανη πολυπλοκότητά του. Γιατί ένα πε δίο είναι τελικά κάτι πολύ συγκεκριμένο: Είναι, το ξαναλέμε, ο χώρος εντός του οποίου ένα φαινόμενο είτε υπάρχει είτε είναι δυνατόν να υπάρξει, σε κάποια άλλη στιγμή. Εί ναι η περιοχή των δυνατοτήτων. Και μέσα σ’ αυτή την περιο χή δεν υπάρχει μόνο η εξουσία, αλλά και η αντιεξουσία, που
σχηματίζει με την εξουσία μια άρηκτη διαλεκτική σχέση. Μπο ρεί η εξουσία να μην καταργηθεί ποτέ, έτσι που σκάλωσε στο κορμί μας. Όμως δεν θα καταργηθείποτέκιη αντιεξουσία. Η οποία είναι πάντα και σ' όλες τις περιπτώσεις πρόβλημα γνώσης - η δίψα για γνώση. Χωρίς αυτή την ακόρεστη δίψα, η επιστήμη δεν θα είχε αναδυθεί μέσα απ’ τη μεταφυσική, και η μεταφυσική θα παρέμενε αυτό που συνεχίζει να είναι; Το σύνολο των "μετά τα φυσικά" πραγμάτων, όπως θα έλεγε ο πανεπιστήμων Α ριστοτέλης, στους πρώτους μελετητές του οποίου χρωστάμε τον όρο "μεταφυσική". Που δηλώνει το σύνολο των άγνωστων προς το παρόν πραγμάτων, που ολοένα θα γίνονται γνωστά στον απ’ τη φύση του ερευνητή άνθρωπο. Όμως, αυτός που γνωρίζει ασκεί κι αυτός εξουσία. Από δω και το λανθάνον ή δηλωμένο μίσος των αγνοούντων προς τους γνωρίζοντες. Ο καθένας ξέρει πως η γνώση είναι δύ ναμη. Κι ο καθένας το υποπτεύεται, αν δεν το ξέρει, πως αυτοί που κατείχαν τη γνώση, μέσα στους αιώνες, κατείχαν και την εξουσία στις περισσότερες των περιπτώσεων. Ή αν δεν την κατείχαν, μπορούσαν να την καθοδηγήσουν ή να την ελέγ ξουν. Ή αν δεν μπορούσαν ούτε το ένα ούτε το άλλο, μπορού σαν τουλάχιστον να προφυλαχτούν αποτελεσματικότερα απ’ τους εξουσιαστές. Και σε μερικές περιπτώσεις, που ευτυχώς δεν είναι καθό λου σπάνιες, η προσωπική γνώση μπήκε στην υπηρεσία του κοινωνικού συνόλου. 0 Μαρξ, ο ’ Ενγκελς και ο Λένιν είναι τυπικές περιπτώσεις "πολύξερων" που δεν εξαργύρωσαν τη γνώση τους στο δημόσιο ταμείο, δε την μετέτρεψσν σε περιου σία, δεν την έκαναν κατάθεση σε Τράπεζα. Τη σκόρπισαν α πλόχερα σ’ όλη την οικουμένη. Λοιπόν, άλλο δίψα για γνώση κι άλλο δίψα για χρήμα δια της γνώσεως. Κι άλλο δίψα για εξουσία, πάλι δια της γνώσεως. Πρέπει κανείς να ξέρει να ξε χωρίζει τους "γνωρίζοντες" φίλους του απ' τους "γνωρίζο ντες" εχθρούς του. Ωστόσο, καχυποψίες αιώνων, απόλυτα δι καιολογημένες, έκαναν τους ανθρώπους επιφυλακτικούς α πέναντι στους γνωρίζοντες, που ασκούσαν και συνεχίζουν να ασκούν εξουσία δια της γνώοεως. Ομως εκτός του ότι δεν είναι όλοι οι γνωρίζοντες εκμεταλλευτές των αγνοούντων, οι τελευταίοι έχουν συχνά στη διάθεσή τους το πιο αποτελεσμα τικό όπλο για αντίσταση κατά της αποιασδήποτε μορφής
εξουσίας: Τη γνώση — τη δίψα για γνώση. Και μη μου πείτε πως "δεν υπάρχει χρόνος" για γνώση , όταν υπάρχει χρόνος για ταβέρνα, για τηλεόραση, για κέντημα, για πλέξιμο, για ήλιασμα με τις ώρες, για δεξιώσεις απανωτές, για δολοπλοκίες στα παρασκήνια, για κους-κους έξι με δέκα κάθε μέρα, για χάζεμα της όμορφης γυναίκας του γείτονα που κι αυτή χαζεύει στο απέναντι μπαλκόνι, για πρέφα, για τάβλι, κι ένα σωρό ακόμα χρονοβόρες μικροασχολίες. Η μέρα έχει 24 ώρες για όλους, και η ανθρώπινη ζωή έχει διάρκεια 72 χρόνια, κατά μέ σο ευρωπαϊκό όρο. 0 καθένας μπορεί να ξοδέψει το χρόνστου, δηλαδή τη ζωή του όπως θέλει. Κι αν θέλει να ξύνεται ολημερίς στη λιακάδα, με γεια του με χαρά του. Ομως, ας μην τολμήσει, τούτος ο ακαμάτης, να παραπονεθεί γιατί νιώθει μονίμως εξουσιαζόμενος, από τους πάντες. Πώς θάθελε να νιώθει δηλαδή; Κυρίαρχος του κόσμου, σαν τον στούρνο Γεώργιο Παπαδόπουλο και το πουλί του; Αν θέλει να νιώ θει κυρίαρχος με τον παπαδοπούλειο τρόπο, ας καταταγεί στον στρατό, ας μπει στον ΙΔΕΑ, ας καταδικάσει σε θάνατο κάποιον Μπελογιάννη, ας γίνει πράκτορας της CIA. Κι αν "θέλει ο Θεός" μπορεί να κυβερνήσει την Ελλάδα, όταν έρ θει το πλήρωμα του χρόνου, δηλαδή η πληρωμή απ' τους Α μερικανούς. 'Αλλωστε, όλοι οι φασίστες δεν είνοι παρά δικτατορίσκοι που ονειρεύονται τον εαυτό τους εξουσιαστή κι αφέντη, τη στιγμή που είναι ανίκανοι να δέσουν το βρακί τους. Αυτοί έχουν κάθε λόγο να φοβούνται τη γνώση. Και βέβαια, δεν έχουν καμιά "δίψα για γνώση". Κανένα φασιστικό καθεστώς δεν αγάπησε τους διανοούμενους, και είναι λίγοι οι σοβαροί διανοούμενοι που παρασύρθηκαν απ' τη "φαιά πανούκλα". Λοιπόν, η αμάθεια γεννάει το φόβο, ο φόβος γεννάει την ανάγκη για προστασία, η ανάγκη για προστασία γεννάει τον δικτάτορα, ο δικτάτορας γεννάει το φόβο — και ο φαύλος κύκλος κλείνει για ν' αρχίσει ένας άλλος με την ίδια σειρά των παθολογικών συμπτωμάτων. Η εξουσία αυτοτροφοδοτείt g l και αυτολιπαίνεται με την κοπριά της. 5 Μαΐου 1985
19. Η ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΒΟΛΕΜΕΝΩΝ
Βουλή είναι ο τόπος όπου κάποιοι άνθρωποι βουλεύονται (προσοχή: όχι βολεύονται). Δηλαδή, συσκέπτονται (σκέφτο νται μαζί), συζητούν (ζητούν, ψάχνουν μαζί), μελετούν και παίρνουν αποφάσεις από κοινού για πράγματα κοινά. Για να συμβεί κάτι τέτοιο πρέπει αυτοί οι άνθρωποι να βούλο νται (να έχουν βούληση δική τους). Το δυο ρήματα, βουλεύω και βούλομαι, έχουν κοινή ρίζα. Κι αυτό σημαίνει πως δεν μπο ρείς να βουλεύεις αν δεν βούλεσαι, δεν μπορείς θα αποφασί ζεις αν δεν έχεις τη θέληση να αποφασίζεις. Κατά τεκμήριο, λοιπόν, οι βουλευτές είναι άνθρωποι που έ χουν βούληση. Όμως τούτη τη βούληση δεν την χρησιμο ποιούν ασίκικα και κατά το κέφι τους, όπως συχνά συμβαί νει στην ελληνική Βουλή, αλλά για να ενεργοποιήσουν τη σκέ ψη τους ώστε μαζί με την ενεργοποιημένη σκέψη των άλλων βουλευτών, να βρουν τελικά κάποια άκρη στα κοινά προβλή ματα που απασχολούν μια κοινωνία που τους επέλεξε, γιατί υποτίθεται σκέφτονται καλύτερα, βούλονται περισσότερο και συνεπώς βουλεύονται επιτυχέστερα. Οι αρχαίοι μας πρόγονοι που εφεύραν τη λέξη βουλή της κόλλησαν δίπλα και το επίθετο "κράτιστος", που είναι ο υπερ θετικός βαθμός του καλός και που σημαίνει καλότατος. Έτσι, η Βουλή των Αθηναίων, αυτό το ανεπανάληπτο δημιούργημα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, δεν ήταν απλώς μια Βουλή, αλ λά η "Βουλή των κρατίστων". Ό χ ι των καλύτερων (συγκρι τικός βαθμός του επιθέτου) αλλά των καλότατων (υπερθε τικός βαθμός του επιθέτου). Μ’ άλλα λόγια οι βουλευτές τότε δεν ήταν οι συγκριτικά καλύτεροι πολίτες, σε σχέση με κά-
ποιους άλλους που δεν ήταν και τόσο καλοί. Ήταν οπωσδή ποτε καλότατοι άνευ συγκρίσεως με ο,τιδήποτε. Η απολυτό τητα του υπερθετικού βαθμού δεν είχε παραχωρήσει ακόμα τη θέση της στην χαλαρότητα του συγκριτικού βαθμού, όπως γίνεται ολοένα και περισσότερο στις μέρες μας. Κι αυτό σημαί νει πως ο Αθηναίος βουλευτής, ήταν δεν ήταν καλός εκτός Βουλής, όταν έμπαινε σ’ αυτήν γινόταν, ήθελε δεν ήθελε. Μ' άλλα λόγια, δεν του επιτρεπόταν να είναι κακός, κι ας εκλεγό ταν πάντα με κλήρωση μέσα απ’ την μάζα των πολιτών. Οι θεσμοί λειτουργούσαν τότε με έναν τρόπο τόσο μεγαλειώδη, που και τον κακό τον μετέτρεπαν αυτόματα σε καλό, απ' τη στιγμή που η τύχη τον οδηγούσε μέσα σ’ έναν άριστο θεσμό που λειτουργούσε άψογα. Ποιος θα μπορούσε να πει το ίδιο και για τους σημερινούς Έλληνες βουλευτές, που ωστόσο, ακόμα και μέσα στη Βου λή τολμούν και ισχυρίζονται πως είναι απόγονοι ενδόξων προγόνων; Κάποτε θα πρέπει να μάθουν και οι βουλευτέςμας, κυρίως οι δεξιοί, αρχαία ελληνική Ιστορία σε ειδικά σε μινάρια εντός της Βουλής και επί ποινή οριστικής αποβολής απ' το "σώμα", αν επιτέλους δεν κατανοήσουν πόσο σπουδαίο πράγμα είναι να είσαι βουλευτής με την αρχαιοελληνική έν νοια. Οι περισσότερο συνετοί από μας Ευρωπαίοι, δεν βεβηλώνουν τη λέξη Βουλή, που την αφήνουν να αναπαύεται ήσυ χη στο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Α π ’ το Με σαίωνα ακόμα χρησιμοποιούν αντ’ αυτής την περίεργη λέξη parlamentum που είναι λατινοποιημένη μορφή του γαλλικού ρήματος parler, που σημαίνει μιλώ. Κατά τρόπο γλωσσολογικά απροσδόκητο η λέξη αυτή πήδηξε απ’ τα γαλ λικά στα λατινικά (ο κανόνας είναι το αντίστροφο) ίσως όχι μόνο γιατί οι Γάλλοι μιλούν πολύ, αλλά κατά πάσαν πιθανότη τα διότι στη Γαλλία υπάρχει μεγάλη συντεχνιακή παράδοση. Πράγματι, ο θεσμός της Βουλής στη σημερινή της εκδοχή δεν είναι, βέβαια, μια ιστορική συνέχεια της Βουλής των Αθη ναίων, αλλά μια μετεξέλιξη των μεσαιωνικών συντεχνιών, όπου οι άνθρωποι που ασκούν το ίδιο επάγγελμα μαζεύο νται και κουβεντιάζουν τα προβλήματα τους. Α π’ το Μεσαίω να ακόμα, το parlamentum ήταν μια μάζωξη ανθρώπων οιονεί τοξική, όπως θα λέγαμε με σύγχρονη γλώσσα. Τα παρλαμέντα δεν απαγορεύτηκαν ποτέ από κανέναν, γιατί
είναι χρήσιμα κάτω από οποιοδήποτε κοινωνικό καθεστώς: Κανείς ποτέ δεν ενόχλησε αυτόν που κουβεντιάζει με συνα δέλφους του τα επαγγελματικά του προβλήματα. Το θέμα για την εκάστοτε εξουσία είναι να μην αρχίσουν να κουβεντιά ζουν στα παρλαμέντα και προβλήματα άσχετα προς τα επαγ γελματικά. Όταν "κοιτάς τη δουλειά σου" είσαι πάντα αποδε κτός απ' όλα τα συστήματα, όπως θα μπορούσε να βεβαιώσει ο κάθε χαμελαίων κάθε εποχής. Τα πράγματα δυσκολεύουν, και για σένα προσωπικά και για την εξουσία, όταν δεν κοιτάς τη δουλειά σου. Ή μάλλον όταν εξαρτάς τη δουλειά σου κι απ' τη δουλειά του γείτονα, του παραγείτονα - κ α ι του σύμπαντος κόσμου. Οπότε είσαι σοσιαλιστής. Τα παρλαμέντα, λοιπόν άρχισαν να γίνονται ύποπτα για τους κρατούντες με την εμφάνιση σ' αυτά των "ανατρεπτικών ιδεών". Που στην αρχή ήταν αστικές ιδέες, ανατρεπτικές των ιδεών των φεουδαρχών. Το πιο επικίνδυνο απ' όλα τα παρλαμέντα που εμφανίστη καν ποτέ στην Ιστορία ήταν αυτό που το 1789 στη Γαλλία αποφάσισε, από συνέλευση {παρλαμέντο) της Τρίτης Τάξης να μετατραπεί σε Εθνοσυνέλευση, δηλαδή σε συνέλευση που εκπροσωπεί ολόκληρο το έθνος και όχι μόνο την Τρίτη Τάξη, όπως λέγονταν τότε ο l αστοί, που δεν είχαν αποσπάσει ακόμα ουσιαστικά προνόμια απ’ τους φεουδάρχες, οι οποίοι συνέχιζαν να κάνουν την πάπια, παρά τα ολοφάνερα σημάδια της καλπαστικής ανόδου των αστών. (Οι άλλες δυο τάξεις στη Γαλλία της προεπαναστατικής εποχής ήταν οι αριστοκρά τες και οι παπάδες. Μη σας εκπλήσει το γεγονός πως οι πα πάδες αποτελούσαν ξεχωριστή τάξη. Χωριστή τάξη με δι κά της υλικά συμφέροντα, θεϊκά κατοχυρωμένα, ήταν και τό τε και τώρα και θα είναι πάντα, όσο θα υπάρχει παπαδαριό σε τούτον τον κόσμο). Είπαμε πως από τον Μεσαίωνα κάθε συντεχνία έχει το παρ λαμέντο της {τη Βουλή της). Παρλαμέντο, όμως, είχαν και οι ενώσεις ομοειδών συντεχνιών, οι επαγγελματικές συνομοσπον δίες, όπως θα λέγαμε σήμερα. Στη Γαλλία, από ένωση σε έ νωση και από συνομοσπονδία σε συνομοσπονδία, οι αστοί (βιοτέχνες έμποροι, χρηματιστές) κατάφεραν τελικά να φκιάξουν μια καθόλα νόμιμη και εγκεκριμένη απ' το Βασιλιά βουλή (παρλαμέντο), τη Βουλή της Τρίτης Τάξης. Το 1789 τούτη η σημαδιακή Βουλή κατάλαβε επιτέλους πως τα μεγάλα και
φλέγοντα προβλήματα της δεν ήταν συντεχνιακά, αλλά ταξι κά, όπως θα λέγαμε σήμερα. Και τα έλυσε με τον αρμόζοντα τρόπο: Καρατόμησε το Βασιλιά, κι όλους όσους έφερναν εμπόδιο στην αναρίχησή της στην εξουσία. Βέβαια, η ίδια τάξη, αλλού, δηλαδή στη Ρωσία του 1917 θα πάθει τα ίδια από μιο άλλη καλπαστικά ανερχόμενη τάξη, τους προλετάριους. Όμως, είχε περάσει τόσος καιρός απ' το 1789 που οι καλά βολεμένοι τώρα αστοί που είχαν κατασφαγιάσει τους φεουδάρχες τότε, άρχισαν να ορύονται — ορύονται ακόμα— για τη "βαρβαρότητα των μπολσεβίκων". Αλλού, οι αστοί στάθηκαν περισσότερο τυχεροί — αλλά να δούμε ως πότε. Η Ιστορία δεν στήνει τις καρμανιόλες της εξαιτίας της διαστροφής κάποιων διεστραμμένων όπως θέλουν να λένε εκείνοι οι ανυπόφοροι μισοανθρωπιστές, αλλά για να κάνει το διαλεκτικό της άλμα από μια ποιότητα σε μια άλλη, όταν η ποσοτική συσσώρευση στις παραγωγικές δυνάμεις αναζητεί καινούργιες παραγωγικές σχέσεις. Καλό είναι για την εξουσία να μην αφήνει τους ανθρώπους να συσκέπτονται (να σκέφτονται μαζί). Γιατί, άπαξ και η σκέ ψη του ενός μπει δίπλα στη σκέψη του άλλου και του παράλλου, δημιουργείται μια συλλογική σκέψη εκρηχτικής δύναμης. Και η συνήθεια της "πάρλας" που άρχισε στα μεσαιωνικά παρλαμέντα δεν υπάρχει καμιά περίπτωση να ανακοπεί. Βέβαια, δεν είναι όλα τα παρλαμέντα επικίνδυνα για την ε ξουσία. Εντελώς το αντίθετο, μάλιστα: Τα περισσότερα υπηρε τούν επιτυχώς την αστική εξουσία. Όμως, το αστικό κοινο βούλιο (το "κοινό" σαν πρώτο συνθετικό είναι ένας λόγιος γραμματικός πλεονασμός κληρονομημένος από τότε που υπήρχαν και δω δυο Βουλές, η κυρίως ειπείν Βουλή και η Γερουσία) που το δημιούργησε η αστική τάξη για το συμφέρον-της, άρχισε να γίνεται στενός κορσές για τους αστούς από τότε που περεισέφρυσαν σ’ αυτό οι σοσιαλιστές κι αργό τερα και οι κομουνιστές, μεταφέροντας και εκεί, κατά την συνήθειά τους, την εκτός Βουλής ταξική πάλη. Έ τσι χάλασε η παλιά ειδυλλιακή κατάσταση, τότε που το παρλαμέντο συζη τούσε όμορφα και καλά τα ενδοταξικά αςτηκά προβλήματα και τα έλυνε με τον προσφορότερο εκάστοτε τρόπο. Τώρα έχουμε στο κοινοβούλιο και κάποιες ενοχλητικές μειοψηφίες, που δεν αποκλείεται κάποτε να γίνουν και πλειοψηφίες, εφόσον η περίφημη "απλή αναλογική" γίνει και αναλογική
και απλή, οπότε θα αποθαρρυνθούν οι οπαδοί της θεωρίας της "χαμένης ψήφου", που συλλέγουν όλες τις χαμένες στην κοινοβουλευτική οδό ψήφους και τις τσεπώνουν, καταφέρνοντας έτσι να βγάζουν αστούς βουλευτές με ψήφους κομου νιστών, για παράδειγμα. Τούτη η αναγκαστική "συνεργασία" με τους "ανατροπείς" δεν τους ενοχλεί καθόλου. Ά λ λ ω στε, όλοι οι κλέφτες είναι αναίσχυντοι. Και οι κατ’ εξοχήν νομότυποι κλέφτες ήταν και παραμένουν πάντα οι αστοί: Μόνο που τώρα κλέβουν σύμφωνα με τον Νόμο (κυρίως την υπεραξία της εργασίας) και λογαριασμό δεν έχουν να δώσουν σε κανένα δικαστή, αφού και οι δικαστές υπηρετούν τα αστι κά ταξικά συμφέροντα. Λοιπόν, είπαμε να βουλευόμαστε μαζί για να βολευόμαστε μεταξύ μας, όχι όμως και να συζητάμε με τους "εχθρούς του κοινοβουλευτισμού" εντός του κοινοβουλίου, πράγμα που μπορεί και να μας ξεβολέψει για πάντα. Δεν καλείς κάποιον στο γάμο σου για να σου πει "και του χρόνου". Και το κοινο βούλιο ήταν πάντα γάμος από συνοικέσιο μεταξύ αστών με ελαφρώς διαφορετικά συμφέροντα. Με την εμφάνιση, όμως, των σοσιαλιστών σ’ αυτό, κοντεύει να γίνει δικαστήριο έκδο σης διαζυγίων (ανάμεσα στους αστούς και τους προλετάριους, που δεν τα κατάφεραν ποτέ να φκιάξουν ταιριαστό ζευγάρι). Οι μεγάλοι μαιτρ του αστικού κοινοβουλευτισμού — και οι εφευρέτες του— ήταν πάντα, και συνεχίζουν να είναι, οι Εγ γλέζοι. Αυτοί δεν την πάτησαν όπως οι αριστοκράτες Γάλλοι το 1789. Από το 1638 που εμφανίστηκε και μέχρι το 1832 που εδραιώθηκε το αγγλικό αστικό κοινοβούλιο παίρνει τη σημερινή του μορφή και όλα σ’ αυτό δουλεύουν πια ρολόι, χάρις σε κάτι ρολογάδες πολιτικάντηδες που δεν έχουν το όμοιο τους σ’ ολόκληρη την ιστορία του κοινοβουλευτισμού. Η αγγλική συνταγή της επιτυχίας συνίσταται στο ότι οι αδύ ναμοι στην Αγγλία σοσιαλιστές και κομουνιστές παραμένουν εξωκοινοβουλευτική αντιπολίτευση. Η λεγάμενη αριστερή πτέρυγα του Εργατικού Κόμματος, εκτός του ότι είναι απλώς πτέρυγα, είναι και πτέρυγα σπασμένη: Συνδέεται πολύ χαλαρά με τον προλεταριακό κορμό. Πέρα απ’ αυτό όμως πρέπει να παραδεχτούμε πως το αγ γλικό κοινοβούλιο, με την μακραίωνη ιστορία του, ήταν και παραμένει πραγματικά άψογο μέσα στην αστική ευπρέ πεια τφγ Τόρπδων που απόδειξαν πως ξέρουν να βουλεύο-
νται με τον πιο αποτελεσματικό για τα συμφέροντά τους τρόπο, και να πείθουν και τους δυνάμει αντιπάλους τους πως τα συμφέροντα των Τόρηδων είναι και συμφέροντα ολό κληρου του αγγλικού λαού. "Αλλωστε τουςΤόρηδες (και την Αγγλία) κυβερνάει σήμερα μια κόρη μπακάλη, η κυρία Οάτσερ κι αυτό είναι η καλύτερη προπαγάνδα για κείνους που πι στεύουν πως την Αγγλία, και ίσως τον κόσμο δια της Αγγλίας, θα μπορούσαν να τον κυβερνήσουν και οι μπακάληδες. Οι ανόητοι, ποτέ δεν θα καταλάβουν πως το αστικό καθεστώς είναι καθεστώς μπακάληδων. Οι Ά γ γ λ ο ι Τόρηδες, λοιπόν, ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν όταν μοιράζουν αβέρτα τον δι κό τους τίτλο του "σερ" (του Λόρδου) στη Σάρα και τη Μό ρα. Ο καπιταλισμός είναι το καθεστώς της "μεγάλης ελπίδας": Όπως όλοι μπορούν να γίνουν εκατομμυριούχοι δια του πρώ του λαχνού του λαχείου (γίνονται όντως πεντέξι κάθε χρόνο, αριθμός απολύτως επαρκής για να συντηρείται η ελπίδα και στους άτυχους), έτσι όλοι μπορούν να γίνουν και Λόρδοι. Η λόρδα του Λόρδου, ω Λόρδοι εκ προλεταρίων εξ απονο μής! Λοιπόν, είναι να μην αναρωτιέσαι πώς κρατούνται τα κερα μίδια ξεκάρφωτα στη χώρα που δίδαξε τον κοινοβουλευτι σμό; Να. όμως, που και κει η κοινοβουλευτική στέγη δεν απο δείχτηκε αποτελεσματικό στέγαστρο για την ταξική πάλη. Η οποία μπορεί να μην μεταφέρθηκε επαρκώς στο κοινοβού λιο, τρύπωσε όμως στις στοές των ορυχείων. Τελικά, έχει πολύ μικρή σημασία αν η ταξική πάλη περάσει ή δεν περάσει και στο κοινοβούλιο, παρά το γεγονός πως το κοινοβούλιο έχει να παίξει κι αυτό το ρόλο του στην ταξική πάλη. Όσο και να ενισχύσει την αναλογική η αστική τάξη για να προφυλαχτεί απ’ τους "ταραξίες", οι ταραχές θα συνεχίζονται εκτός κοινοβουλίου. Αυτό απ' το οποίο η αστική τάξη θα έχει ανά γκη ολοένα και περισσότερο δεν είναι ένα ισχυρό κοινοβού λιο αλλά μια ισχυρή αστυνομία. Και καλοεκπαιδευμένα ΜΑΤ. Και αστυνομικοί σκύλοι. Και χαφιέδες καλοπληρωμένοι. Και ιμωφοδεείς. Και αναξιοπρεπείς. Και κοψομεσιασμένοι. Και ψυχικά βλεννόρροια κοί. Το κοινοβούλιο έπαιζε ένα τεράστιο ρόλο στην ιστορία του κόσμου όσο η αστική τάξη βρισκόταν στην ακμή της/ Υπό καθεστώς αστικής παρακμής το αστικό κοινοβούλιο θα είναι αγκαστικά παρακμασμένο κι αυτό, 0 Μαρξ στο
"Η 18η Μπρυμέρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη" λέει πως η ίδια η αστική τάξη θα απαλλασσόταν απ’ το κοινοβουλευτι κό σύστημα, εφόσον θα ήταν ανίκανη να το συντηρήσει κατά την τελική φάση της αστικής παρακμής. Στην περίπτωση που η αστική τάξη αντιμετώπιζε την αποτυχία, θα κατάφευγε αναπόφευκτα στην δικτατορία, συμπληρώνει ο Μαρξ και τα λόγια του ηχούν σαν μια μακάβρια προφητεία. Έχουμε να πούμε πολλά ακόμα για το κοινοβουλευτικό σύστημα και την αστική παρακμή. Θα συνεχίσουμε. 12 ΜάΓου 1985
20. ΤΟ ΚΟΜΜΑΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
Κοινοβουλευτικό λέγεται το κυβερνητικό σύστημα στο οποίο η κυβέρνηση (ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί) διο ρίζονται και παύονται απ* τον Ανώτατο Αρχοντα (βασιλιά ή πρόεδρο της Δημοκρατίας) μόνο όταν συμφωνεί η Βουλή. Σ ’ αυτό το σύστημα, Ανώτατη Αρχή είναι η Βουλή και ο Α νώτατος Άρχοντας σαν τροχονόμος παίζει ρυθμιστικό ρόλο όπως λεν, για να μην πουν διακοσμητικό και τον μπερδέψουμε με τα ...λουλούδια, ή διαιτητικό και τον μπερδέψουμε με το ...ποδόσφαιρο. Οι Εγγλέζοι, πολύ πιο πραχτικοί και πάντα ακριβείς στην χρήση των όρων, ονομάζουν το κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης "κομματικό σύστημα". Πράγματι, μπορεί η Βουλή να είναι η Ανώτοτη Αρχή τυπικά, αλλά ουσιαστικά Υπέρτατη Αρχή είναι το κόμμα που πλειοψηφεί στη Βουλή. Κι αυτό σημαίνει πως η μονοκομματική πλειοψηφία που δί νει ισχυρές κυβερνήσεις καταργεί ουσιαστικά το κοινοβουλευ τικό σύστημα και το μετατρέπει σε επικυρωτικό αποφάσεων που δεν παίρνονται στη Βουλή, όπως θα έπρεπε σε ένα ορθό δοξο κοινοβουλευτισμό, αλλά στο Υπουργικό Συμβούλιο και τα υπουργεία. Σε τούτη την αποδυνάμωση του ρόλου του Κοινοβουλίου οδηγεί αναγκαστικά το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα. Πιο σωστά, στην αποδυνάμωση του Κοινοβουλίου οδηγούν όλα τα εκλογικά συστήματα, πλην της απλής αναλογικής. Γιατί η απλή αναλογική εισάγει στο Κοινοβούλιο πολλά μικρά κόμματα και υποχρεώνει, έτσι, το σχετικά πλειοψηφούν κόμ μα να συνεργαστεί μαζί τους σε κυβερνήσεις συνασπισμού, όπου η βούληση του ισχυρότερου δεν είναι και τόσο ισχυρή.
Κι αυτό ακριβώς είναι το ζητούμενο απ' το ορθόδοξα κοι νοβουλευτικό σύστημα: Η αποδυνάμωση της βούλησης του ι σχυρότερου και ο σεβασμός της βούλησης των μειοψηφιών. Διαφορετικά το κοινοβουλευτικό σύστημα δεν είναι παρά μια δικτατορία των ισχυρών κοινωνικών τάξεων κουκουλωμένη με τον κοινοβουλευτικό μανδύα μιας δημοκρατίας που δεν εί ναι και τόσο δημοκρατική. Με το πλειοψηφικό εκλογικό σύ στημα, η αστική (και η μικροαστική) τάξη προσπαθεί να σώ σει τα δημοκρατικά προσχήματα ασκώντας μια δικτατορία, που ποτέ δεν δηλώνεται σαν τέτοια. Λοιπόν, καλό είναι να υιο θετήσουμε και μεις την εγγλέζικη ορολογία και να δώσουμε επιτέλους', στο κοινοβουλευτικό σύστημα το πραγματικό του όνομα: Κομματικό σύστημα. Μόνο έτσι θα απαλλαγούμε απ’ την άκρώς διαδεδομένη αυταπάτη πως την εξουσία την ασκεί ο Δήμος (ο λαός), όπως δηλώνει ο αρχαιοελληνικός όρος Δημοκρατία (εξουσία του Δήμου). Ο κοινοβουλευτισμός δημιουργήθηκε στην Αγγλία τον 17ο αιώνα για να δοθεί το προβάδισμα στην νομοθετική εξου σία. Η πίστη στην αξία και τη σημασία των "καλών νόμων", που πρέπει να είναι σεβαστοί απ' όλους προκειμένου να λει τουργήσει σωστά η κοινωνία, ήταν ακόμα βαθιά ριζωμένη στην αντίληψη των συνεχώς ανερχόμενων αστών. Ο κοινοβου λευτισμός είναι η λογική συνέπεια τούτης της σχεδόν μετα φυσικής προσήλωσης στην παντοδυναμία και την αποτελεσματικότητα του Νόμου έξω πάνω και πέρα απ’ τις ταξικές συγ κρούσεις που δημιουργούν αυτούς κι όχι εκείνους τους νό μους, προς όφελος αυτής κι όχι εκείνης της τάξης. Αλλά ο νόμος σε καμιά περίπτωση δεν είναι μια γενική υπερταξίκή έννοια, όπως θέλουν να λεν οι νομολάτρεις, που πιστεύουν πως είναι αρκετό να υπάρξουν καλοί και δίκαιοι νόμοι γιο να υπάρξει καλή και δίκαιη κοινωνία. Οι νομοθέτες, απ’ την εποχή του Σάλωνα μέχρι τις μέρες μας έκαναν και συνεχίζουν να κάνουν θαυμάσια δουλειά. Αλλά η δουλειά τους πέφτει πάντα και χάνεται στις τρύπες του ανελέητου ταξικού αγώ να, που συνεχίζεται παρά την εκθαμβωτική ανάπτυξη της νο μικής επιστήμης. Κανείς νομοθέτης δεν κατόφερε να κάνει τον κόσμο καλύτερο. K l όπου αυτό συνέβη, δεν ήταν η συνέ πεια της δίκαιης εφαρμογής των ταξικών νόμων αλλά της αποτελεσματικότητας της ταξικής πάλης (απεργίες, διαβήματα, διαμαρτυρίες, διαδηλώσεις, επαναστάσεις κλπ).
Ο συνταγματισμός προηγείται ιστορικά του κοινοβουλευτι σμού και τον προετοιμάζει. Το Σύνταγμα είναι ένα σύνολο βασικών-κατσστατικών νόμων, πάνω στους οποίους θα στηρι χτούν όλοι οι άλλοι. Κατά κάποιον τρόπο, το Σύνταγμα είναι ο "νόμος των νόμων", το θεμέλιο όλων των νόμων, η πηγή της νομιμότητας των νόμων, η Βίβλος της νομικής επιστήμης, η σύγχρονη δέλτος των μωσαϊκών Δέκα Εντολών, που τώ ρα πια ούτε δέκα είναι ούτε ο Θεός τις υπαγορεύει. Τις υπαγό ρευσε, αρχικά στην Αγγλία τον 17ο αιώνα, η καλπασηκά ανερχομένη αστική τάξη στο βασιλιά για να περιορίσει τις εξουσίες του, συνεπώς kol τις "νομοθετικές" αυθαιρεσίες του. Μέχρι τότε, ο βασιλιάς ήταν ο Νόμος. Αλλά οι βασιλιάδες που δεν υποτάχτηκαν στον υπέρτατο συνταγματικό νόμο, έχασαν γρήγορα μαζί με τα νομοθετικά και τα άλλα προνόμια και το κεφάλι τους. Την εποχή που οι αστοί αναρριχόνταν στην εξουσία δεν αστειεύονταν καθόλου: 'Εκοβαν κεφάλια αβέρτα, και τα βασιλικά κεφάλια δεν εξαιρούνταν για μόνο το λόγο πως ήταν βασιλικά. Για να εξαιρεθούν, εκτός από βασιλικά έπρεπε να είναι και συνταγμαπκά — κι αυτός είναι ο λόγος που ο βασιλιάς της Αγγλίας διατηρεί το κεφάλι του μέχρι τις μέρες μας. Ο συνταγματισμός με τη σειρά του (η πίστη στην αξία κά ποιων βασικών νόμων που θα αντικαταστούσαν την απόλυτη εξουσία του Μονάρχη) προέρχεται απ’ την απαίτηση των α στών για αυστηρό κάι σαφή διαχωρισμό ανάμεσα στις τρεις εξουσίες: Την εκτελεστική (κυβέρνηση και διοικητικός μηχα νισμός), τη δικαστική (εφαρμογή των νόμων) και την νομοθε τική (θέσπιση των νόμων). Μέχρι να εμφανιστεί αυτή η απαί τηση όλα τάκαμνε ο βασιλιάς και οι άνθρωποί του: Κυβερ νούσαν, νομοθετούσαν, δίκαζαν, και λογαριασμό δεν είχαν να δώσουν παρά μόνο στον βασιλιά. Συνεπώς ο συνταγματισμός ήταν μια κολοσσιαίας σημασίας κατάχτηση. Τώρα, Πια, την εξουσία δεν την ασκεί ένας άνθρωπος, ο βασιλιάς, για λογα ριασμό μιας τάξης, των φεουδαρχών, αλλά μια τάξη, η αστική, για λογαριασμό του εαυτού της. Βέβαια, είτε ένας σε δυναστεύει είτε χιλιάδες παραμένεις δυναστευόμενος και στις δυο περιπτώσεις. Αλλά είναι φανερό πως άλλο πράγμα είναι να σε δυναστεύει ένας δυνάστης δια της βασιλικής Δυναστείας, κι άλλο μια τάξη δια των "εκ προσώπων" της. Εκ δυο κακών το μη χείρον βΐέλτιστον. Και
το βελτιστον δεν είναι, βέβαια, η φεουδαρχική βασιλεία, αλλά η αστική δημοκρατία. Και το Σύνταγμα ήταν αυτό που εγκαθίδρυσε την βασιλευομένη ή αβασίλευτη αστική Δημοκρατία. (Στη βασιλευομένη Δημοκρατία ο βασιλιάς εί ναι απλώς ένα φολκλορικό κατάλοιπο από άλλες εποχές. Μην κοιτάτε που εδώ, στην Ελλάδα, οι "τέως" είχαν πάρει στα "σοβαρά" το φεουδαρχικό ρόλο τους, μ’ αποτέλεσμα να τον χάσουν εντελώς), Ο συνταγμοτισμός, λοιπόν, δημιουργεί τον "σεβασμό στον νόμο". Και τούτος ο σεβασμός οδηγεί στον κοινοβουλευ τισμό: Προορισμός του κοινοβουλίου είναι να παράγει νόμους εγκεκριμένους απ’ τους αντιπροσώπους του λαού, δηλαδή απ’ την πλειοψηφία των βουλευτών. Που όμως στην περίπτω ση του "κομματικού συστήματος" δεν εκπροσωπούν το λαό εν γένει, αλλά ένα κομμάτι του λαού, το εκάστοτε ισχυρότερο. Το υπόλοιπο του λαού είτε δεν εκπροσωπείται στο κοινοβού λιο, είτε εκπροσωπείται σε κοινοβουλευτικούς ρόλους κο μπάρσων και φιγκιράν, καλή ώρα σαν το ΚΚ στη σημερινή Βουλή. Ωστόσο, κάπου-κάπου οι κομπάρσοι παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο σε μια παράσταση. Και γιαυτό καλό είναι για τους αστούς να αποφεύγουν τα πολυπρόσωπα έργα και να περιορίζονται σε παραστάσεις με δυο πρωταγωνιστές (δικομματισμός). Βέβαια, σ ’ ένα κοινοβούλιο όπου δεν εκπρο σωπείται με αναλογική ακρίβεια ο λαός, η έννοια της δημοκρα τίας καταλύεται αυτομάτως. Αλλά, ποιος νοιάζεται πια για τη Δημοκρατία; Ό λο ι έχουν το νου-τους στην ταξική δικτατο ρία, που πλην των κομουνιστών ντρέπονται να την ονομά σουν έτσι. Βέβαιο, υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην κοινοβουλευτική δικτατορία (το κομματικό σύστημα, όπως λεν οι Ά γγ λο ι) και τη οκέτη αστική (φασιστική) δικτατορία. Αλλά τούτη η διαφορά είναι ανάλογη με τη διαφορά που υπάρχει σ' ένα καφέ με ολίγη και ένα καφέ σκέτο. Δεν υπάρχει, πια, μπρίκι για τον "βαρύ γλυκό" της αρχαίας αθηναϊκής Δημοκρατίας. Η ακριβής μετάφραση απ’ τα αρχαία στα νέα ελληνικά της λέ ξης Δημοκρατία (εξουσία του Δήμου, δηλαδή του λαού) είναι Λαοκρατία, αλλά τούτη η λέξη συνεχίζει να προκαλεί πανικό σε κάποιους "πατέρες του ’ Εθνους", που λεν Δημο κρατία χωρίς να ξέρουν τι εννούν. Αυτό που κυρίως επιδίωκε ο συνταγμοτισμός ήταν η αυστη
ρή διάκριση μεταξύ εκτελεστικής (κυβερνητικής) και νομο θετικής εξουσίας. Όμως, οι αστοί νομοθέτες κατάλαβαν σιγά-σιγά (όλοι οι νομοθέτες είναι ...αργόστροφοι), πως αν αποκόψεις εντελώς τη νομοθετική απ' την εκτελεστική εξουσία, η τελευταία μπορεί να κάνει ό,τι της γουστάρει, αφού θα είναι άσχετη μ" αυτούς που κάνουν και εγκρίνουν τους νόμους. Έπρεπε, λοιπόν, να βρεθεί τρόπος να συνδε θεί η εκτελεστική με την νομοθετική εξουσία. Και ο τρόπος αυτός βρέθηκε, πάντα στην πρωτοπόρο στις διοικητικές εφευ ρέσεις Αγγλία: Ήταν το κοινοβούλιο. Κοινοβουλευτισμός, λοιπόν, με μια άλλη έννοια είναι το κυβερνητικό σύστημα που αποκαθιστά μια κάποιο συνεργα σία ανάμεσα στην εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία, και που ελέγχει (ασκεί κοινοβουλευτικό έλεγχο, όπως λεν) την πρώτη δια της δεύτερης. Έτσι, η εκτελεστική εξουσία περιορίζεται υποτίθεται στην εκτέλεση των αποφάσεων που παίρνει η νομοθετική εξουσία, δηλαδή η Βουλή. Όμως, όσο πολλούς, όσο καλούς κι όσο σχολαστικούς νόμους κι αν φκιάξει η Βουλή, πάντα θα υπάρχουν καταστά σεις απρόβλεφτες απ' τους νομοθέτες. Ευτυχώς. Γιατί, όσο περισσότεροι και πολυπλοκότεροι είναι οι νόμοι τόσο ευκολό τέρα σε τυλίγουν σε μια κόλλα χαρτί, όπως πολύ πετυχημέ να λέει ο λαός. Όμως, απ ’ την άλλη μεριά, όσο λιγότεροι είναι οι νόμοι κι όσο πιο διαδομένο είναι το σύστημα των "ά γραφων νόμων" (όπως στην Αγγλία), τόσο επαφίεσαι στην κα λή διάθεση, την εξυπνάδα και την εντιμότητα του δικαστή και του χωροφύλακα. Η Ελλάδα, όμως, δεν είναι Αγγλία. Και όπως είναι γνωστό στην Ελλάδα δεν πρέπει να εμπιστεύεσαι και πολύ, ούτε τον δικαστή, ούτε τον διοικητικό γραφειοκράτη, ούτε, πολύ πε ρισσότερο, το χωροφύλακα. Θα δικαιωθείς ή όχι ανάλογα με του "πού θα πέσεις". Καμιά φορά, όταν πληροφορείσαι τη σύνθεση του δικαστηρίου, πληροφορείσαι ταυτόχρονα και την απόφασή του, πριν καν εκδοθεί. Πρέπει να σημειώσουμε εδώ με την ευκαιρία, πως η Δ ικα στική Εξουσία, η λεγάμενη Τρίτη Εξουσία, και υπό κοινο βουλευτικά καθεστώς παραμένει, υποτίθεται, αυστηρά αυτό νομη και ανεξάρτητη απ' τις άλλες δυο, την Εκτελεστική και την Νομοθετική. Όμως, η ελληνική πείρα μαρτυράει πως η ελληνική δικαιοσύνη έχει πολλές και ποικίλες, αφανείς
κατά το πλείστον, διασυνδέσεις, τόσο με τη νομοθετική όσο, πολύ περισσότερο, με την εκτελεστική εξουσία. Στην πε ρίοδο του εμφυλίου πολέμου, π.χ., η Δικαστική Εξουσία συνδεόταν ευθέως με την Εκτελεστική δια των εκτελεστι κών αποσπασμάτων, και με την νομοθετική δια των "βουλευ μάτων", των "Ιδιωνύμων", του νόμου 509 και άλλων νομοθε τικών φρικαλεοτήτων, δια των οποίων οε σκότωναν "καθ' όλα νόμιμα" και με τις ευλογίες του Αρχιεπισκόπου. Λοιπόν, επι κοινωνούν μεταξύ τους και οι τρεις μορφές εξουσίας. Όπως τα συγκοινωνούντα δοχεία. Αν μάλιστα σε τούτο το επικοινω νούν εξουσιαστικό σύστημα προσθέσεις και τη λεγάμενη Τέ ταρτη Εξουσία, τον Τύπο, του οποίου το εξουσιαστικό σύ στημα μπορεί να είναι άδηλο μεν αλλά ουδόλως λιγότερο εξουσιαστικό για το λόγο αυτό, τότε καταλαβαίνεις σε τι εξουσιαστικά πέλαγη, πλήρη υπογείων ρευμάτων, πλέομε με βάρκα την ελπίδα για ένα κόσμο χωρίς εξουσιαστές. Πολύ περισσότερο εδώ στην Ελλάδα, χώρα εξόχως υπόγεια και καταχθόνια, όπου η κυρίως εξουσία δεν ασκείται ούτε απ’ τους νομοθετούντες βουλευτές, ούτε απ' τους διοικούντες κυβερνητικούς και δημοσίους υπαλλήλους, ούτε απ’ τους δικαστές, αλλά απ’ το παρασκήνιο. Που για νάναι τέτοιο πρέπει να βρίσκεται δίπλα στη σκηνή, όπου δίνουν την παρά στασή τους οι τρεις (συν μια) μορφές εξουσίας. Στο αστικό καθεστώς (και ίσως όχι μόνο σ’ αυτό), όποιος δεν μπορεί να παίξει το ρόλο του στο παρασκήνιο δεν μπορεί να τον παίξει ούτε στη σκηνή. Μ’ αυτά και μ' άλλα, η σκηνή καταργείται ολοένα και περισ σότερο, και στο προσκήνιο περνάει κανείς απ' ευθείας απ’ ίο παρασκήνιο, πράγμα που δεν το έκαναν μόνο οι παρασκηνιακοί του ΙΔΕΑ, όταν απ’ το "ιδεατό" παρασκήνιο της παρασκηνιακής εθνικοφροσύνης πέρασαν απότομα στο "εθνικό προσκή νιο", αλλά το κάνουν πάντα όλοι οι κουμπάροι πολιτευτές, όλοι οι κυνηγοί σταυρών (και κεφαλών), όλοι όσοι ροκανί ζουν ιδιωτικά και δημόσια "μυστικά κονδύλια", όλοι όσοι έ χουν μια μασωνική αντίληψη για ία δημόσια πράγματα. Τόσο καλά λειτουργούσε (και λειτουργεί πάντα) το εξου σιαστικό παρασκήνιο στην Ελλάδα που ένας καλός κύριος, συνταξιούχος τώρα, κάποτε αναφώνησε έμπλεος οργής: Μα, επιτέλους, ποιος κυβερνά αυτή τη χώρα; Ο Κοτζαμάνης; (Η προσθήκη μετά το πρώτο ερωτηματικό είναι δική-μας). Κι
όταν εκείνη την εποχή βρέθηκε, επιτέλους, ένας πολύ τίμιος δικαστής, εν καιρώ ευθέτω τον τιμήσαμε δεόντως, κάνοντόςτον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Όμως, το εθνικό-ηθικό πρόβλημα που δημιουργείται μ' αυτό το καλό προηγούμενο είναι τί θα τον κάνουμε, τί αξίω μα 9α δώσουμε στον δεύτερο ολικά και ριζικά τίμιο δικαστή που τυχόν θα εμφανιστεί στον τριτοδρομικό σοσιαλιστικό μέλ λον της χώρας. Λογικό και δίκαιο θάταν να τον κάνουμε κι αυτόν Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Οπότε θα είχαμε δυο Προέ δρους της Δημοκρατίας. Και αν εμφανιστεί και τρίτος τίμιος, πράγμα μάλλον απίθανο, θα είχαμε τρεις Προέδρους της Δη μοκρατίας. Και πάει λέγοντας, μέχρι που όλοι οι Έλληνες γί νουν τίμιοι, δηλαδή ικανοί για Πρόεδροι της Δημοκρατίας. Οπότε φτάνουμε αυτομάτως δια του τρίτου δρόμου, στην αρχαία αθηναϊκή Δημοκρατία. Τώρα, λοιπόν, ξέρουμε πού οδηγεί ο τρίτος δρόμος για το σοσιαλισμό. Οι δύσπιστοι ας ακολουθήσουν το δεύτερο δρόμο για τον σοσιαλισμό! Το σημαντικό είναι να μην ακο λουθήσει κανείς τον αδιέξοδο δρόμο για τον σοσιαλισμό, αυτόν που οδηγεί απ' ευθείας στο πλήρες αρουραίων παρα σκήνιο της κοινοβουλευτικής ζωής. (Έπεται και συνέχεια κοινοβουλευτική). 26 ΜάΤου 1385
•21. Η ΣΠΑΡΤΑΡΙΣΤΗ Ε1ΡΩΝΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
0 Χαρίλαος Τρικούπης, υπέρμαχος και θεμελιωτής του κοι νοβουλευτισμού στην Ελλάδα, στο περιλάλητο άρθρο του με τον ερωτηματικό τίτλο "Τις πταίει;", δημοσιευμένο στην εφη μερίδα "Καιροί" της 29ης Ιουνίου 1874, απορεί και εξίσταται για τα χάλια της ελληνικής Βουλής. Και επιρίπτει όλες τις ευθύνες γιαυτά τα χάλια στο βασιλιά. Που διόριζε και έπαυε τους υπουργούς, κατά τα κέφια του. Τον επόμενο χρόνο (1875) ο βασιλιάς Γεώργιος ο Α ', κάτω απ’ τη συνεχή πίεση κυρίως του Τρικούπη, δηλώνει πως στο εξής θα απαιτεί την "δεδηλωμένη προς τους υπουργούς εμπιστοσύνην του έθνους". Κι έτσι γεννήθηκε, με βασιλική απόφαση, η περίφημη "αρχή της δεδηλωμένης" (εμπιστοσύ νης). Όμως, μέχρι το 1927 που κατοχυρώθηκε και συνταγ ματικά, τούτη η δήλωση εμπιστοσύνης των εκπροσώπων ενός προνομιούχου μέρους των Ελλήνων (και όχι του έθνους) προς τους βασιλικούς υπουργούς ήταν, απλώς, μια ακόμη εκδήλωση της βασιλικής "μεγαλοθυμίας", περίπου όμοια μ' αυτήν της απονομής της βασιλικής χάριτος σ' έναν θανατο ποινίτη. Με το δημοκρατικό σύνταγμα του 1927 τα πράγματα αλλά ζουν από νομικής πάψεως, αλλά δεν αλλάζουν και από ουσια στικής απόψεαις: Το πρόβλημα δεν είναι να έχουν οι υπουργοί την "δεδηλωμένην" (εμπιστοσύνη) των βουλευτών, αλλά να έχουν οι βουλευτές την δεδηλωμένην εντιμότητα, το δεδηλωμένον ήθος και την δεδηλωμένην δημοκρατικότητα, ώστε να μπορεί να στηριχτεί πάνω σ' αυτές τις ποιότητες η κυβερνη τική εξουσία. Γιατί, όταν ένας έντιμος υπουργός έχει την "δε-
δηλυυμένην" εμπιστοσύνη ενός ανέντιμου βουλευτή, είναι σαν να του ζητάμε να παραμείνει καθαρός πατώντας στην κοπριά. Θα αντιλέξει ίσιος κανείς πως και ο βουλευτής έχει την "δεδηλωμένην" εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων του. Πολύ ωροία. Αλλά για έναν έντιμο βουλευτή απαιτούνται έντιμοι ψηφοφόροι — και για έναν ανέντιμο, ανέντιμοι. Όμως, όταν το διοικητικό σύστημα το στηρίξουμε στην ηθική, κυρίως εδώ στην Ελλάδα, είναι σαν να το ακουμπάμαι "εις τον αφρό της θάλασσας'’. Πρέπει, λοιπόν, νο βρούμε σταθερότερα θεμέλια για τον κοινοβουλευτισμό — εφόσον επιμένουμε στον κοινο βουλευτισμό. Η ηθική είναι υπόθεση προσωπική (μαζική ηθική δεν υπάρχει) και το κοινοβούλιο είναι υπόθεση κοινωνι κή. Και όπως σ' όλα τα κοινωνικά μορφώματα τα πιστοποιη τικά ήθους είναι δύσχρηστα κοι στα κοινοβούλια. Α π' την άλλη μεριά, τα εξωτερικά σημάδια δεν βοηθούν στη διάγνω ση του βουλευτικού ήθους: Δεν είναι όλοι οι εκ ...Κρήτης βουλευτές ανέντιμοι και δεν γίνονται όλοι οι ψηλοί βουλευτές οιτοστάστες. Ωστόσο, όντας τα κοινοβούλιο μια μικρογραφία της κοινω νίας στην οποία ανήκει αντανακλά τα κύρια γνωρίσματα της. Σε μια κοινωνία κλεπτών κοι τραμπούκων είναι φυσικό να υπάρχουν και βουλευτές τραμπούκοι και κλέφτες που αρπά ζουν την κάλπη μέσα απ’ τη Βουλή, με τον ίδιο ακριβώς τρό πο που ο τσαρουχάς πατέρας ή παπούς του βουλευτή άρπαζε το πρόβατο σπ' τη στάνη του γείτονα. Δεν μπορεί να λει τουργήσει σωστά το κοινοβουλευτικό σύστημα όταν οι κοινω νικές συνθήκες δεν το ευνοούν. Η δημιουργία του κοινο βουλευτισμού στηρίχτηκε στην αρχή πως η συζήτηση ευκο λύνει στη λήψη σωστών αποφάσεων. Οι κακοί συζητητές συνεπώς δεν μπορεί νσ είναι κολοΐ βουλευτές. Και οι καφενό βιοι, που μπήκαν στη Βουλή απ' ευθείας απ' το καφενείο, αποκλείεται νσ μην μεταβάλλουν και τη Βουλή σε καφενείο. Το ήθος δεν είναι καπέλο που το φοράει κανείς ή δεν το φο ράει κατά τα κέφιο του. Αυτός που το έχει, το κουβαλάει πάντα μαζί του κοι εκτός και εντός Βουλής. Και όταν ο βου λευτής ανήκει στο κόμμα της επισημοποιημένης κλοπής της υπεραξίας της δουλειάς του εργαζόμενου αποκλείεται να μην είναι τουλάχιστον δυνάμει κλέφτης και τραμπούκος, που δεν θα χάσει την ευκαιρία αν του δοθεί, να γίνει και εν ενεργεία κλέφτης και τραμπούκος, και εκτός και εντός Βουλής.
Η βουλευτική ασυλία δεν προσθέτει ήθος. Προσθέτει μόνο νομική προστασία. Κι αν τολμήσει κανείς απ' αυτούς τους κυ ρίους και μας πει πως δεν σεβόμαστε το Κοινοβούλιο, του λέ με από τώρα πως ο σεβασμός δεν επιβάλλεται, κερδίζεται. Ας γίνουν όλοι οι βουλευτές άξιοι του σεβασμού μας και θα τον έχουν αυτομάτως. Από το 1814 που ο θεσμός του Κοινοβούλιου πέρασε απ’ την Αγγλία στην ηπειρωτική Ευρώπη βρίσκονταν σε συνεχή ανάπτυξη μέχρι την εμφάνιση του φασισμού. Από το 1924 και μετά, πρώτα στην Ιταλία και μετά σε μια σειρά από ευρω παϊκές χώρες to αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα δέχεται μια ατέλειωτη σειρά από ενδοταξικά χτυπήματα. Το Κοινο βούλιο είναι δημιούργημα αποκλειστικά της αστικής τάξης. Και η κρίση του κοινοβουλευτικού συστήματος είναι αντα νάκλαση της κρίσης της αστικής τάξης. Που οπό ίο 1920 βρίσκεται σε συνεχή ενδοταξική αναταραχή: Οι κλέφτες, αφού λεηλάτησαν τις αποικίες και αφού ρίμαξαν τους προλε τάριους των μητροπόλεων, άρχισαν να κλέβουν ο ένας τον άλ λο, ελλείψει προσφορότερης λείας. Τώρα, το φίδι δαγκώνει την ουρά του, γιατί εκείνοι που τους δάγκωνε άλλοτε άρχι σαν να παίρνουν τα μέτρα τους. Και το πρώτο μέτρο που πήραν ήταν να χωθούν κι αυτοί στο Κοινοβούλιο για προστασία, αλλά και για να παίξουν το παιχνίδι με μια τράπουλα που δεν ήταν η δική τους. Το είπαμε: Το Κοινοβούλιο είναι τέκνο γνήσιο και καθαρόαιμο της αστι κής τάξης, που βλέπει πάντα με δυσφορία το γεγονός πως και άλλες τάξεις μπαίνουν στο Παρλαμέντο της για να παρλάρουν και να λύσουν δια του λόγου άλυτες διαφορές. Για την αστι κή τάξη, ο ταξικός αγώνας είναι καλό να μην μεταφέρεται και στο Κοινοβούλιο. 'Ελα, όμως, που η Δημοκρατία δε μπο ρεί να απαγορεύσει τη διείσδυση της ταξικής σύγκρουσης σ ’ ένα χώρο που μέχρι τότε ήταν προορισμένος για συγκρού σεις μόνο λεκτικές. Όπως λέει ο Ένγκελς στη μνημειώδη εισαγωγή του στο έργο του Μαρξ "Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία": "Η ειρωνία της παγκόσμιας Ιστορίας αναποδογυρί ζει το κάθε τι. Εμείς οι επαναστάτες, οι αναχροπείς, προ κόβουμε καλύτερα με τις νόμιμες μεθόδους παρά με τις παράνομες και την ανατροπή". Λοιπόν, η ειρωνία της παγκόσμιας Ιστορίας έφερε τους σο σιαλιστές και τους κομουνιστές στη Βουλή. Και η αστική
Βουλή τους δάνεισε μια καινούργια και πρωτόγνωρη δύναμη, πέρα απ’ τα όπλα και τα αίματα. Αφού κανείς δεν αγαπάει το θάνατο, γιατί θάπρεπε οι σοσιαλιστές και κυρίως οι κο μουνιστές, να επιμένουν σε θανατερές μεθόδους κατάληψης της εξουσίας; Βέβαια, η κατάληψη της εξουσίας απ' τους κο μουνιστές με ειρηνικό κοινοβουλευτικό τρόπο δεν είναι για αύριο. Όμως, όλες οι σημερινές πλειοψηψϊες ήταν κάποτε μειοψηφίες. Και αυτό το ξέρουν καλά οι αστοί κοινοβουλευτι κοί, που έχουν την εκπληχτική ικανότητα να μετατρέπουν την μειοψηφία σε πλειοψηφία μόνο μέσα σε τέσσερα χρόνια. Λοιπόν, τί είναι τέσσερα χρόνια μπροστά στην ...αιωνιότητα της Ιστορίας; Οι μαρξιστές μπορούν να περιμένουν ανετότα τα, αφού δεν νοιάζονται k o l πολύ για το προσωπικό τους βόλεμα όσο ζουν. Ό σοι έχουν ταξική συνείδηση δίνουν το προβάδισμα στην επιβίωση της ομάδας και όχι του ατόμου. Βέβαια, οι αστοί θα αντισταθούν λυσσασμένα στο μαρξιστι κό κοινοβουλευτικό "επεκτατισμό". Εκτός απ ’ το πάντα πρό χειρο και βολικό πλειοψηφικό σύστημα, έχουν στη διάθεσήτους και τον φάντη μπαστούνι της φασιστικής δικτατορίας. Ό λο και θα βρεθεί κανένας Μεταξάς, κανένας Παπαδόπουλος, κανένας Ιουαννίδης, κάποιος μυξοειδής σκώληκας τέλος πά ντων για να τους "ξελασπώσει" σε μια δύσκολη στιγμή, λα σπώνοντας τους ακόμα περισσότερο απ’ όσο είναι ήδη υπό κοινοβουλευτικό καθεστώς. Κι ένας διάολος ξέρει πόσο αγα πούν την καθαριότητα οι αστοί: Τις απάτες και τις κλοπές τους προτιμούν να τις κάνουν με καθαρά χέρια. Και, αν είναι δυ νατόν, και με άσπρα γάντια. Όταν αποφασίσεις να σφάξεις, καλό είναι να σφάξεις με το γάντι, για να μην σε πουν δολο φόνο. Αν παρελπίδα βρεθείς στη δυσάρεστη θέση να γίνεις ωμός χασάπης, υπάρχουν k o l οι επαγγελματίες δολοφόνοι, έτοιμοι πάντα να σου προσφέρουν τις κολά πληρωμένες, κυρίως απ’ τη CIA, υπηρεσίες τους. Όσο υπάρχει ταμείο για την πληρωμή των μισθών, οι μισθοφόροι θα υπάρχουν πάντα. Το μοναστήρι (στην Ουάσινγκτον) νάναι καλά, και από καλογέρους (στην Ελλάδα και αλλαχού) άλλο τίποταI Η "επαναστατική βία" θα χρειαστεί για την περίπτωση φα σιστικής βίας. Σ’ όλες τις άλλες περιπτώσεις, χάρις στην ει ρωνία της παγκόσμιας Ιστορίας, η βία είναι άχρηστη. Κανείς μαρξιστής δεν πρόκειται να κλέψει καμιά κάλπη από κανένα Κοινοβούλιο. Έ χει σύμμαχο την ειρωνία της παγκόσμιας
Ιστορίας. Οι προλετάριοι βγάζουν ήδη τη γλώσσα τους στους αστούς, όχι μόνο για να τους μιλήσουν στο Κοινοβούλιο αλλά και για να παίξουν με τον τρόμο τους. Το ξέρουμε απ’ τον Μαρξ: Η αστική τάξη κλώθει μόνη της το σκοινί με το ο ποίο θα κρεμαστεί. Αργά ή γρήγορα δεν έχει σημασία. Σημα σία έχει πως οι μαρξιστές παίζουν ολοένα και μικρότερο ρό λο στο κλώσιμο του σκοινιού που λέγαμε! Δεν είναι ανάγκη να σκοτώσεις κάποιον που είναι έτοιμος να αυτοκτονήσει. Και η αστική τάξη μπήκε στην αυτοκτονική της φάση από τό τε που άνοιξε τις πόρτες του Κοινοβούλιοΰ της στους μαρξι στές. Δηλαδή από τότε που κατάλαβε πως δεν μπορεί να ξεπεράσει τις ενδογενείς αντιφάσεις της, γιατί δεν είναι αποκομένη απ'· την κονωνική ολότητα. Ο μαρξισμός δεν έπεσε απ’ τον ουρανό. Βγήκε μέσα απ’ τα σπλάχνα της αστικής τάξης με καισαρική τομή. Θα μπορούσε να βγει και χωρίς καισαρική τομή, με φυσιολογικό τοκετό: Δεν δημιούργησε ο Μαρξ τους νόμους της ιστορικής εξέλι ξης. Απλώς, τους επεσήμανε μέσα στην κοινωνία. Δεν έφκιαξε ο Νεύτων τους νόμους της βαρύτητας. Απλώς, τους επε σήμανε μέαα στη φύση. Και χωρίς τον Μαρξ η Ιστορία θα κι νούνταν προς την ίδια κατεύθυνση, αλλά με πολύ πιο αογούς ρυθμούς: Χωρίς τον Μαρξ η αστική τάξη θα χρειαζόταν ίσως πολλές εκατοντάδες χρόνια για να πλέξει το σκοινί που λέ γαμε. Χάρις στον Μαρξ βλέπουμε τώρα με αγαλλίαση το σκοινί που λέγαμε να πλέκεται με πολύ γρήγορους ρυθμούς. Μια ψυχή που είναι να βγει, ας βγει το γρηγορότερο. Αυτή είναι η απλή λογική της επανάστασης. Μ’ άλλα λόγια η επα νάσταση προσφέρει στον καπιταλισμό την ...ευθανασία. ’Αλλωστε, πως θα μπορούσε να σκοτώσει κανείς τη γριά μάνα του; Τον μαρξισμό τον γέννησε ο καπιταλισμός. Όπως τον Ισαάκ τον γέννησε ο Αβραάμ, κατά τον βιβλικό μύθο. Για να χρησιμοποιήσουμε αριστοτελική ορολογία, ο μαρξισμός είναι έννοια είδους σε σχέση με τον καπιταλισμό που είναι έν νοια γένους. Δεν θα υπήρχε ο μαρξισμός αν δεν προΟπήρχε ο καπιταλισμός. Ο μαρξισμός είναι "γνήσιο τέκνο της ανά γκης", για να θυμηθούμε τον Βάρναλη. Δεν είναι καπρίτσιο κάποιων φαντασιόπληκτων. Τώρα αν μερικοί δεν θέλουύ να κατανοήσουν την έννοια της ιστορικής αναγκαιότητας, τόσο ίο χειρότερο για την αναγκαιότητα: Της δημιουργούν πρόσκαιρα προσκόμματα.
Όπως, για παράδειγμα, το πλειοψηφικό. 'Η, η φασιστική δικτατορία, στην περίπτωση που το πλειοψηφικό αποδειχτεί μη αποτελεσματικό σαν φράγμα οτην είσοδο των ανεπιθά μητων στο αστικό Κοινοβούλιο. Που όσο υπάρχει θα είναι το υπέρτατο σύμβολο της ειρωνίας της παγκόσμιας Ιστορίας. Ίσα ίσα για να γελούν της γης οι κολασμένοι. Μαζί με κάθε πικραμένο. Πράγματι, είναι εξόχως κωμικό απ' τη μια να χαίρεσαι και να καμαρώνεις για το Κοινοβούλιό σου και τη Δημοκρατία σου κι απ' την άλλη να μην μπορείς να περιμαζέψεις τα δαιμόνια που ο ίδιος ξαμόλυσες, και να την παθαίνεις σαν τον μοθητευόμενο μάγο. Το Κοινοβούλιο ή θα είναι ανοιχτό για όλους ή κλειστό για όλους. Οι μισάνοιχτες τώρα για τους "ανατραπείς" πόρτες δεν είναι ωστόσο κλειστές πόρτες. Έτσι και μισανοίξεις την πόρτα σου στον "κλέφτη" θα μπουκάρει για τα καλά. Το πρό βλημα είναι να μην μισανοίξεις την πόρτα του Κοινοβου λίου, γιατί έτσι θο τρυπώσει η ειρωνία της Ιστορίας. Βέβαια, μπορείς και να ξανακλείσεις την πόρτα αν προλά βεις. Αλλά μ’ αυτό το άνοιξε-κλείσε, οι αστοί θα γίνουν τελι κά ρεζίλι των σκυλιών. Δεν μπορείς μια ν* ανοίγεις την πόρτα με την κοινοβουλευτική Δημοκρατία και μια να την κλείνεις με τη φασιστική δικτατορία. Η πόρτα του Κοινοβουλίου δεν είναι όμοια με την πόρτα του χρηματοκιβωτίου, που την ανοίγει μόνο ο νοικοκύρης, ύστερα από μια σειρά συνδυασμών στην κλειδαριά. (Σια ιταλικά, ο συνδυασμός λέγεται κομπ'ινα). Η πόρτα του Κοινοβουλίου είναι περιστρεφόμενη σαν αυτές των δημοσίων χώρων. Ο ένας μπαίνει, ο άλλος βγαίνει. Μπορεί to κυκλοφοριακό ρεύμα σήμερα να είναι μεγαλύτερο απ* την δεξιά πλευρά. Αλλά τίποτα δεν αποκλείει μια αντι στροφή του ρεύματος. Και, εν πόση περυττώσει, όταν μπεις από μια πόρτα πρέπει και να βγεις κάποτε, είτε απ' την ίδια πόρτα είτε απ* την προορισμένη για το βγάλσιμο των σκουπιδιών στο δρόμο. Το από πού θα μπεις καί πως θα βγεις δεν είναι μόνο πρόβλημα επιλογής. Είναι και θέμα ουγκυρίας. Γραμματολογικά και λογικά, η πρόταση "βγαίνω βουλευ τής" μπορεί να σημαίνει είτε μπαίνω στη Βουλή είτε βγαίνω απ' τη Βουλή. Το σίγουρο είναι ότι δεν μπορείς να μεταφέρεις στη Βουλή το κρεβάτι σαυ Το πολύ-πολύ να μεταφέρεις εκεί το περίστροφό σου, είτε για να σκοτώσεις είτε για ν* αυτοκτονήσεις.
Ωστόσο, το mo σημαντικό είναι να μην ξεχάσεις το μυαλό σου στο καφενείο της Βουλής. Αν, φυσικά, δεν το έχεις ξεχάσει στην κοιλιά της μάνας σου. Οπότε, τρέχα γύρευε το! Όσο για το πολύ χρήσιμο στους βουλευτές όργανο που λέ γεται γλώσσα, υπάρχουν μερικοί απ’ αυτούς που γλώασα έ χουν και μιλιά δεν έχουν, οι καημένοι. Κι σς έγινε το παρλα μέντο για να παρλάρουν, κι όχι μόνο για να ψηφίζουν βουβοί. Δεν πειράζει, ωστόσο, που ψηφίζουν βουβοί. Τούτη η ειρω νία είναι η μικρότερη ειρωνία της παγκόσμας Ιστορίας. (Έ χει και συνέχεια). 19 Matou 1985
22.
ΜΙΑ Λ1ΙΜΟΚΡΛΤΙΛ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΡΕΠΟΥΜΠΛΙΚΑ
Οι αναρχικοί παλιότερα και σήμερα οι γκοσίστες (η αρι στερά της αριστερός, η άκρα αριστερά) ήταν και συνεχίζουν να είναι δηλωμένοι εχθροί του κοινοβουλευτικού συστή ματος διακυβέρνησης. Ό χι γιατί δεν πιστεύουν στη Δημοκρα τία, αλλά το αντίθετο, διότι πιστεύουν σ’ αυτήν φα νατικά και με τρόπο μάλλον δογματικό. Ωστόσο, έχουν δίκιο όταν λεν πως οι "εκπρόσωποι του λαού" δεν είναι ο λαός και ότι το αντιπροσωπευτικό (κοινοβουλευτικό) σύστημα δεν αντιπροσωπεύει παρά κάποιες τάξεις και κάποια κοινωνικά στρώματα που κυριαρχούν στην κοινωνικοοικονομική ζωή σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή. Κατά τον Μπλανκί και τον Προυντόν δεν μπορεί να γίνεται λόγος για Δημοκρατία, όταν σ ’ αυτήν δεν έχουν αποφασιστικό λόγο και οι μειοψηφίες. Πολύ περισσότερο δεν μπορεί να γίνεται λόγος για Δημοκρα τία όταν κάποιες μειοψηφίες κρατούνται σταθερά εκτός Κοι νοβουλίου. Αλλά και εκπροσώπους στο Κοινοβούλιο να είχαν αυτές οι μειοψηφίες, πάλι θα μειοψηφούσαν στις εντός Βουλής ψη φοφορίες. Ακόμα και στην περίπτωση που οι εκλογές γίνονται με αμιγές αναλογικό σύστημα, οι εντός της Βουλής αποφάσεις παίρνονται με πλειοψηφικό σύστημα. Έτσι, η πλείοψηφια επιβάλλει τελικά τις απόψεις της στη μειοψηφία, και η μειο ψηφία δεν έχει καμιά πιθανότητα να επιβάλλει τις απόψειςτης παρά μόνο όταν κι αν γίνει πλείοψηφια. Οπότε, θα επανεγκαθιδρύσει το αρχικό μοντέλο της καταπίεσης της μειοψη φίας απ’ την πλείοψηφια. Μόνο που τώρα μειοψηφία θα είναι η πρώην πλείοψηφια.
Ό μως, σε μία Δημοκρατία, δεν έχει νόημα να αλλάζουν βάρδιες οι εκάστοτε πλειοψηφούντες καταπιεστές, αλλά να συναποφασίζουν απαξάπαντες, όπως στην αρχαία Αθηναϊ κή Δημοκρατία, που παραμένει το τέλειο μοντέλο Δημοκρα τίας. Γιατί αλλιώς θα υπάρχει πάντα μια μειοψηφία που υπο κύπτει στη θέληση μιας πλειοψηφίας. Η αχίλλειος πτέρνα του δημοκρατικού κοινοβουλευτικού συστήματος είναι ο σε βασμός της βούλησης των μειοψηφιών. Το πρόβλημα λοιπόν, θα παραμείνει άλυτο, όσο οι μειοψηφίες δεν μετέχουν τόσο στη νομοθετική εξουσία (Βουλή) όσο και στην εκτελεστική εξουσία (κυβέρνηση). Και δεν υπάρχει καμιά περίπτωση να λυ θεί το πρόβλημα στα πλαίσια του υπάρχοντος κοινοβουλευτι κού συστήματος, που στηρίζεται στην αρχή της πλειοψηφίας, δηλαδή στην επιβολή της βούλησης των πολλών πάνω στους λίγους. Που επειδή είναι λίγοι δεν σημαίνει πως δεν έχουν και βούληση. Μ’ άλλα λόγια , πρέπει να ξεχάσουμε τον αρχαιοελλη νικό όρο Δημοκρατία και να τον αντικαταστήσουμε και μεις, όπως οι Ευρωπαίοι, με τον λατινικό όρο Ρεπούμπλικα, που ση μαίνει περίπου διαχείρηση των δημοσίων πραγμάτων (ρες πούμπλικα) με τρόπους ποικίλους, μικτούς και συνεχώς μετα βαλλόμενους. Δεν είμαστε δημοκράτες, είμαστε ρεπουμπλικάνοι που παριστάνουν τους δημοκράτες. Η Δημοκρατία γεννήθηκε και πέθανε στην αρχαία Αθήνα. Αναστήθηκε έκτοτε- μια και μοναδική φορά στη Γαλλία του 1871, στη διάρκεια της Κομούνας του Παρισιού. Αλλά δεν έζησε πολύ. Την έστησε στο εκτελεστικό απόσπασμα ο Θιέρσος, που σαν γνήσιος αστός λάτρευε τη Ρεπούμπλικα, (φορώντας την στραβά) και φοβούνταν τη Δημοκρατία, δηλαδή την εξουσία του Δήμου (του λαού). Οι αναρχικοί και οι γκοσίστες, λοιπόν, αγωνίζονται επί ματαίω, γιατί είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο πως η γνήσια Δημοκρατία δεν είναι το αρμόζον σε ευρείς κοινωνικούς σχηματισμούς κυβερνητικό σύστημα. Ο Αριστοτέλης παρατηρεί πως η Δημοκρατία δε μπορεί να λειτουργήσει σε πλαίσια ευρύτερα απ' αυτά του Δή μου. Αλλά αδυνατούμε να φανταστούμε τη νεκρανάσταση του Δήμου-Κράτους σε μια εποχή με ακατάσχετη διευρυντική και ενοποιητική διοικητική τάση. Η δικτατορία, πρέπει να το πούμε όσο και αν φαίνεται κυνικό, θα γίνεται ολοένα και περισσότερο αναγκαία. Και στο μέλλον οι άνθρωποι, όταν
καλούνται στις κάλπες, θα καλούνται για να εκλέξουν τον δικτάτορά τους, όπως γίνεται από πολλά χρόνια τώρα στη "Δημοκρατία" του Μεξικού. Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι η δικτατορία καθ' εαυτήν, αλλά το είδος της δικτατορίας! Αστική; Μικροαστική; Φασι στική (μεγαλοαστική και μικροαστική ταυτόχρονα); Προ λεταριακή; Διαλέγεις και παίρνεις, από μια μεγάλη σειρά δικτατοριών. Η "ελεύθερη δύση" διάλεξε την πιο πονηρή μορφή δικτα τορίας, τη δικτατορία της πλειοψηφίας που εκτός του ότι πετάει στο περιθώριο της εξουσίας τις μειοψηφίες, "κατασκευά ζει" τις πλειοψηφίες με τρόπους περισσότερο δημαγωγικούς και λιγότερο ουσιαστικούς και ανταποκρινόμενους στον πραγ ματικό συσχετισμό των κοινωνικών δυνάμεων. Η Κομούνα του Παρισιού (1871) προμήθευσε στον Μαρξ ένα τέλειο μοντέλο καθαρής Δημοκρατίας, ανάλογο μ’ αυτό της αρχαίας αθηναϊκής. Το σύστημα των Σοβιέτ (συμβουλίων) που δημιουργήθηκε αργότερα στηρίζεται στην εμπειρία της Κομούνας. Αλλά όπως και η Κομούνα τα Σοβιέτ δεν μα κροημέρευσαν, και στη Σοβιετική Ένωση απόμειναν σχεδόν μόνο στην επωνυμία του κράτους. Πώς είναι δυνατό να κυ βερνηθεί ένα τεράστιο κράτος με επιτροπές σε κάθε εργοστά σιο, σε κάθε γειτονιά, σε κάθε στρατιωτική μονάδα; Τα Σοβιέτ είναι η τέλεια Δημοκρατία, αλλά κατάρρευσαν λόγω ...τελειό τητας. Το "Κράτος και Επανάσταση" του Λένιν είναι σχεδόν ένας επιτάφιος θρήνος για τούτη την αυτόματη κατάρρευση των Σοβιέτ. Λέμε αυτόματη, γιατί κανείς δεν κατάργησε τα Σοβιέτ στη Σοβιετική Ένωση. Απλώς, όταν ξεθύμανε ο επαναστατικός ενθουσιασμός τα Σοβιέτ άρχισαν να λειτουρ γούν ολοένα και πιο υποτονικά. Το καινούργιο φτωχό και περιπεπλεγμένο κράτος έπρεπε να βρει τρόπους να συγκρο τηθεί και να επιβιώσει. Και τους βρήκε στον αυταρχισμό και τη γραφειοκρατία. Αν τα Σοβιέτ λειτουργούσαν αποτε λεσματικά όπως πολύ το ήθελε ο Λένιν, ο σταλινισμός θα ή ταν περιττός. Η "ειρωνία της Ιστορίας", όπως λέει ο Ένγκελς, έκανε την εμφάνισή της ακόμα μια φορά. Για να καταλάβει κανείς πώς και γιατί κατάρρευσε το σο βιετικό σύστημα διακυβέρνησης (το σύστημα διακυβέρνησης που στηρίζεται σε ένα πλήθος επιτροπών που αποφασίζουν για τα πάντα και προτείνουν τα πάντα, σα μια διαρκής "διάχυ
τη" Βουλή που συνεδριάζει συνεχώς), δεν έχει παρά να φέρει στο νου του κάποιο σωματείο του οποίου υπήρξε μέλος: Όταν το σωματείο είναι καινούργιο, όλοι κινητοποιούνται κι όλοι δουλεύουν. Σιγά-σίγά όμως τα περισσότερα μέλη αδρανοποιούνται και την "εξουσία" αναλαμβάνει μια ομάδα ανθρώπων πού δεν ανήκουν αναγκαστικά στα πιο επίλεκτα μέλη του σωματείου. Συχνά, μάλιστα, τη διοίκηση αναλαμβά νουν είτε οι αργόσχολοι είτε οι ανίκανοι που προσπαθούν να πάρουν απ' το σωματείο το κύρος που τους λείπει. Λοιπόν, η Δημοκρατία χρειάζεται δημοκράτες, όπως ακρι βώς η σκορδαλιά χρειάζεται σκόρδο. Είναι περιττό να συζη τάμε περί Δημοκρατίας όταν στον κοινωνικό περίγυρο κυριαρ χεί το βλακώδες και καταστροφικό σλόγκαν "ο σώζων εαυτόν σωθήτω", ή όταν απ' το σχολείο ακόμα μας μαθαίνουν να "κοι τάμε τη δουλειά μας" και να "μη χώνουμε τη μύτη μας πα ντού". Η Δημοκρατία, όμως, χρειάζεται ανθρώπους που δεν κοιτάν τη δουλειά τους μόνο και που χώνουν τη μύτη τους παντού. Μα παντού, με μια πλήρη και υποδειγματική "αδια κρισία". Στη Δημοκρατία δεν υπάρχουν στεγανά ανάμεσα στο "ιδιωτικό" και το "δημόσιο". Δεν εννοούμε, βέβαια, τη βίαιη κατάργηση των ορίων ανάμεσα στον ιδιωτικό και το δη μόσιο βίο από κάποιον δικτάτορα. Εννοούμε μια τέτοια κατά σταση γνησιότητας και εντιμότητας στον ιδιωτικό βίο, που να μην φοβάται κανείς πως η δημοσιοποίηση του ιδιωτικού θα τον βλάψει. Κανείς δεν θα φοβηθεί τη μύτη του γείτονα, που θα τη χώσει τυχόν αδιάκριτα στα άδυτα του ιδιωτικούμας βίου, όταν ο ιδιωτικός μας βίος είναι τόσο καθαρός που ο γείτονας που λέγαμε δε θα χρειαστεί ισχυρό απορ ρυπαντικό για να την ξεβρωμίσει. Ο αυστηρός διαχωρισμός του "ιδιωτικού" απ' το "δημό σιο" είναι το σήμα κατατεθέν του αστισμού. O l πρωτόγονες φυλετικές "δημοκρατίες" αγνοούν το διαχωρισμό αυτό. Τον αγνοούν όμως και οι "καθαρές" και αμιγείς Δημοκρατίες, όπως η αθηναϊκή. Έφτασαν μέχρι τις μέρες μας τόσο πολλές λεπτομέρειες για τις σχέσεις του Σωκράτη με την Ξανθίππη και του Περικλή με την Ασπασία, χωρίς τη μεσολάβηση του κοτσομπολιού της εποχής, που είναι να απορείς για το ήθος των αρχαίων προγόνων μας: Δεν έπαιρναν κανένα μέτρο για να προφυλλάξουν την ιδιωτική τους ζωή, ακόμα και στην πε ρίπτωση που δεν θα μπορούσαν να είναι ιδιαίτερα περή-
φανοί για το ποιόν της ιδιωτικής τους ζωής. Σήμερα, φτάσαμε να ζητούμε καταναγκαστικά και δια νό μου από κάποια δημόσια πρόσωπα να μας αποκαλύπτουν λίγα μόνο από τα πολλά μυστικά του ιδιωτικού τους βίου. Έπρεπε λοιπόν να ρωτήσει ο νομόθέτης τον ψευτοδημοκρά τη "πόθεν έσχες;" για να τον υποχρεώσει να αποκαλύψει τις πηγές των εισοδημάτων του; Αν οι πηγές αυτές ήταν καθόλα νόμιμες και τίμιες η ερώτηση θα ήταν περιττή. Το "πόθεν έσχες" εξυπακούει μια άλλη, περισσότερο αδιάκριτη ερώ τηση: Μήπως "έσχες" με ιδιωτικό τρόπο ανέντιμο καιαναρμόζοντα σε δημόσιο άνδρα; Αλλά αν ζητούμε από τους δημόσιους άνδρες να προσκο μίζουν τεκμήρια για την εντιμότητά-τους, γιατί να μην ζητού με τα ίδια τεκμήρια και από άνδρες που ούτε είναι, ούτε πρό κειται να γίνουν δημόσιοι, και που προτιμούν τη σκοτεινιά του ιδιωτικού; Άλλωστε, στο αστικό καθεστώς ο δημόσιος άνδρας προΐσταται ιδιωτών. Λοιπόν, κατά ποια λογική οι προϊστάμενοι πρέπει να είναι και να φαίνονται έντιμοι (σαν τη γυναίκα του Καίσαρα) και οι υφιστάμενοι {οι ιδιώτες) να ι διωτεύουν ανεξέλεγκτα; Έ χει κανένα νόημα να είσαι έντιμος και να προϊστασαί ανέντιμων, πολύ περισσότερο όταν σε εκλέγουν και σε προωθούν οι ανέντιμοι του ιδιωτικού παρα σκήνιου; Μήπως, τελικά, το "πόθεν έσχες" λειτουργεί σαν α ποσμητικό σε μια γενικευμένη βρωμιά; Βέβαια, καλά είναι τα αποσμητικά αλλά καλύτερο είναι το σαπούνι. Λοιπόν, την αστική Δημοκρατία πρέπει να την πλύνουμε, να τη λευκάνουμε και να την απολυμάνουμε. Και να μην ξε χύσουμε να χρησιμοποιήσουμε απορρυπαντικό που καθαρίζει και τους "βιολογικούς λεκέδες". Το πιο ισχυρό απορρυπαντικό, που καθαρίζει με την πρώτη και τους πιο δύσκολους λεκέ δες είναι, βέβαια, το ...εκτελεστικό απόσπασμα. Όμως πριν φτάσουμε σε τέτοιες ακραίες, άκομψες και αντιαισθητικές λύσεις καλό είναι να εξαντλήσουμε όλα τα υπάρχοντα στην αγορά απορρυπαντικά: Απεργίες, διαμαρτυρίες, διαβήματα, διακηρύξεις, άρθρα, μελέτες, προκηρύξεις και κυρίως είσο δο στη Βουλή όσο το δυνατόν περισσότερων έντιμων βουλευ τών, που δεν θα προέρχονται από ανέντιμες εξ ορισμού κοι νωνικές τάξεις. Ol σχολαστικά εκλεγμένες και απόλυτα σίγουρες "αποκα λύψεις" για την ιδιωτική ζωή των δημοσίων ανδρών δεν είναι.
βέβαια, ορθόδοξος τρόπος για κοινωνικούς αγώνες. Αλλά μήπως είναι ορθόδοξος ο τρόπος που το ιδιωτικό ενδύεται το μανδύα του δημόσιου, και προτείνεται ως "Δημοκρατία" τη στιγμή που δεν είναι παρά Ρεπού μηλικά, και μάλιστα ρεπούμπλικα λιγδιασμένη και τρύπια; Έχουμε, λοιπόν, την ανορθό δοξη και επικίνδυνη γνώμη (το ζειν και σκέπτεσθαι επικινδΰνως αρέσει πολύ στον γράφοντα) πως είναι χρήσιμο για τη Δημοκρατία το σκάλισμα στην κοπριά της ιδιωτικής ζωής. Η γελοιοποίηση και η διαπόμπευση ήταν πάντα πολύ αποτε λεσματικός τρόπος σωφρονισμού για όποιους διατηρούν κάποια ίχνη ευαισθησίας και δεν κατάντησαν τόσο χοντρό πετσοι, που το δέρμα τους να έχει γίνει σκέτο ...αλεξίσφαιρο. Δεν αρνούμαστε πως η παραπάνω πρόταση είναι ...σταλινι κής εμπνεύσεως. Όμως, στη δική μας δημοκρατική παραλ λαγή δεν εξυπηρετεί τη "δικτατορία του προλεταριάτου" (είναι αμφίβολο αν υπάρξει ποτέ εδώ τέτοια δικτατορία) αλλά το ιδανικό της αρχαιοελληνικής Δημοκρατίας. Η οποία πρέσβευε πως δεν μπορεί να είσαι ιδιωτικά ανέντιμος και δημόσια έντιμος. Ή είσαι έντιμος και στον ιδιωτικό και στο δημόσιο βίο σου, ή δεν είσαι πουθενά. Ένα καθαρματάκι που αποχτάει αξιώματα, τρέχα γύρευε με ποιους ιδιωτικούς τρόπους, κουβαλάει τον καθικισμό του παντού, όπου βρεθεί κι όπου σταθεί. Το ήθος δεν είναι καπέλο που το κρεμάς στην κρεμάστρα μόλις μπεις στο σπίτι σου, και το φοράς ό ταν βγεις στο δρόμο για να πας στη Βουλή, ή όπου αλλού σε στέλνει η καθόλα νόμιμη απαίτησή σου να υπηρετήσεις την κοινωνική ομάδα — έστω κι αν αυτή η ομάδα δεν είναι παρά η εκμεταλλεύτρια τάξη. Σε μια γνήσια αστική Δημοκρατία δε μπορούμε να αφαιρέσουμε απ’ αυτή την τάξη το δικαίω μα να θέλει να παραμείνει εκμεταλλεύτρια. Άλλω στε, όλοι θα μπορούσαν να φορέσουν μια ρεπούμπλικα. Όμως, όλοι δεν θα μπορούσαν να φορέσουν μια τραγιάσκα. Βέβαια, δεν είναι κομψό να πηγαίνεις με τραγιάσκα ούτε στη δεξίωση ούτε στη Βουλή. Αλλά σάμπως είναι κομψό να περιοδεύεις από εκκλησία σε εκκλησία και να βαφτίζεις α βέρτα, όχι για να ξορκίσεις τον δαίμονα απ' τον νεοφώτιστο χριστιανό (ποιος νοιάζεται, πια, για τον διάβολο που κάνει βουτιά στα ρηχά της κολυμβήθρας), αλλά για να ευμενίσεις τους δαιμόνιους ψηφοφόρους σου, που αντιλαμβάνονται τη Δημοκρατία σαν τρόπο και μέσο να διοριστεί ο γιος κλητή
ρας στην Τράπεζα και η κόρη δακτυλογράφος στο Ειρηνο δικείο; Αν πράγματι το μήλο πέφτει κάται απ' τη μηλιά — k l αυτό δεν μπορούμε να το αμφισβητήσουμε γιατί έτσι ανακάλυψε ο Νεΰτων τους νόμους της βαρύτητας- τότε και οι βουλευτές πέφτουν κάτω από το βουλευτοπαραγωγικό σώμα των ψηφο φόρων τους. Για την ποιότητα του μήλου δεν ευθύνεται τό σο το μήλο, όσο η μηλιά. Και οι μηλιές της Ελλάδας παρά γουν τα ...γνωστά φιρίκια. Δεν μπορούμε να ζητάμε "άλλη γεύση" όταν δεν εννοούμε να μσολιάσουμε τη μηλιά με μια μικρή έστω δόση γνήσιας δημοκρατίας, κι όταν τη χρησιμο ποιούμε μονΐμως για να κρεμάμε' τη ρεπούμπλικά μας, όταν δεν κρεμάμε το φέσι μας που μας το πέρασαν μέχρι τ ’ αυτιά. 2 Ιουνίου 1985
23. ΦΙΛΟΞΕΝΟΥΜΕΝΟΙ ΣΤΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΕΧΘΡΟΥ
Το κοινοβουλευτικό σύστημα το δημιούργησε η αστική τάξη σαν αντίρροπο και αντίβαρο στην αυταρχικότητα της εκτελεστικής εξουσίας (της κυβέρνησης}: Έπρεπε να βρεθεί τρόπος ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί του να μην κάνουν ό,τι θέλουν. Όπως παλιότερα λογοδοτούσαν στο μονάρχη, τώρα λογοδοτούν στους "εκπρόσωπους του έθνους". Όμως, από το 1930 περίπου και μετά, και παρά την ήδη σωρευμένη μεγάλη κοινοβουλευτική πείρα στις περισσότε ρες χώρες του κόσμου, οι κυβερνήσεις αρχίζουν να μην πολυλογαριάζουν το Κοινοβούλιο, και να ενεργούν λίγο πολύ ερήμην του. Πράγματι, το κοινοβουλευτικό σύστημα μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά μόνο κάτω απ’ το παρα δοσιακό φιλελεύθερο αστικό καθεστώς του "λεσέ φερ", όπου το κράτος περιορίζεται στον διαιτητικό του ρόλο και αφήνει το κεφάλαιο να κάνει (αυτό σημαίνει "λεσέ φερ"} ό,τι το βολεύει. Όμως όταν οι κυβερνητικές αποφάσεις είναι πολλές και παίρνονται βιαστικά το Κοινοβούλιο δεν μπορεί να ασκήσει αποτελεσματικό έλεγχο. Κι έτσι, η εκτελε στική εξουσία αρχίζει να αυτονομείται και πάλι, όπως πριν από την εμφάνιση του κοινοβουλευτικού συστήματος (το 1683 στην Αγγλία και το 1814 στη Γαλλία}. Τώρα πια διορίζονται και εξωκοινοβουλευτικοί υπουργοί, πράγμα ακατανόητο για τον γνήσιο παραδοσιακό κοινοβου λευτισμό όπου ο κάθε υπουργός πρέπει να είναι και βουλευ τής. Φυσικά, κάθε διορισμός εξωκοινοβουλευτικού υπουρ γού επικυρώνεται απ' τη Βουλή. Αλλά η ανάγκη "στρατολόγησης" κυβερνητικών στελεχών και έξω απ’ τη Βουλή δηλώ
νει την αδυναμία της κυβέρνησης να κάνει αποτελεσματική δουλειά χωρίς την επικουρία ειδικών και τεχνοκρατών, κυ ρίως οικονομολόγων. Και τούτοι οι επαγγελματίες είναι κατά το μάλλον και ήττον αδιάφοροι για την ουσία της πολιτικής της κυβέρνησης, την οποία υπηρετούν σαν μισθοφόροι. Κατά τον Τζ. Μπάρναμ ("Η επανάσταση των διευθυντών", μετάφραση Τάκη Κονδ ύλη, έκδοση Κάλβος) μπήκαμε ήδη σε μια εποχή που τον κόσμο θα τον κυβερνούν οι μάνατζερ κι όχι οι πολιτικοί. Ήδη σήμερα, κανείς υπουργός δεν μπορεί να υπουργεύει χωρίς το σμήνος των συμβούλων του και των μονίμων ανώτε ρων στελεχών του υπουργείου του. Έτσι εξηγείται και η ευχέρεια με την οποία οι υπουργοί αλλάζουν υπουργεία κάθε τόσο: Έχουν μεταβληθεί σε τοποτηρητές της κεντρι κής εξουσίας και δεν μπορούν να κάνουν τίποτα χωρίς την ενεργό συμμετοχή των ειδικών και των μόνιμων ανωτέρων υπαλλήλων του υπουργείου. Αλλά κοινοβουλευτισμός με προεξάρχοντες στη διακυ βέρνηση τους μάνατζερ δεν νοείται. Γιατί οι Διευθυντές όποτε θέλουν μπορούν να ...επαναστατήσουν, ή να απεργήσουν, ή να χρηματιστούν, ή απλά να κάνουν το κέφι τους, οπότε η κυβερνητική πολιτική πάει περίπατο. Η Αλλαγή, η όποια αλλαγή, σκοντάφτει κατ' αρχήν στους Διευθυντές. Δηλαδή, στους γραφειοκράτες, που τείνουν να συγκροτηθούν σε μια ξεχωριστή κοινωνική τάξη, με τα δικά της συμφέροντα. Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες, το Κοινοβούλιο ολοένα και περισσότερο περιορίζεται στο "να παράγει λόγια για την εξαπάτηση του κοσμάκη", όπως λέει ο Λένιν στο "Κράτος και Επανάσταση". Πάλι ο Λένιν, στο ίδιο οριακό έργο του, επισημαίνει τον κίνδυνο από μια άνευ όρων αποδοχή του κοι νοβουλευτισμού: "Υπουργοί και εξ επαγγέλματος πολιτικοί ημιμαθείς σοσιαλιστές καί προδότες του προλεταριάτου εγκατάλειψαν σήμερα κάθε κριτική του κοινοβουλευτισμού στους αναρχικούς". Ωστόσο, ο Λένω ποτέ δεν ήταν εχθρός του κοινοβουλευτι σμού. Απλώς κρατούσε απέναντι του μια στάση κριτική: Ήξερε πως οι βασικές κοινωνικές συγκρούσεις δεν λύνονται στο Κοινοβούλιο. (Ούτε η αστική τάξη που το δημιούργησε λύνει σήμερα τις κύριες ενδοταξικές διαφορές της στο Κοι νοβούλιο, όπως γίνεται φανερό από τη μετάθεση των κέντρων
εξουσίας στους ειδικούς και την αυξανόμενη εξουσιαστική σημασία των "ομάδων πίεσης" των γνωστών "λόμπυ"). Ήξερε, όμως, ακόμα ο Λένιν πως το Κοινοβούλιο, όσο πλημελώς κι αν λειτουργεί, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν μέσο διάδοσης κάποιων ιδεών που, βέβαια, δεν είναι οι ιδέες της αστικής τάξης που δημιούργησε το Κοινοβούλιο για τα συμφέροντάτης. Όπως έλεγαν οι Γερμανοί Σπαρτακιστές, οι αστοί χρησιμοποιούν το Κοινοβούλιο για να κάνουν τη δουλειάτους, οι σοσιαλιστές για να επηρεάζουν τις άρχουσες τάξεις, και οι κομουνιστές για να επηρεάζουν τις μάζες. Μ’ άλλα λόγια το Κοινοβούλιο είναι χρήσιμο για όλον τον κόσμο — αλλά όχι με τον ίδιο τρόπο για όλες τις κοινωνικές τάξεις. Ο Μαρξ δεν μίλησε για τη θέση που πρέπει να κρατούν οι κομουνιστές απέναντι στον κοινοβουλευτισμό. Απλώς, θεωρούσε το Κοινοβούλιο ξεπερασμένο ιστορικά θεσμό για την ίδιο την αστική τάξη που το δημιούργησε, καιπροέβλεψε προφητικά πως η αστική τάξη ολοένα και περισσότερο θα απομακρύνεται απ’ τον κοινοβουλευτισμό και θα καταφεύγει σε συνεχώς και περισσότερο αυταρχικούς τρόπους διακυβέρ νησης, Για τον Μαρξ, το Κοινοβούλιο έπαιξε τον ιστορικό του ρόλο που οι αστοί του έταξαν να παίξει, και στο μέλλον θα παραχωρήσει τη θέση του σε μια ανοιχτή δικτατορία της αστι κής τάξης. Ο Μαρξ δεν είδε, βέβαια, τον φασισμό. Όμως, τον διείδε. Και προέβλεψε πως, υπό καπιταλιστικό καθεστώς, η διάδοχος της κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας κατάσταση θα είναι η φασιστική δικτατορία όπως θα λέγαμε με σύγχρο νη ορολογία. Ο Ένγκελς, που έζησε για να δει την θεαματική ανάπτυξη του κοινοβουλευτισμού, αντιμετώπιζε με μεγαλύτερη απ’ τον Μαρξ συμπάθεια την πιθανότητα μιας ανάμιξης των κο μουνιστών στην κοινοβουλευτική ζωή κάθε χώρας όπου υ πάρχει Κοινοβούλιο. Πίστευε πως η πετυχημένη εκμετάλλευ ση της καθολικής ψηφοφορίας αποτελεί μια νέα μορφή ταξι κού αγώνα, που δεν πρέπει να την περιφρονήσουν οι κο μουνιστές σαν αστική. Ο Λένιν, πάντα προσεκτικός και λεπτολόγος στις κρίσειςτου για ένα σύστημα διακυβέρνησης, το κοινοβουλευτικό που, βέβαια, δεν είναι αυτό που ονειρεύεται ο μαρξισμός, λέει στο "Κράτος και Επανάσταση” που είναι το κύριο σημείο αναφοράς στο σημερινό κείμενό μας: "Να αποφασίζεται μια
φορά το χρόνο ποιο απ' τα μέλη της κυρίαρχης τάξης θα κα ταπιέσει το λαό δια του Κοινοβουλίου, αυτή είναι η πραγμα τική ουσία του μικροαστικού κοινοβουλευτισμού, όχι μόνο στις κοινοβουλευτικές και συνταγματικές μοναρχίες, αλλά και στα δημοκρατικά πολιτεύματα". Συμπληρώνει, όμως, παρακάτω: "Χωρίς τους αντιπροσω πευτικούς θεσμούς δεν μπορούμε να φανταστούμε μια Δημο κρατία, ακόμα ούτε μια προλεταριακή Δημοκρατία. Αλλά μπο ρούμε και πρέπει να σκεφτούμε μια Δημοκρατία χωρίς κοινο βουλευτισμό, αν η κριτική μας κατά της καπιταλιστικής κοι νωνίας δεν είναι κούφια λόγια". Μ’ άλλα λόγια, δεν είναι το αντιπροσωπευτικό σύστημα διακυβέρνησης που καταδικάζει ο μαρξισμός. Είναι το ψευδοαντιπροσωπευτικό, όπου οι "εκπρόσωποι του λαού" εκπροσω πούν ξεχωριστές τάξεις με χωριστά συμφέροντα κι όχι το λαό στο σύνολό του. Άλλωστε, ο αστικός σολιψισμός μας κάνει να πιστεύουμε πως ο αστός βουλευτής δεν εκπροσωπεί στην πραγματικότητα ούτε καν την τάξη του. Εκπροσωπεί, στις περισσότερες περιπτώσεις, μόνο τους κουμπάρους του, τα βαφτιστήρια του, τα ξαδέρφια του, και κυρίως, κυριότατα, τους άμεσα συνδεδεμένους με τα προσωπικά του συμφέροντα. Η αστική τάξη δεν είναι συγκροτημένη τάξη με σαφή ταξική συνείδηση. Είναι ένα σύμφυρμα ιδιωτών με αντιθετικά και συγκρουόμενα συμφέροντα όπου ο ένας κάνει ό,τι μπορεί για να βγάλει το μάτι του άλλου. Ά λλωστε, δεν είναι δύσκο λο να υποθέσουμε πως κάθε "διάλυση αδεία προέδρου Πρω τοδικών" προκαλεί άφατη χαρά στο γείτονα μαγαζάτορα που θα πάρει την πελατεία του χρεωκοπημένου "συνάδερφου” . Και κάθε επικήδειος στην κηδεία ενός βιομήχανου, εκφωνημένος από εκπρόσωπο του Βιομηχανικού Επιμελητή ριου, είναι στην πραγματικότητα ένας πανηγυρικός: Ένα θη ρίο λιγότερο στην καπιταλιστική ζούγκλα δε φτάνει βέβαια, για να γίνει η ζούγκλα τόπος περιπάτου. Αλλά, όπως και να το κάνουμε, ένα θηρίο λιγότερο δεν είναι ένα θηρίο περισσό τερο. Και στα Βιομηχανικά Επιμελητήρια δεν οργανώνονται τελετές για την υποδοχή των νέων μελών. Διότι κάθε νέο μέλος είναι k l ένας νέος λύκος στο κοπάδι των λύκων. Ό ταν, μάλιστα, τα πρόβατα λιγοστεύουν ολοένα και περισσό τερο, κάθε πρόσθετος λύκος είναι και μια πρόσθετη απειλή για τους παλιότερους λύκους που κινδυνεύουν να ψοφήσουν..
...απ’ την πείνα. Και για να μη συμβαίνει πολύ συχνά ο λυκοσπαραγμός, οι λύκοι αποφάσισαν κάποτε να συζητούν και "να τα βρί σκουν", κατά το δη λεγόμενον. Προς τούτο, ίδρυσαν το ειδι κό συζητητήριο που λέγεται Παρλαμέντο σ’ όλες τις γλώσ σες εκτός απ' την ελληνική που επιμένει να το ονομάζει παραπειστικά Βουλή, εις μνήμην της αρχαίας Αθηναϊκής Βουλής που, βέβαια, απέχει, όπως θα δούμε την ερχόμενη Κυριακή, έτη φωτός απ' τη νέα εν Αθήναις ελληνική Βουλή. Λοιπόν, όπως λέει ο Λένιν, είναι ανάγκη να μετατρέ ψουμε το θεσμό του Κοινοβουλίου από αερολογικό οργα νισμό σε οργανισμό θετικής εργασίας. Αλλά πως να κάνεις στο. Κοινοβούλιο θετική εργασία όταν η εκτός Κοινοβου λίου εργασία είναι σταθερά αρνητική; Τα κοινοβουλευτικά ήθη αλλάζουν όταν αλλάζουν τα ήθη της κοινωνίας στην οποία ανήκει η Βουλή. Μια Βουλή τσαρουχάδων δεν είναι ίδια με μια Βουλή Λόρδων. Αν μη τι άλλο σοβαρότερο, στη Βουλή των Λόρδων της Αγγλίας, τουλάχιστον δεν αρπάζουν τις κάλπες μέσα απ' τη Βουλή. Ούτε βρίζονται σαν καραγωγείς. Ούτε παίζουν με τα ψηφοδέλτια. Ούτε αποστατούν για να χτίσουν μια βίλα με τα λύτρα της απο στασίας. Ούτε λεν και ξελέν. Είπαμε: Η αστική Βουλή είναι χώρος ευπρεπών συζητήσεων (παρλαμέντο). Δεν είναι ζούγκλα. Και ο θεσμός εγκαθιδρύθηκε απ' τους Ά γγλους τζέντλεμεν το 1638 ίσα ίσα για να υπάρξει μια όαση στην εκτός Βουλής ζούγκλα. Διάολε, κάπου πρέπει να καταφύγουν και τα θηρία για προστασία. Ά λλω στε, το καπιταλιστικό παιχνίδι παίζεται με κανό νες παντού, εκτός απ' τις ζώνες του "δύσμορφου καπιτα λισμού". Και ο ελληνικός καπιταλισμός δεν είναι απλώς δύσμορφος, είναι τέρας εκ γεννετοίς. Γιαυτό ακριβώς δεν μπόρεσε να φκιάξει κανόνες για το παιχνίδι του. Ο κάθε Έλληνας δυσμορφικός καπιταλιστής το παίζει με τον τρόπο του, και λογαριασμό δεν έχει να δώσει σε κανέναν. Γιατί λοιπόν να δώσει λογαριασμό στη Βουλή, τη δική του Βουλή, που φκιάχθηκε ακριβώς για να θεσπίζει τους κανόνες του δικού του παιχνιδιού; Όταν, τώρα, αυτοί οι κανόνες παν ν’ αλλάξουν και να ευπρεπιστούν στοιχειωδώς, πανικός μέγας καταλαμβάνει τους κομπραδόρους που ψάχνουν για "μπολσεβίκους"
κρυμμένους κάτω απ' τα έδρανα της αίθουσας της Βουλής. Όμως, ω αφελείς πανικόβλητοι πρώην κατσικοκλέφτες και νυν νομότυποι κλέφτες της υπεραξίας της δουλειάς του εργαζόμενου στις δύσμορφες "επιχειρήσεις" σας, οι "ανατροπείς" κάθονται ήσυχα στα έδρανά τους και δεν έχουν σκοπό να ανατρέψουν τίποτα απολύτως. Αυτό θάπρεπε να το κάνουν τότε που μπορούσαν, και πριν αριβάρει ο Σκόμπυ σαν... απεσταλμένος της Βουλής των Λόρδων. Σήμερα δεν τους μένει τίποτα καλύτερο να κάνουν απ’ το να κάθονται και να παρακολουθούν με αγαλλίαση το αγοραίο νταβατούρι. Είναι κι αυτό μια παρηγοριά. Και μη μου πείτε πως είναι χαιρέκακοι και μνησίκακοι! Πως να μην είναι, όταν μέσα απ’ αυτή τη Βουλή βγήκαν όλα τα ιδιώνυμα κι όλα τα έκτακτα ψηφίσματα με τα οποία τα τρωκτικά του σχεδίου Μάρσαλ έστειλαν χιλιάδες στο εκτελεστικό από σπασμα μόνο και μόνο γιατί τόλμησαν να ονειρευτούν ένα καλύτερο μέλλον για τον κόσμο; Το δικό σας κόσμο τον ξέρουμε. Αφήστε λοιπόν να δοκι μάσουμε και κανέναν άλλο, έστω και μόνο για τη χαρά της δοκιμής και την πείρα μιας ακόμα αποτυχίας. Αυτή τη φορά μας χρειάζεται κοινοβουλευτική πείρα. Γιατί απ’ την άλλη έχουμε μπόλικη. Και μας χρειάζεται αυτή η πείρα διότι, όπως λέει ο Κάουτσκι: "Έ να αληθινά κοινοβουλευτικό καθεστώς, ακριβώς όπως είναι σήμερα όργανο της αστικής τάξης, μπορεί, το ίδιο καλά, να γίνει όργανο των προλετάριων". Μια τέτοια προοπτική δεν είναι βέβαια καθόλου ευχάριστη για σας. Είναι όμως μια προοπτική που εσείς οι ίδιοι την ξανοίξατε. Αν θέλετε ν ’ αποφύγετε τον εφιάλτη μιας τέτοιας δυσά ρεστης για σας προοπτικής, κλείστε το Κοινοβούλιο και ησυχάστε. Όσο, όμως, το κρατάτε ανοιχτό θα υφίστασθε και τον εφιάλτη. Αυτό μοιάζει με κινέζικο βασανιστήριο, σύμφωνοι. Αλλά τι να κάνουμε; Ουδέν καλόν (κοινοβου λευτικόν) αμιγές κακού (κοινοβουλευτικού). Τον "δούρειο ίππο" δεν τον έφκιαξαν οι "ανατροπείς". Τον έφκιαξαν οι Εγγλέζοι το 1638. Κι εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν "μπολ σεβίκοι". Αυτοί είναι πάρα πολύ μεταγενέστεροι των εφευ ρετών του κοινοβουλευτισμού. Τι θέλετε να κάνουν τώρα; Να πουν "ευχαριστώ για την πρόσκληση, αλλά για λόγους αρχής εμείς δεν συνηθίζουμε τις επισκέψεις στο σπίτι του
εχθρού μας"; Τους καλέσατε σε ανύποπτο χρόνο, το 1638, και σας κουβαλήθηκαν γύρω στα 1920 για πρώτη φορά, με μεγάλη καθυστέρηση. Όμως, κάλιο αργά παρά ποτέ — αν και εσείς θα προτιμούσατε μια αντιστροφή της παροιμίας: Κάλιο ποτέ παρά αργά. Λοιπόν, ή θα βάλετε οριστικό λουκέτο στο Κοινοβούλιο, όπως το κάνατε ευκαιριακά πολλές φορές μέχρι τώρα ή θα συνυπάρξετε ειρηνικά με τους εχ θρούς σας. Τρίτος δρόμος προς τον καπιταλισμό δεν υπάρ χει. Και για να είμαστε κυνικά ειλικρινείς παραθέτουμε προς χρήσιν σας ένα ακόμα τσιτάτο απ' το "Αριστερισμός, η παι δική αρρώστεια του κομουνισμού" του Λένιν. Λέει λοιπόν ο Λένιν: "Το να λέμε πως το κοινοβουλευτικό σύστημα είναι "ιστορικά απαρχαιωμένο" είναι σωστό για την προ παγάνδα, αλλά ο καθένας ξέρει πως αυτό απέχει ακόμα πολύ απ’ το να έχει ξεπεραστεί στην πράξη". 9 Ιουνίου 1985
24. ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΙΔΑΝΙΚΟ THE ΑΘΗΝΑΥΚΙΙΕ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Η Αθηναϊκή Δημοκρατία παραμένει ένα πρότυπο και ένα ιδανικό, και η "Βουλή των κρατίστων" είναι ένα κοινω νικό και διοικητικό φαινόμενο, που όμοιο του δεν εμφανί στηκε άλλο στην Ιστορία μέχρι σήμερα. Ωστόσο, η Αθη ναϊκή Δημοκρατία και η βουλή της δεν ήταν το αποτέλεσμα της βούλησης κάποιων "φωτισμένων" ανθρώπων, αλλά η συνέπεια μιας προσδιορίσιμης και κοινωνικά καθορισμέ νης ανάγκης, Στην πραγματικότητα, η Αθηναϊκή Δημο κρατία ήταν ένα βραχύβιο καθεστώς, που η περίοδος της ακμής του διάρκεσε περίπου πενήντα χρόνια: Α π' το τέλος των Μηδικών Πολέμων (479 π.Χ.) μέχρι την αρχή του Πελοποννησιακού Πολέμου (431 π.Χ.}. Πριν απ’ τη χρονιά που ορίζει την αρχή της ακμής της, η Αθηναϊκή Δημοκρατία κυοφορείται αργά και επίπονα επί δύο αιώνες περίπου, ενώ η πτώση της, όπως όλες οι πτώσεις, είναι μια σωστή κατρακύλα. Α π ’ την αρχή του Πελοποννησιακού Πολέμου (431 π.Χ.} που ορίζει την αρχή της παρακμής της Αθηναϊ κής Δημοκρατίας μέχρι τη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.) που ορίζει την υποταγή των Αθηναίων στους Μακεδόνες, περνούν μόνον 93 χρόνια. Έχουμε, λοιπόν, μια περίοδο προετοιμασίας του δημο κρατικού καθεστώτος που η αρχή της, λιγάκι συμβατικά, τοποθετείται στο έτος 682 π.Χ., χρονιά κατά την οποία εγκαθίσταται το σύστημα διακυβέρνησης των Εννέα Αρχόν των και που κρατάει 203 χρόνια (απ' το 682 π.Χ. μέχρι το τέλος των Μηδικών Πολέμων το 479 π.Χ.), μια περίοδο ακμής που κρατάει 50 χρόνια (είναι η περίφημη "Πεντη-
κονταετία"), και μια περίοδο παρακμής που κρατάει 93 χρό νια. Σύνολο και για τις τρεις φάσεις, 350 χρόνια απ’ τα οποία τα τέσσερα έβδομα είναι αφιερωμένα στη μετεξέλιξη απ' το καθεστώς της Βασιλείας στο καθεστώς της Δημοκρατίας, το ένα έβδομο στην για πρώτη φορά εμφανοζόμενη στην Ιστορία της ανθρωπότητας "πλήρη" Δημοκρατία, και τα δύο έβδομα στην αποδιάρθρωση και την τελική καταστροφή ενός καθεστώτος που δεν έπαψε να καταπλήσσει τον κόσμο και ν ’ αποτελεί πρότυπο και ιδανικό. Θα δούμε πως λειτουργούσε στην περίοδο της ακμής του αυτό το εκπληχτικό σύστημα διακυβέρνησης που ονομάστηκε Αθηναϊκή Δημοκρατία. Προηγουμένως, όμως, πρέπει να πού με μερικά πράγματα για την ιστορική αναγκαιότητα που δημι ούργησε, και τελικά επέβαλε αυτό το καθεστώς, ύστερα από κλυδωνισμούς, παλινδρομήσεις, δισταγμούς και αρχαϊσμούς, που κράτησαν, όπως είπαμε, πάνω από δυο αιώνες. (Σημειώ νουμε με την ευκαιρία πως η Ιστορία μετράει την ηλικία της με αιώνες. Επειδή, όμως, ο άνθρωπος μετράει τη δική του με χρόνια, συχνά γίνεται το λάθος τα δυό "συστήματα ανα φοράς" να μπλέκονται τόσο, που μερικοί να μην μπορούν να κατανοήσουν πως τα ιστορικά γεγονότα εξελίσσονται ερήμην των βιολογικών, με συνέπεια εκείνη τη χαρακτη ριστική γκρίνια των ανιστόρητων, που τα θέλουν όλα στα μέτρα της ζωούλας τους). Λοιπόν, απ' τις αρχές του 7ου αιώνα, η Αθήνα από τόπος μιας κλειστής αγροτικής οικονομίας αρχίζει να γίνεται μεγάλη ναυτική δύναμη. Τόσο οι εκ καταγωγής αριστοκράτες (οι τσιφλικάδες, όπως θα λέγαμε σήμερα) που στήριζαν το αρχαίο καθεστώς της Βασιλείας όσο και οι αγρότες, άρχισαν να υποσκελίζονται απ’ τους πλοιοκτήτες και τους εμπό ρους. Ο νομοθέτης Δράκων, αριστοκράτης ο ίδιος, το 624 π.Χ, προσπαθεί να τροποποιήσει επί το δημοκρατικότερο το καθε στώς των Εννέα Αρχόντων, που είχε επιβληθεί περίπου 58 χρόνια νωρίτερα, το 682 π.Χ. (Η χρονολογία δεν είναι επιστημονικά βεβαιωμένη). Ήταν, δε, το καθεστώς των Εννέα Αρχόντων η συλλογική, κατά κάποιον τρόπο, εξου σία εννέα Βασιλέων, και αποτελούσε μια τεράστια πρόοδο σε σχέση με το αμέσως προγενέστερο καθεστώς του ενός
βασιλιά. Ή δη έχουμε μ’ αυτό, το πρώτο ασταθές βήμα προς μια δημοκρατική αντίληψη. Ο Δράκων δεν πετυχαίνει και πολλά πράγματα. Αλλά 30 μόλις χρόνια αργότερα, το 594 Η.Χ. ό Σόλων βάζει τα γερά θεμέλια της μετέπειτα Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Αυτός ο μεγάλος νομοθέτης, που με τη σοφία του, το κύρος του και την αριστοκρατική του καταγωγή θα μπορούσε να γίνει απόλυτος άρχων της Αθήνας, αποαύρεται στο κτήμα του, αφού προηγουμένως επιβάλλει το θεσμό της Βουλής των Τετρακοσίων, της πρώτης πραγματικά δημοκρατικής βου λής, δεδομένου ότι οι βουλευτές εκλέγονταν από μια διευρυμένη Εκκλησία του Δήμου (συνέλευση ολόκληρου του λαού) στην οπαία για πρώτη φορά μετείχαν και οι Θύτες, δηλαδή οι άκληροι και οι φτωχοί, οι προλετάριοι όπως θα λέγαμε με σύγχρονη γλώσσα. Οι πλοιοκτήτες δε θα μπο ρούσαν, βέβαια, να κάνουν χωρίς βοηθούς και συνεργάτες και οι υπάλληλοί τους έπρεπε να νιώθουν ισότιμοι με τους προνομιούχους πολίτες, προκειμένου να πάρουν κι αυτοί μέρος στην παραπέρα εδραίωση της ναυτικής ισχύος των Αθηνών. Αυτό ήταν το νόημα της κοινωνικής μεταρρύθμι σης του μεγάλου Σάλωνα. Η Αθήνα ζει υπό το σολώνειο καθεστώς 86 χρόνια, μέχρι το 508 π.Χ., τη χρονιά που η Αθηναϊκή Δημοκρατία αρχίζει να παίρνει την κλασική της μορφή. Ήταν τότε που ένας άλλος μεγάλος νομοθέτης, ο Κλεισθένης, ευρύνει κι άλλο τη Βουλή και από τετρακοσιομελή την κάνει πεντακοσιομελή. Η περίφημη Βουλή των Πεντακοσίων, το θεμέλιο της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, στηρίχτηκε σε μια κοινωνική μεταρ ρύθμιση που έκανε ο Κλεισθένης. Πρόκειται για μεταρρύθμι ση κολοσσιαίας σημασίας γι.α την ύπαρξη πραγματικής Δη μοκρατίας. Ο συνεχιστής του έργου του Σάλωνα κατάργησε το αιματοσυγγενικό σύστημα των φυλών και τις τέσσερις παλιές φυλές της Αττικής τις "έσπασε" σε δέκα, με κριτή ρια καθαρά γεωγραφικά και δημογραφικά. Τώρα πια την Αθήνα δεν την κυβερνούν τα πανάρχαια γένη, και πολίτες της Αθηναϊκής Δημοκρατίας μπορούν να είναι όλοι όσοι κατοικούν στην περιοχή της Αττικής, ακόμα και οι απελεύ θεροι πρώην σκλάβοι. Η κάθε μια απ' τις δέκα γεωγραφικά καθορισμένες φυλές εκλέγει κατά το κλεισθένειο σύστημα
50 βουλευτές, με κριτήρια κάθε άλλο παρά αριστοκρατικά, αφού η εκλογή γίνεται με κλήρωση. Από τότε που εμφανίστηκε το καθεστώς του Κλεισθένη (508 π.Χ.) μέχρι την αρχή των Μηδικών Πολέμων (490 π.Χ.) πέρασαν μόνο 18 χρόνια, που ήταν ωστόσο αρκετά για να αναπτύξει η λιλιπούτεια Αθηναϊκή Δημοκρατία την τεράστια δύναμη αντίστασής της ενάντια σε κάθε εχθρική επιβουλή. Οι συντριπτικές νίκες των Αθηναίων κατά της Περσικής Αυτοκρατορίας δεν ήταν η συνέπεια ενός θαύματος, αλλά το αποτέλεσμα της καλής λειτουργίας της κλεισθένειας Δημοκρατίας. Η οποία θα αυτοβελτιώνεται συνέχεια ύστερα απ’ την αυτοπεποίθηση που δημιούργησαν οι νίκες κατά των Περσών. (Ο Παρθενώνας άρχισε να χτίζεται το 447 π.Χ., 32 χρόνια μετά τη λήξη των Μηδικών Πολέμων και 18 χρόνια πριν απ* την έναρξη του Πελοποννησιακού Πολέμου, που, όπως είπαμε, ήταν η αρχή του τέλους της Αθηναϊκής Δημο κρατίας). Το 399 π.Χ., πέντε μόλις χρόνια μετά τη λήξη του Πελοποννησιακού Πολέμου (404 π.Χ.), η Αθηναϊκή Δημοκρατία καταδικάζοντας σε θάνατο το Σωκράτη υπογράφει και τη δική της θανατική καταδίκη. Η Αθηναϊκή Δημοκρατία που δε φοβούνταν κανένα δαιμόνιο, αρχίζει πια να φοβάται τα "καινά δαιμόνια". Και ο Σωκράτης εισήγαγε πράγματι σ’ αυ τήν τα περισσότερα απ’ όλους. Κυρίως εκείνον το δαίμονα του ατομοκεντρισμού που καταστρέφει το πνεύμα συλλογικότητας που προϋποθέτει η καλή λειτουργία της Δημοκρα τίας. Ωστόσο, η καταδίκη σε θάνατο του Σωκράτη απ' την Αθηναϊκή Δημοκρατία στερούνταν νοήματος, γιατί τα "καινά δαιμόνια" στην πραγματικότητα δεν τα εισήγαγε αυτός. Ο Σωκράτης απλώς εξέφρασε την πίκρα και την απογοήτευση για την καταστροφή των παλιότερων θεσμών της Δημοκρα τίας, θεσμών που η θαλασσοκρατορία των Αθηνών με τον συνεπαγόμενο ιμπεριαλισμό της, όπως θα λέγαμε σήμερα, εξευτέλισε κατ’ επανάληψιν στη διάρκεια των 27 χρόνων του Πελοποννησιακού Πολέμου, που δεν ήταν πόλεμος της δημοκρατικής Αθήνας ενάντια στη στρατοκρατική Σπάρτη, όπως θέλουν να λεν κάποιοι αδιόρθωτα ρομαντικοί ιστορι κοί, αλλά πόλεμος ανάμεσα σε δυο ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (μιλώντας πάντα με σύγχρονη ορολογία) για τον έλεγχο ολόκληρου του ελληνικού χώρου.
Μια τρίτη ιμπεριαλιστική δύναμη, που αναπτύσσονταν στον ελληνικό βορά, οι Μακεδόνες, έβαλε οριστικό τέλος στη διαμάχη των νότιων το 338 π,Χ. στη Χαιρώνεια και εγκατέστησε κι εδώ το δανεισμένο απ' την Ανατολή καθεστώς της Αυτοκρατορίας, που είναι η τέλεια διοικητική έκφραση του ιμπεριαλισμού. Η Αθηναϊκή Δημοκρατία διέγραψε κι αυ τή, όπως όλα, τον κύκλο της ζωής της και πέθανε για να μείνει η μνήμη της αιώνια, ίσα Ισα για να τη θυμώμαστε και να κλαίμε για το χαμένο ίσως για πάντα ιδανικό της πραγμα τικής Δημοκρατίας, που κράτησε μόνο 50 χρόνια, επί συνό λου επιστημονικά ερευνημένης περιόδου ανθρώπινης Ιστο ρίας 6.000 ετών. Ιτ η μνήμη της πεθαμένης τέλειας Αθηναϊκής Δημοκρα τίας (παρά την ύπαρξη δούλων), ας επιχειρήσουμε παρακά τω ένα ατελές μνημόσυνο του διοικητικού της συστήματος, με τη μάταιη ελπίδα πως οι σύγχρονοι "δημοκράτες" θα πάψουν να παριστάνουν τους δημοκράτες. (Γιατί όταν λέμε Δημοκρατία πρέπει να ξέρουμε τι εννοούμε. Και κείνη που κυρίως παίζει με τις λέξεις είναι η Νέα Δημοκρατία, που φόρεσε στραβά το "νέο" της καπέλο στο παλιό της κεφάλι, κι έκανε τη Δημοκρατία να γέρνει μονόμπαντα). Στη Βουλή των Πεντακοσίων του Κλεισθένη ο κάθε Αθη ναίος πολίτης μπορούσε να εκλεγεί βουλευτής, πάντα με κλήρωση και μόνο δυο φορές στη ζωή του. Αν η τύχη τον ευνοούσε και τρίτη φορά, η εκλογή του ακυρώνονταν αυτό ματα. Έτσι, αποφεύγονταν τόσο ο βουλευτικός επαγγελμα τισμός όσο και ο βουλευτικός εθισμός. Η θητεία της Βουλής ήταν ετήσια, όπως άλλωστε κι όλες οι άλλες κληρωτές αρχές της πόλης. Μ’ άλλα λόγια, ο μέ γιστος χρόνος που μπορούσε να είναι βουλευτής ένας Αθη ναίος πολίτης στη ζωή του ήταν δύο χρόνια. Εξυπακούεται πως ο βουλευτής δεν έπαιρνε ούτε βουλευτική αποζημίωση ούτε βουλευτική σύνταξη. Μόνο οι Πρύτανεις, δηλαδή οι 50 απ' τους 500 βουλευτές, που ανήκαν και οι 50 σε μιαν απ’ τις δέκα φυλές που κληρώνονταν για το ρόλο, θα λέ γαμε της "προεδρίας της Βουλής", μόνο αυτοί κοιμούνταν και έτρωγαν στο Θόλο, ας πούμε στον ξενώνα των βουλευ τών που βρισκόταν σε χωριστό κτίριο, δίπλα στο Βουλευτήριο, το κτίριο της κυρίως Βουλής. Το κάθε βουλευτικό έτος, που συνέπιπτε με το ημερολογιακό, χωριζόταν σε
10 πρυτανείες, μια για την κάθε φυλή. Αυτό σημαίνει πως η κάθε Πρυτανεία διαρκούσε 35 ή 36 μέρες, και περνούσαν απ’ αυτήν αναγκαστικά όλοι οι βουλευτές. Η βουλή συνεδρίαζε κάθε μέρα πλην εορτών, ενώ η Εκκλη σία του Δήμου, δηλαδή όλοι οι Αθηναίοι πολίτες (πλην των γυναικών και των δούλων) συνεδρίαζε στην Πνύκα 4 φορές στη διάρκεια κάθε Πρυτανείας, δηλαδή κάτι λιγότερο από μια φορά κάθε βδομάδα. Η βουλή δεν ήταν νομοθετικό αλλά διοικητικό σώμα. Τις αποφάσεις τις έπαιρνε η Εκκλησία του Δήμου. Η βουλή απλώς τις επικύρωνε και φρόντιζε για την εκτέλεσή τους. Μ’ άλλα λόγια, οι Αθηναίοι βουλευτές δεν ήταν βουλευτές με τη σημερινή έννοια, αλλά το κυβερνητικό συμβούλιο, όπως θα λέγαμε τώρα. Βουλευτές με τη σημερινή έννοια ήταν όλα τα μέλη της Εκκλησίας του Δήμου, δηλαδή όλοι οι Αθηναίοι. Δημοκρατία, λοιπόν, με την αρχαιοελληνική έννοια είναι το καθεστώς όπου Ανωτάτη Αρχή είναι η Εκκλη σία του Δήμου, δηλαδή όλος ο λαός. Στην αρχαιοελληνική σημασία της λέξης, Δημοκρατία σημαίνει Λαοκρατία. Επικεφαλής των 50 Πρύτανεων που κατείχαν την Πρυ τανεία για 35 ή 36 μέρες ήταν ο Επιστάτης των Πρυτάνεων, η εξουσία του οποίου διαρκούσε 24 ώρες. Ο Επιστάτης των Πρυτάνεων ήταν το ανώτατο αξίωμα της Αθηναϊκής Δημο κρατίας. Και τούτο το αξίωμα μπορούσε να το αποχτήσει κανείς το πολύ για δυο εικοσιτετράωρα στη ζωή του, αν τύχαινε k o l εκλέγονταν δυο φορές βουλευτής. Ο Επιστά της των Πρυτάνεων κρατούσε τα κλειδιά του δημόσιου ταμείου, τα δημόσια αρχεία, και τη μεγάλη σφραγίδα του κράτους. Ύστερα από 24 ώρες όλα αυτά τα παρέδιδε στον εξίσου εφήμερο διάδοχό του. Όταν ασκούσαν τα καθήκοντά τους, οι βουλευτές φορού σαν στο κεφάλι ένα στεφάνι από κλαδί ελιάς. Αλλά όταν έπληττε καμιά μεγάλη συμφορά την πόλη, το έβγαζαν. Οι βουλευτές δε μετείχαν στις εκστρατείες. Αλλά σε περί πτωση κινδύνου δεν μπορούσαν να εγκαταλείψουν την πόλη με κανέναν τρόπο. Κι αν όλοι οι συμπολίτες τους γλύτωναν, αυτοί έπρεπε να πεθάνουν σε ένδειξη μέχρις εσχάτων αφοσιώσεως στο καθήκον τους. Η βουλή είχε και υπαλλήλους. Όμως, αυτοί δεν ήταν παρά βουλευτές με ειδικά καθήκοντα, και όχι μισθωτοί.
Ο σπουδαιότερος υπάλληλος-βουλευιής ήταν ο Γενικός Γραμματέας, που κληρώνονταν μόνο για το διάστημα της μιας Πρυτανείας και είχε σα δουλειά του να κρατάει τα πραχτικά των συνεδριάσεων. Η κάθε Πρυτανεία εξέλεγε επί σης, πάντα με κλήρο, τους δυο ταμίες, που στην πραγματι κότητα ήταν λογιστές, όπως θα λέγαμε σήμερα. Η βουλή είχε και φρουρά, τους Τοξότες. Οι Τοξότες δεν ήταν Αθηναίοι πολίτες, αλλά δημόσιοι σκλάβοι ( σκλάβους είχε και το κράτος όχι μόνο οι ιδιώτες), που ήταν κατά κανό να Σκύθες την καταγωγή, όπως και οι άλλοι "χωροφύλακες" της πόλης. (Δεν επιτρεπόταν στον Αθηναίο πολίτη να ασκεί το αναξιοπρεπές επάγγελμα του χωροφύλακα). Μετά από κάθε εκλογή βουλευτών γινόταν η τελετή της Δοκιμασίας, δηλαδή της υποδοχής των νέων βουλευτών απ’ τους παλιούς στο Βουλευτήριο, και της παράδοσης της εξουσίας απ' τους απερχομένους στους εισερχομένους. Αμέσως μετά, γινόταν η τελετή των Εισιτηρίων, που ήταν μια εν σώματι θυσία της νέας βουλής στους βωμούς του Βουλευτηρίου. Και η ζωή συνεχιζόταν στην αρχαία Αθήνα μ' αυτό το εκπληχτικό διοικητικό σύστημα. Και το μυαλό των Αθη ναίων, απερίσπαστο από δολιότητες ανάλογες μ' αυτές των σημερινών αστών βουλευτών, παρήγαγε έναν πολιτισμό που όμοιο του δεν ξανάδε έκτοτε η ανθρωπότητα. 16 Ιουνίου 1985
25. Ο ΚΟΣΜΟΣ ΚΥΒΕΡΝΑΤΑΙ Α Π ' ΤΟΥΣ ΚΕΝΤΡΩΟΥΣ
Μετριοπαθής είναι αυτός που έχει μέτρια πάθη: Ούτε πολύ μικρά ούτε πολύ μεγάλα. Μετριοπαθής, μ’ άλλα λόγια, είναι ο συναισθηματικά μικρό μεσαίος, ή αν προτιμάτε έναν όρο εμφανέστερα πολιτικό, ο συναισθηματικά κεντρώος. Τα μεγάλα πάθη είναι βλαβερά για τον πάσχοντα και βλα πτικά για τους γύρω του. Γιαυτό και η μετριοπάθεια συνιστάται απ’ τους σώφρονες σαν ο αποτελεσματικότερος τρό πος να συνυπάρξουν αρμονικά οι άνθρωποι: Μετριάζοντας τα πάθη μας, τα δυο συναισθηματικά άκρα, η συναισθηματι κή υπερβολή και η συναισθηματική υποτονικότητα έρχονται και συγκλίνουν προς το συναισθηματικό κέντρο, δημιουρ γώντας έτσι τη συναισθηματικά κεντρώα κατάσταση, όπου το "πολύ" δεν έχει θέση. Δε χωρεί αμφιβολία πως η μετριοπάθεια δε δημιουργεί ούτε δράματα, ούτε τραγωδίες, ούτε κωμωδίες. Η μετριο πάθεια είναι μια κατάσταση δραματικά ουδέτερη και γιαυτό ανιαρή. Τα "εξημένα πάθη" μπορεί να είναι φοβερά και επί φοβα, όμως έχουν ένα τόσο μεγάλο δραματικό ενδιαφέρον που αν έλλειπαν απ’ τον κόσμο, μαζί με τα εγκλήματα, τις αυτοκτονίες από έρωτα, τις μηνύσεις για εξύβριση και τα "πολιτικά πάθη" θα είχε εκλείψει και η τέχνη, που από τότε που υπάρχει τροφοδοτείται σταθερά απ’ τα πάθη. Μπορεί να συστήσει κανείς τη μετριοπάθεια σε όλους, εκτός απ’ τους καλλιτέχνες, που είναι καλλιτέχνες γιατί είναι άνθρωποι του πάθους. Βέβαια, υπάρχουν και συναισθηματικά κεντρώοι καλλιτέχνες, αλλά αυτοί υπηρετούν τη σαββατοκυριακάτικη μετριοπαθή τέχνη, την προορισμένη για τους "καλούς
νοικοκυραίους" που δεν έχουν καμιά διάθβθη να παθιαατούν κατά τη χαζοχαρούμενη σαββατοκυριακάτικη έξοδά τους» βλέποντας επί σκηνής ή όπου αλλού τα φρικτά παθήματα ανθρώπων συναισθηματικά και συμπεριφορικό "υπερβολι κών". Ωστόσο, τα υπερβολικά πάθη θα υπάρχουν πάντα. Και το "μηδέν άγαν" θα παραμένει πάντα μια προτροπή χωρίς σοβαρό αντίκρυσμα στην πράξη. Γιατί τα πάθη είναι μια σύμφυτη στον άνθρωπο κατάσταση και το πρόβλημα δεν είναι η χαλιναγώγηση, αλλά η "εξύψωσή" τους, για να χρη σιμοποιήσουμε έναν όρο της ψυχανάλυσης. Μ’ άλλα λόγια, δεν μπορούμε να καταργήσουμε τα πάθη, μπορούμε όμως να τα κάνουμε δημιουργικά. Για παράδειγμα, αντί να συνιστούμε την κατάργηση της ύβρεως, μπορούμε να συνιστούμε τη σωστή χρησιμοποίηση της σωστής βρισιάς στη σωστή περίπτωση. Σε μια τέτοια κατάσταση, η βρισιά μπορεί να λειτουργήσει και... παιδαγωγικά: Είναι δυνατό ο υβριζόμενος να σωφρονιστεί, αν καταλάβει πως δεν είμασταν άδι κοι απέναντι του, αλλά μόνο υπερβολικοί. Φυσικά, αν εφαρμόσουμε την "παιδαγωγική της ύβρεως" πρέπει να είμαστε έτοιμοι να καθήσουμε στο εδώλιο του κατηγορουμένου, γιατί ο νομοθέτης δεν αναγνωρίζει την ύβρι σαν παιδαγωγική μέθοδο. Κι απ’ τη μεριά του έχει δίκιο, γιατί είναι δύσκολο μια κοινωνία να εμπιστευτεί την παιδαγωγική στον αυθορμητισμό των εντίμων, τη στιγμή μάλιστα που δεν εμπιστεύεται τη δικαιοσύνη στην εντιμό τητα του δικαστή, που τον υποχρεώνει γιαυτό το λόγο, να ακολουθήσει την απρόσωπη, και ως εκ τούτου εξ ορισμού μετριοπαθή δικονομία. Το πάθος και η υπερβολή είναι λέξεις σχετιζόμενες: Το πάθος εκφράζεται δια της υπερβολής, και κάθε υπερβολι κή κατάσταση είναι η μορφή που παίρνει το περιεχόμενό της, που είναι το πάθος. Υπερβολή στην κυριολεξία σημαί νει βολή (ρίξιμο) πέρα από τα κοινά αποδεκτά όρια, τη νόρμα, το μέσο όρο. Η υπερβολή είναι, κατά κάποιον τρόπο μια έννοια λίγο ως πολύ... αθλητική: Προϋποθέτει την κατάρριψη του προηγούμενου ρεκόρ, τη ρίψη πέρα απ' το όριο στο οποίο έφτασε κάποιος άλλος πριν από μας. Είναι φανερό, συνεπώς, πως η υπερβολή δεν είναι "αθλητισμός για όλους", είναι πρωταθλητισμός.
Αθλητισμός για όλους είναι η μετριοπάθεια. Αλλά, όσο ωφέλιμος κι αν είναι ο αθλητισμός για όλους, ο πρωταθλη τισμός δε θα λείψει απ' τον κόσμο, γιατί η υπέρβαση των ορίων είναι αυτή που κάνει τον κόσμο να προχωρεί προς τα μπρος. Κάποιοι θα ρίχνουν το ακόντιο ολοένα και πιο μακριά, μέχρι που να εξαντληθούν όλες οι δυνατότητες, να καταρριφτούν όλα τα δυνατά για τα ανθρώπινα μέτρα ρεκόρ, και ο πρωταθλητισμός να χάσει το νόημά του μέσα απ’ τον πρωταθλητισμό, δηλαδή μέσα απ’ την εξάντληση όλων των δυνατοτήτων. Μόνο τότε θα μπορούμε να κάνου με λόγο για έναν αθλητισμό για όλους, στην πιο απόλυτη κυριολεξία: Κανείς πια δεν θα κυνηγάει τα ρεκόρ αφού όλα τα ρεκόρ θα έχουν καταρριφτεϊ οριστικά και τελεσίδικα. Οι υπερβολικοί { και γεμάτοι πάθη) άνθρωποι θα είναι πάντα χρήσιμοι, μέχρι που να αναιρεθούν τα πάθη όχι με την απόκρυψή τους, όπως γίνεται σήμερα, αλλά με την εξ άντλησή τους. Μέχρι τότε, το μπαλόνι πάντα θα το φου σκώνουν κάποιοι μέχρι που να σκάσει, ή να σκάσουν οι ίδιοι απ' το φύσημα. Στην πρώτη περίπτωση μιλάμε για νίκη, γιατί το σκάσιμο του μπαλονιού είναι το ζητούμενο, και στη δεύτερη περίπτωση μιλάμε για ήττα, γιατί όταν φουσκώ νεις ένα μπαλόνι δεν το κάνεις για να σκάσεις ο ίδιος, πράγ μα που, ωστόσο, συμβαίνει πολύ συχνά. Εξυπακούεται πως μετά το σκάσιμο του συγκεκριμένου μπαλονιού, ένα άλλο, διαφορετικής ποιότητας, θα πάρει τη θέση του. Και θέλουμε να πιστεύουμε (δηλαδή, η διαλε κτική θέλει να πιστεύει) πως αυτό πια δεν θα το φουσκώνουν οι υπερβολικοί πρωταθλητές, αλλά όλος ο κόσμος. Όπως και νάναι, τα μπαλόνια για σκάσιμο δε θα λείψουν ποτέ απ' τον κόσμο, αφού δε θα λείψουν ποτέ τα πάθη που τα φουσκώνουν, και που είναι απαραίτητα ακριβώς γιαυτό. Οι συναισθηματικά κεντρώες καταστάσεις είναι ακατάλλη λες και για πρωταθλητισμό και για αθλητισμό για όλους. Ο κεντρώος είναι ένας τεμπέλης μη-αθλητής, πολύ καλός για θεατής των αγώνων, αλλά πέρα για πέρα ακατάλληλος για οποιονδήποτε αγώνα. Είναι, επιπλέον, ένας δόλιος θεα τής: Επεμβαίνει στον αγώνα στην πιο κρίσιμη στιγμή και δίνει τη νίκη σε όποια ομάδα γουστάρει, κατά τα κέφια της στιγμής και ίσα ίσα για να εξευτελίσει το "αθλητικό πνεύμα". 0 συναισθηματικά (και πολιτικά, και όπως αλλιώς κεντρώος)
προσπαθεί να επιβάλλει τον χύμα αθλητισμό για όλου^ uffd μορφήν νωχελικής πρωινής γυμναστικής, με συνοδεία ευχά* ριστης μουσικής από ραδιόφωνου. Είναι ένας αχρείος που προσπαθεί να καταργήσει τα όρια τεχνητά σκοτώνοντας και τους αθλητές και τους πρωταθλητές. Ο χουλιγκανισμός τρέφεται απ' την κεντρώα μετριοπάθεια που έχει κρύψει επιμελώς τα πάθη της, μέχρι που αυτά να εκραγούν με πάταγο καθώς θα ενωθούν το ένα με τ’ άλλο μέσα σε συνθήκες που ευνοούν τη χύδην "ομοψυχία" ενός όχλου που ενεργεί ως όχλος και που μισεί θανάσιμα και τον (κοινωνικό) αθλητισμό και τον (κοινωνικό) πρωταθλη τισμό. Φασισμός είναι η "δημοκρατία των γηπέδων" όπου ο όχλος των "φιλάθλων" το μόνο που δεν αγαπάει είναι το άθλημα. Βλέποντας τους αθλητές να υπερβαίνουν τα όρια του αθλήματος μέσα απ' την επίμονη δουλειά και τις φυσι κές τους ικανότητες, προσπαθούν να τα υπερβούν κι αυτοί με την ένωσή τους στον κεντρώο χώρο της συνασπισμένης μετριοπάθειας. Επιτέλους, ξεπέρασαν τη μετριότητα τους και απόχτησαν κι αυτοί πάθη ικανά να υπερβούν τα όρια μέσα από μια τυφλή καταστροφή, αυτή που δημιουργούν τα μέτρια πάθη όταν συνενωθούν. Ό λοι οι χιτλερίσκοι της οικουμένης έχουν ανάγκη απ’ την κεντρώα μετριοπάθεια, γιατί όλοι οι μετριοπαθείς δεν αισθάνονται καθόλου καλά μέσα στη μετριότητα των παθών τους και ψάχνουν για τον καταλύτη που θα ενεργοποιήσει τα πιεσμένα υποτονικά πάθη κοι θς τα κάνει να εκραγούν, αλλά πάντα μέσα σε συνθήκες που εξασφαλίζουν το απρό σωπο και την ανωνυμία. Ο φασισμός, ο χουλιγκανισμός και ο "κεντρισμός", αυτή η άπατη δεξαμενή των μετριοτή των που τροφοδοτεί ακατάπαυστα την τάση για συνένω ση των μέτριων παθών, είναι κοινωνικά φαινόμενα ομό κεντρα: Στο κέντρο βρίσκεται το Κέντρο, στη δεύτερη δο ρυφορική περιφέρεια ο χουλιγκανισμός και στην τρίτη ο φασισμός. Αν οι δεσμοί των κύκλων με το γεωμετρικό κέντρο δεν γίνονται εύκολα αντιληπτοί είναι γιατί η κεντρώα με τριότητα δεν τραβάει την προσοχή, παρά μόνον όταν εμφα νιστεί ένας Χίτλερ που θα την οργανώσει και θα της δώσει υπόσταση. Η κοινωνική βάση του φασισμού είναι οι μεσαίοι. Οι "μικρομεσαίοι" είναι ένας τεχνικός όρος που προσπαθεί να
απαλύνει τις δυσμενείς εντυπώσεις απ' τη βεβαιωμένη ιστο ρικά λειτουργία των μεσαίων, που ήταν και είναι πάντα το λίπασμα (μάλλον η κοπριά) του φασισμού. Ο όρος "μικρομεσαίος" θέλει να δείξει πως ο φασισμός είναι δυνατό να αναχαιτιστεί με μια ζεύξη, με μια γέφυρα, που θα οδηγεί απ' τους μεσαίους στους μικρούς (τους προλετάριους) και απ’ αυτούς πίσω στους μεσαίους. Από δω και το μπέρδεμα και η ιδεολογική σύγχυση στα κοινωνικά και πολιτικά καθε στώτα που κάνουν σύνθημα τη ζεύξη του μικρού με το με σαίο: Του πάθους που δημιουργεί η μεθοδευμένη καθήλωση στην περιοχή του μικρού, και της μετριοπάθειας που δη μιουργεί η κατάπνιξη των παθών στην κεντρώα περιοχή του κοινωνικού χώρου. Ό σο για την άλλη άκρη του φάσματος, τη δεξιά, εκεί τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: Υπάρχει και δω ένα πάθος που το προκαλεί ο τρόμος του χασίματος των κεκτημένων. Τούτο το δεξιό πάθος είναι που ενεργοποιεί κάθε τόσο την κεντρώα απάθεια, και βγάζει το Κέντρο πρόσκαιρα απ’ τη "φυσική" παθητική του κατάσταση. Βέβαια, και η αριστερή πλευρά του πολιτικού φάσματος μπορεί να ενεργήσει ομοίως επί του κέντρου και να προσπαθήσει κι αυτή να το ενεργο ποιήσει προς όφελος της. Όμως, οι πιθανότητες κέρδους εδώ είναι πολύ μικρότερες: Ο κεντρώος κύκλος είναι κατά κανόνα δεξιόστροφος, γιατί ο μεσαίας νοοτροπίας άνθρω πος αυτό που ονειρεύεται δεν είναι η "πτώση" του στους "μικρούς" αλλά το ανέβασμά του στους "μεγάλους": Το Φολκς Βάγκεν έχει την τάση να γίνεται ’ Αλφα Ρομέο, το διαμέρισμα, πολυκατοικία, η βιοτεχνία, βιομηχανία, και πάει λέγοντας για όλες τις "προαγωγές", που είναι ταυτό χρονα και υποβιβασμοί, αν τις κοιτάξει κανείς απ' τη με ριά της Ιστορίας, που, αυτή, συνεχίζει να είναι αριστερό στροφη. Τα παραπάνω σημαίνουν πως η περίφημη "πόλωση" είναι μια κατάσταση ανεπιθύμητη μεν από συναισθηματική άπο ψη, αναπόφευκτη δε από ιστορική άποψη. Όπως στη φυ σική έτσι και στην κοινωνία (συνεπώς, και την πολιτική) πόλωση λέγεται η διευθετημένη προς δυο μόνο κατευθύν σεις κεντρόφυγος κίνηση: Η ύπαρξη πόλων κάνει δύσκολη την άτακτη κίνηση προς κάθε κατεύθυνση. Όταν υπάρχουν πόλοι έλξεως ο πλουραλισμός γίνεται από προβληματικός
ως αδύνατος. Δεν είναι στο χέρι μας να αποτρέψουμε ?ην πολιτική πόλωση με ευχές και ξόρκια, γιατί οι δυο πόλοι (δεξιός και αριστερός) δίνουν στις δυνάμεις του κέντρου μια τάση κίνησης είτε προς τη μια είτε προς την άλλη μεριά, όπως τα ρινίσματα του σιδήρου που θα βρεθούν ανάμεσα σε δυο μαγνήτες. Βέβαια, η πολιτική πόλωση δεν είναι φυσικό φαινόμενο, κι αυτό σημαίνει πως δεν είναι φυσικά αναπόφευκτο. Ωστό σο, η χρήση στην πολιτική ενός όρου δανεισμένου απ’ τη φυσική δεν είναι τυχαία. Πράγματι, οι κεντρώες δυνάμεις είναι πάντα κεντρόφυγες. Με τη διαφορά πως το κέντρο δεν αδειάζει ποτέ, γιατί το πολιτικό φάσμα έχει μια εντυπω σιακή κινητικότητα: Στη διαλεκτική ανακύκλωση, οι πολιτι κές δυνάμεις δεν κινούνται μόνο απ' το κέντρο προς τα άκρα αλλά και απ’ τα άκρα προς το κέντρο, χωρίς ποτέ να σταΓ ματάει αυτό το σούρτα φερτά ανάμεσα στους δυο πόλους, που ο ρόλος τους είναι, ακριβώς, να προκαλούν την κίνηση από και προς τους πόλους. Μ’ άλλα λόγια, δε μπορεί να υπάρξει κέντρο αν δεν υπάρ χουν άκρα, με την ίδια έννοια που το κέντρο του κύκλου χάνει το νόημά του αν δεν υπάρχει η περιφέρεια που κάνει τον κύκλο, κύκλο, ενώ το κέντρο της ευθείας είναι αυτο νόητο πως δεν μπορεί να προσδιοριστεί αν η ευθεία δεν έχει πέρατα (πόλους). Κι όπως μετατίθεται το κέντρο μιας ευθείας αν μεγαλώσουμε το ένα απ’ τα δυο άκρα της, έτσι μετατίθεται και το πολιτικό κέντρο αν οι ελκτικές δυνάμεις των δύο άκρων της διαφοροποιηθούν, για λόγους που είναι μάλλον εύκολο να επισημανθούν κάθε φορά. Το κέντρο δεν παραμένει σταθερό γιατί δεν παραμένουν σταθερά τα άκρα. Συνεπώς, κάθε διαφοροποίηση στο κέντρο προϋποθέτει μια διαφοροποίηση στα άκρα. Το κέντρο από μόνο του δεν κινείται σε καμιά περίπτωση. Το κέντρο από μόνο του είναι αδρανές και νωθρό όσο τίποτα. 0 κεντρώας νοοτροπίας άνθρωπος κινείται μόνο αν τον σπρώξεις. Κι επει δή τον διεκδικούν και τα δυο άκρα πιστεύει ο αφελέστατος πως είναι το κέντρο του σύμπαντος, ενώ δεν είναι παρά το κέντρο του κινητού και μεταβαλλόμενου πολιτικού φάσμα τος. Στην πραγματικότητα, ο κεντρώας νοοτροπίας άνθρω πος δέχεται κλωτσιές από δυο μεριές και μετακινείται κάθε φορά προς τη μεριά απ' όπου θα τούρθει η δυνατότερη
κλωτσιά κι όχι προς την αντίθετη, όπως θα περΐμενε κανείς αν κινούνταν σύμφωνα με τους νόμους της φυσικής (συγκε κριμένα, τους νόμους της αδράνειας). Ο κεντρώος χώρος, συνεπώς, δεν είναι μόνο οαρμόζωνστη μετριοπάθεια χώρος, αλλά και ο πολύ ταιριαχτός στην απά θεια (την έλλειψη πάθους). Ο κεντρώος χώρος είναι αναγκαί ος και αναπόφευκτος, όπως είδαμε, αλλά κανείς λογικός ή έστω μόνο "νευρικός" άνθρωπος δεν θα στέκονταν σ ’ αυ τόν από ενσυνείδητη επιλογή. 0 κεντρώας νοοτροπίας άνθρω πος βρίσκεται εκεί που βρίσκεται όχι από ευστάθεια, αλλά από αστάθεια. Στην πιο απόλυτη κυριολεξία άγεται και φέ ρεται απ’ τις δυνάμεις που ασκούν πάνω του οι δυο πόλοι. Ο κεντρώος είναι ένα έρμαιο. Κι ωστόσο τούτο το έρμαιο αποτελεί πάντα το κέντρο της πολιτικής ζωής; Η μετατόπισή του είναι αυτή που αναδεικνύει πάντα τον νικητή στο κοινο βουλευτικό παιχνίδι. 0 κόσμος κυβερνάται απ’ τους κεντρώ ους, γιατί οι κεντρώοι αποτελούν την ασταθή μάζα των αμφίρ ροπων, που παραμένουν αμφίρροποι μέχρι που να ενεργήσει πάνω τους η δύναμη του ενός ή του άλλου πόλου. Όταν καμιά απ' τις δυο πολικές δυνάμεις δεν είναι αρκετά ισχυρή, τότε ο κεντρώας νοοτροπίας άνθρωπος το παίζει κορώνα γράμματα, κι αυτό σημαίνει ότι βάζει στο τζόγο την πολι τική ζωή. 23 Ιουνίου 1985
26. ΟΙ ΑΝΕΝΤΑΧΤΟΙ ΚΑΙΡΟΣΚΟΠΟΙ
Ανένιαχτος είναι αυτός που δεν είναι ενταγμένος, βαλ μένος, τοποθετημένος κάπου. Υπάρχουν ανένταχτα μικρόβια (είναι αυτά που οι επιστήμονες δεν μπορούν να τα τοποθετή σουν σε καμιά γνωστή ομάδα μικροβίων, με περίπου όμοια χαρακτηριστικά), υπάρχουν ανένταχτα αστέρια (είναι οι κομήτες), υπάρχουν ανένταχτοι έμποροι (είναι οι γυρολό γοι), υπάρχουν ανένταχτοι "εργαζόμενοι" (είναι οι κλέφτες), υπάρχουν ανένταχτες πόρνες (είναι οι "αδήλωτες"), υπάρ χουν ανένταχτοι θρησκευόμενοι (είναι αυτοί που στα τρί στρατα μας προειδοποιούν φιλότιμα για την επικείμενη "συν τέλεια του κόσμου"). Υπάρχουν επίσης και ανένταχτοι αρι στεροί, τους οποίους θα απομονώσουμε απ' τη συνομοταξία των ανένταχτων εν γένει για να μελετήσουμε την "αριστε ρή" τους ιδιαιτερότητα και ιδιορρυθμία — αυτήν ακριβώς που δεν τους επιτρέπει να ενταχτούν, σ' ένα απ' τα πάρα πολλά αριστερά κόμματα και κομματάκια. Υπάρχουν δυο ειδών αριστεροί ανένταχτοι: Οι εξ αρχής και εκ πεποιθήσεως ανένταχτοι, καί οι "ανένταχτοι εξ εντεταγμένων". Στην πραγματικότητα και στις δυο ομοταξίες ανήκουν άνθρωποι της ίδιας συνομοταξίας. Με τη λεπτή διαφορά πως οι δεύτεροι (οι εξ εντεταγμένων ανένταχτοι), αφού μετσγράφηκαν από το ένα κόμμα στό άλλο, περίπου ως ποδοσφαιριστές, κι αφού περιοδέυσαν όλα τα κόμματα, διαπίστωσαν με αφελή έκπληξη νηπίου πως "κανένα κόμμα δεν τους πάει". Αυτοί οι στενάχωροι δεν κατάλαβαν, οι καη μένοι, πως το κόμμα, το οποιοδήποτε κόμμα, δεν είναι κο στούμι που το ράβει κανείς στα μέτρα του, ώστε να "του
πάει". Διότι, απλούστατα, οι άνθρωποι είναι πολλοί, τα κόμ ματα είναι λίγα. Συνεπώς, όταν μπαίνεις σ ’ ένα κόμμα, οποιοδήποτε κόμμα, ξέρεις εξ αρχής πως αποκλείεται να σου "πάει". Γιατί όλα τα κομματικά κουστούμια είναι ραμμένα σε μέτρα ευρύχωρα, ώστε να ταιριάζουν σε πολλούς ή και σε κανέναν. Αν θέλεις ένα κόμμα στα μέτρα σου δεν έχεις παρά να φκιάξεις το δικό σου. Ως γνωστόν, υπάρχουν και κόμμα τα του ενός (ο αρχηγός είναι και ο μόνος οπαδός), αλλά αυτά τα βρίσκει κανείς κυρίως στα φρενοκομεία. Λοιπόν, ο εξ εντεταγμένων ανένταχτος, αφού εγκαταλείψει με χίλια ζόρια τις τάξεις των εκ πεποιθήσεως ανένταχτων, εντάσσεται δοκιμαστικά στο Α κόμμα. Ύστερα από μια πρό χειρη πρόβα, διαπιστώνει πως νοιώθει δύσκολα μέσα στο καινούργιο του κοστούμι. Και για να λύσει το ραπτικό πρό βλημά του, πάει στον παραδίπλα ράφτη. Αλλά και κει η με ζούρα συνεχίζει να μετράει λάθος, κι αυτό έχει σα συνέπεια ο ανένταχτος, που κάνει φιλότιμες προσπάθειες να ενταχτεί, να εγκαταλείπει και το Β κόμμα για χατήρι του Γ, όπου το πρόβλημα θα επανεμφανιστεί. Αφού ολοκληρώσει την ενταχτική περιοδεία σ' όλα τα υπαρχτά κόμματα κι αφού δια πιστώσει με αγανάχτηση πως κανένα "δεν τον εκφράζει", ιδρύει μαζί με πέντε ομοιοπαθείς το κόμμα Ω, και μένει εκεί μέχρι που να διαφωνήσει με τους άλλους τέσσερις. Στο τέλος, επιστρέφει στην αφετηρία του, συναποκομίζοντας απ* την παραπάνω περιπλάνηση την "ηθική" ικανοποίηση πως, τουλάχιστον, έκανε προσπάθειες για μια κάποια ένταξη που αν πραγματοποιούνταν θα του επέτρεπε να νιώθει σαν κοινωνικό ον. Αν τελικά η περιπέτεια αποδειχτεί ατελέ σφορη, ο πλάνης έχει όλη τη διακριτική ευχέρεια να επιρρίψει την ευθύνη στα κόμματα που "δεν μπόρεσαν να τον εκφράσουν", λες και δουλειά των κομμάτων είναι να εκφρά ζουν τις προσωπικές απόψεις του καθένα, ή τις απόψεις που ο καθένας έχει για τα κοινά. Αυτό που δεν είναι σε θέση να κατανοήσει ο ανένταχτος, είναι ο πρώτος και βασικότερος νόμος της κοινών ιολογίας, σύμφωνα με τον οποίο μια κοινωνική ομάδα, μικρότερη ή μεγαλύτερη αδιάφορο, δεν είναι ποτέ το άθροισμα των με λών που την αποτελούν. Η κοινωνική ομάδα είναι ένα "κοι νωνικό μόρφωμα", δηλαδή μια "οντότητα" με δικούς της νόμους, εντελώς άσχετους προς την ατομική ψυχολογία,
την ατομική ηθική, την ατομική συμπεριφορά, παρά το γεγο νός πως αποτελείται από ζωντανούς ανθρώπους με ατομική ψυχολογία, ατομική ηθική και ατομική συμπεριφορά. Με όρους μαθηματικούς διατυπωμένος ο ίδιος νόμος λέει: Το "κοινωνικό μόρφωμα" είναι μεγαλύτερο απ' το άθροισμα των μερών που το αποτελούν. Να γιατί κανένα, μα κανένα κόμμα ή κοινωνική ομάδα δεν θα είναι ποτέ, μα ποτέ στα μέτρα μας, και δεν θα μας εκφράζει ποτέ, μα ποτέ απολύ τως. Πάντα το κόμμα, το οποιοδήποτε κόμμα, θα είναι ρούχο άκομψο. Αλλά αυτό δε σημαίνει πως η υπέρμετρη απαίτηση για κομψότητα πρέπει να μας κρατήσει μακριά απ' τα ρα φεία όπου η ανθρωπότητα προσπαθεί να ντύσει τη γύμνια της με αποφάσεις ή αγώνες που ξεπερνούν τις προσωπικές μας δυνατότητες. Άλλωστε, είτε μπούμε είτε δε μπούμε σε κάποιο κόμμα ή σε κάποια κοινωνική ομάδα, τα κόμματα και οι κοινωνικές ομάδες θα συνεχίσουν να λειτουργούν και να ράβουν κο στούμια που θα τα φορέσουμε θέλουμε δε θέλουμε, αφού έτσι κι αλλιώς είμαστε κοινωνικά όντα. Η μη στράτευση δεν είναι μη ένταξη στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Είναι στρου θοκαμηλισμός στην καλύτερη περίπτωση και πονηριά στη χειρότερη. Θα σταθούμε στην πονηριά για να δούμε πώς, τελικά, ο ανένταχτος είναι ο κατ’ εξοχήν ενταγμένος και βολεμένος σ ’ ένα σύστημα που εξυπηρετεί τέλεια τον μικρο αστικό εγωισμό του. Κατ' αρχήν, ο ανένταχτος νιώθει ον ξεχωριστό και προ νομιούχο, ακόμα και στην περίπτωση που είναι ένα άθλιο ανθρωπάριο, ολικά στερημένο ικανοτήτων και ταλέντων. Πιστεύει, ο ταλαίπωρος, πως βγαίνοντας έξω απ' τη "μάζα" αποχτά αυτομάτως ποιότητες εξατομικευμένες, ενώ στην πραγματικότητα αυτό που τον τρομοκρατεί στην ιδέα της ένταξης είναι μη χάσει και τις λιγοστές ικανότητες που δια θέτει καθώς θα "καπελωθεί" απ' την ομάδα, που εξ ορισμού υπερβαίνει το άτομο. Ό μως, κανείς ποτέ δεν θα καπελώσει έναν άνθρωπο με προσωπικότητα. Τα καπέλα δεν μας τα φο ρούν, τα φορούμε μόνοι μας. Αλλά όταν ξέρουμε πως είμα στε τόσο ανίκανοι και τόσο ελλειμματικοιπουθα μας φορέ σουν το καπέλο παρά τη θέλησή μας, παίρνουμε το... κα πέλο μας και στρίβουμε. Και τούτη τη δολιότητα τη βαφτί
ζουν "ανεξαρτησία", "διαφύλαξη της προσωπικότητας", ή όπως αλλιώς μας βολεύει. Αυτή η απόσυρση στο χώρο του ιδιωτικού δίνει στον "ανένταχτο αριστερό" τη μεγάλη ικανοποίηση να νιώθει πάντα κερδισμένος, ακόμα και στην περίπτωση που χάσουν όλοι οι αριστεροί, όλων των αριστερών κομμάτων και ομά δων. Είναι δυνατό να χάσει μόνο όποιος παίρνει μέρος στο παιχνίδι. Κι όλοι οι αγώνες εμπεριέχουν τον κίνδυνο της ήττας κατά στατιστική πιθανότητα πενήντα τοις εκατό, σε μια "καθαρή" κατάσταση. (0 Λένιν όταν άρχιζε τον αγώνα του έδινε στο κόμμα του πιθανότητα νίκης μόνο είκοσι τοις εκατό. Θα καταλάβετε τι σημαίνει αυτό αν σκεφθήτε πως ο κάθε μπακάλης προσπαθεί να ελέγχει τουλάχιστον το πενηνταένα τοις εκατό των μετοχών της μικροεταιρείας του για να νιώθει τη σιγουριά που δίνει η κατ’ ελάχιστον έστω υπέρβαση του κρίσιμου ορίου του ημίσεως). Λοιπόν, ένας "αριστερός" που τολμάει και κάνει "κριτι κή" χωρίς ποτέ να έχει πάρει ή να έχει την πρόθεση vd πάρει μέρος σε κανέναν αγώνα, είναι τουλάχιστον ανέντιμος, κατ’ επιεικέστατο χαρακτηρισμό. Ο "κριτικός" λόγος αυτού του ιδιώτη για κινδυνώδη προβλήματα που ξεπερνούν τη σφαί ρα του ανώδυνα ιδιωτικού είναι πέρα για πέρα ανέγκυρος. Είναι μια σαλονίστικη φλυαρία κοντά στο αναμμένο τζάκι, ύστερα από ένα πλούσιο δείπνο. Ένα τρίτο πλεονέκτημα που δίνει η μη δέσμευση είναι περισσότερο πεζό και πραχτικό απ’ τα δυο προηγούμενα, που είναι τάξεως ψυχολογικής. Ο αδέσμευτος αριστερός, διατηρώντας θεωρητικά την προοδευτικότητά του, γίνεται εύκολα αποδεκτός από ένα "σύστημα", που δεν είναι και τόσο προοδευτικό. Γιατί δεν είναι οι "ανατρεπτικές" ιδέες αυτές που ενδιαφέρουν το "σύστημα", αλλά η δυνατότητα να γίνουν οι "ανατρεπτικές" ιδέες ανατρεπτική πράξη. Και ο αδέσμευτος, ακριβώς γιατί παραμένει αδέσμευτος, δεν είναι δυνατό να μετάσχει σε μια πράξη που προϋποθέτει τη συνεργασία πολλών, Μ' άλλα λόγια, ο αδέσμευτος είναι ακίνδυνος. Και σαν τέτοιος ενσωματώνεται εύκολα σ ’ οποιοδήποτε σύστημα, όσο συντηρητικό κι αν είναι αυτό. Αντίθετα, μάλιστα, η συν τήρηση έχει κάθε λόγο να "υιοθετεί" τους αριστερά φλύα ρους, ώστε να δημιουργήσει αριστερά άλλοθι. Μια αορί
στους αριστερή φρασεολογία στην τηλεόραση ή στο ραδιό φωνο, π.χ., είναι αυτό ακριβώς που χρειάζεται ένα "προο δευτικό" σύστημα για να διαλαλήσει μια προοδευτικότητα που δεν ξεπερνάει το λόγο, που εγκλωβίζεται στο λόγο και καταναλώνεται ως λόγος. Δεν εννοούμε, βέβαια, εδώ, τον προτρεπτικό επαναστατικό λόγο ή τη θεωρητική επεξεργα σία προβλημάτων που είναι δυνατό να οδηγήσει σε μια επα ναστατική πράξη. Εννοούμε τον "επαναστατικό" βερμπαλι σμό, μέσα στον οποίο δε λανθάνει καμιά κρυμμένη πρόθεση για καμιά πράξη, και καμιά θεωρητική προετοιμασία κά ποιας πράξης, που είναι το τελικό ζητούμενο στον γνήσιο επαναστατικό λόγο. Έτσι, ο αδέσμευτος μπορεί να γίνει ένας επαγγελματίας θεωρητικός μιας "επανάστασης" χωρίς επανάσταση, ένας ρήτορας-ανατροπέας που δεν έχει την πρόθεση να ανατρέ ψει τίποτα και που πληρώνεται ακριβώς απ’ αυτούς που έχουν κάθε λόγο να διατηρήσουν το στάτους κβό. Ο επα ναστατικός λόγος εδώ λειτουργεί σαν βαλβίδα ασφαλείας σ' έναν λέβητα που είναι έτοιμος να εκραγεί, σα θερμοστά της σ' ένα σύστημα κλειστής επικοινωνίας που αυτορυθμίζεται. Βλέπουμε, λοιπόν, πως ο λόγος έχει κι εδώ ένα πραχτικό αποτέλεσμα, αλλά δεν είναι αυτό που ο ίδιος διακη ρύσσει: Δεν είναι η επανάσταση στην οποία αναφέρεται, αλλά η "διευθέτηση" στην οποία και παραπέμπει. Αυτά όσον αφορά τον αδέσμευτο που έκανε επάγγελμα τη μη δέσμευσή του. Ωστόσο, οι περισσότεροι αδέσμευτοι δεν εκτίθενται στον κίνδυνο να χαρακτηριστούν "πληρω μένοι λακέδες" και τα τέτοια. Γιατί πληρώνονται μ’ έναν τρόπο τυπικά ιδιωτικό: "Κοιτούν τη δουλειά τους", σύμφω να με τη μικρόνοη και ολικά αντικοινωνική προτροπή. Και όταν κανείς κοιτάει τη δουλειά του είναι φυσικό να δίνει στον εαυτό του περισσότερες πιθανότητες ιδιωτικής προ κοπής από κείνον που δεν την κοιτάει, γιατί κοιτάει τα προ βλήματα όλου του κόσμου. Οι δημόσιες δραστηριότητές μας τελούνται πάντα σε βάρος των ιδιωτικών, εκτός απ' την πολύ γνωστή περίπτωση που η δημόσια δραστηριότητα κρύβει έντεχνα την ιδιωτική, όπως τα δημόσια λειτουργή ματα του αστικού καθεστώτος, που δεν είναι παρά ιδιωτικές υποθέσεις, καλά κρυμμένες πίσω απ’ το διακηρυγμένο "δη μόσιο συμφέρον".
Οι αδέσμευτοι, λοιπόν, είναι άνθρωποι που κοιτούν πρωτίστως τη δουλειά τους, και δεν έχουν καμιά πρόθεση να κοιτάξουν τίποτα περισσότερο απ' τη δουλειά τους. Όμως, πλεονεκτούν σαφώς απ’ τους άλλους, τους συντηρητικούς, που και κείνοι τη δουλειά τους κοιτούν, αλλά απροσχημά τιστα και δηλωμένα. Το άλλοθι του αριστερού ανένταχτου συνίσταται στο ότι, όντας προσηλωμένος αποκλειστικά στη δουλειά του κρατάει μια στάση κριτική στο σύστημα εν γένει κι αυτό του δίνει το δικαίωμα να εμφανίζεται ως "ανθρωπι στής", αφού δεν δέχεται, θεωρητικά, το υπάρχον εκμεταλ λευτικό σύστημα. Ελπίζει πάντα σ’ έναν καλύτερο κόσμο, αλλά αφήνει τους άλλους να βγάλουν το φίδι απ’ την τρύπα. Δηλαδή, να συλληφθούν, να παν φυλακή, να εκτελεστούν, όταν τα πράγματα δυσκολέψουν όποτε η θεωρητική δέσμευ ση γίνεται μια πραγματική δέσμευση έως θανάτου, ενώ η μη δέσμευση εξασφαλίζει τη συνέχεια της άνετης ζωούλας. Οι αδέσμευτοι, ούτε συλλαμβάνονται, ούτε φυλακίζονται, ούτε εκτελούνται. Καταλαβαίνουμε τώρα τί σημαίνει, σε τελική ανάλυση, μη δέσμευση. Σημαίνει ό,τι και η παροιμιακή παραλλαγή: Φύλαγε τα ρούχα σου για να τάχεις όλα. Μ’ άλλα λόγια, πίσω απ’ τη μη δέσμευση κρύβεται πονηρά ο τρόμος για μια ενδεχόμενη κακουχία. Στην υποθετική περίπτωση που κάποιος τους εγγυόταν την προσωπική τους ασφάλεια στο αβέβαιο μέλλον, οι αδέσμευτοι δεν θα είχαν και πολλούς ενδοιασμούς να δεσμευτούν, με την αίρεση να αποδεσμευ τούν αμέσως μόλις θα εμφανιζόταν ένας κάποιος κίνδυ νος. Αν οι παραπάνω παρατηρήσεις είναι σωστές, τότε είναι σωστή επίσης και η λογική τους προέκταση: Η στράτευση είναι ευκολότερη όταν οι κίνδυνοι που αυτή συνέπαγεται είναι λιγότεροι. Σε ειρηνικές περιόδους, όταν δεν διαφαίνεται κάποια πιθανότητα διωγμών, οι οπαδοί και τα μέλη των αριστερών κομμάτων αυξάνουν. Μόλις εμφανιστεί μια δυσμενής προοπτική, τα αριστερά κόμματα αποψιλώνονται και σ' αυτά μένουν τελικά μόνο οι γνήσιοι και σωστοί οπα δοί τους, αυτοί που δίνουν πάντα τους αγώνες γιατί πρέπει να τους δώσουν κι όχι γιατί είναι σίγουροι για τη νίκη. Οι οριακές κατάστασεις, όπου διακυβεύεται η ανθρώπινη αξιο πρέπεια, ίσως και η κρατημένη στα ανθρώπινα χέρια ανθρώ
πινη μοίρα, δεν είναι για καιροσκόπους και δειλούς, Ό©ο κι αν συκοφαντείται στις μέρες μας η γενναιότητα, όσο κι αν προβάλλεται σαν πρότυπο ο περίφημος "αντιήρωας", στις δύσκολες στιγμές τη λύση θα τη δώσουν και πάλι οι γενναίοι, όπως πάντα στην Ιστορία. Είθε να μην υπάρξουν τέτοιες στιγμές, αλλά το ευχολόγιο δε μπορεί να αποκρύψει το πρόβλημα. Κι ακριβώς αυτές τις δύσκολες οριακές καταστάσεις είναι που φοβούνται οι ανένταχτου Όντας και παραμένοντας ανένταχτοι δεν θα έχουν να αντιμετωπίσουν ποτέ τέτοια τραγικά διλήμματα. Δεν παίζεις με τη φωτιά όταν κρατιέσαι σταθερά μακριά απ’ τη φωτιά, κι έχεις το κεφάλι σου ήσυ χο. Τόσο ήσυχο, που στο τέλος φυραίνει. Φυσικά, για λό γους έγκαιρης δημιουργίας άλλοθι, οι ανένταχτοι οφείλουν να κάνουν συνεχώς ανελέητη κριτική στους ενταγμένους, ώστε να μπορούν να πουν τα μορμολύκεια στην περίπτωση αποτυχίας: "Εγώ σας τάλεγαϋ". Ναι, τα έλεγαν, αλλά αυτό που ποτέ δεν είπαν και δεν ομολόγησαν ήταν πως η κριτική τους δεν ήταν παρά ένα βερμπαλιστικό προπέτασμα καπνού για να κρύψουν την απέραντη δειλία τους. Δε λέμε, βέβαια, πως πρέπει να γίνουν ξαφνικά όλοι γενναίοι. Αυτό είναι έτσι κι αλλιώς αδύνατο. Άλλωστε, μια γενικευμένη γενναιό τητα συνεπάγεται κατάργηση της γενναιότητας. Λέμε μόνο πως οι ανένταχτοι μπορούν να παραμείνουν όσο θέλουν ανένταχτοι, αλλά βουλώνοντας το και σταματώντας να ασκούν βλακώδη κριτική εκ του ασφαλούς. Γιατί κάποιοι καταλα βαίνουν πως αυτή η κριτική δεν είναι παρά το ψευδώνυμο του οπορτουνισμού και της δειλίας. 30 Ιουνίου 1985
27. ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΕΙΝΑΙ ΦΙΛΟ Ι ΜΑΣ Ό λα τα καλά πράγματα ήταν κάποτε κακά πράγματα, λέει ο Νΐτσε. Και ασφαλώς δεν παραποιούμε τη σκέψη αυτού του μεγάλου διαλεκτικού αν αντιστρέφουμε τη διαδικασία της "μεταξίωσης όλων των αξιών" που επαγγέλονταν τούτος ο προφήτης και πούμε: Ό λα τα κακά πράγματα ήταν κά ποτε καλά πράγματα. Το καλό και το κακό είναι μεταλλάξιμα, αντιστρέψιμα και ιστορικά καθορισμένα. Ο θεός έχει τόση ανάγκη απ' το διάβολο, όση κι ο διάβολος απ' το θεό: Στην άρηκτη διαλεκτική τους σχέση, αν καταργήσουμε τον έναν καταργούμε αυτόματα και τον άλλο. Η θεολατρεία και η δαιμονολατρεία είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος, πράγμα που εξηγεί και την ύπαρξη άπειρων "αρνητικών" αιρέσεων που συνοδεύουν πάντα σαν αναγκαίο παρελκόμενο την εξ ορισμού πλήρη "θετικότητα" του θεού. (Κανένας θεός δεν είναι κακός, ούτε καν ο βλοσυρός και άτεγκτος Γιαχβέ των Εβραίων). Σίγουρα, όλα τα καλά πράγματα ήταν κάποτε κακά πράγ ματα. Όμως, συνεχίζουν να κρύβουν μέσα στην τωρινή καλωσύνη τους κάτι απ' την παλιά τους κακότητα. (Ουδέν καλόν αμιγές κακού). Ά λλωστε, τίποτα δεν είναι "καθαρό καθεαυτό". Κάθε άρνηση κυοφορεί μια κατάφαση και κάθε κατάφαση περιέχει το σπέρμα μιας άρνησης, όπως μας διδά σκει ο Χέγκελ. Το κακό περιέχεται ήδη στο καλό και το καλό έχει μέσα του το κακό. "Η αδικία είναι το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει η αλη θινή δικαιοσύνη", λέει ο Τέοντορ Αντόρνο σ’ εκείνο το αρι στούργημα διαλεκτικής ηθικής που έχει τον τίτλο Minima
Moral ia ("Μικρότατα ηθικά", μετάφραση Βασίλης Τομανάς, έκδοση Εκδοτική Ομάδα), που σίγουρα θα σκανδαλίσει με την επιμονή του στην αρνητικότητα, που εδώ είναι μια πραχτική εφαρμογή της "αρνητικής διαλεκτικής", την οποία εκείνος εισηγήθηκε. Πριν καταλήξει στο παραπάνω απόφ θεγμα ο Αντόρνο (τα Minima Moral ia είναι μια ατέλειωτη αλυ σίδα αποφθεγματικών σκέψεων σε νιτσαϊκό ύφος και ήθος) φροντίζει να το τεκμηριώσει μ' εκείνη την ατσαλένια διαλε κτική του λογική που σ’ αφήνει άναυδο: "Η καλωσύνη αδια κρίτως προς όλους εμπεριέχει τη διαρκή απειλή της αδια φορίας προς τον καθένα και της απομάκρυνσης απ’ τον καθένα". Στη μαρξιστική-αρνητική διαλεκτική του Αντόρνο, η χρι στιανική προσταγή "αγάπα τον πλησίον σου" δεν έχει κανένα ουσιαστικό νόημα. Ό χ ι μόνο γιατί όσο περισσότερο φανα τικός είναι ένας χριστιανός τόσο περισσότερο απομακρύνε ται απ’ τη "θρησκεία της αγάπης" (βλέπε και το "χριστιανικότατο" μίσος των ιεροεξεταστών για τους "αιρετικούς", καθώς και την ιδιάζουσα κακότητα των θρησκόληπτων), αλλά και διότι η (θεωρητική) ανυπαρξία κακότητας αφήνει κενό το χώρο για κάθε κακότητα, όπως δείχνει κι ένας άλλος σπουδαίος διαλεκτικός, ο Ουμπέρτο Έκο, στη μνημειώδη και θρυλική πολυσημική μυθιστορία του "Το όνομα του ρό δου" (μετάφραση Έ φη Καλλιφατίδη, έκδοση Γνώση). Οπωσδήποτε, υπάρχει κάτι το ύποπτο και το ηθικά επι λήψιμο όταν αγαπούμε τους πάντες αδιακρίτως, κι όταν επιδιώκουμε να μας αγαπούν οι πάντες αδιακρίτως. Οι εχθροί είναι τόσο χρήσιμοί και αναγκαίοι, όσο και οι φίλοι, κι αν δεν υπήρχαν εχθροί δεν θα υπήρχαν ούτε φίλοι — και το αντί στροφο. (Ό πως λέει ο μέγιστος των διαλεκτικών, ο Ηρά κλειτος, και η ανηφόρα και η κατηφόρα ανήκουν στον ίδιο δρόμο). Λοιπόν, όποιος δεν έχει εχθρούς δεν έχει και φίλους. Κι όποιος ισχυρίζεται πως έχει μόνο φίλους δεν είναι παρά ένας πονηρός δημοσεοσχεσίτης που τρέχει από δεξίωση σε δεξίωση με την ελπίδα πως Θα προσθέσει στο τηλεφωνικό του σημειωματάριο κι άλλα "χρήσιμα" νούμερα τηλεφώνου. Βέβαια, είναι μια τέχνη το να μπορείς να κάνεις καραμπόλες μ' ένα ποτήρι ουίσκυ στο χέρι, σκουντουφλώντας στους άλλους περιπατητικούς κοσμικούς, που κι αυτοί έχουν το
καρνέ των τηλεφώνων κι ένα μολύβι στη μέσα τσέπη. Όμως οι περίφημες "χρήσιμες γνωριμίες" είναι ένα είδος "κοινωνι κής λογιστικής" που κρύβει πάντα την επιθυμία για ένα ισο σκελισμένο "δούναι-λαβείν". Κι αυτή η κοσμική μπακαλική δεν είναι δυνατό να έχει σχέση με τη φιλία. Έ χει σχέση μόνο με μια μασωνική αντίληψη της κοινωνικότητας, όπου φίλος είναι ο ομοίως δόλιος με μένα, και εχθρός ο καθένας που θα αρνιόταν να με εξυπηρετήσει. Φυσικά, για να έχεις "μόνο φίλους" πρέπει να ασκηθείς σε κάποια σχολή υποκριτικής, ώστε να παίζεις καλά το ρόλο του καλού. Που πρέπει να τον παίζεις τόσο πιο καλά, όσο πιο κακός είσαι. Η "καλωσύνη για όλους" που μοιράζεται δωρεάν σε όλους είναι το τυπικό γνώρισμα είτε του ηλιθίου είτε του καθάρματος με το προβαρισμένο στον καθρέφτη "καλωσυνάτο" χαμόγελο. "Η ενσυνείδητη ασυνειδησία, όπως λέει ο Αντόρνο, οδη γεί στην επαγγελματική καλοσύνη για χάρη του κέρδους και κατασκευάζει την επαφή και την αμεσότητα εκεί που οι άνθρωποι απέχουν παρασάγγες μεταξύ τους". Για νάχει πάντα δίκιο ο πελάτης, πρέπει ο μαγαζάτορας να ξέρει να του φέρεται φιλικά. Έτσι, η δοσοληψία και η φιλία μπερδεύουνται αξεδιάλυτα, και ο φίλος δεν είναι παρά ένας πι θανός πελάτης, ή ένας πελάτης που δεν πρέπει να χαθεί. Τα όρια ανάμεσα στις "φιλικές σχέσεις" k o l τις "εμπορικές σχέσεις" έχουν καταργηθεί, και ο φίλος όταν δεν είναι "πράγ μα" άμεσα εκμεταλλεύσιμο, είναι μια "επένδυση" που ίσως αποδειχτεί αποδοτική στο μέλλον. Όμως, όπως λέει πάντα ο Αντόρνο, "οι βλέψεις σε ενδε χόμενα οφέλη είναι ο θανάσιμος εχθρός κάθε ανθρώπινης σχέσης". Κι ωστόσο, "έχω φίλους" σημαίνει κατά κανόνα "αποβλέπω στην ενδεχόμενη ωφελιμότητα τους". Αν στην πορεία της εξέλιξης μιας τέτοιας υστερόβουλης "φιλικής σχέσης" αποδειχτεί πως το προσδοκόμενο όφελος είναι είτε ασήμαντο είτε ανύπαρχτο, δεν έχω παρά να ψαρέψω καινούργιους "φίλους" σε μια καινούργια δεξίωση ή σε μια "φ ιλική συντροφιά", απ' την οποία λείπει σχεδόν πάντα και το αίσθημα της συντροφικότητας και το αίσθημα της φιλίας, και που λειτουργεί δίκην λαϊκής αγοράς, όπου οι άνθρωποι ψωνίζουν φρέσκους "καλούς" φίλους ή ψωνί ζονται σε συμφέρουσα για τον αγοραστή τιμή, όταν οι υπο-
ψήφιοι "φ ίλ ο ι" δεν έχουν να προσφέρουν τίποτα το σημαντι κό σαν "υπόσχεση" σε μια κυοφορούμενη σχέση που "δεν υπόσχεται πολλά", εξαιτίας της μειονεκτικής κοινωνικής θέσης του προσφερόμενου εναγωνίως ως φίλου μέσα σε μια "πιάτσα" όπου ο πιο καλός φίλος είναι συνήθως ο πιο ισχυ ρός οικονομικά, ή όπως αλλιώς, άνθρωπος. (Το πόσο εύκολα μας* αντιμετωπίζουν σαν "καλούς φίλους" εμάς τους ασκούντες την Τέταρτη Εξουσία, είναι κάτι το απίστευτο. Ένας δημοσιογράφος μπορεί να έχει τόσους φίλους όσους του χρειάζονται για να νιώθει σατράπης, στην περίπτωση που δεν είναι σε θέση να νιώθει, απλά, έντιμος άνθρωπος). Φυσικά, για να εμπορευματοποιηθεί αποτελεσματικά το αίσθημα της φιλίας πρέπει να γίνει άτονο, χαλαρό κι όσο γίνεται πιο συμβατικό. Οι "δυνατές φιλίες" όπως και οι "δυ νατοί έρωτες" μπορεί να οδηγήσουν σε καταστροφές, και συνεπώς κρίνονται εμπορικά ασύμφορες. {Πρέπει να σημει ώσουμε εδώ πως η γνήσια φιλία και ο γνήσιος έρωτας έχουν συγγένεια πρώτου βαθμού). Αποκλείεται, π.χ., να μη βοη θήσεις οικονομικά τον πραγματικό φίλο σου όταν έχει πραγ ματική ανάγκη. Και μια τέτοια οικονομικά δυσάρεστη προο πτική σε υποχρεώνει να διατηρήσεις τη φιλία εξ αρχής σε επίπεδα τέτοια, που να μην υποχρεωθείς ποτέ να βάλεις το χέρι σου στην τσέπη "λόγω φιλίας". Το "κράτημα των απο στάσεων" λογαριάζεται πάντα με την απόσταση ανάμεσα σε δυο πορτοφόλια. Αυτός είναι ο λόγος που κάποιοι "καλοί φ ίλο ι" προσπα θούν να μικρύνουν όσο γίνεται τις "αποστάσεις": Όσο πιο "κολλητοί" φίλοι γίνονται έντεχνα και μεθοδευμένα τόσο πιο σίγουρο έχουν το δάνειο. Συνεπώς, δεν είναι αδικαιολό γητη η απιφυλακτικότητα απ’ τη μεριά του ετέρου των συμβαλλομένων φίλων. Σ ’ αυτή την παραλλαγή της διαλεκτι κής σχέσης του αφέντη και του δούλου, οι ρόλοι του αφέντη και του δούλου είναι μεταλλάξιμοι: Και οι δυο "φ ίλο ι" μπο ρεί να είναι ταυτόχρονα και πιθανά θύματα και πιθανοί θύτες. Το παν θα εξαρτηθεί απ’ το ποιος θα ζητήσει πρώτος δανει κά, δηλαδή απ’ το ποιος θα πάρει την πρωτοβουλία να οδη γήσει μια φιλία στην έσχατη δοκιμασία της. Αν τελικά συμβεί το μοιραίο και ο φίλος σου αποδειχτεί υστερόβουλος, δεν πρέπει να θυμώσεις υπέρ το δέον, στην περίπτωση που είσαι ένας καλός και συνετός αστός. Διότι
η χριστιανικής καταγωγής παροιμία διδάσκει πως "πρέπει να αγαπούμε τους φίλους μας με τα ελαττώματα τους". Ωστόσο, είναι φανερό πως δεν θα μπορούσε να υπάρξει πιο ηλίθια παροιμία. Διότι, εκτός απ' την περίπτωση διαστρο φής, κανείς λογικός άνθρωπος δεν θα αγαπούσε ποτέ κά ποιον για τα ελαττώματα του. Η αγάπη είναι μια κατάσταση απόλυτης θετικότητας. Τόσο απόλυτης, που μέσα σ’ αυτήν και τα αντικειμενικά βεβαιωμένα ελαττώματα εκλαμβάνονται κι αυτά σαν προτερήματα. (Ό σοι έχουν την όμορφη συνή θεια να ερωτεύονται συχνά καταλαβαίνουν καλά τι θέλουμε να πούμε}. Η αποκάλυψη των ελαττωμάτων δεν λειτουργεί θετικά ούτε υπέρ του έρωτα ούτε υπέρ της συγγενικής προς τον έρωτα φιλίας. Γιαυτό καλό είναι, τόσο στη φιλική όσο και στην ερωτική σχέση, τα ελαττώματα να αποκαλύπτονται εξ αρχής, ώστε να μη δημιουργούνται δυσάρεστες εκπλήξεις, και συνεπώς πρόωρες καταστροφές της σχέσης. Ωστόσο, όπως λέει ο μεγάλος φίλος μας Τέοντορ Αντόρνο, στον οποίο και στηρίζεται το σημερινό μας κείμενο: "Ο αστός είναι ανεκτικός. Η αγάπη του για τους ανθρώπους όπως είναι πηγάζει απ' το μίσος του για τους ανθρώπους όπως θα μπο ρούσαν να είναι". Με μια και μόνο φράση ο Αντορνο λέει τα πάντα για την ηθική της προόδου και την ανηθικότητα της συντήρησης. Ο προοδευτικός άνθρωπος σε καμιά περίπτωση δε μπορεί να αγαπήσει τα ελαττώματα. Και πώς θα μπορούσε να τα αγαπήσει, όταν αγωνίζεται για έναν κόσμο με όσο το δυνατό λιγότερα ελαττώματα, και που σε ένα ιδεατό μέλλον μπορεί και να είναι εντελώς αψεγάδιαστος; 'Αλλωστε, ανεκτικότητα μπορεί να βρει κανείς στους ειδικούς προς τούτο οίκους. Είναι αισχρό και μαζί γελοίο να μετατρέπουμε τον κόσμο ολόκληρο σ' έναν απέραντο οίκο ανοχής. Δε λέμε να ξαναλειτουργήσει ο Κεάδας για τους ελαττωματικούς (ηθικά), αλλά εμείς σε καμιά περίπτωση δεν θα αγαπούσαμε έναν φίλο με τα ελαττώματά του, ακόμα κι αν κινδυνεύαμε να μείνουμε με μόνο φίλο τον Αντόρνο. Έναν φίλο τον αγαπούμε μόνο για τα προτερήματα του, όταν υπερτερούν των ελαττωμάτων του, και βοηθούμε (ή ευχόμαστε μόνο, όταν δεν μπορούμε να βοηθήσουμε) να μειώσει τα ελαττώματά του μέχρι τον πλήρη τους μηδενισμό, αν είναι δυνατό. Το σημαντικό, το πάρα πολύ σημαντικό, είναι να πάψουμε να είμαστε ανεκτικοί. Εκτός κι αν μας
αρέσει, μέσα στην απεραντοσύνη της ανεκτικότητάς μας, να μας... πηδούν οι πάντες, απ' τ ' αφεντικά μέχρι τους φίλους. Ά λλωστε, το "γνήσιο ήθος" έχει κάτι το βαρβαρικό και συ νεπώς θα ήταν λάθος να το ψάξει κανείς στα σαλόνια. Και προπαντός, μην καταφύγετε στο "σαβουάρ βιβρ" για να μά θετε τους κανόνες της καλής συμπεριφοράς. Το "σαβουάρ βιβρ" διδάσκει τους κανόνες της ψεύτικης συμπεριφοράς, που σε βοηθάει να κάνεις "χρήσιμους φίλους". Που ένας διάβολος ξέρει πόσο χρήσιμοι μπορεί νάναι στην περίπτωση που είναι ηθικά ερείπια. Το δυστύχημα με τη φιλία και τους φίλους είναι πως κα νείς ποτέ δεν κατάφερε να μας δώσει έναν σαφή και καθαρό ορισμό αυτών των εννοιών. Τα διάφορα λεξικά που χρησι μοποιούμε γράφοντας αυτά εδώ τα κείμενα δίνουν ποικίλους ορισμούς στις έννοιες φίλος και φιλία. Παραθέτουμε μερικές απ’ αυτές τις τραγελαφικές ερμηνείες και σας αφήνουμε να βγάλετε άκρη, αν τα καταφέρετε. Λοιπόν, φιλία είναι: 1> Η αμοιβαία εξ εκτιμήσεως αγάπη μεταξύ δυο ή περισσο τέρων ατόμων. {Αυτό που δεν καταλαβαίνουμε εδώ είναι το "εξ εκτιμήσεως". Μπορεί να υπάρξει αγάπη και από ανυπαρ ξία εκτιμήσεως;). 2) Η οικογενειακή στοργή. ΓΕλα, διάολε! Τι σχέση έχει η φιλία με την οικογενειακή στοργή;). 3) Η αφοσίωσις των κατωτέρων προς τους ανωτέρους. (Μα, αυτό δε λέγεται φιλία, λέγεται υποταγή στο ιεραρχικό σύστημα). 4) Η στοργική αγάπη, ο πόθος προς συνουσίαν, ο έρως. (Δηλαδή, τη στοργική αγάπη, τον πόθο προς συνουσίαν που δεν είναι ακριβώς στοργική αγάπη, και τον έρωτα που απο μονώνεται απ' τον λεξικογράφο δολίως απ’ τις άλλες ερμη νείες μ' ένα κόμμα, όλα αυτά μαζί τα χτυπούμε δυνατά στο μίξερ και παίρνουμε έναν χυλό που λέγεται φιλία; Δεν είμα στε καλά!). 5) Η επιθυμία κάποιου για κάτι. (Μα, η επιθυμία κάποιου για κάτι λέγεται πόθος, όχι φ ιλία ). Ο σπουδαίος λεξικογράφος Ιωάννης Σταματάκος στο περί φημο "Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης" είναι πε ρισσότερο διαφωτιστικός. Ωστόσο, ο Σταματάκος σημειώνει πως η ετυμολογία της λέξης φίλος είναι σκοτεινή. Δε φτάνει να ξέρουμε πως η λέξη φίλος παράγεται απ’ το ρήμα φιλώ, που σημαίνει αγαπώ. Γιατί η φιλία δεν είναι ακριβώς αγάπη, παρόλο που η καταγωγή της λέξης απ' το φιλώ (αγαπώ) μαρτυράει τη συγγένειά της με την αγάπη. Ίσω ς αρχικά, λέει
ο Σταματάκος, φίλος να εσήμαινε "ο ανήκων εις τον εαυτόν του" και αργότερα "ο ανήκων εις τους ιδικούς του". Δεν μπορούμε να επεκταθούμε περισσότερο εδώ στις τερά στιες φιλοσοφικές συνέπειες που θα μπορούσε να έχει τούτη η ερμηνευτική εκδοχή του λεξικογράφου, που την τεκμηριώ νει γλωσσολογικά. Ωστόσο, εύκολα συνάγει κανείς το συμπέ ρασμα πως "ο ανήκων εις τον εαυτόν του" αγαπάει κατ’ αρχήν τον εαυτόν του {είναι φίλος με τον εαυτό του) και πως αν δεν ανήκεις στον εαυτό σου δεν μπορείς να ανήκεις και στους ,ιδικούς σου. Η φιλία, λοιπόν, μπορεί να είναι μια ιδιάζουσα μορφή αγάπης κατά την οποία δεν διαχέεται το εγώ του ενός μέσα στο εγώ του άλλου, όπως στον έρωτα, κι ωστόσο είναι μια σχέση ανιδιοτελής, όπως και ο έρωτας. Πιστεύουμε πως τούτη η διαφύλαξη του εγώ μέσα στη φιλία είναι που μπέρδεψε τους λεξικογράφους. Γιατί στην αστική σκέψη το εγώ παραπέμπει σταθερά στις κτητικές αντωνυμίες. Ένα εγώ (μια προσωπικότητα) ανεξάρτητο απ’ τον κτητικό εγωισμό και τον βλακώδη σολιπσισμό είναι δύσκολο να το συλλάβει η αστική σκέψη. Συνεπώς είναι δύσκολο να συλλάβει και τον ολικά ανιδιοτελή εγωισμό, που διαφυλάγουν οι συμμετέχοντες σα φ ίλοι σε μια ομάδα δυο ή περισσοτέρων προσώπων. (Επιτρέψτε μου να αφιερώσω το παραπάνω κείμενο στο φίλο μιας ζωής, τον οδοντίατρο Μανιό Παπακώστα). 7 Ιουλίου 1985
28. Ο ΓΥΜΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ
Όταν "ξέρω με ποών έχω να κάνω" σημαίνει πως αυτός με τον οποίο έχω να κάνω οτιδήποτε, απ' το να συζητήσω για τον καιρό μέχρι να οργανώσω την... επανάσταση, μου δίνει τη δυνατότητα να καταλάβω με ποιόν έχω να κάνω. Όταν δεν μου δίνει ο ίδιος τις πληροφορίες που χρειάζομαι για την αφεντιά του, προσπαθώ να τις έχω από δεύτερο χέρι, ας πούμε μέσω ενός ιδιωτικού ντέτεκτιβ. Βέβαια, δεν είναι και τόσο έντιμο να καταφεύγω στις κατά κανόνα δόλιες υπηρεσίες των ιδιωτικών ντέτεκτιβ, αλλά τι άλλο μπορώ να κάνω όταν η "μυστικότητα" ολοένα και περισσότερο περι βάλλει με μυστήριο και τα απλούστερα των πραγμάτων; Το μυστικό είναι είδος εμπορεύσιμο. Κι αυτό θα μπορού σε να το βεβαιώσει όχι μόνο ο κατάσκοπος, που δουλειά του είναι να ανταλλάσσει τα μυστικά που γνωρίζει με χρήμα, στην περίπτωση που είναι "επαγγελματίας" και δεν εκτέλεί "εντεταλμένη υπηρεσία", αλλά και η κουτσομπόλα που χαρί ζει γενναιόδωρα τα μυστικά των άλλων, ίσα ίσα για να που λήσει μιαν εκδούλευση που εν καιρώ θα την ανταλλάξει με κάποια εξυπηρέτηση που θα ζητήσει. Εδώ, το μυστικό δεν εξαργυρώνεται άμεσα. Παίρνει τη μορφή επένδυσης. Το μυστικό, λοιπόν, κοστίζει. Ό χ ι μόνο γιατί αγοράζεται και πουλιέται, αλλά κυρίως διότι αποθηκεύεται. Και η απο θήκευση προϋποθέτει έμπιστους, και συχνά καλοπληρωμέ νους αποθηκάριους που δουλειά τους είναι να σχηματίζουν πάσης φύσεως "φακέλους", εντός των οποίων τοποθετούνται τα μυστικά, για να ανασυρθούν από κει σε κάθε ζήτηση. Συνε πώς, δε συμφέρει να έχεις μυστικά. Ό χ ι μόνο γιατί το μυστι-
κό φυλάγεται δύσκολα και κλέβεται εύκολα, αλλά κυρίως διότι το αντάλλαγμα που μπορεί να σου ζητήσουν για ένα μυστικό, καμιά φορά υπερβαίνει κατά πολύ την πραγματική αξία του. Υπάρχουν άνθρωποι που έγιναν πλούσιοι πουλώ ντας ενδιαφέροντα ακριβά μυστικά. Και άλλοι που τροφοδο τούν συνεχώς το λογαριασμό στην Τράπεζά τους συλλέγοντας μυστικά για μοιχούς και ομοφυλόφιλους, δηλαδή για πράγματα που τα βρίσκει κανείς "χύμα" στη "λαϊκή αγορά", όπου βγαίνουν στον πλειστηριασμό τα "μικρά προσωπικά μυστικά", για να πάρουν διαστάσεις γεγονότος, στην περί πτωση που το "δημόσιο αίσθημα" δε βρίσκεται σε αρμονία με το "ιδιωτικό συναίσθημα". Έτσι, ο προϊστάμενος που θα ερωτευτεί τη δακτυλογράφο του, πράγμα που εκτός από πάρα πολύ φυσικό είναι και πάρα πολύ δημοκρατικό, κινδυνεύει εκτός απ’ το κύρος του να χάσει και τη θέση του. Το ίδιο θα πάθει και ο ομοφυλόφιλος, αλλά αυτός για πολύ διαφορετικούς λόγους: Κάθε ομοφυλό φιλος είναι δεκτικός εκβιασμών πάσης φύσεως κι αυτός είναι ο λόγος, κι όχι η σεξουαλική του ιδιαιτερότητα, που μια κοι νωνική ομάδα δεν εμπιστεύεται εύκολα τους ομοφυλόφιλους. Εφόσον η ομοφυλοφιλία παραμένει "μυστικό", τούτο το μυ στικό δε μπορεί παρά να είναι ανταλλάξιμο και συνεπώς εμπορεύσιμο, κυρίως στη μαύρη αγορά των λαθρεμπόρων της ανθρώπινης δυστυχίας. Αντίθετα, μπορεί κανείς να εμπι στευτεί εύκολα έναν "κραυγαλέο" και "δηλωμένο" ομοφυλό φιλο, γιατί εδώ το μυστικό έχει ήδη διανεμηθεί δωρεάν στους πάντες και συνεπώς κανείς δεν μπορεί να το εμπο ρευτεί. Ό πως και νάναι, καλό είναι να μην "κρατούμε" προσω πικά μυστικά. Ό χ ι μόνο για τους προαναφερθέντες οικονο μικούς λόγους, αλλά και διότι το μυστικό είναι βλαπτικό για την υγεία. Κατά τον Βίλχελμ Ράιχ, που βασίζει την άπο ψή του στον Φρόυντ, το προσωπικό μυστικό είναι καρκινο γόνο: Δημιουργεί φόβο για την αποκάλυψή του και ενοχή για την απόκρυψή του! Και επιτείνει τον ψυχολογικό μηχα νισμό της απώθησης, με συνέπεια την τρέλα σε κυτταρικό επίπεδο. (Ο καρκίνος είναι κάτι σαν τρέλα των αφηνιασμέ νων κυττάρων, κι αυτό γίνεται φανερό μεταξύ άλλων και από το γεγονός πως οι τρελοί δεν παθαίνουν καρκίνο: Αφού ήδη είναι τρελοί "ολόκληροί" δεν μπορούν να τρελαθούν
και κατά κυτταρικές περιοχές. Ίσω ς έρθει μια εποχή που θα χρειάζεται να διαλέγουμε ανάμεσα στην τρέλα και τον καρκίνο. Για λόγους προληπτικής υγιεινής, εγώ διαλέγω από τώρα την τρέλα). Φαίνεται πως η ειλικρίνεια είναι το πιο αποτελεσματικό αντικαρκινικό φάρμακο. Είναι επίσης ψυχοφάρμακο εξαιρε τικής και δοκιμασμένης αποτελεσματικότητας: Γιατί, όσο πιο πολλά μυστικά συσσωρεύεις μέσα σου, τόσο κινδυνεύεις να καταρρεύσεις απ' το βάρος τους. Και, βέβαια, ούτε ο παπάς της ενορίας στο ρόλο του εξομολογητή, ούτε ο ψυχαναλυτής στο ρόλο του ψυχοθεραπευτή μπορούν να σε βοηθήσουν αποτελεσματικά να απαλλαγείς απ’ τις "κρυφές αμαρτίες" σου, που όσο πιο φανερές γίνονται τόσο το καλύτερο για την υγεία σου. Ά λλω στε, δεν έχει λόγο να ντρέπεται κανείς γιαυτό που είναι εκ φύσεως. Έχει, όμως, λόγο να ντρέπεται γιαυτό που είναι παρά φύσιν. Και το να είσαι παλιανθρωπάκος, π.χ., είναι κάτι το παρά φύσιν. Γιατί είναι στη φύση του ανθρώ που να είναι καλός. Κανείς δε γεννιέται κακός. Το κακό είναι τάξεως κοινωνικής. Δηλαδή μας έρχεται "α π’ έξω", απ’ τον κακό κοινωνικό περίγυρο, που όταν γίνει καλός θα γίνουν και οι εντός του άνθρωποι αναγκαστικά καλοί. Μέχρι όμως ν’ αλλάξουν τα κοινωνικά πράγματα, και δε φαίνεται ν' αλλάζουν σύντομα, καλό είναι να προσπαθεί κανείς να διαφυλάξει κατά μόνας την καλωσύνη του, έστω για λόγους αντικαρκινικόύς και μόνο: Η κακότητα είναι αρρώστια, πιθα νώς καρκινογόνος. Μ’ άλλα λόγια, η κακότητα είναι ασύμφορη από κάθε άποψη, ακόμα και οικονομική. Γιατί παίρνει τη μορφή μυστι κού: Κανείς δε θέλει να φαίνεται κακός κι όλοι προσπαθούν να κρύψουν την κακότητά τους, γιατί όλοι γνωρίζουν πως η κακότητα είναι μια κατάσταση αντικοινωνική. Και δεδομέ νου ότι ζούμε αναγκαστικά σε κοινωνία ανθρώπων, έχουμε κάθε λόγο να φαινόμαστε καλοί κι ας μην είμαστε. Έτσι, το ψέμα στη συμπεριφορά μας εγκαθίσταται μαζί με την απεγνωσμένη μας προσπάθεια να φανούμε ψευδώς καλοί, τη στιγμή που δεν είμαστε παρά κτηνάκια με μορφή παρα πλανητικά ανθρώπινη. "Μόνο γυμνό γνωρίζεις τον άνθρωπο", λέει μια πανάρχαιη κινέζικη παροιμία. Είναι δύσκολο να παίξεις τους κοινωνικούς
σου ρόλους γυμνός, κι αυτό θα μπορούσε να το βεβαιώσει ο κάθε ηθοποιός που μαζί με τα ρούχα του χαρακτήρα που θα υποδυθεί ενδΰεται και την προσωπικότητά του. Είναι εκτός πόσης αμφισβητήσεως πως τα ρούχα και μόνο αυτά κάνουν τον παπά. Κι ένας ολόγυμνος παπάς είναι απολύτως αδύνατο να παραστήσει τον παπά. Πόσο μάλλον να "ιερουρ γήσει". Λοιπόν, έναν παπά που θα του βγάλεις τα ράσα τον "αποσχηματίζεις", τον κάνεις να χάσει το σχήμα του, που καθορίζει την κοινωνική του ιδιότητα, και τον επαναφέρεις στη φυσική τάξη πραγμάτων, όπου η αλήθεια λάμπει γυμνή ή δε λάμπει καθόλου, όπως διδάσκει και ο μύθος της γυμνής Φρύνης. Αν, λοιπόν, ο παπάς συνεχίζει να είναι παπάς και στο μπά νιο του, έχει καλώς: Είναι όντως ένας παπάς, πέρα και πάνω απ' τα σχήματα και τα προσχήματα. Αν όμως μαζί με το ράσο χάσει και την παπαδοσύνη του, τρέχα γύρευέ την. Είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο πως δεν πρόκειται να τη βρεις στο ράφτη του. (Που λέγεται ιεροράπτης επί το ιερατικότερον και σαχλεπισαχλότερον}. Ομοίως, δεν πρέπει να ψάξεις τον στρατηγό στο στρατιωτικό ραφείο και στο εργαστήριο κατα σκευής γαλονιών. Κι ωστόσο, όπως οι παπάδες δεν αγωνί ζονται ιδιαίτερα για να κερδίσουν τα ράσα τους, έτσι και οι στρατηγοί δεν ιδρωκοπούν πια για τα γαλόνια τους. Τους τα χαρίζουν μαζί με το ξίφος στην τελετή αποφοίτησης απ' τη Σχολή Ευελπίδων. Σ’ ένα γραφειοκρατικό σύστημα, όλες οι προαγωγές, ακόμα και οι θεϊκά κατοχυρωμένες, είναι δημοσιοϋπαλληλικά προκαθορισμένες. Σίγουρα, μόνο γυμνό γνωρίζεις τον άνθρωπο. Και πάρα πολύ συχνά, οι άνθρωποι υποχρεώνονται απ' τα πράγματα να γυμνωθούν, παρά τη θέλησή τους. Πρόκειται για το περί φημο "ξεβράκωμα", όπως λέει η ελληνική λαϊκή σοφία, που ακριβώς γιατί είναι λαϊκή δεν απέχει απ’ την κινέζικη λαϊκή σοφία, που δημιούργησε την εκπληχτική παροιμία που προαναφέραμε. Ο ξεβράκωτος δεσπότης, ο ξεβράκωτος στρα τηγός, ο ξεβράκωτος βασιλιάς, ο ξεβράκωτος πρόεδρος της δημοκρατίας, ο ξεβράκωτος δήμιος, ο ξεβράκωτος άγιος, όλοι αυτοί έχουν κοινή την ανυπαρξία βρακιού. Τη δύναμή τους την αντλούν συνήθως απ’ το βρακί τους κι αυτή είναι η μεγαλύτερη αδυναμία τους. Δεν υπάρχει τίποτα πιο κωμι κό απ' την εικόνα ενός δυσκοίλιου βασιλιά, που σφίγγεται
ξεβράκωτος στη λεκάνη της τουαλέτας του. Και, πολλές φορές αναρωτήθηκα πώς τα καταφέρνει και ιερουργεί ένας δεσπότης που, σαν άνθρωπος κι αυτός, τυχαίνει να έχει εκείνη την ώρα "κόψιμο". Καμιά αλήθεια δεν είναι περισσό τερο γυμνή απ' την αλήθεια του "κοψίματος", που καθι στά απολύτως αναγκαίο το βιαστικό και εναγώνιο ξεβράκωμα. Ό λοι οι μύθοι πέφτουν μαζί με τα ρούχα. 0 τελευταίος μύθος πέφτει με το τελευταίο ρούχο. Κι αυτός είναι ο λό γος που οι βιομηχανοποιημένα όμορφες χάρις στη βιομη χανία των καλλυντικών, την υψηλή ραπτική και τη χαμηλή νοητικότητα προτιμούν να πέφτουν ντυμένες, ή μάλλον μισοντυμένες στο κρεβάτι. Εδώ, η γυμνή αλήθεια ούτε να κοιμηθεί δεν τολμάει γυμνή. Και μόνο στα απελευθερωτικά "βέβυλα" όνειρα το ξεβράκωμα που λέγαμε γίνεται καμιά φορά πλήρες. Η γυμνή αλήθεια γίνεται όνειρο ολοένα και περισσότερο, και οι μόνοι που δε φοβούνται το ξεβράκωμα τελικά είναι οι ονειροπόλοι. Ά λλωστε, δείχνει κανείς ό,τι έχει. Κι όταν δεν έχει να δείξει παρά μόνο "σχήματα" δείχνει τα σχήματα: Ράσα έχει, ράσα δείχνει. Γαλόνια έχει, γαλόνια δείχνει. Μυαλό έχει, μυαλό δείχνει! Μυαλό δεν έχει, μυαλό δε δείχνει. Ό λο το πρόβλημα συνοψίζεται στο να ξέρεις να διακρίνεις το "είναι" απ’ το "φαίνεσθαι" και να μην εκλαμβάνεις το "φαίνεσθαι" σαν "είναι" ή το αντίστροφο. Ό ,τι λάμπει δεν είναι χρυσός. Ωστόσο, ό,τι είναι χρυσός λάμπει. Τα κίβδηλα νομίσματα συνήθως είναι επίχρυσα, αλλά δεν έχεις παρά να τα γδύ σεις απ' τη φλούδα του χρυσού για να δεις και δω γυμνή ιην αλήθεια. Κι όσο πιο γυμνή είναι η αλήθεια, τόσο το καλύ τερο για ιον αληθινό γυμνισμό. Να, λοιπόν, που το μίσος για τον γυμνισμό δεν είναι ίδιον του σεμνού αλλά του ψεύτη. Δεν είναι το γυμνό σώμα αυτό που ενοχλεί. Είναι η αλήθεια σε φυσική κατάσταση εκείνη που σκανδαλίζει όσους συνήθισαν να συγχέουν to σημείο με το παραπέμπον του, όπως λέμε στη σημειολογία. Δηλα δή, το πράγμα σαν τέτοιο με τη σημασιοδότησή του απ' τον άνθρωπο. Το κάθε τι έχει τη σημασία που εμείς του δίνουμε. Οι ση μασίες δεν είναι κολλημένες στα πράγματα, δεν αναβρύζουν απ’ αυτά όπως το νεράκι της πηγής. Καλό είναι ό,τι θεωρού
με καλό. Και όμορφο είναι ό,τι συνηθίσαμε να το αντιλαμβα νόμαστε σαν τέτοιο μέσα απ' την παιδεία μας. Αν τελικά δίνου με περισσότερη σημασία στα ράσα του παπά απ' ό,τι στον ίδιο τον παπά, είναι γιατί γνωρίζουμε πως οι κοινωνικοί ρόλοι δεν είναι φυσικοί ρόλοι. Είναι ρόλοι που τους διδα χτήκαμε στο θέατρο της ζωής. Ωστόσο, ο καλός ηθοποιός ξέρει πως έχει υποχρέωση να παίξει σωστά το ρόλο του. Κι αν ακολουθεί στη δουλειά του τη μέθοδο Ντιντερό, που προϋποθέτει λογικό και ενσυνεί δητο έλεγχο του ρόλου "απ' έξω" κι όχι τη μέθοδο Στανισλάβσκι που προϋποθέτει ολική και πλήρη ταύτιση με το ρόλο, ακόμα και τότε το ψέμα της υπόδυσης πρέπει να είναι φανερό και δηλωμένο σαν τέτοιο. Ά λλωστε, όταν τα ψέματα λέγονται με πλήρη συνείδηση του γεγονότος πως είναι ψέματα δεν είναι βλαπτικά για κα νόναν: Ούτε γιαυτόν που τα λέει ούτε για κείνον που τ’ ακούει. Σ ’ αυτή την περίπτωση το ψέμα είναι μια σύμβαση, ένα παι χνίδι όπως το θέατρο, που γνωρίζουμε πως είναι θέατρο και το αποδεχόμαστε ή το απορρίπτουμε με ελεύθερη βού ληση. Αν κάποιος μου πει ψέματα, δίνοντάς μου ταυτόχρονα να καταλάβω πως αυτά που μου λέει είναι όντως ψέματα, δεν έχω κανένα δικαίωμα να τον ψέξω σαν ψεύτη. Γιατί εδώ το ψέμα αναιρείται απ’ τον κώδικά του, που μου τον παρέχει ταυτόχρονα ο ψεύτης, πράγμα που μου επιτρέπει να "δια βάσω" εξ αρχής το ψέμα σαν ψέμα, Όμως, το ψέμα που μου προσφέρεται ως αλήθεια εμπρό θετα, όταν δηλαδή μου δίνει ο ψεύτης μαζί με την ψεύτικη πληροφορία κι έναν ψεύτικο κώδικα για να διαβάσω την πληροφορία λανθασμένα, αυτό δεν είναι ψέμα, είναι απάτη. Μ' άλλα λόγια, εκείνο που έχει σημασία στο ψέμα είναι η πρόθεση: Υπάρχουν ψέματα άδολα και ψέματα δόλια. Οι άδολοι ψεύτες είναι απλώς παραμυθάδες με έντονη ποιητική διάθεση: Τους αρέσει να μπερδεύουν το φανταστικό με το πραγματικό, ίσως για να κάνουν περισσότερο υποφερτή την πραγματικότητα, ή για να κάνουν περισσότερο έντονο το νόημα του λόγου τους. Οι δόλιοι ψεύτες, αντίθετα είναι κακοήθεις που λεν A για να πετύχουν Β. Ωστόσο, υπάρχει και μια τρίτη κατη γορία ψευδολογίας, στην οποία ανήκει το κυρίως ψέμα, το "βαθύ" ψέμα, το ψέμα yta το οποίο αυτός που το λέει
δεν έχει καμιά συνείδηση πως είναι ψέμα. Πρόκειται για το ψέμα που ο Μαξ Νορνιάοϋ το ονομάζει "ζωτικό". Γιατί αν το χάσει αυτός που το έχει είναι σα να χάνει τη ζωή του. Που ολόκληρη έχει στηριχτεί πάνω σ' αυτό το ζωτικό ψέ μα. Είναι το ψέμα που κάνει, π.χ., τον εξαθλιωμένο λούμπεν να πιστεύει ειλικρινά στην "αλήθεια" του φασισμού. Και τον περιδεή, που τρέμει μπροστά στην πιο γυμνή απ' τις γυ μνές αλήθειες, που είναι ο προσωπικός μας θάνατος, να πι στεύει πως ο θάνατός του δεν είναι παρά το μεγάλο βήμα προς την αθανασία. Τέτοια ψέματα, βαθιά ριζωμένα στα κύτταρα του εγκεφάλου, αποτελούν τον πιο κρυφό και τον πιο στερεό ψυχολογικό πυρήνα της αντιδραστικότή τας. Το πλέγμα όλων των ζωτικών ψεμάτων συνιστά αυτό που ονομάστηκε "ψευδής συνείδηση". Μπροστά στην "ψευ δή συνείδηση" καμιά αλήθεια δεν τολμάει να εμφανιστεί γυμνή. Εδώ το μαγιό και, σε έσχατη ανάγκη το φύλλο συκής είναι απολύτως αναγκαίο. Τα στρατόπεδα των γυμνιστών της αλήθειας προϋποθέτουν γενναιότητα. Κι όταν ψάχνεις για γενναιότητα στον καιρό μας είναι σα να ψάχνεις ψύλλους στ’ άχερα. 14 Ιουλίου 1985
29. ΕΝΑΣ ΕΡΩΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΑ ΑΠ* ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ
Υπάρχουν τόσοι τρόποι να πει κανείς "καλήμέρα", όσοι και ο ι άνθρωποι που σου απευθύνουν την παμπάλαιη ευχή "να είναι π Μέρα σου καλή". Πρόκειται για μιαν ακόμα ευχή ευθέως καταγόμενη απ’ τη μαγεία, όπως όλες οι ευχές. Γιατί η μέρα σου (ο μήνας σου, ο χρόνος σου, η ζωή σου) ουδόλως εξαρτάται απ' τις ευχές. Κι ωστόσο, συνεχίζουμε να κάνουμε ευχές, όχι πια για να επηρεάσουμε την έκβαση ενός γεγονότος, ως μάγοι, αλλά με τη μάταιη ελπίδα να δείξουμε το ενδιαφέρον μας για κάποιον ή για κάτι. Μπορεί τούτο το ενδιαφέρον να είναι εντελώς τυπικό και να υπαγορεύεται από μια φορμαλιστική ευγένεια. Κι αυ τό συμβαίνει στις περισσότερες των περιπτώσεων. Ωστόσο, πίσω απ’ τον ήχο της λέξης "καλημέρα", ή όποιας άλλης λέξης, κρύβεται πάντα η πνευματική και ψυχική διάθεση αυτού που μιλάει. Συνεπώς, όταν "δεν μένεις στα λόγια" αλλά ψάχνεις και πίσω τους, δεν είναι δύσκολο να "μετα φράσεις" μια γλώσσα στην ίδια γλώσσα, ας πούμε να "μετα γλωττίσεις" τα νέα ελληνικά σε νέα ελληνικά. Η διαφορά ανάμεσα σ’ αυτό που λεν κι αυτό που εννοούν ή υπονοούν οι άνθρωποι κάνει την ίδια τη μητρική τους γλώσσα να πρέπει να τη μάθει κανείς ξανά, παίρνοντας αυτή τη φορά υπ’ όψιν πως τα νοήματα αλλάζουν και με τρόπους εντελώς άσχετους προς τη γραμματική και το συντακτικό. Η αλλαγή του νοήματος εξαρτάται όχι μόνο απ’ την ψυχι κή μας διάθεση που είναι φυσικό ν ’ αλλάζει, αλλά και απ’ την ΰταθερή επενέργεια του μυαλού που, αυτό, αλλάζει δυσκο λότερα. Καταλαβαίνει κανείς το πνευματικό, νοητικό, συναί-
σθηματικό και μορφωτικό επίπεδο ενός ανθρώπου έστω κι αν τον ακούσει να προφέρει μόνο τρεις λέξεις στη σειρά. Έτσι δεν χρειάζεται να κουραστώ πολύ για να καταλάβω π.χ. πως αυτός που θα πει "στην οδός Ερμού" δεν κάνει μόνο ένα τερατώδες συντακτικό λάθος (χρησιμοποιεί το άρθρο στην αιτιατική και το όνομα στην ονομαστική) αλλά και ένα ανατριχιαστικό λογικό σφάλμα, που ανακλά τη στάση του απέναντι στον κόσμο: Εκλαμβάνει την ταμπέλα με το όνομα του δρόμου περίπου σα μια διαταγή της αστυνομίας που του απαγορεύει να αλλάξει την ονομαστική σε αιτιατι κή. Κι έτσι η ταμπέλα, από μέσο σήμανσης, γίνεται αμετακί νητη "οντότητα". Βρίσκεται εκεί, και κανείς δεν έχει το δι καίωμα, όχι μόνο να τη βγάλει αλλά ούτε καν να κάνει το νόημά της να κλίνει (να γύρες να πέσει) σε πτώση άλλη εκτός απ' αυτήν που ορίζει η σταθερότητα και η ακινησία της ονομαστικής. Λοιπόν, να σ' ακούσω να μιλάς για να σου πω ποιος είσαι. Ό χ ι μόνο γιατί έτσι μου δίνεις την ευκαιρία να ελέγξω τη στάθμη της παιδείας σου, αλλά και γιατί έχω την ευχέρεια να δω την ποιότητα της σκέψης σου, πέρα και πάνω απ’ την ύπαρξη ή την ανυπαρξία παιδείας. Ο μεγάλος γλωσσολόγος Γ.Χατζιδάκις, το 1915, δηλαδή σε μια εποχή που η σημειο λογία δεν είχε διευρύνει ακόμα την επιστήμη της γλωσσο λογίας μέχρι του σημείου να αντιμετωπίζονται όλα τα σή ματα, γλωσσικά και μη, σαν μια ενιαία γλώσσα, έγραφε: "Γλωσσικός και διανοητικός πλούτος εξισούνται προς αλλήλους". (Βλέπε και το θαυμάσιο βιβλίο του καθηγητή Γ.Μπαμπινιώτη "Θεωρητική γλωσσολογία", έκδοση του συγγρα φέα, 1980). Μ’ άλλα λόγια, όλοι οι γλωσσολόγοι, και όχι μόνο οι σημειολόγοι σαν τον Μπαμπινιώτη γνωρίζουν πως η γλώσσα είναι σκέψη, και η σκέψη γίνεται αντιληπτή απ' τους άλλους ως γλώσσα. Ωστόσο, υπάρχει μια μορφή αστόχαστου λόγου που λέγεται "φατικός" και που είναι άκρως γοητευτικός. Ο φατικός λόγος είναι, θα λέγαμε, ένας ανόητος (άνευ νοή ματος) λόγος που, όμως, κρύβει τα πιο πολύπλοκα νοήματα που είναι δυνατό να υπάρξουν. Ο φατικός λόγος εκφράζει συναισθήματα και όχι νοήματα. Πιο σωστά, εκφράζει τα νοή ματα δια των συναισθημάτων. Κι αυτό σημαίνει πως ο ακροα τής, αφού αφεθεί στη συναισθηματική κατάσταση που δη
μιουργεί ο φατικός λόγος μπορεί αργότερα (ή και ταυτό χρονα} να αναρωτηθεί "τι σημαίνουν όλα αυτά". Φανταστείτε τον εξής "ανόητο" φατικό ερωτικό διάλογο: " — Μ1 αγαπάς; — Σ ’ αγαπώ. — Πόσο μ' αγαπάς; — Πολύ. — Πόσο πολύ; — Ίσ α με τον ουρανό. — Εγώ σ’ αγαπώ ακόμα πιο πολύ. — Δεν είναι δυνατό. — Είναι. — Δεν είναι, σου λέω". Μπορείτε να συνεχίσετε αυτόν τον "ασήμαντο" διάλογο μέχρι που να κουραστείτε να επαναλαμβάνετε το ένα και μοναδικό μήνυμα που περιέχει, και που είναι η πληροφορία "σ ’ αγαπώ". Είναι φανερό εδώ πως αυτό που ενδιαφέρει τους συνδιαλεγόμενους ερωτευμένους δεν είναι η πληροφορία, που άλλωστε τη γνωρίζουν ήδη απ’ την ημέρα της πρώτης ερω τικής τους εξομολόγησης, αλλά η επαφή και δια της γλώσ σας (μεταξύ άλλων προγλωσσικών, μεταγλωσσικών και... ταυτογλωσσικών τρόπων άμεσης επικοινωνίας). Όπως λέει ο Γιάκομσον, ο φατικός λόγος είναι ένας διάλογος, που μοναδικό του αντικείμενο έχει την παράταση της συζήτησης. Εδώ οι άνθρωποι μιλούν για να μιλούν. Προσοχή, όμως. Η φλυαρία δεν είναι φατικός λόγος. Γιατί ο φατικός λόγος ξεκινάει από μια συναισθηματική κατάσταση και δημιουργεί μια συναισθηματική κατάσταση. Ο φατικός λόγος δεν είναι κενολογία. Είναι ένας λόγος γεμάτος ζεστασιά και εγκαρδιότητα, ένας λόγος "από καρ διάς" που δίνει μια ερωτική διάσταση ακόμα και στον πιο αντιερωτικό διάλογο, σαν τον παρακάτω: "Σήμερα κάνει καλό καιρό. — Ναι, πολύ καλό. — Και χτες έκανε καλό καιρό. — Ελπίζω ο καλός καιρός να συνεχιστεί και αύριο. — Εγώ θα προτιμούσα να βρέξει λιγάκι μεθαύριο". Τούτος ο με τεωρολογικός διάλογος μπορεί να κρατήσει κανένα μισά ωρο και να μετέχουν σ ’ αυτόν περισσότεροι από δυο ή από δέκα αυτοσχέδιοι μετεωρολόγοι. Θα τελειώσει μόνο όταν εξαντληθεί η καλή συναισθηματική κατάσταση που δημι ούργησε ο καλός καιρός, όταν δηλαδή όλοι χαρούν και λε κτικά τον καλό καιρό, που όχι μόνο είναι και φαίνεται κα λός, αλλά και προκαλεί ατέλειωτες... καλές συζητήσεις. Παίρνουν, λοιπόν, λεκτική μορφή όχι μόνο οι σκέψεις αλλά και τα συναισθήματα. Άλλωστε, καμιά σκέψη, πλην της αυστηρά επιστημονικής, δεν στερείται εντελώς συναι σθηματισμού. Στον ποιητικό λόγο, λόγο εξόχως συναισθη ματικό (αλλά όχι μόνο συναισθηματικό, τουλάχιστον στη
μεγάλη ποίηση) τα παραπάνω είναι καταφάνερα. Γενικότερα στην τέχνη, ο φατικός λόγος είναι κοινός τόπος, και χωρίς αυτόν η τέχνη και η επιστήμη θα είχαν εξισωθεί. Λοιπόν, ο φατικός λόγος είναι εκείνο το "κάτι τι" που κάνει και την mo κοινότοπη συζήτηση να φαίνεται σημαντική και σπουδαία, αλλά μόνο για τους μετέχοντες σ’ αυτήν συναισθη ματικά. Για κάθε συναισθηματικά αδιάφορο για το συγκε κριμένο θέμα ο φατικός λόγος δεν είναι παρά φλυαρία. Εξυπακούεται πως υπάρχει μια ποιοτική διαβάθμιση και στα συναισθήματα. Αυτό σημαίνει πως κανείς δεν θα μπο ρούσε να με υποχρεώσει να "μπω" σε έναν φατικό διάλογο όταν δεν εκφράζει συναισθηματικά και μένα. Είναι αυτο νόητο άλλωατε πως ο ερωτικός φατικός διάλογος του δια νοούμενου με την αγαπημένη του δεν μπορεί να είναι της ίδιας τάξεως με τον ερωτικό φατικό διάλογο του μπακάλη με τη θυρωρίνα της διπλανής πολυκατοικίας. Μπορεί να λεν "ανοησίες" και τα δυο ζευγάρια. Μπορεί ακόμα ο διάλογος και των δυο ζευγαριών να είναι το ίδιο φτωχός σε φανερά νοήματα. Όμως ο φατικός διάλογος ανάμεσα σε ερωτευμέ νους διανοούμενους παραμένει διάλογος διανοούμενων. Διότι δε λεν όλοι με τον ίδιο τρόπο "σ ’ αγαπώ" — παρόλο που όλοι λεν το ίδιο πράγμα. Μ’ άλλα λόγια, αυτό που κάθε φορά αλλάζει είναι η φόρ μα: Ο ήχος των λέξεων θ ’ ακουστεί αλλιώς απ' τα χείλια του διανοούμενου, του αγράμματου, του ηλίθιου, του που ριτανού, του σεξουαλικά φορτισμένου, του παπά, του δικα στή, του χωροφύλακα. (Προσωπικά, μου είναι δύσκολο να φανταστώ έναν χωροφύλακα να λέει "σ ’ αγαπώ", κι ας ξέρω καλά o t l κι αυτός το λέει με τον χωροφυλακίστικο τρόπο του). Γιαυτό, ακριβώς, είπαμε στην αρχή πως υπάρχουν τόσοι τρόποι να λέει κανείς "καλημέρα" όσοι και άνθρωποι. Πράγμα που θα μπορούσε να σας το βεβαιώσει ο κάθε ηθο ποιός που δουλειά του είναι να "μετατονίζει" το λόγο του θεατρικού συγγραφέα, να του τροποποιεί ελαφρότατα το νόημα, έστω και μόνο με μια διαφοροποίηση στον τόνο της φωνής, με μια ματιά, με μια χειρονομία, με μια κίνηση, με κάθε τι που προσθέτει ή αφαιρεί μέρος απ’ το νόημα μιας λέξης, όπως αυτό δηλώνεται στο λεξικό. 0 φατικός λόγος δεν αγαπάει τα λεξικά και γιαυτό δεν "μεταφράζεται" μ' ένα λεξικό στο χέρι. Στο φατικό λόγο
το "σ ' αγαπώ", για παράδειγμα, δεν έχει το ακριβές νόημα που δίνει στη λέξη αυτή το λεξικό. Γιατί τούτο το νόημα αλλάζει ανάλογα με τη συναισθηματική κατάσταση του ομιλούντως, την ειλικρίνεια του, το ήθος του, τη σκέψη του, την παιδεία του κι ένα σωρό ακόμα παραμέτρους που είναι αδύνατο να τις προβλέψει το λεξικό, το οποίο, όπως κι ο γραπτός νόμος, λέει μόνο "χοντράδες". Οι λεπτότητες αφή νονται στην ευαισθησία του φατικά ομιλούντος, στην προσω πικότητά του, τη χαρακτηρολογική ιδιαιτερότητα και ιδιορ ρυθμία του. Να γιατί οι άνθρωποι προτιμούν να μιλούν είτε ξηρά σαν νομοθέτες είτε φλύαρα σαν παπαγάλοι. Και στις δυο περι πτώσεις, αυτό που λείπει είναι η ζεστασιά του φατικού λό γου, που διαφοροποιεί τον ομιλούντα άνθρωπο απ' τη μη χανή που παράγει λόγια, είτε σοφά, είτε βλακώδη. Φάσκω σημαίνει αποφαίνομαι καταφατικά. (Κατάφαση είναι ο κατηγορηματικά θετικός λόγος, και αντίφαση είναι το αρνητικό του καταφατικού λόγου, δηλαδή η πλήρης άρνησή του, η αντιστροφή του. Συνεπώς η έκφραση "φάσκω και αντιφάσκω" σημαίνει πως, ενώ στην αρχή μιλώ με βε βαιότητα και παίρνω θέση θετική, αμέσως μετά τα ανατρέπω άλα και παίρνω θέση αρνητική). Φατικός λόγος λοιπόν είναι ο λόγος που φάσκει, που είναι κατηγορηματικά και απόλυτα βεβαιωτικός. Δεν μπορούμε να φανταστούμε έναν αρνητικό και αβέβαιο φατικό λόγο. Εκτός, φυσικά, κι αν στον φατικόερωτικό λόγο αρχίσει να παρεμβάλλεται η "σκιά της αμφι βολίας", πράγμα που είναι ο κανόνας σε έναν ερωτικό (και γενικότερα φατικό) διάλογο που συνεχίζεται για μήνες ή για χρόνια με διακοπές και διαλείμματα. Ά λλωστε, ο φατικός λόγος είναι αδύνατο να τρενάρει μέσα στο χρόνο. Γιατί "κα ταναλώνεται" πάντα επί τόπου. Και "τρώγεται" πάντα φρέ σκος. Και τούτο γιατί τα συναισθήματα που τον υποβαστά ζουν και του δίνουν το συναισθηματικό του φορτίο, δεν σταθεροποιούνται και δεν παγιώνονται, όπως τα νοήματα. Φυσικά, ο φατικός λόγος μπορεί και να γραφεί. Αλλά, η γραφή είναι πάντα ένα "πάγωμα" της ζωντανής σκέψης του ζωντανού ανθρώπου. Δε χρειάζεται να τονίσουμε πως ο άνθρωπος πρώτα μίλησε κι ύστερα σταθεροποίησε την ομιλία του δια της γραφής. Ο κυρίαρχος λόγος είναι ο προ φορικός. Αλλά οι τελευταίοι που θα το καταλάβουν αυτό
είναι οι σχολαστικοί τυφλοπόντικες των βιβλιοθηκών, κι ας το διακήρυξε ο μεγάλος Φερντινάν ντε Εωρΰρ απ’ το 1910 ακόμα, φέρνοντας τα πάνω κάτω στην επιστήμη της γλωσσο λογίας που μέχρι τότε στηρίζονταν αποκλειστικά στα γραπτά κείμενα. Ο φατικός λόγος, απόχτησε μιαν ιδιαίτερη σημασία μετά τον Εωσύρ. (Βλέπε και το πραγματικά κολοσσιαίο έργο του "Μαθήματα γενικής γλωσσολογίας", μετάφραση, πρόλογος και σχόλια Φ.Δ.Αποστολόπουλος, έκδοση Παπαζήση). Διότι ο φατικός λόγος είναι προφορικός κατά κύριο λόγο. Κι όταν γίνεται γραπτός μας ενδιαφέρει μόνο ως το βαθμό που ανακλά μια "ρέουσα κοινωνικότητα": Εκείνη την τυπική απαίτηση του φατικού λόγου όχι να κοινοποιεί μηνύματα, αλλά να φέρνει τους ανθρώπους όσο γίνεται mo κοντά μέσα από μια ομιλία που φάσκει. Φυσικά, δεν είναι φατικός ο κάθε λόγος. Ετην πράξη είναι πολύ λίγες οι γνήσια φατικές συζητήσεις. Και, βέβαια, δεν είναι τα σαλόνια φυσικός χώρος για το φατικό λόγο. Ε’ αυτά κυριαρχεί ο στρεψόδικος διπλωματικός λόγος, ο γεμάτος ψεύτικη ευγένεια και ανακριτική πρόθεση. Ο φατι κός λόγος, το είπαμε, είναι θετικός λόγος, γεμάτος ειλικρινές ενδιαφέρον και αγάπη για τους ανθρώπους που μετέχουν στη συζήτηση — μια αγάπη που ακτινοβολεί στο σύμπαν, θα λέγαμε με πρόθεση φατική. Φατικός λόγος δεν είναι ούτε ο "αγαπητικός λόγος" των καλών χριστιανών. Γιατί ο "καλός" λόγος του χριστιανού δε διαφέρει και πολύ απ' τα "καλά λόγια" που είμαστε υπο χρεωμένοι να λέμε δια τον φόβον της τιμωρίας. Ο φατικός λόγος δε δέχεται διαταγές από πουθενά για να γίνει θετικός και καταφατικός. Ά λλωστε, ο φατικός λόγος δεν είναι κατ' ανάγκην ένας "καλός λόγος". Μπορεί θαυμάσια να είναι ένα ακατάσχετο ομαδικό υβρεολόγιο, διανθισμένο με βωμο λοχίες. Το σημαντικό στο φατικό λόγο δεν είναι να λέει "καλά λόγια", αλλά να ενώνει μια ομάδα ανθρώπων δια του λόγου, δημιουργώντας μια συναισθηματική κατάσταση κοινή για όλους. (Η συζήτηση για τον κακό καιρό, για να αντιστρέ φουμε το προηγούμενο παράδειγμά μας, έχει μια αρνητικότητα απ' την ίδια τη φύση του θέματος, αλλά αυτό δε σημαί νει πως διάκεινται εχθρικά ανάμεσα τους οι άνθρωποι που μιλούν κακά για τον καιρό, με την ίδια έννοια πως δεν διά-
κεινται εχθρικά ανάμεσα τους οι άνθρωποι που συζητούν φατικά οργανώνοντας μια συνωμοσία, που κάποιοι τρίτοι ενδέχεται να την αντιλαμβάνονται σαν κάτι το πολύ κακό). Δεν είναι το θετικό θέμα που δίνει στον φατικό λόγο τη θετικότητά του. Είναι η ομοψυχία, είναι η σύμπνοια των ομιλούντων, είναι εκείνη η ερωτική κατάσταση που δημιουργεί και που φέρνει τους ανθρώπους πολύ κοντά, πάρα πολύ κοντά. Μια τέτοια κατάσταση μπορεί να τη βρείτε στις γιάφ κες, αλλά σχεδόν ποτέ στα σαλόνια. Σ’ αυτά, οι άνθρωποι μιλούν για να μην είναι αγενείς κι όχι για να αποκαταστή σουν την αναγκαία στο φατικό λόγο διάχυτη ερωτική κατά σταση. Άλλωστε, ο όρος "φατικός λόγος" είναι δημιούργημα του μεγάλου, πολωνικής καταγωγής Ά γγλου εθνολόγου και ανθρωπολόγου Μπρόνισλαβ Μαλινόφσκι {1884-1942) που τον χρησιμοποιούσε για να προσδιορίσει μ' αυτόν τον πρωτόγονο και, λίγο ως πολύ, άδειο από συγκεκριμένα νοήματα λόγο των αγρίων ή ημιάγριων, που συνεννοούνται περισσότερο συναισθηματικά και λιγότερο λογικά. Το επι φώνημα στον άγριο διατηρεί πάντα το νόημά του. Σε μας το "αχ, βαχ" είναι είτε εισαγωγή στην επικείμενη λιγοθυμία της υστερικής κυρίας, είτε ηχητική γαρνιτούρα σ ' έναν βλα κώδη λόγο, παντελώς κενό και νοήματος και συναισθήματος. Τουλάχιστον οι άγριοι του Μαλινόφσκι δεν τρων ο ένας τον άλλον. Τρων μόνο τους κοινούς εχθρούς τους. 21 Ιουλίου 1985
30. Η ΕΥΓΕΝΕΙΑ ΤΟ Υ ΨΕΥΔΟΥΣ
Από τρελό κι από παιδί μαθαίνεις την αλήθεια, λέει η πα ροιμία. Κι αυτό που λέει αυτή η τρελή παροιμία είναι μια τόσο μεγάλη αλήθεια που μόνο στη λογική απεραντοσύνη του τρελοκομείου θα μπορούσε να χωρέσει και μόνο στον παι δικό σταθμό θα μπορούσε να κυκλοφορήσει άνετα. Είναι οι δυο χώροι όπου η αλήθεια κάνει την πιο καλή παρέα με το ψέμα κι όπου το ψέμα δεν είναι ποτέ δολίως εμπρόθετο. Εδώ, και το ψέμα είναι μια αλήθεια. Αντίθετα, στους χώρους των κατ' επίφασιν γνωστικών και των στρεψόδικων ενηλίκων είναι δύσκολο να οριοθε τήσεις τις περιοχές της αλήθειας και του ψεύδους: Εδώ, αληθινό είναι αυτό που σου προτείνεται σαν τέτοιο και ψεύ τικο εκείνο που θα βρεις σπάζοντας την εύθραυστη κρού στα της αλήθειας που το περιτυλίγει όπως το ζακχαρώδες σκεύασμα το πικρό φάρμακο. Κι όπως καταπίνεις αμάσητο το ζαχαρωμένο φάρμακο για να μη νιώσεις την πίκρα, έτσι καταπίνεις αμάσητο και το προτεινόμενο σαν αλήθεια ψέμα, εν πλήρη επιγνώσει πως η συγκατάνευση την ώρα του μυστη ρίου της μετατροπής του ψέματος σε αλήθεια ("ναι, βέβαια, βέβαια, σωστά, πολύ σωστά, έχετε δίκιο, απόλυτα δίκιο") είναι μια βάναυση προσβολή και της νοημοσύνης σου και του ήθους σου. Ο ομιλών την "αλήθεια" που είναι ψέμα ξέρει πως σου προκαλεί ψυχολογική ζημιά, αλλά στην προκαλεί γιατί κι αυτός υπέστη την ίδια καζούρα από άλλους. Κι αν δεν την υπέστη ακόμα, θα την υποστεί σε λίγο κι από σένα, που δε βλέπεις την ώρα να σταματήσει εκείνος τις "αλή θειες" του για να πεις και συ τις δικές σου, που είναι τόσο
αληθινές όσο και του προλαλήσαντος τον λόγο της "αλή θειας". Αλήθεια ετυμολογικά σημαίνει "αυτό που ξεφεύγει απ’ τη λήθη", αυτό που δεν είναι δυνατό να το ξεχάσεις γιατί σου αποκαλύφτηκε άπαξ δια παντός, και το κατέχεις πια έως θανάτου, οπότε ένα σφουγγάρι θα τα σβύσει όλα μια κι έξω. Οι Ισπανοί ονομάζουν το θάνατο "στιγμή της αλήθειας", αλλά όπως παν τα πράγματα ούτε αυτή τη στιγμή δεν πρό κειται να μάθουμε την αλήθεια: Ο γιατρός θα συνεχίζει να μας λέει την "αλήθεια", δηλαδή πως "δεν έχουμε τίποτα", και ο παπάς από δίπλα, εφόσον, βέβαια, τον καλέσαμε για να συμπαρασταθεί με τρόπο "πνευματικό" στο πραχτικό έργο του γιατρού, θα επιμένει πως πρέπει να νιώθουμε ιδιαί τερα ευτυχείς που, επιτέλους, θα μας αποκαλυφτεί η "θεϊκή αλήθεια", αυτή που οι άνθρωποι μας την έκρυβαν μέχρι την τελευταία στιγμή. "Η ευγένεια υποχρεώνει", λέει μια άλλη παροιμία. Και εννοεί πως πρέπει να είμαστε και υποχρεωμένοι από πάνω σ ’ αυτόν που χειρίζεται με ευχέρεια το λεγόμενο "ψέμα ευγενείας". Εννοεί ακόμα πως, μιας και μας έκανε την τιμή να μας πει ψέματα ως καλοαναθρεμένος άνθρωπος που είναι, αναλαμβάνουμε την υποχρέωση να του ανταποδώσουμε και μεις τα ίσα εν καιρώ ευθέτω, δηλαδή μόλις μας δοθεί η ευκαι ρία να του αραδιάσουμε και μεις τα δικά μας "ψέματα ευγε νείας". Και, βέβαια, θα το πράξουμε μιας και μας έμαθε και μας η μαμά μας όταν είμασταν μικροί πως, δεν πρέπει να λέμε ψέματα (σ’ αυτήν). Οι μαμάδες συνηθίζουν να μη διευκρινί ζουν το νοητό όριο του "κύκλου της αλήθειας", αλλά είναι φανερό πως δεν θα είχαν αντίρρηση να λέμε σ' όλον τον κόσμο ψέματα, "αν είναι για το καλό μας". Και επειδή η μαμά θέλει εξ ορισμού το καλό μας, σ’ αυτήν δεν πρέπει να λέμε ψέματα, γιατί δεν υπάρχει αποχρών λόγος. Ο οποίος εμφανίζεται κατά το πρώτο σχολικό έτος, όταν ο καλός μα θητής πει το πρώτο έντεχνο ψέμα στη δασκάλα και το δεύ τερο στο συμμαθητή του. Από κει και πέρα, "ο δρόμος της ζωής είναι ανοιχτός", κι ανοίγει κυρίως δια του ψεύδους που σερβίρεται ως αλή θεια και δια της αλήθειας που παίρνει τη μορφή ψεύδους. Να γιατί είναι πάντα χρήσιμο να είναι κανείς ευγενής, δηλα δή να κατάγεται από καλό (ευ) γένος, δηλαδή να είναι καλό-
αναθρεμμένος, δηλαδή να έχει εξασκηθεί στο μηχανισμό παρα γωγής ψεύδους από νήπιο, αν είναι δυνατό με την ίδια αποτελεσματικότητα που το κάνουν οι "εξ αίματος" ευγενείς, αυτοί που βυζαίνουν το ψέμα μαζί με το γάλα της μάνας τους, ή που κυκλοφορεί στο κορμί τους ως "γαλάζιο αίμα". (Η περίφημη "γαλάζια γενιά", είτε μπογιάτισε το κόκκινο αίμα της με λουλάκι μόνο και μόνο γιατί το κόκκινο είναι χρώμα ταξικά απεχθές, είτε έχει έγκυρες πληροφορίες πως κάποια προπρογιαγιά άφησε ένα βράδι τον προπροπαπού να κοιμάται τον ύπνο του δικαίου και πήγε όπου ο προπροπράγονος του βασιλιά της μετάγγισε με το γνωστό τρόπο δυο στάλες απ' ΤΟ ανεξίτηλο βαθύ γαλάζιο αίμα του), "Ο λόγος μας δόθηκε για να κρυβόμαστε", λέει ο Τολεϋ* ράνδος, ο πιο δόλιος πολιτικός της ευρωπαϊκής Ιστορίας που είχε ανάγει το ψέμα σε "καλή τέχνη". Είναι φανερό πως δεν είναι ο λόγος αλλά η σιωπή ο καλύτερος τρόπος να κρύψου με μια σκέψη μας. Κι ωστόσο, ο περισσότερος κόσμος εφαρ μόζει καθημερινά στην πράξη τη ρήση του Ταλεϋράνδου: Είναι πάρα πολλοί αυτοί που μιλούν για να κρύψουν κι όχι για να φανερώσουν τη σκέψη τους. Αφού η σιωπή είναι ύποπτη για απόκρυψη μιας σκέψης πιθανώς δυσμενούς για κείνον που έχει απέναντι του έναν σιωπηλό άνθρωπο που πολύ εύκολα μπορεί να χαρακτηριστεί κρυψίνους (που κρύ βει το νου, τη σκέψη του), ο σιωπηλός άνθρωπος είναι υπο χρεωμένος να λύσει τη σιωπή του μόνο και μόνο για να μη φανεί ανάγωγος. Αντί να περιμένει την ανακριτική ερώτηση, "πέσμου τι σκέφτεσαι", που θάρθει οπωσδήποτε ύστερα από πέντε λεπτά σιωπής, ο σιωπηλός άνθρωπος προτιμάει τελικά να μιλήσει στον ανακριτή του. "Λέει κάτι" αποκλειστικά και μόνο γιατί ο ανακριτής τον διέταξε "πες κάτι". Ύστερα απ’ αυτή τη βαναυσότητα, η πρώτη κουβέντα του εχέφρωνα σιωπηλού συνήθως είναι: "Μα, τι να πω, δεν έχω τίποτα να πω". Ο ανακριτής τότε σηκώνει το μαστίγιο απειλητικά: "Πες ο,τιδήποτε". Και ο εκβιασμένος, με την κάτω σιαγώνα κρε μασμένη πλαδαρά, λέει "ο,τιδήποτε". Κι όταν αρχίσεις να λες "ο,τιδήποτε", λες, κατά κανόνα, ανοησίες. Τις οποίες δεν είχες καμιά πρόθεση να πεις. Τις είπες γιατί σου το ζή τησαν και συ ανταποκρίθηκες, ως μη όφειλες. Κι αντί να εκτιμήσουν την απεγνωσμένη προσπάθειά σου να φανείς
ευγενικός, θυμώνουν κι από πάνω όταν διαπιστώσουν ότι αυτά που λες είναι όντως ανοησίες. Αυτοί οι εκβιαστές του λόγου δεν θα καταλάβουν ποτέ πως ο Λόγος (λογική) και ο λόγος (ομιλία) είναι το ίδιο πράγμα. Ο λόγος είναι σκέψη εκφρασμένη με φθόγγους, κι όταν δεν υπάρχει σκέψη δεν υπάρχει και λόγος. Συνεπώς σε μια τέτοια περίπτωση δεν υπάρχει λόγος να μιλήσεις. Είναι ένα τερατώδες ψέμα αυτό που πολύ συχνά λεν εκείνοι που αντιμετωπίζουν τη σοφία της σιωπής σαν αγένεια, ενώ οι ίδιοι δεν είναι σε θέση να αποκαταστήσουν τη φυσική σχέση ανάμεσα στο Λόγο και το λόγο: "Εδώ το έχω, αλλά δεν μπορώ να το εκφράσω". Δηλαδή, πού "εδώ" το έχουν; Κάτω απ' τη γλώσσα, όπως τους αρέσει να λεν. Μα η γλώσσα δεν είναι ένας μυς που κινείται αυτόματα, σαν την καρδιά. Δεν είναι η γλώσσα που παράγει λέξεις, είναι το μυαλό που τις περνάει στη γλώσσα — όταν υπάρχει μυαλό. Όταν δεν υπάρχει, η αλήθεια της παροιμίας που λέει "εκ στόματος κόρακος κρα" γίνεται κραυγαλέα. Κορακίσιο μυαλό, κο ρακίσια σκέψη, κορακίσιος λόγος. Ό λα τα ζώα έχουν τη γλώσσα τους, και μόνο ο άνθρωπος έχει τη γλώσσα όλων των ζώων. Παρά τη βεβαιωμένη σχέση Λόγου και λόγου, είναι φυσικό να μιλούν κι αυτοί των οποίων ο Λόγος είναι λιγοστός. Γιατί όσο λιγοστός κι αν είναι ο λόγος, πάντα θα υπάρχουν κάποια υπολείμματα απ' την πρώτη μέρα της δημιουργίας, τότε που κατά τον ευαγγελιστή Ιωάννη ο Λόγος, που τον εξισώνει με το Θεό, δημιούργησε τον κόσμο. Όμως, συχνά όσο λιγότερα έχει να πει κανείς, τόσο περισσότερο μιλάει. Ένας τέτοιος κενολόγος λέγεται κοινώς φλύαρος. Η λέξη.παράγεται απ’ το ρήμα φλύω που σημαίνει "ρέω άφθονα". Όμως, τούτη η λογοαφθονία δεν είναι το αποτέ λεσμα μιας αφθονίας Λόγου (σκέψης). Δεν είναι όλοι οι πολυλογάδες φλύαροι, αλλά μόνο αυτοί που πάσχουν από ακράτεια λόγου και εγκράτεια Λόγου. Δηλαδή, εκείνοι των οποίων το κλάσμα-δείκτης της φλυαρίας "Λόγος δια του λόγου" έχει πάντα μεγαλύτερο παρονομαστή. Σε μια τέτοια περίπτωση, το πηλίκον είναι δεκαδικό (μηδέν κόμμα τόσο) κι αυτό σημαίνει πως η παραγόμενη λεκτική-σκεπτική ενέρ γεια βρίσκεται κάτω του μηδενός. Όταν, τώρα, και οι δυο όροι του κλάσματος είναι υψηλοί, ο παραγόμενος λόγος
λέγεται "χειμαρρώδης λόγος" και ο λόγος αυτός ουδεμία σχέση έχει με τη φλυαρία. Ο φλύαρος λόγος είναι κουρα στικός για τον ακροατή γιατί δεν του μεταδίδει μηνύματα. Ο χειμαρρώδης λόγος είναι πάντα ευπρόσδεκτος γιατί εμπερι έχει αφθονία μηνυμάτων. 0 φλύαρος λόγος λέγεται k o l κενολογία {λόγος κενός Λόγου}. Η κενολογία στα γαλλικά λέγεται "κοζερί". Και η κοζερί θεωρείται σαν ο κατ' εξοχήν κοσμικός (σαλονίστικος) λόγος. Πράγματι, στα σαλόνια οι άνθρωποι σπανιότατα μι λούν έλλογα. Μιλούν για να μιλούν, "για να περνά η ώρα", όπως λεν, κι αυτή τη φρίκη την ονομάζουν "κοινωνική συνα ναστροφή". Δεν είναι έλλογος ο σαλονίστικος λόγος όχι γιατί όλοι οι μετέχοντες σ’ αυτόν είναι άλογοι (ή "αλόγες" προκειμένου για γυναίκες αυτής της γλωσσικής συνομοταξίας), αλλά διό τι κι ένας βλαξ να υπάρξει στην παρέα φτάνει και περισσεύει για να εκπέσει ο λόγος στο επίπεδό του. Είναι εκπληχτική η ισοπεδωτική ικανότητα των ηλιθίων. Κάθε φορά που η συ ζήτηση τείνει ν ’ ανέβει σε ένα επίπεδο που τους ξεπερνά, επεμβαίνουν και την σέρνουν προς τη μεριά τους. Όπως λέει ο Λεμπέσης, "ενός βλακός προκειμένου, μύριοι έπονται". Είναι απίστευτο πόσο γρήγορα αποβλακώνονται οι πάντες, όταν στην παρέα υπάρχει έστω και ένας βλαξ, που λειτουργεί πάντα σαν προζύμι, σα μαγιά που κάνει το "βλάκεξ-κέικ" να φουσκώνει και να φουσκώνει, μέχρι που όλοι μέσα στο σαλόνι να γίνουν μια πελώρια φούσκα. Τα σαλόνια λοιπόν είναι χώροι εξόχως ανθυγιεινοί από πνευμα τική άποψη, και για λόγους προληπτικής πνευματικής υγιει νής καλό είναι να αποφεύγονται. Φυσικά, λόγοι στοιχειώδους κοινωνικότητας σε υποχρεώ νουν συχνά να "συνευρίσκεσαι" {η λέξη να διαβαστεί και με τις δυο έννοιες) με πολλούς σε σαλόνια-αποβλακωτήρια, αλλά σε μια τέτοια περίπτωση συνιστάται η λήψη βάλιουμ πριν εγκαταλήψεις το σπίτι σου: Έτσι, αποβλακώνεσαι μόνος σου προληπτικά, πριν προλάβει να σε αποβλακώσει ο κοινω νικά απαραίτητος κοσμικός βλαξ. Το κρασί, κι ακόμα καλύτερα το ο υίσκι, είναι ένας ακόμα τρόπος εμβολιασμού κατά της σαλονίστικης ηλιθιότητας. Όταν γίνεις "φέσι" δε σε "πιάνει" πια το μικρόβιο της επι δημικής βλακίτιδας. Το δυστύχημα είναι πως στα σαλόνια
πίνουν επίσης και οι βλάκες κι αυτό επιδεινώνει την ήδη δεινή κατάστασή τους. Μ' άλλα λόγια δεν υπάρχει τρόπος σωτηρίας απ' τη βλακεία, τούτη την πανάρχαιη μάστιγα του "χόμο σάπιενς", που όσο "σάπιενς" (έμφρων, σοφός) γίνεται τόσο μπουρδουκλώνεται στα απορρίμματα της ίδιας του της σοφίας. Ο αποτελεσματικός τρόπος αντιμετώπισης της βλακώδους πανούκλας είναι να βάζεις το βλάκα στη βλακώδη θέση του. Βέβαια, θα δυσκολευτείς πολύ, γιατί ίδιον του βλακός είναι να μη γνωρίζει, ο καημένος, πως είναι βλαξ. (Έξυπνος είναι ο άνθρωπος που έχει συνείδηση της βλακείας του). Πάντως, αξίζει να το επιχειρήσεις, όχι για να σώσεις το βλάκα αλλά για να σωθείς εσύ από κείνον, κι έτσι να εμποδίσεις, κατά το μέτρο των δυνατοτήτων σου, την εξάπλωση της πανού κλας. Όμως, για να πετύχεις κάτι τέτοιο πρέπει να παρακάμ ψεις το σκόπελο της ευγένειας. Δεν είναι αγενές να λες τα πράγματα με Γ όνομά τους, συνεπώς και τον βλάκα με το δικό του. Φυσικά, θα τον χάσεις από "φ ίλο ". Αλλά σάμπως πριν τον είχες; Απλώς "συνευρισκόσουν" μαζί του για λόγους κοινωνικούς, κι αυτό που σας "ένωνε" ήταν ο αφασικός λόγος της σαλονίστικης κενολογίας. Εξυπακούεται πως δεν μπορείς να κάνεις κάτι τέτοιο, όταν λογαριάζεις στη λόγω "κοινωνικής θέσεως" βοήθεια που θα μπορούσε να σου προσφέρει ο "κοινωνικά αποκαταστημένος" βλαξ. Διότι, ένας βλαξ δεν αποκλείεται να είναι εκτός από ση μαίνων βλαξ και ένα "σημαίνον πρόσωπο". Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που ανεχόμαστε τους βλάκες. Και επειδή στον καπιταλισμό κανείς ποτέ δεν ξέρει πότε, πώς και για ποιό λόγο γίνεται κάποιος "σημαίνον πρόσωπο" θεωρούμε σκόπιμο να αντιμετωπίζουμε τους πάντες σαν πιθανά "σημαίνοντα πρόσωπα". Εκείνη η τρομερή σκέψη "ξέρεις τι γίνεται καμιά φορά;" κρύβει μέσα της ακέρια τη φρίκη ενός κόσμου όπου όλα παίζονται στα ζάρια, κι όπου ο ένας βλαξ διαδέχεται τον άλλο μέσα σ’ ένα σύστημα στο οποίο η περίφημη "αξιοκρα τία" παίζει τον τελευταίο ρόλο. Φυσικά, ο καλά οργανωμένος καπιταλισμός έχει πάρει τα μέτρα του κατά των ηλιθίων, και τα πόστα, από τότε που επεκράτησε το σύστημα των "ανωνύμων εταιρειών" τα εμπι στεύεται σε μια άλλη συνομοταξία ερπετών, τους κακοήθεις,
που δεν ττρέττει να συγχέονται με τους βλάκες και τους ανίκα νους. Ό μως, στις περιοχές του "δύσμορφου καπιταλισμού" {σ’ αυτές ανήκει και η Ελλάδα} η βλακεία συνεχίζει να παίζει τον σημαίνοντα κοινωνικό ρόλο της. Να γιατί εμείς εδώ είμαστε υποχρεωμένοι να υποληπτό μαστε τους βλάκες σύμφωνα και με την ευαγγελική υπόδει ξη των μακαρισμών της επί του Όρους Ομιλίας. {Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, κλπ). Δεν ξέρουμε τι παιχνίδια μπο ρούν να μας σκαρώσουν μέσα σ' ένα άνευ ιεραρχίας ιεραρχι κό σύστημα εκπληχτικής κινητικότητας. Μ ’ άλλα λόγια, δεν υποχρεώνει μόνο η ευγένεια, υποχρεώνει και η ανάγκη. Αλλά ένας κατ’ ανάγκην ευγενής είναι ένας γάιδαρος και μισός. Η ευγένεια δεν είναι πεποιημένη καλή συμπεριφορά. Είναι μια βαθιά ανθρώπινη ποιότητα, ολικά άσχετη με τους τύπους. 28 Ιουλίου 1985
31. Τ Α ΚΙΒΔΗΛΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΑΣ ΓΝΩΜΗΣ
Τόσο η "προσωπική γνώμη" όσο και η περίφημη "κοινή γνώμη" είναι γένους θηλυκού. Και το θηλυκό άρθρο εδώ δεν είναι καθόλου τυχαίο: Η "προσωπική γνώμη" και η "κοινή γνώμη" είναι "πράγματα" ευαίσθητα, ευάλωτα, δεκτικά επη* ρεασμού, ευμετάβλητα, ασταθή, ακόμα και εξαγοράσιμα στην περίπτωση που δεν είναι καλά στερεωμένα στον εγκέ φαλο, εντός του οποίου αναπτύσσονται — όταν αναπτύσσον ται, γιατί υπάρχουν και περιπτώσεις που ο ανθρώπινος εγκέ φαλος δεν παράγει ούτε γνώμη ούτε κάτι που να μοιάζει με σκέψη, που είναι η αναγκαία προϋπόθεση για να έχει κανείς γνώμη για κάτι. Η γνώμη χρειάζεται γνώση για να σχηματι στεί. Και η γνώση δυσκολεύεται να υπάρξει ως τέτοια όταν το γνωστικό όργανο, δηλαδή ο εγκέφαλος, έχει ατροφήσει απ’ την αχρηστεία. Βέβαια, όσο ατροφικός κι αν γίνεται ο εγκέφαλος εξαιτιάς της κακομεταχείρησής του ίο εγκέφαλος είναι ένα ευαίσθη το όργανο που σκουριάζει εύκολα) θα παράγει τελικά μια κάποια σκέψη — κι αυτή είναι η διαφορά του ανθρώπινου απ’ τον εγκέφαλο του ζώου: Το πιο έξυπνο ζώο είναι πάντα πιο κουτό απ' τον πιο κουτό άνθρωπο κι αυτό είναι που κάνει τον άνθρωπο "άρχοντα της φύσης", συνεπώς και του ζωικού βασιλείου στο οποίο ανήκει εκ καταγωγής. Η ειδοποιός δια φορά του ανθρώπου απ’ το ζώο είναι η σκέψη. Πράγμα που σημαίνει πως όσο καλύτερα κι όσο περισσότερο σκέφτεται ο άνθρωπος τόσο απομακρύνεται απ’ τον πρόγονό του τον πίθηκο. Η ανθρωποποίηση είναι μια ιστορική-πολιτιστική διαδικασία: Ο άνθρωπος έγινε άνθρωπος στη διάρκεια μιας
εξαιρετικά μακρόχρονης διαδικασίας εξανθρωπισμού, δηλα δή διαφοροποίησής του απ’ το ζώο, Αν, τώρα, κάποιοι νιώ θουν περισσότερο αλληλέγγυοι, λόγω εκλεκτικής συγγέ νειας, με τα ζώα παρά με τους ανθρώπους, αυτό είναι δικός τους λογαριασμός. Μπορεί κανείς να αποκλείσει τον εαυτό του απ' τη διαρκώς επαναλαμβανόμενη για κάθε άνθρωπο διαδικασία του εξανθρωπισμού. Μπορεί ακόμα να κερματίσει το πνεύμα του σε πνεύματα, όπως λέει ο Αντόρνο, κι έτσι να υποτάξει το πνεύμα του στα αιωρούμενα στον αέρα πνεύμα τα, που τρέχα γύρευε από πού "εκπορεύονται". Αλλά σε μια τέτοια περίπτωση δε μπορεί να ισχυρίζεται πως έχει "προ σωπική γνώμη" για κάτι, διότι, απλό ύστατα, τούτη τη γνώμη του την υπαγόρευσαν τα πνεύματα, και συνεπώς δεν είναι προσωπική. Είναι άλλο πράγμα η "προσωπική μου γνώμη" κι άλλο η προσωπική γνώμη της καφετζούς ή του αστρο λόγου που μου την πούλησε για να τη χρησιμοποιήσω ως "προσωπική γνώμη" τη στιγμή που δεν είναι παρά η "γνώ μη των άστρων" ή άλλων ορατών τε και αοράτων "σωμά των". Εντούτοις, η καφετζού, ο αστρολόγος και όλοι οι άλλοι μοντέρνοι και παραδοσιακοί μάγοι (στους παραδοσιακούς εντάσσονται και οι παπάδες οι οποίοι έχουν την ακατάσχε τη τάση να έχουν πάντα γνώμη για τις γνώμες των πιστών), δεν έχουν εντελώς άδικο, όταν προσπαθούν να μας πείσουν πως η γνώμη που έχουμε για κάτι δεν είναι "αυτοφυής", δεν ξεφυτρώνει αυτομάτως στο χέρσο λειβάδι της νόησής μας, σαν λουλουδάκι του αγρού. Η υποκειμενική μας γνώ μη είναι αντικειμενικά καθορισμένη, και η διαφορά μας απ' τους επιρρεπείς στην πίστη σε "αντικειμενικά" πνεύματα που επεμβαίνουν πάνω μας και καθορίζουν τη συμπεριφορά μας, συνίσταται στο ότι για μας ο αντικειμενικός κόσμος έχει μια συγκεκριμένη υλική, και συνεπώς ελέγξιμη υπό σταση, ενώ για κείνους ο αντικειμενικός κόσμος συνίσταται κατά κύριο λόγο από "πνεύματα" που σαν τέτοια κάνουν ό,τι θέλουν: Μας επισκέπτονται ή δεν μας επισκέπτονται κατά τα κέφια τους, και είναι τόσο δύστροπα που κανένας μάγος ή καμιά προσευχή δεν θα μπορούσε να τα χαλινα γωγήσει αποτελεσματικά. Χαρακτηριστικό του πνεύματος είναι να πνέει όπως ο άνεμος. Αλλά είναι φανερό πως δεν μπορούμε να περιμένουμε προκοπή όταν εμπιστευόμαστε
την τύχη μας στον άνεμο. Στο ρητό "συν Αθηνά και χείρα κινεί" αυτό που έχει τη μεγαλύτερη πραχτική σημασία είναι η χείρα κι όχι η Αθηνά, η οποία, στο κάτω κάτω, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να μας κοιτάει να κουνούμε τα χέ ρια μας, εντελώς ανίκανη να επέμβει στη δράση των μυών που κινούν τα χέρια, ή σ ' ό,τι άλλο κουνιέται σ ’ αυτό τον κόσμο, που είναι "αυτοκίνητος" {κουνιέται από μόνος του) και όχι "ετεροκίνητος". Αλλά και πάλι οι μεταφυσικοί έχουν δίκιο με τον μετα φυσικό τρόπο τους: Τίποτα στην πραγματικότητα δεν είναι "αυτοκίνητο" σ’ αυτό τον κόσμο. Ούτε καν το αυτοκίνητο που χρειάζεται βενζίνη για να κινηθεί, και συνεπώς δεν είναι "αυτοκίνητο", αλλά βενζινοκίνητο, πετρελαιοκίνητο, ατμο κίνητο, ιπποκίνητο, δουλοκίνητο, ελατήριοκίνητο, υδροκί νητο, αεροκίνητο, ή κλωτσοκίνητο όπως θα μπορούσαν να μας βεβαιώσουν οι ποδοσφαιριστές, αλλά και όλοι όσοι κινούν ται μόνο όταν φαν μια νερή κλωτσιά στα οπίσθια. Λοιπόν, όπως όλα έτσι k o l η σκέψη μας δεν είναι αυτοκί νητη. Είναι ετεροκίνητη (κινείται από κάτι που βρίσκεται έξω απ' αυτήν). Και το πρόβλημα είναι να καταλάβουμε τι είναι αυτό που βρίσκεται έξω από μας και κάνει τη σκέ ψη του καθένα από μας να κινείται με τρόπους που να δη μιουργούν την ψευδαίσθηση της "αυτοκίνησης". Για τους μεταφυσικούς η σκέψη, συνεπώς και η προσωπική γνώμη που όπως είπαμε είναι η συνέπεια της ύπαρξης σκέψης, μας έρχεται ως δώρον εξ ουρανού, που θα μας το δώσουν τα πνεύματα μόνο αν αποχτήσουμε μια επαφή μαζί τους είτε δια της προσωπικής μας προσευχής είτε δια της προσευχής των μεσαζόντων. (Μεσάζοντες μπορεί να βρει κανείς παντού: Α π ’ τη λαϊκή αγορά και το σούπερ μάρκετ μέχρι την εκκλη σία της ενορίας και την Αρχιεπισκοπή). Για τους υλιστές, η σκέψη, συνεπώς και η προσωπική γνώμη που δημιουργεί η ύπαρξη σκέψης, είναι το αποτέλεσμα, στην αρχή της ανά κλασης μέσα μας του εξωτερικού-αντικειμενικού κόσμου και στη συνέχεια της διάθλασης που θα υποστεί η αντανα κλώμενη στη συνείδησή μας εικόνα του κόσμου εξαιτιάς της διαφορετικής κατασκευής του "πρίσματος" της συνεί δησης του καθένα. Ολόκληρη η επιστήμη της παιδαγωγικής στηρίζεται σ’ αυ τόν τον σύνθετο μηχανισμό της ανάκλασης και της διάθλασης.
Ο ανακλώμενος στη συνείδησή μας αντικειμενικός κόσμος είναι ίδιος για όλους. Όμως, ο αντικειμενικός κόσμος δεν γίνεται αντιληπτός ομοίως απ’ όλους, διότι υφίσταται δια φοροποιήσεις και συχνά παραμορφώσεις, καθώς η "εικόνα" του κόσμου προσκρούει και θρυμματίζεται πάνω στην πνευ ματική και ψυχική ιδιαιτερότητα του καθένα. Ωστόσο, τούτη η ιδιαιτερότητα που συνιστά την προσωπι κότητά μας, δεν είναι προκαθορισμένη από μια "μοίρα" που εδρεύει σε κάποιο υπερκόσμιο κέντρο λήψεως αποφάσεων. Είναι κι αυτή καθορισμένη από αντικειμενικούς, και συνεπώς παράγονιες: 0 καθένας μας γεννήθηκε μια ορι σμένη χρονιά, μ ι καθορισμένη Ιστορία, και σ' έναν ορισμένο τόπο μ ι Ιιχ ω ρ ω τ ά εθνικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά, Οι άνθρωποι που γεννήθηκαν π,χ, στην Ελλάδα την περίοδο του πολέμου δεν έχουν ίδια χαρακτηροδομή μ' αυτούς που γεννήθηκαν την περίοδο του εμφυλίου πολέμου ή αργότερα. Και οι συνομήλικοί τους Γιουγκοσλάβοι, π.χ., έχουν τις γιουγκοσλάβικες χαρακτηρολογικές ιδιαιτερότητες, τις προσ διορισμένες απ’ τις ιδιαίτερες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες της πατρίδας τους. Το περίφημο "χάσμα γενεών" ή το "χάσμα εθνοτήτων" δεν είναι χάσμα. Είναι, απλώς, ο διαφορετικός τρόπος της διαμόρφωσης της ανθρώπινης προσωπικότητας κάτω από διαφορετικές εξωτερικές συνθήκες. Δεν είναι μόνο ο ευρύτερος κοινωνικός χώρος που παίρ νει μέρος στη διαμόρφωση μιας συγκεκριμένης ανθρώπινης προσωπικότητας, αλλά και ο στενότερος. Ο ρόλος της οικο γένειας εδώ είναι πολύ γνωστός. Τα παιδιά του δοσίλογου π.χ. δεν θα γίνουν, βέβαια, κατ’ ανάγκην δοσίλογοι κι αυτοί, όμως το "πατρικό στίγμα" θα τους κυνηγάει για πολύ και για να το ξεπεράσουν θα πρέπει να καταναλώσουν δυνάμεις που θα τις διοχέτευαν αλλού αν προέρχονταν από οικογε νειακό περιβάλλον λιγότερο βαρυμένο με προδοσίες και χαμαιλεοντισμούς. Φυσικά, τα παιδιά δε φέρουν καμιά ευ θύνη για τις θετικές ή τις αρνητικές πράξεις των γονιών τους. Όμως, οι γονείς φέρουν ευθύνη για τις θετικές ή αρνητικές πράξεις των παιδιών τους, κι αυτό σημαίνει πως οι πράξεις του γονέα δεν είναι δεσμευτικές μόνο γιαυτόν, αλλά και για τα παιδιά του, καθώς επίσης και για ολόκληρο τον στενότερο ή ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο που επηρεά
ζει. Η ευθύνη είναι έννοια κατά κύριο λόγο κοινωνική και όχι μόνο υπαρξιακή. Ό πως δε φέρουμε καμιά ευθύνη για τις πράξεις των γο νέων μας, έτσι δε φέρουμε επίσης καμιά ευθύνη για τις παιδα γωγικές μεθόδους και την παιδαγωγική επάρκεια των δασκά λων μας. Φέρουν, όμως, ευθύνη αυτοί απέναντι μας, συμ βάλλουν αποφασιστικά στη διαμόρφωση της χαρακτηροδο μής μας. Ένας κακοήθης δάσκαλος δεν μπορεί να διδάξει ήθος, ένας ηλίθιος δάσκαλος δε μπορεί να σε κάνει εξυπνό τερο, κι ένας γραμματοδιδάσκαλος το μόνο που θα κατα φέρει να σου μάθει, αν το καταφέρει τελικά, είναι η γραμμα τική. Η παροιμία "μ ' όποιον δάσκαλο καθήσεις τέτοια γράμ ματα θα μάθεις" δεν είναι μόνο σωστή, αλλά και το νόημά της θα μπορούσε να επεκταθεί σ’ ολόκληρη την κοινωνία που ενεργεί πάνω μας παιδαγωγικά, συνεχώς και αδιαλλείπτως. "Είμαστε αυτό που γινόμαστε", λέει ο Σαρτρ, και εννοεί ό,τι ακριβώς και η παροιμία που προαναφέραμε. Κανείς δε διάλεξε να είναι αυτό που είναι. Πιο σωστά, στη διαμόρφωση του χαρακτήρα μας η προσωπική μας βού ληση δε μπορεί να μετέχει με ποσοστό που ξεπερνάει ας πούμε το πενήντα τοις εκατό, για να μιλήσουμε με τη σχημα τική γλώσσα των αριθμών. Και εν πόση περιπτώση, η βούλη ση δε μπορεί να ξεπεράσει κάποια αντικειμενικά δεδομένα που σφραγίζουν το χαρακτήρα μας από νηπιακή ηλικία. Μέχρι που να "πάρουμε την κατάσταση στα χέρια μας" μεγα λώνοντας, αν τελικά την πάρουμε, πράγμα όχι και τόσο σίγουρο, η κατάστασή μας θα βρίσκεται στα χέρια άλλων. Κι αυτά τα χέρια θέλουν κόψιμο αν δεν μπορούν να κρατή σουν τη βαριά μοίρα του κόσμου. Γιατί, στην πιο απόλυτη κυριολεξία, η μοίρα μας βρίσκεται στα χέρια μας, όταν αυτά τα χέρια είναι ικανά να την κρατήσουν, και στα χέρια άλλων όταν τα δικά μας χέρια δεν είναι ακόμα, ή δεν έγιναν ποτέ ικανά να την κρατήσουν, γιατί ίσως μας έπεισαν πως τίποτα δεν είναι στο χέρι μας κι όλα κρέμονται απ’ το μακρύ χέρι του Θεού που "ξέρει", που "θέλει", που "έχει" για λογαρια σμό ανθρώπων που έγιναν ανίκανοι να ξέρουν, να θέλουν και να έχουν, και που τα περιμένουν όλα, και τα καλά και τα κακά, στη μορφή του θεϊκού δώρου. Αλλά, το μόνο πράγ μα που σίγουρα πέφτει απ’ τον ουρανό είναι η βροχή και τα συναφή της μετεωρολογίας, μιας θετικής επιστήμης που
ασχολείται με ολοένα και μεγαλύτερη επιτυχία με τον ου ρανό. Αν η ανθρώπινη προσωπικότητα δεν είναι προκαθορισμέ νη αλλά φκιάχνεται από σύνθεση παραγόντων βιολογικών (κληρονομικότητα) και κοινωνικών (παιδεία), τότε είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο πως η "προσωπική γνώμη" δεν είναι και τόσο προσωπική. Μια γνώμη που σχηματίζουμε για κάτι ή για κάποιον δεν φυτρώνει παρθένογεννητικά στο μυαλό μας, δεν επικάθεται στο κεφάλι μας δίκην περιστεράς την ημέρα της Πεντηκοστής. Για να φυτρώσει μια "προσωπική γνώμη" πρέπει να πέσει στο πολύτιμο περιεχόμενο της κρα νιακής μας κάψας ο γονιμοποιός σπόρος της γνώσης αν, βέβαια, θέλουμε η γνώμη που θα γεννήσουμε και μεις να μην είναι τέρας. Γιατί, η "προσωπική γνώμη" που στηρίζεται στα έσχατα "επιχειρήματα" του "έτσι θέλω — έτσι μ' αρέσει — έτσι νομίζω" είναι η "προσωπική γνώμη" του ηλιθίου που περνιέται για έξυπνος γιατί πιστεύει ο δύστυχος πως έχει συμπαραστάτη το Ά γ ιο Πνεύμα, που κανείς δεν μπο ρεί να πει με σιγουριά ούτε πόσο άγιο είναι ούτε πόσο πνευ ματικό. Εν πόση περιπτώσει, αν δεν είναι κανείς παπάς, ώστε να μπορεί να ισχυρίζεται πως το μυστηριώδες μυστήριο της χειροτονίας είναι αυτό που σιγουρεύει τη "φώτιση", πρέπει να αναζητήσει τη φώτισή του κάτω κι όχι πάνω απ’ τον ήλιο. Η μεταφυσική έχει πολλούς τρόπους να γίνεται "ορα τή" και ο πιο κοινός απ’ αυτούς είναι εκείνη η γελοία εικοτο λογία, όπως λέμε επί το επιστημονικότερον την αστειότητα "έτσι θέλω — έτσι μ' αρέσει — έτσι νομίζω", χωρίς να ανα ρωτιόμαστε μην τυχόν και τα νομίσματα μας είναι κίβδη λα. Αυτό λοιπόν που αμφισβητείται απ’ τη διαλεκτική δεν είναι η "προσωπική γνώμη" που υπάρχει έτσι κι αλλιώς στον καθένα που έχει έστω και μισό κόκκο μυαλού, αλλά η γνη σιότητα και η εγκυρότητα της "προσωπικής γνώμης". Τού τη η εγκυρότητα δε χαρίζεται, απσχτιέται με τη γνώση. Εκτός κι αν πρόκειται για μια γνώμη πάνω σε προβλήματα που είναι απ’ τη φύση τους εικοτολογικά, όπως τα μετα φυσικά προβλήματα, οπότε η ποιητική και αυτοσχεδιαστική διάθεση του ομιλούντος δε βλάπτει, και πάρα πολύ συχνά ωφελεί. Ά λλωστε, η μεταφυσική είναι κατ’ αρχήν και κατά
κύριο λόγο ποίηση, ενώ ο μεγάλος ποιητής, συνεπώς κι ο μεγάλος μεταφυσικός δεν είναι κατ’ ανάγκην και επιστήμο νας ή λογοκρατούμενος διανοούμενος, αν και η στοχαστική διάθεση ποτέ και σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να βλάψει την πηγαία συναισθηματική έκφραση. Αντίθετα, οι μεγάλοι καλλιτέχνες είναι και σπουδαίοι στοχαστές. Στην τέχνη, όπως και στη μεταφυσική σκέψη δε μπαίνει επιτακτικά το πρόβλημα της εγκυρότητας της γνώμης, γιατί εκείνο που εκφράζει ο ποιητής ή ο μεταφυσικός στοχαστής δεν είναι τόσο η γνώμη του, όσο η "ταραχή" του, ο συγκλο νισμός του, εζαιτίας της αυξημένης ευαισθησίας του απέ ναντι στα μεγάλα προβλήματα αυτού του κόσμου. Αυτό που ονομάστηκε "κοινή γνώμη" (σε αντιδιαστολή με την "προσωπική γνώμη") εξαιτίας, ακριβώς, του απρό σωπου του χαρακτήρα της, έχει κάτι το "ποιητικό", το "μα γικό" και το "ανεύθυνο" σε τελική ανάλυση. Θα δούμε την ερχόμενη Κυριακή τι είναι, πώς διαμορφώνεται, πώς χειρα γωγείται και πώς αποδεσμεύεται απ’ τη χειραγώγηση η περίφημη "κοινή γνώμη", που αποτελεί βασικό παράγοντα της πολιτικής ζωής και δράσης. 4 Αυγούστου 1985
32. ΚΟΙΝΗ ΓΝΩΜΗ: ΕΝΑ ΑΠΡΟΣΩΠΟ ΤΕΡΑΣ
Γνώμη είναι το σύνολο των αντιλήψεων κάποιου για κάτι, όπως μας πληροφορεί το λεξικό. Αυτόν τον ορισμό δεν είναι δύσκολο να τον κατανοήσει κανείς. Όμως, τα πράγματα δυσκολεύουν πολύ όταν βρεθείς μπροστά στη ρευστή και συνεχώς μετακινούμενη έννοια "κοινή γνώμη". Τι είναι η "κοινή γνώμη"; Είναι η προσωπική γνώμη του ενός που υιο θετείται από τους πολλούς; Είναι το αριθμητικό άθροισμα των γνωμών πολλών ανθρώπων; Είναι η κυρίαρχη γνώμη της κυρίαρχης κοινωνικής τάξης; Είναι το στατιστικό απο τέλεσμα μιας ειδικής έρευνας που λέγεται "σφυγμομέτρη ση της κοινής γνώμης"; Κι ακόμα, η "κοινή γνώμη" δημιουργείται αυθόρμητα και αβίαστα, ή μήπως είναι η συνέ πεια μιας μαζικής πλύσης εγκεφάλου μέσα απ’ τα μαζικά μέσα ενημέρωσης που τα χειρίζονται επιδέξια οι δημαγωγοί; Η "κοινή γνώμη" είναι συνέπεια νοητικών (λογικών) διεργα σιών που γίνονται μέσα στη μάζα, ή μήπως είναι η έκφραση ενός χαλαρού και ευμετάβλητου μαζικού συναισθηματισμού, όπως πιστεύει ο Λεμπόν; Η "κοινή γνώμη" είναι όλα τα παραπάνω — και τίποτα απ' τα παραπάνω. Η "κοινή γνώμη" μοιάζει λιγάκι με την "κοινή" γυναίκα: Είναι "εύκολη", είναι ανεκτική, είναι χρή σιμη σ ’ αυτούς που την έχουν ανάγκη, είναι βολική και ευκολομεταχείριστη όταν ο "εραστής" δεν είναι υπέρ το δέον βάναυσος, και γίνεται θηριώδης όταν ο δημαγωγός της φέ ρεται χωρίς τακτ. Και το σημαντικότερο "εκδίδεται επί χρήμασι" όπως περίπου και η πόρνη: Δεν μπορείς να έχεις μαζί σου την "κοινή γνώμη" στο ταξικό σου κρεβάτι αν δεν της
τάξεις αντιπαροχές. Πρόκειται για κείνα τα περίφημα "θα" που μοιράζονται αφειδώς απ' τους αστούς πολιτικούς στην περίοδο ενός προεκλογικού αγώνα. Η "κοινή γνώμη" αλλά ζει γνώμη όταν δεν την πληρώσεις πριν κάνεις τη δουλειά σου, και τότε τρέχει να βρει άλλον πελάτη, περισσότερο καλοπληρωτή. Φυσικά υπάρχει και μια "κοινή γνώμη" που δεν δελεάζεται εύκολα απ’ τις βολικές υποσχέσεις, που έχει αρχές, και που συσπειρώνεται γύρω από ιδέες και όχι γύρω από "θα". Μ’ άλλα λόγια, η "κοινή γνώμη" δεν είναι μία. Και θα ήταν σωστότερο να χρησιμοποιούμε τον όρο στον πληθυντικό: Κοινές γνώμες. Υπάρχει η "κοινή γνώμη" του ευεπηρέαστου απ' τη δραχμή κοινού της Νέας Δημοκρατίας (θυμάστε το πετυχημένο δραχμικό σύνθημα "αυτή η δραχμή είναι δική σου";), υπάρχει η "κοινή γνώμη" του ευεπηρέαστου από απα λά και ευδαιμονικά σοσιαλιστικά οράματα κοινού του ΠΑΣΟΚ, υπάρχει η "κοινή γνώμη" του ευεπηρέαστου απ' τα συνθή ματα για μια "ευτυχία για όλους" κοινού των ΚΚΕ, κλπ, κλπ. Υπάρχουν, γενικά, τόσες "κοινές γνώμες" όσες και οι κοι νωνικές τάξεις ή οι κοινωνικές ομάδες. Κι αν προχωρήσεις τον επιμερισμό και τον τεμαχισμό μέχρι τα έσχατα, θα κατα λήξεις τελικά στην "προσωπική γνώμη". Όμως, είναι φανερό πως όσο επιμερίζεις την έννοια "κοι νή γνώμη" τόσο ξεφεύγεις απ' το νόημά της. Διότι η "κοινή γνώμη" είναι τόσο πιο κοινή όσο περισσότερα άτομα (προ σωπικές γνώμες) παίρνουν μέρος στη διαμόρφωσή της. Συνεπώς, υπάρχει όντως μια γενική (υπερταξική) "κοινή γνώ μη" που διαμορφώνεται απ’ το σύνολο του πληθυσμού μιας χώρας ή μιας περιοχής, και σ' αυτήν θα περιοριστούμε στη συνέχεια, έχοντας πάντα υπ' όψιν πως "κυρίαρχες ιδέες είναι οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης", όπως λέει ο Μαρξ. Η έννοια "κοινή γνώμη" είναι ταυτισμένη κυρίως με την αστική Δημοκρατία. Φυσικά, "κοινή γνώμη" υπάρχει κάτω από οποιοδήποτε κοινωνικό καθεστώς. Αλλά μόνο στην αστική Δημοκρατία η "κοινή γνώμη" λογαριάζεται σα σοβα ρός παράγοντας στην πολιτική ζωή. Ένας πολιτικός ή ένας πολιτευτής δεν μπορεί να αγνοήσει τους "πόθους και τις προσδοκίες" των πιθανών ψηφοφόρων του, παρόλο που κάνει απεγνωσμένες προσπάθειες να περάσει τους προσω πικούς, ή τους κομματικούς, ή τους ταξικούς πόθους, σαν
πόθους της μάζας, πράγμα όχι και τόσο δύσκολο με τα μέσα επηρεασμομ που έχει σήμερα στη διάθεσή του. Υπάρχουν μάλιστα κάι ειδικές επιχειρήσεις που το αντικείμενο της δου λειάς τους είναι ο επηρεασμός της "κοινής γ ν ώ μ η ς (Β λ έ π ε για παράδειγμα τη Σώγιερ, για να περιοριστούμε μόνο σε μία). Είναι δύσκολο, πια, να μείνει η μάζα ανεπηρέαστη και αχειραγώγητη κάτω απ’ τον καταιγισμό των μεθοδευμένων αλλε πάλληλων "εντυπώσεων". Η αστική Δημοκρατία στην προσπάθειά της να στηριχτεί στην "κοινή γνώμη" την καταργεί με τον ψυχολογικό εκβιασμό και τη δημαγωγία. Σαν πολιτικό όπλο, η "κοινή γνώμη" είναι εφεύρεση του Περικλή, Αυτός ήταν που αποφάσισε όλες, μα όλες ανεξαίρετα οι αποφάσεις των "αρχόντων" να κοινοποιούνται στο λαό, ώστε αυτός, όντας καλά και υπεύθυνα ενημερωμένος για τα πάντα, να μπορεί να αποφασίζει εύκολα και αβίαστα στην Εκκλησία του Δήμου. Μ' άλλα λόγια, ο Περικλής πρώ τος κατάλαβε πως η έγκυρη και υπεύθυνη πληροφόρηση απο τελεί την ουσία της Δημοκρατίας, και πως μια απληροφόρητη ή ψευδώς πληροφορημένη μάζα δεν μπορεί να έχει "κοινή γνώμη" ενώ τα μέλη της απληροφόρητης κοινωνίας δεν μπορούν να έχουν έγκυρη "προσωπική γνώμη" που είναι προϋπόθεση για να υπάρξει η στατιστική έννοια της απρόσω πης "κοινής γνώμης". Στην εποχή του Περικλή, αυτό που εμείς σήμερα το ονο μάζουμε "κοινή γνώμη" λέγονταν "φήμη". Οι Ρωμαίοι υιοθέ τησαν τον ελληνικό όρο και τον έκαναν, κατά τη συνήθεια τους, ακριβέστερο με την προσθήκη στο ουσιαστικό "φήμη" του επιθέτου "λαϊκή". Η ρωμαϊκή fama popularis κατά τον Με σαίωνα μετονομάστηκε επί το ακριβέστερον σε consensus, που σημαίνει "κοινή συναίνεση". (Ο όρος χρησιμοποιείται και σήμερα στην περίφραση "συναινετικές διαδικασίες"}. Αργό τερα, ο Τζων Λοκ, ο πρώτος που επεξεργάζεται θεωρητικά την έννοια "κοινή γνώμη" την ονομάζει "Νόμο της Γνώμης ή της Υπόληψης" και την θεωρεί σαν τον τρίτο βασικό κοι νωνικό νόμο, μετά το "Θείο Νόμο" και τον "αστικό νόμο". Βλέπουμε, λοιπόν, πως στην πάντα πρωτοπόρα στους αστι κούς μετασχηματισμούς Αγγλία, η "κοινή γνώμη" αντιμε τωπίζεται σαν θεσμός πάρα πολύ σοβαρός. Όμως, δεν είναι η Αγγλία, αλλά η Γαλλία ο τόπος όπου κυριαρχεί, σαν ένα είδος έμμονης ιδέας, η έννοια της "κοινής
γνώμης", που ο Μοντεσκιέ την ονομάζει esprit general {γενικό πνεύμα) και ο Ρουσσώ volonte general (γενική θέληση). Το ση μερινό της όνομα η "κοινή γνώμη" το παίρνει στη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης. Για τους επαναστατημένους Γάλλους αστούς που εκτοπίζουν απ’ την εξουσία τους φεου δάρχες, η opinion publique είναι κάτι σαν φετίχ, σαν μια μα γική έκφραση που προφερόμενη και μόνο θα μπορούσε να εξουδετερώσει όλα τα κακά πνεύματα του παλιού κακού καθεστώτος. Όντως, η "κοινή ή δημόσια γνώμη" έπαιξε εντε λώς αποφασιστικό ρόλο στην εξέλιξη και την εδρσίωση της Γαλλικής Επανάστασης. Πράγμα που, ωστόσο, δεν εμπόδισε τον Μεγάλο Ναπολέοντα, που θα έρθει σε λίγο, να κάνει την "κοινή γνώμη" βασικό στυλόβάτη της δικτατορίας του. Τη μέθοδό του, δηλαδή τη δικτατόρευση με τη συγκατάθεση του δικτατορευόμενου, θα την ακολουθήσουν λίγους αιώνες αργότερα ο Μουσολίνι, ο Χίτλερ και όλοι οι δικτάτορες που στηρίχτηκαν πράγματι στην "αγάπη του λαού" τους. Μπορεί βέβαια αυτοί οι δικτάτορες να εξαπάτησαν τις μάζες, αλλά οι ίδιες μάζες δεν είναι λιγότερο εξαπατημένες και σήμερα, κάτω από καθεστώτα που έχουν στη διάθεσή τους τα μαζι κά μέσα ενημέρωσης, δηλαδή τον πιο αποτελεσματικό τρόπο για τη μαζική πλύση εγκεφάλου. Το πρόβλημα, λοιπόν, είναι να καταλάβει κανείς γιατί οι ανθρώπινοι εγκέφαλοι πλένονται τόσο εύκολα, και μά λιστα με νερό περισσότερο βρώμικο απ' όσο βρώμικοι είναι οι εγκέφαλοι. Πρέπει, επιτέλους, να απομυθοποιηθεί ριζικά η ρευστή και ευκολομεταχείριστη έννοια "κοινή γνώμη", ώστε να πάψουμε να νιώθουμε τρομοκρατημένοι απ' αυτό το μυριοκέφαλο τέρας, που κουνιέται σαν σαρανταποδαρούσα προς κάθε κατεύθυνση κι ανάλογα με τα ρεύματα των φυσερών της προπαγάνδας. Στον όρο "κοινή γνώμη" ο τόνος πέφτει στο "κοινή" κι όχι στο "γνώμη". Η "γνώμη" έχει πλακωθεί μέχρι πολτο πο ιήσεως απ' το χειραγωγημένο "κοινό", που πρέπει πρώτα να χειραφετηθεί για να μπορέσει στη συνέχεια να έχει γνώ μη. Μια γνώμη που δημιουργείται καθ' υπαγόρευση των δη μαγωγών δεν είναι γνώμη, είναι συμφορά, είναι αφανής δικτατόρευση αυτών που θέλουν k o l μπορούν να κάνουν τον κόσμο να κινηθεί προς τα μπρος απ’ την άμορφη υπερ ταξική μάζα, που αλέθει όλες τις αξίες σ ' έναν παχύρευστο
πολτό, κατάλληλο μόνο για το λάδωμα του "πλυντηρίου εγκεφάλων" της άρχουοας τάξης. Όταν βάλεις στο μίξερ τον μεγαλοαστό, τον μεσοαστό, τον μικροαστό, και τον προλετάριο και τους ανακατώσεις καλά, αυτό που θα πάρεις δεν Θα είναι η "κοινή γνώμη", αλλά ένας παχύρευστος πολτός για το τάισμα των ορνίθων. Ά λλω στε, όπως λέει ο Μαξ Χορκχάιμερ, "το λάθος δεν ένω σε λιγότερες φορές τους ανθρώπους απ’ ό,τι τους ένωσε η αλήθεια". Κι αυτό σημαίνει πως, όταν βλέπεις "συμπαγείς πλειοψηφίες" και "πρωτοφανείς ομοψυχίες" πρέπει να ανα ρωτιέσαι μήπως η ένωση έγινε δυνατή χάρις στην καλή δου λειά του μίξερ που λέγαμε κι όχι εξαιτίας της ξαφνικής έκλαμ ψης της αλήθειας στα κεφάλια ανθρώπων σκοτισμένων απ’ τη μεθοδική πλύση εγκεφάλου. Άλλωστε, η αλήθεια δε λάμπει ποτέ, διότι, απλοΰστατα, είναι κατασκότεινη. Η αλήθεια δεν είναι λαμπερή αντότητα που την "πιάνει" κανείς στα χέρια του, δεν είναι πολύχρωμη πεταλούδα που τη συλλαμβάνει κανείς με την απόχη του. Αν ήταν έτσι, την αλήθεια θα την είχαν αρπάξει απ' τα μαλλιά οι άνθρωποι, τόσους αιώνες τώρα που την κυνηγούν. Η αλή θεια είναι κάτι σαν... κρεμμύδι χωρίς πυρήνα: Όσο το ξε φλουδίζεις, τόσο δακρύζεις και τόσο σου ξεφεύγει η κρυμ* μένη στον ανύπαρχτο πυρήνα αλήθεια. Το σημαντικό σ ' αυτό το κολοσσιαίο φιλοσοφικό πρόβλημα της αλήθειας είναι να μη σταματήσεις το ξεφλούδισμα, δηλαδή την προσπάθεια να φτάσεις στην "κρυμμένη" αλήθεια. Και για να έχει νόημα αυτός ο σισύφειος αγώνας πρέπει να ξεφλουδίζεις το κρεμ μύδι με τον αρμόζοντα τρόπο: Α π' τα έξω προς τα μέσα και στρώμα στρώμα. Ενδέχεται, τελικά, να βρεις άνθρακες στο σημείο που λογάριαζες πως θα βρεις τον κρυμμένο θησαυρό, αλλά αυτό δε σημαίνει πως πρέπει να απογοητευτείς και να σταματήσεις τον αγώνα. Διότι, αλήθεια στη διαλεκτική είναι ο αγώνας για την εξεύρεσή της. Ένας αγώνας που δεν θα τελειώσει ποτέ, γιατί κάθε επιμέρους αλήθεια που κατα χτιέται είναι ένα στάδιο για παραπέρα καταχτήσεις, στον αιώνα τον άπαντα. Αυτή είναι η άποψη του Μαρξ για την αλήθεια, που μόνο οι αμαθείς, απ' τη μεριά των αντιφρονούντων, και οι χοντροκέφαλοι, απ' τη μεριά των ομοφρονούντων θα μπορούσαν να την αντιμετωπίσουν σα "δόγμα",
παρά τη βεβαιότητα πως δεν υπάρχει τίποτα πιο αντιδογματικό απ* τον μαρξισμό του Μαρξ, Αν τα πράγματα έχουν έτσι, η αλήθεια αποκλείεται να είναι έννοια στατιστική. Συνεπώς τα γκάλοπ, που στηρίζονται στη στατιστική, δεν βρίσκουν αλήθειες. Βρίσκουν μόνο τον παχύ ρευστό πολτό της αλεσμένης μάζας, και επισημαίνουν μηχανικά έναν μέσο στατιστικό όρο μέσης γνώμης, που είναι πολύ κατάλληλος για τη δουλειά των δημαγωγών, αλλά πέρα για πέρα ακατάλληλος για την ουσιαστική επίλυση των ανθρώπινων προβλημάτων. Γιατί τα ανθρώπινα προβλή ματα είναι ταξικά προβλήματα. Που δε λύνονται με την αλχη μεία των αριθμών, κυρίως των στατιστικών αριθμών, αλλά με τον διαρκή και καθημερινό αγώνα, που κάπου κάπου οξύνεται, καί σε ακραίες καταστάσεις όξυνσης καταλήγει στην επανάσταση. Τα αποτελέσματα των εκλογών είναι κι αυτά ένα γκάλοπ, μια στατιστική σφυγμομέτρηση που γίνεται επίσημα, αυτή τη φορά απ' το ίδιο το κράτος που λατρεύει τους αριθμούς και τα ποσοστά (που κι αυτά είναι αριθμοί) και αδιαφορεί για τα βασικά ανθρώπινα προβλήματα, που θα συνεχίζουν να παραμένουν άλυτα και μετά τον θρίαμβο των αριθμών, εφόσον δεν αντιμετωπίζονται στη ρίζα τους. Ο άνθρωπος δεν είναι νούμερο. Και πολύ περισσότερο δεν είναι νούμερο μετακινούμενο ανά τετραετίαν. Όμως, πώς να πείσεις τους χειριστές του μίξερ πως έχουν μεγαλύτερη σχέση με τη μα γειρική παρά με την πολιτική; Η αστική κοινωνιολογία βρήκε τη συνταγή για να λύσει την αντίφαση ανάμεσα στην "καλή κοινή γνώμη" (αυτή που μας βολεύει και που εξυπηρετεί τα σχέδιά μας) και την "κακή κοινή γνώμη" (αυτή που δεν μας βολεύει και που δεν εξυ πηρετεί τα σχέδιά μας). Ονόμασε την πρώτη "δυναμική κοινή γνώμη" και τη δεύτερη "στατική κοινή γνώμη". Δυναμική είναι αυτή που βρίσκεται με τη μεριά της προόδου, έτσι γενικά κι αόριστα, και στατική εκείνη που παραμένει προσκολλημένη στην υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων, θάλεγες από πείσμα και χοντροκεφαλιά. Όμως, ούτε η πρόοδος ούτε η συντήρηση είναι προβλή ματα συναισθηματικά, παρόλο που σ ' αυτόν ακριβώς τον συναισθηματισμό ποντάρουν οι λάτρεις των αριθμών, των γκάλοπ και των εκλογών που γίνονται κάτω από συναισθη-
μαπκή πίεση. Η πρόοδος και η συντήρηση είναι προβλήματα πάρα πολύ πεζά σε τελική ανάλυση, γιατί τα δημιουργεί η συγκεκριμένη ταξική αντιπαράθεση κι όχι ο χωρισμός των ανθρώπων σε "καλούς" και σε "κακούς", όπως στα φιλμ γουέστερν. Οι συντηρητικοί δεν είναι κακοί γιατί είναι συντη ρητικοί. Κακό είναι το σύστημα στο οποίο είναι προσκολλημένοι από μικροπρόθεσμο προσωπικό συμφέρον. Και οι προοδευτικοί δεν είναι κατ' ανάγκην καλοί όταν κι αυτοί είναι προσκολλημένοι στο μικροπρόθεσμο προσωπικό τους συμφέρον. Προοδευτικός είναι ο άνθρωπος που αγωνίζεται για ένα καλύτερο μέλλον για όλον τον κόσμο ανεξαίρετα, και που αντιλαμβάνεται το μέλλον σαν τη συνέχιση του ιστορικού χρόνου και μετά το τέλος του προσωπικού-βιολογικού του χρόνου. Η ζωή συνεχίζεται διότι η Ιστορία συνεχίζεται. Κι όποιος δεν είναι με τη μεριά της Ιστορίας (του μέλλοντος) δεν είναι ούτε με τη μεριά της ζωής. Ωστόσο, όταν ο μικρόνοας μικροαστός λέει "η ζωή συνεχίζεται" εννοεί συνήθως, πως, παρά τις πολλές κηδείες συγγενών και φίλων αυτός, ο τυχερός, συνεχίζει ωστόσο να ζει. Επειδή δεν θα παραστεί στη δική του κηδεία νιώθει περιχαρής ο βλακέντιος. 11 Αυγούστου 1985
33. Η ΓΥΝΑΙΚΑ-ΕΜΠΟΡΕΥΜΑ
Ο καθένας αντιλαμβάνεται τη δυστυχία με τον τρόπο του. Γιατί η δυστυχία είναι έννοια απόλυτα εξατομικευμένη. Και δεν έχω κανένα τρόπο να πείσω, ας πούμε το φίλο μου, πως πρέπει να νιώθει περισσότερο δυστυχής γιατί ξέρει πως στην Αιθιοπία πεθαίνουν παιδιά απ’ την πείνα, απ' όσο δυστυχής αισθάνεται τώρα που πονάει το δόντι του. Ωστόσο, το μέγεθος της χοντροπετσιάς ελέγχεται απ' το πόσο διαπε ρατό είναι το δέρμα στην ξένη δυστυχία. Το ίδιο μέγεθος της ίδιας χοντροπετσιάς εξαρτάται επίσης απ' την αύξηση της παχυδερμίσσης με την απόσταση. Κάποτε συζητούσαν σοβα ρά αν πρέπει κανείς να αισθάνεται ένοχος στην περίπτωση που, πατώντας ένα κουμπί εδώ κάνει να πεθάνει κάποιος άγνωστος στην άλλη άκρη του πλανήτη. Θα μπορούσε, μάλι στα, να διατυπωθεί και μαθηματικά ο "νόμος της παχυδερμίασης": Η ευτυχία είναι ανάλογος του πάχους του δέρματος του ευτυχούντος ατόμου και η δυστυχία αντιστρόφως ανάλογρς της αποστάσεως στην οποία βρίσκεται η εκπέμπουσα την παρενοχλούσα την ευτυχία πηγή. Πιο απλά: Όσο πιο "αδιάβροχοι" είμαστε κι όσο πιο μακριά απ' τη "βρο χή " βρισκόμαστε, τόσο το καλύτερο για τη στεγνή ευτυ χία μας. Η δυστυχία δεν είναι μόνο ατομικό φαινόμενο. Είναι και συλλογικό. Και είναι δύσκολο αν όχι εντελώς απίθανο, να είναι κανείς κατά μόνας ευτυχής, όταν μετέχει σε μια συλλο γική δυστυχία. Με την προϋπόθεση, φυσικά, πως δεν πάσχει από παχυδερμίαση και πως πιστεύει πως η δυστυχία του γείτονα δε θ ' αργήσει να χτυπήσει και τη δική του πόρτα,
πράγμα που συμβαίνει κατά κανόνα. Και με τη δεύτερη προϋ πόθεση, πως δεν μας έχουν κάνει, σε νήπιακή ηλικία, "αντιδυστυχιακό εμβόλιο", πράγμα που συμβαίνει πολύ συχνά, κυρίως στις λεγάμενες "εύπορες οικογένειες". Αυτές, δηλα δή, που έχουν τους απαραίτητους πόρους για να βουλώνουν τους ανοιχτούς πόρους του δέρματος των τρυφερών γόνων, ώστε η παχυδερμίαση να αναπτυχθεί "φυσιολογικά" μαζί με το σώμα και κόντρα στην ευαισθησία. Κάθε κάθαρμα φροντίζει να δημιουργήσει το διάδοχό του πριν σταματήσει οριστικά την καθαρματοπαραγωγή με το θάνατο. Ωστόσο, υπάρχει μια μορφή συλλογικής δυστυχίας που αποκλείεται να την παρακάμψει και το παχυδερμικότερο των παχύδερμων. Και γιαυτό καλό είναι ν' αρχίζει κανείς τη θεραπεία της αποπαχυδερμοποίησης απ' αυτήν. Πρό κειται για τη "δυστυχία του να είσαι γυναίκα" — μια μορφή συλλογικής δυστυχίας για την οποία αυτή που ευθύνεται λιγότερο είναι η γυναίκα. Που όπως λέει η Σιμόν ντε Μπωβουάρ, δε γεννιέται αλλά γίνεται: Τη γυναίκα, περισσότερο k l απ’ τη φύση που αποφάσισε τα του φύλου της, την "πλά θουμε" εμείς οι άντρες στη βάση ενός γονιδίου που δεν το διάλεξε (όπως, άλλωστε, και μεις το δικό μας). Η γυναίκα αναδύεται μέσα απ' το βλέμμα του άνδρα, όπως η Αφροδίτη μέσα απ’ τον αφρό της θάλασσας. Λέχθηκε πως καμιά γυμνή γυναίκα δεν κρυώνει όταν τη σκεπάζει το ανδρικό βλέμμα. Και κανένας άνδρας δεν νιώ θ ει. τόσο κυρίαρχος, όσο όταν στυλώνει το βλέμμα του πάνω σε μια γυναίκα, που μετα μορφώνεται έτσι από ζωντανό όν σε πράγμα, προς θέαση ή και χρήση. Η γυναίκα είναι κατ’ αρχήν για να τη βλέπουμε — όταν "βλέπεται". Ούτε καν για να την ακούμε — κι ας είναι η ακοή αίσθηση ευτελέστερη της οράσεως, κι ας ορύεται η υστερική γυναίκα με τη μάταιη ελπίδα πως επιτέλους θα καταλάβου με πως υπάρχει μια παραλλαγή της δυστυχίας τυπικά γυ ναικεία που αν δεν την πάρουμε σοβαρά υπ’ όψιν, η συλλο γική γυναικεία δυστυχία κάποτε θα μας σπάσει το τύμπανο και θα τρυπήσει τον αμφιβληστροειδή. Η Κριστιάν Ολιβιέ σ ’ εκείνο το τρομερό της βιβλίο με τον σημαδιακό τίτλο "Τα παιδιά της ίοκάστης" (μετάφραση Αλίνα Πσσχαλίδου και Βάσω Νικολοπούλου, έκδοση Νέα Σύνορα) λέει: "Προς τιμήν της γυναίκας θα’ττρεπε να μετά-
τρέψουμε το συλλογισμό του Ντεκάρτ "σκέφτομαι άρα υπάρχω" σε "αρέσω άρα υπάρχω". Δεν έχει πια άλλο τρόπο ύπαρξης η γυναίκα απ’ το ν' αφεθεί στο έλεος της φιλοθεάμωνης ματιάς του άνδρα που τη θέλει "κούκλα", όπως στο θέατρο μαριονετών. Αν μάλιστα τραβάει και τα σχοινιά της κούκλας τόσο το χειρότερο για την κούκλα. Με το τράβα τράβα γρήγορα θα ξεχυλώσει και θα γίνει κουρέλι. Στα ψυχιατρεία του δυτικού κόσμου η αναλογία γυναικών προς άνδρες είναι δύο προς ένα περίπου. Αργά ή γρήγορα όλες οι κούκλες καταλήγουν στον ψυχίατρο στη χειρότερη περί πτωση και στον ψυχαναλυτή στην καλύτερη. Κι εκεί τις έστειλε το αδηφάγο βλέμμα του άνδρα, που από τότε που του'φύγε στον Παράδεισο το ένα πλευρό για να μετατραπεί — ώ, του θαύματος — σε γυναικείο σώμα αγαπάει τα... παιδά κια όσο τίποτα. Το γυναικείο σώμα τρώγεται, λοιπόν, ζεστό. Και με σάλ τσα φκιαγμένη από όσο γίνεται πιο όμορφα λόγια. Τραπε ζαρία σ' αυτή την πράξη οπτικής κατ' αρχήν ανθρωποφαγίας είναι η κρεβατοκάμαρα. Εκεί το γυναικείο σώμα σερβί ρεται με γαρνιτούρα κεντημένα μαξιλάρια, χρώματος κρεατί κατά προτίμηση: Πρέπει "το όλον" να είναι "ασορτί", για να μην κόβεται η όρεξη του άνδρα από αιτίες οπτικές. Ά λλωστε, το καλό σερβίρισμα κάτι προσθέτει πάντα στο καλό φαί, όπως λεν και οι Γάλλοι, σπεσιαλίστες τόσο στην κουζίνα όσο και στην κρεβατοκάμαρα. Οι ίδιοι μαιτρ συνιστούν συσκότιση, στην περίπτωση που το έδεσμα πρέπει να καταβροχθίζεται στα γρήγορα και στα τυφλά, σα φάρμακο πικρό. Πρόκειται εδώ για το γνωστό ποτήριο του κήπου της Γεσθημανί. Που, όμως, δεν μπορείς να πεις και γιαυτό "απελθέτω απ’ εμού". Γιατί αν απέλθει η γυναίκα απ’ την κρεβατοκάμαρα θα απέλθει αυτομάτως και απ’ την κουζίνα. Αυτοί οι δυο χώροι είναι στενά συναρτημένοι από τότε που κατέρρεύσε η μητρι αρχία, πριν τέσσερις χιλιάδες χρόνια περίπου. (Τόσο κρατάει η σκλαβιά της γυναίκας). Κάθε πράγμα έχει την τιμή του. Τιμή συνεπώς έχει και η γυναίκα. Κι όταν λέμε "η τιμή της γυναίκας" με μια έννοια "ηθική", δε μπορούμε να κρύψουμε την αρχική οικονομική έννοια, που λανθάνει πάντα πίσω της. "Η τιμή, τιμή δεν έχει", λέει η παροιμία. Αλλά τις παροιμίες τις φκιάξαν κι αυτές άνδρες. Ξέρουμε καλά πως η "τιμή" έχει τιμή. Απόδειξη,
ΤΟ γεγονός πως μια "άτιμη" πουλιέται απ* τον πατέρα οτο γαμπρό σε πολύ φτηνή τιμή, Αντίθετα η παρθενία, στις σπά νιες περιπτώσεις που συνεχίζει να προσφέρεται ως προίκα, συνυπολογίζεται μαζί με την κυρίως ειπείν προίκα, και το σύνολο του κόστους της αγοραπωλησίας πέφτει, προς με γάλη χαρά του πατέρα-πωλητή. Ό σο πιο ακριβό είναι το εμπόρευμα, τόσο πιο φανταχτερό πρέπει να είναι και το περιτύλιγμα. Και αντίθετα: Όσο Πιο ευτελές είναι το δώρο τόσο μεγαλύτερη συμβολική αξία αποχτά μέσα σ' ένα καλό περιτύλιγμα. Η γυναίκα, και η Α κρ ιβ ή " και η "φτηνή", πρέπει να προσφέρεται καλά περιϊυλίνμίνή SS ρούχα αρμόζοντα. Λίγη γαρνιτούρα από χρυσάφΐ πάνω Τ©υς, σ$ μορφή βραχιολιού, σκουλαρικιού και άΚλΐύν τέτοιων καρικευμάΐων κάνει πάντα καλό στο "ανβάμπλ” TQU πακέτου, Προσοχή όμως: Το πακέτο, όπως και οι ρώσικες κούκλες, πρέπει νάχει πολλές στρώσεις περι τυλίγματος, όλες το ίδιο καλαίσθητες. Γιατί, όπως και το κρεμμύδι, τη γυναίκα την ξεφλουδίζουμε κατά στρώματα. Κι αλίμονο στην περιτυλιγμένη γυναίκα-αντικείμενο, αν φτάνοντας στο τελευταίο στρώμα δεν το βρούμε το ίδιο καλαίσθητο με το πρώτο. Είμαστε σε θέση να πετάξουμε και το "πράγμα" μαζί με τα χαρτιά περιτυλίξεως. Τέτοια ζώα είμαστε, ώρες ώρες, εμείς οι καταναλωτές του γυναι κείου σώματος. Που αφού το υποχρεώσαμε να στολισθεί καλά καλά, καθόμαστε και χάσκουμε το έργο τέχνης που έγινε το γυναικείο σώμα, σα σε έκθεση γλυπτικής. Δε μπο ρούμε πια να ξεχωρίσουμε το έξω απ’ το μέσα, τη μορφή απ* το περιεχόμενο, το περιτύλιγμα απ’ το περιτυλιγμένο. Δηλαδή, το σώμα απ' το ρούχο. Γιατί, το ρούχο είναι σώμα. Και το γυναικείο σώμα χωρίς ρούχο κατάντησε να μοιάζει με σώμα... αρειανής, εντελώς ακατάλληλο για "στενές επα φές τρίτου τύπου". Αυτός είναι ο λόγος που το ελαφρύ ντύσιμο δεν ενδεικνυται μόνο για το καλοκαίρι, αλλά και για to κρεβάτι: Ένα "νεγκλιζέ" χαρίζει στο γυναικείο σώμα τη σωματική του υπόσταση, και μια καλτσοδέτα που δε βγήκε μαζί με την κάλτσα, ως όφειλε, μας δίνει να καταλάβουμε "πως αυτό εδώ είναι ένα πόδι", με την ίδια έννοια που ο Μισέλ Φουκώ, μιλώντας για έναν πίνακα του Μαγκρίτ λέει πως "αυτό εδώ δεν είναι μια πίπα".
Επιτέλους, πρέπει να ξεχωρίζουμε την πίπα απ’ το πόδι — κι αυτός είναι ο ρόλος της καλτσοδέτας, που, βέβαια, είναι αδύνατο να την περάσουμε για πίπα, εκτός κι αν πρόκειται για μια πίπα σουρεαλιστική, πράγμα πάρα πολύ συνηθισμένο σ' ένα σουρεαλιστικό κρεβάτι, πάνω στο οποίο τελούνται πράγματα διόλου ρεαλιστικά. Μαζί με το πακέτο-γυναίκα, ο σουρεαλισμός εγκαταστάθηκε για τα καλά στην κρεβατο κάμαρά μας. Κατόπιν τούτου, το να σβύσεις τα φώτα τη στιγμή ακριβώς που θα έπρεπε ν’ ανάψεις και προβολείς, το να επιδιώκεις δηλαδή τη συσκότιση ως κλέφτης σε Τρά πεζα μεταφέροντας στην κρεβατοκάμαρά σου τις σκοτεινές συνήθειες του σκοτεινού βίου σου, δεν φαίνεται διόλου παράδοξο. Στο κάτω κάτω μπορείς να ξανανάψεις το φως, αν αρχίσεις να αμφιβάλλεις πως "αυτό εδώ είναι ένα πόδι". 0 μύωψ μπορεί τώρα να διακρίνει το πόδι απ' την πίπα, μέσα στο άπλετο φως. Πριν πακεταριστεί το εμπόρευμα-γυναίκα πρέπει να ελεγ χθεί η ποιότητά του και να μπει απ’ ευθείας πάνω στο δέρμα, σαν σε αγελάδα σε αμερικάνικη φάρμα, η σφραγίδα του κα τασκευαστή. Επί του προκειμένου, συλλογικός κατασκευα στής του πράγματος-γυναίκα, που μόνο ο διάβολος ξέρει πώς το καταφέρνει παρόλα ταύτα και παραμένει ανθρώπινο ον, είναι ο κομμωτής, ο μανικιουρίστας, ο μασέρ, και κυρίως ο χημικός, που σπατάλησε μια τεράστια επιστημονική γνώση για να φκιάξει "θαυματουργές" πούδρες, κρέμες, κραγιόνια και ματζούνια κάθε είδους, που εφαρμόζονται απ' ευθείας επί του σώματος, ώστε να επέλθει τελικά πλήρως εκείνη η σύγχυση που λέγαμε ανάμεσα στην πίπα και το πόδι, στην περίπτωση που όλα τα ενδυματολογικά σημάδια έχουν αφαιρεθεί κατά λάθος. Τα επί της επιδερμίδος σημάδια, όπως και το τατουάζ, βγαίνουν πολύ δυσκολότερα. Και επειδή η μεγαλύτερη βαρβαρότητα που μπορείς να διαπράξεις είναι να γδάρεις ένα γυναικείο σώμα, τελικά αποδέχεσαι τα απο τελέσματα της χημείας σαν ένα αναγκαίο κακό. Το σημαντικό εδώ είναι να συνεχίζεις, παρά το οιωνεί τατουάζ, να διακρίνεις το πόδι απ' την πίπα. Κι αν το γυναι κείο σώμα σου γλυστράει απ’ τις κρέμες, φταις εσύ που δεν προπονήθηκες στην ελληνορωμαϊκή πάλη. Ά λλω στε κανένας αξιοπρεπής παλαιστής της ελληνορωμαϊκής πάλης στην αρχαιότητα δεν έμπαινε στον αγώνα χωρίς ν ' αλείψει
το σώμα του με λάδι. Εσύ λοιπόν πώς έχεις την αξίωση να κερ δίσεις αλάδωτος στον "αγώνα των δύο φύλων", που τελείται σε άπειρους γύρους στην κρεβατοκάμαρα και αλλαχού; Η γυ ναίκα που ξέρει από αγώνες ξέρει κι από λάδια. Βέβαια, τα λάδια δημιουργούν λαδιές. Σάμπως, όμως, ο ήνδρας δεν είναι ήδη μια λέρα; Λοιπόν, τι ανάγκη έχει από λάδι, όταν ήδη έχει λαδωθεί ας πούμε απ’ τον προϊστάμενο κύριο Απατεωνίδη προ κειμένου να κάνει μια "συμφέρουσα" εγγραφή στα βιβλία της εφορίας; Είναι άδικο να κατηγορούμε τις γυναίκας για ιις απελπισμένες απάτες τους. Απλώς, οι δ ύ σ τ υ χ ή δ ίν έχουν άλλο τρόπο να μας ξεγελάσουν, εμάς f f U l Μ Τ 1 Ι|& χήν σηστεώνες, Άλλωστε, την κολοσσιαία βιο μηχανία που ιΐο π λ ίζ ιι τη γυναίκα με σύνεργα και υλικά στο δύσκολο αγώνα της, την οργανώνουν και τη διαχειρίζονται και πάλι άνδρες. Ο "ωτκουτιουρίστ" X, ας πούμε, μπορεί να μην είναι ακριβώς άνδρας, αλλά έχει όλα τα προνόμια ίου ανδρικού φύλου, κι ας μην του ταιριάζει πάρα πολύ αυτό το φύλο. Υπό την ιδιότητά του ως βιομήχανου της βιομηχανοποιημένης γυναικείας ομορφιάς του ταιριάζει και με το παρα πάνω. Ο καπιταλισμός είναι πάντα γένους αρσενικού, όπως δηλώνει και το άρθρο του που, βέβαια, όπως όλα τα άρθρα, δεν είναι καθόλου τυχαία αρσενικό. {Ό πως δεν είναι τυχαία θηλυκιά η λέξη "ομορφιά", παρόλο που υπάρχει και ανδρική ομορφιά). Το εμπόρευμα-γυναίκα δεν αρκεί να είναι καλοφκιαγμένο και καλοτυλιγμένο. Πρέπει να είναι και φρέσκο, όπως το κρέας στο χασάπη. Αφού κανείς δεν προτιμάει το μπαγιά τικο μοσχαρίσιο κρέας γιατί θάπρεπε να προτιμήσει το μπα γιάτικο γυναικείο κρέας, μέσα σε μια κρεατική αντίληψη Ftipl ανθρώπου; Οι "αξίες" του καπιταλισμού είναι πολύ υλι κές. Υλικές μέχρι το υλικόν άκρον άωτον. Υλικές μέχρι αη δίας. Φυσικά για υλισμό "κατηγορούνται" κυρίως οι μαρξι στές, κι ας είναι οι μόνοι που περισώζουν ακόμα την Ιδέα για μια ευτυχία για όλους. Μια ευτυχία που δε θα κατασκευ άζεται στα εργοστάσια της Μαξ Φάκτορ, δε θα φοριέται μαζί με το ρούχο, δε θα βγαίνει στο μπάνιο μαζί με την πού δρα, δε θα "μπαίνει" στο πλυντήριο, δε θα χάνεται μαζί με την ηλικία. Επιτέλους, πρέπει να νιώσουμε λίγο οίκτο για κείνη τη δυστυχισμένη που κρύβει τα χρόνια της σαν το πολυτιμότερο
εμπορικό μυστικό, γιατί γνωρίζει καλά πως το μπαγιάτικο γυναικείο κρέας πετιέται εξαρχής στα σκυλιά, σ ' ένα σκυλί* σιο κόσμο που ξέρει να κατασκευάζει, ξέρει να αμπαλάρει, αλλά δεν ξέρει τίποτα για την ανθρώπινη προσωπικότητα, κι ας κόπτεται υποκριτικότατα για τα "ανθρώπινα δικαιώμα τα" και άλλα τέτοια ηχηρά. Άλλωστε, τα ανθρώπινα δικαιώ ματα αρχίζουν απ’ το δικαίωμα να παραμείνουμε άνθρωποι και να μην πραγμοποιηθούμε κι άλλο. Η μερική έστω πραγμοποίηση της γυναίκας θα μπορούσε να μας μάθει πάρα πολλά για την υφή και τις προθέσεις του καπιταλισμού. Καιρός λοιπόν να σταματήσει αυτό το κατάντημα της μετατροπής του ανθρώπου σε πράγμα. Ας το καταλάβουμε καλά: Σοσια λισμός ή βαρβαρότητα. Το δίλημμα μπαίνει έτσι απλά και καθαρά. Ά λ λ η λύση δεν υπάρχει. 18Αυγοόστου 1985
14, Η ΓΥΝΑΙΚΑ* ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ
Η0 δΐόβύλος given γυναίκα", δηλώνει με αστεία σιγουριά Ο τίτλοι; μιας κινηματογραφικής ταινίας. Γραμματικά, ο διά βολος είναι γένους αρσενικού, και π γραμματική σπανιότατα κάνει λάθος στα γένη. Συνεπώς, η αλλαγή του γένους του διαβόλου από αρσενικό σε θηλυκό πρέπει να είναι ένα περι στατικό ιστορικό. Πράγματι, τούτη η αλλαγή, μαζί με πολλές άλλες, τελέστηκε τότε που η μητριαρχία εκχώρησε την εξου σιαστική της θέση στην πατριαρχία, για να σιγουρευτεί η "γνη σιότητα" των απογόνων που έπρεπε να κληρονομήσουν την περιουσία. Συνεπώς, ο διάβολος είναι άντρας, όπως σωστά δηλώνει το αρσενικό άρθρο. Και η διαβολικότητα του άνδρα συνίσταται σ ’ αυτές τις αντιστροφές της φυσικής τάξης πραγμάτων. Γένους αρσενικού είναι επίσης κι ο καπιταλισμός. Υπό καθεστώς μητριαρχικό, ο καπιταλισμός είναι αδύνατος. Κα ταλαβαίνουμε, τώρα, γιατί οι άνδρες-καπιταλιστές αποφάνθηκσν αναίσχυντα πως ο διάβολος είναι γυναίκα! Διάβολε, όταν φορέσεις στο διάβολο φουστάνια είναι πιο εύκολο να του φορέσεις στη συνέχεια και τη "ζώνη αγνότητας" με την οποία ελέγχεται η "γνησιότητα" του κληρονόμου, τόσο της περιουσίας όσο και της βλακείας. Κι αν πιστεύουμε πως οι ζώνες αγνότητας είναι κάτι που ανήκει στη βαρβαρική μεσαιωνική περίοδο της ανθρώπινης Ιστορίας, κάνουμε μάλλον λάθος. Γιατί πίσω απ' την πρώτη γραμμή άμυνας, που έσπασε, υπάρχει πάντα μια δεύτερη γραμμή άμυνας, ο περίφημος "υμένας", που βέβαια σπάει ολοένα και συχνότερα πριν την ώρα του, αλλά που το σπά-
σιμό του δεν μένει χωρίς συνέπειες, πραχτικές και ψυχολο γικές, Άλλωστε, πίσω κι απ' τις δυο γραμμές άμυνας ορθώ νεται το Μέγα Σινικόν Τείχος μιας "ηθικής" φκιαγμένης από άνδρες για άνδρες και μεταποιημένης, κατά τις περιστάσεις, για να ταιριάζει και στο γυναικείο σώμα που ενδύεται την ηθική μαζί με τα ρούχα και την απεκδύεται πάλι μαζί με τα ρούχα. Είναι εκπληχτικό το πώς κατάψεραν οι άνδρες να κάνουν την ηθική πρόβλημα ενδυματολογικό όσον αφορά τις γυναίκες, ενώ την άφησαν στην αρχική της θέση, όσον αφορά τους ίδιους, Η γλώσσα μαρτυράει του λόγου το ασφαλές: Όταν λέμε "ανήθικη γυναίκα" εννοούμε σχεδόν πάντα τη "σεξουαλικά ελευθεριάζουσα" {διάβαζε: λεύτερη) γυναίκα. Κι όταν λέμε "ανήθικος άνδρας" εννοούμε πάντα αυτό που πρέπει να εννο ούμε. Η γλώσσα είναι κι αυτή φαλλοκρατική. Αλλά για τούτη την πλευρά του γλωσσικού προβλήματος δε φαίνεται να νοιά ζονται και τόσο οι γλωσσαμύντορες, που φροντίζουν να κα θαρίσουν απ' τα πάντα τη γλώσσα εκτός απ' τις ηθικές "πα ρεκτροπές" της. Γιαυτούς, το γλωσσικό πρόβλημα δεν είναι και ηθικό πρόβλημα, k l ας ισχυρίζονται μερικοί πως διά βασαν τον Ρολάν Μπαρτ. Τη "σημαίνουσα" γλώσσα τη χειρίζονται άνδρες με τρόπο τυπικά ανδρικό. Ενώ όταν την χειρίζονται γυναίκες οφείλουν να τη χειρίζονται με τρόπο τυπικά γυναικείο. Το κοριτσάκι, για παράδειγμα, από μικρό μαθαίνει πως δεν πρέπει να λέει "κακά λόγια". Γιατι οι γονείς ξέρουν πως απ’ τα "κακά λόγια" μέχρι τις "κακές πράξεις" η απόσταση είναι πολύ μικρή: Πρώτα σκέφτεται κανείς (η σκέψη είναι γλώσσα) κι ύστερα πράττει σύμφωνα με τη σκέψη του. Συνεπώς, ένας έλεγχος της γλώσσας είναι κι ένας έλεγχος της πράξης. Κι αν το αγοράκι έχει το δικαίωμα να λέει κάπου κάπου και "κακά λόγια" χωρίς να απειλείται απ' τη φριχτή κάψα του πιπεριού είναι γιατί το ετοιμάζουν ήδη να παίξει το ρόλο του κακού στο γουέστερν που λέγεται ζωή. Έτσι, ο άνδρας μαθαίνει από νήπιο να παίζει τον ανδρικό ρόλο και η γυναίκα το γυναικείο ρόλο σ’ ένα δράμα με δυο ρόλους, όπου όλοι οι άλλοι ρόλοι, π.χ., αυτοί που δημιουργεί η ταξική σύγκρουση, μπαίνουν αυτόματα σε δεύτερη μοίρα και γιαυτό οι άνθρωποι συχνά αρνούνται να τους παίξουν πρόθυμα. Ο "πόλεμος των φύλων" είναι πιο άνετος απ’ τον
πόλεμο των τάξεων. Άλλωστε, είναι πολύ πιο εύκολο να δείρεις τη γυναίκα σου ή τον άνδρα σου παρά το αφεντικό σου. Ά σ ε που σ’ έναν τέτοιο πόλεμο η ειρήνη υπογράφεται πάρα πολύ άνετα πάνω στο κρεβάτι, για να συνεχιστεί ο πό λεμος την άλλη μέρα και να ανανεωθεί η ειρήνη την ίδια νύχτα. Κι ο χορός καλό κρατεί. Και οι κρατούντες καλά κρα τούν τους χορευτές. Που χορεύουν σ' ένα σκοπό που δεν είναι ο δικός τους. Οι μουζικάντηδες βρίσκονται πάντα εκτός οικίας και κουρδίζουν τα όργανά τους σε μια νότα προσε χτικά προεπιλεγμένη στα περίφημα "κέντρα λήψεως απο φάσεων". Το σημαντικό εδώ είναι να μην αντιληφθούν τα φάλτσα οι χορευτές. Άλλωστε, ποιος προσέχει το γύφτο με το κλαρίνο μέσα στο νταβατούρι του πανηγυριού; Μέσα σ’ αυτό το πανηγύρι, ακόμα κι όταν "τρεις λαλούν και δυο χορεύουν", το χορό τον σέρνει ο άνδρας. Άνδρες είναι επίσης και οι τρεις που λαλούν το γνωστό δημοτικό ασμάτιον "τρεις περδικούλες κάθονταν στην άκρη στο ποτά μι" (της ζωής). Συχνά οι περδικούλες πέφτουν στο ποτάμι, είτε από απόγνωση είτε από κλωτσιά. Αλλά και σ' αυτές τις περιπτώσεις ο πάντα άνετα καθισμένος στην όχθη άνδρας θα τραγουδήσει το άλλο ασμάτιο: τις πήρε το ποτάμι, τις πήρε ο ποταμός. Λοιπόν, άστα να παν στο διάολο — κι όσα πάνε κι όσα έρθουν μέσα σ' έναν κόσμο εγκαταλειμμένο στον "ρουν της Ιστορίας" που όταν βρέξει πολύ, π.χ. σε περίοδο πολέ μου, μετατρέπεται σε "χείμαρρο της Ιστορίας". Οπότε όλοι μαζί τραγουδούμε, χορωδιακά αυτή τη φορά, το ίδιο άσμα: μας πήρε το ποτάμι, μας πήρε ο ποταμός. Και δε μπορούσε παρά να μας πάρει το ποτάμι, αφού δε φκιάξαμε έγκαιρα εγγειοβελτιωτικά έργα. Διότι, "των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν". Αλλά πώς να μαγειρέψουν τα παιδιά των φρονίμων όταν δεν έχουν τα αναγκαία για τη μαγειρική σκεύη και υλικά; Σε μια τέτοια περίπτωση στέρησης σπάει κανείς τις αποθήκες, όπου οι σπεκουλα δόροι έχουν κλειδώσει τα υλικά της Ιστορίας, προκειμένου η Ιστορία να συνεχίσει να κυλάει προς τη σωστή μεριά, δη λαδή προς τα κει που βρίσκεται η θάλασσα του μέλλοντος. Προς το παρόν, πάντως, και μέχρι να σπάσουμε τις απο θήκες που λέγαμε (αλλά πώς να τις σπάσουμε με τόσους αποθηκάριους-μπακάληδες γύρω μας;) ας φροντίσουμε του
λάχιστον υα κατανοήσουμε τα πραγματικά αίτια του λεγο μένου "πολέμου των φύλων" νια τον οποίο το μόνο που δεν ευθύνεται τελικά είναι το δοσμένο απ' τη φύση φύλο μας, με την ίδια έννοια που δεν είναι η βροχή που ευθύνεται για τις πλημμύρες αλλά η ανυπαρξία αντιπλημμυρικών έργων. Η βροχή είναι ένα δεδομένο φυσικό, και συνεπώς αναπόφευ κτο, τα αντιπλημμυρικά έργα είναι ένα δεδομένο κοινωνικό και συνεπώς προβλέψιμο και μεθοδεύσιμο. Λοιπόν, στον ακήρυχτο και συνεχιζόμενο "πόλεμο των φύλων" και οι δυο αντίπαλοι είναι το ίδιο ψωφοδεείς και κακομοίρηδες. Γιατί, όπως λέει η Κριστιάν Ολιβιέ "ο άντρας παίζει τον ανδρικό του ρόλο επειδή φοβάται μήπως εξο μοιωθεί με μια γυναίκα, ενώ η γυναίκα παίζει τον γυναικείο της ρόλο επειδή φοβάται μήπως εξομοιωθεί με το τίποτα". Μ ’ άλλα λόγια ο άντρας παίζει τον αντρικό του ρόλο γιατί φοβάται πως εξομοιούμενος με τη γυναίκα θα εξομοιωθεί κι αυτός με το τίποτα. Και είναι προτιμότερο να είσαι κάτι, δηλαδή άνδρας, παρά τίποτα — εκτός κι αν είσαι βουδιστής οπότε το τίποτα είναι το επιδιωκόμενο μέσα απ’ τη νιρβά να. Βέβαια, η γυναίκα δεν είναι το τίποτα, είναι ο διάβολος. Όμως ο διάβολος στη λαϊκή μυθολογία έχει τη θέση του μηδενός της φιλοσοφικής σκέψης: Ο διάβολος είναι η πλή ρης και ολική αρνητικότητα. Ά ρα , η γυναίκα γίνεται η προ σωποποίηση του μηδενός μέσα σ’ ένα κόσμο όπου στη θέση του απείρου τοποθετείται ο άνδρας, κι αυτό παρά το γεγο νός πως η "δυνατότητα" είναι γένους θηλυκού, για να ξαναθυμηθούμε τη γραμματική που σπάνια κάνει λογικά λάθη. Το μηδέν συνεπώς είναι η ολική έλλειψη δυνατότητας για μια διαφοροποίηση. Τώρα καταλαβαίνουμε γιατί η γυναίκα είναι ο διάβολος σε μια μυθολογία που τη φκιάξαν άντρες: Πρέπει να παραμείνει στην κατάσταση της φύσης και να θαυμάζεται ή να μισείται ως "φυσικό γεγονός", όπως το ουράνιο τόξο στην περίπτωση ενός αρνητικού φυσικού γε γονότος. Μ’ άλλα λόγια, η γυναίκα πρέπει να παραμείνει πράγμα προκειμένου να ελέγχουμε ανετότερα την παιδοποιητική και ηδονοπαραγωγό λειτουργία της. Θέλουμε να έχουμε τη δυνατότητα να πίνουμε τους χυμούς της όταν ανοίγουμε εμείς την κάνουλα. Γιατί, μόνο οι ποιητές, οι καλύτεροι φ ίλοι
των γυναικών, περιμένουν να τους "κεράσει" η γυναίκα κάτι απ’ τα πλούσια ελέη της. Ό λο ι οι άλλοι τη λεηλατούν βάρβαρα, σα γνήσιοι απόγονοι ληστών και κουρσάρων που τώρα αντί για σπαθί κρατούν φαλλό, κι ανοίγουν μ ’ αυτόν το δρόμο προς κάθε μορφή εξουσίας. Άλλωστε, και η εξου σία και η γυναίκα "κατακτώνται". Επίσης, συχνά βιάζονται και η εξουσία και η γυναίκα. (Επιτέλους, κάποτε πρέπει να αποχτήσουμε εμπιστοσύνη στο ήθος της γλώσσας). Κανένα πράγμα δεν είναι πιο ζωντανό απ’ το ανθρώπινο κορμί. Και το γυναικείο κορμί για το αντρικό μάτι εκτός από ζωντανό είναι κι ένα πράγμα "λαχταριστό". Τη "λαχταρι στή" γυναίκα τη λέμε και "μπαρμπουνάκι". Την ορθοστηθάτη τη λέμε "πέρδικα". Τη ναζιάρα τη λέμε "γατούλα". Τη χαρι τωμένα φλύαρη τη λέμε "καναρινάκι". Τη γουργουριστά θηλυκιά τη λέμε "πέρδικα". Τη σεξουαλικά αχαλίνωτη τη λέμε "σκύλα". Και όλες μαζί τις λέμε "κότες". Όταν εξαντλήθηκαν τα δανεισμένα απ’ το ζωικό βασί λειο κοσμητικά της γυναίκας επίθετα, καταφύγαμε επικου ρικά και στο φυτικό. Έτσι, μια γυναίκα μπορεί να είναι "λου λουδάκι", "μπουμπουκάκι", "μαντζουράνα", και άλλα βότανα πολλά. Μάλιστα, πολλά άνθη και φυτά δάνεισαν στη γυναίκα το βοτανοφυτολογικό τους όνομα. Η Τριανταφυλλιά, π.χ., είναι μια κοπέλα που αξίζει τον κόπο να της κόψεις προσε χτικά. τ ’ αγκάθια προκειμένου να μυρίσεις τα τριαντάφυλλά της, ή να τη στίψεις μέχρι που να της βγάλεις το... ροδέ λαιο! Τα ίδια και χειρότερα μπορεί να πάθει και η καημένη η Γαροικραλιά κι όλες γενικά οι γυναίκες άνθη, με επικε φαλής ιην Ανϋούλύ που συνοψίζει έξοχα τη φυτική ονομα τοποιία με την οποία στόλισε ο σατανικός ανδρικός εγκέ φαλος ιη γυναικεία μιζέρια, για την οποία αυτή που φταίει λιγότερο είναι η γυναίκα. Η πραγμοποίηση της γυναίκας είναι δυνατό να δηλώ νεται απ’ την ανδρική ονοματοποιία και με τρόπους λιγότερο ποιητικούς. Έτσι, μια όμορφη γυναίκα μπορείς να την "πιεις στο ποτήρι", ή να τη "φας στο πιάτο", ανάλογα με το υδα ρές της υπόστασής της. Μπορείς, ακόμα, να αποφανθείς ότι δεν "τρώγεται" όταν είναι πολύ άσχημη. Ή να την χαρακτη ρίσεις "μπουκιά και συχώριο" και να την χάψεις βιαστικά, όταν είναι πολύ όμορφη και φοβάσαι μη σου λειώσει στο χέρι σαν παγωτό χωνάκι.
Κατόπιν τούτων, καταλαβαίνει κανείς εύκολα το νόημα του ζαχαροπλαστικού χαρακτηρισμού "γαλακτομπούρεκο", προκειμένου για γυναίκα γλυκειά και σοροπώδη, καθώς και την προσφώνηση "γλύκα μου" που, αυτή τουλάχιστον έχει το πλεονέκτημα να είναι ποιητική. Αντίθετα, είναι εντελώς κανιβαλικό εκείνο το "θα σε φάω" σε στιγμές όπου ένας άντρας "τρώει καλά" στο κρεβάτι τη μαγείρισσά του, που την τράβηξε βίαια απ’ την κουζίνα της. Φυσικά, αφού μα γείρεψε. Γιατί, ως γνωστόν, νηστικό αρκούδι δε χορεύει. Για να ξαναχορέψει πρέπει να ξαναστείλει τη μαγείρισσά του στην κουζίνα της. Αυτό που είναι απορίας άξιο εδώ είναι πως δεν τρελλάθηκαν ακόμα κάποιες γυναίκες με τούτο το αδιάκοπο σούρτα φερτά απ’ την κουζίνα στην κρεβατοκά μαρα. Μια δυο φορές τη βδομάδα, τη γυναίκα μας τη "βγάζου με". Ό πως "βγάζουμε" και το σκύλο μας. Αλλά μόνο στην περίπτωση που δεν έχουμε σκύλο. Γιατί αν έχουμε σκύλο, η σειρά προτεραιότητας είναι πάντα υπέρ του σκύλου. Αν, τώρα, "βγάζοντας" τη γυναίκα της έχουμε αφαιρέσει το φίμωτρο, μπορούμε να της περάσουμε ανετότερα το χαλι νάρι. Γιατί, βέβαια, μια φοράδα αχαλίνωτη δεν την καβά λάς εύκολα — κι αυτό ακριβώς είναι το ζητούμενο σ’ όλη αυτή τη θλιβερή ιστορία της φαλλοκρατικής γλώσσας: Πρέ πει η "καβάλα", γνωστή επί το αθλητικότερον και ως "πή δημα" να γίνεται, αν είναι δυνατόν, με τον τρόπο που γί νεται και στα ιπποφορβεία όπου αναπαράγονται τα άλογα ράτσας. "Γλώσσα λανθάνουσα τ' αληθή φαίνει". Μόνο που εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με γλωσσικές παραδρομές. Έ χου με να κάνουμε με κοινωνικές παραδρομές, που ανακλώνται και στη γλώσσα. Κάποτε οι γυναίκες πρέπει να χρησιμο ποιήσουν τα απορρυπαντικά, που τόσο γενναιόδωρα τους τα προτείνει η διαφήμιση, για να καθαρίσουν τους ανδρικούς, σωματικούς και ψυχικούς, λεκέδες. Ά λλω στε ξέρουν, πάντα απ’ τη διαφήμιση, πως μερικά απορρυπαντικά "μπαίνουν βαθιά" και "καθαρίζουν και τους πιο δύσκολους λεκέδες". Αρκεί να στρίψουμε το κουμπί του πλυντηρίου στη θέση "βιολογικός καθαρισμός". Και κανείς "βιολογικός καθαρισμός" δεν είναι πιο απο τελεσματικός απ’ την... επανάσταση. Αν και μετά την επα
νάσταση εμφανιστούν και πάλι "βιολογικοί λεκέδες" Βεν έχουμε παρά να ξαναβάλουμε μπροστά το πλυντήριο, μέχρι που να κάνουμε την κοινωνία "λευκότερη κι απ’ το λευκό". Επιτέλους, κάποτε η "μπουγάδα πρέπει να μοσχοβολάει". Αρκετά άπλυτα μαζεύτηκαν στο πλυντήριο της Ιστορίας και η μπόχα κοντεύει να μας πνίξει. Κι αν περιμένουμε να πλυθεί από μόνος του ο βρωμερός καπιταλισμός, δεν θα μας φτάνει όλο το σαπούνι του κόσμου για να τον ξεσκατώσουμε, όταν κάποτε καταλάβουμε επιτέλους πως και η καθαριότητα είναι πρόβλημα αγωγής. Και μια αποτελεσματική αγωγή καθα ριότητας υπό καπιταλιστικό καθεστώς είναι απολύτως αδύ νατη! Η βρώμα και ο καπιταλισμός είναι σχεδόν συνώνυμα. Αν δεν το πιστεύετε ανοίζτε την εφημερίδα και μετρήστε τα οικονομικά σκάνδαλα της ημέρας. 25 Αυγούστου 1985
35. Η ΓΥΝ ΑΙΚΑ ΣΑ ΣΩΜΑ
Το ανθρώπινο σώμα είναι ένα αντικείμενο. Ωστόσο, λέμε πως ο κάθε άνθρωπος έχει μια προσωπικότητα. Κι αυτή ακριβώς η προσωπικότητα είναι που τον κάνει υποκείμενο. Η προσωπικότητα λοιπόν δεν είναι μια σωματική, αλλά μια πνευματική και ψυχολογική ιδιότητα. Κανένας "μίστερ" και καμιά "μις" δεν κατάφεραν μέχρι σήμερα να αποχτήσουν προσωπικότητα δια του σώματος, που παραμένει ένα αντι κείμενο. Υπάρχουν σώματα ανδρικά και σώματα γυναικεία. Κι αυτό γίνεται αντιληπτό και δια γυμνού οφθαλμού, πριν καν γυμνω θεί το σώμα οπότε η διαφορά γίνεται αντιληπτή και δια μυωπικού ή πρεσβυωπικού οφθαλμού. Τούτη η διαφορά προσδιορίζεται απ’ τους λεγάμενους πρωτεύοντες (γεννητικά όργανα) και δεύτερεύοντες (στήθος, γλουτοί) φυλετι κούς χαρακτήρες. Πρόκειται, δηλαδή, για μια διαφορά στην κυριολεξία φυσική που δεν μπορεί να δικαιολογήσει με κα νόναν τρόπο την κατά κύριο λόγο "σωματικότητα" της γυναί κας που αντιδιαστέλλεται συνήθως απ' την κατά κύριο λόγο "πνευματικότητα" του άνδρα: Κατά κάποιον τρόπο, το γυναι κείο σώμα αντιμετωπίζεται σαν "περισσότερο σώμα" απ’ το ανδρικό σώμα και η γυναίκα γίνεται αποδεκτή απ’ το κον κλάβιο των ανδρών κατ’ αρχήν σαν σώμα και εντελώς παρεπιπτόντως και σαν πνεύμα ή ό,τι άλλο. Μια γυναίκα χωρίς "σωστό" γυναικείο σώμα χάνει αυτόματα κάτι απ’ τη γυναι κεία της υπόσταση. Ενώ ο άνδρας χωρίς "σωστό" ανδρικό σώμα παραμένει άνδρας ακέραιος, ίσως ακατάλληλος για "μίστερ", αλλά πάντως άνδρας ακέραιος.
Το καλό γυναικείο σώμα είναι ένα προσόν και ένα "εφόδιο για τη ζωή". Το καλό ανδρικό σώμα είναι, απλώς, ένα επι πλέον χάρισμα της φύσης, κάτι σαν πλεοναστικό δώρο, όχι εντελώς αναγκαίο για τον "αγώνα της ζωής". Ο άσχημος άνδρας δεν αισθάνεται κατ’ ανάγκην μειονε κτικά, ενώ η άσχημη γυναίκα, που θα τυχει ενδεχομένως να είναι και λίγο κουτούτσικη, μπορεί να νιώθει δυστυχής εφ* όρου ζωής: Η φύση της στέρησε το μεγάλο όπλο για την κατάκτηση του ζωτικού γιαυτήν χώρου που κατέχεται απ’ τους άνδρες, και τώρα αισθάνεται έρημη και εγκαταλειμ μένη, καθώς δε μπορεί να παίξει το ρόλο του κοσμήματος στο ανδρικό διάδημα της ανδρικής εξουσίας. Από μικρή η γυναίκα κατάλαβε πως το στήθος και τα οπίσθια, της είναι περισσότερο χρήσιμα απ' to μυαλό. Οι περισσότερες γυναί κες, αν μπορούσαν να ανταλλάξουν το καλό μυαλό που δια θέτουν με τα καλά στήθη που δεν διαθέτουν θα το έκαναν ευχαρίστως. Βέβαια, τα πράγματα έχουν αλλάξει αισθητά τα τελευταία τριάντα χρόνια, αλλά τα γυναικεία στήθη και τα γυναικεία οπίσθια συνεχίζουν να πουλιούνται σε καλή τιμή στην ανδρι κή πιάτσα, που δεν φαίνεται διατεθειμένη να μεταφέρει την προτίμησή της απ’ τα κάτω μέλη του γυναικείου σώμα τος στα πάνω. Το γυναικείο κεφάλι μόνο μακιγιαρισμένο και προσεχτικά χτενισμένο αποχτά ολόκληρο το νόημά του ως γυναικείο κεφάλι. Αλλιώς, παραμένει ένα πράγμα κολλη μένο στους ώμους, ως από λάθος ή καπρίτσιο της φύσης, κάτι σαν τη σκωληκοειδή απόφυση που, δυστυχώς, δε μπο ρούμε να την κόψουμε. Το μόνο που μπορούμε είναι να κό ψουμε λιγάκι το περίσσευμα της μύτης και να λειάνουμε κατά το δυνατό την επιδερμίδα με ένα καλό λίφτινγκ. Έτσι επισκευασμένα, το γυναικείο πρόσωπο και το γυναι κείο σώμα, παραδίδονται στους άνδρες προς χρήσιν, ή και κατάχρησιν στην περίπτωση που η επισκευή είναι αρκούντως στερεή και δεν υπάρχει κίνδυνος κατάρρευσης του σοβά. Εξυπακούεται πως μια αναστυλωμένη γυναίκα πρέπει να αποφεύγει τις βίαιες κινήσεις εν γένει. Οι σεισμοί, ερωτικοί και άλλοι, δεν είναι γιαυτήν. Οι ρωγμές μπορεί ν ’ ανοίξουν και να φύγουν απ’αυτές και τα τελευταία ίχνη της προσωπικό τητας που της απόμειναν, ύστερα απ’ τις επεμβάσεις των "αισθητικών". Που λέγονται έτσι ακριβώς γιατί παραλαμβά-
νουν μια ανθρώπινη προσωπικότητα κι απ' αυτήν κατασκευά ζουν ένα έργο τέχνης. Τουλάχιστον αυτή είναι η πρόθεσή τους. Όμως, πώς να φκιάξεις ένα καλό άγαλμα από ραγι σμένο μάρμαρο; Αλλά και στην περίπτωση που το ρόλο του αισθητικού τον έχει παίξει ήδη η μητέρα φύση (η φυσική μητέρα) και πάλι η γυναίκα θα ζητήσει τη βοήθεια της αισθητικής προκειμένου να συντηρήσει την κτημένη ομορφιά. Ά λλωστε, στον τεχνικό πολιτισμό μας, το τεχνητό ολοένα και περισσό τερο επιβάλλεται πάνω στο φυσικό: Σε λίγο θα έχουμε και... πλαστικές γυναίκες μιας χρήσεως, προς μεγάλη ανακούφιση των ανδρών που συνήθως αυτοί πληρώνουν τα έξοδα τόσο της επισκευής όσο και της συντήρησης του ιδιόμορφου έργου τέχνης που λέγεται γυναικείο σώμα. Και πληρώνουν τα έξοδα όχι ως μαικήνες, αλλά ως καταναλωτές γυναικείας σάρκας: Το ιδανικό γιαυτούς θα ήταν να αγόραζαν φτηνές γυναίκες, μαζί με τα χάρτινα μαντήλια, απ’ το σούπερ μάρκετ της γειτονιάς. Μ' αυτά και μ' άλλα, η γυναίκα ολοένα και περισσότερο γίνεται η "εικόνα της γυναίκας": Μια ζωγραφιά ή μια κού κλα για μεγάλα μωρά, ένα είδωλο λατρευτό και συχνά αισθη τικά αξιοθαύμαστο που ωστόσο είναι εντελώς άδειο απ’ το ανθρώπινο περιεχόμενό του — ένα σκέτο σώμα που περι φέρει μαζί του στα σαλόνια και αλλαχού το φάντασμα μιας χαμένης, πίσω απ' τις πούδρες, τις κρέμες και τα περίεργα ρούχα, προσωπικότητας. Η γυναίκα-εικόνα, η γυναίκα-άγαλμα, η γυναίκα-σάρκα ρετουσαρισμένη, είναι η πιο θλιβερή απ' τις θλιβερές ιστορίες που δημιούργησε η μυθολογία της ψεύτικης και δανεικής ομορφιάς. Η ίδια ακριβώς μυθολογία που κατασκεύασε τα πλαστικά τριαντάφυλλα. Ό λη της τη ζωή η γυναίκα τρέχει πίσω απ' την εικόνα που έφκιαξε γιαυτήν ο άνδρας. Ποιος, λοιπόν, μπορεί να ισχυριστεί πως είναι εντελώς ψεύτικος ο μύθος της δημιουργίας της Εΰας απ' το πλευρό του Αδάμ; Τον καθρέφτη όπου η γυναίκα ελέγχει συνεχώς την εμφάνισή της (την εικόνα της) τον κρατάει πάντα ο άνδρας. Αυτός, επίσης, κατασκευάζει τις ζυγαριές ακρίβειας όπου κάθε πρωί ζυγίζεται η γυναικεία σάρκα, συνήθως για λόγους αισθητικούς και σπανιότερα για λόγους περισσότερο λογικούς. Ά λλω στε, περί ποιας αισθητικής
ομιλούμε όταν είναι βέβαιο πως εδώ κυριαρχεί συνήθως το κιτς; 0 καθρέφτης και η ζυγαριά είναι τα δυο σατανικά εργα λεία για το βασάνισμά της γυναίκας απ' τον σαδιστή άνδρα που αρνείται, ο βλαξ, τη γυναίκα για να αγκαλιάσει περιπαθώς το φάντασμά της. Σε τελική ανάλυση, χαμένος σ’ αυτό το βλακώδες παιχνίδι των ειδώλων είναι ο ειδωλοποιός άνδρας που επιμένει να παίζει με κούκλες ίσως γιατί του απα γορεύονταν να παίζει μ’ αυτές όταν ήταν νήπιο, κι αυτό για να μην αποχτήσει, λέει, γυναικείες συνήθειες. Να, όμως, που μεγαλώνοντας απόχτησε συνήθειες νηπιωδέστερες του νηπίου: Τώρα θέλει σώνει και καλά κούκλες, κι όταν του τύχει καμιά γυναίκα τη στέλνει στους ειδικούς αθιρματοποιούς για κου κλοποίηση. Και καμαρώνει κι από πάνω ο βλακέντιος καθώς περιφέρει δώθε κείθε μια "καλλονή" εξολοκλήρου ερζάτς, βγαλμένη απ’ τα εργοστάσια παραγωγής ομορφιάς πρετ-απορτέ. Καμαρώνει και η "όμορφη" από δίπλα, για μια ομορ φιά που την ψώνισε απ’ το κατάστημα καλλυντικών της γω νίας. Και όλοι νιώθουν ευτυχείς μέσα στην τερατωδία τού της της απάτης, όπου δεν ξέρεις ποιος κοροϊδεύει ποιόν: Ο άντρας τη γυναίκα-κούκλα, ή η κούκλα-γυναίκα τον χάχα άνδρα που έχει μπερδέψει τη γυναίκα με το είδωλό της; Αλλά σάμπως η γυναίκα δεν έχει μπερδέψει τον εαυτό της με το είδωλο που έφκιαξαν γιαυτή οι άντρες; Μύλος, κατά το δη λεγόμενον. Ό που χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Γιατί δεν μπορεί πια να την αναγνωρίσει πίσω από τρεις στρώσεις μέηκ-απ. "Το κορμί εμποδίζει τη γυναίκα να βρεθεί στη θέση του υποκειμένου", λέει η Κριστιάν Ολιβιέ στο βιβλίο της "Τα παιδιά της Ιοκάστης". Και πώς να βρεθεί στη θέση του υπο κειμένου ένας άνθρωπος που μετέτρεψε τον εαυτό του σε αντικείμενο, έστω και αισθητικό; Και τι σχέση έχει αυτό το αντικείμενο με την αστική λατρεία της ατομικότητας και της υποκειμενικότητας; Μήπως τούτη η σύγχυση ανάμεσα σ' ένα υποκείμενο που είναι αντικείμενο και ένα αντικείμενο που θέλει να λέγεται υποκείμενο είναι θελημένη; Μήπως τελικά η αστική υποκειμενικότητα είναι μια αναίσχυντη μπλό φα, πίσω απ' την οποία κρύβεται επιμελώς η προσπάθεια του καπιταλισμού για πραγμοποίηση των πάντων; Πώς είναι δυνατό να κόπτεται για την ατομικότητα ένα κοινωνικό κα
θεστώς που περίφρονεί τόσο φανερά την ανθρώπινη προ σωπικότητα και που μετατρέπει τις ανθρώπινες σχέσεις σε σχέσεις ανάμεσα σε πράγματα; Γιατί, τι άλλο από πράγμα είναι μια γυναίκα-κοϋκλα στα χέρια ενός αθιρματοποιού; Πώς είναι δυνατό να μην είναι ανόητες και ολικά αλλοτριω μένες οι σχέσεις ανάμεσα σ' ένα μπούφο και μια κότα; Πώς αυτά τα ζευγάρια έχουν την απαίτηση να είναι κάτι περισ σότερο από δυο ανδρείκελα που παριστάνουν τους ανθρώ πους; Και για ποιού είδους "οικογενειακή ευτυχία" και άλλα τέτοια ηχηρά ομιλούν δυο ξόανα, ανάμεσα στα οποία παρεμ βάλλεται ένας "αισθητικός"; Τί είδους σύζυγος η ερωμένη μπορεί να είναι μια γυναίκα που από νήπιο της έμαθαν όχι να είναι και να παραμένει ο εαυτός της αλλά να γίνεται και να εμφανίζεται ως το είδωλό της; Είναι παγκοίνως γνωστό πως η γυναίκα είναι ανίκανη για αφαιρέσεις: Δε μπορεί να φιλοσοφήσει με επάρκεια, δε μπορεί να κατανοήσει τις μαθηματικές έννοιες, δε μπορεί να απαγκιστρωθεί απ' την προφάνεια. Οι εξαιρέσεις, όπως αυτή της Βιρτζίνια Γουλφ για παράδειγμα, επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Άλλωστε, η Βιρτζίνια Γουλφ αυτοκτόνησε, ίσως γιατί διαπίστωσε πως η ιδιοφυία της δεν γίνονταν εύ κολα αποδεκτή μέσα σ' έναν ανδροκρατούμενο κόσμο που θέλει τη γυναίκα "πραχτικό άνθρωπο", ικανό μόνο να πλέ κει, να κεντάει, να μαγειρεύει και να κάνει παιδιά. Ωστόσο, δεν υπάρχει καμιά επαρκής επιστημονική αιτιολόγιση για τούτη την καθήλωση της γυναίκας στο "συγκε κριμένο" και το "απλό". Άλλωστε, όλοι οι υπανάπτυχτοι, άνδρες και γυναίκες, είναι ανίκανοι για αφαιρέσεις και γενι κεύσεις, εντελώς αναγκαίες για οποιαδήποτε σοβαρή δρα στηριότητα. Η έλλειψη εξοικείωσης με τις θεωρητικές κατα σκευές δεν είναι ίδιον του γυναικείου νοός. Είναι ίδιον του υπανάπτυχτου νοός. Όποιες γυναίκες απόχτησαν το "δικό τους δωμάτιο" που ζητούσε η Βιρτζίνια Γουλφ απόχτησαν και μια νοητική επάρκεια. Σήμερα ολοένα και περισσότερο πληθαίνουν αυτές οι γυναίκες. Βέβαια, σε σχέση με τον αν δρικό πληθυσμό των κρατούντων είναι ακόμα πολύ λίγες. Αλλά αυτό δε σημαίνει πως η ποσοστιαία αναλογία δεν θα αυξάνει συνεχώς και περισσότερο υπέρ των γυναικών. Η φαιά ουσία του ανδρικού και του γυναικείου μυαλού είναι ακριβώς ίδια. Αυτό που δεν είναι ίδιο και για τους δυο είναι
οι κοινωνικές συνθήκες που δεν ευνοούν τη γυναικεία απε λευθέρωση. Που δε θα γίνει ποτέ αν δεν αλλάξουν αυτές οι συνθήκες. Ο "αυτόνομος" φεμινισμός, ο ξεκομμένος απ’ το σοσιαλισμό και την κοινωνική αλλαγή στερείται σοβα ρού νοήματος. Δεν είναι οι γυναίκες που θ’ αλλάξουν τον κόσμο, είναι ο αλλαγμένος κόσμος που θ' αλλάξει και τις γυναίκες. Ο "φεμινισμός του σουτιέν" το μόνο που μπορεί να πετύχει είναι να λευτερώσει τα στήθη απ’ τα δεσμά ενός στενάχωρου υφάσματος. Βέβαια, είναι πολύ υγιεινό να μην πιέζονται τα στήθη, αλλά το σημαντικό παραμένει να μην πιέζεται το μυαλό. Οι "στηθόδεσμοι" του μυαλού είναι πολύ πιο καταπιεστικοί. Και, προπαντός, οι γυναίκες πρέπει να καταλάβουν πως εκτός από ένα κορμί έχουν και ένα μυαλό, που κι αυτό ανή κει στο κορμί, αλλά είναι "από μέσα" και δε φαίνεται. Είναι επείγουσα ανάγκη γιαυτές να το κάνουν να φανεί. Δεν είναι δυνατό να επιδεικνύουν μονίμως τα στήθη τους και τα οπί σθια τους. Εκτός απ’ τους πολύ γνωστούς στις γυναίκες "αισθητικούς" υπάρχουν και άλλοι αισθητικοί: αυτοί που έχουν γράψει βιβλία. Καιρός να τους ανακαλύψουν και οι γυναίκες, προκειμένου να μάθουν να ξεχωρίζουν το έργο τέχνης απ' την "τέχνη του κατασκευάζειν μια γυναίκα" στα "ινστιτούτα καλλονής". Πρέπει, πριν απ' το κάθε τι, να στα ματήσουν να προσφέρουν το κορμί τους και το πρόσωπό τους σ’ αυτούς τους αχρείους που το χρησιμοποιούν σαν πρώτη ύλη για τις "πλαστικές" τους και τις άλλες αηδίες τους. Το γυναικείο σώμα δεν είναι ούτε πλαστελίνη, ούτε γύψος, ούτε μάρμαρο. Είναι σάρκα ζωντανή, και τούτη η σάρκα είναι ο φορέας της ανθρώπινης προσωπικότητας. Και η ανθρώπινη προσωπικότητα δεν φκιάχνεται στο κομ μωτήριο. Φκιάχνεται με μια ενσυνείδητη επέμβαση στο νού και την ψυχή, μέσα από μια αγωγή επίπονη και επίμονη. Βέβαια, ό,τι και να συμβεί πάντα θα υπάρχουν και οι νοητικά ανεπαρκείς, άνδρες και γυναίκες. Δεν είναι όλοι οι άνδρες ικανοί, απ' το γεγονός και μόνο πως τυχαίνει να είναι άνδρες. Εδώ μιλάμε για τις γυναίκες που "δύνανται" να παί ξουν τον ανθρώπινο ρόλο τους, κι ωστόσο επιμένουν να τη "βγάζουν καθαρή" στη ζωή τους προτάσσοντας τα σουβλερά στήθη τους και σείοντας τα στρογγυλά οπίσθια τους. Μιλάμε γιαυτές που έχουν κατεβάσει την ευφυΐα τους πολύ
πιο κάτω art’ τη φυσιολογική της θέση που είναι εντός του κρανίου. Βέβαια, δείχνει κανείς ό,τι έχει. Μυαλό έχεις, μυαλό δεί χνεις. Πισινό έχεις, πισινό δείχνεις. Κουταμάρα έχεις, κου ταμάρα δείχνεις. Και πάει λέγοντας. Κανείς δεν θα περίμενε από μια ανόητη γυναίκα να δείξει κάτι περισσότερο απ’ την ανοησία της. Το ίδιο και από έναν ανόητο άνδρα. Όμως το να είσαι έξυπνη και ικανή και παρόλα ταύτα να επιμένεις να δείχνεις τον όμορφο πισινό σου και μόνο αυτόν, έ όχι διάολε! Αυτό είναι διαστροφή. Και η διαστροφή εδώ συνίσταται σε μια εσωτερική μετανάστευση του μυαλού στον πισινό. Βέβαια, κάθε όργανο του σώματος έχει να παίξει το δικό του αυτό νομο ρόλο. Αλλά ο σημαντικός, κατά τα άλλα, ρόλος του πισινού δεν είναι η παραγωγή σκέψης. 1 Σεπτεμβρίου 1985
36. If ΥΠΟΓΡΑΦΗ FINAI II... ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΣΤΟ XF.PI ΜΑΣ
Αυτό ε6ώ το κείμενο το υπογράφω. Δηλαδή, γράφω κάτω απ' το κείμενο το όνομά μου. Το γεγονός πως η υπογραφή μου πήδηξε απ' το κάτω μέρος της σελίδας, όπου είναι η φυ σιολογική θέση της στο πάνω, και. μάλιστα σε καλλιγραφημένη μεγέθυνση, έχει τη σημασία του: Η υπογραφή που γί νεται επιγραφή παραμένει μια υπογραφή, ανυψωμένη στο ρρμόζον... ύψος της, ώστε να φαίνεται και διά... γυμνού οφθαλμού, πράγμα που ευκολύνει πολύ τους μύωπες, τους Πρεσβύωπες και γενικότερα όλους όσους κυνηγούν με το κυάλι τα "σινιέ" (τα υπογεγραμμένα) κείμενα και πράγματα κάι δεν αγοράζουν τίποτα αν προηγουμένως δεν έχουν βε βαιωθεί για το "γνήσιον της υπογραφής", το οποίο θα μπο ρούσε να το πιστοποιήσει έγκυρα μόνο ο αστυνόμος, που κρατάει στα αρχεία του το πρωτότυπον της υπογραφής, όμοιας ακριβώς μ' αυτήν που υπάρχει στην αστυνομική μας ταυτότητα. Μ* άλλα λόγια, η υπογραφή εν γένει είναι ένας τρόπος αστυνόμευσης ώστε να αποφεύγεται η πλαστογραφία, δηλα δή η παραποίηση της ταυτότητας ανάμεσα στο όνομα και το πράγμα στο οποίο αυτό αντιστοιχεί. (Η αστυνομική ταυτό τητα είναι η βεβαιωμένη απ' την αστυνομία ταυτότητα ανά μεσα στο όνομά μας και την χωρίς όνομα προσωπικότητά μας). Είναι φανερό πως ένα πράγμα δεν αλλάζει, όταν αλλάζει το όνομά του. Εγώ ή εσύ θα είμασταν αυτό που είμαστε κι αν τα ονόματά μας δεν ήταν αυτά που είναι, με την ίδια ακρι βώς έννοια που το κρασί του σφραγισμένου μπουκαλιού
δεν θ' αλλάξει γεύση αν του αλλάξω την ετικέτα. Ά ρ α το όνομά μας, συνεπώς και η υπογραφή μας που είναι το όνο μά μας "γραμμένο κάτω από" (οτιδήποτε) είναι μια ετικέτα που μας την κόλλησαν σε δυο δόσεις: Το επώνυμο (οικογε νειακό όνομα) τη στιγμή ακριβώς που γεννιόμασταν από "νό μιμους" γονείς, δηλαδή γονείς που είχαν ήδη αστυνομική ταυτότητα. Και το όνομα τη στιγμή της βάφτισής μας ή της δήλωσής μας στο ληξιαρχείο, δηλαδή την ώρα που χρειά στηκε ν ’ αποχτήσουμε και μεις την εντελώς προσωπική μας ετικέτα που μας ξεχωρίζει απ' τα ομοειδή προϊόντα (τα αδέρ φια) της ίδιας φάμπρικας (των παιδοποιών γενεών). Για μεγαλύτερη επιγραφική και υπογραφική ακρίβεια, ανάμεσα στην ετικέτα τού ονόματος μας και την ιστορικά προγενέστερη ετικέτα του επιθέτου μας, παρεμβάλλεται το όνομα του πατρός, όταν το καθεστώς είναι πατριαρχικό, της μητρός όταν είναι μητριαρχικό, ή και τα δύο όταν το κα θεστώς είναι είτε μεταβατικό (απ’ τη μητριαρχία στην πατρι αρχία ή το αντίστροφο) είτε εξισορροπιστικό των δύο φύλων (όπως πιστεύω πως είναι η τάση σήμερα). Όταν όλες οι παραπάνω ταμπέλες κρίνονται ανεπαρκείς για έναν πλήρη και "επιστημονικό" έλεγχο της ταυτότητάς μας (του ότι εμείς είμαστε όντως εμείς κι όχι επισκέπτες απ’ τον Ά ρη), τότε μας ζητούν και τα δακτυλικά μας απο τυπώματα, που είναι μια υπογραφή τη γνησιότητα της οποίας εγγυάται η ίδια η φύση και όχι ο παρά φύσιν θεσμός της αστυνομίας, που αυτός κυρίως ζητάει τη βοήθεια της φύ σης όταν μπερδευτούν οι φάκελλοι στα αρχεία του, ή όταν η "υπηρεσία σημάνσεως" διαθέτει περισσότερη μπογιά και λιγότερο νου για να τα βγάζει πέρα στο δύσκολο έργο της "ταυτοποίησης", δηλαδή της απόφανσης για το ποιος είναι ποιος (χου ις χου, που λεν και οι αγγλομαθείς βλάχοι) και ποιος κάνει τι, όταν κάνει κάτι. Γιατί στις περισσότερες περι πτώσεις η "υπηρεσία σημάνσεως" σε σημαδεύει πριν καν κάνεις κάτι, για να έχει ήσυχο το κεφάλι της αφενός, και αφετέρου για να έχει στη διάθεσή της όσο το δυνατόν περισ σότερους σεσημασμένους υπόπτους. (Πουθενά αλλού εκτός απ’ την αστυνομία δεν είναι πιο αληθινή η αλήθεια της πα ροιμίας που λέει "κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε"). Ωστόσο, to επώνυμο, το όνομα, το όνομα πατρός, το όνο
μα μητρός και τα δακτυλικά αποτυπώματα κρίνονται ανε παρκή ταυτοποιητικά τεκμήρια, αν δεν συνοδεύονται από μια, και για περισσότερη σιγουριά δυο, τρεις ή δεκατρείς φωτογραφίες. Γιατί η φωτογραφία είναι η ταυτότητα της ταυτότητας: Εκείνος που εικονίζει είμαι αναμφισβήτητα "εγώ-αυτός". Γιατί κανείς δεν μπορεί να πάρει τη θέση μου μπροστά στον φωτογραφικό φακό. Εντούτοις, η πλαστογραφία είναι και δω δυνατή: Μπορώ να μεταμφιεστώ πριν πάρω τη θέση μου μπροστά στο φακό. Αλλά για να συνέχισα» να είμαι "εγώ-αυτός" που εικονίζει η φωτογραφία ττοέπετ να τταραμεΐνω μεταμφιεσμένος κα ι μετά τη φωτογράοιση, για όοο χρόνο μου χρειάζεται η πλαστοπροσωπεία. Και μπορώ θαυμάσια να μείνω πλαστόπροσωποποιημένος σ’ ολόκληρη τη ζωή μου, σν έχω την αναγκαία υπομονή, που συνήθως τη βρίσκω όταν κινδυνεύει η ζωή μου απ' την ανακάλυψη της ταυτότητάς μου. Μπορώ, ακόμα, να αλλάξω μόνιμα τα οπτικά σήματα που ψάχνει η "υπηρεσία σημάναεως" με μια μόνιμη αλλαγή των οπτικών σημάτων που στέλνει η φάτσα μου. Οι πλαστικές εγχειρήσεις είναι υπόθεση ρουτίνας πια, αλλά σ' αυτό το μέσο παραπλάνησης καταφεύγουν συνήθως οι πρώην όμορ φες για λόγους κάθε άλλο παρά αστυνομικούς: Αυτό που επιδιώκουν δεν είναι να κρυφτούν απ' τους διώκτες τους, αλλά απ’ τον εαυτό τους που προτιμούν να μην τον γνωρί ζουν, έτσι που κατάντησε. {Κάποιος πρέπει να πει σ' αυτές τις καλές κυρίες πως, έτσι κι αλλιώς, όλα τα πτώματα είναι άσχημα και πως η δουλειά του "αισθητικού" τελειώνει εκεί που αρχίζει η δουλειά του νεκροθάφτη). Καταλαβαίνουμε τώρα γιατί τα δακτυλικό αποτυπώματα δε θα χάσουν ποτέ την σημαίνουσα αξία τους: Το δακτυλι κό αποτύπωμα είναι φυσικό δεδομένο, το φωτογραφικό αποτύπωμα είναι τεχνικό δεδομένο. Και δεδομένου ότι η φύση πλεονεκτεί σταθερά έναντι της τεχνικής, η λεγάμενη "επιστημονική αστυνομία" (που ακούγεταί σαν καλαμπούρι και ωστόσο υπάρχει), θα μειονεκτεί σταθερά έναντι της "έξυπνης αστυνομίας", που στην Αγγλία λέγεται, γιαυτό ακριβώς το λόγο, "ιντέλιντζενς σέρβις". (Για την ελληνική αστυνομία, βρέστε εσείς τον χαρακτη ρισμό. Ο ελληνικός λαός, πάντως, τον βρήκε από καιρό: Τη βάφτισε "μπασκιναρία", και τούτη η πραγματικά έξυπνη
λέξη παράγεται από σύνθεση του "μπας" και του "είναι": Η ελληνική αστυνομία, όταν επισημαίνει έναν ύποπτο ανα ρωτιέται συνεχώς: "Μπας κι είναι αυτός, ή μπας και δεν είναι αυτός". Βέβαια, είναι πολύ καλόνα αμφιβάλλει ένας ευσυ νείδητος αστυνομικός. Αυτό που δεν είναι καλό είναι να συλ λαμβάνει αβέρτα λόγω αμφιβολιών. Να γιατί χρειάζεται μυαλό ακόμα και για να γίνεις χωροφύλακας. Αλλά σάμπως μας περισσεύει μυαλό σ' αυτόν εδώ τον τόπο για να το δώ σουμε και στην αστυνομία; Εδώ ψάχνουμε τους μυαλωμέ νους υπουργούς με το φανάρι, και θ ’ αρχίσουμε τώρα να ψάχνουμε και για χωροφύλακες; Για ελληνική, η ελληνική αστυνομία είναι πρώτης τάξεως. Κι όποιος έχει παράπονα, στον Υπουργό Δημοσίας Τάξεως! Ίσως καταλάβει τα παρά πονά σου, αν καταβάλλει λίγη προσπάθεια κι αν τον πετύχεις σε καλή στιγμή, πράγμα για το οποίο πρέπει να συμβου λευτείς πρώτα την καφετζού). Μ’ όλα τα παραπάνω, ευτράπελα και μη, θέλουμε να πού με πως το όνομά μας είναι πρόβλημα αστυνομικό, κατά κύ ριο λόγο. Κι όταν μπλέκεις με την αστυνομία είναι σα να μπλέκεις με την περιπεπλεγμένη πολυπλοκότητα της πλή ρους ταυτότητάς σου. Που σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι πλήρης. Γιατί εκτός απ' το "φαίνεσθαι" υπάρχει και το "είναι". Η ταυτότητά μου, συνεπώς και η υπογραφή μου.που αποτελεί μέρος μόνο της ταυτότητάς μου, το πιο βολικό και ευκολομεταχείριστο, ανήκει στο "φαίνεσθαι". Όμως, πίσω απ’ αυτά που φαίνονται υπάρχουν εκείνα που δε φαίνονται. Και πίσω απ’ την υπογραφή υπάρχει κάτι καλά κρυμμένο: Η ΙΔΙΟ ΚΤΗΣΙΑ. Υπογράφω μόνο όταν θέλω να δηλωθώ ως ιδιοκτήτης του πράγματος που φέρει την υπογραφή μου. Κι όταν ένα πράγμα φέρει την υπογραφή μου κανείς τρίτος δεν μπορεί να το σφετεριστεί. Είναι δικό μου, καταδικό μου, δικό μου μέχρι ιδιοκτηπκού σκασμού. Κι αν τολμήσει κάποιος να μου το πάρει ή να αμφισβητήσει την κυριότητά του, η αστυνομία είναι εδώ δίπλα, πάντα στη διάθεση των ιδιοκτητών. Και παραδίπλα απ’ την αστυνομία βρίσκεται το δικαστήριο. Και πίσω απ’ το δικαστήριο, η φυλακή. Και μέσα στη φυλακή (την αμερικάνικη μόνο) η ηλεκτρική καρέκλα. Και έξω απ' τη φυλακή (πολλών χωρών) ο χώρος των εκτελέσεων. Να πού μπορεί να καταλήξει, σε έσχατη ανάγκη, όποιος δε σέβεται
την ιδιόκτητη υπογραφή του, καθώς και τις υπογραφές των άλλων ιδιοκτητών. Τώρα καταλαβαίνουμε το πλήρες και τραγικό νόημα της παροιμίας (που Θα την γράψουμε λογοκριμένη για λόγους υπογραφικής πρόνοιας) που λέει: "Την υπογραφή σου και την ψ... σου πρέπει να προσέχεις πού τα βάζεις". Πρέπει να τη βάζεις (την υπογραφή σου) κάτω απ' τα δικά σου πράγ ματα μόνο. Αλλά μην κάνεις το λάθος να υπογράψεις και τη γυναίκα "σου", γιατί αυτή ούτε πράγμα είναι, παρά την περί του αντιθέτου γνώμη πάρα πολλών φαλλοκρατών, που συγ χέουν τον φαλλό με τον στυλογράφο μελάνης, ούτε "δική σου". Όπως λέει κι ο Γκοντάρ, "μια γυναίκα είναι γυναίκα" και ανήκει κατ' αρχήν στον εαυτό της k l ύστερα σ’ όποιον αυτή θα ήθελε. Δεν υπάρχουν "σινιέ" γυναίκες. Υπάρχουν μόνο "σινιέ" πουκάμισα, "σινιέ" πανταλόνια, ακόμα και "σι νιέ" σώβρακα (για τους κακομαθημένους πισινούς των ηλι θίων). Αλλά "σινιέ" ανθρώπους αποκλείεται να βρεις. Εντούτοις, καί παρά τον ολοφάνερο παραλογισμό, ο καπι ταλισμός κατάφερε τελικά να φκιάξει και "σινιέ" ανθρώπους. Είναι οι λεγόμενοι "επώνυμοι" λες κι όλοι οι άλλοι δεν έχουν Επώνυμο. Ο καθένας ξέρει πως κανείς δεν είναι ανώνυμος σ ’ αυτόν τον κόσμο. Αφού όλοι μπορούν να υπογράψουν, όλοι έχουν επαρκή για το ιδιοκτητικό δίκαιο στοιχεία ταυτότητος. Κανενός η υπογραφή δεν έχει μεγαλύτερη νομική αξία απ’ την υπογραφή κάποιου άλλου. Αλλά αυτό το λέει μόνο ο νομοθέτης. Έ ξω και πίσω απ’ το νόμο, όλοι οι χάχες σκοτώνονται να "φκιάξουν όνομα" με τρόπους θεμιτούς, και κυρίως αθέμιτους. Λες και το όνομα είναι αυτά που δίνει την ποιότητα σε κάτι που εκ κατασκευής τη στερείται. Άλλωστε, το "καλό όνομα" και ο "καλός άνθρω πος" είναι δυο εντελώς διαφορετικά πράγματα, και όταν ταυ τίζονται, ταυτίζονται παρεμπιπτόντως. Αν τϋχει και φκιάξεις ένα "καλό όνομα" πρέπει να αγωνίζεσαι ακατάπαυστα να μη φθαρεί το καλό του περιεχόμενο. Γιατί το "καλό όνομα" (του "ευγενούς") έπαψε προ πολλού να είναι κληρονομική ιδιότητα. Άλλωστε, μόνο ο παπάς στην κολυμβήθρα μπορεί να σου "φορέσει" με το ζόρι ένα "αγιασμένο" όνομα, που όμως δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό καθ’ εαυτό. Είναι η ετι κέτα ενός μπουκαλιού που γεμίζει με καλό ή κακό περιεχό μενο σιγά σιγά, κι αδειάζει μιας κι έξω τη στιγμή του θανάτου.
Αν το ανθρώπινο όνομα είναι η μορφή, Π ανθρώπινη προσω πικότητα είναι το περιεχόμενο. Όμως, ο καπιταλισμός είναι ένα κοινωνικό καθεστώς υποδειγματικά φορμαλιστικό. Επι μένει τόσο πολύ στο "φαίνεσθαι", που ξεχνάει το "είναι". Ενώ αυτό που έχει σημασία είναι να "είσαι και να φαίνεσαι", ο αστός προτιμάει την αντιστροφή: "να φαίνεσαι κι ας μην είσαι". Μ’ άλλα λόγια προτιμάει την καλή ετικέτα του μπουκαλιού απ’ το καλό κρασί που έχει μέσα το μπουκάλι. (Αν του σερβί ρεις κρασί χύμα και ατικετάριστο απ' το Κοροπί και του πεις με σημασία "είναι Μπωζολέ" θα νιώσει γνήσιος Γάλλος, ο βλάχος). Λοιπόν, όταν ο αστός ψωνίζει, ψωνίζει πρώτα υπογρα φές κι ύστερα πράγματα: Ο καθένας που σέβεται τις υπο γραφές εν γένει (τα "σινιέ") δεν φοράει βαμβακερό μπλουζάκι. Φοράει Λακόστ. Δεν οδηγεί το αυτοκίνητό του. Οδη γεί το "Τογιότα του", ας πούμε. Δεν καπνίζει τσιγάρα. Καπνί ζει Μάλμπορω, ας πούμε. Και πάει λέγοντας για όλες τις υπογραφές, όλων των κατασκευαστών. Κόσμος και κοσμά κης αγοράζει φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Και, το σημα ντικότερο, συχνά τ’ αγοράζει γνωρίζοντας πως είναι φύκια κι όχι μεταξωτές κορδέλες. Εδώ, η αλλοτρίωση είναι πλή ρης και αθεράπευτη. Και δεν θα πρέπει να μας ξαφνιάσει αν τούτον τον φυκοβίωτο αρχίσουν να τον ταΐζουν σανό. Ά λλωστε, έτσι κι αλλιώς ο σανός είναι η αρμόζουσα γιαυτόν τροφή. Εντούτοις, ζώντας μέσα σ’ ένα σύστημα που ξέρει να που λάει μύθους σε καλή τιμή, κανείς απολύτως δεν μπορεί να ξεφύγει ολοκληρωτικά απ’ την εμπορευματοποιημένη μυθο λογία. Κανένας μας δεν είναι τόσο ηλίθιος ώστε να μην μπο ρεί να ξεχωρίσει το μυθικό απ’ το πραγματικό. Κι ωστόσο, όλοι μας καταναλώνουμε καθημερινά μια τεράστια ποσότη τα μύθων. Α π ’ τον μύθο του απορρυπαντικού που "καθαρί ζει και τους πιο δύσκολους λεκέδες" μέχρι το μύθο της βεντέτας Α, πάνω στην οποία επικάθισε νηπιώθεν η Θεία Χάρις, ίσα ίσα για να μας δίνεται η ευκαιρία ν ’ ανοίγουμε το στόμα από θαυμασμό μέχρις εξαρθρώσεως της σιαγώνας κάθε φορά που τη βλέπουμε και να λέμε εκ βαθέων: Μέγας είσαι κύριε και θαυμαστά τα έργα σου. (Μεταξύ αυτών κι εκεί να στα οποία παίζει η βεντέτα).
Σημείωση: Το κείμενο που μόλις διαβάσατε είναι η συνέ πεια μιας βαθιάς ενοχής του υπογράφοντος, ακριβώς γιατί δεν μπορεί παρά να υπογράφει τα κείμενά του. Κι όχι μόνο τα υπογράφει, αλλά και τα επιγράφει δια του φωτογραφι κά διακοσμημένου ονόματος του. Λοιπόν, ο βαθιά πλατιά υπογράφων έχει πλήρη συνείδηση πως σας πουλάει όχι μόνο τα κείμενά του, αλλά, δυστυχώς, και το όνομά του που θα μπορούσε θαυμάσια και να λείπει χωρίς ν' αλλάξει ιώτα εν απ' τα καλά ή κακά κείμενα, αδιάφορο. Υπογραμμένο ή ανυ πόγραφο, ένα κείμενο παραμένει αυτό που είναι. Αυτό που δεν παραμένει πάντα αυτό που είναι υπό καπιταλιστικό καθε στώς, είναι ο... μισθός. Ο οποίος, στον καπιταλισμό, διαφο ροποιείται ανάλογα με το "μέγεθος" του ονόματος, κι όχι ανάλογα με την πραγματική αξία της πραγματικής δουλειάς. Λοιπόν, μιας και βρέθηκα, πέρα για πέρα τυχαία, μ' ένα "όνομα στα χέρια" σκάφτηκα πως δεν θα ήταν άσχημο να το εξαργυρώσω στα ταμεία αυτής της γενναιόδωρης εφημερί δας, εν αναμονή ενός καλύτερου κόσμου, όπου ο καθένας θα παράγει κατά τις ικανότητες του και θα εισπράττει κατά τις ανάγκες του. Ξέρω πως εγώ μάλλον δεν θα δω αυτόν τον κόσμο. Όμως, κανείς δεν μπορεί να μ* εμποδίσει, τουλά χιστον να τον ονειρεύομαι. Αλλά για να τον ονειρευτώ πρέπει πρώτα να φάω. Κι όσο καλύτερα τρώει κανείς τόσο πιο όμορ φα γίνονται τα όνειρά του, εφόσον δεν είναι τόσο φτωχός ώστε να ονειρεύεται μόνο καρβέλια, ή τόσο πλούσιος ώστε να ονειρεύεται μόνο κομπίνες. Λοιπόν, κάντε και σεις κάτι ώστε οι άνθρωποι να μην εμπορεύονται την υπογραφή τους και να τη βάζουν εύκολα παντού, μόνο και μόνο για τη χαρά που δίνει το να νιώθει κανείς άνθρωπος χρήσιμος για τους άλλους ανθρώπους. 8 Σεπτεμβρίου 1985
37. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ
Η "κοινωνιολογία της τέχνης" είναι μια επιστήμη υπό διαμόρφωσιν που, προς το παρόν, λανθάνει μέσα στο κόρπους της κυρίως ειπείν κοινωνιολογίας, τόσο όσον αφορά το αντι κείμενό της, όσο και τη μεθοδολογία της. Σήμερα, δεν μπο ρεί να γίνεται λόγος για μια "καθαρή κοινωνιολογία της τέ χνης", και κάποιες μεμονωμένες προσπάθειες, όπως αυτή του Άρνολντ Χάουζερ ("Κοινωνική Ιστορία της Τέχνης", μετάφραση Τάκη Κονδύλη, έκδοση Κάλβος 1969) δε συνιστούν συγκροτημένη επιστήμη, αλλά αρχικές και θεμελιώ δεις απόπειρες για μια πιθανή αυτονόμηση στο μέλλον της "κοινωνιολογίας της τέχνης". Ίσως, μάλιστα, μια τέτοια επιστήμη να είναι περιττή. Η αισθητική και η φιλοσοφία της τέχνης, στο βαθμό που αποδέ χονται την ιστορικότητα (τη χρονικότητα και τη ροϊκότητα των φαινομένων) καλύπτουν με επάρκεια το αντικείμενο μιας πιθανής "κοινωνιολογίας της τέχνης". Τούτη η ιστορικότητα της τέχνης μοιάζει αυτονόητη, αφού η κάθε τέχνη έχει τη δική της ιστορία κι αφού, ακόμα, η κάθε τέχνη εμφανίζεται, εξελίσσεται και διαφοροποιείται κάτω από λίγο ως πολύ προσδιορίσιμες κοινωνικοϊστορικές συνθήκες. Ωστόσο, ο αισθητικός ιδεαλισμός, με προεξάρχοντα τον Ριγκλ, απορρίπτει κατηγορηματικά κάθε ιδέα εξέ λιξης και προόδου στην τέχνη. Κατά τον Ριγκλ, η προκοπή της τέχνης είναι άμεσα εξαρτημένη από κάποιες καλλιτεχνι κές ιδιοφυίες, που εμφανίζονται ή δεν εμφανίζονται σε κάθε εποχή, άσχετα από οποιεσδήποτε εξωτερικές συνθήκες. Η διαλεκτική (μαρξιστική) αισθητική, χωρίς να υποτιμά το ρόλο
τττ προσωπικότητας και της ιδιοφυίας, δίνει έμφαση όχι στις καλές ή κακές σχέσεις του δημιουργού με το... Ά γ ιο Πνεύμα, αλλά στη νοητικότητά του, την ευαισθησία του και κυρίως την ικανότητά του να μην προσκολλάται φανα τικά στην υποκειμενική συνιστώσα των βιωμάτων του. Αν τα βιώματα είναι το σημείο τομής των αντικειμενικών (κοινωνικών) δεδομένων και της ψυχικής και νοητικής ιδιαι τερότητας του κάθε ατόμου, είναι αυτονόητο πως αυτά έχουν έναν διαλεκτικό χαρακτήρα: Αντικειμενικό και υποκειμε νικό ταυτόχρονα. Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι να απαλειφτεί το ένα απ' τα δυο σκέλη της διαλεκτικής σχέσης, αλλά να κατανοηθεί η αλληλεξάρτησή τους. Γιατί ο υπερτονισμός της υποκειμενικότητας απ’ την ιδεαλιστική αισθη τική δεν οδηγεί μόνο στη λατρεία της ιδιοφυίας αλλά και στο κιτς: Ο καθένας θα μπορούσε να αυτοπροταθεί σαν ιδιο φυής καλλιτέχνης αν αυτοεγκαταληφτεί στο παραλήρημά του. Αν ο υπερτονισμός της υποκειμενικότητας στη διαλεκτική σχέση υποκείμενο-αντικείμενο είναι επικίνδυνος, δεν είναι λιγότερο επικίνδυνος ο υπερτονισμός της αντικειμενικότη τας στην ίδια σχέση. Ο Μοντριάν ζητούσε την απελευθέρω ση της ζωγραφικής απ’ την αναρχία του υποκειμενισμού, αλλά μ' αυτή του την αδιαλλαξία μπαίνει και πάλι στον υπο κειμενισμό απ’ την πίσω πόρτα. Ο Μαρίνέττι, φανατικός υπέρμαχος της αντικειμενικότητας, θύει στο φουτουριστικό μηχανοκρατούμενο μέλλον με τέτοιο πείσμα, που αδυνατεί να καταλάβει πως το μέλλον δε βρίσκεται στο φασισμό που υπηρετεί. (Σίγουρα, ένα θορυβώδες αυτοκίνητο δεν είναι πιο όμορφο απ’ τη Νίκη της Σαμοθράκης, όπως ήθελε να πιστεύει ο Μαρίνέττι). Ο Μαγιακόφσκι, φουτουριστής κι αυτός με τον μπολσεβίκικο τρόπο του, αδημονεί τόσο πολύ για το μέλλον που δεν βλέπει νάρχεται με την ταχύτητα που θα επιθυμούσε, ώστε αυτοκτονεί στριμωγμένος στα αδιέ ξοδα ενός δύσκολου παρόντος. Μόνο ο κυβισμός και ο σουρεαλισμός από ολόκληρη τ,,^ζ A rt Nouveau φαίνονται να ισορροπούν πρόσκαιρα στο σημείο τομής της αντικειμενικότητας με την υποκειμενικότητα. Όμως η επιβολή πάνω στο χώρο μέσω δυνάμεων που εκπορεύονται απ’ το αντικείμενο, που πρεσβεύει ο κυβισμός, δε μακροημε ρεύει, και ο Μπρακ δεν είναι τελικά λιγότερο υποκειμενικός
απ' τον Μονέ τον γενάρχη του εικαστικού υποκειμενισμού που ονομάστηκε εμπρεσιονισμός. Ο σουρεαλισμός, απ' τη μεριά του, παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες του Μπρετόν να κρατηθεί σε ίση απόσταση κι απ' το υποκειμενικό και απ' το αντικειμενικό, ξεχνάει τελικά το αντικείμενο. Έτσι, ελάχιστοι σουρεαλιστές σεβάστηκαν την κατηγορηματικά διατυπωμένη στο Πρώτο Μανιφέστο του Σουρεαλισμού (1924) απαίτηση του Μπρετόν για έναν πόλεμο ενάντια στον εκλογικευμένο κόσμο των αστών και τις ηθικές, θρησκευ τικές και εθνικιστικές του αξίες, 0 υποκειμενισμός τελικά νικάει σ' όλα τα πεδία της A rt Nouveau, παρά το γεγονός πως ο αγώνας σ' όλα σχεδόν τα πεδία άρχισε εν ονόματι της αντι κειμενικότητας. Μόνο ο Μπρετόν παραμένει μέχρι το τέλος του συνεπής διαλεκτικός. Λοιπόν, η υποκειμενικότητα του δημιουργού στην τέχνη μοιάζει δεδομένη, και δεν αμφισβητείται απ' τους μαρξιστές αισθητικούς, με προεξάρχοντα ανάμεσα τους τον Γκέοργκ Λούκατς, Αμφισβητείται, όμως, η αντικειμενικότητα απ’ τους ιδεαλιστές, και γιαυτό ακριβώς τούτο το δεύτερο σκέλος της διαλεκτικής σχέσης υποκείμενο-αντικείμενο μοιάζει να έχει περισσότερο ανάγκη από υπεράσπιση. Κι αυτό θα επιχειρήσου με παρακάτω, στο μέτρο των δυνατοτήτων μας. *
Η τέχνη είναι φαινόμενο ιστορικό: Δε νοείται τέχνη εκτός χώρου και χρόνου, ούτε τα προβλήματα της αισθητικής έχουν πάντα και παντού την ίδια βαρύτητα και σημασία. Βέβαια, ο Αριστοτέλης, ο δημιουργός της αισθητικής, πρεσβεύει πως η τέχνη μπορεί εκείνο που δε μπορεί η φιλοσοφία. Ο Πλάτων όμως δε δίνει ιδιαίτερη σημασία στην τέχνη, γιατί τη θεωρεί "μίμηση μιμήσεως" (μίμηση της φύσης, που με τη σειρά της είναι μίμηση των Ιδεών). Η πλατωνική άποψη επεκράτησε για αιώνες. Μόλις κατά το τέλος του 18ου αιώνα αναγνωρί ζεται μια αυτονομία στην καλλιτεχνική δημιουργία και μόλις στην αρχή του 19ου αιώνα γίνεται λόγος για "καλλιτεχνική ιδιοφυία". Αυτό σημαίνει πως η κλασική αρχαιότητα, ο Με σαίωνας και η Αναγέννηση ακόμα, αγνοούν ή περιφρονούν τις περιπλοκές ή τις αντιφάσεις της ανθρώπινης πνευματικής ζωής. Μέχρι τότε η τέχνη ήταν σταθερά προσανατολισμένη
στο "έξω", στην εξυπηρέτηση πολύ συγκεκριμένων κοινωνι κών αναγκών. Αν κάποιος έλεγε στο Σοφοκλή πως γράφο ντας τραγωδίες "αυτοεκφράζεται", σίγουρα θα τον κοιτούσε απορημένος. Φυσικά, η τέχνη διατηρεί πάντα τον αρχικό κοινωνικό της χαρακτήρα και η "αυτοέκφραση" γίνεται πλήρως νοητή μόνο στην περίπτωση που καταστρέφει κανείς το έργο του μόλις το κάνει. Όμως, ένας και μόνο δέκτης που τυχόν θα επικοινωνούσε με τον δημιουργό μέσω του έργου του είναι ήδη επαρκής παράγων για να αποχτήσει αυτό το έργο τον κοινωνικό του χαρακτήρα. Η "αυτοέκφραση" δεν είναι αυτοσκοπός, παρά μόνο στην περίπτωση της εργασιοθε ραπείας. Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι ο προσδιορισμός των δεδομένων που δίνουν στην τέχνη τον αυτονόητο κοινωνικό της χαρακτήρα, αλλά η επισήμανση των θελημένων ή αθέ λητων κοινωνικών σκοπιμοτήτων που αυτή κάθε φορά υπη ρετεί. Αν εκείνο που ονομάζουμε "πνευματική ζωή" προ ήλθε από μια ανάγκη κατανόησης του κόσμου και δεν είναι ένα δώρο του Θεού στον άνθρωπο, τότε και η τέχνη, που ανήκει στην "πνευματική ζωή", προήλθε κι αυτή από μια ανάγκη κατανόησης του κόσμου. Μέσω της τέχνης γνωρί ζουμε τον κόσμο καλύτερα. Ό πως λέει ο Κάγκαν, η τέχνη αναπλάθει την πραγματικότητα και δημιουργεί μια νέα και ουσιαστικότερη, αν και πλασματική εικόνα της. Η τέχνη δεν είναι ζωή, είναι μίμηση ζωής, αλλά τούτη ακριβώς η μίμηση, κατά τον Αριστοτέλη, συνιστά έναν δεσμό τόσο με το παγκόσμιο όσο και με το αναγκαίο. Η ενοποιητική αναγκαιότητα της τέχνης είναι δεδομένη, όπως θα έλεγε ο Φίσερ. Αυτό που μπορεί να συζητηθεί λοιπόν δεν είναι η κοι νωνική σκοπιμότητα και αναγκαιότητα της τέχνης, αλλά οι πολύ συγκεκριμένοι σκοποί που αυτή κάθε φορά υπη ρετεί μέσα στην Ιστορία. Η τέχνη υπηρέτησε και υπηρετεί ακόμα τη μαγεία, τη θρησκεία, την εξουσία, το λαό, τις κοι νωνικές σχέσεις, την παιδεία, την οικονομία, και από τον 19ο και μετά αιώνα και την υπαρξιακή αγωνία. Η τέχνη δεν υπάρχει για τον εαυτό της. Όπως λέει ο Πλεχάνωφ πίσω απ' το σύνθημα "η τέχνη για την τέχνη" πρέπει να αναζη τήσουμε το κρυμμένο σύνθημα "η τέχνη για το χρήμα".
Η τέχνη ποτέ και σε καμιά περίπτωση δεν ήταν "αθώα" και "ανυστερόβουλη", κι ακριβώς τούτη η "μη αθωότητα" και η "υστεροβουλία" της συνιστούν την κοινωνικότητα της. Μάλιστα, όπως προβλέπει ο Αύγουστος Κοντ, ο δημιουρ γός της επιστήμης της κοινωνιολογίας, η κοινωνική λειτουρ γία της τέχνης του μέλλοντος θα είναι η υποκατάσταση της θρησκείας, που σαν κοινωνικός θεσμός φθίνει ολοένα και περισσότερο. Πράγματι, η τέχνη και η "ομοιοπαθητική μαγεία" διατηρούν πάντα πολύ στενές σχέσεις, και ίσως να μην είναι άστοχοι οι χαρακτηρισμοί του μεγάλου καλλιτέ χνη σα "μάγου" και της επενέργειας του έργου τέχνης σα "μαγείας". (Ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, ψέγοντας κάποτε τους ιθύνοντες που συνέχιζαν — και συνεχίζουν — να μη δίνουν και τόση σημασία στην τέχνη έλεγε πως ο ελληνικός λαός μετά τον πόλεμο θα αποβλέψει στην τέχνη σα σε θρησκεία. Σίγουρα ο Χουρμούζιος προσάρμοζε στα καθ' ημάς την πολύ παλιά πρόβλεψη του Κοντ). Μπορεί η αληθινή λειτουργία της τέχνης να μην είναι (μόνο) να εξηγεί και να σχολιάζει τη ζωή, όπως έλεγε ο Τσερνιτσέφσκι. Μπορεί ακόμα η τέχνη να είναι ένα καθαρό παιχνίδι, όπως πίστευε ο Σέλλινγκ. Πάντως, παιχνίδι ή σχό λιο πάνω στη ζωή, η τέχνη διατηρεί έτσι κι αλλιώς τον κοι νωνικό της χαρακτήρα, απ’ τη στιγμή που ο καλλιτέχνης προτείνει το έργο του προς "μέθεξιν" και σε άλλους. Δεν έχει σημασία αν οι "άλλοι" είναι πολλοί ή λίγοι. Άλλωστε, και ο πιο ερμητικός καλλιτέχνης θα έλεγε ψέματα αν ισχυ ρίζονταν πως δε θα ήθελε να είναι πολλοί οι αποδέκτες του μηνύματος του. Τούτη η συχνά αδήλωτη επιθυμία του, η καλά κρυμμένη κάτω απ' τον αστικό του σολιπσισμό, δηλώ νει, ακριβώς, μια βούληση για κοινοποίηση και ίσως κι έναν πόθο για επηρεασμό. Η "αυτοεκφραζόμενη ενδοσκόπηση", που επιτείνεται ολοένα και περισσότερο μετά τον 19ο αιώνα, δεν κατάφερε να κρύψει την πανάρχαια απαίτηση του δημιουργού για επι κοινωνία. Η τέχνη είναι ένα κοινωνικό γεγονός απ' την ίδια της τη φύση. Όπως λέει ο Μάλεβιτς, η τέχνη είναι μια δια νοητική δραστηριότητα, σκοπός της οποίας είναι να ρυθμί ζει το όραμα του ανθρώπου για τον κόσμο. Πρόκειται εδώ για έναν ορισμό της τέχνης που, προσωπικά, θα τον προτι
μούσαμε από πάρα πολλούς άλλους που προτάθηκαν κατά καιρούς από πολλούς. 0 Μάλεβιτς, ο δημιουργός του σουπρεματισμού (του "ανωτερισμού" για να μεταφράσουμε τον όρο αδόκιμα) είναι φυσικό να αντιλαμβάνεται την τέχνη σα μια αισθητι κή-"νομοθετική" λειτουργία, που αναδύεται απ’ το χάος του κόσμου και προσπαθεί, ίσως μάταια, να βάλει τάξη στην εγγενή αταξία του κόσμου. Ά λλωστε, η τέχνη είναι έτσι κι αλλιώς μορφοποιητική απ' την ίδια τη φύση της (δε νοεί ται τέχνη έξω και πέρα απ’ τη φόρμα), και τούτη η μορφοποιητική της δύναμη είναι που συνιστά, σε τελική ανάλυση, την κοινωνική της αξία, όπως θα έλεγε ο γενάρχης του ρωσι κού φορμαλισμού, ο Βίκτορ Σκλόφσκι. Ο μεγάλος αρχιτέκτονας Μις βαν ντερ Ρόε, ο διάδοχος του Γκρόπιους στο Μπάουχάουζ της Βαϊμάρης, φανατικός υπέρμαχος της ένωσης της τέχνης με την τεχνολογία, έγρα φε το 1919: "Ο μακρύς δρόμος που οδηγεί απ’ την ύλη, μέσα απ’ τη λειτουργία, στη δημιουργική δουλειά δεν έχει παρά έναν και μοναδικό στόχο. Να δημιουργήσει τάξη μέσα α π ’ την απελπιστική σύγχυση του καιρού μας". Κι ωστόσο, ο βαν ντερ Ρόε, όπως κι ο Γκρόπιους, όπως κι ο Μάλεβιτς, όπως κι ο Σκλόφσκι κι ένα σωρό ακόμα μεγάλοι δημιουργοί, ήταν φορμαλιστής. Όμως, μέχρι το 1930 περίπου τούτος ο παρεξηγημένος όρος, που τον δημιούργησαν οι Ρώσοι λίγο πριν απ’ την οχτωβριανή επανάσταση και που τον υιο θέτησαν και οι μπολσεβίκοι πριν περάσουν απότομα στο "σοσιαλιστικό ρεαλισμό", δεν είχε τίποτα το "αντικοινωνι κό". Αντίθετα, ο υπερτονισμός της εγγενούς στην τέχνη μορφοποιητικής διαδικασίας, δήλωνε με καινούργιο τρόπο την παλιά και μόνιμη απαίτηση να είναι η τέχνη ένα "μοντέλο ζωής" κι ένας τρόπος διευθέτησης του χάους. Έτσι κι αλλιώς η τέχνη δεν μπορεί ν’ αλλάξει τον κόσμο — κι αυτό πρέπει να το καταλάβουμε επιτέλους. Το μόνο που μπορεί η τέχνη είναι να υποδείξει τρόπους ζωής και να κρατάει ζωντανό το όραμα για έναν κόσμο καλύτερο. Κι ακόμα, να "αποδιαρ θρώνει" τον υπαρκτό κόσμο και να φέρνει στο φως την ασχήμια και τη βρωμιά του. Ο πονόδοντος του ποιητή σπά νια μπορεί να γίνει ποίημα, αλλά όταν γίνει δεν θα είναι πια ένας σκέτος πονόδοντος: Το σάπιο δόντι του ποιητή είναι όλη η σαπήλα του κόσμου κλεισμένη σ’ ένα δόντι.
Ύστερα απ' την παραπάνω αναδρομή στην εγγενή κοι νωνικότητα της τέχνης απομένει να δούμε στη συνέχεια τις πολύ "πεζές" εξαρτήσεις της από παράγοντες που την επηρεάζουν άμεσα. *■ *
*
Υπό καπιταλιστικό καθεστώς, η κουλτούρα είναι είδος που πουλιέται και αγοράζεται. Μπορούν να καταναλώσουν κουλτούρα αυτοί που είναι σε θέση να την πληρώσουν. Καί είναι μάταιο να περιμένει κανείς να πληρώσει για την κουλ τούρα αυτός που δεν είναι σε θέση να πληρώσει για προϊ όντα βασικά για την επιβίωσή του. Όταν δεν έχεις ψωμί δεν τρως παντεσπάνι. Αντίθετα με τα άλλα προϊόντα, το καλλιτεχνικό προϊόν δεν υπόκειται απόλυτα στους νόμους της προσφοράς k o l της ζήτησης. Όμως, δεν παύει να είναι ένα προϊόν που που λιέται, και ο καλλιτέχνης που το παράγει δεν παύει να είναι ένας άνθρωπος με ανάγκες πολύ πεζές και υποδειγματικά αντιπνευματικές. Όσο "μποέμ" κι αν είναι ο καλλιτέχνης, του χρειάζεται ένα μίνιμουμ εισοδήματος για να κρατηθεί στη ζωή και να δημιουργήσει. Τρεις τρόπους έχει στη διά θεσή του για να εξασφαλίσει το αναγκαίο για την επιβίωσή του οικονομικό μίνιμουμ: 1) Να πουλήσει το έργο του, κά νοντας έτσι μια πράξη τυπικά και ολικά αντιπνευματική και αντικαλλιτεχνική. Τα έργα τέχνης δεν είναι εξ αρχής εμπο ρεύματα. Γίνονται κατ’ ανάγκην εμπορεύματα μέσα σε μια κοινωνία εμπορευματική. 2) Να δεχτεί την "οικονομική προ στασία" των οικονομικά ισχυρών, πράγμα που ήταν ο κανό νας μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα, όταν ο μαικηνισμός ήταν σχεδόν ο μόνος τρόπος για την επιβίωση του καλλι τέχνη, που κατά κάποιον τρόπο ήταν ο "γελωτοποιός του βασιλέως", ή ο μισθωτός του πρίγκιπα. Ο μαικηνισμός λει τουργεί και σήμερα, κάτω από παραλλαγμένες μορφές: Γάμος πλούσιου, πλην ατάλαντου με φτωχή πλην ταλαντού χο, πρόσκληση του φτωχού καλλιτέχνη σε κρουαζιέρες και δεξιώσεις όπου "τρώει καλά" (και τρώγοντας υποφέρει απ’ τον σνομπισμό και την, κατά κανόνα, ολική αντιπνευματικότητα του οικοδεσπότη) δωράκια υστερόβουλα απ’ τη μεριά του "θαυμαστή", που θαυμάζει περισσότερο το μύθο
του καλλιτέχνη παρά το έργο του (που, άλλωστε, δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει} και άλλα πολλά και εξευτελιστικά για το δημιουργό. Και, 3) Να κάνει παράλληλα με τη δημιουργι κή του δουλειά και μια βιοποριστική, που πάντα λειτουργεί σε βάρος της πρώτης. Υπολογίζεται πως το 60% των καλλι τεχνών διεθνώς δεν μπορούν να ζήσουν απ' το έργο τους. Τούτη η έλλειψη οικονομικής αυτάρκειας έχει σα συνέ πεια να νιώθει ο καλλιτέχνης παρίας και περιθωριακός σε μια κοινωνία για λογαριασμό της οποίας δημιουργεί και που τον έχει απόλυτη ανάγκη: Η τέχνη είναι τόσο αναγκαία όσο και το ψωμί. Μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα η "παραγνωρισμένη ιδιο φυία" ήταν εντελώς σπάνια περίπτωση. Κι αυτό γιατί ο καλ λιτέχνης ήταν ενσωματωμένος στο κοινωνικό κόρπους: Συμ μερίζονταν τα ιδανικά και τα γούστα των προστατών του και θεωρούσε αυτή την κατάσταση απόλυτα φυσιολογική. (Ο Μπαχ δεν έγραψε ούτε νότα για το κέφι του. Παρήγαγε μεγαλοφυή μουσική για τους προστάτες του σαν μουσικοπαραγωγική μηχανή). Σωρευμένη, θα λέγαμε στο ομαδικό καλλιτεχνικό ασυνείδητο πείρα αιώνων είναι πιθανώς ο λό γος που ο καλλιτέχνης δε δυσανασχετεί απ’ αυτή την κατά σταση οικονομικής αξάρτησης. Του φτάνει που έχει εξασφα λισμένο το φαί του. Όσο για την "ενδοσκοπούμενη αυτο έκφραση", αυτή είναι εφεύρεση του 19ου αιώνα. Στις αρχές, λοιπόν, του 19ου αιώνα η "καλλιτεχνική αγο ρά" οργανώνεται και εδραιώνεται σα θεσμός. Τώρα, ο κα θένας θα μπορούσε να πουλήσει το έργο του στον καθένα, και το καλλιτεχνικό προϊόν θα αρχίσει να υπακούει κι αυτό στο νόμο της προσφοράς και της ζήτησης, χωρίς ποτέ να προσαρμοστεί εντελώς σ’ αυτόν. Ωστόσο, αν παλιότερα, υπό καθεστώς "αμιγούς μαικηνισμού", ο καλλιτέχνης ένιωθε μια οικονομική σιγουριά που του επέτρεπε να δημιουργεί απερίσπαστος και σε συντονι σμό με τα γούστα του μαικήνα, τώρα, υπό καθεστώς "δημο κρατικού μαικηνισμού" βρίσκεται στο έλεος του "κοινού γούστου" ή τουλάχιστον των περισσότερων του ενός "προ στατών" του, που θα πληρώσουν για ν ’ αποχτήσουν έναν πίνακα, ένα βιβλίο, έναν δίσκο. Ο καλλιτέχνης συνεχίζει να είναι εξαρτημένος απ’ τους άλλους, και οι άλλοι έχουν την απαίτηση να "ικανοποιηθούν" αφού πλήρωσαν, πράγμα
που συνιστά την ιδιάζουσα δυστυχία του καλλιτέχνη υπό καπιταλιστικό καθεστώς. Ο Β,Χάουζενστάιν θεωρεί τον καλλιτέχνη εξ ορισμού σοσιαλιστή: Για να μείνει απερίσπαστος στην καλλιτεχνική του δημιουργία πρέπει να αναλάβει η κοινωνία, στο σύνολό της, τα έξοδα συντήρησής του. Αλλά κάτι τέτοιο μετατίθε ται σαν αίτημα σ' ένα μέλλον που δεν ξέρουμε πόσο μακρινό μπορεί να είναι. Μέχρι τότε, ο καλλιτέχνης θα νιώθει περι θωριακός — πολύ περισσότερο τώρα που έχασε το συγκε κριμένο και δυνάμενο να κατονομαστεί προστάτη του και που αφέθηκε στην καλή διάθεση των ανώνυμων κατανα λωτών του έργου του. Η αστική δημοκρατία δεν είναι για καλλιτέχνες — αλλά οι τελευταίοι που θα το καταλάβουν αυτό φαίνεται να είναι οι καλλιτέχνες: Φοβούνται τόσο πολύ τους προστάτες που προτιμούν τελικά την παντελή έλλειψη προστασίας. Και ίσως να μην έχουν άδικο, κάτω απ’ τη ση μερινή κατάσταση πραγμάτων, όπου η προστασία σπάνια προσφέρεται αφιλοκερδώς. Δεν είναι μόνο ο "δημοκράτης" καταναλωτής του έργου τέχνης που επηρεάζει σήμερα την καλλιτεχνική δημιουργία με τον οβολό του. (Κάθε οικονομική συναλλαγή είναι και μια επέμβαση στην προσωπικότητα του άλλου). Είναι και το ίδιο το κράτος που επεμβαίνει, είτε άμεσα είτε έμμεσα. Ά μ ε σα, π.χ. στην περίπτωση που ασκεί λογοκρισία. 'Εμμεσα, και τούτη η δόλια μορφή επέμβασης είναι και η πιο κατα στροφική, με τις χορηγίες, τις υποτροφίες, τις αγορές έργων από κρατικές υπηρεσίες, τα βραβεία, το διορισμό του καλλι τέχνη σε δημόσια πόστα, κλπ, κλπ. Το να ισχυρίζεται ο καλ λιτέχνης πως είναι "λεύτερος" κάτω από τέτοιες συνθήκες, αν δεν είναι στρουθοκαμηλισμός είναι σκέτη βλακεία. Πώς μπορεί νάναι λεύτερος όταν περιμένει πώς και τι να του αγο ράσει το κράτος το βιβλίο του; Και γιατί να του το αγοράσει όταν τούτο το βιβλίο συμβαίνει να είναι "ανατρεπτικό" της υπάρχουσας τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων; Και πώς να γίνει κανείς ακαδημαϊκός όντας, εκτός από σπουδαίος δημιουργός και "ανατροπέας", έστω τύπου Καζαντζάκη, ας πούμε; Και γιατί να σου δώσουν κρατική υπο τροφία όταν είναι σίγουροι πως θα τη χρησιμοποιήσεις για να εδραιώσεις την αντιεξουσιαστική νοοτροπία και συμπε
ριφορά σου, τυπικό χαρακτηριστικό κάθε γνήσιου καλλί* τέχνη; Κι ακόμα, πώς γίνεται να είσαι λεύτερος έχοντας ενδοστρέψει όλες αυτές τις εξωτερικές δυσκολίες και για ν ' αποφύγεις τη λογοκρισία, άς πούμε, καταφεύγεις στην αυτολογοκρισία, την πιο βάναυση και χυδαία μορφή λογοκρισίας που είναι δυνατό να υπάρξει; Παρόλα ταύτα, ο μύθος του "ελεύθερου καλλιτέχνη" που ζει υπό καθεστώς αστικής "ελευθερίας" είναι τόσο διαδομένος ανάμεσα στους καλλι τέχνες, που είναι δύσκολο να πιστέψεις πως αυτοί είναι "απ' τη φύση τους σοσιαλιστές". Ίσως θα ήταν σωστότερο αν λέγαμε πως είναι παρά φύσιν μαζοχιστές. Ο Μποόρκχαρνι πιστεύει, και είναι δύσκολο να αμφισβη τήσουμε την άποψη μιας τέτοιας αυθεντίας στα προβλή ματα της αισθητικής, πως υπάρχει στενή σχέση ανάμεσα στις κυρίαρχες αντιλήψεις του κράτους και της Αυλής και τα έργα τέχνης. Ο Μπούρκχαρντ δεν ήταν μαρξιστής, αλλά είναι εκπληχτικό να διαπιστώνεις πως υπάρχει σχέση ανά μεσα στη δική του άποψη και την άλλη του Μαρξ που έλε γε: "Ένας συγγραφέας είναι παραγωγικός εργάτης όχι γιατί παράγει ιδέες, αλλά γιατί κάνει πλούσιο τον εκδότη, ή γιατί δουλεύει σα μισθωτός σ' έναν καπιταλιστή". Σημειώ νουμε πως ο Μαρξ, αντίθετα απ’ τον Λένιν, είχε μια επαρκέ στατη ενημέρωση στα προβλήματα της αισθητικής. Τα παραπάνω σημαίνουν πως δεν μπορεί να ξεφύγει ο καλλιτέχνης απ’ τον κοινωνικό του περίγυρο, έστω κι αν το προσπαθήσει. Άμεσα ή έμμεσα, η κοινωνία θα κάνει πάντα ορατή την παρουσία της μέσα στην προσωπική δημιουργία. Και το πρόβλημα περιορίζεται στο να ξεπεραστεί διαλεκτικά η αντίθεση ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο. Κατά τον Χέγκελ, που εκτός από μεγάλος "αντικειμενικά ιδεαλιστής" φιλόσοφος ήταν κι ένας πολύ μεγάλος αισθη τικός, η διαλεκτική εναλλαγή μεταξύ υποκειμενικότητας και αντικειμενικότητας και η εξύψωση και η συγχώνευση μέσα στο Απόλυτο Πνεύμα, είναι το κύριο πρόβλημα της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Φυσικά, στο χεγκελιανό δια λεκτικό σύστημα φτάσιμο στο Απόλυτο δε σημαίνει σταμάτημα και πάγωμα του Πνεύματος. Σημαίνει συνεχή ανα κύκλωση του δημιουργού της Ιστορίας Πνεύματος σε τρόπο ώστε η διαλεκτική σύγκρουση ανάμεσα στο υποκείμενο
καί το αντικείμενο να μη σταματήσει ποτέ. Γιατί αλλιώς, κατά τον Χέγκελ, θα σταματήσει καί η Ιστορία, πράγμα εντελώς αδύνατο, αφού η ιστορικότητα και η χρονικότητα είναι έννοιες ομόλογες. Εκτός απ' την οικονομία και τον άμεσο ή έμμεσο κρατικό παρεμβατισμό που κάνουν ορατή την παρουσία του αντικει μενικά κοινωνικού μέσα στο υποκειμενικά καλλιτεχνικό, ένας τρίτος παρεμβατικός παράγοντας παίζει σήμερα έναν ρόλο ολοένα και σημαντικότερο. Πρόκειται για την κριτική, που είναι μια μεταγλώσσα σε σχέση με τη γλώσσα της τέχνης. Η παρέμβαση της κριτικής έγινε αναγκαία από τότε που ο παραγωγός και ο καταναλωτής του έργου τέχνης χωρίστη καν σαφώς, πράγμα που συνέβη προς το τέλος του Μεσαίω να. Βέβαια, καλλιτέχνες υπήρχαν πάντα, αλλά η άποψη για την ύπαρξη ενός ατόμου ειδικευμένου στην παραγωγή του ωραίου δεν υπήρξε πάντα. Ο καλλιτεχνικός ερασιτεχνισμός προηγείται ιστορικά του καλλιτεχνικού επαγγελματισμού. Άλλωστε, η "γνήσια" δημιουργία διατηρεί πάντα τον πρω ταρχικό της ερασιτεχνισμό, χωρίς αυτό να έχει τίποτα το υποτιμητικό για την τέχνη, όπως θα ήθελε ίσως η τρέχουσα αντίληψη περί ερασιτεχνισμού. Γιατί ερασιτεχνισμός στην κυριολεξία σημαίνει "έρωτας για την τέχνη". Και χωρίς έρωτα για την τέχνη, τέχνη δεν υπάρχει. Λοιπόν, απ' τις αρχές του 20ού αιώνα δεν είναι πια οι μαικήνες αυτοί που κυρίως επηρεάζουν το δημιουργό, αλλά οι κριτικοί. Δηλαδή, οι μεσάζοντες ανάμεσα στον παραγωγό και τον καταναλωτή του έργου τέχνης, που γίνονται τόσο περισσότερο αναγκαίοι, όσο πιο άσχετος με το αισθητικό γεγονός είναι ο καταναλωτής και όσο πιο μακριά απ’ τον παραγωγό βρίσκεται. Στις κλειστές κοινωνίες, όπου το έργο τέχνης καταναλώνεται "επί τόπου" και υπηρετεί τις ανάγκες της κλειστής κοινότητας, ο μεσολαβητής-κριτικός δεν είναι αναγκαίος. Για κάθε τυχόν "επεξήγηση" ο καλλιτέχνης βρί σκεται εκεί παρών. Άλλωστε, όταν όλος ο κόσμος μιλάει για την τραγωδία που ανεβάστηκε σήμερα ή χτες στην αρχαία Αθήνα, δεν υπάρχει λόγος να μιλήσει και ο "ειδικός" στα περί την τραγωδία προβλήματα, και θα εμφανιστεί μόνο όταν η παράσταση του αρχαίου δράματος αυτονομηθεί απ’ τον κοινωνικό περίγυρο εντός του οποίου λειτουργούσε, όχι απλά σαν τέχνη, αλλά σαν ένα κοινωνικό γεγονός τερά
στιας σημασίας για τον Αθηναίο πολίτη. Όταν η τέχνη λει= τουργεί πραγματικά, οι μεσάζοντες περιττεύουν. Όταν όμως δε λειτουργεί, το ερέθισμα που θα προσφέρει ο κριτικός καθίσταται αναγκαίο, προκειμένου να ενεργοποιηθεί στη συνείδηση του δέκτη ένα έργο τέχνης που ίσως παρέμενε ανενεργό αν αφήνονταν στην τύχη του. Κι εδώ αρχίζουν τα προβλήματα για την κριτική: Πώς και με ποιο ηθικό δικαίωμα ο κριτικός αναλαμβάνει το δύσκολο έργο να φέρει σε επαφή τον παραγωγό με τον καταναλωτή του έργου τέχνης; Και, ποιος εγγυάται την εντιμότητα αυτού του "συνοικεσίου"; Αυτά και πολλά άλλα συναφή ερωτή ματα θα μείνουν ίσως για πάντα αναπάντητα. Το μόνο που μπορούμε να πούμε με σιγουριά προς το παρόν, είναι πως ο παραγωγός του έργου τέχνης λέει καταφανώς ψέματα όταν αρνείται το ρόλο του κριτικού. Τον αρνείται μόνο όταν τον θέλει υπηρέτη του, μέσα στο χυδαίο μικροαστισμό που επιβάλλει η χρήση των κτητικών αντωνυμιών. Μια ευνοϊκή για τον δημιουργό κριτική δεν είναι ποτέ γιαυτόν μια κακή κριτική, κι ας είναι το κριτικό κείμενο πέρα για πέρα ηλίθιο. Καλό είναι, ό,τι είναι καλό για μένα: Αυτό θα μπορούσε να είναι το έμβλημα του μικρόνοα μικροαστού, που δε μπορεί να ξεχωρίσει το υποκείμενό (του) απ' το αντικείμενο (το έργο του), ούτε να επισημάνει τις κοινωνικές παραμέτρους, που αναγκαστικά διαμορφώνουν αντικειμενικά το υποκεί μενο. (Είμαστε αυτό που γινόμαστε, λέει ο Σαρτρ). Ο καλλιτέχνης είναι δεμένος με τον κοινωνικό του περί γυρο με χίλιες κλωστές, ορατές και κυρίως αόρατες. Αν ο καλλιτέχνης δεν τις βλέπει είναι γιατί δε θέλει να τις δει. Η "ψευδής συνείδηση" είναι κοινός τόπος στους αστούς καλλιτέχνες. Όμως, όταν αυτοί ασκούν μια τέχνη άμεσα συνδεμένη με την τεχνολογία, συνεπώς και με την κοινωνία (η τεχνολογία είναι εξ ορισμού κοινωνικό δεδομένο) τότε δεν θα ήταν δύσκολο να καταλάβουν πως στο πάντα υπο κειμενικό έργο τους, το αντικείμενο μετέχει με ποσοστό πάρα πολύ σημαντικό. Οι αρχιτέκτονες καταλαβαίνουν πολύ καλά τι θέλουμε να πούμε. Το ίδιο και οι κινηματογραφι στές. Όσο για τους ποιητές, νοητικά βραδυκίνητους απ’ την ίδια τη φύση της φορτωμένης με ένδοξη ιστορία τέχνης τους, αυτοί θα είναι οι τελευταίοι που θα καταλάβουν πως
εκτός απ' το '’’μέσα" υπάρχει κι ένα "έξω", που εισβάλλει μέσα, απ’ τις χίλιες τρύπες της συνείδησης. 15 και 22 Σεπτεμβρίου 1985
38. Η ΚΥΡΙΑ ΡΕΖΑΝ ΨΑΧΝΕΙ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΓΙΑ ΤΗ ΧΑΜΕΝΗ ΤΙΜΗ ΤΗΣ
Η κυρία Ρεζάν θύμωσε πάρα πολύ με τον χαρακτηρισμό "πολιτικά ύποπτη" που της απέδωσε τούτη εδώ η ομοίως "πολιτικά ύποπτη" {για κείνην) εφημερίδα, για μια εκπομπή της που την ήθελε "υπεράνω πάσης υποψίας" μιας και διευ θύνονταν από έναν "πολίτη υπεράνω πάσης υποψίας", όπως προφανώς ήθελε τον εαυτό της. Αλλά τούτη η απαίτησή της είναι ήδη εξόχως ύποπτη: Ο πολίτης υπεράνω πάσης υπο ψίας είτε είναι ένα πρόσωπο φανταστικό είτε είναι ένας αρι βίστας. Όμως, ο πολίτης είναι πρόσωπο υπαρχτό κατ’ ανάγ κην. Και σαν τέτοιο παίρνει θέση κατ' ανάγκην απέναντι στα μεγάλα προβλήματα του κόσμου τούτου, εφόσον είναι πράγματι πολίτης και όχι απλώς κάτοικος "λάθρα βιών" σε μια πολιτεία πολιτών που εκτίθενται συνεχώς στον κίνδυνο της υποψίας που συνεπάγεται η ύπαρξη "άποψης", δηλαδή η θέση στην οποία τοποθετείται κανείς για να έχει μια όψη των πραγμάτων, που σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι αντικειμενική, και συνεπώς εκτός πάσης υποψίας: Οι απόψεις μας για τα πράγματα αλλάζουν ανάλογα με την το ποθέτησή μας απέναντι στα πράγματα. Αλλιώς θα δούμε το "αντικειμενικό γεγονός" αν το κοιτάξουμε απ’ τα αρι στερά κι αλλιώς αν το κοιτάξουμε απ’ τα δεξιά. Γιατί, το "αντικειμενικό γεγονός" καθεαυτό στερείται νοήματος (είναι στην κυριολεξία α-νόητο). Τα νοήματα τα προσθέτουν στα πράγματα οι άνθρωποι, που τα κοιτούν (από μια θέση}, τα αξιολογούν (ανάλογα με την επάρκεια του νοητικού τους οργάνου και τη στάθμη της παιδείας τους) και τα αποδέ χονται ή τα απορρίπτουν (ανάλογα με τα ταξικά και τα συνα
γόμενα απ’ τα ταξικά συμφέροντά τους). Η "αντικειμενικό τητα", συνεπώς, είναι ο πιο μεγάλος μύθος που εφεύρε η αστική σκέψη για να καλύψει την επίμονη άρνηση της άβολης γιαυτήν διαλεκτικής. Ο δημοσιογράφος {ή όποιος άλλος) που περιγράφει "αντι κειμενικά" τα γεγονότα είτε είναι σκέτος απατεώνας, είτε είναι ολικά ξεκομμένος απ’ τη δίαλεχτική σκέψη, είτε, το συνηθέστερον, είναι αμαθής που, λόγω της αμάθειας του, ακριβώς, αδυνατεί να έχει απόψεις για τα "αντικειμενικά γεγονότα" και τα περιγράφει ως φυσικά φαινόμενα, τη στιγμή που δεν είναι παρά κοινωνικά φαινόμενα, δηλαδή φαινόμενα άκρως περιπεπλεγμένα που αναμένουν τη νοηματοδότησή τους απ' τον νόήμονα παρατηρητή. Ωστόσο, ακόμα και τα φυσικά γεγονότα έχουν διαφορε τικές σημασίες για διαφορετικούς ανθρώπους. Η βροχή για παράδειγμα δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή καθεαυτή. Μπο ρεί να είναι κακή για το γεωργό κάτω από ορισμένες συνθή κες και καλή κάτω από άλλες συνθήκες. Η ίδια βροχή της ίδιας μέρας μπορεί να έχει μόνο ψυχολογική σημασία για τον μελαγχολικό κάτοικο της πόλης. Λοιπόν, κανείς δεν μπορεί να αποφύγει τη θέση απ' την οποία θα κοιτάξει τα γεγονότα, διότι αναγκαστικά βρίσκεται τοποθετημένος σε μια θέση. Η "θέση ουδετερότητας" προτείνεται συχνά σαν μια μη-θέση. Και κατ’ εξοχήν θέση ουδετερότητας είναι αυτή της στρουθοκαμήλου. Όμως, η μη-θέση είναι κι αυτή μια θέση, πολύ τυπική για τους δειλούς και τους αριβίστες. Λοιπόν, είχε ή δεν είχε θέση στην επίμαχη εκπομπή της η κ. Ρεζάν; Ας διαλέ ξει την απάντηση μόνη της. Αυτό που λέμε αντικειμενικότητα δεν είναι παρά μια δια λεκτική σχέση ανάμεσα σ' ένα αντικείμενο (άνευ νοήματος) και ένα υποκείμενο (που το νοηματοδοτεί). Στη διαλεκτική η αντικειμενικότητα περιέχει ήδη μέσα της την υποκειμενι κότητα. Τούτο το ιστορικά καθορισμένο πλέγμα υποκειμέ νου-αντικειμένου καθορίζει την επίσης διαλεκτική έννοια της αλήθειας, που δεν υπάρχει παρά μόνο σαν μια αέναη αναζήτηση κι όχι σαν πράγμα καθεαυτό. Η αλήθεια κ. Ρεζάν, δεν είναι αντικείμενο που μπορεί να το πιάσει κανείς στα χέρια του σε μια εκπομπή και να το προτείνει σε κοινή θέα, σα βαλσαμωμένη πεταλούδα. Η αλήθεια προϋποθέτει μια
θέση. Και η θέση, όπως είπαμε, επιβάλλει μια άποψη. Εκτός κι αν απλούστεύσουμε τα πράγματα με την παραδοχή της διάμεσολάβησης του Αγίου Πνεύματος, οπότε το πρόβλημα της διαλεκτικής αλήθειας μεταλλάζει στη βεβαιότητα της "αιώνιας αλήθειας", που είτε μας αποκαλύπτεται όταν έχου με τη "θεία χάρη" είτε δεν μας αποκαλύπτεται όταν ο Θεός αρνείται να μας κάνει τη χάρη. Λοιπόν, την αλήθεια ψάχνατε κ. Ρεζάν; Κι αν ναι, πώς με ποιά μέθοδο; Τούτη η διαλεκτική αντιμετώπιση των εννοιών "αντικει μενικότητα" και "αλήθεια" υποχρεώνει τον Ρολάν Μπαρτ να πει εκείνο το τρομερό, που στην αρχή της δεκαετίας του 70 προκάλεσε σάλο: "Έ χ ε ι μεγαλύτερη σημασία το ποιος είναι αυτός που μιλάει παρά το τι λέει αυτός που μιλάει". Λοιπόν, ποιοι ήταν αυτοί που μιλούσαν στην εκπομπή της κ. Ρεζάν; Ό λο ι μπορούν να πουν ψέματα και να παίξουν έναν ρόλο. Και όλοι μπορούν να καταφύγουν στα δικαστήρια και να αναζητήσουν εκεί υποκριτικότατα τη "χαμένη τους τιμή και υπόληψη", λες και τα δικαστήρια είναι αποθήκες απωλεσθέντων τιμών και υπολήψεων, λες και οι δικαστές είναι οι κήνσορες τιμοκράτες, λες και η δικονομία είναι το κλειδί που ανοίγει την πόρτα της αλήθειας κι όχι μέσο και τρόπος που η άρχουσα τάξη ασκεί την εξουσία της μέσα απ’ την τρομοκρατία της επικρεμάμενης ποινής, κατά κανόνα εξαγοράσιμης, δηλαδή ανταλλάξιμης, δηλαδή εμπορευματοποιήσιμης. Όποιος καταφεύγει στα δικαστήρια όχι για τους λόγους που θα υπαγόρευε ίσως το κατανοητό εμπράγματο δίκαιο, αλλά η ηθική είναι ένας δόλιος παλιανθρωπάκος που αδιαφορεί τελείως για τη "χαμένη του τιμή", που έτσι κι αλλιώς ξέρει ότι δεν πρόκειται να τη βρει το δικαστήριο. Εκεί επιζητεί κυνικά την τιμωρία του εναγόμενου για βλά βες τυπικά υλικές πρόχειρα μεταμφιεσμένες σε ηθικές. Δη λαδή, καταλήγουμε και πάλι στο εμπράγματο δίκαιο. Επει δή όμως είναι δύσκολο να αποδείξεις το ύψος της υλικής βλάβης, π.χ. το πόσα έχασες απ’ την απόλυσή σου ή την παραίτησή σου, μεταμφιέζεις το πρόβλημα και το εμφανί ζεις ως ηθική βλάβη, που για να προκαλέσει συγκίνηση παίρνει την πιο μελοδραματική μορφή της "χαμένης τιμής και υπόληψης", και άλλα τέτοια ηχηρά και βλακώδη.
Η μεταμφίεση ενός πραχτικού (υλικού) προβλήματος σε ηθικό έγινε στη διάρκεια της δίκης που μας απασχολεί εδώ με τη διαμεσολάβηση μιας τρίτης βάναυσης προσβολής της διαλεκτικής: Η επίμαχη πρόταση "ιδεολογικά ύποπτη" αντι μετωπίστηκε κι αυτή οντολογικά και όχι διαλεκτικά, από ανθρώπους επιδεικτικά αδιάφορους στη φιλοσοφική σκέψη ko l φανατικά προσκολλημένους στην πολύ βολική γιαυτούς νομικίστικη πλευρά του προβλήματος. Συνηθισμένοι, τούτοι οι νομολάτρες να δίνουν και να κερδίζουν μάχες εντός των πλαισίων της νομικίστικης τυπολατρείας έγιναν έξω φρενών μόλις αντιλήφτηκαν (ως ευφυείς άνθρωποι) πως το παι χνίδι τους είναι δυνατό και να χαθεί αν μετατεθεί το πλαίσιο αναφοράς προς την πλευρά της διαλεκτικής. Από διαλεκτική άποψη λοιπόν η λέξη "ύποπτος" σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί μομφή. Γιατί η υποψία προϋποθέ τει κι αυτή την ύπαρξη ενός αντικειμένου (του θεωρούμενου ύποπτου) k o l ενός υποκειμένου (του θεωρόύντος ύποπτο τον θεωρούμενο ύποπτο). Τούτο το υποκείμενο έχει μια θέση που επιβάλλει μια άποψη. Κοιταγμένο το αντικείμενο (ο θεωρούμενος ύποπτος) κάτω απ' αυτή τη συγκεκριμένη θέση (θέση πολιτική επί του προκειμένου) μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ύποπτος για τον λόγο και μόνο πως τα δυο σκέ λη της ίδιας διαλεκτικής σχέσης έχουν το ένα τη θέση του παρατηρούμενου αντικειμένου και το άλλο τη θέση του παρατηρούντος υποκειμένου. Η σχέση, όπως πάντα στη διαλεκτική, μπορεί και να αντιστραφεί προκειμένου περί ανθρώπων, και το αντικείμενο να πάρει τη θέση του υπο κειμένου, οπότε η υποψία θα αλλάξει φορά. Άλλωστε, στην πράξη αυτό έγινε: Δεν θεώρησε μόνο ο κ. Φιλιππόπουλος "ύποπτη πολιτικά" την κ. Ρεζάν, αλλά και η κ. Ρεζάν θεώρησε τον κ. Φιλιππόπουλο ύποπτο δόλου και κακής πρόθεσης. Όμως, το πρόβλημα εδώ είναι αδύνατο, να διατυπωθεί με όρους ποσοτικούς. Δηλαδή, δεν δικαιούμαστε να πούμε ποιά απ’ τις δυο υποψίες είναι η "βαρύτερη", γιατί η υπο ψία δεν είναι έννοια ποσοτική και συνεπώς μετρήσιμη. Το λάθος δεν θα γίνονταν αν επιτέλους κάποιοι καταλά βαιναν πως η άρνηση είναι αδύνατο να ξεχωριστεί απ’ την κατάφαση. Αν ξεχωρίσουμε τη μια όψη του νομίσματος απ’ την άλλη το καταργούμε σαν νόμισμα. Δεν θα υπήρχε ναι αν δεν υπήρχε όχι, δεν θα υπήρχε μέρα αν δεν υπήρχε
νύχτα, δεν θα υπήρχε θάνατος αν δεν υπήρχε ζωή, δεν θα υπήρχε σοσιαλισμός αν δεν υπήρχε καπιταλισμός, δεν θα υπήρχε εξυπνάδα αν δεν υπήρχε βλακεία. "Κ αι ο ανήφορος και ο κατήφορος ανήκουν στον ίδιο δρόμο", λέει ο Ηρά κλειτος. Η άρνηση είναι τόσο αναγκαία στη διαλεκτική όσο και η κατάφαση, και μόνο η μεταφυσική περιφρονεί ή φο βάται την άρνηση, γιατί πρεσβεύει πως η αρνητικότητα δεν είναι θεϊκό κατηγόρημα και πως παρεισέφρυσε στον κόσμο από αποκλειστική υπαιτιότητα του αμαρτωλού ανθρώπου . Η κ. Ρεζάν και οι περί αυτήν στην επίμαχη εκπομπή προ σπάθησαν να κόψουν το "νόμισμα" τηλεόραση στα δυο, και γίαυτό το έκαναν κίβδηλο. Τις έννοιες, προκειμένου να τις κατανοήσουμε πρέπει να τις εννοούμε στην αρχική τους σημασία, αποκαθαρμένες απ’ τις εννοιολογικές προσχώσεις που συσσωρέυσε ο χρόνος, η παθητική χρήση της γλώσσας, η αμάθεια και η σκόπιμη στρέβλωση. Αυτό εννοεί ο Μπαρτ όταν βάζει με επίταση το αίτημα για μια επαναφορά της γλώσσας στο "βαθμό μηδέν". Ο "βαθμός μηδέν" της έννοιας "ύποπτος", δηλαδή η αρχι κή και αποκαθαρμένη της σημασία είναι "ο ορόμενος από κάτω". (Η λέξη παράγεται απ’ το ρήμα υφοράω, που σημαί νει "βλέπω από κάτω"). Στην πραγματικότητα δεν μπορού με να δούμε τα πράγματα από κάτω παρά μόνο αν τα σηκώ σουμε. Και επειδή συνήθως τα σηκώνουμε δύσκολα, τα κοι τούμε απ' τα πλάγια. {"Κοιτώ πλαγίως" τον κ. Α σημαίνει τον θεωρώ ύποπτο. Το ίδιο σημαίνει και το λαϊκό ρήμα "στρα βοκοιτάζω"). Διότι στα πλάγια βρίσκονται τα σκιερά μέρη των πραγμάτων, όταν το φως δεν πέφτει κατακόρυφα, ντάλα μεσημέρι. Η προσκόλληση στο ψευδοπρόβλημα της "αντι κειμενικότητας" δεν ρίχνει μια, αλλά πολλές σκιές. Λοιπόν, το κακό κρύβεται στη σκιά. Και οι σκιές είναι τόσο πιο επίφοβες, όσο πιο δυνατές είναι. {Βλέπε και το δυνάμωμα του "κη-λάιτ" στον κινηματογράφο όσο προ χωρούμε απ' την ανώδυνη κωμωδία στο εκφοβιστικό γκραν γκινιόλ). Όταν, συνεπώς, αντιλαμβανόμαστε σκιές γινό μαστε αυτομάτως καχύποπτοι. Δηλαδή, υποπτευόμαστε εντός των σκιών την ύπαρξη του κακού. Ύποπτος, κατά προέκταση, είναι ο σκιώδης άνθρωπος, ο μη καθαρός άνθρωπος, ο σκοτεινός άνθρωπος, ο άνθρωπος των παρασκηνίων και της ίντριγκας.
Οι κατεξοχήν σκιεροί άνθρωποι είναι οι καπιταλιστές και οι λακέδες τους. Στη σκιά μπαίνουν επίσης και οι αντίπαλοί τους προκειμένου να ψάξουν εκεί τον εχθρό, αφού ξέρουν με βεβαιότητα ότι εκεί κρύβεται. (Το πάντα επίκαιρο παι χνίδι της κατασκοπείας και της "αντικατασκοπείας", όπως λέγεται κατ’ ευφημισμόν η "δική" μας κατασκοπεία είναι όκρως διδακτικό επί του θέματος). Οι δημοσιογράφοι εν γένει είναι εξ ορισμού καχύποπτοι. Διότι δουλειά τους είναι να κινούνται στη σκιά των γεγονό των και να ψαρεύουν την είδηση στο κατασκότεινο και καταβρώμικο παρασκήνιο της αστικής πολιτικής. Κανείς δεν ξέρει καλύτερα από έναν δημοσιογράφο τι σημαίνει σκιά, ψέμα, δολιότητα, υποψία. Ζώντας μια ζωή μέσα στη βρωμιά, μερικοί από μας βρωμίζουμε και οι ίδιοι. Αν θεωρείτε εμάς τους δημοσιογράφους αγγελούδια που ορκίστηκαν κάποτε να λεν μονίμως την αλήθεια και μόνο την αλήθεια, είστε υπέρ το δέον αφελείς. Άλλωστε, ο κόσμος ξέρει πως οι εφημερίδες (και το ραδιό φωνο και η τηλεόραση) λεν ψέματα, και έχει δίκιο να στέ κεται καχύποπτα απέναντι τους. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, και πάντα μέσα στα πλαί σια της διαλεκτικής αντίληψης των πραγμάτων, καμιά εφη μερίδα δε λέει ψέματα. Απλώς, αντιλαμβάνεται την αλήθεια με τον δικό της "ιδιοτελή" τρόπο. Γιατί η αλήθεια είναι πάντα ιδιοτελής. "Αντικειμενικές αλήθειες" δεν υπάρχουν παρά μόνο στη φαντασία των θεολόγων που έχουν καλές σχέσεις με το Ά γ ιο Πνεύμα και συνεπώς πληροφορούνται τον Αλη θή Λόγο ευθέως απ' το Θεό. Είναι ιδιοτελής η αλήθεια διότι υπηρετεί κάτι που βρίσκε ται δίπλα απ’ αυτήν. Και διότι, κυρίως, η αναζήτησή της γίνεται στα πλαίσια ενός συγκεκριμένου πλαισίου αναφοράς: Αλλιώς αντιλαμβάνεται την αλήθεια ο παπάς της ενορίας, αλλιώς ο προϊστάμενός του Δεσπότης, που είναι πιο πονη ρός, αλλιώς ο καπιταλιστής, αλλιώς ο κομουνιστής. Μη ρω τάτε ποιος απ* όλους γνωρίζει την αλήθεια. Γιατί η αλήθεια δεν είναι για να τη γνωρίζουμε, αλλά για να την ψάχνουμε στον αιώνα τον άπαντα. Η αλήθεια ορίζει τη φορά κίνησης "προς". Το σημαντικό είναι να ξέρουμε να διαλέγουμε την προσφορότερη και επιβεβαιωμένη απ’ την εμπειρία φορά κίνησης στο αέναο προτσές της αναζήτησης της αλήθειας.
Ο υπογραφόμενος διάλεξε όχι τη μαρξιστική αλήθεια, γιατί τέτοια αλήθεια δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχει και κάθε είδους άλλη αλήθεια στατικά και οντολογικά νοούμε νη, αλλά το μαρξιστικό προτσές (τη διαδικασία της μαρξι στικής μεθοδολογίας) που οδηγεί σε έναν ανθρωπινότερο κόσμο — που είναι αληθινότερος ακριβώς γιατί είναι ανθρω πινότερος, κι όχι γιατί κάπου εκεί στο τέρμα της αναζήτησης θα "δούμε το φως το αληθινό". Η αλήθεια καταχτιέται αργά και σταδιακά και η κατά χτησή της πρέπει να νοείται σαν μια αέναη επιθυμία κατά χτησης του ακατάχτητου, σαν ένα ιδανικό, σαν ένα όριο, σαν ένα ταξίδι προς την Ιθάκη γεμάτο περιπέτειες που πρέ πει να εύχεσαι να μην τελειώσει ποτέ, γιατί αν τελειώσει θα τελειώσει και ο άνθρωπος, τούτο το υπέρτατο δημιούρ γημα της περιπέτειας του ψαξίματος της αλήθειας. (Σημειώ νουμε με την ευκαιρία πως ο Μαρξ δεν χαρακτήρισε ποτέ "αληθινή" τη θεωρία του. Τη χαρακτήρισε μόνο μέθοδο για μια λογικότερη ερμηνεία του ιστορικού γίγνεσθαι. 0 Μαρξ δεν ήταν θεολόγος, παρόλο που κάποιοι επίγονοί του θεολογίζουν επικίνδυνα, ομιλούντες για την "αλήθεια του μαρξι σμού" και άλλα τέτοια φαιδρά). Εσείς κ. Ρεζάν, ποιά μεθο δολογία ακολουθείται ως δημοσιογράφος στο ψάξιμο της αλήθειας; Η κ. Ρεζάν, τρέχει στα δικαστήρια για να βρει εκεί την αλήθεια. Μα, καλή μου κυρία έχετε τόσες πιθανότητες να βρείτε την αλήθεια "σας" στο δικαστήριο όσο κι αν την ψάχνα τε, τη χαμένη ομπρέλα, που δε χάσατε, στο τμήμα απωλεσθέντων αντικειμένων της Αστυνομίας. Υιοθετείστε καλύ τερα μια λογικότερη μεθοδολογία, που εδράζεται στα βιβλία και όχι στα δικαστικά έδρανα. Απ' τους δικαστές μόνο εκδί κηση μπορείτε να ζητήσετε, όχι αλήθειες. Και ο εκδικητικός άνθρωπος είναι ένας κακός άνθρωπος, ακόμα και στην περί πτωση που έχει την υποστήριξη του καλότατου κυρίου Κύρκου που ασφαλώς γνωρίζει τη μαρξιστική διαλεκτική. 29 Σεπτεμβρίου 1985
39. ΑΝΗΘΙΚΕΣ ΣΥΝΤΑΓΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΓΙΝΕΤΕ ΠΛΟΥΣΙΟΣ
Πλούτος λέγεται η αφθονία υλικών αγαθών. Συνεπώς, πλούσιος είναι αυτός που διαθέτει αφθονία υλικών αγαθών. Η έννοια αφθονία, όμως είναι πολύ σχετική. Δεν υπάρχει συγκεκριμένο όριο αφθονίας αγαθών πάνω απ’ το οποίο ένας άνθρωπος μπορεί να θεωρηθεί αναμφισβήτητα πλού σιος και κάτω απ' το οποίο μπορεί να θεωρηθεί αναμφισβή τητα φτωχός. Τούτο το όριο εκτός από συγκυριακά αυθαί ρετο είναι και ιστορικά καθορισμένο. Δηλαδή αλλάζει όχι μόνο κατά την αντίληψη του καθένα, αλλά και από εποχή σε εποχή και από τόπο σε τόπο. Σύμφωνα με τα δεδομένα της "διεθνούς λέσχης των πλου σίων" (υπάρχει και τέτοια), πλούσιος θεωρείται σήμερα αυτός που διαθέτει περιουσία πάνω από εκατό εκατομμύρια δολά ρια. Και για να διεκδικήσει κανείς μια ηγετική θέση στην ίδια λέσχη πρέπει η περιουσία του να ξεπερνά το ένα δισεκατομ μύριο δολάρια. Όμως, για τα νοτιοβαλκανικά δεδομένα, τα παραπάνω νούμερα είναι εντελώς μυθικά. Κι έτσι, ένας Έλλην με κατσικοκλέφτες προγόνους που χάρις στο περίφημο "ελλη νικό δαιμόνιο" έκανε μια κάποια περιουσιούλα, ας πούμε της τάξεως των πενήντα εκατομμυρίων δραχμών, μπορεί ανετότατα να περάσει Yta πλούσιος, αλλά μόνο σε πλαίσια "εθνικά". Γιατί, με το ετήσιο εισόδημα που θα του δώσουν τα πενήντα εκατομμύρια κεφαλαίου δε θα μπορέσει ποτέ και σε καμιά περίπτωση να κάνει παρέα με τον Ανιέλι, τον Πιρέλι, τον Ροκφέλερ, τον Ρότσιλντ, τον Πώλ Γκετύ, τον Ντασώ, τον Χόντα. Η διεθνής λέσχη των πλουσίων δεν δέ χεται "ψιλικατζήδες". Το πολύ πολύ ο ιθαγενής πλούσιος
να κάνει παρέα με τον όμοιο του ιθαγενή πλούσιο. Και μαζί θ ' αγωνιστούν να βρούν τρόπους να βγουν στην επιφάνεια μιας στοιχειώδους έστω δημοσιότητας, που είναι ,το ψυχο λογικό ζητούμενο στην ψυχολογία των πλουσίων. Δεν υπάρ χει τίποτα πιο τραγικό από έναν πλούσιο που παραμένει αφα νής και άσημος και κανείς πλην του μοχθηρού γείτονα "δεν τον λογαριάζει". Ο πλούσιος αρχίζει να νιώθει καλά από ψυχολογική άποψη μόνο όταν σπάσει το φράγμα της ανω νυμίας. Και είναι πολλοί οι πλούσιοι που θα ήταν πρόθυμοι να ανταλλάξουν μέρος του πλούτου τους με "ένα όνομα". Η παροιμία που λέει "τον πλούτο πολλοί εμίσησαν, την δόξα ουδείς" είναι πέρα για πέρα σωστή. Όμως, η δια του πλού του δόξα είναι μια υπόθεση πάρα πολύ δύσκολη. Τούτη η δυσκολία, άλλωστε, είναι η αιτία που οι πλούσιοι αρέσκονται να κάνουν παρέα με καλλιτέχνες και διανοούμενους που αποχτούν με άλλο τρόπο "ένα όνομα". Ακόμα και ο Ωνάσης ένιωσε την ανάγκη να έχει δίπλα του την Κάλας και τον Παζολίνι. Οι λιγότερο πλούσιοι, ας πούμε οι εργολάβοι δημοσίων έργων, περιορίζονται σε μια "φ ιλία " με λαϊκή τραγουδίστρια παραλιακού κέντρου. Κι αυτοί που δεν μπο ρούν να πληρώσουν την τραγουδίστρια για να την "κάνουν δική τους", σύμφωνα με την προσφιλή τους ιδιοκτητική έκφραση, τη ραίνουν με λουλούδια που στοιχίζουν φθηνό τερα. Κι εκείνοι των οποίων το βαλάντιο δεν επιτρέπει ούτε τη λουλουδένια δημοσιοποίηση του πλούτου τους, σπαν πιάτα ειδικής φτηνής κατασκευής στα πόδια, της λαϊκής βεντέτας, ίσα ίσα για να προκαλέσουν δια του θορύβου την προσοχή της. Πράγματι, είναι τραγικό να είσαι και πλούσιος και αφανής. Κι αυτό ακριβώς συνιστά την ιδιάζουσα δυστυχία του πλού σιου, που ξέρει πως ίο μόνο που θα μπορούσε να κάνει με τον πλούτο του για την υστεροφημία του είναι να στήσει το πληρωμένο απ' τον ίδιο άγαλμά του πάνω απ' τον τάφο του. Χρωστάμε πολλά αριστουργηματικά ταφικά μνημεία στη ματαιοδοξία των ολικά ατάλαντων περί τα πάντα πλου σίων. Στο ίδιο ψυχολογικό υπόβαθρο στηρίζεται και το πανάρχαιο φαινόμενο του μαικηνισμού, που έπαιξε έναν τεράστιο ρόλο στην ιστορία της τέχνης. Τα παραπάνω συνιστούν μια ψυχολογικής τάξεως παρέκ βαση απ’ την τυπική λειτουργία του πλούτου που είναι η
ικανοποίηση των υλικών αναγκών του ανθρώπου. Όμως, κι εδώ δεν είναι δυνατό να υπάρξουν όρια: Ποιες και πόσες είναι αυτές οι ανάγκες; Οι ανάγκες ίου φιλοσοφημένου ανθρώπου, π.χ., είναι εντελώς στοιχειώδεις. Ένα μικρά σταθερό εισόδημα που του εξασφαλίζει το φαί του, τη στέγη του και την αγορά ίω ν βιβλίων του, του φτάνει και του περισσεύει. Όταν ένας τέτοιος φιλοσοφημένος και ισορρο πημένος άνθρωπος βρεθεί ξαφνικά με περισσότερα απ' τα αναγκαία για το άτομό του χρήματα δεν θα ξέρει τί να τα κάνει, αν δεν θελήσει να τα επενδύσει "παραγωγικά" και να χάσει έτσι τον πολύτιμο χρόνο του με οικονομικές δοσολη ψίες τελείως άσχετες με τα πνευματικά του ενδιαφέροντα. Άλλωστε, ποτέ κανείς σοβαρός άνθρωπος δεν σπατάλησε τη ζωή του κυνηγώντας τον πλούτο. Μια ζωή αφιερωμένη στο κυνήγι του πλούτου είναι μια χαμένη ζωή. Η μανία του πλουτισμού λοιπόν είναι μια ιδιάζουσα διαστροφή που εμπί πτει στη δικαιοδοσία του ψυχιάτρου. Όταν μπορεί κανείς και ικανοποιεί άνετα τις τρέχουσες βιωτικές του ανάγκες, όταν δηλαδή έχει να φάει, να στεγαστεί, να ντυθεί και να πληρώσει τους υλικούς φορείς των πνευματικών του ανα γκών, π.χ. τα βιβλία που για πολλούς είναι τόσο αναγκαία όσο και το ψωμί, όλα τα υπόλοιπα για τον φιλοσοφημένο άνθρωπο συνιστούν αυτό που ονομάστηκε "σπατάλη του κοινωνικού πλούτου". Και τούτη τη σπατάλη είναι που δεν μπορεί να ανεχτεί ο σοσιαλισμός. Κάθε σπατάλη κοινωνικού πλούτου συνιστά τον κρυφό πυρήνα της αντικοινωνικής συμπεριφοράς, και κάθε οικο νομικά καθορισμένη αντικοινωνική συμπεριφορά πρέπει να πατάσσεται, ακόμα και βίαια αν χρειαστεί! Το μπρούντζινο πόμολο κάνει εξίσου καλά τη δουλειά του με το χρυσό. Και η οπό ελεφαντοστούν λεκάνη της τουαλέτας δεν έλυσε ποτέ το πρόβλημα του δυσκοίλιου. Ούτε τα μεταξωτά σεντόνια βοήθησαν έστω και κατ' ελάχιστον τον ανοργασμικό. Από ένα σημείο και πάνω ο πλούτος είναι ένας περιττός για τον λογικό άνθρωπο πλεονασμός. Και γιαυτό ακριβώς πρέπει να αφαιρείται σπ* τους παράλογα πλούσιους το πλεόνασμα και να μοιράζεται σ' αυτούς που δεν έχουν φτάσει ακόμα στο κοινωνικά αποδεκτό μέσο βιωτικό επίπεδο. Αυτό είναι το νόημα την "κοινωνικής δικαιοσύνης", όταν δεν περιορί ζεται σ ' έναν σοσιαλδημοκρατικό λόγο, κενό νοήματος.
Μπορεί να μην υπάρχει σαφές όριο πάνω απ' το οποίο ένας άνθρωπος θεωρείται πλούσιος και κάτω απ’ το οποίο θεωρείται φτωχός. Μπορεί ανάμεσα στον πλούσιο και το φτωχό να εκτείνεται η αριθμητικά τεράστια και συνεχώς μετακινούμενη μάζα των μικρομεσαίων, που δεν τους ικανο ποιεί ούτε το πρώτο ούτε το δεύτερο συνθετικό της λέξης, και γιαυτό προσπαθούν απεγνωσμένα να υπερβούν πρώτα τη μικρότητα K t ύστερα τη μεσότητα, με ακατάσχετη τάση να προσεγγίσουν το οικονομικά "μεγάλο" που στον καπι ταλισμό ενεργεί σαν ο πιο σταθερός πόλος έλξης. Όμως, τούτη η διαδικασία της κίνησης απ' τα κάτω προς τα πάνω (απ' τη φτώχεια προς τον υπέρμετρο πλούτο) καθορίζεται από κάποιους νόμους, που καλό είναι να τους ξέροσν όσοι ονειρεύονται ένα μαυσωλείο μετ’ αγάλματος σε μια ευήλια και ευάερη μεριά πολυτελούς νεκροταφείου. Λοιπόν, για να γίνεις πλούσιος: 1) Δεν χρειάζεται πολύ μυαλό. Ό σοι έχουν πολύ μυαλό το θέτουν αυτομάτως στην υπηρεσία περισσότερο δύσκολων πραγμάτων, π.χ. στην επιστημονική έρευνα, τη φιλοσοφική σκέψη, την καλλιτε χνική δημιουργία. Αν οι παραπάνω τυχαίνει να είναι και κλη ρονόμοι, τόσο το καλύτερο γιαυτούς: Κάποιος ηλίθιος πρό γονος δούλεψε για λογαριασμό τους και τους ετοίμασε οικο νομικά το έδαφος για να δημιουργήσουν με άνεση. Εδώ, ο πλούσιος και βλαξ πρόγονος έπαιξε το ρόλο διαχρονικού μαικήνα — και οι μαικήνες είναι πάντα χρήσιμοι, 'Αλλωστε, κάποιος πρέπει να ταΐσει αυτούς που δε δουλεύουν άμεσα παραγωγικά. Και είναι εντελώς υπέροχο να σε ταΐζει ο πλού σιος πατέρας σου, κι ακόμα πιο υπέροχο να συνεχίζει να σε ταΐζει μέσα απ’ τον χορταριασμένο τάφο του ο πλούσιος παπούς σου. (Η περίπτωση του Γιώργου Κατσίμπαλη, εδώ σε μας, θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο ιδιαίτερης έρευνας επί του θέματος που μας απασχολεί). 2) Όποιος βασιστεί στο μυαλό του για να κάνει λεφτά, είναι απλούστατα ηλίθιος. Παρά την περί του αντιθέτου επικρατούσα άποψη, ο πλούτος ποτέ και σε καμιά περίπτω ση δεν ήταν πρόβλημα ευφυΐας. Φυσικά, δεν είναι όλοι οι πλούσιοι ηλίθιοι με την τρέχουσα έννοια. Αντίθετα, πολλοί απ’ αυτούς έχουν πολύ υψηλό IQ. Αλλά το ίΟδεν είναι το μέτρο της κυρίως ειπείν ευφυΐας, είναι το μέτρο της γρήγο ρης αντιληπτικής ικανότητας, που είναι κάτι διαφορετικό
απ' την ευφυΐα. (Ο Αϊνστάιν ήταν σκανδαλωδώς αργόστρο φος, και ίσως γιαυτό δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει επιχει ρηματίας). Η γρήγορη αντιληπτική ικανότητα (που δεν είναι ευφυΐα) σου επιτρέπει να καταλαβαίνεις εύκολα τί συμβαίνει γύρω σου. Αλλά δεν σου επιτρέπει να κατανοείς και να βαθαί νεις σ’ αυτά που συμβαίνουν γύρω σου. Και δουλειά του επιχειρηματία δεν είναι να καταλαβαίνει σε βάθος, αλλά να παίρνει γρήγορα αποφάσεις την κατάλληλη στιγμή. Το "χά σιμο της ευκαιρίας" είναι μια καθαρή χασούρα, και η "εκμε τάλλευση της ευκαιρίας" είναι ένα καθαρό κέρδος. Μ’ άλλα λόγια δεν μπορείς να γίνεις πλούσιος αν δεν είσαι ολίγον "παιδί της πιάτσας". Δηλαδή, ολίγον αλητοειδής και πολύ αρπακολατζής. Το ηθικό ψιλολόγημα και η νοήμων σοβαρό τητα δεν αποτελούν καλές συστάσεις για τον υποψήφιο πλούσιο. 3) Η ικανότητα προς πλουτισμόν δεν είναι ταλέντο, παρά μόνο με την έννοια που ορίσαμε στην προηγούμενη παρά γραφο. Διότι, απλούστατα, ο πλούσιος δεν είναι ανάγκη να είναι ούτε διανοούμενος, ούτε καλλιτέχνης, ούτε επιστήμο νας, παρότι καμιά φορά μπορεί να είναι και διανοούμενος και καλλιτέχνης και επιστήμονας. Αλλά αυτές του οι ευγε νικές ιδιότητες είναι παραπληρωματικές και εντελώς άσχε τες με την ικανότητά του για πλουτισμό. Κατά κανόνα, μάλι στα, ο πλούσιος αποχτά καλλιτεχνικά και πνευματικά ενδια φέροντα αργά, όταν κουραστεί απ' τις μπίζνες κι όταν ανα καλύψει πως η μισή ζωή του κύλησε ήδη επί ματαίω. Όπως λέει ο Νίτσε, η αίσθηση της ματαιότητας και η συνείδηση του πάντα επικείμενου θανάτου παίζουν τεράστιο ρόλο στην πνευματικότητα. Ένας ολίγον, αλλά σταθερά άρρωστος πλούσιος, π.χ., μπορεί να αναπτύξει απροσδόκητα μια υπο λογίσιμη πνευματικότητα, αφόσον βέβαια δεν είναι εκ γενετοίς βλαξ. Πολύ συχνά, μάλιστα, μπορεί να γίνει "αποστάτης της τάξης του". Και τέτοιες αποστασίες έπαιξαν έναν σπου δαίο ρόλο στην ιστορία του εργατικού κινήματος. (Ο Ολιβέτι, σε γραφομηχανή του οποίου γράφω αυτή τη στιγμή, ήταν ένας απ' τους πιο διάσημους αποστάτες της τάξης του, τόσο διάσημος όσο σχεδόν και ο μεγάλος Όουεν. 0 Χόντα στην Ιαπωνία σήμερα προσπαθεί να τον μιμηθεί). 4} Ο πλούτος δεν είναι "θείο δώρο". Δεν είναι ο Θεός που αποφασίζει για το αν γίνουμε ή δε γίνουμε πλούσιοι. Ο Θεός
δεν είναι ούτε τραπεζίτης, ούτε τοκογλύφος, ούτε εργολά βος — παρότι η δημιουργία του κόσμου μοιάζει λιγάκι με εργολαβία, σε μια εργολαβική θεολογική αντίληψη της δη μιουργίας που αντιλαμβάνεται το Θεό σαν αρχιτέκτονα. Όμως, τούτες τις θεολογικές χυδαιότητες δεν θα τις δεχόταν κανείς σοβαρός θεολόγος ή θεολογίζων ας πούμε ο Γιάσπερς, ο Γκαμπριέλ Μαρσέλ, ή ο Σεστώφ, Ένας Θεός με αλφάδια και κατσαβίδια στα θεϊκά του χέρια είναι μια ευτελής εικόνα της θεότητας κατάλληλη μόνο για Μασώνους, που επέβαλαν και την αντίληψη του Μεγάλου Αρχιτέκτονα του Σύμπαντος. {Είναι αδύνατο να υπάρξουν περισσότερο γελοίοι "φ ιλόσοφοι" σε τούτον τον κόσμο απ’ τους Μασώνους). Παρόλο που καλούμε συνήθως έναν παπά στα εγκαίνια μιας καπιταλιστικής επιχείρησης για να ξορκίσει τα "κακά πνεύματα", αυτά θα συνεχίσουν να υπάρχουν ερήμην όλων των προσευχών, όλων των παπάδων της οικουμένης. Ά λ λ ω στε, αν ο πλούτος ήταν πρόβλημα προσευχής, δεν θα είχαμε παρά να προσευχόμαστε κάθε φορά που θα βρισκόμασταν σε οικονομική στενότητα. Βέβαια, προσευχές με οικονομικό περιεχόμενο γίνονται πάρα πολύ συχνά απ' τους κακοήθεις που προσπαθούν να κάνουν το Θεό συνεταίρο άνευ ποσοστών στην επιχείρησή τους, αλλά η οικονομική τους αποτέλεσματικότητα απομένει να αποδειχτεί και με τρόπο επιστημονικό τερο του θεολογικοΰ. Εν πάση περιπτώσει, καλό είναι να μη μπερδεύουμε τα κουκιά με τα φασόλια, δηλαδή να μη ραντί ζουμε με "αγιασμό" το χρηματοκιβώτιό μας. Η γελοιότητα τούτης της υπόθεσης είναι προφανής: Το Ά γ ιο Πνεύμα δεν κατοικεί στις Τράπεζες και τα χαρτονομίσματα δεν έχουν πάνω τους τίποτα απ' τη "θεϊκή ουσία". Ά λλω στε το χρήμα δεν δημουργήθηκε ούτε την πρώτη ούτε την έβδομη μέρα της δημιουργίας, αλλά τον 5ο π.Χ. αιώνα. Συνεπώς, ο Θεός ουδεμία ευθύνη φέρει για τα οικονομικά πράγματα του κό σμου τούτου. 5) Η ικανότητα προς πλουτισμό είναι κυρίως η συνέπεια της ανυπαρξίας ήθους. Διότι ο σωρευμένος πλούτος είναι το αποτέλεσμα της συσσώρευσης της παρακρατημένης απ' τον εργαζόμενο υπεραξίας της δουλειάς του. Κάθε τέτοια παρα κράτηση είναι κλοπή, νέτα σκέτα. Βέβαια, πρόκειται για κλοπή νομότυπη και νομικά κατοχυρωμένη. Συνεπώς, δεν μοιάζει καθόλου με την κυρίως ειπείν κλοπή. Ο καπιταλιστής δεν
είναι ένας κλέφτης με την τρέχουσα έννοια. Αντίθετα, ο ίδιος μπορεί να θεωρεί τον εαυτό του καθόλα τίμιο άνθρωπο — και να είναι πράγματι. Εκτός απ’ την περίπτωση που οι επιχει ρήσεις του συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με τη Μαφία, ο επιχειρημαρίας μπορεί ν’ ανάβει το κεράκι του χωρίς τύψεις. Ο καημένος, δεν έμαθε ποτέ πως η ιδιότητα του καπιταλι στή συνεπάγεται αυτόματα, και άσχετα προς τη βούλησή του, και την ιδιότητα του κλέφτη. Μ' άλλα λόγια δεν κάθησε να σκεφτεί, όπως ο Άνταμ Σμιθ και ο Ρικάρντο πριν απ’ τον Μαρξ, και φυσικά όπως ο ίδιος ο Μαρξ, το πόθεν του πλού του. Δηλαδή, πώς συμβαίνει να αυγατίζουν τα χρήματα, ποιοι είναι οι νόμοι που κάνουν το κεφάλαιο να συσσωρεύε ται και να μεγαλώνει, θεωρητικά μέχρι το άπειρο. Κάτι τέτοιο δε θα συνέβαινε σε καμιά περίπτωση αν μας πλήρωναν ολόκληρη την αξία της προσφερόμενης εργασίας, Ο εργοδότης κρατάει πάντα ένα μέρος του χρήματος που θα έπρεπε να μας πληρώσει για την προσφερθείσα εργασία ή υπηρεσία. Καμιά μα καμιά απολύτως εργασία δεν είναι πληρωμένη στο ακέραιο, όσο υψηλή και άν είναι η αμοιβή. Εκμεταλλευόμενοι είναι πάντα και οι υψηλόμισθοι. Αλλά αυτοί θα είναι οι τελευταίοι που θα το μυριστούν. Κάθε αμοιβή με μισθό (ή με ημερομίσθιο ή με ωρομίσθιο) είναι πηγή πλούτου για τον εργοδότη. Ό σο λοιπόν υπάρχει μισθω τή εργασία θα υπάρχει αναγκαστικά και πλούτος. Όταν ο πλούτος συσσωρεύεται σε χέρια ιδιωτών, το σύ στημα που τον παράγει λέγεται καπιταλιστικό. Όταν ο πλού τος συσσωρεύεται στο κράτος (ή στην κοινωνία) το σύστημα που τον παράγει λέγεται σοσιαλιστικό. Όταν δεν συσσωρεύε ται κανένας πλούτος σε κανέναν, δηλαδή όταν όλοι κατανα λώνουν κατά τις ανάγκες τους, κρατώντας στο δημόσιο ταμείο ένα απόθεμα για "ώρα ανάγκης" {του κοινωνικού συνόλου), το σύστημα λέγεται κομουνιστικό. Αλλά αυτό το σύστημα είναι ένα ιδανικό για το μέλλον, κάθε άλλο παρά ουτοπικό, όπως απόδειξε ο Μαρξ. 6 Οκτωβρίου Ί985
40. Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΧΙΟΥΜΟΡ ΑΠΟ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΑΣΤΕΙΟΥ
Η λατινική λέξη χιούμορ (humor) στην κυριολεξία της σημαίνει υγρασία. Δεν υπάρχει ακριβής αντίστοιχη ελληνική λέξη, ίσως γιατί το ελληνικό πνεύμα είναι υπέρ το δέον ξηρό. Την υγρασία στο λόγο μας τη φέραμε απ* την υγρή Αγγλία, όπου το humour αποτελεί τυπικό χαρακτηριστικό του αγγλι κού πνεύματος. Οι κατ' εξοχήν χιουμορίστες ήταν πάντα, και συνεχίζουν να είναι οι Εγγλέζοι. Φυσικά, χιούμορ έχουν {ή κάνουν) όλοι οι λαοί, αλλά δεν έχουν όλοι οι λαοί εκείνη την θαυμαστή δεξιότητα των Εγγλέζων να "μουσκεύουν" το λόγο τους στη λονδρέζικη ομίχλη. Το χιούμορ δεν είναι το κωμικό, δεν είναι το αστείο, δεν είναι το καλαμπούρι, δεν είναι η πλάκα. Χιούμορ είναι εκείνη η ρευστή και μαλακή κατάσταση του πνεύματος, εκείνη η εύθυμη και χαριτωμένα πονηρή διάθεση μέσα στην οποία βουτιέται η τυπική εγγλέζικη ευγένεια ώστε να λειανθούν οι σκληρές γωνίες της. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό που κυρίως προσπαθούν να μουσκέψουν οι Εγγλέζοι με το χιούμορ είναι ο άκαμπτος εγγλέζικος ορθολογισμός: Μια πολύ μικρή δόση παραλογισμού είναι αυτό ακριβώς που χρειά ζεται για να διακοσμηθεί ο Ορθός Λόγος και να φανεί περισ σότερο ορθός, έτσι όμορφα σερβιρισμένος στο αχνιστό πιάτο. Το χιούμορ δεν είναι πρόβλημα συνταγής, είναι θέμα σερβι ρίσματος της κοινωνικά καταξιωμένης συνταγής του ορθώς σκέπτεσθαι με τρόπο απολύτως προσωπικό. Το χιούμορ είναι μια κατάσταση περισσότερο συναισθη ματική και λιγότερο νοητική. Πιο σωστά, είναι η έκφραση μιας σκέψης πάρα πολύ σοβαρής που κάνει απεγνωσμένες
προσπάθειες να αρνηθεί τη σοβαρότητά της χωρίς να τα καταφέρνει τελικά. Ωστόσο, τούτη η προσπάθεια αφήνει τα αστεία χνάρια της πάνω στο σοβαρό στοχασμό κι έτσι η ατσαλάκωτη ρεντιγκότα του λόρδου αποχτάει κάποιους τεχνητούς λεκέδες που την κάνουν να ξεχωρίζει α π ’ την ρεντιγκότα του άλλου λόρδου. Το χιούμορ είναι τα κομψά "δακτυλικά" αποτυπώματα του νου πάνω στον προφορικό ή τον γραπτό λόγο. Εντού τοις, δεν πρόκειται εδώ ούτε για καλλιέπεια, ούτε για στυλ. Το χιούμορ δεν είναι αισθητικό πρόβλημα. Είναι μια παιχνιώδης κατάσταση της σκέψης, μισοσυνειδητή-μισοασυνείδητη, που κατά τον Φρόυντ εδράζεται στο προσυνειδητό kl όχι στο υποσυνείδητο, όπως το αστείο, που είναι μια νοητική και μαζί ψυχική διεργασία πολύ διαφορετική απ' αυτήν του χιούμορ. Κατά κάποιον τρόπο, το χιούμορ μετέχει στην αστειότητα και δΓ αυτής στο κωμικό, που είναι η έννοια γένους για όλες τις παρεκβάσεις απ’ την κοινωνικά απο δεκτή κατάσταση του σκέπτεσθαι και του φέρεσθαι. Όμως, μετέχει στο αστείο και στο κωμικό μ' έναν τρόπο που δεν γίνεται αντιληπτός ούτε σαν αστείος ούτε σαν κωμι κός. Το χιούμορ δεν προκαλεί γέλιο και ο χιουμορίστας δεν είναι κωμωδός. Το χιούμορ αιωρείται στην κενή περιο χή ανάμεσα στο πολύ σοβαρό και το ελαφρώς κωμικό. Κατά κάποιον τρόπο, είναι η γέφυρα ανάμεσα στο δράμα και την κωμωδία, χωρίς να είναι ούτε δράμα ούτε κωμωδία. Ά λλω στε υπάρχουν κωμωδίες χωρίς ίχνος χιούμορ και δράματα εξόχως χιουμοριστικά. Πάντως, το χιούμορ κολλάει παντού: Και στο δράμα, και στην κωμωδία, και στην τραγωδία. Κι αυτό γιατί το χιούμορ δεν είναι δραματικό είδος. Είναι, το είπαμε, η υγρή κατάσταση του πνεύματος. Πιο σωστά, είναι οι υδρατμοί του πνεύματος τη στιγμή που αυτό περνάει απ’ την αεριώδη κατάσταση στην υγρή με πρό θεση να προχωρήσει και παραπέρα, στη στερεή. Η αντίστροφη διαδικασία, το πέρασμα απ’ την στερεή (ή την υγρή) κατά σταση στην αεριώδη δεν είναι χιούμορ, είναι αστείο. Το αστείο είναι πάντα βέβυλο γιατί προϋποθέτει μια αποδίάρθρωση του "στερεού" Λόγου, μια προσβολή της κανονικής τάξης πραγμάτων και ιδεών. Αντίθετα, το χιούμορ δεν έχει καμιά τέτοια "επαναστατική" πρόθεση. Το χιούμορ είναι
για καλοαναθρεμμένους Τόρηδες, που δεν παραλείπουν να το πάρουν μαζί τους και στη Βουλή των Λόρδων. Ό σο πιο λεπτό είναι το χιούμορ, τόσο πιο κοντά στη φυσική αεριώδη του κατάσταση βρίσκεται. Και όσο χοντραί νει, τόσο βαραίνει με συνέπεια να κατακαθίσει τελικά πάνω στο αστείο, συνεπώς και στο κωμικό. Πράγμα καθόλου μεμπ τό, φυσικά. Γιατί το χιούμορ είναι σαν την κόκκινη γραβάτα: Φοριέται μ’ όλα τα κοστούμια. Με την προϋπόθεση πως ο κό μπος θα είναι σωστά δεμένος. Και, βέβαια, είναι μάλλον άστοχο να περιμένεις απ’ τον χωρικό να δέσει σωστά την κόκκινη κυριακάτικη γραβάτα του. Η κωμωδία είναι χωριάτικη υπόθεση: Γεννήθηκε στην κώμη, δηλαδή σ' έναν οικισμό μεταξύ χωριού και κωμοπόλεως. (Αυτός ο λεπτός αρχαιοελληνικός γεωγραφικός δια χωρισμός δε γίνεται πια). Και στον κωμό, δηλαδή τη διασκέ δαση, το γλεντοκόπι των χωρικών απ' όπου ξεπήδησε το πάντα λαϊκό δραματικό είδος της κωμωδίας, δεν πρέπει να ψάχνει κανείς για χιούμορ. Άλλωστε, το χιούμορ απαιτεί νηφαλιότητα, και ο μεθυσμένος γλεντοκόπος δεν μπορεί να κάνει χιούμορ. Χιούμορ η κωμωδία θα τα καταφέρει να κάνει πάρα πολύ αργά, απ' τον Σαίξπηρ και μετά. Ο Σαίξπηρ ήταν και τραγωδός και κωμωδός. Συνεπώς είναι ο ιδανικός άνθρωπος για να κάνει ιδανικό χιούμορ. Γιατί το χιούμορ είναι κωμικό με ακατάσχετη τάση προς το τραγικό — ή το αντίστροφο. Το χιούμορ είναι σαν τον αναζητούμενο απ' τους ανθρωπολόγους ελλείποντα κρίκο μεταξύ ανθρώπου και πιθήκου: Είναι η κωμωδία που δεν έγινε ακόμα τραγωδία, και η τραγωδία που δεν έγινε ακόμα κωμωδία. Από δω ακριβώς και η ρευστότητά του, ή ο ερμα φροδιτισμός του, αν προτιμάτε. Φέρτε στο νου σας τις κωμω δίες του Σαίξπηρ και προσπαθείστε να θυμηθείτε αν γελά σατε ή αν κλάψατε όταν τις βλέπατε ή τις διαβάζατε. Στον Αριστοφάνη, αντίθετα, γελάει κανείς σίγουρα. Κι αν δε γελάσει είναι γιατί βρίσκεται ήδη πάρα πολύ μακριά απ' τις κοινωνικές καταστάσεις που αποδιάρθρωνε και αναδι,άρθρωνε ο Αριστοφάνης με την εκπληχτική τέχνη του. Ο Αριστοφά νης, συνεπώς, είναι "καθαρός" κωμωδός. Αλλά το χιούμορ δεν ανέχεται την καθαρότητα. Είναι πολύ διπλωματικό. Κατα λαβαίνουμε τώρα καλύτερα γιατί το χιούμορ είναι τυπικά εγγλέζικη κατάσταση. Τόσο ο Λώρενς της Αραβίας όσο και
ο Τσώρτσιλ ήταν σπουδαίοι χιουμορίστες. Ά λλω στε, χρειά ζεται χιούμορ για να μπορείς να πατάς στο σβέρκο των άλλων χαμογελώντας με σημασία. Κι αν η κυρία Θάτσερ χάσει το χιούμορ της, θα χάσει αυτομάτως και την κυβέρνηση. Μια διακριτική δόση κυνισμού είναι απολύτως αναγκαία στο χιούμορ. Αλλά πολύ διακριτική. Γιατί, με λίγο περισσό τερο απ’ το αναγκαίο χιούμορ περνάς στην κωμωδία και με λίγο λιγότερο στο δράμα. Ενώ το ζητούμενο απ’ τη σπου δαία τέχνη της (αγγλικής κυρίως) διπλωματίας είναι η ακρο βασία ανάμεσα στις ακρότητες. Και το χιούμορ απεχθάνεται τις ακρότητες. Το χιούμορ προϋποθέτει οπωσδήποτε καλή ανατροφή και είναι εντελώς μάταιο να το ψάχνεις στις φτωχές χώρες της ΕΟΚ, συνεπώς και στην Ελλάδα. Από μια άποψη, αυτό είναι ευτύχημα: Όταν σε σκοτώνουν, καλό είναι να μη σε σκοτώνουν με το γάντι. Αν είναι να σε σκοτώσουν οπωσδήποτε, ας προτιμήσουν τους παραδοσια κούς τρόπους. Γιατί το σκότωμα με το γάντι είναι το υπέρ τατο χιούμορ. Κι ο θάνατος μπορεί να είναι κωμικός, κοιταγ μένος απ’ τη δέουσα φιλοσοφική απόσταση, αλλά χιουμορι στικός ποτέ. Διότι ο θάνατος είναι μια "καθαρή κατάσταση": Είναι αυτός που είναι και δεν επιδέχεται αμφισβητήσεις. Ενώ το χιούμορ στηρίζεται στην αμφισβήτηση και το διφο ρούμενο. Συνεπώς, το μυαλό είναι τόσο αναγκαίο στο χιούμορ, όσο το σκόρδο στη σκορδαλιά και η στρεψοδικία στο διπλωμάτη. 0 βλαξ δεν μπορεί ούτε να κάνει χιούμορ, ούτε να δεχτεί το χιούμορ αυτών που μπορούν νατό κάνουν. Και πώς να κάνει χιούμορ ο βλαζ, αφού ούτε αστεία δεν μπορεί να κάνει ή να δεχτεί; Ο άξιος του τίτλου του βλαζ (ο βλαξ με πατέντα, όπως τον λέμε αλλιώς) θα γελάσει μόνον όταν βρεθεί τυχαία σε παράσταση τραγωδίας, ή όταν τον γαργαλήσουν. Το αστείο είναι απ' τη φύση του πολύ πιο προσιτό απ’ το χιού μορ. Γιατί το αστείο είναι μια ριζική ανατροπή της λογικής τάξης πραγμάτων, και σαν τέτοια γίνεται ευκολότερα αντι ληπτό. Ά λλω στε, "αστείος" στην κυριολεξία σημαίνει "ο μεγαλωμένος στην πόλη" (στο άστυ). Μ' άλλα λόγια, το αστείο είναι μια κατάσταση αστική και όχι αριστοκρατική, όπως το χιού μορ. Και για να βάλουμε τα πράγματα στην ταξική τους τάξη: Το κωμικό είναι δημιούργημα του χωρικού, το αστείο
του αστού και το χιούμορ του αριστοκράτη. Στην πραγματι κότητα, η παραπάνω ιστορική σειρά έχει ανατραπεί προ πολλού, και σήμερα χιούμορ μπορεί να κάνει και ο αστός και ο χωρικός. Όπως όλα, εκδημοκρατίστηκε και το χιούμορ. Όμως, προσοχή: Κανείς δεν μπορεί να κάνει χιούμορ, όταν έχει δει στην ελληνική τηλεόραση πολλές ελληνικές κωμω δίες. Για να αποχτήσει κάποιος την αριστοκρατική συνήθεια του χιούμορ που, σημειωτέον, στη δημοκρατική του παραλ λαγή είναι αμυντικοεπιθετικό όπλο εξαιρετικά χρήσιμο, πρέ πει επιπλέον να πάψει να βλέπει φαρσοκωμωδίες στο θέατρο. Αυτές κι αν στερούνται χιούμορ! Είπαμε πως το χιούμορ εκδημοκρατίστηκε. Πάντως όχι τόσο, που να το υιοθετήσει και η ελληνική δημοκρατία. Αυτή κινείται ακόμα στην περιοχή του αστείου. Ό χ ι πως είναι αστεία. (Ό χ ι τέτοια αστεία με τους Έλληνες εισαγγε λείς, που δεν καταλαβαίνουν από αστεία). Δε θέλουμε να πούμε αυτό, κύριε Εισαγγελέα. Θέλουμε να πούμε μόνο πως η Ελλάδα μόλις και πέρασε το κατώφλι απ’ την ιστορι κή περιοχή της χωρικής κωμωδίας στην ιστορική περιοχή του αστικού αστείου. (Βλέπε και παραπάνω). Θα χρειαστούν μερικές δεκαετίες ακόμα για να λεπτύνει η ελληνική δημο κρατία τόσο, όσο χρειάζεται για να βάλει το χιούμορ (ευχό μαστε όχι κατά τα αγγλικά πρότυπα) στην ελληνική πολιτική, και σε ένα δεύτερο στάδιο και στην ελληνική βουλή. Οι Ά γ γ λ ο ι που εφεύραν τον καπιταλισμό και τον κοινο βουλευτισμό, δεν εφεύραν επί ματαίω το χιούμορ. Ό λα αυτά παν μαζί. Ά λλωστε, χρειάζεται χιούμορ για να μπορέσεις να επιβιώσεις υπό καπιταλιστικό καθεστώς, κυρίως όταν αυτό βαδίζει τον τρίτο δρόμο προς το άγνωστο με βάρκα την ελπίδα. Οι Έλληνες έχουμε ανάγκη από χιούμορ σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Γιατί, τίποτα δεν είναι πιο χιουμορι στικό από ένα κοινωνικό καθεστώς που αιωρείται μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού. Όπως ξέρουμε ήδη, το χιού μορ είναι μια αιώρηση, ένα "ανοίκωμεν και δεν ανοίκωμεν εις την δύσιν", ένα "φεύγουν και παραμένουν o l βάσεις". Ά λλωστε, η Ελλάδα έτσι κι αλλιώς αιωρείται μεταξύ Ευρώπης και Αφρικής, κλίνοντας περισσότερο προς την Αφρική. Για επιβεβαίωση κοιτάξτε και το χάρτη: Η Ελλάδα καθώς κρέμεται προς τα κάτω είναι έτοιμη να ξεκολλήσει και να χτυπήσει πάνω στη Λιβύη, και άντε να ξεμπλέξεις με
τον Καντάφι. Που πριν μερικούς μήνες αιωρήθηκε κι αυτός μεταξύ της αφρικανικής χώρας του και της υπεραφρικανικής χώρας μας, στην Κρήτη. Ως γνωστόν, το αποτέλεσμα αυτής της αιώρησης ήταν άκρως χιουμοριστικό: Οι Γάλλοι ακόμα βρίσκονται στο Τσαντ, Kat η υπόθεση απ' την περιοχή του χιούμορ σχεδόν πέρασε σ ' αυτήν του αστείου. Το χιούμορ στις ερμαφρόδιτες μέρες μας μπορείς να το ανακαλύψεις παντού. Αρκεί να διαθέτεις ο ίδιος χιούμορ. Γιατί το χιούμορ έχει την περίεργη ιδιότητα να μη μπορείς να το βρίσκεις αν ήδη δεν το έχεις. Να μια ακόμα αιώρηση ανάμεσα στο "έχειν" και το "τρέχα γύρευε το". Πού, όμως; Ιδού η χιουμοριστική ερώτηση. Ιδού και η χιουμοριστική απάντηση: Παντού όπου υπάρχει σύγχυση. Γιατί το χιούμορ εξαφανίζεται όταν εξαφανίζονται οι συγχύσεις. Το χιούμορ έχει τόση ανάγκη απ’ τα θολά νερά, όση και οι βάτραχοι. Το χιούμορ είναι για ανθρώπους ελαφρώς συγχυσμένους. Δεν σου χρειάζεται το χιούμορ όταν είσαι πολύ νηφάλιος, πολύ "καθαρός", πολύ "επιστημονικός". Το χιούμορ είναι μια ευγενική μεταμφίεση του πάντα αγενούς αστείου, είναι μια ταξική μετάθεση του αστείου απ’ τα κατώτερα προς τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Πράγματι, το αστείο προηγεί ται ιστορικά του χιούμορ και το δημιουργεί. Στην πραγμα τικότητα μάλιστα το χιούμορ είναι ένα αστείο που φόρεσε τα καλά του για να μην αναγνωρίζουν την αρχική και ξεχα σμένη του καταγωγή απ’ την κώμη. Πίσω από κάθε αριστο κράτη κρύβεται ένας χωριάτης πρόγονος, κι αν του αριστο κράτη του σηκώσεις την ουρά της ρεντιγκότας θα δεις από πίσω μια φουστανέλα, ή όποια άλλη εθνική ενδυμασία. Λοιπόν, το χιούμορ κατάγεται απ’ το αστείο. Πιο ειδικά, απ’ το έντονα ειρωνικό αστείο, που με τον καιρό έχασε σημα ντικό μέρος της αστειότητάς του και λέπτυνε την ειρωνεία του τόσο, όσο χρειάζεται για να μη δείχνει αγενής ο εύγενής. Τώρα, χάρη στους Εγγλέζους, ο καθένας μπορεί να είναι είρων και να μην του φαίνεται. Ό λα γίνονται αχνά μέσα στην υγρασία της ομίχλης. Ετυμολογικά, ειρωνεία σημαίνει προσποίηση, υποκρισία. Η λέξη παράγεται απ’ το ρήμα είρω που σημαίνει συναρμο λογώ, συνδέω, κάνω συνδυασμούς. (Η κομπίνα είναι παράγωγο λατινικού ρήματος με την ίδια σημασία). Λοιπόν, για να προσποιηθείς πρέπει να κάνεις μια σειρά συνδυασμών.
Κι από συνδυασμό σε συνδυασμό μπορείς να απομακρυνθείς τόσο πολύ απ' το αρχικό δεδομένο, όσο και ο ηθοποιός απ' τον εαυτό του όταν υποδύεται έναν ρόλο. Αλλά όσο κι αν απομακρυνθείς θα είσαι πάντα κρατημένος απ’ τον ομφάλιο λώρο της θείας ειρωνείας, που όλοι την απεχθάνονται και κανείς δεν την αποφεύγει. Η ειρωνεία είναι η βαθιά ψυχολογική ρίζα ολόκληρου του κωμικού, διακρι τικού και αδιάκριτου. Συνεπώς και του χιούμορ που είναι η πιο εξευγενισμένη μορφή κωμικού. Από σένα κι απ’ την εξυπνάδα σου εξαρτάται να μην καταλάβουν οι άλλοι ότι παραμένεις είρων κάνοντας χιούμορ. Ότι, δηλαδή, παίζεις ένα θέατρο (προσποιείσαι, υποκρίνεσαι) για να πεις πράγματα τόσο σοβαρά που αν τάλεγες με την αρμόζουσα σοβαρότητα θα τρομοκρατούσες πάρα πολλούς. Λοιπόν, αν θέλεις να σκο τώνεις με το γάντι προσπάθησε ν* αποχτήσεις χιούμορ. Είναι ένα όπλο τρομερής δύναμης. Το χιούμορ είναι πάρα πολύ σοβαρό πράγμα για να το πάρουμε στ’ αστεία. 13 Οκτωβρίου 1985
41. "ΠΟΙΟΣ ΟΛΙΓΟ ΠΟΙΟΣ ΠΟΛΥ, ΟΛΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΤΡΕΛΟΙ
Υπάρχει μια αλήθεια φοβερή και τρομερή στη λαϊκή πα ροιμία που λέει: Ποιος ολίγο, ποιος πολύ, όλοι είμαστε τρε λοί. Σύμφωνα με την παραπάνω παροιμία αυτό που ονομά ζουμε τρέλα δεν είναι πρόβλημα ποσότητας (λίγο ή πολύ), αλλά ποιότητας (είμαστε ή δεν είμαστε). Όμως, η ποσότητα βοηθάει στη διάγνωση: Ο πολύ τρελός είναι πολύ άρρωστος ψυχικά, και ο ολίγο τρελός είναι ολίγο άρρωστος ψυχικά. Τον πολύ άρρωστο ψυχικά, όπως όλους τους πολύ άρρω στους, τον στέλνουμε στο νοσοκομείο — στο ψυχιατρείο, στην προκειμένη περίπτωση — για τα περαιτέρω. Τον ολίγο άρρωστο ψυχικά, αυτόν που πάσχει από ψυχικό συνάχι τρόπον τινά, είτε του δίνουμε "ψυχική ασπιρίνη", ας πούμε ένα χάδι, ή έναν καλό λόγο, ή ένα χαστούκι, κατά περίπτω ση, είτε τον παρατάμε στην τύχη του, αφού έτσι κι αλλιώς δεν διατρέχει κίνδυνο, τουλάχιστο άμεσο. Όμως, όλες οι αρρώστιες πριν φτάσουν στο στάδιο του πολύ, περνούν απ’ το στάδιο του λίγο. Και η προληπτική ιατρική επεμβαίνει σ' αυτό το στάδιο, ή καλύτερα στο "στά διο μηδέν", όταν δηλαδή η αρρώστια δεν έχει εμφανιστεί ακόμα, αλλά ενδεχομένως ετοιμάζεται να εμφανιστεί. Συνε πώς, ο ολίγον ή ελαχιστότατα τρελός είναι πολύ πιθανό να γίνει πολύ τρελός ή τρελός για δέσιμο αν δεν πάρει εγκαί ρως τα μέτρα του. Με τους πολύ τρελούς ασχολείται η ψυχιατρική. Με τους ολίγον τρελούς ασχολείται η ψυχανάλυση, που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η προληπτική ψυχική ιατρική. Το πόσο χρήσιμη από ιατρικής απόψεως θα ήταν δυνατό να είναι η
ψυχανάλυση γίνεται φανερό κι απ’ το γεγονός πως ο ολίγον τρελός δε γίνεται... ορατός δια γυμνού οφθαλμού, αντίθετα με τον πολύ τρελό που διαλαλεί την τρέλα του. Α π ’ αυτή την άποψη, η ψυχανάλυση είναι για την ψυχιατρική ό,τι η μικροβιολογία για την ιατρική: Κάνει ορατά τα αόρατα "ψυ χικά μικρόβια" και καθιστά δυνατή την έγκαιρη θεραπεία. Αν είχαμε επαρκή γνώση για τον τρόπο "λειτουργίας" της ανθρώπινης ψυχής θα φοβόμασταν λιγότερο την "παρά ξενη" συμπεριφορά των γνωστών μας και, κυρίως, των αγνώ στων μας, και δεν θα αναρωτιόμασταν αν τα καμώματά τους είναι ή δεν είναι συμπτώματα τρέλας. Θα ξέραμε, π.χ., πως η σύζυγος που μετατρέπει τα πιάτα της κουζίνας της σε... πιατάκια δεν είναι ακριβώς τρελή, αλλά απλώς υστερική, κι ότι για την υστερία της φταιν πάρα πολλοί. Τόσοι πολλοί που η προσωπική της ευθύνη είναι τελικά αμελητέα. Η υστερία, ακριβώς, ήταν η αφορμή για την εμφάνιση της ψυχανάλυσης. Πρόκειται για έναν όρο που τον δημιούρ γησε το 1896, ο πατέρας αυτής της καινούργιας ήπιας ψυ χιατρικής, ο Ζίγκμουντ Φρόυντ (1856-1939) για να ορίσει μ ’ αυτόν μια νέα μέθοδο διάγνωσης και θεραπείας των ελα φρών παθήσεων που λέγονται νευρώσεις. (Οι βαριές ψυχι κές παθήσεις, που δεν αφορούν την ψυχανάλυση λέγονται ψυχώσεις). Για να καταλάβουμε πόσο μεγάλη υπόθεση είναι η ψυχα νάλυση και τι πρόσφερε ο Φρόυντ όχι μόνο στην ιατρική, αλλά γενικότερα στον πολιτισμό, πρέπει να κατανοήσουμε καλά τι σημαίνει υστερία, αφού αυτή οδήγησε τον μεγάλο επιστήμονα και στοχαστή στην ανακάλυψη του υποσυνειδή του, μια ανακάλυψη τόσο μεγάλης σημασίας όσο κι αυτή του Μαρξ για την υπεραξία. (Μη σας ενοχλήσει ο παραλλη λισμός. Θα επανέλθουμε στη σχέση Μαρξ καί Φρόυντ), Η υστερία είναι μια αρρώστια κυριολεκτικά μυστηριώδης, που την ύπαρξή της τη γνώριζαν και οι αρχαίοι Έλληνες γιατροί. Τη βάφτισαν έτσι (υστερία) απ' την υστέρα, λέξη συνώνυμη της μήτρας. Γιατί πίστευαν κάποτε πως η υστερία έχει την έδρα της στα γεννητικά όργανα της γυναίκας. Ήταν λάθος, αλλά όχι εντελώς. Η ψυχανάλυση θ ’ αποδείξει πως οι νευρώσεις έχουν πράγματι σχέση με τα γεννητικά όργανα όχι όμως αποκλειστικά της γυναίκας. Ωστόσο, η εμφάνιση αυτής της περίεργης αρρώστιας στις γυναίκες είναι πιο συχνή,
για λόγους που θα τους κατανοήσουμε στη συνέχεια. Συνε πώς δεν είναι εντελώς άστοχο το όνομα της υστερίας, που θα μπορούσε να βαφτιστεί και "μητρίτιδα", αν δεν υπήρχε κίνδυνος να γίνει σύγχυση με άλλες αρρώστιες της μήτρας, με τις οποίες ασχολείται κυρίως η γυναικολογία. Η υστερία είναι η πιο σημαντική και η πιο διαδομένη νεύ ρωση. Οι νευρώσεις {οι ελαφρές ψυχικές ασθένειες) είναι ψυχικές διαταραχές που εκδηλώνονται είτε με μια σμίκρυνση είτε με μια μεγέθυνση της συνηθισμένης συμπεριφοράς ενός ατόμου. Μια μελαγχολία, χωρίς πολύ σοβαρά παθολογικά αίτια, είναι μια νεύρωση που μειώνει τη συνηθισμένη μας συμπεριφορά (αφαιρεί κάτι απ' αυτήν), ενώ μια αναίτια υπερκινητικότητα ή υπερφλυαρία είναι κι αυτή μια ασήμαντη νεύρωση που προσθέτει κάτι στη συνηθισμένη μας συμπερι φορά: τη διογκώνει και την κάνει παράξενη. Οι κύριες νευρώσεις είναι οι έμμονες ιδέες {οι ψυχαναγκασ μός το να επιμένεις σε κάτι χωρίς επαρκή λόγο), οι φοβίες (οι μικροί, πολλοί, επίμονοι, "διάχυτοι" και αναίτιοι φόβοι) και οι απέχθειες (οι αδικαιολόγητες για πράγματα που συνή θως δεν τα αηοστρέφονται ομαλοί άνθρωποι, ας πούμε η απο στροφή για το γάλα ή τις μπάμιες). Η ψυχανάλυση θα δώσει επαρκείς εξηγήσεις για το πώς και το γιατί αυτών των ασή μαντων νευρώσεων. Αλλά η συμβολή της στην ερμηνεία και τη θεραπεία της κύριας νεύρωσης, της υστερίας, είναι πραγ ματικά εντυπωσιακή. Η υστερία λέγεται, επί το επισημότερον, "ασθένεια υποδύσεως". Ο άρρωστος εδώ είναι πράγματι ένας θεατρίνος που υποδύεται έναν ρόλο, αυτόν του αρρώστου. Συχνά, μάλιστα, διαλέγει μια πολύ συγκεκριμένη και πολύ δύσκολη αρρώ στια για να παίξει τον άρρωστο. Τόσο πολύ πετυχημένα μπορεί να παίξει το ρόλο του αρρώστου ένας "καλός" υστε ρικός που είναι δυνατόν να εξαπατήσει και τον ευφυέστερο παθολόγο, ο οποίος θα τον στείλει ενδεχομένως για εγχεί ρηση στομάχου, ας πούμε, ενώ είναι υγιέστατος από κάθε άποψη πλην της ψυχικής. Αν δε φτάνει εύκολα ο υστερικός μέχρι να υποδύεται τέλεια τον πραγματικά άρρωστο, μπορεί να φτάσει όμως εύκολα μέχρι την υστερική παράλυση και το υστερικό κώμα, ή απλώς μέχρι την υστερική κρίση, με συνέπειες, σ ’ αυτή την τελευταία περίπτωση, πολύ δυσάρεστες για τη σώμα-
τική ακεραιότητα των παρευρισκομένων στην κρίση, (Ευτυχώς στις περισσότερες περιπτώσεις την "πληρώνουν" τα άψυχα, και κυρίως αυτά που κάνουν πολύ θόρυβο όταν σπαν, ας πούμε τα πιάτα. Κι αυτός ο θόρυβος, ακριβώς, είναι που συνε φέρνει τον υστερικό καθώς του δημιουργεί το συναίσθημα πως επιτέλους έκανε κάτι το πολύ σημαντικό, καθότι θορυ βώδες) . Η υστερία μπορεί να μην καταλήξει ποτέ σε κρίση. Μπο ρεί, δηλαδή να έχουμε να κάνουμε με έναν καθόλα ευπρεπή υστερικό, που το μόνο του κουσούρι είναι ότι... είναι υστε ρικός. Είναι και του φαίνεται. Στη φάτσα. Η υστερική φάτσα είναι τονισμένη, συσπασμένη, στρεβλωμένη, και τα μάτια, τούτος ο εκπληχτικός "καθρέφτης της ψυχής", γουρλωμένα, φοβισμένα, ψαρίσια, εχθρικά. Η υστερία σ ’ αυτή τη μορφή είναι ένα ψυχικό συνάχι που δεν κρύβεται, όπως ακριβώς δεν κρύβεται και το κοινό συνάχι. Πρέπει να υπάρχουν αίτια γιαυτή την παράδοξη και στρε βλωμένη συμπεριφορά του υστερικού. Ο Σαρκό, ο Μπερνέμ και ο Μπρόυερ, οι τρεις σπουδαίοι δάσκαλοι του μεγάλου Εβραίου απ* τη Βιέννη , του Φρόυντ, αναζητούσαν τα αίτια της υστερίας σε παθολογικούς παράγοντες πρόσφατους ή πολύ κοντινούς στην εκδήλωση του υστερικού συμπτώμα τος. Δεν μπορούσαν να φανταστούν πως η υστερία έχει τις ρίζες στην παιδική, ακόμα και τη νηπιακή ηλικία του αρρώστου, όπως θα αποδείξει ο Φρόυντ, φέροντας τα πάνω κάτω στις ψυχιατρικές αντιλήψεις του καιρού του. Βέβαια, ένα ερέθισμα που γίνεται "εδώ και τώρα" μπορεί να προκαλέσει υστερική συμπεριφορά, αλλά όχι γιατί το ερέθισμα αυτό είναι "υστεριογόνο" όπως πίστευε ο Σαρκό, αλλά διότι ο υστερικός είναι ήδη... υστερικός από πολύ παλιά, όπως πίστευε ο Φρόυντ. Ο Σαρκό έλεγε πως η υστε ρία είναι η δυσανάλογη προς το εξωτερικό ερέθισμα αντί δραση του ασθενούς: Σου δίνω ένα χαστούκι και μου δίνεις μια μαχαιριά, αμολάω στα πόδια σου ένα ποντικάκι και αντι δράς ως να ήταν λέων, σε πιάνω ξαφνικά από π’ ήο στο δρόμο για να σε χαϊδέψω, ίσως κάπως αδέξια, και σωριάζεσαι σα να έφαγες πισώπλατα μια σφαίρα από ένα περίστροφο που δεν ήταν παρά το δαχτυλάκι μου. Όλες αυτές οι διογκωμέ νες συμπεριφορές, και μυριάδες ανάλογες, είναι πράγματι
ενδεικτικές της ύπαρξης υστερίας, και χρησιμοποιούνται πράγματι σα διαγνωστικά συμπτώματα, Όμως, ο άνθρωπος αντιδρά δυσανάλογα προς το εξωτε ρικό ερέθισμα για κάποιο συγκεκριμένο λόγο που ο ψυχα ναλυτής πρέπει να κουραστεί πολύ για να τον βρει. Γιατί τούτος ο λόγος είναι βαθιά κρυμμένος σ' αυτό που κάποιος άγνωστος Εγγλέζος το βάφτισε, το 1712, "υποσυνείδητο" και που απ' το 1824 κιόλας ο Εγγλέζος γιατρός Χέρμπαρτ το συσχέτισε με τη συνείδηση, βάζοντας το να συγκρούεται μ’ αυτήν. Τούτη την ιδέα θα την πάρει ο Φρόυντ για να χτίσει πάνω της ένα εντελώς μεγαλειώδες ψυχοφιλοσοφικό οικοδό μημα που επηρέασε τη σύγχρονη σκέψη τουλάχιστο όσο και ο μαρξισμός, και που διώχτηκε τουλάχιστο όσο και ο μαρξισμός, για λόγους που θα τους δούμε. Ο φροϋδισμός ήταν μια τόσο μεγάλη επανάσταση στο "μέσα μας χώρο" (στα προβλήματα του ανθρώπινου ψυχι σμού) όσο και ο μαρξισμός στον "έξω μας χώρο" (στα προ βλήματα της ανθρώπινης κοινωνίας). Αυτές οι δυο επανα στάσεις υπήρξαν εχθρικές μεταξύ τους για πολλά χρόνια. Ο μαρξισμός δεν είδε καθόλου με καλό μάτι μια επανάστα ση που γίνονταν στο "μέσα" κι όχι στο "έξω", στην περιο χή του υποκειμένου κι όχι σ’ αυτήν του αντικειμένου, στην ανθρώπινη ψυχή κι όχι στην ανθρώπινη κοινωνία. Με τον καιρό όμως, και βλέποντας πως η "έξω" επανά σταση δε βιάζεται καθόλου, οι μαρξιστές κατάλαβαν επι τέλους πως ο φροϋδισμός, αν και δουλεύει σε άλλο επί πεδο, είναι ένας σπουδαίος σύμμαχος. Το πρόβλημα της προτεραιότητας του "έξω" και του "μέσα" τώρα δε μπαίνει με την ίσια οξύτητα στο μαρξισμό: Περιμένοντας την απ’ έξω επανάσταση, που λογικά θάπρεπε να έχει προτεραιότητα αλλά που βαδίζει σαν τον κουτσό κάβουρα στα αναμμένα κάρβουνα, δεν είναι καθόλου άστοχο να ασχολιόμαστε λιγάκι και με τη μέσα επανάσταση. Α π ’ τα μέσα της δεκαετίας του 20 κιόλας οι σουρεαλι στές είχαν δει πολύ σωστά τη σχέση ανάμεσα στις δυο επα ναστάσεις. Ο Πωλ Ελυάρ και ο Λουί Αραγκόν πέθαναν κομου νιστές, αλλά και φροϋδιστές, χωρίς να απαρνηθούν ποτέ το σουρεαλιστικό πρόσταγμα για μια επανάσταση σ ’ όλα τα επίπεδα ταυτόχρονα.
Δε νοείται σουρεαλισμός χωρίς φροΰδισμό. Όμως νοεί ται σουρεαλισμός χωρίς μαρξισμό: Δεν είναι όλοι οι σουρεα λιστές μαρξιστές. Πάντως ο ηγέτης του σουρεαλιστικού κινήματος, ο Αντρέ Μπρετόν ήταν εκείνος που πρώτος επεσήμανε τη σχέση ανάμεσα στις δυο επαναστάσεις τη μέσα και την έξω. Έκανε ό,τι μπορούσε αυτός ο φοβερός άνθρω πος για να ευοδωθεί το ειδύλλιο ανάμεσα σε κομουνιστές και σουρεαλιστές, αλλά δεν πέτυχε και πολλά πράγματα. Ό χ ι από δική του υπαιτιότητα, αλλά εξαιτίας της παρα δοσιακής καχυποψίας των κομουνιστών, που εντελώς άστο χα φοβούνται κάθε τι που αναφέρεται στο μέσα κι όχι στο έξω, λες και το μέσα δε συνεχίζεται στο έξω και το έξω στο μέσα, λες και δεν είναι όψεις του ίδιου προβλήματος και το μέσα και το έξω: Προσπαθούμε να κάνουμε καλύ τερο τον κόσμο κι από μέσα κι απ' έξω, και σ'αυτή την προ σπάθεια και ο μαρξισμός και ο φρουδισμός σκόνταψαν στους ίδιους εχθρούς: Αυτούς που απεχθάνονται τις επαναστά σεις εν γένει, και τις από μέσα και τις απ' έξω, αυτούς που στρογγυλοκαθισμένοι πάνω στο "στάτους" κάνουν ό,τι μπο ρούν να το διατηρήσουν. Σήμερα, χάρις στη δουλειά των στοχαστών της Σχολής της Φραγκφούρτης, και κυρίως του Χέρμπερτ Μαρκούζε, του Βίλχελμ Ράιχ και του Έριχ Φρομ, αυτό που ονομάστηκε "φροϋδομαρξισμός" είναι μια πραγματικότητα αναμφισβήτητη. Στο επόμενο κείμενό μας θα προσπαθήσουμε να δούμε τι είναι αυτό το περίφημο υποσυνείδητο, τι "έχει μέσα" του και πώς λειτουργεί ώστε το μέσα να γίνει έξω, δηλαδή ο ανθρώπινος ψυχισμός να γίνει ανθρώπινη συμπεριφορά. Κι αν ο ανθρώπινος ψυχισμός δεν ενδιαφέρει και πολύ τους μαρξιστές, σίγουρα τους ενδιαφέρει η ανθρώπινη συμπερι φορά. Γιατί σκοντάφτουν συνεχώς πάνω της. 20 Οκτωβρίου 1985
42. ΠΡΙΝ Α Π ' ΤΟ ΚΑΘΕ ΤΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΖΩΑ
Πάρα πολύ συχνά έχουμε την εντύπωση πως ό,τι κάνουμε το κάνουμε σαν παρακινημένοι από μια "ανώτερη δύναμη", που δεν μας επιτρέπει να εφαρμόσουμε ένα εντελώς δικό μας σχέδιο για δράση ή σκέψη. Θέλουμε πολύ να διαφυλά ξουμε την "ελεύθερη βούλησή" μας, αλλά συνεχώς σκοντά φτουμε όχι μόνο σε εξωτερικούς καταναγκασμούς {νόμος ηθικοί κανόνες, κυρώσεις κάθε τύπου) 'αλλά και σε εσωτερι κούς καταναγκασμούς που είναι πολύ πιο ισχυροί κας κυρίως, πολύ πιο αποτελεσματικοί απ’ τους εξωτερικούς. Κολακευό μαστε να πιστεύουμε πως αυτοπειθαρχούμε ή αυτοελεγχόμαστε ενώ στην πραγματικότητα αυτό που κάνουμε πολύ συ χνά είναι να εκτελούμε τιςεσωστραμμένες εντολές τρίτων. Σε τελική ανάλυση, οι θρησκευόμενοι άνθρωποι είναι πολύ πιο έντιμοι αφού, απλά και καθαρά, εξαρτούν ολόκληρη τη συμπεριφορά τους από μια εξωτερική "δύναμη" που την ονο μάζουν Θεό. Όταν αυτοί οι άνθρωποι λεν "αν θέλει ο Θεός", ή "πρώτα ο Θεός" σημαίνει πως έχουν συνείδηση του γεγο νότος πως η συμπεριφορά τους είναι ετεροκινούμενη: Υπάρ χει κάποιος που "κινεί τα νήματα" της μαριονέτας. Κι αυτός για τον θρησκευόμενο άνθρωπο είναι ο Θεός, το Πρώτον Κινούν Αίτιον. Από τότε που εμφανίστηκε ο άνθρωπος στον πλανήτη μας απόχτησε συνείδηση πως υφίστανται πράγματι "δυνάμεις" που τον ξεπερνούν, που δεν είναι σε θέση να τις ελέγξει, που τον κάνουν να μην μπορεί να αντιδράσει, που τις δέχεται πα θητικά. Εκείνο που ονομάστηκε λοιπόν Μοίρα δεν είναι τίποτα
περισσότερο απ' τη συνισταμένη όλων αυτών των δυνάμεων, που δεν μπορούμε να ελέγξουμε. Με τους αιώνες, και όσο αναπτυσσόταν η επιστήμη και η τεχνολογία, κάποιες απ' αυτές τις δυνάμεις μπήκαν υπό έλεγ χο και έπαψαν να τρομοκρατούν τον άνθρωπο. Ο έλεγχος του φυσικού ηλεκτρισμού που συχνά ωστόσο συνεχίζει να κά νει την καταστροφική παρουσία του με τη μορφή κεραυνού, ο έλεγχος της δύναμης των υδάτων της βροχής που κυλούν πάντα με ορμή αλλά συνήθως μέσα σε κανάλια πια, το χτί σιμο στερεών κατοικιών που προστατεύουν αποτελεσματικά απ’ τα "στοιχεία της φύσης" και άλλα πολλά ελάττωσαν το περιεχόμενο της Μοίρας και την έκαναν πιο φτωχή σαν έννοια. Ωστόσο, εκτός απ’ τις προς το παρόν ανεξέλεγκτες φυσι κές δυνάμεις, όπως ο σεισμός, υπάρχουν κι άλλες πιο επί φοβες για τον μόνιμα τρομοκρατημένο απ’ τον επικείμενο θάνατό του άνθρωπο. (Είναι εκπληκτικό το πείσμα με το οποίο ο "γυμνός πίθηκος" γαντζώνεται στη ζωή). Τα όνειρα, και κυ ρίως αυτά στα οποία μας "επισκέπτονται" οι πεθαμένος οι παραισθήσεις που δημιουργούν "οράματα" καί πάνω απ' όλα η τρέλα, που είναι μια "απτή" απόδειξη πως ο άνθρωπος μπο ρεί να γίνει στην κυριολεξία έρμαιο ανεξέλεγκτων "δυνά μεων", μας κάνουν να πιστεύουμε πως υπάρχουν πίσω μας, κάτω μας και πάνω μας πλήθος "πνευμάτων" που μας ελέγ χουν με τρόπο τόσο βάναυσο που κανείς δικτάτορας δεν θα μπορούσε να τον φανταστεί. (Τι χρειάζονται οι δικτάτορες όταν κουβαλάμε μυριάδες τέτοιους μέσα μας;) Οι ανεξέλεγκτες και γι αυτό επίφοβες "δυνάμεις" είτε εί ναι αντικειμενικές είτε υποκειμενικές. Δεν θ' ασχοληθούμε εδώ με τις αντικειμενικές που συνοψίζονται έξοχα στη βιβλι κή ρήση "λιμοί, λοιμοί, σεισμοί και καταποντισμοί" και θα περιοριστούμε στις υποκειμενικές. 0 καθένας ξέρει την τρομερή δύναμη των ενστίκτων, που απ' την ίδια τους τη φύση είναι ολοκληρωτικά εγωιστικά αφού είναι ταγμένα να υπηρετούν πάση θυσία το άτομο! Αν απειληθεί η ζωή μας το ένστικτο της αυτοσυντήρησης θα βρει χίλιους τρόπους, θεμιτούς και αθέμιτους, ν' αποσοβή σει τον κίνδυνο. Αν παρεμποδιστεί η τρομερή δύναμη του έν στικτου της αναπαραγωγής η σεξουαλικότητα που το υπο
βαστάζει βιολογικά θα γκρεμίσει με πάταγο όλους τους φραγ μούς. (Πρέπει να σεβόμαστε τους δεσποτάδες που δεν μπο ρούν να συγκρατήσουν τα ένστικτά τους, κι όχι να τους κυ νηγάμε. Αποδείχνουν, με τον πιο φανταχτερό τρόπο, τη δύ ναμη του ένστικτου της αναπαραγωγής που λειτουργεί άκρως αποτελεσματικά μέσα απ* την παγίδα της ηδονής, την πιο σπουδαία και αξιοσέβαστη παγίδα που έστησε η φύση στον άνθρωπο για τη σίγουρη επιβίωσή του ως είδος. Αυτοί οι δε σποτάδες λοιπόν συγκεκριμενοποιούν με απόλυτη σαφήνεια το τρομερό νόημα και τη φρικτή αλήθεια της παροιμίας που λέει "και στη μπουκάλα να με βάλεις..."). Στη βάση όλων των ανεξέλεγκτων ή μη ελέγξιμων πράξεων μας βρίσκονται τα ένστικτα, που όταν βοηθηθούν κι απ' την ανοησία του ηλίθιου που λόγω ηλιθιότητας και μόνο κατάρ γησε κάθε μορφή "λογοκρισίας" επί των ενστίκτων, μπορεί να αποκτήσουν εκρηχτική δύναμη χιλιάδων μεγατόνων. Αλλά και χωρίς την επικουρία της βλακείας τα ένστικτα κάνουν καλά τη δουλειά τους. Η δύναμή τους είναι πραγματικά ακα τάλυτη, κι απ' αυτή την άποψη είναι οι βιολογικοί "αντιπρό σωποι του Θεού" εντός μας, αφού φροντίζουν για την προ κοπή μας ακόμα κι όταν εμείς, για χίλιους λόγους, αρνιόμαστε να προκόψουμε, δηλαδή να ικανοποιήσουμε τον κατ' αρχήν ζωώδη εαυτό μας. (Ό ποιος πιστεύει πως ο άνθρωπος δεν είναι πριν απ' το κάθε τι ένα ζώον, σίγουρα είναι μεγάλο ...ζώονϋ). Η λέξη "ένστικτο" είναι έννοια "ταξινομητική", δηλαδή κατασκευασμένη φτιαχτή, όπως λέμε όλες τις επιστημονικές έννοιες των οποίων το περιεχόμενο δεν μπορούμε να το προσ διορίσουμε με απόλυτη σαφήνεια αλλά ξέρουμε ότι υπάρχει γιατί τα αποτελέσματα της δράσης στην οποία αναφέρονται είναι πολύ συγκεκριμένα. Μ' άλλα λόγια δεν ξέρουμε πως ακριβώς ενεργεί ενστιγματικά το μέρος του εγκέφαλου το ταγ μένο στην υπηρεσία των ενστίκτων, ξέρουμε όμως πως η έδρα των ενστίκτων είναι ο εγκέφαλος, και συνεπώς ότι το ένστι κτο είναι μια κατώτερη μεν, εγκεφαλική δε λειτουργία. Ο όρος λοιπόν εφευρέθηκε γιατί ήταν ανάγκη να δώσουμε έ να όνομα σ' όλες εκείνες τις επαναλαμβανόμενες εκδηλώσεις της συμπεριφοράς μας, τις σταθερές και επίμονες, που δεν εί ναι δυνατόν να εξηγηθούν με την μάθηση και που είναι κλήρο-
νομημένες. Κανείς δεν μας δίδαξε να τρώμε ή να κάνουμε έρω τα, κι όμως τα κάνουμε και τα δυο τέλεια, με μοναδικό δάσκα λο τη μάνα-φύση (κατ' άλλους το Θεό, πράγμα που είναι το ίδιο από πραχτική άποψη). Για τον Φρόυντ (δεν τον ξεχάσαμε τόση ώρα, απλώς δεν τον αναφέραμε} το ένστικτο είναι ένα ερέθισμα που είναι αδύ νατο να το αποφύγεις, που ενοχλεί συνέχεια τη διάνοια (το μυαλό) και της θυμίζει πως ο οργανισμός έχει επείγουσες ανάγκες που πρέπει να ικανοποιηθούν το ταχύτερο. Κατά κά ποιο τρόπο, και με μια έννοια μηχανιστική, το ένστικτο είναι ο θερμοστάτης που ανάβει κάθε φορά που η "θερμοκρασία" μιας βιολογικής ανάγκης πέσει κάτω από το ανεκτό για την επιβίωση του ατόμου όριο. Για να μην νομιστεί πως τα πάντα μέσα-μ ας γίνονται υπερα σ τόματα, με "κουμπιά" που τ’ ανοιγοκλείνει η φύση, και μόνο αυτή, σπεύδουμε να πούμε πως το ένστικτο συμπληρώνεται, συνοδεύεται και περιβάλλεται απ' την ορμή. Πρόκειται για μια έννοια στην κυριολεξία τεχνική αφού έτσι μεταφράζουμε το εγγλέζικο drive που σημαίνει οδήγηση (μιας μηχανής). Πρόκειται, ακόμα, για μια έννοια πάρα πολύ καινούργια αφού εμφανίστηκε στο επιστημονικό λεξιλόγιο μόλις το 1918. Κι ωστόσο αυτή η μοντέρνα έννοια, που τη λάνσαρε ο ψυχολό γος Γούντγουορθ, υιοθετήθηκε αστραπιαία απ’ όλον τον κό σμο. Αυτό σημαίνει ότι ανταποκρινόταν σε μια πραγματικό τητα, που έπρεπε να την βαφτίσουμε κι αυτήν, όπως το ένστι κτο, απ' το οποίο όμως διαφέρει πολύ. Η ορμή είναι ένα σπρώξιμο, μια παρόρμηση, μια ώθηση που καταλήγει σε μια πράξη. Ωστόσο τούτο το σπρώξιμο δεν δί νεται απ' τη φύση, όπακ το ένστικτο αλλά από μια συχνά σκόπιμη απόφαση του ατόμου. Η συγκίνηση, το συναίσθημα, η επιθυμία μπορεί να αποτελό σουν δυνατές ορμές για τη συμπεριφορά μας. Αλλά η συγκί νηση, το συναίσθημα και η επιθυμία είναι ανθρώπινα χαρα κτηριστικά κοινωνικά κι όχι φυσικά καθορισμένα. Δεν εμφα νίζονται με τη γέννηση, αλλά μέσα απ* την πολύπλοκη δια δικασία της αγωγής. (Το νήπιο δεν έχει συγκινήσεις, συναι σθήματα και επιθυμίες). Είναι φανερό πως ο όρος ορμή είναι πιο πλατύς απ’ τον όρο ένστικτο, κι εμπεριέχει τον δεύτερο. Στην ψυχανάλυση χρη
σιμοποιούμε τον όρο ένστικτο από λάθος, γιατί έτσι λαν θασμένα μετέφρασαν τη γερμανική λέξη trieb που χρησι μοποιεί ο Φρόυντ και που δεν σημαίνει ένστικτο, αλλά έν στικτο μαζί καιπαρόρμηαη. Συχνά οι επικριτές του κατηγόρησαν τον Φρόυντ σαν επι στήμονα μονομανώς προσκολλημένο στη "σκοτεινιά" του έν στικτου, δηλαδή στην περιοχή εκείνη του ανθρώπινου ψυχι σμού που δεν έχει καμιά σχέση με τον πολιτισμό και τις πο λιτιστικές διαδικασίες μέσα στις οποίες ο άνθρωπος εξανθρωπίζεται. Είδαμε ότι αυτή η μομφή στηρίζεται σ' ένα λάθος. Αλλά και σε λάθος να μην στηριζόταν, δεν υπάρχει τίποτα το μεμπτό στην επιστημονική διεύρυνση της άλογης πλευράς της προσωπικότητάς μας. Γιατί πρέπει να αποκρύβουμε το γεγονός πως είμαστε κατ’ αρχήν ζώα; Προφανώς για να μη δικαιώσουμε το Δαρβίνο και να συνεχίσουμε να αντιμετω πίζουμε τον άνθρωπο λίγο πολύ σαν θεολόγοι: Ό λα τάκανε ο Θεός μιας κι έξω, και ο κόσμος, συνεπώς κι ο άνθρωπος, παραμένει αυτός που ήταν την έκτη μέρα της Δημιουργίας, ή περίπου, αν δεχτούμε και την "ελευθερία της βουλήσεως", που ήταν ο τρόπος που βρήκαν οι θεολόγοι ν ' ανοίξουν ένα παραθυράκι στην αλλαγή και τη διαφοροποίηση. Ο Φρόυντ, άθεος, φύσει και θέσει (φύσει γιατί δεν είχε την αναγκαία ψυχολογική προδιάθεση και θέσει γιατί η ενασχό ληση, μια ζωή, με το υποσυνείδητο του έμαθε πολλά για το Θεό) υπέστει ένα χωρίς προηγούμενο διωγμό απ' τους θεολό γους και τους κληρικούς που σωστά κατάλαβαν πως όσο σκα λίζει κανείς το υποσυνείδητο τόσο φτάνει πιο κοντά στο Διά βολο, που επιτέλους μάθαμε πού έχει την κατοικία του και, κυρίως, γιατί την έχει εκεί που την έχει. Και, βέβαια, ένας διάβολος ψυχολογικοποιημένος, που δε σουλατσάρει δώθε κείθε, ούτε συδαυλίζει αιώνια τη φωτιά της κόλασης δε βο λεύει καθόλου τους παπάδες, που ως γνωστόν μόνο αυτοί ξέ ρουν τα μυστικά των "σκοτεινών δυνάμεων". Δυστυχώς ό μως γι αυτούς, τα "σκοτεινά μυστικά" τα έμαθε κι ο Εβραίος Φρόυντ, αν όχι με τρόπο απόλυτα έγκυρο επιστημονικά (υ πάρχουν πολλά σκοτεινά σημεία και στην ψυχανάλυση) του λάχιστον με τρόπο λιγότερο μυθικό και μεταφυσικό. Μέχρι κι ο Χίτλερ κατάλαβε πως ο Φρόυντ ήταν ένας κίν δυνος για τη δική του θρησκεία, την "εκοσμικευμένη" και κα-
ϋΙΚβτουρίστικη, rrou πετάχτηκε στα πλήθη σαν mo προσιτή BTO μέσο όρο της ευαισθησίας και της νόησης. Και, παρά το Κολοσσιαίο διεθνές κύρος του, υποχρέωσε τον μεγάλο επιστή* μονά να εγκαταλείψει το 1938, ένα μόλις χρόνο πριν απ’ το θάνατό του σε βαθύ γήρας, την πατρίδα του τη Βιέννη, για να πεθάνει στο Λονδίνο. Περίπου ένα αιώνα πριν, τα ίδια έπαθε και ένας άλλος Ε βραίος, ο Καρλ Μαρξ, που κι αυτός πέθανε εξόριστος, στο πάντα ανεκτικό και φιλελεύθερο Λονδίνο. Νάναι τυχαίοι, άραγε, οι κάπως "παράλληλοι βίοι" των δυο μεγάλων "ανατροπέων"; Περίπου δυο χιλιάδες χρόνια πριν ένας άλλος μεγάλος "ανατροπέας", Εβραίος κι αυτός — τι σύμπτωση!!!— πέθαινε στο σταυρό καταδικασμένος σε θάνατο απ’ αυτούς που "χίλιες φορέςνα γεννιόταν χίλιες θα τον σταύρωναν". (Μάλιστα τον σταυρώνουν συμβολικά κάθε χρόνο, το Πάσχα). Οισταυρωτήδες μένουν μονότονα οι ίδιοι μέσα στην Ιστορία. Είναι όλοι αυτοί που μισούν το καινούργιο, που μισούν την αλλαγή, που μισούν τον έρωτα, που λατρεύουν το θάνατο. Ο Φρόυντ ή ταν με πείσμα προσκολλημένος στην προκοπή του ανθρώ που, γιατί προσπάθησε να ξορκίσει με τρόπους επιστημονικούς τα "κακά δαιμόνια". Θα δούμε πώς. 27 Οκτωβρίου 1985
43. Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ: ΕΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑ
Υπάρχουν άνθρωποι ευσυνείδητοι και άνθρωποι ασυνείδη τοι. Υπάρχουν άνθρωποι με "συνειδησιακά προβλήματα" και άνθρωποι με συνείδηση εκπεσμένη στο "βαθμό μηδέν". Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν "πλεονάζουσα συνείδηση" και άνθρωποι που έχουν"ελλειμματική συνείδηση", όπως λέει ο Ρούντολφ Μπάρο. Υπάρχουν άνθρωποι με "ταξική συνείδη ση" και άνθρωποι χωρίς "ταξική συνείδηση". Τί είναι, τέλος πάντων, αυτή η "συνείδηση", που τρυπώνει παντού και που δί νει ή αφαιρεί ποιότητα απ' τη στάση του ανθρώπου απέναντι στον κόσμο κι απ' τη σχέση του με τον εαυτό του; Σύμφωνα με τη γραμματολογική ερμηνεία που δίνει το λε ξικό, η συνείδηση είναι η συνέπεια και το αποτέλεσμα του "συνειδέναι", δηλαδή της δυνατότητας να γνωρίζουμε και συσχε τίζουμε πολλά πράγματα μαζί. Μ' αυτή την έννοια, η συνείδη ση είναι η ικανότητα για γνώση, μικρή ή μεγάλη, σημαντική ή ασήμαντη. Ό λ ο ι οι άνθρωποι έχουν αυτή την ικανότητα, λίγο ως πολύ. Συνεπώς όλοι οι άνθρωποι έχουν συνείδηση, λίγο ως πολύ. Το πρόβλημα όμως είναι να ξέρουμε πόσο λίγο ή πόσο πολύ έχει κανείς την ικανότητα του να γνωρίζει. Είναι φανερό πως οι βλάκες δεν είναι δυνατό να έχουν "επαρκή συνείδηση" γιατί δεν έχουν επαρκές μυαλό. Γι αυτούς (για τους βλάκες) ο χριστιανισμός, και συγκεκριμένα ο Απόστολος Παύλος, εφεύρε μια άλλη λέξη που λειτουργεί σαν συνώνυμο ή μάλλον σαν υποκατάστατο της συνείδησης. Είναι η "συναίσθηση". Η συναίσθηση διαφέρει από τη συνείδηση γιατί αναφέρεται
σε μια γνώση που έρχεται βαθιά από μέσα μας. Συναισθάνο μαι σημαίνει γνωρίζω αυθόρμητα και χωρίς τη βοήθεια της παιδείας, σαν από θεία φώτιση. Έ χω συνείδηση σημαίνει γνωρίζω μόνο όταν βάλω σε λειτουργία το νοητικό μου όργανο {το μυαλό) και ταυτόχρονα κινητοποιήσω τον ψυ χισμό μου. Η συνείδηση μου επιτρέπει να γνωρίζω όλα όσα μπορούν να γίνουν γνωστά. Η συναίσθηση μου επιτρέπει να ξε χωρίζω το καλό από το κακό, και οι απαιτήσεις της σταματούν εδώ, πράγμα πολύ φυσικό αφού το μόνο που ζητάει ο χριστια νισμός απ' το χριστιανό είναι να είναι καλός. (Ο χριστιανι σμός αδιαφορεί τελείως για το γεγονός πως ο καλός μπορεί να είναι ταυτόχρονα και μπούφος, και αστοιχείωτος, και ολι κά απαίδευτος, κι αυτή είναι η κύρια διαφορά του από την αρ χαία ελληνική σκέψη που απεχθάνεται τη βλακεία και την αμά θεια }. Στη συνέχεια αυτού του κειμένου δεν θα ασχοληθούμε με την συναίσθηση, που είναι μάλλον πρόβλημα θεολογικό και ηθικό, και θα περιοριστούμε στη συνείδηση, που είναι πρόβλη μα μάλλον γνωσιολογικό και ψυχολογικό. Τι ακριβώς είναι αυτή η περιβόητη συνείδηση, κανείς δεν μπόρεσε να το πει με ακρίβεια και σαφήνεια. Το "περιεχόμενο της συνείδησης" ταλαιπώρησε πολύ τους φιλόσοφους. Τόσο που ο ιδρυτής της Φαινομενολογίας, ο Χούσσερλ, δεν δίνει κανένα περιεχόμενο στη συνείδηση. Για τον Χούσσερλ δεν υ πάρχει "συνείδηση καθεαυτή", υπάρχει μόνο "συνείδηση κά ποιου πράγματος": Η έκφραση "είμαι άνθρωπος με συνείδηση" δεν σημαίνει τίποτα για την Φαινομενολογία. Ό μως σημαίνει πολλά η έκφραση "είμαι άνθρωπος που έχει συνείδηση του γεγονότος πως σήμερα βρέχει ή πως το δέντρο που βλέπω απέναντι μου είναι μηλιά". Αλλά το πρόβλημα παραμένει: Τόσο η "συνείδηση καθεαυ τή" όσο και η "συνείδηση για το άλλο" δεν παύει να είναι μια ανθρώπινη ιδιότητα της οποίας τη λειτουργία οφείλουμε να κατανοήσουμε, προκειμένου να καταλάβουμε τον κόσμο και τον εαυτό μας. Γιατί η συνείδηση γίνεται νοητή όχι σαν ένα πράγμα ή μια δύναμη που βρίσκεται κάπου μέσα μας (αυτή είναι η συναίσθηση) αλλά σαν το σύνολο των πνευματικών και ψυχικών λειτουργιών με τις οποίες ο άνθρωπος γίνεται ικανός να διακρίνει τον εαυτό του από τους άλλους ανθρώ
πους, και από τον κόσμο. Για να πετύχει αυτές τις διακρίσεις και να μη μπερδεύει τον εαυτό του με το είδωλό του στον κα θρέφτη, ας πούμε, ή τον δίδυμο άδελφό του, πρέπει να έχει βαθιά, πλατιά και σαφή γνώση του γύρω του κόσμου, αλλά και του εαυτού του. Αυτό το τελευταίο, η βαθιά και πλήρης γνώση του εαυτού μας (ποιοι είμαστε, τι μπορούμε, τι θέλουμε) λέγεται ειδικό τερα "αυτοσυνείδηση" ή "αυτογνωσία". Η αυτοσυνείδηση απο τελεί προϋπόθεση για τη συνείδηση. Γιατί αν δεν ξέρεις ποιος είσαι, αν δεν έχεις συνείδηση των ποιοτήτων του μυαλού σου και του ψυχισμού σου, πρέπει να παραιτηθείς από κάθε προ σπάθεια να γνωρίσεις τον κόσμο. Πώς θα τον γνωρίσεις όταν σου λείπει το εργαλείο της γνώσης, η συνείδηση; Με τη συναί σθηση, θ' απαντήσουν οι θεολόγοι. Πολύ καλά, αλλά εγώ θέ λω να μάθω και κάτι περισσότερο από το να διακρίνω το καλό απ' το κακό, και η συναίσθηση είναι ακατάλληλη γι αυτό. Άλλωστε, και η ίδια η θεολογία δεν περιορίζεται στη συναίσθηση, αφού με το μυαλό και την παιδεία είναι που ο θεολόγος μελετάει και ψάχνει τις Γραφές. Στη συναίσθηση περιορίζονται τελικά μόνο οι Μυστικοί και οι Ενορατικοί, δηλαδή οι τεμπέληδες για να το πούμε απλά, που προσπαθούν να τα μάθουν όλα μιας κι έξω κλείνοντας απλώς τα μάτια και στοχαζόμενοι αορίστως τον σύμπαντα κόσμο. Δεν μπορούμε να πούμε πως είναι ευτυχής αυτός που δια θέτει "πλεονάζουσα συνείδηση". Αντίθετα, όσο μικρότερη συ νείδηση έχεις του εαυτού σου και του γύρω σου κόσμου τόσο ανετότερα νιώθεις. Πολλές θρησκείες έχουν ...συνείδηση για τα δύσκολα προβλήματα που δημιουργεί η συνείδηση, και γι αυτό κάνουν φιλότιμες προσπάθειες να την καταργή σουν. 0 βουδισμός, για παράδειγμα, μπορεί να κάνει θαύμα τα επί του προκειμένου. Η ποθητή Νιρβάνα είναι μια κατά σταση πλήρους συνειδησιακού κενού . Όταν ο βουδιστής βυθιστεί μέσα σ' αυτό το κενό, πράγμα που μπορεί να το πετύχει με άσκηση, λύνει αυτόματα όλα του τα προβλήματα. Αλλά το ίδιο πετυχαίνει κανείς αν δέσει μια πέτρα στο λαιμό και φουντάρει στη θάλασσα. Ποτέ δεν κατάφερα να καταλά βω γιατί οι βουδιστές (αλλά και οι ινδουιστές, ως ένα βαθμό) δεν αυτοκτονούν μια και καλή και προτιμούν τη φυτική κα τάσταση της Νιρβάνα, που είναι ένας εν ζωή θάνατος.
Η συνείδηση είναι αυτή που διαφοροποιεί τον άνθρωπο ΟΤΓ to ζώο. Αν απαλείψουμε με την άσκηση τη συνείδηση {και δεν είναι καθόλου δύσκολο) επαναφέρουμε τον εαυτό μας στην αρχική μας ζωική υπόσταση, κι αυτό σημαίνει ότι καταργούμε τον πολιτισμό. Ο βουδισμός και ο ινδουισμός, εδώ και μισό αιώνα έχουν εισβάλλει και στη Δύση με την υπόσχεση πως θα λύσουν τα βασανιστικά ατομικά μας προ βλήματα, όσα τέλος πάντων δεν λύθηκαν με το χασίσι και τα συναφή, που κι αυτά λειτουργούν σαν "διευρυντικά της συνείδησης" όπως θέλουν να λεν οι χρήστες. Διευρυντικά όχι με την έννοια του μεγαλώματος, αλλά ενός χασίματος που είναι η συνέπεια του αραιώματος και τη; διάλυσης της συνείδησης στον κονιορτό των "οραμάτων". Ό λες οι μέθοδοι που προτείνονται για το χάσιμο της συνείδησης, από το αναισθητικό και το παραισθησιογόνο μέχρι τις θρησκείες, δεν κάνουν τίποτα περισσότερο απ’ το να ακολουθούν τη μέθοδο της στρουθοκαμήλου: Δε λύνω τα προβλήματα μου χώνοντας το κεφάλι μου στην άμμο της άγνοιας και της παράνοιας. Σε μια τέτοια περίπτωση, το πολύ που θα πετϋχω είναι να σκάσω από ασφυξία, οπό τε, βέβαια, θα γλυτώσω μια κι έξω απ’ όλα. Γιαυτό ακριβώς αναρωτιέμαι: γιατί όλοι αυτοί οι ψωφοδεείς δεν λύνουν τα προβλήματά τους έντιμα, ριζικά και θαρραλαία μ ’ ένα περίστροφο ή μ ’ άλλους τρόπους λιγό τερο θορυβώδεις; Ή , πράγμα που είναι και το λογικότερο, γιατί δε δουλεύουν για ν ’ αλλάξουν κάποτε οι συνθήκες που δημιουργούν τα προβλήματα στο προσωπικό επίπεδο, αφού τα περισσότερα απ' τα προσωπικά μας προβλήματα, εκτός απ' αυτά του έρωτα και του θανάτου, δεν είναι προσωπικά αλλά κοινωνικά; Αν, τώρα, επιμένουμε να μπερδεύουμε τα έτσι κι αλλιώς άλυτα προβλήματα του έρωτα και του θανάτου με τα κοι νωνικά που είναι δυνατό να λυθούν, σημαίνει πως η συνεί δησή μας δεν είναι σε θέση να κάνει τους αναγκαίους δια χωρισμούς και κατατάξεις, που είναι η κύρια αποστολή της. Η βουδιστική και η ινδουιστική αντίληψη για τη συνεί δηση σαν πηγή δυστυχίας απαντάται και στη δυτική φιλο σοφία, αλλά με τρόπο πάρα πολύ διακριτικό και φίνο. Όμως όχι και λιγότερο ιδεαλιστικό.(Ωστόσο, τουλάχιστον ο δυτι κός ιδεαλισμός, απ’ τον Πλάτωνα μέχρι τον Χάιντεγκερ,
δεν περιφρόνησε ποτέ την αξία και τη σημασία του στοχα σμού. Γιαυτό αν έμπαινε πρόβλημα επιλογής δεν θα προτι μούσαμε την ανατολική απ' τη δυτική μεταφυσική: Είναι προτιμότερο να δημιουργείς οράματα με καθαρό μυαλό παρά φαντάσματα με σκοτισμένο νου). Στη δυτική φιλοσοφία το πρόβλημα της συνείδησης είναι τόσο βασικό και κυριαρχικό που πάρα πολλοί στοχαστές, μηδέ του Καντ και του Χέγκελ εξαιρούμενων, πίστεψαν πως όλα τα ανθρώπινα προβλήματα είναι σε τελική ανάλυ ση συνειδησιακά προβλήματα. Αρκεί, λοιπόν, ν' αλλάξουμε τη συνείδηση για να λυθούν και τα προβλήματα. Όμως είναι προφανές πως η αλλαγή της συνείδησης δε λύνει τα προβλήματα. Απλώς τα αλλάζει, τα μεταθέτει, και κάνει το κρυφτούλι μ' αυτά αέναο. Γιατί το πρόβλημα δεν είναι το πώς εγώ αντιλαμβάνομαι τον κόσμο (αυτή είναι η συνεί δηση), αλλά το πώς είναι ο κόσμος έξω και ανεξάρτητα απ’ τη συνείδησή μου. Εμφανίζεται δηλαδή κι εδώ, όπως παντού στην πανάρχαια διαμάχη ιδεαλισμού και υλισμού, ένα πρό βλημα προτεραιότητας: Προηγείται η συνείδησή μου για τον κόσμο ή ο αντικειμενικός κόσμος του οποίου έχω συνεί δηση; Αν δώσω προτεραιότητα στη συνείδηση δεν έχω παρά να την αλλάξω για ν* αλλάξει κι ο κόσμος. Αλλά μια τέτοια άποψη μπορεί να μην είναι ακριβώς θεολογική (η συνείδηση, με μια έννοια ιδεαλιστική, δεν είναι αναγκαστικά καθορι σμένη απ' το Θεό) είναι όμως μεταφυσική, αφού στη δια λεκτική σχέση υποκείμενο-αντικείμενο τοποθετεί σε προ νομιακή θέση το στοχαζόμενο υποκείμενο χωρίς να ορίζει πόθεν η εγκυρότητα του στοχασμού: Υπάρχει πάντα ένα υποκείμενο στη διαλεκτική σχέση αλλά αυτό το υποκείμενο δεν απόχτησε τις όποιες ικανότητές του, συνεπώς και τις στοχαστικές, άρα και τη συνείδηση, με επιφοίτηση, αλλά κάτω από συνθήκες αντικειμενικά καθορισμένες: Μόρφω ση, περιβάλλον, κληρονομικότητα. Κι αυτό γιατί, λεν οι Μαρξκαι Ένγκελς στη "Γερμανική Ιδεολογία", "η ζωή δεν καθορίζεται απ' τη συνείδηση, αλλά η συνείδηση απ’ τη ζωή". Το ίδιο πράγμα ο Μαρξ το δια τυπώνει κι αλλιώς: "Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει το είναι τους, αλλά αντίθετα, το κοινωνικό τους είναι καθορίζει τη συνείδησή τους". Στο μαρξισμό η προτεραιότητα δίνεται κατηγορηματικά στον αντικειμενικά
Mi0M@ ττου επικαθορίζει τον υποκειμενικό κόσμο της συνείΙηοης, δηλαδή το σύνολο των πνευματικών και ψυχικών δϊΐτουργιών του ανθρώπου με τις οποίες καταλαβαίνει τον y0pu> του κόσμο και τον ίδιο του τον εαυτό. Αν τα πράγματα είναι έτσι, το να "αποχτήσω σοσιαλιστι κή συνείδηση", δε σημαίνει πως μια ωραία πρωία κατάλαβα πως ο σοσιαλισμός "είναι καλό πράγμα" (τέτοιες απότομες Εμπνεύσεις δεν έχουν ούτε οι Μυστικοί), αλλά πως είδα, έζησα και έμαθα πράγματα που με οδήγησαν με αναγκαιό τητα στο σοσιαλισμό. Και, ανάλογα με το τι είδα, τι έζησα και τι έμαθα υιοθετώ τελικά μια απ' τις πολλές απόψεις για το σοσιαλισμό, που εκτείνονται σε μεγάλη γκάμα, που αρχίζει απ’ τη νερόβραστη σοσιαλδημοκρατία και φτάνει μέχρι τον κοχλάζοντα αριστερίστικο εξτρεμισμό. Συνεπώς η άποψή μας για το σοσιαλισμό δεν είναι τόσο πρόβλημα "αντικειμενικής ορθότητας" αυτής της άποψης (όλοι πιστεύουν πως μόνο αυτοί κατέχουν την αλήθεια), αλλά πρόβλημα διαμόρφωσης αυτών των απόψεών μας κάτω από τις πολύ συγκεκριμένες συνθήκες μέσα στις οποίες μεγαλώσαμε, σπουδάσαμε (ή δεν σπουδάσαμε) και δεχτή καμε επιρροές τέτοιες και τόσες που μας έστρεψαν προς τα δω κι όχι προς τα κει. Σ η μ ε ίω σ η : Για να ολοκληρώσουμε το θέμα, σε δυο επό μενα κείμενα θα ασχοληθούμε με το πρόβλημα του ασυνει δήτου και του υποσυνειδήτου, και στη συνέχεια με το τερά στιο πρόβλημα της "ψευδούς συνείδησης". Έτσι, θα καλύψουμε το θέμα μας απ’ όλες τις πλευρές, τις ορατές (συνεί δηση), τις αόρατες (υποσυνείδητο) και τις στρεβλωτικές (ψευδής συνείδηση). 3 Νοεμβρίου 1985
44. Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟ
Η λέξη ψυχή παράγεται απ’ το ρήμα ψύχω, που στα αρχαία ελληνικά σημαίνει φυσώ. Παρόλο που η ψυχή είναι ένα φύ σημα, και σαν τέτοιο δεν μπορεί να έχει ούτε βάρος ούτε όγκο, ωστόσο είναι πάρα πολλοί αυτοί που ανά τους αιώνες πίστεψαν, και συνεχίζουν να πιστεύουν, πως η ψυχή είναι "πράγμα". Όμως, αυτό το πράγμα κανείς ποτέ δεν το είδε να υπερίπταται πάνω απ' το κεφάλι του, ξεκομμένο απ’ τον άνθρωπο, ή κι απ’ το ζώο, γιατί δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν πως και τα ζώα έχουν ψυχή. Πιο λογική μοιάζει η εξίσου πανάρχαια άποψη πως η ψυχή δεν είναι οντότητα (πράγμα), αλλά κάτι σαν ενέργεια. Όμως, ούτε αυτή η άποψη φαίνεται επαρκής για έναν νου που ζητάει επίμονα σαφείς και καθαρούς προσδιορισμούς