131 50 22MB
Greek Pages [471] Year 2006
324 - 1081
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ
ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
324 -1453
Τόμος Α 324 - 1081
1. Η ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ Η συμβολή της Γαλλίας Ο 18ος αιώνας, η Επανάσταση και η εποχή του Ναπολέοντος Η ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ Περιοδικά, γενικές παραπομπές, παπυρολογία
2. Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟ Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ Η μεταστροφή του Κωνσταντίνου Το Έδικτο των Μεδιολάνων Η στάση του Κωνσταντίνου απέναντι στην Εκκλησία Ο Αρειανισμός και η Σύνοδος της Νικαίας Η ίδρυση της Κωνσταντινουπόλεως Μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού και του Κωνσταντίνου Οι από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο μέχρι τις αρχές του 6ου αιώνα Αυτοκράτορες Η Εκκλησία και το Κράτος κατά τα τέλη του 4ου αιώνα. Ο Μέγας Θεοδόσιος και ο θρίαμβος του Χριστιανισμού Το γερμανικό (γοτθικό) πρόβλημα κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα Εθνικά και θρησκευτικά προβλήματα κατά τον 5ο αιώνα Αρκαδίας (395-408) Ιωάννης ο Χρυσόστομος Θεοδόσιος Β' ο Μικρός (408-450) Θεολογικές έριδες και η Γ' Οικουμενική Σύνοδος Το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινουπόλεως Θεοδοσιανός Κώδικας (Codex Theodosianus) Τα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως Μαρκιανός (450-457) και Λέων Α' (457-474). Άσπαρ Η Δ' Οικουμενική Σύνοδος Ζήνων (474-491). Οδόακρος και Θευδέριχος ο Οστρογότθος Το Ενωτικόν Αναστάσιος Α' (491-518). Ρύθμιση του ισαυρικού προβλήματος. Ο Περσικός Πόλεμος. Βουλγαρικές και Σλαβικές επιδρομές. Το "Μακρόν Τείχος". Σχέσεις με τη Δύση Η θρησκευτική πολιτική του Αναστασίου. Η επανάσταση του Βιταλιανού. Εσωτερικές μεταρρυθμίσεις Συμπέρασμα Φιλολογία, Επιστήμη, Αγωγή και Τέχνη (Από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου μέχρι τον Ιουστινιανό)
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
12
Κατά τα δύο τελευταία χρόνια ο παλαιός μου μαθητής και τώρα εκλε
κτός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ράτζερς (Rutgers), Πέτρος Χαράνης, μέ βοήθησε πολύ, κυρίως δε στην προετοιμασία τής βιβλιογραφίας. Αισθάνομαι ως εκ τούτου το καθήκον να τού εκφράσω τη βαθιά μου ευ
γνωμοσύνη. Όπως είπα στον πρόλογο τής πρώτης αγγλικής εκδόσεως,
δεν είναι σκοπός μου να δώσω πλήρη βιβλιογραφία τού θέματος. Έτσι,
τόσο στο κείμενο όσο και στη βιβλιογραφία, δίνω μόνον τις πιο αξιόλο γες ή πιο πρόσφατες εκδόσεις. Αν και έχω πλήρη τη συναίσθηση ότι το χρονολογικό σχήμα τής εργα
σίας μου μερικές φορές ενοχλεί, δεν τό άλλαξα σ' αυτήν τη νέα έκδοση, γιατί τότε θα έπρεπε να γράψω ένα τελείως νέο βιβλίο. Ευχαριστώ θερμά τον κ. Ρόμπερτ Ρέυνολντς
(Robert L. Reynolds),
καθηγητή τής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο τού Γουισκόνσιν, καθώς και το
Γεωγραφικό Τμήμα τού ιδίου Πανεπιστημίου για τη βοήθεια που έδωσαν στους εκδότες τού βιβλίου αυτού με την προετοιμασία τών χαρτών. Επί σης θερμά ευχαριστώ την κα Έντνα Σέπαρντ Τόμας
Thomas),
(Ednah Shepard
η οποία με αξιοπρόσεκτη ευσυνειδησία αναθεώρησε τα χειρό
γραφά μου και διόρθωσε τα ανεπαρκή μου Αγγλικά. Θα ήθελα τέλος να ευχαριστήσω τον κ. Κίμωνα Γιοκαρίνη, που ανέλαβε τη δύσκολη δOυλ€ιά να συνθέσει το ευρετήριο αυτού τού βιβλίου. Α. Α. Βασίλιεφ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ*ΣΑΡΛΝΤΗΛ Η ΙΣΤΟΡΙΑ τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας έχει σχεδόν τελείως αναθε ωρηθεί κατά τα τελευταία τριάντα ή σαράντα χρόνια. Πολύ σπουδαία στοιχεία
-
σχετικά με διάφορα τμήματα αυτής τής ιστορίας
-
έχουν α
νακαλυφθεί, ενώ συγχρόνως έχουν γίνει σημαντικές και λεπτομερείς επι
στημονικές εργασίες, οι οποίες μελετούν διάφορες περιόδους της. Μολα ταύτα όμως, μάς έλειπε μια γενική ισtOρία τής Βυζαντινής Αυτοκρατορί ας, που θα αξιοποιούσε αυτές τις έρευνες και η οποία, τελείως ενημερω
μένη για τα πιο 'σύγχρονα επιστημονικά συμπεράσματα, θα εξέθετε, κα τά έναν πλήρη τρόπο, την τύχη και την εξέλιξη τής Αυτοκρατορίας. Οι ι στορίες, τις οποίες επιχείρησαν να γράψουν, στη Ρωσία, ο Κουλακόβσκι και ο Ουσπένσκι, έμειναν ατελείς. Ο πρώτος σταματά στο
717,
ενώ ο
δεύτερος φθάνει μόνον μέχρι το τέλος τού 90υ αιώνα. Τα πολύτιμα έργα
*
Ο πρόλογος του Σαρλ Ντηλ
~lς l> *. Μπεζομπραζόφ
(Bezobrazov): Το βιβλίο Σκιαγραφία τού Πολιτισμού τού Βυζαντίου (Πετρούπολη, 1919), είναι μια μελέτη τού Π.Β. Μπεζο μπραζόφ, που πέθανε τον Οκτώβριο τού 1918. Το έργο αυτό, γραμμένο με ζωντάνια, χαρακτηρίζεται από την έλλειψη συμπάθειας προς τη ζωή
* Σ.τ.Μ. Η «Ιστορία τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» τού Βασίλιεφ, μεταφράσθηκε Αγγλικά από τίς Ragozina, Saua Mironovna (History of the Byzantine Ernpire, δύο τό μοι, University of Wi5COnsin Studies ίη the Social Sciences and History, αρ. 13 και 14), Madison, Wis. 1928-1929. Κατόπιν μεταφράσθηκε -από τα Αγγλικά- Γαλλικά από τους Ρ. Brodin και Bourguina και κυκλ0φ6ρησε, με πρόλογο τού Σαρλ Ντηλ, σε δύο τόμους, στο Παρίσι, το 1932 (Histoire de Ι' Ernpire Byzantine). Ο πρώτος τόμος μεταφράσθηκε επίσης -από τα Γαλλικά- Τουρκικά, από τον καθηγητή
ArifMi1fid Manzel (Ankara, 1943).
Το όλο έργο μεταφράσθηκε τελικά -από Τ,α Γαλλικά- Ισπανικά από τον
Juan G.
de Luaces και τον Rarnon Masoliver (Historia del Irnperio Bizantino, 2 τόμοι, Βαρκε λώνη, 1946). Το 1952 εκδόθηκε, σε έναν τόμο, από το Πανεπιστήμιο τού Γουισκόνσιν, η δεύτε ρη έκδοση τής Ιστορίας τού Βασίλιεφ, η οποία στηρίζεται - και αυτή - στη γαλλική έκδοση. Η δεύτερη αυτή αγγλικ'l έκδοση αποτελεί -μαζί με τη γαλλική- τη βάση τής παρούσας ελληνικής μεταφράσεως.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
61
τού Bυζαντίou, που περιγράφεται με μάλλον σκοτεινά χρώματα. Εξετά ζει αυτοκράτορες και αυτοκράτειρες, εκκλησιαστικούς και ανωτέρους κρατικούς υπαλλήλους, γαιοκτήμονες, τεχνίτες, τη σχετική φιλολογία, θε
άματα και ψυχαγωγία, καθώς και δικαστικά ζητήματα. Ο Μπεζομπρα
ζόφ υπήρξε ένας πολύ ικανός επισrrlμoνας και το βιβλίο του είναι ευχά ριστο και χρήσιμο.
Λεφτσένκο
(Levchenko):
Η πρώτη προσπάθεια μελέτης τής Βυζαντινής
Ιστορίας από μαρξιστικής σκοπιάς έγινε το
1940,
στη Σοβιετική Ρωσία,
από τον Μ. Β. Λεφτσένκο, που εξέδωσε το σύντομο έργο του Ισroρία τού Βυζαντίου (Μόσχα και Λένινγκραντ,
1940).
Αν αγνοήσουμε τις συνηθι
σμένες επιθέσεις -απαραίτητες στη Σοβιετική Ρωσία- τού συγγραφέα
κατά τών «μπουρζουάδων Βυζαντινιστών», έχουμε ένα βιβλίο που δείχ νει καλή γνώση τού υλικού, ενώ συγχρόνως δίνει μια ενδιαφέρουσα και καμιά φορά με προκατάληψη -
-
αν
συλλογή αποσπασμάτων από διάφο
ρες πηγές. Δίνει επίσης μεγάλη προσοχή στην εσωτερική ιστορία και ει
δικότερα στα οικονομικά-κοινωνικά προβλήματα, τα οποία ο Λεφτσένκο συσχετίζει με τα συμφέροντα τού λαού. Ο συγγραφέας γράφει: «Η Ρω
σία πήρε τον Χριστιανισμό από το Βυζάντιο. Μαζί με τον Χριστιανισμό οι Σλάβοι έλαβαν τη γραφή και ορισμένα στοιχεία τού ανώτερου Πολιτι σμού τού Βυζαντίου. Είναι φανερό ότι οι εργαζόμενες μάζες τής χώρας μας έχουν δίκαιο να ενδιαφέρονται για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και ο Ρώσος ιστορικός πρέπει να ικανοποιήσει το ενδιαφέρον αυτό και να
δώσει μια επιστημονική ιστορία τού Βυζαντίου, θεμελιωμένη στις βάσεις τής μαρξιστικής
- λενινιστικής μεθοδολογίας»
(σελ.
4).
ΠεQιοδι.χά,Υε'Vικές ΠαQMOμ:ιτές, ΠΜυοολοΥία Το
1892 κυκλοφόρησε στη
Γερμανία το πρώτο περιοδικό, που, με τον τίτ
λο «Βυζαντινή Επιθεώρηση»
(Byzantinische Zeίtschήft),
ασχολείται απο
κλειστικά με βυζαντινές μελέτες. Εκτός από τα άρθρα και τις βιβλιοκρι σίες, τα οποία περιέχει, βρίσκει κανείς εκεί μια λεπτομερή βιβλιογραφία όλων τών σχετικών με τη Βυζαντινή Ιστορία εκδόσεων. Αρκετός χώρος είναι αφιερωμένος στις ρωσικές και σλαβικές εκδόσεις. Ο καθηγητής Κάρολος Κρουμπάχερ υπήρξε ο ιδρυτής και ο πρώτος εκδότης τού περι-.
οδικού αυτού. Το
1914
είχαν εκδοθεί είκοσι δύο τόμοι και το
1909 εκδό
θηκε ένας εξαιρετικός αναλυτικός πίνακας για τους πρώτους δώδεκα τό μους. Κατά τη διάρκεια τού Α' Παγκοσμίου Πολέμου η «Βυζαντινή Επι θεώρηση» διέκοψε την έκδοσή της για να ξανακυκλοφορήσει όμως μετά τον πόλεμο. Τώρα το περιοδικό εκδίδεται από τον Φραντς Ντέλγκερ
(Franz Ddlger).
Το
1894 η
Ρωσική Ακαδημία τών Επιστημών εγκαινίασε
την έκδοση τών «Βυζαντινών Xρoνικών~~
(Vizantiysky Vremennik)
υπό
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
84
ρατηρεί ο Α. Σπάσκι, πέθανε τη στιγμή που έδινε εντολή να ανακληθεί ο Αθανάσιος, ο γνωστός αντίπαλος τού Αρείου(l). Ο Κωνσταντίνος έκαμε
τα παιδιά του Χριστιανούς.
Η ίδQυση τής Κωνσταντινουπόλεως Το δεύτερο γεγονός τής βασιλείας τού Κωνσταντίνου, που ύστερα από
την αναγνώριση τού Χριστιανισμού έχει πρωταρχική σημασία, είναι η ίδρυση μιας νέας πρωτεύουσας, στις ευρωπα"ίκές ακτές τού Βοσπόρου και στη θέση τού αρχαίου Βυζαντίου. Πριν από τον Κωνσταντίνο οι αρχαίοι είχαν εκτιμήσει τις στρατηγικές
και εμπορικές δυνατ6τητες που παρείχε το Βυζάντιο, λόγω τής θέσεώς του στα σύνορα Ασίας και Ευρώπης και λ6γω τού ελέγχου τον οποίο α σκούσε στην είσοδο προς δύο θάλασσες, τη Μαύρη θάλασσα και τη Με σόγειο. Επίσης ήταν πολύ κοντά στις κύριες εστίες τών ένδοξων αρχαίων πολιτισμών. Κατά το πρώτο ήμισυ τού Ίου αιώνα π.χ. οι Μεγαρείς είχαν ιδρύσει μια αποικία, την Χαλκηδόνα, στις ασιατικές ακτές, στο ν6τιο άκρο τού Βοσπόρου, ακριβώς απέναντι από τη θέση όπου αργότερα χτίστηκε η Κωνσταντινούπολη. Λίγα χρόνια μετά την ίδρυση τής Χαλκηδόνος, μια άλλη ομάδα Μεγαρέων ίδρυσε μια αποικία στις ευρωπα"ίκές ακτές τού
Βοσπόρου, το Βυζάντιο, που πήρε το όνομα αυτό από τον αρχηγό τών α ποίκων Βύζαντα. Οι αρχαίοι είχαν αντιληφθεί πόσο πλεονεκτική ήταν η θέση τού Βυζαντίου έναντι τής Χαλκηδ6νος. Ο Έλληνας ιστορικός τού
50υ π.χ. αιώνα Ηρόδοτος (ΙΥ,
144), γράφει 6τι
ο στρατηγός τών Περσών
Μεγάβαζος, όταν έφθασε στο Βυζάντιο, ονόμασε τους ~ατoίκoυς τής Χαλκηδόνος τυφλούς, γιατί έχοντας τη δυνατότητα επιλογής, διάλεξαν την χειρ6τερη από τις δύο πόλεις, παραβλέποντας την υπεροχή τής θέσε ως όπου χτίσθηκε αργ6τερα το Βυζάντιο. Αργ6τερα η φιλολογική παρά δοση
-
συμπεριλαμβανομένου τού Στράβωνος (νπ,
Ρωμαίου ιστορικού Τάκιτου
(Ann.
6, c. 320)
και τού
ΧΠ, 63)"':" αποδίδει τα λόγια τού Με
γαβάζου, κάπως τροποποιημένα, στον Πύθιο Απόλλωνα, ο οποίος είπε στους Μεγαρείς, όταν τόν ρώτησαν Π9ύ θα έπρεπε να χτίσουν την πόλη
τους, να εγκατασταθούν απέναντι από την πόλητών τυφλών. Το Βυζά ντιο έπαιξε σπουδαίο ρόλο κατά τη διάρκεια τών Ελληνο-Περσικών Πο λέμων και την εποχή τού Φιλίππου τού Μακεδόνος. Ο Έλληνας ιστορι-
(1)
Α.
Spassky, «Dogmatic Movements» 1925, σελ. 65).
(ένθ. ανωτ. ΧΙ,
σελ.
258.
Βλέπε και
Baynes «Athanasiana»
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
63
σημο Ρώσο λόγιο Ν. Π. Κοντακόφ για την ογδοηκοστή επέτειο τών γενε θλίων του. AJ..λά την ίδια μέρα τής εκδόσεώς του ανηγγέλθη ο θάνατος τού Κοντακόφ
Μεταξύ
(16 Φεβρουαρίου 1925). τών ετών 1924 και 1950 εκδόθηκαν
στην Αθήνα είκοσι τόμοι
μιας νέας ελληνικής εκδόσεως τής «Επετηρίδος τής Εταιρείας Βυζαντι νών Σπουδών». Πολλά άρθρα που έχουν δημοσιευθεί σ' αυτήν την επετη ρίδα είναι ενδιαφέροντα και σημαντικά. Εκτός όμως τών μελετών που βρίσκει κανείς σε αυτά τα ειδικά περιο
δικά, αρκετό και αξιόλογο υλικό, σχετικ6 με τη Βυζαντινή Περίοδο, βρί σκεται σε περιοδικά που δεν ασχολούνται αποκλειστικά με τη μελέτη τού Βυζαντίου. Ειδικώς ενδιαφέρον για τις βυζαντινές του μελέτες είναι το ελληνικό περιοδικό «Νέος Ελληνομνήμων», το οποίο εξέδωσε, το
1904, ο
Σ. Λάμπρος και του οποίου η έκδοση συνεχίζεται, μετά τον θάνατό του, από διαφόρους Έλληνες λογίους. Αξιόλογα επίσης είναι τα
Orient» και «Revue de l'
Οήeηt
«Echos d'
Chretien».
Ένα πo~ύ σπουδαίο έργο, το οποίο μελετά το Δίκαιο τού Βυζαντίου,
είναι η Ιστορία τού Ελληνο-Ρωμαϊκού Δικαίου chίsch-rδmίscheη
Rechts),
(Geschichte des grie-
γραμμένη από τον διαλεκτό Γερμανό νομομα
θή Καρλ Έντουαρντ Τσαχάρια φον Λίνγκενταλ (Κarl
νοη
Lingenthal). Η τρίτη
έκδοση
Eduard Zacharia εκδ6θηκε στο Βερολίνο το 1892.
Ανάμεσα στα παλαι6τερα νομικά έργα υπάρχει η έκδοση τού Θεοδο σιανού Κώδικα
Godefroy).
Ο
(Codex Theodosianus) τού Ζακ Γκοντφρουά (Jacques νομομαθής Γκοντφρουά (Gothofredus, 1587-1652), γεννή
θηκε στη Γενεύη και εστάλη στη Γαλλία για να σπουδάσει νομικά και ιστορία. Ύστερα από τριάντα χρόνια εργασίας, παρουσίασε την έκδοση
τού Θεοδοσιανού Κώδικα, εμπλουτισμένη με αξιόλογες σημειώσεις και παρατηρήσεις, που είναι ακόμη εξαιρετικά χρήσιμες για τον μελετητή τής παλαι6τερης περώδου τού Βυζαντινού Δικαίου. Το έργο του εκδ6θη κε, για πρώτη φορά, δεκατρία χρ6νια μετά τον θάνατό του.
'λλλα αξιόλογα έργα είναι: πρώτον η γαλλική έκδοση τής Ιστορίας τού Βυζαντινού Δικαίου
(Histoire du droit Byzantin) τού Μορτρέιγ (Mortreuile), που εκδόθηκε στο Παρίσι (1843-1847), δεύτερον η γερμα νική εργασία τού Ε. Χάιμπαχ (Ε. Heimba'ch), που δημοσιεύθηκε στην Ersch und Gruber Encyclopedia (LXXXXI, 191-417) και τρίτον η ρωσική εργασία τού Αουγκούστ Ένγκελμαν (August Engelman): Μελέτη τού Ελ ληνο-Ρωμαϊκού Δικαίου με μια επισκόπηση τής πιο σύγχρονης σχετικής βιβλιογραφίας, που αποτελεί μια «προσπάθεια εισαγωγής στη μελέτη τής ιστορίας τού Βυζαντινού Δικαίου» και η οποία εκδόθηκε το
1857.
Η τε
λευταία αυτή μελέτη είναι τώρα απηρχαιωμένη, αλλά εφόσον αφ' ενός
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
64
μεν αναφέρεται σπανίως, ενώ αφ' ετέρου είναι απρόσιτη, καλό είναι να
δώσουμε μια περίληψη τού περιεχομένου της, το οποίο έχει ως εξής: Ση μασία τής ιστορίας τού Βυζαντίου και τού Ελληνο-Ρωμα·ίκού Δικαίου, ε πισκόπηση τής σχετικής προς το Ελληνο-Ρωμα·ίκό Δίκαιο γραμματείας, έκταση τής ιστορίας τής Ελληνο-Ρωμαϊκής Δικαιοσύνης, διαίρεση τού Δι
καίου σε περιόδους και χαρακτηριστικά κάθε περιόδου, κύρια θέματα τής σύγχρονης μελέτης τού Ελληνο-Ρωμα·ίκού Δικαίου και επισκόπηση
τής σχετικής προς το Ελληνο-Ρωμαϊκό Δίκαιο Βιβλιογραφίας από το
1824
και έπειτα. Ένα άλλο ρωσικό έργο είναι η Ιστορία τού Βυζαντινού
Δικαίου Το
(2 μέρη, Γιαροσλάβ, 1876-1877) τού Αζάρεβιτς (Azareνitch). 1906 ο Ιταλός επιστήμονας Λ. Σιτσιλιάνο (L. Sίcilίanο).δημοσίευσε
μια πολύ περιεκτική εργασία, εμπλουτισμένη με αξιόλογες βιβλιογραφι κές σημειώσεις, στην «Ιταλική Νομική Εγκυκλοπαίδεια»
50, fasc. 451 και 460). Η εργασία αυ τή δημοσιεύθηκε, αυτοτελώς, στο Μιλάνο το 1906. Χρήσιμο επίσης είναι το έργο τού Άλντο Αλμπερτόνι (Aldo Albertoni) Για μια έκθεση τού Βυ ζαντινού Δικαίου σε σχέση με την Ιταλία (Per una esposΊZione del diritto bizantino con riguardo all' Italia, Imola, 1927), καθώς και μερικές προ Giuridica Italiana,
τόμος
(Enciclopedia
IV,
μέρος
σθήκες τού Νόρμαν Μπέυνζ στην «Βυζαντινή Επιθεώρηση» [χχνπι
(V. Wittken) Η ανάπτυξη τού Βυζαντινού Δικαίου μετά τον Ιουστινιανό (Die Entwicklung des Rechtes nach Justinian ίη Byzanz, Halle, 1928). (1928), 477-476]
και η εργασία τού Β. Βίτκεν
Τα πιο αξιόλογα έργα σχετικά με τη Βυζαντινή Τέχνη, είναι τα εξής:
1)
Ν. Π. Κοντακόφ: Ιστορία τής Βυζαντινής Τέχνης και Εικονογραφίας,
βασισμένη σε μικρογραφίες ελληνικών χειρογράφων (Οδησσός, 1876,
Atlas, 1877, γαλλική έκδοση -αναθεωρημένη- σε δύο τόμους, Παρίσι, 1886-1891), 2~ Μπαγιέ: Βυζαντινή Τέχνη (L' Art Byzantin, δημοσιεύθηκε στη Γαλλική Ιστορία τής Τέχνης, τού Α Michel, τόμος Ι και ΠΙ, Παρίσι, 1905 και 1908), 3) Σαρλ Ντηλ: Εγχειρίδιο Βυζαντινής Τέχνης (Mannuel ._. d' Art Byzantin, Παρίσι, 1910· αναθεωρημένη και εμπλουτισμένη έκδοση τού έργου αυτού εκδόθηκε σε δύο τόμους το 1925-1926), 4) ο. Μ._. Dalton: Βυζαντινή Τέχνη και Αρχαιολογία (Οξφόρδη, 1911), 5) ο. Μ.. Dalton: Ανατολική Χριστιανική Τέχνη (Oxford, 1925, το έργο αυτό τού Dalton περιέχει ένα τμήμα σχετικό με την αρχιτεκτονική) και 6) L.· Brehier, Βυζαντινή Τέχνη (L' Art Byzantin, Παρίσι, 1924)*. Τα πιο ση μαντικά έργα - σχετικά με την Βυζαντινή Χρονογραφία - είναι τα ε*
Σ.τ.Μ. Το
1934 κυκλοφόρησε
«Βυζαντιν11 Τέχνη»
στο ΠαρΙσι το δΙτομο έργο τών Η.
(L' Art Byzantin).
Peirce
και
R. Tyber
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
88
Κωνσταντινούπολη, ο Κωνσταντίνος έσωσε τον Αρχαίο Πολιτισμό και δημι ούργησε ένα ευνο'ίκό πλαίσιο για τη διάδοση τού Χριστιανισμού»(l).
Μετά την περίοδο τού Μεγάλου Kωνσταvτίνoυ, η Kωνσταvτινoύπoλη έγινε το πολιτικό, θρησκευτικό, οικονομικό και πνευματικό κέvτρo τ11ς Αυτοκρατορίας(!).
Μεταρρυθμίσεις τού Διοκλητιανού
και τού Κωνσταντίνου Οι μεταρρυθμίσεις τού Διοκλητιανού και τού Kωνσταvτίνoυ παρουσιά ζουγ τα εξής κύρια χαρακτηριστικά: Πρώτον, την αυστηρή συγκέντρωση τών εξουσιών, δεύτερο\', την καθιέρωση μιας υπερμεγέθους γραφειο κρατίας και, τρίτον, τον σαφή διαχωρισμό τής στρατιωτικής aπό την πο λιτική εξουσία. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές δεν ήταν νέες ούτε aπρόσμενες.
Η Ρωμα"ίκή Αυτοκρατορία άρχισε, ήδη από την εποχή τού Αι"!ούστου, να τείνει προς το συγκεντρωτικό σύστημα. Παράλληλα με την απορρόφη ση τών νέων περιcχών τής Ελληνιστικής Ανατολ11ς, ξει
-
διά μέσου τcδν αιώνων -
τυπα διοικήσεως -
-
11
οποία είχε αναπτύ
έναν ανώτερο πολιτισμό :~αι παλαιά πρό
ιδιαίτερα στις επαρχίες τής Πτολεμα"ίΚ11ς Αιγύπτου
η ΡωμαΤκή Αυτοκρατορία δανειζόταν τις συνήθειες και τα ελληνιστι.:
κά ιδανικά τών νεoaπoκτημένων χωρών. Το κύριο χαρακτηριστικό τών κρατών που χτίστηκαν πάνω στα ερείπια τής Αυτοκρατορίας ίΟ" Μεγά·
λου Αλεξάνδρου, δηλαδή τής Περγάμου τών Ατταλιδcι}-,', τής Συρίας τών Σελευκιδών και τής Αιγύπτου τών Πτολεμαί,ων, υπήρξε η απεριόριστη και θεοποιημένη δύναμη τών μοναρχών, δύναμη που τήν βλέπουμε, στην
κύριά της έκφανση, στην Αίγυπτο. Για τον λαό τής Άιγύπτου, ο Αύγου στος και οι διάδοχοί του είχαν την ίδια θεΤκή δύναμη που διέθεταν, πριν aπό αυτόν, οι Πτολεμαίοι. Η αντίληψη όμως αυτ11 ηταν τελείως αντίθετη προς τον τρόπο, με τον οποίο αντιλαμβάνονταν οι Ρωμαίοι την έννοια τής
(J) «Ιστορία τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», τόμος 1, σελ. 60-62 (Ρωσικά).
(2)
Μερικές φορές παρατηρούμε μια διάθεση μειώσεως τής αξίας τΊ1ς Κωνστα\'Τινou
πόλεως. Βλέπε
Seeck, «Geschichte des Untergangs der antiken Welt» (Berlin 1909, πι, 426-428). Stein, «Geschichte des spatromischen Reiches», Ι 2-3, 1Υ3, , Etudes byzantines, 11 (1945),5-78.
(2) Bury, «Later Roman Empire», 11, 287. Goubert, «Byzance et l'Espagne», Etudes byzantines, 11 (1945), 76-77 (μέχρι 624). (3) Βλέπε J. Puigi ί Cadafalch, «Ι' Architecture religieuse dans le domaine byzantin en Espagne», Byzantion, Ι (1924),530.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
184
ακτές τής Μεσογείου, ενώ, στα βόρεια μέρη, οι Πέρσες επιχείρησαν να
βαδίσουν προς τη Μαύρη Θάλασσα. Δυσκολεύθηκαν όμως να προχωρή σουν στη Λαζική, η οποία τότε εξηρτάτο από τη Βυζαντινή Αυτοκρατο ρία. Με μεγάλη δυσκολία τελικά ο Ιουστινιανός κατόρθωσε να εξαγορά σει μια ανακωχή για πέντε χρόνια, για την οποία πλήρωσε αρκετά χρή ματα. Αλλά και ο Χοσρόης είχε φθαρεί από τις ατελείωτες συγκρούσεις
και αναγκάστηκε, το
561
ή το
562,
να συνθηκολογήσει με τη Βυζαντινή
Αυτοκρατορία, με την οποία η Περσία έκανε μια συνθήκη ειρήνης για πενήντα χρόνια. Ο ιστορικός Μένανδρος(l) δίνει ακριβείς και λεπτομε
ρείς πληροφορίες για τις διαπραγματεύσεις και τους όρους τής συνθήκης αυτής. Ο Αυτοκράτορας αναλάμβανε να πληρώνει στην Περσία κάθε
χρόνο ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, ενώ ο Βασιλιάς τής Περσίας
υποσχόταν να εξασφαλίσει στην Περσία θρησκευτική ελευθερία για τους Χριστιανούς, με τον αυστηρό όρο, ότι οι Χριστιανοί θα απέχουν αίτό κά θε προσηλυτισμό. Οι Ρωμαίοι και οι Πέρσες έμποροι, ασχέτως προς το
εμπόρευμά τους, ήταν υποχρεωμένοι να διεξαγάγουν το εμπόριό τους μόνον σε ορισμένα μέρη όπου υπήρχαν τελωνεία. Το πιο αξιόλογο για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία σημείο τής συνθήκης αυτής, είναι η συμφωνία τών Περσών να εγκαταλείψουν τη Λαζική και να τήν παραχωρήσουν στους Ρωμαίους. Με άλλα λόγια, οι Πέρσες δεν πέτυχαν να εξασφα λίσουν ένα προπύργιο στις ακτές τής Μαύρης Θάλασσας, η οποία έμεινε
στην απόλυτη κατοχή τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, πράγμα που είχε μεγάλη, πολιτική και οικονομική, σημασίαl2).
Τελείως διαφορετική υπήρξε η φύση τών αμυντικών πολέμων στη Βαλκανική Χερσόνησο. Οι Βόρειοι βάρβαροι, Βούλγαροι και Σλάβοι, εί χαν λεηλατήσει τις επαρχίες τής χερσονήσου από την εποχή τού Αναστα
σίου. Την εποχή τού Ιουστινιανού οι Σλάβοι παρουσιάζονται για πρώτη φορά, από τον Προκόπιο, με το όνομά τους «Σκλαβήνοι». Μεγάλες ορ
δές Σλάβων και Βουλγάρων, τους οποίους ο Προκόπιος ονομάζει Ούν νους, διέσχιζαν τον Δούναβη σχεδόν κάθε χρόνο και εισχωρούσαν βαθιά μέσα στις επαρχίες τού Βυζαντίου, καταστρέφοντας τα πάντα διά πυρός
και σιδήρου. Από τη μια πλευρά έφθασαν στα περίχωρα τής πρωτεύ-
(1) Menandri, «Excerpta», ed. ntinae»
(Βοηη,
1829),346 Κ.
Β.
G. Niebuhr, «Corpus Scriptorum Historiae Byza-
επ. Η σuλλoγή αυτή είναι γνωστή ως Βοηη
historica jussu imp. Constantini Porphyrogeniti confecta», ed. C. de
ed. «Excerpta
Βοοτ, Ι,
175
Κ. επ.
(2) Λεπτομέρειες σχετικές με τη συνθ1iκη βλέπε εις Κ. Gtiterbock, «Byzanz und Persien ίη ihren dipIomatisch-voIkerrectIichen Beziehungen im ZeitaIter Justinians», 57-105. Bury, «Later Roman Empire», 11, 120-123 (έτος τής συνθήκης το 562). Stein, «Justinus 11 und Tiberius», 5-6 (έτος τής συνθήκης το 561) σελ. 2 και 28 σημ. 3.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΙΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
137
νεπιστήμιο τού Θεοδοσίου Β', υπήρξε, για πολύ καιρό, το κέντρο γύρω από το οποίο συγκεντρώθηκαν όλες οι πνευματικές δυνάμεις τής Αυτο κρατορίας.
Θεοδοσιανός Κώδικας
(Codex Theodosianus)
Η εποχή τού Θεοδοσίου μάς έδωσε, επίσης, την παλαι6τερη συλλογή αυ τοκρατορικών διαταγμάτων που σώζεται μέχρι σήμερα. Μια τέτοια συλ λογή ήταν απαραίτητη, γιατί τα διάφορα, διασκορπισμένα, διατάγματα χάνονταν κι ξεχνιόνταν εύκολα, με αποτέλεσμα τη δύσκολη εφαρμογή τών νόμων από τούς νομικούς, οι oπo~oι, κατ' αυτόν τον τρόπο, συχνά
βρίσκοταν σε πολύ δύσκολη θέση. Υπήρχαν ήδη δύο παλαι6τερες συλλο γές διαταγμάτων: ο Γρηγοριανός Κώδικας Ερμογενειανός Κώδικας
(Codex Gregorianus) και ο (Codex Hermogenianus), που έφεραν το όνομα
τών συντακτών τους, για τους οποίους δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα. Η πρώτη συλλογή ανήκει στην εποχή τού Διοκλητιανού και περιέχει πι
θανόν διατάγματα από την εποχή τού Αδριανού μέχρι τον Διοκλητιανό. Η δεύτερη συλλογή, που συντάχθηκε κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τών διαδόχων τού Διοκλητιανού, τον
40
αιώνα, περιλαμβάνει διατάγματα
που χρονολογούνται από τα τέλη τού 30υ αιώνα μέχρι το
360
περίπου.
Καμιά από τις συλλογές αυτές δεν σώζεται. Και οι δύο είναι γνωστές μό νο από μικρά αποσπάσματά τους που έχουν διασωθεί. Ο Θεοδόσιος θέλησε να εκδώσει μία συλλογή Νόμων, με βάση το πρότυπο τών δύο παλαιότερων συλλογών, που θα περιλάμβανε διατάγ ματα τών Χριστιανών Αυτοκρατόρων από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο μέ χρι και τον Θεοδόσιο Β', Η επιτροπή, την οποία διόρισε ο Αυτοκράτο ρας, συνέταξε στα Λατινικά, ύστερα από εργασία
δοσιανό Κώδικα. Δημοσιεύθηκε το
438
8
χρόνων, τον Θεο
στην Ανατολή και γρήγορα εισή
χθη και στο δυτικό τμήμα τής Αυτοκρατορίας. Ο Κώδικας τού Θεοδοσίου
υποδιαιρείται σε
16
βιβλία, τα οποία κατατάσσονται σε τίτλους
(tituli)
α
νάλογα με το περιεχόμενο. Κάθε βιβλίο ασχολείται και με έναν επιμέρους τομέα τής διακυβέρνησης, όπως Π.χ. με τις στρατιωτικές υπο
θέσεις, τα υπαλληλικά ζητήματα, τη θρησκευτική ζωή κ.λπ. Τα διατάγμα τα κάθε τίτλου είναι τακτοποιημένα με χρονολογική σειρά. Τα διατάγμα τα που κυκλοφόρησαν μετά την έκδοση τού Κώδικα ονομάστηκαν Νεα ραί
(leges novellaeYI).
Ο Θεοδοσιανός Κώδικας έχει μεγάλη ιστορική σημασία, δεδομένου
(1) Ο. Seeck, «Die Quellen des Codex Theodosianus», Regesten der Kaiser und Papste fϋr die Jahre 311 bis 476, Ν. Chr., 1-18.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
138
ότι είναι η πιο αξιόλογη πηγή που μάς π~ηρoφoρεί για την εσωτερική ιστορία τού κράτους κατά τον
40
και τον
50
αιώνα. Δεδομένου δε ότι α
ναφέρεται στην περίοδο κατά την οποία ο Xριqτιανισμός αναγνωρCστηκε ως επίσημη θρησκεία τού κράτους, η συλλογή τού Θεοδοσίου, αποτελεί
ένα είδος γενικής περιγραφής τού τί πέτυχε. η νέα θρησκεία στον τομέα τού Δικαίου και τί αλλαγές έφερε στην απονομή τής δικαιοσύνης. Επι
πλέον, ο Κώδικας μαζί με τις παλαιότερες συλλογές, αποτέλεσε μια στα θερή βάση για τη μετέπειτα νομικu δράση τού Ιουστινιανού. Τελικά, ο
Κώδικας τού Θεοδοσίου, εισήχθη στη Δύση όπου, μαζί με τους δύο πα λαιούς κώδικες, τις νεώτερες νομοθεσίες και μερικά άλλα νομικά μνημεία τής αυτοκρατορικής Ρώμης (οι Εισηγήσεις τού Γαιου για
παράδειγμα) επηρέασε πολύ, έμμεσα και άμεσα, τη νομοθεσία τών βαρ βάρων. Το φημισμένο «Ρωμα·ίκό Δίκαιο τών Βησιγότθων» (Lex Romana Visigothorum) που ~ρooριζόταν για τους ·Ρωμαίους υπηκόους τού Βασι
λείου τών Βησιγότθων, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία σύνοψη τού Θεο δοσιανού Κώδικα και τών άλλων πηγών που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Για τον Μγο αυτό το «Ρωμα"ίκό Δίκαιο τών Βησιγότθων» ονομάζεται, επίσης,
AλaQfxov Σύνοψη
(Breviarium Alaricianum),
δηλαδή σύνοψη, την οποία
εξέδωσε ο Βησιγότθος βασιλιάς Αλάριχος Β' στις αρχές τού 60υ αιώνα. Το γεγονός αυτό δίνει μια εικόνα τής άμεσης .επιρροής τού Θεοδοσιανού
Κώδικα στη νομοθεσία τών βαρβάρων. Ακόμη πιο μεγάλη υπήρξε η έμ μεση επιρροή του μέσω τού Κώδικα τών Βησιγότθων. Κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα, συμπεριλαμβανομένης και τής εποχής τού Καρλομάγνου, η νομοθεσία τής Δυτικής Ευρώπης δέχθηκε την επιρροή τού
Breviarium, το
οποίο έγινε στη Δύση η κύρια πηγή τού Ρωμα"ίκού Δικαίου. Αυτό δείχνει καθαρά ότι το Ρωμα"ίκό Δίκαιο επηρέασε μεν εκείνη την εποχή την
Δυτική Ευρώπη, όχι όμως μέσω τού Ιουστινιάνειου Κώδικα, ο οποίος δι
αδ6θηκε στη Δύση πολύ αργότερα, περίπου κατά τη διάρκεια τού 120υ
αιώνα. Το γεγόνός αυτό, πολλές φορές, τό παραβλέπουν οι μελετητές: Και αυτός ακόμη ο εκλεκτός ιστορικός Φυστέλ ντε Κουλάνζ γράφει ότι «έχει αποδειχθεί επιστημονικά πως οι νομικές συλλογές τού Ιουστινια νού παρέμειναν σε ισχύ, μέχρι τον ύστερο Μεσαίωνα, στη Γαλατία»(Ι). Η
επιρροή τού Κώδικα τού Θεοδοσίου υπήρξε ακόμη μεγαλύτερη καθώς το
Breviarium
τού Αλαρίχου διαδραμάτισε κάποιον ρόλο και στην ιστορία
τής Βουλγαρίας. Κατά τη γνώμη τού γνωστού Κροάτη λογίου Μπότζωιτς
, Etudes byzantines, 11 (1945),48-49,76-77.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
253
μεγάλος αριθμός χρυσών και αργυρών νομισμάτων. Όπως είχε προβλέ ψει, μπόρεσε να απομακρύνει την απειλή τού Χαγάνου τών Αβάρων στον Βορρά, στέλνοντάς του εκλεκτούς ομήρους και ένα μεγάλο ποσό
χρημάτων. Την άνοιξη τού
622
ο Ηράκλειος πέρασε στη Μικρά Ασία, ό
που στρατολόγησε μεγάλο αριθμό στρατιωτών, τους οποίους εκπαίδευσε αρκετούς μήνες. Η εκστρατεία εναντίον τών Περσών, η οποία αποσκο πούσε στην ανάκτηση τού Τιμίου Σταυρού και τής Ιεράς Πόλεως τής Ιε
ρουσαλήμ, πήρε τη μορφή Σταυροφορίας.
Οι σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν πιθανόν ότι ο Ηράκλειος διεξήγαγε τρεις εκστρατείες κατά τών Περσών, μεταξύ τών ετών
622
και
628,
οι
οποίες υπήρξαν εξαιρετικά επιτυχείς. Ένας σύγχρονός του ποιητής, ο Γεώργιος ο Πισίδης, συνέθεσε έναν Επινίκιον, στον οποίο έδωσε τον τίτ λο Ηρακλειάς, ενώ σ' ένα άλλο ποίημά του -την Εξαήμερον- σχετικό με τη δημιουργία τού κόσμου, υπαινίσσεται τον εξαετή πόλεμο, κατά τη διάρκεια τού οποίου ο Ηράκλειος νίκησε τους Πέρσες. Ο ιστορικός θ.
Ουσπένσκι συγκρίνει τον πόλεμο τού Ηρακλείου με τις ένδοξες εκστρα τείες τού Μεγάλου Αλεξάνδρου(l). Ο Ηράκλειος εξασφάλισε τη βοήθεια
τών φυλών τού Καυκάσου και συνήψε συμμαχία με τους Χαζάρους. Οι βόρειες επαρχίες τής Περσίας, που συνόρευαν με τον Καύκασο, αποτέ
λεσαν μία από τις κύριες περιοχές στρατιωτικής δράσεως τού Αυτοκρά τορα.
Ενώ ο Αυτοκράτορας έλειπε, οδηγώντας τον στρατό στις μακρινές του
εκστρατείες, η πρωτεύουσα αντιμετώπισε έναν πολύ σοβαρό κίνδυνο. Ο Χαγάνος τών Αβάρων παρέβη τη συμφωνία του με τον Αυτοκράτορα
και, το
626, προχώρησε προς την Κωνσταντινούπολη,
με τεράστιες ορδές
Αβάρων και Σλάβων. Επίσης έκανε συμφωνία με τους Πέρσες, οι οποίοι
έστειλαν αμέσως μέρος τού στρατού τους στη Χαλκηδόνα. Οι αβαρο σλαβικές ορδές πολιόρκησαν την Κωνσταντινούπολη, προς μεγάλο φόβο τού λαού, αλλά η φρουρά τής πόλεως πέτυχε να αποκρούσει την επίθεση και να τρέψει σε φυγή τον εχθρό. Μόλις οι Πέρσες έμαθαν την αποτυχία
αυτή τών Αβάρων, απέσυραν τον στρατό τους από τη Χαλκηδόνα και τόν
κατηύθυναν προς τη Συρία. Η νίκη τού Βυζαντίου εναντίον τών Αβάρων
-
μπροστά στην Κωνσταντινούπολη -
το
626,
υπήρξε μια από τις κύριες
αιτίες τής εξασθενήσεως τού αγρίου βασιλείου τών Αβάρων(2). Εν τω μεταξύ, κατά τα τέλη τού
627,
ο Ηράκλειος κατανίκησε τους
Πέρσες σε μια μάχη που έγινε κοντά στα ερείπια τής αρχαίας Νινευί και
προχώρησε στις κεντρικές επαρχίες τής Περσίας, από όπου συνέλεξε
(1) «Ιστορία τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», Ι, 684 (Ρωσικά). (2) Pernice, «L' Imperatore EracIio», 141-148. J. Kulakovsky, ου», 111, 76-87.
«Ιστορία τού Βυζαντί
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
344
μού τών μοναχών και τών μοναστηριών και τής, μάλλον συχνής, εκκοσμί κευσης τών μοναστηριακών γαιών δεν έχει ακόμη ερευνηθεί. Η διεξοδι κότερη μελέτη τής κοινωνικής πλευράς τής εικονομαχικής πολιτικής τών Ισαύρων παραμένει ένα από τα πιο σπουδαία προβλήματα τής Βυζαντι νής Ιστορίας. Προσεκτική έρευνα τού ζητήματος αυτού μπορεί να φωτί σει εκ νέου όλη την «εικονοκλαστική» εποχή και να ανακαλύψει ενδεχο μένως σ' αυτήν βαθύτερο νόημα και ευρύτερη ιστορική σημασία.
ΟΙ ΔUΔΟΧΟΙΤΩΝ ΙΣΑΥΡΩΝ ΚΑΙ Η ΕΞ ΑΜΟΡΙΟΥ ΔΥΝΑΣΤΕU
Οι μεταξύ
802
και
867
A~τoκράτoρες
Η εποχή από τις αρχές τού 90υ αιώνα μέχρι την άνοδο τής Μακεδονικής Δυναστείας, το
867,
θεωρείται από τους ιστορικούς μία μεταβατική περί
οδος από την εποχή τής αναγεννήσεως τής Αυτοκρατορίας υπό τη διακυ βέρνηση τών Ισαύρων μέχρι τη λαμπρή περίοδο τών Μακεδόνων Αυτο
κρατόρων. Οι σύγχρονες όμως μελέτες δείχνουν ότι η περίοδος αυτή δεν είναι ένας απλός επίλογος, και υπερβαίνει τα όρια ενός προλόγου. Φαίνε ται μάλλον να έχει δική της, ιδιαίτερη, σημασία και αποτελεί μία νέα φά ση τού Βυζαντινού Πολιτισμού(l).
Η επανάσταση τού
802
εκθρόνισε την Ειρήνη και οδήγησε στον βυ
ζαντινό θρόνο τον Νικηφόρο Α'
(802-811),
ο οποίος, σύμφωνα με ανατο
λικές πηγές, ήταν αραβικής καταγωγής(2). Ένας από τους προγόνους του
πρέπει να είχε μεταναστεύσει στην Πισιδία, επαρχία τής Μικράς Ασίας, όπου, αργότερα, γεννήθηκε ο Νικηφόρος. Η φύση τής επαναστάσεως τού
802
ήταν κάτι το σπάνιο για τα χρονικά τής Βυζαντινής Ιστορίας. Η
συντριπτική πλfιονότητα τών πολιτικών εξεγέρσεων οργανώθηκε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία από τους στρατιωτικούς ηγέτες. Η περίπτωση
τού Νικηφόρου αποτελεί εξαίρεση στον γενικό αυτόν κανόνα, δεδομέ νου ότι δεν είχε καμιά σχέση με τον στρατό, κατέχοντας μόνο την ανώτε ρη θέση τού Υπουργού τών Οικονομικών. Ο Νικηφόρος σκοτώθηκε κατά
τη διάρκεια μιας μάχης με τους Βουλγάρους το
(1) Bury, «Eastern Roman Empire» (2)
Βλέπε π.χ.
φραση
J.
Β.
811
και ο θρόνος περιήλ-
νίίί.
Tabari, «Annales» 111 (2) 695. «Chronique de Michel le Syrien»
Chabot, 111 (1), 15.
Ε.
W. Brooks, «Byzantines and Arabs
ίη
μετά
the Time
οί
the Early Abbasids». Englίsh Historical Review, (1900), 743. Bratianu, «Etudes byzantines» 187, 191-195
(σχετικά με τη γενική πολιτική τού Νικηφόρου).
255
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
Περσία, η δεύτερη έχασε τελείως την παλαιά της δύναμη και έγινε ένα ασθενές κράτος, το οποίο, γρήγορα, έπαψε να υπάρχει, πολιτικώς, ύστε
ρα από τις επιθέσεις τών Αράβων. Η ένδοξη Βυζαντινή Αυτοκρατορία έ δωσε το τελικό χτύπημα στον ισχυρό της εχθρό, ανέκτησε όλες τις ανατο λικές επαρχίες που είχε χάσει, απέδωσε στον χριστιανικό κόσμο τον Τί
μιο Σταυρό και ελευθέρωσε την πρωτεύουσά της από τη φοβερή απειλή τών αβαρο-σλαβικών ορδών. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία φαινόταν να
βρίσκεται στο κατακόρυφο τής δόξας της. Ο βασιλεύς τών Ινδιών έστειλε
στον Ηράκλειο τα συγχαρητήριά του για τη νίκη του εναντίον τών Περ σών, μαζί με μια μεγάλη ποσότητα πολύτιμων λίθων(Ι). Ο βασιλεύς τών
Φράγκων έστειλε επίσης ειδικούς απεσταλμένους για να κλείσει μια διαρκή ειρήνη με την Αυτοκρατορία(2). Τελικά, το
630,
η βασίλισσα τής
Περσίας έστειλε ειδική πρεσβεία στον Ηράκλειο, μέσω τής οποίας συνή ψε μια τυπική ειρήνη(3).
Ο Ηράκλειος πήρε επισήμως το όνομα «βασιλεύς», για πρώτη φορά,
το
629, ύστερα από την επιτυχία τού πολέμου του εναντίον τών Περσών.
Ο τίτλος αυτός εχρησιμοποιείτο για πολλούς αιώνες στην Ανατολή, κυ ρίως στην Αίγυπτο' τον
40
δε αιώνα έγινε συνήθης στα μέρη εκείνα τής
Αυτοκρατορίας, όπου ωμιλείτο η Ελληνική. Ποτέ όμως, προηγουμένως, δεν είχε γίνει δεκτός ως επίσημος τίτλος. Μέχρι τον ποιείτο ο αντίστοιχος προς το λατινικό
imperator,
70
αιώνα εχρησιμο
ελληνικός τίτλος αυτο
κράτορας, ο οποίος όμως δεν ανταποκρίνεται ετυμολογικά προς το
imperator.
Ο μόνος ξένος ηγεμόνας, στον οποίο ο Αυτοκράτορας τού Βυ
ζαντίου συγκατατέθηκε να δώσει τον τίτλο βασιλεύς (εξαιρέσει τού βασι λέως τής Αβησυνίας), ήταν ο βασιλεύς τής Περσίας. Ο Μπιούρυ γράφει σχετικά ότι «εφόσον υπήρχε ένας μεγάλος, ανε
ξάρτητος, βασιλεύς, έξω από τη Ρωμα'ίκή Αυτοκρατορία, οι Αυτοκράτο ρες απέφευγαν να υιοθετήσουν έναν τίτλο, τον οποίο μπορούσε να φέρει άλλος Μονάρχης. Αλλά μόλις ο Μονάρχης αυτός μεταβλήθηκε σε υποτε
λή, ο Αυτοκράτορας, δίνοντας κάποια επισημότητα στο γεγονός αυτό,
(1) Τheophanes, «Chronographia», έκδοση C. de Βοοτ, 335. (2) Chronicarum quae dicuntur Fredegarii Scholastici, ΙΥ, 62. Mon. Germ. Hist. Scriptores rerum merovingicarum, 11, 151. Βλέπε επίσης «Gesta Dacoberti Ι regis Francorum», 24. Μοη. Germ. Hist. 409. (3) «Chronica Minora», Ι, μετάφραση Ι. Guidi «Corpus scriptorum christianorum οή entalίum, Scriptores Syri», σειρά ΠΙ, ίν, Agapius (Mahboub) de Menbidg, «Histoire universelle», έκδοση Α. Α. Vasilίev, Patrologia Orientalίs, ΥΗΙ (1912), 11 (2), 453 (193). «Chronique de Michel le Syrien», μετάφραση J. Β. Chabot, 11, 420. Βλέπε Τ. Noldeke, «Geschichte der Perser und Araber zur Zeit der Sasaniden», 391-392. Nί:ildeke, «Aufsatze zur persischen Geschichte», 129.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
256
πήρε επισήμως τον τίτλο, ο οποίος για αρκετούς αιώνες τού είχε, ανεπι σήμως, δοθεί»(l).
Οι' Αραβες Οι επαρχίες τής Συρίας, τής Παλαιστίνης και τής Αιγύπτου, με τον ως επί
το πλείστον μονοφυσιτικό τους πληθυσμό, έθεσαν πάλι επί τάπητος το ο
δυνηρό και τόσο σημαντικό ζήτημα τών σχέσεων Κράτους και Μονοφυ σιτών. Οι μακρόχρονοι και έντονοι αγώνες τού Ηρακλείου εναντίον τών
Περσών, παρά τα λαμπρά τους αποτελέσματα, εξασθένησαν, για ένα διάστημα, τη στρατιωτική δύναμη τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας λόγω τών σοβαρών απωλειών της σε άνδρες και λόγω τής οικονομικής εξαν τλήσεώς της. Η Αυτοκρατορία επίσης δεν απόλαυσε την τόσο αναγκαία
γι' αυτήν περίοδο αναπαύσεως, διότι, αμέσως μετά το τέλος τού Περσι κού Πολέμου, παρουσιάστηκε μια φοβερή απειλή, τελείως απροσδόκητη, που δεν έγινε, κατ' αρχήν, πλήρως αντιληπτή. Η απειλή αυτή προερχόταν από τους
,Αραβες,
οι οποίοι εγκαινίασαν μια νέα εποχή στην Πασκό
σμια Ιστορία με τις επιθέσεις τους εναντίον τής Βυζαντινής Αυτοκρατο ρίας και τής Περσίας(2).
Μωάμεθ και Ισλάμ Αρκετά πριν από την εμφάνιση τού Χριστιανισμού, οι ' Αραβες, λαός ση μιτικής καταγωγής, κατέκτησαν την Αραβική Χερσόνησο και την έρημο τής Συρίας, η οποία βρίσκεται στα βόρειά της και εκτείνεται μέχρι τον Ευφράτη ποταμό. Η Αραβική Χερσόνησος, ίση σχεδόν προς το ένα τέ
ταρτο τής Ευρώπης, περιβάλλεται στην Ανατολή από τον Περσικό Κόλ πο, στον Νότο από τον Ινδικό Ωκεανό και στη Δύση από την Ερυθρά Θάλασσα. Στα βqρεια προχωρεί, σιγά-σιγά, στην έρημο τής Συρίας. Οι πιο γνωστές, από ιστορικής απόψεως, επαρχίες τής χερσονήσου ήταν:
το Νετζντ, στο κεντρικό οροπέδιο, νοτιοδυτικά τής χερσονήσου, και
2)
3)
1)
η Υεμένη ή Ευδαίμων Αραβία, στα
η Χετζάζη, η στενή λωρίδα που βρί
σκεται κατά μήκος τής ακτής τής Ερυθράς Θάλασσας και που εκτείνεται
από τα βόρεια τής χερσονήσου μέχρι την Υεμένη. Η άγονη χώρα δεν ήταν εύκολο να κατοικηθεί παντού και για αυτόν τον λόγο οι ' Αραβες
(1) «The Constitution of the Later Roman Empire», 20. J. Β. Bury, «Selected Essays», έκδοση Η. TemperIey, 109. Η άποψη αυτή συζητείται από τον Ε. Stein, «Byzantinische Zeitschrift», ΧΧΙΧ (1930), 353. (2) Βλέπε και Gibbon, «The History of the Decline and FaII of the Roman Empire», έκδοση J. Β. Bury, κεφ. 46.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
348
τές όμως συνέχισαν, οπωσδήποτε, να δημιουργούν σοβαρά προβλήματα στις επαρχίες τών συνόρων, πλήττοντας την οικονομική ευχέρεια τού
πληθυσμού, μειώνοντας την ικανότητά του να καταβάλει τους φόρους και σκοτώνοντας πολλούς κατοίκους. Τα πρώτα τριάντα χρόνια τού 90υ αιώ
να χαρακτηρίζονται από τη βασιλεία τών περίφημων χαλιφών Χαρούν αρ-Ρασίντ
(786-809)
και Μαμούν
(813-833),
επί τών ημερών τών οποίων
η περσική επιρροή απέκτησε αποκλειστική σχεδόν δύναμη παραμερίζο ντας την ισχύ τών Αράβων. Στις πολιτικές τους ιδέες οι χαλίφες τού 90υ αιώνα, κυρίως δε ο Μαμούν, έμοιαζαν με τους Βυζαντινούς Αυτοκράτο ρες στο ότι πίστευαν πως η δύναμή τους έπρεπε να είναι απεριόριστη και να απλώνεται σε όλες τις εκδηλώσεις τής ζωής τού Κράτους τους.
Αν και οι μεταξύ Αράβων και Βυζαντίου συγκρούσεις στην Ανατολή
δεν είχαν σοβαρές συνέπειες για καμία από' τις δύο πλευρές, η δράση τού μουσουλμανικού στόλου στη Μεσόγειο, που οδήγησε στην κατοχή τής Κρήτης, τού μεγαλύτερου μέρους τής Σικελίας και μερικών σπου
δαίων σημείων τής νότιας Ιταλίας, υπήρξε πολύ σημαντική. Ένα από τα σπουδαιότερα γεγονότα
-
αναφερόμενο στις κατά το
πρώτο ήμισυ τού 90υ αιώνα σχέσεις Βυζαντίου και Αράβων -
υπήρξε η
συμμετοχή τών Αράβων στο κίνημα τού Θωμά, κατά τη διάρκεια τής βα
σιλείας τού Μιχαήλ Β'. Το κίνημα αυτό οργανώθηκε, στη Μικρά Ασία, από τον Θωμά, έναν
Σλάβο, και έλαβε την έκταση ενός μεγάλου εμφυλίου πολέμου που κρά τησε περισσότερο από δύο χρόνια. Αποτελεί δε το κεντρικό γεγονός τής
εποχής τού Μιχαήλ Β' και έχει πολύ ενδιαφέρον από πολιτικής, θρη qκευτικής και κοινωνικής πλευράς.
Πολιτικώς το κίνημα υπήρξε σημαντικό, δεδομένου ότι ο Θωμάς κα
τόρθωσε να πάρει με το μέρος του όλη τη Μικρά Ασία, εκτός από τον στρατό δύο θεμάτων. Υπό τις σημαίες του -όπως αναφέρουν μερικές πηγές -
μαζεύτηκαν διάφορες εθνότητες τής Μικράς Ασίας, καθώς και
οι συνοριακές περιοχές τού Καυκάσου. Εκτός από τους συμπατριώτες του, τους Σλάβους, που είχαν σχηματίσει μερικές αποικίες στη Μικρά Α σία, μετά την ομαδική τους μετανάστευση από την Ευρώπη, ο στρατός
τού Θωμά είχε Πέρσες, Αρμενίους, Ίβηρες και μέλη πολλών άλλων φύ λων τού Καυκάσου(l). Βλέποντας ο χαλίφης Μαμούν ότι ο Θωμάς ήταν
αρχηγός μιας τέτοιας μεγάλης δυνάμεως δεν δίστασε να κάνει μια στενή συμμαχία μ' αυτόν, προκειμένου να τόν βοηθήσει στην εκθρόνιση τού
Μιχαήλ, παίρνοντας, σε αντάλλαγμα, την υπόσχεση να δοθούν στους
(1)
Πρβλ. την επιστολή τού Αυτοκράτορα Μιχαήλ προς τον Αυτοκράτορα τής Δύσεως
Λουδοβίκο τον Ευσεβή:
Genesius, Βοnn, 33.
Baronii, «AnnaIes eccIesiastici»
έκδοση
Theiner,
ΧΙV,
63.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
258
Παλμύρας, το οποίο είχε χαραχθεί σ' έναν λίθο τεραστίων διαστάσεων και που περιέχει πολύ αξιόλογες πληροφορίες για το εμπόριο και την οι κονομία τής πόλεως, μεταφέρθηκε στη Ρωσία και βρίσκεται τώρα στο Λένινγκραντ.
Δύο κυρίως αραβικές Δυναστείες αναδείχθηκαν κατά τη διάρκεια τής
Βυζαντινής Περιόδου. Η μία είναι η Δυναστεία τών Μονοφυσιτών Γασ σανιδών, στη Συρία, η οποία, εξαρτώμενη από τους Βυζαντινούς Αυτο κράτορες, έγινε ισχυρή, τον
60 αιώνα,
όταν βοήθησε τον Ιουστινιανό στις
στρατιωτικές επιχειρήσεις του, στην Ανατολή. Η δυναστεία αυτή έπαψε να υπάρχει στις αρχές τού 70υ αιώνα, πιθανόν, οπότε οι Πέρσες κατέλα
βαν τη Συρία και την Παλαιστίνη. Η δεύτερη αραβική Δυναστεία τών
Λαχμιδών, είχε ως κέντρο της την πόλη αλ-Χίρα στον Ευφράτη. Λόγω τών σχέσεων υποτέλειάς τους με τους Πέρσες, οι Λαχμίδες, οι οποίοι, και αυτοί, έπαψαν να υφίστανται στις αρχές τού 70υ αιώνα, βρίσκονταν σε εχθρικές σχέσεις με τους Γασσανίδες. Στην πόλη αλ-Χίρα ο Χριστια νισμός, στη νεστοριανική του μορφή, είχε μερικούς οπαδούς, στους οποί
ους ανήκαν ακόμη και μέλη τής Δυναστείας τών Λαχμιδών. Και οι δύο
δυναστείες ήταν αναγκασμένες να υπερασπίζονται τα σύνορα τού Βασι λείου τους. Την εποχή όμως τής εμφανίσεως τού Μωάμεθ, δεν υπήρχε ούτε μία πολιτική οργάνωση εντός τών ορίων τής Αραβικής Χερσονήσου ή τής ερήμου τής Συρίας. Από τα τέλη τού 20υ πΧ. αιώνα, εμφανίζεται το
Βασίλειο τών Σαβαίων
-
Χιμυαριτών (Ομηριτών) στην Υεμένη, η οποία
όμως κατελήφθη από τους Πέρσες το
570 περίπου(l).
Πριν από την εποχή τού Μωάμεθ, οι αρχαίοι 'Αραβες ζούσαν χωρι
σμένοι σε φυλές. Η συγγένεια τού αίματος ήταν η μόνη βάση για τα κοι νά συμφέροντα, τα οποία περιορίζονταν σχεδόν αποκλειστικά στην πει
θαρχία, την άμυνα, τη βοήθεια και την εκδίκηση τών εχθρών για τυχόν προσβολές που υφίστατο η φυλή. Και η ελάχιστη αφορμή αρκούσε να προκαλέσει μακροχρόνιους και αιματηρούς πολέμους ανάμεσα στις φυ λές. Πληροφορίες σχετικές με την εποχή αυτή και τις συνήθειές της υ πάρχουν στην αρχαία αραβική ποίηση, καθώς και στον πεζό λόγο. Η έ
χθρα και η αλαζονεία ήταν οι δύο επικρατέστεροι παράγοντες τών σχέ σεων τών διαφόρων φυλών τής αρχαίας Αραβίας. Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις τών Αράβων ήταν πρωτόγονες. Οι φυ λές είχαν τους θεούς τους καθώς και τα ιερά τους αντικείμενα -λίθους,
δέντρα και πηγές -, μέσω τών οποίων φιλοδοξούσαν να μαντεύσουν το μέλλον, ενώ σε μερικά μέρη τής Αραβίας επικρατούσε η λατρεία τών α
στέρων. Σύμφωνα με τη γνώμη ενός ειδικού στην αρχαία περίοδο τών Α-
('1) «Excerpta e Theophanis Historia», Bonn. ed. 485.
Βλέπε
Noldeke, «Geschichte der Perser und Araber», 249-250. C. Conti Rossini, «Storia d' Etiopia», 199.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
259
ράβων, οι αρχαίοι' Αραβες, στη θρησκευτική τους ζωή, μόλις ξεπερνού σαν τα αισθήματα ενός φετιχιστή απέναντι στο αντικείμενο τής λατρεί ας(l). Πίστευαν στην ύπαρξη φιλικών και, πιο συχνά, εχθρικών δυνάμεων,
τις οποίες ονόμαζαν >, Bulletin de la section historique de Ι' Academie roumaine, ΧΙ (1924),147. (3) J. Α. Kulakovsky, Ιστορία τού Βυζαντίου ΠΙ, 319 (Ρωσικά). (4) «Chronographia», έκδοση C. de Boor, 391. (5) «Chronographia tripertita», έκδοση C. de Βοοτ, 251. (6) J. Ρ. Migne, «Patrologia Graeca», C, 1084. (7) Βλέπε Ε. W. Brooks, «The Campaign of716-718 from Arabic Sources», Journal of Hellenic Studies, ΧΙ Χ, (1899),21-22. (8) Βλέπε Th. Ι. Uspensky, Ιστορία τιις Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (ΙΙ, 1,5, Ρωσικά).
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
299
πολύ πιθανή. Ο γιος τού Λέοντος Γ', Κωνσταντίνος Ε' ο Κοπρώνυμος
(741-775),
παντρεύτηκε την Ειρήνη, κόρη τού Χαγάνου τών Χαζάρων, με την οποία απέκτησε έναν γιο, τον Λέοντα Δ', που συχνά ονομάζεται Χάζαρος και
που βασίλευσε από το
775
μέχρι το
780.
Ο Λέων Δ' παντρεύτηκε μία Ελ
ληνίδα από την Αθήνα, μιαν άλλη Ειρήνη, η οποία, μετά τον θάνατό του, έγινε κυρία τής Αυτοκρατορίας, δεδομένου ότι ο γιος της Κωνσταντίνος ΣΤ', που έγινε Αυτοκράτορας από το
780
μέχρι το
797,
ήταν ανήλικος. Η
Ειρήνη, μια δυναμική και φιλόδοξη γυναίκα, διεκδίκησε με σκληρό αγώ να τον θρόνο από τον γιο της, όταν αυτός ενηλικιώθηκε, με αποτέλεσμα να νικήσει τον Κωνσταντίνο, τον οποίο εκθρόνισε και τύφλωσε, μένοντας αυτή η μόνη κυρίαρχος τής Αυτοκρατορίας
(797-802).
Η γυναίκα αυτή α
παντά στο ερώτημα εάν μπορούσε ή δεν μπορούσε μια γυναίκα να ασκή σει πλήρως τα καθήκοντα, τα οποία οι Αυτοκράτορες τού Βυζαντίου ή ταν υποχρεωμένοι να ασκούν. Από την εποχή τής ιδρύσεως τής Αυτοκρα τορίας, οι γυναίκες τών Αυτοκρατόρων έφεραν τον τίτλο τής «Αυγού στας» και, σε περCπτωση που τα παιδιά τους ήταν ανήλικα, εκτελούσαν μεν τα καθήκοντα που τούς υπαγόρευε η θέση που κατείχαν στον αυτο
κρατορικό θρόνο, αλλά πάντοτε εξ ονόματος τών παιδιών τους. Τον
50
αιώνα η αδελφή τού Θεοδοσίου Πουλχερία ηγείτο τής αντιβασιλείας όσο
ήταν ανήλικος ο αδελφός της. Η γυναίκα τού Μεγάλου Ιουστινιανού, η Θεοδώρα δηλαδή, κατείχε μια θέση από την οποία ασκούσε μεγάλη ε πιρροή στις πολιτικές υποθέσεις. Αλλά η πολιτική επιρροή τής Θεοδώ
ρας εξηρτάτο τελείως από τη θέληση τού συζύγου της, όλες δε οι άλλες
γυναίκες είχαν διοικήσει εξ ονόματος ενός γιου ή ενός αδελφού. Η Ειρή νη αποτελεί το πρώτο παράδειγμα, στην ιστορία τού Βυζαντίου, μιας γυ
ναίκας που διοίκησε έχοντας πλήρη ελευθερία κατά την άσκηση τής α νώτατης εξουσίας. Υπήρξε ένας πραγματικός απόλυτος μονάρχης, εκ προσωπώντας έναν νεωτερισμό που ήταν αντίθετος προς τις «κοσμικές»
παραδόσεις τής Αυτοκρατορίας. Αξίζει να σημειώσουμε ότι στα επίσημα
έγγραφα και διατάγματα δεν ονομάζεται Αυτοκράτειρα αλλά Ειρήνη, ο πιστός βασιλεύς(l). Δεδομένου ότι υπήρξε αρχή τής περιόδου αυτής ότι μόνον ένας Αυτοκράτορας -άνδρας- μπορούσε να νόμοθετεί επισή μως, κρίθηκε απαραίτητο να θεωρηθεί ότι η Ειρήνη ήταν ένας Αυτοκρά τορας. Η Ειρήνη εκθρονίστηκε με επανάσταση, το
802,
την οποία οργά
νωσε ένας από τους ανώτατους κρατικούς υπαλλήλους, ο Νικηφόρος, και
πέθανε αργότερα στην εξορία. Στον θρόνο ανέβηκε ο Νικηφόρος, θέτο ντας, με την εκθρόνιση τής Ειρήνης, τέλος στη Δυναστεία τών Ισαύρων ή
(1) Βλέπε Κ. Ε. Zacharil1 νοη Lingenthal, «Jus graeco-romanum», Zepos, «Jus graeco-romanum», Ι, 45.
ιιι,
55. J.
και Ρ.
406
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
σίλειος Β' έστειλε πίσω στη χώρα τους, αφού προηγουμένως τούς τύφλω σε, πέθανε απ6 την οδυνηρή εντύπωση που τού προκάλεσε το θέαμα αυ τ6. Μετά τον θάνατ6 του το
1014,
η Βουλγαρία δεν είχε τη δύναμη ν'
αντισταθεί στους Έλληνες και ως εκ τούτου γρήγορα κατακτήθηκε απ6
τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Το
1018
έπαψε να υφίσταται το πρώτο
Βουλγαρικ6 Βασίλειο, δεδομένου6τι μεταβλήθηκε σε επαρχία τού Βυ ζαντίου, την οποία διηύθυνε ένας αυτοκρατορικ6ς διοικητής. Ωστ6σο, δι ατήρησε, μέχρι εν6ς σημείου, την εσωτερική της αυτονομία.
Η βουλγαρική επανάσταση, η οποία εκδηλώθηκε εναντίον τής Αυτο κρατορίας κατά τα μέσα περίπου τού 110υ αιώνα, υπ6 την ηγεσία τού
Πέτρου Δελεάνου, κατεστάλη, οδηγώντας συγχρ6νως στην κατάργηση
τής βουλγαρικής αυτονομίας. Κατά τη διάρκεια ~ής βυζαντινής κυριαρχί ας, οι περιοχές που εκατοικούντο απ6 Βουλγάρους επηρεάστηκαν, σιγά
-
σιγά, απ6 τον ελληνικ6 πολιτισμό. Οι Βούλγαροι 6μως διατήρησαν την ε θνική τους ταυτ6τητα, η οποία απέκτησε ιδιαίτερη δύναμη, 6ταν σχημα
τίστηκε τον
120 αιώνα το Δεύτερο
Βουλγαρικ6 Βασίλειο.
Όπως αναφέρει ένας Αυστριακ6ς ιστορικ6ς, «η πτώση τού Βουλγαρι
κού Βασιλείου το
1018
συγκαταλέγεται στα πιο σπουδαία και αποφασι
στικά γεγον6τα τού 110υ αιώνα και τού Μεσαίωνα γενικά. Η Ρωμα"ίκή
(Βυζαντινή) Αυτοκρατορία ανορθώθηκε εκτείνοντας τα 6ριά της απ6 την
Αδριατική μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα και απ6 τον Δούναβη μέχρι τη ν6τια άκρη τής Πελοποννήσου»(l).
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία και η Ρωσία Την εποχή τής Μακεδονικής Δυναστείας αναπτύχθηκαν πολύ έντονες σχέσεις μεταξύ τής Ρωσίας και τού Βυζαντίου. Σύμφωνα με τον Ρώσο χρονογράφο, κατά τη'ν περίοδο τής βασιλείας τού Λέοντος ΣΤ', το
907,
ο
Ρώσος πρίγκιπας Ολέγ παρουσιάσθηκε εμπρ6ς στα τείχη τής Κωνσταντι
νουπ6λεως με πολυάριθμα πλοία και, αφού λεηλάτησε τα περίχωρα τής πρωτεύουσας σκοτώνοντας πολλούς ανθρώπους, ανάγκασε τον Αυτο
κράτορα να διαπραγματευθεί ειρήνη. Αν και καμία γνωστή μέχρι τώρα πηγή, βυζαντινή, δυτική ή ανατολική, δεν αναφέρει αυτήν την εκστρατεία ή το 6νομα τού Ολέγ, η περιγραφή τού Ρώσου χρονογράφου, μολονότι περιέχει μυθολογικά στοιχεία, στηρίζεται σε πραγματικά ιστορικά γεγο
ν6τά. Είναι πολύ πιθαν6ν ότι η συμφωνία τού
(1) Κ. R. 229.
νοη
907
επικυρώθηκε το
911
H(jfler, «Abhandlungen aus dem Gebiete der slavischen Geschichte»
Ι,
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
301
τής προσπάθειας τών Μουσουλμάνων να κατακτήσουν την Κωνσταντι
νούπολη. Δίκαια λέγεται ότι με την πετυχημένη αντίστασή του ο Λέων έ σωσε όχι μόνον τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τον χριστιανικό κόσμο τής Ανατολής, αλλά και όλο τον πολιτισμό τής Δυτικής Ευρώπης. Ο ' Αγ γλος ιστορικός Μπιούρυ ονομάζει το έτος
718
«οικουμενική χρονολο
γία». Ο Έλληνας ιστορικός Λάμπρος συγκρίνει τα γεγονότα αυτά με
τους Περσικούς Πολέμους τής αρχαίας Ελλάδος, ονομάζει δε τον Λέο ντα Μιλτιάδη τού Μεσαιωνικού Ελληνισμού. Εάν ο Κωνσταντίνος Δ' σταμάτησε τους
,Αραβες
κάτω από την Κωνσταντινούπολη, ο Λέων Γ'
τούς έδιωξε οριστικά. Αυτή υπήρξε η τελευταία επίθεση τών Αράβων ε ναντίον τής «θεοφυλάκτου πόλεως». Εξεταζόμενη υπό αυτό το πρίσμα, η νίκη τού Λέοντος αποκτά παγκόσμια ιστορική σημασία.
Η εκστρατεία τών Αράβων εναντίον τής Κωνσταντινουπόλεως, καθώς και το όνομα τού Μασλαμά, άφησαν σοβαρά ίχνη σtη μεταγενέστερη μυ
θολογική παράδοση τών Μωαμεθανών' το δε όνομα τού Μασλαμά συν δέεται επίσης με ένα τέμενος το οποίο, όπως αναφέρει η παράδοση, έ κτισε ο ίδιος στην Κωνσταντινούπολη(l).
Η περίοδος αυτή υπήρξε παρ' όλα αυτά μια από τις πιο λαμπρές επο χές τής ιστορίας τού παλαιού καλιφάτου. Ο ισχυρός χαλίφης Αλ-Ουαλίντ Α'
(705-715),
ο οποίος έζησε την εποχή που στη Βυζαντινή Αυτοκρατορί
α επικρατούσε αναρχία, μπορούσε να συναγωνισθεί τους Αυτοκράτορες με τα αρχιτεκτονικά του επιτεύγματα. Ανήγειρε ένα τέμενος στη Δαμα
σκό, το οποίο, όπως η Αγία Σοφία, παρέμεινε, για ένα μεγάλο διάστημα, το μεγαλοπρεπέστερο οικοδόμημα τού μουσουλμανικού κόσμου. Ο τά φος τού Μωάμεθ, στη Μεδίνα, υπήρξε τόσο λαμπρός όσο και ο Πανά γιος Τάφος στην Ιερουσαλήμ. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η μυθολο γία τών Μουσουλμάνων δεν συσχετίζει τα κτήρια αυτά μόνον με τον Μω άμεθ, αλλά και με τον Χριστό. Η πρώτη κλήση, την οποία θα κάνει ο Ιη
σούς, όταν θα έλθει πάλι στη γη, λέει η μουσουλμανική παράδοση, θα γί-
(1) J.
Β.
Bury, «History of the Later Roman Empire» 11,405.
Ελλάδος»
111,729.
Σ. Λάμπρου, «Ιστορία
Για πιο λεπτομερη περιγραφή αυτής τής πολιορκίας και τη σχετική
με αυτήν παράδοση βλέπε Μ.
Canard, «Les expeditions des Arabes contre Constanti-
nopIe» (Journal Asiatique, CCVIII, 1926, 70-102).
Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος
αναφέρει επίσης την κατασκευή ενός τζαμιού σrην Κωνσταντινούπολη προς τιμήν τού
Μασλαμά.
«De administrando imperio»,
έκδοση
J. J. Reiske
και Ι.
Bekker «Corpus
Scriptorum Historia Byzantinae» 101-102' έκδοση Moravcsik-Jenkins (1949), 92. Ρ. Kahle «Zur Geschichte der mittelalterlίchen Alexandria» (Der Islam, ΧΙΙ, 1929,34). Χ. Α. Νομικού, «Το πρώτο τζαμί τής Κωνσταντινουπόλεως» (Επετηρίδα Εταιρείας Βυ ζαντι νών Σπουδών Ι,
1924, 199-201).
302
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
νει από έναν από τους μιναρέδες τού τεμένους τής Δαμασκού ενώ ο ε
λεύθερος χώρος που βρίσκεται κοντά στον τάφο τού Μωάμεθ, στη Μεδί να, θα χρησιμοποιηθεί ως τάφος τού Ιησού όταν θα πεθάνει μετά την δεύτερή του έλευση(!).
Σιγά-σιγά ο αγώνας μεταξύ τής Αυτοκρατορίας και τού χαλιφάτου πή ρε τη μορφή τού ιερού πολέμου. Τα αποτελέσματα δεν ήταν ικανοποιητι
κά ούτε για τους Έλληνες ούτε για τους , Αραβες, δεδομένου ότι οι μεν
Έλληνες δεν πήραν την Ιερουσαλήμ, ενώ οι ' Αραβες δεν κατέκτησαν την Κωνσταντινούπολη. «Υπό την επίδραση αυτού τού αποτελέσματος», λέει
ο Β. Μπάρτολντ
(V. Barthold),
«η ιδέα τού θριάμβου πού επικρατούσε,
τόσο στους Χριστιανούς όσο και στους Μουσουλμάνους, άλλαξε και έγι
νε ιδέα μετανοίας με αποτέλεσμα να περιμένουν και οι δύο το τέλος-τού κόσμου. Φαινόταν και στους δύο ότι μόνον λίγο πριν από το τέλος τού κόσμου θα μπορούσαν να πετύχουν τους σκοπούς τους. Στον λατινικό. και .στον ελληνικό κόσμο έγινε πολύ επίκαιρος ο μύθος ότι πριν από το τέλος τού κόσμου ο Χριστιανός' Αρχοντας (ο Φράγκος βασιλεύς ή ο Αυτοκρά
τορας τού Βυζαντίου) θα εισερχόταν στην Ιερουσαλήμ και θα παρέδιδε το επίγειο στέμμα του στον Σωτήρα, ενώ οι Μουσουλμάνοι περίμεναν να προηγηθεί τού τέλους τού κόσμου, η πτώση τής Κωνσταντινουπόλεως(2). Δεν ήταν τυχαίο το γεγονός ότι η βασιλεία τού ευσεβούς χαλίφη Ομάρ Β'
(712-720) συνέπεσε με το έτος 100 τής Εγίρας (το 720 περίπου), κατά το οποίο αναμενόταν μετά την αποτυχημένη πολιορκία τής Κωνσταντινου πόλεως, που έγινε επί Σουλεϊμάν, το τέλος τού μουσουλμανικού κράτους και, συγχρόνως, το τέλος τού κόσμου»().
Δεκατέσσερα χρόνια μετά την πολιορκία, το έτος
732,
η προώθηση
τών Αράβων από την Ισπανία στη Δυτική Ευρώπη διεκόπη στο Πουατιέ επιτυχώς άπό τον παντοδύναμο Κάρολο Μαρτέλο(4), μαγιορδόμο τού α σθενούς Φράγκου Βασιλιά.
Μετά την ήττα τους το 718 οι ' Αραβες δεν ανέλαβαν άλλη 'σοβαρή στρατιωτική δράση εναντίον τής Αυτοκρατορίας, την εποχή τού Λέοντος
(1) Βλέπε Barhold, «Πρακτικά τού Ανατολικού Κολλεγίου» Ι (1925), 469-70 (Ρωσικά). (2) Βλέπε Η. Lammes, «Etudes sur le n:gne du Calίfe Omaiyade Moawia» Ι, 444. (3) Barthold, ένθ. ανωτ., σελ. 470-471 (Ρωσικά). Α. Α. Vasiliev, «Medieval Ideas of the End ofthe World: West and East», Byzantion, ΧΥΙ, 2 (1944), 472-473. (4) Στη ρωσική και την πρώτη αγγλική έκδοση τής Ιστορίας μου τής Βυζαντινής Αυτο κρατορίας είχα μάλλον υπερεκτιμήσει τη σημασία τής μάχης τού Πουατιέ. (Ρωσική έκ
δοση,
1917,222. Πρώτη αγγλική έκδοση, 1928, Ι 290). Βλέπε Π.χ. Α. Dopsch, «Wirtschaftliche und soziale Grundlagen der europilischen Kulturentwicklung» (δεύτε ρη έκδοση, 1924, 11, 298).
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
410
Ακόμη πιο αξιόλογες υπήρξαν οι σχέσεις τού Βασιλείου Β' τού Βουλ γαροκτόνου με τον Ρώσο πρίγκιπα Βλαδίμηρο, τού οποίου το όνομα εί ναι στενά συνδεδεμένο με τη μεταστροφή τής Ρωσίας στον Χριστιανι σμό. Την ένατη δεκαετία τού 1Ο0υ αιώνα, η θέση τού Αυτοκράτορα και τής
δυναστείας του ήταν πολύ κρίσιμη. Ο Βάρδας Φωκάς, ο αρχηγός τής ε ναντίον τού Βασιλείου επαναστάσεως, πήρε με το μέρος του σχεδόν όλη τη Μικρά Ασία και προχώρησε κοντά στην πρωτεύουσα, ενώ οι βόρειες
επαρχίες τής Αυτοκρατορίας κινδύνευαν από τις εισβολές τών νικηφό ρων Βουλγάρων. Ο Βασίλειος ζήτησε τη βοήθεια τού πρίγκιπα Βλαδιμή ρου, με τον οποίο πέτυχε να σχηματίσει μια συμμαχία, βάσει τής οποίας ο Ρώσος πρίγκιπας θα έστελνε στον Βασίλειο .6.000 στρατιώτες, παίρνο ντας γι' αντάλλαγμα ως σύζυγο την αδελφή τού Αυτοκράτορα 'Αννα και
υποσχόμενος συγχρόνως να δεχθεί τον Χριστιανισμό και να εκχριστια νίσει τον λαό του. Με τη βοήθεια τών Ρώσων, κατεστάλη το κίνημα τού Βάρδα, ο οποίος σκοτώθηκε τελικά. Ο Βασίλειος, όμως, δεν κράτησε την υπόσχεσή του να δώσει ως σύζυγο τού Βλαδιμήρου την αδελφή του' Αν
να, οπότε ο Ρώσος πρίγκιπας πολιόρκησε και κατέλαβε τη σπουδαία πό λη τού Βυζαντίου Χερσώνα στην Κριμαία, αναγκάζοντας έτσι τον Αυτο κράτορα να εκπληρώσει την υπόσχεσή του. Ο Βλαδίμηρος βαπτίσθηκε
και παντρεύτηκε την πριγκίπισσα τού Βυζαντίου' Αννα. Δεν είναι ακρι βώς γνωστό εάν η μεταστροφή τής Ρωσίας στον Χριστιανισμό έγινε το
988 ή το 989.
Μερικοί ιστορικοί δέχονται την πρώτη ημερομηνία, ενώ άλ
λοι υποστηρίζουν τη δεύτερη. Οι ειρηνικές και φιλικές σχέσεις Ρωσίας και Αυτοκρατορίας διατηρήθηκαν για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διά στημα και οι δύο χώρες αντήλλασσαν ελεύθερα και σε μεγάλη έκταση τα εμπορεύματά τους .. Σύμφωνα με μία πηγή, κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Κωνστα
ντίνου τού Μονομάχου, το
1043, «οι Σκύθες
έμποροι)) (δηλαδή οι Ρώσοι)
συνεπλάκησαν στην Κωνσταντινούπολη με τους Έλληνες εμπόρους, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ένας Ρώσος ευγενής(1). Είναι πολύ πιθανόν ότι το γεγονός αυτό χρησιμοποιήθηκε από τη Ρωσία ως αφορμή για μια νέα
εκστρατεία εναντίον τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Μεγάλος Πρί γκιπας τής Ρωσίας, Γιαροσλάβ ο Σοφός, έστειλε τον μεγαλύτερό του γιο Βλαδίμηρο, με πολυάριθμο στρατό και αρκετά πλοία, στις ακτές τού Βυ ζαντίου. Ο ρωσικός αυτός στόλος καταστράφηκε σχεδόν τελείως από τις αυτοκρατορικές δυνάμεις, οι οποίες χρησιμοποίησαν το «υγρό πυφ). Τα
(1) Georgii Cedreni, «Historiarum Compendium»,
Βοηη
ed.,
ΙΙ,
551.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
304
ρα ανέλαβε την υποχρέωση να πληρώνει στους' Αραβες κάθε χρόνο ενε
νήντα ή εβδομήντα χιλιάδες δηνάρια, σε εξαμηνιαίες δόσεις. Είναι πολύ
πιθανόν ότι τα στρατεύματα που έστειλε η Ειρήνη σtη Μακεδονία, την Ελλάδα και την Πελοπόννησο, τον ίδιο χρόνο
(783), για να καταστείλουν
την επανάσταση τών Σλάβων, είχαν απομακρυνθεί από το ανατολικό μέ
τωπο, εξασθενίζοντας έτσι τη θέση τού Βυζαντίου στη Μικρά Ασία. Το
798,
μετά τις επιτυχίες τού αραβικού στρατού
-
χαλίφης ήταν ο Χαρούν
αρ-Ρασίντ- έγινε νέα ειρήνη με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, με βάση, πάλι, την πληρωμή φόρου.
Πολύ ενδιαφέρουσες υπήρξαν, κατά τη διάρκεια τής Δυναστείας τών Ισαύρων, οι σχέσεις μεταξύ τών Αυτοκρατόρων και τών Βουλγάρων. Οι τελευταίοι, έχοντας εξασφαλίσει ένα προπύργιο στον Κάτω Δούναβη, ή ταν αναγκασμένοι, πάνω από όλα, να υπερασπιστούν την πολιτική τους ύπαρξη εναντίον τών προσπαθειών τού Βυζαντίου, που απέβλεπαν στην κατασtρoφή τών όσων κατόρθωσε ο Ασπαρούχ. Η εσωτερική κατάσταση στο Βασίλειο τών Βουλγάρων, τον
80
αιώνα, ήταν πολύπλοκη. Οι Βούλ
γαροι ηγέτες συναγωνίζονταν μεταξύ τους για τον ανώτατο τίτλο τού Χά νου, με αποτέλεσμα πολλές ταραχές, ενώ συγχρόνως ο βουλγαρικός
λαός, ως κατακτητής, ήταν υποχρεωμένος ν' αγωνίζεται συνεχώς ενα ντίον τών κατακτημένων Σλάβων τής Χερσονήσου. Οι Βούλγαροι Χάνοι
τού τέλους τού 70υ και τών αρχών τού 80υ αιώνα έδειξαν μεγάλη ανικα νότητα στον χειρισμό τών σχέσεών τους με τον πιο επικίνδυνο εχθρό τους, τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Οι Βούλγαροι είχαν βοηθήσει τον Ιου
(πινιανό Β' ν' ανακτήσει τον θρόνο και προσέφεραν ενεργό βοήθεια στον Λέοντα Γ στον αγώνα του να απομακρύνει τους
, Αραβες
μακριά
από την Κωνσταντινούπολη. Ύ σtερα από αυτό, για μια περίοδο μεγαλύ
τερη από τριάντα χρόνια, οι συγγραφείς τού Βυζαντίου δεν μιλούν πια για τους Βουλγάρους. Κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Λέοντος Γ, το Βασίλειο τών Βουλγάρων πέτυχε να διατηρήσει ειρηνικές σχέσεις με την Αυτοκρατορία.
Κατά τη διάρκεια όμως τής βασιλείας τού Κωνσταντίνου ε, οι σχέ σεις με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία οξύνθηκαν. Με τη βοήθεια τών Συ ρίων και τών Αρμενίων, που μεταφέρθηκαν από τα ανατολικά σύνορα και εγκαταστάθηκαν στη Θράκη, ο Αυτοκράτορας κατασκεύασε αρκετά
οχυρά κατά μήκος τών βουλγαρικών συνόρων. Ο Κωνσταντίνος συμπερι φέρθηκε με περιφρόνηση στον απεσταλμένο τών Βουλγάρων στην Κων
σtαντινoύπoλη, με αποτέλεσμα να αναλάβουν οι Βούλγαροι στρατιωτική δράση. Ο Κωνσταντίνος διεξήγαγε οχτώ ή εννέα εκστρατείες εναντίον τών Βουλγάρων, αποβλέποντας στην εξόντωσή τους. Οι εκστρατείες αυ
τές συνεχίστηκαν μ~ διάφορα αποτελέσματα. Τελικά ο Κωνσταντίνος δεν πέτυχε τον σκοπό του, αλλά μερικοί ιστορικοί τόν ονομάζουν «πρώτο
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
305
Βουλγαροκτόνο»(1), λόγω τής επιτυχούς δράσεώς του εναντίον τών Βουλ γάρων και λόγω τών πολλών οχυρών που κατασκεύασε.
Στη Βουλγαρία, τα δυναστικά προβλήματα εξέλιπαν, κατά τα τέλη τού 80υ αιώνα, ενώ ο ανταγωνισμός μεταξύ Βουλγάρων και Σλάβων έγινε λιγότερο οξύς. Με λίγα λόγια σχηματίσθηκε, σιγά-σιγά, η Βουλγαρία τού 90υ αιώνα, η οποία εκσλαβίσθηκε και μεταμορφώθηκε σ' ένα δυναμικό
κράτος με έντονες επιθετικές διαθέσεις για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Οι επιθετικές αυτές διαθέσεις εκδηλώθηκαν στα τέλη τού 80υ αιώνα, την εποχή τού Κωνσταντίνου ΣΓ και της μητέρας του Ειρηνης, οπότε η Βυ
ζαντινή Avτ:oκρατoρία, μετά τις στρατιωτικές της αποτυχίες, αναγκάστη κε να πληρώνει φόρο στους Βουλγάρους. Στις στρατιωτικές συγκρούσεις τής Αυτοκρατορίας με τους Βουλγά
ρους τού 80υ αιώνα, οι βουλγαρικές δυνάμεις συμπεριλάμβαναν επίσης τους Σλάβους, οι οποίοι αποτελούσαν τμήμα τού βασιλείου τους. Η κατο χή τής Βαλκανικής XερσoVΗσoυ από τους Σλάβους συνεχίστηκε κατά τον
80
αιώνα. Ένας προσκυνητής από τη Δύση, που πήγε στους Αγίους Τό
πους, σύγχρονος τού Λέοντος Γ, επισκέφθηκε την πόλη της Πελοποννή σου Μονεμβασία και έγραψε ότι βρισκόταν σε σλαβική γη (ίη
terrae ) στο Vizantiysky Sbornik, 1945, 104-105.
Α. Α. 6ΑΣΙΛΙΕΦ
312
φορα νέα φαινόμενα: στην ατομική ιδι,οκτησία τών αγροτών, στην κοινή γαιοκτησία, στην κατάργηση τής καταναγκαστ.ικής εργασίας και στην κα θιέρωση τής ελευθερίας τής μετακινήσεως. Αυτά τα πράγματα συνδέον
.τα ι,
συνήθως, από τους μελετητές με την εκτεταμένη εγκατάσταση τών
Σλάβων στην Αυτοκρατορία, η οποία κατά πάσα πιθανότητα εισήγαγε συνθήκες σύμφωνες με τον τρόπο τής ζωής τους, κυρίως δε την κοινότη τα. Η άποψη τού Παντσένκο ότι ο Γεωργικός Νόμος δεν ασχολείται με την κοινότητα απορρίπτεται πολύ σωστά από τους σύγχρονους συγγρα φείς.
Ο Θ. Ουσπένσκι υπερτονίζει τη σημασία αυτού τού νόμου, αποδίδο ντάς του ορισμένα γενικής φύσεως μέτρα για την Αυτοκρατορία και υποστηρίζοντας ότι ο νόμος αυτός «πρέπει να χρησ~μεύσει ως βασικό ση μείο εκκινήσεως τής ιστορίας τής οικονομικής ανάπτυξης τής Ανατολής»,
σχετικό με την τάξη τών ελεύθερων γεωργών και τών μικροϊδιοκτητών(l).
Η γνώμη αυτή όμως μπορεί να δώσει την εντύπωση ότι η δούλεία είχε γε νικά καταργηθεί κατά τον
70
ή
80
αιώνα, πράγμα που δεν ανταποκρίνε
ται στην πραγματικότητα(2).
Ο Ντηλ, ο οποίος στην Ισroρία τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας θεωρεί τον Γεωργικό Νόμο ως έργο τού Λέοντος Γ' και τού γιου του, προχωρεί
ακόμη περισσότερο, αναφέροντας ότι «ο νόμος αυτός είχε σκοπό να συ γκρατήσει την ανησυχαστική ανάπτυξη τών μεγάλων ιδιοκτησιών, να
σταματήσει την εξαφάνιση τών ελεύθερων μικροϊδιοκτησιών και να εξα σφαλίσει στους αγρότες καλύτερες συνθήκες ζωής»(3).
Ο ' Αγγλος ιστορικός Γ. ' Ασμπερνερ
(W. Ashburner),
μετέφρασε, δη
μοσίευσε και ερεύνησε προσεκτικά τον Γεωργικό Νόμο, αν και δεν ήξε
ρε Ρωσικά, πράγμα που δεν τού επέτρεπε να γνωρίζει τις έρευνες τών Ρώσων. Ο ' Ασμπερνερ τείνει να συμφωνήσει με τον Τσαχάρια φον Λίν
γκενταλ, ότι ο Γεωργικός Νόμος, στην μορφή που σώζεται, είναι μέρος τής νομοθεσίας τών Εικονομάχων και ότι κατά ένα μεγάλο μέρος του α ποτελεί μια συλλογή τού εθιμικού δικαίου τής εποχής. Συγχρόνως όμως ο
,Ασμπερνερ
διαφέρει στις απόψεις του από τον Τσαχάρια φον Λίνγκε
νταλ σε τρία σημεία:
1)
στην προέλευση τού νόμου,
μου τοποθέτηση τής αγροτικής τάξεως και
3)
2)
στην βάσει τού νό
στον οικονομικό χαρακτή
ρα τών δύο τύπων μίσθωσης κτημάτων στους οποίους αναφέρεται. Η σχέ-
(1) «Ιστορία τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» 1,28. Βλέπε επίσης Α. Vogt, «Basile Ier empereur de Byzance (867-886) et la ciνilisation byzantine a la fίη du IXe Siecle», 378. (2) Βλέπε και Runciman, «The Emperor Romanus Lecapenus and His Reign», 225. (3) «Histoire de Ι' Empire Byzantin» 69, μετάφραση G. Β. Ives, 56. Βλέπε τη σχετική με τη σημασία τού Γεωργικού Νόμου σύντομη παρατήρηση τού Diehl στο Charles Diehl και G. Marι;ais, «Le Monde Oriental de 395'a 1018»,256 και σημείωση 23.
424
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
«Τόμο» για τον τέταρτο γάμο τού Λέοντος τού Σοφού και οι δύο μερίδες έμειναν ικανοποιημένες από την απόφαση τής Συνόδου. Πιθανόν
πως υποθέτει ο Ντρίνοφ
(Drinov) -
-
ό
να συνετέλεσε στην συμφιλίωση τών
δύο θρησκευτικών μερίδων ο φόβος που είχε καταλάβει τον πληθυσμό τού Βυζι;χντίου με αφορμή την επιτυχία τού βουλγαρικού στρατούυ). Μετά
τη Σύνοδο αντηλλάγησαν αρκετές επιστολές με τον Πάπα, ο οποίος συμ φώνησε να στείλει στην πρωτεύουσα δύο Επισκόπους για να καταδικά
σουν τις διαμάχες που προέκυψαν λόγω τής τεταρτογαμίας τού Λέοντος. Έτσι αποκαταστάθηκαν οι απευθείας επαφές μεταξύ τών Εκκλησιών τής Ρώμης και τής Κωνσταντινουπόλεως. Ο Ρώσος εκκλησιαστικός ιστορικός
Α. Π. Λέμπεντεφ καταλήγει στα εξ11ς
-
σχετικά με την περίοδο αυτή
συμπεράσματα: «ο Πατριάρχης Νικόλαος εξήλθε απόλυτος νικητής από την νέα αυτή διαμάχη τής Εκκλησίας τής Κωνσταντινουπόλεως με την
Εκκλησία τής Ρώμης. Η Εκκλησία τής Ρώμης αναγκάσθηκε να υποχωΡ11-
σει στην Εκκλησία τής Κωνσταντινουπόλεως, καταδικάζοντας τις δικές της αποφάσεις»(2). Μετά τον θάνατο τού Νικολάου Μυστικού, το
925,
ο
Ρωμανός Λεκαπηνός εξασφάλισε τον πλήρη έλεγχο τής Εκκλησίας και, όπως λέει ο Ράνσιμαν, «ο Καισαροπαπισμός θριάμβευσε για μια φορά α κόμη»ω.
Ο Νικηφόρος Φωκάς αποτελεί, από εκκλησιαστική άποψη, μια πολύ
ενδιαφέρουσα προσωπικότητα. Ο ικανός αυτός στρατιωτικός, τού οποίου το όνομα συνδέεται με τις πιο λαμπρές σελίδες τής στρατιωτικής ιστορίας
τού Βυζαντίου, είχε αφιερώσει αρκετό χρόνο και προσοχή ανέλθει στον θρόνο -
-
κυρίως πριν
στα ιδεώδη τού μοναχικού βίου, διατηρώντας στε
νές σχέσεις με τον Άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη, τον ιδρυτή τής Μονής Μεγίστης Λαύρας στο 'Αγιον Όρος. Ο Βίος τού Αγίου Αθανασίου μάλι
στα αναφέρει.ότι κά.J-τoτε, σε στιγμή μεγάλου θρησκευτικού ζήλου, ο Νι κηφόρος εμπιστεύθηκε στον Αθανάσιο τον ιερό του πόθο να εγκαταλεί
ψει τα εγκόσμια και να αφιερώσει τη ζωή του στην υπηρεσία τού Θεού ω . Ο ιστορικός Λέων ο Διάκονος γράφει ότι ο Νικηφόρος υπήρξε «ακούρα στος και σταθερός στις δεήσεις του προς τον Κύριό του και στις νυκτερι
νές του προσευχές, ότι οι ύμνοι του δείχνουν ένα ανώτερο πνεύμα και
2] (Ρωσικά). Αναδημοσι εύεται στα (2). Οι περιοχές τής Θεσσαλονίκης, τής Μακεδο νίας, τής Θράκης ~αι τής Ελλάδας ακόμη υπέστησαν τρομερές επιδρο
μές. Ένας σύγχρονός τους Βυζαντινός ιστορικός τής εποχής παρατηρεί ότΙ «ολόκληρος ο πληθυσμός τής Ευρώπης αντιμετώπιζε (την εποχή εκείνη) το πρόβλημα τής μετανάστευσης»(3). Όταν ο τρομερός αυτός κίν
δυνος απομακρύνθηκε, ο λαός απέδωσε τη σωτηρία του στη θαυματουρ γική επέμβαση τού Θεού. Μερικοί από τους Ούζους εισήλθαν ακόμη και στην υπηρεσία τού Αυτοκράτορα και απέκτησαν κρατικά κτήματα στη
Μακεδονία. Οι Πατζινάκες και οι Ούζο ι, που υπηρέτησαν στον βυζαντι νό στρατό, έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στη μοιραία μάχη τού Μαντζικέρτ.
(1) Joannis Scylίtzae, «Historia», έκδοση Βοηη, 645. (2) Vasίlievsky, «Το Βυζάντιο και οι Πατζινάκες» «