Η Ελλάδα του Όθωνα 9786180308716, 2113003562

Το εμβληματικό έργο του Εντμόντ Αμπού για την Ελλάδα του 19ου αιώνα κυκλοφόρησε το 1855 και ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων.

104 31 4MB

Greek Pages [272] Year 2018

Report DMCA / Copyright

DOWNLOAD PDF FILE

Table of contents :
Η χώρα
Οι άνθρωποι
Γεωργία, βιομηχανία, εμπόριο
Η οικογένεια
Η κυβέρνηση και η δημόσια διοίκηση
Η θρησκεία
Τα οικονομικά
Ο βασιλιάς, η βασίλισσα και η αυλή
Η κοινωνία
Recommend Papers

Η Ελλάδα του Όθωνα
 9786180308716, 2113003562

  • 0 0 0
  • Like this paper and download? You can publish your own PDF file online for free in a few minutes! Sign Up
File loading please wait...
Citation preview

ΕΝΤΜΟΝΤ ΑΜΠΟΥ

Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΟΘΩΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ: Τάκης Θεοδωρόπουλος ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Αριστέα Κομνηνέλλη

Τίτλος πρωτοτύπου Edmond About, La Grèce contemporaine, Librairie de Γ Hachette et Cie, 1854, 1855 Επιμέλεια-διόρθωση τυπογραφικών δοκιμίων Δήμητρα Τουλάτου Μακέτα εξωφύλλου Δήμητρα Δαριώτη/Addnoise Οι εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ ευχαριστούν θερμά τον Χάρη Γιακουμή για την ευγενική παραχώρηση της εικόνας του εξωφύλλου και του πορτρέτου του συγγραφέα (Συλλογή Χάρης Γιακουμής/Kallimages, Παρίσι).

©2018, Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ (για την παρούσα έκδοση) ISBN 978-618-03-0871-6

Το παρόν έργο πνευµατικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Nόµου (N. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήµερα) και τις διεθνείς συµβάσεις περί πνευµατικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε µέσο ή τρόπο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκµίσθωση ή δανεισµός, µετάφραση, διασκευή, αναµετάδοση στο κοινό σε οποια​δήποτε µορφή (ηλεκτρονική, µηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκµετάλλευση του συνόλου ή µέρους του έργου.

Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Ιπποκράτους 118,114 72 Αθήνα τηλ.: 211 3003500, fax: 2113003562 www.metaixmio.gr. e-mail: [email protected] Κεντρική διάθεση Ασκληπιού 18,106 80 Αθήνα τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562 Βιβλιοπωλεία ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ • Ασκληπιού 18,106 80 Αθήνα τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562 • Πολυχώρος, Ιπποκράτους 118,114 72 Αθήνα τηλ.: 211 3003580, fax: 211 3003581

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Αμπού, ένας «δικός μας άνθρωπος» Ο Αμπού δεν είναι ρομαντικός σαν τον Σατωβριάνδο που καλεί τον βασιλιά Λεωνίδα να βγει από τον τάφο του –στην πραγματικότητα κάτι άσπρες πέτρες που τις βαπτίζει τάφο– και απογοητευμένος διαπιστώνει ότι ο ήρωας των Θερμοπυλών δεν του απαντάει. Δεν αναζητά στην Ελλάδα το ιερό όπως ο Ρενάν όταν προσεύχεται στην Ακρόπολη. Όπως λέει ο ίδιος, ώσπου να έρθει ως τα μέρη μας η Ελλάδα γι’ αυτόν ήταν σαν όνειρο. Μπορεί να μην χρειάζεται πλέον στα μέσα του XIX αιώνα να περάσει τα σύνορα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για να δει τον Λάδωνα ή τον λόφο της Ακρόπολης –«τον ωραιότερο λόφο στον κόσμο»–, όμως το μικρό βασίλειο, όπως και να το κάνουμε, βρίσκεται μακριά από το Παρίσι, στην άλλη άκρη της Μεσογείου. Το αεροπλάνο δεν έχει ακόμη καθιερωθεί ως μέσο μεταφοράς και το ταξίδι παραμένει ταξίδι, πορεία μέσα στον χώρο, ενίοτε δε και στον χρόνο, κοινώς μύηση στην αποξένωση, πρόχειρη απόδοση του dépaysement. Ο Αμπού ασκεί το ταπεινό επάγγελμα του δημοσιογράφου, και το κάπως απαιτητικότερο του μυθιστοριογράφου. Καρπός της πρώτης του δραστηριότητας είναι το παρόν, η αφήγηση των περιπλανήσεών του στην Ελλάδα του Όθωνα. Ο μυθιστοριογράφος έχει αφήσει ένα βιβλίο που στις παλιότερες γενιές των Ελλήνων αναγνωστών εθεωρείτο κάτι σαν υποχρεωτικό ανάγνωσμα. Είναι «Ο βασιλιάς των ορέων», με πρωταγωνιστή τον λήσταρχο που θέλησε να γίνει υπουργός Δικαιοσύνης. Υποχρεωτικό, πλην όμως όχι απαραιτήτως δημοφιλές. Η καθαρή ματιά του Αμπού δεν κολάκευε τον συλλογικό μας ναρκισσισμό, και ως εκ τούτου επί μακρόν τον είχαμε κατατάξει στα τάγματα των ανθελλήνων, όπου ως γνωστόν συμμετέχουν όσοι έχουν μια εικόνα της Ελλάδας η οποία δεν είναι λανθασμένη ή στρεβλή, απλώς δεν συμπίπτει με την εικόνα της Ελλάδας που έχει η Ελλάδα για τον εαυτό της. Ο Ροΐδης με τη σαρωτική ειρωνεία του μπορεί να είναι πολύ αυστηρότερος με τους συμπατριώτες του από ό,τι ο Αμπού, που πάντα διατηρεί τις αποστάσεις του και τον σεβασμό του απέναντι στους οικοδεσπότες του, όμως ο Ροΐδης είναι «δικός μας», ενώ ο Αμπού είναι Γάλλος, άρα δεν του συγχωρείται τίποτε, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την εικόνα που έχει για μας. Ο Αμπού έρχεται στην Ελλάδα το 1852 και μένει ως το 1854. Αυτά τα δύο χρόνια εργάζεται για τη Γαλλική Σχολή των Αθηνών, την πρώτη από τις ξένες αρχαιολογικές σχολές που ιδρύθηκαν στο νεότευκτο βασίλειο. Μένει στην Αθήνα και ταξιδεύει στην Πελοπόννησο καταγράφοντας τις εντυπώσεις του. Το πραξικόπημα του 1851

έχει ανατρέψει τη Β’ Γαλλική Δημοκρατία, ο Ναπολέων Γ’ προετοιμάζεται ήδη για τη Β ‘ Αυτοκρατορία και ο Αμπού, όταν επιστρέφει στη χώρα του, θα εκδώσει μια εφημερίδα, τον XIX αιώνα, παίρνοντας σταθερά θέση υπέρ της δημοκρατίας. Όποιος αναγνώστης επιθυμεί να εντρυφήσει στην ατμόσφαιρα της εποχής ας ανατρέξει στον κύκλο των Ρουγκόν Μακάρ του Ζολά. Το μυθιστόρημα αποδίδει καλύτερα από οποιαδήποτε ιστορική πραγματεία το πνεύμα μιας εποχής, ειδικά αν το έχει υπογράψει ο Ζολά. Στο τέλος της ζωής του ο Αμπού εκλέγεται στην Ακαδημία, όμως δεν θα προλάβει να φορέσει το πράσινο φράκο με τα χρυσοκέντητα κλαδιά ελιάς και το σπαθί της στολής του ακαδημαϊκού, θα πεθάνει πριν από την ενθρόνισή του. Ποια είναι η Ελλάδα του Αμπού; Κατ’ αρχάς ανήκει σ’ αυτή τη γενιά των μορφωμένων Γάλλων, βλέπε Ευρωπαίων, που έβλεπαν την Ελλάδα σαν όνειρο, ακόμη κι αν «αναθεματίζουν την ελληνική ιστορία και τη μετάφραση ελληνικών κειμένων, και τους παίρνει ο ύπνος πάνω στο ελληνικό λεξικό». Απογοητεύεται από την πραγματικότητα όταν ξυπνάει από το όνειρό του; Η καθαρότητα της ματιάς του, η διαύγεια δεν προδίδει απογοήτευση. Ίσως δεν περίμενε να δει τίποτε διαφορετικό απ’ αυτή τη φτωχή χώρα, που παράγει μόνον σταφίδες και μέλι τη στιγμή που η βιομηχανική επανάσταση μεταμορφώνει τη ζωή στην Ευρώπη. Γενικεύει; Σίγουρα γενικεύει. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να κυκλώσει τις εντυπώσεις του; Παρ’ όλ’ αυτά ο Αμπού μας έχει κληροδοτήσει μια από τις πιο καθαρές και διαυγείς περιγραφές της χώρας μας, και του λαού μας, στα πρώτα βήματα της σύγχρονης Ιστορίας της. Και παρατηρήσεις λεπτές που μπορεί να του κόστισαν σε δημοφιλία στα μέρη μας, αποτελούν όμως ένα πρώτης τάξεως υλικό για τη δική μας αυτογνωσία. Κυρίως ως προς τον χαρακτήρα της συλλογικής συμπεριφοράς της φυλής μας. Ο Γάλλος κατ’ αρχάς αναγνωρίζει την ύπαρξη της ελληνικής φυλής, που αποτελεί την πλειονότητα του πληθυσμού στο βασίλειο και ξεχωρίζει με τη λεπτότητα των χαρακτηριστικών από τους Αλβανούς. Μια φυλή εγκρατής, μια φυλή όμως που ταυτίζει το αίσθημα της ελευθερίας με την ανυπακοή στους νόμους, και το αίσθημα της ισότητας δεν την αφήνει να αναγνωρίσει αξίες που ξεχωρίζουν εντός των ορίων της κοινότητας. Πόσο οικείο μας φαίνεται αυτό; Όσο οικεία μας φαίνεται και η αναγνώριση μιας τρίτης αρετής, εκτός από την αγάπη της ελευθερίας και της ισότητας, του πατριωτισμού, ο οποίος μπορεί να είναι αλαζονικός, είναι όμως τίμιος. Αν και οι Έλληνες, όπως παρατηρεί ο συγγραφέας μας, ό,τι κι αν λένε, δεν είναι πολεμικός λαός. Έβαζαν στην πρώτη γραμμή τους Φιλέλληνες, κι αυτοί, «από μετριοφροσύνη», στήνονταν στη δεύτερη για να πολεμήσουν. Η λογοτεχνία των περιηγητών συνεισέφερε όσο οτιδήποτε άλλο στην αυτογνωσία μας. Με τη διαύγειά της, το παραξένισμά της, τις αποστάσεις της, μας βοηθάει

να καταλάβουμε τον συλλογικό μας εαυτό. Και μην ξεχνάμε ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι, που διακινδύνευαν ένα ταξίδι στην Ελλάδα σε καιρούς που τους δρόμους τους ήλεγχαν ληστές και το ταξίδι με το πλοίο ήταν περιπέτεια, το έκαναν από ενδιαφέρον. Και στο κάτω κάτω, ετυμολογικά το «συμφέρον» δεν απέχει πολύ από το «ενδιαφέρον». Και κάπου εκεί, ανάμεσα στο «συμφέρον» και το «ενδιαφέρον» ξεκινάει ο πολιτισμός και η Ελλάδα ψάχνει τη θέση της στον σύγχρονο κόσμο. Οφείλω να υπενθυμίσω ότι η τέχνη του μεταφραστή ισορροπεί ακριβώς στο λεπτό όριο που συνδέει το «ενδιαφέρον» με το «συμφέρον». Και το κείμενο του Αμπού ευτύχησε στα χέρια της Αριστέας Κομνηνέλλη. ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ, Δεκέμβριος 2017

Σημείωμα της μεταφράστριας Το βιβλίο του Εντμόντ Αμπού La Grèce contemporaine εκδίδεται για πρώτη φορά το 1854. Ακολουθεί δεύτερη έκδοση το 1855, όπου ο συγγραφέας επικαιροποιεί το κείμενό του με την προσθήκη ολιγάριθμων σημειώσεων. Το έργο επανατυπώνεται τακτικά έως το 1912. Η επόμενη έκδοση θα έρθει στο τέλος του 20ού αιώνα, το 1996, με εισαγωγή και σημειώσεις του Ζαν Τικό Καλά,[1] μελετητή των γάλλων περιηγητών στην Ελλάδα κατά των 19ο αιώνα. Η συγκεκριμένη έκδοση, προκειμένου να είναι πιο λειτουργική, δεν αναπαράγει το πλήρες κείμενο, αλλά αποτελεί εκτενή επιλογή των αποσπασμάτων εκείνων που συνιστούν μαρτυρία του συγγραφέα και όχι παράθεση εκτεταμένων πληροφοριών σχετικά με τη διοικητική οργάνωση, την οικονομία κλπ. του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Στην ελληνική γλώσσα μεταφράζεται, επίσης αποσπασματικά, μόνο τη δεκαετία του ’70.[2] Η παρούσα ελληνική μετάφραση του πλήρους κειμένου, η οποία βασίστηκε στη δεύτερη έκδοση, περιλαμβάνει τρεις κατηγορίες σημειώσεων: τις σημειώσεις που συνέταξε ο ίδιος ο συγγραφέας κατά την πρώτη έκδοση του 1854, καθώς και εκείνες που πρόσθεσε στη δεύτερη έκδοση του 1855· τέλος, τις σημειώσεις της μεταφράστριας οι οποίες παρατίθενται στο τέλος του κάθε κεφαλαίου. Ως προς τις τελευταίες, κινούνται σε δύο άξονες. Ο πρώτος επικεντρώνεται στη γαλλική πολιτισμική πραγματικότητα των μέσων του 19ου αιώνα. Στο έργο τού Αμπού υπάρχει πλήθος αναφορών στην επικαιρότητα της εποχής του, καθώς και πλήθος κοινών τόπων, από τον χώρο της λογοτεχνίας κυρίως, που δεν είναι οικείοι στον σύγχρονο έλληνα αναγνώστη. Ο δεύτερος άξονας εστιάζει σε πληροφορίες που αφορούν τον ελληνικό ο αιώνα. Οι σημειώσεις αυτού του τύπου είναι περιορισμένες, καθώς κρίναμε ότι, αν ο αναγνώστης το επιθυμεί, έχει τη δυνατότητα διαδικτυακής πρόσβασης σε περαιτέρω πληροφορίες χωρίς τη δική μας διαμεσολάβηση. Ο τίτλος που επιλέξαμε, Η Ελλάδα του Όθωνα, ανταποκρίνεται στον ακριβή ιστορικό χρόνο της «Σύγχρονης Ελλάδας» του πρωτοτύπου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η χώρα

I Η ιδέα που έχουμε για την Ελλάδα - Δυο επιφυλακτικοί συνταξιδιώτες - Η πρώτη εικόνα που αντικρίζουμε είναι κάπως ανησυχητική - Η Σύρα Την 1η Φεβρουάριου 1852 επιβιβαζόμουν στο πλοίο «Λυκούργος» που βρισκόταν στη Μασσαλία και στις 9 του μηνός κατέβαινα στον Πειραιά. Η Ανατολή μπορεί να μας φαίνεται τόπος μακρινός, αλλά και τα δικά μας περίχωρα δεν είναι τόσο κοντά όσο νομίζουμε: Η Αθήνα από το Παρίσι είναι εννέα μέρες ταξίδι, και ο χρόνος και το χρήμα που δαπάνησα για να φτάσω μέχρι τον βασιλιά Όθωνα και την πρωτεύουσά του ήταν τρεις φορές λιγότερα από όσα χρειαζόταν η Μαντάμ ντε Σεβινιέ1 για να πάει στην κόρη της στο Γκρινιάν. Αν κάποιος αναγνώστης δεν θέλει να μπει στον κόπο να ξεφυλλίσει αυτό το βιβλίο ή αν, αντιθέτως, θα χαρεί να το επαληθεύσει, τον συμβουλεύω να απευθυνθεί στην εταιρεία Μεσαζερί Ενπεριάλ,2 η οποία διαθέτει εξαιρετικές άμαξες που πηγαίνουν μέχρι τη Μασσαλία σε τριάντα έξι ώρες, καθώς και πολύ καλά πλοία που κάνουν το ταξίδι προς την Ελλάδα, με άνεση, σε οκτώ μέρες.[3] Στο Παρίσι, στη Μασσαλία και πανιού όπου αποχαιρετούσα τους φίλους μου, εκείνοι έσπευδαν να με παρηγορήσουν για τη μακρόχρονη απουσία μου: «θα δείτε, πάντως, μια όμορφη χώρα!» Έτσι έλεγα κι εγώ στον εαυτό μου. Το όνομα της Ελλάδας, περισσότερο ακόμα και από το όνομα της Ισπανίας ή της Ιταλίας, υπόσχεται πολλά. Δεν θα βρείτε νέο άνθρωπο που να μην του φέρνει στον νου την ομορφιά, το φως και την ευδαιμονία. Ονειρεύονται την Ελλάδα ακόμα και οι κακοί μαθητές, εκείνοι που αναθεματίζουν ανερυθρίαστα την ελληνική ιστορία και τη μετάφραση ελληνικών κειμένων, και τους παίρνει ο ύπνος πάνω στο ελληνικό λεξικό. Περίμενα να βρω έναν ασυννέφιαστο ουρανό, μια αρυτίδωτη θάλασσα, μια άνοιξη δίχως τέλος και, κυρίως, διαυγείς ποταμούς και δροσερά και σκιερά μέρη: οι έλληνες ποιητές έχουν τόσο αισθαντικά μιλήσει για τη δροσιά και τη σκιά! Δεν σκεφτόμουν τότε πως τα καλά που περισσότερο επαινούμε δεν είναι εκείνα που έχουμε αλλά εκείνα που επιθυμούμε. Έκανα τον διάπλου με δυο ανθυποπλοιάρχους που πήγαιναν στη ναυτική βάση της Ανατολής, και τον ναύαρχο Ρομέν Ντεφοσέ. Αυτοί οι κύριοι γελούσαν πολύ με τη φαντασιοπληξία μου σχετικά με την Ελλάδα: ο ένας είχε δει τη χώρα με τα μάτια

του· ο άλλος την ήξερε λες και την είχε δει. Όλες οι τραπεζαρίες των αξιωματικών στα κρατικά πλοία είναι κανονικό γραφείο πληροφοριών που γνωρίζουν επακριβώς όλες τις δυνατότητες διασκέδασης και απόλαυσης που μπορεί να προσφέρει κάθε γωνιά του κόσμου, από τη Νέα Γη έως την Ταϊτή. Κατά τους πολύωρους περιπάτους μας στη γέφυρα, οι δύο συνταξιδιώτες μου, ο ένας περισσότερο από τον άλλο, εξανέμιζαν τις αυταπάτες μου με μια ζέση αποκαρδιωτική, και μου γκρέμιζαν όλες εκείνες τις μεγάλες προσδοκίες μου λες και ράβδιζαν καρυδιές τον Σεπτέμβριο. «Μα» μου έλεγαν «πηγαίνετε στην Ελλάδα χωρίς να σας αναγκάζει κανείς; Περίεργα ορίζετε εσείς την ευχαρίστηση! Φανταστείτε βουνά δίχως δέντρα, πεδιάδες δίχως χορτάρι, ποτάμια δίχως νερό, έναν ήλιο δίχως οίκτο, μια σκόνη δίχως έλεος, έναν τόπο όπου τα λαχανικά φυτρώνουν ψημένα, όπου οι κότες γεννούν σφιχτά αυγά, όπου οι κήποι είναι δίχως φύλλα, όπου το πράσινο χρώμα έχει σβηστεί από το ουράνιο τόξο, όπου τα κουρασμένα μάτια σας θα ψάχνουν πρασινάδα και δεν θα βρίσκουν ούτε μαρούλι να ξεκουραστούν!» Και ενόσω γίνονταν αυτές οι κουβέντες, διέκρινα τα ελληνικά χώματα. Η πρώτη εικόνα που αντίκρισα ήταν μάλλον ανησυχητική. Δεν πιστεύω να υπάρχει στον κόσμο πιο άγονη και ξερή έρημος από τις δυο χερσονήσους στον νότιο Μοριά που καταλήγουν στο ακρωτήριο του Μαλέα και του Ματαπά.3 Ο τόπος αυτός, που τον ονομάζουν Μάνη, φαίνεται εγκαταλελειμμένος από θεούς και ανθρώπους. Άδικα κούραζα τα μάτια μου, το μόνο που έβλεπα ήταν κοκκινωποί βράχοι όπου δεν υπήρχε μήτε σπίτι μήτε δέντρο· μια λεπτή βροχή σκοτείνιαζε ουρανό και στεριά, και τίποτα δεν μπορούσε να με κάνει να μαντέψω ότι αυτές οι κακομοίρες μεγάλες πέτρες, οι τόσο θλιβερές όταν τις βλέπεις μέσα στην ομίχλη του Φεβρουάριου, αστράφτουν με μια ασύγκριτη ομορφιά όταν πέφτει πάνω τους μια ηλιαχτίδα. Η βροχή μάς ακολούθησε μέχρι τη Σύρα, χωρίς ωστόσο να μας κρύψει τη θέα των ακτών και θυμάμαι μάλιστα πως μου έδειξαν στον ορίζοντα την κορυφή του Ταϋγέτου. Η γη έμοιαζε πάντα το ίδιο άγονη. Πού και πού περνούσαν από μπροστά μας κάποια θλιβερά χωριά χωρίς κήπους, χωρίς περιβόλια, χωρίς όλη αυτή την πρασινάδα και τα λουλούδια που περιστοιχίζουν και στολίζουν τα χωριά της Γαλλίας. Γνώρισα αρκετούς ταξιδιώτες που είχαν δει την Ελλάδα χωρίς να εγκαταλείψουν τη γέφυρα του πλοίου που τους πήγαινε στη Σμύρνη ή στην Κωνσταντινούπολη. Όλοι ανεξαιρέτως ισχυρίζονταν ότι ο τόπος είναι άγονος. Ορισμένοι είχαν αποβιβαστεί για μία ή δύο ώρες στη Σύρα και είχαν πειστεί πως στην Ελλάδα δέντρο δεν υπήρχε. Ομολογώ πως η Σύρα δεν είναι κανένας επίγειος παράδεισος: δεν βλέπεις ούτε ποτάμι ούτε ποταμάκι, ούτε καν ρυάκι, και το νερό πωλείται ένα λεπτό το ποτήρι. Τα λίγα δέντρα που αφήνει να βλαστήσουν στις πεδιάδες της, μακριά από τους ανέμους της θάλασσας, δεν είναι ορατά για τον περαστικό ταξιδιώτη· αλλά δεν πρέπει να κρίνουμε την ενδοχώρα από τις ακτές ούτε το ηπειρωτικό τμήμα από τα νησιά.

II Ο λαμπροστόλιστος4 Αντώνιος - Η Αττική τον Φεβρουάριο μήνα - Ο ουρανός και η θάλασσα - Ο Πειραιάς και ο δρόμος της Αθήνας Στον δρόμο για τη Σύρα, αφήσαμε το «Λυκούργος», που συνέχισε την πορεία του για τη Σμύρνη, και αποβιβαστήκαμε σε ένα άλλο πλοίο της εταιρείας, το «Ευρώτας», που θα μας κατέβαζε στον Πειραιά. Ετοιμαζόμουν να περάσω από το ένα πλοίο στο άλλο, και προσπαθούσα να συνεννοηθώ όσο καλύτερα μπορούσα, κάκιστα δηλαδή, με τον έλληνα βαρκάρη που θα μετέφερε τις αποσκευές μου, όταν άκουσα μια άγνωστη φωνή να με φωνάζει στα γαλλικά. Ένας άνδρας γύρω στα σαράντα, ευπαρουσίαστος, επιβλητικός και με υπέροχη φορεσιά, είχε πλευρίσει το «Λυκούργος» με ένα τετράκωπο πλεούμενο. Εκείνος ήταν που, μ’ έναν αέρα όλο αρχοντιά, ρωτούσε τον καπετάνιο αν βρισκόμουν πάνω στο πλοίο. Ο άρχοντας αυτός φορούσε ένα πολύ όμορφο κόκκινο φέσι, μια πολύ όμορφη άσπρη φούστα και είχε τόσο χρυσάφι στο γιλέκο, στις περικνημίδες και στη ζώνη που διόλου δεν αμφέβαλα πως επρόκειτο για κάποιο σημαντικό πρόσωπο του κράτους. Οι δυο μου αξιωματικοί του ναυτικού υποστήριζαν πως ο βασιλιάς, ο οποίος είχε πληροφορηθεί τα αισθήματα θαυμασμού που έτρεφα για το βασίλειό του, είχε στείλει τον υπασπιστή του, τουλάχιστον, να με προϋπαντήσει. Όταν ο ευγενής αυτός ήρθε πια κοντά μου και τον χαιρέτησα με όλο τον σεβασμό που απαιτούσε η θέση του, μου παρέδωσε ευγενικά ένα γράμμα διπλωμένο στα τέσσερα. Του ζήτησα την άδεια να το διαβάσω. Ορίστε λοιπόν τι διάβασα: «Σας συστήνω τον Αντώνιο· είναι καλός υπηρέτης και θα σας απαλλάξει από την έγνοια της βάρκας, του τελωνείου και της άμαξας». Έσπευσα να εμπιστευτώ το πανωφόρι μου σε αυτό τον έκπτωτο άρχοντα, που με υπηρέτησε πιστά για δέκα ή δώδεκα ώρες, φρόντισε για τη μεταφορά των αποσκευών μου καθώς και τη δική μου, ανέλαβε να δωροδοκήσει, με ένα φράγκο, την ευάλωτη εντιμότητα του τελώνη και με άφησε σώο και αβλαβή στην πόρτα του σπιτιού μας. Οι ταξιδιώτες που έρχονται στην Ελλάδα χωρίς να γνωρίζουν ελληνικά δεν χρειάζεται να ανησυχούν: θα βρουν, από τη Σύρα κιόλας, όχι μόνο τον Αντώνιο αλλά πέντε κι έξι υπηρέτες το ίδιο χρυσοστολισμένους που μιλούν γαλλικά, αγγλικά και ιταλικά, και θα τους οδηγήσουν, χωρίς να τους κλέψουν και πολύ, σε ένα ξενοδοχείο της πόλης. Οκτώ ώρες αφότου αφήσαμε τη Σύρα, ανακαλύπταμε την πεδιάδα των Αθηνών. Η βροχή είχε σταματήσει, τα σύννεφα είχαν ως διά μαγείας εξαφανιστεί, και ο ουρανός ήταν τόσο καθαρός σαν τον δικό μας ήλιο στη Γαλλία τις ομορφότερες

μέρες του Ιουλίου. Το νερό της θάλασσας είχε ένα αυθεντικό κυανό χρώμα, σκοτεινό και βαθύ, και γλιστρούσε στις δύο πλευρές του πλοίου λες και ήταν ένα παχύ όλο πτυχώσεις βελούδο. Πλέαμε καταμεσής αυτού του κόλπου, του πιο διάσημου στον κόσμο, ο οποίος είδε να γεννιέται και να ανθίζει η Αθήνα, η Ελευσίνα, τα Μέγαρα, η Κόρινθος, η Αίγινα, όλη η δόξα της Ελλάδας. Αφήναμε πίσω μας την Αίγινα και τα βουνά του Μοριά, οι χιονισμένες κορυφές των οποίων φαίνονται καθαρά στον ορίζοντα· τα βράχια της Σαλαμίνας υψώνονταν στα αριστερά μας τόσο γυμνά και άγονα όσο και οι ακτές της Μάνης, ενώ μπροστά μας απλωνόταν μια πεδιάδα έξι λεύγες μήκος και δέκα πλάτος: ήταν η πεδιάδα των Αθηνών. Την κλείνει, από τη μία πλευρά, ο Υμηττός, ένα θλιβερό βουνό με όγκους στρογγυλούς και μαλακούς, με χρώματα μουντά και γκρίζα. Ούτε ένα δέντρο ούτε ένας θάμνος· μόλις που μπορεί να θρέψει καμιά εκατοστή μελίσσια, που δίνουν, όπως και παλιά, ένα υπέροχο μέλι. Απέναντι από τον Υμηττό ορθώνεται η Πάρνηθα, που θαρρείς πως τη σχεδίασε τοπιογράφος έτσι που είναι καθαρές οι γραμμές της και έντονο το περίγραμμά της, ενώ τα έλατα και η μεγάλη χαράδρα που την κόβει στη μέση τής προσδίδουν μια άγρια και γνήσια μοναδικότητα. Ανάμεσα από τα δύο αυτά βουνά, στο βάθος της πεδιάδας απλώνεται, σαν αέτωμα, η Πεντέλη, που έδινε και εξακολουθεί να δίνει ακόμη το ωραιότερο μάρμαρο για τους γλύπτες. Στη μέση της πεδιάδας υψώνονται κάποιοι βράχοι που περικλείουν και προστατεύουν την πόλη: είναι ο Λυκαβηττός, ο λόφος των Μουσών, ο Άρειος Πάγος, και πάνω απ’ όλα η Ακρόπολη, ο ωραιότερος και διασημότερος απ’ όλους. Ο ταξιδιώτης που πλησιάζει στον Πειραιά δεν βλέπει τη σύγχρονη Αθήνα, τα μάτια του όμως αντικρίζουν έκπληκτα την Ακρόπολη και τα γιγάντια ερείπια που τη στεφανώνουν. Στην Ελλάδα το παρελθόν πάντα θα αδικεί το παρόν. Ο Πειραιάς είναι ένα χωριό τεσσάρων ή πέντε χιλιάδων ψυχών όλο ταβέρνες και αποθήκες.[4] Ένας δρόμος περίπου επτά χιλιομέτρων τον ενώνει με την πόλη. Ο δρόμος αυτός συντηρείται κάπως· είναι, όμως, όλο λάσπη τον χειμώνα και σκόνη το καλοκαίρι. Σε λίγα μόνο σημεία βρίσκεις στις άκρες κάποιες ψηλές λεύκες ενός ιδιαίτερου είδους, πιο ανθεκτικές και με κλαδιά πιο μακριά και πυκνά από τις δικές μας, που το φύλλωμά τους φέρει από την κάτω πλευρά ένα ελαφρύ χνούδι. Στην αρχή συναντάς μόνο άγονες εκτάσεις, που στα δεξιά μπερδεύονται με τους βάλτους του Φαλήρου. Στο ένα τέταρτο της λεύγας από τον Πειραιά, αρχίζεις να βλέπεις λίγα αμπέλια και αμυγδαλιές- λίγο πιο μακριά, ο δρόμος περνά πάνω από ένα αδιόρατο ποταμάκι· ο Αντώνιος με πληροφόρησε ότι είναι ο Κηφισός. Από εκείνο το σημείο ο δρόμος ομορφαίνει κάπως· περνά από ένα δάσος με ελιές, που άλλοτε περιέβαλλε την πόλη, αλλά που ο πόλεμος της Ανεξαρτησίας και ο βαρύς χειμώνας του 1849-1850 κατέστρεψαν σταδιακά. Τα μεγάλα αυτά δέντρα με τους

κόμπους στον κορμό και το χλωμό και αδύνατο φύλλωμα είναι η μόνη πρασινάδα που βλέπεις τον χειμώνα στην πεδιάδα των Αθηνών. Το καλοκαίρι το τοπίο δεν είναι πιο χαρούμενο. Μπορεί οι συκιές να απλώνουν τα πλατιά και εύρωστα φύλλα τους και τα κλήματα που αναρριχώνται λίγα πόδια πάνω από το έδαφος να φορτώνονται με φύλλα και καρπούς, αλλά μια παχιά σκόνη που ο αέρας τη σηκώνει σε μεγάλους στροβίλους καλύπτει τα πάντα με μια ομοιόμορφη απόχρωση και δίνει ακόμα και στην ευφορία της γης μια όψη ερήμου. Την άνοιξη είναι που πρέπει να δεις την Αττική σε όλη της τη λάμψη, όταν οι ανεμώνες, ψηλές σαν τις τουλίπες των δικών μας κήπων, μπερδεύουν μεταξύ τους τα τόσα διαφορετικά και λαμπερά χρώματά τους· όταν οι μέλισσες που κατεβαίνουν από τον Υμηττό βουίζουν μέσα στους ασφοδέλους· όταν οι τσίχλες τιτιβίζουν μέσα στις ελιές· όταν το νέο φύλλωμα δεν το έχει ακόμη σκεπάσει η σκόνη· όταν το χορτάρι, που θα χαθεί στα τέλη Μαΐου, φυτρώνει πράσινο και πυκνό παντού όπου βρίσκει λίγο χώμα· και όταν τα ψηλά κριθάρια, ανακατεμένα με λουλούδια, κυματίζουν στην αύρα της θάλασσας. Ένα φως λευκό και εκτυφλωτικό φωτίζει τη γη και κάνει τη φαντασία να συλλάβει εκείνο το θείο φως που περιβάλλει τους ήρωες στα Ηλύσια Πεδία. Ο αέρας είναι τόσο καθαρός και διαυγής που νομίζεις πως αρκεί να απλώσεις το χέρι σου και θα αγγίξεις τα πιο μακρινά βουνά· μεταφέρει όλους τους ήχους τόσο καθαρά που ακούς τα κουδούνια των προβάτων που περνούν μισή λεύγα μακριά και την κλαγγή των μεγάλων αετών που χάνονται στην απεραντοσύνη του ουρανού.

III Το κλίμα της Ελλάδας: αφόρητες ζέστες και τρομερά κρύα - Ο βόρειος άνεμος και ο σιρόκος - Μια πρώτη ανοιξιάτικη μέρα - Σύγκριση ανάμεσα στις διαφορετικές επαρχίες της Ελλάδας - Ο τόπος δεν είναι καλός για την υγεία Αλλά αυτός ο τόσο όμορφος ουρανός κρύβει τα πιο περίεργα καπρίτσια, θυμάμαι ότι τη μέρα της άφιξής μου στην Αθήνα ήθελα, πριν από το γεύμα, να σκαρφαλώσω στην κορυφή του Υμηττού· και με έκπληξη έμαθα ότι το βουνό αυτό, που φαινόταν τόσο κοντά μας, ήταν από το σπίτι μας δυο ώρες δρόμος και περισσότερο. Ο καιρός φαινόταν καλός. Προς το μεσημέρι, άρχισε να φυσά ο νοτιοδυτικός άνεμος: είναι ο περίφημος σιρόκος, ο τόσο τρομερός στις ερήμους της Αφρικής, που κάνει αισθητή την παρουσία του όχι μόνο στην Αθήνα αλλά μέχρι και τη Ρώμη. Η ατμόσφαιρα σκοτείνιασε ανεπαίσθητα· λίγα άσπρα σύννεφα με κάποιες γκρίζες πινελιές μαζεύτηκαν στον ορίζοντα· όλα τριγύρω άρχισαν να θαμπώνουν, ενώ οι ήχοι έχασαν την καθαρότητά τους· δεν ξέρω τι ήταν εκείνο το αποπνικτικό που φαινόταν να

πλακώνει τη γη. Ένιωθα μια άγνωστη κόπωση να με κυριεύει και να εκμηδενίζει τις δυνάμεις μου. Την επόμενη μέρα ήταν η σειρά του βοριά· τον καταλαβαίνεις κυρίως από τον δυνατό, σκληρό και συριστικό ήχο του· έσειε τα δέντρα, χτυπούσε τα σπίτια τόσο που νόμιζες πως θα τα γκρεμίσει, και, κυρίως, είχε φέρει μαζί του από τα χιόνια της Θράκης ένα τόσο δυνατό και τσουχτερό κρύο που μας έκανε να τρέμουμε στη γωνιά της φωτιάς κουκουλωμένοι στα πανωφόρια μας. Ευτυχώς ο βόρειος άνεμος δεν φυσά κάθε μέρα: πέρασα στην Αθήνα έναν χειμώνα που δεν έδειξε τα δόντια του ούτε δεκαπέντε φορές καλά καλά· μα όταν πιάνει, είναι φοβερός. Στις 21 Μαρτίου 1852, τη μέρα που ξεκινά η άνοιξη στα ημερολόγια, υποχρεωθήκαμε να φάμε με φως, με κλειστά τα παραθυρόφυλλα, τις κουρτίνες τραβηγμένες, και με μια μεγάλη φωτιά να καίει· κρυώναμε. Οι Αθηναίοι, με δεκαπέντε μέρες βοριά, έχουν όλο τον χειμώνα που έχουμε εμείς σε τέσσερις μήνες. Ο ουρανός όμως τους διώχνει τον πάγο ενώ το χιόνι το έχουν μόνο ακουστά. Μια φορά στα είκοσι χρόνια έπεσε πάγος στην πεδιάδα των Αθηνών και το θερμόμετρο κατέβηκε δύο βαθμούς κάτω από το μηδέν. Ήταν τον Ιανουάριο του 1850, κατά τον αποκλεισμό του ναυάρχου Πάρκερ: το κρύο και ο πόλεμος, δύο φοβερές μάστιγες, χτύπησαν ταυτόχρονα τον δυστυχισμένο αυτόν τόπο. Σε μία νύχτα ζώα και δέντρα χάθηκαν κατά χιλιάδες: ούτε τα ζώα ούτε τα δέντρα είχαν αντοχή στο κρύο. Η Αθήνα είναι ίσως η πόλη της Ελλάδας με τις λιγότερες βροχές· δεν πρέπει επομένως να μας κάνει εντύπωση που η Αττική είναι πιο ξερή από τη Λακωνία, την Αργολίδα ή τη Βοιωτία. Οι εξοχές της Σπάρτης γεννούν μια βλάστηση ρωμαλέα, όπως είναι και οι Λακεδαιμόνιοι· ο κάμπος του Άργους είναι πλούσιος αλλά άχαρος, και η εξαιρετική ευφορία τού προσδίδει κάτι το ιδιαίτερα άξεστο, που θυμίζει τον επιδεικτικό πλούτο του Αγαμέμνονα· η ευφορία από το παχύ έδαφος των ελών δίπλα στη Θήβα κρύβει κάτι το βοιωτικό·5 ο κάμπος της Αττικής είναι κομψοτέχνημα από κάθε άποψη, λεπτός σε όλες του τις γραμμές, με κάτι το αρχοντικό και στεγνό και μια λιτή κομψότητα όπως και ο όλο χάρη και λεπτότητα λαός που εξέθρεψε. Η Ελλάδα είναι ένας τόπος ανθυγιεινός· οι εύφορες πεδιάδες, οι τραχείς βράχοι, οι γελαστές ακρογιαλιές, όλα κρύβουν πίσω τους τον πυρετό· αν αναπνέεις κάτω από τις πορτοκαλιές έναν αέρα μεθυστικό, δηλητηριάζεσαι· λες και στη γηραιά αυτή Ανατολή ακόμα κι ο αέρας βρίσκεται σε αποσύνθεση. Η άνοιξη και το φθινόπωρο φέρνουν σε όλη τη χώρα περιοδικούς πυρετούς. Εξαιτίας τους, τα παιδιά πεθαίνουν, οι άνθρωποι υποφέρουν. Χρειάζονται μερικά εκατομμύρια για να αποξηρανθούν οι βάλτοι, να εξυγιανθεί ο τόπος και να σωθεί όλος ο λαός. Ευτυχώς, η ελληνική φυλή έχει τέτοιο σφρίγος, που ο πυρετός μόνο τα παιδιά σκοτώνει: οι ενήλικες έχουν κάποιες κρίσεις την άνοιξη· τους πέφτει ο πυρετός και τον ξεχνούν μέχρι το φθινόπωρο.

IV Πρώτη εκδρομή - Πώς μαθαίνεις νέα ελληνικά - Ο καθηγητής μου είναι ο άνθρωπος που γυαλίζει τις μπότες μου - Ταξίδι στην Αίγινα με τον Γκαρνιέ6 - Γινόμαστε θέαμα για τούς Αιγινήτες - Το τοπίο Μπορεί να φτάνεις εύκολα στις όχθες του Κηφισού και του Ιλισού, αλλά είναι δύσκολο να εισέλθεις στην ενδοχώρα· ακόμα και αυτή η εκπληκτική εταιρεία Μεσαζερί Ενπεριάλ, παρά την καλή της θέληση, δεν μπορεί να μας μεταφέρει ούτε στη Σπάρτη ούτε στη Θήβα· αλλά και οι περισσότεροι ξένοι αρκούνται να δουν την Αττική, και κρίνουν, εντέλει, και την υπόλοιπη Ελλάδα μόνο από τον κάμπο των Αθηνών. Τους λυπάμαι: δεν θα γνωρίσουν ποτέ τη μεθυστική κόπωση και τη γλυκιά αποκαρδίωση μιας μακράς διαδρομής σε αυτή την παράξενη χώρα. Την άνοιξη και το φθινόπωρο είναι που πρέπει να ξεκινήσει κανείς το ταξίδι, όταν οι χείμαρροι δεν έχουν νερό. Περισσότερο προσφέρονται ο Μάιος και ο Οκτώβριος· τον Ιούνιο είναι πολύ αργά, ενώ τον Σεπτέμβριο πολύ νωρίς· αν πάρετε τους δρόμους κάτω από τον καλοκαιρινό ήλιο, κινδυνεύετε να χάσετε τη ζωή σας ή τουλάχιστον τα λογικά σας. Ανυπομονούσα τόσο να ξεκινήσω αυτή την όμορφη περιπέτεια που ένιωθα πως η 1η Μαΐου αργούσε να φτάσει. Βιαζόμουν να μάθω τα νέα ελληνικά για να ταξιδεύω χωρίς διερμηνέα και να κουβεντιάζω με τους ανθρώπους που θα συναντώ. Κάθε βράδυ, ο υπηρέτης μου, ο καλός μου Πέτρος, κατέβαινε στο δωμάτιό μου και μου έκανε μάθημα. Προχωρούσα γρήγορα γιατί τα νέα ελληνικά διαφέρουν από τα αρχαία μόνο κατά ένα σύστημα βαρβαρισμών το κλειδί των οποίων εύκολα βρίσκεις. Το θέμα είναι να παραφθείρεις κατάλληλα τις λέξεις που μάθαμε στο γυμνάσιο· στον πυρήνα της γλώσσας δεν χρειάζεται να αλλάξεις τίποτα. Έλα εδώ, Πέτρο μου, του έλεγα πιάνοντάς τον από το μπράτσο. Πώς το λες αυτό; Μου ονομάτιζε διαδοχικά όλα τα μέρη του σώματός του, όλα τα έπιπλα του δωματίου μου· προχωρούσε με την τοπική του διάλεκτο σε ατέλειωτες επεξηγήσεις όπου προσπαθούσα να βγάλω άκρη· για να μην τα πολυλογώ, δύο μήνες έπειτα από αυτή την προπόνηση, ήξερα τη γλώσσα του τόσο καλά όσο κι εκείνος, δηλαδή τόσο άσχημα όσο κι εκείνος. Ίσως είμαι ο δέκατος Γάλλος στον οποίο δίδαξε ελληνικά, χωρίς ποτέ να μπορέσουν εκείνοι να του μάθουν έστω μια λέξη στα γαλλικά. Όταν ο καθηγητής μου έμεινε ικανοποιημένος από μένα και μου έδωσε και δίπλωμα, ξεκίνησα την πορεία μου· αλλά ο Απρίλιος μόλις άρχιζε. Με συμβούλεψαν να δω λίγο, όσο θα περίμενα τον Μάιο, τα περίχωρα των Αθηνών, κι έφυγα για την Αίγινα με έναν αρχιτέκτονα της Ακαδημίας της Ρώμης, τον φίλο μου τον Γκαρνιέ, ο οποίος εργαζόταν τότε πάνω σε εκείνη την όμορφη αποκατάσταση που θαυμάσαμε

πριν από μερικούς μήνες στο Μέγαρο των Καλών Τεχνών. Η Αίγινα απέχει μόλις έξι λεύγες από την Αθήνα, αλλά οι δρόμοι της είναι τόσο κακοί, τα καταλύματα τόσο άθλια, το φαγητό τόσο απελπιστικό όσο πουθενά αλλού στην Ελλάδα. Αποβιβαστήκαμε στο χωριό που είναι η πρωτεύουσα του νησιού· ο βαρκάρης μάς οδήγησε στην ταβέρνα της περιοχής με τις περισσότερες ανέσεις· «ανέσεις» είναι μια λέξη που δεν έχει το αντίστοιχό της στα ελληνικά. Φάγαμε βραδινό ανάμεσα σε λαϊκούς ανθρώπους που κοιτούσαν με περιέργεια τα ρούχα μας, τα πρόσωπά μας και την ομελέτα που μας ετοίμαζε ο υπηρέτης μας· κοιμηθήκαμε σε μια παράγκα πάνω στα στρώματα που είχαμε φέρει μαζί μας. θέλει δεν θέλει ο ταξιδιώτης είναι προνοητικός: πρέπει να τα κουβαλά όλα μαζί του. Την επομένη το πρωί ξεκινήσαμε για τον ναό της Αίγινας, τον οποίο ο Γκαρνιέ έπρεπε να σχεδιάσει και να μετρήσει με την ησυχία του· όλες μας οι αποσκευές προχωρούσαν κι αυτές μαζί μας. θέλαμε να βρούμε μια καλύβα κοντά στον ναό και να μην κουνηθούμε από εκεί για δεκαπέντε ή είκοσι μέρες. Ο Γκαρνιέ είχε σκάλες, χαρτόνια, σανίδες πλυσίματος, κι οι δύο μαζί στρώματα πάχους λίγων εκατοστών, δύο κουβέρτες, ρύζι, ζάχαρη, καφέ, πατάτες και άλλες πολυτέλειες που δύσκολα βρίσκεις στην πρωτεύουσα. Κατά το ξημέρωμα, οι Αιγινήτες παρακολούθησαν ένα ενδιαφέρον θέαμα. Είχαμε πάρει δύο άλογα για τις αποσκευές: το ένα ήταν μονόφθαλμο και κουβαλούσε τις σκάλες· το άλλο διέθετε όλα τα προσόντα ενός αλόγου, και του εμπιστευτήκαμε έτσι τα στρώματα, τα φαγώσιμα και όλες μας τις ελπίδες. Ήταν περήφανο για τη δουλειά του και περπατούσε με βήμα πηδηχτό. Αλλά εκείνο που κουβαλούσε τις σκάλες, είτε επειδή ξαφνιάστηκε έτσι που βρέθηκε φορτωμένο είτε από ζήλια για τον συνοδοιπόρο του που δεν ήταν τόσο φορτωμένος, είτε λόγω εκείνης της προκατάληψης που μας κάνει να περιφρονούμε τις ταπεινές αλλά χρήσιμες υπηρεσίες, το μόνο που αποζητούσε ήταν να ξεφορτωθεί το φορτίο που του είχαμε αναθέσει ως ένδειξη της εμπιστοσύνης μας. Έπεφταν πρώτα η σκάλα και μετά εκείνο – πάνω στα σπίτια, πάνω στους τοίχους, πάνω στους περαστικούς. Το αφεντικό του ακολουθούσε από κοντά και πότε το κέντριζε άγρια με την άκρη μιας υπέροχης μπλε ομπρέλας, πότε το τραβούσε πίσω από το πόδι μιας σκάλας, πότε το έστριβε δεξιά κι αριστερά χρησιμοποιώντας τη σκάλα σαν τιμόνι. Δυο γαϊδούρια που θα τα είχαμε για υποζύγια μάντεψαν εγκαίρως ότι ο δρόμος θα ήταν κοπιαστικός· εκμεταλλεύτηκαν τη σύγχυση για να το σκάσουν και να οχυρωθούν σε ένα σπίτι τόσο καλά που τα αφήσαμε εκεί τελικά. Η ομάδα μας μειώθηκε έτσι σε επτά μέλη τα δύο από τα οποία ήταν τα άλογα. Κάθε ζώο είχε τον οδηγό του, έτσι συνηθίζεται· όταν νοικιάζεις ένα ζώο πάει και ο άνθρωπος μαζί. Οι σκάλες πήγαιναν μπροστά, ακολουθούσαν οι αποσκευές, μετά ο Γκαρνιέ με το μακρύ μπαστούνι του, πίσω εγώ με το τουφέκι μου, και τέλος ο υπηρέτης με τα χαρτόνια και τα χαρτιά μας. Σε κάθε στροφή του δρόμου

το μονόφθαλμο και στριμμένο άλογο μας έκανε τα κόλπα του· ο σύντροφός του, που είχε αγανακτήσει, αρνιόταν να περπατήσει, και τότε η μπλε ομπρέλα έκανε καλά τη δουλειά της· οι οδηγοί έβγαζαν μια ένρινη κραυγή για να αναγκάσουν τα ζώα τους να προχωρήσουν· τα σκυλιά του τόπου, που δεν είχαν συνηθίσει να βλέπουν καραβάνια, γάβγιζαν όσο πιο πολύ μπορούσαν οι γυναίκες έτρεχαν στο κατώφλι τους, τα κορίτσια στα παράθυρά τους και μας περιγελούσαν κατάμουτρα. Χάρη στον ζήλο των οδηγών μας δεν χρειαστήκαμε πάνω από μισή ώρα για να διασχίσουμε την πόλη, που είναι μεγάλη σαν την οδό Πουατιέ·7 οι κάτοικοι όμως θα θυμούνται για καιρό αυτή τη μέρα την τόσο πλούσια σε συγκινήσεις, και αν ποτέ η Αίγινα αποκτήσει τη δική της ιστορία το πέρασμά μας θα αφήσει εποχή. Το χωριό που αφήναμε πίσω μας βρισκόταν δύο ώρες μακριά από τον ναό, αν πήγαινε κανείς με τα πόδια· με το άλογο χρειάζεται λίγο περισσότερο. Από κει να καταλάβετε πόσο καλοί είναι οι δρόμοι! Αλλά ο δρόμος αυτός παρουσιάζει τέτοια ποικιλία που και όλη σου τη ζωή να τον περπατάς δεν θα βαρεθείς: τη μια ακολουθεί την άγρια και απότομη πλαγιά ενός βουνού· την άλλη κατεβαίνει μέσα σε τεράστιους χειμάρρους με δέντρα όλων των ειδών και σπαρμένους με μεγάλα αγριολούλουδα που οι κήποι μας θα ζήλευαν. Κάποιες τεράστιες συκιές περιστρέφουν τα δυνατά τους μπράτσα ανάμεσα στις αμυγδαλιές με το μακρόστενο φύλλωμα· εδώ κι εκεί συναντάμε πορτοκαλιές σε ένα βαθύ πράσινο χρώμα, πεύκα που τα κοκκίνισε ο χειμώνας, κυπαρίσσια σε σχήματα περίεργα· και κατά διαστήματα, ο βασιλιάς των δέντρων, ο φοίνικας, να σηκώνει το αχτένιστο κεφάλι του. Χρυσώστε όλο το τοπίο με μια πλατιά ηλιαχτίδα· σπείρετε παντού ερείπια αρχαία και τωρινά, εκκλησίες σε όλες τις κορυφές, τούρκικα σπίτια σε όλες τις πλαγιές, τετράγωνα σαν πύργους, με ταράτσες στην οροφή, και καλοασπρισμένα με ασβέστη· στους δρόμους γαϊδούρια που κάμποσο μαζί μεταφέρουν ολόκληρες οικογένειες· στους αγρούς κοπάδια πρόβατα· στους βράχους κοπάδια κατσίκες· εδώ κι εκεί κάποιες αδύνατες αγελάδες ξαπλωμένες με την κοιλιά στο χώμα να κοιτούν τον ταξιδιώτη με τα μεγάλα απορημένα μάτια τους· και παντού το τραγούδι των κορυδαλλών, που ανεβαίνουν ψηλά στον αέρα λες και θα σκαρφαλώσουν στον ήλιο· παντού το αδιάκριτο κουβεντολόι των κοτσυφιών που χαίρονται να βλέπουν το αμπέλι να μεγαλώνει, και εκατοντάδες πουλιά κάθε είδους να μαλώνουν φωνάζοντας για μια γουλιά δροσιάς που ο ήλιος ξέχασε να πιει. Ξαναείδα πολλές φορές αυτό τον όμορφο δρόμο, και παρόλο που παραπατάς πάνω στις πέτρες, που γλιστράς πάνω στα βράχια, που βρέχεις τα πόδια στα ρυάκια, θα ήθελα και πάλι να τον διαβώ.

V Το ταξίδι - Η ιδέα που έχει ο Αντώνιος για τη Γαλλία - Τα μικρά οφέλη του να είσαι νονός - Προετοιμασία - Η αχρηστία των όπλων στην Ελλάδα - Οι άνθρωποί μας Φυσική ιστορία8 του αγωγιάτη - Ο μέγας Επαμεινώνδας, το άλογό μου - Ο Λευτέρης Έναν μήνα αργότερα, είχα ολοκληρώσει την εκπαίδευσή μου, και καβάλα σε ένα άλογο γυρνούσα την πλάτη στην πεδιάδα των Αθηνών: ξεκινούσα το ταξίδι μου. Τρεις ή τέσσερις μέρες πριν από την αναχώρησή μου, ο περήφανος Αντώνιος ήρθε να μου κάνει επίσκεψη, όχι για κάποια δική του εξυπηρέτηση, αλλά για να μάθει αν είχα ανάγκη τις υπηρεσίες του. Όποιος ταξιδιώτης δεν γνωρίζει ελληνικά είναι υποχρεωμένος να ταξιδεύει υπό την προστασία του Αντώνιου ή κάποιου άλλου οδηγού· τα γαλλικά τα καταλαβαίνουν μόνο στην πρωτεύουσα, ενώ έξω από την Αθήνα ούτε κατά διάνοια! Οι οδηγοί είναι άτομα εξαιρετικά χρήσιμα, που σας γλιτώνουν από όλες τις σκοτούρες του ταξιδιού, σας βρίσκουν άλογα, κρεβάτια, τρόφιμα και ένα κατάλυμα για το βράδυ. Ένας ταξιδιώτης μόνος πληρώνει συνήθως σαράντα φράγκα τη μέρα· για δύο ή τρία άτομα η τιμή κυμαίνεται από είκοσι πέντε φράγκα και ένα λουδοβίκειο. Ήμασταν τρεις: ο Γκαρνιέ, που είναι ζωγράφος αλλά και αρχιτέκτονας· ο Αλφρέντ ντε Κιρζόν, που είχε ήδη γίνει γνωστός στο Σαλόν9 χάρη στην τόσο ξεχωριστή ζωγραφική του και τη δεξιοτεχνία με την οποία συνθέτει τα τοπία του· τέλος εγώ, που έπρεπε να τους οδηγήσω σε έναν τόπο που δεν γνώριζα. Αλλά ο χάρτης εκστρατείας του Μοριά10 είναι τόσο ακριβής και πλήρης που δεν χρειάζεσαι άλλον οδηγό. Ο Αντώνιος ήθελε πολύ να κάνει τη διαδρομή μαζί μας, τόσο για τη χαρά του ταξιδιού όσο και για το όφελος που θα του απέφερε. Έτσι είναι φτιαγμένοι οι Έλληνες· τους αρέσει να αλλάζουν μέρος όσο τίποτε άλλο. Άκουσα τον Αντώνιο να εκλιπαρεί έναν φίλο μου να τον πάρει στη Γαλλία. «Δεν θα με πληρώσετε καθόλου» έλεγε· «θα με έχετε για υπηρέτη· θα φροντίζω το άλογό σας και κάθε μέρα θα σας φτιάχνω φαγητό δίπλα σε μια βρύση κάτω από ένα δέντρο». Κάτω από ένα δέντρο, αχ η φύση! Εξηγήστε σ’ αυτούς τους ανθρώπους, λοιπόν, πώς είναι η ζωή στο Παρίσι, καθώς και το σύστημα του εστιατορίου με τον κατάλογο των πιάτων! Αντίθετα, ο Αντώνιος γνωρίζει σε βάθος την ελληνική κοινωνία και τα έθιμα του τόπου του. Καθώς είναι άνθρωπος που ταξιδεύει, έχει φροντίσει να κάνει παντού φίλους. Όταν περνά από ένα χωριό όπου μόλις γεννήθηκε παιδί, προσφέρεται να το βαφτίσει· ο χωρικός δέχεται, ευτυχισμένος που θα θέσει τον γιο του υπό την προστασία ενός άνδρα ντυμένου στα χρυσά, που ζει στην πρωτεύουσα και ταξιδεύει με ξένους κυρίους. Ο Αντώνιος κρατά το παιδί στην κολυμπήθρα, φιλά τον κουμπάρο

του και ορκίζεται να μην τον ξεχάσει ποτέ, και τηρεί την υπόσχεσή του. Κάθε φορά που περνά από το χωριό, στον κουμπάρο του θα πάει να μείνει, ακόμη κι αν έχει δέκα κυρίους μαζί του· θα καθίσει στο σπίτι του κουμπάρου, θα κάψει τα ξύλα και το λάδι του κουμπάρου και θα περιποιηθεί τους φιλοξενούμενούς του λες και είναι σπίτι του, χωρίς να πληρώνει: άλλωστε ο κουμπάρος δεν θα δεχόταν φράγκο από τον νονό του παιδιού του. Ο Αντώνιος έχει σπείρει τόσα βαφτιστήρια στον δρόμο του, που βρίσκει στέγη για τους ταξιδιώτες του τσάμπα, ρίχνοντας έτσι την τιμή του ταξιδιού. Σ’ εμάς πρότεινε να μας γυρίσει την Ελλάδα για δεκαπέντε φράγκα τη μέρα· αλλά σε καμία περίπτωση δεν θέλαμε να γίνουμε ιδιοκτησία ενός οδηγού και να μας περιφέρει από δω κι από κει. Ο Αντώνιος αποχώρησε με το χαμόγελο στα χείλη, ενώ μας παρακάλεσε να τον θυμηθούμε αν θελήσουμε να αγοράσουμε αρχαίους αμφορείς, νομίσματα ή μερικές λίβρες μέλι Υμηττού. Τίποτα δεν μου φαίνεται πιο ευχάριστο από την προετοιμασία ενός ταξιδιού, όταν μάλιστα αναλαμβάνεις εσύ ο ίδιος τις προμήθειες και τη χάραξη της διαδρομής. Τρεις μέρες πριν από την 1η Μαΐου γύρισα την πόλη με τον Πέτρο για να αγοράσω πιάτα, μαχαιροπίρουνα, κατσαρόλες, ένα μεγάλο φλασκί για το κρασί, δύο μακριά δισάκια από προβιά κατσίκας και δύο μεγάλα ψάθινα καλάθια για τα πιατικά και τις προμήθειες. Εφοδιαστήκαμε όλοι με ένα χάλκινο κύπελλο με τουρκική εγχάραξη που κρέμεται στον λαιμό μέσα σε δερμάτινη θήκη. Την παραμονή της αναχώρησης μου έφεραν τα φαγώσιμα· είχα φροντίσει να αγοράσω καμιά δεκαριά ψωμιά, καθώς το ψωμί το βρίσκεις σχεδόν μόνο στις πόλεις και εκείνο των Αθηνών είναι το καλύτερο. Είχα τυλίξει προσεκτικά τα στρώματά μας, τα οποία, υποτυπώδη καθώς ήταν, θα έφερναν τρόμο ακόμη και σε στρατιώτη της Αφρικής. Δεν θα κουβαλούσαμε μαζί μας όπλα. Εγώ ήθελα να πάρω το τουφέκι μου αλλά έσπευσαν να με μεταπείσουν «Τι θα τα κάνετε» μου είπαν· «θα κυνηγήσετε; Δεν θα έχετε τον χρόνο. Όταν θα έχετε κάνει δέκα ώρες με το άλογο, το μόνο που θα σκέφτεστε θα είναι να φάτε και να κοιμηθείτε. Αν θέλετε τα όπλα για τους ληστές, κάνετε δυο φορές λάθος. Πρώτον, δεν πρόκειται να συναντήσετε. Αν κάποιος που σας φανεί ύποπτος σας σταματήσει σε κάποια στροφή του δρόμου, θα είναι χωροφύλακας που θα σας ρωτήσει την ώρα και θα σας ζητήσει μια χούφτα καπνό. Ας πούμε όμως πως βρίσκεστε σε πέρασμα ληστών το τουφέκι σας μόνο να σας σκοτώσει μπορεί. Οι ληστές αυτού του τόπου δεν είναι θεατρικοί ήρωες που τους αρέσει ο κίνδυνος και να παίζουν με τον θάνατο, αλλά επιτήδειοι συμφεροντολόγοι, άρπαγες των μεγάλων δρόμων, που φροντίζουν να έρχονται αντιμέτωποι δέκα εναντίον ενός, και το επιχειρούν μόνο όταν είναι σίγουροι για το αποτέλεσμα, θα αντιληφθείτε την παρουσία τους όταν θα σας σημαδεύουν τριάντα κάννες τουφεκιών μαζί. Σε μια τέτοια περίπτωση η μόνη σας επιλογή είναι να κατεβείτε από το άλογο

και να κάνετε το καθήκον σας δίνοντας ό,τι έχετε· γιατί, λοιπόν, να αναγκαστείτε να δώσετε και το όπλο σας;» Είπα να συμμορφωθώ με το σκεπτικό αυτό. Η μόνη μου προνοητικότητα ήταν να ζητήσω από τον υπουργό Πολέμου να μας διαθέσει με διαταγή όσους χωροφύλακες μπορούσε να χρειαστούμε. Τέλος, την 1η Μαΐου, στις πέντε το πρωί ήρθαν να μας ανακοινώσουν ότι τα άλογά μας και οι άνθρωποί μας βρίσκονταν στην πόρτα. Όσο ταπεινός ταξιδιώτης κι αν είναι κανείς έχει, θέλει δεν θέλει, τους ανθρώπους του και τα άλογά του, και ταξιδεύει με όλη την αρχοντιά που ταξίδευαν ο κ. Λαμαρτίνος και ο κ. Σατωβριάνδος.11 Γιατί πώς θέλετε να πορεύεστε πεζός με τη ζέστη να φτάνει τους τριάντα βαθμούς, να διασχίζετε με τα πόδια χειμάρρους και ποτάμια, καθώς και να κουβαλάτε το κρεβάτι και τα κουζινικά σας; Είχαμε, εκτός από εκείνα που ιππεύαμε, ακόμα δύο άλογα για τις αποσκευές. Οι ιδιοκτήτες των πέντε ζώων τα συνόδευαν, ως είθισται, για να τα ταΐζουν και να τα περιποιούνται, και να φροντίζουν όχι μόνο εκείνα αλλά κι εμάς. Είναι σκληρό το επάγγελμα του καημένου του αγωγιάτη, που μερικές φορές κάνει ταξίδι έως και πενήντα ημέρες πεζός δίπλα στους καβαλάρηδες. Σηκώνεται πριν από όλους για να περιποιηθεί τα άλογα και πέφτει για ύπνο όταν οι ταξιδιώτες έχουν κιόλας αποκοιμηθεί· συχνά μάλιστα μένει ξύπνιος όλη τη νύχτα φυλάγοντας το ζώο του όταν περνούν από επικίνδυνο μέρος. Τρέφεται με δικά του έξοδα, και οι ίδιος και το άλογό του· κοιμάται πάνω σε ένα πανωφόρι κάτω απ’ τα άστρα· υπομένει τον ήλιο και τη βροχή, το κρύο στα βουνά και τη ζέστη στις πεδιάδες· κι έπειτα από τόση κούραση, οι άρχοντές του, όπως τους αποκαλεί, του δίνουν ό,τι νομίζουν παραπάνω, καθώς το μόνο που του χρωστάνε είναι το ενοίκιο για το άλογό του. Ο αγωγιάτης ταξιδεύει με τα πόδια δίχως να κουράζεται· περνά το νερό χωρίς να βραχεί και πιο συχνά τρέφεται χωρίς να φάει. Μεριμνά για τα πάντα, έχει μαζί του καρφιά, κλωστή, βελόνες, ολόκληρο νοικοκυριό, ολόκληρο φαρμακείο. Κυνηγά, αν έχετε τουφέκι· συλλέγει βότανα καθώς προχωράτε και μαζεύει τα άγρια χόρτα από την άκρη του δρόμου με τα οποία αρωματίζει το ψωμί του· καθώς πλησιάζει στο κατάλυμα, ξεπουπουλιάζει μια κότα ενόσω περπατά, έτσι, χωρίς να το σκέφτεται. Ο αγωγιάτης έχει φίλους σε όλα τα χωριά, γνωριμίες σε κάθε δρόμο· γνωρίζει απέξω τα περάσματα των ποταμών, την απόσταση μεταξύ των χωριών, τους καλούς και τους κακούς δρόμους· δεν χάνεται ποτέ, σπάνια αμφιβάλλει, και για σιγουριά φωνάζει από μακριά στους χωρικούς που συναντά: «Αδερφέ, πηγαίνουμε στο τάδε μέρος· από κει είναι ο δρόμος;» Αυτό το όνομα «αδερφός» έχει καθολική χρήση, όπως τον καλό καιρό της χριστιανικής φιλαλληλίας. Πιστεύω όμως πως έχει χάσει λίγο τη δύναμή του, γιατί δεν είναι σπάνιο να ακούσεις: «Αδερφέ, είσαι απατεώνας! Αδερφέ, θα σου δείξω εγώ!» Τα άλογα του αγωγιάτη, που τα πληρώνουν τέσσερα φράγκα και πενήντα λεπτά

τη μέρα και το μισό τις μέρες που δεν κάνουν δρόμο, είναι πολύ άσχημα ζώα, αρκετά δύστροπα και πιο πεισματάρικα από όλα τα μουλάρια της Ανδαλουσίας· αντέχουν, όμως, την κούραση, είναι υπομονετικά, ολιγαρκή, έξυπνα και ικανά να περπατήσουν πάνω σε βελόνες ή να σκαρφαλώσουν σε ψηλό κατάρτι. Εκείνο που ίππευα εγώ έμοιαζε να συγγενεύει με τον Ροσινάντε, αν και το αφεντικό του τον τίμησε με το όνομα του Επαμεινώνδα. Είναι τόσο μακρύς που δεν έχει μέση και τέλος, και αδύνατος σαν άλογο γερμανικής μπαλάντας.12 Τα ελαττώματά του ούτε κι εγώ ξέρω πόσα είναι. Σήμερα παίρνει φόρα και παίρνει κι εμένα μαζί· αύριο θα στυλώσει τα τέσσερά του πόδια στο χώμα και δεν τον κουνάς με τίποτα. Δεν περνά δίπλα από σπίτι χωρίς να γρατσουνίσει πάνω του το πόδι του καβαλάρη του, και όταν περπατά ανάμεσα από δύο τοίχους το μόνο του παράπονο είναι ότι δεν μπορεί να τα ακουμπήσει και τα δύο ταυτόχρονα. Η άμμος ασκεί πάνω του μια ακατανίκητη έλξη. Όποιος δρόμος έχει λίγο παραπάνω σκόνη τον προκαλεί να ξαπλώσει ανάσκελα, και το πιο απογοητευτικό είναι ότι και με το νερό των ποταμών συμβαίνει ακριβώς το ίδιο. Δεν υπακούει στο χαλινάρι, δεν νοιάζεται για το καμτσίκι. Ακόμα και οι πιο άγριες σπιρουνιές δεν μπορούν να τον συνετίσουν. Κι όμως, τρέφω για κείνον μια μικρή συμπάθεια, καθώς θυμάμαι σε κάποια δύσκολα σημεία ο ένας να πηγαίνει τον άλλο και ότι θα μου ήταν αδύνατο να τα περάσω χωρίς εκείνον. Αν καταλήξεις να αγαπήσεις το άλογό του, σε λίγο θα λατρέψεις και τον αγωγιάτη. Ο αγωγιάτης μας, εκείνος που ήταν επικεφαλής, είχε την πιο όμορφη φυσιογνωμία τίμιου ανθρώπου που έχω ποτέ συναντήσει. Ονομάζεται Λευτέρης, ελεύθερος δηλαδή, και δεν μπορούσε να έχει πιο ταιριαστό όνομα. Μας έκανε ένα σωρό μικροδουλειές, με τόση αξιοπρέπεια και ύφος περιωπής που θα ορκιζόσουν ότι μας υπηρετεί από ευγένεια και όχι από επάγγελμα. Σχηματίζαμε όλοι εμείς ένα αστείο τσούρμο. Οι αποσκευές μας, που ταρακουνιούνταν με το βάδισμα των αλόγων, σκορπίζονταν στον δρόμο· οι άσπρες φούστες των ανδρών μας είχαν πάρει, ύστερα από οκτώ μέρες, απροσδιόριστα χρώματα, και τα ρούχα μας, φτηνά προϊόντα της Μπελ Ζαρντινιέρ,13 πρόδιδαν σε εκατό μεριές το κακό τους ράψιμο.

VI Η φυσιογνωμία των Μυκηνών - Οι όχθες του Ευρώτα - Ο,τι έχει απομείνει από τη Σπάρτη και τον Μυστρά - Η όψη της Λακωνίας Βγαίνοντας από την Αθήνα, διασχίσαμε την Ελευσίνα, την πόλη των ιερών μυστηρίων τα Μέγαρα, όπου η ομορφιά του ελληνικού τύπου έχει μείνει ανέγγιχτη· η Κόρινθος, αυτή η δεύτερη Αθήνα, που έδωσε τόσα αριστουργήματα, παράγει πια μόνο σταφίδες· καθίσαμε στα ερείπια των Μυκηνών και κάναμε λόγο για τις αιματοβαμμένες σκιές αυτής της γενιάς ελεεινών, που ξεκινά με τον Ατρέα και τελειώνει στον Ορέστη, ευτυχείς κακούργοι που τους ύμνησε ο Σοφοκλής και ο Ρακίνας, ενώ τους δολοφόνους του Φουαλντές14 απλώς τους θρήνησαν. Οι Μυκήνες είχαν την τύχη να εγκαταλειφθούν σε μια πολύ παλαιά εποχή, κι αυτό είναι που τις διατήρησε. Δεν κατεδάφισαν τα κυκλώπεια τείχη της για να φτιάξουν πύργους ενετικούς ή τουρκικούς. Όλες οι οχυρώσεις είναι ακόμη όρθιες, ενώ ο ενδιάμεσος χώρος έχει καλυφθεί από κάποια φτωχά κριθαροχώραφα που φυτρώνουν πάνω στο παλάτι του Αγαμέμνονα. Η πόλη του βασιλέα των βασιλέων μπορούσε να περιλάβει και πεντακόσιες κατοικίες. Βλέπουμε ακόμη τις δύο της πύλες με τις τεράστιες πέτρες που τις λάξευσε κάποια χονδροειδής σμίλη. Η μεγαλύτερη πύλη, η επίσημη, έχει δύο λιοντάρια στην κορυφή της, σκαλισμένα ίσως από τον Δαίδαλο, και που μοιάζουν με εκείνα που ζωγράφιζα άλλοτε στο πρόχειρό μου. Η παιδική ηλικία της τέχνης μοιάζει πολύ με την τέχνη της παιδικής ηλικίας. Σίγουρα από αυτή τη μεγάλη πύλη θα πέρασαν η Ελένη και ο Μενέλαος κατά τη γαμήλια επίσκεψή τους· από αυτή βγήκε ο βασιλεύς των βασιλέων με την Ιφιγένεια την οποία επρόκειτο να σφάξει· από αυτή επέστρεψε ο Αγαμέμνονας νικητής. Λίγα βήματα πιο πέρα τον περίμενε η γυναίκα του, και ο Αίγισθος, και ο μοιραίος χιτώνας με τον οποίο τον τύλιξε, και το τσεκούρι που του έσκισε στα δύο το κεφάλι. Από εκεί, λίγα χρόνια αργότερα, ήρθε η εκδίκηση με τη μορφή του Ορέστη, που θα μαχαίρωνε τον Αίγισθο και τη μητέρα του, και έπειτα θα έψαχνε τόπο να γλιτώσει από το μαστίγιο των Ερινύων. Όλο αυτό το σινάφι για το κακουργιοδικείο συνωστίστηκε μέσα σε αυτά τα τείχη· όλο αυτό το απάνθισμα εγκλημάτων, το τόσο πλούσιο, που μονοπωλούσε τις τραγωδίες για δύο χιλιάδες χρόνια, συνέβη στον μικρό αυτό χώρο. Και εκεί πάλι, στην προηγούμενη γενιά, ο Ατρέας είχε σκοτώσει τα παιδιά του Θυέστη, και στη συνέχεια του έκανε εκείνο το αποκρουστικό τραπέζι που προκάλεσε φρίκη και στον ήλιο ακόμη. Οι Μυκήνες μοιάζουν να είναι αυτό που ήταν, μια φωλιά φρικιών παλιανθρώπων. Στα βόρεια και στα ανατολικά, στέκονται από πάνω της δυο απότομοι βράχοι, γυμνοί, τραχείς στην όψη και ψηλοί μισή λεύγα. Στους πρόποδές τους ανοίγεται μια τεράστια

χαράδρα όπου τον χειμώνα κυλούν οι χείμαρροι. Τα τείχη της, έργο μιας στιβαρής και πολεμικής τέχνης, έχουν μια όψη ιδιαίτερα σκληρή. Και όμως, αν στρέψεις το βλέμμα προς τη δύση ή τον νοτιά βλέπεις να ανοίγεται ένας ορίζοντας τόσο γελαστός και φρέσκος, τόσο νεανικός όσο και η εικόνα της Ιφιγένειας. Είναι η πεδιάδα του Άργους, αυτή η Μπος15 της Ελλάδας όπου οι κοπέλες κόβουν τα φύλλα της μουριάς και σπέρνουν τον βαμβακόσπορο· και το Ναύπλιο, που γέρνει πάνω στον γαλάζιο κόλπο του· και οι όλο χάρη γραμμές των ψηλών βουνών της Πελοποννήσου και η θάλασσα και τα νησιά, και στο βάθος η καλαίσθητη Ύδρα, που τα κορίτσια της καλύπτουν το κεφάλι τους αλλά όχι το στήθος τους. Ανάμεσα στο Άργος και στη Σπάρτη, ο δρόμος (εννοώ το μονοπάτι) διασχίζει έναν τόπο μιας παράξενης ποικιλομορφίας: καυτές πεδιάδες με ανθισμένες τις ροδοδάφνες· ψηλά παγωμένα βουνά όπου οι κέδροι και οι μουριές περιμένουν ακόμη τα πρώτα τους φύλλα. Σε λίγες ώρες περνάς από την άνοιξη στον χειμώνα, και αλλάζεις κλίμα τρεις με τέσσερις φορές τη μέρα. Ο Ευρώτας είναι το πιο όμορφο ποτάμι του Μοριά. Δεν λέω ότι μπορείς να ρίξεις μέσα ατμόπλοια ούτε καν βάρκα· αλλά είναι ένα κανονικό ποτάμι. Ο Ιλισός τρέχει λίγο όταν βρέχει· ο Κηφισός κρατάει πάντα λίγο νερό, αλλά, έτσι όπως διακλαδίζεται σε χίλια δυο ρέματα, θα θύμιζε στη Μαντάμ ντε Σταλ το ρυάκι της οδού ντι Μπακ.16 Ο δρόμος που μας οδηγεί στη Σπάρτη μάς έφερε απροειδοποίητα στην πιο όμορφη περιοχή του Ευρώτα. Η κοίτη του μπορεί να έχει και δεκαπέντε μέτρα πλάτος· το νερό, πολύ καθαρό και ορμητικό, κυλά πάνω σε ένα στρώμα λεπτής άμμου, ανάμεσα σε δυο όγκους από δέντρα πίσω από τα οποία υψώνονται δύο βράχοι, μεγάλοι, μυτεροί, με το χρώμα τους πότε να κοκκινίζει και πότε να χρυσίζει. Το γεφύρι είναι μονότοξο, πολύ επιβλητικό· μια ενετική κατασκευή. Οι ιτιές, οι λεύκες και τα τεράστια πλατάνια πυκνώνουν αποπνικτικά στην όχθη του νερού· θα έλεγε κανείς ότι στριμώχνονται ποιο θα πρωτοδεί τον Ευρώτα να περνά. Εδώ, οι ροδοδάφνες είναι ολόκληρα δέντρα, μεγαλύτερα και από κέδρους είκοσι ετών. Δεν πρέπει όμως να νομίσουμε, όπως έκανε ο κύριος Σατωβριάνδος πολλούς να πιστέψουν, ότι τις βρίσκουμε μόνο στον Ευρώτα. Δεν υπάρχει ρυάκι χωρίς ροδοδάφνες. Κατασκηνώσαμε μέσα σε συκιές που έχουν τα φύλλα τους πλατιά, σε ελιές που έχουν τα φύλλα τους μακρόστενα, σε δέντρα της Ιουδαίος, μέσα σε άγρια κλήματα, σε συστάδες από χλωρές βελανιδιές, αγριοτριανταφυλλιές, σπάρτα, και αυτά τα μεγάλα καλάμια που υπάρχουν και στην Ιταλία, που το κοτσάνι τους φτάνει μερικές φορές τα είκοσι μέτρα ύψος. Εκεί είναι που συνάντησα για πρώτη φορά αυτές τις όμορφες μυρωδιές του δάσους, τόσο στυφές και τόσο απολαυστικές, τις οποίες είχα να νιώσω από τη Γαλλία. Πρέπει σε αυτή την ωραία γωνιά ο Δίας, μεταμφιεσμένος σε κύκνο, να περιτριγύριζε τη Λήδα, και ίσως να γευματίσαμε

στην κάμαρα από πρασινάδες που θα χρησιμοποίησε για να πραγματοποιήσει τη μεταμόρφωσή του. Οι δύο καλλιτέχνες που ταξίδευαν μαζί μου, και που συνεχώς κατηγορούσαν την Ελλάδα ότι δεν διέθετε τοπία για πρώτο πλάνο, τη συγχωρέσαν χάρη στον Ευρώτα και τη Λακωνία. Η πεδιάδα της Σπάρτης, γόνιμη με ωραία δέντρα παντού, απλώνεται ανάμεσα σε μια σειρά πανέμορφους λόφους και την τεράστια οροσειρά του Ταϋγέτου, ελατόφυτου και χιονισμένου. Είναι ο πιο μεγαλοπρεπής ορίζοντας που έχω δει ποτέ, μετά την πεδιάδα της Ρώμης, που θα παραμένει πάντα πέρα από κάθε σύγκριση. Στην πρώτη θέα του τόπου, όταν από τα ψηλά ενός βουνού βλέπεις να ξετυλίγεται η Λακωνία, γοητεύεσαι.[5] θα πρέπει ο Πάρης να ήταν πολύ όμορφος για να θελήσει η Ελένη να αφήσει ένα τέτοιο βασίλειο. Η αρχαία Σπάρτη έχει χαθεί εξολοκλήρου. Ενώ τα ερείπια των Αθηνών λάμπουν ακόμη από νεότητα και ομορφιά, και τραβούν από μακριά το βλέμμα του ταξιδιώτη, εδώ, αντίθετα, πρέπει να ψάξεις μέσα στα κριθαροχώραφα ένα θαμμένο θέατρο, έναν τάφο και κάποια τμήματα από την τείχιση, για να εντοπίσεις το σημείο όπου βρισκόταν η αντίπαλός της. Ύστερα από μια διαμάχη είκοσι αιώνων, η Αθήνα νίκησε τη Σπάρτη και έμεινε σ’ εκείνη το πεδίο των μαχών. Η μεσαιωνική Σπάρτη, ο Μυστράς, είναι ένα απότομο βουνό, καλυμμένο από πάνω μέχρι κάτω με τζαμιά, κάστρα και γκρεμισμένες κατοικίες–ερείπια παράξενα και γραφικά, που δίπλα τους μπαίνεις στον πειρασμό να αναλογιστείς, κατ’ αναλογία, τους Τούρκους, αυτό το ανθεκτικό απομεινάρι ενός μεγάλου έθνους. Η νέα Σπάρτη είναι δημιούργημα του βασιλιά Όθωνα, που κατάρτισε το ατελέσφορο σχέδιο αναβίωσης όλων των μεγάλων ονομασιών της Ελλάδας. Αποτελεί διοικητικό και εμπορικό κέντρο, γεμάτο μαγαζιά, στρατώνες και γραφεία. Η Λακωνία μόνο για λύπηση δεν είναι. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχει πια ούτε τους νόμους του Λυκούργου ούτε εκείνη την παρά φύσιν οργάνωση που μετέτρεψε βίαια έναν λαό σε στρατιωτικό τάγμα· έχει χάσει εκείνη τη στυγνή ισχύ την οποία χρησιμοποιούσε καταχρηστικά για να καταπιέζει τους γείτονές της και να τους κάνει είλωτες· της έχει όμως απομείνει μια γόνιμη γη, ό,τι πρέπει για όργωμα και φύτεμα· μεγάλα σκιερά μέρη κάτω από τις μουριές και τις συκιές, νερά δροσερά και διαυγή· ο Ταΰγετος, που οι κορυφές του θα χάνονταν κανονικά στα σύννεφα, αν υπήρχαν σύννεφα· της έχει απομείνει, τέλος, ο πιο όμορφος λαός του κόσμου. Ο Βιργίλιος, όταν τον είχε ήδη βρει εκείνη η αδυναμία17 που θα τον οδηγούσε στον θάνατο, νοσταλγούσε την Ελλάδα όπως όλοι εκείνοι που την είδαν· αλλά εκείνο που κυρίως επιθυμούσε ήταν να δει τις παρθένες της Λακωνίας να χορεύουν πάνω στον Ταΰγετο τους ιερούς χορούς του Βάκχου. Δεν έχουν καθόλου αλλοιωθεί αυτές οι όλο χάρη αδελφές της Ελένης και της Λήδας· αλλά χορεύουν μόνο μια φορά τον χρόνο, και σπρώχνουν και το άροτρο.

Η γενική όψη της Λακωνίας φέρνει περισσότερο στον νου την ιδέα της δύναμης. Βρίσκεις όμως τοπία όλο χάρη. Τέσσερις ώρες αφότου αφήσαμε τη Σπάρτη, περπατούσαμε μέσα σε όμορφο δάσος που το νέο του φύλλωμα έλαμπε σε ένα ωραίο σμαραγδένιο πράσινο. Μια παχιά χλόη σχημάτιζε παντού ένα αφράτο χαλί στις ρίζες από τις αγριελιές και τις βελανιδιές· όμορφα χρυσά σπάρτα και μεγάλα ρείκια, ψηλά σαν μικρά δέντρα, μπλέκονταν άτακτα με τους σκίνους και τις κουμαριές. Χίλιες διαπεραστικές μυρωδιές ξεπηδούσαν από το χώμα, αναδύονταν από το φύλλωμα, έρχονταν με τη θαλασσινή αύρα, άγνωστο από πού. Σε κάθε μας βήμα συναντούσαμε κι από ένα όμορφο ρυάκι που έπεφτε από κάποιον βράχο για να μας δροσίσει το βλέμμα· ή ένα ρέμα που μπορεί να μας ακολουθούσε για ένα τέταρτο, αόρατο και σιωπηλό κάτω από τα χόρτα, και που ένα ελαφρύ μουρμουρητό, μια ασημένια αντανάκλαση το πρόδιδε ξαφνικά. Να ποιες είναι οι πιο φίνες απολαύσεις που βρίσκεις στην Ελλάδα, αφότου και ίσως πριν χαρείς και θαυμάσεις τα αριστοτεχνήματα: λίγο δροσερό νερό και ένας γλυκός ήλιος. Και μην νομίζετε πως για να νιώσετε αυτές τις ομορφιές είναι απαραίτητο να έχετε την καρδιά του Ρουσσώ, που έκλαιγε μπροστά σε ένα λουλούδι βίγγας.18 Οι Τούρκοι, που δεν τους χαρακτηρίζει η ευαισθησία, αναστενάζουν ακόμη και στο άκουσμα της Ελλάδας· μέχρι και στις άχαρες πεδιάδες της Θεσσαλίας αναφωνούν, χύνοντας δάκρυα: «Αχ, αυτά τα δροσερά τα νερά πάνω στα βουνά!»

VII Η Αρκαδία - H ροή της Νέδας: ταξιδεύουμε πάνω σε ένα ποτάμι - Ο Λάδωνας Η Αρκαδία, που οι ποιητές τόσο τραγούδησαν, δεν είναι μια χώρα της Οπερά Κομίκ.19 Αυστηρά τοπία, απότομα βουνά, βαθιές χαράδρες, ορμητικοί χείμαρροι, λίγες πεδιάδες, σχεδόν καθόλου καλλιέργειες: αυτή είναι με λίγα λόγια η Αρκαδία. Η Στύγα, που οι ντόπιοι αποκαλούν σήμερα Μαυρονέρι, είναι ένας ποταμός της Αρκαδίας τόσο άγριος, τόσο θορυβώδης και τρομερός που οι αρχαίοι τον κάνανε ποταμό του Κάτω Κόσμου. Η Νέδα, λιγότερο τρομακτική από τη Στύγα, έχει δύο διαφορετικές όψεις: κοντά στο χωριό Παυλίτσα σχηματίζει μικρούς καταρράκτες που νομίζεις πως είναι εκείνοι του Τίβολι σε μικρογραφία· μία λεύγα πιο μακριά, ορμά σε έναν τεράστιο γκρεμό με παταγώδη θόρυβο. Πλησιάζοντας στην εκβολή της, είναι πια μόνο μια λεπτή γραμμή σε μια πλατιά σαν πεδιάδα κοίτη. Περπατήσαμε για ώρα πάνω στα υγρά βότσαλα όπου το νερό κυλά σαν φίδι: όταν εκείνο πήγαινε δεξιά, εμείς πηγαίναμε αριστερά. Στην Ελλάδα παρατηρείται συνεχώς το φαινόμενο οι άνθρωποι να περπατούν μέσα στον δρόμο των χειμάρρων και οι χείμαρροι να

κυλούν μέσα στον δρόμο των ανθρώπων. Στη μέση της κοίτης του ποταμού συναντά κανείς μεγάλους κορμούς δέντρων που έχουν χάσει τον φλοιό τους, σωρούς από κλαδιά σπασμένα και κολλημένα μεταξύ τους, τεράστια βότσαλα χονδροειδώς στρογγυλεμένα· αυτά τα ξεριζωμένα δέντρα, αυτοί οι γδαρμένοι κορμοί, αυτά τα βράχια που κύλησαν, αυτές οι όχθες οι παντού σχισμένες, να ποια είναι η Νέδα. Ενώ κατεβαίναμε το ποτάμι, η καταιγίδα ήταν έτοιμη να ξεσπάσει πίσω μας. Ο Λευτέρης μάς προειδοποίησε να βιαστούμε αν δεν θέλαμε να μας κόψει τον δρόμο. Ευτυχώς, η βροχή περίμενε μέχρι εμείς να βρούμε καταφύγιο. Μία ώρα μετά, ο δρόμος που είχαμε μόλις περπατήσει με τα πόδια στεγνά, ή σχεδόν, έμοιαζε με την κοίτη του Σηκουάνα όταν λιώνουν τα χιόνια: η Νέδα είχε γίνει ένα μεγάλο ποτάμι. Πριν πέσει η νύχτα ούτε που φαινόταν πια· τη διασχίζαμε χωρίς να βραχούν τα πόδια μας ακολουθώντας τις πυγολαμπίδες. Ο Λάδωνας, ο πιο όμορφος ποταμός της Αρκαδίας, και ο πιο αγαπητός στους βουκολικούς ποιητές, δεν με ενθουσίασε την πρώτη φορά που τον διέσχισα. Έβλεπα να κυλά, ανάμεσα από τις πλατιές και γυμνές όχθες, λίγο ταραγμένο νερό σε μια μεγάλη κοίτη, και οίκτιρα τους καημένους τους συγγραφείς των ποιμενικών ποιημάτων που τόσο θαύμασαν τον Λάδωνα χωρίς να τον γνωρίζουν. Τα ποταμάκια αυτά, τη μέρα που δεν είναι χείμαρροι, μοιάζουν μέσα στις μεγάλες τους κοίτες με παιδιά που τα έβαλαν να ξαπλώσουν στο κολονάτο κρεβάτι του παππού τους. Πάντως, πρέπει να ομολογήσω πως κατά την πρώτη αυτή επαφή δεν ένιωσα και τόσο θαυμασμό. Μόλις είχα κάνει μπάνιο στον Ερύμανθο, παρά τη δική μου θέληση, αλλά με τη θέληση του μεγάλου Επαμεινώνδα, του αλόγου μου. Αυτό το άλογο έχει το ίδιο πάθος με τον Σατωβριάνδο: θέλει να πάρει νερό από όλα τα ποτάμια που περνά. Όταν είδα και πάλι τον Λάδωνα ήμαστε λίγο κοντύτερα στην πηγή του. Είχαμε στήσει τον καταυλισμό μας στον πιο δροσερό, στον πιο όμορφο και υπέροχο ναό που η φύση είχε χτίσει με τα ίδια της τα χέρια. Ο ποταμός, που έχει δέκα ολόκληρα μέτρα πλάτος, κυλά με ταχύτητα, παρασύροντας στα κίτρινα νερά του απομεινάρια κάθε είδους. Καταπίνει τις όχθες του και μεταφέρει συχνά μέχρι τον Αλφειό τα δέντρα που μεγάλωσαν πλάι του. Ποτέ στο σημείο αυτό ακτίνα ήλιου δεν φτάνει στην επιφάνεια του νερού, τόσο τα δέντρα από τις δύο όχθες φέρνουν κοντά τα κλαδιά τους μπερδεύοντάς τα. Πρόκειται για πλατάνια που ο κορμός τους κάνει νερά· για ψηλές λεύκες που έχουν φυτρώσει στη μέση του ποταμού και σκορπούν στον αέρα τον σαν βαμβάκι καρπό τους, ενώ διαγράφεται στο νερό η μακρόστενη σκιά του φυλλώματός τους· για πράσινες βελανιδιές που το σκούρο τους φύλλωμα ζωντανεύει την άνοιξη στους πιο όμορφους κοκκινωπούς τόνους· φλαμουριές με κορμό όλο ρόζους και φύλλο πριονωτό· κουμαριές που κρεμούν σε τσαμπιά τα μεγάλα πράσινα σμέουρά τους· φτελιές, αυτές οι φτωχές συνηθισμένες

φτελιές που τις περιφρονούν οι ποιητές της εποχής μας, και έχουν πια εκπέσει από την υψηλή θέση όπου τις είχε τοποθετήσει η ποίηση. Πρόκειται για αρωματώδεις σκίνους που ακόμα και ο μικρότερος μίσχος τους να μεγαλώσει έπειτα από δέκα χρόνια σχηματίζεται ένα ολόκληρο φράγμα από πρασινάδα· αγριοτριανταφυλλιές, ροζ λευκάκανθοι που ρίχνουν στα κεφάλια τους βροχή από πέταλα και αρώματα. Και παντού κληματίδες, κλήματα και κισσοί κάθε είδους. Συχνά, ένα άγριο αμπέλι κυριεύει ένα δέντρο, σκαρφαλώνει πάνω του από κλαδί σε κλαδί μέχρι την κορυφή, και ξαναπέφτει στη ρίζα του σαν καταρράκτης. Συχνά βρίσκουμε κάποιο δέντρο δίχως όνομα και δίχως σχήμα: ο κισσός το έπνιξε στην αγκαλιά του, και καλύπτει το πτώμα αυτό με ένα αιώνιο φύλλωμα. Στα πόδια μας, το χώμα είναι στρωμένο με νεαρές φτέρες που οι άκρες τους είναι μαζεμένες σαν σκορπιοί. Η χλόη, πράσινη και φουντωτή, είναι σπαρμένη με χρυσαφένια μπουμπούκια, με άγριες μολόχες και με μαργαρίτες, πραγματικές μαργαρίτες της Γαλλίας. Εδώ είναι ο τόπος της δροσιάς και της γαλήνης. Μπορώ να συμμεριστώ το καπρίτσιο ενός μοναχικού ανθρώπου που θα ερχόταν να ζήσει στην όχθη του Λάδωνα και να αποκοιμίσει τη ζωή του με τον ήχο του νερού, κάτω από τα όμορφα πλατάνια, κοντά στους βοσκούς. Σταματήσαμε εκεί για τρεις ή τέσσερις ώρες μόνο· δεν είχαμε φάει εκείνο το άνθος του λωτού που σε κάνει να ξεχνάς την πατρίδα.

VIII Συμπέρασμα - Η Ελλάδα όπως είναι Την επαύριον της επιστροφής μου στην Αθήνα, με επισκέφθηκαν οι δύο αξιωματικοί του ναυτικού που μαζί τους είχα ταξιδέψει πριν από τέσσερις ή πέντε μήνες. Αφού γέλασαν κάμποσο με τα μαύρα χέρια μου και το μαύρο πρόσωπό μου που ο ήλιος είχε φροντίσει να τους δώσει την απόχρωση του τούβλου, μου είπαν: - Λοιπόν! Τι λέτε τώρα για την Ελλάδα, την όμορφη Ελλάδα; - Μα την πίστη μου, κύριοι, τους απάντησα, εξακολουθώ να πιστεύω πως είναι αντάξια του ονόματός της. Πρώτον, δεν είναι ούτε τόσο γυμνή ούτε τόσο άγονη όπως μου την είπατε. Βρίσκεις όμορφα δέντρα, τοπία όλο δροσιά, αν μπεις στον κόπο να τα ψάξεις. Κι έπειτα, η άγονη γη έχει κι αυτή την ομορφιά της όπως και η γόνιμη· έχει μάλιστα, κατά τη γνώμη μου, ξεχωριστή ομορφιά. Έχετε δίκιο ότι η Ελλάδα δεν μοιάζει με τη Νορμανδία· κρίμα για τη Νορμανδία! Ίσως η χώρα να ήταν πιο δασώδης, πιο πράσινη και πιο δροσερή στην αρχαιότητα: έκαψαν τα δάση, η βροχή παρέσυρε το χώμα και τα βράχια γυμνώθηκαν. Δεν θα ήταν δύσκολο να ξαναγίνει πράσινη η Ελλάδα ολόκληρη· θα έφταναν κάποια εκατομμύρια και κάποια χρόνια.

Φυτέψτε όλα τα βουνά· θα δημιουργηθεί φυτικό χώμα· οι βροχές θα γίνουν και πάλι πιο συχνές· οι χείμαρροι θα γίνουν ποτάμια· η χώρα θα γίνει πιο γόνιμη, θα γίνει όμως πιο όμορφη; Αμφιβάλλω. Η Ακρόπολη των Αθηνών, ο πιο θαυμαστός βράχος του κόσμου, είναι εκατό φορές πιο όμορφος το καλοκαίρι όταν ο ήλιος έχει κάψει τα χόρτα, απ’ ό,τι τον Μάρτιο όταν είναι παντού στρωμένος με πρασινάδα. Αν κάποιος μάγος ή κάποιος επιχειρηματίας έκανε το θαύμα να μεταμορφώσει τον Μοριά σε μια νέα Νορμανδία, θα εισέπραττε ως αντάλλαγμα τις κατάρες των καλλιτεχνών. Η Ελλάδα δεν χρειάζεται περισσότερο τα λιβάδια απ’ όσο η Κάτω Νορμανδία τα βράχια ή η εξοχή της Ρώμης τα δάση.

Σημειώσεις της μεταφράστριας 1 Madame de Sévigné (1626-1696): Διάσημη γαλλίδα επιστολογράφος. Οι επιστολές της απευθύνονταν κυρίως στην κόρη της η οποία ζούσε στον πύργο του Γκρινιάν στην Προβηγκία. 2 Messageries impériales: Γαλλική εταιρεία της εποχής μεταφορών και ακτοπλοΐας. 3 Το ακρωτήριο Ταίναρο. 4 Για τη μετάφραση της γαλλικής λέξης «brillant», δανειστήκαμε την ευρηματική απόδοση του πρώτου μεταφραστή του βιβλίου του Αμπού (Η Ελλάδα του ΌΘωνος, «Η σύγχρονη Ελλάδα» 1854, πρόλογος, επιμ. Τάσος Βουρνάς, Τολίδης, Αθήνα χ.χ.) Α. Σπήλιου. 5 Στη γαλλική γλώσσα η λέξη «βοιωτός» έχει και τη σημασία του άξεστου, του ακαλλιέργητου. Γάλλοι συγγραφείς, στηριζόμενοι σε απαξιωτικές διατυπώσεις αρχαίων Αθηναίων σχετικά με τους Βοιωτούς, εισήγαγαν και τη δεύτερη αυτή σημασία, η οποία, όμως, δεν συναντάται στα νέα ελληνικά. 6 Πρόκειται για τον αρχιτέκτονα Charles Garnier έργο του οποίου είναι και η Όπερα του Παρισιού, το Palais Garnier. Στην Ελλάδα ταξίδεψε, όταν ήταν φοιτητής, με τον Αμπού και μελέτησε τον ναό της Αφαίας στην Αίγινα. 7 Κεντρική αλλά μικρού μήκους οδός του Παρισιού. 8 Η φυσική ιστορία αποτελεί τον 17ο αλλά κυρίως τον 18ο αιώνα τη μελέτη των ζωντανών οργανισμών μέσω της παρατήρησης και της περιγραφής τους. Τον 19ο αιώνα, ωστόσο, αν και εξελίσσεται στην επιστήμη της βιολογίας και σε άλλες επιστήμες, διατηρείται το κύρος της. Σήμερα θα λέγαμε «ο ανθρώπινος τύπος του αγωγιάτη». 9 Η επίσημη έκθεση ζωγραφικής, στο Παρίσι, καλλιτεχνών εν ζωή. Το όνομα salon δόθηκε στον θεσμό γιατί η έκθεση λάμβανε χώρα στην αίθουσα του Λούβρου που ονομάζεται Salon carré. 10 Πρόκειται για το πολύτιμο υλικό που συνέταξε η «Επιστημονική Αποστολή στον Μοριά», η ομάδα επιστημόνων διαφόρων ειδικοτήτων που έστειλε η γαλλική κυβέρνηση στην Πελοπόννησο κατά το πρότυπο της αποστολής στην Αίγυπτο του Σαμπολιόν. Στα ελληνικά έχει εκδοθεί το υλικό με τίτλο Το έργο της γαλλικής επιστημονικής αποστολής του Μοριά 1829-1838, επιμ. Γιάννης Σαΐτας, Μέλισσα, 2011, τ. 1, και 2017, τ. 2. Από τον πρόλογο του βιβλίου παραθέτουμε: «Στα 1829, κατά την περίοδο του ελληνικού απελευθερωτικού αγώνα για την ανεξαρτησία της Ελλάδας, οργανώθηκε από το γαλλικό κράτος η “Επιστημονική Αποστολή του Μοριά» (Expédition Scientifique de Morée) με αντικείμενο την ιστορική, γεωγραφική, αρχαιολογική και εικονογραφική τεκμηρίωση της

11

12

13 14 15 16 17 18 19

χώρας. Η αποστολή αυτή συνδέθηκε με τους επιστημονικούς τομείς της γεωγραφίας και γεωλογίας, της φυσικής ιστορίας, της χαρτογραφίας, της αρχαιολογίας, της αρχιτεκτονικής, της εθνογραφίας, οι οποίοι βρήκαν στον Μοριά ένα εξαιρετικό πεδίο εφαρμογής της νέας τεχνογνωσίας». Ο Alphonse de Lamartine και ο François René de Chateaubriand είχαν ήδη γράψει τις ταξιδιωτικές τους εντυπώσεις για την Ελλάδα, χωρίς φυσικά να είναι οι πρώτοι περιηγητές που κατέγραφαν το ταξίδι τους. Πρόκειται για τα έργα Ταξίδι στην Ανατολή και Οδοιπορικό από το Παρίσι στα Ιεροσόλυμα, αντίστοιχα. Να σημειωθεί ότι το έργο του Σατωμπριάν μεταφράστηκε πρώτη φορά στα ελληνικά από τον Εμμανουήλ Ροΐδη, το 1860. Ο συγγραφέας αναφέρεται στο ποίημα του Γκότφριντ Μπύργκερ «Λεονόρα». Το εν λόγω άλογο είναι του Χάρου, στο οποίο ανέβηκε η Λεονόρα πιστεύοντας πως είχε έρθει ο αγαπημένος της να την πάρει. Η μπαλάντα, δημοσιευμένη το 1774, αποτέλεσε κοινό τόπο στον χώρο της λογοτεχνίας. Έγιναν επίσης πολλές εικαστικές αναπαραστάσεις, με την ηρωίδα πάνω στο άλογο του Χάρου. Μεγάλο κατάστημα ετοίμων ενδυμάτων στο Παρίσι της εποχής. Πρόκειται για πολύκροτη και δαιδαλώδη δικαστική υπόθεση γύρω από τη δολοφονία του εισαγγελέα Φουαλντές το 1817 στη Γαλλία. Περιοχή που αποκαλείται «σιτοβολώνας της Γαλλίας». Στην εν λόγω οδό, όπου είχε διαμείνει η διάσημη γαλλίδα συγγραφέας, υπήρχε πράγματι ένα ρυάκι που κατέληγε στον Σηκουάνα. Ο Βιργίλιος πεθαίνει στην Ιταλία εξαιτίας, κατά την παράδοση, της ηλίασης που είχε πάθει επισκεπτόμενος τα Μέγαρα. Όπως λέει ο Ρουσσώ στο έκτο βιβλίο των Εξομολογήσεών του, συγκινήθηκε όταν αντίκρισε στο βουνό το συγκεκριμένο λουλούδι, γιατί του θύμισε μια ευτυχισμένη περίοδο της ζωής του. Είδος λυρικού θεάτρου, όπου τα διαλογικά μέρη ακολουθούν τον τρόπο του θεάτρου πρόζας. Εδώ το επίθετο «comique» σημαίνει «θεατρικό» και όχι «κωμικό». Επίσης, Opéra Comique ονομάστηκε ο θεατρικός οργανισμός (ίδρυση 1714) που στέγαζε το συγκεκριμένο είδος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Οι άνθρωποι

I Πληθυσμός της Ελλάδας - Οι σημερινοί Έλληνες δεν είναι Σλάβοι - Φαναριώτες Παλικάρια - Νησιώτες - Η εθνική ενδυμασία Ο πληθυσμός της Ελλάδας ανέρχεται περίπου στους εννιακόσιους πενήντα χιλιάδες κατοίκους. Εμείς έχουμε διοικητικά διαμερίσματα με περισσότερους κατοίκους από όσους το βασίλειο αυτό. Η ελληνική φυλή αποτελεί τη μεγάλη πλειονότητα του έθνους. Είναι μια πραγματικότητα την οποία ορισμένοι προσπάθησαν να θέσουν εν αμφιβάλω. Σύμφωνα με μια παράδοξη σχολή, δεν πρέπει να υπάρχουν πια Έλληνες στην Ελλάδα· όλοι πρέπει να είναι Αλβανοί, δηλαδή Σλάβοι. Εύκολα λοιπόν καταλαβαίνουμε πού οδηγεί μια τέτοια θεωρία, η οποία μετατρέπει τα παιδιά του Αριστείδη σε συμπολίτες του αυτοκράτορα Νικόλαου. Αρκεί όμως να έχουμε μάτια για να ξεχωρίσουμε τους Έλληνες, έναν λαό λεπτό και φίνο, από τους χοντροκαμωμένους Αλβανούς. Η ελληνική φυλή έχει ελάχιστα αλλοιωθεί και οι ψηλοί αυτοί νεαροί με την ευλύγιστη κορμοστασιά, το ωοειδές πρόσωπο, το ζωηρό βλέμμα και το ανήσυχο πνεύμα που γεμίζουν τους δρόμους των Αθηνών ανήκουν, προφανώς, στην οικογένεια που εφοδίαζε τον Φειδία με μοντέλα. Είναι αλήθεια ότι ο πόλεμος της Ανεξαρτησίας αποδεκάτισε το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού. Από τότε που η Ελλάδα ελευθερώθηκε, αύξησε και πάλι τους κατοίκους της, χάρη στην έλευση όμως ελληνικών οικογενειών. Κάποιες έρχονταν από την Κωνσταντινούπολη, από το Φανάρι, την περίφημη συνοικία που για μεγάλο διάστημα ρύθμιζε τις υποθέσεις της Τουρκίας. Γνωρίζουμε ότι ένα τμήμα της βυζαντινής αριστοκρατίας παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη μετά την άλωση της πόλης από τον Μωάμεθ Β’. Πιο μορφωμένοι και πιο ικανοί από τους Τούρκους, οι Έλληνες αυτοί επιχείρησαν να επανακτήσουν με την πονηριά όλα όσα τους άρπαξε η δύναμη των όπλων. Έγιναν διερμηνείς, γραμματείς, σύμβουλοι των σουλτάνων και ταπεινά κρυμμένοι σε θέσεις δευτερεύουσες, είχαν το ταλέντο να καθοδηγούν τα αφεντικά τους. Λίγοι έφτασαν μέχρι τον βαθμό του οσποδάρου, του διοικητή επαρχίας δηλαδή· όσοι δεν έφτασαν τόσο ψηλά παρηγορήθηκαν πλουτίζοντας. Το Φανάρι αριθμεί πάνω από πενήντα χιλιάδες Έλληνες που περιμένουν την ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και που,

όσο περιμένουν, ασχολούνται με τις επιχειρήσεις τους. Μετά τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας, καθώς έβλεπαν να γεννιέται μια ελληνική πατρίδα, αρκετές οικογένειες Φαναριωτών ήρθαν να ζήσουν στο περιβάλλον του βασιλιά. Εκείνο που τους είλκυε ήταν κυρίως η ελευθερία, αλλά, ίσως, και η δημιουργία μιας αυλής όπου ήλπιζαν να αναλάβουν καίριο ρόλο. Οι πρώτες οικογένειες των Αθηνών, οι Μουρούζηδες, οι Σούτσοι, οι Μαυροκορδάτοι, οι Αργυρόπουλοι, κλπ., είναι οικογένειες Φαναριωτών. Μετά τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας επίσης, ένας μεγάλος αριθμός Ελλήνων του βορρά, η ελίτ αυτών των ορεσίβιων που ξεκίνησαν την επανάσταση, ξεριζώθηκαν από τον γενέθλιο τόπο τους που η διπλωματία τον είχε αφήσει στα χέρια των Τούρκων και εγκαταστάθηκαν στο βασίλειο αυτό που είχαν ιδρύσει με τίμημα το αίμα τους. Οι ορεσίβιοι αυτοί, πρώην αρχηγοί των εξεγερμένων ή των ληστών (γιατί η ληστεία ήταν μια μορφή πολέμου), έφεραν μέχρι την Αθήνα τα περίεργα έθιμα του τόπου τους. Με τους άλλους οπλαρχηγούς που κατοικούσαν άλλοτε στον Μοριά αποτελούν το πιο πρωτότυπο και ζωηρό στοιχείο του ελληνικού λαού. Οι ίδιοι δίνουν στον εαυτό τους τον τίτλο του «παλικαριού» που σημαίνει γενναίος. Έχουν μείνει πιστοί στην εθνική ενδυμασία και φορούν περήφανα το κόκκινο φέσι, το χρυσοποίκιλτο σακάκι και την άσπρη φουστανέλα· κυκλοφορούν οπλισμένοι, με μια ακολουθία ανδρών επίσης οπλισμένων. Τα σπίτια τους μοιάζουν κάπως με φρούρια, και οι υπηρέτες τους, που τους διαλέγουν ανάμεσα από τους παλιούς τους στρατιώτες και εκείνους που δούλευαν στα χωράφια τους, σχηματίζουν έναν μικρό στρατό. Συνηθίζουν να προσφέρουν απλόχερα μια εξαιρετικά δαπανηρή φιλοξενία· όσοι από τον τόπο τους έρχονται στην Αθήνα, φιλοξενούνται από εκείνους βρίσκοντας πάντα ένα μέρος κάτω από το υπόστεγο για τη νύχτα, καθώς και ψωμί συν κάτι επιπλέον για το φαγητό τους. Όταν επισκέπτονται ο ένας τον άλλο είναι συγκροτημένοι και σιωπηλοί όπως οι Τούρκοι. Κουβεντιάζουν λίγο, καπνίζουν πολύ και πίνουν πολλά φλιτζάνια καφέ. Χαιρετιούνται ακουμπώντας το χέρι στο στήθος· λένε «ναι» σκύβοντας το κεφάλι προς τα κάτω και «όχι» σηκώνοντάς το προς τα πάνω. Η ομιλία τους έχει σκόρπιες τουρκικές λέξεις με αποτέλεσμα να δυσκολεύεσαι να την καταλάβεις. Μερικοί ξέρουν ακόμη τουρκικά· οι περισσότεροι ξέρουν λίγες λέξεις στα ιταλικά· κανένας τους δεν ξέρει γαλλικά, και υπερηφανεύονται μάλιστα για την άγνοιά τους αυτή. Οι γυναίκες τους, χωρίς να είναι ακριβώς υπό περιορισμό, βγαίνουν πάντως λίγο από το σπίτι· είναι αγράμματες, ντροπαλές με τον κόσμο, ενώ εκείνον που αποκαλούν κύριό τους τον τρέμουν. Δεν ξέρουν τι θα πει κορσές, και φορούν το εθνικό φέσι. Οι Φαναριώτες ντύνονται όπως οι Γάλλοι, ενώ ιππεύουν με την αγγλική σέλα. Μιλάνε τα ελληνικά της καθαρεύουσας· γνωρίζουν γαλλικά και συνήθως και άλλες ξένες γλώσσες· είναι όπως όλοι οι λαοί της Ευρώπης. Οι σύζυγοί τους είναι κυρίες

που φέρνουν τα φορέματά τους από το Παρίσι. Σε εκατό χρόνια λογικά δεν θα υπάρχουν πια Παλικάρια. Σήμερα, ολόκληρη η ελληνική φυλή είναι, κατά κάποιο τρόπο, χωρισμένη σε δύο έθνη, που το ένα απορροφά το άλλο. Το μέλλον ανήκει στα μαύρα κοστούμια. Ανάμεσα στα Παλικάρια και τους Φαναριώτες βρίσκονται οι νησιώτες· είναι όλοι τους είτε ναυτικοί ή έμποροι, ενώ συνήθως είναι και τα δύο μαζί. Φορούν το κόκκινο φέσι με ένα ιδιαίτερο τσάκισμα, το κοντό γιλέκο και το τεράστιο παντελόνι των Τούρκων. Είναι αξιοσημείωτο ότι η υποτιθέμενη εθνική ενδυμασία των Ελλήνων είναι δανεισμένη είτε από τους Τούρκους είτε από τους Αλβανούς. Ο βασιλιάς Όθωνας, προκειμένου να κάνει επίδειξη πατριωτισμού και να γίνει λαοφιλής, φορά στις γιορτές τη φορεσιά ενός μικρού σλαβικού λαού· και οι νησιώτες της Ύδρας, για να ξεχωρίσουν από τους βάρβαρους της Ανατολής, στολίζονται με τούρκικη ενδυμασία. Όλοι οι Έλληνες, ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσης ή καταγωγής, ξυρίζουν τα μάγουλα και το πιγούνι ενώ αφήνουν μουστάκι. Γένια αφήνουν όταν έχουν πένθος. Τους κομψευόμενους που έχουν φαβορίτες κατά την ευρωπαϊκή μόδα δεν τους βλέπουν με καλό μάτι. Για τα Παλικάρια είναι ένδειξη καλού γούστου να σφίγγουν υπερβολικά τη μέση τους. Οι άντρες είναι εκείνοι που φορούν τον κορσέ· και καθώς η ελληνική φυλή είναι αδύνατη και νευρώδης, σε αντίθεση με την τουρκική που είναι βαριά και δυνατή, βλέποντας τον κόσμο μαζεμένο σε μια πλατεία, νομίζεις πως βρίσκεσαι καταμεσής στους Όρνιθες του Αριστοφάνη. Ιδού, συνοπτικά, η φορεσιά ενός Παλικαριού των Αθηνών: ένα πουκάμισο από περκάλι με μεγάλο γυριστό γιακά, χωρίς γραβάτα· μια κοντή βαμβακερή σκελέα· κάλτσες μερικές φορές· πάντα γκέτες καρφιτσωμένες μέχρι το γόνατο, που μοιάζουν με τις κνημίδες των πολεμιστών του Ομήρου· κόκκινα τσαρούχια· φουστανέλα, μια φούστα, δηλαδή, πολύ φαρδιά που στενεύει γύρω από τη μέση σε μικρές πτυχώσεις· ζώνη και στενούς κνημοδέτες από χρωματιστό μετάξι· γιλέκο· σακάκι που τα μανίκια του δεν κλείνουν στον καρπό· κόκκινο φέσι με μπλε φούντα· μεγάλη δερμάτινη ζώνη απ’ όπου κρέμεται το κεντημένο μαντίλι, το πουγκί, η θήκη του καπνού, η γραφίδα και τα όπλα. Το σακάκι και οι γκέτες έχουν σχεδόν πάντα χρυσαφένιο κέντημα. Το κοστούμι ενός υπηρέτη σε καλό σπίτι ή ενός υπαλλήλου των εξακοσίων φράγκων τον χρόνο αξίζει εξακόσια φράγκα. Τον χειμώνα τα Παλικάρια τυλίγονται με ένα άσπρο μάλλινο πανωφόρι που δεν απέχει πολύ από το δέρας του προβάτου, ή με ένα χοντροκομμένο χνουδωτό, αδιαπέραστο στο νερό της βροχής. Το καλοκαίρι, για να προφυλαχτούν από τον ήλιο, τυλίγουν ένα μαντίλι, σαν τουρμπάνι, γύρω από το κόκκινο φέσι τους. Σε ορισμένα χωριά, το τουρμπάνι είναι ακόμα στη μόδα, ενώ

ξυρίζουν και τα μαλλιά. Η γυναικεία φορεσιά έχει τεράστια ποικιλία: όχι μόνο κάθε χωριό έχει τη δική της, αλλά και κάθε γυναίκα την παραλλάζει κατά βούληση. Οι Αθηναίες φορούν μια φούστα από μετάξι ή χοντρό βαμβάκι, ανάλογα με τη θέση τους, με ένα βελουδένιο σακάκι ανοιχτό από μπροστά· στο κεφάλι φέρουν το κόκκινο φέσι που φτάνει μέχρι τα αυτιά, και συνήθως τους αρέσει να τυλίγουν γύρω από το κεφάλι τους μια χοντρή κοτσίδα πλεγμένη με ένα μαντίλι. Αυτή η τεράστια κοτσίδα τούς ανήκει, γιατί την έχουν είτε πληρώσει είτε κληρονομήσει. Οι Αλβανίδες φορούν ένα μακρύ πουκάμισο από βαμβακερό ύφασμα, κεντημένο χαμηλά, στον λαιμό και στα μανίκια, με μετάξι όλων των χρωμάτων είναι το βασικό κομμάτι του ντυσίματός τους. Προσθέτουν μια ποδιά και ένα πανωφόρι από χοντρό μαλλί, μια φαρδιά μάλλινη μαύρη ζώνη, και για το κεφάλι, μια εσάρπα βαμβακερή κεντημένη όπως και το πουκάμισο. Πολύ συχνά συναντάς γυναίκες που είναι ντυμένες μόνο με τη στοιχειώδη αυτή περιβολή.

II Ο ελληνικός τύπος - Οι γυναίκες των Αθηνών - Η ομορφιά των ανθρώπων - Ο ολιγαρκής χαρακτήρας ολόκληρου του λαού - Οι επιπτώσεις του κρασιού στις θερμές χώρες Η ομορφιά της ελληνικής φυλής είναι τόσο διάσημη και οι ταξιδιώτες είναι τόσο σίγουροι πως θα βρουν στην Ελλάδα την οικογένεια της Αφροδίτης της Μήλου, που νιώθουν πως εξαπατήθηκαν όταν φτάνουν στην Αθήνα. Οι Αθηναίες δεν είναι ούτε όμορφες ούτε καλοφτιαγμένες· δεν έχουν ούτε την πνευματώδη φυσιογνωμία των Γαλλίδων, ούτε την πλούσια και πληθωρική ομορφιά των Ρωμαίων γυναικών, αλλά ούτε και τη χλωμή και ασθενική λεπτότητα των Τουρκισσών. Στην πόλη όσες βλέπεις είναι ασχημομούρες με γαμψή μύτη, πλατυποδία και μονοκόμματη μέση. Ο λόγος είναι ότι η Αθήνα, είκοσι χρόνια πριν, δεν ήταν παρά ένα αλβανικό χωριό. Οι Αλβανοί αποτελούσαν, και αποτελούν ακόμη, σχεδόν ολόκληρο τον πληθυσμό της Αττικής. Μάλιστα, λίγες λεύγες έξω από την πρωτεύουσα βρίσκεις χωριά που μετά βίας καταλαβαίνουν τα ελληνικά. Η Αθήνα γρήγορα κατοικήθηκε από ανθρώπους κάθε έθνους και είδους· αυτό είναι που εξηγεί την ασχήμια του αθηναϊκού τύπου. Τις όμορφες Ελληνίδες, οι οποίες είναι σπάνιες, τις συναντάς σε ορισμένα προνομιούχα χωριά ή σε ορισμένα αποτραβηγμένα μέρη στα βουνά όπου δεν έφτασαν οι εισβολείς.

Οι άντρες, αντίθετα, είναι όμορφοι και καλοφτιαγμένοι σε ολόκληρο το βασίλειο. Η ψηλή κορμοστασιά τους, το σβέλτο σώμα τους, το αδύνατο πρόσωπό τους, η μακριά και γαμψή μύτη τους και το μεγάλο μουστάκι τους τους προσδίδουν πολεμική φυσιογνωμία. Διατηρούν μερικές φορές μέχρι τα εβδομήντα μια λεπτή κορμοστασιά και μια ελεύθερη και περήφανη έκφραση. Η παχυσαρκία είναι γι’ αυτούς άγνωστο κακό, και μόνο όσοι υποφέρουν από ποδάγρα παίρνουν βάρος. Η ελληνική φυλή είναι ξερακιανή, νευρώδης και λεπτή όπως η χώρα που τους τρέφει, θα αρκούσε να αποξηράνουν λίγους βάλτους για να εκλείψουν όλοι οι επιδημικοί πυρετοί και να γίνουν οι Έλληνες ο πιο υγιής λαός της Ευρώπης, έτσι καθώς είναι οι πιο λιτοδίαιτοι. Η τροφή ενός άγγλου αγρότη θα επαρκούσε στην Ελλάδα για μια οικογένεια έξι ατόμων. Οι πλούσιοι αρκούνται σε ένα πιάτο λαχανικά για τα γεύματά τους· οι φτωχοί σε μια χούφτα ελιές και ένα κομμάτι παστό ψάρι. Όλος ο λαός τρώει κρέας το Πάσχα για ολόκληρο τον χρόνο. Το μεθύσι, κάτι τόσο συνηθισμένο στις ψυχρές χώρες, είναι μια κακή συνήθεια πολύ σπάνια για τους Έλληνες. Είναι μεγάλοι πότες, αλλά πότες νερού. Δύσκολα θα περάσουν από μια βρύση χωρίς να σταματήσουν να πιουν, αλλά αν μπουν στην ταβέρνα θα είναι για να κουβεντιάσουν. Τα καφενεία των Αθηνών είναι γεμάτα κόσμο, όλες τις ώρες· οι πελάτες όμως σε καμιά περίπτωση δεν παίρνουν δυνατά ποτά. Ζητούν ένα φλιτζάνι καφέ της μιας πεντάρας, ένα ποτήρι νερό, φωτιά για να ανάψουν τα τσιγάρα τους, μια εφημερίδα και ένα τάβλι· ιδού τι θα τους κρατήσει απασχολημένους όλη τη μέρα. Δεν έχω συναντήσει μέσα στα δύο χρόνια έναν άνθρωπο στον δρόμο που να είναι τύφλα στο μεθύσι· και πιστεύω ότι πολύ γρήγορα θα μπορούσε να μετρήσει κανείς όλους τους μεθύστακες του βασιλείου. Αν υποθέσουμε ότι ο λιτός χαρακτήρας δεν είναι έμφυτος στον λαό αυτό, θα πρέπει τότε να του τον επιβάλλει το κλίμα. Κάτω από έναν καυτό ουρανό, αρκούν λίγες γουλιές αλκοόλ για να ρίξουν κάτω τον άνθρωπο. Η αγγλική φρουρά της Κέρκυρας μεθά κάθε μέρα μόνο με την ποσότητα κρασιού που της αναλογεί ημερησίως· οι ναύτες μας στον ναύσταθμο του Πειραιά μεθούν κανονικά ενώ νομίζουν πως δροσίζονται· και αν ποτέ οι Ελβετοί γίνουν κύριοι της Ελλάδας, θα πρέπει με την απειλή της θανατικής ποινής να καταδικαστούν στην εγκράτεια.

III Οι Έλληνες δεν έχουν καθόλου βίαια πάθη - Οι τρελοί σπανίζουν στο βασίλειο, ενώ αφθονούν στις Ιονίους Νήσους: για ποιο λόγο; Μπορούμε να πούμε πως ο ελληνικός λαός δεν έχει καμία κλίση προς την κραιπάλη και ότι επιδίδεται στις απολαύσεις με την ίδια πάντα εγκράτεια. Δεν έχει πάθη και νομίζω πως πάντα έτσι ήταν διότι οι τερατώδεις συνήθειες για τις οποίες τον μέμφεται η ιστορία, και τις οποίες όμως ξεφορτώθηκε, προέρχονταν κυρίως από την παρακμή των πνευμάτων παρά από τη βιαιότητα των αισθήσεων. Εκείνες οι αξιομνημόνευτες φρικαλεότητες δεν ήταν παρά σοφιστείες που γίνονταν πράξη. Σήμερα οι Έλληνες είναι ικανοί και για την αγάπη και για το μίσος· αλλά ούτε η αγάπη τους ούτε το μίσος τους είναι τυφλά· κάνουν το καλό και το κακό με σπουδή, και η λογική εμπλέκεται πάντα στις πράξεις τους, ακόμα και τις πιο βίαιες. Δεν θα σκοτώσουν έναν εχθρό παρά μόνο αν βεβαιωθούν πως θα μείνουν ατιμώρητοι· δεν σαγηνεύουν μια κοπέλα παρά μόνο αφού μάθουν την προίκα της. Η τρέλα επίσης είναι μια ασθένεια εξαιρετικά σπάνια στο βασίλειο. Πρόσφατα έφτιαξαν στην Αθήνα ένα ίδρυμα για τους τυφλούς· ποτέ όμως δεν θα χρειαστεί να χτίσουν ένα και για τους τρελούς. Συμβαίνει, όμως, κάτι περίεργο. Η τρέλα είναι σχεδόν επιδημική στις Ιονίους Νήσους. Ο γιατρός ο κύριος Δελβινιώτης, με τον οποίο επισκέφτηκα το άσυλο φρενοβλαβών στην Κέρκυρα, μου έλεγε: - Καταλαβαίνετε αυτή την αντίφαση; Έχουμε εδώ περίπου χίλιους παράφρονες έγκλειστους, στους οποίους δεν περιλαμβάνονται εκείνοι που αφήνονται ελεύθεροι ή που κρατούνται κλεισμένοι μέσα από τις οικογένειές τους· είναι μια λαϊκή προκατάληψη ότι σε κάθε αριστοκρατικό σπίτι θα πρέπει να υπάρχει ένας τρελόςέχουμε τρελούς από έρωτα, τρελούς από φόβο, τρελούς από φιλοδοξία, ενώ σε ολόκληρο το βασίλειο της Ελλάδας αριθμούνται μόλις δέκα φρενοβλαβείς! - Ποια γλώσσα μιλάν στις επαρχίες σας; ρώτησα τον γιατρό. - Ιταλικά. Τα ελληνικά είναι η εθνική μας γλώσσα, αλλά μόλις και μετά βίας τα μαθαίνουμε, ενώ οι μητέρες δεν τα γνώριζαν καν. - Να για ποιο λόγο έχετε άσυλο παραφρόνων. Οι κάτοικοι των Ιονίων Νήσων άδικα παθιάζονται για την Ελλάδα και επιθυμούν την ένωση, η οποία θα τους έκανε τελικά δυστυχείς: η πατρίδα τους είναι η Βενετία. Δεν θα έχουν ποτέ αυτή τη ζωηρή αδιαφορία, αυτό το θορυβώδες φλέγμα, αυτή την όλο οξύτητα κρίση που μόνο οι Έλληνες έχουν.

IV Ο ελληνικός λαός είναι από τους πιο πνευματώδεις λαούς της Ευρώπης: εργάζεται αβίαστα - Η περιέργεια - Ένας σοφός δάσκαλος και ένα χωριό που θέλει να μορφωθεί Οι Έλληνες δείχνουν ακριβώς τόσο πάθος όσο χρειάζεται για να θέσουν σε εφαρμογή την πνευματική ικανότητα που διαθέτουν. Έχουν το πνεύμα των ανθρώπων του κόσμου, και δεν υπάρχει, τρόπον τινά, πνευματική εργασία που να μην μπορούν να κάνουν. Καταλαβαίνουν γρήγορα και καλά· μαθαίνουν με καταπληκτική ευκολία ό,τι τους αρέσει να μάθουν, ό,τι δηλαδή τους συμφέρει να μάθουν. Δεν πιστεύω ότι θα είναι πολύ κατάλληλοι για τις επιστήμες που απαιτούν βαθύ συλλογισμό, και θα περάσουν ίσως κάποιοι αιώνες έως ότου η Ελλάδα γεννήσει μεταφυσικούς φιλοσόφους ή αλγεβριστές· αλλά οι έλληνες εργάτες μαθαίνουν μέσα σε λίγους μήνες ένα επάγγελμα που μπορεί μάλιστα να είναι και δύσκολο· οι νέοι έμποροι αποκτούν γρήγορα την ικανότητα να μιλούν πέντε ή έξι γλώσσες· οι φοιτητές της Νομικής, της Ιατρικής και της θεολογίας αποκτούν γρήγορα τις απαραίτητες γνώσεις για το επάγγελμά τους· το μυαλό όλων είναι ανοιχτό σε όλες τις χρήσιμες γνώσεις· η αγάπη για το κέρδος είναι ο δάσκαλος που θα τους μάθει μια μέρα όλες τις τέχνες. Μελετούν από ανάγκη· μελετούν επίσης από ματαιοδοξία. Έναν λαό που διαθέτει εξυπνάδα και περηφάνια δεν πρέπει καθόλου να τον λυπάσαι. Μαθαίνουν όπως όπως τα αρχαία ελληνικά για να πείσουν τους εαυτούς τους ότι είναι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων μελετούν την ιστορία τους για να έχουν με κάτι να κομπάζουν. Μορφώνονται, τέλος, από καθαρή περιέργεια, και δείχνουν τόση σπουδή να διηγηθούν εκείνα που γνωρίζουν όση και για να μάθουν εκείνα που αγνοούν. Θυμάμαι μια μέρα, έπειτα από μια μεγάλη πορεία στα βουνά της Αρκαδίας, οι αγωγιάτες μας, που είχαν κάπως χαθεί, μας οδήγησαν σε ένα χωριό σε απόκρημνο σημείο, μακριά από βατούς δρόμους για ταξιδιώτες· οι κάτοικοι δεν θυμούνταν να είχαν δει ευρωπαϊκή φορεσιά. Με το που σταματήσαμε στην πλατεία, ο δάσκαλος μάς άρπαξε για να μας καλωσορίσει και να μας γνωρίσει το χωριό του απαριθμώντας όλα τα διάσημα μυθολογικά πρόσωπα του τόπου: - Το βουνό αυτό με το χιόνι είναι η Κυλλήνη όπου γεννήθηκε ο Ερμής. Σε αυτό το μέρος έκλεψε τα άλογα του Απόλλωνα όταν ήταν παιδί, και ενώ ο Απόλλωνος τον κατσάδιαζε για να τον υποχρεώσει να τα επιστρέφει, βρήκε τρόπο να του κλέψει τη φαρέτρα. - Και οι μαθητές σας, τον ρώτησα, διακατέχονται ακόμη από τις ίδιες αξίες; - Όχι ακριβώς, αλλά κάτι έχει απομείνει· το κακό παράδειγμα γεννά πάντοτε

μιμητές. Εκεί κάτω, πάλι, πίσω από την εκκλησία, ο Ηρακλής έπιασε την ελαφίνα του Ερύμανθου. Πράγματι διακρίναμε την κορυφή του Ερύμανθου, και χωρίς να υποτιμώ την αναμφισβήτητη αξία του Ηρακλή το μόνο που σκεφτόμουν, το ομολογώ, είναι οι γοητευτικοί στίχοι του Αντρέ Σενιέ, του τελευταίου των ελλήνων ποιητών:1 Ω πλαγιές του Ερύμανθου! Ω κάμποι! Ω λιβάδια! Άνεμε που όλο δροσιά τραγουδούσες και κινούσες τα φύλλα που το κύμα χάιδευες, και στο νεανικό τους στήθος επάνω Τις πτυχές του λινού τους χιτώνα κινούσες! ················································ Ω θείο πρόσωπο, ω γιορτές, ω τραγούδια! Βήματα μπλεγμένα, λουλούδια, ένα κύμα καθάριο, Στη φύση όλη ο γλυκύτερος τόπος.2 «Κύριε» μου είπε ο δάσκαλος του σχολείου βγαίνοντας από το σπίτι του αντιδημάρχου (του παρέδρου) «ίσως φτάσετε μέχρι τη Γορτυνία, την πατρίδα του θεού Πάνα. Στους προγόνους μας ενέπνεε τον πανικό και τον τρόμο. Γνωρίζετε ότι εκεί κάτω, στις όχθες του Λάδωνα, κυνηγούσε τη Σύριγγα για τα κάλλη της, όταν η ενάρετη αυτή γυναίκα μεταμορφώθηκε σε καλαμιά». Έτσι χαιρόταν ο δάσκαλος να ξεδιπλώνει την πενιχρή λογιότητά του, μαθαίνοντάς μας πράγματα που γνωρίζαμε ήδη καλύτερα από εκείνον. Όταν είχε πει τα πάντα, θέλησε να κάνει κι εκείνος με τη σειρά του ερωτήσεις. Αν ποτέ μετάνιωσα για το γεγονός ότι είμαι κινητή εγκυκλοπαίδεια ήταν όταν με υπέβαλε σε εξέταση ο καλός αυτός άνθρωπος. Όλη η νεολαία του τόπου ρουφούσε λαίμαργα τις απαντήσεις μου και δεν έχασε αυτή την ιδανική ευκαιρία για να μορφωθεί. Όταν με άφηνε μια στιγμή να ξεκουραστώ, όλοι οι γύρω του του υπαγόρευαν καινούργιες ερωτήσεις. Έπρεπε να τους μιλήσω για τη Γαλλία, το Παρίσι, τους μεγάλους μας ποταμούς, τους σιδηροδρόμους μας, τα αερόστατα, την Αγγλία και την Κίνα και, κυρίως, για την Καλιφόρνια. Η περιέργειά τους δεν πρόδιδε άγνοια, και οι ερωτήσεις τους ακόμα έδειχναν ότι γνώριζαν κάποια λίγα πράγματα. Άκουγαν τις απαντήσεις μου μέσα σε μια πολύβουη σιωπή και τις μετέφεραν σε εκείνους που ήταν πολύ μακριά για να τις ακούσουν. Έτσι έπρεπε να άκουγαν και τον Ηρόδοτο όταν διηγιόταν τα θαύματα της Αιγύπτου και της Ινδίας στον λαό αυτό τον καμωμένο με εξυπνάδα και περιέργεια.

V Πάθος για την ελευθερία: υπήρχαν πάντοτε ελεύθεροι άνθρωποι στην Ελλάδα - Η ληστεία και η πειρατεία είναι δυο μορφές ελευθερίας - Η Μάνη δεν υποτάχθηκε ποτέ σε κανέναν - Ο φόρος που πληρώνεται στην άκρη του ξίφους Κάθε έξυπνος άνθρωπος είναι περήφανος για εκείνο που είναι και θεωρεί την ελευθερία του πρωτεύον ζήτημα. Όταν οι Ρώσοι μάθουν να σκέφτονται, δεν θα θέλουν πια να υπακούν. Οι Έλληνες μισούν την υπακοή. Η αγάπη για την ελευθερία πρέπει να είναι τόσο ριζωμένη στην ψυχή τους που τόσοι αιώνες σκλαβιάς δεν μπόρεσαν να την ξεριζώσουν. Η φύση της χώρας είναι ιδιαίτερα ευνοϊκή για την ανάπτυξη του ατομικισμού. Η Ελλάδα είναι κομμένη σε άπειρα κομμάτια λόγω των βουνών και της θάλασσας. Αυτή η μορφολογία διευκόλυνε παλαιότερα τη διαίρεση του ελληνικού λαού σε μικρά κράτη, ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, τα οποία και διαμόρφωναν εξίσου σύνθετα άτομα. Σε καθένα από τα κράτη αυτά ο πολίτης, αντί να επιτρέψει στον εαυτό του να απορροφηθεί από το συλλογικό είναι ή την πόλη, υπεράσπιζε με περισσή φροντίδα τα προσωπικά του δικαιώματα και τη δική του ατομικότητα. Αν ένιωθε απειλημένος από την κοινότητα, έβρισκε καταφύγιο στη θάλασσα, στο βουνό ή σε κάποιο γειτονικό κράτος που τον δεχόταν. Λόγω της θάλασσας και των βουνών, μπορεί να υποδουλώθηκε η Ελλάδα, αλλά ο Έλληνας παρέμεινε ελεύθερος. Από το Αρχιπέλαγος ποτέ δεν έλειψαν οι πειρατές· από τα βουνά ποτέ δεν έλειψαν οι ληστές ή οι κλέφτες. Οι δύο νότιες χερσόνησοι του Μοριά παρέμειναν αδούλωτες. Οι Μαυρομιχάληδες, οι μπέηδες της Μάνης, διοικούσαν οι ίδιοι τον τόπο αυτό, και δεν έδιναν στους Τούρκους παρά έναν αστείο φόρο τον οποίο ο φοροεισπράκτορας παραλάμβανε όλος τρόμος στα σύνορα. Του πρότειναν, στην άκρη ενός γυμνού σπαθιού, ένα πουγκί με λίγα χρυσά νομίσματα. Οι ορεσίβιοι της Μάνης είναι άξεστοι και ακαλλιέργητοι όπως ο τόπος τους. Ο λαός αυτός τρέφεται με βελανίδια, όπως παλιά οι κάτοικοι της Δωδώνης. Τα γλυκά βελανίδια της δρυός δεν είναι και τόσο άσχημα στη γεύση. Οι Μανιάτες μιλούν μια διαφορετική γλώσσα που πλησιάζει πολύ τα αρχαία ελληνικά· δεν έχουν την ίδια προφορά με τους Αθηναίους. Οι χοροί τους και τα ήθη τους είναι δικά τους αποκλειστικά· υπάρχει μάλιστα η άποψη ότι η θρησκεία τους διατηρεί ορισμένα ίχνη παγανισμού. Είναι, μαζί με τους κλέφτες της Ακαρνανίας, οι πιο γενναίοι από όλους τους Έλληνες· είναι και οι πιο εύρωστοι. Οι αχθοφόροι και οι σκαπανείς των Αθηνών είναι Μανιάτες· δεν δουλεύουν με πολλή επιδεξιότητα, αλλά οι ώμοι τους σηκώνουν

και βόδι. Όταν ο Μπελέ έκανε τις ανασκαφές του στην Ακρόπολη, είχε αναθέσει τη διεύθυνση των εργασιών σε δύο εργάτες· ο ένας ήταν ζωηρός, επιδέξιος και τεμπέλης: ήταν από την Αθήνα. Ο άλλος ήταν βαρύς, δυνατός και ακαταπόνητος: ήταν Μανιάτης. Νομίζαμε πως ο Πελοποννησιακός Πόλεμος θα ξεκινούσε και πάλι, και βλέπαμε την Αθήνα και τη Σπάρτη αντιμέτωπες. Οι ταξιδιώτες σπάνια φτάνουν μέχρι τη Μάνη γιατί η Λακωνία ήταν πάντα πλουσιότερη σε αρετές παρά σε καλλιτεχνικά αριστουργήματα, και το μόνο αρχαίο που βρίσκεις είναι τα ήθη. Οι κάτοικοι είναι, όπως και παλιά, ληστές και φιλόξενοι. Ένας ξένος που δεν τον γνωρίζει κανείς είναι σίγουρος πως θα γυρίσει πίσω χωρίς αποσκευές. Είδα μια μέρα στην πόλη του Μυστρά, στα σύνορα με τη Μάνη, στην πόρτα μιας νομαρχίας, έναν φίλο μου που καβγάδιζε μέρα μεσημέρι με καμιά δωδεκαριά Μανιάτες. Αυτοί οι καλοί άνθρωποι επέμεναν να τους δώσει ένα κέρμα των εκατό λεπτών εκείνος αρνιόταν, με την ανάλογη, επίσης, ευγένεια. Για να τον πείσουν να φανεί γενναιόδωρος, συνόδευαν τα λόγια τους με μπαστουνιές και του έδειχναν και κάποια πιστόλια που τα είχαν για στολίδι. Ο αρχηγός της ομάδας ήταν ένας μικροϋπάλληλος της νομαρχίας που διατυμπάνιζε τον επίσημο τίτλο του. Έφτασα έγκαιρα για να απομακρύνω τον συνταξιδιώτη μου· σε δύο άντρες μαζί δείχνουν τον σεβασμό που στον καθένα ξεχωριστά θα αρνούνταν. Απείλησα το πρωτοπαλίκαρο αυτής της συμμορίας και βροντοφώναξα το όνομα ενός βουλευτή του Μυστρά για τον οποίο είχα μια επιστολή. Ο τύπος αυτός άρχισε να γελά: «Αυτός!» αναφώνησε· «μα τον ξέρω· δικός μου άνθρωπος είναι!» Αν έχετε τις συστάσεις ενός Μανιάτη με λίγη εξουσία, οργώνετε τον τόπο χωρίς να ξοδέψετε το παραμικρό. Ο οικοδεσπότης σας θα σας στείλει σε όλους τους φίλους του. θα σας πηγαίνουν από χωριό σε χωριό, θα σας φιλούν στο στόμα, και στο φτωχότερο ακόμα σπίτι θα σφάξουν αρνί προς τιμήν σας. Η γενναιοδωρία αυτή είναι ανιδιοτελής. Ίσως μια μέρα ο οικοδεσπότης σας σας ζητήσει το ρολόι σας ή κάποιο άλλο αντικείμενο που του αρέσει· είναι όμως ένα δώρο φιλίας για το οποίο θα σας αποζημιώσει. Ξέρουμε πόσο προσηνείς είναι οι Άγγλοι για τον ξένο που τους τον συστήνει κάποιος και πόσο ψυχροί για εκείνον που συστήνεται από μόνος του. Οι Μανιάτες έχουν την ίδια αρετή και το ίδιο ελάττωμα, κάπως καθ’ υπερβολή· φτάνουν την προσήνεια μέχρι το φίλημα και την ψυχρότητα μέχρι την τουφεκιά. Παρά αυτά τα μικρά ελαττώματα, είναι πιο ενδιαφέροντες από όλους τους συμπατριώτες τους γιατί είναι περισσότερο άνθρωποι. Όποιοι κι αν είναι στο μέλλον οι κύριοι της Ελλάδας, η Μάνη θα είναι πάντα ένας τόπος απροσπέλαστος, και η ελευθερία θα μπορεί να καταφεύγει εκεί.

VI Ισότητα - Οι Έλληνες ήταν ίσοι μεταξύ τους από την εποχή ίου Ομήρου, και θα είναι αιωνίως - Αδύνατον να εγκαθιδρύσουν αριστοκρατία - Ο υπουργός και ο μπακάλης - Εκείνο που πρέπει να σκεφτόμαστε για τους έλληνες πρίγκιπες που βλέπουμε στο Παρίσι - Οι ψευτοευγενείς· οι επισκεπτήριες κάρτες τους Οι Έλληνες ανέκαθεν είχαν το αίσθημα της ισότητας. Μπορούμε να δούμε στον Όμηρο πώς οι στρατιώτες μιλούσαν στους αρχηγούς τους και οι σκλάβοι στους κυρίους τους. Ο βασιλιάς δεν ήταν πολύ πιο πάνω από τον λαό· δεν υπήρχαν καθόλου έντονες ανισότητες στην κοινωνία· τους φτωχούς και τους επαίτες τους χτυπούσαν και τους έβριζαν, αλλά δεν τους περιφρονούσαν ούτε τους ταπείνωναν. Τους πετούσαν μερικές φορές στο κεφάλι ένα βοδίσιο πόδι ή κανένα σκαμνί, αλλά μιλούσαν ελεύθερα στους κυρίους τους και έτρωγαν μαζί τους. Ακόμα και στους σκλάβους έδειχναν σεβασμό, και ο Εύμαιος αγκάλιαζε με οικειότητα τον γιο του Οδυσσέα. Όλοι οι μεταφραστές του Ομήρου που εισήγαγαν το εσείς στον διάλογο έκαναν μια χονδροειδή παρανόηση. Οι Έλληνες μιλούσαν πάντα στον ενικό και το ίδιο κάνουν ακόμη. Ο Αριστοφάνης μας μαθαίνει με ποιο τρόπο ο λαός στον καιρό του συμπεριφερόταν στους κυβερνώντες, τους ρήτορες και τους φιλοσόφους του. Υπήρχε στην Αθήνα ένα αριστοκρατικό κόμμα, αλλά δεν υπήρχε καθόλου αριστοκρατία· δεν υπάρχει ούτε σήμερα, και προκαλώ και τους πιο ικανούς να προσπαθήσουν να τη φτιάξουν. Το αλμανάκ της Γκότα3 ποτέ δεν θα αποκτήσει πελάτες στις όχθες του Ιλισού. Πράγματι, για να εγκαθιδρύσεις μια αριστοκρατία που θα είναι ανεκτή ή τουλάχιστον συγχωρητέα, πρέπει να βρεις μια τάξη στην κοινωνία που να έχει περισσότερη δόξα, περισσότερα χρήματα και περισσότερη εξυπνάδα από τους άλλους. Δεν μπορεί να υπάρξει αριστοκρατία χωρίς δόξα, χωρίς προγόνους δηλαδή- δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς χρήματα, χωρίς ανεξαρτησία δηλαδή· και μια αριστοκρατία που θα έχει μόνο δόξα και χρήματα δεν θα μακροημερεύσει. Σε όλους τους Έλληνες λείπει εξίσου το χρήμα και η δόξα. Δεν υπάρχουν ούτε εκατό οικογένειες στο βασίλειο που να έχουν εξασφαλισμένο το ψωμί τους: αυτός είναι ο πλούτος τους. Επωμίστηκαν όλοι το φορτίο της τουρκικής κατοχής, έως τη στιγμή που τους απελευθερώσαμε, κι έφαγαν όλοι τον ίδιο βούρδουλα: αυτή είναι η δόξα τους. Σχετικά με το πνεύμα και τη γνώση, τα έχουν όλοι, λίγο πολύ, στον ίδιο βαθμό. Επίσης όλοι, ή σχεδόν όλοι, αρέσκονται να ανήκουν στην αριστοκρατία του πνεύματος.

Όταν ένας υπουργός περνά από την οδό Ερμού πηγαίνοντας στο παλάτι, ο μπακάλης ή ο κουρέας του φωνάζουν δυνατά: «Δεν μας κυβερνάς καλά, καημένε!» Κι ο υπουργός απαντά: «Να δούμε εσύ τι θα έκανες!» Το σύνταγμα δεν δέχεται κανενός είδους διάκριση αριστοκρατικής καταγωγής, και καλά κάνει. Ωστόσο δεν είναι και σπάνιο να ακούσεις στα σαλόνια του Παρισιού να αναγγέλλουν έναν έλληνα πρίγκιπα· και έλληνες κομήτες συναντάς συχνά σε ενοικιαζόμενα σπίτια. Οι έλληνες κομήτες μπορεί να είναι αξιόλογοι, αλλά προέρχονται από τις Ιονίους Νήσους, και δεν ανήκουν στο βασίλειο της Ελλάδας· όσο για τους πρίγκιπες, δεν ανήκουν σε καμία αριστοκρατία, έγιναν από μόνοι τους. Όλοι οι Έλληνες που άσκησαν κατά την Τουρκοκρατία τα προσωρινά καθήκοντα του οσποδάρου ή του μπέη, δηλαδή του διοικητή, αντάλλαξαν τον τίτλο που δεν κατείχαν πια με εκείνο το πομπώδες του πρίγκιπα. Τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους και των δύο φύλων, για να είναι βέβαια ότι κάτι θα κληρονομήσουν, παίρνουν με τη σειρά τους τον τίτλο του πρίγκιπα ή της πριγκίπισσας. Αν ένας δικός μας αντινομάρχης που έχει χάσει τη θέση του απένεμε στον εαυτό τον τίτλο του πρίγκιπα, και αν όλα τα παιδιά του γίνονταν πρίγκιπες με τη σειρά τους, θα γελούσαμε με την καρδιά μας. Έτσι κάνουν οι Έλληνες, και ποτέ δεν πήραν στα σοβαρά τα πριγκιπάτα των Φαναριωτών που έχουν πλημμυρίσει την Αθήνα. Οι έλληνες πρίγκιπες έχουν δύο επισκεπτήριες κάρτες. Στη μία γράφουν Ιωάννης, Κωνσταντίνος ή Μιχαήλ Τάδε· στην άλλη πρίγκιπας Τάδε· η μεν είναι για τους Έλληνες, η άλλη για τα κορόιδα.

VII Πατριωτισμός - Η εξέγερση της Κεφαλονιάς - Η γενναιότητα των Ελλήνων - Η απέχθειά τους για τη γεωργία - Το πάθος τους για το εμπόριο - Ο Πέτρος θέλει να αγοράσει το άλογο του κυρίου του Αναγνωρίζω στους Έλληνες δύο πολιτικές αρετές: την αγάπη για την ελευθερία και το αίσθημα της ισότητας· πρέπει να προσθέσουμε και μια τρίτη: τον πατριωτισμό. Προφανώς υπάρχει πολλή αλαζονεία στην αγάπη των Ελλήνων για τη χώρα τους, και τυφλώνονται κατά τρόπο περίεργο σχετικά με τη σπουδαιότητα της Ελλάδας. Κατά τη γνώμη τους όλα τα γεγονότα της Ευρώπης έχουν για επίκεντρο και σκοπό την Ελλάδα. Αν η Αγγλία κάνει διεθνή έκθεση, ο λόγος είναι να προβληθούν τα προϊόντα της Ελλάδας· αν η Γαλλία κάνει επανάσταση, ο λόγος είναι να τροφοδοτήσει τις αθηναϊκές εφημερίδες με ενδιαφέροντα άρθρα· αν ο αυτοκράτορας Νικόλαος εποφθαλμιά την Κωνσταντινούπολη, ο λόγος είναι για να τιμήσει τον βασιλιά Όθωνα.

Ο ελληνικός λαός είναι ο πρώτος λαός του κόσμου· η Ελλάδα είναι μια απαράμιλλη χώρα· ο Σηκουάνας και ο Τάμεσης είναι υπόγειοι παραπόταμοι του Ιλισού και του Κηφισού. Προσπερνώ αυτές τις αστειότητες. Είναι βέβαιο πως ορισμένοι κάτοικοι των νησιών, όπως ο σπουδαίος Κουντουριώτης, έχουν θυσιάσει όλα τα υπάρχοντά τους, που δεν ήταν ευκαταφρόνητα, για να απελευθερώσουν την πατρίδα τους. Όλα τα μνημεία των Αθηνών κατασκευάστηκαν με προεγγραφή και η πλειονότητα των Ελλήνων που ζουν στο εξωτερικό κληροδοτούν την περιουσία τους στην Ελλάδα. Τέλος, οι κάτοικοι των Ιονίων Νήσων, που είναι πλουσιότεροι και ευτυχέστεροι, με διοίκηση εκατό φορές καλύτερη από εκείνη των υποτακτικών του βασιλιά Όθωνα, εξεγέρθηκαν ύστερα από τα γεγονότα του 18484 ήθελαν να καταστραφούν από τους φόρους, να λεηλατηθούν από τους φοροεισπράκτορες, να πυρποληθούν από τους ληστές, να κακοπάθουν από τους στρατιώτες, και να απολαύσουν όλα τα προνόμια που μια αξιοθρήνητη κυβέρνηση παραχωρούσε εδώ και είκοσι χρόνια στην Ελλάδα. Ο πατριωτισμός των Ελλήνων φτάνει άραγε μέχρι του σημείου να βρεθούν αντιμέτωποι με σφαίρες: Είναι ένα θέμα για το οποίο συχνά λογομάχησα με τους φιλέλληνες. Η Ευρώπη πίστεψε κάποια εποχή πως όλοι οι Έλληνες ήταν ήρωες· άκουσα ορισμένους παλιούς στρατιώτες να ισχυρίζονται πως ήταν όλοι λιπόψυχοι. Πιστεύω πως βρίσκομαι πιο κοντά στην αλήθεια αν πω ότι το θάρρος τους είναι συνετό και μετρημένο. Κατά τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας, πολέμησαν κυρίως ως πυροβολητές πίσω από τους θάμνους. Δεν θα δυσκολευτεί κανείς να με πιστέψει όταν μάθει ότι στηρίζουν με φυσικότητα το όπλο τους πάνω σε ένα δέντρο ή μια πέτρα για να πετύχουν σίγουρο στόχο. Οι κυνηγοί δεν σκοτώνουν σχεδόν ποτέ το θήραμα ενώ πετά, πυροβολούν τις πέρδικες στο κλαδί και τους λαγούς στη φωλιά τους. Έτσι κυνηγούσαν άλλοτε και τους ανθρώπους. Προφανώς υπήρξαν ανάμεσά τους και στρατιώτες αρκετά γενναίοι ώστε να ριψοκινδυνεύσουν στην πεδιάδα· αλλά αυτοί δεν είναι και οι περισσότεροι. Ο Κανάρης που πήγαινε να πυρπολήσει έναν στόλο ακουμπώντας τον σχεδόν με το χέρι του άφησε αποσβολωμένο το έθνος ολόκληρο. Δεν πρέπει να νομίζουμε ότι όλοι οι Έλληνες μοιάζουν με τον Κανάρη, και είναι πάντα λάθος τρόπος να κρίνουμε έναν λαό με βάση ένα δείγμα. Δεν είναι ο ελληνικός στόλος που επιτέθηκε στον Ξέρξη στη Σαλαμίνα· είναι ένας άντρας, ο Θεμιστοκλής. Οι Έλληνες δεν ήθελαν να πολεμήσουν, και ο Ηρόδοτος διηγείται ότι σηκώθηκε στον αέρα μια φωνή που τους έλεγε: «Δειλοί, πότε θα πάψετε να υποχωρείτε;» Ο ελληνικός λαός δεν είναι γεννημένος για τον πόλεμο, ό,τι κι αν λέει. Ακόμα κι αν έχει το θάρρος που αποδίδει ο ίδιος στον εαυτό του, η πειθαρχία, που είναι η κινητήριος δύναμη του πολέμου, θα του λείπει πάντα. Ισχυρίζεται πως δεν είναι γεννημένος για τη γεωργία: φοβάμαι πως έχει δίκιο. Η γεωργία απαιτεί περισσότερη

υπομονή, περισσότερη θέληση και μεγαλύτερη προσήλωση, χαρακτηριστικά που οι Έλληνες δεν είχαν ποτέ τους. Τους αρέσουν τα μακρινά ταξίδια, οι τολμηρές επιχειρήσεις, η ριψοκίνδυνη κερδοσκοπία. Ο Έλληνας βρίσκει τη θέση ίου στην πόρτα ενός μαγαζιού όπου προσελκύει τους πελάτες ή πάνω στη γέφυρα ενός πλοίου όπου διασκεδάζει τους επιβάτες. Καθισμένος, ευχαριστιέται την αρχοντιά του· όρθιος, θαυμάζει την κομψότητά του· αλλά τον απωθεί η ιδέα να σκύψει πάνω από τη γη. Οι γεωργοί μας θα τον θεωρούσαν άεργο, αλλά θα είχαν άδικο· δουλεύει με το μυαλό. Οι Έλληνες που καλλιεργούν τη γη νιώθουν ταπεινωμένοι· προσβλέπουν σε μια θέση υπηρέτη ή φιλοδοξούν να γίνουν ιδιοκτήτες μιας μικρής ταβέρνας. Το αχάριστο χώμα που παιδεύουν δεν μιλά στην καρδιά τους· δεν νιώθουν όπως οι δικοί μας αγρότες, αλλά και οι πρόγονοί τους, αγάπη για τη γη, και έχουν ξεχάσει τους ποιητικούς μύθους που τη θεωρούσαν μητέρα των ανθρώπων. Ο γάλλος αγρότης το μόνο που σκέφτεται είναι πώς θα μεγαλώσει το χωράφι του· ο έλληνας αγρότης είναι πάντα έτοιμος να το πουλήσει. Άλλωστε πουλούν ό,τι μπορούν κατά πρώτον, για να έχουν χρήματα και, κατά δεύτερον, για τη χαρά του να πουλάς. Στη Γαλλία, αν προτείνετε σε έναν εργάτη να σας πουλήσει το ρούχο του θα σας απαντήσει, χώνοντας τα χέρια στις τσέπες του: «Το ρούχο μου δεν είναι για πούλημα». Στην Ελλάδα, σταματήστε έναν αστό στον περίπατο και ρωτήστε τον αν θέλει να σας πουλήσει τα παπούτσια του. Αρκεί να δώσετε μια λογική τιμή και μπορείτε να στοιχηματίσετε δέκα προς ένα ότι θα γυρίσει ξυπόλυτος στο σπίτι. Στα ταξίδια μας, όταν μέναμε σε ιδιώτες κάπως εύπορους, δεν χρειαζόταν να στείλουμε κάποιον στο παζάρι. Οι οικοδεσπότες μας μας έδιναν στη σωστή τιμή το κρασί της κάβας τους, το ψωμί του φούρνου τους, τις κότες του κοτετσιού τους. Γδύνονταν, στην ανάγκη, για να μας πουλήσουν τα ρούχα τους. Έχω πάρει, έτσι, ένα αλβανικό πουκάμισο πολύ καλοκεντημένο που το είχα αγοράσει όσο ήταν ακόμη ζεστό. Αντιθέτως, μια δυο φορές οι αγρότες μάς παρακάλεσαν να τους πουλήσουμε ό,τι έβλεπαν στα χέρια μας. Μια μέρα στη Σπάρτη, ένας άντρας που είχε έρθει για να μου πουλήσει μετάλλια θέλησε να αγοράσει το μελανοδοχείο που χρησιμοποιούσα. Ο Πέτρος, ο υπηρέτης μας, όταν έμαθε ότι ο Μπελέ ήθελε να πουλήσει το άλογό του, πήγε να τον βρει και, γυρνώντας το φέσι του στα δάχτυλά του, του ζήτησε να τον προτιμήσει. «Μα για όνομα του θεού» τον ρώτησε ο Μπελέ «τι θα το κάνεις το άλογό μου;» - «Θα σας το νοικιάσω, κύριε, για τον περίπατο».

VIII Η άλλη όψη του νομίσματος - Οι Έλληνες είναι απείθαρχοι και ζηλόφθονοι - Ο βασιλιάς των αυτοχθόνων και των ετεροχθόνων - Η ελληνική εντιμότητα - Δυο υπουργοί μαλώνουν για το ποιος θα λαδωθεί - Ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου βάζει τον κήπο του σε λαχειοφόρο αγορά Κάθε νόμισμα έχει και την άλλη του όψη, κι είναι πράγματι σπάνιο μια αρετή να μην είναι και διαστροφή μαζί. Στους Έλληνες η αγάπη για την ελευθερία ισοδυναμεί και με περιφρόνηση στους νόμους και σε κάθε νόμιμη αρχή· η αγάπη για την ισότητα εκδηλώνεται συχνά σαν άγρια ζήλια απέναντι σε όλους εκείνους που ξεχωρίζουν ο κοντόφθαλμος πατριωτισμός γίνεται εγωισμός και το εμπορικό πνεύμα αγγίζει την απατεωνιά. Τα Παλικάρια έχουν μάθει από τότε που γεννήθηκαν να παραβιάζουν τους νόμους, ενώ οι Φαναριώτες να τους παρακάμπτουν η μάζα του λαού μόνο με τη βία υπάκουε, και δεν πιστεύει πως έχει την παραμικρή υποχρέωση απέναντι σε μια αδύναμη κυβέρνηση· η θρησκεία, όπως θα εξηγήσουμε παρακάτω, ωθεί τους πιστούς στη δεισιδαιμονία μόνο, και ξεχνά να κηρύξει την ηθική· η εξουσία δεν γνωρίζει πώς να γίνει σεβαστή και φαίνεται να αμφιβάλλει για τον εαυτό της· με δυο λόγια, όλα συντείνουν στο να γίνει ο ελληνικός λαός ο πιο απείθαρχος του κόσμου. Ο ίδιος φθόνος που επέβαλλε άλλοτε την αυστηρή ετυμηγορία του εξοστρακισμού, καταδικάζει σήμερα τους ανθρώπους που ξεπερνούν ένα ορισμένο επίπεδο. Κάποιους τους δολοφονούν με μαχαίρι ενώ κάποιους άλλους τους σκοτώνουν με τα λόγια. Ρωτήστε έναν Έλληνα για όλα τα μεγάλα ονόματα της χώρας του, δεν θα μιλήσει για κανένα χωρίς να το κηλιδώσει. Ο ένας πρόδωσε, ο άλλος έκλεψε, κάποιος τρίτος έδωσε συμβουλή ή διαταγή για φόνο· και οι πιο αγνοί έχουν ήθη αχρεία. Δεν υπάρχει ένας Έλληνας που να χαίρει εκτίμησης στην Ελλάδα. Ο ελληνικός πατριωτισμός εκδηλώνεται με δύο τελείως αντίθετους τρόπους, εκτός και εντός της χώρας. Οι Έλληνες του εξωτερικού λατρεύουν την κοινή πατρίδα· δίνουν ό,τι έχουν και δεν έχουν γι’ αυτήν, και το μόνο που σκέφτονται είναι πώς θα την κάνουν πλουσιότερη και μεγαλύτερη. Οι Έλληνες του εσωτερικού το μόνο που σκέφτονται είναι πώς θα κλείσουν τη χώρα στους Έλληνες του εξωτερικού. Οι μεν έχουν έναν γενναιόδωρο πατριωτισμό, οι δε έναν πατριωτισμό συντηρητικό. Ο γενναιόδωρος πατριωτισμός είναι εκείνος που δημιούργησε όλα τα μεγάλα ιδρύματα της Ελλάδας· ο συντηρητικός πατριωτισμός είναι εκείνος που έφτιαξε τον νόμο της 3ης Φεβρουάριου 1844 για τους αυτόχθονες και ετερόχθονες. Ο νόμος αυτός, ο πιο άδικος και ηλίθιος που ψηφίστηκε ποτέ σε πολιτισμένο

λαό, δίνει το αποκλειστικό μονοπώλιο των δημόσιων λειτουργημάτων σε κατοίκους του Μοριά και της Αττικής· κλείνει την πόρτα της Ελλάδας σε όλους εκείνους τους Έλληνες που δεν γεννήθηκαν στο μικρό βασίλειο του Όθωνα· αποκλείει από την κυβέρνηση το κομμάτι το πιο έξυπνο, το πιο πλούσιο και το πιο αφοσιωμένο του έθνους. Αυτόχθονες είναι οι Έλληνες που γεννήθηκαν στο βασίλειο· ετερόχθονες είναι οι Έλληνες που γεννήθηκαν σε τουρκοκρατούμενα εδάφη. Ένας νησιώτης από τη Χίο ή τον Χάνδακα, ένας Έλληνας της Σμύρνης, της Κέρκυρας ή των Ιωαννίνων που πολέμησε για την ανεξαρτησία αλλά δεν εγκαταστάθηκε στο βασίλειο ή που έφερε την οικογένειά του μόλις το 1838 αδυνατεί να διεκδικήσει μια θέση αγροφύλακα. Έχει το δικαίωμα να δώσει ένα εκατομμύριο στην Ελλάδα, να χτίσει ένα αστεροσκοπείο, μια στρατιωτική σχολή, μια εκκλησιαστική σχολή, ένα άσυλο· δεν έχει το δικαίωμα να διεκδικήσει βουλευτικό αξίωμα. Έτσι το θέλει ο νόμος του 1844. Το πρώτο που πέτυχε αυτός ο νόμος ήταν να εκδιώξει έναν μεγάλο αριθμό υπαλλήλων και να διαλύσει όλες τις υπηρεσίες· το δεύτερο, να μην αφήσει τον πληθυσμό να αυξηθεί. Η Ελλάδα δεν φαίνεται να έχει περισσότερο πληθυσμό σήμερα από όσο είκοσι χρόνια πριν, παρά την ευκαρπία των γάμων ο πυρετός που σκοτώνει ένα στα τρία παιδιά αποδεκατίζει συστηματικά τις οικογένειες, και ο νόμος περί ετεροχθόνων βάζει φραγμό στις αυταπάτες. Υπάρχει ένα τελευταίο σημείο το οποίο και οι πιο ένθερμοι απολογητές του ελληνικού λαού είναι αναγκασμένοι να προσπεράσουν: πρόκειται για το κεφάλαιο «εντιμότητα». Οι Έλληνες έχουν αποκτήσει στο εξωτερικό μια φρικτή φήμη. Σε κάθε χώρα όταν λες Έλληνας είναι σαν να λες απατεώνας περιωπής. Είμαι στη δυσάρεστη θέση να ομολογήσω ότι δεν διαψεύδουν την κακή τους φήμη. Μου έδειξαν στην αυλή του Όθωνα κάποιον ανώτερο αξιωματικό τον οποίο πολλές φορές τον έπιασαν να κλέβει στα χαρτιά· δεν μου έδειξαν, όμως, τους δικαστές που πούλησαν τη δικαιοσύνη, τους πολιτικούς που πουλήθηκαν οι ίδιοι, και τους υψηλόβαθμους αξιωματικούς του στέμματος που είχαν άλλοτε υπό τις διαταγές τους συμμορίες ληστών δεν θα είχαν τελειωμό. Είναι αξίωμα για τους Έλληνες ότι όλα τα μέσα προκειμένου να πλουτίσεις είναι θεμιτά· η επιτυχημένη κλεψιά είναι αντικείμενο θαυμασμού, όπως άλλοτε στη Σπάρτη· οι αδέξιοι είναι για λύπηση· εκείνοι που πιάστηκαν κοκκινίζουν από ντροπή για ένα μόνο πράγμα, επειδή πιάστηκαν. Μια μέρα, ένα υψηλό πρόσωπο από τη Βλαχία έστειλε στον υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας ένα σερβίτσιο που μπορεί να στοίχιζε και πενήντα χιλιάδες φράγκα. Το κιβώτιο είχε μόνο την ένδειξη «στον κύριο υπουργό των Εξωτερικών». Όσο τα ασημικά ήταν καθ’ οδόν επήλθε αλλαγή στο υπουργείο. Ο νέος υπουργός παραλαμβάνει

το κιβώτιο και το κρατά ανυποψίαστος. Η έκπτωτος εξοχότης το διεκδικεί, υποστηρίζοντας πως επρόκειτο για ένα λάδωμα που του όφειλαν. Έγινε δίκη, αλλά σκάνδαλο δεν προκλήθηκε. Οι πιο έντιμοι των Αθηνών θα ήταν στιγματισμένοι στη Γαλλία ή την Αγγλία. Τι θα σκεφτόμασταν για έναν υψηλόβαθμο δικαστικό λειτουργό που βάζει σε λαχειοφόρο αγορά μια μικρή ιδιοκτησία και μια καλύβα, τα οποία τα ονομάζει περίτρανα Ακαδημία του Πλάτωνα! Ο άνθρωπος που έκανε αυτή την απάτη και έστειλε λαχνούς σε όλη την Ευρώπη είναι πρώην υπουργός, πρόεδρος του ανωτάτου δικαστηρίου, και χαίρει στη χώρα του εξαιρετικής φήμης. Συνοψίζω με λίγα λόγια τις παραπάνω παρατηρήσεις. Ο ελληνικός λαός είναι νευρώδης, ζωντανός, λιτός, μυαλωμένος, πνευματώδης και περήφανος για όλα του τα χαρίσματα: αγαπά με πάθος την ελευθερία, την ισότητα και την πατρίδα· αλλά είναι απείθαρχος, φθονερός, εγωιστής, όχι ιδιαίτερα ευσυνείδητος, και εχθρός της χειρωνακτικής εργασίας. Τέλος, μια παρατήρηση σημαντικότερη από όλες τις άλλες, ο πληθυσμός είναι στάσιμος και δεν σημείωσε, κατά τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια, καμία αισθητή αύξηση.

IX Οι Αλβανοί και οι Βλάχοι, οι γεωργοί και οι βοσκοί - Οι Μαλτέζοι - Τα ιταλικά τα ξεχνούν ενώ μαθαίνουν τα γαλλικά - Η ιστορία των Βαυαρών στην Ελλάδα - Οι Πολωνοί - Οι Τούρκοι Οι Αλβανοί αποτελούν περίπου το ένα τέταρτο του πληθυσμού της χώρας. Βρίσκονται, στην πλειονότητά τους, στην Αττική, στην Αρκαδία και στην Ύδρα. Είναι μια ράτσα δυνατή και υπομονετική, κατάλληλη για τη γεωργία όσο οι Έλληνες για το εμπόριο. Οι Αλβανοί είναι εδραίος πληθυσμός, ενώ οι Βλάχοι νομάδες και κτηνοτρόφοι· αυτοί δουλεύουν και τρέφουν τους Έλληνες. Δεν αναζητούν θέσεις εργασίας, και δεν έχουν καμιά φιλοδοξία να καθίσουν σε γραφείο. Κάθε βράδυ, με τη δύση του ήλιου, συναντάς γύρω από την Αθήνα ολόκληρα καραβάνια Αλβανών που επιστρέφουν με τις γυναίκες τους από τη δουλειά στα χωράφια. Μένουν σχεδόν όλοι στις κλιτύς της Ακρόπολης, στην ίδια περιοχή όπου κατοικούσαν άλλοτε οι Πελασγοί. Οι Βλάχοι κοιμούνται στο ύπαιθρο πάνω στα βουνά, ανάμεσα στα κοπάδια τους. Έτσι ζούσε κάποτε και ο Εύμαιος: «Μόνο ο χοιροβοσκός δεν θέλησε κοντά τους να πλαγιάσει, να κοιμηθεί, χώρια απ’ τους χοίρους του· γι’ αυτό ετοιμάστηκε να βγει παρέξω... Πέρασε τότε ο Εύμαιος το κοφτερό σπαθί στους στιβαρούς του ώμους,

τυλίχτηκε την κάπα του χοντρή για ανεμοφύλαξη, πήρε και μια προβιά καλοθρεμμένης και μεγάλης γίδας, στο χέρι του έπιασε το μυτερό κοντάρι, να τον φυλάει από σκυλιά και κλέφτες, και προχωρώντας πήγε να πλαγιάσει όπου ησύχαζαν κι οι χοίροι του με τ’ άσπρα δόντια, κάτω από βράχο θολωτό, απ’ τον βοριά απάνεμα»5 Τα σκυλιά των Βλάχων είναι σαν και του Εύμαιου, ζώα που για να τα αντιμετωπίσεις χρειάζεσαι ακόντιο. Στα ελληνικά, ο Βλάχος και ο βοσκός δηλώνονται με την ίδια λέξη. Οι Αλβανοί μιλούν μια ιδιαίτερη γλώσσα που δεν συγχέεται με κανένα από τα άλλα σλαβικά ιδιώματα. Οι Βλάχοι μιλούν ένα είδος παραφθαρμένων δυσδιάκριτων λατινικών. Οι Μαλτέζοι, αυτοί οι Σαβοοί6 της Μεσογείου, ζουν κυρίως στην Αθήνα και στον Πειραιά, αριθμούν πάνω από χίλιους πεντακόσιους. Όλως περιέργως στην Ελλάδα επιδεικνύουν ηθική ακεραιότητα, ενώ στη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη αποτελούν το κατακάθι του πληθυσμού. Στην Κωνσταντινούπολη, η βασική ασχολία τους είναι η κλοπή και ο φόνος· στην Αθήνα, είναι μεσάζοντες, χτίστες, κηπουροί· μοιράζονται με τους γεροδεμένους Μανιάτες τις επίπονες εργασίες που οι αθηναίοι αγρότες αποφεύγουν. Αν οι Μαλτέζοι είναι οι Σαβοοί της Αθήνας, οι Μανιάτες είναι οι Ωβέρνιοι. Η ενετική κυριαρχία άφησε μνήμες μόνο στην ηπειρωτική Ελλάδα και στον Μοριά. Οι Έλληνες δίνουν το όνομα «βενετσιάνικο κάστρο» σε οποιαδήποτε κατασκευή φαίνεται να χρονολογείται από τον Μεσαίωνα. Αλλά η ιταλική γλώσσα όλο και ξεχνιέται από μέρα σε μέρα· αντικαθίσταται από τη γαλλική. Όσο για τους Ιταλούς, έχουν εξαφανιστεί από τη χώρα· βρίσκεις μόνο λίγες οικογένειες στα νησιά του Αρχιπελάγους. Οι Βαυαροί, που φαινόταν πως είχαν κατακλύσει την Ελλάδα, έχουν επίσης εξαφανιστεί. Ο βασιλιάς Όθωνας, δεύτερος γιος του βασιλιά Λουδοβίκου της Βαυαρίας, ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Ελλάδας στη Διάσκεψη του Λονδίνου, τον Φεβρουάριο του 1832. Ανήλικος ακόμη, υπό την εποπτεία μιας Αντιβασιλείας αποτελούμενης από τρεις Βαυαρούς, στις 6 Φεβρουάριου 1833 αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο συνοδευόμενος από έναν στρατό 3.500 Βαυαρών. Έως την ημέρα της ενηλικίωσής του (1 Ιουνίου 1835), η βαυαρική Αντιβασιλεία ρύθμιζε τα πάντα στην Ελλάδα αυθαίρετα και χωρίς κανέναν έλεγχο. Όλες οι σημαντικές θέσεις δόθηκαν σε Βαυαρούς· ένας Βαυαρός διορίστηκε επιθεωρητής

υδάτων και δασών της νήσου Σύρας, η οποία δεν έχει ούτε νερά ούτε δάση, κι ο ελληνικός στρατός στελεχώθηκε με 5.000 βαυαρούς εθελοντές. Μόλις ενηλικιώθηκε, ο βασιλιάς, ο οποίος είχε την απόλυτη εξουσία, την ανέθεσε εξολοκλήρου στα χέρια του κ. Άρμανσπεργκ, Βαυαρού που σπατάλησε τα χρήματα του κράτους και έκανε τον λαό να δυσανασχετήσει. Το 1837, ο βασιλιάς, που είχε μόλις παντρευτεί μια πριγκίπισσα του Όλντενμπουργκ, έπαυσε τον κ. Άρμανσπεργκ και τον αντικατέστησε με τον κ. Ρούντχαρτ, Βαυαρό, ο οποίος παραχώρησε ένα επίδομα πέντε πεντάρες την ημέρα στους βαυαρούς εθελοντές, άσκησε διώξεις στον τύπο, δυσαρέστησε τους Έλληνες και δεν σεβάστηκε ούτε τον ίδιο τον βασιλιά, ο οποίος τον απέπεμψε τελικά τον Νοέμβριο. Από τον Νοέμβριο του 1837 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1843, η διοίκηση μοιράστηκε ανάμεσα στους Έλληνες και τους Βαυαρούς, με τους Έλληνες να κερδίζουν έδαφος και τους Βαυαρούς να χάνουν. Ταυτόχρονα, ο στρατός γέμιζε με Έλληνες, ενώ οι ξένοι επέστρεφαν στη Βαυαρία, με αποτέλεσμα, στις 15 Σεπτεμβρίου 1843, όταν ο λαός επαναστάτησε για να τους διώξει, δεν έμεναν στη χώρα παρά λίγοι υπάλληλοι και εκατόν πενήντα βαυαροί στρατιώτες. Σήμερα, με εξαίρεση ορισμένους αυλικούς αφοσιωμένους στον βασιλιά, οι οποίοι πληρώνονται από το κράτος, οι μόνοι Βαυαροί που συναντά κανείς στην Ελλάδα είναι οι κάτοικοι ενός μικρού χωριού κοντά στην Αθήνα που ονομάζεται Ηράκλειο.7 Την εποχή που έφτασα στην Ελλάδα (Φεβρουάριος 1852), υπήρχαν στην Αθήνα είκοσι πέντε ή τριάντα Πολωνοί οι οποίοι, μετά τον πόλεμο στην Ιταλία, βρήκαν σε αυτή την ασθενική χώρα μια ακόμα πιο ασθενική φιλοξενία. Το κλίμα δεν ήταν για εκείνους κατάλληλο· σχεδόν όλοι υπέφεραν από πυρετό, και θα πέθαιναν όλοι από την πείνα δίχως τη γενναιοδωρία του κυρίου Νέγρη, που τους προσέφερε τα απαραίτητα χρήματα για να φτιάξουν ένα ιπποδρόμιο. Δούλευαν με ζημιά, και ο κύριος Νέγρης, μέσα σε δύο χρόνια, ξόδεψε περίπου τριάντα χιλιάδες φράγκα· έστω κι έτσι, κατάφερναν να ζουν. Ο λαός των Αθηνών, που δεν κατανοεί πώς είναι δυνατόν να κάνεις το καλό χωρίς όφελος, κατηγορούσε τον κύριο Νέγρη ότι υπονόμευε την ειρήνη στην Ευρώπη με αυτή τη χούφτα των γέρων αρρωστιάρηδων. Οι Πολωνοί έπεφταν συχνά θύματα κακομεταχείρισης· δυο τρεις δολοφονήθηκαν. Ένας έλληνας αξιωματικός έβρισε έναν Πολωνό στον δρόμο για τον Πειραιά· ο Πολωνός ζήτησε τον λόγο· ο Έλληνας αρνήθηκε να χτυπηθεί μαζί του λέγοντας πως δεν ήξερε με ποιον είχε να κάνει. «Κύριε» του απάντησε ο Πολωνός «είμαι αξιωματικός όπως κι εσείς, και πιο πολύ μάλιστα, καθώς εγώ έχω ήδη πολεμήσει και είμαι έτοιμος να το ξανακάνω». Ο Έλληνας είχε το θάρρος να κρατήσει τη θέση του και να μην χτυπηθεί καθόλου. Παραβλέποντας αυτές τις ποταπές συμπεριφορές, οι καημένοι αυτοί άνθρωποι προσπαθούσαν να φανούν χρήσιμοι. Μια πυρκαγιά ξέσπασε στην Αθήνα.

Οι Έλληνες έτρεξαν, όπως συνήθως, να δουν τη φωτιά και να κάνουν φασαρία. Οι Πολωνοί έθεσαν σε κίνδυνο τη ζωή τους. Λίγο καιρό αργότερα, τους έδιωξαν από την Αθήνα· ενοχλούσαν τη Ρωσία. Τους έδιωξαν από τα σπίτια τους με μια βαναυσότητα που έκανε την όλη επιχείρηση ακόμα πιο αποτρόπαιη. Τους έβαλαν στο πλοίο χωρίς να τους δώσουν τον χρόνο να τακτοποιήσουν τα οικονομικά τους, και πήραν τον δρόμο για την Αμερική με τις τσέπες άδειες. Η ελληνική κυβέρνηση, προκειμένου να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά της, δημοσίευσε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τρία έγγραφα που είχαν κατασχεθεί στο σπίτι του επικεφαλής των Πολωνών, του στρατηγού Μίλμπιτς. Ήταν τρεις προκηρύξεις που απευθύνονταν, δύο χρόνια πριν, στους Έλληνες της Βουλγαρίας και της Σερβίας και τους προέτρεπαν να είναι επιφυλακτικοί με τη Ρωσία.8 Έμεναν ακόμα μερικές τουρκικές οικογένειες στο νησί Νεγκρεπόντε9 όταν ξέσπασε ο πόλεμος της Ανατολής·10 υποθέτω ότι εγκατέλειψαν το βασίλειο. Οι Έλληνες είναι ανεκτικοί απέναντι τους όσο πάνω κάτω και με τους Εβραίους: δεν ξέρω να υπάρχει μεγαλύτερη μισαλλοδοξία από τη δική τους ανοχή. Οι Τούρκοι αυτοί είχαν λόγους να παραπονιούνται εκατό φορές περισσότερο από τους έλληνες ραγιάδες, ενώ οι τελευταίοι δεν είχαν λόγους να κατηγορήσουν τους Τούρκους. Ποτέ οι Τούρκοι δεν συμπεριφέρθηκαν στις ελληνικές εκκλησίες όπως τα μικρά παιδιά του Νεγκρεπόντε στα τζαμιά. Οι Έλληνες εκδηλώνουν με ηχηρό τρόπο την περιφρόνησή τους για τους Τούρκους. Από τότε που τους απελευθέρωσαν κάνουν λες και απελευθερώθηκαν από μόνοι τους. Όλοι τους θυμούνται τα ανδραγαθήματα που θα μπορούσαν θεωρητικά να είχαν κάνει. Και ο πιο μετριόφρων έχει σκοτώσει εκατό Τούρκους, τουλάχιστον. Έχω ζήσει ωστόσο την εποχή όπου ήταν πολύ δύσκολο να πείσεις έναν έλληνα υπηρέτη να περάσει τα τουρκικά σύνορα. Οι ήρωες αυτοί μαζεύονταν γύρω από τον κύριό τους μόλις πλησίαζε κανένα τουρμπάνι, ενώ μπορεί να τρώγαν βουρδουλιές και από τον πιο αδύναμο καβάση χωρίς να φέρουν αντίσταση.

X Τα αισθήματα των Ελλήνων για τους ξένους - Οι Άγγλοι στις Ιονίους Νήσους - Ένας Άγγλος που δεν θέλει να χάσει την προφορά του - Are you a gentleman? - Το ανώτατο δικαστήριο της Κέρκυρας Τα αισθήματα των Ελλήνων για τους λαούς της Δύσης, και ιδίως για τους προστάτες τους, δύσκολα μπορείς να τα ξεχωρίσεις. Ο χωρικός στον οποίο η τύχη έφερε έναν ταξιδιώτη στον δρόμο μου αρχίζει ρωτώντας τον αν είναι Γάλλος, Ρώσος, Γερμανός ή Άγγλος, και, ανάλογα με την απάντηση, συμπληρώνει με ύφος όλο σιγουριά: «Τους αγαπώ τους Γάλλους, είναι γεμάτοι ζωντάνια και γενναιοδωρία» ή «λατρεύω τους Ρώσους, είναι ορθόδοξοι» ή «λατρεύω τους Γερμανούς, έδωσαν τον καλύτερο βασιλιά» ή «τρέφω μεγάλο θαυμασμό για τούς Άγγλους, είναι καλοί ναυτικοί σαν κι εμάς». Πίσω από όλες αυτές τις εξαγγελίες καλής θέλησης υπάρχει μια μεγάλη αδιαφορία ανάμεικτη με κάποιο μίσος. Αν αγαπούν τούς ξένους, το κάνουν όπως ο κυνηγός το θήραμα. Εκδηλώνουν την ίδια συμπάθεια για τούς Γάλλους, τούς Άγγλους και τούς Ρώσους, με το να τους κλέβουν εξίσου στα πάντα, με το να τους πουλούν αδιακρίτως τα πράγματα στη διπλάσια τιμή από εκείνη που τα πουλούν στους Έλληνες, και με το να τους εξαπατούν, όλους ανεξαιρέτως, στην ισοτιμία των νομισμάτων. Ένας Έλληνας θα θεωρούσε τον εαυτό του ατιμασμένο αν δεν σας έκλεβε κάτι αλλάζοντάς σας ένα χαρτονόμισμα των πέντε φράγκων· όταν το αντιλαμβάνεσαι και του το λες, διορθώνει το λάθος του και χαμογελά με ένα ύφος πρόσχαρο που θέλει να πει: «Καταλαβαινόμαστε· μάντεψες πως είμαι απατεώνας· είσαι έξυπνος άνθρωπος, μπορεί λίγο απατεώνας να είσαι κι εσύ· εμείς οι δυο συνεννοούμαστε». Ένας έλληνας καφετζής δεν νιώθει καθόλου άβολα όταν ένας Γάλλος και ένας Έλληνας που ήπιαν καφέ στο ίδιο τραπέζι τον πληρώσουν, την ίδια στιγμή, ο ένας δύο φράγκα και ο άλλος ένα. Αν του το επισημαίνατε, θα σας απαντούσε: «Οι Έλληνες δεν τρώνε ο ένας τον άλλο».[6] Υπάρχουν πολλοί λίγοι Άγγλοι εγκατεστημένοι στο βασίλειο της Ελλάδας· αλλά η Αγγλία προστατεύει τις Ιονίους Νήσους και η προσέγγιση Ελλήνων και Άγγλων, των δύο πιο ιδιόρρυθμων λαών της γης, προσφέρει ένα αρκετά περίεργο θέαμα. Δεν είναι τώρα η στιγμή να εξετάσουμε αν οι Άγγλοι έκαναν στους Έλληνες των νησιών αυτών το καλύτερο που μπορούσαν. Εκείνο που είναι σίγουρο είναι το γεγονός ότι η Κέρκυρα αποτελεί για τους Άγγλους στρατιωτική θέση τόσο σημαντική όσο και η Μάλτα ή το Γιβραλτάρ, και ότι θέλουν πολύ να τη διατηρήσουν. Εκείνο που διαπιστώνουμε ακόμα, με την

πρώτη ματιά μάλιστα, είναι το γεγονός ότι η Κέρκυρα και τα υπόλοιπα έξι νησιά επιδεικνύουν πολιτισμό και άνθηση όσο καμιά επαρχία του βασιλείου της Ελλάδας· οι επικοινωνίες είναι εύκολες από τη στεριά και τη θάλασσα, υπέροχοι δρόμοι διατρέχουν τον τόπο προς κάθε κατεύθυνση· όλα τα νησιά συνδέονται μεταξύ τους με σταθερά δρομολόγια ατμόπλοιου, θα μπορούσε λοιπόν να σκεφτεί κανείς πως τα νησιά έχουν τόση επιθυμία να κρατήσουν τους Άγγλους όσο και οι Άγγλοι να κρατήσουν τα νησιά, θα ήταν χονδροειδές λάθος. Ωστόσο οι κάτοικοι των Ιονίων βγάζουν στους Άγγλους το καλό τους πρόσωπο. Επιστρατεύουν για την περίσταση αυτά τα ευγενικά χαμόγελα και αυτές τις έξυπνες κολακείες που οι γραικύλοι τον καιρό του Αυγούστου μοίραζαν αφειδώς στους ρωμαίους κυρίους τους. Έχω δει να μεγαλώνει στην Κέρκυρα μια γενιά νέων κομψευόμενων που προσπαθεί να ξεχάσει τα ελληνικά και τα ιταλικά και να μάθει αγγλικά, που σιγοτραγουδά με στόμφο το God save the Queen, που δίνει σχήμα στις φαβορίτες της με βούρτσα και αν μπορούσε θα τις έβαφε κοκκινωπές. Ωστόσο οι Άγγλοι είναι για όλους μισητοί, εκτός από τους ανθρώπους με ήρεμη κρίση και με πολιτικό πνεύμα, που δεν αποτελούν την πλειονότητα στα επτά νησιά. Η αλήθεια είναι ότι οι Άγγλοι είναι τρομακτικά Άγγλοι. Έχουν πει, με κάποιο δίκιο: «Εκείνο που έδωσε δύναμη στους ανθρώπους αυτούς είναι το ότι επαναλαμβάνουν μέσα τους είκοσι φορές τη μέρα: «Είμαι Άγγλος”». Είμαι σίγουρος ότι στις Ιονίους Νήσους το λένε μια φορά επιπλέον. Ένας από τους Άγγλους που έκανε τα περισσότερα καλά στους κατοίκους, ένας πραγματικός φιλέλληνας, ο λόρδος... που μιλούσε τα ελληνικά όπως ο κ. Χάαζε11 και ο κ. Λενορμάν,12 ρώτησε μια μέρα έναν ντόπιο αν έβρισκε κάτι που το έπαιρνε από τη δική του γλώσσα: «Ναι» είπε ο Έλληνας «έχετε κρατήσει μια ελαφρά προφορά». «Το ξέρω» απάντησε ο Άγγλος «και φροντίζω με τίποτα να μην τη χάσω, θέλω, ακόμη κι αν με ακούν να μιλώ ελληνικά, να αναγνωρίζουν ότι είμαι Άγγλος». Ένας Επτανήσιος που έκανε περίπατο έφιππος σε έναν δρόμο της Κέρκυρας πέφτει κάτω και το άλογο πάνω του. Ένας Άγγλος που περνούσε με άμαξα σταματά τα άλογά του, τρέχει προς τον άνθρωπο και απλώνει τα χέρια του προς εκείνον για να τον σηκώσει, όταν μια σκέψη τον σταματά: Are you a gentleman? Ευτυχώς ο πεσμένος καβαλάρης ονομαζόταν Ντάντολο και κάποιοι από τους προγόνους ίου ήταν δόγηδες της Βενετίας. Δεν θα ξαναπούμε ότι οι πρόγονοι δεν χρησιμεύουν σε τίποτα· οι Ντάντολο του 15ου αιώνα έσωσαν κάπως την υστεροφημία τους. Οι Άγγλοι κάνουν λίγα πράγματα για να πλησιάσουν τους Έλληνες και οι Έλληνες, εκτός από την εξαίρεση που επισήμανα, κάνουν τα πάντα για να απομακρύνουν τους Άγγλους. Η κυβέρνηση δημιούργησε μερικούς θεσμούς για να υποχρεώσει τις δύο φυλές να καθίσουν δίπλα δίπλα. Έτσι το ανώτατο δικαστήριο αποτελείται

κατά το ήμισυ από Έλληνες και κατά το ήμισυ από Άγγλους. Είναι αλήθεια ότι οι συγκεκριμένοι λειτουργοί, αν και συνάδελφοι, δεν είναι ίσοι. Για να έχουν τις ίδιες αρμοδιότητες και να καθίσουν σε δυο ίδιες καρέκλες, ένας Έλληνας λαμβάνει έξι χιλιάδες φράγκα τον χρόνο και ένας Άγγλος είκοσι πέντε χιλιάδες. Οι Έλληνες δεν είναι ευχαριστημένοι.

XI Η γαλλική παροικία στην Ελλάδα - Οι φιλέλληνες - Ο συνταγματάρχης Τουρέ - Ο στρατηγός Μορέντι - Μια ανήκουστη δίκη - Η Γαλλική Σχολή των Αθηνών Η γαλλική παροικία στην Ελλάδα δεν αριθμεί πολλά άτομα. Αποτελείται από δύο μεγάλους κτηματίες, τους κυρίους Μινόν και Λαπιέρ, που χάρη στο ταλέντο τους και την υπομονή τους δημιούργησαν δύο όμορφες αγροτικές μονάδες· τους κυρίους Μισλόν και Μπρινό, που έχουν το κατάστημα με τους περισσότερους πελάτες στην Αθήνα· έναν αρτοποιό, έναν πανδοχέα, δύο ή τρεις πρόσφυγες που φυτοζωούν· τον κύριο Μπαρό, κηπουρό του βασιλιά· κάποιους παλιούς φιλέλληνες που έμειναν στην υπηρεσία της Ελλάδας, και, τέλος, τη Γαλλική Σχολή. Έχει περάσει τόσος καιρός από εκείνα τα χρόνια του ενθουσιασμού όταν ολόκληρη η Γαλλία παθιαζόταν υπέρ των Ελλήνων και κατά των Τούρκων, ώστε η λέξη φιλέλληνας να χρειάζεται σχολιασμό. Μόλις που θυμόμαστε ότι, κατά τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας, η πιο ένθερμη νεολαία της Ευρώπης έτρεξε να υπερασπιστεί την Ελλάδα. Οι φίλοι αυτοί των Ελλήνων, αυτοί οι φιλέλληνες, πρέπει να ήταν οι τελευταίοι περιπλανώμενοι ιππότες. Ανάμεσα σ’ αυτούς υπήρχαν πολλοί αλλοπαρμένοι που δεν είχαν τίποτα καλύτερο να κάνουν παρά να πάνε να πεθάνουν στην Ελλάδα, καθώς και πολλοί με ψυχή και δυναμισμό, ακεραιότητα και πάθος για την ελευθερία. Ο αρχηγός τους ο Φαβιέρος είχε τα προσόντα και τις αρετές των μεγάλων αρχηγών νόμιζες πως αυτός ο ξεχωριστός άνθρωπος είχε βγει από βιβλίο του Πλούταρχου στο άκουσμα του πολέμου.[7] Χωρίς το σώμα των φιλελλήνων, οι Έλληνες δεν θα μπορούσαν ποτέ να περιμένουν το Ναβαρίνο· ο ναύαρχος Μεζόν θα είχε φτάσει πολύ αργά. Το βασίλειο της Ελλάδας οφείλει την ύπαρξή του σε αυτή τη χούφτα ανθρώπων. Ένας από τους πιο φίνους μυθιστοριογράφους μας, ο κ. Αλφόνς Καρ,13 αφηγείται την ιστορία ενός φιλέλληνα από τον οποίο οι Έλληνες έκλεψαν το ρολόι στις Θερμοπύλες και την ταμπακιέρα στον Μαραθώνα, θα μπορούσα με τη σειρά μου να αφηγηθώ την περιπέτεια που είχε ο καημένος ο γιατρός Ντυμόν, φιλέλληνας, τον οποίο θάψαμε πριν από δύο χρόνια. Στην κορύφωση του πολέμου και ενώ

περνούσε τον μισό του χρόνο πολεμώντας και τον άλλο μισό δένοντας τις πληγές των τραυματισμένων, οι Έλληνες σχεδόν τον κατέστρεψαν. Οι Έλληνες συχνά άρπαζαν τα καραβάνια με τα τρόφιμα, τα όπλα και τις προμήθειες που έστελνε η Ευρώπη στην Ελλάδα· έρχονταν μετά στην Ευρώπη για να τα ξαναπουλήσουν. Οι Έλληνες έβαζαν τους φιλέλληνες στην πρώτη γραμμή της μάχης και κρύβονταν, από μετριοφροσύνη, στη δεύτερη. Μια μέρα που οι Έλληνες είχαν αποκλειστεί στην Ακρόπολη χωρίς μπαρούτι, οι φιλέλληνες τρύπωσαν στο φρούριο, μέσα από τα πυρά των Τούρκων, κουβαλώντας στην πλάτη του ο καθένας ένα σάκο με βλήματα. Ως ανταμοιβή για αυτή τους την αυτοθυσία, οι πολιορκημένοι τους δήλωσαν ότι τους απαγόρευαν την έξοδο και τους ανάγκασαν να υποστούν μαζί τους έναν αποκλεισμό αρκετών μηνών, χωρίς ξύλα, νερό, ενώ τα βλήματα έπεφταν βροχή.14 Όταν τελείωσε ο πόλεμος, οι Έλληνες βιάστηκαν να ξεχάσουν ό,τι είχαν κάνει για εκείνους. Πολλοί φιλέλληνες ήταν νεκροί· κάποιοι επέστρεψαν στις πατρίδες τους· άλλοι έμειναν στην Ελλάδα· τους το επέτρεψαν. Αποτέλεσαν την τρίτη κατηγορία εκείνων που όριζε ο νόμος των ετεροχθόνων. Ο άνθρωπος ο πιο αξιόλογος και ο πιο επιφανής αυτής της παλιάς ομάδας είναι ένας Γάλλος, ο κ. Τουρέ. Ήταν, αν δεν κάνω λάθος, ανθυπολοχαγός στους ουσάρους όταν έφυγε από τη Γαλλία. Σήμερα είναι συνταγματάρχης, διευθυντής του στρατιωτικού νοσοκομείου, επιφορτισμένος με την επιθεώρηση των οικονομικών του στρατού, και παρασημοφορημένος από διάφορα τάγματα· αλλά παραμένει πάντα ανθυπολοχαγός, ουσάρος και φιλέλληνας. Σε μια χώρα όπου η ανάμνηση της αγαθοεργίας χάνεται γρήγορα, έγινε ο ιερουργός της θρησκείας των αναμνήσεων. Αυτός ο σπουδαίος γέρος, πιο ζωηρός, πιο σβέλτος και πιο ακούραστος κι από τους νέους, είναι η ζωντανή προσωποποίηση του πολέμου της Ανεξαρτησίας. Όσο ζει, μάταια οι Έλληνες θα προσπαθούν να ξεχάσουν τις υπηρεσίες που τους προσέφεραν, ο συνταγματάρχης έχει αναλάβει να τους τις θυμίζει. Ανέγειρε μέσα σε μια εκκλησία στο Ναύπλιο ένα μνημείο για τους συμπολεμιστές του· ένα μνημείο από ξύλο στη χώρα του μαρμάρου· ένα μνημείο που θα σαπίσει πριν περάσουν δέκα χρόνια· όμως αν ο συνταγματάρχης είναι ακόμη εν ζωή, θα χτίσει άλλο με δικά του έξοδα. Ο συνταγματάρχης Τουρέ είναι εκείνος που πίεσε τη δημαρχία Αθηνών να δώσει σε έναν δρόμο το όνομα του Φαβιέρου· μόλις δύο χρόνια πριν έλαβε αυτή την καθυστερημένη ικανοποίηση: Στους σημερινούς Έλληνες η εκδίκηση έχει γρήγορα ποδάρια, ενώ η ευγνωμοσύνη πάει κουτσαίνοντας. Είναι πιθανό πως αν ο συνταγματάρχης Τουρέ επέστρεφε στη Γαλλία με τον Φαβιέρο θα ήταν σήμερα στρατηγός. Στην Ελλάδα ποτέ δεν πρόκειται να γίνει. Για να του δώσουν τον βαθμό που έχει, χρειάστηκε να παρέμβει ο βασιλιάς· οι υπουργοί δεν ήθελαν να δει κανένα καλό.[8] Ο συνταγματάρχης τρέφει τυφλή αφοσίωση στον

βασιλιά. Ο ίδιος όρισε τον εαυτό του φύλακα της ζωής του μονάρχη, και μεριμνά μέρα και νύχτα να φέρει εις πέρας αυτή την αποστολή τελείως αφιλοκερδώς. Είτε ο βασιλιάς βγαίνει πάνω στο άλογο είτε βρίσκεται μέσα στην άμαξα, εκείνος ιππεύει στο πλάι του. Τον Απρίλιο του 1852, ο βασιλιάς και η βασίλισσα επέστρεφαν στις τέσσερις η ώρα το πρωί από τον Πειραιά, όπου ο ναύαρχος Ρομέν Ντεφοσέ είχε δώσει έναν χορό στο πλοίο του· ο συνταγματάρχης, ιππεύοντας δίπλα στην πόρτα της άμαξας, επαγρυπνούσε για την ασφάλεια των βασιλέων του. Το άλογό του, ένα άλογο εκστρατείας που είχε δανειστεί για την περίσταση, χτυπήθηκε από αποπληξία και έπεσε. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα ήταν ήδη στο παλάτι ενώ ο συνταγματάρχης, ξαπλωμένος δίπλα στο άλογό του με το ένα πόδι παγιδευμένο κάτω από τη σέλα, περίμενε ακόμη να πάνε να τον σηκώσουν. Ο υπουργός Στρατιωτικών απαίτησε την τιμή του αλόγου. Ο συνταγματάρχης Τουρέ έχει για ομοτράπεζο και για φίλο έναν άλλο φιλέλληνα, Βενετό στην καταγωγή, τον στρατηγό Μοράντι. Ο κύριος Μοράντι είναι έξυπνος όπως όλοι οι Ιταλοί, και άξιος όπως όλοι οι Λομβαρδοί. Ποτέ δεν συνάντησα κάποιον πιο διεισδυτικό και πιο οξυδερκή από αυτόν, που να γνωρίζει καλύτερα τους ανθρώπους και να μην τρέφει ψευδαισθήσεις. Ήταν γεννημένος για να οργανώσει τη χωροφυλακή σε μια χώρα ληστών· και αυτό έκανε και στην Ελλάδα. Αφού είχε συνωμοτήσει εναντίον της Αυστρίας, αφού δεινοπάθησε από τα βόλια της Βενετίας, έγινε γνωστός σε όλη την Ιταλία από επιδρομές τόσο σφοδρές όσο εκείνες του Λατίντ και του βαρόνου Ντε Τρενκ.15 Υπερασπίστηκε την ελευθερία της Ισπανίας ενάντια στη γαλλική εισβολή του 1824, και την ανεξαρτησία της Ελλάδας από την τουρκική κυριαρχία έως το 1828· αυτός ο συνωμότης, αυτός ο εξεγερμένος, είχε συμβάλει στην τάξη όσο και την αταξία με το ίδιο ταλέντο και περισσή επιτυχία. Για είκοσι χρόνια περίπου, η κοινωνική ειρήνη, ο σεβασμός των νόμων και της ζωής του ηγεμόνα είχαν τεθεί υπό την επιτήρηση του κ. Μοράντι. Ήταν ο άνθρωπος που χρειαζόταν το βασίλειο. Το 1848, όταν η Βενετία έδιωχνε τους Αυστριακούς και ανακήρυσσε τη δημοκρατία, ο κ. Μοράντι θυμήθηκε πως ήταν Βενετός. Ζητά άδεια και του την αρνούνται· φεύγει και οι συμπολίτες του τον υποδέχονται με ανοικτές αγκάλες· παίρνει ενεργό μέρος στη δημοκρατική κυβέρνηση, και ο Μανίν16 του εμπιστεύεται ένα από τα φρούρια της πόλης στη διάρκεια της πολιορκίας. Μετά τη συνθηκολόγηση, ο στρατηγός επέστρεψε στην Ελλάδα. Η εκδίκηση της Αυστρίας τον κυνήγησε μέχρι εκεί. Η βασίλισσα, απολύτως αφοσιωμένη στη Ρωσία και την Αυστρία, που ήταν ένα πράγμα εκείνη την περίοδο, τον προσάγει ενώπιον του στρατοδικείου· απαλλάχτηκε ομόφωνα. Ωστόσο, δεν του δίνουν πίσω ούτε τον βαθμό του ούτε τον μισθό του, και του

αρνούνται την αποζημίωση διαθεσιμότητας που του όφειλαν. θέλει να φύγει για το Πεδεμόντιο όπου θα μπορούσε να υπηρετήσει στον στρατό ως στρατηγός· δεν του δίνουν διαβατήριο, και η κυβέρνηση του αρνείται την έξοδο από την Ελλάδα αλλά και τα μέσα να συντηρηθεί. Τέσσερα χρόνια περνούν. Ο στρατηγός είχε εξαντλήσει και τα τελευταία του αποθέματα για να ζει· η κυβέρνηση αρνιόταν επιμόνως να πληρώσει τα χρήματα που του όφειλαν. Ο υπουργός Πολέμου, που ντρεπόταν για τον ρόλο που του είχαν αναθέσει να παίξει, πήγε από μόνος του και είπε στον στρατηγό Μοράντι: «Κάντε μια κατάσχεση των αποδοχών μου· η υπόθεσή σας πρέπει να φτάσει στα δικαστήρια». Στο πρωτοδικείο, ο κ. Μοράντι καταδικάστηκε. Η κυβέρνηση είχε πιέσει τους δικαστές- τους είχαν απειλήσει με αποπομπή. Ο πιο έντιμος από τους τρεις μόλις είχε παντρευτεί· η γυναίκα του ήταν έγκυος, φοβόταν μήπως χάσει τη θέση του και ψήφισε ενάντια στη συνείδησή του. Στο εφετείο, ο κ. Μοράντι κέρδισε. Η κυβέρνηση προσέφυγε στο ακυρωτικό δικαστήριο και έχασε. Όλοι πίστεψαν ότι ο κ. Μοράντι θα δικαιωνόταν επιτέλους· έκαναν λάθος. Η εκτελεστική εξουσία αρνήθηκε να εκτελέσει τη δικαστική απόφαση, και έβαλε να πουν στον στρατηγό ότι μπορούσε να ξαναρχίσει τις διώξεις και να κάνει κατάσχεση στον μισθό του υπουργού· ότι, όποιες κι αν ήταν οι κρίσεις και οι δικαστικές αποφάσεις, θα ξαναγύριζε πάντα στο ίδιο σημείο. Μιλούσαν παλιότερα για την τουρκική δικαιοσύνη· ο κ. Μοράντι δοκίμασε, προς δική του ζημία, την ελληνική δικαιοσύνη. Η Γαλλική Σχολή των Αθηνών είναι παραγνωρισμένη στην Ελλάδα και όχι ευρέως γνωστή στη Γαλλία. Ιδού με λίγα λόγια ολόκληρη η ιστορία της. Το 1846, ο κύριος Ντε Σαλβαντί, υπουργός Παιδείας, πεπεισμένος ότι η Ακαδημία της Γαλλίας στη Ρώμη ήταν θεσμός χρήσιμος για τις τέχνες, αποφάσισε να ιδρύσει στην Ελλάδα μια αντίστοιχη σχολή, στην υπηρεσία των γραμμάτων. Αποφασίστηκε ότι τα μέλη της σχολής θα επιλέγονταν μεταξύ των νέων καθηγητών του πανεπιστημίου, ότι θα έμεναν στην Αθήνα δύο ή τρία χρόνια και ότι θα επωφελούνταν από τη διαμονή τους αυτή για να επισκεφθούν την Ιταλία και ένα τμήμα της Τουρκίας. Οι πρώτοι που αποβιβάστηκαν στην Ελλάδα ήταν κάπως μπερδεμένοι· δεν ήξεραν ακριβώς τι πήγαιναν να κάνουν. Κάποιοι άρχισαν να μαθαίνουν νέα ελληνικά με έναν ηλικιωμένο αθηναίο καθηγητή που η Γαλλία πλήρωνε πολύ καλά· άλλοι ταξίδεψαν, άλλοι έμειναν στο σπίτι· κάποιος είχε μεγαλεπήβολα σχέδια, κάποιος άλλος δεν έκανε τίποτα, ή ελάχιστα πράγματα. Από την εποχή εκείνη, οι Έλληνες διαμόρφωσαν μια απαρασάλευτη ιδέα για τον σκοπό και τη χρησιμότητα της σχολής. Κάποιοι φαντάζονται ότι οι τρόφιμοι

έρχονται με μόνο σκοπό να μελετήσουν για τρία χρόνια τα νέα ελληνικά που είναι η πιο όμορφη γλώσσα του κόσμου· άλλοι έβαλαν στον νου τους ότι η Γαλλία προσέφερε πέντε ή έξι καθηγητές γαλλικών στη νεολαία των Αθηνών που είναι η πιο λαμπρή της Ευρώπης· άλλοι πάλι ήταν πεπεισμένοι ότι ο θεσμός αυτός δεν είχε άλλη χρησιμότητα παρά να εισάγει στην Ελλάδα σαράντα χιλιάδες γαλλικά φράγκα κάθε χρόνο. Στη Γαλλία, η σχολή είχε εναντίον της έναν σεβαστό αριθμό εχθρών, τους οποίους και δεν κατηγορώ. Άνθρωποι που είχαν αίσθηση ιης οικονομίας μπορούσαν, όχι άδικα, να κατακρίνουν έναν θεσμό αρκετά δαπανηρό, ο οποίος φαινόταν επιπλέον άχρηστος. Είναι αλήθεια ότι οι νεαροί καθηγητές που ο υπουργός έστελνε στην Αθήνα επέστρεφαν πιο σοφοί και πιο καλλιτέχνες· αλλά ο κόσμος δεν γνώριζε τίποτα από όλα αυτά, και εκείνοι που ήλεγχαν εξονυχιστικά τον προϋπολογισμό ήταν παντελώς δύσπιστοι. Προκειμένου να ικανοποιηθούν εκείνοι που είχαν θετική στάση, ένα διάταγμα της 7ης Αυγούστου 1850 τοποθέτησε τη σχολή των Αθηνών υπό την αιγίδα της Ακαδημίας Επιγραφών και Γραμμάτων, και όρισε ότι κάθε μέλος θα έστελνε ετησίως στην Ακαδημία μια πραγματεία σχετικά με θέματα ιστορίας, γεωγραφίας ή ελληνικής αρχαιολογίας. Το διάταγμα αυτό ήταν αποτέλεσμα των ενεργειών του κυρίου Γκινιό, μέλους του Ινστιτούτου, ο οποίος είχε τη σχολή υπό την προστασία του από την ίδρυσή της, την υπερασπίστηκε απέναντι στους εχθρούς της και την υπηρέτησε, όπως ομολογεί χαμογελώντας, σαν πατέρας τροφός. Από εκείνη την ημέρα, η σχολή γλίτωσε τον βίαιο θάνατο· ωστόσο παραλίγο να μην γλιτώσει τον φυσικό θάνατο. Οι υποψήφιοι είναι ανύπαρκτοι. Οι καθηγητές του πανεπιστημίου μας δεν έχουν κάποια κλίση στη ζωή του νομάδα· εκείνοι που είναι στο Παρίσι επιθυμούν να συνεχίσουν να μένουν εκεί· εκείνοι που δεν είναι επιθυμούν να πάνε. Κανένας δεν νοιαζόταν εκείνη την εποχή να πάει να δει τον βασιλιά Όθωνα στον θρόνο του. Όμως, στα μέσα του 1852, ένα μέλος της σχολής, ο κ. Μπελέ, έκανε μια επιτυχημένη ανασκαφή, μία όμορφη ανακάλυψη και ένα καλό βιβλίο: Η Ακρόπολις των Αθηνών. Το όνομά του σε λίγους μήνες απέκτησε μεγάλη φήμη, ένα μέρος της οποίας πήγε και στη σχολή. Η άμιλλα κατέκλυσε τους νεαρούς καθηγητές μας· η Αθήνα τούς φάνηκε ένας τόπος διαμονής πιο επιθυμητός από το Σομόν ή το Πουατιέ, και οι κενές θέσεις γέμισαν ως διά μαγείας. Σήμερα η σχολή έχει καλυμμένες τις θέσεις, δηλαδή αποτελείται από πέντε μέλη. Οι νεαροί φωστήρες μαθαίνουν τα νέα ελληνικά με δάσκαλο αποκλειστικά τον ελληνικό λαό, και τη γεωγραφία με μόνο δάσκαλο τον τόπο· δεν μπαίνουν στον κόπο να διδάξουν γαλλικά στους μικρούς Αθηναίους που δεν θα τους το αναγνώριζαν ποτέ· γράφουν για το Ινστιτούτο σοβαρές πραγματείες, για τη Σορβόννη σοφές

διατριβές· όταν θα γυρίσουν στη Γαλλία, τίποτα δεν θα τους εμποδίσει να γίνουν διδάκτορες Φιλολογίας και καθηγητές πανεπιστημίου. Εντωμεταξύ, οι σπουδές τους δεν τους απορροφούν τόσο ώστε να μην μπορούν να χαρούν τη σκιά το καλοκαίρι και τον ήλιο τον χειμώνα.

XII Ιστορία δυο σημαντικών ξένων κυριών που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα Οι Έλληνες, για τους οποίους οι μητέρες μας κέντησαν σημαίες, δεν είναι ούτε ευγενικοί ούτε φιλόξενοι. Πιστεύουν πως έχουν κάνει πολλά για έναν ξένο, αλλά και για μια ξένη ακόμα, όταν δεν έχουν ρίξει παρά λίγες μόνο πιστολιές στα αυτιά του αλόγου της και δεν έχουν πετάξει και πολλά χαλίκια στα τζάμια της άμαξάς της. Αν γνώριζα μια γυναίκα με ροπή στη μοναξιά θα της συνιστούσα τις ερημιές της Βρετάνης και όχι αυτή την ένδοξη Κεμπέρ-Κοραντέν17 που λατρεύουμε με το όνομα Αθήνα. Ωστόσο, η Αθήνα είχε το 1853 δυο διάσημες γυναίκες που, αφού είχαν λάμψει στις πιο όμορφες αυλές της Ευρώπης, ήρθαν στην Ελλάδα για να κρύψουν την ιδιωτική τους ζωή ή, μάλλον, να την τελειώσουν εκεί. Η μία, κόρη ενός υπουργού του Ναπολέοντα, σύζυγος κάποιου που ανήκε στις τρεις μεγαλύτερες οικογένειες της Αυτοκρατορίας, ήταν η αγαπημένη της Μαρί Λουίζ,18 την οποία υπηρέτησε ως κυρία επί των τιμών. Η αυλή τη θαύμαζε για την ομορφιά της, από την οποία έλειπε μόνο λίγη χάρη, ο αυτοκράτορας την εκτιμούσε για την αρετή της, και δεν έδινε ποτέ αφορμή όταν ζούσε χωριστά από τον άντρα της, κατά τις περιόδους εκείνες, δηλαδή, που οι διαθέσεις τους ήταν απλώς διαφορετικές. Έτρεφε, τέλος, μεγάλη αγάπη για τη μοναχοκόρη της, η οποία της έμοιαζε σε όλα. Αφού παρήλασε, λοιπόν, από ολόκληρη την Ανατολή, μαζί με τη θυγατέρα της για την οποία ονειρευόταν, τουλάχιστον, θρόνο, και αφού συμφιλιώθηκε πια με μια ζωή κλειστή, μακριά από τα φώτα, εγκαταστάθηκε για πάντα στην Αθήνα, στην ακμή της ηλικίας της και του ψυχικού δυναμικού της. Ο πρόωρος θάνατος της κόρης της από κάποια ανίατη ασθένεια, το γήρας που τη βρήκε, η μοναξιά από την οποία δεν φρόντισε να προφυλαχτεί, μια φυσική κλίση προς ό,τι ξεφεύγει από τα συνηθισμένα, και ίσως η αδιάλειπτη ανάγνωση ενός και μοναδικού βιβλίου, την έριξαν σε μια θρησκεία που δεν ανήκει παρά σ’ εκείνη, πολύ μακριά από τον χριστιανισμό, αλλά κοντά στον ιουδαϊσμό, χωρίς ωστόσο να ταυτίζεται με αυτόν μια θρησκεία χωρίς πιστούς, της οποίας είναι ταυτόχρονα η ιέρεια και η προφήτισσα. Ο θεός, που τον συμβουλεύεται και εκείνος της απαντά, της ενέπνευσε την ιδέα να χτίσει ένα μεγάλο

ιερό στην Πεντέλη. Πρόκειται για κάτι που θα υλοποιήσει μόλις βρει για το ιερό ένα σχέδιο αντάξιο του θεού και της ίδιας. Από το ύψος του μνημείου αυτού θα συνομιλεί με τον θεό, αν ο θεός της δίνει ζωή. Η έξαψη των ιδεών της αυτών και η ιδιαιτερότητα της πίστης της δεν αφαιρούν τίποτα από τη λεπτότητα του πνεύματός της, ούτε από τη σταθερότητα της κρίσης της για τα καθημερινά πράγματα, ούτε από τη δύναμη της μνήμης της, καθώς φτάνει στο σημείο να απαγγέλλει από στήθους αράδες ολόκληρες ηθοπλαστικούς στίχους που της είχαν μάθει όταν ήταν παιδί, και να αφηγείται τις μικρές ιστορίες της αυτοκρατορικής αυλής που υποχρεωτικά άκουγε όταν ήταν νεαρή. Ο χαρακτήρας της είναι ακέραιος όσο λίγων, η θέλησή της ακλόνητη, οι αντιπάθειές της σταθερές, η αγάπη της για τη ζωή ακραία, η προσοχή της πάντα σε εγρήγορση. Πέντε ή έξι μεγάλα σκυλιά, ικανά, αποδεδειγμένα, να κατασπαράξουν άνθρωπο, είναι οι σωματοφύλακές της και οι καλύτεροι φίλοι της. Είναι πλούσια. Τα εισοδήματά της, τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ελλάδα, ανέρχονται γύρω στις τριακόσιες χιλιάδες φράγκα· τα πιο όμορφα σπίτια της Αθήνας είναι υποθηκευμένα στο όνομά της, και σημαντικά πρόσωπα προστρέχουν σ’ αυτή για να τους δανείσει. Μπορεί να γίνει γενναιόδωρη, αλλά μόνο προς τους πλούσιους, ενώ όλο και θέλει να πάρει πίσω τις δωρεές της. Η περιουσία της, το ελάχιστο τμήμα της οποίας αν είχε τοποθετηθεί σε φιλανθρωπίες θα είχε ρίξει όλη την πόλη στα πόδια της, δαπανάται σε περίεργες κατασκευές, τις οποίες αφήνει ανολοκλήρωτες, σκόπιμα λένε, από έναν περίεργο φόβο που γεννά η προκατάληψη μήπως και πεθάνει όταν θα έχει ολοκληρώσει κάτι. Ο κήπος της των Αθηνών, που τον διασχίζει ο Ιλισός, είναι μια έρημος που με επιμέλεια συντηρεί ώστε να μην φυτρώσει ούτε δέντρο. Μένει σε ένα μισοτελειωμένο σπίτι, απομονωμένο, έρημο και χωρίς επίπλωση, τη στιγμή που μια άνετη ζωή, ένας διαλεχτός κοινωνικός κύκλος, πέντε ή έξι αφοσιωμένοι φίλοι (με όποιο τίμημα απαιτείται), και η λατρεία του κόσμου δεν θα της κόστιζαν ούτε εκατό χιλιάδες φράγκα τον χρόνο. Η ξεχωριστή αυτή γυναίκα, που ζει και που θα πεθάνει δυστυχής, μολονότι έχει περισσότερα χρήματα, πνεύμα και αρετή από όσα χρειάζονται για να είσαι ευτυχής στον κόσμο τούτο, είναι η κυρία Σοφί ντε Μπαρμπέ-Μαρμπουά, η δούκισσα της Πλακεντίας. Η δούκισσα αγαπά τα καινούργια πρόσωπα και όποιος έχει τον τρόπο του μπορεί με θάρρος να πάει να τη γνωρίσει· θα είναι ευπρόσδεκτος. θα τον κάνει βόλτα με την άμαξά της, συντροφιά με έναν σκύλο· θα τον προσκαλέσει σε δείπνο στο σπίτι της στην Πεντέλη, συντροφιά με ένα κυνηγόσκυλο. Η αλήθεια είναι ότι αυτές οι εκλάμψεις φιλίας σβήνουν γρήγορα· αλλά όλοι οι ξένοι που πέρασαν από την Αθήνα είχαν τη χαρά να πυροδοτήσουν από μία. Σε απόσταση μερικών εβδομάδων, η δούκισσα με σύστησε στον καλύτερο γλύπτη του αιώνα, τον κύριο Νταβίντ ντ’ Ανζέ, και εγώ της πήγα τον Θεόφιλο Γκωτιέ. Οι γυναίκες έχουν, επίσης, το δικό

τους μερίδιο σε αυτή την πρόσκαιρη καλοσύνη· η πριγκίπισσα Μπελτζογιόζο φιλοξενήθηκε από τη δούκισσα- και έπειτα από μόνο λίγες μέρες στενότερης σχέσης, τα δύο αυτά ξεχωριστά πρόσωπα άρχισαν να μισιούνται. Η μόνη γυναίκα που ενέπνευσε στη δούκισσα μια φιλία διάρκειας είναι η Ιάνθη.19 Ομολογώ εξαρχής ότι δεν έχω το δικαίωμα να ονοματίζω την Ιάνθη με το βαφτιστικό της όνομα. Αν την αντιμετωπίζω με τόση οικειότητα, οφείλεται στο γεγονός ότι αυτό είναι το μοναδικό όνομα που της απέμεινε έπειτα από όσα είχε μέχρι τώρα. Έλαβε και απώλεσε διαδοχικά το όνομα της λαίδης Ε., της βαρόνης Φ. και της κόμησσας Τ.· αν και ο κόμης Τ., ο βαρόνος Φ. και ο λόρδος Ε. είναι εν ζωή και οι τρεις, η Ιάνθη σήμερα ονομάζεται Ιάνθη, και τίποτα περισσότερο. Η τύχη θέλησε η Ιάνθη να βρεθεί στης δούκισσας τη μέρα που έκανα κι εγώ την εμφάνισή μου. Οι δυο εγκάρδιες φίλες σχημάτιζαν μια παράδοξη αντίθεση. Η δούκισσα είναι μια κοντή γυναίκα, εξαιρετικά αδύνατη, που αν τη φυσήξεις θα πέσει κάτω. Η απαράλλακτη φορεσιά της, χειμώνα καλοκαίρι, είναι εκείνο πια που της δίνει όψη φαντάσματος. Ένα άσπρο βαμβακερό φόρεμα και ένα άσπρο πέπλο, σαν των εβραίων γυναικών, το οποίο τυλίγει το χλωμό της πρόσωπο και τα λευκά μαλλιά της. Ενώ η Ιάνθη είναι μια υπέροχη ενσάρκωση της δύναμης και της υγείας. Είναι ψηλή και σβέλτη χωρίς να είναι αδύνατη. Αν η μέση της ήταν λίγο πιο λεπτή, θα ήταν αδύνατο να βρεις γυναίκα πιο καλοκαμωμένη. Τα πόδια και τα χέρια της φανερώνουν αριστοκρατική καταγωγή· οι γραμμές του προσώπου της έχουν μια απίστευτη καθαρότητα. Έχει μεγάλα γαλάζια μάτια, βαθιά σαν τη θάλασσα· όμορφα καστανά μαλλιά με διάσπαρτες πινελιές ενός τόνου πιο ζεστού· όσο για τα δόντια της, ανήκει σε εκείνη την ελίτ του αγγλικού έθνους που έχει μαργαριτάρια στο στόμα και όχι πλήκτρα πιάνου. Η όψη της έχει διατηρήσει αυτή τη λευκότητα του γάλακτος που δεν ευδοκιμεί παρά μόνο στην ομίχλη της Αγγλίας· αλλά με την παραμικρή συγκίνηση παίρνει χρώμα, θα ’λεγε κανείς πως το λεπτό και διάφανο αυτό δέρμα δεν είναι παρά ένα πλέγμα όπου έχουν φυλακιστεί τα πάθη· τα βλέπεις να κινούνται μέσα στη φυλακή τους, τρεμάμενα και κατακόκκινα. Η Ιάνθη είναι πάνω από σαράντα ετών και λιγότερο από πενήντα. Πριν από είκοσι και κάτι χρόνια ήταν όπως όλα τα κορίτσια σε ηλικία γάμου, ένα βιβλίο τυλιγμένο σε μουσελίνα και όλο λευκό χαρτί. Περίμενε έναν σύζυγο για να αποκτήσει χαρακτήρα, πνεύμα και μια καλή ή κακή φύση. Είναι η ιστορία όλων των γυναικών· καταλήγουν να είναι εκείνο που έφτιαξαν άλλοι. Η Ιάνθη, που είχε μικρή περιουσία, πέτυχε αυτό που ονομάζουμε καλό γάμο· παντρεύτηκε τον λόρδο Ε. Ο λόρδος Ε. ήταν στον έρωτα ένας ρέκτης πολύ αλαζονικός· πρέπει να ορέχτηκε τρομερά αυτή τη ρόδινη και λευκή ομορφιά για να μπλεχτεί σε έναν τόσο παράταιρο γάμο. Ο άντρας αυτός, που παντρευόταν για την ευχαρίστησή του, συμπεριφέρθηκε

στη γυναίκα του λες και ήταν ένα πράγμα το οποίο είχε πληρώσει. Δεν άργησε να τιμωρηθεί. Η Ιάνθη ξεχώρισε τον πρίγκιπα του Σ., γραμματέα σε μία από τις μεγάλες πρεσβείες της Γερμανίας. Ο πρίγκιπας ήταν πολύ όμορφος· έχω δει μια μινιατούρα του που η Ιάνθη φυλάει σαν θησαυρό σε ανάμνηση του πρώτου της έρωτα. Κουβαλούσε εξάλλου μεγάλο όνομα, ήταν και πνευματώδης· προοριζόταν για πρωθυπουργός στη χώρα του, αλλά το θέμα αυτό της ήταν αδιάφορο. Αγάπησε τον πρίγκιπα όπως της είχαν μάθει να αγαπά. Τις πρώτες μέρες κράτησε την ευτυχία της κρυφή· αλλά ύστερα από λίγο δεν άντεξε πια. Ο άντρας της είχε διοριστεί κυβερνήτης μιας αγγλικής επαρχίας μεγαλύτερης από την Ευρώπη· δεν ήθελε επ’ ουδενί να αφήσει την Αγγλία. Ένα πρωινό, το έκανε βούκινο σε όλο το Ηνωμένο Βασίλειο: «Είμαι η ερωμένη του πρίγκιπα του Σ.!» Όλες οι ladies που είχαν εραστή και δεν το έλεγαν σκανδαλίστηκαν τα μέγιστα· η αγγλική αιδώς κάνει ακόμα και τις άκρες της κόμης να ερυθριούν· ο λόρδος Ε. εξέφρασε την αγανάκτησή του με μια δίκη περιωπής, και ο πρίγκιπας του Σ. καταδικάστηκε να πληρώσει την τιμή ενός ευπατρίδη της Αγγλίας με το ποσό που ορίζει ο νόμος. Η Ιάνθη ήταν πια ελεύθερη χάρη σε ένα διαζύγιο, που την καταδίκαζε, όμως, να εγκαταλείψει την Αγγλία, αφού της έκλεινε όλες τις πόρτες. Ταξίδεψε για δυο χρόνια με τον εραστή της· απέκτησε μια κόρη που τη μεγάλωσε ο πρίγκιπας και που την πάντρεψε λίγους μήνες πριν εκείνος πεθάνει. Η Ιάνθη ούτε στιγμή δεν σκέφτηκε να γίνει η πριγκίπισσα του Σ.: αγαπούσε υπερβολικά τον πρίγκιπα για να θελήσει να γίνει γυναίκα του. Την εγκατέλειψε. Άρχισε πάλι να γυρνά τον κόσμο για να ξεσκάσει και να βρει αλλού τον έρωτα. Επισκέφθηκε τη Γαλλία και εγκαταστάθηκε στη Γερμανία. Η προσωπική της περιουσία, που στην Αγγλία δεν θα της ήταν αρκετή, της επέτρεψε να έχει μια κοινωνική θέση σε ορισμένα πριγκιπάτα. Είχε και έχει ακόμη εισόδημα τριάντα επτά χιλιάδων φράγκων. Τι έκανε τον χρόνο της και την καρδιά της έως τη στιγμή που παντρεύτηκε τον βαρόνο Φ., ο θεός μόνο το ξέρει· ήταν ελεύθερη και δεν χρωστούσε λογαριασμό για τις πράξεις της σε κανέναν. Κατέληξα να πιστεύω ότι οι διασκεδάσεις ποτέ δεν της έλειψαν, ότι είχε κάποιες πιο προσωπικές σχέσεις και ότι κατά προτίμηση οι σχέσεις αυτές βρίσκονταν ψηλά. Με ρωτούσε κάποια μέρα τι σκεφτόμουν για τα χαρτιά. - Μόνο θετικά πράγματα, της απάντησα· είμαστε στην Ελλάδα και οφείλω να σεβαστώ τη θρησκεία του τόπου. - Δεν με καταλάβετε. Σας ρωτώ αν πιστεύετε στη χαρτομαντεία. Συμβουλεύτηκα πριν καιρό την κυρία Λενορμάν μου προέβλεψε ότι θα κάνω πολλά μυαλά να τα χάσουν... - Δεν χρειάζεται να είναι μάγισσα...

- Μεταξύ των οποίων και το μυαλό τριών εστεμμένων. - Και λοιπόν; - Και λοιπόν, άδικα έψαξα. Μόνο δύο βρήκα. - Επειδή το τρίτο βρίσκεται στο μέλλον. Είναι λάθος, πάντως, να πιστέψουμε ότι αγάπησε μόνο τους ισχυρούς. Σε μια διαμονή της στη Βάδη συνδέθηκε με έναν γάλλο καταζητούμενο που είδαμε επικεφαλής ενός υπουργείου στα 1848. Εκείνη την εποχή ήδη μιλούσε και έγραφε πολύ καλά τα γαλλικά και τα γερμανικά. Στη συνέχεια, ο βασιλιάς της Βαυαρίας την πάντρεψε στην επικράτειά του με τον βαρόνο Φ., με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά. Αλλά συνάντησε σε έναν χορό τον κόμη Τ., κληρονόμο μιας εκ των παλαιοτέρων οικογενειών των Ιονίων Νήσων. Ο κόμης Τ., όπως όλοι οι κληρονόμοι εκείνου του τόπου, δεν κατείχε παρά ένα όμορφο όνομα και ένα χαριτωμένο παρουσιαστικό· φορούσε, όμως, με τόση κομψότητα το ελληνικό φέσι και την παραδοσιακή φουστανέλα που η Ιάνθη συνειδητοποίησε αμέσως ότι οι Γερμανοί ήταν πολύ άσχημοι. Παράγγειλε άλογα και έφυγε το ίδιο βράδυ με τον κόμη. Ισχυρίζονται ότι ο κακόμοιρος βαρόνος Φ., που επέστρεφε από ένα μικρό ταξίδι, διασταυρώθηκε με την ταχυδρομική άμαξα που μετέφερε τη γυναίκα του· αρνήθηκε όμως να πιστέψει στα μάτια του. Δεν μπορούσε να δεχτεί ότι η βαρόνη εγκατέλειψε τη συζυγική στέγη, αφού είχε εκείνος το κλειδί στην τσέπη του. Την Ιάνθη την έκλεψαν αλλά για καλό σκοπό, για έναν γάμο νόμιμο. Έδωσε πίσω στον βαρόνο το δόγμα του που της είχε δώσει· και για να μπορέσει να παντρευτεί τον ακριβό της κόμη ασπάστηκε την ελληνική θρησκεία. Γνωρίζουμε ότι οι Έλληνες βαπτίζουν με βύθιση στο νερό, γεγονός που τους δίνει το δικαίωμα να μας αποκαλούν κακοβαφτισμένα σκυλιά. Αγαπούν τον ρώσο αυτοκράτορα γιατί είναι καλοβαφτισμένος σκύλος. Η κόμησσα βαπτίστηκε σε μια μπανιέρα. Ύστερα από κάποια χρόνια ευτυχίας, πρόσεξε ότι η πλειονότητα των Ελλήνων φορούσαν άσπρες φουστανέλες και κόκκινα φέσια, και ότι ήταν τουλάχιστον εξίσου ευπαρουσίαστοι όσο και ο σύζυγός της. Έδωσε στον κόμη την αρμόζουσα διατροφή και εκείνος πήγε να ζήσει στην Ιταλία. Όσο για κείνη, έμεινε στην Ελλάδα και έκανε μερικά ταξίδια στην Τουρκία. Μιλά αρκετά καλά τα ελληνικά και τα τουρκικά. Το σπίτι της ήταν άλλοτε το σημείο συνάντησης των ευγενών νέων των Αθηνών· περνούσαν εκεί τον καιρό τους κατά τον γαλλικό τρόπο, και χόρευαν πότε πότε. Αλλά σε ένα ταξίδι που έκανε στον βορρά, πέρασε μέσα από τη μικρή πόλη της Λαμίας. Ο φρούραρχος ήταν ένας από τους ήρωες του πολέμου της Ανεξαρτησίας, από εκείνους που ήταν κάτι ανάμεσα σε στρατιώτη και κλέφτη και που η κυβέρνηση αναγκάστηκε να προσλάβει για να μην χρειαστεί να τους κόψει το κεφάλι. Αυτός ο ευπατρίδης ονομάζεται Χατζηπέτρος· είναι καλός καβαλάρης, έχει λεπτή

κορμοστασιά, που καθώς περπατάει πάει δεξιά κι αριστερά, και κουβαλά όλο ελαφράδα τα εβδομήντα χρόνια του. Οι Έλληνες του παλιού καιρού έχουν κάποια χάρη. Είναι ντυμένοι στα χρυσά και καβαλούν άλογα με ιπποσκευή ασημένια. Μιλάνε λίγο, καθώς δεν έχουν και πολλές ιδέες να επιδείξουν· το μόνο που μπορεί κανείς να τους προσάψει είναι ότι τρώνε σκόρδο και βγάζουν τα τσαρούχια τους με τρόπο για να πιάσουν το πόδι τους με το χέρι. Όταν είδε τον Χατζηπέτρο στις δόξες του, η Ιάνθη φαντάστηκε πως ήταν γεννημένη Παλικάρι: την επαύριον, ήταν η βασίλισσα της Λαμίας. Όλη η πόλη ήταν στα πόδια της, και όταν έβγαινε για περίπατο τα ταμπούρια χτυπούσαν στους κάμπους. Η ντελικάτη αυτή γυναίκα έζησε με άξεστους στρατιώτες, έτρεξε με το άλογο στο βουνό, έφαγε στην κυριολεξία με τα χέρια, ήπιε ρετσίνα, κοιμήθηκε στο ύπαιθρο δίπλα σε μια μεγάλη φωτιά από σκίνους, και ήταν μια χαρά. Όταν έμαθαν στην Αθήνα ότι ο ευτυχής Χατζηπέτρος είχε διαδεχτεί τον κόμη Τ., η ζήλια του κόσμου δημιούργησε σούσουρο. Ζήλευαν την ευτυχία του γέρου στρατηγού, και κυρίως (πρέπει να το πούμε;) την οικονομική άνεση την οποία απολάμβανε. Σε μια χώρα όπου οι υπουργοί έχουν μισθό επτακόσια είκοσι φράγκα τον μήνα, δεν δαπανά κανείς τριάντα επτά χιλιάδες λίρες από προσόδους χωρίς να δημιουργεί αντιζηλίες. Ο Χατζηπέτρος απολύθηκε. Ακούγοντας την είδηση εκείνη συνέταξε μια έκκληση που φαίνεται απίστευτη σε όλους εκείνους που δεν γνωρίζουν τους σημερινούς Έλληνες. Έγραψε στη βασίλισσα μια επιστολή που είχε περίπου το εξής νόημα. «Η Μεγαλειότης σας με απέλυσε: Ο λόγος είναι προφανώς το γεγονός ότι ζω με την κόμησσα του Τ., αλλά ό,τι κι αν μπορεί να έχουν πει οι εχθροί μου σας δηλώνω στη στρατιωτική μου τιμή ότι, αν και είμαι ο εραστής αυτής της γυναίκας, δεν το κάνω καθόλου από έρωτα αλλά από συμφέρον. Είναι πλούσια και είμαι φτωχός· έχω μια θέση που πρέπει να κρατήσω και παιδιά να μεγαλώσω. Ελπίζω, λοιπόν», κλπ. Η επιστολή αυτή πήρε δημοσιότητα και ολόκληρη η πόλη μπόρεσε να τη διαβάσει· αλλά δεν νομίζω ότι ο μέσος Έλληνας τη βρήκε περίεργη ή άπρεπη. Αν ο Χατζηπέτρος την απηύθυνε κατά προτίμηση στη βασίλισσα, το έκανε γιατί γνώριζε πως στο βασίλειο της Ελλάδας ο βασιλιάς βασιλεύει και η βασίλισσα κυβερνά. Σωστά μάντεψε ότι εκείνη ήταν που τον είχε απολύσει. Η βασίλισσα είναι ένα πρόσωπο αλάνθαστο, έχει, επομένως, το δικαίωμα να είναι αυστηρή. Έθεσε τέρμα στην καριέρα αρκετών αξιωματικών που τόλμησαν να έχουν ερωμένη· και πέρυσι, όταν ένας υπουργός του βασιλιά πιάστηκε επ’ αυτοφώρω για μοιχεία δεν τον απέπεμψε, μόνο και μόνο γιατί ήξερε πως ήταν αφοσιωμένος στη Ρωσία. Ο Χατζηπέτρος, παρά το απολογητικό του γράμμα και τα αισθήματά του ως πατέρα, αναγκάστηκε να φύγει από τη Λαμία. Επέστρεψε στην Αθήνα, και η Ιάνθη μαζί του.

Νοίκιασε κοντά στην πόλη δυο μικρά σπίτια, κολλητά με κοινή αυλή· το Παλικάρι έμενε στο ένα με τους υπολήσταρχούς του· εκείνη έμενε στο άλλο με τους υπηρέτες της. Στην Ελλάδα, όπως και παντού, η κοινή γνώμη είναι όλο επιείκεια για εκείνον που τη σέβεται και αμείλικτη για εκείνον που την αψηφά. Από τη μέρα που η Ιάνθη κοινοποίησε τη σχέση της με τον Χατζηπέτρο, όλα τα σπίτια τής έκλεισαν την πόρτα. Συναναστρεφόταν πια μόνο κάποιες γυναίκες αξιωματικών, κακομοίρες υπάρξεις χωρίς παιδεία ούτε πνεύμα. Τότε ήταν που η δούκισσα, από λύπηση, από περιέργεια αλλά και από πνεύμα αντιλογίας, της έτεινε την χείρα. Στην ηλικία της μπορούσε, χωρίς να της στοιχίζει ιδιαίτερα, να συναναστρέφεται μια γυναίκα που της έχουν βγάλει κακό όνομα. Η Ιάνθη, άλλωστε, λάμβανε τα μέτρα της για να μην τις δουν να συναντιούνται με τον αγριωπό χρυσοστόλιστο της· και αν ακόμα η δούκισσα τον συναντούσε στον δρόμο της, καθώς εκείνη δεν ξέρει ελληνικά ούτε εκείνος γαλλικά, η συζήτηση δεν θα μπορούσε να πάει μακριά. Αυτή η καλή δούκισσα έβρισκε μια παράδοξη ευχαρίστηση στο να συγχωρεί τις αδυναμίες της φίλης της. Βάφτιζε ελεύθερες σχέσεις εκείνο που ο Γκόρζιμπους20 ονομάζει χονδροειδώς σπίτωμα. Κατά τα άλλα, η θρησκεία της, εννοώ η θρησκεία που έχει επινοήσει, δεν ήταν αντίθετη με αυτό το είδος των σχέσεων, βολικές θεωρίες η εκκεντρικότητα των οποίων ξεπερνιέται, αν έχεις πίσω σου πάνω από εβδομήντα χρόνια αρετής. Ένα μόνο σημείο δεν έβρισκε σύμφωνη τη δούκισσα: ήταν αυτό το επίδομα που η Ιάνθη κατέβαλλε ανελλιπώς στον σύζυγό της. Τη συμβούλεψε να χωρίσει για οικονομία. Όμως, καθώς τα δικαστήρια μπορεί να απέρριπταν το διαζύγιο, η Ιάνθη επικαλέστηκε την ακυρότητα του γάμου. Γνωρίζουμε ότι στην Ελλάδα ο γάμος είναι μια διαδικασία καθαρά θρησκευτική. Όμως οι έλληνες ιερείς μόνο αδιάφθοροι δεν είναι· λίγα χρήματα αρκούν για να τους κάνεις να παραδεχτούν ότι δεν τήρησαν κάποιους τύπους, πολύ μεγάλης σπουδαιότητας υποτίθεται, και ότι δύο άτομα που έχουν οκτώ παιδιά είναι ξαφνικά ξένοι μεταξύ τους. Καθώς η Ιάνθη είχε μόνο ένα παιδί με τον κόμη Τ., ξεπαντρεύτηκε εν ριπή οφθαλμού ή, μάλλον, αναγνώρισαν κατά πλειοψηφία ότι δεν είχε υπάρξει ποτέ παντρεμένη. Όλη η πόλη αναρωτιόταν: «θα παντρευτεί τον Χατζηπέτρο;». Πράγματι, είχε πει αντίο στον ιδιοκτήτη αυτής της καλύβας, όπου εκείνη έμοιαζε με πορτρέτο του Λώρενς21 κρεμασμένο στην κουζίνα· έχτισε ένα μεγάλο και όμορφο σπίτι το υπνοδωμάτιο του οποίου έμοιαζε με αίθουσα του θρόνου· ο στρατηγός είχε τα δικά του διαμερίσματα και μια φρουρά με κάμποσους σωματοφύλακες. Η Ιάνθη είχε συμφωνήσει την τιμή με έναν καπετάνιο, έναν πραγματικό καπετάνιο συνταξιούχο, που θα έκανε τον πορτιέρη. Τη στιγμή της μετακόμισης, διαπίστωσε ότι ο καινούργιος της στάβλος ήταν

άξιος να στεγάσει ένα όμορφο αραβικό άλογο, και έτρεξε στη Συρία για να διαλέξει ένα. Έφυγε χωρίς τον Χατζηπέτρο, που όλο και γερνούσε, που τη χτυπούσε καμιά φορά και που θα μπορούσε να τη σκοτώσει κάποια μέρα, όχι από έρωτα αλλά από συμφέρον. Η αναχώρησή της ήταν τόσο εσπευσμένη που οι φίλοι της μόλις που πρόλαβαν να την αποχαιρετήσουν. Όλη τη χρονιά, μάταια ζητούσα να μάθω νέα της· μου τα μετέφεραν αυτή την εβδομάδα. Η Ιάνθη βρήκε σε μια αραβική φυλή το άλογο που έψαχνε. Το ζώο ανήκε στον σεΐχη· ο σεΐχης ήταν νέος και καλοφτιαγμένος. Είπε στην Ιάνθη: «Το άλογο αυτό είναι, δυστυχώς, ατίθασο· αν τιθασευόταν θα ήταν ανεκτίμητο και θα το προτιμούσα και από τις τρεις γυναίκες μου». Η Ιάνθη του απάντησε: «Ένα όμορφο άλογο είναι θησαυρός· αλλά τρεις γυναίκες δεν είναι αμελητέες, αν είναι όμορφες. Φέρε, όμως, το άλογό σου να δούμε αν είναι ατίθασο». Δυο Άραβες έφεραν το άλογο στην Ιάνθη, και εκείνη το δάμασε. Ενώ το έβαλε να καλπάσει καταπώς ήθελε, ο σεΐχης τη βρήκε πιο όμορφη από τις τρεις γυναίκες του μαζί. Της είπε: «Η γυναίκα, μερικές φορές, πετυχαίνει εκεί που ο άντρας λυγίζει, γιατί ξέρει να κάμπτεται. Το ζώο αυτό είναι ανεκτίμητο από τη στιγμή που κατάφερες να το τιθασεύσεις, και δεν θα το πληρώσεις με τα χρήματά σου αν θελήσεις να το αποκτήσεις». Η Ιάνθη, που είχε αρχίσει εδώ και λίγα λεπτά να θαυμάζει την ομορφιά του σεΐχη, του απάντησε: «θα πληρώσω το άλογό σου όπως το εννοείς· δεν ήρθα από τόσο μακριά για να κάνω παζάρια. Αλλά οι γυναίκες της πατρίδας μου είναι πολύ περήφανες για να μοιραστούν την καρδιά ενός άντρα: μπαίνουν κάτω από μια σκηνή μόνο με την προϋπόθεση ότι εκεί θα βασιλεύουν μόνες τους, και θα πληρώσω το άλογό σου μόνο αν διώξεις το χαρέμι σου». Ο σεΐχης απάντησε ζωηρά: «Οι άντρες της πατρίδας μου παίρνουν τόσες γυναίκες όσες μπορούν να θρέψουν αν διώξω το χαρέμι μου για να ζήσω με μία μόνο γυναίκα, θα μοιάζω με μισθοσυντήρητο των χιλίων διακοσίων φράγκων. Εξάλλου, πρέπει να ακολουθήσω τη θρησκεία μου, να δώσω το παράδειγμα στον λαό μου, να μην με κακοχαρακτηρίσουν οι τούρκοι στρατιώτες. Η μονογαμία είναι κάτι...» Εν ολίγοις, συζήτησαν για ώρα πολλή, μετά έκαναν αμοιβαίες υποχωρήσεις και αυτή τη στιγμή η Ιάνθη είναι μοναδική γυναίκα του σεΐχη. Πέτυχε μια συμφωνία τριών χρόνων, με την εκπνοή της οποίας ο σεΐχης θα επανακτήσει, αν το επιθυμεί, το χαρέμι του. Η συμφωνία θα μπορεί να ανανεωθεί, θα συμβεί κάτι τέτοιο; Αμφιβάλλω. Η γυναίκα είναι ένα φρούτο που γρήγορα ωριμάζει στον ήλιο της Συρίας. Ο λόρδος Ε. προεδρεύει στη Βουλή των Λόρδων ο βαρόνος Φ. ανατρέφει τα παιδιά του· ο κόμης Τ. ελπίζει ότι η κυβέρνηση του βασιλιά Όθωνα θα τον διορίσει σε κάποιο προξενείο· ο Χατζηπέτρος ξαναφόρεσε το γιλέκο του στρατιώτη· διοικεί ένα σώμα εξεγερμένων στα σύνορα με την Τουρκία· φιλονικεί σταθερά με τους άλλους στρατηγούς του κόμματός του· έγραψε πρόσφατα, στον βασιλιά αυτή τη φορά, για

να του ανακοινώσει ότι δεν είχε ούτε χρήματα ούτε εφόδια, και οι εφημερίδες ήδη έχουν καταγράψει δυο ή τρεις από τις ήττες του. Η δούκισσα σύντομα βρήκε παρηγοριά από την αναχώρηση της Ιάνθης. Είχε την προνοητικότητα να μαλώσει μαζί της ώστε να μην της λείψει.[9]

Σημειώσεις της μεταφράστριας 1 O André Chénier (1762-1794) υπήρξε γνώστης της ελληνικής και λατινικής αρχαιότητας. Ακολούθησε την παράδοση της μίμησης των αρχαίων, η οποία, στα τέλη του 18ου αιώνα, τείνει να εκλείψει. Αν και θιασώτης της Γαλλικής Επανάστασης, καρατομήθηκε ως «εχθρός του λαού». 2 Απόσπασμα από το ποίημα «Ο ασθενής» (Le malade). 3 Το συγκεκριμένο αλμανάκ, που πήρε το όνομά του από την ομώνυμη πόλη της Θουριγγίας όπου εκδιδόταν, περιείχε αναλυτικούς καταλόγους με τις βασιλικές αυλές και τους ευγενείς της Ευρώπης. 4 Οι εξεγέρσεις που σημειώνονται στα Επτάνησα το 1848-1849 κατά των βρετανικών αρχών είναι απόηχος της κοινωνικής επανάστασης του 1848 στη Γαλλία. 5 5 Ομήρου Οδύσσεια, Ραψωδίες ν-ω, μτφρ. Δ.Ν. Μαρωνίτης, Καστανιώτης, Αθήνα 1995, ραψωδία ξ, σ. 43. 6 Κάτοικοι φτωχών περιοχών της Σαβοΐας, μετανάστευαν κυρίως στο Παρίσι, όπου εργάζονταν ως χειρώνακτες. Παρόμοια περίπτωση είναι και οι Ωβέρνιοι. 7 Ο οικισμός αυτός βρισκόταν στο σημερινό «Παλαιό Ηράκλειο». Οι απόγονοι της συγκεκριμένης κοινότητας, έλληνες πολίτες, έχουν βαυαρικά ονόματα και καθολικό θρήσκευμα. 8 Παραθέτουμε τη σημείωση της πρώτης ελληνικής μετάφρασης (Εντμόντ Αμπού, Η Ελλάδα του Όθωνος, «Η σύγχρονη Ελλάδα» 1854, μτφρ. Α. Σπήλιος, πρόλογος, επιμ. Τάσος Βουρνάς, Τολίδης, Αθήνα χ.χ.), καθώς, εκτός από τις πληροφορίες σχετικά με τους Πολωνούς, μας ενημερώνει με τρόπο συνοπτικό για τα ιστορικά δεδομένα της εποχής, τα ευρωπαϊκά αλλά και τα ελληνικά: «Πρόκειται για μια ομάδα Πολωνών που είχαν πολεμήσει εναντίον των Αυστριακών στην Ιταλία κατά τη διάρκεια των αστικοδημοκρατικών εξεγέρσεων που συγκλόνισαν το 1848 την Ευρώπη. Οι Πολωνοί ανήκαν στην Πολωνική λεγεώνα του πολωνού ποιητή και επαναστάτη Μισκίεβιτς και μετά την ήττα της εξέγερσης στην Ιταλία ένα μέρος κατέφυγε και στην Ελλάδα. Ο ηγέτης τους στρατηγός Μίλμπιτς ήταν εκείνος που είχε χρησιμοποιηθεί άθελά του για να κατηγορηθεί ο Μακρυγιάννης επί προδοσία το 1852 και να καταδικαστεί σε θάνατο... Περισσότερα βλ. στην εισαγωγή του Μ. Πρωτοψάλτη στο βιβλίο Η δίκη του στρατηγού Μακρυγιάννη, Αθήνα 1963», σ. 72. 9 Η πόλη της Χαλκίδας. Negroponte την είχαν ονομάσει οι Ενετοί. 10 Εννοεί τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1854-1856). 11 Karl Benedikt Hase (1780-1864): Γερμανός φιλόλογος και αρχαιολόγος. 12 Charles Lenormant (1802-1859): Γάλλος αρχαιολόγος που έδωσε το όνομά του στη σημερινή οδό Λένορμαν. Υπήρξε μέλος της γαλλικής επιστημονικής αποστολής του Σαμπολιόν στην Αίγυπτο καθώς και σε εκείνη του Μοριά. 13 Αν και στην εποχή του είχε απήχηση, το μυθιστορηματικό έργο του Alphonse Karr έχει πέσει σήμερα σε λήθη. 14 Στη σύγχρονη γαλλική έκδοση του βιβλίου του Αμπού (La Grèce contemporaine (1854),

15 16 17 18 19 20 21 22

επιμ. Jean Tucoo-Chala, L’Harmattan, 1996), ο επιμελητής παραθέτει σε σημείωση τα λόγια του Μακρυγιάννη, όπου εκφράζει τον θαυμασμό του για τον φιλέλληνα Φαβιέρο, και μεταφέρει ένα κλίμα ομοψυχίας μεταξύ Ελλήνων και φιλελλήνων (σ. 77-78). Henri Masers de Latude (1725-1805): Μυθιστορηματική μορφή του 19ου αιώνα ο οποίος φυλακιζόταν και δραπέτευε συνεχώς. Τα απομνημονεύματά του γνώρισαν μεγάλη επιτυχία. Ανάλογη περίπτωση είναι και ο Πρώσος Frédéric de Trenck (1726-1794). Ο Daniele Manin (1804-1854) ήταν από τους πρωτεργάτες της αντίστασης κατά της αυστριακής κατοχής. Πόλη της Βρετάνης. Μαρία Λουίζα της Αυστρίας, δεύτερη σύζυγος του Ναπολέοντα. Πρόκειται για την αγγλίδα αριστοκράτισσα με τον μυθιστορηματικό βίο Jane Elizabeth Digby. Ήρωας του Μολιέρου από την κωμωδία Les Précieuses Ridicules. Thomas Lawrence (1769-1830): Σημαντικός άγγλος προσωπογράφος. Όπως αναφέρεται και παρακάτω, ο δρόμος προς το τότε χωριό Πατήσια ήταν ο περίπατος των Αθηναίων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ Γεωργία, βιομηχανία, εμπόριο

I Μέτρα και σταθμά - Επίσημες μονάδες μέτρησης και μονάδες μέτρησης σε χρήση - Τα πάντα πωλούνται με βάση το βάρος - Το νόμισμα δεν βρίσκεται σε αντιστοιχία με τα άλλα μέτρα και σταθμά - Ο χρυσός και το ασήμι έχουν εξαφανιστεί από τα νομίσματα Πριν μιλήσουμε για τη γεωργία, τη βιομηχανία και το εμπόριο στην Ελλάδα, κρίνω απαραίτητο να πούμε δυο λόγια για το σύστημα του βάρους, των μονάδων μέτρησης και των νομισμάτων που χρησιμοποιούνται στη χώρα. Ένα διάταγμα της 28ης Σεπτεμβρίου 1836 επιβάλλει στους πολίτες το μετρικό σύστημα. Ο νομοθέτης έκανε τον κόπο να βαφτίσει εκ νέου όλα τα μέτρα μας, στα οποία είχαμε δώσει ελληνικά ονόματα. Ονομάζουν το εκατοστό δάκτυλο, το δέκατο του μέτρου παλάμη, το μέτρο πήχη. Ο λαός δεν θέλει να βαρύνει τη μνήμη του με αυτή την ονοματολογία: χρησιμοποιεί για κάθε μέτρο μήκους την πίπα των εξήντα πέντε εκατοστών όπως την εποχή της Τουρκοκρατίας. Τα νόμιμα σταθμά τού φαίνονται πολύ δύσκολα για να τα συγκροτήσει· αναγνωρίζουν μόνο την οκά, την τούρκικη μονάδα βάρους των 1.250 γραμμαρίων. Η οκά χωρίζεται σε 400 δράμια. Είναι τα μόνα σταθμά το όνομα των οποίων έχω ακούσει στην Ελλάδα, δεκαοκτώ χρόνια αφότου η κυβέρνηση τους επέβαλε κάποια άλλα. Οι μονάδες μέτρησης χωρητικότητας έγιναν τελείως ανώφελα. Ο λαός έχει μυαλό. Ξέρει ότι οι έμποροι θα τον κλέψουν αν δεν του ζυγίσουν το εμπόρευμά του· τα αγοράζει λοιπόν όλα με τη ζυγαριά, ακόμα και το κρασί. Η δραχμή, η βάση του νομισματικού συστήματος, δεν βρίσκεται σε αντιστοιχία με τα άλλα νόμιμα μέτρα και σταθμά. Ζυγίζει 4 γραμμάρια και 447 χιλιόγραμμα ή, για να μιλήσουμε τη διοικητική αργκό της Ελλάδας, η δραχμή ζυγίζει 4 δραχμές, 4 οβολούς, 4 κόκκους και 4/10 του κόκκου. Η δραχμή περιέχει 4,029 γραμμάρια καθαρό μέταλλο και 0,448 κράμα. Αξίζει 89 λεπτά και 54, σε χρήμα Γαλλίας, ή σε στρογγυλούς αριθμούς 90 σεντίμ. Αντιστοιχεί λοιπόν σχεδόν στα 9/10 ενός φράγκου, και όταν ο αναγνώστης θα βρει έναν αριθμό που να δηλώνει δραχμές, θα πρέπει μόνο να τον μειώσει κατά ένα δέκατο προκειμένου να βρει την κατά προσέγγιση αξία σε φράγκα. Η δραχμή διαιρείται σε εκατό ίσα μέρη που ονομάζονται λεπτά. Ένα λεπτόν

(προφέρεται λεπτό) ισοδυναμεί λοιπόν με 9/10 του σεντίμ, και μία ελληνική πεντάρα αντιστοιχεί σχεδόν σε 41/2 σεντίμ. Το κράτος έκοψε νομίσματα των 20 φράγκων σε χρυσό που ονομάζονται όθωνες· αυτά έχουν βγει από τη χώρα. Τα ασημένια νομίσματα των 5 δραχμών τα βρίσκει πια κανείς μόνο στην Τουρκία. Όσο για τα νομίσματα της μίας δραχμής, δεν έχω πιάσει πάνω από 15 μέσα σε δύο χρόνια. Τα ασημένια νομίσματα των 50 και 25 λεπτών τα έλιωσαν ή τα έβγαλαν στο εξωτερικό. Τα νομίσματα από χαλκό των 10, των 5, των 2 λεπτών καθώς και του ενός λεπτού είναι τα μοναδικά ελληνικά νομίσματα που κυκλοφορούν στη χώρα.

II Γεωργία: πόσο πλούτο προσφέρει στην Ελλάδα; - Η χώρα δεν είναι άγονη - Δύσκολο να πληροφορηθείς την έκταση των καλλιεργήσιμων γαιών: δεν έχει γίνει κτηματολόγιο - Τα τρεχούμενα νερά - Καλλιέργεια των δημητριακών, του βαμβακιού, του ριζαριού, του καπνού - Το ελαιόδεντρο - Τα κρασιά της Σαντορίνης και της Μονεμβασιάς - Η ρετσίνα - Η κορινθιακή σταφίδα - Το μετάξι - Τα φρούτα: γιατί οι Έλληνες τρώνε μονάχα άγουρα φρούτα και δεν τρώνε ποτέ σπαράγγια; - Τα δάση Εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια η Ελλάδα ζει από τη γεωργία και το εμπόριο, ενώ δεν έχει βιομηχανία. Όσο δεν έχει εργοστάσια, και θα κάνει καιρό να αποκτήσει, θα είναι εξαρτημένη από τις χώρες που έχουν, καθώς θα εισάγει τα βιομηχανικά προϊόντα. Δεν πρέπει να διανοηθεί κανείς να στήσει βιομηχανία στη λιγότερο βιομηχανική χώρα του κόσμου: θα σπαταλούσε ματαίως κεφάλαιο, ανθρώπους και χρόνο. Δεν πιστεύω πως είναι κακό το μικρό αυτό βασίλειο να αγοράζει για έναν δυο αιώνες ακόμη ξένα βιομηχανικά προϊόντα, αρκεί να αποκομίζει από τη γεωργία και το εμπόριο τα απαραίτητα χρήματα για να τα πληρώνει. Την ημέρα που η Ελλάδα θα εξάγει μετάξι, βελανίδια, κρασί και κορινθιακή σταφίδα αξίας πενήντα εκατομμυρίων, θα μπορεί, χωρίς κανένα πρόβλημα, και να αγοράζει ετησίως σίδηρο και υφάσματα αξίας 50 εκατομμυρίων. Μέχρι σήμερα, η αξία των εξαγωγών είναι σχεδόν το μισό της αξίας των εισαγωγών και χάνει κάθε χρόνο περισσότερα από 10 εκατομμύρια συνάλλαγμα. Αν θέλουν η χώρα να ανακάμψει, πρέπει οι εξαγωγές να ισοσκελίζουν τις εισαγωγές, όχι μειώνοντας την ποσότητα των εισαγόμενων προϊόντων που είναι απαραίτητα

για την κατανάλωση, αλλά αυξάνοντας την ποσότητα εκείνων των ανταλλάξιμων προϊόντων που διακινούνται λόγω των εξαγωγών. Η κύρια πηγή πλούτου στην Ελλάδα βρίσκεται στη γεωργία. Η χώρα, χωρίς να είναι πολύ εύφορη, θα μπορούσε να θρέψει 2 εκατομμύρια κατοίκους. Έχει 950.000 και δεν τους θρέφει. Προς επίρρωσιν του ισχυρισμού μου, θα ήθελα να μπορούσα να δώσω τον ακριβή αριθμό των καλλιεργήσιμων γατών που υπάρχουν στο βασίλειο. Αλλά δεν τον γνωρίζω καθόλου. Παρόμοια άγνοια στο θέμα αυτό έχει ο βασιλιάς Όθωνας και οι υπουργοί του, που ποτέ δεν έφτιαξαν το κτηματολόγιο της χώρας. Η έκταση του βασιλείου είναι 7.618.496 εκτάρια. Υπολογίζονται κατά προσέγγιση 2.500.000 εκτάρια σε βραχώδεις περιοχές και βουνά· 1.120.000 εκτάρια σε δάση· 2.003.000 καλλιεργήσιμης γης, εκ των οποίων 800.000 ανήκουν στο κράτος. Οι βάλτοι και οι λίμνες περιλαμβάνουν στη βόρεια Ελλάδα λίγα βοσκοτόπια. Αν η γη ήταν λιγότερη από τα χέρια που την καλλιεργούν, κάτι που δεν θα συμβεί νωρίτερα από εκατό χρόνια, δεν θα είχαν παρά να αποξηράνουν τη λίμνη Κωπαΐδα για να δώσουν στη γεωργία 30.000 εκτάρια εξαιρετικής γης. Το τρεχούμενο νερό είναι σχετικά σπάνιο στον Μοριά και πολύ σπάνιο σε ορισμένα νησιά. Γεγονός πολύ κακό για τις καλλιέργειες, καθώς οι βροχές ποτέ δεν είναι αρκετές και τα αμπέλια και οι ελιές έχουν ανάγκη από πότισμα. Ωστόσο το νερό δεν λείπει ποτέ εντελώς, και οι έλληνες χωρικοί ξέρουν να εκμεταλλεύονται και το πιο μικρό ρυάκι προκειμένου να ποτίσουν τις καλλιέργειές τους. Υπάρχει σε όλη τη χώρα ένα διπλό σύστημα από τρεχούμενο νερό. Το ένα βρίσκεται στην επιφάνεια του εδάφους και το άλλο τρέχει κάτω από τα βράχια και εμφανίζεται μονάχα κατά διαστήματα. Μια λίμνη, για παράδειγμα, δίχως ορατή εκροή, χύνεται σε απόσταση δέκα λευγών με μορφή χειμάρρου. Το γεγονός αυτό δεν έχει καμία σημασία για τη γεωργία, αλλά το επισημαίνω ως ένα περίεργο και ιδιαίτερο στοιχείο της χώρας. Το έδαφος της Ελλάδας είναι σχετικά κατάλληλο για την καλλιέργεια των δημητριακών, του αμπελιού, της μουριάς και των οπωροφόρων δέντρων. Το σιτάρι, το κριθάρι, η σίκαλη και το καλαμπόκι προσφέρονται για τις πετρώδεις περιοχές, όπου το καλλιεργήσιμο έδαφος έχει μόνο λίγα εκατοστά πάχος. Η βρόμη δεν πιάνει και πολύ, η πατάτα καθόλου· πρέπει να το πάρουν απόφαση ότι δεν μπορούν να την καλλιεργήσουν. Ο αρακάς, τα φασολάκια, τα κουκιά ευδοκιμούν και αποδίδουν πολύ. Το ρύζι θα μπορούσαν να το καλλιεργήσουν με επιτυχία σε υγρά εδάφη. Το ποώδες βαμβάκι φυτρώνει παντού όπου το σπέρνουν. Ευδοκιμεί κυρίως στην

πεδιάδα του Άργους και στα νησιά. Η Ελλάδα μπορεί να κάνει τέτοια συγκομιδή που να αρκεί για τη δική της κατανάλωση, αλλά να εξάγει και στο εξωτερικό. Μάλιστα, στα νησιά του Αρχιπελάγους η γαλλική κυβέρνηση αναζήτησε σπόρους βαμβακιού για τις αποικίες μας στην Αφρική. Το ριζάρι1 ευδοκιμεί στις βόρειες επαρχίες όσο και το βαμβάκι στις νότιες. Οι πρώτες φυτείες που έφτιαξαν γρήγορα αύξησαν κατά εκατό χιλιάδες δραχμές τα έσοδα της χώρας. Οι οικονομολόγοι πίστευαν ότι έπειτα από λίγα χρόνια θα απέδιδαν μέχρι και ένα εκατομμύριο. Αν οι προσδοκίες αυτές δεν επαληθεύτηκαν ακριβώς, οφείλεται στο γεγονός ότι οι καλλιεργητές δεν είχαν κεφάλαια και όχι στο ότι η γη ήταν άγονη. Ο ελληνικός καπνός διαθέτει καλή ποιότητα και εξαίσιο άρωμα. Η συγκομιδή του γίνεται στην Αργολίδα και στην επαρχία της Λειβαδιάς. Τα καπνά του Άργους είναι πιο μαύρα και πιο εκλεπτυσμένα από τα καπνά του βορρά· χαίρουν πάντως εκτίμησης, και δικαίως. Η καλλιέργεια του καπνού είναι τόσο χαμηλού κόστους ώστε μπορούν να τον διοχετεύσουν στο εμπόριο στην τιμή της μίας δραχμής την οκά, δηλαδή ενενήντα γαλλικά λεπτά τα 1.250 γραμμάρια. Πριν από οκτώ χρόνια, η γαλλική κυβέρνηση έκανε μια παραγγελία στην τιμή αυτή, η οποία ανερχόταν στις οκτακόσιες χιλιάδες φράγκα. Αλλά οι μεσάζοντες έκαναν κατάχρηση της εμπιστοσύνης του (γαλλικού) κράτους αγοράζοντας σε εξευτελιστικές τιμές χαλασμένα καπνά, και η υπηρεσία έμμεσων φόρων διέκοψε τις σχέσεις της με την Ελλάδα. Το έδαφος της χώρας είναι γεμάτο αγριελιές, που απλώς περιμένουν να μπολιαστούν για να δώσουν εξαιρετικούς καρπούς. Τα μπολιασμένα ελαιόδεντρα είναι αναρίθμητα. Ο λαός τρέφεται όλο τον χρόνο με ελιές συντηρημένες όπως όπως στην άρμη· κάνουν μεγάλη κατανάλωση λαδιού, γιατί είναι άγνωστο στη χώρα το κερί από ζωικό λίπος, το κερί ως φωτιστικό χρησιμοποιείται μόνο σε μερικά αθηναϊκά σπίτια· δεν τους πέρασε ποτέ από το μυαλό να κατασκευάσουν κεριά από ρετσίνι, και όλες οι λάμπες του βασιλείου καίνε αποκλειστικά ελαιόλαδο. Ωστόσο, παρά τη χρήση και την κατάχρηση που γίνεται στο εσωτερικό, μπορούν ακόμη να εξάγουν μια σημαντική ποσότητα. Το αμπέλι ήταν μέχρι σήμερα ο κύριος πλούτος της γεωργίας. Πρέπει να ξεχωρίσουμε δύο είδη αμπελιού: εκείνα που δίνουν το κρασί και εκείνα που τα σταφύλια τους συντηρούνται χωρίς πρόσθετα και δίνουν αυτό που ονομάζεται κορινθιακή σταφίδα. Τα πρώτα αρκούν και με το παραπάνω για την κατανάλωση μιας λιτοδίαιτης χώρας. Όλα τα είδη του σταφυλιού, μηδενός εξαιρουμένου, ευδοκιμούν στο χώμα της Ελλάδας. Αριθμούνται, στη Σαντορίνη μόνο, πάνω από εξήντα ποικιλίες, όλες εξαιρετικές, κατά τα λεγόμενα των αμπελουργών. Όλες οι επαρχίες παράγουν κρασί, αλλά το καλύτερο αμπέλι του βασιλείου είναι

εκείνο της Σαντορίνης. Δεν συγκρίνω το κρασί της Σαντορίνης με το κρασί της Κύπρου, αφού η Κύπρος, ευτυχώς για κείνη, δεν αποτελεί τμήμα της Ελλάδας· αλλά δεν αποκλείεται να βρείτε γευσιγνώστες αρκετά ανεπηρέαστους που να προτιμούν το κρασί της Σαντορίνης. Η Κύπρος εξάγει κάθε χρόνο ενάμισι εκατομμύριο σε κρασιά από πέντε έξι είδη, εκ των οποίων το ακριβότερο και το πιο ευχάριστο είναι το κρασί Κουμανταρία. Αλλά αυτό το πολύτιμο ηδύποτο δεν διατηρείται. Μέσα σε διάστημα επτά ή οκτώ ετών ανοίγει το χρώμα του και περνά από το βαθύ κόκκινο στο απαλό κίτρινο· έπειτα σκουραίνει σταδιακά, αλλάζει γεύση καθώς και χρώμα. Το παλιό κρασί της Κύπρου, είτε το πίνεις είτε το κοιτάς, μοιάζει με χυμό από δαμάσκηνα· και οι αγοραστές πληρώνουν ακριβά για την κάβα τους κάτι που, χωρίς κόστος, θα το έφτιαχναν στην κουζίνα τους. Το κρασί της Σαντορίνης διατηρείται επί μακράν αντέχει και στα μεγαλύτερα ταξίδια. Κολακεύει το μάτι με ένα όμορφο χρώμα σαν τοπάζι και ικανοποιεί το στόμα με την καθαρή γεύση του. Το νερό το σηκώνει θαυμάσια· εδώ και δυο χρόνια δεν συνοδεύω με άλλο κρασί το γεύμα μου. θυμίζει λίγο το κρασί Μαρσάλα· αφήνει επίσης μια γεύση από θειάφι. Μυρίζεις την προέλευσή του. Γεννημένο πάνω σε ένα μισοσβησμένο ηφαίστειο, είναι το Λάκριμα Κρίστι της Ελλάδας. Οι Ρώσοι λατρεύουν το κρασί της Σαντορίνης· αγοράζουν ετησίως κρασί αξίας πενήντα χιλιάδων δραχμών αλλά θα προτιμούσαν να το είχαν δωρεάν και να το έπιναν στον τόπο που το βγάζει. Το κρασί Μαλβαζία, τόσο διάσημο κατά τον Μεσαίωνα, αποτελεί σχεδόν παρελθόν. Φτιαχνόταν στη Μονεμβασία, στη Λακωνία, βορείως του ακρωτηρίου Μαλέα ή Αρχάγγελου. Οι κάτοικοι της Μάνης έχουν σχεδόν εγκαταλείψει την καλλιέργεια του αμπελιού και μετά βίας παράγουν κάθε χρόνο ποσότητα επαρκή για να πνίξουν τον Κλάρενς·2 αλλά τα αμπέλια της Μονεμβασίας, μεταφυτευμένα στα νησιά και κυρίως στην Τήνο, δίνουν και πάλι ένα από τα πιο ωραία κρασιά. Δυστυχώς, οι Έλληνες δεν έχουν καθόλου κάβες· μετά βίας έχουν βαρέλια. Τα μπουκάλια, που έρχονται από την Ευρώπη, στοιχίζουν πολύ ακριβά στα λιμάνια. Ούτε να το σκεφτείς να τα μεταφέρεις στο εσωτερικό της χώρας: θα έφταναν θρύψαλα. Το κρασί διατηρείται σε ασκιά και φυλάσσεται στα δωμάτια. Για να μην χαλάσει, το αναμειγνύουν με ρετσίνι. Ένα ανάλογο σκεπτικό με του ανθρώπου που έπεφτε στο νερό για να μην βραχεί. Γνωρίζω κάποιους ταξιδιώτες που έφτυσαν με αγανάκτηση την πρώτη τους γουλιά ρετσίνα γιατί ήταν λες και κατάπιναν πίσσα. Έχω δει κάποιους άλλους, χωρίς να συμπεριλαμβάνω τον εαυτό μου, που συνήθισαν αυτό το είδος ποτού, πολύ υγιεινό κατά τα άλλα, και που, με φιλότιμη προσπάθεια, κατάφερναν να αφήνουν στην άκρη το ρετσίνι και να μαντεύουν τη γεύση του

κρασιού κάτω από αυτή τη θλιβερή αμφίεση. Το ίδιο σταφύλι χρησιμοποιείται για να παρασκευάσουν φίνα κρασιά και κοινά κρασιά, και συλλέγουν συνήθως από το ίδιο αμπέλι δύο ποτά διαφορετικής ποιότητας και γεύσης και με τιμή πολύ διαφορετική. Αν τη στιγμή που μεταφέρουν τον τρύγο στην πρέσα διατηρήσουν ένα τμήμα του για να το εκθέσουν στον ήλιο στις ταράτσες, το σταφύλι αυτό, ύστερα από την εξάτμιση δεκαπέντε ημερών, παρέχει ένα κρασί πιο γλυκό, με περισσότερο αλκοόλ, που διατηρείται και ευκολότερα. Το vino santo της Σαντορίνης, που παρασκευάζεται με αυτό τον τρόπο, αρέσει ακόμα περισσότερο από το ξηρό· αλλά δύσκολα θα το πιεις στην Αθήνα καθαρό. Οι έμποροι φοβούνται μήπως τους κακοχαρακτηρίσουν αν πουλήσουν κάποιο προϊόν χωρίς να το νοθεύσουν. Υπάρχουν στην Ελλάδα πάνω από τριάντα δύο χιλιάδες εκτάρια από αμπέλια που ανήκουν σε ιδιώτες. Το σταφύλι της Κορίνθου καλλιεργείται από τον Ισθμό μέχρι την Αρκαδία, σε όλες σχεδόν τις βόρειες και δυτικές όχθες του Μοριά. Η ρώγα έχει βιολετί χρώμα και πάχος όσο το φραγκοστάφυλο· δεν έχει καθόλου κουκούτσια και κρέμεται σε μακριά τσαμπιά πολύ χαλαρά. Τρυγούν το κορινθιακό σταφύλι την ίδια εποχή με τα υπόλοιπα. Μόλις το τρυγήσουν, το στεγνώνουν στο φούρνο, το συσκευάζουν και το στέλνουν στην Αγγλία. Αν η Ελλάδα σταματούσε να παράγει αυτές τις μικρές μαύρες ρώγες, δεν θα υπήρχαν πια ούτε plum-puddings ούτε plum-cakes, ούτε κανένα άλλο γλυκό των οποίων τα plums, η κορινθιακή σταφίδα δηλαδή, είναι η βάση. Αν η αρρώστια του σταφυλιού που κατέστρεψε, το 1852, τα δύο τρίτα της σοδειάς είχε σκοτώσει τα κλήματα, η Αγγλία θα είχε στερηθεί την πιο αγνή των απολαύσεών της και η Ελλάδα το πιο καθαρό των εσόδων της: γιατί τα οκτώ ή τα δέκα χιλιάδες εκτάρια που παράγουν την κορινθιακή σταφίδα έφεραν στη χώρα περισσότερα από έξι εκατομμύρια δραχμές σε αγγλικά χρήματα. Οι Έλληνες είναι περισσότερο λάτρεις του χρήματος παρά της κορινθιακής σταφίδας: εξάγουν σχεδόν το σύνολο της σοδειάς. Μετά βίας βρίσκεις στην Αθήνα λίγα φρέσκα τσαμπιά, και μόνο περίσσευμα από κορινθιακή σταφίδα. Ένα αξιοσημείωτο γεγονός είναι ότι οι Άγγλοι είναι ο μοναδικός λαός της υφηλίου που αναζητεί μανιωδώς την κορινθιακή σταφίδα. Αν η Γαλλία, η Αμερική και η Ρωσία διακατέχονταν από την ίδια αγάπη, η κατανάλωση του προϊόντος αυτού θα ήταν απεριόριστη και η Ελλάδα θα είχε στα αμπέλια της την πηγή ενός ανεξάντλητου εισοδήματος. Ο ελληνικός λαός δεν θα χρειαζόταν να καλλιεργεί κάτι άλλο, και το πιο συνετό θα ήταν να φυτεύει τα κλήματα της Κορίνθου σε όλα τα εδάφη του βασιλείου. Αλλά μια τέτοια παρατραβηγμένη υπόθεση θα ήταν σαν να λέγαμε πως θα γίνουν θαλάσσια λιμάνια όλες οι ακτές της Γαλλίας. Καθώς η κατανάλωση της

κορινθιακής σταφίδας περιορίζεται στις ανάγκες της Αγγλίας, η παραγωγή πρέπει να έχει περιορισμούς. Η εμπειρία έχει ήδη αποδείξει ότι η τιμή του προϊόντος αυτού ήταν σε αντίστροφη σχέση με τις εξαγόμενες ποσότητες και ότι όσο τα αμπέλια κέρδιζαν έδαφος τόσο οι καρποί έχαναν αξία. Η κορινθιακή σταφίδα έχει υποστεί κατά τα τελευταία έτη τεράστια υποτίμηση, και μολονότι η Ελλάδα διαθέτει περίπου τέσσερις φορές περισσότερα αμπέλια από ό,τι δέκα χρόνια πριν, η συνολική αξία της σοδειάς έχει μόλις και μετά βίας διπλασιαστεί. Το κράτος οφείλει λοιπόν να ενισχύσει κάθε είδους άλλη καλλιέργεια από εκείνη της κορινθιακής σταφίδας και να μετριάσει την πίεση των αμπελουργών, που, μαγεμένοι από την προοπτική ενός σημαντικού κέρδους, δανείζονται για να αγοράσουν έναν αγρό, δανείζονται για να τον φυτέψουν, δανείζονται για να τον καλλιεργήσουν, δανείζονται για να τον τρυγήσουν, με ένα επιτόκιο δεκαπέντε και είκοσι τοις εκατό. Έπειτα από πολλή δουλειά, φροντίδα και κόπους καταλήγουν να μειώσουν την αξία της σταφίδας στην αγορά του Λονδίνου! Το μετάξι χρησιμοποιείται σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο· έχει ζήτηση σε όλες τις αγορές του πλανήτη, και δεν θα υπάρξει ποτέ επαρκής παραγωγή για μια κατανάλωση που καθημερινά όλο και αυξάνεται. Η Ελλάδα μπορεί να παράγει πολύ· όχι μόνο της έχει δοθεί εξ ουρανού κλίμα ευνοϊκό για την καλλιέργεια της μουριάς, αλλά έχει λάβει και από τους Τούρκους κληρονομιά όμορφες και μεγάλες μουριές με μεγάλη απόδοση. Μπορεί ακόμη να βρει αρκετά σημαντικούς πόρους για την καλλιέργεια οπωροφόρων. Τα φρούτα της Ευρώπης, όπως τα αχλάδια, τα μήλα, τα καρύδια, δύσκολα ευδοκιμούν κάτω από έναν ουρανό τόσο λαμπερό· οι φράουλες, τα σμέουρα και τα φραγκοστάφυλα παράγονται με πολλά έξοδα και φροντίδα· τα κεράσια και τα δαμάσκηνα είναι μικρά και άνοστα· αλλά τα βερίκοκα, τα σύκα, τα αμύγδαλα, τα ρόδια, τα πορτοκάλια και τα λεμόνια ευδοκιμούν θαυμάσια. Τα σύκα της Αττικής έχουν μείνει αναλλοίωτα από την αρχαιότητα. Είναι πιο μικρά αλλά πιο νόστιμα από εκείνα της Σμύρνης και μπορούν, σε όλες τις αγορές, να αντέξουν τον ανταγωνισμό. Τα βερίκοκα είναι υπέροχα· θα μπορούσαν να φτιάξουν με λίγη τέχνη γλυκίσματα αντάξια ή και ανώτερα από εκείνα της Ωβέρνης. Τα αμύγδαλα προσφέρονται για εξαγωγή, θα μπορούσαν να προστεθούν στα άλλα ξερά φρούτα τα τζίτζιφα, που ευδοκιμούν πολύ στην Κέρκυρα και στα άλλα νησιά του Ιονίου. Τα φρέσκα φρούτα που βγαίνουν στον Πόρο, στην Καλαμάτα, στο Ναβαρίνο και στα νησιά, τα ρόδια, τα πορτοκάλια και τα λεμόνια, θα έκαναν καλή εντύπωση στους εμπόρους του Παρισιού και του Λονδίνου. Αλλά ας μην διανοηθούν να κερδίσουν χρήματα από τη χουρμαδιά, αν και εύκολα εγκλιματίζεται σε ορισμένες περιοχές, καθώς είναι κατάλληλη μόνο για να ομορφαίνει τους κήπους.

Οι Έλληνες έχουν τη θλιβερή συνήθεια να κόβουν τα φρούτα προτού ωριμάσουν. Πηγαίνετε στο παζάρι των Αθηνών και αγοράστε φρούτα. Είναι πολύ πράσινα, αλλά ό,τι πρέπει για τους ντόπιους, που τα καταβροχθίζουν όπως είναι. - Μπορώ να βρω κάπου ώριμα ροδάκινα; ρώτησα ένα βράδυ κάποιον Αθηναίο. - Αμφιβάλλω. - Μήπως ξέρετε να μου πείτε γιατί; - Δεν έχουμε δρόμους, και αν κουβαλήσουν τα ώριμα φρούτα με το μουλάρι στα μονοπάτια μας θα φτάσουν στην αγορά μαρμελάδες. - Όμως, του είπα, έχω παρατηρήσει ότι τα φρούτα της Κέρκυρας, που είναι, δεν θέλω να σας προσβάλω, πολύ πιο ωραία από τα δικά σας, δεν ήταν πολύ πιο ώριμα. Ωστόσο τα μεταφέρουν με κάρο σε δρόμους τόσο ίσιους και ομαλούς λες και είναι αλέες σε πάρκο. - Α, απάντησε ο Έλληνας, υπάρχει και ένας άλλος λόγος. Οι καλλιεργητές δεν έχουν χρήματα, ενώ έχουν πιστωτές. Όλη η ελληνική γεωργία βρίσκεται στην ίδια κατάσταση, πρέπει, πάση θυσία, να βρεθούν μετρητά. Πέρυσι, ένας γάλλος κηπουρός ήρθε από τη Σμύρνη. Παρατήρησε ότι οι Έλληνες δεν είχαν, τρόπος του λέγειν, καθόλου λαχανικά στους κήπους τους και ότι όλες οι απόπειρες κηπουρικής περιορίζονταν στην ντομάτα. Προσφέρθηκε να φυτέψει σε πολλούς ευκατάστατους ιδιοκτήτες σπαράγγια, διαβεβαιώνοντάς τους ότι, χωρίς δουλειά και έξοδα, θα κέρδιζαν ένα σημαντικό εισόδημα. - Σε πόσο καιρό; είπαν οι Έλληνες. - Σε τέσσερα χρόνια το αργότερο. - Είστε τρελός; Και πιστεύετε ότι θα ξοδέψουμε τα χρήματά μας για να έχουμε κέρδος έπειτα από τέσσερα χρόνια; Ως τότε θα έχουμε χρεοκοπήσει είκοσι φορές. Επιστρέφω στους Έλληνες, που είναι αντάξιοι αδελφοί των ραγιάδων της Σμύρνης. Έχουν στην Ελλάδα, συγκεκριμένα στον Ταΰγετο, στον Παρνασσό, στην πεδιάδα της Δωρίδας, 1.120. 000 εκτάρια δασών με των καλύτερων ειδών τα δέντρα. Όμορφα δάση βρίσκονται στο βόρειο τμήμα της νήσου Εύβοιας. Στην Ακαρνανία βρίσκεις παρθένα δάση πραγματικά. Αυτές οι πηγές πλούτου, αν τις εκμεταλλευόταν ένα έξυπνο κράτος, θα αποτελούσαν περιουσία για τη χώρα που χρειάζεται ξυλεία για την κατασκευή σπιτιών και πλοίων, και την οποία αναγκάζεται να αγοράζει από το εξωτερικό. Οι δρύες που παράγουν τα βελανίδια είναι τα μόνα δέντρα του δάσους από τα οποία η Ελλάδα αποκομίζει κέρδος. Το βελανίδι έχει μεγάλη ζήτηση στην Ευρώπη· οι Έλληνες σχεδόν πάντα θα είχαν τόσο όφελος σπέρνοντας βελανιδιές όσο και φυτεύοντας μουριές.

III Γεωργία: χρήση των πηγών πλούτου - Ταχεία πρόοδος και απότομη παύση της γεωργικής παραγωγής - Καλλιέργεια δημητριακών οι γυναίκες στο κάρο - Το λάδι και το κρασί παράγονται με λάθος τρόπο - Τα δάση τους ούτε τα φυλάνε ούτε τα εκμεταλλεύονται - Προϋπολογισμός των γεφυρών και οδοστρωμάτων - Ο κίνδυνος να διασχίσεις ποτάμι πάνω σε γέφυρα - Τα δάση καίγονται συστηματικά - Ένας καλός δασοφύλακας - Σύνοψη Αυτές είναι οι πηγές πλούτου που το έδαφος της Ελλάδας προσφέρει στους κατοίκους της. Για να δούμε πόσο ξέρουν να επωφελούνται από αυτό. Από το 1833 έως το 1837, η αγροτική παραγωγή ανήλθε σταδιακά, από τα 30 στα 50 εκατομμύρια δραχμές. Από το 1837 έως το 1849, δεν σημειώθηκε καμιά πρόοδος· από το 1850 βρίσκεται σε πλήρη παρακμή. Δεν θέλω να σταθώ στις κακοτυχίες των τελευταίων τεσσάρων ετών: υπήρξαν και άλλες αιτίες εκτός από τη ραθυμία των κατοίκων και την αμεριμνησία της κυβέρνησης. Εκείνο που μας ενδιαφέρει να εξετάσουμε είναι γιατί, από το 1837 έως το 1849, μέσα σε δώδεκα ειρηνικά χρόνια, δεν έγινε ούτε ένα βήμα μπροστά. Ξεκινώ από τα δημητριακά. Τα δημητριακά είναι το βασικό προϊόν της ελληνικής γεωργίας. Στα δώδεκα χρόνια για τα οποία γίνεται λόγος, η Ελλάδα παρήγε ετησίως σιτηρά 25 εκατομμυρίων. Το σιτάρι, το κριθάρι, η βρόμη, η σίκαλη και το καλαμπόκι αντιπροσωπεύουν λοιπόν το ήμισυ της ετήσιας παραγωγής της χώρας. Ωστόσο, η Ελλάδα δεν εξάγει σιτηρά, αλλά εισάγει. Το 1851 εισήγαγε σιτηρά αξίας δώδεκα εκατομμυρίων δραχμών. Ήταν μια χρονιά σιτοδείας. Μια μέση χρονιά το έλλειμμα ποικίλλει από ένα έως δύο εκατομμύρια. Σε ένα σημαντικό τμήμα του βασιλείου, οι αγρότες τρώνε μονάχα γαλέτες καλαμποκιού, τροφή βαριά και ανθυγιεινή· και δεν την έχουν και όλοι. Είδα στην Αρκαδία περιοχές όπου τρέφονταν μόνο με χόρτα και γαλακτοκομικά, χωρίς κανενός είδους ψωμί. Για να καλύψουν αυτό το έλλειμμα, θα αρκούσε να θέσουν σε καλλιέργεια ορισμένες γόνιμες πεδιάδες, που το μόνο που περιμένουν είναι χέρια και σπορά. Στα τριάντα εκατομμύρια εκταρίων καλλιεργήσιμης γης, δεν αριθμούνται περισσότερα από 500.000 εκτάρια με καλλιέργειες. Η Ελλάδα θα μπορούσε, λοιπόν, να παράγει έξι φορές περισσότερα σιτηρά από όσα παράγει. Δυστυχώς, στους άντρες αρέσει περισσότερο να κάνουν φιγούρα στην πλατεία του χωριού παρά να δουλεύουν στα χωράφια. Εκεί στέλνουν τις γυναίκες τους και τις κόρες τους. Άραγε, δεν νομίζει κανείς ότι διηγούμαι την ιστορία μιας από εκείνες τις

άγριες φυλές όπου ο κυνηγός φορτώνει το θήραμα στην πλάτη της γυναίκας του και επιστρέφει ανάλαφρος και χαρούμενος, με μοναδικό φορτίο το όπλο του; Οι εξαγωγές ελληνικών προϊόντων ανέρχονται κατά μέσο όρο σε 12 εκατομμύρια δραχμές ετησίως. Αλλά δεν εξάγουν πια περισσότερο από μισό εκατομμύριο ελαιόλαδο, και η εξαγωγή του κρασιού δεν ανέρχεται ούτε σε ένα εκατομμύριο. Ο λόγος είναι ότι το ελαιόλαδο είναι κακοφτιαγμένο και ότι πρέπει να το καθαρίσουν πριν το πουλήσουν σε πολιτισμένη χώρα. Όχι ότι η γεύση του φρούτου, την οποία διατηρεί, είναι απαράδεκτη: ο ουρανίσκος συνηθίζει τόσο ώστε καταλήγει κανείς να προτιμά αυτό το φυσικό λάδι από τα εξευγενισμένα έλαια της Προβηγκίας. Αλλά όταν το δοκιμάζεις για πρώτη φορά σε εκπλήσσει δυσάρεστα, και όλοι οι καταναλωτές δεν έχουν την επιμονή που χρειάζεται για να εκπαιδεύσουν τον ουρανίσκο τους. Αυτός είναι ο λόγος που οι έμποροι λιανικής των Αθηνών φέρνουν λάδι από την Αιξ για τους ταξιδιώτες και τους ξένους. Αν η εξαγωγή του κρασιού είναι τόσο περιορισμένη, ο λόγος είναι παρόμοιος. Η Ελλάδα θα πουλούσε τρεις φορές περισσότερο αν ήξερε να το παρασκευάζει και να το συντηρεί χωρίς ρετσίνι. Παντού όπου υπάρχει μια κάβα και ένα βαρέλι, το κρασί διατηρείται τέλειο, χωρίς ίχνος ρητίνης. Το Μέγα Σπήλαιο, το μοναστήρι, έχει το πλεονέκτημα να είναι χτισμένο μέσα στη γη, και ένας λόγος του προσκυνήματος για τους θρησκευόμενους Έλληνες είναι να απολαύσουν από μια μεγάλη δεξαμενή ένα κρασί αρετσίνωτο. Αν τα δάση δεν αποφέρουν τίποτα στο κράτος, αν η Ελλάδα, που όφειλε να εξάγει ξυλεία, την εισάγει, οι βασικοί λόγοι είναι οι εξής: 1. Η αδυναμία να εκμεταλλευτούν τα δάση, λόγω έλλειψης δρόμων. Ο δημόσιος προϋπολογισμός των έργων ανέρχεται, τις καλές χρονιές, στις 250.000 δραχμές. Από αυτό το ποσό, μόνο 80.000 δραχμές προορίζονται για την υπηρεσία γεφυρών και οδοστρωμάτων. Για τη συντήρηση των δρόμων Για τη διάνοιξη νέων δρόμων Μερικό σύνολο

23.000 δρχ. 57.000 δρχ. 80.000 δρχ.

Χάρη σε αυτή τη γενναιοδωρία μιας κυβέρνησης που δαπανά μόνο για τον στρατό 45.000.000 δραχμές, το βασίλειο της Ελλάδας διαθέτει 30 λεύγες αμαξιτών δρόμων, ή τόσο περίπου. Από την Αθήνα στον Πειραιά, ανεκτός δρόμος Από την Αθήνα στην Ελευσίνα, ανεκτός δρόμος Από την Ελευσίνα στη Θήβα, κακός δρόμος Από την Αθήνα στην Κηφισιά, μέτριος δρόμος Από το Καλαμάκι στο Λουτράκι, καλός δρόμος

2 λεύγες 4– 9– 4– 2[10] –

Προς άθροιση Προηγούμενο άθροισμα

_________ 21 λεύγες 21 λεύγες

Από το Καλαμάκι στην Κόρινθο, μέτριος δρόμος Από το Ναύπλιο στο Άργος, καλός δρόμος Από το Ναβαρίνο στο Μόδο (δρόμος που δεν έχω δει) Σύνολο 30 λεύγες

3– 3– 3– _________

Τριάντα λεύγες δρόμοι σε επτά άξονες, ιδού τι έκανε η κυβέρνηση για τη χώρα από το 1832 έως το 1854, σε ένα βασίλειο όπου το κράτος είναι κάτοχος ενός τμήματος μεγαλύτερου από το ήμισυ των γατών, όπου οι απαλλοτριώσεις γίνονται χωρίς δυσκολία, όπου οι αγρότες είναι πάντα πρόθυμοι να πουλήσουν τα χωράφια τους και, μάλιστα, να προσφέρουν χειρωνακτική εργασία για έργα δημόσιου οφέλους. Δεν υπάρχει καθόλου δρόμος μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης, καθόλου δρόμος μεταξύ Αθήνας και Κορίνθου, καθόλου δρόμος μεταξύ της πρωτεύουσας του βασιλείου και των Πατρών, που χάρη στη σταφίδα έγινε η πρωτεύουσα του εμπορίου. Με εξαίρεση τον κακό δρόμο που ενώνει την Αθήνα με τη Θήβα περνώντας από την Ελευσίνα, όλοι οι δρόμοι που ξεκινούν από την Αθήνα είναι κατάλληλοι μόνο για τους περιπάτους της βασίλισσας με τα άλογά της. Πριν από δύο χρόνια, σπατάλησαν τον χρόνο τους για να διανοίξουν έναν μακρύ δρόμο δύο λευγών και περιστοιχισμένο με πιπεριές που οδηγεί στους έρημους βράχους του Φαλήρου, επειδή η βασίλισσα θέλει να κάνει το μπάνιο της στο Φάληρο· αλλά το εσωτερικό εμπόριο, η εκμετάλλευση των δασών, η ασφάλεια της χώρας, θα κάνουν καιρό ακόμη να αποκτήσουν τέσσερις πέντε δρόμους πρώτης ανάγκης. Όταν ένας δρόμος διασχίζει ένα ποτάμι, μικρό ή μεγαλύτερο, κατασκευάζουν γέφυρα, αλλά τι γέφυρα! Οι μόνες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν είναι φτιαγμένες από τους Τούρκους ή τους Βενετούς· επιπλέον, είναι τόσο κακοσυντηρημένες που οι ταξιδιώτες προτιμούν να περνούν από το πλάι τους σπρώχνοντας τα άλογά τους στο ποτάμι. Το νεκροταφείο Αθηνών χωρίζεται από την πόλη από τον Ιλισό. Η κοίτη είναι μερικές φορές υγρή τον χειμώνα: περίμεναν έως το 1853 για να ρίξουν μια γέφυρα από τη μια όχθη στην άλλη. Έχω μάλιστα δει, πριν χτιστεί η γέφυρα, να περνούν στις κηδείες πηδώντας ανάμεσα από τους λάκκους με το νερό. Όσο δεν κατασκευάζουν δρόμους επικοινωνίας, τα δάση δεν μπορούν να τα εκμεταλλευτούν· όσο δεν τα εκμεταλλεύονται, δεν τα φυλάνε κιόλας, και οι βοσκοί θα συνεχίζουν να τα αφανίζουν. 2. Ένα αξίωμα πολύ διαδεδομένο στην Ελλάδα είναι ότι αν βλάπτεις το κράτος

δεν βλάπτεις κανέναν. Οι χωρικοί δεν δείχνουν σεβασμό για την εθνική ιδιοκτησία, λες και ανήκει στους Τούρκους. Δεν πιστεύουν ότι κάνουν μια κακή πράξη ή κακό υπολογισμό όταν προκαλούν ζημιά χιλίων δραχμών στο κράτος, αν αυτό τους αποφέρει έστω και μία δεκάρα μόνο. Στο όνομα αυτής της αρχής, οι βοσκοί καίνε συστηματικά τις λόχμες για να είναι σίγουροι πως τα κοπάδια τους θα βρουν νέα βλαστάρια να βοσκήσουν την άνοιξη. Αυτοί οι αφελείς εμπρηστές δεν βάζουν κρυφά τις φωτιές· πέφτετε συχνά στις εξοχές των Αθηνών πάνω σε μεγάλα μαύρα σημάδια που καλύπτουν το τετραγωνικό μισής λεύγας, και λέτε: «Δεν είναι τίποτα, ένας βοσκός έφτιαξε χορτάρι για τα πρόβατά του». Οι καλλιεργητές αφιερώνουν κι εκείνοι λίγο χρόνο για να απαλλάξουν το έδαφος από όλα τα δέντρα που το βαραίνουν. Αυτοί δεν κάνουν καταστροφές για το συμφέρον αλλά για λόγους υγιεινής. Είναι πεπεισμένοι ότι το δέντρο είναι κάτι το ανθυγιεινό και ότι κανείς δεν θα είχε πια πυρετό αν η χώρα τα ξεφορτωνόταν μια και καλή. Να γιατί ο απρόσεκτος που πάει και κάνει φυτείες βρίσκει μερικές φορές τα δέντρα του κομμένα από τον κορμό ή με γδαρμένο τον φλοιό τους. Άλλοι, τέλος, καταστρέφουν είτε γιατί δεν έχουν κάτι καλύτερο να κάνουν είτε και για τη χαρά της καταστροφής. Πιστεύουν ότι το δικό μας καλό είναι συνδεδεμένο με το κακό του άλλου. Είναι η ίδια ιδέα που διέπει τη συμπεριφορά των πιθήκων, των πιο έξυπνων από τα κακόβουλα ζώα. Όταν πήγαινα για κυνήγι, δεν έπαιρνα τον Πέτρο μαζί μου, γιατί είχε τη θλιβερή συνήθεια να αναμειγνύει το μπαρούτι με το μολύβι για να τα χύνει μέσα στο τουφέκι του. Έπαιρνα έναν άλλον υπηρέτη, σπουδαίο κυνηγό, που μπορεί να κυνηγούσε και ανθρώπους όταν ήταν νέος. Όποτε βρέθηκα στην εξοχή μαζί του πάντα μου ζητούσε την άδεια να μαζέψει λίγα ξερά κλαδιά για να βάλει φωτιά σε κάποιο θάμνο. Σήμερα είναι δασοφύλακας. Μια μέρα, ακολούθησα για τρεις τέσσερις ώρες την κοίτη των Σαράντα Ποταμών: είναι ένα ποτάμι της Λακωνίας. Μπορεί και να είδα χίλια πλατάνια, τεράστια, σπάνιας ομορφιάς, όλο υγεία και δύναμη. Δεν υπήρχε ούτε ένα που να μην είχαν προσπαθήσει να κάψουν από τη βάση του κορμού. Ιδού ο λόγος για τον οποίο το 1849 εισήχθη στην Ελλάδα ξυλεία για κατασκευές αξίας 1.092.690 δραχμών. Τα γεγονότα αυτά είναι πραγματικά και οι αριθμοί επίσημοι. Ποια συμπεράσματα μπορούμε να εξαγάγουμε; Ο ελληνικός λαός είναι φτωχός, αλλά η χώρα όχι. Η χώρα, αν την καλλιεργούσαν σωστά, θα παρήγε για κατανάλωση: σιτηρά, βαμβάκι, φρούτα, λαχανικά, ξυλεία· για εξαγωγή: κορινθιακή σταφίδα, λάδι, κρασί, καπνό, ριζάρι, βελανίδι[11] και μετάξι. Η χώρα καλλιεργείται ανεπαρκώς εξαιτίας της έλλειψης εργατικών χεριών,

κεφαλαίων και δρόμων. Τα εργατικά χέρια θα ήταν επαρκή, αν ο πυρετός δεν αποδεκάτιζε τις οικογένειες, αν ένας νόμος που στόχευε στον αποκλεισμό δεν κρατούσε μακριά τους ετερόχθονες και τους ξένους. Τα κεφάλαια θα ήταν επαρκή, αν η επιχειρηματική δραστηριότητα ήταν κάπως ασφαλής, αν οι δανειστές μπορούσαν να βασιστούν είτε στην εντιμότητα των δανειοληπτών, είτε στην ακεραιότητα των δικαστών, είτε στην αποφασιστικότητα των αρχών. Οι δρόμοι θα ήταν επαρκείς, αν τα έσοδα του κράτους, τα οποία σπαταλώνται για να συντηρήσουν τον στρατό και τον στόλο, χρησιμοποιούνταν για έργα κοινής ωφελείας. Το χρέος μιας κυβέρνησης είναι να εξασφαλίζει με κάθε θεμιτό τρόπο την ανάπτυξη και την ευημερία του πληθυσμού, την αυστηρή τήρηση των νόμων και την καλύτερη δυνατή χρήση των εσόδων του κράτους Εξού και καταλήγω πως, χωρίς άλλες πηγές πλούτου παρά μόνο τη γεωργία της, η Ελλάδα θα ήταν πλούσια αν η κυβέρνηση έκανε το καθήκον της.

IV Οι κήποι των Αθηνών - Η άνοιξη στην πόλη - Το κόστος μιας πελούζας - Πώς η βασίλισσα ανοίγει τον κήπο της στο κοινό - Ο βοτανικός κήπος των Αθηνών - Η Γεωργική Σχολή της Τίρυνθας - Η φυτεία του Ντε Ρουζού στο Χαρβάτι Η Ελλάδα δεν έχει τα απαραίτητα και βρίσκει παρηγοριά στα περιττά. Εδώ και λίγα χρόνια, δεν χτίζεται σπίτι στην Αθήνα χωρίς να του προσαρτιστεί ένας κήπος αναψυχής. Οι πιο φτωχοί αστοί και οι πιο χρεωμένοι χαίρονται να καλλιεργούν λίγες πορτοκαλιές και λίγα λουλούδια. Ποτέ στους κήπους τους δεν αφήνουν χώρο για καλλιέργεια κηπευτικών: θα ένιωθαν ταπεινωμένοι αν ανακάλυπταν στο πίσω μέρος του σπιτιού τους ένα λαθραίο κρεμμύδι ή ένα κρυμμένο λάχανο. Για εκείνους, η ματαιοδοξία είναι πιο ισχυρή από το συμφέρον και την ανάγκη. Ωστόσο, ένας κήπος στοιχίζει ακριβά. Τα δενδρύλλια κοστίζουν δύο δραχμές, το ένα μέσα στο άλλο, στα ελληνικά φυτώρια ή στους Γενουάτες Μποτάρο. Αν χρειάζεσαι φυτικό λίπασμα, πρέπει να το αγοράσεις· αν θες να ποτίσεις τα δέντρα (και όλα τα δέντρα χρειάζονται πότισμα), πρέπει να αγοράσεις, για διακόσιες δραχμές τον χρόνο, μια υδροδότηση που σου πουλά ο δήμος χωρίς να εγγυάται γι’ αυτήν, καθότι οι χωρικοί κόβουν τα υδραγωγεία προς όφελος των αγρών τους· διαφορετικά,

πρέπει να πληρώσεις δύο δραχμές και πενήντα λεπτά τη μέρα σε έναν Μαλτέζο που βγάζει νερό από τα πηγάδια. Τα δέντρα χρειάζονται συχνά αντικατάσταση· η ζέστη τα αποδεκατίζει συστηματικά κάθε καλοκαίρι: θα έλεγε κανείς πως τα πιάνουν πυρετοί όπως και τους ανθρώπους. Ο ιδιοκτήτης πρέπει να καλλιεργήσει τον κήπο του μόνος του, ή να βάλει εργάτες να τον καλλιεργούν, γιατί δεν μπορεί να υπολογίζει στους υπηρέτες του σπιτιού. Ο ένας λέει «είμαι θαλαμηπόλος κι όχι κηπουρός», ο άλλος «με πήρατε για να καθαρίζω τα τσιμπούκια σας και όχι τις αλέες σας», ένας άλλος δεν παραπονιέται, αλλά καταστρέφει τόσο επιδέξια ό,τι αγγίζει που σύντομα του απαγορεύουν να αγγίξει οτιδήποτε. Η κατοχή όμως ενός κήπου είναι μια ευχαρίστηση που δίνει παρηγοριά με πολλές έννοιες. Από τις αρχές Ιανουαρίου έως τα μέσα Μαΐου, είναι ευτυχής όποιος μπορεί να ζει στον κήπο του! Αν κάποιος έχει μεριμνήσει να σηκώσει ενάντια στον βόρειο άνεμο ένα φράχτη από μεγάλα κυπαρίσσια, μπορεί, εννέα στις δέκα μέρες, να κάνει τον περίπατό του προφυλαγμένος από το κρύο. Οι λεμονιές ανοίγουν, από τις πρώτες μέρες του χρόνου, τα μεγάλα τους μπουμπούκια σε χρώμα λευκό με βιολετί αποχρώσεις· οι πιπεριές, όμοιες με κλαίουσες ιτιές που ποτέ δεν χάνουν το φύλλωμά τους, κρεμούν στην τύχη τα μακριά λευκά κλαδιά τους· τα πεύκα, οι κουμαριές, οι σκίνοι και είκοσι άλλα είδη ρητινούχων δέντρων προσφέρουν στα μάτια μια πρασινάδα γλυκιά και στιβαρή με την οποία δεν κουράζεσαι ποτέ. Τα κακτοειδή σχηματίζουν εδώ κι εκεί ένα μεγάλο πράσινο χαλί· οι κοντόχοντροι κάκτοι, μαζεμένοι σε γωνίες ή τακτοποιημένοι σε φράχτες, σχηματίζουν άτακτους σωρούς με τα ακανθώδη φύλλα τους. Οι φράχτες από τα δενδρολίβανα ανθίζουν όλο τον χειμώνα, και τραβούν με το στυφό άρωμά τους φτερωτούς καλλιτέχνες που εργάζονται στον Υμηττό. Οι νάρκισσοι βγαίνουν τον Φεβρουάριο, οι ανεμώνες και οι ασφόδελοι τον Μάρτιο: στα τέλη Απριλίου όλα είναι ολάνθιστα. Είναι η εποχή που οι μελιές στολίζονται με βιολετί τσαμπιά· οι ευαίσθητες στο κρύο πορτοκαλιές ανθίζουν θαρρετά· το αμπέλι παίζει με τις αμυγδαλιές· τα γιασεμιά και οι πασσιφλόρες τρέχουν αντάμα κατά μήκος των τοίχων το κλήμα απλώνει τα μακριά του χέρια γύρω από την κληματαριά και οι αναρριχώμενες τριανταφυλλιές αρέσκονται να λεκιάζουν με κόκκινο τους παλιούς φράχτες. Είχαμε στον κήπο μας τρία τετραγωνικά ακαλλιέργητα όπου είχαν πετάξει μία και μοναδική φορά λίγες χούφτες σπόρους κάθε είδους. Όλα άνθιζαν τον Απρίλιο: αφιόνια, χαμομήλια, ονοβρυχίδες, καπνόχορτα, παπαρούνες. Για έναν ολόκληρο μήνα, τα λουλούδια, οι μέλισσες, οι πεταλούδες, οι σαύρες, οι σκαραβαίοι, τα πουλιά που έκρυβαν τη φωλιά τους στα χόρτα, μπερδεύονταν, πήγαιναν από δω κι από

κει, έπεφταν· και κάτω από αυτά, το αδρανές χώμα έμοιαζε να ζωντανεύει από μια απροσδιόριστη ζωή. Πάνω από εκείνο το βουερό ανακάτεμα πλανιόταν μια έντονη μυρωδιά μελιού που εύφραινε την καρδιά σου. Ας μην το σκεφτόμαστε άλλο. Όλη αυτή η πανδαισία μαραινόταν την 1η Ιουνίου, για να δώσει τη σειρά της στις μυρτιές και τις ροδοδάφνες, που τον Ιούλιο υποχωρούσαν μπροστά στη σκόνη και τις ακρίδες. Η βασίλισσα έχει ασυγκρίτως τον πιο όμορφο κήπο του βασιλείου. Ξοδεύονται εκεί, κατά μέσο όρο, πενήντα χιλιάδες δραχμές, το ένα εικοστό του ποσού που χορηγείται στο βασιλικό ζεύγος. Υπάρχει κάτι αξιοζήλευτο στο μικρό βασίλειο της Ελλάδας, ο σπουδαίος αυτός κήπος. Και λέω σπουδαίος ως προς την έκταση και όχι τον σχεδίασμά του: είναι ένας κήπος κατά το αγγλικό πρότυπο, όλο κυκλικές αλέες, χωρίς ούτε έναν πλατύτερο άξονα με δενδροστοιχία. Ένας κηπουρός της εποχής του Λουδοβίκου ΙΔ’ θα είχε σκανδαλιστεί και θα αναφωνούσε πώς είναι δυνατόν μία Μεγαλειότης να αρκείται σε αλέες τέτοιου είδους. Είτε αρέσει στον καλό μας Λε Νοτρ3 είτε όχι, ο κήπος της βασίλισσας είναι όμορφο πράγμα, και ο κύριος Μπαρό που τον έφτιαξε, άνθρωπος ικανός. Προφανώς, θα ήταν καλύτερα να είχε αφήσει το οικόπεδο όπως ήταν, γυμνό, ακαλλιέργητο, καμένο, με σκορπισμένα εδώ κι εκεί κάποια άγρια φυτά. Ο Θεόφιλος Γκωτιέ έδειξε αγανάκτηση που θα φύτευαν πρασινάδες σε ένα μέρος τόσο γραφικό και που το ασχήμιζαν τόσο όμορφοι βράχοι. Αλλά η βασίλισσα ήθελε να συγκεντρώσει γύρω της σκιερά μέρη, αρώματα, χρώματα, το τραγούδι των πουλιών: της έδωσαν εκείνο που ζητούσε. Όσοι έχουν περάσει τρεις καλοκαιρινούς μήνες στην Ελλάδα γνωρίζουν καλά ότι το πολυτιμότερο και πιο περιζήτητο πράγμα είναι η σκιά. Βρίσκεις στον βασιλικό κήπο όγκους τους οποίους ο ήλιος δεν μπορεί να περάσει. Η τραπεζαρία του βασιλιά είναι μια αίθουσα χωρίς οροφή περιτριγυρισμένη από στοές σκεπαστές: οι τοίχοι και οι θολοί είναι αναρριχώμενες τριανταφυλλιές, πυκνές, σφιχτοδεμένες και πλεγμένες μεταξύ τους λες και τις έφτιαξε καλαθοποιός. Από μια καλή τύχη που έρχεται μόνο στους ευτυχείς, η βασίλισσα βρήκε, καθώς ξεχέρσωνε τον κήπο της, τα λείψανα μιας ρωμαϊκής έπαυλης: περίπου 208 τετραγωνικά μέτρα ψηφιδωτό. Επιδιόρθωσαν ένα τμήμα αυτού του πολύτιμου έργου, κατέστρεψαν το υπόλοιπο, και η βασίλισσα έχει στην κατοχή της μια τεράστια στοά με πέντε ή έξι υπέροχα δωμάτια, το δάπεδο των οποίων το έδωσαν οι Ρωμαίοι, την επίπλωση οι καμέλιες και τα τοιχώματα οι πασσιφλόρες. Η μεγαλύτερη γοητεία αυτού του κήπου, για τους ταξιδιώτες που έρχονται από τη Γαλλία, είναι ότι βλέπουν να ανθίζουν απευθείας στο χώμα φυτά που εμείς τα βάζουμε να μεγαλώσουν δίπλα στη σόμπα. Οι πορτοκαλιές του κήπου του

Λουξεμβούργου και του Κεραμεικού μοιάζουν κάπως με τα σγουρά δεντράκια που δίνουμε στα παιδιά για πρωτοχρονιάτικο δώρο μαζί με έξι προβατάκια και έξι βοσκούς. Η βασίλισσα έχει ένα μικρό δάσος από πορτοκαλιές που είναι δέντρα και όχι παιχνίδια. Έχει φοίνικες μεγαλύτερους και από εκείνους του Βοτανικού Κήπου οι οποίοι είναι φυτεμένοι καταμεσής μιας πράσινης πελούζας. Το ακριβότερο είναι η πελούζα και όχι οι φοίνικες. Ποτέ δεν θα μάθουμε πόση φροντίδα χρειάζεται, πόση εργασία και νερό τρεχούμενο προκειμένου να συντηρηθεί το γρασίδι Ιούλιο μήνα στην Αθήνα. Αποτελεί, πράγματι, βασιλική πολυτέλεια. Για να ποτιστούν αυτά τα χόρτα, η βασίλισσα κατάσχεσε ορισμένα υδραγωγεία τα οποία, καταπώς αρμόζει στο άστυ, έστελναν το νερό τους στην πόλη για να έχουν οι πολίτες να πίνουν. Η Μεγαλειότης της τα έθεσε στην υπηρεσία της. Οι Αθηναίοι βρίσκονται σε δυσάρεστη θέση αλλά το γρασίδι σε ευχάριστη. Τα λείψανα του ναού του Ολυμπίου Διός υψώνονται στην πεδιάδα, λίγο πιο χαμηλά από τον κήπο. Ο Αδριανός μάλλον δεν φανταζόταν ότι κατασκεύαζε αυτό τον τεράστιο ναό για να ομορφύνει έναν κήπο κατά το αγγλικό πρότυπο και να δίνει ευχαρίστηση στο βλέμμα μιας πριγκίπισσα του Όλντενμπουργκ. Της βασίλισσας της αρέσει ο κήπος έτσι όπως είναι· αλλά θα της άρεσε περισσότερο αν τα δέντρα ήταν μεγαλύτερα. Προσβλέπει σε ένα δάσος με ψηλά δέντρα, αλλά δεν θα το αποκτήσει, γεγονός με το οποίο ποτέ δεν θα συμφιλιωθεί. Το φυτικό λίπασμα είναι σπάνιο, οι ρίζες των δέντρων δεν είναι αρκετά βαθιές, οι άνεμοι που φυσούν στην Αττική είναι πολύ σφοδροί· έχω δει κυπαρίσσια εκατό χρόνων να τα ρίχνει κάτω ο βοριάς σε μια στιγμή. Η βασίλισσα δεν θέλει να χάσει τη μάχη της και πιέζει τους κηπουρούς της να κλαδεύουν όλα τα δέντρα για να ψηλώσουν περισσότερο. Έπειτα από κάθε καταιγίδα, οι εργάτες βρίσκουν διακόσια ή τριακόσια δέντρα ξεριζωμένα: τα ξαναφυτεύουν όπως μπορούν και τα κλαδεύουν ακόμα πιο πολύ. Ο κήπος της βασίλισσας είναι δημόσιος: είναι μάλλον δίκαιο εκείνοι που επιβαρύνονται με το κόστος του να έχουν το δικαίωμα να κάνουν εκεί τον περίπατό τους. Μονάχα που, καθώς η βασίλισσα κάνει κι εκείνη τον περίπατό της και δεν της αρέσει να συναντά τους υπηκόους της πρόσωπο με πρόσωπο, η ιδιότητα του δημόσιου κήπου ισχύει από τη στιγμή που οι Μεγαλειότητές τους βγαίνουν με το άλογο και μέχρι το δειλινό. Το καλοκαίρι, η βασίλισσα βγαίνει μερικές φορές στις επτά και μισή το απόγευμα: οι περιπατητές μόλις που προλαβαίνουν να μπουν και να βγουν. Εάν κατά τύχη η βασίλισσα δεν βγει πριν νυχτώσει, ο κήπος θα μείνει κλειστός όλη μέρα. Οι στρατιώτες που φυλάνε τις εισόδους είναι πρόθυμοι να εξυπηρετήσουν τους συμπατριώτες τους και συχνά τους επιτρέπουν να μπούνε πριν την καθορισμένη ώρα. Αντίθετα, τυχαίνει να σταυρώνουν τις μπαγιονέτες τους μπροστά από έναν

πρεσβευτή την ώρα που η είσοδος επιτρέπεται σε όλους. Ο κανονισμός είναι τόσο καλοσχεδιασμένος, τόσο ιδιοφυώς εκτελεσμένος που ο κήπος δεν έχει τίποτα να φοβηθεί από το πλήθος και το πλήθος ποτέ δεν ασφυκτιά στις αλέες του. Η Αθήνα έχει έναν βοτανικό κήπο ή, καλύτερα, ένα φυτώριο που διαχειρίζεται το κράτος. Βρίσκεις ό,τι φυτά έχουν και οι έμποροι και στην ίδια τιμή. Ο Καποδίστριας ίδρυσε στην Τίρυνθα μια Αγροτική Σχολή, από την οποία είχαν πολλές προσδοκίες, τον καιρό που πίστευε κανείς ακόμη στον ελληνικό λαό. Επισκέφτηκα με τον Γκαρνιέ και τον Κιρζόν αυτή τη σχολή φάντασμα. Ο υποδιευθυντής ήταν ένας νέος ιταλός μετανάστης από μεγάλη οικογένεια της Φλωρεντίας. Είχε πάντα πάθος για τη γεωργία, όπως όλοι οι νέοι της ιταλικής αριστοκρατίας, η οποία, καθώς δεν είχε πατρίδα να λατρέψει, έβρισκε παρηγοριά στον γενέθλιο τόπο. Στην εξορία του, ήταν ευτυχής που βρήκε μια αξιοσέβαστη απασχόληση και ταιριαστή με τα γούστα του· απελπιζόταν όμως με τη σχολή του, καθώς και με την ελληνική γεωργία και το μέλλον της χώρας. «Το πιστεύετε» μας έλεγε με εκείνη την όμορφη συρικτή γλώσσα που μιλούν στη Φλωρεντία «το πιστεύετε ότι αυτή η σχολή, η μόνη αυτού του είδους που υπάρχει στην Ελλάδα, αριθμεί μονάχα επτά μαθητές; Ωστόσο, το κόστος της φοίτησης δεν είναι υψηλό: 25 δραχμές τον μήνα! Έχουμε όπως βλέπετε ένα μεγάλο και κατάλληλο κτίριο· ο Καποδίστριας παραχώρησε στη σχολή τεράστιες εκτάσεις· η Γαλλία μάς έστειλε δύο όμορφα μοντέλα γεωργικών εργαλείων. Λοιπόν, το κτίριο είναι έρημο, τα εργαλεία σκουριάζουν, η γη μας μένει ακαλλιέργητη: μας είναι σχεδόν το ίδιο δύσκολο να βρούμε εργάτες όσο και να προσελκύσουμε μαθητές. Αναγκαστήκαμε να βάλουμε γυναίκες να δουλεύουν και πάλι δεν μας έρχονται πολλές». Σταματήσαμε στη μέση του κήπου, δίπλα στη δάφνη που είχε άλλοτε φυτέψει ο Καποδίστριας με τα ίδια του τα χέρια: «Ορίστε» μας είπε ο Ιταλός «το μόνο πράγμα που ευδοκίμησε». Δύο από τους επτά μαθητές της σχολής ήρθαν και μας έφεραν μπουκέτα τριαντάφυλλα. «Πιστεύετε» ρώτησα τον καθηγητή τους «ότι αυτοί οι νέοι άνθρωποι κάποια μέρα θα επωφεληθούν από τα μαθήματά σας; Οι Έλληνες καταλαβαίνουν όσα τους διδάσκετε;» «Κατανοούν ικανοποιητικά» απάντησε· «πρέπει να ξέρετε ότι δεν είναι το μυαλό εκείνο που τους λείπει. Όταν όμως έχουν καταλάβει καλά, τρέχουν να εξηγήσουν στους άλλους εκείνο που μόλις έμαθαν: ποτέ δεν τους περνά από το μυαλό να το εφαρμόσουν. Βλέπετε αυτό το μικρό τετράγωνο με το λινάρι; Έγινε αντικείμενο θαυμασμού όλων των κατοίκων του Άργους και του Ναυπλίου. Με ρωτούσαν: Για τι πράγμα είναι αυτά τα μικρά μπλε λουλουδάκια;” Τους εξηγούσα πώς τραβιέται ο μίσχος του λιναριού, πώς εκκοκκίζεται, συνθλίβεται· πώς αυτό το φυτό με τα μπλε λουλούδια μπορεί να παρέχει μια κλωστή πιο λεπτή, πιο απαλή και πιο ανθεκτική από όλες εκείνες που κατασκευάζουν με το βαμβάκι

τους. Εκείνοι αναφωνούσαν: “Α, αλήθεια; Αυτό κι αν είναι περίεργο! Κάθε μέρα και από κάτι καινούργιο βλέπουμε· θα τα πω όλα στον παππού μου· πολύ περίεργα θα του φανούν”. Κανένας δεν σκέφτηκε να μου ζητήσει καρπό». Έμαθα έκτοτε ότι ο καημένος ο Φλωρεντινός μας απολύθηκε. Ήταν απειλή για κάποιον ισχυρό της Γερμανίας. Ένας Γάλλος, ο κύριος Ντε Ρουζού, πρόξενος στις Κυκλάδες, ίδρυσε μια φυτεία, τρεις λεύγες από την Αθήνα, ανάμεσα στον Υμηττό και την Πεντέλη. Το χωριό ονομάζεται Χαρβάτι· είναι καλοχτισμένο, περίκλειστο, νοικοκυρεμένο και με πληθυσμό άνω των διακοσίων ατόμων. Η προς εκμετάλλευση γη αποτελείται από 75.000 εκτάρια, εκ των οποίων το ένα τρίτο είναι καλή γη. Το νερό που κυλά από τα δυο βουνά κρατά όλες τις εποχές τη φρεσκάδα που χρειάζεται. Εκείνος που έφτιαξε τη φυτεία, ο κύριος Ρουζού, ήταν όχι μόνο πολύ ικανός αλλά και πολυμήχανος. Είχε μια σημαντική κληρονομιά και μια πολύ καλή συμπεριφορά για να μπορεί να δίνει προκαταβολές σε αυτούς τους χωρικούς και να αγοράζει τα τελειότερα εργαλεία για καλλιέργεια. Η επίσημη θέση του καθώς και οι οικογενειακές σχέσεις τού εξασφάλιζαν μεγάλη αξιοπιστία έως και κάποια εξουσία. Με αυτές τις προϋποθέσεις επιτυχίας, το Χαρβάτι έπρεπε να ανθίσει. Περίμεναν πολλά από το Χαρβάτι· έδειχναν το Χαρβάτι στους ξένους- οι ειδικοί που είχαν δει το Χαρβάτι έλεγαν εκπληκτικά πράγματα και το ανέφεραν στα βιβλία τους. Ο κύριος Ρουζού πέθανε κατά την παραμονή του στην Ελλάδα, αδέκαρος και κατεστραμμένος, λένε, από το Χαρβάτι. Πιστεύω ότι πρέπει να προσθέσω αυτή τη διόρθωση σχετικά με τη γονιμότητα του εδάφους της Ελλάδας. Πιστεύω λοιπόν, παρά το παράδειγμα του κυρίου Ρουζού, ότι τόσο οι ξένοι όσο και οι ντόπιοι μπορούν να πλουτίσουν από τη γεωργία· αλλά δεν εγγυώμαι για τίποτα, και γνωρίζω ότι και οι πιο σίγουρες επιχειρήσεις δεν είναι δύσκολο να καταστραφούν.

V Τα ζώα - Το άλογο, ζώο χωρίς λογική - Ένα ταξιδιωτικό ατύχημα - Ένας καβαλάρης με ρόμπα - Δυο προσεκτικοί διπλωμάτες - Ο γάιδαρος και ο Αίας - Τα ζώα για μαλλί - Το αρνί κατά τον τρόπο του Παλικαριού - Το κυνήγι - Το ανώφελο της οπλοφορίας - Ανοχή των ιδιοκτητών - Τα πουλιά θηράματα - Η χελώνα - Τα ζώα που δεν ονοματίζονται Είδα αρκετές φορές, την Κυριακή, με μουσική, κάποια αλογάκια που νόμιζες πως βγήκαν από τη μετόπη του Παρθενώνα. Τα ζώα αυτά, με τον κοντό λαιμό, το κοντό αλλά γεροδεμένο σώμα και το τεράστιο κεφάλι, είναι μακρινά ξαδέρφια του

Βουκεφάλα. Προέρχονται από τη Μακεδονία ή τη Θεσσαλία. Τα πρώτα τους αφεντικά έκαναν το καθήκον τους δαμάζοντάς τα. Όταν τα είδαν να δέχονται πια μια σέλα και έναν άνθρωπο στη ράχη τους, τους είπαν ότι μπορούν να φύγουν μακριά στον κόσμο, και τα έβαλαν να πορευτούν προς την Ελλάδα. Η Τουρκία έχει άλογα να δώσει στον ελληνικό λαό. Οι αξιωματικοί του ιππικού πηγαίνουν να βρουν άλογα στη Σμύρνη ή στη Βηρυτό· οι έμποροι των αλόγων και οι αγωγιάτες πάνε μόνο μέχρι τη Θεσσαλονίκη. Τα άλογα που εκτρέφονται στο βασίλειο ας μην τα υπολογίσουμε καλύτερα. Οι Τούρκοι, ως γνωστόν, θέλουν τα άλογά τους να ξεχωρίζουν οι Έλληνες υπερθεματίζουν αυτό το πάθος: έχουν σε εκτίμηση μόνο τα άλογα–αστραπή, που καλπάζουν χωρίς να πατάνε στη γη, που πετάγονται σαν πυροτέχνημα. Όλοι οι Έλληνες ανήκουν στη μεγάλη σχολή της εκκεντρικότητας. Βλέπεις καμιά φορά στον περίπατο έναν καβαλάρη να πετιέται έξω από τον δρόμο, να ρίχνεται με λύσσα στους αγρούς, να εξαφανίζεται σε ένα σύννεφο σκόνης και να επιστρέφει δέκα λεπτά αργότερα με το ζώο του να βγάζει αφρούς αφηνιασμένο. Όση ώρα κρατά αυτό το κατόρθωμα, όλοι όσοι κάνουν τον περίπατό τους έφιπποι την ώρα που ο δρόμος έχει κόσμο τραβούν απελπισμένα το στόμα των αλόγων τους με το χαλινάρι για να μην καλπάσουν. Το καλύτερο χαρακτηριστικό αυτών των όμορφων ζώων είναι η άμιλλα, που γεννά ό,τι καλύτερο. Το βασικό τους μειονέκτημα είναι ότι δεν έχουν στόμα και νιώθουν το χαλινάρι όσο και τα ξύλινα αλογάκια. Τα ταπεινά άλογα των αγωγιατών είναι ικανά να αφηνιάσουν όπως και τα άλογα του καλού κόσμου. Η όρεξη να καλπάσουν δεν τους έρχεται την τεσσαρακοστή ημέρα του ταξιδιού αλλά τη στιγμή της αναχώρησης· η ανοιχτοσύνη, η θέα των αγρών, η επίδραση της άνοιξης, όλα τα μεθούν, και δεν είναι πάντα συνετό να ακουμπήσεις το χαλινάρι στον λαιμό τους. Αρκεί να είστε τρεις ή τέσσερις συνοδοιπόροι και τα άλογά σας να θελήσουν να συναγωνιστούν σε ταχύτητα, και θα μπλέξετε σε μια κούρσα μετ’ εμποδίων αρκούντως επικίνδυνη. Κατά τη δεύτερη μέρα του ταξιδιού μου στον Μοριά, βαδίζαμε ήσυχα προς τον Ισθμό της Κορίνθου και στο χωριό Καλαμάκι. Μόλις είχαμε περάσει τις Σκιρωνίδες Πέτρες και σκεφτόμουν πως αν το άλογό μου ήταν τόσο κουρασμένο όσο εγώ θα κοιμόταν νωρίς. Ενώ περνούσαμε ένα ποταμάκι, ο Κιρζόν ξεπέζεψε για να πιει νερό και συνέχισε τον δρόμο πεζός. Το άλογό του, ελεύθερο να κάνει ό,τι θέλει, πέρασε μπροστά. Ήμουν στην κορυφή της κουστωδίας και το βλέπω να περνά μπροστά μου, χωρίς να κάνω κάτι. Ένας όμως γέρος αγωγιάτης άρχισε τον τριποδισμό δίπλα του με την πρόθεση να το πιάσει: το άλογο άρχισε τον καλπασμό. Έβλεπα γελώντας πόσο πιο κατάλληλα για το τρέξιμο είναι τα τετράποδα από τα δίποδα. Αλλά το άλογό μου, βλέποντας τον σύντροφό του να τρέχει, μπήκε σε σκέψεις: «Πολύ τον σπουδαίο μας

κάνει αυτός· επειδή δεν έχει καβαλάρη στη ράχη του, φαντάζεται ότι μπορεί να μας αφήσει πίσω, θα του δείξω εγώ!» Και φεύγει καλπάζοντας. Έσφιξα το χαλινάρι, έσφιξα τα γόνατα, έσφιξα ό,τι μπορούσα· προσπάθησα να θυμηθώ ό,τι ήξερα από το περιστρεφόμενα αλογάκια Λεμπλάν. θέλοντας και μη, έπρεπε να φύγω μπροστά και να κάνω αγώνα ταχύτητας. Ωστόσο το άλογο για τις αποσκευές, εύθικτο όπως όλοι οι μεροκαματιάρηδες, ένιωσε αγανάκτηση στη χωριάτικη ψυχή του απέναντι στους κυρίους αυτούς της σέλας, που, όλο καμάρι, κάλπαζαν μπροστά του. «Επειδή, δηλαδή, έχουμε λίγα στρώματα στη ράχη, μερικά χαρτόνια και μερικά πιάτα, πιστεύετε ότι είμαστε γαϊδούρια! Περιμένετε όμως· τώρα θα δείτε αν είμαι φτιαγμένος μόνο για το σαμάρι». Στο πρώτο τίναγμα, τα πιάτα μας βρέθηκαν στο χώμα: δέκα ωραία ολοκαίνουργια πιάτα! Έγιναν θρύψαλα. Στο δεύτερο, τα στρώματά μας βρέθηκαν πάνω σε έναν σκίνο. Στο τρίτο, το ζώο ήταν πια μακριά. Ο συνάδελφός του, που κουβαλούσε τον Λευτέρη, με την παρουσία του αφεντικού του να του υπενθυμίζει το αίσθημα του καθήκοντος, κυριευμένος από τη φρίκη στη θέα των ερειπίων που σπέρνει η φιλοδοξία στο πέρασμά της, σταμάτησε απότομα και αρνήθηκε να κάνει βήμα. Όσο για το άλογο του Γκαρνιέ, έτρεχε ήδη πίσω από το δικό μου. Κατά κακή μας τύχη, ήμαστε σε πεδιάδα, μάλιστα σε μια πεδιάδα χέρσα: ούτε ένας βράχος για να σταματήσει τα άλογα· ίχνος οργωμένου χώματος για να τα κουράσει. Πρέπει να πω, για να είμαι δίκαιος, ότι το άλογο του Κιρζόν που μας οδηγούσε όλους ακολουθούσε, λίγο πολύ, τον ίδιο δρόμο και ότι μας πήγαινε στο Καλαμάκι· δεν θέλαμε, όμως, να φτάσουμε τόσο γρήγορα. Έπειτα από μια ατέλειωτη στιγμή, το άλογό μου έφτασε, πάντα δεύτερο, στην αμμουδιά. Είχα την έντονη επιθυμία να το σπρώξω στο νερό για να το δροσίσω, αλλά μάταια τραβούσα προς τα αριστερά· καθώς ο ανταγωνιστής πήγαινε δεξιά, ακολουθούσε κι εκείνο δεξιά. Λίγο πιο μακριά ανακάλυψα μια μεγάλη πέτρα που μπορούσα να πιάσω και ήταν ό,τι έπρεπε. Σκέφτηκα να σπάσω μ’ αυτή το κεφάλι του αλόγου μου, αλλά συγκρατήθηκα αναλογιζόμενος και το δικό μου. Ένα λεπτό κύλησε: νόμιζα πως είχα τρέξει μία ώρα. Πίσω μου άκουγα τον καλπασμό ενός αλόγου και τον θόρυβο από κάτι που σερνόταν. Σκέφτηκα με φρίκη ότι μπορεί να ήταν ο φίλος μου ο Γκαρνιέ και προσπαθούσα να τραβήξω το αριστερό μου πόδι από τον αναβολέα: ο αναβολέας είχε πιαστεί ανάμεσα στην γκέτα μου και το παπούτσι μου. Είχαμε αφήσει την ακρογιαλιά και τρέχαμε σε επίπεδο έδαφος πάνω σε μια λεπτή λωρίδα γης μέσα στη θάλασσα. Έλεγα μέσα μου ότι τα άλογα του Πεδίου του Άρεως κάνουν γερή προσπάθεια τη μέρα των αγώνων. Μου έρχονταν επίσης στίχοι από το

αφηγηματικό ποίημα Ματζέπα,4 και το φοβερό του ρεφρέν βούιζε στο αυτί μου. Η λωρίδα γης έφτανε στο τέλος της, ήμουν πάλι κοντά στη θάλασσα, αλλά αυτή τη φορά η ακτή φαινόταν απότομη. Το άλογο του Κιρζόν σταμάτησε, και πήρα ανάσααλλά ακούγοντας τον καλπασμό του δικού μου, έφυγε πάλι με μεγαλύτερη ορμή. Είχα λαχανιάσει· το χέρι μου το ένιωθα κομμένο λες και οκτώ μέρες ξεχορτάριαζα· στα αυτιά μου άκουγα κωδωνοκρουσίες, τα μάτια μου θόλωναν: έκανα μια απέλπιδα προσπάθεια για να απομακρύνω το πόδι μου, και πήδηξα κάτω με το κεφάλι. Έμεινα λίγες στιγμές χωρίς να ξέρω τι μου γίνεται: μου φαινόταν ότι είχα πλήθος γύρω μου, ότι έπαιζαν μουσικές, ότι μου έδιναν παγωτά. Άκουγα να απαγγέλλουν πέντε έξι μαδριγάλια και υποσχόμουν στον εαυτό μου να τα συγκρατήσω. Όταν άνοιξα τα μάτια μου και συνήλθα, ήμουν μόνος, ξαπλωμένος ανάσκελα, με το καπέλο μου πενήντα βήματα μακριά. Διέκρινα ένα μεγάλο μαύρο πουλί πάνω σε ένα δέντρο: ήταν το πανωφόρι μου που πίστευα πως το είχα δέσει γερά στο χερούλι της σέλας μου. Προσανατολίστηκα όσο γινόταν, χάρη στον ήλιο, και περπάτησα παραπατώντας κάπως προς το μέρος που πρέπει να ήταν οι άνθρωποί μας. Δεν είχα κάνει ούτε είκοσι βήματα όταν είδα τον Λευτέρη να έρχεται τρέχοντος, και με ρώτησε αν ήξερα τι έγιναν τα άλογά του. Απάντησα ότι από σπλήνα πήγαιναν μια χαρά και ότι έτρεχαν προς το Καλαμάκι. Το καημένο το παιδί κάλπασε στο κατόπι τους. Έπειτα από εκείνον, έφτασε ο Γκαρνιέ, σώος και αβλαβής. Το άλογό του, αναγκασμένο να διαλέξει ανάμεσα στην αυτοεπιβεβαίωση και μια τάφρο δέκα μέτρων, είχε διαλέξει το σωστό. Ο Κιρζόν αναζητούσε σε κάθε θάμνο τα χαμένα του χαρτιά και σχέδια, και οι αγωγιάτες κατηγορούσαν ο ένας τον άλλο για το κακό που έγινε. Φτάνοντας στο Καλαμάκι, βρήκαμε τον Λευτέρη ανάμεσα στα άλογά του: τα συμπαθητικά ζώα είχαν φτάσει, καλπάζοντας πάντα, μέχρι τα πρώτα σπίτια του χωριού, όπου, ευτυχώς, μπόρεσε να τα σταματήσει, διότι με τον ρυθμό που πήγαιναν θα έκαναν τον γύρο του Μοριά και θα επέστρεφαν στον στάβλο τους. Άλογον, όπως οι Έλληνες το ονομάζουν, σημαίνει το κατεξοχήν ζώο, γιατί «άλογον» ίσον άνευ λογικού. Και αυτή η μετάφραση στα γαλλικά πολύ μου αρέσει: «Πιερ, σέλωσε το ζώο άνευ λογικού! Ξέζεψε τα άνευ λογικού, Νικολά!» Τον καιρό που ο κύριος Πισκατορί5 έμενε στο μικρό του μέγαρο στα Πατήσια, ένας νεαρός γάλλος διπλωμάτης τον οποίο φιλοξενούσε κατέβηκε ένα πρωί στην αυλή, είδε ένα άνευ λογικού ζώο που έμοιαζε όμως πολύ λογικό και το καβάλησε από καθαρή περιέργεια, χωρίς να λάβει υπόψη του ότι τα ρούχα του δεν ήταν κατάλληλα για ιππασία. Το άνευ λογικού έφυγε σαν βέλος και έφερε μέχρι την Αθήνα έναν καβαλάρη με ρόμπα και παντόφλες. Πέρυσι, ο γραμματέας και ο ακόλουθος μιας άλλης διπλωματικής αντιπροσωπείας πήραν να δαμάσουν δύο άνευ λογικού για τα οποία τους είχαν βεβαιώσει

πως ήταν άκακα. Στα εκατό βήματα από την πόλη, οι δύο νέοι έκριναν φρόνιμο να κατέβουν από τα άλογα· είχαν το κουράγιο να διασχίσουν την Αθήνα με τα πόδια, οδηγώντας τα ζώα τους από το χαλινάρι. Στο άνευ λογικού άλογο, χρειάζεται καβαλάρης λογικός με το παραπάνω. Τα άνευ λογικού τρέφονται με ξερό κριθάρι για έντεκα μήνες τον χρόνο και με χλωρό κριθάρι για έναν μήνα. Το ξερό κριθάρι τους φέρνει τρομερή δυσκοιλιότητα. Τον Απρίλιο μήνα τα αφήνουν σε έναν αγρό με κριθάρι για είκοσι με είκοσι πέντε μέρες· όταν βγουν από εκεί είναι αδύνατα και με το έντερο καθαρό. Οι δυνάμεις που θα καταλάβουν στρατιωτικά την Ελλάδα καλά θα κάνουν να φέρουν μόνο το πεζικό τους: τα άλογά μας δεν θα συνήθιζαν σε αυτή τη διατροφή ούτε και οι στρατιώτες μας στα ντόπια άλογα. Τα βοσκοτόπια της Βοιωτίας και της Λοκρίδας μένουν πράσινα μόνο για δυο ή τρεις μήνες. Δεν μαζεύουν τον σανό· αλλά ακόμη κι αν τον μάζευαν δεν θα είχαν τρόπο να τον μεταφέρουν. Το γαϊδούρι είναι λιγότερο υποτιμημένο στην Ανατολή απ’ όσο σε μας. Οι ποιητές έχουν μιλήσει γι’ αυτό σαν να πρόκειται για ένα ζώο εκρηκτικό. Ο Όμηρος συγκρίνει τον Αίαντα με γάιδαρο χωρίς να σκεφτεί ότι τον ταπεινώνει. Τα σημερινά γαϊδούρια δεν είναι Αίαντες αλλά άξια ζωάκια, που διανύουν δέκα λεύγες τη μέρα αν έχουν την καλή διάθεση. Τα βόδια, που είναι τόσο όμορφα και τόσο πολλά στην Ιταλία, είναι σπάνια στην Ελλάδα και αδύνατα. Στην Αθήνα υπάρχουν μόνο πέντε με έξι αγελάδες. Εκεί το μόνο γάλα που πίνουν είναι από πρόβατο· τρώνε μόνο το αγελαδινό βούτυρο, που είναι άσπρο, ελαφρύ και μάλλον εύγευστο, παρά τη λιπαρή γεύση που αφήνει. Οι προβατίνες είναι από τα σημαντικά αγαθά της χώρας. Αριθμούν πάνω από τέσσερα εκατομμύρια εριοπαραγωγά ζώα στο βασίλειο.[12] Βρίσκουν παντού τροφή· βόσκουν τους ασφοδέλους και στην ανάγκη και τα γαϊδουράγκαθα. Δεν στειρώνουν αρσενικά για σφαγή. Οι προβατίνες δεν κάνουν άλλη δουλειά παρά να δίνουν γάλα και αρνιά. Το γάλα γίνεται φρέσκο τυρί· το φρέσκο τυρί την επομένη έχει άλλο όνομα, το λένε μυζήθρα: μια υπέροχη λιχουδιά. Η μυζήθρα αλατίζεται μέσα σε κάδους· το τυρί στην άλμη κλείνεται μέσα σε ασκιά και αποστέλλεται έτσι σε όλες τις πόλεις του βασιλείου. Μπροστά από κάθε μπακάλικο ή παντοπωλείο, βλέπει κανείς έναν ξεκοιλιασμένο ασκό γεμάτο με μια ασπριδερή και κοκκώδη ουσία που ο παντοπώλης την παίρνει με τα χέρια του: πρόκειται για τυρί προβατίνας. Όλα τα αρνιά προορίζονται για το Πάσχα. Σε αυτή τη μεγάλη γιορτή, που όλοι οι Έλληνες την ονομάζουν χαρακτηριστικά Λαμπρή, λαμπερή δηλαδή, δεν υπάρχει ούτε μία οικογένεια σε όλο το βασίλειο που να μην τρώει αρνί. Τη Μεγάλη Παρασκευή, η πόλη των Αθηνών κατακλύζεται από καμιά πενηνταριά Βλάχους ντυμένους με πολύ χαρακτηριστικά κουρέλια, συνοδευόμενοι από διακόσιους μεγάλους μαλλιαρούς

σκύλους και ακολουθούμενοι από δέκα χιλιάδες πρόβατα που βελάζουν. Όλος αυτός ο κόσμος, ζώα και άνθρωποι, παίρνουν θέση στις πλατείες της πόλης και στα γύρω χέρσα χωράφια. Οι πολίτες απολαμβάνουν για δυο μέρες ένα απέραντο κονσέρτο από βελάσματα. Το Σάββατο, όλοι οι άντρες που συναντάς στον δρόμο κουβαλούν, όπως ο καλός ποιμένας, ένα πρόβατο στους ώμους. Κάθε οικογενειάρχης που επιστρέφει στο σπίτι του σφάζει το ζώο εν μέσω των γιων του και των θυγατέρων του, το αδειάζει κατά το δυνατόν ταχύτερα, του βάζει καρυκεύματα και περνά μια ράβδο κατά μήκος του σώματός του. Κρατούν με προσοχή τα εντόσθια για το τηγάνι. Το ψητό στη σούβλα τοποθετείται στην αυλή ή στην πόρτα σε μια μεγάλη δυνατή φωτιά από ξερόκλαδα. Όταν ψηθεί επαρκώς, το αφήνουν να κρυώσει (οι Έλληνες δεν θεωρούν απαραίτητο να τρώνε το φαγητό ζεστό), και περιμένουν να γεμίσουν το στομάχι τους αφού αναστηθεί πρώτα ο Χριστός. Τα επτά δέκατα των υπηκόων του βασιλιά Όθωνα δεν τρώνε κρέας παρά μόνο τη μέρα εκείνη. Οι κλέφτες, που αγοράζουν τα αρνιά χωρίς να τα πληρώσουν, απολαμβάνουν αρκετά συχνά το ψητό που μόλις περιέγραψα και το οποίο είναι, λένε, δική τους επινόηση. Ένα ολόκληρο αρνί ψητό ονομάζεται αρνί κλέφτικο. Οι ξένοι που έχουν αποκτήσει τη συνήθεια να τρώνε κρέας κάθε μέρα τρώνε αρνί κατά ένα μεγάλο μέρος του χρόνου. Αρνί βραστό, αρνί ψητό, αρνί ραγού, αρνί τηγανητό, σούπα από αρνί, όλα αυτά αποτελούν διατροφική σταθερά των ταξιδιωτών. Για να έχει μια μικρή ποικιλία η δίαιτά τους, μπορούν να τρώνε και κοτόπουλο βραστό ή ψητό· αλλά τα κοτόπουλα είναι μικρά, σκληρά, οστεώδη και στεγνά κατάστεγνα: και πάλι το αρνί είναι προτιμότερο, γιατί είναι τρυφερό. Οι ελληνικές ακτές είναι πλούσιες σε ψάρια, μολονότι το ψάρι είναι ακριβό στην Αθήνα. Οι ναυτικοί προτιμούν να τρέχουν από λιμάνι σε λιμάνι αναζητώντας την περιπέτεια παρά να σταματήσουν σε έναν κολπίσκο και να απλώσουν τα δίχτυα. Το κυνήγι, αντιθέτως, είναι μια απόλαυση στην οποία οι Έλληνες είναι πολύ επιρρεπείς. Τους φέρνει στον νου, αν όχι την εικόνα του πολέμου, τουλάχιστον εκείνη των κλεφτών. Η κυβέρνηση υποχρεώνει τους κυνηγούς να πάρουν άδεια οπλοφορίας, που κοστίζει μία δραχμή (90 σεντίμ) για τρεις μήνες. Αλλά ο κυνηγός σκέφτεται: «Προς τι η άδεια όταν έχεις τουφέκι; Η καλύτερη άδεια οπλοφορίας είναι ένα καλό όπλο. Αν ο χωροφύλακας ζητήσει το τουφέκι μου, θα του απαντήσω όπως ένας Σπαρτιάτης τον παλιό καιρό: Έλα να το πάρεις». Οι άδειες οπλοφορίας ποτέ δεν θα γεμίσουν το δημόσιο ταμείο. Το θήραμα, πάλι, δεν θα πλουτίσει ποτέ τον κυνηγό. Πρέπει να πάει μακριά για να σκοτώσει έναν λαγό ή μια μπεκάτσα. Οι κυνηγοί των Αθηνών μεταφέρονται με

άμαξα πέντε με έξι λεύγες από την πόλη αν δεν θέλουν να γυρίσουν πίσω με άδεια χέρια. Οι λαγοί αφθονούν στον Μαραθώνα και οι κόκκινες πέρδικες στην Αίγινα· τις μπεκάτσες τις βρίσκεις στις χαράδρες γύρω από την Κηφισιά. Ο καλύτερος καιρός για κυνήγι είναι όταν φυσά βόρειος άνεμος: το χιόνι που σκεπάζει τα βουνά σπρώχνει τα θηράματα μέχρι την πεδιάδα· αλλά ο βοριάς δεν φυσά κάθε μέρα. Το πέρασμα της πάπιας προσφέρει καλές ευκαιρίες στα περίχωρα της λίμνης Κωπαΐδας. Είδα να φτάνουν στην αγορά των Αθηνών καρότσια με υδρόβια πτηνά. Το πέρασμα του ορτυκιού τρέφει τη Μάνη για έναν μήνα. Τα καημένα τα πουλιά είναι τόσο δυσκίνητα όταν φτάνουν που τα σκοτώνουν με μπαστουνιές. Το πέρασμα του τρυγονιού είναι η χαρά του κυνηγού την άνοιξη και το φθινόπωρο. Τα χτυπούν καθώς πετούν στα κριθάρια ή κάθονται στις συκιές. Όταν ερχόταν η τσίχλα έτρεχα συχνά στους αγρούς κατά τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο. Πρόκειται για πόλεμο ενέδρας, όπου το θήραμα και ο άνθρωπος κρύβονται όποιος μπορεί καλύτερα πίσω από τις ελιές. Το πλεονέκτημα δεν το έχει πάντα ο άνθρωπος. Οι αγρότες επιδεικνύουν παροιμιώδη ανοχή προς τον κυνηγό, που θα σκανδάλιζε τους κατοίκους της Νορμανδίας. Τσαλαπατάτε τα κριθάρια, σκαρφαλώνετε σε περίφραξη με κίνδυνο να τη χαλάσετε, τη ρίχνετε και κάτω αν το κρίνετε σκόπιμο, καθότι είναι κατασκευασμένες από ωμόπλινθους· ο ιδιοκτήτης σάς βλέπει και δεν λέει τίποτα. Πιστεύει πως ένας άνθρωπος που επιτρέπει στον εαυτό του τέτοια πράγματα είναι προφανώς ένας ισχυρός άρχοντας στον οποίο δεν πρέπει να φέρνεις αντιρρήσεις. Γνωρίζω έναν Γάλλο που έκανε σκοποβολή τρεις φορές την εβδομάδα στην πόρτα μιας περίφραξης δυο βήματα από την Αθήνα. Οι μόνοι εχθροί των κυνηγών είναι τα μεγάλα τσοπανόσκυλα. Αυτά τα μαλλιαρά τέρατα ορμούν κατά ομάδες σε κάθε Ευρωπαίο που περνά· τα αφεντικά τους, αντί να τα συγκρατήσουν, διασκεδάζουν εξαγριώνοντάς τα. Μόνο με πέτρες μπορεί κανείς να τα ξεφορτωθεί. Τα σκυλιά της πόλης, που θα έπρεπε να καμαρώνουν για τους καλούς τους τρόπους, δεν δείχνουν μεγαλύτερη ευγένεια προς τους περαστικούς. Μόλις πέσει η νύχτα, οι κομψευόμενοι που θα βγουν έξω το βράδυ βάζουν διακριτικά λίγες πέτρες στην τσέπη του επίσημου ενδύματος τους. Αυτά τα ζώα δεν δείχνουν κανένα σεβασμό για το μπαστούνι. Αν τα απειλήσετε με αυτό, θα σας δαγκώσουν στα σίγουρα. Οι πέτρες όμως τους γεννούν τον φόβο ενός κακού οιωνού. Το κυνήγι που τρώνε στην Ελλάδα είναι εξαιρετικό: οι λαγοί, τα μπεκατσίνια, οι τσίχλες έχουν υπέροχη γεύση. Η κόκκινη πέρδικα, η μόνη που έχουν την ευκαιρία να σκοτώσουν, μετά βίας τρώγεται. Η σάρκα της είναι σκληρή, άνοστη σαν άχυρο. Της προσάπτουν τα ίδια ελαττώματα και στην Αλγερία αλλά και σε όλες τις ζεστές χώρες. Αν μπορούσε να μιλήσει, θα έλεγε: «Γιατί με σκοτώνετε τότε;» Μπορεί να βρεις στον Μοριά, αν ψάξεις καλά, λίγες αλεπούδες, ακόμα και λίγα

τσακάλια. Επίσης, θα βρεις αετούς και υπέροχους γύπες. Ο Υμηττός, η Πεντέλη και όλα τα βουνά του βασιλείου είναι γεμάτα. Είδα να πετούν μαζί πάνω από πενήντα αετοί και να μαζεύονται πάνω από τον κήπο μας έτοιμοι να ορμήσουν όλοι μαζί σε ένα κουφάρι. Έχω συναντήσει γύπες που έπαιρναν ειρηνικά το γεύμα τους πάνω στο άψυχο σώμα ενός γαϊδάρου ή μιας προβατίνας, και έφερα μαζί μου λίγα φτερά που τα έβγαλα από τον ίδιο τον γύπα. Η κουκουβάγια κατοικεί πάντα στην πόλη της θεάς Αθηνάς· όμως δεν βασιλεύει πλέον. Στην Ακρόπολη το καλοκαίρι ζει ένα όμορφο είδος γερακιού που ονομάζεται βραχοκιρκινέζος. Το μικρό αυτό πουλί θηρευτής κυνηγά μόνο ακρίδες. Πάντως δεν του λείπει το θάρρος. Όταν έρχεται, τον Απρίλιο, διώχνει από την Ακρόπολη τα κοράκια που την έχουν κατακλύσει. Όταν φεύγει, τον Οκτώβριο, τα κοράκια επιστρέφουν θριαμβευτικά και καταλαμβάνουν το πεδίο μάχης, λερώνοντας, σε ένδειξη χαράς, όλα τα μνημεία. Γνωρίζουμε ότι η χελώνα είναι συνηθισμένη στην Ελλάδα, στους αγρούς και τα ποτάμια. Εκείνο που δεν γνωρίζουμε είναι ότι τόσο η χερσαία χελώνα όσο και η υδρόβια προκαλεί μεγάλη απέχθεια στον ελληνικό λαό. θελήσαμε να βάλουμε τον μάγειρά μας να μας κάνει, παρά τη θέλησή του, χελωνόσουπα· η προκατάληψή του ήταν ισχυρότερη της εξουσίας μας. - Δεν θέλω, έλεγε, να μαγειρέψω αυτό το ζώο. - Μα γιατί; - Γιατί είναι σκουλήκι. - Και τι σε νοιάζει. Δεν πρόκειται να το φας εσύ. - Ούτε εσείς. Δεν θέλω να πουν ότι μαγείρεψα σκουλήκι. Από όλα τα ζώα που απαντώνται στο βασίλειο, τα πιο συνηθισμένα είναι, αναντίρρητα, τα ζώα που μεταφέρει ο άνθρωπος, και που ο Μωάμεθ μάς συνιστά να τα αφήνουμε να βόσκουν ήσυχα στο σώμα μας. Οι Έλληνες, αυτοί οι σπουδαίοι κυνηγοί, αμελούν κάπως να τα κυνηγήσουν.

VI Τα ορυχεία και τα λατομεία - Η Πεντέλη και η Πάρος - Ο γαιάνθρακας στο Μαρκόπουλο και στην Κύμη - Ο αργυρούχος μόλυβδος της Κέας - Το μάρμαρο της Καρύστου - Η σμύριδα της Νάξου - Η ιδιοκτησία όλων των ορυχείων και λατομείων, δύο εξαιρουμένων, είναι σε αντιδικία - Αδιαφορία και ανικανότητα της κυβέρνησης Αν η Ελλάδα είχε κυβέρνηση, τα ορυχεία και τα λατομεία θα ήταν αρκετά για να την κάνουν πλούσια.

Το μάρμαρο είναι τόσο σύνηθες λες και τα βουνά είναι καμωμένα από αυτό. Η Πεντέλη μπορεί να προσφέρει ακόμη υλικό για κάμποσους Παρθενώνες, και τα λατομεία της Πάρου δεν έχουν εξαντληθεί, κι ας έδιναν μορφή σε ολόκληρο τον Όλυμπο. Τα μάρμαρα της Πεντέλης και της Πάρου εξακολουθούν να είναι τα πιο όμορφα του κόσμου. Το πρώτο είναι πυκνό, φίνο και λαμπερό· το δεύτερο έχει διαύγεια και διαφάνεια· τα πλατιά του στρώματα, το ζεστό και ζωηρό χρώμα του δίνουν στα μάρμαρα μια όψη σάρκας. Για την εκμετάλλευση των λατομείων της Πεντέλης, χρειάζονται μόνο εργάτες και άμαξες. Ο δρόμος μέχρι τον Πειραιά είναι ανοιγμένος και από εκεί μπορούν να φτάσουν στον κόσμο ολόκληρο. Για την εκμετάλλευση των λατομείων της Πάρου, θα έπρεπε να ανοίξουν έναν δρόμο ο προϋπολογισμός του οποίου, καταρτισμένος από τους πλέον αρμόδιους, ανέρχεται στις δεκαεπτά ή δεκαοκτώ χιλιάδες φράγκα. Το κόστος εξόρυξης δεν θα ήταν υψηλότερο στην Πεντέλη ή στην Πάρο από ό,τι στα λατομεία της Καρράρας· η διά θαλάσσης μεταφορά δεν θα ήταν περισσότερο δαπανηρή, κυρίως αν χρησιμοποιούσαν ελληνικά πλοία· πάντως τα μάρμαρα της Ελλάδας είναι ομορφότερα από της Ιταλίας και συμπεριφέρονται καλύτερα στη σμίλη. Δεν έχει περάσει ούτε χρόνος από τότε που βρήκαν στο Αρχιπέλαγος λατομεία πορφυρίτη λίθου και στον Ταΰγετο λατομεία εξαιρετικού μαρμάρου, γνωστού με το όνομα πράσινο αντίκ. Κανένα από αυτά τα τέσσερα λατομεία δεν είναι υπό εκμετάλλευση. Υπάρχει στο Μαρκόπουλο, στη Βοιωτία, ένα ορυχείο λιγνίτη ή γαιάνθρακα. Τα προϊόντα είναι μέτριας ποιότητας· θα πρέπει τα σαράντα πέντε εκατοστά του βάρους τους να αντιστοιχούν σε καθαρό άνθρακα, και από θερμικής άποψης θα πρέπει να ισοδυναμούν με ξύλο.[13] Βρίσκουν στην Κύμη, στο νησί της Εύβοιας, ένα σημαντικό κοίτασμα από έναν λιγνίτη απείρως καλύτερο. Σύμφωνα με την ανάλυση που έγινε από έναν ειδήμονα γάλλο μηχανικό, ισοδυναμεί με τα δύο τρίτα ενός ίσου βάρους άνθρακα του Νιούκαστλ. Με βάση τα πειράματα που έκανε ο κύριος Λάριστον, ενώ βρισκόταν εν πλω στο γαλλικό ατμόπλοιο «Λε Ρουμπί», η αναλογία παραγωγής ατμού από το κάρβουνο της Κύμης με το αγγλικό κάρβουνο είναι τρία πέμπτα. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς που έκανε ένας επιφανής γάλλος οικονομολόγος, ο λιγνίτης της Κύμης, με τη σωστή εκμετάλλευση, θα απέδιδε εύκολα 150.000 δραχμές κέρδος κατ’ έτος. Δεν θα συνέφερε να τον χρησιμοποιήσουν στη ναυσιπλοΐα γιατί καταλαμβάνει πολύ χώρο και δεν ανάβει αρκετά γρήγορα· η χρήση του, όμως, θα ήταν

επωφελής στα εργοστάσια. Σήμερα, τα ορυχεία της Κύμης, με όλες τις δαπάνες πληρωμένες, αποφέρουν στο κράτος 12.000 δραχμές ετησίως! Υπάρχουν στην Ελλάδα αρκετά κοιτάσματα αργυρούχου μολύβδου. Το κοίτασμα του οποίου η εκμετάλλευση θα ήταν η πιο ευνοϊκή βρίσκεται στην ανατολική ακτή της νήσου Κέας. Οι φλέβες κατεβαίνουν μέχρι τη θάλασσα, στο βάθος ενός κολπίσκου που τα ακτοπλοϊκά μπορούν να προσεγγίσουν. Το ορυχείο της Κέας περιέχει περίπου ογδόντα τοις εκατό μόλυβδο· ο μόλυβδος περιέχει κατά μέσο όρο 0,00125 ασήμι· δηλαδή, εκατό χιλιόγραμμα μολύβδου θα έδιναν μία ράβδο αργύρου αξίας 25 φράγκων.[14] Τα ορυχεία της Κέας δεν είναι υπό εκμετάλλευση. Μόνο όταν οι χειμωνιάτικες βροχές αποκολλήσουν κάποιες μάζες ορυκτού, τις διεκδικεί η κοινότητα και τις πουλά. Τα λατομεία της Καρύστου στην Εύβοια έχουν εγκαταλειφθεί, αλλά όχι εξαντληθεί. Έδιναν, κατά την αρχαιότητα, ένα όμορφο μάρμαρο σιπολίνο του οποίου οι φλέβες έχουν το χρώμα και τον κυμάτισμά της θάλασσας. Την εποχή του Καίσαρα μέμφονταν τη σπατάλη εκείνου του ρωμαίου πολίτη που έφτιαχνε τις κολόνες του σπιτιού του με μάρμαρο Καρύστου. Δεν μπορεί κανείς να μεμφθεί για τον ίδιο λόγο τους σημερινούς Έλληνες, οι οποίοι σχεδόν αγνοούν το γεγονός ότι διαθέτουν θαυμάσια λατομεία. Τα πετρώματα και τον γύψο της νήσου Μήλου τα εκμεταλλεύονται ελλιπώς και δεν αποδίδουν το αναμενόμενο· τη σμύριδα της Νάξου, αφού την εκμεταλλεύτηκαν μισθωτές με όρους δαπανηρούς για το κράτος, σήμερα εξορύσσεται και πωλείται από την κυβέρνηση. Τα 100.000 φράγκα που κερδίζουν κάθε χρόνο είναι το κύριο και το μόνο, θα λέγαμε, εισόδημα που αποφέρουν στην Ελλάδα τα ορυχεία και τα λατομεία της. Αν το κράτος έχει τόσο μικρό όφελος από ολόκληρο τον ορυκτό της πλούτο, αυτό δεν οφείλεται μόνο στην αδιαφορία της δημόσιας διοίκησης· οφείλεται κυρίως στην ανικανότητα της κυβέρνησης. Η ιδιοκτησία όλων των ορυχείων και όλων των λατομείων, εκτός εκείνων της Νάξου και της Κύμης, είναι αντικείμενο αντιδικίας. Τα δικαιώματα του κράτους δεν έχουν καθόλου εδραιωθεί· αλλά και για των ιδιωτών ισχύει σχεδόν το ίδιο. Στην περίπτωση που ένας γάλλος κεφαλαιούχος πάρει την απόφαση να εκμεταλλευτεί με δικά του έξοδα τα ορυχεία της Κέας, αν καταστραφεί, δεν θα παρέμβουν αν κερδίσει μία δραχμή, η Ελλάδα ολόκληρη θα έρθει να τη διεκδικήσει. «Δεν υπάρχει τίποτα πιο περίπλοκο» λέει ο κύριος Λεκόντ «από τον καθορισμό των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας σχετικά με τα ορυχεία, και μπορώ να μιλήσω για το θέμα με κάποια βεβαιότητα, καθότι ο κύριος Κωλέττης μου εμπιστεύθηκε μια

αποστολή εστιασμένη απολύτως στο θέμα αυτό. Επρόκειτο να εκτιμήσουμε τις πρόσφορες πιθανές συνθήκες εκμετάλλευσης των ορυχείων αργυρούχου μολύβδου της Κέας, των λιγνιτωρυχείων της Κύμης, των λατομείων μαρμάρου της Πάρου, και άλλων ακόμα. Μετέβην, λοιπόν, στα διάφορα σημεία που θα αποτελούσαν το αντικείμενο της εργασίας μου και σχεδόν παντού βρέθηκα στο απόλυτο σκοτάδι σχετικά με τον καθορισμό δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, ενώ, επιπλέον, επικρατεί απερίγραπτη σύγχυση σχετικά με την άσκησή τους. Η ιδιοκτησία του όποιου ορυχείου διεκδικείται ταυτόχρονα από τον μητροπολίτη της περιοχής, από την κοινότητα ή από τη γειτονική μονή· ιδιώτες βρίσκονται σε αντιδικία ως μισθωτές ή υπομισθωτές του τάδε υποτιθέμενου ιδιοκτήτη, κλπ.». Η ελληνική κυβέρνηση αισθάνεται ανίσχυρη να ανακτήσει ένα ορυχείο από τους υποτιθέμενους ιδιοκτήτες, αλλά αρκετά ισχυρή για να πάρει μια αυτοκρατορία από έναν νόμιμο ιδιοκτήτη.

VII Βιομηχανία - Τι θα στείλει η Ελλάδα στην έκθεση του 1855 - Όλα τα προϊόντα μεταποίησης που καταναλώνονται στο βασίλειο είναι εισαγόμενα - Πίνακας εισαγωγών - Η πρόοδος της Τουρκίας - Η Ελλάδα έχει μόνο δύο είδη βιομηχανίας: τη μεταξουργία και τη ναυπηγία - Συζήτηση με έναν μεταξουργό του Μυστρά - Σύγκριση της τιμής των πλοίων στη Σύρα και στη Μασσαλία Μια μέρα που επισκέφθηκα έναν πρώην υπουργό του βασιλιά Όθωνα, η συζήτηση ήρθε στο Παρίσι. - Έμεινα στο Παρίσι, μου είπε ο πολύ αξιοσέβαστος συνομιλητής μου, και είναι η πόλη του κόσμου που θα επιθυμούσα περισσότερο να ξαναδώ. - Λοιπόν, ελάτε σε δυο χρόνια για να δείτε την παγκόσμια έκθεση. - Ναι, αλλά θα ήθελα να τα δω όλα αυτά χωρίς να μου στοιχίσει τίποτα. - Να πάτε με έξοδα του κράτους... - Το σκέφτηκα· με ποια αφορμή όμως; - Δεν θα ορίσουν επίτροπο της κυβέρνησης για την έκθεση; - Είναι καλή ιδέα, και σας ευχαριστώ. Έχει πιάσει τόπο η παραμονή σας στην Ελλάδα· καταλαβαίνετε πώς γίνονται οι δουλειές· γιατί δεν σπουδάσατε πολιτική; Με έχουν σε καλό μάτι στην αυλή, ο επιτετραμμένος της Ρωσίας με έχει υπό την προστασία του, ο βασιλιάς θα με διορίσει· θα μεριμνήσω να μου δώσουν μια εύλογη αποζημίωση· οι υπουργοί σήμερα είναι τόσο φειδωλοί! θα πάω στο Παρίσι· θα φροντίσω να προβληθούν τα προϊόντα της βιομηχανίας μας: θα απαιτήσω να τοπο-

θετηθούν σε τιμώμενη θέση. Δεν γίνεται πια πολύς λόγος για την Ελλάδα. Ο ενθουσιασμός της Ευρώπης έχει κρυώσει: θα αναλάβω να τον αναθερμάνω. θα δούνε τι ξέρουμε να κάνουμε! - Παρεμπιπτόντως, του είπα αθώα, τι θα στείλει η Ελλάδα στην έκθεση; - Το ρωτάτε; θα στείλει... η Ελλάδα έχει λύσεις, θα στείλει... μην ανησυχείτε, έχουμε τον τρόπο να κάνουμε τους άλλους να μιλάνε για μας. θα στείλει... κορινθιακή σταφίδα! - Προφανώς, συγχωρέστε με! Είχα, φαίνεται, αλλού τον νου μου. Ξέχασα την κορινθιακή σταφίδα και το μέλι Υμηττού. - Για αυτό θα σας έλεγα, θα στείλει είκοσι οκάδες μέλι Υμηττού. Το μέλι του Υμηττού δεν είναι τόσο σπάνιο όσο νομίζουν στην Ευρώπη. Φαντάζονται ότι η εθνική βιομηχανία έχει υποβαθμιστεί; θα αποδείξουμε, αν ο βασιλιάς με διορίσει επίτροπο, ότι οι μέλισσές μας εργάζονται καλύτερα και από την εποχή του Περικλή. Μια τεράστια γυάλα γεμάτη με μέλι Υμηττού! - Θα στείλετε κάτι άλλο; - Αμφιβάλλετε; θα στείλουμε ένα μεγάλο μπουκάλι ελαιόλαδο, ένα βαρέλι σαντορινιό κρασί, μια μπάλα βαμβάκι, λίγο ριζάρι, ένα κουτί ξερά σύκα, ένα σάκο βελανίδια, ένα τεράστιο κουβάρι μετάξι! - Ένα μεγάλο τεμάχιο από μάρμαρο Πάρου; - Δέκα τεμάχια από παριανό μάρμαρο! Αν ο κύριος Κλεάνθης θελήσει να μας τα δώσει, θα προσθέσουμε μερικές οκάδες σμύριδα Νάξου, ένα τεμάχιο γαιάνθρακα της Κύμης. Μείνετε ήσυχος, η Ελλάδα θα κρατήσει τη θέση της σε αυτή τη μεγάλη σύναξη πολιτισμένων λαών. - Όσο για τη βιομηχανία καθαυτή, πρόσθεσα με κάποιο δισταγμό... - Ποια βιομηχανία; - Τη βιομηχανία τη... βιομηχανική. - Κατάλαβα. Λοιπόν, θα στείλουμε μια όμορφη ελληνική ενδυμασία. - Εύγε! Καλή ιδέα. Γνωρίζετε πως λατρεύω τις ενδυμασίες σας. Σας εγγυώμαι πως θα έχουν επιτυχία. Στείλτε μια ενδυμασία. Τι άλλο θα στείλετε; - Θα στείλουμε ένα φέσι, ένα κεντημένο γιλέκο, μια φουστανέλα, ένα όμορφο ζωνάρι... - Προφανώς, και τι άλλο; - Θα στείλουμε μια ελληνική ενδυμασία. Είναι σημαντικό αυτό! Προκαλώ όλους τους λαούς της Ευρώπης να βρουν και να στείλουν κάτι ισάξιο. Άφησα τον μελλοντικό επίτροπο και, στο κατώφλι του σπιτιού του, έφερνα ξανά στη μνήμη μου τι είχε στείλει η Ελλάδα στην έκθεση του Λονδίνου, θυμάμαι την απογοήτευση που ένιωσα μπαίνοντας στον ειδικό χώρο για τα προϊόντα της

Ελλάδας, όταν είδα μέλι σε ένα δοχείο, κορινθιακές σταφίδες σε μια γυάλα, λίγο λάδι, λίγο κρασί, λίγο βαμβάκι, λίγο ριζάρι, μια χούφτα σύκα, λίγα βελανίδια, έναν κύβο από μάρμαρο και μια βιτρίνα όπου εκθέτονταν κάποιες ελληνικές ενδυμασίες. Η εθνική βιομηχανία βρίσκεται πάντα στο ίδιο σημείο, και θα δούμε όλοι στο Παρίσι εκείνο που είχα τη θλίψη να δω στο Λονδίνο. Οι δύο μοναδικές βιοτεχνίες που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, το υαλουργείο του Πειραιά και η μονάδα εξευγενισμού των Θερμοπυλών, κατέστρεψαν τους μετόχους τους και εγκαταλείφθηκαν. Όλα τα βιοτεχνικά προϊόντα που καταναλώνονται στο βασίλειο έρχονται από το εξωτερικό. Δεν ξέρουν να φτιάχνουν στην Ελλάδα ούτε έναν σουγιά, κάτι που στο Παρίσι πωλείται τέσσερις δεκάρες! Οι εισαγωγές ανέρχονταν σε 22.300.000 δραχμές το 1845. Στην Αγγλία αναλογούσαν 9 εκατομμύρια δραχμές, στην Τουρκία 4.300.000, στην Αυστρία 4 εκατομμύρια, στη Γαλλία 2. Η Ρωσία προμήθευε πρώτες ύλες αξίας 2 εκατομμυρίων. Η ρωσική βιομηχανία τα πάει φαίνεται τόσο καλά όσο και η ελληνική, θα παρατηρήσει κανείς ότι, μετά την Αγγλία, η Τουρκία είναι εκείνη που έπαιρνε το μεγαλύτερο μερίδιο από τις εισαγωγές. Το 1849, η Τουρκία πλησίαζε αισθητά τον αριθμό των αγγλικών εισαγωγών. Οι εισαγωγές στο σύνολό τους είχαν υπολογιστεί στα 20.799.501 δραχμές. Στην Αγγλία αντιστοιχούσαν 6.200.000 δραχμές, στην Τουρκία και την Αίγυπτο 6 εκατομμύρια, στη Ρωσία ένα εκατομμύριο. Ιδού ορισμένοι άκρως ενδιαφέροντες αριθμοί, μια και οι Έλληνες μιλούν για πρόοδο της Ρωσίας και παρακμή της Τουρκίας. Ας επιστρέφουμε στη βιομηχανία των Ελλήνων: γνέθουν μετάξι και ναυπηγούν πλοία. Υπάρχουν στο βασίλειο τέσσερα βαμβακοκλωστήρια. Το πρώτο βρίσκεται στην Καλαμάτα και ανήκει σε έναν Γάλλο· το δεύτερο στον Μυστρά· τα δύο άλλα στον Πειραιά και στην Αθήνα. Ορισμένα μεταξωτά φτιάχνονται στη νήσο Ύδρα. Συστήνω σε όλους όσοι θέλουν να στήσουν κλωστήρια στην Ελλάδα να επισκεφθούν τα εργαστήρια του κυρίου Ματόν. Ο κύριος Ματόν είναι Γάλλος, γεννημένος στο Αρντές και εγκατεστημένος στη Σμύρνη εδώ και περίπου δεκαπέντε χρόνια. Έχει ιδρύσει μια επιχείρηση ισάξια με ό,τι τελειότερο υπάρχει στη Γαλλία: απασχολεί τετρακόσιες κοπέλες ετησίως. Τα προϊόντα του, που τα στέλνει στη Μασσαλία, είναι περιζήτητα· ο κύκλος εργασιών του αυξάνεται μέρα με τη μέρα· μεγαλώνει τα εργαστήριά του, αυξάνει το προσωπικό του. Η Σμύρνη είναι, πράγματι, μια τουρκική πόλη όπου οι ξένοι νιώθουν σαν το σπίτι τους.

Συνάντησα μια μέρα στο σπίτι του κυρίου Κωνσταντίνου Μαυροκορδάτου έναν από τους ιδιοκτήτες του κλωστηρίου του Μυστρά. Τον επαίνεσα για τα εργαστήριά του, που είχα επισκεφθεί λίγους μήνες πριν. - Ναι, μου είπε, δεν είναι κι άσχημα. Εντούτοις, φυτοζωούμε έστω και αξιοπρεπώς. Κάνουμε κάποιο καλό στη χώρα, αλλά ποτέ δεν θα δούμε κάποια αναγνώριση. Όσο κι αν προσπαθούμε, το καλύτερο που μπορεί να καταφέρουμε είναι να μαζέψουμε κάποια χρήματα. Αλλά οι θέσεις, οι διακρίσεις, οι τιμές, όλ’ αυτά δεν είναι για μας. - Μα πώς! Αφού προσφέρετε στην Ελλάδα μια βιομηχανία που θα της φέρει πλούτο! - Δυστυχώς, κύριε, δεν είμαστε πολίτες της. - Δεν είστε Έλληνες; - Λυπάμαι, αλλά είμαστε ετερόχθονες. Δεν είναι μόνο η αδιαφορία της κυβέρνησης και ο παραλογισμός των νόμων που αντιτίθενται στην πρόοδο, είναι κυρίως το πνεύμα ατομισμού και η μανία διασποράς που διακατέχουν τους Έλληνες. Όταν ένας εργάτης μάθει το επάγγελμά του, εγκαταλείπει τη βιοτεχνία, φορτώνεται τα εργαλεία του στην πλάτη και πηγαίνει από χωριό σε χωριό και από σπίτι σε σπίτι φωνάζοντας: «Βαμβάκι για γνέσιμο έχετε;». Ο χωρικός προτιμά τους πλανόδιους κλώστες, που δουλεύουν μπροστά στην πόρτα του, που μπορεί να τους επιτηρεί, και που του ζητούν μόνο πέντε ή έξι δραχμές την οκά το μετάξι. Όταν η Ελλάδα θα έχει κυβέρνηση, όταν τα ορυχεία της Κύμης θα είναι υπό εκμετάλλευση, όταν θα μπορεί κανείς να διατρέξει τη χώρα προς όλες τις κατευθύνσεις από δρόμους αμαξιτούς, και όταν ο νόμος των ετεροχθόνων ακυρωθεί, όλα τα κλωστήρια του βασιλείου θα μπορούν να απολαύσουν την πολυτέλεια μιας ατμομηχανής ισχύος τεσσάρων ίππων, που θα κάνει να δουλεύουν ταυτόχρονα διακόσιοι αργαλειοί και θα γνέθει βαμβάκι σε τόσο χαμηλή τιμή που οι κατασκευαστές δεν θα φοβούνται πια τον ανταγωνισμό των εργατών τους. Οι Έλληνες κατασκευάζουν πλοία στη Σύρα, στην Πάτρα, στο Γαλαξίδι και τον Πειραιά. Τα σκάφη αυτά είναι κατά κανόνα από πεύκο· είναι λιγότερο στέρεα, με λιγότερα καρφιά και όχι τόσο φροντισμένα σε σχέση με εκείνα που κατασκευάζουμε στη Γαλλία· αλλά αντέχουν τη θάλασσα και κοστίζουν κατά δύο τρίτα λιγότερο από τα δικά μας. Ένα πλοίο χωρητικότητας 100 τόνων, που μεταφέρει 140 τόνους φορτίου στοιχίζει 17.816 φράγκα στη Σύρα και 46.000 φράγκα στη Μασσαλία. Προκύπτει άρα ότι, ανά τόνο φορτίου, τα ελληνικά πλοία στοιχίζουν 120 φράγκα και τα γαλλικά 328. Αν οι έλληνες εφοπλιστές πληρώνουν 120 φράγκα εκείνο που οι δικοί μας αγοράζουν 328, είναι προφανές ότι το εμπόριο στη Μεσόγειο ανήκει στο ελληνικό ναυτικό.

VIII Εμπόριο Όταν μιλάμε για εμπόριο στην Ελλάδα, εννοούμε μόνο το θαλάσσιο εμπόριο. Σε μια χώρα όπου οι οδικές αρτηρίες είναι μονοπάτια, το μόνο χερσαίο εμπόριο είναι οι πλανόδιοι πωλητές. Η Ελλάδα επικοινωνεί με τον υπόλοιπο κόσμο μόνο διά θαλάσσης. Συνορεύει με την Τουρκία στα βόρεια σύνορά της· αλλά δεν επικοινωνεί μαζί της, διότι δεν υπάρχει δρόμος που να πηγαίνει από την Ελλάδα στην Τουρκία. Η θάλασσα είναι, λοιπόν, ο μεγάλος δρόμος που ενώνει την Ελλάδα με τον κόσμο ολόκληρο. Η θάλασσα είναι εκείνη που κάνει τις διάφορες περιοχές της να επικοινωνούν μεταξύ τους. Έχω πει πιο πάνω ότι όλοι οι Έλληνες είναι ναυτικοί. Το ελληνικό ναυτικό είναι τόσο παλιό όσο και ο ελληνικός λαός. Την πρώτη φορά που το έθνος έγινε γνωστό στον κόσμο ήταν όταν πήγε με πλοία να λεηλατήσει την Τροία. Ο πραγματικός ήρωας της Ελλάδας δεν ήταν ο ορμητικός Αχιλλέας, που ήξερε να αγαπά, να μισεί, να κλαίει και να μάχεται. Ο Αχιλλέας ήταν ένας άντρας της ηπειρωτικής Ελλάδας, μεγαλωμένος μακριά από τη θάλασσα· ο Αχιλλέας ήταν ακέραιος στην ψυχή· ο Αχιλλέας δεν έκανε υπολογισμούς· ο Αχιλλέας δεν κέρδισε τίποτα στον Τρωικό Πόλεμο, εκτός από τον θάνατο και την αθανασία· ο Αχιλλέας είναι μόνο κατά το ήμισυ Έλληνας, θα λέγαμε, αντιθέτως, ότι την Ελλάδα ολόκληρη την ενσαρκώνει ο νησιώτης Οδυσσέας, που ξέρει να ταξιδεύει στη θάλασσα, αλλά ξέρει και να λέει ψέματα, που εκμεταλλεύεται και τις αγάπες του και τις δυστυχίες του· που όταν ανταλλάσσει τα όπλα με έναν φίλο, φροντίζει να βγει κερδισμένος στη μοιρασιά που, πριν σκοτώσει τους μνηστήρες, συμβουλεύει τη γυναίκα του να τους ζητήσει πλούσια δώρα· ο Οδυσσέας, ο ναυτικός ήρωας, έμπορος και απατεώνας. Αν ο Οδυσσέας ανασταινόταν σήμερα και αν μεταφερόταν εν μέσω των Αθηναίων με τις ωραίες κνημίδες, μπροστά στο καφενείο η «Ωραία Ελλάς», θα τους έλεγε: «Σας αναγνωρίζω, είστε τα παιδιά μου. Όπως κι εμείς, αγαπάτε το πυρόξανθο χρυσάφι και το αστραφτερό ασήμι· όπως κι εμείς, επιθυμείτε τα αγαθά των άλλων· όπως εμείς, έχετε καλοφτιαγμένα πλοιάρια που γλιστρούν πάνω στα κύματα: ξέρετε πώς να αγοράζετε, να πουλάτε και να κλέβετε. Όπως κι εμείς, εποφθαλμιάτε μια μεγάλη πόλη που βρίσκεται προς την πλευρά του ανατέλλοντος ηλίου, πέρα από τις βαθιές θάλασσες. Ελπίζετε, όταν θα την κυριεύσετε, να κάνετε σκλάβους τους πολίτες της και να καθίσετε, με τα χέρια σταυρωμένα, στα καλοχτισμένα παλάτια τους. Αλλά πιστέψτε με, αν δεν θέλετε να μετανιώσετε πικρά, περιμένετε, όπως εμείς, τη σωστή στιγμή. Περιμένετε έως ότου ο Δίας σας δώσει άξιους και θαρραλέους αρχηγούς, έως

ότου ο Ήφαιστος σας κατασκευάσει ανίκητα όπλα, και, κυρίως, έως ότου βρεθείτε δύο εναντίον ενός: διότι εκεί βρίσκεται όλο το μυστικό του πολέμου». Λένε στο παζάρι των Αθηνών την ιστορία ενός καπετάνιου εμπορικού που θα προκαλούσε τον θαυμασμό του Οδυσσέα. Αυτός ο γενναίος άντρας είχε γεννηθεί στη Λισαβόνα· είχε πουλήσει το φορτίο του και, επιπροσθέτως, το πλοίο του. Οι ναύτες του τον ρώτησαν: - Πώς θα μας γυρίσεις πίσω στην πατρίδα; Μας έχεις υποσχεθεί πως θα μας πας στον Πειραιά. - Μην στενοχωριέστε, απάντησε ο καπετάνιος, τα αναλαμβάνω όλα εγώ. Σε λίγο θα είστε στον δρόμο της επιστροφής. Εντωμεταξύ, θέλετε να κάνετε μια βόλτα στη θάλασσα; Πούλησα το πλοίο αλλά έχω ακόμη τη βάρκα. Ο αγοραστής μού άφησε ένα μικρό κατάρτι που είναι καλό ακόμη, και ένα πανί όχι και πολύ σκισμένο, θέλω να σας πάω μια βόλτα. Οι ναύτες ανέβηκαν στη βάρκα, χωρίς να βάλουν τίποτα κακό στον νου τους. Τους οδήγησε, έπειτα από κάποια περιπλάνηση, στο Γιβραλτάρ, και τους μετέφερε στη Μασσαλία, απ’ όπου έπρεπε, το δίχως άλλο, να τους βάλει σε πλοίο· από τη Μασσαλία τους πήγε στην Τουλόν· από την Τουλόν τους έσυρε μέχρι τη Γένοβα. Έξι μήνες μετά, η βάρκα έμπαινε θριαμβευτικά στον Πειραιά. Αυτός ο ναυτικός είχε στόφα διπλωμάτη. Και κάθε Έλληνας έχει στόφα ναυτικού. Δυο νησιώτες συναντιούνται στο λιμάνι της Σύρας: - Καλημέρα, αδερφέ μου, τι κάνεις; (δηλαδή: πώς είσαι;) - Καλά ευχαριστώ. Τι νέα μαθαίνεις; - Ο Δημήτρης, ο γιος του Νικόλα, γύρισε από τη Μασσαλία. - Έβγαλε πολλά χρήματα; - Είκοσι τρεις χιλιάδες δραχμές στα σίγουρα, με βάση τα όσα λένε. Είναι πολλά χρήματα. - Καιρό το λέω τώρα: πρέπει να πάω στη Μασσαλία, αλλά δεν έχω πλοίο. - Αν το θες κι εσύ, μπορούμε να φτιάξουμε ένα να το έχουμε κι δυο μας. Έχεις ξυλεία; - Έχω λίγη. - Για να φτιάξουμε ένα πλοίο πάντα έχουμε. Έχω ύφασμα για τα πανιά, και ο ξάδερφός μου ο Γιάννης έχει σχοινιά: θα συνεργαστούμε. - Και ποιος θα είναι καπετάνιος; - Ο Γιάννης. Έχει κι άλλη φορά βγει στη θάλασσα - Χρειαζόμαστε κι ένα παιδί για να μας βοηθάει. - Έχω τον βαφτισιμιό μου τον Βασίλη. - Μα είναι παιδί οκτώ χρονών. Είναι μικρό.

- Για να βγεις στη θάλασσα πάντα μεγάλος είσαι. - Τι φορτίο θα πάρουμε, όμως; - Ο γείτονάς μας ο Πέτρος έχει βελανίδια· ο παπάς έχει λίγους τόνους κρασί· ξέρω κάποιον από την Τήνο που έχει βαμβάκι· θα περάσουμε από τη Σμύρνη, αν θες, για να φορτώσουμε μετάξι. Το πλοίο φτιάχνεται όπως όπως· το πλήρωμα επιστρατεύεται από μια δυο οικογένειες· παίρνουν από γείτονες και φίλους όλα τα εμπορεύματα που θέλουν να πουλήσουν, πάνε στη Μασσαλία περνώντας από τη Σμύρνη ή ακόμα και την Αλεξάνδρεια· πουλούν το εμπόρευμα· παίρνουν άλλο, και όταν επιστρέφουν στη Σύρα το πλοίο έχει πληρωθεί από τα ναύλα και μοιράζονται και λίγες δραχμές κέρδος. Αυτή η μορφή συνεταιρικής ναυσιπλοΐας δίνει τη δυνατότητα στους Έλληνες να μειώνουν πολύ περισσότερο την τιμή του ναύλου, κάτι που οι δικοί μας καπετάνιοι εμπορικών πλοίων δεν θα μπορούσαν να κάνουν. Έχω πει πως τα πλοία τους στοιχίζουν δύο φορές λιγότερο από τα δικά μας· δεν είναι λοιπόν παράξενο που οι ιδιοκτήτες κάνουν μια έκπτωση πέντε με έξι φράγκα τον τόνο. Η Ελλάδα διέθετε, το 1838, 3.269 εμπορικά πλοία. Το 1840, είχε 4.046, με δυνατότητα φορτίου 266.221 τόνους. Υπολογίζουν σε 50 εκατομμύρια δραχμές το ετήσιο ποσό των ναύλων. Ο έλληνας έμπορος χώνεται παντού, δεν αμελεί καμία δουλειά, δεν περιφρονεί κανένα μέσο, και αλλάζει σημαία ανάλογα με το συμφέρον του. Επίσης, η ακτοπλοΐα στη Μεσόγειο ανήκει σχεδόν αποκλειστικά στην Ελλάδα. Το 1846, το θαλάσσιο εμπόριο της Κωνσταντινούπολης κατανεμόταν ως εξής: Ελληνική σημαία αγγλική και Ιονίων Νήσων ρωσική σαρδηνιακή αυστριακή γαλλική ναπολιτάνικη

967.000τόνοι 505.000 – 335.000 – 305.000 – 284.000 – 70.000 – 51.000 –

Αυτό το μικρό βασίλειο, χωρίς πληθυσμό και χωρίς κεφάλαια, έκανε, μαζί με την Τουρκία, δύο φορές μεγαλύτερο κύκλο εργασιών από την Αγγλία και δεκατρείς φορές από τη Γαλλία. Η κυβέρνηση, που θέλησε να έρθει σε ρήξη με την Πύλη, δεν καταλαβαίνει ποια είναι τα συμφέροντα της χώρας.[15] Το ελληνικό ναυτικό, που το βλέπουμε ακμάζον και λαμπρό, θα ήταν ακόμα περισσότερο αν οι Έλληνες δεν είχαν υιοθετήσει δύο κακές συνήθειες: η μία ονομάζεται πειρατεία και η άλλη ναυταπάτη. Όλοι οι αναγνώστες μου γνωρίζουν ή, τουλάχιστον, έχουν ακουστά την πειρατεία. Είναι μια επιχείρηση που έχει πια ξεπεραστεί. Μέσα σε δέκα χρόνια, χάρη στα

ατμόπλοια, οι πειρατές στο Αρχιπέλαγος θα είναι τόσο σπάνιοι όσο και οι ληστές των μεγάλων αρτηριών στην Μπος. Η ναυταπάτη έχει περισσότερο μέλλον. Όταν ένας έλληνας καπετάνιος έχει πουλήσει το φορτίο και το πλοίο του, σκίζει τα ρούχα του, κρεμά στον λαιμό του μια μικρή ταμπέλα που αναπαριστά ένα ναυάγιο, και έτσι μεταμφιεσμένος έρχεται να πει στον εφοπλιστή του: «Το πλοίο βούλιαξε. Ξεχάσαμε όταν σαλπάραμε να ρίξουμε μια δεκάρα στον ξύλινο κορμό της πλώρης: ο Άγιος Χριστόδουλος ή ο Άγιος Σπυρίδωνας μας τιμώρησε. Ελπίζω την άλλη φορά να είμαστε πιο τυχεροί». Αυτή η απάτη ονομάζεται ναυταπάτη. Δεν είναι εύκολο να την αποτρέψεις: οι καπετάνιοι είναι καλοί ηθοποιοί, οι ναύτες εξαιρετικοί κομπάρσοι, και «εκείνος που έρχεται από μακριά λέει ό,τι θέλει». Η Ελλάδα έχει μόνο ένα ατμόπλοιο, το «Όθων». Ανήκει στον βασιλιά, θα κάνει καιρό το εμπορικό ναυτικό να χρησιμοποιήσει ατμόπλοια. Είναι εύκολο για έξι αστούς της Σύρας να κατασκευάσουν και να εξοπλίσουν ένα ιστιοφόρο· είναι όμως δύσκολο να μάθουν να κατασκευάζουν μηχανές και να φτιάχνουν λέβητες. Για τη μεταφορά των προϊόντων που δεν μπορούν να περιμένουν, όπως τα κουκούλια, οι Έλληνες καταφεύγουν στα ατμόπλοια της Λόυντ και στις δικές μας Μεσαζερί Ενπεριάλ. Μπαρκάρουν και οι ίδιοι σε αυστριακά πλοία ή και στα δικά μας όταν βιάζονται, πράγμα που συμβαίνει σπάνια. Η Ανατολή αγνοεί ακόμη την αξία του χρόνου. Ωστόσο, έχω δει μερικές φορές πηγαίνοντας από την Αθήνα στη Σύρα το πλοίο να είναι γεμάτο Έλληνες. Παίρνουν πάντα τις τέταρτες θέσεις χωρίς να ντρέπονται. Οι γερουσιαστές, οι βουλευτές, οι πιο επιφανείς άνθρωποι παίρνουν θέσεις στη γέφυρα μαζί με τις γυναίκες τους, τις αποσκευές τους και τα παιδιά τους. Ο καθένας φέρνει το κρεβάτι του μαζί του. Μόλις επιβιβαστούν, απλώνουν τις κουβέρτες τους και ξαπλώνουν. Κοιμούνται, μιλάνε, τρώνε, καβγαδίζουν από το ένα κρεβάτι στο άλλο, και η γέφυρα μοιάζει με κοιτώνα γυμνασίου σε στιγμή εξέγερσης. Τα πλοία της Λόυντ πηγαίνουν γενικά λίγο καλύτερα από τα δικά μας· ωστόσο κανέναν δεν συμβουλεύω να τα προτιμήσει. Το πλοίο, τα δωμάτια, τα κρεβάτια, η κουζίνα είναι αμφίβολης καθαριότητας. Οι Έλληνες, που δεν τους χαρακτηρίζει η λεπτότητα, παίρνουν κατά προτίμηση τα πλοία της Λόυντ γιατί στοιχίζουν κατά τι λιγότερο και, κυρίως, επειδή η διοίκηση κάνει μια αμοιβαίως συμφέρουσα συμφωνία μαζί τους. Η Λόυντ, εταιρεία που ίδρυσε ο κύριος Ντε Μπρουκ την εποχή και με αφορμή τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας, συνδέει την Αθήνα με την Τεργέστη, την Αγκόνα, το βασίλειο της Νάπολης, τις Ιονίους Νήσους, την Πάτρα, τον Ισθμό, τη Σύρα, τη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη, και την ακτή της Συρίας. Οι Μεσαζερί Ενπεριάλ συνδέουν την Ελλάδα με τη Μασσαλία, τη Γένοβα, το

Λιβόρνο, την Τσιβιταβέκια, τη Νάπολη, τη Μεσσίνα, τη Μάλτα, τη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη, τη Συρία, και την Αίγυπτο. Ένα πλοίο που σταθμεύει στον Πειραιά συνδέει τακτικά την Αθήνα με τη Θεσσαλονίκη, τη Χαλκίδα, τη Σύρα, το Ναύπλιο, την Ύδρα, το Μαραθονήσι, και την Καλαμάτα. Όλα τα πλοία της εταιρείας είναι γερά και άνετα· οι αξιωματικοί, καλής ανατροφής, είναι ευγενικοί με τους άντρες και ιπποτικοί με τις γυναίκες. Σε κάθε πλοίο υπάρχει και ένας γιατρός. Η ελληνική κυβέρνηση δεν κάνει τίποτα για το θαλάσσιο εμπόριο. Υπάρχει μόνο ένας φάρος στο βασίλειο, χτισμένος σε ένα νησάκι απέναντι από την πόλη της Σύρας. Οι ναυτικοί ζητούν εδώ και είκοσι χρόνια τρεις ή τέσσερις ακόμα. Παρά τις δίκαιες απαιτήσεις τους, παρά τα ναυάγια που γίνονται γνωστά κάθε χειμώνα, οι υπουργοί που διαδέχονται ο ένας τον άλλο κάνουν πως δεν ακούν. Τίποτα δεν χρωστά το εμπόριο στην κυβέρνηση, ενώ εκείνη του χρωστά τα πάντα. θα υποστήριζα, μάλιστα, χωρίς τον φόβο να θεωρηθώ ότι λέω κάτι παράδοξο, ότι η ελληνική ναυτιλία ήταν πιο ανθηρή την εποχή της Τουρκοκρατίας απ’ όσο σήμερα. Δεν βλέπουμε πια στα νησιά καμία από εκείνες τις τεράστιες περιουσίες που είχαν φτιάξει οι Κουντουριώτες και τόσοι άλλοι πριν από τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας. Το εμπόριο υπό το καθεστώς των Τούρκων είχε διευκολύνσεις που σήμερα λείπουν, θέλω να αναφέρω ένα περιστατικό που θα φανεί απίστευτο σε κάθε πολιτισμένο λαό. Το νησί της Εύβοιας ή, αλλιώς, Νεγκρεπόντε είναι τόσο κοντά στην ηπειρωτική χώρα στο ύψος της Χαλκίδας, ώστε μπόρεσαν να χτίσουν μια γέφυρα πάνω από το στενό (τον Εύριπο) που χωρίζει τη στεριά. Επί Τουρκοκρατίας, η γέφυρα αυτή ήταν κινητή: σήμερα είναι σταθερή. Τα πλοία είναι καταδικασμένα να κάνουν έναν τεράστιο γύρο, και η Χαλκίδα, που ήταν και όφειλε να είναι ένα σημαντικό κέντρο διακομιστικού εμπορίου, μένει, ελλείψει κινητής γέφυρας, ένα ασήμαντο χωριό. Η Ελλάδα διαθέτει ένα καλό λιμάνι, τον Πειραιά· δύο εξαιρετικά αγκυροβολιά στη Σαλαμίνα και τη Μήλο. Το αγκυροβόλιο της Σύρας είναι μέτριο: δεν είναι ούτε αρκετά κλειστό ούτε αρκετά βαθύ. Κάτι θα μπορούσε να κάνει κανείς για να το κλείσει: δεν κάνουν τίποτα. Στη Δήλο θα μπορούσαν να βρουν ένα αραξοβόλι σίγουρο. Δεν το σκέφτονται. Άφησαν τη Δήλο να μετατραπεί σε έρημο και τη Σύρα σε μεγάλη πόλη. Είναι περίεργο πράγμα η τύχη της Σύρας, που είναι σήμερα το πιο εμπορικό νησί του Αρχιπελάγους. Στην αρχή του πολέμου της Ανεξαρτησίας ήταν μόνο ένας βράχος. Είχε, όμως, καθολικό πληθυσμό, και η Γαλλία την προστάτευε. Έχοντας ασφάλεια χάρη στη θρησκεία της και τη δική μας δύναμη, η Σύρα, αντί να υποφέρει από τον πόλεμο, επωφελήθηκε. Οι διώξεις εναντίον των Ελλήνων της έστειλαν κατοίκους· η πειρατεία που ασκούσε ατιμώρητα αποτέλεσε κεφάλαιο για εκείνη· κατάσχεσε, προκειμένου να τα πουλήσει, τα καραβάνια με τα όπλα που προορίζαμε

για την Ελλάδα, και δημιούργησε τον πλούτο της πατώντας στη δυστυχία της χώρας. Το πιο σοβαρό εμπόδιο που υπονομεύει την ανάπτυξη του ελληνικού εμπορίου είναι η έλλειψη κεφαλαίων. Το νόμιμο επιτόκιο για χρήματα είναι 10% για τα κοινά δάνεια, και 12% για επιχειρήσεις· αλλά δεν πρόκειται, ούτως ειπείν, παρά για τοκογλυφικά δάνεια· η κυβέρνηση το ξέρει, αλλά δεν μπορεί να αναταχθεί σ’ αυτό. Αν εξαλείψει την τοκογλυφία είναι σαν να εξαλείφει τη γεωργία και το εμπόριο. Ο υπουργός Οικονομικών ανακοίνωνε στο σώμα, το 1852, ότι οι περισσότεροι αμπελουργοί που καλλιεργούν την κορινθιακή σταφίδα καταστρέφονται από δάνεια με επιτόκιο 15% και 20%. Οι γεωργοί δανείζονται τη σπορά τους με 30% για οκτώ μήνες, πράγμα που αντιστοιχεί σε 40% για έναν χρόνο. Ο δανειστής πληρώνεται πάνω στη συγκομιδή, την ώρα του αλωνίσματος των σπόρων. Προκειμένου να βοηθηθεί η γεωργία και το εμπόριο, ιδρύθηκε μια εθνική τράπεζα το 1842. Όπως όλα τα χρήσιμα ιδρύματα, η τράπεζα δημιουργήθηκε από ιδιώτες και από ξένους υπό το βλέμμα της κυβέρνησης. Την ιδέα την είχε ένας ιδιώτης· τα ιδιωτικά κεφάλαια προσέτρεξαν η Γαλλία δάνεισε δύο εκατομμύρια· ένας Γάλλος, ο κύριος Λεμέτρ, τα οργάνωσε όλα: ο βασιλιάς Όθωνας δεν έφερε κανένα εμπόδιο. Το κεφάλαιο της τράπεζας είχε αρχικά οριστεί σε 5 εκατομμύρια δραχμές· αλλά το άρθρο 4 του καταστατικού επέτρεπε την αύξησή του. Στις 31 Δεκεμβρίου 1852, ανερχόταν σε 5.396.000 δραχμές. Ο κουμπαράς περιείχε 1.387.311 δραχμές και 98 λεπτά. Οι μετοχές αξίζουν χίλιες δραχμές· όμως το 1852 εξέδωσε και η ίδια η τράπεζα με ένα πριμ 150 δραχμών. Οι συναλλαγές της τράπεζας είναι: η πίστωση· οι πληρωμές σε τρέχοντα λογαριασμό· τα δάνεια με υποθήκη· τα δάνεια με εγγύηση. Η κεντρική διοίκηση βρίσκεται στην Αθήνα· ένα υποκατάστημα ιδρύθηκε στη Σύρα το 1840, ένα άλλο στην Πάτρα το 1846. Υπολόγιζαν τότε να ιδρύσουν δύο ακόμα, στη Χαλκίδα και στο Ναύπλιο, αλλά δεν παρουσιάστηκε ανάγκη. Το υποκατάστημα της Πάτρας είναι σήμερα εξίσου σημαντικό με εκείνο των Αθηνών. Η τράπεζα εκδίδει χαρτονομίσματα των 10, των 25 και των 100 δραχμών: τα νομίσματα αυτά είναι σε κυκλοφορία σε όλο το βασίλειο και γίνονται δεκτά χωρίς δυσκολία. Ο κύκλος εργασιών της τράπεζας, που ανερχόταν το 1847 σε 22.740.194 δραχμές και 22 λεπτά, το 1851 δεν ήταν πια παρά 19.376.000 και το 1852 19.317.000 δραχμές.

Το 1852 τα κέρδη ήταν 807.921 δραχμές και 85 λεπτά. Οι μέτοχοι έλαβαν ένα μέρισμα 85 δραχμών που, προστιθέμενο στις 4 δραχμές αποθέματος, φτιάχνουν ένα σύνολο 89 δραχμών, ή περίπου 9% του ονομαστικού κεφαλαίου. Η τράπεζα δεν θα καταβάλει τέτοιο μέρισμα το 1855.[16] Δεν θα πρέπει να αμφισβητούμε τις τεράστιες υπηρεσίες που η Εθνική Τράπεζα προσέφερε στην Ελλάδα. Παρά την άνοδο των προεξοφλητικών επιτοκίων και των τόκων, διευκόλυνε τις συναλλαγές και προσέφερε πόρους στη γεωργία. Ταυτόχρονα, προσέφερε στα κεφάλαια ευνοϊκή τοποθέτηση. Γιατί, λοιπόν, μέσα σε ένδεκα χρόνια, δεν αναπτύχθηκε περισσότερο; Ο λόγος είναι ότι οι Έλληνες έχουν την πεποίθηση ότι η μοίρα της τράπεζας είναι άρρηκτα δεμένη με το πρόσωπο του διευθυντή της, του κυρίου Σταύρου.6 Αν και όλες οι εργασίες δεν γίνονται ακόμη συστηματικά· αν και το έλλειμμα ανέρχεται σε πάνω από 500.000 δραχμές· αν και η τράπεζα μερικές φορές έσφαλε ως προς την αξία των υποθηκευμένων γαιών, αν και παραχαράκτες έφτιαξαν κάποια ψεύτικα χαρτονομίσματα και ανάγκασαν τη διοίκηση να βγάλει άλλα, η εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης στην τράπεζα είναι εξασφαλισμένη, γιατί γνωρίζουν το ταλέντο και την ικανότητα του κυρίου Σταύρου. Ωστόσο, η λαϊκή προκατάληψη υποστηρίζει πως έπειτα από εκείνον δεν θα μείνουν πια παρά ανίκανοι και απατεώνες. - Αν ο Σταύρος αύριο πεθάνει, μου έλεγε ένας Έλληνας, δεν πρόκειται να εμπιστευτώ ούτε δέκα δραχμές στον διάδοχό του. - Αν όμως πάρει το κράτος στα χέρια του τη διοίκηση της τράπεζας; - Αυτό είναι άλλο. Ούτε δέκα λεπτά δεν θα της εμπιστευόμουν τότε. Πρέπει οι Έλληνες να είναι έμποροι μέχρι τα βάθη της ψυχής τους ώστε οι απατεωνιές του κράτους τους και το θέαμα της χώρας τους να μην τους έχει κάνει καθόλου να αηδιάσουν με το εμπόριο. Όταν πέφτει το μάτι τους στον παγκόσμιο χάρτη μπορούν να πουν στον εαυτό τους: «Παντού όπου απλώνονται οι θάλασσες, το ελληνικό εμπόριο εισχωρεί στη στεριά μαζί με αυτές· σε όλα τα λιμάνια που βλέπω, από τον Αρχάγγελο έως την Καλκούτα, βρίσκει κανείς εμπόρους Έλληνες που είναι πλούσιοι ή θα γίνουν πλούσιοι. Η Κωνσταντινούπολη, η Οδησσός, η Τεργέστη, η Μασσαλία είναι μάρτυρες της άνθησης του ελληνικού εμπορίου. Η οικογένεια Ράλλη ίδρυσε στο Λονδίνο ένα από τα τρία ή τέσσερα μεγαλύτερα υποκαταστήματα της υφηλίου, και αυτή η οικογένεια των Ελλήνων είναι, από μόνη της, πλουσιότερη από ολόκληρο το βασίλειό μας. Η μόνη χώρα που βρίσκω όπου είναι αδύνατο στους Έλληνες να κάνουν περιουσία είναι η Ελλάδα. Γιατί;»

Σημειώσεις της μεταφράστριας 1 Παραθέτουμε τη σημείωση της πρώτης ελληνικής μετάφρασης (Εντμόντ Αμπού, Η Ελλάδα του Όθωνος, «Η σύγχρονη Ελλάδα» 1854, μτφρ. Α. Σπήλιος, πρόλογος, επιμ. Τάσος Βουρνάς, Τολίδης, Αθήνα χ.χ.): «Ριζάρι ή λιζάρι, φυτό βασικό για τη νηματουργία με ωραίο κόκκινο χρώμα. Το χρησιμοποιούσε τον 18ο και 19ο αιώνα η βιοτεχνία νημάτων των Αμπελακίων. [Βλ. Γιάννη Κορδάτου, Τα Αμπελάκια και ο μύθος για τον συνεταιρισμό τους, Αθήνα 1955]», σ. 94. 2 Στο έργο του Σαίξπηρ Ριχάρδος ο Γ’ δούκας του Κλάρενς καταδικάζεται σε πνιγμό σε ένα βαρέλι με κρασί Μαλβαζία. 3 André Le Nôtre (1613-1700): Ο διάσημος κηπουρός του Λουβοδίκου ΙΔ’, ο οποίος σχεδίασε τους κήπους των Βερσαλλιών καθιερώνοντας τον «γαλλικό κήπο» με τη γεωμετρική διάταξη. 4 Αν και η έκδοση του 1855 γράφει Zampa, ο Ζαν Τικό Καλά διορθώνει το τυπογραφικό λάθος και σε σημείωση αναφέρει ότι, στο ποίημα του Mazeppa (1818) του Μπάιρον, ο ήρωας κάνει μια ξέφρενη κούρσα πάνω σε ένα άγριο άλογο, φωνάζοντας «εμπρός» «εμπρός». La Grèce contemporaine (1854), επιμ. Jean Tucoo-Chala, L’Harmattan, Παρίσι 1996, σ. 112. 5 Théobald Piscatory (1800-1870): Γάλλος πρέσβης με ιδιαίτερη ανάμειξη στα ελληνικά πράγματα. 6 Γιώργος Σταύρος (1788-1869): Ο πρώτος διευθυντής της Εθνικής Τράπεζας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ Η οικογένεια

I Αστική οικογένεια - Οικογένεια Φαναριωτών - Οικογένεια χωρικών - Οικογένεια Παλικαριών Αρκετές φορές έχω δει στην Αθήνα αστική οικογένεια συγκεντρωμένη την ώρα του δείπνου. Δεν ήμουν προσκεκλημένος αλλά μόνο θεατής. Περνώντας μπροστά από κάποιο σπίτι, έβλεπα φως σε ένα από τα υπόγεια δωμάτια που συνήθως χρησιμοποιούν για τραπεζαρία. Πήγαινα κοντά και κοιτούσα. Αν είχαν αντιληφθεί την παρουσία μου, θα είχαν κλείσει τις γρίλιες: ο Έλληνας έχει φρόνηση και κρύβει τη ζωή του. Δεν έχω δει θέαμα πιο μίζερο και θλιβερό από τα γεύματα αυτά, τίποτα πιο ψυχρό από τις οικογενειακές αυτές συνάξεις. Η δυσαρέσκεια είναι παντού, ακόμα και στις χειρονομίες. Τίποτα το ανοιχτόκαρδο και το χαρούμενο: ο άντρας είναι κατσούφης, η γυναίκα γκρινιάρα, τα παιδιά φωνακλάδικα. Η εστία, το φυσικό αυτό κέντρο της οικογένειας, που οι αρχαίοι το θεωρούσαν ιερό, λείπει από τα περισσότερα σπίτια. Τα υπόγεια είναι τόσο ζεστά όσο και οι δικοί μας αντίστοιχοι χώροι, και δεν υπάρχει λόγος να ανάψεις φωτιά. Μια λάμπα που καπνίζει φωτίζει το φτωχό γεύμα, μια βρόμικη υπηρέτρια γυρνά γύρω από το τραπέζι. Λίγα ή και καθόλου τραπεζομάντιλα και πετσέτες, ποτέ ασημικά· τα παιδιά πίνουν σε χάλκινα κύπελλα. Ο πατέρας σερβίρεται πρώτος και ακολουθεί η μητέρα· τα παιδιά βάζουν τα χέρια στο πιάτο, αν τα βολεύει. Μόλις το γεύμα τελειώσει, ποτέ, άλλωστε, δεν διαρκεί πολύ, ο πατέρας πάει βόλτα, η μητέρα βάζει τα παιδιά για ύπνο και κάθεται περιμένοντας τον σύζυγό της. Τα χάδια, που οι γονείς τα προσφέρουν απλόχερα σε μας, είναι σχεδόν άγνωστα σε κείνους. Όλοι αυτοί οι αστοί είναι θλιβεροί και ταλαίπωροι. Οι δυσκολίες της ζωής, η έλλειψη των απαραίτητων αγαθών, ο αιωνίως τσαλακωμένος εγωισμός και, κυρίως, η ανασφάλεια για το μέλλον δεν θα αφήνουν, για καιρό ακόμη, να γεννηθεί αυτή η τρυφερότητα, χωρίς την οποία δεν μπορούμε να αντιληφθούμε την οικογένεια. Στους Φαναριώτες, η οικογένεια είναι σχεδόν όπως και σε μας. Η γυναίκα, καθώς είναι ισάξια του άντρα, ανταποκρίνεται ευγενικά στα καθήκοντά της ως η κυρία του σπιτιού· τα παιδιά εκφράζουν στους γονείς τους σεβασμό και εγκαρδιότητα· η μητέρα φιλά τον γιο της το πρωί και το βράδυ: είναι αρκετά πλούσιοι για να μπορούν να αγαπηθούν.

Στους χωρικούς είναι που πρέπει να δει και να μελετήσει κανείς την οικογένεια. Ένα βράδυ, στα τέλη Μαΐου, ύστερα από μια μεγάλη πορεία στα βουνά της Αρκαδίας, οι οδηγοί μας μας σταμάτησαν στο χωριό Κακολέτρι. Το πρώτο σπίτι που αντικρίσαμε μας άσκησε ακατανίκητη έλξη. Δεν οφείλεται στο γεγονός ότι ήταν πιο όμορφο ή πιο περίεργο από τα άλλα. Υψωνόταν, όπως και τα γειτονικά του, στη μέση μιας μικρής συστάδας δέντρων που τα βρίσκεις σε βορρά και νότο, από ελιές που δεν αντέχουν το κρύο μέχρι ανθεκτικές αχλαδιές, συκιές και φουντουκιές. Είχε στην πρόσοψή του, όπως και τα υπόλοιπα, έναν μικρό ξύλινο αργαλειό όπου οι κοπέλες του σπιτιού περνούν τη μέρα τους υφαίνοντας βαμβακερό ύφασμα. Όλα αυτά τα αγροτόσπιτα είναι χτισμένα με βάση το ίδιο σχέδιο. Νομίζεις πως βλέπεις φαλανστήριο. Είναι αλήθεια ότι το σχέδιο αυτό είναι το απλούστερο όλων, εκείνο που φαίνεται να έχει διδάξει η φύση σε όλους τους ανθρώπους: τέσσερις τοίχοι και μια στέγη, μια χαμηλή πόρτα, όπου σχεδόν πάντα χτυπάμε το κεφάλι μας, και δυο μικρά παράθυρα που κλείνουν με παραθυρόφυλλα. Από καπνοδόχο τίποτα. Ο καπνός διαφεύγει από όπου μπορεί. Η οροφή επίσης έχει ένα ωραιότατο μαύρο χρώμα, και καθώς ποτέ δεν την τρίβουν η λίγδα κρέμεται λες και βλέπεις σταλακτίτες. Η επίπλωση είναι παντού η ίδια. Μερικές μεγάλες στάμνες δείχνουν πού βρίσκεται η αποθήκη· εκεί φυλάνε το λάδι και τους καρπούς, όταν έχουν. Μερικοί κορμοί δέντρων κουφωμένοι, λίγα καλάθια από κλαδιά τριανταφυλλιάς ή από καλάμια, καλυμμένα με κοπριά αγελάδας, αυτά είναι οι ντουλάπες τους. Κάποια χοντροκομμένα χαλιά από τσόχα είναι τα κρεβάτια τους· λίγα ασκιά κρεμασμένα στους τοίχους είναι η κάβα τους· στους πιο πλούσιους βρίσκεται και κανένα ξύλινο μπαούλο όπου κρύβουν τα πολύτιμα αντικείμενα, που μόνο πολύτιμα δεν είναι. Το χρήμα είναι τόσο σπάνιο σε αυτές τις επαρχίες που η προίκα των κοριτσιών πληρώνεται σε ρουχισμό. Οι κάτοικοι, όπως και κατά τον πρώτο καιρό της δημιουργίας του κόσμου, ανταλλάσσουν φρούτα με λάδι ή λάδι με βαμβάκι. Έχω δει αγωγιάτες να πληρώνουν δεν ξέρω ποια ανάγκη τους με καρφιά. Αν άνοιγαν αυτό το μπαούλο που κρατά κλειστούς όλους τους θησαυρούς του σπιτιού, θα βρίσκαμε τα ίδια πλούτη που είχε και ο βοσκός του Λαφονταίν: ... μόνο κουρέλια, εκείνη η φορεσιά του βοσκού, σκούφος, σελάχι, δισάκι και γκλίτσα, η γκάιντα εκεί κάπου θα ήταν κι αυτή.1 Το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της επίπλωσης είναι η παιδική κούνια. Αυτή η ταπεινή κούνια του φτωχού πιάνει τόσο λίγο μέρος, σέρνεται σχεδόν στη γη, που περνάς από δίπλα χωρίς να την αντιληφθείς, τη βλέπεις χωρίς να μπορείς να μαντέψεις πως ένα ανθρωπάκι μεγαλώνει εκεί μέσα. Μερικές μέρες πριν από τον γάμο, ο αρραβωνια-

στικός πάει στο κοντινό δάσος, διαλέγει ένα δέντρο και βάζει φωτιά στη βάση του: το δέντρο πέφτει. Τότε ο νεαρός άντρας κόβει ένα κομμάτι του κορμού ή κάποιο χοντρό κλαδί· βγάζει τον φλοιό, τον σκίζει στα δύο, αφήνει το ένα μισό και κουφώνει στο άλλο μια μικρή λακκούβα. Σε αυτό το κοίλωμα θα κοιμηθούν όλα τα παιδιά του, το ένα μετά το άλλο, ενώ η μητέρα τους θα τα νανουρίσει με ένα αδιόρατο κούνημα του ποδιού, τραγουδώντας κάποιο τραγούδι, ίσως αυτό: Νανά, νανά το υιούδι μου, και το παλικαρούδι μου. Κοιμήσου, υιούδι μ’ ακριβό, κι έχω να σου χαρίσω, την Αλεξάνδρεια ζάχαρη και το Μισίρι ρίζι, και την Κωνσταντινούπολιν, τρεις χρόνους να ορίζεις· κι ακόμη άλλα τρία χωριά, τρία μοναστηράκια. Στες χώρες σου κι εις τα χωριά, να πας να σεργιανίσεις, στα τρία μοναστήρια σου, να πας να προσκυνήσεις.[17]2 Νανά ή νάνι είναι, όπως η δική μας λέξη «ντοντό», μια από εκείνες τις ονοματοποιίες που κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει και που όλος ο κόσμος καταλαβαίνει. Στο κατώφλι του φτωχικού αυτού σπιτιού είδαμε εκθαμβωτικές φορεσιές και μια οικογένεια σωστά αγάλματα. Μπροστά στεκόταν μια νέα γυναίκα ψηλή και καλοφτιαγμένη, με μια μεγαλοπρέπεια σχεδόν βασιλική. Τα γαλάζια μάτια της μας κοιτούσαν με μια ήρεμη περιέργεια, όπως εκείνα τα μεγάλα και απλανή μάτια των αγαλμάτων που ατενίζουν εδώ και είκοσι αιώνες την ταραχώδη ζωή των ανθρώπων. Το πρόσωπό της, σε σχήμα οβάλ πολύ λεπτοφτιαγμένο, είχε την κομψή χλωμάδα του μαρμάρου. Δυο μακριές μπούκλες που έπεφταν φυσικά στα μάγουλά της μάκραιναν ακόμη περισσότερο το πρόσωπό της και της προσέδιδαν κάτι το ονειροπόλο. Η κορμοστασιά της, που κανένας κορσές δεν την περιόριζε, σου άφηνε να μαντέψεις τη λυγεράδα της και τη νηφάλια ρώμη της. Τα χέρια της και τα γυμνά πόδια της μαρτυρούσαν λεπτεπίλεπτες αρθρώσεις που θα τις ζήλευε και δούκισσα· έβλεπες σε όλο της το είναι ένα τέτοιο άνθος καλλονής που θα έδινε ομορφιά στην πιο πλούσια τουαλέτα, ενώ εκείνη δεν μπορεί να την ομορφύνει τίποτα. Η φορεσιά της, θαυμάσια ταιριασμένη με την ίδια, έκρυβε μια καλόγουστη φιλαρέσκεια: βρίσκουμε σε αυτά τα χωριά τόσο διαφορετικά ντυσίματα όσα και γυναίκες· τίποτα δεν έχει την ποικιλία της φορεσιάς της χωρικής: διαλέγουν κατά βούληση το ντύσιμο που ταιριάζει καλύτερα στην ομορφιά τους: καθεμιά είναι καλλιτέχνης και η φορεσιά της το αριστούργημά της. Η νέα γυναίκα είχε ρίξει στο κεφάλι της ένα μεγάλο μαντίλι κόκκινο και κίτρινο, που η άκρη του έπεφτε ανάμεσα στους ώμους της. Το μακρύ βαμβακερό της πουκάμισο που κατέβαινε μέχρι τους αστραγάλους της ήταν στολισμένο με

ένα μικρό σχέδιο σε κόκκινο και μαύρο που έτρεχε γύρω από τις μανσέτες όπως το αττικό μοτίβο σε ετρουσκικό αμφορέα. Ένα κοντό σακάκι με λεπτές ρίγες συγκροτούσε τον θώρακά της χωρίς να τον σφίγγει, και έκλεινε με αγκράφα κάτω από το στήθος· μια μαύρη ζώνη με φαρδιές πτυχώσεις τυλιγόταν νωχελικά στη μέση της· μια ποδιά και ένα πανωφόρι από λευκό μαλλί, λιτά κεντημένο, με φωτεινά χρώματα συμπλήρωνε το ντύσιμό της. Τα μαλλιά της, τα χέρια της, ο λαιμός της ήταν φορτωμένα με νομίσματα, κρίκους, περιδέραια, στολίδια κάθε είδους, ενώ κάτω από το στήθος φορούσε δυο μεγάλες πλάκες από χτυπημένο ασήμι, όμοιες με δυο μικρές ασπίδες. Φτωχή πολυτέλεια, κοσμήματα από κακής ποιότητας ασήμι που περνούν από τη μητέρα στην κόρη, και που η μόνη τους αξία είναι η ανάμνηση που κρατούν ζωντανή, καθώς και η παράξενη χάρη που προσδίδουν στην ομορφιά τους. Η γυναίκα αυτή, ντυμένη κατ’ αυτό τον τρόπο, ξάφνιαζε το βλέμμα χάρη στην ιδιαίτερη λάμψη της. Ο σύζυγός της μπορεί να ήταν πέντε χρόνια μεγαλύτερος της, δηλαδή είκοσι τριών ή είκοσι τεσσάρων χρόνων. Ήταν πολύ ψηλός χωρίς να φαίνεται ψηλόλιγνος, και σβέλτος χωρίς να είναι αδύνατος. Τα χαρακτηριστικά του, καλογραμμένα καθώς ήταν, είχαν κάτι το παιδικό, παρά το μουστάκι του που μόλις φύτρωνε, ενώ τα μακριά μαύρα μαλλιά του που έπεφταν σε μπούκλες στους ώμους του συνέθεταν τη φυσιογνωμία, την αγαθή και παραζαλισμένη, ενός νεαρού βρετόνου χωρικού. Φορούσε σακάκι και φουστανέλα, σανδάλια ή μάλλον μοκασίνια χωρίς τακούνι, μάλλινες γκέτες που αντικαθιστούν τις κάλτσες, κατά κάποιο τρόπο· μια βαμβακερή εσάρπα, που την είχε κεντήσει η γυναίκα του, περιστρεφόταν σαν τουρμπάνι γύρω από το κεφάλι του. Η ζώνη του δεμένη σφιχτά, συγκροτούσε ένα μαχαίρι με λαβή και σε σχήμα κέρατου. Το όπλο εκείνο δεν αποτελούσε απειλή, πράγμα που το λέω με βεβαιότητα. Στο σπίτι κατοικούσαν η μητέρα και ο πατέρας της κοπέλας, το οποίο και τους ανήκε. Προσέφεραν στον γαμπρό τους στέγη, μια γωνιά δηλαδή μέσα στην αγροικία, ενώ ο γαμπρός τους δούλευε για λογαριασμό τους. Ο πατέρας ήταν ένας καλοστεκούμενος γέρος, πρόσχαρος και πολύ δραστήριος: φαινόταν όλο το σπίτι να τον υπακούει με χαρά. Αλλά στον γαμπρό του έδειχνε κάποιο σεβασμό: τον συμβουλεύτηκε πριν μας δεχτεί στο σπίτι του. Ο νεαρός άντρας απάντησε: «Τι φοβάσαι; Είναι χριστιανοί σαν κι εμάς, δεν θα μας κάνουν κακό». Η γριά ήταν, όπως σχεδόν όλες οι γυναίκες της χώρας, γεμάτη, σχεδόν παχύσαρκη. Φαινόταν να τρέφει μεγάλο σεβασμό για τον άντρα της και τον γαμπρό της· η γυναίκα, στην Ανατολή, έχει τη βαθιά πεποίθηση ότι είναι κατώτερη από τον άντρα. Η φωνή της, σε όλα τα μέρη σχεδόν, τσιριχτή και παραπονιάρικα καθώς είναι, σε ξαφνιάζει αμέσως· αυτό το κακόμοιρο φύλο, καταπιεσμένο καθώς είναι

εδώ και αιώνες, μιλά μόνο με κλαυθμούς. Όλη η οικογένεια, ακόμα και τα μικρά παιδιά, που το έβαζαν στα πόδια μόλις τα πλησιάζαμε, είχαν μια αξιοπρόσεκτη ομορφιά, παρά τη φτώχεια και την έλλειψη καθαριότητας. Η χρήση της χτένας είναι άγνωστη στις περιοχές αυτές, και τα όμορφα αυτά μαλλιά είναι μπερδεμένα σαν παρθένο δάσος. Τα μακριά και λεπτοφτιαγμένα χέρια τους βλέπουν το σαπούνι μόνο όταν πρόκειται να πλύνουν ρούχα στην πηγή, και αυτά τα όμορφα ροζ νύχια είναι καταδικασμένα στην αιώνια μαυρίλα. Το νερό του γειτονικού χειμάρρου είναι πολύ κρύο για να κάνεις μπάνιο. Το βραδινό αυτών των κακόμοιρων αγαλμάτων μας ράγισε την καρδιά. Ήταν καθισμένοι στο χώμα και έτρωγαν με τα χέρια χόρτα νερόβραστα και ένα παλιοψωμί από καλαμπόκι. Ένα αγόρι γύρω στα δώδεκα με δεκατρία καθόταν στην άκρη χωρίς να τρώει. Ο πατέρας του έπαιρνε από το πιάτο μια χούφτα χόρτα που τα έδινε στη μητέρα και εκείνη με τη σειρά της στο παιδί, που όμως δεν τα ήθελε: ένιωθε τα πρώτα ρίγη του πυρετού. Η μητέρα επέστρεφε την μπουκιά στον άντρα της, ο οποίος και την έτρωγε. Μετά το γεύμα, που κράτησε ένα τέταρτο, έπεσε ο καθένας ντυμένος κανονικά σε μια ψάθα ή σε μια κουρελού από χοντροκομμένο ύφασμα. Οι δυο ηλικιωμένοι ξάπλωσαν κοντά στη φωτιά· μετά ακολουθούσαν τα παιδιά. Η όμορφη νεαρή γυναίκα κουκουλώθηκε με μια κουβέρτα και ξάπλωσε πάνω στο γυμνό χώμα· ο άντρας της τυλίχτηκε σε μια κάπα και μπήκε ανάμεσα στην οικογένειά του και σε μας. Μας είχαν αφήσει το πιο άνετο τμήμα του σπιτιού, καθώς ξαπλώσαμε πάνω σε κάτι σανίδες, λίγα εκατοστά πάνω από το χώμα. Ήμουν δίπλα στο νέο ζευγάρι και σκεφτόμουν καθώς με έπαιρνε ο ύπνος ότι αυτό το πατημένο χώμα ήταν το νυφικό τους κρεβάτι και ότι θα είναι και το νεκρικό, ότι η ευτυχία και οι πόνοι δέκα δεκαπέντε ανθρώπων ήταν κλεισμένοι ανάκατα μέσα σ’ αυτούς τους τέσσερις τοίχους. Το πρωί, όλοι σηκώθηκαν πριν από τις τέσσερις η ώρα· έτριψαν τα μάτια, και αυτή είναι η όλη τουαλέτα που κάνουν. Όταν σηκωθήκαμε, είχε μείνει σε μια γωνιά μια μάζα ακαθόριστου σχήματος. «Κοίτα» λέει ο Γκαρνιέ «υπάρχει κάτι εκεί πέρα που κοιμάται». Αυτό το πράγμα ήταν τρία κορίτσια, απ’ τα οποία η μεγαλύτερη ήταν δεκατριών ή δεκατεσσάρων χρόνων, με όμορφα ξανθά μαλλιά και μαύρα μάτια, λευκό δέρμα, αρχαιοελληνικό προφίλ και πρόσωπο γλυκό και σοβαρό. Η μικρότερη, ένα παιδί έξι χρόνων το πολύ, έμοιαζε σαν μία από εκείνες τις φιγούρες των keepsake3 όπως ο Τονύ Ζοανό4 μπορούσε μόνο να ζωγραφίσει, και όπως η αγγλική γκραβούρα μπορεί μόνο να αποδώσει. Στα σπίτια των πλούσιων Παλικαριών, η οικογένεια έχει σίγουρα κάποιο μεγαλείο.

Μια μέρα, στον Μυστρά, πήγαινα μια συστατική επιστολή σε έναν νέο ταλαντούχο βουλευτή που έχει παιδεία εντελώς γαλλική, που μιλά, βέβαια, γαλλικά, που ντύνεται ευρωπαϊκά για να πάει στη βουλή, αλλά που, στην επαρχία του, τηρεί επιμελώς τα παλιά ήθη του τόπου. Μου είπαν ότι είχε φύγει από το πρωί για να γυρίσει μόνο το βράδυ και ότι θα τον έβρισκα στην πλατεία. Η μητέρα του με δέχτηκε με την εγκάρδια περηφάνια της Πηνελόπης που καλωσορίζει στο παλάτι έναν φιλοξενούμενο του Οδυσσέα. Είχε γύρω της πέντε ή έξι υπηρέτριες στις οποίες μοίραζε τις δουλειές. Κάτω από την παραστάδα, καμιά εικοσαριά νεαροί, άοπλοι ή οπλισμένοι, έπαιζαν, συζητούσαν ή κοιμούνταν: ήταν φίλοι ή συγγενείς των νοικοκύρηδων του σπιτιού. Πίστεψα πως βρέθηκα μέσα στην Οδύσσεια, μέσα στη ζωή των ηρώων της· και έτσι πιστά που την αποτύπωσε ο Όμηρος, τη βρίσκουμε και μέχρι σήμερα μπροστά μας.

II Ο γάρος, πράξη αμιγώς θρησκευτική - Οι αρραβώνες - Το διαζύγιο - Η μητέρα στην οικογένεια -Λόγος μιας μητέρας στη βασίλισσα - Θνησιμότητα Οι Έλληνες παντρεύονται νέοι. Ο γάμος είναι το θέμα συζήτησης των δεκαεξάχρονων νεαρών. Παντρεύονται με κάποια ελαφρότητα, και χωρίς μέλλον εξασφαλισμένο. Αν έπαιρναν μια γυναίκα μόνο όταν ήταν σίγουροι πως θα μπορούσαν να τη ζήσουν, τότε η χώρα θα ερήμωνε από κατοίκους. Ο γάμος είναι μια πράξη καθαρά θρησκευτική. Οι συντάκτες του αστικού κώδικα αναγνωρίζουν με οδύνη ότι ο κλήρος θα είναι πάντα άτεγκτος σε αυτό το θέμα. Το μόνο που πέτυχε ο ορθός λόγος είναι οι γάμοι να δηλώνονται στους δήμους. Ωστόσο, μόνο ο ιερέας έχει δικαίωμα να παντρεύει. Οι αρραβώνες, άλλη μια θρησκευτική τελετή, έχουν ένα χαρακτήρα σχεδόν εξίσου ιερό όσο και ο γάμος. Σε ορισμένες επαρχίες, στο Μεσολόγγι για παράδειγμα, ο αρραβωνιαστικός απολαμβάνει τα ίδια προνόμια με έναν σύζυγο. Περιμένουν να γιορτάσουν την ένωση όταν εκείνη δώσει τα δείγματα των πρώτων της καρπών. Αν ο μέλλων γαμπρός, αφού είχε με ζήλο γιορτάσει τους αρραβώνες, υποχωρούσε ενόψει του μυστηρίου του γάμου, η άρνησή του θα του στοίχιζε τη ζωή. Διηγούνται την ιστορία ενός αρραβωνιαστικού που το έσκασε την προηγούμενη του γάμου, με ένα πλοίο πορτογαλικό. Έφυγε από μαχαίρι στη Λισαβόνα. Μπορεί να είναι δύσκολο να διαλύσεις έναν γάμο που δεν έχει γίνει, αλλά είναι πανεύκολο να τον ακυρώσεις όταν έχει γίνει. Οι παπάδες, το έχω πει, μόνο αδιάφθοροι δεν είναι, και, αν τους καλοπιάσεις, μπορούν να ανακαλύψουν και στον πιο τυπικό

γάμο πέντε έξι παραλείψεις κατά την τέλεσή του οι οποίες οδηγούν στην ακύρωσή του. Ακόμα κι αν έχετε ζήσει σαράντα χρόνια με τη γυναίκα σας, θα το θεωρήσουν καθήκον τους να δηλώσουν ότι παντρευτήκατε από λάθος και ότι το πρόσωπο αυτό δεν σας είναι τίποτα. Αλλά αυτό κοστίζει, όπως λέει και ο Πανούργος.5 Αν πιστεύετε πως καλώς παντρευτήκατε αλλά κακώς είστε ακόμη παντρεμένοι, το διαζύγιο είναι ό,τι καλύτερο. Βλέπουμε, έτσι, την τάδε κυρία στην Αθήνα που έχει κάνει τρεις γάμους να προσκαλεί και τους τρεις συζύγους στο τραπέζι της χωρίς ο κόσμος να λέει κουβέντα. Σπεύδουμε να επισημάνουμε ότι το διαζύγιο είναι μια πολυτέλεια που ο απλός λαός δεν το επιτρέπει στον εαυτό του σχεδόν ποτέ. Τα χωριά είναι γεμάτα παραδειγματικά ζευγάρια. Όλες οι χωριάτισσες μένουν έγκυοι τις τελευταίες μέρες της άνοιξης· κουβαλούν με γενναιότητα το φορτίο τους έως το τέλος του χειμώνα, και γεννούν όλες μαζί τον Μάρτιο ή τον Απρίλιο, θα λέγαμε ότι οι έρωτες των ανθρώπων υπακούν σε νόμους τόσο ακριβείς όπως και τα ζώα. Οι τίμιες αυτές γυναικείες υπάρξεις ζουν χωρίς πάθος και χωρίς φιλαρέσκεια. Μόλις παντρευτεί, ακόμα και η πιο κομψή χωριάτισσα δεν νοιάζεται πια να αρέσει ούτε καν στον σύζυγό της: βάζει όλη της τη χαρά και τα χαρίσματά της στο να μεγαλώσει όσο περισσότερα παιδιά μπορέσει. Πιο όμορφη θα τη δεις την Κυριακή όταν μπορέσει να πάει στον περίπατο έχοντας τον άντρα της μπροστά, ενώ πίσω της ακολουθούν τα πέντε έξι μικρά της. Δεν φροντίζει καθόλου να κρύψει ή να στηρίξει το υπέροχο στήθος που τάισε όλη αυτή την οικογένεια. Προχωρά με βήμα μεγαλόπρεπο, με την κοιλιά μπροστά σαν τη χήνα. Έτσι το λέει και το τραγούδι: «Χαμηλώστε, βουνά, ώστε να δω την Αθήνα, Αθήνα αγάπη μου, που περπατάς σα χήνα!» Όσες είναι μητέρες νιώθουν βαθύ οίκτο για τις γυναίκες που έχουν την κακοτυχία να είναι στείρες. Όταν ταξιδεύαμε, οι άντρες μάς ρωτούσαν αν ήμασταν όλοι παντρεμένοι, οι γυναίκες αν οι μητέρες μας είχαν πολλά παιδιά. Λένε ότι, τον καιρό που ο βασιλιάς Όθωνας όργωνε τη χώρα με τη νέα βασίλισσα για να τη δείξει στον λαό του, η γυναίκα ενός δημάρχου, που πήγε να κάνει φιλοφρόνηση στη βασίλισσά της, της χτύπησε με αγένεια την κοιλιά λέγοντας: «Μήπως έχει εδώ μέσα κανένα διάδοχο;» Η μονάρχης πρέπει να νοστάλγησε εκείνη τη στιγμή το αυλικό πρωτόκολλο στη Γερμανία. Η άμιλλα ανάμεσα στις μητέρες θα έπρεπε να είχε διπλασιάσει σε είκοσι χρόνια τον πληθυσμό ίου βασιλείου· ο πυρετός όμως ήρθε να διορθώσει τα πράγματα. Το καλοκαίρι, τα παιδιά πεθαίνουν σαν τις μύγες. Εκείνα που ζουν έχουν συνήθως αδύνατα πόδια και κοιλιά πρησμένη έως τα δεκατρία ή δεκατέσσερά τους χρόνια. Οι γονείς σώζουν όσα μπορούν, και δεν θα κλάψουν και πολύ τα υπόλοιπα: γνωρίζουν πως μέχρι τα δεκατρία τους η ζωή των παιδιών τους είναι εφήμερη. Ρώτησα μια μέρα

έναν υψηλόβαθμο δημόσιο υπάλληλο πόσα παιδιά είχε. Μέτρησε στα δάχτυλά του και μου απάντησε: «έντεκα ή δώδεκα, δεν ξέρω· μου έχουν μείνει τα εφτά». Κατά την Τουρκοκρατία, η μητέρα, αν γνώριζε γραφή, κρατούσε εκείνη το μητρώο της οικογένειάς της. Σημείωνε την ημέρα γέννησης του κάθε παιδιού της. Δυστυχώς, δεν ήταν όλες οι μητέρες εγγράμματες· έπειτα τα χαρτιά σκορπούν στον άνεμο, παρά την παροιμία που ισχυρίζεται ότι τα γραπτά μένουν. Έτσι, ένα μεγάλο κομμάτι του ελληνικού πληθυσμού αγνοεί την ηλικία του. Κάθε φορά που ρωτάμε τον καλό μας Πέτρο πόσο χρονών είναι, απαντά ατάραχος: «Το είχε γραμμένο η μητέρα μου, αλλά έχασε το χαρτί». Η μακάρια αυτή άγνοια επιτρέπει στους ανθρώπους να ξανανιώνουν χωρίς καμιά συνέπεια. Έτσι, όταν ο Πέτρος πήγαινε να πάρει τα διαβατήρια για τους νεαρούς κυρίους του και για τον ίδιο, τον έναν τον έκανε τριάντα πέντε, σαράντα τον άλλον, και για τον εαυτό του διατηρούσε επιμελώς την ηλικία των είκοσι πέντε χρόνων. Σήμερα οι γεννήσεις θα έπρεπε να καταγράφονται στις εκκλησίες και τους δήμους· αλλά η καταγραφή στην εκκλησία είναι γραπτή μαρτυρία, και οι δήμαρχοι δηλώνουν άκρα περιφρόνηση για τις γραφές.

III Οι γάμοι για το χρήμα - Το κυνήγι των ξένων - Η ιστορία ενός κορσέ Αν οι γάμοι συνάπτονται κάπως επιπόλαια στα χωριά, δεν ισχύει πάντα το ίδιο και για την πόλη. Η ζωή στην Αθήνα εξοικειώνει τα πνεύματα με την αισχροκέρδεια: υπάρχουν μεγαλύτερες ανάγκες, επιθυμεί κανείς να εξασφαλίσει περισσότερα εισοδήματα. Ένας νέος άντρας ψάχνει όχι μόνο γυναίκα αλλά και προίκα. Δυστυχώς, οι προίκες είναι πιο σπάνιες από τις γυναίκες. Ένα κορίτσι που έχει έξι χιλιάδες φράγκα σε μετρητά και τη συνήθεια να φορά φτερά είναι καλή νύφη. Επίσης, οι νέοι που έχουν κάποια φιλοδοξία θα πάνε να βρουν γυναίκα στο εξωτερικό. Δεν πηγαίνουν στη Γαλλία, ούτε στην Αγγλία, ούτε στη Γερμανία, αν και υπήρξαν τέτοια προηγούμενα που τους δίνουν τη δυνατότητα να το επαναλάβουν: απευθύνονται κατά προτίμηση στους Έλληνες της Βλαχίας και της Μολδαβίας. Βρίσκουν, σε αυτά τα δύο πριγκιπάτα, αρκετές πλούσιες οικογένειες με πολλά κορίτσια στην πλάτη τους, ενώ οι νέοι άντρες σπανίζουν. Οι Έλληνες των Αθηνών είναι καλοδεχούμενοι. Φροντίζουν να λάμψει στα μάτια αυτών των γυναικών ο τίτλος του πρίγκιπα που έδωσαν οι ίδιοι στον εαυτό τους· μιλούν για την αυλή του βασιλιά Όθωνα και για τα μεγαλεία και τις τιμές που τις περιμένουν εκεί, για το λαμπρό μέλλον που εκείνοι

θα χτίσουν για τα παιδιά τους· χρησιμοποιούν την όποια ευγλωττία διαθέτουν για να αποδώσουν αξία στο όποιο χάρισμα έχουν, και με το παιχνίδι αυτό κερδίζουν δέκα με δεκαπέντε χιλιάδες φράγκα εισόδημα. Δεν θέλω να πω κακό λόγο για την κοινωνία του Ιασίου και του Βουκουρεστίου, αλλά οφείλω να ομολογήσω ότι όλες οι αξιομνημόνευτες ερωτικές τρέλες που συνέβησαν στην Αθήνα έγιναν από κυρίες της Βλαχίας ή της Μολδαβίας. Κουβαλούν μια προίκα, αλλά χαίρονται και τα χρήματά τους. Κατά κανόνα, αυτοί οι όμορφοι γάμοι δεν ήταν για τον καθένα. Ήταν μόνο για τους Φαναριώτες. Αλλά όλοι οι Έλληνες τρέφουν αγάπη για το κέρδος και ξέρουν πώς να μιλούν όμορφα· βλέπεις μέχρι και Σπαρτιάτες να ψάχνουν προίκα στη Βλαχία. Αχ, Λυκούργε, πού είσαι! Από την πλευρά τους, τα κορίτσια της Ελλάδας έχουν φιλοδοξία να παντρευτούν κάποιον ξένο. Όχι ότι οι ξένοι είναι πιο γοητευτικοί από τους ντόπιους. Έχω ήδη αναφέρει, νομίζω, ότι ο άρρην πληθυσμός είναι πολύ όμορφος. Δεν είναι ότι οι Γάλλοι ή οι Άγγλοι είναι πιο ευχάριστοι στη συζήτηση από τους Έλληνες. Μην ελπίζετε ότι θα σας αγαπήσουν ή θα σας πλησιάσουν για το πνεύμα σας· όσο και να διαθέτετε, δεν έχουν καμία επίδραση πάνω τους. Ο πραγματικός λόγος, ο θλιβερός λόγος, είναι ότι στα δικά τους μάτια όλοι οι ξένοι είναι πλούσιοι. Μάταια θα προσπαθήσετε να τις πείσετε ότι δεν έχετε τίποτα. Αν ένας αξιωματικός τούς ορκιστεί πως ό,τι έχει και δεν έχει είναι ο μισθός του στρατιώτη και τίποτα περισσότερο, θα του απαντήσουν με ένα όλο χάρη χαμόγελο: «Όμορφε ξένε, τι αστεία που τα λες!» Ο κύριος Σατωβριάνδος είναι εκείνος που μας έφτιαξε αυτή τη φήμη του πλούτου. Κάθε κοπέλα που παντρεύεται Γάλλο νομίζει πως παντρεύεται τον κύριο Σατωβριάνδο. Άγγλοι, Γάλλοι, ταξιδιώτες κάθε εθνικότητας, των Γερμανών συμπεριλαμβανομένων, οι λιγότερο εύποροι των ταξιδιωτών, όλοι είναι πλούσιοι, όλοι ευκατάστατοι, και όλα ανακατεύονται κάτω από τον πομπώδη τίτλο του μιλόρδου. Δεν είχα την ευκαιρία να μελετήσω στην Αθήνα αυτό τον ανταρτοπόλεμο που τα κορίτσια εξαπολύουν στους ξένους· αλλά τον παρακολούθησα, με την άνεσή μου, στη Σμύρνη. Ιδού εξάλλου μια συζήτηση που άκουσα στην Ελλάδα και την κατέγραψα μία ώρα μετά. Εγγυώμαι την ακρίβεια, αν όχι την εγκυρότητα. Ένας νεαρός Γάλλος που επρόκειτο να ξεκινήσει ένα μικρό ταξίδι στα νησιά αποχαιρετούσε έναν συμπατριώτη του, εγκατεστημένο πριν από μερικά χρόνια στην Αθήνα. - Σε εξορκίζω, έλεγε ο βετεράνος στον νεοσύλλεκτο, πριν μπεις σε ένα σπίτι φρόντισε να μάθεις αν έχει κορίτσια της παντρειάς.

- Και γιατί; - Το ρωτάς, κακόμοιρε! Δεν ξέρεις λοιπόν τι είναι το κυνήγι του γαμπρού, όπως γίνεται από τη Γένοβα μέχρι τη Σμύρνη, στην Ιταλία, στην Ελλάδα, στην Ασία και σε όλη τη Μεσόγειο; Δεν έχεις ποτέ ακούσει με ποιο τρόπο ο άντρας, θήραμα πολύ σπάνιο σε όλες αυτές τις χώρες, πέφτει στην παγίδα της γυναίκας; Τι άγριο κυνηγητό του κάνουν πώς τον παραφυλάνε οι μητέρες, πώς του ρίχνουν δόλωμα οι κόρες, πώς τον σημαδεύουν οι πατεράδες και οι αδελφοί; Άκουσε, λοιπόν. Είχα μείνει λίγες μέρες σε ένα νησί του Αρχιπελάγους, στο σπίτι ενός καλού ανθρώπου, ευυπόληπτου, θα έλεγα, που κατείχε μια καλή δημόσια θέση και ήταν από τους επιφανείς του νησιού του. Είχε μια κόρη στο σπίτι, νέα, όμορφη και προικισμένη με εκείνο το ασιατικό μάτι που σου διαπερνά την καρδιά. Από την πρώτη μέρα νόμισα πως με κοιτούσε με αξιοπρόσεκτη συμπάθεια. Για να βεβαιωθώ ότι δεν κάνω λάθος, άρπαξα την πρώτη ευκαιρία και της έσκασα ένα γερό φιλί. Μου το ανταπέδωσε δίχως να διστάσει, σαν κορίτσι ανιδιοτελές που δεν θέλει να κρατά τίποτα για τον εαυτό του. Από ευκαιρία σε ευκαιρία, από φιλί σε φιλί, αρχίσαμε να συνεννοούμαστε πολύ καλά, κι ας μην ήξερε λέξη γαλλικά, κι ας δεν σκέφτηκε να μου μάθει ελληνικά ο έρωτας, αυτός ο μεγάλος δάσκαλος σε κάθε τέχνη. Πάνω από μία φορά μου φάνηκε ότι μου έδειχνε με τα μάτια την πόρτα του δωματίου που έβγαζε στο σαλόνι. - Ω! - Μην σε σοκάρει αυτό· δεν σκεφτόταν τίποτα κακό· άλλωστε οι γονείς της δεν ήταν μακριά. Παρατήρησα σύντομα ότι όλη η οικογένεια μεριμνούσε για την ελευθερία του έρωτά μας. Ο πατέρας δεν εμφανιζόταν· δυο ψηλά και αλλόκοτα αδέλφια εξαφανίζονταν με τρόπο· η ακοίμητος φρουρός μητέρα δεν νοιαζόταν παρά για τις δουλειές του σπιτιού. Ένιωθα γύρω μου έναν λόχο από θείους και ξαδέρφια, αόρατους αλλά και παρόντες. Μια μέρα έριξα μια κρυφή ματιά στο παρθενικό αυτό δωμάτιο: είχε μόνο μία έξοδο και τα παράθυρα ήταν με κάγκελα σαν ποντικοπαγίδα. Καταλαβαίνεις ότι φρόντισα να μην το διακινδυνεύσω. Σε μια απέλπιδα προσπάθεια, ξέρεις τι έκανε η οικογένεια; - Σε υποχρέωσε με τη βία; - Σχεδόν. Μια μέρα μετά το φαγητό, παρουσία όλων, το αθώο κορίτσι λιποθύμησε φροντίζοντας να πέσει στην αγκαλιά μου. Εκείνη τη στιγμή, οι πάντες εξαφανίστηκαν, πατέρας, μητέρα, αδέλφια και υπηρέτριες. - Αφήνοντας σου το κορίτσι στην αγκαλιά; - Στην αγκαλιά. - Κι εσύ της ξέσφιξες τον κορσέ; - Με τη δέουσα προσοχή απέναντι, πρωτίστως, στον εαυτό μου, καθώς είμαι ένας άντρας που θέλει να παραμείνει εργένης. Δεκαπέντε μέρες αργότερα, μου

διηγήθηκαν την ιστορία ενός άλλου ταξιδιώτη που είχε ξεχαστεί στο ίδιο σπίτι, λύνοντας τον ίδιο κορσέ, και ο οποίος το μετάνιωσε. Αν και δεν είχε καμία επιθυμία για γάμο, τον οδήγησαν, με το μαχαίρι στον λαιμό, μπροστά στον ιερέα και, ακόμα χειρότερα, στον πρόξενο. - Μα πώς! Ήταν παντρεμένη; Εσένα σε ήθελε, δηλαδή, για δεύτερο γάμο; - Φτωχέ μου φίλε, δεν ξέρεις ακόμη πόση πονηριά μπορεί να κρύβει ένας πατέρας. Το κορίτσι με τον κορσέ είχε μια μεγαλύτερη αδελφή, ελαφρώς επιληπτική και τόσο άσχημη που δύσκολα θα μπορούσε η ίδια να διεκδικήσει τον σύζυγό της. Εκείνη πάντρεψαν με τον ένοχο, για να τον τιμωρήσουν επειδή έλυσε τον κορσέ της άλλης, θα πρέπει να ήλπιζαν ότι η πιο μικρή με την ομορφιά της και τις όποιες χάρες της θα έβρισκε και δεύτερη φορά να παντρευτεί. Αναλογίσου, φίλε μου, αυτή την πέρα για πέρα αληθινή ιστορία και θα μπορέσει η εμπειρία μου να σε προφυλάξει από παρόμοια αναποδιά, θυμήσου πως ένας γάμος που έχει συναφθεί στο εξωτερικό ενώπιον του πρόξενου είναι έγκυρος στη Γαλλία με βάση τον νόμο· και ότι για την καθολική θρησκεία κάθε γάμος είναι θεμιτός, ακόμα και αν το μυστήριο τελέστηκε από έλληνα ιερέα· μην ξεχνάς πως βρίσκεσαι στη χώρα της αμελητέας προίκας και πως ένα κορίτσι των τριάντα χιλιάδων φράγκων θεωρείται κληρονόμος· ότι η οικονομία είναι αρετή άγνωστη στα κορίτσια και ότι μια μητέρα έχει επιτελέσει το καθήκον της όταν έχει εκπαιδεύσει τα παιδιά της στο κυνήγι του γαμπρού, θα σου πω μια άλλη μέρα με ποια κόλπα τις μαθαίνουν να παρασύρουν τους άντρες, πόσο του δίνουν από τον εαυτό τους ώστε να τον κάνουν να επιθυμούν το λίγο που κρατούν ακόμη, με πόσα καλοπιάσματα τον δένουν, με πόσες γλύκες τον κάνουν να κρατά την υπομονή του, κάτω από τα μάτια των γονιών τους· και όταν θα σου τα έχω πει όλα, θα μαντέψεις σε τι πελάγη ευτυχίας θα πλέεις αν παντρευτείς ένα κορίτσι μεγαλωμένο στη Σμύρνη, στη Σύρα ή ακόμα και στην αγνή πόλη των Αθηνών. Ωστόσο, η Αθήνα είναι η πόλη όπου διατρέχεις τον λιγότερο κίνδυνο, και η πανουργία είναι πιο σπάνια απ’ όσο σε άλλες πόλεις. - Επειδή υπάρχουν λιγότερα κορίτσια σε ηλικία γάμου; - Αναμφιβόλως!

IV Αναμνήσεις ηρωικών καιρών: οι γάμοι κατά τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας - Ένας υπουργός του βασιλιά Όθωνα πλήρωσε τη γυναίκα του - Μια αρραβωνιαστικιά σε κιβώτιο Οι φιλέλληνες που επέζησαν από τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας μου διηγούνταν μερικές φορές, μετά το δείπνο, τους γάμους που γίνονταν κατά τους ηρωικούς καιρούς της σύγχρονης Ελλάδας. «Όλα έχουν αλλάξει!» λένε με έναν χαρακτηριστικό στρατιωτικό αναστεναγμό. «Τα χρόνια εκείνα ήταν όλο περιπέτειες». Εκείνη την εποχή, οι γυναίκες ήταν σπάνιες και τις διεκδικούσαν με το σπαθί στο χέρι· τις έπαιζαν κορόνα γράμματα· τις πουλούσαν· μερικές φορές τις μοιράζονταν σαν φίλοι. Κατά την κατάληψη μιας πόλης αναβίωνε, για κάμποσες φορές, η ιστορία της Βρισηίδας, που, αφού είδε τον αρραβωνιαστικό της και τους τρεις αδελφούς της να πέφτουν από τα χτυπήματα του Αχιλλέα, παρηγορήθηκε ακούγοντας τον Πάτροκλο να της λέει: «Μην κλαις, ο Αχιλλέας θα σε πάρει για γυναίκα». Κατά την πολιορκία δεν ξέρω ποιας πόλης του Μοριά, της Κορίνθου, αν δεν κάνω λάθος, ένα νεαρό παλικάρι αγόρασε για εκατό πιάστρα τουρκικά μία από τις γυναίκες που συγκαταλέγονταν στα λάφυρα. Έζησε για μεγάλο διάστημα μαζί της· έπειτα, όταν βρήκε τον καιρό την παντρεύτηκε· έπειτα έγινε υπουργός του βασιλιά Όθωνα. Η γυναίκα του, που δεν ήταν πια νέα, όπως έχουμε λόγο να πιστεύουμε, συμπεριφερόταν πάντα καλά. Για εκατό πενήντα φράγκα περίπου (στην ισοτιμία που είχε το πιάστρο εκείνη την εποχή) το παλικάρι είχε αγοράσει, χωρίς να το γνωρίζει, αρετές ανεκτίμητης αξίας για ένα νοικοκυριό. Μου έδειξαν μια μέρα στο θέατρο έναν άλλο κάτοικο της Αθήνας που έκτισε την ευτυχία του, θέλω να πω τον γάμο του, με τρόπο ακόμα πιο πρωτότυπο. Η ηρωίδα της ιστορίας γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη πριν... μήπως και ξέρουμε ποτέ πριν από πόσο καιρό γεννήθηκε μια γυναίκα; Σίγουρα, όμως, πάνε σαράντα χρόνια, χωρίς υπερβολή. Ένας Άγγλος, ο Μ.Χ., κάτοικος Αθηνών είχε ερωτευτεί μια νεαρή Αρμένισσα της Κωνσταντινούπολης, η οποία είχε μια αδελφή. Οι δυο αδελφές ήταν καλά κορίτσια και σε ηλικία γάμου. Εκείνος αγαπούσε τη μεγαλύτερη. Αδύνατο να τη ζητήσει σε γάμο: οι τουρκικοί νόμοι απαγόρευαν σε μια Αρμένισσα να παντρευτεί Φράγκο. Απέμενε μόνο μια λύση, λίγο πιο δυναμική· αλλά όταν ένας Άγγλος βρίσκει τον χρόνο να ερωτευτεί ερωτεύεται με όλο του το είναι. Ο Μ.Χ. αποφάσισε να απαγάγει εκείνη που αγαπούσε, κι εκείνη δεν έφερε καμία αντίσταση. Στην Κωνσταντινούπολη, οι απαγωγές δεν γίνονται με άμαξα, καθώς ούτε άμαξες υπάρχουν ούτε δρόμοι αμαξιτοί. Συμφωνήθηκε η δεσποινίς να συσκευασθεί από

μόνη της μέσα σε ένα δρύινο κιβώτιο, άνετο κατά το δυνατό και με μικρές τρύπες· θα τη φόρτωναν σε ένα πλοίο, πληρώνοντας το σχετικό ναύλο, και μόλις θα έφτανε στην Αθήνα, άθικτο, αυτός ο χαριτωμένος μπόγος θα έπαιρνε το όνομα κυρία X. Το πλοίο ετοιμαζόταν να σαλπάρει και το κιβώτιο ήταν έτοιμο· είχαν διαμορφώσει στο εσωτερικό του χώρους για τις προμήθειες του ταξιδιού που ήταν τόσα μπισκότα όσα και μαρμελάδες. Ωστόσο, τη στιγμή που θα συσκευαζόταν, η κοπέλα δίστασε. Η αδελφή της, καλό κορίτσι, της έδινε κουράγιο· δεν γινόταν, όμως, τίποτα. «Λοιπόν, αδελφή μου, πρέπει να φερθείτε σαν άντρας» της έλεγε· «τέσσερις μέρες θα περάσουν γρήγορα, και ύστερα από τις τέσσερις μέρες θα είστε στην Αθήνα, αν ο άνεμος είναι ούριος. Δεν θα έχετε την άνεσή σας, σύμφωνοι· αλλά την έχουμε και ποτέ σ’ αυτή τη ζωή; Μπορούμε να στριμωχτούμε λίγο άμα πρόκειται να κερδίσουμε έναν σύζυγο: αυτό επιβεβαιώνει και ο κορσές». Η μεγάλη αδελφή έμπαινε μέσα στο κιβώτιο και ξαναέβγαινε αμέσως. Και τσίριζε κάθε φορά που έκανε το καπάκι πως έκλεινε. Τέλος, φώναξε ότι θα προτιμούσε να μείνει παρθένα και να φορά το καπέλο της Αγίας Αικατερίνης της Αρμενίας6 παρά να ταξιδέψει σε κουτί. - Αλλά, για σκεφτείτε το, έλεγε η μικρή: αυτό το ωραίο κιβώτιο θα πάει χαμένο. - Θα βάλουμε μέσα τα καπέλα μας, απαντούσε η μεγάλη. - Κι αυτός ο καημένος ο κύριος Μ.Χ., που σας περιμένει, δεν τον λυπάστε καθόλου; Εγώ, τουλάχιστον, είμαι πολύ λυπημένη. - Λοιπόν, μικρή μου αδελφή, είπε η μεγάλη, αν αυτό το ταξίδι σας συγκινεί τόσο, γιατί δεν το κάνετε εσείς; - Το σκέφτηκα, απάντησε το κορίτσι. - Εσείς! Θα πηγαίνατε εσείς να παντρευτείτε τον κύριο Μ.Χ.; - Γιατί όχι; - Και η κοσμιότης, αδελφή μου; - Μα εσείς, αδελφή μου, σκεφτήκατε την κοσμιότητα; Αυτό είναι που σας σταματάει; Μου φαίνεται πως το μόνο που φοβάστε είναι μήπως και τσαλακωθείτε. Εγώ είμαι πιο γενναία από εσάς. - Όπως επιθυμείτε, είπε η μεγαλύτερη, και καλό ταξίδι. Οι προετοιμασίες είχαν γίνει· η μικρότερη αγκάλιασε την αδελφή της και μπήκε στο κουτί, τοποθετήθηκε με προσοχή στη γέφυρα και έφτασε στην Αθήνα όλο λάμψη, σαν κούκλα που τη φέρνουν από τη Νυρεμβέργη.7 Ποιος έμεινε άφωνος; Ο κύριος Μ.Χ. φυσικά. Ο κύριος Μ.Χ. ήταν από εκείνους τους μεθοδικούς Άγγλους που λένε στον εαυτό τους: «Κερδίζω δέκα χιλιάδες φράγκα τον χρόνο· το 1830, θα έχω διακόσιες χιλιάδες φράγκα· τον Ιανουάριο του 1832, θα παντρευτώ· το 1833, θα αποκτήσω γιο· το

1834, θα αποκτήσω κόρη· το 1835, θα αποσυρθώ από την ενεργό δράση». Ήταν στα τέλη του 1832 (δεν εγγυώμαι για τις χρονολογίες), το κοστούμι των γάμων το είχε παραγγείλει και ο κύριος Μ.Χ. δεν είχε άλλη γυναίκα στη διάθεσή του· αν περίμενε κι άλλο θα χάλαγαν όλα τα σχέδιά του· οι δυο αδελφές έμοιαζαν λίγο, με τη διαφορά ότι εκείνος είχε αγαπήσει μια ξανθιά και παντρευόταν μια μελαχρινή. Κι έτσι και παντρεύτηκε. Η κυρία X. δεν απήχθη ποτέ ξανά μετά τον γάμο της.

V Κεφάλαιο με σουγιάδες και μαχαίρια Η ιερότητα του συζυγικού δεσμού είναι σε μεγάλο βαθμό σεβαστή στην Ελλάδα. Ο λόγος είναι πολύ απλός. Ο έρωτας είναι πολυτέλεια, κυρίως ο παράνομος έρωτας. Μήπως ο μεγάλος Μπαλζάκ (εκείνος που μόλις απεβίωσε)8 δεν έκανε τον κατάλογο των παράνομων παθών, δείχνοντας ότι η πιο οικονομική μοιχεία στοιχίζει τουλάχιστον χίλια πεντακόσια φράγκα τον χρόνο; Με αυτή την τιμή, λίγοι είναι οι Έλληνες που έχουν τα χρήματα να παρανομήσουν. Ελάχιστοι είναι εκείνοι που απολαμβάνουν την ψυχαγωγία αυτή. Οι άντρες βρίσκονται στην πλατεία του χωριού, απασχολημένοι με το να ρυθμίζουν τις τύχες της Ευρώπης· οι γυναίκες είναι στα χωράφια, με μια αξίνα στο χέρι και ένα μωρό στην πλάτη. Η μητέρα της οικογένειας, η χοντρή αυτή γυναίκα που γεννά παιδιά όπως ένα δέντρο βγάζει καρπούς, δεν σκέφτεται τον έρωτα και δεν κάνει τους άντρες να τον σκεφτούν. Οι γυναίκες ζούνε γενικώς μακριά από το άλλο φύλο. Οι συνεστιάσεις είναι σπάνιες. Στους χορούς του χωριού οι γυναίκες χορεύουν μεταξύ τους και οι άντρες το ίδιο. Εξάλλου, οι Ελληνίδες, όπως και οι Ιταλίδες και όλες οι γυναίκες των θερμών χωρών, είναι οπλισμένες με μια απίστευτη αδιαφορία. Οι παραλυτικές ζέστες του καλοκαιριού αποδυναμώνουν ακόμα και τα πάθη. Σε αυτά τα προνομιούχα κλίματα, η αρετή είναι τόσο εύκολη όσο και η εγκράτεια. Προσθέστε ότι η ιδιωτική ζωή είναι σε κοινή θέα: στην πραγματικότητα υπάρχει μόνο μία πόλη στο βασίλειο· και η Αθήνα είναι, κι εκείνη, μια μικρή πόλη όσο η Καρπεντρά και η Καστελνονταρί.9 Αν τον παντοπώλη Θεμιστοκλή ή τον κουρέα Περικλή τον έβρισκε κάποια συμφορά στο σπίτι, την επομένη θα το μάθαινε όλη η πόλη, και τα μικρά αγόρια θα τον φώναζαν «κερατά», Σγκαναρέλο10 δηλαδή.

Στα χωριά η επιτήρηση που ασκούν ο ένας στον άλλο είναι εκατό φορές ευκολότερη από όσο σε μας, αφού δεν υπάρχει, τρόπος του λέγειν, ούτε δάσος, ούτε δασάκι, ούτε συστάδα. Οι Έλληνες είναι τρομερά ζηλιάρηδες, καθώς είναι πολύ ματαιόδοξοι. Η λέξη «κερατάς», που τη χρησιμοποιούν καταχρηστικά για τα πάντα –ακόμα και παιδιά τριών ετών την πετούν το ένα στο άλλο–, είναι μια βρισιά που τη νιώθουν πολύ έντονα όταν η σημασία της είναι πραγματική. Πριν από μερικά χρόνια, ένας άντρας του λαού έκανε βόλτα την Κυριακή, επισήμως, με τη γυναίκα ενός άλλου. Ο σύζυγος έπεσε κατευθείαν επάνω του, τον χτύπησε στο στήθος με ένα μαχαίρι και τον ξάπλωσε νεκρό στην πλατεία. Κανένας δεν ενόχλησε τον δολοφόνο, που μπόρεσε και επέστρεψε ήσυχα στο σπίτι του. Κάποιοι είπαν: «αυτός εδώ είναι ο σύζυγος», οι άλλοι, παρατηρώντας το τραύμα, φώναζαν: «γερό το χτύπημα!» Η υψηλή κοινωνία έχει, όπως παντού, διαφορετικά ήθη. Το σκανδαλοθηρικό χρονικό των Αθηνών είναι αρκετά πλούσιο ώστε να μονοπωλήσει το ενδιαφέρον μιας μικρής Μπραντόμ.11 Αλλά οι ίντριγκες αυτές έχουν έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα: ο έρωτας δεν παίζει σχεδόν κανένα ρόλο. Όλα γίνονται για τη ματαιοδοξία και το συμφέρον. Όταν η λαίδη Μόνταγκιου12 πήγε στη Βιέννη, φρόντισαν να την ενημερώσουν για τους καλούς τρόπους και να την πληροφορήσουν ότι όλες οι κυρίες της αυλής διάλεγαν έναν εραστή προκειμένου να συμμορφωθούν με τη μόδα. Συνηθιζόταν επιπλέον ο εραστής αυτός, για να δείξει τη γενναιοδωρία και την τρυφερότητά του, να προσφέρει στην κυρά των λογισμών του μια μικρή διατροφή ανάλογα με την περιουσία του. Δεν λέω ότι η μόδα αυτή μεταφέρθηκε μέχρι την αυλή της Ελλάδας· ούτε συζήτηση. Ισχυρίζονται, ωστόσο, ότι οι περισσότερες γυναίκες που δεν λογαριάζουν την τιμή τους θεωρούν σωστό να ανταμειφθούν για το λάθος τους, δεδομένου ότι η αρετή τους είναι κάτι φυσικό και ότι κάθε κόπος πρέπει να πληρώνεται.13 Οι γυναίκες είναι πολύ περισσότερο ζηλιάρες απ’ ό,τι στην Τουρκία. Πέρυσι, η γυναίκα του υπουργού Στρατιωτικών έμαθε ότι ο άντρας της την απατούσε. Πήγε στης κυρίας ..., την ώρα της μεσημεριανής ξεκούρασης, όπου βρήκε τις πόρτες ανοιχτές, τους υπηρέτες κοιμισμένους και τον σύζυγό της να διαπράττει το ανεπίτρεπτο. Έγινε έξω φρενών και άρπαξε την αντίζηλό της από το κόκκινο φέσι της, η οποία τη δάγκωσε σε σημείο να ματώσει. Ο εξοχότατος, που είχε πιαστεί επ’ αυτοφώρω, ήταν έτοιμος να χτυπήσει τη γυναίκα του, εκείνη όμως άνοιξε το παράθυρο και φώναξε τη φρουρά. Η υπόθεση καταλάγιασε την επομένη, όταν το είχε μάθει όλη η πόλη. Ο προσβεβλημένος σύζυγος βρισκόταν στη Μάνη, απασχολημένος, κατόπιν διαταγής του υπουργού, με τη δίωξη του μοναχού Χριστόφορου.14 Τα έμαθε όλα αλλά δεν

έκανε καμία φασαρία, θα μπορούσε να προκαλέσει την καταδίκη κάποιου ισχυρού, προτίμησε, ωστόσο, να προκαλέσει απλώς τη συμπάθεια. Τα ήθη του λαού, επαναλαμβάνω, είναι αγνά, και ο φτωχός δεν ακολουθεί το παράδειγμα του πλούσιου. Ωστόσο, βρίσκει κανείς στο παζάρι των Αθηνών έναν θορυβώδη μικρόκοσμο που ζει στο έλεος του θεού, λίγο από την επαιτεία, λίγο από «ξάφρισμα στα μουλωχτά».15 Πρόκειται για τα εγκαταλελειμμένα παιδιά. Η πρόνοια τα δίνει σε παραμάνα μέχρι να σταθούν στα πόδια τους· τότε τους λένε να πάρουν τον δρόμο τους. Τίποτα δεν τους εμποδίζει να φτάσουν ψηλά, αν κατορθώσουν να επιβιώσουν. Οι Έλληνες δεν έχουν καθόλου την παράλογη προκατάληψη εναντίον των νόθων παιδιών που έχουν οι δικοί μας χωρικοί αλλά και ορισμένοι αστοί. Ο περίφημος Καραϊσκάκης ήταν νόθος, όπως ο Ρωμύλος, και γιος μοναχής.

VI Το πνεύμα της οικογένειας Λίγοι είναι οι Έλληνες που έχουν επίθετο. Το βαφτιστικό ιούς είναι αρκετό. Αλλά καθώς το βασίλειο αριθμεί τριάντα χιλιάδες με το όνομα Βασίλης, άλλους τόσους με το όνομα Θανάσης, Πέτρος, Γιώργος, Νικόλας, χωρίς να λογαριάσουμε το Αριστείδης και το Θεμιστοκλής, καθένας προσθέτει στο όνομά του ή ένα παρωνύμιο ή το όνομα του πατέρα του. Το όνομα κάποιου είναι, λοιπόν, Πέτρος γιος του Νικόλα, ή Νικόλας γιος του Γιάννη, ή Πέτρος ο Αλβανός ή Πέτρος ο Ναυπλιώτης, ή Βασίλης ο Μαύρος ή Γιώργος ο Κοντός. Οι Μαυρομιχάληδες, η μεγαλύτερη οικογένεια της Μάνης, θα έπρεπε στα γαλλικά να ονομάζονται «Noir Michel». Η ατέλειωτη ποικιλία αυτών των ονομάτων που σχηματίζονται αυθαίρετα θα αποτρέπει για καιρό ακόμη τη δημιουργία εκείνου που ονομάζουμε υπερηφάνεια για το όνομα. Μια πολυπληθής οικογένεια μπορεί να διαθέτει εκατό διαφορετικά ονόματα και να μην έχει κανέναν εμφανή δεσμό· αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν είναι στενά δεμένη. Οι δεσμεύσεις που δημιουργεί η συγγένεια είναι αυστηρότερες απ’ ό,τι σε εμάς. Ιδού δύο αποδείξεις που επιλέγω στην τύχη, από τα υψηλότερα και χαμηλότερα στρώματα της κοινωνίας. Ο κύριος Ράλλης, πρόεδρος του Αρείου Πάγου, πρώην υπουργός, ένας από τους σημαντικότερους ανθρώπους του κράτους, είχε τοποθετήσει σε ένα γνωστό μου σπίτι έναν εξάδελφό του ως υπηρέτη. Πήγαινε πού και πού στον κύριο του σπιτιού και ρωτούσε: «Είστε ευχαριστημένος από τον εξάδελφό μου; Αν έχετε παράπονο, να μου τον στείλετε και θα τον κανονίσω». Μόνο δύο χώρες ξέρω όπου μπορεί να ειπωθεί μια τέτοια κουβέντα: την Ελλάδα και την Τουρκία. Δηλώνει ταυτόχρονα ένα

έντονο αίσθημα ισότητας και έναν βαθύ σεβασμό στους δεσμούς της οικογένειας. Ο μάγειράς μας ήταν ένας κακομοίρης που κέρδιζε εξακόσια φράγκα τον χρόνο χωρίς να του παρέχεται στέγη ή τροφή. Είχε αναλάβει τη χήρα του αδελφού του και τα πέντε του παιδιά. Μια τέτοια πράξη θα γεννούσε τον θαυμασμό όλων· στην Αθήνα περνά απαρατήρητη. Ένας άντρας τηρεί αυστηρά το καθήκον του όταν παίρνει υπό την προστασία του τη χήρα ενός συγγενή. Το δικαίωμα του πρωτότοκου, αυτός ο καταστρεπτικός κανόνας της οικογένειας και της κοινωνίας, που το μόνο που κάνει είναι να αφήνει αμετακίνητη την περιουσία στα ίδια πάντα χέρια, θα παραμείνει άγνωστος στην Ελλάδα. Εκείνοι που πιστεύουν στην ισότητα των ανθρώπων πιστεύουν ακόμα περισσότερο στην ισότητα μεταξύ των αδελφών. Γνωρίζουμε ότι στη Ρωσία η αδελφή δεν είναι ίση με τους αδελφούς της· τα κορίτσια κληρονομούν μόνο το ένα δέκατο τέταρτο της πατρικής περιουσίας. Οι ελληνικοί νόμοι ποτέ δεν θα καθιερώσουν μια τέτοια βάρβαρη αδικία. Η ισότητα είναι τόσο ενσωματωμένη στα ήθη που οι γιοι είναι σχεδόν ίσοι με τον πατέρα τους. Τρέφουν για εκείνον εκτίμηση και σεβασμό, αλλά δεν τον υπακούν κιόλας. Γνωρίζουμε ότι, στην αρχαιότητα, ίσχυε το ίδιο. Ο πατέρας ήταν για τον γιο ένας φίλος πιο σοφός και πιο σεβάσμιος από τους άλλους· δεν ήταν όπως στη Ρώμη, αφέντης, δηλαδή, και δυνάστης. Στην Οδύσσεια, ο Τηλέμαχος ποτέ δεν τρέμει μπροστά στον Οδυσσέα. Η Ρώμη είχε νόμους για την πατροκτονία· ο Σόλωνας δεν θέλησε να κάνει κάτι ανάλογο. Οι νόμοι αυτοί, η ντροπή μιας κοινωνίας, είναι τόσο άχρηστοι σήμερα όσο και την εποχή που οι Αθηναίοι ψήφιζαν τους νόμους του Σάλωνα.[18] Η μητέρα διατάζει τα κορίτσια και υπακούει στους γιους της· είναι γυναίκα. Ο Τηλέμαχος έλεγε στην Πηνελόπη: «Αλλά καλύτερα να πας στην κάμαρή σου, με τα δικά σου απασχολήσου έργα, τον αργαλειό, τη ρόκα· δίνε στις παρακόρες εντολές, για να δουλεύουν με φροντίδα. Ο λόγος είναι μέλημα του αντρός, του καθενός, και περισσότερο δικό μου· σ’ αυτό το σπίτι είμαι εγώ ο κυβερνήτης».16 Ας συνοψίσουμε με λίγα λόγια τις παρατηρήσεις αυτές σχετικά με την οικογένεια. Οι γάμοι συνάπτονται και λύονται ελεύθερα· η γυναίκα δεν είναι ούτε σκλάβα ούτε φυλακισμένη· η ένωση είναι γόνιμη, κάτι που αποτελεί τον βασικό σκοπό, αν όχι τον μοναδικό, του γάμου· οι αδελφοί είναι ίσοι μεταξύ τους, καθώς και με τον πατέρα τους· οι συγγενείς προσφέρουν βοήθεια ο ένας στον άλλο, βοήθεια και συνδρομή, όποια κι αν είναι η κοινωνική τους διαφορά· ο σύζυγος αλλά και η σύζυγος δείχνουν τον ίδιο ζήλο για τα δικαιώματά τους και υπερασπίζονται σθεναρά την ιερότητα του γάμου τους.

Η ελευθερία υπήρξε πάντα το κυρίαρχο πάθος του ελληνικού λαού· η αγάπη για την ισότητα αποτελεί βασικό στοιχείο του χαρακτήρα του· η ζήλια είναι συνέπεια του συναισθήματος που όλοι οι άνθρωποι έχουν για ό,τι τους ανήκει δικαιωματικά· στον γάμο η εγκράτεια, που αποφέρει ωστόσο καρπούς, είναι αποτέλεσμα του κλίματος. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά διακρίνουν τον λαό και τη χώρα. Τα αισθήματα ταπεινότητας και φόβου που παρατηρούνται στις γυναίκες είναι αποτέλεσμα της άγνοιάς τους. Η ψυχρότητα και η όχληση μεταξύ συγγενών, οι γάμοι με λαούς ξένους και διεφθαρμένους, η πανουργία των κοριτσιών, οι κατάπτυστοι υπολογισμοί των γονιών τους, η διαφθορά ορισμένων γυναικών, η εγκατάλειψη ενός μεγάλου αριθμού παιδιών στον δρόμο, η θνησιμότητα που αποδεκατίζει τις οικογένειες, είναι οι άμεσες ή έμμεσες συνέπειες της φτώχειας. Με δυο λόγια, ό,τι καλό υπάρχει στην οικογένεια είναι ίδιον του ελληνικού λαού· ό,τι κακό είναι περιστασιακό. Ο ελληνικός λαός ασθενεί, αλλά επ’ ουδενί η περίπτωσή του δεν είναι ανίατη.

Σημειώσεις της μεταφράστριας 1 Απόσπασμα από τον μύθο του Λαφονταίν «Ο βοσκός και ο βασιλιάς». Ο βασιλιάς, εκτιμώντας τη συνετή εργασία του βοσκού, τον ανακηρύσσει δικαστή. Αν και ένας ερημίτης τον προειδοποιεί ότι ο καινούργιος του τίτλος θα αποτελέσει για εκείνον κίνδυνο, ο βοσκός δέχεται. Όταν αρχίζουν, όσοι τον φθονούν, να τον συκοφαντούν ότι πλούτισε εις βάρος τους, ο βασιλιάς ανοίγει το μπαούλο του βοσκού μήπως βρει εκεί τις πολύτιμες πέτρες που υποτίθεται πως έκρυψε. Κι εκείνο που αντικρίζει είναι οι στίχοι που παραθέτει ο Αμπού. 2 Claude Fauriel, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια: Η έκδοση του 1824-1825, επιμ. Αλέξης Πολίτης, τόμ. 1, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1998, σ. 365. Στα «Εισαγωγικά» τεσσάρων «ναναρισμάτων», ένα από τα οποία είναι και το συγκεκριμένο, ο γάλλος φιλόλογος σημειώνει: «Όταν μιλούσα για τα τραγούδια με τα οποία οι ελληνίδες μανάδες και νταντάδες αποκοιμίζουν τα παιδιά, δεν είχα κανένα δείγμα να προσφέρω στον αναγνώστη. Συνέλεξα από τότε αρκετά, τόσο από τη στεριανή Ελλάδα όσο και από τα νησιά· και δίνω εδώ τα τέσσερα που μου φάνηκαν πως είχαν την περισσότερη χάρη και ποικιλία. Φτάνουν, νομίζω, για να δώσουν μια ιδέα για όλα τα τραγούδια αυτού του είδους, και για τη χαριτωμένη έξαρση της φαντασίας και την τρυφερότητα που αποτελεί το σπουδαιότερο χαρακτηριστικό της», σ. 364. 3 Αν και η βασική σημασία της λέξης είναι «ενθύμιο», εδώ δηλώνει ένα άλμπουμ με εικονογράφηση που συνοδεύει μικρής έκτασης κείμενο και δινόταν στην Αγγλία τον 19ο αιώνα ως δώρο Πρωτοχρονιάς. Η μόδα του επεκτάθηκε και στη Γαλλία. Συνήθως, το ύφος της εικονογράφησης αντιστοιχεί σε έναν γλυκερό ρομαντισμό. 4 Tony Johannot: Διάσημος γάλλος εικονογράφος (1803-1852). Μεταξύ άλλων είχε εικονογραφήσει τον Δον Κιχώτη και τους Μύθους του Λαφονταίν. 5 Ο γνωστός ήρωας του γάλλου συγγραφέα του 16ου αιώνα Φρανσουά Ραμπελαί. 6 Παλαιό έθιμο των καθολικών σύμφωνα με το οποίο οι γυναίκες άνω των είκοσι πέντε ετών που δεν έχουν ακόμη παντρευτεί φορούν ένα καπέλο σε χρώμα πράσινο και κίτρινο

7 8 9 10

11 12 13

14 15

16

την ημέρα της γιορτής της Αγίας Αικατερίνης της Αλεξανδρείας, προστάτιδας των νεαρών παρθένων. Η κούκλα της Νυρεμβέργης είναι κωμική όπερα του Adolphe Adam βασισμένη στο διήγημα του Ε.Τ.Α. Χόφμαν Ο άνθρωπος με την άμμο. Πράγματι ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ πέθανε το 1850. Ο συγγραφέας αναφέρεται στο βιβλίο Η φυσιολογία του γάμου (1829), μια πραγματεία για τον γάμο με μεγάλη απήχηση στην εποχή της. Πόλεις στη νότια Γαλλία. Ήρωας του Μολιέρου με πρωταγωνιστικό ρόλο στο έργο Σγκαναρέλος ή ο κατά φαντασίαν κερατάς, που έγραψε το 1660 με θέμα τον φόβο της συζυγικής απιστίας. Υπήρξε μεγάλη θεατρική επιτυχία στην εποχή του. Το ίδιο όνομα έχει φυσικά και ο πνευματώδης υπηρέτης του Δον Ζουάν στο ομώνυμο έργο. Μικρή επαρχιακή πόλη κοντά στο Μπορντό. Lady Mary Wortley Montagu (1689-1762): Αγγλίδα αριστοκράτισσα και σύζυγος πρεσβευτή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, γνωστή για τις επιστολές της, όπου αποτυπώνονται οι εντυπώσεις της από την Ανατολή. Αναφορά στον μύθο του Λαφονταίν «Ο τρελός και ο συνετός», όπου ένας τρελός έχει πάρει από πίσω έναν συνετό και του ρίχνει πέτρες. Ο πρώτος τον τιμωρεί ως εξής: τον πληρώνει λέγοντάς του ότι «κάθε κόπος πρέπει να πληρώνεται», ενώ τον παρακινεί να κάνει το ίδιο και με άλλον περαστικό, με τα αναμενόμενα ολέθρια αποτελέσματα για τον τρελό. Βλ. παρακάτω σ. 252. Φράση από το πορτρέτο του Πανούργου, ενός από τους ήρωες του Ραμπελαί. Συγκεκριμένα: «Ωστόσο είχε εξήντα τρία τεχνάσματα να βρίσκει πάντα λεφτά κατά την ανάγκη του, από τα οποία το πλέον έντιμο ήταν το κόλπο του ξαφρίσματος στα μουλωχτά». Φρανσουά Ραμπελαί, Γαργαντούας και Πανταγκρυέλ, μτφρ. Φίλιππος Δρακονταειδής, Εστία, Αθήνα 2008 (τρίτη έκδοση), σ. 382. Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία α, μτφρ. Δ.Ν. Μαρωνίτης, Καστανιώτης, Αθήνα 1995, σ. 25.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ Η κυβέρνηση και η δημόσια διοίκηση

I Η κυβέρνηση - Ανάλυση του συντάγματος - Ο βασιλιάς το παραχώρησε παρά τη θέλησή του - Οι υπουργοί και οι δημόσιοι λειτουργοί - Τα νομοθετικά σώματα - Ένας βουλευτής η εκλογή του οποίου στοίχισε γη ζωή δεκατεσσάρων ανδρών - Η γερουσία - Το δικαστικό σώμα: οι δικαστές, στο σύνολό τους, δεν είναι ισόβιοι - Η ισχύς του βασιλιά - Τα αισθήματα του λαού - Ο βασιλιάς είναι ξένος και ετερόδοξος Η Ελλάδα είναι κατ’ όνομα συνταγματική μοναρχία. Ο βασιλιάς ορκίστηκε, στις 30 Μαρτίου 1844, σε ένα σύνταγμα που ψηφίστηκε από την εθνοσυνέλευση. Το σύνταγμα εγγυάται την ισότητα απέναντι στον νόμο, την ατομική ελευθερία, την ελευθερία του τύπου, την κατάργηση της κατάσχεσης, τη δωρεάν πρωτοβάθμια και ανώτερη εκπαίδευση, και τη θρησκευτική ελευθερία. Πράγματι, ο τύπος είναι ελεύθερος και η εκπαίδευση προσφέρεται δωρεάν σε όλες τις βαθμίδες· η ισότητα όμως απέναντι στους νόμους είναι φενάκη, η ατομική ελευθερία παραβιάζεται, η κατάσχεση αντικαθίσταται από την καταπάτηση. Ο όχλος έκαψε ατιμώρητος το σπίτι ενός Εβραίου, και τα δικαστήρια έβαλαν φυλακή έναν άντρα που διατύπωσε στο σπίτι του μια ετερόδοξη άποψη. «Η νομοθετική εξουσία ασκείται, από κοινού, από τον βασιλιά, τη βουλή και τη γερουσία. Το πρόσωπο του βασιλιά είναι ιερό, οι υπουργοί είναι υπεύθυνοι· ο βασιλιάς απολαμβάνει όλα τα δικαιώματα που αποδίδονται στον συνταγματικό μονάρχη. Οι βουλευτές εκλέγονται μεταξύ των ανδρών που έχουν συμπληρώσει το τριακοστό έτος της ηλικίας τους και που έχουν στην κατοχή τους μια οποιαδήποτε ιδιοκτησία ή είναι ελεύθεροι επιτηδευματίες. Διορίζονται για τρία χρόνια και λαμβάνουν 250 δραχμές τον μήνα διαρκούσης της βουλευτικής συνόδου. Το εκλογικό σώμα αποτελείται από όλους τους άντρες που έχουν συμπληρώσει το εικοστό πέμπτο έτος της ηλικίας τους, έχουν στην κατοχή τους μια ιδιοκτησία ή ασκούν ανεξάρτητο επιτήδευμα στην επαρχία όπου έχουν την πολιτική διαμονή τους. Προκύπτει, άρα, ότι όλοι οι εκλογείς από την ηλικία των τριάντα είναι εκλέξιμοι. Οι γερουσιαστές διορίζονται ισοβίως από τον βασιλιά· πρέπει να έχουν κλείσει το τεσσαρακοστό έτος της ηλικίας τους· λαμβάνουν 500 δραχμές τον μήνα ακόμη και εκτός βουλευτικής συνόδου».1 Στην πραγματικότητα, η εξουσία του βασιλιά μετριάζεται μόνο από τη διπλωματία.

Κάθε υπουργός είναι έτοιμος να κάνει τα πάντα για να κρατήσει το χαρτοφυλάκιό του. Αυτοί οι κακόμοιροι άνθρωποι, φιλόδοξοι και χωρίς αρχές, εκπαιδευμένοι σε μια θλιβερή σχολή πολιτικής, το μόνο που επιθυμούν είναι να κερδίζουν, για όσο γίνεται μεγαλύτερο διάστημα, οκτακόσιες δραχμές μηνιαίως. Γνωρίζουν πως η θέση τους είναι πρόσκαιρη, ότι κανένα υπουργικό αξίωμα δεν έχει διάρκεια και ότι οι δημοσιογράφοι του καφενείου «Η Ωραία Ελλάς» ανακοινώνουν κάθε μέρα ένα καινούργιο υπουργικό συμβούλιο. Το μόνο που σκέφτονται λοιπόν είναι πώς θα κρατηθούν στη θέση τους και πώς θα επωφεληθούν περισσότερο από το πέρασμά τους από τα δημόσια πράγματα. Καθένας από αυτούς, φτάνοντας στην εξουσία, φροντίζει να έχει γύρω του τους παρατρεχάμενούς του. Το κάνει από σύνεση και από καθήκον: από σύνεση προκειμένου να μην προδοθεί από τους υφιστάμενούς του· από καθήκον προκειμένου να ανταμείψει την αφοσίωση εκείνων που τον υπηρέτησαν. Ένας υπουργός που δεν θα έκανε εκκαθάριση στο τμήμα του και δεν θα αντικαθιστούσε όλους τους ικανούς άντρες με τους δικούς του θα περνούσε για αχάριστος και ηλίθιος, θα έχανε τη φιλία των προστατευόμενών του και θα προκαλούσε τον ψόγο των εχθρών του. Η συνέπεια αυτού είναι ότι όλο το προσωπικό της δημόσιας διοίκησης ανανεώνεται με κάθε νέα υπουργική θητεία· ότι ποτέ δεν απαρτίζεται από υπαλλήλους ικανούς στα γραφεία της· ότι οι υπάλληλοι οποιοσδήποτε βαθμίδας, καθώς το μέλλον τους δεν είναι εξασφαλισμένο, υφαρπάζουν ό,τι βρεθεί μπροστά τους· ότι το κράτος δεν έχει καθόλου τους σταθερούς του θεράποντες, και ότι δεν υπάρχει στο βασίλειο έστω και ένας δημόσιος υπάλληλος που θα μπορούσε να αποκτήσει δικαίωμα σύνταξης. Η πιο έμμεση συνέπεια, αλλά όχι και λιγότερο αναγκαία σε μια τέτοια τάξη πραγμάτων, είναι το γεγονός ότι ο βασιλιάς δεν βρίσκει ποτέ καμία αντίσταση, ούτε από τους υπουργούς του ούτε από τους άλλους υπαλλήλους. Όλοι νιώθουν είτε ένοχοι είτε τουλάχιστον ανίκανοι· γνωρίζουν ότι η περιουσία τους κρέμεται από ένα σχοινί και ότι, ακόμα κι αν είχαν περισσότερες ικανότητες από εντιμότητα, η κακή διάθεση του βασιλιά ή η δυσπεψία της βασίλισσας θα μπορούσαν να τους καταποντίσουν: η εμπειρία τούς έχει μάθει ότι η μοναδική αρετή που εκτιμάται στην αυλή είναι η υπακοή· υπακούν, λοιπόν. Ο βασιλιάς κρατά στο χέρι τους γερουσιαστές και τους βουλευτές, καθώς και τους νομάρχες και τους υπουργούς. Ούτε οι κυβερνήσεις που έχουν προικοδοτήσει στην Ελλάδα μια απόλυτη μοναρχία δεν έχουν με σοβαρότητα αναλογιστεί τον χαρακτήρα του λαού, αλλά ούτε και οι επαναστάτες που απέσπασαν από τον βασιλιά το σύνταγμα του 1844 έλαβαν υπόψη τους την άγνοια και τη βαρβαρότητα του έθνους. Αν θα μπορούσε ποτέ κανείς να πει πως μια χώρα δεν είναι ώριμη για την ελευθερία, αυτή θα ήταν η Ελλάδα. Όχι πως έχουν πνεύμα στενό σε ό,τι αφορά τις πολιτικές ιδέες, κάθε άλλο. Όλοι

οι Έλληνες, χωρίς εξαίρεση, είναι ικανοί να συζητούν για τις δημόσιες υποθέσεις. Και μιλούν όλοι, αν όχι με εντρύφηση, τουλάχιστον μετά λόγου γνώσεως· όλοι παθιάζονται με την παραμικρή λογομαχία στις συνελεύσεις. Και ακόμα πιο πολύ: όλοι γνωρίζουν εις βάθος τους πολιτικούς που φιλονικούν. Αν το εκλογικό σύστημα της αναλογικής εκπροσώπησης μπορεί να εφαρμοστεί σε μια χώρα, αυτή είναι η Ελλάδα. Αλλά τους λείπουν οι δύο βασικότερες αρετές του πολίτη: η εντιμότητα και η μετριοπάθεια. Όλοι οι εκλογείς ανεξαιρέτως είναι αργυρώνητοι, και αν ο βασιλιάς ήθελε να εκλέξουν μια βουλή κωφαλάλων θα το επιτύγχανε αν έδινε τα ανάλογα χρήματα. Σημειώστε, επιπλέον, ότι τα πολιτικά πάθη δεν κάνουν πίσω μπροστά στη δολοφονία, και καταλαβαίνετε τον λόγο που μια μέρα εκλογών μοιάζει άλλοτε με μέρα παζαριού και άλλοτε με μέρα μάχης. Άκουσα έναν βουλευτή να λέει: «η εκλογή μου μας στοίχισε δεκατέσσερις άντρες». Δεν υπολόγισε στον αριθμό αυτό και τους άντρες που ο αντίπαλός του είχε αναλώσει. Η κυβέρνηση διαθέτει προϋπολογισμό για τις εκλογές που αγοράζονται και στρατό για τις εκλογές που εκπορθούνται. Όταν συγκληθούν τα σώματα, αν δεν έχουν έτοιμη την πλειοψηφία, τίποτα δεν είναι πιο εύκολο από το να τη φτιάξουν. Ένας άντρας που κερδίζει 250 δραχμές τον μήνα, και που είναι υποχρεωμένος να προσφέρει στέγη στους ψηφοφόρους του, δεν θα είναι ποτέ ανεξάρτητος. Η γερουσία, με την άνεση των 6.000 δραχμών τον χρόνο και την ισόβια θητεία, έχει δύο εγγυήσεις για να είναι ανεξάρτητη, αλλά ούτε που τις αξιοποιεί διόλου. Σε ένα κράτος όπου όλοι οι άντρες ανεξαιρέτως προσβλέπουν σε θέσεις του δημοσίου, κρατούν τους γερουσιαστές στο χέρι προς χάρη των προστατευόμενών των τελευταίων και των οικογενειών τους. Σε όλες τις χώρες το δικαστικό σώμα, φυσικός θεματοφύλακας των νόμων, μπορεί και πρέπει να υπερασπίζεται το δίκαιο ενάντια στις ιδιοτροπίες της κυβέρνησης. Είναι ένας ρόλος που έχει παίξει όχι μόνο στις συνταγματικές μοναρχίες αλλά και στις χώρες με απόλυτη μοναρχία. Ο Φρειδερίκος Β’, που δεν ήταν συνταγματικός βασιλιάς, αναγνώριζε ωστόσο ότι είχε δικαστές στο Βερολίνο. Ο βασιλιάς Όθωνας ποτέ δεν επέτρεψε να υπάρχουν δικαστές στην Αθήνα, καθώς τους ισόβιους δικαστές δεν τους αντέχει. Το σύνταγμα κατοχύρωνε το ισόβιο της καθήμενης δικαιοσύνης· αλλά ο βασιλιάς, από τότε που υποχώρησε και έδωσε σύνταγμα, έχει μοναδική του έγνοια να το πάρει πίσω. Είναι λοιπόν ο απόλυτος κύριος στο βασίλειό του. Αυτό δεν σημαίνει πως τον έχουν όλοι στην καρδιά τους. Ακόμα κι αν ο Όθωνας ήταν ο πιο καλός και ο πιο έξυπνος βασιλιάς του κόσμου, ο λαός του ποτέ δεν θα του συγχωρούσε ούτε τη θρησκεία του ούτε την καταγωγή του. Βαυαρός και καθολικός, θα είναι για τους

έλληνες ορθόδοξους πάντα ένας ξένος και αλλόδοξος. Τέλος, πώς ο λαός μπορεί να αγαπά έναν μονάρχη χωρίς διάδοχο; Το βασικό επιχείρημα των οπαδών της μοναρχίας είναι ότι αποτελεί μια σταθερή διακυβέρνηση, και ότι η μεταβίβαση της εξουσίας μέσα στην ίδια οικογένεια προλαμβάνει τις επαναστάσεις και διασφαλίζει την κοινωνική ειρήνη. Να γιατί, την ίδια στιγμή που ένας μονάρχης αφήνει την τελευταία του πνοή, βιάζονται να δηλώσουν στον λαό: «Ο βασιλιάς πέθανε! Ζήτω ο βασιλιάς!» Για τον ίδιο λόγο, όλοι οι μονάρχες, από τη στιγμή που δεν έχουν παιδιά, ορίζουν τον διάδοχό τους προκαταβολικά, ώστε να είναι πεπεισμένοι οι υπήκοοι ότι δεν θα μείνουν ποτέ δίχως άρχοντα και ότι η εξουσία θα περιέλθει χωρίς τριγμούς σε χέρια που έχουν προετοιμαστεί να την παραλάβουν. Η Ελλάδα αγνοεί ακόμη υπό ποιου τις διαταγές θα βρεθεί μετά τον θάνατο του βασιλιά Όθωνα. Του είχαν αρχικά υποσχεθεί τον πρίγκιπα Λεοπόλδο, τον τριτότοκο γιο του βασιλιά της Βαυαρίας· αλλά ισχύει ότι ο νέος μονάρχης πρέπει να έχει το ορθόδοξο δόγμα, ενώ ο πρίγκιπας Λεοπόλδος προτιμά να είναι καθολικός παρά βασιλιάς. Ο τέταρτος γιος του βασιλιά Λουδοβίκου, ο πρίγκιπας Αδαλβέρτος, συναινεί να ασπαστεί την ελληνική θρησκεία· ο αδελφός του Λεοπόλδος του παραχωρεί τα δικαιώματά του, η Διάσκεψη του Λονδίνου επέτρεψε την αντικατάσταση· αλλά ο πρίγκιπας Αδαλβέρτος, που φοβάται είτε τον ερχομό ενός άμεσου διαδόχου είτε μια επανάσταση που θα ρίξει τον θρόνο στην Ελλάδα, δεν θέλει να αλλάξει θρησκεία πριν αλλάξει κράτος, και αρνείται να αποκηρύξει την πίστη του πριν φορέσει το στέμμα. Αν ο ελληνικός λαός είναι καταδικασμένος να περάσει από έναν Βαυαρό σε έναν άλλο, ο πρίγκιπας Αδαλβέρτος θα αποβιβαστεί στον Πειραιά ως κάποιος άγνωστος και ξένος, και το έθνος θα ξεκινήσει πάλι από την αρχή τη γνωριμία του του νέου βασιλιά.

II Διοικητική διαίρεση - Ο έλληνας δημόσιος λειτουργός - Οι επιβάτες του «Όθων» και «Αμαλία» - Ιστορία ενός νέου υπαλλήλου του υπουργείου Εξωτερικών που φοβόταν το νερό όπως ο Πανούργος, και ενός διευθυντή της αστυνομίας που προτίμησε να εισπράξει μια κλοτσιά παρά να πληρώσει σαράντα πέντε φράγκα Το βασίλειο διαιρείται σε δέκα νομαρχίες και σε σαράντα εννέα επαρχίες. Ένας μόνο έπαρχος μπορεί να διοικήσει ταυτόχρονα δύο επαρχίες. Οι επαρχίες διαιρούνται σε δήμους. Οι αγροτικές κοινότητες διοικούνται από κοινοτικούς υπαλλήλους του κράτους που ονομάζονται πάρεδροι, δηλαδή αντιδή-

μαρχοι. Όλοι οι κοινοτικοί υπάλληλοι διορίζονται από τον βασιλιά· όλοι είναι επ’ αμοιβή. Στάθηκε αδύνατο μέχρι σήμερα να δημιουργήσουν αξιώματα χωρίς αμοιβή. «Τίποτα δεν γίνεται δωρεάν», αυτό είναι το σύνθημα της διοίκησης. Ωστόσο, όλοι οι υπάλληλοι του κράτους δείχνουν τη μεγαλύτερη σπουδή όταν είναι να τους προσφερθεί τροφή, στέγη και κυρίως δυνατότητα μετακίνησης χωρίς λόγο. Κατά το τελευταίο ταξίδι του βασιλιά, πάνω από εκατό άτομα είχαν ζητήσει και εξασφαλίσει να τους δοθεί η χάρη να κάνουν το ταξίδι μαζί του μέχρι την Τεργέστη. Το μικρό ατμόπλοιο «Όθων» ήταν γεμάτο με υπαλλήλους του κράτους: κάποιοι ξάπλωναν στη γέφυρα, άλλοι έβρισκαν θέση στα κατάρτια. Τον χειμώνα του 1852-1853, η κορβέτα «Αμαλία» βυθίστηκε σε σημείο που φαινόταν από τον Πειραιά. Ήταν υπερφορτωμένη με υπαλλήλους μαζί με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους: λίγο έλειψε να χαθεί στο ναυάγιο εκείνο το ένα τέταρτο του προσωπικού της δημόσιας διοίκησης. Εύκολα θα το είχαν αντικαταστήσει: Από τέτοιους άλλο τίποτα.2 Οι έλληνες υπάλληλοι βρίσκουν πολύ φυσικό να κάνουν τις δουλειές τους σε βάρος της δικής μας κυβέρνησης αλλά και της δικής τους. Η Γαλλία αποδείχθηκε πάντα γενναιόδωρη! Ο τάδε πρέσβης δεν δίσταζε να ζεστάνει τους λέβητες ενός ατμόπλοιου για να μεταφέρει έναν βουλευτή που ήθελε να παριστάνει τον αφοσιωμένο στη Γαλλία. Σήμερα, οι υπερβολές αυτές έχουν εκλείψει και, όταν τα πλοία μας μεταφέρουν έναν εκπρόσωπο της κυβέρνησης, αυτό γίνεται έπειτα από παράκληση του βασιλιά και για επείγουσα υπόθεση. Ενόσω συζητούσαν στη Διάσκεψη του Λονδίνου το θέμα της διαδοχής, ο βασιλιάς χρειάστηκε να στείλει στην Τεργέστη έναν υπάλληλο του υπουργείου Εξωτερικών. Επέλεξαν κάποιον νέο μιας μεγάλης φαναριώτικης οικογένειας, και ο πρέσβης της Γαλλίας του έδωσε τη δυνατότητα να φτάσει στον προορισμό του με ένα ελικοφόρο πλοίο μας, με γερή μηχανή και καλό κυβερνήτη, το «Σαπτάλ». Το «Σαπτάλ» έμπαινε στην Αδριατική όταν τους βρήκε θαλασσοταραχή. Τον διπλωμάτη τον έπιασε τέτοιος τρόμος που μόνο με εκείνον του Πανούργου μπορεί να συγκριθεί. «Πω, πω, πω, πνίγομαι, Θεούλη μου, στείλε μου ένα δελφίνι να με βγάλει στη στεριά σαν τον όμορφο Ωρίωνα. Α πα, πα, πω, πω, πω! Καπετάνιε, βγάλτε με στη στεριά, σας ικετεύω, όπου θέλετε αρκεί να είναι στεριά. – Πουφ! Τι άθλιος κλαψιάρης! απαντούσε ο καπετάνιος Πουλτιέ, άντρας τόσο θαρραλέος, περιπετειώδης και αποφασισμένος όσο και ο αδελφός Ζαν Ντεζαντομέρ.3 Και το τηλεγράφημά σας, λιπόψυχε διπλωμάτη; – Στο διάβολο τα τηλεγραφήματα, καπετάνιε μου, καλέ μου φίλε. Από τον κίνδυνο μόνο να γλιτώσουμε. Σας παρακαλώ. Ξέρω τι λένε τα καταραμένα τα τηλεγραφήματά μου. Ανοησίες, καπετάνιε μου, καθαρές ανοησίες. Μην μου πείτε ότι πιστεύετε στη διπλωματία; Πω, πω, πω, πω, πω! Τα παίρνω όλα επάνω μου· αφήστε με εδώ ή παραπέρα. Αυτή

η στεριά που βλέπω δεξιά μας δεν είναι η ακτή της Ιλλυρίας; Τι όμορφα που θα είναι εκεί πέρα! Καπετάνιε, είστε πατέρας; Σκεφτείτε την οικογένειά μου που θα με κλαίει! Συμφορά μου! Το κύμα αυτό θα καταπιεί το πλοίο μας! Πω, πω, πω! Πεθαίνω, φίλοι μου, πνίγομαι. Δίνω σε όλους συγχώρεση – Α πα, πα,4 είπε ο αδελφός Ιωάννης. – Καπετάνιε, σας διατάζω να με βγάλετε στη στεριά. Είστε υπεύθυνος για τη ζωή μου. Η Ελλάδα θα σας ζητήσει τον λόγο. Μην ξεχνάτε ότι τ’ όνομά μου είναι Σ. – Εσείς μην το ξεχνάτε, φίλε μου, απάντησε ο καπετάνιος». Ήταν μια φορά ένας πρέσβης της Γαλλίας που ονομαζόταν Σαμπατιέ, και ένας διευθυντής της αστυνομίας των Αθηνών που ονομαζόταν Δ. Ο κύριος Σαμπατιέ, άνθρωπος αδίστακτος, δεν φοβόταν τίποτα στον κόσμο, ούτε καν να τον κλέψουν οι Έλληνες στα χαρτιά. Τους παρακολουθούσε τόσο καλά και με μάτια τόσο άγρια που οι κακόμοιροι οι άνθρωποι ένιωθαν τα χέρια τους κομμένα. Με αυτό τον τρόπο ο πρέσβης της Γαλλίας κέρδισε από τον διευθυντή της αστυνομίας διακόσια ή εκατό ογδόντα φράγκα, με τον λόγο της τιμής. Αν ήταν λιγότερο προσεκτικός στο παιχνίδι, ίσως θα τα είχε χάσει αντί να τα κερδίσει. Αλλά είναι πιο εύκολο να πιάσεις λαγό παρά να πάρεις τα χρήματα από Έλληνα. Ο διευθυντής της αστυνομίας σκέφτηκε πως ήταν πολύ δυστυχής που έχασε τα λεφτά του και θέλησε να απαλλάξει τον εαυτό του από τη στενοχώρια να βάλει το χέρι του στην τσέπη. Πήγαινε πιο σπάνια στην πρεσβεία και διάλεγε για τούς περιπάτους του τους δρόμους όπου δεν σύχναζε κι ο κύριος Σαμπατιέ. Καθώς όμως ο πιστωτής και ο οφειλέτης δεν ήταν βουνά να μην σμίγουν, κατέληξαν να συναντηθούν. - Αγαπητέ μου Δ., είπε με οικειότητα ο κύριος Σαμπατιέ, αν δεν με πληρώσετε διακόσιες δραχμές, θα σας δώσω μια κλοτσιά, ξέρετε πού. - Κύριε πρέσβη, μην κάνετε τον κόπο· θα έχω την τιμή να σας δώσω τα χρήματα. Έναν μήνα αργότερα, ακολουθεί δεύτερη συνάντηση. - Αρχηγέ, καλέ μου φίλε, είπε ο πρέσβης, ξέρετε πού θα σας ρίξω την κλοτσιά αν δεν μου πληρώσετε τις διακόσιες δραχμές. Λίγες εβδομάδες αργότερα, ο πρέσβης και ο αρχηγός συναντήθηκαν εν μέσω δεκαπέντε ή είκοσι ατόμων. - Δοξασμένε αρχηγέ μου, είπε ο κύριος Σαμπατιέ, σήμερα είναι η μέρα που θα εισπράξετε ό,τι συμφωνήσαμε αν δεν μου πληρώσετε τις διακόσιες δραχμές. - Αγαπητέ μου κύριε πρέσβη, σας ορκίζομαι ότι είμαι άφραγκος. Ίσως έχω επάνω μου ένα χαρτονόμισμα των πενήντα δραχμών: θα έχετε τη μεγαλοψυχία να το δεχθείτε ως προκαταβολή: - Έχετε να δίνετε διακόσιες δραχμές, αξιότιμε αρχηγέ, διαφορετικά έχετε μια κλοτσιά να λαμβάνετε. - Αγαπητέ μου κύριε πρέσβη, θα προτιμούσα να μην είχα ούτε να λαμβάνω ούτε

να δίνω, κάντε μου αυτή τη χάρη, θυμάμαι όμως πως σε αυτή την τσέπη έχω βάλει ένα χαρτονόμισμα των εκατό δραχμών, και μάλιστα ιδού. Εκατό πενήντα δραχμές, κύριε πρέσβη! Δεν θα μου χαρίσετε τα υπόλοιπα; Ο κύριος Σαμπατιέ πήρε να χρήματα και έδωσε την κλοτσιά. - Ορίστε, είπε, πατσίσαμε. - Αυτός ο κύριος Σαμπατιέ, είπε ο αρχηγός, πάντα θέλει να αστειεύεται!

III Μεταφορά της πρωτεύουσας από το Άστρος στην Αίγινα, από την Αίγινα στο Ναύπλιο, από το Ναύπλιο στην Αθήνα - Τι γίνονται τελικά οι πρωτεύουσες που πέφτουν στα αζήτητα; - Η κυβέρνηση θα μπορούσε να εδρεύει στην Κόρινθο ή τουλάχιστον στον Πειραιά - Επιρροή της αρχαιολογίας - Μανία οικοδόμησης - Όψη των Αθηνών - Το παζάρι - Το ρολόι του λόρδου Έλγιν - Η νέα πόλη - Τα μοντέρνα μνημεία - Οι υπουργοί - Το μέλλον των Αθηνών Κατά τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας, η Εθνοσυνέλευση που κήρυξε την ελευθερία και κυβέρνησε τη χώρα είχε την έδρα της στη μικρή πόλη του Άστρους, νοτίως του Ναυπλίου. Ο κόμης Καποδίστριας που ορίστηκε κυβερνήτης στις αρχές του 1828, εγκατέστησε την έδρα της κυβέρνησης στο χωριό της Αίγινας. Ο μετακινούμενος και δραστήριος πληθυσμός που αναζητεί τις δημόσιες θέσεις κατέφθασε μαζικά· κατασκεύασαν πλήθος σπιτιών και το χωριό έγινε πόλη. Το Ιούνιο του 1829, ο Καποδίστριας μετέφερε την πρωτεύουσα στο Ναύπλιο. Η Αίγινα εγκαταλείφθηκε, τα σπίτια που είχαν χτιστεί ρήμαξαν, η πόλη ξαναέγινε χωριό· η ζωή και η δραστηριότητα πέταξαν μακριά μαζί με την κυβέρνηση. Στο βασίλειο δεν υπάρχει ούτε ο επαρκής πληθυσμός ούτε τα επαρκή κεφάλαια ώστε δυο πόλεις ταυτόχρονα να βρίσκονται σε άνθηση, έχοντας μάλιστα και έναν ικανοποιητικό αριθμό κατοίκων. Γύρω από το λιμάνι της Αίγινας υπάρχουν ερείπια ηλικίας είκοσι πέντε χρόνων μόνο. Το σπίτι του Καποδίστρια δεν είναι πια κατοικήσιμο. Μπαίνει μέσα όποιος θέλει· η πόρτα είναι παραβιασμένη· τα παράθυρα δεν έχουν τζάμια· μια μεγάλη κληματαριά που σκαρφάλωνε άλλοτε στον τοίχο τώρα σέρνεται στο χώμα καταμεσής της αυλής. Οι νησιώτες της Αίγινας, προκειμένου να εγκατασταθούν στα παράλια και να κατοικήσουν στην πόλη του Καποδίστρια, εγκατέλειψαν το πρώην κεφαλοχώρι του νησιού, που είναι χτισμένο ανάμεσα σε δυο βουνά. Υπάρχουν, λοιπόν, σε ένα νησί μήκους τριών λευγών δύο ερειπωμένες πόλεις: η μία είναι τελείως έρημη, ενώ η

άλλη έχει έναν κάτοικο ανά δύο σπίτια. Το Ναύπλιο μεγαλώνει κι αυτό με τη σειρά του: πλήθος καταφθάνει, δρόμοι χαράσσονται, σπίτια ανεγείρονται. Τον Δεκέμβριο του 1834, η κυβέρνηση μεταφέρεται στην Αθήνα, κι έτσι πάει και το Ναύπλιο. Ο βασιλιάς Όθωνας, ή μάλλον ο πατέρας του, ήταν εκείνος που θέλησε να γίνει η Αθήνα πρωτεύουσα του βασιλείου. Η επιλογή αυτή έγινε περισσότερο με κριτήριο αρχαιολογικό παρά πολιτικό. Πολύ καλύτερη θέση για την πρωτεύουσα θα ήταν ο Ισθμός της Κορίνθου, στο κέντρο του βασιλείου, ανάμεσα στην ανατολή και τη δύση, έχοντας δυο διαφορετικές θάλασσες στην κάθε πλευρά της. θα ήταν πλησιέστερα στην Τεργέστη, τη Μασσαλία και το Λονδίνο, ενώ θα εξακολουθούσε να είναι κοντά στην Αλεξάνδρεια και στην Κωνσταντινούπολη. Τα πλοία χάνουν δύο μέρες για να περιπλεύσουν την Πελοπόννησο. Η πεδιάδα της Κορίνθου είναι, εξάλλου, πιο εύφορη από εκείνη των Αθηνών, το κλίμα είναι πιο ήπιο, ο αέρας πιο ωφέλιμος, το νερό πιο άφθονο. Αλλά ο βασιλιάς φανταζόταν πως θα γινόταν ένας μεγάλος στρατηγός στη χώρα του Μιλτιάδη, ένας μεγάλος ναυτικός στη χώρα του Θεμιστοκλή, ένας βαθύνους πολιτικός στην πατρίδα του Περικλή. Η Κόρινθος θα μπορούσε να γίνει σύντομα μια πόλη του εμπορίου και από τις σημαντικές αγορές της Ανατολής. Έχει δύο λιμάνια που επαρκούν για το εμπορικό ναυτικό: τα πλοία της Λόυντ προσεγγίζουν κάθε μέρα το Λουτράκι και το Καλαμάκι. Η Αθήνα δεν είναι πάνω στους μεγάλους εμπορικούς δρόμους, και τα πλοία βγαίνουν από την πορεία τους όταν είναι υποχρεωμένα να σταθμεύσουν εκεί. Αλλά η Αθήνα ονομάζεται Αθήνα. Όταν ο βασιλιάς πήγε να εγκατασταθεί εκεί με όλη την κεντρική διοίκηση του βασιλείου, η πρωτεύουσα δεν ήταν παρά ένα ερειπωμένο χωριό στο μέσο μιας άνυδρης πεδιάδας. Έχτισαν βιαστικά ένα σπίτι που έπαιζε τον ρόλο του παλατιού· η αυλή εγκαταστάθηκε όπως όπως στα γειτονικά παραπήγματα· οι υπάλληλοι σε σκηνές. Αν, εκείνη τη στιγμή τουλάχιστον, είχαν για σύμβουλο την κοινή λογική, θα είχαν τοποθετήσει την Αθήνα στον Πειραιά. Η πρωτεύουσα ενός ναυτικού λαού πρέπει να είναι ένα λιμάνι σε θάλασσα, και αφού όλα έπρεπε να γίνουν από την αρχή, δεν θα στοίχιζε περισσότερο να χτίσουν μια πόλη εδώ παρά εκεί. Ο Πειραιάς άλλωστε βρίσκεται σε πολύ λιγότερο ανθυγιεινή θέση σε σχέση με εκείνη που επέλεξαν. Αλλά τόσο η δημόσια υγεία όσο και το όφελος για το εμπόριο έπρεπε να υποχωρήσουν μπροστά στην αρχαιολογία. Αν ο βασιλιάς μπορούσε να κοιμηθεί στο κρεβάτι του Σοφοκλή, θα ένιωθε τον εαυτό του ικανό να γράφει τραγωδίες. Η Αθήνα μεγάλωσε γρήγορα, όπως είχε συμβεί και με την Αίγινα και το Ναύπλιο. Οι Έλληνες είναι πολύ τολμηροί και πάντα έτοιμοι να χτίσουν. Η συρροή ανθρώπων

χωρίς κατοικία που καταλάμβαναν και απαιτούσαν χώρους ανέβασε τόσο ψηλά τις τιμές των ενοικίων, που οι κατασκευαστές σπιτιών αποκόμιζαν μεγάλο κέρδος. Δεν ήταν κακή κίνηση να δανειστείς με δώδεκα τοις εκατό για να χτίσεις: το σπίτι απέδιδε δεκαοκτώ ή είκοσι, και το κέρδος για τον ιδιοκτήτη ήταν καλό. Και σήμερα ακόμη, ένας ιδιοκτήτης που διαθέτει ένα ποσό δέκα χιλιάδων δραχμών βιάζεται να κατασκευάσει ένα σπίτι των πενήντα χιλιάδων, που έχει μπει σε υποθήκη πριν ακόμη μπουν τα κεραμίδια. Τα εννέα δέκατα των σπιτιών της Αθήνας ανήκουν σε αυτή την κατηγορία, και παρ’ όλ’ αυτά η μανία της ανοικοδόμησης δεν έχει υποχωρήσει. Οι έλληνες χτίστες δεν είναι κακοί, η τιμή της πέτρας είναι ελάχιστη, ο Υμηττός δίνει ένα μάρμαρο που αξίζει περισσότερο από την πέτρα χωρίς, όμως, να κοστίζει και περισσότερο· ο γύψος, που είναι για τη γλυπτική κάκιστος, είναι εξαιρετικός για την οικοδομή· μόνο το ξύλο είναι ακριβό: εξήγησα τους λόγους. Οι φτωχοί γνωρίζουν πώς να χτίζουν, στην ανάγκη και χωρίς πέτρα, σπίτια που μόνο στοιχειωδώς μπορούν να τους στεγάσουν. Φτιάχνουν λάσπη, τη χύνουν σε καλούπια, τη στεγνώνουν στον ήλιο, και κατασκευάζουν έτσι πλίνθους που μπορούν να κρατήσουν τέσσερις και πέντε χιλιάδες χρόνια. Ένας σημαντικός αριθμός μνημείων που βρίσκουμε στη Νινευή με αυτό τον τρόπο έχουν χτιστεί. Η νέα πόλη καταλαμβάνει ένα τμήμα της πόλης του Αδριανού. Η πόλη του Θησέα, η παλιά Αθήνα, απλωνόταν ανάμεσα στην Ακρόπολη και τα λιμάνια: μπορούμε να δούμε τις διαστάσεις των οικίσκων της εποχής του Περικλή πάνω στον γυμνό βράχο και να ακολουθήσουμε τους απόκρημνους δρόμους που διατήρησαν τα αρχαία χνάρια όπου κλυδωνιζόταν η άμαξα του Αλκιβιάδη. Τα ρωμαϊκά σπίτια δεν έχουν αφήσει ίχνη: το έδαφος έχει τόσο ανασηκωθεί από τα ερείπια κάθε είδους που πρέπει κανείς να κάνει ανασκαφή σε βάθος έως δύο και τριών μέτρων για να βρει το αρχαίο χώμα. Το τουρκικό χωριό που ήταν άλλοτε συγκεντρωμένο γύρω από την Ακρόπολη δεν έχει εξαφανιστεί. Σχηματίζει μια κανονική συνοικία της πόλης. Πρόκειται για στενά δρομάκια, καλύβες που μετά βίας στέκεσαι όρθιος, αυλές όπου οι κότες, τα παιδιά και τα γουρούνια πάνε κι έρχονται όλα μαζί ανάμεσα σε έναν σωρό κοπριά και έναν σωρό δεμάτια. Την τεράστια πλειονότητα του πληθυσμού αυτής της συνοικίας την αποτελούν Αλβανοί. Το παζάρι βρίσκεται στο ίδιο σημείο από την εποχή της Τουρκοκρατίας. Βλέπουμε ακόμη το ρολόι που ο λόρδος Έλγιν χάρισε στην πόλη για να την καλοπιάσει για όσα της πήρε. Κατά τον ίδιο τρόπο και οι θαλασσοπόροι του παλιού καιρού αγόραζαν ράβδους χρυσού με αντάλλαγμα κολιέ από γυαλί και ρολόγια της δεκάρας. Το παζάρι των Αθηνών, όπως άλλωστε και κάθε παζάρι της Ανατολής, δεν μοιάζει με το παζάρι Μπον Νουβέλ.5 Πρόκειται απλά για την εμπορική συνοικία

της πόλης. Οι Ανατολίτες, που τους αρέσει η ησυχία και η σιωπή, φρόντισαν να εξορίσουν το εμπόριο σε μια γωνιά παραέξω. Οι ίδιοι οι έμποροι δεν μένουν κοντά στα καταστήματά τους. Έρχονται το πρωί και επιστρέφουν το βράδυ. Τα μαγαζιά είναι ανοιχτά όλη την ημέρα, και βρίσκεις στο παζάρι ό,τι μπορεί να χρειαστείς, κρέας, χαρτί αλληλογραφίας, αγγούρια, και κίτρινα γάντια. Η πόλη είναι κομμένη σε σταυρό από δύο μεγάλους δρόμους, την οδό Αιόλου και την οδό Ερμού. Η οδός Ερμού είναι η προέκταση της οδού Πειραιώς· καταλήγει στο παλάτι του βασιλιά. Είναι μια ευθεία γραμμή που διακόπτεται σε δύο σημεία από μια εκκλησία και από έναν φοίνικα. Η οδός Αιόλου είναι κάθετη στην οδό Ερμού. Ξεκινά από τους πρόποδες της Ακρόπολης και συνεχίζεται με έναν δρόμο ενός χιλιομέτρου που οδηγεί στα Πατήσια. Κατά μήκος των δύο αυτών δρόμων υπάρχουν καταστήματα και καφενεία. Οι ευρωπαίοι έμποροι δεν καταδέχονται να κλειστούν μέσα στα δρομάκια του παζαριού, και μερικοί έλληνες έμποροι θέλησαν, σαν κι αυτούς, να εγκατασταθούν εκεί όπου είναι πέρασμα για τους πελάτες, απαλλάσσοντας, έτσι, τους ξένους από τον κόπο να τους ψάξουν. Στη διασταύρωση των δύο δρόμων βρίσκεται το καφενείο «Η ωραία Ελλάς», σημείο συνάντησης ολόκληρου του ανδρικού πληθυσμού της πόλης. Στο τρίγωνο που σχηματίζεται από το παλάτι, την οδό Ερμού και τμήμα της οδού Αιόλου που οδηγεί στα Πατήσια, απλώνεται η Νεάπολις, η νέα πόλη δηλαδή. Η συνοικία αυτή μεγαλώνει και ομορφαίνει κάθε μέρα. Συναντάς σε κάθε βήμα όμορφα σπίτια περιτριγυρισμένα από κήπους και με μεράκι διακοσμημένα με στύλους και κολόνες. Οι δρόμοι δεν είναι ούτε πολύ ομαλά χαραγμένοι ούτε πολύ προσεκτικά στρωμένοι, και μία μεγάλη τάφρος, πραγματικός ανοιχτός υπόνομος, διασχίζει αυτή την όμορφη συνοικία σε όλο της το μήκος. Αλλά τα σπιτάκια αυτά, τα κάπως παραστολισμένα, δημιουργούν ένα μάλλον ευχάριστο πανόραμα. Έχουν συνήθως τρία πατώματα, με το ένα να είναι υπόγειο. Το υπόγειο είναι όπως οι δικές μας «κάβες», δροσερά το καλοκαίρι και ζεστά τον χειμώνα. Οι κάτοικοι συγκεντρώνονται εκεί τον χειμώνα, όπως και το καλοκαίρι για το φαγητό. Οι χώροι υποδοχής είναι στο ισόγειο, ενώ τα υπνοδωμάτια στον πρώτο· μετά είναι η οροφή. Οι διπλωματικές αποστολές της Γαλλίας,[19]της Βαυαρίας, της Αγγλίας και της Ρωσίας, καθώς και η Γαλλική Σχολή βρίσκονται στη νέα πόλη. Τα δύο μοντέρνα μνημεία, το παλάτι και το πανεπιστήμιο, βρίσκονται κι αυτά στη νέα πόλη. Το δημόσιο νοσοκομείο και το άσυλο τυφλών επίσης. Ο πρέσβης της Γαλλίας τοποθέτησε πέρυσι στη νέα πόλη τον θεμέλιο λίθο μιας καθολικής εκκλησίας. Ο πληθυσμός κατευθύνεται προς την πλευρά αυτή όπως στο Παρίσι προς τα Ηλύσια Πεδία. Τον Φεβρουάριο του 1852, βρήκα τη Γαλλική Σχολή περιστοιχισμένη από ακαλλιέργητα χωράφια: όταν την

άφησα ήταν κυκλωμένη από σπίτια. Η πόλη των Αθηνών δεν είναι σπαρμένη με μοντέρνα αξιόλογα κτίρια, και από όσα έχουν γίνει τα τελευταία είκοσι χρόνια η πρόσοψη του πανεπιστημίου είναι το μοναδικό επιτυχημένο έργο. Υπάρχουν ακόμη πολλά για να γίνουν. Τα υπουργεία και τα δικαστήρια έχουν στεγαστεί, το ένα πάνω από κάποιο μαγαζί, το άλλο στον πρώτο όροφο ενός μαγειρείου, το άλλο σε ένα σπίτι σκοτεινό σε κάποιο κακόφημο δρόμο. Βλέπεις τη δικαιοσύνη να εδρεύει σε παράγκες μέσα στις οποίες ούτε νεροκουβαλητής δεν θα βολευόταν. Οι υπουργοί πληρώνουν οι ίδιοι τη στέγασή τους, όπου εκείνοι θέλουν, ακόμα και σε πανδοχείο αν τους φαίνεται πιο οικονομικό. Δεν νοιάζονται αν υπάρχει θέση για άμαξα ή αν υπάρχει στάβλος: ο υπουργός Εξωτερικών είναι ο μόνος για τον οποίο το κράτος πληρώνει άμαξα προκειμένου να πηγαίνει και να συναντά τους πρέσβεις. Η Αθήνα έχει είκοσι χιλιάδες ψυχές και δύο χιλιάδες σπίτια. Όλες αυτές οι οικοδομές σηκώθηκαν χάρη στην παρουσία της κυβέρνησης, και πολύς κόσμος είναι συγκεντρωμένος στην ίδια περιοχή. Η ευκαιριακή αυτή πρωτεύουσα δεν έχει ρίζες στον τόπο. Καθόλου δεν επικοινωνεί οδικώς με την υπόλοιπη χώρα· δεν στέλνει στην υπόλοιπη Ελλάδα τα προϊόντα της βιομηχανίας της. Οι πληθυσμοί που δεν έχουν τίποτα να περιμένουν από την κυβέρνηση δεν στρέφουν το βλέμμα τους με προσδοκία προς την Αθήνα. Η πόλη δεν έχει προάστια· τα λίγα χωριά που βρίσκονται τριγύρω αδιαφορούν για την ύπαρξή της· η πεδιάδα είναι σε μεγάλο βαθμό χέρσα, και οι καλλιεργητές που όλο και κάτι ξεχερσώνουν είναι οι ίδιοι κακομοίρηδες που προσπαθούσαν να ζήσουν απ’ αυτά και πριν από την άφιξη του βασιλιά Όθωνα. Με λίγα λόγια, τίποτα δεν θα κρατούσε πια στην Αθήνα αυτό τον πληθυσμό των είκοσι χιλιάδων ανθρώπων, αν η κυβέρνηση μεταφερόταν στην Κόρινθο, και θα βλέπαμε σε λίγο καιρό την Αθήνα έρημη και ερειπωμένη όπως την Αίγινα και το Ναύπλιο.

IV Η δικαιοσύνη: δεν υπάρχει δικαιοσύνη - Η ακεραιότητα των δικαστών - Ο πατριωτισμός τούς - Η δικαιοσύνη έχει τρόπους κάπως απότομους. Ο Λεύτερης στη φυλακή - Μια ειρηνική δίκη - Οι φυλακές - Η θανατική ποινή - Μια απεχθής τραγωδία Η Ελλάδα διαθέτει ένα Συμβούλιο Επικράτειας, ένα Ελεγκτικό Συνέδριο, έναν Άρειο Πάγο, δύο εφετεία, δέκα πρωτοδικεία, τρία εμποροδικεία, εκατόν είκοσι ειρηνοδικεία, κακουργιοδικεία, ένα ορκωτό, δικηγόρους, συμβολαιογράφους, κλητήρες, και καθόλου συνηγόρους. Ωστόσο, η δικαιοσύνη στην Ελλάδα είναι ανύπαρκτη. Διαθέτει έναν προσωρινό αστικό κώδικα βασισμένο στο ρωμαϊκό δίκαιο, στον ναπολεόντειο κώδικα και στη γερμανική νομοθεσία· έναν εμπορικό κώδικα, αντιγραφή του δικού μας- έναν ποινικό κώδικα απολύτως πλήρη, πολύ μεθοδικό και πολύ μετριοπαθή· έναν κώδικα πολιτικής δικονομίας που περιέχει χίλια εκατό άρθρα· έναν ποινικό κώδικα που προσφέρει όλες τις επιθυμητές εγγυήσεις στη δικαιοσύνη και τον κατηγορούμενο. Ωστόσο, δικαιοσύνη στην Ελλάδα δεν υπάρχει. Οι δικαστές δεν είναι ούτε ισόβιοι ούτε αδιάφθοροι. Είστε προστατευόμενος της αυλής ή κάποιου ισχυρού άνδρα, τότε η διεκδίκησή σας είναι σωστή. Έχετε μερικές χιλιάδες δραχμές να δαπανήσετε; Είναι εξαιρετική. Υπάρχουν δύο ειρηνοδίκες στην Αθήνα. «Ποιος είναι ο τιμιότερος εκ των δύο;» ρώτησα έναν ανώτερο δικαστή. - Κανένας από τους δύο, μου απάντησε. Οι δικαστές έχουν έναν φρενήρη πατριωτισμό. Άκουσα έναν δικαστή να λέει, αναφερόμενος στη δούκισσα της Πλακεντίας: - Οι κληρονόμοι της δεν θα κληρονομήσουν την περιουσία που κατέχει εδώ. - Πώς! Και τα τόσα χρήματα που της χρωστούν... - Τα δικαστήριά μας δεν πρόκειται ποτέ να δικαιώσουν έναν ξένο. - Μα οι υποθήκες που κατέχει είναι εξαιρετικές. - Ω! οι υποθήκες είναι το ισχυρό μας σημείο. Πράγματι, τοποθετήστε ένα ποσό σε πρώτη υποθήκη: αύριο ο οφειλέτης φτιάχνει ένα πλαστό συμβόλαιο γάμου που σας αρπάζει από τα χέρια την εγγύηση που πιστεύετε ότι κρατούσατε. Η δικαιοσύνη έχει τρόπους κάπως απότομους με τον φτωχό κόσμο. Ένα πρωί καταφθάνει ο Λευτέρης εκτός εαυτού. - Τι έχεις, λοιπόν, καημένε Λευτέρη; - Αφέντη, μόλις βγήκα από τη φυλακή. - Τι έκανες; - Τίποτα. Έδινα κριθάρι στα άλογά μου όταν ήρθαν και με έπιασαν από τον λαιμό

χωρίς να μου πουν το γιατί. Όταν βρέθηκα πίσω από τα κάγκελα, μου είπαν: «Δώσε τριάντα έξι δραχμές και θα βγεις». - Χρωστούσες, άρα, τριάντα έξι δραχμές. - Δεν χρωστούσα ούτε λεπτό· το τελωνείο όμως ισχυρίστηκε ότι είχα βάλει στη χώρα τούρκικα άλογα. Κι ας τους έλεγα πως όλα τα άλογά μου τα είχα αγοράσει στην Αθήνα· μου απάντησαν ότι θα τους έδινα εξηγήσεις όταν θα είχα πληρώσει τις τριάντα έξι δραχμές. Το καημένο το παιδί που το φυλάκισαν χωρίς δίκη δεν χρωστούσε το ποσό που απαιτούσαν από εκείνο. Το γνωρίζουμε καλύτερα από τον καθένα, αφού είχε κάνει το ταξίδι στην Τουρκία με τρεις από εμάς. Ωστόσο στάθηκε αδύνατο να πάρει πίσω τα χρήματά του. Παρευρέθηκα ως μάρτυρας σε μια ασήμαντη δίκη στο ειρηνοδικείο. Ένας χωριάτης που έκανε λίγο τον καφετζή, λίγο τον στρατιώτη, είχε βρίσει κάποιους Γάλλους στον δρόμο για τα Πατήσια. Ο γραμματέας του ειρηνοδίκη, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του εισαγγελέα, ζήτησε άκρα αυστηρότητα από το δικαστήριο, από τον δικαστή θέλω να πω, απέναντι στον κατηγορούμενο. Όλη η επιχειρηματολογία του συνοψιζόταν στο εξής: «Αναλογιστείτε, κύριε δικαστά, ότι η μήνυση κατατέθηκε από τον κύριο πρέσβη της Γαλλίας! Η Γαλλία...» κλπ. Ο κατηγορούμενος, που ήταν άλλωστε απολύτως ένοχος, δεν ήξερε τι να απαντήσει. Ένας μικρός είκοσι χρονών που βρισκόταν στο ακροατήριο του φώναξε: - Θέλεις να αναλάβω την υπεράσπισή σου; - Όχι, μην με σκοτίζεις. - Θα δεις που θα σε απαλλάξουν. - Καλά, λοιπόν, σε ορίζω δικηγόρο μου. Ο παράξενος νέος προχωρά μπροστά και τα βάζει με όλο το ακροατήριο φωνάζοντας: «Τι μας λένε για τη Γαλλία και τους Γάλλους; Εμείς δεν είμαστε Έλληνες; Ναι, αδέρφια μου, Έλληνες είμαστε, και ο Έλληνας είναι πάντα αθώος! (Ακούγονται επιδοκιμασίες.) Άλλωστε, το κατηγορητήριο είναι ψευδές. Εγώ ήμουν παρών τη μέρα εκείνη που αυτό το άβουλο θύμα, αυτός ο μειλίχιος στρατιώτης, αυτός ο ντροπαλός πανδοχέας υβρίσθηκε, χτυπήθηκε, πληγώθηκε από μια ορδή βαρβάρων που ήρθε από τον Βορρά!» Στο σημείο αυτό, όπου ο δικηγόρος πάει να παραστήσει και τον μάρτυρα, χωρίς μάλιστα να δώσει προηγουμένως όρκο, λέει ψέματα σωρηδόν. Το ακροατήριο, που το αποτελούν δέκα δώδεκα αλιτήριοι, ενώνει τη φωνή του με τη δική του: μπαίναμε τότε σε περίοδο φόρτισης σχετικά με το Ανατολικό Ζήτημα, και ο μειλίχιος στρατιώτης που είχε στην πραγματικότητα εισπράξει έναν μήνα φυλακή τη γλίτωσε με είκοσι τέσσερις ώρες μόνο. Και μάλιστα δεν θα ορκιζόμουν πως τις έκανε κι αυτές. Οι μάρτυρες δεν είναι πρόθυμοι

να καταθέσουν σε βάρος των κατηγορουμένων, οι χωροφύλακες δεν τους οδηγούν και με μεγάλη προσοχή στη φυλακή, οι δεσμοφύλακες αφήνουν κάπου κάπου την πόρτα ανοιχτή. Όποιος έχει σύνεση φροντίζει να έχει φίλους. Σε όλο το βασίλειο υπάρχει μόνο μία φυλακή με γερές τις κλειδαριές. Πρόκειται για το σωφρονιστήριο στο φρούριο του Ναυπλίου. Οπουδήποτε αλλού, οι κρατούμενοι είναι με το ένα πόδι στη φυλακή και με το άλλο στον δρόμο. Η ελληνική κυβέρνηση καλά θα έκανε να πάει να μελετήσει τις φυλακές της Κέρκυρας. Η φρικτότερη ποινή που επιβάλλει η δικαιοσύνη είναι εκείνη που σε κάθε χώρα εφαρμόζεται ευκολότερα. Μπορεί κάποιος να δραπετεύσει από τη φυλακή και τα κάτεργα αλλά όχι και από τον τάφο, και ένας άνθρωπος δεν χρειάζεται πολύ χρόνο για να πεθάνει. Δεν συμβαίνει το ίδιο στο βασίλειο της Ελλάδας, και η εφαρμογή της θανατικής ποινής ήταν αδύνατη έως και το 1847. Η κυβέρνηση έψαξε στη χώρα για κάποιον δήμιο και δεν βρήκε κανέναν. Έφερε δύο ή τρεις από το εξωτερικό και είδε τον λαό να τους σφαγιάζει. Τόλμησε να πάρει στρατιώτες για εκτελεστές, αλλά η γερουσία δεν το επέτρεψε. Στο τέλος, βρήκαν έναν άντρα αρκετά πεινασμένο ώστε να συνδράμει στα θλιβερά έργα της δικαιοσύνης των ανθρώπων. Ο δύστυχος αυτός ζει μόνος, μακριά από την Αθήνα, σε κάποιο φρούριο όπου τον φυλάνε στρατιώτες. Τον μεταφέρουν με πλοίο μυστικά την προηγουμένη της εκτέλεσης και τον γυρίζουν πίσω βιαστικά μόλις κάνει τη δουλειά του· πριν, στη διάρκεια και μετά την εκτέλεση των καθηκόντων του, οι στρατιώτες τον περικυκλώνουν για να του προστατεύσουν τη ζωή. Όταν ο υπουργός Δικαιοσύνης βρέθηκε στην ευχάριστη θέση να έχει δήμιο, υπήρχαν στις φυλακές τριάντα ή σαράντα θανατοποινίτες που περίμεναν υπομονετικά τη σειρά τους. Τακτοποίησαν το καθυστερημένο αυτό χρέος κατά το δυνατόν καλύτερα. Η λαιμητόμος ορθώνεται λίγα βήματα έξω από την Αθήνα, στην είσοδο του σπηλαίου των Νυμφών. Το ικρίωμα βρίσκεται σε ύψος ανθρώπου και η φρίκη από το θέαμα αυτό εντείνεται. Νομίζεις πως οι θεατές δεν έχουν παρά να απλώσουν το χέρι ώστε να σταματήσουν το μαχαίρι, και νιώθουν συνένοχοι για το αίμα που χύνεται. Αλλά εκείνο που παρουσιάζει περισσότερο ενδιαφέρον σε αυτό το έννομο δράμα είναι το γεγονός ότι ο βασανιζόμενος περπατά ελεύθερα προς το μαρτύριο και ότι τα χέρια του δεν είναι δεμένα. Καθώς οι περισσότεροι κατάδικοι είναι ληστές κατ’ επάγγελμα, είναι άνθρωποι ρωμαλέοι που δεν παραλείπουν να εμπλακούν σε μάχη με τον δήμιο. Η εκτέλεση ξεκινά με μια μονομαχία όπου η δικαιοσύνη έχει πάντα το πλεονέκτημα, καθότι είναι οπλισμένη με μεγάλο μαχαίρι. Αφού ο κατάδικος αποκτήσει οκτώ με δέκα πληγές και χάσει όλες του τις δυνάμεις

και όλο του το αίμα, βαδίζει οικειοθελώς προς το μαρτύριο, και τότε το κεφάλι του πέφτει στη γη. Ο λαός επιστρέφει στην πόλη αναλογιζόμενος πώς θα κατάφερνε να δολοφονήσει τον δήμιο. Ορίστε ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα του δράματος αυτού.

V Στρατός και ναυτικό - Το ανθρώπινο δυναμικό του στρατού - Ο χρήσιμος στρατός και ο άχρηστος -Επιδέξια χρήση της στρατολόγησης - Η Σχολή Ευελπίδων και το μέλλον των νεαρών αξιωματικών - Υλικό δυναμικό του ναυτικού - Προσωπικό - Δύο ναύτες ανά αξιωματικό Ο ελληνικός στρατός, ο οποίος οργανώθηκε το 1843, αποτελείται από:6 1. Δύο τάγματα πεζικού γραμμής, με οκτώ λόχους το καθένα. Τα δύο αυτά τάγματα συγκροτούν μια δύναμη 50 αξιωματικών, 227 υπαξιωματικών και 2.000 στρατιωτών. 2. Δύο τάγματα ελαφρού πεζικού με έξι λόχους το καθένα. Τα δύο αυτά τάγματα συγκροτούν μια δύναμη 36 αξιωματικών, 138 υπαξιωματικών και 1.526 στρατιωτών. 3. Μία μεραρχία ιππικού δύο λόχων, που συγκροτούν μια δύναμη 12 αξιωματικών, 30 υπαξιωματικών και 140 ιππέων. 4. Τρεις λόχους πυροβολικού, μια δύναμη 21 αξιωματικών, 40 υπαξιωματικών και 250 στρατιωτών, της επιμελητείας συμπεριλαμβανομένης. 5. Έναν λόχο τεχνιτών πυροβολικού, μια δύναμη 5 αξιωματικών, 20 υπαξιωματικών, 103 εργατών. 6. Ένα σώμα χωροφυλακής, μια δύναμη 50 αξιωματικών, 152 υπαξιωματικών και 1.250 χωροφυλάκων, εκ των οποίων οι 150 έφιπποι. 7. Οκτώ τάγματα φρουράς των συνόρων, κάθε ένα εκ των οποίων έχει τέσσερις λόχους, μια δύναμη 149 αξιωματικών, 272 υπαξιωματικών και 1.536 στρατιωτών. 8. Ένα σώμα φάλαγγας στο οποίο έχουν εγγράφει τους πρώην αξιωματικούς των σωμάτων των ατάκτων στους οποίους αναγνωρίστηκε το δικαίωμα αποζημίωσης. Η φάλαγγα αποτελούνταν άλλοτε από 900 αξιωματικούςτους έχουν μειώσει στους 350· αυξήθηκε και πάλι στους 440.[20] Η δύναμη του ελληνικού στρατού, συμπεριλαμβανομένων της κεντρικής διοίκησης, του οπλοστασίου, της επιμελητείας ιματισμού, των στρατιωτικών νοσοκομείων, των εν αποστρατεία ή σε διαθεσιμότητα αξιωματικών και στρατιωτών,

αποτελείται από 8.500 άντρες, εκ των οποίων οι 1.071 είναι αξιωματικοί. Οι αξιωματικοί από μόνοι τους φτιάχνουν έναν μικρό στρατό. Οι στρατηγοί, που ανέρχονται στους 70, θα μπορούσαν να φτιάξουν ένα ισχυρό απόσπασμα. Τα δύο μοναδικά σώματα που προσέφεραν υπηρεσίες στη χώρα είναι η χωροφυλακή και οι συνοριακοί φρουροί. Οι άτακτοι αυτοί είναι σαν μια δεύτερη χωροφυλακή εγκατεστημένη στις επαρχίες τις πιο εκτεθειμένες στη ληστεία. Είναι από όλους τους στρατιώτες εκείνοι που κοστίζουν λιγότερο στο κράτος. Τους δίνουν 42 δραχμές τον μήνα καθώς και ψωμί. Τρέφονται, οπλίζονται και ντύνονται με δικά τους έξοδα· κοιμούνται στο ύπαιθρο τυλιγμένοι με ένα χοντρό πανωφόρι. Όταν υπόθεση της υπηρεσίας καλεί κάποιους από αυτούς στην Αθήνα, τραβούν την περιέργεια του κόσμου, με τα γραφικά κουρέλια τους, τις λασπωμένες φουστανέλες τους και τα ευφάνταστα όπλα τους. Το 1836 η εξάπλωση της ληστείας και οι εξεγέρσεις της Ακαρνανίας οδήγησαν την κυβέρνηση στην απόφαση να δημιουργήσει ένα σώμα ατάκτων. Οι περισσότεροι στρατιώτες που στρατολογήθηκαν ήταν μέλη παλιών συμμοριών· για αξιωματικούς τούς έδωσαν τους παλιούς τους αρχηγούς. Οι αχρείοι αυτοί έφεραν ειρήνη στην Ακαρνανία και κατέστειλαν τη ληστεία· η Ελλάδα τους οφείλει εκατό φορές περισσότερα από ό,τι στον τακτικό στρατό, ο οποίος κοστίζει πολύ ακριβά.[21] Οι συνοριοφύλακες καθώς και οι χωροφύλακες είναι όλοι στρατολογημένοι εθελοντικά. Προσλαμβάνονται για δύο χρόνια. Η χωροφυλακή κοστίζει στο κράτος περίπου 750.000 δραχμές τον χρόνο. Το σώμα των συνοριοφυλάκων, περίπου 850.000. Το σύνολο είναι, άρα, 1.600.000. Ένα εκατομμύριο εξακόσιες χιλιάδες δραχμές αρκούν για να πληρωθεί η στέγη, ο μισθός, ο οπλισμός και τα έξοδα διαβίωσης των 3.500 ανδρών και των 150 αλόγων που αποτελούν τον χρήσιμο και σοβαρό στρατό του βασιλείου. Οι τακτικοί στρατιώτες, που είναι καλοί κυρίως για παρέλαση, στρατολογήθηκαν με πρόσληψη για να υπηρετήσουν μέχρι το 1838.Έκτοτε επιστρατεύονται με κλήρωση· αλλά η στρατολόγηση αυτή δεν είναι απλή υπόθεση σε μια χώρα δίχως ληξιαρχείο. Η ετήσια κλάση έχει οριστεί στους 1.200 άντρες· η διάρκεια της θητείας περιορίζεται στα τέσσερα χρόνια. Η κυβέρνηση κάνει γνωστό σε κάθε κοινότητα ότι οφείλει να προμηθεύει τόσους στρατιώτες ετησίως, και οι τοπικές υπηρεσίες αναλαμβάνουν να τους βρουν. Καθώς η Ελλάδα είναι διαιρεμένη σε πληθώρα μικροσκοπικών βασιλείων, κάθε κοινότητα βρίσκεται υπό την εξουσία ενός ή δύο ανθρώπων που είναι είτε οι πλουσιότεροι είτε οι ισχυρότεροι. Το γεγονός ότι η δικαιοσύνη δεν βασιλεύει στην Αθήνα, δεν σημαίνει πως έχει καταφύγει στην ύπαιθρο. Συμβαίνει λοιπόν να

μην υπόκεινται στον νόμο της στρατολόγησης ούτε οι επικεφαλής του χωριού, ούτε οι φίλοι τους, ούτε οι προστατευόμενοί τους, ενώ οι διάφοροι κακομοίρηδες που τους υποχρεώνουν να τραβήξουν κλήρο τυχαίνει να πετυχαίνουν πάντα τον σωστό αριθμό. Αν από αδεξιότητα τραβήξουν ένα καλό νούμερο, τους βάζουν να ξανατραβήξουν έως ότου πέσουν στο κακό. Σε μια τέτοια περίπτωση κάποιος τράβηξε κλήρο έως και επτά φορές. Επιπλέον, οι δύστυχοι αυτοί που στρατολογούνται παρά τη θέλησή τους και ενάντια στο δίκαιο δεν κινδυνεύουν να γίνουν αξιωματικοί. Τα στελέχη του στρατού είναι υπεράριθμα και η στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, που είναι κάτι μεταξύ του Φλες και του Σεν Σιρ,7 πετά κάθε μέρα στον δρόμο καμιά δωδεκαριά επιλοχίες χωρίς κανένα μέλλον. Τους δίνουν 75 δραχμές τον μήνα, εν αναμονή κάτι καλύτερου. Μερικοί από αυτούς περιμένουν έως και επτά χρόνια για μια θέση υπολοχαγού. Στο ναυτικό δεν επικρατεί λιγότερος συνωστισμός από ό,τι στον στρατό ξηράς· εννοώ συνωστισμός ως προς τους αξιωματικούς, γιατί το άψυχο υλικό δεν πιάνει πολύ τόπο. Ο ελληνικός στόλος ήταν σημαντικός πριν από τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας· ο Καποδίστριας θέλησε να πιέσει τους αρχηγούς να παραδώσουν τα πλοία τους στους ρώσους αξιωματικούς· εκείνοι προτίμησαν όμως να τα ανατινάξουν. Έκτοτε, ο αριθμός των πολεμικών πλοίων συνεχώς μειώνεται. Το 1842, η Ελλάδα είχε στην κατοχή της 34 μικρά σκάφη· το 1851 είχε μόνο 14· σήμερα ο στόλος αποτελείται από 1 κορβέτα, 3 γολέτες, 3 κότερα,8  1 κανονιοφόρο, 1 μπαλαού, 1 σκάφος της ακτοφυλακής και 1 ατμοκίνητο σκάφος συνδέσμου·9 συνολικά έντεκα πλοία, κι από αυτά το μόνο σοβαρό είναι η κορβέτα «Λουδοβίκος». Είναι προφανές ότι ένας τέτοιος στόλος δεν μπορεί ούτε να προστατεύσει την Ελλάδα ενάντια στις ξένες δυνάμεις ούτε να υπερασπιστεί τη δημόσια ασφάλεια από τους πειρατές. Είναι ακριβώς τόσο χρήσιμος όσο και ο τακτικός στρατός, που δεν φοβίζει ούτε τους ληστές ούτε τους ξένους. Αυτή η απερισκεψία κοστίζει στον ελληνικό λαό 1.150.000 δραχμές τις κανονικές χρονιές. Το προσωπικό του στόλου αποτελείται από 1.150 άντρες που δεν βρίσκονται εν πλω. Μεταξύ των 1.150 αυτών ανδρών, υπολογίζονται 450 αξιωματικοί. Αντιστοιχούν λίγο παραπάνω από δύο άντρες ανά αξιωματικό.

VI Η παιδεία - Δωρεάν εκπαίδευση - Κλίση όλων των Ελλήνων προς τα ελευθέρια επαγγέλματα - Ο φοιτητής υπηρέτης - Λογοτεχνία - Καλές τέχνες - Δυο λόγια για τις αρχαιότητες - Ο κύριος Πιττάκης - Η στάση της κυβέρνησης Το βασίλειο της Ελλάδας διαθέτει ένα μεγάλο πανεπιστήμιο, μία στρατιωτική σχολή, ένα πολυτεχνείο, ένα διδασκαλείο, μία γεωργική σχολή, μία εκκλησιαστική σχολή, επτά λύκεια, ένα τεράστιο ίδρυμα για την εκπαίδευση των κοριτσιών, εκατόν εβδομήντα εννέα ελληνικά σχολεία και τριακόσια εξήντα εννέα δημοτικά σχολεία· είναι, όμως, σκόπιμο να εξηγήσουμε τη σημασία της κάθε λέξης. Έχουμε ήδη μιλήσει για τη Γεωργική Σχολή και τους επτά μαθητές της. Το Πολυτεχνείο είναι απλώς μια σχολή των τεχνών όπου οι γλύπτες μαθαίνουν να χύνουν σε καλούπι και οι ζωγράφοι να πασαλείφουν επιγραφές. Το Διδασκαλείο καταρτίζει τους δασκάλους για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση· θα μιλήσουμε παρακάτω για τους σοφούς που μάζεψαν οι παπάδες στην Εκκλησιαστική Σχολή· οι ανθυπασπιστές και οι υπαξιωματικοί που βγαίνουν από τη Σχολή Ευελπίδων δεν είναι ούτε ειδήμονες ούτε ήρωες. Στα ελληνικά σχολεία οι μαθητές μαθαίνουν λίγα αρχαία ελληνικά· στα δημοτικά ή ρωμαίικα σχολεία λαμβάνουν τη στοιχειώδη εκπαίδευση. Ο αριθμός των σχολείων αυτών μόνο μεγάλος δεν είναι· και οι πιο φτωχές δικές μας περιοχές και με πολύ μικρό πληθυσμό διαθέτουν περισσότερα. Τα επτά λύκεια είναι σαφώς κατώτερα των δικών μας κοινοτικών γυμνασίων, και το Πανεπιστήμιο Αθηνών με τους τριάντα δύο καθηγητές ίου δεν είναι η Σορβόννη. Η Αθήνα διαθέτει ένα αστεροσκοπείο, μία βιβλιοθήκη, μία συλλογή οργάνων φυσικής, ένα μουσείο φυσικής ιστορίας, ένα μουσείο ανατομίας, ένα μουσείο παθολογικής ανατομίας. Όλα αυτά περιορίζονται σε κάποια όργανα σε κακή κατάσταση, ορισμένα δείγματα σε ακαταστασία και λίγες ταριχευμένες σαύρες. Διέθετε και μία συλλογή μεταλλίων, αλλά ο συντηρητής τα πήγε στη Γερμανία. Η πανεπιστημιακή εκπαίδευση των Αθηνών διαιρείται σε τέσσερις σχολές: τη Θεολογική, τη Φιλοσοφική, τη Νομική και την Ιατρική. Η Φιλοσοφική Σχολή περιλαμβάνει δεκατρία μαθήματα: Γενική ελληνική λογοτεχνία· μετάφραση και ανάλυση των αρχαίων ελλήνων πεζογράφων και ποιητών· φιλοσοφία· αστρονομία και μαθηματικά· φυσική ιστορία·

αρχαία ιστορία και ελληνικές αρχαιότητες· νεότερη ιστορία και μεσαιωνική· στατιστική· αρχαιολογία και ιστορία της τέχνηςΦυσική· γενική χημεία· ανατολικές γλώσσες. Βλέπουμε ότι οι Έλληνες ονομάζουν φιλοσοφία, όπως την εποχή του Θαλή, την ανθρώπινη γνώση στο σύνολό της. Η Φιλοσοφική Σχολή υποκαθιστά από μόνη της μια σχολή των γραμμάτων και μια σχολή των επιστημών. Πιστεύω πως είναι ανώφελο να επισημάνουμε πόσο λίγο χώρο δίνουν στις επιστήμες. Ένα μάθημα αστρονομίας και μαθηματικών, ένα μάθημα φυσικής ιστορίας, ένα μάθημα φυσικής και ένα μάθημα γενικής χημείας δεν μπορούν να προσφέρουν στους σπουδαστές παρά έννοιες επιφανειακές. Αλλά διευκρινίζω ότι οι Έλληνες δεν έχουν καμία κλίση προς τις επιστήμες τις καθαρά θεωρητικές, ότι αποκτούν με βουλιμία μόνο πρακτικές χρήσιμες γνώσεις και ότι μελετούν με ευχαρίστηση μόνο όταν μαθαίνουν ταυτόχρονα μια επιστήμη και ένα επάγγελμα. Σημειώστε επίσης την παράλειψη των δυτικών γλωσσών και λογοτεχνιών. Οι Έλληνες φαντάζονται ότι οι πρόγονοί τους γνώριζαν τα πάντα, και κάνουν λάθος. Τα μαθήματα της Φιλοσοφικής Σχολής έχουν πολύ λιγότερους φοιτητές από τις άλλες σχολές. Ο λόγος είναι ότι δεν οδηγούν σε κάποια επικερδή σταδιοδρομία. Κατά τα πρώτα χρόνια μετά την ίδρυση του Πανεπιστημίου, η νεολαία όλη σπούδαζε νομικά. Όταν πια στα δικαστήρια γινόταν το αδιαχώρητο, ρίχτηκαν στην ιατρική. Σήμερα, το βασίλειο διαθέτει μια στρατιά δικαστών και δικηγόρων και μια στρατιά γιατρών, χωρίς να αναφέρουμε και τη στρατιά των αξιωματικών. Το μοναδικό πράγμα που θαυμάζω στη δημόσια εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι ότι είναι δωρεάν σε όλες τις βαθμίδες, από τα σχολεία στα χωριά μέχρι τα πανεπιστήμια. Αλλά η δωρεάν παιδεία εγκυμονεί κινδύνους: ευνοεί υπέρμετρα την τάση να οδηγούνται οι νέοι προς τα ελευθέρια επαγγέλματα. Εκείνο που είναι επίσης αξιοσημείωτο είναι η σταθερή επιμέλεια των μαθητών. Τα παιδιά κάθε ηλικίας παρακολουθούν τα μαθήματά τους με άοκνη προσήλωση. Τα νεαρά αυτά πνεύματα, συνετά από την παιδική ηλικία τους και μυημένα από νωρίς στις δυσκολίες της ζωής, δεν χάνουν ποτέ από τον στόχο τους το δίπλωμα που θα τους δώσει ψωμί. Έχω δει σε ένα μικρό χωριό καμιά δεκαπενταριά παιδιά καθισμένα στις φτέρνες τους, κάτω από τον ήλιο και με το βιβλίο στο χέρι, μπροστά από την πόρτα του

σχολείου. Στη Γαλλία θα ήταν αδύνατο να γίνει μάθημα έξω: οι μισοί μαθητές θα κοίταζαν τους ανθρώπους που περνούν και οι άλλοι μισοί τα χελιδόνια που πετούν. Τα επιμελή αυτά παιδάρια μας είδαν να παρελαύνουμε, εμείς και οι αποσκευές μας, και ένα γεγονός τόσο σπάνιο, σε έναν τόπο μακριά από τον κόσμο, τους έκανε, μετά βίας, να σηκώσουν το κεφάλι τους. Στην Αθήνα βρίσκουμε όλα τα είδη σπουδαστών, εκτός από το είδος εκείνο που δεν μελετά. Ο επαίτης μαθητής δεν είναι κάτι σπάνιο· ο σπουδαστής υπηρέτης είναι το συνηθέστερο. Ο Πέτρος έφερε, πριν από τρία χρόνια, έναν ανιψιό του, με καταγωγή από το Λεοντάρι της Αρκαδίας· κανόνισε να τον βάλει σε ένα σπίτι σαν μαθητευόμενο υπηρέτη, και στο ελληνικό σχολείο σαν μαθητευόμενο σοφό. Αν το παιδί είναι έξυπνο, και θα είναι προφανώς, καθότι ο θείος του δεν του απέσπασε το κληρονομικό του μερίδιο, θα μπει σε πέντε έξι χρόνια στο σπίτι ενός Φαναριώτη ως θαλαμηπόλος και στο πανεπιστήμιο ως φοιτητής ιατρικής. Έπειτα από δυο τρία χρόνια σπουδών και στα δύο αυτά επαγγέλματα, θα πάει ένα ωραίο πρωί στον κύριό του και ενώ θα ξεσκονίζει τα έπιπλα θα του πει: - Ο κύριος είναι ευχαριστημένος από τις υπηρεσίες μου; - Ναι, Βασίλη μου. - Έχει ο κύριος κάποιο παράπονο; - Όχι. - Δεν με έχει βρει ο κύριος ούτε χαζό ούτε πονηρό; - Όχι. - Μπορώ τότε να ελπίζω ότι ο κύριος θα μου επιτρέψει να συνεχίσω να τον φροντίζω; - Προφανώς. - Με την ιδιότητα του γιατρού. Έδωσα χθες τη διπλωματική μου και πέρασα. Ιδού ο λόγος που δεν βρίσκονται πια αγόρια για το άροτρο. Αυτή η μανιώδης φιλοδοξία, που διακατέχει όλους τους Έλληνες, δεν είναι ένα θλιβερό πάθος. Δεν είναι πανάκεια για τον λαό, αλλά τον ανυψώνει πάνω από τα πιο ευτυχισμένα και πλούσια έθνη. Ο άνθρωπος δεν ζει μόνο με ψωμί. Ένας Έλληνας που δεν έχει να βάλει μπουκιά στο στόμα του τρέφεται με μια πολιτική συζήτηση ή ένα άρθρο στην εφημερίδα. Η Αθήνα διέθετε το 1852 δεκαεννέα τυπογραφεία, που είχαν σαράντα πιεστήρια, οκτώ χυτήρια, δέκα λιθογραφικά πιεστήρια· η Σύρα πέντε τυπογραφεία και ένα χυτήριο· η Τριπολιτσά, το Ναύπλιο, η Πάτρα και η Χαλκίδα είχαν επίσης τυπογραφεία. Στην Ελλάδα εκδίδονταν είκοσι δύο εφημερίδες και τέσσερα περιοδικά· αυτά τα τέσσερα περιοδικά, καθώς και οι δεκαπέντε εφημερίδες από τις είκοσι δύο, κυκλο-

φορούσαν στην Αθήνα· οι άλλες κυκλοφορούσαν στη Σύρα, στην Τριπολιτσά, στο Ναύπλιο, στην Πάτρα και στη Χαλκίδα. Τα έντυπα αποτελούν σχεδόν ολόκληρη τη λογοτεχνία της χώρας.10 Τα λίγα βιβλία που εκδόθηκαν στα νέα ελληνικά είναι μεταφράσεις από τα γαλλικά: είναι τα έργα Τηλέμαχος, Παύλος και Βιργινία, Αταλά, Πιτσόλα,11 κλπ. Η λογοτεχνία αποτελείται από μερικές βαρύγδουπες τραγωδίες, κάποιες πομπώδεις ωδές και μερικές ιστορίες του πολέμου της Ανεξαρτησίας. Δεν μιλώ για τα βιβλία θεολογίας. Τα δημοτικά τραγούδια που εξέδωσε ο κύριος Φοριέλ έκαναν κάποιους αναγνώστες να πιστέψουν πως όλοι οι Έλληνες είχαν έμπνευση και πως η ποίηση κυλούσε εν αφθονία στην όμορφη αυτή χώρα. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ένας σημαντικός αριθμός αυτών των υποτιθέμενων δημοτικών συλλέχθηκαν από τα λευκώματα των δεσποινίδων της Σμύρνης. Αρκετά από αυτά επινοήθηκαν στα γαλλικά και γράφτηκαν στα ελληνικά από έναν νεαρό ραγιά που είχε τη σχετική εμπειρία. Τα μόνα αυθεντικά τραγούδια ήταν τα κλέφτικα, που η πηγή τους έχει πια στερέψει. Η Ελλάδα, όπως τη βλέπουμε σήμερα, είναι μια χώρα της πρόζας.12 Αν ο λαός δεν είναι ποιητής, καλλιτέχνης δεν είναι σε καμία περίπτωση. Όλοι οι Έλληνες ανεξαιρέτως τραγουδούν λάθος και από τη μύτη· δεν έχουν ούτε αίσθηση του χρώματος ούτε αίσθηση του σχήματος· δεν είναι ούτε ζωγράφοι, ούτε αρχιτέκτονες, ούτε γλύπτες. Μπορεί το μυαλό κάποιου να αξίζει ένα εκατομμύριο, αλλά ως καλλιτέχνης να μην αξίζει πεντάρα. Οι ταξιδιώτες ορθώς πληροφορούνται ότι δεν θα βρουν στο βασίλειο ένα έργο τέχνης με την υπογραφή ενός σύγχρονου ονόματος, εκτός ίσως από μερικά όμορφα κτίρια του κυρίου Καυταντζόγλου. Όσο για τα έργα τέχνης της αρχαιότητας, δεν είναι και αναρίθμητα. Όλες οι ζωγραφιές έχουν εξαφανιστεί, όπως μπορεί να μαντέψει κανείς· τα γλυπτά έφυγαν για τη Ρώμη την εποχή των Καισάρων, για τη Βενετία τον καιρό του Μοροζίνι, για την Αγγλία την εποχή του λόρδου Έλγιν, για τη Ρωσία την εποχή του Ορλώφ και επί κυβερνήτη Καποδίστρια. Δεν θα μάθουμε ποτέ τι πήραν μαζί τους οι Ρώσοι ή κατέστρεψαν όταν έγιναν κύριοι του Αρχιπελάγους, και οι έλληνες αρχαιολόγοι μιλούν ακόμη με πόνο για τη διπλωματική γενναιοδωρία του κυβερνήτη. Εκείνο που απέμεινε στην Ελλάδα από όλα τα έργα των γλυπτών της είναι η δυτική ζωφόρος του Παρθενώνα, οι πέντε Καρυάτιδες του Ερεχθείου και θραύσματα: θραύσματα αριστουργημάτων στοιβαγμένα με θραύσματα έργων μέτριων. Ωστόσο, αν ο γλύπτης δεν έχει και πολλά να μελετήσει στην Ελλάδα, ο αρχιτέκτονας βρίσκει μεγάλο πλούτο. Η Ακρόπολη, δηλαδή το φρούριο της παλιάς Αθήνας, βρίθει ακόμη αριστουργημάτων. Ό,τι διθυραμβικό κι αν έχετε ακούσει για τον Παρθενώνα, στον λόγο μου, δεν σας έχουν πει αρκετά· και οι διαστάσεις του

οικοδομήματος, η μεγαλόπρεπη απλότητα του σχεδίου, η ομορφιά των υλικών και, ίσως πάνω απ’ όλα, η περίφημη λεπτότητα της εκτέλεσης καταφέρνουν να εκπλήξουν ακόμη και το πιο ασκημένο μάτι και τον πιο προετοιμασμένο ενθουσιασμό. Δεν είναι στις προθέσεις αυτού του βιβλίου να παρουσιάσει τα μνημεία της αρχαίας Αθήνας· θα βρει κανείς την περιγραφή και την ιστορία των έργων αυτών σε εξειδικευμένα βιβλία και, κυρίως, στους δύο τόμους του κυρίου Μπελέ,13 που αποτελούν την τελευταία λέξη σχετικά με την Ακρόπολη, θα προτιμούσα να μιλήσω για το κατά πόσον ο λαός και η κυβέρνηση φροντίζουν να συντηρήσουν τις αρχαιότητες. Η κυβέρνηση δεν αφήνει τίποτα να χαθεί. Την επιμέλεια των αρχαιοτήτων των Αθηνών την έχει εμπιστευθεί στον αξιότιμο κύριο Πιττάκη, απεσταλμένο του Ινστιτούτου της Γαλλίας και του πιο έντιμου ειδήμονα της χώρας. Ο κύριος Πιττάκης γεννήθηκε στους πρόποδες της Ακρόπολης. Από την ώρα που γεννήθηκε αγάπησε ενστικτωδώς τα μνημεία της πατρίδας του. Παιδί ακόμη, γλιστρούσε μέχρι την Ακρόπολη και προσπαθούσε να διαβάσει τις επιγραφές, αψηφώντας τους τούρκους φρουρούς και τις κλοτσιές που θα έτρωγε από πίσω. Νέος όταν ήταν, όπου γινόταν μάχη και έφοδος ήταν μέσα· πρώτος στη φωτιά, πρώτος και στις πολεμίστρες, πρώτος και στην Ακρόπολη για να δει αν είχαν σπάσει καμιά κολόνα ή αν είχαν κουτσουρέψει κανένα αέτωμα. Γέρος πια, αναπαύεται τρέχοντος από τον έναν ναό στον άλλο και προστατεύοντας την Ακρόπολη όπως ένας ζηλιάρης τους έρωτές του. Ένα απόσπασμα απομάχων, παλαιά και επίσημη φρουρά, υπερασπίζεται την Ακρόπολη από τα αρπακτικά χέρια εκείνων των τουριστών συλλεκτών που ταξιδεύουν με ένα σφυρί στην τσέπη, και που θα έκλαιγαν τα χρήματα που ξόδεψαν αν δεν έπαιρναν μαζί τους τη μύτη ενός αγάλματος για να το στολίσουν στο κάστρο τους. Η κυβέρνηση απαγορεύει αυστηρά το εμπόριο και την εξαγωγή αρχαιοτήτων. Ιδού ποιες είναι οι υπηρεσίες που προσφέρει στην αρχαιολογία. Τα αγάλματα ή τα θραύσματα που ανακαλύπτουν στοιβάζονται στα Προπύλαια, έξω στον αέρα, ή στο θησείο, κάτω από μια στέγη της συμφοράς. Η πόλη δεν έχει μουσείο. Φυλάσσουν σε ένα τζαμί μια σταλιά τα καλούπια όλων των μαρμάρων του λόρδου Έλγιν. Η Αγγλία είναι εκείνη που τα έστειλε. Προσφέρθηκε πέρυσι να δώσει στην Ελλάδα τους γύψους από όλα τα αγάλματα του Βρετανικού Μουσείου, με τον όρο ότι θα έχτιζαν ένα μουσείο. Η κυβέρνηση θυμάται μια δημόσια εγγραφή που είχε ανοίξει για αυτό τον σκοπό δεκαπέντε χρόνια πριν, και είχαν συγκεντρώσει 30.000 δραχμές ή κάπου τόσο. Ενημερώθηκαν για τους εντολοδόχους, βρήκαν μερικούς, ανακάλυψαν μάλιστα και λίγα χρήματα· αλλά οι τόκοι από το ποσό είχαν εξαφανιστεί, παρασύροντας μαζί τους και το μισό σχεδόν κεφάλαιο.

Ο κύριος Τυπάλδος, συντηρητής και ιδρυτής της Βιβλιοθήκης Αθηνών, ο οποίος με την πειθώ και την ευφράδειά του αναζήτησε στην Ευρώπη εβδομήντα χιλιάδες τόμους, έγινε δεκτός με τιμές στην αυλή του βασιλιά της Νάπολης, και υποσχέθηκαν, όπως στην εποχή με τις νεράιδες, να του πραγματοποιήσουν την πρώτη ευχή που θα έκανε. Ζήτησε, για την πόλη των Αθηνών, ένα αντίγραφο του ταύρου των Φαρνέζε. Αυτό το τεράστιο σύμπλεγμα είναι καταχωνιασμένο σε κάποιο σημείο της πόλης, ποιος ξέρει πού. Ποιος ξέρει αν θα το βγάλουν ποτέ από τη συσκευασία του... ποτέ.[22] Υπάρχουν σε αρκετά σημεία του ελληνικού εδάφους τύμβοι όπου στα σίγουρα θα έβρισκε κανείς αρχαία. Το κράτος δεν κάνει καθόλου ανασκαφές. Πάνω από μία φορά ιδιώτες ή και κυβερνήσεις προσφέρθηκαν να ξεκινήσουν εργασίες, με κάποιο εύλογο μερίδιο στα κέρδη. Όλες οι προσφορές απορρίφθηκαν. Η βάση των Προπυλαίων διαβρώνεται. Ο κύριος Γουάιζ, πρεσβευτής της Αγγλίας στην Ελλάδα, πρότεινε να τα επισκευάσει με έξοδα της πατρίδας του, αν επέτρεπαν η επισκευή αυτή να έχει την υπογραφή της Αγγλίας. Οι Έλληνες αρνήθηκαν. Τα Προπύλαια ας καταρρεύσουν, αρκεί η ελληνική ματαιοδοξία να μείνει με το κεφάλι ψηλά.[23] Το εμπόριο αντικειμένων τέχνης απαγορεύεται: αυτό δεν σημαίνει ότι τα αγοράζει η κυβέρνηση. Ο ωραίος Αντώνιος είχε αγοράσει αρχαίους αμφορείς για 1.500 δραχμές· του πήραν τους αμφορείς χωρίς να του επιστρέφουν τα χρήματά του. Τι συμβαίνει, λοιπόν; Οι μεσάζοντες επιδίδονται σε ένα λαθρεμπόριο και κρύβουν κάτω από το πανωφόρι τους όλο το εμπόρευμά τους. Αν κάποιο μάρμαρο είναι πολύ μεγάλο ή πολύ βαρύ για να το μεταφέρουν κρυφά, το κόβουν σε κομμάτια· τεμαχίζουν έτσι ένα άγαλμα, λες και είναι πρόβατο, προκειμένου να το πουλήσουν. Στην Ιταλία, ο απλός λαός επιδεικνύει θρησκευτική ευλάβεια προς τα έργα τέχνης, που αποτελούν τον πλούτο της χώρας του. Ο απλός λαός της Ελλάδας δεν σέβεται τίποτα. Έχω δει βοσκούς να σπάνε επιμελώς τα απομεινάρια του ναού της Φιγαλείας, από καθαρή περιέργεια και για να δουν αν είναι από μάρμαρο ή από πέτρα. Οι αθηναίοι κυνηγοί σπανίως περνούν από τους βράχους του Κολωνού δίχως να αδειάσουν το όπλο τους πάνω στη μαρμάρινη στήλη που καλύπτει τον τάφο του Ότφριντ Μίλερ. Ο κύριος Νταβίντ ντ’ Ανζέ προσέφερε στην πόλη του Μεσολογγίου μια υπέροχη μορφή ενός γονατισμένου κοριτσιού που προσπαθεί να διαβάσει μέσα στα χόρτα το σχεδόν σβησμένο όνομα του Μπότσαρη. Ο γέρος καλλιτέχνης πέρασε πέρυσι από το Μεσολόγγι πριν επιστρέφει στη Γαλλία. Δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην επιθυμία να ξαναδεί ένα έργο που ο ίδιος είχε τρυφερά χαϊδέψει. Ο λαός του Μεσολογγίου πήγε να συναντήσει έναν μεγάλο καλλιτέχνη που μια ανέλπιστη τύχη του έστελνε· ο δήμαρχος και οι σημαντικοί κάτοικοι της πόλης του απηύθυναν

μια στομφώδη επιστολή. Η νεαρή παρθένος, όμως, είναι ακρωτηριασμένη από τις τουφεκιές.

Σημειώσεις της μεταφράστριας 9 Ο συγγραφέας μεταφράζει σχεδόν πιστά αποσπάσματα από άρθρα του Συντάγματος του 1844. 10 Από τον μύθο του Λαφονταίν «Οι κλέφτες και ο γάιδαρος», όπου για έναν κλεμμένο γάιδαρο φιλονικούν τρεις κλέφτες. 11 Ο συνομιλητής του Πανούργου στο βιβλίο. 12 Από το Τέταρτο βιβλίο (Quart Livre) του Φρανσουά Ραμπελαί. 13 Το bazar Bonne Nouvelle ήταν μια καινοτόμος επιχείρηση που ιδρύθηκε το 1836 στο Παρίσι και αποτέλεσε τον πρόδρομο των σημερινών εμπορικών κέντρων. 14 Για την απόδοση των στρατιωτικών όρων συμβουλευτήκαμε εκτενώς τη μετάφραση του Α. Σπήλιου. 15 Στρατιωτικές Σχολές της Γαλλίας. 16 Ονομασία των μικρών ιστιοφόρων του Πολεμικού Ναυτικού της εποχής. 17 Απόδοση του Α. Σπήλιου του όρου aviso, ο οποίος απαντάται και με μεταγραφή στα ελληνικά: αβιζό. 18 Το επιφυλλιδογραφικό μυθιστόρημα (roman-feuilleton) γνωρίζει μεγάλη άνθηση στα ελληνικά έντυπα της εποχής. Πρόκειται, κυρίως, για γαλλικά μυθιστορήματα σε ελληνική μετάφραση. Βλ. Π. Μουλλάς, «Η δεκαετία του 1850: μια τομή στην καρδιά του αιώνα», στο Ο ελληνισμός στον 19ο αιώνα: Ιδεολογικές και αισθητικές αναζητήσεις, επιμ. Παντελής Βουτουρής - Γιώργος Γεωργής, Καστανιώτης, Αθήνα 2006, σ. 13-19. 19 Τα έργα με τη σειρά που αναφέρονται ανήκουν στους Φενελόν, Μπερναρντέν ντε Σεν Πιερ, Σατωβριάνδο, Ξαβιέ Μπονιφάς ντε Σεντίν και εκδόθηκαν 1699, 1788, 1801 και 1836 αντίστοιχα. 20 Ο συγγραφέας, προφανώς, περιφρονεί την ποιητική εκείνη παραγωγή που ονομάστηκε Παλαιά Αθηναϊκή Σχολή. Ο Σολωμός και ο Κάλβος, πάντως –εκτός του τότε ελλαδικού χώρου φυσικά–, ήταν ευρέως γνωστοί στους γαλλικούς φιλελληνικούς κύκλους από τα μέσα της δεκαετίας του 1820. Βλ. σχετικά λήμματα στο Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας, Πατάκης, Αθήνα 2007. 21 Charles Ernest Beulé: Γάλλος αρχαιολόγος που πραγματοποίησε έρευνες στον χώρο της Ακρόπολης το 1852. Η κεντρική σημερινή είσοδος ονομάζεται είσοδος Μπελέ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ Η θρησκεία

I Συγκρότηση της Εκκλησίας της Ελλάδας - Η ανεξαρτησία της - Η ιστορία του Συνοδικού Τόμου - Διαμάχη με τη Ρωσία - Ο μοναχός Χριστόφορος - Οργανικός νόμος για την Ιερά Σύνοδο - Νόμος για τους αρχιερείς - Ο κατώτατος κλήρος: οι πόροι του - Ο παπάς στο Ίσαρι Γνωρίζουμε ότι η σχισματική Εκκλησία της Ανατολής είναι διαιρεμένη σε τέσσερα μεγάλα πατριαρχεία, έδρα των οποίων είναι η Κωνσταντινούπολη, η Ιερουσαλήμ, η Αντιόχεια και η Αλεξάνδρεια. Όταν η Ελλάδα ήταν τουρκική επαρχία, οι Έλληνες υπάγονταν όπως ήταν φυσικό στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Ο πόλεμος της Ανεξαρτησίας χάρισε, εκ των πραγμάτων, την ανεξαρτησία και στη μικρή Εκκλησία του βασιλείου της Ελλάδας. Από το 1833 δεν εξαρτάται παρά από τον εαυτό της. Με το σύνταγμα του 1844 το γεγονός επικυρώνεται και καθίσταται αρχή. Ωστόσο, η ανεξαρτησία της Εκκλησίας της Ελλάδας δεν είχε αναγνωριστεί επίσημα από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, και ήταν σημαντικό η υπόθεση να ρυθμιστεί με μια κοινή συμφωνία και με επίσημη πράξη. Ο αυτοκράτορας της Ρωσίας δεν ήθελε να χωριστεί η Ελλάδα από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Ο πατριάρχης τού είναι αφοσιωμένος λες και ο τσάρος είναι ένας παθιασμένος και θερμός προασπιστής, και μάλιστα ανιδιοτελής. Η Ιερά Σύνοδος είναι ένα όργανο το οποίο χρησιμοποιεί ο τελευταίος για να ασκεί επιρροή στον λαό. Υποπτευόταν πως αν η Ελλάδα αποκοπτόταν από τη μητρόπολη θα ξέφευγε από την προστασία του και την επιρροή του. Οι υπέρμαχοι της Ρωσίας υποστήριζαν ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε να χωριστεί από την Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης χωρίς σχίσμα. Ωστόσο η Ρωσία, που είναι τελείως ανεξάρτητη, δεν θεωρείται στην Ελλάδα σχισματική. Οι υπέρμαχοι της Ρωσίας υποστήριζαν ότι η Εκκλησία της Ελλάδας δεν μπορούσε νομίμως να αποτινάξει τον θρησκευτικό ζυγό της Ιεράς Συνόδου για να υποταχθεί στην κοσμική εξουσία. «Ωστόσο» τους απαντούσαν «βλέπετε ότι στη Ρωσία η θρησκευτική εξουσία είναι ο ταπεινός υπηρέτης της κοσμικής». Οι έλληνες πατριώτες και θιασώτες της πολιτικής και θρησκευτικής ανεξαρτησίας της χώρας τούς έλεγαν:

«Τι έχουμε να συζητήσουμε με την Ιερά Σύνοδο; Δεν είναι αρχή της θρησκείας μας ότι όλοι οι επίσκοποι ήταν αρχικά ίσοι και ανεξάρτητοι ο ένας από τον άλλο; Αν ο επίσκοπος της Κωνσταντινούπολης πήρε την πρωτοκαθεδρία, ο λόγος είναι ότι του την έδωσαν οι αυτοκράτορες. Ανέκαθεν το δικαίωμα να περιορίζουν ή να διευρύνουν την επισκοπική δικαιοδοσία και να ορίζουν την ανεξαρτησία ή την υποταγή των Εκκλησιών ανήκει στην κοσμική εξουσία· έτσι πίστευαν οι παλιές μας σύνοδοι. Άρα, το ελληνικό έθνος, κατακτώντας την ελευθερία του, κληρονομεί τα δικαιώματα των αυτοκρατόρων της Ανατολής. Μπορεί λοιπόν να ορίσει την ανεξαρτησία της Εκκλησίας του». Η θεωρία αυτή είχε αναπτυχθεί με πολλή θέρμη, εξυπνάδα και γνώση από τον Φαρμακίδη, πρώην γραμματέα της Ιεράς Συνόδου, τον πιο ικανό και φιλελεύθερο άντρα του ελληνικού κλήρου. Στο όνομα της ελευθερίας, ζητούσε από την Εκκλησία να υποταχθεί αποκλειστικά στην εξουσία του βασιλιά, χωρίς να εξαρτάται από καμία αρχή του εξωτερικού. Ο βασιλιάς υποχώρησε περισσότερο από όσο θα έπρεπε στην επιρροή της Ρωσίας. Το αποτέλεσμα μιας μακράς διαπραγμάτευσης ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης υπήρξε η βούλα ή Συνοδικός Τόμος, υπογεγραμμένος από τον Πατριάρχη και τη Σύνοδο. Ο Τόμος υποστήριζε ότι το δικαίωμα να χωρίζουν ή να ενώνουν τις εκκλησιαστικές επαρχίες, να τις υπάγουν σε άλλες ή να τις κηρύσσουν ανεξάρτητες ανήκε ανέκαθεν στις Οικουμενικές Συνόδους. Παραχωρούσε, λοιπόν, στους Έλληνες, ως ένδειξη εύνοιας, έναν χωρισμό που θα μπορούσαν να τον απαιτήσουν ως δικαίωμά τους. Επιπλέον, δεν τους το παραχωρούσε δίχως περιορισμούς. «Ωστόσο» έλεγε «προκειμένου η κανονική ενότητα κλπ. να τηρηθεί, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος οφείλει... οφείλει... κλπ. Αν προκύψει κάποιο εκκλησιαστικό ζήτημα..., καλό θα είναι η Ιερά Σύνοδος της Ελλάδος να απευθυνθεί στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και στην Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου». Έτσι, ο πατριάρχης και η Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης παραχωρούσαν στην Ελλάδα εκείνο που είχε δικαίωμα να πάρει άνευ όρων. Ο Τόμος δεν ευχαρίστησε ούτε τους φίλους της ανεξαρτησίας ούτε τους οπαδούς της Ρωσίας. Ο κλήρος διχάστηκε όπως και ο λαός. Ο Αντιτόμος του κυρίου Φαρμακίδη προκάλεσε τον ενθουσιασμό των μεν και την οργή των δε. Έκαναν κήρυγμα στις εκκλησίες υπέρ ή κατά, και έριξαν και κάποιες τουφεκιές στην ύπαιθρο με αφορμή τον Τόμο και τον Αντιτόμο. Περίμεναν με πυρετώδη ανυπομονησία τη συζήτηση των δύο οργανικών νόμων που θα έθεταν σε εφαρμογή τις βασικές αρχές που περιλάμβανε ο Τόμος. Ο ένας έπρεπε να ρυθμίσει τις λειτουργίες της εθνικής Ιεράς Συνόδου και το άλλος να

οργανώσει το σώμα των επισκόπων. Ο βασιλιάς ταξίδεψε στη Γερμανία για λόγους υγείας, αλλά και για να κερδίσει χρόνο. Τον Ιούνιο του 1852 μόνο, δύο χρόνια μετά την υπογραφή του Τόμου, έφτασε στα νομοθετικά σώματα ο νόμος για τη Σύνοδο. Το ρωσικό κόμμα βρήκε την κατάλληλη στιγμή για να διπλασιάσει τις προσπάθειές του. Το σχέδιο νόμου έλεγε: την ανώτατη εκκλησιαστική αρχή αποτελεί η Ιερά Σύνοδος, υπό την εξουσία του βασιλιά. Έδωσαν στον λαό να καταλάβει ότι θα ήταν μεγάλη απερισκεψία να θέσει την Εκκλησία της Ελλάδας υπό την εξουσία ενός καθολικού πρίγκιπα. Η Ρωσία, που δεν έχει ενδοιασμούς ως προς τα μέσα που χρησιμοποιεί, έφερε στην επιφάνεια ακόμα και έναν φανατικό μοναχό, που ανέβηκε στον άμβωνα και διακήρυξε στους Έλληνες με οργή ότι είχαν έναν βασιλιά σχισματικό, μια βασίλισσα αιρετική και μια κυβέρνηση καταραμένη. Αυτός ο φανατικός κήρυκας ονομαζόταν Χριστόφορος Παπουλάκης. Δημιούργησε, βοηθούντος και του ρωσικού χρυσού, θαυμαστές παθιασμένους και οπλισμένους.1 Η κυβέρνηση θέλησε να τον σταματήσει: κατέφυγε στη Μάνη. Όλες οι δυνάμεις του βασιλείου ήταν απασχολημένες επί έναν μήνα με την καταδίωξή του· όλες οι δυνάμεις του βασιλείου αποδείχθηκαν άχρηστες. Τον κατέδωσε ένας φίλος του στον οποίο η αστυνομία είχε υποσχεθεί τη διά βίου διατροφή. Ο προδότης ήταν ένας παπάς. Η Ρωσία, αν και ηττήθηκε στη Μάνη, πήρε την εκδίκησή της στη βουλή. Και τα πήγε τόσο καλά που η επιφορτισμένη με το σχέδιο νόμου επιτροπή κατάργησε εκείνη την κακόηχη παρένθεση: υπό την εξουσία του βασιλιά. Οι υπουργοί ήταν διχασμένου ο υπουργός θρησκευμάτων, ο κύριος Βλάχος, ανήκε στο ρωσικό κόμμα· εκείνος είναι που παρουσίασε και έθεσε προς ψήφιση το τροποποιημένο σχέδιο νόμου.2 Το άρθρο 1 ορίζει ότι η Αυτοκέφαλος Ορθόδοξος[24] Εκκλησία της Ελλάδος, μέλος ούσα της Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας της ορθοδόξου πίστεως, συνίσταται από όλους τους κατοίκους του βασιλείου οι οποίοι πιστεύουν στον Χριστό και ομολογούν το ιερό σύμβολο της πίστεως και πρεσβεύουν όλα εκείνα που πρεσβεύει η Αγία Ορθόδοξος Ανατολική Εκκλησία, της οποίας αρχηγός και ιδρυτής είναι ο Κύριός μας και θεός μας Ιησούς Χριστός. Διοικείται πνευματικός από αρχιερείς κανονικούς και τηρεί απαράλλακτα, όπως όλες οι ορθόδοξες του θεού Εκκλησίες, τους ιερούς Αποστολικούς και Συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις. Βάσει του άρθρου 2, η ανώτατη εκκλησιαστική αρχή του βασιλείου αποτελεί μια μόνιμη σύνοδο που φέρει το όνομα Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος και εδρεύει μονίμως στην πρωτεύουσα του βασιλείου. Η σύνοδος αυτή αποτελείται από πέντε μέλη με δικαίωμα ψήφου, τα οποία

επιλέγονται μεταξύ των αρχιερέων που στο βασίλειο διοικούν επισκοπή. Ο ένας εξ αυτών είναι πρόεδρος και οι υπόλοιποι σύνεδροι. Η προεδρία ανήκει αυτοδικαίως στον αρχιερατεύοντα μητροπολίτη της πρωτεύουσας. Οι σύνεδροι οφείλουν κάθε χρόνο να επανέρχονται στις επαρχίες τους, εκτός και αν η κυβέρνηση κρατήσει έναν από αυτούς· άνω των δύο δεν μπορεί να κρατήσει. Η ετήσια συνοδική περίοδος ξεκινά στις 23 Σεπτεμβρίου κάθε έτους. Πριν αναλάβουν τα καθήκοντά τους, τα μέλη της συνόδου δίνουν όρκο με την ακόλουθη προσφώνηση: «Μεγαλειότατε Βασιλεῦ! Διαβεβαιοῦμεν ἐπὶ τῇ ἀρχιερωσύνη ἡμῶν, ὅτι ᾀείποτε διατελοῦντες πιστοὶ εἰς τὴν Ὑμετέραν Μεγαλειότητα τὸν Βασιλέαν καὶ Κυριὰρχην ἡμῶν καὶ εὐπειθεῖς εἰς τὸ Σύνταγμα καὶ τοὺς νόμους τῆς ἐπικρατείας, καταβαλοῦμεν πᾶσαν σπουδὴν σὺν πάσῃ δυνάμει, ἵνα ἐκπληρῶμεν τῇ θείᾳ χάριτι τὰ καθήκοντα ἡμῶν εἰς τὴν τῆς Ἐκκλησίας διοίκησιν, τηροῦντες ἀπαραλλάκτως ὡς ἅπασαι αἱ λοιπαὶ ὁμόδοξοι τοῦ Χρηστοῦ Ἐκκλησίαι τοὺς ἱεροὺς Ἀποστολικοὺς καὶ Συνοδικοὺς κανόνας καὶ τὰς ἱερὰς παραδόσεις· καὶ μάρτυρα ἐπικαλούμεθα ἐπὶ τῆς διαβεβαιώσεως ταύτης αὑτὸν τὸν Ὕψιστον Θεόν, ὃς δώσῃ τῇ Ὑμετέρᾳ Μεγαλειότητι ζωὴν πολυχρόνιον ἐν ἄκρᾳ ὑγείᾳ, διατηρείη δὲ τὴν Ὑμετέραν Βασιλείαν ἀδιάσειστον εὐδαιμονοῦσαν, αὐξάνουσαν καὶ κρατυνομόνην εἰς αἰῶνας αἰώνων». Ο βασιλιάς διορίζει στην Ιερά Σύνοδο έναν βασιλικό επίτροπο που δίνει όρκο πριν αναλάβει τα καθήκοντά του. Η εποπτεία όλων όσα συμβαίνουν στο βασίλειο καθώς ανήκει στην υπέρτατη βασιλική εξουσία, στην οποία εναπόκειται η εξουσία του κράτους, καθήκον του βασιλικού επιτρόπου είναι να παρευρίσκεται άνευ ψήφου σε όλες τις συνεδριάσεις της Ιεράς Συνόδου και να προσυπογράφει όλα τα πρωτότυπα των συνοδικών πράξεων σχετικών είτε με τις εσωτερικές είτε με τις εξωτερικές αρμοδιότητές της. Οποιαδήποτε λήψη απόφασης ή έκδοση πράξης της Ιεράς Συνόδου απόντος του βασιλικού επιτρόπου ή μη φέρουσα την υπογραφή του είναι άκυρη. Οι αρμοδιότητες της Ιεράς Συνόδου είναι είτε εσωτερικές είτε εξωτερικές. Αναφορικά προς τις εσωτερικές αρμοδιότητες, ενεργεί η Ιερά Σύνοδος ανεξαρτήτως της πολιτικής αρχής. Καθόσον δε αφορά τις πράξεις που συνδέονται με τα δικαιώματα ή το δημόσιο συμφέρον των πολιτών, η Ιερά Σύνοδος ενεργεί σε σύμπραξη με την κυβέρνηση. Οι εσωτερικές αρμοδιότητες της Εκκλησίας περιλαμβάνουν την περί των δογμάτων πιστή και ορθή διδασκαλία, τους τύπους της θείας λατρείας σύμφωνα με κανόνες που ανέκαθεν τηρεί η Εκκλησία, την εκτέλεση των καθηκόντων εκάστης βαθμίδας του κλήρου, τη θρησκευτική διδαχή προς τον λαό, καθόσον δεν προσβάλλονται το πολίτευμα και οι νόμοι του κράτους, την εκκλησιαστική πειθαρχία, τη

δοκιμασία και τη χειροτονία όσων προορίζονται για την ιεροσύνη, την καθιέρωση των ναών, τα δογματικά βιβλία και τον κανονισμό της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας που έχει θεσμοθετηθεί προς τούτο. Η Ιερά Σύνοδος επαγρυπνεί για την ακριβή διατήρηση των πρεσβευομένων από την Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία θείων δογμάτων. Κάθε φορά που είναι θετικά πληροφορημένη ότι ο οποιοσδήποτε επιχειρεί να ταράξει την Εκκλησία του βασιλείου διά κηρυγμάτων και διδαχών ετερόδοξων γραπτών ή προφορικών, διά προσηλυτισμού ή διά οποιοσδήποτε τρόπου, η Ιερά Σύνοδος ζητά από την πολιτική αρχή την πάταξη του κακού και, με την έγκρισή της, απευθύνει στον λαό πατρικές συμβουλές ώστε να αποτραπεί η βλάβη που θα μπορούσαν να προκαλέσουν στη θρησκεία τέτοιες απόπειρες. Επιβλέπει, επιπλέον, το περιεχόμενο των βιβλίων προς χρήση της νεολαίας και του κλήρου, είτε αυτά έχουν εισαχθεί από το εξωτερικό είτε έχουν εκδοθεί στην Ελλάδα, καθώς και φυλλάδια, πίνακες ή άλλες αναπαραστάσεις που πραγματεύονται θρησκευτικά θέματα. Κάθε φορά που θα πληροφορηθεί ότι οι τάδε εκδόσεις περιέχουν οτιδήποτε αντίθετο ή βλαπτικό προς τα θεία δόγματα, τα ιερά μυστήρια, τους κανόνες της Εκκλησίας, τη θρησκευτική διδασκαλία, τις γιορτές και τις τελετές που αναγνωρίζει η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, ζητά τη συνδρομή της κυβέρνησης, για να θέσει τέλος στη χρήση των βιβλίων αυτών στα σχολεία. Καταγγέλλει στην πολιτική αρχή τον συγγραφέα, τον κατ’ εμπορία εκδότη, τον τυπογράφο, τον βιβλιοπώλη ή τον λιανοπωλητή, ώστε να τους επιβάλει ό,τι ορίζουν οι νόμοι της πολιτείας, αν αυτοί είναι κοσμικοί· αν ανήκουν στον κλήρο, επιπλήττονται από την εκκλησιαστική αρχή, η οποία τους καταγγέλλει στην κυβέρνηση ώστε να ενεργήσει όπως ορίζουν οι διατάξεις των νόμων της πολιτείας. Μεταξύ των εσωτερικών αρμοδιοτήτων της Συνόδου, αξίζει ιδιαιτέρως να μνημονεύσουμε εκείνη βάσει της οποίας της αναγνωρίζεται το δικαίωμα να φροντίζει «ἵνα οἱ ἱερωμένοι καὶ οί μοναχοὶ... μὴ ἀσχολῶνται εἰς πολιτικὰ πράγματα, μήτε νὰ λαμβάνωσι τὴν παραμικρὰν μετοχὴν εἰς αὐτά». Η πρόνοια αυτή ήταν αναγκαία. Είναι όμως χρήσιμη; Δεν το πιστεύω. Οι βασικές εξωτερικές αρμοδιότητες της Ιεράς Συνόδου είναι: η οργάνωση των εορτασμών κατά την τέλεση των θρησκευτικών γιορτών, ώστε να μην αντιβαίνουν την παραδεδεγμένη από την Εκκλησία τάξη· οι κανονισμοί σχετικά με τα εκπαιδευτικά, προνοιακά και σωφρονιστικά ιδρύματα· οι έκτακτες θρησκευτικές γιορτές, κυρίως όταν γίνονται σε εργάσιμες μέρες και εκτός του ναού. Οι άλλες σημαντικότερες διατάξεις του οργανικού νόμου περί λατρείας αφορούν τον αφορισμό των λαϊκών, που πρέπει πάντα να έχει την έγκριση της κυβέρνησης, την αρμοδιότητα της Εκκλησίας στο θέμα του γάμου εκ παραλλήλου με την κρατική αρχή, τον ρόλο του επισκόπου σε θέματα διαζυγίου, ρόλος συμφιλιωτικός που ουδόλως αποτελεί εμπόδιο στην απόφαση διάλυσης του γάμου που εκδόθηκε από

τα πολιτικά δικαστήρια. Μόλις διαβιβαστεί το αντίγραφο της απόφασης αυτής από τον εισαγγελέα του βασιλιά, ο επίσκοπος, από την πλευρά του, κηρύσσει τη διάλυση του γάμου. Είναι αξιοπερίεργο η διπλή αυτή ανάμειξη της εκκλησιαστικής και της κρατικής εξουσίας στο θέμα του γάμου και του διαζυγίου. Τους γάμους τους κάνουν οι παπάδες· η κρατική εξουσία δεν έχει εκεί καμία ανάμειξη: δεν έχει παρά να επικυρώσει την ένωση ρυθμίζοντας κατά το καλύτερο δυνατό τα διάφορα συμφέροντα και δικαιώματα που προκύπτουν από αυτή. Ο γάμος λύεται από το δικαστήριο, και η θρησκευτική αρχή είναι υποχρεωμένη να λύσει, κατ’ εντολή των δικαστών, την ένωση που έγινε και που η δική της εξουσία είχε επιτελέσει. Δεν μπορούμε να πούμε πως ο βασιλιάς της Ελλάδας δεν σκέφτηκε ποτέ τις κατακτήσεις: υποχρεώνει την Ιερά Σύνοδο να προσεύχεται για την επέκταση του βασιλείου του. Παρατηρεί κανείς πως, στον κατάλογο εκείνων που συνεισφέρει η Εκκλησία, δεν περιλαμβάνεται η διδασκαλία της ηθικής. Ο ελληνικός καθολικισμός είναι μια απολιθωμένη θρησκεία που δεν έχει πια κάτι το ζωντανό. Οι μόνες υποχρεώσεις που υποδεικνύει στους ανθρώπους είναι το σημείο του σταυρού, που πρέπει να γίνεται με συγκεκριμένο τρόπο και σε συγκεκριμένο αριθμό, οι γονυκλισίες σε συγκεκριμένα σημεία, η με μαθηματική ακρίβεια λατρεία ορισμένων στερεότυπων εικόνων και γεωμετρικών θα λέγαμε, η απαγγελία ορισμένων ατελείωτων τυποποιημένων εκφράσεων που έχουν αποβεί πια νεκρό γράμμα, η τήρηση ορισμένων νηστειών, η αργία πληθώρας γιορτών που καταβροχθίζουν το ήμισυ του έτους και, τέλος, η υποχρέωση να τρέφουν τους ιερείς και να πλουτίζουν τις εκκλησίες με τους εράνους δίχως τέλος. Μετά τον νόμο που οργάνωνε την Ιερά Σύνοδο, ψήφισαν τον νόμο που ρύθμιζε το επισκοπικό σώμα. Το βασίλειο διαιρείται σε είκοσι τέσσερις επισκοπικές έδρες, εκ των οποίων τη μία καταλαμβάνει ένας αρχιεπίσκοπος που προεδρεύει της Ιεράς Συνόδου· τις δέκα εξ αυτών καταλαμβάνουν αρχιεπίσκοποι που εδρεύουν στην πρωτεύουσα των εννέα λοιπών διαμερισμάτων καθώς και εκείνος που εδρεύει στην Κόρινθο· οι υπόλοιποι δεκατρείς είναι απλώς επίσκοποι. Αν ο στρατός είναι φορτωμένος με αξιωματικούς, η Εκκλησία δεν πάει πίσω· είναι φορτωμένη με ανώτατους κληρικούς. Είκοσι τέσσερις επίσκοποι για εννιακόσιες πενήντα χιλιάδες ψυχές είναι πολλοί. Οι επίσκοποι διορίζονται από τον βασιλιά επί τη παρουσία τριών υποψηφίων που επιλέγονται από την Ιερά Σύνοδο μεταξύ του κλήρου του βασιλείου. Δίνουν δύο όρκους, ο ένας εκ των οποίων είναι καθαρά θρησκευτικός και ο άλλος καθαρά πολιτικός.

Ο βασιλιάς δεν μπορεί να καθαιρέσει έναν επίσκοπο παρά μόνον αν έχει τελέσει αδίκημα που επιφέρει την παύση. Δεν μπορεί να τον μεταθέσει παρά με σύμφωνη γνώμη της Ιεράς Συνόδου και σύμφωνα με τον κανόνα. Ο αυτοκράτορας της Ρωσίας έχει μεγαλύτερα περιθώρια δράσης στις επικράτειές του. Ο μητροπολίτης λαμβάνει 6.000 δραχμές ετησίως· οι δέκα αρχιεπίσκοποι, 5.000 έκαστος· κάθε επίσκοπος, 4.000 χιλιάδες. Λαμβάνουν, επιπλέον, μια αμοιβή για τις άδειες γάμου και διαζυγίου, καθώς και για την έκδοση αναθεμάτων ανωνύμων. Γνωρίζουμε τη χρήση και τον αντίκτυπο που έχουν τέτοιου είδους επισκοπικές εγκύκλιοι. Όταν έχει τελεστεί μια κλοπή, ο ιδιοκτήτης που έπεσε θύμα, αντί να βάλει ανακοινώσεις που δεν πρόκειται να διαβαστούν ή να διατυμπανίζει ένα γεγονός που δεν θα συγκινήσει κανένα, απευθύνεται κατευθείαν στον επίσκοπο και τον παρακαλεί, πληρώνοντας, να ζητήσει πίσω το κλεμμένο αντικείμενο. Ο επίσκοπος, από αγάπη προς τη δικαιοσύνη και για ένα πενιχρό χρηματικό ποσό, στέλνει σε όλες τις ενορίες της επισκοπής του μια εγκύκλιο καταπέλτη με την οποία εξαπολύει αναθέματα κατά του ανώνυμου δράστη. Αν ο επίσκοπος ξέρει να κατσαδιάζει, ο δράστης επιστρέφει τα κλοπιμαία. Ένας αγρότης πονηρός και δεισιδαίμων δεν φοβάται να βλασφημεί τον Θεό· φοβάται όμως τις απειλές του επισκόπου του. Ξέρω για ένα τουφέκι που επέστρεψε στον κάτοχό του χάρη στη φωνή των ιερών και οσίων. Ο κατώτατος κλήρος ουδόλως πληρώνεται από το κράτος. Προσπορίζεται κάποια έσοδα από τη συγκομιδή και κυρίως ζει από τα μυστήρια που τελεί: παντρεύει, βαφτίζει, κηδεύει, εξορκίζει με το αζημίωτο, κοινωνεί τους ανθρώπους στο σπίτι με κάποια μικρή αμοιβή. Το επάγγελμα του ιερέα ή παπά είναι αρκετά προσοδοφόρο χωρίς να είναι ιδιαίτερα κοπιώδες, και οι περισσότεροι ιερείς τρέφουν με άνεση το σπιτικό τους. Αν τα μυστήρια δεν αποφέρουν αρκετά, αν τα έσοδα από τους εράνους είναι λίγα, ο παπάς βρίσκει άλλους πόρους στη γεωργία ή το εμπόριο. Καλλιεργεί ένα χωράφι, ανοίγει ένα μαγαζί, κρατά ένα καφενείο. Στην Αίγινα έμενα μαζί με τον Γκαρνιέ στο σπίτι ενός αναγνώστη, ενός βοηθού του ιερέα. Ο καλός αυτός άνθρωπος φαινόταν ευχαριστημένος από το επάγγελμά του. Τον ρώτησα μια μέρα αν θα προσπαθούσε να ανέλθει στον βαθμό του ιερέα. «Όχι» μου είπε «δεν θα κερδίζω πολύ περισσότερα, και θα έχω και πολλή δουλειά. Το αμπέλι μού δίνει τόσα, η εκκλησία τόσα· έχω τόσες ώρες δουλειά την εβδομάδα· μου μένει χρόνος για να πιω ένα ποτήρι με τους γείτονες όταν μου έρθει όρεξη ή να χορέψω τον Βασιλάκη μου στα γόνατά μου· γιατί, δηλαδή, να θέλω τα καλύτερα;» Η κυβέρνηση διατηρεί πέντε ιεραποστόλους επιφορτισμένους με τη διάδοση του θείου λόγου στην ύπαιθρο· πληρώνει στην πρωτεύουσα δύο καθηγητές εκκλησιαστικής μουσικής που εκπαιδεύουν τη νεολαία στη μελωδική τέχνη να τραγουδάς από τη μύτη. Το κράτος πληρώνει τα τροφεία είκοσι υποτρόφων στην εκκλησιαστική σχολή που ίδρυσε ο

ετερόχθων κύριος Ριζάρης. Ένα πρωινό που σταματήσαμε να φάμε σε ένα αγροτόσπιτο στο χωριό Ίσαρι, το πλήθος ήρθε, ως συνήθως, και στριμώχτηκε γύρω μας, έχωσε σχεδόν τη μύτη του στα πιάτα μας. Ο πιο αξιοπρόσεκτος από όλους τους επισκέπτες μας ήταν ένας γεροδεμένος και ρωμαλέος άντρας που από τα μακριά γένια του σαν του σκαπανέα και τον σκούφο του κατάλαβα πως ήταν ο παπάς του χωριού. Ήρθε με απλότητα και γονάτισε δίπλα μου· μου απηύθυνε τον λόγο, και όταν είδε πως μπορούσα να απαντήσω, έβγαλε κραυγές θαυμασμού: Ελληνικά! Ξέρει ελληνικά! Ελληνικά! Ω, τέτοιος γλυκασμός!3 Μέσα στον αφελή ενθουσιασμό του μου ορκίστηκε από την πρώτη στιγμή αιώνια φιλία. Και καθώς από τους φίλους μας μυστικά δεν έχουμε, άρχισε να μου λέει τις ιστορίες του, πόσων χρόνων είναι η γυναίκα του και το άλογό του, πόσα πρόβατα έχει και πόσα παιδιά, μπερδεύοντας και ανακατεύοντας τα πάντα καθώς μιλούσε για όλα ταυτόχρονα. «Κι εσύ» μου είπε «πόσων χρόνων είσαι; Πολύ νέος είσαι για να φέρνεις τον κόσμο βόλτα. Πόσων χρόνων είναι οι φίλοι σου; Τι πράγμα; Αυτός είναι τριάντα και φορά κιόλας γυαλιά! Ελληνικά γιατί δεν μιλάει; Δεν πιστεύω να το κάνει γιατί μας περιφρονεί. Είστε πλούσιοι; Οι γονείς σας είναι στρατιωτικοί ή έμποροι; Αδέλφια έχετε; Από ποια χώρα είστε; Γάλλοι; Αλήθεια; Έχω ακούσει για τον λαό αυτόν. Αλλά, πες μου, η πατρίδα σας έχει θάλασσα; Είναι μεγάλη; Ποτάμια σαν τα δικά μας έχετε; Μουριές καλλιεργείτε; Πρόβατα έχετε; Τέχνες ξέρετε;» Αναλογιζόμουν: «Αν ο παπάς αναλάβει να κάνει και τον δάσκαλο, τα παιδιά του χωριού θα αποκτήσουν μια μόρφωση!» Ο Λευτέρης, λιγότερος υπομονετικός από μένα, τον διέκοψε με εκείνη την ελληνική οικειότητα που πηγάζει από ένα έντονο αίσθημα ισότητας: «Παπά, είσαι περίεργος και λες πολλά· μας ενοχλείς». Ο καλός άνθρωπος έσπευσε να με πάρει με το μέρος του και να πω ότι δεν με ενοχλούσε. Όσο εκείνος μου μιλούσε εγώ κατέγραφα τη συζήτησή μας. Πήρε το χαρτί μου, και με εφόδιο κάτι τεράστια γυαλιά το κοίταξε με ύφος σοβαρό από κάθε πλευρά. - Α, ξέρεις να γράφεις! Ξέρεις και ορθογραφία μήπως; - Ας πούμε, ναι. - Αφού το λες, έτσι θα ’ναι. Λένε όμως πως είναι στρυφνή επιστήμη. Πράγματι, η ελληνική ορθογραφία είναι ιδιαίτερα δύσκολη, καθώς ο ίδιος φθόγγος μπορεί να γραφτεί με πέντε ή έξι διαφορετικούς τρόπους. - Έχετε βασιλιά στη Γαλλία; συνέχισε ο παπάς με τις απορίες του. - Τώρα δεν έχουμε. Ένας χωρικός διατύπωσε ντροπαλά τη σκέψη ότι τη χώρα προφανώς θα την

κυβερνούσαν λοχαγοί. «Αστοιχείωτε!» είπε ο ιερέας· «αφού η χώρα είναι μεγάλη, θα την κυβερνούν στρατηγοί». Ο κλήρος της υπαίθρου θα είναι σε θέση να μορφώσει τον λαό όταν και ο ίδιος πάει στο σχολείο.

II Οι μοναχοί - Τα μοναστήρια όταν τη χώρα την είχαν οι Τούρκοι - Ένα μοναστήρι με διπλή αποστολή στα Ιωάννινα - Η ελληνική κυβέρνηση έκλεισε ορισμένα μοναστήρια - θα έπρεπε να τα είχε κλείσει όλα - Άγνοια, οκνηρία και ζωηράδα των μοναχών Η φιλοξενία τους - Μια ημέρα στη μονή Λουκούς - Σκέψεις και συναισθήματα του ηγούμενου για το επάγγελμα του μοναχού - Το Μέγα Σπήλαιο - Οι βιβλιοθήκες των μοναστηριών Ο ελληνικός κλήρος ήταν πολύ μεγαλύτερος επί Τουρκοκρατίας από όσο είναι σήμερα. Οι Τούρκοι είναι ένας από τους πιο ανεκτικούς λαούς της γης σε θέματα θρησκείας. Στην Κύπρο, υπό τουρκική κατοχή, αριθμούνται σήμερα πάνω από 1.700 μοναχοί ή παπάδες σε έναν ελληνικό πληθυσμό 70.000 ψυχών· και δεν πάνε ούτε δέκα χρόνια από τότε που αυτά τα 1.700 άτομα, όλοι πλούσιοι ή εύποροι εισοδηματίες, υποχρεώνονται να πληρώνουν φόρο. Υπάρχει στα Ιωάννινα ένα γυναικείο μοναστήρι με 200 άτομα εσώκλειστα. Δεν είναι όμως τόσο εσώκλειστα ώστε να μην μπορούν να πηγαίνουν κάθε μέρα στην πόλη να προσέχουν τους αρρώστους, να κάνουν δουλειές σε σπίτια και κυρίως να επιδίδονται σε ένα εμπόριο που οι κανόνες της Εκκλησίας ποτέ δεν συνέστησαν. Οι πασάδες των Ιωαννίνων, για να θέσουν τέλος σε ένα σκάνδαλο που προκαλεί τους Τούρκους, θέλησαν αρκετές φορές να ξεφορτωθούν τον οίκο αυτόν που έκανε κατάχρηση της ανοχής τους· αλλά ο ελληνικός πληθυσμός και κυρίως ο κλήρος ξεσήκωσε τέτοια διαμαρτυρία που το μοναστήρι ούτε έκλεισε ούτε αναμορφώθηκε. Η κυβέρνηση του βασιλείου της Ελλάδας βρήκε τη χώρα κατάμεστη από μοναχούς. Πολλά μοναστήρια τα έκλεισε· έπρεπε να τα είχε κλείσει όλα. Η γη χρειάζεται χέρια, ο πληθυσμός δεν αυξάνεται καθόλου και η αγαμία αυτών των μοναχών είναι για τη χώρα τόσο επιζήμια όσο ο πυρετός και η πανώλη. Αν τουλάχιστον τα μοναστήρια ήταν εργαστήρια ή σχολεία. Αλλά το μεγαλύτερο προνόμιο των ελλήνων μοναχών είναι ότι δεν μαθαίνουν τίποτε ούτε και κάνουν τίποτα. Σε αυτά τα καταφύγια αμάθειας και οκνηρίας το μόνο που ακούς είναι αργόσχολες συζητήσεις, πολιτικά κουτσομπολιά, αντεθνικές μηχανορραφίες και εγκώμια του τσάρου της Ρωσίας.

Πάντως, οι έλληνες μοναχοί είναι άνθρωποι της καλοπέρασης. Δεν τους λείπει τίποτα· και η ευδαιμονία κάνει τους ανθρώπους καλοσυνάτους. Πέρασα μια πολύ όμορφη μέρα στη μονή Λουκούς, κοντά στο Άστρος, χάρη στην όλο φλυαρία φιλοξενία του ηγούμενου, του ανώτερου ιεραρχικά δηλαδή. Κατά την άφιξή μας, τον βρήκαμε να του φιλούν τα χέρια τρεις τέσσερις χωρικοί από τη γύρω περιοχή· ξέφυγε από τις μετάνοιές τους και ήρθε προς το μέρος μας για να μας καλωσορίσει. Ήταν ένας άντρας γύρω στα σαράντα πέντε, όλο σφρίγος και ρώμη, με όμορφη γενειάδα και όμορφο παράστημα. Μας προσέφερε, πριν καλά καλά μπούμε μέσα, καπνό από τη σοδειά του σε τσιμπούκια που τα έφτιαχνε ο ίδιος. Έπειτα, ενώ ο Γκαρνιέ και ο Κιρζόν ξεκινούσαν μια ακουαρέλα με την εκκλησία του, με ξενάγησε στον κήπο και στο σπίτι. Το σπίτι ήταν ετοιμόρροπο αλλά ο κήπος σε καλή κατάσταση. - Να οι κυψέλες μας, μου είπε· μαζεύουμε ένα μέλι που όταν το δοκιμάσεις θα με θυμηθείς. Το μέλι του Υμηττού έχει άρωμα θυμάρι, το μέλι της Καρύστου τριαντάφυλλο· το δικό μας έχει έντονη γεύση πορτοκαλανθού. - Υποθέτω, του είπα, ότι το μέλι από τα μελίσσια σας δεν είναι το μόνο σας εισόδημα. - Όχι, έχουμε δύο μύλους, λίγα σιταροχώραφα, δύο κάρα· όλα αυτά τα δουλεύουν οι χωρικοί. Οι ελιές αποτελούν τον πιο σίγουρο πλούτο μας. Τις καλές χρονιές πουλάμε μέχρι και 10.000 οκάδες λάδι (12. 500 κιλά). Έχουμε εδώ κοντά και κάποια κοπάδια. Οι βοσκοί μας ζουν σε σκηνές. Ενώ επισκεπτόμασταν μαζί κάποια ρωμαϊκά ερείπια κοντά στη μονή, τα σκυλιά των βοσκών ήρθαν προς το μέρος μας θέλοντας ολοφάνερα να μας μυρίσουν. Ο ηγούμενος, εντούτοις, παρά το αξίωμά του, μάζεψε πέτρες και υπερασπίστηκε τον φιλοξενούμενο του. Έπειτα από κάνα τέταρτο συζήτηση, έφτασε και στην πολιτική όπου και σταθήκαμε για πολλή ώρα. Ήταν συνδρομητής στον Αιώνα, εφημερίδα του ρωσικού κόμματος που κυκλοφορεί στην Αθήνα και που, για δέκα χρόνια, έσπερνε τη μισαλλοδοξία στην Ελλάδα και την εξέγερση στην Τουρκία. Δεν δυσκολεύτηκα να δω ότι ο σεβάσμιος φίλος μου ήταν αφοσιωμένος ψυχή τε και σώματι στον Νικόλαο και ότι ο Όθωνας τον απασχολούσε τόσο όσο και ο αυτοκράτορας της Κίνας. Όταν τα περί πολιτικής εξαντλήθηκαν, τον έβαλα με τρόπο να αρχίσει να μου μιλάει για τις δουλειές και τον κόπο που απαιτούσε το επάγγελμά του. - Έχουμε, μου είπε, λίγα πράγματα να κάνουμε. Όταν οι λειτουργίες τελειώνουν, όταν έχουμε ψάλει όλα όσα υπαγορεύουν οι κανόνες και έχουμε κάνει τον σταυρό μας τόσες φορές όσες ορίζει η Εκκλησία, η δουλειά μας έχει τελειώσει. Έχω γερό

στέρνο, όπως βλέπεις, και ψάλλω πολύ καλά δυο ώρες συνεχόμενες χωρίς να κουραστώ. Όσο για τα σταυροκοπήματα που είναι λίγο πιο κουραστικά, δεν είμαι κουλός. Δόξα τω Θεώ. Το στομάχι μου έχει συνηθίσει στις αυστηρές νηστείες και, εξάλλου, βγάζω τα σπασμένα τις άλλες μέρες. Ο καλός αυτός άνθρωπος μιλούσε για την εκκλησία του όπως ένας έμπορος για το μαγαζί του και για τις προσευχές του όπως ένας χτίστης για το μυστρί του. Η καμπάνα της εκκλησίας χτύπησε· ο εσπερινός θα άρχιζε: συνόδευσα τον οικοδεσπότη μου στη δουλειά του, κι εκείνος ασχολήθηκε με τα καθήκοντά του όσο ετοιμαζόταν το βραδινό μας. Μόλις είχαμε καθίσει στο τραπέζι όταν κατέφθασε όλο το μοναστήρι με τον ηγούμενο επικεφαλής. Είχαμε απέναντι μας ένα κοινό από δεκαπέντε καλόγερους και καλογεράκια που ήθελαν να δουν τους Φράγκους να τρώνε το φαγητό τους. Ο νεότερος από τους μαθητευόμενους είχε μια ζωηρή έκφραση που μας θύμιζε τον Πέμπλο. Όλος αυτός ο περιποιητικός αλλά και αδιάκριτος κόσμος μάς φόρτωσε με καλούδια. Μας χάρισαν μέλι από τα μελίσσια τους, γάλα από τις κατσίκες τους, ελιές από τον κήπο τους, τυρί φρέσκο και αλατισμένο από τις προβατίνες τους, ρετσίνα που άρεσε στον Γκαρνιέ και δύο ή τρία είδη μοσχάτου σε φιάλη: όλα τα κρασιά ήταν από το αμπέλι τους. Ο ηγούμενος αρνήθηκε να μοιραστεί το δείπνο μας· είχε φάει με τους δικούς του ανθρώπους, αλλά ήπιε στην υγειά μας, και η βραδιά μας πέρασε ευχάριστα. - Και ποια είναι εκείνα που σας ευχαριστούν; τον ρώτησα, όπως η Αταλί τον νεαρό Ελιασέν.4 Μου έδωσε να καταλάβω ότι περισσότερο απ’ όλα απολάμβανε το πιο απλό πράγμα που έχει δώσει ο θεός στον άνθρωπο, που είναι το να μην κάνει τίποτα. Συμπλήρωσε πως δεν είχα παρά να κοιτάξω το ποτήρι μου και το πιάτο μου για να δω τις δύο άλλες πηγές απ’ όπου αντλούσε από καιρού εις καιρόν κάποια ικανοποίηση. Κατέληξε να πει ευθαρσώς ότι είχε ξεγράψει τις απολαύσεις που η θέση του του απαγόρευε, αλλά ότι είχε στη διάθεσή του, γύρω από το μοναστήρι, στρέμματα δάσους και βουνού όπου μπορούσε να κυνηγήσει, να τρέξει και να δαμάσει το σώμα του με την κούραση. «Έλα να με δεις και του χρόνου» μου είπε «την άνοιξη ή το φθινόπωρο όταν δεν θα έχεις δουλειές, θα κυνηγήσουμε μαζί, θα αδειάσουμε κάμποσα από τα μπουκάλια αυτά, και θα δεις, παιδί μου, ότι η δουλειά του μοναχού είναι σαν του βασιλιά». «Αμήν» είπε η συνάθροισή μας, και πήγαμε να κοιμηθούμε. Τα καλογεράκια έχασαν το δωμάτιό τους, το κρεβάτι τους και τα σεντόνια τους ακόμα. Οι δαίμονες αυτοί πέρασαν τη νύχτα τους κάτω από ένα υπόστεγο, στο χλωμό φως των αστεριών.

Την επομένη, πριν ξημερώσει, ο Λευτέρης ήρθε να μας ξυπνήσει. Τα άλογα ήταν έτοιμα, θέλαμε να περιμένουμε να τελειώσει η πρωινή λειτουργία για να αποχαιρετήσουμε τον ηγούμενο· βγήκε όμως από την εκκλησία, περιφρονώντας τους κανόνες, και παράτησαν όλοι τις προσευχές τους για να έρθουν να μας αποχαιρετήσουν. Η φιλοξενία στα μοναστήρια είναι δωρεάν. Μόνο που είναι καλή χειρονομία να δώσεις δέκα λεπτά στα καλογεράκια, που ποτέ δεν λένε όχι, και να ρίξεις στο παγκάρι τον οβολό σου: φροντίζουν, μάλιστα, να σου το υποδείξουν. Σε ορισμένα μοναστήρια, όπως στο Μεγάλο Σπήλαιο, η προσέλευση είναι τόσο μεγάλη που οι μοναχοί προσφέρουν στους φιλοξενούμενους μόνο τη στέγη, το ψωμί και το κρασί. Τα υπόλοιπα τα πουλάνε. Αυτό το Μέγα Σπήλαιο είναι το μεγαλύτερο μοναστήρι της Ελλάδας. Αριθμεί περίπου διακόσιους μοναχούς κάθε ηλικίας, που κοιμούνται σε αχούρια και τρώνε όπως όπως. Η απήχηση της μονής στηρίζεται σε μια εικόνα της Παναγίας που τη φιλοτέχνησε, λένε, ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Το μοναστήρι, χτισμένο σε ένα τεράστιο κούφιο στον βράχο, μοιάζει, λόγω της κατασκευής του και του χρώματός του, με τους πάγκους με τα αμυγδαλωτά στο παζάρι. Είναι κατασκευασμένο από άσπρο ξύλο. Κάθε χρόνο, ένας τεχνίτης της περιοχής υψώνει ένα νέο παράπηγμα πάνω από τα άλλα, και ένας ελαιοχρωματιστής του μοναστηριού το βάφει όπως όπως σε ένα ζωηρό κόκκινο ή σε φανταχτερό μπλε. Το βασιλικό δωμάτιο, όπου μας έβαλαν για να μας τιμήσουν, είναι ένα αριστούργημα του είδους. Η διακόσμηση είναι αλλόκοτη χωρίς να είναι δυσάρεστη· η θέα είναι υπέροχη. Κοιμηθήκαμε σε ένα μεγάλο ντιβάνι που απλώνεται περιμετρικά της αίθουσας. Οι καλοί γέροντες, έτσι ονομάζουν οι Έλληνες τους μοναχούς κάθε ηλικίας, δεν είναι και φανατικοί της καθαριότητας: στο δωμάτιο του βασιλιά σε τρώνε ζωντανό. Οι μονές του βασιλείου διαθέτουν κάποια λειτουργικά βιβλία. Για τις βιβλιοθήκες τους αυτά είναι τα μόνα που έχω να πω.5

ΙΙΙ Οι εκκλησίες - Όλοι οι Έλληνες είναι θρησκευόμενοι αλλά αυτό δεν τους κάνει καλύτερους - Ο χαρακτήρας του βυζαντινού καθολικισμού - Οι γιορτές - Το καρναβάλι - Η Σαρακοστή - Αμαρτίες ως αποτέλεσμα της Σαρακοστής - Η νύχτα του Πάσχα - Οι τουφεκιές - Τα παιδιά του Μυστρά Στην Ελλάδα υπάρχουν πιο πολλές εκκλησίες παρά σπίτια; Ή πιο πολλά σπίτια παρά εκκλησίες; θα ήθελα να μου λυνόταν η απορία. Μέσα στη χρονιά, οι εργάσιμες μέρες είναι περισσότερες από τις αργίες; Δεν είμαι σίγουρος. Η Αθήνα και τα περίχωρα αριθμούν πάνω από τριακόσιες εκκλησίες, από τις οποίες πέντε έξι μπορούν να είναι σε λειτουργία. Οι άλλες είναι καλύβια που ούτε οι βοσκοί δεν τις θέλουν. Είναι μόνο τέσσερις τοίχοι, και μια στέγη ενίοτε. Βρίσκει κανείς σε μια γωνιά ένα σβησμένο καντήλι, και μερικές φορές διακρίνει στους τοίχους ένα χέρι του Αρχάγγελου Μιχαήλ ή ένα μηρό από το άλογο του Αγίου Γεωργίου. Η επίπλωση του ναού αποτελείται από μερικές στοιβαγμένες πέτρες, κάποια κομμάτια ξύλου, τα δίχτυα κάποιου ψαρά, αν είναι κοντά στη θάλασσα, ή το κουφάρι ενός αρνιού που έχασε τον δρόμο του και πήγε να πεθάνει κάπου προστατευμένα. Ωστόσο, καμία από τις εκκλησίες αυτές δεν είναι εντελώς εγκαταλελειμμένη. Έχουν κι αυτές τη μέρα τους μέσα στον χρόνο. Ανάβουν μία φορά τουλάχιστον αυτή τη μικρή γυάλινη λάμπα, όπου καίει λίγο λιβάνι· ψάλλουν μερικές προσευχές και πέντε έξι άτομα στριμώχνονται γύρω από τον παπά στο στενόχωρο εσωτερικό του ναού. Κατά την άποψη όλων των Ελλήνων, είναι έργο θεάρεστο να φτιάχνεις αυτά τα καλύβια και ιεροσυλία να τα καταστρέφεις.6 Να γιατί τα μνημεία αυτά της ένδειας και της αμάθειας παραμένουν όρθια. Κάθε εκκλησία είναι χωρισμένη σε δύο χώρους. Το Άγιο Βήμα χωρίζεται από τον κυρίως ναό με έναν τοίχο που έχει είτε ένα είτε τρία ανοίγματα· ο παπάς μια κρύβεται από τους πιστούς και μια τους φανερώνεται. Όλοι οι Έλληνες ανεξαιρέτως είναι θρησκευόμενοι και πηγαίνουν στην εκκλησία. Η Ελλάδα δεν έχει ούτε φιλοσόφους, ούτε ελεύθερους διανοητές, ούτε ισχυρά πνεύματα. Όταν λέω ισχυρά πνεύματα εννοώ αυτούς τους φανφαρόνους που απορρίπτουν μια θρησκεία χωρίς να τη γνωρίζουν και κάνουν επίδειξη ενός σκεπτικισμού όπου ο στοχασμός είναι αποκλεισμένος. Στην Ελλάδα θεωρείται κομψό να πηγαίνει κανείς στην εκκλησία κάθε Κυριακή, να παίρνει αγιασμό, να κάνει τον σταυρό του, να νηστεύει τις τέσσερις περιόδους

νηστείας και να κρατά αναμμένο κερί το Πάσχα. - Πού πηγαίνετε; είπε ένας άνθρωπος του κόσμου σε έναν δανδή: - Πάω να παρακαλέσω τον παπά να έρθει να με εξομολογήσει αύριο. Δεν φάνηκε διάθεση θυμηδίας στον άνθρωπο του κόσμου. Οι Έλληνες, λοιπόν, ούτε φοβούνται μην κριθούν ούτε υποκρίνονται: ο καθένας εκτελεί τα θρησκευτικά του καθήκοντα γιατί πιστεύει, και κανένας δεν φοβάται μήπως φανεί γελοίος τηρώντας τα. Ο λαός είναι έτσι πιο ηθικός; ουδόλως. Το σχισματικό ελληνικό δόγμα είναι ένα νεκρό γράμμα και δεν απαιτεί ίχνος αρετής, παρά μονάχα προσποίηση· βρίθει από σχολαστικές και προσβλητικές υποδείξεις· διαπρέπει στις στερήσεις του σώματος χωρίς όφελος όμως για το πνεύμα· κουράζει τα χέρια χωρίς να χαλυβδώνει την καρδιά· γέρνει το σώμα προς τη γη χωρίς να υψώνει την ψυχή στον ουρανό· το δόγμα αυτό, τέκνο της ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, είναι και αυτό κομμάτι της βυζαντινής ηλιθιότητας. Έχω δει δύο φορές στην Ελλάδα τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή και τον εορτασμό του Πάσχα. Είχα, λοιπόν, την ευκαιρία να παρατηρήσω το δόγμα αυτό και ως προς τους αυστηρούς του κανόνες και ως προς τις γιορτές του. Μια ευτυχής συγκυρία μού επέτρεψε να κάνω αυτή τη μελέτη μία φορά στην πόλη και μία φορά στην ύπαιθρο· αλλά οι άνθρωποι της πόλης και οι άνθρωποι του χωριού μοιάζουν πολύ και ως προς την απόλαυση και ως προς την αποχή και νηστεία. Το καρναβάλι στην Αθήνα γιορτάζεται όπως στο Πριβά και στο Μορτάν και σε κάθε μικρή πόλη στον κόσμο. Οι μασκοφόροι που κυκλοφορούν στην πόλη είναι άσχημοι και βρόμικοι. Προτιμούν μεταμφιέσεις από την αρχαιότητα, με περικεφαλαίες από χαρτόνι και ασπίδες από χαρτί ταπετσαρίας· οι δρόμοι γεμίζουν με ήρωες του Ομήρου. Αυτό που δίνει στους μασκοφόρους τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση είναι να πάρουν μια μακριά πετονιά και να δέσουν ένα κουλούρι στην άκρη της κλωστής. Όλα τα παιδιά τρέχουν με την ελπίδα να δαγκώσουν το γλυκό· αλλά πριν το πιάσει κάποιος το έχουν δαγκώσει χίλιες φορές και το έχουν γλείψει άλλες τόσες. Ο ψαράς το τραβά με δύναμη μόλις δει πως κάποιος πάει να το πιάσει. Όπως καταλαβαίνετε, απαγορεύεται να βάλει κανείς τα χέρια του, και όταν κάποιος το προσπαθήσει, αποδοκιμάζεται έντονα. Εκείνο που προσδίδει ακόμα μεγαλύτερη φαιδρότητα στην ψυχαγωγία αυτή είναι το γεγονός ότι ο ψαράς φροντίζει να στέκεται κοντά σε ένα ποταμάκι ώστε κάθε αδέξιο ψάρι να γίνεται και ψάρι στο νερό. Υπάρχει και άλλο ένα παιχνίδι η προέλευση του οποίου φαίνεται πολύ παλιά και που το νόημά του παραμένει άγνωστο. Στερεώνουν ένα κοντάρι καταμεσής του δρόμου και από την κορυφή του κρεμούν δέκα ή δώδεκα κορδέλες. Οι μασκοφόροι πιάνουν από μία και όλοι μαζί γυρνούν γύρω από τον στύλο, όπως τύχει και προς

όλες τις κατευθύνσεις, προσέχοντας να μην μπερδέψουν τις κορδέλες.[25] Το καρναβάλι, όπως και όλες οι άλλες γιορτές, είναι μάλλον μουντό. Μπορεί οι Έλληνες να διασκεδάζουν πολύ, αλλά αυτό το κάνουν από μέσα τους. Η ευθυμία τους δεν έχει ούτε γέλιο ούτε ζωηράδα. Η Σαρακοστή ξεκινά τη Δευτέρα και η Τρίτη της κρεατοφαγίας γίνεται της νηστείας. Τη Δευτέρα όλος ο λαός των Αθηνών συγκεντρώνεται στους στύλους του ναού του Διός για να ξεκινήσουν όλοι μαζί τη νηστεία και προσευχή των σαράντα ημερών. Τρώνε σε μεγάλες ποσότητες σκόρδο, κρεμμύδι και κάθε είδους ωμά λαχανικά. Τραγουδούν πολύ και από τη μύτη. Πίνουν λίγο και χορεύουν κιόλας. Έπειτα από αυτή τη θρησκευτική τελετή γυρνάει ο καθένας στο σπίτι του. Η Σαρακοστή των Ελλήνων είναι ό,τι καλύτερο για να χαλάσει τη διάθεσή τους. Όχι μόνο απέχουν από το κρέας αλλά και από το βούτυρο, τα αυγά, τη ζάχαρη και συχνά και το ψάρι. Τρώνε μονάχα ψωμί, αυγοτάραχο και χόρτα με λίγο λάδι. Κατά τη Σαρακοστή, επίσης, τα πνεύματα παίρνουν φωτιά, και όλα τα πάθη, πολιτικά και θρησκευτικά, είναι εν βρασμώ. θα πρέπει να πιστέψει κανείς ότι ο λόγος που οι Έλληνες υποβάλλονται σε μια δίαιτα τόσο αυστηρή δεν είναι μόνο επειδή τους αρέσει να τρώνε μουχλιασμένες ελιές· είναι κυρίως επειδή θέλουν να κερδίσουν τη Βασιλεία των Ουρανών. Αλλά κάλλιστα μπορεί να στοιχηματίσει κανείς ότι η Σαρακοστή στέλνει περισσότερους ανθρώπους στην Κόλαση παρά στον Παράδεισο, τόσο τους σπρώχνει να διαπράξουν το αμάρτημα της ζηλοφθονίας. Δεν είδα ποτέ Έλληνα να τρώει τις ελιές του χωρίς να λέει: «Το Πάσχα, όμως, θα φάω κρέας!» Στη διάρκεια της αγίας εβδομάδας, που την ονομάζουν «Μεγάλη», αυτή η επιθυμία για κρέας, που ούτε χαλιναγωγείται ούτε ικανοποιείται, καταντά παραφροσύνη. Η Μεγάλη Πέμπτη, η Μεγάλη Παρασκευή και το Μεγάλο Σάββατο κυλούν απελπιστικά αργά. Ο οικοδεσπότης μας στην Αίγινα, ο αναγνώστης, μου επαναλάμβανε σε κάθε γεύμα του: «θα δεις πόσο κρασί θα πιω τη μέρα της Λαμπρής, πόσο θα χορέψω, πόσο θα μεθύσω. Πώς θα πέσω μπρούμυτα καταγής σαν το γουρούνι!» Ο άνθρωπος αυτός ήταν από φυσικού του εγκρατής και, δίχως τη Σαρακοστή, μπορεί να μην είχε μεθύσει ποτέ. Με αυτές τις ευλαβείς σκέψεις ο λαός και ο κλήρος κάνουν τη Σαρακοστή να περάσει γρηγορότερα. Πιστεύουν πως κάνουν ό,τι χρειάζεται για τη σωτηρία της ψυχής τους αν απέχουν από το απαγορευμένο κρέας, και φαντάζονται ότι η υποταγή του στομαχιού τούς απαλλάσσει από εκείνη της ψυχής. Το Μεγάλο Σάββατο, τα μεσάνυχτα, η Σαρακοστή τελειώνει και ξεκινά η γιορτή. Όλες οι εκκλησίες ξεχειλίζουν από κόσμο. Στη μεγαλύτερη από αυτές τις παράγκες στήνουν έναν θρόνο για τον βασιλιά και τη βασίλισσα. Στην κοντινή πλατεία

στήνουν για εκείνους μια εξέδρα στολισμένη με λουλούδια όπου σταματούν ένα λεπτό πριν μπούνε μέσα. Εκεί είναι που ο κλήρος θα τους υποδεχτεί και θα τους αναγγείλει την Ανάσταση. Όταν το ρολόι δείξει μεσάνυχτα, το κανόνι βροντά, η μουσική ξάφνου ξεκινά, όλη η πόλη φωτίζεται, τα βεγγαλικά εκρήγνυνται και όλοι ανάβουν τη λαμπάδα που κρατούν στο χέρι. Εκείνη τη στιγμή η βασιλική αυλή εισέρχεται στην εκκλησία. Ο καθολικός βασιλιάς και η διαμαρτυρόμενη βασίλισσα κρατούν τεράστιες λαμπάδες. Οι υπουργοί και όλοι οι υπόλοιποι υψηλόβαθμοι κρατικοί λειτουργοί έχουν λίγο μικρότερες. Οι απλοί άνθρωποι αρκούνται σε λαμπάδες της δεκάρας. Η τελετή διαρκεί δύο ώρες και περισσότερο, μέσα σε μια ζέστη αποπνικτική· όλος ο κόσμος είναι όρθιος· είδα έναν νεαρό είκοσι χρονών να λιποθυμά από την κούραση και τη ζέστη. Οι γυναίκες που βρίσκονται ψηλά στους εξώστες λούζουν με το κερί από τις λαμπάδες τους τα κεφάλια των ανδρών. Όταν οι προσευχές τελειώσουν, τρέχουν όλοι στο σπίτι τους να φάνε το αρνί. Δεν περιμένουν μέχρι την επόμενη μέρα. Κάμποσοι πεινασμένοι φέρνουν στην εκκλησία ένα μικρό κομμάτι κρέας, που θα το καταβροχθίσουν με τον τελευταίο χτύπο του ρολογιού όταν σημάνει μεσάνυχτα. Στον ελληνικό λαό αρέσει ο θόρυβος, και οι τουφεκιές είναι απαραίτητες όταν χαίρεται. Πιστεύει, όπως οι Άραβες, ότι δεν γίνεται γιορτή δίχως μπαρούτι. Ο εορτασμός του Πάσχα αντηχεί από διαρκείς και συνεχόμενες εκπυρσοκροτήσεις. Αλλά καθώς ο λαός έχει τη συνήθεια να αλληλοσκοτώνεται από υπερβάλλουσα χαρά, καθώς το παλικάρι ξεχνά πάντα μία σφαίρα στο τουφέκι του και καθώς έχει πάντα την επιδεξιότητα να σκοτώνει τον εχθρό από απροσεξία, η αστυνομία πείστηκε να δώσει τέλος στις τουφεκιές του Πάσχα, στην πρωτεύουσα τουλάχιστον. Το 1852 οι δικαστές των Αθηνών έλαβαν εκείνα τα προληπτικά μέτρα ώστε να εγγυηθούν τη δημόσια τάξη. Πάντως, για δύο νύχτες, στάθηκε αδύνατο να κλείσουμε μάτι. Δεν έριχναν πια πιστολιές στους δρόμους αλλά μέσα από τα παράθυρα, από τις αυλές και στην ανάγκη από τις καμινάδες. Πριν από τρία τέσσερα χρόνια, οι νεαροί Μανιάτες του Μυστρά, με την ευκαιρία του εορτασμού του Πάσχα, δανείστηκαν τα τουφέκια των πατεράδων τους και χωρίστηκαν σε τρία στρατόπεδα, που αντιστοιχούσαν στο ρωσικό κόμμα, στο γαλλικό κόμμα και στο αγγλικό κόμμα. Παραλίγο να φτάσουν και στους πυροβολισμούς, κάτω από το βλέμμα των ευτυχισμένων και ένδοξων γονιών τους. Τη στιγμή όμως που θα ξεκινούσε η δράση, οι Γάλλοι και οι Άγγλοι ενώθηκαν εναντίον των Ρώσων, και η μάχη τερματίστηκε χωρίς να πέσει τουφεκιά. Την Τρίτη του Πάσχα, όλος ο κόσμος συγκεντρώνεται στον ναό του Θησέα. Είναι η δεύτερη γιορτή των Στύλων και η επανάληψη εκείνης που ανοίγει τη Σαρακοστή. Στη διάρκεια αυτών των δύο γιορτών μπορεί κανείς με μόνο μια ματιά τριγύρω να

δει τους χαρακτηριστικούς τύπους, τα έθιμα και τα κοστούμια του ελληνικού λαού. Κανείς δεν λείπει, ούτε οι ορεσίβιοι της Πάρνηθας, ούτε ο βασιλιάς που κάνει βόλτα έφιππος μαζί με την αυλή του.

IV Μια ελληνική κηδεία Την επαύριον της άφιξής μας στην Αθήνα, περπατούσαμε στην τύχη μέσα στους δρόμους για να γνωρίσουμε την πόλη. Στα εκατό βήματα άκουσα μια απελπιστικά μονότονη μουσική· έτρεξα προς τα εκεί και είδα να περνά μια κηδεία. Στην κεφαλή της πομπής βρίσκονταν τρία τέσσερα πιτσιρίκια που κρατούσαν ψηλά άλλο έναν σταυρό άλλο μια εικόνα στην άκρη ενός κονταριού. Ένας άντρας κρατούσε το καπάκι του φέρετρου, που ήταν καλυμμένο με μαύρο χαρτί γεμάτο λευκούς σταυρούς. Λίγο πιο μπροστά πήγαιναν οι μουσικοί. Οι παπάδες τους ακολουθούσαν και κατά διαστήματα έπαιρναν εκείνοι τη σκυτάλη με κάποιους μονοφωνικούς σκοπούς σε τόνο χαμηλό και μελαγχολικό. Το φέρετρο το μετέφεραν στα χέρια. Τη νεκρή την είχαν ντύσει με ένα μπλε ρούχο και είχαν σκορπίσει παντού πάνω της νάρκισσους και αρωματικά λουλούδια. Το ακάλυπτο πρόσωπό της είχε μια ειρηνική έκφραση λες και κοιμόταν. Για να διώξουν επιμελώς τη φρίκη που φέρνει η θέα του θανάτου, είχαν ζωντανέψει με λίγο καρμίνι το σβησμένο χρώμα των χειλιών της. Πίσω από το φέρετρο περπατούσαν τρεις ψηλοί νεαροί με ασθενική φυσιογνωμία, ο ένας εκ των οποίων δεν θα αργήσει να ακολουθήσει τη μητέρα του. Πήγαιναν χωριστά, υποβασταζόμενοι από δυο φίλους ο καθένας. Το μόνο σημάδι σε ένδειξη πένθους που φορούσαν ήταν μια μαύρη κορδέλα στον κόκκινο σκούφο τους. Σχεδόν όλοι όσοι ήταν στην πομπή φορούσαν χρωματιστό σακάκι, λευκή φουστανέλα και γκέτες κόκκινες ή μπλε. Όλα τα πρόσωπα είχαν μια έκφραση σοβαρότητας και περισυλλογής που δεν συναντάς συχνά στις δικές μας κηδείες· η αλήθεια είναι ότι την πομπή την αποτελούσαν κυρίως συγγενείς της νεκρής. Έχω πει πως οι ελληνικές οικογένειες είναι μεγάλες και σύνθετες. Μπήκαν στην εκκλησία. Το φέρετρο τοποθετήθηκε στη μέση του κυρίως ναού, κοντά στα άδυτα των αδύτων και στο τμήμα της εκκλησίας όπου μόνο οι ιερείς έχουν δικαίωμα να εισέλθουν. Οι παρευρισκόμενοι παρέμεναν όρθιοι· δεν υπάρχουν καρέκλες στις εκκλησίες. Μια ηλικιωμένη γυναίκα μοίρασε τα κεριά σε όλο τον κόσμο. Είκοσι με τριάντα πιτσιρίκια που παίζουν στον δρόμο σπεύδουν να πάρουν από ένα και παρίστανται

στην τελετή με μια σοβαρότητα που θα τιμούσε και γερουσιαστή. Οι παπάδες, με τα μακριά τους μαλλιά και τα κυματιστά τους γένια, έψελναν τις προσευχές των νεκρών. Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου να μελετήσω αν αυτοί οι άνθρωποι, που δεν έχουν απαρνηθεί την αγάπη της οικογένειας, εκτελούν τα καθήκοντά τους με περισσότερη ζέση από εκείνους που δεν έχουν άλλη οικογένεια από τον θεό. Μου φάνηκε, αντίθετα, ότι εκτελούσαν αυτή τη θλιβερή εργασία ως άνθρωποι που βιάζονται να τελειώσουν και να επιστρέφουν στο σπίτι τους. Οι δεήσεις ψέλνονταν στη γλώσσα του λαού και, ωστόσο, είτε το ψάλσιμο έκανε τα λόγια ακατανόητα είτε ο λαός έχει χάσει τη συνήθεια να αναζητεί το νόημα στις προσευχές, οι ακροατές έμοιαζαν να ακούν μονάχα τις σκέψεις τους. Όταν η εξόδιος ακολουθία τελείωσε, οι συγγενείς και οι φίλοι πλησίασαν ένας ένας τη νεκρή και την ασπάστηκαν στα χέρια και στο πρόσωπο. Έδωσαν έτσι έναν χαρακτήρα θρησκευτικό και επίσημο στην ύστατη εκδήλωση αγάπης που δέχονται οι νεκροί. Δεν μπορούμε παρά να νιώσουμε βαθιά συγκίνηση βλέποντας τους γιους να δίνουν, μπροστά από το ιερό, το τελευταίο φιλί στη μητέρα τους. Η πομπή προχώρησε αργά προς το κοιμητήρι. Στον δρόμο, οι άντρες και οι γυναίκες έκαναν τον σταυρό τους με εκείνη τη ζέση που ήδη επισήμανα. Η κηδεία διέσχισε τον Ιλισό και βράχηκε λίγο· η γέφυρα δεν είχε ακόμη χτιστεί. Το πέρασμα του ποταμού θα είχε προκαλέσει κάποια γέλια στη Γαλλία· η τελετή δεν έχασε ίχνος από τη σοβαρότητά της. Η άκρη του κοιμητηρίου που προορίζεται για τους φτωχούς παρουσιάζει ένα θέαμα αξιοπερίεργο. Δεν φυτεύουν πάνω σε κάθε μνήμα ξύλινο σταυρό. Αρκούνται να φυτέψουν στο χώμα, σταυρώνοντάς τα κάπως, τα δύο κοντάρια που χρησιμοποίησαν για να μεταφέρουν το φέρετρο. Πάνω στο μεγαλύτερο από τα δύο αυτά κομμάτια, οι συγγενείς του νεκρού τοποθετούν μια στάμνα, της οποίας τρυπούν τον πυθμένα. Αυτού του είδους η προσφορά ανάγεται πολύ πίσω στον χρόνο. Δεν είδα το σώμα της νεκρής να μπαίνει στη γη με περισσότερη προσοχή από όσο στα πολιτισμένα νεκροταφεία μας. Ακούγονται οι ίδιες κραυγές: «Σπρώξε! Τράβα! Προς τα μένα! Προς τα σένα! Χώσε μέσα τα πόδια! Πρόσεχε το κεφάλι! Επιτέλους! Καλά είναι τώρα!» Χονδροειδές τελετουργικό και ό,τι πρέπει για να νιώσουν οι άνθρωποι αποστροφή απέναντι στον θάνατο σε πολιτισμένη χώρα. Ευτυχισμένος εκείνος που θα πεθάνει σε χώρα των αγρίων χτυπημένος από βέλος, θα τον φάνε οι φίλοι του με σεβασμό ή τουλάχιστον με ευγνωμοσύνη. Έπειτα, ακολούθησαν ένα άλλο τελετουργικό πιο απωθητικό. Αφαίρεσαν από τη νεκρή όλα τα στολίδια που της είχαν φορέσει. Το φόρεμα από μπλε μερινός που το είχαν δείξει περνώντας μέσα σε όλη την πόλη τής το έβγαλαν· την άφησαν με ένα μαύρο παλιοφόρεμα. Πήραν το κεντημένο μαξιλάρι κάτω από το κεφάλι της

και το αντικατέστησαν με έναν σάκο με χώμα. Ξεκίνησαν, μάλιστα, να της βγάζουν κάτι άσχημα μαύρα γάντια που της είχαν βάλει στα χέρια· ένας, όμως, από τους γιους της που προφανώς υπέφερε, όπως εγώ, να βλέπει να μεταχειρίζονται έτσι αυτό το άκαμπτο σώμα, έκανε νόημα να τα αφήσουν. Στο φέρετρο έμειναν μόνο λίγα λουλούδια και ένα μήλο, μικρή προμήθεια για ένα τόσο μεγάλο ταξίδι. Καθένας από τους φίλους έσπευσε να ρίξει λίγο χώμα στον τάφο και έπειτα πήγαν βιαστικά δέκα βήματα πιο πέρα, σε ένα απάνεμο σημείο, όπου άναψαν τσιγάρο. Οι νεωκόροι, τα παπαδάκια και κάποιοι φίλοι άδειασαν ένα μεγάλο μπουκάλι κρασί που είχαν φέρει, μετά πήραν τον δρόμο για το σπίτι της νεκρής προκειμένου να δειπνήσουν εκεί. Γύρισα κι εγώ ήσυχα στο σπίτι, ενώ μπροστά μου τα παπαδάκια χτυπιόντουσαν στην πλάτη με τον σταυρό και πετούσαν πέτρες στις εικόνες του Αγίου Γεωργίου και του Αρχάγγελου Μιχαήλ.

V Δεισιδαιμονία και μισαλλοδοξία Μπροστά από το σπίτι όπου μέναμε στην Κόρινθο κατοικούσε μια φτωχή γυναίκα και ο μοναχογιός της. Το παιδί ήταν καχεκτικό και ραχιτικό. Πέρασε ένας Βλάχος που έσερνε μια αρκούδα από την αλυσίδα. Έκανε τον γύρο της χώρας με το ζώο του και μάζευε χούφτες τα λεπτά. Η δύστυχη η γειτόνισσά μας βρήκε αυτό τον άνθρωπο και του έδωσε χρήματα για να πατήσει η αρκούδα πάνω στο σώμα του παιδιού. Αγόρασε έπειτα μερικές τρίχες που διάλεξε η ίδια από την πλάτη του ζώου. Ήλπιζε να φτιάξει ένα φυλαχτό για να ισιώσει το σώμα του γιου της. Οι Έλληνες της υπαίθρου πιστεύουν στη μαγεία. Κατ’ αυτούς, ο γιατρός είναι ένας μάγος με την άδεια της κυβέρνησης· η ιατρική συνταγή είναι μια συλλογή από λόγια μαγικά. Δεν την πηγαίνουν στον φαρμακοποιό, αλλά τη βουτούν σε βραστό νερό και το πίνουν σαν αφέψημα. Στο βάθος του μυαλού τους διατηρείται κάποιος παγανισμός. Βλέπει κανείς σε κάποια βρόμικη συνοικία των Αθηνών μία κολόνα, τελευταίο απομεινάρι ενός ναού του Ασκληπιού. Εκείνοι που προσδοκούν να γιατρευτεί ένας άρρωστος παίρνουν μια τρίχα από τα μαλλιά του ή μια κλωστή από τον κνημοδέτη του, δένουν μια μπάλα κερί σε κάθε άκρη και πάνε να την κολλήσουν σε αυτή την κολόνα. Οι Έλληνες εκείνοι που δεν είναι και τόσο σχολαστικοί σε θέματα εντιμότητας τηρούν πολύ αυστηρά τους κανόνες της Εκκλησίας και υπακούν τυφλά τους παπάδες

τους. Όταν μια μητέρα πουλά την κόρη της σε έναν πλούσιο, διευκρινίζει πάντα ότι θα δώσουν τόσα για την κόρη της, τόσα για τους γονείς και τόσα για την Εκκλησία. Είχα την τιμή να δειπνήσω με έναν δολοφόνο και την ατυχία να τον σκανδαλίσω. Ήμαστε στην Αίγινα και τρώγαμε αρνί κλέφτικο έξω στο ύπαιθρο και εν μέσω Σαρακοστής. Ένας Έλληνας που δεν τον γνωρίζαμε ήρθε και κάθισε μαζί μας, έφαγε το ψωμί μας και τα σύκα μας, ήπιε το κρασί μας και αποχώρησε, αγανακτισμένος από τη συμπεριφορά μας, όταν είχε πια χορτάσει για καλά. Έμαθα την επομένη ότι ο κατσούφης συνδαιτυμόνας μας κουβαλούσε στη συνείδησή του τον θάνατο ενός ανθρώπου και ότι η δικαιοσύνη τον έψαχνε τόσο προσεκτικά που ποτέ δεν τον έβρισκε, θεωρούσε τον εαυτό του καλύτερο χριστιανό από εμάς. Οι Έλληνες απαίτησαν από το σύνταγμα του 1844 να ανακηρύξει μία θρησκεία του κράτους. Ο αρχηγός του κράτους δεν έχει τη θρησκεία του κράτους· αλλά πρέπει, είτε το θέλει είτε όχι, να την τιμά επισήμως πέντε έξι φορές τον χρόνο. Οι υπόλοιποι ρωμαιοκαθολικοί γίνονται αποδεκτοί όπως και ο βασιλιάς. Έχουν τρεις επισκόπους και έναν αρχιεπίσκοπο στις Κυκλάδες, τη Νάξο, την Τήνο, τη Σαντορίνη και τη Σύρα. Αλλά δεν είμαι σίγουρος πως, αν ο ηγεμόνας ήταν Έλληνας ή Ρώσος, η ετεροδοξία θα γλίτωνε από διώξεις. Οι Εβραίοι είναι πολύ λίγοι στο βασίλειο και η βία του απλού κόσμου των Αθηνών σίγουρα τους κρατάει μακριά. Στις Ιονίους Νήσους, υπό την προστασία της Αγγλίας, η εβραϊκή φυλή ζει και ευημερεί. Παρατηρεί κανείς ότι, στην Κέρκυρα, οι θάνατοι είναι περισσότεροι από τις γεννήσεις στους Έλληνες και οι γεννήσεις περισσότερες από τους θανάτους στους Εβραίους· έτσι, είναι εύκολο να προβλέψει κανείς ότι έπειτα από κάποια χρόνια το νησί θα κατοικείται μόνο από Εβραίους. Η εβραϊκή φυλή σε μας παρουσιάζει περισσότερη εντιμότητα, θάρρος, εξυπνάδα και ομορφιά από ό,τι στους λαούς της Ανατολής. Η έμφυτη μισαλλοδοξία της μάζας υποδαυλίζεται καθημερινά από τα κηρύγματα της Ρωσίας. Όταν η κυβέρνηση προσήγαγε στη δικαιοσύνη τον κύριο Κινγκ, προτεστάντη πάστορα, με την κατηγορία του προσηλυτισμού, ο Αιών κάλεσε ανοιχτά όλους τους ορθόδοξους πολίτες να παραστούν στη δίκη για να ωθήσουν τους δικαστές σε μια αυστηρή τιμωρία και να τους αποτρέψουν από μια στάση δειλής υποχωρητικότητας. Αρχικά είχα πιστέψει ότι αυτός ο χοντροκομμένος φανατισμός ήταν το προνόμιο των αδαών και των ζητιάνων· έκανα λάθος. Τις πρώτες μέρες του θέρους του 1852, επισκέφτηκα τον κύριο Μ., καθηγητή του Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τον βρήκα να συντάσσει πυρετωδώς ένα κείμενο, μόνο με το πουκάμισο: απαντούσε στον Αντιτόμο του κυρίου Φαρμακίδη. Είναι βέβαιο ότι ο Δημοσθένης ήταν λιγότερο παθιασμένος και αναμαλλιασμένος

όταν ετοίμαζε τους λόγους του κατά του Φιλίππου. - Καταλαβαίνετε, μου είπε αυτός ο θερμός αλλά και διακεκριμένος νομικός, την αδυναμία της κυβέρνησής μας; Να αφήσει να εκδοθεί ένα τέτοιο βιβλίο! θα δείτε που ο συγγραφέας ούτε που θα τιμωρηθεί! Αχ και να ήμαστε στη Ρωσία! θα τον άρπαζαν τον κύριο Φαρμακίδη, θα τον έκλειναν σε μια καμαρούλα πολύ ζεστή το καλοκαίρι και πολύ κρύα τον χειμώνα, θα του έκαναν μια μικρή αφαίμαξη κάθε δυο μέρες, θα του έδιναν μια κουταλιά ρύζι το πρωί για να φάει και έπειτα από τρεις μήνες θα του έλεγαν: «Φίλε μου, ήσαστε άρρωστος, σας περιθάλψαμε και σας γιατρέψαμε· πηγαίνετε στο καλό και προσέξτε μην ξανακυλήσετε».

Σημειώσεις της μεταφράστριας 1 O Π. Μουλλάς σημειώνει: «Ας μην ξεχνάμε ωστόσο και τις κοινωνικές εντάσεις, οι οποίες, στην αρχή της περιόδου αυτής [της δεκαετίας του 1850], εκδηλώνονται είτε με αγροτικές εξεγέρσεις είτε με φαινόμενα θρησκευτικού μεσσιανισμού (Παπουλάκος 1852) και μισαλλοδοξίας (δίκες Κιγκ, θ. Καίρη, Μακρυγιάννη, 1852-1853), τεκμηριώνοντας αυτό που ο Κ. θ. Δημαράς ονόμασε “εθνικό οίδημα», δηλαδή υπερπλασία συναισθηματικών εξάρσεων, πολεμόχαρου οίστρου και προφητισμού». Π. Μουλλάς, «Η δεκαετία του 1850: μια τομή στην καρδιά του αιώνα», στο Ο ελληνισμός στον 19ο αιώνα: ιδεολογικές και αισθητικές αναζητήσεις, επιμ. Παντελής Βουτουρής - Γιώργος Γεωργής, Καστανιώτης, Αθήνα 2006, σ. 12. 2 Ο συγγραφέας, στο κεφάλαιο αυτό, μεταφράζει στα γαλλικά εκτενή αποσπάσματα από τους νόμους του 1852 ΣΑ’ (Νόμος καταστατικός της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος) και Σ ’ (Περί Επισκοπών και Επισκόπων και περί του υπό τους Επισκόπους τελούντος κλήρου). 3 Από το έργο του Μολιέρου Femmes Savantes. 4 Ήρωες της τραγωδίας του Ρακίνα Athalie. 5 Παραθέτουμε τη σημείωση–σχόλιο της πρώτης ελληνικής μετάφρασης (Εντμόντ Αμπού, Η Ελλάδα του Όθωνος, «Η σύγχρονη Ελλάδα» 1854, μτφρ. Α. Σπήλιος, πρόλογος, επιμ. Τάσος Βουρνάς, Τολίδης, Αθήνα χ.χ.): «Φυσικά, πρόκειται για κακού γούστου ευφυολογία, γιατί τα μοναστήρια της Ελλάδας, ιδίως τα παλαιότερα, διέθεταν και διαθέτουν σπουδαιότατες βιβλιοθήκες χειρογράφων και εντύπων», σ. 190. 6 Στο Παρίσι από το 1770 και έπειτα, γκρεμίστηκε σημαντικός αριθμός εκκλησιών που εξυπηρετούσαν λίγους πιστούς και βρίσκονταν, επίσης, σε κακή κατάσταση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ Τα  οικονομικά

I Γενικές παρατηρήσεις για την οικονομική κατάσταση της Ελλάδας - Η Ελλάδα βρίσκεται σε πλήρη χρεοκοπία από τη γέννησή της - Οι φόροι καταβάλλονται σε είδος - Οι φορολογούμενοι δεν πληρώνουν καθόλου το κράτος, το οποίο δεν πληρώνει καθόλου τους πιστωτές του - Προϋπολογισμός αναφοράς και προϋπολογισμός διαχείρισης - Οι πόροι της χώρας δεν έχουν αυξηθεί εδώ και είκοσι χρόνια Το οικονομικό καθεστώς της Ελλάδας είναι τόσο ασυνήθιστο και μοιάζει τόσο λίγο με το δικό μας, ώστε μου φαίνεται απαραίτητο, προτού μπω στις λεπτομέρειες του προϋπολογισμού, να κάνω εδώ μερικές γενικές παρατηρήσεις. Η Ελλάδα είναι το μοναδικό γνωστό παράδειγμα χώρας που βρίσκεται σε πλήρη χρεοκοπία από τη γέννησή της. Αν η Γαλλία ή η Αγγλία βρίσκονταν σε μια τέτοια κατάσταση έστω και για έναν χρόνο, θα γινόμασταν μάρτυρες φοβερών δεινών: η Ελλάδα έχει μάθει να ζει εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια με τη χρεοκοπία. Όλοι οι προϋπολογισμοί, από τον πρώτο έως τον τελευταίο, είναι ελλειμματικοί. Σε μια πολιτισμένη χώρα, όταν τα δημόσια έσοδα δεν επαρκούν για να καλύψουν τις δημόσιες δαπάνες, η κυβέρνηση καταφεύγει σε εσωτερικό δανεισμό. Αυτός είναι ένας τρόπος που η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει δοκιμάσει ποτέ, κι αν τον είχε δοκιμάσει δεν θα είχε επιτυχία. Οι προστάτιδες δυνάμεις αναγκάστηκαν να εγγυηθούν το αξιόχρεο της Ελλάδας ώστε να μπορεί να διαπραγματευτεί ένα εξωτερικό δάνειο. Τα ποσά που εξασφαλίστηκαν από αυτό το δάνειο κατασπαταλήθηκαν από την κυβέρνηση χωρίς κανένα όφελος για τη χώρα· και όταν τα χρήματα ξοδεύτηκαν οι εγγυητές αναγκάστηκαν, από την καλή τους προαίρεση, να εξυπηρετήσουν οι ίδιοι τους τόκους: η Ελλάδα αδυνατούσε να τους πληρώσει. Σήμερα έχει παραιτηθεί από την προσδοκία να απαλλαγεί ποτέ από το χρέος. Σε περίπτωση που οι τρεις προστάτιδες δυνάμεις συνέχιζαν επ’ αόριστον να πληρώνουν για εκείνη, η Ελλάδα δεν θα βρισκόταν σε πολύ καλύτερη θέση. Και πάλι οι δαπάνες της δεν θα καλύπτονταν από τα έσοδά της. Η Ελλάδα είναι η μοναδική πολιτισμένη χώρα όπου οι φόροι καταβάλλονται σε είδος. Το χρήμα είναι τόσο σπάνιο στην ύπαιθρο, που αναγκάζονται να επιστρατεύσουν αυτό τον τρόπο είσπραξης. Η κυβέρνηση αρχικά προσπάθησε να αναθέσει σε

ιδιώτες την είσπραξη των φόρων. Αλλά οι φοροσυλλέκτες, αφού προσελήφθησαν απερίσκεπτα, αποδείχτηκαν ασυνεπείς στις υποχρεώσεις τους, και το κράτος, που είναι ανίσχυρο, δεν είχε κανέναν τρόπο να τους πιέσει. Από τότε που το κράτος ανέλαβε το ίδιο την είσπραξη των φόρων, το κόστος συλλογής είναι υψηλότερο, ενώ τα έσοδα μόλις που αυξήθηκαν. Οι φορολογούμενοι κάνουν εκείνο που έκαναν οι φοροσυλλέκτες: δεν πληρώνουν. Οι μεγαλοϊδιοκτήτες, που είναι ταυτόχρονα πρόσωπα με επιρροή, βρίσκουν τρόπο να φανούν ασυνεπείς προς το κράτος, είτε εξαγοράζοντας είτε εκφοβίζοντας τους υπαλλήλους. Οι υπάλληλοι, κακοπληρωμένοι, χωρίς εξασφαλισμένο μέλλον, βέβαιοι ότι θα απολυθούν με την πρώτη αλλαγή υπουργού, δεν ταυτίζονται με τα συμφέροντα του κράτους, όπως συμβαίνει σε μας. Το μόνο που έχουν στο μυαλό τους είναι πώς θα κάνουν φίλους, πώς δεν θα δυσαρεστήσουν τους ισχυρούς και πώς θα κερδίσουν χρήματα. Όσο για τους μικροϊδιοκτήτες, που πρέπει να πληρώνουν και για τους μεγάλους, προστατεύονται από τις κατασχέσεις είτε από κάποιον ισχυρό φίλο είτε από την ίδια τους την ανέχεια. Ο νόμος στην Ελλάδα δεν έχει ποτέ τον αδιαπραγμάτευτο χαρακτήρα που γνωρίζουμε εμείς. Οι υπάλληλοι ακούν τους φορολογούμενους. Όταν μιλάς στον ενικό και αποκαλείς τον άλλον αδελφό, βρίσκεις πάντα τρόπο να συνεννοηθείς. Όλοι οι Έλληνες γνωρίζονται καλά μεταξύ τους και συμπαθιούνται και λίγο. Σχεδόν αγνοούν αυτή την αφηρημένη οντότητα που ονομάζεται κράτος, και δεν το συμπαθούν καθόλου. Τέλος, ο εφοριακός είναι συνετός: ξέρει ότι δεν πρέπει να εξοργίσει κανέναν, ότι ο δρόμος της επιστροφής στο σπίτι θα είναι δύσκολος και ότι το ατύχημα δεν αργεί να συμβεί. Οι φορολογούμενοι του μετακινούμενου πληθυσμού, βοσκοί, ξυλοκόποι, καρβουνιάρηδες, ψαράδες, θεωρούν ευχαρίστησή τους και σχεδόν θέμα τιμής να μην πληρώνουν καθόλου φόρους. Αυτοί οι καλοί άνθρωποι θυμούνται ότι υπήρξαν παλικάρια: πιστεύουν, όπως και την εποχή της Τουρκοκρατίας, ότι ο εχθρός τους είναι ο αφέντης τους και ότι το ωραιότερο ανθρώπινο δικαίωμα είναι να κρατήσουν τα χρήματά τους. Για αυτό τον λόγο οι υπουργοί Οικονομικών, μέχρι το 1846, κατάρτιζαν δύο προϋπολογισμούς εσόδων: ο ένας, ο προϋπολογισμός αναφοράς, όριζε τα ποσά που η κυβέρνηση οφείλε να εισπράξει μέσα στο έτος, τα ποσά που είχαν καταλογιστεί· ο άλλος, ο προϋπολογισμός διαχείρισης, όριζε όσα ήλπιζε να εισπράξει. Και καθώς οι υπουργοί Οικονομικών έχουν την τάση να υπερεκτιμούν προς όφελος του κράτους τα έσοδα που είναι πιθανό να πραγματοποιηθούν, θα έπρεπε να καταρτίσουν έναν τρίτο προϋπολογισμό που να ορίζει τα έσοδα που είναι βέβαιο ότι θα εισπραχθούν.

Πα παράδειγμα, το 1845, για την παραγωγή των ελαιώνων δημόσιας ιδιοκτησίας οι οποίοι εκμισθώνονταν συστηματικά σε ιδιώτες, ο υπουργός ενέγραψε στον προϋπολογισμό αναφοράς ποσό 441.800 δραχμών. Προσδοκούσε (προϋπολογισμός διαχείρισης) ότι από αυτό το ποσό το κράτος θα ήταν τυχερό αν εισέπραττε 61.500 δραχμές. Αλλά και αυτή η προσδοκία ήταν τουλάχιστον ανεδαφική, αφού το προηγούμενο έτος το κράτος από αυτή τη δραστηριότητα δεν είχε εισπράξει ούτε 441.800 δραχμές, ούτε 61.500 δραχμές, αλλά 4.457 δραχμές και 31 λεπτά, δηλαδή το ένα τοις εκατό των οφειλομένων. Το 1846, ο υπουργός Οικονομικών δεν συνέταξε καθόλου προϋπολογισμό διαχείρισης, και η πρακτική αυτή χάθηκε. Το κράτος δεν θέλει να προβλέπει καταρχήν ότι δεν θα εισπράξει τα οφειλόμενα. Αλλά, παρότι οι προϋπολογισμοί που ακολούθησαν ήταν πιο τακτικοί ως προς τη μορφή, το κράτος εξακολουθεί να έχει μάταιες απαιτήσεις από φορολογούμενους απρόθυμους ή αδύναμους να πληρώσουν. Μια τελευταία παρατήρηση που μου υπέδειξε η μελέτη των διαφόρων προϋπολογισμών από το 1833 έως το 1853 είναι ότι τα έσοδα του κράτους δεν αυξήθηκαν αισθητά αυτά τα είκοσι χρόνια. Από το 1833 έως το 1843, τα μέσα ετήσια έσοδα ήταν 12.582.968 και 9 λεπτά. Η μέση ετήσια δαπάνη ήταν 13.875.212 δραχμές και 39 λεπτά. Το ετήσιο έλλειμμα 1.292.244 δραχμές και 30 λεπτά. Το 1846, τα προσδοκώμενα έσοδα ανήλθαν στο ποσό των 14.515.500 δραχμών. Ο προϋπολογισμός του 1847 ήταν ο ίδιος με εκείνον του 1846, εκτός από μια προσδοκώμενα αύξηση στα έσοδα κατά 360.725 δραχμές και 79 λεπτά. Από εκείνη την εποχή, τα κρατικά έσοδα έχουν υποστεί σημαντική μείωση. Το 1850, η υπόθεση Πατσίφικο και ο αποκλεισμός του Πειραιά διέκοψαν το θαλασσινό εμπόριο των Ελλήνων για μια ολόκληρη περίοδο, ενώ ένας βαρύς χειμώνας σκότωνε κοπάδια ολόκληρα, κατέστρεφε μεγάλο αριθμό ελαιόδεντρων και οπωροφόρων, και μείωνε κατά δύο τρίτα την εξαγωγή ελαιόλαδου και κατά εννέα δέκατα τη συγκομιδή λεμονιών και πορτοκαλιών. Το 1851, η σιτοδεία ανάγκασε την Ελλάδα να εισαγάγει σιτηρά αξίας 12 εκατομμυρίων δραχμών αντί 2 εκατομμυρίων, με αποτέλεσμα την έξοδο από τη χώρα μεγάλης ποσότητας συναλλάγματος. Το 1852, η ασθένεια των αμπελιών κατέστρεψε τα δύο τρίτα της συγκομιδής κορινθιακής σταφίδας, και αφαίρεσε από τα ταμεία του κράτους μια από τις κύριες πηγές εσόδων. Το 1853, η σιτοδεία, από την οποία υποφέρουμε ακόμη, ταλαιπωρεί τους Έλληνες πολύ περισσότερο, καθώς είναι εξαντλημένοι έπειτα από τέσσερα απελπιστικά χρόνια.

ΙΙ Τα δημόσια έσοδα - Ο άμεσος φόρος ή δεκάτη - Η επικαρπία, φόρος που δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο στην Ελλάδα - Τα τελωνεία - Ένας υπουργός που ελπίζει ότι οι υπάλληλοί του τον εξαπάτησαν -Μια κυβέρνηση που καταστρέφεται εκδίδοντας νόμισμα - Γιατί η Ελλάδα κόβει μόνο πεντάρες - Ένας τεράστιος τομέας που δεν αποδίδει σχεδόν τίποτα - Τα νερά της Θερμιάς, ιατρικώς πολύ επικίνδυνα Ανεκμετάλλευτα δάση - Το κράτος δεν πληρώνεται ούτε από τους οφειλέτες του ούτε από τους εκμισθωτές του Τα έσοδα του κράτους αποτελούνται από τους άμεσους φόρους, τους έμμεσους φόρους, το προϊόν των δημόσιων ιδρυμάτων, την πώληση εθνικής περιουσίας, τα εκκλησιαστικά έσοδα, τις εισπράξεις του τρέχοντος έτους, τα διάφορα έσοδα, τις προκαταβολές των προστάτιδων δυνάμεων. Οι άμεσοι φόροι αντιπροσωπεύουν πάνω από το μισό των δημόσιων εσόδων. Είναι οι εξής: 1. Η δεκάτη ή έγγειος φόρος που εισπράττεται σε είδος. Ο έφορος παρίσταται στο αλώνισμα των δημητριακών, στη συγκομιδή του καπνού, στην παραγωγή του ελαιόλαδου, και εισπράττει αμέσως ένα δέκατο της σοδειάς. Το κράτος αναλαμβάνει την αποθήκευση και πώληση των αγαθών που έχει λάβει. Εύκολα μαντεύει κανείς ότι ένας τέτοιος τρόπος είσπραξης έχει κάτι το ανορθόδοξο, καθώς και πόσο επιζήμιος μπορεί να είναι για το συμφέρον του κράτους. Αν η σοδειά είναι πλούσια, αναγκάζεται να πουλήσει σε εξευτελιστική τιμή το μερίδιο που εισέπραξε· αν η σοδειά είναι φτωχή, δεν εισπράττει τίποτα. Όμως θα είναι αδύνατο να εισπραχθεί έγγειος φόρος σε χρήμα όσο τα μετρητά θα είναι τόσο δυσεύρετα στη χώρα. 2. Η επικαρπία. Πρόκειται για ένα είδος φόρου που υπάρχει μόνο στην Ελλάδα και η ύπαρξή του εξηγείται από την ιστορία της χώρας. Το ελληνικό κράτος είναι ιδιοκτήτης μεγάλου μέρους της επικράτειας. Κατέχει σχεδόν το σύνολο των εδαφών που οι Τούρκοι κατείχαν πριν από τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας. Όσα βρίσκονται στην Πελοπόννησο του ανήκουν βάσει του δικαίου της κατάκτησης· τα υπόλοιπα τα έχει πληρώσει, και μια αποζημίωση ύψους 12.500.000 δραχμών το καθιστά νόμιμο ιδιοκτήτη. Ένα μέρος των εθνικών γαιών έχει εκμισθωθεί κανονικά· ένα άλλο έχει καταπατηθεί παράνομα από ιδιώτες που έχουν προχωρήσει σε εκχερσώσεις, έχουν φυτέψει δέντρα ή και χτίσει σπίτια χωρίς να το πουν στην κυβέρνηση. Καθώς αυτή η καταπάτηση είναι πολύ παλιά και σε μερικές περιπτώσεις περνά από πατέρα σε γιο, πρέπει να αναγνωριστεί προς όφελος των αυτόκλητων εκμισθωτών ένα είδος

δικαίου παραγραφής το οποίο δεν τους καθιστά ιδιοκτήτες, αλλά ούτε επιτρέπει στο κράτος να τους πάρει το χωράφι που καλλιεργούν. Το κράτος, για να θεμελιώσει το δικαίωμά του, σεβόμενο ταυτόχρονα μια παρατυπία από την οποία επωφελείται, επιβάλλει σε όσους καλλιεργούν εθνικές γαίες φόρο 15% επί της σοδειάς, πλέον της δεκάτης. Οι πρόσοδοι αυτών των γατών επιβαρύνονται συνεπώς με φόρο 25% πληρωτέο σε είδος. 3. Οι φόροι στις μέλισσες, στα ζώα, ο φόρος επιτηδεύματος και ο φόρος στις κατασκευές, που πληρώνονται σε χρήμα. 4. Ο έγγειος φόρος στις δωρεές, ο οποίος δεν πληρώνεται καθόλου. Το κράτος έχει δωρίσει κτήματα σχεδόν σε όλους τους οικογενειάρχες, είτε ως αποζημίωση είτε για να εμποδίσει να πεθάνουν της πείνας. Αυτές οι ιδιοκτησίες επιβαρύνονται, εκτός από τη δεκάτη, και από φόρο 3% πληρωτέο σε χρήμα. Αλλά οι ιδιοκτήτες είτε αρνούνται να καλλιεργήσουν αυτά τα κτήματα ή τα καλλιεργούν για λογαριασμό τους χωρίς να αποδίδουν τα οφειλόμενα στο κράτος. Οι έμμεσοι φόροι αποτελούνται από δασμούς, χαρτόσημα, υγειονομικά τέλη, τέλη ελλιμενισμού, τέλη ναυσιπλοΐας, πρόστιμα, τέλη οπλοκατοχής, και προξενικά τέλη. Οι δασμοί αντιστοιχούν στο ένα τέταρτο περίπου των δημόσιων εσόδων. Δεν έχουν θεσμοθετηθεί για να προστατεύσουν την εθνική βιομηχανία, που ακόμη δεν υπάρχει, αλλά για να αποφέρουν έσοδα στα ταμεία του κράτους. Για αυτό άλλωστε έχουν επιβληθεί φόροι τόσο στις εξαγωγές όσο και στις εισαγωγές. Οι φόροι στις εισαγωγές είναι 10%, οι φόροι στις εξαγωγές 6% επί της αξίας των εμπορευμάτων. Το λαθρεμπόριο είναι τόσο εύκολο στην Ελλάδα και η γεωγραφία της χώρας το ευνοεί τόσο πολύ που η εφορία χάνει κάθε χρόνο μεγάλα ποσά, ενώ οι στατιστικές δεν καταγράφουν τα σχετικά μεγέθη στις εισαγωγές και στις εξαγωγές. Ο κ. Χρηστίδης, υπουργός Οικονομικών, στην εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού του 1852 ανέφερε: «θα παρατηρήσετε, κύριοι, τη διαφορά που υφίσταται μεταξύ εισαγωγών και εξαγωγών: το εμπορικό ισοζύγιο είναι ελλειμματικό, και με μεγάλη μάλιστα αναλογία. Μια σκέψη μόνο μας παρηγορεί: ότι η εκτίμηση, η καταμέτρηση και η ζύγιση των αγαθών που εξάγονται είναι πιθανώς ανακριβείς». Τα τέλη χαρτοσήμων αποφέρουν έως ένα εκατομμύριο δραχμές ετησίως. Οι υπόλοιποι έμμεσοι φόροι είναι μικρής σημασίας. Δεν φορολογούνται η καλλιέργεια και πώληση καπνού, καθώς και η πώληση και κατασκευή κυνηγετικής πυρίτιδας. Τα τραπουλόχαρτα που κατασκευάζονται μέσα στο βασίλειο, στη Σύρο, υπόκεινται σε φορολογία· αλλά είναι τόσο χοντροκομμένα και κακοζωγραφισμένα που χρησιμοποιούνται σχεδόν μόνο τραπουλόχαρτα

λαθρεμπορίου. 1. Τα δημόσια ιδρύματα θα μπορούσαν να αποτελούν σημαντική πηγή εσόδων: αλλά δεν αποδίδουν σχεδόν τίποτα. Το Νομισματοκοπείο κόβει μόνο κέρματα. Στην αρχή κόβονταν μόνο ασημένια νομίσματα των 5 δραχμών, της 1 δραχμής, των 50 λεπτών και των 25 λεπτών. Αλλά, από κάποιο ανεξήγητο λάθος, ξέχασαν να προσμετρήσουν τα έξοδα κατασκευής. Έτσι, η έκδοση νομίσματος, αντί να πλουτίζει το κράτος όπως σε όλες τις χώρες του κόσμου, το ρημάζει, αφού οι κερδοσκόποι, παρακινημένοι από την περιεκτικότητα του κέρματος, αποσύρουν από την κυκλοφορία τις δραχμές για να τις λιώσουν ή να τις βγάλουν στο εξωτερικό. Η κυβέρνηση, αντί να αλλάξει την περιεκτικότητα ή το βάρος των νομισμάτων, αποφάσισε να μην τα εκδίδει πια. Τα χάλκινα νομίσματα που κατασκευάζει είναι αρκετά χονδροειδή: δεν έχουν ούτε την απεικόνιση του βασιλιά. Το κέρδος από την παραγωγή τους είναι περίπου 40%, αλλά έχουν κόψει τόσο πολλά που η χώρα έχει γεμίσει. Όποτε έστελνα τον Πέτρο να μου αλλάξει ένα χαρτονόμισμα των 10 δραχμών, εκείνος μου έφερνε 100 δεκάρες στο μαντίλι του. Στη Σύρα, τα αυστριακά τσβάντσιχ, που αξίζουν σύμφωνα με την επίσημη ισοτιμία 95 λεπτά, ανταλλάσσονται για 99 ή 100 λεπτά σε χάλκινα κέρματα. Συνεπώς, ο χαλκός χάνει 4 ή 5%. Τη μέρα που η κυβέρνηση θα θελήσει να κόψει ένα ασημένιο νόμισμα που να της αποδίδει ένα εύλογο κέρδος θα προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες στο εμπόριο, αυξάνοντας ταυτόχρονα τα κρατικά έσοδα. Καλό θα είναι, όταν θα γίνει αυτή η μεταρρύθμιση, να συνοδευτεί από ακόμα μία, επίσης σημαντική. Οι άντρες που χάρισαν στην Ελλάδα το νομισματικό της σύστημα έψαξαν στα βιβλία τους ποια ήταν η αξία της δραχμής στην αρχαιότητα, και έχοντας διαπιστώσει ότι η δραχμή άξιζε 90 σεντίμ του γαλλικού φράγκου, αποφάσισαν ότι η ισοτιμία της δραχμής θα είναι 90 σεντίμ. Χάρη σε αυτό τον αρχαιολογικό συλλογισμό, η Ελλάδα έχει ένα νόμισμα ξεχωριστό, που δεν μοιάζει με κανένα άλλο. Δεν θα ήταν εκατό φορές απλούστερο να δοθεί στη δραχμή το βάρος και η περιεκτικότητα του φράγκου, και να τεθεί το νομισματικό σύστημα της Ελλάδας σε αντιστοιχία με εκείνο της Γαλλίας, του Βελγίου, της Ελβετίας και του Πεδεμοντίου; Αφού σε αυτή τη δύστυχη τη χώρα τα πάντα πρέπει να ξαναφτιαχτούν από την αρχή, ακόμα και το νόμισμα, ας το κάνουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Οι φωτισμένοι Έλληνες έχουν αναγνωρίσει την υπεροχή του μετρικού συστήματος· η κυβέρνηση έχει διατάξει την εφαρμογή του σε ολόκληρο το βασίλειο: γιατί να γίνει εξαίρεση με το νόμισμα; Το κέρμα των 5 φράγκων θα κυκλοφορούσε στην Ελλάδα όπως στη Γαλλία, με την αληθινή αξία του, χωρίς να γίνεται αντικείμενο αισχροκέρδειας, που κάνει την ισοτιμία του να ανεβοκατεβαίνει από μέρα σε μέρα.

Σύμφωνα με την ισοτιμία που καθιερώθηκε από την ελληνική κυβέρνηση, το κέρμα των 5 φράγκων αξίζει 5,58 δραχμές· το αυστριακό τάλιρο 5,78 δραχμές· το δολάριο, το ισπανικό κολονάτο, το μεξικανικό πιάστρο 6 δραχμές. Το αυστριακό τσβάντσιχ, το απεχθέστερο νόμισμα της Ευρώπης, είναι εκείνο που κυκλοφορεί καλύτερα: αξίζει, σύμφωνα με την επίσημη ισοτιμία, 95 λεπτά· αλλά το μισό τσβάντσιχ δεν κυκλοφορεί, και το τσβάντσιχ δεν γίνεται δεκτό από τους εμπόρους ή υφίσταται μεγάλη υποτίμηση, αν έχει σβηστεί ο αριθμός 20 από την επιφάνειά του. Τα ασημένια κέρματα ίων Ιονίων Νήσων, εξαιρετικό νόμισμα, δεν κυκλοφορούν. Οι μισές κορόνες γενικά ανταλλάσσονται κάτω από την αξία τους, ενώ η χρυσή λίρα Αγγλίας με τεράστια ανατίμηση. Τα χρυσά νομίσματα των 20 δραχμών με τη μορφή του βασιλιά Όθωνα πωλούνται σαν ξεχωριστά μετάλλια έως 21 δραχμές. Είναι φανερό ότι μια τόσο παράδοξη κατάσταση δεν μπορεί να διαρκέσει πολύ χωρίς να βλάψει το εμπόριο της Ελλάδας. Όλα αυτά θα διορθώνονταν αν εκδίδονταν νομίσματα ασημένια και χρυσά παρόμοια με τα δικά μας και που να απέδιδαν όπως τα δικά μας 2% δικαιώματα κοπής. 2. Τα ταχυδρομεία κοστίζουν λίγο περισσότερο από όσο αποδίδουν. Οι Έλληνες γράφουν λίγο· οι επιστολές αναγκαστικά μεταφέρονται με τα πόδια ή με το άλογο, με τους φρικτούς σιδηροδρόμους, ή διά θαλάσσης χρησιμοποιώντας πλοία ξένων χωρών. Η Ελλάδα δεν έχει παρά ένα ατμόπλοιο, το οποίο χρησιμεύει περισσότερο για την αναψυχή του βασιλιά παρά για τη μεταφορά εγγράφων. Στα σημεία του Αρχιπελάγους όπου τα ξένα πλοία δεν προσεγγίζουν καν, η διανομή γίνεται ακανόνιστα από εμπόρους ή ψαράδες στους οποίους καταβάλλεται μια μικρή επιδότηση. 3. Το βασιλικό τυπογραφείο δεν αποφέρει παρά υποθετικά έσοδα, αφού πληρώνονται από τα διάφορα υπουργεία για λογαριασμό των οποίων λειτουργεί. Τα μόνα πραγματικά έσοδα είναι από συνδρομές στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως: και πάλι οι συνδρομητές δημόσιοι υπάλληλοι δείχνουν ελάχιστη προθυμία να προκαταβάλλουν το σχετικό ποσό. Η δημόσια περιουσία θα έπρεπε να αποφέρει σημαντικά έσοδα: περιλαμβάνει ορυχεία και λατομεία, ιαματικά λουτρά, αλυκές, ιχθυότοπους, δάση, ελαιώνες, αμπελώνες κορινθιακής σταφίδας, κήπους, κτίρια, και ορυχεία που ανήκουν στο κράτος και εκμισθώνονται σε ιδιώτες. Τα λιγνιτωρυχεία της Κύμης δεν αξιοποιούνται όπως πρέπει και δεν αποδίδουν σχεδόν τίποτα· τα λατομεία μαρμάρου δεν αξιοποιούνται καθόλου· οι μυλόπετρες και ο γύψος της Μήλου, η ποζολάνη της Σαντορίνης αποφέρουν ασήμαντους πόρους· τα μόνα σοβαρά έσοδα που η Ελλάδα αντλεί από τον μεταλλευτικό πλούτο της προέρχονται από τη σμύριδα της Νάξου: ανέρχονται σε πάνω από 100.000 δραχμές ετησίως.

Τα νερά της Θερμιάς θα ήταν εξαιρετική πηγή εισοδήματος αν ο τόπος δεν ήταν τόσο ανθυγιεινός. Έχουν θαυματουργές ιδιότητες για τη θεραπεία των ρευματισμών και της αρθρίτιδας· αλλά είναι σχεδόν αδύνατο να θεραπεύσεις έναν ρευματισμό στην Κύθνο χωρίς να κάνεις πυρετό. Τα ιαματικά λουτρά που μόλις εγκαινιάστηκαν στο νησί δεν θα είναι παραγωγικά έως ότου εξυγιανθεί ο τόπος. Οι αλυκές που εκμεταλλεύεται το κράτος αποφέρουν μισό εκατομμύριο δραχμές ετησίως. Το αλάτι πωλείται από τους υπαλλήλους των τελωνείων σε πολύ χαμηλή τιμή (λιγότερο από 6 σεντίμ το κιλό). Το έσοδο αυτό μπορεί να αυξηθεί επιπλέον, αφού οι Έλληνες δεν γνωρίζουν ακόμη να χρησιμοποιούν το αλάτι στη γεωργία. Οι ιχθυότοποι έχουν εκμισθωθεί σε ιδιώτες που συχνά παραλείπουν να πληρώσουν το μίσθωμα. Με μια ισχυρή κυβέρνηση, το έσοδο θα διπλασιαζόταν αυτόματα. Τα δάση του κράτους, ελλείψει δρόμων, δεν αξιοποιούνται καθόλου· ελλείψει αστυνόμευσης, ρημάζουν. Ο κύριος Χρηστίδης δήλωσε στο κοινοβούλιο, το 1852, ότι «στη διάρκεια του έτους 1849 εισήχθη στην Ελλάδα ξυλεία αξίας 1.092.690 δραχμών, παρότι η χώρα καλύπτεται από δάση με δέντρα κάθε μεγέθους και κάθε είδους». Αν θυμηθούμε όσα είπαμε παραπάνω, θα διαπιστώσουμε ότι η λέξη καλύπτεται από δάση είναι κάπως υπερβολική· αλλά είναι βέβαιο ότι τα δάση, όταν η κυβέρνηση αποδειχθεί επαρκώς ισχυρή ώστε να επιβάλλει τον σεβασμό τους και επαρκώς ευφυής ώστε να τα εκμεταλλευτεί, θα αποδώσουν σημαντικό εισόδημα. Οι ελαιώνες, οι αμπελώνες και οι κήποι που έχουν εκμισθωθεί δεν αποφέρουν τίποτα ή σχεδόν τίποτα, κατ’ αρχάς επειδή η ματαιοδοξία και η απρονοησία που χαρακτηρίζουν τους Έλληνες ανέβασαν τα μισθώματα στις δημοπρασίες πέρα από κάθε μέτρο, ώστε να είναι αδύνατο να τηρηθούν τα μισθωτήρια· επιπλέον, επειδή η κυβέρνηση δεν επέδειξε αρκετή πυγμή ώστε να απαιτήσει την τήρησή τους. Έχω ήδη αναφέρει ότι το έτος 1844, ενώ οι εκμισθωμένοι ελαιώνες έπρεπε σύμφωνα με τους όρους των συμβολαίων να αποφέρουν 406.800 δραχμές, το κράτος, παρότι διαθέτει χωροφυλακή και στρατό, μπόρεσε να εισπράξει 4.457 δραχμές και 31 λεπτά. Η ενοικίαση της εθνικής περιουσίας δεν είναι καθόλου επικερδής για το κράτος· η παραχώρησή της ακόμα λιγότερο. Κανείς αγοραστής δεν είναι σε θέση να πληρώσει τοις μετρητοίς αυτό που αγοράζει· θέλοντας και μη, το κράτος αναγκάζεται να μοιράσει το ποσό σε δέκα, είκοσι ή τριάντα ετήσιες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται ενίοτε, η δεύτερη σπανίως, και η τρίτη ποτέ. Τι μπορεί να κάνει το κράτος; Να κατασχέσει τα κτήματα που είχε πουλήσει για να τα μεταπουλήσει; Ο νέος αγοραστής δεν θα ανταποκριθεί στις οφειλές του, ακριβώς όπως και ο πρώτος. Να τα εκμισθώσει; Οι μισθωτές δεν θα πληρώσουν το μίσθωμά τους. Η εθνική περιουσία δεν πρόκειται να εκμισθωθεί ούτε να πουληθεί με κέρδος έως ότου το κράτος προσελκύσει κεφάλαια στη χώρα και αναγκάσει τους οφειλέτες

να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους. Τα εκκλησιαστικά έσοδα προέρχονται από ακίνητα που η κυβέρνηση πήρε από τα μοναστήρια. Το 1833, πολλά μοναστήρια καταργήθηκαν, η περιουσία τους πουλήθηκε ή εκμισθώθηκε, και τα σχετικά έσοδα αποδόθηκαν στο υπουργείο Δημόσιας Εκπαίδευσης και θρησκευμάτων. Αλλά τα έσοδα, όπως και εκείνα της υπόλοιπης εθνικής περιουσίας, δεν έχουν ποτέ εισπραχθεί κανονικά. Τα έσοδα από παρελθούσες χρήσεις αποτελούνται από ληξιπρόθεσμες οφειλές που το κράτος κατορθώνει να εισπράξει. Ας σημειωθεί ότι όσο παλαιότερη είναι μια οφειλή τόσο δυσκολότερη είναι η είσπραξή της· οι οφειλέτες φαντάζονται ότι υπάρχει ένα είδος παραγραφής προς όφελος τους, και ότι όσα οφείλονται από καιρό δεν οφείλονται πια. Οι προκαταβολές των τριών δυνάμεων, οι οποίες προορίζονται για την πληρωμή των τόκων και των χρεολυσίων του εξωτερικού χρέους, ανέρχονται ετησίως σε 3.835.474 δραχμές και 58 λεπτά. Αυτή είναι μια πηγή εσόδων που μπορεί να λείψει στην Ελλάδα τη μέρα που εκείνη θα επιδείξει υπερβολική αχαριστία έναντι των ευεργετών της.

III Οι δημόσιες δαπάνες - Το εσωτερικό χρέος - Οι ισχυρές κυβερνήσεις είναι οι μόνες που βρίσκουν να δανειστούν - Η ελληνική κυβέρνηση δεν θα δανειστεί ποτέ από τους υπηκόους της - Τα χρέη του κράτους ανάγονται στον πόλεμο της Ανεξαρτησίας - Δεν τα πληρώνει καν - Συντάξεις - Η φάλαγγα: το σύνταγμα των συνταγματαρχών - Ο βιβλιοπώλης που έγινε λοχαγός και ο διπλωμάτης που θέλει να διοριστεί στρατηγός Ο μαγαζάτορας που παίρνει μισθό πλοιάρχου Οι δημόσιες δαπάνες της Ελλάδας αποτελούνται από: δημόσιο χρέος (εσωτερικό χρέος, εξωτερικό χρέος), βασιλική χορηγία, βουλευτικές αποζημιώσεις, εξυπηρέτηση υπουργείων, έξοδα είσπραξης και διαχείρισης, διάφορα έξοδα. Αν γνώριζα μια κυβέρνηση που αμφιβάλλει για την ισχύ της, για την αξιοπιστία της, για την αφοσίωση των οπαδών της και για την ευημερία της χώρας, θα της έλεγα: «Πάρτε δάνειο». Δεν δανείζει κανείς παρά μόνο σε κυβερνήσεις που θεωρεί ισχυρές. Δεν δανείζει κανείς παρά μόνο σε κυβερνήσεις που θεωρεί επαρκώς έντιμες ώστε να φανούν συνεπείς στις δεσμεύσεις τους. Δεν δανείζει κανείς παρά μόνο σε κυβερνήσεις που έχει συμφέρον να διατηρήσει. Σε καμιά χώρα του κόσμου δεν αυξάνει η αντιπολίτευση τα δημόσια έσοδα.

Τέλος, δεν δανείζει κανείς παρά μόνο όταν έχει να δανείσει. Για όλους αυτούς τους λόγους δεν υπάρχει μεγάλο επενδυτικό ενδιαφέρον για δανεισμό προς την Ελλάδα. Ο λαός είναι υπερβολικά φτωχός και η κυβέρνηση υπερβολικά γνωστή για τις αδυναμίες της ώστε να καλυφθεί ένα δάνειο 100.000 φράγκων μέσα στη χώρα. Παρ’ όλα αυτά, το κράτος έχει πιστωτές μεταξύ των πολιτών. Αλλά αυτά που δάνεισαν στην Ελλάδα τον καιρό που βρισκόταν σε κίνδυνο θα τα αρνούνταν στον βασιλιά Όθωνα την εποχή της παντοδυναμίας του. Είχαν εμπιστοσύνη στη φερεγγυότητα της πατρίδας τους, και την αγαπούσαν. Όλα αυτά έχουν αλλάξει σήμερα, και αν ήταν να το επαναλάβουν θα κρατούσαν τα χρήματά τους. Αυτούς τους πιστωτές δεν τους πληρώνουν καθόλου. Αρκούνται να τους δίνουν από καιρού εις καιρόν κάποιο χρηματικό βοήθημα όταν φτάσουν σε σημείο να πεθαίνουν της πείνας. Υπάρχει στην Ύδρα μια οικογένεια που ξόδεψε εκατομμύρια για την ανεξαρτησία της χώρας, και λαμβάνει 600 δραχμές ετησίως. Το κράτος μεταχειρίζεται τους πιστωτές του σαν άπορους, λίγο πιο συμπαθείς από τους άλλους. Τους συμπεριφέρεται με τον ίδιο τρόπο που συμπεριφέρεται στους ανάπηρους στρατιώτες, στις χήρες και στα ορφανά των υποτελών του. Όλες αυτές οι συντάξεις επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό με ποσό περίπου 400.000 δραχμών: δεν είναι αυτή η μεγαλύτερη δαπάνη. Καταβάλλονται γύρω στις 50.000 δραχμές για εκκλησιαστικές συντάξεις σε καλόγερους ως αποζημίωση για την απαλλοτρίωση των μοναστηριών τους. Πρόκειται για δαπάνη που η δικαιοσύνη υπαγορεύει και που η οικονομία δεν αποδοκιμάζει. Το υπουργείο Εσωτερικών από την πλευρά του χορηγεί μερικές πενιχρές συντάξεις, που δεν καταστρέφουν τη χώρα. Εκείνο που την καταστρέφει είναι τα βοηθήματα που απονέμονται σε εκείνους που δεν έχουν ανάγκη, οι συντάξεις που πληρώνονται σε άντρες που δεν υπηρέτησαν ποτέ, οι τεράστιες ελεημοσύνες που αξιώνουν ορισμένες ισχυρές προσωπικότητες και που τους καταβάλλονται όχι για το καλό που έκαναν, αλλά για το κακό που εδέησαν να μην κάνουν. Το υπουργείο Στρατιωτικών καταβάλει γύρω στις 600.000 δραχμές, το υπουργείο Ναυτικών πληρώνει πάνω από 250.000 σε άντρες που δεν είναι ούτε ναυτικοί ούτε στρατιωτικοί, και που συχνά δεν έχουν υπάρξει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Κάθε φορά που η κυβέρνηση έχει ανάγκη ή φοβάται κάποιον, σκαλίζει το παρελθόν του: ανακαλύπτει λαμπρές υπηρεσίες που δεν προσφέρθηκαν, χτυπήματα που δεν καταφέρθηκαν, αναπηρίες που καθόλου δεν τον ενοχλούν, και του δίνει χώρο στον προϋπολογισμό. Η φάλαγγα είναι μια στρατιά χωρίς στρατιώτες, όπου όλοι οι άντρες είναι

αξιωματικοί. Στη Γαλλία γελάμε κάθε φορά που ακούμε ένα παιδί να λέει: «θέλω να γίνω στρατιώτης στο σύνταγμα των συνταγματαρχών». Στην Ελλάδα, το σύνταγμα των συνταγματαρχών ονομάζεται φάλαγγα. Η φάλαγγα συγκαταλέγει στις τάξεις της αριθμό ανδρών που δεν έχουν ποτέ μυρίσει μπαρούτι. Ένας βιβλιοπώλης στην οδό Ερμού είναι λοχαγός της φάλαγγας· ο κ. Μαυροκορδάτος αρνήθηκε πριν από λίγα χρόνια τον διορισμό του ως στρατηγού στη φάλαγγα. Ένας διπλωμάτης! Η δουλειά των αξιωματικών της φάλαγγας είναι να μοιράζονται 400.000 δραχμές τον χρόνο και να δέχονται τα καλύτερα κτήματα του βασιλείου ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες που θα προσφέρουν. Η θεσμοθέτηση της φάλαγγας είχε σοβαρό σκοπό. Η πρόθεση ήταν να ανταμείψουν τους αληθινούς υπερασπιστές της Ελλάδας που ο πόλεμος της Ανεξαρτησίας είχε εξουθενώσει ή καταστρέφει. Τους απένεμαν κάποιον στρατιωτικό βαθμό για τους τύπους και τους κατέτασσαν ανάλογα με το μέγεθος της υπηρεσίας που είχαν προσφέρει. Συνέδεαν τον βαθμό αυτό με μια δωρεά σε γη ή μια σύνταξη σε χρήμα. Αλλά η Ελλάδα είναι η χώρα του κόσμου όπου το κακό τρέχει τάχιστα στο κατόπι του καλού. Με το που ιδρύθηκε η φάλαγγα, άρχισαν οι καταχρήσεις και έκτοτε διαιωνίστηκαν. Το κράτος παραχώρησε σε κάποιον τίτλο ιδιοκτησίας σε κτήμα 100 εκταρίων εκείνος έσπευσε να τον πουλήσει στο πλησιέστερο καφενείο και ξαναγύρισε για να απαιτήσει άλλον, σαν τους θρασείς επαίτες που απλώνουν το αριστερό χέρι σε εκείνον που τους έδωσε χρήματα στο δεξί. Άλλοι εγκατέλειψαν τα κτήματά τους μόλις κατασπατάλησαν τις προκαταβολές που είχαν λάβει για να τα καλλιεργήσουν. Έχω συμπεριλάβει στο εσωτερικό χρέος τους μισθούς εφεδρείας που καταβάλλονται σε τριακόσιους αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και ναύτες. Η Ελλάδα σήμερα κατέχει μόνο ένα σοβαρό πλοίο, μια κορβέτα,[26] και καταβάλλει πάνω από 250.000 δραχμές τον χρόνο σε άντρες που ζουν στη στεριά ή ταξιδεύουν για δικές τους υποθέσεις. «θα μπορούσαμε» λέει ο κ. Καζιμίρ Λεκόντ «να κατονομάσουμε τον πλοίαρχο που, μετά την ίδρυση του ελληνικού βασιλείου, δεν έχει πατήσει το πόδι του σε πλοίο του κράτους, ασχολείται συνεχώς με το εμπορικό ναυτικό, με εμπορική κερδοσκοπία, και παίρνει κανονικά τον μισθό του αξιωματικού σε εφεδρεία». Στη διάρκεια της παραμονής μου στην Ελλάδα ψηφίστηκε νέος νόμος για τα στελέχη του ναυτικού, νόμος που νομιμοποίησε τις καταχρήσεις με το πρόσχημα της μεταρρύθμισης. Συνοπτικά, το εσωτερικό χρέος (πολιτικές και στρατιωτικές συντάξεις, φάλαγγα, στελέχη του ναυτικού) ανέρχεται σε 1.250.000 δραχμές, δηλαδή ένα δωδέκατο των εσόδων του βασιλείου· και από αυτό το ποσό οι σοβαροί πιστωτές, αυτοί που έχουν

βάλει τα χρήματά τους, παίρνουν το μικρότερο μέρος. Από τη μια, το ποσό είναι υπερβολικά υψηλό για ένα απλό χρέος ευγνωμοσύνης. Τα κράτη, όπως οι ιδιώτες, οφείλουν να ρυθμίζουν τη γενναιοδωρία τους ανάλογα με τις δυνατότητές τους. Από την άλλη, είναι λυπηρό ότι αυτές οι 1.250.000 δραχμές δεν μοιράζονται καλύτερα, και ότι αυτοί που παίρνουν τα περισσότερα είναι εκείνοι στους οποίους δεν οφείλεται τίποτα.

IV Δαπάνες - Το εξωτερικό χρέος - Το 1832, η Γαλλία, η Αγγλία και η Ρωσία εγγυήθηκαν δάνειο 60 εκατομμυρίων που συνήψε η Ελλάδα - Από αυτό το ποσό, η Ελλάδα μπόρεσε να διαθέσει 10 εκατομμύρια - Απόπειρες αποπληρωμής τόκων - Η Ελλάδα παραδέχεται ότι δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τους όρους του δανείου - Σήμερα οφείλει 33 εκατομμύρια στη Γαλλία Το 1832, η Γαλλία, η Αγγλία και η Ρωσία, για να ολοκληρώσουν την απελευθέρωση της Ελλάδας και να εξασφαλίσουν την υλική ευημερία της, υποστήριξαν με τις εγγυήσεις τους δάνειο 60 εκατομμυρίων φράγκων. Κάθε μια από τις τρεις δυνάμεις εγγυήθηκε ένα τρίτο του ποσού αυτού, δηλαδή 20 εκατομμύρια. Ένα μέρος αυτών των 60 εκατομμυρίων προοριζόταν για την αποζημίωση των πιστωτών της Ελλάδας, και προπάντων της τουρκικής κυβέρνησης· το υπόλοιπο για να ικανοποιήσει τις πρωταρχικές ανάγκες της γεωργίας και του εμπορίου, και να σχηματίσει ένα είδος κοινωνικού κεφαλαίου για αυτό το αυτοσχέδιο βασίλειο. Δυστυχώς τα κεφάλαια τέθηκαν υπό τον έλεγχο του Συμβουλίου της Αντιβασιλείας. Η Αντιβασιλεία αποδείχθηκε ανεύθυνη. Δαπάνησε τα χρήματα κατά βούληση και αποσύρθηκε χωρίς να δώσει λογαριασμό. Δεν ξέρει κανείς τι να πρωτοθαυμάσει: το θράσος της Αντιβασιλείας, την αφέλεια του ελληνικού λαού, ή την απερισκεψία των μεγάλων δυνάμεων να εμπιστευθούν 60 εκατομμύρια σε τρεις ιδιώτες που είχαν δικαίωμα να τα κατασπαταλήσουν. «Από το έτος 1832 έως την 31η Δεκεμβρίου 1843, οι εκδόσεις ομολόγων του δανείου ανήλθαν σε»:[27]

Η Ελλάδα, ή τουλάχιστον η κυβέρνησή της, έχει συνεπώς λάβει από τις ξένες δυνάμεις, από το 1832 έως το 1843, καθαρά ρευστά ποσά ύψους 31.659.934 δραχμών και 33 λεπτών. Ας δούμε πώς δαπανήθηκαν τα ποσά αυτά:

Με αυτά τα 10 εκατομμύρια η Ελλάδα έπρεπε να ικανοποιήσει τις ανάγκες της γεωργίας, του εμπορίου και της βιομηχανίας, και να προετοιμαστεί ώστε να είναι σε θέση να εξυπηρετεί τους τόκους του τεράστιου ποσού που είχε δανειστεί. Κατά τα έτη 1841, 1842 και 1843, η Ελλάδα, με λίγη βοήθεια, εξυπηρέτησε τους τόκους του δανείου των 60 εκατομμυρίων. Πλήρωσε 6.300.000 δραχμές. Έπειτα από αυτή την προσπάθεια, αυτό θα πρέπει να αναγνωριστεί, βρέθηκε λίγο φτωχότερη από ό,τι τη μέρα που είχε αναγκαστεί να προσφύγει σε δανεισμό. Χρώσταγε 66.842.126 δραχμές και 46 λεπτά. Στις 31 Δεκεμβρίου 1846, χρώσταγε 79.905.114 δραχμές και 33 λεπτά, εκτός από τους τόκους του βοηθητικού δανείου των τριών δυνάμεων, που εμφανίζονταν στους λογαριασμούς ίσοι με 5.231.130 φράγκα και 42 σεντίμ ή 5.841.526 δραχμές και 35 λεπτά. Το 1852, η ελληνική κυβέρνηση έχασε κάθε ελπίδα ότι θα μπορέσει ποτέ να πληρώσει τους τόκους του εξωτερικού χρέους. Υποσχέθηκε απλώς ως χειρονομία καλής θέλησης προς τις τρεις δυνάμεις να τους δίνει 400.000 δραχμές τον χρόνο. Αυτό το φιλότιμο σχέδιο έμεινε μόνο στα χαρτιά, αφού οι πιστωτές της Ελλάδας δεν έλαβαν ούτε δραχμή. Ιδού ένα απόσπασμα της εισηγητικής έκθεσης του προϋπολογισμού:

«Σας οφείλω τώρα, κύριοι, μια σύντομη εξήγηση όσον αφορά το κονδύλι των 400.000 δρχ. που έχει πιστωθεί για το εξωτερικό χρέος. Γνωρίζετε, κύριοι, ότι το έθνος επιβαρύνεται με πολύ μεγάλο χρέος, εγγυημένο από τις τρεις προστάτιδες δυνάμεις, οι οποίες πληρώνουν ετησίως τόκους και χρεολύσια που ανέρχονται σε 3.835.474 δρχ. και 58 λ. Αυτό το χρέος, όποιο και αν είναι το ιστορικό του, δεν παύει να είναι χρέος εθνικό, χρέος ιερό· και η Ελλάς, καλούμενη επανειλημμένως να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της προς τους πιστωτές της, δεν έχει μπορέσει μέχρι τώρα, εξαιτίας της ανεπάρκειας των πόρων της, ούτε να πληρώνει τακτικά ούτε να ρυθμίζει τις πληρωμές της στο μέτρο των δυνατοτήτων της. Παρότι εδώ και καιρό δεν έχουν εγερθεί απαιτήσεις από αυτή την άποψη, είναι επίσης αλήθεια ότι το δικαίωμα απαίτησης υφίσταται πάντοτε, και από τη μια στιγμή στην άλλη το οικονομικό μας οικοδόμημα μπορεί να υποστεί βίαιους κραδασμούς. Έχουμε σημαντικούς λόγους να επαφιόμαστε στην ευμένεια των ευεργέτιδων δυνάμεων οπωσδήποτε αυτές δεν θα θελήσουν να καταστρέψουν αυτό που τα χέρια τους έκτισαν· ωστόσο, δεν είναι δίκαιο να κάνουμε κατάχρηση της ευνοϊκής τους προδιάθεσης· είναι, συνεπώς, πολιτικά συνετό να αναλάβουμε εγκαίρως την πρωτοβουλία πάνω σε ένα τόσο σοβαρό ζήτημα. Διακηρύσσοντας τη βούλησή μας, αποκαλύπτοντας πλήρως στα μάτια των προστατών μας την οικονομική μας κατάσταση, όπως και τις ελπίδες μας, τωρινές και μελλοντικές, για την ανάπτυξη των εθνικών πόρων· προτείνοντας τελικά το ποσό που μπορούμε να καταβάλλουμε ετησίως, έναντι του απαιτήσιμου χρέους μας, δείχνουμε την καλή μας πίστη συνηγορώντας υπέρ μας. Μέχρι σήμερα καταγραφόταν κάθε χρόνο στον προϋπολογισμό το ένα τρίτο των ετήσιων προκαταβολών των τριών δυνάμεων, ήτοι το ποσό του 1.278.491 δρχ. και 20λ.· ωστόσο, καμιά πληρωμή δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, εκτός από το 1847, όταν η κυβέρνηση, αναγκασμένη να αποδώσει τμήμα της αγγλικής σειράς, κατέφυγε σε ξένο δανεισμό. Και από τη στιγμή που η εμπειρία απέδειξε το ανέφικτο της πραγματοποίησης μιας ετήσιας πληρωμής τέτοιου ποσού, η συνέχιση της καταγραφής του στον προϋπολογισμό θεωρήθηκε άσκοπη: να γιατί προτίμησα να μην αναγράψω παρά το ποσό που η κανονικοποίηση της οικονομικής υπηρεσίας, μετά τα νέα μέτρα, μου δίνει την πεποίθηση ότι το δημόσιο ταμείο θα μπορέσει να πραγματοποιήσει. Σε αυτή τη βάση η κυβέρνηση θα απαιτήσει το άνοιγμα των διαπραγματεύσεων για τη ρύθμιση, μια για πάντα, του ποσού που θα πρέπει να καταβάλλεται ετησίως, ώστε να τεθεί τέλος στην αβεβαιότητα που κλονίζει την πίστη του κοινού και προκαλεί ανεπιθύμητες συνέπειες για την εσωτερική τάξη της χώρας». Το 1854, τη στιγμή που η Ελλάδα συντάχθηκε με τη Ρωσία εναντίον μας, μας χρωστούσε πάνω από 30 εκατομμύρια φράγκα. Διαβάζουμε στον Μονιτέρ της 14ης Μαΐου:

«Η συνθήκη του 1832 περιείχε μια διάταξη σύμφωνα με την οποία τα πρώτα έσοδα του ελληνικού κράτους έπρεπε πριν από όλα να διοχετευθούν στην εξυπηρέτηση των τόκων και των χρεολυσίων του εξωτερικού του χρέους. Η Γαλλία όχι μόνο δεν απαίτησε ποτέ την τήρηση αυτού του άρθρου της συνόδου του Λονδίνου, αλλά επίσης, από υπερβολική ευμένεια και γενναιοδωρία για μια χώρα που έβλεπε ως ένα από τα δημιουργήματά της, έπαψε, το 1838, να ακολουθεί το παράδειγμα της Αγγλίας και της Ρωσίας, οι οποίες εξέδωσαν νέα δάνεια με την εγγύησή τους για να επιτρέψουν την εξυπηρέτηση των προσόδων των δανείων που είχαν ήδη εκδοθεί, και με σκοπό να εξασφαλίσει μια μέρα στην Ελλάδα ένα πολύτιμο αποθεματικό αποφάσισε να καταβάλει, στο πέρας κάθε εξαμήνου, προκαταβολές των ίδιων των κεφαλαίων της. Οι προκαταβολές αυτές υπερβαίνουν σήμερα το ποσό των 13 εκατομμυρίων φράγκων. Μετά την υιοθέτηση αυτού του συστήματος, που δεν θα αργήσει να μας δεσμεύσει πέρα από τις πρωταρχικές υποχρεώσεις μας, έχουμε στερηθεί από το υπόλοιπο του δανείου του 1832, το οποίο είχαμε δικαίωμα να θεωρήσουμε εφεξής ως εχέγγυο για την αποπληρωμή της ειδικής μας πίστωσης, 2 επιπλέον εκατομμύρια, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για να σχηματίσουν το κεφάλαιο στην Εθνική Τράπεζα Αθηνών που αποδόθηκε στην ίδια την ελληνική κυβέρνηση». Ιδού πώς κατανέμεται η πίστωσή μας:

Δεδομένου ότι αυτά τα 32 εκατομμύρια δεν θα αποπληρωθούν ποτέ, η Γαλλία έχει το αναντίρρητο δικαίωμα να παρεμβαίνει στις υποθέσεις της Ελλάδας.

V Δαπάνες - Το μεταχρονολογημένο χρέος - Η Ελλάδα χρωστά 200 εκατομμύρια σε ορισμένους άγγλους κεφαλαιούχους - Το 1823 και το 1824 δανείστηκε 57 εκατομμύρια από τα οποία εισέπραξε 23 - Χρωστά ακόμη 57 εκατομμύρια, συν τόκους ανατοκισμού 30 ετών Οι πάντες γνωρίζουν ότι η Ελλάδα χρωστά στις τρεις δυνάμεις κάπου 100 εκατομμύρια που αδυνατεί να πληρώσει. Σχεδόν κανείς δεν γνωρίζει ότι η Ελλάδα χρωστά σε ορισμένους άγγλους κεφαλαιούχους πάνω από 200 εκατομμύρια που δεν θέλει να πληρώσει. Η μόνη διαφορά ανάμεσα στα δύο χρέη είναι ότι, επειδή οι δανειστές του πρώτου διαθέτουν κανόνια, οι Έλληνες το αναγνωρίζουν, και επειδή εκείνοι του δεύτερου δεν διαθέτουν, το αρνούνται. Το 1823, ενώ η Ελλάδα δεν ήξερε ακόμη αν είχε κερδίσει την ελευθερία της, η προσωρινή κυβέρνηση έστειλε στο Λονδίνο τρεις απεσταλμένους, τους οποίους είχε εξουσιοδοτήσει να συνάψουν δάνειο 4 εκατομμυρίων ισπανικών πιαστρών, δηλαδή 800.000 αγγλικές λίρες, με υποθήκη τον εθνικό πλούτο. Το εχέγγυο ήταν ευπαθές. Οι δανειστές πρέπει να θεώρησαν τους εαυτούς τους ως ετερόρρυθμους εταίρους μιας τυχοδιωκτικής επιχείρησης. Το δάνειο συνήφθη με τόκο προεξόφλησης 59%. Οι τραπεζίτες παρακράτησαν τόκους δύο ετών για τον εαυτό τους με 5%· χρεολύσια δύο ετών με 1%· 3% για προμήθειες και έξοδα διαμεσολάβησης· 0,4% για προμήθεια πληρωμής τόκων με λίγα λόγια, οι Έλληνες έχασαν 56, 4% του αρχικού ποσού· και αντί για 800.000 αγγλικές λίρες, δεν εισέπραξαν παρά 348.000, δηλαδή 8. 400.000 φράγκα σε γαλλικό νόμισμα. Δεκαπέντε μήνες αργότερα, η ίδια κυβέρνηση έστειλε τους ίδιους απεσταλμένους στο Λονδίνο για να συνάψουν δεύτερο δάνειο 15 εκατομμυρίων ισπανικών πιαστρών ή 2 εκατομμυρίων αγγλικών λιρών, με υποθήκη το ίδιο εχέγγυο. Η Ελλάδα έχασε σε αυτή τη συναλλαγή 58,9%. Η διαπραγμάτευση του πρώτου δανείου είχε γίνει με τους τραπεζίτες Λάφμαν, Ο’Μπράιεν, Έλις κ.ά. Οι κύριοι Τζέικομπ και Σάμσον Ρικάρντο, οι οποίοι διαπραγματεύτηκαν το δεύτερο, προχώρησαν πριν από όλα σε απόσυρση των ομολόγων του πρώτου, ώστε να απλοποιήσουν τις συναλλαγές και να αποφύγουν τη συμφόρηση της αγοράς. Σε αυτή την επιχείρηση κατανεμήθηκε κεφάλαιο 250.000 αγγλικών λιρών. Ο υπολογισμός του μεταχρονολογημένου χρέους γίνεται εύκολα:

Δηλαδή 23.200.000 σε γαλλικό νόμισμα, που είναι οι συνολικοί πόροι που βρήκε η Ελλάδα στις διαπραγματεύσεις της με τους άγγλους κεφαλαιοκράτες. Όσο για το κεφάλαιο με το οποίο έχει επιβαρυνθεί, ανέρχεται σε:

Ωστόσο, τόκοι 30 ετών με 5%, λαμβάνοντας υπόψη τους τόκους πάνω στους τόκους, υπερτετραπλασιάζουν το αρχικό κεφάλαιο. Δεν οφείλονται λοιπόν μόνο 57 εκατομμύρια από την Ελλάδα στους κατόχους ίων ομολόγων της: οφείλονται 200 και πλέον εκατομμύρια, για τα οποία δεν γίνεται ποτέ λόγος στον προϋπολογισμό. Έχει ειπωθεί ότι οι προσωρινές κυβερνήσεις της Τριπολιτσάς και του Ναυπλίου δεν είχαν το δικαίωμα να προχωρήσουν στη σύναψη αυτού του δανείου. Είναι αρκετά δύσκολο να ορίσει κανείς επακριβώς τα δικαιώματα μιας επαναστατικής δύναμης που ενεργεί στο όνομα μιας χώρας σε εξέγερση· και μου φαίνεται πως σε τέτοιες περιστάσεις ό,τι είναι αναγκαίο είναι επαρκώς θεμιτό. Η Ελλάδα είχε ανάγκη από χρήματα το 1824; Ναι. θα μπορούσε να τα εξασφαλίσει με άλλο τρόπο εκτός από δανεισμό; Όχι. Ήταν εφικτό να δανειστεί με όρους λιγότερο επαχθείς από ό,τι συνέβη; Όχι. Ωφελήθηκε η Ελλάδα από τα 23 εκατομμύρια που έλαβε; Ωφελήθηκε περισσότερο από ό,τι με τα 60 εκατομμύρια που δανείστηκε με

την εγγύηση των τριών δυνάμεων, αφού τα 23 εκατομμύρια της χρησίμευσαν για να κατακτήσει την ανεξαρτησία της, ενώ τα 63 εκατομμύρια δεν της χρησίμευσαν σε τίποτε. Είναι σωστό να επικαλεστεί κανείς ότι το δάνειο ήταν τοκογλυφικό; Όχι, αφού με το που έγιναν πιστωτές του ελληνικού λαού, οι δανειστές προχώρησαν σε αβέβαιη επένδυση, και τα γεγονότα το απέδειξαν, αφού δεν εισέπραξαν ούτε κεφάλαιο ούτε τόκους. Επιμένω ότι υπήρξαν υπερβολικά γενναιόδωροι ή, αν θέλετε, υπερβολικά απερίσκεπτοι, και ότι αν σήμερα η τακτική κυβέρνηση της Ελλάδας επιχειρούσε να προχωρήσει σε δανεισμό κανείς τραπεζίτης, κανείς κεφαλαιοκράτης, δεν θα της δάνειζε 23 εκατομμύρια έναντι κουπονιού 57. Είναι που το 1824 ο ελληνικός λαός δεν είχε ακόμη προλάβει να απαξιωθεί. Είναι που η χώρα δεν είχε ακόμη αποδείξει ότι είναι ανίκανη να ζήσει. Είναι που οι κυβερνήσεις της Τριπολιτσάς και του Ναυπλίου προσέφεραν, σε τελευταία ανάλυση, ηθικές εγγυήσεις που η τακτική κυβέρνηση του βασιλιά Όθωνα δεν προσφέρει πλέον. Το 1846, το σύνολο σχεδόν των ομολόγων εκείνου του δανείου έγινε αντικείμενο διαπραγμάτευσης στην Ολλανδία. Ένα ομόλογο 100 φράγκων πουλιόταν 5 ή 6 φράγκα. Σήμερα, η διαγωγή της ελληνικής κυβέρνησης έχει εκμηδενίσει την αξία τους, και όποιος τα πληρώσει 1 σεντίμ θα είναι ανόητος.

VI Δαπάνες - Η βασιλική χορηγία - Η βουλευτική αποζημίωση - Τα επτά υπουργεία - Τα δικαστήρια, ο στρατός και ο στόλος απορροφούν σχεδόν το ήμισυ του προϋπολογισμού - Η χρησιμότητα αυτών των τριών θεσμών - Δυο λόγια για τις Ιονίους Νήσους, που δεν έχουν ούτε δικαστήρια, ούτε στρατό, ούτε στόλο Η βασιλική χορηγία είναι ένα εκατομμύριο δραχμές (900.000 φράγκα). Λίγα για έναν βασιλιά· πολλά για τη χώρα. Αυτό το ένα εκατομμύριο δραχμές είναι το ένα δέκατο πέμπτο των δημόσιων δαπανών της Ελλάδας. Αν ο αυτοκράτορας της Γαλλίας έπαιρνε για λογαριασμό του το ένα δέκατο πέμπτο του προϋπολογισμού, η χορηγία θα αντιστοιχούσε σε 100-120 εκατομμύρια. Είναι θλιβερό ένας λαός που στους μισούς κυριολεκτικά λείπει το ψωμί να καταδικάζεται να κάνει οικονομία στα χόρτα και στις ελιές για να πληρώσει ένα εκατομμύριο σε έναν ξένο που δεν επέλεξε και που του επιβλήθηκε. Είναι οδυνηρό να σκέφτεται κανείς ότι τα 22 εκατομμύρια που ο βασιλιάς έχει εισπράξει από την άνοδό του στον θρόνο θα είχαν δημιουργήσει πλούτο στη χώρα, αν είχαν χρησιμοποιηθεί για τη διάνοιξη δρόμων. Αλλά πάνω από

όλα, αν κανείς αναρωτηθεί ποιες υπηρεσίες προσέφερε στην Ελλάδα ο βασιλιάς Όθωνας, θα πρέπει να απαντήσει: «Η χώρα έδωσε στη βασιλεία περισσότερα από όσα πήρε». Τα νομοθετικά σώματα λαμβάνουν κάθε χρόνο 600.000 δραχμές περίπου. Ο προϋπολογισμός προβλέπει πάντοτε πολύ χαμηλότερη δαπάνη, αφού η αποζημίωση των βουλευτών είναι μηνιαία, και οι συνεδριάσεις δεν χρειάζεται να διαρκούν παρά οκτώ μήνες. Αλλά η βουλή φροντίζει με κάθε τρόπο να τις κάνει να διαρκούν ολόκληρο το έτος. Αν η αποζημίωση ήταν ετήσια, θα ολοκλήρωναν το έργο τους σε τρεις μήνες. Τα μέλη του κοινοβουλίου συναινούν καλόπιστα. Ο βουλευτής θα αισθανόταν εξαπατημένος αν ψήφιζε τον προϋπολογισμό πριν από το τέλος του χρόνου, με απώλεια εκείνων των 250 δραχμών τον μήνα· και οι ποταποί υπολογισμοί μερικών ατόμων κάνουν να τραβάνε σε μάκρος οι δημόσιες υποθέσεις. Τα υπουργεία είναι επτά σε αριθμό. Είναι πολλά, αν δεν κάνω λάθος. Ο Κωλέττης αποπειράθηκε να τα μειώσει σε τέσσερα: δεν τα κατάφερε· ο αριθμός όσων φιλοδοξούν να πάρουν χαρτοφυλάκιο είναι υπερβολικά μεγάλος. Αν μπορούσαν κάθε φορά να ικανοποιηθούν μόνο τέσσερις, ο αριθμός των δυσαρεστημένων θα ήταν μεγάλος. Με επτά χαρτοφυλάκια, ο βασιλιάς είναι σίγουρος ότι τουλάχιστον επτά άτομα έχουν συμφέρον να τηρήσουν την καθεστηκυία τάξη. Αν λάβει κανείς υπόψη τον πληθυσμό της Ελλάδας, θα προσέξει ότι εμείς έχουμε έναν νομάρχη στο διαμέρισμα του Βορρά ο οποίος διοικεί, χωρίς να πεθαίνει από την κούραση, έναν πληθυσμό αρκετά πιο πολυάριθμο. Αν ρίξει κανείς μια ματιά στο σύνολο του ελληνικού προϋπολογισμού, θα αναγνωρίσει ότι ένας δικός μας τμηματάρχης στο πιο ταπεινό από τα υπουργεία μας διαχειρίζεται κάθε χρόνο, χωρίς να παθαίνει υπερκόπωση, μεγαλύτερα κονδύλια. Προς τι, λοιπόν, τα επτά υπουργεία; Είναι αλήθεια ότι οι αποδοχές ίων επτά υπουργών του έλληνα βασιλιά αθροιστικά δεν φτάνουν τις αποδοχές ενός υπουργού ίου γάλλου αυτοκράτορα, αφού λαμβάνουν 800 δραχμές τον μήνα. Τα υπουργεία Εξωτερικών, Δικαιοσύνης, Παιδείας και θρησκευμάτων, Εσωτερικών και Οικονομικών δαπανούν κατά μέσο όρο 4.500.000 δραχμές ετησίως. Τα υπουργεία Αμύνης και Ναυτιλίας, 5.500.000 δραχμές. Είναι σημαντικό η Ελλάδα να εκπροσωπείται στο εξωτερικό. Είναι σημαντικό να απονέμεται δικαιοσύνη. Είναι σημαντικό ο λαός να μορφώνεται και να εκπαιδεύεται. Είναι σημαντικό η χώρα να διοικείται. Είναι σημαντικό να παρακολουθούνται τα κρατικά έσοδα και έξοδα. Αλλά είναι εξίσου σημαντικό η Ελλάδα να έχει στρατό και στόλο;

Για ποιο σκοπό ένας λαός συντηρεί ένοπλες δυνάμεις, είτε στην ξηρά είτε στη θάλασσα; Το κάνει είτε για να επιτεθεί είτε για να αμυνθεί. Η Ελλάδα δεν έχει κανέναν να επιτεθεί· είναι προς το συμφέρον της να μην επιτεθεί σε κανέναν- η Ευρώπη δεν θέλει η Ελλάδα να επιτεθεί σε κανέναν. Εξάλλου, οι δυνάμεις της είναι τόσο δυσανάλογες σε σχέση με εκείνες όλων των γειτονικών κρατών που δεν θα είναι ποτέ σε θέση να κάνει πόλεμο. Ο στρατός της μόνο κλεφτοπόλεμο μπορεί να κάνει, και ο στόλος της πειρατεία. Η Ελλάδα έχει ανάγκη άμυνας; Όχι. Κατ’ αρχάς, κανείς δεν διανοείται να της επιτεθεί. Αν δεχόταν επίθεση, ούτε ο στρατός ούτε ο στόλος της θα αρκούσαν για να απωθήσουν τον εχθρό. Γνωρίζει καλά, εξάλλου, ότι η Γαλλία και η Αγγλία, στις οποίες χρωστά την ύπαρξή της, δεν θα επέτρεπαν ποτέ την κατάληψή της. Δεν έχει λοιπόν ανάγκη ούτε από στρατό ούτε από στόλο. Να πει κανείς ότι η κυβέρνηση οφείλει να ενισχύεται εναντίον των εσωτερικών εχθρών και να είναι σε θέση να καταστέλλει τη ληστεία; Μπορεί. Αλλά εναντίον τέτοιων εχθρών δεν απαιτείται στρατός· αρκεί η χωροφυλακή. Να αναφερθεί κανείς στο παράδειγμα των μικρών γερμανικών κρατών που διατηρούν στρατό; Αυτά τα κράτη, που δεν έχουν άλλους προστάτες από τους εαυτούς τους, είναι μέρη μιας συνομοσπονδίας, και μπορούν ενώνοντας τις δυνάμεις τους να αντιταχθούν σε ισχυρούς εχθρούς. Αν η Ελλάδα δεν έχει δρόμους, αν τα δάση της δεν αξιοποιούνται, αν η γη της δεν καλλιεργείται, αν τα ορυχεία της δεν ανασκάπτονται, αν τα εργατικά χέρια απουσιάζουν, αν το εξωτερικό εμπόριο δεν έχει κάνει την πρόοδο που έπρεπε, είναι επειδή εδώ κατ είκοσι χρόνια η Ελλάδα έχει στρατό. Αν ο προϋπολογισμός είναι μονίμως ελλειμματικός, αν η Ελλάδα δεν είναι σε θέση να εξυπηρετήσει τους τόκους των δανείων της, είναι επειδή έχει στρατό. Αν ο λαός και η κυβέρνηση έχουν την απεχθή ιδέα να παραβιάσουν το σύνορο με την Τουρκία και να πάρουν μέρος στον πόλεμο της Ανατολής, είναι επειδή δηλώνουν: «Έχουμε στρατό». Ο βασιλιάς θέλει οπωσδήποτε να διατηρήσει τον στρατό του. Το κάνει από ματαιοδοξία και από φιλοδοξία. Αν αφηνόταν στον ίδιο, θα βλέπαμε τον προϋπολογισμό του υπουργείου Αμύνης να ξεπερνά τα 9 εκατομμύρια δραχμές, όπως συνέβη το 1834. Ο βασιλιάς αρέσκεται να μετρά τους στρατιώτες του· καμαρώνει ανάμεσα στον μικρό στρατό του· φορά στρατιωτική στολή· ονειρεύεται κατακτήσεις. Δεν μείωσε τον προϋπολογισμό του υπουργείου Αμύνης το 1838 από οικονομική σύνεση· αλλά λόγω της εκφρασμένης βούλησης των προστάτιδων δυνάμεων. Ο στρατός δεν διαθέτει παρά 7-8 χιλιάδες άντρες, υπολογίζω· κάθε στρατιώτης κοστίζει στο κράτος μόνο 461 δραχμές και 55 λεπτά ετησίως· κάθε άλογο, μόνο 268

δραχμές και 50 λεπτά. Αλλά όταν το κράτος, από τα 800.000 εκτάρια καλλιεργήσιμης γης που κατέχει, δεν έχει μπορέσει να καλλιεργήσει 150.000, είναι παράλογο να στερεί κανείς 7-8 χιλιάδες άντρες από τη γεωργία. Όταν ο προϋπολογισμός δημόσιων έργων είναι μηδενικός, είναι παράλογο να δαπανά κανείς πάνω από 4 εκατομμύρια δραχμές ετησίως για τον προϋπολογισμό του υπουργείου Αμύνης. Όταν η χώρα δεν παράγει άλογα, είναι παράλογο να πηγαίνει κανείς να αγοράζει στην Τουρκία 300 ή 400 άλογα που δεν σέρνουν ούτε όχημα ούτε κάρο. Οι ίδιες παρατηρήσεις ισχύουν για τον προϋπολογισμό του υπουργείου Ναυτιλίας. Η εμπορική ναυτιλία του βασιλείου δεν έχει ανάγκη προστασίας: αν είχε, δεν θα επαρκούσε ο στολίσκος του κράτους· οι έλληνες έμποροι διασχίζουν όλες τις θάλασσες του κόσμου, ενώ τα κανονιοφόρο πλοιάρια του βασιλιά αναπαύονται αγκυροβολημένα στα λιμανάκια της Ελλάδας. Οι 1.150 άντρες που αποτελούν το προσωπικό του ναυτικού θα ήταν πολύ χρησιμότεροι αν μπάρκαραν στα εμπορικά σκάφη, και τα ποσά που δαπανώνται κάθε χρόνο για υλικό θα μπορούσαν εύκολα να αξιοποιηθούν αλλού. Αν η Ελλάδα ήταν οργανωμένη όπως οι Ιόνιοι Νήσοι, που δεν έχουν ούτε βασιλιά, ούτε στόλο, ούτε στρατό, θα εξοικονομούσε κάθε χρόνο 6.500.000 δραχμές. Το μισό αυτού του ποσού θα χρησίμευε για την εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους. Το υπόλοιπο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για δημόσια έργα. Έτσι τα χρήματα θα έπιαναν τόπο εκατό τοις εκατό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ Ο βασιλιάς, η βασίλισσα και η αυλή

I Ο βασιλιάς είναι ασθενικός, η βασίλισσα χαίρει άκρας υγείας - Το διάσημο κάλλος της βασίλισσας - Ο βασιλιάς είναι πάντα αναποφάσιστος, η βασίλισσα πάντα αποφασιστική· ο βασιλιάς εξετάζει τους νόμους χωρίς να τους υπογράφει, η βασίλισσα τους υπογράφει χωρίς να τους εξετάζει - Η ιστορία μιας μεγάλης οικογένειας κι ενός μικρού τετραδίου Ο βασιλιάς είναι ένας άντρας τριάντα εννέα ετών[29] που φαίνεται μεγαλύτερος από την ηλικία του. Είναι ψηλός, αδύνατος, ασθενικός και καταβεβλημένος από τους πυρετούς. Η θειική κινίνη που λαμβάνει τον έκανε κουφό. Η βασίλισσα είναι μια γυναίκα τριάντα πέντε ετών[30] που θα της πάρει χρόνια να γεράσει. Παχουλή καθώς είναι, θα διατηρηθεί καλά. Έχει γερή και πληθωρική διάπλαση, που την ενισχύει η σιδερένια υγεία της. Την ομορφιά της, που ήταν ξακουστή πριν από δεκαπέντε χρόνια, μπορείς να τη διακρίνεις και σήμερα, αν και η χάρη έδωσε τη θέση της στη δύναμη. Η όψη της είναι γεμάτη και χαμογελαστή, αλλά έχει κάτι το άκαμπτο και το τραχύ· το βλέμμα της καλοσυνάτο αλλά δίχως πραότητα· λες και χαμογελά προς στιγμήν, αλλά ο θυμός δεν θα αργήσει να έρθει. Το χρώμα της έχει μια φυσική απόχρωση με κάποιες αδιόρατες κόκκινες γραμμές που ποτέ δεν θα ατονήσουν. Η φύση τής χάρισε μεγάλη όρεξη, και τρώει κάθε μέρα και τα τέσσερα γεύματά της, χωρίς να υπολογίζουμε και τα δεκατιανά. Κάποιες ώρες της ημέρας φροντίζει να παίρνει δυνάμεις και κάποιες άλλες να τις σπαταλά. Το πρωί η βασίλισσα τρέχει στον κήπο της, είτε με τα πόδια είτε με μια μικρή άμαξα που οδηγεί η ίδια. Μιλά στους κηπουρούς της, τους βάζει να ξεριζώνουν δέντρα, να τα κλαδεύουν, να αλλάζουν τη διάταξη του κήπου· της αρέσει να κάνει τους άλλους να τρέχουν όσο σχεδόν τρέχει και η ίδια. Μάλιστα η όρεξη της ανοίγει ακόμα περισσότερο όταν οι κηπουροί δεν παίρνουν ανάσα. Μετά το μεσημεριανό γεύμα και τον ύπνο που ακολουθεί, η βασίλισσα ανεβαίνει στο άλογο και καλπάζει μερικές λεύγες, για να ξεσκάσει. Το καλοκαίρι, σηκώνεται στις τρεις το πρωί για να πάει να κολυμπήσει στη θάλασσα, στο Φάληρο· κολυμπά μία ώρα συνεχόμενη χωρίς να κουραστεί. Το βράδυ, μετά το δείπνο, κάνει βόλτα στον κήπο της. Την εποχή που γίνονται οι χοροί, δεν χάνει ούτε βαλς ούτε καντρίλια, και δεν δείχνει ποτέ ούτε ότι κουράστηκε ούτε ότι χόρτασε.

Τα πρώτα χρόνια του γάμου τους, ο βασιλιάς και η βασίλισσα ταξίδευαν πολύ μέσα στο βασίλειο. Είναι μια απόλαυση που η βασίλισσα υποχρεώθηκε να στερηθεί, καθώς ο βασιλιάς είναι πολύ αδύναμος. Σε λίγο θα πρέπει να στερηθεί τους χορούς, ακόμα και τα θεάματα. Τον βασιλιά τον παίρνει πάντα ο ύπνος στο θέατρο. Η βασίλισσα είναι η κόρη του Μεγάλου Δούκα του Όλντενμπουργκ, που πέθανε το 1853. Ο βασιλιάς είναι ο δευτερότοκος γιος του βασιλιά Λουδοβίκου της Βαυαρίας, που έγινε διάσημος για την αγάπη του προς τις καλές τέχνες και τις όμορφες καλλιτέχνιδες. Ο βασιλιάς, όταν περνά από τους δρόμους της Αθήνας ντυμένος με τη στολή του Παλικαριού, πάνω στο σβέλτο άλογό του που το ιππεύει με χάρη, μπορεί και να δώσει λάθος εντύπωση. Το ψηλό του ανάστημα, το λεπτό του σώμα και ένας κάποιος αέρας κουρασμένου μεγαλείου έκαναν μεγάλη εντύπωση σε ξένους που τον είδαν από μακριά. Κι έτσι από μακριά τον κοιτάζει και η Ευρώπη εδώ και είκοσι χρόνια. Ο χαρακτήρας του, κατά τα λεγόμενα όσων έχουν εργαστεί μαζί του, είναι ντροπαλός, διατακτικός και σχολαστικός. Όταν θέλει να μελετήσει μια υπόθεση, ζητά όλα τα έγγραφα, τα διαβάζει εξονυχιστικά από την αρχή έως το τέλος, χωρίς να ξεχάσει τίποτα· διορθώνει τα ορθογραφικά, αλλάζει τη στίξη, κάνει σχόλια για τον τρόπο γραφής· και όταν έχει εξετάσει τα πάντα, δεν έχει μάθει κάτι περισσότερο. Και για τον επιπρόσθετο αυτόν λόγο, δεν έχει τίποτα αποφασίσει. Η τελευταία του λέξη σε κάθε υπόθεση είναι: «Θα δούμε». Η βασίλισσα είναι των γρήγορων αποφάσεων: έχει προσόντα στρατηγού. Δεν ξέρω αν σκέφτεται πολύ πριν αποφασίσει· το βέβαιο είναι ότι δεν σκέφτεται για ώρα. Κάθε χρόνο, οι υποθέσεις του κράτους θα έμεναν σε εκκρεμότητα αν ο βασιλιάς βασίλευε μόνος του. Κάνει, όμως, ένα ταξίδι τριών μηνών για λόγους υγείας· αφήνει φεύγοντας την αντιβασιλεία στη βασίλισσα. Η βασίλισσα παίρνει μια πένα και υπογράφει, χωρίς να τους εξετάσει, όλους εκείνους τους νόμους που ο βασιλιάς εξέτασε χωρίς να τους υπογράψει. Ο βασιλιάς, λένε, έχει χρυσή καρδιά. Η βασίλισσα δεν φημίζεται τόσο πολύ για την καλοσύνη της. Πολύ εύκολα παρεξηγείται και πολύ δύσκολα ξαναβρίσκει την καλή της προαίρεση, θα μπορούσα να πω το όνομα κάποιου στον οποίο ποτέ δεν θα συγχωρέσει το γεγονός ότι σε δείπνο του παλατιού ήταν ανόρεχτος- πίστεψε ότι το έκανε από περιφρόνηση προς την κουζίνα της. Γνωρίζω κάποιον άλλο που τόλμησε να φέρει σε έναν χορό της αυλής μισή ντουζίνα μανταρίνια που τα μοίρασε σε κάποιες κυρίες. Ο ένοχος αυτός είναι ένας πνευματώδης άνθρωπος, μεγαλωμένος στην Αγγλία, μορφωμένος, ικανός και άξιος στη διπλωματία. Ο πατέρας του, που ήταν ένας από τους πλουσιότερους εμπόρους της Ύδρας, καταστράφηκε για την Ελλάδα, η οποία του οφείλει σχεδόν ένα εκατομμύριο. Ο γιος δεν θα γίνει ποτέ

τίποτα, ούτε καν θυρωρός σε πρεσβεία. Τα πορτοκάλια του ήταν λοιδορία προς ό,τι προσέφερε η αυλή για δροσιστικό. Η βασίλισσα είναι μια φθονερή θεότητα που τιμωρεί τους ενόχους έως την έβδομη γενιά τους. Είχε κάποτε για κυρία των τιμών τη δεσποινίδα Φωτεινή Μαυρομιχάλη, μια όμορφη και καλοσυνάτη κοπέλα, την πιο ξεχωριστή και πιο πνευματώδη από όλες τις νεαρές των Αθηνών· και από μεγάλη οικογένεια. Οι συγγενείς της είναι εκείνοι οι πρώην μπέηδες της Μάνης που πλήρωναν τους φόρους τους στην άκρη του σπαθιού. Η δεσποινίς Μαυρομιχάλη ανατράφηκε από τη δούκισσα της Πλακεντίας, με τη οποία ήρθε σε ρήξη με αφορμή μια δωρεά που της είχε κάνει και την ήθελε πίσω. Μιλά γαλλικά τόσο σωστά όσο καμία κάτοικος της συνοικίας Σεν Ζερμέν· είναι τόσο όμορφη όσο και μορφωμένη και τόσο ενάρετη όσο και πνευματώδης. Ήταν σε μεγάλη εύνοια, και η οικογένειά της το ίδιο· ο θείος της, ο Δημήτρης Μαυρομιχάλης, ένας από τους καλύτερους ιππότες του βασιλείου, ήταν υπασπιστής του βασιλιά· ο πατέρας τους ήταν γερουσιαστής· όλοι οι συγγενείς της κατείχαν αξιώματα. Αλλά ο βασιλιάς έλειπε σε ταξίδι. Έπεισαν τη βασίλισσα ότι η δεσποινίς Μαυρομιχάλη ήταν τόσο όμορφη, τόσο πνευματώδης και τόσο ενάρετη μόνο και μόνο για να κάνει τον βασιλιά να την ερωτευτεί και να τον οδηγήσει, ίσως, και στο διαζύγιο. Έφεραν στο φως ένα τετραδιάκι που είχαν κλέψει από την κακομοίρη κοπέλα, ένα ημερολόγιο όπου έγραφε τα πιο βαθιά της συναισθήματα. Ερμήνευσαν με κακή πρόθεση κάποιες επαινετικές προτάσεις για τον βασιλιά. Την επομένη, όλοι οι Μαυρομιχάληδες είχαν καθαιρεθεί. Περίεργο πράγμα! Η οικογένεια αυτή κουβαλούσε στη συνείδησή της τις πιο διάσημες δολοφονίες που διαπράχθηκαν στο βασίλειο. Σκότωσαν τον Καποδίστρια, τον Πλαπούτα και τον Κορφιωτάκη· και δεν έβαλαν άλλους να τους σκοτώσουν, όπως ο Κωλέττης όταν θέλησε να βγάλει από τη μέση τον Νούτσο και τον Οδυσσέα· τους σκότωσαν οι ίδιοι, με τα ίδια τους τα χέρια, και η αξιοπιστία τους δεν κλονίστηκε. Λίγες γραμμές που παρερμηνεύτηκαν και η οργή της βασίλισσας τους κατάφερε ένα πλήγμα από το οποίο δεν θα συνέλθουν ποτέ.

II Η ιδιωτική ζωή των ηγεμόνων της Ελλάδας - Ένας νέος δούκας του Μπάκιγχαμ που δεν τα κατάφερε: το μήλο του Πάρη Η ιδιωτική ζωή του βασιλιά και της βασίλισσας είναι αψεγάδιαστη. Η συκοφαντία δεν αγγίζει ούτε τον έναν ούτε τον άλλο, και ακόμα και οι θανάσιμοι εχθροί τους αναγνωρίζουν τα χρηστά ήθη τους. Η αρετή του βασιλιά, πριν από τον γάμο του, δοκιμάστηκε σκληρά από ένα μέλος του Συμβουλίου της Αντιβασιλείας, ο οποίος είχε τρεις κόρες σε ηλικία γάμου, και που θα ήθελε τη μία να την ανεβάσει στον θρόνο. Αντιστάθηκε στην πιο επιδέξια επιχείρηση γοητείας και στις πιο άμεσες προκλήσεις. Η βασίλισσα δεν είχε ποτέ εκτεθεί σε κάτι τέτοιο. Το πρωτόκολλο της αυλής και η διαφάνεια στο παλάτι της την περιέβαλλαν με ασφάλεια, ακόμα κι αν δεν ήταν τόσο ενάρετη. Όμως η αρετή της ήταν γερή σαν την υγεία της. Έχει εξάλλου μια γερμανική αλαζονεία ικανή να τρομοκρατήσει ακόμα και τους πιο τολμηρούς μυθιστορηματικούς ήρωες. Δεν ανέχεται να την αποκαλούν «κυρία»· πρέπει να τη λένε «Μεγαλειοτάτη». Αν ο δούκας του Μπάκιγχαμ ήταν υποχρεωμένος να πει στην Άννα της Αυστρίας: «Μεγαλειοτάτη, σας αγαπώ», θα του ερχόταν στο μυαλό ότι μιλά σε βασίλισσα και δεν θα είχε σε καμία περίπτωση ολοκληρώσει τη φράση. Ωστόσο, παρά το πρωτόκολλο, παρά τη γερμανική αλαζονεία, παρά την προφανή αδυναμία να επιτύχει, ένας άντρας υπήρξε αρκετά τολμηρός για να μιλήσει ρητά για τον έρωτά του στη βασίλισσα. Σπεύδω να πω ότι ήταν Γάλλος. Ήταν κυβερνήτης μιας φρεγάτας που είχε σταθμεύσει στον Πειραιά: έγινε δεκτός στην τελετή του χειροφιλήματος και ενώ ακουμπούσε με σεβασμό τα χείλη του στο λευκό χέρι της βασίλισσας νόμισε πως τον κοίταξε με συμπάθεια. Στο σημείο αυτό, ο ναυτικός της ιστορίας μου πίστεψε, όλος προσδοκία, ότι μια βασίλισσα τον ξεχώρισε. Λίγες μέρες αργότερα, πέρασε από τον Πόρο· του έδειξαν κάποια μήλα πολύ όμορφα· διάλεξε τα εκατό μεγαλύτερα, τα έβαλε σε ένα καλάθι και τα έστειλε στη βασίλισσα, με ένα σημείωμα που έλεγε περίπου τα εξής: «Μεγαλειοτάτη, Ο Πάρης έδωσε το μήλο στην Αφροδίτη· σε σας, που είστε εκατό φορές ομορφότερη, πήρα το θάρρος να στείλω εκατό μήλα» κλπ. Η βασίλισσα βρήκε το σημείωμα πολύ κακόγουστο· το έστειλε στον πρεσβευτή της Γαλλίας. Δεν μου είπαν τι έκανε τα μήλα. Ο καπετάνιος της φρεγάτας, ένας εξαιρετικός αξιωματικός, απαλλάχθηκε των καθηκόντων του· έγινε, όμως, λίγο

καιρό αργότερα καπετάνιος σε μεγαλύτερο πλοίο. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα, λένε, τρέφουν συμπάθεια ο ένας για τον άλλον, θα αγαπιόνταν όμως περισσότερο αν είχαν παιδιά. Τα συμφέροντά τους είναι συχνά διαφορετικά, μερικές φορές μάλιστα αντικρουόμενα. Έτσι, όταν τέθηκε σε διαβούλευση το θέμα της διαδοχής, ο βασιλιάς ήθελε για διάδοχο έναν από τους αδελφούς του· η βασίλισσα κατέβαλε προσπάθεια να είναι ένας από τα δικά της αδέλφια. Αυτοί οι δύο ξένοι, που βρέθηκαν ο ένας δίπλα στον άλλο, σε έναν θρόνο στον οποίο δεν είχαν δικαιώματα, εργάστηκαν, ο καθένας από την πλευρά του, για το συμφέρον των οικογενειών τους· και η Ελλάδα έβλεπε να έχει επικεφαλής δύο δυναστείες που τις εκπροσωπούν τα δύο αυτά πρόσωπα.

ΙΙΙ Ο βασιλιάς και η βασίλισσα παρέμειναν Γερμανοί· αγαπούν την Ελλάδα όπως αγαπούν μια ιδιοκτησία τους: εγωισμός αυτής της κυβέρνησης - Η κυβέρνηση δεν δημιούργησε κανένα δημόσιο ίδρυμα - Παραχώρησε μόνο τις ελευθερίες εκείνες που της πήραν με τη βία - Ενέπλεξε το βασίλειο σε έναν πόλεμο όπου οι Έλληνες δεν είχαν τίποτα να κερδίσουν Όταν η Διάσκεψη του Λονδίνου έδινε στην Ελλάδα έναν νεαρό βασιλιά, σχεδόν παιδί, ήλπιζε προφανώς ότι θα ταυτιζόταν με τον λαό του. Η βασίλισσα Αμαλία έφτασε στην Ελλάδα τόσο νέα που θα πίστευε κανείς ότι θα υιοθετούσε τις ιδέες του έθνους. Ωστόσο και οι δύο παραμένουν ξένοι προς την Ελλάδα, και ο χρόνος δεν δημιούργησε κανένα δεσμό ανάμεσα στη χώρα και τους ηγεμόνες της. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα μιλούν ελληνικά και μάλιστα πολύ σωστά· αλλά οι καρδιές τους παραμένουν γερμανικές, και η Ελλάδα αυτό το γνωρίζει. Η βασίλισσα απολαμβάνει την Αθήνα· εκείνα όμως που της αρέσουν είναι το παλάτι της, ο κήπος της, τα άλογά της, το κτήμα της και οι επευφημίες προς το πρόσωπό της στον δρόμο. Του βασιλιά του αρέσει το βασιλικό στέμμα· ένα αυτοκρατορικό θα το προτιμούσε· αλλά δεν συμπαθεί καθόλου τον λαό του. Η καλύτερη απόδειξη του ισχυρισμού μου είναι ότι αυτοί οι κυβερνώντες, εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια, δεν έχουν κάνει τίποτα για την Ελλάδα· φρόντισαν μόνο να κρατηθούν στην εξουσία, να έχουν την ησυχία τους και να κάνουν τα στοιχειώδη. Όλα τα μεγάλα έργα έχουν γίνει από ιδιώτες, με την έγκριση της κυβέρνησης. Το Πανεπιστήμιο Αθηνών ονομάζεται Οθωνικό Πανεπιστήμιο· ιδρύθηκε με δημόσια συνδρομή· ο βασιλιάς χάρισε μόνο το όνομά του. Η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία, αυτό το μεγάλο σχολείο θηλέων, που είναι το αντίστοιχο Σεν Ντενί της Ελλάδας, είναι

υπό την προστασία της βασίλισσας· ιδρύθηκε από κάποιον Έλληνα των Ιωαννίνων, τον κύριο Αρσάκη. Η Εκκλησιαστική Σχολή ιδρύθηκε από έναν ετερόχθονα, τον κύριο Ριζάρη· ένας άλλος, ο κύριος Στουρνάρης, προσέφερε τα απαραίτητα κεφάλαια για την κατασκευή ενός Σχολείου των τεχνών και των επαγγελμάτων. Το Αστεροσκοπείο είναι δώρο του κυρίου Σίνα, τραπεζίτη της Βιέννης. Το ίδρυμα τυφλών είναι δημιούργημα των αστών των Αθηνών. Οι εργασίες που λαμβάνουν χώρα εδώ και δεκαπέντε χρόνια στην Ακρόπολη είναι έργο της Αρχαιολογικής Εταιρείας, που περιλαμβάνει όλους τους διανοούμενους της Ευρώπης μεταξύ των συνδρομητών της. Ο βασιλιάς είναι πρόεδρος της εταιρείας· ο κύριος Ντε Λουίν1 έδωσε περισσότερα από τον βασιλιά. Ο βασιλιάς, λένε, παραχώρησε στους υπηκόους του σύνταγμα, θα ήταν αληθέστερο αν λέγαμε πως τους άφησε να το πάρουν, καθώς υποχώρησε μόνο όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με την εξέγερση. Η χάρτα δεν είναι προσφορά του Όθωνα αλλά κατάκτηση του Καλλέργη. Τέλος, ελπίζω να μην υπολογίζονται στα ευεργετήματα του βασιλιά και οι προσπάθειες που έκανε για να επεκτείνει το βασίλειό του.2 Αν αγαπούσε τον λαό του, θα τον είχε υποχρεώσει να μείνει ουδέτερος. Μια αυστηρή τήρηση ουδετερότητας θα μπορούσε να κάνει καλύτερη την τύχη της Ελλάδας. Ενόσω οι μεγάλες δυνάμεις ήταν σε πόλεμο, οι Έλληνες θα μπορούσαν να ελέγξουν όλο το εμπόριο της Μεσογείου και της Μαύρης θάλασσας. Η σημαία τους, που θα γινόταν σεβαστή από τη Γαλλία και την Αγγλία, καθώς και από τη Ρωσία, θα είχε διεισδύσει, χωρίς επιπτώσεις, σε όλα τα λιμάνια. Ως προς το μέλλον, η Ελλάδα θα διατηρούσε ακόμα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα. Εξασφαλίζοντας την καλή προαίρεση της Γαλλίας, η οποία ποτέ δεν της έλειψε, μπορούσε να ελπίζει ότι δεν θα την ξεχνούσαν στην αναδιάταξη του χάρτη της Ευρώπης. Ο βασιλιάς αυτό το γνώριζε. Αν δεν το είχε μαντέψει ο ίδιος, οι πρέσβεις της Γαλλίας και της Αγγλίας δεν παρέλειψαν να του πουν ότι η πιο έντιμη πολιτική θα ήταν ταυτόχρονα και η πιο χρήσιμη για τον λαό του. Αλλά ακολούθησε μόνο τα προσωπικά του συμφέροντα, που τον αποπροσανατόλισαν. Άκουσε μόνο τις συμβουλές της Ρωσίας, η οποία του υπόσχεται κάποια επαρχία, ενώ η ίδια ελπίζει να του πάρει το βασίλειό του. Προτίμησε την οικονομική βοήθεια κάποιων εκατομμυρίων που του υποσχέθηκε ο αυτοκράτορας Νικόλαος, από τη ανεξάντλητη πηγή εσόδων που το εμπόριο θα εξασφάλιζε στον λαό του.

IV Πολιτική του βασιλιά στο εξωτερικό - Η αγνωμοσύνη του απέναντι στη Γαλλία Ματιά πίσω στον χρόνο προς τις ευεργεσίες μας - Επιστροφή στην υπόθεση Πατσίφικο και την υπόθεση Κινγκ: ο βασιλιάς έφερε τη χώρα σε δύσκολη θέση για προσωπικό συμφέρον Αν τα γεγονότα που παρέθεσα δεν ήταν αρκετά για να καταδείξουν τον πολιτικό εγωισμό της ελληνικής κυβέρνησης, θα μπορούσα να θυμίσω τη συμπεριφορά της απέναντι στη Γαλλία, έπειτα από όλα τα ευεργετήματα που της προσέφερε. Για να εξασφαλίσει την ανεξαρτησία των Ελλήνων, η Γαλλία έλαβε μέρος στη ναυμαχία του Ναβαρίνου, όπου τρεις αρμάδες ενώθηκαν για να κατατροπώσουν μία και μοναδική, και όπου όλοι οι νικητές ναύαρχοι ανατίναξαν στον αέρα πάνω από είκοσι πλοία τα οποία δεν αμύνονταν πια.[31] Η Γαλλία έστειλε στον Μοριά το στρατιωτικό σώμα του στρατηγού Μεζόν, τα έξοδα διαβίωσης του οποίου είχαμε αναλάβει εμείς· έτσι η ελληνική ανεξαρτησία μάς στοίχισε 100 εκατομμύρια. Εγγυηθήκαμε, το 1852, το ένα τρίτο του δανείου των 60 εκατομμυρίων που η ελληνική κυβέρνηση κατασπατάλησε χωρίς να ωφεληθεί το έθνος, και εμείς ήμαστε εκείνοι που αργότερα πληρώσαμε τους τόκους. Οργανώσαμε την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας. Πήραμε από εκεί 2 εκατομμύρια μετοχές που ουσιαστικά τις δώσαμε στην ελληνική κυβέρνηση. Ξοδεύουμε κάθε χρόνο 40 ή 50 χιλιάδες φράγκα στην Ελλάδα για τις ανάγκες της Γαλλικής Σχολής· θεωρούμε υποχρέωσή μας να εμπλουτίζουμε τη βιβλιοθήκη Αθηνών με όλα τα έργα που εκδίδονται από την κυβέρνησή μας· έχουμε καταρτίσει τον χάρτη της Ελλάδας, που είναι αριστούργημα τοπογραφίας· η εργασία αυτή στοίχισε τη ζωή τριών αξιωματικών μας. Ας μιλήσουμε και για τις πιο πρόσφατες και τις πιο προσωπικές υπηρεσίες μας που ο βασιλιάς δεν μπορεί να έχει ξεχάσει. Τον σώσαμε από τη δίκαιη αλλά κάπως υπερβολική εκδίκηση των Άγγλων, το 1850, για την υπόθεση Πατσίφικο· τακτοποιήσαμε, το 1853, την υπόθεση Κινγκ με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Για όλα αυτά μας αντάμειψαν οργανώνοντας τη ληστεία κατά των συμμάχων μας και την πειρατεία κατά των πλοίων μας. Το ατμόπλοιό του, το «Όθων», επισκευάστηκε με δικά μας έξοδα το 1852 στην Τουλόν. Το 1854, το «Όθων», αν είχε τολμήσει ο βασιλιάς, θα είχε στρέψει τα κανόνια του εναντίον μας. Σε όλες τις επικίνδυνες υποθέσεις που ο βασιλιάς ανέμειξε τον λαό του, βρίσκει κανείς, αν εξετάσει καλά τα πράγματα, ότι η αυλή είχε προσωπικό συμφέρον, φέρνοντας τη χώρα σε δύσκολη θέση. Ιδού με δυο λέξεις η υπόθεση Πατσίφικο. Μια Μεγάλη Παρασκευή, ο όχλος των Αθηνών, που είχε τη συνήθεια να καίει το ομοίωμα ενός Εβραίου, και που ήθελαν

να του στερήσουν αυτή την ορθόδοξη ψυχαγωγία, αρκέστηκε στο πλιάτσικο του σπιτιού ενός πορτογάλου Εβραίου που ήταν υπό την προστασία της Αγγλίας. Ο λόρδος Πάλμερστον απαίτησε αποζημίωση την οποία η αυλή αρνήθηκε πεισματικά. Για ποιο λόγο; Γιατί το Φόρεϊν Όφις απαιτούσε ταυτόχρονα πολύ σημαντικά ποσά που όφειλε η αυλή σε άγγλους πολίτες που της είχαν πουλήσει κτήματα. Η υπόθεση Κινγκ είναι εξίσου περίπλοκη. Ο κύριος Κινγκ είναι αμερικανός πολίτης, προτεστάντης κληρικός, πρόξενος των Ηνωμένων Πολιτειών, άνθρωπος εντελώς φιλήσυχος, παντρεμένος με Ελληνίδα, πατέρας επτά ή οκτώ παιδιών. Δεχόταν στο σπίτι του κάποιους κατοίκους των Αθηνών και προσέφερε στον εαυτό του την αθώα χαρά να τους προσηλυτίζει κατά κάποιο τρόπο. Τον Μάρτιο του 1851, μια κάποια αναστάτωση επήλθε στην κατοικία του. Ένας Έλληνας, περισσότερο ορθόδοξος από τους άλλους, τον διέκοψε με βρισιές· ένας τρομερός θόρυβος ακολούθησε στο σπίτι του καημένου του ανθρώπου, που ένιωσε να απειλείται η ζωή του και έτρεξε στη σοφίτα να υψώσει την αμερικανική σημαία. Το πλήθος ήταν αρκετά μετριοπαθές ώστε απέφυγε να σηκώσει και τα έπιπλά του: την υπόθεση Πατσίφικο τη θυμούνταν ακόμη. Αλλά, έναν χρόνο αργότερα, στις 4 Μαρτίου 1852, ο κύριος Κινγκ, ενάντια στους νόμους της χώρας που εξασφαλίζουν την ανεξιθρησκία, καταδικάστηκε σε δεκαπέντε μέρες φυλάκιση και εκτοπισμό. Πήγε στη φυλακή. Η Αμερική θέλησε να βρει το δίκιο της από τη δικαιοσύνη. Η ελληνική κυβέρνηση δεν ικανοποίησε το αίτημα. Γιατί; Διότι όφειλε στον κύριο Κινγκ ένα ποσό άνω των 400.000 φράγκων. Να γιατί θέλησαν να εκτοπίσουν τον κύριο Κινγκ. Να γιατί αρνήθηκαν να ικανοποιήσουν το αίτημα της Αμερικής έως τη μέρα που ο βασιλιάς είδε στον Πειραιά μια φρεγάτα και μια κορβέτα αμερικανικές. Περίεργη κυβέρνηση, που σέβεται το δίκαιο μονάχα όταν αυτό το εκπροσωπούν τα κανόνια! Κατά τον ίδιο τρόπο, και κάποιοι άνθρωποι σέβονται τη δικαιοσύνη μονάχα όταν αυτή φορά τη στολή του χωροφύλακα.

V Εσωτερική πολιτική - Οι αρχηγοί των ληστών στην αυλή - Η ληστεία είναι πολιτικό όπλο - Τα βασανιστήρια ως μέθοδος αντιμετώπισης των φίλων της αντιπολίτευσης Φρικιά εγκλήματα που καταγγέλθηκαν στη βουλή και έμειναν ατιμώρητα - Ο βασιλιάς συγχωρεί τα πάντα σε όσους του είναι αφοσιωμένοι Η αυλή δεν δείχνει περισσότερη ακεραιότητα στο εσωτερικό απ’ ό,τι στο εξωτερικό, στους υπηκόους απ’ ό,τι τους ξένους. Ο βασιλιάς δεν ερυθριά επειδή έχει δίπλα του άτομα με κακή φήμη και ύποπτα

για ληστεία. Οι Γριβαίοι, που εδώ και μερικά χρόνια χαίρουν μεγάλης εύνοιας, διοικούν στον βορρά κάποιες συμμορίες θαρραλέων και αφοσιωμένων ανδρών. Επιπλέον, η ληστεία δεν είναι στην Ελλάδα εκείνο που ενδεχομένως φαντάζεται κανείς. Αποτελεί πηγή παράνομων κερδών για ορισμένους μικροκλέφτες που μαζεύονται τριάντα ή σαράντα μαζί προκειμένου να γδύσουν κάποιον έντρομο ταξιδιώτη ή κάποιους χωρικούς που γυρνούν από το παζάρι. Αλλά για τα μεγάλα πνεύματα, για τους ανώτερους ανθρώπους, η ληστεία είναι ένα πολιτικό όπλο μεγάλης αποτελεσματικότητας. θέλουν να ανατρέψουν έναν υπουργό; Στήνουν μια συμμορία, καίνε τριάντα με σαράντα χωριά στη Βοιωτία ή τη Φθιώτιδα, κι όλα αυτά χωρίς να χρειαστεί να μετακινηθούν από την Αθήνα. Όταν μάθουν ότι το χτύπημα έγινε, ανεβαίνουν στο βήμα και φωνάζουν: «Μέχρι πότε, Αθηναίοι, θα ανέχεστε έναν υπουργό ανίκανο, που αφήνει τα χωριά να καίγονται...» κλπ. Από την πλευρά της η κυβέρνηση, αντί να καταδιώξει τους ληστές και να βρει τους ενόχους, επωφελείται της ευκαιρίας για να υποβάλει σε βασανιστήρια όλους όσοι καήκανε και ψηφίζουν την αντιπολίτευση. Δεν στέλνει ούτε δικαστές ούτε στρατιώτες: στέλνει απλά δημίους. Δεν επαναλαμβάνω εδώ αόριστες κατηγορίες ή όλο θέρμη μεγαλοστομίες. Ιδού τα γεγονότα, τα οποία δηλώνω με βεβαιότητα πως είναι αληθινά, καθώς τα άκουσα από οπαδούς και από πολέμιους της κυβέρνησης, την εποχή του ερχομού μου στην Ελλάδα. Ένας βουλευτής της κεντροαριστεράς,3 ο κύριος Χουρμούζης,4 άνθρωπος σταθερός και μετριοπαθής, συγγενής ενός βουλευτή αφοσιωμένου στον βασιλιά, είχε καταθέσει επερώτηση στον υπουργό Στρατιωτικών, τον κύριο Σπυρομήλιο. Με ποιο θέμα; Ντρέπομαι ακόμα και να το πω: σχετικά με έναν ληστή ονόματι Σεγδίτσας, που ο υπουργός Στρατιωτικών κρατούσε ακόμη στις τάξεις του στρατού, παρά το ότι η δικαιοσύνη είχε εκδώσει εναντίον του δέκα εντάλματα σύλληψης. Ως απάντηση σε αυτές τις αιτιάσεις, η κυβέρνηση έστειλε στη Φθιώτιδα, την επαρχία του κυρίου Χουρμούζη, κάποιους στρατιώτες αφοσιωμένους προφανώς στον σύντροφό τους τον Σεγδίτσα, οι οποίοι βασάνισαν όλους τους οπαδούς του βουλευτή, λέγοντάς τους: «Γιατί ο φίλος σας ο Χουρμούζης δεν έρχεται να σας ελευθερώσει;» Ο Χουρμούζης ανέβηκε στο βήμα στις 16 Φεβρουάριου 1852 και εξιστόρησε τα γεγονότα που είχε πληροφορηθεί. Δεν περιορίστηκε στις λεπτομέρειες των εν λόγω γεγονότων, αλλά επεκτάθηκε και σε γενικότερες διαπιστώσεις. Ισχυρίστηκε, μάλιστα, ότι η κυβέρνηση ήταν συνταγματική μόνο κατ’ όνομα. Δεν υπάρχει άρθρο του συντάγματος που να μην καταπατήθηκε. Έτσι, βάσει του

άρθρου 3 του συντάγματος, οι Έλληνες είναι ίσοι απέναντι στον νόμο· η ισότητα όμως απέναντι στον νόμο αποτελεί στην Ελλάδα χίμαιρα. Το άρθρο 4 κατοχυρώνει το απαραβίαστο της ατομικής ελευθερίας, αλλά το απαραβίαστο αυτό ουδόλως ισχύει έξω από την Αθήνα. Το άρθρο 13 απαγορεύει τα βασανιστήρια, κάτι που δεν εμποδίζει τα όργανα της εξουσίας να τα χρησιμοποιούν. Στην Υπάτη, δυο αδέλφια πέθαναν πρόσφατα έπειτα από τα όσα τράβηξαν! Και ένας θεός ξέρει πόσοι πολίτες που θα βασανιστούν και θα ακρωτηριαστούν δεν θα περάσουν, ακολουθώντας τους νόμους της φύσης αυτή τη φορά, από τη μια ζωή στην άλλη και δεν θα πάνε να διηγηθούν στους πληρεξούσιους των Εθνοσυνελεύσεων του Άστρους, της Τροιζήνας και της Αθήνας πώς εφαρμόζεται το σύνταγμα στην πατρίδα τους! Στο άρθρο 455 αναφέρονται τα εξής: «Βουλευτὴς ἢ Γερουσιαστὴς δὲν καταδιώκεται, οὐδ’ ὁπωσδήποτε ἐξετάζεται, ἕνεκα γνώμης ἢ ψήφου, δοθείσης παρ’ αὐτοῦ κατὰ τὴν ἐνέργειαν τῶν βουλευτικῶν του καθηκόντων». Ωστόσο, αν ένας βουλευτής ή γερουσιαστής τολμήσει να καταγγείλει στο δικαστήριο τις αυθαιρεσίες ενός υπουργού, οι συγγενείς και οι φίλοι του θα μαστιγωθούν, θα φυλακιστούν, θα βασανιστούν, θα τιμωρηθούν βάναυσα μέχρι θανάτου κλπ. Δεν υπάρχει όμως κάποια ρητορική υπερβολή σε όλα αυτά τα ρήματα; Μιλάει ένας Έλληνας και οι Έλληνες πάντα ψέματα έλεγαν. Είναι αλήθεια ότι μαστίγωναν, φυλάκιζαν, βασάνιζαν και σκότωναν αυθαίρετα στο όνομα του βασιλιά; Ακούστε και τις λεπτομέρειες από τα βασανιστήρια: «Θα ήθελα» είπε ο κύριος Χουρμούζης «επιστρέφοντας στα σπίτια μας, να δρέπαμε, αν ήταν ποτέ δυνατό, τους καρπούς της αδιαφορίας μας. Θα νιώθατε τότε τους τρομερούς πόνους από τα βασανιστήρια, θα βλέπαμε τους δημίους Κολτσίδα και Ζωγράφο να γίνονται ακόμα πιο βάναυσοι σε κάθε αναστεναγμό σας, σε κάθε ικεσία σας· τότε θα σας έβαζαν ένα χαλινάρι στο στόμα, τεράστιες πέτρες στο στήθος, καυτά αυγά στη μασχάλη, θα σας έκαναν κλύσμα με καυτό νερό, θα σας έτριβαν με λάδι και μετά θα σας μαστίγωναν, θα σας έδιναν για τροφή αλμυρά φαγητά ώστε να σκάσετε από τη δίψα, δεν θα σας άφηναν να κοιμηθείτε για μέρες, θα σας έβαζαν ξύδι στα ρουθούνια, θα σας έχωναν αγκάθια στα νύχια, θα σας έσφιγγαν τους κροτάφους με οστάρια ζώων, τέλος, θα έβαζαν γάτες στις περισκελίδες των γυναικών σας,6 και θα θυμόσασταν τότε ότι ήταν στο χέρι σας να αποφύγετε όλα αυτά τα μαρτύρια κάνοντας, όσο ήταν ακόμη καιρός, το καθήκον σας, ενημερώνοντας τον βασιλιά, κατά τον τρόπο που ορίζει το σύνταγμα, σχετικά με την εγκληματική συμπεριφορά των υπουργών του». Ιδού, λοιπόν, βασανιστήρια επαρκώς ευρηματικά, νομίζω, που τιμούν την επινοητικότητα των Ελλήνων. Οι στρατιώτες του Όθωνα είναι αντάξιοι των δημίων

του αυτοκράτορα της Κίνας.[32] Όταν γνωρίζουμε ότι έγιναν τέτοια πράγματα, δεν δυσκολευόμαστε και να πιστέψουμε όσα μας έλεγε ο Μονιτέρ της 14ης Μαΐου 1854 για τα κατορθώματα των Ελλήνων στη Θεσσαλία: «Δεν υπάρχει φρικαλεότητα που να μην διέπραξαν οι υποτιθέμενοι αυτοί ήρωες του Σταυρού· γυναίκες έγκυοι, επειδή δεν θέλησαν να δώσουν τα χρήματά τους, ξεκοιλιάστηκαν και τα παιδιά τους κομματιάστηκαν». Οι υπουργοί του βασιλιά Όθωνα, αντί να αποδείξουν ότι ο Χουρμούζης συκοφαντούσε την κυβέρνηση, έριχνε ο ένας στον άλλο την ευθύνη για όλα αυτά τα εγκλήματα. Ο υπουργός Στρατιωτικών, που είχε στείλει τους δημίους, έλεγε: «Αυτά είναι αναταραχές που αφορούν το εσωτερικό· απευθυνθείτε στον υπουργό Εσωτερικών». Την 1η Μαρτίου 1852, ο κύριος Χουρμούζης επανήλθε στο θέμα λέγοντας στους υπουργούς: «Χαίρομαι που είμαι σε θέση να αποδείξω, χωρίς να μπορείτε να με διαψεύσετε, ότι: 1. Τριακόσιοι περίπου πολίτες τέθηκαν αυθαίρετα υπό κράτηση στον στρατώνα της Υπάτης· 2. στον αυλόγυρο της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου στην Υπάτη υπάρχουν δύο τάφοι όπου κείτονται τα αδέλφια Σταμούλης και Αθανάσιος, οι οποίοι πέθαναν έπειτα από βασανιστήρια· 3. οι επονομαζόμενοι Σκαρμούτσος, Τζακιάς, Φούρλας, Ρογκάλης, Κακατζίδης, Ξηροτύρης, Κουλοτάρας, Καραγιάννης και άλλοι έχουν ακόμη στο σώμα τους τα σημάδια των βασανιστηρίων· 4. ο επονομαζόμενος Δρίλος, αφότου βασανίστηκε, έχασε τα λογικά του· 5. στην Αράχοβα και την Αρτοτίνα διαπράχθηκαν τα ίδια εγκλήματα· 6. στα Μέγαρα χτύπησαν αλύπητα τον γραμματέα του δημαρχείου, τον κλητήρα του δημάρχου, καθώς και κάποιους άλλους πολίτες, ενώ στη συνέχεια τους κατηγόρησαν ψευδώς ως ενόχους εξέγερσης γιατί αρνήθηκαν να συμμορφωθούν με αυθαίρετες απαιτήσεις· 7. στη Θήβα αντιμετώπισαν ως στασιαστές τρεις αξιοσέβαστους και φιλήσυχους πολίτες αυτής της πόλης γιατί αρνήθηκαν να υποστούν τους εξευτελισμούς κάποιων φοροεισπρακτόρων. Ο αντιδήμαρχος της Υπάτης, που υπήρξε μάρτυρας ωμοτήτων που διαπράχθηκαν από τον λοχία Κολτσίδα και τον στρατιώτη Ζωγράφο, έκανε αναφορά στον ανώτερο του και έφυγε αμέσως στην Αθήνα για να γλιτώσει από την εκδίκηση των δημίων αυτών· μόλις όμως έφτασε στην Αθήνα, τον συνέλαβαν με την κατηγορία ότι ήταν συνένοχος των ληστών και οδηγήθηκε με συνοδεία πίσω στη Λαμία. Εκεί, του δείχνουν ένα χαρτί και του λένε: “Αν υπογράψεις, θα σε ελευθερώσουμε· αν αρνηθείς, θα σε φυλακίσουμε και θα σε βασανίσουμε”. Μπροστά σε αυτή τη βάναυση εκδοχή, ο κακόμοιρος ο αντιδήμαρχος βιάζεται να βάλει την υπογραφή του σε μια αναφορά που διαψεύδει τα γεγονότα που είχε ο ίδιος καταγγείλει, και κερδίζει αμέσως την ελευθερία του».

Δεν λέω ότι ο βασιλιάς διέταξε αυτές τις αγριότητες: ωστόσο τις γνώριζε και δεν τιμώρησε τους ενόχους ούτε απέπεμψε τους υπουργούς του. Συγχωρεί με ευκολία τα εγκλήματα από τα οποία δεν υποφέρει ο ίδιος· κι όταν του καταγγέλλουν έναν εγκληματία ή έναν κλέφτη, πιστεύει πως τον δικαιολογεί λέγοντας: «Είναι άνθρωπος αφοσιωμένος στον θρόνο μου!» Από τέτοιου τύπου αφοσίωση ανατρέπονται οι θρόνοι.

VI Η αυλή - Βασιλική χορηγία: ο βασιλιάς θα μπορούσε να ζήσει σαν πλούσιος άρχοντας· προτιμά, όμως, να ζει σαν φτωχός βασιλιάς - Το παλάτι και η επίπλωσή του - Το κτήμα της βασίλισσας - Πώς ο βασιλιάς ήλπιζε πως θα έχει ένα σπίτι στην εξοχή και πώς έπεσε έξω - Οι άμαξες του βασιλιά Ο βασιλιάς λαμβάνει κάθε χρόνο 900.000 φράγκα από τη βασιλική χορηγία. Έχει 250.000 φράγκα από προσόδους στη Βαυαρία, και η βασίλισσα εισπράττει στο δουκάτο του Όλντενμπουργκ κάποια μικρά έσοδα. Με λίγη εξυπνάδα και καλό γούστο, θα μπορούσαν να είχαν φτιάξει στην Ελλάδα την πιο όμορφη αυλή της Ευρώπης και να κάνουν όλους τους μικρούς ηγεμόνες της Γερμανίας να πεθάνουν από τη ζήλια τους. θα έπρεπε να είχαν χτίσει δύο μέγαρα, το ένα στην πόλη και το άλλο στην εξοχή· να είχαν αγοράσει κομψά, απλά και άνετα έπιπλα από το Παρίσι· να είχαν παραγγείλει στη Γαλλία δύο ή τρεις όμορφες άμαξες για τον χειμώνα και το καλοκαίρι, και να έφερναν από τη Βηρυτό επτά οκτώ καλά αραβικά άλογα. Αλλά ο βασιλιάς και η βασίλισσα ήθελαν να τους περιβάλλει όλη η μεγαλοπρέπεια της μοναρχίας. Τους χρειαζόταν ένα παλάτι, ένας θρόνος, άμαξες, στάβλοι. Έχουν ένα παλάτι καρικατούρα, ομοίως και τα υπόλοιπα. Το παλάτι είναι ένας τετράγωνος όγκος από πεντελικό μάρμαρο. Προκειμένου να ανεγερθεί αυτό το μνημείο, ανατίναξαν με μπαρούτι τα ομορφότερα μάρμαρα του κόσμου· τα χρησιμοποίησαν λες και ήταν απλές πέτρες και τα κάλυψαν, όλο επιμέλεια, με ασβέστη. Η βόρεια πρόσοψη μοιάζει με στρατώνα, με νοσοκομείο ή με εργατικές κατοικίες. Οι άλλες τρεις, που είναι στολισμένες με ελληνικές κιονοστοιχίες, θυμίζουν στον ταξιδιώτη τον όμορφο στίχο του Αλφρέντ ντε Μυσέ: Σαν τον αχυρώνα, νόθο παιδί του Παρθενώνα.7 Το παλάτι δεν έχει ούτε παραρτήματα ούτε βοηθητικούς χώρους: έπρεπε να κλείσουν στο ίδιο τετράγωνο κτίριο ό,τι πιο υψηλό και ό,τι πιο ταπεινό διαθέτει η βασιλική υψηλότητα. Περιδιαβαίνοντας τους διαδρόμους, νιώθεις τις δυσώδεις

μυρωδιές της κουζίνας, της φρουράς, κλπ. Αυτή η άστοχη διάταξη υποχρεώνει όλους τους παντρεμένους υπαλλήλους να μένουν έξω από το παλάτι· το σπίτι δεν θα ήταν πια κατοικήσιμο αν υπήρχαν και παιδιά. Δεν υπάρχει τίποτα ευρύχωρο σε αυτό το τεράστιο παλάτι. Οι διάδρομοι είναι στενοί και οι σκάλες στενόχωρες. Οι αρχιτέκτονες που το έχτισαν είναι δυο ταλαντούχοι άνθρωποι, διάσημοι στη Γερμανία· αλλά είτε έπεσαν έξω είτε δεν τους άφησαν να κάνουν τη δουλειά τους. Το αριστούργημα αυτό στοίχισε 10 εκατομμύρια φράγκα. Υπάρχει μόνο μία ωραία αίθουσα σε όλα τα διαμερίσματα: πρόκειται για την αίθουσα χορού που είναι διακοσμημένη με όμορφους γύψους και αραμπέσκ όπως της Πομπηίας. Αλλά πρόσφατα την κατέστρεψε ένας καλλιτέχνης της κακιάς ώρας που ζωγράφισε μεγάλες φαιδρές φιγούρες όπως, για παράδειγμα, εκείνη του Τυρταίου με ένα κράνος και μια λύρα. Τα έπιπλα τα παράγγειλαν στο Παρίσι· αλλά καθώς η αυλή ήθελε μεγαλεία σε χαμηλή τιμή έφτιαξαν πολυθρόνες από χρυσάφι ξύλο και μπρούντζους της συμφοράς. Τα εκκρεμή και τα κηροπήγια έχουν τον θυρεό του βασιλιά· αλλά ό,τι κι αν έκαναν για να δώσουν μια σφραγίδα ιδιαιτερότητας σε αυτή την οικονομική πολυτέλεια, η χοντροκομμένη κατασκευή δείχνει και την τιμή. Άδικα θα ψάξει κανείς στο παλάτι, από τα υπόγεια μέχρι τις σοφίτες, για να βρει είτε τον πίνακα κάποιου γνωστού ζωγράφου είτε κάποιο άλλο έργο τέχνης. Ο βασιλιάς, πάντως, θα μπορούσε με καμιά εικοσαριά χιλιάδες φράγκα να είχε διακοσμήσει όλο του το σαλόνι με έργα του Αμόν,8 του τελευταίου των ζωγράφων που υιοθετεί το στιλ των αρχαίων. Προτίμησε να δώσει είκοσι χιλιάδες φράγκα στον άνθρωπο που έκανε το πορτρέτο του Τυρταίου. Ο βασιλιάς δεν έχει εξοχική κατοικία. Πάντως τη χρειάζεται γιατί το καλοκαίρι η παραμονή του στην Αθήνα τον σκοτώνει. Το παλάτι όμως στοίχισε πολύ ακριβά και η αυλή θα αργήσει πολύ να ξαναχτίσει οτιδήποτε άλλο. Η βασίλισσα, που δεν της αρέσουν οι αγροί αλλά μονάχα το μεγάλο παλάτι της, αρκέστηκε να αγοράσει από έναν Άγγλο ένα αρχοντικό σε ύφος λίγο ρουστίκ, λίγο γοτθικό, κακοχτισμένο με πέτρα και γύψο, ενώ μπροστά του υπάρχει μια αψίδα του θριάμβου μάλλον κωμική. Αυτό το περίεργο οίκημα δεν είναι κατοικήσιμο: του κόλλησαν δίπλα ένα αγρόκτημα, το περιέβαλαν με έναν πολύ όμορφο κήπο με οπωροφόρα δέντρα και άνοιξαν και ένα αρτεσιανό φρέαρ για να τον ποτίζουν. Ίσως θα έπρεπε να είχαν ξεκινήσει από αυτό. Της βασίλισσας της αρέσει το αγρόκτημά της όπως είναι, και πηγαίνει συχνά περίπατο με το άλογο. Αλλά ο βασιλιάς θα προτιμούσε ένα σοβαρό κάστρο, κατοικήσιμο και χτισμένο σε σημείο με αέρα υγιεινό, στις πλαγιές της Πεντέλης. Η δούκισσα της Πλακεντίας, μάλιστα, έχτισε παλιότερα ένα όμορφο κάστρο από

μάρμαρο, που φρόντισε να το αφήσει ανολοκλήρωτο, αφού είχε ήδη ξοδέψει 300.000 φράγκα. Ο βασιλιάς θα ήθελε να του δάνειζαν, να του έδιναν ή να του πουλούσαν αυτή την κατοικία, που πολύ του άρεσε. Επωφελήθηκε από ένα ταξίδι της βασίλισσας στη Γερμανία για να δει τη δούκισσα και να της πει ότι ευχαρίστως θα έμενε στην Πεντέλη. Η δούκισσα τον ενθάρρυνε στην ιδέα του αυτή. - Μεγαλειότατε, του είπε, πάρτε το κάστρο μου. Το πρόσωπο του βασιλιά φωτίστηκε. - Ολοκληρώστε το· κάντε τις εργασίες που έχουν απομείνει θα σας χρειαστούν περίπου 50.000 φράγκα. - Ας είναι, είπε ο βασιλιάς. - Επιπλώστε το κατά το γούστο σας, πρόσθεσε η δούκισσα. - Ασυζητητί, είπε ο βασιλιάς. - Κατοικήστε το όσο χρόνο θέλετε, για δέκα χρόνια, και ύστερα από τα δέκα χρόνια μου το επιστρέφετε όπως θα είναι τότε. Το πρόσωπο του βασιλιά σκοτείνιασε. - Αν αυτή η συμφωνία δεν ταιριάζει στη Μεγαλειότητά σας, πρόσθεσε η καλή δούκισσα, ας μου επιτραπεί να σας προτείνω κάτι άλλο. - Σας ακούω, είπε ο βασιλιάς. - Πρόκειται για αληθινό δώρο αυτό που θα κάνω στη Μεγαλειότητά σας. - Παρακαλώ, κυρία δούκισσα. Η δούκισσα οδήγησε τον βασιλιά έξω από την ιδιοκτησία της, σε μια έκταση που ανήκε στο γειτονικό μοναστήρι. Του έδειξε μια υπέροχη τοποθεσία που είχε ανακαλύψει κατά τους περιπάτους της και που θα ήταν ό,τι έπρεπε για να χτιστεί εκεί παλάτι. Απαρίθμησε στον βασιλιά όλα τα πλεονεκτήματα της θέσης αυτής: ο αέρας ήταν εξαιρετικός, το νερό καθαρό και η θέα υπέροχη. Ο βασιλιάς θα έβλεπε από τα παράθυρά του σχεδόν το μισό του βασίλειο. Αφού είπε ό,τι είχε να πει, ο βασιλιάς περίμενε λίγο να δει πού θα κατέληγε. - Λοιπόν, πρόσθεσε, σας δίνω, αν καταδέχεται η Μεγαλειότητά σας να λάβει κάτι από εμένα, τη συμβουλή να πάρετε αυτή την έκταση από τους μοναχούς και να χτίσετε ένα θερινό ανάκτορο. Μετά την περιπέτεια αυτή, ο βασιλιάς δεν το σκέφτεται πια να μείνει στην Πεντέλη. Οι άμαξες με το σχετικό προσωπικό δεν είναι καθόλου αμελητέες. Εκτός από τις μεγάλες άμαξες, σκεπαστές και ξεσκέπαστες, τις άμαξες με στενόμακρα καθίσματα, και τα κουπέ, έχουν για τις τελετές και καρότσες. Οι καρότσες αυτές, έξι ή οκτώ τον αριθμό, είναι πολύ μεγάλες και ψηλές, πολύ ευρύχωρες και πολύ άσχημες. Μεταφέρουν την αυλή στην εκκλησία στις μεγάλες

γιορτές. Μπροστά πηγαίνουν οι ιπποκόμοι κρατώντας φανάρια. Ιπποκόμοι, αμαξάδες και λακέδες φορούν λιβρέες του παλιού καλού καιρού. Τα υποζύγια είναι τα περισσότερα άλογα από καλή γενιά, που κρατούν απευθείας από το Μέκλενμπουργκ. Η αυλή έχει πάνω από πενήντα άλογα στον στάβλο και ούτε ένα άλογο ράτσας.

VII Το προσωπικό της αυλής - Η μεγάλη κυρία των τιμών - Μια κέρινη κυρία - Οι κυρίες των τιμών - Ο αυλάρχης - Οι αξιωματικοί και οι στολές τους Το προσωπικό της αυλής της Ρωσίας ανέρχεται περίπου σε 4.000 ψυχές.[33] Η αυλή της Ελλάδας αποτελείται από περίπου είκοσι άτομα. Συγκεκριμένα: Η μεγάλη κυρία των τιμών οι κυρίες των τιμών ο αυλάρχης· οι υπασπιστές· οι υπασπιστές εκστρατείας· οι γραμματείς· οι γιατροί. Η μεγάλη κυρία είναι μια Πρωσίδα, η κυρία βαρόνη του Πλουσκώφ. Είναι μια κοντή, ξερακιανή γυναίκα, με ευγενή αισθήματα, όλο τακτ και μέτρο αλλά και κάποια λεπτότητα. Αντιπροσωπεύει ακριβώς το γερμανικό πρωτόκολλο· διαθέτει και όλη εκείνη τη δυσκαμψία που χρειάζεται· αν και δεν ξέρει ούτε κολύμπι ούτε ιππασία, η βασίλισσα την αγαπά τρυφερά. Η κυρία Πλουσκώφ είναι προσκολλημένη στη βασίλισσα και την ακολουθεί παντού σαν σκιά. Όταν η βασίλισσα δίνει την ακρόασή της, η βαρόνη στέκεται σε διακριτική απόσταση, ακίνητη σαν άγαλμα. Ξέρει, στις περιστάσεις αυτές, να κοκαλώνει με έναν συγκεκριμένο τρόπο που θα μπορούσε να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση στους ξένους, αλλά και να τους πείσει τελικώς, ότι είναι από ξύλο. Πριν από δύο χρόνια περίπου, ένας πρώην δημοσιογράφος του Παρισιού που είχε προαχθεί σε υψηλή θέση στο συμβούλιο του κράτους, παρουσιάστηκε στη βασίλισσα. Παρουσιάστηκε μαζί του και ένας γάλλος καλλιτέχνης που οποίου το όνομα θα αποφύγω να πω. Αντίθετα από το σύνηθες, ο σοβαρός άντρας ήταν εκείνος που αστειευόταν με τον συνταξιδιώτη του διασκεδάζοντας με την αφέλειά του. Κατά την παρουσίαση ο καλλιτέχνης ρώτησε τον αξιωματούχο: - Ποια είναι, λοιπόν, η κυρία που στέκεται εκεί πέρα στη σκιά, δίπλα στην πόρτα; - Αυτό εκεί; Σσσ, είναι κέρινη κούκλα.

- Πώς! Μια πραγματική κέρινη κούκλα όπως αυτές που βλέπουμε στις βιτρίνες των κομμωτηρίων; - Ακριβώς. Η αυλή της Ελλάδας είναι φτωχή: μια μεγάλη κυρία των τιμών, με σάρκα και οστά, θα έτρωγε σίγουρα δέκα χιλιάδες φράγκα τον χρόνο. Και να μία που κόστισε τρεις χιλιάδες φράγκα εφάπαξ, και δεν τρώει τίποτα. - Τι κακομοιριά! έκανε ο ευαίσθητος καλλιτέχνης. Εκείνη τη στιγμή, η κούκλα έγειρε το κεφάλι της. - Μα κουνιέται! - Καταλαβαίνετε, απάντησε ο σοβαρός άνθρωπος, ότι το τέχνασμα θα ήταν πολύ χονδροειδές αν η κούκλα αυτή δεν έκανε και κάποιες κινήσεις. - Ω, είπε ο καλλιτέχνης, οι βασιλείς έχουν πέσει πολύ χαμηλά! Η κέρινη κυρία δεν ήταν άλλη από την κυρία Πλουσκώφ. Οι κυρίες των τιμών είναι κορίτσια επιλεγμένα από τις καλύτερες ελληνικές οικογένειες. Η βασίλισσα έχει μόνο δύο κοντά της: παλαιότερα είχε περισσότερες. Χρέος των κοριτσιών αυτών είναι να συνοδεύουν τη βασίλισσα στον χορό, στο κρύο μπάνιο και στον περίπατο. Πρέπει να είναι αμαζόνες, χορεύτριες και κολυμβήτριες ακαταπόνητες, καθώς η βασίλισσα θέλει με κάποιον να μιλάει ακόμα και μέσα στο νερό. Μαντεύουμε εύκολα ότι οι κυρίες των τιμών δεν κινδυνεύουν από παχυσαρκία. Όταν η υπηρεσία τους δεν τις κρατά δίπλα στη βασίλισσα, μπορούν να βγουν με τις άμαξες της αυλής ή να δεχτούν επισκέψεις στα διαμερίσματά τους. Το πρωτόκολλο το επιτρέπει, αν και διαπιστώθηκε παλαιότερα ότι η ελευθερία αυτή εγκυμονούσε κινδύνους. Στις δημόσιες τελετές, οι κυρίες των τιμών φορούν μια αρκετά κομψή στολή: ένα σακάκι από μαύρο βελούδο με χρωματιστή φούστα και ένα μεγάλο κόκκινο φέσι που πέφτει πάνω από το ένα αυτί. Αυτό το φέσι στο αυτί τούς δίνει έναν τόνο πονηριάς. Η βασίλισσα παντρεύει τις κυρίες της και τους δίνει μια μικρή προίκα. Έως τότε, τους δίνει ετησίως ένα πενιχρό ποσό με το οποίο μετά βίας συντηρούνται. Ο αυλάρχης είναι ο υψηλότερος αξιωματούχος του στέμματος. Με τη δική του διαμεσολάβηση οι πρεσβευτές ζητούν ακρόαση από τον βασιλιά. Ακολουθεί πρώτος τον βασιλιά σε όλες τις επίσημες τελετές. Η οργάνωση των γιορτών της αυλής είναι δική του αρμοδιότητα· είναι ταυτόχρονα και ο μέγας τελετάρχης. Από ένα περίεργο καπρίτσιο της πολιτικής, ο μέγας τελετάρχης και αυλάρχης ήταν, κατά τα τελευταία χρόνια, ένας γεράκος Μοραΐτης, που δεν ξέρει καθόλου γαλλικά ούτε έχει εμφάνιση αυλικού, και που μόνο ο κρίκος στη μύτη του λείπει για να μοιάζει με ερυθρόδερμο. Πρόκειται για τον άρχοντα Κολοκοτρώνη.

Ο αυλάρχης και οι υπασπιστές εκστρατείας του βασιλιά φορούν στις τελετές την πιο πλούσια στολή που μπορεί κανείς να φανταστεί. Πρόκειται για ένα τσόχινο πανωφόρι σε χρώμα χρυσάφι το οποίο θυμίζει κάποια αυλικά κοστούμια της εποχής του Φραγκίσκου Α’. Τα κεντήματα έχουν τέτοιο πλούτο που θαμπώνεσαι. Η στολή αυτή όταν είναι με ασήμι στοιχίζει τρεις χιλιάδες φράγκα. Όταν είναι με χρυσό, πρέπει να κοστίζει τέσσερις χιλιάδες. Η αλήθεια είναι ότι δεν φθείρεται ούτε και η μόδα αλλάζει ποτέ, με αποτέλεσμα το ίδιο ρούχο να μπορούν να το φορούν για γενιές. Οι υπασπιστές φορούν μονάχα τη στολή του βαθμού τους· ο πρώτος γραμματέας έχει το φράκο των διπλωματών και οι γιατροί μια στολή με επωμίδες που τους κάνει να μοιάζουν περισσότερο με τσαρλατάνους.

VIII Ένας χορός στην αυλή - Οι στολές των διπλωματών - Ο μεγάλος κύκλος - Ο χορός, τα δροσιστικά και οι ανθοδέσμες Όποιος ξένος πλένει να χέρια του και έχει συστατική επιστολή για τον πρεσβευτή του, μπορεί να ελπίζει πως αν έρθει στην Αθήνα τον χειμώνα ένας υπηρέτης της αυλής θα του φέρει ένα σημείωμα με αυτά τα λόγια: «Ο μέγας αυλάρχης έχει την τιμή να σας προσκαλέσει, ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΥ ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΗΤΟΣ, Μ.Χ. στον χορό στις ... Ώρα προσέλευσης οκτώ και σαράντα πέντε». Η πρόσκληση δεν αναφέρει τίποτα για τη στολή. Το μαύρο ένδυμα είναι αποδεκτό στους χορούς αυτούς, με ή χωρίς παράσημα· αλλά η αυλή θαυμάζει τις στολές και κάθε ξένος που σέβεται τον εαυτό του πρέπει να εφοδιαστεί μια στολή κεντημένη. Ένας Γάλλος που ήθελε να τον παρουσιάσουν δήλωσε εξαρχής ότι είχε στολή. Τη μέρα της προσέλευσης, ήρθε με μαύρο ένδυμα, με τη δικαιολογία ότι αυτή είναι η στολή για τους Παριζιάνους. Παραλίγο να τον πετάξουν έξω. Οι έλληνες αξιωματικοί βάζουν τη στολή του υπασπιστή· ο πρεσβευτής της Γαλλίας, ο γραμματέας του και οι ακόλουθοί του φορούν το όμορφο φράκο τους κεντημένο διακριτικά με χρυσή μπορντούρα· η Γαλλική Σχολή φορά τη στολή της κεντημένη με μετάξι βιολετί και χρυσό· ο πρεσβευτής της Βαυαρίας χωνόταν ολόκληρος μέσα σε μια κόκκινη στολή με κίτρινο πλαστρόν, δια-κοσμημένο με ένα ζευγάρι επωμίδες συνταγματάρχη· ο πρεσβευτής της Πρωσίας είναι κουμπωμένος μέσα σε μπλε φράκο που λάμπει από τα σιρίτια· ο πρεσβευτής της Αγγλίας φορά ένα τρίκοχο καπέλο που θα είχε μεγάλη επιτυχία στο θέατρο του Λουξεμβούργου·

ο επιτετραμμένος της Ρωσίας είναι συνήθως ένας από τους εκατόν εξήντα έξι αυλικούς[34] του αυτοκράτορά του, είναι κλεισμένος μέσα σε ένα χρυσό κέλυφος που τον κάνει να μοιάζει με χελώνα της Καλιφόρνιας· οι πρόξενοι όλων των εθνών, χωρίς να εξαιρείται ο πρόξενος του Πάπα που ντύνεται σαν ψητή καραβίδα, καταφθάνουν με όλα τους τα στολίδια: βάζει ο καθένας τα παράσημα από όλα τα τάγματα που τον έχουν παρασημοφορήσει και παίρνει τον δρόμο για το παλάτι. Κάποιοι ανεβαίνουν στην καρότσα, κάποιο άλλοι καλούν άμαξα· εκείνοι που δεν είναι τόσο σπουδαίοι έρχονται με τα πόδια έχοντας μόνο έναν υπηρέτη να προχωρά μπροστά τους κρατώντας ένα φανάρι. Εμάς μας συνόδευε στις περιστάσεις αυτές ο καλός μας Πέτρος, και κάθε φορά που είχαμε την απρονοησία να τον βάλουμε να μας πάει με τα πόδια έβρισκε πάντα τον τρόπο να μας περάσει από κάποια λακκούβα με νερό, κι ας υπήρχε μόνο μία σε όλη την πόλη. Όλοι οι έλληνες δημόσιοι λειτουργοί είναι προσκεκλημένοι στον μεγάλο χορό της αυλής· όλοι οι ιππότες του τάγματος του Σωτήρος[35] έρχονται αυτοδικαίως. Οι μικροί χοροί είναι πιο φιλικοί: καλούν μόνο το διπλωματικό σώμα, τους υψηλόβαθμους δημόσιους λειτουργούς και τα πρόσωπα που τους αρέσει να δέχονται. Για τους μεγάλους χορούς, οι προσκλήσεις είναι συχνά ομαδικές· για τους μικρούς είναι πάντα ατομικές. Αλλά θέλω να μιλήσω μόνο για τους μεγάλους χορούς που δίνονται στα διαμερίσματα υποδοχής και έχουν έναν πιο ξεχωριστό χαρακτήρα. Οι μικροί χοροί λαμβάνουν χώρα στο διαμέρισμα της βασίλισσας και μοιάζουν με όλους τους χορούς του κόσμου. Στις εννέα παρά πέντε, όλοι έχουν φτάσει, εκτός από την αυλή. Η αίθουσα χορού χωρίζεται σε δύο μέρη: αριστερά απλώνονται τρεις σειρές με πολυθρόνες που προορίζονται για τις κυρίες· οι πολυθρόνες για τους κυρίους είναι απέναντι. Εξάλλου, ο διαχωρισμός των φύλων είναι το θεμέλιο της πολιτικής ειρήνης. Μπροστά από τις πολυθρόνες των κυριών υψώνονται δύο μεγάλα κατασκευάσματα που προορίζονται για τον βασιλιά και τη βασίλισσα. Πίσω από τους δύο αυτούς θρόνους είναι τοποθετημένες περίπου δώδεκα πολυθρόνες για τις γυναίκες των ξένων πρεσβευτών και για τις διακεκριμένες Ελληνίδες. Στις εννέα ακριβώς, ο αυλάρχης και η μεγάλη κυρία των τιμών, οι υπασπιστές εκστρατείας, οι υπασπιστές και οι κυρίες των τιμών μπαίνουν με επισημότητα. Τέλος εμφανίζεται ο βασιλιάς. Φορά ορισμένες φορές τη στολή των αξιωματικών του ιππικού και συχνότερα τη στολή των ατάκτων, σε χρώμα γκρίζο και ασημί, καλόγουστη και πολύ απλή. Αν η φουστανέλα του δεν ήταν τόσο μακριά, η στολή του θα ήταν χάρμα οφθαλμών. Η βασίλισσα, κάπως παραπάνω σφιγμένη στο φόρεμά της με τη μικρή ουρά, ένα αριστούργημα μιας μοδίστρας στο Παρίσι, επιδεικνύει τους ώμους της, που θα ήταν

υπέροχοι αν ήταν λίγο πιο αδύνατη. Σχηματίζουν έναν μεγάλο κύκλο γύρω από τις Μεγαλειότητές τους. Όλοι, άντρες και γυναίκες, στέκονται όρθιοι· έτσι το θέλει το πρωτόκολλο. Ο βασιλιάς μιλά διαδοχικά σε όλο το διπλωματικό σώμα, ενώ η βασίλισσα απευθύνεται στις γυναίκες τους. Έπειτα, ο βασιλιάς πάει να μιλήσει στις κυρίες, ενώ η βασίλισσα κουβεντιάζει με τους συζύγους. Οι συζητήσεις αυτές, όπως μπορούμε να φανταστούμε, δεν είναι ούτε ζωηρές ούτε ποικίλες. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα μιλούν ελληνικά με τους υπηκόους τους, γερμανικά με τους συμπατριώτες τους και γαλλικά στους ξένους. Γνωρίζουμε ότι από τις συνθήκες του 1648 τα γαλλικά είναι η γλώσσα της διπλωματίας. Έπειτα από περίπου μισή ώρα συζήτηση με το διπλωματικό σώμα, ο βασιλιάς προχωρά στην παρουσίαση των νεοφερμένων. Όταν όλες οι παρουσιάσεις τελειώσουν, ο αυλάρχης αφού πάρει τις διαταγές της βασίλισσας δίνει το σήμα για τον χορό. Ο χορός ξεκινά πάντα με έναν μεγαλειώδη περίπατο στον οποίο μπορούν να λάβουν μέρος μόνο η αυλή και οι διπλωμάτες. Ο βασιλιάς δίνει το χέρι στη σύζυγο ενός πρεσβευτή, η βασίλισσα δέχεται, κι εκείνη, το χέρι ενός πρεσβευτή, και όλοι οι επώνυμοι του χορού προχωρούν ο ένας μετά τον άλλο, ενώ κρατιούνται από το χέρι. Σε κάθε γύρο της αίθουσας τα ζευγάρια αλλάζουν. Η όλο μεγαλείο αυτή άσκηση διαρκεί λιγότερο από ένα τέταρτο. Τους χορούς της αυλής αποτελούν αποκλειστικά τα βαλς και οι καντρίλιες. Χορεύουν το βαλς σε δύο χρόνους. Αυτό το βαλς, δεν ξέρω γιατί, λέγεται στην Ελλάδα γερμανικό. Το βαλς σε τρεις χρόνους χαρακτηρίζεται λανθασμένα γαλλικό. Υποθέτω ότι οι Γερμανοί έχουν κάνει κατάχρηση της επιρροής τους πάνω στο πνεύμα του λαού για να φτάσει στο σημείο να μας χρεώνει το δικό τους σε τρεις χρόνους βαλς. Κατά το μέσον του χορού, χορεύουν μία και μοναδική πόλκα. Η πόλκα είναι ο αγαπημένος χορός του βασιλιά· η βασίλισσα, όμως, δεν τον αντέχει. Το σκότις είναι μια άγνωστη πρωτοτυπία στην αυλή. Πιστεύουν, γενικά, πως η ρεντόβα είναι ιταλίδα αοιδός. Για τη βαρσοβιάνα δεν έχουν ακούσει τίποτα ακόμη. Οι δοκιμές της πόλκας μαζούρκας που επιχειρήθηκαν δεν είχαν καμία επιτυχία, από σφάλμα της ορχήστρας που δεν ήθελε να παίξει με το μέτρο. Αντίθετα, χορεύουν πάντα μια μαζούρκα με μεγάλες διακλαδώσεις και πολλές φιγούρες. Τελειώνουν, συστηματικά, με ένα κοτιγιόν. Η βασίλισσα καλεί τους χορευτές της αρεσκείας της, αλλά φροντίζει να τους αποζημιώσει σχεδόν όλους παραχωρώντας τους έναν γύρο βαλς ή μαζούρκας. Ο βασιλιάς φροντίζει να κάνει το ίδιο με τις κυρίες. Όταν το τυχαίο του χορού τον

φέρνει σε επαφή με έναν ξένο, προσπαθεί να του πει μια ευχάριστη κουβέντα. Έπειτα από ένα βαλς ή μια καντρίλια, ο κύκλος σχηματίζεται και πάλι γύρω από τις Μεγαλειότητές τους, που κατευθύνονται τη μία προς κάποιον και την άλλη προς άλλον άλλο για να του πούνε ό,τι καταλαβαίνουν. Στο τέλος του χορού, ξεκινάει και πάλι ο μεγάλος διπλωματικός κύκλος. Οι χοροί τελειώνουν στις τρεις το πρωί· κρατούν, δηλαδή, έξι ώρες, από τις οποίες τουλάχιστον οι δύο περνούν με συζήτηση. Ο φωτισμός της αίθουσας χορού είναι λαμπρός· για τα δροσιστικά δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο, ενώ τα γλυκά που σερβίρουν είναι σχεδόν όλα αρωματισμένα ψωμάκια μεταμφιεσμένα. Στο τέλος γίνεται πόλεμος για τη σούπα. Όσοι δεν χορεύουν πάνε να παίξουν σε ένα διπλανό σαλόνι. Σε εκείνους που δεν αρέσει ούτε ο χορός ούτε το παιχνίδι πηγαίνουν στον κάτω όροφο να καπνίσουν αλλά οι καπνιστές, επιστρέφοντας, πρέπει να κρατηθούν μακριά από τη βασίλισσα. Οι κυρίες που πράγματι θέλουν να μείνουν στην αυλή έρχονται χωρίς ανθοδέσμη: η βασίλισσα απεχθάνεται τη μυρωδιά των λουλουδιών και, κυρίως, φοβάται ότι οι ανθοδέσμες που φέρνουν στο σαλόνι της έχουν κοπεί από την αυλή της, γεγονός που είναι συνήθως αλήθεια.

Σημειώσεις της μεταφράστριας 1 Honoré Théodoric d’Albert duc de Luynes (1802-1867): Σημαντικός γάλλος αρχαιολόγος με αξιόλογη συλλογή αρχαίων νομισμάτων, την οποία δώρισε στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας. 2 Αναφέρεται στις εξεγέρσεις των Ελλήνων σε τουρκοκρατούμενα εδάφη, τις οποίες υποστήριξε ο βασιλιάς κατά τον Κριμαϊκό Πόλεμο. 3 Ο όρος centre gauche ήδη απαντάται στη Γαλλία, κατά το πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα. 4 Μιχαήλ Χουρμούζης (1804-1882): Αγωνιστής της Επανάστασης, πολιτικός, θεατρικός συγγραφέας και δημοσιογράφος. 5 Ο συγγραφέας μεταφράζει κατά λέξη το άρθρο 55 του Συντάγματος του 1844. 6 Το περιστατικό διηγείται ο Laurent d’Arvieux (1635-1702) ο οποίος ταξίδεψε στην Ανατολή, αναπτύσσοντας εμπορική δραστηριότητα αλλά και αναλαμβάνοντας τη θέση του προξένου στο Αλγέρι και το Χαλέπι. Καρπός των χρόνων που έζησε στην περιοχή αυτή είναι τα απομνημονεύματά του (Mémoires du chevalier d’Arvieux) τα οποία αποτελούν σημαντική μαρτυρία για τον αραβικό και τουρκικό κόσμο του 17ου αιώνα. Στο συγκεκριμένο βασανιστήριο, κατά τη μαρτυρία του Αρβιέ, υποβλήθηκε από τον τοπικό στρατό η γυναίκα ενός αγά του Αλγεριού, τον οποίο είχαν ήδη αποκεφαλίσει, προκειμένου να αποκαλύψει πού βρισκόταν ο θησαυρός του σπιτιού. 7 Στίχος του μακροσκελούς ποιήματος του Alfred de Musset «La bonne fortune» (1834), όπου περιγράφει με παρόμοιο τρόπο το συγκρότημα αναψυχής Conversationshaus στη Βάδη, τα ιαματικά λουτρά της οποίας αποτελούσαν, κατά τον 19ο αιώνα, ευρωπαϊκό πόλο έλξης. Ο γάλλος ποιητής καυτηριάζει τη συγκεκριμένη μόδα, αλλά και το κτίριο, που διαθέτει κεραμοσκεπή και περιστύλιο και είναι παρόμοιας αρχιτεκτονικής με το αθηναϊκό παλάτι. 8 Ο Jean Louis Hamon (1821-1874) ήταν γάλλος ζωγράφος που εντάχθηκε στο κίνημα αναβίωσης θεματικής και μορφικής της ελληνικής αρχαιότητας, το λεγόμενο style néo-grec.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ Η κοινωνία

I Η ιστορία των ληστών - Ένας υπηρέτης πάει διακοπές - Πώς ανεβαίνεις ψηλά στη χωροφυλακή - Ένας γενναιόδωρος κλέφτης - Η Αθήνα σε πολιορκία από ληστές Οι συμφορές ενός τουρίστα που φορούσε κοσμήματα - Η αλυσίδα της κυρίας Ντ. Η κυβέρνηση σε αναζήτηση θησαυρού - Η δούκισσα της Πλακεντίας και ο ληστής Μπίμπισης - Ένας πολύ ζωηρός νεκρός - Προφυλάξεις που πρέπει να λαμβάνονται απέναντι στους νεκροθάφτες - Ένας ληστής που θέλει να δώσει ένα τέλος - Δέκα φράγκα αμοιβή - Ένας αντινομάρχης που φοβίζει Οι ληστές στην Ελλάδα δεν είναι όπως στις άλλες χώρες, μια κατηγορία τελείως αποκομμένη από την κοινωνία. Ανέφερα ότι κάθε ομάδα είχε τον αρχηγό της και τον δικό της άνθρωπο μέσα στην πόλη, μερικές φορές και στην πρωτεύουσα, μερικές φορές και στην αυλή. Οι κατώτεροι ιεραρχικά επιστρέφουν συνήθως στην κανονική ζωή· συχνά επίσης ο χωρικός μπορεί να γίνει ληστής για λίγες εβδομάδες, όταν μαθαίνει ότι θα γίνει κάποιο καλό χτύπημα· έπειτα, γυρνά στο χωράφι του. Η Ελλάδα είναι η χώρα όπου η περίσταση κάνει τον κλέφτη όσο πουθενά στον κόσμο. Ένας κάτοικος των Αθηνών, Γάλλος, μου διηγήθηκε ότι μια μέρα ένας υπηρέτης του τον πλησίασε με ντροπαλό ύφος, παίζοντας στα δάχτυλά του το φέσι του: - Θες να μου ζητήσεις κάτι; - Ναι, αφέντη, αλλά δεν παίρνω το θάρρος. - Πάρ’ το, λοιπόν. - Αφέντη, θέλω να πάω έναν μήνα στο βουνό. - Στο βουνό; Να κάνεις τι; - Για να ξεπιαστώ, με όλο το θάρρος, αφέντη. Έχω σκουριάσει εδώ πέρα. Εδώ στην Αθήνα είστε ένα μάτσο γραμματιζούμενοι (δεν το λέω για να σας προσβάλω) και φοβάμαι πως χαλάω κι εγώ μαζί σας. Ο κύριός του, που έδειξε απόλυτη κατανόηση για τα κίνητρά του, επέτρεψε στον υπηρέτη του να πάει έναν μήνα για ανθρωποκυνηγητό. Επέστρεψε μόλις τελείωσε η άδειά του. Από το σπίτι δεν είχε κλέψει ούτε παραμάνα. Μου διηγήθηκαν την ιστορία ενός κακόμοιρου χωροφύλακα που για κάμποσα χρόνια εποφθαλμιούσε τον βαθμό του δεκανέα. Ήταν καλός στρατιώτης, γενναίος

και ο πιο πειθαρχημένος της ομάδας· δεν είχε, όμως, άλλον προστάτη παρά τον εαυτό του, και αυτό δεν έφτανε. Λιποτάκτησε και έγινε ληστής. Στο νέο του αυτό επάγγελμα, τα προσόντα του αναδείχθηκαν και τον έμαθαν γρήγορα όλοι οι αρχηγοί της χωροφυλακής. Προσπάθησαν να τον πιάσουν, αλλά τους ξέφυγε πέντε έξι φορές. Όταν πια είδαν κι απόειδαν, πήγε και τον βρήκε ένας απεσταλμένος τους: «θα σου δώσουν χάρη» του έλεγε «και για να ανταμείψουν τους κόπους σου, θα γίνεις από αύριο δεκανέας και λοχίας πριν περάσει χρόνος». Μόλις άκουσε για δεκανέα ο ληστής άνοιξε περισσότερο τα μάτια του· η φιλοδοξία του είχε επιτέλους πραγματοποιηθεί. Συμφώνησε να τον κάνουν δεκανέα και περίμενε υπομονετικά και τα γαλόνια του λοχία. Και τα περίμενε καιρό. Μια μέρα, έχασε την υπομονή του και επέστρεψε στο βουνό. Δεν είχε προλάβει να σκοτώσει τρεις ανθρώπους και τον έκαναν λοχία. Σήμερα είναι αξιωματικός χωρίς να έχει άλλους προστάτες παρά μόνο τους ανθρώπους που έστειλε στο χώμα. Ήταν ένας διοικητής της χωροφυλακής που ήθελε στα σοβαρά να εξαλείψει τη ληστεία. Σε λίγους μήνες έστειλε στον τάφο όλους τους ληστές. Έσπευσαν, όμως, να τον αποπέμψουν. Είχε πριονίσει τα θεμέλια της κοινωνίας. Δυο γνωστοί μου ταξιδιώτες, αφήνοντας μια περιοχή που την ταλάνιζαν οι ληστές, σκέφτηκαν να πάνε να ζητήσουν ένα πάσο από τα πρόσωπα που ήλεγχαν τις μεγάλες συμμορίες· μια σκέψη, όμως, τους σταμάτησε στον δρόμο. «Αν αυτοί οι μεγάλοι άρχοντες, από καλοσύνη για τους εργαζόμενούς τους ανθρώπους, πάνε κρυφά και τους ειδοποιήσουν και τους κάνουν δώρο τις αποσκευές μας! Καλύτερα να υπολογίζουμε στην τύχη παρά στη μεγαλοψυχία ενός Έλληνα». Πήραν τον δρόμο χωρίς το πάσο. Λίγο έλειψε να το μετανιώσουν. Μια μέρα που είχαν μόνοι τους σκαρφαλώσει σε ένα απόκρημνο βουνό κι ενώ κοιτούσαν ήρεμα το τοπίο, βρέθηκαν περιτριγυρισμένοι από τρία Παλικάρια και τρία τουφέκια. Παγιδευμένοι καθώς ήταν από τις τρεις πλευρές, ξέφυγαν από την τέταρτη και ξανακατέβηκαν το βουνό πολύ πιο γρήγορα από όσο το είχαν ανέβει. Άδικα τους φώναζαν οι τρεις τυφεκιοφόροι: «Σταματήστε! Σταματήστε!» Η προτροπή αυτή δεν τους έκανε να γυρίσουν καν τα κεφάλια τους. Ένας από τους δύο που δραπέτευσαν με διαβεβαίωσε ότι όσο έτρεχε λυπόταν ολόψυχα τα ελάφια και τα άλλα ζώα που τα κυνηγούν άνθρωποι οπλισμένοι, όταν το μοναδικό δικό τους όπλο είναι η φυγή. Γνωρίζω κάποιον άλλο Γάλλο που τον έγδυσαν όταν γυρνούσε από ένα μικρό ταξίδι. Οι ληστές είδαν στις αποσκευές του τι ήθελαν και τι όχι. Το πιστόλι με έμβολο το άφησαν: οι κύριοι αυτοί έχουν σε εκτίμηση μόνο όσα είναι με πυριτόλιθο. Του πήραν τα χρήματά του· καθώς, όμως, μιλούσε πολύ καλά τα ελληνικά, εξήγησε στον

αρχηγό της συμμορίας ότι δεν μπορούσε να επιστρέφει στην πόλη χωρίς πεντάρα· και για την αγάπη του για τα ελληνικά, αυτός ο άλλος Καρλ Μουρ1 του έδωσε πέντε φράγκα. Η περιπέτεια αυτή συνέβη μόλις έξι λεύγες μακριά από την Αθήνα. Γνωρίζουμε, εξάλλου, ότι η Αθήνα παραλίγο να πέσει στα χέρια των ληστών. Ο διαβόητος Γκριτζιώτης2 είχε συστήσει στο νησί της Εύβοιας ένα ένοπλο σώμα που έμοιαζε αρκετά με στρατό: προήλαυνε προς την πρωτεύουσα, και κατά πάσα πιθανότητα θα είχε μπει και μέσα, αν το πρώτο βλήμα δεν του είχε πάρει το χέρι. Έπεσε, και ο στρατός του υποχώρησε ατάκτως. Λίγο διαφορετική αν ήταν η πορεία του βλήματος, θα είχαν κατακλέψει την Αθήνα λες και βρίσκονταν στο δάσος. Ο γιος αυτού του Γκριτζιώτη παντρεύτηκε, πάει λίγο περισσότερο από χρόνος, την κόρη του στρατηγού Τζαβέλλα, μια αξιαγάπητη μικροκαμωμένη γυναίκα που ιππεύει καλύτερα από τον πατέρα της και σκοτώνει πέρδικα στον αέρα. Ήταν πολύ δεμένη με την Ιάνθη, τον καιρό του Χατζηπέτρου. Έπειτα από την απόπειρα του Γκριτζιώτη, το πιο παράτολμο χτύπημα που επιχειρήθηκε και εκτελέστηκε είναι η κατάσχεση των κιβωτίων και των ταχυδρομικών αποστολών της αυστριακής εταιρείας Λόυντ, στον Ισθμό της Κορίνθου. Τα πλοία της Λόυντ, για να κερδίσουν χρόνο και να αποφύγουν τον γύρο του Μοριά, προσεγγίζουν το μικρό λιμάνι του Λουτρακιού, στα ανατολικά του Ισθμού, ξεφορτώνουν τις ταχυδρομικές αποστολές και τα προϊόντα τους, και τα παραδίδουν σε άμαξες που θα τα μεταφέρουν σε ένα άλλο πλοίο κοντά στο Καλαμάκι. Μια μέρα η πομπή έπεσε θύμα ληστείας· οι εμπνευστές ενός τόσο καλού κόλπου δεν καυχύθηκαν το κατόρθωμά τους και η αστυνομία σεβάστηκε την ανωνυμία τους. Ένας αξιοσέβαστος γερμανός τουρίστας είχε την ατυχία να διαπιστώσει ο ίδιος ότι ο ταξιδιώτης δεν πρέπει να φορτώνεται με κοσμήματα. Ήταν από τους Γερμανούς με τα περισσότερα στολίδια και, είτε για να εμπνεύσει περισσότερη εμπιστοσύνη στους πανδοχείς είτε για να μην αποχωριστεί τα αγαπημένα του αναμνηστικά, έπαιρνε τους μεγάλους δρόμους της Ανατολής ολοστόλιστος σαν λειψανοθήκη.3 Στο διάβα του συνάντησε έναν ληστή αρματωμένο που του έδειξε τα δυο πιστόλια του και του ζήτησε το πουγκί του. Ο ολόλαμπρος ταξιδιώτης άνοιξε το πανωφόρι του για να βρει την τσέπη του παντελονιού του· αποκάλυψε τότε μια χρυσή αλυσίδα: «Δώσε μου και το ρολόι σου» πρόσθεσε ο ληστής. Ο Γερμανός, προκειμένου να δώσει το ρολόι του και την αλυσίδα του, έβγαλε ένα γάντι του. «Δώσε μου και τα δαχτυλίδια σου». Του τα έδωσε. Όσο ξεκούμπωνε το ρολόι του, φάνηκαν δυο κουμπιά του πουκαμίσου που ήταν από μπριγιάν. «Δώσε τα κουμπιά» είπε ο ληστής. Αφαίρεσε τα κουμπιά· το πουκάμισό του άνοιξε και φάνηκε ένα μενταγιόν. «Δώσε και κάτι παραπάνω» είπε ο αχόρταγος ληστής. Αυτό

ήταν και το πιο οδυνηρό πλήγμα. Χωρίς τις κάννες των δύο πιστολιών, ο κακόμοιρος ο Γερμανός θα είχε προβάλει ηρωική αντίσταση. Το μενταγιόν περιείχε μια τούφα από μαλλιά της Φάνυ Έλσλερ.4 Από τα κοσμήματά του, αυτό ήταν το πολυτιμότερο, γιατί το είχε πληρώσει ακριβότερα από όλα. Μια ταξιδιώτισσα με κλίση στην περιπέτεια, που την έλεγαν κυρία Ντ., έμενε στης δούκισσας και ζωγράφιζε τοπία, έπεσε θύμα κλοπής εκατό βήματα από την πόλη, στον λόφο του Λυκαβηττού, από έναν νεαρό Έλληνα, καλοφτιαγμένο και καλοντυμένο, ο οποίος της άρπαξε μια χρυσή αλυσίδα. Αφηγούνταν στους πάντες ότι εκείνη ήταν απασχολημένη με τη ζωγραφική της όταν ο κλεφτάκος αυτός ήρθε να της πάρει ό,τι είχε και δεν είχε. «Μα» είπε κάποιος από τους ακροατές της «γιατί τον αφήσατε να έρθει τόσο κοντά σας;» «Μα πού θέλατε να το φανταστώ» απάντησε εκείνη χωρίς να το πολυσκεφτεί «ότι το μόνο που ήθελε από μένα ήταν η αλυσίδα μου;» Μια νέγρα που ζούσε στη Σμύρνη κάνοντας διάφορα μαγικά είχε αποκαλύψει την ύπαρξη ενός θησαυρού που ένας πασάς του Μυστρά είχε θάψει σε ένα συγκεκριμένο σημείο. Η ελληνική κυβέρνηση, λίγο αφελής από φυσικού της, έστειλε επί τόπου μια επιτροπή με επικεφαλής έναν πρώην υπουργό, με τη συνοδεία πεντακοσίων ανδρών του πεζικού. Ξεκίνησαν κανονικές ανασκαφές. Ένα πολεμικό πλοίο ήταν αγκυροβολημένο εκεί κοντά, έτοιμο να μεταφέρει τον θησαυρό. Οι ανασκαφές στοίχισαν ακριβά: ήταν η εποχή των πυρετών. Δυο μήνες μετά, ανακάλυψαν ένα κηροπήγιο από κασσίτερο. Σκέφτηκαν: «Είμαστε σε καλό δρόμο», και συνέχισαν με ακόμα μεγαλύτερο ζήλο. Έναν μήνα αργότερα, ο πρόεδρος της επιτροπής πήρε τον δρόμο της επιστροφής για την Αθήνα, απολύτως πεισμένος ότι η μάγισσα τα είχε μπλέξει. Οι κακόμοιροι συνάδελφοι επέστρεψαν κι εκείνοι στο πλοίο· η στρατιωτική συνοδεία, που δεν είχε κανέναν θησαυρό να υπερασπιστεί, ακολουθούσε σε μια απόσταση, ως ένδειξη σεβασμού. Οι ληστές, που είχαν ακούσει για τον θησαυρό, είχαν σκεφτεί εξαρχής: «Ας τους αφήσουμε να βρουν πρώτοι αυτοί τον θησαυρό, ώστε να τον βρούμε κι εμείς μετά». Απογοητευμένοι που δεν ευοδώθηκαν τα σχέδιά τους και αγανακτισμένοι από την ανικανότητα της επιτροπής, έπεσαν πάνω στους επιτρόπους. Οι κύριοι αυτοί έχασαν όλα τους τα χρήματα. Ένας από αυτούς που δοκίμασε να αποσπάσει κάτι από τους ληστές δέχτηκε ένα χτύπημα με το γιαταγάνι που λίγο έλειψε να του κόψει τη μύτη. Οι έλληνες ληστές αποδεικνύουν με αυτή τους την τιμωρία ότι δεν έχουν χάσει κάθε έννοια ηθικότητας και ότι απεχθάνονται το ψέμα. Η δούκισσα της Πλακεντίας είχε πιαστεί από τον περιβόητο Μπίμπιση, έναν από τους πιο φημισμένους λήσταρχους της Αττικής. Ο τζέντλεμαν αυτός δεν είχε γίνει ληστής από κακία αλλά από πικρία. Η γυναίκα του τον είχε απατήσει και εκείνος

έπαιρνε την εκδίκησή του από τον πλησίον του. Άντρας με αποφασιστικότητα εξάλλου, δεν φοβόταν να ασκεί το λειτούργημά του στις εισόδους της Αθήνας. Για καιρό επιθυμούσα να ακούσω από το στόμα της δούκισσας την περιπέτειά της· αλλά της δούκισσας δεν της αρέσει να μιλά για τα άσχημα παιχνίδια που της έχουν παίξει οι Έλληνες. Ένας τραπεζίτης τον οποίο είχε εμπιστευθεί την έκανε και έχασε 300.000 δραχμές· δεν παραπονέθηκε σε κανέναν. Κάποιοι κακοπροαίρετοι της έκαψαν ένα σπίτι· το μόνο που μέμφεται είναι η ευκολία με την οποία παίρνουν φωτιά τα ανθρώπινα πράγματα. Άλλοι βρήκαν διασκεδαστικό να καταστρέψουν μια γέφυρα που είχε φτιάξει στον Ιλισό· εκείνη τους έχει για αθώες περιστερές. Όσες φορές προσπάθησα να της μιλήσω για τον Μπίμπιση, άλλαζε αμέσως κουβέντα. Μια μέρα που ήμαστε μόνοι και δεν είχε τίποτα να μου διηγηθεί, τη ρώτησα διατακτικά: - Είναι αλήθεια, κυρία δούκισσα, ότι στον δρόμο για την Πεντέλη σας έπιασε ο... - Πρέπει, μου είπε, να σας διηγηθώ ένα πολύ καλό αστείο που μου το είπε ο Ζωρζ Κιβιέ.5 Είναι ένας διάλογος που έγραψαν το 1814 στη Ρώμη πάνω στο βάθρο του αγάλματος του Πασκουίνο:6 «Λουδοβίκος ΙΗ’: Μα πώς, άγιε πατέρα, μπορέσατε να ευλογήσετε έναν σφετεριστή;7 Πίος Ζ ’: Μα, παιδί μου, τι να κάνουμε, δεν ήσασταν εκεί! Λουδοβίκος ΙΗ’: Μα, άγιε πατέρα, με τη νόμιμη εξουσία μου, βασιλεύω ακόμα και εκεί όπου δεν βρίσκομαι. Πίος Ζ ’: Μα, αγαπητό μου παιδί, χάρη στο αλάθητο μου, έχω δίκιο ακόμα και όταν έχω άδικο». Βρήκα τον διάλογο αστείο και γέλασα με την καρδιά μου. - Κυρία δούκισσα, της είπα, έχετε έναν γοητευτικό τρόπο να αφηγείστε ιστορίες. Διηγηθείτε μου, λοιπόν, και εκείνο που σας συνέβη... - Α, βιάστηκε να προσθέσει, σήμερα δεν ξέρουν πια να λένε ιστορίες. Στην εποχή μου, ο κόσμος λάτρευε τις ιστορίες και εκείνοι που είχαν τον τρόπο να τις λένε ήταν παντού καλοδεχούμενοι. Ακόμη και οι μυθιστοριογράφοι σας είναι ασήμαντοι παραμυθάδες, δεν ξέρουν πια με τι θέματα να καταπιαστούν. Οι ποιητές σας δεν ξέρουν ούτε ποιον πόνο να εκφράσουν ούτε ποιον ποιητικό λόγο να αρθρώσουν. Υπάρχει έστω και ένας που να αφηγείται τόσο κομψά όσο ο Ντελίλ;8 Λέω στον εαυτό μου: «Αν αμφισβητήσω έστω και μια λέξη, χάθηκα». Και παραδέχτηκα δειλά ότι ο Ντελίλ ήταν ο καλύτερος μυθοπλάστης του κόσμου. «Είμαι ευτυχής που συμφωνείτε μαζί μου» συνέχισε η δούκισσα. «Ο κύριος Ντε Λαμαρτίν και ο κύριος Ουγκώ έχουν γράψει κάτι τόσο εξαιρετικό όσο αυτοί οι στίχοι;» Χαμήλωσα το κεφάλι και υπέμεινα μια ατέλειωτη ιστορία από το ποίημα «Κήποι». Ήταν, αν δεν απατώμαι, η ιστορία ενός νεαρού άγριου που αναγνώρισε ένα δέντρο

της πατρίδας του στον Βοτανικό Κήπο. Όταν ο χείμαρρος κύλησε ολόκληρος, πήρα και πάλι τον λόγο. - Κυρία δούκισσα, έχετε αξιοθαύμαστη μνήμη. Δεν μπορεί να έχετε ξεχάσει την περιπέτεια όπου... - Εγώ! είπε πάλι εκείνη. Τίποτα δεν ξέχασα και έμαθα πολλά. Γνωρίζω οτιδήποτε έχει συμβεί στην Αθήνα από τη μέρα που ήρθα στην Ελλάδα. Ξέρω... Σταθείτε! Ξέρω πάρα πολλά πράγματα και κάποια, μάλιστα, θα ήθελα να τα ξεχάσω Ένα κυρίως... Πίστευα ότι είχα επιτέλους φτάσει στην ιστορία μου. Απείχα όμως πολύ ακόμη. Η δούκισσα συνέχισε: - Μία κυρίως που ονειρεύτηκα μερικές φορές και που πρέπει να σας διηγηθώ. Τέντωσα με αδημονία τα αυτιά μου. - Πιστεύετε πως στη χώρα αυτή θάβουν καμιά φορά τους ανθρώπους ζωντανούς; - Οι ληστές είναι που... - Όχι, οι νεκροθάφτες. Υπήρχε στην πόλη ένας καλός άνθρωπος που τύχαινε να λιποθυμά για δώδεκα ώρες. Μια μέρα λιποθύμησε για είκοσι τέσσερις· νόμισαν πως πέθανε και τον έθαψαν. Την επαύριον, ο νεκροθάφτης που δούλευε εκεί γύρω άκουσε θόρυβο μέσα από το φέρετρο. Αλλά δυο τρεις μέρες αργότερα, καθώς συνάντησε τη χήρα του νεκρού, της είπε: «Φαίνεται πως στον άντρα σου καθόλου δεν αρέσει ο κάτω κόσμος, γιατί κάνει τέτοιο θόρυβο που θα ξυπνήσει τους γείτονές του». Η γυναικούλα αυτή πήγε και έδωσε χρήματα στις εκκλησίες: έτσι, καθώς λένε οι παπάδες, αναπαύονται οι νεκροί. Έλεγε, εντωμεταξύ, σε όσους συναντούσε ότι ο μακαρίτης ο άντρας της πολύ την ταλαιπωρούσε, και ότι δεν έλεγε να ησυχάσει. Ένας λογικός άνθρωπος σκέφτηκε να ανοίξουν το φέρετρο και τότε βρήκαν τον νεκρό τελείως πεθαμένο αλλά μετά από φρικτούς σπασμούς. - Αλήθεια; αναφώνησα. Είναι να σε πιάνει σύγκρυο· αυτή είναι χειρότερη και από τις φρικτές ιστορίες με τους ληστές... Η δούκισσα με διέκοψε. - Και νομίζετε ότι θα αφήσω αυτούς τους ανθρώπους να με θάψουν; Όχι, ποτέ! Έχω ήδη λάβει τα μέτρα μου, και αν με θάψουν ζωντανή, πράγμα πολύ πιθανό, θα έχω τρόπο να γλιτώσω, θα ορίσω με διαθήκη[36] να με ξαπλώσουν πάνω σε ένα ανάκλιντρο, σε ένα μνήμα που θα αερίζεται καλά και θα έχει δύο πόρτες που η μία θα ανοίγει από μέσα και η άλλη από έξω. θα τοποθετήσουν κοντά μου μια ευωδιαστή ανθοδέσμη που θα με βοηθήσει να ξαναβρώ τις αισθήσεις μου, καθώς και ένα μπουκάλι κρασί μπορντό που θα μου δώσει δυνάμεις. Και καθώς φοβάμαι ότι θα έρθουν οι κλέφτες να με στραγγαλίσουν μέσα στον τάφο μου, θα εξασφαλίσω ένα εισόδημα δεκαπέντε χιλιάδων φράγκων σε έναν γεροδεμένο βοσκό, για να περάσει τη ζωή του στον πρώτο όροφο του ταφικού μνημείου και να προσέχει ώστε να βρω ανάπαυση.

- Πιστεύετε, λοιπόν, κυρία μου, ότι οι ληστές;... Μπήκε κάποιος: ήταν η Ιάνθη. - Ήρθατε πάνω στην ώρα, της είπα. Η δούκισσα πήγε να μου διηγηθεί πώς την έπιασε ο Μπίμπισης. - Α, απάντησε η Ιάνθη· αυτός ο κακομοίρης που έγινε ληστής επειδή τον απάτησε η γυναίκα του! Αν όλοι οι σύζυγοι είχαν ένα τέτοιο ταπεραμέντο, το μισό ανθρώπινο γένος θα ξάφριζε το άλλο μισό. Κυρία δούκισσα, δείξατε παραδειγματική ψυχραιμία τη μέρα εκείνη. - Δεν αξίζει να το συζητάμε, είπε ζωηρά η δούκισσα. - Πώς; Μα τι λέμε, Θεέ μου! Ήσαστε μόνη σας στην άμαξά σας, εννοώ μόνη μαζί με έναν έλληνα αξιωματικό που έτρεμε σαν το φύλλο και έκρυβε το σπαθί του ανάμεσα στα πόδια του. Ο Μπίμπισης, από τη χαρά του που είχε τέτοια αιχμάλωτη, δεν ήξερε τι ποσό να ζητήσει: στην αρχή έλεγε για είκοσι χιλιάδες δουβλόνια, έπειτα για εκατό χιλιάδες λίρες Αγγλίας. Όταν είδατε ότι δεν γνώριζε καλά την αξία των νομισμάτων για τα οποία μιλούσε, σας ήρθε η ιδέα να τον ρωτήσετε σε πόσες δραχμές όριζε τα λίτρα του. Εκείνος απάντησε: «Διακόσιες χιλιάδες». - Ναι, πρόσθεσε η δούκισσα, που δεν μπορούσε πια να γλιτώσει την ιστορία της, και ο κακομοίρης μου έλεγε με ύφος όλο στόμφο. «Κυρία μου, δώστε μου αυτές τις διακόσιες χιλιάδες δραχμές· θα πάνε σε καλή μεριά· θα αποτραβηχτούμε στην Τουρκία· δεν θα ξανακλέψουμε κανέναν θα αγοράσουμε κανένα καλό κτήμα και θα πίνουμε νερό στο όνομά σας». Αν βλέπατε με πόσο σεβασμό μού μιλούσε από την πόρτα της άμαξάς μου, θα νομίζατε πως ζητά ελεημοσύνη. - Γερή ελεημοσύνη. Και συμφωνήσατε; - Ναι, αλλά έκανα παζάρι, και εκεί που θα ξεμπέρδευα υπογράφοντας ένα γραμμάτιο δεκαπέντε χιλιάδων δραχμών, ο συνταξιδιώτης μου πλησίαζε στην Αθήνα ενόσω αυτοί οι κακόμοιροι με κρατούσαν όμηρο. Δυστυχώς, ο αρχιτέκτονάς μου, που πήγαινε μπροστά μου, είδε από μακριά ότι είχα μπλέξει· έτρεξε στο Χαλάνδρι και έφερε όλο το χωριό για να με σώσει. Όταν αυτός ο δυστυχής ο Μπίμπισης είδε πως του έλαχε η μοίρα να φύγει χωρίς τα λεφτά του, με αποχαιρέτησε, αλλά με ένα ύφος τόσο απογοητευμένο που βούρκωσα. Του έδωσα δέκα φράγκα που τα δέχτηκε με ευγνωμοσύνη. Έχουν καλοσύνη αυτοί οι άνθρωποι. - Ναι, είπε η κόμησσα Ιάνθη· αλλά έχουν και παράξενες ιδέες μερικές φορές. Έχετε ακούσει τι έκαναν στους κυρίους τάδε και τάδε; - Όχι, κυρία μου. - Μου είναι, λοιπόν, αδύνατο να σας τα πω. Εσείς, όμως, δεν γνωρίζετε καμιά ιστορία με ληστές; - Δυστυχώς, κυρία μου, καμία. Γνωρίζετε πως στη Γαλλία αυτού του είδους η

δραστηριότητα δεν έχει την ανοχή του νόμου, θα σας διηγηθώ, όμως, τη μοναδική περιπέτεια που είχα στην Ελλάδα. - Φοβηθήκατε τότε; - Λίγο, ναι. Συνέβη κατά την τελευταία επίσκεψή μου στον Μοριά. Βρισκόμασταν σε μια ορεινή περιοχή, εκεί όπου άνθρωπος δεν μπορούσε να μας βοηθήσει, και, το χειρότερο απ’ όλα, βρισκόμασταν σε ένα πέρασμα πιο στενό και από των Θερμοπυλών. «Τον νου σας!» φώναξε ένας αγωγιάτης. Μια ομάδα από άντρες, άγριοι στην όψη, όλοι οπλισμένοι σαν αστακοί, έτρεχαν με καλπασμό. Τον αρχηγό της συμμορίας, πάνω σε ένα άλογο που θα το έλεγες όμορφο, τον ξεχώριζες από το κοστούμι που στο θέατρο θα έκανε θραύση. Ήταν κάπως ατημέλητος, όπως ταιριάζει σε έναν κλέφτη που σέβεται τον εαυτό του, ενώ η αγριότητα του προσώπου του μετριαζόταν από έναν αέρα μεγαλοπρέπειας. Αλλά οι σύντροφοί του που τον περιστοίχιζαν πάνω σε άλογα, πάνω σε μουλάρια ή και πεζοί ήταν από εκείνες τις τρομακτικές φυσιογνωμίες που έφτιαξε ποτέ η φύση τις μέρες που, από καπρίτσιο, συναγωνίζεται με τον Καλό.9 Ήμαστε άοπλοι. Ωστόσο, δεν χάσαμε την ψυχραιμία μας, και είτε επειδή το αποφασιστικό μας ύφος αποθάρρυνε τον εχθρό, είτε επειδή οι λίγες μας αποσκευές εξουδετέρωσαν την απληστία του, είτε, τέλος, επειδή ακολουθούσε κάποιο άλλο υποψήφιο θύμα, προσπέρασε και εξαφανίστηκε στη σκόνη. Ένα τέταρτο αργότερα, συνάντησα έναν χωρικό. - Ποια είναι, τον ρώτησα, αυτή η συμμορία που λυμαίνονται τα γύρω; Πιστεύουμε πως πέσαμε πάνω σε ληστές. - Δεν κάνεις και πολύ λάθος: ο ταξιδιώτης αυτός είναι ο πάρεδρος.

II Η ελληνική φιλοξενία - Χρησιμότητα των συστατικών επιστολών - Το τσιμπούκι, το τσιγάρο και το πούρο - Ο τούρκικος καφές - Ο έπαινος του Πέτρου - Πώς φτιάχνεται ο καφές - Το «γλυκό» και κυρίως το λουκούμι - Χρήση και κατάχρηση της χειραψίας Οι περισσότεροι ταξιδιώτες σπεύδουν να γεμίσουν το μπαούλο τους με συστατικές επιστολές. Συμβουλεύω όλους όσοι θα ταξιδέψουν στην Ελλάδα να μην πάνε σε κανέναν Έλληνα να δώσουν συστάσεις. Όχι ότι ο ξένος δεν είναι καλοδεχούμενος στο σπίτι που πάει να συστηθεί. Αν ο κύριος έχει βγει, ο υπηρέτης σάς κρατά στην πόρτα. Πείτε του άφοβα το όνομά σας: δεν πρόκειται να το πει σε κανέναν. Είναι τόσο διακριτικός που ούτε στον κύριό του θα μιλήσει για εκείνους που ήρθαν να τον δουν. Αν του αφήσετε την κάρτα σας, νομίζει πως είναι κάποιο δώρο που του κάνετε και την κρατά για ενθύμιο. Αν

η οικογένεια βρίσκεται στο τραπέζι, σας απαντά: «Τρώνε μια μπουκιά ψωμί», και σας κλείνουν την πόρτα στα μούτρα. Αν έχουν τελειώσει το φαγητό και ο κύριος ξεκουράζεται, σας λένε χωρίς περιστροφές: «Κοιμάται». Αν δεν είναι ούτε έξω, ούτε στο τραπέζι, ούτε στο κρεβάτι, αν είναι ντυμένοι για να δεχτούν κόσμο, αν τα δωμάτια είναι τακτοποιημένα ώστε ο ξένος να μην σκοντάψει σε κανένα έπιπλο, τον βάζουν μέσα, του λένε να καθίσει, του προσφέρουν πίπα ή τσιγάρο· του φέρνουν ένα φλιτζάνι καφέ και ένα βάζο γλυκό και του υπόσχονται αιώνια φιλία. Αλλά δεν του ζητούν να ξαναπεράσει. Όλοι οι Έλληνες έχουν τη συνήθεια να καπνίζουν, όπως και όλοι οι Έλληνες αφήνουν μουστάκι. Ο βασιλιάς είναι ίσως ο μοναδικός άντρας του βασιλείου που δεν καπνίζει· αν και λένε ότι, όταν η βασίλισσα είναι στη Γερμανία, επιτρέπει στον εαυτό του να κάνει κανένα τσιγάρο. Έχω μιλήσει για τον ελληνικό καπνό, ο οποίος είναι εξαιρετικός. Είναι περισσότερο αρωματικός και λιγότερο πικρός από τον δικό μας· το χρώμα του άλλωστε είναι πολύ πιο ελκυστικό. Σχεδόν όλος ο καπνός, ο υποτιθέμενος τούρκικος, ο οποίος εισάγεται στη Γαλλία για τους ιδιώτες, προέρχεται από το Άργος ή τη Λαμία, τις καλύτερες καπνοπαραγωγούς περιοχές της Ελλάδας. Καπνίζουν το τσιγάρο στον δρόμο και το τσιμπούκι στο σπίτι. Τα ελληνικά τσιγάρα θυμίζουν λεπτά λουκάνικα, και το χαρτί με το οποίο τα φτιάχνουν θα μπορούσε να είναι κατάλληλο και για αλληλογραφία. Όσο για τον ξένο που δεν ξέρει να στρίψει το τσιγάρο του, θα του το φτιάξει ο κύριος του σπιτιού, που το στρίβει με επιμέλεια, το υγραίνει κάμποσο, το ανάβει τραβώντας δυο τρεις ρουφηξιές και το δίνει όλο χάρη στον φιλοξενούμενο του. Το τσιμπούκι αποτελείται, όπως ξέρουμε, από μια εστία από κόκκινο πηλό και μια μακριά ξύλινη σύριγγα τρυπημένη στη μέση. Καλύτερα τσιμπούκια θεωρούνται εκείνα από ξύλο γιασεμιού, κερασιάς ή κουτσουπιάς (δέντρο της Ιουδαίας). Χρησιμοποιούν επίσης κλαδιά πορτοκαλιάς ή λεμονιάς, που δίνουν στον καπνό μια θαυμάσια γεύση. Ένα τσιμπούκι πρέπει να είναι πρωτίστως πολύ μακρύ και πολύ χοντρό: στα καλά σπίτια νομίζεις πως καπνίζεις κανονικό ραβδί. Ένα τσιμπούκι που σέβεται τον εαυτό του πρέπει να πλένεται και να τρίβεται εσωτερικά κάθε φορά που το καπνίζουν. Κομματάκια από κεχριμπάρι ή γυαλί το μόνο που κάνουν είναι να χαλούν τον καπνό δίνοντάς του μια στυφάδα. Οι πραγματικοί καπνιστές δαγκώνουν κανονικά τη σύριγγα από αρωματισμένο ξύλο. Το τσιμπούκι το φέρνει ένας υπηρέτης, καπνίζοντάς το όσο προχωρά για να το κρατήσει αναμμένο. Ο καπνός που γεμίζει την εστία πρέπει να ξεχειλίζει γύρω γύρω και να πέφτει σε χρυσά τσαμπιά. Αυτά τα κρόσσια τα λένε κρέμα του τσιμπουκιού.

Τον ναργιλέ τον καπνίζουν μόνο στα κακόφημα καφενεία γύρω από το παζάρι ή στα καπηλειά στα χωριά. Πάντως ο ναργιλές μόνο σε αυτά τα μέρη είναι καλός. Οι καλύτεροι είναι εκείνοι που χρησιμοποιούνται είκοσι φορές τη μέρα. Οι Έλληνες, με ελάχιστες εξαιρέσεις, έξω από το σπίτι τους καπνίζουν μόνο τσιγάρο. Το καπνίζουν παντού, ακόμα και στο φουαγιέ του θεάτρου, που γίνεται έτσι ντουμάνι. Οι ξένοι μόνο τολμούν την πολυτέλεια του πούρου. Στα παντοπωλεία πουλούν πούρα της μιας πεντάρας που έρχονται από τη Μάλτα και έχουν γίνει από κι εγώ δεν ξέρω ποιο φυτό συγγενικό του καπνού. Ένας γερμανός έμπορος πουλά πούρα Τεργέστης στην τιμή των είκοσι ή είκοσι πέντε λεπτών, που, όμως, δεν τα αξίζουν. Μπορεί να συναντήσεις στον δρόμο κάποιον αστό που προχωρά με το τσιμπούκι στο χέρι. Αυτό αποτελεί εξαίρεση και το βλέπεις μόνο σε μικρές πόλεις όπως η Σύρα, όπου οι έμποροι κάνουν βόλτα με κλαρωτή ρομπ-ντε-σαμπρ. Οι Έλληνες δεν ρουφούν τον καπνό από τη μύτη. Πολύ λίγοι είναι εκείνοι που, έχοντας υιοθετήσει αυτή τη συνήθεια, τρίβουν τον καπνό μόνοι τους. Η μεγάλη πλειονότητα του κόσμου έδωσε εντέλει δίκιο στον Αριστοτέλη και στην απόκρυφη σοφία του.10 Ο καφές που σερβίρεται σε όλα τα ελληνικά σπίτια εκπλήσσει λίγο τους ταξιδιώτες που δεν έχουν πάει ούτε στην Τουρκία ούτε στην Αλγερία. Ξαφνιάζονται όταν βλέπουν πως υπάρχει κάτι που τρώγεται μέσα σε ένα φλιτζάνι απ’ όπου λογικά θα έπιναν μόνο. Ωστόσο, αυτός ο βραστός καφές γίνεται συνήθεια· στο τέλος, τον βρίσκουν πιο γευστικό, πιο ελαφρύ, πιο αρωματικό και, κυρίως, πιο υγιεινό από το απόσταγμα καφέ που πίνουν στη Γαλλία. Ο Πέτρος μάς φτιάχνει τον καλύτερο καφέ της Αθήνας. Απολαμβάνει μια τεράστια φήμη, που ο πόλεμος της Ανατολής11 θα εξαπλώσει ακόμα περισσότερο. Γνωρίζω κάμποσους αξιωματικούς του ναυτικού στη Μαύρη θάλασσα που ξέρουν να εκτιμήσουν τον καφέ του Πέτρου, και υποθέτω πως εκείνος, αυτή τη στιγμή, τον δίνει στο πεζικό μας να τον δοκιμάσει. Όπως όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες, έτσι και ο Πέτρος ανοίγει το εργαστήριό του στους περίεργους. Καθόλου δεν φοβάται μήπως του κλέψουν το μυστικό: ξέρει ότι πάντα θα κατέχει κάτι που κανείς δεν θα μπορέσει να μιμηθεί· να τον αντιγράψουν θα μπορέσουν, αλλά όχι και να τον ανταγωνιστούν. Μπορώ, άρα, χωρίς να είμαι ακριτόμυθος, να αποκαλύψω στον αναγνώστη τη συνταγή που χρησιμοποιεί. Αν θέλετε να την τολμήσετε, θα φτιάξετε έναν εξαιρετικό καφέ, αλλά όχι σαν εκείνον που φτιάχνει ο Πέτρος. Ψήνουμε τους κόκκους χωρίς να τους κάψουμε· τους κάνουμε λεπτή σκόνη είτε σε ένα γουδοχέρι είτε σε έναν μύλο πολύ σφιχτό. Βάζουμε νερό στη φωτιά έως ότου πάρει βράση, το αποσύρουμε για να ρίξουμε μέσα μία κουταλιά καφέ και μία κουταλιά ζάχαρη σκόνη για κάθε φλιτζάνι καφέ που θέλουμε να φτιάξουμε· ανακα-

τεύουμε προσεκτικά· ξαναβάζουμε το μπρίκι στη φωτιά έως ότου το περιεχόμενο φουσκώσει, και το αποσύρουμε· το ξαναβάζουμε· τέλος το χύνουμε με μια γρήγορη κίνηση στα φλιτζάνια. Ορισμένοι που είναι τεχνίτες στον καφέ τον βάζουν να βράσει μέχρι και πέντε φορές. Ο Πέτρος έχει ως αρχή να μην βάζει τον καφέ του στη φωτιά πάνω από τρεις φορές. Καθώς γεμίζει τα φλιτζάνια φροντίζει να μοιράζει δίκαια το καϊμάκι που σχηματίζεται στο μπρίκι στο πάνω μέρος· είναι η κρέμα του καφέ. Ένα φλιτζάνι χωρίς καϊμάκι είναι ντροπή. Όταν ο καφές σερβίρεται, μπορείτε να τον πιείτε είτε καυτό και αχνιστό, είτε κρύο, αφού τον έχετε αφήσει να ξεκουραστεί. Οι περισσότερο γευσιγνώστες τον κατεβάζουν στη στιγμή. Εκείνοι που περιμένουν να καθίσει το κατακάθι δεν το κάνουν επειδή τον περιφρονούν· το μαζεύουν μετά με το μικρό τους δάχτυλο και το τρώνε με ευλάβεια. Όταν ετοιμάζεται με αυτό τον τρόπο, ο καφές μπορεί να καταναλώνεται χωρίς πρόβλημα έως και δέκα φορές τη μέρα: δεν μπορεί να πίνει κανείς, χωρίς να τον πειράξει, πέντε φλιτζάνια γαλλικό καφέ τη μέρα. Ο λόγος είναι ότι ο καφές των Τούρκων και των Ελλήνων είναι ένα τονωτικό με αραιή σύσταση, ενώ ο δικός μας ένα τονωτικό συμπυκνωμένο. Συνάντησα στο Παρίσι πολλούς ανθρώπους που έπιναν τον καφέ χωρίς ζάχαρη θέλοντας να μιμηθούν τους Ανατολίτες. Πρέπει, μεταξύ μας, να τους πληροφορήσω ότι στα μεγάλα καφενεία των Αθηνών σερβίρουν πάντα τον καφέ με ζάχαρη· ότι στα καπηλειά και στα καφενεία δεύτερης διαλογής τον σερβίρουν πολύ γλυκό· ότι στη Σμύρνη και στην Κωνσταντινούπολη μου τον σέρβιραν παντού πολύ γλυκό. Το γλύκισμα που έρχεται μετά τον καφέ κατά το τελετουργικό της φιλοξενίας στην Ανατολή δεν είναι κάτι τόσο μυστήριο όσο ακούγεται. «Γλυκό» σημαίνει κάτι το σακχαρούχο. Η μαστίχα της Χίου είναι γλυκό· τα κεράσια κονφιτούρα είναι γλυκό· το ραχάτ λουκούμ είναι ένα εξαιρετικό γλυκό. Στου Δημήτρη, στην οδό Ερμού, τρώμε το καλύτερο λουκούμι, το πιο φρέσκο, με ένα πολύ λεπτό άρωμα από τριαντάφυλλα. Τα καφενεία στον δρόμο για τον Πειραιά πουλούν μπαγιάτικα λουκούμια που μοιάζουν με απομεινάρια από λαρδί. Αλλά ένας οικοδεσπότης που θέλει να τιμήσει τους καλεσμένους του πάει στου Δημήτρη να πάρει μερικά κομμάτια από αυτή την ελαφριά, διάφανη πάστα που λιώνει και δροσίζει απολαυστικά το στόμα των καπνιστών. Το γλυκό σερβίρεται συνήθως από την οικοδέσποινα ή την κόρη της. Τα γλυκά του κουταλιού προσφέρονται σε ένα μεγάλο ποτήρι απ’ όπου καθένας παίρνει με τη σειρά του χρησιμοποιώντας το ίδιο κουτάλι. Μετά το γλυκό, ο οικοδεσπότης σας το μόνο που έχει πια να σας προσφέρει είναι μια χειραψία. Η χειραψία είναι κάτι στο οποίο οι Έλληνες κάνουν τη μεγαλύτερη

κατάχρηση. Οι χειραψίες που δίνονται κάθε μέρα μόνο στην Αθήνα είναι αμέτρητες. Ολόκληρος ο λαός έχει την ίδια γνώμη με τον παλιό γάλλο ποιητή που έλεγε: Αυτή η ένδειξη φιλίας πόσο μ’ αγγίζει Μια χειραψία όσο δέκα όρκους αξίζει. Οι υπηρέτες δεν λένε αντίο στους κυρίους τους που δεν τους σφίγγουν το χέρι. Την πρώτη φορά που ο κουρέας ήρθε να μου κόψει να μαλλιά, φεύγοντας μου έτεινε το χέρι χωρίς να το σκουπίσει. Οι Έλληνες, που σχεδόν όλοι μεταξύ τους μιλάνε στον ενικό, έχουν επινοήσει τύπους πιο ευγενικούς για τους ξένους. Όχι μόνο χάλασαν αυτή την όμορφη ελληνική γλώσσα εισάγοντας τον πληθυντικό ευγενείας, αλλά και δανείστηκαν από τους Ιταλούς το «εξοχότης». Είναι αλήθεια ότι μερικές φορές ξεχνιούνται και μπορείς να ακούσεις έναν υπηρέτη να λέει στον κύριό του: «Τι σκέφτεται η Εξοχότητά Σου;» Οι χωρικοί μιλούν στον ενικό ακόμα και στους ξένους: «Αγόρασέ μου αυτό, μιλόρδε!» Έχω αναφέρει, αν δεν απατώμαι, ότι οι οικογένειες των Φαναριωτών ζούσαν κατά τον ευρωπαϊκό τρόπο: δεν χρειάζεται λοιπόν να διευκρινίσω ότι όσα είπα παραπάνω δεν αφορούν ούτε την οικογένεια Σούτσου, ούτε την οικογένεια Μουρούζη, ούτε την οικογένεια Μαυροκορδάτου. Το μόνο ίσως που διαφέρουν τα σπίτια των Φαναριωτών από τα γαλλικά σπίτια είναι το ότι εκεί οι υπηρέτες είναι περισσότεροι, τα διαμερίσματα έχουν λιγότερα έπιπλα και αυτά δεν είναι τόσο κομψά, ότι εκεί καπνίζουν μπροστά στις κυρίες και ότι κι εκείνες καπνίζουν μερικές φορές χωρίς να κρύβονται.

IΙΙ Η κατάσταση των δρόμων - Η υπαίθριος ζωή - Επιστροφή στην αρχαιότητα - Το σταυροδρόμι της «Ωραίας Ελλάδος» - Ο παντοπώλης, ο κουρέας και ο φαρμακοποιός - Οι βουλευτές στην αγορά - Ο αργυραμοιβός - Το παζάρι στις οκτώ το βράδυ - Οι άντρες κοιμούνται στους δρόμους και οι γυναίκες κάτω από τις σκεπές - Το υπνοδωμάτιο του απλού λαού δεν πολυσκουπίζεται - Φωτισμός Αν θέλετε να δείτε τον ελληνικό λαό στην καθημερινότητα του, τότε κάντε βόλτες στους δρόμους. Οι Έλληνες ζούσαν πάντα έξω από το σπίτι. Λένε πως οι Ρωμαίοι λάτρευαν την αγορά ενώ, αντιθέτως, πως μισούσαν το σπίτι. Αμφιβάλλω αν το μίσησαν ποτέ τόσο όσο οι Έλληνες, γιατί στη Ρώμη βρέχει δέκα φορές περισσότερο απ’ ό,τι στην Αθήνα. Όταν παρατηρεί κανείς τα απομεινάρια της αρχαίας πόλης, του κάνει εντύπωση

το μικρό μέγεθος των σπιτιών, που όλα άφησαν το χνάρι τους. Ποτέ δεν θα πίστευε κανείς, αν δεν υπήρχαν ιστορικές μαρτυρίες, ότι τέτοιες τρύπες μπορούσαν να κατοικούνται από ανθρώπους. Ο αβάς Μπαρτελεμί12 αποτύπωσε στο βιβλίο του το σχέδιο ενός αθηναϊκού σπιτιού. Βάζω στοίχημα ότι ένας χορός για πενήντα αθηναϊκά σπίτια κάλλιστα χωρά στο σπίτι του αβά Μπαρτελεμί. Οι καλύβες αυτές, που μπορούμε να τις μετρήσουμε με τον πήχη, δεν υποφέρονταν την ημέρα. Μόλις που μπορούσαν να φάνε και να κοιμηθούνε εκεί μέσα. Περνούσαν τη μέρα στα μαγαζιά, στον δρόμο ή την αγορά. Το ίδιο κάνουν και σήμερα, αν και τα σπίτια είναι πιο άνετα και πιο ευρύχωρα από την εποχή του Περικλή. Πάντα δυσκολεύεσαι να διασχίσεις το κεντρικό σταυροδρόμι της πόλης, τη διασταύρωση της οδού Αιόλου με την οδό Ερμού. Εκεί είναι που οι πολίτες, καθισμένοι στα καφενεία ή όρθιοι στη μέση του δρόμου, συζητούν όλοι μαζί για την ειρήνη και τον πόλεμο και ξαναχαράσσουν καπνίζοντας το τσιγάρο τους τον χάρτη της Ευρώπης. Ενώ οι δημόσιοι λειτουργοί αγορεύουν στους δρόμους, οι φοιτητές, συγκεντρωμένοι σε ομάδες μπροστά στο πανεπιστήμιο, κουβεντιάζουν όλο θέρμη· οι παπάδες εμπρός από τις εκκλησιές τους αναλύουν κάποιο θέμα της ορθοδοξίας· όσο για τους αστούς, οι συζητήσεις τους αντηχούν στο μαγαζί του παντοπώλη, του κουρέα ή του φαρμακοποιού. Αυτά τα τρία καταστήματα είναι τα πολιτικά σαλόνια του λαού. Ο φαρμακοποιός είναι εκείνος που κυρίως συγκεντρώνει τους καλοβαλμένους και την ελίτ των αστών. Οι συζητητές δεν συνωστίζονται μέσα στο μαγαζί· στέκονται κατά προτίμηση στο κατώφλι, με το ένα πόδι στο πεζοδρόμιο και το ένα αυτί στον δρόμο, για να αρπάζουν τα νέα που κυκλοφορούν. Το παζάρι είναι ίσως το πιο πολυσύχναστο μέρος της πόλης. Το πρωί, όλοι οι πολίτες, όποια κι αν είναι η τάξη τους, πηγαίνουν οι ίδιοι για ψώνια. Αν θέλετε να δείτε έναν βουλευτή να κρατά δυο νεφρά στο ένα χέρι και ένα μαρούλι στο άλλο, πηγαίνετε στο παζάρι στις οκτώ το πρωί. Ούτε οι υπηρέτριες του Λαντερνό13 δεν κουτσομπολεύουν με τέτοιο πάθος όσο αυτοί οι αξιοσέβαστοι κύριοι ενόσω κάνουν τα ψώνια τους. Μπαινοβγαίνουν από μαγαζί σε μαγαζί, ενημερώνονται για την τιμή των κρεμμυδιών ή δίνουν αναφορά τι ψήφισαν την προηγουμένη σε κάποιον αργυραμοιβό που τους σταματά στον δρόμο. Ο αργυραμοιβός έχει, όπως και παλαιότερα, το μαγαζί του στην αγορά. Οι αρχαίοι τον αποκαλούσαν «τραπεζίτη». Δεν άλλαξε ούτε όνομα, ούτε εργασία, ούτε τραπέζι από τον καιρό του Αριστοφάνη· μόνο που, χάρη στην πρόοδο του πολιτισμού, κάλυψε το τραπέζι του με σιδερένια κάγκελα, για να προστατεύει τα χρυσά και ασημένια νομίσματα.

Στις οκτώ το βράδυ, το καλοκαίρι, το παζάρι παίρνει όψη παραμυθένια. Είναι η ώρα όπου οι εργάτες, οι υπηρέτες, οι στρατιώτες πηγαίνουν να ψωνίσουν το βραδινό τους. Οι καλοφαγάδες μοιράζονται επτά οκτώ μαζί ένα κεφάλι αρνί για έξι πεντάρες· οι λιτοδίαιτοι αγοράζουν μία φέτα ρόδινο καρπούζι ή ένα αγγούρι, που το δαγκώνουν δυνατά σαν να είναι μήλο. Οι έμποροι, περιτριγυρισμένοι από τα λαχανικά και τα φρούτα τους, καλούν τους αγοραστές φωνάζοντας δυνατά· μεγάλες λάμπες γεμάτες ελαιόλαδο ρίχνουν ένα όμορφο κόκκινο φως πάνω στους σωρούς από σύκα, ρόδια, πεπόνια και σταφύλια. Μέσα σε όλο αυτό το ανακάτεμα, όλα τα πράγματα νομίζεις πως λάμπουν οι μπερδεμένοι ήχοι νομίζεις πως είναι αρμονικοί· δεν παίρνεις είδηση ότι τσαλαβουτάς μέσα σε μαύρη λάσπη, ούτε νιώθεις και πολύ τις αηδιαστικές μυρωδιές που αναδίδει το παζάρι. Όποια ώρα της ημέρας κι αν βγείτε στους δρόμους, θα ακούσετε δυο λέξεις που γρήγορα θα συγκρατήσετε. Τις λένε όλα τα στόματα και ο ξένος που καταφθάνει τις μαθαίνει προτού κάνει πενήντα βήματα. Η πρώτη λέξη είναι «δραχμή». Η δεύτερη είναι «λεπτά». Μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα, χωρίς να διατυπώσουμε μια παραδοξολογία κατά τον τρόπο του Φίγκαρο,14 ότι οι δύο αυτές λέξεις είναι η βάση της γλώσσας. Η χρήση και η κατάχρηση που γίνεται αποδεικνύουν περίτρανα ότι ο ελληνικός λαός έχει το εμπορικό δαιμόνιο. Ένας ξένος που θα πατούσε το πόδι του στην Αθήνα μεσάνυχτα μήνα Ιούλιο θα ξαφνιαζόταν βλέποντας τους δρόμους καλυμμένους με πανωφόρια. Αν νόμιζε πως είχαν στρώσει χαλί προς τιμήν του και προχωρούσε χωρίς να το σκεφτεί πάνω σε αυτά τα παλιόρουχα, θα έβλεπε χέρια και πόδια να προβάλλουν από τη γη και θα άκουγε μια χορωδία από δυνατά μουγκρητά. Ο λαός έχει τη συνήθεια να κοιμάται από τα τέλη Μαΐου έως τα τέλη Σεπτεμβρίου στους δρόμους. Οι γυναίκες κοιμούνται στους εξώστες ή στις στέγες, με την προϋπόθεση ότι αυτές είναι λιακωτό. θα παρατηρήσει κάποιος ότι οι γυναίκες καταλαμβάνουν μικρό μέρος στο κεφάλαιο αυτό. Ο λόγος είναι ότι οι γυναίκες καταλαμβάνουν περιορισμένο χώρο και στους δρόμους. Βγαίνουν σπάνια και επιστρέφουν το γρηγορότερο. Ποτέ δεν πηγαίνουν στο παζάρι. Οι άντρες έχουν διατηρήσει αυτό το προνόμιο από την εποχή της Τουρκοκρατίας, ή, μάλλον, από την αρχαιότητα. Ο δημόσιος χώρος είναι για τους Έλληνες του ισχυρού φύλου σαλόνι και κρεβατοκάμαρα. Η Κωνσταντινούπολη είναι ίσως η μόνη μεγάλη πόλη που μπορεί να διεκδικήσει από την Αθήνα το βραβείο της βρομιάς. Μπορείς να δεις στον δρόμο ένα ψόφιο κοράκι, μια πατημένη κότα λίγο πιο πέρα, και ακόμα παρακάτω έναν

σκύλο σε αποσύνθεση. Πιστεύω στ’ αλήθεια πως αν το άλογο μιας άμαξας πέθαινε μπροστά στο καφενείο «Η ωραία Ελλάς», το Τορτόνι15 των Αθηνών θα άφηνε στους γύπες την ευθύνη να το απομακρύνουν. Η αστυνομία επιτρέπει στους ιδιώτες να ανοίξουν δύο μεγάλες τρύπες με ασβέστη μπροστά από το σπίτι τους, με κίνδυνο να έχουν πέντε ή έξι Δέκιους16 κάθε βράδυ. Αφήνει, επίσης, να λιμνάζουν τα νερά σε λακκούβες: ούτε σκέφτηκαν να καλύψουν εκείνο το μεγάλο χαντάκι που διασχίζει την όμορφη συνοικία της πόλης. Υπάρχει και κάτι ακόμα: από τη γέφυρα που ενώνει τις όχθες αυτού του οχετού, μπροστά από το βασιλικό τυπογραφείο, έχει φύγει ένα ξύλο και είναι πολύ εύκολο να σπάσεις εκεί το πόδι σου. Η σανίδα που λείπει θα μπορούσε να αντικατασταθεί με δυο δραχμές· δεν πέρασε όμως από το μυαλό κανενός. Οι δρόμοι φωτίζονται με λάδι, εκτός από τη βαθιά νύχτα όπου υπολογίζουν στο φως του φεγγαριού. Αν το αλμανάκ πέσει έξω ή αν το φεγγάρι κρυφτεί, οι Αθηναίοι μπορούν να πέσουν και να σκοτωθούν.

IV Τα ξενοδοχεία - Τα καπηλειά - Τα χάνια - Κάτι ανάμεσα σε χάνι και πανδοχείο Τα ανύπαρκτα εστιατόρια - Οι άμαξες των Αθηνών - Τα αυτοσχέδια παμφορεία - Τα τουρκικά λουτρά - Σοβαρή επίκριση στον κύριο Αλφρέντ ντε Μυσέ - Το μαρτύριο του λουτρού - Η ανταμοιβή Τα ξενοδοχεία των Αθηνών είναι ακριβά και κακά, γιατί έχουν λίγους ταξιδιώτες. Τους τυχαίνουν κάποιοι τουρίστες την άνοιξη και το φθινόπωρο: αυτοί τους εξασφαλίζουν και το ετήσιο εισόδημά τους. Όταν η Αθήνα θα γίνει συχνό πέρασμα όλο τον χρόνο, οι ξενοδόχοι θα ρυθμίσουν τη δουλειά τους και οι ταξιδιώτες θα βγουν κερδισμένοι. Εντωμεταξύ, όμως, τα δωμάτια διαθέτουν ελάχιστα έπιπλα, η καθαριότητα είναι αμφίβολη, οι υπηρεσίες κακής ποιότητας και το φαγητό κάτω του μέτριου. Το ξενοδοχείο, δεν θα έλεγα το πιο άνετο αλλά το πιο ανεκτό, είναι του Δημήτρη, πάνω στην πλατεία Ανακτόρων, μπροστά από την πρεσβεία της Γαλλίας. Το λένε για τους ξένους ξενοδοχείο των Ξένων: οι ντόπιοι το μόνο που ξέρουν είναι το όνομα του Δημήτρη. Ο Δημήτρης είναι ένας άνθρωπος έξυπνος και με έφεση στην πρόοδο. Η επιχείρησή του ανεβαίνει κάθε μέρα όλο και περισσότερο. Τα βγάζει πέρα γιατί οι πλούσιοι ταξιδιώτες βρίσκουν εκεί ένα άνετο κατάλυμα. Ο οικοδεσπότης μιλά αγγλικά· έχει μάλιστα και κάποιους που κάνουν τους ξεναγούς που μιλούν γαλλικά.

Το ξενοδοχείο Ανατολή και το ξενοδοχείο Αγγλία είναι δύο μεγάλα κτίρια σε απόσταση τριάντα βήματα το ένα από το άλλο, στην οδό Αιόλου απέναντι από το υπόστεγο με τα κανόνια. Ο ταξιδιώτης μπορεί ανοίγοντας το παράθυρό του να θαυμάσει τα δώδεκα μικρά κανόνια που αποτελούν το πυροβολικό του βασιλείου. Τα δύο ξενοδοχεία ανήκαν πέρυσι στον ίδιο ιδιοκτήτη. Η φιλοξενία που προσέφεραν στους ταξιδιώτες δεν ήταν σαν εκείνη του Δημήτρη, ήταν, όμως, φθηνότερα. Ένας καλλιτέχνης που θέλει να μείνει στην Αθήνα πάνω από μήνα μπορεί να βρει στέγη και φαγητό στο ξενοδοχείο Αγγλία με πέντε έξι φράγκα τη μέρα, χωρίς το κρασί.[37] Δεν ξέρω για ποιο λόγο οι ξενοδόχοι των Αθηνών προτιμούν να χρεώνουν το κρασί ξεχωριστά: το κρασί της Σαντορίνης που προσφέρουν συνήθως και το πουλούν μία δραχμή και πενήντα λεπτά τούς στοιχίζει είκοσι λεπτά το πολύ. Τα κρασιά του Μπορντό, της Βουργουνδίας και της Καμπανίας είναι πανάκριβα. Οι μπίρες πόρτερ και έιλ που έρχονται από τη Μάλτα κοστίζουν τρεις δραχμές ή τρεις δραχμές και πενήντα λεπτά το μπουκάλι. Έπειτα από αυτά τα τρία ξενοδοχεία, αλλά με μεγάλη διαφορά, έρχεται το ξενοδοχείο Ευρώπη, στην οδό Αιόλου, πάνω από το γερμανικό βιβλιοπωλείο του κυρίου Ναοί. Οι εμπορικοί αντιπρόσωποι, οι μικροϋπάλληλοι και όλοι εκείνοι που θέλουν να ζουν οικονομικά χωρίς να πολυνοιάζονται για την καθαριότητα πηγαίνουν στο ξενοδοχείο Ευρώπη. Ο οικοδεσπότης είναι Γάλλος και η γυναίκα του Μαλτέζα. Μια μέρα που είχα την απερισκεψία να πάω να συναντήσω κάποιον που διέμενε εκεί, βρέθηκα στη δυσάρεστη θέση να πέσω πάνω στον τσακωμό του πανδοχέα με τη γυναίκα του, η οποία καλούσε όλους τους ενοίκους με το όνομά τους να την προστρέξουν. Εκείνοι που δεν ταξιδεύουν για να γράψουν ηθογραφικά μυθιστορήματα του οικιακού χώρου καλά θα κάνουν να μείνουν αλλού. Πρέπει να πούμε, πάντως, ότι οι χαμηλές τιμές, η φιλική συμπεριφορά των ξενοδόχων και η φήμη που κρατά από παλιά φέρνουν κάθε μέρα πολύ κόσμο στο ξενοδοχείο της Ευρώπης. Πριν από τρία χρόνια ήταν το μοναδικό ξενοδοχείο των Αθηνών. Οι Έλληνες μεσαίου εισοδήματος ταξιδεύουν με το κρεβάτι τους, το οποίο συνήθως αποτελεί μια κουβέρτα· το μόνο που ζητούν, λοιπόν, από τον πανδοχέα είναι έναν χώρο έξι ποδιών για να απλώσουν το κορμί τους. Υπάρχουν τριάντα πανδοχεία στην Αθήνα που μπορούν να τους τον προσφέρουν· όμως, καθώς υποθέτω ότι οι αναγνώστες μου δεν θα έχουν καμία διάθεση να ξαπλώσουν καταγής μαζί με άλλους τέσσερις Έλληνες, δεν αξίζει τον κόπο να επεκταθώ περισσότερο μιλώντας για αυτούς τους ακάθαρτους χώρους όπου δεν πρόκειται ποτέ να πατήσουν το πόδι τους. Αν εξαιρέσουμε τα τέσσερα ξενοδοχεία για τα οποία ήδη μίλησα, όλα τα άλλα είναι για κλάματα. Θα πω όμως δυο λέξεις για τα χάνια, γιατί όλοι μπορεί να βρεθούν στη δυσάρεστη

θέση να κοιμηθούν σε ένα από αυτά. Τα χάνια είναι πανδοχεία του χειρίστου είδους, αλλά ό,τι καλύτερο υπάρχει εκτός Αθηνών. Το όνομα είναι τουρκικό, αλλά αυτό που δηλώνει η λέξη το βρίσκουμε σε κάθε χώρα. Νομίζω ότι οι Τούρκοι λένε khan. Οι Έλληνες πρόσθεσαν και ένα ι από αίσθημα πατριωτισμού. Το χάνι μεταφράζεται γενικά ως «πανδοχείο»· ωστόσο η απόδοση αυτή είναι παντελώς λάθος. Όποιος λέει ότι ο μεταφραστής είναι προδότης δεν έχει άδικο. Οι συνήθειες του νου μας είναι τέτοιες ώστε η λέξη πανδοχείο μάς ξυπνά την εικόνα ενός ξενοδόχου με κοιλιά και φουσκωτά μάγουλα, άσπρη ποδιά και βαμβακερό σκούφο, που γελά χονδροειδώς· μιας ροδοκόκκινης υπηρέτριας και ενός υπηρέτη με βλακώδη φυσιογνωμία· και όλοι αυτοί μαζί, ξενοδόχος, υπηρέτης και υπηρέτρια να περιστοιχίζουν τον επισκέπτη· τα κουζινικά να χτυπάνε και να γίνεται στην κουζίνα συναυλία· καλά κρεβάτια, άσπρα σεντόνια και κόκκινες κουρτίνες. Τα χάνια δεν χρειάζονται κουρτίνες, μια και δεν έχουν παράθυρα· τα άσπρα σεντόνια είναι περιττά, καθώς δεν υπάρχουν τα κρεβάτια όπου θα στρωθούν· αλλά και οι κατσαρόλες μόνο άχρηστο στολίδι θα ήταν, μια και δεν υπάρχουν ούτε υλικά για μαγείρεμα ούτε μάγειρας. Η υπηρέτρια είναι κάτι άγνωστο· όσο για τις γυναίκες του σπιτιού, αν υπάρχουν, τις βλέπεις όσο θα τις έβλεπες και τον καιρό της Τουρκοκρατίας. Μόνο οι άντρες υπηρετούν τον ταξιδιώτη, όταν, όμως, τους κάνει κέφι. Μερικές φορές, ο χανιτζής είναι ένας κατσούφης γέρος που απλώς σας αφήνει να οικειοποιηθείτε το σπίτι του, ενώ σας παρακολουθεί και μουρμουρίζει μέσα από τα δόντια του, και μόνο με τα πολλά χαλάει την ησυχία του για χάρη σας· άλλοτε, πάλι, είναι ένας άντρας νέος ακόμη, που φορά στο κεφάλι ένα φέσι με χρυσαφένια φούντα και μια όμορφη αλβανική φορεσιά που του κρατά σφιχτή τη μέση. Έρχεται προς το μέρος σας, σας δίνει το χέρι, σας καλωσορίζει και σας προσφέρει το σπίτι του· το σπίτι όμως δεν είναι τίποτα καλύτερο· θα βρείτε ένα δωμάτιο που θα έχει τέσσερις τοίχους και τίποτα παραπάνω· αν έχει πάτωμα θεωρείται πολυτέλεια, ενώ αν έχει και ψάθα στο πάτωμα, αυτό πια θεωρείται ό,τι πιο ραφινάτο. Όσοι πολλοί κι αν είστε, και στρατός ολόκληρος, πρέπει να βολευτείτε σε αυτό το ένα και μοναδικό δωμάτιο· σπάνια το σπίτι θα διαθέτει δύο. Πάγκους, τραπέζια και κυρίως καρέκλες μόνο κατά τύχη θα συναντήσετε· πρόκειται, άλλωστε, για περιττές πολυτέλειες χωρίς τις οποίες εύκολα μαθαίνετε να ζείτε. Ξεδιπλώνετε τα στρώματά σας, κάθεστε σταυροπόδι σαν Τούρκος ή ξαπλώνετε σαν Ρωμαίος και οπλίζεστε με υπομονή, ενώ ο υπηρέτης σας, με ό,τι έχετε φέρει μαζί σας, ετοιμάζει το δείπνο σας. Το χάνι προσφέρει τη στέγη· μην ζητάτε τίποτα περισσότερο. Ας είμαστε όμως δίκαιοι: στα χάνια βρίσκεις ψωμί και κρασί· βρίσκεις επίσης πέταλα για τα άλογα, σχοινί για τις αποσκευές σας, σπίρτα, σαπούνι και κάποια είδη μπακαλικής, τα τελείως στοιχειώδη, τα οποία όμως καλύπτουν τις ανάγκες των Ελλήνων. Το κατάλυμα που προσφέρουν είναι πιο

καθαρό από τα περισσότερα σπίτια των χωρικών άρα υπάρχουν και χειρότερα. Έστω κι έτσι πάντως, είναι πολύ άσχημα· και το πρωί, δεν πιστεύεις στα αυτιά σου, όταν σου ζητούν να πληρώσεις για τους τέσσερις τοίχους ό,τι θα πλήρωνες και για ένα καλό δωμάτιο πανδοχείου με κόκκινες κουρτίνες και λευκά σεντόνια που συχνά έβλεπα στα όνειρά μου. Αν το πανδοχείο και το χάνι μοιάζουν σε κάτι αυτό είναι το τιμολόγιό τους. Ο απλός λαός των Αθηνών τρώει στο ύπαιθρο ή μέσα σε μαγειρεία που έχουν ένα είδος ιταλικής κουζίνας· συχνότερα όμως τρώνε κάτι κρύο που το παίρνουν στο πόδι. Ένα κομμάτι παστό ψάρι, μια χούφτα πιπεριές ή πικρές ελιές, μια φέτα χαλβά (γλυκό από σουσάμι και μέλι). Μπορούν να φτιάξουν με τρεις πεντάρες ένα γεύμα πλούσιο σαν του Βαλτάσαρ. Οι ξένοι δεν έχουν άλλη λύση εκτός από το ξενοδοχείο όπου θα δειπνήσουν με τέσσερις δραχμές, χωρίς το κρασί. Οι άμαξες είναι πολλές στην Αθήνα και βρίσκεις εύκολα και για την πόλη και για την εξοχή. Έχω πει παραπάνω ότι η εξοχή απλώνεται τέσσερις λεύγες από την πόλη. Αυτές οι αξιολύπητες άμαξες των Αθηνών αποτελούν πολύ δυσάρεστο θέαμα, έτσι όπως είναι ξεχαρβαλωμένες, βρόμικες και κακοσυντηρημένες. Σπανίως έχουν τζάμια και αμφιβάλλω αν έχουν πάντα και τις τέσσερις ρόδες τους. Τις βρίσκει κανείς μαζεμένες σε μια λασπωμένη πλατεία που ονομάζεται πλατεία των Αμαξών. Δεν είναι εύκολο να διαλέξεις έτσι όπως σε τραβολογούν και σε αρπάζουν οι αμαξάδες. Με τους κυρίους αυτούς κάνεις μια φιλική διαπραγμάτευση: δεν καθορίζει το ναύλο η αστυνομία. Μπορεί να πας στον Πειραιά με μιάμιση δραχμή αλλά και με εξήντα δραχμές, ανάλογα την περίπτωση: για έναν χορό στον Πειραιά είδα να νοικιάζουν άμαξα με εξήντα δραχμές οκτώ μέρες πριν. Την ίδια μέρα είχες την επιλογή να πας με δύο δραχμές. Οι άμαξες ανεβαίνουν και κατεβαίνουν όπως άλλωστε και τα δημόσια οικονομικά, χωρίς ποτέ να ξέρουμε το γιατί. Είχαν πει μήπως έβαζαν παμφορεία από την Αθήνα στον Πειραιά. Η επικοινωνία είναι συχνή και οι άμαξες ακριβές: η ιδέα φάνηκε αρχικά εξαιρετική. Όμως είναι κάκιστη και όποιος το δοκίμαζε θα καταστρεφόταν. Τα παμφορεία δεν θα μπορούσαν να χρεώνουν μία κούρσα δύο λευγών λιγότερο από πενήντα λεπτά. Οι Έλληνες όμως βρίσκουν τρόπο να πάνε στον Πειραιά με είκοσι πέντε λεπτά. Ο πρώτος που θέλει να φύγει νοικιάζει μία άμαξα και περιμένει· έρχεται ένας δεύτερος, τον φωνάζει ο πρώτος και κάθεται κι εκείνος μέσα· φτάνει κι ένας τρίτος· έτσι μαζεύονται οκτώ άτομα που δεν γνωρίζονται και στοιβάζονται στην ίδια άμαξα, η οποία μετατρέπεται, εκ των πραγμάτων, σε παμφορείο. Τα άλογα των αμαξών αυτών είναι πολύ άσχημα, αλλά δεν αφήνουν ποτέ τον τριποδισμό. Θα ολοκληρώσω τις πληροφορίες αυτές με λίγα λόγια σχετικά με τα λουτρά των Αθηνών. Εκεί κάνουν μόνο ατμόλουτρα και το ίδιο συμβαίνει σε ολόκληρη την Ανατολή.

Ο σοφάς όπου ήταν ξαπλωμένος ο Χασάν Ήταν θαυμαστός στο είδος του· αλλά την μπανιέρα και τις μπρούτζινες βρύσες17 θα τις περιφρονούσαν τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Τουρκία. Αν πάτε στην Αθήνα θα κάνετε τουρκικά λουτρά και θα το ευχαριστηθείτε. Όσο τα γαλλικά λουτρά προσπαθούν να μοιάσουν στα τουρκικά, τόσο οι εγκαταστάσεις των τουρκικών λουτρών μοιάζουν εξωτερικά με τα γαλλικά. Το καλύτερο από τα δύο τουρκικά λουτρά που βρίσκονται στην Αθήνα είναι ένα σπίτι χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο εξωτερικά: έχει μόνο δυο πινακίδες ζωγραφισμένες που αναπαριστούν δυο απλοϊκές φιγούρες, μια ανδρική και μια γυναικεία. Αυτή η αλληγορική γλώσσα μεταφράζεται στη λαϊκή γλώσσα: από δω οι άντρες, από κει οι γυναίκες. Μπαίνοντας, βρίσκεσαι σε ένα επιπλωμένο δωμάτιο με δώδεκα ντιβάνια, που το καθένα κλείνεται από μια κόκκινη κουρτίνα επιμελώς μπαλωμένη. Πίσω από αυτό το πορφυρό παραπέτασμα, ο λουσμένος βγάζει τα ρούχα του για να φορέσει ένα βαμβακερό ύφασμα γύρω από τη μέση· βάζει τσόκαρα και τότε τον καλούν να περάσει στη διπλανή αίθουσα. Διασχίζει σέρνοντας τα πόδια του ένα μικρό δωμάτιο που το έχουν θερμάνει στους είκοσι βαθμούς περίπου και, στη συνέχεια, χωρίς άλλο μεταβατικό στάδιο, μπαίνει στην αίθουσα ατμού. Την πρώτη στιγμή, νιώθεις να πνίγεσαι· δεν έχεις συνηθίσει να αναπνέεις ατμό από νερό που έχει θερμανθεί στους πενήντα βαθμούς. Αλλά το συνηθίζεις και μάλιστα βλέπεις με μια απολαυστική νωθρότητα να στάζεις ιδρώτα. Το δάπεδο έχει ανάψει και οι τοίχοι καίνε. Τα έπιπλα της αίθουσας είναι δύο μικροί πέτρινοι νιπτήρες τοποθετημένοι κάτω από δυο βρύσες. Μέσα σε κάθε νιπτήρα υπάρχει ένα ξύλινο λεκανάκι. Όταν ο λουόμενος έχει ιδρώσει για δέκα με δώδεκα λεπτά, τότε μπαίνει μέσα ο λουτράρης του, που τον παίρνει και τον ξαπλώνει σε ένα ξύλινο κρεβάτι. Εκεί αρχίζει η μάλαξη. Αν το ανθρώπινο σώμα δεν διέθετε θαυμαστή ελαστικότητα, ένα καλό μασάζ θα έστελνε τον άνθρωπο στον τάφο. Ενώ σας μαλάζει ένας γεροδεμένος γέρος που μοιάζει λίγο και με δήμιο, όλο και αναρωτιέστε αν δεν έχετε πάθει κανένα κάταγμα ή έστω καμιά εξάρθρωση. Αφού σας έχουν διαλύσει επαρκώς, έρχεται η ώρα να σας τρίψουν. Ο λουτράρης παίρνει ένα γάντι από τρίχα καμήλας που το σέρνει πάνω από όλο σας το σώμα, αφαιρώντας κάθε φορά που περνά το χέρι του πάνω σας κομμάτια νεκρού δέρματος σε ρολό, που δεν φανταζόσασταν ότι κουβαλούσατε πάνω σας. Αφού τελειώσει το τρίψιμο, έρχεται με μια λεκάνη γεμάτη με αφρό σαπουνιού με τον οποίο σας καλύπτει από πάνω μέχρι κάτω: προσοχή στα μάτια! Τέλος, παίρνει με τα λεκανάκια ζεστό νερό από τον νιπτήρα και σας καταβρέχει. Έπειτα, σας τυλίγει με πετσέτες,

σας βάζει και ένα τουρμπάνι γύρω από το κεφάλι και σας οδηγεί ή, μάλλον, σας σέρνει μέχρι το ντιβάνι όπου είχατε γδυθεί. Εκεί αρχίζουν οι απολαύσεις του τούρκικου λουτρού ή, τουλάχιστον, εκεί θα άρχιζαν, αν το κρεβάτι ήταν καθαρό, αν ο καφές ήταν καλός, αν ο ναργιλές τραβούσε καλά και αν δεν αναδυόταν από τα πάντα γύρω σας μια δυσωδία από την έλλειψη καθαριότητας εξαιτίας της οποίας ο παράδεισος του Μωάμεθ μου φαινόταν αποκρουστικός.

V Η άθληση - Το αθηναϊκό ιπποδρόμιο - Η πλατεία της μουσικής - Οι απολαύσεις της Κυριακής - Το κομπολόι των Ελλήνων - Η χρήση του μαντιλιού χειρός - Ο βασιλιάς και η βασίλισσα εν μέσω των υπηκόων τους - Ανάμνηση του Σιρκ Ολεμπίκ Αφού έχετε διασχίσει ολόκληρη την οδό Αιόλου με την πλάτη στην Ακρόπολη και τον Πύργο των Ανέμων, βλέπετε μπροστά σας έναν δρόμο όλο σκόνη, ενός χιλιομέτρου και περισσότερο. Στο τέλος του βρίσκεται ένα μικρό χωριό. Την εποχή της Τουρκοκρατίας αυτό το χωριό ήταν η έδρα του πασά. Το όνομα πασά, ή πατισάχ, του έμεινε, αν και λίγο παραφθαρμένο είναι αλήθεια: οι Αθηναίοι λένε Πατήσια. Ο δρόμος των Πατησίων είναι το ιπποδρόμιο των Αθηνών. Αν έλεγα πως είναι τόπος αναψυχής, θα έλεγα ψέματα σαν έλληνας ιστορικός. Ο δρόμος δεν έχει καμία συντήρηση και δεν θα μπορούσε να αντέξει τη σύγκριση με τους δικούς μας επαρχιακούς δρόμους. Τα δέντρα που προσπάθησαν να φυτέψουν κατά το μήκος του είναι ξερά ή άρρωστα· τα τέσσερα πέντε καφενεία που βρίσκονται δεξιά κι αριστερά δεν είναι Παρθενώνες· τα κριθαροχώραφα ή τα χέρσα χωράφια μέσα από τα οποία περνά δεν είναι και παράδεισος επί της γης. Ωστόσο, οι περιπατητές που μαζεύονται σε αυτό τον δρόμο μπορούν να δουν, όταν η σκόνη το επιτρέπει, ένα πανόραμα από τα πιο όμορφα του κόσμου. Έχουν μπροστά τους το βουνό της Πάρνηθας που την κόβει ένα μεγάλο χαίνον βάραθρο· πίσω τους έχουν την Αθήνα και την Ακρόπολη, δεξιά τον Λυκαβηττό και αριστερά τη θάλασσα, τα νησιά και τα όρη του Μοριά. Η θέα στο δάσος της Βουλώνης δεν είναι τόσο όμορφη.[38] Ο καλός κόσμος των Αθηνών έχει για διασκέδαση, χειμώνα καλοκαίρι, τον περίπατο στην οδό Πατησίων. Πάνε με τα πόδια, με την άμαξα και κυρίως με το άλογο. Κάθε Έλληνας που καταφέρνει να δανειστεί τριακόσιες δραχμές σπεύδει να αγοράσει άλογο. Κάθε Έλληνας που έχει τρεις δραχμές στην τσέπη τις διαθέτει για να νοικιάσει άλογο. Οι εμποροϋπάλληλοι της οδού Βιβιέν όσο κι αν προσπαθούν

δεν θα είναι ποτέ τόσο καλοί καβαλάρηδες όσο οι κουρείς και οι τσαγκάρηδες των Αθηνών, την Κυριακή, στα Πατήσια. Χάρη στους νεαρούς υπαλλήλους που κερδίζουν πάνω από δύο χιλιάδες δραχμές ετησίως, τους αστούς που έχουν τον τρόπο τους, τους αξιωματικούς του ιππικού και μέλη, ενίοτε, του διπλωματικού σώματος, η οδός Πατησίων είναι στις δόξες της. Ο επιτετραμμένος μιας αυλής της Γερμανίας κάνει περιπάτους κάθε μέρα με περιβολή ιππέα, πάνω σε ένα άλογο των εκατό φράγκων. Οι όμορφες γυναίκες του καλού κόσμου, που είναι όλες εξαιρετικές ιππείς, έκαναν καμιά φορά την εμφάνισή τους. Συναντούσα συχνά την Ιάνθη, που πηδούσε τα χαντάκια με ένα υπέροχο άσπρο άλογο, λιγότερο όμορφο, πάντως, από εκείνο του σεΐχη. Η Ιάνθη ήταν ο καλύτερος καβαλάρης της πόλης. Όταν έβγαινε, με μια μικρή συνοδεία φίλων, είχε τέτοια αρχοντιά που συνέβη κάποιες φορές τα παιδάκια να τρέξουν φωνάζοντας στο πέρασμά της· την είχαν περάσει για τη βασίλισσα. Η βασίλισσα ποτέ δεν θα της συγχωρέσει αυτή την παρεξήγηση. Ο κόσμος δεν έχει άλλο επίσημο περίπατο εκτός από τον δρόμο των Πατησίων, θα κάνει εκεί την εμφάνισή του από τις τρεις έως τις πέντε, τον χειμώνα, και από τις επτά έως τις εννέα, το καλοκαίρι. Τον χειμώνα, οι μόνες μέρες που είναι έρημος είναι όταν φυσά βοριάς: είναι σχεδόν αδύνατο να περπατήσεις μέχρι το χωριό με τον άνεμο κόντρα. Πρόκειται για ένα πραγματικό ρεύμα που μερικές φορές διασκέδασα ανεβαίνοντάς το, έχοντας πρώτα κουκουλωθεί με δύο πανωφόρια. Όταν φτάσεις στα Πατήσια, το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να στραφείς προς την Αθήνα: ο αέρας είναι εκείνος που θα σε γυρίσει πίσω. Στην έξοδο της πόλης, δεξιά του δρόμου, ανοίγεται ένα γυμνό πλάτωμα όπου το έδαφος μοιάζει με άσφαλτο. Το μόνο στολίδι αυτής της πλατείας είναι μια μικρή ξύλινη ροτόντα που μπορεί να στεγάσει είκοσι άτομα. Κάτω από τη στέγη αυτής της ταπεινής κατασκευής παίζουν μουσική κάθε Κυριακή. Ο κόσμος στέκεται γύρω γύρω για να ακούσει, ενώ ο βασιλιάς και η βασίλισσα στέκονται στη μέση του κύκλου για να προσφέρουν θέαμα στους υπηκόους τους. Η μουσική είναι μια γιορτή σε εβδομαδιαία βάση για όλο τον πληθυσμό των Αθηνών. Πρέπει ο καιρός να είναι πολύ κακός για να περάσει Κυριακή χωρίς μουσική. Μπορεί κανείς να δει στη μουσική όλες τις κοινωνικές τάξεις μαζεμένες, από τους αυλικούς μέχρι τους φτωχούς κουρελήδες και τους ζητιάνους. Από τις τρεις η ώρα τον χειμώνα, από τις έξι το καλοκαίρι, πηγαίνει στην πλατεία ένα στρατιωτικό άγημα. Οι μουσικοί, με στρατιωτική στολή, δεν περιμένουν· πηγαίνουν να καθίσουν κάτω από το ξύλινο άσπρο κιόσκι. Σε λίγο εμφανίζεται το λοφίο του συνταγματάρχη Τουρέ. Οι μουσικοί ποτέ δεν ξεκινούν να παίζουν αν ο συνταγματάρχης Τουρέ δεν είναι εκεί. Στέκεται στον δρόμο, μπροστά από το γεφυράκι που οδηγεί στην πλατεία.

Σε εκείνο το σημείο περιμένει τις Μεγαλειότητές τους, γυρνώντας το άλογό του μια από δω και μια από κει: αυτό το άλογο ποτέ δεν πατά και τα τέσσερα πόδια στη γη. Ο αρχηγός της αστυνομίας, με ενδυμασία Παλικαριού, φτάνει έπειτα με το ρόπαλο στο χέρι. Οι υφιστάμενοί του, που δεν θα ήθελε κανείς να πέσει πάνω τους σε καμιά γωνιά του δάσους, τον περιστοιχίζουν καθένας τους κρατά ένα ραβδί πάνω στο οποίο είναι γραμμένο, για να μην φοβάται ο κόσμος: Δύναμις του νόμου. Με ένα πρόσταγμα του συνταγματάρχη, το άγημα σκορπίζεται σχηματίζοντας έναν μεγάλο κύκλο γύρω από τους μουσικούς. Πίσω τους έρχονται να παραταχθούν οι άμαξες· πίσω από τις άμαξες πηγαινοέρχονται οι πεζοί και οι καβαλάρηδες. Οι έμποροι των Αθηνών κάνουν βόλτες με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους, όλοι τους με τις επίσημες φορεσιές τους. Ο αρχηγός της οικογένειας παίζει στα δάχτυλά του ένα μεγάλο κομπολόι, που δεν το κρατά, όμως, σαν εργαλείο προσευχής αλλά για να περνά την ώρα του.18 Είναι ένα παιχνίδι για μεγάλους που παίζουν μετρώντας μηχανικά τις χάντρες του. Αυτή η ανώδυνη συνήθεια καταλήγει να γίνει ανάγκη, και γνωρίζω Γάλλους πολύ ευφυείς που αφήνοντας ύστερα από αρκετά χρόνια την Ελλάδα, αν και έχουν σοβαρές ασχολίες και μια ζωή γεμάτη και δραστήρια, δεν μπορούν αν στο χέρι τους δεν κρατούν κομπολόι: τόσο αυτή η συνήθεια τους έχει μαγέψει. Έχω δει στην Ελλάδα τον πρόεδρο της βουλής να διευθύνει μια θυελλώδη συζήτηση χωρίς να πάψει ούτε στιγμή να μετρά τις χάντρες του κομπολογιού του. Συναντάς εκεί στη μουσική αρκετές αστές που δεν ξεμυτίζουν παρά μια φορά την εβδομάδα. Οι σύζυγοί τους τις βγάζουν με τα καλά τους τα ρούχα από ένα κουτί του οποίου κρατάνε το κλειδί· τις ξεσκονίζουν και τις αφήνουν στον καθαρό αέρα μέχρι το βράδυ. Μετά τη μουσική επιστρέφουν στη θήκη τους, όπου τις κλείνουν ερμητικά. Οι κυρίες αυτές φορούν τα επίσημά τους: η επίσημη φορεσιά είναι μια από τις πληγές της αθηναϊκής κοινωνίας. Ένας υπάλληλος με μισθό χίλια διακόσια φράγκα αγοράζει στη γυναίκα του ένα φόρεμα από ύφασμα μουαρέ άσπρο ή ροζ, που το βλέπεις κάθε Κυριακή να σέρνεται στη σκόνη. Αυτές οι θλιβερές κούκλες περπατούν μεγαλοπρεπώς, με ένα κεντημένο μαντίλι στο χέρι. Είναι το μόνο μαντίλι του σπιτιού. Οι άντρες κάθε κοινωνικής τάξης φυσούν τη μύτη τους στα δάχτυλά τους με τρόπο πολύ επιδέξιο. Οι πλούσιοι αστοί σκουπίζονται κατόπιν με το μαντίλι τους. Η υψηλή κοινωνία φυσά τη μύτη της με τον γαλλικό τρόπο, αλλά το κάνει διακριτικά. Σε μια απόμερη γωνιά, κατά μήκος ενός τοίχου, συνωστίζονται οι υπηρέτριες, οι εργάτριες, οι Αλβανίδες και όλη εκείνη η τάξη των φτωχών γυναικών. Μέσα σε αυτό το συνονθύλευμα από χέρια και πόδια ανακαλύπτεις τα πιο όμορφα προφίλ και τις πιο ξεχωριστές φυσιογνωμίες. Έχω δει υπηρέτριες με καταγωγή από τη Νάξο και τη Μήλο που μπροστά τους θα έσβηναν όλες οι γυναίκες του Παρισιού, αν μπορούσε

κανείς να τις βάλει να μουλιάσουν για έξι μήνες σε τρεχούμενο νερό. Την καθορισμένη ώρα έναρξης της τελετής, ο συνταγματάρχης, που μέχρι και τον ήλιο συναγωνίζεται σε ακρίβεια, δίνει το σήμα στην ορχήστρα. Παίζουν καντρίλιες, βαλς, πόλκα και κάθε είδος σοβαρής μουσικής. Το κοινό ακούει τους διάφορους αυτούς ήχους με την προσοχή που τους αξίζει, δηλαδή με ελάχιστη. Στο δεύτερο ή τρίτο κομμάτι, βλέπεις το άλογο του συνταγματάρχη να σηκώνεται λες και έχει φτερά. Ένα σημάδι ότι καταφθάνει ο βασιλιάς. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα μπαίνουν στον κύκλο καλπάζοντας. Η συνοδεία τους σταματά στην είσοδο. Αποτελείται συνήθως από έναν υπασπιστή, έναν ή δύο αξιωματικούς, μία κυρία των τιμών και τον σταβλάρχη της βασίλισσας, έναν χοντρό Γερμανό που εκπαιδεύει τα άλογά της και τα κουράζει το πρωί όταν εκείνη θα τα ιππεύσει το βράδυ. Το άγημα του ιππικού, που ακολουθεί τις Μεγαλειότητές τους σε απόσταση είκοσι πέντε βημάτων, παίρνει θέση στην άλλη πλευρά του κύκλου. Στους Γάλλους που έχουν βρεθεί στο τσίρκο των Ηλυσίων Πεδίων ή έχουν παρακολουθήσει τις παραστάσεις του Ιπποδρόμου19 έρχονται ξαφνικά στον νου οι αναμνήσεις τους από εκείνους τους χώρους, καθώς βλέπουν αυτούς τους περίεργους ελιγμούς υπό τους ήχους αυτής της άτεχνης μουσικής. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα σταματούν ο ένας δίπλα στον άλλο, καταβάλλοντας προσπάθεια να συγκρατήσουν τα άλογά τους, να παρακολουθούν αυτό τον σαματά των χάλκινων οργάνων, να ατενίζουν τον λαό τους και να χαμογελούν ο ένας στον άλλο. Κάπου κάπου, ο βασιλιάς αρέσκεται να χτυπά το μέτρο, σαν απόλυτος μονάρχης που είναι υπεράνω των νόμων. Στο τέλος του κομματιού, οι Μεγαλειότητές τους, ακολουθούμενες από την αυλή, διασχίζουν τον κύκλο: οι πολίτες βγάζουν το φέσι τους· οι καβαλάρηδες της συνοδείας σπιρουνίζουν τα άλογά τους, και ολόκληρη η αυλή χάνεται μέσα σε ένα σύννεφο σκόνης. Μην κλαίτε καθόλου: θα ξανάρθει. Είδα τον βασιλιά να επιστρέφει μέχρι και τρεις φορές στο ίδιο απόγευμα. Οι μουσικοί δεν κουράζονται να φυσούν ούτε οι αστοί να χαιρετούν.

VI Το θέατρο - Προβληματικό κατασκεύασμα - Οι κύριοι αξιωματικοί - Ο ύμνος των Ελλήνων - Οι μουσικόφιλοι - Ποίημα στα γαλλικά από έναν Αθηναίο Η πόλη των Αθηνών έχει θέατρο και μερικές φορές και ηθοποιούς. Το θέατρο20 δεν κατασκευάστηκε ούτε από το κράτος ούτε από την πόλη, πολύ λιγότερο δε από τον βασιλιά. Δεν υπάρχει στον κόσμο πιο κατακερματισμένη

ιδιοκτησία από το θέατρο αυτό. Στη Γαλλία, τέτοια ιδρύματα, όταν δεν ανήκουν ούτε στο κράτος, ούτε στον δήμο, ούτε σε έναν διευθυντή, αποτελούν συλλογική ιδιοκτησία ενός αριθμού μετόχων. Συμβαίνει το εντελώς αντίθετο στην πρωτεύουσα του ατομικισμού. Κάθε συνιδιοκτήτης κατέχει ένα θεωρείο, το οποίο μπορεί να πουλήσει, να χαρίσει ή να κληροδοτήσει. Ο δήμος κατέχει την πλατεία, τη γαλαρία καθώς και τους εξώστες. Όταν ένας θίασος έρχεται στην Αθήνα, οι ηθοποιοί βρίσκονται σε δύσκολη θέση. Η διάθεση εισιτηρίων στην πλατεία, τη γαλαρία και τους εξώστες πολύ απέχει από το να καλύψει τα έξοδα της παράστασης. Πρέπει, θέλουν δεν θέλουν, να αναγκάσουν τους κατόχους των θεωρείων να πληρώσουν είσοδο για να έχουν πρόσβαση στην ιδιοκτησία τους. Αν αρνηθούν την παραχώρηση αυτή, κανένα θέαμα δεν θα μπορεί να ανέβει. Από την άλλη πλευρά, είναι αδύνατο να απαιτούν από τον ιδιοκτήτη ενός θεωρείου το οποίο βέβαια πλήρωσε να καταβάλει είσοδο τεσσάρων ή πέντε δραχμών για να μπει στον δικό του χώρο. Όρισαν, λοιπόν, το δικαίωμα εισόδου στο ασήμαντο ποσό της μίας δραχμής και είκοσι πέντε λεπτών. Αυτή η μέση λύση δεν ικανοποιεί κανέναν. Οι ιδιοκτήτες παραπονιούνται που πληρώνουν ο διευθυντής παραπονιέται ότι πληρώνουν πολύ λίγο· και έχει τεθεί επί τάπητος η κατασκευή ενός νέου θεάτρου που θα ανήκει εξολοκλήρου στον διευθυντή του. Σε αυτή την περίπτωση το κατακερματισμένο θέατρο θα εγκαταλειφθεί και ο κάθε ιδιοκτήτης θα έχει το δικαίωμα να πάρει το θεωρείο του. Οι αξιωματικοί, που έχουν το ιδιαίτερο προνόμιο των τεσσάρων πρώτων σειρών στα δεξιά της πλατείας, πληρώνουν τις θέσεις τούς μία δραχμή και πέντε λεπτά, λίγο λιγότερο δηλαδή από ενενήντα πέντε σεντίμ, συμπεριλαμβανομένης της εισόδου. Πριν από λίγα χρόνια δεν πλήρωναν παρά μία δραχμή, και γκρίνιαξαν έντονα για αυτή την αύξηση των πέντε λεπτών. Το κοινό από την πλευρά του βρίσκει περίεργο που αυτοί οι κύριοι, που δεν έχουν άλλωστε όλοι καλή ανατροφή και συχνά δημιουργούν πρόβλημα στην παράσταση, έχουν έκπτωση εξήντα λεπτών πάνω στην τιμή της θέσης τους. Για όλους αυτούς τους λόγους, το θέατρο ήταν για χρόνια άδειο. Τον χειμώνα μόνο φέρνουν κανέναν κακόμοιρο θίασο, ο οποίος παίζει τρεις φορές την εβδομάδα, αν υπολογίσουμε και τις έκτακτες παραστάσεις, καθώς και τις επιβεβλημένες αργίες λόγω των διαφόρων νηστειών.[39] Δεν είναι εύκολο να παρουσιάσεις στην κοινωνία των Αθηνών ένα θέαμα που να είναι κατανοητό από όλους. Η γαλλική κωμωδία θα ήταν ακατανόητη για τα εννέα δέκατα της ελληνικής κοινωνίας. Οι ηρωικές τραγωδίες του κυρίου Σούτσου θα ήταν κλειστό γράμμα για τα δεκαεννέα εικοστά των ξένων. Μερικές φορές

ανεβάζουν μία στις Αποκριές για τα χαμίνια της πόλης που νομίζουν πως χαίρονται με τα κατορθώματα των προγόνων τους. Προκειμένου να βρεθεί μια μέση λύση, καλούν έναν ιταλικό θίασο που φωνασκεί όσο μπορεί με την όλο ένταση μουσική του Βέρντι. Η αίθουσα είναι βαμμένη ιδιαίτερα απλά με υδρόκολλα. Έχει κατασκευαστεί όπως οι ιταλικές αίθουσες, δηλαδή οι μισοί θεατές έχουν την πλάτη γυρισμένη στους ηθοποιούς. Οι γυναίκες ηθοποιοί είναι χαριτωμένα άσχημες, ενώ τα σκηνικά αξιοθρήνητα φθαρμένα. Παίζουν τον Ναμπούκο με σκηνικό από τον Ερνάνη, όπου υπάρχει ολοκάθαρα η επιγραφή του τάφου του Καρλομάγνου: Karolo Magno. Οι Έλληνες δεν δίνουν και τόση σημασία σε αυτά. Λατρεύουν το θέατρό τους, τους τραγουδιστές τους και τις τραγουδίστριές τους. Ο λαός αυτός τρελαίνεται για μουσική: πάντα αναζητεί κανείς εκείνο που δεν έχει. Ολόκληρο το έθνος τραγουδά από τη μύτη με έναν τρόπο θρηνητικό. Ο λόγος που άλλοτε εκτιμούσε το τραγούδι των τζιτζικιών οφείλεται στο ότι το παρομοίαζε με το δικό του. Δεν έχω ακούσει κάτι που να βρίσκεται κοντά στη λαϊκή μουσική των Ελλήνων, παρά μόνο εκείνους του ένρινους διακοπτόμενους ήχους των κινέζων βιρτουόζων. Ο λαός πάει, λοιπόν, στο θέατρο και χειροκροτεί με πάθος τους τραγουδιστές κάθε φορά που φαλτσάρουν. Οι θαυμαστές πετούν στη σκηνή μπουκέτα και στεφάνια στολισμένα με κορδέλες όμοια με το καπέλο εκείνων που μόλις τους έχουν καλέσει στον στρατό.21 Συχνά, μάλιστα, η φιλοφρόνηση των φιλόμουσων εκφράζεται με το πέταγμα προς τις ηθοποιούς ζωντανών περιστεριών δεμένων με πολλές ροζ κορδέλες. Εντωμεταξύ, άλλοι φίλοι που βρίσκονται στους εξώστες σκορπούν στην αίθουσα χαρτιά άσπρα, πράσινα και ροζ, με τυπωμένα γράμματα όλων των χρωμάτων, και μάλιστα, αν δεν κάνω λάθος, ακόμα και με χρυσά γράμματα. Πρόκειται για στίχους ελληνικούς, ιταλικούς ή γαλλικούς που εκθειάζουν την καλλιτέχνιδα. Νομίζω ότι μπορώ, χωρίς να γίνω αδιάκριτος, να μεταφέρω στον αναγνώστη ένα μικρό ποιητικό δείγμα γραμμένο στα γαλλικά, που είναι τυπωμένο πάνω σε χαρτί πράσινο ανοιχτό, με μια κορόνα στο πάνω μέρος της σελίδας. Είναι ο αποχαιρετισμός ενός αθηναίου φιλόμουσου σε μια νεαρή τραγουδίστρια κατά το ήμισυ Ελληνίδα και κατά το άλλο Ιταλίδα. Το χαρτί αυτό μου έπεσε στο κεφάλι τη μέρα μιας έκτακτης παράστασης. Από το κεφάλι μου πέρασε στην τσέπη μου και από την τσέπη μου στο συρτάρι μου και από το συρτάρι μου σε αυτό το βιβλίο. Ίσως από εδώ να φτάσει και στην αιωνιότητα.

ΣΤΗ ΔΕΣΠΟΙΝΙΔΑ ΤΕΡΕΖΙΝΑ ΜΙΝΙΚΙΝΙ ΜΠΡΟΥΝΟ Από το λυκόφως ενός τόπου που ανασταίνεται Ω, νύμφη εσύ που υμνείς τη νέα μοίρα Ναι, εσύ είσαι εκείνη που με τη μελωδία σου Μας δείχνεις πως ο Απόλλων καταφθάνει Το θείο εκείνο μίλημα Τα χείλη σου χαϊδεύουν Για σένα Τερεζίνα Τα άνθη αυτά εδώ Πόσες φορές η Ελλάδα στη λατρευτή της κόρη Έστειλε τα παιδιά της αλλά και τη σοφία. Και για ν’ ανταποδώσει η Ιταλία Μας στέλνει εσένα Τερεζίνα, Το θείο εκείνο μίλημα Τα χείλη σου χαϊδεύουν Για σένα Τερεζίνα Τα άνθη αυτά εδώ! Η ηχώ στα λαγκάδια στην πατρίδα της τέχνης Τη φωνή σου να στείλει στις πόλεις στα δάση Ώστε ο κόσμος να μάθει πώς λένε και τι κάνει Μια νέα Ελληνοϊταλίδα για να προκόψει η χώρα! Το θείο εκείνο μίλημα Τα χείλη σου χαϊδεύουν Για σένα Τερεζίνα Τα άνθη αυτά εδώ! Μιλώντας για σένα μπορώ να ξεχάσω Εκείνον που την ψυχή σου ενέπνευσε[40] Και που της μουσικής απλώνει εδώ τη φλόγα[41] Ω, όχι! Σ’ εκείνον το δάφνινο να δώσουμε στεφάνι! Το θείο εκείνο μίλημα Τα χείλη σου χαϊδεύουν Για σένα Τερεζίνα Τα άνθη αυτά εδώ! Μερικές φορές, ενώ ο θαυμασμός σκορπά μπουκέτα, περιστέρια και στίχους, η γαλαρία πετά έναν γάλο στη σκηνή. Οι ηθοποιοί καταπίνουν την προσβολή αδιαμαρτύρητα.

VII Ο καλός κόσμος - Χοροεσπερίδα στου κυρίου Ζαν Σ. - Η συνωμοσία των βιολιών - Οι τουαλέτες, το σκόρδο και οι συζητήσεις - Τα κουτσομπολιά - Μια μονομαχία στις όχθες του Ιλισού - Εκλεπτυσμένες αβρότητες - Οι κάλοι ενός γοητευτικού χορευτή του βαλς - Η ιστορία ενός βραχιολιού - Ένας κύριος που ήπιε πέντε φλιτζάνια ζωμό - Οι προμήθειες ενός οικογενειάρχη - Επιτυχία για ένα ζευγάρι άσπρα γάντια Από τη Μόσχα μέχρι το Μεξικό όλες οι «καλές κοινωνίες» μοιάζουν μεταξύ τους όπως και τα δωμάτια των ξενοδοχείων τους. Μόνο που οι καθωσπρέπει άνθρωποι έχουν περισσότερο ή λιγότερο τρόπους και τα ξενοδοχεία περισσότερους ή λιγότερους ψύλλους. Αλλά η Αθήνα ξεχωρίζει ως προς αυτές τις δυο σχέσεις, καθώς οι τρόποι στην καλή κοινωνία της είναι τόσο σπάνιοι όσο συνηθισμένοι είναι οι ψύλλοι στα ξενοδοχεία της. Την προηγουμένη της αναχώρησής μου από το Παρίσι, η κυρία Α., μια εξέχουσα μορφή της ρωσικής αριστοκρατίας, μου εμπιστεύτηκε μερικές παραγγελίες για την κόρη της, την κυρία Κατρίν Σ., παντρεμένη στην Αθήνα. Ήταν φορέματα, κοσμήματα και ένας κούκλος Πουλτσινέλα που και βασιλιά διασκεδάζει. Ανήμερα της άφιξής μου, έτρεξα στην κυρία Σ., μπροστά ο Πέτρος και πίσω εγώ, ο οποίος κουβαλούσε τα πακέτα με ύφος κατσούφικο όπως ο διάβολος όταν μεταφέρει ιερά λείψανα. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί τον είχα φορτώσει με πακέτα αφού η φύση έφτιαξε τους Μαλτέζους γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο. Η κυρία Σ. με υποδέχτηκε και παρέλαβε τα πακέτα με εκείνη τη διαχυτικότητα που στους Ρώσους δεν κοστίζει τίποτα. Με κάλεσε για δείπνο την επομένη, καθώς και στον χορό που θα έδινε οκτώ μέρες αργότερα. Δέχτηκα όλο προθυμία και τη μία πρόσκληση και την άλλη. Ιδίως ο χορός μού είχε εξάψει την περιέργεια· ανυπομονούσα να δω τον καλό κόσμο των Αθηνών σε απαρτία. Στις 18 Φεβρουάριου έλαβε χώρα αυτό το μεγάλο γεγονός. Οι αστρολόγοι τον είχαν προβλέψει από τις αρχές του χειμώνα. Οι χοροί δεν είναι συχνοί στην αθηναϊκή κοινωνία, η οποία δεν είναι και μεγάλη. Όταν, εκτός από τους χορούς του παλατιού, χορέψουν τέσσερις φορές μέσα στη χρονιά, λένε: «Ήταν ευχάριστος ο χειμώνας, διασκεδάσαμε κάμποσο». Η κυρία Σ. είχε κάνει πραξικόπημα, τρόπος του λέγειν, γιατί δεν είχε προσκαλέσει ορισμένους ανάγωγους στρατιωτικούς που κάνουν παντού αισθητή την παρουσία τους και όλοι τους ανέχονται μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια τους. Αρκεί να πούμε ότι είχε κάνει ουκ ολίγους εχθρούς που πολύ θα χαίρονταν αν της χαλούσαν τον χορό.

Στην Αθήνα υπάρχει μία και μοναδική ορχήστρα: εκείνη του θεάτρου. Όταν ο βασιλιάς έχει όρεξη να δειπνήσει μετά μουσικής, η παράσταση καθυστερεί. Η κυρία Σ., όπως είναι λογικό, είχε κλείσει την ορχήστρα έναν μήνα πριν. Φυσικά θα ερχόταν με το τέλος της παράστασης, αλλά της υποσχέθηκαν ότι θα έπαιζαν μια πολύ μικρή όπερα και θα τραγουδούσαν στα γρήγορα. Κατά κακή τύχη, ή μάλλον από κακή πρόθεση, η επιτροπή των πολεμιστών αυτών που ελέγχει τη διεύθυνση του θεάτρου έβαλε στην αφίσα μια όπερα από τις μεγαλύτερες, πρόσθεσε εμβόλιμα κομμάτια στα διαλείμματα και απείλησε με βαρύ πρόστιμο όποιο βιολί θα λιποτακτούσε. Ξεκίνησαν, λοιπόν, να χορεύουν με το πιάνο. Υπάρχουν δύο ειδών πολυτέλειες σε έναν χορό: εκείνη που τη βρίσκουν εκεί κι εκείνη που τη φέρνουν. Τη μία την προσφέρουν οι οικοδεσπότες και την άλλη οι καλεσμένοι. Η κυρία Σ. είχε κάνει ό,τι μπορούσε. Είχε πάρει λουλούδια, αγαθό πολύ σπάνιο στην Αθήνα. Τα είχε μάλιστα σε αφθονία όπως και τα κεριά. Ελλείψει παρκέ (παρκέ έχει μόνο το παλάτι), χόρευαν πάνω σε ένα όμορφο χαλί. Η μουσική δεν έπαιζε τους σκοπούς του περσινού χειμώνα, αλλά και η παλιά μουσική μπορεί να χορευτεί. Τα δροσιστικά ήταν άφθονα, ώστε έμειναν και για τις κυρίες αφού οι άντρες τα ευχαριστήθηκαν. Το μόνο πράγμα που ίσως έλειπε ήταν ο χώρος. Αλλά δεν μπορείς να γκρεμίσεις το σπίτι σου για να δώσεις έναν χορό. Οι προσκεκλημένοι, από την πλευρά τους, είχαν φέρει ό,τι μπορούσαν. Οι άντρες δεν ήταν και άψογοι (πού είναι άλλωστε;): διέκρινες εδώ κι εκεί επίσημα ενδύματα τσαλακωμένα, κάποιες άσπρες γραβάτες που είχαν γίνει πλεξούδα και κάποια γιλέκα από τον καιρό του Περικλή. Η στολή των ελλήνων αξιωματικών είναι μουντή: οι επωμίδες από λευκό μέταλλο είναι ίδιες για τον ανθυπολοχαγό και για τον συνταγματάρχη, και τα ισχνά γαλόνια που τις συνοδεύουν δεν έχουν τίποτα για να θαμπώσουν το μάτι. Αλλά όλοι (δεν είχαμε φτάσει ακόμη στο δείπνο) συμπεριφέρονταν πράγματι καλά. Το γαλλικό ναυτικό το εκπροσωπούσε μονάχα ένας γοητευτικός δόκιμος, άνθρωπος του κόσμου και καλός χορευτής· το ολλανδικό ναυτικό είχε στείλει έναν χοντρό νεαρό, κατακόκκινο, που τη μύτη του μπορούσες να την περάσεις για πατάτα. Η κυρία Σ. θα μπορούσε να έχει σπίτι της χίλιες φουστανέλες· κάλεσε όμως δυο τρεις. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο μεγάλος αυλάρχης του παλατιού, αυτός ο κοντός άντρας με την εξωτική όψη που το χρώμα του είναι κοκκινωπό σαν το κεραμίδι, και που ίσως να έχει και τατουάζ. Οι γυναίκες ήταν σχεδόν όλες σφιγμένες μέσα στα φορέματα της κυρίας Ντεσάλ, της μοδίστρας της οδού Βαντόμ που ντύνει όλη την Ανατολή. Τρεις τέσσερις Υδραίες έδειχναν το στήθος τους να πέφτει σαν καταρράκτης μέσα από το πουκάμισό τους, ακολουθώντας τη μόδα της πατρίδας τους. Από τη γιορτή απούσιαζαν ο βασιλιάς και η βασίλισσα, αλλά κανείς δεν στενο-

χωριόταν οι Μεγαλειότητές τους κουβαλούν παντού μαζί τους το τελετουργικό της Γερμανίας, και η χαρά το βάζει στα πόδια από τη μία πόρτα μόλις τους δει να μπαίνουν από την άλλη. Μετά την επανάσταση του 1843, το παλάτι σταμάτησε τις εξόδους. Μία και μοναδική φορά είδα τον βασιλιά να αποδέχεται πρόσκληση: ήταν στην εξοχή στο σπίτι του υπουργού της Βαυαρίας. Ο χορός ήταν πολύ ωραίος, χόρευαν, μάλιστα, έξω. Το κέφι, όμως, άρχισε πραγματικά όταν το πνεύμα της ισότητας είχε κυλήσει σε όλα τα ποτήρια. Είδε τότε ο κόσμος τον υπουργό του Ναυτικού να περπατά μπροστά στους βασιλιάδες του με το καπέλο στο κεφάλι και άκουσαν τον συνταγματάρχη Τουρέ να λέει με μισόλογα στον υπουργό Πολέμου ότι είναι αλήτης. Ας γυρίσουμε όμως και πάλι στον χορό της κυρίας Σ. Από τη στιγμή που ήρθε η ορχήστρα, απλώθηκε στο σαλόνι ένα αδιόρατο άρωμα σκόρδου. Είναι μια χαρακτηριστική μυρωδιά του τόπου που τη συναντάς σε όλους σχεδόν τους χορούς. Σ’ αυτή τη χώρα πιστεύουν πως όπως το μπούτι στο φούρνο χωρίς λίγο σκόρδο είναι άνοστο έτσι είναι και οι χοροί. Δεν έχω δει λαό να χορεύει με τόση μανία όση η ελληνική καλή κοινωνία. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω ταξιδέψει στην Ισπανία. Οι γυναίκες, ιδίως, είναι ακούραστες. Αν σταματήσετε μια στιγμή για να πάρει ανάσα η ντάμα σας, έρχεται αμέσως ένας άλλος καβαλιέρος και σας ζητά την άδεια να κάνει εκείνος έναν γύρο μαζί της, λες και ήσασταν εσείς εκείνος που έπρεπε να ξεκουραστεί. Εκείνο όμως που έπασχε περισσότερο στον χορό ήταν η συζήτηση. Οι πολιτισμένοι Έλληνες ξέρουν αρκετά καλά γαλλικά, αλλά δεν τα προφέρουν σωστά. Δυσκολεύονται να πούνε το u ενώ το j τους ταλαιπωρεί το στόμα, το κλειστό e δεν το καταφέρνουν καθόλου και ορισμένοι στρυφνοί δίφθογγοι δεν τους βγαίνουν από τον λάρυγγα. Άκουσα για λίγο έναν αξιωματικό που έλεγε, λες και παρίστανε τον Γασκώνο στο θέατρο: «Ζι σουί σερί ντε νταμουζέλ». Το περιεχόμενο των συζητήσεων δεν είναι καλύτερο από τη μορφή. Ζούνε με κουτσομπολιά παλιοκαιρισμένα. Η ιστορία της κυρίας X. που την έκλεψαν βάζοντάς τη στο μπαούλο χρησιμοποιείται πάντα ως παράδειγμα για τα ενήλικα κορίτσια· λένε πάντα, σηκώνοντας τα μάτια τους στον ουρανό, την ιστορία της κυρίας Υ., η οποία έφαγε την περιουσία ενός νεαρού διπλωμάτη και τον κατάντησε απλό στρατιώτη. Ψέγουν την Ασπασία για την επιπόλαια συμπεριφορά της και αναρωτιούνται γιατί ο Αλκιβιάδης έκοψε την ουρά του σκύλου του. Με άλλα λόγια, βρίσκεις στις κουβέντες τους αποσπάσματα του Πλούταρχου, ενώ εκείνοι που μεταφέρουν την επικαιρότητα είναι μερικές φορές στο ίδιο μήκος κύματος με τον Ρολέν.22 Ένα πρόσωπο όλο ευγένεια που είχε την καλοσύνη να μου κάνει τον ξεναγό μού έδειξε έναν έλληνα αξιωματικό που είχε μονομαχήσει για κάποιες άσχημες κουβέντες.

- Πώς τα πήγε στη μονομαχία; ρώτησα. - Πολύ καλά, και μάλιστα το έκανε δυο φορές. Η πρώτη αιτία της μονομαχίας ήταν ένα μικρό χαριτωμένο πλάσμα με το ανοιχτό ντεκολτέ που βλέπετε εκεί. Ο έλληνας αξιωματικός είχε συκοφαντήσει έναν νεαρό ακόλουθο πρεσβείας: τον είχε κατηγορήσει ότι κάλυπτε τους έρωτες αυτής της κυρίας με έναν γερμανό διπλωμάτη. Χτυπήθηκαν με πιστόλια. Ο αξιωματικός τράβηξε πρώτος και αστόχησε. «Κύριε» του είπε ο αντίπαλός του «δεν μετρά η προσπάθειά σας· το χέρι σας έτρεμε υπερβολικά. Ξαναδοκιμάστε, παρακαλώ». Ο αξιωματικός δεν περίμενε να του το ξαναπούν και ξαναδοκίμασε. Διηγούμαι την ιστορία αυτή γιατί ο αξιωματικός που ξαναδοκίμασε ανήκει σε μία από τις τέσσερις μεγαλύτερες οικογένειες των Αθηνών. - Βλέπετε, μου είπε ο ξεναγός μου, αυτό τον χορευτή που μόλις σταμάτησε; Είναι ένας άνθρωπος του κόσμου, πολύ ευγενικός και ευπρόσδεκτος στα καλύτερα σπίτια, ο οποίος φέρνει για τους φίλους του, για να τους εξυπηρετήσει, προϊόντα από την Ευρώπη, δίνοντάς τα σε τιμή κόστους υποτίθεται, που του εξασφαλίζει όμως ένα κέρδος πενήντα τοις εκατό. - Αλήθεια! απάντησα. Νόμιζα πως μόνο οι Ρώσοι είναι επιτήδειοι για τέτοιο εμπόριο. Γνωρίζω στο Παρίσι μια Ρωσίδα, μεγάλη κυρία, χήρα ενός κυβερνήτη της Βαρσοβίας, που έχει στην οδό Σωσέ ντ’ Αντέν ένα εμπορικό κατάστημα με τουαλέτες και το συστήνει σε όλα τα σαλόνια του Σεν Ζερμέν, όπου τη δέχονται με ανοιχτές αγκάλες. Κατά τις δύο τα ξημερώματα, ανήγγειλαν το φαγητό. Περισσότεροι από ογδόντα συνδαιτυμόνες κάθισαν στο τραπέζι και τίμησαν το γεύμα, θαύμασα εκείνη τη γνήσια ρωσική πολυτέλεια που δίνουν τα δαμασκηνά υφάσματα καθώς και τα πολύ όμορφα ασημικά· εκείνο όμως που μου προκάλεσε περισσότερο θαυμασμό ήταν η εμπιστοσύνη του αμφιτρύωνα που άφηνε τέτοιο πλούτο έκθετο στα χέρια των συμπατριωτών του. Οι εχθροί του σπιτιού πρέπει να έσκασαν από στενοχώρια και δυσπεψία. Ενώ οι καλεσμένοι έπιναν κρασί του Ρήνου, οι υπηρέτες κάθονταν σε μια χαμηλή αίθουσα χωρίς να πίνουν γουλιά. Βγαίνοντας, βρήκα τον καημένο τον Πέτρο, που είχα ξεχάσει να τον στείλω για ύπνο, και που με περίμενε για εννέα ολόκληρες ώρες, με το πανωφόρι μου στο χέρι. - Κοιμήθηκες; - Όχι, κύριε. - Έφαγες; - Όχι, κύριε. - Ήπιες;

- Όχι, κύριε, μου είπε πολύ απλά, λες και ήταν το φυσικότερο πράγμα στον κόσμο. Στο Παρίσι, τουλάχιστον όταν σερβίρουν παγωτά στους κυρίους, κερνούν κρασί στους υπηρέτες. Ο κακομοίρης δεν είχε πιει ούτε νερό. Κατά βάθος, σκέφτηκα, ίσως έκαναν καλά. Είναι τόσο λιτοδίαιτος που και ένα ποτήρι νερό να πιει εκτός γεύματος μπορεί να τον μεθύσει. Μετά το δείπνο, άρχισαν και πάλι να χορεύουν πιο ζωηρά από ποτέ. Μπορεί να μην φιλιούνται, αλλά με μισό ποτήρι δεν απέχουν και πολύ. Δυο μήνες μετά τον χορό της κυρίας Σ., είδα πάνω στη γαλλική φρεγάτα «Πανδώρα» τρεις τέσσερις κυρίες της ελληνικής καλής κοινωνίας που είχαν πιει το μισό ποτήρι για το οποίο έκανα λόγο. Πήγαιναν να καθίσουν όπου έβρισκαν, χωρίς να προσέξουν αν η θέση που είχαν επιλέξει ήταν ήδη κατειλημμένη. Είδα μπροστά από τον μπουφέ, που ήταν πολύ πλούσιος, νέους του καλού κόσμου να προσφέρουν τα ποτήρια τους στις κυρίες που δεν είχαν πάρει ακόμη τίποτα. Έπιναν λίγες γουλιές σαμπάνια και έδιναν το ποτήρι πίσω στους περιποιητικούς οινοχόους τους, τα οποία και άδειαζαν. Είναι τρόποι που δεν σκανδαλίζουν κανένα. Μια μέρα, σε έναν χορό της αυλής, μια κυρία του διπλωματικού σώματος κρατούσε στο χέρι ένα μπολ με παγωτό από το οποίο είχε φάει το μισό και είχε αφήσει το υπόλοιπο. Ο νεαρός ο πιο καλοαναθρεμμένος των Αθηνών έσπευσε να την απαλλάξει από το μπολ. Μαντέψτε, λοιπόν, τι το έκανε. - Το ακούμπησε στο τζάκι; - Όχι. - Το ακούμπησε στον δίσκο. - Δεν μαντέψατε σωστά. Τρώει το υπόλοιπο παγωτό με το κουτάλι της κυρίας πρεσβευτού πιστεύοντας πως έδειξε την πρέπουσα αβροφροσύνη! Οι άνθρωποι ταπεινής καταγωγής κάτι τέτοια τα κάνουν σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό. Μια μέρα στο μοναστήρι Μέγα Σπήλαιο, κάποιος που με κοιτούσε να γευματίζω άρπαξε το ποτήρι μου σαν να μην συμβαίνει τίποτα και άδειασε το μισό λέγοντας: «Άντε, στην υγειά σου!» Ακόμα και βαθιά μέσα του πίστευε ότι μου είχε φερθεί με ευγένεια. Ο Θεός να του την ανταποδώσει! Ένας από τους επιφανέστερους αξιωματικούς των Αθηνών, και εκείνος που παρά το γεγονός ότι είναι χαρακτηριστικά άσχημος έχει τις μεγαλύτερες επιτυχίες, χόρευε με μια πολύ χαριτωμένη γυναίκα, όταν ένας αδέξιος την πάτησε και εκείνη διαμαρτυρήθηκε έντονα. - Έχετε κάλους, κυρία μου; είπε όλο ευγένεια ο έμπειρος καβαλιέρος. Και ενώ η κυρία (πολύ μεγάλη κυρία, παρακαλώ) δεν ήξερε αν έπρεπε να το βρει αστείο ή να θυμώσει, ο συμπαθής αξιωματικός άρχισε να της λέει ότι εκείνος είχε

πολλούς αναθεματισμένους κάλους, πάνω σ’ εκείνη την άκρη και πάνω σ’ εκείνο το δάχτυλο, και ότι αναγκαζόταν να σκίζει τα παπούτσια του όταν δεν ήταν αρκετά μεγάλα. Ένας Έλληνας, ένας αξιωματικός συγκεκριμένα, χόρευε ένα βράδυ βαλς με μια κυρία της οποίας ξεκουμπώθηκε το βραχιόλι· του το έδωσε να της το φυλάξει και εκείνος το έβαλε στην τσέπη του. Όταν τελείωσε το βαλς, η όμορφη χορεύτρια θυμήθηκε και πάλι το βραχιόλι της· ο ήρωάς μας δεν φαινόταν να καταλαβαίνει. «Μα την πίστη μου» μονολόγησε «με έναν Έλληνα πρέπει να λαμβάνεις τα μέτρα σου», και απαίτησε έντονα το βραχιόλι της· ήταν ένα κόσμημα που στοίχιζε οχτακόσια με εννιακόσια φράγκα. Ο χορευτής, που του ζητήθηκαν εξηγήσεις, φάνηκε να ξαφνιάστηκε: «Ήλπιζα» είπε «ότι θα μου επιτρέπατε να το κρατήσω για να σας θυμάμαι». Ο Πόρθος23 είναι ακόμη ζωντανός και οι έλληνες αξιωματικοί έχουν διατηρήσει κάποιες παραδόσεις του Λουδοβίκου ΙΓ’. Άκουσα με τα αυτιά μου έναν Έλληνα της νεαρής Ελλάδας να παρακαλάει μια κυρία της πολύ υψηλής κοινωνίας, ενώπιον δέκα μαρτύρων, να του κάνει ένα δώρο χιλίων φράγκων: ζητούσε ένα θεωρείο στο θέατρο. Ένα θεωρείο είναι, το γνωρίζετε, μια ιδιοκτησία που πωλείται, αγοράζεται και μεταβιβάζεται με διαθήκη όπως ένα σπίτι ή ένα οικόπεδο. - Κυρία, έλεγε ο νεαρός Έλλην, όταν θα φύγετε από τη χώρα, προσπαθήστε, παρακαλώ, να πείσετε τον κύριο σύζυγός σας να μου αφήσει το θεωρείο του. - Και για ποιο λόγο; λέει η κυρία με κάποια έκπληξη. - Να, απάντησε, θέλω μία φορά να γίνω κι εγώ ιδιοκτήτης· άλλωστε, θα χαρώ να κρατήσω αυτό το ενθύμιο από εσάς. Αν μου το δώσετε, σας υπόσχομαι πως θα το κρατήσω για πάντα· θα φέρνω τους φίλους μου· θα το κάνουμε το θεωρείο των λεόντων.24 Αλλά, ορίστε ό,τι πιο ηρωικό αυτού του είδους έχω δει. Γινόταν ένας μεγάλος χορός στα σαλόνια μιας από τις σημαντικότερες πρεσβείες. Στην αρχή του κοτιγιόν, την κρίσιμη στιγμή που οι σύζυγοι τραβούν τις συμβίες τους από το μανίκι, οι μητέρες κοιτούν τις κόρες τους με νόημα, η κυρία του σπιτιού, για να αποτρέψει τη φυγή των προσκεκλημένων, διέταξε να κλείσουν οι πόρτες. Τότε οι σύζυγοι παραδίδουν τα όπλα και οι μητέρες επιστρέφουν στις θέσεις τους. Αλλά ένας νεαρός και ωραίος Έλληνας τράνταζε με δύναμη την πόρτα του σαλονιού. Μάταιος κόπος. Τρέχει προς τη διπλανή πόρτα: τίποτα. Τέλος, βρίσκει την κυρία πρεσβευτού και την παρακαλεί θερμά να του ανοίξουν την πόρτα. - Όχι, κύριε, όχι: είστε φυλακισμένος μου. - Σας ικετεύω, κυρία! - Ούτε που να το σκέφτεστε!

- Σας το ζητώ για χάρη! - Δεν πρόκειται να δείξω οίκτο! - Κυρία μου, σας διαβεβαιώνω ότι θα επιστρέφω! - Μετά το κοτιγιόν είπαμε. - Θα γυρίσω στη στιγμή. - Θα μας το σκάσετε. - Μα, κυρία μου, δεν ξέρετε τι μπορεί να συμβεί. - Ας γίνει ό,τι θέλει! - Επιτέλους, κυρία μου, σας λέω λοιπόν ότι έχω πιει πέντε κύπελλα ζωμό, το ένα πίσω από το άλλο. Του άνοιξαν την πόρτα, αλλά είχαν και την πονηριά να του την ξανακλειδώσουν. Ιδού ποια είναι η χρυσή νεολαία. Οι οικογενειάρχες που πηγαίνουν σε κοινωνικές εκδηλώσεις δεν εγκαταλείπουν εκεί όπου βρίσκονται τις αρχές της οικιακής οικονομίας που τούς απασχολούν στο σπίτι. Βάζουν ευχαρίστως στην άκρη λίγα γλυκά και λίγα φρούτα για τα παιδιά τους. Βλέπεις ακόμα και στο παλάτι στρατηγούς να πηγαίνουν από δίσκο σε δίσκο και να παίρνουν γλυκά που τα βάζουν σε σωρό στο μαντίλι τους. Οι καλοί αυτοί άνθρωποι σφίγγουν τη μέση τους σαν τις σφήκες και μαζεύουν τροφή σαν τις μέλισσες. Η επαρχία αντιγράφει όσο μπορεί τα έθιμα της πρωτεύουσας. Δυο ταξιδιώτες, των οποίων γνωρίζω την ταυτότητα, φτάνουν ένα πρωί σε μια βόρεια επαρχία της Ελλάδας· έπρεπε να συναντήσουν την τοπική αρχή, αλλά φορούσαν τα ταξιδιωτικά τους ρούχα, κάτι παλιόρουχα δηλαδή. Στην πόρτα της νομαρχίας, ο ένας από τους δύο φίλους ανακάλυψε στην τσέπη του ένα ζευγάρι παλιά άσπρα γάντια. «Ας εντυπωσιάσουμε» είπε ο άλλος. Και έβαλαν ο καθένας από ένα γάντι. Την επαύριον όλες οι αρχές της πόλεις τους έκαναν επίσκεψη. Όλοι αυτοί οι κύριοι είχαν φορέσει από ένα γάντι. Ο πάρεδρος ενημερώθηκε για την πολιτική και τη μόδα, αλλά κανείς δεν τόλμησε να ρωτήσει από πότε έβαζαν ένα μόνο γάντι τη φορά.

VIII Οι άθλιοι - Οι ζητιάνοι των Αθηνών - Οι Αλβανοί της Παύλιτσας - Για να αγοράσει άντρα! - Η εσάρπα μιας ηλικιωμένης γυναίκας - Ούτε ψωμί δεν έχουν - Μια νύχτα λογισμών - Ένα καραβάνι ξενιτεμένων - Ένα δημοτικό τραγούδι - Ανιδιοτελής εξυπηρέτηση Η επαιτεία επιτρέπεται σε ολόκληρο το ελληνικό βασίλειο. Οι επαίτες αλωνίζουν ολόκληρη την πόλη των Αθηνών: κάποιοι στοχεύουν τους περαστικούς στον δρόμο ή στους περιπάτους, κάποιοι άλλοι πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι. Αν βρουν την πρώτη πόρτα ανοιχτή, μπαίνουν στην αυλή και φωνάζουν με μια κλαψιάρικη φωνή. Αν κανείς δεν τους αποκριθεί, μπαίνουν μέσα στους διαδρόμους· αν δεν συναντήσουν ούτε τους κυρίους ούτε τους υπηρέτες, μπαίνουν στο πρώτο δωμάτιο που βρίσκουν μπροστά τους· αν το δωμάτιο είναι έρημο, μερικές φορές κάνουν το καλό οι ίδιοι στον εαυτό τους. Κατά μήκος αυτού του χαντακιού που διασχίζει την καινούργια πόλη, βλέπεις όλο τον χρόνο κάποιους τυφλούς που κάθονται γονατισμένοι. Από όσο μακριά κι αν ακούσουν διαβάτη να έρχεται, φωνάζουν δυνατά: «Λυπήσου μας, αφέντη! Ελέησέ μας, αφέντη!» Οι στρατιώτες, οι εργάτες, οι υπηρέτες σπανίως περνούν από μπροστά τους χωρίς να τους δώσουν μια πεντάρα. Στην Ελλάδα, όπως παντού άλλωστε, οι φτωχοί είναι πιο γενναιόδωροι από τους πλούσιους. Συνάντησα πολλούς τυφλούς επαίτες, αλλά δεν συνάντησα καθόλου τυφλούς ποιητές. Οι Ελλάδα δεν έχει πια Όμηρους. Και τι θα τους έκανε αν τους είχε; Οι ζητιάνοι των πόλεων ζουν ζωή χαρισάμενη αν τους συγκρίνεις με τους χωρικούς σε κάποια χωριά. Επιστρέφοντας από την επίσκεψή μας στον ναό του Επικούρειου Απόλλωνα, μέσα στα πιο άγονα βουνά της Αρκαδίας, ο Λευτέρης θέλησε να μας πάει στο αρβανίτικο χωριό Παύλιτσα. Στο χωριό αυτό πεθαίνουν από την πείνα· τρώνε κρέας μόνο το Πάσχα· ψωμί δεν τρώνε ποτέ. Οι κάτοικοι δεν έχουν ούτε καν εκείνο το φρικτό ψωμί από καλαμπόκι, που την πρώτη μέρα είναι μια παχιά ζύμη, ενώ την επαύριον γίνεται ψίχουλα, που σου κάθεται στον λαιμό όταν είναι φρέσκο και σου τον γδέρνει όταν ξεραθεί· τρέφονται μόνο με χόρτα και γαλακτοκομικά. Όταν μαθαίνουν για την άφιξή μας, όλος ο κόσμος σηκώνεται στο πόδι: «ήρθαν οι Φράγκοι!» Πράγμα που σημαίνει πως ήρθαν λίγα χρήματα. Άντρες και γυναίκες καταφθάνουν έξω από το σπίτι μας· οι γυναίκες κρατούν τα παιδιά τους έως και ενός έτους σε ένα είδος κινητής κούνιας, που είναι ουσιαστικά ένα κομμάτι χοντρό ύφασμα διπλωμένο στα δύο και με δύο κοντάρια στην άκρη του.

Έτσι όπως ήταν, με την εξάρτυση αυτή και τα παιδιά τους κρεμασμένα στην πλάτη, μαζεύονταν έξω από την πόρτα μας. Το σπίτι που διαλέξαμε για κατάλυμα έγινε έτσι το κέντρο του χωριού και ο χώρος μπροστά μας ο τόπος συνάθροισης. Κάποιοι έτρεχαν από καθαρή περιέργεια· αυτοί αποτελούσαν την εξαίρεση· σχεδόν όλοι είχαν κάτι να μας πουλήσουν. Οι άντρες έφερναν μετάλλια, κάτι χαραγμένες πέτρες χωρίς αξία, μέχρι και άσπρα βότσαλα από το ποτάμι· οι γυναίκες μάς πουλούσαν τις φορεσιές τους· η μία μας έδειχνε μια ποδιά, η άλλη ένα σάλι, η άλλη ένα πουκάμισο, η άλλη... Πήγα να πω ένα μαντίλι τσέπης, αλλά θυμήθηκα πως εκείνες δεν έχουν τσέπες και δεν χρησιμοποιούν μαντίλι. Μας έφερναν εκείνα τα μεταξωτά κόκκινα καρέ με μεγάλα κρόσσια που τα κρατούν στο χέρι σαν μαντίλια τη μέρα του γάμου ή στις μεγάλες γιορτές. Στην αρχή δεν τολμούσαν να μας πλησιάσουν· εμπιστεύονταν το συμφέρον τους σε έναν άντρα ο οποίος ερχόταν να κάνει τη διαπραγμάτευση: Αλλά, σιγά σιγά, όλο και έπαιρναν θάρρος, μας πλησίαζαν και έρχονταν τελικά σε πλεονεκτικότερη θέση. Η μια έλεγε: «Ούτε ψωμί δεν έχω». Η άλλη: «Ίσα για να ζήσουμε». Μια τρίτη: «Είμαι χήρα». Η χηρεία, που για μια πλούσια γυναίκα έχει και τα καλά της, για τον κόσμο που ζει από τη δουλειά του είναι το αποκορύφωμα της δυστυχίας. Μια κοπέλα έλεγε δυνατά κοκκινίζοντας: «Για να αγοράσω άντρα». Μπορεί κανείς να μαντέψει πως δεν μπορούσαμε να αντισταθούμε σε λόγους τόσο σοβαρούς και πως παζαρεύαμε μόνο και μόνο για να αποδείξουμε πως δεν ήμαστε Άγγλοι. Οτιδήποτε πουλούσαν σε ύφασμα ήταν φτιαγμένο από τις ίδιες· αυτά τα πουκάμισα, αυτά τα σάλια από βαμβακερό ύφασμα κεντημένο με μετάξι είναι, μέχρι και την τελευταία κλωστή, έργο των χεριών τους. Εκκοκκίζουν το βαμβάκι, το γνέθουν στο αδράχτι με τις μακριές ρόκες τους σε σχήμα ρακέτας και το υφαίνουν στον αργαλειό που βρίσκεται μονίμως στην πόρτα τους. Τα κεντήματα είναι δική τους επινόηση: αυτοσχεδιάζουν, χωρίς μοντέλο, χωρίς σχέδιο, χωρίς δάσκαλο, αυτές τις υπέροχες αραμπέσκ, που συνεχώς αλλάζουν εκπλήσσοντας ευχάριστα. Όλες αυτές οι γυναίκες είναι καλλιτέχνες χωρίς να το γνωρίζουν και, επιπλέον, έχουν την υπομονή που φτιάχνει τα μεγάλα έργα. Ο χρόνος που σπαταλούν στην εργασία τους αυτή θα έφερνε τρόμο και στις πιο καλές μας και αφοσιωμένες κεντήστρες του Σεν Ζερμέν. Για ένα πουκάμισο κεντημένο στον λαιμό, κεντημένο στα μανίκια, κεντημένο χαμηλά, κεντημένο παντού χρειάστηκαν μέχρι και τρία χρόνια υπομονής. Το ξεκίνησαν νανουρίζοντας το πρώτο μωρό της οικογένειας σε εκείνη την ταπεινή κούνια που λέγαμε· το τέλειωσαν μπροστά στη θλιβερή κλίνη του άρρωστου άντρα τους. Αυτό το σάλι κεντήθηκε από μια γριά μητέρα που δεν πρόλαβε να το τελειώσει· η κόρη πρόσθεσε τα κρόσσια και συνέχισε το ίδιο σχέδιο ευλαβικά. Πρέπει επίσης να δούμε πόσο δένονται με τα έργα αυτά που πήραν ένα τόσο μεγάλο κομμάτι από

τη ζωή τους. Όταν τα φέρνουν για να τα πουλήσουν, μαντεύεις ότι είναι διχασμένες ανάμεσα στον πόνο τους που θα τα αποχωριστούν και την ανάγκη τους για λίγα χρήματα. Τα δίνουν, τα ξαναπαίρνουν, κοιτούν τα χρήματα, έπειτα το εργόχειρό τους, έπειτα πάλι τα χρήματα, που στο τέλος εκείνα είναι που νικούν, και φεύγουν στενοχωρημένες που πλούτισαν ξαφνικά. Μια ηλικιωμένη γυναίκα μάς είχε φέρει ένα μεγάλο όμορφο σάλι, με ένα θαυμάσιο σχέδιο, εντυπωσιακό, σπάνιας ομορφιάς θα έλεγα. Τα χρώματα του μεταξιού ήταν λίγο ξεθωριασμένα· παρά όμως τις μικρές φθορές του χρόνου, ήταν ένα υπέροχο κομμάτι που μοιάζει μάλλον με εκείνα τα όμορφα υφάσματα που ύφαιναν παλιά οι Πηνελόπες επί χρόνια ολόκληρα για το σάβανο του πατέρα του άντρα τους. Μόλις είδαμε αυτό το αριστούργημα, θελήσαμε όλοι να το αγοράσουμε· πρώτος όμως μίλησε ο Κιρζόν; αναγνωρίσαμε κι εμείς το δικαίωμά του, και έκανα εγώ την αγορά εκ μέρους του. Ήταν μια μακρά διαπραγμάτευση όπου εξάντλησα τα ελληνικά μου και την υπομονή μου. Η υπόθεση αυτή είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον όλου του χωριού. Επιτέλους το σάλι πέρασε στα χέρια μας. Με ποιο τίμημα; Ντρέπομαι να το πω. Τα χρήματα εκεί κάτω αξίζουν δέκα φορές περισσότερο απ’ όσο στην Ευρώπη. Η καημένη η γριά έκανε πίσω με αργά βήματα, κοιτάζοντας τα χρήματα στο χέρι της. Μετά έκανε μια μηχανική στροφή, γύρισε πάλι προς τα πίσω, στάθηκε μπροστά μας και μη ξέροντας τι να πει αναφώνησε στο τέλος: «Α, είναι πολύ όμορφο σάλι! Είναι έξι πήχεις μακρύ!» Και το έβαλε στα πόδια κλαίγοντας. Σφίχτηκε η καρδιά μας μπροστά σε αυτό τον ακατέργαστο πόνο. Μέσα από τα δάκρυά της μαντέψαμε ένα ασήμαντο ρομάντσο που εκτυλίχθηκε σε αυτή τη γωνιά, μέσα στα βουνά· ή πάλι οικογενειακές περιπέτειες και δυστυχίες· μπορεί και μια ιστορία έρωτα όλο δροσιά και ευφορία σαν την άνοιξη που το τελευταίο τεκμήριο και το μοναδικό ενθύμιο το παίρνουμε εμείς μέσα στις αποσκευές μας. Αλλά τι να κάνουμε; θέλαμε φορεσιές, δεν ήμαστε πλούσιοι και κάθε φορά που αγοράζαμε κάτι μπαίναμε στον πειρασμό να το αφήσουμε, δίνοντας όμως τα χρήματα. Πραγματική μάχη, πάντως, δώσαμε όταν τελειώσαμε τα ψώνια μας. Εμείς δεν θέλαμε να αγοράσουμε τίποτα, ενώ όλοι θέλανε να μας πουλήσουν. Καθώς ήμουν εγώ ο διερμηνέας, με είχαν πολιορκήσει. Μια γυναίκα μού έλεγε: «Κι εγώ φτωχιά είμαι και άρρωστη, γιατί δεν αγοράζεις κι από μένα κάτι;» Μια άλλη φώναζε: «Από τα κορίτσια αγόρασες, εγώ έχω τέσσερα παιδιά και δεν αγοράζεις από μένα τίποτα· δεν είσαι άνθρωπος σωστός!» Άδικα τους εξηγούσα πως δεν είχαμε ανάγκη από τίποτα, ότι μας περίμενε μεγάλο ταξίδι, ότι τα άλογά μας ήταν παραφορτωμένα: δεν άκουγαν τίποτα. Την ίδια στιγμή, άλλες γυναίκες μας έφερναν τα παιδιά τους και μας έλεγαν: «κλαίνε για μια πεντάρα». Αν δίναμε στον ένα έπρεπε να δώσουμε και στους

άλλους· όλοι είχαν κι από έναν σοβαρό λόγο: ούτε ψωμί δεν έχουμε! Και αυτό το φοβερό «ούτε ψωμί δεν έχουμε» δεν είναι καθόλου ρητορικό σχήμα προς χρήση των ζητιάνων. Οι προμήθειές μας σε ψωμί είχαν σχεδόν εξαντληθεί· δεν μπορέσαμε με κανένα τίμημα να βρούμε στο χωριό· υπάρχουν δυο άνθρωποι που έχουν κρασί και αγοράσαμε απ’ αυτούς· ήταν όμως ξύδι. Και το κρασί αυτό το είχαν για εξαιρετικό: πόσοι από αυτούς τους δύστυχους ανθρώπους δεν έχουν βάλει ποτέ κρασί στο στόμα τους! Μια γυναίκα ήρθε να μου ζητήσει ζάχαρη που την είχε κι εγώ δεν ξέρω για τι είδους θεραπευτικό. Η ζάχαρη είναι όπως το χρήμα: έχουν μόνο όταν φέρνουν οι ξένον και περνούν τρεις ξένοι τον χρόνο. Έπιασα την κουβέντα με αυτή την κακομοίρη γυναίκα: - Έχετε κάποιον γιατρό εδώ γύρω; - Όχι, αφέντη. - Και τι κάνετε όταν αρρωσταίνετε; - Περιμένουμε να φύγει ο πόνος. - Και όταν είστε πολύ άρρωστοι; - Πεθαίνουμε. Τι νύχτα ήταν εκείνη που περάσαμε! Ολόκληρη οικογένεια, έξι άνθρωποι όλοι μαζί, κοιμούνταν στοιβαγμένοι δίπλα μας. Το παιδί φώναζε μέχρι το πρωί και η μητέρα προσπαθούσε να το ησυχάσει κάνοντας τόση φασαρία που το γιατρικό ήταν χειρότερο από τον πόνο. Ένα κορίτσι παραμιλούσε στον ύπνο του· ο αέρας περνούσε μέσα από τη στέγη και μας πάγωνε κάτω από το σκέπασμά μας· μας αποτέλειωσαν τα ζωύφια, που είχαμε γίνει βορά τους. Καθώς δεν μπορούσα να κοιμηθώ, άρχισα να σκέφτομαι. Αυτό το φτωχό χωριό βρίσκεται στη θέση μιας κάποτε ακμάζουσας πόλης: η Παύλιτσα ονομαζόταν άλλοτε Φιγάλεια! Χωρίς να έχει τον πλούτο της Αθήνας ή της Κορίνθου, η Φιγάλεια ήταν εύπορη πόλη· από εκείνη έμαθαν οι γειτονικές πόλεις την καλλιέργεια του σιταριού: ήταν, λοιπόν, για την Αρκαδία ό,τι ήταν η Ελευσίνα για την Αττική, η πατρίδα του ψωμιού. Οι πρόγονοι αυτών των πεινασμένων χωρικών είχαν ιερά, αγάλματα καθώς και γυμνάσιο. Εκείνοι ήταν που έπειτα από μια θανατηφόρο επιδημία κάλεσαν στα βουνά τους τον αρχιτέκτονα του Παρθενώνα για να χτίσουν στον Επικούρειο Απόλλωνα τον όμορφο ναό στις Βάσσες. Τα τείχη της πόλης τους, που υπάρχουν ακόμη, είναι ένα από τα ωραιότερα μνημεία στρατιωτικής αρχιτεκτονικής των Ελλήνων. Εκείνο που με συγκινούσε περισσότερο από την παρακμή αυτή δεν ήταν ούτε η μείωση του πληθυσμού, ούτε τα τείχη δίχως στρατιώτες, ούτε η εξαφάνιση μιας μικρής δύναμης. Το γεγονός ότι ένα χωριό εξελίχθηκε σε πόλη και υποβιβάστηκε και πάλι σε χωριό, ότι ένας λαός έχασε τη δύναμη να καταπιέζει τους γείτονές του, το αντιλαμβάνομαι σαν μια ρητορεία σχετικά με την αστάθεια των ανθρώπινων

πραγμάτων: δεν βλέπω, όμως, κάποια δυστυχία για την ανθρωπότητα. Αλλά έκανα τη σκέψη ότι, μεταξύ τόσων και τόσων πόλεων που κατακρημνίστηκαν από την κορυφή της δύναμης και της δόξας τους, δεν υπάρχει ίσως ούτε μία που να μην εξαργύρωσε με σίγουρα πλεονεκτήματα την απώλεια ορισμένων περισσότερο εμφανών αγαθών, ούτε μία όπου οι άνθρωποι να μην έχουν σήμερα μια πιο καλή ζωή και περισσότερη γνώση απ’ ό,τι χίλια χρόνια πριν. Η πρόοδος των επιστημών, η ανάπτυξη της βιομηχανίας, τα πλεονεκτήματα ενός καινούργιου κόσμου, οι τέσσερις πέντε μεγάλες ανακαλύψεις που έκαναν, μέρα με τη μέρα, τη ζωή ευκολότερη για το σώμα αλλά και το πνεύμα έφεραν μέχρι και στην παραμικρή καλύβα της Ευρώπης αγαθά πιο σίγουρα και πραγματικά από την κυριαρχία μιας πεδιάδας ή την αυτοκρατορία δύο βουνών. Έδωσε, όμως, η μοίρα στη Φιγάλεια το ίδιο αντιστάθμισμα, και τα συσσωρευμένα πλεονεκτήματα είκοσι αιώνων τής ανταπέδωσαν το νόμισμα της μικρής της λάμψης; Δυσκολεύομαι να το πιστέψω, και αν μπορούσαμε να θέσουμε υπό αμφισβήτηση τον νόμο της προόδου, θα λέγαμε ότι σε αυτά τα απρόσιτα φαράγγια η άγνοια και η δυστυχία έχουν ριζώσει για πάντα. Δεν εφηύραν την τυπογραφία για τους κακόμοιρους αυτούς ανθρώπους γιατί ποτέ δεν θα μάθουν να διαβάζουν. Δεν ανακάλυψαν γι’ αυτούς την Αμερική γιατί η πατάτα, που τρέφει και τα πιο φτωχά χωριά μας, είναι για την Αρκαδία άγνωστος θησαυρός. Δεν έχει καν φτάσει στα αυτιά τους ότι εδώ και μερικά χρόνια οι άνθρωποι ξέρουν να προχωρούν σαν τον άνεμο καθώς και να στέλνουν μακριά τα λόγια τους σαν τον κεραυνό. Και γιατί να τους νοιάζουν οι ανακαλύψεις αυτές αφού εκείνοι δεν πρόκειται ποτέ να τις αξιοποιήσουν όσο ο κόσμος θα υπάρχει, θα κάνουν μία λεύγα την ώρα πάνω σε αυτά τα μονοπάτια των βουνών τους. Αναρωτιέμαι τι κέρδισαν από την απελευθέρωση της Ελλάδας. Οι Τούρκοι τίποτα δεν μπορούσαν να τους πάρουν γιατί δεν είχαν τίποτα. Ίσως έτσι να μην τρώνε πια βουρδουλιές· αλλά έρχονταν οι Τούρκοι τόσο μακριά και τόσο ψηλά μόνο και μόνο για να ευχαριστηθούν τις βουρδουλιές που θα δώσουν; Καθώς δεν με έπαιρνε ο ύπνος, αναζητούσα μόνος μου τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε να γλιτώσει αυτός ο τόπος από τη δυστυχία. Προφανώς, η κυβέρνηση του βασιλιά δεν κάνει το καλύτερο που μπορεί. Αλλά στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να γίνει κάποιο θαύμα για να αντιμετωπιστεί τέτοια φτώχεια βαθιά ριζωμένη και που οφείλεται στην απόσταση που χωρίζει τις πόλεις μεταξύ τους, το μεγάλο υψόμετρο, την εξάντληση του χώματος, σε αιτίες, δηλαδή, γεωγραφικές και γεωλογικές. Έχουμε, και στη Γαλλία ακόμα, επαρχίες που είναι καταδικασμένες στην άγνοια και τη φτώχεια, αλλά που λαμβάνουν από το κράτος περισσότερο από όσο του δίνουν και που επωφελούνται κι εκείνες από την ευφορία άλλων επαρχιών. Τόση ώρα αναλογιζόμουν για το θέμα αυτό μέχρι που ξημέρωσε. Στις τέσσερις η

ώρα θα ένιωθα να βρίσκομαι κάτω από τον ουράνιο θόλο: οι τρύπες της στέγης, που φωτίζονταν από ένα χλωμό φως, νόμιζες πως είναι αστέρια. Αφήσαμε τα κρεβάτια μας χωρίς να το σκεφτούμε. θα υπάρχει πάντα κάτι το ανεξήγητο στον ακλόνητο έρωτα των ορεσίβιων για το χώμα που δεν θέλει να τους θρέψει. Οι κάτοικοι των βουνών της Ελλάδας αρνούνται να μεταναστεύσουν, και όταν τελικά το αποφασίζουν θέλουν να επιστρέφουν και πάλι στις πέτρες τους. Μια μέρα, ενώ κοιμόμασταν λίγες λεύγες μακριά από τον Πύργο, αφότου είχαμε φάει, μας ξύπνησε ξαφνικά ένας θόρυβος ανάμεικτος από φωνές και βήματα. Ανοίγοντας τα μάτια, βλέπω να παρελαύνει στον δρόμο ένα μακρύ καραβάνι από άντρες, γυναίκες, παιδιά, άλογα και γαϊδούρια φορτωμένα με αποσκευές. Και τι αποσκευές! Σκηνές, χοντροκομμένα έπιπλα, ρούχα και κάποια πιτσιρίκια ριγμένα όπως όπως μαζί με τις κότες, θυμάμαι το πρώτο άσμα από το Ερμάνος και Δωροθέα25 και εκείνη τη λυπητερή και συγκινητική περιγραφή της αποδημίας. Αλλά οι ξεριζωμένοι μας αυτοί της Αρκαδίας επ’ ουδενί δεν εγκατέλειπαν άρον άρον το χωριό τους· θα ξαναγύριζαν και πάλι. Κάποιος από αυτούς, ένας καλοστεκούμενος γέρος, μου διηγήθηκε την ιστορία τους. Κατοικούν σε ένα βουνό που το χιόνι το σκεπάζει πάντα τον χειμώνα. Με τα πρώτα κρύα, μαζεύουν τις σκηνές τους και κατεβαίνουν στον Πύργο. Ο χειμώνας δεν κρατά πολύ: για τρεις μήνες ίσως, οι πιο γεροδεμένοι γίνονται εργάτες ή υπηρέτες· οι αδύναμοι και οι μικρότεροι ζουν με τη δουλειά των άλλων. Και όλοι, όταν έρχεται και πάλι η άνοιξη, παίρνουν τον δρόμο για το βουνό και την ελευθερία. Τα πρόσωπά τους ήταν χαρούμενα: υπέμεναν την κούραση και τη ζέστη με το χαμόγελο. Ωστόσο η χαρά τους δεν ήταν τρανταχτή. Στην Ανατολή κυρίως, «η ευτυχία είναι πράγμα σοβαρό».26 Τους κοίταζα να παρελαύνουν και σκεφτόμουν τη μοίρα αυτών των ανθρώπινων αποδημητικών, που η ζωή θα τους φέρει ευλαβικά κάθε άνοιξη στις φωλιές τους. Ο γέρος στον οποίο μίλησα πρέπει να έχει πάρει πάνω από ογδόντα φορές στη ζωή του τον δρόμο για τον Πύργο· και ποτέ δεν του πέρασε από το μυαλό να αφήσει τη μίζερη καλύβα του για ένα κλίμα πιο ήπιο και μια γη πιο γόνιμη. Μου ήρθε τότε στον νου ένα μελαγχολικό και απλοϊκό τραγούδι που ίσως να το εμπνεύστηκε ένας βοσκός του χωριού αυτού:

Βουλιούμαι μια, βουλιούμαι δυο, βουλιούμαι τρεις και πέντε, βουλιούμαι να ξενιτευτώ, στα ξένα να παγαίνω. Και όσα θε να διαβώ, όλα τα παραγγέλλω· «Βουνά μου, μη χιονίσετε, κάμποι, μη παχνισθείτε, βρυσούλες με το κρύο νερό, να μη κρυσταλλισθείτε, όσο να πάγω και να ’λθώ και πίσω να γυρίσω». Η ξενιτιά με πλάνεσε, τα έρημα τα ξένα, και πιάνω ξένες αδελφές, και ξένες παραμάνες, Ξένες πλένουν τα ρούχα μου, και πλένουν τα σκουτιά μου· τα πλένουν μια, τα πλένουν δυο, τα πλένουν τρεις και πέντε, κι από τες πέντε κι ομπροστά τα ρίχνουν στα σοκάκια. «Πάρε, ξένε μ’, τα ρούχα σου, πάρε και τα σκουτιά σου, σύρε, ξένε μ’, στον τόπο σου, σύρε στους ειδικούς σου, να ιδείς, ξένε μ’, τα αδέλφια σου, να ιδείς τους συγγενείς σου».27 Στην Ελλάδα βρήκα κάποιους ανθρώπους με αγαθή και ευγενική ψυχή. Αναφέρω πρώτο έναν νεαρό δικαστή των Αθηνών, τον κύριο Κωνσταντίνο Μαυροκορδάτο· είχε όμως μεγαλώσει στη Γαλλία και ήταν σχεδόν συμπατριώτης μου. Γνώρισα στην Κέρκυρα κάποιον που θα έχαιρε αγάπης και εκτίμησης σε όλες τις χώρες του κόσμου, τον κύριο Τίτα Δελβινιώτη, καθηγητή στο πανεπιστήμιο· αλλά πρόκειται για λόγιο και οι λόγιοι είναι πολίτες της οικουμένης. Συνδέθηκα στην Ελλάδα με τον Σπύρο Δάνδολο επίσης, φύση δυναμική και ορμητική, άξιο για όλες τις καλές πράξεις· είναι όμως περισσότερο Βενετός παρά Έλληνας. Μεταξύ των καθαυτό Ελλήνων, οι καλύτεροι που γνώρισα ήταν άνθρωποι φτωχοί, μισθωτοί στρατιώτες ή αγρότες, θα έδινα έναν στρατηγό και δύο υπουργούς για το μικρό δαχτυλάκι του Πέτρου ή του Λευτέρη.[42]Ο φτωχός και αμόρφωτος πληθυσμός παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον πρώτον, γιατί υποφέρει και, δεύτερον, γιατί οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι ικανοί να εξαπατήσουν. Άδικα ψάχνω να βρω στις αναμνήσεις μου μία περίπτωση όπου να μας εξυπηρέτησαν ανιδιοτελώς. Πλησιάζαμε στον Λάδωνα, έχοντας μόλις περάσει το μικρό χωριό Τσαρνί. Πριν πάρουμε τον σκεπαστό δρόμο που οδηγεί στις όχθες του ποταμού, βρεθήκαμε κοντά σε κάτι κατοίκους του χωριού, που τους είχαμε δει σε μικρή απόσταση από μας μαζεμένους όλους σε μια σκηνή. Ήταν δέκα ή δώδεκα που είχαν καθίσει όλοι μαζί για φαγητό, ένα από εκείνα τα αθώα γεύματα που τρώγονται ωμά, όπως τα επιτρέπει ο Πυθαγόρας28 και τα περιγράφει ο Φλοριάν·29 ένα από αυτά τα ωραία γεύματα με γαλακτοκομικά που είναι τόσο ευχάριστα στην εξοχή, αρκεί το βράδυ να δειπνήσεις στην πόλη. Όσοι βρίσκονταν εκεί, ήταν βοσκοί και γεωργοί· οι δύο

μεγάλες φυλές της υπαίθρου· οι νομάδες, που τρέχουν από τον κάμπο στο βουνό, ζεσταίνονται γύρω από μια φωτιά από χαμόκλαδα και διπλώνουν και ξεδιπλώνουν το σπίτι τους κάθε μέρα· και οι μη νομάδες, που επιμένουν να πιστεύουν ότι είναι γόνιμο ένα κομμάτι γης που το σκαλίζουν δίχως σταματημό, που διαλέγουν μια θέση στον ήλιο και δεν μετακινούνται πια από εκεί· που χτίζουν σπίτια πέτρινα και μαζεύονται όλοι τα βράδια γύρω από την ίδια εστία για να αφηγηθούν τις ιστορίες του παλιού καιρού. Το άροτρο ήταν σταματημένο μπροστά από ένα χαντάκι· τα βόδια που τα είχαν ξεζέψει ήταν ξαπλωμένα στη γη και μασουλούσαν μισοκοιμισμένα. Λίγο πιο μακριά οι προβατίνες και οι κατσίκες του κοπαδιού στριμώχνονταν όπως όπως κάτω από τη σκιά λίγων δέντρων και το μόνο που ήθελαν ήταν να προφυλαχτούν από τον ήλιο: η ζέστη ήταν εξουθενωτική. Σπρώξαμε τα άλογά μας μέχρι τη σκηνή· έκαναν να σωπάσουν τα σκυλιά τους, που γάβγιζαν και μας έδειχναν τα δόντια τους· στην Ελλάδα, πάντως, ο σκύλος δεν είναι ο φίλος του ανθρώπου. Ένα όμορφο κορίτσι δεκατεσσάρων με δεκαπέντε ετών έτρεξε να μας φέρει από ένα μεγάλο καζάνι μια γαβάθα με κατσικίσιο γάλα, πηχτό σαν τυρί και γλυκό σαν μέλι. Αλλά δεν τόλμησε να μας το δώσει η ίδια. Ένας άντρας ήταν εκείνος που το έχυσε μέσα στα χάλκινα σκαλισμένα κύπελλά μας· αφού ήπιαμε, μας λέει: «Θέλετε κι άλλο;» Μας προσέφεραν φρέσκο τυρί, αλλά δεν είχαμε πού να το βάλουμε· ανοίξαμε ένα μαντίλι, το γεμίσαμε και το πήρε ο αγωγιάτης· λίγο γάλα έσταζε από το πανί και έπεφτε σαν άσπρες πέρλες. Είπα στον Λευτέρη να πληρώσει. Αλλά αυτοί οι καλοί άνθρωποι δεν ήθελαν τα χρήματά μας· μια σκηνή θα είναι πάντα πιο φιλόξενη από σπίτι. Μήπως η ανιδιοτέλεια βρήκε καταφύγιο στις όχθες του Λάδωνα; Πρέπει να διανύσεις πολύ δρόμο στην Ελλάδα για να βρεις κάποιον που να αρνείται το χρήμα· πολλοί ταξιδιώτες που έχουν διατρέξει όλο το βασίλειο δεν θα πιστέψουν ότι η ιστορία μου είναι αληθινή.

IX Μια γιορτή σε χωριό της Αρκαδίας - Η φιλοξενία του παρέδρου - Ένα ποτήρι για τρεις - Ο χορός δεν είναι μεθυστική απόλαυση - Η ορχήστρα - Οι γυναίκες μπαίνουν μόνες τους στον χορό - Ένας χορός στην εξοχή χωρίς χωροφύλακα - Το ντόπιο κρασί Το ίδιο βράδυ, έπειτα από έναν μακρύ περίπατο στις όχθες του Λάδωνα, οι αγωγιάτες μας μας πήγαν στο χωριό Κερέσοβα. Καθώς τα άλογά μας σκαρφάλωναν όπως όπως στο απότομο μονοπάτι που οδηγεί στο χωριό, του Γκαρνιέ του φάνηκε πως άκουγε κατά διαστήματα τους ήχους αυτού του ντεφιού που κάνει τον ελληνικό λαό να αρχίζει τον χορό.

Καθώς είχαμε δέσει τα κεφάλια μας με τα μαντίλια μας για να μην μας χτυπάει ο ήλιος, δεν είχαμε και πολλή εμπιστοσύνη στα αυτιά μας· αλλά σε λίγο ακούσαμε καθαρά τον ήχο του κλαρίνου. Δεν υπήρχε πια αμφιβολία: στην Κερέσοβα χόρευαν. Και γιατί χόρευαν; Ένας άντρας ντυμένος με τα καλά του μας είπε: γιόρταζαν τον Άγιο Νικόλαο, μια μεγάλη γιορτή της ελληνικής θρησκείας. Σαν να θυμάμαι πως στη Λωρραίνη τον Άγιο Νικόλαο τον γιόρταζαν μόνο τα παιδιά. Ακόμη μου έρχεται στον νου, πάνε πια είκοσι χρόνια, με πόση ευλάβεια έβαζα το τσόκαρό μου στην καμινάδα, το βράδυ της 5ης Δεκεμβρίου· με πόσο ενδιαφέρον και προσμονή πήγαινα να δω την επαύριον τι μου είχε φέρει ο Άγιος Νικόλαος. Δίπλα στις καραμέλες και τα παιχνίδια υπήρχε πάντα και ένα μάτσο βέργες, ένα δώρο απειλή του τρομερού Αγίου Φουετάρ30 ο οποίος είναι για τον Άγιο Νικόλαο ό,τι ο Τυφώνας για τον Όσιρι και ο Αριμάν για τον Ωρόμαζδη. θυμάμαι ακόμη τη μέρα που μπήκε η αμφιβολία στο μυαλό μου, όταν αναγνώρισα στις βέργες του Αγίου Φουετάρ ένα όργανο βασανισμού το οποίο είχα γνωρίσει και από κοντά. Για τους Έλληνες, ο Άγιος Νικόλαος δεν είναι χειμωνιάτικη γιορτή· τη γιορτάζουν την εποχή των ρόδων· δεν νομίζω όμως ότι τα παιδιά την προσμένουν με την ίδια ανυπομονησία όπως εμείς κάποτε. Τα χαλίκια του δρόμου είναι το μόνο τους παιχνίδι και οι καραμέλες δεν φτάνουν μέχρι τα χωριά αυτά. Το μόνο που φέρνει ο Άγιος Νικόλαος είναι μια από εκείνες τις μέρες ανάπαυσης, που είναι συχνότερες στην ελληνική θρησκεία από ό,τι στη δική μας, και λίγες ώρες διασκέδασης, της οποίας ελπίζαμε να γίνουμε μάρτυρες. Ήδη, όπως ανασηκωνόμαστε στους βατήρες μας, διακρίναμε ψηλά στο χωριό, σε μια τετράγωνη πλατεία δίπλα στην εκκλησία, όλους τους κατοίκους να έχουν ξεσηκωθεί από τον χορό· και οι διαπεραστικοί ήχοι του κλαρίνου μας έπαιρναν ήδη τα αυτιά. Αλλά πριν σκεφτούμε την ευχαρίστηση έπρεπε να βρούμε ένα κατάλυμα. Δεν υπήρχε ούτε χάνι ούτε μαγαζί, και οι αγωγιάτες μας δεν γνώριζαν κανέναν. Ο τόπος ήταν φιλόξενος; Τα σπίτια ήταν κατοικήσιμα; Ιδέα δεν είχαμε. Κανένας ταξιδιώτης δεν έγραψε τίποτα για την Κερέσοβα, κανείς δεν είχε παινευτεί ότι πέρασε από κει. Και κινέζικα να μιλούσαν εκεί, η Ευρώπη θα το αγνοούσε. Συσκεφθήκαμε για να αποφασίσουμε, αλλά η συζήτηση δεν κράτησε πολύ. Η Κερέσοβα είναι ένα ελληνικό χωριό, άρα θα έχει πάρεδρο, δηλαδή δημοτική αρχή. Ο πάρεδρος, άνθρωπος με κρατικό αξίωμα, πρέπει να είναι φιλόξενος· επιπλέον, αν υπάρχει σπίτι καθαρό στο χωριό, αυτό θα είναι το δικό του. Ο πρώτος χωρικός που ρωτήσαμε μας οδήγησε στο σπίτι του τοπικού του άρχοντα· διέθετε ένα μεγαλείο που ξεπερνούσε όλες μας τις προβλέψεις: είχε δύο ορόφους και τζάμια στα παράθυρα! Είχε, θαύμα ακόμα μεγαλύτερο, καμινάδα που στην κορυφή της είχε για στολίδι ένα όμορφο γύψινο περιστέρι. Ο πάρεδρος, που από τα ψηλά του χωριού μάς είχε δει να ερχόμαστε, έτρεξε προς το μέρος μας μαζί με πλήθος κόσμου. Ήταν ένας νέος άντρας με κομψή

κορμοστασιά, λεπτή φυσιογνωμία που φορούσε με καμάρι την ελληνική φορεσιά. Μας υποδέχτηκε με μεγάλη ευγένεια και ζήτησε συγγνώμη που δεν μπορούσε να μας φιλοξενήσει: ήταν του Αγίου Νικολάου και το σπίτι του, πιο ευφρόσυνο και από του Σωκράτη, ήταν γεμάτο φίλους. «Εκείνο που μπορώ να κάνω» πρόσθεσε «είναι να σας πάω εδώ κοντά σε κάποιους φίλους μου, που το σπίτι τους είναι το καλύτερο του χωριού μετά το δικό μου». Πράγματι, μας πήγε σε ένα οίκημα πολύ καθαρό και εξοπλισμένο με τις πενιχρές ανέσεις που μπορείς να περιμένεις στην Ελλάδα. Μας έφερε από το σπίτι του τρεις καρέκλες, τις μοναδικές της περιοχής, που ήταν το καμάρι της κοινότητας. Έμοιαζαν τόσο στο χρώμα της ψάθας όσο και στην κάπως χοντροκομμένη κατασκευή σε εκείνες τις καρέκλες όπου καθόμαστε για μια δεκάρα στον κήπο του Λουξεμβούργου και του Κεραμεικού· φρόντισαν όμως να βάψουν την πλάτη πράσινο ανοιχτό και τα πόδια σε έντονο κόκκινο. Τις έφεραν από την Πάτρα αυτές τις ένδοξες καρέκλες- και είχαν κάνει δεκαοκτώ ώρες πορεία, στην πλάτη του αλόγου, σε δύσβατους δρόμους, για να στολίσουν το σπίτι του παρέδρου και να τιμήσουν τους επισκέπτες του. Μόλις καθίσαμε πάνω σ’ αυτά τα τρία θαύματα της Κερέσοβας, μας έφεραν έναν δίσκο με τρία φλιτζάνια καφέ, ένα βάζο με γλυκό του κουταλιού με ένα μόνο κουτάλι και ένα μεγάλο ποτήρι νερό για τρεις. Ποτέ δεν σερβίρουν τον καφέ χωρίς νερό. Για ένα άτομο φέρνουν ένα ποτήρι νερό μικρού μεγέθους, ένα μεγαλύτερο για δύο, ένα πολύ μεγάλο για τρία, ένα τεράστιο για τέσσερα· φτάνουν, έτσι, σταδιακά σε ποτήρια χωρητικότητας ενός λίτρου, θα ήταν ίσως απλούστερο να έδιναν ένα ποτήρι σε κάθε άτομο ακολουθώντας την αρχή ενός σοφού της Ελλάδας που είπε: Το ποτήρι μου δεν είναι μεγάλο, αλλά πίνω από το ποτήρι μου·31 αλλά ποτέ δεν το σκέφτηκαν. Ενώ πίναμε ο καθένας με τη σειρά του από το ίδιο κύπελλο, ο δρόμος άρχισε να συρρέει μέσα στο δωμάτιο που καθόμαστε: άντρες, γυναίκες, παιδιά έρχονταν να μας περιεργαστούν. Ένας ντόπιος νεαρός που είχε ταξιδέψει σαν τον Οδυσσέα στη Μεσόγειο, και ήξερε λίγα ιταλικά, έσπευσε να μας πιάσει την κουβέντα· και όλοι οι φίλοι του στάθηκαν γύρω γύρω, ακούγοντας χωρίς να καταλαβαίνουν, ανοίγοντας τα μάτια τους και τεντώνοντας τα αυτιά τους. Εμείς ασφυκτιούσαμε. Ο ναυτικός μάς είπε να πάμε να δούμε τον χορό και εμείς άλλο που δεν θέλαμε: μας είχε επιτέλους ελευθερώσει. Σκαρφαλώσαμε γρήγορα ψηλά στο χωριό. Το πλάτωμα όπου χόρευαν μπορούσε να χωρέσει πεντακόσιους ανθρώπους: υπήρχαν χίλιοι, με ό,τι αυτό σημαίνει! Στη μέση ήταν ο χορός και οι θεατές τριγύρω. Αλλά κάθε στιγμή πήγαινε από ένας θεατής να ενωθεί με τους χορευτές, ενώ ένας χορευτής επέστρεφε στους θεατές. Για να αναπαραστήσουμε με τον νου μας αυτούς τους χορούς των Ελλήνων,

θα πρέπει να ξεχάσουμε εντελώς ό,τι έχουμε δει στις άλλες χώρες. Στη Γαλλία και παντού χορεύουν σε ζευγάρια· ένας άντρας πηγαίνει να πάρει μια γυναίκα, εκείνη δέχεται και νατοι για λίγα λεπτά, συχνά και για λίγες ώρες, σύντροφοι και συνέταιροι στην ευχαρίστηση. Κουβεντιάζουν οι δυο τους, κρατιούνται αγκαζέ, κάθονται δίπλα δίπλα και, στο βαλς, ο άντρας και η γυναίκα, αγκαλιασμένοι, μεθούν με τη μουσική, την κίνηση και κυρίως μεθούν ο ένας με τον άλλο. Για τον λόγο αυτό κάποιοι ηθικολόγοι κατακρίνουν τον χορό, πολλοί δεν πηγαίνουν τα κορίτσια στον χορό παρά μόνο όταν είναι ώρα να τα παντρέψουν, και οι μητέρες της επαρχίας απαγορεύουν το βαλς στις δεσποινίδες τους. Στην Κερέσοβα, ο κύριος Αλφόνς Καρ αυτοπροσώπως θα έλεγε ότι ο χορός είναι μια αθώα διασκέδαση. Αυτός ο χορός των Ελλήνων, που είναι ίδιος σε όλη τη χώρα, αν και οι γυναίκες δεν γίνονται παντού δεκτές, είναι μια συλλογική διασκέδαση και όχι ανά δύο. Ο Πέτρος δεν χορεύει με τη Μαργαρίτα. Όλο το χωριό χορεύει με όλο το χωριό. Δεκαπέντε με είκοσι άντρες κρατιούνται από το χέρι· ακολουθεί ο ίδιος αριθμός γυναικών που κρατιούνται με τον ίδιο τρόπο· μετά έρχονται τα κορίτσια, μετά τα αγόρια, μετά όλα τα παιδιά που έχουν αρχίσει και περπατάνε, και σχηματίζουν την ουρά αυτού του τεράστιου φιδιού που γυρνά ασταμάτητα γύρω από τον εαυτό του χωρίς ποτέ να κλείνει τον κύκλο. Στη μέση αυτού του κύκλου στεκόταν η ορχήστρα, που την αποτελούσε ένα νταούλι με τον υπόκωφο ήχο του και τρεις φλογέρες32 που μιμούνται το σχήμα του κλαρινέτου και τον ήχο πριονιού που κόβει σίδερο. Ο ενορχηστρωμένος πάταγος, διαπεραστικός και μονότονος, δεν μοιάζει με τίποτα απ’ ό,τι ξέρουμε μέχρι τώρα. Υπό τον ήχο αυτών των τεσσάρων οργάνων, το πλήθος κινείται ρυθμικά, βαριά, αργά, βάζοντας το ένα πόδι, μετά το άλλο, μετακινώντας το σώμα μπροστά και φέρνοντάς το πάλι πίσω. Ένας μόνο χορευτής κάνει φιγούρες για όλους· είναι εκείνος που οδηγεί τον χορό. Πηδά συνεχώς στον αέρα, γυρνά γύρω από τον εαυτό του, κάνει κύκλους με τα χέρια, με τα πόδια, με τα πάντα· πετά στον αέρα το μαντίλι του και το κόκκινο φέσι του και σταματά μόνο όταν δεν αντέχει άλλο. Όταν νιώθει τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν, κάνει νόημα και αμέσως έρχεται άλλος στη θέση του. Συνήθως αυτοί οι επιδέξιοι χορευτές είναι ξυπόλυτοι για να έχουν ελευθερία κινήσεων. Βλέπαμε δίπλα στους μουσικούς μια πλούσια συλλογή από παπούτσια: είναι το κατάστημα των παπουτσιών, υπό την αιγίδα της καλής πίστης του κόσμου. Στη μια πλευρά της πλατείας, καμιά σαρανταριά γυναίκες είχαν καθίσει κάτω στο έδαφος και δεν έκαναν κέντημα, αφού ήταν έτοιμες για χορό, αλλά χάζι. Δεν περίμεναν να έρθουν να τις σηκώσουν, αφού μπορούσαν να σηκωθούν από μόνες τους. Στη Γαλλία, τη χώρα που αποκαλούν παράδεισο των γυναικών, ένα νεαρό κορίτσι, έστω κι αν είναι πνευματώδες και όμορφο, έστω κι αν είναι βασίλισσα του

χορού, θα καθίσει στη γωνιά της αν παρ’ ελπίδα δεν έρθει κανενός η επιθυμία να πάει να τη ζητήσει. Ούτε τα νιάτα της, ούτε η ομορφιά της, ούτε το πνεύμα της θα μπορέσουν να τη βάλουν σε μια χαζή καντρίλια, ενώ ο πιο ανόητος καβαλιέρος μπορεί. Στην Κερέσοβα, το ασθενές φύλο απολαμβάνει το πιο όμορφο δικαίωμά του, που είναι το δικαίωμα να χορεύει όταν θέλει. Η αλήθεια είναι ότι την επαύριον θα δουλεύει στο χωράφι, και για τις Γαλλίδες μας είναι ίσως λιγότερο οδυνηρό να περιμένουν έναν καβαλιέρο παρά να σπρώχνουν το άροτρο. Καταλαβαίνετε ότι, χάρη σε αυτή την απεριόριστη ελευθερία, οι γυναίκες άνω των σαράντα δεν λείπουν από τον χορό αλλά ούτε και οι ώριμοι άντρες. Δεν είχαμε παλαιότερα τον χορό των γερόντων; Ο παπάς παρευρισκόταν στη γιορτή και τη νομιμοποιούσε με την παρουσία του· κοιτούσε τη γυναίκα του και τα παιδιά του να χορεύουν, ο ίδιος δεν χόρευε. Προφανώς, κάποιο παλιό ανάθεμα της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης απαγορεύει σε αυτούς τους ιερείς οικογενειάρχες τις μεθυστικές απολαύσεις του χορού. Αλλά είμαι βέβαιος ότι ο καλός αυτός άνθρωπος θα μπορούσε να κάνει πως χορεύει μέσα στο πλήθος χωρίς αυτό να αποτελεί κίνδυνο ούτε για τον ίδιο ούτε για τους άλλους· δεν θα διακυβευόταν ούτε η σωτηρία της ψυχής του ούτε η τιμή της μακριάς γενειάδας του. Ο δάσκαλος, σοβαρό πρόσωπο κι εκείνος, αρκούνταν επίσης στον ρόλο του θεατή. Μόλις φτάσαμε στον χορό, και ο ένας και ο άλλος ήρθαν να μας περιποιηθούν. Κατά την άφιξή μας, ο χορός σταμάτησε για μια στιγμή, κάτι που δεν ήταν στις προθέσεις μας· αλλά μόλις η περιέργεια του κόσμου ικανοποιήθηκε, η μουσική άρχισε και πάλι και τα δαχτυλίδια του φιδιού ξαναενώθηκαν εν ριπή οφθαλμού. Καμιά λεπτομέρεια της γιορτής δεν μπορούσε να μας διαφύγει· πέντε έξι νεαροί, με τον ζήλο της καλής φιλοξενίας, απομάκρυναν το πλήθος και δεν άφηναν, ακόμα και με γροθιές, να σταθεί κανείς μπροστά μας. Ύστερα από ένα τέταρτο η μουσική σταμάτησε για να κάνει επίκληση στη γενναιοδωρία των χορευτών. Ήταν προφανές ότι η διακοπή αυτή ήταν μια συναλλαγματική που έπρεπε να πληρώσει η εξοχότης μας. Πέρασαν από μπροστά μας το ταμπούρλο, όπου έπεσαν καμιά δεκαριά δεκάρες η μία πίσω από την άλλη. Καθώς δεν είχαμε ψιλά εναποθέσαμε μεγαλοπρεπώς ένα σφάντζικο, δηλαδή 75 σεντίμ περίπου, και η γενναιοδωρία μας ενέπνευσε θαυμασμό στο κοινό και ευγνωμοσύνη στην ορχήστρα· γιατί, την επόμενη στιγμή, τις τρεις φλογέρες και το νταούλι ήρθαν και κάθισαν μπροστά μας για να μας χαρίσουν ένα κοντσέρτο εξ επαφής, εξαιτίας του οποίου τα αυτιά μου ακόμη βουίζουν. Πασχίσαμε να τους κάνουμε να σωπάσουν, ή τουλάχιστον να γυρίσουν στον χορό. Ο ήλιος πήγαινε να δύσει και η γιορτή έφτανε στο τέλος της: είχε κρατήσει πάνω από δώδεκα ώρες.

Αυτός ο παροξυσμός χορού ήταν ένα πραγματικά παράξενο θέαμα. Οι γραμμές δεν είχαν λυθεί και όλοι ήταν ακόμη στις θέσεις τους· η μουσική κρατούσε το μέτρο, αν υπήρχε κάποιο μέτρο· αλλά όλοι, καθώς ένιωθαν πως η διασκέδαση έφτανε στο τέλος της, πηδούσαν όσο περισσότερο μπορούσαν. Οι ελληνίδες γυναίκες, πάντως (δεν λέω οι κυρίες), δεν φορούν ποτέ κορσέ, αν και τον χρειάζονται και με το παραπάνω. Σε εκείνο το πλήθος υπήρχαν ουκ ολίγες θηλάζουσες μητέρες, με υπερβολικό στήθος, που γελούσαν όλο καμάρι βλέποντας να ταλαντεύονται ελεύθερα τα μητρικά τους κάλλη. Αλλά οι μητέρες αυτές, που ταρακουνιούνται άτσαλα, το μόνο που κάνουν είναι να αναδεικνύουν τα δυο τρία νεαρά κορίτσια με το ήσυχο βλέμμα, το σοβαρό πρόσωπο, που θα μπορούσαν να χοροπηδούν ανεμπόδιστα χωρίς να διαταράσσουν την αρμονία της αγαλματένιας σιλουέτας τους. Εκείνο που μας έκανε περισσότερο εντύπωση σε εκείνη τη γιορτή ήταν το γεγονός ότι, παρά τη μέθη της διασκέδασης που τους διακατείχε όλους και παρά τον ενθουσιασμό που είχε παρασύρει όλο το χωριό, δεν υπήρξε η ελάχιστη εκτροπή από την ευπρέπεια και την αυστηρότητα. Αν και ο Γάλλος δεν είναι από τη φύση του βίαιος, οι γιορτές μας έχουν κάποιες εντάσεις, μέχρι και γροθιές ανταλλάσσονται φιλικά στην κορύφωση της διασκέδασης. Η ευφορία μας είναι υπερβολικά επισφαλής και είναι σκόπιμο να την επιτηρεί ένας χωροφύλακας. Τίποτα, αντιθέτως, δεν είναι πιο γλυκό, πιο έντιμο και πιο καλοκάγαθο από την ευφορία των ελλήνων χωρικών. Το χάρισμά τους αυτό έχει να κάνει με τη φυσική τους καλοσύνη, αλλά κυρίως με την ολιγάρκειά τους. Δεν είδαμε γύρω από τον χορό κανέναν από αυτούς τους πλανόδιους πωλητές νοθευμένων ποτών που δηλητηριάζουν όλες τις δημόσιες γιορτές μας. Όταν ένας χορευτής διψούσε, πήγαινε στην πηγή να πιει νερό· και το ηλιοβασίλεμα επέστρεψαν όλοι να δειπνήσουν στο σπίτι τους με τη γυναίκα τους και τα παιδιά τους. Μας γύρισε πίσω ο πάρεδρος, και στον δρόμο μάς έδωσε όλες τις πληροφορίες που ήθελα σχετικά με το χωριό. Είχα παρατηρήσει ότι τα σπίτια, χωρίς να είναι πλούσια, μαρτυρούσαν κάποια άνεση· ότι οι κάτοικοι, χωρίς να είναι ωραίοι, φαίνονταν υγιείς· ότι όλα επάνω τους και γύρω τους απέπνεαν χαρά και πληρότητα. Σχολίασε με λίγα λόγια ό,τι είχα δει και μόνος μου. Το χωριό έχει πάνω από χίλιους κατοίκους. Όλοι έχουν ένα σπίτι, λίγες προβατίνες και ένα κομμάτι γη που δεν σκοπεύουν να πουλήσουν. Όλα τα χωράφια είναι εύφορα και με καλλιέργειες· όλες οι οικογένειες έχουν ψωμί και όλα τα παιδιά πηγαίνουν στο σχολείο. Ο πάρεδρος αρνήθηκε ευγενικά το δείπνο μας: έπρεπε να πάει στους φιλοξενούμενους του. Αλλά μας επισκέφθηκε το βράδυ και την επομένη το πρωί ήρθε στις τέσσερις για να μας ευχηθεί καλό ταξίδι. Λυπηθήκαμε που αφήσαμε την Κερέσοβα και αυτή την ευτυχισμένη γωνιά της Αρκαδίας· μας είχαν όλα αρέσει, ο τόπος και οι

άνθρωποι. Ακόμα και το ντόπιο κρασί είχε ευχάριστη γεύση: μας θύμισε εκείνα τα ελαφριά κρασιά που πίνουμε στη Μεντόν, στη Βεριέρ, στη Μονμορανσί και σε όλα τα όμορφα χωριά που τρώνε φράουλες, μαζεύουν πασχαλιές, γελούν ανοιχτόκαρδα και ξυπνούν τον Γαλάτη που κοιμάται κάτω από το μαύρο κοστούμι του Γάλλου.

Σημειώσεις της μεταφράστριας 1 Πρωταγωνιστής του δράματος του Σίλλερ Οι ληστές (1781), ο οποίος ηγείται μιας συμμορίας ληστών η δράση της οποίας στοχεύει στην κοινωνική δικαιοσύνη. 2 Πρόκειται για τον Νικόλαο Κριεζώτη που υπήρξε ήρωας της ελληνικής επανάστασης. Το 1847 στασίασε κατά του Όθωνα. Σε αυτό το ιστορικό γεγονός αναφέρεται ο συγγραφέας. 3 Η έκφραση στα γαλλικά «orné comme une châsse» καθιερώθηκε λόγω του πλούτου των λειψανοθηκών που από τον Μεσαίωνα αποτελούσαν αντικείμενο λατρείας. Χαρακτηριστική περίπτωση ήταν η λειψανοθήκη της Αγίας Γενεβιέβης στο Παρίσι. 4 Διάσημη αυστριακή μπαλαρίνα. 5 Georges Cuvier (1769-1832): Γνωστός γάλλος επιστήμονας φυσιοδίφης, ανατόμος και παλαιοντολόγος. 6 Πρόκειται για ένα ακρωτηριασμένο άγαλμα ελληνιστικής εποχής οτο οποίο οι Ρωμαίοι, από τον 16ο αιώνα, συνήθιζαν να αφήνουν σκωπτικά σημειώματα. 7 Πρόκειται για τον Ναπολέοντα, ο οποίος υποχρέωσε τον πάπα Πίο Ζ ’ να μεταβεί στο Παρίσι το 1804 για τη στέψη του ως αυτοκράτορα στην Παναγία των Παρισίων. 8 Jacques Delille (1738-1813): Ποιητής και μεταφραστής. Η περιγραφική και διδακτική του ποίηση γνώρισε μεγάλη επιτυχία μέχρι και τις αρχές του 19ου αιώνα. Ήταν εχθρικός προς τη Γαλλική Επανάσταση καθώς και προς τον Ναπολέοντα. Η δούκισσα της Πλακεντίας φαίνεται αποκομμένη από την εξαιρετικά γόνιμη λογοτεχνική πραγματικότητα των μέσων του 19ου αιώνα, παραμένοντας προσκολλημένη στην προεπαναστατική Γαλλία. 9 Jacques Callot (1592-1635): Διάσημος γάλλος χαράκτης. Ο συγγραφέας αναφέρεται στη σειρά χαρακτικών του με τίτλο Les Gueux (Οι ζητιάνοι). 10 Ο γάλλος αναγνώστης εύκολα θα αναγνώριζε τα λόγια με τα οποία ξεκινά ο Δον Ζουάν του Μολιέρου. Η αναφορά στον Αριστοτέλη είναι απλώς κωμική, μια και ο έλληνας φιλόσοφος εμφανίζεται συχνά σε κωμικά έργα του 17ου αιώνα να διατυπώνει απόψεις για εντελώς παράδοξα θέματα. 11 Εννοείται ο Κριμαϊκός Πόλεμος. 12 Jean-Jacques Barthélémy (1716-1795): Γάλλος αρχαιολόγος. Το μυθιστόρημά του Ταξίδι του νεαρού Ανάχαρση στην Ελλάδα αποτελούσε μύηση των νεαρών αναγνωστών στην κλασική παιδεία. Ο Ανάχαρσις είναι ένας Σκύθης που επισκέπτεται την Ελλάδα του 4ου αιώνα τι.Χ. Στο 25 κεφάλαιο του δεύτερου τόμου περιγράφεται το πολυτελές σπίτι ενός πλούσιου Αθηναίου. Σε σχετική σημείωση ο συγγραφέας δικαιολογεί την ύπαρξη ενός τέτοιου σπιτιού στο μυθιστόρημά του παραπέμποντας σε μαρτυρία του Δημοσθένη σύμφωνα με την οποία, κατά τον 4ο αιώνα, υπήρχαν λίγες μεγαλοπρεπείς κατοικίες στην Αθήνα. 13 Πόλη της Βρετάνης. 14 Ο Φίγκαρο ισχυρίζεται ότι ξέρει αγγλικά καθώς γνωρίζει τη μία και μοναδική λέξη goddam, παραφθορά του αγγλικού God damn, που σήμαινε οτα γαλλικά της εποχής «ότι να ’ναι». Γάμοι του Φίγκαρο, 3η πράξη, 5η σκηνή.

15 Καφέ του Παρισιού, πολύ δημοφιλές κατά τον 19ο αιώνα. 16 Ρωμαίος αυτοκράτορας (περ. 201-251) ο οποίος σκοτώθηκε μέσα στους βάλτους κατά τη μάχη στην Άβριττο (σημερινή βουλγαρική πόλη) εναντίον των Γότθων. 17 Οι στίχοι που έχουν προηγηθεί προέρχονται από το ποίημα του Αλφρέντ ντε Μυσέ «Namouna» με ανατολίτικο θέμα. Λίγο παρακάτω από τους συγκεκριμένους στίχους, αναφέρονται «οι μπρούτζινες βρύσες» του λουτρού. 18 Η λέξη chapelet που χρησιμοποιεί ο Αμπού αντιστοιχεί, ως προς τη χρήση, στο κομποσκοίνι. 19 Πρόκειται για μια ξύλινη αλλά μεγάλη κατασκευή στην πλατεία Ετουάλ, την εποχή που γράφει ο Αμπού, όπου παρουσιάζονταν διαφόρων ειδών υπαίθρια θεάματα. 20 Πρόκειται για το θέατρο που υπήρχε στη σημερινή πλατεία θεάτρου και έμεινε γνωστό με το όνομα «θέατρο Μπούκουρα», του τελευταίου ιδιοκτήτη του μέχρι την κατεδάφισή του στα τέλη της δεκαετίας του 1890. 21 Ένα παλιό έθιμο κατά το οποίο όσοι καλούνταν στον στρατό γιόρταζαν το γεγονός, πριν ακόμη παρουσιαστούν, φορώντας ένα καπέλο με κορδέλες. 22 Ο Charles Rollin είναι Γάλλος ιστορικός του 17ου αιώνα. 23 Ο Πόρθος, ο Άραμις και ο Άθως, οι γνωστοί «Τρεις Σωματοφύλακες» του Αλέξανδρου Δουμά. 24 Στη Γαλλία του 19ου αιώνα αποκαλούσαν έτσι το θεωρείο όπου λάμβαναν θέση ζωηροί νεαροί που επιδοκίμαζαν ή αποδοκίμαζαν, κατά περίπτωση, την παράσταση. 25 Επικό ποίημα του Γκαίτε που αποτελείται από εννέα άσματα. Η δράση εκτυλίσσεται με φόντο τη φυγή των γερμανών κατοίκων της αριστερής όχθης του Ρήνου μετά την εισβολή στρατευμάτων της Γαλλικής Επανάστασης. 26 Στίχος από το έργο Ερνάνης του Βικτόρ Ουγκώ. 27 C. Fauriel, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια: Η έκδοση του 1824-1825, επιμ. Αλέξης Πολίτης, τόμ. 1, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1998, σ. 278. Στο τραγούδι αυτό έχει δοθεί ο τίτλος «Ο Ξένος». Ο Φοριέλ, στα «Εισαγωγικά» του συγκεκριμένου τραγουδιού, σημειώνει το εξής, το οποίο αναπαράγει και ο Αμπού: «Αυτό το τραγούδι, από τα απλοϊκότερα της συλλογής ως προς την έκφραση και τις λεπτομέρειες, είναι επίσης, ως προς τα συναισθήματα και το θέμα, από τα πιο αγαπητά». Ωστόσο, ως προς την προέλευση της συγκεκριμένης παραλλαγής, παρακάμπτει την πληροφορία του γάλλου φιλολόγου: «... θα έχουμε εδώ το τραγούδι τέτοιο που το τραγουδούν στα βουνά της Ηπείρου», και αφήνει ελεύθερη τη φαντασία του. 28 Ο Πυθαγόρας ήταν χορτοφάγος. 29 Ο Jean-Pierre Claris Florian (1755-1794) έγραψε μύθους κατά τον τρόπο του Λαφονταίν. 30 Πρόσωπο του θρύλου που εμφανίζεται είτε στο πλευρό του Αγίου Βασίλη είτε, στην ανατολική Γαλλία, του Αγίου Νικολάου, και τιμωρεί τα κακά παιδιά. Στα ελληνικά θα μπορούσαμε να τον ονομάσουμε Άγιο Ραβδιστή. 31 Στίχος του Αλφρέντ ντε Μυσέ από το ποίημα σε μορφή δράματος la coupe et les lèvres. Στον προηγούμενο στίχο, ο ποιητής έχει δηλώσει ότι απεχθάνεται τη λογοκλοπή. 32 Flageolet οτο πρωτότυπο. Μουσικό όργανο που μοιάζει περισσότερο με την ελληνική παραδοσιακή φλογέρα.

Υποσημειώσεις 1 Edmond About, La Grèce contemporaine (1854), επιμ. Jean Tucoo-Chala, L’Harmattan, Παρίσι 1996. 2 Βλ. Εντμόντ Αμπού, Η Ελλάδα του Όθωνος, «Η σύγχρονη Ελλάδα» 1854, μτφρ. Α. Σπήλιος, πρόλογος, επιμ. Τάσος Βουρνάς, Τολίδης, Αθήνα χ.χ. 3 Η ταχύτητα των μέοων μεταφοράς έχει κάνει τέτοια πρόοδο τον τελευταίο χρόνο που μπορείς να πας από το Λούβρο στην Ακρόπολη σε επτά μέρες. (Σημείωση της δεύτερης έκδοσης.) 4 Οι στρατιώτες μας καθάρισαν τους δρόμους του Πειραιά* έφτιαξαν, μάλιστα, και κήπους. Ο πατριωτισμός των Ελλήνων θα ξαναβάλει τα πράγματα στη θέση τους, όταν οι στρατιώτες μας φύγουν. (Σημείωση της δεύτερης έκδοσης.) 5 Οι Έλληνες πιστεύουν πως, αν ανέβεις στην κορυφή του Ταϋγέτου την 1η Ιουλίου, θα διακρίνεις την Κωνσταντινούπολη στον ορίζοντα. Παντού βλέπουν την Κωνσταντινούπολη, οι καημένοι. 6 Αυτή η ανισότητα στην τιμή των ειδών εξηγείται επίσης από μια ανατολίτικη προκατάληψη. Οι Έλληνες, όπως και οι Τούρκοι, δεν έχουν την έννοια της απόλυτης αξίας. Πιστεύουν πως η τιμή ενός αντικειμένου ή μιας υπηρεσίας καθορίζεται από τη φτώχεια του πωλητή και την περιουσία του αγοραστή. Η τιμή ενός τούρκικου λουτρού στην Κωνσταντινούπολη είναι μία πιάστρα για τον ζητιάνο και εκατό πιάστρες για τον πασά. Οι Έλληνες πιστεύουν πως όλοι οι ξένοι είναι πασάδες που ταξιδεύουν. 7 Σήμερα ο λοχαγός Φαβιέρος είναι υποστράτηγος στη Γαλλία. 8 Ο συνταγματάρχης είναι σε εύνοια από την εποχή της αγγλογαλλικής κατοχής. Είναι φρούραρχος των Αθηνών. Μόλις οργάνωσε ένα σώμα πυροσβεστών, που η πόλη είχε μεγάλη ανάγκη. (Σημείωση της δεύτερης έκδοσης.) 9 Ο Χατζηπέτρος επέστρεψε στην Ελλάδα και κάνει τον ωραίο, πιο νέος και πιο αγαπητός παρά ποτέ, στον δρόμο για τα Πατήσια.22 Η Ιάνθη ανακοίνωσε ότι θα επιστρέφει τον χειμώνα του 1856. Η καημένη η δούκισσα είναι η μόνη που δεν θα επιστρέφει. Πέθανε πέρυσι, ενώ τυπωνόταν η πρώτη έκδοση του έργου αυτού. (Σημείωση της δεύτερης έκδοσης.) 10 Αυτός ο δρόμος κατασκευάστηκε από τον Αυστριακό Λόυντ και με δικά του έξοδα. (Σημείωση της δεύτερης έκδοσης.) 11 Το βελανίδι είναι το κυπέλλιο, το τετράγωνο περίβλημα της βαλάνου της βελανιδιάς (quercus œgilops): το χρησιμοποιούν στις βαφές, όπως το

κέλυφος της κηκίδας, για να σταθεροποιήσουν τα χρώματα. 12 Ο αριθμός αυτός αυξήθηκε κατά ένα τέταρτο κατά το έτος 1854. Ο λόγος δεν ήταν ότι διπλασιάστηκαν τα μικρά ανά κύηση· απλώς οι ήρωες της Θεσσαλίας δεν θέλησαν να γυρίσουν πίσω χωρίς λάφυρα. Έφυγαν στρατιώτες και γύρισαν βοσκοί. (Σημείωση της δεύτερης έκδοσης.) 13 Αναφορά του κυρίου Σοβάζ, μηχανικού ορυχείων. 14 Αναφορά του κυρίου Σοβάζ και του κυρίου Λεκόντ. 15 Η Ελλάδα αποκατέστησε τις σχέσεις της με την Τουρκία. Αυτή η συμφωνία θα κρατήσει όσο εμείς θα έχουμε υπό την κατοχή μας την Αθήνα. (Σημείωση της δεύτερης έκδοσης.) 16 Το 1854, έδωσε 7 1/2%. 17 Έχω πει ότι η φιλοδοξία είναι το κύριο στοιχείο του χαρακτήρα όλων των Ελλήνων. Δεν είναι παράδοξο θέαμα αυτή η χωρική που υπόσχεται την Κωνσταντινούπολη στο μικρό της; 18 Ας το αγνοήσουμε αυτό. Μου έγραψαν από την Αθήνα ότι ένας Έλληνας από τον Πειραιά σκότωσε πρόσφατα τη μητέρα του. (Σημείωση της δεύτερης έκδοσης.) 19 Ο κύριος Μερσιέ, πρεσβευτής της Γαλλίας στην Ελλάδα, εγκατέστησε πρόσφατα την αποστολή του στο σπίτι που είχε χτίσει η Ιάνθη, στα αριστερά του δρόμου προς τα Πατήσια. 20 Σημείωση του κυρίου Γκερέν, προξένου της Γαλλίας στη Σύρα. - Ο κύριος Γκερέν, αφού πήρε μέρος στην εκστρατεία του στρατάρχη Μεζόν, έμεινε λίγα χρόνια στην υπηρεσία της ελληνικής κυβέρνησης και συνέβαλε αποφασιστικά στην οργάνωση του στρατού. 21 Βιάστηκα να μιλήσω. Το 1854, οι άτακτοι εισέβαλαν στο έδαφος της Τουρκίας· έκλεψαν, σκότωσαν και διέπραξαν ασυγχώρητες ανοησίες. Καλά το είπε ο Βολταίρος: «τρέφουμε αγάπη για το πρώτο μας επάγγελμα». Ο στρατηγός Καλλέργης, πρωθυπουργός και βασικός εχθρός ίου βασιλιά Όθωνα, απέλυσε τους ατάκτους και φροντίζει να ανασυσταθεί ο στρατός. (Σημείωση της δεύτερης έκδοσης.) 22 Το σύμπλεγμα αυτό βρίσκεται στην Ελλάδα εδώ και μερικά χρόνια. Πριν από λίγους μήνες μόνο ευχαρίστησε η ελληνική κυβέρνηση τον βασιλιά της Νάπολης. (Σημείωση της δεύτερης έκδοσης.) 23 Η κυβέρνηση φιλοτιμήθηκε: μόλις σταθεροποίησε τη βάση των Προπυλαίων. (Σημείωση της δεύτερης έκδοσης.) 24 Ρώτησαν έναν έξυπνο άνθρωπο: «Μα τι σημαίνει ορθοδοξία;» και απάντησε: «Ορθοδοξία είναι η δική μου δόξα· ετεροδοξία είναι η δόξα των άλλων». 25 Το παιχνίδι αυτό δεν είναι αποκλειστικότητα των Ελλήνων, το συναντάμε και στην Ισπανία. (Σημείωση της δεύτερης έκδοσης.) 26 Το 1854, η Ρωσία, με εικονικές πωλήσεις, έδωσε δύο σχεδόν καινούργιες κορβέτες στο ελληνικό ναυτικό. (Σημείωση της δεύτερης έκδοσης.) 27 Έκθεση του κ. Μεταξά, θεωρημένη από τον κ. Λεμέτρ, επιθεωρητή της

γαλλικής κυβέρνησης στην ελληνική Τράπεζα, όπως παρατίθεται στο εξαιρετικό έργο του κ. Καζιμίρ Λεκόντ. 28 Casimir Leconte, Étude économique de la Grèce, σ. 184. 29 Σαράντα. (Σημείωση της δεύτερης έκδοσης.) 30 Τριάντα έξι. Οι βασίλισσες είναι οι μόνες γυναίκες που δεν γίνεται να κρύψουν την ηλικία τους. (Σημείωση της δεύτερης έκδοσης.) 31 «Μπορέσαμε να βγούμε από το λιμάνι μονάχα το ξημέρωμα και προς μεγάλη μας έκπληξη τα φρούρια μας άφησαν να περάσουμε χωρίς να μας ρίξουν ούτε κανονιά, αν και ακόμη είχαν στρατό. Οι ναύαρχοι είχαν ανακοινώσει την προηγουμένη την πρόθεση να κάψουν ή να βουλιάξουν ό,τι είχε απομείνει από τον τουρκικό στόλο, και μόλις βγήκαμε από το στενό είδαμε δυο να ανατινάζονται· μέτρησα εκείνο το πρωινό καμιά δωδεκαριά τέτοιες εκρήξεις. Σκέφτονταν πως αυτή η επιχείρηση είχε μόλις τελειώσει» κλπ. (Επιστολή του κυρίου Α. Ρουάν στον στρατηγό Γκιγμινό, πρεσβευτή της Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη.) 32 Το πιο ευρηματικό μαρτύριο που έχουν επινοήσει είναι του ανθρώπου βορά στις μύγες. Αλλά και οι Πέρσες δεν υστερούν σε εξυπνάδα: στην Τεχεράνη, όταν ένας άνθρωπος πρόκειται να θανατωθεί, διανοούνται να του βγάλουν όλα τα δόντια, το ένα μετά το άλλο, και του τα φυτεύουν στο κρανίο με ένα σφυρί. Έπειτα από αυτή την προετοιμασία, του κόβουν το κεφάλι. (Σημείωση της δεύτερης έκδοσης.) 33 Léouzon Le Duc, La Russie contemporaine, 2n έκδ., o. 84. 34 Διάταξη του 1836. Léouzon Le Duc, La Russie contemporaine. 35 Το τάγμα του Σωτήρος είναι επινόηση του βασιλιά Όθωνα. Η κορδέλα είναι μπλε και ο σταυρός μοιάζει με όλους τους σταυρούς του κόσμου. Το μεγάλο κορδόνι του τάγματος αυτού προσφέρθηκε στον λόρδο Ράντκλιφ, αλλά το αρνήθηκε. (Σημείωση της δεύτερης έκδοσης.) 36 Η καημένη η δούκισσα πέθανε χωρίς να κάνει διαθήκη, προς μεγάλη απογοήτευση πέντε έξι Ελλήνων που περίμεναν ευλαβικά να την κληρονομήσουν. 37 Σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες μου από την Αθήνα, η αγγλογαλλική κατοχή έφερε σε όλους πλούτο και οι ελάχιστοι τουρίστες που το ρισκάρουν και έρχονται στην Ελλάδα δεν μπορούν να βρουν ξενοδοχείο με λιγότερο από 300 φράγκα τον μήνα. 38 Η φράση αυτή γράφτηκε πριν να ολοκληρωθούν οι εργασίες. 39 Από την έκδοση του βιβλίου αυτού (Αύγουστος 1854), οι Αθηναίοι το μόνο θέαμα που έχουν δει είναι οι στρατιωτικές μας στολές. 40 Ο δάσκαλος του τραγουδιού. 41 Ήταν το πρώτο βιολοντσέλο του θεάτρου. 42 Ο Λευτέρης παντρεύτηκε κατά την παραμονή μου στην Ελλάδα· μόλις έμαθα και για τον γάμο του Πέτρου. Αν τα παιδιά τους τους μοιάσουν, η Αθήνα θα έχει σε τριάντα χρόνια καμιά δωδεκαριά τίμιους ανθρώπους.