312 85 38MB
English Pages [212] Year 1969
FOREIGN
SERVICE
INSTITUTE
GREEK
BASIC COURSE
Yolume 3
D
Ε
Ρ
Α
R
Τ
Μ
Ε
Ν
Τ
Ο
F
S
Τ
Α
Τ
Ε
GREEK BASIC COURSE
Volunle 3
Τhis
worlr was compiIed and pub. Iished with the support of the Office of EducatIon, Department of HeaIth, EducatIon and Welfσre, UnIted States of AmerIca.
Ρ.
SAPOUNTZIS and S. OBOLENSKY
FOREIGN SERVICE INSTITUTE WASHINGTON, D.C.
1969 D
Ε
Ρ
Α
R
Τ
Μ
Ε
Ν
Τ
Ο
F
5
Τ
Α
Τ
Ε
GREEK BASIC COURSE
{:Q
~ ~ ~
Class
ΠΙ
Verbs
ι:ι::
'"
Passive Voice οΙ Class ΙΙ verbs in -ω (-αω) νικ-ωμαι
-&α/να νΙKη.fί-ω
.fία/να νικ-ωμαι
έ-νΙKη.fί-ην
έ-νικ-ώμην
-ασαι
-ης
-ασαι
-ης
-ασο
-αται
-η
-αται
-η
-ατο
-ώμε-&α
-ωμεν
-ώμε.fία
-ημεν
-ωμε.fία
-ασ-&ε
-ητε
-ασ.fίε
-ητε
-ασ-&ε
-ωνται
-ουν/ -ωσι ( ν)
-ωντα ι
-ησαν
-ωντο
..
\l\
CHART THnEE
Ε-
tαταλαμβανω-'to understand'
φέρω- 'to bring'
καταφερω-
ερχομα ι- 'to come'
κατέρχομα ι- 'to come dO\ffi'
ϊσταμα ι- 'to stand'
ιtα-&ίσταμα ι-
βαίνω-
μεταβαίνω- 'to proceed'
'to go'
'to brinE
do.~n 1
'to become, grow'
βάλλω- 'to put'
μεταβαλλω-
εχω-
;..ιετέχω- 'to participate'
'to have ι
'to change'
-&έτω- 'to place'
μετα-&έτ'-ύ-'to rer.ιove, disnlace'
καλω-, to
μετακαλω-
call'
'to call baclriat,e
form
οΙ
If it is a
the article.
~1')l1ns :
τ6 ξενοδοχειον των
ξένων
εύρίσκεται
είς
δημοσιογραφος
την πλατει~ν Συντάγματος.
Διά να ήμπορεση να κτισ·9'η αύτη ή γέφυρα χρειάζεται "ενας μεγάλος άρι-&μ6ς
•
πάσσαλος
6.,
GREEK BASIC COURSE
UNIT 69
ΕΙς τό Ιργοστ&σιο ~~τό ~αp&γoυν πoλλ~ν εΙδ~ν
ξυλεία
Ό Γιόχαν Στρ&ους εγραψε ενα ύπέροχο β&λς, τό ~&λς
Δούναβις
αϊ τιμές
σημερον εΙναι πολύ προσιτές.
A~τ& τ& εΤδη
Ή
δέν 3εωροfiνται &ναγκαεα σημερον.
'Ιταλία ~τo μία
άπό τ&ς τρεες δυν&μεις του
Ό τίτλος α~τoυ
~τo πολύ λεπτομερές.
Ό πατέρας σας εΤναι ενας αν3ρωπος δυνατ~ν
οχη
"Ήπειρος 3εωρεεται ύπό τ~ν
έπιχείοησις
" Αξων
εΙναι" Άγ&πη καί Θ&\ασσα:
τό χ3εσινόν
Ή Βόρειος
ραδιόφωνο
μυ-& ι σζό ρη:λα
&νακοινω-&έν
_
Έλληνων ~ς μία περι-
πεποί-&ησις
διεκδίκησις
έ-&νικ~')
Πολύ δλίγοι
έν-&υμουνται
βουλευτην Τριαντα-
μακαρίτης
φύλλου.
Ή κούρασις"" Ιιτο
εΙς τό πρόσωπον της μητέρας
έμφανης
σας.
A~τός ό
Ιατρός κ,nορ-&ώνει κ,ιί φαίνεται π&ντοτε
αϊ
σcισμοί ~σαν μεγ&\ης
διαρ~είας.
τό προχ-&εσινόν άν~κoινω3έν δέν ~τo κα-&όλου Vcrί13
άμέριμνος προχ-&εσινός
•
σαφης
:
'Όλαι αϊ παλαιαί όδοί της πολεώς μας Μ
διαπλατύνω
χ-&ές
τ& στρατεύματα του έx-&~oυ
εΙς την
, ,
εισερχομαι
Μακεδονίαν.
Ή έργασία του ύπαλληλου α~της τ~ς ~πιxειρησεως εΙναι ν& τούς Ή
μετρω
πελ&τας.
Έ\λ&ς
&γαπουν
μόνο
την
τα κράτη
έκεινα τά όποια
συμμαχ ω
καλά
την 3έσιν του.
στέκω
Ιλευ-&ερίαν.
A~τός
ό π&σvαλος
~oλλ&
&ντιβιoτι~&
έπιτυχως
:1E.
δέν φάρμακα
έναντίον
εΙς
μας
_
5ιαφό~ων άσ-&ενειων.
666
προφυλάττω
G REEK BASIC COURSE
Unit 70
μή
not, don't
ή σωτηρία
salvation
όρ ι στ ικως
definitely
τελεσιδίκως
finally
tξευτε\ιστικ6ς
-ή -6ν
hurniliating
ό tξευτελισμ6ς
hnmiliation
κυνηγω
to hunt, chase
(κυνηγήσω)
χορταίνω
ή
(χορτάσω)
to be full; satiated; satisfied
δόξα
glory
διώχνω
(διώξω)
to chase, to drive away; dismiss
πληγωμένος
άφήνω
wounded
(άφήσω)
to leave; at)andon
ή άτιμία
άφελής,
dishonesty; infamy -ής,
-ές
naive
άκ6μη
still, yet; more, besides
κηλιδώνομαι πανά~λιoς πάνοπλος
(-δω~ω)
-ος -ος
πλευροκοπω
to be stained, soiled
-ον
most wretCl1ed
-ον
armed to the teeth
(πλευροκοπήσω)
to attack
τ6 π,::ζικ6ν
infantry
τ6 πυροβeλικ6ν
artillery
•
η
•
ο
,
(-ακος)
guard
δ τραυμ,χτίας δ
w01mded person
tπCδεσμος
ύποδεχομαι κτυπω
the flank
division (army)
μεραρχ ια
φύλαξ
frσm
bandage; band (-x~ω)
to welcome
(-ήσω)
to hit, beat, strike, knock
667
GREEK BASIC COURSE
υΝΙΤ
κλη·&ω
to be called.;
ή Θράκη
Thrace
τό ΒερολΊ:νον
Berlin
ή πυρκo~'ίά
fire; conflagration
ή
"εκτασις ( ) -εως
70
sU!ΠJTloned
area
'Πρός Χίτλερ έπιστολη'(Συνεχεια)
Μή διά νά σω&ουν είς την
Άλβανίαν οί
ειδους σωτηρίας &ά πρόκειται;
οί
'Ιταλοί; •••
Άλλά περί ποίο')
'Ιταλοί δεν &ά εΙναι ήττηuενοι όpιστι~~ς,
τελεσΙδίκως, παγκοσμίως καί αίωνίως μόλις καί είς μόνον Γερμανός στρατιώτης πατηση είς την Έλλάδα;
Δεν &ά φωνάζη ~λoς ό κόσμος ~τι σαρανταπέντε ~κατoμ-
μύΓ-ηα αύτοί, άφου έπετε&ησαν έναντίον ήμων πού ειμε&α πόλις ό'Υιτώ, έζητησαν
τώρα την βοη&ειαν αλλων όγδ6ντα πεντε εκ:χτομμυρίων διά νά σω·9-0υν; ••• Καί είς τό τελος, αν -&ελουν νά σω&ουν, διατί νά ελ&ουν αλλοι κ·χτά τρόπον έξευτελιστι
κόν δι'αύτούς νά τούς σ~σoυν, άφου τούς σωζομεν εύχαρίσ,ως ήμεις χωρίς έξευτελ ισμούς;
"Ας φύγουν ~όνoι άπό την Άλβανίαν οί
'Ιταλοί.
"Ας είπουν παντου 8τι
μaς ένίκησαν, 8τι Ικουράσ3ησαν νά μaς κυνηγουν, 5τι έχόρτασαν άπό δόξαν καί ας φύγουν.
Ήμεις τού; βοη&ουμεν.
"Καλά 8λα αύτά.
, •
εφεραμεν
ή μεις, Ν
τούς όποίου;
Καί οί 'Άγγλοι; ••• " , , , τους εφεραν
εφεραν οί
' τους
σαν είς την
Άλλά τ:)ύ; 'Άγγλους,
" . Ε) λ' δ " εις την α α οι
._
'Ιταλοί,
τούς είπουμεν νά φύγουν. ''t' δ ιω,"ωμεν
Άλλά &ά μaς Ιρωτησετε tσως,
νά τούς
είπουμεν
Άλλά είς ποίους;
"α-ι;ιτους " νεΛρους,
που
"επεσαν
• ε ις
Ι τα λ' οι.
Έξοχώτατε:
Έξοχωτατε, Τ' ωρα
νά φύγουν;
λ οιπ ό ν
•••
β ουν ά
μας,
'
εις
,
,
-:χυτους
Καί, εστω, νά
Είς τούς ζωντανούς. τά
δεν τούς
πως 8μως νά
'"
,
αυτους που προσεγειω&η-
Άττικην πληγωμενοι καί άφηκαν Ιδ~ την τελευταίαν πνοην, αύτούς οί
όποιοι, Ινω Ικαίετο ή πm-Ρ:ς των, ~λ3αν και ήγωνισ&ησαν Ιδω, εύρηκαν Ιδω ενα τάφον; •••
την Έλλάδα δεν γίνονται.
Άκαυτε,
KIXL
επεσαν Ιδω και
Έξοχώτατε, ύπάρχουν &τιμιαι, αί όπαιαι είς
Και αύτά εΙναι κα&αραι άτιμΙαι.
οϋτε τούς ζωντανούς ήμπορουμεν νά διώξωμεν.
Οϋτε τούς νεκρούς,
Δεν &ά διώξωμεν κανένα, και 3ά
σ,α&ωμεν ~αζι των, έδω, μεχρις στου κά~oια λάμψη άκτις ήλιου, και περάσ~ ή καταιγΙς.
Και Σεις; Έλλάδα.
Σεις
- λεγουν πάντοτε - &ά Ιπιχειρησετε νά είσβάλετε είς την
Και ήμεις, Λαός άφελης άκόμη,
δεν τό πιστεύομεν.
Δεν πισ~εύoμεν 3τι
GREEK BASIC COURSE
στρατ6ς με Ιστορίαν καί με παράδoσ~ν
-
70
αύτ6 καί οί Ιχ-&ροί τον δεν τ6 άρνaυντα~
-&ά -&εληση νά κηλ~δω-&η δ"ά μ~ας πράξεως πανα-&λίας.
-
υΝΙΤ
Δεν π~στεύoμεν oτ~ ενα
Κράτος πάνοπλον, όΥδοηκοντα πεντε έκατομμυρίων άν·&ρώπων,
~oυρyηση εCς τ6ν Κόσμον "νεαν τάξ~ν πραγμάτων~
-
μ':Χχ6μενον δ~ά νά δη-
ταξ~ν φανταζ6με·&α άρετης, -&ά
ζητηση να πλευροκσπηση ενα ''Ε&νος μ~κρ6ν, πού άγωνίζετα~ ύπερ της Ιλευ-&ερίας
του, μαχ6μενον πρ6ς μίαν Αύτοκρατορίαν σαρ&ντα πεντε έκατομμυρίων. Δ:,6n τί -&ά κάμη δ Στρατ6ς αύτ6ς,
μεραρx~ων, στείλη ή
Έξοχώτατε,
αν άντί πεζ~κoυ, πυρoβoλ~κoυ καί
Έλλάς φύλακας εCς τά σύνορά της
ε~κoσ~ x~λ~άδας τραυματ~ων,
χωρίς π6δ~α, χωρίς xερ~α, με τά α~ματα καί τούς Ιπ~δ~σμoυς δ~ά νά τ6ν ύποδεχ-&ουν;
•••
Αότούς τούς στρατ~ώτας φύλακας -&ά ύπάρξη Στρατ6ς δ~ά νά τούς κτυπηση;
Άλλ'δx~, δεν πρ6κε~τα~ νά γίνη αύτ6.
Ό όλίγος η πολύς Στρατ6ς των
Έλληνων πού εlνα~ Ιλεμ·'Jερος, οπως Ιστά-&η είς την 'Ήπε~ρoν, -&ά στα-&η .• αν κλη-&η, εCς
την Θράκην.
Καί ΙκεΤ.
Καί τί νά κάμη;
Καί -&'άπο-&άνη.
•••
Θά πολεμηση.
Καί ΙκεΤ.
Καί ΙκεΤ.
Καί -&α άγωνισ-&η.
Καί -&'άναμενη την έκ Βερολίνου έπ~στρoφην
του δρομεως, δ δποΤος ~λ-&~ πρ6 πεντε ιτων κα'
ελαβε άπ6 την Όλυμπίαν τ6 φως,
διά νά μεταβάλη εΙς δαυλ6ν την λαμπάδα καί φερη την πυρκαϊάν εCς τ6ν μικρ6ν,
την εκτασ~ν, άλλά μεγ~στoν αύτ6ν τ6πον, ό δΠΟ'ιος, άφο::! εμ:x-&€ τ6ν κ6σμον ικαις σχέ
τόν τύπον καί πάσης φύσεως
δημοσιεύματα,
εΙτε Ιν ταις ~η~oσίαις συνα~ρoίσεσιν.
Παρά τήν ϋπαρξιν της κολίαι
κήν,
εΙς
Ιπισήμου γλώσσης, ~ά παρέχωνται αΙ πρoσήκoυσα~
τούς Τούρκους ύπηκόους,
τούς λαλo~ντας γλωσσαν,
ευ-
αλλην η τήν τουρκι
διά την προφορικήν χρησιν της γλώσσης α~των Ινωπιον των δικασ~ηρίων. "Aρ~.
40
O~ τουρκοι ύπηΗ,ΟΟΙ, o~ &νήκοντες είς μή μουσουλμανικάς μειονότητας, ~ά
&πολαύωσι νομικως καί πραγματικως της α~της προστασίας καί των α~των Ιγγυήσεων, ίiJν &πολ'Χύουσι καί o~ λοιποί To~ρκoι ύπήκοοι.
Θά εxωσ~ν ίδίως 'ίσον δΙ'1.αίωμα νά
συνιστωσι, διευ~~νωσ~ καί Ιποπτεύωσιν Ιδίαις δαπάναις παντός εΙδους φιλαν&ρω πικά, ~ρησκευτικά η κaινωφελη ~δρύματα, σχολεια κ~ί λοιπά Ικπαιδευτήρια, μετά
του δικαιώματος να πoιωντ~ι Ιλευ~έρως έν α~τoις χρησιν της γλώσσης των καί να τελωσιν Ιλευ~έρως τά της ~ρησκείας των. "Αρ''1.
Έν ταις πό \εσι
ων μη ΜΟ'JσουλμάνJJν,
ή του?κική
δευσιν τάς προσηκούσας
οις παροχης
εν~α
κυβέρνησις
ε~κoλίας
πρός
ύποχρι::ωτικήν
Ή διάταξις τήν
αυτη
διδασ'rtαλ(αν
δ ιαμέν ε ι σημα ντι κή &ναλογ ία ύπηκό-
~ά παρέΧΏ ώς πρός
Ιξασφάλισιν
Ιν τ~ Ιδί~ α~των γλώΙJ'σ\l της
Τού?κων ύπψιόων. σ"tηση
κ,χ ί περ ιφερε ία ις,
41
της
διδασκαλΙας
Ιν τοις
τουΡΗ.ικης
δημοσίαν
δημοτικοις
Ικπαί σχολεί
είς τά τέκνα των Ιν λόΎΙ;;
διν κωλύει τήν τουΡ'ι1,ικήν της
την
γ\ώ'Jσης
κυβέρνησιν
έν τοις
νά 1ιατα-
είρημενοις
σχολεΙοις.
Έν ταίς πόλεσι ύπη1tόων,
&νηκόντων
μειονότητας
ταύτας
εΙς
καί περl,φερείαις, μή μoυσo~λμανικάς
δικαία συμμετοχή
είς
701
εν&α ύπάρχει μειονότητας,
την
διά~εσιν
σημαντικη ~έλει
&ναλογία
έξασφαλισ~η
των χρηματικων
Τούρκων είς
ποσων,
τάς
GREEK BASIC COURSE
~τινα τυχόν κρατους
UNI'r 7?-a
3& ΙχορηγοUντο ι" τo~ δημοσίου xρ~μ2τoς ~πό τοU προ~πολογισμοU τo~
η των
δημοτικων
καί λοιπων προϋπο\ογισμων
Ιπί
Ικπαιδευτικω, ,
~ρη~ΚEυτι-
κω η φιλαν~ρωπικ~ σκαπΨ.
τα ΠΟ9-εωρω
to revise, reviev
άκ,~δημ:x'ίκός
academic
άνακά\υψις
άκεραιότης (ή)
integrity, honesty
άνακι,νω
άκολού·&ως (ώς)
as f0110ω
71
59
in gbnll ουΒ οηθ
hand
prox:iJnity, vicinity
γειτονικός
neighboring, adjacent
γενετειρα (ή)
birthplace
γενια/γενεά (ή)
generation
γενικως
gerιerally
γεννωμα~
to be devoted cause; reason; occasion, pretext to concern; re la te to
άφρικανικός
γειτνίασις (ή)
γευμα
to be born
(τό)
γευσις
dinner
(ή)
γήπεδον
African
52
taste, flavor
(τ6)
plot, lot, site
γλωσσικός Β
language (adj.)
γλωσσυλόγος
ΒαλΚ . χν ι κός
Ba1kan
γνώρισμα
βάλτος
swarop, JIIarsh
γραμματεία
(ό)
βάναυσος
(ό)
linguist
(τό)
sign, mark
(ή)
letters; literature
coarse, rl:.de, vulgar
βασίζομ:χι
Δ
61
to
re~'
on; to be bascd οη
βασ~λε'α
(ή)
reign
δαπάνη
βασιλικός
rσyal
βάσις
base; basic
(ή)
β'::βαιώνομαι
to be ass"redj confirrned βελουδενιος/βελού·- velvet (ad.4.) 66
.)δινο ς
δαντέλλα
(ή)
lace
(ή)
expense, cost
δεινός
dreadful, strong, great
δεκαετία
(ή)
decade
δέκτης
(ό)
receiver
δεσμός
(ό)
tie; borid; link;
β ελ τ ί ωσ ι ς
(η
imrrovement
Βερσλινον
(τ6)
nerljn
δήλωσις
book; Eible
δημ~oυργία
(ή)
creation
lif!'!
δ1μιουργω
61
to create
δημοσΙ ευμα
(τό)
publication
62
Βίβλ')ς
βίο:;;
(ή)
(ό)
(ή)
!crιoι
declaration; notice
βολ ίς
(ή)
plt:mπIet,;
βόμβα
(ή)
bomb; shell
δημοσιεύω
Bulgarian
δημoσ~oγρ&φoς (ό)
jotIrnalist
δημοσi,ογραφω
to be a journalist; to
Βούλγαρος
(ό)
rccket
Γ
γα'ίτάν ι γαλήνη
γάμος
(τό) (ή)
(ό)
63
corresρond
δημό:Ηος
publ i c
ri.bbon
δημοτικιστής (ό)
a
calmnoss, serenity
δημοτική
'dhimotiki ι
marri:ιι:;c
δημοτικός
(ή)
follσwer ο!
'dhimotiki'
(ΡΟΡι;}ar
lan-
guage) pO]1Ular
GREEK BASIC COURSE
δημοψήφισμα (τι5)
plebiscite, referendum
διαταραχή (ή)
distυrbance
δήωσις (η)
devast,ation
δ~ατελω
to remain, continue
to aSSlIre; aff irrn
διατί
step, meaSlTe
διατυπώνω
δ ιαβεβα ιω
διάβημα
51
(τό)
75-a
why
to formulate
55
διάγγελμα
(τό)
messar;e, notice
διαφυλάττω
διάγραμμα
(τό)
diagram
διαφωνία
to stJcceed
διαχωρίζω
51
διαδήλωσις (η)
demonstration
διγλωσσία
(ή)
διαίρεσις (ή')
division, partition
διδασκαλία
(ή)
teaching, instrlJction
διαιρω
to divide
διδάσκαλος
(ό)
teacher
δ ί δομα ι
δ ιακεκρ ψένος
referee, umpire, arbitrator distinguished
διεκδίκησις
διακόσμησις (ή)
decoration
δ ι έρχομα ι
διάκρισις
distinction, discrimination to proclaim, dec1are
διευ11ύνω
δικαιουμ:n
dissolution
δικαίωμα (τό)
right, privilege
to protest
δικαίως
justly, right1y
διαμάχη (ή)
dispute, strnggle
δίκτυον (τό)
network, net
διαμένω
to remain, st.ay, live, reside through
διοικητής (ό)
cατιmander
διοικητικός
adrninistrative
to form, shape, mold
δ~oρίζω
to appoint
διαμόρφωσις {ή)
formation
διπλωμ:χτία (ή)
diplomacy
διανύω
to travel, go through
διστάζω
to hesitate
διαδέχομαι
52
57
διαιτητής
(η)
(ή)
διαλαλω
54
διάλυσις (ή) διαμαρτύρομαι
68
75-a
διά μέσου διαμορφώνω
74
61
διαπλατύνω
53
(η)
to preserve, keep disagreement to separate, to part diglossia
56
to be given (η)
51
claim to pass through to direct, supervise
75-a
75-6
75
61
to be entitled to
to enlarge, widen
διώχνω
διαπραγ~άτευσις (η)
negotiation
δοκάρι (τό)
to cr,ase, dri ve away, dismiss, persecute beam, rafter, joist
δ ι.άσπασις (ή)
δοκψή (τό)
trial, test, experiment
διασπορά (ή)
smashing, splitting, breaking off dispersion, scatterinr;
διάστασις (ή)
disagreement; dimension
δό ς,α
δ ιασ(~Ίζω
to preserve
δοξασία (η)
beHef, opinion
order, command
δόσις
dose, instalment
διαταγή
διάταξις
59 (η)
(η)
69
order, provision
arrangeπ,ent,
70
δολοφονουμαι (η)
(η)
δουλεία (ή)
715
52
to be assassinated glory
slavery
GREEK BASIC COURSE
Δoύναβ~ς
(ό)
Danube
είσβολη (ή)
invasion
δραματουργία
(ή)
drarr.aturgy
ε ίσβολεύς (ό)
invader, aggressor
δραστηρ!,6της
(ή)
activity
εζσερχομαι
69
to COMe
to be able
είσηΎουμαι
62
to suggest, introduce
δύνι:ιμαι
57
iη,
enter
δυναστεία
(ή)
dynasty
είσφορά (ή)
contribution
δυνατ6της
(ή)
possibility
έκατερω'3-εν
from both sides
δυσαρεστημ~νoς
displeased
έκγυμναζομαι
δυσ,;ροπω
61
έκδηλωνομαι
δυσχέρεια
(~)
to be wayward; act peevishly difficulty, hardship
εκδοσις
gift
έκει-Θ-εν
edition, issue, promulgation beyond
έκκλησία (ή)
church
έκλεΎω
to choose
δωρον
(τ6)
Ε
έγγύ"lσ"ς
(ή)
lγκα-Θ-ίδρυσις
(ή)
έγιtα-Θ- ιδρύω 72
έγκαταλείπω
52
guarantee
έκλείπω
installation
έκλέξας
to install, establist\
,
to abandon
έγκατάλειψις (ή)
abandorunent
Cγκρισις (ή)
approval, approbation
έ-Θ-ελο-Θ-άνατος
pinirιg
ε-Θ-ιμο') (τ6)
custA>rn
έ-Θ-\ιικισμ6ς (ό)
national:ism
έ·9-ν:,κ6της (ή)
nationality
('wishing for death' )
Έ-Θ-νoσυν~λευσ~ς (ή) National Asseιnbly ι::'ίδησ!,ς (ή)
news
ε'ί δωλον (τ6)
idol
είρημένος
είρηνι ι t6ς
peaceful, pacific
εΙς, μία, εν
οηθ
είσαγωγεύς (ό)
:iJr:porter
ε ίσαγωγή είσαγωγικ6ς είσβάλλω
52
εκ
51
to be trained, drilled
59
to be manifest, displayed
(ή)
52
to vanish, disappear
56
one who has chosen
.
μερους
οη
έκμεταλεύομα ι έκπ:ι:ίδευσις
71
(ή)
the part
ο!
to exploit edIJcation
ή:.J.έση έκπα ί δ ευ- secondary education σ~ς
έκπαιδευτηριον (τ6) school, institnte έκπαΙδευτικ6ς
educational
έκπληκτικ6ς
surprising
έκπληττω
to surprise,
έκπομπη
51 (ή)
έκπρ6σωπος
έκρηγνύομα ι
broadcasting (ό)
66
representative to hnrt,
έκστρατεία (ή)
caιιιpaign
έκσυΎΧρονω
to
εκτασις
ast~ish
'73
(ή)
explαie
urιdermine
area
έκτεταμενος
lengthy, extensive
import; introduction
"εκτοτε
since; frorn that tiIT:e
import (adj.); introductory to invade
έκφοβισμ6ς
(ό)
έκφραζομα ι
51
716
intimidation to express (oneself)
GREEK BASIC COURSE
to pronounce, read aloud, deliver a speech
έντελως
entirely, completeJ.y
έντευ-θ-εν
hence;
έλαία (ή)
olive tree
έντολη (ή)
έλαττωμα (τό)
defect, fault
έντός όλίγου
order, commission, authority in a little while
έλαφρό:;
light
έντούτοις
hσwever
έλευ-θ-ερία (ή)
freedom, liberty
Έν τούτω , νίκα,
εμβλημα (τό)
emblem
έντυπωσιακός
under this (sign ο! the cross) you conquer sensational
εμμετρος
in verse, metrical
ένωνω
to unite
έκφωιιw
55
.
60
,
εμπνευσις (ή)
inspiration
ενωπl,ον
έμπόλεμος
belligerent
ενωσις
to trade, to deal
έξαγγελω
έμπo;Jικός
comrnercial
~ξαγωγη
έμφανης
apparent, obvious
έξαίρεσl,ς
to appear
έξακολου-θ-ω
in, at
έξαναγκασμός
έναλλασσ6μενοι;
alternating
έξαναγκαζω
"εναντι
OPJJosj.te, against
έξαπλωσις
~μπoρεύoμαι
54
έμφαν ίζομα: ι
55
•
εν
εναυσμα
(τό)
[υθΙ,
ενδοξος
ένδυμασ.ία
(ή)
εν-θ-α
εξαρσις
match
here
frαm
in the presence of;
before
(ή)
union
71
to announce, declare
(ή)
export, extraction
(ή)
exception, exemption
61 (ό)
61 (ή)
έξασκησις
national dress
έξασκω
where
έξασιpαλισ~ς
cαnpulsion
to
cαmpel,
force
spreading
(ή)
glorious, famous
to cont:i.nlle
exaltation, elevation
(ή)
practice, exercise to exercise
(ή)
έν &υμουμα ι
66
to remember, recall
έξέγερσις
έν~σxύoμαι
51
έξελληνίζω
έν λ6γω
to strengthen, reinforce a bove -mentioned
έξελισσόμενος
being developed
ενοπλος
armed
έξερεύνησις (ή)
exploration
ένόπλως
by means
έξερευνω
to expl0re, investigate
ο!
arms
(ή)
securing, insuring
60
53
υnification
έξευτελισμ6ς
unity
έξευτελιστικ6;;
1rιBtinct
έξευγενισμ6ς
ένστικτωδης
instinctive
έξηπλωμενος
έντατικός
:i.ntensive
έξιστ6ρησις
έντcι:υ&α
here; in thjs place
έξομαλύνω
ένοποίησις ένότης
(ή)
(ή)
εν,jτικτον
(τό)
717
revolt, uprising
(ό)
to Hellenize
humiliation hιυniliating
(ό)
ennoblement spread
(ή)
65
narration
to smooth, level, settle
G REEK BASIC COURSE
έξοπλίζομαι
52
to be anned,
equiΡΡed
έπιδεξι6της (ή)
dexterity
έξορία (ή)
exile
έπίδειξις (ή)
disrlay, show
έξορίζω
to banish, exile, deport
έπ ί δ Ξ:σμο ς
bandage ί band
to neutralize
έπ ι δ ια ι τητής (ό)
52
έξουδετερω
74
(ό)
εξοχος
excellent; eminent
Έξοχωτατε
ΥουΓ
έξυπηρετήσις (ή)
serving
judge in arbitrators' disagrecment έπ ι δ ί δο μα ι 51 to be occupied with, to be given to έπ ί δο σ ι ς (ή) 51 delivery, presentation; progres8 έΠΙδρομεύς (ό) agressor, invader
έπαγγελμαΗκ6ς
professional, vocational
έπιδρομή (ή)
attack, invasion
επα-&λον
prize, reward
έπί-&εσις (ή)
attack,
έπανάληιμις (ή)
repetition
έπι-&ετικ6ς
offensive,
έπαναπλεω
to sail back
έπίκαιρα (τά)
documentary (fi1m)
to begin again
έπικαιρ6της (ή)
έπαναστατψ.ιενος
in a state of revolution
έπικρατω
51
opportuneness, timeliness to prevail, predominate
Ξ:πανερχομαι
to come back
έπικρίνω
72
criticize,
έπανεμφάνισις (ή)
reappearance
έπικριτής (ό)
Cenfil1re critic, censor
έπαναστατικ6ς
revolutionary
έπικυριαρ,{ία (ή)
suzerajnty
έπανειλημμενως
reΓ'eatedly
έπ.ίμονος
persistent, obstinate
έπανευρίσκω
to find again
έπιπ6λαιος
snperficial
sIJfficient, adequate
έπιρρεαζομαι
province
έπιρροή (ή)
infltIence
provincial
έπ ιστημον ι)ι6ς
scientifjc
68
to interfere, intervene
έπιστολη (ή)
letter
έπεμβασις (ή)
intervention, interference 75-a to work out, elaborate
έπl"στρατεύω
61
έπαναρχίζω
51
69
60
έπαρκής έπαρχ ία
(ή)
έπαρχ ιακ6 ς
έπεμβαίνω
έπεξεργάζομαι
Excellency
56
67
aΡΓΙicatiοn ab~essive
hl~e,
to be inflIJenced
to rnbilize
έπιτελειΌν (τ6)
st,aff
έπίτευξις (ή)
ach;eVθl1Ient
έπετειος (ή)
to come upon, to befall, to happen, occur anniversary
έπιτήδειος
skillful, clever
έπηρεάζω
53
to affect, to influence
έπιτί-&εμαι
έπιβάλλω
56
to impose
έπιτροπή (ή)
έπιβεβαιωμενος
confirmed
έπιτυγχάνω
έΠΙβίωσις (ή)
snrviva 1
έπιφερω
earthly, terrestial, worldly to shσw, manifest, display
έπιφύλαξις (ή)
reserve
έπιχείρησις (ή)
enterprjse,· business
έπερχομαι
.
64
,
επιγΞ:ιος
έπΙδεικνύω
55
718
55
to attack committee,
51
65
con~ission
to succeed to brinE; to canse
GREEK BASIC COURSE
έπιχειρω
61
to
έπίχρυσος
attempt
undert~ke,
gildeιi
:nan.
έποπτεύω
'l5-a
Ιο
έπτανησιος (ό)
supervise, insr;ect
έργατικό;
islander (frorn the 10njan Is1ands) 1al)or (adj.)
έρμηνεία (ή)
interpretation
έρμηνεύω
to interrret
έσ·:tης
Η
53
(ή)
έστερημενος
deprived
έστραμμενος
turned
εστω
θνθΠ;
"ετι
sti11, yet; moreover
Εύαγ-Υελιον
(τό)
Gosj1e1
εύαγης
benevo1erlt., pure,
εύαίσ{tητος
sensitive
εύημερία (ή)
prosperity
εύκολία
(ή)
εύλογία
(ή)
faci1ity, ease, COnvcnience blessine;, benedi.r:tion
εϋJεσις
(ή)
disccvcry,
εύρεως
broad1:v,
εύρίσκομαι
εύχή
61
(ή)
έφαρμ6ζω
61
έφευρ ίσ11.ω
Ρiουs
to
έφ'ολου
genera11~'
(ή)
Ζητω
ζυγός
pr~yer,
aΡΓ1Υ,
b1cssing
etlforce; Ιο adjIlst
(τό)
53
to be ah1e
"Ηπειρος (ή)
cont~r:ent;
ήπειρωτικός
continenta1
(ό)
heroic
ήρω'ίσμός (ό)
heroism
~ττα (ή)
defpat,
ήττημένσς
defeated
ήττωμαι
EpirlIs
Hercι;les
ήρω'ίκός
74
to be
ιiefeated
Θ
{t::αματι1.tός
sρectacυ1ar
{tεμελιώνω
foundat,ior,
{tεσμός
(ό)
institution
{t':;ΤΙΗ,ός
positive
{tετός
adopted (ή)
{t::wpCa Θρακη
ycke
theory
(ή)
ThI'8Ce
{tραυσμα
{tρησκευμα
1ive
fουndat,iοn
wann, hot
α11
live!
to 1a:1 founder
of
denand, search, pursuit
52
{tφελιωτης (ό)
{tερμός
~live, 1iνinε,
thaatrica1
{tεμελιον (τό)
in~nt
ζύμωσις (ή) ζωντανός
half (socceI' ~ame)
to
Lonε.
(ό)
ήμίχρονο
{tεμελ ιώδης
Ζ
ζητησ~ς
day's wa(;es
findinε&εατρικός
nι,
55
ήμερομίσ·9-ιον (τό)
echo
to be foIJr:d wisll,
dai1y
Ήρακλης
1et it be
cυsΙοlτιs
ήμερησίως
ήμπορω
dress
~1rs,
fra!J!lcr,t, (τό)
{tρησrιευτι1.tός
7'9
re1j~OIls
GREEK BASIC COURSE
to trjumph
κ,χ-&ίδρυμα (τ6)
establishmer~,
-&ρ6νος (ό)
throne
κα-&ιεΡJJσις (ή)
consecrat1on
-&ρυλος
legend,
κα-&ιστ::ίJ
to establish, appo1nt
-&ριαcιβεύω
74
(δ)
rlI111CΙr
Ι
60
κά-&οδσς (ή)
descent
κα-&'ολην
entire
institution
Ιδιάζων
peculiar
Η,α.ftολ. Ι κ6ς
universal, cathol1c
Ιδι6της (ή)
property, peculiarity
κα-& 'Ον
iη
ί δρύομα ι
to be
52
foηned
καG-6τ ι
which
because
'ίδρυσις (ή)
establj shment, fonnding
κα ίω
ίκαν6της (ή)
ability, capacity
κακία (ή)
wickedness, vice
'Ιλιας
the Iliad
κακουχία (ή)
hardship, privation
καλαίσ-&ητος
tasteful, elegant
Ίουλ ΙιΧνός (ό)
tl1at, ΒΟ that, ϊn order to Jnlian
καλλιεργεια (ή)
cultivation
Ισξιρι-&μος
equal
κ:χλλιεργω
to cultivate
ίσoμερή~
κάμψις
(ή)
bending
Ισοπαλία (ή)
consisting of equal parts equality of strength
κ,χν6ν ι
(τ6)
camon
Ισ6ιtαλoς
equal in strength
κανονίζω
Ισσρροπημ,ενσς
wel1-balanced
κανον ισμός
'ίσος
equal
Kαν~ν (ό)
rJJle
καπνιστής (ό)
smoker (m.)
to stand
καπνίστρια (ή)
amoker (f.)
historian
καπνοβιομηχανί,ή) tobacco industry
Ισχυο6ς
strong, powerful
ΚiΊπνοπαΡιΧγWΎ6ς
tobacco producing
Ισχύς (ή)
strength, power, force
καπνός
tobacco, smoke
'ίχνος
trace
Καραγκι6ζης (ό)
pupTJet show
καταβάλλω
73
to knock dOWl1, suppress
κατάγομαι
513
to
(ή)
'ίνα
Ι σο φά Ρ ι σ ι ς 'ίσταμαι
(ή)
equaljty
56
ίστορ ικός
ϊn
(δ)
(τ6)
number
ϊη
goals
Κ
ΚΊ-&αρευουσιαΥtj>ς
follσwer
of
\0)
'lφerίmentaΙ
πλεονάζω
πένταθλον (τό)
a contest of [ίν~' events
πλεονεκτικός
πεντήκοντα
fi.ft~r
πλευf=.'οκοπω
πεποί-θ-ησις (ή)
πληγη (ή)
πέπρωτα ι
convicti()n, trυst, confidence i t i.s destined
πεΡί
about,
περ ι γραφή (ή)
deSCl'ίρtίοn
πατήρ
(ό)
πατριώτης πατω
(ό)
67
πε-θ-αίνω
60
πεζός λόγος
(ό)
περ ιλαμβάνομαι
51
concerrή.ng
tn be inclJrlH(j, to
inclLlde πέριξ
aronnd
περιορίζομαι
περιορισμ6ς
53
'ό)
περιπέτεια
(ή)
περιπίπτω
75-3
to be
Hrη} teιi
limitation, ....estriction
68
faith, belief. crC!di.t
66
t~
certify, attest
the 'I1ost (τό)
kτιiιt,ίng
m()re
64
to be sllperfluo1Js, to
70
atχ>lJnd
to attack from the
πληγωμένος
wOlJnded
πλη-θ-ος
mnltitIlde, crowd
πλήρης
fυll, corτιplθΙo
πλήρως
completely
πλουτίζω
πνίγω πνοή
65
66 (ή)
ποδόσφαιρο (τό)
to fall into
grief
πό-θ-ος
725
(ό)
fΙaηk
to enrich Ιο
drown, s\lffocate. cll0ke
breath,
broathi~~
f01tball, soccer desire,
lοnεΊng
G REEK BASIC COURSE
ποικίλος
variolls
προξεν ικός
conslI1ar
ποικιλοτρόπως
i
προξενω
71
to canse,
ποιότης (ή)
qιΙΘ.1Hy
προπομπή
(ή)
seeing one off
πο ιω/πο ιουμα ι
τι
νariolls waγs
75-8 to do, to make
prαluce
προσαρμογή
(ή)
adaptation, adjllstment
54
to attack, assai1
πολεμικόν (τό)
warship
ποοσράλλω
πολεμικός
war (adj.)
προσέγγισις (ή)
approach, approximation
nPOcrYj1twv
proper, due, fit
πολιορκία (ή)
πολιτική (ή)
politics
πρόσ-&εσις
πολλάκις
often, many times
πρόσ-&ετος
additiona1
πολυ·&ρύλητο ς
mllch ta1kect of
προσκεκο\λημένος
attached
πσλύτψος
valllahle, precious
προσλαμβάνω
to
πό ρ ι σμα
conc1nsion, ded!lcΙiοn., resu1t resollrces
προστασία (ή)
protection
προστατεύω
to protect
ποσοστόν (τό)
percentage
προστ ί-&εμα ι
πότε .•• πότ ε
sOTnetirrι~s
nρόσψαΤJς
recent
πράκτωρ(ό)
a[~ent
πρόσφορος
suitable, proper, usefu1
ποεσβεύω
75·- a
to rrofess, believe
πρόσωπον (τό)
person
Π:Jοβαίνω
61
to rrocee(l, a(i V"d nce
προτρέπω
to urge, inci te
προβάλλω
75
προϋπολογισμός (ό)
budget, estimate
πρόγνωσις (ή)
to Ρrοροse, offer, begίη to appear forecast, foresicht,
προφανής
evident, obvious
ποόΥονος (ό)
ancos tor, forefather
προφο Ρ ι κός
ora1, verba1
προεδρία (ή)
presidency
προφυViττω
πμοέλευσις (ή)
origίn,
πόρος
(τό)
(ό)
πρoμη~εύoμαι
προ-&