266 66 4MB
Greek Pages 0 [212] Year 2017
ΙΜΜΑΝΟΥΕΛ ΚΑΝΤ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΤΩΝ ΗΘΩΝ Μεεάφραση, σχόλια, επίμεερο
ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ
Ο Ιμμάνουελ Κάνε (1724-1804) αναγνωρίζεσαι γενι κά ω ς ο κ ο ρ υ φ α ί ο ς φ ι λ ό σ ο φ ο ς σων ν ε ω σ έ ρ ω ν χ ρ ό νων, και σο έργο σου ω ς η ε π α ν α θ ε μ ε λ ί ω σ η σης φ ι λο σοφίας σε ό λ ο υ ς σους κ λ ά δ ο υ ς σης ( γ ν ω σ ι ο λ ο γία,
μεσοφυσική,
ηθική,
αισθησική,
φιλοσοφία
σης θρησκείας, σης ισσορίας, σου δι καίου κ.ό.). Η σκ έψ η σου διακρίνεσαι α η ό σην κα θο λι κό ση σα , σο βάθος, ση φαινομενολογική ακρίβεια και ση διαλεκσική δεινόσησα σης π ρ α γ μ ά σ ε υ σ η ς σων ζησημάσων· χαρακσηρίζεσαι ιδίως α π ό σον έλ λο γο κ ρ ν α κ ό · σσοχασμό, σην ά κ ρ α φ ι λ α λ ή θ ε ι α και ση φ ι λ ε λ ε ύ θ ε
Κριτική του καθαρού Λόγου (1781), Προθεγόμενα σε κάθε μεθήοντική μεταφυσική που θα μπορεί να εμφανίζεται ως επιστήμη (1783), θεμεήίωση της μεταφυσικής των ηθών (1785), Κριτική του πρακτικού Λόγου (1788), Κριτική της κριτικής δύναμης (1790), Η θρησκεία εντός των ορίων του Λόγου και μόνο (1793), Προς την αιώνια ειρήνη (1795), Μεταφυσι κή των ηθών (1797), Ανθρωποθογία από άποψη πραγματοθογική (1798). ρη νοοσροπία.
Κυρι όσ ερ α
έργα
σου:
0 Κ ώ σσ ας Αν δρ ο υ λ ι δ ά κ η ς , α π ό φ ο ι σ ο ς σης Ν ο μ ι κ ή ς Σ χ ολ ής
σου Πα νε πι σσημίου
Α θ η ν ώ ν και δ ι δ ά κ σ ω ρ
σης Φ ι λ ο σ ο φ ί α ς σου Πα νε πι σ σ η μ ί ο υ σου Μ ο ν ά χ ο υ , είναι καθη γη σή ς σης Φ ι λ ο σ ο φ ί α ς σσο Π α νε πι σσ ήμ ιο Κρήσης. Έχ ε ι μ ε σ α φ ρ ά σ ε ι μ ε γά λο μ έ ρ ο ς σου έργου σου Κανσ (με εισαγωγές και σχόλια), κ α θ ώ ς
και
έργα σων Φ. Σίλλερ και Φ. Σλ άι ε ρ μ ά χ ε ρ . Τ ε λε υσ αί α
Επιθογή από το έργο του, Σσιγμή, Αθ ήν α 2008, Καντιανή ηθική, θεμεθιώδη ζητήματα και προοπτικές , Σμίλη, Α θ ή ν α 22017 (υπό έκδοση), Ιμ μάνουελ Κανσ, Μεταφυσική των ηθών, Σμίλη, Αθ ήν α 2013, Φ ρ ή ν σ ρ ι χ Σίλλερ, Επιθογή από το έργο του, Σσιγμή, Αθ ήν α 2015. Τα ερευ-
βιβλία σου: Ιμ μάνουελ Κανσ,
νησικά ενδιαφέρονσά σου επικενσρώνονσαι σση φ ι λο σοφία σου Κανσ και σου γερμανικού ιδεαλισμού, σην ηθική, ση μεσαφυσική και σην αισθησική.
ΙΜΜΑΝΟΤΕΛKANT
ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
Ο Ιμμάνουελ Κάνε (1724-1804) αναγνωρίζεται γενι κά ω ς ο κ ο ρ υ φ α ί ο ς φ ι λ ό σ ο φ ο ς των ν ε ω τ έ ρ ω ν χ ρ ό νων, και το έργο του ω ς η ε π α ν α θ ε μ ε λ ί ω σ η της φ ι λοσοφίας σε ό λ ο υ ς τους κ λ ά δ ο υ ς της ( γ ν ω σ ι ο λ ο γία,
μεταφυσική,
ηθική,
αισθητική,
φιλοσοφία
της θρησκείας, της ιστορίας, του δι καίου κ.ά.). Η σκ έψ η του διακρίνεται α π ό την κα θο λι κό τη τα , το βάθος, τη φαινομενολογική ακρίβεια και τη δ ι α λεκτική δεινότητα της π ρ α γ μ ά τ ε υ σ η ς των ζ η τ η μ ά των- χαρακτηρίζεται ιδίως α π ό τον έλ λο γο κριτικό* στοχασμό, την άκ ρ α φ ι λ α λ ή θ ε ι α και τη φ ι λ ε λ ε ύ θ ε
Κριτική του καθαρού Λόγου (1781), Προάεγόμενα σε κάθε μεθάοντική μεταφυσική που θα μπορεί να εμφανίζεται ως επιστήμη (1783), θεμεάίωση της μεταφυσικής των ηθών (1785), Κριτική του πρακτικού Λόγου (1788), Κριτική της κριτικής δύναμης (1790), Η θρησκεία εντός των ορίων του Λόγου και μόνο (1793), Προς την αιώνια ειρήνη (1795), Μεταφυσι κή των ηθών (1797), Ανθρωποήογία από άποψη πραγματοθογική (1798). ρη νοοτροπία.
Κυρτ ότ ερ α
έργα
του:
0 Κ ώ στ ας Αν δρ ο υ λ τ δ ά κ η ς , α π ό φ ο ι τ ο ς της Ν ο μ ι κ ή ς Σ χ ολ ής
του Πανε πι στ ημ ίο υ Α θ η ν ώ ν και δ ι δ ά κ τ ω ρ
της Φ ι λ ο σ ο φ ί α ς του Πα νε πι σ τ η μ ί ο υ του Μ ο ν ά χ ο υ , είναι κα θηγητής της Φ ι λ ο σ ο φ ί α ς στο Π α νε πι στ ήμ ιο Κρήτης. Έχ ε ι μ ε τ α φ ρ ά σ ε ι μ ε γά λο μ έ ρ ο ς του έργου του Καντ (με εισαγωγές και σχόλια), κ α θ ώ ς
και
έργα των Φ. Σί λλερ και Φ. Σλ ά ι ε ρ μ ά χ ε ρ . Τ ε λε υτ αί α
Επιθογή από το έργο του, Στιγμή, Αθ ή ν α 2008, Καντιανή ηθική, θεμεήιώδη ζητήματα και προοπτικές , Σμίλη, Α θ ή ν α 22017 (υπό έκδοση), Ιμμά νο υε λ Καντ, Μεταφυσική των ηθών, Σμίλη, Α θ ήν α 2013, Φ ρ ή ν τ ρ ι χ Σίλλερ, Επιάογή από το έργο του, Στιγμή, Α θ ήν α 2015. Τα ε ρ ε υ
βιβλία του: Ιμ μάνουελ Καντ,
νητικά ενδιαφέροντά του επικεντρώνονται στη φ ι λοσοφία του Καντ και του γερμανικού ιδεαλισμού, την ηθική, τη μετα φυ σι κή και την αισθητική.
ΙΜΜΑΝΟΤΕΛKANT
ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ, ΣΧΟΑΙΑ, ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Κώστας Ανδρουλιδάκης
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ Ιδρυτική δωρεά Παγκρητιχής Ενώσεως Αμερικής 2017
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ Ίδρυμα Τεχνολογίας &: Έρευνας Ηράκλειο Κρήτης: Νικ. Πλαστήρα 100, Βασιλικά Βουτών, 700 13 Τηλ.: 2810 391097, Fax: 2810 391085 Αθήνα: Θουκυδίδου 4, 105 56 Τηλ.: 210 3849020, Fax: 210 3301583 [email protected] www.cup.gr
ΣΕΙΡΑ: ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
Τίτλος πρωτοτύπου Grundlegung zur Metaphysik der Sitten (1785) © 2017 για την ελληνική γλώσσα πανεπιστημιακές & Κώστας Ανδρουλιδάκης μετάφραση, σχόλια, επίμετρο Κώστας Ανδρουλιδάκης επιμέλεια κειμένου Κατερίνα Θανοπούλου-Βασιλάκη σχεδίαση εξωφύλλου Ιφιγένεια Βασιλείου εκτύπο^η FOTOLIO βιβλιοδεσία I. ΜΠΟΤΝΤΑΣ - Π. ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
ISBN 978-960-524-494-1
εκδόσεις κρητης
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Σνντομογραφίες..................................................................................
9
Εκδοτικό σημείωμα.........................................................................
12
Πρόλογος.........................................................................................
15
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ.
Μετάβαση από την κοινή έλλογη
ηθική γνώση στη φιλοσοφική........................................................... 25 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ Ε Υ ΤΕ ΡΟ .
Μετάβαση από τη δημώδη ηθική
φιλοσοφία στη μεταφυσική των η θ ώ ν ......................................... 43 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Τ ΡΙΤ Ο .
Μετάβαση από τη μεταφυσική των ηθών
στην κριτική του καθαρού πρακτικού λόγου ...................
101
ΕΠΙΜ ΕΤΡΟ ΣΤΗ Ν ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Α'. Η γένεση της Θεμελίωσης.................................................................132 Β \ Δομή και περιεχόμενο........................................................................138 Γ \ Θεμέλια της η θ ικ ή ς ............................................................................ 139 Δ '. Ηθικές α ρ χ ές........................................................................................148 Ε'. Θ εμελίωση της ηθικής; (Θεμελίωση και Κριτική του Πρακτικόν Λ όγον)........................................................................155 Σ Τ '. Κ ριτικές της καντιανής ηθικής και ανοικτά ζητήμα τα ......... 158 Ζ'. Επίδραση και σ ημ α σ ία ..................................................................... 164 Η'. Η ελληνική έκ δ ο σ η ............................................................................165
Χρονολόγιο.....................................................................................................
169
Βιβλιογραφία ................................................................................................
175
Ευρετήριο .......................................................................................................
199
Σ Τ Ν Τ Ο Μ Ο Γ Ρ Α Φ ΙΕ Σ
Kants Gesammelte Schriften
Έκδοση των Απάντων του Καντ από την Ακαδημία Επιστημών του Βερολίνου, G. Reimer (από το 1922 W. de Gruyter), Βερολίνο 1900 κ.ε.
Αιώνια ειρήνη
Προς την αιώνια ειρήνη. Ένα φιλοσοφικό σχεδίασμα {Zum ewigen Frieden. Ein phi losophischer Entwurf) (μετάφρ., εισαγ., σχόλια K. Σαργέντης, επιστ. θεώρηση Γ. Ξηροπαΐδης, Πόλις, Αθήνα 2006).
Ακαδ.
Grundlegung zur Metaphysik der Sitten, Kants Gesammelte Schriften, έκδ. Ακαδημίας Επιστημών του Βερολίνου, τόμ. 4, επιμ. Paul Menzer, G. Reimer (από το 1922 W. de Gruyter), Βερολίνο 1903, σ. 385-463 (& Σημειώ σεις, σ. 623-634).
«Ανακοίνωση»
«Ανακοίνωση για την οργάνωση των παραδόσεών του κατά το χειμερινό εξάμηνο 1765-1766» («Nachricht von der Einrichtung seiner Vorlesungen in dem Winterhalbenjahre von 1765-1766»).
Ανθρωπολογία
Ανθρωπολογία από άποψη πραγματολογική {Anthropologie in pragmatischer Hinsicht) (μετάφρ. X. Τασάκος, Printa, Αθήνα 2011).
«Αριστοκρατικός τόνος»
«Π ερί ενός αριστοκρατικού τόνου που υψώθηκε προσφάτως στη φιλοσοφία» («Von einem neuerdings erhobenen vornehmen Ton in der Philosophie») {Τέσσερα δοκίμια κριτικής φιλοσοφίας, μετάφρ. Γ. Πίσσης, Νήσος, Αθήνα 2012, σ. 81-104).
Δοκίμια
Δοκίμια^ εισαγ., μετάφρ., σχόλια Ε. Π. Παπανούτσος, Δωδώνη, Αθήνα 1971.
ΙΜΜΑΝΟΓΕΛ KANT: ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
«Θεωρία-Πράξη»
«Π ερί του κοινού αποφθέγματος: Τούτο μπορεί να είναι ορθό στη θεωρία, αλλά για την πράξη δεν ισχύει» («Über den Gemein spruch: Das mag in der Theorie richtig sein, taugt aber nicht für die Praxis») (Δοκίμια, σ. 111-159).
θ ΜΗ
Θεμελίωση της μεταφυσικής των ηθών {Grundlegung zur Metaphysik der Sitten).
Θρησκεία
Η θρησκεία εντός των ορίων τον Λόγον και μόνο {Die Religion innerhalb der Grenzen der bloßen Vernunft) (μετάφρ., σημειώσεις, επιλεγόμενα K. Ανδρουλιδάκης, Πόλις, Αθήνα 32016).
«Ιδέα»
«Ιδέα μιας γενικής ιστορίας με πρίσμα κοσμοπολίτικο» («Idee zu einer allgemeinen Geschichte in weltbürgerlicher Absicht») {Δοκίμια, σ. 24-41).
ΚΚΔ
Κριτική της κριτικής δύναμης {Kritik der Urteilskraft) (εισαγ., μετάφρ., σχόλια Κ. Ανδρουλιδάκης, Σ μ ίλη, Αθήνα 32013).
ΚΚΛ
Κριτική τον καθαρού Λόγον {Kritik der reinen Vernunft) (A' μέρος: μετάφρ., σχό λια Α. Γιανναράς, Παπαζήσης, Αθήνα 1977-79· Β' μέρος: μετάφρ., σχόλια Μ. Φ. Δημητρακόπουλος, Αθήνα 32006).
ΚΠΛ
Κριτική τον πρακτικού Λόγον {Kritik der praktischen Vernunft) (μετάφρ., σημ., επ ι λεγόμενα Κ. Ανδρουλιδάκης, Εστία, Αθήνα 620 15).
Λογική
Λογική {Logik, επιμ. G. Β. Jäsche).
ΜΗ
Μεταφυσική των ηθών {Die Metaphysik der Sitten) (μετάφρ., σημ., επιλεγόμενα Κ. Ανδρουλιδάκης, Σ μίλη, Αθήνα 2013).
Παιδαγωγική
Περί Παιδαγωγικής {Über Pädagogik, επιμ. F. Th. Rink).
Παρατηρήσεις
Παρατηρήσεις περί τον αισθήματος τον ωραίον και τον νψηλού {Beobachtungen über das
Gefühl des Schönen und Erhabenen (Παρα τηρήσεις πάνω στο αίσθημα τον ωραίου και τον υπέροχου, μετάφρ. X. Τασάκος, Printa, Αθήνα, I.22001).
«Πιθανή αρχή»
«Πιθανή αρχή της ιστορίας των ανθρώπων» («Mutmaßlicher Anfang der Menschen geschichte») (Δοκίμια., σ. 52-70).
Προλεγόμενα
Προλεγόμενα σε κάθε μελλοντική μεταφυσική που θα μπορεί να εμφανίζεται ως επιστήμη (Prolegomena zu einer jeden künftigen Meta physik, die als Wissenschaft wird auftreten können) (εισαγ., μετάφρ., σχόλια Γ. Τζαβάρας, Δωδώνη, Αθήνα 1982).
« Προσανατολίζομαι»
« Τ ι σημαίνει: Προσανατολίζομαι στη σκέψη;» («Was heißt: Sich im Denken orientieren?») (Δοκίμια, σ. 71-89).
Πρώτη Εισαγωγή
Πρώτη Εισαγωγή στην Κριτική της κριτικής δύναμης (Erste Fassung der Einleitung in die Kritik der Urteilskraft) (μετάφρ. Π. Μεϊντάνη, θεώρηση μετάφρ. Γ. Ξηροπαΐδης, επίμετρο-επιμέλεια, Κ. Ψυχοπαίδης, Πόλις, Αθήνα 1996).
«Τέλος των πάντων»
«Το τέλος των πάντων» («Das Ende aller Dinge») (Δοκίμια, σ. 160-177).
Adickes
Ε. Adickes: «Korrekturen und Konjekturen zu Kants ethischen Schriften», Kant-Studien 5(1901), 207-214.
Hartenstein
I. K ant’sSämmtliche Werke. In chronologischer Reihenfolge, επιμ. G. Hartenstein, Voss, Λιψία 1867 (ΘΜΗ: τ. 4, σ. 233-311).
Vorländer
Grundlegung zur Metaphysik der Sitten, επιμ. K. Vorländer (1906), F. Meiner, Αμβούργο (ανατ. 1965).
Weischedel
I. Kant, Werke in sechs Bänden, επιμ. W. Weischedel, Insel, Wiesbaden 1956 (ανατ.: Werke in zwölf Bänden, Suhrkamp, Φραγκφούρτη 1968 κ.ε.) (ΘΜΗ: τ. IV, σ. 7-1021.
ΕΚΔΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Οι αριθμοί στο περιθώριο της μετάφρασης δηλώνουν τη σελιδαρίθμηση της έκδοσης της Θεμελίωσης της μεταφυσικής των ηθών από την Ακαδη μία Ε πιστημώ ν του Βερολίνου (τ. 4, σ. 385-463, επ ιμέλεια Paul Menzer, 1903). Στα έργα του Καντ, οι παραπομπές γίνονται στην έκδοση των Απάντων του από την Ακαδημία του Βερολίνου, καθώς και, όπου υπάρ χουν, στις αντίστοιχες ελληνικές εκδόσεις σε παρένθεση. Ο πρώτος αριθμός δηλώνει τον τόμο της Ακαδημίας, ενώ ο δεύτερος, μετά την άνω και κάτω τελεία, τη σελίδα. Κατ’ εξαίρεσιν, οι παραπομπές στην Κριτική τον καθαρόν Λόγον γίνονται στην λ έκδοση του 1781 (Α) και στη β' έκδοση του 1787 (Β). Οι παραπομπές στη Θεμελίωση γίνονται με απλή αναφορά, σε παρένθεση, του σελιδάριθμου της έκδοσης της Ακα δημίας και, όπου χρειάζεται, και στην ελληνική έκδοση. Στο κείμενο, όλες οι διευκρινιστικές προσθήκες του μεταφραστή περικλείονται από αγκύλες. Οι σημειώ σεις του Καντ παρατίθενται υποσελίδιες και δηλώνονται με αστερίσκο (*), ενώ του μεταφραστή με συνεχή αρίθμηση. Σ τις ση μειώ σεις του μεταφραστή, στο Ε π ίμετρο, καθώς και στο Ευρετήριο, οι σημειώ σεις του Καντ δηλώνονται με Σ .
© r u n & l e g u n a
l«r
sSRctap^Dfit itr
© itttn »·«
3
m m ft n u c (
3
A « tt t
Mg·/
ft·9 3*$«BD f r Uf t r i i f t j g a r t f a e f t
n xy
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η αρχαία ελληνική φιλοσοφία χωριζόταν σε τρεις επιστήμες: τη φ υ σ ι κ ή , την η θ ι κ ή και τη λ ο γ ι κ ή . 1 Η διαίρεση τούτη αρμό ζει εντελώς στη φύση του θέματος, και δεν χρειάζεται να βελτιώσομε σ’ αυτήν τίποτε παρά μόνον ενδεχομένως να προσθέσομε την αρχή2 της, ώστε με τον τρόπο αυτόν αφ’ ενός να βεβαιωθούμε για την πληρότητά της και αφ’ ετέρου να μπορέσομε να προσδιο ρίσομε ορθά τις αναγκαίες υποδιαιρέσεις. Κάθε έλλογη γνώση3 είναι είτε καθ’ ύλην, 4 και θεωρεί κάποιο αντικείμενο· είτε τυπική,5 και ασχολείται απλώς με τη μορφή της διάνοιας και του ίδιου του Λόγου, καθώς και με τους καθολικούς κανόνες του σκέπτεσθαι εν γένει, δίχως διάκριση των αντικει μένων. Η τοπική φιλοσοφία λέγεται λ ο γ ι κ ή , ενώ η καθ’ ύλην φιλοσοφία που ασχολείται με ορισμένα αντικείμενα και τους νό μους στους οποίους υπόκεινται αυτά είναι με τη σειρά της διττή. Πράγματι, οι νόμοι αυτοί είναι είτε νόμοι της φ ύ σ η ς είτε νόμοι
1.
2. 3. 4. 5.
Για τη στωική (απώτερα του Ξενοκράτη) διαίρεση της φιλοσοφίας, βλ. Κικέρων, Académica, I, 5, 19· Σέξτος Εμπειρικός, Προς Μαθηματικούς Ζ', 16* Διογένης Λαέρτιος, Ζ', 39. Πρβλ. ΚΚΔ, 5:171-2 (μετάφρ. 75-6). Prinzip (λατ. principium): αρχή. Vernunfterkenntnis: γνώση του Λόγου, κατά Λόγον, έλλογη, ορθολογική. material (από τη λ. Materie: ύλη, υλικό, περιεχόμενο): καθ’ ύλην, κατά περι εχόμενο, ουσιαστικός. formal (από τη λ. Form: μορφή): μορφολογικός, τυπικός, κατ’ είδος, ειδο λογικός.
38 7
ΙΜΜΑΝΟΤΕΛ KANT
ι6
388
της ε λ ε υ θ ε ρ ί α ς . Η επιστήμη των νόμων της φύσης λέγεται φ υ σ ι κ ή , εκείνη των άλλων νόμων είναι η η θ ι κ ή . Η πρώτη αποκαλείται επίσης θεωρία της φύσης, η δεύτερη θεωρία των ηθών. Η λογική δεν μπορεί να έχει ένα εμπειρικό μέρος, δηλαδή ένα μέρος στο οποίο οι καθολικοί και αναγκαίοι νόμοι του σκέπτεσθαι θα στηρίζονταν σε λόγους που θα προέρχονταν από την εμπειρία. Διότι τότε δεν θα ήταν λογική, δηλαδή ένας Κανόνας6 για τη διάνοια ή τον Λόγο, ο οποίος Κανόνας ισχύει για όλο το σκέπτεσθαι και πρέπει να αποδειχθεί. Αντιθέτως, τόσο η φυσική όσο και η ηθική φιλοσοφία δύνανται να έχουν το εμπειρικό τμή μα τους* επειδή η φυσική φιλοσοφία πρέπει να προσδιορίσει τους νόμους της φύσης ως αντικειμένου της εμπειρίας, ενώ η ηθική φιλοσοφία πρέπει να προσδιορίσει τους νόμους για τη θέληση του ανθρώπου, εφ’ όσον αυτή επηρεάζεται7 από τη φύση* και μάλιστα τους νόμους της φύσης ως νόμους σύμφωνα με τους οποίους συμβαίνουν τα πάντα, ενώ τους νόμους της ανθρώπινης θέλησης ως νόμους σύμφωνα με τους οποίους πρέπει να συμβαίνουν τα πάν τα, λαμβάνοντας όμως βέβαια υπ’ όψιν και τους όρους λόγω των οποίων συχνά δεν συμβαίνει τούτο.8 Μπορούμε να αποκαλέσομε όλη τη φιλοσοφία, εφ’ όσον βα σίζεται σε λόγους της εμπειρίας, εμπειρική, ενώ εκείνη που εκ θέτει τις διδασκαλίες της μονάχα βάσει a priori αρχών, καθαρή φιλοσοφία. Η δεύτερη, εάν είναι τυπική και μόνο, λέγεται λογικήεάν όμως περιορίζεται σε ορισμένα αντικείμενα του νου, λέγεται μεταφυσική. Με τον τρόπο αυτόν προκύπτει η ιδέα μιας διττής μεταφυσι κής, μιας μεταφυσικής της φύσης και μιας μεταφυσικής των ηθών. 9
6.
Kanon: κανόνας (κατά τον Επίκουρο, «το κανονικόν»: η Λογική, Διογένης Λαέρτιος, I', 31). Πρβλ. ΚΚ Λ , Α 131 /Β 170· ιδίως το κεφάλαιο «Ο κανών (Kanon) του καθαρού Λόγου», Κ Κ Λ , Α 795-831/Β 823-59.
7.
affizieren: θίγω, επηρεάζω, ερεθίζω. Από το ίδιο θέμα και η λ. Affekt (πρβλ. υποσημ. 24).
8.
n ? $ k .K K A , Α 54-5/Β 79.
9.
Πρβλ. Κ Κ Λ , Α 840- 1/Β 868-9.
ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΤΣΙΚΗΣ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
17
Η φυσική θα έχει λοιπόν το εμπειρικό, αλλά και το ορθολογικό μέρος της· και ομοίως η ηθική* μολονότι εδώ το εμπειρικό μέ ρος θα μπορούσε να αποκαλείται ειδικότερα πρακτική ανθρωπολο γία,10 ενώ το ορθολογικό μέρος να αποτελεί την κυρίως ηθική. Όλα τα επιτηδεύματα, τα χειρωνακτικά επαγγέλματα και οι τέχνες έχουν ωφεληθεί από τον καταμερισμό των εργασιών, επει δή δηλαδή δεν τα κάνει όλα ένας, αλλά καθένας περιορίζεται σε ορισμένη εργασία η οποία διακρίνεται χαρακτηριστικά ως προς τον τρόπο της διεξαγωγής της από τις άλλες, ώστε να δύναται να τη φέρει εις πέρας με τη μέγιστη τελειότητα και με μεγαλύ τερη ευχέρεια. Όπου δεν διακρίνονται και δεν κατανέμονται έτσι οι εργασίες, όπου καθένας είναι τεχνίτης για χιλιάδες τέχνες, εκεί εξακολουθούν να ευρίσκονται ακόμη τα επαγγέλματα στη μέγιστη βαρβαρότητα. Και μολονότι δεν θα ήταν ανάξιο διερευνήσεως να θέσομε το ακόλουθο ερώτημα: Μήπως η καθαρή φιλο σοφία απαιτεί σε όλα τα μέρη της έναν άνθρωπο εξειδικευμένο; Και μήπως θα ήταν καλύτερη η κατάσταση στο σύνολο του επι στημονικού κόσμου εάν όσοι έχουν συνηθίσει να πωλούν, κατά το γούστο του κοινού, ανάμικτα (και μάλιστα με κάθε είδους αναλο γίες, άγνωστες σ’ αυτούς τους ίδιους) το εμπειρικό και το ορθο λογικό στοιχείο, και ονομάζονται πρωτότυποι στοχαστές (ενώ οι άλλοι που καλλιεργούν μονάχα το ορθολογικό τμήμα ονομάζον ται βαθυστόχαστοι), μήπως, λοιπόν, θα ήταν καλύτερα εάν όλοι αυτοί προειδοποιούνταν να μην κάνουν συγχρόνως δύο δουλειές που είναι τελείως διαφορετικές ως προς τον τρόπο εκτέλεσης, για την καθεμιά από τις οποίες απαιτείται ίσως ένα ιδιαίτερο τα λέντο, και που η σύνδεσή τους σε ένα πρόσωπο δεν δημιουργεί παρά μόνον αδέξιους τεχνίτες; Μολαταύτα εδώ θέτω μονάχα το ζήτημα μήπως η φύση της επιστήμης απαιτεί να διαχωρίζομε πάντοτε προσεκτικά το εμπειρικό από το ορθολογικό τμήμα, και πριν από την καθαυτό (εμπειρική) φυσική να προτάσσομε τη με ταφυσική της φύσης, ενώ πριν από την πρακτική ανθρωπολογία 10. Πρβλ. ΜΗ, 6:217 (μετάφρ. 33-4): «ηθική Ανθρωπολογία»· Ανθρωπολογία, 7:119-22,324-5.
ι8
389
ΙΜΜΑΝΟΤΈΛ KANT
να προτάσσομε τη μεταφυσική των ηθών, η οποία θα έπρεπε να έχει αποκαθαρθεί προσεκτικά από καθετί εμπειρικό, ώστε να γνωρίζομε πόσα μπορεί να προσφέρει και στις δύο αυτές περιπτώσεις ο καθαρός Λόγος και από ποιες πηγές πορίζεται αυτός ο ίδιος τούτη την a priori μάθησή του· και μάλιστα είτε το έργο τούτο της κάθαρσης επιτελείται από όλους τους διδασκάλους της ηθικής (που αποτελούν ολόκληρη λεγεώνα) είτε από ορισμένους μονάχα που αισθάνονται να είναι αρμόδιοι για τούτο. Επειδή η πρόθεσή μου εδώ στρέφεται στην πραγματικότητα προς την ηθική φιλοσοφία, περιορίζω το προηγούμενο ζήτημα μονάχα σε τούτο: Μήπως θεωρούμε ότι είναι υπέρτατα αναγκαίο να επεξεργαστούμε κάποτε μια καθαρή ηθική φιλοσοφία, η οποία θα είχε αποκαθαρθεί πλήρως από όλα εκείνα τα στοιχεία που εί ναι δυνατόν να είναι μόνον εμπειρικά και ανήκουν στην ανθρω πολογία* πράγματι, ότι πρέπει να υπάρχει μια τέτοια καθαρή ηθική φιλοσοφία είναι φανερό αφ’ εαυτού βάσει της κοινής ιδέας του καθήκοντος και των ηθικών νόμων. Καθένας πρέπει να πα ραδεχθεί ότι ένας νόμος, εάν πρόκειται να είναι ηθικός, δηλαδή να ισχύει ως λόγος [θεμέλιο]11 μιας υποχρέωσης, πρέπει να συνε πάγεται απόλυτη αναγκαιότητα* ότι η εντολή: Οφείλεις να μην ψεύδεσαι δεν ισχύει λ.χ. μονάχα για τους ανθρώπους, ενώ άλλα έλλογα όντα δεν θα έπρεπε να την τηρούν. Και το ίδιο ισχύει για όλους τους άλλους γνήσιους ηθικούς νόμους* συνεπώς, ο λόγος της υποχρεώσεως εδώ δεν πρέπει να αναζητηθεί στη φύση του ανθρώπου ή στις εξωτερικές συνθήκες της ζωής του στον κόσμο, αλλά μονάχα a priori, σε έννοιες του καθαρού Λόγου* τέλος, ότι κάθε άλλη εντολή η οποία στηρίζεται σε αρχές μονάχα της εμπει ρίας -ακόμη και μία από ορισμένη άποψη γενική εντολή, εφ’ όσον στηρίζεται κατ’ ελάχιστον, ίσως μονάχα ως προς ένα κίνητρό της, σε εμπειρικούς λόγους- μπορεί μεν να αποκαλείται πρακτι κός κανόνας, ουδέποτε όμως ηθικός νόμος. Συνεπώς, στην όλη πρακτική γνώση, οι ηθικοί νόμοι από κοινού με τις αρχές τους όχι απλώς διακρίνονται ουσιωδώς από οποιαδή11. Grund: θεμέλιο, έρεισμα, αιτία, αρχή, λόγος, επιχείρημα.
ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥ ΣΙΚΗΣ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
19
ποτέ άλλη γνώση στην οποία υπάρχει κάποιο εμπειρικό στοιχείο, αλλά επιπλέον όλη η ηθική φιλοσοφία στηρίζεται πλήρως στο κα θαρό μέρος της* και, όταν εφαρμόζεται στον άνθρωπο, δεν δανείζε ται ούτε το ελάχιστο από τη γνώση γ ι’ αυτόν (την ανθρωπολογία), αλλά του δίδει, καθώς πρόκειται για έλλογο ον, νόμους a priori, οι οποίοι απαιτούν βέβαια επιπλέον κριτική ικανότητα οξυμμένη από την εμπειρία, εν μέρει για να διακρίνει κανείς σε ποιες περιπτώσεις εφαρμόζονται οι νόμοι, και εν μέρει για να επιτύχει την αποδοχή τους από τη θέληση του ανθρώπου καθώς και επιμονή για την εκτέ λεση [της πράξης]· επειδή ο άνθρωπος, καθώς επηρεάζεται ο ίδιος από τόσο πολλές κλίσεις,12 είναι μεν ικανός για την ιδέα του καθα ρού πρακτικού Λόγου, αλλά δεν έχει εξ ίσου την ικανότητα να κα ταστήσει την ιδέα αυτή στον βίο του αποτελεσματική in concreto. Η μεταφυσική των ηθών είναι λοιπόν απαραιτήτως αναγκαία, όχι μόνο λόγω ενός καθαρώς θεωρητικού κινήτρου, για να διερευνήσομε την πηγή των πρακτικών αρχών οι οποίες ευρίσκονται a 39ο priori στον Λόγο μας, αλλά επειδή τα ίδια τα ήθη εξακολουθούν να υφίστανται κάθε είδους διαφθορά, εφ’ όσον ελλείπει ο μίτος εκεί νος και ο ανώτατος κανόνας της ορθής κρίσης τους [των ηθών]. Πράγματι, ως προς εκείνο που πρόκειται να είναι ηθικώς αγαθό, δεν αρκεί να είναι σύμφωνο με τον ηθικό νόμο, αλλά θα πρέπει επί σης να συμβαίνει χάριν αυτού* άλλως, η συμφωνία εκείνη δεν εί ναι παρά μονάχα πολύ τυχαία και επισφαλής, επειδή το μη ηθικό αίτιο θα παράγει μεν ενίοτε πράξεις σύμφωνες με τον νόμο, ως επί το πλείστον όμως ενάντιες στον νόμο. Αλλά βέβαια ο ηθικός νόμος, στην καθαρότητα και στην αυθεντικότητά του (η οποία ακριβώς έχει τη μέγιστη σημασία στο πρακτικό πεδίο), δεν είναι δυνατόν να αναζητηθεί πουθενά αλλού παρά μόνο στην καθαρή φιλοσοφία, συνεπώς τούτη (η μεταφυσική) θα πρέπει να προηγηθεί, και δίχως αυτήν δεν είναι διόλου δυνατόν να υπάρξει η ηθική φιλοσοφία* μάλιστα η γνώση που αναμιγνύει τις καθαρές εκείνες αρχές με τις εμπειρικές δεν αξίζει το όνομα της φιλοσοφίας (διότι σε τούτο ακριβώς διακρίνεται η φιλοσοφία από την κοινή έλλογη 12. Neigungen: κλίσεις, τάσεις.
20
ΙΜΜΑΝΟΓΕΛ KANT
γνώση, ότι εκείνο που η δεύτερη δεν συλλαμβάνει παρά μόνο συγ κεχυμένο η πρώτη το πραγματεύεται σε ξεχωριστή επιστήμη), πολύ λιγότερο το όνομα της ηθικής φιλοσοφίας, επειδή με τη σύγ χυση ακριβώς αυτήν αμαυρώνει τόσο πολύ την καθαρότητα των ίδιων των ηθών και λειτουργεί εναντίον του δικού της σκοπού. Ας μη νομισθεί όμως πως εκείνο που απαιτείται εδώ υπάρ χει ήδη ως προπαιδευτική στην ηθική φιλοσοφία του επιφανούς Βολφ, δηλαδή σ’ εκείνο που απεκάλεσε καθολική πρακτική φιλοσο φία, 13 και άρα πως δεν διανοίγεται εδώ ακριβώς ένα εντελώς και νούργιο πεδίο. Ακριβώς επειδή επρόκειτο να είναι μια καθολική πρακτική φιλοσοφία, δεν λαμβάνει υπ’. όψιν μια θέληση κάποιου ιδιαίτερου είδους, λ.χ. μια θέληση που καθορίζεται χωρίς κανένα εμπειρικό κίνητρο, εντελώς βάσει αρχών a priori, και την οποία θα μπορούσαμε να αποκαλέσομε καθαρή θέληση, αλλά εξετάζει τη βούληση14 εν γένει, με όλες τις πράξεις και τους όρους που της αποδίδονται στη γενική τούτη σημασία* και σε τούτο διαφέρει από τη μεταφυσική των ηθών, ακριβώς όπως διαφέρει η γενική Λογική από την υπερβατολογική φιλοσοφία, από τις οποίες η πρώτη εκθέτει τις πράξεις και τους κανόνες του νοείν εν γένει, ενώ η δεύτερη μονάχα τις ιδιαίτερες πράξεις και τους κανόνες του κα θαρού νοείν, δηλαδή εκείνου με το οποίο γνωρίζονται αντικείμενα πλήρως a priori. Πράγματι, η μεταφυσική των ηθών οφείλει να εξετάσει την ιδέα και τις αρχές μιας δυνατής 15 καθαρής θέλησης, και όχι τις πράξεις και τους όρους της ανθρώπινης βούλησης εν γένει, οι οποίοι αντλούνται κατά το μέγιστο μέρος από την ψυ39ΐ χολογία. Το γεγονός ότι στη γενική πρακτική φιλοσοφία (μολο νότι δίχως οποιαδήποτε δικαιοδοσία) γίνεται λόγος και για τους ηθικούς νόμους και το καθήκον δεν αποτελεί αντίρρηση εναντίον
13. Christian WolfF(1679-1754). Ανέπτυξε πλήρες ορθολογικό φιλοσοφικό σύ στημα υπό την επιρροή ιδίως του Λάιμπνιτς (Gottfried W. Leibniz). Βλ. Philosophia practica universalisa 1738-1739. 14. das Wollen überhaupt: το βούλεσθαι, η βούληση, θέληση εν γένει (η λ. Wol len: απαρέμφατο, σε διάκριση από τη λ. Wille: η θέληση). 15. möglich: δυνατός, ενδεχόμενος, δυνητικός, εφικτός.
ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
21
του ισχυρισμού μου. Διότι οι συγγραφείς της επιστήμης εκείνης παραμένουν και σε τούτο πιστοί στην ιδέα τους γ ι’ αυτήν δηλαδή δεν διακρίνουν τα κίνητρα εκείνα που νοούνται μονάχα από τον Λόγο, είναι εντελώς a priori και γνησίως ηθικά, από τα εμπειρι κά κίνητρα, τα οποία υψώνει η διάνοια -απλώς μέσω συγκρίσεως των εμπειριών- σε γενικές έννοιες, αλλά τα εξετάζουν, δίχως να προσέχουν τη διαφορά των πηγών τους, μόνον ανάλογα με το μεγαλύτερο ή μικρότερο άθροισμά τους (καθώς θεωρούνται όλα ομοιογενή)· με τον τρόπο αυτόν δημιουργούν τη δική τους έννοια της νποχρεώαεως, η οποία βέβαια είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από ηθική, αλλά εντούτοις έχει τα χαρακτηριστικά εκείνα τα οποία και μόνον μπορούν να απαιτηθούν από μια φιλοσοφία που δεν κρίνει διόλου περί της προελεύσεως όλων των δυνατών πρακτικών εννοιών, εάν δηλαδή υφίστανται και a priori ή μονάχα a posteriori. Με την πρόθεση λοιπόν να δημοσιεύσω κάποτε μια μεταφυ σική των ηθών, παραδίδω προηγουμένως την παρούσα Θεμελίωση. Βέβαια, στην πραγματικότητα δεν υπάρχει άλλο θεμέλιό της από την Κριτική του καθαρού πρακτικού Λόγον, όπως αποτε λεί θεμέλιο για τη μεταφυσική η δημοσιευμένη ήδη Κριτική του καθαρού θεωρητικού Λόγου . 16 Εντούτοις, η κριτική του καθαρού πρακτικού Λόγου αφ’ ενός δεν είναι τόσο απολύτως αναγκαία όσο εκείνη του θεωρητικού Λόγου, επειδή ο ανθρώπινος Λόγος στο ηθικό πεδίο, ακόμη και ο πιο κοινός νους, μπορεί να αχθεί εύκολα σε μεγάλη ορθότητα και διεξοδικότητα, ενώ αντιθέτως στη θεω ρητική, αλλά καθαρή χρήση του είναι ολωσδιόλου διαλεκτικός17· αφ’ ετέρου απαιτώ στην Κριτική του καθαρού πρακτικού Λόγου, όταν ολοκληρωθεί, να μπορεί συγχρόνως να εκτεθεί η ενότητα του πρακτικού Λόγου με τον θεωρητικό σε μια κοινή αρχή, διότι βέβαια εν τέλει δεν μπορεί παρά να είναι ένας και ο αυτός Λόγος ο οποίος πρέπει να διακρίνεται απλώς κατά την εφαρμογή του . 18 16. Βλ. Κριτική τον καθαρού Λόγον, ‘ 1781 (21787). 17. Για τη διαλεκτική του καθαρού Λόγου, πρβλ. ΚΚΛ, Α 61-4/Β 85-8· Α 293704/Β 349-732. 18. Για το ζήτημα της ενότητας του Λόγου, πρβλ. ΚΚΛ, Α 814-5/Β 842-3,
1ΜΜΑΝΟΪΈΛ KANT
22
Μια τέτοια πληρότητα όμως δεν μπορούσα ακόμη να την επι τύχω εδώ χωρίς να υπεισέλθω σε παρατηρήσεις εντελώς άλλου είδους και να προκαλέσω σύγχυση στον αναγνώστη. Για τούτο χρησιμοποίησα, αντί της ονομασίας Κριτική τον καθαρόν πρακτι κού Λόγον, εκείνη της Θεμελίωσης της μεταφυσικής των ηθών. Επειδή όμως, τρίτον, η μεταφυσική των ηθών, ασχέτως του αποτρεπτικού τίτλου, είναι μολαταύτα επίσης επιδεκτική μεγά λου βαθμού δημοτικότητας και καταλληλότητας για τον κοινό νου, θεωρώ χρήσιμο να ξεχωρίσω από αυτήν την παρούσα προ εργασία του θεμελίου, ώστε να μην χρειάζεται στο μέλλον να επι392 συνάψω σε πιο κατανοητές θεωρίες19 τα αφηρημένα σημεία που είναι αναπόφευκτα σ’ αυτήν. Η παρούσα Θεμελίωση δεν είναι όμως τίποτα περισσότε ρο παρά η αναζήτηση και εξακρίβωση20 της ανώτατης αρχής της ηθικότητας, η οποία αφ’ εαυτής αποτελεί, από την άποψη τούτη, ένα ολόκληρο έργο που πρέπει να διακριθεί από κάθε άλλη ηθι κή έρευνα. Βέβαια, σχετικώς με το σημαντικό τούτο κύριο ζή τημα, το οποίο πολύ απέχει από του να έχει εξετασθεί επαρκώς έως τώρα, οι ισχυρισμοί μου θα διασαφηνίζονταν αρκετά με την εφαρμογή της ίδιας αρχής σε ολόκληρο το σύστημα, και θα επι βεβαιώνονταν ισχυρά λόγω της επάρκειάς της που διαφαίνεται παντού· έπρεπε ωστόσο να παραιτηθώ από το πλεονέκτημα τού το, που άλλωστε είναι κατά βάθος περισσότερο εγωιστικό παρά κοινωφελές, επειδή η ευχέρεια κατά τη χρήση και η φαινομενική επάρκεια μιας αρχής δεν παρέχει μιαν εντελώς ασφαλή απόδει ξη για την ορθότητά της και απεναντίας προκαλεί την υπόνοια μιας κάποιας μεροληψίας, μήπως δηλαδή δεν έχει ερευνηθεί
A 68G/B 714. Λ G92-3/B 720-1· ΚΠΛ, 5:9, 91 (μετάφρ. 21, 135)· ΚΚΔ. 5:197-8 (μετάφρ. 105-6). 19. Lehren: διδασκαλίες, θεωρίες. 20. Festsetzung: ορισμός, προσδιορισμός, καθορισμός, εξακρίβωση (ερμηνεύε ται και ως ανακάλυψη, βλ. Cohen [1910], και θεμελίωση, βλ. Schönecker -W ood [2011]).
ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΤΣΙΚΗΣ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
*3
και σταθμισθεί με όλη την αυστηρότητα καθ’ εαυτήν, δίχως να λαμβάνονται υπ’ όψιν οι συνέπειες. Στο έργο τούτο ακολούθησα μια μέθοδο που πιστεύω ότι είναι η πιο κατάλληλη εάν θέλει κανείς να πάρει τον δρόμο αναλυτικά, από την κοινή [ηθική] γνώση προς τον προσδιορισμό της ανώτα της αρχής της, και ξανά πάλι πίσω συνθετικά, από την εξέταση της αρχής αυτής και τις πηγές της προς την κοινή [ηθική] γνώση, στην οποία απαντά η χρήση της αρχής . 21 Για τούτο η διαίρεση είναι η ακόλουθη: Κεφάλαιο πρώτο:
Μετάβαση από την κοινή έλλογη ηθική γνώση προς τη φιλοσοφική.
Κεφάλαιο δεύτερο:
Μετάβαση από τη δημώδη ηθική φιλοσοφία στη μεταφυσική των ηθών.
Κεφάλαιο τρίτο:
Τελευταίο βήμα από τη μεταφυσική των ηθών στην κριτική του καθαρού πρακτικού Λόγου.
21. Για την αναλυτική και συνθετική μέθοδο, πρβλ. Προλεγόμενα, 4:274-5 (μετάφρ. 48-9).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΝΗ ΕΛΛΟΓΗ ΗΘΙΚΗ ΓΝΩΣΗ ΣΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ Είναι απολύτως αδύνατον να διανοηθούμε οτιδήποτε μέσα στον κόσμο γενικά, και μάλιστα ακόμη και έξω από αυτόν, που θα μπορούσε να θεωρηθεί χωρίς περιορισμούς καλό, παρά μονάχα την κ α λ ή θ έ λ η σ η . Όπως και αν ονομάζονται τα ταλέντα του πνεύματος: ο νους, η οξυδέρκεια, η κριτική δύναμη, ή οι ιδιότητες της ιδιοσυγκρασίας·, το θάρρος, η αποφασιστικότητα, η επιμονή στις προθέσεις, είναι αναμφίβολα από ορισμένες απόψεις καλά και επιθυμητά· αλλά μπορούν να γίνουν και εξαιρετικά κακά και επιζήμια εάν δεν είναι καλή η θέληση που πρόκειται να μεταχειρισθεί τα φυσικά αυτά χαρίσματα και της οποίας η ιδιάζουσα υφή λέγεται για τούτο χαρακτήρας. Το ίδιο συμβαίνει με τις δωρεές της τύχης. Η εξουσία, ο πλούτος, η τιμή, ακόμη και η υγεία και η ευημερία συνολικά και η ικανοποίηση με την κατάστασή μας, που αποκαλείται ευδαιμονία, προκαλούν θάρρος και ως εκ τούτου συχνά επίσης και έπαρση, εάν δεν συνυπάρχει η καλή θέληση η οποία να διορθώνει τόσο την επιρροή τους πάνω στο πνεύμα 22 και με τον τρόπο αυτόν και την όλη αρχή του πράττειν-, καθώς και να καθιστά την αρχή τούτη καθολική και σκόπιμη* περιττό να σημειώσομε πως ο έλλογος και αμερόληπτος παρατηρητής, ακόμη και όταν βλέπει το θέαμα της αδιάκοπης ευημερίας ενός όντος που δεν το κοσμεί ούτε ίχνος καθαρής και καλής θελήσεως, 22. Gemüt: ψυχή, πνεύμα, θυμικό. Πρβλ. ΚΚΛ, Α 50-1 /Β 74-5 8c σποράδην· ΚΚΔ, 5:198 (μετάφρ. 106)· Ανθρωπολογία, 7:161.
3 93
26
ΙΜ Μ Α Ν Ο ΪΈ Λ KANT
δεν είναι δυνατόν να δείξει ευαρέσκεια* οπότε η καλή θέληση φαί νεται να συνιστά τον απαραίτητο όρο ακόμη και της αξιότητας να είναι κάποιος ευτυχισμένος. Μερικές ιδιότητες είναι μάλιστα ακόμη και ευεργετικές για την ίδια τούτη την καλή θέληση και μπορούν να διευκολύνουν 394 πολύ το έργο της, ασχέτως όμως αυτού δεν έχουν κάποια εσωτε ρική απόλυτη αξία, αλλά προϋποθέτουν πάντοτε καλή θέληση η οποία περιορίζει τη μεγάλη εκτίμηση23 που τρέφει κανείς άλλω στε ευλόγως γ ι’ αυτές, και δεν επιτρέπει να τις θεωρεί απολύτως καλές. Η μετριοπάθεια στις αψιθυμίες24 και στα πάθη, η αυτοκυ ριαρχία και ο νηφάλιος στοχασμός δεν είναι απλώς από ποικίλες απόψεις καλά, αλλά φαίνεται μάλιστα να αποτελούν μέρος της εσωτερικής αξίας του προσώπου* εντούτοις απέχουν πολύ από το να θεωρηθούν χωρίς περιορισμό καλά (όσο απόλυτα και αν υμνή θηκαν από τους αρχαίους). Πράγματι, χωρίς τις αρχές της καλής θελήσεως μπορούν να γίνουν εξαιρετικά κακά, και η ψυχραιμία ενός κακούργου τον καθιστά όχι μόνον πολύ πιο επικίνδυνο, αλλά και άμεσα, στα μάτια μας, ακόμη απεχθέστερο από όσο θα τον θεωρούσαμε χωρίς αυτήν. Η καλή θέληση δεν είναι καλή εξ αιτίας όσων προκαλεί ή επιτελεί, ούτε λόγω της ικανότητάς της να επιτυγχάνει κάποιον σκοπό που έχει θέσει, παρά μόνο λόγω της ίδιας της βούλησης, δηλαδή είναι αφ’ εαυτής καλή* και αν θεωρηθεί καθ’ εαυτήν, είναι ασυγκρίτως πολυτιμότερη από όλα όσα θα μπορούσε ποτέ να δη μιουργήσει η ίδια για χάρη οποιασδήποτε κλίσης, και μάλιστα, εάν το θέλει κανείς, ακόμη και του συνόλου όλων των κλίσεων. Ακόμη και αν, λόγω κάποιας ιδιαίτερης δυσμένειας της τύχης ή λόγω της ελαττωματικής της διάπλασης (ως εάν είχε φερθεί η φύση σαν μητριά), η θέληση τούτη εστερείτο εντελώς την ικα νότητα να πραγματοποιεί τις προθέσεις της* εάν, παρ’ όλη την καταβολή ακόμη και της μέγιστης προσπάθειας, δεν κατόρθωνε 23. Hochschätzung: μεγάλη, υψηλή εκτίμηση- Α] Schätzung: εκτίμηση. 24. Affekt (λατ. affectus): αψιθυμία, οξύ και έντονο συναίσθημα. Ο Καντ το δια κρίνει από τα πάθη. βλ. KKt1, 5:272 Σ (μετάφρ. 196 Σ).
ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
¿7
εντούτοις τίποτε, και δεν απέμενε παρά μόνον η καλή θέληση (οχι βεβαίως, λ.χ., μια απλή επιθυμία, αλλά η επιστράτευση όλων των μέσων, εφ’ όσον ευρίσκονται στη διάθεσή μας): μολαταύτα, ακόμη και τότε θα έλαμπε ασφαλώς αφ’ εαυτής σαν κόσμημα, ως κάτι που ενέχει ολόκληρη την αξία του εντός του. Ούτε η ωφε λιμότητα είναι δυνατόν να προσθέσει κάτι στην αξία τούτη ούτε η μη χρησιμότητα να της το αφαιρέσει. Η επιτυχία δεν θα ήταν παρά μόνον κάτι σαν το περίβλημα, ώστε να μπορεί κάποιος να μεταχειρίζεται την καλή θέληση καλύτερα για την κοινή χρήση, ή για να προσελκύει την προσοχή εκείνων που δεν την γνωρίζουν ακόμη επαρκώς, και όχι για να την συστήσει σε επαΐοντες και για να προσδιορίσει την αξία της. Εντούτοις, στην ιδέα τούτη της απόλυτης αξίας και μόνης τής θέλησης, δίχως να λαμβάνομε υπ’ όψιν για την αποτίμησή της κάποιο όφελος, υπάρχει κάτι τόσο παράξενο ώστε, ασχέτως κάθε συμφωνίας ακόμη και του κοινού Λόγου μ’ αυτήν, να πρέπει να γεννάται η υποψία ότι ίσως υπόκειται εδώ κρυφά ως αίτιο μο νάχα μια υψιπετής φαντασίωση, και ότι κατανοούμε εσφαλμένα την πρόθεση της φύσης, για τί δηλαδή να έχει δώσει στη βούλησή μας τον Λόγο ως κυβερνήτη. Για τούτο θέλομε να εξετάσομε την ιδέα αυτήν από την άποψη τούτη. Στις φυσικές καταβολές ενός όντος οργανικού, δηλαδή οργα νωμένου σκοπίμως για τη ζωή, δεχόμαστε ως θεμελιώδη αρχή ότι δεν υπάρχει σ’ αυτό κανένα όργανο για κάποιον σκοπό που να μην είναι το πιο κατάλληλο και το πιο ευνοϊκό για τον σκοπό αυτόν. Εάν λοιπόν σε ένα ον που έχει Λόγο και θέληση ήταν η διατήρησή του, η ευημερία του, με μία λέξη η ευδαιμονία του, ο πραγματικός σκοπός της φύσης, τότε θα είχε μεταχειρισθεί πολύ άσχημα μέσα επιλέγοντας τον Λόγο του πλάσματος για να πραγματοποιήσει την πρόθεσή της αυτή. Διότι όλες τις πράξεις τις οποίες πρέπει να εκτελέσει το ον για την πρόθεση τούτη, καθώς και όλους τους κανόνες της συμπεριφοράς του θα μπορούσε να τα είχε υποδείξει πολύ ακριβέστερα το ένστικτο, εκείνος δε ο σκοπός θα μπορούσε να επιτευχθεί με αυτό [το ένστικτο] πολύ ασφαλέστερα από όσο μπορεί ποτέ να συμβεί με τον Λόγο* άλλωστε, αν επρόκειτο να
395
28
396
ΙΜΜΑΝΟΤΕΛ KANT
απονεμηθεί και ο Λόγος στο ευνοημένο [από τη φύση] αυτό πλά σμα, δεν θα μπορούσε να του χρησιμεύσει, παρά στο να προβαίνει σε παρατηρήσεις για τις ευτυχείς καταβολές της φύσης του, να τις θαυμάζει, να τις χαίρεται και να είναι ευγνώμον για το ευεργετικό αίτιό τους, όχι όμως για να υποτάσσει το επιθυμητικό του στην ασθενή και απατηλή εκείνη καθοδήγηση και να επιδιώκει ακατά στατα την πρόθεση της φύσης* με μια λέξη, η φύση θα είχε απο τρέψει τον Λόγο από το να επεμβαίνει στην πρακτική χρήαη και να έχει την αυθάδεια να επινοεί με την ασθενή του διορατικότητα το σχέδιο της ευδαιμονίας του πλάσματος και τα μέσα της επιτεύξεώς της* η ίδια η φύση θα είχε αναλάβει την επιλογή όχι απλώς των σκοπών, αλλά και των μέσων, και με σοφή προνοητικότητα θα είχε αναθέσει και τα δύο μονάχα στο ένστικτο. Πραγματικά, διαπιστώνομε ότι, όσο περισσότερο επιδίδεται εμπροθέτως ο καλλιεργημένος Λόγος στην επιδίωξη της απολαύσεως της ζωής και της ευδαιμονίας, τόσο πιο πολύ απομακρύνεται ο άνθρωπος από την αληθινή ικανοποίηση* για τούτο σε πολλούς, και μάλιστα στους πιο έμπειρους ως προς τη χρήση τού Λόγου, αρκεί να είναι αρκετά ειλικρινείς για να το παραδεχθούν, γεννάται ένας ορισμένος βαθμός μισολογίας, 25 δηλαδή μίσους για τον Λόγο, επειδή μετά τον υπολογισμό κάθε οφέλους που αποκτούν όχι μόνον από την εφεύρεση όλων των τεχνών για τις ανέσεις τής καθημερινότητας, αλλά ακόμη και από τις επιστήμες (οι οποίες τους φαίνονται τελικώς επίσης σαν πολυτέλεια της διάνοιας), διαπιστώνουν εντούτοις ότι στην πραγματικότητα περισσότεροι εί ναι οι μόχθοι που φορτώθηκαν παρά η ευτυχία που απέκτησαν, και τελικώς τότε μάλλον ζηλεύουν παρά περιφρονούν τους απλούς ανθρώπους που είναι εγγύτερα στην καθοδήγηση μονάχα του φυσικού ενστίκτου και δεν αφήνουν τον Λόγο να επηρεάζει πολύ τη
25. Misologie. Βλ. ΚΚΛ, Α 855/Β 883: «Δεν είναι παρά μισολογία που έχει αναχθεί σε αρχές». Πρβλ. Πλάτωνος, Φαίδων, 89d. Υπαινιγμός για την κριτι κή κατά της Λογοκρατίας την οποία ασκούν, λ.χ., οι Ρουσσώ (Roussaeu), Χαμαν (Hamann), Χέρντερ (Herder) και οι συγγραφείς του ρεύματος «Θύελλα και ορμή» («Sturm und Drang»).
ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΤΣΙΚΗΣ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
*9
δράση τους. Και κατά τούτο πρέπει να παραδεχθούμε πως η κρί ση εκείνων που μετριάζουν πολύ ή ακόμη και υποβαθμίζουν κάτω του μηδενός τις υπέρογκες υμνολογίες των πλεονεκτημάτων που ο Λόγος μάς παρέχει, υποτίθεται, ως προς την ευδαιμονία και την ικανοποίηση από τη ζωή, δεν είναι διόλου απαισιόδοξη ή αγνώ μων προς την αγαθότητα της διακυβερνήσεως του κόσμου, αλλά ότι στις κρίσεις αυτές υποφώσκει κρυφά η ιδέα μιας άλλης και πο λύ σπουδαιότερης πρόθεσης της υπάρξεώς μας για την οποία, και όχι για την ευδαιμονία, προορίζεται κυριότατα ο Λόγος, στη δε πρόθεση τούτη ως τον ανώτατο όρο πρέπει στον μέγιστο βαθμό να υποτάσσονται οι ιδιωτικές επιδιώξεις των ανθρώπων. Πράγματι, καθώς ο Λόγος δεν είναι αρκετά ικανός να καθο δηγεί ασφαλώς τη βούληση ως προς τα αντικείμενά της και την ικανοποίηση όλων των αναγκών μας (τις οποίες εν μέρει πολλα πλασιάζει ο ίδιος) -ένας σκοπός προς τον οποίο θα μας οδηγούσε πολύ ασφαλέστερα ένα έμφυτο φυσικό ένστικτο- και μολαταύτα μας έχει δοθεί ο Λόγος ως πρακτική ικανότητα, δηλαδή ως ικα νότητα που να επηρεάζει τη θέληση, για τούτο ο αληθινός προορι σμός του θα πρέπει να είναι η δημιουργία μιας θέλησης όχι τάχα ως μέσον για άλλους σκοπούς, αλλά μιας καθ’ εαντήν καλής θέλη σης, για την οποία ο Λόγος ήταν απολύτως αναγκαίος, καθώς άλλωστε η φύση λειτούργησε παντού σκοπίμως κατά την κατα νομή των καταβολών της. Η καλή θέληση δεν μπορεί συνεπώς να είναι το μοναδικό και ολόκληρο αγαθό, πρέπει όμως ασφαλώς να είναι το ύψιστο αγαθό και ο όρος για όλα τα άλλα, ακόμη και για κάθε πόθο της ευδαιμονίας26· οπότε εναρμονίζεται κάλλιστα με τη σοφία της φύσης το να αντιληφθούμε ότι η καλλιέργεια του Λόγου, η οποία είναι απαραίτητη για να επιτευχθεί η από λυτη εκείνη πρόθεση, περιορίζει με διάφορους τρόπους, τουλά χιστον στη ζωή τούτη, την επίτευξη της δεύτερης πρόθεσης, που είναι πάντοτε σχετική, δηλαδή την επίτευξη της ευδαιμονίας, και μάλιστα μπορεί ακόμη και να την εκμηδενίσει, δίχως να λειτουργεί εδώ η φύση χωρίς σκοπιμότητα* και τούτο επειδή ο 26. Πρβλ. ιδίως ΚΠΛ, 5:110-3 (μετάφρ. 164-8).
3°
ΙΜΜΑΝΟΤΕΛ KANT
Λόγος που αναγνωρίζει ως τον ύψιστο πρακτικό προορισμό του τη θεμελίωση μιας καλής θέλησης, κατά την επίτευξη της πρόθε σης αυτής αποδεικνύει πως δεν είναι ικανός παρά μόνο για μιαν εντελώς ιδιάζουσα ικανοποίηση, δηλαδή εκείνη που πηγάζει από την εκπλήρωση ενός σκοπού τον οποίο πάλι δεν καθορίζει παρά μόνον ο Λόγος, έστω και αν τούτο συνδέεται με αρκετή ζημία που επέρχεται εις βάρος των σκοπών των κλίσεών μας. 39? Για να αναπτύξομε όμως την έννοια μιας καλής θέλησης που πρέπει να τιμάται πολύ καθ’ εαυτήν και χωρίς περαιτέρω πρόθε ση, έτσι όπως εδρεύει ήδη2' στον φυσικό κοινό νου, και δεν χρειά ζεται τόσο να διδαχθεί παρά μάλλον μονάχα να διαφωτισθεί -την έννοια τούτη, η οποία, κατά την αποτίμηση ολόκληρης της αξίας των πράξεών μας, ευρίσκεται πάντοτε στο υψηλότερο σημείο και αποτελεί τον όρο κάθε άλλης αξίας-, θέλομε να εξετάσομε την έννοια του κ α θ ή κ ο ν τ ο ς , η οποία περιλαμβάνει την έννοια της καλής θέλησης, μολονότι με ορισμένους υποκειμενικούς περιορι σμούς και εμπόδια, τα οποία ωστόσο απέχουν πολύ από το να την αποκρύπτουν και να την κάνουν αγνώριστη* αντιθέτως, με το να την διαφοροποιούν, την ξεχωρίζουν και την φωτίζουν καλύτερα. Παραβλέπω εδώ όλες τις πράξεις οι οποίες αναγνωρίζονται ήδη ως αντίθετες προς το καθήκον, μολονότι μπορεί να είναι από τούτη ή την άλλη άποψη επωφελείς* διότι σ’ αυτές δεν τίθεται καν το ζήτημα εάν μπορεί να έχουν συμβεί από καθήκον, αφού μάλιστα αντίκεινται σ’ αυτό. Ξεχωρίζω επίσης τις πράξεις που είναι πράγ ματι σύμφωνες με το καθήκον, για τις οποίες όμως οι άνθρωποι δεν έχουν άμεσα μια κλίση, και εντούτοις τις εκτελούν, επειδή πα ρακινούνται σ’ αυτές από μιαν άλλη κλίση. Διότι εδώ είναι δυνατόν να διακρίνομε εύκολα εάν η σύμφωνη με το καθήκον πράξη έγινε από καθήκον ή από φίλαυτη πρόθεση. Πολύ δυσχερέστερο είναι να παρατηρήσομε τη διάκριση τούτη όταν η πράξη είναι σύμφωνη με το καθήκον, και το υποκείμενο έχει επιπλέον άμεση κλίση γ ι’ αυτήν. Π.χ. είναι ασφαλώς σύμφωνο με το καθήκον να μην πουλά ο παντοπώλης τα προϊόντα του πιο ακριβά στον άπειρο αγοραστή27 27. ήδη] προσθήκη της Β.
ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΐ'ΣΙΚΗΣ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
3
>
και, όταν υπάρχει πολλή κίνηση, δεν το κάνει αυτό ο έξυπνος έμπο ρος, αλλά διατηρεί μια γενική, καθορισμένη τιμή για όλους, ώστε να αγοράζει ένα παιδί από αυτόν εξ ίσου καλά οσο και κάθε άλλος. Η εξυπηρέτηση γίνεται λοιπόν έντιμα' τούτο ωστόσο απέχει πο λύ από το να είναι επαρκές για να πιστέψει κανείς πως ο έμπορος φέρθηκε έτσι από καθήκον και βάσει αρχών της εντιμότητας* το απαίτησε το συμφέρον του* όμως δεν είναι δυνατόν να δεχθούμε εδώ πως είχε επιπλέον άμεση κλίση για τους αγοραστές, ώστε κα τά κάποιον τρόπο από αγάπη να μην προτιμήσει κανέναν ως προς την τιμή. Λρα δεν συνέβη η πράξη ούτε από καθήκον ούτε από άμεση κλίση, αλλά μονάχα από ιδιοτελή κλίση. Λντιθέτως, το να διατηρούμε τη ζωή μας αποτελεί καθήκον, και επιπλέον έχει ο καθένας άμεση κλίση γ ι’ αυτό. Μολαταύτα όμως, η συχνά περιδεής φροντίδα που επιδεικνύουν οι περισσότε ροι άνθρωποι για τον σκοπό αυτόν δεν έχει εσωτερική αξία ούτε ο γνώμονάς της ηθικό περιεχόμενο. Διαφυλάσσουν βέβαια τη ζωή τους σύμφωνα με το καθήκον, αλλά όχι από καθήκον. Απεναντίας, όταν οι αντιξοότητες και η άπελπις θλίψη έχουν αφαιρέσει εντε λώς την όρεξη για τη ζωή* όταν ο δυστυχής, με ψυχικό σθένος, περισσότερο αγανακτισμένος για τη μοίρα του παρά μικρόψυχος ή καταρρακωμένος, εύχεται τον θάνατο και ωστόσο διατηρεί τη ζωή του, δίχως να την αγαπά, όχι από κλίση ή φόβο, αλλά από καθήκον, τότε έχει ο γνώμονάς του ηθική αξία. Το να ευεργετούμε, όπου μπορούμε, είναι καθήκον, και επι πλέον υπάρχουν κάμποσες ψυχές τόσο συμπονετικές ώστε, ακόμη και δίχως κάποιο άλλο κίνητρο, της ματαιοδοξίας ή της ιδιοτέλει ας, αισθάνονται εσωτερική ικανοποίηση σκορπίζοντας χαρά γύρω τους και μπορούν να ευφραίνονται με την ευχαρίστηση των άλλων όταν είναι έργο τους. Φρονώ όμως πως μια τέτοια πράξη, όσο και αν είναι σύμφωνη με το καθήκον και αξιαγάπητη, εντούτοις δεν εχει αληθινή ηθική αξία, αλλά ισοδυναμεί με άλλες κλίσεις, λ.χ. τη φιλοδοξία που, όταν κατά καλή τύχη αποβλέπει σε ό,τι είναι πράγ ματι κοινωφελές και σύμφωνο με το καθήκον, άρα είναι τιμητικό, αξίζει έπαινο και ενθάρρυνση, αλλά όχι σέβας* διότι ο γνώμονας στερείται του ηθικού περιεχομένου, δηλαδή να κάνομε τέτοιες
398
3*
ΙΜΜΑΝΟΤΕΛ KANT
πράξεις όχι από κλίση, αλλά από καθήκον. Έ στω , λοιπόν, πως η ψυχή του φιλάνθρωπου εκείνου συννεφιάζει από μια δική του οδύνη, που σβήνει κάθε συμπόνια για τη μοίρα των άλλων, πως έχει αρκετή περιουσία ώστε να ευεργετεί άλλους που υποφέρουν, αλλά δεν τον συγκινεί η ανάγκη των άλλων, επειδή είναι ο ίδιος αρκετά απασχολημένος με τη δική του· εάν λοιπόν τώρα, που δεν τον παρακινεί πια καμία κλίση, αποσπαστεί επί τέλους από τη θα νάσιμη τούτη αναισθησία και προχωρήσει στην ευεργεσία δίχως οποιαδήποτε κλίση, μονάχα από καθήκον, τότε μόνον αποκτά η πράξη του την αυθεντική ηθική αξία της. Επιπλέον: εάν η φύση είχε πλάσει κάποιον με λίγο οίκτο28 στην καρδιά του, εάν αυτός ήταν (κατά τα άλλα ένας έντιμος άνθρωπος) από ιδιοσυγκρασία ψυχρός και αδιάφορος για τα παθήματα των άλλων, ίσως επειδή, προικισμένος ο ίδιος με το ιδιαίτερο χάρισμα της υπομονής και του καρτερικού σθένους για τα δικά του παθήματα, προϋποθέτει ή απαιτεί μάλιστα ένα τέτοιο χάρισμα και σε κάθε άλλον· εάν η φύση έναν τέτοιον άνθρωπο (που αληθινά δεν θα ήταν το χειρότερο δημιούργημά της) δεν τον είχε πλάσει ιδιαιτέρως φιλάνθρωπο, δεν θα είχε εκείνος μολαταύτα κάθε λόγο να προσδώσει στον εαυτό του μια πολύ υψηλότερη αξία από εκείνη που μπορεί να έχει μια αγαθή ιδιοσυγκρασία; Ασφαλώς! Εδώ ακριβώς υψώνεται η αξία 399 του χαρακτήρα που είναι ηθικός και απαράμιλλα ύψιστος, δηλαδή εκείνου που ευεργετεί όχι από κλίση, αλλά από καθήκον. Το να διασφαλίζει κανείς την ευδαιμονία του είναι καθήκον (τουλάχιστον εμμέσως), επειδή η έλλειψη της ικανοποίησης με την κατάστασή του, μέσα στην πίεση από πολλές μέριμνες και κάτω από ανικανοποίητες ανάγκες, θα μπορούσε εύκολα να γίνει μεγάλος 7ΐειρασμός για την παράβαση των καθηκόντων. Αλλά ακόμη και αν δεν λάβομε εδώ υπ’ όψιν το καθήκον, έχουν όλοι οι άνθρωποι ήδη αφ’ εαυτών ισχυρότατη και βαθύτατη κλίση για την ευδαιμονία, διότι ακριβώς στην ιδέα τούτη συνενώνονται όλες οι κλίσεις σε μιαν ολό28. Sympathie: «Συμπάθεια», εδώ με την αρχαία σημασία του «συμπάσχειν», του πάσχειν από κοινού με τους άλλους, του οίκτου (πρβλ. το λατινικό «sympathia» και τις αντίστοιχες λέξεις στις νεώτερες ευρωπαϊκές γλώσ σες). Πρβλ. ΜΗ, 6:456-7 (μετάφρ. σ. 318-9 &: υποσ. 361). Πρβλ. υποσ. 193.
ΘΕΜΕΛ1ΩΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
33
τητα.29 Μόνο που ο κανόνας της ευδαιμονίας είναι ως επί το πλείστον έτσι φτιαγμένος ώστε να περιορίζει κατά πολύ μερικές κλί σεις, και ωστόσο ο άνθρωπος δεν δύναται να αποκτήσει σαφή και ασφαλή έννοια του συνόλου της ικανοποίησης όλων των κλίσεων που να αποκαλείται ευδαιμονία* για τούτο δεν χρειάζεται να μας προκαλεί κατάπληξη πώς μία και μοναδική, ορισμένη κλίση μπορεί να αντισταθμίζει μια κυμαινόμενη ιδέα [της ευδαιμονίας], εάν λάβει κανείς υπ’ όψιν εκείνο που υπόσχεται και τον χρόνο στον οποίο μπο ρεί να πραγματοποιηθεί η ικανοποίησή της. Λ.χ. πώς μπορεί ένας αρθριτικός να επιλέξει να απολαμβάνει ό,τι του αρέσει έστω και αν υποφέρει αργότερα διότι, σύμφωνα με τον υπολογισμό του, τουλά χιστον δεν θα έχει στερηθεί την απόλαυση της παρούσας στιγμής, λόγω της πιθανώς αβάσιμης προσδοκίας της ευτυχίας που υποτίθε ται ότι υπάρχει στην υγεία. Αλλά ακόμη και στην περίπτωση τού τη, μολονότι δεν καθόρισε τη βούλησή του η γενική κλίση για την ευδαιμονία, ακόμη και αν η υγεία δεν ήταν γ ι’ αυτόν τουλάχιστον τόσο αναγκαία σ’ αυτόν τον υπολογισμό, παραμένει εντούτοις εδώ, όπως και σ’ όλες τις άλλες περιπτώσεις, ένας νόμος, δηλαδή να προ άγει κανείς την ευδαιμονία του όχι από κλίση, αλλά από καθήκον, και τότε μόνον έχει η συμπεριφορά του αληθινή ηθική αξία. Αναμφίβολα έτσι πρέπει να κατανοηθούν και τα χωρία της Β ί βλου στα οποία υπάρχει η εντολή να αγαπούμε τον πλησίον μας, ακόμη και τον εχθρό μας.30 Πράγματι, δεν μπορεί να επιτάσσε ται η αγάπη ως κλίση, η ευεργεσία όμως από καθήκον, ακόμη και αν δεν την παρακινεί καμία απολύτως κλίση, μάλιστα ακό μη και αν της αντιτάσσεται φυσική και ακαταμάχητη απέχθεια, είναι πρακτική και όχι παθολογική31 αγάπη, η οποία έγκειται στη 29. Συναφείς ορισμούς της ευδαιμονίας πρβλ. ιδίως Κ Κ Λ , Α 806/Β 834· Κ Π Λ , 5:124 (μετάφρ. 183)· ΚΚΔ, 5:429-31, 434 υποσ. (μετάφρ. 388-90, 393 υποσ.)· Λ///, 6: 387 (μετάφρ. 238-9). 30. Πρβλ. Λενπιχόν, ΙΘ', 18· Κατά Ματθαίον, Ε', 43-44· επίσης, ΚΒ', 39· Προς Ρωμαίους, ΙΓ', 9. 31. pathologisch (από τα αρχαία ελληνικά: πάσχειν, πάθος): αισθητηριακός, αισθησιακός, αισθηματικός, συναισθηματικός (σε αντίθεση με: έλλογος, καθαρός). Πρβλ. Κ Κ /1, Α 802/Β 830· Κ Π Λ , 5:19 (μετάφρ. 35-6)· Κ Κ Δ ,
34
Ι ΜΜ Α Ν Ο Ϊ Έ Λ K ANT
θέληση και όχι στη ροπή του αισθήματος, στις θεμελιώδεις αρχές της πράξης και όχι στην αισθηματολογική συμπόνια· αλλά μονά χα η πρώτη μπορεί να επιτάσσεται. Η δεύτερη θέση32 είναι: Μια πράξη από καθήκον έχει την ηθι κή αξία της όχι στην πρόθεση η οποία πρόκειται να επιτευχθεί μ’ αυτήν, αλλά στον γνώμονα κατά τον οποίο αποφασίζεται, δεν 4οο εξαρτάται λοιπόν από την πραγματικότητα του αντικειμένου της πράξης παρά μόνον από την αρχή της βονλήσεως, σύμφωνα με την οποία έγινε η πράξη ασχέτως όλων των αντικειμένων του επι θυμητικού.3334Είναι σαφές από τα προηγούμενα ότι οι προθέσεις που μπορεί να έχομε στις πράξεις, και τα αποτελέσματά τους, ως σκοποί και ελατήρια της θελήσεως, δεν μπορούν να προσδώσουν στις πράξεις απόλυτη και ηθική αξία. Σε τι μπορεί λοιπόν να έγκειται η αξία τούτη, εάν δεν πρόκειται να συνίσταται στη θέληση, σε σχέση με το προσδοκώμενο αποτέλεσμα; Δεν μπο ρεί να έγκειται πουθενά αλλού παρά μόνο στην αρχή της θελήσεως, ασχέτως των σκοπών που μπορούν να πραγματοποιηθούν με μια τέτοια πράξη· πράγματι, η θέληση ευρίσκεται στο μέσον μεταξύ της a priori αρχής της, η οποία είναι τυπική, και του a posteriori ελατηρίου της, που είναι καθ’ ύλην [ουσιαστικό], κατά κάποιον τρόπο σε ένα σταυροδρόμι, και, επειδή βέβαια πρέπει από κάτι να καθορίζεται, για τούτο θα πρέπει να καθορίζεται από την τυπική αρχή της βουλήσεως εν γένει, όταν τελείται μια πράξη από καθή κον, αφού της έχει αφαιρεθεί κάθε ουσιαστική [καθ’ ύλην] αρχή. Την τρίτη θέση, ως πόρισμα των δύο προηγουμένων, θα την διατύπωνα έτσι: Καθήκον είναι η αναγκαιότητα μιας πράξης από σεβασμό}4 προς τον νόμο. Για το αντικείμενο ως αποτέλεσμα της 5:222 (μετάφρ. 135)· «Ιδέα μιας γενικής ιστορίας», 8:21 (Δοκίμια, σ. 29). 32. Ως «πρώτη θέση» (δίχως όμως να αριθμείται ρητώς) εννοείται: η ηθικότη τα μιας πράξης έγκειται όχι απλώς στη συμφωνία της με το καθήκον, αλλά στο ότι έχει τελεσθεί «από καθήκον». 33. Begehrungsvemiögen: ικανότητα της επιθυμίας, των επιθυμιο\ν, επιθυμη τικό. Πρβλ. ιδίως ΚΠ Λ , 5:9 Σ (μετάφρ. 20-1 Σ)· ΚΚΔ, 5:77-9 (μετάφρ. 82-4)· ΜΗ. 6:211 (μετάφρ. 27). 34. Achtung: προσοχή, σεβασμός, σέβας· υπονοείται: δέος (λατ.: rcverentia).
ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΤΣΙΚΗΣ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
35
σκοπούμενης πράξης μου είναι δυνατόν βέβαια να έχω κλίση, ου δέποτε όμως σεβασμό, ακριβώς διότι είναι απλώς αποτέλεσμα και όχι ενέργεια μιας βούλησης. Ομοίως δεν μπορώ να έχω σεβασμό για την κλίση εν γένει, είτε είναι δική μου είτε άλλου, μπορώ το πολύ πολύ στην πρώτη περίπτωση να την εγκρίνω, στη δεύτε ρη ενίοτε ακόμη και να την αγαπήσω, δηλαδή να την θεωρήσω ευνοϊκή για το δικό μου όφελος. Μόνον εκείνο που συνδέεται με τη θέλησή μου αποκλειστικά ως αίτιο [λόγος], ουδέποτε όμως ως αποτέλεσμα, εκείνο που δεν υπηρετεί την κλίση μου, αλλά την αντισταθμίζει, τουλάχιστον την αποκλείει από τον υπολογι σμό μου εντελώς κατά την επιλογή [μου], άρα μόνος ο νόμος αφ’ εαυτού, μπορεί να είναι αντικείμενο του σεβασμού και επομένως εντολή. Αλλά μια πράξη από καθήκον οφείλει να αποκλείει εντε λώς την επιρροή της κλίσης, και μαζί μ’ αυτήν κάθε αντικείμενο της θέλησης, επομένως δεν απομένει τίποτε άλλο για τη θέληση που θα μπορούσε να την καθορίζει παρά μόνον, αντικειμενικά, ο νόμος και, υποκειμενικά, ο καθαρός σεβασμός για τον πρακτικό αυτόν νόμο, άρα ο γνώμονας*35 να τηρείται ένας τέτοιος νόμος, έστω και με τίμημα την περιστολή όλων των κλίσεών μου. Η ηθική αξία μιας πράξης δεν έγκειται λοιπόν στο αποτέλε σμα που προσδοκάται από αυτήν, επομένως ούτε και σε οποιαδή ποτε αρχή της πράξης, η οποία αρχή χρειάζεται να αντλήσει το κίνητρό της από το προσδοκώμενο τούτο αποτέλεσμα. Πράγματι, όλα τούτα τα αποτελέσματα (η άνεση της κατάστασής μας, μάλι στα ακόμη και η προαγωγή της ευδαιμονίας των άλλων) μπορού σαν να επιτευχθούν και από άλλα αίτια, και άρα δεν χρειαζόταν γ ι’ αυτό η θέληση ενός ελλόγου όντος, στην οποία εντούτοις μονάχα μπορεί να ευρίσκεται το ύψιστο και απόλυτο αγαθό. Για τούτο, τίποτε άλλο δεν μπορεί να αποτελεί το τόσο εξαίρετο αγαθό που Γνώμονας35 είναι η υποκειμενική αρχή της θελήσεως· η αντικειμενική αρχή (δηλαδή εκείνη που θα λειτουργούσε ως πρακτική αρχή και υποκειμενικώς σε όλα τα έλλογα όντα, εάν ο Λόγος είχε πλήρη εξουσία επί του επιθυμητι κού) είναι ο πρακτικός νόμος. 35. Πρβλ. υποσ. 89.
401
400
36
ΙΜΜΑΝΟΥΕΛ KANT
αποκαλούμε ηθίκό παρά μόνον η παράσταση [έννοια] τον νόμον καθ’ εαυτήν, η οποία βέβαια απαντά μόνο στο έλλογο ον, εφ1 όσον είναι αυ τή, και όχι το ελπιζόμενο αποτέλεσμα, ο καθοριστικός λόγος της θέλησης* το αγαθό τούτο είναι ήδη παρόν στο ίδιο το πρόσωπο που πράττει με τον τρόπο αυτόν, και δεν επιτρέπεται να προσδοκάται για πρώτη φορά από το αποτέλεσμα.*36 402 Αλλά τι είδους μπορεί να είναι άραγε ένας νόμος του οποίου η παράσταση πρέπει να καθορίζει τη θέληση, ακόμη και χωρίς να
Θα μπορούσαν να μου επιρρίψουν πως πίσω από τη λέξη σεβασμός αναζη τώ καταφύγιο σε ένα σκοτεινό συναίσθημα, αντί να δώσω σαφή εξήγηση με μιαν έννοια του Λόγου. Ωστόσο, μολονότι ο σεβασμός είναι συναίσθημα, δεν είναι κάποιο που έχομε προσλάβει κατόπιν επιρροής, αλλά ένα συναί σθημα που έχομε προκαλεσει οι ίδιοι με μιαν έλλογη έννοια, και για τού το διαφέρει κατά ειδοποιό τρόπο από όλα τα συναισθήματα του πρώτου είδους, τα οποία ανάγονται σε κλίση ή φόβο. Ό,τι γνωρίζω άμεσα ως νό μο για εμένα, το γνωρίζω με σεβασμό, που σημαίνει απλώς τη συνείδηση της υπόταξης της θέλησής μου υπό έναν νόμο, δίχως μεσολάβηση άλλων επιρροών επί των αισθήσεών μου. Ο άμεσος καθορισμός της θέλησης από τον νόμο και η συνείδηση του καθορισμού αυτού λέγονται σεβασμός, έτσι ώστε αυτός να θεωρείται ως επενέργεια το νόμου επί του υποκειμένου και όχι ως αιτία του. Στην πραγματικότητα, ο σεβασμός είναι η παράσταση μιας αξίας που περιστέλλει τη φιλαυτία μου. Επομένως είναι κάτι που δεν θεωρείται αντικείμενο ούτε της κλίσης ούτε του φόβου, μολονότι έχει κάτι ανάλογο και με τα δύο συγχρόνως. Το αντικείμενο του σεβασμού εί ναι συνεπώς μονάχα ο νόμος, και μάλιστα εκείνος τον οποίο επιβάλλομε οι ίδιοι στον εαυτό μας και που ωστόσο είναι αναγκαίος καθ’ εαυτόν. Είμαστε υποταγμένοι σ’ αυτόν ως νόμο, δίχως να συμβουλευόμαστε τη φιλαυτία· ως επιβεβλημένος σε μας από εμάς τους ίδιους, είναι βέβαια συνέπεια της βούλησής μας, και έχει αναλογία από την πρώτη άποψη με τον φόβο, και από τη δεύτερη με την κλίση. Κάθε σεβασμός για ένα πρόσωπο δεν είναι στην πραγματικότητα παρά μόνο σεβασμός για τον νόμο (της εντιμότη τας κ.ο.κ.), για τον οποίο μας δίδει το παράδειγμα το πρόσωπο. Επειδή θεωρούμε την επέκταση των ταλέντων μας και ως καθήκον, γ ι’ αυτό και προβάλλομε σε ένα πρόσωπο με ταλέντα κατά κάποιον τρόπο το παρά δειγμα ενός νόμον (ώστε να του μοιάσομε ως προς αυτά με εξάσκηση),™ και τούτο συνιστά τον σεβασμό μας. Καθετί που αποκαλείται ηθικό διαψέρον συνίσταται μονάχα στον σεβασμό προς τον νόμο. 36. Η εντός παρενθέσεως πρόταση] προσθήκη της Β.
ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΤΣΙΚΗΣ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
37
λαμβάνει υπ’ όψιν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα, ώστε να μπορεί η βούληση να αποκαλείται απολύτως και απεριόριστα καλή; Επει δή έχω στερήσει τη θέληση από όλες τις παρορμήσεις οι οποίες θα μπορούσαν να πηγάσουν από την τήρηση οποιουδήποτε νόμου, δεν απομένει παρά μόνον η καθολική νομοτέλεια [συμφωνία με τον νόμο]37 εν γένει των πράξεων, η οποία και μόνον πρέπει να λει τουργεί ως αρχή της βούλησης, δηλαδή ουδέποτε οφείλω να δρω με άλλον τρόπο παρά μόνον έτσι ώστε να μπορώ επίσης να θέλω να γίνει ο γνώμονάς μου καθολικός νόμος. Εδώ λοιπόν είναι μόνη η συμ φωνία εν γένει με τον νόμο (χωρίς να προϋποθέτομε οποιονδήποτε νόμο που να αφορά σε ορισμένες πράξεις) εκείνο που λειτουργεί και που πρέπει επίσης να λειτουργεί ως αρχή της θελήσεως, εάν το καθήκον δεν πρόκειται να είναι μια ολωσδιόλου κενή φαντασιοκο πία και χιμαιρική έννοια* άλλωστε με τούτα συμφωνεί παντελώς ο κοινός ανθρώπινος Λόγος κατά την πρακτική κρίση του και έχει πάντοτε προ οφθαλμών την αναφερθείσα αρχή. Λς θέσομε λ.χ. το ερώτημα: Επιτρέπεται, εάν ευρίσκομαι υπό πίεση, να δώσω μιαν υπόσχεση με την πρόθεση να μην την τη ρήσω; Κατανοώ εδώ ευχερώς τη διάκριση την οποία μπορεί να έχει η σημασία της ερώτησης, δηλαδή εάν είναι συνετό ή εάν είναι σύμφωνο με το καθήκον να δώσει κάποιος μια ψευδή υπόσχεση. Το πρώτο μπορεί αναμφίβολα να συμβεί συχνά. Βλέπω βέβαια καθαρά πως δεν αρκεί να ξεγλιστρήσω από την παρούσα αμηχα νία μέσα από τη διέξοδο τούτη, αλλά θα πρέπει να συλλογιστώ καλά μήπως είναι δυνατόν να προκόψουν από το ψεύδος τούτο υστερότερα πολύ μεγαλύτερα μειονεκτήματα από εκείνα από τα οποία απαλλάσσομαι τώρα* και, καθώς οι συνέπειες, παρ’ όλη την υποτιθέμενη πονηριά μου, δεν είναι δυνατόν να προβλεφθούν τόσο εύκολα, έτσι ώστε, εάν χαθεί μία φορά η εμπιστοσύνη [που απο λαμβάνω], θα μπορούσε η απώλεια τούτη να μου προκαλέσει πο λύ περισσότερα μειονεκτήματα από όλα τα δεινά που σκέπτομαι να αποφύγω τώρα [με το ψεύδος]· για τούτο τίθεται το ερώτημα μήπως είναι πιο συνετή πράξη το να δρα κανείς στην περίπτωση 37. Gesetzmäßigkeit: συμφωνία με τον νόμο, νομοτέλεια.
3»
ΙΜΜΑΝΟΤΕΛ KANT
τούτη σύμφωνα με έναν καθολικό γνώμονα, και το να αποκτήσει τη συνήθεια να μην υπόσχεται τίποτα παρά μόνο με την πρόθεση να το τηρήσει. Ωστόσο, αντιλαμβάνομαι γρήγορα πως ένας τέ τοιος γνώμονας δεν στηρίζεται βέβαια παρά μόνο στην ανησυχία για τις [ενδεχόμενες] συνέπειες. Αλλά είναι βεβαίως κάτι εντελώς διαφορετικό το να είναι κανείς φιλαλήθης από καθήκον ή από ανη συχία για τις δυσμενείς συνέπειες* επειδή στην πρώτη περίπτωση περιέχει ήδη η έννοια της ίδιας της πράξης καθ’ εαυτήν έναν νόμο για μένα, ενώ στη δεύτερη είμαι υποχρεωμένος πρώτα να κοιτάξω αλλού για να δω ποια επακόλουθα θα μπορούσαν άραγε να προκύψουν από την πράξη για μένα. Πράγματι, εάν αποκλίνω από την αρχή του καθήκοντος, τούτο είναι με απόλυτη βεβαιότητα κακό* 403 εάν όμως αποστώ από τον γνώμονά μου της φρόνησης, τούτο είναι ασφαλώς δυνατόν να μου αποφέρει ενίοτε πολλά πλεονεκτήματα, μολονότι είναι βέβαια ασφαλέστερο να του παραμείνω πιστός. Ωστόσο, για να ανακαλύψω την απάντηση του ζητήματος αυτού, εάν δηλαδή μια ψευδής υπόσχεση είναι σύμφωνη με το καθήκον, θέτω στον εαυτό μου το ερώτημα: Θα ήμουν άραγε ικανοποιημέ νος, εάν ο γνώμονάς μου (να απαλλαγώ από μιαν αμηχανία με μιαν αναληθή υπόσχεση) επρόκειτο να ισχύει ως καθολικός νόμος (τό σο για μένα όσο και για τους άλλους); Και θα μπορούσα άραγε να πω στον εαυτό μου: «Ας δίδει ο καθένας μιαν αναληθή υπόσχεση εάν ευρίσκεται σε μια δυσκολία από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει με άλλον τρόπο»; Αντιλαμβάνομαι τότε γρήγορα ότι μπο ρώ βέβαια να θέλω το ψεύδος, διόλου όμως έναν καθολικό νόμο να ψεύδεται κανείς* πράγματι, σύμφωνα με έναν τέτοιο νόμο δεν θα υπήρχε στην πραγματικότητα απολύτως καμία υπόσχεση, επειδή θα ήταν μάταιο να προφασίζομαι τη θέλησή μου ως προς τις μελ λοντικές πράξεις μου σε άλλους οι οποίοι δεν θα πίστευαν βέβαια τις προφάσεις μου αυτές, ή, εάν το έπρατταν απερίσκεπτα, θα με πλήρωναν ασφαλώς με το ίδιο νόμισμα* επομένως ο γνώμονάς μου, μόλις καθίστατο καθολικός νόμος, κατ’ ανάγκην θα αυτοκαταστρεφόταν. Δεν χρειάζομαι λοιπόν κάποια εξαιρετική οξυδέρκεια [για να αντιληφθώ] τι πρέπει να κάμω, ώστε η θέλησή μου να είναι
ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
39
ηθικώς καλή. Δίχως πείρα όσον αφορά στην πορεία του κόσμου, χωρίς ικανότητα να προβλέψω όλα τα ενδεχόμενα συμβάντα του, αναρωτιέμαι απλώς: Μπορείς επίσης να θέλεις να γίνει ο γνώμονάς σου καθολικός νόμος; Όπου δεν συμβαίνει αυτό, ο γνώμονάς σου πρέπει να απορριφθεί, και μάλιστα όχι λόγω ενός μειονεκτή ματος που είναι δυνατόν να υποστείς εξ αιτίας του εσύ είτε και άλλοι, αλλά επειδή δεν μπορεί να αρμόζει ως αρχή σε μια δυνα τή καθολική νομοθεσία· γ ι’ αυτήν όμως μου επιτάσσει ο Λόγος άμεσο σεβασμό, για τον οποίο δεν κατανοώ μεν τώρα ακόμα πού θεμελιώνεται (πράγμα που μπορεί να το εξετάσει ο φιλόσοφος), τουλάχιστον όμως αντιλαμβάνομαι ασφαλώς τούτο: Ότι αποτε λεί εκτίμηση της αξίας που υπερτερεί κατά πολύ από οποιαδή ποτε αξία εκείνων που προσφέρονται από τις κλίσεις, και ότι η αναγκαιότητα των πράξεών μου από καθαρό σεβασμό για τον πρακτικό νόμο είναι εκείνο που συνιστά το καθήκον· στον σεβα σμό αυτόν πρέπει να υποχωρήσει κάθε άλλο κίνητρο, επειδή είναι ο όρος μιας καλής θελήσεως καθ’ εαντήν, της οποίας η αξία είναι υπεράνω όλων. Έ τσ ι λοιπόν στην ηθική γνώση του κοινού ανθρώπινου Λόγου φθάσαμε έως την αρχή του, την οποία βέβαια αυτός δεν στοχάζε ται ασφαλώς έτσι ξεχωριστά σε μια καθολική μορφή, και εντού τοις πράγματι την έχει πάντοτε κατά νου και την χρησιμοποιεί ως κανόνα της αποτίμησής του. Θα ήταν ευχερές να δειχθεί εδώ 486
/ -ν
/
τυπικές όταν κανουν αφαίρεση απο ολους τους υποκειμενικούς σκοπούς, αλλά είναι ουσιαστικές [καθ’ ύλην] 107 601 όταν προϋποθέτουν τέτοιους υποκειμενικούς σκοπούς, άρα ορισμένα ελατήρια. Οι σκοποί τούς οποίους θέτει ένα έλλογο ον κατά βούληση ως απο τελέσματα των πράξεων του (ουσιαστικοί [καθ’ ύλην] σκοποί) δεν είναι στο σύνολό τους παρά μόνο σχετικοί* διότι την αξία τους δεν τους τη δίδει παρά μονάχα η σχέση τους προς το επιθυμητικό τού υποκειμένου, το οποίο επιθυμητικό έχει ιδιάζοντα χαρακτηριστι κά* οπότε η αξία εκείνη δεν δύναται να παράσχει καθολικές και αναγκαίες αρχές, έγκυρες για όλα τα έλλογα όντα και για κάθε θέ ληση, δηλαδή πρακτικούς νόμους. Για τούτο όλοι αυτοί οι σχετι κοί σκοποί δεν είναι ο λόγος [το θεμέλιο] παρά μόνον υποθετικών προσταγών. Έ στω όμως ότι υπάρχει κάτι, η ύπαρξη του οποίου καθ’ εαυτήν έχει απόλυτη αξία, κάτι που ως σκοπός καθ’ εαυτόν θα μπορούσε να είναι ο λόγος [το θεμέλιο] ορισμένων νόμων, τότε θα ενυπήρχε σ’ αυτό, και μόνο σ’ αυτό, ο λόγος [το θεμέλιο] μιας δυνατής κατηγορικής προσταγής, δηλαδή του πρακτικού νόμου. Ισχυρίζομαι λοιπόν: Ο άνθρωπος και κάθε έλλογο ον εν γένει υπάρχει ως σκοπός καθ’ εαυτόν, όχι απλώς ως μέσον για οποιαδήποτε χρήση γ ι’ αυτήν ή εκείνη τη θέληση, αλ λά πρέπει πάντοτε να θεωρείται συνάμα ως σκοπός σε όλες τις πράξεις του, τόσο σ’ αυτές που αναφέρονται στον εαυτό του όσο και σ’ εκείνες που αναφέρονται σε άλλα έλλογα όντα. Όλα τα αντικείμενα των κλίσεων δεν έχουν παρά μόνο σχε τική αξία* διότι, εάν δεν υπήρχαν οι κλίσεις και οι ανάγκες που στηρίζονταν σ’ αυτές, το αντικείμενό τους θα ήταν χω ρίς αξία. Όμως οι ίδιες οι κλίσεις, ως πηγές των αναγκών,108 όχι μόνο δεν έχουν απόλυτη αξία, ώστε να τις επιθυμούμε τις ίδιες, αλλά αντιθέτως θα πρέπει να είναι η καθολική επιθυμία
106. formal. Πρβλ. υποσ. 5. 107. material. Πρβλ. υποσ. 4. 108. αναγκών] διόρθωση Vorländer· Ακαδ.] της ανάγκης.
ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
75
κάθε ελλόγου όντος να απελευθερωθεί εντελώς από αυτές.109 Συνεπώς, η αξία όλων των αντικειμένων τα οποία μπορούν να αποκτηθούν με τις πράξεις μας είναι πάντοτε υπό όρους [σχετι κή].110 Τα όντα, των οποίων η ύπαρξη δεν στηρίζεται στη θέλη σή μας, αλλά στη φύση, εάν είναι άλογα όντα, δεν έχουν παρά μόνο σχετική αξία, ως μέσα, και για τούτο λέγονται πράγματα· αντιθέτως, τα έλλογα όντα αποκαλούνται πρόσωπα επειδή η ίδια η φύση τους τα διακρίνει ως σκοπούς καθ’ εαυτούς, δηλαδή ως κάτι που δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιείται μονάχα ως μέσον, και άρα κατά τούτο περιορίζει κάθε αυθαιρεσία (και αποτελεί αντικείμενο σεβασμού). Συνεπώς, τα πρόσωπα δεν είναι απλώς υποκειμενικοί σκοποί, των οποίων η ύπαρξη ως αποτέλεσμα των πράξεών μας έχει μιαν αξία για εμάς· αλλά είναι αντικειμε νικοί σκοποί, δηλαδή πράγματα η ύπαρξη των οποίων είναι σκο πός καθ’ εαυτόν, και μάλιστα ένας σκοπός στη θέση του οποίου δεν δύναται να τεθεί ένας άλλος σκοπός, τον οποίο θα έπρεπε να υπηρετούν απλώς και μόνον ως μέσα, επειδή χωρίς αυτόν δεν θα υφίστατο απολύτως τίποτα με απόλυτη αξία' εάν όμως κάθε αξία ήταν σχετική, και άρα τυχαία, δεν θα ήταν δυνατόν να ευρεθεί για τον Λόγο απολύτως καμία ανώτατη πρακτική αρχή. Συνεπώς, εάν πρόκειται να υπάρχει μια ανώτατη πρακτική αρχή και, όσον αφορά στην ανθρώπινη θέληση, μια κατηγορική προσταγή,111 θα πρέπει να είναι τέτοια ώστε -καθώς προκύπτει από την παράσταση του τι είναι κατ’ ανάγκην σκοπός για τον
109. Πρβλ. όμως ιδίως: «Ο ι φυσικές κλίσεις είναι, θεωρούμενες αυτές καθ’ εαντές, καλές, δηλαδή μη απορριπτέες, και είναι όχι μονάχα μάταιο, αλλά θα ήταν και επιζήμιο και μεμπτό το να θέλει κανείς να τις εκριζώσει· αντιθέτως, πρέπει μόνο να τις χαλιναγωγεί, για να μην δημιουργούνται προστριβές ανάμεσά τους, αλλά να μπορούν να εναρμονίζονται μέσα σε ένα σύνολο που λέγεται ευδαιμονία» (θρησκεία, 6:58, μετάφρ. 111). 110. bedingt: υπό όρους, εξαρτημένος, σχετικός. Αντίθετο: unbedingt: μη εξαρ τημένο, απόλυτο. Πρβλ. ιδίως ΚΚ Λ , A 307-9/Β 363-6. 111. Ας προσεχθεί η ρητή διάκριση μεταξύ της ανώτατης πρακτικής αρχής (για όλα τα έλλογα όντα εν γένει) και της κατηγορικής προσταγής (για τη θέληση του ανθρώπου ως πεπερασμένου ελλόγου όντος).
ΙΜΜΑΝΟΤΕΛ KANT
76
καθένα, επειδή είναι σκοπός καθ’ εαυτόν- να συνιστά μιαν αντικει429 μενική αρχή της θέλησης, άρα να δύναται να λειτουργεί ως καθολι κός πρακτικός νόμος. Ο λόγος [το θεμέλιο] της αρχής αυτής είναι: Η έλλογη φύση υπάρχει ως σκοπός καθ’ εαυτόν. Έ τσ ι αντιλαμβά νεται κατ’ ανάγκην ο άνθρωπος τη δική του ύπαρξη· κατά τούτο είναι λοιπόν αυτή μια υποκειμενική αρχή των ανθρωπίνων πρά ξεων. Αλλά έτσι αντιλαμβάνεται την ύπαρξή του και κάθε άλλο έλλογο ον, συνεπεία του ίδιου ακριβώς ελλόγου θεμελίου το οποίο ισχύει και για εμένα·*112134συνεπώς, η αρχή εκείνη είναι συγχρό νως μια αντικειμενική αρχή, από την οποία -ως τον ανώτατο πρα κτικό λόγο [θεμέλιο]- πρέπει να δύνανται να συνάγονται όλοι οι νόμοι της βουλήσεως. Η πρακτική προσταγή θα είναι επομένως η ακόλουθη: Πράττε έτσι ώστε να χρησιμοποιείς την ανθρωπότητα [ανθρώπινη φύση] , η 3 τόσο στο πρόσωπό σου όσο και στο πρόσωπο κάθε άλλου ανθρώπου, πάντοτε συγχρόνως ως σκοπό και ουδέποτε απλώς και μόνον ως μέσον.114 Θέλομε να δούμε εάν τούτο μπορεί να εφαρμοσθεί στην πράξη. Για να μείνομε στα προηγούμενα παραδείγματα: Πρώτον, σύμφωνα με την έννοια του αναγκαίου καθήκοντος έναντι του εαυτού του, εκείνος που διανοείται να αυτοκτονήσει θα αναρωτηθεί αν η πράξη του δύναται να συνυπάρξει με την ιδέα της ανθρώπινης φύσης ως σκοπού καθ’ εαυτόν. Εάν καταστρέψει τον εαυτό του, για να διαφύγει από μια επώδυνη κατάσταση, με ταχειρίζεται ένα πρόσωπο απλώς ως ένα μέσον για τη διατήρηση
*
Καταθέτω εδώ την πρόταση τούτη ως αίτημα.112 Στο τελευταίο κεφάλαιο θα αναφερθούν οι λόγοι της.
112. Αίτημα (Postulat) είναι «μια μη αποδείξιμη θεωρητική πρόταση, εφ’ όσον συναρτάται αναποσπάστως με έναν a priori πρακτικό νόμο που ισχύει απο λύτως» (ΚΠΛ, 5:122 [μετάφρ. 180])· πρβλ. Κ Κ Λ , Α 634/Β 662. 113. Menschheit: ανθρωπότητα, με τη σημασία: ανθρώπινη φύση (λατ. humanitas). 114. ΚΠ Λ . 5:131-2 (μετάφρ. 192).
ΘΕΜΕΛ1ΩΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΤΣΙΚΗΣ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
77
μιας ανεκτής κατάστασης μέχρι το τέλος του βίου. Ο άνθρωπος όμως δεν είναι πράγμα, άρα δεν είναι κάτι που δύναται να χρη σιμοποιείται μονάχα ως μέσον, αλλά πρέπει σε όλες τις πράξεις του να θεωρείται πάντοτε ως σκοπός καθ’ εαυτόν. Συνεπώς δεν δύναμαι να διαθέτω τον άνθρωπο115 στο πρόσωπό μου, να τον ακρωτηριάζω, να τον διαφθείρω ή να τον φονεύω. (Εδώ πρέπει να παρακάμψω τον λεπτομερέστερο προσδιορισμό της αρχής αυ τής ώστε να αποφευχθεί κάθε παρανόηση, π.χ. [τις περιπτώσεις] του ακρωτηριασμού των μελών, για να επιβιώσω, του κινδύνου στον οποίο εκθέτω τη ζωή μου για να τη σώσω κ.ο.κ.· ο προσδιο ρισμός αυτός ανήκει στην κυρίως ηθική).116 Δεύτερον, όσον αφορά στο αναγκαίο ή υποχρεωτικό καθήκον έναντι των άλλων, εκείνος που διανοείται να δώσει μια ψευδή υπόσχεση σε άλλους θα αντιληφθεί αμέσως ότι θέλει να μεταχειρισθεί έναν άλλον άνθρωπο μονάχα ως μέσον, δίχως να περι λαμβάνει αυτός συγχρόνως εντός του τον σκοπό [της πράξης αυτής]. Πράγματι, εκείνος τον οποίο θέλω να χρησιμοποιήσω με μια τέτοια υπόσχεση για τις προθέσεις μου είναι αδύνατον να συναινεί με τον τρόπο μου να φέρομαι απέναντι του, και άρα εί- 43ο ναι αδύνατον να αποτελεί ο ίδιος τον σκοπό της πράξης αυτής. Σαφέστερα γίνεται πρόδηλη η αντίθεση τούτη κατά της αρχής [του καθήκοντος έναντι] των άλλων ανθρώπων εάν ανατρέξομε σε παραδείγματα επιθέσεων εναντίον της ελευθερίας και της πε ριουσίας άλλων. Πράγματι, τότε φανερώνεται με σαφήνεια ότι εκείνος που παραβιάζει τα δικαιώματα των ανθρώπων έχει την πρόθεση να μεταχειρισθεί το πρόσωπο των άλλων μονάχα ως μέ σον, δίχως να λαμβάνει υπ’ όψιν του ότι αυτοί, ως έλλογα όντα, πρέπει πάντοτε να εκτιμώνται συγχρόνως ως σκοποί, δηλαδή
115. Α] δεν δύναμαι να διαθέτω τον άνθρωπο· Β, λοιπές εκδδ.] δεν δύναμαι να διαθέτω τίποτα στον (ή από τον) άνθρωπο. 116. Εννοείται: στο σύστημα της ηθικής φιλοσοφίας (στη Μεταφί'σική των ηθών) σε διάκριση από τη θεμελίωσή της (θεμελίωση της μεταφυσικής των ηθών και Κριτική τον πρακτικού Λόγον) (πρβλ. ανωτέρω, σ. 388, μετάφρ. 16-7).
78
ΙΜΜΑΝΟΓΕΛ KANT
μόνον ως όντα τα οποία πρέπει να δύνανται να περιλαμβάνουν και εντός τους τον σκοπό αυτής ακριβώς της πράξης.*117 Τρίτον, όσον αφορά στο τυχαίο (αξιόμισθο) καθήκον έναντι του εαυτού μας, δεν αρκεί η πράξη να μην αντίκειται στην ανθρώ πινη φύση στο πρόσωπό μας ως σκοπό καθ’ εαυτόν, θα πρέπει επίσης να σννάδει μ ’ αυτήν. Αλλά στην ανθρώπινη φύση υπάρχουν καταβολές προς μεγαλύτερη τελειότητα, οι οποίες αποτελούν στοιχεία του σκοπού της φύσης όσον αφορά στην ανθρώπινη φύ ση στο υποκείμενό μας· το να παραμελούμε τις καταβολές αυ τές θα ήταν δυνατόν να είναι ενδεχομένως συμβατό το πολύ με τη συντήρηση της ανθρώπινης φύσης ως σκοπού καθ’ εαυτόν, όχι όμως με την προαγωγή του σκοπού αυτού. Τέταρτον, όσον αφορά στο αξιόμισθο καθήκον έναντι των άλ λων, ο φυσικός σκοπός που έχουν όλοι οι άνθρωποι είναι η ατο μική ευδαιμονία τους. Και θα ήταν μεν δυνατόν να διατηρηθεί η ανθρωπότητα, έστω και εάν δεν συνέβαλλε κανείς στην ευδαιμο νία των άλλων, αρκεί να μην της αφαιρούσε κάτι εκ προθέσεως· ωστόσο, αυτή θα ήταν βέβαια μονάχα μια αρνητική και όχι θε τική συμφωνία με την ανθρώπινη φύση ως σκοπό καθ’ εαυτόν, εάν δηλαδή δεν προσπαθούσε ο καθένας να προάγει τους σκοπούς των άλλων, όσο του είναι δυνατόν. Πράγματι, οι σκοποί του υπο*
Αυτό δεν σημαίνει ότι δύναται εδώ να χρησιμεύσει ως μέτρο [κριτήριο] ή αρχή η κοινότοπη εντολή quod tibi non vis fieri etc. [ό,τι δεν θέλεις να σου κάνουν μην το κάνεις στους άλλους κ.ο.κ.].'17 Πράγματι, δεν συνάγεται αυτή παρά από την αρχή [την οποία ανέπτυξα ανωτέρω], μολονότι με ορι σμένους περιορισμούς· η εντολή αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει καθολικό νόμο, διότι δεν περιλαμβάνει τον λόγο [θεμέλιο] των καθηκόντων έναντι του εαυτού μας, ούτε των καθηκόντων αγάπης έναντι των άλλων (διότι κά ποιοι θα συμφωνούσαν ευχαρίστως να μην τους ευεργετούν οι άλλοι, αρκεί να μπορούσαν και οι ίδιοι να απαλλαγούν από το να προσφέρουν ευεργεσία σ’ εκείνους), τέλος ούτε των αμοιβαίων υποχρεωτικών καθηκόντων έναντι αλλήλων· διότι ο εγκληματίας θα επιχειρηματολογούσε βάσει αυτού του λόγου εναντίον των ποινικών δικαστών του κ.ο.κ.
117. Ο λεγόμενος «χρυσός κανόνας». Πρβλ. Κατά Ματθαίον, Ζ', 12· Κατά Λονκάν. ΣΤ '. 31. Πρβλ. Π. Ρικέρ, Αγάπη και δικαιοσύνη, μετάφρ. Κ. Καψαμπέλη, εισ. Στ. Ζουμπουλάκης, Εκκρεμές, Αθήνα 2009.
Θ ΕΜΕ Λ ΙΩΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
79
κειμένου, το οποίο είναι σκοπός καθ’ εαυτόν, πρέπει να είναι και δικοί μον σκοποί, όσο είναι τούτο δυνατόν, εάν η αντίληψη εκεί νη [της ανθρώπινης φύσης ως σκοπού καθ’ εαυτόν] πρόκειται να επενεργήσει πλήρως σε μένα. Η αρχή τούτη της ανθρώπινης φύσης και κάθε έλλογης φύσης εν γένει ως σκοπού καθ’ εαυτόν (η οποία είναι ο ανώτατος περιοριστι κός όρος της ελευθερίας των πράξεων κάθε ανθρώπου) δεν πηγάζει « ι από την εμπειρία. Πρώτον, λόγω της καθολικότητάς της, καθώς αναφέρεται σε όλα τα έλλογα όντα εν γένει, και καμιά εμπειρία δεν αρκεί ώστε να θέτει κανόνες για το σύνολο τούτο· δεύτερον, επει δή στην αρχή αυτή η ανθρώπινη φύση δεν κατανοείται ως σκοπός των ανθρώπων118 (υποκειμενικά), δηλαδή ως αντικείμενο το οποίο θέτει κανείς αφ’ εαυτού πράγματι ως σκοπό, αλλά κατανοείται ως αντικειμενικός σκοπός που -οιουσδήποτε σκοπούς και αν έχο με- πρέπει να αποτελεί, ως νόμος, τον ανώτατο περιοριστικό όρο όλων των υποκειμενικών σκοπών, άρα πρέπει να πηγάζει από τον καθαρό Λόγο. Πράγματι, ο λόγος [το θεμέλιο] κάθε πρακτικής νο μοθεσίας έγκειται (σύμφωνα με την πρώτη αρχή) αντικειμενικός στον κανόνα και στη μορφή της καθολικότητας, η οποία καθιστά τον κανόνα ικανό να είναι νόμος (και μάλιστα φυσικός νόμος), ενώ υποκειμενικός έγκειται στον σκοπό· αλλά το υποκείμενο όλων των σκοπών είναι κάθε έλλογο ον ως σκοπός καθ’ εαυτόν (σύμφωνα με τη δεύτερη αρχή). Εντεύθεν συνάγεται η τρίτη πρακτική αρχή της θελήσεως, ως ανώτατος όρος της συμφωνίας της με τον καθολικό πρακτικό Λόγο, η ιδέα της θελήσεως κάθε ελλόγου όντος ως θελή σεως που νομοθετεί καθολικά. Σύμφωνα, με την αρχή τούτη απορρίπτονται όλοι οι γνώμονες οι οποίοι δεν δύνανται να συνυπάρχουν με τη δική μας καθολική νομοθεσία της θελήσεως. Συνεπώς, η βούληση δεν υποτάσσεται απλώς στον νόμο, αλλά υποτάσσεται με τέτοιον τρόπο ώστε να πρέπει να θεωρείται επίσης ότι νομοθετεί αυτή η ίδια, και ακριβώς και μόνο για τον λόγο αυτόν ότι υποτάσσεται στον νόμο (δημιουρ γό του οποίου δύναται να θεωρεί τον ίδιο τον εαυτό της). 118. Α] του ανθρώπου.
8ο
*3 2
ΙΜΜΑΝΟΓΕΛ KANT
Οι προσταγές σύμφωνα με τους προηγούμενους τρόπους κα τανόησης, δηλαδή είτε της καθολικής -όμοιας με τη φυσική τά ξη- νομοτέλειας των πράξεων είτε της καθολικής υπεροχής των ελλόγων όντων ως σκοπών καθ’ εαυτούς, απέκλειαν βέβαια από το επιτακτικό κύρος τους κάθε ανάμιξη οιουδήποτε συμφέροντος ως κινήτρου ακριβώς επειδή νοούνται ως κατηγορικές· αλλά έγι ναν δεκτές ως κατηγορικές μονάχα επειδή έπρεπε να τις δεχθούμε ως τέτοιες εάν έπρεπε να εξηγήσομε την έννοια του καθήκοντος. Το ότι όμως υπάρχουν πρακτικές προτάσεις οι οποίες επιτάσσουν κατηγορικά δεν ήταν δυνατόν να αποδειχθεί αφ’ εαυτού, όπως δεν είναι ακόμη δυνατόν να συμβεί αυτό στο παρόν κεφάλαιο· εντού τοις ένα πράγμα ήταν ασφαλώς δυνατόν να συμβεί, δηλαδή: να συμπεριληφθεί στην ίδια την προσταγή με κάποιον προσδιορισμό η παραίτηση από κάθε συμφέρον της βουλήσεως [που πράττει] βάσει του καθήκοντος, ως το ειδοποιό διακριτικό γνώρισμα της κατηγορικής προσταγής από την υποθετική* και τούτο συμβαί νει με τον παρόντα τρίτο τύπο [διατύπωση] της [ηθικής] αρχής, δηλαδή την ιδέα της θελήσεως κάθε ελλόγου όντος ως θελήσεως που νομοθετεί καθολικά. Πράγματι, όταν σκεπτόμαστε μια τέτοια θέληση, τότε -και μολονότι μια θέληση, η οποία υποτάσσεται σε νόμους, είναι δυνατόν να δεσμεύεται από τον νόμο αυτόν μέσω ενός συμφέροντος- μια θέληση που είναι η ίδια ανώτατος νομοθέτης είναι για τούτο αδύ νατον να εξαρτάται από οποιοδήποτε συμφέρον· διότι μια τέτοια εξαρτώμενη θέληση θα χρειαζόταν η ίδια έναν άλλο νόμο ο οποίος θα περιόριζε το συμφέρον της φιλαυτίας του ατόμου ώστε να εί ναι έγκυρο το συμφέρον αυτό υπό τον όρο της συμβατότητάς του με τον καθολικό νόμο. Συνεπώς, η αρχή κάθε ανθρώπινης θελήσεως ως της θελήσεως η οποία μέσω όλων των γνωμόνων της νομοθετεί καθολικά*-αρκεί μόνον η αρχή αυτή να είναι ορθή- θα άρμοζε κάλλιστα στην κα*
Εδώ μπορώ να απαλλαγώ από την υποχρέωση να αναφέρω παραδείγματα για τη διασάφηση της αρχής αυτής, επειδή όλα εκείνα που επεξηγοΰσαν παραπάνω την κατηγορική προσταγή και τους τύπους [τις διατυπώσεις] της δύνανται να χρησιμεύσουν και εδώ γ ι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό.
ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΤΣΙΚΗΣ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
8ι
τηγορική προσταγή κατά τούτο: ότι -ακριβώς χάριν της ιδέας της καθολικής νομοθεσίας- δεν στηρίζεται σε κανένα συμφέρον, και συνεπώς από όλες119 τις δυνατές προσταγές είναι η μόνη που δύναται να είναι απόλυτη [άνευ όρων]· ή, ακόμη καλύτερα, για να αντιστρέφομε την πρόταση: Εάν υπάρχει μια κατηγορική προσταγή (δηλαδή ένας νόμος για τη θέληση όλων των ελλόγων όντων), τότε δεν δύναται να επιτάσσει να πράττει κανείς βάσει του γνώμονα της θελήσεώς του παρά μόνον εάν πρόκειται για μια θέληση η οποία συγχρόνως θα μπορούσε η ίδια να νομοθετεί κα θολικά* διότι τότε μόνον είναι η πρακτική αρχή, και η προσταγή, η οποία υπακούει στην αρχή αυτήν, απόλυτη, επειδή δεν είναι δυ νατόν να προϋποθέτει απολύτως κανένα συμφέρον. Εάν λοιπόν επισκοπήσομε όλες τις προσπάθειες που έγιναν έως τώρα για να ανακαλύψουν την αρχή της ηθικότητας, δεν χρειάζεται να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι έπρεπε κατ’ ανάγκην στο σύνολό τους να αποτύχουν. Έβλεπαν ότι ο άνθρωπος δεσμεύε ται από το καθήκον του από τον νόμο, δεν διανοήθηκαν όμως ότι δεν υποτάσσεται παρά μόνο στη δική του και εντούτοις καθολική νομοθεσία, και πως δεν υποχρεώνεται παρά μόνο να πράττει σύμ φωνα με τη δική του θέληση, η οποία όμως -σύμφωνα με τον σκο πό της φύσης- νομοθετεί καθολικά. Πράγματι, όταν σκέπτονταν πως ο άνθρωπος μονάχα υποτάσσεται σε έναν νόμο (όποιος και αν είναι αυτός), τότε έπρεπε ο νόμος αυτός να συνεπάγεται κάποιο 433 συμφέρον ή θέλγητρο* διότι δεν πήγαζε ως νόμος από τη δική του θέληση, αλλά η θέληση αυτή εξαναγκαζόταν από κάτι άΑΑο, σύμ φωνα με κάποιον νόμο, να πράττει κατά ορισμένο τρόπο. Λόγω της εντελώς αναγκαίας όμως τούτης συνέπειας πήγαινε ανεπα νόρθωτα χαμένη όλη η εργασία να ανεύρομε έναν ανώτατο λόγο [θεμέλιο] του καθήκοντος. Διότι [έτσι] δεν ανακάλυπταν το κα θήκον, αλλά την αναγκαιότητα της πράξης βάσει ενός ορισμένου συμφέροντος. Τούτο ήταν δυνατόν να είναι το δικό μας ή ένα ξένο συμφέρον. Αλλά τότε έπρεπε κατ’ ανάγκην η προσταγή να είναι πάντοτε υπό όρους [σχετική], και δεν ήταν διόλου δυνατόν να 119. όλες] προσθήκη της Β.
82
ΙΜΜΑΝΟΓΕΛ KANT
λειτουργήσει ως ηθική εντολή. Τη θεμελιώδη τούτη αρχή θα την αποκαλέσω αρχή της α υ τ ο ν ο μ ί α ς 120 της θελήσεως σε αντίθε ση προς κάθε άλλη, την οποία για τον λόγο αυτόν συγκαταλέγω στην ε τ ε ρ ο ν ο μ ί α.121 Η έννοια κάθε ελλόγου όντος το οποίο πρέπει να θεωρεί τον εαυτό του, μέσω όλων των γνωμόνων της θελήσεως του, ως κα θολικό νομοθέτη, ώστε να κρίνει από τη σκοπιά τούτη τον εαυτό του και τις πράξεις του, μας οδηγεί σε μια συναφή και ιδιαιτέρως γόνιμη έννοια, δηλαδή εκείνη ενός βασιλείου των σκοπών. Με τον όρο δε βασίλειο εννοώ τη συστηματική ένωση διαφό ρων ελλόγων όντων μέσω κοινών νόμων. Αλλά, επειδή οι νόμοι καθορίζουν τους σκοπούς κατά την καθολική εγκυρότητά τους, για τούτο, εάν αφαιρέσομε τις προσωπικές διαφορές των ελλό γων όντων, καθώς και κάθε περιεχόμενο των ιδιωτικών σκοπών τους, θα μπορέσομε να νοήσομε ένα Όλον όλων των σκοπών (τόσο των ελλόγων όντων ως σκοπών καθ’ εαυτούς όσο και των δικών τους σκοπών, τους οποίους μπορεί να θέτει το καθένα) σε συστη ματική συνάφεια, δηλαδή ένα βασίλειο των σκοπών που είναι δυ νατόν σύμφωνα με τις παραπάνω αρχές.122 Πράγματι, όλα τα έλλογα όντα υπόκεινται στον νόμο ότι κα θένα από αυτά θα πρέπει123 να μεταχειρίζεται τον εαυτό του και όλα τα άλλα ουδέποτε μονάχα ως μέσον, αλλά πάντοτε συγχρόνως ως σκοπό καθ’ εαυτόν. Αλλά με τον τρόπο αυτόν προκύπτει μια συστηματική ένωση ελλόγων όντων μέσω κοινών αντικειμενι κών νόμων, δηλαδή ένα βασίλειο, το οποίο -επειδή οι νόμοι αυτοί έχουν ως πρόθεση ακριβώς τη σχέση των όντων αυτών προς άλληλα ως σκοπών και μέσων- δύναται να αποκαλείται ένα βασί λειο των σκοπών (ασφαλώς, μονάχα ένα ιδεώδες).
120. Autonomie. 121. Heteronomie. 122. Πρβλ. ιδίως Κ Κ /1, A 812-9/Β 840-7. Πρβλ. G.W. Leibniz, Μεταφυσική πραγματεία (Discours de Métaphysique), § 36· Μοναδολογία {Monadologie), §87. 123. A] επιτρέπεται.
ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
«3
Αλλά ένα έλλογο ον ανήκει ως μέλος στο βασίλειο των σκοπών όταν νομοθετεί μεν εκεί καθολικά, αλλά επίσης υπόκειται το ίδιο στους νόμους αυτούς. Ενώ ανήκει στο βασίλειο των σκοπών ως αρχηγός, όταν ως νομοθέτης δεν υπόκειται στη θέληση κανενός άλλου. Το έλλογο ον πρέπει να θεωρεί τον εαυτό του πάντοτε νομοθέ- 434 τη σε ένα βασίλειο των σκοπών, το οποίο είναι εφικτό μέσω της ελευθερίας της βουλήσεως, είτε τούτο συμβαίνει για το έλλογο ον ως μέλος είτε ως αρχηγό. Αλλά τη θέση του αρχηγού δύναται να την καταλάβει όχι απλώς με τον γνώμονα της θελήσεώς του, αλλά τότε μόνον, όταν είναι ένα πλήρως ανεξάρτητο ον, χωρίς ανάγκες και περιορισμούς, με ικανότητα σύμμετρη με τη θέλησή του. Η ηθικότητα έγκειται συνεπώς στη σχέση όλων των πράξεων με την [ηθική] νομοθεσία, βάσει της οποίας και μόνον είναι εφι κτό ένα βασίλειο των σκοπών. Αλλά η νομοθεσία τούτη θα πρέπει να απαντά στο ίδιο το κάθε έλλογο ον και να δύναται να πηγάζει από τη θέλησή του* συνεπώς, η αρχή της θελήσεώς του είναι: Να μην πράττει καμιά πράξη σύμφωνα με έναν άλλον γνώμονα παρά μόνον έτσι ώστε ο γνώμονας αυτός να είναι καθολικός νόμος, και άρα να πράττει μόνον έτσι ώστε η θέληση μέσω τον γνώμονα της να δύναται να θεωρεί τον εαυτό της συγχρόνως ως καθολικώς νομοθε τούσα. Εάν λοιπόν οι γνώμονες δεν συμφωνούν ήδη από τη φύση τους κατ’ ανάγκην με την αντικειμενική τούτη αρχή των ελλόγων όντων ως καθολικών νομοθετών, η αναγκαιότητα της πράξης σύμφωνα με την αρχή εκείνη καλείται πρακτικός εξαναγκασμός, δηλαδή καθήκον. Καθήκοντα δεν υφίστανται για τον αρχηγό στο βασίλειο των σκοπών, ασφαλώς όμως για κάθε μέλος [του], και μάλιστα για όλα κατά το ίδιο μέτρο. Η πρακτική αναγκαιότητα να πράττει κάποιος σύμφωνα με την αρχή τούτη, δηλαδή το καθήκον, δεν βασίζεται διόλου σε συ ναισθήματα, παρορμήσεις και κλίσεις, αλλά μόνο στη σχέση των ελλόγων όντων προς άλληλα, στην οποία η θέληση ενός ελλόγου όντος πρέπει να θεωρείται πάντοτε συγχρόνως ως νομοθετούσα, επειδή άλλως τα έλλογα όντα δεν θα μπορούσαν να νοηθούν ως σκοπός καθ’ εαυτόν. Ο Λόγος συσχετίζει λοιπόν κάθε γνώμονα της
84
ΙΜΜΑΝΟΤΕΛ KANT
θελήσεως ως καθολικού νομοθέτη με κάθε άλλη θέληση, καθώς και με κάθε πράξη ενός ελλόγου όντος με τον εαυτό του, και μά λιστα τούτο όχι χάριν κάποιου άλλου πρακτικού κινήτρου ούτε κάποιου μελλοντικού οφέλους, αλλά βάσει της ιδέας της αξιοπρέ πειας του ελλόγου όντος που δεν υπακούει σε κανέναν άλλον νόμο παρά μόνο σ’ εκείνον τον οποίο θεσπίζει συγχρόνως το ίδιο. Στο βασίλειο των σκοπών έχουν τα πάντα είτε μια τιμή είτε μια αξιοπρέπεια. Αν κάτι έχει τιμή, μπορεί στη θέση του να τεθεί κάτι άλλο ως ισοδύναμο· αντιθέτως, ό,τι είναι υπέρτερο κάθε τι μής, και άρα δεν επιτρέπει κάποιο ισοδύναμο, αυτό έχει αξιοπρέ«»./ν πεια. I24 Ό,τι σχετίζεται με τις γενικές ανθρώπινες κλίσεις και ανάγ κες έχει αγοραστική τιμή· εκείνο που, χωρίς να προϋποθέτει μιαν ανάγκη, αρμόζει σε ορισμένη καλαισθησία, δηλαδή μιαν αρέσκεια 435 για το απλό, άσκοπο παιχνίδι των ψυχικών μας δυνάμεων,124 125 έχει μια συναισθηματική τιμή ·126 εκείνο όμως που αποτελεί τον όρο υπό τον οποίο και μόνον κάτι δύναται να είναι σκοπός καθ’ εαυτόν, δεν έχει απλώς και μόνο σχετική αξία, δηλαδή τιμή, αλλά εσωτερική αξία, δηλαδή αξιοπρέπεια.127 Αλλά η ηθικότητα είναι ο όρος υπό τον οποίο και μόνον ένα έλλογο ον μπορεί να είναι σκοπός καθ’ εαυτόν* διότι μόνο με την ηθικότητα είναι δυνατόν να αποτελεί [ένα έλλογο ον] νομοθετι κό μέλος στο βασίλειο των σκοπών. Συνεπώς, η ηθικότητα και η ανθρώπινη φύση, εφ’ όσον είναι ικανή για την ηθικότητα, εί ναι εκείνα μονάχα που έχουν αξιοπρέπεια. Η επιδεξιότητα και η επιμέλεια στην εργασία έχουν αγοραστική τιμή* η οξυδέρκεια, η ζωηρή φαντασία και η ψυχική διάθεση128 έχουν συναισθηματική αξία* αντιθέτως, η αξιοπιστία στις υποσχέσεις, η αγαθοβουλία βάσει αρχών (όχι από ένστικτο) έχουν εσωτερική αξία. Ούτε η 124. Πρβλ. Σενέκας, £/>. 71.33. 125. Πρβλ. ΚΚΔ, ιδίως 5:217-9, 286-7 (μετάφρ. 128-31, 214-6). 126. Affektionspreis. 127. Πρβλ. Ανθρωπολογία, 7:292. 128. ψυχική διάθεση (Launen)] εκδδ.· το κέφι (Laune)] εικασία Vorländer.
ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΤΣΙΚΗΣ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
«5
φύση ούτε η τέχνη περιέχουν κάτι που θα μπορούσε να υποκα ταστήσει την έλλειψή τους· επειδή η αξία τους δεν έγκειται στα αποτελέσματα που πηγάζουν από τις αρετές εκείνες, στα πλεονε κτήματα και στα οφέλη που δημιουργούν, αλλά στα φρονήματα, δηλαδή στους γνώμονες της θέλησης, οι οποίοι είναι κατάλληλοι να αποκαλυφθούν στις πράξεις με τον τρόπο αυτόν, ακόμη και αν δεν τους ευνοεί η έκβαση. Οι πράξεις αυτές δεν χρειάζονται άλλωστε καλές συστάσεις από κάποια υποκειμενική διάθεση ή γούστο, ώστε να τις θεωρήσομε με άμεση εύνοια και ευαρέσκεια, ούτε χρειάζονται κάποια άμεση ροπή ή συναίσθημα γ ι’ αυτές· παριστάνουν τη θέληση η οποία τις εκτελεί ως αντικείμενο άμε σου σεβασμού, για τον οποίο δεν απαιτείται τίποτε άλλο εκτός από τον Λόγο, ώστε να τις επιβάλλει στη βούληση και όχι να τις αποσπάσει από αυτήν με κολακείες, οι οποίες στην περίπτωση των καθηκόντων θα ήταν ούτως ή άλλως μια αντίφαση. Η εκτί μηση τούτη συνεπώς μας οδηγεί να αναγνωρίσομε την αξία ενός τέτοιου [ηθικού] φρονήματος ως αξιοπρέπεια και το ανυψώνει απέραντα πάνω από κάθε τιμή, με την οποία δεν είναι δυνατόν να αποτιμηθεί και να συγκριθεί, δίχως κατά κάποιον τρόπο να προσβληθεί η ιερότητά του. Και τι είναι εκείνο λοιπόν που δίδει στο ηθικώς αγαθό φρόνη μα ή στην αρετή το δικαίωμα να προβάλλει τόσο υψηλές αξιώ σεις;129 Δεν είναι τίποτε άλλο παρά το προνόμιο που παρέχει στο έλλογο ον να μετέχει στην καθολική νομοθεσία, και με τον τρόπο αυτόν το καθιστά ικανό να είναι μέλος σε ένα δυνατό βασίλειο των σκοπών· προς τούτο ήταν ήδη προορισμένο λόγω της ίδιας της δικής του φύσης, ως σκοπός καθ’ εαυτόν και γ ι’ αυτό ακριβώς ως νομοθέτης στο βασίλειο των σκοπών, ελεύθερο όσον αφορά σε όλους τους φυσικούς νόμους, υπακούοντας μόνο σ1 εκείνους τους νόμους τους οποίους θέτει το ίδιο, και σύμφωνα με τους οποίους οι γνώμονές του δύνανται να ανήκουν σε μια καθολική νομοθε σία (στην οποία υποτάσσεται συγχρόνως αυτό το ίδιο). Πράγμάτι, το έλλογο ον δεν έχει κάποια αξία παρά μόνον εκείνη που 129. Πρβλ. ομοίως ΚΠΛ, 5:86-7 (μετάφρ. 129).
436
86
ΙΜΜΑΝΟΤΕΛ KANT
του προσδίδει ο [ηθικός] νόμος. Αλλά η ίδια η νομοθεσία η οποία καθορίζει κάθε αξία θα πρέπει ακριβώς γ ι’ αυτό να έχει αξιοπρέ πεια, δηλαδή απόλυτη και απαράμιλλη αξία* για την αξία τούτη, η μόνη λέξη που αποδίδει με αρμόζουσα έκφραση την εκτίμηση την οποία πρέπει να έχει το έλλογο ον γ ι’ αυτήν είναι η λέξη σε βασμός. Η αυτονομία είναι συνεπώς ο λόγος [το θεμέλιο] της αξιο πρέπειας της ανθρώπινης και κάθε έλλογης φύσης. Αλλά οι τρεις αυτοί τρόποι να παρουσιάσομε την αρχή της ηθι κότητας δεν είναι κατά βάθος παρά μόνον τρεις τύποι [διατυπώ σεις]130 του ίδιου αυτού [ηθικού] νόμου, καθένας από τους οποίους συνενώνει εντός του αφ’ εαυτού τους άλλους δύο.131 Εντούτοις υφίσταται βέβαια μεταξύ τους μια διαφορά -που είναι μάλλον υποκειμενικώς παρά αντικειμενικώς πρακτική-, η οποία έγκειται στον τρόπο να προσεγγίσουν μια ιδέα του Λόγου προς την εποπτεία (σύμφωνα με μιαν ορισμένη αναλογία) και μέσω αυτής προς το συναίσθημα. Ειδικότερα, όλοι οι γνώμονες έχουν: 1) Μια μορφή η οποία συνίσταται στην καθολικότητα, και εδώ ο τύπος της ηθικής προσταγής εκφράζεται έτσι: ότι οι γνώμονες πρέπει να επιλέγονται ως εάν έπρεπε να ισχύουν όπως οι καθολι κοί φυσικοί νόμοι. 2) Μια ύλη [ένα περιεχόμενο],132 δηλαδή έναν σκοπό, και εδώ ο τύπος λέγει: ότι το έλλογο ον, ως σκοπός σύμφωνα με τη φύση του και άρα ως σκοπός καθ’ εαυτόν, θα πρέπει να λειτουργεί ως περιοριστικός όρος όλων των απλώς και μόνο σχετικών και αυ θαίρετων σκοπών.
130. Formeln (λατ. formulae). Πρβλ. υποσ. 68. 131. Ως τρεις τύποι εννοούνται προφανώς οι βασικοί ή κύριοι τύποι: α) ο τύπος της καθολικότητας (I), β) του ανθρώπου ως σκοπού καθ’ εαυτόν (αυτοσκο πού) (II), και γ) της αυτονομίας (III), σε διάκριση από τους «συμπληρω ματικούς» τύπους της καθολικότητας του φυσικού νόμου (Ια) και του βα σιλείου των σκοπών (IIΙα) (πρβλ. ιδίως ανωτέρω, 431, μετάφρ. 79 &: 436. μετάφρ. 86-7)· για την αρίθμηση των τύπων βλ. Patón (1971). 132. ύλη (Materie)] διόρθωση Ακαδ.· πρωτότ. εκδ.] γνώμονα (Maxime).
ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ METΑΦΓΣΙΚΗΣ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
«7
) Έναν πλήρη προσδιορισμό όλων των γνωμόνων μέσω του ακό λουθου τύπου* δηλαδή: ότι όλοι οι γνώμονες που πηγάζουν από τη δική μας [ηθική] νομοθεσία οφείλουν να συνάδουν με ένα δυνα τό βασίλειο των σκοπών ως βασίλειο της φύσης.* Η πρόοδος χωρεί εδώ όπως μέσω των κατηγοριών της ενότητας της μορφής της θελήσεως (της καθολικότητάς της), της πολλότητας της ύλης [του περιεχομένου] (των αντικειμένων, δηλαδή των σκοπών) και της ολότητας ή πληρότητας του συστήματος τους.133 Είναι όμως κα λύτερα, όταν πρόκειται να κρίνομε ηθικά, να ακολουθούμε πάντο τε την αυστηρή μέθοδο και να θέτομε ως βάση τον καθολικό τύπο της κατηγορικής προσταγής: Πράττε σύμφωνα με τον γνώμονα ο οποίος δύναται να καταστεί ο ίδιος καθολικός νόμος. Εάν όμως θέλο- 437 με συνάμα να διασφαλίσομε την αποδοχή του ηθικού νόμου, είναι πολύ χρήσιμο να κατευθύνομε την ίδια ακριβώς πράξη μας μέσω και των τριών εννοιών που αναφέραμε, και με τον τρόπο αυτόν, όσο είναι δυνατόν, να τις καθιστούμε προσιτές στην εποπτεία. 3
Μπορούμε τώρα πια να καταλήξομε εκεί από όπου εκκινή σαμε στην αρχή, δηλαδή με την έννοια μιας απολύτως καλής θέλησης. Απολύτως καλή είναι η θέληση που δεν δύναται να είναι κακή, άρα εκείνη της οποίας ο γνώμονας, όταν καταστεί καθο λικός νόμος, ουδέποτε είναι δυνατόν να συγκρούεται με τον εαυ τό του. Η αρχή τούτη είναι συνεπώς επίσης ο ανώτατος νόμος της θέλησης: Πράττε πάντοτε σύμφωνα με τον γνώμονα εκείνο του οποίου την καθολικότητα ως νόμου δύνασαι συγχρόνως να θέλεις* αυτός είναι ο μοναδικός όρος υπό τον οποίο η θέληση ου δέποτε είναι δυνατόν να αντιμάχεται προς τον εαυτό της, και μια τέτοια προσταγή είναι κατηγορική. Επειδή η εγκυρότητα της *
Η τελολογία εξετάζει τη φύση ως βασίλειο των σκοπών, η ηθική εξετάζει ένα δυνατό βασίλειο των σκοπών ως βασίλειο της φύσης. Στην πρώτη πε ρίπτωση, το βασίλειο των σκοπών είναι μια θεωρητική ιδέα για την εξήγη ση εκείνου που υπάρχει. Στη δεύτερη περίπτωση, είναι μια πρακτική ιδέα ώστε να πραγματοποιήσομε εκείνο που δεν υπάρχει, αλλά που δύναται να πραγματοποιηθεί από τις πράξεις και τις παραλείψεις [τη συμπεριφορά] μας, και μάλιστα ακριβώς σύμφωνα με την ιδέα εκείνη.
133. Πρβλ. ΚΚΛ, Α 80/Β 106.
88
438
ΙΜΜΑΝΟΓΕΛ KANT
βουλήσεως, ως καθολικού νόμου για δυνατές πράξεις, έχει ανα λογία με την καθολική συνάφεια της ύπαρξης των πραγμάτων σύμφωνα με καθολικούς νόμους, η οποία συνάφεια αποτελεί το τυπικό στοιχείο της φύσης εν γένει, για τούτο η κατηγορική προ σταγή δύναται να διατυπωθεί και με τον ακόλουθο τρόπο: Πράττε σύμφωνα με γνώμονες οι οποίοι δύνανται συγχρόνως να έχουν ως αντι κείμενο τον εαυτό τους ως καθολικούς φυσικούς νόμους. 134 Τέτοιος είναι συνεπώς ο τύπος της απολύτως καλής θέλησης. Η έλλογη φύση διακρίνεται από τις άλλες κατά το ότι θέτει η ίδια έναν σκοπό στον εαυτό της. Ο σκοπός αυτός θα ήταν η ύλη [το περιεχόμενο] κάθε καλής θέλησης. Επειδή όμως στην ιδέα μιας απολύτως καλής θέλησης, χωρίς κανέναν περιοριστικό όρο (της επιτεύξεως του ενός ή του άλλου σκοπού) πρέπει να αφαιρείται πλήρως κάθε επιδιωκόμενος σκοπός (ο οποίος θα καθιστούσε κάθε θέληση μονάχα σχετικώς καλή), για τούτο ο σκοπός εδώ πρέπει να νοείται όχι ως επιδιωκόμενος, αλλά ως αυθυπόστατος σκοπός, άρα να νοείται μόνον αρνητικά· δηλαδή ως ένας σκοπός εναντίον του οποίου ουδέποτε πρέπει να πράττει κάποιος, και που συνεπώς σε κάθε θέληση ουδέποτε πρέπει να εκτιμάται απλώς ως μέσον, αλλά πάντοτε συγχρόνως ως σκοπός. Αλλά ο σκοπός αυτός δεν είναι δυνατόν να είναι τίποτε άλλο παρά μόνον το υπο κείμενο όλων των δυνατών σκοπών, επειδή αυτό είναι συγχρόνως το υποκείμενο της δυνατής απολύτως καλής θέλησης* πράγμα τι, αυτή δεν δύναται χωρίς αντίφαση να θεωρηθεί υποδεέστερη από κανένα άλλο αντικείμενο. Η αρχή135: Πράττε αναφορικώς με κάθε έλλογο ον (εσένα τον ίδιο και τα άλλα), έτσι ώστε το ον τούτο να ισχύει στον γνώμονά σου συγχρόνως ως σκοπός καθ’ εαυτόν, είναι συνεπώς κατά βάθος ταυτόσημη με τη θεμελιώδη αρχή: Πράττε σύμφωνα με έναν γνώμονα ο οποίος εμπεριέχει συγχρόνως τη δική του καθολική εγκυρότητα για κάθε έλλογο
134. Αναμφίβολα, το αληθινό νόημα είναι: Πράττε σύμφωνα με γνώμονες οι οποίοι όι/νανται σιτγχρόνως να ισχύουν ως καθολικοί φυσικοί νόμοι (πρβλ. ανωτέρω, σ. 421, μετάφρ. 65). 135. Α] Αλλά η αρχή-
ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΓΣΙΚΗΣ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
89
ον. Πράγματι, το ότι οφείλω να περιορίζω τον γνώμονα μου κατά τη χρήση των μέσων για κάθε σκοπό υπό τον όρο της καθολικής εγκυρότητάς του ως νόμου για κάθε υποκείμενο είναι ταυτόσημο με το ότι: Σε όλους τους γνώμονες των πράξεων, το υποκείμενο των σκοπών, δηλαδή το ίδιο το έλλογο ον, ουδέποτε πρέπει να θεωρείται απλώς ως μέσον, αλλά πρέπει πάντοτε να προϋποτί θεται ως ανώτατος περιοριστικός όρος κατά τη χρήση όλων των μέσων, δηλαδή να θεωρείται πάντοτε συγχρόνως ως σκοπός. Αλλά από τούτα συνάγεται αναμφισβήτητα ότι κάθε έλλο γο ον ως σκοπός καθ’ εαυτόν, όσον αφορά σε όλους τους νόμους στους οποίους είναι οποτεδήποτε δυνατόν να υποτάσσεται, θα πρέπει να θεωρεί τον εαυτό του συγχρόνως καθολικό νομοθέτη, επειδή η καταλληλότητα τούτη ακριβώς των γνωμόνων του για την καθολική νομοθεσία το ξεχωρίζει ως σκοπό καθ’ εαυτόν* επιπλέον, η υπεροχή του αυτή συνεπιφέρει την αξιοπρέπειά του (το προνόμιό του)136 σε σύγκριση με όλα τα άλλα απλώς φυσι κά όντα να πρέπει να επιλέγει πάντοτε τον γνώμονά του από τη σκοπιά του εαυτού του, αλλά συγχρόνως όμως και από τη σκο πιά κάθε άλλου ελλόγου όντος ως νομοθέτη (τα οποία λέγονται για τούτο και πρόσωπα). Αλλά με τον τρόπο αυτόν καθίσταται δυνατός ένας κόσμος ελλόγων όντων (ρΐΊΐηάνχ ίηΙβΙΙί^ιΒΐΙί^ [νο ητός κόσμος])137 ως ένα βασίλειο των σκοπών, και μάλιστα μέ σω της ιδίας νομοθεσίας όλων των προσώπων ως μελών. Σ ύμ φωνα με τούτα πρέπει κάθε έλλογο ον να πράττει έτσι ως εάν ήταν πάντοτε μέσω των γνωμόνων του ένα νομοθετικό μέλος στο καθολικό βασίλειο των σκοπών. Η τυπική αρχή των γνωμό νων αυτών είναι: Πράττε έτσι ως εάν ο γνώμονάς σου έπρεπε να λειτουργεί συγχρόνως ως καθολικός νόμος (όλων των ελλόγων όντων). Συνεπώς, ένα βασίλειο των σκοπών δεν είναι δυνατόν
136. Prärogativ (λατ. praerogativa): προνόμιο. 137. Mundus intelligibilis (νοητός κόσμος) (πρβλ. κατωτέρω, σ. 451-5, 457-8). Σαφής επιρροή και απηχηση του Πλατωνισμού και του Νεοπλατωνισμού. Πρβλ. ιδίως ΚΚΛ , Α 808/Β 836, Α 815/Β 843.
90
ΙΜΜΑΝΟΓΕΛ KANT
παρά μόνον κατ’ αναλογίαν με το βασίλειο της φύσης,138 ωστό σο το πρώτο μεν μόνο σύμφωνα με γνώμονες, δηλαδή κανόνες αυτοεπιβαλλόμενους, ενώ η φύση μόνο σύμφωνα με νόμους της εξωτερικής αναγκαιότητας των ποιητικών αιτίων. Παρ’ όλη τη διαφορά τούτη, και το Όλον της φύσης, μολονότι βέβαια θεω ρείται ως μηχανή, αποκαλείται μολαταύτα βασίλειο της φύσης, και τούτο επειδή και εφ’ όσον αναφέρεται στα έλλογα όντα ως σκοπούς του. Ένα τέτοιο βασίλειο των σκοπών θα επραγματοποιείτο αληθινά μέσω γνωμόνων, των οποίων τον κανόνα επι τάσσει η κατηγορική προσταγή σε όλα τα έλλογα όντα,139 εάν οι γνώμονες αντοί τηρούνταν καθολικά. Ωστόσο, μολονότι το έλλογο ον δεν δύναται να υπολογίζει πως, ακόμη και αν αυτό το ίδιο τη ρήσει επακριβώς τον γνώμονα αυτόν, θα μείνει πιστό στον ίδιο γνώμονα και κάθε άλλο έλλογο ον ούτε ότι το βασίλειο της φύσης και η σκόπιμη διάταξή του θα εναρμονίζεται μαζί με αυτό [το ον] ως άξιο μέλος σε ένα βασίλειο των σκοπών που είναι δυνα«39 τό μέσω του ανθρώπου,140 δηλαδή ότι θα ευνοεί την προσδοκία του για ευδαιμονία, μολαταύτα παραμένει σε πλήρη ισχύ ο νό μος εκείνος: Πράττε σύμφωνα με γνώμονες ενός καθολικά νομοθετούντος μέλους σε ένα απλώς δυνατό βασίλειο των σκοπών, επειδή ο νόμος επιτάσσει κατηγορικά. Και σε τούτο ακριβώς έγκειται το παράδοξο141 ότι μονάχα η αξιοπρέπεια της ανθρώ πινης φύσης ως έλλογης, χωρίς να προϋποτίθεται οποιοσδήποτε άλλος σκοπός ή πλεονέκτημα που επρόκειτο να επιδιωχθεί, άρα ο σεβασμός μονάχα για μιαν ιδέα, καθίσταται μολαταύτα η απα ράβατη εντολή της βουλήσεως· και ότι σε τούτη ακριβώς την ανεξαρτησία του γνώμονα από κάθε τέτοιο ελατήριο συνίσταται η περιωπή του, καθώς και η αξιότητα κάθε ελλόγου υποκειμένου
138. Πρβλ. ιδίως ΘΜΗ, 436 & Σ· ΚΠ Λ , 5:43 (μετάφρ. 70-1)· ΚΚΛ , Β 425. 139. Διόρθωση Hartenstein, Ακαδ.· πρωτότυπες εκδδ.: των οποίων τον κανόνα επιτάσσει η κατηγορική προσταγή όλων των ελλόγων όντων. 140. μέσω του ανθρώπου (durch ihn, ενν.: den Menschen: μέσω του ανθρώπου)] πρωτότυπες εκδδ.· durch es] Ακαδ.: μέσω του όντος αυτού. 141. Paradoxon. Πρβλ. την ίδια λέξη, ΚΠ Λ , 5:62 (μετάφρ. 96).
ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
9ΐ
να είναι ένα νομοθετικό μέλος στο βασίλειο των σκοπών* πράγ ματι, διαφορετικά θα έπρεπε να το αντιλαμβανόμαστε ότι δεν υποκειται παρα μοναχα στον φυσικό νομο των αναγκών του. Αλλά ακόμη και αν νοούσαμε τόσο το φυσικό βασίλειο όσο και το βασίλειο των σκοπών ως συνενωμένα κάτω από έναν αρχη γό,14 2143 και με τον τρόπο αυτόν το δεύτερο δεν παρέμενε πλέον απλώς μια ιδέα, αλλά αποκτούσε αληθινή πραγματικότητα, ακόμη και τότε θα αποκτούσε μεν το βασίλειο των σκοπών ένα ισχυρό ελατήριο, ουδέποτε όμως θα σήμαινε τούτο μιαν αύξηση της εσωτερικής του αξίας* διότι πράγματι, ασχέτως αυτού, θα έπρεπε βέβαια ακόμη και ο ίδιος εκείνος μοναδικός και απεριό ριστος νομοθέτης να νοηθεί ως κριτής των ελλόγων όντων μονά χα κατά την ανιδιοτελή διαγωγή τους, την οποία επιτάσσουν τα ίδια στον εαυτό τους βάσει της ιδέας εκείνης [του βασιλείου των σκοπών]. Η ουσία των όντων δεν αλλάζει από τις εξωτερικές σχέσεις τους, και -δίχως καμιά αναφορά σ’ αυτές- από εκείνο μονάχα που συνιστά την απόλυτη αξία του ανθρώπου, από τούτο πρέπει να κρίνεται αυτός από οποιονδήποτε, ακόμη και από το ύψιστο Ον. Η ηθικότητα είναι συνεπώς η σχέση των πράξεων144 προς την αυτονομία της θελήσεως, δηλαδή προς τη δυνατή κα θολική νομοθεσία, μέσω των γνωμόνων της θελήσεως. Η πράξη που δύναται να συνυπάρχει με την αυτονομία της θελήσεως είναι επιτρεπτή· εκείνη που δεν συνάδει μ’ αυτήν είναι μη επιτρεπτή. Η θέληση, της οποίας οι γνώμονες συνάδουν κατ’ ανάγκην με τους νόμους της αυτονομίας είναι μια άχια, απολύτως καλή θέληςτη. Η εξάρτηση μιας θελήσεως που δεν είναι απολύτως καλή από την αρχή της αυτονομίας (ηθικός εξαναγκασμός) είναι η υποχρέωση. Η αντικειμενική αναγκαιότητα μιας πράξης από υποχρέωση λέ γεται καθήκον. 9
9
9
9
9
9
149
142. Πρβλ. υποσημ. 108. 143. Πρβλ. ΚΚΛ, A 810-2/Β 838-40, A 815-6/Β 843-4· ΚΚΔ, 5:444 (μετάφρ. 405-6). 144. η σχέση της συμφωνίας των πράξεων] πρόταση του Adickes.
ΙΜΜΑΝΟΤΕΛ KANT
9*
Από όσα μόλις προηγήθηκαν μπορούμε τώρα να εξηγήσομε εύκολα πώς συμβαίνει τούτο: Μολονότι θεωρούμε την έννοια του καθήκοντος ως υποταγή υπό τον νόμο, εντούτοις την αντιλαμ««ο βανόμαστε συγχρόνως και ως μιαν ορισμένη περιωπή και αξιο πρέπεια στο πρόσωπο εκείνου που εκπληρώνει όλα τα καθήκοντα του. Δεν υπάρχει λοιπόν μια περιωπή στο πρόσωπό του κατά το ότι υποτάσσεται στον ηθικό νόμο, ασφαλώς όμως κατά το ότι εί ναι συγχρόνως νομοθέτης του ίδιου αυτού νόμου και μονάχα για τούτο υπόκειται στον νόμο αυτόν. Δείξαμε επίσης παραπάνω ότι ούτε ο φόβος ούτε οι κλίσεις, αλλά αποκλειστικώς ο σεβασμός για τον [ηθικό] νόμο είναι το ελατήριο εκείνο που δύναται να προσδώσει στην πράξη ηθική αξία. Η δική μας βούληση, εφ’ όσον δεν θα έπραττε παρά μόνον υπό τον όρο μιας καθολικής νομοθεσίας που θα ήταν δυνατή βάσει των δικών της γνωμόνων, αυτή η ιδεατή βούληση που είναι δυνατή σε μας αποτελεί το πραγματικό αντι κείμενο του σεβασμού, και η αξιοπρέπεια της ανθρώπινης φύσης έγκειται ακριβώς στην ικανότητα τούτη, να είναι καθολικός νο μοθέτης, μολονότι υπό τον όρο να υποτάσσεται συγχρόνως η ίδια σ’ αυτήν ακριβώς τη νομοθεσία.
Η αυτονομία της θελήσεως ως υπέρτατη αρχή της ηθικότητας Η αυτονομία της θελήσεως είναι η ιδιότητα της θελήσεως βά σει της οποίας αποτελεί η ίδια για τον εαυτό της νόμο (ανεξαρ τήτως από κάθε ιδιότητα των αντικειμένων της βουλήσεως). Η αρχή της αυτονομίας είναι συνεπώς: Να μην επιλέγει κανείς διαφορετικά παρά μόνο με τέτοιον τρόπο ώστε οι γνώμονες της επιλογής του να συμπεριλαμβάνονται συνάμα στην ίδια βούληση ως καθολικός νόμος. Το ότι ο πρακτικός αυτός κανόνας είναι μια προσταγή, δηλαδή το ότι η θέληση κάθε ελλόγου όντος δεσμεύ εται κατ’ αναγκην από τον κανόνα αυτόν ως [απαραίτητο] όρο της, δεν είναι δυνατόν να αποδειχθεί με μόνη την ανάλυση των εννοιών που περιλαμβάνονται στον κανόνα αυτόν επειδή είναι μια
ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
93
συνθετική πρόταση* για να αποδειχθεί, θα έπρεπε να εξέλθομε από τη γνώση των αντικειμένων και να μεταβούμε σε κριτική του υποκειμένου, δηλαδή του καθαρού πρακτικού Λόγου. Πράγμα τι, η συνθετική τούτη πρόταση, η οποία επιτάσσει αποδεικτικά, πρέπει να δύναται να γνωρίζεται εντελώς a priori* αλλά το έργο αυτό δεν ανήκει στο παρόν κεφάλαιο. Εντούτοις, το ότι η αρχή εκείνη της αυτονομίας είναι η μοναδική αρχή της ηθικής, τούτο είναι κάλλιστα δυνατόν να αποδειχθεί απλώς με μόνη την ανάλυ ση των εννοιών της ηθικότητας. Πράγματι, με τον τρόπο αυτόν φανερώνεται ότι η αρχή της ηθικότητας πρέπει να είναι κατηγορική προσταγή, αλλά και ότι αυτή δεν επιτάσσει τίποτε άλλο πα ρά μόνον ακριβώς την αυτονομία τούτη.
Η ετερονομία της θελήσεως ως η πηγή όλων των μη γνησίων αρχών της ηθικότητας Όταν η θέληση αναζητεί τον νόμο που πρέπει να την καθορίζει οπουδήποτε αλλού παρά στην ικανότητα των γνωμόνων της για τη δική της καθολική νομοθεσία, και άρα όταν, αναζητώντας τον νόμο εκείνον, εξέρχεται από τον εαυτό της και αποβλέπει στις ιδιότητες κάποιου από τα αντικείμενά της, τότε προκύπτει πάν τοτε ετερονομία. Οπότε δεν θέτει η ίδια η θέληση τον νόμο στον εαυτό της, αλλά το αντικείμενο της θελήσεως της θέτει τον νό μο μέσω της σχέσης του προς τη θέληση. Η σχέση τούτη -είτε στηρίζεται σε κλίσεις είτε σε παραστάσεις του Λόγου- δεν επι τρέπει να καταστούν δυνατές παρά μόνον υποθετικές προσταγές: Οφείλω να πράξω κάτι επειδή θέλω κάτι άλλο. Αντιθέτως, η ηθι κή, και άρα κατηγορική, προσταγή λέγει: Οφείλω να πράξω έτσι ή αλλιώς, ακόμη και αν δεν ήθελα τίποτε άλλο. Παραδείγματος χάριν, η υποθετική προσταγή λέγει: Δεν πρέπει να ψεύδομαι εάν θέλω να διατηρήσω την τιμή μου. Ενώ η κατηγορική προσταγή λέγει: Δεν πρέπει να ψεύδομαι ακόμη και αν δεν μου προξενούσε αυτό ούτε το ελάχιστο όνειδος. Συνεπώς, η κατηγορική προσταγή πρέπει να προβαίνει σε αφαίρεση από κάθε αντικείμενο έτσι ώστε
ΙΜΜΑΝΟΓΕΛ KANT
94
να μην ασκούν αυτά [τα αντικείμενα] καμιά επιρροή στη θέληση, ώστε ο πρακτικός Λόγος (η βούληση) να μην διαχειρίζεται μονάχα αλλότρια συμφέροντα, αλλά να αποδεικνύει το δικό του επιτακτι κό κύρος και μόνον ως υπέρτατος νομοθέτης. Έ τσι, λ.χ. οφείλω να προσπαθώ να προάγω την ευδαιμονία των άλλων όχι επειδή τάχα θα είχα κάποιο συμφέρον από την ύπαρξή της (είτε λόγω άμεσης κλίσης είτε λόγω κάποιας ικανοποίησης, εμμέσως βάσει του Λό γου), αλλά απλώς και μόνον επειδή ο γνώμονας ο οποίος αποκλείει την προαγωγή της ευδαιμονίας των άλλων δεν δύναται να συμπεριλαμβάνεται ως καθολικός νόμος σε μία και την αυτή βούληση.
Διαίρεση όλων των δυνατών αρχών της ηθικότητας, οι οποίες συνάγονται αν γίνει δεκτή η θεμελιώδης έννοια της ετερονομίας Ο ανθρώπινος Λόγος έχει επιχειρήσει παλαιότερα ως προς αυτό το θέμα, όπως και παντού στην καθαρή του χρήση,145 ενόσω δεν είχε ασκήσει κριτική, όλους τους δυνατούς εσφαλμένους τρόπους έως ότου κατορθώσει να επιτύχει τον μόνο αληθινό. Όλες οι αρχές τις οποίες είναι δυνατόν να λάβει κανείς από τη σκοπιά τούτη [της ετερονομίας] είναι είτε εμπειρικές είτε ορθολο442 γικές. Οι πρώτες, βάσει της αρχής της ευδαιμονίας, στηρίζονται είτε στο φυσικό είτε στο ηθικό συναίσθημα* οι δεύτερες, βάσει της αρχής της τελειότητας, στηρίζονται είτε στην έλλογη αρχή της τε λειότητας ως δυνατού αποτελέσματος, είτε στην έννοια της αυ θυπόστατης τελειότητας (τη θέληση του Θεού) ως καθοριστικής αιτίας της θελήσεώς μας.146* Οι εμπειρικές αρχές ουδέποτε είναι κατάλληλες ώστε να θε μελιωθούν επάνω τους οι ηθικοί νόμοι. Διότι η καθολικότητα με 145. Gebrauch: χρήση, λειτουργία. Για τη χρήση του Λόγου, πρβλ. Κ Κ /1, Α 298-309/Β 355-66· Α 797-804/Β 825-32. 146. Πρβλ. την ανάλογη -κατά τι διαφορετική- ταξινόμηση στην ΚΠ Λ . 5:39-40 (μετάφρ. 65-6).
ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
95
την οποία πρέπει οι νόμοι αυτοί να ισχύουν για όλα τα έλλογα όντα χωρίς διαφορά και η απόλυτη πρακτική αναγκαιότητα, η οποία επιβάλλεται έτσι [καθολικά] στα όντα αυτά, εκπίπτουν εάν ο λόγος [το θεμέλιο] των ηθικών νόμων αντλείται από την ιδιαίτερη οργάνωση της ανθρώπινης φύσης ή από τις τυχαίες συνθή κες στις οποίες έχει ενταχθεί αυτή. Αλλά η αρχή που είναι προ πάντων καταδικαστέα είναι εκείνη της ατομικής ευδαιμονίας, όχι απλώς διότι είναι εσφαλμένη, και επειδή η εμπειρία αντιφάσκει προς τον ισχυρισμό πως η ευημερία εξαρτάται τάχα πάντοτε από την ορθή διαγωγή· ούτε μονάχα διότι δεν συμβάλλει διόλου στη θεμελίωση της ηθικότητας επειδή είναι άλλο πράγμα να κάμεις έναν άνθρωπο ευτυχισμένο και κάτι εντελώς διαφορετικό να τον κάμεις καλό, και επίσης άλλο να τον κάμεις έξυπνο και πονηρεμέ νο για τα συμφέροντά του και άλλο να τον κάμεις ενάρετο. Αλλά επειδή υποβάλλει στην ηθικότητα ελατήρια τα οποία στην πραγ ματικότητα περισσότερο την υποσκάπτουν και εκμηδενίζουν όλο το μεγαλείο της, αφού συγχέουν τα κίνητρα για την αρετή με τα κίνητρα για τα ηθικά ελαττώματα,147 και μαθαίνουν απλώς στον άνθρωπο να προβαίνει καλύτερα στον συμφεροντολογικό υπολο γισμό, αλλά εξαφανίζουν παντελώς την ειδοποιό διαφορά μεταξύ αρετής και κακίας. Αντιθέτως, το ηθικό συναίσθημα, η υποτι θέμενη τούτη ιδιαίτερη αίσθηση,*148 παραμένει εγγύτερα στην ηθικότητα και στην αξιοπρέπειά της (όσο ρηχή και αν είναι η επί κλησή του, καθώς εκείνοι που δεν δύνανται να σκέπτονται πιστεύ147. Laster (λατ. vitium): ηθικό ελάττωμα, κακία. Πρβλ. ΜΗ, 6:390, 464 (μετάφρ. 241,327-8). *
Συγκαταλέγω την αρχή του ηθικού συναισθήματος στην αρχή της ευδαι μονίας, διότι κάθε εμπειρικό συμφέρον, και μόνο με την ευχαρίστηση την οποία μας παρέχει, είτε συμβαίνει τούτο άμεσα και δίχως πρόθεση για πλεονεκτήματα είτε συμβαίνει λαμβάνοντάς τα υπ’ όψιν, υπόσχεται να συμβάλει στην ευημερία μας. Ομοίως, πρέπει να συγκαταλέξομε την αρχή της συμμετοχής στην ευδαιμονία των άλλων, κατά τον Χάταεσον,'** στην αρχή του ηθικού συναισθήματος, την οποία δέχεται ο ίδιος.
148. Francis Hutcheson (1694-1747), Βρετανός φιλόσοφος, κορυφαίος εκπρό σωπος της Σχολής της «ηθικής αίσθησης».
96
ΙΜΜΑΝΟΤΈΛ KANT
ουν ότι μπορούν να βρουν διέξοδο με το συναίσθημα, ακόμη και σε ζητήματα που έχουν να κάμουν μόνο με καθολικούς νόμους, παρά το ότι τα συναισθήματα -τα οποία εκ φύσεως διαφέρουν απείρως ως προς τον βαθμό το ένα από το άλλο- δεν παρέχουν το ίδιο κρι τήριο του αγαθού και του κακού, και άλλωστε διόλου δεν δύναται να κρίνει κάποιος έγκυρα με βάση το συναίσθημά του για τους άλλους). Και τούτο επειδή το ηθικό συναίσθημα αποτίει στην αρετή την τιμή να της αναγνωρίζει άμεσα την ευαρέσκεια και το 443 σέβας γ ι’ αυτήν, και δεν της λέγει τρόπον τινά κατά πρόσωπο πως δεν είναι η ομορφιά της παρά μονάχα το συμφέρον εκείνο που μας ελκύει σ’ αυτήν. Από τα ορθολογικά ή έλλογα θεμέλια [λόγους] της ηθικότη τας, η οντολογική έννοια της τελειότητας149 (όσο άδεια, όσο αόρι στη, και άρα ακατάλληλη και αν είναι να μας οδηγήσει, στο απρο σμέτρητο πεδίο της δυνατής πραγματικότητας, να ανακαλύψομε τη μέγιστη ποσότητα τελειότητας που αρμόζει σε μας* όσο και αν η έννοια τούτη της τελειότητας, για να διακρίνει κατά ειδοποιό τρόπο την πραγματικότητα για την οποία γίνεται εδώ λόγος από κάθε άλλην, έχει μιαν αναπόφευκτη τάση να περιστρέφεται σε κύκλο, και δεν δύναται να αποφύγει να προϋποθέτει κρυφά την ηθικότητα την οποία πρέπει να εξηγήσει) είναι ασφαλώς καλύ τερη από τη θεολογική έννοια,150 η οποία συνάγει την ηθικότητα από τη θεία βούληση, την τελειότατη όλων. Και τούτο όχι απλώς επειδή δεν μπορούμε βέβαια να εποπτεύσομε την τελειότητα της θείας βούλησης, αλλά ούτε να την συναγάγομε παρά μονάχα από τις δικές μας έννοιες, κυριότερη από τις οποίες είναι η έννοια της ηθικότητας* αλλά επειδή, εάν δεν το κάναμε αυτό [εάν δεν συναγάγαμε τη θεία τελειότητα από την έννοια της ηθικότητας] (οπότε όμως θα υποπίπταμε σε έναν χονδροειδή κύκλο κατά την εξήγηση), δεν θα μας απέμενε παρά μόνον η έννοια της θείας θέ-
149. Εννοείται κυρίως η σχετική θεωρία του Βολφ (Christian Wolff, 1679-1754) και της Σχολής του (π.χ. Alexander G. Baumgarten, 1714-1762). 150. Εννοείται κυρίως η σχετική θεωρία του Κρούζιους (Christian A. Crusius. 1715-1775). Βλ. Entwurf der notwendigen Vemunftwahrheiten, 1766.
ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΜΕ'ΓΑΦΥΣΙΚΗΣ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
97
λησης με βάση τις ιδιότητες της φιλοδοξίας και της φιλαρχίας, συνδυασμένη με τις φοβερές παραστάσεις της εξουσίας και της εκδικητικότητας, και μια τέτοια έννοια της θείας θέλησης θα αποτελούσε το θεμέλιο ενός συστήματος των ηθών που θα αντέκειτο ευθέως στην ηθικότητα. Εάν όμως έπρεπε να επιλέξω μεταξύ της έννοιας της ηθικής αίσθησης και εκείνης της τελειότητας εν γένει (και οι δύο αυτές έννοιες τουλάχιστον δεν παραβλάπτουν την ηθικότητα, μολονό τι δεν είναι διόλου κατάλληλες να την στηρίζουν ως θεμέλια), θα προέκρινα τη δεύτερη, επειδή -καθώς τουλάχιστον αποσύρει την απόφαση του ζητήματος από την αισθητικότητα και την παρα πέμπει στο δικαστήριο του καθαρού Λόγου, μολονότι δεν απο φασίζει εδώ τίποτα σχετικά- εντούτοις διατηρεί ανόθευτη την απροσδιόριστη ιδέα (μιας καθ’ εαυτήν καλής θέλησης) με σκοπό τον ακριβέστερο προσδιορισμό της. Αλλωστε πιστεύω ότι δεν είναι απαραίτητο να προβώ σε μια διεξοδική αναίρεση όλων αυτών των διδασκαλιών. Η αναίρεση τούτη είναι τόσο εύκολη, πιθανώς μάλιστα τόσο ευνόητη ακό μη και για εκείνους οι οποίοι υποχρεούνται λόγω του αξιώματος τους να λάβουν θέση υπέρ μιας από τις θεωρίες αυτές (επειδή οι ακροατές τους δεν ανέχονται πρόθυμα την αναβολή της σχετι κής κρίσης), ώστε το εγχείρημα τούτο δεν θα ήταν παρά χαμένος κόπος. Εκείνο όμως που μας ενδιαφέρει περισσότερο εδώ είναι να γνωρίζομε ότι οι αρχές αυτές, παντού όπου διατυπώνονται, δεν θέτουν ως πρώτο θεμέλιο της ηθικότητας τίποτε άλλο παρά μόνον την ετερονομία της βουλήσεως, και για τον λόγο αυτόν ακριβώς πρέπει κατ’ ανάγκην να αστοχήσουν στον σκοπό τους. Οποτεδήποτε πρέπει να τεθεί ως θεμέλιο ένα αντικείμενο της 444 θέλησης, ώστε να της προδιαγράφει τον κανόνα που την καθορί ζει, ο κανόνας δεν είναι τίποτε άλλο παρά ετερονομία· η προσταγή είναι εξηρτημένη, δηλαδή: Εάν ή επειδή θέλει κανείς το αντικεί μενο τούτο, πρέπει να πράξει έτσι ή αλλιώς* επομένως ουδέποτε είναι δυνατόν να επιτάσσει ηθικά, δηλαδή κατηγορικά. Αλλά είτε καθορίζει τη θέληση το αντικείμενο μέσω της κλίσης, όπως συμ βαίνει με την αρχή της ατομικής ευδαιμονίας, είτε την καθορίζει
98
ΙΜΜΑΝΟΊΓΕΛ K A N T
μέσω του Λόγου, ο οποίος στρέφεται σε δυνατά αντικείμενα της θέλησής μας εν γένει, κατά την αρχή της τελειότητας, πάντως ουδέποτε αυτοκαθορίζεται η βούληση άμεσα από την παράσταση της πράξης, αλλά μόνον από το ελατήριο, το οποίο έγκειται στο προβλεπόμενο αποτέλεσμα της πράξης επί της θελήσεως: Οφεί λω να κάμω κάτι επειδή θέλω κάτι άλλο. Και εδώ πρέπει να τεθεί ως θεμέλιο του υποκειμένου μου ένας άλλος νόμος, σύμφωνα με τον οποίο θέλω κατ’ ανάγκην αυτό το άλλο, και ο νόμος αυτός χρειάζεται με τη σειρά του μια προσταγή, η οποία να περιορίζει τον γνώμονα εκείνο.151 Πράγματι, επειδή η παρόρμηση την οποία πρόκειται να εξασκήσει στη βούληση η παράσταση ενός αντικει μένου που είναι δυνατό μέσω των δυνάμεών μας, σύμφωνα με τη φυσική συγκρότηση του υποκειμένου, ανήκει στη φύση του υπο κειμένου, είτε πρόκειται για την αισθητικότητα (τις κλίσεις και το γούστο) είτε για τη διάνοια και τον Λόγο -και οι ικανότητες αυτές, σύμφωνα με την ιδιαίτερη οργάνωση της φύσης τους, εξασκούνται με ικανοποίηση επί του αντικειμένου τους-, για τούτο στην περίπτωση αυτή θα παρείχε στην πραγματικότητα η φύ ση τον [ηθικό] νόμο, ο οποίος ως τέτοιος θα πρέπει όχι μονάχα να γνωρίζεται και να αποδεικνύεται μέσω της εμπειρίας, άρα να είναι καθ’ εαυτόν τυχαίος, αλλά και για τον λόγο αυτόν να είναι ακατάλληλος για τον αποδεικτικό πρακτικό κανόνα, όπως πρέ πει να είναι ο ηθικός κανόνας, ωστόσο πρόκειται πάντοτε απλώς και μόνον για ετερονομία της βονλήσεως. Δεν παρέχει τον νόμο η βούληση στον εαυτό της, αλλά τον παρέχει μια ξένη παρόρμηση μέσω της φύσης του υποκειμένου, η οποία είναι συντονισμένη να δεχθεί την παρόρμηση τούτη. Συνεπώς, η απολύτως καλή θέληση, της οποίας η αρχή πρέπει να είναι η κατηγορική προσταγή, δεν θα καθορίζεται από κανένα αντικείμενο και δεν θα περιέχει παρά μόνον τη μορφή της βονλή σεως εν γένει, και μάλιστα ως αυτονομία· δηλαδή η καταλληλό τητα του γνώμονα κάθε καλής θελήσεως να καταστεί ο ίδιος κα151. γνώμονα: εννοείται ο αμέσως ανωτέρω: Οφείλω να κάμω κάτι επειδή θέλω κάτι άλλο.
ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ Τ Η Σ Μ Ε Τ Α Φ Υ Σ Ι Κ Η Σ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
99
θολικός νόμος είναι η ίδια ο μοναδικός νόμος τον οποίο επιτάσσει στον εαυτό της η θέληση κάθε ελλόγου όντος, δίχως να της υπο βάλλει ως θεμέλιο οποιοδήποτε ελατήριο ή συμφέρον. Πώς είναι δυνατή a priori μια τέτοια συνθετική πρακτική πρότα ση και γιατί είναι αναγκαία αποτελεί ένα πρόβλημα, η επίλυση του οποίου δεν ευρίσκεται πια εντός των ορίων της μεταφυσικής των ηθών* ούτε ισχυριστήκαμε εδώ την αλήθεια της, και πολύ 445 περισσότερο δεν προφασιστήκαμε πως έχομε μιαν απόδειξή της στην κατοχή μας. Απλώς δείξαμε, με την ανάπτυξη της έννοιας της ηθικότητας η οποία κυμαίνεται γενικώς, ότι η αυτονομία της θελήσεως αποτελεί αναπόφευκτα συστατικό στοιχείο της έννοιας της ηθικότητας ή, ορθότερα, υπόκειται ως θεμέλιό της. Όποιος λοιπόν θεωρεί την ηθικότητα κάτι υπαρκτό και όχι μια χιμαιρι κή ιδέα χωρίς αλήθεια πρέπει να παραδεχθεί συγχρόνως και την ανωτέρω αρχή της ηθικότητας την οποία εκθέσαμε. Συνεπώς, το κεφάλαιο τούτο ήταν, ακριβώς όπως και το πρώτο, απλώς ανα λυτικό. Αλλά το ότι η ηθικότητα δεν είναι κάποιο αποκύημα του νου, πράγμα που έπεται μόλις δειχθεί ότι η κατηγορική προστα γή, και μαζί μ’ αυτήν η αυτονομία της θελήσεως είναι αληθής και, ως αρχή, a priori απολύτως αναγκαία, τούτο απαιτεί μια δυνατή συνθετική χρήση του καθαρού πρακτικού Λόγου' αυτήν όμως δεν επιτρέπεται να την αποτολμήσομε δίχως να προτάξομε μια Κρι τική της ίδιας της ικανότητας αυτής του πρακτικού Λόγου. Στο τελευταίο κεφάλαιο πρόκειται να εκθέσομε όσα κύρια στοιχεία είναι επαρκή για την πρόθεσή μας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΩΝ ΗΘΩΝ ΣΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΚΑΘΑΡΟΥ ΠΡΑΚΤΙΚΟΥ ΑΟΓΟΥ
Η έννοια της ελευθερίας είναι το κλειδί για την εξήγηση της αυτονομίας της Θελήσεως Η θέληση είναι, ένα είδος αιτιότητας των ζωντανών όντων, εφ’ όσον αυτά είναι, έλλογα, και. η ελευθερία θα ήταν η ιδιότητα εκείνη της αιτιότητας αυτής να δύναται να δρα ανεξάρτητα από ξένα κα θοριστικά αίτια* ακριβώς όπως η φυσική αναγκαιότητα είναι, η ιδιό τητα της αιτιότητας όλων των άλογων όντων να καθορίζονται στη δραστηριότητά τους από την επιρροή ξένων αιτίων.152 Ο ανωτέρω ορισμός της ελευθερίας είναι αρνητικός, και για τούτο ακατάλληλος ώστε να εννοήσομε την ουσία της· εντούτοις απορρέει από αυτόν μια θετική έννοια της ελευθερίας, η οποία εί ναι κατά πολύ πλουσιότερη και γονιμότερη.153 Επειδή η έννοια της αιτιότητας συνεπιφέρει την έννοια των νόμων, σύμφωνα με τους οποίους από κάτι που ονομάζομε αιτία πρέπει να επέλθει κάτι άλλο, δηλαδή η συνέπεια, για τον λόγο αυτόν η ελευθερία -μολονότι δεν είναι μια ιδιότητα της βουλήσεως σύμφωνα με φυ σικούς νόμους- δεν είναι βέβαια και εντελώς χωρίς νόμο· αντιθέτως, πρέπει να είναι μια αιτιότητα σύμφωνα με αμετάβλητους, 152. Πρβλ. Κ Κ ;1, Α 445-52/Β 473-80· Α 532-7/Β 560-5. 153. Πρβλ. ΚΠΛ, 5:33 (μετάφρ. 56-7).
102
Ι ΜΜΑΝΟΤΈΛ KANT
αλλά ιδιάζοντες νόμους, επειδή διαφορετικά μια ελεύθερη βούλη ση θα αποτελούσε παραλογισμό.154 Η φυσική αναγκαιότητα ήταν μια ετερονομία των ποιητικών αιτίων· διότι κάθε αποτέλεσμα δεν ήταν δυνατό παρά μόνο σύμφωνα με τον νόμο ότι κάτι άλλο καθό ριζε το ποιητικό αίτιο στην αιτιότητά του [αιτιώδη δράση του].155 44? Τι άλλο είναι δυνατόν λοιπόν να είναι η ελευθερία της θελήσεως παρά αυτονομία, δηλαδή η ιδιότητα της βουλήσεως να είναι η ίδια νόμος στον εαυτό της; Αλλά η πρόταση: Η βούληση είναι σε όλες τις πράξεις η ίδια νόμος στον εαυτό της, δηλώνει μόνον την αρχή να μην πράττει κανείς σύμφωνα με άλλον γνώμονα παρά μόνον εκείνον που έχει επίσης ως αντικείμενο τον εαυτό του ως καθολικό νόμο. Αλλά τούτο ακριβώς είναι ο τύπος της κατηγορικής προσ ταγής και η αρχή της ηθικότητας· συνεπώς, η ελεύθερη βούληση ταυτίζεται με τη βούληση υπό τους ηθικούς νόμους.156 Εάν λοιπόν προϋποτεθεί η ελευθερία της θελήσεως, έπεται η ηθικότητα μαζί με την αρχή της με μόνη την ανάλυση της έν νοιας αυτής της ελευθερίας. Εντούτοις, η αρχή της ηθικότητας παραμένει πάντοτε μια συνθετική πρόταση: Μια απολύτως καλή θέληση είναι εκείνη της οποίας ο γνώμονας δύναται πάντοτε να εμπεριέχει τον εαυτό του θεωρούμενο ως καθολικό νόμο* διότι με την ανάλυση της έννοιας της απολύτως καλής θελήσεως δεν είναι δυνατόν να ευρεθεί η ιδιότητα εκείνη του γνώμονα. Αλλά τέτοιες συνθετικές προτάσεις είναι δυνατές μόνον εάν αμφότερες οι γνώ σεις αυτές157 συνδέονται συναπτόμενες με ένα τρίτο [στοιχείο] στο οποίο απαντούν και οι δύο. Η θετική έννοια της ελευθερίας δημιουργεί το τρίτο τούτο, το οποίο δεν δύναται να είναι, όπως συμβαίνει στα φυσικά αίτια, η φύση του αισθητού κόσμου (στην έννοια του οποίου συμπίπτουν οι έννοιες ενός όντος ως αιτίας στη
154. Unding: άτοπο, παράλογο, παραλογισμός. 155. Πρβλ. Κ Κ Λ , Β 5 , Α 189-211/Β 232-56. 156. Πρβλ. ιδίως ΚΚΔ, § 87, 5:448-9 Σ (μετάφρ. 411 Σ)· ΚΠ Λ , 5:28-30 (μετάφρ. 49-52). 157. Δηλαδή το υποκείμενο και το κατηγόρημα της πρότασης, εδώ: «Η ελεύθε ρη θέληση» και «καλή (ή ηθική)», αντιστοίχως.
ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ Τ Η Σ Μ Ε Τ Α Φ Υ Σ Ι Κ Η Σ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
103
σχέση του με κάτι άλλο ως αποτέλεσμα). Τ ι είναι αυτό το τρίτο, στο οποίο μας οδηγεί η ελευθερία και για το οποίο έχομε a priori μιαν ιδέα δεν είναι ακόμη δυνατόν να το δείξομε αμέσως τώρα ούτε να συλλάβομε την παραγωγή158 της έννοιας της ελευθερίας βάσει του καθαρού πρακτικού Λόγου και μαζί μ’ αυτήν τη δυ νατότητα της κατηγορικής προσταγής, αλλά απαιτείται ακόμη κάποια προεργασία.
Η ελευθερία πρέπει να προϋποτεθεί ως ιδιότητα της θελήσεως όλων των ελλόγων όντων Δεν αρκεί να αποδίδομε την ελευθερία στη βούλησή μας, για οποιονδήποτε λόγο και αν συμβαίνει αυτό, εάν δεν έχομε επαρκή λόγο να την αποδίδομε επίσης σε όλα τα έλλογα όντα. Πράγματι, επειδή η ηθικότητα λειτουργεί ως νόμος για μας μόνον ως έλλογα όντα, θα πρέπει να ισχύει και για όλα τα έλλογα όντα* και επειδή πρέπει να συναχθεί μονάχα από την ιδιότητα της ελευθερίας, θα πρέπει επίσης η ελευθερία να αποδειχθεί ως ιδιότητα της θελήσε ως όλων των ελλόγων όντων* και δεν αρκεί να αποδείξει κανείς την ελευθερία βάσει ορισμένων υποτιθεμένων εμπειριών της αν θρώπινης φύσης (παρά το ότι και τούτο είναι απολύτως αδύνατον, η δε ελευθερία δύναται να αποδειχθεί μονάχα a priori), αλλά θα πρέπει να αποδειχθεί ότι είναι απαραίτητη για τη δραστηριό τητα των ελλόγων και με βούληση προικισμένων όντων εν γένει. Ισχυρίζομαι λοιπόν: Κάθε ον που δεν δύναται να πράττει διαφο ρετικά παρά μόνον υπό την ιδέα της ελευθερίας159 είναι για τούτο
158. Deduktion: παραγωγή: αιτιολόγηση (θεμελίωση) της αντικειμενικής και καθολικής εγκυρότητας μιας φιλοσοφικής έννοιας ή θέσης. Πρβλ. Κ Κ Λ , A 84-5/Β 116-7· ΚΠ Λ , 5:46 (μετάφρ. 74)· Κ Κ Δ , §§ 30-1, 5:279-81 (μετάφρ. 205-8). 159. Τπό την ιδέα της ελευθερίας: unter der Idee der Freiheit. Με το νόημα: υπό τον όρο (ή υπό την προϋπόθεση, από την άποψη, από την προοπτική) της ιδέας της ελευθερίας.
*4 8
104
Ι ΜΜΑ ΝΟΪ Έ Λ KANT
ακρφώς από πρακτική άποψη πραγματικά ελεύθερο, δηλαδή ισχύουν για το ον αυτό όλοι οι νόμοι που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένοι με την ελευθερία, ακριβώς σαν να είχε αναγνωρισθεί η βούλησή του ως ελεύθερη, και αυτή καθ’ εαυτήν και κατά τρόπο έγκυρο στη θεωρητική φιλοσοφία.* Υποστηρίζω λοιπόν ότι σε κάθε έλλογο ον που έχει βούληση θα πρέπει κατ’ ανάγκην να ανα γνωρίσομε160 και την ιδέα της ελευθερίας υπό την οποία και μό νον πράττει. Π ράγματι, σε ένα τέτοιο ον σκεπτόμαστε έναν Λόγο που είναι πρακτικός, δηλαδή που έχει αιτιότητα όσον αφορά στα αντικείμενά του. Είναι όμως αδύνατον να νοήσομε έναν Λόγο ο οποίος θα δεχόταν συνειδητά από κάπου αλλού καθοδήγηση όσον αφορά στις κρίσεις του, διότι τότε το υποκείμενο θα απέδιδε τον καθορισμό της κριτικής ικανότητάς του όχι στον Λόγο του, αλλά σε μια παρόρμηση.161 Ο Λόγος θα πρέπει να θεωρεί τον ίδιο τον εαυτό του ως δημιουργό των αρχών του, ανεξάρτητα από αλλότριες επιρροές, και επομένως ως πρακτικός Λόγος ή βούληση του ελλόγου όντος πρέπει να θεωρείται από τον ίδιο τον εαυτό του ελεύθερος* δηλαδή η θέληση του ελλόγου όντος δύναται να είναι δική του μόνον υπό την ιδέα της ελευθερίας, και συνεπώς μια τέ τοια θέληση πρέπει, από πρακτική άποψη, να αποδοθεί σε όλα τα έλλογα όντα.
*
Ο λόγος για τον οποίο εισηγούμαι τη μέθοδο τούτη, δηλαδή να θεωρώ επαρκή για την πρόθεσή μας την παραδοχή της ελευθερίας απλώς και μό νον ως ιδέας την οποία τα έλλογα όντα έχουν ως θεμέλιο των πράξεών τους, είναι ο ακόλουθος: Για να μην δεσμευτώ να αποδείξω την ελευθερία και κα τά τη θεωρητική άποψή της. Π ράγματι, ακόμη και αν παραμείνει ανοικτό το ζήτημα τούτο, για ένα ον που δεν δύναται να πράττει διαφορετικά παρά μόνον υπό την προϋπόθεση της ιδέας της δικής του ελευθερίας, ισχύουν μολαταύτα οι ίδιοι νόμοι με εκείνους οι οποίοι θα δέσμευαν ένα ον που θα ήταν πραγματικά ελεύθερο. Συνεπώς μπορούμε να απαλλαγούμε εδώ από το βάρος που βαρύνει τη θεωρία.
160. Στο πρωτότυπο: να δανείσομε (leihen), προφανώς με το νόημα: να αναγνω ρίσομε κατ’ αρχήν. 161. Ας σημειωθεί ότι ο θεωρητικός Λόγος αναφέρεται εδώ κυρίως ως κριτική ικανότητα.
ΘΕΜΕΛ1 ΩΣΗ Τ Η Σ Μ Ε Τ Α Φ Υ Σ Ι Κ Η Σ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
105
Περί τον διαφέροντος το οποίο προσιδιάζει στις ιδέες της ηθικότητας Αναγάγαμε τελικώς την οριστική έννοια της ηθικότητας στην ιδέα της ελευθερίας· δεν μπορέσαμε όμως να αποδείξομε την ελευθερία ως κάτι πραγματικό ούτε καν σε μας τους ίδιους και στην ανθρώπινη φύση* είδαμε μόνον ότι πρέπει να την προϋποθέσομε, εάν θέλομε να νοήσομε ένα ον ως έλλογο και προικισμένο με συνείδηση της αιτιότητάς του όσον αφορά στις πράξεις, δηλαδή με βούληση* και έτσι καταλήγομε ότι για τον ίδιο ακριβώς λόγο πρέπει να αποδώσομε την ιδιότητα τούτη σε κάθε ον που είναι προικισμένο με Λόγο και βούληση, δηλαδή την ιδιότητα να αυτοκαθορίζεται στις πράξεις του υπό την ιδέα της ελευθερίας του.162 Από την προϋπόθεση όμως των ιδεών αυτών163 απέρρευσε επί σης η συνείδηση ενός νόμου του πράττειν: Ότι οι υποκειμενικές αρχές των πράξεων, δηλαδή οι γνώμονες, πρέπει να θεωρούνται πάντοτε με τέτοιον τρόπο ώστε να δύνανται να ισχύουν και αντικειμενικώς, δηλαδή καθολικώς ως αρχές, άρα να δύνανται να υπηρετούν τη δική μας καθολική νομοθεσία. Αλλά γιατί άραγε να πρέπει να υποτάσσομαι στην αρχή τούτη, και μάλιστα ως έλλογο ον εν γένει, και άρα επίσης για τον ίδιο λόγο να υποτάσσονται όλα τα άλλα όντα τα προικισμένα με Λόγο; Θέλω να παραδεχθώ πως για την υποταγή τούτη δεν με παρακινεί κανένα συμφέρον, διότι αυτό δεν θα παρείχε μια κατηγορική προσταγή* αλλά θα πρέπει βέβαια κατ’ ανάγκην να αποκτήσω ένα διαφέρον για την υποταγή εκείνη και πρέπει να εννοήσω πώς συμβαίνει αυτό. Πράγματι, τούτο το «πρέπει» είναι αληθινά ένα «θέλω», το οποίο ισχύει για κάθε έλλογο ον υπό τον όρο να ήταν ο Λόγος σ’ αυτό πρακτικός και δίχως εμπόδια* για όντα όμως που, όπως εμείς, επηρεάζον ται επιπλέον και από την αισθητικότητα, ως ελατήρια άλλου 162. Πρβλ. ανωτέρω, σ. 447-8 (μετάφρ. σ. 103-4). 163. των ιδεών αυτών. Εννοείται: των ιδεών της ηθικότητας (πρβλ. την επιγρα φή του ανωτέρω τμήματος)· ή μήπως: της ιδέας (εννοείται: της ελευθε ρίας); (πρόταση Hartenstein).
ιο6
Ι Μ Μ Α Ν Ο Γ Ε Λ KANT
είδους, και στα οποία όντα δεν συμβαίνει πάντα ό,τι θα έπραττε ο Λόγος αφ’ εαυτού και. από μόνος του, η αναγκαιότητα εκείνη της πράξης δεν είναι, παρά μόνον ένα «πρέπει.», η δε υποκειμενική αναγκαι,ότητα διακρίνεται από την αντικειμενική. Φαίνεται λοιπόν πραγματικά σαν να προϋποθέσαμε απλώς στην ιδέα της ελευθερίας τον ηθικό νόμο -δηλαδή την ίδια την αρχή της αυτονομίας της θελήσεως- και σαν να μην μπορέσα με να αποδείξομε την πραγματικότητα και την αντικειμενική αναγκαιότητά του καθ’ εαυτήν. Οπότε δεν θα παύαμε μεν να έχομε κερδίσει με τον τρόπο αυτόν κάτι εξαιρετικά σημαντικό, δηλαδή να έχομε τουλάχιστον προσδιορίσει την αυθεντική [ηθι κή] αρχή ακριβέστερα από όσο έχει συμβεί αυτό οπουδήποτε αλ λού, αλλά, όσον αφορά στην εγκυρότητά της και στην πρακτική αναγκαιότητα να υποτασσόμαστε στην αρχή αυτήν, δεν θα είχα με προχωρήσει ούτε ένα βήμα. Πράγματι, δεν θα μπορούσαμε να δώσομε ικανοποιητική απάντηση σ’ εκείνον που θα μας ρωτούσε γιατί άραγε η καθολική εγκυρότητά του γνώμονά μας ως νόμου να πρέπει να είναι ο περιοριστικός όρος των πράξεών μας, και πού θεμελιώνομε την αξία την οποία αποδίδομε στο είδος αυτό του πράττειν [το ηθικό] -μια αξία τόσο μεγάλη ώστε να μην υπάρχει απολύτως κανένα υπέρτερο διαφέρον- και πώς συμβαίνει ώστε να πιστεύει ο άνθρωπος πως μόνο με τον τρόπο αυτόν αισθάνε45ο ται την προσωπική του αξία, απέναντι στην οποία εκμηδενίζεται εντελώς η αξία μιας ευχάριστης ή μη ευχάριστης κατάστασης. Βέβαια, θεωρούμε μάλλον πως μπορούμε να αποκτήσομε εν διαφέρον για μια προσωπική μας ιδιότητα, η οποία δεν συνεπά γεται κανένα απολύτως συμφέρον για την κατάστασή μας, αρ κεί η ιδιότητα αυτή να μας καθιστά ικανούς για την απόκτηση της [επιθυμητής] εκείνης κατάστασης16-1 στην περίπτωση που ο Λόγος θα ήταν σε θέση να προκαλέσει την κατάσταση αυτή· δη λαδή, και μόνη η αξιότητα να είναι κανείς ευτυχισμένος, ακόμη και χωρίς το κίνητρο να αποκτήσει την ευδαιμονία τούτη, είναι16 4 164. Η αρχικώς ασαφής ή μη προσδιοριζόμενη έννοια της ((κατάστασης» διασα φηνίζεται από την επόμενη πρόταση ως ευδαιμονία.
ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ Τ Η Σ Μ Ε Τ Α Φ Τ Σ Ι Κ Η Σ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
107
δυνατόν να προκαλέσει το διαφέρον. Αλλά η κρίση αυτή δεν είναι στην πραγματικότητα παρά μόνον το αποτέλεσμα της σπουδαιότητας των ηθικών νόμων, την οποία έχομε προϋποθέσει (εαν απο χωριστούμε μέσω της ιδέας της ελευθερίας από κάθε εμπειρικό συμφέρον). Το ότι οφείλομε όμως να απαλλαγούμε από το συμ φέρον αυτό, δηλαδή το ότι οφείλομε να θεωρούμε τον εαυτό μας ελεύθερο στις πράξεις και μολαταύτα υποταγμένο σε ορισμένους νόμους [τους ηθικούς], ώστε να αποκτήσομε μιαν αξία μονάχα στο πρόσωπό μας, η οποία δύναται να μας αποζημιώσει για κάθε απώλεια όσων προσδίδουν μιαν αξία στην κατάστασή μας, και πώς είναι τούτο δυνατόν, επομένως για ποιον λόγο είναι δεσμευ τικός ο ηβικός νόμος: όλα τούτα δεν είναι ακόμη δυνατόν, με τον τρόπο αυτόν, να τα εννοήσομε. Παρουσιάζεται εδώ, πρέπει να το παραδεχθούμε ανοικτά, ένα είδος κύκλου, από τον οποίο, όπως φαίνεται, δεν είναι δυνατόν να εξέλθομε. Παραδεχόμαστε πως είμαστε ελεύθεροι μέσα στην τάξη των ποιητικών αιτίων, ώστε να νοήσομε τον εαυτό μας ως υποκείμενο στους ηθικούς νόμους165 μέσα στην τάξη των σκοπών, και έπειτα σκεπτόμαστε τον εαυτό μας ως υποταγμένο στους νό μους αυτούς επειδή αναγνωρίσαμε στον εαυτό μας την ελευθερία της βουλήσεως. Πράγματι, η ελευθερία και η νομοθεσία της ίδιας της θέλησης είναι και οι δύο αυτονομία, άρα εναλλασσόμενες έν νοιες166· πράγμα όμως που δεν σημαίνει ότι είναι δυνατόν [για τον λόγο αυτόν] να χρησιμοποιείται η μία από τις έννοιες αυτές για να εξηγείται και να αιτιολογείται η άλλη, αλλά το πολύ που είναι δυνατόν, είναι, από λογική άποψη, να ανάγομε παραστάσεις του ιδίου ακριβώς αντικειμένου, οι οποίες φαίνονται διαφορετικές,
165. Για την έκφραση «[υποκείμενο] υπό τους ηθικούς νόμους» και την ακριβή σημασία της, βλ. ΚΚΔ, 5:448-9 & Σ (μετάφρ. 411 & Σ). 166. Βλ. «Ο ι έννοιες οι οποίες έχουν την ίδια σφαίρα [=έκταση] λέγονται εναλ λασσόμενες έννοιες [νΥεεΗβεΙϋε^ίΓε] (εοπεε^ίι« κάρτοη")» (Καντ, Λογική. επ ιμ .^ β είιε, § 12, 9:98). Για την ελευθερία και τον ηθικό νόμο ως εναλλασ σόμενες έννοιες, πρβλ. ιδίως ΚΠ Λ , 5: 28-30 (μετάφρ. 49-52).
ιο8
Ι ΜΜΑΝΟΤΈΛ KANT
σε μία και. μόνη έννοια (όπως μπορούν ισοδύναμα κλάσματα να απλοποιηθούν στο αντίστοιχό τους ανάγωγο κλάσμα). Μας απομένει όμως ακόμη μία διέξοδος, δηλαδή να εξετάσο με: εάν θεωρήσομε τον εαυτό μας μέσω της ελευθερίας ως a priori ποιητικό αίτιο, μήπως καταλαμβάνομε μιαν άλλη σκοπιά167 από όταν φανταζόμαστε εμάς τους ίδιους,168 σχετικά με τις πράξεις μας, ως αποτελέσματα που βλέπομε μπροστά στα μάτια μας. Τπάρχει μία παρατήρηση, για τη διατύπωση της οποίας δεν απαιτείται κάποιος λεπτολόγος και περίπλοκος στοχασμός, αλλά για την οποία είναι δυνατόν να υποθέσομε πως μπορεί μάλλον να την κάμει ακόμη και ο πιο κοινός νους, μολονότι -με τον τρόπο 45ΐ του- με μιαν ασαφή διάκριση της κριτικής ικανότητας, την οποία αποκαλεί συναίσθημα: δηλαδή ότι όλες οι παραστάσεις που μας έρχονται χωρίς τη θέλησή μας (όπως εκείνες των αισθήσεων) δεν μας επιτρέπουν να γνωρίζομε τα αντικείμενα διαφορετικά παρά μόνον όπως αυτά μας επηρεάζουν,169 ενώ παραμένει για μας άγνω στο τι είναι δυνατόν να είναι αυτά καθ’ εαυτά* και επομένως δεν μπορούμε να φτάσομε μέσω των παραστάσεων του είδους αυτού -ακόμη και με τη μέγιστη ένταση της προσοχής και τη σαφήνεια, την οποία είναι ποτέ δυνατόν να προσθέσει η διάνοια- παρά μονά χα έως τη γνώση των φαινομένων 170 και ουδέποτε των πραγμάτων αυτών καθ’ εαυτά. 171 Εφ’ όσον έχει γίνει τούτη η διάκριση (έστω και μόνο λόγω της διαφοράς που παρατηρήσαμε μεταξύ των παρα στάσεων οι οποίες μας δίδονται από κάπου αλλού, και στις οποίες λειτουργούμε παθητικά, από εκείνες τις οποίες παράγομε απο167. Standpunkt: άποψη, βήμα, θέση (συναφής λέξη: Gesichtspunkt) (πρβλ. υποσ. 99). 168. τους ίδιους] προσθήκη της Β. 169. affizieren: επηρεάζουν, θίγουν (βλ. υποσ. 7). 170. Erscheinungen (Phaenomena): φαινόμενα (πρβλ. ΚΚ Λ , Α 235-60/Β 294315: κεφ. «Π ερί του λόγου της διακρίσεως όλων των αντικειμένων εν γένει σε φαινόμενα και νοούμενα»· Προλεγόμενα, § .32, 4: 314-5 [μετάφρ. 109-
10]). 171. Dinge an sich (selbst) (Noumena): πράγματα καθ’ εαυτά (νοούμενα) (πρβλ. Κ Κ Λ , ό.π.).
ΘΕΜΕΛ1 ΩΣΗ Τ Η Σ Μ Ε Τ Α Φ Τ Σ Ι Κ Η Σ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
109
κλειστικά από μας τους ίδιους και στις οποίες αποδεικνύομε τη δική μας δραστηριότητα), συνάγεται αφ’ εαυτού ότι πίσω από τα φαινόμενα πρέπει ασφαλώς να παραδεχθούμε και να αποδεχθούμε και κάτι άλλο, που δεν είναι φαινόμενο, δηλαδή τα πράγματα καθ’ εαυτά- εντούτοις ομολογούμε εμείς οι ίδιοι πως -επειδή ουδέποτε είναι δυνατόν να μας γίνουν γνωστά παρά μονάχα με τον τρόπο που μας επηρεάζουν- δεν μπορούμε να τα προσεγγίσομε και ου δέποτε μπορούμε να γνωρίσομε πώς είναι καθ’ εαυτά. Με τούτα καταλήγομε σε μια, μολονότι χονδροειδή, διάκριση του αισθητού κόσμον172 από τον νοητό173' ο πρώτος από αυτούς, λόγω της διαφο ράς της αισθητικότητας, μπορεί να ποικίλλει επίσης στους διάφο ρους παρατηρητές του κόσμου, ενώ ο δεύτερος, που υπόκειται ως θεμέλιο του πρώτου, παραμένει πάντα ο ίδιος. Ακόμη και τον ίδιο τον εαυτό του, και μάλιστα σύμφωνα με τη γνώση την οποία έχει ο άνθρωπος για τον εαυτό του μέσω της εσωτερικής αίσθησης,1'4 δεν του επιτρέπεται να ισχυρίζεται [αβάσιμα] πως τον γνωρίζει όπως είναι αυτός καθ’ εαυτόν. Πράγματι, επειδή βέβαια, ας πού με, δεν αυτοδημιουργείται και δεν λαμβάνει την έννοια του εαυ τού του a priori, αλλά εμπειρικά, είναι φυσικό επίσης να μπορεί να αποκτά γνωριμία του εαυτού του με την εσωτερική αίσθηση,175 και επομένως μόνον όπως του φαίνεται η φύση του και όπως επη ρεάζεται η συνείδησή του [μέσω των αισθήσεων]. Μολαταύτα, ο άνθρωπος είναι υποχρεωμένος κατ’ ανάγκην να παραδεχθεί, πέρα από τον χαρακτήρα του δικού του υποκειμένου, που συντίθεται μονάχα από φαινόμενα, και κάτι άλλο ακόμη που υπόκειται ως θεμελιο, δηλαδή το Εγώ του, έτσι καθώς είναι δυνατόν να είναι συγκροτημένο αυτό καθ’ εαυτό- και συνεπώς, από την άποψη τής
172. Sinnenwelt: κόσμος των ολισθήσεων, αισθητός κόσμος. 173. Verstandeswelt: κυριολεκτικώς, «κόσμος της διάνοιας ή του νου», νοητός κόσμος (επίσης: intelligible Welt, intellektuelle Welt). 174. innere Empfindung: εσωτερική αίσθηση (αλλά και αίσθημα) (πρβλ. ΚΚ Λ , Α 19-20/Β 34, Α 42-3/Β 59-60, ιδίως Α 374). 175. innerer Sinn: εσωτερική αίσθηση (πρβλ. ιδίως Κ Κ Λ , Α 22-3/Β 37-8, Α 33/ Β 49-50).
I IO
Ι ΜΜΑ ΝΟΪ Έ Λ KANT
[κατ’ αίσθησιν] αντίληψης και. μόνον και. της δεκτικότητας των αι σθήσεων, ο άνθρωπος πρέπει να συγκαταλέγει τον εαυτό του στον αισθητό κόσμο, όσον αφορά όμως σ’ εκείνα που είναι δυνατόν να είναι σ’ αυτόν καθαρή ενέργεια1™ (δηλαδή εκείνα που φθάνουν στη συνείδησή του άμεσα και κατά κανέναν τρόπο μέσω επηρεασμού των αισθήσεων), πρέπει να συγκαταλέγει τον εαυτό του στον νοη τό κόσμο,*177 τον οποίο όμως δεν γνωρίζει περαιτέρω. Ένα τέτοιο συμπέρασμα πρέπει να συνάγει ο σκεπτόμενος 452 άνθρωπος για όλα τα πράγματα τα οποία είναι δυνατόν να υπο πέσουν στην αντίληψή του* πιθανώς το ίδιο συμπέρασμα διατυ πώνει ακόμη και ο πιο κοινός νους που, όπως είναι γνωστό, έχει έντονη την τάση να προσδοκά πάντοτε, πίσω από τα αντικείμενα των αισθήσεων, και κάτι αόρατο, αφ’ εαυτού ενεργό* γρήγορα όμως υποπίπτει πάλι στην πλάνη, καθώς αισθητοποιεί και πά λι το αόρατο τούτο, δηλαδή θέλει να το κάμει αντικείμενο της εποπτείας, και συνεπώς με τον τρόπο αυτόν δεν γίνεται διόλου σοφότερος. Αλλά ο άνθρωπος ευρίσκει πράγματι εντός του μιαν ικανό τητα με την οποία διακρίνεται από όλα τα άλλα πράγματα, και μάλιστα από τον ίδιο τον εαυτό του, εφ’ όσον επηρεάζεται από αντικείμενα, και αυτή είναι ο Λόγος. Ο Λόγος, ως καθαρή αυ τενέργεια,178 υψώνεται μάλιστα επάνω και από τη διάνοια κατά τούτο: Ότι, μολονότι και η διάνοια είναι επίσης αυτενέργεια και δεν περιέχει, όπως οι αισθήσεις, μονάχα παραστάσεις οι οποίες δεν πηγάζουν παρά μόνον όταν επηρεάζεται κανείς από τα πράγ ματα (άρα όταν λειτουργεί παθητικά), εντούτοις δεν δύναται με τη δική της δραστηριότητα να παράγει άλλες έννοιες παρά μόνον εκείνες οι οποίες αποσκοπούν στο να υπάγουν τις κατ’ αίσθησιν πα ραστάσεις υπό κανόνες, και με τον τρόπο αυτόν να τις συνενώνουν σε μία συνείδηση* χωρίς τη χρήση αυτήν της αισθητικότητας δεν θα νοούσε η διάνοια απολύτως τίποτε. Αντιθέτως ο Λόγος, μέσω 176. Tätigkeit: ενέργεια, δραστηριότητα. 177. intellektuelle Welt. Πρβλ. υποσ. 173. 178. Selbsttätigkeit: αυτενέργεια (πρβλ. επόμενη υποσ.)
ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ Τ Η Σ Μ Ε Τ Α Φ Υ Σ Ι Κ Η Σ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
111
εκείνων που αποκαλούνται ιδέες, επιδεικνύει μια τόσο καθαρή αυτενέργεια,179 ώστε μέσω αυτής να υψώνεται πολύ πέραν όλων όσα είναι δυνατόν να του180 προσφέρει ποτέ η αισθητικότητα, και αποδεικνύει ότι το εξοχότερο έργο του είναι να ξεχωρίζει τον αι σθητό κόσμο από τον νοητό κόσμο, και με τον τρόπο αυτόν να προδιαγράφει στην ίδια τη διάνοια τα όριά της.181 Για τον λόγο αυτόν πρέπει το έλλογο ον, ως νόηση182 (άρα όχι από την πλευρά των κατωτέρων δυνάμεών του183), να θεωρεί τον εαυτό του ότι ανήκει όχι στον αισθητό, αλλά στον νοητό κόσμο* συνεπώς, έχει δύο απόψεις,184 από τις οποίες δύναται να θεωρεί τον ίδιο τον εαυτό του και να γνωρίζει τους νόμους της χρήσης των δυνάμεών του, επομένως όλων των πράξεών του: αφ’ ενός, εφ’ όσον ανήκει στον αισθητό κόσμο, υπάγεται σε φυσικούς νόμους (ετερονομία), και αχρ’ ετέρου, εφ’ όσον ανήκει στον νοητό κόσμο,185 υπάγεται σε νόμους οι οποίοι, ανεξάρτητα από τη φύση, δεν είναι εμπειρικοί, αλλά είναι θεμελιωμένοι στον Λόγο και μόνον.186
179. Spontaneität: αυτενέργεια (πρβλ. Κ Κ /1, Α 50/Β 74: Spontaneität [αντίθετο: Rezeptivität: δεκτικότητα], από τη λατ. λ. spontaneitas, από τη λ. sponte: αφ’ εαυτού, αυθόρμητα, με αυτενέργεια- πρβλ. Προλεγόμενα, § 53, 4: 344 [μετάφρ. 152]). 180. του προσφέρει] Α, Β: της (ενν. στη διάνοια)- του προσφέρει (εννοείται: στον Λόγο)] Ακαδ. 181. Πρβλ. ιδίως Κ Κ Λ , Α 702-4/Β 730-2. 182. Intelligenz: νόηση. Πρβλ.: «Ένα ον που είναι ικανό για πράξεις σύμφωνα με την παράσταση των νόμων είναι μια νόηση (έλλογο ον), και η αιτιότητα ενός τέτοιου όντος σύμφωνα με την παράσταση τούτη των νόμων είναι η θέλησή του» (ΚΠΛ, 5:125, μετάφρ. 184)· Κ Κ Λ , Β 155,157 Σ , 426, Α 815/Β 843. 183. Πρβλ. Κ Π Λ , 5:22-3 (μετάφρ. 40-1). 184. Standpunkte: απόψεις (συναφής λ.: Gesichtspunkt: άποψη, σκοπιά). Πρβλ. υποσ. 99. 185. intelligible Welt: νοητός κόσμος (αλλά και intellektuelle Welt ή Verstandes welt, πρβλ. υποσ. 173). 186. Πρβλ. Κ Π Λ , 5:97-8 (μετάφρ. 144-5).
11 2
Ι ΜΜΑΝΟΤΕΛ KANT
Ως έλλογο ον, άρα ως ον που ανήκει στον νοητό κόσμο, ουδέπο τε δύναται ο άνθρωπος να νοήσει την αιτιότητα της δικής του βού λησης διαφορετικά παρά μόνον υπό την προϋπόθεση της ιδέας της ελευθερίας187· πράγματι, η ανεξαρτησία από τα καθοριστικά αίτια του αισθητού κόσμου (και μια τέτοια ανεξαρτησία πρέπει πάντοτε να αποδίδει ο Λόγος στον εαυτό του) συνιστά την ελευθερία. Αλλά με την ιδέα της ελευθερίας είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη η έν νοια της αυτονομίας, και με την έννοια τούτη η καθολική αρχή της ηθικότητας, η οποία αρχή υπόκειται κατ’ ιδέαν ως θεμέλιο όλων 453 των πράξεων των ελλόγων όντων, ακριβώς όπως υπόκειται ο φυσι κός νόμος ως θεμέλιο όλων των φαινομένων. Τώρα διαλύεται η υποψία την οποία διατυπώσαμε παραπάνω, μήπως περιέχεται ένας κρυφός [φαύλος] κύκλος στον συλλογισμό μας, ο οποίος από την ελευθερία συνάγει την αυτονομία, και από την αυτονομία συνάγει τον ηθικό νόμο* δηλαδή, η υποψία πως ίσως θέσαμε ως θεμέλιο την ιδέα της ελευθερίας μονάχα προς χάριν του ηθικού νόμου, έτσι ώστε να συμπεράνομε έπειτα με τη σειρά του τον ηθικό νόμο από την ελευθερία·188 άρα ότι τάχα δεν μπορέσαμε να αναφέρομε απολύτως κανέναν λόγο [θεμέλιο] του ηθικού νόμου, αλλά ότι παραδεχθήκαμε τον ηθικό νόμο ως αρχή μονάχα ως ((λήψη του ζητουμένου»189· την αρχή αυτή θα μας την επιτρέψουν μάλλον ευχαρίστως οι καλοπροαίρετες ψυχές, αλλά εμείς ουδέποτε θα κατορθώσομε να την διατυπώσομε ως αποδεί ξιμη πρόταση. Πράγματι, τώρα αντιλαμβανόμαστε ότι, όταν νο ούμε τον εαυτό μας ελεύθερο, μετατιθέμεθα ως μέλη στον νοητό κόσμο190 και γνωρίζομε την αυτονομία της θελήσεως από κοινού 187. υπό την προϋπόθεση (ή υπό τον όρο) της ιδέας της ελευθερίας: ως υποκεί μενη στην ιδέα της ελευθερίας (βλ. ανωτέρω, σ. 447-8 μετάφρ. 103-4). 188. Πρβλ. Κ77/1, 5:4 Σ (μετάφρ. 14 Σ). 189. als Erbittung eines Prinzips: ακριβής γερμανική απόδοση του λογικού σφάλ ματος «petitio principii» (λήψη του ζητουμένου): «παραδοχή ως αποδεδειγ μένου και χρήση ως αποδεικτικού λόγου ενός ισχυρισμού ο οποίος όμως χρειάζεται να αποδειχθεί» (Καντ, Λογική, επιμ. Jäsche, § 92, 9:135). 190. Verstandeswelt: νοητός κόσμος (πρβλ. και ανωτέρω υποσ. 173). Πρβλ. Κ Π Λ . 5:42 (μετάφρ. 69).
ΘΕΜΕΛΙ ΩΣΗ Τ Η Σ Μ Ε Τ Α Φ Τ Σ Ι Κ Η Σ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
11 3
με τη συνέπειά της, την ηθικότητα* εάν όμως σκεφθουμε τον εαυ τό μας ως [ηθικά] υποχρεωμένο, τότε θεωρούμε ότι ανήκει στον αισθητό κόσμο και εντούτοις συγχρόνως στον νοητό κόσμο.
Πώς είναι δυνατή η κατηγορική προσταγή; Το έλλογο ον, ως νόηση, συγκαταλέγει τον εαυτό του στον νοητό κόσμο, και μονάχα ως ποιητικό αίτιο που ανήκει στον κόσμο αυ τόν αποκαλεί την αιτιότητά του βούληση. Από την άλλη πλευρά έχει βέβαια επίγνωση του εαυτού του επίσης ως τμήματος του αισθητού κόσμου, στον οποίο οι πράξεις του απαντούν απλώς ως φαινόμενα της [νοητής] αιτιότητας εκείνης* όμως η δυνατότη τα των πράξεων του δεν είναι δυνατόν να εννοηθεί με βάση τη [νοητή] αιτιότητα, την οποία δεν γνωρίζομε, αλλά οι πράξεις του πρέπει να γίνει κατανοητό ότι καθορίζονται, αντί από αυτήν, από άλλα φαινόμενα, δηλαδή από επιθυμίες και κλίσεις που ανήκουν στον αισθητό κόσμο. Εάν ήμουν μέλος μονάχα του νοητού κό σμου, θα ήταν συνεπώς όλες οι πράξεις μου εντελώς σύμφωνες με την αρχή της αυτονομίας της καθαρής θέλησης* εάν ήμουν τμήμα μονάχα του αισθητού κόσμου, θα έπρεπε να θεωρούνται πλήρως σύμφωνες με τον φυσικό νόμο των επιθυμιών και των κλίσεων, άρα της ετερονομίας της φύσης. (Οι πρώτες πράξεις θα στηρίζονταν στην ανώτατη αρχή της ηθικότητας, οι δεύτερες στην αρχή της ευδαιμονίας.) Επειδή όμως ο νοητός κόσμος περιέχει τον λόγο [θεμέλιο] τον αισθητού κόσμον, άρα και των νόμων τον, και συνεπώς, όσον αφορά στη θέλησή μου (η οποία ανήκει πλήρως στον νοητό κόσμο), είναι ο άμεσος νομοθέτης, και επομένως πρέ πει επίσης να νοείται με αυτό το νόημα, για τούτο θα πρέπει τον εαυτό μου ως νόηση (μολονότι από την άλλη πλευρά ως ον που ανήκει στον αισθητό κόσμο) να αναγνωρίζω μολαταύτα ότι υπο- 454 τάσσεται στον νόμο του νοητού κόσμου, δηλαδή στον νόμο του Λόγου, ο οποίος περιέχει τον νόμο του κόσμου αυτού στην ιδέα της ελευθερίας, και άρα να αναγνωρίζω ότι υπόκειμαι στην αυτο νομία της θελήσεως* επομένως θα πρέπει να θεωρώ τους νόμους
1 14
Ι ΜΜΑΝΟΤΕΛ K ANT
του νοητού κόσμου ως προσταγές για εμένα, και τις πράξεις τις σύμφωνες με την αρχή τούτη ως καθήκοντα. Συνεπώς, έτσι είναι δυνατές οι κατηγορικές προσταγές, με το να με καθιστά η ιδέα της ελευθερίας μέλος του νοητού κόσμουοπότε, εάν ήμουν μονάχα ένα τέτοιο μέλος, θα ήταν όλες οι πρά ξεις μου πάντοτε σύμφωνες με την αυτονομία της θελήσεως, επειδή όμως εποπτεύω συγχρόνως τον εαυτό μου ως μέλος του αισθητού κόσμου, οφείλουν να είναι σύμφωνες με την αυτονομία εκείνη. Το κατηγορικό τούτο ((οφείλουν» εκφράζει μια συνθετική πρόταση a priori, καθώς πέραν της επηρεαζόμενης από αισθη σιακές επιθυμίες θέλησής μου προστίθεται επιπλέον και η ιδέα της ίδιας ακριβώς θέλησής μου, αλλά εφ’ όσον αυτή ανήκει στον νοητό κόσμο και είναι αφ’ εαυτής πρακτική- η θέληση τούτη πε ριέχει, σύμφωνα με τον Λόγο, τον ανώτατο όρο τής κατ’ αίσθησιν [εμπειρικά επηρεαζόμενης] θελήσεως- περίπου με τον ίδιο τρό πο, όπως στις εποπτείες του αισθητού κόσμου προστίθενται οι έννοιες της διάνοιας, οι οποίες δεν σημαίνουν αφ’ εαυτών παρά μόνον τη μορφή του νόμου εν γένει, και με τον τρόπο αυτόν καθι στούν δυνατές συνθετικές προτάσεις a priori, στις οποίες στηρίζε ται κάθε γνώση της φύσης.191 Η πρακτική χρήση του κοινού ανθρώπινου Λόγου επιβεβαιώ νει την ορθότητα της παραγωγής192 αυτής. Δεν υπάρχει κανείς άνθρωπος, ακόμη και ο χειρότερος κακούργος, αρκεί να έχει συ νηθίσει να χρησιμοποιεί τον Λόγο του, που, εάν του παρουσιά σουν παραδείγματα τιμιότητας των προθέσεων, σταθερότητας κατά την τήρηση καλών γνωμόνων, συμπάθειας193 και εύνοιας προς τους πάντες194 (και επιπλέον μάλιστα, τούτα συνδεδεμένα με μεγάλες θυσίες ωφελημάτων και της ευημερίας), να μην εύ-
191. Π ρβλ. ΚΚ/1, Α 50-2/Β 74-6. 192. Deduktion: παραγωγή (πρβλ. υποσ. 158). 193. Teilnehmung: συμμετοχή στα αισθήματα, συναισθήματα, πάθη κ.ο.κ. των άλλων. Πρβλ. υποσ. 28. 194. allgemeines Wohlwollen: καθολική εύνοια, αγαθοβουλία, ευμένεια. Πρβλ. ΜΗ, 6:220 (μετάφρ. 37 8c υποσ. 25), 6:449 (μετάφρ. 309 8c υποσ. 353).
ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ Τ Η Σ Μ Ε Τ Α Φ Τ Σ Ι Κ Η Σ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
115
χεται να έχει και αυτός τέτοιο ηθικό φρόνημα. Μονάχα που δεν δύναται μάλλον να το κατορθώσει ο ίδιος, εξ αιτίας των κλίσεων και των παρορμήσεών του· και μολαταύτα εύχεται συγχρόνως να απελευθερωθεί από τέτοιες κλίσεις, που είναι βάρος σ’ αυτόν τον ίδιο. Συνεπώς, με τον τρόπο αυτόν αποδεικνύει ότι με τη βούλησή του, που είναι ελεύθερη από τις παρορμήσεις της αισθη τικότητας, μετατίθεται νοερά σε μια τάξη πραγμάτων τελείως διαφορετική από την τάξη των πόθων του στο πεδίο της αισθη τικότητας* και τούτο επειδή από την ευχή εκείνη δεν δύναται να προσδοκά κάποια ικανοποίηση των επιθυμιών, άρα καμιά ικανο ποιητική κατάσταση για κάποια από τις πραγματικές ή ακόμη και ενδεχόμενες κλίσεις (επειδή τότε ακόμη και η ιδέα η οποία θα του υπέβαλλε την ευχή εκείνη θα έχανε την ηθική υπεροχή της), παρά μόνο μια μεγαλύτερη εσωτερική αξία του προσώπου του. Πιστεύει όμως ότι είναι τούτο το καλύτερο πρόσωπο, όταν 455 μετατίθεται στη σκοπιά195 ενός μέλους του νοητού κόσμου, στον οποίο τον εξαναγκάζει άθελά του η ιδέα της ελευθερίας, δηλαδή της ανεξαρτησίας196 από τα καθοριστικά αίτια του αισθητού κό σμου· στον δε νοητό κόσμο έχει συνείδηση μιας καλής θέλησης, η οποία, όπως παραδέχεται ο ίδιος, αποτελεί τον νόμο για την κακή θέλησή του ως μέλους του αισθητού κόσμου, και του οποίου νόμου γνωρίζει το κύρος ακόμη και όταν τον παραβαίνει. Συνε πώς, το ηθικό «οφείλω» είναι το δικό του [και] αναγκαίο «θέλω» του ανθρώπου ως μέλους του νοητού κόσμου, και δεν νοείται από αυτόν ως «οφείλω» παρά μόνον εφ’ όσον θεωρεί συγχρόνως τον εαυτό του μέλος του αισθητού κόσμου.
195. Standpunkt: άποψη, σκοπιά, θέση. Πρβλ. υποσ. 99. 196. δηλαδή της ανεξαρτησίας] προσθήκη της Β.
Ι ΜΜΑΝΟΤΈΛ K A NT
1 16
Περί τον απωτάτον ορίου κάθε πρακτικής φιλοσοφίας Όλοι οι άνθρωποι θεωρούν τον εαυτό τους ελεύθερο ως προς τη θέ ληση. Σε τούτο στηρίζονται όλες οι κρίσεις για τις πράξεις όπως θα έπρεπε να είχαν σνμβεί, ακόμη και αν δεν σννέβησαν. Μολαταύ τα, η ελευθερία τούτη δεν είναι εμπειρική έννοια ούτε είναι δυνα τόν να είναι, επειδή εξακολουθεί να ισχύει πάντοτε, ακόμη και αν η εμπειρία φανερώνει το αντίθετο από τις απαιτήσεις εκείνες οι οποίες θεωρούνται αναγκαίες υπό την προϋπόθεση της ελευθερί ας. Από την άλλη πλευρά είναι εξ ίσου αναγκαίο να καθορίζονται αναπότρεπτα όλα όσα συμβαίνουν σύμφωνα με φυσικούς νόμους* και τούτη η φυσική αναγκαιότητα επίσης δεν είναι μια εμπειρι κή έννοια, ακριβώς επειδή συνεπιφέρει την έννοια της αναγκαιό τητας, άρα μια γνώση a priori. Αλλά η έννοια τούτη της φύσης επιβεβαιώνεται από την εμπειρία, και πρέπει αναπόφευκτα να προϋποτεθεί η ίδια, εάν πρόκειται να είναι δυνατή η εμπειρία, δηλαδή η συνεκτική γνώση των αντικειμένων των αισθήσεων, η οποία είναι σύμφωνη με καθολικούς νόμους. Για τούτο, η ελευθε ρία δεν είναι παρά μόνο μια ιδέα του Λόγου, της οποίας η αντικει μενική πραγματικότητα είναι καθ’ εαυτήν αμφίβολη, ενώ η φύση είναι μια έννοια της διάνοιας, η οποία αποδεικνύει και πρέπει κατ’ ανάγκην να αποδεικνύει την πραγματικότητά της σε παραδείγ ματα της εμπειρίας.197 Από τούτα πηγάζει μια διαλεκτική του Λ όγου,198 επειδή, όσον αφορά στη θέληση, η ελευθερία που της αποδίδεται φαίνεται να έρχεται σε αντίφαση με τη φυσική αναγκαιότητα* και κατά τον χωρισμό αυτόν των δρόμων, ο Λόγος ευρίσκει, από ψιλή θεωρητι κή άποψη, τον δρόμο της φυσικής αναγκαιότητας πολύ πιο στρω τό και πιο εύχρηστο από τον δρόμο της ελευθερίας. Μολαταύτα, από πρακτική άποψη, η ατραπός της ελευθερίας είναι η μοναδική η
197. Για την ελευθερία ως ιδέα του Λόγου, πρβλ. Κ Κ Λ , Β 395 Σ , Α 444-51/ Β 472-9· για τη φύση ως έννοια της διάνοιας (και άρα της εμπειρίας), Κ Κ Λ , Β 163, Λ 418-9/Β 446 Σ · Προλεγόμενα, § 14, 4:294 (μετάφρ. 78-80) 198. Για τη διαλεκτική, πρβλ. υποσ. 17.
ΘΕΜΕΛΙ ΩΣΗ Τ Η Σ Μ Ε Τ Α Φ Υ Σ Ι Κ Η Σ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
1 17
οποία μας δίδει τη δυνατότητα της χρήσης του Λόγου στη διάγωγη μας. Για τούτο θα είναι για την πιο λεπτολόγο και περίπλοκη φιλοσοφία εξ ίσου αδύνατον να απορρίψει σοφιστικά την ελευθε ρία όσο και για τον πιο κοινό ανθρώπινο Λόγο. Συνεπώς, ο Λόγος θα πρέπει ευλόγως να προϋποθέσει ότι μεταξύ της ελευθερίας και της φυσικής αναγκαιότητας των ίδιων ακριβώς ανθρωπίνων πρά ξεων δεν απαντά κάποια αληθής αντίφαση· επειδή ο Λόγος δεν δύναται να αρνηθεί την έννοια της φύσης, όπως δεν δύναται να παραιτηθεί από την έννοια της ελευθερίας. Εντούτοις, η φαινομενική τούτη αντίφαση πρέπει τουλάχιστον να απαλειφθεί με πειστικό τρόπο, ακόμη και αν ουδέποτε μπο ρούσαμε να κατανοήσομε πώς είναι δυνατή η ελευθερία. Πράγ ματι, εάν ακόμη και η σκέψη της ελευθερίας αντιφάσκει προς τον εαυτό της ή προς τη φύση, η οποία είναι εξ ίσου αναγκαία, τότε η ελευθερία θα έπρεπε19920οπωσδήποτε να απορριφθεί υπέρ της φυ/ αναγκαιότητας. / 900 σικης Είναι όμως αδύνατον να αποφύγομε την αντίφαση τούτη εάν το υποκείμενο που νομίζει πως είναι ελεύθερο νοούσε τον εαυτό του με το ίδιο νόημα ή κατά την ίδια ακριβώς άποψη, όταν αποκαλείται ελεύθερο και όταν θεωρεί τον εαυτό του, όσον αφορά στην ίδια πράξη, υποταγμένο στον φυσικό νόμο. Αποτελεί για τούτο μιαν ανένδοτη αποστολή της θεωρητικής φιλοσοφίας να δείξει τουλά χιστον ότι η ψευδαίσθησή της ως προς την αντίφαση οφείλεται στο ότι νοούμε τον άνθρωπο με διαφορετικό νόημα και από μιαν άποψη όταν τον αποκαλούμε ελεύθερο, και από μιαν άλλη άποψη όταν τον θεωρούμε τμήμα της φύσης και υποταγμένο στους φυ σικούς νόμους* και ότι αμφότερες αυτές οι απόψεις όχι μονάχα δννανται κάλλιστα να υφίστανται από κοινού, αλλά και επιπλέον πρέπει να νοούνται ως αναγκαίως συνενωμένες μέσα στο ίδιο υπο κείμενο επειδή διαφορετικά δεν θα μπορούσε να αιτιολογηθεί
199. θα έπρεπε] διόρθωση Ακαδ.· πρωτότυπες εκδδ.] έπρεπε. 200. Για τη βασική διάκριση μεταξύ λογικής και πραγματικής δυνατότητας (ή αντικειμενικής πραγματικότητας), πρβλ. Κ Κ Λ , Β XXVI &. Σ , Α 244/ Β 302-3 & Σ, Β 308, Α 596/Β 624 & Σ, Α 610/Β 638.
*5 6
118
Ι ΜΜΑΝΟΤΕΛ K ANT
γιατί θα έπρεπε να επιβαρύνομε τον Λόγο με μιαν ιδέα [της ελευ θερίας], η οποία, μολονότι εναρμονίζεται χωρίς αντίφαση με μιαν άλλη επαρκώς εγγυημένη ιδέα, εντούτοις μας εμπλέκει σε ένα ζήτημα με το οποίο ο Λόγος στη θεωρητική χρήση του περιέρ χεται σε πολύ μεγάλη αμηχανία. Αλλά το καθήκον τούτο βαρύνει μονάχα τη θεωρητική φιλοσοφία ώστε να διανοίγει ελεύθερα τη δίοδο για την πρακτική φιλοσοφία. Συνεπώς δεν εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του φιλοσόφου εάν θα αναιρέσει τη φαινομε νική αντίφαση ή εάν θα την αφήσει άθικτη· πράγματι, στη δεύ τερη περίπτωση η θεωρία για το ζήτημα τούτο αποτελεί Βοηπτπ ναταη* [αδέσποτο αγαθό], την κατοχή του οποίου δύναται ευλόγως να καταλάβει ο μοιρολάτρης, και έτσι να εκδιώξει κάθε ηθι κή από την υποτιθέμενη ιδιοκτησία της, την οποία κατείχε χωρίς νόμιμο τίτλο.201 Εντούτοις δεν μπορούμε ακόμη να πούμε ότι εδώ αρχίζουν τα όρια της πρακτικής φιλοσοφίας. Πράγματι, η επίλυση της δια μάχης εκείνης δεν ανήκει διόλου στην πρακτική φιλοσοφία* αυτή απαιτεί μονάχα από τον καθαρώς θεωρητικό Λόγο202 να δώσει τέ λος στη διχογνωμία στην οποία εμπλέκεται ο ίδιος στα θεωρητι457 κά ζητήματα, ώστε να αποκτήσει ο πρακτικός Λόγος τη γαλήνη και την ασφάλεια από τις εξωτερικές επιθέσεις οι οποίες θα ήταν δυνατόν να διεκδικήσουν από αυτόν το έδαφος πάνω στο οποίο θέλει να οικοδομήσει.203 Αλλά η έννομη αξίωση ακόμη και του κοινού ανθρώπινου Λόγου για την ελευθερία της θελήσεως θεμελιώνεται στη συν είδηση και στην ομολογημένη προϋπόθεση της ανεξαρτησίας του Λόγου από απλώς και μόνον υποκειμενικώς καθοριστικά
201. Για τη μοιρολατρία (fatalismus) πρβλ. Προλεγόμενα, § 60, 4:363 (μετάφρ. 177)· ΚΚΛ, Β XXIV, Α 228-9/Β 280-1· «Βιβλιοκρισία του έργου του Σουλτς Δοκιμή καθοόι)γησης στην ηθική» («Rezension von Schulz’s Versuch einer Anleitung zur Sittenlehre») (1783), 8: 9-14. 202. spekulative (σε διάκριση από τη λ. theoretische) Vernunft: καθαρώς (ή ψι λός) θεωρητικός Λόγος (πρβλ. υποσ. 42). 203. Πρβλ. ΚΚΛ, Α 761-2/Β 789-90.
ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ Τ Η Σ M E T Α Φ Τ Σ Ι Κ Η Σ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
119
αίτια,204 τα οποία απαρτίζουν συλλήβδην όσα ανήκουν μονάχα στην αίσθηση, και άρα όσα αποκαλούνται αισθητικότητα εν γένει. Ο άνθρωπος που θεωρεί με τον τρόπο αυτόν τον εαυτό του ως νόηση τον τοποθετεί έτσι σε μιαν άλλη τάξη των πραγμάτων και σε μια σχέση με τα καθοριστικά αίτια εντελώς διαφορετικού είδους, όταν νοεί τον εαυτό του ως νόηση, προικισμένο με βού ληση, και επομένως με αιτιότητα, παρά όταν τον αντιλαμβάνε ται σαν φαινόμενο στον αισθητό κόσμο (κάτι που πραγματικά είναι επίσης ο άνθρωπος) και υποτάσσει την αιτιότητά του σε εξωτερικό καθορισμό σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους. Αλλά σύντομα κατανοεί ότι και τα δύο τούτα [ο άνθρωπος ως νόηση και ως φαινόμενο] δύνανται, και μάλιστα πρέπει, να υφίστανται συγχρόνως. Πράγματι, το ότι ένα πράγμα κατά τα φαινόμενα (που ανήκει στον αισθητό κόσμο) υποτάσσεται σε ορισμένους νόμους, από τους οποίους το ίδιο ως πράγμα ή ον καθ’ εαυτό είναι ανεξάρ τητο, δεν περιέχει απολύτως καμιά αντίφαση* το ότι όμως ο άν θρωπος πρέπει να παριστάνει και να νοεί τον εαυτό του κατά τον διττό αυτόν τρόπο στηρίζεται, όσον αφορά στο πρώτο σημείο, στη συνείδηση205 του εαυτού του ως αντικειμένου που επηρεάζε ται από τις αισθήσεις, ενώ όσον αφορά στο δεύτερο, στη συνεί δηση του εαυτού του ως νόησης, δηλαδή ως ανεξάρτητου από τις κατ’ αίσθησιν εντυπώσεις κατά τη χρήση του Λόγου (και άρα ως μέλους του νοητού κόσμου). Σε τούτα οφείλεται το ότι ο άνθρωπος αξιώνει για τον εαυτό του μια θέληση η οποία δεν του καταλογίζει τίποτε από εκείνα που ανήκουν απλώς στις επιθυμίες και στις κλίσεις του* αντιθέτως, θεωρεί πράξεις από αυτόν τον ίδιο δυνατές, ακόμη μάλιστα και αναγκαίες, τις οποίες μπορεί να τελέσει ο ίδιος [ο άνθρωπος] μόνον εάν παραβλέπει όλες τις επιθυμίες και όλα τα αισθησιακά
204. υποκειμενικώς καθοριστικά αίτια (subjektiv-bestimmende Ursachen)] διόρ θωση Ακαδ.· πρωτότ. εκδδ.] υποκειμενικώς καθορισμένα αίτια (subjektiv bestimmte Ursachen). 205. Bewußtsein: συνείδηση εν γένει (και θεωρητική), επίγνωση (σε διάκριση από τη λ. Gewissen: ηθική συνείδηση).
120
Ι ΜΜΑΝΟΤΈΛ K ANT
θέλγητρα. Η αιτιότητα των πράξεων αυτών ενυπάρχει στον άν θρωπο ως νόηση, και στους νόμους των δράσεων και των πρά ξεων σύμφωνα με τις αρχές του νοητού κόσμου* για τον κόσμο αυτόν δεν γνωρίζει ασφαλώς τίποτε άλλο παρά μόνον ότι σ’ αυτόν μοναδικός νομοθέτης είναι ο Λόγος, και μάλιστα ο καθαρός, ανε ξάρτητος από την αισθητικότητα Λόγος, επίσης δε ότι -καθώς ο άνθρωπος είναι στον κόσμο εκείνο ο αυθεντικός εαυτός του μόνον ως νόηση (ενώ αντιθέτως ως άνθρωπος είναι μονάχα το φαινόμε νο του εαυτού του)- οι νόμοι εκείνοι τον αφορούν άμεσα και κατηγορικά* οπότε όσα τον παρωθούν μέσω των κλίσεων και των ορμών (άρα ολόκληρη η φύση του αισθητού κόσμου) να μην μπο45β ρούν να παραβούν τους νόμους της θελήσεώς του ως νοήσεως* και μάλιστα με τρόπο ώστε να μην έχει την ευθύνη για τις κλίσεις και τις ορμές, και να μην τις αποδίδει στον αυθεντικό εαυτό του, δηλαδή στη θέλησή του, ενώ φέρει ασφαλώς την ευθύνη για την επιείκεια την οποία επιδεικνύει για τις ορμές και τις κλίσεις όταν τις αφήνει να επιδρούν στους γνώμονές του παραβλάπτοντας τους έλλογους νόμους της θελήσεώς. Όταν ο πρακτικός Λόγος σκέπτεται τον εαυτό του εντός του νο ητού κόσμου, δεν υπερβαίνει διόλου τα όριά του, ασφαλώς όμως θα τα υπερέβαινε αν ήθελε να τον εποπτεύει και να τον αισθάνεται εντός του νοητού κόσμου. Το πρώτο είναι απλώς ένα αρνητικό διανόημα σχετικά με τον αισθητό κόσμο, ως κόσμο που δεν παρέ χει στον Λόγο νόμους για τον καθορισμό της θελήσεώς, και είναι θετικό μόνον ως προς το ακόλουθο σημείο: Ότι η ελευθερία εκεί νη, ως αρνητικός προσδιορισμός, συνδέεται συνάμα με μια (θε τική) ικανότητα και μάλιστα με μιαν αιτιότητα του Λόγου, την οποία αποκαλούμε θέληση, και η οποία έγκειται στο να πράττομε με τέτοιον τρόπο ώστε η αρχή των πράξεων να είναι σύμφωνη με τον ουσιώδη χαρακτήρα μιας έλλογης αιτίας, δηλαδή με τον όρο της καθολικής εγκυρότητας του γνώμονα ως νόμου. Εάν όμως ο πρακτικός Λόγος αντλούσε επιπλέον από τον νοητό κόσμο ένα αντικείμενο της θελήσεώς, δηλαδή ένα κίνητρο, θα υπερέβαινε τα όριά του και θα ισχυριζόταν αβασίμως πως γνωρίζει κάτι για το οποίο δεν γνωρίζει τίποτα. Συνεπώς, η έννοια του νοητού κόσμου
ΘΕΜΕΛΙ ΩΣΗ Τ Η Σ Μ Ε Τ Α Φ Υ Σ Ι Κ Η Σ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
I 21
δεν είναι παρά μόνο μία σκοπιά™ την οποία ο Λόγος αναγκάζε ται να λάβει εκτός των φαινομένων ώστε να νοήσει τον εαυτό τον ως πρακτικό· κάτι που δεν θα ήταν δυνατόν εάν οι επιρροές της αισθη τικότητας ήταν καθοριστικές για τον άνθρωπο, ενώ είναι ασφα λώς αναγκαίο εάν πρόκειται να μην αρνηθούμε στον άνθρωπο τη συνείδηση του εαυτού του ως νόησης, άρα ως έλλογης αίτιας που ενεργεί βάσει του Λόγου, δηλαδή ως αιτίας που δρα ελεύθερα. Το διανόημα τούτο συνεπιφέρει βέβαια την ιδέα μιας τάξης και μιας νομοθεσίας διαφορετικής από εκείνη του μηχανισμού της φύσης, ο οποίος αφορά στον αισθητό κόσμο, και καθιστά αναγκαία την έννοια ενός νοητού κόσμου (δηλαδή του Όλου των ελλόγων όντων ως πραγμάτων καθ’ εαυτά), δίχως όμως εδώ την παραμικρή άλ λη αξίωση παρά μόνον να νοούμε τον νοητό κόσμο απλώς κατά τον τυπικό όρο του, δηλαδή την καθολικότητα του γνώμονα της θελήσεως ως νόμου,20 6 207 άρα την αυτονομία της θελήσεως, η οποία δύναται να συνυπάρχει μονάχα με την ελευθερία της* ενώ αντιθέτως όλοι οι νόμοι που αναφέρονται σε αντικείμενα καταλήγουν σε ετερονομία, η οποία δεν δύναται να απαντά παρά μόνο στους φυ σικούς νόμους και δεν δύναται επίσης να αφορά παρά μόνο στον αισθητό κόσμο. Αλλά ο Λόγος θα υπερέβαινε όλα τα όριά του εάν επιχειρούσε να εξηγήσει πώς είναι δυνατόν ο καθαρός Λόγος να είναι πρακτι κός, πράγμα που θα ήταν εντελώς ταυτόσημο με το πρόβλημα να 459 εξηγηθεί πώς είναι δυνατή η ελευθερία. Πράγματι, δεν είναι δυνατόν να εξηγήσομε παρά μόνον όσα μπορούμε να αναγάγομε σε νόμους, των οποίων το αντικείμενο μπορεί να δοθεί σε κάποια δυνατή εμπειρία. Η ελευθερία όμως είναι απλώς μια ιδέα, της οποίας η αντικειμενική πραγματικό τητα δεν είναι δυνατόν να αποδειχθεί κατά κανέναν τρόπο σύμ φωνα με φυσικούς νόμους, άρα ούτε και σε οποιαδήποτε δυνατή
206. Standpunkt: θέση, βήμα, σκοπιά, άποψη, πρίσμα, προοπτική. Πρβλ. υποσ. 99. 207. νόμου (Gesetzes)] διόρθωση Vorländer- πρωτότ. εκδδ.] νόμων (Gesetze)· Ακαδ.] νόμος (Gesetz).
I 22
Ι ΜΜΑΝΟΤΕΛ KANT
εμπειρία·208 συνεπώς, επειδή ουδέποτε είναι δυνατόν να ευρεθεί, κατά οποιαδήποτε αναλογία, κάποιο παράδειγμα της ίδιας της ελευθερίας, δεν μπορούμε ποτέ να τη συλλάβομε εννοιολογικά, αλλά ούτε καν να την εννοήσομε.209 Η ελευθερία ισχύει μόνον ως αναγκαία προϋπόθεση του Λόγου σε ένα ον που πιστεύει πως έχει συνείδηση της θελήσεως, δηλαδή μιας ικανότητας διαφορε τικής από το επιθυμητικό210 και μόνο (δηλαδή, της ικανότητας να αυτοκαθορίζεται στις πράξεις του ως νόηση, άρα σύμφωνα με νόμους του Λόγου, ανεξάρτητα από τα φυσικά ένστικτα). Όπου όμως παύει ο καθορισμός σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους, εκεί παύει και κάθε εξήγηση και δεν απομένει τίποτε άλλο πα ρά η υπεράσπιση, δηλαδή η απόκρουση των αντιρρήσεων εκείνων που προφασίζονται πως έχουν κοιτάξει βαθύτερα στην ουσία των πραγμάτων, και για τούτο κηρύσσουν με θράσος την ελευθερία ως αδύνατη. Σ ’ αυτούς μπορούμε μονάχα να δείξομε ότι η αντί φαση την οποία ανακάλυψαν, υποτίθεται, εκεί [μεταξύ φυσικής αναγκαιότητας και ελευθερίας] δεν υπάρχει πουθενά αλλού πα ρά μόνο σε τούτο: ενώ, για να εφαρμόσουν τον φυσικό νόμο στις ανθρώπινες πράξεις, έπρεπε να θεωρήσουν κατ’ ανάγκην τον άν θρωπο ως φαινόμενο, εξακολουθούν να τον θεωρούν ως φαινόμε νο ακόμη και τώρα που απαιτείται από αυτούς να τον νοήσουν ως νόηση και ως πράγμα καθ’ εαυτό* θα υφίστατο βέβαια αντίφαση εάν δεχόμασταν τον διαχωρισμό της αιτιότητας του ανθρώπου (δηλαδή της θέλησής του) από όλους τους φυσικούς νόμους του αισθητού κόσμου σε ένα και το αυτό υποκείμενο* αλλά η αντίφα ση τούτη καταπίπτει εάν οι υποστηρικτές της θελήσουν να συλ208. Βλ. όμως Κ Κ Λ , Α 802/Β 8 3 0 :« Η πρακτική ελευθερία δύναται να αποδειχθεί μέσω της εμπειρίας»· Κ Π Λ ,5:3 (μετάφρ. 13)· πρβλ. ΚΚ Λ , Α318-9/Β374-5, Α 546-8/Β 574-6· ΚΚΔ, 5:468, 474 (μετάφρ. 435, 441)· «Θεωρία-Πράξη», 8:287-8 (Δοκίμια, σ. 126-7). 209. Συλλαμβάνω εννοιολογικά: begreifen- εννοώ: einsehen. 210. Begehrungsvermögen: ικανότητα της επιθυμίας, επιθυμητικό. Το επι θυμητικό ταυτίζεται με την εμπειρικά εξαρτημένη θέληση. Πρβλ. ιδίως ΚΠ Λ , 5:9 Σ (μετάφρ. 20-1 Σ)· Κ Κ Δ , 5:77-9 (μετάφρ. 82-4)· Λ/Λ/, 6:211 (μετάφρ. 27).
ΘΕΜΕΛ1 ΩΣΗ Τ Η Σ Μ Ε Τ Α Φ Υ Σ Ι Κ Η Σ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
123
λογιστούν και να παραδεχθούν, καθώς είναι εύλογο, ότι πίσω από τα φαινόμενα πρέπει βέβαια να υπόκεινται ως θεμέλιο (μολονό τι κρυμμένα) τα πράγματα καθ’ εαυτά, και δεν είναι δυνατόν να απαιτεί κανείς από τους νόμους της δράσης τους να ταυτίζονται με τους νόμους στους οποίους υπόκεινται τα φαινόμενά τους. Η υποκειμενική αδυναμία να εξηγήσομε την ελευθερία της θελήσεως ταυτίζεται με την αδυναμία να ανεύρομε και να κατα στήσομε κατανοητό ένα διαφέρον* το οποίο δύναται ο άνθρωπος να έχει για τους ηθικούς νόμους· και μολαταύτα έχει πραγματικά ένα διαφέρον γ ι’ αυτούς, το θεμέλιο του οποίου εντός μας αποκαλούμε ηθικό συναίσθημα* τούτο το θεώρησαν ορισμένοι εσφαλμένως ως μέτρο211 της ηθικής μας κρίσης, ενώ αντιθέτως πρέπει να θεωρηθεί ως η υποκειμενική επενέργεια την οποία εξασκεί ο νόμος επί της θελήσεως και για την οποία μονάχα ο Λόγος παρέχει τους αντικειμενικούς λόγους. Για να θέλει κανείς εκείνο για το οποίο μόνος ο Λόγος επι τάσσει το δέον στο έλλογο ον που επηρεάζεται από τις αισθήσεις, προς τούτο απαιτείται ασφαλώς μια ικανότητα του Λόγου να
*
Διαφέρον είναι εκείνο μέσω του οποίου ο Λόγος καθίσταται πρακτικός, δηλαδή ένα αίτιο που καθορίζει τη βούληση. Για τούτο, μονάχα για ένα έλλογο ον λέμε πως αποκτά διαφέρον για κάτι, τα άλογα πλάσματα αισθά νονται απλώς παρορμήσεις των αισθήσεων. Ο Λόγος αποκτά ένα άμεσο ενδιαφέρον [διαφέρον] για μια πράξη μόνον όταν η καθολική εγκυρότητα του γνώμονα της πράξης είναι επαρκής καθοριστικός λόγος της θελήσεως. Μονάχα ένα τέτοιο διαφέρον είναι καθαρό. Όταν όμως ο Λόγος δεν δύναται να καθορίσει τη θέληση παρά μόνο μέσω ενός άλλου αντικειμένου των επιθυμιών ή μόνον υπό την προϋπόθεση ενός ιδιαίτερου συναισθήματος του υποκειμένου, τότε δεν αποκτά παρά μόνον ένα έμμεσο διαφέρον για την πράξη* και επειδή ο Λόγος, αφ* εαυτού μονάχα, χωρίς εμπειρία, δεν δύναται ούτε να ανακαλύψει αντικείμενα της θελήσεως ούτε κάποιο ιδιαί τερο συναίσθημα που υπόκειται ως θεμέλιο του υποκειμένου, δεν θα μπο ρούσε το διαφέρον αυτό να είναι κάτι άλλο παρά μόνον εμπειρικό και όχι ένα καθαρό έλλογο διαφέρον. Το λογικό διαφέρον του Λόγου (δηλαδή, το να προάγει τις [θεωρητικές] συλλήψεις του) ουδέποτε είναι άμεσο, αλλά προϋποθέτει προθέσεις της χρήσης του.
211. Richtmaß: μέτρο, αλφάδι, κατ’ επέκτασιν: κριτήριο, γνώμονας.
460
460
124
Ι ΜΜΑ Ν ΟΪ ΈΛ KANT
εμπνέει [στο υποκείμενο] ένα συναίσθημα της χαράς ή της ικανο ποίησης λόγω της εκπλήρωσης του καθήκοντος, άρα μια αιτιό τητα του Λόγου ώστε να καθορίζει την αισθητικότητα σύμφωνα με τις αρχές του. Είναι όμως παντελώς αδύνατον να εννοήσομε, δηλαδή να καταστήσομε κατανοητό a priori, πώς είναι δυνατόν μονάχα ένα διανόημα που αυτό το ίδιο δεν εμπεριέχει τίποτε αι σθησιακό, να προξενεί ένα αίσθημα της χαράς ή της λύπης* πράγ ματι, αυτό είναι ένα ιδιαίτερο είδος αιτιότητας, για την οποία, όπως και για κάθε αιτιότητα, δεν μπορούμε να προσδιορίσομε a priori απολύτως τίποτε, αλλά για την οποία πρέπει να συμβου λευτούμε την εμπειρία και μόνον. Επειδή όμως η εμπειρία δεν μπορεί να μας προσφέρει καμιά άλλη σχέση αιτίας και αποτελέ σματος παρά μόνον εκείνη μεταξύ των εμπειρικών αντικειμένων, ενώ εδώ πρόκειται να είναι ο καθαρός Λόγος μέσω ιδεών και μό νον (οι οποίες δεν παρέχουν απολύτως κανένα αντικείμενο στην εμπειρία) η αιτία ενός αποτελέσματος, που ανήκει βέβαια στην εμπειρία, για τούτο είναι παντελώς αδύνατη σε μας τους ανθρώ πους η εξήγηση του πώς και για ποιον λόγο μάς ενδιαφέρει η καθολικότητα τον γνώμονα ως νόμου, και άρα η ηθικότητα. Τούτο μό νον είναι βέβαιο: Ότι ο ηθικός νόμος δεν έχει για μας εγκυρότητα, επειδή μας ενδιαφέρει [και συμφέρει] (διότι αυτό συνιστά ετερονο μία και εξάρτηση του πρακτικού Λόγου από την αισθητικότητα, 4«ι δηλαδή από ένα συναίσθημα που υπόκειται ως θεμέλιό του, οπότε ουδέποτε θα μπορούσε ο Λόγος να νομοθετεί ηθικά), αλλά μας ενδιαφέρει [και συμφέρει] επειδή ισχύει για μας ως ανθρώπους, διότι πηγάζει από τη θέλησή μας ως νόηση, άρα από τον αληθινό εαυτό μας* ό,τί όμως ανήκει στα φαινόμενα και μόνον υποτάσσεται από τον Λόγο κατ’ ανάγκην στον ιδιαίτερο χαρακτήρα τον πράγματος καθ’ εαυτό. Το ζήτημα συνεπώς: «Πώς είναι δυνατή η κατηγορική προσ ταγή;» δύναται μεν να απαντηθεί κατά τούτο, ότι μπορούμε να αναφέρομε τη μοναδική προϋπόθεση υπό την οποία και μόνον εί ναι δυνατή, δηλαδή την ιδέα της ελευθερίας, και επίσης ότι μπο ρούμε να εννοήσομε την αναγκαιότητα της προϋποθέσεως αυτήςπράγμα που είναι επαρκές για την πρακτική χρήση του Λόγου, δη-
ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ Τ Η Σ Μ Ε Τ Α Φ Υ Σ Ι Κ Η Σ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
125
λαδή την πεποίθηση για την εγκνρότητα της προσταγής αυτής, άρα επίσης και του ηθικού νόμου. Αλλά το πώς είναι δυνατή η ίδια αυτή προϋπόθεση ουδέποτε είναι δυνατόν να γίνει κατανοητό από τον ανθρώπινο Λόγο. Τπό την προϋπόθεση όμως της ελευθερίας της θελήσεως της νόησης, αποτελεί αναγκαίο επακόλουθο η αυτο νομία της θελήσεως, ως ο τυπικός όρος υπό τον οποίο και μόνο δύναται η θέληση να καθοριστεί. Άλλωστε το να προϋποθέσομε την ελευθερία τούτη της θελήσεως (χωρίς να υποπέσομε σε αντίφαση προς την αρχή της φυσικής αναγκαιότητας μέσα στη συνάφεια των φαινομένων του αισθητού κόσμου) δεν είναι μονάχα κάλλιστα δυνατόν (όπως μπορεί να δείξει η καθαρώς θεωρητική φιλο σοφία)·212 αλλά και επιπλέον είναι δίχως περαιτέρω όρο αναγκαίο για τα έλλογα όντα που έχουν συνείδηση της αιτιότητάς τους μέ σω του Λόγου και άρα μέσω της θελήσεως (η οποία είναι κάτι διαφορετικό από τις [κατ’ αίσθησιν] επιθυμίες), να προϋποθέσο με την ελευθερία πρακτικά, δηλαδή να την αποδεχθούμε ως ιδέα και ως όρο όλων των εκουσίων πράξεων των όντων αυτών. Πώς όμως ο ίδιος ο καθαρός Λόγος, δίχως άλλα ελατήρια που είναι δυ νατόν να προέρχονται από οπουδήποτε αλλού, είναι δυνατόν να εί ναι αφ’ εαυτού πρακτικός, δηλαδή πώς μόνη η αρχή της καθολικής εγκυρότητας όλων των γνωμόνων του ως νόμων (κάτι που θα ήταν βέβαια η μορφή του καθαρού πρακτικού Λόγου), δίχως οποιαδή ποτε ύλη [περιεχόμενο] (αντικείμενο) της θελήσεως, για το οποίο θα μπορούσε να αποκτήσει κανείς εκ των προτέρων κάποιο διαφέρον, είναι δυνατόν να παράσχει αφ’ εαυτής ένα ελατήριο και να προκαλέσει ένα διαφέρον που θα ήταν καθαρώς ηθικό - ή με άλλα λόγια: Πώς είναι δυνατόν ο καθαρός Λόγος να είναι πρακτικός είναι ένα ζήτημα που ο ανθρώπινος Λόγος είναι παντελώς ανίκανος να το εξηγήσει, και όλη η εργασία και ο μόχθος να αναζητήσομε την εξήγηση γ ι’ αυτό είναι μάταια.
212. Πρβλ. ιδίως την επίλυση της τρίτης αντινομίας του καθαρού Λόγου (ΚΚΑ, Α 532-58/Β 560-86) και το κεφ. «Π ερί του συμφέροντος του Λόγου σε αυ τήν την αντινομία του» (ΚΚΛ, Α 462-76/Β 490-504).
126
462
Ι ΜΜΑ Ν ΟΪ Έ Λ KANT
Είναι, ακριβώς το ίδιο σαν να προσπαθούσα να εξακριβώσω πώς είναι δυνατή η ίδια η ελευθερία ως αιτιότητα της θελήσεως. Διότι τότε εγκαταλείπω τον φιλοσοφικό λόγο της εξηγήσεως, και δεν έχω κανέναν άλλο. Θα μπορούσα βέβαια τότε να περιπλανηθώ ονειροπολώντας στον νοητό κόσμο, στον κόσμο των νοήσεων, ο οποίος είναι ο μόνος που μου απομένει ως καταφυγή* αλλά, μο λονότι έχω μιαν ιδέα του κόσμου αυτού, η οποία είναι εύλογη, δεν έχω εντούτοις ούτε την ελάχιστη γνώση του και ουδέποτε μπορώ να επιτύχω μια γνώση του, ακόμη και αν καταβάλω οποιαδήπο τε προσπάθεια της φυσικής ικανότητας του Λόγου μου. Η ιδέα τούτη της ελευθερίας σημαίνει μονάχα κάτι που απομένει όταν αποκλείσω από τα καθοριστικά αίτια της βούλησής μου όλα όσα ανήκουν στον αισθητό κόσμο, ώστε απλώς να περιορίσω την αρ χή των κινητικών αιτίων [κινήτρων], τα οποία προέρχονται από το πεδίο της αισθητικότητας, με το να οριοθετήσω το πεδίο αυ τό, και έτσι δείχνω ότι δεν συμπεριλαμβάνει τα πάντα, αλλά ότι υπάρχουν ακόμη περισσότερα εκτός αυτού* αλλά τι είναι αυτό το «περισσότερο» δεν το γνωρίζω. Όταν αποχωρίσομε από τον καθαρό Λόγο, ο οποίος σκέπτεται το ιδεώδες αυτό, κάθε ύλη [πε ριεχόμενο], δηλαδή τη γνώση των αντικειμένων, δεν μου απομέ νει τίποτε άλλο από τη μορφή, δηλαδή τον πρακτικό νόμο της καθολικής εγκυρότητας των γνωμόνων, και το να σκεφθούμε, σύμφωνα με τον νόμο αυτόν και σε σχέση με τον καθαρό νοητό κόσμο, τον Λόγο ως δυνατό ποιητικό αίτιο, δηλαδή καθοριστικό αίτιο της θελήσεως* εδώ δεν πρέπει να υφίστανται διόλου [αισθη τηριακά] ελατήρια* διότι τότε θα έπρεπε η ίδια η ιδέα τούτη του νοητού κόσμου να αποτελεί ένα ελατήριο ή να είναι εκείνο για το οποίο ο Λόγος έχει πρωτογενώς ένα διαφέρον* το να κατανοήσο με όμως το ζήτημα τούτο συνιστά ακριβώς το πρόβλημα που δεν μπορούμε να επιλύσομε. Εδώ είναι λοιπόν το ανώτατο όριο κάθε ηθικής διερευνήσεως. Αλλά ο καθορισμός του ορίου αυτού είναι εξ άλλου μεγά λης σημασίας, αφ’ ενός για να μην αναζητεί ο Λόγος το ανώτατο κίνητρο [της ηθικότητας] και ένα κατανοητό μεν, αλλά εμπειρι κό διαφέρον μέσα στον αισθητό κόσμο, με ζημία των ηθών, αφ'
ΘΕΜΕΛΙ ΩΣΗ Τ Η Σ Μ Ε Τ Α Φ Γ Σ Ι Κ Η Σ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
127
ετέρου όμως και για να μην εκτείνει ο Λόγος αδύναμα τα φτερά του στον κενό γ ι’ αυτόν χώρο των υπερβατικών εννοιών, ο οποίος αποκαλείται νοητός κόσμος, δίχως ωστόσο να μετακινείται ούτε ελάχιστα από τη θέση του, και έτσι να χάνεται ανάμεσα σε χίμαι ρες. Άλλωστε η ιδέα του καθαρού νοητού κόσμου ως ενός Όλου όλων των νοήσεων, στο οποίο ανήκομε εμείς οι ίδιοι ως έλλογα όντα (μολονότι αφ’ ετέρου είμαστε συνάμα μέλη του αισθητού κόσμου), αποτελεί πάντοτε μια χρήσιμη και επιτρεπτή ιδέα χάριν της έλλογης πίστης,213 έστω και αν καταλήγει κάθε γνώση στα όρια του νοητού κόσμου, ώστε να προκαλέσομε εντός μας ένα ζωηρό διαφέρον για τον ηθικό νόμο μέσω του λαμπρού ιδεώδους ενός καθολικού βασιλείου των σκοπών αυτών καθ’ εαυτούς (των ελ λόγων όντων)· στο βασίλειο τούτο μπορούμε να ανήκομε ως μέλη μόνον όταν συμπεριφερόμαστε προσεκτικά, σύμφωνα με γνώμονες της ελευθερίας σαν να ήταν νόμοι της φύσης.
Τελική Παρατήρηση Η καθαρώς θεωρητική χρήση του Λόγου σε σχέση με τη φύση οδηγεί στην απόλυτη αναγκαιότητα κάποιας ανώτατης αιτίας του κόσμου' η πρακτική χρήση του Λόγου όσον αφορά στην ελευθε ρία οδηγεί επίσης στην απόλυτη αναγκαιότητα, αλλά μόνον των νόμων των πράξεων του ελλόγου όντος ως τέτοιου. Αποτελεί όμως μιαν ουσιώδη αρχή κάθε χρήσης του Λόγου μας να προωθεί τη γνώση μας έως τη συνείδηση της αναγκαιότητάς της (διότι δίχως αυτήν δεν θα ήταν γνώση του Λόγου).214 Αποτελεί όμως επίσης έναν εξ ίσου ουσιώδη περιορισμό του ίδιου ακριβώς Λόγου ότι δεν δύναται να εννοήσει την αναγκαιότητα ούτε εκείνων που υπάρχουν ή που συμβαίνουν ούτε εκείνων που οφείλουν να συμβούν, εάν 213. Πρβλ. Κ Κ Λ , Α 829/Β 857- Κ Π Λ , 5:126, 146 (μετάφρ. 185, 211)· «Προσα νατολίζομαι στη σκέψη», 8:131-47 (Δοκίμια, σ. 71-89). 214. Πρβλ. Κ Κ Λ , Β 4, Α 593/Β 621, Α 781/Β 809, Α 781/Β 809, Α 823-4/ Β 851-2.
463
128
Ι ΜΜΑΝΟΤΕΛ KANT
δεν τεθεί ως θεμέλιο ένας όρος υπό τον οποίον εκείνα υπάρχουν ή συμβαίνουν ή οφείλουν να συμβούν.215 Αλλά με τον τρόπο αυτόν, με τη διαρκή αναζήτηση του όρου εκείνου, εξακολουθεί να ανα βάλλεται συνεχώς η ικανοποίηση του Λόγου. Για τούτο αναζητεί δίχως ανάπαυλα το απολύτως αναγκαίο216 και ευρίσκεται στην ανάγκη να το παραδεχθεί χωρίς να έχει στη διάθεσή του κάποιο μέσον να το καταστήσει κατανοητό· θα είναι τυχερός τουλάχι στον αν ανακαλύψει την έννοια που είναι συμβατή με την προϋπό θεση εκείνη [του απολύτως αναγκαίου]. Δεν πρόκειται συνεπώς για ψεγάδι της δικής μας παραγωγής της ανώτατης αρχής της ηθικότητας, αλλά αποτελεί μια μομφή την οποία θα έπρεπε να προσάψει κανείς στον ανθρώπινο Λόγο εν γένει: Ότι δεν δύναται να κάμει κατανοητό τον απόλυτο πρακτικό νόμο (όπως πρέπει να είναι η κατηγορική προσταγή) κατά την απόλυτη αναγκαιότητά του* πράγματι δεν μπορεί κανείς να επιρρίψει στον Λόγο ότι δεν θέλει να κάμει κατανοητό τον ηθικό νόμο μέσω ενός όρου, δηλαδή διά μέσου κάποιου συμφέροντος που έχει τεθεί ως θεμέλιο, επει δή τότε δεν θα επρόκειτο για τον ηθικό νόμο, δηλαδή τον ανώτατο νόμο της ελευθερίας. Οπότε δεν συλλαμβάνομε μεν την πρακτική απόλυτη αναγκαιότητα της ηθικής προσταγής, συλλαμβάνομε όμως τον ασύλληπτο χαρακτήρα217 της* και τούτα είναι όλα όσα είναι δυνατόν να απαιτηθούν ευλόγως από μια φιλοσοφία η οποία επιζητεί να φθάσει βάσει αρχών έως τα σύνορα του ανθρώπινου Λόγου.218
215. Πρβλ. Κ Κ Λ , Α 307-9/Β 364-6. 216. το απολύτως αναγκαίο: das Unbedingt-Notwendige. 217. Unbegreiflichkeit: το ακατανόητο, το ασύλληπτο, ο ασύλληπτος χαρακτή ρας. Πρβλ. Κ Π Λ , 5:7 (μετάφρ. 19). 218. Πρβλ. ιδίως: Έργο της Κριτικής τον καθαρόν Λόγον (και της κριτικής με ταφυσικής) αποτελεί «[■ ■ ·] ο προσδιορισμός τόσο των πηγών όσο και της εκτάσεως και των ορίων του Λόγου, όλα τούτα όμως βάσει αρχών» (ΚΚΛ, Α XII).
I * tm
u
Η Θεμελίωση της μεταφυσικής των ηθών (1785, εφεξής: Θεμε λίωση), το πρώτο από τα κύρια ηθικά έργα του Καντ, είναι αναμφισβήτητα ένα από τα σπουδαιότερα έργα της ηθικής φιλο σοφίας, και μάλλον η καλύτερη εισαγωγή στο έργο του. Θα ακο λουθήσουν η Κριτική τον πρακτικού Λόγον (1788), η οποία παρέχει τη συστηματική θεμελίωση της ηθικής,1 και η Μεταφυσική των ηθών (1797), η οποία περιλαμβάνει την εφαρμογή της επί της φι λοσοφίας του δικαίου και του ειδικού μέρους της ηθικής. Στη συ νέχεια θα δούμε συνοπτικά την παράλληλη πορεία της σταδιακής διαμόρφωσης της ηθικής θεωρίας του Καντ και της γένεσης της Θεμελίωσης, ορισμένες από τις κυριότερες έννοιες, θέσεις, αρχές και τα κεντρικά ζητήματα της καντιανής ηθικής, αλλά και μερι κές από τις διαδεδομένες κριτικές οι οποίες της έχουν ασκηθεί* τέλος, θα επιχειρηθεί μια σύντομη αποτίμηση της σημασίας του έργου και της επίδρασής του στη μετέπειτα εξέλιξη της ηθικής. Αλλά το έργο είναι, παρά τη μικρή έκτασή του, τόσο σύνθετο, ρηξικέλευθο, περιεκτικό και βαθύ -όπως άλλωστε και η καντια νή ηθική θεωρία συνολικά- ώστε να μην είναι εδώ δυνατόν παρά μόνο να θιγούν συνοπτικά τα σχετικά ζητήματα.
1.
Πρβλ. ΘΜΗ, 4:391· ΚΠΛ, Πρόλογος, 5:3-14 (μετάφρ. 13-27).
1 32
Ι ΜΜΑΝΟΤ ΕΛ KANT: ΘΕ ΜΕ Λ Ι ΩΣ Η Τ Η Σ Μ Ε Τ Α Φ Γ Σ Ι Κ Η Σ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
Α '. Η γένεση της Θεμελίωσης Ο σχεδιασμός και. η συγγραφή των ηθικών έργων του Καντ εκτείνεται, σε ένα χρονικό διάστημα περίπου τριάντα πέντε ετών (από τις αρχές της δεκαετίας του 1760 έως τα τέλη της δεκαετίας του 1790), και ακολουθεί, όπως είναι, αναμενόμενο, παράλληλη πορεία με την εξέλιξη της διαμόρφωσης των ηθικών αντιλήψεών του. Εδώ θα περιορισθούμε σε μια συνοπτική επισκόπηση της πορείας αυτής, ιδίως εφ’ όσον αναφέρεται ειδικότερα στην προερ γασία για τη συγγραφή της Θεμελίωσης. 2 Οι κύριες ηθικές θεωρίες, υπό την επιρροή των οποίων δια μορφώνεται σταδιακά η ηθική του Καντ έως την «κριτική» στρο φή του (η οποία αποτυπώνεται στην εναίσιμη διατριβή του 1770), είναι ο ηθικός Ορθολογισμός της Σχολής των Λάιμπνιτς - Βολφ, η βρετανική ηθική του «ηθικού αισθήματος» και η φιλοσοφία του Ρουσσώ. Τα κύρια στοιχεία τα οποία προσλαμβάνει από την ηθι κή της Σχολής των Λάιμπνιτς - Βολφ (η οποία εκφράζει και συ νοψίζει ολόκληρη την έως τότε κλασική ορθολογική φιλοσοφική παράδοση)3 είναι η συναγωγή της ηθικής, και άρα η θεμελίωσή της στον ορθό Λόγο και στις αρχές του, πράγμα που διασφαλίζει την καθολικότητα, την αναγκαιότητα, επομένως και την αντικει μενικότητα, των ηθικών εννοιών. Ειδικότερα, οι ηθικοί κανόνες και οι ηθικές αρχές θεμελιώνονται στην έννοια της τελειότητας: «Πράττε κάθε τι που σε τελειοποιεί και που τελειοποιεί την κα
2.
Η πορεία τούτη σκιαγραφείται στις ελληνικές εκδόσεις της Κριτικής τον πρακτικού Λόγον, «Επιλεγόμενα», σ. 247-54, και της Μεταφυσικής των ηθών, «Επιλεγόμενα», σ. 361-4. Ειδικότερα για τη θεμελίωσή, βλ. Μ. Kuehn (2001), σ. 277-328.
3.
Συνήθως θεωρείται (με αφορμή και σχετικές αναφορές του Καντ) ότι η ηθι κή της Σχολής αυτής έχει επηρεαστεί κυρίως από τους Στωικούς (πρβλ. ΚΠ Λ . 5:40 [μετάφρ. 66]), ενώ στην πραγματικότητα έχει αποδεχθεί βα σικά σημεία και άλλων κλασικών της ηθικής, ιδίως του Αριστοτέλη (βλ. J. Ritter [1961]).
ΕΠΙ ΜΕΤΡΟ
U3
τάστασή σου· απόφευγε κάθε τι που σε κάνει ατελέστερο, εσένα, όπως και την κατάστασή σου».·1 Από τις αρχές της δεκαετίας του 1760 (έως περίπου τα τέλη της) ο Καντ επηρεάζεται, από τους Βρετανούς ηθικούς φιλοσόφους (τη Σχολή της «ηθικής αίσθησης» ή του «ηθικού αισθήματος»), συγχρόνως όμως και από τον Ρουσσώ. Λόγω των επιρροών αυ τών, οι οποίες όμως συμβαδίζουν εν μέρει με τις προηγούμενες, σημειώνεται μια διακύμανση και αμφιταλάντευση των απόψεών του, ιδίως ως προς το κεντρικό ζήτημα των πηγών των ηθικών εν νοιών. Όπως γράφει χαρακτηριστικά στην κατακλείδα της Έρευ νας περί της σαφήνειας των θεμελιωδών αρχών της φυσικής θεολογίας και της ηθικής (1764): «Μολονότι, πρέπει να είναι δυνατόν να κα τορθώσομε στις πρώτες αρχές της ηθικότητας τον μέγιστο βαθμό της φιλοσοφικής προφάνειας, εντούτοις πρέπει πρώτα να προσδιορισθούν ασφαλέστερα οι ανώτατες θεμελιώδεις έννοιες της υπο χρέωσης* ως προς το ζήτημα τούτο, το έλλειμμα της πρακτικής φιλοσοφίας είναι ακόμη μεγαλύτερο από ό,τι της θεωρητικής, κα θώς θα πρέπει πρώτα πρώτα να εξακριβωθεί εάν μονάχα η γνω στική ικανότητα ή το συναίσθημα (το πρώτο, εσωτερικό θεμέλιο του επιθυμητικού) αποφασίζει τις πρώτες αρχές γ ι’ αυτό».4 5 Σε μια χαρακτηριστική σκιαγράφηση της πνευματικής κατάστασής του αναφέρει: «Ως προς το έργο μου, δεν εξαρτώμαι από τίποτα, και με πλήρη αδιαφορία για τις απόψεις τις δικές μου και των άλλων ανατρέπω συχνά ολόκληρο το οικοδόμημά μου και το παρατηρώ από ένα πλήθος προοπτικών, ώστε ενδεχομένως να επιτύχω επί τέλους εκείνη που θα με οδηγήσει στην αλήθεια».6 Στις Παρατηρήσεις περί του αισθήματος του ωραίου και του υψηλού (1764) -στις οποίες διακρίνεται ισχυρότερη η επιρροή του Ρουσσώ- αποσαφηνίζεται μεν και εξειδικεύεται η θέση
4.
Chr. Wolff, Vernünftige Gedanken von der Menschen Tun und Lassen e t c § 5.
5.
Untersuchung über die Deutlichkeit der Grundsätze der natürlichen Theologie und der Moral (2:300). Η διατριβή αυτή δημοσιεύεται το 1764, αλλά έχει γραφεί περί τα τέλη του 1762.
6.
Γράμμα του Καντ στον Χέρντερ (J. G. Herder) (9 Μαίου 1768) (10:74).
•34
Ι Μ Μ Α Ν Ο Ι Έ Λ KANT: Θ Ε Μ Ε Λ 1ΩΣΗ Τ Η Σ Μ Ε Τ Α Φ Τ Σ Ι Κ Η Σ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
του, αλλά παρ’ όλα αυτά φαίνεται, ότι. εξακολουθεί η ιδιάζουσα διακύμανση και. η συνύπαρξη νοητικών και θυμικών στοιχείων: «Η αληθινή αρετή μπορεί να στηρίζεται μόνο σε θεμελιώδεις αρ χές και, όσο καθολικότερες είναι αυτές, τόσο υψηλότερη και ευγενέστερη είναι η αρετή. Οι αρχές αυτές δεν είναι θεωρητικοί κανό νες, αλλά η συνείδηση ενός συναισθήματος που ζει σε κάθε ανθρώ πινο στήθος και εκτείνεται πολύ ευρύτερα από τους ιδιαίτερους λόγους του οίκτου και της εκδούλευσης. Πιστεύω πως συνοψίζω τα πάντα εάν πω ότι πρόκειται για το συναίσθημα της ομορφιάς και της αξιοπρέπειας της ανθρώπινης φύσης».7 Συναφώς προβαίνει στη διάκριση μεταξύ των «υιοθετημένων αρετών» οι οποίες στηρί ζονται στα αισθήματα, λ.χ. του οίκτου, και στη «γνήσια αρετή» η οποία εδράζεται σε αρχές. Η θέση του Καντ για τη θεμελίωση της ηθικής επεξηγείται περαιτέρω στη σημαντική «Ανακοίνωση για την οργάνωση των παραδόσεών του κατά το χειμερινό εξάμηνο 1765-1766». Εδώ επισημαίνει: «Η ηθική φιλοσοφία έχει τούτη την ιδιαίτερη μοί ρα: να αποκτά πριν ακόμη κι από τη μεταφυσική την επίφαση της επιστήμης και κάποια υπόληψη εμβρίθειας, μολονότι δεν έχει τί ποτε από αυτά. Η αιτία γ ι’ αυτό έγκειται στο ότι η διάκριση του καλού και του κακού στις πράξεις και η κρίση για την ηθική ορ θότητα δύνανται εύκολα και ορθά να γνωρισθούν από την ανθρώ πινη καρδιά, ευθέως και δίχως τις περιστροφές των αποδείξεων, από εκείνο που αποκαλείται ‘συναίσθημα’ [Sentiment]».8 Το σχέδιο του Καντ για τη συγγραφή της ηθικής του (της μετέπειτα «Μεταφυσικής των ηθών») -ένα σχέδιο που επρόκειτο στην πορεία να μεταβληθεί αρκετά- ανάγεται περί τα μέσα της δεκαετίας του 1760. Η πρώτη σχετική μαρτυρία του Καντ αναφέρεται σε «μερικές ελάσσονες πραγματεύσεις» τις οποίες έχει ετοιμάσει, μεταξύ των οποίων και τα «μεταφυσικά θεμέλια της
7.
Beobachtungen über das Gefühl des Schönen und Erhabenen (2:217).
N.
«Nachricht von der Einrichtung seiner Vorlesungen in dem Winterhalbenjah re von 1765-1766» (2:311).
ΕΠΙ ΜΕΤΡΟ
135
πρακτικής φιλοσοφίας».9 Η πρώτη αναφορά του τίτλου Μεταφυ σική των ηθών απαντά σε γράμμα του Καντ προς τον Χέρντερ: «Τώρα εργάζομαι για μια μεταφυσική των ηθών, όπου φαντά ζομαι πως θα μπορέσω να αναφέρω τις προφανείς και γόνιμες αρχές, καθώς επίσης και τη μέθοδο, κατά τις οποίες πρέπει να συγκροτηθούν οι πολύ εφικτές μεν, αλλά ως επί το πλείστον άγο νες προσπάθειες στο είδος τούτο της γνώσης, εάν πρόκειται να αποβούν κάποτε επωφελείς».10 Αντιθέτως, στην εναίσιμη διατριβή Περί της μορφής και των αρχών τον αισθητού και τον νοητού κόσμον (1770), ως προς ορισμέ να τουλάχιστον σημεία της ηθικής, ο Καντ έχει καταλήξει σε ορι στικές θέσεις. «Η ηθική φιλοσοφία, εφ’ όσον παρέχει τις πρώτες αρχές των κρίσεων, δεν γνωρίζεται παρά μόνον από την καθαρή νόηση, και η ίδια αποτελεί μέρος της καθαρής φιλοσοφίας* ο δε Επίκουρος, που έχει αναγάγει τα κριτήριά της στο συναίσθημα της ηδονής και του πόνου, καθώς και μερικοί νεώτεροι που τον ακολούθησαν από μακριά επικρίνονται ορθότατα, όπως ο Σάφτσμπερυ (Shaftesbury) και οι οπαδοί του».11 Σε γράμμα του προς τον Λάμπερτ (1770) ο Καντ αναφέρει πως σκοπεύει να «τακτοποιήσει και να ολοκληρώσει τις έρευνές του για την καθαρή ηθική φιλοσοφία, και κατά κάποιον τρόπο τη μεταφυσική των ηθών, στην οποία δεν θα απαντούν εμπειρικές αρχές».12 Αντιθέτως, για ένα διάστημα κατά το πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του 1770 -όπως προκύπτει από γράμματά του προς τον μαθητή του Μ. Χερτς- φαίνεται πως ο Καντ σκόπευε η ηθική του να αποτελέσει μέρος του σχεδιαζόμενου έργου του «Τα όρια της αισθητικότητας και του Λόγου», το οποίο επρόκειτο εν τέλει να μετεξελιχθεί στην Κριτική τον καθαρού Λόγον. Σύμφωνα με τα
9.
Γράμμα του Καντ στον Λάμπερτ ( J . Η. Lambert) (31 Δεκεμβρίου 1765) (10:56).
10. Γράμμα του Καντ στον Χέρντερ (J. G. Herder) (9 Μαιου 1768) (10:74). 11. De mundi semibilis atque inteUigibilis forma et principiis, § 9 (2:396). 12. Γράμμα του Καντ στον Λάμπερτ ( J . Η. Lambert) (2 Σεπτεμβρίου 1770) (10:97).
136
Ι ΜΜΑ ΝΟΥ ΕΛ KANT: ΘΕ ΜΕ Λ Ι ΩΣ Η Τ Η Σ Μ Ε Τ Α Φ Υ Σ Ι Κ Η Σ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
τεκμήρια τούτα, το δεύτερο «πρακτικό» μέρος του έργου αυτού θα εξέθετε τις «πρώτες αρχές της ηθικότητας».13 Η Κριτική τον καθαρού Λόγον (1781) αναπτύσσει ολόκλη ρη την αρχιτεκτονική της κριτικής φιλοσοφίας. Δεν είναι όμως πολύ γνωστό ότι εκθέτει συγχρόνως και ορισμένα κεντρικά ση μεία της ηθικής. Εντελώς ενδεικτικά: τη διάκριση μεταξύ είναι και δέοντος (A 318-9/Β 375), τη σχεδόν ολοκληρωμένη θεωρία της ελευθερίας, τις έννοιες των καθαρών (a priori) ηθικών αρχών και γνωμόνων (A 812/Β 840), τα αιτήματα του πρακτικού Λόγου (A 633-4/Β 661-2), τη διάκριση ευδαιμονίας από την αξιότητα της ευδαιμονίας, το ιδεώδες του υψίστου αγαθού, τέλος -έστω και υποτυπωδώς- ορισμένες βασικές διατυπώσεις του ηθικού νόμου: «Πράττε εκείνο με το οποίο καθίστασαι άξιος να είσαι ευτυχι σμένος» (A 808-9/Β 836-7), καθώς και πληρέστερα: «Αλλά το σύ στημα τούτο της ηθικότητας η οποία ανταμείβει τον εαυτό της [εννοείται: το σύστημα της εναρμόνισης της ηθικότητας με την ευδαιμονία που αντιστοιχεί ακριβώς σ’ αυτήν] αποτελεί απλώς μιαν ιδέα, η πραγματοποίηση της οποίας στηρίζεται στον όρο ότι καθένας πράττει εκείνο που οφείλει» (A 809-10/Β 837-8). Έ πειτα από τη δημοσίευση της Κριτικής τον καθαρού Λόγον πυκνώνουν οι μαρτυρίες ότι ο Καντ ετοιμάζει τη Μεταφυσική των ηθών. Όπως έγραφε ο Χάμαν: «Ο Καντ εργάζεται για τη Μεταφυ σική των ηθών - αγνοώ για ποιον εκδότη».14 Αλλά η παράλληλη ετοιμασία και συγγραφή των Προλεγομένων σε κάθε μελλοντική μεταφυσική (1783) τον απασχόλησε προφανώς τόσο πολύ ώστε να χρειαστεί να διακοπεί η εργασία για τη Μεταφνσική των ηθών. Πράγματι, μετά τη δημοσίευση των Προλεγομένων, σε επιστολή του προς τον Μέντελσον, αναφέρει: «Τον χειμώνα αυτόν θα γρά 13. Γράμμα του Καντ στον Μ. Χερτς (Μ. Herz) (21 Φεβρουάριου 1772) (10:129-30). Για ένα διάστημα μάλιστα, σκεπτόταν να δημοσιεύσει πρώτα τη Μεταφνσική των ηθών και «για τούτο χαιρόταν ήδη από πριν» (Γράμμα του Καντ στον Χερτς. τέλη 1773 [10:145]). 14. Γ ράμμα του Χάμαν στον εκδότη του Καντ Χάρτκνοχ (J. F. Hartknoch) (11 Ιανουάριου 1782), στο: J. G. Hamann, Briefwechsel, επιμ. Α. Henkel, Insel, Wiesbaden. 1959. τ. 4, 364.
ΕΠΙ ΜΕΤΡΟ
137
ψω το πρώτο μέρος της ηθικής μου, εάν όχι εντελώς, πάντως το μεγαλύτερο τμήμα».13 Εν τω μεταξύ προέκυψε μια νέα περιπλοκή. Ο γνωστός «εκλα'ικευτής φιλόσοφος» Γκάρφε (Ο ιγ . Ό3Γνε) είχε δημοσιεύσει στα τέ λη του 1783 ένα υπόμνημα για το ΰ ε ο β ιά ΰ (Π ερί των καθηκόντων) του Κικέρωνα.1516 Σύμφωνα με αρκετές μαρτυρίες, φαίνεται ότι ο Καντ σχεδίαζε για ένα διάστημα (περί τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 1784) είτε μια κριτική είτε ένα αυτοτελές έργο κατά του υπομνήματος αυτού. Έ τσ ι λ.χ., σε γράμμα του στον Χέρντερ, ο Χάμαν γράφει: «Λέγουν πως ο Καντ εργάζεται για μια Αντικριτική -αλλά δεν γνωρίζει ακόμη ούτε ο ίδιος τον τίτλο- για τον Κικέρωνα του Γκάρφε».17 Αλλά λίγους μήνες αργότερα, σε γράμ μα του στον Μύλλερ ο Χάμαν αναφέρει: «Ο Καντ εργάζεται για έναν πρόδρομο [ΡΓοάΐΌπιιιβ] της ηθικής, στον οποίο ήθελε αρχικώς να δώσει τον τίτλο ‘Αντικριτική’ και ο οποίος λέγουν πως θα αναφέρεται στον Κικέρωνα του Γκάρφε».18 Ενώ σε άλλο γράμμα του στον Χέρντερ γράφει: «[Ο Καντ] εργάζεται εντατικά για την ολοκλήρωση του συστήματος του. Η Αντικριτική για τον Κικέρωνα του Γκάρφε έχει μετατραπεί σε έναν ‘πρόδρομο’ της ηθικής».19 Αντιθέτως, οι μαρτυρίες των επομένων μηνών αναφέρονται με μεγαλύτερη σαφήνεια στην εργασία για τη Θεμελίωση, μολονότι εξακολουθεί να μην έχει καταλήξει στην ονομασία του τίτλου. Όπως έγραφε ο Χάμαν στον Χάρτκνοχ: «Ο γραφέας του Καντ
15. Γράμμα του Καντ στον Μέντελσον (Μ. Mendelssohn) (16 Αυγούστοΰ 1783) (10:346-7). 16. Chr. Garve, Philosophische Anmerkungen und Abhandlungen zu Ciceros Bühem von den Pflichten (1783). Ο ίδιος είχε εκδώσει και το De ojflciis του Κικέρωνα (1783). 17. Γράμμα του Χάμαν στον Χέρντερ (8 Φεβρουάριου 1784), στο: J. G. Ha mann, Bnefivecksel, (ό.π. υποσ. 14), 1965, τ. 5, σ. 123. 18. Γράμμα του Χάμαν στον Μύλλερ ( J . G. Müller) (30 Απριλίου 1784), ό.π., τ. 5, σ. 141. 19. Γράμμα του Χάμαν στον Χέρντερ (2 Μαΐου 1784), ό.π., τ. 5, σ. 147. Ομοί ως και σε άλλο Γράμμα του Χάμαν στον Χέρντερ (8 Αυγούστου 1784), ό.π., τ. 5, σ. 176.
138
Ι ΜΜΑΝΟΤΕΛ KANT: ΘΕ ΜΕ Λ Ι ΩΣ Η Τ Η Σ Μ Ε Τ Α Φ Τ Σ Ι Κ Η Σ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
Γιάχμαν (R. Β. Jachmann) εργάζεται με επιμέλεια για τον πρό δρομο της Μεταφυσικής των ηθών» . 20 Λίγο νωρίτερα έγραφε ο Συτς προς τον Καντ: «Αναμένω επειγόντως τη Μεταφυσική της φύσης, την οποία βέβαια θα ακολουθήσει ασφαλώς και η Θεμελίωση της μεταφυσικής των ηθών» . 21 Σε ένα μη σωζόμενο γράμμα του ο Καντ θα είχε αναφέρει πιθανότατα την πρόθεση του να εκδώσει προ σεχώς τη Μεταφυσική των ηθών, διότι ο Συτς του απάντησε: «Με εξέπληξε πάρα πολύ το ότι θέλετε να εκδώσετε τη σχεδιαζόμε νη Μεταφυσική των ηθών για την έκθεση βιβλίου του Οκτωβρίου [του 1784]».22 Ο οριστικός τίτλος του έργου αναφέρεται σε γράμμα του Χάμαν προς τον Σέφνερ: «Ο Καντ απέστειλε το χειρόγραφο της Θεμελίωσης της μεταφυσικής των ηθών» . 23 Τέλος, και έπειτα από καθυστέρηση αρκετών μηνών λόγω του τυπογραφείου, το βιβλίο κυκλοφορεί περί τις αρχές Απριλίου του 1785.
Β '. Δομή και περιεχόμενο Η Θεμελίωση απαρτίζεται από έναν Πρόλογο και τρία κεφάλαια. Ο Πρόλογος εκθέτει τη συστηματική της ηθικής: τη διαίρεση της φιλοσοφίας (με τη σημασία του συνόλου τής επιστήμης) σε κλά δους και τη θέση της ηθικής σ’ αυτήν. Ειδικότερα αναπτύσσεται η έννοια και η ανάγκη της «μεταφυσικής των ηθών» με το νόημα της έλλογης (μη εμπειρικής) ηθικής φιλοσοφίας, οι αξιώσεις των ηθικών κανόνων, η σχέση της ηθικής θεωρίας με τον ηθικό κοινό νου και, τέλος, αναφέρεται και εξηγείται η μέθοδος και η διαί ρεση του έργου. Στο πρώτο κεφάλαιο εκτίθενται και εξηγούνται
20. Γράμμα του Χάμαν στον εκδότη Χάρτκνοχ (J- F. Hartknoch) (10 Αυγούστου 84), ό.π., τ. 5, σ. 182. 21.
Γ ράμμα του Συτς (Chr. G. Schütz) στον Καντ (10 Ιουλίου 1784) (10: 393).
22. Γράμμα του Συτς στον Καντ (23 Αυγούστου 1784) (10: 396). 23. Γράμμα του Χάμαν στον Σέφνερ (J. G. Scheffner) (19 Σεπτεμβρίου 1784), ό.π.. τ. 5, σ. 222.
ΕΠΙ ΜΕΤ ΡΟ
‘ 39
οι βασικές έννοιες της καλής θέλησης και του καθήκοντος, κα θώς και οι. κύριες θέσεις της ηθικής στηριγμένες στην ανάλυση της έννοιας του καθήκοντος. Αποτελούν ένα είδος σύνοψης της ηθικής θεωρίας, η οποία καταλήγει στην πρώτη προκαταρκτική διατύπωση και επεξήγηση του βασικού ηθικού κανόνα (402).24 Το δεύτερο κεφάλαιο έχει ως αφετηρία μια περαιτέρω ανάλυση και θεμελίωση της ηθικής στον «καθαρό» ορθό Λόγο, και αντιστοίχως την απόρριψη της συναγωγής της από την εμπειρία και την ιδιαιτερότητα της ανθρώπινης φύσης. Παρουσιάζονται και εξη γούνται βασικές έννοιες της πρακτικής φιλοσοφίας και της γενι κής θεωρίας των πράξεων, όπως λ.χ. πρακτικός Λόγος, αγαθό, προσταγές κ.λπ. Στο πλαίσιο τούτο εκτίθεται η διάκριση τριών ειδών του πράττειν εν γένει (τεχνικού, πραγματιστικού και ηθι κού), στη συνέχεια αναπτύσσονται και επεξηγούνται οι διαφορε τικοί τύποι ή διατυπώσεις των ηθικών αρχών, και ως κατάληξη εκτίθενται συνοπτικά οι αντίθετες ηθικές αρχές που βασίζονται στην ετερονομία. Τέλος, στο τρίτο κεφάλαιο επιχειρείται η από δειξη ή θεμελίωση της «δυνατότητας» και της αντικειμενικής πραγματικότητας (ή βασιμότητας) της θεμελιώδους αρχής της ηθικότητας.
Γ '. Θ ε μ έ λ ι α τ η ς η θ ι κ ή ς
Ο Καντ διακρίνει με σαφήνεια δύο θεμελιακά ζητήματα της ηθικής. Το πρώτο αναφέρεται στο κριτήριο της ηθικότητας (ή ηθικής ορθότητας) των πράξεων, και στο ζήτημα τούτο απαντά η θεμελιώδης ηθική αρχή (ο «ηθικός νόμος»), η αναζήτηση της οποίας αποτελεί κεντρικό στόχο της Θεμελίωσης (392). Το δεύ τερο αναφέρεται στο ύψιστο ή υπέρτατο αγαθό, και τούτο θεωρεί πως αποτελεί τον τελικό σκοπό των πράξεων και τελικώς του 24. Οι παραπομπές στη θεμελίωση γίνονται με απλή αναφορά (σε παρένθεση) του σελιδάριθμου της έκδοσης της Ακαδημίας και, όπου χρειάζεται, και στην ελληνική έκδοση.
140
ΙΜΜ Α Ν Ο Τ Ε Λ KANT: ΘΕ ΜΕ Λ Ι ΩΣ Η Τ Η Σ Μ Ε Τ Α Φ Γ Σ Ι Κ Η Σ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
ανθρώπινου βίου. 25 Ως προς το πρώτο ζήτημα, ο Καντ διαφορο ποιείται ριζικά από τις κυριότερες άλλες ηθικές θεωρίες επειδή θεωρεί ότι η ζητούμενη αρχή δεν έγκειται στην επιδίωξη υλικών στόχων ή αγαθών και στην ικανοποίηση των εγωιστικών κλί σεων και επιθυμιών (εν τέλει στην ατομική ευτυχία), αλλά πρέ πει να εκπληρώνει άλλα κριτήρια, τα οποία ακριβώς εκθέτει στη Θεμελίωση. «Όταν λοιπόν τίθεται το ζήτημα της αρχής της ηθι κής, μπορεί να προσπεραστεί εντελώς και να παραμεριστεί (ως επεισοδιακή) η διδαχή για το νψιστο αγαθό ως έσχατο σκοπό μιας θέλησης που καθορίζεται από την ηθική και είναι σύμμετρη με τους νόμους της » . 26 Το ύψιστο αγαθό απαρτίζεται από δύο διακριτά στοιχεία: το ηθικό αγαθό (την ηθικότητα και την αρετή) και το φυσικό αγαθό (την ευδαιμονία ) . 27 Με το νόημα τούτο δεν είναι αληθές ότι η καντιανή ηθική αναφέρεται απλώς ή αποκλειστικά στην ηθική ορθότητα των πρά ξεων . 28 Αντιθέτως, αναγνωρίζει ως «τέλος» (σκοπό) του ανθρώ
25. Πρβλ. ιδίως Κ Π Λ , 5:110-4 (μετάφρ. 164-9)· βλ. ήδη Κ Κ Λ , A 797-819/Β 825-47· Ä7CJ, § 87, 5:450 (μετάφρ. 412)· «Θεωρία-Πράξη», 8:278-82 (Δο κίμια, σ. 115-20)· Θρησκεία, β:VII-VIII (μετάφρ. 20-1), 97-8 (μετάφρ. 1812)· Ανθρωπολογία, §§ 87-8, 7:276-7. 26. «Θεωρία-Πράξη», 8: 280 (Δοκίμια, σ. 118). 27. Ας σημειωθεί ότι ο Καντ αποδίδει πρωταρχική σημασία στην ορθή τάξη και αλληλουχία των εννοιών και των ζητημάτων. Με τη μέγιστη σαφή νεια διευκρινίζει: «Δεν επιτρέπεται να παραβλέπομε την τάξη τούτη των εννοιών του καθορισμού της θελήσεως, διότι διαφορετικά υποπίπτομε σε παρανοήσεις και νομίζομε ότι αντιφάσκομε, ενώ βεβαίως τα πάντα είναι συνταιριασμένα στην τελειότερη αρμονία» (ΚΠ Λ, 5:110 [μετάφρ. 163]). Ελάχιστα παραδείγματα: η προτεραιότητα του προσδιορισμού του δέο ντος προ του αγαθού (ΚΠ Λ, 5:62-5 [μετάφρ. 95-9])· η προτεραιότητα της ηθικότητας (ή της αρετής) σε σχέση με την ευδαιμονία, με το νόημα: η ηθικότητα είναι ο όρος, υπό τον οποίο και μόνον επιτρέπεται να αναζητεί κανείς την ευδαιμονία (Κ Π Λ , 5:10 [μετάφρ. 164])· η προτεραιότητα της γνώσης του καθήκοντος σε σχέση με την αναγνώρισή του ως «θείας εντο λής» (Θρησκεία, 6:153-4 [μετάφρ. 281-2]). 28. Την κυρίαρχη κατανόηση της καντιανής ηθικής ως θεωρίας απλώς της ηθι κής ορθότητας εκφράζει χαρακτηριστικά ο J. Habermas, Theorie des kom
ΕΠΙ ΜΕΤ ΡΟ
*4
*
που ως όντος έλλογου και δυνάμει ελεύθερου τη βέλτιστη δυνατή τελείωση του, τη διαμόρφωση ενός βίου αγαθού και τη μετατρο πή του πεδίου της ανάγκης σε πεδίο της ελευθερίας, της δικαιο σύνης, του πνεύματος και του Λόγου . 29 Μια βασική διαφορά μεταξύ της καντιανής θεωρίας και των άλλων ηθικών θεωριών είναι ότι, ενώ οι περισσότερες από εκείνες συμφωνούν ότι τελικός σκοπός των πράξεων είναι και πρέπει να είναι η αναζήτηση της ατομικής ή κοινωνικής ευτυχίας, ο Καντ θεωρεί ότι το αληθινό ζήτημα της ηθικής είναι η αξιότητα να εί ναι κάποιος ευτυχισμένος: «Για τούτο και η ηθική δεν είναι στην πραγματικότητα η διδασκαλία για το πώς να γίνομε ευτυχισμέ νοι, αλλά για το πώς να γίνομε άξιοι της ευτυχίας » . 30 Ο Καντ δια κρίνει ρητώς μεταξύ του «συστήματος της ηθικότητας» και του «συστήματος της ευδαιμονίας» (ΚΚΛ, Α 809/Β 837) και, αντιστοίχως, μεταξύ του ηθικού αγαθού (της αρετής) και του φυσικού αγαθού (της «ευτυχίας» με το νόημα της ευημερίας ) . 31 Ο Καντ διακρίνει δύο πεδία ή απόψεις και προοπτικές, υπό τις οποίες θεωρούμε την όλη πραγματικότητα: τη φύση και την ελευθερία ή τα «φαινόμενα» (τον αισθητό κόσμο) και τα «νοούμε να» (τον νοητό ή ηθικό κόσμο), μέρος ή πλευρά του οποίου είναι η ελευθερία. Αντίστοιχη με τη διάκριση τούτη είναι η διαίρεση των βασικών κλάδων της φιλοσοφίας. 32 Λαμβάνοντας υπ 1 όψιν ότι η έλλογη γνώση είναι είτε καθ’ ύλην (περιεχομένου), οπότε
munikativen Handelns, Suhrltamp, Φραγκφούρτη 1981- Moralbexvuss(sein und kommunikatives Handeln, Suhrltamp, Φραγκφούρτη 1983. 29. Πρβλ. ιδίως «Ιδέα μιας γενικής ιστορίας» 8: 15-31 (Δοκίμια, σ. 24-41)· ΚΚΔ, § 83. 5:429-34 (μετάφρ. 388-93). 30. ΚΠΛ, 5:130 (μετάφρ. 190). 31. Πρβλ. ιδίως ΚΠ Λ , 5:22-6 (μετάφρ. 39-46)· Ανθρωπολογία, § 88, 7:277. 32. Η συστηματική της καντιανής φιλοσοφίας αναπτύσσεται σε διάφορα έρ γα κατά εν μέρει διαφορετικούς τρόπους, χωρίς όμως εν τέλει να διασπάται η ενότητα και η εσωτερική συνοχή του συνόλου. Πρβλ. κυρίως Κ Κ Λ , A 832-51 /Β 860-79 (κεφ. «Η αρχιτεκτονική του καθαρού Λόγου»)· ΘΜΗ, 387-92· Κ Κ Δ , Εισαγωγή, 5:167-98 (μετάφρ. 75-106), καθώς και Πρώτη Εισαγωγή.
142
Ι ΜΜΑ ΝΟΤ Ε Λ KANT: ΘΕ ΜΕ Λ Ι ΩΣ Η Τ Η Σ M E T Α Φ Τ Σ Ι Κ Η Σ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
εξετάζει τα ίδια τα αντικείμενα, είτε τυπική (μορφολογική, κατ’ είδος, ειδολογική [ΘΜΜ, 387]),33 ο Καντ διαιρεί τη φιλοσοφία σε τρεις κλάδους: τη Λογική, τη φυσική και την ηθική. Και η μεν Λογική αποτελεί την τυπική φιλοσοφία, ενώ οι άλλοι δύο κλάδοι εξετάζουν την ίδια την πραγματικότητα, δηλαδή τα αντικείμε να και τους νόμους στους οποίους υπάγονται αυτά. Και επειδή η πραγματικότητα αποτελείται από δύο πεδία (ή απόψεις), τη φύ ση και την ελευθερία, καθώς και τους αντίστοιχους νόμους, φυσι κούς και ηθικούς, η μεν επιστήμη της φύσης είναι η φυσική, η δε επιστήμη της ελευθερίας είναι η ηθική. Για την περαιτέρω υποδιαίρεση των φιλοσοφικών κλάδων, ο Καντ αξιοποιεί τη θεμελιώδη διάκριση της γνώσης σε εμπειρική (a posteriori) και καθαρή (a priori), η οποία και ονομάζεται «μετα φυσική» (με το νόημα: υπερβατολογική, δηλαδή μεταεμπειρική). Με βάση τη διάκριση αυτήν, η μεν Λογική, επειδή δεν μπορεί να στηρίζεται στην εμπειρία, είναι απλώς τυπική και καθαρή, ενώ οι άλλοι δύο κλάδοι στηρίζονται βέβαια εν μέρει και στην εμπει ρία, αλλά είναι κατά βάσιν ανεξάρτητοι από αυτήν. Οπότε η μεν φυσική διαιρείται στην εμπειρική φυσική και στη μεταφυσική της φύσης, ενώ η ηθική (με την ευρεία σημασία) στην πρακτική ή ηθική ανθρωπολογία (η οποία αντιστοιχεί στις σημερινές κοινω νικές επιστήμες ή «επιστήμες του ανθρώπου») και στην κυρίως ηθική (με τη στενή σημασία του όρου).34 Η καντιανή ηθική στηρίζεται σε ορισμένα θεμέλια τα οποία αποτελούν συγχρόνως τα κύρια χαρακτηριστικά της γνωρίσμα τα: τον ορθό Λόγο, τη φύση και την ελευθερία, ενώ όλα τους ανά γονται εν τέλει στον άνθρωπο ως πεπερασμένο έλλογο ον. Ως θεμέλιο και πηγή της ηθικής αναγνωρίζεται ο Λόγος με το νόημα ότι οι ηθικοί κανόνες και οι ηθικές αρχές δεν συνάγονται
33. Οι αντίστοιχοι πρωτότυποι όροι είναι «material» («καθ’ ύλην», κατά περιε χόμενο, ουσιαστικός) και «formal» (τυπικός, κατ’ είδος, ειδολογικός, μορφολογικός). Είναι εσφαλμένη η απόδοση του όρου «material» (από τη λατι νική λ. «materia») στα ελληνικά ως «υλικός» ή «ένυλος». 34.
Πρβλ. ΜΗ, 6:214-18 (μετάφρ. 31-4).
ΕΠΙ ΜΕΤΡΟ
143
από την εμπειρία, αλλά από τον ορθό Λόγο, λαμβανοντας βέβαια υπ’ όψιν την εμπειρία. Το βασικό επιχείρημα είναι οτι οι ηθικές αρχές δεν είναι μερικές, ενδεχόμενες, υποκειμενικές και σχετικές, αλλά καθολικές, αναγκαίες, αντικειμενικές και απόλυτες. Η θεμε λιώδης αυτή θέση στηρίζεται με τη σειρά της στην όλη συστημα τική της καντιανής ηθικής. Ο Καντ προβαίνει σε μια βασική διά κριση των ζητημάτων των σχετικών με τις ανθρώπινες πράξεις. Αφ’ ενός το ερώτημα: τι συμβαίνει, τι γίνεται, τι κάνουν πράγματι οι άνθρωποι (εμπειρική πραγματικότητα, ιδίως κοινωνική, των ανθρωπίνων πραγμάτων, γεγονότα)· και αφ’ ετέρου το ερώτημα: τι πρέπει ή τι θα έπρεπε να συμβαίνει, τι οφείλουν να κάνουν οι άνθρωποι (ηθικό δέον, κανόνες και αξίες). Ως προς το πρώτο ζήτη μα, ο Καντ θεωρεί ότι πηγή της γνώσης είναι η φύση και η εμπει ρία (η ιστορία, ο πολιτισμός, η κοινωνία), ενώ ως προς το δεύτερο ζήτημα -άρα ως προς τα ηθικά (αξιολογικά και δεοντολογικά) ζη τήματα- ο ορθός Λόγος: «Πράγματι, όσον αφορά στη φύση, μας παρέχει τον κανόνα η εμπειρία και είναι η πηγή της αλήθειας· αλ λά όσον αφορά στους ηθικούς νόμους, η εμπειρία είναι (δυστυχώς!) η μητέρα της επίφασης, και είναι ύψιστα μεμπτό να συνάγομε ή να θέλομε να περιορίζομε τους νόμους για ό,τι οφείλω να πράττω από εκείνο που κάνουν [οι άνθρωποι]» (ΚΚΛ, Α 318-9/Β 375). Ο Λόγος σημαίνει κυρίως την ικανότητα του σκέπτεσθαι και του πράττειν με βάση λόγους ή έλλογα επιχειρήματα, το «λόγον διδόναι»: «Σε τούτο ακριβώς συνίσταται ο Λόγος, να μπορούμε να αιτιολογούμε όλες τις έννοιες, τις γνώμες και τους ισχυρισμούς μας» (ΚΚΛ, Α 614/Β 642). Όμως, ο Λόγος δεν είναι μια μεταφυσι κή οντότητα ή υπόσταση, αλλά είναι, σε ένα πρώτο επίπεδο, μια φυσική καταβολή του ανθρώπου ως ελλόγου όντος και δηλώνει την ικανότητά του να υπερβαίνει τα όρια και τους φραγμούς της φύσης και των αισθήσεων: «Ο Λόγος μέσα σ’ ένα πλάσμα είναι η ικανότητα να επεκτείνει τους κανόνες και τις προθέσεις της χρή σης όλων των δυνάμεών του πολύ πέρα από [το σημείο που φτάνει] το φυσικό ένστικτο, και δεν γνωρίζει όρια στις απόπειρές του».35 35. I. Καντ, «Ιδέα μιας γενικής ιστορίας», 8:18-9 (Δοκίμια* 24-41:26).
144
Ι ΜΜ Α Ν Ο Ϊ Έ Λ KANT: ΜΕΜΕΛΙ ΩΣΗ Τ Η Σ Μ Ε Τ Α Φ Υ Σ Ι Κ Η Σ ΤΩΝ ΗΜΩΝ
Εδώ όμως πρέπει να τονισθεί ιδιαίτερα -εναντίον των σχετι κών παρερμηνειών- ότι ο φιλόσοφος δεν αμφισβητεί και δεν πα ραγνωρίζει τη σημασία της εμπειρίας (της «γνώσης του κόσμου») σχετικά με τα ανθρώπινα πράγματα, την κοινωνική πραγματικό τητα, τις πράξεις και την ανθρώπινη δράση εν γένει (θα αρκούσαν ιδίως τα Δοκίμια, καθώς και η Ανθρωπολογία του, για να καταρριφθεί μια τέτοια παρανόηση). Αντιθέτως επισημαίνει ρητώς και συχνά την πολλαπλή και καθοριστική σημασία της εμπειρίας για τη γένεση και τη διαμόρφωση των ανθρωπίνων πραγμάτων και καταστάσεων. Πρώτα πρώτα, η ηθική φιλοσοφία (με την ευρεία έννοια) έχει, όπως είδαμε, και το εμπειρικό μέρος της, επειδή οι ηθικοί νόμοι ρυθμίζουν με το δέον «λαμβάνοντας όμως βέβαια υπ’ όψιν και τους όρους λόγω των οποίων συχνά δεν συμβαίνει τούτο» (ΘΜΗ, 388). Έ πειτα, οι ηθικοί κανόνες είναι μεν a priori, αλλά «απαιτούν βέβαια επιπλέον κριτική ικανότητα οξυμμένη από την εμπειρία, εν μέρει για να διακρίνει κανείς σε ποιες περι πτώσεις εφαρμόζονται, και εν μέρει για να επιτύχει την αποδοχή τους από τη θέληση του ανθρώπου, καθώς και την επιμονή για την εκτέλεση [της πράξης]» (ΘΜΗ, 389). Διαφορετικό όμως είναι το ζήτημα τι θα έπρεπε να συμβαίνει, τι θα όφειλαν να κάνουν οι άνθρωποι και γιατί. Για το ζήτημα τούτο, το σχετικό όχι με το τι συμβαίνει πράγματι και τη γένεση, αλλά με την εγκνρότητα και την ισχύ, η θέση του Καντ είναι πρω τοποριακή: Το δέον, οι ηθικές αξίες, η εγκυρότητα και η ισχύς των ηθικών κρίσεων είναι εντελώς ανεξάρτητα από την εμπει ρία και, αντιθέτως, στηρίζονται αποκλειστικώς στον ανθρώπινο «καθαρό» (δηλαδή εμπειρικά μη εξαρτώμενο) ορθό Λόγο. Το δεύτερο θεμέλιο και άξονας της καντιανής ηθικής είναι μια εντελώς νέα έννοια της ελευθερίας, όχι απλώς ως ικανότη τας επιλογής μεταξύ διαφορετικών δυνατοτήτων, αλλά πολύ πιο σύνθετη και πρωτοποριακή. Ειδικότερα, ο θεωρητικός Λόγος αποδεικνύει -με την επίλυση της τρίτης αντινομίας- τουλάχιστον τη δυνατότητα της νπερβατολογικής ελευθερίας (ή της ελευθερίας με την κοσμολογική σημασία) ως αντενέργειας, δηλαδή ως της «ικανότητας να αρχίζει κάποιος απολύτως μια κατάσταση, άρα
ΕΠΙ ΜΕΤ ΡΟ
14 5
και μια σειρά συνεπειών της, αφ1 εαυτού» (ΚΚΛ, Α 445/Β 473).36 Σε τούτη την υπερβατολογική ιδέα της ελευθερίας στηρίζεται η πρακτική (ηθική) έννοια της ελευθερίας με δύο ειδικότερες σημα σίες: α) ως ανεξαρτησία από τη φυσική, τη μεταφυσική και κάθε άλλη αναγκαιότητα, συμπεριλαμβανομένης ιδίως της κοινωνι κής και της ψυχικής (αρνητικό νόημα της ελευθερίας)· β) ως αυ τονομία, δηλαδή ως ικανότητα του ανθρώπου να θεσπίζει ο ίδιος (και όχι άλλοι φορείς έξω ή πάνω από αυτόν) τους ηθικούς κα νόνες, ελεύθερα και υπεύθυνα, όχι αυθαίρετα, αλλά στηριζόμενος στον καθολικό ανθρώπινο Λόγο (θετικό νόημα της ελευθερίας) . 37 Η αυτονομία σημαίνει τόσο την αναίρεση της Θεονομίας όσο και την καθιέρωση της ανθρωπονομίας. Κρίσιμο στοιχείο της ελευθερίας είναι η αντενέργεια. Το μόνο που αρμόζει στον άνθρωπο ως πεπερασμένο έλλογο ον δεν είναι απλώς η αναζήτηση της ηδονής με το νόημα της παθητικής από λαυσης, αλλά η ενεργός δράση, η δημιουργικότητα με γνώμονα την τελείωση. Η καντιανή ηθική συνεπάγεται πλήρη και ριζική αναθεώρηση των αξιών: τη θέση της ατομικής εγωιστικής ευδαι μονίας, χρησιμοθηρίας και ιδιοτέλειας καταλαμβάνουν η αυτε νέργεια, η άσκηση, η καλλιέργεια, η επιδίωξη της τελείωσης, ο αυτοσεβασμός και η ευδαιμονία των άλλων. Κεντρικό στοιχείο της καντιανής ηθικής αποτελεί η ένταξή της στην ιδιάζουσα συνάφεια της τελολογίας της φύσης και της φιλοσοφίας της ιστορίας. Ο Καντ εκκινεί από το ερώτημα: Ποιος είναι ο σκοπός ή η πρόθεση της φύσης ως τελολογικού συστή ματος για τον άνθρωπο; Από τις δύο εναλλακτικές απαντήσεις -α) ευδαιμονία και ευημερία ή β) καλλιέργεια του ανθρώπου-, ο Καντ καταλήγει στη δεύτερη: η πληρέστερη δυνατή εξέλιξη (ή εκτύλιξη), ανάπτυξη, καλλιέργεια και τελειοποίηση όλων των φυσικών καταβολών του, η πρόοδος προς την τελείωση και την τελειότητα μέσα σε ένα «τελείως δίκαιο πολίτευμα», στο οποίο
36. Πρβλ. ομοίως ΚΚ Λ , Α 533-4/Β 561-2. 37. Βλ. ιδίως ΚΚΛ, Α 533-4/Β 561-2* Κ Π Λ , 5: 33 (μετάφρ. 56-7).
1
4
6
Ι ΜΜΑ Ν ΟΊ Έ Λ KANT: H E M ΕΛΗΥΣΗ Τ Η Σ ΜΕΤΑΦΥ Σ Ι Κ ΗΣ ΤΩΝ HHUN
θα διασφαλίζονται η ελευθερία και η δικαιοσύνη. ’8Το επιχείρημα υπέρ της απάντησης αυτής είναι τελολογικό: Εάν ο σκοπός της φύσης ήταν απλώς η ευημερία του ανθρώπου, τότε θα είχε κάμει η φύση λάθος να εξοπλίσει τον άνθρωπο με ορθό Λόγο και νου. Διότι θα είχε επιτύχει τον σκοπό της πολύ καλύτερα με μόνο το ένστικτο, ενώ αντιθέτως με τον Λόγο μάλλον παρακωλύει τον άν θρωπο στην επιδίωξη της επιθυμίας του για ευτυχία (ΘΜΗ, 3956). Συναφώς αποτελεί βασική παραδοχή του Καντ ότι έργο του ανθρώπου είναι να κατορθώνει τους σκοπούς και τις προθέσεις του αφ’ εαυτού, με τις δικές του δυνάμεις, ελεύθερα, με αυτονο μία και αυτενέργεια. «Η φύση θέλησε: ο άνθρωπος να δημιουργεί εντελώς από τον εαυτό του όλα όσα υπερβαίνουν τη μηχανική ορ γάνωση της ζωώδους ύπαρξής του και να μη συμμετέχει σε κα μιά άλλη ευδαιμονία ή τελειότητα παρά μόνο σ’ εκείνη που απο κτά ο ίδιος με τον δικό του Λόγο, ελεύθερο από το ένστικτο [...]. Αφού έδωσε στον άνθρωπο Λόγο και ελευθερία της βούλησης που θεμελιώνεται πάνω σ’ αυτόν, με τούτο δείχνει ήδη καθαρά ποια ήταν στην κατασκευή του ανθρώπου η πρόθεσή της».38 39 Ενώ όμως η φύση έχει τη δική της τελολογία ως προς τον άν θρωπο, ο ίδιος σκοπός (ή σκοποί) του ανατίθενται ως καθήκον και αποστολή από τον Λόγο: «Όταν λέγω για τη φύση: θέλει να γίνε ται τούτο ή εκείνο, δεν σημαίνει αυτό πως μας επιβάλλει το καθή κον να το πράξομε (επειδή τούτο μπορεί να το κάμει μόνον ο αβίαστος πρακτικός Λόγος), αλλά το πράττει η ίδια, είτε θέλομε είτε όχι (fata volentem ducunt, nolentem trahunt [η μοίρα όποιον θέλει τον καθοδηγεί, όποιον δεν θέλει τον παρασύρει])».40 Για τον λόγο αυτόν δεν τίθεται ζήτημα «φυσιοκρατικής πλάνης» στον Καντ.41
38.
Πρβλ. ιδίως Κ Κ Δ , § 83· ((Ιδέα μιας γενικής ιστορίας», 8:15-31 (Δοκίμια, σ. 24-41)· Αιώνια ειρήνη, 8:360-5, 376-9 (μετάφρ. 120-6)· Ανθρωπολογία, 7:321-30.
39. ((Ιδέα μιας γενικής ιστορίας», 8:19 (Δοκίμια, σ. 27). 40. Αιώνια ειρήνη, 8:365 (μετάφρ. 97) 41. Παρά την αντίθετη ερμηνεία, λ.χ., του Κ.-Η. Ilting, στο Μ. Riedel (1972). τ. I. σ. 113-30.
ΕΠΙ ΜΕΤ ΡΟ
Μ
7
Το τρίτο θεμέλιο και άξονα της ηθικής συνιστά ο άνθρωπος. Επειδή πλήθος παρανοήσεων της καντιανής ηθικής οφείλονται στην παραγνώριση του σημείου αυτού, πρέπει να τονισθεί με κάθε σαφήνεια ότι η ηθική προϋποθέτει και στηρίζεται ακριβώς στον άνθρωπο ως πεπερασμένο φυσικό, έμβιο, εύθραυστο και δυνάμει ελλογο ον: «Ο άνθρωπος έχει έναν χαρακτήρα που δημι ουργεί ο ίδιος, καθώς είναι σε θέση να τελειοποιείται σύμφωνα με τους σκοπούς τους οποίους θέτει στον εαυτό του* με τον τρό πο αυτόν, ως ον προικισμένο με την ικανότητα τον Λόγον (anim al rationabile), δύναται να καταστήσει ο ίδιος τον εαυτό του έλλογο ον (animal rationale). Οπότε όμως το χαρακτηριστικό του ανθρώ πινου γένους σε σύγκριση με την ιδέα των ενδεχόμενων ελλόγων όντων επί της Γης είναι τούτο: η φύση έθεσε στο γένος αυτό τον σπόρο της διχόνοιας και θέλησε να δημιουργήσει ο δικός του Λό γος από τη διχόνοια την ομόνοια εκείνη, ή έστω τη διαρκή προ σέγγιση προς αυτήν, η οποία είναι βέβαια ως προς την Ιδέα ο σκο πός· στην πραγματικότητα όμως, κατά το σχέδιο της φύσης, η διχόνοια είναι το μέσον μιας ύψιστης, ανεξερεύνητης για εμάς σο φίας, ώστε να επιφέρει την τελειοποίηση του ανθρώπου μέσω της προόδου του πολιτισμού, μολονότι με τίμημα τη θυσία αρκετών από τις χαρές της ζωής » . 42 Η δε «επιτομή της πραγματολογικής Ανθρωπολογίας ως προς τον προορισμό του ανθρώπου» είναι: «Ο άνθρωπος προορίζεται από τον Λόγο του να είναι σε κοινωνία με τους ανθρώπους, και σ’ αυτή να καλλιεργείται, να εκπολιτίζεται και να ηθικοποιείται μέσω της τέχνης και των επιστημών, όσο μεγάλη και αν είναι η ζωώδης ροπή του, να αφήνεται παθητικά στα θέλγητρα της άνεσης και της ευμάρειας, τα οποία αποκαλεί ευδαιμονία, αλλά απεναντίας, στον αγώνα με τα εμπόδια που του προσιδιάζουν λόγω της ωμότητας της φύσης του, να καταστεί ενεργητικά άξιος της ανθρώπινης φύσης» . 43
42. Ανθρωπολογία (7:321-2). Για την καταστατική ιδιότητα του ανθρώπου ως εύθραυστου και ενδεούς, βλ. θρησκεία, 6:26-32 (μετάφρ. σ. 53-64). 43. Ανθρωπολογία 7:324-5· πρβλ. «Ιδέα» 8:26 (Δοκίμια, σ. 35-66).
148
Ι ΜΜΑΝΟΎΈΛ KANT: ΘΕ ΜΕ Λ Ι ΩΣ Η Τ Η Σ Μ Ε Τ Α Φ Γ Σ Ι Κ Η Σ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
Δ '. Η θ ι κ έ ς α ρ χ έ ς
Η Θεμελίωση αναπτύσσει όχι μόνον την ηθική θεωρία και τις αρ χές της, αλλά συνάμα -εν είδει εισαγωγής- και τα κύρια σημεία της γενικής θεωρίας των πράξεων ή του πράττειν εν γένει, μέ ρος και είδος του οποίου είναι το ηθικό πράττειν.44 Αφετηρία του Καντ αποτελεί η αντίληψη ότι τα έλλογα όντα δεν λειτουργούν ούτε δρουν πάντοτε απλώς και μόνον ωθούμενα ή επηρεαζόμενα από ένστικτα, ορμές, κλίσεις, πάθη, συναισθήματα, επιθυμίες κ.ο.κ. (ο Καντ τα αποκαλεί stimuli, δηλαδή αισθητηριακά ερε θίσματα), αλλά δννανται να ενεργούν και να πράττουν σύμφωνα με έλλογα κίνητρα (motiva), δηλαδή πρακτικές αρχές, γνώμονες ή κανόνες.45 «Κάθε πράγμα της φύσης λειτουργεί σύμφωνα με νόμους. Μόνο ένα έλλογο ον έχει την ικανότητα να πράττει σύμ φωνα με την παράσταση [έννοια] των νόμων, δηλαδή σύμφωνα με αρχές, με άλλα λόγια έχει θέληση. Επειδή για τη συναγωγή των πράξεων από τους νόμους απαιτείται Λόγος, η θέληση δεν είναι τίποτε άλλο παρά πρακτικός Λόγος» (412).46 Ο Καντ δεν ισχυρίζεται ότι οι άνθρωποι πράττουν ή θα έπρε πε να πράττουν πάντοτε βάσει αρχών, αλλά η απαίτηση τούτη αναφέρεται κατ’ αρχήν μόνο στο ηθικό πράττειν, ενώ όχι πάντο τε και κατ’ ανάγκην στα άλλα είδη των πράξεων. Αντιθέτως, έχει πλήρη επίγνωση των σοβαρών κινδύνων, εάν τύχει οι σχε τικές αρχές να είναι εσφαλμένες: «Ανάμεσα στους ανθρώπους, εκείνοι που δρουν σύμφωνα με αρχές είναι μόνον πολύ λίγοι, πράγμα άλλωστε που είναι πάρα πολύ καλό, επειδή μπορεί να συμβεί τόσο εύκολα να πλανηθεί κανείς στις αρχές αυτές, οπότε 44. Πρβλ. Ο. O ’Neill (2013). Το σημείο τούτο παραγνωρίζεται συχνά. Βλ., λ .χ .,^ Nida-Rümelin (2001). 45. Βλ. I. Καντ, Παραδόσεις ηθικής φιλοσοφίας (εφεξής: ΠΗ) Collins (17841785), 27:255 (&: σποράδην)· Π Η Vigilantius (1793-1794), 27:493 (& σπο ράδην). 46. Ορθά -έστω και με κάποια υπερβολή- έχουν παρατηρήσει ότι στην πα ράγραφο τούτη περιέχεται ολόκληρη η καντιανή θεωρία της πράξης, βλ. Η. Lenk, στο: Schönrich - Kato (1996), σ. 256-67:256.
ΕΠΙ ΜΕΤΡΟ
Μ9
η ζημία που προκαλείται εκτείνεται τόσο περισσότερο όσο γενι κότερη είναι η αρχή και όσο σταθερότερο είναι το πρόσωπο που την έθεσε» . 47 Ο Καντ διακρίνει τρία είδη πρακτικών αρχών (και, αντιστοίχως, τρία είδη του πράττειν), ανάλογα με τον τρόπο που επιτάσ σουν μια πράξη και τον βαθμό ή το είδος του εξαναγκασμού που επιβάλλουν στη θέληση. Διακρίνονται, πρώτα, δύο είδη πρακτι κών αρχών: οι υποθετικές και οι κατηγορικές. Οι υποθετικές αρ χές επιτάσσουν μια πράξη ως αναγκαίο μέσον για κάποιον σκοπό που θέτομε. Ενώ οι κατηγορικές αρχές επιτάσσουν μια πράξη -ή ακριβέστερα: ένα είδος πράξεων- ως πρακτικώς αναγκαία, δηλα δή καλή (ΘΜ Μ , 412), αντικειμενικώς ή αφ’ εαυτής, δίχως αναφο ρά σε κάποιον άλλον επιδιωκόμενο σκοπό. Εξ άλλου, οι υποθετικές αρχές διακρίνονται σε δύο είδη, αναλόγως εάν ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι απλώς δυνατός (ενδεχό μενος) ή είναι πραγματικός και δεδομένος. Η διάκρισή τους οφεί λεται στο ότι ο Καντ θεωρεί ότι υπάρχει ένας σκοπός, τον οποίο μπορούμε να υποθέσομε πως έχουν πράγματι όλοι οι άνθρωποι, και αυτός είναι η ευδαιμονία. Στην πρώτη περίπτωση, οι υποθε τικές αρχές ονομάζονται προβληματικές (επειδή ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι απλώς ενδεχόμενος), ενώ στη δεύτερη βεβαιωτικές (επειδή εδώ ο τιθέμενος σκοπός είναι πραγματικός και δεδομέ νος). Σε αντιδιαστολή με αυτές, η κατηγορική αρχή θεωρείται αποδεικτική, επειδή έχει κατ’ αναλογίαν το κύρος των αποδεικτι κών θεωρητικών αρχών . 48 Με βάση τη διαίρεση αυτή, ο Καντ αποκαλεί τις προβλημα τικές πρακτικές αρχές κανόνες της επιδεξιότητας ή τεχνικές αρχές (επειδή οι επιταγές τους είναι ζήτημα τέχνης ή, ακριβέστερα, τε χνικής), τις βεβαιωτικές συμβουλές της φρόνησης («υποθήκες της σύνεσηςυ) ή πραγματολογικές (επειδή αποβλέπουν στην ευημερία
47. Παρατηρήσεις, ό.π. (υποσ. 7), 2:227. 48. Η διαίρεση των πρακτικών αρχών και ο χαρακτηρισμός τους ακολουθεί την αντίστοιχη διαίρεση (κατά τον τρόπο) των κρίσεων και των κατηγο ριών (ΚΚΛ, Α 70/Β 95, Α 80/Β 106).
Ijo
Ι ΜΜΑ ΝΟΤ Ε Λ KANT: ΘΕ ΜΕ Λ Ι ΩΣ Η Τ Η Σ Μ Ε Τ Α Φ Τ Σ Ι Κ Η Σ ΤΩΝ ΗΗΩΝ
του ανθρώπου) , 49 και τις αποδεικτικές εντολές (νόμους) της ηθικό τητας ή ηθικές. Οι κανόνες της επιδεξιότητας ορίζουν τα αναγκαία ή κα τάλληλα μέσα για την επίτευξη του εκάστοτε σκοπού, ασχέ τως αν ο σκοπός αυτός είναι έλλογος, ορθός και θεμιτός ή όχι. Η περίπτωση τούτη αντιστοιχεί στο στρατηγικό πράττειν ή στην «ορθολογικότατα ως προς τον σκοπό» κατά τον Μαξ Βέμπερ . 50 Το ζητούμενο εδώ είναι η επίτευξη του σκοπού ή του στόχου, ο οποίος λειτουργεί συγχρόνως ως γνώμονας επιλογής των κατάλ ληλων μέσων για την πραγματοποίησή του, καθώς και ως κριτή ριο της ορθότητας των μέσων αυτών και της εφαρμογής τους και όχι η κρίση τού εάν ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι ηθικά ορθός (επιτρεπτός) ή αθέμιτος. Ποιος όμως από τους σκοπούς αυτούς θα αποφασισθεί στην εκάστοτε περίπτωση δεν είναι τεχνικό, αλ λά κατ’ εξοχήν ηθικό ζήτημα. Για τον λόγο αυτόν ακριβώς στα δύο πρώτα είδη του πράττειν δεν είναι δυνατόν να συμπεριλαμβάνεται η ηθικότητα (το ηθικό πράττειν), και επομένως ούτε οι αναζητούμενες ηθικές αρχές. Με τη διαίρεση τούτη των ειδών ή επιπέδων του πράττειν -και, αντιστοίχως, των πρακτικών αρ χών- επιτυγχάνεται για πρώτη φορά στην ιστορία μια εντελώς σαφής και ακριβής διάκριση του ηθικού πράττειν από το μη ηθι κό (ή «προηθικό» ή ηθικώς αδιάφορο), λ.χ. από το στρατηγικό ή τεχνικό και εκείνο που αποβλέπει στην ατομική ευτυχία. Τον πυρήνα της καντιανής ηθικής, όπως και κάθε ηθικής θεωρίας, τον αποτελούν οι ηθικές αρχές. Στο σημείο τούτο πρέ πει να διευκρινισθεί ότι, ενώ ο Καντ αναφέρεται συχνά στην «κατηγορική προσταγή» και στον «ηθικό νόμο» (στον ενικό), παρουσιάζει διαφορετικές εκδοχές των τύπων των ηθικών αρ χών. Σχετικά υφίσταται πληθώρα ερμηνευτικών προσεγγίσεων. Την ορθότερη ανάλυση την επιτυγχάνει ο Πέιτον: σύμφωνα με
49. Σύμφωνα με το νόημα της Ανθρωπολογίας από άποψη πραγματολογική (7:119). 50. Βλ. Μ. Weber, «Soziologische Grundbegriffe», Gesammelte Aufsätze zur Wissenschaftsieh re, επ ιμ -J. Winckelmann, Τυβίγγη 71988, σ. 541-81.
ΕΠΙ ΜΕΤ ΡΟ
151
αυτήν, πρόκειται εν τέλει για πέντε διαφορετικές διατυπώσεις ή τύπους (formulae), οι οποίοι αποτελούν περαιτέρω εξειδικευση τριών βασικών τύπων . 51 Οι τύποι αυτοί είναι οι ακόλουθοι: I) «Πράττε μόνο σύμφωνα με τον γνώμονα εκείνο με τον οποίο μπορείς συγχρόνως να θέλεις να γίνει καθολικός νόμος» (421) (τύπος 1)·
Ο Καντ θεωρεί ότι, καθώς έχομε προβεί σε αφαίρεση από τις «παρορμήσεις της θέλησης», δηλαδή από όλα τα εμπειρικά και εγωιστικά κίνητρα, με άλλα λόγια: από κάθε «ύλη» (δηλαδή πε ριεχόμενο), δεν απομένει παρά μόνον η μορφή (ή ο τύπος) του ζη τούμενου ηθικού νόμου, και αυτή συνίσταται στην «καθολική νο μοτέλεια» (ή «νομιμότητα» ή «συμφωνία με τον νόμο») ή, με άλλη διατύπωση, στην «καθολικότητα του νόμου εν γένει, με τον οποίο πρέπει να είναι σύμφωνος ο γνώμονας της πράξης» (421). Η αξίω ση της «καθολικής νομοτέλειας», δηλαδή της καθολικότητας και της αναγκαιότητας, αποτελεί συγχρόνως την κυριότερη αξίωση του ορθού -ειδικότερα του καθαρού- Λόγου και των γνώσεών του (ΚΚΛ, Β4). Σύμφωνα με τούτα, οφείλω να πράττω πάντοτε έτσι «ώστε να μπορώ επίσης να θέλω να γίνει ο γνώμονάς μου καθολικός νό μος» (402). Ή κατά τη διατύπωση της Κριτικής τον πρακτικού Λό γον («θεμελιώδης νόμος του καθαρού πρακτικού Λόγου»): «Πράτ τε έτσι ώστε ο γνώμονας της θέλησής σου να μπορεί πάντοτε να ισχύει συγχρόνως ως αρχή μιας καθολικής νομοθεσίας» . 52 Ια) Επειδή η καθολική νομοτέλεια συνιστά συγχρόνως το κύριο γνώρισμα της φύσης από πλευράς μορφολογικής («natura formaliter spectata» ) , 53 καταλήγει ο Καντ στον ακόλουθο τύπο: 51. Βλ. Η. J. Patón (1971), σ. 129-98 (ακολουθώ την αρίθμηση του Patón). Πρβλ. ΘΜΗ, 431,436. 52. ΚΠΛ, 5:30 (μετάφρ. 52). Πρβλ. τη διατύπωση της ΜΗ: «Η κατηγορικη προσταγή η οποία εν γένει εκφράζει μόνον τι είναι υποχρέωση, είναι: Π ράττε σύμφωνα με ένα γνώμονα ο οποίος μπορεί συγχρόνως να ισχύει ως καθολικός νόμος» (6:225, μετάφρ. 43). 53. Κ Κ Λ , Β 165. Για τούτο άλλωστε, η φύση ορίζεται ως «η ύπαρξη των πραγ μάτων, εφ’ όσον αυτή καθορίζεται σύμφωνα με καθολικούς νόμους»), Προλεγόμενα, 4:294 (μετάφρ. 78-9).
152
Ι ΜΜΑ ΝΟΤ Ε Λ KANT: ΘΕ ΜΕ Λ Ι ΩΣ Η Τ Η Σ ΜΕΤΑΦΥ Σ Ι Κ Η Σ ΤΩΝ ΗΒΩΝ
«Πράττε έτσι σαν να επρόκειτο ο γνώμονας της πράξης σου να γίνει με τη Θέλησή σον καθολικός φυσικός νόμος»(421) (τύπος Ια). Ας προσε χθεί ότι η ζητούμενη γενικότητα του γνώμονα των πράξεων απαι τεί όχι να συμπίπτει με την καθολικότητα του φυσικού νόμου, αλλά απλώς να είναι κατ’ αναλογίαν με αυτήν και, κατ’ επέκτασιν, με τη νομοτέλεια της φύσης. Τούτο συνάγεται με σαφήνεια τόσο από τη διατύπωση «σαν να επρόκειτο ...», όσο και από τη ρητή αναφορά του Καντ στην «καθολική -όμοια με τη φυσική τά ξη- νομοτέλεια των πράξεων» (431). Είναι προφανής η συγγένεια της αντίληψης αυτής με τον βασικό κανόνα της στωικής ηθικής: «όμολογουμένως ζην» και «όμολογουμένως τη φύσει ζην».54 Ο Καντ επικαλείται δύο κυρίως κριτήρια της ηθικής ορθότη τας των πράξεων. Το ένα είναι ουσιαστικό: «Πρέπει να μπορούμε να θέλομε ο γνώμονας της πράξης μας να γίνει καθολικός νόμος: αυτός είναι ο κανόνας της ηθικής κρίσης των πράξεων εν γένει» (424). Ενώ το άλλο κριτήριο είναι τυπικό και αποτελεί λογική προϋπόθεση του προηγουμένου: Ο γνώμονας της πράξης μας πρέπει να δύναται να νοείται ως καθολικός φυσικός νόμος χωρίς αντίφαση (422-424). Το κυριότερο επιχείρημα προκύπτει από το υποθετικό ερώτημα: Τ ι θα συνέβαινε εάν όλοι οι άνθρωποι στην περίπτωση χ (ή σε ανάλογες περιπτώσεις) έπρατταν κατά τον ίδιο τρόπο; Εάν μπορούμε (εννοείται: ευλόγως, βασίμως, υπεύ θυνα, με γνώμονα πάντοτε τον ορθό Λόγο!) να αποδεχθούμε το είδος αυτό της πράξης, τότε είναι αυτό ηθικό και επιτρεπτό, εάν όχι, τότε δεν είναι. Είναι σαφές ότι για τη σχετική κρίση λαμβάνονται υπ’ όψιν και τα αποτελέσματα ή οι συνέπειες και οι επι πτώσεις των πράξεων. Επειδή, σύμφωνα με μια θέση του Καντ: «Μια πράξη από καθήκον έχει την ηθική αξία της όχι στην πρόθε ση η οποία πρόκειται να επιτευχθεί μ’ αυτήν, αλλά στον γνώμονα κατά τον οποίο αποφασίζεται» (399), γεννάται το ερώτημα εάν θεωρεί ότι σημασία για την ηθική κρίση έχει μόνον η καλή θέ
54. Stoiconim Veterum Fragrnenta (επιμ. Hans von Arnim), I, 179. Πρβλ. Μ. Pohlenz (1992)· M. Forschner στο O. Höffe (2010), σ. 66-83.
ΕΠΙ ΜΕΤ ΡΟ
153
ληση και το φρόνημα και όχι οι συνέπειες των πράξεων . 5556 Εδώ είναι ουσιώδης η διάκριση μεταξύ των ανωτέρω πρωταρχικών κριτηρίων και μιας πρόσθετης απόδειξης η οποία λαμβάνει υπ’ όψιν και τις συνέπειες.5ϋ II) Επειδή: «Ο άνθρωπος, και κάθε έλλογο ον εν γένει, υπάρ χει ως σκοπός καθ’ εαυτόν, όχι απλώς ως μέσον για οποιαδήποτε χρήση γ ι’ αυτήν ή εκείνη τη θέληση, αλλά πρέπει πάντοτε να θεω ρείται συνάμα ως σκοπός σε όλες τις πράξεις του, τόσο σ’ αυτές που αναφέρονται στον εαυτό του όσο και σ’ εκείνες που αναφέρονται σε άλλα έλλογα όντα, πρέπει πάντοτε να θεωρείται συνάμα ως σκοπός» (428), για τούτο συνάγεται μια νέα διατύπωση της ηθικής αρχής: «Πράττε έτσι ώστε να χρησιμοποιείς την ανθρωπότη τα [ανθρώπινη φύση], τόσο στο πρόσωπό σου όσο και στο πρόσωπο κάθε άλλου ανθρώπου, πάντοτε συγχρόνως ως σκοπό και ουδέποτε απλώς και μόνον ως μέσον» (429) (τύπος II). Στη συνάφεια τούτη εισάγει ο Καντ ένα πλέγμα εννοιών που συνιστούν τα θεμελιώδη γνωρίσματα των ελλόγων όντων -τις έννοιες του προσώπου και του αυτοσκοπού με απόλυτη αξία και αξιοπρέπεια- και οι οποίες για τούτο ακριβώς «περιορίζουν κά θε [ενδεχόμενη] αυθαιρεσία (και αποτελούν αντικείμενο σεβα σμού)» (428). Εδώ φανερώνεται ένα από τα κυριότερα γνωρίσμα τα της καντιανής ηθικής: η αντίθεση προς την αυθαιρεσία και η αναζήτηση των αντικειμενικών αξιών που την αντιμάχονται. III) Αλλά η απολύτως θεμελιώδης αρχή της καντιανής ηθι κής είναι εκείνη της αυτονομίας. Το κεντρικό νόημά της είναι η «ιδέα της θέλησης κάθε ελλόγου όντος ως θέλησης που νομοθετεί
55. Σύμφο^να με την περίφημη διάκριση του Μαξ Βέμπερ: πρόκειται για το ερώτημα εάν ο Καντ ακολουθεί την «ηθική του φρονήματος)» ή την «ηθική της ευθύνης». Βλ. Μ. Weber, Politik als Beruf (Η πολιτική ως επάγγελμα), στο: Gesammelte Politische Schriften, επ ιμ .Τ Winckelmann, Mohr (Siebeck), Τυβίγγη '1988, σ. 505-60:551-2. 56. Βλ. Παπανούτσος(2010), σ. 192-200. Πρβλ. F. Paulsen (1921), τ. I, σ. 22830.
154
Ι ΜΜΑ ΝΟΥ Ε Λ KANT: Θ Ε Μ Ε Λ Ι ΩΣ Η Τ Η Σ Μ Ε Τ Α Φ Υ Σ Ι Κ Η Σ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
καθολικά» (431) (τύπος III).57 Το κρίσιμο γνώρισμα της έννοιας της αυτονομίας είναι η σύνθεση δύο στοιχείων τα οποία εκ πρώ της όψεως αντιτίθενται το ένα προς το άλλο: η θέσπιση από το ίδιο το άτομο των κανόνων τους οποίους θέλει, οφείλει και πρό κειται να ακολουθεί· οι κανόνες όμως αυτοί είναι τέτοιοι ώστε να δύνανται συγχρόνως να ισχύουν για όλα τα έλλογα όντα (να έχουν καθολική εγκυρότητα και ισχύ). Αναφερόμενος ο Καντ στις προ ηγούμενες ηθικές θεωρίες, τις επικρίνει ότι «δεν διανοήθηκαν όμως ότι [ο άνθρωπος] δεν υποτάσσεται παρά μόνο στη δική τον και εντούτοις καθολική νομοθεσίαν (432).58 I Hoc) Στο πλαίσιο της αυτονομίας αναπτύσσει ο Καντ μια «συ ναφή και πολύ γόνιμη έννοια», εκείνη του βασιλείου (ή κράτους) των σκοπών. «Επειδή οι νόμοι καθορίζουν τους σκοπούς κατά την καθολική εγκυρότητά τους, για τούτο, εάν αφαιρέσομε τις προσωπικές διαφορές των ελλόγων όντων, καθώς και κάθε περι εχόμενο των ιδιωτικών σκοπών τους, θα μπορέσομε να νοήσομε ένα Όλον όλων των σκοπών (τόσο των ελλόγων όντων ως σκοπών καθ’ εαυτούς όσο και των δικών τους σκοπών, τους οποίους μπο ρεί να θέτει το καθένα) σε συστηματική συνάφεια, δηλαδή ένα βα σίλειο των σκοπών που είναι δυνατόν σύμφωνα με τις παραπάνω αρχές» (433). Σύμφωνα με τα γνωρίσματα τούτα, πρόκειται για μια νοητή και ιδεατή κοινότητα που απαρτίζεται: α) από όλα τα έλλογα όντα τα οποία ακολουθούν την αρχή να φέρονται προς τον
57. Κατά τον Παπανούτσο(2010)σ. 144, υποσ. 53, η Κριτική τον καθαρού Λόγον «δεν περιέχει ακόμη ούτε τη λέξη ούτε την ιδέα της ‘αυτονομίας’», πράγμα που θα συμβεί για πρώτη φορά στη Θεμελίωαη. Εντούτοις, πρβλ. ΚΚΛ, Α 547/Β 575: «Το ύτι ο Λόγος έχει αιτιότητα [της ελευθερίας], ή τουλά χιστον σκεπτόμαστε εμείς κάτι τέτοιο, είναι σαφές από τις προσταγές τις οποίες επιτάσσομε εμείς σε όλα τα πρακτικά ζητήματα ως κανόνες στις εκτελεστικές δυνάμεις»· Α 802/Β 830: «Γ ια τούτο και ο Λόγος παρέχει νό μους οι οποίοι είναι προστακτικές, δηλαδή αντικειμενικοί νόμοι της ελευθε ρίας [...]»■ Α 553-4/Β 581-2, Α 808/Β 836. 58. Η σχετική διατύπωση με τα δύο τούτα στοιχεία -«νομοθεσία δική του» (του ατόμου) και συνάμα «καθολική»- επανέρχεται συχνά στη ΘΜΗ: 431, 432. 436 &: σποράδην.
155
ΕΠΙ ΜΕΤ ΡΟ
εαυτό τους και προς τους άλλους «πάντοτε συγχρόνως ως σκο πούς καθ’ εαυτούς και ποτέ απλώς και μόνον ως μέσα»· β) από τους σκοπούς που θέτουν τα έλλογα όντα, όχι όμως οποιουσδήποτε σκοπούς, αλλά αποκαθαρμένους από το ενδεχομένως αυθαίρε το ιδιωτικό περιεχόμενό τους. Εδώ εννοούνται οι υποκειμενικές επιδιώξεις κάποιου «αντικειμένου του επιθυμητικού» (ηδονή, πλούτος, εξουσία κ.ο.κ.) με τελικό σκοπό την ατομική ευδαιμο νία σε αντιδιαστολή προς τους «αντικειμενικούς σκοπούς» (ένας από τους κυριότερους είναι ακριβώς ο άνθρωπος ως αυτοσκοπός) και τους «σκοπούς που είναι συγχρόνως καθήκοντα».59
Ε '. Θ ε μ ε λ ίω σ η τ η ς η θ ικ ή ς ;
(Θεμελίωση
και
Κριτική τον πρακτικού Λόγον)
Η Θεμελίωση δεν εκθέτει απλώς την ηθική αρχή (με τις ποικίλες διατυπώσεις της), αλλά επιχειρεί ρητώς και την αιτιολόγηση ή θεμελίωσή της.60 Για να απαντήσει στο ερώτημα: «Πώς είναι δυ νατή η κατηγορική προσταγή ως a priori συνθετική πρόταση;» (419, 444-5) και με την «πρόθεση» να «αποδείξει a priori» την πραγματικότητά της, επιχειρεί στο τρίτο κεφάλαιο την «παρα γωγή» της (δηλαδή συναγωγή της δυνατότητας και άρα αιτιολό γηση) (446 κ.ε.). Η κατηγορική προσταγή είναι a priori συνθετική πρόταση διότι το πεπερασμένο και ατελές έλλογο ον δεν πράττει κατ’ ανάγκην σύμφωνα με γνώμονες που δύνανται συγχρόνως να ισχύουν ως καθολικοί ηθικοί νόμοι (420 Σ). Γ ια τούτο ακριβώς απαιτείται εξήγηση της δυνατότητας αυτής.
59. Βλ. ΜΗ. 6:382-88 (μετάφρ. 232-9). Συναφής με το «βασίλειο των σκοπών)» είναι η έννοια της «ηθικής κοινότητας» ή «ηθικής πολιτείας» ή του «βασι λείου της αρετής», βλ. Θρησκεία, 6:94-100 (μετάφρ. 175-86). 60. Για τη διάκριση μεταξύ «έκθεσης» και «παραγωγής» (δηλαδή «δικαιολόγησης της αντικειμενικής και καθολικής εγκυρότητας») της ηθικής αρχής, βλ. ΚΠ Λ, 5:46 (μετάφρ. 74-5). Πρβλ. Κ Κ Λ , A 23/Β 38, A 84-5/ Β 116-7· Κ Κ Δ , 5:277, 279-81 (μετάφρ. 202, 205-8).
156
Ι ΜΜΑ ΝΟΤ Ε Λ KANT: ΘΕΜΕ Λ Ι ΩΣ Η Τ Η Σ Μ Ε Τ Α Φ Γ Σ Ι Κ Η Σ ΤΩΝ ΗΒΩΝ
Αλλά στο σημείο τούτο προκύπτει ένα σοβαρό ερμηνευτικό πρόβλημα επειδή η Κριτική τον πρακτικού Λόγον αναπτύσσει την αντίθετη θέση: υποστηρίζει ότι η παραγωγή του ηθικού νόμου δεν είναι ούτε δυνατή ούτε αναγκαία, καθώς η συνείδηση του ηθικού νόμου αποτελεί ένα «γεγονός» («Faktum») του καθαρού πρακτικού Λόγου. Βάσει του «γεγονότος» αυτού αποδεικνύεται με βεβαιότητα η πραγματικότητα της ελευθερίας. 61 Γεννάται λοιπόν το ερώτημα εάν η τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως διαφο ρά τούτη μεταξύ των θέσεων της Θεμελιωσης και της Κριτικής τον πρακτικού Λόγον σημαίνει ριζική μεταβολή των απόψεων του Καντ, αντίφαση και ασυνέπεια ή μήπως υφίσταται κατ’ αρχήν συμβατότητα και συμφωνία μεταξύ των δύο έργων παρά τις εν δεχόμενες διαφοροποιήσεις. Εάν με τον όρο «παραγωγή» της ηθικής αρχής είτε της ελευ θερίας εννοείται η αιτιολόγηση της ισχύος τους με την αναφορά των αναγκαίων και επαρκών όρων της δυνατότητάς τους, τότε υφίσταται κατά βάση συμφωνία (παρ’ όλες τις διαφοροποιήσεις) μεταξύ των δύο έργων. Πράγματι, και τα δύο έργα αναπτύσσουν τους ακόλουθους συλλογισμούς: Εάν ένα έλλογο ον είναι ελεύθερο (δηλαδή ανεξάρτητο από τη φυσική και κάθε άλλη αναγκαιότη τα), τότε έχει την ικανότητα να μην καθορίζεται η βούλησή του μόνον από εμπειρικά (υποκειμενικά, εγωιστικά και ιδιοτελή) αί τια και κίνητρα, αλλά -εφ’ όσον έχουν αφαιρεθεί αυτά- και από τον αντικειμενικό και καθολικό νόμο του καθαρού πρακτικού Λό γου, δηλαδή τον ηθικό νόμο. 6263 Αλλά και αντιστρόφως: Εάν ένα πεπερασμένο έλλογο ον έχει συνείδηση του ηθικού νόμου, τότε η βούλησή του οφείλει να μην καθορίζεται από εμπειρικά αίτια, αλλά από μόνη τη μορφή της καθολικής νομοτέλειας του ηθικού νόμου. Εφ’ όσον όμως συμβαίνει αυτό, τότε η θέληση του ελλό γου όντος είναι ανεξάρτητη από τη φυσική αναγκαιότητα, δηλα δή ελεύθερη, και, καθώς θέτει η ίδια τον ηθικό νόμο, αυτόνομη. 61 61. ΚΠ Λ , 5:46-8 (μετάφρ. 74-7). 62. Πρβλ. ΘΜΗ, 447, 453· Κ Π Λ . 5:29-30 (μετάφρ. 50-2) 63.
Πρβλ. ΘΜΗ. 453· Κ Π Λ , 5:28-9 (μετάφρ. 49-50).
ΕΠΙ ΜΕΤ ΡΟ
157
Ας σημειωθεί ότι την αντικειμενική πραγματικότητα και ισχύ του ηθικού νόμου αναγνωρίζει όχι μόνον η Κριτική τον πρα κτικού Λόγου, αλλά -εμμέσως, αν και με σαφήνεια- και η Θεμελίωση (424, 445, 457), όπως ρητώς και με κάθε σαφήνεια ήδη η Κριτική τον καθαρού Λόγον . 64 Για την ακρίβεια εξ άλλου, ο όρος «factum» δεν σημαίνει «γεγονός» με τη σημασία του συμβάντος, αλλά έργο ή πράξη (actio) του υποκειμένου . 65 Ποια είναι λοιπόν όσον αφορά στην αιτιολόγηση, η κύρια δια φορά ανάμεσα στα δύο έργα; Η Θεμελιωση επιχειρεί την παρα γωγή της κατηγορικής προσταγής, αλλά και της ελευθερίας της θελήσεως, βάσει της ιδέας της ελευθερίας, ενώ η Κριτική τον πρα κτικού Λόγον αναλαμβάνει την παραγωγή μόνον της ελευθερίας βάσει του «γεγονότος» της ηθικής συνείδησης. Στη Θεμελίωση, η ιδέα της ελευθερίας αποτελεί τον γνωστικό λόγο (τη ratio cognoscendi) του ηθικού νόμου, ενώ στην Κριτική τον πρακτικού Λόγον ο ηθικός νόμος αποτελεί τον γνωστικό λόγο της ελευθε ρίας. Αλλά και στα δύο έργα, η ελευθερία αποτελεί την πραγματι κή ή οντολογική αρχή (τη ratio essendi) του ηθικού νόμου . 66 Ως προς το κεντρικό ζήτημα: Αν οι ηθικές αρχές δημιουργούνται (ή «κατασκευάζονται») από την ανθρώπινη σκέψη ή μήπως ισχύουν ανεξάρτητα από αυτήν, οπότε δεν επινοούνται, αλλά ανα καλύπτονται και αναγνωρίζονται, χωρίς τούτο να θίγει την ισχύ και την εγκυρότητά τους -άρα, ως προς το ζήτημα εάν η καντια νή ηθική εκφράζει έναν ηθικό ιδεαλισμό (ή κονστρουκτιβισμό) ή
64. ΚΚΛ, A 547/Β 575, A 534/Β 562, A 802-3/Β 830-1. 65. Γ ια την κατανόηση του «factum» ως πράξης («actio»), πρβλ. ιδίως Kaulbach (1978)· Willaschek.(1991)· Gerhardt (2002). Στο έργο Αρχές τονφνσιχον Δ ι καίου του Achenwall, το οποίο χρησιμοποιούσε ο Καντ ως εγχειρίδιο για τις σχετικές παραδόσεις του (το πρώτο μέρος της μετέπειτα Μεταφυσικής των ηθών) διαβάζομε: «Η αυτενεργός δράση, θεωρούμενη ως ατομική και υπο κείμενη σε μιαν υποχρέωση, λέγεται πράξη [factum])». Βλ. G. Achenwall -J.S . Pütter, Anfangsgründe des Naturrechts (Elementa Iuris Naturae), 1750, επιμ. και μετάφρ. J. Schröder, Insel, Φραγκφούρτη-Λιψία 1995, § 122, σ. 48-9. 66. Βλ. ιδίως ΚΠΛ, 5:4 Σ (μετάφρ. 14 Σ).
ι 58
Ι Μ Μ Α Ν Ο Ι Έ Λ KANT: ( -ΪΕΜΕΛΙϋΣΗ Τ Η Σ Μ Ε Τ Α Φ Τ Σ Ι Κ Η Σ ΤΩΝ ΗΜΩΝ
μήπως έναν ηθικό ρεαλισμό-, πρέπει να σημειώσομε ότι υπάρ χουν στοιχεία υπέρ και των δύο εκδοχών . 1,7 Την αφετηρία τη συνιστά η αντίληψη ότι οι ηθικές αρχές θεσπί ζονται ή νομοθετούνται από τον ανθρώπινο Λόγο. «Ο φιλόσοφος είναι ο νομοθέτης του ανθρώπινου Λόγου» (ΚΚΛ, Α 839/Β 867).** Τούτο άλλωστε εκφράζει η θεμελιώδης αρχή της αυτονομίας του πρακτικού Λόγου . 67869 Εντούτοις, ορισμένα βασικά γνωρίσματα των ηθικών αρχών τεκμηριώνουν την αντικειμενική ισχύ τους, ανεξάρ τητα από την ηθική συνείδηση και τον πεπερασμένο νου των επί μέρους ατόμων, ιδίως η καθολικότητα, η αναγκαιότητα, η αντι κειμενικότητα και η δεσμευτικότητα των ηθικών αρχών. Αλλά τα στοιχεία τούτα είναι κρίσιμα: προσδίδουν στις ηθικές αρχές και στις αξίες το γνώρισμα της αυτοτέλειας ή της ανεξαρτησίας έναντι των υποκειμένων και των ατομικών συνειδήσεων. 70
Σ Τ Κ ρ ι τ ι κ έ ς τ η ς κ α ν τ ια ν ή ς η θ ικ ή ς κ α ι α ν ο ικ τ ά ζ η τ ή μ α τ α
Εναντίον της καντιανής ηθικής διατυπώνεται πλήθος αντιρρή σεων, κριτικών και επιφυλάξεων, οι οποίες αποτελούν ένα είδος σταθερού ρεπερτορίου. Στη συνέχεια θίγονται μερικές από τις κυριότερες, δίχως πρόθεση πληρότητας . 71 α) Μια πρώτη κριτική αναφέρεται στον υπέρμετρο ορθολο γισμό ή Λογοκρατία με πολλαπλή σημασία: την αποκλειστική στήριξη της ηθικής στον ορθό (και μάλιστα καθαρό) Λόγο, την ταύτιση της ηθικότητας με την ορθολογικότητα, και τη νοησιαρ χία ή νοησιοκρατία.
67.
Πρβλ. Ch. Larmore - A. Renaut (2006)· Σ. Βιρβιδάκης (2009).
68. Π ρβλ. ΚΚΛ, Α 751 -54/Β 779-82, A 802/Β 830. 69. ΚΠ Λ , 5:31 (μετάφρ. 54). 70. N. Hartmann ( 1962), 149 υποσ. 71. Σχετικώ ς με τις κριτικές επί της καντιανής ηθικής πρβλ. Ε. Π. Παπανούτσος(2010). σ. 175-219-Φ. Παιονίδης (2004)· Κ. Ανδρουλιδάκης (2017).
Ε ΠΙ ΜΕΤ ΡΟ
159
Στην πραγματικότητα όμως ο Καντ δεν αμφισβητεί διόλου τη σημασία της εμπειρίας (πρβλ. ΘΜΗ, 389). Σχετικά με τη θέση της ανθρωπολογίας στην ηθική, παραβλέπεται συνήθως ότι ο Καντ απορρίπτει μεν τα εμπειρικά στοιχεία (τα «συμβεβηκότα») του ανθρώπου, όχι όμως τα καθολικά (δομικά ή «ουσιώδη») γνωρίσματά του ως ελλόγου όντος: «Η ηθική ικανότητα πρέπει να εκτιμάται σύμφωνα με τον νόμο που επιτάσσει κατηγορικά· συνεπώς όχι σύμφωνα με την εμπειρική γνώση την οποία έχομε για τον άνθρω πο, όπως είναι οι άνθρωποι, αλλά σύμφωνα με την ορθολογική γνώση, όπως οφείλουν να είναι σύμφωνα με την ιδέα της ανθρώπινης φύσηςυ? 1 Μια πτυχή της κριτικής αυτής αναφέρεται στην αμφισβήτη ση του «καθαρού Λόγου», ο οποίος δεν καθορίζεται -υποτίθεταιδιόλου από εμπειρικά στοιχεία και δεσμεύσεις (λ.χ. κοινωνικά, ψυχικά, ιστορικά, πολιτισμικά κ.ο.κ.). Η κριτική αυτή παρα γνωρίζει τη θεμελιώδη καντιανή διάκριση μεταξύ της εμπειρικής και της νπερβατολογικής εξέτασης των ζητημάτων. Από πλευράς εμπειρικής, ο Καντ δέχεται ρητώς και με κάθε σαφήνεια τις πολ λαπλές εξαρτήσεις και τους καθορισμούς του Λόγου από ποικί λους εμπειρικούς παράγοντες και αναφέρεται συχνά στην «καλ λιέργεια» του Λόγου (ΚΚΛ, Α 850-1 /Β 878-9) και στον «καλλιερ γημένο Λόγο» (ΘΜΗ, 396).7273 Μια από τις συνήθεις προκαταλήψεις για την καντιανή ηθική είναι ότι διαπνέεται από νοησιοκρατία. Υποτίθεται ότι υπερτιμά τη σημασία και την αξία της νόησης και των ελλόγων νοητικών δυνάμεων εις βάρος των μη ελλόγων πλευρών του ανθρώπου και της ζωής, παραγνωρίζοντας πως ο άνθρωπος δεν είναι μονάχα έλλογο ον, αλλά και πεπερασμένο ον. Ο Παπανούτσος μιλά για την ιιοργανική αδυναμία του ορθολογισμού να εξηγήσει θεωρη τικά, ως φιλοσοφική δηλαδή κατασκευή, την ηθική ζωή και να λύσει τα προβλήματά της [...]. Ο Καντ είδε τη σκοτεινή δύνα μη της Φύσης, είδε τον Λόγο στο επιβλητικό του μεγαλείο, αλλά 72. ΜΗ, 6:404-5 (μετάφρ. 257, υπογράμμιση δική μας). 73. Πρβλ. προπαντός τα Δοκίμια «Ιδέα μιας γενικής ιστορίας», «Πιθανή αρ χή», καθώς και την Αιώνια ειρήνη.
ι6ο
ΙΜΜ Α Ν Ο Ϊ Έ Λ KANT: ΘΕΜΕ Λ Ι ΩΣ Η Τ Η Σ Μ Ε Τ Α Φ Γ Σ Ι Κ Η Σ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
δεν είδε τον πραγματικό, τον ελεύθερο και τραγικό άνθρωπο» . 71 Εντούτοις ο Καντ αναγνωρίζει πλήρως ότι ο άνθρωπος είναι πε περασμένο, φυσικό, έμβιο έλλογο ον, και αξιοποιεί όχι μόνο τις έλλογες νοητικές δυνάμεις του, αλλά και το θυμικό στοιχείο, το συναίσθημα, τα βιώματα, καθώς και τη «γνώση του κόσμου» για τη συγκρότηση της ηθικής . 7475 Ενδεικτικά είναι δυνατόν να αναφέ ρει κανείς τη σημασία του σεβασμού, του ηθικού συναισθήματος, της ταπεινοφροσύνης, τη συσχέτιση του αισθήματος του υψηλού με την ηθική, και της ηθικής αίσθησης με τη μεταφυσική . 76 Συναφώς πρέπει να διακρίνομε δύο διαφορετικά ζητήματα και επίπεδα: α) το πρωτογενές επίπεδο τού ηθικού βίου. Εδώ, πράγματι, τα φαινόμενα εκτυλίσσονται σε ένα πολυσύνθετο επί πεδο και σύμπλεγμα συναισθημάτων, συγκινήσεων, διαίσθησης, ενόρασης, σκέψης κ.λπ. και β) το δευτερογενές επίπεδο του ηθι κού στοχασμού για τα σχετικά φαινόμενα. 7778Μόνο για το δεύτερο επίπεδο τίθεται θέμα στη συνάφειά μας, και μόνο για το επίπεδο αυτό θεωρεί ο Καντ ότι τα σχετικά ζητήματα κρίνονται με βάση τον Λόγο και όχι με το συναίσθημα, και ιδίως ότι είναι αδιανόητο να επαφίεται η ηθική κρίση στην αυθαιρεσία των αισθημάτων. β) Αλλά η συνηθέστερη κριτική η οποία ασκείται κατά της καντιανής ηθικής αναφέρεται βέβαια στον περιβόητο «φορμαλι σμό» της.7Η Η ερμηνεία αυτή είναι από μιαν άποψη ορθή, με την έννοια ότι η καντιανή ηθική απορρίπτει ως κριτήριο της ηθικότη τας την επιδίωξη εμπειρικών (δηλαδή υποκειμενικών, άρα σχετι κών και εγωιστικών) σκοπών (κυρίως: της ηδονής, του πλούτου 74. Ε. Π. Παπανούτσος (2010), σ. 219. 75. Βλ. ιδίως την καίρια διάκριση μεταξύ της «σχολαστικής» και της «κοσμι κής έννοιας» της φιλοσοφίας (Κ Κ ;1, Α 838-9/Β 866-7)· πρβλ. Ανθρωπολο γία, 7:119-20. Για τα υπαρξιακά στοιχεία της καντιανής ηθικής, βλ. Ger hardt (2002). 76. Πρβλ. ιδίως ΘΜΗ, 401 Σ· ΚΠ Λ , 5:71-89 (μετάφρ. 109-32), 161-3 (2335)· ΚΚΔ. §§ 28-9 (5:260-6, μετάφρ. 182-9), § 86, Παρατήρηση (5:445-7, μετάφρ. 407-9). 77.
Πρβλ. F. Brentano (1951), σ. 58-65.
78.
Πρβλ. ιδίως Μ. Scheler (1913/1916)· Ν. Hartmann (1962), σ. 107-11.
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
16 1
και της εξουσίας), τελική πρόθεση των οποίων είναι η ατομική ευτυχία. Αντιθέτως, αποδέχεται τους αντικειμενικούς και καθολι κούς σκοπούς και τις αξίες, τις οποίες αναγνωρίζει ως περιεχόμε νο των ηθικών αρχών.79 Ως ειδικότερους προσδιορισμούς του περιεχομένου των ηθι κών αρχών θεωρεί ο Καντ τους ακόλουθους: α) Τον άνθρωπο (και γενικότερα κάθε έλλογο ον) και την ανθρώπινη προσωπικότητα (ή το πρόσωπο), δηλαδή το ον εκείνο που είναι από τη φύση του αυτοσκοπός και δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιείται ποτέ μόνον ως μέσον, αλλά πάντοτε συγχρόνως και ως σκοπός καθ’ εαυτόν, και με την έννοια αυτή κατέχει απόλυτη αξία (ΘΛ/Λ/, 429). β) Το ύψιστο ή υπέρτατο αγαθό, δηλαδή τη σύνθεση ηθικότητας και ευδαιμονίας, και μάλιστα με αυτή τη σειρά: η ηθικότητα είναι ο αναγκαίος όρος της ευδαιμονίας.80γ) Οι σκοποί που είναι συγχρό νως καθήκοντα, δηλαδή: 1) η ατομική ή προσωπική τελειότητα (ή τελείωση) και 2) η ευδαιμονία των άλλων.81 Το δεύτερο μέρος της Μεταφυσικής των ηθών (η «Αρετολογία») αναπτύσσει μια διε ξοδική φαινομενολογία των ηθικών αξιών και αρετών (όπως άλ λωστε και η ίδια η Θεμελίωση αποτελεί εμβριθή φαινομενολογική έρευνα της ηθικής). γ) Μια άλλη κριτική αναφέρεται στην υποτιθέμενη υπέρμετρη ακαμψία και αυστηρότητα, στην απαίτηση να εφαρμόζονται οι ηθικές αρχές απαρεγκλίτως, και να τελούνται οι ηθικές πράξεις «από καθήκον» και όχι απλώς σύμφωνα με το καθήκον. Το σημείο αυτό έθιξε από τους πρώτους ο Σίλλερ.82 Εντούτοις, όπως εξηγεί ο Καντ: «Αλλά, εάν ρωτήσει κάποιος τι είδους είναι η αισθητική υφή, 79. Για τη διάκριση των σκοπών σε υποκειμενικούς (άρα τυχαίους και σχετι κούς) και αντικειμενικούς (άρα αναγκαίους, καθολικούς και απόλυτους), πρβλ. ιδίως ΘΜΗ, 427-8. . 80. Πρβλ. A7L1, 5:110-1 (μετάφρ. 164-5)· K K J* 5:450 (μετάφρ. 412). 81. ΜΗ, 6:584-8 (μετάφρ. 255-9). 82. Βλ. ιδίως F. Schiller, Uber Anmut und Würde (Περί χάριτος και αξιοπρέ πειας). Πρβλ. Φρήντριχ Σίλλερ, Επιλογή από το έργο του, εισαγωγή-επιλογή-μετάφραση Κ. Ανδρουλιδάκης, Σ τιγμ ή , Αθήνα 2015, σ. 55-61. Πρβλ. το «Ξένιον» του Σίλλερ «Τύψεις συνειδήσεως» («Gewissensskrupel»): «Ε υ
162
I M M A N O T E A K A N T : Θ Ε Μ Ε Λ Ι Ω Σ Η Τ Μ Σ Μ Ε Τ Α Φ Τ Σ Ι Κ Μ Σ ΤΩΝ Η(-)ΩΝ
τρόπον τινά η ιδιοσυγκρασία της αρετής: θαρραλέα, άρα εύθυμη , ή περιδεής, σκυφτή και καταρρακωμένη, τότε μόλις που χρειάζε ται απάντηση. Η δεύτερη, η δουλική πνευματική διάθεση, δεν μπορεί ποτέ να υπάρχει χωρίς κρυμμένο μίσος κατά του νόμου, ενώ η εύθυμη καρδιά κατά την τήρηση του καθήκοντος μας (όχι απλώς η αυταρέσκεια με την αναγνώρισή του) είναι σημάδι της γνησιότητας του ενάρετου φρονήματος».83 Ο Καντ αποδίδει απο φασιστική σημασία στη «φιλελεύθερη νοοτροπία που απέχει εξ ίσου από τη δουλοπρέπεια και την αναρχία. Το συναίσθημα της ελευθερίας κατά την επιλογή του τελικού σκοπού είναι εκείνο που καθιστά στους ανθρώπους αξιαγάπητη τη νομοθεσία».84 δ) Μια από τις συνηθέστερες μομφές κατά της καντιανής ηθι κής αναφέρεται στον υποτιθέμενο «αντιευδαιμονισμό» της: ότι απορρίπτει ή παραγνωρίζει τη θεμιτή επιθυμία του ανθρώπου για την ευτυχία. Εδώ επιβάλλεται να γίνει μια διάκριση: ο Καντ απορρίπτει πράγματι την ευτυχία (με το νόημα της εγωιστικής ικανοποίησης των επιθυμιών) ως κριτήριο της ηθικότητας, κυ ρίως επειδή το κεντρικό και πρωταρχικό ζήτημα της ηθικής δεν είναι η ευτυχία, αλλά η αρετή ως αξιότητα της ευδαιμονίας. Και τούτο επειδή ο αληθινός σκοπός του ανθρώπου είναι όχι απλώς η ικανοποίηση των επιθυμιών του ως εμβίου όντος, αλλά η ολό πλευρη καλλιέργειά του ως ελλόγου όντος με γνώμονα την τε λείωση. Εάν ο αληθινός σκοπός του ανθρώπου ήταν απλώς η ευ τυχία του με τη σημασία των παθητικών απολαύσεων και της ευημερίας, τότε δεν θα ήταν αυτός αληθινά έλλογο ον, αλλά ο νους (ή ο Λόγος) θα αποτελούσε απλώς το όργανο για την ικανοποίηση των επιθυμιών ή των παθών του. Για το ζήτημα τούτο ο Καντ εκ φράζεται καίρια: «Ποια αξία έχει για εμάς η ζωή, όταν αποτιμάται απλώς σύμφωνα με εκείνα που απολαμβάνομε (τον φυσικό σκο πό του αθροίσματος όλων των κλίσεων, δηλαδή την ευδαιμονία),
χαρίστως βοηθώ τους φίλους μου. αλλά δυστυχώς το κάνω με την καρδιά μου, και γ ι’ αυτό ανησυχώ συχνά μήπως δεν είμαι ενάρετος». 83. θρησκεία, 6:23-4 υποσ. (μετάφρ. 49-50 υποσ. ) 84. ((Το τέλος των πάντων», 8:337-8 (Δοκίμια, 174-5).
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
i6y
είναι εύκολο να αποφανθούμε. Βυθίζεται κάτω από το μηδέν. Πράγματι, ποιος θα ήθελε να ξαναρχίσει τη ζωή από την αρχή υπό τους ίδιους όρους ή έστω και σύμφωνα με ένα σχέδιο που θα είχε εκπονήσει ο ίδιος (σύμφωνο βέβαια με την πορεία της φύ σης), το οποίο όμως θα απέβλεπε απλώς στην απόλαυση ; » . 85 Αλλά, ενώ ο Καντ απορρίπτει την ευδαιμονία ως κριτήριο της ηθικότητας, την αναγνωρίζει, όπως είδαμε, από κοινού με την ηθικότητα, ως το δεύτερο συστατικό στοιχείο του ύψιστου αγα θού. Ειδικότερα, αποδέχεται την επιδίωξη της ευδαιμονίας ως το θεμιτό φυσικό αγαθό υπό τον όρο της ηθικότητας . 86 ε) Τέλος, μια κριτική αναφέρεται στη μεταφυσική ή στα με ταφυσικά κατάλοιπα της καντιανής ηθικής. Ο κριτικός έλεγχος του ζητήματος απαιτεί διασάφηση του τι εννοείται εδώ με τον όρο «μεταφυσική». Δεν τίθεται θέμα παραδοχής της υπερβατικής (υπερφυσικής) μεταφυσικής. Το βασικό νόημα είναι η «μεταφυ σική των ηθών» με τη σημασία της μεταεμπειρικής (υπερβατο λογικής) ηθικής φιλοσοφίας (βλ. ανωτέρω, σ. 142). Επιπλέον, γ ί νεται δεκτό ένα πλέγμα εννοιών και θέσεων (ιδίως η ελευθερία με τις ποικίλες σημασίες της, η διάκριση των δύο «απόψεων» -του αισθητού και του νοητού κόσμου-, το «βασίλειο των σκοπών», η αναλογία ηθικής και φύσης, ο συσχετισμός ηθικότητας και ελευ θερίας), οι οποίες θεμελιώνουν μια καινούργια και πρωτοπορια κή κριτική έννοια της μεταφυσικής, την ηθική μεταφυσική (ή τον «ιδεαλισμό της ελευθερίας»).87 Εδώ έχουν τη θέση τους δύο επισημάνσεις. Για την ορθότερη κατανόηση του Καντ, και ιδίως της ηθικής θεωρίας του, πρέπει να μελετάται το σύνολο του έργου του . 88 Αμέτρητες πλάνες και 85. Κ ΚΔ , 5:434 (μετάφρ. 393). 86. Κ Π Λ , 5:110-3 (μετάφρ. 1.64-8). 87. W. Dilthey, «Die Τ ypen der Weltanschauung und ihre Ausbildung in den me taphysischen Systemen», Gesammelte Schriften, Vandenhoeck &: Ruprecht, Γοτίγγη 1977, τ. VIII, σ. 73-118. 88. Π ρβλ. ιδίως τις επισημάνσεις του J . Rawls: «Δεν πρέπει να παραβλάψει κα νείς την πλήρη εμβέλεια των απόψεων του, πρέπει να λάβει υπ’ όψιν και τα ύστερα έργα του. Δυστυχώς, δεν υπάρχει κάποιο υπόμνημα για την ηθική
164
ΙΜΜ ΑΝΟ Τ Ε Λ KA N T : Θ Ε Μ Ε Λ Ι Ω Σ Η Τ Η Σ ΜΕΤΑΦΥ Σ Ι Κ Η Σ ΤΩΝ ΗΒΩΝ
παρανοήσεις οφείλονται απλώς στο λογικό σφάλμα του «επιχει ρήματος λόγω άγνοιας» (argumentum ad ignorantiam). Επιπλέον, οι καντιανές ηθικές αρχές -όπως άλλωστε και οι κανόνες του Δι καίου- αποκτούν το πλήρες νόημά τους μόνον εάν ερμηνεύονται και εφαρμόζονται όχι ξεχωριστά και μεμονωμένα, αλλά ως συνε κτικό πλέγμα, σε συνδυασμό και μέσα στην όλη συνάφειά τους.
Ζ '. Ε πίδραση και σημασία Η επίδραση της καντιανής ηθικής, και ειδικότερα της Θ εμελίω σης, είναι πράγματι απροσμέτρητη. Χωρίς υπερβολή, η ιστορία της ηθικής φιλοσοφίας από το 1785 και έπειτα -από τον Σίλλερ, τον γερμανικό ιδεαλισμό, τον Σοπενχάουερ, τον νεοκαντιανισμό και τη φαινομενολογική ηθική των αξιών έως σήμερα- ισοδυναμεί με την ιστορία της αναμέτρησης με την καντιανή ηθική. Η καθολικότητα των ηθικών αρχών αναγνωρίζεται από τα πιο δια φορετικά ρεύματα, ενώ χωρίς αυτήν δεν νοείται η προάσπιση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η καντιανή έννοια της ελευθερίας έχει διαποτίσει τα πιο ποικίλα ρεύματα σκέψης, λ.χ. τον υπαρξισμό, τον Λεβινάς (Ε. Levinas), τον Ρικαίρ (Ρ. Ricoeur) κ.ά. Στην καντιανή έννοια της αυτονομίας στηρίζεται αποφασι στικά η θεωρία της δικαιοσύνης του Ρωλς (John Rawls). Εναντίον του Καντ ασκείται εκ μέρους της αρεταικής ηθικής (λ.χ. νεοαριστοτελικοί, Μακιντάιαρ [MacIntyre] κ.ά.) η κριτική ότι οδήγη σε στην κατάρρευση της κλασικής τελολογικής ηθικής, η οποία ανεγνώριζε κοινούς σκοπούς και σταθερές αρετές και αξίες. Η κριτική τούτη παραβλέπει ότι η καντιανή έννοια της αυτονομίας δεν συνεπάγεται την αυθαιρεσία, αλλά είναι δυνατή μόνον υπό τον όρο της αναγνώρισης της φύσης και της τάξης του Λόγου, δηλαδή καθολικών αρχών και αξιών. Επιπλέον, ο Καντ αναγνω ρίζει ρητώς και με κάθε σαφήνεια ως «τέλος» (ή προορισμό) του θεωρία του Καντ ως σύνολο* ενδεχομένως να είναι αδύνατη η συγγραφή του», (1971), § 40, σ. 251, υποσ. (μετάφρ. σ. 300, υποσ.).
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
l6*
ανθρώπου τη μέγιστη δυνατή τελείωση, η οποία περιλαμβάνει τη μόρφωση ή καλλιέργεια, τον εκπολιτισμό και την ηθικοποίησή του. Για τούτο ακριβώς, μια από τις πιο ελπιδοφόρες προοπτικές φαίνεται να είναι το εκ πρώτης όψεως παράτολμο εγχείρημα σύν θεσης καντιανής και αριστοτελικής ηθικής . 89 Οι αντίπαλοι του Καντ ανήκουν στα πιο ποικιλώνυμα ρεύ ματα του σκεπτικισμού, του σχετικισμού και του ψευδοεμπειρισμού, παραγνωρίζοντας ότι ο Καντ λαμβάνει πλήρως υπ’ όψιν τα πραγματικά δεδομένα, αλλά και το «συμφέρον του Λόγου». Εντούτοις, το σύγχρονο παγκόσμιο φιλοσοφικό γίγνεσθαι προσ φέρει την καλύτερη απόδειξη της νίκης των καντιανών ιδεών. Όποτε η ανθρωπότητα θα έχει κύριο μέλημά της την αυτονομία του ορθού Λόγου, τη δικαιοσύνη, την ελευθερία και την αξιοπρέ πεια του ανθρώπου, θα είναι σε θέση να στηρίζεται στο ανεξάν τλητο δυναμικό της κριτικής σκέψης του Καντ.
Η '. Η ε λ λ η ν ι κ ή έ κ δ ο σ η
Η ελληνική μετάφραση έγινε από το γερμανικό πρωτότυπο με βάση τις κυριότερες κριτικές εκδόσεις οι οποίες παρατίθενται στη βιβλιογραφία. Κυρίως στηρίχθηκα στις εκδόσεις της Ακαδημίας Επιστημών του Βερολίνου (του Ρ. Menzer), του Κ. Vorländer, του W. Weischedel και των Β. Kraft - D. Schönecker. Συμβουλεύθηκα επίσης ορισμένες από τις κυριότερες ξενόγλωσσες μεταφράσεις, καθώς και τις δύο νεοελληνικές. 90 89. Πρβλ. ιδίως τη σπουδαία σύνθεση αριστοτελικής, καντιανής και φαινομε νολογικής ηθικής των αξιών στην Ηθική του Nicolai Hartmann (1962). 90. Έλαβα υπ’ όψιν τις ακόλουθες εκδόσεις: Groundwork of the Metaphysic of Morals, μετάφρ. H. J. Patón, Harper 8c Row, Νέα Υόρκη, 1964 (1η έκδ. ως: The Moral Law, 1948)· Foundations of the Metaphysics of Morals, μετάφρ. L.W. Beck, Prentice-Hall, Upper Saddle River, N.J., 1997* Fondements de la métaphysique des mœurs, μετάφρ. V. Delbos, αναθεώρηση A. Philonenko, Vrin, Παρίσι 1993· Fondation de la métaphysique des mœurs, μετάφρ. A. Renaut, Flammarion, Παρίσι 1984· Fondazione della metafísica dei costumi,
166
Ι ΜΜΑΝΟΤΈΛ K A N T : Θ Ε Μ Ε Λ Ι Ω Σ Η Τ Η Σ M E T ΑΦΤ’ Σ Ι Κ Η Σ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
Ως προς τη μετάφραση, είναι ασφαλώς γνωστές οι ιδιάζουσες δυσχέρειες που προκαλεί το καντιανό ιδίωμα. Ωστόσο και παρ’ όλες τις δυσκολίες, η Θεμελίωση χαρακτηρίζεται, όπως επισημαί νει ο Κασσίρερ (Ε. Cassirer), από «ζωντάνια, ελαστικότητα, και ορμή. Σε κανένα από τα κύρια κριτικά έργα του δεν είναι η προ σωπικότητα του Καντ τόσο άμεσα παρούσα όσο εδώ- σε κανένα άλλο δεν συνενώνεται με τέτοια πληρότητα η αυστηρότητα της απόδειξης με μια τόσο ελεύθερη ευκινησία της σκέψης, το ηθικό σθένος και μεγαλείο με την αίσθηση για την ψυχολογική λεπτο μέρεια, η ακρίβεια του ορισμού των εννοιών με την ευγενή αντι κειμενικότητα της δημώδους γλώσσας, πλούσιας σε επιτυχείς ει κόνες και παραδείγματα. Για πρώτη φορά μπόρεσε να εκφρασθεί εδώ και το προσωπικό ήθος του Καντ, το οποίο συνιστά τον βα θύτερο πυρήνα της ουσίας του » . 01 Η απόδοση ενός τέτοιου ύφους συνιστά δημιουργική πρόκληση. Τις μεγαλύτερες δυσχέρειες τις προκαλεί το περίπλοκο ύφος και η ειδική ορολογία. 9192 Αναφέρω ενδεικτικά ελάχιστα παραδείγματα δυσχερειών και τις λύσεις στις οποίες κατέληξα. Η λέξη Wille αποδίδεται κατά κανόνα ως «θέληση», ενίοτε όμως και ως «βούληση». Δεν φαίνεται να υπάρ χει σαφής διαφορά μεταξύ τους, αλλά είναι πιο σωστή έκφραση, λ.χ., «άνθρωπος καλής θελήσεως» παρά «αγαθής βουλήσεως». Η λέξη Interesse σημαίνει συμφέρον, ενδιαφέρον ή διαφέρον και πρέπει να διαφοροποιείται. Οι λέξεις Grundsatz και Prinzip απο δίδονται ως «αρχή» (ενίοτε η πρώτη ως θεμελιώδης αρχή). Η πολύσημη λέξη Grund ως «λόγος» (θεμέλιο), αλλά και «αίτιο». Η λέξη möglich αποδίδεται ως «δυνατός» με το νόημα «εφικτός, μετάφρ. F. Gonnelli, Laterza, Ρώμη '2015. Στα ελληνικά έχουν εκδοθεί οι ακόλουθες μεταφράσεις της θεμελίωσης: α) Η ηθική φιλοσοφία. I. Οι αρχές της μεταφυσικής των ηθών, μετάφρ. Ν. Δ. Κορκοφίγκας, Αθήνα 1937· β) Τα θεμέλια της μεταφυσικής των ηθών, εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια Γ. Τζαβάρας, Δωδώνη, Αθήνα 1984. 91. Ε. Cassirer (1918), σ. 253-4 (μετάφρ. 353). 92. Σχετικώ ς με το πρόβλημα του καντιανού γλωσσικού ιδιώματος, πρβλ. την έκδοση: Ιμμάνουελ Καντ, Επιλογή από το έργο τον, εισαγωγή-επιλογή-μετάφραση Κ. Ανδρουλιδάκης, Σ τιγμ ή , Αθήνα 2008, σ. 12-9.
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
ιβ7
δυνητικός» (σε αντιδιαστολή προς το ισχυρός). Επεδίωξα τη μέγιστη δυνατή ακρίβεια, αλλά συγχρόνως και την απαιτούμενη φυσικότητα, ώστε το κείμενο να διαβάζεται κατά το δυνατόν χωρίς να γίνονται εμφανείς οι δυσχέρειες για την απόδοσή του. Στο κείμενο σύντομες διευκρινιστικές προσθήκες του μεταφρα στή περικλείονται εντός αγκυλών. Οι σημειώσεις περιέχουν: α) κριτική του κειμένου, δηλαδή διαφορετικές γραφές των πρωτο τύπων εκδόσεων και διορθώσεις των εκδοτών, εφ’ όσον έκρινα ότι παρουσιάζουν ουσιαστικό και όχι μόνο (συχνά ανεπαίσθητο) φραστικό ενδιαφέρον· β) διευκρινίσεις όρων και εννοιών* γ) στοι χειώδη πραγματολογικά στοιχεία για τα πρόσωπα και τα έργα τους που μνημονεύονται στο κείμενο* δ) σύντομα ερμηνευτικά σχόλια με εννοιολογικές διασαφήσεις, καθώς και συσχετισμούς με αντίστοιχα χωρία σε άλλα έργα του Καντ. Ας σημειωθεί ότι σε πλήθος περιπτώσεων τα στοιχεία τούτα αποτελούν πρωτότυπη ερευνητική συμβολή της παρούσας έκδοσης.
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ
1724
22 Απριλίου: Γέννηση του Ιμμάνουελ Καντ στην Κ α ινιξβέργη
(Königsberg), πρωτεύουσα της Ανατολικής Πρωσίας. Τέταρτο παιδί του σαμαρά Johann G. Kant και της Anna Regina, το γένος Reuter. 1730-32 Μαθητής του δημοτικού σχολείου. 1732-40 Μαθητής του ευσεβιστικού Γυμνασίου Collegium Fridericia-
num. Εκδηλώ νει ενθουσιασμό για την αρχαία γρα μμα τεία , ιδίω ς τη λατινική, και απέχθεια για την αυστηρή θρησκευτική αγω γή. 1737
Θάνατος της μητέρας του.
1740-46 Σπουδές Φιλοσοφίας, Μ αθηματικών και Φ υσικής στο Πανε
πιστήμιο της Καινιξβέργης. Σ η μ α ντικ ή επιρροή του κα θηγητή του Martin Knutzen, μαθητή του Christian W olff και εκπροσώ που της φιλοσοφίας των Leibniz και Wolff. Ο Καντ εργάζεται παραδίδοντας ιδιω τικά μαθήματα. Αποφασίζει να ακολουθήσει πανεπιστημιακή σταδιοδρομία. 1746
Θάνατος του πατέρα του.
1746-55 Οικοδιδάσκαλος στα περίχωρα της Κ αινιξβέργης. 1747
Πρώτο δημοσίευμα: Σκέψεις για την αληθή εκτίμηση των ζωτι κών δυνάμεων (Gedanken von der wahren Schätzung der lebendigen Kräfte).
1755
Γενική φυσική ιστορία και θεωρία του ουρανού (Allgemeine N atu r geschichte und Theorie des Himmels). Ιούνιος: Μάγιστρος (Διδάκτω ρ) της Φιλοσοφίας με τη διατριβή Π ερί του πυράς (De igné).
170
Ι ΜΜΑΝΟ Τ Ε Λ K A N T : Θ Ε Μ Ε Λ Ι Ω Σ Η Τ Η Σ Μ Ε Τ Α Φ Τ Σ Ι Κ Η Σ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
Σεπ τέμβριος: Εντεταλμένος υφηγητής της Φιλοσοφίας στο Πα νεπιστήμιο της Κ αινιξβέργης με τη διατριβή Νέα διευκρίνιση των πρώτων αρχών της μεταφυσικής γνώσης (Principiorum primorum cognitionis metaphysicae nova dilucidatio). Διδάσκει Λογική, Μ εταφυσική, ηθική Φιλοσοφία, Μ αθηματικά, Φυσική, φυσική Γεωγραφία, Ανθρωπολογία, Π αιδαγω γική, Φυσικό Δίκαιο και φιλοσοφική Θεολογία. 1756
Απρίλιος: Φυσική μοναδολογία (Monadologia physica).
1762
Η ψευδής σοφιστικότητα των τεσσάρων συλλογιστικών σχημάτων (Die falsche Spitzfindigkeit der vier syllogistischen Figuren).
1762-64 Ο Χ έρντερ ( J . G. Herder) παρακολουθεί ως φοιτητής τα μαθή
ματα του Καντ. 1763
Ο μόνος δυνατός αποδεικτικός λόγος για την απόδειξη της υπάρξεως του Θεού (Der einzig mögliche Beweisgrund zu einer Demonstration des D aseins Gottes). Δοκιμή εισαγωγής της έννοιας των αρνητικών μεγεθών στη φιλοσο φία (Versuch den B egriff der negativen Größen in die Weitweisheit einzufuhren).
1764
Παρατηρήσεις περί τον αισθήματος τον ωραίου και τον υψηλού (Beobachtungen über das Gefühl des Schönen und Erhabenen). Δοκίμιο για τις ασθένειες της κεφαλής ( Versuch über die Krankheiten des Kopfes). Του απονέμεται το δεύτερο βραβείο της Πρωσικής Ακαδη μίας των Ε π ισ τημώ ν για τη μ ελέτη του: Έρευνα περί της σαφή νειας των θεμελιωδών αρχών της φυσικής θεολογίας και της ηθικής (Untersuchung über die Deutlichkeit der Grundsätze der natürli chen Theologie und der Moral). Α ποποιείται την καθηγεσία στην έδρα της ποίησης.
1765
Υποβιβλιοθηκάριος στη βασιλική βιβλιοθήκη του ανακτόρου της Κ αινιξβέργης.
Χ ΡΟ Ν Ο Λ Ο Γ Ι Ο
17 ι
Ανακοίνωση για την οργάνωση των παραδόσεών τον κατά το χει μερινό εξάμηνο 1765-1766 (Nachricht von der Einrichtung seiner Vorlesungen in dem Winterhalbenjahre von 1765-1766).
1766
Όνειρα ενός πνενματιστή, ερμηνευμένα με όνειρα της Μεταφυσικής (Träum e eines Geistersehers, erläutert durch Träume der Meta physik).
1769-70 Μετάκληση του Καντ ως τακτικού καθηγητή της Φιλοσοφίας από τα Π ανεπιστήμια του Ερλάνγκεν και της Ιένας. Ο Καντ αποποιείται τις θέσεις.
1770
Μάρτιος: Εκλογή του Καντ ως τακτικού καθηγητή της Λογικής και της Μεταφυσικής του Πανεπιστημίου της Καινιξβέργης με την εναίσιμη διατριβή Π ερί της μορφής και των αρχών τον αισθη τού και τον νοητού κόσμου (De mundi sensibilis atque intelligibilis form a et principiis).
1772
Παραίτηση από τη θέση του στην ανακτορική βιβλιοθήκη.
1781
Κριτική τον καθαρού Λόγον (Kritik der reinen Vernunft).
1783
Προλεγόμενα σε κάθε μελλοντική Μεταφυσική που θα μπορεί να εμφανίζεται ως επιστήμη (Prolegomena zu einer jeden künftigen Metaphysik, die als Wissenschaft wird auftreten können).
1784
Ιδέα μιας γενικής ιστορίας με πρίσμα κοσμοπολίτικο (Idee zu einer allgemeinen Geschichte in weltbürgerlicher Absicht). Απόκριση στο ερώτημα: Τι είναι Διαφωτισμός; (Beantwortung der Frage: Was ist Aufklärung?).
1785
Βιβλιοκρισίες των Ιδεών για τη φιλοσοφία της ιστορίας της αν θρωπότητας τον Χέρντερ (Rezensionen v o n j. G. Herders Ideen zur Philosophie der Geschichte der Menschheit). θεμελίωση της Μεταφυσικής των ηθών (Grundlegung zur M eta physik der Sitten).
1785-86 Διένεξη με τους Μέντελσον (Μ. Mendelssohn) και Γ ια κ ό μ π ι (F.H .Jacobi).
172
1786
ΙΜΜ Α Ν Ο Τ Ε Λ KA N T : Θ Ε Μ Ε Λ Ι Ω Σ Η Τ Η Σ Μ Ε Τ Α Φ Γ Σ Ι Κ Η Σ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
Πρύτανης του Πανεπιστημίου της Καινιξβέργης. Πιθανή αρχή της ιστορίας των ανθρώπων (Mutmaßlicher Anfang der Menschengesch ichte). Πρώτες μεταφυσικές αρχές της φυσικής επιστήμης (Metaphysische Anfangsgründe der Naturwissenschaft). Τι σημαίνει: Προσανατολίζομαι στη σκέψη; (Was heißt: Sich im Denken orientieren 7). Ε κ λέγετα ι μέλος της Πρωσικής Ακαδημίας των Επιστημώ ν.
1787
Δ εύτερη έκδοση της Κριτικής του καθαρού Λόγου.
1788
Κριτική του πρακτικού Λόγου (Kritik der praktischen Vernunft). Π ερί της χρήσεως τελολογικών αρχών στη Φιλοσοφία ( Uber den Ge brauch teleologischer Prinzipien in der Philosophie). Ε πα νεκλέγεται Πρύτανης.
1790
Κριτική της κριτικής δύναμης (Kritik der Urteilskraft). Π ερί μιας ανακαλύγεως, κατά την οποία κάθε νέα Κριτική του κα θαρού Λόγου θα γίνεται περιττή λόγω μιας παλαιότερης (Über eine Entdeckung, nach der alle neue Kritik der reinen Vernunft durch eine ältere entbehrlich gemacht werden soll) (εναντίον του Έμπερχαρντ [ J. Α. Eberhard]).
1791
Η αποτυχία όλων των φιλοσοφικών προσπαθειών στη θεοδικία. (Über das Mißlingen aller philosophischen Versuche in der Theo dizee).
1793
Η θρησκεία εντός των ορίων του Λόγον και μόνον (Die Religion innerhalb der Grenzen der bloßen Vernunft). Π ερί του κοινού αποφθέγματος: Τούτο μπορεί να είναι ορθό στη θε ωρία, αλλά για την πράξη δεν ισχύει ( Über den Gemeinspruch: D as m ag in der Theorie richtig sein, taugt aber nicht f ü r die Praxis).
1794(-95) Αλληλογραφεί με τον Σ ίλλερ. Το τέλος των πάντων (D as Ende aller Dinge). Ε κ λέγετα ι μέλος της Ακαδημίας Ε πιστημώ ν της Πετρουπόλεως.
Χ Ρ ΟΝΟΛΟ ΓΙ Ο
ι 73
1η Οκτωβρίου: Σύγκρουση με την πρωσική λογοκρισία. Με βα σιλική διαταγή επιτιμάται ο Καντ για το έργο του Η θρησκεία. Συνετή, αλλά και υπερήφανη απάντησή του. 1795 1796
Προς την αιώνια ειρήνη (Zum ewigen Frieden). Π ερί ενός αριστοκρατικού τόνον που υψώθηκε προσφάτως στη Φ ι λοσοφία (Von einem neuerdings erhobenen vornehmen Ton in der Philosophie).
1797
Πρώτες μεταφυσικές αρχές της θεωρίας τον Δ ικαίον (Metaphysische Anfangsgründe der Rechtslehre), Πρώτες μεταφυσικές αρχές της θε ωρίας της αρετής (Metaphysische Anfangsgründe der Tugendlehre)'
εκδόθηκαν έπειτα μαζί ως Μεταφυσική των ηθών (Die Metaphysik der Sitten). Π ερί ενός υποτιθέμενον δικαιώματος να ψευδόμαστε από αγάπη για τους ανθρώπους (Uber ein vermeintes Recht aus Menschenliebe zu lügen).
1798
Η διένεξη των Σχολών (Der Streit der Fakultäten). Ανθρωπολογία από άποψη πραγματολογική (Anthropologie in pragmatischer Hinsicht).
Εκλέγεται μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της Σιένας. 1800
Λογική (Logik), επιμ. G. Β. Jäsche.
1802
Φυσική Γεωγραφία (Physische Geographie), επιμ. F. Th. Rink.
1803
Π ερί Παιδαγωγικής (Uber Pädagogik), επιμ. F. Th. Rink.
Πρώτη σοβαρή ασθένεια του Καντ. 1804
12 Φεβρουάριου: Τελευτή του Καντ. Ποιες είναι οι πραγματικές πρόοδοι που έκαμε η Μεταφυσική στη Γερμανία από την εποχή τον Λάιμπνιτς και τον Βολφ; ( Welches sind die wirklichen Fortschritte, die die Metaphysik seit Leibnizens und Wolffs Zeiten in Deutschland gemacht hat?).
Β ΙΒ Λ ΙΟ Γ Ρ Α Φ ΙΑ 1
Α. Εκδόσεις της Θεμελίωσης της μεταφυσικής των ηθών Kants Gesammelte Schriften, έκδοση της Ακαδημίας Ε π ιστημώ ν του Βετόμ. 4, επ ιμ. Paul Menzer, G. Reimer (από το 1922 W. de Gruyter), Βερολίνο 1903, σ. 385-463 (& Σ ημ ειώ σ εις, σ. 623-634). I. Kant, Grundlegung zur Metaphysik der Sitten, επ ιμ . K. Vorländer (Ί 9 0 6 ), F. Meiner, Αμβούργο (ανατ. 1965). I. Kant, Werke in sechs Bänden, επ ιμ . W. W eischedel, Insel, W iesbaden 1956 (ανατ.: Werke in zwölf Bänden, Suhrkamp, Φραγκφούρτη 1968 κ.ε.). I. Kant, Grundlegung zur Metaphysik der Sitten, επ ιμ . T . Valentiner, Reclam, Στουτγάρδη 2012. I. Kant, Grundlegung zur Metaphysik der Sitten, επ ιμ . B. Kraft - D. Sch ö necker, F. Meiner, Αμβούργο 220 16.
Β. Μελέτες και άρθρα Ανδρουλιδάκης, Κ ., Καντιανή ηθική. Θεμελιώδη ζητήματα και προοπτι κές, Ιδεόγραμμα, Αθήνα 2010 [υπό έκδοση, Σ μ ίλ η , Αθήνα 22017]. Βιρβιδάκης, Σ τ ., Η υφή της ηθικής πραγματικότητας, Leader Books, Αθή να 2009. Καβουλάκος, Κ. (επ ιμ.), Ιμμάνονελ Καντ. Πρακτικός Λόγος και νεωτερικότητα, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2006. Κλιματσάκης, Π., Συστηματική εισαγωγή στον Γερμανικό Ιδεαλισμό. Καντ, Φίχτε, Σέλλινγκ, Χέγκελ, Ροές, Αθήνα 2010.
1.
Πρβλ. Margit Ruffing (επιμ.), ιδρυτής Rudolf Malter, Kant-Bibliographie 1945-1990, Klostermann, Φραγκφούρτη 1998.
176
1ΜΜ Α Ν Ο Τ Ε Λ K A N T : Θ Ε Μ Ε Λ 1Ω Σ Η Τ Η Σ M E T Α Φ Τ Σ Ι Κ Η Σ ΤΩΝ ΗΒΩΝ
Κόντος, Π., Η καντιανή ηθική της υπόσχεσης, Εστία, Αθήνα 2005. Λαβράνου, Α., Γνώση και πράξη. Για τη σχέση θεωρητικόν και πρακτικού Λόγον στον Ιμμάνονελ Καντ, Πόλις, Αθήνα 2010. Παιονίδης, Φ., «Καντιανή ηθική: πέντε δυσκολίες», Νέα Εστία, τχ. 1773 (2004), Αφιέρωμα στον Ιμμάνουελ Καντ, σ. 789-97. — , Υπέρ τον δέοντος. Δοκίμια πρακτικής φιλοσοφίας, Εκκρεμές, Αθήνα 2007. Π ανεπιστήμιο Ιωαννίνων (Τομέας Φιλοσοφίας), Για τον Ιμμάνονελ Καντ. 200 χρόνια μετά, Νήσος, Αθήνα 2006. Παπανούτσος, Ε. Π ., Η θική, Νόηση, Αθήνα 2010. Σαργέντης, Κ., Η ελευθερία της βούλησης, Νήσος, Αθήνα 2012. — , «Η θ ικ ή ενόραση και αυτενέργεια της ανθρώπινης βούλησης. Το η θ ι κό εγώ στον Καντ», Δευκαλίων, τ. 21, τχ. 2 (2003), 189-217. Σ τα μά της, Κ. Μ., Κριτική θεωρία δικαιοσύνης, θεμελίω ση αρχών, Σαββάλας, Αθήνα 2011. — , Φιλοσοφία και οικολογική ηθική, Νήσος, Αθήνα 2013. Τσάτσος, Κ ., «Η κοινωνική φιλοσοφία του Καντ», Δρχείον Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστημών, τ. Ε ' (1934), 388-439. — , Πολιτική. Θεωρία πολιτικής δεοντολογίας, Εκδόσεις των Φίλων, Αθή να J2000. Τσινόρεμα Σ τ ., «Τ ο πρόσωπο και η αρχή της προσωπικότητας στη νεό τερη ηθική φιλοσοφία και τη βιο ηθικ ή», στο: Κανελλοπούλου-Μπότη, Μ. - Παναγοπούλου-Κουτνατζή, Φ. (επ ιμ .), Βιοηθικοίπροβλημα τισμοί I I (Το πρόσωπο), Παπαζήσης, Αθήνα 2016, σ. 83-115. Ψυχοπαίδης, Κ., Ιστορία και μέθοδος, Σ μ ίλ η , Αθήνα 1994. — , Κριτική φιλοσοφία και λογική των θεσμών. Έρευνες για την πολιτική φιλοσοφία τον Καντ, Ε στία , Αθήνα 2001. Acton, Η. Β., K an t’s M oral Philosophy, Macmillan, Αονδίνο 1970. Adams, R. M,, Finite and Infinite Goods: A Framework fo r Ethics, Oxford University Press, Οξφόρδη 1999. Albrecht, M., Kants Antinomie der praktischen Vernunft, G. Olms, Hildesheim-Νέα Υόρκη 1978. Allison, H. E., K an t’s Theory o f Freedom, Cambridge University Press, Κ α ίμπ ριτζ 1990. — , Idealism and Freedom: Essays on K an t’s Theoretical and Practical Phi losophy, Cam bridge University Press, Κ α ίμ π ριτζ 1996.
Β ΙΒ ΛΙ ΟΓΡΑΦΙ Α
177
— , K ant’s ‘Groundwork fo r the Metaphysics of M orals’: A Commentary, Oxford University Press, Νέα Υόρκη 2011. Α ίςιιίέ, F., Introduction a la lecture critique de la raison pratique, PUF, Παρίσι 1966. — , L a morale de Kant, C D U -Sedes, Παρίσι 1974. Altmann, A., Freiheit im Spiegel des rationalen Gesetzes bei K ant, Duncker 8c Humblot, Βερολίνο 1982. Ameriks, K., K an t’s Theory o f Mind: An Analysis o f the Paralogism s o f Pure Reason, Oxford University Press, Οξφόρδη 1982. — , Kant and the Fate o f Autonomy, Cambridge University Press, Καίμπριτζ 2000. — (επιμ.), The Cambridge Companion to German Idealism , Cam bridge University Press, Κ α ίμπ ριτζ 2000. — , Interpreting K an t’s Critiques, Clarendon Press, Οξφόρδη 2003. Ameriks, K. - Sturma, D. (επ ιμ .), Kants Ethik, mentis, Paderborn 2004. Anscombe, E., Ethics, Religion, and Politics, University o f Minnesota Press, Minneapolis Minn. 1981. Antony, L. M. - Witt, Ch. (επ ιμ .), A Mind o f One’s Own: Feminist Essays on Reason and Objectivity, Westview Press, Boulder 1993. Apel, K.-O., Transformation der Philosophie, Suhrkamp, Φραγκφούρτη 1973. — , Diskurs und Verantwortung. D as Problem des Übergangs zur postkonventionellen M oral, Suhrkamp, Φραγκφούρτη 1988. Atwell, J . E., Ends and Principles in K an t’s M oral Thought, M. Nijhoff, Dordtrecht 1986. Aune, B., K an t’s Theory o f M orals, Princeton University Press, Πρίνστον 1979. Auxter, T ., K an t’s M oral Teleology, Mercer University Press, Macon, Ga. 1982. Baier, K., The Moral Point of Vieu>, Cornell University Press, Ithaca, N.Y. 1958. Baron, M. W., K antian Ethics Almost without Apology, Cornell University Press, Ithaca, N.Y. 1995. Baron, M. W. - Petit, Ph. - Slote, M., Three Methods o f Ethics, Blackwell, Οξφόρδη 1997. Baumanns, P., Kants Ethik. Die Grundlehre, Königshausen 8c Neumann. Würzburg 2000.
178
ΙΜΜΑΝΟΥΈΛ K A N T : Θ Ε Μ Ε Λ Ι Ω Σ Η Τ Η Σ Μ Ε Τ Α Φ Γ Σ Ι Κ Η Σ T i i N Η Β 12Ν
Baumgarten, H.-U. - Held, C. (επ ιμ .), Systematische Ethik mit Kant, K. Alber, Φράιμπουργκ-Μόναχο 2001. Baxley, A. M., K an t’s Theory o f Virtue: The Value o f Autocracy, Cambridge University Press, Κ α ίμπ ριτζ 2010. Beck, L. W., A Commentary on K an t’s Critique o f Practical Reason, The University o f Chicago Press, Σικά γο 21966. — , Studies in the Philosophy o f K ant, Bobbs-Merrill, Indianapolis, In. 1965. — , Early German Philosophers: K ant and his Predecessors, Harvard Uni versity Press, Κ α ίμπ ριτζ 1969. Beckermann, A., Analytische Handlungstheorie, Suhrkamp, Φραγκφούρτη 1985. Beiser, Fr. C ., The Fate o f Reason: German Philosophy from Kant to Fichte, Harvard University Press, Κ α ίμ π ριτζ 1987. Bennett, J ., K an t’s Dialectic, Cambridge University Press, Κ αίμπριτζ 1974. Berlin, I., Four Essays on Liberty, Oxford University Press, Οξφόρδη 1969 (Τέσσερα δοκίμια περί ελευθερίας, μετάφρ. Γ . Παπαδημητρίου, Scrip ta, Αθήνα 2001). Betzier Μ., K an t’s Ethics o f Virtue, W. de Gruyter, Βερολίνο-Νέα Τόρκη 2008. Bird, G. (επ ιμ .), A Companion to Kant, Blackwell, Οξφόρδη 2006. Bittner, R., Moralisches Gebot oder Autonomie, K. Alber, ΦράιμπουργκΜόναχο 1983 (What Reason Dem ands, μετάφρ. T h . Talbot, Cam bridge University Press, Κ α ίμ π ριτζ 1989). Bittner, R. - Cramer, K. (επ ιμ .), M aterialien zu Kants ‘Kritik der prakti schen Vernunft’, Suhrkamp, Φραγκφούρτη 1975. Bloch, E., Naturrecht und menschliche Würde, Suhrkamp, Φραγκφούρτη 1985. Böckerstetter H ., Aporien der Freiheit und ihre Aufklärung durch Kant, frommann-holzboog, Σ τουτγά ρδη-Bad Cannstatt 1982. Bojanow ski,J., Kants Theorie der Freiheit. Rekonstruktion und Rehabilitierung, W. de Gruyter, Βερολίνο-Νέα Τόρκη 2006. Bonnann, F.-J. - Schröer, Chr., Abwägende Vernunft, W. de Gruyter, Β ε ρολίνο 2004. Brandt, R. B., Ethical Theory: The Problems o f Normative and Critical Ethics, Prentice Hall, Englewood Cliffs, N .J. 1959.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
179
Brandt, R. - Stark, W. (επ ιμ.), Zustand und Zukunft der Akademie-Aus gabe von Kants Gesammelten Schriften (Kant-Studien, τ. 91), W. de Gruyter, Βερολίνο-Νέα Υόρκη. Brentano, F., Grundlegung und Aufbau der Ethik, F. Meiner, Αμβούργο 1951. Brinkmann, W., Praktische Notwendigkeit. Eine Form alisierung von Kants Kategorischem Im perativ, mentis, Paderborn 2003. Broad, C .D ., Five Types of Ethical Theory, Routledge, Αονδίνο-Νέα Υόρκη4971. Bubner, R., Handlung, Sprache und Vernunft. Grundbegriffe praktischer Philosophie, Suhrkamp, Φραγκφούρτη 1982. — (επ ιμ.), Kants Ethik heute (Neue Hefte f ü r Philosophie, τχ. 22), Vandenhoeck 8c Ruprecht, Γ ο τίγ γ η 1983. Campeil, J . I. G ., K antian Conceptions o f M oral Worth, Princeton Univer sity Press, Πρίνστον 1980. Cam ois, B., L a coherence de la doctrine kantienne de la liberté, Seuil, Πα ρίσι 1973. Cassirer, E., Kants Leben und Lehre (4 9 1 8 ), F. Meiner, Α μβούργο 2001 (Καντ. Η ζωή και το έργο τ ον, μετάφρ. Σ . Γερογιω ργάκης, Ίνδικτος, Αθήνα 2001). Castañeda, Η.-Ν. - Nakhnikian, G. (επ ιμ .), Morality and the L anguage o f Conduct, Wayne State University Press, Ν τητρόιτ 1963. Castillo, M., Kant et Vavenir de la culture, PUF, Παρίσι 1990. Caygill, H ,,A K ant Dictionary, Wiley-Blackwell, Hoboken, N .J. 1995. Chadwick, R. (επ ιμ .), Immanuel Kant: Critical Assessments, τ. Ill: K an t’s Moral and Political Philosophy, Roudedge, Αονδίνο 1992. Cicovacki, P. (επ ιμ .), K an t’s Legacy: Essays Dedicated to L. W. Beck, Uni versity o f Rochester Press, Rochester, N.Y. 2001. Cohen, H., Kants Begründung der Ethik (Ί 8 7 7 ), B. Cassirer, Βερολίνο 4910. Cox, J . G ., The Will at the Crossroads: A Reconstruction o f K an t’s M oral Philosophy, University Press o f America, Ουάσινγκτον, D .C . 1984. Crisp, R. - Slote, Μ. (επ ιμ.), Virtue Ethics, Oxford University Press, Ο ξ φόρδη 1997. Cullity, G. - Gaut, B. (επ ιμ.), Ethics and Practical Reason, Oxford Univer sity Press, Οξφόρδη 1997. Cummiskey, D., Kantian Consequentialism, Oxford University Press, Νέα Υόρκη 1996.
ι8ο
Ι ΜΜΑΝΟΥ ΕΛ KA N T : Θ Ε Μ Ε Λ Ι Ω Σ Η Τ Η Σ Μ Ε Τ Α Φ Γ Σ Ι Κ Η Σ ΤΩΝ ΗΗΩΝ
Danvall, St., Im partial Reason, Cornell University Press, Ithaca, N.Y. 1983. Dean, R., The Value o f Humanity in K an t’s M oral Theory, Clarendon Press, Οξφόρδη 2006. Delbos, V., L a philosophie pratique de K ant, PUF, Π α ρ ίσ ι51969. Delekat, F., Immanuel Kant. Historisch-Kritische Interpretation der Hauptschriften, Quelle 8c. Meyer, Χ α ϊδελβέργη 31969. Deleuze, G ., L a philosophic critique de Kant. Doctrine des facultes, PUF, Παρίσι 1963 (Η κριτική φιλοσοφία τον Καντ. Η θεωρία των ικανοτή των, μετάφρ. Ε. Περδικούρη, Εστία, Αθήνα 2001). Denis, L ., M oral Self-Regard. Duties to Oneself in K an t’s Moral Theory, Roudedge, Ν έα Τ όρκη 2001. Donagan, A., The Theory o f Morality, T he University o f Chicago Press, Σικά γο 1977. Dudley, W. - Engelhard, K. (επ ιμ .), Immanuel Kant: Key Concepts, Acu men, Durham 2011. Düsing, K., Inter Subjektivität und Selbstbewusstsein, frommann-holzboog, Στουτγάρδη-Bad Cannstatt 22013. — , Immanuel Kant. Klassiker der Aufklärung, G. Olms, Hildesheim 2013. Duncan, A. R. C ., Practical Reason and Morality: A Study o f Immanuel K an t’s 'Foundations fo r the Metaphysics o f M orals’, T . Nelson, Αονδίνο 1957. Dworkin, G ., The Theory and Practice o f Autonomy, Cambridge University Press, Κ α ίμ π ριτζ 1988. Ebbinghaus, J ., Gesammelte Aufsätze, Vorträge und Reden, Wissenschaftli che Buchgesellschaft, Darmstadt 1968. — , Philosophie der Freiheit (Gesammelte Schriften, τ. 2), Bouvier, Βόννη 1988. Ebeling, H ., Die ideale Sinndimension. D as Faktum der Vernunft und das Handeln, K. Alber, Φράιμπουργκ-Μόναχο 1982. Eisler, R., Kant-Lexikon (Βερολίνο ‘ 1930), ανατ. G. Olms, Hildesheim 1984. Engelhardt, P. (επ ιμ .), Sein und Ethos. Untersuchungen zur Grundlegung der Ethik, M. Grünewald, Mainz 1963. Engstrom, S., The Form o f Practical Knowledge. A Study o f the Categorical Imperative, Harvard University Press, Λονδίνο 2009. Engstrom, S. - Whiting, J . (επ ιμ .), Aristotle, K ant and the Stoics: Rethink ing Happiness and Duty, Cambridge University Press, Κ αίμπριτζ 1996.
Β ΙΒ ΛΙ ΟΓΡΑΦΙ Α
18 1
Esser, A. M., Eine Ethik f ü r Endliche. Kants Tugendlehre in der Gegen wart, frommann-holzboog, Στουτγάρδη-Bad Cannstatt 2004. Fairbanks, S., Kantian M oral Theory and the Destruction o f the Se if West view Press, Boulder 2000. Fleischer, M., Schopenhauer als Kritiker der Kantischen Ethik. Eine Doku mentation, Königshausen 8c Neumann, W ürzburg 2003. Flikschuh, K., Kant and Modem Political Philosophy, Cambridge Univer sity Press, Κ α ίμπ ριτζ 2000. Förster, E. (επ ιμ.), K an t’s Transcendental Deductions: The Three ‘Cri tiques’and the ‘Opuspostumum ’, Stanford University Press, Στάνφορντ 1989. Foot, Ph., Virtues and Vices, and Other Essays in M oral Philosophy, Oxford University Press, Οξφόρδη 1978. Forschner, M., Gesetz und Freiheit. Zum Problem der Autonomie bei Im m a nuel Kant, Pustet, Μ όναχο-Σάλτσμπουργκ 1974. — , Uber das Glück des Menschen. Aristoteles, Epikur Stoa, Thomas von Aquin, Kant, W issenschafdiche Buchgesellschaft, Darmstadt 1993. Freudiger, J ., Kants Begründung der praktischen Philosophie, P. Haupt, Βέρνη-Στουτγάρδη-Βιέννη 1993. Frierson, P., Freedom and Anthropology in K an t’s M oral Philosophy, Cam bridge University Press, Κ α ίμ π ριτζ 2003. — , K ant’s Em pirical Psychology, Cambridge University Press, Κ α ίμπ ριτζ 2014. Fulda, H. F. - Stolzenberg, J . (επ ιμ .), Architektonik und System in der Phi losophie Kants, F. Meiner, Αμβούργο 2001. Galay, J.-L ., Philosophie et invention textuelle. E ssai su r la poetique d ’un texte kantien, Klincksieck, Παρίσι 1977. Gauthier, D., Practical Reasoning, Oxford University Press, Οξφόρδη 1963. Gerhardt, V., «Zur philosophischen Ortsbestimmung der Gegenwart», Deutsche Zeitschriftf ü r Philosophie 40 (1992), 597-609. — , Selbstbestimmung. D as Prinzip der Individualität, Reclam, Σ το υ τ γάρδη 1999. — , Immanuel Kant. Vernunft und Leben, Reclam, Στουτγάρδη 2002. Gerhardt, V. - Horstmann, R.-P. - Schumacher, R. (επ ιμ .), K ant und die Berliner Aufklärung, W. de Gruyter, Βερολίνο 2001. Gerhardt, V. - Kaulbach, F., Kant, W issenschafdiche Buchgesellschaft, Darmstadt 1979.
1 8i
Ι ΜΜ ΑΝΟ Τ Ε Λ K AN T : Θ Ε Μ Ε Λ Ι Ω Σ Η Τ Η Σ M E T Α Φ Τ Σ Ι Κ Η Σ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
Gewirth, A., Reason and Morality, T he University o f Chicago Press, Σ ι κάγο 1978. Gilbert, C .M ., D er Einfluß von Chr. Garoes Übersetzung Ciceros De Offlciis a u f Kants Grundlegung zur Metaphysik der Sitten, S. Roderer, Regens burg 1994. Goldinann, L ., Mensch, Gemeinschaft und Welt in der Philosophie Im m a nuel K ants, Europa Verlag, Ζυρίχη-Νέα Υόρκη 1945. Grain, M .S. (επ ιμ .), Interpreting Kant, University o f Iowa Press, Α'ιόβα 1982. Green, Ο. Η. (επ ιμ .), Respect fo r Persons, Tulane University Press, Νέα Ορλεάνη 1982. Gregor, M., Law s o f Freedom: A Study o f K an t’s Method o f Applying the Categorical Imperative in the ‘Metaphysik der Sitten’, Blackwell, Οξ φόρδη 1963. — , «Kants System der Pflichten in der Metaphysik der Sitten», στο: Kant, I., Metaphysische Anfangsgründe der Tugendlehre, επ ιμ . B. Ludwig, F. Meiner, Αμβούργο 1990. — , Practical Philosophy: Immanuel K ant, Cambridge University Press, Κ α ίμπ ριτζ 1996. Grenberg, J ., K ant and the Ethics o f Humility: A Story o f Dependence, Cor ruption, and Virtue, Cambridge University Press, Κ α ίμπ ριτζ 2005. Gueroult, M., Etudes de philosophie allemande, G. Olms, Hildesheim 1977. Guevara, D., K an t’s Theory o f M oral Motivation, Westview Press, Boulder
2000 .
Gunkel, A., Spontaneität und moralische Autonomie. Kants Philosophie der Freiheit, P. H aupt, Βέρνη-Στουτγάρδη 1989. Guyer, P. (επ ιμ .), The Cambridge Companion to Kant, Cambridge Univer sity Press, Κ α ίμ π ριτζ 1992. — , K ant and the Experience o f Freedom, Cam bridge University Press, Καί μπ ριτζ 1993. — (επ ιμ .), K an t’s Groundwork o f the Metaphysics o f M orals: Critical E s says, Rowmann 8c Littlefield, Lanham, Md. 1998. — , K ant on Freedom, L aw and Happiness, Cambridge University Press, Κ α ίμ π ριτζ 2000. — , Kant, Roudedge, Λονδίνο 2006 (μετάφρ. Γ. Μαραγκός, Gutenberg, Αθήνα 2013).
Β ΙΒ ΛΙ ΟΓΡΑΦΙ Α
183
— , Knowledge, Reason and Taste: K an t’s Response to Hume, Princeton University Press, Πρίνστον 2008. Habermas, J ., Theorie des kommunikativen Handelns, Suhrkamp, Φραγκφούρτη 1981. — , Moralbewußtsein und kommunikatives H andeln, Suhrkamp, Φραγκφούρτη 1983 (μετάφρ. του «Diskursethik - Notizen zu einem Be gründungsprogramm)), ό.π., σ. 53-125, στο: Η ηθική της επικοινωνίας, μετάφρ. Κ. Καβουλάκος, Εναλλακτικές εκδόσεις, Αθήνα 1997). — , Vorstudien und Ergänzungen zur Theorie des kommunikativen H an delns, Suhrkamp, Φραγκφούρτη 1984. — , D er philosophische Diskurs der Moderne, Suhrkamp, Φραγκφούρτη 1984 (Ο φιλοσοφικός Λόγος της νεωτερικότητας, μετάφρ. Λ. Αναγνώ στου, Α. Καραστάθη, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1993). — , Faktizität und Geltung. Beiträge zur Diskurstheorie des Rechts und des demokratischen Rechtsstaats, Suhrkamp, Φραγκφούρτη 1992 {To πραγματικό και το ισχνόν. Συμβολή στη διαλογική θεωρία τον Δικαίου και τον δημοκρατικού κράτους Δικαίου, μετάφρ. Θ. Λουπασάκης, Νέα Σύνορα - Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 1996). — , Die Einbeziehung des Anderen, Suhrkamp, Φραγκφούρτη 1997. Hare, R. M., M oral Thinking: Its Levels, Methods and Point, O xford Uni versity Press, Οξφόρδη 1981. — , Sorting out Ethics, Oxford University Press, Οξφόρδη 1997. Harper, W. - Meerbote, R. (επ ιμ .), K ant on Causality, Freedom, and Ob jectivity, University o f Minnesota Press, Μιννεάπολις 1984. Hartmann, N., Ethik, W. de Gruyter (Βερολίνο11 9 2 6 )41962. Heimsoeth, H ., Studien zur Philosophie Immanuel Kants. Metaphysische Ursprünge und ontologische Grundlagen, Kölner Universitäts-Verlag, Κολωνία 1956. Heintel, P. - Nagl, L. (επ ιμ .), Z ur Kant-Forschung der Gegenwart, Wissenschafdiche Buchgesellschaft, Darmstadt 1981. Henrich, D., «D ie Deduktion des Sittengesetzes», στο: A. Schwan (επ ιμ .), Denken im Schatten des Nihilismus. Festschriftfiir Wilhelm Weischedel, Wissenschafdiche Buchgesellschaft, Darmstadt 1975. — , Selbstverhältnisse, Reclam, Στουτγάρδη 1982 — , Aesthetic Judgm ent and the M oral Image o f the World: Studies in Kant, Stanford University Press, Στάνφορντ 1992. — , The Unity o f Reason: Essays on K an t’s Philosophy, επ ιμ . R. Velkley, Harvard University Press, Κ α ίμπ ριτζ 1994.
184
Ι ΜΜ Α Ν Ο Ι ΈΛ KA N T : Θ Ε Μ Κ Λ Ι ΩΣ Η Τ Η Σ Μ Ε Τ Α Φ Γ Σ Ι Κ Η Σ ΤΩΝ Η(-)ΩΝ
Henrich, D. - Hortstinann, R. Ρ. (επ ιμ .), Metaphysik nach Kant?, KlettCotta, Στουτγάρδη 1988. Herman, B., Morality as Rationality: A Study on K an t’s Ethics, Routledge, Νέα Υόρκη 1990. — , The Practice o f M oral Judgm ent, Harvard University Press, Καίμπριτζ -1996. Hill, T . E., Jr ., Autonomy and Self-Respect, Cambridge University Press, Κ α ίμπ ριτζ 1991. — , Dignity and Practical Reason in K an t’s M oral Philosophy, Cornell Uni versity Press, Idiaca, Ν.Υ.-Λονδίνο 21992. — , «R espect for Humanity», The Tanner Lectures on H uman Values, επ ιμ . Grethe Petersen, τ. 18, Salt Lake City, Ut. 1997. — , Respect, Pluralism , and Ju stice: K antian Perspectives, Oxford Univer sity Press, Οξφόρδη-Νέα Υόρκη 2000. — (επ ιμ .), The Blackwell Guide to K an t’s Ethics, Wiley-Blackwell, Οξφόρ δη 2009. Himmelmann, B., Kants B egriff des Gliicks, W. de Gruyter, Βερολίνο-Νέα Υόρκη 2003. Höffe, O ., Ethik und Politik. Grundmodelle und -probleme der praktischen Philosophie, Suhrkamp, Φραγκφούρτη 1979. — , Introduction a la philosophic pratique de Kant, Vrin, Παρίσι 1985. — (επ ιμ .), Grundlegung zur Metaphysik der Sitten. Ein kooperativer Kommentar, Klostermann, Φραγκφούρτη 42010. — , Politische Gerechtigkeit. Grundlegung einer kritischen Philosophie von Recht und S taat, Suhrkamp, Φραγκφούρτη 21994. — , Kategorische Rechtsprinzipien. Ein Kontrapunkt der Moderne, Suhr kamp, Φραγκφούρτη 1990. — , M oral als Preis der Moderne, Suhrkamp, Φραγκφούρτη 42000. — . Immanuel Kant, C. H. Beck, Μόναχο 72007. — . Vernunft und Recht. Bausteine zu einem interkulturellen Diskurs, Suhr kamp, Φραγκφούρτη 1996. — , “Königliche Völker”. Zu Kants kosmopolitischer Rechts- und Friedens ethik, Suhrkamp, Φραγκφούρτη 2001. — (επ ιμ .), /. Kant. Kritik der praktischen Vernunft, Akademie, Βερολίνο
2002 . Högemann, R.-P., Die Idee der Freiheit und der Subjektivität. Eine Unter suchung von Kants ‘Grundlegung zur Metaphysik der Sitten’, A. Hain, Meisenheim a. Glan 1980.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
185
Horn, C. - Mietli, C. - Scarano, N. (επ ιμ .), Kommentar zu Immanuel Kants ‘Grundlegung zur Metaphysik der Sitten \ Suhrkamp, Φραγκφούρτη 2007. Horn, C. - Schönecker, D. (επ ιμ .), K an t’s ‘Groundwork fo r the Meta physics o f M orals’: New Interpretations, W. de Gruyter, Βερολίνο-Νέα Υόρκη 2006. Hudson, H ., K an t’s Compatihilism, Cornell University Press, Ithaca, N.Y. 1994. Hursthouse, R., On Virtue Ethics, Oxford University Press, Οξφόρδη 1999. Hutchings, K., Kant: Critique and Politics, Roudedge, Λονδίνο 1996. Hutchings, P. A., Kant on Absolute Value, Allen 8c Unwin, Λονδίνο 1972. Hutter, A., D as Interesse der Vernunft. Kants ursprüngliche Einsicht und ihre Entfaltung in den transzendentalphilosophischen Hauptwerken, F. Meiner, Αμβούργο 2003. Ilting, K.-H., «D er naturalistische Fehlschluß bei Kant», στο: Riedel, M. (1972), τ. I, σ. 113-30. — , Grundfragen der praktischen Philosophie, Suhrkamp, Φραγκφούρτη 1994. — , «G ibt es eine kritische Ethik und Rechtsphilosophie K ants?», Archiv f ü r die Geschichte der Philosophie 65 (1981), 325-45. Irrlitz, G ., Kant-Handbuch. Leben und Werk, Metzler, Στουτγάρδη-Βαϊμάρη 2002. Jones, Η. E., K an t’s Principle o f Personality, University o f W isconsin Press, Μάντισον 1971. Jones, W. T ., Morality and Freedom in the Philosophy o f Kant, O xford Uni versity Press, Οξφόρδη 1940. Kambartel, F., Philosophie der humanen Welt, Suhrkamp, Φραγκφούρτη 1989. Kaulbach, F., D as Prinzip H andlung in der Philosophie K ants, W. de Gruyter, Βερολίνο-Νέα Υόρκη 1978. — , Studien zur späten Rechtsphilosophie Kants und zu ihrer transzendenta len Methode, Königshausen 8c Neumann, W ürzburg 1982. — , Immanuel Kants ‘Grundlegung zur Metaphysik der Sitten’. Interpreta tion und Kommentar, W issenschafdiche Buchgesellschaft, Darmstadt ^1996. Kennington, R. (επιμ.), The Philosophy o f Immanuel K ant, Catholic Uni versity o f America, Ουάσινγκτον, D .C. 1985.
186
I M M A N O T E A K A N T : Θ Ε Μ Ε Λ Ι Ω Σ Η Τ Η Σ Μ Ε Τ Α Φ Γ Σ Ι Κ Η Σ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
Kerstein, S. J., K an t’s Search fo r the Supreme Principle o f Morality, Cam bridge University Press, Κ α ίμπ ριτζ 2002. — , How to Treat Persons, Oxford University Press, Οξφόρδη 2013. Kersting, W., Wohlgeordnete Freiheit. Immanuel Kants Rechts- und Staats philosophie, Suhrkamp, Φραγκφούρτη 21993. — , «D as starke Gesetz der Schuldigkeit und das schwächere der Gütig keit. Kant und die Pflichtenlehre des 18. Jahrhunderts», Studia Leihnitian a 1 4 (1 9 8 2 ), 184-220. Klausen, S., Kants Ethik und ihre Kritiker, Όσλο 1954 (Avhandlinger utgitt av Det Norske Videnskap-Akademi i Oslo). Kleingeld, P., Fortschritt und Vernunft. Z ur Geschichtsphilosophie Kants, Königshausen 8c Neumann, Würzburg 1995. Klemme, H. F. (επ ιμ .), Aufklärung und Interpretation. Studien zu Kants Philosophie und ihrem Umkreis, Königshausen 8c Neumann, Würzburg 1999. Klemme, H. F. - Kühn, Μ. (επ ιμ .), Immanuel Kant, τ. II: Practical Philo sophy, Ashgate, Aldershot 1999. Klemme, H. F. - Kühn, M. - Schönecker, D. (επ ιμ .), Moralische M otivati on. Kant und die Alternativen, F. Meiner, Αμβούργο 2006. Kneller, J . - Axinn, S. (επ ιμ .), Autonomy and Community: Readings in Contemporary K antian Social Philosophy, State University o f New York, Albany, N .Y. 1998. Kobusch, T h ., Die Entdeckung der Person. Metaphysik der Freiheit und mo dernes Menschenbild, Herder, Φ ράιμπουργκ-Βασιλεία-Βιέννη 1993. Köhl, H ., Kants Gesinnungsethik, W. de Gruyter, Βερολίνο-Νέα Υόρκη 1990. König, P., Autonomie und Autokratie. Uber Kants ‘Metaphysik der Sitten\ W. de Gruyter, Βερολίνο-Νέα Υόρκη 1994. König, S., Z ur Begründung der Menschenrechte. Hobbes - Locke - Kant, K. .Alber, Φράιμπουργκ-Μόναχο 1994. Konhardt, K., Die Einheit der Vernunft, A. Hain, Bodenheim 1997. Köpper, J . - Malter, R., (επ ιμ .), Immanuel K ant zu ehren, Suhrkamp, Φραγκφούρτη 1974. Korsgaard, Chr. M., Creating the Kingdom o f Ends, Cambridge University Press, Κ α ίμπ ριτζ 1996. — , The Sources o f Normativity, Cambridge University Press, Κ αίμπριτζ 1996.
Β ΙΒ ΛΙ ΟΓΡΑΦΙ Α
187
Kriele, M., Recht und praktische Vernunft, Vandenhoeck 8c Ruprecht, Γ oτίγ γ η 1979. Kroner, R., Kant's Weltanschauung, T he University of Chicago Press, Σ ι κάγο 1956. Krüger, G ., Philosophie und M oral in der Kantischen Kritik, Mohr (Sie beck), Τ υ βίγ γ η ’ 1969. Kuehn, M., Kant: A Biography. Cambridge University Press, Κ α ίμπ ριτζ
2001 . Kuhlmann, W., Kant und die Transzendentalpragmatik, Königshausen 8c Neumann, Würzburg 1992. Kutschera, F. von, Grundlagen der Ethik, W. de Gruyter, Βερολίνο-Νέα Υόρκη 1982. Lafont, C ., «Realism us und Konstruktivismus», Deutsche Zeitschrift fü r Philosophie 50 (2002), 39-52. Landucci, L ., Studi sulVetica di K ant, Guerini, Μιλάνο 1994. Langthaler, R., Kants Ethik als “System der Zwecke”. Perspektiven einer modifizierten Idee der moralischen Teleologie und Ethikotheologie, W. de Gruyter, Βερολίνο-Νέα Υόρκη, 1991. Lara, D. (επ ιμ .), K an t’s Metaphysics o f M orals, Cambridge University Press, Κ α ίμπ ριτζ 2010. Larmore, Ch., The M orals o f Modernity, Cambridge University Press, Κ αί μπριτζ 1996. Larmore, Ch. - Renaut, A., Débat su r l ’Éthique, Grasset, Π αρίσι 2004 (Π ερί ηθικής. Λόγος και αντίλογος: Ιδεαλισμός ή ρεαλισμός;, μετάφρ. Μ. Πάγκαλος, Πόλις, Αθήνα 2006). Lehmann, G., Beiträge zur Geschichte und Interpretation der Philosophie Kants, W. de Gruyter, Βερολίνο 1969. Leites, Ed. (επ ιμ .), Conscience and Casuistry in Early Modem Europe, Cambridge University Press, Κ α ίμπ ριτζ 1988. Liddell, B., Kant on the Foundations o f Morality: A Modem Version o f the ‘Gmndlegung’, Indiana University Press, Bloomington, In. 1970. Löhrer, G., Menschliche Würde. Wissenschaftliche Geltung und meta phorische Grenze der praktischen Philosophie Kants, K. Alber, Φράιμπουργκ-Μόναχο 1995. Louden, R. B., «Kant’s Virtue Ethics», Philosophy 61 (1986), 473-89. — , Morality and M oral Theory: A R eappraisal and Reaffirmation, Oxford University Press, Νέα Υόρκη 1992. — , K ant’s Impure Ethics, Oxford University Press, Οξφόρδη 2000.
188
Ι ΜΜΑΝΟΥ ΕΛ KA NT : Θ Ε Μ Ε Λ Ι Ω Σ Η Τ Η Σ M E T Α Φ Γ Σ Ι Κ Η Σ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
Ludwig, R., Kategorischer Imperativ und ‘Metaphysik der Sitten’. Die F ra ge nach der Einheitlichkeit von Kants Ethik, P. Lang, Φραγκφούρτη 1992. Luf, G. von, Freiheit und Gleichheit. Die Aktualität im politischen Denken Kants, Springer, Βιέννη-Νέα Υόρκη 1978. Luhmann, N. - Spaemann, R., Paradigm Lost. Uber die ethische Reflexion der Moral, Suhrkamp, Φραγκφούρτη 1990. McCarty, R., K an t’s Theory o f Action, Oxford University Press, Οξφόρδη 2009. M acDonald, G. - McWalter, T . (επ ιμ .), K ant and his Influence, Thoemmes, Μ πρίστολ 1990. MacIntyre, A., A Short History o f Ethics, Macmillan, Λονδίνο 1966. — , After Virtue, University o f Notre Dame Press, Notre Dame, In.Λονδίνο *2007. — , Whose Ju stic e? Which Rationality? University o f Notre Dame, Notre Dame, In. 1988. M ason, Η . E. (επ ιμ .), M oral Dilemmas and M oral Theory, Oxford Univer sity Press, Οξφόρδη-ΝέαΥόρκη 1996. May Schott, R. (επ ιμ .), Feminist Interpretations o f Immanuel Kant, Penn State University Press, University Park, Pa. 1997. Meiches Gibert, C ., D er Einfluß von Christian Garves Übersetzung Ciceros ‘De Ofßciis’ a u f K ants ‘Grundlegung zur Metaphysik der Sitten’, S. Roderer, Regensburg 1994. Meie, A. R., Autonomous Agents: From Self-control to Autonomy, Oxford University Press, Οξφόρδη 2001. Miller, R. D ., An Interpretation o f K an t’s M oral Philosophy, Duchy Press, Harrogate 1993. Monetti, M. - Pinzani, A., Diritto, politico e m oralita in Kant, Mondadori, Μιλάνο 2004. Moore. A.W ., Noble in Reason, Infinite in Faculty: Themes and Variations in K an t’s M oral and Religious Philosophy, Roudedge, Λονδίνο 2004. Müller, A., D as Verhältnis von rechtlicher Freiheit und sittlicher Autonomie in Kants ‘Metaphysik der Sitten’, P. Lang, Φραγκφούρτη 1996. Muglioni, J.-M ., L a Philosophie de l ’histoire de Kant, PUF, Παρίσι 1993. Mulholland, L. A., K an t’s System o f Rights, Columbia University Press, Νέα Υόρκη 1990. Munzel, F. G ., K an t’s Conception o f M oral Character: The ‘C ritical’ Link o f Morality, Anthropology, and Reflective Judgm ent, T h e University of Chicago Press, Σικά γο 1999.
Β ΙΒ ΛΙ ΟΓΡΑΦΙ Α
189
Murphy, J . G ., Kant: The Philosophy of Right, Macmillan, Λονδίνο 21994. Nagel, Τ ., The Possibility o f Altruism, Princeton University Press, Π ptvστον 1979. — , Mortal Questions, Cambridge University Press, Κ α ίμπ ριτζ 1979 (θανάσιμα ερωτήματα, μετάφρ. Κ. Κ ιτίδη, Πολύτροπον, Αθήνα 2007). — , The Viewfrom Nowhere, Oxford University Press, Οξφόρδη 1986 (H θέα από το πουθενά, μετάφρ. X . Σταματέλος, Κ ριτικ ή, Αθήνα 2000). Nascimento, A. (επ ιμ.), A M atter of Discourse: Community and Communi cation in Contemporary Philosophies, Ashgate, Aldershot 1998. Neiman, S., The Unity o f Reason: Rereading Kant, Oxford University Press, Οξφόρδη 1994. Nida-Rümelin, J ., Strukturelle Rationalität. Ein philosophischer Essay über praktische Vernunft, Reclam, Στουτγάρδη 2001. — , Uber menschliche Freiheit, Reclam, Στουτγάρδη 2005. Nisters, T ., Kants Kategorischer Imperativ als Leitfaden humaner P raxis, K. Alber, Φράιμπουργκ-Μόναχο 1989. Nussbaum, M., The Fragility o f Goodness, Cam bridge University Press, Κ α ίμπ ριτζ 1986. Nuzzo, A., K ant and the Unity o f Reason, Purdue University Press, West Lafayette, In. 2005. Oberer, H. - Seel, G. (επ ιμ .), Kant. Analysen - Probleme - Kritik, Königs hausen 8c Neumann, Würzburg 1988. Oberer, Η. (επ ιμ.), Kant. Analysen - Probleme - Kritik, Königshausen 8c Neumann, Würzburg, τ. I ll, 1997. Oberhausen, Μ. (επ ιμ.), Vemunftkritik und Aufklärung. Studien zur Phi losophie Kants und seines Jahrhunderts, frommann-holzboog, Σ το υ τ γάρδη 2001. Oelmüller, W., Die unbefriedigte Aufklärung. Beiträge zu einer Theorie der Moderne von Lessing, Kant und Hegel, Suhrkamp, Φραγκφούρτη 1969. O ’Neill, O ., Acting on Principle: An Essay on K an t’s Ethics, Cambridge University Press, Κ α ίμπ ριτζ 22013. — , «Kant after Virtue», Inquiry 26 (1983), 387-405. — , Faces oj Hunger, Allen 8c Unwin, Λονδίνο 1986. — , Constructions o f Reason: Explorations o f K an t’s Practical Philosophy, Cambridge University Press, Κ α ίμπ ριτζ 1989 (Κατασκευές του Λό γου, μετάφρ. X. Γραμμένου, Αρσενίδης, Αθήνα 2011).
190
Ι Μ Μ Α Ν Ο Γ Ε Λ K A N T : Θ Ε Μ Ε Λ Ι Ω Σ Η Τ Η Σ Μ Ε Τ Α Φ Γ Σ Ι Κ Η Σ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
— , Towards Ju stice and Virtue: A Constructive Account o f Practical Rea soning, Cambridge University Press, Κ α ίμπ ριτζ 1996. — , Bounds o f Justice, Cambridge University Press, Κ α ίμπ ριτζ 2000. — , Autonomy and Trust in Bioethics, Cambridge University Press, Κ α ίμπ ριτζ 2002. Ortwein, B., Kants problematische Freiheitslehre, Bouvier, Βόννη 1983. Ouden, B. den - Moen, Μ. (επ ιμ .), New Essays on Kant, P. Lang, Νέα Υόρκη 1987. Parfit, D ., On What Matters, επ ιμ . S. Scheffler, Oxford University Press, Οξφόρδη 2011. Pascher, M., Kants B egriff “ Vemunfiinteresse”, Verlag des Instituts fur Sprachwissenschaft der Universität, Ίνσμπρουκ 1991. Pastemack, L. (επ ιμ .), Immanuel Kant, Groundwork o f the Metaphysic of Morals, Roudedge, Λονδίνο-Νέα Υόρκη 2002. Patón, H. J ., In Defense o f Reason, Hutchinson’s University Library, Λονδίνο 1951. — , The Categorical Imperative: A Study in K an t’s M oral Philosophy (Ί 9 4 7 ), University o f Pennsylvania Press, Φ ιλαδέλφεια 1971. Patzig, G ., Ethik ohne Metaphysik, Vandenhoeck 8c Ruprecht, Γ ο τίγ γη 1971. — , Tatsachen, Normen, Sätze. Aufsätze und Vorträge, Reclam, Στουτγάρ δη 1980. Paulsen, F., System der Ethik, Cotta, Στουτγάρδη-Βερολίνο 11121921. Peacocke, Chr., «M oral Rationalism», Jo u rn a l of Philosophy 101 (2004), 499-525. Peine, D ., Moralische Motivation bei Kant. Eine philosophisch-psychologi sche Studie, Tectum , Μαρβούργο 2014. Pelegrinis, T h . N ., K an t’s Conceptions o f the Categorical Imperative and the Will, Zeno, Λονδίνο 1980. Peonidis, F., Autonomy and Sympathy: A post-Kantian M oral Image, Uni versity Press o f America, Lanham, Md. 2005. Peterson, G. B. (επ ιμ .), The Tanner Lectures on H um an Values, τ. 18, University o f Utah Press, Salt Lake City, Ut. 1997. Philonenko, A., L ’CEuvre de K ant, Vrin, Παρίσι 41989. Pimi, A., II “regno d eifin i” in Kant. Morale, religione e Política in CoUegamento sistemático, II Nuovo Melangolo, Γένοβα 2000. Pleines, R. E. (επ ιμ .), Kant und die Pädagogik, Königshausen 8c Neu mann, W ürzburg 1980.
Β ΙΒ ΛΙ ΟΓΡΑΦΙ Α
191
Pohlenz, M., Die Stoa. Geschichte einer geistigen Bewegung, Vandenhoeck 8c Ruprecht, Γ ο τίγ γ η s 1992. Pothast, U., Die Unzulänglichkeit der Freiheitsbeweise. Zu einigen Lehrstüc ken aus der neueren Geschichte von Philosophie und Recht, Suhrkamp, Φραγκφούρτη 1987. Potter, N. T. - Tim m ons, M., Morality and Universality: Essays on Ethical Universalizability, D. Reidel, Dordtrecht 1985. Prauss, G. (επ ιμ.), Kant. Z ur Deutung seiner Theorie von Erkennen und Handeln, Kiepenheuer 8c Witsch, Κολωνία 1973. — , Kant über Freiheit als Autonomie, Klostermann, Φραγκφούρτη 1983. — (επιμ.), Handlungstheorie und Transzendentalphilosophie, Kloster mann, Φραγκφούρτη, 1986. Priest, S. (επ ιμ.), Hegel’s Critique o f Kant, Clarendon Press, Οξφόρδη 1987. Rachels, J ., Can Ethics Provide Answers?, Rowmann 8c Littlefield, Lanham, Md. 1997. Rawls, J ., A Theory o f Justice, Oxford University Press, Οξφόρδη 1971 (θεωρία της δικαιοσύνης, επιστ. επ ιμ. Α. Τάκης, συντονισμός έκδοσης-επίμετρο Κ. Π απαγεωργίου,Πόλις, Αθήνα 2001). — , ((Kantian Constructivism in Moral T heory», Jo u rn a l o f Philosophy 77 (1980), 515-72 (Κοινωνική Δικαιοσύνη και Καντιανή Η βική, μετάφρ. Λ. Μελά και Α. Μιχαλάκης, Liberal Books, Αθήνα 2016). — , Lectures on the History o f M oral Philosophy, επ ιμ . B. Herman, Harvard University Press, Κ α ίμπ ριτζ 2000. R az,J., The Morality of Freedom, Oxford University Press, Οξφόρδη 1986. Reatli, A., Agency and Autonomy in K an t’s M oral Theory, Clarendon Press, Οξφόρδη 2006. Reath, A. - Herman, B. - Korsgaard, C. Μ. (επ ιμ .), Reclaiming the H is tory of Ethics: Essays fo r John Rawls, Cambridge University Press, Κ α ί μπριτζ 1997. Reich, K., Kant und die Ethik der Griechen, Mohr (Siebeck), Τ υ β ίγ γ η 1935. — , Rousseau und Kant, Mohr (Siebeck), Τ υ β ίγ γ η 1936. Reiner, H., Duty and Inclination: The Fundamentals of Morality Discussed and Redefined with Special Regard to Kant and Schiller, M. Nijhoff, Χάγη 1983. Ricken, Fr., Allgemeine Ethik, Klostermann, Φραγκφούρτη 2003.
192
Ι Μ Μ Α Ν Ο Ϊ Έ Λ K A N T : Θ Ε Μ Ε Λ Ι Ω Σ Η Τ Η Σ Μ Ε Τ Α Φ Γ Σ Ι Κ Η Σ ΤΩΝ Η « Ω Ν
Ricoeur, Ρ., «T h e teleological and deontological structures o f action: Aristode and/or K ant?», Archivio di Filosofia 55 (1987), 204-17. Riedel, M., Rehabilitierung der praktischen Philosophie, Rombach, Φράιμπουργκ 1972. — , Urteilskraft und Vernunft. Kants ursprüngliche Fragestellung, Suhrkamp, Φραγκφούρτη 1989. Rigobello, A. (επ ιμ .), II Ciregno det f i n i” di K ant, Istituto italiano per gli Studi Filosofici, Νεάπολη 1996. Rippe, K. P. - Schaber, Ρ. (επ ιμ .), Tugendethik, Reclam, Στουτγάρδη 1999. Ritter, J . , Naturrecht bei Aristoteles, Kohlhammer, Στουτγάρδη 1961. Rohs, P., Die Zeit des Handelns. Eine Untersuchung zur Handlungs- und Nomientheorie, A. Hain, Bodenheim 1997. Rosen, A. D ., K an t’s Theory o f Ju stice, Cornell University Press, Ithaca, Ν.Υ.-Λονδίνο 1993. Rosenkranz, K., Geschichte der K an t’schen Philosophie, επ ιμ . S. Dietzsch, Akademie, Βερολίνο 1987. R oss, W. D ., K an t’s Ethical Theory: A Commentary on the ‘Grundlegung zur Metaphysik der Sitten’, Clarendon Press, Οξφόρδη 1954. Rossvaer, V., K an t’s M oral Philosophy: An Interpretation o f the Categorical Imperative, Universitetsforlaget, Όσλο 1979. Roviello, A. M., L ’institution kantienne de la liberté, O usia, Βρυξέλλες 1984. Sandermann, E., Die M oral der Vernunft. Transzendentale Handlungs und Legitimationstheorie in der Philosophie Kants, K. Alber, Φράιμπουργκ- Μόναχο 1989. Schaber, P., Moralischer Realismus, K. Alber, Φράιμπουργκ-Μόναχο 1997. Schadow, S., Achtung f ü r das Gesetz. M oral und Motivation bei Kant, W. de Gruyter, Βερολίνο-Βοστώνη 2013. Scheler, M., Der Form alism us in der Ethik und die materiale Wertethik ('1 913/1916), Francke, Βέρνη-Μόναχο 51966. Schilpp, P.A., K an t’s Pre-Critical Ethics, Northwestern University Press, Evanston, 111.21960. Schink, W., «Kant und die Stoische Ethik», Kant-Studien 18 (1913), 41975. Schmitz, H., Was wollte K ant?, Bouvier, Βόννη 1989. Schmucker, }., Die Ursprünge der Ethik Kants in seinen vorknhschen Schriften und Reflexionen, A. Hain, Meisenheim a. Glan 1961.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ι93
Schneewind, J . (επ ιμ.), M oral Philosophy from Montaigne to Kant, Cam bridge University Press, Κ α ίμπ ριτζ 1990. — , The Invention of Autonomy, Cambridge University Press, Κ α ίμ π ριτζ 1998. Schneiders, W., Die wahre Aufklärung. Zum Selbstverständnis der deut schen Aufklärung, K. Alber, Φράιμπουργκ-Μόναχο 1974. Schnoor, Chr., Kants kategorischer Imperativ als Kriterium der Richtigkeit des Handelns, Mohr (Siebeck), Τ υ β ίγ γ η 1989. Schönecker, D ., Kant: Grundlegung III. D ie Deduktion des kategorischen Imperativs, K. Alber, Φράιμπουργκ-Μόναχο 1999. Schönecker, D. - W ood, A. W ., Kants ‘Grundlegung zur Metaphysik der Sitten Ein einführender Kommentar, Schöningh, Paderborn 42 0 1 1. Schönecker, D. - Zwenger, T h . (επ ιμ .), Kants B egriff transzendentaler und praktischer Freiheit. Eine entwicklungsgeschichtliche Studie, W. de Gruyter, Βερολίνο-Νέα Υόρκη 2005. — , Kant verstehen - Understanding Kant. Über die Interpretation philoso phischer Texte, W issenschafdiche Buchgesellschaft, Darmstadt 2001. Schönrich, G. - Kato, Y. (επ ιμ .), K ant in der Diskussion der Moderne, Suhrkamp, Φραγκφούρτη 1996. Schott, R. Μ. (επ ιμ .), Feminist Interpretations o f Immanuel K ant, Penn State University Press, University Park, Pa. 1997. Schwaiger, C ., Kategorische und andere Imperative. Z ur Entwicklung von Kants praktischer Philosophie bis 1785, frommann-holzboog, Σ το υ τ γάρδη 1999. Schwemmer, O., Philosophie der Praxis, Suhrkamp, Φραγκφούρτη 1971. Seidler, V., Kant, Respect and Injustice: The Lim its o f L iberal M oral Theo ry, Roudedge, Λονδίνο 1986. Sensen, Ο. (επιμ.), Kanton M oral Autonomy, Cambridge University Press, Κ αίμπριτζ 2013. Seung, T .K ., Intuition and Construction: The Foundation o f Norm ative Theory, Yale University Press, New Haven 1993. Shell, S. M., The Rights of Reason: A Study o f KanPs Philosophy an d Poli tics, University o f Toronto Press, Τορόντο 1980. Sherman, N., Making a Necessity of Virtue: Aristotle and K ant on Virtue, Cambridge University Press, Κ α ίμπ ριτζ 1997. Sidgwick, H ., The Methods of Ethics, Macmillan, Λονδίνο 71907. Siep, L., Anerkennung als Prinzip der praktischen Philosophie, K. Alber, Φράιμπουργκ-Μόναχο 1979.
Ι94
ΙΜΜΑΝΟΊΈΛ KANT: ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΓΣΙΚΗΣ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
Silber, J . R., «T h e Context o f Kant’s Ethical Thought», The Philosophical Quarterly 9 (1959), 193-207 & 309-18. — , «T h e Copernican Revolution in Ethics: T he G ood Reexamined», Kant-Studien 51 (1959), 85-101. — , «T h e Importance o f the Highest G ood in Kant’s Ethics», Ethics 73 (1962-63), 179-97. — , «T h e Moral G ood and the Natural G ood in Kant’s Ethics», The Review o f Metaphysics 36 (1982), 397-437. Simmel, G ., Gesamtausgabe, επ ιμ . O. Rammstedt, Suhrkamp, Φραγκφούρτη, 1997-2001. — , Einleitung in die Moralwissenschaft, Suhrkamp, Φραγκφούρτη 19901991. — , K ant (1918), Gesamtausgabe (ό.π.), τ. 9, σ. 7-226. — , «D as individuelle Gesetz. Ein Versuch über das Prinzip der Ethik» (1905), Gesamtausgabe (ό.π.), τ. 12, σ. 417-70. Simon, J ., Wahrheit als Freiheit. Z ur Entwicklung der Wahrheitsfrage in der neueren Philosophie, W. de Gruyter, Βερολίνο-Νέα Υόρκη 1978. — , «Kants pragmatische Ethikbegründung», Archivio di Filosofia 55 (1987), 183-204. Singer, M., Generalization in Ethics, Alfred A. Knopf, Νέα Υόρκη 1961. Slote, M., From Morality to Virtue, Oxford University Press, Οξφόρδη 1992. Sommerfeld-Lethen, C ., Wie moralisch werden?Kants moralistische Ethik, K. Alber, Φράιμπουργκ-Μόναχο 2005. The Southern Jo u rn a l o f Philosophy, τ. 36, Suppl. (Spindel Conference 1997: «K ant’s M etaphysics o f M orals»). Spaemann, R., Glück und Wohlwollen. Versuch über Ethik, Klett-Cotta, Στουτγάρδη 31993. — , Personen. Versuche über den Unterschied zwischen ‘etwas’ u n d ‘j em an d ’, Klett-Cotta, Στουτγάρδη 32006. Steigleder, K., Kants Moralphilosophie. D ie Selbstbezüglichkeit reiner prak tischer Vernunft, Metzler, Στουτγάρδη-Βαι'μάρη 2002. Stentzier, F., Die Verfassung der Vernunft, Publica, Βερολίνο 1984. Stratton-Lake, P., Kant, Duty and M oral Worth, Roudedge, Λονδίνο 2000. Sullivan, R. J ., Immanuel K an t’s M oral Theory, Cambridge University Press, Κ α ίμ π ριτζ 1989. — , An Introduction to K an t’s Ethics, Cambridge University Press, Κ αί μ π ριτζ 1994.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
195
Taylor, Ch., The Ethics o f Authenticity {The M alaise o f Modernity), Harvard University Press, Κ α ίμπ ριτζ 1991 {Οι δυσανεξίες της νεωτερικότητας, μετάφρ. Μ. Πάγκαλος, Εκκρεμές, Αθήνα 2006). Taylor, J . S. (επιμ.), Personal Autonomy: New Essays on Personal Autono my and its Role in Contemporary M oral Philosophy, Cambridge Univer sity Press, Κ α ίμπ ριτζ 2005. Teale, A. E., Kantian Ethics, Oxford University Press, Οξφόρδη 1951. Thom pson, Μ. P. (επ ιμ.), John Locke und Immanuel Kant. Historische Rezeption und gegenwärtige Relevanz, Duncker 8c. Humblot, Βερολίνο 1991. Thurnherr, U., Die Ästhetik der Existenz. Uber den B egriff der Maxime und die Bildung von Maximen bei K ant, Francke, T υβίγγη-Β α σ ιλεία 1994. Timmermann, J ., Sittengesetz und Freiheit. Untersuchungen zu Immanuel Kants Theoriedes freien Willens, W. de Gruyter, Βερολίνο-Νέα Υόρκη 2003. — , K an t’s ‘Groundwork o f the Metaphysics o f M orals’: A Commentary, Cambridge University Press, Κ α ίμπ ριτζ, 2007. — (επ ιμ.), K an t’s ‘Groundwork o f the Metaphysics o f M orals’: A Critical Guide, Cambridge University Press, Κ α ίμ π ριτζ 2009. Tim m ons, Μ. (επ ιμ .), K an t’s ‘Metaphysics o f M orals’: Interpretative E s says, Oxford University Press, Οξφόρδη 2002. Tom asi, G ., Identita razionale e m oralita, Associazione Trentina di Scienze Umane, T ρέντο 1991. Toulmin, St. E., An Exam ination o f the Place of Reason in Ethics, Cam bridge University Press, Κ α ίμπ ριτζ 1950. Tuck, R., N atu ral Rights Theories: Their Origin and Development, Cam bridge University Press, Κ α ίμπ ριτζ 1979. Tugendhat, E ., Probleme der Ethik, Reclam, Στουτγάρδη 1984. — , Vorlesungen über Ethik, Suhrkamp, Φραγκφούρτη 1993. Uleman, J ., An Introduction to K an t’s M oral Philosophy, Cam bridge Uni versity Press, Νέα Υόρκη 2010. Van der Linden, H ., Kantian Ethics and Socialism, Hackett, Indianapolis, In. 1988. Velkley, R .L ., Freedom and the End o f Reason: On the M oral Foundation o f K ant’s Critical Philosophy, T he University o f Chicago Press, Σικά γο 1989. Vialatoux, J ., L a morale de Kant, PUF, Παρίσι 51968.
196
ΙΜΜΑΝΟΪΈΛ KANT: ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
Vorländer, Κ., Immanuel Kant. Der Mann und das Werk, F. Meiner, Α μ βούργο31992. — , Kant - Schiller - Goethe, F. Meiner, Λ ιψία *1923. Ward, K., The Development o f K an t’s Views o f Ethics, Blackwell, Οξφόρδη 1972. Weber, M., «Soziologische Grundbegriffe)), στο: Gesammelte Aufsätze zur Wissenschaftslehre, επ ιμ . J . Winckelmann, Mohr (Siebeck), Τ υ βίγ γ η 71988, σ. 541-81 (Βασικές έννοιες Κοινών ιολογίας, μετάφρ. Μ. Γ. Κυπραίος, Κένταυρος, Αθήνα 1997). — , «W issenschaft als Beruf», στο: Gesammelte Aufsätze zur Wissenschafts lehre, επ ιμ . J . Winckelmann, Mohr (Siebeck), Τ υ β ίγ γ η , 71988, σ. 582-613 {Η επιστήμη ως επάγγελμα [κ.ά.], μετάφρ. Μ. Γ. Κυπραίος, Παπαζήσης, Αθήνα 2005). — , ((Politik als Beruf», στο: Gesammelte Politische Schriften, επ ιμ. J. Winckelmann, Mohr (Siebeck), Τ υ β ίγ γ η , 71988, σ. 505-60 (Η πολι τική ως επάγγελμα, μετάφρ. Μ. Γ. Κυπραίος, Παπαζήσης, Αθήνα 1987). Weil, Ε., Problèmes kantiens, Vrin, Παρίσι 1963. Wellmer, A., Ethik und Dialog. Elemente des moralischen Urteils bei Kant und in der Diskursethik, Suhrkamp, Φραγκφούρτη 1986. Wenzel, U. J ., Anthroponomie. Kants Archäologie der Autonomie, W. de Gruyter, Βερολίνο 1992. Weyand, K., Kants Geschichtsphilosophie, Kölner Universitäts-Verlag, Κο λωνία 1964. Whitney, G. - Bowers, D. (επ ιμ .), The H eritage o f Kant, Princeton Uni versity Press, Πρίνστον 1939. Wieland, W., Aporien der praktischen Vernunft, Klostermann, Φραγκ φούρτη 1989. Wike, V. S., K ant on Happiness in Ethics, State University o f New York, Albany, N.Y. 1994. Wilde, L. H ., Hypothetische und kategorische Imperative. Eine Interpreta tion zu Kants ‘Grundlegung zur Metaphysik der Sitten ’, Bouvier, Βόννη 1975. Willaschek, M., Praktische Vernunft. Handlungstheorie und Moralbegrün dung bei Kant, Metzler, Στουτγάρδη-Βαϊμάρη 1992. Williams, B ., Ethics and the Lim its o f Philosophy, Harvard University Press, Κ α ίμ π ριτζ 1985 [Η ηβική και τα όρια της φιλοσοφίας, μετάφρ. X . Γ ραμμένου, Αρσενίδης, Αθήνα 2009).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ι 97
Williams, Η., K an t’s Political Philosophy, Palgrave Macmillan, Νέα Υόρκη 1983. — (επιμ.), Essays on K an t’s Political Philosophy, T he University o f Chi cago Press, Σικάγο 1992. Williams, T . C ., The Concept o f the Categorical Imperative: A Study o f the Place o f the Categorical Imperative in K an t’s Ethical Theory, Claren don Press, Οξφόρδη 1968. Wimmer, R., Universalisierung in der Ethik. Kritik und Rekonstruktion ethischer Rationalitätsansprüche, Suhrkamp, Φραγκφούρτη 1980. Witschen, D., Kant und die Idee einer christlichen Ethik, Patmos, Ντύσελντορφ 1984. Wolf, S., Freedom within Reason, Oxford University Press, Οξφόρδη 1990. Wolff, R. P. (επ ιμ.), Kant: A Collection o f Critical Essays, Doubleday, G ar den City, N.Y. 1967. — (επ ιμ.), Kant: ‘Foundations o f the Metaphysics o f M orals’. Text and Critical Essays, Bobbs-Merrill, Indianapolis, In. 1969. — , The Autonomy o f Reason: A Commentary on K an t’s ‘Groundwork o f the Metaphysics o f M orals’, Harper 8c. Row, Νέα Υόρκη 1973. W ood, A. W., K an t’s M oral Religion, Cornell University Press, Ithaca, N.Y. 1970. — (επ ιμ.), Self and N ature in K an t’s Philosophy, Cornell University Press, Ithaca, N.Y. 1984. — , K an t’s Ethical Thought, Cambridge University Press, Κ α ίμ π ριτζ 1999. Wundt, M., Die deutsche Schulphilosophie im Zeitalter der Aufklärung, Mohr Siebeck, Τ υ β ίγ γ η 1945 (ανατ.: G. Olm s, Hildesheim 1964). Young, R., Personal Autonomy: Beyond Negative and Positive Liberty, Pal grave Macmillan, Λονδίνο-Sydney 1986. Yovel, Y., Kant and the Philosophy of History, Princeton University Press, Πρίνστον 1980. — (επιμ.), K ant’s Practical Philosophy Reconsidered, Kluwer Academic, Dordtrecht 1989. Zeldin, Μ. B., Freedom and the Critical Understanding: Essays on K an t’s Later Critiques, UMI M onographs, Ann Arbor, Mich. 1980.
Ε Υ Ρ Ε Τ Η Ρ ΙΟ 1
Α. Ευρετήριο Προσώπων Αρχαίοι, οι 387, 394 Σωκράτης 404
Hutcheson, Francis 442 Σ Sulzer, Johann Georg 410 Σ Wolff, Christian 390
Β. Ευρετήριο εννοιών Αγαθό, καλό (Gut) - πρακτικά αναγκαίο 412 κ.ε. - αντίθετο: ευχάριστο 413 - ηθικά αγαθό 3 9 0 ,4 0 1 ,4 0 3 -4 , 4 0 7 ,4 1 1 , 414 - χωρίς αντίφαση 437 - πρότυπο (Urbild) του 408-9 - α ντικειμενικοί νόμοι του 413-4 - σχετικό 8c απόλυτο αγαθό 414 - ύψιστο αγαθό (Gut, höchstes) 396, 4 0 1 ,4 0 8 9 (Θεός) Αγαθοβουλία, εύνοια (Wohl wollen) 423, 435, 454 Αγάπη (Liebe) - πρακτική 8c παθολογική 397-9 - καθήκον αγάπης 423, 430 8c Σ 1.
Αγάπη του πλησίον (Nächsten liebe) 399 Α γιος (Heiliger) του Ευαγγελίου [Ιησούς] 408 - αγία θέληση 414, 439, πρβλ. 435 Αθωότητα (Unschuld) 404-5 Αίσθημα, αίσθηση (Empfindung) 3 9 9 ,4 1 3 ,4 2 1 - 2 ,4 2 7 , 457, 460 - εσω τερική 451 Αίσθηση (Sinn) 404, 413, 455, 457 - εσω τερική 451 - ηθική (πρβλ. λ. συναίσθημα) 442-3, 442 Σ Α ισθητικότητα (Sinnlichkeit) 443-4, 449, 451-2, 454, 457-8, 4 6 0 ,4 6 2
Οι αριθμοί δηλώνουν τον σελιδάριθμο της θεμελίωσης της μεταφυσικής των ηθών κατά την έκδοση της Ακαδημίας Επιστημών του Βερολίνου (βλ. Β ι βλιογραφία), ο οποίος σημειώνεται στο περιθώριο· η σειρά των υπολημμάτων ακολουθεί κυρίως τις εκδόσεις των Κ. Vorländer και Β. Kraft - D. Schönecker (βλ. Βιβλιογραφία). Οι αναφορές στις υποσημειώσεις του Καντ δηλώνονται με Σ.
200
ΙΜΜΑΝ0ΥΈΛ KANT: ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΓΣΙΚΗΣ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
Α ίτημα (Postulat) 429 Σ Α ιτιότητα (Kausalität) πρακτική - του εαυτού μου ως πράττοντος αιτίου 417 - θέληση ως 446, 452-3, 457 κ.ε., 460-1, πρβλ. 448-9,- σε αντίθεση με την εξω τερική 457, 459-60 Ακρωτηριασμός (Amputation) 429 Αλαζονεία, οίηση (Eigendünkel) 407 Αλλότριος, ξένος (fremd) - συμ φέρον 433, 441 - παρόρμηση 444 - καθοριστικά αίτια 446 - επιρροή (Einfluß) 448, πρβλ. ετερονομία Αναγκαιότητα (Notwendigkeit) του ηθικού νόμου 389, 416 κ.ε., 420, 425, 442, 463 - των αρχών 412 - της πράξης 400, 403, 415, 417 - υποκειμενική 8c α ντικειμενική 412-3, 449 - πρακτική 415 Αναγκαιότητα φυσική (Naturnotwendigkeit) 415, 446 (=ετερονομία των ποιητικώ ν αιτίω ν), 455 κ.ε., 458, 461 Ανάγκη (Bedürfnis) 396, 399, 405, 413, 418, 439 - ως αίτιο των κλίσεων, 413 Σ , 428, 434 Αναλογία (Analogie) 436 κ.ε., 459 Ανάλυση (Zergliederung) - των εννοιών της ηθικότητα ς 440 - της έννοιας της ελευθερίας 447 - της έννοιας της καλής θέλησης 447 Αναλυτικός (analytisch) - μέθοδος
392, 436, 445 - πρόταση 417 κ.ε. Ανθρωπολογία (Anthropologie) - πρακτική (αντίθετο: Με ταφυσική των ηθών, κυρίως ηθική) 3 8 8 -9 ,4 1 0 ,4 1 2 Άνθρωπος (Mensch) - απόλυτη αξία 439 - δικαιώματα των ανθρώπων 430 - ως φαινόμε νο 8c πράγμα (Εγώ ) καθ’ εαυ τό 451, 456-7, 459 - αντίθετο: πράγμα (Sache) 429 Ανθρωπότητα, ανθρώπινη φύση (Menschheit) 429 κ.ε., 435 - αξιοπρέπειά της 439-4 Α ντίληψη (Wahrnehmung) 404, 451 Αντίσταση (W iderstand) 424 (της κλίσης εναντίον της επιταγής του Λόγου) Αξία (Wert) - εσω τερική του προσώπου 394, 450, 454-5 - εξαρτημένη 428 - απόλυτη της καλής θέλησης 394-5, 398 κ.ε., 436 - γνήσια ηθική 397 κ.ε., 407, 426, 428, 439 Α ξιοπρέπεια (Würde) - εσω τερι κή, απόλυτη αξία 435-6 - της ανθρώπινης φύσης 439-40 - του ηθικού νόμου 4 1 1 ,4 2 5 , 435 - της εντολής 405, 409, 425 - του ελλόγου όντος 4345, 437-40 - της ηθικότητας 442 Απόδειξη (Beweis) - του ηθικού νόμου 392, 424-5, 445, 449 - της ελευθερίας 448, 451, 454-5
ΕΤΡΕΤΗΡΙΟ
Απόλαυση (Genuß) 395, 399, 423 Απόλυτο (Unbedingt: μη εξηρτημένο, άνευ όρων) 463 - απολύ τως αναγκαίο (das UnbedingtNotwendige) Αποτέλεσμα (Wirkung) - ως σκο πός (ελατήριο) 400 κ.ε., 4278, 435, 444 Αποφασιστικότητα (Entschlossenheit) 393 Αποψη, βήμα, θέση, σκοπιά (Standpunkt) 450, 452, 455, 458, πρβλ. 425 Αρετή (Tugend) 407, 411 Σ , 426 & Σ , 435, 442-3, πρβλ. 404 - ομορφιά της αρετής 443 Αρχή, αρχές (Prinzip, Prinzipien) - πρακτικές της θελήσεως (σε αντίθεση με: καθ’ ύλην ελα τήρια) 400, 427, πρβλ. 390-1, 412-3, 463 - πρακτικοί νόμοι 427-8 - ανώτατη πρακτική 392, 409, 440 - εμπ ειρικές και ορθολογικές (κατά Λό γον) 441-2 - τυπική (formal, formell) 400, 427, 4 3 1 ,4 3 6 , 438, 462 - υποκειμενικές &: αντικειμενικές 428-9 Αρχή (θεμελιώδης), αρχές (Grundsatz, Grundsätze) - πρακτικές 390, 405, 409, 426, 429, 4 3 3 ,4 3 5 ,4 3 7 ,4 4 9 - a priori 425-6 - της ηθικότη τας 409, πρβλ. συνθετικός Ασύλληπτο, ακατανόητο (Unbe greiflichkeit) της κατηγορικής προσταγές 463 Αυθαιρεσία (Willkür) 428, 436,
201
4 5 1 ,4 6 1 Α υτενέργεια (Spontaneität, Selbsttätigkeit) 452 Αυτοκτονία (Selbstmord) 421-2, 429 Αυτονομία της θέλησης (Autonomie, Selbstgesetz gebung) 401, 427, 431-3 - ως θεμέλιο της ανθρώπινης αξιοπρέπειας 436, 439-40 - ως ανώτατη αρχή της η θ ι κότητας 440, 444-5, 449-50 - και ελευθερία 446 κ.ε., 450, 452-3, πρβλ. 4 5 4 ,4 6 1 Αυτοκυριαρχία (Selbstbeherrschung) 394 Βασίλειο (κράτος) των σκοπών (Reich der Zwecke) 433 κ.ε. - ως βασίλειο της φύσης 436 & Σ , 438-9 Β εβα ιότητα (Gewißheit) 407, 418-9 Γνώμονας (Maxime) - υποκει μενική αρχή της θελήσεως 400 Σ , 421 Σ , 436 κ.ε., 449 - παραδείγματα 402-3, 422-3, 429-30 Γνώση έλλογη, κατά Λόγον (Vemunfterkenntnis) - ψιλή θεω ρητική 8c πρακτική 387 - κοινή 8c φιλοσοφική 390, 392 κ.ε., 409, 411-2 - ιδια ιτερότητά της 463 Δέον (Sollen) 388, 414, 427, 44950, 454-5, 460, 463 Δ ία ιτα (Diät) 418
202
ΙΜΜΑΝΟΊΈΛ KANT: ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΓΣΙΚΗΣ TUN ΗΘΩΝ
Διάθεση ψυχική, ιδιοτροπία (Laune, -en) 435 Δ ια λεκ τικ ή (Dialektik) φυσική του πρακτικού Λόγου, 405, πρβλ. 3 9 1 ,4 5 5 -6 Διάνοια, νους (Verstand) 387, 391, 393, 397 - κοινός νους 404, 450, 452 - σχέση μ ε την α ισθητικότητα 452 κ.ε. - σχέ ση μ ε τον Λόγο 452 Διαφέρον, ενδιαφέρον, συμφέρον (Interesse) - ορισμός 413 Σ , 460 Σ - εν γ έν ει 432, 448-50 - άμεσο 8c έμμεσο 460 Σ - ηθικό 401 Σ - ηθικό &: εμπ ειρικό 449-50, 460 Σ , 462 - λογικό 460 Σ - πρακτικό &: παθολογικό 413 Σ · πρβλ. 459 κ.ε., 460 Σ Διδασκαλία (Unterweisung) ηθική 412, πρβλ. 411 Σ Δικαστήριο (Gerichtshof) - του καθαρού Λόγου 443, πρβλ. 457 Δυνάμεις (Kräfte) 415, 444, 452 Δω ρεές της τύχης (Glücksgaben) 393 Εαυτός (Selbst) - αγαπητός 407 - πραγματικός του ανθρώπου (= νόηση) 457-8, 461 Εγκυρότητα, ισχύς (Gültigkeit) - της κατηγορικής προσταγής 405, 408, 424-5, 432-3, 448-9, 461, πρβλ. 454-5 - της θελήσεως 437 - των σκοπών 433 Εγώ (Ich) 451, 457-8, πρβλ. εαυτός
Ε μπ ειρία (Erfahrung) 455, 426, 444, 448, 459-60 - στην ηθική 389, 3 9 1 ,4 0 6 κ.ε., 418, 426, 4 3 1 ,4 4 2 Ε κ τίμ η σ η (Schätzung) 394, 3978, 403, 435-6, 442 Ελατήριο (Triebfeder) κατ’ αίσθησιν 404, 410 κ.ε., 439-40, 442, 444, 449, 461 - υποκει μενικά 427 Ελάττω μα ηθικό, κακία (Laster) 442 Ελευθερία (Freiheit) 387, 430-1, 434-5, 446 κ.ε., 456, 459, 461 - αυτονομία της θελήσεως 446-7, 450, 452-3, πρβλ. 4589, 461 - αρνητική και θετική έννοια 446-7, 452-3, 454-5, 457- 8 - ελευθερία και φυσική αναγκαιότητα 456 κ.ε., 461-2 - μη εμ π ειρικ ή έννοια 431, 448-9, 455, 459 - ως ιδέα 448, 454-5, 459 - θεω ρητική και πρακτική 448 Σ - ιδιότητα όλων των ελλόγων όντων 4478 - νόμος του νοητού κόσμου 454 - παραγωγή της 447 Ε μ π ειρία (Erfahrung) - εν γένει 387 κ .ε., 391 - στην ηθική 387 κ.ε., 406 κ.ε., 412, 418 κ.ε., 426-7, 431, 441 κ.ε. - της ελευθερίας 4 3 1 ,4 4 8 -9 , 455, 458- 9 Ε μπ ειρικός (empirisch) 387 κ.ε., 408 κ.ε., 412, 418-9, 426-7, 441-2, 450 κ.ε., 462 Εμπόδιο (Hindernis) του Λόγου 397, 449, πρβλ. 434
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ
Ενέργεια (Tätigkeit) καθαρή του Εγώ 451-2 Έ νστικτο (Instinkt) - ως οδηγός του Λόγου 395-6 - σε αντίθε ση με αρχές 4 3 5 ,4 5 9 Εντολή (Gebot) 389, 400, 405, 4 0 7 ,4 1 3 ,4 1 6 ,4 1 8 (praeceptum) 420, 425, 433 Εξαίρεση (Ausnahme) από τον νόμο 408, 424-5 Εξαναγκασμός (Nötigung) της θελήσεως από τον ηθικό νόμο 4 1 3 ,4 2 5 , 434 Εξήγηση (Erklärung) (= αναγω γή σε νόμους) 459-60, πρβλ. 461-2 Επήρεια (Affektion) 3 8 7 ,3 8 9 ,4 2 4 , 449, 451-2, 4 5 4 ,4 5 7 , 460 Επιδεξιότητα (Geschicklichkeit) 415 κ.ε., 435 Επιθυμία, πόθος (Begierde) 418, 4 2 7 ,4 5 3 -4 ,4 5 7 , 461 Επιθυμία [απλώς] (Wunsch) 394, πρβλ. 407 Ε πιθυμητικό (Begehrungsvermögen) 395, 399-400, 427, 459 Ε π ισ τήμη (Wissenschaft) 387-8, 3 9 0 -1 ,3 9 5 , 4 0 4 -5 ,415 Ε π ιμέλεια (Fleiß) 435 Επιμονή (Beharrlichkeit) 393 Εποπτεία (Anschauung) 436, 443 - αισθητηριακή, κατ’ αίσθησιν 452, 454 Εργασίας καταμερισμός (Arbeitsteilung) 388-9 Ετερονομία (Heteronomie) 433, 440 κ.ε., 446, 452-3, 458, 460 Ευγένεια (Höflichkeit) 418
203
Ευδαιμονία, ευτυχία (Glückseligkeit) 395, 399, 401, 4 1 5 ,4 1 7 -8 , 430, 441-2, 442 Σ - σύνολο (άθροισμα) της ικα νοποίησης όλων των κλίσεων 399, πρβλ. 405 - αξιότητα της ευδαιμονίας 393, 450 - ως αρ χή της ηθικότητας 442, 450, 453 - έννοια αόριστη 418-9 - ιδεώδες της φαντασίας 418 Ευεργεσία (Wohltätigkeit) 398-9, 430 Ευημερία (Wohlfahrt) 417 Ευχάριστο (Angenehme, das) (αντίθετο: αγαθό, καλό) 413, πρβλ. 401, 450 Ζωή, βίος (Leben) 395 κ.ε., 415, 418, 4 2 1 ,4 2 9 , 446 Ηδονή, χαρά (Lust) 427, 460, πρβλ. 422-3 Η θική (θεωρία, φιλοσοφία) (Ethik, Sittenlehre) 387-8, 4 1 0 - 1 ,4 3 5 Η θική (Moral) κυρίως (έλλογη, ορθολογική) ηθική 388 κ.ε., 411- 2, 429, 436 & Σ , 437 - δημώδης (λαϊκή) 392 Η θικότητα (Moralität) 434-5, 439, 453 - ανώτατη αρχή της 392, 463 Η θικότητα (Sittlichkeit) 407 κ.ε., 4 1 6 ,4 1 9 -2 0 ,4 2 6 , 4 3 2 ,4 3 5 -6 , 440 κ.ε., 447-9, 452-3, 460-1 Θάρρος, τόλμη (Mut) 393 Θ έλγητρο (Reiz) 433
204
ΙΜΜΑΝΟΪΈΛ KANT: ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΤΣΙΚΗΣ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
Θέληση, βούληση (Wille) - ορι σμός 412-3, 427-8, 446-7, 458, = πρακτικός Λόγος 412-3, 441, 448-9 - καθαρή θέληση 390, 453-4 - ελεύθερη θέληση = θέληση υπό ηθικούς νόμους 447 - απολύτως καλή θέληση 393 κ.ε., 402-3, 413-4, 426, 437, 439, 444, 447, 4545 - ως ύψιστο αγαθό 396-7 - θεία (αγία) θέληση 413 Σ , 4 1 4 ,4 4 2 Θ εμελίω ση (Grundlegung) 391-2 Θεός (Gott) - ως (πρωταρχικό) ύψιστο αγαθό 408-9 - ως αρχηγός στο βασίλειο των σκοπών 433 8c της φύσης 439 - θέλησή του ως ανώτατο αί τιο του κόσμου 463 Θεωρία (Theorie) 443, 448, 456 Θεωρία, ψιλή (Spekulation) 389, 4 0 5 ,4 1 1 -2 ,4 2 6 , 455-6, 463, πρβλ. Φιλοσοφία Ιατρός (Arzt) 415 Ιδέα (Idee) - της ανθρώπινης φύσης ως σκοπού καθ’ εαυτόν (αξιοπρέπεια) 429, 434, 439 - του βασιλείου των σκοπών (νοητού κόσμου) 439, 458, 462 - της ελευθερίας 448 κ.ε., 452 κ.ε., 459, 461 - της έλλο γης φύσης εν γ έν ει 410 - της ευδαιμονίας 399, 418 - της ηθικής τελειότητα ς 409 - της καθολικής νομοθεσίας 432 - της καλής (καθαρής) θέλη σης 390, 394, 4 3 1 -2,436-7,
440, 443, 454 - του καθήκο ντος (ηθικότητας) 389, 406-7, 445, 448-9, 452 - της μετα φυσικής 388 - του πρακτικού Λόγου 389, 396, 4 0 8 ,4 1 2 , 452, 460 - της πρακτικής φιλοσοφίας 391 - πρακτική 8c θεω ρητική, 436 Σ - σε αντίθε ση μ ε τη γνώση 462 Ιδεώδες (Ideal) - του βασιλείου των σκοπών 433, 462 - της ηθικής τελειότητα ς 408 - του νοητού κόσμου 462 - της φαντασίας 8c όχι του Λόγου (ευδαιμονία) 418 Ιδιοκτησία (Eigentum) 430 Ιδιοσυγκρασία (Temperament) 393, 398-9 Ιδιότητες (Qualitäten) 410 Ιστορία (Geschichte) 417 Καθολικότητα (Allgemeinheit) - της αρχής 424 - του νόμου (του γνώμονα, της πράξης) 4 0 2 -3 ,4 1 6 , 421 κ.ε., 426-7, 429-30, 434, 436 κ.ε., 440, 444, 447, 449, 458, 460 κ.ε., πρβλ. Μορφή, Νομοθεσία Καθήκον (Pflicht) - ορισμός 400, 403, 425, 434, 439 - εν γένει 397 κ.ε., 412, 421 κ.ε., 431, 439-40, 454 - ανώτατος λόγος (θεμέλιο) 433 - κοινή έννοια 389 - πρβλ. 424, 429-30, 437 Κακό, το (Böse, das) 393-4, 402, 4 0 4 ,4 1 1 ,4 1 9 , 437, 442, 4545, 457-8 Καλαισθησία, γούστο (Gesch-
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ
mack) 434-5, πρβλ. 427, 435, 444 Καλλιέργεια, πολιτισμός (Kultur) 396, 423 Καλό (αγαθό) (gut, das Gute) 412 κ.ε. - ηθικά καλό 390, 403-4, 414 - καθ’ εαυτό 394, 396, 4 0 3 ,4 1 4 ,4 4 3 Κανόνας (Regel) - πρακτικοί (σε διάκριση από τον νόμο) 389, 409, 410 Σ , 413 Σ , 421 Σ - αποδεικτικός 444 - της επιδεξιότητας 416 - του σκέπτεσθαι 387, 390, πρβλ. 395, 404, 438, 452 Κανών (Kanon) 387 - της ηθικής κρίσης 424 Καρδιά (Herz) 3 9 8 ,4 1 0 Κατηγορίες (Kategorien) 436 Κίνητρα (Bewegungsgründe) - αντικειμενικά 427, - ανώτατα 462 - της βουλήσεως 389 κ.ε. - ηθικά και εμπειρικά 390-1, 411, 458 Κλίση (Neigung) - ορισμός 413 Σ - σε αντίθεση προς το καθή κον 397 κ.ε. - προς τον Λόγο 424 - προς τον σεβασμό 401 Σ - άθροισμά των 394, 399, 405, πρβλ. 3 9 6 ,4 2 5 -8 , 4 4 1 ,4 4 4 , 454, 457 Κοινή εγκυρότητα (Gemein gültigkeit) - της αρχής 424 Κόσμος (Welt) 393 Κόσμος αισθητός (Sinnenwelt) 451, 452 κ.ε. Κόσμος νοητός (intellektuelle
205
Welt) 451 - (intelligible Welt, mundus intelligibilis) - ορι σμός 458, πρβλ. 438-9, 451-5, 457-8 - ως άλλη σκοπιά 458, 461-2 - (Verstandeswelt) 450 κ.ε., 456 κ.ε. Κρίση, αποτίμηση (Beurteilung) - κανών της ηθικής 424 - των γνωμόνων 426, 433 - μέθοδος της ηθικής 436, &: ηθικό συ ναίσθημα 460, πρβλ. 402 κ.ε., 4 0 8 ,4 1 2 Κ ριτική (Kritik) του Λόγου - θεω ρητικού & πρακτικού 391 - ενότητά τους, 391, πρβλ. 405, 445 Κ ριτική δύναμη, ικανότητα (Urteilskraft) 389, 393, 407, 448, 450-1 Κ ριτικ ή ικανότητα, ικανό τητα κρίσης (Beurteilungs vermögen) - θεω ρητική και πρακτική 404, πρβλ. 412 - κοινή ηθική 412, πρβλ. 436 Κύκλος [φαύλος] (Zirkel) 443, 450 κ.ε. Λ αϊκότητα (Popularität) φιλοσο φική 3 9 1 ,4 0 9 -1 0 Λήψη του ζητουμένου (Erbittung eines Prinzips, λατ. petitio principii) 453 Λ ογική (Logik) 387-8, 390, 410 Λόγος (Vernunft) 387 κ.ε., 395-6, 412, 427, 452 - ενότητα θεω ρητικού &: πρακτικού 391, πρβλ. 456 - καθαρός πρακτι κός 389, 3 9 1 ,3 9 4 κ.ε., 440,
206
ΙΜΜΑΝΟΤΕΛ KANT: ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΓΣΙΚΗΣ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
445, 457, 460-1 - μορφή του 387 - καλλιεργημένος 395-6, 405 - ως πρακτική ικανότητα 3 9 6 ,4 1 1 -3 ,4 2 7 , 434, 441, 445, 448, 452, 458 κ.ε. Λόγος, νους, κοινός ανθρώπινος (Menschenvernunft, -verstand) 3 9 1 ,3 9 4 -6 , 402, 403 κ.ε., 411, 450, 452, 454, 456-7 Λόγου χρήση (Vemunftgebrauch) - θεω ρητική 391, 405 - πρα κ τικ ή 395-6, 406 - ψιλή θεω ρητική &: πρακτική 463 Μ αθηματικά (Mathematik) 410, 417 Μέθοδος (M ethode) της Θεμελίωσης 392, 444-5, πρβλ. 436 Μέλος (Glied) 433 κ.ε., 438-9, 453 κ.ε., 462 Μέσα (Mittel) 8c σκοπός (Zweck, βλ. λ.) 427-8, πρβλ. 395-6, 414 κ.ε., 433 κ.ε. Μ εταφυσική (Metaphysik) - έν νοια 388, πρβλ. 390, 412 - της φύσης 8c των ηθών 388 Μ εταφυσική των ηθών (Metaphysik der Sitten) 388 κ.ε., 392, 406, 409-10 & Σ , 4 1 2 ,4 2 1 ,4 2 6 κ.ε., 444-6 Μ ισολογία (M isologie) 395 Μοιρολατρία (Fatalism) 456 Μορφή (Form) 8c ύλη (Materie) - της θελήσεως 436, 444 - της διάνοιας και του Λόγου, 387, πρβλ. 454 - του καθαρού πρα κτικού Λόγου 461 - της καθολικότητας 431, 436, 458
- της πράξης 416 - της φύσης 436 Νόηση (Intelligenz) 452-4, 457-9 - αληθινός εαυτός 457-8, 461 - κόσμος νοήσεων 462 Νοητός κόσμος (Verstandeswelt) 453-4 Νοητός κόσμος (intelligible Welt, mundus inteUigibilis) - ορι σμός 458, πρβλ. 438-9, 451-5, 457-8 - μια άλλη άποψη 458, 461-2 Νομοθεσία (Gesetzgebung) κα θολική (allgemein) 403, 406, 425, 431 κ.ε., 438 κ.ε., 447> 449-50, 4 5 3 ,4 5 8 , 461 Νόμος (Gesetz) έννοια νόμου 4123 ,4 1 6 , 4 2 7 -8 ,4 4 6 - ηθικός (Sittengesetz, moralisches Gesetz) 389 κ.ε., 400 κ.ε., 407-10, 412, 414 - νόμοι της φύσης 8c της ελευθερίας 387, πρβλ. 452 κ.ε., 463 - πρακτικός σε αντί θεση μ ε κανόνα 389, 416 - σε αντίθεση μ ε γνώμονα 400 Σ , 421 Σ , πρβλ. 4 0 0 -1 ,4 2 0 , 427 κ.ε., πρβλ. 389, 442, 444 Ν ομοτέλεια, συμφωνία με τον νόμο (Gesetzmäßigkeit) 390 - καθολική των πράξεων 402-3 Νοοτροπία (Denkungsart) 423, 426, 435 Ολότητα (Totalität) του συστήμα
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ
τος των σκοπών 419, πρβλ. 436 Ον έλλογο (Vemunftwesen, vernünftiges Wesen) 389, 401, 408, 411-4, 4 2 1 Σ , 425-9, 442, 447-8 - ως σκοπός καθ’ εαυ τόν 428 κ.ε., 436 Οξυδέρκεια (Witz) 393, 435 Ορισμός (Erklärung) - μιας έν νοιας 420, 431, 443, 446, 450 - μέσω εμπειρίας 458 κ.ε. Παθολογικό (pathologisch, αντί θετο: πρακτικό) 399, 413 Σ Παιδιά (Kinder) 397, 4 1 1 ,4 1 5 Π αιχνίδι (Spiel) 435 Παντογνωσία (Allwissenheit) 418 Παραγωγή (Deduktion) 447, 454, 463 Παραδείγματα (Beispiele) - αξία και απαξία τους για την ηθικότητα 406 κ.ε., 408-9, 419, 454, 459 - πρόσωπα ως παράδειγμα του νόμου 401 &: Σ , 454 - καθηκόντων 421 κ.ε., 429 κ.ε. Παράδοξο (Paradoxon) 439 Παράσταση (Vorstellung) 451-2, 401 & Σ , 402, 412-3, 451-2 & σποράδην Παρόρμηση, ορμή (Antrieb) 402, 407, 434, 444, 448, 454, 457 Περιωπή, υπερέχουσα αξία (Erhabenheit) 425-6, 434, 43940, 442 Π ίστη (Glaube) έλλογη 462 Π ιστότητα (Treue) 435 Πλούτος (Reichtum) 393, 418
207
Πνεύμα, ψυχή, θυμικό (Gemüt) 3 9 3 ,3 9 8 ,4 1 1 Πονηρία, εξυπνάδα (Gescheitheit) 416 Πράγμα καθ’ εαυτό (Ding an sich) 451-2,457-9 Π ραγματιστικός (Pragmatisch) 417 Σ , 419 Πράξη (Handlung) - έννοια 402, 412 κ.ε., 427-8 - αξία της 397 κ.ε., 401, 406, 411, 449 - και καθήκον 397 κ.ε., 402, 406, 414 - καθολική νομοτέλειά της 402 - επ ιτρεπ τή 8c μη 439 Πρόθεση (Absicht) 393-4, 397, 399-400, 402, 414 κ.ε., 420, 423, 429, 454 - της φύσης 394 κ.ε. - πρακτική 8c θεω ρητική 448, 455-6 Προπαιδευτική (Propädeutik) της ηθικής φιλοσοφίας 390 Προσταγή (Imperativ) - ορισμός 413-4 - διαίρεση σε υποθετι κές 8c κατηγορικές 414 κ.ε., πρβλ. 4 2 0 -1 ,4 2 5 , 4 2 8 ,4 3 1 -2 , 440-1, 444 - σε προβλημα τικ ές, βεβα ιω τικ ές 8c απο δ εικ τικ ές 415 - σε τεχνικές, πραγματιστικές &: ηθικές 416-7 - της επιδεξιότητα ς 415, 417, 419 - αναλυτικές 417 κ.ε. - της φρόνησης (εξυ πνάδας) 416-9 - της ηθικ ότη τας 416, 419-20 - κατηγορική 414 κ.ε. - ηθική 419, 441, 444 - πρακτική 429 - του καθήκοντος 421 - αναλογία μ ε τον φυσικό νόμο 421 κ.ε.,
2θ8
ΙΜΜΑΝΟΤΕΛ KANT: ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΤΣΙΚΗΣ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
431, 436-7 - ως νόμος 420, 428 - απόλυτος νόμος 432, 463 - δυνατότητά της 419-21, 447, 453-5 - τύποι (διατυπώ σεις) της, βλ. λ. - περιεχόμενό της 420-1, 425 - 8c αυτονομία 440 - ασύλληπτος χαρακτή ρας (ακατανόητο) της 463 Πρόσωπο (Person) (αντίθετο: άλογο πράγμα) 428-30, 438 - εσω τερική αξία του 394, 398, 428 κ.ε., 449-50, 454-5 - σεβασμός για 401, 428 - ως καθολικός νομοθέτης 438-9 - ως παράδειγμα του νόμου 401 Σ - αντίθετο στην κατά σταση 450 Προτάσεις αναλυτικές-πρακτικές (analytisch-praktische Sätze) 417-9, 420 Σ , 445 Πρότυπο (Urbild) 408 Ροπή (Hang) 399, 405, 423, 425, 435 Σεβασμός, σέβας (Achtung) 390, 400-1. 401 Σ , 403, 407-8, 424, 426, 428, 435-6, 439-40 Σ κ έψ η , σκέπτεσθαι (Denken) - εν γένει και καθαρή/ό 390 - σε αντίθεση προς το αισθάνεσθαι 442. πρβλ. 458 Σ κοπ ιμότητα , εντελέχεια (Zweckmäßigkeit) 395 (της φύσης) 430, πρβλ. τελολογία Σκοπός (Zweck) - ορισμός 427 - της θελήσεως 394, 400, 4145 - υποκειμενικοί &: α ντικ ει
μενικοί 427 κ.ε., 430-1 - καθ’ ύλην (σχετικοί) 427-8, 436 - σκοποί καθ’ εαυτούς (αυτο σκοποί) 428 κ.ε., 433 κ.ε., 438, 462 - τάξη των σκοπών 450 - υποκείμενο όλων των σκοπών 431, 437-8 Σοφία (Weisheit) - της φύσης 396 - 8c επ ισ τήμη 405 Συγκράτηση, επιφυλακτικότητα (Zurückhaltung) 418 Συμβουλές (Ratschläge) της φρό νησης (εξυπνάδας) 416-9 Συμβουλές (Anratungen, λατ. consilia) 418 Συμπάθεια (Teilnehmung) 398-9, 423, 442, 454 Συμπεριφορά, διαγω γή (Tun und Lassen) 396, 405-6, 455 Συναγωγή (Ableitung) - από τον Λόγο 4 0 6 ,4 1 0 -2 , 420, 425 - των καθηκόντων από την κατηγορική προσταγή 421, 423 - ηθικών νόμων από τη θεία θέληση 443 - της ηθικό τητας από την ελευθερία 447 Συναίσθημα (Gefühl) 4 0 1 ,4 2 5 , 434-5, 442, 451 - ηθικό 410-1, 442, 460 - ηδονής (χαράς) και λύπης (δυσαρέστησης) 427, 460 - φυσικό και ηθικό 442, 460 8c Σ - 8c κ ριτική δύναμη 450-1 Συνείδηση, ηθική (Gewissen, σε διάκριση από: Bewußtsein = συνείδηση εν γένει) 404, 422 Συνθετικές πρακτικές προτάσεις (synthetisch-praktische Sätze)
ΕΤΓΡΕΤΗΡΙΟ
417, 420, 4 3 1 -2 ,4 4 0 , 447 - a priori 454 - δυνατότητά τους 444-5 Σύστημα (System) των ηθών 404, 443, πρβλ. 392, 436 Τάξη (Ordnung) διαφορετική των ποιητικών αιτίων και των σκοπών 450, 454, 457-8 Τ ελειότητα (Vollkommenheit) - ηθική 408-9 - ως αρχή της ηθικότητας 442-4, 410 - κα ταβολές της 430 Τελολογία (Teleologie) της φύσης 436 Σ , πρβλ. 395-6 Τέχνη (Kunst) 409, 416, 435 Τ ιμ ή (Ehre) 393, 398, 441, 443 Τ ιμ ή (Preis) 426, 434-5 (αντίθετο: αξιοπρέπεια) - αγοραστική (Marktpreis) 8c συναισθηματι κή (Affektionspreis) 434-5 Τυπικός, μορφολογικός, ειδολο γικός (formal) - αρχή 438 - έλ λογη γνώση 387 - φιλοσοφία (Λογική) 387-8 - αντίθετο: καθ’ ύλην (material) 427, πρβλ. 458, 461 Τυπικός (formell) - ηθική αρχή 400 - αρχή της βουλήσεως 400 Τύπος, διατύπωση (Formel) της κατηγορικής προσταγής - πρώτος 8c δεύτερος 421, πρβλ. 426, 434, 436-7, 447 - τρίτος 429, πρβλ. 436-8 Τ γεία (Gesundheit) 393, 399, 418 'Υλη (Materie, αντίθετο: μορφή:
209
Form) - της θελήσεως 437, 461 - της πράξης 416 - του ηθικού νόμου 436 Υπερβατικός (transzendent) - έν νοιες, 462 Υπεράσπιση (Verteidigung) 459 Υ περβατολογική φιλοσοφία (Τ ranszendentalphilosophie) 390 Υπερφυσική (Hyperphysik) 410 Υποκείμενο (Subjekt) 397, 401, 414, 421, 427, 430-1, 437 κ.ε., 444, 448, 4 5 1 ,4 5 6 , 459-60. Υπόσχεση (Versprechen) 402-3, 419, 422, 429, 435 Υποχρέωση (Verbindlichkeit) η θ ι κή - έννοια 3 9 1 ,4 3 9 - λόγος της 389, 450 Φαινόμενο (Erscheinung) - αντίθ. πράγμα καθ’ εαυτό (Ding an sich) 408, 451, 453, 457 κ.ε., 461 Φαντασία (Einbildungskraft) 415, 435 Φθόνος (Neid) 418 Φιλαυτία (Selbstliebe) 401 Σ , 4067 ,4 2 2 ,4 2 6 Σ , 432 Φ ιλία (Freundschaft) 408 Φιλοσοφία (Philosophie) - αρχαία ελληνική 387 - ηθική 387 κ.ε., 404 - τυπική (μορφολογική) 8c περιεχομένου (καθ’ ύλην) 387- 8 - καθαρή 8c εμ π ειρική 388- 90, 410 Σ - καθαρώς (ή ψιλή) θεω ρητική 411-2, 4267, 456, 461 - πρακτική 405, 4 0 9 ,4 1 1 -2 , 427, 448 - όριό
210
IMMANOVEA KANT. ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΤΣΙΚΗΣ ΤΩΝ ΗΘΩΝ
της 455 κ.ε., 462-3 - της φύ σης 427 Φιλοσοφία (Weltweisheit) - φυσι κή &: ηθική 387 - ηθική 389 - καθολική πρακτική 390-1 - λαϊκή 406 κ.ε. - καθαρή πρακτική (= μεταφυσική των ηθών) 410 Φόβος (Furcht) 398, 401, 440 Φρόνημα (Gesinnung) 406, 412, 416, 435 Φρόνηση, εξυπνάδα, σύνεση (Klugheit) - είδη της 416 Σ - σε ηθικά ζητήμα τα (αντί θετο: καθήκον) 402-3, 416 - συμβουλές της 416 κ.ε. - κοσμική φρόνηση (Weltklugheit) 416 Φύση (Natur) - ορισμός (κατά τη μορφή) 421 - αντικείμενο της εμπ ειρία ς 387, 455 - έννοια
της διάνοιας 455 - σκοπιμότητά της 394 κ.ε., 422-3 - φύ ση του ανθρώπου - έλλογη φύση ως σκοπός καθ’ εαυτόν 429, 438-9 Φυσική (Naturlehre, Physik) 3878 ,4 2 7 Φυσικός νόμος (Naturgesetz) 421 κ.ε., 431, 452-3, 458-9, πρβλ. λ. Α ιτιότητα , Νόμος Χαρακτήρας (Charakter) (αντίθε το: ιδιοσυγκρασία [Tem pe rament]) 393, 398-9 Ψεύδος (Lüge) 389, 402-3, 419, 4 2 2 ,4 2 9 , 441 Ψυχή (Seele) 427, πρβλ. 398, 4 0 7 ,4 1 1 ,4 5 3 Ψυχολογία (Psychologie) 390 - (Seelenlehre) 427
Η
θεμελίωση της μεταφυσικής των ηθών
(1785),
το
το
πρώτο από
τρία
κ ύ ρ ι α η θ ι κ ά έργα του Κανί, π α ρ ο υ σ ι ά ζ ε ι π ρ ο γ ρ α μ μ α τ ι κ ά τις κ υ ρι ότ ερ ες έννοιες, θέσεις και α ρ χ έ ς της η θ ι κ ή ς φ ι λ ο σ ο φ ί α ς του. θ α α κ ο λ ο υ θ ή
Κριτική του πρακτικού Λόγου , η ο π ο ί α π α ρ έ χ ε ι τη συ στ η μ α τ ι κ ή θ ε μ ε λ ί ω σ η της ηθικής, και η Μεταφυσική των ηθών, η ο π ο ί α π ε ρ ι λ α μ β ά σουν η
νει την ε φ α ρ μ ο γ ή της επί της φ ι λ ο σ ο φ ί α ς του δι κ α ί ο υ και του ειδικού μ έ ρ ο υ ς της ηθικής. 0 Καντ αν α π τ ύ σ σ ε ι στο βι βλ ίο αυ τ ό μια εντε λώ ς π ρ ω τ ο π ο ρ ι α κ ή ηθική φιλοσοφία,
η οποία
δεν α π ο β λ έ π ε ι
στην ατ ομ ικ ή
εγωιστική
ευτυχία,
α λ λ ά στο να γίνει ο ά ν θ ρ ω π ο ς ενεργητικά άξιος της ε υ δα ιμ ον ία ς και της α ν θ ρ ώ π ι ν η ς φ ύ σ η ς . Χ α ρ α κ τ η ρ ι σ τ ι κ ά γ ν ω ρ ί σ μ α τ α της η θ ικ ής αυ τή ς είναι ότι: στηρίζεται στον ματι οι ά ν θ ρ ω π ο ι ,
ορθό Λόγο αλλά
και δεν α σ χ ο λ ε ί τ α ι με το τι κά νο υν π ρ ά γ
με το η θ ικ ά ε ύ λ ο γ ο και τις αλ ηθινές αξίες,
ανεξάρτητα α π ό την κ υ ρ ί α ρ χ η , σ υ μβ ατ ικ ή, εθιμική ή κ α τε στ ημ έν η ηθική* εισάγει μια α π ο λ ύ τ ω ς νέα έννοια της
ελευθερίας
ω ς ανεξαρτησίας α π ό
την φ υ σ ι κ ή και κ ά θ ε ά λ λ η αν αγκαιότητα ( σ υ μ η ε ρ ι λ α μ β α ν ο μ έ ν η ς ιδ ίω ς της κ ο ι ν ω ν ι κ ή ς και ψ υ χ ι κ ή ς ) , ω ς
αυτονομίας
και ω ς
αυτενέργειας.
Συνάμα,
δεν π α ρ α β λ έ π ε ι ότι α π ε υ θ ύ ν ε τ α ι σε α ν θ ρ ώ π ο υ ς , δ η λ α δ ή σε πε πε ρα σμ έν α, ατελή, ε ύ θ ρ α υ σ τ α (και α π λ ώ ς
δυνάμει έλλογα)
όντα π ο υ εξαρτώνται α π ό
π λ ή θ ο ς αναγκών. Η
θεμελίωση της μεταφυσικής των ηθών αναγνωρίζεται λ.χ., με τα Ηθικά Νικομάχεια του Α ρ ισ το τέ λη -
κοινού,
κ α θ ο λ ι κ ά -α πό ως
ένα α π ό τα
σ π ο υ δ α ι ό τ ε ρ α κ λ α σ ι κ ά και θ ε μ ε λ ι α κ ά έργα της ηθικής φ ι λο σο φί ας . σ ύ γκ ρι ση με τα ά λ λ α δ ύ ο έργα της καντιανής ηθικής τριλογίας, η
ωση
Σε
θεμελί
είναι γρ αμ μ έ ν η σε ένα ύ φ ο ς π ο λ ύ πιο γ λ α φ υ ρ ό , ζωντανό και κ α τ α ν ο η
τό, π ρ ά γ μ α π ο υ την κ α θι στ ά την κ α λ ύ τ ε ρ η εισαγωγή στο έργο του Καντ.